Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 314

ΣΩΚΡΑΤΗ Β.

ΣΙΣΚΟΥ
3 η Βελτιωμένη Έκδοση 2016

ος
1 ΤΟΜΟΣ

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ
ΚΑΙ

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ
‘ Η Συ ναυ λία των Αγγέλων - EL GRECO

Τρίτομο μυθιστόρημα κοινωνικών


και ιδεολογικών αντιθέσεων

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
…. καὶ στήσει (ο ποιμήν) τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν
αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ
βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογη-
μένοι τοῦ πατρός μου…{ } Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐ-
ωνύμων· πορεύεσθε ἀπʹ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι…
Ευαγγελιστής ΜΑΤΘΑΙΟΣ
Κεφ. 25.33,34,41

1
2
Το τρίτομο αυτό έργο είναι αφιερωμένο στην
όμορφη δεκαοχτάχρονη της Άνοιξης του 1955

3
4
Σωκράτη Β. Σίσκου
3 η Βελτιωμένη Έκδοση 2016

Ευλογημένοι
και
Καταραμένοι
ος
1 ΤΟΜΟΣ

Τρίτομο μυθιστόρημα κοινωνικών


και ιδεολογικών αντιθέσεων

Θεσσαλονίκη 2016

5
© 1 η Έκδοση 2012
2 η Έκδοση 2015 (σε CD)
3 η Έκδοση 2016 (σε CD)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Β. ΣΙΣΚΟΣ
Κοσμοπούλου αρ.14
Τηλ. 2310. 827.131

ISBN 978-960-9763-15-8

«Υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από


το ψέμα. Είναι το μείγμα της
αλήθειας με το ψέμα».
Paul Valéry

Εικόνα εξώφυλλου:
«Η Συναυλία των Αγγέλων»
του EL GRECO

6
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις που διατυπώνονται στο


τρίτομο αυτό έργο, εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές
ιδεολογικές αντιλήψεις του συγγραφέα και συνεπώς δεν απο-
τελούν αλάνθαστο ταμπού γενικής κι ανεπιφύλακτης αποδο-
χής. Ο καθένας αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα με το δικό
του τρόπο και τα δικά του ιδεολογικά «πιστεύω» και από την
άποψη αυτή οι αντιλήψεις και οι απόψεις όλων είναι απόλυτα
σεβαστές. Μάλλον ισχύει η ελάχιστα γνωστή άποψη του
Μπέρτολτ Μπρεχτ, του αριστερού θεατρικού συγγραφέα που
δεν αποκήρυξε ποτέ το σταλινισμό, αλλά έζησε μέσα σε προ-
σωπικές φοβίες κι’ ανασφάλειες, διαπιστώνοντας πως «ένας
άνθρωπος πάει χαμένος με μια μόνο θεωρία». Όμως, η παράθε-
ση γεγονότων και καταστάσεων από ένα συγκεκριμένο προ-
σωπικό πρίσμα, δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη για προβ-
ληματισμούς, χωρίς να επιχειρεί να μεταπείσει χρησιμοποιώ-
ντας προπαγανδιστικά τεχνάσματα και ψευτοκουλτουριάρικες
θεωρίες. Απλά, δίνει την ευκαιρία για συγκρίσεις και για βαθύ-
τερες σκέψεις.
Το έργο δεν έχει γραφτεί για τους φανατικούς οποιουδή-
ποτε πολιτικού, κομματικού ή θρησκευτικού χώρου. Διερευνά,
μέσα από μια μυθιστορηματική ερωτική αφήγηση, τα ιδεολογι-
κά και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα με πνεύμα απεξαρτη-
μένο από αχαλίνωτα κομματικά καλούπια. Αυτά τα καλούπια
με τα οποία ο ελεύθερος άνθρωπος μεταβάλλεται σε «όργανο»,
σε μαριονέτα, για να εξυπηρετήσει σκοπούς που συνήθως δεν
γνωρίζει. Αυτούς τους γνωρίζουν οι λίγοι «εκλεκτοί» που κα-
τευθύνουν τις μάζες και παίζουν τραγικά παιχνίδια στις πλά-
τες των λαών, αναμειγνύοντας αριστοτεχνικά, κατά την άπο-
ψη του Πωλ Βαλερύ, τις αλήθειες και τα ψέματα για να κα-
τασκευάσουν μεγαλύτερα ψέματα.
Αν ο αναγνώστης προσπαθήσει να κατατάξει το συγγρα-
φέα σε συγκεκριμένο «ιδεολογικό στρατόπεδο», θ’ αντιμετωπί-
7
σει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Θα κατανοήσει εύκολα πως δεν
εγκλωβίστηκε «στο μαντρί μιας μόνο ιδεολογίας». Δεν είναι αγ-
κυλωμένος οπαδός «μιας μόνο θεωρίας». Το μόνο ξεκάθαρο εί-
ναι πως, μέσα από τις σελίδες και των τριών τόμων, διακρίνε-
ται μια απέραντη αγάπη για την πατρίδα, την ιστορία της και
τον πολιτισμό της, χωρίς σοβινισμούς και πατριδοκαπηλίες.
Κάποιοι που έχουν συνηθίσει ν’ αξιολογούν και να κατατάσ-
σουν τους πολίτες με βάση κομματικά ή ιδεολογικά κριτήρια,
θα δυσκολευτούν να προσδιορίσουν το ιδεολογικό του στίγμα.
Σε κάποιες σελίδες θα τον θεωρήσουν συντηρητικό ή σοσια-
λιστή, σε άλλες κομμουνιστή ή αναρχικό κι αλλού εθνικοσοσι-
αλιστη ή φασίστα. Όμως, ένα είναι βέβαιο. Όσο θολή κι αν εί-
ναι η ματιά ενός κομματικά φανατισμένου, θα μπορέσει να δι-
ακρίνει σ’ αυτό το πεζογράφημα, μια απεριόριστη αγάπη για
την Ελλάδα, για την αληθινή δημοκρατία, για την κοινωνική
δικαιοσύνη και για τους θησαυρούς της πολιτιστικής μας κλη-
ρονομιάς. Κι όλα αυτά πάντα με σεβασμό στις πολιτιστικές αξί-
ες των άλλων λαών του κόσμου. Ο αμερόληπτος κι αντικειμε-
νικός αναγνώστης, δεν θα’ χει καμιά δυσκολία να τα αντιληφ-
θεί αυτά, αμέσως, από τις πρώτες σελίδες του έργου.

Θεσσαλονίκη, 10-1-2015 Σ.Β.Σ.

8
ΜΕΡΟΣ Α’

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια

9
10
Ι

Μικρό παιδί στο χωριό

Ο Φίλιππος Στεργιάδης ήταν ένας απλός Έ λληνας


πολίτης, ένα χωριατόπαιδο, που απ’ την ώρα που γενν ή-
θηκε ήξερε πως θα‘ πρεπε ν’ αγωνιστεί σκληρά, για να
ξεφύγει απ’ τη φτώχεια και τη μιζέρια του κοινωνικού και
οικογενειακού του περιβάλλοντος .
Τώρα, ως συνταξιούχος, άφηνε πολλές φορές τη φαν-
τασία του να τρέχει στα περασμένα και να τον μεταφέρει
πολλά χρόνια πίσω, όταν ακόμα ήταν ένα ξέγνοιαστο σ υ-
νεσταλμένο παιδάκι.
Είχε γεννηθεί σ’ ένα φτωχό ημιορεινό χωριό της Ανα -
τολικής Μακεδονίας κι’ όλα έδειχναν πως δεν θα ξέφευγε
απ’ τη μοίρα των περισσότερων παιδιών που ζούσαν στη
μικρή αυτή γεωργική κοινωνία. Το μέλλον του ήταν προκα -
θορισμένο. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν
κάτι άλλο απ’ αυτό που τον προόριζαν οι πραγματικέ ς
συνθήκες του κοινωνικού του περίγυρου. Το μόνο που θα
μπορούσε να ονειρευ τεί, θα ήταν η επιτυχημένη επαγγε λ-
ματική αναγνώριση του κτηνοτρόφου, του καπνοπαραγ ω-
γού ή του σιτοκαλλιεργητή. Άλλωστε, δεν θα ήταν ο πρ ώ-
τος που είχε έφεση στα γράμματα και θα ήταν αναγκασμ έ-
νος να συμβιβαστεί με το απολυτήριο του δημοτικού. Ό-
πως διάβασε πολλά χρόνια μετά στο έργο ενός άγγλου ισ-
τορικού, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως εκατομμύρια
Αϊνστάιν πέθαναν βόσκoντας πρόβατα ή σκάβοντας τη γη,
γιατί δεν είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν.
Για το Στεργιάδη υπήρξαν τέσσερα ή πέντε γεγονότα,

11
στην παιδική κι εφηβική του ηλικία , που άλλαξαν τη μοίρα
του και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του. Ποτέ δε φαντά -
στηκε πως, μια μικρή πρωινή αργοπορία στην καθημερινή
ρουτίνα της μετάβασης στα καπνοχώραφα, θα είχε τέτοια
επίδραση στη μετέπειτα ζωή του.
Ήταν τότε δώδεκα χρόνων κι η απόφαση των γονιών
του να μη δώσει εξετάσεις για το γυμνάσ ιο ήταν οριστική.
Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σε άθλια κατάσταση.
Η ζωή των καπνοκαλλιεργητών της περιοχής είχε επι δει-
νωθεί μετά τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο. Στις
δεκαετίες του ’50 και του ’60 οι νέοι, αλλά και οι μεσήλι-
κες, άρχισαν να φεύγουν για τα αστικά κέντρα και το εξ ω-
τερικό, κυρίως στη Γερμανία και στο Βέλγιο.
Οι καπνέμποροι, ασύδοτοι, παρά τις καλές τιμές που
πετύχαιναν στις αγορές του εξωτερικού, κυριολεκτι κά λή-
στευαν τους ανοργάνωτους και πάμφτωχους αγρότες. Στα
χίλια κιλά καπνού που αγόραζαν, πλήρωναν τα μισά σε
εξευτελιστικές τιμές, ενώ τα άλλα μισά τ’αποκτούσαν «δω -
ρεάν». Υπολόγιζαν πως ένα τέτοιο ποσοστό της παρα -
γωγής αντιστοιχούσε σε καπνόφυλλα δεύτε ρης ποιότητας,
ώστε με την προσθήκη τους στην τιμή αγοράς για τα «κ α-
λά καπνά», να μειωθεί το κόστος της ονομαστικής τιμής.
Όποιος καπνοπαραγωγός αντιδρούσε σ’ αυτή τη «δ ω-
ρεάν παραχώρηση» δεν είχε καμιά ελπίδα να πουλήσει
την παραγωγή της χρονιάς. Το δίλημ μα έμοιαζε με τη Δα-
μόκλεια σπάθη. Είτε θα’ πρεπε να υποκύψει στους κα π-
νέμπορους, είτε θα λιμοκτονούσε για μια ακόμα χρονιά, με
κίνδυνο να καταστραφεί η παραγωγή από τη μού χλα εξαι-
τίας της πολύμηνης αποθήκευσης.
Χωρίς σχεδόν εξαιρέσεις επιλεγόταν η πρώτη πε ρί-
πτωση, με τους καπνέμπορους να θησαυρίζ ουν και τους
γεωργούς, για να εκτονώσουν την ορ γή τους, να καίνε
κρυφά κάποια δέματα συσκευασμένων καπνόφυλλων έξω
απ’ το χωριό. Ήταν μια «βουβή επαναστατική πράξη»,
χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ήταν ένα ανάθεμα, έ να εί-
δος κατάρας προς τη γη, προς τα χώματα, που μέχρι τότε
θεωρούσαν ιερά, πριν εγκαταλείψουν τα χωριά τους και

12
πλημμυρίσουν τις πόλεις ως ανειδίκευτοι εργάτες. Σε μια,
σχεδόν, δεκαετία απ’ τη λήξη του εμφυλί ου πολέμου, τα
χωριά της περιοχής είχαν εφιαλτι κά ερημώσει.

Κάποιο τυχαίο γεγονός

Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό


πεδίο που άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα της δεκα -
ετίας του ’40, η μοίρα του Στεργιάδη άλλαξε πορεία από
εντελώς τυχαία κι αναπάντεχα γεγονότα.
Εκείνο το πρωινό του 1947, όπως κάθε πρωί πολύ
πριν ξημερώσει, όλη η οικογένεια ετοιμαζόταν για το κα π-
νοχώραφο. Η συλλογή των καπνόφυλλων γινόταν πολλές
ώρες πριν απ’ την ανατολή του ήλιου. Με μικρές γκαζ ό-
λαμπες φωτιζόταν ο χώρος καθώς οι αγρότες έσπαζαν το
μίσχο απ’ τα ώριμα φύλλα, αρχίζοντας απ’ τη βάση της
κάθε καπνόριζας.
Στην αυλή, ο πατέρας φόρτωνε στο μικρόσωμο σταχτί
γαϊδουράκι το πλεχτό, από βέργες λυγαριάς, ζευγάρι κο-
φίνια, που χρησίμευαν για τη μεταφορά των καπνόφυλλων
απ’ το χωράφι στο χαγιάτι τ ου σπιτιού.
Ο Φίλιππος είχε έναν ελαφρύ πονοκέφαλο και οι γο-
νείς του θεώρησαν σκόπιμο να τον αφήσουν λίγη ώρα α-
κόμα στο σπίτι , για να κοιμηθεί περισσότερο και να νιώσει
καλύτερα.
– Να σηκωθείς σε καμιά ώρα και να’ ρθεις στο χωράφι
για να μεταφέρεις στο σπίτι το πρώτο φόρτωμα, του είπε η
μητέρα του ενώ εκείνος ήταν ακόμα μισοκοιμισμένος.
Όταν ξύπνησε είχε ήδη ξημερώσει κι ο ήλιος είχε
προβάλει δειλά στα υψώματα. Είχε αργήσει. Ντύθηκε βι α-
στικά και βγήκε τρέχοντας απ’ το σπίτι. Καθώς διέσχιζε
την πλατεία του χωριού, είδε τον πατέρα ενός παιδικού
του φίλου, με χαρτί και μολ ύβι στο χέρι, να σημειώνει κάτι
στηριγμένος στο καπό του σαραβαλιασμένου αυτοκινήτου

13
που πραγματοποιούσε τη μοναδική ημερήσια διαδρομή
για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων στην πόλη.
– Πού πας Φίλιππε; Δεν θα ‘ρθεις κι εσύ στις Σέρρες
για την αίτηση;
– Ποιά αίτηση; ρώτησε το παιδί απορημένο.
– Μα σήμερα λήγει η προθεσμία για τις αιτήσεις στο
γυμνάσιο! .. Εσύ δε ν θα δώσεις εξετάσεις;
– Όχι! ..
– Γιατί βρε παιδί μου πήρες τέτοια απόφαση! .. Εσύ εί-
σαι απ’ τους πολύ καλούς μαθητές... Και ο γιος μου ο Πέ-
τρος αλλά κι ο δάσκαλός σου μου μίλησαν με τα καλύτερα
λόγια για τις επιδόσεις σου! .. . Κάνεις μεγάλο λάθος! ..
– Δεν έχουμε λεφτά για να σπουδάσω...Χρειάζονται
χρήματα...
– Σιγά τα χρήματα... Θα σου στέλνουν ψωμί κι άλλα εί-
δη από ‘δω και θα μένεις στο ίδιο δωμάτιο με τον αδερφό
σου, που μαθαίνει ράφτης... Θα βολευτείτε όπως τόσα ά λ-
λα φτωχόπαιδα... Έλα, πήγαινε να βρεις πέντε δραχμές για
το χαρτόσημο και θα σου γράψω εγώ την αίτηση... Θα την
καταθέσω μαζί με την αίτηση του Πέτρου.
Ο Θωμάς Κωσταράκος ήταν ένας άνθρωπος της αγο-
ράς, με κοινωνικές συναναστροφές και γνωριμίες σημαντ ι-
κών προσώπων στην πόλη. Ασχολούνταν με το εμπό ριο,
φορούσε πάντα ρεπούμπλικα και γραβάτα και ποτέ του
δεν ασχολήθηκε με γεωργ ικές εργασίες, παρά το γεγονός
πως καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Θεωρούνταν α ρ-
κετά εύπορος, σε σύγκριση μ’ άλλους συγχωριανούς του
και ενδιαφερόταν και για τα κοινοτικά θέμα τα. Μάλιστα
προπολεμικά, στην περίοδο της δικτατορίας, είχε διοριστεί
και πρόεδρος με αξιόλογο έργο στη διάρκεια της θητείας
του.
Ο Φίλιππος φαινόταν διστακτικός. Ήξερε πως οι γο-
νείς του τον περίμεναν στο χωράφι, γιατί το πρώτο φορτίο
των καπνόφυλλων θα είχε ήδη ετοιμαστεί. Όμως ενδόμ υ-
χα, κάτι δυνατό, κάτι ανεξήγητο, τον κράτησε κα θηλωμένο
στη θέση του και τον υποχρέωνε να βρει λύσεις στο
πρόβλημα της αναζήτησης των χρημάτων για το χαρτόσ η-

14
μο της αίτησης.
Από τους γονείς του ήξερε πως, στα ελάχιστα λεπ τά
που είχε στη διάθεσή του ώσπου να ξεκινήσει το λεωφο-
ρείο, κι αν ακόμα είχε τον απαραίτητο διαθέσιμο χρόνο
δεν θα μπορούσε να ζητήσει ούτε δραχμή. Οι χωρικοί στα
χωράφια δεν κουβαλούν πορτοφόλια αλλά και στο σπίτι
μάλλον δεν θα υπήρχε διαθέσιμη ούτε δεκάρα. Σκέφτηκε
την ξαδέρφη του την Ελένη, τη μοδίστρα, η οποία πάντα
είχε ένα μικρό κομπόδεμα.
– Έλα, τρέξε γρήγορα...Πήγαινε να βρεις λεφτά για το
χαρτόσημο, τον ενθάρρυνε ο κυρ’ Θωμάς.
Ξαφνικά, τα πόδια του Φίλιππου απόκτησαν φτερά.
Σαν βολίδα έτρεξε και χτύπησε το παράθυρο της ξαδέ ρ-
φης του.
– Τι θέλεις Φίλιππε; Δεν πήγες ακόμα στο χωρ άφι;
– Θέλω πέντε δραχμές...Τις θέλω γρήγορα, τώρα...
– Γιατί; Τι συμβαίνει;
– Ο κυρ Θωμάς, ο πατέρας του φίλου μου του Πέτρου,
θα με γράψει στο γυ μνάσιο για να δώσω εξετάσεις... Άντε,
γρήγορα γιατί θα φύγει το λεωφορείο... Ο μπαμπάς μου θα
σου δώσει τα δανεικά...Δεν θα τα χάσεις...
– Δεν πιστεύω να μου λες ψέματα!... Εσύ είσαι καλό
παιδί! ...
– Δε σου λέω ψέματα...Κάνε γρήγορα όμως...
– Καλά...Θα σου δώσω... Μακάρι να πετύχεις στο γυμ-
νάσιο...
Πρόλαβε να δώσει τα χρήματα στον πατέρα του φίλου
του την ώρα που ο οδηγός της σακαράκας έβαζε μπρος,
βγάζοντας ένα σύννεφο καπνού απ’ την εξάτμιση. Ήταν
μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές στη ζωή του Φ ί-
λιππου Στεργιάδη.
Χρόνια αργότερα, πολλές φορές σκέφτηκε για ποιο
λόγο ο πατέρας ενός απ’ τους πιο αγαπητούς του φίλο υς,
με την τόση οικονομική άνεση που τον χαρακτήριζε, δεν
προθυμοποιήθηκε να βάλει ο ίδιος το ασήμαντο εκείνο
ποσό. Ήταν βέβαιο πως οι γονείς του, παρά την ανέχειά
τους θα το επέστρεφαν, όπως το επέστρεψαν και στην ξ α-

15
δέρφη του, γιατί ήταν τίμιοι κι αξιοπρε πείς άνθρωποι. Μό-
νο που η δυνατότητα επιστροφής υπήρχε σε ορισμένα
χρονικά διαστήματα. Συνήθως, οι αγρότες πλήρωναν τις
οφειλές τους στο μπακάλη ή σε τρίτους όταν έπαιρναν
καλλιεργητικά δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα ή όταν
πουλούσαν τα συσκευασμένα σε δέματα καπνόφυλλα.
Όμως, παρά το αναπάντητο αυτό ερώτημά του, σ’ όλη την
υπόλοιπη ζωή του ένιωθε μια απεριόριστη ευγνωμοσύνη
γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που με μια ενέργεια, με μια π α-
ρότρυνση, άλλαξε την πορεία της μοίρας του.
Όταν έφυγε το λεωφορείο και κατηφόρισε τρέχοντας
προς την κάτω πλατεία για να πάει στο χωράφι, στην ά κ-
ρη του χωριού είδε από μακριά τον πατέρα του, πίσω απ ’
το φορτωμένο γαϊδουράκι τους. Φαινόταν ανήσυχος και
κουρασμένος.
– Πού είσαι βρε παιδί μου; Ανησυ χήσαμε...,του είπε,
όπως πάντα, ήρεμα και με καλοσύνη.
– Κοιμήθηκα λίγο βαριά, μπαμπά... Καθυστέρησα και
με τον πατέρα του Πέτρου του Κωσταράκου...
– Γιατί σε καθυστέρησε;
– Να, κατέβηκε στις Σέρρες και θα κ άνει αίτηση για το
Γυμνάσιο... Για τον Πέτρο... Εί πε να κάνει και για μένα…
– Καλά, καλά, τον διέκοψε ο πατέρας του… Θα μου τα
πεις αργότερα… Πήγαινε τώρα να ξεφορτώσεις τα κοφίνι α
και γύρνα γρήγορα στο χωράφι… Έχουμε μαζέψει αρκετά
καπνόφυλλα… Θα πρέπει να συμπληρώσουμε το δεύτερο
φόρτωμα πριν ανεβεί πιο ψηλά ο ήλιος και μαραθούν τα
φύλλα… Γρήγορα…
Δεν καθυστέρησε καθόλου. Χτύπησε το γάιδαρο ελα -
φρά στα καπούλια και τον οδήγησε στην αυλή του σπιτιού.
Εκείνες τις ώρες της έντονης δουλειάς για όλο το χωριό,
δεν υπήρχε κάποιος άλλος διαθέσιμος συγγενής ή γείτο-
νας για να βοηθήσει στο ξεφόρτωμα. Η ξαδέρφη του, η
Ελένη, ήταν ανάπηρη και σε καμιά περίπτωση δεν θα
μπορούσε να προσφέρει και την παραμικρή βοήθεια . Ο
δωδεκάχρονος Φίλιππος όμως είχε μάθει την τέχνη να ξ ε-
φορτώνει με ειδικό τρόπο τα κοφίνια, χωρίς να διασκορπί-

16
ζεται το περιεχόμενό τους. Ελευθέρωσε τα δύο χοντρά
σχοινιά απ’ τις διχαλωτές λαβές του σαμαριού και τα χ α-
λάρωνε ταυτόχρονα σιγά σιγά. Τα κοφίνια γλιστρούσαν
στα πλευρά του υπομονετικού ζώου που, εκπαιδευμένο
από την πολύχρονη αυτή διαδικασία εκφ όρτωσης, παρέ-
μεινε τελείως ακίνητο. Όταν τα κοφίνια έπαιρναν κάποια
κλίση, ο Φίλιππος τα διόρθωνε με το ένα χέρι ενώ με τ’
άλλο κρατούσε σφιχτά τις άκρες και των δύο σχοινιών.
Στο τέλος, το διπλό φόρτωμα ακούμπησε απαλά στο
χώμα. Μετακίνησε λίγο τα κοφίνια για να ελευθερώσει τα
πόδια του ζώου. Το γαϊδουράκι, χωρίς άλλη κίνηση του
Φίλιππου, προχώρησε λίγα μέτρα και τίναξε το σαμάρι
μερικές φορές δεξιά αριστερά, σα να ’θελε να πετάξει κάτι
το ανεπιθύμητο απ’ το σώμα του. Ύστερα, πλησίασε προς
την πέτρινη γούρ να της αυλής κι άρχισε να πίνει νερό.

17
ΙΙ

Τα «οικογενειακά» σχολεία της Κατοχής

Κατέβηκε στις Σέρρες για τις εισαγωγικές εξετάσεις


στο γυμνάσιο τελείως απροετοίμαστος. Την προηγού μενη
μέρα είχε πάει στα χωράφια με τους γονείς του και το με-
σημέρι, αμέσως μετά το φαγητό, ξεκίνησε με τα πόδια για
την πόλη Ο κανονικός χωματόδρομος απ’ τον οποίο περ-
νούσε και το αυτοκίνητο, ακολουθούσε μια καμπυλοειδή
διαδρομή που ξεπερνούσε τα είκοσι χιλιόμετρα. Ο μικρός
Φίλιππος έκοψε ευθεία, μέσα απ’ τα χωράφια και με γρ ή-
γορο βηματισμό έφτασε στην πόλη σε λιγότερο από δυ ο
ώρες. Στην πλάτη του είχε δέσει ένα μικρό μπόγο με τα
απαραίτητα ρούχα. Οι γονείς του είχαν ειδοποιήσει, λίγες
μέρες πριν, το μεγαλύτερο αδελφό του για να τακτοποι ή-
σει το θέμα της διήμερης διαμονής του στο ίδιο δωμάτιο
που νοίκιαζε κι εκείνος μαζί με άλλους δυο κοντοχωρι α-
νούς.
Καθώς περπατ ούσε ανάμεσα απ’ τα καπνοχώραφα και
τις θερισμένες καλαμιές, τσαλαπατώντας ξερόχορτα, σβ ώ-
λους, μικρούς θάμνους και κοτρόνες, ένιωθε ανάλαφρος
σα να πετούσε. Ήξερε πως θα πετύχαινε στις εξετάσεις,
γιατί στο σχολείο ήταν πάντα απ’ τους αριστούχους της
τάξης του κι ο δάσκαλός τους, με επιμονή, μεθοδικότητα
κι επαγγελματική ευσυνειδησία, τους είχε προετοιμάσει
για να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για τις εισαγωγικές
στο οκτατάξιο γυμνάσιο.
Στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής τα σχολεία ε ί-
χαν κλείσει. Αργότερα, οι Β ούλγαροι άνοιξαν δικό τους
σχολείο και υποχρέωναν τους γονείς να γράψουν τα πα ι-
18
διά τους σ’ αυτό. Ο τελάλης του χωριού προει δοποίησε
πως οι γονείς που δε ν θα΄στελναν τα παιδιά τους στο
σχολείο, θα συλλαμβάνονταν και θα οδηγούνταν στα κρ α-
τητήρια της κατοχικής αστυνομίας.
Ο Φίλιππος ήταν τότε έξι χρόνω ν. Παρακολούθησε τα
μαθήματα γύρω στη μια βδομάδα αλλά παρά τη μικρή ηλ ι-
κία του, καταλάβαινε από τις συζητήσεις των γονιών του
και των άλλων συγγενών τους, πως αυτή η αναγκαστική
εκπαίδευση ήταν μια ατιμωτική πράξη. Συνεννοήθηκε με
τον, κατά δυ ο χρόνια, μεγαλύτερο φίλο και γείτονά του, το
Σάκη, κι αποφάσισαν να μην συνεχίσουν τα μαθή ματα.
Έτσι, ένα πρωινό, αντί για το σχολείο, ανηφόρισαν προς
τον πευκοφυτεμένο λόφο της Παναγιάς. Κανένας δε ν γνώ-
ριζε που είχαν κρυφτεί.
Αυτός ο ψηλός λόφος βρισκόταν στη βόρεια πλευρά
του χωριού κι ήταν καταπράσινος από πεύκα και πουρ -
ναριές. Οι βούλγαροι χωροφύλακες κι’ αγροφύλακες δεν
τολμούσαν να προχωρήσουν ούτε ως τη βάση του λόφου,
γιατί υπήρχε η φήμη π ως οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατέ-
βαιναν κρυφά απ’ το βουνό, με σκοπό να αιχμαλωτίσουν
βούλγαρους οπλοφόρους για ν’ αρπάξουν τον οπλισμό
τους.
Τον δεντροφυτεμένο αυτό κρυψώνα χρησιμοποιούσαν
επίσης, κάποιες φορές, ο Φίλιππος με τον παιδικό του φ ί-
λο Γιώργο Βορίδη, όταν βοσκούσαν τα μικρά προβατάκια
τους στις άκρες των σπαρμένων χωραφιών. Όταν αντ ι-
λαμβάνονταν την προσέγγιση του άξεστου και θηριώδη,
στην εμφάνιση, βούλγαρου αγροφύλακα, έτρεχαν φοβι -
σμένοι προς το λόφο της Παναγιάς. Τ’ αρνάκια τους ακο-
λουθούσαν κι αυτά τρέχοντας, όπως τα σκυλιά ακολου -
θούν πιστά και πειθήνια τ’ αφεντικό τους.
Ο Βούλγαρος σφύριζε με τη σφυρίχτρα του δαιμονι -
σμένα, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να πλησιάσει στο λόφο.
Από μακριά κουνούσε απειλητικά τα χέρια του κι έβριζε
άλλοτε στα βουλγαρικά κι άλλοτε στα ελληνικά.
Τα δυο παιδιά δεν πήγαν στο βουλγαρικό σχολείο, ού-
τε τις επόμενες δυο τρεις μέρες. Η κατοχική αστυνομία

19
οδήγησε τον πατέρα του Φίλιππου στα γραφεία της και
τον συμβούλεψε να συνετίσει το γιο του γιατί «θα είχε κα-
κά ξεμπερδέματα». Όμως, παρά τις απειλές τα παιδιά
κρύβονταν άλλοτε σε στάβλους κι αχυρώνες κι άλλοτε σε
γειτονικά σπίτια ή στο λόφο της Παναγιάς.
Οι πιέσεις, απ ό την πλευρά της βουλγαρικής αστυ -
νομίας άρχισαν σιγά σ ιγά ν’ αραιώνουν. Υπήρξε όμως κ ι
ένα τυχαίο γεγονός που κατέστησε ανέφικτη την επιτυχία
του βουλγαρικού σχολικού πειράματος. Ο βούλγαρος δά-
σκαλος αρρώστησε ξαφνικά κι έφυγε απ’ το χωριό. Άλλοι
είπαν πως γύρισε στη Βουλγαρία κι άλλοι πως τον έστει -
λαν σε σανατόριο, στη Θεσσαλονίκη. Όπως και να’ χαν
όμως τα πράγματα, γονείς και παιδιά σ’ όλο το χωριό α-
νάσαναν μ’ ανακούφιση.
Σχολείο για το Φίλιππο έγινε από τότε το ίδιο του το
σπίτι. Στα μπαούλα υπήρχαν σ τοιβαγμένα αρκετά βιβλία,
που οι θεωρούμενοι ως μορφωμένοι του χωριού είχαν α-
γοράσει ή είχαν ανταλλάξει μ’ άλλους συγχωριανούς τους.
Προπολεμικά υπήρχε κι ένας μικρός πολιτιστικός σύλλ ο-
γος που ανέβαζε, σε πρόχειρη θεατρική σκη νή, τα κωμει-
δύλλια της εποχής. Η Γκόλφω, η Μαρία η Πεντα γιώτισσα,
ο Ερωτόκριτος κι ο Διγενής Ακρίτας ήταν από τα έργα που
είχαν την πρώτη θέση στο θεατρικό εκείνο ρεπερτόριο.
Διοργάνωναν επίσης χοροεσπερίδες και πολιτιστικές ε κ-
δηλώσεις βασισμένες στα έθιμα και στις παραδόσεις του
χωριού.
Οι νεαροί εκπρόσωποι αυτής της πνευματικής κίνησης
του χωριού είχαν οργανωθεί από νωρίς και κρυφά, κατά
τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, σε μια ομάδα με
κομμουνιστικές ιδέες. Ήταν σχεδόν όλοι τους απόφοιτοι
δημοτικού αλλά με μεγάλη έφεση στο διά βασμα και με έ μ-
φυτες ικανότητες στο λόγο και στην πειθώ. Ήξεραν απ’
έξω κι ανακατωτά το «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Δυο τρεις απ’
αυτούς ήταν αξιόλογοι ρήτορες κι από κτησαν θέσεις δια-
φωτιστών ή οργανωτικών στελεχών, όταν κατά τη διάρκεια
της κατοχής και μετά την απελευθέρωση ισχυροποιήθηκε
το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα.

20
Ο Φίλιππος ήταν τυχερός που ο πατέρας της μάνας
του, ο Παπαβαγγέλης, ένας παπάς μ’ αξιόλογη μόρφωση,
είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Ο άλλος παππούς του, ο Ν ι-
κόλας, είχε κι αυτός τελειώσει το Σχ ολαρχείο αλλά προ-
τίμησε ως επάγγελμα τη γεωργία και ειδικότερα την κα -
πνοκαλλιέργεια, αντί να προσληφθεί ως υπάλληλος σε
κάποια κρατική υπηρεσία ή ν’ ασχοληθεί με το καπνεμπ ό-
ριο. Είχε, με βάση τη γενικότερη αντίληψη της εποχής του
για το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του χωριάτη και αγρότη
μια, θα μπορούσε κάποιος να πει, ανώτερη μόρφωση.
Γνώριζε πολύ καλά την τουρκική γλώ σσα και κατανοούσε
κι έγραφε τ’αραβικά. Ώρες ώρες, χωρίς κα νένας να το πε-
ριμένει και καθώς με αφοσίωση συνειδητοποιημένου κα λ-
λιτέχνη τακτοποι ούσε, με προσοχή, τα καπνόφυλλα στον
ξύλινο οδηγό για να τα συσκευάσει σε δέμα, άρχιζε ν’ α-
παγγέλλει, σε άπταιστα λατινικά, ολόκληρες στροφές απ’
την «Αινειάδα» του Βιργίλιου.
Άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, θεωρούσε υποτι -
μητικό το υπαλληλίκι κι αμαρτία, γενικά, το εμπόριο που
ήταν «το εργαλείο εκμεταλλεύσεω ς των φτωχών». Παρά
τις χριστιανικές αυτές ιδέες του, ήταν εξαιρετικά δύσπι -
στος στις κομμουνιστικές ιδέες περί κοινωνικής δικαιοσ ύ-
νης. Γεννημένος σε οικογένεια μικροτσιφλικάδων, είχε μια
ταξική απαξίωση για τους «ξυπόλυτους που θέλουν να
κυβερνήσουν τον κόσμο με το μαχαίρι».
Για τα φτωχόπαιδα του πολιτιστικού συλλόγου είχε μια
έντονη απέχθεια κι ίσως και κάποιο φόβο για εγκληματι -
κές προθέσεις κι αμαρτωλές επιθυμίες «ν’ αρπάξουν τις
περιουσίες των εργατικών και φρόνιμων νοικοκυραίων».
– Κοίτα…Κοίτα χάλια… Όλη τη μέρα κοπανούν αρλού -
μπες του αέρα…Είναι τεμπέληδες!…Να δεις που όλοι αυ-
τοί δε θα’χουν καλό τέλος! έλεγε και ξανάλεγε καθώς με
υπομονή και μαεστρία βελόνιαζε, το καλοκαίρι, τα κα -
πνόφυλλα ή τα συσκεύαζε το χειμώνα σε «παστάλια» για
να δεματοποιηθούν.
Ούτε προφήτης να’ ταν! Όλοι αυτοί οι πολυτάλαντοι
νεαροί είχαν τραγική μοίρα, κατά τη διάρκεια και μετά τον

21
εμφύλιο, όταν αναγκάστηκαν άλλοι να καταφύγουν στην
Ανατολική Ευρώπη κι άλλοι να σαπίσουν σε φυλακές κι
ερημονήσια, να φτάσουν σε έσχ ατα όρια φτώχειας ή να
οδηγήσουν τις οικογένειέ ς τους στη διάλυση και στην κοι-
νωνική απαξίωση.
Ο άλλος του ο παππούς, ο Π απαβαγγέλης, ήταν πιο
προοδευτικός και ρεαλιστής αλλά ταυτόχρονα και πιο
συστηματικός βιβλιοφάγος και παρατηρητής της πολιτικής
κατάστασης. Φανατικός βενιζελικός ταξινομούσε μ’ επιμέ -
λεια, χρόνια τώρα, τις εφημερίδες που περιέγραφαν όλα
τα μεγάλα και συγκλονιστικά γεγονότα για τον ελληνισμό,
από τους βαλκανικούς πολέμους, τη μικρασιατική κατά-
στροφή και όλα τα πολιτικά συμβάντα με την έναρξη και
τη συνέχεια του παγκόσμι ου πολέμου. Τις εφημερίδες α υ-
τές τις ταξινομούσε, κατά χρονολογική σειρά, σε κιβώτια
από ανοξείδωτη λαμαρίνα που έκλειναν ερμητικά.
Όταν οι Βούλγαροι κι οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Μακ ε-
δονία, έθαψε τα κιβώτια αυτά σε μια άκρη της αυλής. Λ ί-
γους μήνες αργότερα, με την προτροπή των παιδιώ ν του
λόγω του κλίματος τρομοκρατίας που είχαν επιβάλει οι κ α-
τακτητές, τα ξέθαψε κι έκαψε όλο εκείνο το πολύτιμο ιστ ο-
ρικό αρχείο στο φούρνο. Το ψωμί εκείνης της φουρνιάς
δεν ψήθηκε με πουρνάρια. Ο όγκος του χαρτιού ήταν α ρ-
κετός για να κοκκινίσει ο φούρνος απ’ τις πελώριες φλ ό-
γες.
Τα βιβλία όμως σώθηκαν. Διασκορπίστηκαν σε αχ υ-
ρώνες, στάβλους, στα σπίτια των δυ ο θυγατέρων του και
στα σπίτια των φίλων του γιου του. Ήταν έργα Γάλλων,
Ρώσων και Ιταλών κλασικών, γνωστά λογοτεχνικά αρι -
στουργήματα.
Αυτά τ’ αξιόλογα λογοτεχνικά έργα τα διάβαζε η μάνα
του Φίλιππου της μέρες της σχόλης και τα χειμωνιάτικα,
κυρίως, βράδια όταν οι συννυφάδες της, οι ανεψιές της κι
άλλοι συγγενείς, που έμεναν στο ίδιο συγκρότημα των ε-
πιβλητικών κατοικιών ενός παλιού τσιφλικιού, μαζεύονταν
στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού τους, μόλις σκοτείνιαζε κι
απαγορευόταν η κυκλοφορία στους δρόμους από τους

22
βούλγαρους χωροφύλακες.
Φως δεν υπήρχε γιατί το πετρέλαιο για τη γκαζόλα -
μπα ή το λάδι για το καντήλι ήταν δυσεύρετα. Για το δι ά-
βασμα αρκούσε το φως των ξύλων που καίγονταν στη ξυ-
λόσομπα, στη μασίνα όπως την έλεγαν, όταν το πορτάκι
της ήταν μισάνοιχτο κι άφηνε να περνούν οι αδύναμες και
τρεμάμενες φωτεινές δέσμες.
Σ’ αυτή την ηλικία των έξι, εφτά ή οχτώ χρόνων, ο Φ ί-
λιππος άκουσε για πρώτη φορά τις ιστορίες που περιέ γ-
ραψαν στα έργα τους ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ου γ-
κώ…Οι Άθλιοι, ο Πόλεμος και η Ειρήνη, το Έγκλημα και
Τιμωρία, η Γέφυρα των Στενα γμών, τα Κατά Συνθήκην
Ψεύδη, ή ακόμα και κάποιο περιπετειώδες μυθιστόρημα
με ινδιάνους πυγμαίους και μαορί στις απάτητες ζούγκλες
της Αφρικής ή της Νότιας Αμερικής, αποτελούσαν τ’ αναγ -
νώσματα της μητέρας του Φίλιππου, εκείνες τις ατέλειωτες
ώρες που ο χρόνος κυλούσε τόσο αργά και τόσο βασα -
νιστικά.
Ο Αντώνης, ο πατέρας του Φίλιππου, δεν είχε κάποια
ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Ήταν ένας φιλή συχος άν-
θρωπος, βαθιά θρησκευόμενος, όπως ο πατέρας του ο
Νικόλας. Του άρεσε να μελετά την Αγία Γραφή ή ένα τ ε-
ράστιο βιβλίο χιλίων σελίδων, με βυζαντινή καλ λιτεχνική
γραφή, που περιείχε ύμνους και τροπάρια. Αν είχε την
ευκαιρία ν’ ακολουθήσει τη φυσική επαγγελματική του κλ ί-
ση, θα γινόταν ένας τέλειος ιερωμένος. Ήταν τόσο άκακος
κι αθώος που ο Φίλιππος, όταν μεγάλωσε κ αι διαπίστωσε
πόσο πολύ τον αγαπούσε, είχε σκεφτεί πως αν υπήρχε
παράδεισος και κόλαση, ο πατέρας του θα ήταν από τους
λίγους θνητούς που δικαιωματικά θα ’ πρεπε να βρίσκονται
στον παράδεισο. Δεν είχε βλάψει στη ζωή του ούτε μυρ -
μήγκι.
Η μητέρα του, η Χαρίκ λεια, ήταν από άλλη πάστα.
Ψηλή, αγέρωχη, μ’ αρχοντική εμφάνιση, είχε μια παθολο -
γική αγάπη για τα γράμματα. Τ’ όνειρό της ήταν να γίνει
δασκάλα, αλλά στις αρχές του εικοστού αιώνα μια τέτοια
φιλοδοξία για ένα κορίτσι του χω ριού ήταν μια «αμαρτω-

23
λή» επιθυμία. Το κορίτσι μιας καθώς πρέπει οικογένειας,
μια παπαδοκόρη, δεν ήταν δυνατόν να εγκαταλείψει το
σπίτι της και να γυρίζει, σα ν θεατρίνα, από χωριό σε χ ω-
ριό για να γεμίζει «με μυαλό τα κεφάλια των άλλων». Ο
πατέρας της, παρά την αξιόλογη μόρφωσή του, δεν κατά-
φερε να ξεφύγει απ’ αυτή τη νοσηρή νοοτροπία της επ ο-
χής του.
– Τα κορίτσια έχουν άλλο προ ορισμό… Παντρεύονται
και κάνουν μια ευλογημένη απ’ το θεό οικογένεια, της είπε
ορθά κοφτά.
Το νεαρό κορίτσι δεν μπορούσε παρά να υποταχτεί
στη μοίρα του. Μετά από κάποια χρόνια, όταν ήρθαν στο
χωριό οι πρώτες δασκάλες, ο πατέρας της κατάλαβε το
λάθος του κι ένιωσε την ανάγκη να της εξομολογηθεί το
βάρος που είχε στη συνείδησή του για κείνη την απόφασή
του.
– Τώρα παιδί μου έχεις οικογένεια… Έχεις παιδιά…
Όμως, αν μπορούσαμε να ξαναγυρίσουμε πίσω, στην πα ι-
δική σου ηλικία, οι αποφάσεις μου για το μέλλον σου θα
ήταν τελείως διαφορετικές, της είπε ενώ τα βλέφαρά του
τρεμόπαιζαν απ’ τη συγκίνηση. Ήταν φανερό πως τον β α-
σάνιζαν κρυφές ενοχές.
Μ’ αυτή τη μάνα, που διεύρυνε την καχεκτική σχολική
της μόρφωση μ’ ενδιαφέρουσες εγκυκλοπαιδικές ανα -
ζητήσεις, ο Φίλιππος απόκτησε δυσανάλογες, για την ηλι -
κία του, γραμματικές γνώσεις. Τα σχολεία ήταν κλειστά
αλλά το σπίτι είχε γίνει ένα καλύτερο σχολείο. Μαζί με το
Σάκη, το γείτονα και φίλο του, μάθαιναν να διαβάζουν, να
γράφουν στα μάρμαρα της εξωτερικής σκάλας αριθμούς
και γεωμετρικά σχήματα, με τα υπολείμματα από τα κάρ -
βουνα της μπουγάδας και να παίζουν μεταξύ τους το παι -
χνίδι των γνώσεων της προπαίδειας. Η ταχύτητα στις α-
παντήσεις αλλά κι ο αριθμός και η ορθότητά τους, ήταν τα
κριτήρια για να διακριθεί ο νικητής.
Όταν τέλειωσε η βουλγαρική κατοχή κι άρχισαν ν’ α -
νοίγουν τα σχολεία, οι γραμματικές γνώσεις του εννιά -
χρονου Φίλιππου αντιστοιχούσαν, σχεδόν, στις γνώσεις

24
ενός συνομήλικου μαθητή κανονικού δημοτικού σχολείου.
Αυτό το κατάλαβε όταν άρχισαν τα μαθήματα κι οι δάσκα -
λοι προσπάθησαν να κατατάξουν τους μαθητές σε τάξεις
ανάλογα με τις γνώσεις τους.

Οι εξετάσεις στο Δημοτικό

Οι τρεις πρώτοι δάσκαλοι ήτα ν κάποιοι μορφωμένοι


κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι προσλήφθηκαν ως κοινο -
τικοί. Οι δυ ο ήταν μεσήλικοι άντρες και η τρίτη μια νεαρή
όμορφη κοπέλα. Η μοναδική κανονική δασκάλα με πτυχίο
της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και προϋπηρεσία λίγων ε-
τών, ήταν μια αυστηρών αρχών χήρα απ’ τις Σέρρες. Είχε
έρθει στο χωριό μ’ εντολή του πρώτου μεταπολεμικού έ λ-
ληνα νομάρχη. Ήταν αυστηρή, αγέλαστη αλλά και δίκαιη
στις αποφάσεις και στις κρίσεις της. Επειδή φορούσε μαύ -
ρα οι κάτοικοι τη βάφτισαν «μαυροφόρα». Οι περισσότ ε-
ροι δεν γνώριζαν το πραγματικό της όνομα. Όταν ήταν
παρούσα την αποκαλούσαν «Κυρία», ενώ στις μεταξύ
τους συζητήσεις ήταν η αμίλητη κι απροσπέλαστη «μαυ-
ροφόρα». Αυτή ήταν, δικαιωματικά άλλωστε, η διευθύ ν-
τρια κατά τη διάρκεια του πρώτου μεταπολεμικού σχολ ι-
κού έτους, ώσπου να στελεχωθεί το σχολείο από κανον ι-
κούς δασκάλους.
Οι μαθητές της πρώτης τάξης του Δημοτικού αποτε -
λούνταν από παιδιά με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Οι πιο
μεγάλοι ήταν αυτοί που όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον Οκ -
τώβρη του 1940, θα’ πρεπε να εγγραφούν στην πρώτη τά-
ξη. Τώρα, σε ηλικία δώδεκα ή δεκατριών ετών, έπρεπε ν’
αρχίσουν από την αλφαβήτα, αφού δεν υπήρχε ελληνικό
σχολείο κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής.
Οι δάσκαλοι, τις πρώτες μέρες, φρόντισαν να τακτο -
ποιήσουν τους μαθητές στις τάξεις το υς, να μοιράσουν
κάποια από τα προπολεμικά σχολικά βιβλία που βρέθηκαν

25
κρυμμένα στις αποθήκες των σπιτιών και να κρίνουν το
βαθμό γνώσης των παιδιών ώστε να τα κατατάξουν σε α ν-
τίστοιχες τάξεις.
Ο Φίλιππος ήταν τότε εννιά χρόνω ν. Η μητέρα του εί-
χε ράψει μια τσάντα από σκούρο μπλε ύφασμα, η οποία
μπορούσε να κρεμαστεί στην πλάτη με δύο λεπτές διπλ ο-
γαζωμένες υφασμάτινες τιράντες . Μέσα υπήρχαν δυο τρία
παλιά βιβλία, με ξεσχισμένα εξώφυλλα, που τα είχε φυλ ά-
ξει με φόβο αλλά και περισσή φροντίδα, ο παππούς του.
Οι δάσκαλοι, με έξοδα της Κοινότητας, είχαν μοιράσει
στους μαθητές από ένα μολύβι κι ένα μικρό τετράδιο.
Όταν τα παιδιά κάθισαν στα θρανία, η νεαρή κοινο -
τική δασκάλα και η διευθύντρια του σχολείου μ πήκαν στην
τάξη και ρώτησαν ποια από τα παιδιά ήξεραν τους αριθ-
μούς μέχρι το εκατό και τα γράμματα της αλφαβήτου.
Τέσσερις πέντε μαθητές και μεταξύ τους ο Φίλιππος
σήκωσαν τα χέρια. Τους ζητήθηκε ν’ αποδείξουν τις γνώ -
σεις τους στον μαυροπίνακα. Ο ένας δεν τα κατάφερε α ρ-
κετά καλά κι επέστρεψε στο θρανίο του. Ο Φί λιππος α-
πάντησε αμέσως στις ερωτήσεις κι έγραψε στον πίνακα τα
γράμματα της αλφαβήτου που του ζήτησαν. Όταν είπε
πως ήξερε αριθμούς και πάνω από το εκατό, η «μαυρ ο-
φόρα» μειδίασε ελαφρά κι ίσως υποτιμητικά για την αλ α-
ζονεία του εννιάχρονου.
– Εσύ πιστεύεις πως είσαι παντογνώστης! … Για να
δούμε τι ξέρεις! …
Η νεαρή δασκάλα προσπάθησε να προστατέψει το Φ ί-
λιππο, από πιθανή δύσκολη ερώτηση της διευθύντριας.
– Αν ξέρεις παιδί μου να μετράς και να γράφεις μέχρι
τα εκατό, θα μπορέσεις να πας στην άλλη τάξη… Στην
αλφαβήτα τα πήγες πολύ καλά…
Ο Φίλιππος δεν απάντησε. Βρισκόταν σ’ αμηχανία,
γιατί ίσως δεν κατάλαβε πως θα περνούσε από δυσκο -
λότερη εξέταση.
– Άστον Δήμητρα να μας τα πει όπως τα ξέρει! … Για
γράψε μας στον πίνακα λεβέντη τον αριθμό διακόσια σα -
ράντα…

26
Χωρίς δυσκολία ο μικρός απάντησε σωστά. Η διευ -
θύντρια στάθηκε για λίγο σκεφτική και μετά ξαναρώτησε:
– Ξέρεις να γράψεις τον αριθμό εννιακόσια τριάντα ο χ-
τώ;
– Ξέρω…
– Τότε τι περιμένεις; Γράψ’ τον…
Χωρίς μεγάλη δυσκολία ο μικρός έγραψε τον αριθμό
στον πίνακα.
Κι οι δυο δασκάλες χαμογέλασαν με ικανοποίηση. Η
διευθύντρια τον χτύπησε ελαφρά και με καλοσύνη στην
πλάτη.
– Άντε… Εσύ δεν είσαι για εδώ… Πάρε την τσάντα σου
και πήγαινε στη δεύτερη τάξη… Όταν βγεις στο διάδρομο,
είναι η τρίτη πόρτα αριστερά… Να πεις στον κύριο Γιώργο
πως σ’ έστειλα εγώ…
Στη δεύτερη τάξη ο Φίλιππος έμεινε μια εβδομάδα.
Επαναλήφθηκε κι εκεί η ίδια διαδικασία επιλογής των μ α-
θητών για την αμέσως επόμενη τάξη. Πέρασαν μ’ επιτυχία
τη δοκιμασία επιλογής μόνο όσοι γνώριζαν καλή ανάγν ω-
ση και τις βασικές πράξεις της αριθμητικής.
Στην τάξη αυτή ζητήθηκε από τους μαθητές, που πί -
στευαν πως είχαν περισσότερες γνώσεις, να το δηλώσουν
για να περάσουν την καθορισμένη διαδικασία. Ο μικ ρός
Φίλιππος δίσταζε. Τον ενθάρρυνε η ίδια η διευθύντρια,
όταν εκείνος παρέμεινε σιωπηλός, όπως και όλα τα υπ ό-
λοιπα παιδιά της τάξης.
– Εσύ, Φίλιππε, γιατί δεν σηκώνεις το χέρι σου;
Ο μικρός παρέμεινε αμίλητος.
– Για έλα στον πίνακα, επέμενε η διευθύντρια… Γράψε
εικοσιοκτώ και από κάτω τριάντα και κάνε την πρόσθ ε-
ση… Ωραία! Πενήντα οχτώ… Για γράψε δεκαπέντε επί έξι
και κάνε πολλαπλασιασμό… Πολύ ωραία! Ενενήντα…
Μπράβο! Μπράβο παιδί μου…
Ο Φίλιππος έτρεμε από φόβο αλλά και συγκίνηση. Τα
χέρια του είχαν ιδρώσει και το μικρό κομμάτι κιμωλίας που
κρατούσε είχε υγρανθεί.
– Ας δούμε τώρα πως πάμε από γραφή κι ανάγνωση,

27
συνέχισε η μαυροφορεμένη δασκάλα… Για γράψε τη λέξη
«μητέρα»… Ωραία! Πολύ ωραία!… Τώρα να πούμε και μια
άλλη λέξη και μετά να μου διαβάσει ς κάποιο μικρό κείμενο
απ’ το βιβλίο… Μια λέξη! … Μια λέξη! … Για γράψε τη λέξη
«πλοίο»…
Για το Φίλιππο αυτή η ερώτηση ήταν μια αναπάντεχη
ευκαιρία για να δώσει σωστή απάντηση. Ήξερε ικανο -
ποιητική ορθογραφία αλλά μόνο γι’ απλές κι εύχρηστες
καθημερινές λέξεις. Τις προηγούμενες μέρες, σ’ ένα από
τα βιβλία του παππού του διάβασε την ιστ ορία για το Φρί-
ξο και την Έλλη και για την Αργοναυτική εκστρατεία. Υ-
πήρχε εκεί κι’ ένα σκίτσο ενός αρχαίου πλοίου με πανιά
και σειρές με κουπιά. Από κάτω έγραφε: «το πλοίο Αρ -
γώ». Η φωνή της δασκάλας του διέκοψε την προσπάθεια
να θυμηθεί τη σωστή ορθογραφ ία της λέξης.
– Ξέρεις να γράψεις τη λέξη «πλοίο»; Θα προσπα -
θήσεις ή δεν την ξέρεις;
Ο Φίλιππος πλησίασε στον πίνακα και με χέρι που έ -
τρεμε άρχισε να γράφει διστακτικά. Θυμήθηκε πως έπρε -
πε να γράψει τη λέξη με όμικρον γιώτα και να βάλει περισ -
πωμένη. Ακούστηκε ένα βουβό επιφώνημα απ’ την τάξη.
Η διευθύντρια κι ο παρευρισκόμενος κοινοτικός δάσκαλος
κοίταζαν απορημένοι τον συνεσταλμένο και φοβισμένο εν -
νιάχρονο μαθητή. Η διευθύντρια του ταρακούνησε χαϊδευ -
τικά το κεφάλι και του είπε με την κάπως βραχνή κ ι αχρω-
μάτιστη φωνή της.
– Δε χρειάζεται καμιά άλλη εξέταση!… Πάρε παιδί μου
την τσάντα σου και πήγαινε στην τρίτη τάξη… Στον πρώτο
όροφο… Η πρώτη πόρτα δεξιά…

Ένας διαφορετικός δάσκαλος

Με τη διαδικασία αυτή των πρόχειρων εξετάσεων για


την «προαγωγή» σ’ ανώτερη τάξη, ο Φίλιππος κατόρθωσε

28
ν’ ακολουθήσει κανονικά τα μαθήματα της τάξης που αντι -
στοιχούσε στην ηλικία του. Αρκετοί συμμαθητές του ήταν
μεγαλύτεροι κατά πέντε ή έξι χρόνια.
Στα επόμενα σχολικά έτη είχαν διοριστεί κανονικοί
δάσκαλοι, με μοναδική εξαίρεση την κοινοτική Δήμητρα.
Ήταν μια πολύ όμορφη ευγενική κοπέλα, η οποία είχε υ-
ποστεί ατύχημα στα παιδικά της χρόνια κι έχασε, από τον
καρπό, το αριστερό της χέρι.
Στην έκτη τάξη ο Φίλι ππος ολοκλήρωσε τις σχολικές
γνώσεις της ηλικίας του από ένα ν δάσκαλο, ο οποίος επη-
ρέασε αποφασιστικά την μετέπειτα διαμόρφωση της πρ ο-
σωπικότητάς του. Του ενέπνευσε αυτοπεποίθηση και του
ενίσχυσε την έφεση που είχε για τη μάθηση και τις εγκυ -
κλοπαιδικές γνώσεις.
Ήταν το πρότυπο του καλού δάσκα λου. Μορφωμένος,
με πλήρη γνώση του αντικειμένου που δίδασκε, με εφα ρ-
μογή νέων τρόπων διδασκαλίας που οι δάσκαλοι της
προπολεμικής εποχής θα θεωρούσαν ελαστικούς κι υπερ -
βολικά ανεκτικούς, είχε την ικανότητα της μετα δοτικότητας
των γνώσεων. Σ’ εκείνη τη δύσκολη εποχή που οι επι-
πτώσεις από τον εμφύλιο, ο οποίος είχε φουντώσει επι-
κίνδυνα, άρχισαν να επηρεάζουν τη ζωή και τον κανονικό
ρυθμό εργασίας των χωρικών, ο δάσκαλος, ο κύριος Α ν-
τρέας, ανέβαζε θεατρικές παραστάσε ις και μάθαινε στα
παιδιά δημοτικά τραγούδια και γνωστούς θρησκευτικούς
ύμνους.
Λίγο πριν τελειώσει η σχολική χρονιά, ο δάσκαλος ο ρ-
γάνωσε μια απ οχαιρετιστήρια θεατρική γιορτή. Ο Φί-
λιππος κι άλλοι δυο συμμαθητές του παρίσταναν ηρωι -
κούς τσολιάδες των βαλκανικών πολέμων σ’ ένα μικρό
θεατρικό σκετς. Ένας τέταρτος μαθητής, ο βροντόφωνος
Τάκης, κρυμμένος πίσω από παραβάν, άρχισε ν’ απα γ-
γέλλει το «βράχο και το κύμα» τη στιγμή που οι τσολιάδες
παρέλαυναν κυκλικά πάνω στη μικρή ετοιμόρροπ η σκηνή.
Αυτό το ποίημα, με τους αλληγορισμούς του και τον έντ ο-
νο πατριωτικό του παλμό, είχε γίνει αργότερα το αγαπη-
μένο ανάγνωσμα της τάξης. Όλοι οι μαθητές προσπαθο ύ-

29
σαν να το αποστηθίσ ουν.
Στις τελευταίες στροφές, γονείς και μαθητές ξέσπασαν
σε ασυγκράτητα χειροκροτήματα. Στη σκη νή, οι τρεις μα-
θητές κι ο Τάκης δίπλα απ’ το παραβάν, αλληλοκοιτάζον-
ταν μ’ αμηχανία. Είχαν σταματήσει την παρέλαση και χά-
ζευαν προς το ακροατήριο. Ο δάσκαλος τους έκανε νεύμ α-
τα να συνεχίσουν. Η φωνή του Τάκη κάλυψε τις επευφημ ί-
ες, που σε λίγο σταμάτησαν εντελώς:

«Ο βράχος εβουβάθηκε . το κύμα στην ορμή του,


εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν νά’ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει,
στον τόπο που’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα».

Ο στίχος της πρώτης στροφής αυτού του ποιήματος


αποτέλεσε, στα μεταγενέστερα χρόνια, ένα σημείο ανα -
φοράς, κάτι σα ν σλόγκαν, για τους συμμαθητές αυτής της
τάξης όταν συναντιόνταν και θυμούνταν τα παλιά. Υποδή -
λωνε την προσπάθεια και τη θέληση για υπερνίκηση των
εμποδίων στον οικογενειακό ή επαγγελματικό τομέα. Το
«μέριασε βράχε να διαβώ» ήταν μια φράση αυτοπε -
ποίθησης, αποφασιστικότητας αλλά και κάποιου αυτοσαρ -
κασμού για μικρής σημασίας εμπόδια και δυσκολίες.
Πολλοί στο χωριό αντιμετώπιζαν το δάσκαλο με κα-
χυποψία. Κάποιοι σιγοψιθύριζαν πως είναι κρυφοκομ -
μουνιστής και πως η αστυνομία σύντομα θα τον έπιανε για
να τον στείλει εξορία στα ξερονήσια. Αυτές οι φήμες βασ ί-
ζονταν στις φιλικές σχέσεις ή σχέσεις οικειότητας που είχε
αναπτύξει ο δάσκαλος με τ ους γονείς κάποιων μαθητών
του, οι οποίοι θεωρούνταν φιλοαριστεροί ή «συνοδοιπό -
ροι». Αυτός ο όρος ήταν ένας λεκτικός νεωτε ρισμός της
εποχής, με τον οποίο οι «εθνικόφρονες» τοποθετούσαν
στην πλευρά των αντιπάλων τους όσους δεν υποστήριζαν

30
απροκάλυπτα την ιδεολογία τους. Σ’ αυτούς συμπεριλα μ-
βάνονταν και οι λεγόμενοι «κεντρώοι», οι ο ποίοι επιδίω-
καν την ειρηνική επίλυση των διαφο ρών από τις ακραίες
παρατάξεις της Δεξιάς και της Α ριστεράς.
Τότε, στα δώδεκά του χρόνια, ο Φίλιππος δεν ήταν σε
θέση να έχει μια κατασταλαγμένη πολιτική ιδεολογία. Η
οικογένειά του, φιλήσυχη κι αντίθετη σε κάθε βάναυση
συμπεριφορά ή βαρβαρότητα, ήταν η α ρχική ζύμη για να
διαπλαστεί ο χαρακτήρας του και η γενικότερη κοινωνική
του συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφο ρά ήταν και το αθέα-
το κι αδιάπλαστο ιδεολογικό υπόστρωμα που θα καθό ριζε
και τη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτικών του πεποι-
θήσεων. Από μικρός άρχισε ν’ απεχθάνεται τις ακρότητες
κι εξωτερίκευε μια υπερβολική ευαισθησία σε άτομα αν ά-
πηρα, άρρωστα, φτωχά και γενικότερα στους ανήμπορους
και στους κατατρεγμένους.
Μια μέρα παρακολούθησε τυχαία μια συζήτηση για το
δάσκαλό του, ανάμεσα στον παππού του και σ ε δυο
θείους του. Ο ένας τον επαινούσε γιατί ήταν πρότυπο ε κ-
παιδευτικού κι οι σχέσεις του με τους μαθητές και τους
γονείς τους ήταν ιδιαίτερα πολιτισμένες, ενώ ο άλλος, που
συμφωνούσε σ’ αυτά, διατύπωσε την υπόνοια πως οι π ο-
λιτικές του πεποιθήσεις ήταν «ύποπτες».
– Να, σαν παπάς, όλο για τους φτωχούς και για κοινω -
νική δικαιοσύνη μιλά στο καφενείο… Αυτοί οι δυο τρεις,
που δίνουν πληροφορίες στους χωροφύλακες, τον έχουν
από κοντά…
– Ποιοί αυτοί;
– Ε, ποιοί άλλοι! Να, ο Γιώργης ο Μπενάκης… Ο Στέρ-
γιος Περπάς… Όλο σε διπλανά τραπέζια κάθονται και τε ν-
τώνουν τ’ αφτιά τους σαν λαγοί για ν’ ακούσουν και τα
ψιθυρίσματα… Λες να’ ναι κομμουνιστής;
Ο παππούς ο Νικόλας, που ως τότε δε ν συμμετείχε
ενεργά στη συζήτηση, μίλησε αργά κουνώντας με σημασία
το κεφάλι του, καθώς έστριβε σε τσιγάρο το τετραγωνι-
σμένο καπνόφυλλο που χρησίμευε ως τσιγαρόχαρτο, με
το διαλεγμένο απ’ τον ίδιο εκλεκτό χαρμάνι του ψιλοκο μ-

31
μένου καπνού.
– Αυτός δεν είναι κομμουνιστής… Είναι σοσιαλιστής…
Αν τώρα δεν τον φάνε οι δεξιοί, κάποια μέ ρα θα τον ξεκοι-
λιάσουν οι αριστεροί.
Για πρώτη φορά άκουσε αυτή τη λέξη ο Φίλιππος. Ο
δάσκαλός του ήταν λέει σοσιαλιστής. Δηλαδή τι ήταν! Τι
έκανε και τον χαρακτήριζαν έτσι! Ο θείος του είπε πως
συμπεριφερόταν σαν παπάς και νοιαζόταν για τους φτω -
χούς… Ε, και λοιπόν; Ήταν έγκλημα αυτό για να τον κατ η-
γορούν πως είναι σοσιαλιστής!
Στο μυαλό του αυτές οι έννοιες δεν είχαν ακόμα τότε
ξεκαθαρίσει. Θεωρούσε πως ο δάσκαλός του βαρυνόταν
από κάποια σοβαρή κατηγορία και πως οι χωροφύλακες,
οι άνθρωποι του νόμου κα ι της τάξης, θα τον συλλάμβα-
ναν κάποια μέρα για να τον φυλακίσουν. Το παιδικό του
μυαλό φανταζόταν περίεργα και τρομακτικά πράγματα.
Ώρες ώρες του ερχόταν να τρέξει και να τον προειδοποι ή-
σει. Να τον προστατέψει και να τον ενημερώσει πως κ ά-
ποιοι κακοί τον παρακολουθούσαν στο καφενείο για να
τον κατηγορήσουν ως σοσιαλιστή.
Την τελευταία μέρα του σχολικού έτους ο κύριος Α ν-
δρέας, ο λεβεντόκορμος δάσκαλος με την κάπως αγριω -
πή, από φυσικού της, έκφραση στο πρόσωπο και την ε-
πιβλητική φωνή του, τους έδωσε, όπως ε ίπε, τις τελευ-
ταίες «πατρικές συμβουλές του».
Τους μίλησε για τη ζωή, για τις δυσκολίες που θα σ υ-
ναντήσουν για να επιβιώσουν σε μια τόσο δύσκολη εποχή,
για τιμιότητα, για πολιτισμένη συμπεριφορά, για την αγ ά-
πη προς την πατρίδα, για τους κλυδωνισμούς και τ ους
κινδύνους που πέρασε το έθνος των Ελλήνων και για τη
μεγάλη καταστροφή και κατάρα, τον όλεθρο των εμφύλι ων
πολέμων.
Τους μίλησε ακόμα για το μεγάλο αγαθό της ελευθε -
ρίας και το απαίσιο, το απάνθρωπο πρόσωπο της σκλα -
βιάς και της ξένης κατοχής.
Έβγαλε απ’ την ξεφτισμένη μαύρη τσάντα του ένα
λεπτό, παλιό βιβλίο, με ξεχρωμισμένα και μισοσκισμένα

32
εξώφυλλα και το άνοιξε πάνω στην έδρα. Περιέφερε για
λίγο το διεισδυτικό βλέμμα του, αργά , ερευνητικά σ’ όλη
την αίθουσα κι άρχισε να τους εξηγεί, δίνοντας ένα γεν ικό
και συνοπτικό περίγραμμα, την υπόθεση του ποιητικού
έργου «Φωτεινός ζευγολάτης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Ξεκίνησε ν’ απαγγέλει απ’ το σημείο που ο γερο-
Φωτεινός φώναζε αγριεμένος στο φο βισμένο μικρό του
γιο, να διώξει τα σκυλιά του Φράγκου αφέντη, του Τζώρ-
τζη του Γρατζιάνου. Η φωνή του δάσκαλου ήταν σκληρή,
άγρια, επιβλητική κι έδινε μια ξεχωριστή ζωντάνια στην
απαγγελία:

– «Εσένα κράζω, Μήτρο,


διώξε σου λέγω τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο…
– Είναι του Ρήγα, δεν κοτώ…Για κύτταξ’ εκεί πέρα,
να ιδής τι θρως που γίνεται, τι χλαλοή πατέρα!
– Τι Ρήγας, τι Ρηγόπουλα! Είν’ ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιός να γένει νοικοκύρης...»

Συνέχισε την απαγγελία ανεβοκατεβάζοντας τη φων ή


του ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων. Οι περιγρα -
φές ήταν συνταρακτικές. Από τους αγώνες του επανα -
στάτη Φωτεινού, ως τη θυσία των άλλων καπεταναίων
«που τους έφαγε η κρεμάλα» κι’ από τον εκπληκτικό διά -
λογο του γερο-επαναστάτη με τον αφέντη κατακτητή, έφ -
τασε γεμάτος συγκίνηση στις τελευταίες στροφές , όπου οι
σωματοφύλακες του Φράγκου Ρήγα συνθλίβουν τα δάχτυ -
λα του χεριού που τόλμησε να ρίξει πέτρες στα σκυλιά του
αφέντη. Τραγική αλλά και σκηνή γεμάτη μεγαλείο:

«… Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ’ αλέτρι εβάφτηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά ’βγαινε η ψυχή
του.
Κ’ εκειός ο γερο -δράκοντας, χωρίς ούτε ν’ αχνίσει

33
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση,
τη γη του την ταλαίπωρη, κ αι μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του,
κ’ εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.
Το Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κι εντροπιασμένο
κι αφήνει εκεί το Φωτεινό στ’ αλέτρι του δεμένο».

Τα μάτια του είχαν υγρανθεί απ’ τη συγκίνηση. Ένας


μαθητής, ο πιο μεγάλος στην τάξη, χειροκρότησε στην αρ-
χή δειλά. Όλη η τάξη ξέσπασε σ’ ένα ξέφρενο χειρο -
κρότημα. Ο Φίλιππος δάκρυσε. Στο μπροστινό θρανίο δυο
συμμαθήτριές του έκλαιγαν μ’ αναφιλη τά.
– Ε, ε, σιγά τα κλάματα! Ησυχία τώρα… Ησυχία, είπα,
πρόσταξε ο δάσκαλος και τους σταμάτησε με μια κοφτή
χειρονομία, καθώς ξανάβρισκε την αυτοκυριαρχία του.
Είχε αλλάξει ύφος κι έκφραση. Τους είπε πως αυτή η
τάξη, όπως και η πέμπτη στην οποία επίσης δίδασκε, ή-
ταν ότι καλύτερο είχε συναντήσει κι είχε διαπλάσει ως
δάσκαλος. Ένιωθε πως βρισκόταν σε μια μεγάλη παιδική
χαρά, όπου τον έζωναν πανέξυπνα και πανέμορφα αγγε -
λούδια.
– Τελειώσαμε παιδιά μου και το τελευταίο μας μάθη -
μα… Στα λίγα λεπτά που μας μένουν ώσπου να χτυπήσει
το κουδούνι, ας μιλήσουμε σα ν φίλοι.
Ρώτησε ποιοί θα συνέχιζαν τις σπουδές τους στο γυ μ-
νάσιο. Δυο τρεις απ’ τους πιο εύπορους μαθητές του χ ω-
ριού σήκωσαν τα χέρια τους.
– Πολύ ωραία! … Κανένας άλλος; ρώτησε.
Απόλυτη σιωπή. Οι περισσότεροι είχαν κατεβασμένα
τα κεφάλια.
– Εσύ Θανάση;… Εσύ Νίκο;… Είναι κρίμα να μην πάτε
στο γυμνάσιο… Εσείς ειδικά πρέπει να πάτε οπωσδή-
ποτε…
Είχε απευθυνθεί σε δυο μαθητές, στα τελευταία θρ α-
νία, οι οποίοι θεωρούνταν από τους εξυπνότερους της τ ά-
ξης.

34
– Δε μπορώ να συνεχίσω κύριε… Οι γονείς μου είναι
φτωχοί, απάντησε ο Νίκος, ένας μαθητής που κάτω από
άλλες συνθήκες και σε διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον
θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παιδί -θαύμα. Ο βαθμός νοη-
μοσύνης του θα‘ πρεπε ν’ αγγίζει το ψηλότερο σημείο της
κλίμακας.
– Κι εγώ γι’ αυτό το λόγο δε μπορώ να συνεχίσω, α -
πάντησε κι ο Σάκης, ο παιδικός φίλος του Φίλιππου τον
οποίο ο δάσκαλος όταν ήταν εύθυμος κι είχε διάθεση για
αστεία, τον αποκαλούσε Γκά ους για τις εκπληκτικές επι-
δόσεις του στην αριθμητική.
– Κρίμα, κρίμα…
Έπειτα στράφηκε στο Φίλιππο.
– Κι εσύ για την ίδια αιτία δε ν θα συνεχίσεις;
– Μάλιστα κύριε…
– Είναι μεγάλο λάθος… Λάθος των γονιών σας… Θα
τους μιλήσω… Δεν πρέπει ν’ αδικήσουν τα παιδιά τους…
Θα‘ θελα όλοι σας, όλη η τάξη, να δώσει εξετ άσεις για το
γυμνάσιο… Οι περισσότεροι έχετε τις ικανότητες να πετ ύ-
χετε. Ορισμένοι, όμως, όπως ο Θανάσης , ο Νίκος κι ο Φί-
λιππος έχουν περισσότερα εφόδια και θα πρέπει να συν ε-
χίσουν τις σπουδές τους οπωσδήποτε! … Οπωσ δήποτε! …

Μια συγκινητική συνάντηση

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν ραγδαίες. Ο εμφ ύ-


λιος είχε για καλά φουντώσει και το καλοκαίρι του 1947
άρχισαν οι συγκρούσεις των αντιπάλων παρατάξεων γύρω
και μέσα στο χωριό. Οι αντάρτες έβαλαν μια νύχτα φωτιά
σε κάποια σπίτια. Ο κύρι ος Αντρέας, ο δάσκαλος, βγήκε
στην πλατεία του χωριού κι άρχισε να χτυπά το καμπανάκι
που κρεμόταν από ένα χοντρό κλαδί του πλάτανου. Ένας
αντάρτης τον έσπρωξε με τον υποκόπανο του όπλου του
και τον έριξε στο έδαφος.

35
– Φασίστας είσαι ρε τομάρι;
– Όχι, βρε παλικάρι μου...Εκεί μέσα υπάρχουν άνθρω-
ποι που κινδυνεύουν να καούν… Άφησε τον κόσμο να
τους σώσει… Σε παρακαλώ λεβέντη μου.
Ένας από τους κρυφοκομμουνιστές του χωριού πλη -
σίασε κι απώθησε ελαφρά τον αντάρτη.
– Άσε το δάσκαλο ήσυχο… Δεν είναι τέτοιος που νομί-
ζεις εσύ…
Ο αντάρτης απομακρύνθηκε κι ενώθηκε με την υπό -
λοιπη ομάδα που ανηφόριζε προς το λόφο και τη βορεινή
ρεματιά. Ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει δειλά δειλά απ’
τα σπίτια. Πολλοί άρπαξαν κουβάδες και προσπάθησαν να
σβήσουν τις φωτιές.
Με το ξημέρωμα της άλλης μέρας η πλατεία γέμισε
από στρατιώτες και χωροφύλακες. Άρχισαν οι ανακρίσεις
υπόπτων, οι καταγγελίες των χαφιέδων κι οι έρευνες σε
σπίτια αριστερών.
Κάποιοι ήθελαν να μπλέξουν και το ν δάσκαλο. Είπαν
πως χτύπησε την καμπανούλα της πλατείας συνθηματικά
για να μπουν οι αντάρτες στο χωριό, επειδή τ’ αστυνομικά
αποσπάσματα είχαν φύγει απ’ το χωριό την προηγούμενη
μέρα. Όμως, αξιόπιστοι μάρτυρες κι ευυπόληπτοι νοικο -
κυραίοι του χωριού βεβαίωσαν πως η καμπάνα χτύπησε,
όπως πάντα, σε περίπτωση μεγάλου κινδύνου για το χω-
ριό, όταν ήδη οι αντάρτες βρίσκονταν στην πλατεία και τα
σπίτια είχαν πάρει φωτιά.
Είχαν περάσει λίγες μόνο μέρες από τότε που τελεί ω-
σαν τα μαθήματα κι έκλεισε το σχολείο. Ο δάσκαλος είχε
εξαφανιστεί. Μερικοί είπαν πως τον συνέλαβαν οι χω-
ροφύλακες. Άλλοι πως κρύφτηκε στις Σέρρες. Η αλήθεια
όμως ήταν άλλη. Ο επιθεωρητής τον είχε ενημερώσει πως
λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με τον εμφ ύ-
λιο και τον κίνδυνο από το παιδομάζωμα, όπως αποκα -
λούσαν τη στρατολόγηση μικρών παιδιών από τους α ν-
τάρτες, τα σχολεία δεν θα λειτουργούσαν στα ορεινά χ ω-
ριά. Οι νεότεροι χωρικοί με τα παιδιά τους συνέρρεαν στις
πόλεις. Πίσω τους έμεναν οι γηραιότεροι. Αυτοί δεν διέ -

36
τρεχαν τον κίνδυνο να στρατολογηθούν και να μεταφερ -
θούν στα βουνά για να επανδρώσουν τον, λεγόμενο, δη-
μοκρατικό στρατό.
Ο Φίλιππος πληροφορήθηκε αργότερα πως ο δάσκ α-
λός του είχε διοριστεί, για λίγους μήνες, σε κάποιο χωριό
της Δράμας και μετά έφυγε για την ιδιαίτερη πατρίδα του
στην Πελοπόννησο, σ’ ένα χωριό κάπου εκεί γύρω στην
Καλαμάτα. Από τότε ούτε άκουσε να γίνεται λόγος για τον
κύριο Ανδρέα, ούτε και σκέφτηκε πως θα μπορούσε κάπ ο-
τε να τον συναντήσει.
Πέρασαν πέντε δεκαετίες. Κάποτε ο Φίλιππος συμμ ε-
τείχε σε μια επιστημονική εταιρεία ερευνών, ως εξωτερι-
κός ειδικός συνεργάτης, για θέματα χερσαίων μεταφορών.
Μια μέρα, στα πλαίσια αυτής της έρευνας που γινόταν με
επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συναντήθηκε με
στελέχη πολυεθνικών εταιρειών καυσίμων και το μεσημέρι
κατευθύνθηκαν όλοι σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο των Α-
θηνών. Μετά το γεύμα περπάτησαν στους δρόμους της
περιοχής, συζητώντας για τα θέματα που τους ενδιέφεραν.
Κάποια στιγμή η ματιά του έπεσε σε μια φθαρμένη, απ’ το
χρόνο, μεγάλη ταμπέλα στην πρόσοψη ενός παλιού κτη-
ρίου. Ήταν τα «Εκπαιδευτήρια Α. Γιαννίδη». Η καρδιά του
σκίρτησε. Η σκέψη του τον ταξίδεψε πενήντα χρόνια πίσω,
όταν ήταν δωδεκάχρονο παιδί. Είχε αναστατωθεί.
Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, έπιασε τον τηλ ε-
φωνικό κατάλογο των Αθηνών κι άρχισε την έρευνα. Τα
εκπαιδευτήρια είχαν κλείσει πριν από δέκα ή δεκαπέντε
χρόνια. Στην παλιά οικοδομή είχαν εγκατασταθεί κάποιες
βιοτεχνίες, στις οποίες ανήκαν τώρα και τα τηλέφωνα των
εκπαιδευτηρίων. Συνέχισε την έρευνα ώσπου, μετά από
πολλές προσπάθειες , κατάφερε να εντοπίσει το δάσκαλό
του. Στα πρώτα δευτερόλεπτα έμειναν κι οι δυο τους άφω-
νοι, σιωπηλοί. Η ταραχή τους ήταν έκδηλη. Μετά ακολο ύ-
θησε μια πολύωρη συνομιλία με πολλές αναδρομές στα
παλιά. Συμφώνησαν να συναντηθούν όταν και πάλι θα κα-
τέβαινε ο Φίλιππος στην Αθήνα, στα πλαίσια της έρευνας
στην οποία συμμετείχε ως εισηγ ητής.

37
Η συνάντηση έγινε σ’ ένα κομψό κι ήσυχο εστιατόριο,
στο Χαλάνδρι. Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Είχαν κι οι
δυο αλλάξει τόσο πολύ φυσιογνωμικά, που θα’ ταν αδύνα-
το ν’ αναγνωριστούν μεταξύ τους αν δεν είχαν προηγηθεί
οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και τα ραντεβού. Ο δάσκαλος
ήταν τώρα ένας γέρος που πλησίαζε τα ογδονταπέντε , αλ-
λά διατηρούσε ίχνη της αρχοντιάς που τον διέκρινε στα
χρόνια της νιότης του. Η φωνή του, πάντα επιβλητική και
σταθερή, διατηρούσε εκείνο το ζωντανό χρώμα που ανά γ-
καζε τους μαθητές τ ου να κρέμονται γοητευμένοι απ’ τα
χείλη του στις ώρες της διδασκαλίας.
Μίλησαν για τα παλιά, για γνωστά πρόσωπα, για σπ ί-
τια και οικογένειες, για την πλατεία και τους δρόμους του
χωριού, αλλά και για την καλόκαρδη σπιτονοικοκυρά του
που τον φρόντιζε σαν παιδί της και του πρόσφερε συχνά,
τις κρύες μέρες του χειμώνα, ένα ζεστό τσάι ή ένα πιάτο
αχνιστής σούπας.
Θυμήθηκαν το τραγικό εκείνο βράδυ που οι αντάρτες
έβαλαν φωτιά στα τρία σπίτια της πλατείας και το επεισ ό-
διο με το καμπανάκι που κρεμόταν από τον υπε ραιωνόβιο
πλάτανο.
Αναπόλησαν με συγκίνηση τις τελευταίες μέρες της
σχολικής ζωής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια του εμφύλιου.
Ο δάσκαλος είχε ξεχάσει πολλά πρόσωπα και θυμόταν
αμυδρά κάποια γεγονότα, τα οποία έμειναν ζωντανά κι α-
νεξίτηλα στη μνήμη του Φίλιππου. Όμως, ρώτησε για τη
σταδιοδρομία και την επαγγελματική αποκατάσταση των
παιδιών της πέμπτης και της έκτης τάξης του 1947.
Λόγω της μετακίνησης πολλών οικογενειών απ’ το χω -
ριό στην πόλη κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου,
αρκετά απ’ τα παιδιά αυτά κατάφεραν να σπουδάσουν και
να διακριθούν. Έγιναν γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, μηχ α-
νικοί ή πετυχημένοι επιχειρηματίες.
Το βλέμμα του δάσκαλου άστραψε από περηφάνια και
στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια έκφραση ικανοποί -
ησης και χαράς.
– Ήξερα πως αυτά τα παιδιά θα προχωρούσαν μπρο -

38
στά, είπε. Σ’ όλη μου τη ζωή, ως δάσκαλος, είχα αμέτρη -
τους μαθητές… Όμως, ποτέ δεν ξέχασα τα πανέμορφα ε -
κείνα παι διά της τάξης του 1947…Ήταν όλα τους παιδιά
με αγωγή και ήθος… Αυτό το’ γραψα και στην αυτοβιογ-
ραφία μου, ένα τευχίδιο επαγγελματικών αναμνήσεων το
οποίο τύπωσα πριν λίγα χρόνια… Θα σου δώσω, στην
επόμενη συνάντησή μας ένα αντίτυπο.
Υποσχέθηκε να επισκεφθεί το χωριό, μόλις του το ε-
πέτρεπε η σοβαρή κατάσταση της υγείας της γυναίκας του
και τα δικά του μικροπροβλήματα. Ο Φίλιππος υποσχέ -
θηκε να του κλείσει δωμάτιο στο καλύτερο ξενοδοχείο των
Σερρών και να τον μεταφέρει, με το δικό του αυτόκίνητο,
από την Αθήνα ως το χωριό.
Τον πρώτο χρόνο τα προβλήματα υγείας δεν είχαν ξ ε-
περαστεί. Υποσχέθηκε να έρθει το επόμενο καλο καίρι. Θα
τον συνόδευε, με το δικό του αυτοκίνητο, ο αδελφός του
που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ο Φίλιππος είχε συν -
εννοηθεί με τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές του να
οργανώσουν μια θερμή υποδοχή στον αγαπημένο τους
δάσκαλο. Όταν, λίγο πριν απ’ το Πάσχα, τηλεφώνησε στο
σπίτι του, όπως κατά διαστήματα συνήθιζε να επικοινωνεί
μαζί του, άκουσε τη φωνή της κυρίας Βιργινίας, της γυ -
ναίκας του.
– Δυστυχώς κύριε Φίλιππε... Ο δάσκαλός σας μας ά-
φησε, είπε πνιχτά και ξέσπασε σε λυγμούς.
Ήταν ένα ισχυρό σοκ για το ν Φίλιππο αυτό το ανα -
πάντεχο νέο. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ενθουσιώδης
δάσκαλος, είχε επηρεάσει αποφασιστικά τη διαμόρφωση
του χαρακτήρα του σ’ εκείνη την εύπλαστη παιδική ηλικία
των δώδεκα χρόνων.
Από την πολύωρη συζήτηση που είχαν στο εστιατόριο,
στο Χα λάνδρι διαπίστωσε πως, παρά το ν μισό αιώνα που
είχε περάσει, εξακολουθούσε να έχει τις ίδιες ιδέες κι α-
πόψεις σε πολιτικά και κοινωνικά θέ ματα. Ήταν ανθρω-
πιστής, σοσιαλιστής, θερμός πατριώτης, μετριοπαθής και
δημοκράτης… Ένας φανατικός εραστής της ελευθερίας και
της ισονομίας. Ήταν ένας Άνθρωπος με κεφαλαίο Άλφα.

39
Ο Φίλιππος δεν αντιστάθηκε σ τον πειρασμό, μετά από
χρόνια, να συγκρίνει το δάσκαλό του, με κάποιους από
τους σημερινούς δήθεν προοδευτικούς και σοσιαλιστές
της δεκάρας. Τώρα που βρισκόταν ήδη, ως συ νταξιούχος,
στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, είχε τη δυνατότητα, τις
γνώσεις και την εμπειρία να πραγματοποιεί με νηφαλιότ η-
τα τέτοιους συσχετισμούς.
Είχε γνωρίσει αριβίστες πολιτικάντηδες, συνδικαλι -
στές και δημοσιογράφους με μεγάλη γλώσσα κι απροσμέ -
τρητη αγραμματοσύνη, που κονταροχτυπιούνταν δημ όσια
για το ποιος είναι «σοσιαλιστικότερος» σοσιαλιστής και
μεγάλος αγωνιστής της δημοκρατίας. Τους έβλεπε να ξ ε-
φωνίζουν και να ολοφύρονται στα παράθυρα των τηλε ο-
ράσεων, εμφανιζόμενοι ως προστάτες της εργατιάς , μεγά-
λοι αντιστασιακοί κατά της χούντας, υπερασπιστές των
φτωχών και των μη προνομιούχων. Οι περισσότεροι , απα-
τεώνες ολκής, χωρίς ιδεολογία, χωρίς οράματα για την
πατρίδα και τις γενιές που έρχονται, συσσώρευσα ν εκα-
τομμύρια επί εκατομμυρίων και από ξυπόλυ τοι αιώνιοι
φοιτητές ή θαμώνες σφαιριστηρίων , έγιναν παράγοντες
της πολιτικής ζωής, με πολιτική και οικονομική δύναμη κι
ανεξέλεγκτη κρατική εξουσία. Ήταν η εποχή της μεταπολί-
τευσης που, όπως έλεγε ο τραγουδιστής και μουσικοσυ ν-
θέτης Διονύσης Σαββόπουλος, κανένας συμφοιτητής του
«δεν μπορούσε να πιάσει γκόμενα» αν δε ν δήλωνε Αρι-
στερός.
Ο αριστερισμός κι οι σοσιαλιστικές ιδέες αποτελούν
μια καλή μάσκα για κάθε αριβίστα. Για να μπεις στην ομ ά-
δα των τρωκτικών που λυμαίνονται τα κρατικά ταμεία,
πρέπει να δηλώνεις προοδευτικός και διεθνιστής. Κι αυτό
είναι ένα γεγονός που ξεπερνά τα σύνορα της Ελ λάδας.
Τέτοιοι προοδευτικοί που ξεκίνησαν σαν αριστεροί επ α-
ναστάτες, με το χρόνο κατάντησαν φοβερά γεράκια που
αιματοκύλισαν την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Σοσιαλιστικές και προοδευτικές υποτίθεται πως ήταν
οι κυβερνήσεις μεγάλων και ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών,
στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν αποφασίστηκε απ’

40
τους ηγέτες της Δύσης η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και
το νατοϊκό πλήγμα κατά της Σερβίας. Το πιο ύπουλο και
φιλοπόλεμο γεράκι, με αξιώματα κι αποφασιστικές αρμο -
διότητες στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχυρι -
ζόταν πως, από τα νιάτα του, ήταν «επαναστατικό μέλος»
του Ιβηρικού προοδευτικού κινήματος. Ακόμα κι αυτός ο
ψευτοεπαναστάτης του Μάη του ’68 στο Π αρίσι και μετέ -
πειτα ευρωβουλευτής της προοδευτικής αριστεράς, ευλό -
γησε το μακελειό. Ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη της
γαλλικής και ιταλικής σοσιαλδημοκρατίας επέβλεπαν, με
μαρξιστική ευσυνειδησία, τις απογειώσεις και προσγειώ-
σεις των νατοϊκών αεροπλάνων από το Αβιάνο της Ιταλί-
ας. Με προκάλυμμα τ’ ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημο -
κρατία, δυο έννοιες τις οποίες μετέβαλαν σ’ εύκαμπτα κι
ευμετάβλητα επιχειρήματα για ν’ αφανίζουν εχθρούς και
να καλύπτουν φιλικές συγκαλυμμένες δικτατορίες, δημι -
ούργησαν το χάος κι έφεραν πόνους, δάκρυα, κραυγές
απελπισίας κι ανείπωτες καταστροφές. Έσπειραν θάνατο
και δυστυχία.
Άνθρωποι αυτού του φυράματος στην Ελλάδα, στην
εποχή του εμφύλι ου, έπειθαν τους απλούς ιδεολόγους κι
αγνούς αγωνιστές να παίρνουν τα όπλα για να πεθάνουν
για μια δίκαια, για μια χωρίς ανισότητες κοινωνία. Τους
έλεγαν πως η θυσία τους, το αίμα τους, θα ήταν μια
προσφορά προς τα παιδιά και τα εγγόνια τους, προς τις
επόμενες γενιές για να ζήσουν σε μια κοινωνία χωρίς ε κ-
μεταλλευτές και παράσιτα. Οι ίδιοι, σιχαμεροί αρουραίοι,
καπάτσοι ινστρούχτορες, ξεγλιστρούσαν στα μετόπισθεν
με πονηριές από τους κινδύνους αυτής της αδελφοκτόνας
σφαγής, για να μπουν αργότερα σε κερδοσκοπικά κεφα -
λαιοκρατικά κυκλώματα και σε δομές κρατικής εξου σίας.
Οι όμοιοί τους στην Ανατολική Ευρώπη, ως ιντελιγκέντσια,
με προνόμια και την τρομοκρατία μιας ανελέητης δικτατ ο-
ρίας, οδήγησαν το σοσιαλιστικό πείραμα στην αποσύνθ ε-
ση, με αποτέλεσμα, στο τέλος του 20 ο υ και στην αρχή του
21 ο υ αιώνα, να μην υπάρχει ιδεολογικό αντίβαρο στις ορ έ-
ξεις και στα νύχια ενός αδυσώπητου, ενός αρ πακτικού κι’

41
ασύδοτου κεφαλαιοκρατικού συστήματος στρατοκρατών
και τραπεζιτών.
Ο δάσκαλος Αντρέας Γιαννίδης ήταν ένας σοσια -
λιστής της αγάπης κι αληθινός πατριώτης, χωρίς σοβινι -
σμούς κι εθνικιστικές εξάρσεις. Ήταν ένα απόλυτ α ισορ-
ροπημένο ιδεολογικό κέντρο βάρους ανάμεσα στον ανεγ -
κέφαλο εθνικόφρονα της δεκαετίας του ’50 και στο ν σημε-
ρινό τυχοδιώκτη, δήθεν προοδευτικό και σοσιαλιστή, που
χωρίς πατριωτική ιδεολογία εντυπωσιάζει τις μάζες εξ υ-
πηρετώντας τα δικά του συμφέροντα α λλά και τα συμφέ-
ροντα κρατών που έχουν σκοτεινούς στόχους για την πα -
τρίδα. Είναι τ’ αργύρια για τη δική του πολιτική ή επα γ-
γελματική ανέλιξη, σε μια κοινωνία όπου ο διεθνισμός του
αριστερού χρησιμοποιείται θαυμάσια από τους μηχανι -
σμούς της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. Όσοι α ν-
τιτάσσουν τον πατριωτισμό και τις εθνικές παραδόσεις
θεωρούνται σοβινιστές, οπισθοδρομικοί, επικίνδυνοι εθν ι-
κιστές και φασίστες.
Αυτοί οι ψευτοκουλτουριάρηδες κυριάρχησαν σ’ όλες
τις μορφές της τέχνης, του λόγου, τ ης εκπαίδευσης, της
τηλεοπτικής επικοινωνίας κι ενημέρωσης, αλλά και της
πολιτικής έκφρασης στην Ελλάδα και γενικότερα στο σύ γ-
χρονο ευρωπαϊκό κράτος. Κατάφεραν έτσι ν’ αποσυνθέ -
σουν βασικούς κοινωνικούς ιστούς μιας ευνομούμενης,
φιλελεύθερης και δημοκρατικ ής κοινωνίας. Η ασυδοσία , η
διαφθορά κι η αυθαιρεσία αντικατέστησαν το μέτρο και τη
φρόνηση. Η διάλυση του κράτους είναι βέβαιο πως θα
συμπαρασύρει σε διάλυση και το κοινωνικό κράτος.
Ο Φίλιππος θυμήθηκε, με συγκίνηση, τη συζή τηση
που είχε με το δάσκαλό του όταν συναντήθηκαν στο εστια-
τόριο, στο Χαλάνδρι. Εκεί, για τελευταία φορά τον άκουσε
να μιλά για κοινωνική δικαιοσύνη, για το ανεκτίμητο δικαί -
ωμα της ελευθερίας, για την αληθινή δημοκρατία, για π ο-
λιτική εντιμότητα και προπαντός για την αγάπη, την απ ε-
ριόριστη αλλά χωρίς φανατισμούς αγάπη για την πατρίδα.
– Αγαπητό μου παιδί, Φίλιππε… Να μου επιτρέψεις να
σε αποκαλώ έτσι, μ’ όλο που κι εσύ πλησιάζεις στην τρίτη

42
ηλικία… Λοιπόν, άκουσε Φίλιππε… Πραγματικά δεν ξέρω
αν αυτά που πιστεύω είναι μια σοσιαλιστική ιδ εολογία, μια
χριστιανοκοινωνική θεωρία ή μια ανθρωπιστική δέσμη ι-
δεών με πολιτικό και κοινωνικό ανθρω ποκεντρικό χαρα -
κτήρα… Πραγματικά δεν ξέρω τι είμαι και τι πιστεύ ω…
Δεν μ’ αρέσουν τα ιδεολογικά καλούπια… Ένα όμως
πράγμα ξέρω και πιστεύω ακράδαντα… Η πλούσια κι αρ-
χαιότατη γλώσσα μας, η γλώσσα των μακρινών προγόνων
μας, μπορεί με την αλλαγή ενός γιώτα σε ήτα να με από-
κλείσει από την κατηγορία αυτών των δήθεν ιδεολόγων
στους οποίους δεν θέλω να ανήκω… Αν με θεωρήσεις
προοδευτικό και σοσιαλιστή, θα σου απα ντήσω πως δεν
είμαι σοσιαληστής… Δεν είμαι σοσιαληστής με ήτα.

43
ΙΙΙ

Το σπίτι της γιαγιάς Μάρθας

Χωρίς δυσκολία ο Φίλιππος είχε πετύχει στις εισα -


γωγικές εξετάσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις α ρ-
χές του Σεπτέμβρη του 1947, στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων
των Σερρών. Ένιωθε μια δικαιολογημένη περηφάνια κι α υ-
τοπεποίθηση όταν, με κάποια έκσταση και θαυμασμό,
σταμάτησε μπροστά στην πελώρια πέτρινη σκάλα του νεο-
κλασικού κτήριου, με το επιβλητικό πρόπυλο και τη διπλή
σειρά από εντυπωσιακές ορθογώνιες κολώνες. Σκέφτηκε
με συγκίνηση πως τα επόμενα έξι χρόνια θα ανεβοκατέ -
βαινε αυτά τα σκαλοπάτια. Είχε την αίσθηση πως άρχισε
ν’ ανεβαίνει και μόνο ν’ ανεβαίνει, χωρίς να διαισθάνεται
ως που θα μπορούσε να φτάσει.
Οι πρώτες μέρες του, για την εγκατάστασή του στο
δωμάτιο του αδελφού του και την προσαρμογή του στη
νέα ζωή της πόλης και στις απαιτήσεις των γυμνασιακών
του σπουδών, κύλησαν μέσα σε κλίμα αμηχα νίας. Για
πρώτη φορά στη ζωή του έπρεπε να ζήσει σ’ έναν χώρο
με έντονη κίνηση, με μεγάλα καταστήματα, καλοντυμένους
ανθρώπους και με τρόπους διασκέδασης που ως τότε δεν
είχε φανταστεί. Τα βράδια, ο κεντρικός δρόμος, η οδός
Δεκάτης Μεραρχίας, μετατρεπόταν σε χώρο περιπάτου. Ε -
κατοντάδες άνθρωποι, κυρίως νέοι και νέες, έκαναν τη
βόλτα τους, ερωτοτροπούσαν, χαχάνιζαν ή διαπληκτί -
ζονταν, ενώ έξω απ’ τους κινηματογράφους σχη ματίζονταν
ουρές από ανυπόμονους ανθρώπους που περίμεναν να
τελειώσει η προβολή για ν’ ακολουθήσει η σειρά των θεα -
τών που είχαν, ήδη από ώρα στα χέρια τους, τα εισιτήρι α
44
της επόμενης προβολής.
Το σπίτι της γιαγιάς Μάρθας όπου εγκαταστάθηκε, ή-
ταν ένα παμπάλαιο διώροφο ετοιμόρροπο κτίσμα, με μια
πετροστρωμένη αυλή με αμέτρητες γλάστρες στις δύο
πλευρές. Στη μια άκρη της αυλής υπήρχε το ξυλόκτιστο
αποχωρητήριο. Από τις άκρες των δυο χοντρών καδρο-
νιών που στήριζαν τη σανίδα με την τρύπα, φαινόταν η
επιφάνεια του λάκκου στον οποίο συσσωρεύονταν τα
βοθρολύματα. Κάθε δυο, περίπου, μήνες ερχόταν ο βοθ-
ροκαθαριστής και μ’ έναν μεγάλο μεταλλικό κουβά άδειαζε
το βρόμικο περιεχόμενο του λάκκου, γεμίζοντας το κάρο
με τη μεγάλη ανοιχτή δεξαμενή από σιδερολαμαρίνα. Η
βρόμα ήταν απαίσια. Σμήνος από μύγες βούιζαν εκνευρισ-
τικά όλη μέρα σ’ εκείνο το χώρο της αυλής.
Το δωμάτιο, με το σαπισμένο πάτωμα και τις κολλη -
μένες, με αλευρόκολλα, εφημερίδες στα τμήματα των τζ α-
μιών που είχαν σπάσει, ήταν αρκετά ευρύχωρο. Οι καν ο-
νικοί ένοικοι ήταν τέσσερις. Στο ένα διπλό σιδερένιο κρε-
βάτι κοιμόταν ο Φίλιππος, με τον αδερφό του το ν Χρήστο,
ενώ δίπλα, σχεδόν σ’ επαφή με το πρώτο, υπήρχε κι άλλο
ένα διπλό κρεβάτι. Σ’ αυτό ξάπλωναν δυο αδέρφια, δυο
κοντοχωριανοί τους. Ο Θόδωρος ήταν κατά δυ ο χρόνια
μεγαλύτερος απ’ το Φίλιππο και ήταν μαθητής της δεύτερης
τάξης του γυμνασίου, ενώ ο αδελφός του, ο Δημήτρης, ήταν
συνομήλικος με το Χρήστο. Ήταν κι οι δυο τους μαθητευ ό-
μενοι καλφάδες σε διαφορετικά ραφεία και είχαν γι’ αυτό το
λόγο πάντα ένα ασήμαντο βδομαδιάτικο χαρτζιλίκι από τα
φιλοδωρήματα των πελατών και το «δώρο» του Σαββάτου
που, από εθιμική πρακτική, όφειλαν να δίνουν τ’ αφεντικά
στα τσιράκια τους κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους.
Το δωμάτιο βρισκόταν στον όροφο κι εξυπηρετούσε
τις βασικές ανάγκες των τεσσάρων ατό μων. Όμως, πολλές
φορές υπήρχε η ανάγκη να φιλοξενηθούν οι γονείς ή κ ά-
ποιοι στενοί συγγενείς, που κατέβαιναν στην πόλη για
δουλειές. Τότε, γινόταν ένα απερίγραπτο στρίμωγμα κι οι
ώρες της νύχτας μετατρέπονταν σ’ εφιάλτη. Κάποια επ ο-
χή, όταν οι μάχες του στρατού με τους αντάρτες φούντ ω-

45
σαν στα κοντινά χωριά κι οι κάτοικοί τους κατέβηκαν στην
πόλη για να σωθούν, στο δωμάτιο διανυκτέρευαν δέκα ή
δώδεκα άτομα. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στ’ ά λ-
λα δωμάτια του ορόφου.
Στη μια ελεύθερη άκρη του δωματίου υπήρχ ε το τρα-
πέζι, για να τοποθετούνται τα πιάτα και να εξυπηρετεί τις
ανάγκες του μεσημεριανού φαγητού. Το μαγείρεμα γινόταν
έξω απ’ το δωμάτιο, στο ανοικτό καγκελόφραχτο ξύλινο
«τσαρντάκι» όπου, πάνω σε λεκιασμένη μαρμάρινη πλά κα
ήταν τοποθετημένη η κατάμαυρη και λιγδιασμένη γκαζι έ-
ρα. Στον όροφο ανέβαινε κανείς από μια ημικυκλική ξύλινη
σκάλα, κολλημένη στον τοίχο. Σε κάθε πάτημα του α ν-
θρώπου που ανέβαινε, ακουγόταν μια συγχορδία από π ο-
λυφωνικά τριξίματα.
Στον όροφο είχε άλλα τρία μεγάλα ενοικιαζόμενα δ ω-
μάτια, ενώ στο ισόγειο έμενε η γιαγιά Μάρθα με το γιο
της, τη νύφη της και τα τρία εγγόνια της.
Τις νύχτες, σε μια άκρη της καγκελόφραχ της βεράν-
τας του ορόφου, άπλωνε ένα στρωματάκι ο γηραλέος
συμπέθερος της γιαγιάς Μάρθας. Ήταν ο κυρ -Σταμάτης, ο
πατέρας της νύφης της. Άρρωστος και με προβλήματα κ ή-
λης και προστάτη, σηκωνόταν πολλές φορές τη νύχτα κι
από τα κάγκελα κατουρούσε στην αυλή. Όταν μερικές φ ο-
ρές το πρωί αργούσε να κουλουριάσει το στρώμα του στη
συνηθισμένη γωνία της βεράντας, φαίνονταν οι πο -
λυάριθμες κηλίδες από ξεραμένα ούρα. Η ελευθερόστομη
γιαγιά Μάρθα, σχεδόν καθημερινά, ξεσπούσε τα πρωινά
στο λιγομίλητο συμπέθερό της.
– Πάλι, βρε βρομιάρη ξεκωλόθηκες να κατουράς απ’ το
τσαρντάκι! Κιτρίνισαν οι πλάκες εδώ κάτω… Ξύνω, ξύνω
και δεν καθαρίζουν…
Συνήθως ο γεροντάκος δεν μιλούσε. Άλλοτε ψέλλιζε
χαμηλόφωνα κάποιες δικαιολογίες.
– Αυτή η σκάλα σκληρίζει σαν σειρήνα… Θες να ξυπ-
νώ όλο το σπίτι κάθε νύχτα;… Άσε που είναι θεοσκότεινα
κι αν πάω στο «αναγκαίο» κινδυνεύω να πέσω στα σκ α-
τά! … Να πνιγώ δηλαδή και ν ’ αφήσω παραμύθια! …

46
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Φίλιππος κι ο Θό -
δωρος θα’ πρεπε να βρουν τον τρόπο να εξυπηρετούν τις
μαθητικές τους υποχρε ώσεις. Τα κρεβάτια ήταν ο μόνος ε-
λεύθερος χώρος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
αναγνωστήριο. Οι δυο μικροί μαθητές ξάπλωναν και είτε
μπρούμυτα, είτε ανάσκελα, διάβαζαν κι έγραφαν τα καθη -
μερινά τους μαθήματα τις απογευματινές ώρες και τα σαβ -
βατοκύριακα.
Μερικές φορές έβγαιναν για διάβασμα στη βεράντα,
τις ώρες που οι ένοικοι των άλλων δωματίων ήταν στις
δουλειές τους κι ο κυρ-Σταμάτης κατέβαινε στο ισόγειο ή
πήγαινε στην είσοδο του διπλανού σπιτιού και καθόταν
στο τσιμεντένιο πεζούλι μ’ έναν συνομήλικο γείτονα. Όταν
τον έβλεπαν να επιστρέφει νωρίτερα από την ώρα που
υπολόγιζαν, φρόντιζαν να ξαναγυρίσουν στο δωμάτιο. Ή-
ταν ένας υπερβολικά ενοχλητικός γέρος. Έβηχε, φταρνιζ ό-
ταν συνεχώς, έβγαζε και έφτυνε μ’ αηδιαστικό τρόπο
φλέγματα στο πάτωμα ή στην αυλή κι αεριζόταν με θορ ύ-
βους κι επιφωνήματα ευχαρίστησης… Η γιαγιά Μάρθα εύ-
ρισκε τότε ευκαιρία για να ξεσπάσει σε φ ωνές.
– Σκάσε βρε κλανιάρη! … Μας τάραξες με τις πορδές
και τις ροχάλες σου! …
Απ’ τις πρώτες κι όλας μέρες, είχαν καθοριστεί τα δ ι-
καιώματα και οι υποχρεώσεις των τεσσάρων ενοίκων του
δωματίου. Τα δυο μεγάλα αδέρφια πήραν αποφάσεις και
καθόρισαν, με το ν δημοκρατικό τρόπο της εξουσίας των
μεγάλων και των δυνατών, τις καθημ ερινές εργασίες που
θα’ πρεπε να αναλάβουν τα μικρότερα αδέρφια τους.
Έτσι, ο Φίλιππος κι ο Θόδωρος θα ‘πρεπε το πρωί,
πριν πάνε στο γυμνάσιο, να τακτοποιήσουν τα στρώματα
και να σκουπίσουν το δωμάτιο. Έπειτα, ετοίμαζαν το πρ ω-
ινό για τ’ αδέρφια τους, συνήθως από μια κούπα τσάι και
ξεκινούσαν για το σχολείο. Ευτυχώς, τα πρώτα εκείνα
δύσκολα χρόνια, στους μαθητές προσφέρονταν κάθε πρωί
στο Γυμνάσιο, πριν μπουν στις τάξεις τους, ένα ζεστό ρό -
φημα από γάλα σκόνης κι ένα σταφιδόψωμο.
Οι υποχρεώσεις των μικρών μαθητών συνεχίζονταν το

47
μεσημέρι και το απόγευμα. Μαγείρευαν το μεσημεριανό
φαγητό, συνήθως ζυμαρικά, αυγά, χόρτα και όσπρια, που
δεν απαιτούσαν ειδικές γνώσεις μαγειρικής κι αγόραζαν
απ’ το μπακάλη, τον κύρ -Ανέστη, χαλβά, ελιές ή ρέγκες
για το λιτό δείπνο. Τις περισσότερες φορές, σ το βραδινό
φαγητό, δε συμμετείχαν τ’ αδέρφια τους. Ήταν πια ώριμοι
έφηβοι, με γυναικοπαρέες και τσιλιμπουρδίσματα και τα
περισσότερα βράδια τα περνούσαν σε φτηνιάρικ α κεντρά-
κια, με μια ρετσίνα, ένα ποτηράκι ούζο ή μια τυρόπιτα.
Άλλη μια μη καθημερινή υποχρέωση ήταν η συλλογή
των άπλυτων εσώρουχων κι η αποστολή τους, κάθε δυο
βδομάδες, στο χωριό για να τα πλένει η μητέρα τους. Ε-
πίσης, κάθε Σάββατο παραλάμβαναν δυο ή τ ρία μεγάλα
ψωμιά, ως και τρεις οκάδες το καθένα, που οι γονείς τους
έστελναν με τη σακαράκα του κυρ Τάκη. Απ’ το ίδιο αυτ ο-
κίνητο της τακτικής συγκοινωνίας, παραλάμβαναν και τα
πλυμένα ρούχα.
Οι γονείς του Φίλιππου είχαν αναλάβει την υποχρέ ω-
ση να πληρώνουν στη γιαγιά Μάρθα, όταν εισέπρατταν τα
γεωργικά δάνεια, το ασήμαντο μισό νοίκι που τους αναλ ο-
γούσε για το δωμάτιο. Εκτός απ’ αυτά, υπήρχαν και «έ κ-
τακτες» οικονομικές ενισχύσεις, που δίνονταν στους
«πρωτότοκους» για να συμπληρώνουν τα έξοδα που απαι -
τούνταν, όταν το χαρτζιλίκι τους δεν ήταν αρκετό για να
καλύψει όλες τις ανάγκες.
Οι μικροί μαθητές δεν είχαν κανένα δικαίωμα «στο τ α-
μείο». Στην τσέπη τους δεν είχαν ούτε δεκάρα, ούτε για
ένα κουλούρι. Όταν σε μεγάλα χρονικά διαστήματα οι κι-
νηματογράφοι της πόλεις έφερναν κάποιο αξιόλογο έργο,
οι μικροί τολμούσαν να ζητήσουν το αντίτιμο ενός εισιτ η-
ρίου για να παρακολουθήσουν την προβολή. Τότε τ’ αδέ λ-
φια τους ξεσπούσαν μ’ αγριότητα.
– Τι λέτε ρε μπάσταρδα! Σας ταΐζουμε, σας ποτίζουμε,
θέλετε να σας φέρουμε και γκό μενες; Για κοίτα απαιτή -
σεις! Να τους δώσουμε λεφτά για το σινεμά! Ας γελάσου -
με!
Οι πιτσιρικάδες όμως δε γελούσαν. Το μυαλό τους έ-

48
φερνε πολλές στροφές για να βρουν λύσεις. Οι αγορές
από το παντοπωλείο του κυρ -Ανέστη έλυσαν το πρόβ -
λημα… Αντί για μισή οκά λάδι στο μπουκάλι έμπαιναν τε τ-
ρακόσια πενήντα γραμμάρια. Αντί για μια οκά φασόλια η
ζυγαριά έδειχνε διακόσια γραμμάρια λιγότερο.
Ο κυρ-Ανέστης, άνθρωπος πνευματώδης και με χιού -
μορ, τους πείραζε καλοσυνάτα με μια ανεπαίσθητη ειρω -
νική γκριμάτσα στα χείλη.
– Πού θα πάμε απόψε λεβέντες μου; Στο σινεμά ή στο
ζαχαροπλαστείο;
Με τον τρόπο αυτό οι δυο μικροί μαθητές βρήκαν τη
λύση για να σπάζουν τη μονοτονία της καθημερινότητας,
εξασφαλίζοντας έσοδα και για «δημόσια θεάματα». Ο πιο
μεγάλος, ο Θόδωρος, ένιωθε και μια ικανοποίηση για τον
τρόπο που απαντούσαν στη σκληρή στάση των αδελφών
τους. Συχνά έλεγε στον Φίλιππο.
– Μας παριστάνουν τους έξυπνους, ενώ είναι σκέτα
βόδια! … Αν εσείς κύριοι είστε τύραννοι, εμείς είμαστε π ο-
νηρές αλεπούδες! ..

Ένα σοβαρό γεγονός

Στα δύσκολα εκείνα χρόνια του ’48 και ’49, οι πολι-


τικές αντιθέσεις δεν οδήγησαν μόνο σε συγκρούσεις του
στρατού με τους επαναστάτες στα βουνά. Μέσα στις πό -
λεις, μυστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις των δυ ο πα-
ρατάξεων απειλούσαν πολίτες διαφορετικής ιδεολογίας και
προέβαιναν σε δολοφονίες.
Οι χαφιέδες που συνεργάζονταν με την αστυνομία,
αποτελούσαν μια ιδιαίτερη κατηγορία παραστρατιωτικών,
οι οποίοι πολλές φορές εκβίαζαν αθώους πολίτες για ν’
αποσπάσουν χρηματικά ποσά. Μια οποιαδήποτε καταγγε-
λία τους στην αστυνομία, θα μπορούσε να δημιουργήσει
σοβαρά προβλήματα στους καταγγελόμενους. Πολλές φ ο-

49
ρές οι συνέπειες, έστω και από απλή υπόνοια ή χωρίς
συγκεκριμένες αποδείξεις, θα μπορούσε να είναι τραγικές.
Ο αδερφός του Φίλιππου, ο Χρήστος, είχε μπλεχτεί σε
μια τέτοια παράξενη ιστορία πολιτικού εκβιασμού που α-
ναστάτωσε όλη την οικογένεια. Για πολλές μέρες ήρθαν
απ’ το χωριό και παρέμειναν στις Σέρρες, ώσπου να ξεκ α-
θαρίσει το θέμα και οι γονείς τους. O Χρήστος είχε συ λ-
ληφθεί και φυλακιστεί προσωρινά στο κρατητ ήριο του Β΄
Αστυνομικού Τμήματος. Ο Αντώνης και η Χαρίκλεια συγ -
κατοίκησαν, φυσικά, στο ίδιο δωμάτιο με τα υ πόλοιπα παι-
διά, ενώ ε κείνη τη βδομάδα φιλοξενούνταν εκεί και ο παπ-
πούς του Δημήτρη και του Θόδωρου.
Ο μπαρμπα-Δημητρός είχε κατεβεί στην πόλη για κά-
ποιες ιατρικές εξετάσεις. Είχε πόνους στο στομάχι, έκανε
εμετούς και γενικά η όλ η εμφάνισή του έδειχνε άρρωστο
και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Στο αστυνομικό τμήμα υπη-
ρετούσε ένας χωροφύλα κας, γιος ενός πολύ φίλου και
συγχωριανού του , απ’ τον οποίο ο Φίλιππος κι οι γονείς
του πληροφορήθηκαν την αιτία της προφυλάκισης του
Χρήστου. Οι ανακρίσεις ήταν μυστικές κι όσα ειπώθηκαν
θεωρήθηκαν άκρως εμπιστευτικά κι απόρρητα.
Ο ράφτης, το αφεντικό του Χρήστου, είχε καταγγείλει
στην αστυνομία πως ο κάλφας του, μαζί μ’ έναν φίλο του,
του ζήτησαν χρήματα για να τον ενημερώσουν για τον κί ν-
δυνο που διέτρεχε η ζωή του από μια αριστερή τρομο -
κρατική ομάδα. Είχαν, λέει, πληροφορηθεί το σχέδιο της
δολοφονίας του και θα του το αποκάλυπταν αν τους έδινε
ένα σημαντικό χρηματικό ποσό.
Η υπόθεση ήταν εξαιρετικά σοβαρή. Τα στρατοδικεία,
‘κείνη την εποχή, καταδίκαζαν σε θάνατο για ψύλλου π ή-
δημα. Η αστυνομία ανέκρινε τους δυο νεαρούς για να δια-
πιστώσει αν και οι ίδιοι ανήκαν σε κάποια αριστερή μυστ ι-
κή οργάνωση.
– Κάντε ότι μπορείτε αλλά με μυστικότητα, είπε ο
μπαρμπα-Δημητρός στους γονείς του Φίλιππου… Όσο
μπορείτε πιο γρήγορα, γιατί αν αρχίσουν οι σκληρές ανα -
κρίσεις θα πέσει πολύ ξύλο! … Όλοι ξέρουμε πως από ‘κει

50
μέσα θα βγουν τα παιδιά σακατεμένα! …
Η Χαρίκλεια είχε τρομοκρατηθεί. Όλες σχεδόν τις ώρες
έκλαιγε βουβά, ενώ αγωνιζόταν να κρυφτεί απ’ τους άλ -
λους ένοικους του σπιτιού.
Ο άντρας της, ο Αντώνης κι ο Φίλιππος προσπα -
θούσαν να την παρηγορήσουν…
– Μην κάνεις έτσι! … Με τα κλάματα δεν θα σώσουμε
το παιδί μας… Θα’ ρθει σε λίγο κι ο αδελφός σου, ο Νίκος,
για να δούμε τι θα κάνουμε.
– Μαμά, έχει δίκιο ο μπαμπάς … Ας περιμένουμε το
θείο Νίκο.
Ο θείος αυτός του Φίλιππου ήταν ένας πανέξυπνος
χωρικός. Οι μορφωμένοι κι οι κοσμογυρισμένοι Σερρα ίοι
των γραφείων και της αγοράς που δεν τον γνώριζαν, θα
μπορούσαν να τον θεωρήσουν έναν αφελή κι απλό χωρι ά-
τη. Όλοι τους γρήγορα διαπίστωναν πως ήταν ένας τε -
τραπέρατος γνώστης της αγοράς και των βασικών νόμων
που τον ενδιέφεραν ως πολίτη. Είχε μια έμφυτη ικανότητα
να πείθει και να δημιουργεί φιλίες της στιγμής, που τον
εξυπηρετούσαν και διευκόλυναν τις δουλειές του.
Το σχέδιο του θείου Νίκου ήταν απλό. Νοίκιαζε με τα
παιδιά και τη γυναίκα του ένα δωμάτιο, σε σπίτι που βρι-
σκόταν δυο τετράγωνα πιο κάτω. Η σπιτονοικοκυρά τους
ήταν φίλη με τη γυναίκα του Αντρίκου, ενός δεξιού παρα -
κρατικού, ο οποίος ήταν γνωστός στη γειτονιά με το π α-
ρατσούκλι «ο Αντρίκος, ο μυστικός». Αυτός θα ήταν ο ά ν-
θρωπος που είχε τη δύναμη, με το αζημίωτο, να βοηθήσει
αποτελεσματικά.
Η όλη εμφάνιση του σαρανταπεντάχρονου Αντρίκου,
δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό του μυστικού, του αόρα -
του και σκοτεινού μυστικού πράκτορα. Φορούσε σκούρα
καμπαρντίνα ή κοστούμι με σκουρόχρωμη, πάντα, γρα -
βάτα. Τα αραιά κι ελαφρώς γκρίζα μαλλιά του τα κάλυπτε
με μια καφετιά, στραβοπατημένη εμπρός και στη δεξιά
πλευρά, ρεπούμπλικα. Το βλέμμα του διεισδυτικό, αεικί -
νητο, ανίχνευε κάθε κίνηση, κάθε γκριμάτσα των ανθρ ώ-
πων με τους οποίους συνομιλούσε ή περνούσαν τυχαία

51
από δίπλα του. Χαμογελούσε συχνά για να δείχνει καλ ο-
κάγαθος και να εμπνέει εμπιστοσύνη.
Ο θείος Νίκος τον είχε «χαρτογραφήσει», όπως έλεγε
και συμβούλευε, φίλους και συγγ ενείς να προσέχουν όταν,
στις απογευματινές συγκεντρώσεις των γειτόνων στις ε-
ξώπορτες των σπιτιών, ερχόταν να καθίσει δίπλα τους κι ο
ευγενικός κύριος Αντρίκος.
Το ίδιο απόγευμα ο θείος Νίκος τον πλησίασε κι άρ -
χισε να του μιλά περί ανέμων και υδάτων, ώσπου να μπει
στην ουσία του θέματος. Ο άλλος προσποιήθηκε πως α γ-
νοούσε τα πάντα, αλλά κάποια στιγμή πέταξε σφυριχτά.
– Ναι, αγαπητέ μου Νικολάκη… Ας παραδεχτώ πως ο
ανιψιός σου έπεσε θύμα της μοχθηρίας του αφεντικού του,
γιατί του ζήτησε τα χαρτζιλίκια που δεν του πλήρωνε έναν
ολόκληρο μήνα… Όμως, εδώ τα πράγματα είναι σοβ α-
ρά! … Εδώ μιλάμε για μυστική κομμουνιστική οργάνωση! …
Ο διοικητής της ασφάλειας μου είπε πως το παλι κάρι σας
την έχει άσχημα! … Έχουμε εκβιασμούς κι απειλές για δ ο-
λοφονία… Βλέπω καραμπινάτο στρατοδικείο…
– Έλα κυρ’ Αντρίκο μου… Παιδικές επιπολαιότητες κι
ανωριμότητες! … Ο ανιψιός μου δεν ήξερε πως να διεκ -
δικήσει το δίκιο του… Ο άλλος λέει ψέματα για να μη δ ώ-
σει στο παιδί τα χαρτζιλίκια που του ‘ φαγε… Φαίνεται πως
πρόκειται για παλιάνθρωπο ράτσας…
– Αυτό μπορώ να το ερευνήσω, αλλά καταλαβαίνεις!
Χρειάζεται ψάξιμο, κάνα κέρασμα στο διοικητή του τμήμα-
τος, καμιά καλή κουβέντα, με το αζημίωτο, από γνωστούς
και φίλους μας… Θα κανονίσω ο διοικητής να δεχτεί τους
γονείς του ανεψιού σου… Έμαθα πως είναι άνθρωποι του
θεού, άκακοι… Αυτό ξέρεις, Νικολάκη μου, παίζει πολύ
σπουδαίο ρόλο… Όλοι θα πούμε πως είναι παιδί από κ α-
λή χριστιανική οικογένεια… Είπα, όμως! Χρειάζεται ψάξ ι-
μο, κέρασμα και τα λοιπά.
– Πόσο υπολογίζεις Αντρίκο μου πως θα κοστίσουν
αυτά τα κεράσματα; ρώτησε με πρ οσποιητή αφέλεια ο θεί-
ος Νίκος… Η αδερφή μου κι ο άντρας της είναι φτωχοί άν-
θρωποι… Λεν’ το ψωμί ψωμάκι…

52
Ο άλλος ανασήκωσε ελαφρά τη ρεπούμπλικα με το
δείκτη του χεριού του κι έξυσε το μέτωπό του για να δείξει
πως έκανε σοβαρές σκέψεις και βρισκόταν σ’ αμηχανία.
– Ναι, έχεις δίκιο… Θα εξηγήσω το πρό βλημα, αλλά
δεν αποφασίζω εγώ… Εμένα που με βλέπεις, είμαι η τε -
λευταία τρύπα του ζουρνά… Κι ας λένε, μερικοί μερικοί
εδώ στη γειτονιά πως ο Αντρίκος έχει και τ’ αυγά και τα
καλάθια… Πάντως, δεν πιστεύω πως θα φτάσουν λιγότ ε-
ρες από δέκα λίρες…
– Πού να τις βρουν τόσες λίρες Αντρίκο μου;
– Τέλος πάντων! … Ας έχουν τα μισά και από εκεί και
πάνω θα φροντίσω να κατεβάσω, όσ ο μπορώ βέβαια, το
τελικό ποσό… Εδώ μιλάμε για εκβιασμούς, δολοφονίες,
κομμουνιστικές οργανώσεις και στρατοδικεία… Δεν είναι
παίξε γέλασε!
– Θα ενημερώσω την αδερφή μου για το ποσό… Μόνο
θα σε παρακαλέσω, φρόντισε να μη δείρουν στο τμήμα
τον ανεψιό μου…
– Τα χαστουκάκια δεν τα γλιτώνει ο μπερμπαντάκος ο
ανεψιός σου, απάντησε ο Αντρίκος χαμογελώντας με σ η-
μασία… Εδώ που τα λέμε του αξίζουν και κάποιες σφαλιά -
ρες… Πάντως, θα φροντίσω να βγει από ‘κει μέσα με κ α-
νονικά πλευρά… Αυτή η υπόθεση παραείναι παιδιάστικη,
για να την πάρουμε στα σοβαρά… Όμως μας χρειάζονται
αποδείξεις… Δεν φτάνει μόνο να ’ναι κάποιος αθώος! …
Όλα, από δω και πέρα, κανονίστηκαν με μεγάλη ταχύ-
τητα. Ο θείος Νίκος θα μπορούσε να βοηθήσει με δυ ο
τρεις λίρες, αλλά το απαιτούμενο ποσό ήταν υπερβολικά
μεγάλο. Αποφάσισαν ν’ απευθυνθούν στο Θανασάκη, έναν
εύπορο συγχωριανό τους, που εκείνη την περίοδο έμεινε
στην πόλη κι ήταν γνωστό που δάνειζε με υπέρογκο τόκο.
Οι γονείς του Φίλιππου υπολόγισαν πως σ’ ένα χρόνο θα
’πρεπε να πληρώσουν σχεδόν διπλάσιο τόκο, με ταυτό -
χρονο ενέχυρο ένα εύφορο χωράφι στη δυτική πλευρά του
χωριού. Ήταν ένα χωράφι από την προίκα της Χαρί -
κλειας.
Ο θείος Νίκος δραστηριοποιήθηκε έντονα για δυο π ε-

53
ρίπου μέρες, για να βοηθήσει την αδερφή και το γαμπρό
του. Είχε ο ίδιος ένα μικρό κομπόδεμα και η οικονομική
του κατάσταση του επέτρεπε να βρει ευκολότερα δανει -
στές και με καλύτερους όρους. Θα συμπλήρωνε το υπό-
λοιπο ποσό και συμφώνησε με την αδερφή του να του ε-
πιστραφούν σταδιακά τα οφειλόμενα. Αν για οποιαδήποτε
αιτία, θα ήταν αδύνατη μια τέτοια εξόφληση της οφειλής,
τότε η Χαρίκλεια, μετά την επαγγελματική τακτοποίηση
του Χρήστου και την περάτωση των σπουδώ ν του Φίλιπ-
που, θα πωλούσε το χωράφι της στον αδελφό της με την
τρέχουσα τιμή της αγοράς, γ ια να συμψηφιστεί το χρέος
και να καταβληθεί η, τυχόν, διαφορά.
Συμφωνήθηκαν όλα μ’ αδερφική κατανόηση, χωρίς
χαρτιά, χωρίς τόκους, με ολοφάνερη την προσπάθεια του
θείου Νίκου να βοηθήσει την αδερφή του και με την έλ -
λειψη οποιασδήποτε κερδοσκοπικής πρόθεσης.
Ο Αντρίκος, μετά τις επαφές που είχε, συμφώνησε να
λύσει το πρόβλημα με οχτώ λίρες. Φρόντισε, μόλις εισέ -
πραξε την αμοιβή, να φέρει σ’ επαφή τους γονείς του Χρή -
στου με το διοικητή του αστυνομικού τμήματος. Αυτός
τους δέχτηκε ήρεμος και με ευγέ νεια. Ίσως και να μη συ μ-
μετείχε σ’ όλο το βρόμικο παιχνίδι της δωροδοκίας, στο
οποίο ήταν συνηθισμένη η «παρέα του Αντρίκου».
Αργότερα ακούστηκε πως κι ο ράφτης, τ’ αφεν τικό του
Χρήστου, «άρχισε να τα μασάει και να τα μπερδεύει». Ο
Δημήτρης, ο φίλος και συγκάτοικος του Χρήστου , πλη-
ροφορήθηκε από το συγχωριανό τους χωροφύλακα πως ο
Αντρίκος πήγε στο κατάστημα του ράφτη και του ζήτησε
να φερθεί λογικά και ν’ αφήσει τις ψευ τιές και τις ρουφια-
νιές. Λένε πως του φώναξε αγριεμένος κατάμουτρα.
– Είσαι ένας ψεύτης και κομπιναδόρος που πας να
φας τα χαρτζιλίκια των καλφάδων σου… Θες να κάψεις
ένα αθώο παιδί! Πρόσεξε μην καείς εσύ και το μαγαζί
σου… Το μαγαζί σου λέω! κατάλαβες;
Έτσι έληξε αυτό το θλιβερό κι αναπάντεχο συμβάν
που αναστάτωσε το Φίλιππο και όλη την οικογένεια. Οι
γονείς του επέστρεψαν στο χωριό σωστά ψυχικά και σ ω-

54
ματικά ράκη.

Στην Τέταρτη Τάξη του Γυμνασίου

Αυτός ο θλιβερός και στερημένος τρόπος ζωής, στο


σπίτι της γιαγιάς Μάρθας, κράτησε τρία χρόνια. Όταν τα
δυο μεγάλα αδέρφια των συγκάτοικων στρατεύτηκαν, ο
Φίλιππος παρακο λουθούσε τα μαθήματα της Τέταρτης Τ ά-
ξης. Συγκατοίκησε μ’ έναν κατά δυο χρόνια μεγαλύτερο
συγχωριανό του που ήταν μαθητής της Πέμπτης. Το δω-
μάτιο, σ’ ένα υγρό κι ανήλιο ισόγειο λίγα μέτρα πέρα απ’
το Γυμνάσιο, ήταν υπερβολικά μικρό για δυ ο άτομα. Ευτυ-
χώς, είχε μια ξεχωριστή μικρή κουζίνα κι ένα αρκετά περι -
ποιημένο αποχωρητήριο στην αυλή.
Τώρα, με την αλλαγή σπιτιού και περιβά λλοντος, ο
Φίλιππος βρέθηκε πολύ κοντά στον παιδικό του φίλο, το
Γιώργο Βορίδη, που παρακολ ουθούσε τα μαθήματα της
Πέμπτης Τάξης. Ήταν στην ίδια τάξη και στο ίδιο Τμήμα
με το συγκάτοικό του τον Αγαμέμνονα, τον Μένιο όπως
τον φώναζαν χαϊδευτικά. Όλοι μαζί έ τρωγαν τα μεσημέρια
στο ίδιο εστιατόριο, έκαναν τις βραδινές βόλτες τους στην
οδό Μεραρχίας κι είχαν τις πρώτες ερωτικές τους ανησ υ-
χίες με τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς. Αυτή η φιλία με το
Γιώργο, που άρχισε από τη νηπιακή τους ηλικία και αργό-
τερα διευρύνθηκε με τη συμμετοχή και των γυναικών τους,
κράτησε, έτσι βαθιά κι αδιατάραχτη από μικρότητες κι α ν-
τιθέσεις, σ’ όλη τους τη ζωή.
Τα ψωμιά και τα εσώρουχα εξακολουθούσαν να πηγαι -
νοέρχονται με το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο της γρα μ-
μής. Μόνο που αυτή τη φορά τ α ψωμιά τοποθετούνταν
στα ειδικά ντουλάπια του εστιατόρι ου του κυρ-Κώστα. Οι
γονείς του Φίλιππου είχαν συμφωνήσει να τρώει μόνο τα
μεσημέρια και να γράφεται το αντίτιμο της αξίας του φαγ η-
τού στο τεφτέ ρι, στο ειδικό βιβλιαράκι που ο εστιάτορας

55
κρατούσε για κάθε πελάτη/μαθητή σε χωριστό ερμάριο. Οι
πληρωμές των οφειλών γίνονταν, όπως πάντα, στις περ ι-
όδους είσπραξης των δανείων από την Αγροτική Τ ράπεζα
ή κατά την περίοδο των καπνοπωλήσεων.
Η πολιτική κατάσταση είχε κάπως ομαλοποιηθεί στο
τέλος του ’49 και στις αρχές του 50. Ο κυβερνητικός στρ α-
τός είχε νικήσει τους αριστερούς επαναστάτες. Η Ελλάδα
ήταν εξουθενωμένη από τον εμφύλιο, αλλά σιγά σιγά ά ρ-
χισε να διαμορφώνεται ένας ομαλός κοινωνικός ρυθμός
στις σχέσεις των ανθρώπων, παρά την πολιτική ένταση
και την οικονομική δυσπραγία που άφησε η κατοχή και ο
πόλεμος. Στη δημόσια ζωή κυριαρχούσε η κομμουνιστο-
φοβία, μια συνέπεια αναπόφευκτη μετ ά την ήττα της μιας
παράταξης και τη νίκη της άλλης. Σ’ όλες τις εποχές και σ’
όλες τις καταστάσεις, πάντα οι νικητές συνηθίζουν να
σφίγγουν το λουρί γύρω από τον λαιμό των ηττημένων.
Στο δεύτερο Τμήμα της Τέταρτης Τ άξης υπήρχαν πε-
ρισσότεροι από πενήντα μαθητές. Ο Φίλιππος καθόταν
στο τέταρτο θρανίο της μεσαίας σειράς, με το Σάββα, ένα
παιδί από τη φτωχή νοτιοδυτική περιοχή της πόλης. Ξαφ-
νικά, και πριν περάσει μια βδομάδα, ο Σάββας αρρώστ η-
σε. Από τη διπλανή σειρά, ο Γιάννης Λαμπρίδης, ένας μ α-
θητής από τις πλουσιότερες οικογένειες των Σερρών, ζ ή-
τησε από τον καθηγητή της Φυσικής και της Χημείας την
άδεια να καθίσει δίπλα στο Φίλιππ ο, γιατί από το δικό του
θρανίο δεν μπορούσε να βλέπει καλά τον πίνακα.
– Δε μπορώ, κύριε, ούτε να δω ούτε ν’ ακούσω καλά
αυτούς που σηκώνονται στον πίνακα για να τους εξετάσ ε-
τε, δικαιολογήθηκε.
– Καλά, καλά, Λαμπρίδη… Άντε, πήγαινε να καθίσεις
εκεί που θέ λεις.
Μόλις ο συμμαθητής του αυτός κάθισε δίπλα του και
τακτοποίησε τα βιβλία του, έσκυψε, γι α να μην τον βλέπει
ο καθηγητής και ψιθύρισε:
– Κόλπο ήταν Φίλιππε… Ήθελα να καθίσω κοντά
σου…
– Για ποιό λόγο; Σε λίγες μέρες μπορεί να ξανά ’ρθει

56
ο Σάββας…
– Ας έρθει… Θα πάει στη δική μου θέσ η… Εγώ θα κα-
θίσω εδώ γιατί θέλω να με βοηθάς…
– Πώς θα σε βοηθήσω;
– Θα σου πω έξω! … Στο διάλειμμα!
Όταν χτύπησε το κουδούνι και βγήκαν στην αυλή, ο
Γιάννης εξήγησε ποιά ακριβώς βοήθεια ήθελε απ’ το ν Φί-
λιππο.
Του είπε πως δυσκολευόταν στα μαθήματα και ήθελε
κάποια συμπαράσταση, ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει
προβιβάσιμο βαθμό. Είχε μείνει, την προηγούμενη χρονιά,
στην ίδια τάξη. Όπως είπε, παρά τις προσπάθειές του δεν
μπορούσε ν’ αφομοιώσει κανένα μάθημα και φοβόταν πως
κι αυτή τη χρονιά θα ‘μενε πάλι στάσιμος.
– Ναι, καλά… Εγώ όμως με ποιό τρόπο θα μπορέσω
να σε βοηθήσω;
– Θα μου λες περιληπτικά, με λίγες λέξεις, κάποια μ α-
θήματα στα διαλείμματα… Ο πατέρας μου πλήρωσε έναν
καθηγητή για να μου κάνει μαθήματα στο σπίτι… Δε ν τον
καταλαβαίνω… Είναι ένας νέος, αδιόριστος ακόμα, που
όπως φαίνεται δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα, που λέ-
νε…
– Δεν ξέρει τα μαθήματα ο καθηγητής; Τι μου λες τ ώ-
ρα! …
– Αυτά που σου λέω… Αυτός είναι πιο χοντροκέφαλος
από μένα! …
– Μου φαίνεται πως μου λες παραμύθια! …
– Σοβαρά σου μιλώ… Αν με βοηθήσεις θα στο ξεπλη-
ρώσω… Με το αζημίωτο… Να, στα πρόχειρα διαγω -
νίσματα μπορείς ν’ αφήνεις την κόλλα λίγο λοξά, προς την
πλευρά μου, για να μπορώ ν’ αντιγράφω… Υπάρχει τρό-
πος να τα βρούμε… Πάμε τώρα να σε κεράσω…
Στην κεντρική είσοδο της αυλής ένας μικροπωλητής
πουλούσε τυρόπιτες, ενώ πιο πέρα άλλοι πουλούσαν κου -
λούρια, χαλβά σιμιγδάλι και σιροπιαστά γλυκά. Ο Φίλιπ -
πος δεν είχε δοκιμάσει αυτές τις λιχουδιές ούτε μια φορά,
από τότε που πέτυχε στο γυμνάσιο.

57
– Τι να σου πάρω; τον ρώτησε. Θέλεις τυρόπιτα;… Να
σου πάρω κι ένα κουλούρι ή αν θέλεις ένα κομμάτι χαλ -
βά…
– Ε, αφού επιμένεις, πάρε τυρόπιτ α…
Αυτά τα καλοπιάσματα και τα κεράσματα κράτησαν για
έναν περίπου μήνα. Ο Λαμπρίδης μιλούσε συνέχεια χαμη-
λόφωνα στις ώρες των μαθημάτων κι οι καθηγητές του έ-
καναν επανειλημμένα παρατηρήσεις.
Μια μέρα έβγαλε από την τσέπη του καμιά δεκαριά λ ί-
ρες και τις αράδιαζε, αργά αργά, στο αυλάκι που υπήρχε
στο πάνω μέρος του θρανίου. Ο Φίλιππος αλληθώρισε.
– Τί είναι αυτά; …Είναι αληθινές χρυσές λίρες;
– Αμ, τι είναι; Ψεύτικες;
– Πού βρήκες τόσα χρήματα;
– Πάντως δεν τα’κλεψα… Έχουμε μπόλικες στο σπίτι
να φάνε κι οι κότες…
– Έχει τόσα λεφτά ο πατέρας σου; Είναι τόσο πλού -
σιος;
– Κι ο πατέρας μου κι ο πάππος μου και ο προπάπ -
πος μου… Απ’ την εποχή της τουρκοκρατίας οι καφέδες
και τα γλυκά έφερναν λεφτά στους εμπόρους… Τζάμπα
μαθαίνω γράμματα εγώ… Είμαι το μόνο παιδί της οικο-
γένειας και θα τα κληρονομήσω όλα…
– Είσαι τυχερός που γεννήθηκες τόσο πλούσιος! …
– Τυχερός και μοναχογιός! … Η οικογένειά μου σα να
ευλογήθηκε απ’ το Θεό… Εκείνος ο πούστης ο πάππος
μου λες κι ήταν αλχημιστής και μάγος… Αν έπιανε κουράδι
θα γινόταν ασήμι… Αλλά κι ο πατέρας μου δεν πάει π ί-
σω… Στο σπίτι μας βρίσκεις τις λίρες σε γωνιές και κάτω
απ’ τα χαλιά, όπως β ρίσκουν σ’ άλλα σπίτια τις κατσα -
ρίδες…
Μιλούσε για τους δικούς του σαν να επρόκειτο για κά-
ποιους ξένους τους οποίους δε ν συμπαθούσε ιδιαίτερα. Ο
καθηγητής απ’ την έδρα δεν άντεξε άλλο. Είχαν προη -
γηθεί κι άλλες παρατηρήσεις κι επιπλήξεις κείνη τη μέρα.
Μάλιστα, χρησιμοποίησε τον πληθυντικό για να επιση -
μάνει και τις ευθύνες του Φίλιππου.

58
– Εσείς εκεί μου φαίνεται πως το στρώσατε στο κου -
βεντολόι! … Λαμπρίδη, το έχεις παρακάνει! … Πάρε τα βιβ-
λία σου και πήγαινε γρήγορα στο παλιό σου θρανίο… Σάβ-
βα! εσένα λέω Πραπίδη… Πήγαινε να καθίσεις δίπλα στον
Στεργιάδη… Στην παλιά σου θέση…
– Μα κύριε καθηγητά, πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Λα μ-
πρίδης.
– Ούτε μα, ούτε ξεμά.… Κάνε αυτό που σου λέω μη σε
πετάξω με τις κλωτσιές έξω απ’ την αίθουσα.
Δυο βδομάδες μετά από αυτό το επ εισόδιο, ο Λαμπρί-
δης δεν ξαναπάτησε στο γυμνάσιο.
Μια μέρα, ο Φίλιππος τον συνάντησε στο δρόμο και
ζήτησε να μάθει την αιτία αυτής της απόφασής του. Ο ά λ-
λος του εξήγησε, ορθά κοφτά, πως δεν θα συνέχιζε. Δεν
το χώνευε, όπως είπε, αυτό το «κωλογυμνάσιο». Άλ λωσ-
τε, ο πατέρας του είχε τόσα χρήματα ώστε, κι αν ακόμα
δεν εργαζόταν σ’ όλη του τη ζωή , θα είχε τη δυνατότητα
να περνά μια «βασιλική ζωή». Ήταν κι αυτός σαν τους
προγόνους του ένας ευλογημένος κληρονόμος.

Οικογενειακά προβλήματα

Η ζωή για τον Φίλιππο ήταν μια καθημερινή επανά -


ληψη όμοιων γεγονότων. Πρωινό ξύπνημα, σχολείο, μ ε-
σημεριανό φαγητό, διάβασμα και στο τέλος ύπνος. Ευτ υ-
χώς υπήρχαν οι φίλοι, οι παιδικοί φίλοι, με τους οποίους
συναντιόταν συχνά στο εστιατόριο ή τα βράδια στην οδό
Μεραρχίας για να κάνουν τη βόλτα τους και να σαχλαμ α-
ρίζουν.
Οι νεαροί φίλοι ένιωθαν να ξυπνούν μέσα τους οι ε-
φηβικές επιθυμίες. Φλέρταραν δειλά τις κοπελίτσες και τις
πλεύριζαν στη βόλτα για να πετάξουν καμιά εξυπνάδα ή
για να εξυμνήσουν τα κάλλη τους.
Όλοι αυτοί οι αδερφικοί φίλοι διατήρησαν, ως τα γ ε-

59
ράματά τους, έναν στενό δεσμό που αργότερα επεκτά -
θηκε και στις οικογένειές τους.
Εκείνο το φθινόπωρο του ’50 ήταν για το Φίλιππο μια
από τις δυσκολότερες περιόδους στη ζωή του. Είχε ξεκ ι-
νήσει, στις αρχές του νέου σχολικού έτους, με τις γνωστές
μεγάλες του επιδόσεις στα μαθήματα, αλλά σιγά σιγά οι
καθηγητές άρχισαν να καταλαβαίνουν πως το παιδί το
απασχολούσαν σοβαρά προβλήματα. Η κυρία Ισμήνη, η
φιλόλογος, προσπάθησε να βρει την αιτία αυτής της μ ε-
ταστροφής. Κάποια μέρα, όταν όλα τα παιδιά έφυγαν από
την τάξη, τον κράτησε για να συζητήσει μαζί του.
– Σε θεωρούσα και σε θεωρώ παιδί μου έναν α πό τους
καλύτερους μαθητές μου… Τί σου συμβαίνει και παράτ η-
σες έτσι ξαφνικά τα μαθήματά σου;… Ξέρεις, προβληματί-
ζομαι! Σε είχα και την προηγούμενη χρονιά και σε ξέρω
καλά… Πες μου! … Πώς μπορώ το δεκαεννιά να το μετα -
τρέψω σε βαθμό κάτω από τη βάση; Μίλησέ μου σα να
’μαι η δεύτερη μάνα σου…
– Έχουμε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα…
Η καθηγήτρια δίστασε για λίγο.
– Τί σας συμβαίνει; Έχουν διαφορές οι γονείς σου;
Αρρώστησε κάποιος σοβαρά;
– Όχι… Είναι οικονομικά τα προβλήματα… Υπάρχουν
σοβαρές περιουσιακές διαφορές με τους συγγενείς μας…
Θα καταλήξουν στα δικαστήρια… Κι είναι φτωχοί… Δεν
αντέχουν…
– Είναι μια κατάσταση για την οποία δυστυχώς δε ν
μπορώ να έχω λόγο… Όμως, μήπως μπορώ να σε βοηθ ή-
σω να ξεφύγεις απ’ αυτή με κάποιο άλλο τρόπο;
– Δε νομίζω… Είναι ένα πρόβλημα που δε μπορείτε
ούτε εσείς, ούτε εμείς να λύσουμε… Πάντως, κυρία, σας
ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας…
Ήταν αναστατωμένος. Τα βράδια δυσκολευόταν να
κοιμηθεί και τ’ αφτιά του βούιζαν συνεχώς, σαν κάποιο με -
λίσσι να στριφογύριζε γύρω απ’ το κεφάλι του. Όταν έπι α-
νε το βιβλίο τα γράμματα χοροπηδούσαν και το μυαλό του
ταξίδευε αλλού. Ένιωθε ενοχές που ήταν ο υπεύθυνος της

60
μεγαλύτερης φτώχειας των γονιών του, αφού αναγ -
κάζονταν να υποβάλλονται σε έξοδα που δε ν μπορούσαν
ν’ αντιμετωπίσουν. Ήταν ανάγκη να τους βοηθήσει. Έ π-
ρεπε να εργαστεί κι αυτός στα χωράφια. Ήταν πια ανώφ ε-
λο να συνεχίσει τις σπουδές του.

61
ΙV

Η κληρονομιά και τα τσεκούρια

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Τα μαύρα μαντάτα απ’


το χωριό έφταναν ως τ’ αφτιά του Φίλιππου από συγγε-
νικά του πρόσωπα, που κατέβαιναν στις Σέρρες για αγ ο-
ρές ή άλλες δουλειές.
Μια εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία για τη δεκα -
πενθήμερη χριστουγεννιάτικη αργία, δεν άντεξε άλλο σ’
αυτή τη δραματική κατάσταση. Ξεκίνησε το πρωί με τα
πόδια για το χωριό. Έκοψε δρόμο, όπως άλλες φορές, μ έ-
σα απ’ τα χωράφια, όχι μόνο για να φτάσει γρηγορότερα
αλλά και γιατί κυκλοφορούσαν φήμες πως σε κάποιες
κορφές και χωματόδρομους υπήρχαν ακόμα παραχωμέ νες
νάρκες. Πριν λίγες μέρες είχαν σκοτωθεί , σε κοντινό χω-
ριό, από μια τέτοια μικρή ξεχασμένη νάρκη ένας αγρότης
με το γαϊδουράκι του. Όλοι γνώριζαν πως πολλά ναρκ ο-
πέδια ή κάποιες διασκορπισμένες νάρκες δεν είχαν ακόμα
εντοπιστεί, ενώ οι χωρικοί που ανέβαιναν στο βουνό για
να κόψουν ξύλα ή πουρνάρια, εύρισκαν σωρούς από
σφαίρες, χειροβομβίδες και σκουριασμένα όπλα.
Έφτασε στο χωριό πριν απ’ το μεσημέρι. Η μητέρα
του ζέσταινε στην αυλή το νερό της μπουγάδας, σ’ ένα μ ε-
γάλο μαύρο καζάνι. Ο πατέρας του, στο χαγιάτι, καθάριζε
τα γεωργικά εργαλεία. Ήταν μεγάλη η έκπληξή τους όταν
τον είδαν να περνά τη βαριά δίφυλλη πόρτα.
– Τι συμβαίνει παιδί μου κι ήρθες έτσι ξαφνικά; τον
ρώτησε η μάνα του.
Στην αρχή δε ν μιλούσε ξεκάθαρα και με ειλικρίνεια.
Ισχυρίστηκε πως ένιωθε πόνους στο στομάχι, πως είχε
62
πονοκέφαλους κι έπρεπε να ξεκουραστεί. Είχε πιάσει μια
σπάτουλα κι έξυνε το τσεκούρι, που τράβηξε από τον σω-
ρό των εργαλείων που καθάριζε ο πατέρας του. Με μισ ό-
λογα τους έδωσε να καταλάβουν πως , ήξερε για τα προβ-
λήματα που τους δημιούργησαν οι κληρονομικές διαφορές
με κάποιους γαμπρούς κι’ αδερφούς.
Στην εξώπορτα εμφανίστηκε ο γείτονάς τους ο Χρη -
στάκος, που όλοι τον αποκαλούσα ν μπαρμπα -Τάκο. Ήταν,
σχεδόν πάντα, κατσουφιασμένος δίνοντας την εντύπωση
πως μόλις είχε ξεμπερδέψει από κάποια έντονη λογομα -
χία. Ήταν ο τύπος του άξεστου χωριάτη που προσπαθού-
σε να δώσει την εντύπωση του άφοβου και ριψοκίνδυνου
παλικαρά. Στη γειτονιά σιγοψιθύριζαν πως η γυναίκα του
ήταν τρομοκρατημένη απ’ τη συμπεριφορά του. Είχε γε ν-
νήσει στη σειρά τέσσερις θυγατέρες κι ο άντρας της, επ ι-
μένοντας να αποκτήσει τον ηρωικό κι άφοβο διάδοχο κατ’
εικόνα και ομοίωση του γεννήτορα, της διαμήνυσε κατά τη
διάρκεια της πέμπτης γέννας πως αν κι αυτό ήταν κορίτσι,
η μαμή θα ’κανε θεάρεστη πράξη αν το πετούσε αμέσως
στην κοπριά της αυλής.
Ο μπαρμπα -Τάκος προχώρησε μερικά βήματα και κο ί-
ταξε εξεταστικά τον Φίλιππο.
– Βλέπω, καθαρίζεις το τσεκούρι... Έγινες πια ολόκλη-
ρο παλικάρι, είπε κουνώντας το κεφάλι του με σημασία.
– Να, τώρα με τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του
σχολείου θέλει να βοηθήσει τον πατέρα του, δικαιολογή -
θηκε η Χαρίκλεια κρύβοντας τις ανησυχίες της κάτω από
ένα πλατύ προσποιητό χαμόγελο.
– Τον πατέρα του θα τον βοηθήσει αν πιάσει το τσε -
κούρι κι ανοίξει μερικά κεφάλια σαν ώριμα καρπούζια,
γρύλισε ο μπάρμπα -Τάκος.
– Τάκο, τί επικίνδυνες ιδέες βάζεις στο μυαλό του πα ι-
διού; Αυτές τις διαφορές θα τις συζητήσουν και θα τις λ ύ-
σουν οι μεγάλοι, δια μαρτυρήθηκε ήρεμα ο Αντώνης.
– Εσύ, μη μιλάς! …Αυτές οι δουλειές δεν τελειώνουν με
προσευχές και με το σταυρό στο χέρι… Αν δούλευαν τα
τσεκούρια θα χέζονταν εκείνος ο μπαγαμπόντης ο αδερ -

63
φός σας κι οι αχόρταγοι γαμπροί που συμμάχησαν όλοι
μαζί και ρήμαξαν το Στεργιάδικο.
Η Χαρίκλεια πλησίασε τον Φίλιππο και του χάιδεψε
στο σβέρκο. Ήθελε να τον απομακρύνει με τρόπο.
– Άντε παιδί μου…Ανέβα πάνω ν’ αφήσεις το μπόγο
σου και να τακτοποιήσεις την κάμαρά σου… Άντε, πήγαινε.
Ο μπαρμπα Τάκος όμως επέμενε.
– Άκου τις συ μβουλές μου λεβέντη…Πιάσε το τσεκούρι
και κάν’ τους να ξεβρακωθούν απ’ την τρομάρα… Τα καθί-
κια του κερατά! Ας τολμούσαν να κάνουν σε μένα τέτοια
νούμερα! Θα καταριόταν τη μέ ρα που γεννήθηκαν…
Το βράδυ ο Φίλιππος είχε μια πολύωρη συζήτηση με
τους γονείς του. Τους εξήγησε τις ανησυχίες του, την αδυ -
ναμία του να παρακολουθήσει τα μαθήματα, την απόφασή
του να διακόψει το σχολείο και την ανάγκη να τους βοη -
θήσει για να σταματήσει ο οικονομικός κατήφορος.
– Τί θα γίνει μετά; Όπως φαίνεται θ α μείνουμε σε λίγο
με δυο τρία καπνοχώραφα και τα λίγα μακρινά χωράφια
μας στη βάλτα του Στρυμόνα… Οι άλλοι γλυκοκοι τάζουν τα
εύφορα αυλοτόπια μας…Σε ποια γη θα δουλέψεις; τον
ρώτησε ο πατέρας του.
– Δεν υπάρχει για σένα μέλλον εδώ στο χωριό… Μη
βλέπεις εμάς…Αυτή ήταν η μοίρα μα ς…Θέλουμε εσύ κι ο
Χρήστος να ξεφύγετε απ’ αυτή την άθλια ζωή…Να ζήσετε
σαν άνθρωποι, συμπλήρωσε η μητέρα του.
Όλες τις υπόλοιπες μέρες κι ως τα Θεοφάνεια, οι γ ο-
νείς του προσπάθησαν και τελικά κατάφεραν να τον μετ α-
πείσουν. Τον διαβεβαίωσαν πως ότι και αν γινόταν, εκε ί-
νος έπρεπε να τελειώσει το γυμνάσιο και να συνεχίσει στο
πανεπιστήμιο. Ήταν αποφασισμένοι, αν υπήρχε ανάγκη,
να πουλήσουν και το τελευταίο χωράφι για να τελειώσει
τις σπουδές του. Θα έβρισκαν τις λύσεις, όπως γινόταν
μέχρι τώρα, παρά τις φοβερ ές δυσκολίες που αντιμετώπ ι-
ζαν.

64
Ένας ιδιόμορφος καθηγητής

Μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές ο Φίλιππος γ ύ-


ρισε στις Σέρρες, αποφασισμένος να συμπληρώσει, με
μεγαλύτερη προσπάθεια, τις γνώσεις και τη διδακτέα ύλη
που παραμέλησε τις εβδομάδες της μεγάλης απελπισίας
του. Είχε κάνει επαναλήψεις, στα κυριότερα μαθήματα, τις
τελευταίες μερες των γιορτών κι ήταν αποφασισμένος ν’
ανεβάσει τη χαμηλή βαθμολογία του πρώτου τρίμη νου,.
Η κυρία Ισμήνη, η γλυκύτατη κι ευγενική καθηγήτρια,
κατάλαβε αμέσως τη διαφορά. Πριν διαβάσει στην τάξη
μια θαυμάσια έκθεσή του για την άμιλλα των αθλητών
στους αρχαίους ολυμπιακούς αγώνες, εγκωμίασε την
προσπάθειά του να κερδίσει τον χαμένο χρόνο στ’ αρχαία
ελληνικά και στη γραμματική και τόνισε μ’ έμφαση.
– Χαίρομαι που ξαναβλέπω να γίνεσαι πάλι ο Στεργιά-
δης της προηγούμενης σχολικής χρονιάς… Για να καταφέ-
ρει κάποιος στη ζωή του να δημιουργήσει κάτι, πρέπει να
ξέρει ν’ αγωνίζεται για να ξεπερνά τις δυσκολίες …
Η φιλόλογος τον ενθάρρυνε και του έδινε κουράγιο
για να ξεπεράσει το ψυχολογικό άγχος των δυ ο τελευ-
ταίων μηνών. Όμως, ένα άλλο γεγονός ήρθε αναπάντεχα
να τον αναστατώσει και να του δημιουργήσει αμφιβολίες
για την ικανότητα κάποιων καθηγητών να παίξουν τον ε-
ποικοδομητικό ρόλο ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μα-
θητή.
Στις αρχές του σχολικού έτους, πριν ο Φίλιππος αρχ ί-
σει να έχει τα έντονα εκείνα ψυχολογικά προβλήματα που
τον ανάγκασαν ν’ αποφασίσει τη διακοπή των σπουδών
του, όλοι οι καθηγητές γνώριζαν τις πολύ καλές επιδόσεις
του στα μαθήματα. Ακόμα κι αυτοί που για πρώτη φορά
δίδασκαν στην τάξη του είχαν πληροφορηθεί, λίγο πολύ,
από τους συναδέλφους τους για την ποιότητα των μαθ η-
τών από πλευράς ήθους και ικανότητας μάθησης.
Ο φυσικομαθηματικός Θανάσης Σιοφιράς, ήταν ένας
ψηλός, γεροδεμένος κι ευθυτενής νέος καθηγητή ς. Λιγό-
λογος, μ’ ένα αδιόρατο ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του,

65
έδειχνε υπερβολική ευγένεια σε μαθητές που είχαν μεγ ά-
λες επιδόσεις στα μαθήματά του. Αυτοί ήταν τρεις έως
τέσσερις μαθητές, τους οποίους πολλές φορές χρησιμ ο-
ποιούσε για να επαναλάβουν τις σωσ τές απαντήσεις, αν οι
άλλοι εξεταζόμενοι δεν μπορούσαν ή δεν γνώριζαν ν’ α-
παντήσουν σωστά. Κάτι τέτοιες στιγμές ο Σιοφιράς γιν ό-
ταν σκληρός κι έδειχνε μια ανεξήγητη κακία, κάτι σα ν συγ-
κρατημένο και κρυφό μίσος προς τους αδιάβαστους μαθ η-
τές. Ποτέ δεν χειροδίκησε, όπως άλλοι συνάδελφοί του
που χαστούκιζαν τους μαθητές για ψύλλου πήδημα, αλλά
σε τέτοιες στιγμές οργής παρουσίαζε την εικόνα του ασυ γ-
κράτητου και θηριώδη ανθρώπου. Τα μάτια του σκοτείνια-
ζαν από θυμό κι έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να
κατασπαράξει το μικρό του θύμα, που χλωμό κι ανήμπ ο-
ρο, έτρεμε από φόβο μπροστά στο μαυροπίνακα.
Στην αρχή του σχολικού έτους είχε βαθμολογήσει το ν
Φίλιππο, στα προφορικά, με άριστα. Αργότερα, είχε μει ώ-
σει κάπως τους βαθμούς, αλλά φαίνεται πως δεν είχε κ α-
ταλάβει πως ο μαθητής του περνούσε μια δύσκολη περί ο-
δο.
Μια εβδομάδα πριν απ’ τη δεκαπενθήμερη χριστου -
γεννιάτικη αργία, οι μαθητές έγραψαν το καθιερωμένο
πρόχειρο τριμηνιαίο διαγώνισμα. Την επόμενη μέρα ο Φί -
λιππος, προφασιζόμενος ασθένεια, σταμάτησε τα μαθή -
ματα κι έφυγε για το χωριό.
Μετά τις γιορτές η συμπεριφορά του Σιοφιρά προς το
Φίλιππο ήταν παράξενη κι ανεξήγητη. Για δέκα και παρ α-
πάνω μέρες δεν του έκανε καμιά ερώτηση, ούτε τον σ ή-
κωνε στον πίνακα για μάθημα. Κι όταν ακόμα, κατά τη δι-
άρκεια του μαθήματος έκοβε βόλτες στο διάδρομο, ανάμε-
σα στα θρανία, ούτε μια φορά γύρισε να κοιτάξει προς τη
μεριά του Φίλιππου.
Εκείνο το πρωινό, συνοφρυωμένος και κακόκεφος,
ανέβηκε στην έδρα κι ενημέρωσε την τάξη πως θα έλεγε
τους βαθμούς του πρόχειρου διαγωνίσματος. Άρχισε να
εκφωνεί τα ονόματα των μαθητών με αλφαβητική σειρά και
να αναφέρει και τον βαθμό που είχε βάλει στο μάθημα της

66
Άλγεβρας. Όταν έφτασε στο σίγμα είπε κάποια ονόματα
και συνέχισε στο ταφ. Ο Φίλιππος ένιωσε έναν κόμπο στο
λαιμό. Ήξερε πως στο πρόχειρο διαγώνισμα δεν έγραψε
σχεδόν τίποτα, αφού είχε πια αποφασίσει να διακόψει τις
σπουδές του. Όμως, αυτή η παράλειψη του ονόματός του
από την κανονική σειρά εκφώνησης, του δημιούργησε μια
έντονη ανησυχία πως θ’ ακολ ουθούσε κάποιο δυσάρεστο
γεγονός. Δεν τόλμησε να σηκώσει το χέρι του και να επ ι-
σημάνει την παράλειψη. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου ε ί-
χε συσχετίσει τη συ μπεριφορά του καθηγητή απέναντί
του, τις προηγούμενες μέρες, με τη ν σημερινή μυστηριώδη
παράλειψη του ονόματός του. Δίπλα του, ο συμμαθητής
του ο Σάββας του ψιθύρισε χαμηλόφωνα.
– Εσένα δε σε φώναξε! …Τελειώνει!… Έφτασε στον Αν -
τώνη τον Ψηλοστάθη και στον Ωρολογά… Ρώτα τον τώρα,
μόλις σταματήσει.
Ο Φίλιππος δεν έκανε καμιά κίνηση. Κοίταζε συνεχώς
ανήσυχος πριν την έδρα, όταν το βλέμμα του συναντήθηκε
με τη σκοτεινή ματιά του Σιοφιρά. Με αργές κινήσεις ο κ α-
θηγητής τακτοποίησε τα χαρτιά του πάνω στην έδρα, έβ α-
λε τα γυαλιά του στο τσεπάκι του σακακιού του και γύρισε
προς την τάξη.
– Και τώρα, ας μιλήσουμε για ένα κούτσουρο που στην
αρχή με ξεγέλασε και το θεώρησα καλό μαθητή, γρύλισε
με βραχνή φωνή…Για σένα μιλώ Στεργιάδη… Είσαι ένα
τούβλο, που σου άξιζε το μη δέν!…Τόσο σου έβαλα! …
Στην τάξη επικράτησε νεκρική σιωπή. Θα ’λεγε κανείς
πως οι μαθητές έπαψαν ν’ αναπ νέουν. Ο καθηγητής, με
σφιγμένα χείλη, σαν να ’χε απέναντί του κάποιο εχθρό,
σήκωσε το χέρι του κι έτεινε το δείκτη προς το Φίλιππο.
– Είσαι ένα κούτσουρο με περικεφαλαία! …Τί κοιτάς
αμίλητος σαν μοσχάρι! …Δεν θα δικαιολογηθείς; Με ξεγέ -
λασες και θα το πληρώσεις στο τέλος της χρονιάς…
– Γιατί να θέλω να σας ξεγελάσω κύριε καθηγητά!
Περνούσα μια άσχημη περίοδο και δεν έγραψα καλά στο
διαγώνισμα…Έκανα έγκλημα; απάντησε με φωνή που μ ό-
λις ακουγόταν ο Φίλιππος.

67
– Ναι, έκανες έγκλημα γιατί με παραπλάνη σες και σε
θεώρησα καλό μαθητή…Ποιο ς δεν θα γελάσει μαζί μου
όταν δει τα δεκαοχτάρια στα προφορικά και το μηδέν στα
γραπτά!
– Ως το τέλος της χρονιάς θα βελτιώσω τη βαθμολογία
μου…
– Θα τη βελτιώσεις; Ας γελάσω! Ελπίζω του χρόνου
απ’ το ίδιο θρανίο να μπορέσεις να μ άθεις πέντε κολλυ -
βογράμματα…
– Θα διαβάσω και θα περάσω στην άλλη τάξη …
– Είσαι βλέπω και θρασύς… Μέχρι τώρα σε θεωρούσα
ήσυχο κι αμίλητο ανθρωπάκι…
Ο μικρός μαθητής φαίνεται πως είχε φτάσει στα όρια
της αντοχής του. Τα χέρια του έτρεμαν και το μολύβι πο υ
κρατούσε έσπασε στα δυο, αφήνοντας έναν υπόκωφο θ ό-
ρυβο. Τα χείλη του τρεμόπαιζαν και τα μάτια του είχαν υγ -
ρανθεί. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε όρθιος. Ο Σά β-
βας, από φόβο για κάποια ανεξέλεγκτη κίνηση του συμμ α-
θητή του, τον κράτησε απ’ τη ζώνη και προσ πάθησε να
τον αναγκάσει να ξανακαθίσει στο θρανίο. Όλη η τάξη είχε
στραμμένα τα βλέμματα πάνω του. Ο Φίλιππος σήκωσε το
δεξί του χέρι και το έτεινε οργισμένος προς το Σιοφιρά.
– Είστε άδικος κύριε καθηγητά… Μιλάτε με μίσος…
Ότι όμως κι αν κάνετε θ’ αναγκα στείτε στο τέλος να με
προβιβάσετε. Θα δείτε… Θα δείτε στο τέλος και τη γενική
βαθμολογία μου…Θα σας γράφω πάντα για είκοσι…
– Είσαι αναιδής! …Είσαι αυθάδης! …Για ποιό μίσος και
κουροφέξαλα μας λες; Κάτσε γρήγορα κάτω! …
Ο μαθητής υπάκουσε την ίδια στιγμή που χτυπούσε το
κουδούνι για διάλειμμα. Όμως, επανέλαβε με τον ίδιο
στόμφο κι αυτοπεποίθηση στον εμβρόντητο καθηγητή που
είχε χλομιάσει και φαινόταν εκνευρισμένος.
– Θα δείτε κύριε καθηγητά... Θα το δείτε και στο διαγώ-
νισμα του εξαμήνου…
– Σώπα Φίλιππε, του σιγομουρμούρισε φοβισμένα ο
Σάββας. Σταμάτα σου λέω! …Θα ζητήσει την τιμωρία
σου! … Θα σ’ αποβάλλουν! …

68
Όλοι στην τάξη περίμεναν πως ο Σιοφιράς, πριν φύ -
γει, θα ζητούσε απ’ το Φίλιππο να τον ακολουθήσει στο
γραφείο του γυμνασιάρχη για να του επιβληθεί κάποια
αυστηρή τιμωρία. Η αιτιολογία υπήρχε κι ο καθηγητής την
είχε επισημάνει χαρακτηρίζοντας το ν Φίλιππο αναιδή κι
αυθάδη. Όμως, οι μαθητές παραξε νεύτηκαν όταν είδαν τον
Σιοφιρά να μαζεύει συγχυσμένος τα χαρτιά του από την
έδρα και ν’ αποχωρεί ωχρός και σιωπηλός. Φαίνεται πως
δεν ήθελε να δώσει συνέχεια σ’ ένα επεισόδιο, το οποίο
ενδεχομένως το συμβούλιο των καθηγητών και ο γυμνασ ι-
άρχης ν’ αξιολογούσαν με δυσμενείς και γι’ αυτόν εντ υ-
πώσεις.
Αυτή η εμφανής κι έντονη διαμάχη ανάμεσα στο Φ ί-
λιππο και στο Σιοφιρά εξακολουθούσε και στα υπόλοιπα
δυο χρόνια, ως την τελευταία, την έκτη τάξη του γυμ -
νασίου. Ο καθηγητής δίδασκε άλγεβρα, τριγωνομετρία και
γεωμετρία αλλά, από έλλειψη καθηγητών, είχε αναλάβει
και τη διδασκαλία της κοσμογραφίας, η οποία περι -
λάμβανε τις στοιχειώδεις γνώσεις της αστρολογίας.Τη Φ υ-
σική την είχε αναλάβει ο άλλος φυσικομαθηματικός.
Ο Φίλιππος κράτησε κατά γράμμα την απειλητική υπό -
σχεση που είχε δώσει στην καθηγητή του, για εικοσάρια
στα γραπτά διαγωνίσματα.
Φαίνεται πως ο Σιοφιράς θεώρησε βερμπαλιστική έ-
ξαρση και αλαζονεία τη θρασύτατη και γεμάτη αυτόπε-
ποίθηση δήλωση του μαθητή του. Προσπαθούσε, στις κ α-
θημερινές προφορικές εξετάσεις, να τον μπερδέψει με πα -
ραπειστικές ερωτήσεις ή να του θέσει δυσκολονόητα προ -
βλήματα. Κάποια μέρα που ο Φίλιππος έλυνε ένα πρό-
βλημα στον πίνακα , μπερδεύτηκε κι ο ίδιος, όπως λοξο -
κοίταζε απ’ την έδρα και με ολοφάνερη κακία κι έκφραση
θριάμβου στο πρόσωπό του γύρισε προς το μαθητή και
του είπε πως τα «έκανε μούσκεμα». Ο Φίλιππος σταμάτη-
σε και τον κοίταζε αμήχανος.
– Ορίστε Στεργιάδη! … Με τέτοιες μπούρδες που μας
γράφεις στον πίνακα, θέλεις να μας πείσεις πως σε πήρ α-
με με κακό μάτι και πώς σε αδικούμε… Έλα Χαμαλίδη να

69
μας λύσεις το πρόβλημα…Εσύ Στεργιάδη κάτσε στο θρα-
νίο και πρόσεχε για να μαθαίνεις…
Ο Χαμαλίδης, ο πρώτος μαθητής της τάξης, σηκώ -
θηκε διστακτικός και προχώρησε προς τον πίνακα κοιτ ά-
ζοντας προσεκτικά τις γραμμένες από το συμμαθητή του
εξισώσεις. Ο Φίλιππος εξακολουθούσε να παραμένει στη
θέση του κι ο Σιοφιράς τον ξαναπρόσταξε…
– Στεργιάδη, στο θρανίο σου…
– Δεν υπάρχει λάθος κύριε καθηγητά! Αν αντικατα -
στήσουμε τα δύο Ψι με το Χι στο τετράγωνο και μεταφέ -
ρουμε το αποτέλεσμα στο δεύτερο μέρος της εξίσωσης, θα
έχουμε τη λύση, απάντησε ήρεμα και μ’ αυτοπεποίθηση ο
Φίλιππος.
Ο καθηγητής τινάχτηκε απ ό το κάθισμα σα ν να τον
δάγκωσε οχιά. Κοίταζε μια τον πίνακα και μια το Χαμα -
λίδη, σαν να περίμενε κάποια διάψευση απ’ τον αριστούχο
μαθητή. Ο Χαμαλίδης όμως, με φωνή που μόλις ακουγό -
ταν, ψέλλισε κοιτώντας αμήχανα το πάτωμα.
– Έτσι είναι κύριε καθηγητά! … Είναι σωστή η λύση.
– Καθίστε κι οι δυο στα θρανία σας, πρόσταξε με με ι-
λίχια φωνή ο κάτωχρος καθηγη τής. Έπιασε την κιμωλία
και με χέρι που έτρεμε απ’ τη σύγχυση και την ολοφάνερη
αμηχανία του, ξανάγρα ψε στον πίνακα μια απ’ τις εξισ ώ-
σεις που είχε ήδη γράψει ο Φίλιππος. Έπειτα, ψελλίζον-
τας, δικαιολογήθηκε πως επειδή οι αριθμοί φαίνονταν λ ο-
ξά απ’ την έδρα του, του δημιουργήθηκε η εσφαλμένη ε ν-
τύπωση για τη λανθασμένη διαδικασία επίλυσης της εξ ί-
σωσης.
Αυτό το παιχνίδι του σκύλου και της γάτας συνεχίστη -
κε ως την αποφοίτηση του Φίλιππου απ’ το γυμνάσιο. Ο
Σιοφιράς είχε βεβαιωθεί πως , στις γραπτές εξετάσεις, οι
βαθμοί του μαθητή του θα ήταν υψηλοί κι έτσι, από φόβο
για κάποια καταγγελία και συσχέτιση των βαθμών, ήταν
υποχρεωμένος να βαθμολογεί με τρόπο που δεν θα τ ον
έφερνε σε δύσκολη θέση. Φρόντιζε οι βαθμοί στα προφ ο-
ρικά να είναι λίγο πάνω από τη βάση και στα γραπτά λίγο
κάτω από το άριστα. Είχε πια διαπιστώσει πως το «ήσυχο

70
κι αμίλητο ανθρωπάκι», όταν στριμωχνόταν σε γωνία, μ ε-
ταμορφωνόταν σ’ επικίνδυνο αιλουροειδ ές, έτοιμο να κα-
τασπαράξει τον οποιονδήποτε ανάλγητο αντίπαλό του.
Στην τελευταία τάξη η συμπεριφορά του Σιοφιρά προς
τον Φίλιππο είχε κάπως διαφοροποιηθεί. Ήταν τώρα πιο
μειλίχιος και παρά τις προσβλητικές εκφράσεις του, κ ά-
ποιες φορές παραδεχόταν πως ο μα θητής του ήταν καλά
προετοιμασμένος. Όμως φαίνεται πως είχε βρει άλλο θ ύ-
μα, για να εκτονώνει τα βίαια συναισθήματά του. Ο Κώ σ-
τας Οικονομίδης ήταν το «νέο κούτσουρο της τάξης». Ο
Σιοφιράς τον ταπείνωνε, τον ξευτέλιζε και δεν άφηνε ευ -
καιρία για να εκστομίσ ει βαριές εκφράσεις. Ο Οικονομ ί-
δης, ένας ζωηρός αλλά καλόψυχος μαθητής, μ’ αξιόλογες
αθλητικές επιδόσεις, ήταν το κόκκινο πανί για το Σιοφιρά.
– Να σηκωθεί η «Τάμπουλα Ράζα», έλεγε ειρωνικά για
να σημειώσει και να τονίσει , με τη γνωστή λατινική ρήση,
την αμάθεια του Οικονομίδη όταν τον καλούσε στον πίνα -
κα. Ο νεαρός μαθητής, που καθόταν πίσω απ’ το Φίλιππο,
μουρμούριζε συνεχώς βρισιές και χαρακτηρισμούς για το ν
μισητό καθηγητή του. Σε μια τέτοια στιγμή απόγ νωσης κι
εκνευρισμού σιγοψιθύρισε πίσω απ’ την πλάτη του Φίλιπ-
που.
– Ε, ρε Θεέ...Ας περάσει κι αυτή η χρονιά, να πάρω το
κωλόχαρτο και να τον σταυρώσω μια μέρα αυτόν τον πού -
στη στο δρόμο μου! Να φτύσω τη σκυλόφατσά του κι ας
πεθάνω! Μου μαύρισε το συκώτι ο ρουφιάνος! …
Στις τελευταίες, στις απολυτήριες γ ραπτές εξετάσεις, ο
Φίλιππος βρήκε την ευκαιρία να ικανοποιήσει ένα κρυφό
συναίσθημα πικρίας και θυμού που έκρυβε μέσα του για
τις αμέτρητες ταπεινώσεις που είχε υποστεί . Στο μάθημα
της γεωμετρίας δίνονταν τρία θέματα κι οι εξεταζόμ ενοι
έπρεπε ν’ απαντήσουν στα δυο. Αν κάποιος έλυνε και το
τρίτο, χωρίς να τα ακυρώσει, θεωρούνταν πως δεν ήταν
βέβαιος για τη σωστή λύση των δυο και συνεπώς αυτό εί-
χε δυσμενή επίδραση στη βαθμολογία. Ο Φίλιππος απά ν-
τησε στη θεωρία κι έλυσε τις δυο πρώτες ασκήσεις. ‘ Ο-
μως, πιο κάτω έλυσε και ακύρωσε το τρίτο θέμα αλλά

71
βρήκε και δεύτερες λύσεις για τις προηγούμενες δυο α σ-
κήσεις τις οποίες διέγραψε χιαστί.
Δεν πήγε να παραδώσει την κόλλα του στο Σιοφιρά,
που καθόταν στην έδρα.Τον περίμενε να κατεβεί, όπως
συνήθιζε, για να κάνει τη β όλτα του στο διάδρομο επιτη-
ρώντας τους εξεταζόμενους. Όταν πλησίασε στο Φίλιππο,
εκείνος του έδωσε την κόλλα και τον κοίταξε επίμονα στα
μάτια.
– Τις τρεις τελευταίες λύσεις τις έχω διαγράψει κύριε
καθηγητά. Για τα τρία θέματα υπάρχουν πέντε λύσεις. Ά-
φησα μόνο τις δυο που αρκούν για να με βαθμολογήστε με
«άριστα», του είπε με μια αδιόρατη χροιά θριάμβου στη
φωνή του.
– Ναι, εντάξει! …Εντάξει! … Άφησε την κόλλα σου εκεί,
με τις άλλες και πήγαινε στο καλό…,ψέλλισε κάτωχρος ο
Σιοφιράς και βιάστηκε να ξανανεβεί στην έδρα.

72
V

Μια συζήτηση με το θείο Νίκο

Tα μαθήματα της Τέταρτης Τ άξης είχαν τελειώσει και


στις αρχές του Ιούνη του 1951 άρχισαν οι γραπτές εξετά-
σεις. Ο Φίλιππος ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος και
γνώριζε πως το αποτέλεσμα θα ήταν, χωρίς αμφιβολία,
αυτό που προσδοκούσε.
Τις τελευταίες μέρες ένιωθε μια έντονη ανησυχία για
τους γονείς του και τις γεωργικές εργασίες, που αυτή την
εποχή, στις αρχές του καλοκαιριού, είναι πολλές και κο -
πιαστικές. Ήθελε να τελειώσουν οι εξετάσεις για να βοη-
θήσει κι αυτός στο θέρισμα των σπαρτών και στο σκάλι -
σμα των καπνοφυτειών.
Πολλές βραδιές, στον ύπνο του, έβλεπε εφιαλτικά ό -
νειρα ή ξυπνούσε μ’ αλλόκοτα προαισθήματα να πλακώ -
νουν το στήθος του.
Αυτή η βουβή κι ανεξήγητη αναστάτωση είχε εκδη -
λωθεί στις αρχές της άνοιξης, όταν οι γονείς του κι οι άλ -
λοι κοντινοί συγγενείς του είχαν έρθει απ’ το χωριό, για να
παραστούν στη συζήτηση της αγωγής για τη διανομή των
χωραφιών. Τότε, τους είχε συναντήσει στο εστιατόριο, λί -
γο πριν ξαναφύγουν με τα γαϊδουράκ ια τους για το χωριό
και πληροφορήθηκε πως η δίκη είχε αναβληθεί. Ο δικη -
γόρος τους, ο Μάριος, ένας ανεψιός τους που προθυμο-
ποιήθηκε να παραστεί ως συνήγορος χωρίς αμοιβή, τους
ενημέρωσε πως θα καθοριζόταν νέα ημερομηνία συζήτ η-
σης της αγωγής στις αρχές του φθινόπωρου.
Η τελευταία μέρα των εξετά σεων τελείωσε κι αυτή χ ω-
ρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις για τον Φίλιππο. Όλα ήρθαν ό-
73
πως τα περίμενε. Παρά δωσε την κόλλα του από τους
πρώτους και παρέμεινε για λίγο στην αυλή για να μιλήσει
και ν’ αποχαιρετήσει τους συμμαθητ ές του.
Κόντευε μεσημέρι. Κατηφόρισε προς το εστιατ όριο σι-
γοσφυρίζοντας χαρούμενα. Κείνη τη στιγμή ένιωθε αισιό -
δοξος και γεμάτος αυτοπεποίθηση.
Ο Κώστας, ο εστιάτορας, έστρωνε το τραπεζομάντη -
λο σ’ ένα τραπέζι που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, δίπλα
από την είσοδο.
– Άντε Φίλιππε…Μέσα σε περιμένει ο θείος σου, του
είπε χαμογελώντας.
– Ο θείος μου; αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα μ’ απορία
και κοίταξε απ’ τη τζαμαρία στο βάθος του εστιατόριου.
Ήταν ο θείος του ο Νίκος, ο αδελφός της μάνας του.
Του έκανε νεύμα να πλησιά σει.
– Καλώς το γυμνασιόπαιδό μας! …Τώρα πάμε για την
πέμπτη τάξη;..Έτσι; Α, ωραία! Κάτσε να παραγγείλουμε…
Ο Φίλιππος κάθισε αντίκρυ του. Δε ν μιλούσε. Παρά
την ευδιάθετη ατμόσφαιρα που προσπαθούσε να δημιουρ -
γήσει ο θείος του, ένιωθε πως κάτι σοβαρό κι ανε ξήγητο
υπήρχε στις κινήσεις του και γενικότερα σ’ όλη τη συμπ ε-
ριφορά του.
– Κερνάω εγώ σήμερα…Να παραγγείλεις ακριβό φαγη -
τό, είπε ο θείος Νίκος την ώρα που ο Θόδωρος, ο αδε ρ-
φός του εστιάτορα, τακτοποιούσε το ψωμί και τα μαχαι -
ροπήρουνα και περίμενε για τ ην παραγγελία.
– Λέω να πάρω μακαρόνια με κιμά…
– Άσε τα μακαρόνια…Τα μακαρόνια, οι φασολάδες, τα
ρεβίθια, το σπανακόρυζο είναι τα καθημερινά σας φαγητά,
τον διέκοψε ο θείος του. Θόδωρε, ετοίμασέ μας δυο μερί -
δες μοσχαράκι με πατάτες, σαλάτα, φέτα τυρί και δυο
μπύρες…
Άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί, χωρίς να μιλούν. Ως το
τέλος του φαγητού αντάλλαξαν μόν ο ελάχιστες τυπικές
κουβέντες. Η αρχική προσποιητή εύθυμη έκφραση του
θείου είχε χαθεί από το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Φαι -
νόταν σκεφτικός κι ανήσυχος.

74
– Πιάσε το ποτήρι σου παιδί μου να το τσουγκρί -
σουμε…Άντε στην υγειά σου και καλή πρόοδο στις σπο υ-
δές σου, του είπε καθώς ρουφούσε τις τελευταίες γουλιές
της μπύρας απ’ το ποτήρι του.
– Τί συμβαίνει, θείε;…Νομίζω πως κάτι μου κρύβεις…
Κάτι θέλεις να μου πεις…
– Είχαμε δυσάρεστα γεγονότα… Βγήκε η απόφαση του
δικαστηρίου για τα χωράφια…
– Ποια απόφαση; Η δίκη είχε αναβληθεί;…
– Έτσι τους είπαν αλλά ήταν στημένη παγίδα… Ο ξά-
δερφός σου ο Μάριος ήταν κι αυτός στο κόλπο… Ερημο-
δίκησαν και η διανομή έγινε όπως τα κανόνισαν εκείνος ο
μπαγαμπόντης ο θείος σου ο Λευτέρης και οι δ υο γαμ-
προί...Αυτός ο θείος σου παριστάνει πως είναι μαζί σας
αλλά σκάβει το λάκκο σας, μαζί με τους μεγάλους δικηγ ό-
ρους που γνωρίζει.
Ο Φίλιππος είχε χλομιάσει. Το χέρι που κρατούσε το
ποτήρι έτρεμε από την οργή για τ’ αναπάντεχα νέα. Ο θε ί-
ος του προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Έριξε κλεφτές μα -
τιές στα γύρω τραπέζια που είχαν σχεδόν γεμίσει από
τους πελάτες και σκύβοντα ς προς το μέρος του ανεψιού
του ψιθύρισε.
– Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ…Πάμε έξω να περ-
πατήσουμε και να τα πούμε…
Έφυγαν απ’ το εστιατόριο και περπάτησαν προς την
πλατεία Ελευθερίας. Ο θείος Νίκος, με σταθερή φωνή και
χωρίς άσκοπες συναισθηματικές εξάρσεις που θα μπο -
ρούσαν να εξοργίσουν τον ανεψιό του, περιέγραψε με σ α-
φήνεια και με ανα λυτικό τρόπο την κατάσταση που είχε
δημιουργηθεί.
Ο Μάριος,ο νεαρός δικηγόρος και συγγενής τους, που
προθυμοποιήθηκε, χωρίς αμοιβή, να παραστήσει το συν ή-
γορο των γονιών του Φίλιππου και των άλλων τριών α-
δελφών του πατέρα του, τους διαβεβαίωσε πως η δίκη ε ί-
χε αναβληθεί και πως θα οριζόταν νέα δικάσιμος. Μάλι -
στα, μέσα σε κλίμα ηρεμίας κι αισιόδοξης πρόβλεψης για
το αποτέλεσμα της αγωγής που υπέβαλαν οι αντίδικοι

75
γαμπροί, τους κέρασε πορτοκαλάδες σε κεντρικό καφενείο
με την υπόσχεση πως «θα έκανε τα πάντα γι α να δικαιω-
θούν στο δικαστήριο».
Την ίδια ώρα στο Ειρηνοδικείο, μόνοι τους οι ενά -
γοντες με την συμπαράσταση γνωστών δικηγόρων και του
φίλου τους, του προέδρου του δικηγορικού συλλόγου, κ α-
νόνιζαν τη διαδικασία κλήρωσης των εφτά μεριδίων των
χωραφιών, με εικονικές ενστάσεις για επαναλήψεις παρά -
τυπων, δήθεν, κληρώσεων, ώσπου να επιτευχθεί το από-
τέλεσμα που επιδίωκαν.
Είχαν διαχωρίσει, σε δυ ο κλήρους, τα καλύτερα αγρο-
τεμάχια που βρίσκονταν κοντά στ’ ακριανά σπίτια του χ ω-
ριού κι είχαν την αξία οικοπέδων. Έπρ επε να κανονιστεί,
κατά τις κληρώσεις, «να τύχουν» αυτά τα φιλέτα στου ς
δυο γαμπρούς με τους οποίους ο θείος Λευτέρης είχε π ο-
λύ φιλικές αλλά και συγγενικές σχέσεις από την πλευρά
της γυναίκας του. Αθόρυβα, με μαεστρία και χα μόγελα,
έσκαβε το λάκκο των αδερφών του για να ευνοήσει τους
γαμπρούς.
Ο Πατσακόπουλος, ο πρόεδρος του δικηγορικού συ λ-
λόγου και σεβαστό μέλος της ανώτερης σερραϊκής κοιν ω-
νίας, είχε άριστες φιλικές και κοινωνικές σχέσεις και δι α-
συνδέσεις μ’ όλους, σχεδόν, τους δικαστές. Δίπλα δίπλα,
με οικειότητα, σε κοινωνικές κι επαγγελματικές εκδηλώ -
σεις, απογευματινές προσκλήσεις στο σπίτι, τάβλι και κ α-
φέδες σ’ αθέατο και μη εύκολα πρ οσεγγίσιμο στους απ -
λούς πολίτες πανάκριβο καφενείο, όλα αυτά συντελούσαν
στην άσκηση επιρροής για «υποδεικνυόμενες δι καστικές
αποφάσεις». Ο θείος Λευτέρης κι ο γιος του ο Μάριος α-
ποτελούσαν, λόγω της στενής τους φιλίας με τον πρόεδρο
του δικηγορικού συλλόγου, «αναγνωρίσιμα εξωτερικά μ έ-
λη» αυτού του άτυπου δικαστικοδικηγορικού κλαμπ.
Αργότερα, πολλά χρόνια αργότερα, ο Φίλ ιππος είχε
την ευκαιρία να διαπιστώσει πως κάτι τέτοια μικρά, στην
αρχή, δικαστικοδικηγορικά κυκλώματα είχαν μετεξελιχθεί
σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες που χρησιμοποιού -
σαν τη δικαστική εξουσία για να πλουτίσουν εκδίδοντας

76
ανατριχιαστικές, ως προς τα αποτελέσματα και τις συνέ -
πειες, αποφάσεις.
Πίστευε πως ορισμένοι επαγγελματικοί κλάδοι είναι,
από τη φύση τους, φορείς υπέρτατης κοινωνικής ευθύνης.
Ασκούν εξαιρετικής ευαισθησίας αλλά και, σχεδόν, ανεξ έ-
λεγκτης δύναμης λειτούργημα ζωής και θανάτου. Τέτοι οι
επαγγελματίες είναι, κυρίως, οι δικαστές και οι γιατροί. Για
το λόγο αυτό, όταν κάποιοι ίσως ελάχιστοι ξεφεύγουν από
τα πλαίσια της ανθρωπιάς και του νόμου κι εμπλέκονται
σε δολοπλοκίες, εκβιασμούς και παράνομους χρηματισ -
μούς, μετατρέπονται σ’ επικίνδυ νους κακοποιούς, ακόμα
πιο χειρότερους κι από τους κατά συρροήν εγκληματίες.
Θα ’πρεπε γι’ αυτούς ο ποινικός κώδικας να προβλέπει
εξοντωτικές ποινές, όπως στους αδίστακτους κακούργους.
Είχε ως μεσήλικας πλέον, μια τέτοια προσωπική εμ -
πειρία, όταν βρέθηκε μ προστά σ’ ένα τέτοιο κύκλωμα φ ι-
λικών και πολιτικοσυνδικαλιστικών διασυνδέσεων ανάμε -
σα σε δικαστικούς λειτουργούς και πολιτικάντη γιατρό. Η
ανακρίτρια του πρωτοδικείου κι ο εισαγγελέας του εφε -
τείου, κατά «σύμπτωση» με το ίδιο επώνυμο, μεταβλήθ η-
καν σ’ ένθερμους υποστηρικτές του συκοφάντη γιατρού,
παρά το γεγονός πως υπήρχε προγενέστερη απόφαση
που αποκάλυπτε την απάνθρωπη συμπεριφορά του κατ η-
γορουμένου προς ασθενή και συγγενή του Φίλιππου. Συ γ-
καλύφθηκαν ακόμα και παραποιήσεις εγγράφων, αλλαγή
καταθέσεων με ανάμεικτες δακτυλογραφημένες και χε ι-
ρόγραφες σελίδες ή έγινε επίκληση κάποιου εγγράφου
που απορρίφθηκε ως αναξιόπιστο σε προηγούμενη και τε-
λεσίδικη δικαστική απόφαση. Οι εισαγγελείς, από κατηγ ο-
ρούσα αρχή, μετατράπηκαν στους πιο ένθερμους συνήγ ο-
ρους του συκοφάντη, που φυσικά αθωώθηκε.
Η απόφαση του ειρηνοδικείου για τα χωράφια ήταν
απ’ αυτές που, οι αγράμματοι χωριάτες, ήξεραν να τις αξ ι-
ολογούν και να τις κατατάσσουν σύμφωνα με τη νοοτρο-
πία που διαμορφώθηκε από την εθιμική παράδοση. Αυτή
η αποδοχή των τετελεσμένων αποφάσεων θεμελιώθηκε σ’
όλη τη μακρόχρονη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής και

77
κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο. Το συμπέρασμα ήταν απ -
λό. Πώς μπορείς να βρεις το δίκιο σου όταν σ’ απαυτώσει
ο καδής, ο μεγάλος κι ανεξέλεγκτος δικαστής;
Αμέσως μόλις εκδόθηκε η απόφαση, οι δυο γαμπροί
ενήργησαν με ταχύτητα. Πριν από δυ ο μέρες, όπως είπε ο
θείος Νίκος, οι γαμπροί συγκέντρωσαν κάποιους παλικα-
ράδες συγγενείς τους, που ως κυνηγοί και γνωσ τοί «εθνι-
κόφρονες» είχαν την άδεια της χωροφυλακής να κατέχουν
κυνηγητικά όπλα, κι όργωσαν τ’ αυλοτόπια.
Λίγο έξω από τα πρώτα σπίτια του χωριού εκτυ -
λίχθηκαν σκηνές που ράγιζαν καρδιές. Οι αδύναμοι, φιλ ή-
συχοι και φτωχοί αδικημένοι κληρονόμοι με τις γυναίκες
τους, προσπάθησαν με φωνές και κλάματα ν’ αποτρέψουν
τη βίαιη κατάληψη των χωραφιών. Οι άλλοι ανέμιζαν θρ ι-
αμβευτικά την πολυσέλιδη δικαστική απόφαση κι απειλο ύ-
σαν «να σπάσουν κεφάλια». Μια θεία του Φίλιππου λιπ ο-
θύμησε. Η μάνα του έκλαιγε με λυγμούς και καταριόταν
τους υπαίτιους της αδικίας. Ο πατέρας του ένιωσε ισχ υ-
ρούς πόνους στην καρδιά κι έκανε εμετό. Τον μετέφεραν
στο σπίτι.
Ο γιατρός, στην αρχή, υποψιάστηκε πως είχε ν’ αντ ι-
μετωπίσει κάποιο ελαφρό καρδιακό επεισόδιο. Ευτυχ ώς
ήταν εκδηλώσεις νευρικού σοκ που προήλθε από έντονη
καταπιεσμένη οργή και συγκίνηση. Χρειαζόταν όμως ηρε-
μία, διατροφή μ’ ελαφρά φαγητά και σούπες. Έδωσε ένα
σιρόπι και χάπια και συνέστησε ξεκούραση και πολλές
ώρες ύπνου.
– Τώρα πως είναι ο πατέρας μου; ρώτησε ανήσυχος ο
Φίλιππος.
– Είναι καλύτερα! …Ένας άνθρωπος του θεού σαν τον
πατέρα σου, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με παλικαρ ά-
δες και τραμπού κους…Όταν προσεύχεσαι και παρακαλείς
το θεό να συγχωρέσει και τους εχθρούς σου, δε ν μπορείς
να πιάσεις το ρόπαλο και να σπάζεις κε φάλια…Σε κάποιες
καταστάσεις ωφελούνται τα παλιο τόμαρα…Και μάλιστα και
με τη βούλα του δικαστή…
Για μερικά λεπτά δεν μίλησε κανένας. Είχαν καθίσει σ’

78
ένα παγκάκι του πάρκου και κοίταζαν τα περιστέρια που
πηγαινοέρχονταν μπροστά τους αναζητώντας μ’ απληστία
τροφή στο γραδίσι.
Κάποια στιγμή ο Φίλιππος έσπασε τη σιωπή.
– Θα πρέπει να πάω να συμμαζέψω τα πράγματά μο υ
για να τα βάλω στην αποθήκη…Λέω να ξεκινήσω για το
χωριό πριν πέσει ο ήλιος, για να προλάβω να φτάσω πρ ο-
τού σκοτεινιάσει...
– Πήγαινε και κάνε γρήγορα, τον πρόσταξε ο θείος
του. Θα σε πε ριμένω στην πλατεία Εμπορίου. Να ’σαι ‘κει
πριν φύγει το λεωφορείο…
– Ποιο λεωφορείο! Θα πάω με τα πόδια . . .
Ο θείος του τον χτύπησε χαϊδευτικά στο σβέρκο.
– Άσε τις σαχλα μάρες…Πήγαινε να τακτοποιήσεις τα
πράγματά σου κι έλα στο λεωφορείο…Το εισιτήριο το
πληρώνω εγώ…Κράτα τον ποδαρόδρομο για άλλη φορά.

Οικογενειακοί σκόπελοι

Ο ήλιος πλησίαζε στον ορίζοντα όταν ο Φίλιππος έ φ-


τασε στο σπίτι του. Στη μεγάλη αυλή η μάνα του μαζί με
τη θεία του, τη Θεοφανώ, καθάριζαν σιτάρι για να το σπά-
σουν στο μεγάλο πέτρινο γουδί και να το κάνουν πλιγούρι.
Είχε κατεβασμένο το τσεμπέρι της ως τα φρύδια και κ ά-
λυπτε το μέτωπό της. Ήταν κάτι που το συνήθιζε όταν ή-
ταν απελπισμένη ή υπερβολικά στενοχωρημένη. Όταν είδε
το γιο της στην εξώπορτα σηκώθηκε με προσποιητή εύθυ-
μη διάθεση για να τον προϋπαντήσει…
– Καλώς το παλικάρι μας…Καλώς το λεβέντη μας…
Τελειώσαμε τα μαθήματα; Έτσι δεν είναι;
Ο Φίλιππος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και κοί -
ταξε προς την άλλη άκρη της αυλής, προ ς το σπίτι του
θείου του, του Δημητράκη. Ο πατέρας του καθόταν στο
τσαρντάκι με τον μεγαλύτερο αδερφό του και συζητούσαν

79
καπνίζοντας τα στριφτά, με καπνόφυλλα, τσιγάρα τους.
Όταν είδε το γιο του, τον καλωσόρισε χαρούμενος κι από
τη στριφογυριστή παμπάλαια ξύλινη σκάλα κατέβηκε στην
αυλή. Το πρόσωπό του ήταν κουρασμένο, ωχρό, αυλα -
κωμένο από ρυτίδες. Ήταν αξύριστος και τα βλέφαρά του
ήταν ελαφρά ερεθισμένα σα ν να προσβλήθηκαν από επι-
πεφυκίτιδα.
– Πώς είσαι τώρα μπαμπά; τον ρώτησε καθώς ο Αντώ-
νης περνούσε με στοργή το χέρι του απ’ τους ώμους και
τον οδηγούσε προς το σπίτι τους.
– Καλά είμαι παιδί μου…Είχα κάποιο πρόβλημα με το
στομάχι…Τώρα είμαι καλύτερα…
– Τι καλύτερα! τον διέκοψε πάνω από το τσαρντάκι ο
θείος Δημητράκης...Δυο μέρες τώρα έβγαλες τ’ άντερά
σου με σπασμούς και ξεράσματα… Και κάπνισες και τσι-
γάρο σήμερα…
Ο Φίλιππος προσπάθησε ν’ αλλάξει συζήτηση.
– Τα μαθήματα τελείωσαν…Τώρα όλο το καλοκαίρι θα
μπορέσω να σας βοηθήσω λίγο… Φρόντισε μόνο να είσαι
καλά εσύ…
– Είμαι καλά παιδί μου! … Το βλέπεις πως είμαι καλά!
Το έβλεπε ο Φίλιππος και σε αντίθεση με τις διαβε -
βαιώσεις του πατέρα του, διαπίστωσε πως η γενικότερη
εμφάνισή του είχε χειροτερέψει εδώ και μερικά λεπτά. Η
συγκίνησή του ήταν έκδηλη. Είχε χλομιάσει κι άρχισε συ-
νεχώς να ξεροκαταπίνει.
Η Χαρίκλεια, με τη διεισδυτι κή ματιά της, κατάλαβε
πως υπήρχε κίνδυνος να ξαναρχίσουν οι εμετοί.
Σηκώθηκε ανήσυχη και με κάπως αυστηρή φωνή συ μ-
βούλεψε τον άνδρα της.
– Σήμερα το παραξήλωσες Αντώνη…Είσαι συνέχεια
στην αυλή και καπνίζεις σαν φουγάρο…Πήγαινε να ξαπ-
λώσεις και να ξεκουραστείς λιγάκι…Άλλα σου λέει ο για-
τρός κι άλλα κάνεις εσύ του κεφαλιού σου … Άντε, πήγαινε
πάνω να ξαπλώσεις…
– Καλά θα πάω…Άσε να δω λίγο και το παιδί…
– Πήγαινε…Πήγαινε… Θα το δεις αργότερα…

80
– Θα τα πούμε αργότερα, μπαμπά, συμ πλήρωσε κι ο
Φίλιππος, ανησυχώντας κι αυτός απ’ την ωχρότητα και το
κουρασμένο πρόσωπο του πατέρα του.
Όταν απομακρύνθηκε ο Αντώνης, η Χαρίκλεια αγκά -
λιασε το γιό της και ψέλλισε συγκινημένη.
– Αναστατώθηκε που σε είδε…Δεν ήθελε να μάθεις τί-
ποτα απ’ όλα όσα έγιναν εδώ…Συνέχεια έλεγε: «Ας αφή -
σουμε τον Φίλιππο να είναι συγκεντρωμένος στα μαθήμα-
τά του…Ούτε στο Χρήστο να γράψεις κάτι απ’ όλα αυ -
τά…Τώρα που υπηρετεί στα σύνορα κι έχει και όπλο, μην
του πάρει ο δαίμονας τα μυαλά και μας βρει κανένα χειρ ό-
τερο κακό».
Καθισμένοι, μάνα και γιός, στην άκρη της μαρμάρινης
σκάλας, μιλούσαν για ώρα. Ο Φίλιππος ενημερώθηκε με
λεπτομέρεια για όλα τα γεγονότα, από τις παγίδες και τις
δολοπλοκίες στη δικαστική διαμάχη, ως και τα θλιβερά γ ε-
γονότα στα οργωμένα αυλοτόπια. Η φωνή της Χαρίκλειας,
άλλοτε χρωματισμένη από οργή κι αγανάκτηση κι άλλοτε
σπασμένη κι άχρωμη, φανέρωνε την αναστάτωση και την
απελπισία της. Κάθε λίγο σκούπιζε τα δάκρυά της αλλά κι
επαναλάμβανε, σαν να φοβόταν κάποια εκδικητική αντί δ-
ραση του γιού της, πως «εκείνος δεν θα ’πρεπε να μπερ-
δευτεί, γιατί ήταν μικρός κι αυτά που έγιναν αφορούσαν
τους μεγάλους».
Είχε για καλά σκοτεινιάσει. Τη στιγμή που ετοιμά -
ζονταν να σηκωθούν για ν’ ανέβουν τη σκάλα, η Χαρίκλεια
σταμάτησε ξαφνικά κι έπιασε το χέρι του Φίλιππου, λέγο ν-
τας να σωπάσει…
– Σα ν’ άκουσα γκουρλίσματα…Λες πάλι ο μπαμπάς
σου ν’ άρχισε τους ε μετούς; αναρωτήθηκε ανήσυχη και ξ ε-
κίνησε στα γρήγορα ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια.
Στην τοπική διάλεκτο το «γκούρλισμα» σημαίνει τ ους
λαρυγγισμούς που ακούγονται όταν κάποιος προσπαθεί
να κάνει εμετό. Ο Φίλιππος την ακολούθησε, σχεδόν αμ έ-
σως, με την ίδια ανησυχία. Είδε τον πατέρα του σκυμμένο
στην πέτρινη τρύπα του αποχω ρητήριου να σκουπίζει το
στόμα του με μια πετσέτα. Η μάνα του, δίπλα στον άντρα

81
της, προσπάθησε να τον βοηθήσ ει για να στηρίξει ίσια το
κορμί του. Στο διπλανό πεζούλι σιγόκαιγε μια γκαζόλα μ-
πα και φώτιζε αμυδρά το χώρο.
– Πώς είσαι τώρα Αντώνη;
– Τώρα ξαλάφρωσα…Ας πάω να ξαπλώσω… Φτιάξε
μου κάνα τσάι για να στρώσει το στομάχι μου…
– Ταράχτηκες που είδες απότομα το παιδί! …Αυτές τις
μέρες χρειάζεσαι ηρεμία! …
– Τη χρειάζομαι…Τη χρειαζόμαστε όλοι, μα που να τη
βρούμε!
Τον ξάπλωσαν στο σιδερένιο ντιβάνι της μικρής κάμ α-
ρας των παιδιών. Από την άλλη πλευρά βρισκόταν ένα
ακόμα μονό κρεβάτι, που χρησιμοποιούσε ο Φίλιππος ό-
ταν ερχόταν στο χωριό.
Ο Αντώνης είχε κλειστά τα μάτια και κρατούσε σφιχτά
το χέρι του γιού του. Όταν η Χαρίκλεια έφερε το τσάι, αν α-
κάθισε στη μέσ η του ντιβανιού και τακτοποίησε πίσω στη
μέση του ένα μαξιλάρι που του ‘δωσε ο Φίλιππος.
– Άντε, πιες το τσάι σ ου και να πάμε στην κρεβατο -
κάμαρα να ξαπλώσεις για καλά, του είπε η Χαρίκλεια.
– Απόψε θα κοιμηθώ εδώ, στο κρεβάτι του Χρήστ ου…
Θα με προσέχει ο Φίλιππος… Δεν πρέπει ν’ ανησυχείς που
ξέρασα πάλι…Ώρα με την ώρα καταλαβαίνω πως πάω κα-
λύτερα…Άντε, ασε τη λάμπα στο τραπεζάκι και πήγαινε κι
εσύ γυναίκα να ξαπλώσεις… Κουράστηκες πολύ σήμε-
ρα! …Είσαι πτώμα! …

Η ρομφαία του Θεού

Το μισομαυρισμένο γυαλί της γκαζόλαμπας φώτιζε


αμυδρά το μικρό δωμάτιο. Ακουγόταν πνιχτά η βαρ ιά α-
ναπνοή του Αντώνη. Κάπου κάπου ξέφευγε ένας στενα γ-
μός ή ακουγόταν ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, με φ ω-
νή ήρεμη, χωρίς οργή κι εντάσεις, χρωματισμένη από π ό-

82
νο, παράπονο ή ικεσία.
Ο Φίλιππος καθόταν δίπλα του, στο πάτωμα, με το
κεφάλι του ακουμπισμένο στο λαγόνι του πατέρα του.
Έτσι, σ’ αυτή τη θέση, άκουγε τα γουργουρητά απ’ την
κοιλιά του κι ένιωθε τις ανεπαίσθητες κινήσεις του στομ α-
χιού και τους υπόκωφους συριγμούς απ’ τις συσπάσεις
των ερεθισμένων εντέρων.
Δεν ήξερε κι ο ίδιος πόσες ώρες έκλαιγε βουβά, χωρίς
αναφιλητά, με τα δάκρυά του να μουσκεύουν το πανταλόνι
και το πουκάμισο του πατέρα του. Φορούσαν κι οι δυο τα
καθημερινά τους ρούχα, ενώ το σώμα του γονιού του το
είχε μισοσκεπάσει μ’ ένα ελαφρύ πολύχρωμο κιλίμι.
Εκείνο το συγκλονιστικό βράδυ ο νεαρός Φίλιππος
Στεργιάδης μεταμορφώθηκε σ’ άλλον άνθ ρωπο. Ένιωθε
πως στα χρόνια που θ’ ακολουθούσαν, θα ’ταν αμείλικτος
μ’ όσους ήθελαν να βλάψουν τον ίδιο ή τα πρόσωπα που
αγαπούσε. Διαισθανόταν πως, από ‘δω και πέρα, δεν θα
μπορούσε πλέον εύκολα να δακρύσει ή να κλάψει όπως
όλα τα παιδιά της ηλικίας του. Η ψυχή του έγινε πέτρα.
Το μυαλό του θόλωσε. Στιγμές στιγμές ένιωθε την ανάγκη
να βρει ένα όπλο και να ξε κληρίσει τους αίτι ους της δυ-
στυχίας του πατέρα του. Όμως αυτές οι σκληρές και βά ρ-
βαρες σκέψεις υποχωρούσαν σιγά σιγά κι άρχισε να συν -
ειδητοποιεί πως έπρεπε να αγωνιστεί με πείσμα, να βά λ-
λει στόχους, για να ξεφύγει απ’ τη μοίρα που του καθόριζε
η απληστία και η σκληρότητα του συγγενικού του περ ι-
βάλλοντος. Έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως στην
υπόλοιπη ζωή του θα ήταν ασυμβίβαστος κι ανελέητος μ’
αυτούς που θα’θελαν να τον βλάψουν. Όχι με την αυτοδ ι-
κία και τη βαρβαρότητα, αλλά με τη λογική, την πένα και
τη δύναμη του νόμου. Θα ’πρεπε ν’ αποκτήσει γνώσεις κι
επαγγελματική δύναμη για να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ό-
σους θα είχαν την πρόθεση, αναίτια, να του δημιουργή -
σουν στο μέλλον σοβαρά προβλήματα στη ζωή του.
Οι ώρες του φαίνονταν ατέλειωτες και κυλούσαν β α-
σανιστικά. Τα βλέφαρά του βάραιναν κι οι σκέψεις του,
θολές και σκόρπιες, χάνονταν σ’ ένα ν λαβύρινθο σύγχυ-

83
σης κι ανυπαρξίας.
Δεν κατάλαβε ποια στιγμή βυθίστηκε κι αυτός σε βαθύ
ύπνο, έτσι μπρούμυτα και ξεσκέπαστος, έχοντας απλωμ έ-
να τα χέρια πάνω στο σώμα του πατέρα του, σαν να ’θελε
να τον προστατέψει από αόρατο κίνδυνο.
Κάποια στιγμή ένιωσε τα ροζιασμένα δάχτυλα τ ου γο-
νιού του να ψαχουλεύουν απαλά τα πυκνά κι αχτένιστα
μαλλιά του. Η φωνή, φυσική, χωρίς τη χθεσινή κουρα -
σμένη κι άψυχη χροιά, έφτασε στ’ αφ τιά του. Ο νυχτερινός
ευεργετικός ύπνος είχε επιδράσει θετικά στην εξέλιξη της
ασθένειας.
– Θα ’πρεπε να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου…Είμαι πο-
λύ καλά σήμερα…
– Ανησυχώ πολύ για σένα μπαμπά …Φοβάμαι για την
υγεία σου…
– Να μη φοβάσαι καθόλου. Οι μπόρες κι οι δυσκολίες
περνούν και με τη βοήθεια του θεού όλα, με τον καιρό ,
τακτοποιούνται. Το ξέρω πως νιώθεις τώρα παιδί μο υ! του
είπε καθώς ανασηκωνόταν για να καθίσει στην άκρη του
κρεβατιού. Φρόντισε, εσύ τουλάχιστο, ν’ αντιμετωπίσεις
την κατάσταση με ψυχραιμία…Είσαι νέος και το μέλλον ε ί-
ναι μπροστά σου…Ακολούθησε το δικό σου δρόμο και μην
μπλεχτείς στα δικά μας προβλήματα… Αυτή η κληρονομιά
είναι καταραμένη…
Είχε αρχίσει να χαράζει. Ο Αντώνης έσκυψε κι ανα -
σήκωσε το φιτίλι της γυάλινης λάμπας πετρελαίου. Έπει -
τα, έδειξε με το χέρι του το παλιό έπιπλο, μια μαυρισμένη
σκαλιστή συρταριέρα που βρισκόταν στη γωνιά της κάμα-
ρας.
– Φέρε το βιβλίο με τους ψαλμούς… Είναι στο πρώτο
συρτάρι…
Ο Φίλιππος έβγαλε το ογκώδες βιβλίο με τα κιτρινι σ-
μένα φύλλα, στα οποία υπήρχαν δυσανάγνωστες σημει ώ-
σεις και κηλίδες από λιωμένα κεριά. Ήταν ένα παμπάλαιο
οικογενειακό κειμήλιο, με θρησκευτικά κείμε να και ψαλ-
μούς, με βυζαντινή γραφή και καλλιγραφικές απεικονίσεις
γραμμάτων και σχεδίων με φυτά, στην αρχή των σελίδων.

84
Ο Αντώνης το ξεφύλλισε και αφού ξεδίπλωσε τη γωνιά ε-
νός φύλλου, δείγμα πως αποτελούσε σημάδι ευκολότερου
εντοπισμού, άρχισε να διαβάζει αργά:
«Σκέπασέ με Κύριε υπό την σκ έπην της κραταιάς σου
δυνάμεως…Προστάτευσέ με από τα πρόσωπα των ασ ε-
βών, που με ταλαιπώρησαν και με βασάνισαν… Από το
πάχος της αναισθησίας των, η καρδία των εγένετο σκληρά
και το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν… Με περικύ-
κλωσαν και με αποδίωξαν από τον οίκον μου και με εξ έ-
λαβαν ως λείαν και ως θήραμα…Κύριε, πρόφθασον αυ -
τούς και υποσκέλισον αυτούς, ρύσαι την ψυχήν μου από
ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου…».
Ο Αντώνης έκλεισε το βιβλίο κι έβαλε το χέρι του σ τον
ώμο του γιού του.
– Η ρομφαία του θεού θ’ αποδώσει κάποτε δικαιοσ ύ-
νη... Μοναδική μου ευχή είναι να είσαι υγιής, να ζήσεις
πολλά χρόνια και να επιτύχεις στη ζωή σου, για να μπ ο-
ρέσεις να κάνεις συγκρίσεις μ’ αυτά που θα καταφέρεις να
δημιουργήσεις και μ’ αυτά που χάσαμε απ’ την απληστία
κάποιων συγγενών μας…Θα δεις πως άδικα, χωρίς αιτία,
πονέσαμε, θρηνήσαμε, απελπιστήκαμε και μαύρισαν οι
ψυχές μας απ’ τη συμπεριφορά ανθρώπων που αγαπο ύ-
σαμε κι ακόμα ίσως αγαπούμε, γιατί είναι δικοί μας ά ν-
θρωποι, είναι το ίδιο αλλά μολυσμένο αίμα μας…
Συνέχισε να μιλά ήρεμα κι αργά. Διαβεβαίωσε τ ο γιο
του πως «από τη Δευτέρα θα ’πρεπε να ‘ναι υγιής και γε-
ρός» γιατί οι δουλειές στα καπνοχώραφα δε ν μπορούσαν
ν’ αναβληθούν. Συνέχισε με νουθεσίες για την ανάγκη της
ηθικής και πολιτισμένης συμπεριφοράς των ανθρώπων
προς τους συνανθρώπ ους τους. Στο τέλος, ξαναμίλησε για
την άδικη διανομή των χωραφιών του πατέρα του και κ α-
τάληξε:
– Ο μακαρίτης ο παππούς σου, ο Νικόλας, αμέλησε να
τακτοποιήσει την π εριουσία του και να τη μοιράσει με δί-
καιο τρόπο στα εφτά παιδιά του…Όμως, προφορικά υπ ό-
δειξε, όσο ζούσε, το μερίδιο του κάθε παιδιού κι έδωσε
ευχή και κατάρα για να τηρηθούν τα όσα όρισε…

85
– Τί ευχή και κατάρα; ρώτησε με περιέργεια ο Φίλι π-
πος.
– Είπε πως όποιοι δεν τηρήσουν την επιθυμία τ ου κι
αδικήσουν τα αδέρφια τους, η κατάρα του θα βαραίνει
τους ίδιους και τα παιδιά τους και όσα αποκτήσουν με την
απληστία τους θα γίνουν στάχτη και άχνη…Η κληρονομιά
του θα ’ναι γι’ αυτούς πηγή δυστυχίας και θανάτου. Θα
’ναι μια καταραμένη κληρονομιά…
– Φοβερή κατάρα! ψέλλισε ο Φίλιππος.
– Ο θεός κρατά τη ρομφαία…Αυτός αποφασίζει για τις
ευχές και τις κατάρες των γονιών. Όμως, νομίζω πως ο
πατέρας μου έσφαλε με τις κατάρες του ακόμα και για τ’
άσπλαχνα κι αχόρταγα παιδιά του... Η κατάρα του γονιού
είναι πιο σκληρή κι απ’ τη ρομφαία του Θεού ! …
Αυτά τα λόγια του πατέρα του έμειναν βαθιά χαραγμέ-
να στη μνήμη του Φίλιππου. Όταν δεκαετίες μετά είδε
τους άπληστους συγγενείς που αδίκησαν τους γονείς του,
ν’ αποκομίζουν «στάχτη και άχνη», ν’ αφανίζονται από
αρρώστιες, θανάτους, δυστυχήματα, αυτοκτονίες ή γενν ή-
σεις παιδιών με σοβαρά προβλήματα, αναρρίγησε με τρ ό-
μο στη διαπίστωση πως η κατάρα του γονιού είναι, πρα γ-
ματικά, πιο σκληρή κι αμείλικτη απ’ τη ρομφαία του θεού.

86
ΜΕΡΟΣ Β’

Τα χρόνια του έρωτα


και
της φοιτητικής ζωής

87
88
VI

Οι εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων

Τον Ιούνη του 1953 ο Φίλιππος Στεργιάδης είχε τελει -


ώσει μ’ επιτυχία τις απολυτήριες εξετάσεις του Α’ Γυμνα -
σίου Αρρένων Σερρών. Τα έξι χρόνια της φοίτησης ήταν
γι’ αυτόν ένας συνεχής αγώνας, μια αδιάλειπτη προσπά-
θεια για να ξεπερνά τα εμπόδια, μέσα από στερήσεις και
συναισθηματικές αναστατώσεις, από τα οικονομικά, οικο -
γενειακά και άλλα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι
σχέσεις με τους στενούς του συγγενείς.
Οι κληρονομικές διαφορές είχαν α φήσει ανεξίτηλα
στίγματα και είχαν διαφοροποιήσει τις σχέσεις στο ευρ ύ-
τερο οικογενειακό περιβάλλον. Οι παλιοί ζεστοί συγγενικοί
δεσμοί είχαν μεταβληθεί σε πάγο κι έχθρα.
Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν, όπως πάντα, σε
άθλια κατάσταση. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να ερ-
γαστούν όλοι μαζί, για ένα δυο χρόνια και μετά να εξετα-
στεί η περίπτωση της συνέχισης των σπουδών του Φίλι π-
που στο πανεπιστήμιο.
Μετά τη δικαστική απόφαση για τη διανομή της περι -
ουσίας, δεν υπήρχαν πια κοντά στο χωριό αρκετά χωρά-
φια από την πατρική περιουσία κατάλληλα για καπνοκα λ-
λιέργεια. Οι αετονύχηδες που μαγείρεψαν τις κληρώσεις
στο ειρηνοδικείο είχαν κανονίσει ώστε στον Αντώνη να
«τύχουν» πέντε έξι αγροτεμάχια στην περιοχή του Στρ υ-
μόνα, γύρω στις τρεις ώρες μακριά απ’το χωριό. Χωρά φια
σε τέτοια απόσταση και με τέτοια υγρά εδάφη, ήταν κα-
τάλληλα μόνο για καλλιέργεια σταριού ή καλαμποκιού.

89
Απ’ την περιουσία της Χαρίκλειας υπήρχαν τρία τέσ -
σερα καπνοχώραφα, αλλά δεν επαρκούσαν για μια καλή
ετήσια σοδειά. Ήταν όλα χωράφια μικρής απόδοσης, με
αργιλώδες κι άγονο ξερό χώμα.
Η οικογένεια αποφάσισε να νοικιάσει άλλα δυ ο στρέμ-
ματα. Είχαν προγραμματίσει να δουλέψουν όλοι μαζί στην
περίοδο της καπνοφυτείας, στις αρχές του Μάη και μετ ά ο
Χρήστος θ’ άνοιγε, στο χωριό ένα εμποροραφείο για να
βοηθήσει στην ανόρθωση των οικονομικών της οικογέ -
νειας.
Από το καλλιεργητικό δάνειο εξοικονομήθηκαν κάποια
χρήματα για τα πρώτα ενοίκια του μικρού ισόγειου κατα-
στήματος, ενώ τα λίγα υφάσματα αγοράστηκαν με την κ α-
ταβολή μιας ελάχιστης προκαταβολής και με πίσ τωση του
υπόλοιπου ποσού για χρονική διάρκεια ενός εξά μηνου.
Υπήρχε μια γενικότερη ατμόσφαιρα αισιοδοξίας πως
όλα θα προχωρούσαν σωστά και με θετικά αποτελέσματα
για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Ένας μακρινός ξάδερφος της Χαρίκλειας, άνθρωπο ς
όλων των καταστάσεων και οπαδός μόνο των πολιτικών
που είχαν προοπτικές να παίξουν κάποιο ρόλο στα πολ ι-
τικά δρώμενα της χώρας, έριξε την ιδέα να δώσει εξετά -
σεις ο Φίλιππος στη Σχολή Ευελπίδων.
- Αν πετύχει δε ν χρειάζεται να ξοδέψετε ούτε δρα χ-
μή... Όλα στη σχολή είναι δωρεάν... Όταν αποφοιτήσει θα
έχει έναν βαρβάτο μισθό και θα μπορεί να βοηθήσει κι ε-
σάς για να ξελασπωθείτε απ’ την ανέχεια και τα χρέη...
Άκου τη συμβουλή μου Χαρίκλεια!
- Μα πως να δώσω εξετάσεις! Οι υποψήφιοι για τη
σχολή πάνε σε φροντιστήρια και προετοιμάζονται όλο το
χρόνο...Τί ελπίδες θα ‘χω να πετύχω; απάντησε ο Φίλιπ -
πος στη μάνα του, όταν εκείνη του ανακοίνωσε τις σκέψεις
του θείου Μητρούση.
- Όμως και τι έχεις να χάσεις; Πήγαινε και με λίγη τύχη
μπορεί ν’αλλάξει η μοίρα σου.. .
Κατέβηκε στην Αθήνα για τις εξετάσεις μαζί μ’ άλλους
συμμαθητές του αλλά κι απόφοιτους άλλων τάξεων. Μερι -

90
κοί έδιναν εξετάσεις για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Οι π ε-
ρισσότεροι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για φρο ν-
τιστήρια ή ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτ ι. Ήταν φτωχόπαι-
δα από χωριά ή από υποβαθμισμένες συνοικίες των Σε ρ-
ρών. Δυο τρεις, όπως ο Γιάννης Καρυωτίδης ή ο Τάκης
Σταυρουλάκης, είχαν την οικονομική άνεση να κάνουν ιδ ι-
αίτερα μαθήματα με τους καλύτερους και πιο ακριβοπλ η-
ρωμένους καθηγητές της πόλης. Και οι δυο έδιναν εξετά-
σεις για δεύτερη χρονιά.
Τ΄αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα. Από τη δωδε -
καμελή ομάδα των Σερραίων υποψηφίων πέτυχε, με πολύ
καλή σειρά, μόνο ο Τάκης Σταυρουλάκης. Ο Φίλιππος ή-
ταν τριακοστός έβδομος επιλαχών. Είχε πετύχει αλλά
βρισκόταν έξω από τον αριθμό των επιτυχόντων που είχε
καθοριστεί, με την εγκύκλιο, να εισαχθούν στη σχολή.
- Ποτέ δεν παίρνουν επιλαχόντες... Δεν έχεις καμιά ελ-
πίδα να μπεις στη σχολή, του είπε ο Θεοχάρης, ένας από
τους αποτυχόντες συμμαθητές του.
Κι όμως, εκείν η τη χρονιά εγκρίθηκε από το Γενικό
Επιτελείο Στρατού η εισαγωγή τριανταπέντε επιλαχόντων
στη Σχολή Ευελπίδων και εφτά στη Στρατιωτική Ιατρική.
- Γιατί τριανταπέντε κι όχι σαράντα; απόρησε ο Φίλιπ -
πος;
Την απορία του την έλυσε ο δαιμόνιος θείος Μητρού -
σης που μπαινόβγαινε στα πολιτικά γραφεία κι ήταν καλά
ενημερωμένος για να μπορεί να αναλύει και να εξηγεί
στον απλό λαουτζίκο τέτοια ακαταλα βίστικα κι ακατανόητα
φαινόμενα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, έβδομος επιλαχών ή-
ταν ο ανεψιός ενός πανίσχυρου υπουργού της Βόρειας
Ελλάδας. Όταν, με τις παρεμβάσεις του, αποφασίστηκε η
εισαγωγή επιλαχόντων στη Στρα τιωτική Ιατρική ένας Πε-
λοποννήσιος βουλευτής, απ’ αυτούς που το ρουσφέτι κιλά
στις φλέβες τους όπως τα αιμοπετάλια, άδραξε την ευκαι-
ρία να μιλήσει για «αδικία κι άνιση μεταχείριση». Ο γιος
του βουλευτή ήταν τριακοστός πέμπτος επιλαχών στη
Σχολή Ευελπίδων. Έτσι αποκαταστάθηκε η «αδικία» αλλά

91
και λύθηκε η απορία του Φίλιππου.
Αυτή η χωρίς θετικό αποτέλεσμα προσπάθεια κι η α-
γωνία της αναμονής για τους επιλαχόντες, αναστάτωσαν
αλλά κι αποκαρδίωσαν τον Φίλιππο. Μόνο όταν συναν-
τήθηκε τυχαία στο χωριό μ’ έναν συγχωριανό του μόνιμο
αξιωματικό κι απόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων, άρχισε να
προβληματίζεται με τις συνέπειες μιας ενδεχόμεν ης επι-
τυχίας του στη Σχολή.
Ο υπολοχαγός είχε πληροφορηθεί για το θέμα της α-
ναπάντεχης πρόσθετης εισαγωγής επιλαχόντων και ρώτ η-
σε τον Φίλιππο αν υπήρχε κάποια πιθανότητα να προ σ-
ληφθεί και ο ίδιος.
- Δυστυχώς, Μίμη, έφτασα ως τη βρύση και δεν ήπια
νερό... Αν έπαιρναν ακόμα δυο θα ήμουν τώρα στη σχολή,
απάντησε ο νεαρός φανερά στενοχωρημένος κι απογοη -
τευμένος.
- Πριν δώσεις εξετάσεις, ήξερες κάτι για τη στρατιωτ ι-
κή ζωή, για την πειθαρχία; Ήσουν έτοιμος ν’αντιμετωπί -
σεις τις προσβολές απ’ τους ανωτέρους σου; Τις ταπει-
νώσεις; Τις διαρκείς μετακινήσεις και τη δύσκολη ζωή για
την οικογένεια που θ’ αποκτήσεις;
- Όχι...Δεν ξέρω τίποτ’ απ’ αυτά... Ήταν μια λύση για
επιβίωση και επαγγελματική αποκατάσταση, απάντησε μ’
έκπληξη ο Φίλιππος.
- Η στρατιωτική ζωή είναι δύσκ ολη και δεν την αντέ-
χουν όλοι! ...Ιδίως, άνθρωποι σαν εμάς με χαμηλό προφί λ
και πνευματικές ανησυχίες! ...Κοίτα... Εκεί, στην εκκλησία
του Αϊ- Θανάση...Πήγαινε ν’ ανάψεις μια λαμπάδα ως το
μπόι σου, γιατί είχες την τύχη ν’ αποτύχεις...Άκου, που
σου λέω! Είχες μεγάλη τύχη! του είπε χαμογελώντας με
νόημα ο υπολοχαγός κι απομακρύνθηκε χτυπώντας τον
απαλά και φιλικά στο σβέρκο.

92
Οι σπουδές και τα χρέη

Δυο χρόνια άχαρα, χωρίς όνειρα, χωρίς στόχους, κύ -


λησαν αργά και βασανιστικά για το Φίλιππο. Από την ά -
νοιξη και ως το Σεπτέμβρη οι αγροτικές δουλειές ήταν
πολλές, βαριές και δεν επιδέχονταν οποιεσδήποτε καθυ -
στερήσεις ή αναβολές. Ορισμένες περιόδους, ακόμα και
τις Κυριακές ή γιορτές, οι καπνοπαραγωγοί ήταν υποχρε -
ωμένοι να εργάζονται από το πρωί ως το βράδ υ.
Το φθινόπωρο και το χειμώνα, όμως, ο χρόνος περίσ-
σευε γι’ αυτόν. Οι γονείς του τακτοποιούσαν μόνοι τους
τις λίγες δουλειές του σπιτιού ή των αγρών κι άφηναν στο
Φίλιππο τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο για να περνά την
ώρα του μ΄ άλλους συνομήλικους συγχω ριανούς του. Έ-
κανε καινούργιους φίλους. Οι παλιοί παιδικοί του φίλοι δεν
βρίσκονταν στο χωριό μετά το Σεπτέμβρη. Ο Γιώργος Β ο-
ρίδης παρακολουθούσε τα μαθήματα της Παιδαγωγικ ής
Ακαδημίας κι ο Πέτρος Κωσταρ άκος, με τη μεγάλη οικον ο-
μική άνεση που του εξασφάλιζ ε η περιουσία του πατέρα
του, φοιτούσε στη φαρμακευτική σχολή της Πίζας. Η ε γ-
γραφή των φοιτητών στα ιταλικά πανεπιστήμια γινόταν
χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις και φυσικά η δυνατότητα να
εκμεταλλευθούν μια τέτοια ευκαιρία αποτελούσε προνόμιο
μόνο αυτών που είχαν μεγάλα εισοδήματα.
Το δεύτερο καλοκαίρι ο Πέτρος έφερε απ’ την Ιταλία κι
έναν συμφοιτητή του, για να περάσει στην Ελλάδα τις κα -
λοκαιρινές του διακοπές. Ήταν μια ευκαιρία για το Φίλι π-
πο να φρεσκάρει τα ιταλικά του στις καθημερινές συνα ν-
τήσεις του με τον Πέτρο και το Σάντρο. Είχε προσπαθήσει,
με μια ιταλική «μέθοδο άνευ διδασκάλου» να μάθει αρκε-
τές λέξεις και φράσεις πολύ πριν έρθει στο χωριό ο ιταλός
φοιτητής. Όμως τώρα, με τις πολύωρες συζητήσεις του με
το Σάντρο κατάφερε, σε δυ ο τρεις εβδομάδες, να μιλά αρ-
κετά καλά τα ιταλικά.
Τον χρόνο αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αξιοποιή σει
τις ελεύθερες ώρες του. Έπεσε με τα μούτρα στο διάβα -
σμα. Εκτός απ’ τα ιταλικά, άρχισε να διαβάζει κι ένα το υ-

93
ριστικό φυλλάδιο με καθημερινές φράσεις της γαλλικής
γλώσσας, αλλά και ρίχτηκε με πάθος στη μελέτη της ελλ η-
νικής και ευρωπαϊκής ιστορίας.
Διάβαζε για ώρες, κυρίως τις νύχτες, τους αρχαίους
Έλληνες και ξένους ιστ ορικούς αλλά και τους Γάλλους εγ-
κυκλοπαιδιστές. Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη κ α-
τέληγε στο Ρουσώ, στο Βολταίρο ή στον Μπέρναρ Σω, κι
από τον Πολύβιο, τον Πλούταρχο και τον Αρριανό, βυθιζ ό-
ταν στην ανάγνωση των πολυσέλιδων έργων γνωστών ι σ-
τορικών, όπως του Παπαρρηγόπουλου, του Γουέλς, του
Μινιέ, του Καρλάιλ ή του Ζιλ Μισελέ. Με ιδια ίτερη επιμονή
και πάθος διάβαζε ή μάλλον μελετούσε, την ιστορία της
Αρχαίας Μακεδονίας, τις εποποιίες των βαλκανικών πολ έ-
μων και τα συγκλονιστικά γεγονότα της γαλλικής επα να-
στασης, από μια καλή μετάφραση του έρ γου του Αύγου-
στου Μινιέ που βρήκε στα σκονισμένα σεντούκια του
παππού του, του Παπαβαγγέλη.
Είναι ασυνήθιστο, σ’ ένα ημιορεινό χωριό, να βρίσκει
κάποιος σπάνια βιβλία που ίσως δεν υπάρχουν και σε
βιβλιοθήκες αστικών περιοχών. Ήταν κυρίως βιβλία αξι ό-
λογων συγγραφέων του 19 ο υ αιώνα,.
Ψάχνοντας σε σκονισμένα παλιοσέντουκα, σε σπίτια
γνωστών και φίλων, ανακάλυψε θαμμένους λογοτεχνικούς
κι επιστημονικούς θησαυρούς. Βρήκε την πρώτη μετα -
φρασμένη έκδοση της ιστορίας του «Μεγάλου Αλεξά ν-
δρου» του Ντρόιζεν, τη «Σιδηρά Διαθήκη» του Πολύβιου
Δημητρακόπουλου, τη «Γκρατσιέλα» του Αλφ όνσου Λα-
μαρτίνου, τον «Εγκληματία Άνθρωπο» του Καίσαρα Λομ-
πρόζο και τα «Κατά Συνθήκην Ψεύδη» του Μαξ Νορντάου.
Ακόμα, διάβασε και ξαναδιάβασε τα έργα των μεγάλων
Ρώσων συγγραφέων, όπως του Τολστόι και του Ντοστογ ι-
έφσκι, αλλά και μια θαυμάσια μετάφραση του έμμετρου
έργου του Πούσκιν «Ευγένιος Ονέγκιν».
Ένας από τους παιδικούς φίλους, με τον οποίο ο Φ ί-
λιππος συναντιόταν συχνά, ήταν ο Σάκης Δαρίγκας, το
σεμνό κα ι πανέξυπνο εκείνο γειτονόπουλο που ο δάσκα-
λος Γιαννίδης το παρομοίαζε με το ν μαθηματικό Καρλ

94
Γκάους. Είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη και προσπ α-
θούσε να τακτοποιηθεί επαγγελματικά πουλώντας βιβλία
και κυρίως εγκυκλοπαίδειες. Όταν κάποιες μέρες επισκε -
πτόταν στο χωριό τη χήρα μάνα του, έβρισκαν οι δυ ο τους
την ευκαιρία να θυμηθούν τα παλιά και κυρίως τ ις ατέ-
λειωτες εκείνες ώρες, στη διάρκεια της βουλγαρικής κατ ο-
χής, που με υπομονή έγραφαν με τα καρβουνάκια της
μπουγάδας αριθμούς και γράμματα στις πλάκες της εξ ω-
τερικής μαρμάρινης σκάλας.
Αυτά τα δυο χρόνια συνέβησαν κάποια γεγονότα, τα
οποία επηρέασαν την αισθηματική ζωή και την μετέπειτα
επαγγελματική πορεία του Φίλιππου.
Το εμποροραφείο του αδερφού του αποδείχτηκε πως
ήταν ένα κατάστημα χωρίς έσοδα αλλά με συνεχώς διογ -
κούμενα έξοδα. Την ίδια περίοδο, οι ιδεολογικές του ανη -
συχίες του δημιούργησαν κάποια προβλήματα με την α σ-
τυνομία, που τον θεώρησε «συνοδοιπόρο» και κρυφο κομ-
μουνιστή. Επίσης, τότε ένιωσε, μετά τα επιπόλαια μα -
θητικά του τσιλιμπουρδίσματα, τα πρώτα του έντονα ερω-
τικά σκιρτήματα για την Ηρώ, την όμορφη κοπελίτσα που
θα γινόταν αργότερα η μοναδική και παντοτινή σύντροφος
της ζωής του.
Ο αδερφός του διαχειριζόταν το εμποροραφείο μόνος
του και χωρίς καμιά επίβλεψη απ’ τους γονείς του, οι ο-
ποίοι άλλωστε δεν είχαν και τις απαιτούμενες γνώσεις και
εμπειρία για να ελέγξουν την οικονομική κατάστ αση του
καταστήματος. Είχε έγκαιρα ξοφλήσει τις πρώτες παραλα -
βές υφασμάτων και συνέχισε με νέες παραγγελίες , αλλά
και διαβεβαίωνε την οικογένεια πως εξοφλούσε κανονικά
όλες τις υποχρεώσεις του.
Μια μέρα, ξαφνικά, εμφανίστηκε ο προμηθευτής υφα -
σματέμπορος, ένας μακρινός ανεψιός του πατέρα τους και
ζήτησε την εξόφληση των οφειλομένων. Οι πληρωμές ε ί-
χαν από καιρό σταματήσει και τα χρέη διογκώθηκαν. Η
Χαρίκλεια κι ο Αντώνης έπεσαν απ’ τα σύννεφα. Το ποσό
ήταν σημαντικό και η εφάπαξ πληρωμή του αδύνατη.
Συμφώνησαν για τμηματική καταβολή, αμέσως μετά τις

95
καπνοπωλήσεις και τα καλλιεργητικά δάνεια.
Το εμποροραφείο έκλεισε. Ο Χρήστος έμεινε κι αυτός
στο χωριό κι άρχισε ν’ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
Είχε συνδεθεί ερωτικά με μια όμορφη αλλά πάμφτωχη
συγχωριανή τους, για την οποία η Χαρίκλεια είχε αντιρ -
ρήσεις, όχι μόνο γιατί ήταν κι αυτή φτωχή αλλά και γιατί,
πιο πριν, είχε «ακουστεί» πως τα ‘χε μ’ έναν συγχωριανό
τεχνίτη.
Ο Χρήστος, απελπισμένος κι αυτός απ’την κατάσταση
που είχε δημιουργηθεί, άρχισε ν’αναζητ ά μια καλύτερη ευ -
καιρία για γάμο. Η Μάρθα, η πολύφερνη νύφη από θεω -
ρούμενη αρκετά εύπορη οικογένεια, είχε κι αυτή «ακου -
στεί» μ’ άλλον συγχωριανό, αλλά κι ο Χρήστος κι η Χαρί -
κλεια καμώθηκαν πως δεν άκουσαν τίποτα, όταν ο προξε -
νητής τους πληροφόρησε για το ποσό της προίκας που
διέθετε η υποψήφια σύζυγος του Χρήστου.
Ήταν η χειρότερη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει.
Μέσα σε μια ήρεμη και φιλήσυχη οικογένεια, που έλυνε τις
διαφορές της με κατανόηση και διάλογο, μπήκε μια δαιμ ο-
νισμένη που ανακουφιζόταν α π΄ τον καβγά, τις χυδαιο-
λογίες και την εκδήλωση έχθρας και μίσους προς όλα και
προς όλους. Ήταν το κορίτσι με τις κρυφές «χάρες» , σε
μια οικογένεια που την καμουφλάριζε για να μπορέσει ν’
απαλλαγεί μ’ έναν γάμο από τις αναστατώσεις και τις συ γ-
χύσεις που δημιουργούσε στ’ αδέρφια και στους γονείς
της. Ήταν ένα, χωρίς αναστολές, ψυχοπαθητικό άτομο.
Όταν ο Χρήστος κι η Μάρθα παντρεύτηκαν, το 1955, ο
Φίλιππος είχε πετύχει στο οικονομικό τμήμα της Νομικής
Σχολής Θεσσαλονίκης κι είχε πάρει αναβολή στράτευσης
για τέσσερα χρόνια λόγω σπουδών.
Ξαφνιάστηκε όταν η μητέρα του τον πληροφόρησε
πως ο αδερφός του θα πλήρωνε το ποσό της εγγραφής
του στο πανεπιστήμιο. Του είπε ακόμα πως ο Χρήστος ε ί-
χε αποφασίσει να μείνει στο χωριό και ν’ ανοίξει και πάλι
ραφείο, χωρίς όμως ν’ ασχοληθεί και με το εμπόριο υφα σ-
μάτων. Είχε σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς
του, ώσπου να τελειώσει τις σπουδές του ο Φίλιππος, α λ-

96
λά απαίτησε πως μετά, το πατρικό σπίτι και τα χωράφια
που απόμειναν, θα τα κληρονομούσε δικαιωματικά γιατί
θα φρόντιζε, στα γεράματα, και τους γονείς τους. Ήταν βέ -
βαιο σ’ όλους πως ο «σπουδαγμένος » Φίλιππος δεν θα
μπορούσε, λόγω επαγγέλματος, να ζήσει στο χωριό, ενώ
ο Χρήστος είχε προγραμματίσει το μέλλον του και τους
επαγγελματικούς του στόχους κοντά στη μάνα και στον
πατέρα του.
Ο Φίλιππος δεν είχε αντιρρήσεις. Άλλωστε μια τέτοια
θυσία του αδερφού, θα ‘πρεπει να ‘χει κι ένα λογικό α ν-
τάλλαγμα ως ανταμοιβή.
Δεν συμπληρώθηκε ούτε χρόνος απ’τη μέρα του γ ά-
μου του αδελφού του και ξαφνικά πληροφορήθηκε πως ο
Χρήστος, με τη γυναίκα του, είχαν αποφασίσει να εγκατα -
σταθούν στη Θεσσαλονίκη. Από καιρό διαπίστωσε πως ο
αδερφός του ήταν συνεχώς σιωπηλός και με σκοτεινή έ κ-
φραση στο πρόσωπο. Με τρόπο ρώτησε τον πατέρα του
γι’ αυτή την αινιγματική στάση του Χρήστου.
- Είναι με μας θυμωμένος...Νομίζει πως τον εκμεταλ-
λευόμαστε για χάρη σου, απάντησε ο Αντώνης.
Η Χαρίκλεια ήταν πιο αποκαλυπτική αλλά κι αγανα -
κτισμένη.
-Άλλα συμφωνήσαμε κι άλλα κάνει.. Τώρα μας κατηγ ο-
ρεί πως απ’ την προίκα της γυναίκας του πλήρωσε τα έξ ο-
δα του γάμου, ενώ ήταν δική μας υποχρέωση... Πως σου
έδωσε τα έξοδα εγγραφής στο πανεπιστήμιο «για να γκο-
μενιάζεις με φοιτήτριες» ...Πως του τρώμε την προίκα και
θα μείνει απένταρος...Άντε, να μη πω καμιά βαρ ιά κουβέν-
τα κι είναι παιδί μου! ...Ο θείος Νίκος ξέρει πολλά γι α τ’ α-
λισβερίσια του με την παρέα του Χράλη και του Διαμαντή
απ’ το διπλανό χωριό, είπε καθώς απομακρυνόταν συ γ-
χυσμένη.
- Θα του επιστρέψουμε τα λεφτά της εγγραφής σου και
με το παραπάνω…Πιο πολύ όμως ανησυχώ για τα μαντ ά-
τα που μας έφερε ο θείος ο Νίκος, συμπλήρωσε ο Αντ ώ-
νης.
Ο πατέρας τους τήρησε την υπόσχεσή του. Πραγματι-

97
κά, εννιά χρόνια μετά υπόγραψε πληρεξούσιο με το οποίο
ο Χρήστος, ως αντιστάθμισμα του «δανείου εγγραφής»,
πούλησε τα πέντε χωράφια του Στρυμόνα στον Δημητρά-
κη Νιγρετένιο. Το ποσό που είχε εισπράξει ήταν σε αποπ-
ληθωρισμές τιμές, τουλάχιστον τριάντα φορές μεγαλύτερο
απ΄αυτό που είχε δώσει το 1955 για τα έξοδα της εγγρ α-
φής του Φίλιππου στο Πανεπιστήμιο.
Περισσότερο ανησυχητικές ήταν οι πληροφορίες του
Χράλη, ενός συγχωριανού τους, γνωστού χαρτοπαίχτη
της περιοχής. Ήταν ο μοναδικός που έφτασε στα πρόθυρα
της τρίτης ηλικίας, από μια μεγάλη παρέα κουμαρτζήδων ,
που όλοι τους πέθαναν νέοι αφήνοντας χήρες κι ορφανά.
Έπαιζαν χαρτιά ή ζάρια ώρες ή μέρες χωρίς να τρώνε ή
να πίνουν νερό. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που βρομούσε
κρασίλα κι ήταν σκοτεινιασμένη απ’ τους καπνούς των
τσιγάρων, έριχναν στα ζάρια ότι είχαν και δεν είχαν αφ ή-
νοντας τα παιδιά τους νηστικά και τα νοικοκυριά τους σε
μια μόνιμη κατάσταση έσχατης φτώχειας. Λένε πως μια
νύχτα του χειμώνα, η γκαζόλαμπα που φώτιζε την πρόχε ι-
ρη και βρόμικη χαρτολέσχη άρχισε σιγά σιγά να σβήνει. Η
τελευταία σπίθα αναζωογόνησε τη φλόγα του φιτιλιού, ό-
ταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα για να μπει κάποιος μέσα.
Τότε κατάλαβαν πως το οξυγόνο είχε ολότελα εξαντλ ηθεί
στον περιορισμένο εκείνο χώρο.
Ο Χράλης κι ο κοντοχωριανός, ο Διαμαντής, ήταν οι
μοναδικοί κερδισμένοι αυτής της πρόχειρης χαρτοπαι -
κτικής λέσχης. Είχαν κάποια κέρδη από ψευτοδουλειές
του ποδαριού και εμπόριο κτηνοτροφών κι είχαν τη δυν α-
τότητα να ποντάρουν δυνατά και να κερδίζουν τους «φτ ω-
χομπινέδες», όπως αποκαλούσε τους άλλους ο Χράλης.
Αυτός ο χαρτοπαίχτης ήταν στιγμές στιγμές πνευ -
ματώδης αλλά και σκωπτικός με τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν κάποιος τον ρώτησε αν, τον τελευταίο καιρό, έκοψε
τα χαρτιά και τα ζάρια, απάντησε κουνώντας περίλυπος το
κεφάλι του.
- Αχ, παλικάρι μου! Άντε να κόψεις το χούι απ’ το
σκύλο που έμαθε να τρώει σκατά... Μια τούρκικη παροιμία

98
λέει πως, η άτιμη η ψυχή μπορεί να βγει αλλά το χούι δε ν
κόβεται.
Ο Χράλης, σε μια κα λή του στιγμή, ξεστόμισε εμπι -
στευτικά στο θείο Νίκο, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά
αλλά κι ειχαν συμπεθεριάσει από το σόι των γυναικών
τους.
- Άκου Νίκο...Πες την αδερφή σου να προσέξει το π α-
λικάρι της...Είναι άψητος στα κουμαρτζίδικα τερτίπια κι αν
συνεχίσει αυτά τα μεγάλα πονταρίσματα στο πόκερ, θα
μείνει πολύ γρήγορα ξεβράκωτος... Ο Διαμαντής λέει πως
μας ξεφύτρωσε ένα νέο φιντάνι! ...Εγώ στα είπα Νίκο, για
να μη με κατηγορήσεις αργότερα πως ήξερα και δε ν μι-
λούσα! ...
Μετά απ’αυτές τις εξελίξεις οι συμφωνίες που έγιναν,
απ’ το Χρήστο και τους γονείς του, δεν ήταν δυνατό να τ ε-
λεσφορήσουν. Ο Φίλιππος, μαζί μ’ άλλους τέσσερις συ γ-
χωριανούς του φοιτητές, νοίκιαζε ένα δωμάτιο στην περ ι-
οχή του πανεπιστημίου, ενώ ο αδερφός του βρήκε ένα
μικρό ισόγειο διαμέρισμα σε προάστιο της δυτικής Θεσσ α-
λονίκης. Οι συναντήσεις τους ήταν σπάνιες κ ι εντελώς τυ-
πικές.

99
VIΙ

Οι «εθνικόφρονες» και ο σταθμάρχης

Τα δυο χρόνια της παραμονής του στο χωριό, μετά


την αποφοίτησή του απ’ το γυμνάσιο, ήταν αρκετά για να
καταγράψουν οι γνωστοί πληροφοριοδότες της αστυνο -
μίας τα ιδεολογικά πιστεύω του Φίλιππου.
Οι χωροφύλακες του περιφερειακού αστυνομικού τμή -
ματος, που είχε την έδρα του στο διπλανό χωριό, είχαν
πάντα μια έντονη καχυποψία σ’ ότι αφορούσε τις ιδεολογι -
κές πεποιθήσεις τ ων μορφωμένων νέων του χωριού. Ο
προηγούμενος σταθμάρχης ήταν ένας αγέλαστος κι άξε -
στος χοντράνθρωπος, ο οποίος έψαχνε ευκαιρίες για να
φοβίσει ή να ταπεινώσει τους χωρικούς που, από ανάγκη,
έπρεπε να περάσουν την πόρτα του τμήματος για να τα κ-
τοποιήσουν κάποια υπόθεσή τους.
Ο νέος σταθμάρχης, περασμένης ηλικίας, με ρυτιδω -
μένο πρόσωπο κι αραιά ψαρά μαλλιά, φαινόταν ήρεμος
αλλά και κουρασμένος, με μια χλομάδα που φανέρωνε κά -
ποια προβλήματα υγείας.
Εκείνη την περίοδο, κάπου στις αρχές του 1954, δό-
θηκε η διαταγή ν’ αντικατασταθούν οι παλιές ταυτότητες
με νέες. Η εργασία για τη συμπλήρωση των καρτελών ή-
ταν υπερβολικά μεγάλη κι έξω απ’ τις δυνατότητες των
ανδρών του αστυνομικού τμήματος, οι οποίοι στην πλει ο-
νότητά τους ήταν αγράμματοι.
Ο σταθμάρχης συγκέντρωσε τους λίγους μορφωμέ -
νους νέους του χωριού και ζήτησε τη βοήθειά τους για τη
σωστή συμπλήρωση των εντύπων. Οι χωρικοί θα περνο ύ-

100
σαν, κατ’ αλφαβητική σειρά και συγκεκριμένες ημερομη-
νίες, από το κοινοτικό γραφείο για να δηλώνουν τα στοι -
χεία τους στους νεαρούς γραφείς που είχαν επιλεγεί απ’
το σταθμάρχη Μπαντουράκη.
Απ’ την πρώτη στιγμή ο σταθμάρχης έδειξε, με τη στα-
ση του, μια υπερβολική ευγένεια προς το ν Φίλιππο. Σ’αυ -
τόν έδινε τις σοβαρότερες οδηγίες και τον παρακαλο ύσε,
με ασυνήθιστη για χωροφύλακα της εποχής αβρότητα και
καλοσύνη, να εξηγήσει και στους υπόλοιπους τρεις τον
τρόπο εργασίας για τη σωστή συμπλήρωση των καρτελών.
Όταν τελείωσε η εργασία και κατά το μεσημέρι της τε-
λευταίας μέρας άρχισαν ν’αποχωρούν απ’ το κοινοτικό κα-
τάστημα οι νεαροί γραφείς, ο σταθμάρχης έγνεψε στο Φ ί-
λιππο να πλησιάσει και αφού ακούμπησε με φιλική οικει ό-
τητα το χέρι στον ώμο του, του είπε χαμογελώντας.
- Έχω παιδί μου σχηματίσει για σένα τις καλύτερες ε ν-
τυπώσεις... Θα ‘θελα κάποια μέρα να ‘ρθεις στο γραφείο
μου για να τα πούμε από κοντά...
- Θα πρέπει να ‘ρθω οπωσδήποτε; Υπάρχει μήπως
κάποιο πρόβλημα που με αφορά;
- Όχι, όχι...Μην το παίρνεις στραβά... Δεν σου δίνω δι-
αταγή... Αν θέλεις κι αν μπορείς τότε μόνο θα ήθ ελα να
περάσεις απ’ το τμήμα...Ξέρεις, μ’ αρέσει ν’ ανταλλάσσω
ιδέες μ’ ανθρώπους της δικής σου μόρφωσης και προπα ν-
τός του δικού σου ήθους... Η πρόσκλησή μου είναι καθα-
ρά προσωπική και φιλική.
- Ευχαριστώ κύριε σταθμάρχα για τα καλά σας λόγια...
Ελπίζω να μου δοθεί αυτή η ευκαιρία για μια επίσκεψη
στο γραφείο σας, απάντησε ο Φίλιππος με μια συγκαλυ μ-
μένη δυσπιστία ως προς τις πραγματικές προθέσεις του
Μπαντουράκη.
Πέρασαν πέντε έξι εβδομάδες. Ο Φίλιππος είχε εντ ε-
λώς ξεχάσει τη συζήτηση με το ν σταθμάρχη, όταν μια μέ-
ρα που κατέβηκε στις Σ έρρες συναντήθηκαν οι δυο τους
στον κεντρικό σταθμό υπεραστικών λεωφορείων.
- Γεια σου παλικάρι μου…Σε περίμενα αλλά δε φάνη -
κες…Για σας τους νέους μόνο οι συναντήσεις με κοριτσό -

101
πουλα έχουν ενδιαφέρον...Τι να πείτε με μας τους γέρους!
του είπε καλοσυνάτα μ όλις τον είδε.
- Θα περνούσα αυτές τις μέρες, αλλά να...Μου ‘τυχαν
κάποιες δουλειές, δικαιολογήθηκε χωρίς πειστικότητα ο
Φίλιππος.
- Καλά, δεν πειράζει... Έλα να καθίσουμε στο παγ -
κάκι... Σε πόση ώρα φεύγει το λεωφορείο σου;
- Περίπου σε είκοσι ως εικοσιπέντε λε πτά...
- Και το δικό μου εκεί γύρω…Έχουμε αρκετή ώρα για
να μιλήσουμε για ένα θέμα που σε αφορά και θέλω να το
τακτοποιήσω οπωσδήποτε...
- Ποιο θέμα; ρώτησε μ’ έκφραση έκδηλης απορίας ο
νέος.
- Θα σου εξηγήσω χωρίς περιστροφές και υπονοού -
μενα το πρόβλημα...Για πρόσεξέ με...
Άρχισε να του μιλά σιγανά, ήρεμα και μ’ έκφραση ε ι-
λικρίνειας στο πρόσωπό του. Εκεί νη τη στιγμή δεν έμοιαζε
με βλοσυρό αστυνομικό αλλά μ’ έναν γηραλέο φίλο ή συγ -
γενή που νουθετούσε πρόσωπο του οικογενειακού του
περιβάλλοντος.
Του είπε πως στο φάκελο των κοινωνικών του φρο -
νημάτων, στα αρχεία της Ασφάλειας Σερρών, υπήρχε μια
«επιβαρυντική» εγγραφή. Η πληροφορία είχε δοθεί από
πρόσωπο «έμπιστο και πρόθυμο να συνδράμει το έργο
της χωροφυλακής». Μ’ αυτό το ωραιοποιημένο φραστικό
ιδεολόγημα, χαρακτηρίζονταν οι χαφιέδες της Ασφάλειας
οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, ενεργούσαν με βάση τα
προσωπικά τους κίνητρα και τις διαφορές τους με τους
καταγγελλόμενους. Αυτό το ήξεραν και οι ασφαλίτες και
προσπαθούσαν, με διασταυρώσεις πληροφοριών, να επι -
βεβαιώσουν τις αρχικές καταγγελίες των πληροφοριο -
δοτών τους.
- Μιλήσατε κύριε σταθμάρχα για επιβαρυντική εγγρ α-
φή… Δηλαδή, τι έχει γραφεί στο φάκελό μου; ρώτησε φ α-
νερά ταραγμένος ο Φίλιππος.
- Να, οι πληροφορίες λένε πως έκανες προπαγάνδα
για τον Πλαστήρα...

102
- Δεν είμαι ενταγμένος σε κανένα ν κομματικό μηχα-
νισμό...Για ποιο λόγο θα ‘κανα προπαγάνδα;
- Δεν ξέρω…Αυτό θέλω να μάθω... Εσύ θα μου εξηγή -
σεις...
- Δεν σας τα μεταβίβασε καλά εκείνο το άθλιο υποκεί -
μενο, ο Στέργιος ο Περπάς... Η συζήτηση δεν ήταν πολιτι -
κή...
- Μην υποψιάζεσαι κάποιον που μπορεί να ‘ναι α -
θώος...Πώς ξέρεις πως ήταν αυτός που έδωσε την πλη -
ροφορία;
- Το ξέρω, γιατί μια τέτοια συζήτηση έγινε πέρυσι,
κοντά στον πλάτανο, στην πλατεία του χωριού... Μόνον τό-
τε μίλησα για τον Πλαστήρα κι ήταν εκεί ο Περπάς...Όλοι
στο χωριό ξέρουν πως συνεργάζεται με την Ασφάλεια...
- Α, ώστε όλοι ξέρουν! Σπουδαίος πληροφοριοδότης!
σιγοψιθύρισε μ’ έναν τόνο σαρκασμού κι αδιόρατης ειρω -
νείας στη φωνή του ο σταθμάρχης.
- Δηλαδή κύριε σταθμάρχα, ήταν εκεί ο Περπάς κι έκα -
να προπαγάνδα για κόμμα στο οποίο δεν ανήκω; Είμαι
τόσο αφελής; Το πιστεύετε κι εσείς αυτό; ρώτησε μ’ έκδ η-
λη την αγανάκτησή του ο Φίλιππος.
- Επειδή δεν το πιστεύω γι’ αυτό κάνουμε αυτή τη συ-
ζήτηση...Κι εγώ αλλά κι ο διοικητής του Τμήματος Ασφ α-
λείας Σερρών, προσπαθούμε να διαγράψουμε απ’ το φ ά-
κελό σου αυτή την πληροφορία...
- Γιατί δεν την διαγράψατε; ...Τα λόγια ενός αναξιό-
πιστου τσομπάνη έχουν τόση σημασία, αφού η αστυνομία
με ξέρει καλύτερα απ’ ότι ξέρω εγώ τον εαυτό μου; ... Έ-
χετε τη δυνατότητα να γνωρίζετε ακ όμα και πότε θα βήξω
ή θα φταρνιστώ...
- Δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα! ...Είσαι νέος και
δεν ξέρεις τις διαδικασίες... Για να διαγραφεί μια πληρ ο-
φορία πρέπει να υπάρξει μια άλλη αντίθετη για το ίδιο θ έ-
μα... Θυμάσαι ποιοι άλλοι συγχωριανοί σου ήταν τότε
στην πλατεία; Αν ένας απ’ αυτούς δηλώσει πως δεν είπες
κάτι επιβαρυντικό για την εθνική ασφάλεια, τότε η αρχική
πληροφορία θα διαγραφεί...Πρέπει όμως η δήλωση αυτή

103
να γίνει εγγράφως...
- Ήταν αρκετοί τότε στην συζήτηση που έγινε, για την
καταστροφή της Σμύρνης και τον Πλαστήρα, αλλά κύριε
σταθμάρχα, ποιος τολμά να βάλει το κεφάλι του στον το ρ-
βά! Θα τον φάνε ζωντανό τα ρεμάλια σαν τον Περπά, το ν
Μπενάκη κι όλο το σινάφι τους...
- Η αστυνομία σ’ όλο τον κόσμο συνεργάζεται και μ’
ανθρώπους αυτής της πάστας… Για πες μου ειλικρινά ...
Εσύ κι οι άλλοι μορφωμένοι φίλοι σου, παιδιά με ήθος ,
αγωγή κι αρχές, θα δεχόσασταν να γίνετε πληροφο -
ριοδότες;
Ο Φίλιππος τον κοίταξε σιωπηλός. Ο Μπαντουράκης
κούνησε με σημασία το κεφάλι του και συνέχισε.
- Ξέρω την απάντηση... Να γιατί παλικάρι μου μας
χρειάζονται κι αυτά τα καθάρματα...
Είπε την τελευταία λέξη και φάνηκε, ίσως από φόβο κι
επαγγελματική ευθύνη για τυχόν διαρροή των απόψεών
του, πως προσπάθησε να διορθώσει το φραστικό του α-
τόπημα.
- Ε, κι αυτοί νομίζουν πως προσφέρουν κάτι το καλό
στην πατρίδα... Ας μην τους κρίνουμε αυστηρά, συμπλ ή-
ρωσε σχεδόν αμέσως.
Ανακάθισε στη θέση του κι έβαλε το ένα πόδι πάνω
στ’ άλλο. Έβγαλε το καπέλο του, ίσωσε το γείσο και τις
άκρες και το ξανάβαλε στο κεφάλι του, ενώ άλλαζε συζ ή-
τηση.
- Και λοιπόν; Τι λέγατε για τη Σμύρνη και τον Πλαστή -
ρα κάτω απ’ τον πλάτανο του χωριού σας;
- Θα σας πω κύριε σταθμάρχα αλλά έχω μια απορία! ...
Ο Πλαστήρας εί χε πεθάνει πρόσφατα κι ίσως γι’αυτό να
ξεκίνησε η συζήτηση στην πλατεία με τους συγ χωριανούς
μου...Το κόμμα του, η Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέν -
τρου, κυβέρνησε με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Σ ο-
φοκλή Βενιζέλου, ως το φθινόπωρο, αν θυμά μαι καλά, του
1952...Κι οι δυο τους δεν ήταν ούτε αναρχικο ί αλλά ούτε
και κομμουνισταί...Γιατί λοιπόν θεωρήθηκε τόσο κακό α υ-
τό που θα μπορούσα να πω για την παλικαριά κι ανδρεία

104
του «Μαύρου Καβαλάρη» στη μικρασιατική εκστρατεία;
- Ε, τι να σου πω τώρα! Μερικοί, λέω μερικοί γιατί
εγώ έχω τις δικές μου απόψεις, θεωρούν πως το κόμμα
του Πλαστήρα ήταν ένα κόμμα «συνοδοιπορικό» με την
Αριστερά...Έκανε ζημιά στον Παπάγο! ... Τον έστειλε στην
αντιπολίτευση...Κι έδωσε θάρρος στα κομμούνια...
- Δηλαδή είμαι κι εγώ συνοδοιπόρος! Ο φάκελός μου
είναι λοιπόν μουντζουρωμένος γι’αυτό το λόγο;
- Έτσι φαίνεται!
- Και τι πρέπει να κάνω για να ξαναγίνει λευκό ς;
Ο Μπαντουράκης τον πλησίασε περισσότερο κι έσκ υ-
ψε προς το μέρος του. Έδινε την εντύπωση πως προ -
σπαθούσε να μην ακούγεται απ’ τους άλλους επιβάτες,
που ήταν δίπλα του στην αίθουσα αναμονής. Η όλη του
στάση έδειχνε πως θα επακολουθήσει μια εμπιστευτική,
μια σοβαρή και μυστική πρόταση.
- Φίλιππε, παιδί μου, ότι πούμε θα μείνει μεταξύ μας...
Η Ασφάλεια μου έστειλε τους φακέλους για επαλήθευση
των εγγραφών και αναθεώρησή τους... Για τη δική σου πε-
ρίπτωση μίλησα στον διοικητή...Του πρότεινα να διαγρά -
ψουμε την πληροφορία με δική μας ευθύνη, αλλά ήταν α-
νένδοτος...Άνθρωπος είναι κι αυτός! .. Φοβάται για τα γα-
λόνια του! .. Όμως, μου έκανε μια πρόταση...
- Τί πρόταση;
- Να γράψεις ένα γράμμα στην εφημερίδα... Στη Μακε-
δονία ή, αν θέλεις, στον Ελληνικό Βορρά... Εσύ, μου είπαν
πως έχεις γερή πένα...Θα γράψεις, λοιπόν πως αποκη-
ρύσσεις τις αριστερές ιδέες της Ε.Π.Ε.Κ. του Νικολάου
Πλαστήρα και πως δεν έχεις, ούτε είχες ποτέ καμιά σχέση
με κόμματα που υποσκάπτουν τα θεμέλια της δημοκρατίας
και υπονομεύουν τα εθνικά ιδεώδη... Μου είπε ακόμα...
- Ως εδώ κύριε σταθμάρχα! τον διέκοψε απότομα και
με τραχιά φωνή ο Φίλιππος. Το πρόσωπό του είχε αγριέ -
ψει κι η φωνή του είχε αλλοιωθεί απ’ τη σύγχυση κι αγα -
νάκτηση.
- Αν σας έλεγα ναι, δέχομαι την πρόταση κύριε σταθ -
μάρχα, θα ‘πρεπε να με φτ ύστε μ’ αηδία στα μούτρα, σ υ-

105
νέχισε με το ίδιο ύφος ο νεαρός συνομιλητής του Μπαν -
τουράκη.
Με μια ευφράδεια, που ανάγκασε το γηραλέο αστυνο -
μικό να παρακολουθεί εμβρόντητος το νεαρό συνομιλητή
του, ο Φίλιππος υπογράμμισε πως δε θα ‘ταν μόνο απρέ -
πεια αλλά κι ένα είδος πνευματικής τυμβωρυχίας προς ένα
νεκρό ήρωα του πολέμου της Μικρασίας, να δημοσιευθεί
ένα τέτοιο κατάπτυστο κείμενο σ’ οποιαδήποτε εφημερίδα
της Βόρειας Ελλάδας. Είπε πως ούτε ανήκε οργανωτικά
σε κάποια πολιτική ομάδα , αλλά κι ούτε τον ενδιέφεραν τα
κόμματα. Κόμμα γι’ αυτόν ήταν η Ελλάδα και στελέχη του
οι ήρωες που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την πατρ ί-
δα.
Για τον Πλαστήρα είπε πως η συνεισφορά του στη
μικρασιατική εκστρατεία ήταν παράδειγμα για μίμηση απ’
του νεότερους και πως κατά την ταπε ινωτική τραγωδία και
καταστροφή του ’22, έπαιξε το ρόλο, κατά την έκφραση
κάποιου ιστορικού, «ποιμενικού κυνός που περιμάζευε τα
διασκορπισμένα και τρομοκρατημένα πρόβατα».
- Αν δεν ήταν ο Πλαστήρας, κύριε σταθμάρχα, η Τουρ -
κία θα ‘χε σήμερα, εκτός απ’ την Ανατολική και τη ν Δυτική
Θράκη, ίσως και την Ανατολική Μακεδονία και κάποια νη-
σιά του Αιγαίου ...Τα σύνορα θα ‘φταναν ως το Νέστο ή το
Στρυμόνα...Ίσως κι αυτός ο χώρος που καθόμαστε τώρα
να ήταν τουρκικό ή βουλγαρικό έδαφος...
Με την ίδια πειστικότητα κι ευγλωττία συνέχισε να μι-
λά για τους ήρωες που θυσιάστηκαν για την πατρίδα...Για
την υπέροχη γενιά του 1912 που υπερδιπλασίασε την Ε λ-
λάδα και για τους ήρωες του 1821, για τους οποίους το
ελληνικό κράτος δεν επέδειξε τον ανάλογο σεβασμό στη
μνήμη τους.
-Δεν μ’ ενδιαφέρει ο Πλαστήρας ως πολιτικός...Στο
μνήμα του στρατιώτη Πλαστήρα νιώθω την ανάγκη να γ ο-
νατίσω μ’ ευλάβεια...Ας μην αδικούμε τους ήρωες... Μ ή-
πως από κομματικό πάθος δεν προσπάθησαν κάποιοι να
θανατώσουν έναν Κολοκοτρώνη! Μήπως από τοπικιστικά
ταπεινά ελατήρια δεν πρόβαλαν κάποιους ασήμαντους κι

106
αποσιώπησαν την ανδρεία και προσφορά άλλων που θ υ-
σίασαν τα πάντα για το έθνος; Όλοι οι Έλληνες διάβασαν
στα σχολικά βιβλία για το ν Γκούρα και τις σκοτεινές σελί-
δες της δράσης του στα χρόνια εκείνα της ελλ ηνικής επα-
νάστασης...Ποιος έχει διαβάσει ή έχει ακούσει για το δικό
μας, τον Σερραίο ήρωα του 1821...Ο Εμμανουήλ Παπάς,
αυτός ο πάμπλουτος συμπατριώτης μας, ο τραπεζίτης, ο
έμπορος με υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και
στη Βιέννη, θυσίασε τα πάντα γι α τον αγώνα...Ο ίδιος και
τα τρία απ’ τα τέσσερα παιδιά του, που πολέμησαν στη
Βόρεια και στη Νότια Ελλάδα, θυσιάστηκαν για την πατρ ί-
δα δίπλα στον Παπαφλέσσα και στον Καραϊσκάκη...Η τ ε-
ράστια περιουσία του ρευστοποιήθηκε για ν’ αγοραστούν
όπλα...Στο τέλος, η γυναίκα του και τα υπόλοιπα μικρά
παιδιά του έζησαν και πέθαναν μέσα σ’ ανείπωτη φτώ -
χεια… Κύριε σταθμάρχα, πριν έρθετε στη Μακεδονία δι α-
βάσατε ή ακούσατε ποτέ σε καμιά επίσημη τελετή να μ ι-
λούν για κάποιον ήρωα Εμμανουήλ Παπά; Δεν υπάρχει
ούτε λέξη στα σ χολικά βιβλία...
-Εγώ παιδί μου δεν ξέρω τα δικά σου γράμματα...Δε ν
ξέρω την ιστορία όπως την ξέρεις εσύ, ψέλλισε ο Μπαν-
τουράκης μ’ έκφραση ενοχής για την άγνοιά του στα αν α-
φερόμενα ιστορικά γεγονότα.
Για μερικά δευτερόλεπτα δε ν μίλησε κανένας. Υπήρχε
μια ατμόσφαιρα, μια αίσθηση αμηχανίας. Πρώτος έσπασε
τη σιωπή ο Φίλιππος.
- Να μείνουν στο φάκελό μου, κύριε σταθμάρχα, οι
πληροφορίες που αφορούν στον Πλαστήρα...Δεν σας έ-
χουν μεταφέρει τ’ αληθινά γεγονότα....Αλλά, έστω κι αυτά
τα ψέματα που σας είπε ο Περπ άς, αποτελούν μια τιμητι κή
διάκριση για μένα...Είναι κάτι σαν μνημόσυνο προς έναν
ήρωα...
Ο Μπαντουράκης σηκώθηκε αργά απ’ το παγκάκι και
κούνησε πέρα δώθε τους ώμους του για να ξεμουδιάσει.
Έσκυψε και κοίταξε απ’ τη τζαμαρία προς το δρόμο, όπου
είχαν φτάσει δυο υπεραστικά λεωφορεία.
- Το δικό μου λεωφορείο θα φύγει πρώτο …Νομίζω

107
πως το δεύτερο, από πίσω, πάει για το χωριό σου, είπε κι
έπιασε το μαύρο χαρτοφύλακα που είχε αφήσει δίπλα,
στην άκρη του πάγκου. Έπειτα στράφηκε προς το Φίλι π-
πο. Ήταν υπερβολικά χλομός, κάτι παραπάνω απ’ τη συ-
νηθισμένη χλομάδα του κι είχε μια έκφραση ενοχής.
- Θαυμάζω τον ενθουσιασμό σου και τις αγνές προθέ -
σεις σου...Είσαι όμως νέος και δεν καταλαβαίνεις του ς
κινδύνους...Ξέρεις, παιδί μου … Ένας μουντζουρωμένος
φάκελος κοινωνικών φρονη μάτων αποτελεί μεγάλο πρόβ-
λημα στη ζωή...Θα σου παρουσιαστούν εμπόδια στο π α-
νεπιστήμιο αν συνεχίσεις τις σπουδές σου, στο στρατό,
στο επάγγελμα που θα διαλέξεις... Τέλος πάντων ! Μου μί-
λησες έντιμα και παλικαρίσια...
Προχώρησε δυο τρία βήματα, αλλά ξαναγύρ ισε προς
τον Φίλιππο για να συνεχίσει χαμογελώντας.
- Οι πληροφορίες θα μείνουν στο ν φάκελό σου, αλλά η
δική μου συμπληρωματική έκθεση προς την Ασφάλεια
Σερρών, θα είναι για σένα ένα τείχος προστασίας... Καν έ-
νας δεν θα μπορέσει να σε βλάψει αν δεν καταφέρει να
βρει κάποια επιβαρυντικά έγγραφα στοιχεία εις βάρος
σου... Να είσαι προσεκτικός παιδί μου! ..Να προσέχεις π ο-
λύ! .. Πάρα πολύ! ..
Αυτές τις τελευταίες λέξεις του σταθμάρχη Μπαντου -
ράκη, ο Φίλιππος τις θυμήθηκε π ολλές φορές στα χρόνια
που ακολούθησαν.

108
VIΙΙ

Η γνωριμία

Σ’ αυτή τη δύσκολη διετία για το Φίλιππο, υπήρξε ένα


σημαντικό κι ευχάριστο γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα
όλη του τη ζωή. Η Ηρώ, ο μεγάλος του έρωτας, ήταν η ν ε-
αρή κοπελίτσα που συγκίν ησε για πρώτη φορά την καρδιά
του τόσο έντονα, τόσο συγκλονισ τικά, μετά τις επιπόλαιες
εφηβικές ερωτικές περιπετειούλες.
Ήταν γύρω στα δεκαεφτά. Ψηλή, λεπτή, μ’αρχοντική
εμφάνιση κι ένα αγγελικό πρόσωπο. Μεγάλα μάτια, χείλη
καλλίγραμμα σαν περισπωμένη, μα λλιά κυματιστά καστα-
νόξανθα, που άλλοτε έπεφταν πλούσια στους ώμους της
κι άλλοτε τα έδενε με χάρη σε αλογοουρά. Ήταν μια κα λ-
λονή.
Πρώτη φορά άκουσε να μιλούν γι’ αυτή την κοπέλα το
καλοκαίρι, όταν τελείωσε την πέμπτη τάξη του γυμνασίου.
Ένα απόγευμα που έπαιζε τάβλι με το φίλο του το Γιώργο,
στο καφενείο του πατέρα του, του κυρ΄ Θανάση Βορίδη,
είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το τραπέζι τέσσερις πέντε νεαροί
και όρθιοι παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον το παιχνίδι.
Κάποια στιγμή, σε μια κρίσιμη φάση του παιχνιδιού, ότ αν
υπήρχε απόλυτη σχεδόν ησυχία, ακούστηκε κάποιος να
λέει μ’ έναν εύθυμο προσποιητό αναστεναγμό.
- Άντε, με τέτοια ζέστη να ησυχάσεις όταν περνούν
από μπροστά σου τέτοιες κουκλάρες!
Ο Φίλιππος γύρισε και είδε όλους τους όρθιους αυτό -
κλητους παρατηρητές του παιχνιδιού, να έχουν στραμμένα
τα βλέμματά τους προς την πλατεία. Ο ίδιος καθόταν με
την πλάτη γυρισμένη προς αυτή την κατεύθυνση και δεν
109
είχε ελεύθερο οπτικό πεδίο. Έσκυψε λίγο και τέντωσε το
λαιμό του. Είδε τη νεαρή κοπέλα να διασχίζει με γρήγορο
βήμα το κέντρο της πλατείας και να κατευθύνεται προς τη
βόρεια πλευρά του χωριού. Δεν πρόλαβε να δει καθαρά το
πρόσωπό της.
- Ποιά είν’ αυτή; ρώτησε καθώς μετακινούσε δυο πού -
λια.
- Ποια άλλη! ...Η Ηρώ η Καζαβίτη, απάντησε κάποιος
απ’ τους παρευρισκόμενους.
- Η Ηρώ!
- Ναι μωρέ...Η αδελφή του Παντελή, του υδραυλικού...
- Αν συνεχίσεις να έχεις το νου σου στην Ηρώ θα χά -
σεις το παιχνίδι, είπε εύθυμα και περιπαιχτικά ο Γιώργος.
Να, κοίτα! Σ’ έπιασα παραμάνα... Αυτό το παιχνίδι να το
υπολογίζεις διπλό...
Πέρασαν αρκετοί μήνες. Τον άλλο χρόνο, στις διακο -
πές του Πάσχα, βρισκόταν και πάλι στο χωριό. Με δυο
νεαρούς της ηλικίας του στέκονταν έξω απ’ το γωνιακό
παντοπωλείο, στην αρχή της πλατείας και μιλούσαν για τις
δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι γεωργοί με τις καπνοπ ω-
λήσεις. Οι τιμές ήταν εξευτελιστικές κι οι χωρικοί, με τις
μεγάλες υποχρεώσεις για την εξόφληση των χρεών τους,
κάθονταν σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Τότε ήταν που πέρασε από μπροστά τους η Ηρώ. Θα
διέσχιζε την πλατεία για να κατευθυνθεί, όπως συνήθιζε,
προς το σπίτι της κολλητής της φίλης, της Στέλλας, προς
την άλλη πλευρά. Ο ένας απ’τους νεαρούς, την ώρα που
περνούσε από μπροστά τους έβγαλε έναν πνιχτό σιγανό
αναστεναγμό και είπε με προσποιητή ηδυπάθεια.
- Μερικές γυναίκες είναι σκέτοι πειρασμοί... Και μόνο
που τις βλέπει ς σου ‘ρχεται να χυ...χυ...χιμήξεις.
Έκανε αυτόν τον χυδαίο υπαινιγμό και χαχάνισε ευχα-
ριστημένος για το φτηνό ευφυολόγημα. Η Ηρώ είχε φαν ε-
ρά ταραχτεί. Το όμορφο πρόσωπό της είχε γίνει κατακό κ-
κινο και φάνηκε, κάποια στιγμή, πως έχασε το βηματισμό
της. Απομακρύνθηκε με πολύ γρήγορα βήματα.
- Ε, όχι και τόσο χοντροκομμένα πειράγματα βρε παι -

110
διά! Στο χωριό όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας και μπορεί
να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, παρατήρησε φανερά ε κ-
νευρισμένος ο Φίλιππος.
- Σιγά τις παρεξηγήσεις! ...Κάτι τέτοια πειράγματα τα
χαίρονται οι γυναίκες κι ας δείχνουν πως θυμώνουν... Τι
να πω ρε παιδιά! Αυτό το κορίτσι στο Δημοτικό ήταν ένα
κοκαλιάρικο ξεγλειμμένο πιτσιρίκι...Τι γυναικάρα ξεπετάχ -
τηκε μέσα σε λίγα χρόνια! ... Ξετρελάθηκαν όλοι οι υπο -
ψήφιοι γαμπροί και μορφ ονιοί σ’ όλα τα χωριά της πε ριο-
χής... Μιλάμε για ομαδική παλαβομάρα!
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, ο Φίλιππος είχε πια
τελειώσει το γυμνάσιο και θα παρέμενε στο χωριό, ώσπου
να τακτοποιηθούν τα οι κονομικά της οικογένειας. Οι αν α-
δουλειές του εμποροραφείου και τα χρέη που συσσωρεύ-
τηκαν, δημιούργησαν μια αφόρητη κι αγχωτική κατάσταση.
Στα μέσα του Ιούλη θα γινόταν ένας γάμος. Όπως σ υ-
νηθίζεται, όλο το χωριό είχε προσκλήσεις για να παραστεί
στη γαμήλια τελετή, στη μεγάλη εκκλησιά του Αϊ-Θανάση.
Το βράδυ, την παραμονή του γάμου, έγινε γλέντι στο
μεγάλο τσαρντάκι του σπιτιού της νύφης. Το σπίτι ήταν
ολοφώτιστο. Είχαν στήσει και δυ ο σειρές από ηλεκτρικές
λάμπες στην αυλή. Το χωριό, από προπολεμικά είχε κά -
ποιον υποτυπώδη ηλεκτροφωτισμό από κοινοτικό εργο -
στάσιο, αλλά τα τελευταία χρόνια η κρατική υπηρεσία η-
λεκτρισμού είχε εγκαταστήσει ένα πλήρες και ολοκληρ ω-
μένο δίκτυο.
Λίγο πριν σουρουπώσει, ο Φίλιππος, μαζί με τον κατά
ένα χρόνο μικρότερο φίλο του Στέργιο Τσαλίκη, πέρασαν
απ’ το σπίτι της νύφης για να δώσουν τις απαραίτητες ε υ-
χές και να μείνουν στο γλέντι. Ο Σ τέργιος ήταν ξάδελφος
της νύφης κι ήταν γενικά εθιμικά αποδεκτό να προσ-
καλέσει, για παρέα , έναν στενό του φίλο.
Είχαν αναμειχθεί μ’ άλλους προσκεκλημένους στο σ α-
λόνι. Κάποια στιγμή, ο Φίλιππος βγήκε στη μικρή βε -
ραντούλα. Είχε κι άλλους προσκεκλημένους εκεί. Πήγε
στην άκρη, στη γωνία της βεράντας και κοίταζε τον κόσμο
που πηγαινοερχόταν στην αυλή. Η φωνή της έφτασε στ’

111
αφτιά του, απαλή, ζεστή,μελωδική, μ’ έναν αλλόκοτο αγνό
αισθησιασμό.
- Θα πάρεις για να ευχηθείς;
Ήταν η Ηρώ. Κρατούσε έναν μεγάλο δίσκο. Πάνω του
υπήρχε μια φοντανιέρα με σοκολατάκια, καλυμμένα σε
πολύχρωμη συσκευασία κα ι μικρά ποτηράκια μισογεμάτα
με λικέρ. Ήταν όμορφη… Με την αλογοουρά ανασηκωμένη
και στηριγμένη σε μια χρυσαφί κοκαλένια πεταλούδα … Με
τα μεγάλα εκείνα καστανοπράσινα μάτια και το αγγελικό
της χαμόγελο…
Λίγο τρακαρισμένος από την τόσο ξαφνική κι αναπάν -
τεχη συνάντηση, έμεινε για λίγο αναποφάσιστος.
- Θα πάρεις; τον ξαναρώτησε.
Έσκυψε και δίστασε να διαλέξει ανάμεσα στα πολύ -
χρωμα σοκολατάκια. Βρισκόταν σε κατάσταση αμηχανίας.
- Είναι δυνατόν ν’ αρνηθώ! Θα πάρω...Θα πάρω αυ-
τό, ψέλλισε καθώς έπιανε ένα σοκολατάκι, τυλιγμένο με
χρυσοκίτρινο χαρτί. Έπειτα, έπιασε ένα ποτηράκι με λικέρ
και ρούφηξε δυο τρεις μικρές γουλιές δίνοντας ευχές
στους μελλόνυμφους. Καθώς άφηνε το ποτήρι στο δίσκο,
την κοίταξε βαθιά στα μάτια κι έτσι, χ ωρίς να ξέρει το για-
τί, με μια ακατανίκητη εσωτερική παρόρμηση, τόλμησε να
συμπληρώσει.
- Θα μπορούσα να μην πάρω το κέρασμα από σένα;
Θα μπορούσα ν’ αρνηθώ;
Την είδε να χαμηλώνει τα μάτια της και να ροδίζει το
απαλό δέρμα του προσώπου της. Του φάνηκε πως ο δίσ-
κος που κρατούσε έχασε, για κλάσμα του δευτερολέπτου,
την ευστάθειά του.
Χαμογέλασε μ’ αμηχανία κι έστριψε γρήγορα προς το
εσωτερικό του σπιτιού. Ο Στέργιος που τη συνάντησε στην
είσοδο της τζαμόπορτας, την κοίταζε περίεργα και μετά
πλησίασε τον Φίλιππο.
- Τί την έπιασε αυτή; Την τσίμπησε μύγα;
- Ποιος ξέρει;
- Μήπως της είπες κάτι που την πείραξε; Είναι παρά -
ξενη κι εύθικτη αυτή η κοπέλα...Φαντάσου πως εμείς, που

112
έχουμε τέτοιες στενές οικογενειακές σχέσεις, προσέχουμε
όλοι μας όταν την πλησιάζουμε.. .
- Δηλαδή, τι προσέχετε; Τί μπορεί να την πειράξει και
να την εκνευρίσει;
- Τι να σου πω φίλε μου! Μια φορά που έσκυψ α να
της πω κάποιο μυστικό στ’ αφτί, είχε την εντύπωσ η πως
πήγα να τη φιλήσω και μ’ έσπρωξε με δύναμη πάνω στη
γούρνα της βρύσης, στην κάτω πλατεία...Κόντεψα να γίνω
μούσκεμα ή να σπάσω το κεφάλι μου… Το πήρε πάνω της
αυτό το κορίτσι...Την είπαν όμορφη και χέστηκε!
- Φαίνεσαι πικαρισμένος! Μήπως πραγματικά πήγες
να τη φιλήσεις κι έφαγες χυλόπιτα; τον ερέθισε περιπαιχ-
τικά ο Φίλιππος.
- Άντε, μη σου πω καμιά κουβέντα κι εσένα! Ο μεγ ά-
λος Στέργιος γράφει στα παλιά του παπούτσια τέτοιες μ α-
λακισμένες γκόμενες...
- Πάμε μέσα στο σαλόνι μεγάλε Στέργιε, του είπε κ α-
θώς τον έπιανε απ’ το μπράτσο για να οδηγηθούν στο
εσωτερικό του σπιτιού.
Αυτός ο φίλος του, με τον οποίο αργότερα συγκα -
τοίκησε, ως φοιτητής, στην περιοχή της Ευαγγελίστριας
Θεσσαλονίκης, ήταν φτιαγμένος από ένα κράμα μεγαλο -
φυούς μεγαλομανίας κι ασυνήθιστων συναισθηματικών μ ε-
ταπτώσεων. Ήταν φανερό πως στόχευε πολύ ψηλά. Τα
χρόνια που ακολούθησα ν ήταν γι’ αυτόν μια πορεία επι -
στημονικής καταξίωσης στην πυρηνική ακτινοφυσική.

Ο έρωτας

Τους επόμενους μήνες υπήρχε ανάμεσα στους δυο


νέους ένα διακριτικό φλερτ. Τα Σαββατοκύριακα, που τα
βράδια γινόταν στην πλατεία η καθιερωμένη «βόλτα», δ ι-
νόταν η ευκαιρία κάποιας στιγμιαίας συνάντησης με φι -
λικές παρέες. Εκεί υπήρχε η ευχέρεια ν’ ανταλλάξουν κρυ -

113
φές ματιές, χωρίς όμως να δημιουργηθεί κάποια οικειότ η-
τα μεταξύ τους. Τα μάτια τους έδειχναν πως είχε ανα -
πτυχθεί μια αμοιβαία έλξη. Μόνο μια βραδιά ο Φ ίλιππος
ήταν υπερβολικά τολμηρός. Καθώς η κοπέλα έκανε τη
βόλτα της στην πλατεία με τις φίλες της, έσκυψε από πί σω
και σχεδόν κολλητά στ’ αφ τί της ψιθύρισε στα πεταχτά.
- Κι απόψε, όπως πάντα, είσαι πολύ όμορφη… Θα σε
σκέφτομαι παντοτινά...
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, περιέπλεξαν την κ α-
τάσταση που είχε δημιουργηθεί από το αμοιβαίο φλερτ
των δυο νέων και δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις κι εντ ά-
σεις.
Ο Πέτρος κι ο Δήμος ήταν δυ ο δεκαπεντάχρονοι φίλοι,
οι οποίοι είχαν στενούς δεσμούς με την οικογένεια Καζα -
βίτη. Ο ένας, ο Δήμος, ήταν βοηθός στο εργαστήρι του
Παντελή. Ο Πέτρος, ο στενός του φίλος, είχε συγγενικές
σχέσεις με το αφεντικό του Δήμου και γι’ αυτό δέθηκαν οι
δυο τους φιλικά μ’ όλη την οικογένεια της Ηρώς. Ήταν τ έ-
τοια η οικειότητα που είχε αναπτυχθεί μετα ξύ τους ώστε,
πολλά μεσημέρια, τους φιλοξενούσε η κυρα -Ελένη, η μη-
τέρα της Ηρώς, η οποία τους συμπεριφερόταν σαν «δε ύ-
τερα παιδιά της».
Αυτοί οι δυο είχαν επιφορτισθεί απ΄ τον Παντελή να
παρακολουθούν διακριτικά τις κινήσεις της αδελφής του
και να τον ενημερώνουν για τους ενοχλητικούς μορφο -
νιούς απ’ το χωριό ή από άλλα γειτονικά χωριά, που στη
βόλτα της πλατείας ενοχλούσαν με χοντροκομμένα ερω -
τόλογα την Ηρώ και την υπόλοιπη παρέα της.
Μια μέρα που ο Φίλιππος καθόταν μόνος σε μια άκρη
του καφενείου, κάτω απ’ τον πλάτανο, τον πλησίασαν και
ζήτησαν να τους εξηγήσει τη σημασία μιας λέξης που ε ί-
χαν ακούσει στο ραδιόφωνο, για πρώτη φορά.
- Φίλιππε, μήπως ξέρεις τι θα πει... «ερασιτέχνης»;
τον ρώτησε ο Πέτρος.
- Πού την ακούσατε αυτή τη λέξη;
- Στο ραδιόφωνο...Κάποιοι μάλωναν σ’ ένα έργο που
παίζεται σε συνέχειες κι ο ένας φώναξε στον άλλο πως ε ί-

114
ναι ερασιτέχνης χειρούργος...Τί θα πει δηλαδή; Καλλιτέ-
χνης χειρούργος! ... Θαυμάσιος χειρούργος! ...
- Όχι, λεβέντες... Ένας ερασιτέχνης χειρούργος στέλνει
τους αρρώστους του σ τον άλλο κόσμο....Ερασιτέχνης είναι
κάποιος που δεν ασχολείται επα γγελματικά με κάποια ερ-
γασία...Όπως, ας πούμε, ο άλλος είναι επαγγελματίας ψα-
ράς κι εγώ πάω και ψαρεύω μ’ αγκίστρι στο Στρυμόνα κ αι
γίνομαι ερασιτέχνης ψαράς... Ο ένας είναι ζωγράφος και
πουλά τους πίνακές του για να ζήσει, ενώ ο άλλος ζωγρ α-
φίζει για να περνά η ώρα του... Αυτός είναι ο ερασιτέχνης!
- Α, έκανε ο Δήμος μ’ έκπληξη. Τώρα κατάλαβα! Λέμε
πως ο Πέτρος είναι ερασιτέχνης ποιητής...
- Γράφει ποιήματα ο Πέτρος; ρώτησε ο Φίλιππος
- Σαχλαμάρες! γκρίνιαξε ο Πέτρος.
- Γράφει...Γράφει...Να πέστου τέσσερις λέξεις και θα
σου γράψει ποίημα...Ανά δυο να έχουν ομοιοκαταληξίες,
επέμενε ο Δήμος. Πες Φίλιππε τέσσερις λέξεις και θα δεις!
Έλα, λέγε...
Εκείνη την περίοδο οι κομφερανσιέ και οι στιχουργοί
των θεάτρων και των προγραμμάτων του ραδιοφώνου, ε ί-
χαν λανσάρει τη μόδα των αυτοσχέδιων ποιημάτων. Γνω-
στοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης και ο Μ ί-
μης Τραϊφόρος , είχαν γίνει πασίγνωστοι γι’ αυτό το ταλέν-
το τους, που απαιτούσε σπιρτάδα και ειδικές ικανότητες
στη συσχέτιση του θέματος με τις τέσσερις λέξεις. Και το
θέμα αλλά και τις λέξεις τις καθόριζε τυχαία ένας ακροα-
τής.
Ο Φίλιππος άρχισε να διασκεδάζει με τους νεαρούς.
Ήταν παιδιά με ζωντάνια και χιούμορ.
- Άντε, θα σας πω τέσσερις λέξεις... Ας σκεφτώ... Λοι-
πόν, γράψε Πέτρο! «Δροσοσταλίδα, ηλιαχτίδα, ευχή, ψ υ-
χή»...
- Το θέμα...Το θέμα...Ας πούμε ο κρυφός έρωτας, η
αγάπη, το όνειρο...,πρότεινε αμέσως ο Δήμος σα να ‘χε
προετοιμαστεί γι’ αυτό.
- Εντάξει...Το όνειρο...Είναι καλό θέμα...
Ο Πέτρος έπιασε το μολύβι κι άρχισε να σημειώνει και

115
να σβήνει λέξεις σ’ ένα πρόχειρο τεφτεράκι.
- Σε πέντε λεπ τά θα το ‘χω έτοιμο, ψιθύρισε αφηρη -
μένα και ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις και στο γράψιμο...
- Έτοιμος;
- Πανέτοιμος! ...Άκου Φίλιππε! ...«Το όνειρο»... θα μπο-
ρούσαμε να πούμε «Το κρυφό όνειρο».
- Τέλος πάντων...Για να δούμε τι έγραψες!
Ο Πέτρος άρχισε ν’απαγγέλλει με στόμφο: «Εφάνηκες
στο δρόμο μου, ωσάν δροσοσταλίδα, Ηρώ, κόρη πανέ -
μορφη, αγνή μου ηλιαχτίδα. Μεσ’ απ’ τα βάθη της καρ -
διάς, θα κάνω μια ευχή. Να μου χαρ ίσεις ‘πλώχερα, την
πάναγνη ψυχή».
Μόλις τέλειωσε το ποίημα οι δυ ο πιτσιρικάδες άρχισαν
να γελούν. Ο Δήμος αμέσως συμπλήρωσε.
- Υπογραφή: Φίλιππος Στεργιάδης.
Άρχισε κι ο Φίλιππος να γελά, ενώ έπιασε το αφ τί του
Πέτρου και το τραβούσε μαλακά.
- Βρε μπάσταρδα, τι μου σκαρώνετε εσείς οι δυο...
Ποιος σας είπε πως εγώ έχω κάποια «κρυφά όνειρα» για
την Ηρώ! ..Τί παραμύθια είν’αυτά;
- Έλα τώρα! Όλο το χωριό βουίζει πως είσαι ερωτο -
χτυπημένος με την Ηρώ...Εμείς είμαστε κολλητοί, όπως ο
κώλος και το βρα κί και ξέρουμε τη μούρλα της...Επειδή
είσαι καλό παιδί και σε θεωρούμε δικό μας άνθρωπο,
πρόσεχε μη φας τα μούτρα σου και ξεφτι λιστείς...Η Ηρώ
είναι από άλλο ανέκδοτο.... Έφαγαν παπούτσι λεβέντες με
κουρσάρες και βίλες, είπε ο Πέτρος.
- Πώ, πώ! Αυτή η κοπέλα θα φτάσει πολύ ψηλά! ...Θα
μπει σ’ ανάκτορα! ...Να της πείτε μόνο μη προσγειωθεί
απότομα και σπάσει τα πλευρά της, ειρωνεύτηκε ο Φίλι π-
πος.
- Δηλαδή δεν είσαι ερωτευμένος με την Ηρώ; ρώτησε
ο Δήμος.
- Να πείτε στη φίλη σας να μη διαδίδει τέτοια παρα -
μύθια...
- Μα και ‘κεινη μας είπε ότι ποτέ δε ν σου ‘δωσε το
θάρρος να κάνεις τέτοιες διαδόσεις που τη θίγουν...

116
- Τότε είμαστε πάτσι! ...Να της πείτε να διαλέξει κά -
ποιο απ΄ τα βασιλόπουλα με τα χρυσά παϊτόνια που γονα-
τίζουν μπροστά της...Κάποια μέρα ίσως ξυπνήσει και δει
την πραγματικότητα η ονειροπαρμένη Ηρώ σας...
- Τι λες ρε Φίλιππε! Αν της πούμε όσα μας λες θα
τρελαθεί απ’ το κακό της...Δεν συνηθίζει ούτε να βρίζει,
ούτε να τη βρίζουν...
- Δεν την έβρισα...Απλά θέλω να την πληροφορήσετε
πως ποτέ μου δεν διέδωσα πως έχουμε ερωτικές σχέ -
σεις... Να της το πείτε οπωσδήποτε...
- Θα της το πούμε, διαβεβαίωσαν τ ο Φίλιππο μ’ ένα
στόμα και οι δυ ο νεαροί.
Από εκείνη τη μέρα η ζωή του Φίλιππου είχε αναστα -
τωθεί. Τη σκεφτόταν αμέτρητες ώρες, άλλοτε γλυκιά και
χαμογελαστή κι άλλοτε με σκοτεινή έκφραση ή οργισμένη
να του συμπε ριφέρεται σκληρά κι αλαζονικά .
Έξω, στην πλατεία ή στο καφενείο, φρόντιζε να κάθ ε-
ται πάντα με την πλάτη προς το μπαλκόνι της φίλης της,
της Στέλλας. Όταν τ’ απογεύματα έκανε βόλτ ες στην πλα-
τεία με τους φίλους του και η Ηρώ καθότ αν στο μπαλκόνι,
φρόντιζε να μη στρίβει το κεφάλι του προς το μέρος της,
μ’ όλο που απ’ τα κατάβαθα της ψυχής του ήθελε να
στρέψει το βλέμμα του πάνω της και να την κοιτάζει για
ώρες με λατρεία. Ήταν μια σκ ληρή περίοδος αυτοβασα-
νισμού. Θεωρούσε πως δεν έπρεπε να της δώσει το δικαί -
ωμα να τον γελοιοποιήσει στις φίλες και στους γνωστούς
της, όπως συνέβη μ’ άλλους νεαρούς που προσπάθησαν
να τη σαγηνεύσουν. Όμως το ήξερε. Ήταν τρελά ερωτε υ-
μένος.
Ένα σαββατιάτικ ο απόγευμα είχαν καθίσει με το Γιώ ρ-
γο, στο καφενείο του πατέρα του φίλου του και το‘ριξαν με
τις ώρες, όπως συνήθιζαν, στο τάβλι. Ο κυρ’ Θανάσης έ-
νιωθε περηφάνια, όταν ο γιος του με τους παιδικούς του
φίλους κάθονταν στο καφενείο, κάτω απ’ τον πλάτανο και
διασκέδαζαν με τον τρόπο τους. Τότε, ο μεσήλικας καφε -
τζής καθόταν σε μια άκρη, έξω απ’ την πόρτα του καφε-
νείου και καμάρωνε, όπως έλεγε, τα παι διά καπνίζοντας

117
σιωπηλός. Αν ερχόταν κάποιος βιαστικός πελάτης κι απα ι-
τούσε να σερβιριστεί γρήγορα, τότε ο κυρ Θανάσης ξεσ-
πούσε οργισμένος.
- Το μαγαζί αυτή την ώρα δεν δουλεύει...Πήγαινε να
πιεις καφέ σ’ άλλο καφενείο ή σ το σπίτι σου…Άντε, τα
πολλά λόγια είναι φτώχεια!
Είχαν κι οι δυο φίλοι αφοσιωθεί στην πολύωρη ταβλ ο-
μαχία, όταν ήρθε και κάθισε στο τραπέζι τους ο Γιάννης
Ζωραβέλης, ένα από τα πιο φιλήσυχα και πολιτισμένα
παιδιά του χωριού. Είχε απ’ τα παιδικά του χρόνια πλ α-
τωνικό έρωτα με τη Βούλα Αλέρτη, μια απ’ τις κολλητές
φίλες της Ηρώς. Τώρα, στα δεκαοχτώ τους, οι σχέσεις
τους είχαν σχεδόν επισημοποιηθ εί σιωπηρά απ’ τις δυο
οικογένειες κι οι ερωτευμένοι συναντιόνταν, χωρίς μεγ ά-
λες προφυλάξεις, ακόμα και σε κεντρικά σημεία του χω -
ριού. Όλοι ήξεραν πως μετά τη στρατιωτική υποχρέωση
του Γιάννη, το ερωτευμένο ζευγάρι θα παντρευόταν για να
δημιουργήσει οικογένεια.
Κάποια στιγμή το παιχνίδι σταμάτησε γιατί η αδερφή
του Γιώργου τον κάλεσε απ’ το παράθυρο για ν’ ανεβεί για
λίγο στο σπίτι. Με τα δάχτυ λα του χεριού στο στόμα της
του‘δειξε πως τ ον ήθελε για κάποιο θέμα που δε ν μπο-
ρούσε να του το εκθέσει από μακριά.
- Θα καθίσω εγώ στη θέση σου Γιώργο ώσπου να γυ-
ρίσεις, είπε ο Γιάννης και κάθισε απέναντι στο Φίλιππο.
Συνέχισαν το παιχνίδι. Κάθε τόσο ο Γιάννης έστριβε
το κεφάλι του κι έβλεπε επίμονα προς τη βόρεια πλευρά
της πλατείας. Στο τέλος χαμογελώντας, έκλεισε το τάβ λι
και κοίταξε το Φίλιππο στα μάτια.
- Τί γίνεται φίλε μου με σένα και την Ηρώ; Το κορίτσι
λιώνει κι εσύ πέρα αγναντεύεις....
- Σιγά να μη λιώνει! Έστειλε μηνύματα με τους κολ -
λητούς της να μην διαδίδω πως τάχα έχουμε σχέσεις...
Λέει πως την προσβάλλω με όσα ακούγονται.
- Κοιμάσαι όρθιος Φίλιππε! ...Η κοπέλα δάγκωσε τη
λαμαρίνα και σε τρώει με τα μάτια της... Όλοι στο χωριό
την πήραν χαμπάρι...Οι φίλες της φοβούνται μην πάθει

118
κάποιο κακό...Η Βούλα μου είπε πως τη βλέπει συνεχώς
μελαγχολική, απελπισμένη κι άρχισε να χάνει βάρος... Θέ-
λει να μεσολαβήσουμε για να σας φέρουμε σ’επαφή και να
τα πείτε....
Ο Φίλιππος τον κοίταζε σαστισμένος.
- Αφού δεν με θέλει...Έτσι μου είπαν...
- Για γύρνα να δεις αυτή τη στιγμή στο μπαλκόνι της
φίλης της, της Στέλλας... Έχει το βλέμμα της συνεχώς
καρφωμένο πάνω σου.... Για κοίτα!
Ο Φίλιππος μετακίνησε λίγο το κάθισμά του κι έστριψε
το κεφάλι του προς το μπαλκόνι, προς τη βόρεια πλευρά
της πλατείας. Ήταν εκεί, καθισμένη με τις φίλες της και με
τα εργόχειρα στα χέρια. Το πρόσωπό της , όσο μπόρεσε
να ξεχωρίσει από εκεί νη την απόσταση τα ιδιαίτερα χαρα -
κτηριστικά της, φαινόταν θλιμμένο και κουρασμένο. Η μ α-
τιά της ακίνητη, επίμονη, ήταν στραμμένη σ’ εκείνον.
- Τι μάγια την έκανες αυτή την ατίθαση φοραδί τσα κι
έχασε τα λογικά της! .. Για πρώτη φορά δεν σκιάζεται τα
κουτσομπολιά...
- Μη νομίζεις πως κι εγώ δεν πόνεσα γι’ αυτό που γί-
νεται ανάμεσά μας...Κι εγώ πληγώθηκα μ’ αυτά που ά-
κουσα...
- Α, ώστε και το δικό σου δοντάκι πονάει φίλε μου...
Απόψε με τη Βούλα θα κάνουμε βόλτα ως το παρκάκι του
σχολείου...Θα ‘ρθει μαζί μας και η Ηρώ... Θέλεις οι δυο
μας να πάμε εκεί, από άλλο δρόμο, για να μη δώσουμε
στόχο στους μόνιμους κουτσομπόληδες του χωριού;
- Η Ηρώ συμφωνεί για μια τέτοια συνάντηση;
- Θα της το πει η Βούλα όταν φ τάσουν στο σχολείο.
Είναι ικανή απ’ το φόβο της να το βάλει στα πόδια, πριν
πάμε κι εμείς...Ας κάνουμε μια μικρή συνωμοσία!

119
Το πρώτο ραντεβού

Είχε για καλά νυχτώσει όταν ο Φίλιππος κι ο Γιάννης


έφτασαν στον περίβολο του σχολείου. Η πόρτα ήταν, ό-
πως πάντα, διάπλατα ανοιχτή. Πέρασαν στην αυλή και
προχώρησαν προς το αλσύλλιο.
Δυο λεπτές σιλουέτες ξεχώρισαν δίπλα απ’ τον κορμό
ενός πεύκου. Τις πλησίασαν αργά.
- Άντε Γιάννη, αργήσατε...Άρχισε ν’ αγριεύει ο τόπος
και φοβηθήκαμε σ’ αυτή την ερημιά, είπε η Βούλα με κά -
ποιο επικριτικό τόνο στη φωνή της. Έλα αγάπη μου... Ας
αφήσουμε τα παιδιά να τα πουν με την ησυχία τους...
Η Ηρώ έπιασε τη Βούλα απ’ το χέρι και φοβισμένη, με
φωνή γεμάτη ικεσία, την παρακάλεσε να μείνει κοντά της.
- Μη φοβάσαι Ηρώ...Δεν τρώω ανθρώπους, της είπε
ήρεμα και από απόσταση ο Φίλιππος.
- Δεν είπα τέτοιο πράγμα, δικαιολογήθηκε με φωνή
σπασμένη από φόβο και συγκίνηση.
- Έλα, μην είσαι μωρό...Να, εδώ δίπλα θα ‘μαι με το
Γιάννη... Αν σε πλησιάσει περισσότερο από ένα μέτρο,
φώναξε βοήθεια και θα σε σώσουμε απ΄το βιαστή, είπε με
σαρκαστική διάθεση η Βούλα κι απομακρύνθηκε από κο ν-
τά της.
Ο Φίλιππος δεν είχε κουνηθεί απ’τη θέση του. Έσκ υ-
ψε, για να τη δει καλύτερα μέσα απ΄ τα κλαδιά του πεύ -
κου. Στο φως του φεγγαριού την είδε ακίνητη, με σταυρ ω-
μένα τα χέρια της μπροστά στην κοιλιά της, να φαντάζει
σαν οπτασία με φωτοστέφανο.
- Θέλεις να μιλήσουμε από τόσο μακριά; τη ρώτησε.
- Όχι, απάντησε μετά από κάποιες στιγμές σιωπής και
προχώρησε προς το μέρος του. Σχεδόν τον ακούμπησε με
το σώμα της όταν έφτασε δίπλα του.
- Φίλιππε, βδομάδες τώρα υποφέρω πολύ... Τα λόγια
σου με πλήγωσαν αφάνταστα, ψιθύρισε με φωνή που έ-
μοιαζε με λυγμό.
- Γιατί σε πλήγωσαν; Τί είπα Ηρώ και σε πόνεσα τόσο
πολύ; δικαιολογήθηκε ο Φίλιππος.

120
- Ε, δεν είναι η ώρα να ξύνουμε πληγές... Εγώ η ονει-
ροπαρμένη που θέλω να μπω σ’ ανάκτορα! είπε με πί-
κρα.
- Ναι, τα είπα αυτά γιατί μου ‘στειλες άσχημα μηνύ -
ματα και με ταπείνωσες, αποκρίθηκε μ’ απολογητικό ύφος
ο νέος.
- Τι ήθελες να πω στον Πέτρο και στο Δήμο; Ξέρω
πολύ καλά πως τα λόγια μου, με το νι και με το σίγμα θα
τα μετέφεραν σε λίγη ώρα στον αδερφό μου... Είχα την ε ν-
τύπωση πως μ’ αγαπούσες και πως είχες καταλάβει πόσο
σ’ αγαπούσα κι εγώ!
Στο ασημένιο φως του φεγγαριού, φάνηκαν τα δάκρυα
που κύλησαν αργά στα μάγουλά της. Η φωνή της σιγανή,
απαλή, όλο παράπονο και θλίψη, γλιστρούσε απ’ τα χείλη
της.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του με στοργή, με τρυφε -
ρότητα, σα να ‘ταν κάποιο εύθραυστο αντικείμενο. Έγειρε
το κεφάλι της στον ώμο του κι άρχισε να κλαίει με λυγ -
μούς.
- Αν σ’ αγαπώ! Σε λατρεύω γλυκιά μου! Έλα, σταμάτα
τώρα...Μην κλαις...,της επαναλάμβανε συνεχώς, ενώ της
φιλούσε τα υγρά, απ’ το κλάμα, μάτια της.
- Τα μάτια μου ήταν συνέχεια πάνω σου... Όλο το χω-
ριό το έχει καταλάβει...Εσύ, ούτε γύριζες να με δεις! ....
- Μου καρφώθηκε η ιδέα πως ήθελες ν α με ταπεινώ-
σεις...Συγχώρεσέ με... Φέρθηκα ανόητα, της απάντησε με
την ίδια πάντα απολογητική χροιά στη φωνή του.
- Ας πάμε τώρα Φίλιππε...Αργήσαμε! Θέλω να μου
δώσεις μια υπόσχεση... Να μ’ αφήνεις να σε βλέπω... Θ έ-
λω να σε βλέπω συνέχεια κι αδιαφορώ τι θα πει ο κόσ-
μος...
- Θα με βλέπεις και θα σε βλέπω... Αρκετά υποφέραμε
από εγωισμούς και λάθη... Δεν θ’ αφήσουμε να φύγει απ’τα
χέρια μας ένας τέτοιος, ένας τόσο δυνατός έρωτας, είπε ο
Φίλιππος και δυνάμωσε τη φωνή του καθώς έστρεφε το
κεφάλι του προς την άλλη πλευρά του αλσυλλίου, για να
ενημερώσει το Γιάννη και τη Βούλα πως θα ‘πρεπε να γ υ-

121
ρίσουν στο χωριό.

Τα συνοικέσια της Ηρώς

Στα χρόνια που ακολούθησαν κι ώσπου να στρατευθεί


ο Φίλιππος, οι συναντήσεις του με την Ηρώ γίνονταν στα
κρυφά και μ’ ανυπέρβλητες δυσκολίες. Όταν, στις διακ ο-
πές των πανεπιστημιακών μαθημάτων, ο νεαρός φοιτητής
ερχόταν στο χωριό, μηχανεύονταν χίλιους δυ ο τρόπους
για να συναντηθούν σε διαφορετικά, συνήθως, μέρη.
Το μυστικό τους ήταν πια γνωστό σ’ όλο το χωριό κι οι
κινήσεις τους απ’ τους κουτσομπόληδες είχαν μπει στο
μικροσκόπιο. Μερικές φορές η θρασύτητα ορισμένων ξ ε-
περνούσε τα όρια κι αυτής ακόμα της χωριάτικης συμπε -
ριφοράς κι αμορφωσιάς.
Ένα βράδυ που συνεννοήθηκαν να συναντηθούν σ’
ένα σκοτεινό κι αδιέξοδο δρομάκι, σ την άκρη του χωριού,
άκουσαν βήματα και κρύφτηκαν πίσω από μια σαπισμένη
ξύλινη και παμπάλαια πόρτα ενός λαχανόκηπου. Ο τριαν -
ταπεντάρης χωρικός που τους ακολουθούσε, σταμάτησε
μπροστά στην πόρτα κι άρχισε να τη σπρώχνει για να
μπει μέσα. Ο Φίλιππος, τη μι σάνοιξε και κοίταξε απ’το
στενό χώρισμα τον επίμονο απρόσκλητο νυχτερινό επι σ-
κέπτη.
- Τι θέλεις βρε Δημητράκη και μας ακολουθείς σα ν κα-
τάσκοπος; Γιατί σπρώχνεις την πόρτα;
- Να, πήγαινα στον αχυρώνα μου και σας είδα που
κρυφτήκατε εδώ..
- Ε, και; Τί σε νοιάζει εσένα ποιοι είμαστε και τι κά -
νουμε; Γιατί δεν πας στη δουλειά σου;
- Θα πάω στη δουλειά μου βρε Φίλιππε, αλλά έκανα
κανένα κακό; Σας είδα κι ήθελα να βεβαιωθώ ποιοι είστε;
- Το ήξερες απ’ την αρχή ποιοι είμαστε...Τώρα δε ν
ντρέπεσαι, νοικοκύρης άν θρωπος να σπρώχνεις την πόρ -
τα;
122
- Καλά, καλά, θα φύγω...Ξέρω πως πίσω απ’ την πό ρ-
τα κρύβεται η Ηρώ...Όλοι το ξέρουν στο χωριό πως έχετε
σχέσεις...
- Αφού το ξέρουν όλοι πήγαινε στην πλατεία να βρο ν-
τοφωνάξεις πως μας βρήκες, για να πάρεις και παρά-
σημο...Σαν δεν ντρέπεσαι!
- Έλα βρε Φίλιππε, μη μ’ αποπαίρνεις....Δε ν θα πω σε
κανέναν τίποτα...Να, κι εγώ ίσως έκανα άσχημα που ήθ ε-
λα να βεβαιωθώ...Άντε, καληνύχτα και συχώρα με αν σε
στεναχώρησα....
Η Ηρώ πίσω απ’την πόρτα έτρεμε απ’ το φόβο της
σαν λαβωμένο σπουργίτι. Όταν απομακρύνθηκε ο χωρ ι-
κός, την πήρε στην αγκαλιά του κ αι προσπάθησε να την
ηρεμήσει.
Κάτι τέτοια συμβάντα τους έκαναν να είναι πιο πρ ο-
σεκτικοί, γιατί οι υποψήφιοι γαμπροί που ζητούσαν το χέρι
της Ηρώς από τους γονείς της, τους δημιουργούσαν ακ ό-
μα μεγαλύτερα προβλήματα.
Ένας ιδιοκτήτης υπεραστικών λεωφορείων, μ’ αξιόλ ο-
γη περιουσία, επέμενε για αρκετά χρόνια. Η αδερφή του
ήταν κολλητή φιλενάδα με τη μάνα της Ηρώς κι αυτή ήταν
η προξενήτρα που έταζε λαγούς με πετραχήλια. Διαβε -
βαίωνε πως ο αδερφός της θα είχε την Ηρώ «σα ν βασί-
λισσα» και με μισόλογα υπογράμμισε πως δεν τον ενδιέ-
φερε κι αν ακόμα η κοπέλα είχε δώσει «ότι πολυτιμότερο
είχε στον ξυπόλυτο φοιτητή».
Οι πιέσεις απ’τους γονείς, τον αδερφό της και τους
υπόλοιπους στενούς συγγενείς ήταν αφόρητες . Προσπα-
θούσαν να την αποθαρρύνουν ισχυριζόμενοι «πως στο τ έ-
λος θα ‘μενε στο ράφι», γιατί ο φοιτητής θα την εγκα -
τέλειπε μόλις εύρισκε κάποια πλούσια.
Τα τυχερά, όπως έλεγαν στο χωριό, ήταν συνεχόμενα.
Ένας μεγαλέμπορος ελαιών και ελαιολάδων, με μια περ ι-
ουσία που, όπως ψιθυριζόταν απ’αυτούς που τον γνώρ ι-
ζαν, δεν μπορούσε να υπολογιστεί, τη ζήτησε ο ίδιος επ ί-
σημα σε γάμο. Οι γονείς της, μουδιασμένοι από προη -
γούμενα περιστατικά, ισχυρίστηκαν πως αυτή ήταν μεγάλη

123
τύχη για την κόρη τους αλλά «θα ‘πρεπε να συ μφωνήσει
και η ίδια».
Ο μεγαλέμπορος είχε τις πληροφορίες του από τους
καλοθελητές. Είπε πως δεν τον ενδιαφέρει ο δεσμός της
κόρης τους με «κάποιο φοιτητάκο» και πως αν την μετέ -
πειθαν θα είχαν λύσει όλοι τους «οικογενειακώς» τα οικ ο-
νομικά τους προβλήματα .
Η τελευταία πρόταση γάμου έγινε από το γιο ενός
καπνέμπορου, ο οποίος εκπροσωπούσε μια αυστροελβ ε-
τική εταιρία. Ήταν ένας ωραίος τριαντάρης που βοηθούσε
τον πατέρα του, μαζί με τους ντόπιους μεσίτες, στην αξι ο-
λόγηση της ποιότητας των καπνών που θ’ αγόραζαν. Ο
νεαρός φαίνεται πως ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα όταν,
στο σπίτι του Καζαβίτη, ήρθε η Ηρώ να τους υποδεχθεί
και να τους κεράσει. Ο πατέρας της τη συμβούλευσε να
δείξει ιδιαίτερη ευγένεια προς τους καπνέμπορους, με την
ελπίδα να τους φέρουν σ το φιλότιμο για να προσφέρουν
καλές τιμές.
Μετά από την πρώτη επίσκεψη, ο πατέρας με τον γιο
εύρισκαν προφάσεις για να επισκεφθούν το σπίτι του Κ α-
ζαβίτη. Τη μια φορά πως ήρθαν να ρωτήσουν αν απ’ την
τσάντα τους παράπεσε κάποιο συμφωνητικό αγοραπωλ η-
σίας καπνού. Την άλλη για να πάρουν ένα παστάλι από τα
συσκευασμένα δέματα, για να συγκρίνουν την ποιότητα με
το δεματοποιημένο προϊόν άλλου καπνοπαραγωγού. Τελ ι-
κά ξεφούρνισαν το μυστικό.
Ο πατέρας ζήτησε σε γάμο την Ηρώ για το μονάκριβο
γιο του. Ήταν πρόθυμοι κι οι δυο τους να συντάξουν πρ ο-
γαμιαίο συμφωνητικό και υπόσχονταν πως θα έκαναν τα
πάντα για να εξασφαλίσουν «στην κοπέλα μια ονειρεμένη
ζωή». Συμφώνησαν να περάσουν την άλλη μέρα για να
πάρουν απάντηση. Η Ηρώ όμως είχε άλλα σχέδια. Ανέβ η-
κε στο λεωφορείο και κατέβηκε σ τις Σέρρες. Πήγε στη θεία
της, στην αδερφή της μάνας της και προφασίστηκε πως
είχε ιλίγγους, τάση λιποθυμίας και «ανακατωσούρες» στην
κοιλιά.
Η θεία της, παμπόνηρη γυναίκα, υποψιάστηκε πως

124
κάτι σοβαρό συνέβαινε και ειδοποίησε με τρόπο την α-
δερφή της να «ετοιμάζονται για γεννητούρια». Έτσι, μ’
αυτό τον τρόπο κατάφερε η κοπέλα να ξεγλιστρήσει από
τον ασφυ κτικό κλοιό των μνηστήρων και παράλληλα ως
δια μαγείας, να εξαφανιστούν τα συμπτώματα εγκυμοσ ύ-
νης.
Το καλοκαίρι του 1958, ο Φίλιππος περνούσε μια από
τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του. Ο αδερφός
του, εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα του
και το μικρό τους γιο, δεν είχε καμιά ουσιαστική επαφή με
τους γονείς του. Τα προβλήματα, στο μάθημα ενός καθ η-
γητή, του δημιούργησαν καθυστέρηση στην ομα λή πρόοδο
των σπουδών του. Τα οικονομικά, όπως πάντα, βρίσκο ν-
ταν σε άθλια κι απελπιστική κατάσταση. Οι πληροφορίες
για τα συνοικέσια της Ηρώς έφταναν στ’ αφτιά του, από
φίλους και γνωστούς και του δημιουργούσαν αισθήματα
αγανάκτησης αλλά κι ενοχής.
Έβλεπε τον δικό του ολισθηρό δρόμο κι ένιωθε ένοχος
που μαζί του παράσερνε και μια γυναίκα που λάτρευε κι
είχε όλες τις δυνατότητες να ζήσει μακριά του μια άνετη κι
ευτυχισμένη ζωή.
Γύρισε στο χωριό τον Ιούνιο και ζήτησε το ίδιο βράδυ
να τη συναντήσει. Από την όλη εμφάνιση κι έκφρασή του,
αλλά και από ένα ανα πτυγμένο κι ανεξήγητο αισθητήριο
κατανόησης των βαθύτερων και προσωπικών του σκέ -
ψεων, η Ηρώ φαινόταν αναστατωμένη.
Της είπε πως όλα του ήρθαν στραβά κι ανάποδα στη
ζωή του, πως όλα έδειχναν πως δεν θα είχ ε μέλλον και
προοπτική να ορθοποδήσει και πως σ’ αυτόν τον κατήφ ο-
ρο, παράσερνε, με μια εγκληματική ανευθυνότητα και τη ν
γυναίκα που λάτρευε όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο.
Κουρνιασμένη μέσα στην αγκαλιά του, τον παρακο -
λουθούσε σιωπηλή. Ακουγόταν μόνο ο βαρύς και συρτός
ήχος της αναπνοής της και κάποιες βαθιέ ς ανάσες πού
‘μοιαζαν με στεναγμούς.
Όταν εκείνος σταμάτησε να μιλά, ανακάθισε στα γόνα -
τά του, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και τον κοίταξε

125
επίμονα στα μάτια.
- Θέλεις, δηλαδή, να μου πεις πως φεύγεις και πως
χωρίζουμε οριστικά! αναρωτήθηκε ήρεμα σαν να μιλούσε
στον εαυτό της.
- Δεν φεύγω...Θέλω να φύγεις εσύ για να σε δω ευτ υ-
χισμένη...Εγώ θα γεράσω περιμένοντας να ορθοποδ ή-
σω...
- Κι εγώ θα περιμένω να ορθοποδήσεις κι ας γερ ά-
σω...
- Ηρώ μου! κούκλα μου! Βοήθησέ με να μην εγκλη -
ματήσω εις βάρος σου... Έχεις τόσα τυχερά ! Είμαι βέ -
βαιος πως θα φτιάξεις μια ευτυχισμένη οικογένεια... Θ’
αποκτήσεις όμορφα παιδιά, σαν εσένα, όμορφα σαν αγγε -
λούδια...
- Με ποιον; τον ρώτησε κι η φωνή της είχε μια χροιά
ειρωνείας.
- Μη με στενοχωρείς και με κοροϊδεύεις από πάνω...
Δεν το καταλαβαίνεις πως έχω ενοχές; Πού σε οδηγώ;
Πού σε πάω;
- Εκεί που θέλω να πάω κι εγώ...
- Αγαπιόμαστε αλλά θα δυστυχήσουμε... Δεν θα ‘χουμε
τον τρόπο να ζήσουμε σαν άνθρωποι... Δεν το καταλα-
βαίνεις; Δεν έχω προοπτικές, ούτε μέλλον... Είμαι ένας
αποτυχημένος...
- Εγώ άλλα πιστεύω... Με την αγάπη μας θα ξεπερά -
σουμε όλα τα εμπόδια...Έχω κι εγώ χέρια... Τώρα απ’ την
κομμωτική βγάζω αρκετά λεφτά... Ξέρω να ράβω, ξέρω τις
πηγές για ν’ αναλάβω εργασίες φασόν σ ’ εργαστήριο που
μπορώ να φτιάξω ή να εργαστώ στο σπίτι... Κι αν ακόμα
δεν βρεις δουλειά ούτε σε πενήντα χρόνια, δεν πρόκειται
να πεινάσουμε...
- Δηλαδή, να περιμένω να με ταΐζει η γυ ναίκα μου!
Σκέψου σοβαρά Ηρώ…Θέλω να το σκεφτείς πολύ σοβα -
ρά...
-Το σκέφτηκα και πήρα τις αποφάσεις μου…Εσύ αν
θέλεις φύγε όποια στιγμή το θελήσεις…Δε ν θέλω να έχεις
ούτε ενοχές, ούτε οποιαδήποτε ευθύνη…Εγώ όμως έχω το

126
δικαίωμα να σ’ αγαπώ ώσπου να πεθάνω! Αυτό δε ν μπο-
ρεί να μου το στερήσει κανένας…Ούτε η μάνα μου, ούτε ο
πατέρας μου, ούτε ο αδερφός μου, αλλά ούτε κι εσύ...
- Είσαι μια γλυκιά και πεισματάρα ξεροκέφαλη…
- Αυτό το λέει κι η μάνα μου…Είμαι και δε ν θ’ αλλά-
ξω…

127

Η δεκαετία του ‘60

Στη δεκαετία του ’60, η κατάσταση για τους καπνοπα -


ραγωγούς ήταν τραγική. Τα καπνοχώρια της περιοχής εί-
χαν ερημώσει. Η πλατεία του χωριού που άλλοτε, τέτοιες
μέρες, έσφυζε από ζωή ήταν τώρα έρημη.
Ο Φίλιππος ήταν τότε φοιτητής και είχε πεταχτεί για
ένα τριήμερο στο χωριό για να επισκεφθεί τους γονείς του
αλλά και για να συναντήσε ι την αγαπημένη του.
Το απόγευμα είχε συναντηθεί με το φίλο του, το Γιώρ -
γο και βολτάριζαν στην άδεια πλατεία του χωριού. Ήταν η
περίοδος της αποκριάς.
- Τι ερημιά και κατήφεια είν’ αυτή! μουρμούρισε μ’ α-
πελπισία ο Γιώργος. Αυτό το κεφαλοχώρι που άλλοτε, στ ις
καλές εποχές, είχε γύρω στις τρεις χιλιάδες ψυχές, έμεινε
με λίγα γεροντάκια να περιφέρονται σα ν φαντάσματα στα
ψηλά κι εντυπωσιακά αρχοντόσπιτα... Όταν έρχομαι στο
χωριό παθαίνω ψυχοπλάκωμα....
- Προβλέπω πως σε δέκα χρόνια, σ’ αυτή την πλατεία
θα βόσκου ν κατσίκια...Τα χωριά σβήνουν σιγά σιγά, συ μ-
πλήρωσε ο Φίλιππος.
Πριν από δυο τρία χρόνια, αυτές τις ώρες η πλατεία
ήταν κατάμεστη, κυρίως απ’ τη νεολαία. Φωνές, τραγού -
δια, σερπαντίνες και κομφετί, καρναβάλια με κουρελι α-
σμένα ρούχα ή γιδοτόμαρα, τριγύριζα ν στους δρόμους του
χωριού. Τώρα, όλα έδειχναν μουντά κι άραχνα.
Έτσι, για το έθιμο, οι δυο φίλοι πέταξαν πολλές σερ -
παντίνες, που κρεμάστηκαν απ’ τα ηλεκτροφόρα καλώδια.

128
Το αδύναμο αεράκι που φυσούσε, ανακάτωνε τις πολύ -
χρωμες χάρτινες κορδέλες και τι ς έκανε να μοιάζουν με
σκιάχτρα αφημένα σ’ ερημικά αγροτόπια.
- Πάμε να καθίσουμε στο καφενείο μας, πρότεινε ο
Γιώργος.
Το καφενείο του κυρ Θανάση ήταν κλειστό. Ο «ερασ ι-
τέχνης καφετζής» ανέκαθεν διατηρούσε το καφενείο απο κ-
λειστικά και μόνο για να περνά την ώρα του. Τώρα που η
πελατεία είχε αραιώσει, ανέβαζε τα ρολά μόνο όταν ήθελε
να πιει καφέ ο ίδιος και μ’ αυτή την ευκαιρία έπιναν καφέ
και κάποιοι συγχωριανοί που βρίσκονταν την ίδια ώρα κ ά-
τω απ΄ τον πλάτανο.
Ο Γιώργος ανασήκωσε τα ρολά, έβγαλε από μέσα ένα
στρογγυλό μεταλλικό τραπεζάκι και δυο καρέκλες κι έψησε
στα γρήγορα τους καφέδες.
Οι δυο παιδικοί φίλοι, κάθε φορά που συναντιόνταν,
μιλούσαν ατέλειωτες ώρες. Μιλούσαν για προβλήματα που
απασχολούσαν το χωριό, για τις σπουδές τους, για γυναί -
κες, για την πολιτική κατάσταση ή ακόμα και για προβλή -
ματα που είχαν σχέση με τις οικογένειές τους.
Όταν ήταν μικροί, στα έξι ή εφτά τους χρόνια, εκτός
απ’ τα παιχνίδια στις αλάνες και στις ξερές χέρσες εκτά -
σεις του χωριού, που τις μετέτρεπαν μ΄ άλλα παιδιά σε
πρόχειρα γήπεδα για να παίζουν με την υφασμάτινη μπ ά-
λα τους, εύρισκαν χίλιους δυο τρόπους για να περνά η
ώρα και μέσα στα σπίτια τους. Αυτές οι ενασχολήσεις ή-
ταν συνηθισμένες το χειμώνα και τις βροχερές μέρες. Το
σπίτι του Φίλιππου ήταν μεγάλο και το μακρόστενο σαλό-
νι, πάνω από είκοσι βήματα μάκρος, ήταν ο ιδανικός χ ώ-
ρος για στεγασμένο γήπεδο. Τ α δυο μιντέρια που υπή ρ-
χαν στις άκρες, σκεπασμένα με κουρελούδες, δεν εμπόδ ι-
ζαν τους λιλιπούτειους ποδοσφαιριστές να σουτάρουν με
δύναμη. Μαζευόταν εκεί όλη η παρέα, έβαζαν δυ ο πα-
πούτσια για σημάδια κι ο τερματοφύλακας προσπαθούσε
να πιάσει την κουρελόμπαλα που έστελναν στα υποτιθ έ-
μενα δίχτυα οι υπόλοιποι. Όταν βαριόνταν το παιχνίδι,
άνοιγαν το πελώριο βιβλίο των ψαλμών με τη βυζαντινή

129
γραφή και το περιεργάζονταν με τ ις ώρες, χωρίς να μπο-
ρούν να το διαβάσουν. Άλλοτε, απ’ τις εξωτερικές ξύλινες
κολόνες, στο τσαρντάκι του διπλανού σπιτιού, σκαρφάλ ω-
ναν στο ταβάνι κι από τα συνεχόμενα περάσματα, έφθα-
ναν στο σπίτι του Φίλιππου κι από ‘κει στα ταβάνια όλων
των σπιτιών του συ γκροτήματος που περιλαμβάνονταν
στο παλιό τσιφλίκι.
Στο σπίτι του Γιώργου είχαν άλλου είδους ενασχο -
λήσεις. Ο πατέρας του, ο κυρ Θανάσης, είχε πάθος με τις
τεχνικές εργασίες που είχαν σχέση με τον ηλεκτρισμό. Στη
διάρκεια της κατοχής είχε εγκαταστήσει στο υπόγειο του
σπιτιού έναν πελώριο τροχό, με διάμετρο που ίσως ξ ε-
περνούσε τα δυο μέτρα κι αποτελούσε το κύριο εξάρτημα
ενός δυναμό. Με τη γρήγορη περιστροφή του τροχού γέμ ι-
ζε μια μπαταρία απ’ την οποία έπαιρναν ρεύμα τα μικρά
λαμπάκια που είχε, με λεπτά καλ ώδια, εγκαταστήσει στα
δωμάτια και στο σαλόνι. Η διάρκεια αυτής της πρωτόγ ο-
νης ηλεκτροφώτισης ήταν μικρή κι έτσι πολλές φορές, ο
Γιώργος με το Φίλιππο, κατέβαιναν στο υπόγειο και με τις
ώρες γύριζαν τον τροχό για να γεμίζουν τη μπαταρία.
Άλλη ευχάριστη απασχόλησή τους, όταν η μπαταρία
ήταν γεμάτη, ήταν το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε
στο χωριό. Ο κυρ Θανάσης, με φτηνά και διαφόρων ειδών
εξαρτήματα, συναρμολόγησε ένα ραδιόφωνο. Στην περίο-
δο της κατοχής τ ο είχε κρυμμένο, απ’ το φόβο της βου λ-
γαρικής αστυνομίας, σε μέρος που γνώριζαν μόνο τα μέλη
της οικογένειας. Οι δυο μικροί φίλοι πήγαιναν κρυφά και
σε χαμηλή έντασ η άκουγαν τραγούδια και πολιτικές συζ η-
τήσεις από το ελληνικό πρόγραμμα του Λονδίνου, χωρίς
φυσικά να κατανοούν, λόγω της ηλικίας τους, τις επικίνδ υ-
νες επιπτώσεις που θα είχε η αποκάλυψη του κρυψώνα
απ’ τις κατοχικές αρχές. Αυτό το ραδιόφωνο ήταν το μ ο-
ναδικό που, απ’ την πρώτη μέρα τ ης ήττας και την απο-
χώρηση των Γερμανών και των Β ουλγάρων, συνδέθηκε με
μεγάφωνο που κρεμάστηκε στο μπαλκόνι του σπιτιο ύ κι
ενημέρωνε καθημερινά τους χωρικούς για την προέλ αση
των συμμαχικών στρατευμάτων στη Ευρώπη.

130
Καθώς οι δυο φίλοι έπιναν τον καφέ τους έξω απ’ την
είσοδο του καφενείου, πέρασε ο συγχωριανός τους Γιά ν-
νης Τυμπερής. Τους χαιρέτησε και στάθηκε για λίγο όρ-
θιος μπροστά τους.
- Εσείς οι μορφωμένοι καλοπερνάτε … Αλίμονο σ’ εμάς
που ανακατευόμαστε όλη μέρα με τα χώματα και δε ν μπο-
ρούμε να δούμε προκοπή…
- Για να δούμε μέχρι πότε θ’ ανακατευόσαστε με τα
χώματα! Το χωριό σιγά σιγά ερημώνει, του απάντησε ο
Φίλιππος.
- Εγώ θα μείνω… Έχω όρεξη για δουλειά και υπάρ -
χουν τώρα ένα σωρό χωράφια που χορταριάζουν….
- Α! ώστε θα μείνεις;
- Αυτοί που φεύγουν για τη Γερμανία, το Βέλγιο ή την
Αθήνα θα μετανιώσουν μια μέρα…Εκεί θα ‘ναι δούλοι ενώ
εδώ υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες….
- Ευκαιρίες!
- Σήμερα βρίσκεις τζάμπα χωράφια για να καλλιερ -
γήσεις…Ο κάμπος είναι λεύτερος για τους δουλευτα-
ράδες, είπε ο Τυμπερής κι απομακρύνθηκε χαχανίζοντας
με ικανοποίηση, που έδωσε στους συνομιλητές του να κα-
τάλάβουν πως κι ο ίδιος ανήκε σ’ αυτή την κ ατηγορία των
χωρικών.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του
’70, επήλθαν στη δομή της ελληνικής κοινωνίας συνταρα -
κτικές μεταβολές. Άνθρωποι σαν τον Τυμπερή οι οποίοι,
κατά την έκφραση ενός συγχωριανού του , «αναντάν
μπαμπαντάν οι ψείρες έκαναν παρέλαση στο Τυμπερέϊκο
εδώ και δυο αιώνες», κατάφεραν στα ερημωμένα χωριά ν’
αποκτήσουν τεράστιες περιουσίες. Δεν υπήρχε κτηματ ο-
λογική καταγραφή των χωραφιών και τα συμβόλαια αγ ο-
ραπωλησιών, άλλοτε στα τούρκικα μ’ αραβική γραφή κι
άλλοτε με απλά έγγραφα διανομής εκτάσεων που παρ α-
χωρήθηκαν σε πρόσφυγες, αποτελούσαν εύκολο στ όχο
για τους αετονύχηδες. Μ’ αυθαίρετες καταλήψεις, χωρίς
πληρωμές ενοικίων και με ψευδομάρτυρες, για ν’ αποκ -
τούν τίτλους ιδιοκτησίας με δικαστικές αποφάσεις, έγιναν

131
κύριοι μεγάλων εκτάσεων χωρίς να πληρώσουν στους
πραγματικούς ιδιοκτήτες ούτε δραχμή.
Ήταν η αρχή για την Ελλάδα της αποσύνθεσης των ι-
δεών του φιλότιμου και της μπέσας και η ανάδυση νέων
ηθών. Αυτά τα ήθη και η αλλαγή νοοτροπίας καθιέρων αν
ως πρότυπο επιτυχημένου πολίτη, τον αετονύχη καταφερ -
τζή, τον θρασύ και βωμολόχο απατεώνα της αγοράς ή τον
αμόρφωτο κι αγροίκο τυχοδιώκτη που με τις απειλές και
τις παρανομίες αποκτούσε μεγάλη περιουσία και θεω -
ρούνταν απ’ τον περίγυρό του «έξυπνος άνθρ ωπος».
Η απότομη κι ανεξέλεγκτη αστικοποίηση, με τις χιλιά -
δες των χωρικών που συνέρρεαν στις πόλεις για να συγ-
κεντρωθεί η μισή Ελλάδα στην Αττική, γύρω απ’ την Αθ ή-
να και τον Πειραιά, έπαιξε βασικό ρόλο στη διαμόρφωση
αυτής της νοοτροπίας του εξωραϊσμού και της κοινωνικής
αποδοχής κάποιων «έξυπνων καταφερτζήδων», που ξεγ-
λιστρούσαν απ’ τις τσιμπίδες του νόμου και της δικαιοσ ύ-
νης.
Η αστικοποίηση στη δυτική Ευρώπη πραγματο -
ποιήθηκε αργά, με μια διαδικασία δεκαετιών που επέτρεψε
να δημιουργηθούν οι συνθήκες γ ια οργανωμένη συμβίωση
και νοοτροπία σεβασμού των προϋποθέσεων ομαλής π ο-
ρείας αυτής της συμβίωσης. Γι’ αυτό θεωρείται ατιμία και
όχι καπατσοσύνη κι εξυπνάδα να κάνει, δήθεν, λάθη ο τ α-
βερνιάρης στον λογαριασμό και να κλέβει τον πελάτη του
ή να ξεπουλά ο έμ πορος αλλοιωμένα τρόφιμα και να στέ λ-
νει στο νοσοκομείο γυναικόπαιδα με δυσεντερία και δηλ η-
τηριάσεις. Ο φοροφυγάς έγινε το πρότυπο του καλού επ ι-
χειρηματία.
Μέσα σε μια δεκαετία στις πόλεις υψώθηκαν άκομψα
μεγαθήρια. Τα θαυμάσια νεοκλασικά κατεδαφίστηκαν. Ο ι
δρόμοι πλημμύρισαν από αυτοκίνητα, καυσαέρια, βρο μιές,
σκουπίδια, μπόχα…Η ποιότητα ζωής, παρά την μετέπειτα
εκπληκτική τεχνολογική εξέλιξη, έφτασε σ’ επίπεδα ορια -
κής ανοχής.

132
Φοιτητικές τρέλες

Το φθινόπωρο του ’55, ο Φίλιππος προσπαθούσε να


προσαρμοστεί στις συνθήκες που του επέβαλε η νέα, η
φοιτητική του ζωή.
Είχε συνδεθεί τώρα φιλικά με φοιτητές απ’ το χωριό
του, οι οποίοι δεν ανήκαν στο χώρο των παιδικών του φ ί-
λων. Ως τότε έκαναν, κάπου κάπου, παρέα αλλά δεν είχαν
το στενό και ιδιαίτερο εκείνο δ έσιμο που χαρακτηρίζει
τους παιδικούς φίλους.
Τώρα, με τις συχνές συναντήσεις στο εστιατόριο, στο
καφενείο και προπαντός με τη συγκατοίκηση με κάποιους
απ’ αυτούς, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για στενές
φιλικές σχέσεις.
Ο Στέργιος Τσαλίκης ήταν ο συ γχωριανός του, με τον
οποίο είχε και παλαιότερα τυπικές φιλικές σχέσεις. Όταν
όμως, ως φοιτητής, συγκατοίκησε μαζί του περίπου δυο
χρόνια, του δόθηκε η ευκαιρία να δεθεί μαζί του περισσ ό-
τερο, σε μια ιδιόμορφη φιλία με έντονες αντιπαραθέσεις
αλλά και καταστάσεις στενής πνευματικής και συναισθ η-
ματικής προσέγγισης. Τον πρώτο χρόνο έμειναν μαζί με
άλλους δυ ο στο σπίτι της καλόκαρδης κυρίας Αθηνάς,
στην περιοχή της Ευαγγελίστριας, ενώ το δεύτερο χρόνο
νοίκιασαν, λίγο παραπέρα, ένα δωμάτιο σε σπίτι όπου ε-
πίσης διέμεναν δυ ο φοιτητές της ιατρικής κι ένας τελει ό-
φοιτος της κτηνιατρικής.
Αυτά τα χρόνια έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη του Φ ί-
λιππου. Οι δυσκολίες κι οι απογοητεύσεις ήταν αφάντα -
στες, αλλά κι οι τρέλες και τα ξεφαντώματα έδωσαν την
ευκαιρία στον Στέργιο να δημιουργεί ωραιοποιημένες ι σ-
τορίες, μείγμα φανταστικών και πραγματικών γεγονότων
και να τα διηγείται στα μετέπειτα χρόνια μ’ εκπληκτική
πειστικότητα και μαεστρία.
Τον πρώτο χρόνο, στο σπίτι της κυρίας Αθηνάς, έγι -
ναν κάποιες αλλαγές στους ενοίκους τω ν δυο φοιτητικών
δωματίων. Ο Αχιλλέας, ένας πάμφτωχος φοιτητής της Θε-
ολογικής σχολής απ’ τη Θεσσαλία, είχε μετακομίσει στο

133
δωμάτιο του Φίλιππου και του Στέργιου. Ένα τέταρτο κρ ε-
βάτι είχε προστεθεί, αργότερα για τον συγχωριανό τους,
τον Σούλη, για να συμπληρωθεί η τετράδα.
Ο Στέργιος δεν έχανε ευκαιρία για να βασανίζει τον
καλοκάγαθο κι αδύναμο απ’ την ασιτία, Θεσσαλό φοιτητή.
Εκείνος τον κοίταζε, χωρίς καμία κακία μ’ εκείνα τ’ αθώα
μεγάλα γαλανά μάτια και τον ρωτούσε με καλοσύνη:
- Γιατί συνέχεια με πειράζεις Στέργιο;..Εγώ βλέπεις
δεν λέω κουβέντα για να μη σε στενοχωρώ…
Μια μέρα αρρώστησε. Φυσικά κανένας δεν θα μπο-
ρούσε να δια νοηθεί πως θα καλούσαν γιατρό. Ο Παύλος,
ο τελειόφοιτος της ιατρικής που έμενε στη γειτονιά, έλυσε
τον γρίφο της αρρώστιας τ ου Αχιλλέα.
- Τα συμπτώματα οφείλονται σε έλλειψη βιταμινών…
Λίγο κασεράκι και γάλα κι όλα θα τακτοποιηθούν….
Έγινε ένας μίνι έρανος για να μαζευτεί κάποιο ασ ή-
μαντο ποσό. Αγοράστηκαν μερικά γραμμάρια κασέρι κι
ένα λίτρο γάλα. Η κυρία Αθηνά τάιζε με φροντίδα μάνας το
ήσυχο κι αξιαγάπητο εκείνο πλάσμα, αλλά ο Στέργιος βρή -
κε ευκαιρία γι’ αστεϊσμούς και φάρσες.
- Αχιλλέα, μας δουλεύεις όλου ς για να σε ταΐζουμε σα ν
κηφήνα…Απ’ τη ματιά σου καταλαβαίνω εγώ πως είσαι
μεγάλος απατεώνας κι εγκληματίας…
- Τι λες Στέργιο! …Εγώ σας αγαπώ όλους…
- Άστα αυτά… Ώρες ώρες μου’ρχεται να σε σφάξω για
να γλιτώσει η κοινωνία από σένα, του είπε μ’ αγριεμένη
φωνή κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα σουγιαδάκι.
- Δεν φαίνεσαι Στέργιο για εγκληματίας! Είσαι απ’ α υ-
τούς που τα παραλένε, α λλά κατά βάθος έχουν καλή ψυ-
χή…Ε, Φίλιππε! Τέτοιος δεν είναι ο φίλος σου;
- Είναι τέτοιος αλλά έχει και μια δόση τρέλας, είπε ο
Φίλιππος με διάθεση ν’ αστειευθεί.
Ο Αχιλλέας ήταν καθισμένος με τι ς βρόμικες ριγωτές
πιτζάμες του στη μέση του ντιβανιού κι ακουμπισμένη την
πλάτη του στον τοίχο. Στα διπλωμένα του γόνατα είχε
ριγμένη μια λεπτή βελέντζα.
Ο Στέργιος τον πλησίασε και του είπε πως, αν τον

134
πρόσεχε καλά, θα ‘βλεπε πως «γυάλιζε επικίνδυνα το μάτι
του». Ύστερα, αφού υπολόγισε το άνοιγμα των ποδιών
κάτω απ’ τη βελέ ντζα, διαπέρασε με μια άγρια κίνηση τη
λεπίδα του μαχαιριού απ’ το πλεχτό κάλυμμα στο διάκενο,
ανάμεσα στα γόνατα.
- Τώρα μ’ έπιασε η τρέλα! ...Θέλω να δω αίμα! ... Θέλω
να σκοτώσω άνθρωπο! , κραύγασε άγρια.
Ο Αχιλλέας έμεινε ακίνητος, σα ν μαρμαρωμένος. Μετά
την πρώτη αυτή αντίδραση, πέρασε το δάχτυλό του απ’
την τρύπα που δημιούργησε η λεπίδα στη βελέντζα και
κοίταζε μια τον Φίλιππο και μια το ν Στέργιο.
- Βρε Φίλιππε…Αυτός πραγματικά είναι τρελός… Θα
πω στην κυρία Αθηνά να μ’ αλλάξει δωμάτιο …Θα πάω το
κρεβάτι μου στο δωμάτιο του Γιάννη και του Ιάκωβου…
Αυτός εδώ θα με σφάξει καμιά μέρα…
Με κάτι τέτοιες τρελές φάρσες πέρασε κι ο δεύτερος
χρόνος, όταν οι δυο τους νοίκιασαν δωμάτιο λίγο πιο πέ -
ρα, στο σπίτι της κυρίας Φωφώς.
Η ιδιοκτήτρια με την οικογένεια της έμενε στον δεύτε-
ρο όροφο, ενώ τα δωμάτια του πρώτου είχαν ενοικιασθεί
σε φοιτητές.
Σ’ αυτό το δωμάτιο και στο αρκετά ευρύχωρο σαλόνι,
με το μοναδικό μισοσάπιο τραπέζι και τις δύο καρέκλες,
συγκεντρώνονταν οι φίλοι κι άλλοι γνωστοί τους φοιτητές,
για να καλαμπουρίσουν και να κάνουν τις φάρσες τους.
Στο διπλανό δωμάτιο, οι δυ ο τελειόφοιτοι της ιατρι-
κής, ο Παύλος κι ο Βύρωνας, δεν σταματούσαν τους δια -
πληκτισμούς και τις γκρίνιες. Ήταν δυ ο εντελώς αντίθετοι
χαρακτήρες.
Ο πρώτος, «ο μόνιμος γιατρός της φοιτητοπαρέας»,
ήταν ένα εκπληκτικό μουσικό ταλέν το. Έπαιζε με μαεστρία
βιολί, κιθάρα, ακορντεόν αλλά και κομμάτια κλασικής
μουσικής στο πιάνο του φοιτητικού εστιατόρι ου. Ο Στέρ-
γιος του ‘δωσε ένα παρατσούκλι που του ταίριαζε απόλ υ-
τα. Τον αποκαλούσε «πεινάλα» γιατί έμπαινε σ’ όλα τα
δωμάτια κι έψαχνε να βρει ξεχασμένα τρόφιμα, όπως χα λ-
βά, ελιές ή ρέγγες για να τα καταβροχθίσει στο πι και φι.

135
Όταν οι άλλοι διαμαρτύρονταν γι’ αυτές τι ς κρυφές του ε-
πιδρομές την ώρα που έλειπαν, δικαιολογο ύνταν με μια
αφοπλιστική παιδική αφέλεια.
- Εδώ μέσα όλοι πεινάμε…Είναι δίκαιο να χορτάσει
όποιος προλάβει. ’Αλλωστε, είμαι ο προσωπικός σας για -
τρός, που σας προσέχει χωρίς να του δίνετε ούτε δραχμή.
- Μα εσύ, σαν παιδί εργάτη έχεις και κουπόνια για τη
φοιτητική λέσχη…
- Σιγά να μη χορτάσω με τις κουτσουλιές που μας τα ΐ-
ζουν στην καντίνα… Μόλις που προλαβαίνει κανείς να λ ε-
ρώσει το στόμα του…Για να χορτάσει κάποιος πρέπει να
φάει τουλάχιστον πέντε μερίδες.
Ο άλλος, ο συγκάτοικός του ο Βύρωνας, ήταν από άλ-
λη πάστα. Ευγενικός, συγκρατημένος, μ’ εκλεπτυσμένη
συμπεριφορά και μια ελαφρώς θηλυπρεπή εμφάνιση, ομο -
λόγησε πως η κρυφή του επιθυμία ήταν να γίνει χειρούρ -
γος.
Μια μέρα, ανοίγοντας μια ψαροκονσέρβα, έκοψε ελαφ -
ρά το δάχτυλό του. Όταν είδε το αίμα, φώναξε βοήθεια και
σωριάστηκε λιπόθυμος στο σαλόνι. Ο Στέργιος βρήκε την
ευκαιρία να τον ειρωνευτεί.
- Εσύ ρε Βύρωνα είσαι γεννημένος για να κρατάς μ α-
χαίρι…Έτσι και πιάσεις το νυστέρι αλίμονο σ’ αυτούς που
θα είναι ξαπλωμένοι στο χειρουργικό κρεβάτι. Θα σχίζεις
σάρκες και θα ρουφάς, σα ν το δόκτορα Τζέκιλ, αχνιστό
αίμα…Τι να σου πω! Είσαι γεννημένος για χειρούργος….
Στο τρίτο δωμάτιο έμενε μόνος ο Χρήστος, ο τελειό -
φοιτος της κτηνιατρικής. Η μπόχα εκεί ήταν αποπνικτική.
Τα κουμάσια των γουρουνιών θα ‘πρεπε να ’ταν πιο καθα -
ρά. Σ’όλα τα χρόνια που νοίκιαζε το δωμάτιο, δεν πάτησε
καμιά καθαρίστρια. Οι φανέλες του, απ’ τις πλεχτές εκε ί-
νες που φορούσαν οι γέροι στα χωριά, με τρία κουμπιά
στο λαιμό και μακριά μανίκια, βρομούσαν ξινίλα. Το πλε χ-
τό μάλλινο πάπλωμά του, για καλοκαίρι και χειμώνα, γυά-
λιζε απ’ τη λίγδα και τον αποξεραμένο ιδρώτα. Τα σαββ α-
τοκύριακα έφερνε, κάποιες ώρες, μια λεπτή συμπαθητική
κοπελίτσα και κλειδωνόταν μαζί της στο δωμάτιο.

136
Όταν έφευγε η ερωμένη του, υπερηφανευόταν στους
συγκατοίκους του για τις ερωτικές τ ου επιδόσεις. Προ-
σπαθούσε να τους πείσει πως αν, κάποιες φορές , άκου-
γαν παράξενους ήχους και λαρυγγισμούς, αυτοί προέ ρ-
χονταν από την προσπάθεια της κοπέλας του ν’ αποφύγει
τον εμετό, λόγω των υπερβολ ικών ανδρικών ικανο τήτων
και προτερημάτων του, τα οποία «δεν μπορούσαν ν’ αντέ-
ξουν όλες οι γυναίκες».
Ο Στέργιος εύρισκε ευκαιρίες για να τον «καρφώσει»,
μ’ εκείνον τον απαράμιλλο σαρκαστικό του τρόπο. Μια μ έ-
ρα δεν άντεξε και του πέταξε κατάμουτρα.
- Ρε συ Χρήστο! .. Μήπως οι αναγούλες κι οι λαρυγ -
γισμοί της κοπέλας προέρχονται απ’ την πολλή καθαριό -
τητα του χώρου;
- Δεν πας να χεστείς ρε μαλάκα, αγρίεψε ο κτηνίατρος
και βρόντηξε αγριεμένος την πόρτα του.

Ένας «μεγαλοφυής» φίλος

Σ’ αυτό το δωμάτιο, έμεινε με τον Στέργιο Τσαλίκη ως


το καλοκαίρι του ’57. Τα δυο χρόνια που πέρασαν ήταν
καθοριστικά για την πορεία των σπουδών του, αλλά και
χρόνια μιας μποέμικης ζωής που, όσο άθλια κι αν ήταν,
έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη του.
Ο Στέργιος ήταν ένας ζωντανός, δραστήριος κι’ εκδ η-
λωτικός φίλος αλλά κι ένας δύσκολος κι απαιτητικός συ γ-
κάτοικος, που τις παραξενιές του λ ίγοι θα μπορούσαν ν’
ανεχθούν. Οι ιδιοτροπίες και η έμφυτη διάθεσή του να υ-
ποτιμά και να ταπεινώνει τους γύρω του και ταυτόχρονα
να εξυψώνει τις ικανότητές του και το άτομό του, δημιουρ -
γούσαν αντιπάθειες στο ευρύτερο φιλικό του περιβάλλον.
Κάποιοι απ’ τους γνωστούς και φίλους του, συμβούλεψαν
τον Φίλιππο να βρει άλλο ν συγκάτοικο. Ο Ιάκωβος ο «δι-
καστής», ο φοιτητής της Νομικής που βρισκόταν σε μια

137
υποβόσκουσα μόνιμη αντιπαράθεση με το ν Στέργιο κι ί-
σως κατά βάθος να τον ζήλευε και προσπαθούσε να τον
μιμηθεί, είπε στον Φίλιππο κάποια μέρα.
- Αυτός ο «μεγάλος Στέργιος» αν μιλήσει μια ώρα, στη
μισή κατηγορεί και ταπεινώνει ή γελοιοποιεί τους άλλους
και στην άλλη μισή ώρα επαινεί τον εαυτό του και το κ α-
ταπληκτικό μυαλό του.
Ένας άλλος, ο Λάκης ο «γιατρός», φοιτητής στο δε ύ-
τερο έτος της ιατρικής, είχε εξομολογηθεί εμπιστευτικά
στον Φίλιππο.
- Ώρες ώρες μου τη δίνει κατακέφαλα αυτή η μεγα -
λομανία του! ...Πιστεύει πως είναι μεγαλοφυής! ....
Κι όμως ο Στέργιος ο μεγάλος, ό πως αυτοαποκαλούν -
ταν, είχε σπέρματα μεγαλοφυΐας αλλά και μια ε κνευριστική
παιδαριώδη εμμονή ν‘ ασχολείται, στο φιλικό του περ ι-
βάλλον, μ’ ασήμαντα γεγονότα και καταστάσεις με τρόπο
που προκαλούσε έντονες αντιπάθειες.
Στην αρχή ο Φίλιππος σκέφτηκε να τον αν τιμετωπίσει
με τον ίδιο τρόπο. Η ρήξη θα ήταν αναπόφευκτη και θα
χώριζαν τα τσανάκια τους. Όμως, γρήγορα, ανακάλυψε
πως πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά κρύβονταν ανασ -
φάλειες κι ανεκδήλωτες ευαισθησίες, που σιγά σιγά από-
καλύπτονταν με τις καθημερινέ ς τους συζητήσεις, αλλά και
τις λεκτικές συγκρούσεις και αντιθέσεις τους. Χρησιμο -
ποίησε τη μέθοδο του θείου του, του Νίκου, για να τον
«χαρτογραφήσει» και να ταξινομήσει με ιδιαίτερη προσοχή
τα προτερήματα και τα ελαττώματά του.
Μπροστά στους φίλους ο Στέργιος άρχ ιζε συνήθως
χαζοσυζητήσεις, προσπαθώντας να προβάλλει , με σκω-
πτικό τρόπο, τις πράξεις και κυρίως κάποια σφάλματα ή
άστοχες ενέργειες των άλλων. Όταν τα βράδια έμεναν μ ό-
νοι στο δωμάτιο και μελετούσαν, εύρισκαν την ευκαιρία να
κάνουν κάποιες σοβαρές συζητ ήσεις, που φανέρωναν το
πνεύμα της επιστημονικής αναζήτησης και δραστηριότ η-
τας που διέθετε κι έβλεπε πολύ μακριά, στα τεχνικά επι -
τεύγματα του μέλλοντος. Τότε, μέσα απ’ τις αναλύσεις του
για τη δομή των ατομικών μορίων, τις κινήσεις των ηλε κ-

138
τρονίων και πρωτ ονίων ή την χρησιμότητα των ραδιοϊσο-
τόπων και των ακτίνων Χ, αναδυόταν το πάθος του για
την επιστήμη του και η δίψα του για μελέτες κι έρευνες.
- Φίλιππε, να θυμάσαι πως μια μέρα η επιστήμη θα
φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη… Οι σημερινοί ηλεκτρονικοί
υπολογιστές που μοιάζουν με ντουλάπες θα χωράνε σ την
πίσω τσέπη του παντελονιού, οι αρρώστιες θα θεραπεύ -
ονται με δέσμες φωτονίων και ηλεκτρονίων, οι τηλεοπτικές
εικόνες θα μεταδίδονται απ’ τη σελήνη ή και πιο μακριά με
ηλεκτρομαγνητικά κύματα κι οι τηλεφωνικές επικοιν ωνίες
θα γίνονται με ασύρματα συστήματα…. Θα μπορείς να έ -
χεις τηλέφωνο κι όταν ακόμα θα βρίσκεσαι στην κορφή
του Όλυμπου….
- Πολλά τέτοια χαζά μου λες! ... Πώς θα γίνουν όλα αυ-
τά;
- Το ανθρώπινο μυαλό θα κάνει θαύματα… Θα δεις μια
μέρα τον Στέργιο σε διαφανές α υτοκίνητο, με τιμόνι στη
μέση κι αριστερά και δεξιά του μια μελαχρινή και μια ξαν-
θιά κουκλάρα….
- Ά, ώστε δυο κουκλάρες κι εσύ στη μέση! Κι ύστερα …
θα ξυπνήσεις! τον ειρωνεύτηκε ο Φίλιππος.
- Εσείς οι αεριτζήδες των θεωρητικών επιστημών ε ίστε
άχρηστοι στην κοινωνία…Με το μπλα μπλα και τις φλυα -
ρίες δεν προχωρά μπροστά ο κόσμος… Χρειάζεται σιωπή,
θα ‘λεγα σκασμός και βουβαμάρα κι έρευνα χωρίς δια -
κοπή….
- Δηλαδή μόνο η δική σου επιστήμη είναι χρήσιμη! Για
σένα δεν υπάρχουν θεωρητικές επιστήμες…
- Αυτό είναι βέβαιο! Υπάρχουν μόνο θετικές και αρν η-
τικές επιστήμες… Με την εξέλιξη των θετικών επιστημών
το ανθρώπινο μυαλό θ’ αναπτύσσεται συνεχώς… Ίσως με-
τά από κάποιους αιώνες οι άνθρωποι θα ‘χουν διπλάσιο
εγκέφαλο…. Τα νεκρωμένα εγκεφαλικά κύτταρα θα εξο υ-
δετερώνονται με μικρές πυρηνι κές εκρήξεις…Είναι ένα ό-
νειρο που θέλω να το δω να γίνεται πραγματικότητα, αν
κάποτε εργαστώ σ’ ερευνητικό πυρηνικό κέντρο…
- Δηλαδή, θα προσπαθήσεις να κάνεις πυρηνικές ε κ-

139
ρήξεις σ’ ανθρώπινο εγκέφαλο; ...Ε, είσαι εντελώς παλα -
βιάρης!
- Είμαι; Έχω δηλαδή ψήγματα τρέλας;
- Μόνο ψήγματα! Καραβιές ολόκληρες… Είσαι ένας
θεότρελος ονειροπαρμένος.
Όταν μετά από κάποιες δεκαετίες τηλεφωνούσε στο
Φίλιππο απ’ το Πυρηνικό Κέντρο όπου εργαζόταν κι έκα -
ναν πολύωρες συζητήσεις, με περηφάνια του υπε νθύμιζε
πως πολλές απ΄ τις προβλέψεις του είχαν υλοποιηθεί.
Πολλές φορές ο Φίλιππος τον πείραζε για τις εκρήξεις στα
εγκεφαλικά κύτταρα. Μια φορά τον ενημέρωσε πως σε σ υ-
ζήτηση που είχε με τη Βάνα, τη δεύτερη γυναίκα του, την
προειδοποίησε πως, αν κάποια μέρα έβλεπε πυκνό καπνό
κάπου εκεί στην Αγία Παρασκευή, να φρόντιζε ν’ από-
μακρυνθεί έγκαιρα γιατί θα επακολουθούσε η πυρηνική
καταστροφή τ ης μισής Αθήνας απ’ το νέο ακτινο φυσικό
Νέρωνα. Τέτοια αστεία του άρεσαν υπερβολικά και ξε -
σπούσε σ’ ασυγκράτητα γέλια.
- Λες να εξαφανίσω κάποτε την Αθήνα κάτω από ένα
πυρηνικό νέφος, όπως ο Νέρωνας τη Ρώμη με τους κα π-
νούς της μεγάλης πυρκαγιάς; αναρωτιόταν με μια έκδηλη
ικανοποίηση για τη σύγκριση με τον παράφρονα Ρ ωμαίο
αυτοκράτορα. Άκου Φίλιππε! συνέχισε με το ίδιο ύφος.
Εκείνος που θα κάψει την Αθήνα θα είναι ο ευεργέτης του
ελληνικού έθνους. Έτσι όπως κατάντησαν την πόλη κ ά-
ποιοι διεστραμμένοι πολεοδόμοι κι αρχιτέκτ ονες, θα τη
σώσει μόνο η ολοκληρωτική καταστροφή και μια νέα μελ ε-
τημένη ανοικοδόμηση…..
Κάποιες φορές γινόταν προκλητικά αντιπαθής. Του
άρεσε να παίζει με τις λέξεις και να φτάνει στα άκρα.
- Σήμερα βλέπω γύρω μου κάτι φίλους που ντρο -
πιάζουν το ανθρώπινο γένος …Προσπαθώ να βρω έναν
τρόπο ώστε, με πυρηνική καταστροφή, να καταστήσω ανί-
κανο τον ανδρικό πληθυσμό του πλανήτη και να διαχυθεί
το τσαλίκειο σπέρμα μου σ’ όλες τις γυναίκες της γης… Θα
δημιουργηθεί έτσι μια νέα γενιά, η δική μου γενιά… Θα έ-
χουμε έναν κόσμο από σούπερμεν….

140
- Να, τέτοια λες και θα σε πάρουν κάποιοι με τις σά -
πιες ντομάτες, τον ειρωνεύτηκε ο Ιάκωβος.
Του άρεσε να διηγείται τα παθήματα και τη ζωή όλων
και κυρίως όλα όσα είχαν σχέση με τη στερημένη διατρ ο-
φή τους. Διηγόταν, με πειστικό τρόπο, πως έτρωγαν τις
ελάχιστες ελιές κι αργότερα, λόγω πείνας, κα ταβρόχθιζαν
και τα κουκούτσια….Πως έκλεψε σόδες για να ταΐσει τον
πεινασμένο κι άρρωστο Ιάκωβο… Πως κάποτε οι δυο τους
κάνανε ελεημοσύνη σ’ ένα ν τυφλό ακορντεονίστα, ρίχνο ν-
τας ένα τάλιρο στο κουτί και την επόμενη, λόγω αφραγ -
κίας, πέρασαν και ρίξανε στο κουτί μια δραχμή, λέγοντας
πως ρίχνουν τάλιρο, για να πάρουν πίσω δυο δίφραγκα
ρέστα….Πως δήθεν ο Φίλιππος διάβαζε μ’ ένα μάτι για να
«κοιμάται με το άλλο» ή πως ξενυχτούσε κρατώντας τη
φωτογραφία της Ηρώς κι απαγγέλλοντας ποιήματα ….
Όλα αυτά τα διηγόταν με τον πειστικό κι ευχάριστο ε-
κείνον τρόπο, που έκανε τους άλλους να γελούν. Κι όταν
μεν υπήρχε ο γνωστός φιλικός κύκλος διασκέδαζαν όλοι μ’
αυτές τις επαναλαμβανόμενες και υπερβολικά μυθοποι η-
μένες αφηγήσεις. Αρκετές φορές όμως οι διηγήσεις γίνο ν-
ταν σ’ ομήγυρη που είχε άγνωστους κι άσχετους με την
παρέα και δημιουργούνταν άσχημες ή ταπεινωτικές εντ υ-
πώσεις για τους γελοιοποιούμενους φίλους. Τότε ο Φίλι π-
πος τον απόπαιρνε και του απηύθυνε σκληρές λέξεις για
να τον συνετίσει.
Δεκαετίες, μετά, δεν είχε αλλάξει αυτές τις συνήθειές
του. Σε μια συγκέντρωση συγχωριανών κάποιο Πάσχα,
στην πλατεία του χωριού, άρχισε πάλι μια τέτοια συζήτ η-
ση.
Ο Φίλιππος είχε εκνευριστεί και μπροστά στους άλ -
λους του είπε, χαμογελώντας, αλλά με συγκρατημένη ορ-
γή.
- Όταν βρίσκεσαι έξω απ’ τον φιλικό μας χώρο θα κά-
νεις καλά να μιλάς για τα δικά σου μεγαλεπήβολα σχέδια,
όπως παραδείγματος χάριν για την πυρηνική στείρωση
όλων των αρρένων της γης…
- Τί είναι αυτό; ρώτησε κάποιος περίεργος απ’ την ο-

141
μήγυρη.
- Να, ο Στέργιος σκέφτηκε πως θα ‘πρεπε να μας μ ε-
τατρέψει όλους τους άντρες σ’ ένα κοπάδι ανίκανων για να
δημιουργηθεί με το σπέρμα του μια νέα γενιά… Μόνο που
αποδείχτηκε π ως το σπέρμα του είναι ζούφιο….Τα παιδιά
του αντί να είναι Τ σαλικάκια βγήκαν ολόιδια Βανάκια…. Εί-
ναι ολόφτυστα παιδιά της μάνας τους κι όχι του πατέρα
τους…Φίλε μου, ο σπόρ ος σου είναι ξεφυτρωμένος κι α-
δύναμος….
Μετάνιωσε γι’ αυτά τα σκληρά λόγια του , αλλά απ’ την
άλλη δυσφορούσε που ο Στέργιος, στις επαναλαμβανό -
μενες διηγήσεις του, συνέχιζε να μιλά με τον ίδιο τρόπο
και για τον ίδιο αλλά και για άλλους φίλους. Τον είδε ν’
απομακρύνεται με σκυμμένο το κεφάλι αλλά σε λίγο ξανα-
γύρισε κι έπιασε το Φίλιππο απ’ το μπράτσο.
- Πάλι την έκανα τη χαζομάρα μου; ρ ώτησε μ’ έκφρα-
ση ενοχής αλλά κι αφοπλιστικής ειλικρίνειας.
- Αν την έκανες! Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες… Μ ε-
ρικές φορές μ’ εκνευρίζεις αφάνταστα και γίνομαι χειρότε -
ρος από σένα....
- Απορώ ώρες ώρες πώς μ’ ανέχεσαι! ....
- Κι εγώ έχω την ίδια απορία …. Κάνεις τις τρέλες κι
ότι σου κατέβει στο κεφάλι και μετά αρχίζεις τις μαλαγα -
νιές… Σ’ αυτά είσαι μάνα! ....
- Αυτό δείχνει πως το μυαλό μου φέρνει στροφές….
- Ε, είσαι τελείως αδιόρθωτος μεγάλε Στέργιε… Πρέπει
να το πάρω απόφαση πως δε ν θ’ αλλάξεις ως τα βαθιά γε -
ράματα! ..
Την περίοδο των εξετάσεων του Ιούνη, ο Στέργιος είχε
κάποια προβλήματα με δυ ο καθηγητές και διάβαζε εντατι-
κά…Απ’ την άνοιξη είχε αρχίζει να χλομιάζει κι είχε αν ω-
μαλίες στον ύπνο κι ελαφρούς πόνους στο στομάχι. Μετά
από μερικές βδομάδες η κατάστασή του επιδεινώθηκε , αλ-
λά εξακολουθούσε να έχει την ίδια εκείνη ζωηρή κι α π-
ρόβλεπτη, όπως πάντα, συμπεριφορά. Κάποιες μέρες δε ν
έκλεινε μάτι όλη τη νύχτα κι αρκετές φορές, μαύρα μεσ ά-
νυχτα, έσερνε το Φίλιππο απ’ τα πόδια για να ξυπνήσει.

142
- Δεν ανέχομαι να σε βλέπω συν έχεια στις αγκαλιές
του Μορφέα…Ο ύπνος είναι τροχοπέδη για τη δημιουρ -
γική δραστηριότητα του ανθρώπου…Η επιστήμη πρέπει
να βρει τρόπους να καταργήσει τον ύπνο για να δημιου ρ-
γήσει τον υπεράνθρωπο…
Κι άρχιζε στις τρεις ή τέσσερις το πρωί να του εξηγεί
τη θεωρία του περί ύπνου. Ένα βράδυ ξύπνησε κι ο Πα ύ-
λος, ο «γιατρός» του διπλανού δωματίου. Μπήκε στη σ υ-
ζήτηση κι άρχισε να εξετάζει το θέμα του ύπνου από ια -
τρικής πλευράς, ώσπου οι δυο τους κατά ληξαν στο συ μ-
πέρασμα πως, η ξεκούραση του ανθρώπινου εγκέφαλου ,
μπορεί να επιτευχθεί με την απαλή, με την κλασική μουσ ι-
κή.
Ο Παύλος πήγε κι έφερε το βιολί του. Άνοιξαν διάπλ α-
τα τα παράθυρα του δωματίου και του σαλονιού κι ο «γι α-
τρός» ανακάθισε στην κάσα και στερέωσε το βιολί στον
ώμο και στο σαγόνι του.
- Ας μεθύσουν από Μότσα ρτ, Μπετόβεν και Βέρντι, οι
κάφροι της γειτονιάς μας… Έτσι όπως κοιμούνται , θα μα-
γευτούν και θα πέσουν σε βαθύ λήθαργο! ...
Ο Φίλιππος σηκώθηκε και προσπάθησε χωρίς επιτυ -
χία να κλείσει τα παράθυρα.
- Τι κάνετε βρε τρελάρες τέτοια ώρα! Θα μας κυνηγή-
σουν με τις πέτρες….
- Φίλιππε! ...Αιώνιε Φίλιππε! ... Είσαι όπως πάντα τρο-
χοπέδη σε κάθε φιλότεχνη προσπάθειά μας, τον μάλωσε ο
Στέργιος …Παίξε Παύλο… Άσε να ξεχυ θούν οι υπέροχες
μελωδίες σου… Μην ακούς αυτόν τον αντιδραστικό…
Δεν πέρασαν ούτε δυο τρία λεπτά κι ακούστηκαν
μουρμουρητά, τριγμοί από πόρτες και παράθυρα που ά-
νοιγαν, ώσπου άρχισαν οι διαμαρτυρίες των γειτόνων.
Η βραχνή, η άγρια φωνή, του φιλήσυχου τυπογράφου
της γειτονιάς, ανάγκασε τον Παύλο να διακόψει το νυχτε -
ρινό εκείνο κονσέρτο.
- Βρε γαϊδούρια! ...Όλη νύχτα ξενυχτάω στην εφημερ ί-
δα κι έρχομαι να κοιμηθώ, να ησυχάσω λίγο… Κι ακούω τα
δικά σας γκαρίσματα και γρυλίσματα με τα βιολιά σας και

143
τα σκατά σας…Για σκάστε μην κατεβώ με καμιά μαγκούρα
κι αρχίσω να σπάζω κεφάλια! ....
- Τι να σου πω κύριε! ...Την κλασική μουσική την κα-
τάλαβαίνουν μόνο οι πολιτισμένοι άνθρωποι. Μήπως έτ υ-
χε ν’ ακούσεις κάτι για το ν «μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ή
το «Ναμπούκο» του Βέρντι ; απάντησε με θρασύτητα ο
Παύλος.
- Τί είναι αυτό το…. «αυλό»; Τρώγεται με πιρούνι ή με
κουτάλι; κάγχασε ειρωνικά ο Στέργιος.
Ο αγουροξυπνημένος γείτονας αγρίεψε ακόμα περι σ-
σότερο.
- Ουστ, παχύδερμα! Σταματήστε γιατί θα σας καρυ-
δώσω… Να βράσω κι εσάς και τον Μότσαρτ σας…
- Σταμάτα ρε Παύλο! επενέβη ο Στέργιος κλείνοντας τα
παράθυρα…Φαίνεται ότι δεν κατάλαβες πως κατοι κούμε
σε γειτονιά Μάου Μάου…. Η μουσική εξευγενίζει ανθρώ-
πους κι όχι κτηνανθρώπους….
Οι αϋπνίες του Τσαλίκη εξακ ολουθούσαν για μεγάλο
ακόμα διάστημα. Ένα απόγευμα γύρισε κρατώντας θριαμ -
βευτικά ένα μικρό μπουκαλάκι με χάπια.
- Φίλιππε, ορίστε… Να, τα χάπια της χαράς και της
ευτυχίας….Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα χημικό ε ρ-
γαστήριο…Τα λαργκακτίλ θα είναι ο καταλύτης για αλυσι-
δωτές χημικές αντιδράσεις… Περιμένω αποτελέσματα!
Τ’ αποτελέσματα δεν ήρθαν τόσο γρήγορα! Επί τρία
συνεχόμενα εικοσιτετράωρα δεν έκλεισε μάτι. Συμπλήρ ω-
σε εβδομηνταδυό ώρες χωρίς να κοιμηθεί ούτε λεπτό. Η
δόση των χαπιών σχεδόν τριπλασιάστηκε χω ρίς αποτέ-
λεσμα, ώσπου στο τέλος της τρίτης μέρας έκλεισε τα πα ν-
τζούρια, ξάπλωσε στο ντιβάνι του και βυθίστηκε για ένα
ολόκληρο μερόνυχτο σ’ έναν ευεργετικό ύπνο.
Όταν ξύπνησε, ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και
γύρισε προς το Φίλιππο, που μόλις είχε επιστρέψει απ’ το
πανεπιστήμιο.
- Αγαπητέ μου φίλε! Το γεγονός της τριήμερης αϋπ-
νίας μου αποδεικνύει πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος δε ν
χρειάζεται τον πολύ ύπνο…Επιβεβαιώνεται πλήρως η θ ε-

144
ωρία μου… Κοίταξε ν’ αποκηρύξεις τον παμφίλτατο Μο ρ-
φέα σου….
- Είσαι ένας αδιόρθωτ ος τρελάρας! Για να δούμε πότε
θα βάλεις μυαλό!

Κι άλλες φοιτητικές τρέλες

Αυτές οι καταστάσεις, παρά τον φαινομενικά μποέμι -


κο και διασκεδαστικό χαρακτήρα τους, κατά βάθος ήταν
ψυχοφθόρες και τραγικές. Όμως, υπήρχαν και στιγμές κ ε-
φιού και χαράς που αναζωογονούσαν τη φοιτητοπαρέα.
Μια βραδιά του Φλεβάρη, οι φίλοι αποφάσισαν να
πάνε σ’ ένα κοσμικό ταβερνάκι. Μέτρησαν τα λεφτά τους
και βρήκαν πως μόλις έφταναν για μια ρετσίνα και μια ή
δυο σαλάτες. Το γκαρσόνι είχε ετοιμάσει το κουβέρ για έξι
άτομα. Γι’ αυτό δικαιολογημένα τους κοίταξε μ’ έκπληξη
και περιφρόνηση όταν άκουσε την παραγγελία.
- Ρε, σεις λεβέντες…Όλοι είστε γερά ποτήρια…. Να
προσέχετε να μη μεθύσετε, τους είπε ειρωνικά.
Όλοι τον αγριοκοίταξαν. Ο Σούλης, ο οποίος χρησιμο -
ποιούσε μια απλή και κατανοητή καθαρεύουσα στις συζη-
τήσεις του, με τους ανθρώπους της πιάτσας , για να τους
εντυπωσιάζει, αποφάνθηκε με μια προσποιητή αριστοκρα -
τική αδιαφορία.
- Είναι δυνατόν να συνδιαλεγόμεθα και να λαμβάνουμε
τοις μετρητοίς τα λεγόμενα από ανθρώπους αυτού του
χαμερπούς επιπέδου; Θα υποβαθμίσουμε την αξία ν μας
και το μορφωτικόν μας επίπεδον….
- Δεν τον είδες Σούλη; Μας πρόσβαλε με το χειρότερο
τρόπο, γκρίνιασε ο Ιάκωβος.
- Θα τιμωρηθεί γι’ αυτό, πέταξε μ’ ένα ν μυστηριώδη
τόνο στη φωνή του ο Στέργιος.
- Δηλαδή τι θα του κάνουμε; Θα τον δείρουμε; ρ ώτησε
ο Λουκιανός.

145
Αυτός ο φοιτητής της φυσικομαθηματικής σχολής,
συμφοιτητής του Στέργιου, συμμετείχε αρκετές φορές στις
συναντήσεις της παρέας. Ήταν ένας λεβεντόκορμος και
πολύ όμορφος νεαρός απ’ τη Λάρισα, που είχε μια συγ-
κλονιστική ερωτική περιπέτεια με μια πλούσια συμπα -
τριώτισσά του. Ο πατέρας της, ένας χωρίς αναστολές και
ηθικούς φραγμούς επιχειρηματίας, τον προειδοποίησε ν’
απομακρυνθεί απ’ την κόρη του. Οι ερωτευμένοι αδια -
φόρησαν αλλά σε μερικές μέρες ο Λουκι ανός είχε μια ασυ-
νήθιστη εμπειρία, από την άγρια εκδικητική μανία του π α-
τέρα της ερωμένης του . Ένα βράδυ, μόλις άφησε την αγα -
πημένη του στην άκρη του δρόμου του σπιτιού της και
περπατούσε αμέριμνος, πέρασε από δίπλα του ένα ημι -
φορτηγό με ιλιγγιώδη ταχύτ ητα. Αν δεν είχε έγκαιρα διαι -
σθανθεί τον κίνδυνο και δεν τιναζόταν μ’ ευλυγισία στο
πεζοδρόμιο, στο κ οίλωμα μιας πόρτας, σίγουρα θα ’ταν
μακαρίτης.
Ο Στέργιος, όπως πάντα, φρόντισε να διατυπώσει το
σκωπτικό λόγο του συσχετίζοντας τον αισθηματικό δεσμό
του Λουκιανού με το δεσμό του Φίλιππου. Σε στιγμές ευ-
θυμίας επαναλάμβανε, όπως συνήθιζε, πως στη λίστα των
μεγάλων εραστών, σαν το Ρωμαίο με την Ιουλιέτα, το Λα-
μαρτίνο με τη Γκρατσιέλα, το Δάντη με τη Βεατρίκη, το
Ζίγκφριντ με τη Γενοβέφα ή το Μιμίκο με τη Μαίρη, υπήρ-
χαν ακόμα κι ένας Λουκιανός με την Άννα του αλλά κι έ-
νας Φίλιππος με την Ηρώ του.
Το γκαρσόνι επανήλθε με το δίσκο του κι απόθεσε το
μπουκάλι της ρετσίνας και τις σαλάτες στο τραπέζι.
- Το ψωμί είναι δωρεάν, είπε μ’ έναν εκνευριστικό
σαρκασμό καθώς απομακρυνόταν.
- Καλά! Καλά! Θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος,
μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Στέργιος.
Το ταβερνάκι είχε και μουσικό πρόγραμμα. Ένα ζευγά -
ρι παράφωνων τραγουδιστών είπε μερικά τραγούδια. Έ-
νας κιθαρίστας έπαιξε σπανιόλικες μελωδίε ς. Στο λιγοστό
φως της αίθουσας φαίνονταν τα σύννεφα καπνού απ’ τα
τσιγάρα. Οι φωνές των θαμώνων σκέπαζαν, πολλές φ ο-

146
ρές, τις μελωδίες της μουσικής.
- Ποταπόν περιβάλλον! Ας φύγουμε ν’ αναπνεύσουμε
ολίγον οξυγόνο, είπε κάποια στιγμή ο Σούλης.
- Να πληρώσουμε πρώτα! ...Γκαρσόν, γκαρσόν, φώνα-
ξε ο Γιώργος ο «δικηγόρος», που σημείωσε ρεκόρ αποτυ-
χιών στις εξετάσεις του ρωμαϊκού δικαίου με οχτώ «κοψί-
ματα».
- Μην τον φωνάζεις… Μας είδε αλλά τρελαίνεται στ ις
παραγγελίες και δε ν θα ’ρθει…Τώρα είναι στο μπουφέ…
Λουκιανέ, πάρε τα λεφτά και πήγαινε να τον πληρώσεις …
Πάρε και το σημείωμα της παραγγελίας , είπε ο Στέργιος.
Σηκώθηκαν όλοι. Ο Στέργιος καθυστερούσε. Πέρασαν
με δυσκολία το πλήθος των ζευγαριών που στροβιλίζο ν-
ταν στην πίστα και βγήκαν σ’ ένα ν προθάλαμο προστα-
τευμένο με τζαμαρία. Εκεί, για πρώτη φορά ο Ιάκωβος
πρόσεξε με περιέργεια την εμφάνιση του Στέργιου.
- Ρε συ! Έγκυος είσαι;
- Προχωράτε και μη μιλάτε! …Θα σας δείξω τη σοδειά
έξω….
Όταν απομακρύνθηκαν άνοιξε την καμπαρ ντίνα του κι
άρχισε να βγάζει πιάτα, σταχτοδοχεί α, μαχαιροπήρουνα,
πετσέτες, οδοντογλυφίδες κι ότι άλλο υπήρχε στο τραπέζι.
- Καθάρισα και το διπλανό τραπέζι που είχε αδειάσει
πριν απ’ το δικό μας…Κρατήστε τα αυτά… Πάω να ξεβι -
δώσω το τηλέφωνο… Αυτό που έχουν στον προθάλαμο…
Όλη η παρέα ρίχτηκε πάνω του κ ι άρχισε να τον τραβά
με δύναμη μακριά απ΄ την ταβέρνα.
- Βρε ζουρλέ! ...βρε θεότρελε! Θα μας κάψεις όλους,
του φώναζαν ο Φίλιππος κι ο Ιάκωβος. Εκείνος γελούσε
με ικανοποίηση. Στο τέλος είπε με μια εκπληκτική σοβ α-
ρότητα και ηρεμία.
- Λοιπόν παιδιά! ....Το αγενές γκαρσόνι, τιμωρήθηκε…
Τώρα θα πρέπει να κάνουμε μια θεάρεστη πράξη… Το
βλέπετε αυτό το φτωχόσπιτο; Θ’ αφήσουμε όλα όσα κου -
βαλάμε στην πόρτα για να μας δώσουν τα φτωχαδάκια μια
ευχή όταν ξυπνήσουν.
Έπειτα γύρισε προς τον Φίλιππο και τον Ιάκωβο και

147
τους επέπληξε.
- Θα το έχετε κρίμα στο λαιμό σας…Δεν μ’ αφήσατε να
χαρίσω σ’ αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους ένα πανά -
κριβο τηλέφωνο…Ντροπή σας!

148
Χ

Ο χολερικός οικονομολόγος

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα αντιθέσεων και συναισθημα -


τικών εντάσεων, ο Φίλιππος προσπάθησε ν’ αντιμετωπί -
σει και τα προβλήματα που του παρουσιάστηκαν κατά τη
διάρκεια των σπουδών του.
Η έλλειψη επικοινωνίας του αδερφού του με τον ίδιο
αλλά και τους γονείς τους, τα αιώνια οικονομικά προ -
βλήματα της οικογένειας κι οι συνεχιζόμενες ενοχέ ς του
για τη δική του υπαιτιότητα , στο να μην αποφασίζει να
δώσει μια οριστική λύση με τη διακοπή των σπουδών του,
τον οδηγούσαν σε μια κατάσταση αδράνειας και παθητικό -
τητας.
Ήταν μια περίοδος πατριωτικής έξαρσης. Τα γεγονότα
που διαδραματίζονταν στην Κύ προ υπήρξαν η κύρια αιτία
για έναν μαζικό φοιτητικό ξεσηκωμό. Οι διαδηλώσεις και
οι πατριωτικοί λόγοι που εκφωνούνταν στ’ αμφιθέατρα,
στα πάρκα ή σ’ άλλους πανεπιστημιακούς χώρους, δημι -
ουργούσαν στο φοιτητικό κίνημα το ιδεολογικό υπόστρ ω-
μα για μια συσπείρωση με πατριωτικούς, εθνικούς αλλά
και κοινωνικούς στόχους.
Τότε δεν είχε καθιερωθεί το πανεπιστημιακό άσυλο,
με την έννοια της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Κι ό-
μως, οι αστυνομικές δυνάμεις, στις μέρες των διαδηλ ώ-
σεων, δεν τολμούσαν να παραβιάσουν τα σιδ ερένια κιγ-
κλιδώματα του πανεπιστημιακού χώρου.
Πολλά χρόνια αργότερα η έννοια αυτού του ασύλου
που καθιερώθηκε με νομοθετική ρύθμιση, είχ ε σε τέτοιο

149
βαθμό χυδαιοποιηθεί , ώστε οι αστυνομικοί κοίταζαν αδιά -
φοροι να καίγονται περίτεχνα νεοκλασικά πανεπιστημια κά
κτίρια, να ποδοπατούνται και να παραδίδονται στις φλόγες
οι ελληνικές σημαίες ή να γρονθοκοπούνται και να βρίζον -
ται οι πρυτάνεις από οργανωμένες ομάδες «προοδευτι -
κών» φοιτητών , που εφάρμοζαν τις φασιστικές πρακτικές
της μαύρης κουκούλας και της βόμβα ς Μολότωφ.
Το άσυλο διακίνησης ελεύθερων ιδεών μετατράπηκε
αργότερα, όπως γίνεται πάντα στην Ελλάδα των υπερβ ο-
λών, σε άσυλο κυκλοφορίας εγκληματικών ομάδων.
Μέσα σ’ αυτό το αναπτερωμένο, τότε, φοιτητικό κλίμα
που είχε δημιουργηθεί στη φοιτητική κοινότητα τ ης Θεσ-
σαλονίκης, η συμμετοχή του Φίλιππου ήταν μικρή και χ ω-
ρίς ιδιαίτερα δυναμική παρουσία, παρά την ξεκάθαρη
πατριωτική του ιδεολογία . Τα προσωπικά του προβλήματα
τον οδήγησαν σε μια κατάσταση απομονωτισμού και στο
χώρο του πανεπιστημίου αλλά και στις γε νικότερες μαζι-
κές εκδηλώσεις του ευρύτερου φιλικού φοιτητικού του
κύκλου.
Μόνη του παρηγοριά ήταν οι σκέψεις του για την Ηρώ
και η ελπίδα πως, με τον αγώνα και τις προσπάθειες, θα
κατάφερνε να ολοκληρώσει τους στόχους του.
Βρισκόταν σε τακτική επικοινωνία μαζί της, είτε με κ α-
θορισμένες τηλεφωνικές συνεννοήσεις σε συγκεκριμένες
μέρες και ώρες, στα κεντρικά γραφεία του Οργανισμού
Τηλεπικοινωνιών, είτε με επιστολές «ποστ ρεστάντ » που
απομάκρυναν τον κίνδυνο να πέσουν στα χέρια συγγενών
της Ηρώς ή σε άτομα που έχουν την αρρώστια ν’ ασχο -
λούνται με τα προβλήματα των άλλων.
Στα μαθήματα πήγαινε πολύ καλά. Οι παρακολουθή -
σεις ήταν τακτικές και σύμφωνα με το πρόγραμμα. Μελ ε-
τούσε άλλοτε στο σπίτι και άλλοτε στην πανεπιστημιακή
βιβλιοθήκη. Είχε προγραμματίσει να δώσει τα περισσότ ε-
ρα μαθήματα του πρώτου έτους στην εξεταστική περίοδο
του Ιούνη. Για τη δεύτερη περίοδο του Σεπτέμβρη είχε
αφήσει το μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας και δυ ο απλά
δευτερεύοντα μαθήματα.

150
Ο Σταμάτης Δελιρτζής, ο καθηγητής τ ης Πολιτικής Οι -
κονομίας ήταν ένας χολερικός, ένας αγέλαστος και μο -
νοκόμματος τύπος, που όταν περπατούσε θύμιζε το δυσ -
κίνητο κι άκομψο Φρανγκεστάιν τ ης ταινίας με τον Μπόρις
Καρλόφ , που την εποχή εκείνη παιζόταν στους κινημα -
τογράφους. Παρά τα συμπαθητικ ά χαρακτηριστικά του,
όταν περπατούσε από μα κριά έδειχνε σα να ‘χε καταπιεί
ατσάλινο στειλιάρι.
- Το μόμολο! Μας παριστάνει και τον Ρόμπερτ Τέιλορ,
τον μεγάλο εραστή! … Πήγε να ξελογιάσει μια φοιτήτρια,
που την πήρε για βοηθό του….Το φαντάζεσαι αυτό το νευ -
ρόσπαστο να κάνει ερωτική εξομολόγηση; του είπε χα σ-
κογελώντας ειρωνικά ο συμφοιτητής του, ο Ξενοφώντας.
Αυτός ο καθηγητής ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των φο ι-
τητών και στο οικονομικό αλλά και στο νομικό τμήμα της
Νομικής Σχολής. Το μάθημά του, βασικό κι ενδια φέρον,
αλλά διατυπωμένο σ’ ένα βιβλίο με μια ακαταλαβίστικη κι
εντελώς ασύντακτη φρασεολογία, με αφηρημένες έννοιες ,
που γίνονταν ακόμα πιο δυσνόητες από το φτωχό λεξιλ ό-
γιο και την αντικανονική διάρθρωση των κεφαλαίων και
γενικότερα της ύλης, θεωρούνταν το μεγαλύτερο εμπόδιο
για να ξεπεράσει κάποιος φοιτητής τις δυσκολίες των εξ ε-
τάσεων και να παρακολουθήσει το επόμενο έτος των
σπουδών του.
Ο Φίλιππος, από κακή ίσως ενημέρωση, έκανε ένα
σφάλμα. Θα‘πρεπε να συμπεριλάβει το μάθημα στην πρ ώ-
τη εξεταστική περίοδο κι όχι στη δεύτερη. Ο Ξενοφώντας
του άνοιξε τα μάτια όταν όμως ήταν πολύ αργά.
- Τι έκανες βρε Φίλιππε! Όποιος δε ν δώσει στην πρώ-
τη περίοδο το μάθημα αυτού του κιτρινιάρη, δεν έχει καμιά
ελπίδα να περάσει στη δεύτερη… Αν ο Σκρουτς δεν εισ-
πράξει τα εξέταστρα της χρονιάς που έχει υπολογίσει με-
θοδικά με το μολύβι, δεν βάζει προβιβάσιμο βαθμό και να
πηδάς ως το ταβάνι!
- Τί είναι αυτά που μου λες; Είναι δυνατόν;
- Είναι και παραείναι….Αυτά τα έμαθα απ’ την Πελα -
γία, που εργάζεται στη Γραμματεία της Νομικής…. Στις κα-

151
ταστάσεις του Δελιρτζή τα μηδενικά σφυρίζουν…Εγώ πάν-
τως θα τον δώσω στην πρώτη περίοδο.
Τα εξέταστρα ήταν τότε τριάντα πέντε δραχμές κι ο
Δελιρτζής, εκτός από το πανεπιστήμιο, δίδασκε επίσης σε
άλλες ανώτερες σχολές και σε δημόσια και στρατιωτικά
επιστημονικά ιδρύματα. Μέσα σ’ ένα χρόνο, με το αναμε -
νόμενο κέρδος των δυο περιόδων και μιας ημιπεριόδου,
θα μπορούσε να εισπράξει τεράστια ποσά, εκτός απ΄ το
μισθό του και τα έσοδα απ’ τις πωλήσεις του βιβλίου του.
Ο Ξενοφώντας, παιδί φτωχών καπνεργατών απ’ την
Καβάλα, υπολόγισε με την «μαρξιστική αναλυτική του μ έ-
θοδο», όπως έλεγε, τα ετήσια έσοδα του Δελιρτζή.
 Άκου Φίλιππε! ...Αν διδάσκει σε χίλιους φοιτητές και
σπουδαστές και εισπράττει τα εξέταστρα δυο περιόδων…
Λέω δυο κι όχι τριών ή παραπάνω όταν τον πιάνει το α μόκ
του χρήματος….Τότε, βάζει στην τσέπη του εβδομή ντα χι-
λιάδες…Ο μισθός του να μην είναι χίλιες πεντακόσιες ή
δυο χιλιάδες δραχμές; Έχουμε άλλες, ας πούμε, εί κοσι χι-
λιάδες το χρόνο…. Απ’ το βιβλίο του, αυτή την πατσα -
βούρα που κι ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τι αρλούμπες γρά -
φει, δεν θα κερδίζει άλλες πέντε χιλιάδες το χρόνο; Έχο υ-
με σύνολο εβδομήντα, είκοσι, πέντε, όλα μαζί ε νενήντα
πέντε…Για διαίρεσε αυτό το ποσό με τις έξι χιλιάδες
δραχμές!
 Γιατί με τις έξι χιλιάδες; Ρώτησε ο Φίλιππος.
 Αυτές είναι οι ετήσιες αποδοχές ενός μικ ροϋπάλ-
ληλου στο δημόσιο…
 Δεν ξέρω πόσα παίρνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι…
Μήπως είναι κάτι παραπάνω;
 Να σου βάλω εγώ, χοντρά χοντρά δέκα χιλιάδες …
Για κάνε μια διαίρεση… Θα δεις πως ο κιτρινιάρης κερδί-
ζει περισσότερα λεφτά από μια διμοιρία δημοσίων υπαλ-
λήλων….
 Λίγοι είναι Φώντα μου οι τυχεροί σ’ αυτή τη ζωή!
Απάντησε ο Φίλιππος σαν να μονολογούσε.
 Εδώ φίλε μου, πρόκειται για καραμπινάτη κοι νωνική
αδικία κι ανισότητα….Είναι ένας εκμεταλλευτής, είπε χ α-

152
μηλόφωνα ο Ξενοφώντας ρίχνον τας φοβισμένες ματιές
γύρω του.
 Αυτοί είναι οι καταφερτζήδες! ....
Ο Ξενοφώντας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οργή
και την αγανάκτησή του.
 Και να τ’άξιζε ο αγράμματος! Είναι ν’ απορεί κανείς!
Με καρδινάλιο κοιμήθηκε ο πούστης και τον ευλόγησε ο
Θεός; Πώς τα καταφέρνουν στη ζωή μερικά καθίκια!
Μ’ αυτόν το συμφοιτητή του ο Φίλιππος είχε δεθεί π ε-
ρισσότερο. Τις πιο πολλές φορές συζητούσαν, στα δια -
λείμματα, για τα μαθήματα και γενικότερα για τα καθημερι -
νά φοιτητικά προβλήματα που τους απασχολούσαν. Κά -
ποιες φορές, ο Ξενοφώντας του εξασφάλιζε δωρεάν με -
ρίδες φαγητού απ’ τη φοιτητική λέσχη, στην οποί α είχε το
δικαίωμα να σιτίζεται ως παιδί φτωχών κι άπορων ερ -
γατών. Γνώριζε καλά τον διαχειριστή και ζητούσε απ’ α υ-
τόν τα μη χρησιμοποιημένα κουπόνια των φοιτητών που
απουσίαζαν κι εφοδίαζε μ’ αυτά το ν Φίλιππο.
Τα παιδιά των αγροτών δεν είχαν το δικαίωμα σίτισης
στη φοιτητική λέσχη, αλλά και δεν απαλλάσσονταν ως ά-
πορα από τα ετήσια τέλη εγγραφής, που άρχιζαν από χί -
λιες και παραπάνω δραχμές κι έφταναν περίπου, για κ ά-
ποιες σχολές, ως τις δυ ο χιλιάδες. Ήταν ένα υπερβολικά
μεγάλο ποσό για τα έσοδα μιας μεσαίας αγροτικής οικ ο-
γένειας.
Όταν ο Φίλιππος διαπίστωσε κάποτε πως, παιδιά για-
τρών, μηχανικών ή δικηγόρω ν απαλλάσσονταν απ΄αυτά τα
τέλη εγγραφής, γιατί η φορολογική τους δήλωση έδειχνε
πως βρίσκονταν «σε κατάσταση έσχατης φτώχειας» , επα-
ναστάτησε γι’ αυτή την άδικη μεταχείριση των φτωχόπα ι-
δων της επαρχίας.
Μια μέρα, όταν ένας συμφοιτητής του κατέβηκε απ’ το
πανάκριβο αυτοκίνητο του πατέρα του μπροστά στο παλ ιό
κεντρικό κτίριο του πανεπιστήμι ου, δεν κρατήθηκε και του
πέταξε με κάποια ειρωνική χροιά στη φωνή του , μόλις ε-
κείνος πλησίασε τη φοιτητοπαρέα που καθόταν στο πε -
ζούλι, δίπλα απ’ τα κάγκελα της εισόδου.

153
 Τέλος πάντων, Μάνθο! Από μακριά φαί νεσαι πως εί-
σαι άπορος και δικαιούσαι απαλλαγή απ’ τις εγγραφές και
τα δωρεάν κουπόνια απ’ τη λέσχη…
 Εσένα τι σε πείραξε; Απ’ την τσέπη σου τα ‘βγαλες;
απάντησε πικαρισμένος ο άλλος κι από τότε τον κρατούσε
σ’ απόσταση.
Στην περίοδο του Ιούνη , ο Ξενοφώντας εξετάστηκε
στο μάθημα της πολιτικής οικονομίας και πήρε άσο. Ήταν
όμως αισιόδοξος για τη δεύτερη περίοδο κατά την οποία
σημείωσε πρόοδο στη βαθμολογία κι έφτασε στο δυάρι.
Στην ημιπερίοδο κατέβηκε στο μηδέν και τον άλλο Ιούνιο
ανέβηκε στο τρία. Η αρνητική βαθμολογία συνεχίστηκε και
στις επόμενες περιόδους ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε
απ’ τις αίθουσες. Από άλ λον συμπατριώτη του καβαλιώτη
φοιτητή , ο Φίλιππος έμαθε πως είχε διακόψει τις σπο υδές
του. Μετά την αποτυχία στην πολιτική οικονομία και τη
δεύτερη χρονιά, γύρισε στην Καβάλα για να εργαστεί στην
ίδια καπναποθήκη με τον πατέρα του.
Στη δεύτερη περίοδο του Σεπτέμβρη, ο Φίλιππος ήταν
καλά προετοιμασμένος. Πέρασε με καλή βαθμολογία τα
άλλα δυο μαθήματα του πρώτου έτους κι έφτασε η μέρα
εξέτασης στην πολιτικ ή οικονομία.
Ήταν τρίτος στην πεντάδα των εξεταζόμε νων. Όταν ο
Δελιρτζής έφτασε σ’ αυτόν, τον κοίταξε επίμονα κι εξετα -
στικά και μετά άρχισε να ξεφυλλίζει προσεκτικά το βιβλι -
άριο σπουδών.
 Βλέπω εδώ κύριε Σεργιάδη πως έχω υπογράψει για
τις κανονικές παρακολουθήσεις σας, αλλά η φάτσα σας
δεν μου φαίνεται γνωστή…
 Πάντα ήμουν παρών κύριε καθηγητά…Συνήθως κά-
θομαι στο μέσον του μεγάλου αμφιθεάτρου, όταν διδάσκε-
τε στα δυ ο τμήματα της Νομικής….
 Γιατί δεν δώσατε τον Ιούνιο;
 Ήθελα να προετοιμαστώ καλύτερα για το μάθημά
σας…
 Συνήθως αυτό λένε όσοι δεν μελετούν κανονικά. Για
να δούμε τι ξέρετε!

154
Τον ρώτησε για το νόμο της προσφοράς και της ζήτη -
σης των αγαθών και μετά για την καμπύλη ζήτησης και
την ελαστικότητά της.
Η απάντηση ήταν εύκολη για τον Φίλιππο. Διατύπωσε
με σαφήνεια το νόμο, τονίζοντας ιδιαίτερα την αντίστροφη
σχέση ανάμεσα στις μεταβολές της τιμής ενός αγαθού και
στις ζητούμενες ποσότητές του. Ο καθηγητής τον άκουγε
ανέκφραστος.
Συνέχισε με τις διαφοροποιήσεις της καμπύλης ζήτη -
σης κι απαρίθμησε κάποιες π εριπτώσεις ελαστικότητας
και ανελαστικότητας στη ζήτηση των αγαθών.
 Και τι άλλο; τ ον διέκοψε απότομα και με σκοτεινό
βλέμμα, ο Δελιρτζής.
Ο εξεταζόμενος φοιτητής ξεροκατάπιε αναστατωμένος.
Ήταν τόσο βέβαιος πως είχε μελετήσει τα πάντα μ’ επιμο -
νή και σχολαστικότητα, ώστε στα ελάχισ τα δευτερόλεπτα
που μεσολάβησαν προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη
του την εικόνα των σελίδων που αναφέρονταν στην προ σ-
φορά και στη ζήτηση των αγαθών.
 Τι άλλο! κατάφερε να ψελλίσει στο τέλος.
 Αυτά που μας είπατε κύριε Στεργι άδη τα ξέρουν ό-
λοι…Αν παρακολουθούσατε τα ς παραδόσεις μου θα γνω-
ρίζατε και άλλους βασικούς παράγοντας οι οποίοι επηρεά -
ζουν την ζήτησιν….
 Μα κύριε καθηγητά, απαρίθμησα όλους τους παρά -
γοντας που αναφέρονται στο βιβλίο σας… Είμαι καλά δια-
βασμένος, κατάφερε ν΄ αρθρώσει τρέμοντας απ’ το φόβο
του ο Φίλιππος.
 Αυτό θα το κρίνω εγώ, απάντησε εκνευρισμένος ο
Δελιρτζής…Λοιπόν, για να τελειώνουμε…Ξέρετε την απάν-
τησην; Απ’ ό,τι βλέπω κύριε φοιτητά, καταναλίσκεται άδ ι-
κα φαιάν ουσίαν προσπαθώντας ν’ ανακαλύψετε κάτι πο υ
αγνοείτε παντελώς…Θα σας λύσω λοιπόν εγώ την απο-
ρίαν! Πλην των άλλων, βασικοί παράγοντες είναι οι ψυχ ο-
λογικοί λόγοι που επηρεάζουν τα ς αποφάσεις των αγ ο-
ραστών και…Το τονίζω αυτό! ... και άλλοι αστάθμητοι και
απρόβλεπτοι παράγοντες που διαφοροποιούν τους μ ηχα-

155
νισμούς της Αγοράς….
 Αυτά δεν αναφέρονται στο βιβλίο σας κύριε καθη -
γητά! διαμαρτυρήθηκε χαμηλόφωνα ο Φίλιππος.
 Γι’ αυτό όλοι πρέπει να παρακολου θούν και τας πα-
ραδόσεις. Η σωστή μάθησι ς βασίζεται εις την παράδοσιν
αλλά και εις την ύλην του βιβλίου… Πηγαίνετε κύριε! Λυ-
πάμαι, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας βάλω προβιβά-
σιμο βαθμό…Πηγαίνετε!
Η φωνή του ήταν συρτή και με μια ιδιάζουσα χροιά
κακίας. Έμοιαζε με σφύριγμα οχιάς που σέρνεται σε θ ε-
ρισμένο και πυρωμένο, απ’ τον μεσημεριανό ήλιο, σιταρ ο-
χώραφο.
Όταν βγήκε απ’ το σπουδαστήριο του Δελιρτζή ήταν
σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε
συμβεί έτσι ξαφνικά κι ήρθαν τα πάνω κάτω. Άνοιξε το
βιβλίο της πολιτικής οικονομίας και είδε πως είχε σ’ όλα
απαντήσει σωστά.
 Μη στραγγίζεις το μυαλό σου για να βρεις την αιτία
που κόπηκες…Είχες μπει στα κατάστιχα των προγρα -
φών…Πόσα τριανταπεντάρια πλήρωσες; τον ρώτησε ένας
συμφοιτητής του.
 Ένα! ... Τώρα τον έδωσα για πρώτη φορά! ....
 Με την πρώτη περνούν τα παιδιά απ’ τις φιλικές και
γνωστές σαλονικιώτικες οικογένειες, όσοι έχουν συστάσεις
από φίλους του κι όσοι έχουν την πονηριά να κάθονται
πάντα στις πρώτες σειρές των καθισμάτων κ αι θυμάται τις
φάτσες τους….Α, και κάποιοι άλλοι! Αυτοί που έχουν φιλ ι-
κές σχέσεις με τη γκόμενα… Τους προωθεί όλους προς τα
πάνω, όπως προωθήθηκε κι αυτός κι έγινε καθηγητής ενώ
υπήρχε άλλος υποψήφιος για την έδρα…Επιστήμονας
κλάσεως! ...Με σπουδές στην Αμερική και στη Δυτική Ε υ-
ρώπη, με βιβλίο που εντυπωσιάζει για το βάθος του αλλά
και την απλότητα των κειμένων….
 Τα κατάφερε κι επιλέ χθηκε αυτός απ’ το κονκλάβιο
της συγκλήτου…Φαίνεται πως είναι καπάτσος! ψιθύρισε
στενοχωρημένος ο Φίλιππος.
 Επιλέχτηκε μ’ εντολή άνωθεν! Ο συνυποψήφιος του

156
απέδειξε πως το βιβλίο του Δελιρτζή είναι μια αντιγραφή
από διάφορα κείμενα γνωστών οικονομολόγων. Γι’ αυτό
είναι τόσο δυσνόητο και γεμάτο ασυνταξίες και παιδαρι ώ-
δεις εκφράσεις…Όμως ο Δελιρτζής είχε άλλα προσόντα!
Κατηγόρησε τον συνυποψήφιό του πως ωραιοποιούσε «τα
επιτεύγματα της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης» και
πως είχε συγκαλυμμένα διατυπώσει στο σύγγραμμά του
ιδέες, οι οποίες θα μπορούσαν «να διαβρώσουν το υγιές
εθνικό φρόνημα των φοιτητών».
Ο Φίλιππος προσπάθησε να ξεπεράσει αυτό το μη
αναμενόμενο σοκ της αποτυχίας του , στο μάθημα της πο-
λιτικής οικονομίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη και
στις συνεχείς επαναλήψεις. Για πρώτη φορά στη ζωή του
μάθαινε μάθημα λέξη προς λέξη σαν παπαγάλος. Όλοι έ-
λεγαν πως ο Δελιρτζής προβίβαζε αυτούς που απαντο ύ-
σαν στις ερωτήσεις του με παπαγαλίστι κες απαντήσεις.
Στην εξέταση της ημιπεριόδου επαναλήφθηκε η ίδια
γνωστή διαδικασία του Δελιρτζή. Τον ρώτησε για τις κυ κ-
λικές διακυμάνσεις. Ήταν ένα κεφάλαιο που, κατά τη φο ι-
τητική ορολογία, το είχε «φάει με τα εξώφυλλα». Μόλις
άρχισε ν’ αναλύει τα είδη και τη δομή των διακυμάνσεων,
ο αγριεμένος καθηγητής τον διέκοψε και στράφηκε στον
επόμενο.
 Μα δεν απάντησα ακόμα κύριε καθηγητά! ψέλλισε ο
Φίλιππος.
 Αυτό λέω κι εγώ….Αν ξέρατε θ’ απαντούσατε σωστά
και χωρίς δυσκολία! ….Μπορείτε να πηγαίνετε!
Ο Φίλιππος βγήκε σαν υπνωτισμένος απ’ το σπουδα -
στήριο. Ήταν τόσο ξαφνιασμένος πο υ δεν είχε ακόμα συν -
ειδητοποιήσει τις επιπτώσεις που θα είχε, στην περαιτέρω
πορεία των σπουδών του, αυτή η αποτυχία του. Μια α-
ναστάτωση, μια βουβή αγανάκτηση, άρχισε σιγά σιγά να
τον διεγείρει. Βγαίνοντας από τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα
του διαδρόμου, την κλ ότσησε οργισμένος και στάθηκε στα
μαρμάρινα σκαλιά της εξόδου…
 Τι ζημιά μου ‘κανε ο άτιμος! Σκατά στα κόκαλα της
μάνας που τον γέννησε , μονολόγησε σχεδόν φωναχτά ,

157
ώστε μια παρέα φοιτητών που ανέβ αινε εκείνη τη στιγμή
τις σκάλες γύρισε και τον κοίταξε παραξ ενεμένη.
Μετάνιωσε αμέσως γι’ αυτή τη βάρβαρη και χυδαία
βρισιά του . Πρώτη φ ορά στη ζωή του ξεστόμισε τέτοιες
βρόμικες λέξεις. Η αγωγή απ’ το σπίτι του και κυρίως οι
νουθεσίες του πατέρα του , τον είχαν αφάνταστα επηρε ά-
σει και γι’ αυτό μπορούσε να χαλιναγωγεί τα πάθη του κα ι
να ελέγχει τη φρασεολογία του , ακόμα και στις στιγμές με-
γάλης κι ασυγκράτητης οργής.

Μια μικρή φοιτητική «εκδίκηση»

Ξανάδωσε το μάθημα της πολιτικής οικονομίας τον


επόμενο Ιούνιο. Απ’ την ημιπερίοδο δεν είχε ανοίξει βι β-
λίο. Είχε απελπιστεί κι είχε πάρει τις αποφάσεις του. Με
τις συνθήκες που είχαν ήδη διαμορφωθεί και στο πανεπι -
στήμιο και στις σχέσεις του αδερφού του με τους γονείς
του και τον ίδιο, δε ν μπορούσε πλέον να αυτοβασανίζε -
ται. Θα διέκοπτε την αναβολή και θ α υπηρετούσε τη στρα-
τιωτική του θητεία.
Είχε ήδη τακτοποιήσει με «μεταφορά», χωρίς νέες ε-
ξετάσεις, όλα τα μαθήματα του πρώτου έτους. Τα είχε π ε-
ράσει μ’ επιτυχία τον περασμένο χρόνο και το μόνο που
ενδιέφερε το πανεπιστήμιο και τους καθηγητές ήταν η κα-
ταβολή των τριανταπέντε δραχμών και η νέα εγγραφή. Ο
σκοπός ήταν να «πέσει το παραδάκι» και να γεμίσουν κ ά-
ποιες τσέπες. Οι φοιτητές που αντιμετώπιζαν προβλήματα
στα μαθήματα κάποιου έτους παρέμεναν επί μήνες α ρ-
γόσχολοι. Σπαταλούσαν το χρόνο τους παίζοντας χαρτ ιά
στα καφενεία ή σουλατσάροντας στους δρόμους και στα
πάρκα.
Η μόνη εκκρεμότητα αφορούσε την πολιτική οικονο -
μία. Τόσο είχε σιχαθεί ο Φίλιππος αυτό το μάθημα και τον
καθηγητή που το δίδασκε, ώστε πάθαινε ένα είδος ναυτίας

158
όταν άνοιγε το βιβλίο. Δεν έκανε ούτε μια ολοκληρωμένη
επανάληψη. Κι ο ίδιος παραξενεύτηκε όταν διαπίστωσε
πως θυμόταν όλα τα κεφάλαια μ’ εκπληκτική διαύγεια. Αυ-
τό το μάθημα το είχε μελετήσει στη δεύτερη περίοδο και
στην ημιπερίοδο του περασμένου έτους τόσο πολύ, ώστε
χωρίς εντατικές νέες επαναλήψεις θυμόταν όλη την ύλη
απ’ έξω κι ανακατωτά. Τον Ιούνη του 1956 έφτασε στο
σπουδαστήριο της πολιτικής οικονομίας για τρίτη φορά.
Στην πρώτη ερώτηση του Δελιρτζή, απάντησε βαριε -
στημένα αλλά με σωστό τρόπο.
 Να μη σας τα βγάζω με το τσιγκέλι, κύριε….Βλέπω
ότι είστε διαβασμένος…Αναπτύξατε σωστά τις απόψεις
του Μάλθους, του είπε ο καθηγητής, ενώ περιεργαζόταν
με σχολαστική επιμονή τις σελίδες του βιβλιαρίου σπο υ-
δών.
Στη δεύτερη ερώτηση ο Φίλιππος απάντησε με μια
εκπληκτική ευφράδεια. Θα νόμιζε κανείς πως είχε ανοιχτό
το βιβλίο και διάβαζε το αντίστοιχο κείμενο. Τον είχε πρώ-
τα ρωτήσει για τη «θεωρία του Μάλθους» περί πληθυσμού
και συνέχισε με την ερώτηση για τη ν «Γενική θεωρία περί
απασχολήσεως, τόκ ου και χρήματος» του Κέινς. Τον άφ η-
σε ν’ απαντήσει με άνεση, χωρίς να τον διακόψει.
 Είστε πολύ μελετημένος κύριε… Μπορείτε ν’ αποχω-
ρήσετε, του είπε ο αγέλαστος και ιδιόρρυθμος εκείνος μ ι-
σάνθρωπος που στις φλέβες του είχε φαρμάκι αντί για α ί-
μα.
Όταν βγήκαν τ΄αποτελέσματα κι αναρτήθηκε ο πίνα-
κας, ανάμεσα στους εκατοντάδες άσους, μηδενικά ή δυ ά-
ρια και τριάρια, ξεχώριζαν ελάχιστοι αριθμοί πάνω απ’ τη
βάση κι ένα, το μοναδικό, οχτάρι που βρισκόταν απέναντι
απ’ το ονοματεπώνυμο του Φίλιππου! Ο νεαρός φοιτητής
σήκωσε και τα δυο του χέρια και φασκέλωσε τον πίνακα.
 Να, πάρε δέκα χαμένο κορμί, ξεφώνισε μ’ οργή.
Ο Ξενοφώντας δίπλα του τον κοίταξε μ’ απορία.
 Εσύ πέρασες! Εγώ τι να πω που τον δίνω για τέτα ρ-
τη φορά και μ’ έβαλε τριάρι; Φαίνεται πως δε με ση κώνει
το κλίμα της Σαλονίκης…Όπως πάμε, αν συνεχίσει να με

159
κόβει, γρήγορα θα επιστρέψω για πάντα στην ωραία Κα-
βάλα…..
Μεσολάβησε το καλοκαίρι. Παρά την απόφασή του να
διακόψει την αναβολή στράτευσης, οι αντιρρήσεις των γ ο-
νιών του και της Ηρώς, ανέτρεψαν προσωρινά αυτ ές τις
προθέσεις του. Είχε την ελπίδα πως τον ερχόμενο χρόνο
θα μπορούσε να βρει κάποια ολιγόωρη απασχόληση για
να συμπληρώνει με την προσωπική του εργασία ένα μ έ-
ρος των εξόδων. Όμως, ήξερε τις δυσκολίες αυτών των
προσδοκιών του. Οι χιλιάδες χωρι κοί που συνέρρευσαν
στις πόλεις αύξησαν υπερβολικά την ανεργία. Ακόμα και
για θέσεις γκαρσονιών ή οδοκαθαριστών , οι προσφορές
ήταν αναρίθμητες. Χρειαζόταν η παρέμβαση κάποιου φιλ ι-
κού προσώπου με γνωριμίες στην αγορά , ή η βοήθεια πο-
λιτικού προσώπου όταν η κενή θέση ε ργασίας είχε σχέση
με το δημόσιο, τη δημοτική αρχή ή τις ελάχιστες μεγάλες
επιχειρήσεις. Ο Φίλιππος ήταν ένα φτωχό χωριατόπαιδο,
χωρίς μεγάλες γνωριμίες ή συγγένειες με πολιτικά πρ ό-
σωπα. Χτύπησε πολλές πόρτες για κάποια εργασί α. Τον
δέχτηκαν με χαμόγελα, του χτύπησαν ενθαρρυντικά την
πλάτη, του έδωσαν υποσχέσεις, αλλά στο τέλος δεν άνοι-
ξε καμιά πόρτα.
Στο επόμενο έτος σπουδών, το Σεπτέμβρη του 1957,
τα εμπόδια ήταν λιγότερα και τα έξοδα μειώθηκαν σημα ν-
τικά. Με τη βοήθεια ενός συγγ ενικού προσώπου της μητέ-
ρας του, κατάφερε να συμπεριληφθεί στι ς καταστάσεις
των φοιτητών ενός αγροτικού οικοτροφείου, που είχε συ σ-
ταθεί απ’ τις ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών. Εγκατέ-
λειψε το δωματιάκι που νοίκιαζε με το Στέργιο Τσαλίκη και
μετακόμισε στη νέα του κατοικία. Όμως, από καιρό είχε
πάρει τις αποφάσεις του. Βρισκόταν συνέχεια σε μια ά σ-
χημη ψυχολογική κατάσταση, αλλά κατάφερε να περάσει
όλα τα μαθήματα του δεύτερου έτους ως τον Ιούνη του
1958.
Το καλοκαίρι πήγε στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο
και διέκοψε την τετραετή αναβολή του λόγω σπουδών.
Δεν είπε σε κανένα ν ούτε λέξη. Και οι γονείς του αλλά και

160
η Ηρώ δεν ενημερώθηκαν γι’ αυτή του την απόφαση. Μό-
νο όταν ήρθε στο σπίτι η ειδοποίηση στράτευσης, τότε α ν-
τιλήφθηκαν πως η απόφαση αυτή ήταν οριστική κι αμετά κ-
λητη. Η μάνα του δάκρυσε όταν του έδωσε το έγγραφο της
στρατολογίας.
 Γιατί βρε παιδί μου, σταμάτησες τις σπουδές σου! ...
Θα βρίσκαμε λεφτά για την εγγραφή σου! ....
 Από πού; Απ’τον Θανασάκη, τον τοκογλύφο; Μας
έχει γδάρει μέχρι σήμερα…. Θα μας πάρει και τα σώβρα-
κα….
 Και τι θα καταφέρεις χωρίς πτυχίο; Τι σκέφτεσαι να
κάνεις όταν απολυθείς απ’ το στρατό;
 Θα πιάσω δουλειά και θα συνεχίσω το πανεπι στη-
μιο… Το πτυχίο θα το πάρω οπωσδήποτε…
Ούτε η μάνα του αλλά ούτε και ο πατέρας του ξανα -
μίλησαν γι’ αυτή του την απόφαση. Η Ηρώ έδ ειξε ξαφνια-
σμένη.
 Θα μπορούσες να πληρώσεις την εγγραφή σου από
κάποιες δικές μου οικονομίες….
 Ούτε να το συζητάς! Μετά τις γιορτές θα παρου -
σιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων της Κορίν-
θου… Όταν απολυθώ απ’ το στρατό και θα βρω κάποια
δουλειά, θα συνεχίσω για να τελειώσω το τρίτο και τελε υ-
ταίο έτος των σπουδών μου…
 Μήπως μετά οι δυσκολίες στο Πανεπιστήμιο θα ‘ναι
μεγαλύτερες;
 Πιο δύσκολες από σήμερα! Εγώ νομίζω πως η κατά -
σταση θα είναι ευνοϊκότερη στο μέλλον… Ακούγονται κά-
ποιοι ψίθυροι, κάποιες αδύναμες φωνές, για να καταρ -
γηθούν τα τέλη εγγραφής και τα εξέταστρα.
Οι προβλέψεις του ήταν σωστές. Οχτώ χρόνια μετά,
όταν ως εργαζόμενος στην Εταιρ εία Χερσαίων Μεταφορών
και πατέρας ενός παιδιού, είχε αρχίσει τις πτυχιακές εξ ε-
τάσεις του, είχαν συντελεστεί επαναστατικές μεταβολές
στο σύστημα και στις διαδικασίες των εξετάσεων.
Η σχολή αναβαθμίστηκε και μετατράπηκε σε τετρα -
ετούς φοίτησης. Οι φοιτητές του καταργηθέντος καθεστώ-

161
τος διατήρησαν το προνόμιο της τριετίας και μπορούσαν,
χωρίς παρακολούθηση των μαθ ημάτων του τρίτου έτους,
να μεταφέρουν όλα τα μαθήματα στις εξετάσεις πτυχίου.
Τα τέλη εγγραφής και τα εξέταστρα καταργήθηκαν, ενώ
διπλασιάστηκαν οι εξεταστικές περίοδοι κι ήταν δυνατή η
μεταφορά μαθημάτων από το ένα έτος στο άλλο και ο
συμψηφισμός ενός μα θήματος στις εξετάσεις πτυχίου.
Αυτό το τελευταίο ευεργετικό μέτρο , έδωσε την ευκαι -
ρία στο Φίλιππο να παρακολουθήσει μια απλή δια δικασία
ταπείνωσης του Δελιρτζή από κάποιους φοιτητές στους
οποίους, κατά το παρελθόν, είχε συμπεριφερθεί μ’ εκείνον
τον απαίσιο κι απάνθρωπο τρόπο του στις περιόδους των
εξετάσεων.
Οργανωτικός νους σ’ αυτή την εκδικητική εκστρατεία
ταπείνωσης του καθηγητή, ήταν ο παλιός συμφοιτητής
του, ο Ξενοφώντας απ’ την Καβάλα, που είχε διακόψει,
πριν απ’ αυτόν, τις σπουδές του. Συναντήθηκαν μετά από
τόσα χρόνια τυχαία, έξω απ’ την πόρτα του σπουδαστη -
ρίου του Δελιρτζή. Μόλις είχε βγει απ’ την αίθουσα εξέτ α-
σης κι είχε αρχίσει να περιγράφει, σ’ άλλους τρεις γνω -
στούς συμφοιτητές του όλη τη διαδικασία της αντιπαράθε-
σής του με το μισητό καθηγητή της πολιτικής οικονομίας.
Όταν είδε το Φίλιππο, έδειξε για λίγο ξαφνιασμένος
και μετά τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα μάγουλα στα υ-
ρωτά. Αντάλλαξαν για λίγο κάποιες τυπικές και συνηθι -
σμένες, σε τέτοιες συναντήσεις, κουβέντες και μετά ο Ξ ε-
νοφώντας τράβηξε το Φίλιππο στην παρέα των άλλων
συμφοιτητών του.
 Άκου και συ, φίλε μου, το χουνέρι που έκανα σ’ αυτό
το φασιστόμουτρο πριν από λίγο!...Είμαι βέβαιος πως ο
χολεριασμένος θα βγάζει αυτή τη στιγμή αφρούς απ’ το
στόμα του!
 Θα ξεσπάσει σ’ αυτούς που εξ ετάζει τώρα…Είμαι
βέβαιος πως θ’ αρπάξουν όλοι από ένα μηδενικό, είπε χ α-
χανίζοντας ένας συμφοιτητής τους.
 Είναι όλοι για πτυχίο…Αν είναι κορόιδα ας κά τσουν
σαν κότες…Μπορούν να τον ξεφτιλίσουν, όπως το ’κανα

162
εγώ, αφού έχουν το δικαίωμα του συμψηφισμού αλλά και
δεν έχει πια τη δυνατότητα, ακόμα κι αν τον βρίσουν, να
τους στείλει στο πειθαρχικό… Τώρα είναι ένας γυμνοσά -
λιαγκας! Παιδιά, όταν πάτε μέσα μη ν του τη χαρίσετε…
Φίλιππε, κι εσύ σαν εμένα τράβηξες πολλά απ’ αυτό το
καθίκι… Μην τον λυπηθείς τον πούστη….
 Εσύ τι του είπες; τον ρώτησε ένας άλλος.
 Και τι δε του είπα! Ας ξεκινήσω όμως απ’ την αρχή,
είπε ο Ξενοφώντας με μια ανεπαίσθητη χροιά θριάμβου
στη φωνή του.
Τους διηγήθηκε με λεπτομέρεια τι είχε συμβεί, απ’ τη
στιγμή που μπήκε η πεντάδα στο σπουδαστήριο.
Ήταν τρίτος στη σειρά. Ο Δελιρτζής τον παρατηρούσε
με περιέργεια κι ερευνητική ματιά, καθώς περιεργαζόταν
το βιβλιάριο σπουδών του.
 Εδώ κύριε φοιτητά είναι αδύνατο ν να βρει κάποιος
άκρη…Έχετε επανειλημμένως αποτύχει στην πολιτική ο ι-
κονομία…Μετά, υπάρχουν κάποιες υπογραφές καθηγητών
άλλων μαθημάτων και μετά, ξαφνικά, ακολουθούν μαθ ή-
ματα πτυχίου…Το μάθημά μου το περάσατε στο πρώτο
έτος;
 Όχι κύριε καθηγητά… Επωφελήθηκα των διατάξεων
του νέου νόμου και θα πραγματοποιήσω τον συμψηφισμό
του μαθήματός σας, αν βεβαίως αποτύχω κι αυτή την φο-
ρά… Μήπως δεν κάνω καλά; Απόκρίθηκε με προσποιητή
αφέλεια και κακόμοιρο ύφος ο Ξενοφώντας.
 Διαπιστώνω ότι είστε ανεπίδεκτος μαθήσεως, όσον
αφορά στην πολιτική οικονομία… Γιατί ήρθατε για εξέταση;
Ελπίζετε να περάσετε σήμερα; Θέλετε μεγάλο βαθμό για
την καλή εικόνα του πτυχίου σας;
 Το ελπίζω κύριε καθηγητά…Η τυπική προσέλευση
για εξέταση είναι εκ του νόμου υποχρεωτική… Άλλωστε,
προσβλέπω και στην επιείκειά σας για την βελτίωση της
βαθμολογίας μου στο πτυχίο, απάντησε με την ίδια κακο-
μοιριασμένη έκφραση ο φοιτητής.
 Α! ελπίζετε στην επιείκειά μου, κάγχασε με κα κία και
ειρωνεία ο Δελιρτζής… Μου θυμίζετε την επιείκεια που ε κ-

163
λιπαρούσε στο δικαστήριο ο πατροκτόνος , γιατί πλέον ή-
ταν ορφανός… Αφού επιμένετε, ας αρχίσουμε λοιπόν την
εξέταση… Σας εύχομαι να αριστεύσετε…
 Με έναν όρο…
 Με έναν όρο; επανέλαβε κατακόκκινος α πό έκπληξη
κι οργή ο Δελιρτζής…Τί όρο; Μπορείτε εσείς κύριε να μου
υποβάλλετε όρους;
 Ναι, διότι, είμαι άριστα καταρτισμ ένος στην πολιτική
οικονομία…Θα ‘θελα η εξέταση να γίνει απ’ τα μαθήματα
διδασκαλίας ενός επιστήμονα διεθνούς κύρους, όπως π.χ.
του Πωλ Σάμουελσον…
 Είστε καλά ή δεν καταλαβαίνετε πως παραλογίζεσθε;
Αναρωτήθηκε με συγκρατημένη οργή ο Δελιρτζής.
 Το βρίσκω πολύ φυσικό, κύριε καθηγητά, η εξέταση
να γίνει απ’ την «Οικονομική» ενός καθηγητή, που όπως
λένε όλοι θα πάρει πολύ γρήγορα το βραβείο Νόμπελ…
Μπορείτε να μου κάνετε δύσκολες ερωτήσει ς…Όπως π.χ.
για τις μετατοπίσεις της καμπύλης μετασχηματισμού, για
το εναλλακτικό ή το κόστος ευκαιρίας, για την ορια κή
πρόσοδο και το οριακό κόστος ή αν θέλετε, για την κεϊν -
σιανή θεωρία της απασχόλησης….
Οι υπόλοιποι εξεταζόμενοι φοιτητές της πεντάδας,
παρακολουθούσαν τη συζήτηση σιωπηλοί αλλά και με κ ά-
ποια έκπληξη. Στις τελευ ταίες φράσεις του Ξενοφώντα, ο
ένας έσκυψε στο διπλανό του και του ψιθύρισε χαμογ ε-
λώντας ειρωνικά.
 Ρε συ! ...Αυτός άρχισε ψιλό γαζί! ...
Ο Δελιρτζής δεν μπόρεσε πια να συγκρατήσει τα νε ύ-
ρα του. Με μια κίνηση οργής, αγανάκτησης αλλά κι έ κ-
φρασης αηδίας πέταξε το βιβλιάριο σπουδών στα πόδια
του Ξενοφώντα και με τον δείκτη του χεριού τού έδειξε την
πόρτα.
 Είσθε ένας αμαθής κι αναιδής…Έξω από το γραφείο
μου πριν καλέσω τους κλητήρες και σας πετάξουν απ’ το
σπουδαστήριο με τις κλωτσιές…
 Παραφέρεσθε κύριε καθηγητά! Δεν έχετε το δικαίωμα
να με απειλείτε, διότι δεν έχω προβεί σε καμία πα ράνομη

164
ενέργεια…Έχω τέσσερις μάρτυρες και θα σας υποβάλλω
μήνυση, αν δεν ενεργήσετε με ψυχραιμία και σωφροσύνη,
είπε ατάραχος και με ήρεμη έκφραση ο φοιτητής.
Ο Δελιρτζής προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία
του. Τακτοποίησε την γραβάτα του, έβαλε πάλι τα γυαλιά
του κι ανακάτωσε τα βιβλιάρια σπουδών που βρίσκονταν
στο γραφείο του, ψάχνοντας για το βιβλιάριο που πριν
από λίγο πέταξε νευριασμένος στο πάτωμα.
 Αυτό είναι το βιβλιάριό μου κύριε καθηγητά….Σας
παρακαλώ βάλτε υπογραφή και βαθμό, είπε με ήρεμη φ ω-
νή ο Ξενοφώντας αποθέτοντας στο γραφείο το βιβλιάριο.
Ο Δελιρτζής, με σπασμωδικές κινήσεις, έκανε στο
βιβλιάριο τις απαιτούμενες εγγραφές και το έδωσε στο
φοιτητή λέγοντας:
 Μπορείτε να πηγαίνετε κύριε… Εξασφαλίσατε το μη-
δενικό σας
 Είναι πολύ καλός βαθμός για τον συμψηφισμό. Χαί-
ρεται κύριε καθηγητά!
Προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε αργά και δισ -
τακτικά και πριν την κλείσει χαμογέλασε και είπε στο Δε-
λιρτζή.
 Και μια συμβουλή, κύριε καθηγητά…Η πολιτική σας
οικονομία , που εσείς το λέτε βιβλίο, είναι μια παλιοφυλ -
λάδα για να τυλίγουν ψημένες ρέγκ ες. Βρίθει από ασυν-
ταξίες κι ακαταλαβίστικες εκφράσεις… Να την πετάξετε στα
σκουπίδια!
Παρά τις επίμονες προσπάθειες του Ξενοφώντα να
τον μεταπείσει, ο Φίλιππος ήταν αποφασισμένος να μη ν
δημιουργήσει, κατά την εξέταση, κάποια δυσάρεστη σκηνή
στο γραφείο του Δελιρτζή.
 Βρε Φώντα, αυτό το υποκείμενο μ’ αηδιάζει ακόμα και
που το βλέπω… Ας βάλει την υπογραφή του στο βιβλιάριο
και να μην μ’ αξιώσει ο θεός να τον συναντήσω ούτε στο
δρόμο… Είναι ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάκι!
 Είναι ένα επικίνδυνο φασιστόμουτρο!
Όλα εξελίχθηκαν ήρεμα κι ομαλά, χωρίς αντιπαραθέ -
σεις και διαξιφισμούς. Απ’ την αρχή ο Φίλιππος δήλωσε

165
πως θα συμψήφιζε τον βαθμό της πολιτικής οικονομίας κι
ο Δελιρτζής σιωπηλός, ανέκφραστος, με χέρι ασταθές από
ένα αδιόρατο τρεμούλιασμα, έβαλε την υπογραφή του κι
έδωσε το βιβλιάριο σπουδών στον φοιτητή.
 Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία κύριε…Να πάτε στο
καλό, μουρμούρισε με το γνωστό άχρωμο ύφος στο πρό-
σωπο και στη φωνή του, χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια.
Ο Φίλιππος δε ν μίλησε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε
χωρίς να ρίξει πίσω του ούτε μια ματιά.

166
ΧΙ

Διακοπή σπουδών

Από καιρό ο Φίλιππος είχε πάρει τις απόφάσεις του.


Από το φθινόπωρο και ως τη μέρα της στράτευσής του,
ελάχιστες φορές κατέβηκε στη Θεσσαλο νίκη. Παρακολού-
θησε, κατά αραιά διαστήματα, τις παραδόσεις κάποιων
μαθημάτων, χωρίς όμως να καταβάλλει την πρώτη δόση
της εγγραφής του στο τρίτο και τελευταίο έτος σπουδών.
Τον περισσότερο καιρό βρισκόταν στο χωριό και βο η-
θούσε τους γονείς του στο «παστάλιασμα» των αποξη -
ραμένων καπνόφυλλων. Οι γεωργικές εργασίες αυτή την
περίοδο ήταν περιορισμένες κι είχε έτσι το χρόνο ν’ ασχο -
ληθεί και πάλι με τη συστηματική μελέτη της παγκ όσμιας
ιστορίας και την α νάγνωση των έργων των κλασικών Γ άλ-
λων και Ρ ώσων συγγραφέων. Διάβαζε ακατάπαυστα. Μ ε-
ρικές φορές έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύ χτα ξαναδια-
βάζοντας έργα αρχαίων Ε λλήνων φιλοσόφων και φρε-
σκάροντας τις γνώσεις του στα ιταλικά και στα γαλλι κά.
Ο πατέρας του ήταν πάντα διακριτικός μαζί του. Ούτε
μια φορά του μίλησε για την απόφασή του να διακόψει τις
σπουδές του. Κι όταν κάποιες στιγμές η Χαρίκλεια έδειχνε
τη στενοχώρια της και με μισόλογα φανέρωνε την αντί -
θεσή της γι’ αυτή την απόφαση, ο Αν τώνης δεν δίσταζε να
τη διακόπτει και να τονίζει πως , ο γιος τους «ήξερε τι έκα-
νε και για ποιο λόγο το είχε αποφασίσει».
Η Ηρώ φαινόταν πιο αισιόδοξη απ’ όλους. Στις τακτι -
κές νυχτερινές συναντήσεις τους σ’ απόμερα δρομάκια ή
σ’ ερημικά μέρη και στ’ ακριανά σπίτια του χωριού, τον

167
ενθάρρυνε σε στιγμές απελπισίας και του ‘δινε να καταλ ά-
βει πως, αν οι στόχοι του με τις σπουδές του δε ν θα’ χαν
το αποτέλεσμα που προσδοκούσε, θα μπορούσαν ν’ α σ-
χοληθούν, όταν θ’ απολυόταν από το στρατό, με πιο κε ρ-
δοφόρους επαγγελματικούς στόχους.
 Υπάρχει, όπως λένε, μεγάλη ανεργία στους πτυχιού -
χους του πανεπιστημίου και στους απόφοιτους του γυμνα -
σίου… Οι μισθοί τους είναι για κλάματα… Στις βιοτεχνίες
όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά… Υπάρχει μεγάλη ζ ή-
τηση τεχνιτών και γίνονται εξαγωγές ρούχων, κυρίως φ α-
σόν, στην Ευρώπη…Οι ευκαιρίες είναι μεγάλες… Τώρα
που θα πας να υπ ηρετήσεις τη θητεία σου, θα γραφτώ σε
μια σχολή μοντελίστ… Όταν απολυθείς, με τα λίγα ιταλικά
και γαλλικά σου θα έρθουμε σ’ επαφή με ξένους αγορα -
στές και θα οργανώσουμε, μ’ ελάχιστα χρήματα, μια βι ο-
τεχνία φασόν για τζιν και πρακτικά παιδικά ρ ούχα…. Πισ-
τεύω πως είμαι πολύ καλή στο ράψιμο και στα πα -
τρόν….Χρειάζεται θάρρος κι αυτοπεποίθηση! ... Δε ν θέλω
να πιστεύεις πως θα είσαι ένας αποτυχημένος αν δεν κ α-
ταφέρεις να πάρεις το πτυχίο σου… Υπάρχουν κι άλλοι
δρόμοι για να πετύχει κάποιος στη ζωή του! Μπορούμε να
τα καταφέρουμε ως επιχειρηματίες…
 Θα τους ακολουθήσουμε αναγκαστικά, αν μου έρ -
θουν όλα ανάποδα….
 Ας προετοιμαστούμε για ν’ αντ ιμετωπίσουμε όλα τα
ενδεχόμενα…Ο φίλος σου ο Πέτρος, ο Κωσταράκος, θα
μπορούσε να σε βοηθήσει για να συντάξεις επιστολές στα
ιταλικά… Θα πρέπει ν’ αρχίσουμε έγκαιρα για να ‘ρθουμε
σ’ επαφή με ευρωπαϊκές εταιρίες ρούχων… Έμαθα πως
επιδιώκουν συνεργασίες με βιοτεχνίες φασόν στην Ελλ ά-
δα, αφού το κόστος παραγωγής είναι εδώ σημαντικά χ α-
μηλό…
 Ο Πέτρος βρίσκεται στην Ιταλία…
 Όχι! Βρίσκεται στη Σαλονίκη εδώ και μια βδομάδα…
Συναντήθηκα προχθές τυχαία στις Σέρρες με την αδερφή
του…Μου είπε πως τελείωσε τις σπουδές του και πήρε το
πτυχίο του. Τώρα, θα υπηρετήσει τη θητεία του στο στρα-

168
το και μετά ο πατέρας του θα του αγοράσει ένα έτοιμο
φαρμακείο… Αυτοί έχουν πολλά λεφτά! …
 Α! ώστε τελείωσε ο Πέτρος; Αναρωτήθηκε ο Φίλι π-
πος σα ν να μονολογούσε. Αφού επέστρεψε μάλλον θα συ-
ναντηθούμε γρήγορα… Θα ρωτήσω τον πατέρα του πότε
θα ‘ρθει στο χωριό ή στις Σέρρες, για να βρεθούμε και να
τα πούμε…
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανένα ν. Το απόγευμα της
άλλης μέρας ο Πέτρος ήρθε στο χωριό. Κάθισαν πολλές
ώρες στο δωμάτιο του Φίλιππου και μιλούσαν για τα
προβλήματά τους, τα όνειρά τους, τις δυσκολίες που αντ ι-
μετώπισαν..
Ο Φίλιππος του μίλησε για την απόφασή του να δι α-
κόψει τις σπουδές του και το ενδεχόμενο ν’ ανοίξει, μετά
την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, βι ο-
τεχνία φασόν. Ο φίλος του τον ενθάρρυνε και του υποσχέ-
θηκε πως θ’ αλληλογραφούσε το συντομότερο με γνω -
στούς του, στην Πίζα, για να ζητήσει πληροφορίες για τις
ιταλικές βιοτεχνίες ρούχων.
 Θα τους γράψω πριν ξεκινήσουμε για την Κόρινθο,
τον βεβαίωσε ο Πέτρος… Αν μπούμε στο κέντρο εκπαιδεύ -
σεως νεοσύλλεκτων, δε νομίζω πως θα έχουμε ευκαιρίες
για τέτοιου είδους ασχολίες…Λένε, πως ο στρατός είναι
ένα σκέτο τρελοκομείο!
Είχαν αποφασίσει, όταν θα παραλάμβαναν τα φύλλα
πορείας απ’ το στρατολογικό γραφείο, να συναντηθούν για
να ταξιδέψουν προς την Αθήνα με το ίδιο τρένο.

Αναμνήσεις στο τρένο των νεοσυλλέκτων

Τα δώδεκα βαγόνια της ατμήλατης σιδηροδρομικής


αμαξοστοιχίας ήταν ασφυχτικά γεμάτα από νέους που κ α-
τευθύνονταν προς τα κέντρα νεοσύλλεκτων της Νότιας
Ελλάδας. Οι αποβάθρες του επιβατικού σταθμού Θεσσα-

169
λονίκης ήταν κατάμεστες από φ ίλους και συγγενείς, που
ήρθαν ν‘αποχαιρετίσουν τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα. Ε-
πικρατούσε πανδαιμόνιο. Φωνές, κραυγές, τραγούδια,
κλάματα, σπρωξίματα, παθιασμένοι εναγκαλισμοί, δα κ-
ρυσμένα μάτια, παράφορα φιλιά…
Όταν το τρένο απομακρύνθηκε απ’ το σταθμό, έπεσε
μια καταθλιπτική σιωπή, ένα ψυχοπλάκωμα, που γινόταν
ακόμα πιο έντονο απ’ την αγριάδα της κατασκότεινης χε ι-
μωνιάτικης νύχτας και τον ρυθμικό αλλά κι εκνευριστικό
ήχο που έκαναν οι ρόδες των βαγονιών , καθώς περνού-
σαν πάνω απ’ τα μικρά κενά των σιδηροτροχιών.
Ο Φίλιππος, μισοξαπλωμένος στο κάθισμά του, δίπλα
απ’ το παράθυρο, είχε βυθιστεί σε σκόρπιες, σε ασύνδετες
μεταξύ τους, σκέψεις. Απέναντί του, ο Πέτρος, είχε τραβ ή-
ξει το παλτό του μπροστά στο στήθος του και λαγοκοιμ ό-
ταν. Όλοι οι νέοι στο ενιαίο, στο χωρίς διαμερίσματα π α-
λιό βαγόνι με τους ξεβαμμένους πάγκους, φαίνονταν κο υ-
ρασμένοι και προβληματισμένοι.
Η Ηρώ δεν μπόρεσε, φυσικά, να τον συνοδέψει ως τη
Θεσσαλονίκη. Την παραμονή της αναχώρησής του συναν -
τήθηκαν στην καπναποθήκη μιας φίλης της. Είχε σκοτει -
νιάσει και το κρύο ήταν τσουχτερό. Χωμένη στην αγκαλιά
του έκλαιγε με λυγμούς και τον φιλούσε συνέχεια στο στό-
μα, στα μάτια, στο λαιμό, σ τα μαλλιά…Ήταν αναστατω-
μένη.
 Να μου γράφεις…Θα τρελαθώ αν δεν έχω νέα σου…
 Θα σου γράφω…Στο υπόσχομαι, τη διαβεβαίωσε κ α-
θώς χάϊδευε τον καταρράχτη των μαλλιών της.
Η Χαρίκλεια, η μάνα του, τον φίλησε σταυρωτά στα
μάγουλα και προσπάθησε να κρύψει τη συγκίνησή της.
 Ο Θεός μαζί σου παιδί μου! ... Να έχεις υγεία κι όλα
μια μέρα θα πάρουν το σωσ τό τους δρόμο….
Ο πατέρας του, καθισμένος στραυροπόδι στο πάτωμα
του μεγάλου σαλονιού, έδενε σε θηλ ιές τ’ αμέτρητα ίσα
κομμάτια των σχοινιών που είχαν χρησιμοποιηθεί το κ α-
λοκαίρι για το κρέμασμα και την αποξήρανση των καπν ό-
φυλλων. Τις τοποθετούσε σ’ ένα σα κί για να επανα-

170
χρησιμοποιηθούν στη σοδειά του επόμενου καλοκαιριού.
Όταν είδε το γιο του σηκώθηκε κι έχωσε το χέρι του
στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του.
 Να πάρε κι ένα χαρτζιλίκι για το ταξίδι σου… Ντρέ -
πομαι που σου δίνω μόνο έ να κατοστάρικο αλλά ξέρεις
εσύ…Αυτά είναι όλα κι όλα που έχω, του είπε μ’ ένα αδι ό-
ρατο ύφος ενοχής στη φωνή του.
Ο Φίλιππος αρνήθηκε να το πάρει. Ο Αντ ώνης, με μια
βιαστική κίνηση, το έχωσε στην τσέπη του γιου του και τον
επέπληξε με καλοσύνη.
 Μην σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή εμέ να και τη μάνα
σου. Εσένα θα σου χρειαστούν λίγα χρήματα… Τουλάχισ-
τον ώσπου να φτάσεις στο κέντρο νεοσυλλέκτων και να
‘χεις εξασφαλισμένο φαγητό.
Είχε δίκιο ο πατέρας του. Το ποσό ήταν ασήμαντο α λ-
λά μ΄ αιματηρές οικονομίες έφτασε και περίσσεψε, ώσπου
να φορέσει τη στρατιωτική στολή. Την άλλη μέρα είχε π α-
ρακολουθήσει μια άλλη παρόμοια σκηνή πατέρα και γιου
στο σταθμό Θεσσαλονίκης. Ο κυρ Θωμάς, ο πατέρας του
Πέτρου, επέπληττε θυμωμένος το γιο του γιατί αρνιόταν
να δεχτεί άλλες εφτά χιλιάδες δραχμές που του έ δινε «για
τα τρέχοντα έξοδα».
 Μα έχω τις τρεις χιλιάδες που μο υ έδωσες το πρωί κι
άλλες πεντακόσιες που μου έδωσε η μάνα μου… Τι να τα
κάνω τόσα λεφτά! διαμαρτυρήθηκε ο Πέτρος.
 Τι τα κάνουν τα λεφτά! Τα ξοδεύουν παλικάρι μου! ....
Κάτι τέτοιες στιγμές ο Φίλιππος ένιωθε μια απεριό-
ριστη αγάπη για τον πατέρα του, που του έδωσε τις τελε υ-
ταίες του εκατό δραχμές, ενώ απόφευγε να κάθεται στο
καφενείο γιατί δεν είχε να πληρώσει τον καφέ του. Σκεφ-
τόταν απλά, καθημερινά, περιστατικά και διαπίστωνε τις
ευαισθησίες του γονιού του που κρύβονταν πίσω απ’ τη
σιωπή και τις ήρεμες κινήσεις του.
Όταν ήταν μικρός, γύρω στα εφτά του χρόνια, ο πατέ-
ρας του τον έδειρε γιατί αντιμίλησε κι έβρισε άσχημα τη
μητέρα του. Με τη βαρειά δερμάτινη ζώνη τον χτύπησε
στα πισινά πολλές φορές, ώσπου δημιουργήθηκαν μελα -

171
νιές και πρηξίματα. Σχεδόν αμέσως τον πήρε στην αγκ α-
λιά του κι ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς.
 Γιατί αγόρι μου ξεστόμισες τέτοια άσχημα λόγια στη
μάνα σου; Εσύ δεν είσαι σαν κάποια άλλα αλητάκια του
χωριού που βρίζουν τους γονείς τους…Το ξέρω πως τώρα
πονάς, αλλά κι εγώ πονώ πιο πολύ από σένα… Μ’ ανάγ-
κασες να φερθώ στο σπλάχνο μου, όπως δε ν φέρθηκα
ποτέ ούτε σ’ εχθρό μου…Σε παρακαλώ παιδί μου! Μην
ξαναβάλεις στο στόμα σου τέτοιες λέ ξεις! .. Θέλω να μου
το υποσχεθείς…
Ένα άλλο γεγονός στριφογύριζε εκείνη την ώρα στο
μυαλό του Φίλιππου, καθώς το τρένο άρχιζε να διασχίζει
τον θεσσαλικό κάμπο, λίγο πιο κάτω απ’ τον Όλυμπο. Κι ο
ίδιος δεν ήξερε την αιτία που η σκέψη του φτερούγιζε σ’
απλά κι ασύνδετα, μεταξύ τους, γεγονότα του πα ρελ-
θόντος.
Ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1951, που είχε τελειώσει
τα μαθήματα της τετάρτης τάξης και βοηθούσε τους γονείς
του στο σκάλισμα των χορταριών , γύρω απ’ τις καπνόρι-
ζες. Ήταν μια επίπονη και πολυήμερη εργασία, κάτω απ’
το λιοπύρι, με μικρές διακοπέ ς για ξεκούραση.
Σ’ αυτά τα διαλείμματα της ανάπαυσης, ο Φίλιππος
φρόντιζε να βρίσκει μυρμήγκια, σκαραβαίους, γρύλους,
τζιτζίκια, πεταλούδες ή άλλα έντομα απ’ το μικρόκοσμο
του ζωικού βασιλείου και να τα περιεργάζεται μ’ επιμονή
και περιέργεια. Τον εντυπωσίαζε η πολυπλοκότητα των
οργάνων του σώματός τους, τα οποία είχαν με τη φυσική
εξέλιξη τελειοποιηθεί για να διευκολύνουν την επιβίωση
του είδους τους. Από παιδική ερευνητική περιέργεια, κ ά-
ποιες φορές, έκανε πειραματισμούς για να παρακολουθ ή-
σει τις αντιδράσ εις τους.
Μια μέρα, δίπλα σε μια μυρμηγκοφωλιά, ασχολήθηκε
μ’ ένα παιχνίδι που ο ίδιος θεωρούσε φυσιολογικό κι αθώο
αλλά ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Έπιανε τα
μεγαλόσωμα, συνήθως, μυρμήγκια και τα τοποθετούσε
στην άκρη της χοάνης, στη φωλιά ενό ς μυρμηγκοφάγου.
Παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο ο κρυμμένος δολ ο-

172
φόνος έβγαζε τις δαγκάνες του έξω απ’ το χώμα και τρ α-
βούσε, μ’ εκπληκτική ταχύτητα , το θύμα του στο αθέατο
κρησφύγετό του για να το καταβροχθίσει.
 Τί σου φταίνε παιδί μου τα καημένα τα μυρμήγ κια και
τα κάνεις να υποφέρουν; Είναι αμαρτία να δείχνουμε
σκληρότητα σ’ αδύναμα πλάσματα….
 Αυτά δεν είναι άνθρωποι… Ούτε ζώα…
 Είναι κι αυτά πλάσματα του Θεού… Έχουν ψυχή…
Και το ευαγγέλιο δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σ’ ανθρώ-
πους, ζώα ή έντομα, όταν μας λέει πως «αυτό που εμείς
δεν θέλουμε να μας κάνουν οι άλλοι, ούτε κι εμείς να το
κάνουμε σ’ αυτούς».
 Αυτά δεν έχουν ανθρώπινη ψυχή….
 Όμως έχουν ψυχή! ....Ας παίξουμε ένα φανταστικό
παιχνίδι…Ας υποθέσουμε πως ο Θεός αλλά ζει τον κόσμο
και φτιάχνει τους ανθρ ώπους τόσους δα, σαν μυρμηγκάκια
και τα μυρμήγκια και τους μυρμηγκοφάγους μεγαλόσωμα
θηρία, σαν τα λιοντάρια και τις αρκούδες… Τι θα ‘νιωθες
αν ένα τέτοιο μυρμήγκι σ’ έπιανε με τις δαγκάνες του απ’
το ποδαράκι σου και σε πετούσε στο λάκο με τους πελώ-
ριους μυρμηγκοφάγους;
 Θα τα ‘κανα πάνω μου απ’ το φόβο μου….
 Σ’ αφήνω τώρα να σκεφτείς αν είναι σω στό να κάνεις
τέτοια παιχνίδια…Έλα πάμε να δουλέψουμε… Πιάσε το
σκαλιστήρι. Αρκετά ξεκουραστήκαμε…
Αυτός ο άνθρωπος, ο πατέρας τ ου, που «δε μπορού-
σε να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι», έφτασε κάποτε σε τέτοιο
σημείο αγριότητας για να προστατέψει το παιδί του, ώστε
η σκηνή να παραμείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη
του Φίλιππου.
Ήταν τότε ο Φίλιππος οχτώ ή εννιά χρόνω ν. Στην κοι-
νόχρηστη αυλή η Χαρίκλεια και οι συννυφάδες της διατ η-
ρούσαν, η καθεμιά , από λίγες κότες. Υπήρχε ένας και μ ο-
ναδικός κόκορας πελώριων διαστάσεων από ασυνήθιστη,
για την Ελλάδα , ράτσα. Ήταν ψηλός, πανέμορφος, με
χρώματα που λαμπύριζαν στον ήλιο. Κανένας άλλος κ ό-
κορας δεν κατάφερε να επιβιώσει σ’ εκείνο ν τον ορνιθώ-

173
να. Συνήθως, βαριά τραυματισμένοι απ’ τον μοναδικό και
πανίσχυρο επιβήτορα, κατέληγαν στην κατσαρόλα.
Το μοιραίο σφάλμα για τον υπέροχο αυτό ν κόκορα ή-
ταν πως θεωρούσε αντίζηλους και τους ανθρώπους. Όταν
κάποιος περνούσε δίπλα απ’ τις κότες, ο οξύθυμος πετε ι-
νός άνοιγε τις φτερούγες του, έσκυβε το κεφάλι του κι ε -
τοιμαζόταν να επιτεθεί γουργουρίζοντας. Συνήθως, δεν το
επιχειρούσε στους μεγάλους αλλά για τα μικρά παιδιά είχε
γίνει ο φόβος και ο τρόμος.
Ο Φίλιππος, όταν έπρεπε να διασχίσει την μεγάλη αυ-
λή, φρόντιζε να περνά τη στιγμή που οι κότες κι ο πετε ι-
νός βρίσκονταν αρκετά μακριά του. Μια μέρα όμως ήταν
απρόσεκτος. Ο κόκορας τον πέτυχε στη μέση της αυλής.
Όρμησε πάνω του και με το βάρος του και το άνοιγμα των
φτερών του, έριξε το παιδί στο έδαφος κι άρχισε να το
ραμφίζει με μανία. Ευτυχώς, ο μικρός Φίλιππος κλαίγο ν-
τας και τσιροκοπώντας, προστάτεψε το πρόσωπο και τα
μάτια του. Ο πετεινός συνέχισε να τσιμπά με το ράμφος
του τα γυμνά πόδια του παιδιού και να το γρατζ ουνίζει με
τα νύχια του.
Η Χαρίκλεια κι οι άλλες γυναίκες άρχισαν να ξεφωνί -
ζουν και να χειρονομούν για να εκφοβίσουν τον αγριεμένο
κόκορα. Εκείνος απτόητος συνέχιζε να ραμφίζει το παιδί,
ώσπου πετάχτηκε απ’ το χαγιάτι ο Αντώνης και με μια δ υ-
νατή κλωτσιά τον πέταξε δυ ο μέτρα πιο πέρα.
Είχε δημιουργηθεί πανδαιμόνιο στην αυλή. Φωνές,
κακαρίσματα, κλάματα. Ο Αντώνης είχε αγριέψει.
 Θα σε κανονίσω εγώ τομάρι! ....Πήγες να βγάλεις τα
μάτια του παιδιού μου! .. Θα δεις τι θα σου βγάλω κι ε γώ,
ξεφώνιζε σαν να μονολογούσε.
Ο πετεινός κατάλαβε τον κίνδυνο και προσπάθησε να
διαφύγει. Τον στρίμωξε σε μια γωνιά και με μια εκπληκτ ι-
κή βουτιά τον άρπαξε απ’ τη μια φτερούγα και το λαιμό και
τον χτύπησε, σαν χταπόδι, πάνω σε μια πέτρα. Ο πετε ι-
νός ζαλίστηκε αλλά έκανε κάποια προσπάθεια για να ξε-
φύγει. Και τότε ο Αντώνης, μπροστά στα έκπληκτα μάτια
των άλλων, πάτησε στέρεα τα πόδια του ζώου στο πλ α-

174
κόστρωτο και μ’ όλη τη δύναμη των χεριών του τράβηξε το
κεφάλι προς τα πάνω, ώσπου ξεριζώθηκε ο λαιμός απ’ τη
βάση του κορμού. Τα αίματα, απ’ τα τινάγματα του πετε ι-
νού, πιτσίλισαν τις πέτρινες πλάκες και τα ρούχα του Α ν-
τώνη. Ο άγιος εκείνος άνθρωπος είχε μεταβληθεί, εκείνη
τη στιγμή, σ’ ένα πραγματικό θηρίο έτοιμο να κατάσπαρά-
ξει όποιον θα τολμούσε να δημιουργήσει κινδύνους για το
παιδί του. Ήταν η μια και μοναδική φορά που ο Φίλιππος
είδε τον πατέρα του σε τέτοια έξαλλη κι ανεξέλεγκτη κ α-
τάσταση οργής.
Μέσα στο βαγόνι, οι περισσότεροι νεοσύλλεκτοι είχαν
αποκοιμηθεί , παρά την έλλειψη θέρμανσης και τις ενοχλ η-
τικές βόλτες κάποιων στο διάδρομο, οι οποίοι γύριζαν από
βαγόνι σε βαγόνι.
Στο μυαλό του Φίλιππου συνέχιζαν να περνούν οι α-
σύνδετες μεταξύ τους σκηνές από διάφορα περασμένα γ ε-
γονότα. Είχε κλειστά τα μάτι α αλλά παρά τις προσπάθειές
του δεν κατάφερε να ηρεμήσει και να κοιμηθεί.
Η σκέψη του πέταξε στον αδερφό του, τον Χρήστο. Τα
δυο αδέρφια είχαν τελείως αποξενω θεί. Η γυναίκα του, η
Μάρθα, άτομο πνευματικά ακαλλιέργητο και μ’ ασυγ -
κράτητα ζωώδη ένστικτα, κατάφερε να τον ελέγχει απόλυ -
τα. Ακόμα και σε στιγμές που η συμπεριφορά της ξεπερ-
νούσε και τα πιο ανεκτά όρια, δεν τολμούσε να παρέμβει
για να τη συνετίσει ή τουλάχιστο ν να τη δικαιολογήσει.
Ο Φίλιππος θυμήθηκε μια σκηνή στο οικογενειακό
τραπέζι, λίγους μόνο μήνες μετά το γάμο του Χρήστου. Ο
πατέρας είχε αγοράσει ένα καρπούζι και μετά το γεύμα ο
Χρήστος το άνοιξε στα δυο, μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι, για να
το κόψει σε φέτες.
 Δεν μου φαίνεται καλό! αποφάνθηκε η Χαρίκλεια τεν -
τώνοντας το λαιμό της για να δει καλύτερα.
 Μπαμπά! Υποψιάζομαι πως μας αγόρασες αγγούρι
αντί για καρπούζι, είπε εύθυμα ο Φίλιππος κι όλοι γέλ α-
σαν καλόκαρδα εκτός από την πάντα κατσουφιασμένη
Μάρθα.
Ο Χρήστος δοκίμασε το περιεχόμενο απ’ τη μέση, απ’

175
την καρδιά του καρπουζιού κι έδωσε κι ένα κομμάτι στη
Μάρθα για να το δοκιμάσει κι αυτή.
 Ε! με λίγη προσπάθεια τρώγεται , αποφάνθηκε με
σκωπτική διάθεση ο Χρήστος.
Η Μάρθα μάσησε για λίγο την άκρη της φέτας της,
πήρε το μαχαίρι και μισάνοιξε το κέντρο του άκοπου μισού
καρπουζιού και κοιτά ζοντας τον πεθερό της στα μάτια είπε
μ’ εκείνη την τραχειά και πάντα νευρική φωνή της.
 Αυτό το καρπούζι που μας έφερες είναι κούφιο κι
άγλυκο…Είναι κλούβιο σαν το κεφάλι σου…
Οι υπόλοιποι στο τραπέζι πάγωσαν από έκπληξη , αλ-
λά κι αγανάκτηση, για την αχαρακτήριστη συμπεριφορά
της «νυφούλας» προς τον πεθερό της. Ο Φίλιππος φαιν ό-
ταν ήρεμος, αλλά εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν αν θα ‘πρ ε-
πε να σηκωθεί και να φύγει απ’ το τραπέζι ή αν έπρεπε να
δώσει ένα χτύπημα με την ανάστροφη της παλάμης του
στο βρομόστομα της Μάρθας που καθόταν δίπλα του. Ο
Χρήστος, σιωπηλός, πήρε το καρβέλι το ψωμί και με
σκυμμένο το κεφάλι είπε ήρεμα, σε μια προσπάθεια να
φανεί πως όλα ήταν φυσιολογικά και χωρίς προβλήματα.
 Μήπως θέλει κάποιος να κόψω κι άλλη φέτα; Θα
χρειαστεί κι άλλο ψωμί;
Η Χαρίκλεια είχε γίνει κατακόκκινη. Ανακάθισε δυο
τρεις φορές στη θέση της, δείγμα πως ήτα ν έτοιμη να
ξεσπάσει οργισμένη. Ο Αντώνης που κατάλαβε την κατά -
στασή της και τις συνέπειες από μια τέτοια αντίδραση, της
έσφιξε με νόημα το χέρι και ήρεμος, χωρίς να δείξει την
παραμικρή ενόχληση, έκανε το σταυρό του και σηκώθηκε
απ’ το τραπέζι.
 Εγώ παιδιά μου τέλειωσα… Θα πάω να ξαπλώσω
κάνα τέταρτο και μετά θα σηκωθώ για να συνεχίσουμε το
βελόνιασμα των καπνόφυλλων…Το καρπούζι πετάξτε το…
Έχετε δίκιο… Είναι σκέτο αγγούρι. Το απόγευμα θ’ αγορ ά-
σω άλλο μήπως κι έχουμε την τύχη να ’ναι κόκκινο και
γλυκό…
Ο Φίλιππος θυμήθηκε αυτή τη συγκλονιστική σκηνή
και αναρωτήθηκε πόσοι, στην ίδια θέση με τον πατέρα

176
του, θ’αντιδρούσαν με τον ίδιο πολιτισμένο κι άψογο τρό-
πο. Ποτέ ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε γι’ αυτό το συ μ-
βάν. Φαινόταν σα ν να το ξέχασε. Κι όμως, από τότε στις
συζητήσεις του με τη ν Χαρίκλεια και τον Φίλιππο, ποτέ
του δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στη νύφη του. Για τον Α ν-
τώνη, η νύφη του ήταν πάντα «εκείνη».
Απ’ τη σκέψη του Φίλιππου περνούσαν κι άλλα σ η-
μαντικά ή ασήμαντα περιστατικά της ζωής του, σαν κι νη-
ματογραφική ταινία, χωρίς σενάριο και συγκεκριμένη υπό -
θεση.
Απ’ το μυαλό του πέρασαν στιγμές και γεγονότα που
έζησε με τους φίλους ή τους συμφοιτητές του. Ο Πέτρος
ήταν εκεί, απέναντί του και κοιμόταν βαθιά. Θυμήθηκε το
Γιώργο, το Στέργιο, το Σάκη, το Σούλη, το Λάκη, τον Ιά-
κωβο, τον Ξεν οφώντα, το Λουκιανό κι άλλους…. Θυμήθη-
κε ακόμα και το σταθμάρχη της χωροφυλακής, το ν Μπαν-
τουράκη… Οι τελευταίες του λέξεις, πριν χωρίσουν στον
υπεραστικό σταθμό των λεωφορείων, στις Σέρρες, του π ι-
πίλιζαν βασανιστικά το μυα λό…Για ώρα, σαν προμήνυμα,
κάτι σαν σκοτεινό προαίσθημα, τον ανάγκαζε να επαν α-
λαμβάνει μέσα τους τις ίδιες φράσεις: «Να είσαι προσε κτι-
κός παιδί μου… Να προσέχεις πολύ! .. Πάρα πολύ! .. Η δι-
κή μου συμπληρωματική έκθεση προς την Ασφάλεια Σερ-
ρών θα είναι για σένα ένα τείχος προστασίας….».
Στα χρόνια που πέρασαν διαπίστωσε πως πραγματ ι-
κά, παρά τις προσπάθειες κάποιων να τον βλά ψουν και να
του στήσουν παγίδες κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής
του θητείας κι αργότερα στον δημόσιο Οργανισμό Χερ-
σαίων Μεταφορών, υπήρχε γύρω του ένα «αόρατο τείχος
προστασίας». Οι «μουντζούρες» στο φάκελό του των κο ι-
νωνικών φρονημάτων και οι υπόνοιες των ασφαλιτών για
«συνοδοιπορία», δεν ήταν ικανά ενοχοποιητικά στοιχεία
για να επηρεάσουν αρνητικά τη ζωή του και την επαγγε λ-
ματική του εξέλιξη.

177
178
ΜΕΡΟΣ Γ’

Η στρατιωτική θητεία

179
180
XII

Στο κέντρο νεοσυλλέκτων

Οι κληρωτοί έφτασαν στην Αθήνα το πρωί της άλλης μέρας κι


άλλαξαν τρένο. Στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου επιβι-
βάστηκαν σε άβολα βαγόνια της γραμμής στενού πλάτους για να
φτάσουν, λίγο μετά το μεσημέρι, στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων
της Κορίνθου. Η ταλαιπωρία ήταν εξουθενωτική. Δεν μπόρεσαν να
ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν ούτε λεπτό. Τα στρατιωτικά οχή-
ματα «τζέιμς» τους περίμεναν στο σταθμό. Τους τσουβάλιασαν με-
σα σαν αιγοπρόβατα και τους οδήγησαν στο κέντρο του στρατο-
πέδου. Ακούγονταν φωνές, προστάγματα, βρισιές, καθώς τους έσ-
τελναν, κατά ομάδες, στα «τολ», στα λαμαρινένια κλειστά στέγα-
στρα σαν τεράστιες αποθήκες, για να περάσουν από ιατρικές εξε-
τάσεις. Μετά τους έδιναν τις στολές αγγαρείας και τους κούρευαν.
Όταν στο τέλος αυτού του μαρτυρίου ο Πέτρος Κωσταράκος φόρε-
σε τη στολή, ο Φίλιππος ξέσπασε σε γέλια.
- Βρε συ! Τα μπατζάκια του παντελονιού σου είναι τρουα-
κάρ…Οι μπότες σου είναι δυο τρία νούμερα πιο μεγάλες…Ο μπε-
ρές σου σαν ταψί…
- Για τελείωσε κι εσύ να δούμε σε ποιο ράφτη ντύθηκες! του
απάντησε ο Πέτρος σκωπτικά.
Οι πρώτες εβδομάδες ήταν δύσκολες. Η προσαρμογή σ’ ένα
νέο και σκληρό περιβάλλον δημιουργούσε ψυχολογικά προβλή-
ματα, ιδιαίτερα σε ευαίσθητους και καλομαθημένους νέους που εί-
χαν ανέσεις κι εύκολη ζωή στο σπίτι τους. Ο Γιάννης Ζωραβέλης,
που τον είχαν τοποθετήσει σ’ άλλο λόχο και συναντιόταν κάπου
κάπου με το Φίλιππο, όταν σε παρέες νεοσυλλέκτων μερικοί μι-
λούσαν μ’ απελπισία γι’ αυτές τις δυσκολίες, τους υπενθύμιζε πως

181
για τα στερημένα και ταλαιπωρημένα χωριατόπουλα, η ζωή στο
κέντρο νεοσυλλέκτων ήταν «μια ζωή χαρισάμενη».
- Άντε να ‘σαι το Μάη στα καπνοχώραφα, μ’ έναν ήλιο να
τσουρουφλίζει και τις πέτρες και να φυτεύεις φιντάνια, πεθαμένος
απ’ την κούραση…Και να πίνεις βραστό νερό, που αντί να σε ξεδι-
ψά να σου καίει το λαρύγγι…Χίλιες φορές λοιπόν το στρατόπεδο
Κορίνθου για να ραχατευτεί το κοκαλάκι μας…
Στην αρχή του δεύτερου μήνα οι νεοσύλλεκτοι κατατάχθηκαν
σε κατηγορίες ανάλογα με τα προσόντα τους. Ο Πέτρος, διπλωμα-
τούχος πλέον φαρμακοποιός, ειδοποιήθηκε να ετοιμάζεται για το
υγειονομικό σώμα του στρατού. Ο Φίλιππος με το Γιάννη χαρα-
κτηρίστηκαν ως Υ.Ε.Α., δηλαδή ως υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί
και ενημερώθηκαν για τις ημέρες των εξετάσεων στα τεστ γυμνα-
στικής και σωματικών ασκήσεων, αλλά και στα τεστ νοημοσύνης.
Μετά την, τυχόν, επιτυχία σ’ αυτές τις δοκιμασίες καταλληλότητας,
οι επιλεγμένοι για τη σχολή έφεδρων αξιωματικών θα έπρεπε να
υποστούν και δεύτερο, πιο συστηματικό, ιατρικό έλεγχο.
Την ημέρα των σωματικών ασκήσεων ο Φίλιππος είχε λίγο
πυρετό και η μια πλευρά του είχε υποστεί ψύξη. Ο στρατιωτικός
γιατρός που τον εξέτασε, του έκανε μια επάλειψη με ιώδιο και του
‘δωσε παυσίπονο. Σε τέτοια κατάσταση αδυναμίας, έβαλε όλα τα
δυνατά του και κατάφερε να περάσει μ’ επιτυχία τις σωματικές ασ-
κήσεις. Κι ο ίδιος στο τέλος απόρησε με το ψυχικό του σθένος σε
μια τόσο δύσκολη στιγμή για να μπορέσει, όπως όριζαν οι κανο-
νισμοί, να λάβει μέρος στις εξετάσεις νοημοσύνης.
Αυτές οι εξετάσεις ήταν ένα σύνολο από τεστ με πονηρές ε-
ρωτήσεις και θέματα κρίσης, στα οποία οι σωστές απαντήσεις
βαθμολογούνταν σε συνάρτηση με το χρόνο. Μετά από αυστηρή
εντολή, σε συγκεκριμένη στιγμή, όλοι οι εξεταζόμενοι άφηναν τα
μολύβια στην άκρη και οι επιτηρητές μάζευαν τα τυποποιημένα έν-
τυπα με τις χειρόγραφες απαντήσεις.
Στο τέλος γινόταν μια, κατά ομάδες, συζήτηση μ’ ένα θέμα
που επέλεγε ο επιβλέπων αξιωματικός, μετά από διάφορες προ-
τάσεις θεμάτων από τους εξεταζόμενους.
Η ομάδα του Φίλιππου αποτελούνταν από είκοσι περίπου
υποψήφιους. Ο αξιωματικός τους, ένας ευπαρουσίαστος και ήρε-
μος, στο πρόσωπο και στις κινήσεις του ψαρομάλλης μεσήλικας,

182
καθόταν στο κέντρο ενός ημικυκλικού πάγκου, στη δεξιά πλευρά
του μικρού στενόμακρου τολ. Απέναντί του, ημικυκλικά, κάθονταν
οι εξεταζόμενοι. Το βλέμμα του, απροσδιόριστο αλλά ερευνητικό,
γλιστρούσε απ’ τη μια ως την άλλη άκρη του στεγασμένου χώρου.
Σταματούσε για λίγο στα πρόσωπα και αν κάποιος πρότεινε κάπο-
ιο θέμα συζήτησης, έγραφε τ’ όνομά του και το προτεινόμενο θέμα.
Ο ταγματάρχης διάλεξε ένα «προσωρινό θέμα», όπως το χαρακ-
τήρισε και ζήτησε απ’ τους εξεταζόμενους να πουν, με δυο τρεις
σύντομες φράσεις, τη γνώμη τους. Ήταν επόμενο, με την ψυχολο-
γία που δημιούργησε αυτή η τακτική, όταν έγινε η τελική επιλογή
δυο τριών δοκιμαστικών θεμάτων για ν’ αρχίσει η συζήτηση, επα-
κολούθησε ένα κομφούζιο. Όλοι προσπαθούσαν να μιλήσουν για
να τους προσέξει ο εξεταστής και να κάνει τις επισημάνσεις του
δίπλα απ’ το όνομά τους. Εκείνος δεν μιλούσε. Φαινόταν πως
φρόντιζε να γράφει τις παρατηρήσεις του αλλά ο Φίλιππος, με κά-
ποια κρυφή απορία κι έκπληξη, διαπίστωσε πως το μολύβι του
ταγματάρχη δεν ακουμπούσε εντελώς στο μπλοκ που είχε μπροσ-
τά του. Ήταν φανερό πως δεν κρατούσε σημειώσεις αλλά υποκρι-
νόταν πως έγραφε. Κάποια στιγμή άφησε το μολύβι στο τραπέζι
και με τα δυο του χέρια έκανε νεύμα στους στρατιώτες να σταμα-
τήσουν. Στράφηκε στον πρώτο της σειράς και τον ρώτησε, με ήρε-
μη και φιλική φωνή.
- Εσύ γιατί δεν μιλάς;
- Περίμενα να σταματήσουν οι άλλοι κύριε ταγματάρχα για να
πω κι εγώ τη γνώμη μου…
Ο αξιωματικός περιέφερε το βλέμμα του και σταμάτησε στον
Φίλιππο.
- Κι εσύ έμεινες σιωπηλός…Γιατί;
- Κύριε ταγματάρχα, επιλέξαμε τα προσωρινά θέματα, αλλά
όπως είδαμε όλοι, δεν μπορέσαμε ν’ αρχίσουμε μια οριοθετημένη
συζήτηση, απάντησε συνεσταλμένα και διστακτικά ο Στεργιάδης.
Ο αξιωματικός φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Χαμογέλασε, πέρασε
το χέρι του απ’ τα μαλλιά του και ρώτησε τον Φίλιππο.
- Δηλαδή τι εννοείς «οριοθετημένη»;
- Μετά την οριστική επιλογή του θέματος της συζητήσεώς μας,
θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο αναπτύξεως των από-
ψεών μας…

183
Ο Φίλιππος πρόσεχε τις λέξεις του ώστε, με την χρησιμο-
ποίηση, σε ορισμένες απ’ αυτές, των καταλήξεων της απλής καθα-
ρεύουσας, που ήταν και η επίσημη γλώσσα του κράτους, να μην
προδιαθέσει δυσμενώς τον επιβλέποντα αξιωματικό. Άλλωστε,
υπήρχε μια γενική εντύπωση στον κόσμο πως, όλοι οι αξιωματικοί
της αστυνομίας και των ένοπλων δυνάμεων ήταν φανατισμένοι ακ-
ροδεξιοί και ημιμαθείς καθαρευουσιάνοι.
- Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτό το πλαίσιο; Πέστο πιο αναλυτι-
κά…
- Να, στο θέμα που θα επιλέξετε τελικώς…
- Επιλέξουμε, τον διέκοψε ο ταγματάρχης…Για συνέχισε στρα-
τιώτη…
- Λέω πως θα πρέπει ν’ αναπτύσσουμε τας απόψεις μας με
μίαν συγκεκριμένην σειράν…Ολιγόλογη εισαγωγή, ανάπτυξιν του
κυρίως θέματος και στο τέλος ο επίλογος και το συμπέρασμα…
Όλα αυτά σε μίαν χρονικήν διάρκειαν πέντε ή δέκα λεπτών…
- Συμφωνώ απόλυτα κι αυτήν την διαδικασίαν ακολουθώ πάν-
τα… Ο διαθέσιμος χρόνος για τον καθένα σας έχει ορισθεί στα
δώδεκα λεπτά και θα πρέπει ως το μεσημέρι η συζήτησις να έχει
απαραιτήτως περατωθεί…
Στις τελευταίες λέξεις του ο αξιωματικός στράφηκε προς το
συνομιλητή του και τον ρώτησε:
- Στρατιώτη, πώς σε λένε κι από πού είσαι;
- Ονομάζομαι Στεργιάδης Φίλιππος και είμαι από τας Σέρ-
ρας…
Το ανεπαίσθητο επιφώνημα και η έκφραση του προσώπου
του ταγματάρχη, έγιναν αντιληπτά και ξάφνιασαν την ομάδα των
στρατιωτών.
- Α!, ώστε είσαι Σερραίος! Από την πόλιν των ακανέδων;…
Όλοι γέλασαν και ξεθάρρεψαν. Ο υποψήφιος που καθόταν
δίπλα στον Φίλιππο του ψιθύρισε, στα γρήγορα, πως ο εξεταστής
τους έστηνε παγίδες δημιουργώντας μια τεχνητή φιλική ατμό-
σφαιρα, στην οποία εύκολα θα μπορούσαν ν’ αποκαλυφθούν οι
πραγματικοί χαρακτήρες τους. Ένας στρατιώτης, απ’ τη γωνία του
τολ, απευθύνθηκε στον αξιωματικό μ’ έναν ασυνήθιστο τόνο οικει-
ότητας.

184
- Έχει κι όμορφες Σερραίες η πόλις!...Ε, κύριε ταγματάρχα…
Καλοπεράσατε!...Καλοπεράσατε!...
Ο αξιωματικός χαμογέλασε για λίγο και μετά πήρε εκείνο το
ήπιο αλλά απρόσιτο ύφος του.
- Αρκετά! Το διάλειμμα τελείωσε…Ας αρχίσουμε την εργασία.
Για λίγη ώρα ασχολήθηκαν με το οριστικό πλαίσιο του θέμα-
τος της συζήτησης. Το περιεχόμενό τους το έδωσε ο ταγματάρχης
με ένα μικρό παράδειγμα που θα τους βοηθούσε, όπως είπε, να
σκεφθούν ποιο από τα θέματα που είχαν ήδη προταθεί θα μπο-
ρούσε να αποτελέσει αντικείμενο της συζήτησης. Στο τέλος, όλοι
συμφώνησαν με την άποψη του ταγματάρχη, πως το θέμα ενός
στρατιώτη απ’ τα Γιάννενα, τον πατέρα του οποίου οι αντάρτες εί-
χαν σκοτώσει μπροστά στα μάτια της μητέρας του και της ανήλικης
αδερφής του, έδινε την ευκαιρία για γρήγορη κι εύκολα κατανοητή
ανάπτυξη.
Πρώτος άρχισε να μιλά ο στρατιώτης, του οποίου το θέμα συ-
ζήτησης που πρότεινε είχε γίνει αποδεκτό, αφού προηγουμένως
ανάφερε τα στοιχεία του, κατά τη σειρά που συνηθίζεται στις πα-
ρουσιάσεις των στρατιωτών προς τους αξιωματικούς τους. Το θέ-
μα είχε τίτλο «ένα περιστατικό από τα χρόνια του συμμοριτοπολέ-
μου» και ο στρατιώτης, με έντονη συγκίνηση αλλά και στιγμές έ-
ξαρσης και φανατισμού, περιέγραψε τη σκηνή της εκτέλεσης του
αγροφύλακα πατέρα του κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Η αναπαρά-
σταση ενός τόσο τραγικού γεγονότος ήταν συγκλονιστική.
Κανένας δεν αμφέβαλε πως ο Ηπειρώτης υποψήφιος είχε ήδη
επιλεγεί για να φοιτήσει στη Σχολή Έφεδρων Αξιωματικών, στο
Ηράκλειο της Κρήτης. Απ’ τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι δεν
είχαν το χάρισμα και τη δυνατότητα να βάλουν πέντε λέξεις στη
σειρά για ν’ αναπτύξουν ένα περιστατικό του εμφύλιου, μέσα στα
αυστηρά πλαίσια του χρόνου και του θέματος που είχε επιλεγεί.
Ένας μάλιστα αναφέρθηκε στην ανατίναξη μιας σιδηροδρομικής
γέφυρας κατά την υποχώρηση των γερμανών στρατιωτών, τις μέ-
ρες της αποχώρησής τους απ’ την Ελλάδα όταν έληξε ο Β’ παγ-
κόσμιος πόλεμος. Αυτός δεν είχε πλέον καμιά ελπίδα να δει το
Ηράκλειο. Ήταν τελείως «εκτός θέματος».
Ο Φίλιππος εξιστόρησε τα γεγονότα μιας μάχης στο χωριό
του, ανάμεσα σε αντάρτες και στους άνδρες του αστυνομικού τμή-

185
ματος. Ήταν ένα αληθινό περιστατικό στη διάρκεια του οποίου «οι
συμμορίτες», όπως χαρακτήριζαν τότε τους άντρες του λεγόμενου
δημοκρατικού στρατού, έβαλαν φωτιά σε τρία σπίτια «εθνικοφρό-
νων». Όμως ο Φίλιππος, για να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη
συγκινησιακή φόρτιση στο ιδιότυπο εκείνο ακροατήριο για το ιστο-
ρούμενο περιστατικό, αντικατέστησε το τρία με το είκοσι τρία. Ο α-
ξιωματικός τον κοίταξε ερευνητικά και μετά, με έντονο ενδιαφέρον
το οποίο αποτυπωνόταν στην έκφρασή του, τον ρώτησε:
- Ποια σπίτια κάηκαν;
Ο Φίλιππος ξεροκατάπιε γεμάτος αμηχανία, ανάκατη μ’ έκ-
πληξη.
- Τρία σπίτια στην πλατεία του χωριού…Δύο στον κεντρικό
δρόμο…
- Ναι, εντάξει! Αυτό έγινε κατανοητόν… Ερωτώ για τα ονόματα
των ιδιοκτητών… Συνολικώς μίλησες για είκοσι τρία…
Αν έπεφτε κεραυνός στο κεφάλι του νεαρού στρατιώτη θα έ-
νιωθε εκείνη τη στιγμή λιγότερο συγκλονισμένος. Κατάλαβε πως
απέναντί του βρισκόταν κάποιος που είχε επισκεφθεί το χωριό του
και ίσως είχε εκεί γνωστούς και φίλους. Το πρόσωπό του φλόγισε
σαν να ‘πιασαν φωτιά τα μάγουλά του. Σε δευτερόλεπτα το στόμα
του το ένιωσε χωρίς σταγόνα σάλιου.
- Στην πλατεία έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Τσατσαβέλη-
δων…
- Κάηκε και του Βασίλη;
- Ναι, απάντησε ο νεαρός ξεψυχισμένα…
- Ποια άλλα σπίτια κάηκαν;
Ο Φίλιππος προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του. Άρ-
χισε ν’ αναφέρει φανταστικά επώνυμα για σπίτια κι αχυρώνες στις
παρυφές του χωριού. Ένα αθώο μικρό ψέμα θα μπορούσε να έχει
αρνητικές επιπτώσεις στο θέμα της αξιολόγησής του. Γνώριζε, από
γνωστούς και φίλους που είχαν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους
θητεία, πως και το πιο αθώο ψέμα ήταν μια πράξη ανέντιμη και
βδελυρή για την πλειονότητα των αξιωματικών του στρατού, σε αν-
τίθεση με την «ανάληψη ευθύνης» που αποτελούσε το πρότυπο
του χαρακτήρα ενός έντιμου στρατιωτικού.
Ευτυχώς για εκείνον, ο ταγματάρχης είχε πεισθεί για το «ολο-
καύτωμα του χωριού» και στην ολιγόλεπτη συζήτηση που επακο-

186
λούθησε, τους αποκάλυψε πως, ως έφηβος, ερχόταν τα καλοκαί-
ρια στο χωριό του Φίλιππου και περνούσε τις διακοπές του σε κά-
ποιο θείο του, μαζί με τις δυο ξαδέρφες του. Αυτές οι επισκέψεις
τον βοήθησαν ν’ αποκτήσει φίλους με τους οποίους, για πολλά
χρόνια τώρα, δεν είχε καμιά επαφή.
Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα δεν υπήρχε καμιά πλέον αμ-
φιβολία πως ο Φίλιππος είχε επιλεγεί για τη Σχολή Έφεδρων Αξι-
ωματικών. Εντούτοις, αυτό το γεγονός έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη
του, για να του θυμίζει «πόσο μικρός είναι ο κόσμος!». Πάντα υ-
πάρχει η πιθανότητα να συναντήσεις κάποιον στην άλλη άκρη της
γης, που ίσως γνωρίζει μυστικά της ζωής σου και του ευρύτερου
κοινωνικού σου περιβάλλοντος.

Στη σχολή Εφέδρων αξιωματικών

Ήταν πολύ πρωί, χαράματα, όταν το πλοίο με τους υπο-


ψήφιους έφεδρους αξιωματικούς πεζικού έφτασε στο λιμάνι του
Ηρακλείου. Τα στρατιωτικά οχήματα τους μετέφεραν στη Σχολή,
την ώρα που οι παλαιότεροι μαθητές, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει
τρεις μήνες εκπαίδευσης, είχαν ξυπνήσει και βγήκαν στα παρά-
θυρα των κτιρίων. Αποτελούσαν πλέον τώρα την «διοικούσα» σει-
ρά και αυτοαποκαλούνταν «θεοί», ενώ οι νεοαφιχθέντες ήταν «οι
ψάρακες». Με απειλητικές φωνές υποδέχτηκαν τους νέους μαθη-
τές. Έδειχναν από τα παράθυρα τα όπλα τους, τις λόγχες τους,
ακόμα και όλμους, κραυγάζοντας ότι «θα τους έλιωναν, θα τους
έβγαζαν το λάδι και πως σ’ αυτή τη σχολή θ’ άφηναν τα κόκαλά
τους».
Κοντά στην κεντρική είσοδο υπήρχε ένα εκκλησάκι. Οι νεοα-
φιχθέντες υποψήφιοι θα ‘πρεπε ν’ ανάψουν κερί, αλλά οι διαταγές
απ’ τους βαθμοφόρους ήταν σαφείς. Απ’ την ώρα που πάτησαν το
χώμα της σχολής, έπρεπε να ξεχάσουν το περπάτημα. Κανένας
πλέον δεν θα βάδιζε. Οι μετακινήσεις στους ελεύθερους χώρους
υποχρεωτικά θα γίνονταν μόνο με «τροχάδην». Αν από κάποια
σοβαρή ανάγκη θα ‘πρεπε κάποιος να σταματήσει σ’ ένα σημείο,

187
το «επιτόπιο τροχάδην» ήταν υποχρεωτικό. Γι’ αυτό το λόγο,
μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας οι ομάδες των υποψήφιων α-
ξιωματικών χοροπηδούσαν ασταμάτητα ώσπου να ‘ρθει η σειρά
για ν’ ανάψουν το κερί, λαχανιασμένοι και μουσκεμένοι στον ιδρώ-
τα.
- Σε σχολή ήρθαμε ή σε τρελοκομείο! άκουσε ο Φίλιππος κά-
ποιον να του σιγοψιθυρίζει, λίγο πριν περάσει την είσοδο της εκ-
κλησίας.
Ήταν ο Μάρκος Καββαδίας, ένας ευτραφής κι ευπαρουσία-
στος νεαρός απ’ τον Πειραιά, με τον οποίο ο Φίλιππος μοιράστηκε,
την ίδια μέρα, το διώροφο σιδερένιο κρεβάτι στον ένα απ’ τους δυο
θαλάμους του πρώτου λόχου. Στους μήνες που ακολούθησαν
συνδέθηκαν φιλικά. Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες τους τις περνού-
σαν μαζί και με το Γιάννη Ζωραβέλη, στο κατ’ ευφημισμό λεγό-
μενο κέντρο ψυχαγωγίας της Μονάδας, σαχλαμαρίζοντας και σχο-
λιάζοντας καθημερινά και χωρίς ιδιαίτερη σημασία γεγονότα της
σχολής.
Απ’ τον «έξω κόσμο» δεν υπήρχε καμιά απολύτως ενημέ-
ρωση. Κι όταν, ακόμα, κάποιο σαββατοκύριακο έβγαιναν στο Η-
ράκλειο για λίγες ώρες, μόνο τα απογεύματα, οι χώροι συνάντησής
τους και με άλλους γνωστούς συμμαθητές τους ήταν συγκεκριμένα
στέκια στο κέντρο της πόλης. Το συνηθισμένο σημείο συνάντησης
ήταν ένα ζαχαροπλαστείο του οποίου ο ιδιοκτήτης, λόγω εθνικο-
φροσύνης, είχε εξασφαλίσει την άδεια από τις στρατιωτικές αρχές
για να συχνάζουν στο κατάστημά του οι αδειούχοι υποψήφιοι έ-
φεδροι αξιωματικοί. Και φυσικά, πάντα σχεδόν σε κάποιο τραπέζι
θα καθόταν κάποιος μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός της
σχολής ο οποίος, μόνος ή με παρέα, είχε ως αποστολή «να κα-
ταγράφει την ευπρεπή συμπεριφορά των μαθητών της σχολής α-
ξιωματικών».
Το ημερήσιο πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα σκληρό κι εξαντλητι-
κό. Ο ελεύθερος χρόνος ήταν ελάχιστος. Τα γυμνάσια, οι ασκήσεις,
οι πορείες και η σκληρή πειθαρχία, είχαν χαλυβδώσει τη θέληση,
την αυτοπεποίθηση και τη σωματική ρώμη των στρατευμένων μα-
θητών. Ο Φίλιππος απορούσε με τις αλλαγές που επήλθαν, σε
χρονικό διάστημα ελάχιστων μηνών, στο σώμα και στη γενικότερη
ψυχολογική κατάσταση και νοοτροπία του. Θεωρούσε πως τίποτα

188
δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο σε κάποιο στόχο ή επιδίωξή
του. Είχε την πεποίθηση πως οι σωματικές του δυνάμεις είχαν την
ικανότητα να ξεπερνούν τα συνηθισμένα όρια αντοχής ενός αν-
θρώπου. Ένα ασήμαντο, φαινομενικά, γεγονός με τον αξιωματικό
υπηρεσίας, λίγο πριν ο λόχος μπει στην τραπεζαρία της σχολής,
του επιβεβαίωσε αυτή την πίστη και του τόνωσε ακόμα περισσότε-
ρο την αυτοπεποίθηση. Ο Φίλιππος της σχολής εφέδρων αξιωμα-
τικών δεν είχε καμιά σχέση με τον απελπισμένο και φοβισμένο φοι-
τητή, που είχε ψυχολογικά τσακιστεί απ’ την ανέχεια και τα οικογε-
νειακά προβλήματα.
Εκείνο το απόγευμα, την ώρα που ο λόχος ήταν συνταγμένος
κατά τριάδες στην μεγάλη αυλή, μπροστά απ’ το κτήριο των εστια-
τορίων, ο αξιωματικός υπηρεσίας θεώρησε πως ο Φίλιππος συνο-
μιλούσε με τον διπλανό του, χωρίς να προσέχει τις οδηγίες και τις
υποδείξεις του προς τους συγκεντρωμένους.
- Εσύ, εκεί στη δεύτερη σειρά…Ναι, εσύ που με κοιτάς! Αντί
να προσέχεις αυτά που λέω μου γύρισες το κεφάλι στο διπλανό
σου και φαίνεται πως άρχισες το κουβεντολόι… Μετά το γεύμα δεν
θα πας στο θάλαμο…Θα με περιμένεις να βγω για να σου μάθω
να κλείνεις το στόμα σου όταν πρέπει…Εντάξει;
- Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ!
Την ώρα του δείπνου, το πειραχτήρι ο Μάρκος του πετούσε
σπόντες για το καψόνι που τον περίμενε, μετά το φαγητό. Κά-
ποιος, απ’ τη διπλανή καρέκλα του είπε πως ο αξιωματικός αυτός
του λόχου διοικήσεως ήταν ένας «αρρωστημένος σαδιστής», ο
οποίος κάποια μέρα, για ασήμαντη αφορμή, τον είχε για δυο ώρες
ξεθεώσει στα πιο σκληρά καψόνια. Ο Φίλιππος ήταν ήδη ψυχολο-
γικά προετοιμασμένος για το είδος της τιμωρίας που θα έπρεπε να
υποστεί, χωρίς να αποδέχεται πως είχε διαπράξει το πειθαρχικό
αδίκημα για το οποίο θεωρήθηκε, έτσι στα γρήγορα, ο αποκλειστι-
κά υπεύθυνος. Απέφυγε όμως να δικαιολογηθεί ή να επιρρίψει ευ-
θύνες σε άλλους, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση το παράπτωμα θα
ήταν ακόμα πιο σοβαρό. Ο κλαψιάρης και φοβητσιάρης που απέ-
φευγε τις ευθύνες, θεωρούνταν στη σχολή ένα ανθρωπάκι χωρίς
αξιοπρέπεια και υπόληψη.
Βγήκε απ’ την τραπεζαρία και περίμενε. Η αυλή είχε ερημώ-
σει. Οι μαθητές είχαν συγκεντρωθεί στους θαλάμους. Σε λίγο φά-

189
νηκε ο υπολοχαγός. Κάθισε σ’ ένα τσιμεντένιο πεζούλι, άναψε ένα
τσιγάρο και κάνοντας μια χαρακτηριστική κυκλική χειρονομία, αφού
πρώτα έδειξε ένα κτίριο της σχολής, πρόσταξε τον Φίλιππο με άχ-
ρωμη φωνή.
- Εμπρός! Άρχισε να γράφεις αζιμούθια! Εγώ θα σου πω πότε
πρέπει να σταματήσεις…Κατάλαβες; Θα σταματήσεις μόνο όταν
εγώ θα σου δώσω εντολή!...
- Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ!
Άρχισε να πραγματοποιεί στροφές γύρω απ’ το κτήριο. Αυτά
ήταν τα λεγόμενα «αζιμούθια», ένας όρος της αστρονομίας και της
τοπογραφίας, με τον οποίο οι αζιμουθιακοί κύκλοι είχαν, λεκτικά,
ταυτιστεί με τους κύκλους της τιμωρίας που πραγματοποιούσαν
γύρω από τα κτήρια όσοι βαρύνονταν με πειθαρχικά παραπτώ-
ματα.
Έτρεχε, έτρεχε, μ’ έναν σταθερό βηματισμό και ρυθμό, όπως
ένας πεπειραμένος μαραθωνοδρόμος. Οι πορείες, η καθημερινή
γυμναστική, το συνεχές τρέξιμο στους χώρους της σχολής, τον εί-
χαν μεταμορφώσει σ’ έναν αθλητή, ο οποίος θα μπορούσε ν’ αντι-
μετωπίσει ακραίες καταστάσεις. Το ήξερε πως σ’ αυτόν το ρυθμό
θα είχε τις σωματικές δυνάμεις για να συνεχίσει το τρέξιμο πάνω
από δυο ώρες, χωρίς διακοπή. Άλλωστε, λίγες μέρες πριν, είχε αν-
τέξει σε συνεχή νυχτερινή πορεία δώδεκα ωρών με μικρά μόνο δε-
κάλεπτα διαλείμματα ανάπαυσης, σε μια νυχτερινή άσκηση όλων
των λόχων της σχολής μέσα σε λάσπες και ασταμάτητη βροχή.
Γύρω στη δέκατη στροφή παρατήρησε πως ο υπολοχαγός
κοίταζε επανειλημμένα το ρολόι του, αλλά και πάτησε νευριασμέ-
νος το αποτσίγαρό του στο χώμα. Στην επόμενη στροφή επανα-
λήφθηκε η ίδια σχεδόν σκηνή. Οι επίμονες ματιές του αξιωματικού
στο ρολόι του και το συνεχές άναμμα των τσιγάρων, επιβεβαίωσαν
τις υπόνοιες του Φίλιππου πως ο υπολοχαγός δεν είχε απεριόρι-
στο χρόνο στη διάθεσή του. Ήταν φανερό πως κάποιος ή κάποιοι
τον περίμεναν σε συγκεκριμένη ώρα.
- Α!, τώρα θα σε περιποιηθώ καψονόμουτρο! σκέφθηκε με ευ-
διάκριτη δόση χαιρεκακίας ο νεαρός υποψήφιος αξιωματικός.
Στην δέκατη πέμπτη στροφή ο αξιωματικός σηκώθηκε και
πλησίασε περισσότερο προς το κτήριο. Βρισκόταν τώρα στο νοητό

190
σημείο περιστροφής της περιμέτρου του κτηρίου κι απευθύνθηκε
στο Φίλιππο μόλις εκείνος πρόβαλε απ’ τη γωνία.
- Αν κουράστηκες μπορείς να σταματήσεις! Λέω αν νομίζεις
πως δεν αντέχεις άλλο…Σε βλέπω ιδρωμένο και λαχανιασμένο!
Από σένα εξαρτάται να σταματήσεις ή να συνεχίσεις, του είπε δή-
θεν αδιάφορα.
- Είναι διαταγή αυτό κύριε υπολοχαγέ; Μου δίνετε εντολή να
σταματήσω;
- Όχι, δεν είναι διαταγή!...Εσύ θα αποφασίσεις! Μου φαίνεται
πως δεν αντέχεις άλλο…
- Αντέχω ακόμα…
- Για στάσου!...Στάσου μια στιγμή!...Δηλαδή μας παριστάνεις
και τον νταή…Πόσο νομίζεις πως μπορείς ν’ αντέξεις ακόμα;
- Πάνω από μια δυο ώρες…
- Α, ώστε έτσι! Συνέχισε ώσπου να λιώσεις στα ρούχα σου…
Θα σε αφήσω να πας στον θάλαμο μόνο όταν λιποθυμήσεις… Άν-
τε, τι περιμένεις! Συνέχισε τα αζιμούθια…
Συνέχισε να τρέχει στον ίδιο ρυθμό. Πίστευε πως θα μπορού-
σε να συνεχίσει έτσι για ολόκληρες ώρες. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει
ν’ αγγίζει τις κορφές των λόφων της δυτικής πλευράς, προς το Ρέ-
θυμνο. Ο αξιωματικός στριφογύριζε σαν θηρίο σε κλουβί.
- Πόσες στροφές έκανες μέχρι τώρα; τον ρώτησε κάποια στιγ-
μή νευριασμένος.
- Τριάντα δύο κύριε υπολοχαγέ…
- Και πόσες ακόμα πιστεύεις πως μπορείς να αντέξεις;
- Πάνω από εκατό…
Ο αξιωματικός του έκανε νεύμα να σταματήσει. Πέταξε το τσι-
γάρο του στο χώμα και το έλιωσε με το παπούτσι του. Έβγαλε το
πηλίκιο κι έστρωσε τα μαλλιά του.
- Άντε, πήγαινε στο θάλαμό σου…
- Είναι διαταγή κύριε υπολοχαγέ;
- Μη μου κάνεις τον έξυπνο και νευριάσω!...Θα σε κάνω να
στριφογυρίζεις γύρω από το κτήριο ως τα μεσάνυχτα!...Άι, στα
τσακίδια!.. Είναι διαταγή!..
Ο Φίλιππος τον χαιρέτησε κανονικά σε στάση προσοχής και
προχώρησε, στην αρχή με βήμα σταθερό, προς το κτήριο του
πρώτου λόχου…Κι έπειτα, άρχισε να τρέχει ρυθμικά όπως το α-

191
παιτούσαν οι κανόνες της σχολής. Άκουσε τη φωνή του υπολοχα-
γού, σκληρή και μ’ ευδιάκριτη εκδικητική χροιά, λίγο πριν στρίψει
για ν’ ανεβεί τις πλατειές εξωτερικές σκάλες.
- Θα τα πούμε άλλη φορά εξυπνάκια! Θα σε κάνω να βλαστη-
μήσεις την ώρα που γεννήθηκες!...
Ο Φίλιππος δεν συνάντησε ποτέ του αυτό τον υπολοχαγό, σ’
όλη την υπόλοιπη διάρκεια της μαθητείας του στη σχολή. Ίσως είχε
μετατεθεί σε άλλη μονάδα ή ασχολούνταν αποκλειστικά με εργα-
σίες γραφείου του λόχου διοίκησης και δεν είχε πλέον καμιά επα-
φή με τους λόχους των Υποψήφιων Έφεδρων Αξιωματικών.

192
ΧΙΙΙ

Άσκηση κάτω απ’ τις χαρουπιές

Οι μέρες κυλούσαν μονότονα, απαράλλαχτα ίδιες, όπως τα


αντίγραφα από φωτοτυπικό μηχάνημα. Το ξύπνημα, όπως πάντα,
στις έξι το πρωί. Ούτε λεπτό πιο πριν ή αργότερα. Το γρήγορο
ντύσιμο, το τσαλαπάτημα στις τουαλέτες από τους αγουροξυπνη-
μένους μαθητές για το ξύρισμα και τις σωματικές ανάγκες…Και με-
τά η διδασκαλία, τα γυμνάσια, οι πορείες, τα γεύματα στην τραπε-
ζαρία…Όλα κανονισμένα στην ίδια ώρα, με την ίδια τάξη και πει-
θαρχία…Όλα ρυθμισμένα όπως σε έναν καλοκουρδισμένο μηχα-
νισμό ρολογιού.
Όμως, μερικά γεγονότα έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη του. Τα
θυμόταν με λεπτομέρειες σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του, αν και σ’
άλλους ίσως να μην είχαν την ίδια βαρύτητα με την οποία ο ίδιος
τα είχε τότε, υποσυνείδητα, αξιολογήσει.
Η διμοιρία του στεγαζόταν σε θάλαμο της δεξιάς πλευράς του
δεύτερου ορόφου, ενώ στην απέναντι πλευρά και μετά το κλιμα-
κοστάσιο, είχε εγκατασταθεί η πρώτη διμοιρία του δεύτερου λόχου
στην οποία υπηρετούσε ο Γιάννης Ζωραβέλης.
Οι δυο τους συναντιόνταν, συνήθως, τα βράδια για λίγα λεπτά
πριν από το σιωπητήριο. Μιλούσαν για το χωριό, για τα νέα που
μάθαιναν από τα γράμματα της Ηρώς και της Βούλας ή για κάποια
από τα καθημερινά γεγονότα της σχολής.
Αντίκρυ απ’ το κρεβάτι του Γιάννη, στην επάνω θέση του δί-
κλινου, έμενε ένας Αθηναίος δικηγόρος, ο οποίος στρατεύθηκε α-
μέσως μόλις ορκίστηκε και πήρε το πτυχίο του. Ήταν ένας ευπα-
ρουσίαστος, μελαγχολικός, συνήθως αμίλητος και πάντα προβλη-
ματισμένος νεαρός, ο οποίος φαινόταν πως καταγόταν από εύπο-

193
ρη και καλλιεργημένη οικογένεια. Η ασυνήθιστη σιωπή του ανησυ-
χούσε το Γιάννη ο οποίος, λόγω του ανοιχτού και υπερβολικά κοι-
νωνικού χαρακτήρα του, προσπάθησε φιλικά να τον προσεγγίσει.
- Νομίζω Φίλιππε πως αυτός ο συνάδελφος πρέπει να έχει
σοβαρά προβλήματα…Δεν τον είδα να χαμογελά ούτε μια φορά…
- Ε, μήπως είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του!...
- Όχι, όχι, δεν είναι αυτό! Φοβάμαι πως αντιμετώπιζε κάποιες
σοβαρές οικογενειακές, ερωτικές ή άλλου είδους καταστάσεις και
τώρα που ήρθε στη σχολή φαίνεται πως άρχισε να μην αντέχει τη
ζωή σ’ αυτό το τρελοκομείο…Τον παρακολουθώ τελευταία με με-
γάλη προσοχή και διακριτικότητα…Ώρες ώρες σκέφτομαι να μιλή-
σω στο λοχαγό, έτσι από σπόντα, για να μην με κράξει και με τα-
ράξει στα αζιμούθια.
Ο Γιάννης δεν πρόλαβε να μιλήσει σε κανένα. Τα μεσάνυχτα
της επόμενης μέρας όλη η σχολή αναστατώθηκε. Οι αξιωματικοί, οι
υπαξιωματικοί, οι μαθητές των τάξεων της διοικούσας και της διοι-
κούμενης σειράς, όλοι όσοι βρίσκονταν στους χώρους του στρα-
τοπέδου είχαν συγκεντρωθεί στις κεντρικές αυλές και στο μισοσκό-
ταδο συζητούσαν χαμηλόφωνα και με φανερή ανησυχία. Σε κά-
ποια απομακρυσμένη σκοπιά ο νεαρός δικηγόρος είχε αυτοκτονή-
σει. Είχε χώσει την κάννη του ημιαυτόματου Μ1 στο στόμα του και
πίεσε τη σκανδάλη.
Ο Φίλιππος πλησίασε μια ομάδα μαθητών που σχολίαζε το
απρόσμενο γεγονός με τον υπολοχαγό και υποδιοικητή του δεύ-
τερου λόχου. Ο αξιωματικός τους εξηγούσε πως η περίεργη συμ-
περιφορά του αυτόχειρα είχε υποπέσει στην αντίληψη της διοίκη-
σης του λόχου. Ο λοχαγός τον είχε καλέσει δυο φορές στο γραφείο
του και προσπάθησε να ενημερωθεί για τα προβλήματά του, ώστε
να μπορέσει να τον βοηθήσει να τα ξεπεράσει. Ο νεαρός δικηγό-
ρος τον έπεισε πως δεν αντιμετώπιζε κανένα απολύτως πρόβλημα
και πως θα προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις σκληρές συνθή-
κες ζωής της σχολής.
Σ’ εκείνες τις τραγικές, για την τύχη ενός μαθητή, στιγμές δεν
έλειψαν και κωμικοτραγικές σκηνές. Κάτω απ’ το αδύναμο φως της
λάμπας του στύλου της ΔΕΗ, ο υπολοχαγός έσκυψε και παρατή-
ρησε επίμονα προς το μέρος του Στέλιου Τζέκη, ενός μαθητή απ’
το Σιδηρόκαστρο των Σερρών. Ήταν ένας ευτραφής και βραδυκί-

194
νητος τύπος με γουρλωτά μάτια, που ήταν γνωστός στη σχολή για
το χιούμορ του και την όχι και αρκετά επιμελημένη του εμφάνιση,
για την οποία είχε καταστεί μόνιμος επισκέπτης των κρατητηρίων
και των αγγαρειών τιμωρίας.
- Ρε, συ! Στην αρχή νόμισα πως αυτοκτόνησες εσύ…Μου εί-
παν, να, ένας παχουλός, βραδυκίνητος…
- Τι λες κύριε υπολοχαγέ! Πάνω στο σκοτωμένο βρήκαν μια
περιουσία…Λένε πως είχε στην τσέπη του τριάντα χιλιάδες δραχ-
μές!...Εγώ έχω δεκαπέντε δραχμές και πετάω στα ουράνια!
- Ώστε πετάς στα ουράνια ακόμα κι απένταρος…
- Αν πετάω λέει! Εγώ αν είχα τριάντα χιλιάδες θα άνοιγα ερ-
γοστάσιο στο διοικητήριο της σχολής και θα ‘φερνα χανουμάκια να
με ξελιγώνουν στο χορό της κοιλιάς…Τόσο κορόιδο τον περνάς
τον Τζέκη να πεθάνει στα καλά καθούμενα!
Με τον Τζέκη ο Φίλιππος είχε καλές φιλικές σχέσεις, αφού σαν
συντοπίτες «Σερραίοι» είχαν και κάποιο λόγο για να παρευρίσκον-
ται σε συναντήσεις και άλλων Σερραίων στο Κέντρο Ψυχαγωγίας
της Μονάδας.
Στην τελευταία μεγάλη άσκηση, πριν αποφοιτήσουν απ’ τη
σχολή, έμεναν στο ίδιο αντίσκηνο. Εκεί διαπίστωσε πως ο ιδιόρ-
ρυθμος Σιδηροκαστρινός είχε εμπορικό δαιμόνιο το οποίο, όπως
πληροφορήθηκε μετά από χρόνια ο Φίλιππος, αξιοποίησε με επι-
τυχία κι απόκτησε μεγάλη περιουσία ως εργολάβος οικοδομών.
Τότε, στην άσκηση αυτή που κράτησε δυο περίπου εβδομά-
δες, είχαν στρατοπεδεύσει σε μια περιοχή, προς το Ρέθυμνο, κάτω
από τις χαρουπιές. Τα αντίσκηνα ήταν δυο ατόμων και ο λοχαγός,
άνθρωπος ευγενέστατος και, όπως φάνηκε, με δημοκρατικές ευαι-
σθησίες, άφησε στους μαθητές της Σχολής να επιλέξουν οι ίδιοι τα
ζεύγη για κάθε αντίσκηνο. Όλοι επέλεγαν έναν απ’ τους καλύ-
τερους φίλους που είχαν δημιουργήσει στη Σχολή. Ο Φίλιππος άρ-
χισε να αναζητά το Μάρκο Καββαδία, όταν ο Τζέκης πρόβαλε
μπροστά του και με ύφος θλιμμένης παρθένου άρχισε να τον εκλι-
παρεί «για να δεχθεί να μείνουν μαζί στη σκηνή». Του υποσχέθηκε
πως θα «βγάζει τις βρόμικες κάλτσες του», ένα πρόβλημα που
πάντα δημιουργούσε προστριβές στο θάλαμο της διμοιρίας, όταν
οι συνάδελφοί του απ’ τα διπλανά κρεβάτια τον επέπλητταν για τη
δυσοσμία που διαχεόταν σ’ όλη την ατμόσφαιρα. Του υπενθύμισε

195
πως ήταν οι δυο τους «πατριωτάκια» και πως θα είχε «μεγάλη
ωφέλεια αν έμεναν μαζί στην ίδια σκηνή».
- Δε μου λες; Πόσα τσιγάρα καπνίζεις τη μέρα; Είκοσι; Τριάν-
τα; ρώτησε τον Φίλιππο.
- Ας πούμε τριάντα!
- Πόσα τσιγάρα έχεις τώρα;
Ο Φίλιππος άνοιξε το πακέτο του και μέτρησε τα υπόλοιπα
τσιγάρα του.
- Πέντε, απάντησε.
- Από αύριο να δεις τι θα γίνει εδώ μέσα! Το πάθος και οι αρ-
ρωστημένες επιθυμίες κοστίζουν…
- Τέλος πάντων, δεν σε καταλαβαίνω, αλλά δεν θέλω να νιώ-
θεις και σαν λεπρός…Άντε φέρε τα πράγματά σου! Θα μείνουμε σ’
αυτή τη σκηνή…
Σε λίγο ο Τζέκης γύρισε με το βαρύ σακίδιο και το όπλο του,
αλλά και μια παμπάλαια και χιλιοχτυπημένη βαλίτσα που την κρα-
τούσε σφιχτά κάτω απ’ τη μασχάλη του. Όταν είχαν τακτοποιήσει
τα πράγματά τους, ο Τζέκης κάλεσε με συνωμοτικό ύφος το Φί-
λιππο προς το μέρος του, αφού πρώτα κατέβασε το φερμουάρ της
σκηνής.
- Ξέρεις κάτι Φίλιππε! Δεν με διάλεξες εσύ για να μείνουμε μα-
ζί, αλλά η επιλογή ήταν δική μου…Από τη διμοιρία μας μόνο εσένα
μπορούσε να εμπιστευτώ…Εσένα κι εκείνον τον βλαμμένο το θεο-
λόγο, τον Πριόβολο, γιατί είναι άνθρωπος του θεού και αποκλείεται
να κλέβει…Εγώ τον συμπαθώ αλλά εκείνος κάθε βράδυ στο θάλα-
μο έβαζε τις φωνές και μ’ εκνεύριζε…Εσένα μπορώ να σ’ εμπισ-
τευτώ με κλειστά μάτια γιατί σε θεωρώ έντιμο! Είμαστε και πατριω-
τάκια…
- Από το ύφος που πήρες, άρχισα να υποψιάζομαι πως θα
μου εμπιστευτείς τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου σου! τον ειρω-
νεύτηκε ο Φίλιππος.
- Ακριβώς, το βρήκες! Για κοίτα εδώ…
Ξεκλείδωσε και άνοιξε τη βαλίτσα του. Στο εσωτερικό της υπ-
ήρχαν μεγάλες κούτες με αραδιασμένα τα τσιγάρα σε σειρές. Ήταν
φτηνά χύμα τσιγάρα, πολύ μικρού κόστους σε σύγκριση με τα πα-
κέτα των είκοσι τσιγάρων. Στο σακίδιό του είχε κι άλλες κούτες των
εκατό τσιγάρων. Ο Φίλιππος τον κοίταξε χαμογελώντας με νόημα.

196
- Ρε συ Τζέκη, είσαι διαβολεμένο μυαλό! Πώς είσαι βέβαιος
πως κι άλλοι δεν σκέφτηκαν όπως κι εσύ;
- Νομίζεις πως έχουν όλοι το μυαλό ενός Τζέκη; Εγώ σε θεω-
ρώ έξυπνο άνθρωπο αλλά, όπως βλέπεις, πάνω στην παραζάλη
της προετοιμασίας ξέχασες να πάρεις κι άλλο πακέτο…Όλες τις
μέρες που θα ‘μαστε εδώ θα χρειαστείς πολλά τσιγάρα…Γι’ αυτό
σου είπα πως είσαι τυχερός! Θα καπνίζεις δωρεάν απ’ τα δικά
μου! Θα δεις τι θα πάθουν οι άλλοι, όταν θολώσουν τα μάτια τους
απ’ την…ατσιγαρία! Αυτό το τσιγαράκι κοστίζει κάποιες δεκά-
ρες…Εδώ όμως στα χωράφια του Ρέθυμνου το έχω κοστολογήσει
δυο δραχμές το ένα.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα ο Τζέκης άρχισε τις κερδοσκο-
πικές του επιχειρήσεις. Σε μια εβδομάδα δεν έμεινε ούτε γόπα. Οι
τσέπες του είχαν γεμίσει με κέρματα. Τα έφτιαχνε ρολά τυλιγμένα
σε χαρτί κουζίνας και τα τοποθετούσε στο βάθος του σακιδίου του.
- Γι’ αυτό σου είπα Φίλιππε πως έπρεπε να διαλέξω για να
μένω στη σκηνή με τίμιο άνθρωπο! Ήθελα να είμαι βέβαιος πως τα
λεφτά μου δεν θα κάνουν φτερά…Όμως, δεν έκανα όπως φαίνεται
τις σωστές προβλέψεις! Έπρεπε ν’ αγοράσω και να φέρω διπλά-
σιες κούτες…Τους είδες τους «καπνισταράδες»…Είναι ικανοί για
να ξεχαρμανιάσουν να δώσουν ακόμα και πέντε δραχμές το τσιγά-
ρο…Γι’ αυτό σου είπα πως τα πάθη σ’ αυτό τον κόσμο πλη-
ρώνονται! Αρκεί να βρεθεί ο «έξυπνος» που θα μυριστεί το ψητό!

Δημοτικές εκλογές στην Κρήτη

Ως το Σεπτέμβρη που αποφοίτησε ως δόκιμος έφεδρος ανθυ-


πολοχαγός, συνεχίστηκε η ίδια σκληρή στρατιωτική ζωή στη σχο-
λή. Κι άλλα γεγονότα όμως του έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη
μνήμη, όπως η παραμονή του με το Μάρκο Καββαδία σ’ ένα ορει-
νό χωριό της περιοχής των Μοιρών, όπου τους έστειλαν ως φρου-
ρά για τη φύλαξη της κάλπης στις δημοτικές εκλογές του 1959.
Πριν καλά καλά αποβιβαστούν από το βαρύ «τζέιμς» που
τους μετέφερε στο χωριό, τους είχε πλησιάσει ο αγροφύλακας και
αυτοσυστήθηκε. Ήταν ένας χαμογελαστός κι εμφανίσιμος Κρητι-
197
κός, χωρίς όμως την ιδιαίτερη εκείνη κρητική προφορά στην ομιλία
του. Κάποια στιγμή ο Φίλιππος τον ρώτησε σε ποιο σημείο του
χωριού γινόταν η βραδινή «βόλτα».
- Είσαι Μακεδόνας; τον ρώτησε ο αγροφύλακας.
- Ναι, πώς το κατάλαβες;
- Από τη «βόλτα» που είπες…Υπηρέτησα στη Μακεδονία, σε
μονάδα καταδρομών…Εκεί, η λεγόμενη βόλτα είναι κάτι σα νυφο-
πάζαρο…Εδώ δεν έχει τέτοια! Εδώ εμείς έχουμε άλλα έθιμα…Η
τιμή για μας είναι το παν…Γι’ αυτό θέλω να σας δώσω κάποιες
συμβουλές…
- Δηλαδή, τι έθιμα; Παίζετε την τυφλόμυγα; ρώτησε ο Μάρκος
ειρωνικά, παίρνοντας εκείνο το ύφος που έδειχνε πως άρχισε να
εκνευρίζεται. Πριν ο άλλος απαντήσει, ρώτησε και ο Φίλιππος με
κάποια αμηχανία στη φωνή και στη γενικότερη στάση του.
- Τι σχέση έχει η βόλτα με την τιμή…Στη βόλτα βλέπεις φίλους
και φίλες, μιλάς, γελάς…Γενικά περνά ευχάριστα η ώρα σου!...
Πού το βρίσκεις το πρόστυχο;
- Εδώ είναι μικρό χωριό και οι άνθρωποι σκέφτονται διαφο-
ρετικά…Είστε δυο όμορφα παλικάρια κι αξιωματικοί! Τα κοριτσό-
πουλα του χωριού θα σας βλέπουν σαν ουρανοκατέβατα κελεπού-
ρια για να ξεφύγουν απ’ τη ζωή του χωριού…Ότι κι αν σας πουν
να μην απαντάτε! Οι άντρες εδώ ποτέ δε συνερίζονται τις γυναί-
κες…Όμως, τους ξένους άντρες που τις προσβάλλουν με υπονο-
ούμενα και πονηρές ματιές…
- Α, απαγορεύονται και οι πονηρές ματιές! μουρμούρισε ο
Μάρκος κι έκανε στα πεταχτά το σταυρό του.
- Αυτή είναι η νοοτροπία του κόσμου εδώ! Λοιπόν, παλικάρια
μου, μακριά απ’ τα κορίτσια και θα δείτε τι σημαίνει κρητική φιλοξε-
νία…Θα σας περιμένω στο καφενείο, στην πλατεία… Έχουμε μόνο
ένα καφενείο…Ελάτε να σας κεράσουμε τσικουδιά.
Πραγματικά! Η φιλοξενία ήταν εντυπωσιακή. Όλοι οι θαμώνες
προσφέρονταν να τους κεράσουν τσικουδιά και «χοχλιούς», τα τη-
γανισμένα νόστιμα σαλιγκάρια που χρησιμεύουν και ως μεζές στο
ποτό.
Η ψηφοφορία θα γινόταν στο σχολείο του χωριού. Απέναντι,
σ’ ένα υπερυψωμένο διάζωμα υπήρχε ένα μακρόστενο τσιμεντένιο
πεζούλι. Εκεί μαζευόταν τ’ απογεύματα ένα κοριτσομάνι, ένα

198
τσούρμο από κοπέλες σαν τα κρύα νερά του χωριού. Όμορφες,
λυγερές, ναζιάρες, που τα γέλια τους αντηχούσαν ως τις αντικρινές
πλαγιές. Οι δυο αργόσχολοι φρουροί της κάλπης, κάθονταν στην
είσοδο του σχολείου κι έριχναν λοξές διερευνητικές ματιές στο
δρόμο, γιατί είχαν διαπιστώσει πως οι συμβουλές του αγροφύλακα
ήταν χρήσιμες κι αρκετά κατατοπιστικές. Οι κοπελίτσες τους πε-
τούσαν υπονοούμενα ή και ερωτικά πειράγματα χωρίς επιφυλά-
ξεις, αλλά μόλις αντίκριζαν κάποιον συγχωριανό τους απ’ την άλλη
άκρη του δρόμου, σιωπούσαν ξαφνικά κι έσκυβαν στο κέντημα ή
στο πλεχτό τους.
Ο Μάρκος, με την ερωτική εμπειρία του Πειραιώτη και του
κοσμογυρισμένου ναυτικού, με μια ζωή χωρίς ασφυχτικές κοινωνι-
κές πιέσεις, είπε κάποια στιγμή.
- Ρε Φίλιππε, αυτές οι νεραϊδούλες ψοφάνε για πίτσι πίτσι…
- Άντε, αφού είσαι παλικάρι πήγαινε να τις ελεήσεις…
- Μου φαίνεται πως, αν καθόμασταν εδώ καμιά εβδομάδα, θα
ορμούσα κι ας μ’ έκαναν κόσκινο με τα πολυβόλα τους οι αρσενικοί
του χωριού…
Το βράδυ που άνοιξαν οι κάλπες, οι άντρες ήταν όλοι αφοσι-
ωμένοι στην καταμέτρηση των ψήφων. Στις μεγάλες τζαμαρίες,
έξω από το σχολείο, είχαν συγκεντρωθεί οι νέες, κατά το πλείστον,
γυναίκες του χωριού. Μια παρέα απ’ αυτές, όλες πανέμορφες, έ-
καναν τολμηρά νεύματα στα δυο παλικάρια. Τους έστελναν φιλιά ή
τους καλούσαν να βγουν έξω. Ο Μάρκος δεν άντεξε.
- Τώρα που οι πατεράδες και τ’ αδέρφια τους έπεσαν με τα
μούτρα στην κάλπη, είναι ευκαιρία Φίλιππε να ξεγλιστρήσουμε για
να μαδήσουμε κάποιο απ’ αυτά τα παγώνια, είπε μισοαστεία μισο-
σοβαρά.
- Άντε πήγαινε αν σου βαστά! Κάποιοι, που ίσως δεν τους
βλέπεις, θα έχουν μάλλον τα μάτια τους ορθάνοιχτα για να σου γε-
μίσουν τον πισινό με σκάγια…
- Τα σκάγια τα αντέχω! Με τις σφαίρες τι γίνεται!
Ο πρόεδρος που είχε εκλεγεί πραγματοποίησε στο σπίτι του
μια πανηγυρική, μια γιορταστική εκδήλωση, για την εκλογική του
επιτυχία. Η κόρη του, μια όμορφη δεκαεφτάχρονη κοπελίτσα κερ-
νούσε την τσικουδιά, τις πίτες και τα γλυκίσματα. Ο Μάρκος, κα-
θώς η κοπέλα τους πλησίαζε με το δίσκο, εκμυστηρεύτηκε στο Φί-

199
λιππο πως θα απευθυνόταν στον εκλεγμένο πρόεδρο με ευχές για
την «πανέμορφη κόρη» του.
- Μην το κάνεις αυτό! Θα μπλέξουμε άσχημα Μάρκο! Δώσαμε
την υπόσχεση στον αγροφύλακα ότι θα σεβαστούμε τα έθιμά
τους…
- Μα δεν θα πω κάτι κακό!
- Να μην πεις τίποτα, σχεδόν τον πρόσταξε ο Φίλιππος.
Ευτυχώς ο Μάρκος κράτησε το στόμα του κλειστό. Στο διπλα-
νό χωριό που ο Λυκούργος, ένας άλλος συνάδελφός τους, έκανε
κατά σύμπτωση την ίδια σκέψη με το Μάρκο και ευχήθηκε «στην
υγειά της όμορφης κόρης του προέδρου» αναγκάστηκε να φύγει
«λογοδοσμένος». Ευτυχώς για εκείνον, η μελλοντική σύζυγός του
υπήρξε υπόδειγμα συζύγου, μάνας και νοικοκυράς. Μετά τη στρα-
τιωτική τους θητεία και οι δυο τους, ο Φίλιππος και ο Λυκούργος,
είχαν επιτύχει στις εξετάσεις του Οργανισμού Χερσαίων Μεταφο-
ρών και είχαν, πολλές φορές, την ευκαιρία να συζητούν για τις κα-
λές και κακές μέρες που έζησαν στη σχολή εφέδρων αξιωματικών,
στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η Βασιλική, η γυναίκα του Λυκούργου,
πάντα μιλούσε με πικρία για την «ντροπή της αναγκαστικής της
παντρειάς», μετά τις απειλές του πατέρα της και των αδελφών της
πως αν ο «λογοδοσμένος» δεν τηρούσε το λόγο του, θα τον έ-
βρισκαν όπου κι αν κρυβόταν και θα «ξέπλεναν την τιμή της οικο-
γένειας» σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους.
- Μας ανάγκασαν να παντρευτούμε με το ζόρι…Φαίνεται πως
ο Θεός μας λυπήθηκε και τους δυο μας…Πολύ σύντομα διαπί-
στωσα πως ο Λυκούργος ήταν ο άντρας που ονειρευόμουν να
παντρευτώ…Ήμουν τυχερή! έλεγε πάντα η Βασιλική κάνοντας και
το σταυρό της.
- Το ίδιο λέω κι εγώ! συμπλήρωνε ο Λυκούργος. Ευτυχώς έ-
κανα εκείνη την πρόποση το βράδυ των δημοτικών εκλογών και
ανακάλυψα έναν άγγελο…Γι’ αυτό το πρώτο μας παιδί το ονομά-
σαμε «Αγάπη»…Είναι παράξενο! Μια μεγάλη αγάπη μετά από έ-
ναν εκβιαστικό γάμο.

200
Για αγορές «ωνίων»

Ένα άλλο γεγονός, που ο Φίλιππος το θυμόταν με όλες του


τις λεπτομέρειες ύστερα από μισό περίπου αιώνα, ήταν η συνάν-
τησή του με τον αξιωματικό του «Άλφα Δύο» της Σχολής. Ήταν η
Υπηρεσία της Αστυνομικής Ασφάλειας στο στρατό, ο αρμόδιος το-
μέας για την αξιοποίηση των πληροφοριών των σπιούνων και των
φακέλων κοινωνικών φρονημάτων. Στη Σχολή, συνήθως, επανεξέ-
ταζαν με συστηματικές έρευνες τις πληροφορίες των αστυνομικών
αρχών για τους υποψήφιους αξιωματικούς. Πριν από λίγους μήνες,
μετά από τέτοιου είδους έρευνα, είχαν απομακρύνει από τις τάξεις
των Υποψήφιων Εφέδρων Αξιωματικών τρεις μαθητές της Διοι-
κούσας, αφού πρώτα τους υποβίβασαν στην τάξη του στρατιώτη.
Η δεύτερη έρευνα των κοινωνικών τους φρονημάτων «απέδειξε»
πως ενδεχομένως να ήταν «συμπαθούντες ή συνοδοιπόροι των
εαμοκομμουνιστών».
Όταν, μετά το μεσημεριανό γεύμα από το μεγάφωνο της Σχο-
λής ακούστηκε πως, ο υπολοχαγός Φερδινανδάκης ήθελε να πα-
ρουσιαστεί αμέσως στα γραφεία του Α2 ο Φίλιππος Στεργιάδης, η
καρδιά του παλικαριού σφίχτηκε από ένα είδος φόβου και υποθετι-
κών δυσμενών εξελίξεων. Όμως, γρήγορα βρήκε την αυτοκυριαρ-
χία του. Αποδέχτηκε πως η χειρότερη λύση θα ήταν ο υποβιβασ-
μός του στην τάξη του στρατιώτη και η αποβολή του απ’ τη Σχολή.
Ο Γιάννης Ζωραβέλης τον συνάντησε με έκδηλη την ανησυ-
χία στο πρόσωπό του. Ήξερε πολλές λεπτομέρειες από τις διαδό-
σεις των χαφιέδων του χωριού και φάνηκε πως περίμενε τις χειρό-
τερες δυνατές εξελίξεις.
- Τί να σε θέλει ο Φερδινανδάκης; Τον είδες ποτέ σου αυτόν
τον αξιωματικό; ρώτησε με κάποιο τρέμουλο στη φωνή του.
- Όχι! Όλοι τον έχουν ακούσει αλλά λίγοι τον είδαν…Ας πάω
λοιπόν να τον συναντήσω, αφού κι εκείνος θέλει να με δει αμέσως,
είπε ο Φίλιππος τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις.
Οι διάδρομοι των γραφείων της διοίκησης ήταν σχεδόν έρη-
μοι. Οι αξιωματικοί και οι υπάλληλοι των γραφείων είχαν φύγει απ’
τη Σχολή, μετά τη λήξη του κανονικού ωραρίου εργασίας. Έξω από
τα γραφεία του Α2, μπροστά από ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι,

201
καθόταν ένας στρατιώτης που, με χαμηλωμένη ένταση, άκουγε
μουσική από ένα φτηνό πλαστικό φορητό ραδιοφωνάκι.
- Είσαι ο Στεργιάδης; ρώτησε τον Φίλιππο.
- Ναι, εγώ είμαι…
- Πέρασε μέσα…Σε περιμένει ο κύριος υπολοχαγός.
Ο Φίλιππος άνοιξε την πόρτα και πέρασε σ’ ένα μικρό χολ.
Δεξιά του, απ’ την ανοιχτή πόρτα ενός γραφείου, είδε το Φερδι-
νανδάκη να στέκεται όρθιος δίπλα στο παράθυρο. Ο νεαρός υπο-
ψήφιος αξιωματικός προχώρησε και στάθηκε μπροστά του προ-
σοχή. «Παρουσιάστηκε» σύμφωνα με τον καθιερωμένο τύπο πα-
ρουσίασης των στρατιωτών στους αξιωματικούς τους. Μ’ έκπληξη
άκουσε τον υπολοχαγό, σε πολύ φιλικό τόνο, να του δείχνει την
καρέκλα μπροστά απ’ το γραφείο του και να του λέει, σχεδόν, χα-
ριτολογώντας:
- Κάθισε λεβέντη μου!...Έλα κάθισε!...Εγώ θα μείνω όρθιος
γιατί μούδιασα καθισμένος για ώρες…Εμείς οι γραφιάδες ρημά-
ζουμε τη σπονδυλική μας στήλη…Γι’ αυτό θέλω να γυρίσω σε μά-
χιμο λόχο για να βρω, που λένε, την υγειά μου…
Ο Φίλιππος εντυπωσιάστηκε από το παρουσιαστικό του. Ή-
ταν Κρητικός αλλά, εμφανισιακά, διέφερε από τη συνηθισμένη ει-
κόνα ενός τυπικού μελαχρινού Κρητικού. Ήταν ένας όμορφος άν-
τρας, ως τριάντα ή τριανταπέντε χρόνων, με λεπτό μουστάκι και
κυματιστά ξανθά μαλλιά. Είχε γαλανά μάτια και πρόσωπο ελαφρά
κοκκινωπό. Ήταν ψηλός, με άρτια σωματική διάπλαση και γυμ-
νασμένο σώμα.
Ο νεαρός υποψήφιος αξιωματικός καθόταν σιωπηλός κι έπαι-
ζε μ’ αμηχανία με τα δάχτυλα των χεριών του. Ο υπολοχαγός διέ-
κοψε τη σιωπή του…
- Σε κάλεσα εδώ Στεργιάδη για να σε πληροφορήσω πως την
Δευτέρα θα είμαι «αξιωματικός ωνίων» της Σχολής κι εσύ θα είσαι
ο βοηθός μου…Θα πρέπει, συνεπώς, την Δευτέρα στις οχτώ το
πρωί να με περιμένεις στο φυλάκιο της εισόδου, δίπλα στους Αλ-
φαμίτες…Θα περάσω να σε πάρω με το τζιπ, ενώ οι φαντάροι με
έναν λοχία θα μας ακολουθήσουν για να πραγματοποιούν τις φορ-
τοεκφορτώσεις…Πήγες άλλη φορά για ψώνια με άλλον αξιωματικό;
- Όχι! Είναι η πρώτη φορά…

202
- Η δουλειά σου είναι απλή και μέσα στα καθήκοντα ενός α-
ξιωματικού…Πρόσεξε! Είπα αξιωματικού και όχι υποψήφιου έ-
φεδρου αξιωματικού…Σου συνιστώ να μη δώσεις την εντύπωση
στον λοχία και στους φαντάρους, που θα είναι μαζί μας, πως είσαι
όμοιός τους…Εσύ είσαι αξιωματικός και θα δίνεις εντολές…Αυτοί
οφείλουν να υπακούσουν και το ξέρουν αυτό πολύ καλά…Μπορείς
τώρα Στεργιάδη να φύγεις…Κι όπως είπαμε! Στις οχτώ, την Δευτέ-
ρα…
- Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ!
Ο Φίλιππος σηκώθηκε και βάδισε προς την έξοδο. Ο Φερδι-
νανδάκης τον σταμάτησε.
- Για, μια στιγμή Στεργιάδη!...Χαίρομαι όταν βλέπω ψηλούς κι
ευπαρουσίαστους αξιωματικούς σαν εσένα…Αν δεν φεύγατε και
βρισκόσουν εδώ την εικοστή ογδόη Οκτωβρίου, θα έλεγα στον
υπασπιστή να σε βάλει στην παρέλαση με τους παραστάτες της
σημαίας… Εντάξει! Πήγαινε τώρα! Θα τα πούμε την Δευτέρα…
Ο Φίλιππος βγήκε απ’ το Διοικητήριο παραπατώντας σαν ξε-
πουπουλιασμένη κότα. Το ένιωθε πως θα ήταν πιο ψύχραιμος και
με περισσότερη αυτοκυριαρχία, αν ο υπολοχαγός τον πληροφο-
ρούσε πως «λόγω φρονημάτων» θα ‘πρεπε να φύγει απ’ τη Σχο-
λή. Η τόσο φιλική, εγκάρδια και με τέτοιες φιλοφρονήσεις υποδοχή
σ’ έναν χώρο που έφερνε, στους περισσότερους, σύγκρυο κι α-
πόγνωση και κυρίως σ’ όσους δεν είχαν καθαρά «πιστοποιητικά
εθνικοφροσύνης», του έφερνε χίλιες δυο παλαβές σκέψεις στο
μυαλό. Άλλες στιγμές προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει κάποια εντε-
λώς αθέατη παγίδα κι άλλοτε περνούσε απ’ το μυαλό του η υπο-
ψία πως στη συνάντηση της Δευτέρας ο υπολοχαγός θα τον υ-
ποχρέωνε, με την απειλή της εκδίωξης απ’ τη Σχολή, να «συνερ-
γαστεί» και να γίνει ένας απ’ τους πολυάριθμους καταδότες της
Αστυνομικής Ασφάλειας και του Α2. Αυτή η δεύτερη σκέψη, άλ-
λωστε, δεν ήταν παράλογη. Αρκετά χρόνια αργότερα, στην περίο-
δο της Χούντας, μέσα στα γραφεία της περιφερειακής διεύθυνσης
Θεσσαλονίκης του Οργανισμού Χερσαίων Μεταφορών, κάποιοι
συνάδελφοι ανακάλυψαν έναν τέτοιον «αριστερό» που τον έδιω-
ξαν, όπως έλεγε, απ’ τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και διαπισ-
τώθηκε πως είχε γίνει καταδότης του καθεστώτος. Η αμοιβή γι’ αυ-
τή τη μετάλλαξη ήταν «οι ευκολίες» που δόθηκαν στον ίδιο αλλά

203
και στη λογίστρια σύζυγό του, για να αναδειχθεί σε αρχιλογίστρια,
σε ελεγχόμενη από το καθεστώς μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση.
Τη Δευτέρα, η ομάδα «Ωνίων» της Σχολής βρέθηκε στην κεν-
τρική αγορά του Ηρακλείου. Στο μικρό «τζιπ» είχαν καθίσει ο Φερ-
δινανδάκης και ο Φίλιππος, ενώ με το φορτηγό «τζέιμς» ακο-
λουθούσαν οι φαντάροι. Ο λοχίας και οι τέσσερις στρατιώτες γνώ-
ριζαν σχεδόν όλους τους εμπόρους με τα μικρά τους ονόματα. Ή-
ταν οι μόνιμοι βοηθοί των αξιωματικών στις αγορές τροφίμων και
ενεργούσαν, για την επιλογή του πωλητή, σαν να είχαν συγκε-
κριμένες εντολές από εξουσία ανώτερη από του υπολοχαγού που
τους επέβλεπε. Η δουλειά του νεαρού υποψήφιου αξιωματικού ή-
ταν να ταξινομεί τις αποδείξεις και να καταγράφει τα έξοδα, ενώ ο
υπολοχαγός είχε το «ταμείο» και πλήρωνε τους εμπόρους.
Ο Φίλιππος, με την απειρία του αρχάριου, δεν είχε ακόμα αν-
τιληφθεί ότι οι έμποροι ήταν «προεπιλεγμένοι». Ο υπολοχαγός είχε
καθίσει σ’ ένα τραπεζάκι, στο μικρό καφενείο δίπλα από τον οπω-
ροπώλη από τον οποίο θα αγόραζαν ντομάτες και πιπεριές. Τα
προϊόντα ήταν μάλλον δεύτερης ποιότητας και ο Φίλιππος υπέδει-
ξε στο λοχία τις ωραιότατες ντομάτες του γειτονικού οπωροπω-
λείου. Ο λοχίας, του απάντησε κοφτά πως θα αγόραζαν αυτά που
είχε υποδείξει ο ίδιος. Ο Φερδινανδάκης που αντιλήφθηκε τη διάσ-
ταση απόψεων και, όπως φαίνεται, παρακολούθησε το διάλογο,
έκανε νεύμα στο Φίλιππο να πλησιάσει.
- Θα πάρουμε αυτά που λέει ο λοχίας…Δεν επιτρέπεται να
ψωνίσουμε ούτε οδοντογλυφίδα από τον άλλον…Είναι «χαρακτη-
ρισμένος»!
Τα ψώνια είχαν τελειώσει και τα κασόνια φορτώνονταν στο
«τζέιμς», που είχε φθάσει από το πρόχειρο πάρκινγκ. Κάποια
στιγμή ο Φίλιππος έτρεξε να στηρίξει την άκρη ενός τελάρου με
πατάτες, που ένας στρατιώτης είχε αφήσει στην άκρη της καρό-
τσας του στρατιωτικού φορτηγού αυτοκινήτου. Ο υπολοχαγός τον
σταμάτησε με τραχιά φωνή.
- Στεργιάδη, αυτή δεν είναι δική σου δουλειά…Εσύ επιβλέπεις
και δίνεις εντολές…Οι στρατιώτες εκτελούν…
- Μα θα έπεφτε το τελάρο κύριε υπολοχαγέ! δικαιολογήθηκε ο
Φίλιππος.

204
- Ας έπεφτε…Θα μάζευε τις πατάτες μία μία αυτός που έχει
την ευθύνη να κάνει σωστά τη δουλειά του…Άστους κι έλα μαζί
μου!
Ο υπολοχαγός διέταξε τον οδηγό του τζιπ να γυρίσει και «να
τους πάρει» σε μισή ώρα από το απέναντι πολυτελές καφεζαχα-
ροπλαστείο και τράβηξε μαλακά τον Φίλιππο απ’ το μπράτσο.
- Ώσπου να πάνε τα παιδιά στη Σχολή και να τακτοποιήσουν
τα ψώνια, ας καθίσουμε να πιούμε απέναντι ένα καφεδάκι…Θα
‘ρθει το τζιπάκι να μας μεταφέρει στη βάση μας…
«Φαίνεται πως τώρα θα ξεφουρνίσει το μυστικό και τους λό-
γους που με διάλεξε ως βοηθό του», σκέφθηκε ο Φίλιππος! Ήταν
περίεργος να δει με ποιο τρόπο ο υπολοχαγός θα προσπαθούσε
να τον «ξεψαχνίσει». Όμως, ο Φερδινανδάκης σκεφτόταν τελείως
διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που υποψιαζόταν ο Φίλιππος.
Μετά την τυπική ανταλλαγή συνηθισμένων πληροφοριών για την
προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του Φίλιππου, με το με-
γαλύτερο μέρος να αναφέρεται στις σπουδές του και τις οικονομι-
κές δυσκολίες των γονιών του, η συζήτηση οδηγήθηκε σε ιστορικά
θέματα που, όπως φάνηκε, ενδιέφεραν πάρα πολύ τον υπολοχα-
γό. Κάποια στιγμή ρώτησε το νεαρό συνομιλητή του.
- Αλήθεια, Στεργιάδη!...Έχεις ασχοληθεί με την ευρωπαϊκή ισ-
τορία και τους νεότερους ευρωπαίους συγγραφείς;
- Πάρα πολύ!...Τον τελευταίο χρόνο, πριν αποφασίσω να δια-
κόψω τις σπουδές μου, είχα ασχοληθεί με τους Γάλλους και Ρώ-
σους κλασικούς αλλά και με την ευρωπαϊκή ιστορία…Πιο πρόσφα-
τα είχα δανειστεί την παγκόσμια ιστορία του Γουέλς, την ιστορία
της γαλλικής επαναστάσεως του Μινιέ και κάποια βιβλία για το
Ναπολέοντα Βοναπάρτη…
Ο υπολοχαγός αναπήδησε στη θέση του. Έδειχνε ότι είχε εν-
τυπωσιασθεί από τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του νεαρού συνομι-
λητή του.
- Ώστε διάβασες για τον Βοναπάρτη; Ήταν φιλέλληνας…Αν
δεν τον ανέτρεπαν, η επόμενη εκστρατεία του θα αφορούσε στην
απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους…Διάβασα πως
ετοίμαζε απόβαση στα Επτάνησα και στη Μάνη…Έχεις διαβάσει
κάτι γι’ αυτό; Μ’ ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες αυτών των σχεδίων
του Ναπολέοντα…

205
Η ιστορία ήταν ένας προνομιακός χώρος για το Φίλιππο.
Μπορούσε να μιλά επί ώρες και να θίγει μικρολεπτομέρειες, τε-
λείως άγνωστες στους περισσότερους συνομιλητές του. Ο υπολο-
χαγός τον άκουγε με έκδηλο ενδιαφέρον. Τους διέκοψε ο στρατιώ-
της οδηγός του τζιπ, που φάνηκε έξω απ’ τη τζαμαρία του καφεζα-
χαροπλαστείου και τους έδειξε που είχε παρκάρει το μικρό αυτοκί-
νητο.
- Είμαι εντυπωσιασμένος κύριε Στεργιάδη…Σπάνια έχω την
ευκαιρία να βρίσκω συνομιλητές σαν εσένα και να ανταλλάσω α-
πόψεις για πολιτιστικά θέματα. Είμαι πραγματικά ευτυχής που κά-
ναμε αυτή την ωραία συζήτηση…Άντε, ας πάμε τώρα στη σχολή
για να συνεχίσουμε την εργασία για την οποία μας πληρώνουν…
Τον είχε αποκαλέσει «κύριο», μια ενέργεια τελείως αντιδεον-
τολογική για έναν αξιωματικό καριέρας που συνομιλούσε με κά-
ποιον υφιστάμενό του που, τυπικά τουλάχιστον, δεν είχε ακόμα το
βαθμό του αξιωματικού. Ίσως κι ο ίδιος ο Φερδινανδάκης να κατά-
λαβε αυτή την συναισθηματική υπέρβαση των στρατιωτικών κανο-
νισμών και φρόντισε γρήγορα να την διορθώσει, τη στιγμή που
σηκωνόταν απ’ το κάθισμά του.
- Άντε, πάμε Στεργιάδη! Με τη συζήτηση ξεχαστήκαμε και στο
γραφείο με περιμένει η καθημερινή στοίβα με τα έγγραφα… Χαρτο-
μάνι σου λέω!...
Είχαν σηκωθεί απ’ τις καρέκλες τους αλλά, πριν ξεκινήσουν
για την έξοδο, ο υπολοχαγός τον έσπρωξε ελαφρά με τον αγκώνα
του και του έδειξε τρεις νεαρές κι όμορφες Κρητικοπούλες, που ή-
ταν καθισμένες δίπλα απ’ την πόρτα του καφεζαχαροπλαστείου
και τους φλέρταραν με διακριτικό τρόπο.
- Είδαν ένα νεαρό με τα κορδονάκια στις επωμίδες του και δεν
κρατιούνται τα κοριτσόπουλα…Οι υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί
θεωρούνται εδώ, από τις καλές οικογένειες του Ηρακλείου, θαυμά-
σιοι γαμπροί…Για πρόσεξε πως σε κοιτάζουν! Το προφιτερόλ θα
γλιστρήσει απ’ το πιατάκι εκείνης της μελαχρινής, είπε χαριεντιζό-
μενος ο υπολοχαγός και χτύπησε φιλικά το Φίλιππο στην πλάτη.
- Εμένα βλέπουν ή εσάς κύριε υπολοχαγέ;…Έχω την εντύ-
πωση…
- Να μην την έχεις την εντύπωση, τον διέκοψε ευγενικά ο
Φερδινανδάκης. Γνωρίζουν ότι είμαι παντρεμένος κι ότι έχω και

206
παιδάκι…Αυτές ξέρουν τι θέλουν και τι ψάχνουν! Οι γυναίκες ωρι-
μάζουν γρηγορότερα από μας τους άνδρες…Άντε πάμε…

207
XIV

Αξιωματικός σε τάγμα πεζικού

Το Σεπτέμβρη του 1959, ο νεαρός δόκιμος, πλέον, έφεδρος


ανθυπολοχαγός, έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η περίοδος της
Διεθνούς Έκθεσης και η πόλη έσφυζε από ζωή. Η Ηρώ τον περί-
μενε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Είχε πριν, από μέρες, κατεβεί
στη Θεσσαλονίκη κι έμενε στο νοικιασμένο διαμέρισμα του αδερ-
φού της, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην πόλη κι αναλάμ-
βανε, ως υπεργολάβος ελαιοχρωματισμών και υδραυλικών εγκα-
ταστάσεων, εργασίες στις ανεγειρόμενες τότε πολυάριθμες νέες
πολυκατοικίες.
Οι πιέσεις από την οικογένειά της για τον ερωτικό της δεσμό
με το Φίλιππο είχαν, κατά κάποιο τρόπο, σταματήσει. Οι δικοί της
αποδέχτηκαν πως, δεν θα μπορούσαν να της «αλλάξουν τα μυα-
λά», αλλά και ταυτόχρονα άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως η
σχέση αυτή θα κατάληγε σε γάμο.
Ο Φίλιππος είχε πάρει από τη Σχολή μια δεκαήμερη άδεια για
να ξεκουραστεί, πριν παρουσιαστεί σ’ ένα σύνταγμα της δέκατης
Μεραρχίας των Σερρών, του οποίου η έδρα ήταν στη Νιγρίτα.
Με την Ηρώ πέρασε μια εβδομάδα απέραντης ερωτικής ευτυ-
χίας. Συναντιόνταν το πρωί και το απόγευμα και έκαναν πολύ-
ωρους περιπάτους στον Κέδρινο Λόφο ή κάθονταν σε κάποιο ζα-
χαροπλαστείο και μιλούσαν ώρες ατέλειωτες, για όλα τα γεγονότα
που έζησαν οι δυο τους όλους αυτούς τους μήνες του αναγκα-
στικού χωρισμού τους.
Πριν παρουσιαστεί στη μονάδα του, πέρασε από το χωριό για
να δει τους γονείς του. Εξακολουθούσαν να είναι καταχρεωμένοι,
αφού το εισόδημα απ’ τις πωλήσεις των καπνών δεν κάλυπτε ούτε
τα βασικά έξοδα παραγωγής του προϊόντος. Η εκμετάλλευση των

208
αγροτών απ’ τους καπνέμπορους άγγιζε τα όρια της καθαρής λη-
στείας. Οι νέοι του χωριού εξακολουθούσαν να εισρέουν στις πό-
λεις, στη Γερμανία ή στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Η απελπισία
όσων απόμειναν στο χωρίο ήταν ολοφάνερη.
- Τώρα που, ως αξιωματικός, θα έχω έναν καλό μισθό, θα
φροντίσω να σας βοηθήσω οικονομικά για να ξοφλήσετε κάποια
χρήματα που χρωστάτε στους τοκογλύφους, υποσχέθηκε ο Φί-
λιππος στους γονείς του.
Την ημέρα που έληγε η άδεια του πέρασε από το φρουραρ-
χείο Σερρών για να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες και οδηγίες
για τον τρόπο παρουσίασης στη μονάδα του. Εκεί συνάντησε άλ-
λους δυο έφεδρους αξιωματικούς με τους οποίους δεν είχε ιδιαίτε-
ρα φιλικές σχέσεις, γιατί στη σχολή βρίσκονταν σε διαφορετικούς
λόχους. Ο ένας ήταν γόνος γνωστής οικογένειας των Σερρών, ενώ
ο δεύτερος, ένας σιωπηλός κι ολιγόλογος ευπαρουσίαστος νεαρός,
καταγόταν από χωριό κοντά στη Δράμα. Όση ώρα περίμεναν στον
προθάλαμο του Φρουραρχείου για να «θεωρήσουν» τα φύλλα πο-
ρείας τους, ο Γιώργος Κεστίδης, ο «Σερραίος» που φαίνεται πως
ήταν πλήρως ενημερωμένος, τους πληροφόρησε πως το σύνταγ-
μα είχε δυο τάγματα στη Νιγρίτα και ένα στις Σέρρες. Ο ένας απ’
τους τρεις θα τοποθετούνταν στη μονάδα των Σερρών και, όπως
άφησε να εννοήσουν οι άλλοι, αυτός ο «τυχερός» θα ήταν ο ίδιος.
- Εγώ δεν έχω κανένα μέσον και φυσικά δεν περιμένω να το-
ποθετηθώ στις Σέρρες, είπε ο δεύτερος της παρέας που, όταν αυ-
τοσυστήθηκε, είπε πως λεγόταν Διαμαντής Δάλλας.
- Ούτε εγώ, βιάστηκε ν’ απαντήσει κι ο Φίλιππος.
Μέσα στο λεωφορείο, ώσπου να φτάσουν στη Νιγρίτα, οι τρεις
νεαροί έφεδροι ανθυπολοχαγοί είχαν αναπτύξει μεταξύ τους μια
ασυνήθιστη οικειότητα. Ιδιαίτερα, ο Φίλιππος και ο Διαμαντής, που
κάθονταν στην ίδια διπλή θέση του λεωφορείου, κατάλαβαν αμέ-
σως πως είχαν τις ίδιες επαγγελματικές και προσωπικές ανησυχίες
και χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη τη στιγμή, η συνάντησή τους αυ-
τή αποτελούσε το προοίμιο μιας δυνατής, μιας αδερφικής φιλίας,
που κράτησε και μετά το τέλος της στρατιωτικής τους θητείας.
Στην κεντρική πλατεία της Νιγρίτας ρώτησαν πως θα μπορού-
σαν να πάνε «στο σύνταγμα». Κάποιοι τους έδειξαν το δρόμο, αλ-

209
λά την ώρα που ξεκινούσαν ο Φίλιππος άκουσε μια γνωστή γυ-
ναικεία φωνή.
- Φίλιππε! Φίλιππε!
Γύρισε και κοίταξε προς την ισόγεια βεράντα ενός σπιτιού δίπ-
λα απ’ τον κεντρικό δρόμο που διασχίζει τη Νιγρίτα. Ήταν η ξα-
δέρφη του η Βαΐα. Κοντά της καθόταν ο άντρας της ο Δημήτρης.
Ήταν χαρούμενοι και διαχυτικοί γι’ αυτή την αναπάντεχη συνάντη-
ση. Οι δυο άλλοι αξιωματικοί είχαν κάπως απομακρυνθεί αλλά πε-
ρίμεναν το Φίλιππο να τελειώσει τη συζήτηση με τους συγγενείς
του.
- Που πάτε; Στο σύνταγμα; ρώτησε κάποια στιγμή ο Δημήτρης
το Φίλιππο.
- Ναι, πάμε να παρουσιαστούμε για να μας τοποθετήσουν σε
μάχιμες μονάδες.
- Δηλαδή, θα σ’ έχουμε εδώ;..
- Δεν ξέρω…Υπάρχει και ένα τάγμα στις Σέρρες…Ο ένας απ’
τους τρεις μας πρέπει να μετακινηθεί στο 562 τάγμα πεζικού…
Πάντως, αυτός δεν θα ‘μαι εγώ…Ο ένας απ’ τους συναδέλφους
φαίνεται πως έχει γερό πολιτικό μέσον και μάλλον θα ‘ναι αυτός ο
τυχερός!
- Εσύ θέλεις να τοποθετηθείς στις Σέρρες;
- Φυσικά θέλω, αλλά μάλλον Δημήτρη αυτό είναι αδύνατο…
- Αφού το θέλεις θα πας…
- Πώς; Είναι αυτό δυνατόν;
Ο Δημήτρης γέλασε μ’ εκείνον τον ευχάριστο και θορυβώδη
τρόπο του.
- Ο συνταγματάρχης είναι όχι απλός φίλος…Αδερφοπαίδι που
λέει ο λόγος! Κάθε βράδυ πίνουμε μαζί τα ουζάκια μας…Πήγαινε
και θα του τηλεφωνήσω τώρα…Όταν λέμε τώρα, εννοούμε τώρα
που είναι στο γραφείο του.
Όταν ο Φίλιππος και οι άλλοι δυο συνάδελφοί του αξιωματικοί
παρουσιάστηκαν στο συνταγματάρχη, ήταν απόλυτα βέβαιος πως
δεν είχε καμιά πιθανότητα να τον στείλουν στις Σέρρες. Είχε πεισ-
θεί πως τα πολιτικά μέσα του Κεστίδη θα έφερναν το αποτέλεσμά
τους, παρά την φιλική παρέμβαση του Δημήτρη. Όταν ο συνταγμα-
τάρχης κάλεσε τον υπασπιστή κι έδωσε τις εντολές του, ο Φίλιπ-
πος και ο Κεστίδης έτριβαν τα μάτια τους απ’ την έκπληξη.

210
- Ο κύριος Στεργιάδης θα τοποθετηθεί στο 562…Δώστε του το
φύλλο πορείας…Τους άλλους δυο τακτοποιήστε τους, σύμφωνα
με τις χθεσινές οδηγίες μου, για τη συμπλήρωση των κενών στα
δυο τάγματα…Μπορείτε να πηγαίνετε κύριοι…Σας εύχομαι καλή
επιτυχία στα νέα σας καθήκοντα.

Στο γραφείο εφοδιασμού

Ο διοικητής του τάγματος είχε κι αυτός το βαθμό του συνταγ-


ματάρχη, αλλά ήταν νεότερος στη σειρά της επετηρίδας από τον
διοικητή του συντάγματος. Όμως, λόγω του βαθμού του θεωρούν-
ταν διοικητής του στρατοπέδου της ανατολικής περιοχής των Σερ-
ρών, στο οποίο εκτός από το 562 τάγμα πεζικού υπήρχε μια υγει-
ονομική υπηρεσία, η μονάδα μεταφορών, μια ίλη ιππικού και άλλες
μικρές οικονομικές και διοικητικές στρατιωτικές υπηρεσίες. Γι’ αυτό
το λόγο ο Αντρέας Γουλιάς ήταν γνωστός σ’ όλες τις μονάδες ως
«ο στρατοπεδάρχης».
Ήταν ένας άντρας γύρω στα εξήντα, πάντα σκυθρωπός κι α-
γέλαστος, με φήμη σκληρού στρατιωτικού και «κομμουνιστοφά-
γου». Είχε για χρόνια υπηρετήσει στις μυστικές υπηρεσίες του
στρατού κι αποτελούσε επίλεκτο μέλος της αόρατης παρακρατικής
ομάδας των αξιωματικών του Ι.Δ.Ε.Α., η οποία μετά από λίγα χρό-
νια, το 1967, πραγματοποίησε πραξικόπημα με αρχηγό τον συν-
ταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Γύρω από τον Γουλιά υπήρχε ένα μικρό επιτελείο αξιωματι-
κών, όπως ο υπασπιστής, ο υπολοχαγός του Άλφα Δύο, ο «καρα-
βανάς» λοχαγός του Λόχου Διοικήσεως και άλλοι κατώτεροι αξιω-
ματικοί οι οποίοι, αργότερα, στην περίοδο της Χούντας ανέβηκαν
με άλματα στη στρατιωτική ιεραρχία και τους εμπιστεύτηκαν νευ-
ραλγικά κρατικά πόστα.
Ο διοικητής δέχτηκε, με την παρουσία και του υπασπιστή, το
Φίλιππο στο γραφείο του και μ’ εκείνη την «αυστηρή ευγένεια»
που τον διέκρινε, του έδωσε συμβουλές για τον τρόπο που θα αν-
τιμετώπιζε τα νέα του καθήκοντα στο Γραφείο Εφοδιασμού, όπου

211
τον τοποθέτησε, σε αντικατάσταση ενός έφεδρου ανθυπολοχαγού
που, σε μια βδομάδα, θα ολοκλήρωνε τον χρόνο της στρατιωτικής
του θητείας.
Αυτός ο αξιωματικός πρέπει να ήταν το αγαπημένο παιδί του
διοικητή και του επιτελείου του, αφού χαριεντιζόταν με τους ανώτε-
ρους μόνιμους αξιωματικούς με τρόπο που έδειχνε ότι ήταν του
«σιναφιού» τους.
Στην παραλαβή και παράδοση της Αποθήκης Εφοδίων, εκτός
από τον υπεύθυνο μόνιμο λοχία που κρατούσε τους λογαριασμούς
του Γραφείου, παρευρίσκονταν και οι τρεις στρατιώτες που εργά-
ζονταν στην Αποθήκη, αλλά και ο διοικητής του λόχου διοικήσεως,
ο «μόνιμος εξ εφέδρων» λοχαγός Αρατάκης, γνωστός σ’ όλους ως
«ο καραβανάς».
Η καταμέτρηση της Αποθήκης συνεχίστηκε χωρίς προβ-
λήματα και δυσχέρειες, γιατί ο λοχίας Εμμανουηλίδης, ένας έντιμος
κι αξιόλογος υπαξιωματικός από κάποιο χωριό των Σερρών, τον
βοηθούσε στην καταμέτρηση των τροφίμων και των άλλων υλικών
και τον διαβεβαίωσε πως κι αυτός, ως συνυπεύθυνος των ποσο-
τήτων που εισάγονταν και εξάγονταν, είχε προβεί και ο ίδιος πριν
από μέρες σε δικές του καταμετρήσεις. Το θέμα προέκυψε όταν
κάποια εγγεγραμμένα στον κατάλογο τριακόσια άδεια μπιτόνια
βενζίνης δεν υπήρχαν στην Αποθήκη. Ο μέχρι τότε υπεύθυνος α-
ξιωματικός εφοδιασμού αλλά και ο «καραβανάς» λοχαγός, διαβε-
βαίωσαν τον Φίλιππο ότι τα μπιτόνια αυτά για χρόνια δεν υπήρχαν
στην Αποθήκη διότι χρησιμοποιήθηκαν, με κατάλληλο τεμαχισμό,
για την οριοθέτηση μερικών διαδρόμων του στρατοπέδου. Μάλι-
στα, του έδειξαν και κάποιες φαρδιές ταινίες από χοντρή λαμαρίνα
που προεξείχαν σε κάποιο διάδρομο του στρατοπέδου, έξω από
την Αποθήκη.
Ο Φίλιππος είχε ενδοιασμούς για την υπογραφή του πρω-
τοκόλλου παραλαβής και παράδοσης και γι’ αυτό όλοι μαζί κατευ-
θύνθηκαν στο υπασπιστήριο, όπου παρουσία κι άλλων αξιω-
ματικών τον διαβεβαίωσαν πως, ως τώρα δεν υπήρξε πρόβλημα
για το έλλειμμα των μπιτονιών και ότι είχαν ήδη γίνει ενέργειες από
τη διοίκηση του τάγματος προς τη Μεραρχία για τη διαγραφή τους
από τον κατάλογο των υλικών.

212
Μετά την παραλαβή του Γραφείου Εφοδιασμού ο Φίλιππος
εγκαταστάθηκε, ως υπεύθυνος πλέον αξιωματικός, στο νέο του
γραφείο. Όταν έμειναν μόνοι τους, αυτός και ο λοχίας, ακολούθησε
μια ενημέρωση για τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του Εφοδια-
σμού. Κάποια στιγμή ο Εμμανουηλίδης προσπάθησε, με μισόλο-
γα, να διαφοροποιηθεί από το θέμα της παραλαβής των μπιτο-
νιών.
- Κάτι θέλεις να μου πεις λοχία και μου φαίνεται πως διστά-
ζεις…Θα είμαστε για μήνες συνεργάτες και θέλω να ξέρεις πως θα
ένιωθα άσχημα να υπάρχει η στρατιωτική ιεραρχική απόσταση με-
ταξύ μας…Θέλω τα προβλήματα του γραφείου να τα αντιμετωπί-
ζουμε μαζί, οι δυο μας, σαν φίλοι…Πες μου τι συμβαίνει;
- Δυσκολεύομαι λίγο αλλά θα το πω! Δεν έπρεπε κύριε Δόκιμε
να υπογράψετε για τα μπιτόνια…
- Γιατί; Όλοι με διαβεβαίωσαν ότι ήταν ένα παλιό τελείως τυπι-
κό πρόβλημα, που θα τακτοποιηθεί σύντομα με εντολή της Με-
ραρχίας…Ήταν παρών και ο λοχαγός μας…
- Α, σιγά το λοχαγό! Θα σας πω μια κουβέντα αλλά θέλω να
μείνει μεταξύ μας…Αυτός ο κατσικοκλέφτης δεν έχει μπέσα…Να
τον προσέχετε! Όσο θα του δίνουμε διπλάσιες μερίδες κρεάτων για
το σπίτι του, απ’ αυτές που νόμιμα δικαιούται, θα είναι μαζί μας
μελιστάλαχτος! Θα τον γνωρίσετε σύντομα καλύτερα…Εμένα με
έχει ταπεινώσει μπροστά στους στρατιώτες πολλές φορές…
- Γιατί;
- Αν σας πω ότι δικαιούνταν τέσσερις κονσέρβες κορν – μπιφ
και ζητούσε δεκαπέντε! Του έδωσα έξι και του εξήγησα πως στα
βιβλία μας δεν είχαμε πλεόνασμα ούτε μια κονσέρβα…Που να κα-
ταλάβει! Άπληστος και ρουφιάνος ως το κόκαλο! Μόνο μη σας ξε-
φύγει κουβέντα για όσα είπα… Θα τον καταλάβετε κι εσείς σιγά
σιγά!
- Μείνε ήσυχος! Σ’ ευχαριστώ που με προειδοποίησες…
Πέρασαν δυο περίπου μήνες. Ο Εμμανουηλίδης μπήκε στο
γραφείο κάπως ανήσυχος και προβληματισμένος. Απευθύνθηκε
στο Φίλιππο.
- Άκουσα μια συζήτηση στο Υπασπιστήριο. Με τα μπιτόνια
φαίνεται πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ο υπασπιστής μου είπε
πως θέλει να σας μιλήσει.

213
Πάντα τυπικός ο λοχίας εξακολουθούσε να του μιλά στον
πληθυντικό.
Ανήσυχος βρέθηκε στο γραφείο του υπασπιστή.
- Τι συμβαίνει κύριε υπολοχαγέ; Κάτι μου είπε ο λοχίας για τα
μπιτόνια…
Ο υπασπιστής του εξήγησε πως η Μεραρχία απέρριψε το αί-
τημα του τάγματος να χρησιμοποιήσει τα σάπια, υποτίθεται, μπιτό-
νια για άλλη χρήση εκτός από τη μεταφορά βενζίνης. Η Μεραρχία
δεν έδωσε την έγκριση για να καταστραφούν…
- Μα, ήδη είναι κατεστραμμένα!
- Υποτίθεται πως στα χαρτιά εξακολουθούν να υπάρχουν…
- Εγώ όμως δεν παρέλαβα κανένα μπιτόνι…
- Δικό σου πρόβλημα! Θα ‘πρεπε να μην υπογράψεις το πρω-
τόκολλο…Ο άλλος, η πονηρή σουπιά, σου φόρτωσε το πρόβλημα
κι έφυγε για το σπιτάκι του…
- Όπως θυμάστε κύριε υπολοχαγέ είχα αντιρρήσεις για την
υπογραφή του πρωτοκόλλου και μου διαβεβαιώσατε…
Ο υπασπιστής τον διέκοψε με μια απότομη κίνηση του χεριού.
- Μην με μπλέκεις εμένα, παλικάρι μου με εφοδιασμούς και
άλλες τρίχες! Άλλη είναι η δουλειά μου…Εσύ κι ο λοχαγός σου μου
ζητήσατε να πω τη γνώμη μου, αλλά ως εδώ…Συζήτησε καλύτερα
το πρόβλημα με τον κύριο Αρατάκη.
Ο λοχαγός του λόχου διοικήσεως ήταν ακόμα πιο ωμός και
σκληρός στις εκφράσεις του.
- Ας άνοιγες τα μάτια σου κι ας μην υπόγραφες…Τέλος πάν-
των! Θα δούμε πως μπορούμε να τακτοποιήσουμε το θέμα… Πάν-
τως, δεν θέλω να με μπλέκεις κι εμένα στα πόδια σου…
- Μα ήσασταν κι εσείς παρών και με διαβεβαιώσατε…
- Σταμάτα αυτές τις αηδίες και ανέλαβε τις ευθύνες σου σαν
Έλληνας αξιωματικός…Εγώ τι σου είπα; Πρόσεξε πριν βάλεις την
υπογραφή σου!...Θα πρέπει όλα να είναι στην εντέλεια…
Έλεγε ψέματα ο «κατσικοκλέφτης», όπως πολύ σωστά τον
χαρακτήριζε ο Εμμανουηλίδης. Ο Φίλιππος ένιωσε την ανάγκη να
τον φτύσει κατάμουτρα, αλλά η ιδέα της παραπομπής του στο
στρατοδικείο τον συγκράτησε. Ο υπεύθυνος δόκιμος αξιωματικός
εφοδίων όλου του στρατοπέδου, με τον οποίο ανέπτυξε φιλικές
σχέσεις λόγω του αντικειμένου της εργασίας του, τον καθησύχασε.

214
- Ο ταγματάρχης οικονομικού ελέγχου της Μεραρχίας πέρασε
από το στρατόπεδό μας λίγες μέρες πριν έρθεις εσύ…Υπολογίζω
πως ο νέος έλεγχος θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του άλλου
χρόνου…Γύρω στο Μάρτιο ή Απρίλιο…Μέχρι τότε θα βρεις τρόπο
για να φορτώσεις το πρόβλημα και σ’ άλλους…
- Δεν καταλαβαίνω Τάκη με ποιο τρόπο! Εσύ σαν παλιός ξέ-
ρεις τα κόλπα και θέλω να με ενημερώσεις…
- Πολλά σου είπα! Ψάχνοντας τους μηνιαίους φακέλους, θα
βρεις τις γραφειοκρατικές χαραμάδες για να κάνεις κάποιους να τι-
ναχτούν ως το ταβάνι, ώσπου να έρθει ο έλεγχος της Μεραρχί-
ας…Δεν λέω άλλα γιατί και οι τοίχοι έχουν αφτιά…
Από εκείνη τη μέρα, σιωπηλά αλλά με συστηματικό τρόπο,
άρχισε να διερευνά όλο το πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα
διακίνησης των εφοδίων και βρήκε το μεγάλο και κρυμμένο μυστι-
κό, που θα «τίναζε στο ταβάνι» όσους θα ήθελαν να τον μπλέξουν.
Είχε καταλάβει πως η σφηκοφωλιά των κρυφοχουντικών του τάγ-
ματος, τον είχε γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα και προσπαθούσε,
όπως απέδειξαν μεταγενέστερα γεγονότα, να του κάνει το βίο αβί-
ωτο. Ήταν βέβαιος πως, παρά τα ευγενικά τους χαμόγελα, τον θε-
ωρούσαν κρυφό «συνοδοιπόρο των εαμοκομμουνιστών» και φυ-
σικά θα τον είχαν κάτω από αυστηρή επιτήρηση.

Ο ψυχολογικός πόλεμος

Σ’ όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στις Σέρρες,


είχε τη δυνατότητα να συναντιέται τακτικά με την Ηρώ. Της εξη-
γούσε, πολλές φορές, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο στρατό-
πεδο και μαζί της προσπαθούσε να βρει τους κατάλληλους τρό-
πους για ν’ αντιδράσει, χωρίς να διαπράξει σφάλματα που θα δυσ-
χέραιναν περισσότερο τη θέση του.
Καταλάβαινε πως του είχαν κηρύξει έναν κρυφό ψυχολογικό
πόλεμο. Ο υπολοχαγός του Άλφα Δύο, μια ύπουλη ύαινα με φά-
τσα γερμανού γκεσταμπίτη, του μιλούσε με μια επίπλαστη ευγένεια

215
και τον αποκαλούσε «πατριωτάκι» για το λόγο πως ήταν και «οι
δυο τους Σερραίοι».
Με το πρόσχημα «της μετεκπαίδευσης» σε άλλον τομέα, μετα-
κίνησαν τον πολύτιμο συνεργάτη του, τον λοχία Εμμανουηλίδη, σε
άλλο στρατόπεδο της Μεραρχίας και στη θέση του τοποθέτησαν
έναν απ’ τους στρατιώτες της Αποθήκης. Ήταν μια εγκληματική
φυσιογνωμία, με δράση στον υπόκοσμο της Αθήνας και γνωστός
πληροφοριοδότης του υπολοχαγού Σαμφούρη, του αξιωματικού
του Α2. Μέσα σε λίγες μέρες ο στρατιώτης Φερεντίνος είχε, από
μόνος του, αναπτύξει μια απρόσμενη οικειότητα με τον προϊστά-
μενο αξιωματικό του, ώστε του πρότεινε «ν’ αδειάσουν τη μισή
αποθήκη, γιατί είχαν πλεονάσματα…». Θα τα πουλούσαν στην
Αγορά, σε γνωστό του Φερεντίνου, ο οποίος θα φρόντιζε να εξα-
σφαλίσει και το τζέιμς για τη μεταφορά των εφοδίων.
Ο Φίλιππος αντιμετώπισε αυτή την χοντροκομμένη παγίδα με
δήθεν αδιάφορο και σκωπτικό τρόπο.
- Το ξέρω Φερεντίνο πως είσαι καλαμπουρτζής και μου κάνεις
πλάκες…Αν πίστευα πως ήσουν ικανός για κάτι τέτοιο, θα πήγαινα
αυτή τη στιγμή στον διοικητή για να σε συλλάβουν οι αλφαμίτες του
στρατοπέδου…
Ο στρατιώτης προσποιήθηκε πως ξεσπούσε σε γέλια.
- Σε ξέρω κύριε ανθυπολοχαγέ…Εσύ είσαι άνθρωπος του Θε-
ού και με το σταυρό στο χέρι…Είπα να σου κάνω πλάκα για να
ξεσκάσουμε και λίγο…
Ο Φερεντίνος συνήθιζε να τον αποκαλεί «ανθυπολοχαγό»
όπως οι περισσότεροι στρατιώτες και υπαξιωματικοί του στρατο-
πέδου. Πριν από λίγο καιρό, στους δόκιμους έφεδρους αξιωματι-
κούς απονέμονταν ο βαθμός του ανθυπολοχαγού ελάχιστες εβδο-
μάδες μετά την αποφοίτησή τους απ’ τη σχολή. Οι μόνιμοι ανθυ-
πολοχαγοί διαμαρτυρήθηκαν σε στρατηγούς και επιτελεία, γιατί
πίστευαν πως ήταν υποτιμητικό γι’ αυτούς να θεωρούνται «κατώ-
τεροι» οι νέοι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, όταν συμπτωματι-
κά μέσα στους λόχους υπήρχαν αρχαιότεροι έφεδροι ανθυπολο-
χαγοί. Όμως, από συνήθεια και από το γεγονός πως τα καθήκοντα
των δοκίμων ήταν ταυτόσημα με αυτά των ανθυπολοχαγών, πολ-
λοί τους αποκαλούσαν τιμητικά «ανθυπολοχαγούς» και πριν ακό-
μα τους απονεμηθεί επίσημα ο βαθμός για να τοποθετήσουν τα

216
ασημένια άστρα στις επωμίδες τους και να πετάξουν τα ποικιλό-
χρωμα κορδόνια του δόκιμου ανθυπολοχαγού.
Ο Φερεντίνος, ένα «μούτρο» γνωστό σ’ όλα τα στέκια της πε-
ραιώτικης Τρούμπας, ήξερε όλα τα τερτίπια της επίπλαστης ευγέ-
νειας και του ψευτοσεβασμού σ’ ανθρώπους απ’ τους οποίους
μπορούσε να ωφεληθεί ή να εξαπατήσει. Με τον ίδιο τρόπο προ-
σπάθησε, όπως είπε «να καλαμπουρίσει» και με το Φίλιππο, με
σκοπό να τον παγιδέψει. Ήταν όμως φανερό πως από πίσω του
κρύβονταν άλλοι.
Τέτοιες «πλάκες» άρχισαν να συμβαίνουν συχνότερα. Μια μέ-
ρα «εξαφανίστηκαν» από το γραφείο του η ζώνη με το πιστόλι του,
που ήταν κρεμασμένα πίσω απ’ την πόρτα. Το Α2 τον «ανέκρινε»
με ευγένεια και στο τέλος μιας τριήμερης δοκιμασίας, του ομολό-
γησαν πως το πιστόλι το «άρπαξαν» άνδρες της μυστικής υπηρε-
σίας της Μεραρχίας, στα καθήκοντα των οποίων ήταν και η «δια-
πίστωση της ικανότητας των αξιωματικών να προφυλάσσουν τα
όπλα τους και τα απόρρητα έγγραφα από τους εχθρούς του έθ-
νους».
Μια μέρα διαπίστωσε πως είχε εξαφανιστεί ο φάκελος των
δαπανών του μήνα, τον οποίο έπρεπε σε λίγες μέρες να υπογρά-
ψει ο διοικητής. Παρά τις εντατικές έρευνες σ’ όλο το κτίριο, ο φά-
κελος δεν είχε βρεθεί. Την τελευταία μέρα της προθεσμίας, ένας
άγνωστος στον Φίλιππο στρατιώτης «ανακάλυψε» δήθεν το φάκε-
λο κάτω από μια ντουλάπα του διαδρόμου.
Τέτοια παράξενα κι ανεξήγητα περιστατικά εμφανίζονταν όλο
και πιο συχνά. Στο διάλειμμα κάποιας συγκέντρωσης αξιωματικών
του στρατοπέδου, ο Σαμφούρης έλεγε μεγαλόφωνα σε άλλους α-
ξιωματικούς πως, «ακόμα και στα κέντρα επιλογής των εφέδρων
αξιωματικών έχουν εισχωρήσει κρυφοσυνοδοιπόροι, οι οποίοι επι-
λέγουν για τις σχολές των εφέδρων άτομα με τις δικές τους πολιτι-
κές πεποιθήσεις». Η γρήγορη ματιά, με σημασία, που έριξε προς
το Φίλιππο έδειχνε ποιος ήταν ο στόχος του σχολίου του.
Ο Φίλιππος προσπαθούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτή την κατάσ-
ταση με φαινομενική ηρεμία. Όμως, στην πραγματικότητα τα νεύρα
του ήταν διαρκώς τεντωμένα και σε εγρήγορση. Πάντα περίμενε
δυσάρεστες εξελίξεις, χωρίς να γνωρίζει από που θα έρχονταν τα
χτυπήματα. Όλα γίνονταν με τρόπο που και ο ίδιος να καταλαβαί-

217
νει ότι ήταν σχεδιασμένα σ’ ένα μισοφανερό παιχνίδι ψυχολογικού
πολέμου.
Τα βράδια, όταν επέστρεφε στο σπίτι που νοίκιαζε, καταλά-
βαινε πως τον παρακολουθούσαν αόρατες σκιές. Ένα βράδυ, σε
μια στροφή του έρημου δρόμου όπου υπήρχαν συστάδες από ψη-
λές καλαμιές, ακούστηκαν ψιθυριστές ομιλίες και συρσίματα στο
ανώμαλο έδαφος. Ο Φίλιππος τράβηξε το σαρανταπεντάρι πιστόλι
του και επιδεικτικά, το όπλισε προσπαθώντας να δημιουργήσει εν-
τονότερο θόρυβο.
- Θα μετρήσω ως τα τρία, φώναξε κάπως φοβισμένος και με
άγρια φωνή…Αν δεν βγείτε απ’ τις καλαμιές, θα πυροβολήσω χω-
ρίς διάκριση…Το σαρανταπεντάρι παίρνει σφαίρες τόμιγκαν…Θα
γαζώσω όλο το χώρο…
Πίσω απ’ τις καλαμιές ακούστηκαν θόρυβοι και ξεροβηξή-
ματα…Μια φοβισμένη φωνή τον εκλιπαρούσε να μην τραβήξει τη
σκανδάλη.
- Μην πυροβολήσετε κύριε ανθυπολοχαγέ! Βγαίνουμε…
Ήταν δυο στρατιώτες που, στο λιγοστό φως, έτρεμαν σαν ψά-
ρια.
- Γιατί ρε λεβέντες με παρακολουθείτε;
- Είμαστε απ’ την ομάδα ασφάλειας της Μεραρχίας…Σας πα-
ρακολουθούμε για να δώσουμε τα στοιχεία στον ταγματάρχη μας…
- Τί στοιχεία;
- Παρακολουθούμε αξιωματικούς για να συνταχθούν τα φύλλα
ποιότητας αξιωματικών αυτής της τριμηνίας.
- Άντε, πάτε στη δουλειά σας κι άλλοτε να είστε πιο προσεκτι-
κοί…Έτσι;
- Μάλιστα κύριε ανθυπολοχαγέ, αναφώνησαν και οι δυο με
ανακούφιση, ενώ αμέσως μετά χαιρέτισαν σε στάση προσοχής κι
εξαφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι.

218
XV

Το ξεμπλοκάρισμα της παγίδας

Όλα αυτά τα γεγονότα που τον αναστάτωναν, δημιούργησαν


στο Φίλιππο μια ψυχολογία κυνηγημένου αγριμιού. Παρά την επι-
φανειακή ηρεμία του, ήταν πάντα προσεκτικός στις κινήσεις και τις
εκφράσεις του. Είχε γίνει φοβερά καχύποπτος, ακόμα και στις συ-
ναναστροφές του εκτός στρατοπέδου. Βασανιζόταν να διακρίνει
ποιοι από τους ανθρώπους που τον προσέγγιζαν ήταν όργανα του
Α2.
Η υπόθεση με τα ανύπαρκτα μπιτόνια του είχε γίνει έμμονη ι-
δέα. Ένιωθε πως τον παγίδεψαν και αργά ή γρήγορα ο οικονο-
μικός έλεγχος της Μεραρχίας θα του καταλόγιζε το ποσό της αξίας
τους και ενδεχομένως θα τον παρέπεμπε και στο στρατοδικείο.
Μ’ επιμονή άρχισε να ξεψαχνίζει τα παλιά συρτάρια και τα
ράφια των ντουλαπιών. Διάβαζε κανονισμούς και αναλυτικές δια-
ταγές, ώσπου ανακάλυψε πως ένα χαρτάκι, τόσο δα μικρό και φαι-
νομενικά ασήμαντο, με αναφορές σε αριθμούς, νόμους και ακα-
ταλαβίστικες διατάξεις, ήταν το πανίσχυρο όπλο του για να γλιτώ-
σει από τον κίνδυνο της απρονοησίας του να βασισθεί σε προφο-
ρικές διαβεβαιώσεις του λοχαγού του και του υπασπιστή. Στους ά-
τιμους έπρεπε να φερθεί άτιμα για να καταφέρει να ξεφύγει απ’ το
δόκανο.
Στις αρχές κάθε μήνα παρουσιαζόταν στο διοικητή, ο οποίος
υπόγραφε τις δαπάνες εφοδίων του τάγματος του προηγούμενου
μήνα. Ο ογκωδέστατος «μηνιαίος φάκελος», με δεκάδες έγγραφα,
σημειώματα και λογιστικές καταστάσεις, περιείχε και το μικρό έν-
τυπο απαλλαγής του διοικητή από κάθε ευθύνη διαχείρισης του
Γραφείου Εφοδιασμού. Αυτό το έντυπο ο Φίλιππος δεν το συμπε-

219
ριέλαβε στον ογκώδη φάκελο διαχείρισης για το μήνα Νοέμβρη του
1959 και φυσικά ο Γουλιάς, πνιγμένος στο χαρτομάνι του γραφείου
του, ήταν αδύνατο να γνωρίζει και να ελέγχει ένα ένα τα έγγραφα
των φακέλων όλων των γραφείων του τάγματος και τα τυχόν
πρόσθετα έγγραφα των άλλων υπηρεσιών του στρατοπέδου, τα
οποία υπόγραφε με την ιδιότητα του στρατοπεδάρχη.
Με ικανοποίηση είδε το διοικητή να εγκρίνει τις δαπάνες δια-
χείρισης και φυσικά αυτή η σκόπιμη παράλειψη συνεχίστηκε και
τον επόμενο μήνα. Η πρώτη του σκέψη ήταν να εξαφανίσει όλο το
απόθεμα των κενών εντύπων αυτού του εγγράφου. Άνοιξε μια απ’
τις ντουλάπες και βρήκε μια μικρή στοίβα από τα αποθέματα του
πολύτιμου εντύπου. Μερικά τα έσκισε και τα πέταξε στο καλάθι
σκουπιδιών, έξω απ’ το κτίριο του λόχου διοικήσεως, ενώ άλλα, τα
περισσότερα, τα έβαλε στις εσωτερικές τσέπες της χλαίνης του και
τα πέταξε σε κάδους απορριμμάτων του Δήμου Σερρών, όταν το
μεσημέρι πήγε στη Λέσχη Αξιωματικών για το μεσημεριανό του
φαγητό. Με την ίδια προσοχή αφαίρεσε τα έντυπα από τα αντίγ-
ραφα των φακέλων διαχείρισης δαπανών, του Σεπτέμβρη και του
Οκτώβρη 1959. Ήταν μια προνοητική ενέργεια που, όπως φάνηκε
αργότερα, ήταν απόλυτα σωστή κι απαραίτητη για ν’ αποφύγει
τους κινδύνους απ’ τους οποίους αναπότρεπτα δεν θα μπορούσε
αλλιώς να ξεφύγει.
Τώρα είχε κάπως ηρεμήσει, παρόλο που μετά την απομά-
κρυνση του λοχία Εμμανουηλίδη και τις επιπρόσθετες ευθύνες που
του ανέθεσαν με τη μετάθεση του αξιωματικού της μονάδας ημιο-
νηγών, είχαν αποδιοργανωθεί κάπως οι εργασίες ελέγχου και λο-
γιστικής αποτύπωσης των μεταβολών στην Αποθήκη Εφοδίων.

Κάποιοι «επικίνδυνοι» ημιονηγοί

Τα νέα επιπρόσθετα καθήκοντά του τα ανακοίνωσε στο Φί-


λιππο ο ίδιος ο μόνιμος ανθυπολοχαγός της διμοιρίας ημιονηγών,
πριν ακόμα τον καλέσει ο διοικητής για να του το ανακοινώσει επί-

220
σημα. Τα γραφεία τους γειτνίαζαν και, στις ελεύθερες ώρες τους, οι
δυο του μιλούσαν φιλικά είτε στο ένα είτε στο άλλο γραφείο.
Σε ένα, περίπου, μήνα θα ερχόταν ο νέος ανθυπολοχαγός της
διμοιρίας ημιονηγών και ως τότε ο Φίλιππος θα επέβλεπε «δια του
μονίμου λοχία της διμοιρίας» τις εργασίες της μονάδας.
Πίσω απ’ την πολυθρόνα του γραφείου του υπήρχε ένα παρά-
θυρο, από το οποίο έβλεπε την περίκλειστη αυλή που οι στρατιώ-
τες ξύστριζαν και τάιζαν του μουλάρια. Ο διοικητής είπε στο Φί-
λιππο πως, από το παράθυρο θα έπρεπε «να ρίχνει κάπου κάπου
κάποια ματιά, ώστε οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί της διμοιρί-
ας να ξέρουν πως τους επιβλέπουν μάτια αξιωματικού, ώσπου να
έρθει ο νέος ανθυπολοχαγός». Με τρόπο του είπε ακόμα πως θα
γίνονταν σύντομα μεταθέσεις αξιωματικών και του έδωσε να κατα-
λάβει πως και ο ίδιος θα έπρεπε να ετοιμάζεται για ένα τέτοιο εν-
δεχόμενο. Συνεπώς, ήταν πλέον φανερό πως η παράδοση του
γραφείου εφοδιασμού στον αντικαταστάτη του, θα έφερνε το
πρόβλημα των ανύπαρκτων μπιτονιών στο προσκήνιο. Πλησίαζε η
ώρα μια μεγάλης δοκιμασίας.
Στις μέρες που ακολούθησαν, η επίβλεψή του στη διμοιρία η-
μιονηγών ήταν ολιγόλεπτη και εντελώς τυπική. Η σωστή έκφραση
θα ήταν «ανύπαρκτη επίβλεψη». Όμως, στην δεύτερη εβδομάδα
κάποιες φωνές και ενέργειες ενός έφεδρου λοχία απ’ την Καβάλα,
τον ανάγκασαν ν’ ανοίξει το παράθυρο και να κάνει παρατηρήσεις
και υποδείξεις.
Την άλλη μέρα, την ίδια σχεδόν ώρα, οι φωνές του ίδιου λοχία
τον υποχρέωσαν να διακόψει την εργασία του για την ημερήσια
συμπλήρωση του βιβλίου της αποθήκης. Είχε σηκωθεί κι είχε ανοί-
ξει το πίσω παράθυρο όταν τότε, για πρώτη φορά, είδε στο βάθος
της αυλής καμιά δεκαριά στρατιώτες να στέκονται στη σειρά, ο κα-
θένας δίπλα απ’ το μουλάρι για το οποίο είχε την ευθύνη της επίβ-
λεψης και φροντίδας, ενώ ο λοχίας πηγαινοερχόταν πίσω απ’ τις
πλάτες τους νευριασμένος και τους επέπληττε για ολιγωρία και α-
νευθυνότητα. Κάποια στιγμή, με μια λεπτή βέργα που κρατούσε
στο αριστερό του χέρι άρχισε να τους χτυπά, με τη σειρά, στις
κνήμες ενώ συνέχιζε να τους βρίζει.

221
- Θα σας κάνω τη ζωή πατίνι κωλόπαιδα! Θα σας μαυρίσω τα
κωλομέρια με την κρανιά, για να μάθετε να ξυστρίζετε τα μουλάρια
όπως πρέπει…
Ο Φίλιππος παρατήρησε πως, από τα επανειλημμένα χτυπή-
ματα του λοχία, γλίτωνε ο έκτος στρατιώτης ο οποίος, ακουμ-
πισμένος στην πλάτη του μουλαριού του, φαινόταν ν’ αδιαφορεί
σαν να ζούσε στο δικό του κόσμο.
Φώναξε τον λοχία να πλησιάσει στο παράθυρο. Ήταν ένας
κοντός, γεροδεμένος άντρας, με τραχιά χαρακτηριστικά και σκληρή
έκφραση.
- Από πού είσαι λοχία; τον ρώτησε.
- Από την Καβάλα κύριε δόκιμε…
- Να σε ρωτήσω κάτι…Γιατί χτυπάς τους φαντάρους; Δεν ξέ-
ρεις πως αυτό απαγορεύεται από τη στρατιωτική νομοθεσία;
Ο λοχίας δεν απάντησε. Ο Φίλιππος τον ξαναρώτησε.
- Έχω και μια απορία…Γιατί, ενώ όλους τους μελάνιασες με τη
βέργα σου, τον έκτο στη σειρά ούτε που τον άγγιξες; Είναι μήπως
πατριωτάκι σου Καβαλιώτης και τον προστατεύεις;
- Όχι κύριε δόκιμε…Δεν έχω καμιά σχέση μαζί του.
- Ε, τότε γιατί αυτή η εξαίρεση;
- Έχω τέτοιες διαταγές απ’ τους ανωτέρους μου…
- Από ποιους; Απ’ τον ανθυπολοχαγό που μετατέθηκε ή απ’
τον μόνιμο λοχία της διμοιρίας σας;
- Απ’ τους ανωτέρους μου, επανέλαβε άχρωμα ο έφεδρος λο-
χίας.
- Το ξέρεις πως ώσπου να ‘ρθει νέος ανθυπολοχαγός, θα εί-
μαι εγώ ο διοικητής της διμοιρίας σας;
- Το ξέρω…
- Αφού το ξέρεις, θα πρέπει από σήμερα να μη σε ξαναδώ να
χτυπάς τους στρατιώτες με τη βέργα σου…Το άκουσες αυτό που
σου είπα;
- Μάλιστα κύριε δόκιμε…
- Άντε πήγαινε στη δουλειά σου και λιγότερες φωνές.
Για μια, περίπου, εβδομάδα επικρατούσε ησυχία στην αυλή
των ημιονηγών. Ώσπου κάποια στιγμή επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή
με τις φωνές του λοχία και τα χτυπήματα με τη βέργα, με εξαίρεση
και πάλι τον έκτο στη σειρά στρατιώτη. Ο Φίλιππος βγήκε εκνευ-

222
ρισμένος στην αυλή και πλησίασε τον λοχία. Οι φαντάροι, στη σει-
ρά πίσω από τα καπούλια των μουλαριών και με το πρόσωπο
προς τον τοίχο του εξωτερικού στάβλου, έστριβαν λοξά το φοβισ-
μένο πρόσωπό τους και στα κλέφτικα παρακολουθούσαν τη συζή-
τηση του αξιωματικού με το λοχία. Μόνο ο έκτος στρατιώτης ήταν
τελείως ανέκφραστος και δεν γύρισε ούτε μια φορά το πρόσωπό
του προς τα πίσω. Είχε μια αρχοντιά και ένα, κάπως, εκνευριστικό
υπεροπτικό ύφος.
- Πριν από μερικές μέρες σου είπα κάτι, είπε μ’ αυστηρή φωνή
ο Φίλιππος στο λοχία.
- Μάλιστα κύριε δόκιμε…
- Φαίνεται πως είτε είσαι κουφός, είτε μ’ έγραψες στα παλιά
σου τα παπούτσια…Για δωσ’ μου τη βέργα…
Ο νεαρός αξιωματικός, με μια κίνηση των χεριών πάνω στο
γόνατο, έσπασε στα δυο το λεπτό καλοδουλεμένο και σκληρό ξύ-
λο κρανιάς.
- Δεν σου λέω τίποτ’ άλλο…Αν το ξανακάνεις θα σε βγάλω
στην αναφορά για να τιμωρηθείς με φυλάκιση…Άκουσες;
- Μάλιστα κύριε δόκιμε…
Αυτός ο λοχίας, όπως πληροφορήθηκε αργότερα ο Φίλιππος,
ήταν ένα από τα «αγαπημένα παιδιά του Γουλιά». Αυτό φάνηκε
πολύ γρήγορα, ελάχιστη ώρα μετά το συμβάν της αυλής με το
σπάσιμο της βέργας. Τον ειδοποίησαν πως τον ζήτησε ο διοικη-
τής.
- Τί συνέβη κύριε δόκιμε με τους ημιονηγούς; Κάτι μου είπαν
για τον λοχία…Τί ακριβώς έγινε; τον ρώτησε ήρεμα ο συνταγμα-
τάρχης και με έκφραση που προσπαθούσε να δείξει πως ήταν α-
νενημέρωτος για τις λεπτομέρειες του συμβάντος.
Ο Φίλιππος ανάφερε στον διοικητή του τα όσα είχαν προηγη-
θεί. Επέμενε στο γεγονός πως η συμπεριφορά του λοχία ήταν αν-
τίθετη στους στρατιωτικούς κανονισμούς και πως, για να τον συνε-
τίσει, του έσπασε τη βέργα…
- Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου κύριε δόκιμε, απάντησε ο Γου-
λιάς με προσποιητό συναινετικό ύφος…Εμείς δεν είμαστε Τούρκοι
να χτυπούμε τους στρατιώτες μας…Θα δώσω σαφείς εντολές στον
κύριο Αρατάκη να επιπλήξει τον λοχία…Αλλά κι εσύ δεν ενήργησες
σωστά…Δεν έπρεπε να τον ταπεινώσεις με τέτοιο τρόπο μπροστά

223
στους φαντάρους και μάλιστα σε τέτοια ρεμάλια…Είναι όλοι τους
χαρακτηρισμένοι κομμουνισταί…
- Τον έναν απ’ τους φαντάρους ούτε που τον άγγιξε…Του εί-
πα πως, για να κάνει εξαιρέσεις, αυτός θα ήταν γνωστός του…Να,
ίσως κάποιος συμπατριώτης του απ’ την Καβάλα…
- Όχι, δεν είναι συμπατριώτης του…Είναι ένας φανατικός, έ-
νας διακεκριμένος κομμουνιστής, από τα μορφωμένα στελέχη της
ΕΔΑ…Έχει διασυνδέσεις με αριστερούς δημοσιογράφους και Ευ-
ρωπαίους της ίδιας πάστας…Υπάρχουν εντολές από το υπουργείο
να του φερόμαστε με ευγένεια…Άψογα! Η κυβέρνηση θέλει ν’ α-
ποφύγει δημοσιεύματα στον ελληνικό και ξένο τύπο… Θέλω προ-
σωπικά να επιβλέψεις ώστε ο λοχίας, ο οποίος είναι ένας εξαίρετος
υπαξιωματικός, να μην διαπράξει κάποιο λάθος από υπερβάλλον-
τα ζήλο…Αλλά, προσοχή! Δεν θέλω να τον ταπεινώνεις…Άλλη
φορά δεν θα ανεχθώ ενέργειες σαν αυτή με το σπάσιμο της βέρ-
γας…Μπορείς να φύγεις!
«Ώστε γι’ αυτό ο έκτος στη σειρά γλίτωνε το ξύλο και τις βρι-
σιές», σκέφτηκε ο Φίλιππος! Ήταν ένα γνωστό πολιτικό πρόσωπο
της Αριστεράς και του φέρονταν άψογα για ν’ αποφευχθούν δυσ-
φημιστικά δημοσιεύματα για τη χώρα στον ελληνικό και στον ξένο
τύπο.
Χρόνια μετά, ο Φίλιππος είδε τον «διακεκριμένο κομμουνιστή»
στην τηλεόραση. Δεν θυμόταν το επώνυμο, ενδεχομένως να άρχιζε
από Κάπα, αλλά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και κυρίως εκεί-
νο το ανέκφραστο και προβληματισμένο ύφος, είχαν αποτυπωθεί
στη μνήμη του. Τον είδε δίπλα στον πρωθυπουργό, λίγο μετά την
ορκωμοσία της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1981.
Ήταν ένας απ’ τους οικονομικούς ή ίσως νομικούς συμβούλους του
νέου πρωθυπουργού.

Το άλογο της ιππασίας

Με τα νέα προσωρινά του καθήκοντα στη διμοιρία ημιονηγών,


απόκτησε ταυτόχρονα κι ένα προνόμιο, που έκανε τους περισ-

224
σότερους αξιωματικούς του στρατοπέδου να τον λοξοκοιτάζουν με
κρυφή ζήλεια. Κάποια μέρα, ο μόνιμος λοχίας της μονάδας ήρθε
στο γραφείο του, στον Εφοδιασμό, για να τον ενημερώσει για κά-
ποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και πριν φύγει, σταμάτησε για λίγο
στην πόρτα και τον ρώτησε.
- Γιατί κύριε δόκιμε δεν πήρατε ούτε μια φορά το άλογό σας
για ιππασία;
- Ποιο άλογό μου;
- Μα ως διοικητής της διμοιρίας μας έχετε το δικό σας θαυμά-
σιο άλογο ιππασίας, την Αριάδνη…
- Αυτό πρώτη φορά το ακούω!...Για πες μου για την Αριάδνη
και τα προσόντα της!
- Κακώς που δεν σας ενημέρωσαν…Από τα δυο επιλεγμένα
άλογα ιππασίας που έχουμε στο στρατόπεδο, το ένα, το καλύτερο
και ομορφότερο ανήκει στο συνταγματάρχη μας…Το δεύτερο, με
βάση τους κανονισμούς, χρησιμοποιείται από τον εκάστοτε διοικη-
τή της διμοιρίας μας…Κανένας άλλος δεν έχει το δικαίωμα να ιπ-
πεύσει αυτά τα άλογα, χωρίς τη ρητή εντολή του στρατοπεδάρ-
χη…Να πω στον Φαλάρα, το στρατιώτη που φροντίζει την Αριάδ-
νη, να σας την ετοιμάσει για ιππασία μετά το φαγητό;
- Να του το πεις…Σήμερα θα πάρω το βάπτισμα του πυρός…
- Θα είναι κι εκείνος κοντά σας για να σας ενημερώνει για τα
καπρίτσια του αλόγου…Ξέρετε, είναι ναζιάρα η όμορφη Αριάδνη,
είπε χαριτολογώντας ο λοχίας καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα.
Από εκείνη τη μέρα η ιππασία έγινε το πάθος του νεαρού έ-
φεδρου αξιωματικού. Όταν ερήμωναν οι τεράστιοι ανοιχτοί χώροι
ασκήσεων των μονάδων του στρατοπέδου, ανέβαινε στο πανέ-
μορφο ασπρόμαυρο άλογο κι έκανε ιππασία. Μια δυο φορές βγήκε
έξω απ’ το στρατόπεδο και από τον Αϊ – Γιάννη έφτασε καλπάζον-
τας ως την Οινούσα. Αυτή η ενέργεια ήταν αντικανονική και αν κά-
ποιος ενημέρωνε το διοικητή του, η τιμωρία του θα ήταν αναπό-
φευκτη.
Το άλογό του, η Αριάδνη, ήταν η αιτία που μια μέρα δημιουρ-
γήθηκε ένα μικροεπεισόδιο με έναν ταγματάρχη του στρατοπέδου.
Είχε προγραμματισθεί μια εικοσιτετράωρη άσκηση όλου του στρα-
τοπέδου, με πορεία προς τον ορεινό όγκο της Βροντούς. Ο διοικη-
τής είχε ανεβεί στο άλογό του και ο Φίλιππος στο δικό του. Ήταν

225
όλοι έτοιμοι για να ξεκινήσουν όταν ο ταγματάρχης ζήτησε από τον
Φίλιππο να κατεβεί από το άλογό του για να ανεβεί εκείνος.
- Πού ακούστηκε οι δόκιμοι να πορεύονται έφιπποι και οι ταγ-
ματάρχες με τα πόδια!... Κατεβείτε από το άλογο κύριε δόκιμε…
Έτσι μπράβο!
Ίσως αν ζητούσε την άδεια του Γουλιά να μπορούσε, με επι-
λεκτική εξαίρεση των κανονισμών, να ανεβεί στο άλογο του εκάσ-
τοτε διμοιρίτη της μονάδας ημιονηγών. Ο στρατοπεδάρχης, πάνω
από το άλογό του, έκανε μια κοφτή χειρονομία προς τον ταγμα-
τάρχη και είπε κάτι χαμηλόφωνα στον υπασπιστή. Ο Φίλιππος,
υπακούοντας στην εντολή του ταγματάρχη, είχε κατεβεί απ’ τη ρά-
χη του αλόγου κι έπιασε τον αναβολέα για να διευκολύνει το ανέ-
βασμά του στη σέλλα. Τον σταμάτησε η φωνή του υπασπιστή που
έτρεξε προς το μέρος τους.
- Σταματήστε! Σταματήστε! Εντολή του κυρίου διοικητού είναι
να εφαρμοσθούν οι κανονισμοί…Κύριε δόκιμε, ανεβείτε στο άλογό
σας.
Ο ταγματάρχης κοίταζε σαν αποσβολωμένος. Ο υπασπιστής
τον πλησίασε και κάπως χαμηλόφωνα του εξήγησε τους λόγους
αυτής της απρόβλεπτης εξέλιξης.
- Κύριε Μπένο, ανήκετε σ’ άλλη μονάδα και είναι φυσικό να
μην γνωρίζετε του κανονισμούς ενός τάγματος πεζικού…Ο δόκι-
μος δικαιούται να ιππεύει αυτό το άλογο και ο στρατοπεδάρχης
απαιτεί πιστή εφαρμογή των κανονισμών…Νομίζω πως το θέμα
θεωρείται λήξαν!
- Ναι, βεβαίως, συμφώνησε κι ο ταγματάρχης σαν βρεγμένη
γάτα και προχώρησε με τα πόδια προς την έξοδο του στρατοπέ-
δου.
Δίπλα στο Φίλιππο ήταν κι άλλοι αξιωματικοί που θ’ ακολου-
θούσαν με τις μονάδες τους τους πεζικάριους. Ο υπολοχαγός
Πατρέας, διοικητής της μικρής μονάδας πυροβολικού, αστειεύθηκε
μαζί του.
- Τώρα κύριε δόκιμε θα μας βλέπετε «αφ’ υψηλού»…Αυτά εί-
ναι τα τυχερά του επαγγέλματος…
- Κι εσείς κύριε υπολοχαγέ είστε απ’ τους τυχερούς…Τα πυ-
ροβόλα σας είναι μηχανοκίνητα κι έτσι δεν πρόκειται να διανύσετε
πεζός κάποιες αποστάσεις…

226
- Αυτή είναι η αλήθεια! απάντησε ο γνωστός για την ευγένεια
και το ήθος του αξιωματικός.
- Το βράδυ θα το περάσουμε μαζί… Θα είμαστε γείτονες, του
είπε κάποια στιγμή ο Φίλιππος
- Πώς είναι δυνατόν; Οι ημιονηγοί θα είναι με τους πεζικά-
ριους…
- Οι ημιονηγοί θα παίρνουν οδηγίες από τον μόνιμο λοχία
τους. Εγώ συμμετέχω στην άσκηση ως αξιωματικός εφοδιασ-
μού…Θα είμαστε στα μετόπισθεν μαζί και οι τρεις μας…Εννοώ και
ο λοχαγός, ο κύριος Νικίας…
Ο πάντα σκυθρωπός λοχαγός Νικίας, «μόνιμος εξ εφέδρων»,
ήταν κι αυτός, σαν τον Αρατάκη, «καραβανάς» αξιωματικός που
μετρούσε τις ώρες για να συνταξιοδοτηθεί. Ήταν ελευθερόστομος
και τελείως αδιάφορος με όσα συνέβαιναν γύρω του. Ως διοικητής
της μικρής μονάδας μεταφορών ξεπερνούσε, σε βρισιές και βρο-
μόλογα, τους οδηγούς των «τζέιμς» που επέβλεπε. Πλησίασε και
χάιδεψε το σβέρκο του αλόγου. Πρώτη φορά τον είδε ο Φίλιππος
να χαμογελά με κάποια ικανοποίηση.
- Χάρηκα παλικάρι μου που ξευτέλισες αυτό το τούβλο!
- Ποιο τούβλο; ρώτησε ο Φίλιππος δήθεν μ’ απορία.
- Έλα ντε που δεν κατάλαβες; Έναν Μπένο τον έχουμε και
μας κάνει κάθε πρωί στο λεωφορείο την μαντάμ Σουσού… Άντε,
μην ανοίξω πάλι το στόμα μου και ξεχέσω αυτή την κοκότα…
Μιλούσε σα να ‘χε απωθημένα, αλλά αναφέρθηκε και στο κα-
θημερινό γεγονός της πρωινής μεταφοράς των αξιωματικών με το
«λεωφορείο», από την Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών ως το
στρατόπεδο. Το «λεωφορείο» ήταν ένα τζέιμς σκεπασμένο με κα-
ραβόπανο και μια σιδερένια σκάλα, στο πίσω μέρος, για ν’ ανεβαί-
νουν ευκολότερα οι αξιωματικοί. Στα πλευρά είχε σταθερά παρά-
θυρα από διαφανές πλαστικό. Πίσω από τον οδηγό υπήρχ, επί-
σης, ένα διαφανές παραθυράκι από το οποίο ο λοχαγός Νικίας ε-
πικοινωνούσε και τις πιο πολλές φορές έβριζε το «παλιόμουτρο»
που καθόταν στο τιμόνι. Ήταν ένας μαυριδερός στρατιώτης, σαν
τσιγγάνος, με πάντα κουρεμένο κεφάλι με ψιλή μηχανή. Αχρειόσ-
τομος, σαν τ’ αφεντικό του, είχε αμέτρητες μέρες φυλακής και θα
‘πρεπε να υπηρετήσει στο στρατό τουλάχιστο δυο χρόνια περισ-
σότερο απ’ το κανονικό. Είχε περάσει και δυο τρεις φορές από

227
στρατοδικείο. Ο Νικίας, όταν απευθυνόταν σ’ αυτόν τον αποκα-
λούσε παλιοτόμαρο ή ρεμάλι. Κανένας δεν ήξερε το πραγματικό
του όνομα. Όμως και το «ρεμάλι» δεν υστερούσε σε κοσμητικά ε-
πίθετα και φρασεολογία του υπόκοσμου. Μια μέρα που ο Νικίας
τον επέπληττε σ’ όλη τη διαδρομή γιατί, την προηγούμενη μέρα, θα
«έκαιγε» παρά λίγο τη μηχανή ενός τζέιμς που έχανε λάδια, ο οξύ-
θυμος οδηγός στάθηκε σε μια γέφυρα, λίγο πριν φτάσουν στο
στρατόπεδο και βρυχήθηκε.
- Για σταμάτα να με μαλώνεις κυρ – λοχαγέ μη σας φουντάρω
όλους στο ποτάμι.
Οι περισσότεροι αξιωματικοί επενέβησαν τότε ανήσυχοι για να
καθησυχάσουν το Νικία.
- Μη μιλάς βρε Δημήτρη, αυτός είναι ικανός να ρίξει το λεω-
φορείο απ’ τη γέφυρα…Γιατί δεν τον αλλάζεις;
- Σάμπως υπάρχει και καλύτερος! Όλοι τέτοια λουλούδια εί-
ναι…Διαλεγμένοι ένας ένας…Όλοι του κατηχητικού…
Ο Φίλιππος είχε αλλάξει κατοικία εκείνο τον καιρό κι έμενε,
χωρίς να πληρώνει ενοίκιο, στο σπίτι ενός ξαδέρφου του, σχεδόν
στο κέντρο της πόλης. Το στρατιωτικό λεωφορείο είχε ως αφετηρία
το χώρο απέναντι από το κλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας,
στην Πλατεία Ελευθερίας κι αυτό τον διευκόλυνε να φτάνει γρη-
γορότερα στο σημείο επιβίβασης, χωρίς καθυστερήσεις. Τώρα, εί-
χε την ευκαιρία να βρίσκεται συχνότερα με την Ηρώ και να περ-
νούν ατέλειωτες ώρες ευτυχίας.
Όταν ξεκινούσε το λεωφορείο, γύρω στις έξι το πρωί, στα-
ματούσε σε συγκεκριμένα σημεία του δρόμου για ν’ ανεβούν οι α-
ξιωματικοί που περίμεναν στις πρόχειρες εκείνες στάσεις. Το σπίτι
του ταγματάρχη Μπένου βρισκόταν στη μέση περίπου της διαδρο-
μής ως το στρατόπεδο. Λίγα μέτρα πιο κάτω κατοικούσε ένας αν-
τισυνταγματάρχης του υγειονομικού, ο οποίος ήταν αναπληρωτής
του στρατοπεδάρχη Γουλιά.
Η ματαιοδοξία αυτού του κούφιου και εγωπαθή ταγματάρχη
δεν είχε όρια. Όταν πήγαινε στη στάση, απέναντι από το σπίτι του,
η γυναίκα του, μια νεαρή και παχουλή κοπελίτσα που θα πρέπει να
είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άντρα της, έβγαινε στο μπαλ-
κόνι και περίμενε να τον δει ν’ ανεβαίνει στο λεωφορείο.

228
Από την αφετηρία, στη θέση του συνοδηγού δεν καθόταν κα-
νένας. Ήξεραν πως ο Μπένος ήταν αρχαιότερός τους και θα διεκ-
δικούσε τα δικαιώματά του, έστω και για διαδρομή ελάχιστων με-
τρων. Όταν το λεωφορείο σταματούσε για να επιβιβασθεί, χαιρε-
τούσε με κούνημα του χεριού την πάντα χαμογελαστή γυναίκα του
και καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Πριν καλά ξεκινήσει το αυ-
τοκίνητο, σε απόσταση πενήντα, το πολύ, μέτρων περίμενε ο αντι-
συνταγματάρχης. Ο Μπένος κατέβαινε κάτω, καλημέριζε τον ανώ-
τερό του με χαμόγελο κι ευγένεια και αφού του απένειμε τον επί-
σημο στρατιωτικό χαιρετισμό φέρνοντας το χέρι στο γείσο του πη-
λίκιου, ανέβαινε στην καρότσα του τζέιμς και καθόταν πάντα στην
«τιμητική θέση» του δεξιού πάγκου, ακριβώς απέναντι απ’ το λο-
χαγό Νικία.
Αυτό το γελοίο ανεβοκατέβασμα στο στρατιωτικό λεωφορείο,
για να καταξιωθεί επαγγελματικά ο ταγματάρχης στα μάτια της γυ-
ναίκας του, αποτελούσε πολυσυζητημένο αντικείμενο σκωπτικών
σχολίων από τους αξιωματικούς του στρατοπέδου.

Ο οικονομικός έλεγχος

Στις αρχές του νέου έτους ο Φίλιππος πληροφορήθηκε πως η


μετάθεσή του δεν θ’ αργούσε να πραγματοποιηθεί. Του το είπε ο
πάντα ενημερωμένος για τα γεγονότα του στρατοπέδου, ο Τάκης,
ο δόκιμος της κεντρικής αποθήκης εφοδιασμού. Φαίνεται όμως
πως άλλαξε ο προγραμματισμός μεταθέσεων και οι εβδομάδες κυ-
λούσαν σε μια κατάσταση κρυφής αναμονής. Το χαμόγελο χάθηκε
από τα χείλη της Ηρώς. Το ένστικτό της τη βεβαίωνε πως το νέο
πόστο του Φίλιππου θα ήταν πολύ μακριά απ’ τις Σέρρες.
Τις ίδιες πληροφορίες είχε και ο Διαμαντής Δάλλας, που υπη-
ρετούσε στη Νιγρίτα, στην έδρα του συντάγματος. Είχε έρθει στις
Σέρρες με άδεια και συναντήθηκαν με το Φίλιππο στη Λέσχη Αξι-
ωματικών.
- Και πώς ξέρεις Διαμαντή ότι είσαι εσύ αυτός που θα μετατε-

229
θεί; Μήπως επιλέξουν τον Κεστίδη…
- Μα τι λες! Μην βλέπεις που την πάτησε με τη δική σου περί-
πτωση κι έμεινε στη Νιγρίτα…Ο αδερφός του είναι διαπρεπής δι-
κηγόρος και πολιτευτής…Έχει γερά «μέσα»…Αυτές τις μέρες να
ετοιμάζεσαι κι εσύ…
- Μα δεν ήρθε ακόμα ο αντικαταστάτης μου για να παραδώσω
τον εφοδιασμό!
Όπως φάνηκε απ’ τα γεγονότα που ακολούθησαν, δεν ήταν
απαραίτητο να υπάρχει αντικαταστάτης για να πραγματοποιηθεί η
μετάθεση. Δυο μέρες μετά τη συζήτηση με τον Διαμαντή, διαπί-
στωσε μ’ έκπληξη πως στο γραφείο του υπήρχαν απρόσκλητοι ε-
πισκέπτες. Συνήθως, κάθε πρωί, όταν έφτανε στο στρατόπεδο με
το στρατιωτικό λεωφορείο, έπινε τον καφέ του ψαχουλεύοντας τα
δικαιολογητικά διανομών που του ετοίμαζε ο Φερεντίνος και μετά
πήγαινε στην Αποθήκη για επίβλεψη των δυο στρατιωτών που, ως
αποθηκάριοι, μαζί με τον Φερεντίνο, ταξινομούσαν τα κιβώτια και
τα σακιά με τα τρόφιμα και τα άλλα είδη.
Εκείνο το πρωί βρήκε στο γραφείο του τους δυο στρατιώτες
της αποθήκης, τον Φερεντίνο κι έναν άγνωστό του μόνιμο λοχία.
- Καλημέρα παιδιά! Πώς από ‘δω σήμερα; Τί συμβαίνει;
Φαίνονταν μουδιασμένοι και προβληματισμένοι. Ο μόνιμος λο-
χίας του εξήγησε πως ήρθε από το λόχο διοικήσεως της Μεραρ-
χίας με τον ταγματάρχη Σταυρίδη, της υπηρεσίας οικονομικού ε-
λέγχου. Του είπε πως θα συμμετείχε στην παραλαβή και παράδο-
ση του εφοδιασμού του 562 τάγματος πεζικού, ώστε να είναι σε
θέση να παραδώσει τη μονάδα εφοδίων στον ανθυπολοχαγό που
θα έστελναν αργότερα στη θέση του Φίλιππου.
- Ήμουν σε μονάδα εφοδιασμού δυο χρόνια και γι’ αυτό ο κύ-
ριος ταγματάρχης με χρησιμοποιεί σε… έκτακτες περιπτώσεις.
- Α, έκτακτες! μονολόγησε ο Φίλιππος, που προσπαθούσε να
διατηρήσει την ψυχραιμία του, ενώ η ξαφνική αυτή εξέλιξη των γε-
γονότων τον είχε αναστατώσει.
Σε λίγο φάνηκε και ο ταγματάρχης. Είχε έρθει, όπως είπε, από
το γραφείο του διοικητή, του συνταγματάρχη Αντρέα Γουλιά και ε-
ξήγησε στο Φίλιππο πως, όσο αυτός και οι στρατιώτες θα έκαναν
καταμέτρηση στα είδη της αποθήκης, εκείνος θα ετοίμαζε τα δικαι-
ολογητικά που, κανονικά, θα έπρεπε να υποβληθούν στο τέλος

230
του μήνα. Θα ήταν απαραίτητα για την παραλαβή και παράδοση,
ενώ στο σχετικό πρωτόκολλο θα έπρεπε να επισυναφθούν και τα
αποτελέσματα του ελέγχου που θα πραγματοποιούσε ο Σταυρί-
δης. Αν όλα τα στοιχεία των δικαιολογητικών ήταν ταυτόσημα, τότε
δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Δεν θα έπρεπε να διαπιστωθούν ούτε
ελλείμματα αλλά ούτε και πλεονάσματα.
Πριν ξεκινήσει για την αποθήκη με τη συνοδεία των τριών
στρατιωτών και του λοχία, ζήτησε το αντίγραφο δικαιολογητικών
του φακέλου διακίνησης εφοδίων του προηγούμενου μήνα και ένα
αντίγραφο με τις τελευταίες εγγραφές στο βιβλίο καθημερινών με-
ταβολών της αποθήκης.
Οι ώρες φαίνονταν ατέλειωτες στο νεαρό έφεδρο αξιωματικό.
Τα μηνιαία δικαιολογητικά ήταν πάντα σχεδόν έτοιμα, γιατί καθη-
μερινά γίνονταν στα βιβλία οι καταχωρήσεις της ημέρας. Βημάτιζε
νευρικά στο γραφείο του και κάπνιζε το ένα μετά το άλλο τα τσιγά-
ρα, κοιτάζοντας συνέχεια το ρολόι του.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε να πάει και στην αποθήκη. Ο ταγμα-
τάρχης κι οι στρατιώτες ήταν αφοσιωμένοι στην καταμέτρηση των
τροφίμων και στην αρχή νόμισε πως η παρουσία του δεν έγινε
αισθητή. Κάποια στιγμή ο Σταυρίδης τον κοίταξε, μ’ εκείνο το ψυχ-
ρό κι ανέκφραστο ύφος του και του είπε σχεδόν επιτακτικά.
- Κύριε δόκιμε, δεν είναι απαραίτητη η παρουσία σας εδώ…
Θα έλεγα μάλιστα πως απαγορεύεται δι’ ευνοήτους λόγους… Πα-
ρακαλώ πάτε στο γραφείο σας και περιμένετε εκεί…Θα ‘ρθω σε λί-
γο για να διασταυρώσουμε τα στοιχεία…
Έφυγε και περίμενε στο γραφείο του, σαν να καθόταν σ’ αναμ-
μένα κάρβουνα. Όταν φάνηκε ο ταγματάρχης με τη συνοδεία του,
νόμισε πως ένιωσε μια παράξενη ανακούφιση κι ηρεμία. Ίσως έτσι
να νιώθουν οι θανατοποινίτες όταν έρθει η στιγμή της εκτέλεσης. Η
αναμονή της επέλευσης ενός δυσάρεστου γεγονότος, είναι ίσως
πιο οδυνηρή και βασανιστική από το ίδιο το γεγονός.
Ο ταγματάρχης, κρατώντας στα χέρια του έναν ογκώδη φάκε-
λο, έδιωξε απ’ το γραφείο, με μια αυταρχική χειρονομία, τους φαν-
τάρους και το λοχία κι έκλεισε την πόρτα.
- Κύριε δόκιμε, λυπάμαι που στο λέω, αλλά η θέση σου είναι
φοβερά δύσκολη…Θα πρέπει να σου γίνει καταλογισμός ελλειμ-
μάτων και θα πρέπει να τιμωρηθείς και για πλεονάσματα…Τα ε-

231
φόδια της αποθήκης δεν συμφωνούν απόλυτα με τας εγγραφάς
των βιβλίων…Έχεις ένα έλλειμμα από τριακόσια μπιτόνια, δυο
τσάπες και τρία πριόνια, αλλά και πλεονάσματα σε κονσέρβες, λά-
δι, φασόλια και άλλα είδη…Θα πρέπει και να πληρώσεις και να τι-
μωρηθείς…
Ο νεαρός αξιωματικός προσπάθησε να του εξηγήσει την πε-
ρίπτωση με τα μπιτόνια, αλλά και για τα πλεονάσματα που οφεί-
λονταν στην τυποποιημένη λογιστική αποτύπωση των μερίδων
κάθε στρατιώτη στα βιβλία. Πάντα, στο τέλος κάθε μήνα, τα τυχόν
πλεονάσματα που προέκυπταν από τον λογιστικό τρόπο υπολο-
γισμού των μερίδων, δίνονταν στα μαγειρεία για πρόσθετη αύξηση
των καθημερινών μερίδων. Όσο για τις τσάπες και τα πριόνια, του
εξήγησε πως είχαν δοθεί χωρίς τις τυπικές γραφειοκρατικές διαδι-
κασίες στον λόχο διοικήσεως του τάγματος και θα επιστρέφονταν
σε λίγες μέρες, μετά την περάτωση κάποιων εργασιών.
- Για μια υπηρεσία ελέγχου κύριε δόκιμε, ότι δεν βρίσκεται
στην αποθήκη θεωρείται έλλειμμα…Κι αν μου φέρεις, ακόμα και
τώρα, όσα είδη σου λείπουν, οι ευθύνες σου για τα ελλείμματα δεν
ακυρώνονται ανεξάρτητα από τον καταλογισμό, που στην περίπ-
τωση επιστροφής είναι δυνατόν να μην πραγματοποιηθεί… Όσο
για τα μπιτόνια το θέμα είναι πολύ σοβαρό…Θα ψάξουν να βρουν
σε ποιους τα πούλησες…
- Μα τι λέτε κύριε ταγματάρχα! Όλοι ξέρουν πως αυτά τα μπι-
τόνια δεν υπήρχαν στο στρατόπεδο όταν εγώ παρέλαβα τον εφο-
διασμό…Ο λοχαγός κύριος Αρατάκης, ο υπασπιστής και χωρίς
αμφιβολία ο κύριος διοικητής ξέρουν ότι…
- Σταμάτα τις γυναικουλίστικες δικαιολογίες και ανέλαβε τας
ευθύνας σου ως έντιμος Έλληνας αξιωματικός…Το να ρίχνεις τας
ευθύνας στους άλλους δεν σε τιμά…Έκανες λάθη και θα τα πλη-
ρώσεις…Τηλεφώνησα στον διοικητή σου απ’ την αποθήκη και τον
ενημέρωσα γι’ αυτά που είχα διαπιστώσει…Είναι πυρ και μανία
εναντίον σου…Τώρα πάω επάνω για να δούμε τι θα γίνει με σέ-
να… Θα ενημερώσω καλύτερα τον κύριο συνταγματάρχη και θα σε
καλέσουμε για ν’ ακούσεις τας αποφάσεις μας…
Ο Φίλιππος έμεινε μόνος στο γραφείο σαν φυλακισμένο θηρίο
σε κλουβί. Είχε μεσημεριάσει και το στρατόπεδο είχε σχεδόν αδει-
άσει. Οι στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί στους θαλάμους και οι πε-

232
ρισσότεροι αξιωματικοί είχαν φύγει για την πόλη με το στρατιωτικό
λεωφορείο. Υπολόγιζε πως θα περνούσε κάποια ώρα, ώσπου να
τον καλέσουν στα γραφεία της διοίκησης, αλλά έκανε λάθος. Είχαν
περάσει ελάχιστα λεπτά και ο ταγματάρχης Σταυρίδης μαζί με τον
υπασπιστή και το μόνιμο λοχία που θα αναλάμβανε τον εφοδια-
σμό, εμφανίστηκαν στην είσοδο του γραφείου του.
- Κύριε δόκιμε, σε ποια ντουλάπα βρίσκονται τα αντίγραφα
των μηνιαίων δικαιολογητικών που υποβάλατε στη Μεραρχία τους
τελευταίους μήνας; ρώτησε φανερά αναστατωμένος ο ταγματάρ-
χης.
- Να, σ’ αυτή…
- Και τα έντυπα απαλλαγής της διοίκησης από την ευθύνη δι-
αχείρισης;
- Ποια έντυπα;
- Έλα παιδί μου, άσε τις χαζομάρες! Να, ένα μικρό χαρτάκι με
το οποίο ο διοικητής βεβαιώνει…βεβαιώνει…
Φαινόταν σαν να είχε ξεχαστεί καθώς ανακάτωνε τα έγγραφα
των φακέλων των προηγούμενων μηνών.
- Μα τι στο διάβολο! Έφευγαν τα δικαιολογητικά για τη Με-
ραρχία χωρίς τη βεβαίωση απαλλαγής της ευθύνης του διοικητή!
Γιατί δεν συμπλήρωνες το έντυπο;
- Ποιο έντυπο! Εγώ παρέλαβα τον εφοδιασμό τον περασμένο
Σεπτέμβριο και μαζί με το λοχία Εμμανουηλίδη, συντάξαμε τα δι-
καιολογητικά σύμφωνα με τον φάκελο του προκατόχου μου…Για
ποιο έντυπο μου λέτε;
- Είναι δυνατόν να μην υπάρχουν τέτοια έντυπα στις ντουλά-
πες! Για ψάξε λοχία…
Άνοιξαν σχεδόν όλες τις ντουλάπες του διαδρόμου, όπου φυ-
λάσσονταν τα έντυπα που χρησιμοποιούσαν όλες οι υπηρεσίες
του λόχου διοικήσεως. Ο υπασπιστής, ο οποίος αγνοούσε το σχή-
μα και τα στοιχεία του αναζητούμενου έντυπου, φρόντιζε ν’ ανοίγει
και να κλείνει τις ντουλάπες. Στο τέλος ο ταγματάρχης, φανερά
απογοητευμένος και κουρασμένος από την έντονη εργασία εκείνης
της μέρας, σταμάτησε για λίγο σκεφτικός και μετά, με ευγένεια, με
ήρεμη φωνή και φανερά φιλικό ύφος, απευθύνθηκε στο Φίλιππο.
- Σε ταλαιπωρήσαμε κι εσένα κύριε δόκιμε…Άντε, θα ξανα-
πάω στον κύριο συνταγματάρχη και θα σε καλέσουμε το συντομό-

233
τερον, για να πας κι εσύ στη λέσχη να φας και να ξεκουραστείς στο
σπιτάκι σου…Αρκετά δουλέψαμε σήμερα!

«Όλα ευρέθησαν εν απολύτω τάξει…»

Ένας στρατιώτης, απ’ τα γραφεία διοίκησης του τάγματος,


πληροφόρησε το Φίλιππο πως τον περίμενε ο διοικητής.
Μπήκε στο γραφείο του συνταγματάρχη ήρεμος, σοβαρός,
αλλά με έκδηλη κούραση στο πρόσωπο. Στεκόταν προσοχή, κοντά
στην είσοδο του γραφείου και κοίταζε το Γουλιά στα μάτια. Αντί-
θετα απ’ όσα του είπε ο ταγματάρχης για, δήθεν, ανεξέλεγκτη οργή
του διοικητή του, είδε έναν συνταγματάρχη κουρασμένο, με κατά-
κόκκινο πρόσωπο σαν να του ανέβηκε η πίεση στο κεφάλι και μ’
ένα προσποιητό ευγενικό χαμόγελο στα χείλη του. Ο Γουλιάς α-
πευθύνθηκε στον ταγματάρχη Σταυρίδη δείχνοντας με το χέρι του
το Φίλιππο. Χρησιμοποίησε ανάμεικτη φρασεολογία με λέξεις της
απλής καθαρεύουσας αλλά και στοιχεία από τη δημοτική γλώσσα.
- Που λες Γιάννη, αυτός ο δόκιμος δεν είναι μόνον ένας μορ-
φωμένος νέος που τιμά το σώμα των Ελλήνων εφέδρων αξιωματι-
κών, αλλά και ένας έντιμος άνθρωπος…Έχω τας πληροφορίας
μου! Κατάγεται από μίαν τιμίαν οικογένειαν με αρχάς και θρησκευ-
τικάς παραδόσεις και δι’ αυτό θα σε παρακαλέσω να αντιμετωπί-
σεις το θέμα του ελέγχου κάτω από αυτό το πρίσμα… Έλα, κύριε
δόκιμε..! Έλα, κάθισε εκεί…Ωραία! Λοιπόν, Γιάννη, πως θα το τακ-
τοποιήσεις το πρόβλημα;
- Τι να σου πω Αντρέα! Είναι αλήθεια πως υπάρχουν ουσιώ-
δεις παραλείψεις, αλλά με τόσα καλά λόγια που άκουσα σήμερα
από όλους σας για τον κύριο Στεργιάδη, είμαι υποχρεωμένος να
σκεφθώ κάποια πράγματα για να τακτοποιηθούν ομαλώς αι κά-
ποιαι παραλείψεις που διαπίστωσα…Οι στρατιώται του εφοδια-
σμού ομιλούσαν με τα καλύτερα λόγια δια τον αξιωματικόν τους…
Δεν είναι ικανός, μου είπαν, να κλέψει ούτε οδοντογλυφίδαν… Άλ-
λωστε, το πλεόνασμα στας κονσέρβας το αποδεικνύει! Εις καμίαν

234
μονάδαν δεν βρήκα ποτέ πλεόνασμα κονσερβών…Ε, καταλαβαί-
νεις! Οι χλαίνες έχουν βαθιές τσέπες…
Γέλασαν για λίγο, αλλά ξαναπήραν οι δυο τους το σοβαρό και
κάπως ανήσυχο ύφος τους.
- Άκουσε παιδί μου, είπε σε λίγο ο ταγματάρχης παίρνοντας
μια καλοκάγαθη έκφραση και με φωνή χρωματισμένη από μια γλυ-
κύτητα ενός απροσδιόριστου πατρικού ενδιαφέροντος. Ο διοικητής
σου, άνθρωπος με κατανόησιν και με πραγματικόν ενδιαφέρον δι’
όλους τους υφισταμένους του, με παρεκάλεσε να κλείσω το θέμα
του ελέγχου με τον καλύτερον δυνατόν τρόπον…Η εντιμότης σου
είναι αναμφισβήτητος και φυσικά αυτό μπαίνει εις την πλάστιγγαν
δια να μην επιμείνω εις τυπικάς αβλεψίας και να δημιουργήσω
προβλήματα και εις εσένα και εις την μονάδαν…Όπως καταλαβαί-
νεις, ο διοικητής σου δια να σε προστατεύσει παίζει λιγάκι και με
την καριέραν του…Βασιζόμαστε εις την πλήρην εχεμύθειάν σου
δια ότι λέμε και κάνουμε αυτήν την ώραν εις αυτό το γραφείον…
Με λίγα λόγια δεν θα πρέπει να σου ξεφύγει κουβέντα, δι’ αυτήν
την προσπάθειαν που κάνουμε δια να αποφύγεις την τιμωρί-
αν…Έτσι! Καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει αν φτάσουν κάποιοι ψίθυ-
ροι ως την Μεραρχίαν…Με έναν στρατηγόν σαν τον Δημόπουλον
και έναν επιτελάρχην ωσάν τον Ρουφογάλην, καλύτερα να πάμε να
πνιγούμε όλοι μας εις τον Στρυμόνα…
- Μείνετε ήσυχος κύριε ταγματάρχα…Δεν είμαι ούτε αχάρι-
στος, ούτε αγνώμων…
- Αυτό το ξέρω…Έχω σχηματίσει συγκεκριμένην άποψιν δια
το άτομόν σου…
- Είναι ένας νέος με πνευματικά ενδιαφέροντα…Με ήθος…,
συμπλήρωσε κι ο συνταγματάρχης Γουλιάς.
- Άκουσε, λοιπόν, συνέχισε ο ταγματάρχης. Αυτό εδώ είναι το
φύλλον ελέγχου και αυτό το πρωτόκολλον παραλαβής και παρα-
δόσεως του εφοδιασμού…Ο διοικητής σου μου είπε πως από την
Δευτέραν θα έχεις τριήμερην άδειαν, πριν αναχωρήσεις δια την
νέαν σου μονάδαν…Όλα όμως είναι τακτοποιημένα…Ο λοχίας υ-
πέγραψε το πρωτόκολλον και περιμένω να το υπογράψεις και ε-
σύ…Όλα είναι εν τάξει…

235
Ο Γουλιάς έκανε μια χαρακτηριστική χειρονομία, για να δείξει
πως όλα είχαν τακτοποιηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο και συμπλή-
ρωσε απευθυνόμενος στον Φίλιππο.
- Πήγαινε αύριον στο υπασπιστήριον για να πάρεις το φύλλον
πορείας…Μεσολαβεί το σαββατοκύριακον και από την Δευτέραν
θα πραγματοποιήσεις την τριήμερην άδειαν σου…Εις την ουσίαν,
εδώ που τα λέμε, γίνεται πενθήμερη…Θα πούμε λεπτομέρειες ό-
ταν θα έλθεις εις το στρατόπεδον δια να αποχαιρετήσεις και τους
άλλους συναδέλφους σου…Θα τα πούμε καλύτερα!
- Μάλιστα κύριε διοικητά!
Ο ταγματάρχης Σταυρίδης είχε απλώσει σ’ ένα τραπεζάκι τα
έγγραφα και κάλεσε κοντά του το Φίλιππο.
- Έλα κύριε δόκιμε να υπογράψεις το πρωτόκολλον! Έλα μη
φοβάσαι και ψάχνεις για ψιλά γράμματα…Κοίτα, κοίτα εδώ… βλέ-
πεις; Το λέει ξεκάθαρα…«Όλα ευρέθησαν εν απολύτω τάξει κατά
την διενεργηθείσαν καταμέτρησιν των αναλωσίμων και μη ει-
δών…». Βάλε υπογραφήν με κλειστά μάτια…Ορίστε και το αντίγ-
ραφον του ελέγχου…Εγώ δεν σε χρειάζομαι πλέον…
- Ούτε εγώ, συμπλήρωσε ο διοικητής. Μπορείς κύριε δόκιμε
να αποχωρήσεις…Άντε πήγαινε να φας, αν και νομίζω πως δεν θα
προλάβεις να σερβιρισθείς εις την λέσχην…Πέρασε πλέον η ώ-
ρα…
Όταν ο Φίλιππος βρέθηκε έξω από το στρατόπεδο κυριολε-
κτικά πετούσε. Το μαγικό χαρτάκι που εξαφάνισε από τους φακέ-
λους των μηνιαίων δικαιολογητικών, τον έσωσε από μια καλοστη-
μένη παγίδα για να πληρώσει αυτός τις βρομοδουλειές άλλων.
Δεν πήρε το αστικό λεωφορείο. Ξεκίνησε με τα πόδια και περ-
νώντας απ’ τη γέφυρα του Τσέλιου, στην περιοχή των Αγίων Α-
ναργύρων, κατευθύνθηκε προς την Πλατεία Ελευθερίας. Πριν φτά-
σει εκεί, έστριψε αριστερά προς το ξενοδοχείο «Παράδεισος». Λίγα
μέτρα πιο πέρα ήταν το εστιατόριο των αδερφών Γεωργιάδη, στο
οποίο έτρωγε καθημερινά όταν πήγαινε στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων.
Ο Κώστας κι ο Θόδωρος, δυο αδέρφια που στάθηκαν αληθινοί
συμπαραστάτες σ’ όλα τα φτωχά χωριατόπαιδα, σαν δεύτεροι γο-
νείς, σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ΄60, τον είδαν
και τον καλοδέχτηκαν με χαρά και συγκίνηση. Ένιωθαν περήφανοι
που «ένα απ’ τα παιδιά τους» δεν τους ξέχασε, παρά το γεγονός

236
ότι «όπως έδειχνε η στολή του είχε ανεβεί κοινωνικά πολύ ψηλά».
Η στολή του αξιωματικού που φορούσε ο Φίλιππος ήταν μια α-
ναμφισβήτητη, γι’ αυτούς, ένδειξη κοινωνικής καταξίωσης.
Η περιποίηση και το φαγητό τον έκαναν να ξεχάσει όλες τις
στιγμές της φοβερής αγωνίας και του άγχους, που πέρασε τόσες
ώρες, απ’ τη στιγμή που έφτασε στο στρατόπεδο. Το εστιατόριο
ήταν εντελώς άδειο εκείνη την ώρα. Οι δυο εστιάτορες κάθισαν κι
αυτοί στο τραπέζι «για να τα πουν καλύτερα».
- Το φαγητό και το κρασί δικά μας Φίλιππε!
- Μόνο το κρασί!...Τώρα δεν χρειάζεται να…προστατεύετε,
όπως τότε, τα άπορα γυμνασιόπαιδα…Αν την εποχή εκείνη όλοι οι
πελάτες σας ήταν σαν κι εμάς θα είχατε φαλιρίσει…
Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη και χαρούμενη. Θυμήθηκαν την
παλιά δύσκολη ζωή που πέρασαν πριν από δέκα, περίπου, χρό-
νια. Και, τότε, ξαφνικά πρόβαλε στην είσοδο ο Κώστας Οικονομί-
δης, ο παλιός φίλος, συγχωριανός και συμμαθητής του. Είχε
προσληφθεί στην αστυνομία πόλεων και υπηρετούσε στο αστυνο-
μικό τμήμα της πλατείας Συντάγματος. Η άδεια του είχε λήξει και τη
Δευτέρα θα έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα. Για αρκετή ώρα μί-
λησαν για τα παλιά και θυμήθηκαν τη «μεγάλη αγάπη τους», τον
καθηγητή Θανάση Σιοφιρά που τους είχε και τους δυο «στο στό-
χαστρο και τους άλλαξε τα φώτα».
- Α, να μην στα λέω Φίλιππε! Ο Σιοφιράς έπαθε από μένα ένα
κάζο που θα το φυσά και δεν θα κρυώνει…Τον οδήγησα στο Τμή-
μα, δηλαδή για να κυριολεκτώ, ως την πόρτα του Τμήματος, φοβε-
ρίζοντάς τον ότι θα τον…μηνύσω για αλητεία…Δεν με γνώρισε και
κυριολεκτικά τρομοκρατήθηκε…
- Για πες μου Κώστα τι συνέβη;…Υποψιάζομαι πως υπήρξαν
συνταρακτικά γεγονότα… Για πες μου!
Ο Οικονομίδης του διηγήθηκε πως, μια μέρα που ήταν σε υ-
πηρεσία στο Ζάππειο, βρήκε σε μια σκοτεινή γωνιά τον Σιοφιρά με
μια γυναίκα της ηλικίας του. Κάθονταν ήσυχοι χωρίς να υπάρχει
κάτι επιλήψιμο και παράνομο στην όλη εμφάνιση και στη στάση
τους. Όταν έριξε το φως του φακού στο πρόσωπο του άντρα, αμέ-
σως αναγνώρισε τον «αγαπημένο τους καθηγητή» και θυμήθηκε
τα καψόνια που τους έκανε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου.
Τους ζήτησε ταυτότητες αλλά η γυναίκα δεν την είχε μαζί της. Ο

237
Οικονομίδης τους είπε, με κοφτή άγρια φωνή, πως θα έπρεπε να
τον ακολουθήσουν στο Αστυνομικό Τμήμα της οδού Φιλελλήνων
«για εξακρίβωση στοιχείων». Η γυναίκα έτρεμε σαν ψάρι απ’ το
φόβο της. Ο Σιοφιράς άρχισε να εκλιπαρεί «ιπποτικά» για ν’ απαλ-
λάξει τη φίλη του από μια τέτοια δοκιμασία.
- Κύριε αστυφύλαξ, δεν νομίζω πως διαπράξαμε αδίκημα, αλ-
λά αφού το θέλετε είμαι πρόθυμος να σας ακολουθήσω…Η κυρία
όμως δεν έχει κανέναν λόγον να έρθει μαζί μας…Θα σας δώσω τα
στοιχεία της και θα μπορείτε να τα εξακριβώσετε οποτεδήποτε.
Ο Οικονομίδης έδειξε ότι υποχωρεί κι άφησε τη γυναίκα να
φύγει. Στον Σιοφιρά όμως ισχυρίστηκε πως, η περιοχή όπου εντο-
πίστηκε μαζί με τη φίλη του, ήταν ύποπτη «για συγκέντρωση ανώ-
μαλων κι εγκληματικών ατόμων» και γι’ αυτό ήταν υποχρεωμένος
να τον οδηγήσει στο Τμήμα.
Περπατώντας για να βγουν απ’ το Ζάππειο και να διασχίσουν
τη λεωφόρο Αμαλίας τον ρώτησε, δήθεν αδιάφορα, για το επάγ-
γελμά του. Μετά διάβασε το όνομά του στην ταυτότητα και έκανε
πως προσπαθούσε να θυμηθεί που είχε ξανακούσει αυτό το όνο-
μα. Μάλιστα, τον ρώτησε αν είχε ξανασυλληφθεί και αν είχε οδη-
γηθεί στο Τμήμα της Φιλελλήνων.
- Μα τι λέτε κύριε αστυφύλαξ! Είμαι ένας φιλήσυχος και νομι-
μόφρων πολίτης…Είμαι καθηγητής Γυμνασίου…
- Σιοφιράς…Σιοφιράς…Μήπως κύριε Σιοφιρά υπηρετήσατε
στις Σέρρες;
- Βεβαίως, βεβαίως…Είχα υπηρετήσει στο πρώτο Γυμνάσιο
Αρρένων γύρω στο πενήντα…Είστε Σερραίος κύριε αστυφύλαξ;
Είχαν φτάσει μπροστά στην είσοδο του αστυνομικού τμήμα-
τος. Ο Οικονομίδης θεώρησε πως, το καψόνι ήταν αρκετό για να
βγάλει το άχτι του γι’ αυτά που πέρασε απ’ τη σκληρότητα και κα-
κότητα του Σιοφιρά.
- Και μετά τι έγινε Κώστα; Πώς αντέδρασε όταν του είπες ότι
υπήρξες μαθητής του; τον ρώτησε ο Φίλιππος.
- Ανέπνευσε με ανακούφιση σαν να ‘φυγε ολόκληρη τσιμεντό-
πλακα απ’ το στήθος του…Του έδωσα την ταυτότητα, του υπενθύ-
μισα τα μαρτύρια στα οποία με υπέβαλε και τον άφησα να φύ-
γει…Δεν το σήκωνε η συνείδησή μου να παραπέμψω στον εισαγ-

238
γελέα «για αλητεία» έναν άνθρωπο που, ως καθηγητής, μου έμαθε
πέντε γράμματα…
Η συζήτηση των δυο φίλων, συγχωριανών και παλιών συμμα-
θητών περιστράφηκε γύρω από το θέμα της ανεξέλεγκτης εξου-
σίας κάποιων ανθρώπων και τη δυνατότητά τους να προξενήσουν
πόνο και θλίψη σ’ άλλους. Ο Σιοφιράς δεν διέπραξε κανένα αδίκη-
μα, αλλά ο Οικονομίδης είχε τη δύναμη και την εξουσία να τον ε-
ξευτελίσει ως άνθρωπο και να τον μπλέξει σε φοβερές περιπέτειες,
αν έκανε «θεμιτή κατάχρηση» του νόμου. Μπορούσε να οδηγήσει
τον άλλοτε καθηγητή του στο Τμήμα για εξακρίβωση, μπορούσε με
αναφορά του να «θεωρήσει ύποπτες τις κινήσεις του σε σκοτεινή
περιοχή του Ζαππείου», να κινήσει τη διαδικασία για τη λήψη δακ-
τυλικών αποτυπωμάτων και γενικά να προβεί σε ενέργειες που θα
τραυμάτιζαν ανεπανόρθωτα το κύρος και την προσωπικότητα του
Σοφιρά. Αλλά κι εκείνος, τότε, στη δεκαετία του πενήντα, έπαιζε με
τους μαθητές του τα ίδια παιχνίδια εξουσίας. Ήταν ο ισχυρός, ο ε-
ξουσιαστής και οι μαθητές του οι υπήκοοί του. Μπορούσε να τους
μαθαίνει γράμματα αλλά και να τους εξευτελίζει. Κατάληξαν στο
συμπέρασμα πως, ακόμα και ο πιο ασήμαντος άνθρωπος, έρχον-
ται στιγμές που αποκτά μια πύρινη και καταστροφική δύναμη που
μπορεί να φέρει τη δυστυχία σ’ αθώους και φιλήσυχους ανθρώ-
πους. Αν τέτοιοι διαβολεμένοι άνθρωποι είναι σημαντικοί κι αξιό-
λογοι σαν επαγγελματίες, σαν επιστήμονες ή σαν πολιτικοί και
πιστεύουν πως είναι οι ευλογημένοι του Θεού για να καταδυνα-
στεύουν τους άλλους, μπορούν να οδηγήσουν ολόκληρες κοινω-
νίες ή έθνη στη δυστυχία και τον αφανισμό.
Όταν έφυγε απ’ το εστιατόριο και ανηφόρισε προς το σπίτι, ο
ήλιος έγερνε προς τη δύση. Ένιωθε κουρασμένος αλλά και ήρεμος,
παρά τις έντονες συγκινήσεις εκείνης της μέρας. Πέρασε από το
παραδοσιακό κτίσμα της Λέσχης Αξιωματικών, λίγες δεκάδες με-
τρα πέρα απ’ την πλατεία Ελευθερίας. Καμιά κίνηση στην είσοδο
και στο τμήμα του προθάλαμου που φαινόταν, αλλά ούτε και στο
υαλόφρακτο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Καθώς ανηφόρι-
ζε στο δρομάκι, προς το Γυμνάσιο, θυμήθηκε ένα περιστατικό που
είχε συμβεί στη Λέσχη και με κόπο κρατήθηκε για να μην ξεσπάσει
σε γέλια. Είχε εντελώς ηρεμήσει, μετά τις τόσο έντονες συγκινήσεις
που πέρασε για ώρες, περιμένοντας τα αποτελέσματα του οικονο-

239
μικού ελέγχου. Όμως, όλα τώρα είχαν τακτοποιηθεί με τον καλύτε-
ρο τρόπο, χάρη σ’ ένα τόσο ασήμαντο αλλά μαγικό χαρτάκι.

«Avanti o popolo, bandiera rossa…»

Πριν από λίγες μέρες και όταν η μεγάλη, η πελώρια τραπεζα-


ρία της Λέσχης, ήταν κατάμεστη από αξιωματικούς συνέβη κάτι
που, αν το αντιλαμβανόταν ο στρατηγός Δημόπουλος, θα έριχνε
τόσες μέρες αυστηρής κράτησης και φυλάκισης, ώστε θα συμπλή-
ρωνε ολόκληρον αιώνα.
Ο Φίλιππος καθόταν, όπως συνήθιζε, σε μια άκρη της αίθου-
σας παρέα με έφεδρους δόκιμους ανθυπολοχαγούς. Επικρατούσε
μια ασυνήθιστη ησυχία στην αίθουσα, που την διέκοπτε ο ήχος
από τα μαχαιροπίρουνα και κάποιες ιταλικές καντσονέτες από το
ραδιοφωνάκι ενός λοχαγού, ο οποίος καθόταν σε τραπέζι δίπλα
στο διάδρομο που οδηγούσε στο θεωρείο του εξώστη. Εκεί, συνή-
θως, έτρωγε ο στρατηγός παρέα με τον γνωστό για τη σκληρότητά
του επιτελάρχη Ρουφογάλη.
Κάποια στιγμή, ο αξιωματικός υπηρεσίας της Λέσχης φώναξε
δυνατά ότι «ερχόταν ο στρατηγός» και σε λίγο ακούστηκε το πρόσ-
ταγμα «Εγέρθητι! Προσοχή!». Ακολούθησαν δυνατοί θόρυβοι από
μαχαιροπίρουνα και πιατικά και σε δευτερόλεπτα έπεσε νεκρική
σιγή. Μόνο το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό στη διαπασών, αλλά κι ε-
κείνο σταμάτησε σχεδόν αμέσως για λίγο, ενώ ο εκφωνητής κάτι
είπε στα Ιταλικά. Την ώρα που ο στρατηγός με τον επιτελάρχη φά-
νηκαν στο διάδρομο για να ανεβούν στο θεωρείο του εξώστη και
δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, άρχισε ξαφνικά στο ραδιό-
φωνο ένας ύμνος, κάτι σαν εμβατήριο, που ταίριαζε απόλυτα με το
ρυθμό του βηματισμού τους. Ήταν σαν το γνωστό εμβατήριο που
παίζουν οι μπάντες στις παρελάσεις ή στις επίσημες γιορταστικές
εκδηλώσεις όταν προσέρχονται ανώτατα κρατικά στελέχη. Έμοιαζε
σαν ένα είδος μουσικής υπόκρουσης στο βηματισμό και στο ναπο-
λεόντειο ύφος του μικροκαμωμένου στρατηγού, που βάδιζε στον
μαρμαροστρωμένο διάδρομο της μεγάλης αίθουσας.

240
Τη στιγμή εκείνη της απόλυτης ησυχίας, τα λόγια του ιταλικού
εμβατήριου έφταναν ολοκάθαρα και στις πιο απόμερες πλευρές
της αίθουσας…«Αβάντι ο πόπολο, μπαντιέρα ρόσα…» τραγου-
δούσε η χορωδία από άνδρες και γυναίκες, ως την ώρα που ο
στρατηγός κάθισε στο θεωρείο του και τον μιμήθηκαν όλοι οι αξιω-
ματικοί της αίθουσας. Κάποιος έκλεισε γρήγορα το ραδιοφωνάκι.
Ο Φίλιππος καθόταν δίπλα σε έναν δόκιμο απ’ τη Δράμα, που
υπηρετούσε σε μονάδα του πυροβολικού, σε στρατόπεδο που
βρισκόταν νοτιοανατολικά της πόλης και συναντιόταν μαζί του μό-
νο στη Λέσχη και πάντα στο ίδιο τραπέζι. Κάποια στιγμή, ο άλλος,
έσκυψε προς το μέρος του Φίλιππου εμπιστευτικά, θα ‘λεγε κανείς
συνωμοτικά, κι άρχισε να σιγομουρμουρίζει στα Ιταλικά την λομ-
βαρδέζικη λαϊκή μελωδία, η οποία προσαρμόστηκε στον ύμνο της
τροτσκιστικής ιταλικής Αριστεράς.
- «Αβάντι ο πόπολο, α λα ρισκόσα, μπαντιέρα ρόσα τριομφε-
ρά»…Αν ο «Αυτίκας» ήξερε ιταλικά θα μας έστελνε όλους στο εκ-
τελεστικό απόσπασμα…Τί λες Φίλιππε; Έχω δίκιο ή όχι;
«Αυτίκα» αποκαλούσαν όλοι σκωπτικά τον μικρόσωμο και κο-
καλιάρη στρατηγό, ο οποίος είχε μεγάλα αφτιά.
- Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους αλλά, πάντως, εσένα Χάρη
θα σε κρεμούσε ανάποδα στην αυλή του στρατηγείου…Ιδίως αν
μάθαινε πως σπούδασες στην Ιταλία του Τολιάτι και του Γκράμσι…
Ένας από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού τους ρώτησε τι
συζητούσαν τόσο εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα.
- Α, τίποτα! μιλάμε με τον Χάρη για το φαγητό…Σήμερα είναι
θαυμάσιο! Μου ‘ρχετε να ζητήσω και δεύτερο πιάτο, απάντησε ο
Φίλιππος και δεν ξαναμίλησε ως το τέλος του γεύματος.
Αυτό το συμβάν στη Λέσχη Αξιωματικών Σερρών, στις αρχές
του 1960, αποτυπώθηκε βαθειά στη μνήμη του Φίλιππου Στερ-
γιάδη. Πυκνά συχνά ερχόταν στο μυαλό του σε στιγμές που ούτε
και ο ίδιος περίμενε. Ίσως είχε και κάποια σχέση με τα βιώματα της
νηπιακής του ηλικίας, όταν ο παππούς του, ο Νικολάκης, του τρα-
βούσε χαϊδευτικά το αφτί κάθε φορά που έκανε αταξίες κι έλεγε
στους γύρω του «πως αυτός ο μπολσεβίκος σήκωσε κόκκινη
μπαντιέρα».
Μετά από κάποια χρόνια, όταν είχε βελτιώσει ακόμα πιο πολύ
τα ιταλικά του έψαξε, από περιέργεια, να βρει τον ύμνο των Ιταλών

241
κομμουνιστών στη βιβλιοθήκη του Ιταλικού Ινστιτούτου Θεσσα-
λονίκης. Με τις γνώσεις του απ’ το πανεπιστήμιο σε πολιτικά και
οικονομικά θέματα, αλλά και τις πλούσιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις
που απέκτησε διαβάζοντας με απληστία όποιο κείμενο έπεφτε στα
χέρια του, μπόρεσε να σχηματίσει μια προσωπική γνώμη για τα
πολιτικά συστήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης και τη σχέση
τους με την ελευθερία, τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη ή
την αγάπη προς την πατρίδα.
Ο ύμνος, σε μια απ’ τις στροφές, αναφέρεται στον ιδανικό
κόσμο της εργατιάς και του προλεταριάτου, ο οποίος θα δημιουρ-
γούσε μια παγκόσμια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν πλέον ούτε
εχθροί, ούτε σύνορα…«Νον πιού νεμίτσι, νον πιού φροντιέρε». Σ’
άλλο σημείο επισημαίνεται πως μόνο στον κομμουνισμό υπάρχει
«πάτσε ε λιμπερτά», Ειρήνη και Λευτεριά.
Και πριν ακόμα αποκαλυφθούν οι σταλινικές πρακτικές των
χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίες βρίσκονταν σε πλή-
ρη αντίθεση μ’ ανθρωπιστικές διακηρύξεις, που ήταν σχεδόν ταυ-
τόσημες με τις βασικές ιδέες του χριστιανισμού, ο Φίλιππος γνώρι-
ζε πως οι ηγέτες που επαγγέλονταν αυτόν τον αγγελικό κόσμο της
«ειρήνης και λευτεριάς» ήταν στυγνοί δικτάτορες, πολύ χειρότεροι
από τους μεταπολεμικούς Έλληνες «εθνικόφρονες» συνταγματάρ-
χες της χούντας.
Στην ιστορία υπάρχουν άπειρα παραδείγματα πολλών ανθρω-
πιστικών, δήθεν, ιδεολογιών που στο τέλος κολύμπησαν τους
λαούς στο αίμα. Από την Ιερή Εξέταση που θα είχε το σθένος, με
ιδεολογική άνεση, να ρίξει στην πυρά και τον ίδιο το Χριστό, θα
μπορούσε κάποιος να φτάσει στη Γαλλική Επανάσταση που στο
τέλος, το ιδεολογικό ανθρωπιστικό όραμά της τεμαχίστηκε κάτω
από τις αιματοβαμμένες γκιλοτίνες, στον εθνικοσοσιαλισμό του
Χίτλερ, ένα δήθεν λαϊκό κίνημα, που μετέτρεψε την Ευρώπη σε
απέραντο νεκροταφείο ή στη σταλινική βαρβαρότητα και τρομο-
κρατία.
Αυτή η κακότητα κι η απληστία των ανθρώπων που από-
κτούν εξουσία, είναι ικανή να διαστρεβλώσει και τις καλύτερες
προθέσεις ενός ιδανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ο Φί-
λιππος ήταν μικρός, γύρω στα εννιά του χρόνια, όταν τελείωσε ο
πόλεμος και η γερμανοβουλγαρική κατοχή στο νομό Σερρών. Στην

242
αρχή και πριν αρχίσει ο εμφύλιος, η εξουσία βρισκόταν στα χέρια
των κομμουνιστικών οργανώσεων. Κατά παράξενο τρόπο, ενώ
υπήρχαν καλλιεργημένοι καθοδηγητές, επικράτησαν οι αδιάλλακ-
τοι. Μια απ’ τις πρώτες αποφάσεις τους ήταν «να καθαρίσουν το
χωριό απ’ τους φασίστες και την πλουτοκρατία». Άρχισαν σιωπη-
ρά να δημιουργούν λαϊκό δικαστήριο για ν’ αρχίσουν τις εκκαθαρί-
σεις. Είχαν ήδη μπει στον κατάλογο των προγραφών κάποιοι νοι-
κοκυραίοι, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους δεν είχαν ασχοληθεί
ποτέ με την πολιτική, αλλά κι ούτε συνεργάστηκαν με τις κατοχικές
δυνάμεις. Ευτυχώς, είχε διοριστεί ως ανώτερος κομισάριος της πε-
ριοχής ένας απ’ τους παλιούς κομμουνιστές, που όπως φάνηκε
σταμάτησε τις νόμιμες δολοφονίες με τις «συνοπτικές λαϊκές διαδι-
κασίες».
Το αίμα φέρνει πάντα κι άλλο αίμα. Ο Φίλιππος απεχθανόταν
κάθε μορφή βίας. Ως νέος ονειρευόταν κι αυτός μια κοινωνία ευη-
μερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ειρήνης στην οποία δεν θα υ-
πήρχαν «νον πιού νεμίτσι, νον πιού φροντιέρε», όπως τραγου-
δούσαν οι ενθουσιώδεις επαναστάτες στη «bandiera rossa». Ό-
μως, όλα αυτά τα ήθελε και τα φανταζόταν μέσα σ’ ένα πλαίσιο
πραγματικής δημοκρατίας και ελευθερίας. Ήταν μια χιμαιρική ελπί-
δα.
Πριν αποστασιοποιηθεί από την εφαρμοζόμενη στη Σοβιετική
Ένωση μαρξιστική φιλοσοφία και οικονομική ανάλυση, ο μεγάλος
Έλληνας στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης, μετά τις καταγγελίες
του από το Παρίσι για τη σταλινική δικτατορία, τον κομμουνιστικό
«γραφειοκρατικό καπιταλισμό» και το «νέο σοβιετικό καθεστώς εκ-
μετάλλευσης και καταπίεσης», είχε ήδη διατυπώσει τις απόψεις
του για τον αληθινό δημοκρατικό σοσιαλισμό. Ο Φίλιππος διαισθα-
νόταν πως αν γεννιόταν στη Ρωσία, θα ήταν ευτύχημα γι’ αυτόν αν
θα κατέληγε κάποτε μόνο στα κάτεργα της Σιβηρίας. Η βέργα που
έσπασε στη διμοιρία ημιονηγών γιατί δεν ανεχόταν τη βαρβαρότη-
τα του έφεδρου λοχία, στο σταλινικό καθεστώς θα ήταν μια κίνηση
που θα τον οδηγούσε με βεβαιότητα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το να μιλάει κάποιος για ελευθερία, για δημοκρατία, για λαϊ-
κούς αγώνες ή κοινωνική δικαιοσύνη, δεν σημαίνει πως η ιστορία
δεν τον έχει κατατάξει οριστικά στην βαρβαρότητα ενός δεξιού ή
αριστερού ολοκληρωτικού καθεστώτος. Μετρούν πάντα οι πράξεις

243
και το τελικό αποτέλεσμα και φυσικά όχι οι δημαγωγικές διακηρύ-
ξεις. Ο αριβίστας, δήθεν, προοδευτικός πολιτικός δεν ξεπλένεται
στην κολυμβήθρα του αγνού και άδολου σοσιαλισμού, σύμφωνα
με τους όρους της κίνησης των διανοουμένων του Παρισιού, οι
οποίοι μίλησαν για «σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Στεργιάδης είχε πολύ κα-
λά κατανοήσει, πόσο δυσδιάκριτα είναι τα σύνορα ανάμεσα στο
σοσιαλισμό και στη βαρβαρότητα, με την ευρύτητα που έδωσε στις
δυο αυτές λέξεις η ομάδα Καστοριάδη. Η μεγάλη οικονομική κρίση
του 2009 έδειξε πόσο πιο βάρβαρος μπορεί να είναι ένας χαμαιλε-
οντικός σοσιαλισμός, σε σημείο που η καπιταλιστική βαρβαρότητα
να μοιάζει με ολόλευκο αγγελούδι.
Ο ευρωπαϊκός ψευδοσοσιαλισμός, ένας όρος που δημιούρ-
γησαν κάποιοι διανοούμενοι του μεσοπολέμου, είναι πολύ πιο επι-
κίνδυνος κι αδίστακτος από τον πιο βάρβαρο καπιταλισμό. Είναι
ένα λεκτικό, ένα κούφιο βερμπαλιστικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα
από διαπλεκόμενους απατεώνες, δήθεν, σοσιαλιστές. Ο κίνδυνος
απ’ αυτούς για το λαό είναι διπλός. Ο πολίτης, όταν βλέπει νηστικό
λιοντάρι, γνωρίζει πως πρέπει να προστατευθεί. Όταν βλέπει προ-
βιά αρνιού κι από πίσω προβάλλουν τα σαγόνια του πάνθηρα, εί-
ναι πολύ αργά για άμυνα. Ο «αγωνιστής της δημοκρατίας» με την
προβιά σε καταβροχθίζει πριν προλάβεις να συνέλθεις απ’ τη σασ-
τιμάρα. Και συνήθως ξέρει να τρώει καλά και να φυλάγεται ακόμα
καλύτερα απ’ τις κακοτοπιές, γιατί σ’ αυτόν τον πολιτικό χώρο έ-
χουν ενταχθεί, σ’ όλη την Ευρώπη, οι πιο μορφωμένοι και οι πιο
ταλαντούχοι πολίτες αλλά και οι μεγαλύτεροι και οι πλέον επικίν-
δυνοι αριβίστες κι απατεώνες. Μερικοί από αυτούς τους τελευ-
ταίους, αν και ως κρατικοδίαιτοι λυμαίνονται τα κρατικά ταμεία, δεν
διστάζουν να διαλαλούν τη δυστυχία τους «που γεννήθηκαν Έλλη-
νες», ενώ επιδιώκουν να «εκπολιτίσουν» τους συμπατριώτες τους
σύμφωνα με τις συνταγές δουλοπρέπειας που τους πασάρουν τα
αόρατα αφεντικά τους. Φαίνεται πως, ως λαός, οι Έλληνες εκπολι-
τίστηκαν αρκετά γιατί λίγοι, ως τώρα, τόλμησαν να εξηγήσουν σ’
αυτούς τους σύγχρονους Εφιάλτες την έννοια της ελαστικής εθνι-
κής συνείδησης, η οποία εγγίζει τα όρια της απατρίας και της προ-
δοσίας.

244
Αυτός ο σοσιαλισμός της απάτης, είναι το πιο ύπουλο κι απ-
άνθρωπο ιδεολογικό σχήμα του νεολιμπεραλισμού, του μονετα-
ρισμού και της παγκοσμιοποίησης, αφού με το ψευδεπίγραφο
προσωπείο ενός εκσυγχρονιστικού πολιτικού συστήματος, πα-
ραπλανά τις μάζες για να υπηρετήσει την πιο σκληρή μορφή του
καπιταλισμού.

245
XVI

Η μετάθεση στα σύνορα

Το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη ως τα Γιάννενα ήταν υπερβο-


λικά κουραστικό κι επικίνδυνο. Ο δρόμος ήταν στενός, ανηφορικός
και με απότομες στροφές, ιδίως μετά την Καλαμπάκα. Η διαδρομή
απ’ την Κατάρα, μέσα από ένα δάσος με πανύψηλα έλατα, ήταν
πανέμορφη αλλά και υπερβολικά επικίνδυνη. Το σαραβαλιασμένο
λεωφορείο μούγκριζε σαν πληγωμένο θηρίο στις απότομες ανη-
φορικές στροφές, πριν και μετά το Μέτσοβο. Όταν, κάποια στιγμή
πάνω απ’ τις κορφές φάνηκε η πόλη κι η φημισμένη λίμνη της, ο
Φίλιππος πίστεψε πως το πολύωρο μαρτύριο είχε τελειώσει αλλά
διαψεύστηκε. Από κακό υπολογισμό του οδηγού η μια ρόδα βγήκε
έξω απ’ το δρόμο, αφού πρώτα χτύπησε στη μύτη ενός αιχμηρού
βράχου. Η ρόδα αιωρούνταν στον αέρα, ενώ από κάτω έχασκε μια
χαράδρα που έφτανε ως τις ακτές τις λίμνης. Κάτι γελάδες που έ-
βοσκαν εκεί φαίνονταν, λόγω της απόστασης, σαν ψεύτικες μινια-
τούρες. Οι επιβάτες είχαν κατεβεί από το λεωφορείο και παρακο-
λουθούσαν έντρομοι τις επικίνδυνες μανούβρες του οδηγού, ο ο-
ποίος με τη βοήθεια του εισπράκτορα προσπαθούσε να επαναφέ-
ρει το όχημα στον κανονικό δρόμο.
Το λεωφορείο, από τα Γιάννενα για τους Φιλιάτες της Θεσ-
πρωτίας, ξεκίνησε με καθυστέρηση μισής ώρας. Ο νεαρός έφεδ-
ρος αξιωματικός θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο σύνταγμα της
όγδοης Μεραρχίας που είχε την έδρα του σ’ αυτή την κωμόπολη
της Ηπείρου.
Με έκπληξη και χαρά, όταν αργά το απόγευμα έφτασε στο
στρατόπεδο, συνάντησε εκεί τον Διαμαντή Δάλλα, που είχε φτάσει
στους Φιλιάτες μια μέρα πιο μπροστά και είχε ήδη νοικιάσει δωμά-

246
τιο. Το ίδιο βράδυ βρέθηκε ένα δωμάτιο, στο διπλανό σπίτι και για
τον Φίλιππο.
Η ανάθεση των νέων καθηκόντων του έγινε την επόμενη μέ-
ρα. Ο υπασπιστής του συντάγματος τον ρώτησε αν, λόγω εμπει-
ρίας, ήθελε να αναλάβει τη μονάδα εφοδιασμού ή αν προτιμούσε
τη διοίκηση διμοιρίας. Προτίμησε το δεύτερο. Τοποθετήθηκε ως
διμοιρίτης στον πρώτο λόχο, στον οποίο είχε τοποθετηθεί και ο
Διαμαντής. Μέσα σε λίγους μήνες η αρχική συμπάθεια των δυο
νεαρών αξιωματικών μετατράπηκε σε μια δυνατή αδερφική φιλία.
Ήταν αχώριστοι στο στρατόπεδο, αλλά και τ’ απογεύματα και τα
σαββατοκύριακα περνούσαν μαζί τις ελεύθερες ώρες τους στην
κωμόπολη. Μάλιστα, χαριεντιζόμενοι στην αρχή αυτοχρίστηκαν
«κουμπάροι», ώσπου ο Διαμαντής του έκανε την επίσημη πρότα-
ση να τον παντρέψει αυτός με την Ηρώ και να γίνουν πραγματικοί
κουμπάροι.
Στους δυο τρεις μήνες που ακολούθησαν, ο Φίλιππος είχε με-
ταβεί στα Γιάννενα για να μετεκπαιδευτεί για ένα τριήμερο σε θέμα-
τα στρατολογίας, ενώ μετεκπαιδεύτηκε και στην Καλαμπάκα για
δυο εβδομάδες στην καταστροφή των ελαττωματικών και των «μη
εκρηγνυομένων βλημάτων» στις ασκήσεις πυροβολικού και όλ-
μων.
Όταν επέστρεψε από την Καλαμπάκα του ανάθεσαν τη διοί-
κηση των τριών τελευταίων φυλακίων, απ’ την πλευρά της Κέρκυ-
ρας, που βρίσκονταν σε μια μακρόστενη λωρίδα της ελληνοαλβα-
νικής μεθορίου. Η έδρα της διμοιρίας ήταν στη Σαγιάδα και τα άλλα
δυο φυλάκια στο Μαυρομάτι και στον Κάτω Αετό.
Τις πρώτες μέρες, μετά την άφιξή του στη Σαγιάδα, τις αφιέ-
ρωσε σε μια προσπάθεια να γνωρίσει την περιοχή δικαιοδοσίας
του. Το τελευταίο του φυλάκιο, ο Κάτω Αετός, βρισκόταν στην άκ-
ρη μιας μακρόστενης και δύσβατης λωρίδας γης. Με τα πόδια ή με
τα μουλάρια της διμοιρίας χρειαζόταν γύρω στις δυο ώρες για να
φτάσει ως εκεί. Η καλύτερη προσέγγιση γινόταν με ψαροκάικο το
οποίο όμως, με εντολή της διοίκησης του συντάγματος, προσέγγιζε
το φυλάκιο μόνο για τη φορτοεκφόρτωση εφοδίων ή σε έκτακτα
συμβάντα, όπως η αρρώστια ή ο τραυματισμός κάποιου στρατιώτη
του φυλακίου.

247
Οι λοφίσκοι της «λωρίδας» ήταν ιδανικοί για βοσκή ζώων και
για το λόγο αυτό οι κτηνοτρόφοι της περιοχής διαπληκτίζονταν
συχνά και χρησιμοποιούσαν πολιτικά και στρατιωτικά «μέσα» για
να κερδίσουν στους πανάκριβους αλλά και «ελεγχόμενους» διαγω-
νισμούς, ώστε να νοικιάσουν τα πλούσια εκείνα βοσκοτόπια στην
επιτηρούμενη παραμεθόρια περιοχή.
Την πρώτη κιόλας μέρα αυτής της εξόδου του στη λωρίδα,
γνώρισε έναν αρχιτσέλιγκα που, με κάποιους υποτακτικούς του,
επιτηρούσε τις εργασίες που πραγματοποιούσαν σ’ έναν πρόχειρο
καταυλισμό καμιά δεκαπενταριά άντρες και γυναίκες. Είχαν στη
σειρά καζάνια πάνω σε πεζούλια από μεγάλες πέτρες κι έβραζαν
το γάλα που είχαν αρμέξει πιο πριν. Ήταν μια υπαίθρια επιχείρη-
ση που προετοίμαζε το βρασμένο γάλα με τσαντίλες και συσκευές
αποβουτύρωσης, πριν οι συγκεντρωμένες ποσότητες σταλούν στο
τυροκομείο.
Ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο απόλυτος άρχοντας μιας οικογένειας,
μιας φάρας, η οποία υπηρετούσε πειθήνια και πειθαρχημένα τα
συμφέροντα μιας τεράστιας επιχείρησης με εφτά ή οχτώ χιλιάδες
πρόβατα και κατσίκια. Ο λοχίας Μαντρεκάς που συνόδευε το Φί-
λιππο φρόντισε να τον ενημερώσει έγκαιρα.
- Λέγεται Καλέμπας και είναι πανίσχυρος στην περιοχή… Κά-
νει παρέα με υπουργούς και βουλευτές και καταδέχεται να προ-
σκαλεί σε γεύματα συνταγματάρχες και στρατηγούς…Μην τον
βλέπετε έτσι αγαθιάρη και καλοσυνάτο…Αν σας πατήσει στο λαιμό
θα τραγουδά καθώς θα σας βλέπει να πνίγεστε…Δεν χαρίζει κά-
στανα ούτε στη μάνα που τον γέννησε!
Ο αρχιτσέλιγκας τους πλησίασε χαμογελαστός και αφού αυ-
τοσυστήθηκε, απευθύνθηκε χαμογελώντας προς το Φίλιππο.
- Όπως βλέπεις, κύριε φρούραρχε, το ψωμί μας το βγάζουμε
όχι μόνο με ιδρώτα αλλά και αίμα…Εδώ, κάτω απ’ τον ήλιο και τη
βροχή ξεψυχάμε για να επιβιώσουμε…Θέλω κύριε φρούραρχε και
τη δική σου συμπαράσταση.
- Ποια συμπαράσταση! Απ’ ότι έμαθα δικαιωματικά βρίσκεστε
στη λωρίδα, μετά από διαγωνισμό…Με ποιο τρόπο είναι δυνατόν
να σας συμπαρασταθώ;…
- Ε, καμιά φορά τα παιδιά ξεχνιούνται και πλησιάζουν ίσως
περισσότερο απ’ ότι πρέπει τις πυραμίδες στα σύνορα…Δεν είναι

248
δα και έγκλημα! Ο υπολοχαγός του Άλφα δύο, ο κύριος Μπουρνέ-
κας, δίνει πάντα αυστηρές οδηγίες εδώ στα παιδιά του φυλακίου
για να μας συμπεριφέρονται σαν ζώα…Ενημέρωσα φυσικά τις
προάλλες τον συνταγματάρχη και θα περιμένω λίγο πριν αποφα-
σίσω να παραπονεθώ στο στρατηγό…
- Κύριε Καλέμπα, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί θέμα
για κάτι που μπορούμε να τακτοποιήσουμε εδώ, οι δυο μας, αν
κάποτε υπάρξει τέτοιο πρόβλημα…Σας μιλώ έντιμα πως ο κύριος
Μπουρνέκας δεν μου είπε ούτε λέξη για σας…Σας το βεβαιώνω,
απάντησε ο νεαρός αξιωματικός με διπλωματικό τρόπο.
- Χαίρομαι ιδιαίτερα κύριε φρούραρχε, που ως το φθινόπωρο
θα μπορώ να συνεννοούμαι μ’ έναν ευγενικό αξιωματικό σαν κι ε-
σένα…
Όταν απομακρύνθηκαν, γεμάτος περιέργεια ο Φίλιππος ρώ-
τησε τον λοχία για ποιο λόγο ο Καλέμπας τον αποκάλεσε «κύριο
φρούραρχο». Νόμιζε πως ήταν μια λεκτική υπερβολή του αρχιτσέ-
λιγκα, ο οποίος αντί να τον προβιβάσει στο βαθμό του μόνιμου αν-
θυπολοχαγού, τον ανακήρυξε χωρίς καθυστέρηση φρούραρχο της
περιοχής. Ο λοχίας τον ενημέρωσε πως, ο διοικητής της διμοιρίας
αποκαλούνταν τιμητικά «φρούραρχος Σαγιάδας», διότι υπήρχε
σχετική διαταγή της Μεραρχίας με την οποία, σε έκτακτες περιπ-
τώσεις, η Αστυνομία και τα Τάγματα Εθνοφυλακής της περιοχής
Σαγιάδας υπάγονταν στις διαταγές και την εξουσία του. Κανένας
δεν τον είχε ενημερώσει για αυτό, αλλά όταν γνωρίστηκε με τον
αστυνομικό σταθμάρχη της Σαγιάδας, τον ενωμοτάρχη Παπέτη,
εκείνος του έδειξε τη σχετική διαταγή αλλά και το πρόχειρο πτυσ-
σόμενο κρεβάτι που βρισκόταν σε ένα μικρό δωμάτιο του αστυνο-
μικού τμήματος και προοριζόταν «για τον κύριο Φρούραρχο». Ή-
ταν στη διάθεσή του όποια στιγμή ήθελε να το χρησιμοποιήσει και
κυρίως τα μεσημέρια, όταν θα βρισκόταν στο χωριό με παρέα και
θα βαριόταν να επιστρέψει στην έδρα της διμοιρίας, στο λόφο που
δέσποζε πάνω απ’ το χωριό.

249
Ο παράξενος ασυρματιστής

Τρεις μέρες μετά την άφιξη του Φίλιππου στη Σαγιάδα, ο α-


συρματιστής της διμοιρίας διατάχθηκε να κατεβεί στους Φιλιάτες
και να παρουσιαστεί στο Άλφα δύο, στον υπολοχαγό Μπουρνέκα.
Ήταν ένας κοντόχοντρος στρατιώτης, με ίσια γλυμμένα μαλλιά και
λεπτό τσιγγάνικο μουστάκι.Τα μάτια του λίγο γουρλωμένα και πάν-
τα μισοκόκκινα και υγρά, σαν αρρωστιάρικα, κινούνταν ακατά-
παυστα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήξερε τα πάντα αλλά ήταν λι-
γόλογος και με ύφος όλο μυστήριο. Ο λοχίας της διμοιρίας, ο Μαν-
τρεκάς, δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσφορία και την αντιπάθειά
του για το Μαξά, τον Κερκυραίο ασυρματιστή.
- Αυτή η γυφτόφατσα κύριε δόκιμε, πάει να πάρει οδηγίες απ’
τ’ αφεντικό του…Κατά διαστήματα τον καλούν για να τους ενημε-
ρώνει…Για μένα είπε ένα σωρό ψέματα στο λοχαγό μας και μου
άναψαν τα λαμπάκια…Καμιά μέρα αυτό το μαυροτσούκαλο θα
το… ασπρίσω στο ξύλο κι ας φάω μισό χρόνο φυλακή!...
- Ε, σιγά!... Δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος για να λύνουμε
διαφορές…Αν ενεργήσει κατά τρόπο ανάρμοστο να με ενημερώ-
σεις για να επιληφθώ…Έτσι;
Ο Μαξάς γύρισε στο φυλάκιο σε δυο μέρες. Απ’ τις πρώτες
ώρες της επιστροφής του έδειξε μια αφύσικη ευγένεια προς τον
Φίλιππο. Του φερόταν μ’ έναν δουλικό, θα έλεγε κάποιος, τρόπο.
Χωρίς να του το ζητά κανείς, πήγαινε στο μαγειρείο κι έφερνε αυ-
τός το φαγητό στο δωμάτιο του αξιωματικού του, γυάλιζε τις μπό-
τες του, τίναζε και άπλωνε τα κλινοσκεπάσματά του, τροποποιών-
τας αυτόβουλα τις προβλεπόμενες προς το διοικητή της διμοιρίας
διαδικασίες από τους υπεύθυνους. Αυτές οι εργασίες θα έπρεπε να
πραγματοποιούνται από τον μάγειρα και το στρατιώτη θαλαμοφύ-
λακα της συγκεκριμένης μέρας, με την επίβλεψη πάντα, του λοχία.
- Άρχισε τα γλειψίματα κύριε δόκιμε! Προσπαθεί να τα ‘χει κα-
λά με τους ανωτέρους του, ψιθύρισε κάποια μέρα ο λοχίας με
σφιγμένα δόντια.
Ο Φίλιππος όμως ήξερε πως δεν ήταν αυτή η αιτία. Γνώριζε
πως οι περισσότεροι τηλεφωνητές ήταν ενταγμένοι στο δίκτυο πα-
ρακολουθήσεων και πληροφοριών του Άλφα δύο και συνεπώς το
κάλεσμα του Μαξά στους Φιλιάτες, είχε σχέση με τη δική του το-

250
ποθέτηση στη Σαγιάδα. Πρέπει να έλαβε ειδικές οδηγίες, αλλά η
υπερβολική επίπλαστη ευγένειά του τον πρόδωσε. Άλλωστε, ο νε-
αρός αξιωματικός είχε γίνει τόσο καχύποπτος που, αν και φαινο-
μενικά αδιάφορος, περνούσε και την παραμικρή κίνηση ή ενέργεια
των ανθρώπων του περιβάλλοντός του από κόσκινο.
Το κεντρικό κτίσμα του φυλακίου είχε μπροστά μπροστά και
κάτω από ένα μακρόστενο σταθερό στέγαστρο, μια υπερυψωμένη
βεράντα, ελάχιστους πόντους πάνω από το έδαφος. Στην αριστερή
πλευρά βρισκόταν ο κοιτώνας και το γραφείο του διοικητή της δι-
μοιρίας, ενώ στο κέντρο της η φαρδιά δίφυλλη είσοδος οδηγούσε
στον θάλαμο των οπλιτών. Στο διάδρομο της βεράντας, ανάμεσα
στις δυο πόρτες, υπήρχε ένα μακρόστενο γραφείο, όπου ήταν το-
ποθετημένος ο τηλεφωνικός πίνακας και ο ασύρματος της μικρής
μονάδας. Δίπλα, υπήρχαν δυο βαριές ξύλινες καρέκλες. Στη μία,
όπου καθόταν ο Μαξάς τις εργάσιμες ώρες, υπήρχε ένα λεπτό μα-
ξιλάρι, ενώ στην άλλη άκρη του τραπεζιού ήταν τοποθετημένο ένα
παλιό μεγάλο ραδιόφωνο. Όταν ο Φίλιππος δεν κατέβαινε στο χω-
ριό τ’ απογεύματα, καθόταν στη δεύτερη καρέκλα κι απολάμβανε
ελληνικές και ξένες μελωδίες. Οι ιταλικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί α-
κούγονταν πολύ καλά και καθαρά κι έτσι είχε την ευκαιρία ν’ ακούει
συχνά καντσονέτες ή άριες από όπερες, για τις οποίες έδειχνε μια
ιδιαίτερη προτίμηση.
Ένα απόγευμα, ο Μαξάς τράβηξε την καρέκλα του προς το
μέρος του νεαρού αξιωματικού και αφού έριξε γύρω του συνωμοτι-
κές ματιές και βεβαιώθηκε πως δεν τους άκουγε κανένας, είπε πως
είχε κάνει μια «φοβερή ανακάλυψη».
- Τί αποκάλυψη; Για πες μου!...
- Κύριε δόκιμε, πρέπει στη διμοιρία μας να υπάρχει κάποιος
που ακούει κομμουνιστικούς σταθμούς…
- Αυτό που μου λες είναι πολύ σοβαρό…Πώς το κατάλαβες;
- Να κοιτάξτε εδώ, στο τζάμι, στους σταθμούς…Βλέπετε; Εδώ
κι εδώ υπάρχουν δυο γραμμές με κόκκινο μπικ…Είναι στα βραχέα
κύματα…Είναι φανερό!
- Τί είναι φανερό Μαξά; Επειδή είδες δυο γραμμές με μολύβι
στο ραδιόφωνο ανακάλυψες κομμουνιστική γιάφκα στη διμοιρία;
Μου φαίνεται χάζεψες εντελώς…

251
- Όχι κύριε δόκιμε…Μιλάω σοβαρά…Ξέρετε ποιος σταθμός
είναι σ’ αυτή τη γραμμή; Η εκπομπή της Μόσχας στα ελληνικά…
Και σ’ αυτή τη γραμμή είναι το Βουκουρέστι και μιλά δυο τρεις φο-
ρές τη μέρα μια κομμουνίστρια πουτάνα απ’ την Ξάνθη…
- Αν είναι όπως τα λες, θα πρέπει να έχεις συγκεκριμένες α-
ποδείξεις…Από σήμερα θα παρακολουθήσεις με συστηματικό
τρόπο αυτή την περιοχή, εδώ γύρω απ’ το ραδιόφωνο…Θα κα-
ταγράφεις τα πάντα και θα με ενημερώνεις…Έτσι, Μαξά; Τα μάτια
σου δεκατέσσερα…
Ο Φίλιππος προσπαθούσε να μαντέψει το παιχνίδι που σκό-
πευε να παίξει ο ασυρματιστής και επιχειρούσε να τον φέρει σε
δύσκολη θέση για να αναγκασθεί να εκδηλωθεί με πιο ξεκάθαρο
τρόπο…
- Έτσι, Μαξά; τον ξαναρώτησε καθώς τον είδε σκεφτικό και
κάπως διστακτικό.
- Μάλιστα κύριε δόκιμε! Θα φροντίσω όσο μπορώ…
- Ίσως είναι δύσκολο, γιατί θα υπάρχει κάποιο κενό όταν κα-
τεβαίνεις στο χωριό ή όταν σε καλούν στους Φιλιάτες…Θα πω στο
λοχία να επιβλέπει εκείνος διακριτικά το χώρο όταν θα λείπεις ε-
σύ…
Ο Μαξάς τινάχτηκε στη θέση του ανεπαίσθητα, σαν να τον
χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
- Όχι, όχι κύριε δόκιμε…Καλύτερα να το ξέρουμε οι δυο μας…
- Σαν να μου λες πως δεν πρέπει να έχω εμπιστοσύνη και στο
λοχία…Αυτό που λες είναι σοβαρό! Για σκέψου το καλύτερα!
- Δεν είπα τέτοιο πράγμα κύριε δόκιμε…Ίσως δεν σας έδωσα
να καταλάβετε καλά…
Βρισκόταν σε αμηχανία. Άλλοτε έπαιζε με τα δάχτυλα των χε-
ριών του κι άλλοτε έβγαζε κι έβαζε, χωρίς λόγο, τα βύσματα στον
τηλεφωνικό πίνακα.
- Ίσως! απάντησε με συγκατάβαση ο νεαρός αξιωματικός.
Τώρα θα κατεβώ κάτω στην παραλία, στην ταβέρνα του Γιώργου
για να τσιμπήσω κάτι…Ίσως ξαπλώσω μετά το φαγητό στο κρεβά-
τι μου, στην Αστυνομία… Όταν επιστρέψει ο λοχίας απ’ την περι-
πολία να τον ενημερώσεις για όσα είπαμε πριν από λίγο… Φυσικά,
θα μιλήσω κι εγώ μαζί του γι’ αυτό το θέμα…Φεύγω! Μην ξεχάσεις
αυτά που σου είπα…

252
- Μάλιστα κύριε δόκιμε…

Νυχτερινά γεγονότα – Η παγίδα

Εκείνο το απόγευμα η παρέα στην παραλία ήταν εντυπω-


σιακή κι ευχάριστη. Στην αρχή, όταν ο Φίλιππος έπαιζε τάβλι με το
δάσκαλο του χωριού ο οποίος αυτοδιαφημιζόταν ως ο «νούμερο
ένα ταβλαδόρος Σαγιάδας, Φιλιατών, Παραμυθίας και Ηγουμε-
νίτσης», δίπλα τους βρισκόταν μόνο ο ενωμοτάρχης Παπέτης, που
δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για τις συνεχόμενες ήττες του
«πρωταθλητή». Σε λίγο ήρθαν ο πρόεδρος και ο γραμματέας του
χωριού και ο κοινοτικός γιατρός, ένα γεγονός που ο ταβερνιάρης
το χαρακτήρισε σαν σημαντικό, διότι βρίσκονταν εκεί «όλες οι αρ-
χές του τόπου».
Είχε σουρουπώσει και παράγγειλαν ούζο με καλό μεζέ. Ο
Γιώργος, ο ταβερνιάρης, είπε χαριτολογώντας πως ο μεζές θα ή-
ταν «μακεδονικός», κάνοντας αναφορά σε μια στιχομυθία του με
τον Φίλιππο, όταν εκείνος ήρθε για πρώτη φορά στην ταβέρνα και
ζήτησε να του σερβίρουν ένα ούζο. Ο Γιώργος του έφερε το ούζο
με μεζέ ένα μικρό πιατάκι με στραγάλια.
- Τί είναι αυτό; ρώτησε ο Φίλιππος.
- Ο μεζές κύριε ανθυπολοχαγέ…Θέλετε να σας φέρω τίποτ’
άλλο…Καμιά ελιά, καμιά αντσούγια…
- Όταν λέω μεζέ εννοώ μεζέ!...Λουκάνικο, σαλάμι, σουβλάκια,
ταραμά, αλμυρό παστωμένο κολιό, τηγανιτές πατάτες…Τί έχεις απ’
αυτά;
- Από πού είσαι κύριε ανθυπολοχαγέ; Μήπως απ’ τη Μακεδο-
νία;
- Πώς το κατάλαβες;
- Έχω υπηρετήσει στη Μακεδονία…Στην Κοζάνη…Θα σου ε-
τοιμάσω μια αχνιστή «μακεδονίτικη πιατέλα» που να γλύφεις και τα
δάχτυλά σου…Όμως, θα περιμένεις λίγο…
Από τότε ο ταβερνιάρης, όταν τους σέρβιρε ούζο, ρωτούσε
πάντα αν ο μεζές θα ήταν Σαγιάδας ή μακεδονικός.

253
Με μια τόσο ευχάριστη παρέα, ο Φίλιππος δεν κατάλαβε πως
πέρασε η ώρα. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη. Πλησίαζαν μεσάνυχτα
όταν άρχισε ν’ ανηφορίζει το λόφο, μέσα από πυκνά χόρτα, μικρά
δενδρύλλια και πυκνούς θάμνους. Δεν είχε πάρει μαζί του τον φα-
κό κι η ανάβαση, στο ανώμαλο εκείνο έδαφος, ήταν δύσκολη και
μάλιστα μετά από μια οινοποσία, η οποία δεν ξεπέρασε τα όρια
αλλά του έφερε μια αλλόκοτη ευθυμία και ταυτόχρονα κόπωση.
Υπήρχε ο κανονικός ελικοειδής δρόμος, απ’ τη δυτική πλευρά
του λόφου που οδηγούσε στο φυλάκιο, αλλά η απόσταση ήταν τό-
σο μεγάλη που θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να φτάσει στο τέρμα
του. Προτιμούσε πάντα αυτό το δύσκολο δρομολόγιο της ανάβα-
σης του απότομου λόφου για να κερδίζει χρόνο.
Προχωρούσε σχεδόν στα τυφλά. Μόνο επάνω, στην κορφή
του λόφου διακρινόταν αμυδρά το περίγραμμα ενός ορίζοντα που
διαγραφόταν στο φόντο ενός ουρανού με σκουρόχρωμα σύννεφα.
Σταμάτησε για λίγο να ξεκουραστεί. Ένιωσε μια ζεστή ανάσα στο
αριστερό του χέρι. Με αστραπιαία κίνηση τράβηξε το περίστροφο
απ’ τη δερμάτινη θήκη, που κρεμόταν απ’ τη χοντρή ζώνη του και
το χέρι του καρφώθηκε στη σκανδάλη. Το τίναγμα του κεφαλιού
και το σφυριχτό φύσημα της μύτης του τρομαγμένου ζώου, έκαναν
το Φίλιππο να κατεβάσει το όπλο. Έσκυψε όσο μπορούσε πιο πο-
λύ και διέκρινε το κεφάλι και τ’ αφτιά ενός μικρού σκουρόχρωμου
γάιδαρου που στεκόταν, σχεδόν ακίνητος, δίπλα του. Πριν προλά-
βει να κάνει κάποια βήματα άκουσε τα γαβγίσματα από τα δυο πε-
λώρια τσομπανόσκυλα της διπλανής στάνης, που πολλές φορές
τον αντιμετώπιζαν εχθρικά όταν ανέβαινε το λόφο. Σ’ αυτή την πε-
ρίπτωση, φώναζε τον «λέοντα», το εκπληκτικό και πανέμορφο
σκυλί του φυλακίου, ένα πραγματικό αιλουροειδές που, παρά το
όνομά του, έμοιαζε περισσότερο με τίγρη παρά με λιοντάρι.
Ο αέρας είχε δυναμώσει και φάνηκε πως σε λίγο θ’ άρχιζε η
βροχή. Έβαλε τις δυο χούφτες των χεριών του στο στόμα και φώ-
ναξε δυνατά το όνομα του σκύλου. Άκουσε το γνωστό γάβγισμα
και σε λίγο τα πηδήματά του ζώου μέσα απ’ τους θάμνους και τα
χαμόδεντρα. Έφτασε κοντά του κι άρχισε να του γλύφει τα χέρια
και τα πόδια. Τα μαντρόσκυλα σιώπησαν, όπως όλες τις φορές
που έβλεπαν ή άκουγαν τον «Λέοντα» κι έτρεχαν να κρυφτούν στη
στάνη.

254
Όταν έφτασε στην κορφή, ο λοχίας μαζί με τους δυο σκοπούς
του φυλακίου, τον περίμεναν στο φράχτη.
- Ανησύχησα κύριε δόκιμε…Γιατί ξεκινήσατε με τέτοιο καιρό
μόνος σας;...Αν τηλεφωνούσατε απ’ την αστυνομία θα σας έστελνα
έναν ή δυο άντρες για συνοδεία. Τέτοιες μέρες κυκλοφορούν κι οι
διάβολοι!...
Ο λοχίας δεν υπονοούσε μόνο τα μαντρόσκυλα ή τα ερπετά.
Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσαν, τις σκοτεινές κι άγριες νύχτες,
κατάσκοποι και φυγάδες που περνούσαν τα σύνορα από μονο-
πάτια, που δεν μπορούσαν να τα επιτηρήσουν οι νυχτερινές περι-
πολοι και οι «ενέδρες» των φυλακίων της παραμεθόριας γραμμής.
Σε κάποια φυλάκια ή σε παραμεθόρια χωριά είχαν διαπραχθεί κι
ανεξήγητες δολοφονίες χωρικών που, από σύμπτωση, βρίσκονταν
σε λάθος τόπο και σε λάθος ώρα.
- Έχεις δίκιο λοχία! Η σημερινή βραδιά ήταν ακατάλληλη για
νυχτερινό περίπατο…Θα’πρεπε να κοιμηθώ στο αστυνομικό τμή-
μα, είπε μισοαστεία μισοσοβαρά.
Πριν μπει στο δωμάτιό του είδε στην πόρτα του θαλάμου των
οπλιτών και το Μαξά. Τον είδε να πλησιάζει και να κάθεται στον
τηλεφωνικό πίνακα αλλά και να πασπατεύει τον ασύρματο.
- Γιατί σηκώθηκες Μαξά; Πήγαινε να κοιμηθείς…
- Θα πάω σε λίγο κύριε δόκιμε…Τώρα έχασα τον ύπνο μου…
Ο Φίλιππος έβγαλε τα άρβυλα και ξάπλωσε, έτσι με όλα τα
ρούχα που φορούσε, στο κρεβάτι. Το κεφάλι του βούιζε κι ένιωθε
να βαραίνουν τα βλέφαρά του. Ένας ελαφρός θόρυβος, σαν ανε-
παίσθητο σφύριγμα εντόμου, έφτανε συνεχώς στ’ αφτιά του. Στο
αδύναμο φως της ηλεκτρικής λάμπας που κρεμόταν απ’ το ταβάνι,
παρατήρησε τότε πως το ραδιόφωνο της διμοιρίας βρισκόταν στην
άκρη του τραπεζιού, δίπλα απ’ το τηλέφωνο. Ανακάθισε στην άκρη
του κρεβατιού κι αφουγκράστηκε. Δυσκολευόταν να εντοπίσει την
πηγή του παράξενου αδύναμου θόρυβου. Άναψε το φακό του κι
έριξε το δυνατό φως στο ραδιόφωνο. Ήταν κλειστό. Όμως, ο δείκ-
της των σταθμών ήταν σταματημένος στην κόκκινη γραμμή στην
οποία, όπως ο Μαξάς τον είχε ενημερώσει, υπήρχε ο σταθμός της
Μόσχας που μετέδιδε, στα ελληνικά, προπαγανδιστικές εκπομπές.
Ο παράξενος όμως θόρυβος ήταν τώρα πιο ευδιάκριτος. Έριξε το
φως του φακού στο τηλέφωνο. Στην αρχή δεν παρατήρησε κάτι το

255
ασυνήθιστο. Όμως με μια πιο προσεκτική ματιά παρατήρησε πως
το στήριγμα του άγκιστρου του ακουστικού ήταν ελάχιστα, ίσως
κάποια χιλιοστά, ίσως μισό ή ένα πόντο, πιο μακρύ. Φώτισε πε-
ρισσότερο τη βάση του στηρίγματος. Σε κάποιο σημείο της επαφής
του με τον κορμό της βάσης του τηλεφώνου, υπήρχε μια πολύ μικ-
ρή, σχεδόν αόρατη με το μάτι, ξύλινη σφήνα, ίσως μια μύτη από
οδοντογλυφίδα, η οποία εμπόδιζε το στήριγμα να κατεβεί εντελώς
ως το τέρμα του ελατηρίου για να κλείσει τη γραμμή. Το τηλέφωνο
ήταν ανοιχτό με καμουφλαρισμένο τρόπο.
Η διαπίστωση αυτή τον έκανε να φουντώσει από οργή. Ήταν
έτοιμος να σηκωθεί και να μαυρίσει στο ξύλο τον Μαξά, αλλά όπως
συνήθιζε πάντα, κατάφερε κι αυτή τη φορά να ελέγξει τα νεύρα του
και να βάλει το μυαλό του να δουλέψει. Ήταν μια σατανική παγίδα.
Τώρα ήξερε πως ο ασυρματιστής που καθόταν στον πίνακα, δήθεν
για ν’ ακούσει τραγούδια απ’ τον ασύρματο, παρακολουθούσε κά-
θε θόρυβο στο δωμάτιό του έχοντας το βύσμα της γραμμής στην
ανάλογη υποδοχή.
Προσεκτικά, σχεδόν αθόρυβα, άνοιξε το ραδιόφωνο και βρήκε
έναν ελληνικό σταθμό που έπαιζε ελληνικά τραγούδια. Σιγά σιγά
έβαλε τα άρβυλα, χωρίς να δέσει τα κορδόνια και πλησίασε στην
πόρτα. Θα μπορούσε να την ανοίξει απότομα και να τον αιφνιδιά-
σει, αλλά γρήγορα σκέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο να ενεργή-
σει διαφορετικά. Έκανε πως ξεροβήχει πίσω από την πόρτα, πριν
την ανοίξει σιγά σιγά. Ο Μαξάς ήταν τελείως απροετοίμαστος για
μια τέτοια εξέλιξη. Μόλις που πρόλαβε να τραβήξει το βύσμα και
μετά δήθεν ψαχούλευε τα κουμπιά του ασύρματου. Έβγαλε τα α-
κουστικά από τ’ αφτιά του και σηκώθηκε ταραγμένος όταν πλησία-
σε ο Φίλιππος.
- Κι εσείς έχετε αϋπνίες κύριε δόκιμε; ρώτησε με φωνή που
έτρεμε.
- Άστα, έχασα τον ύπνο μου, είπε με προσποιητή αδιαφορία
και έκανε κάποια βήματα προς την αυλή. Ο κινητός σκοπός της
μπροστινής αυλής τον είδε και νόμισε πως ήθελε να του μιλήσει.
- Διατάξτε κύριε δόκιμε, είπε συνεσταλμένα καθώς πλησίαζε.
- Τίποτα, τίποτα Χατζηκώστα…Πήγαινε στη θέση σου…
Υπήρχε μια έντονη αλλά αθόρυβη ανησυχία σ’ όλο το φυλά-
κιο. Ο θαλαμοφύλακας ξεπρόβαλε απ’ την πόρτα και κοίταξε ξαφ-

256
νιασμένος προς τα έξω. Πίσω του φάνηκε ο λοχίας τρίβοντας τα
μάτια του και διέταξε το θαλαμοφύλακα να ξαναμπεί μέσα. Ακόμα
και ο σκύλος του φυλακίου φαινόταν ανήσυχος. Γάβγισε δυο τρεις
φορές κι άρχισε να φέρνει νευρικές στροφές γύρω απ’ την περίφ-
ραξη του φυλακίου.
- Συνέβη μήπως κάτι κύριε δόκιμε; Δεν πρόλαβα καλά καλά να
κοιμηθώ, είπε ο Μαντρεκάς καθώς μάζευε το παντελόνι του κι έσ-
φιγγε τη ζώνη.
- Όχι, φαίνεται πως έχω πιεί μερικά ουζάκια παραπάνω και
έχω βαρυστομαχιάσει…Δεν είμαι συνηθισμένος στο ποτό…Δεν
μου λες λοχία, εσύ διέταξες να βάλουν το ραδιόφωνο στο γραφείο
μου;
- Όχι κύριε δόκιμε…Υποθέτω πως θα το έβαλε ο Μαξάς, είπε
ο λοχίας κοιτάζοντας τον ασυρματιστή.
Ο Φίλιππος έκανε νεύμα και στους δυο να πλησιάσουν κοντά
του και με χαμηλή φωνή απευθύνθηκε στο Μαξά.
- Είπαμε κάποια πράγματα πριν κατεβώ στο χωριό…Δεν ενη-
μέρωσες το λοχία;
- Όχι κύριε δόκιμε…Σκέφτηκα πως αντί να έχουμε το ραδιό-
φωνο εδώ έξω, θα ήταν καλύτερα, για να είμαστε ήσυχοι, να το
τοποθετήσω στο γραφείο σας…
Ο λοχίας λίγο ξαφνιασμένος και φανερά εκνευρισμένος πήρε
το λόγο.
- Δεν μου λες Μαξά!...Σου έδωσε εντολές ο κύριος δόκιμος για
να μ’ ενημερώσεις για κάτι κι εσύ έκανες του κεφαλιού σου;
- Καλά, καλά λοχία, δεν είναι ώρα για εξηγήσεις και παρε-
ξηγήσεις…Θα τα πούμε το πρωί…Εσύ Μαξά πάρε τώρα, αυτή τη
στιγμή, το ραδιόφωνο απ’ το γραφείο μου και βάλτο στη θέση
του…Τώρα αμέσως! διέταξε σε αυστηρό τόνο ο Στεργιάδης.
Ο ασυρματιστής μπήκε στο μικρό δωμάτιο και μετακίνησε κά-
ποια πράγματα απ’ το γραφείο. Ο Φίλιππος έδειχνε αδιάφορος αλ-
λά η ματιά του ήταν καρφωμένη στο τηλέφωνο. Είδε τον Μαξά,
πριν το μετακινήσει λίγο, δήθεν για να διευκολυνθεί στο πιάσιμο
του ραδιοφώνου, να το σέρνει και να πατά ελαφρά προς τα κάτω
το στήριγμα του ακουστικού. Από τον ελαφρό ξηρό κρότο φάνηκε
πως το ελατήριο κάθισε στη βάση του. Απόθεσε το ραδιόφωνο στο

257
τραπέζι του διαδρόμου και έσκυψε για να βάλει το φις στην πρίζα.
Ο λοχίας τον πλησίασε και φαινόταν έτοιμος ν’ αρπαχτεί σε καβγά.
- Έχω μια απορία και δεν θα μπορέσω να κλείσω μάτι αν δεν
μου δώσεις μια λογική εξήγηση…Γιατί έβαλες το ραδιόφωνο μέσα,
αφού είχες αντίθετες εντολές από τον κύριο δόκιμο;
Ο Μαξάς δεν απαντούσε. Στεκόταν αμήχανος, σαν να περίμε-
νε κάποια βοήθεια απ’ το Φίλιππο. Τον κοίταζε επίμονα στα μάτια
σαν να τον ικέτευε για να επέμβει.
- Θα τα πούμε το πρωί…Να, αυτό είπε και ο κύριος δόκιμος,
ψέλλισε στο τέλος.
Ο Φίλιππος προσποιήθηκε πως αντιμετώπιζε το θέμα που εί-
χε δημιουργηθεί σαν κάτι το ασήμαντο και χωρίς ιδιαίτερη σημα-
σία.
- Άντε Μαντρεκά, πήγαινε κι εσύ να κοιμηθείς…Εγώ λέω να
πάμε να κοιμηθούμε όλοι…Νομίζω πως ο Μαξάς ενήργησε με «υ-
περβάλλοντα ζήλο»…Το ‘κανε ίσως για να μας προστατέψει ό-
λους.
Χαμήλωσε τη φωνή του και χτύπησε φιλικά στην πλάτη το λο-
χία, ενώ συμπλήρωνε:
- Ο Μαξάς υποψιάζεται πως κάποιοι απ’ τους στρατιώτες α-
κούν στο ραδιόφωνο απαγορευμένους σταθμούς…Μόσχα, Βου-
κουρέστι, να κάτι τέτοιους…
- …Τίρανα, Βελιγράδι, συμπλήρωσε ειρωνικά ο λοχίας και με-
τά αμέσως στράφηκε προς τον ασυρματιστή.
- Μαξά, είσαι τελείως μουρλός…Ρε, συ, αυτός ο διάδρομος εί-
ναι κέντρο διερχομένων…Ποιος κάθεται ν’ ακούσει στο ραδιόφωνο
τέτοιες μαλακίες!
Ο Φίλιππος τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
- Άντε λοχία, πάμε όλοι για ύπνο…
- Θα πάω κύριε δόκιμε αλλά αυτός εδώ είναι για δέσιμο, είπε
δείχνοντας με το κεφάλι τον Μαξά και μετά μπήκε στο θάλαμο των
οπλιτών μουρμουρίζοντας.
- Πήγαινε κι εσύ Μαξά να κοιμηθείς…Είναι τρεις και κάτι…Να
προλάβουμε να κοιμηθούμε και λίγο πριν ξημερώσει!
Ο ασυρματιστής φαινόταν ψυχικά και σωματικά εξουθενω-
μένος. Ίσως είχε καταλάβει πως η παγίδα του είχε μετατραπεί γι’
αυτόν σε μπούμερανγκ.

258
Ο εφιάλτης του στρατιώτη

Ένιωσε ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο. Άνοιξε τα μάτια του


και είδε πάνω απ’ το κεφάλι του το λοχία.
- Τί συμβαίνει Μαντρεκά; Ξημέρωσε;
Έριξε μια γρήγορη ματιά προς το παράθυρο. Το σπασμένο
σκοτάδι φανέρωνε πως είχε αρχίσει σιγά σιγά να ξημερώνει.
- Όχι κύριε δόκιμε…Έχουμε πρόβλημα με το Μαξά…
Τινάχτηκε απ’ το κρεβάτι του κι ακολούθησε το λοχία στο θά-
λαμο των οπλιτών. Όλα σχεδόν τα κρεβάτια ήταν κατειλημμένα,
γιατί είχαν ήδη επιστρέψει στο φυλάκιο οι νυχτερινές ομάδες περι-
πόλων, που έστηναν ενέδρες σε απρόσιτα κι επικίνδυνα μονοπά-
τια, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν Αλβανοί κατά-
σκοποι για να μπουν στο ελληνικό έδαφος.
Πολλοί στρατιώτες ήταν μισοξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους,
ενώ άλλοι προσποιούνταν πως κοιμούνται. Στην άκρη, στο βάθος
του θαλάμου, στο επάνω μέρος του διπλού σιδερένιου κρεβατιού,
ήταν ξαπλωμένος ο Μαξάς. Οι κουβέρτες του από τον ανήσυχο
ύπνο και τα τινάγματα, είχαν γίνει μια κουλούρα στη γωνιά, η ο-
ποία όπως φαινόταν, θα γλιστρούσε σε λίγο στο πάτωμα.
- Εδώ και μισή ώρα χτυπιέται σαν ψάρι στ’ αγκίστρι…Κι άλλες
φορές έκανε ανήσυχο ύπνο, αλλά απόψε αναστάτωσε όλο το θά-
λαμο, είπε ο λοχίας καθώς, ο Μαξάς ανάσανε βαριά κι έβγαζε μι-
κρές κραυγές κάνοντας απαίσιους μορφασμούς, σαν να του έμπη-
γαν μαχαίρι στις σάρκες του.
Ο Φίλιππος πλησίασε και παρατηρούσε για λίγο σιωπηλός.
Το πρόσωπο και ο λαιμός του ασυρματιστή ήταν βουτηγμένα στον
ιδρώτα. Μικρός λευκός αφρός είχε σχηματιστεί στα χείλη του, στις
δυο λακκούβες των άκρων, που έκαναν πιο άγριες τις συσπάσεις
των μορφασμών. Ακούγονταν πνιχτά ουρλιαχτά, αναστεναγμοί,
βογγητά. Τα τινάγματα των χεριών και των ποδιών συμπλήρωναν
αυτή τη θλιβερή εικόνα του. Φαινόταν σαν να διαπληκτιζόταν ή σαν
να κινδύνευε στον ύπνο του. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και ανακά-
θισε στο κρεβάτι παραληρώντας με κλειστά μάτια, αλλά αμέσως
σχεδόν ξάπλωσε πάλι και φάνηκε να ηρεμεί. Σε λίγο άνοιξε τα μά-
τια του και βλέποντας τον Φίλιππο δίπλα του, στηρίχτηκε στον αγ-
κώνα του κι ετοιμάστηκε να κατεβεί απ’ το κρεβάτι.

259
- Τί συμβαίνει; Μας κάλεσαν στο τηλέφωνο;…
Ο νεαρός αξιωματικός τον πίεσε ελαφρά με το χέρι για να μεί-
νει στο κρεβάτι.
- Δε συμβαίνει τίποτα! Φαίνεται πως είδες κάποιο άσχημο ό-
νειρο κι είχες ανήσυχο ύπνο…Κοιμήσου! Κοιμήσου όσο θέλεις…
Θα βάλω στον πίνακα το δεκανέα, το Ζερογιάννη, ως την ώρα που
θα είσαι έτοιμος να πιάσεις δουλειά…Μόνο άλλαξε εσώρουχα γιατί
είσαι ιδρωμένος…
Βγήκε από το θάλαμο των οπλιτών κι έβαλε το βύσμα της
γραμμής του τηλεφώνου του στον πίνακα. Ετοιμάστηκε να μπει
στο δωμάτιό του. Ο Γρηγόρης, ο μάγειρας του φυλακίου, πέρασε
από μπροστά του για να πάει στην κουζίνα. Πάντα σηκωνόταν πο-
λύ πρωί για να ετοιμάσει το ρόφημα για τους στρατιώτες.
- Να σας φέρω το καφεδάκι σας κύριε δόκιμε; τον ρώτησε.
- Άντε Γρηγόρη φέρ’ το για ν’ ανάψω και τσιγάρο, απάντησε
καθώς έμπαινε στο δωμάτιό του.
Λίγη ώρα αργότερα τηλεφώνησε στον «κουμπάρο του», το
Διαμαντή.
- Καλημέρα κύριε λοχαγέ! Πήρα για να δω πως τα καταφέρ-
νεις με τα νέα σου…υψηλά καθήκοντα…
Τον αποκάλεσε λοχαγό, γιατί ο φίλος του δόκιμος έφεδρος
ανθυπολοχαγός είχε αναλάβει, προσωρινά όπως είπαν, καθήκον-
τα λοχαγού στον πρώτο λόχο. Ο «εξ εφέδρων» λοχαγός, ένας ξε-
ρακιανός πενηνταπεντάρης, είχε τελευταία προβλήματα υγείας και
έλειπε συχνά για ιατρικές εξετάσεις στα Γιάννενα. Πρόσφατα, οι
στρατιωτικοί γιατροί διαπίστωσαν «κάτι σοβαρές ανησυχητικές εν-
δείξεις στο συκώτι» και διέταξαν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.
Ο λοχαγός ήταν γνωστός πότης και οι άλλοι αξιωματικοί της λέσ-
χης, στους Φιλιάτες, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι, «ο ρου-
φήχτρας». Έτσι, κανένας δεν είχε εκπλαγεί όταν έφτασαν τα νέα
στο στρατόπεδο πως, οι γιατροί, τον «ξεψάχνιζαν» για σοβαρό ίκ-
τερο ή για κίρρωση του ήπατος.
Ο αρχαιότερος, μετά το λοχαγό, ήταν ο Διαμαντής, ο οποίος
και ανέλαβε την διοίκηση του λόχου. Ο Φίλιππος του τηλεφωνούσε
συχνά και τον προσκάλεσε, αφού πλέον υπαγόταν στη «διοίκησή
του», να έρθει κάποιο διήμερο στη Σαγιάδα «για επιθεώρηση και

260
έλεγχο των τριών φυλακίων» τα οποία ανήκαν στη δύναμη του
πρώτου λόχου.
Ο Φίλιππος, πριν εξιστορήσει στο Διαμαντή τα συμβάντα της
περασμένης βραδιάς, άνοιξε την πόρτα του δωματίου του για λίγο
και βεβαιώθηκε πως στον τηλεφωνικό πίνακα καθόταν ακόμα ο
δεκανέας Ζερογιάννης. Έπρεπε να φυλάγεται απ’ το Μαξά. Χαμη-
λόφωνα, διηγήθηκε στο Διαμαντή τα νυχτερινά γεγονότα και του
ζήτησε να εισηγηθεί στον υπασπιστή, με τον οποίο ο «κουμπά-
ρος» του διατηρούσε αρκετά στενές φιλικές σχέσεις, τη μετάθεση
του Μαξά «για σοβαρούς λόγους υγείας». Το γεγονός με τους νυχ-
τερινούς εφιάλτες έδειχνε πως ο στρατιώτης θα έπρεπε το ταχύτε-
ρο να εξετασθεί από ψυχίατρο.
- Ο υπασπιστής Φίλιππε δε νομίζω πως θα φέρει αντίρρηση
και μάλιστα αν υποβάλλω έγγραφο αίτημα, ως διοικητής του λό-
χου…Έχω αυτό το δικαίωμα…Το πρόβλημα είναι ο Μπουρ-
νέκας…Στις μεταθέσεις των ασυρματιστών έχει τον τελευταίο λόγο,
πριν αποφασίσει ο συνταγματάρχης…Θα τα πούμε κι από κοντά!
Αυτές τις μέρες θα ‘ρθω να «επιθεωρήσω» τα φυλάκιά σου και θα
δούμε τι θα κάνουμε με τον ασυρματιστή σου…Θα πάμε με τα
μουλάρια στο Μαυρομάτι και στον Κάτω Αετό! Ακούω πως εκεί
υπάρχουν αγριογούρουνα και οι άντρες του φυλακίου μας την
περνάνε καλά με μεζεδάκια και μαύρο κρασί…Ά, και κάτι άλλο!...Οι
φανατικοί κυνηγοί ετοιμάζονται για γιουρούσι…Στη λέσχη άκουσα
πως, κάποιοι λεφτάδες απ’ την περιοχή και τα Γιάννενα, θα διορ-
γανώσουν κυνήγι στη «λωρίδα»…Θα νοικιάσουν, λένε, πλοιάριο
για τον Κάτω Αετό…Μερικοί δεν ξέρουν πώς να ξοδέψουν τα πολ-
λά λεφτά τους! Όταν έρθω θα τα πούμε όλα με λεπτομέρειες!

Η εξομολόγηση

Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Μαξάς ήταν εξουθενωμένος, σκυθ-


ρωπός κι αμίλητος. Άλλοτε καθόταν σιωπηλός και προβλημα-
τισμένος μπροστά στον τηλεφωνικό πίνακα κι άκουγε μουσική απ’

261
τον ασύρματο κι άλλοτε ξάπλωνε στο κρεβάτι του με το βλέμμα
καρφωμένο στο ταβάνι.
Μετά από την εφιαλτική νύχτα που τους αναστάτωσε όλους,
ξύπνησε λίγο πριν ο μάγειρας σερβίρει το μεσημεριανό φαγητό και
κάθισε στο πόστο του. Κάπου κάπου σηκωνόταν κι έκανε βόλτες
στην αυλή, αποφεύγοντας κάθε συζήτηση με τους υπόλοιπους άν-
τρες του φυλακίου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας φαινόταν πιο ήρεμος και πλη-
σίασε δυο τρεις φορές το Φίλιππο, σαν να προσπαθούσε να πιά-
σει κουβέντα μαζί του. Κάποια στιγμή τον κοίταξε επίμονα στα μά-
τια.
- Θέλεις να μου πεις κάτι Μαξά, τον ρώτησε με φιλικό τόνο στη
φωνή του ο νεαρός αξιωματικός.
- Ναι, κύριε δόκιμε…Θα ‘θελα να σου εξομολογηθώ κάτι για τα
χθεσινά, αλλά θα πρέπει να σε απασχολήσω λίγη ώρα…Βλέπω
ετοιμάζεσαι για το χωριό…
- Ναι, έχω κάποια συνάντηση στην αστυνομία με τον Παπέτη
και τον αρχηγό της Εθνοφυλακής του χωριού…Θα τα πούμε όταν
γυρίσω…
Όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα βρήκε τους άλλους δυο
να τον περιμένουν στο γραφείο του ενωμοτάρχη. Το αντικείμενο
της συνάντησης ήταν η τεταμένη κι επικίνδυνη κατάσταση που δη-
μιουργήθηκε στο χωριό, ανάμεσα σε πολλούς γεωργούς και σε
κάποιον μεγαλοκτηματία, ο οποίος δημιούργησε μια πρότυπη καλ-
λιέργεια ορυζώνων στην περιοχή, δίπλα από τις εκβολές του Κα-
λαμά. Η γη εκεί ήταν πολύ εύφορη και αρδευόταν από τα νερά του
ποταμού.
Ο μεγαλοεπιχειρηματίας, τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής
βάφτισαν χλευαστικά «τσιφλικά», είχε αγοράσει ή νοικιάσει με
μακροχρόνια μίσθωση εκατοντάδες χωράφια στην ανατολική
πλευρά της Σαγιάδας και καταστρέφοντας τα βαθιά αυλάκια ή τα
χαντάκια που καθόριζαν τα όρια των αγροτεμαχίων, δημιούργησε
έναν ενιαίο χώρο καλλιέργειας ρυζιού.
Τεράστια σκαπτικά ή άλλα γεωργικά μηχανήματα διαμόρφω-
σαν κι άλλαξαν την εμφάνιση του χώρου της περιοχής, ενώ όσοι
χωρικοί επέμεναν να κρατήσουν τα χωράφια τους, τα περισσότερα
μέσα σε μια περιφερειακή εδαφική ζώνη του «τσιφλικά», δέχονταν

262
πιέσεις και τεχνητές δυσκολίες, που δυσκόλευαν την προσέγγιση
στα κτήματά τους.
Το ποτήρι ξεχείλισε όταν οι παλικαράδες υποτακτικοί του
τσιφλικά, που ο κόσμος τους αποκαλούσε «μπράβους», άρχισαν
με τα βαριά μηχανήματα ν’ ανοίγουν δρόμους μέσα από τα κτήμα-
τα των μικρογεωργών ή να βγάζουν αποφάσεις για αναγκαστική
απαλλοτρίωση, με το πρόσχημα πως δεν είχαν άλλους τρόπους
πρόσβασης στα καλλιεργούμενα εδάφη του ορυζώνα.
Οι αντιπαραθέσεις ξέφυγαν πλέον απ’ τους απλούς φραστι-
κούς διαξιφισμούς. Κάποιοι χειροδίκησαν, άλλοι χρησιμοποίησαν
ρόπαλα και κάποιοι άρχισαν να πηγαίνουν στα χωράφια έχοντας
κρεμασμένο επιδεικτικά στον ώμο το πολεμικό τους όπλο, το ο-
ποίο είχαν υποχρεωτικά στο σπίτι τους ως μέλη της τοπικής Εθ-
νοφυλακής. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας, παρά τους τραμπουκισμούς
που πραγματοποιούσαν οι «αρχιεργάτες» του, όπως αυτός ονό-
μασε τους μπράβους του, απευθύνθηκε στην αστυνομία και ζήτησε
προστασία, γιατί όπως ισχυρίστηκε «κινδύνευε η ζωή του και η
ζωή της άρρωστης γυναίκας του».
Αυτό το θέμα ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της αστυ-
νομίας και ο Παπέτης δεν θα είχε κανένα λόγο να ζητήσει τη συν-
δρομή του «φρούραρχου», αν δεν εμπλέκονταν στο πρόβλημα και
οι άνδρες της Εθνοφυλακής. Ο τοπικός αρχηγός τους, ένας μικρο-
καλλιεργητής του χωριού, υποσχέθηκε να ενημερώσει τους «άν-
δρες» του για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί σ’ εκείνη τη σύσκε-
ψη. Έτσι, όσοι χωρικοί είχαν πολεμικά όπλα στα σπίτια τους, θα
έπρεπε να ειδοποιηθούν για τη σοβαρότητα της πράξης τους να τα
έχουν μαζί στο καφενείο ή στα χωράφια, ενώ ο Παπέτης θα έβαζε
τον κλητήρα του χωριού να ανακοινώσει πως, όποιος θα απειλού-
σε στο εξής δημόσια «τον κύριο Αστανιώτη», τον τσιφλικά, θα έπ-
ρεπε να γνωρίζει πως θα αντιμετώπιζε «τις βαριές συνέπειες της
παράβασης των σχετικών νόμων». Οι διαφορές, είπε, θα έπρεπε
να επιλυθούν σύμφωνα με το νόμο.
Όταν ο Φίλιππος γύρισε στο φυλάκιο, είχε για καλά σκοτει-
νιάσει. Ο μάγειρας είχε φροντίσει να τοποθετήσει το δείπνο του
στο δωμάτιό του σκεπασμένο, όπως συνήθιζε, με μια πετσέτα. Εί-
χε αρχίσει να τρώει, όταν χτύπησε δειλά, πολύ διακριτικά, η πόρτα
και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε ο Μαξάς.

263
- Κύριε δόκιμε νομίζω πως ήρθα σε ακατάλληλη ώρα…Θα ξα-
ναέρθω αργότερα…
- Έλα, έλα τώρα…Δεν πειράζει…Σ’ ακούω…
- Σας είπα πριν φύγετε για το χωριό πως ήθελα να σας εξομο-
λογηθώ κάτι και…
Ο Φίλιππος τον διέκοψε χαμογελώντας και με προσποιητή
ευθυμία για να του δώσει θάρρος.
- Ε, όχι και εξομολόγηση!...Δεν είμαι παπάς για να μου πεις τα
κρίματά σου…Θα κάνουμε απλά μια φιλική συζήτηση…Έλα κάθι-
σε! Κάθισε στην καρέκλα…
Ο Μαξάς δίστασε λίγο πριν πάρει μια άβολη θέση στο βαρύ
ξύλινο κάθισμα.
- Να, ήθελα να σας πω για τα χθεσινά…Για τους εφιάλτες
μου…
- Δεν είναι απαραίτητο…Όλοι οι άνθρωποι κάποια μέρα βλέ-
πουν στον ύπνο τους άσχημα όνειρα…
- Η δικιά μου περίπτωση είναι διαφορετική…Εγώ βλέπω πάν-
τα και σχεδόν κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο…Είναι τρομακτικό!
- Δηλαδή τι όνειρο βλέπεις; Σ’ ακούω…
Ο ασυρματιστής πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα ξεροκατάπιε
και κάρφωσε το βλέμμα του στο πάτωμα πριν αρχίσει να μιλά σι-
γανά και με φωνή που, στιγμές στιγμές, τρεμούλιαζε κι άλλαζε τό-
νο.
Έβλεπε, λέει, πως βρισκόταν σ’ ένα απαίσιο, σ’ ένα εφιαλτικό
μέρος, με παλιά γκρεμισμένα σπίτια, καμένα δέντρα και βρομιές
σκορπισμένες στους δρόμους. Ένιωθε μια μπόχα να του φράζει τα
πνευμόνια κι ένα αόρατο πλατύ αντικείμενο, σαν σιδερένιο έλασμα,
να του σφίγγει το στήθος. Ξαφνικά, αισθανόταν να πετάγεται πανι-
κόβλητος μέσα από χαλάσματα και τρέχοντας να βρίσκεται μπροσ-
τά σ’ ένα τραγικό θέαμα. Έβλεπε τον πατέρα του παραχωμένο σε
βρόμικες λάσπες ως το λαιμό, να τον εκλιπαρεί για να τον σώσει.
Κι εκείνος να ψάχνει απελπισμένος για κάποιο σχοινί, αλλά στο τέ-
λος ν’ αντικρύζει με τρόμο πως κρατούσε σφιχτά στο χέρι του ένα
σκουριασμένο δρεπάνι. Κι ενώ στην αρχή προσπαθούσε να βρει
τρόπο να το χρησιμοποιήσει για να τραβήξει τον πατέρα του απ’ το
βούρκο, ξαφνικά το σήκωνε και με ορμή το κατέβαζε στο λαιμό του
γονιού του. Το πατρικό κεφάλι, πεταμένο κάποια μέτρα πιο πέρα,

264
κατρακυλούσε στην πλαγιά, ώσπου χανόταν μέσα στα πυκνά φυλ-
λώματα ενός αποξηραμένου δάσους. Κι εκείνος, κρατώντας το μα-
τωμένο δρεπάνι, γελούσε κι έτρεχε ευτυχισμένος σαν να είχε δια-
πράξει θεάρεστο έργο. Ήταν η στιγμή που, μετά τη φουρτούνα και
τον τρόμο, ακολουθούσε η γαλήνη.
Η συγκλονιστική αυτή αφήγηση του ασυρματιστή αναστάτωσε
το νεαρό αξιωματικό. Προσπαθούσε να διατηρήσει αναλλοίωτη την
έκφραση του προσώπου του, αλλά συναισθηματικά ένιωθε μια έν-
τονη εσωτερική διέγερση. Του κόπηκε η όρεξη. Του φαινόταν πως
η τελευταία μπουκιά είχε σφηνωθεί σαν τάπα στο λαιμό του. Άφη-
σε το πιρούνι στο δίσκο και στράφηκε προς το Μαξά.
- Γι’ αυτό που σου συμβαίνει ζήτησες τη βοήθεια κάποιου για-
τρού;…Να, κάποιου ψυχίατρου, κάποιου νευρολόγου…
- Είμαι τρελός και πρέπει να πάω σε τέτοιο γιατρό; Θεός φυ-
λάξει! απάντησε περίλυπος ο στρατιώτης.
- Μα τι είναι αυτά που λες Μαξά! Δηλαδή όσοι πάνε σε νευρο-
λόγο είναι τρελοί; Κάνεις μεγάλο λάθος…Αυτό που σε βασανίζει
μόνο ένας ειδικός γιατρός μπορεί να το θεραπεύσει…
Σηκώθηκε και χτύπησε τον ασυρματιστή φιλικά στον ώμο.
- Έχω ένα φίλο, συνέχισε, που έβλεπε ένα σχεδόν παρόμοιο
όνειρο για κάποια ξαδέρφη του…Πήγε σε γιατρό και με τη θερα-
πεία που του σύστησε, γλίτωσε γρήγορα απ’ τους εφιάλτες… Σε
συμβουλεύω να μην αμελήσεις…
Του έλεγε ένα αθώο ψέμα για τον φίλο και τους δήθεν εφιάλ-
τες του. Ήξερε πως το πρόβλημα του ασυρματιστή ήταν, ολοφάνε-
ρα, μια εκδήλωση ψυχονευρωτικής διαταραχής και προσπαθούσε
να τον πείσει να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Τον είδε που αναθάρρη-
σε καθώς σηκωνόταν απ’ το κάθισμά του.
- Ώστε πρέπει να ζητήσω βοήθεια από γιατρό!
- Χωρίς καθυστέρηση…Πιστεύω πως δεν είναι σοβαρό και θα
το ξεπεράσεις εύκολα…Σε δυο τρεις μέρες θα ‘ρθει στη Σαγιάδα
και ο λοχαγός μας…Εννοώ τον δόκιμο κύριο Δάλλα, που εκτελεί
προσωρινά χρέη λοχαγού…Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος που,
μόλις απολυθεί απ’ το στρατό, θα σπουδάσει γιατρός…Θα το συ-
ζητήσουμε το πρόβλημά σου για να βρούμε την καλύτερη λύση!
Έτσι, Μαξά; Θα ενημερώσουμε και τον υπασπιστή αλλά και τον
υπολοχαγό Μπουρνέκα…Σε λίγες μέρες θα τακτοποιηθούν όλα…

265
Τον είδε, καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει, περισσότερο
ήρεμο και με μια αμυδρή έκφραση ελπίδας στο πρόσωπό του.

266
XVII

Τα «ατυχήματα» των κυνηγών

Την επόμενη εβδομάδα έφτασε, πρωί πρωί, στη Σαγιάδα ο


Διαμαντής «για επιθεώρηση των φυλακίων». Οι δυο νεαροί αξιω-
ματικοί, καβάλα σε δυο από τα μουλάρια της διμοιρίας, ξεκίνησαν
για το Μαυρομάτι. Είχαν προγραμματίσει να γευματίσουν στο φυ-
λάκιο αυτό, το οποίο αποτελούσε το καλύτερο παρατηρητήριο για
την παρακολούθηση, με μεγάλη τηλεσκοπική διόπτρα, όλου του
αλβανικού κάμπου της νοτιοδυτικής εκείνης πλευράς. Οι Αλβανοί,
με βάση ειδική διεθνή συνθήκη, είχαν αντίστοιχο παρατηρητήριο
στην ψηλή κι απότομη κορφή, ακριβώς σε ευθεία γραμμή και πά-
νω από την έδρα της διμοιρίας, στη Σαγιάδα.
Στο Μαυρομάτι, ο μόνιμος λοχίας Κωτσούδης που διοικούσε
το φυλάκιο, τους υποδέχτηκε μ’ εγκαρδιότητα και με μια εκπληκτι-
κή προετοιμασία για το μεσημεριανό γεύμα. Ο λαγός, απ’ το κυνήγι
των στρατιωτών στο πυκνό δάσος της ρεματιάς, ψημένος στα
κάρβουνα, συνοδευόταν από πλούσια ορεκτικά εδέσματα και καλό
γιαννιώτικο κρασί.
Είχαν ευθυμήσει. Με την τηλεσκοπική διόπτρα παρακολου-
θούσαν τους Αλβανούς γεωργούς που δούλευαν στο πλησιέστερο
κολχόζ. Ένας έφιππος επιστάτης, κρατώντας το μαστίγιό του, διέ-
τρεχε όλον τον καλλιεργημένο χώρο και συχνά, πολύ συχνά, κατέ-
βαζε το μαστίγιο στη ράχη ή στα πλευρά της γυναίκας ή του άντρα
που, κατά την κρίση του, δεν επιδείκνυε το ανάλογο ενδιαφέρον
για την εργασία που τους είχε ανατεθεί.
- Να, ο παράδεισος του Χότζα, του πατερούλη των Αλβα-
νών…Εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν χτυπάμε έτσι ούτε τα ζώα, είπε
κάποια στιγμή ο Κωτσούδης.

267
- Τους φέρεται πάντα έτσι; Με αγριάδες και με βούρδουλα;
ρώτησε ο Διαμαντής.
- Να, ο κύριος δόκιμος που ήρθε εδώ κι άλλες φορές, τον
βλέπει αυτόν τον επιστάτη να τους βγάζει την ψυχή, απάντησε ο
λοχίας δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού του το Φίλιππο.
Πήγε στην άκρη ενός πετροντούβαρου, που χρησίμευε ως πο-
λύβολείο και χάιδεψε το κλείστρο του οπλοπολυβόλου, ενώ συμ-
πλήρωνε.
- Ας είναι καλά το μπράουνινγκ…Όταν τα βράδια έχω συχ-
νουρία και ξυπνώ, τραβάω μια ριπή στον αέρα για να τους τρελά-
νω… Εκεί κάτω γίνεται χαμός! Ανάβουν φώτα, ακούγονται σειρή-
νες… Όταν φυσά αεράκι ακούγονται οι καμπάνες του χωριού και οι
φωνές και τα παραγγέλματα των κομισάριων…Αν ξαναξυπνήσω,
άλλη ριπή… Θα τους κάνω να παραμιλούν απ’ την αϋπνία, τους
άτιμους!
Η διαδρομή με τα μουλάρια για τον Κάτω Αετό ήταν ακόμα πιο
κουραστική. Όμως, κατά διαστήματα, σταματούσαν είτε για να
θαυμάσουν το πανέμορφο εκείνο τοπίο με το πυκνό δάσος προς
τη βόρεια πλευρά, είτε τη θάλασσα και τις δαντελωτές ακτές της
Κέρκυρας προς τα νοτιοδυτικά. Άλλοτε έβαζαν κάποιο στόχο σε
δέντρο ή σε βράχο και εξασκούνταν στη σκοποβολή με τα περίσ-
τροφά τους. Ειδικά στην παραμεθόρια μονάδα τους, η χρησιμο-
ποίηση των πυρομαχικών ήταν ελεύθερη και χωρίς κανένα έλεγχο,
με την αιτιολογία της εξάσκησης των στρατιωτών στη σκοποβολή.
Στον Κάτω Αετό, η ίδια υποδοχή, το ίδιο εντυπωσιακό δείπνο
με εντόσθια αγριογούρουνου και η ίδια εύθυμη ατμόσφαιρα.
Όταν την άλλη μέρα γύρισαν στην έδρα της διμοιρίας ήταν και
οι δυο ήρεμοι, αλλά και κατάκοποι από την διήμερη περιήγησή
τους. Όμως, πριν κατεβούν στο χωριό, κάλεσαν στο γραφείο του
Φίλιππου τον Μαξά και συζήτησαν διεξοδικά το πρόβλημά του. Ο
Διαμαντής τον έπεισε να ζητήσει ο ίδιος μετάθεση «για λόγους υ-
γείας» και εκείνος, ως διοικητής του λόχου, θα το έθετε υπόψη του
υπασπιστή για να κινηθεί το συντομότερο η όλη τυπική διαδικασία
και η έκδοση της σχετικής διαταγής. Όταν έμειναν μόνοι ο Δάλλας
γέλασε ανοιχτόκαρδα.
-Φίλιππε, απαλλάχτηκες με θαυμάσιο τρόπο απ’ αυτόν τον
ψυχοπαθή χαφιέ…

268
-Αλλά κι εσύ «κουμπάρε» έβαλες το χεράκι σου…Άλλωστε, εί-
ναι πραγματικά άρρωστος και χρειάζεται οπωσδήποτε ιατρική βο-
ήθεια…
Το απόγευμα κατέβηκαν στην προκυμαία και, καθώς περίμε-
ναν το στρατιωτικό αυτοκίνητο για να επιστρέψει ο Διαμαντής
στους Φιλιάτες, παράγγειλαν στο Γιώργο δυο μπύρες. Ένα «τζέ-
ιμς» θα ανέβαινε στο φυλάκιο, από τον κανονικό χωμάτινο ελικοει-
δή δρόμο για ν’ αφήσει εφόδια και δυο στρατιώτες που επέστρε-
ψαν από άδεια. Ο λοχίας θα ενημέρωνε τον οδηγό πως, θα έπρε-
πε να περάσει από την ταβέρνα για να παραλάβει «τον κύριο λο-
χαγό».
Ο παραλιακός δρόμος της Σαγιάδας, μπροστά απ’ την ταβέρ-
να, ήταν άδειος, ως τη στιγμή που φάνηκε απ’ τη στροφή ο Σια-
μανταρέας, ένας εξελιγμένος στους τρόπους και την αμφίεση μικ-
ροκτηνοτρόφος της περιοχής. Ο Φίλιππος, πριν λίγες μέρες, τον
είχε εξυπηρετήσει, αφήνοντας το μικρό του κοπάδι να βοσκήσει σε
απαγορευμένη περιοχή της παλιάς και εγκαταλειμμένης Άνω Σαγι-
άδας. Ήταν ένας καλός βοσκότοπος, που δεν περιλαμβανόταν
στις δημοπρατούμενες εκτάσεις, αλλά απείχε αρκετά από την πα-
ραμεθόρια περιοχή και η διμοιρία δεν «έστηνε» ποτέ εκεί νυχτερι-
νές ενέδρες.
- Πρόσεχέ τον αυτόν…Είναι «καρφί» του Μπουρνέκα…Είναι
απ’ τους τακτικούς επισκέπτες του στρατοπέδου στους Φιλιάτες,
του είπε εμπιστευτικά ο Διαμαντής πριν τους πλησιάσει ο άλλος.
Από ευγένεια κάλεσαν το Σιαμανταρέα να καθίσει στο τραπέζι
τους και τον κέρασαν και μπύρα. Όμως, σε λίγο φάνηκε το τζέιμς κι
ο Διαμαντής αναχώρησε για την έδρα του συντάγματος.
- Καλό παιδί ο φίλος σου ο δόκιμος και καλός αξιωματικός…
Τα καταφέρνει θαυμάσια, όπως μαθαίνω, στα καθήκοντά του σαν
λοχαγός, είπε κάποια στιγμή ο Σιαμανταρέας.
- Συμφωνώ απόλυτα…
- Κι εσύ δεν πας πίσω…Αυτό το καλό που μου έκανες, δε θα
το ξεχάσω σ’ όλη μου τη ζωή…Είμαι ένας φτωχός μικροκτηνοτρό-
φος και δεν έχω τα λεφτά του Καλέμπα για να πιάσω τους καλύτε-
ρους βοσκότοπους…Ο Θεός να σ’ έχει καλά παιδί μου και να στο
ανταποδώσει… Κι εγώ αν μου δοθεί η ευκαιρία θα στο ανταποδώ-
σω…

269
- Δεν χρειάζεται κύριε Σιαμανταρέα να νιώθεις υποχρεωμέ-
νος…Έκανα κάτι που το θεώρησα σωστό, γιατί ξέρω από ανέχεια
και φτώχεια…Κι οι γονείς μου είναι μικρογεωργοί και περνούν χί-
λιες δυο δυσκολίες για να επιβιώσουν…
- Τέλος πάντων, εγώ δεν ξεχνώ ποτέ όσους μ’ ευεργετούν…
Αλλά και το φίλο σου το Διαμαντή τον αγαπώ πολύ, όχι μόνο γιατί
είναι καλό παιδί αλλά και γιατί το όνομα και η φάτσα του μου θυμί-
ζει έναν αδικοχαμένο ξάδερφό μου…Τον σκότωσαν στην Πελο-
πόννησο…
- Ποιοί; ρώτησε έτσι από απλό ενδιαφέρον ο Φίλιππος.
- Είναι μια θλιβερή ιστορία…Άκουσε προσεκτικά, για να δεις τι
μπορεί να συμβεί σήμερα ή αύριο στον καθένα μας, είπε ο Σιαμαν-
ταρέας και κοίταξε τον Φίλιππο με μια ανεξήγητη και παράξενη ε-
πιμονή στα μάτια.
Είχε τονίσει ιδιαίτερα την τελευταία φράση του, σαν να ‘θελε
να επισημάνει στο συνομιλητή του την ιδιαίτερη σημασία της. Αφού
πρώτα περιέγραψε τα ψυχικά και σωματικά χαρίσματα του πεθα-
μένου ξαδέρφου του, διευκρίνισε πως υπηρετούσε ως αγροφύλα-
κας στην Πελοπόννησο, απ’ όπου καταγόταν η μάνα του.
Τότε, πριν και μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι αγροφύλακες ήταν
ένα σώμα που, εκτός απ’ την κύρια επαγγελματική τους ασχολία,
αποτελούσαν και ένα είδος συμπληρωματικής ένοπλης μονάδας
της χωροφυλακής. Ο ξάδερφός του, ο Διαμαντής, ήταν ένας νέος
που αγαπούσε την πατρίδα, αλλά και πολλές φορές έλεγε «αλλό-
κοτες κουβέντες» για κοινωνική δικαιοσύνη, για τις αδικίες των
φτωχών και κάτι τέτοια, που εξαγρίωναν πολλούς. Γι’ αυτό τον «έ-
βαλαν στο μάτι και τον ξεπάστρεψαν».
- Ποιοί; Πώς; ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο Φίλιππος.
- Να, τι να σου πω παλικάρι μου!…Τον θεώρησαν συνοδοι-
πόρο, να κάτι σαν κρυφοκομμουνιστή…Μια βραδιά που γλεντού-
σαν στο καφενείο του χωριού, ένας από το απόσπασμα της χωρο-
φυλακής τον πυροβόλησε, δήθεν κατά λάθος, και τον σκότωσε…
Τέτοια λάθη, ξέρεις, γίνονται «κατόπιν εντολής», είπε ο Σιαμαν-
ταρέας τονίζοντας τις τελευταίες του λέξεις.
Όταν σε λίγο σηκώθηκε για να φύγει, ρώτησε το Φίλιππο αν
ήξερε για το ομαδικό κυνήγι που θα οργάνωναν κάποιοι στη λωρί-
δα για να κυνηγήσουν αγριογούρουνα.

270
- Ε, ναι, κάτι άκουσα…
- Συνήθως αυτούς τους συνοδεύουν στο κυνήγι κάποιοι φαν-
τάροι απ’ το φυλάκιό σου…Έτσι έγινε και πέρυσι και πρόπερσι…
Εφέτος λένε πως θα πρέπει να τους συνοδέψει αξιωματικός… Νο-
μίζω πως θα στείλουν εσένα…
- Γιατί αυτή η εξαίρεση;
- Κι εμένα μου φαίνεται παράξενο! Ίσως γιατί θα ‘ρθουν και
κάποιοι μεγαλέμποροι απ’ τα Γιάννενα και θέλουν για εφέ να έχουν
ανώτερη συνοδεία…Πάντως, αν πας, να προσέχεις!...Σε τέτοια κυ-
νήγια γίνονται «ατυχήματα»!...Υπάρχουν πάντα οι απρόσεχτοι που
κάνουν λάθη, σαν κι αυτούς που «έφαγαν» τον ξάδερφό μου…
- Δεν είναι το ίδιο.
- Καμιά φορά έτσι φαίνεται, αλλά μπορεί να είναι ίδιο κι απα-
ράλλαχτο…Εγώ πάντως, σ’ όλους όσους εκτιμώ κι αγαπώ δίνω
πάντα μια συμβουλή…Τα δυο μάτια δεν είναι αρκετά… Χρειάζον-
ται τέσσερα και μερικές φορές δεκατέσσερα…Αυτό έλεγα και στον
ανεψιό μου το Διαμαντή.
- Τον ξάδερφο!...
- Α, ναι, βέβαια…Τον ξάδερφο ήθελα να πω…
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Χαιρέτησε κι απομακρύν-
θηκε με αργά και σταθερά βήματα.
Όταν το βράδυ ο Φίλιππος γύρισε στο φυλάκιο ήταν έντονα
προβληματισμένος. Διαισθανόταν πως ο Σιαμανταρέας, ίσως από
ευγνωμοσύνη ή ίσως συμμετέχοντας σε παιχνίδι ψυχολογικού πο-
λέμου με έμπνευση του Μπουρνέκα, θέλησε, με αλληγορικό τρό-
πο, να του στείλει κάποιο μήνυμα.
Είχε ξαπλώσει ανάσκελα στο κρεβάτι και κάπνιζε, προσπα-
θώντας να λύσει τους μυστηριώδεις γρίφους ενός πανέξυπνου
κτηνοτρόφου, ο οποίος θα πρέπει να γνώριζε πολλά μυστικά λόγω
των σχέσεών του με τις υπηρεσίες ασφάλειας της αστυνομίας και
του στρατού. Οι λέξεις που τόνισε, όπως ο συνοδοιπόρος, ο κρυ-
φοκομμουνιστής, το κατόπιν εντολής ή το τελευταίο για τα δεκα-
τέσσερα μάτια, δημιουργούσαν στο νεαρό αξιωματικό συνειρμούς
που παράπεμπαν στη δική του περίπτωση. Άλλωστε, ο Διαμαντής,
όταν επέστρεφαν από τον Κάτω Αετό, τον πληροφόρησε με κάθε
λεπτομέρεια πως, από τις συζητήσεις που άκουγε στη λέσχη αξι-
ωματικών, από το Μπουρνέκα και τον υπασπιστή, είχε καταλάβει

271
πως δεν τον πολυσυμπαθούσαν, γιατί πίστευαν πως θα πρέπει να
είχε «αλλόκοτες αντιλήψεις». Μάλιστα, σε μια τέτοια συζήτηση ο
Διαμαντής, με το θάρρος μιας πολυμελούς «οικογένειας εθνικοφ-
ρόνων», τους ρώτησε πως έφτασαν σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Εκείνοι του απάντησαν πως, ένας πρώτος ξάδερφος του Φίλιππου
ήταν πολιτευτής της Ένωσης Κέντρου, αν και ο ίδιος ο Φίλιππος
«φαίνεται πως είναι φιλήσυχο άτομο».
- Ε, κι εγώ έχω έναν ξάδερφο που ανήκει στην Ένωση Κέν-
τρου, τους απάντησε ο Διαμαντής…Έχω κι εγώ «αλλόκοτες ιδέες»;
- Δεν είναι το ίδιο, επέμενε ο υπολοχαγός Μπουρνέκας. Ο ξά-
δερφος του Στεργιάδη, ένας πολιτικάντης δικηγορίσκος, ανήκει
στην αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου…Είναι στην ομάδα
των κρυφοκομμουνιστών… Φυσικά γι’ αυτό δεν είναι υπεύθυνος ο
Στεργιάδης, αλλά δείχνει τις πολιτικές αντιλήψεις του οικογενειακού
του περιβάλλοντος.
- Τί ομάδα είναι αυτή; Όλοι μας ξέρουμε πως αρχηγός σ’ αυτό
το κόμμα είναι ο Παπανδρέου, ο οποίος δεν είναι κομμουνιστής,
είπε με απορία ο Διαμαντής.
- Αυτός ο παλιόγερος δεν έχει μπέσα…Δήλωσε πως πιστεύει
και στη λαοκρατία…Ο δημαγωγός! Αφού έβαλε τρικλοποδιά στα
κομμούνια το ’44 και το ’45, τώρα παριστάνει τον αριστερό για να
κερδίσει ψήφους, συμπλήρωσε ο υπασπιστής.
- Άκουσα πως σε δυο τρεις μήνες, δεν γνωρίζω επακριβώς,
θα έρθει οικογενειακώς ο άσωτος γιος του από την Αμερική… Άλ-
λος απατεώνας! Θα μας κουβαλήσει την αμερικανοβουλγάρα γυ-
ναίκα του και τα μπάσταρδά του γιατί, λέγεται, πως θα του δώσουν
μεγάλη θέση σε κρατική υπηρεσία, συμπλήρωσε με σφιγμένα δόν-
τια ο Μπουρνέκας.
- Τι να πει κανείς! Αυτός ο Καραμανλής φαίνεται πως έπαθε
μαλάκυνση εγκεφάλου…Τον προσκαλεί, λένε, γιατί είναι μεγάλος
οικονομολόγος…Σιγά τον κομμουνίσταρο οικονομολόγο! είπε φα-
νερά εκνευρισμένος ο υπασπιστής.
- Αυτό το καθίκι Σωτήρη μου είναι ή επικίνδυνος ινστρούχτο-
ρας ή πράκτορας της ΣΙΑ…Θα μας τον φέρουν και θα μας τον κα-
θήσουν στο σβέρκο! Για κοίτα πως καταντήσαμε!... Ως πότε θα
συνεχίσουμε να παρακολουθούμε μοιρολατρικά το κατρακύλισμα
του έθνους προς την καταστροφή; Κάποιος επιτέλους θα πρέπει

272
να σταματήσει τους πολιτικάντηδες και τα άλλα κλεφτρόνια… Κά-
ποιος!… Ένας τέλος πάντων πραγματικός Έλληνας!...
Γενικά, οι συζητήσεις στη λέσχη αξιωματικών είχαν πάντα αυ-
τού του είδους τα ιδεολογήματα, που βασίζονταν στις κατευθυντή-
ριες ντιρεκτίβες του σκληρού πυρήνα της στρατιωτικής παρακρατι-
κής ομάδας του Ι.Δ.Ε.Α.
Με τέτοιες ανήσυχες κι έντονα διεγερτικές σκέψεις, ο Φίλιπ-
πος δεν κατάλαβε πως βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ ύπνο, φορώντας το
μπουφάν και τα άρβυλά του. Του φάνηκε κάποια στιγμή, βαθιά
στον ύπνο του, πως άκουσε πυροβολισμούς και φωνές. Πετάχτηκε
όρθιος και βγήκε στην αυλή. Στέκονταν εκεί ανήσυχοι οι δυο νυχ-
τερινοί σκοποί, ο θαλαμοφύλακας, ο λοχίας και άλλοι δυο στρατιώ-
τες.
- Τι συμβαίνει; Ακούστηκαν πυροβολισμοί; ρώτησε.
- Εγώ άκουσα τρεις πυροβολισμούς απ’ την πλευρά προς το
Μαυρομάτι…Προς τα εκεί βρίσκεται η περίπολος του δεκανέα Ζε-
ρογιάννη, αποκρίθηκε ο ένας σκοπός.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Πέρα, απ’ την πλαγιά φάνηκαν να
κατηφορίζουν και να πλησιάζουν στο φυλάκιο οι τρεις άντρες της
νυχτερινής ενέδρας και μαζί τους ένα ακόμα άτομο με σκούρα
ρούχα…

Ο βοσκός και ο «κύριος» υπολοχαγός

Ήταν ένα πανέμορφο ξανθό αγόρι ως δεκάξι ή δεκαεφτά χρό-


νων, με πλούσια αχτένιστα μαλλιά και παλιά βαριά ρούχα, γεμάτα
χώματα και υπολείμματα από ξερά χαμόκλαδα. Είχε ζαρώσει στη
βάση του τοίχου του φυλακίου, δίπλα απ’ τη σκάλα του μαγειρείου
κι έτρεμε απ’ το φόβο του. Ο Φίλιππος το πλησίασε και του μίλησε
με καλοσύνη.
- Πώς σε λένε λεβέντη μου; Από πού είσαι;
Το αγόρι του έριχνε κλεφτές ματιές χωρίς να μιλά. Ο δεκανέας
της περιπόλου το έσπρωξε ελαφρά με το πόδι του.

273
- Μίλα βρε! Κουφός είσαι; Σε ρωτά ο κύριος δόκιμος, τον α-
ποπήρε με κάπως άγρια φωνή, ενώ στράφηκε προς το Φίλιππο
για να συμπληρώσει.
- Απ’ την ώρα που τον πιάσαμε δεν άνοιξε το στόμα του…
Τυχερός ήταν που, απ’ την αρχή, δεν του ρίξαμε στο ψαχνό… Τώ-
ρα θα ‘ταν μακαρίτης…Πρέπει να ‘ναι τσομπάνος του Καλέμπα…
Μαζί του ήταν κι ένας άλλος, που ξέφυγε τρέχοντας μέσα απ’ τη
ρεματιά…
Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή ο Φίλιππος επικοινώνησε με τον
αξιωματικό υπηρεσίας του συντάγματος. Ήταν πολύ πρωί κι οι α-
ξιωματικοί της μονάδας δεν είχαν ακόμα έρθει στο στρατόπεδο,
αλλά ο Μπουρνέκας και ο διοικητής του συντάγματος ενημερώθη-
καν αμέσως για το συμβάν. Σε ελάχιστη ώρα, ο υπολοχαγός του
«Άλφα Δύο» τηλεφώνησε στο Φίλιππο και ζήτησε πληροφορίες για
το επεισόδιο, ενώ τον ενημέρωσε πως θα ξεκινούσε αμέσως για
να ανακρίνει, όπως είπε, «τον αιχμάλωτο».
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα, όταν από τον χωμάτινο δρόμο
που οδηγούσε απ’ το Ασπροκκλήσι στη Σαγιάδα, υψώθηκε ένα
σύννεφο σκόνης και ξεπρόβαλε το τζιπ του συντάγματος να πλη-
σιάζει με υπερβολική ταχύτητα.
- Ανοίξτε το φράχτη για να μπει το τζιπ, διέταξε ο Φίλιππος και
είπε στο λοχία να οδηγήσει το νεαρό βοσκό στην αποθήκη, δίπλα
απ’ το μαγειρείο.
Ο Μπουρνέκας κατέβηκε φουριόζος απ’ το αυτοκίνητο και κα-
τευθύνθηκε αμέσως προς το πρόχειρο κρατητήριο για να ανακρίνει
τον «συλληφθέντα ύποπτο». Μιλούσε άγρια, κλωτσούσε το αγόρι
στα πλευρά και το απειλούσε λέγοντας «πως οι ώρες του ήταν
μετρημένες», προσπαθώντας να το εκφοβίσει για να μιλήσει. Σ’
όλη τη διάρκεια αυτής της πρόχειρης ανάκρισης ο νεαρός δεν έβ-
γαζε απ’ το στόμα του ούτε λέξη.
- Βουβός είσαι ρε παλιοτόμαρο; Με ποιους Αλβανούς συναν-
τήθηκες στην πυραμίδα των συνόρων; Λέγε ρε!... Είσαι κατάσκο-
πος του Χότζα;
- Βοσκός του Καλέμπα πρέπει να ‘ναι κύριε υπολοχαγέ, επε-
νέβη ο Μαντρεκάς.

274
- Εσύ λοχία μην ανακατεύεσαι και πήγαινε στη δουλειά σου…
Γέμισε όμως πρώτα μια κάλτσα με άμμο ή αν δε βρεις άμμο, με
χώμα…
- Απ’ την ώρα που τον πιάσαμε δεν έβγαλε άχνα…Αρχίζω να
πιστεύω κύριε υπολοχαγέ πως είναι βουβός, είπε ο Φίλιππος όταν
έμειναν μόνοι τους οι δυο αξιωματικοί.
- Θα δούμε αν είναι βουβός…Όταν θα πέφτει στα κωλομέρια
του η κάλτσα με την άμμο, να δούμε αν θα συνεχίσει να κρατά το
στόμα του κλειστό…Ξέρεις, η κάλτσα είναι καλύτερη απ’ το ρόπα-
λο…Δεν αφήνει σημάδια, ενώ ο πόνος είναι ανυπόφορος…
Την εγκυκλοπαιδική ενημέρωση του υπολοχαγού για τους απ-
λούς κι έξυπνους τρόπους βασανιστηρίων των κρατουμένων, διέ-
κοψε η ξαφνική εμφάνιση του Μαξά. Πληροφόρησε το Φίλιππο
πως τον ζητούσαν στο τηλέφωνο από τη Μεραρχία, ενώ σχεδόν
αμέσως απευθύνθηκε στον Μπουρνέκα και του είπε πως, πριν
φύγει απ’ το φυλάκιο, θα ήθελε να του «θέσει ένα προσωπικό του
αίτημα».
Ο στρατιώτης του τηλεφωνικού κέντρου της 8ης Μεραρχίας,
πληροφόρησε τον Φίλιππο πως θα τον συνέδεε με το γραφείο του
επιτελάρχη. Ο νεαρός δόκιμος αυτοσυστήθηκε, κατά την καθιερω-
μένη στρατιωτική διαδικασία της «παρουσίασης» του κατώτερου
προς τον ιεραρχικά ανώτερο.
- Άκουσε προσεκτικά κύριε δόκιμε…Το νεαρό βοσκό που πιά-
σατε στα σύνορα πριν από λίγες ώρες, θα του φερθείτε με ευγέ-
νεια…Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο…Κατάλαβες;
- Μάλιστα κύριε ταξίαρχε! Άλλωστε, πριν από λίγη ώρα έφτα-
σε εδώ και ο διοικητής του Άλφα Δύο του συντάγματος, ο υπολο-
χαγός κύριος Μπουρνέκας, απάντησε ο Φίλιππος.
- Α, εκεί είναι ο Μπουρνέκας; Για φώναξέ τον στο τηλέφωνο…
- Μάλιστα κύριε επιτελάρχα!
Ο υπολοχαγός φάνηκε απογοητευμένος και εκνευρισμένος,
όταν τον πληροφόρησε πως έπρεπε να μιλήσει με τον επιτελάρχη
στο τηλέφωνο. Πέταξε αηδιασμένος, σε μια άκρη, τη γεμάτη με άμ-
μο κάλτσα που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει και βγήκε απ’ το
δωμάτιο μουρμουρίζοντας. Ο Φίλιππος τον ακολούθησε, αφού
πρώτα διέταξε έναν στρατιώτη να κλείσει την πόρτα του πρόχειρου

275
κρατητηρίου και να μείνει εκεί, ως σκοπός, για να αποφευχθεί κάθε
απόπειρα απόδρασης του νεαρού κρατούμενου.
Από μακριά παρακολουθούσε την τηλεφωνική συνομιλία του
Μπουρνέκα με τον επιτελάρχη. Άκουγε τις συνεχώς επαναλαμβα-
νόμενες καταφατικές απαντήσεις του υπολοχαγού, με τα «ναι», τα
«βεβαίως» και τα «όπως διατάξετε κύριε επιτελάρχα». Όταν τελεί-
ωσε, φαινόταν αποκαρδιωμένος αλλά και με εμφανή μια συγκρα-
τημένη αγανάκτηση.
- Πότε πρόλαβε ο σκατόβλαχος να ειδοποιήσει τον υπουργό
του! Κλαρίνο στέκονται στρατηγοί κι επιτελάρχες μπροστά σε
τσομπάνηδες… Καρνέζη! Οδηγός…Βάλε μπρος το τζιπ για να φύ-
γουμε…Κάναμε μια τρύπα στο νερό…
- Με το νεαρό τι θα γίνει κύριε υπολοχαγέ; ρώτησε ο Φίλιπ-
πος.
- Άστον να πάει στα τσακίδια…Είναι ένας απ’ τους αμέτρητους
γιους του Καλέμπα και δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε να τον αγριο-
κοιτάξουμε…Κράτος είναι αυτό ή μπουρδέλο! Οι πολιτικάντηδες
δεν χάνουν ευκαιρία να ταπεινώνουν το στρατό…Ως πότε όμως;
Ως πότε;
Ο Μαξάς πλησίασε δισταχτικά το τζιπ και θέλησε ν’ απευθυν-
θεί προς τον υπολοχαγό. Εκείνος τον σταμάτησε με μια νευρική κί-
νηση του χεριού.
- Θα μου τα πεις από το τηλέφωνο Μαξά…Όχι τώρα! Αυτή τη
στιγμή είμαι πυρ και μανία…
Μόλις έφυγε ο υπολοχαγός, ο Φίλιππος έδωσε εντολή στο
μάγειρα να προσφέρει στο νεαρό τσάι, τυρί και γαλέτα και να τον
αφήσουν να βγει στην αυλή. Τότε μόνο, για πρώτη φορά μίλησε
καθώς καθόταν σ’ ένα τσιμεντένιο πεζούλι, δίπλα στην είσοδο του
φυλακίου.
- Φοβάμαι εδώ…Ο σκύλος θα με ορμήξει…
- Μη φοβάσαι…Ο «Λέων» σε μύρισε όταν ήμασταν κι εμείς
κοντά σου και όσο είναι μέρα δεν υπάρχει πρόβλημα…Τη νύχτα
μόνον αγριεύει και είναι έτοιμος να ξεσχίσει όποιον δεν φορά στρα-
τιωτικά ρούχα…Δεν κινδυνεύουν μόνο όσοι φορούν χακί και έχουν
έρθει έστω και μια φορά στο φυλάκιο, τον καθησύχασε ο Φίλιππος.
Ο ασυρματιστής φαινόταν υπερβολικά εκνευρισμένος κι ανή-
συχος. Απ’ τη στιγμή του νυχτερινού επεισόδιου με τον εφιάλτη,

276
βρίσκονταν σε μια διαρκή νευρική υπερδιέγερση. Ο Φίλιππος τον
πλησίασε κι ακούμπισε το χέρι στον ώμο του.
-Ήταν ακατάλληλη η στιγμή για να συζητήσεις με τον υπολο-
χαγό το πρόβλημά σου…Ηρέμησε!.. Γρήγορα θα τακτοποιηθούν
όλα… Ετοίμασε τα πράγματά σου… Αύριο, με το τζέιμς που θα
μας φέρει εφόδια, θα γυρίσεις στους Φιλιάτες… Έχω γι’ αυτό συ-
νεννοηθεί με το λοχαγό μας, τον κύριο Δάλλα, για να σε παρα-
πέμψει στην υγειονομική υπηρεσία…
Σε λίγο, ξεπρόβαλε, απ’ την απότομη στροφή του δρόμου, ο
αρχιτσέλιγκας που ανέβαινε στο φυλάκιο, συνοδευόμενος από δυο
ακόμα υποτακτικούς του.

Το κοπάδι και η θεωρία του αρχιτσέλιγκα

Ο Καλέμπας μπήκε στον περίβολο του φυλακίου με το ύφος


του ανθρώπου που ξέρει τι θέλει και τι επιδιώκει. Είχε τη χοντρή
μαύρη ποιμενική κάπα του ριγμένη στους ώμους, ενώ την παρά-
δοξη αμφίεσή του συμπλήρωνε το κοστούμι του από ακριβό, όπως
φαινόταν, ύφασμα. Ο σκύλος του φυλακίου έτρεξε κοντά του και
πέρασε ξύνοντας το σώμα στο πόδι του, δείγμα πως πρέπει να
τον γνώριζε καλά και τον αντιμετώπιζε φιλικά.
- Κύριε φρούραρχε, πιάσατε έναν μεγάλο και φοβερό κατά-
σκοπο!...Ο Μπουρνέκας περίμενε να πάρει κι άλλο άστρο, αλλά
τον είδα που έφευγε σαν βρεγμένη γάτα, είπε ο αρχιτσέλιγκας ενώ
ένα ειρωνικό μειδίαμα διαγραφόταν στα χείλη του.
- Κύριε Καλέμπα, αυτό που έχει συμβεί δεν είναι για γέλια…
Από τύχη το παιδί σας δεν είναι νεκρό…Το ξέρετε, άλλωστε, πως
υπάρχουν εντολές οι περίπολοι που στήνουν ενέδρες τη νύχτα, να
πυροβολούν χωρίς προειδοποίηση όποιον πατήσει την οριοθετική
γραμμή, του απάντησε ο Φίλιππος.
- Το ξέρω, το ξέρω, μουρμούρισε ο Καλέμπας και πλησίασε το
γιο του, που ως τότε καθόταν κουλουριασμένος στην ίδια θέση. Ο
νεαρός είχε σηκωθεί αμίλητος και τίναζε με τα χέρια του το παντε-
λόνι του από τα χώματα και τα ξερά χορτάρια, όταν ο πατέρας του,

277
ξαφνικά, του έδωσε δυο δυνατά χαστούκια. Το παιδί έσκυψε το
κεφάλι του χωρίς ν’ αντιδράσει, σαν να περίμενε κι άλλο ξέσπασμα
του πατέρα του.
- Σιγά κύριε Καλέμπα, το παιδί έκανε ένα λάθος που ίσως του
γίνει μάθημα…Άλλη φορά θα προσέχει και δεν θα πλησιάζει τις
πυραμίδες…Θα βόσκει τα πρόβατα μακριά απ’ τα σύνορα, είπε ο
Φίλιππος για να κατευνάσει την οργή του πατέρα.
Έκπληκτος, όμως, άκουσε την αιτία της οργής του αρχιτσέ-
λιγκα προς το γιο του.
- Τα πρόβατα θα τα βόσκει όπου υπάρχει χορτάρι…Τα χα-
στούκια τα έφαγε γιατί θα πρέπει να γλιστρά τη νύχτα σαν την α-
λεπού…Ξέρει αυτός! Θα ‘πρεπε να ξεγλιστρήσει μεσ’ το σκοτάδι,
όπως ο άλλος που ξέφυγε και με ειδοποίησε.
- Μα τι λέτε κύριε Καλέμπα!...Αντί να τον συμβουλέψτε!...Τι να
πω! Θα μπορούσε το παιδί σας αυτή την ώρα να είναι νεκρό…
- Μερικές φορές κάποιοι πρέπει να πεθάνουν για να ζήσουν οι
υπόλοιποι, είπε με ήρεμη έκφραση και φωνή ο αρχιτσέλιγκας.
Ο νεαρός αξιωματικός τον κοίταζε για κάποια δευτερόλεπτα
αποσβολωμένος. Ο Καλέμπας κατάλαβε την ταραχή του και του
έκανε νεύμα να πλησιάσει και να τον ακολουθήσει. Απομακρύν-
θηκαν καμιά δεκαριά μέτρα απ’ τους άλλους. Στέκονταν στην άκρη
του φράχτη. Από κάτω απλωνόταν η Σαγιάδα με τον απέραντο
κάμπο στις εκβολές του Καλαμά και τη θάλασσα να ξεμακραίνει ως
τις δαντελένιες ακτές της Κέρκυρας.
- Νομίζεις κύριε Φρούραρχε πως δεν αγαπώ το γιο μου; Ανα-
ρωτήθηκε κάποια στιγμή σπάζοντας τη σιωπή ο αρχιτσέλιγκας. Εί-
ναι ο μικρότερος και του έχω ξεχωριστή αδυναμία…Όμως, πρόσε-
ξε! Η οικογένειά μου, το σόι μου, η φάρα μου, οι τόσοι γέροι, νέοι,
μικρά, νύφες, γαμπροί, που ζουν απ’ τα πρόβατά μας ξέρουν καλά
πως, πάνω απ’ αυτούς, στέκεται το κοπάδι…Όποιος από μας
βρεθεί στη δύσκολη θέση να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και στο
κοπάδι, η απόφαση είναι εύκολη…Το κοπάδι πρέπει να ζήσει!
- Δηλαδή σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να θυσιαστεί α-
κόμα και το παιδί σας;
- Και το παιδί μου…Κι εγώ…Και η γυναίκα μου…Κανένας δεν
εξαιρείται…Γιατί αν πεθάνει το κοπάδι, μαζί του θα πεθάνει κι όλη

278
η γενιά μου, όλη η φάρα μου…Θα σκορπίσουμε σαν καταραμένοι
στα άρατα και στα πύρατα…
Ο Καλέμπας με απλά λόγια, χωρίς πολλές χειρονομίες, με ή-
ρεμο πρόσωπο και σταθερή φωνή, προσπάθησε να εξηγήσει στον
εμβρόντητο για τις απόψεις του αξιωματικό, τη λογική βάση των
όσων υποστήριζε. Σκεφτόταν και ενεργούσε όπως ένας σκληρός
επιχειρηματίας, χωρίς συναισθηματισμούς και συνειδησιακές αν-
τιρρήσεις. Το είπε ξεκάθαρα. Αν ήταν υποχρεωμένος να διαλέξει
ανάμεσα στο παιδί του και στο κοπάδι, το δίλημμα ήταν απλό. Θα
‘πρεπε να πεθάνει το παιδί.
Όταν ο Καλέμπας έφευγε μαζί με τους άλλους, τον είδε που
αγκάλιασε με τρυφερότητα απ’ τους ώμους το γιο του και μιλούσαν
οι δυο τους χαχανίζοντας, καθώς κατηφόριζαν στην πλαγιά. Ήταν
ο στοργικός πατέρας με το μικρότερο αγαπημένο του γιο.

Η δικαιοδοσία του «φρούραρχου»

Εκείνη η μέρα, από το πρωί, ήταν γεμάτη από εντάσεις κι


απρόσμενες εξελίξεις. Ο Φίλιππος ενημερώθηκε, κατά το μεσημέ-
ρι, πως ένας στρατιώτης στο φυλάκιο του Κάτω Αετού είχε αιμορ-
ραγία και πονούσε το κάτω μέρος των κοιλιάς του. Ειδοποιήθηκε ο
έφεδρος ανθυπίατρος του συντάγματος κι έφτασε με τζιπ στη Σα-
γιάδα, ενώ διατάχθηκε έγκαιρα η αποστολή ενός ψαροκάικου για
να παραλάβει τον ασθενή.
Ο Φίλιππος με το γιατρό περίμεναν στην προκυμαία την άφιξη
του καραβιού. Με φορείο κατέβασαν το στρατιώτη και εσπευσμένα
τον οδήγησαν σε μια αίθουσα του παρακείμενου αστυνομικού τμή-
ματος. Πολύ γρήγορα ο γιατρός βγήκε απ’ το πρόχειρο ιατρείο του
αγανακτισμένος.
- Το κωλόπαιδο, μας αναστάτωσε άδικα όλους!...
- Τί έχει; ρώτησε ο Αστυνόμος.
- Σοβαρή αρρώστια! Αιμορροΐδες, ξεφώνισε μ’ αγανάκτηση και
σαρκασμό ο γιατρός. Ας πάμε τώρα στο στρατόπεδο και θα τα

279
πούμε για το θέατρο που έπαιξε, ενώ γνώριζε πως είχε αυτό το
ασήμαντο πρόβλημα…
Όταν ο Φίλιππος έμεινε με τον ενωμοτάρχη, συμφώνησαν να
τσιμπήσουν κάτι στην ταβέρνα του Γιώργου. Ήταν η μέρα που θα
περνούσε και ο ταχυδρόμος κι ο νεαρός αξιωματικός ήθελε να κα-
θυστερήσει σκόπιμα, για να στείλει τη συνηθισμένη μηνιαία επιτα-
γή στους γονείς του. Τα έξοδά του στο φυλάκιο ήταν ελάχιστα κι
είχε τη δυνατότητα να στέλνει λεφτά στον πατέρα του για να ξεχ-
ρεωθεί από τα παλιά χρέη, που ακόμα δεν είχαν εντελώς αποπλη-
ρωθεί.
Το βράδυ, μόλις σκοτείνιασε, κάθισε στη βεράντα της πρόσο-
ψης του φυλακίου και πήρε ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Πριν
από λίγο είχαν ξεκινήσει, για τις μυστικές θέσεις τους, οι δυο νυχ-
τερινές περίπολοι για να στήσουν ενέδρες. Είχαν εντολές να μην
πλησιάζουν στις επιλεγμένες θέσεις πριν σκοτεινιάσει εντελώς,
ώστε να είναι αδύνατη η οπτική παρακολούθησή τους από το αλ-
βανικό παρατηρητήριο.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν πολλές φωνές απ’ την πλευρά του
χωριού. Ακούγονταν πολύ βαθιά, αλλά ήταν φανερό πως κάποιοι
διαπληκτίζονταν με κραυγές και γιουχαΐσματα. Ο Φίλιππος κάλεσε
επανειλημμένα την αστυνομία, αλλά δεν απαντούσε κανένας. Αυτό
ήταν τελείως ασυνήθιστο και παράξενο, γιατί πάντα στο αστυνομι-
κό τμήμα υπήρχε, τουλάχιστον, ένας χωροφύλακας ως σκοπός.
Ο νεαρός αξιωματικός διέταξε έναν δεκανέα και έναν στρατι-
ώτη να κατεβούν οπλισμένοι στο χωριό και να αναζητήσουν το
σταθμάρχη. Θα έπρεπε να τον ενημερώσουν από το τηλέφωνο της
αστυνομίας, για την αιτία της αναταραχής στο χωριό. Από την άκ-
ρη του φράχτη της νότιας πλευράς φαίνονταν η ασυνήθιστα φω-
τισμένη πλατεία του χωριού και ήταν φανερό πως από εκεί προέρ-
χονταν και οι ομαδικές άγριες κι απειλητικές φωνές, χωρίς όμως να
διακρίνονται λέξεις ή φράσεις.
Ένα τέταρτο περίπου, μετά την αναχώρηση των δυο αντρών
του φυλακίου, ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί. Ήταν το σύνθημα
στην περίπτωση που θα διαπίστωναν μια σοβαρή κι έκρυθμη κα-
τάσταση. Την ίδια ακριβώς στιγμή χτύπησε και το τηλέφωνο. Ένας
χωροφύλακας ενημέρωσε το Φίλιππο πως ο ενωμοτάρχης Παπέ-
της ήταν στην πλατεία του χωριού και προσπαθούσε να συγκρα-

280
τήσει, με τους ελάχιστους χωροφύλακες, τους εξαγριωμένους χω-
ρικούς που ήθελαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι του Αστανιώτη, του
τσιφλικά. Μερικοί απ’ τους διαμαρτυρόμενους ήταν άνδρες της Εθ-
νοφυλακής και κρατούσαν και τα όπλα τους. Ήταν φανερό πως η
έκτακτη αλλά και κρίσιμη αυτή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί,
ανήκε πλέον στη δικαιοδοσία του «φρούραρχου».
Διέταξε το λοχία Μαντρεκά να ηγηθεί μιας ομάδας εφτά αν-
τρών και να τον ακολουθήσει. Κατέβηκαν πάνοπλοι κατηφορίζον-
τας, με πηδήματα, το λόφο και βρέθηκαν στην πλατεία. Ο Παπέτης
με τους χωροφύλακες προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα μενόμε-
νο πλήθος από άντρες και γυναίκες. Μερικοί κρατούσαν και αναμ-
μένους πυρσούς. Στο μπαλκόνι του σπιτιού του ο Αστανιώτης, με
ξεκούμπωτες πιζάμες και ανακατωμένα μαλλιά, ξεφώνιζε σαν τρε-
λός, ενώ απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα ακούγονταν οι φοβισμέ-
νες και πνιχτές τσιρίδες της γυναίκας του.
- Κύριε δόκιμε, καλά που ήρθες έγκαιρα…Δεν μπορούσα να
τους συγκρατήσω άλλο…Θα γινόταν μακελειό…Στην πίσω πλευρά
του σπιτιού περιμένουν κάποιοι άνθρωποι του Αστανιώτη με δί-
καννα, του είπε με ανακούφιση ο αστυνόμος.
Οι οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν μπροστά απ’ το
σπίτι κι άρχισαν ν’ απωθούν το πλήθος των αγανακτισμένων χω-
ρικών. Κάποιοι εξαγριώθηκαν περισσότερο. Ο Φίλιππος διέκρινε
ανάμεσά τους και τον τοπικό αρχηγό της ομάδας των Εθνοφυλά-
κων του χωριού. Τον διέταξε, κραυγάζοντας, να πλησιάσει για να
βοηθήσει με τους άντρες του στην αποκατάσταση της ηρεμίας. Ο
άλλος, με χωριάτικη πονηριά, έκανε δήθεν πως έβλεπε αλλού και
πως δεν άκουσε. Ο νεαρός αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι του και
πυροβόλησε δυο φορές στον αέρα. Το πλήθος σαστισμένο βου-
βάθηκε ξαφνικά. Στη στιγμιαία εκείνη απρόσμενη σιωπή, στράφηκε
προς τον αρχηγό των Εθνοφυλάκων και του φώναξε οργισμένος.
- Πρόσεξε καλά αρχηγέ!...Όλοι, κι εγώ και ο αστυνόμος κι όλο
το χωριό, σε βλέπει με το όπλο που σου εμπιστεύτηκε η πατρίδα,
να απειλείς έναν άοπλο και τη γυναίκα του…Αύριο, να το ξέρεις,
θα σε παραπέμψω στο στρατοδικείο…Κι εσένα και τους άντρες
σου…
Ακούστηκαν κάποια μουρμουρητά και μετά απλώθηκε σιωπή.
Οι Εθνοφύλακες, φοβισμένοι και υπάκουοι, άλλαξαν σε δευτερό-

281
λεπτα συμπεριφορά κι άρχισαν να διαλύουν το πλήθος αλλά και να
φεύγουν μαζί με τους υπόλοιπους, προσπαθώντας ν’ αποφύγουν
μια συνάντηση με τον αξιωματικό τους. Ακόμα κι ο αρχηγός τους
εξαφανίστηκε απ’ την πλατεία κρυφά κι αθόρυβα.
Το πλήθος είχε σχεδόν διαλυθεί εντελώς, όταν ο Αστανιώτης
ξαναβγήκε στο μπαλκόνι κι άρχισε ν’ απειλεί και να βρίζει.
- Θα τους κανονίσω εγώ τους αλήτες! Κόντεψε να πεθάνει η
γυναίκα μου απ’ το φόβο της…. Τα καθάρματα!..Ξέρω ποιοι δημι-
ουργούν τα επεισόδια! Σε σένα το λέω κύριε σταθμάρχα…Αυτοί
που με απειλούν είναι κομμουνισταί…
Ο Παπέτης, ένας άνθρωπος σωστός και μετρημένος, που σε
δυο τρεις μήνες θα συνταξιοδοτούνταν κι είχε μπουχτίσει, όπως
είπε μια μέρα στο Φίλιππο, από τέτοιες καταγγελίες «καθαρών δή-
θεν εθνικοφρόνων», έστριψε προς το μπαλκόνι οργισμένος.
- Άκου να σου πω! Σε μένα δεν θ’ απευθύνεσαι με τέτοιο ύ-
φος…Άντε πήγαινε μέσα…Πήγαινε και κλείσε τη τζαμόπορτα γιατί
κι εσύ το παραξήλωσες με τα καμώματά σου…Μας έκανες όλους
άνω κάτω…
Έπειτα στράφηκε προς το Φίλιππο και χαμηλόφωνα, πλέον,
συνέχισε.
- Αυτός ο εκμεταλλευτής έχει γερές πλάτες και κάνει ότι θέ-
λει…Το κακό ξεκίνησε όταν, σήμερα, οι μπουλντόζες του πέρασαν
μέσα από τα σπαρμένα χωράφια κάποιων γεωργών… Όταν οι άν-
θρωποι διαμαρτυρήθηκαν, άρχισε τα παραμύθια για κομμουνιστάς
και άλλες χαζομάρες…Είναι αδίστακτος ο άτιμος! Ξέρεις κάτι κύριε
δόκιμε…Μερικοί δαιμονισμένοι, σαν τον Αστανιώτη, νομίζεις πως
έχουν την ευλογία του Θεού!…Αυτός ο ντουνιάς δεν είναι δίκαιος!
Επικρατούν πάντα οι σκληρόψυχοι… Μας κάνουν από πάνω και
τον πατριώτη! Τα μάτια μου είδαν πολλά!
Την εποχή εκείνη, ο κάθε απατεώνας κι εκμεταλλευτής των
φτωχών, για να πετύχει ευκολότερα τους στόχους του φρόντιζε να
αναδεικνύει την εθνικοφροσύνη και τον δήθεν πατριωτισμό του.
Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να διαπιστώσει ο Φί-
λιππος, στα γεράματά του, πως μερικά «παιδιά του λαού», με έν-
τονες διεθνιστικές ιδέες που αργότερα, σαν χαμαιλέοντες, τις με-
τάλλαξαν σε νεοφιλελεύθερη και μονεταριστική ιδεολογία, ήταν χί-
λιες φορές χειρότερα από τον άπληστο κι αγράμματο Αστανιώτη.

282
Διαχώριζαν κι αυτοί τους πολίτες σε δημοκράτες και φασίστες, για
να μπορούν, ευκολότερα, να λεηλατούν το κράτος.
Κάποιοι απ’ αυτούς που κραύγαζαν για ελευθερία, δικαιοσύνη
και ισότητα, αποδείχτηκαν αριστοτέχνες της απάτης, χρησιμοποι-
ώντας την απατρία και τη διάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών
θεσμών, για να συσσωρεύσουν τεράστιες περιουσίες απ’ τα κρατι-
κά ταμεία. Και μαζί τους, κάποιοι κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι μιας
αντιπατριωτικής αχυροκουλτούρας, που θεωρούσαν κάθε τι το
εθνικό ως φασιστικό, οδήγησαν τη χώρα στον όλεθρο και στην
υποτέλεια, σε μια περίοδο άνθησης ενός εγκληματικού υπερκαπι-
ταλισμού. Ήταν οι «ευλογημένοι» σε ένα, δήθεν προοδευτικό, σύσ-
τημα ιδεολογικής απατεωνίας. Σωστά, ο φτωχοπρόδρομος ενωμο-
τάρχης Παπέτης, που είχε μηνιαίο μισθό όσο άξιζαν τα ημερήσια
επιδόρπια στα γεύματα του Αστανιώτη, είπε με δικαιολογημένη
πικρία πως αυτός ο ντουνιάς δεν είναι δίκαιος. Δεν είναι δίκαιος κι
ούτε θα είναι ποτέ!

283
XVIII

Η τηλεφωνική συνδιάλεξη

Από το τέλος του καλοκαιριού και ως τις αρχές του Νοέμβρη,


του 1960, η ζωή για το Φίλιππο συνεχιζόταν στο φυλάκιο της Σα-
γιάδας το ίδιο μονότονη και πληκτική. Παρά τις συνεχείς αναφορές
του για μια εικοσιτετράωρη άδεια, για να πεταχτεί ως την Κέρκυρα
και ν’ αλλάξει εντυπώσεις και διάθεση, ο συνταγματάρχης, με βάση
φυσικά τις εισηγήσεις των επιτελών του, απαντούσε πάντα αρνητι-
κά. Μάλιστα, σε μια ξαφνική επιθεώρησή του, στην έδρα της διμοι-
ρίας, τιμώρησε τον Φίλιππο με δεκαπενθήμερη φυλάκιση γιατί
βρήκε πίσω από το σκουπιδοτενεκέ των μαγειρείων μια σχισμένη
κάλτσα του μάγειρα, η οποία πάνω, στη βιασύνη του στρατιώτη,
έπεσε έξω από τον καθορισμένο χώρο των σκουπιδιών.
Σε δυο εβδομάδες ο συνταγματάρχης ξαναήρθε στη Σαγιάδα,
αλλά αυτή τη φορά συνόδευε τον επιτελάρχη που επιθεωρούσε,
στη σειρά, όλες τις παραμεθόριες μονάδες της 8ης Μεραρχίας. Ή-
ταν ένας κοντόχοντρος ταξίαρχος, ευγενικός και χαμογελαστός, ο
οποίος μετά την επιθεώρηση της παραταγμένης διμοιρίας και την
καθορισμένη παρουσίαση του έφεδρου αξιωματικού, έπιασε φιλική
κουβέντα μαζί του.
- Δεν μου λες παιδί μου, απ’ την Πάτρα είσαι;…
- Όχι κύριε ταξίαρχε…Είμαι απ’ τις Σέρρες, από την Μακεδο-
νία…
- Α, ώστε «Μακεδνός»; Ξέρεις κύριε δόκιμε ότι η ονομασία αυ-
τή αποδεικνύει πως οι Μακεδόνες, από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν
υψηλόσωμοι και ρωμαλέοι; Τι ύψος έχεις;
- Ένα ογδονταπέντε κύριε ταξίαρχε…

284
- Εμείς οι Πελοποννήσιοι είμαστε αδικημένοι απ’ το Θεό, με
ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις…Με βλέπεις; Φτάνω δεν φτάνω ως το
λαιμό σου…
Στα τελευταία του λόγια ξέσπασε σε γέλια και όπως σ’ όλες τις
περιπτώσεις που γελούν τ’ αφεντικά, έτσι και τώρα όλη η διμοιρία
και ο συνταγματάρχης γέλασαν «αυθόρμητα».
- Είπες κύριε δόκιμε πως λέγεσαι Στεργιάδης…Αφού δεν είσαι
απ’ την Πάτρα, μήπως εκεί έχεις συγγενείς; ξαναρώτησε ο επιτε-
λάρχης.
- Όχι, κύριε ταξίαρχε…
- Σε ρωτώ γιατί έχεις το ίδιο επώνυμο με την γυναίκα μου…
Προς στιγμή μου πέρασε από το μυαλό πως πιθανόν να ήμασταν
και συγγενείς…Έχεις μια καταπληκτική ομοιότητα με τη γυναίκα
μου, σαν να ‘στε αδέρφια…
Μετά την επιθεώρηση των χώρων, τη φιλική συζήτηση χωρι-
στά με κάποιους στρατιώτες και την ενημέρωσή του στην τοπο-
γραφία της περιοχής, θεώρησε σκόπιμο να εκφράσει τις εντυπώ-
σεις του από την επίσκεψη και τον έλεγχο του φυλακίου. Απευθύν-
θηκε στο συνταγματάρχη, στον παρευρισκόμενο δόκιμο ανθυπο-
λοχαγό και στους οπλίτες, με ευδιάκριτη την ικανοποίηση στο
πρόσωπό του.
- Κύριε συνταγματάρχα, έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από
την γενικήν εμφάνισιν των ανδρών της διμοιρίας …Κύριε δόκιμε,
διαπίστωσα πως οι οπλίτες σου διατηρούν ακμαίο το φρόνημα και
το ηθικόν τους, παρά την απομόνωσιν και τας δυσκόλους συνθή-
κας που, δικαιολογημένα, υπάρχουν σε ένα ακριτικόν φυλά-
κιον…Εσύ, ως οδηγός και ηγέτης τους, θα πρέπει να συνεχίσεις να
τους εμπνέεις για να ανταποκρίνονται, όπως τώρα, στα καθήκοντά
τους…Όλοι εσείς, βαθμοφόροι και απλοί στρατιώται, είστε οι ακοί-
μητοι φύλακες των συνόρων, για να νιώθουν οι υπόλοιποι Έλληνες
ασφαλείς και υπερήφανοι για τα στρατευμένα νιάτα της πατρίδος
μας. Εύγε! Εύγε, παιδιά μου!
Ο συνταγματάρχης, που ετοιμάστηκε ν’ ακολουθήσει τον ταξί-
αρχο και να μπει στο τζιπ, φαινόταν μουδιασμένος και κινούνταν
άβολα. Ήταν φανερό πως δυσκολευόταν ν’ ακούει τα εγκώμια του
επιτελάρχη, για έναν αξιωματικό της μονάδας του, που μόλις πριν
από λίγες μέρες είχε τιμωρήσει με φυλάκιση. Στην ουσία, η τιμωρία

285
δεν είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα στην καθημερινή ζωή του
Στεργιάδη στο συνοριακό φυλάκιο, αλλά θα παρέτεινε τη θητεία
του κατά δεκαπέντε μέρες. Έτσι, αντί να πάρει το απολυτήριο μετά
τις γιορτές των Χριστουγέννων, θα καθυστερούσε δυο ακόμα εβ-
δομάδες και θ’ αναχωρούσε απ’ την Ήπειρο στα μέσα του Γενάρη
του 1961.
Στον πρώτο λόχο, απ’ τις αρχές του Σεπτέμβρη είχαν γίνει αλ-
λαγές στην ιεραρχία. Ο Διαμαντής είχε πάρει άδεια για να δώσει
εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τα κενά συμπληρώθηκαν με την τοποθέτηση ενός λοχαγού ως
διοικητή και ενός υπολοχαγού ως υποδιοικητή.
Ο Μαξάς αντικαταστάθηκε από άλλον ασυρματιστή. Ο Φίλιπ-
πος πληροφορήθηκε πως ο ανθυπίατρος του συντάγματος τον
παρέπεμψε για εξέταση στους γιατρούς της Μεραρχίας.
Όσο περνούσαν οι μέρες και πλησίαζε ο καιρός της απόλυσής
του απ’ το στρατό, ένιωθε ένα συνεχές ψυχοπλάκωμα και μια ανε-
ξήγητη δυσθυμία. Είχε γίνει υπερβολικά καχύποπτος και νευρικός.
Ο άλλοτε μεθοδικός και συγκρατημένος, σ’ όλες τις ενέργειές του,
νεαρός αξιωματικός, ενεργούσε τώρα κάποιες φορές σπασμωδικά
και κάτω από συναισθηματικές πιέσεις της στιγμής.
Ένα πρωί, πριν από το μεσημεριανό φαγητό άδειασε, σχεδόν
μονορούφι, μισό μπουκάλι μπρούσικο κρασί. Ήταν μια ενέργεια
που δεν έγινε ποτέ πριν, αλλά ούτε και επαναλήφθηκε στα υπόλοι-
πα χρόνια της ζωής του. Ασυνήθιστος στο ποτό, ένιωσε το κεφάλι
του να βαραίνει κι ένα μελίσσι να βουίζει στ’ αφτιά του. Διέταξε έ-
ναν φαντάρο να στήσει ένα οπλοπολυβόλο στην ανατολική πλευρά
του φράχτη, μαζί με ένα γεμάτο από πυρομαχικά μεταλλικό κασόνι.
Για αρκετή ώρα η κάννη του «μπαρ» ξερνούσε φωτιά, ώσπου κοκ-
κίνισε από τις χωρίς καμιά διακοπή συνεχόμενες ριπές. Κάτω στο
βάθος, στην άκρη ενός χέρσου χωραφιού υπήρχε ένας γκαζοτενε-
κές. Οι σφαίρες σήκωναν γύρω του ένα σύννεφο σκόνης καθώς
χοροπηδούσε από τα εντατικά πυρά και κύλησε ως την άλλη άκρη
του χωραφιού. Ο σταθμάρχης Παπέτης φαίνεται πως ανησύχησε
από το αδιάκοπο κροτάλισμα του πολυβόλου και τηλεφώνησε στο
φυλάκιο.
- Τί να του πω κύριε δόκιμε; ρώτησε ο ασυρματιστής.

286
- Πες του να μην ανησυχεί…Σήμερα έχουμε άσκηση σκοπο-
βολής…Τελειώνουμε σε λίγο…
Κάποιες μέρες, η επιθυμία του να μιλήσει και να συναντήσει
την Ηρώ ήταν υπερβολικά έντονη και βασανιστική. Όπως είχαν τα
πράγματα, ούτε εκείνος μπορούσε να ταξιδέψει για τη Θεσσα-
λονίκη, αλλά ούτε κι εκείνη θα μπορούσε να φτάσει στη Σαγιάδα. Η
ταχυδρομική επικοινωνία τους ήταν τακτική, αλλά σ’ όλα τα γράμ-
ματά τους διαφαίνονταν η πύρινη επιθυμία τους να βρεθούν κοντά,
να μιλήσουν, ν’ αγκαλιαστούν και να περπατήσουν αντάμα ατέλει-
ωτες ώρες. Από εμφανείς ενδείξεις στους φακέλους, ο Φίλιππος
είχε βεβαιωθεί πως όλες οι επιστολές τους περνούσαν απ’ τη λο-
γοκρισία. Όμως, δεν τον πολυαπασχολούσε αυτό το θέμα. Το πε-
ριεχόμενο τους ήταν καθαρά ερωτικό, χωρίς πολιτικοκοινωνικές
αναφορές.
Παλαιότερα, ένα αίτημά του στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών
για τηλεφωνική επικοινωνία με την Ηρώ δεν μπόρεσε να υλοποιη-
θεί. Τώρα επιχείρησε πάλι να επαναλάβει την προσπάθεια, χωρίς
να έχει πολλές ελπίδες κι αυτή τη φορά. Με έκπληξη, την τρίτη μέ-
ρα, ο ασυρματιστής του συντάγματος τον ενημέρωσε πως σε λίγη
ώρα θα συνδεόταν με τη Θεσσαλονίκη για να μιλήσει με κάποια
«κυρία Ηρώ Καζαβίτη». Η αναμονή ακόμα και των δευτερολέπτων
ήταν βασανιστική. Όταν, επιτέλους, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο, το
σήκωσε με λαχτάρα κι άκουσε τη βαθιά, απόκοσμη φωνή μιας τη-
λεφωνήτριας που τον ενημέρωνε να «περιμένει στη γραμμή για να
μιλήσει».
Παρά τις προσπάθειές του ν’ ακούσει κάποια φωνή και τις
αγωνιώδεις επαναλαμβανόμενες αναφορές στο όνομα της αγα-
πημένης του, η τηλεφωνική επικοινωνία δεν ήταν δυνατή. Κάποια
στιγμή ακούστηκε η τηλεφωνήτρια που ρωτούσε αν τελείωσε η
συνδιάλεξη, γιατί είχε ξεπεραστεί το προβλεπόμενο τρίλεπτο.
- Μα δεν μίλησα ακόμα κυρία μου, διαμαρτυρήθηκε ο Φίλιπ-
πος.
- Υπάρχουν πολλαπλές συνδέσεις και φαίνεται πως έχουμε
απώλειες…Μισό λεπτό κύριε να συνεννοηθώ με το τηλεφωνικό
κέντρο της Λάρισας, απάντησε η τηλεφωνήτρια.
Από κείνη τη στιγμή έγινε ένας πραγματικός τιτάνιος αγώνας
για να πραγματοποιηθεί η τηλεφωνική σύνδεση, με την ενδιάμεση

287
βοήθεια των τηλεφωνικών κέντρων που μεσολαβούσαν. Ο τηλε-
φωνητής της Μεραρχίας ακούστηκε να λέει κάποια στιγμή στον Φί-
λιππο.
- Εγώ κύριε δόκιμε σας έχω συνδέσει κανονικά με το κέντρο
των Ιωαννίνων και φεύγω απ’ τη μέση για να περιοριστούν οι α-
πώλειες…
Από εκείνη τη στιγμή η φωνή της Ηρώς ακουγόταν σαν ψίθυ-
ρος. Οι τηλεφωνήτριες ανέλαβαν να επαναλαμβάνουν όσα άκου-
γαν από το Φίλιππο και την Ηρώ.
- Σου λέει πως σ’ αγαπά…Πως σε λατρεύει…Πως σε σκέφτε-
ται κάθε ώρα και κάθε στιγμή, επαναλάμβανε η τηλεφωνήτρια, ενώ
ταυτόχρονα σχολίαζε με τη συνάδελφό της του άλλου κέντρου, με
ευαισθησία και συγκατάβαση.
- Ωχ, κοριτσάκι μου πόσο με συγκινείς!...Τα καημένα, Φωφώ
μου είναι ερωτευμένα κι έχουν να βρεθούν, όπως φαίνεται, πολ-
λούς μήνες…Ας τα βοηθήσουμε όσο μπορούμε…
Μια ανδρική φωνή ακούστηκε να λέει πως πρέπει να διακό-
ψουν, γιατί αντί για τρίλεπτο ξεπεράστηκε ακόμα και το δεκαπεν-
τάλεπτο…
- Άσε βρε Γιώργο τα ερωτευμένα να μιλήσουν λιγάκι…Ας τα
βοηθήσουμε…Δεν θα φτωχύνει ο Οργανισμός μας αν μιλήσουν
χωρίς χρέωση κάποια λεπτά παραπάνω! Με συγκίνησαν!...
Με τέτοιες συνθήκες, η τηλεφωνική επικοινωνία των δυο ερω-
τευμένων μετατράπηκε, τελικά, σε ομαδική συζήτηση ανάμεσα σ’
αυτούς και στους τρεις ενδιάμεσους τηλεφωνητές του Οργανισμού
Τηλεπικοινωνιών.

Περιπολία στην πυραμίδα

Οι εντολές του υπολοχαγού Μπουρνέκα ήταν σαφείς. Ήταν,


λέει, διαταγή της διοίκησης του συντάγματος να περάσει ο ίδιος ο
Φίλιππος δίπλα απ’ το αλβανικό παρατηρητήριο για να διαπιστώ-
σει, με τα ίδια του τα μάτια, αν οι Αλβανοί παραβίαζαν τη συμφω-
νία κι εγκατέστησαν εκεί βαριά όπλα ή κατασκεύασαν οχυρωμα-

288
τικά έργα. Μαζί του θα έπρεπε να έχει, ως συνοδό, μόνο έναν
στρατιώτη για να μην «εξαγριωθούν τα κομμούνια», που τον τε-
λευταίο καιρό δημιούργησαν επεισόδια πάνω στη μεθοριακή
γραμμή διαφόρων φυλακίων της Ηπείρου. Τα χρονικά περιθώρια
για την εκτέλεση της διαταγής δεν θα έπρεπε να υπερβούν το ει-
κοσιτετράωρο.
- Αυτό είναι σκέτη τρέλα, σχολίασε ο λοχίας Μαντρεκάς. Μέχρι
τώρα κανένας Έλληνας δεν πέρασε κοντά απ’ αυτή την πυραμί-
δα…Είναι ακριβώς δίπλα απ’ το παρατηρητήριο και από κάτω υ-
πάρχει γκρεμός…
- Θα φροντίσω να μην πατήσω στο δικό τους έδαφος.
- Δεν γίνεται κύριε δόκιμε, επέμενε ο λοχίας. Η πυραμίδα
βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού…Αν την περάσετε απ’ τη δική
μας πλευρά, υπάρχει το ενδεχόμενο να γλιστρήσετε και να γίνετε
κομμάτια πάνω στα βράχια…Αν περάσετε απ’ την αλβανική πλευ-
ρά, αυτοί οι λυσσασμένοι θα σας πυροβολήσουν…Να, πρόσφατα,
σ’ άλλο φυλάκιο σκότωσαν ένα λοχία μας εκατό μέτρα μέσα στο
δικό μας έδαφος και τον έσυραν ως το δικό τους για να δείξουν
πως παραβίασε την οριοθετική γραμμή…Τα πράγματα έχουν αγ-
ριέψει!
- Θα δούμε τι θα γίνει!
- Γιατί ο κύριος υπολοχαγός δεν σκέφτηκε να διατάξει τον Κω-
τσούδη να παρακολουθήσει τα πάντα απ’ τους λόφους, ανατολικά
απ’ το Μαυρομάτι; Από εκει φαίνεται ολοκάθαρα το παρατηρητή-
ριο… Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα πρέπει, κύριε δόκιμε, να
εκτελέσετε μια τέτοια επικίνδυνη αποστολή!…
- Ηρέμησε Μαντρεκά! Οι φόβοι σου είναι αδικαιολόγητοι! Μου
φαίνεται πως η φαντασία σου οργιάζει, αν και με συγκινεί το ενδια-
φέρον σου για το άτομό μου, του είπε προσπαθώντας να φανεί
ήρεμος ενώ χαμογελούσε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
Όμως, όταν έμεινε μόνος, η δική του φαντασία οργίαζε τελείως
αχαλίνωτη, προσπαθώντας να διακρίνει τη σκοπιμότητα αυτής της
εντολής του Μπουρνέκα. Τον έστελνε πραγματικά στο στόμα του
λύκου ή προσπαθούσε να δοκιμάσει την ψυχραιμία και αυτοκυ-
ριαρχία του. Μήπως ήταν ένα παιχνίδι ψυχολογικού πολέμου για
να πέσει το ηθικό του ή υπήρχε η μελετημένη επιδίωξη για ένα
«απρόβλεπτο ατύχημα».

289
Το μυαλό του δούλευε με ένταση και δημιουργικότητα, για να
βρει λύσεις στα ενδεχόμενα που θα μπορούσαν να τον βλάψουν.
Όχι, δεν θα λιποψυχούσε μπροστά στους πιθανούς κινδύνους που
θα αντιμετώπιζε. Πρώτα πρώτα, πριν βραδιάσει, συγκέντρωσε
τους άντρες του φυλακίου και ζήτησε να αυτοπροταθεί ένας εθε-
λοντής για την επικίνδυνη αποστολή, με την προϋπόθεση ότι δεν
θα ήταν παντρεμένος, δεν θα ήταν μοναχογιός και δεν θα είχε ειδι-
κά προβλήματα υγείας στην οικογένειά του. Προσφέρθηκαν να τον
ακολουθήσουν τρεις. Διάλεξε έναν καστανόξανθο λεβέντη, με λεπ-
τό τσιγκελωτό μουστάκι και κοκκινωπό πρόσωπο, ο οποίος επέμε-
νε φορτικά να είναι ο συνοδός του.
- Χρηστάκο, το σκέφτηκες καλά; Μπορεί να κινδυνεύσουμε…
- Σιγά μη φοβηθώ τους Λιάπηδες! Εμείς στ’ Άγραφα κάτι τέ-
τοια ζωντόβολα τα περνάμε στη σούβλα, απάντησε ο στρατιώτης,
ενώ οι υπόλοιποι ξεσπούσαν σε γέλια.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί και ζήτησε από το λοχία
να βγάλει απ’ την αποθήκη τους δυο όλμους και σχεδόν όλα τα
κασόνια με τα βλήματα. Ήξερε πως οι Αλβανοί, απ’ το παρατηρη-
τήριο, θα παρακολουθούσαν τα πάντα και ήθελε να τους στείλει
ένα εμφανές μήνυμα για το τι θα επακολουθούσε αν διέπρατταν
κάποια ανοησία εναντίον του. Οι συντεταγμένες για τις βολές των
όλμων ήταν προκαθορισμένες και σε περίπτωση έναρξης εχθρο-
πραξιών, το παρατηρητήριο θα τιναζόταν σαν παιχνιδάκι στον αέ-
ρα. Ο λοχίας με δυο άντρες είχε εντολή να βρίσκεται κοντά στους
όλμους και να περιφέρεται επιδεικτικά για να βλέπουν τις κινήσεις
του οι Αλβανοί.
Λίγο πριν ξεκινήσει, έστειλε μια ομάδα στρατιωτών με το δε-
κανέα Ζερογιάννη κι εξοπλισμένη μ’ ένα μπράουνινγκ κι ένα ακόμα
ελαφρό πολυβόλο μπαρ. Οι εφτά άντρες κατευθύνθηκαν προς τη
δυτική πλευρά, με εντολή να οχυρωθούν σε θέση μάχης στο λόφο
απέναντι απ’ το παρατηρητήριο, ενώ διέταξε τον Κωτσούδη, στο
Μαυρομάτι, να στείλει άλλη ομάδα με δεύτερο πολυβόλο μπράου-
νινγκ στον αντικρινό λόφο, για μεγαλύτερη κάλυψη. Ο λοχίας Μαν-
τρεκάς παρακολουθούσε έκπληκτος τις εντολές του Φίλιππου.
- Αμ, γι’ αυτό δεν φοβάστε κύριε δόκιμε!…Με τέτοια δύναμη
πυρός οι Αλβανοί θα τα κάνουν σε λίγο στα βρακιά τους…Αν τολ-
μήσουν κανένα αστείο το παρατηρητήριό τους θα γίνει ασβεστάδι-

290
κο…Θα πάρουν φωτιά κι οι πέτρες…Τους έχω από ώρα βάλει στο
στόχαστρο…
Με το στρατιώτη Χρηστάκο ξεκίνησαν γύρω στις εννιά, ακο-
λουθώντας το δρομίσκο προς την ανατολική πλευρά, ο οποίος ο-
δηγούσε στην παλιά Άνω Σαγιάδα. Δεν φόρεσε το κράνος του αλ-
λά το πηλίκιο του αξιωματικού, για να γνωρίζουν οι Αλβανοί, χωρίς
αμφιβολίες, την ιδιότητά του. Απ’ το λαιμό του κρέμονταν οι διόπ-
τρες και απ’ τη ζώνη του το εξάσφαιρο περίστροφο. Στο χέρι του
κρατούσε μια σκαλιστή γκλίτσα από ξύλο οξιάς, που του τη δώρισε
ένας χωρικός.
Ο συνοδός στρατιώτης είχε το ημιαυτόματο «Μι Ένα» κρε-
μασμένο στον ώμο, αλλά με το δάχτυλο ελαφρά ακουμπισμένο
δίπλα στη σκανδάλη. Σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσε, σε
δευτερόλεπτα, να τραβήξει την κάννη του όπλου μπροστά και ν’
αρχίσει τους πυροβολισμούς.
Είχαν ιδρώσει απ’ το ανηφορικό περπάτημα όταν, εντελώς
ξαφνικά, πρόβαλε η στέγη του παρατηρητηρίου. Μετά από ελάχι-
στα βήματα βρέθηκαν σε επίπεδο έδαφος. Προηγούνταν ο Χρη-
στάκος και σε μια απόσταση πέντε έξι μέτρων ακολουθούσε ο νε-
αρός αξιωματικός.
Μπροστά στην είσοδο του πέτρινου κτίσματος και σε μικρή
απόσταση απ’ τις δυο πλευρές της, υπήρχαν δυο ακίνητοι σκοποί.
Είχαν ανοιχτά τα πόδια τους για να στηρίζονται καλύτερα και φο-
ρούσαν κράνη και ψηλές μπότες. Τα αυτόματα, με τους κυκλικούς
γεμιστήρες, τα είχαν στραμμένα προς το έδαφος και η ματιά τους
ήταν καρφωμένη μπροστά. Τώρα, οι δυο Έλληνες απείχαν απ’ την
πυραμίδα λιγότερο από τέσσερα ή πέντε μέτρα, ενώ μπροστά τους
υπήρχε ένα πέτρινο τοιχάκι με ανοίγματα, σαν παραθυράκια. Ήταν
προφανώς ένα προχειροφτιαγμένο πολυβολείο.
Ο κατσικόδρομος μπροστά απ’ το παρατηρητήριο περνούσε,
λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, απ’ τη δεξιά πλευρά της πυ-
ραμίδας και συνεπώς, εκείνη τη στιγμή, ο Φίλιππος βάδιζε σε αλ-
βανικό έδαφος. Εκτός απ’ τους δυο φρουρούς δεν υπήρχε στο
παρατηρητήριο άλλο ίχνος ζωής. Καμιά κίνηση, κανένας θόρυβος.
Όταν ο Έλληνας αξιωματικός περνούσε μπροστά απ’ το λιθόκτιστο
οίκημα, οι δυο φρουροί χτύπησαν με δύναμη και θόρυβο τις μπό-
τες τους στις πέτρινες πλάκες του δαπέδου και, σε στάση προσο-

291
χής, πρόταξαν τα αυτόματα και τοποθέτησαν στην κάννη τις πα-
λάμες του δεξιού χεριού. Απέδιδαν τιμές, όπως θα ‘καναν σε δικό
τους αξιωματικό.
Ο Φίλιππος έστρεψε το κεφάλι του και τους χαιρέτησε φέρνον-
τας το χέρι του στο γείσο του πηλίκιου. Ο Χρηστάκος είχε κάπως
ξαφνιαστεί. Σταμάτησε και μηχανικά έφερε το αριστερό του χέρι
στην κάννη του όπλου του. Ο Φίλιππος τον πλησίασε και του είπε
χαμηλόφωνα.
- Πάρε το χέρι σου από εκεί! Προχώρησε χωρίς να κοιτάξεις
πίσω…Βάδιζε σιγά και χαλαρά…
Το έδαφος ήταν ανώμαλο και τα ξερά χορτάρια αρκετά ψηλά.
Δεν φαινόταν πουθενά η επόμενη πυραμίδα και δεν διέκριναν την
οριοθετική γραμμή. Γύρισαν και κοίταξαν πίσω. Απ’ την πόρτα του
παρατηρητηρίου είχαν βγει αρκετοί Αλβανοί στρατιώτες, ενώ άλλοι
είχαν ξαπλώσει στο έδαφος με τα όπλα τους πάνω στο πέτρινο
τοιχάκι.
- Κοίτα τους πως ξετρύπωσαν σαν τα ποντίκια!...Λες να μας
πυροβολήσουν τα ψοφίμια; αναρωτήθηκε ο στρατιώτης.
- Αν ήθελαν να μας πυροβολήσουν θα ήταν πιο εύκολο γι’ αυ-
τούς να το κάνουν όταν περνούσαμε από μπροστά τους…Προ-
χώρα και θα δούμε!
Περπάτησαν γύρω στα διακόσια μέτρα και βρέθηκαν μπροστά
σ’ έναν γκρεμό…Από κάτω, σε μεγάλη απόσταση φαινόταν μια
στάνη και δίπλα ένα κοπάδι πρόβατα.
- Κύριε δόκιμε, μήπως μπήκαμε στην Αλβανία; ρώτησε ο
Χρηστάκος.
- Έτσι φαίνεται! Ας στρίψουμε αριστερά…
Προχώρησαν ακόμα λίγο, όταν άκουσαν χαχανητά και τη φω-
νή του Ζερογιάννη να τους προστάζει, δήθεν, για να σηκώσουν τα
χέρια ψηλά.
- Α, εδώ είστε λεβέντες; είπε ο Φίλιππος όταν τους πλησίασε.
- Μπήκατε πολλά μέτρα στο αλβανικό έδαφος κύριε δόκιμε…
Να, εδώ έχει κάποια πυραμίδα…Ένας Αλβανός σας παρακολου-
θούσε με τα κιάλια, αλλά από εδώ ο Καραφώτης, σαν παλαιστής
που είναι, σήκωσε το ασήκωτο μπράουνινγκ και το ανέμιζε για να
δουν οι Λιάπηδες τι θα πάθαιναν αν σας πυροβολούσαν…

292
Απέναντι, στον αντικρινό λόφο, μισό περίπου χιλιόμετρο μακ-
ριά, φάνηκε η ομάδα απ’ το φυλάκιο «Μαυρομάτι» να επιστρέφει
στη βάση της.
- Άντε παιδιά, πάμε κι εμείς, είπε ο Φίλιππος κατηφορίζοντας
προς τη Σαγιάδα. Όταν φτάσουμε ο μάγειρας θα έχει έτοιμο το φα-
γητό…Η αποστολή μας τέλειωσε!

Το κυνήγι του αγριόχοιρου

Το κυνήγι για τα αγριογούρουνα στο πυκνό δάσος του Κάτω


Αετού, είχε οριστεί για τις δεκαπέντε του Νοέμβρη. Τα ιδιωτικά ε-
πιβατικά αυτοκίνητα των πλούσιων κυνηγών, έφτασαν στην προ-
κυμαία της Σαγιάδας πολύ πρωί. Πίσω ακολουθούσε ένα φορτηγό
με τους κολαούζους, τα κυνηγητικά σκυλιά, τα όπλα και όλα τα με-
ταλλικά σύνεργα για τη δημιουργία των θορύβων, που θα ανάγκα-
ζαν τα θηράματα να βγουν απ’ τους κρυψώνες τους.
Η επιβίβαση στο μικρό πλοιάριο έγινε πολύ γρήγορα και με
τάξη. Η αδημονία όλων να φτάσουν στον κυνηγότοπο ήταν εμφα-
νής κι έντονη. Όλοι τους σχεδόν ήταν ντυμένοι με ειδικές στολές
παραλλαγής και ήταν εφοδιασμένοι με καραμπίνες τελευταίου τύ-
που.
Ο Φίλιππος με την πενταμελή ομάδα των στρατιωτών του είχε
εγκατασταθεί στη μέση περίπου του σκάφους, ενώ οι περισσότεροι
κυνηγοί είχαν συγκεντρωθεί στην πλώρη κι ατένιζαν με θαυμασμό
τις δαντελωτές ακτές και τους καταπράσινους δασωμένους λόφους
της δυτικής πλευράς της «λωρίδας».
Οι εντολές της διοίκησης του συντάγματος ήταν σαφείς. Την
κυνηγητική αποστολή θα συνόδευε, με μια ομάδα στρατιωτών, ο
ίδιος ο διοικητής της διμοιρίας. Τα λόγια του Διαμανταρέα βούιζαν
στο μυαλό του Φίλιππου σαν αγριεμένο μελίσσι. Καθώς το πλοιά-
ριο διέσχιζε αργά τα ήρεμα και καταγάλανα νερά του Ιονίου Πελά-
γους, ο νεαρός αξιωματικός προσπαθούσε να λύσει τους γρίφους
και τα μηνύματα, που ήθελε να του στείλει ο πονηρός και πανέ-
ξυπνος εκείνος κτηνοτρόφος. Η ματιά του, ιδιαίτερα προσεκτική και

293
επίμονη, εξέταζε με διακριτικότητα αλλά και λεπτομερή διερεύνη-
ση, έναν έναν όλους όσους συμμετείχαν σ’ αυτή την κυνηγητική
αποστολή. Δυο άτομα, με ιδιαίτερα νευρική και κάπως αδέξια
συμπεριφορά, τράβηξαν την προσοχή του. Έκανε πως κοίταζε αλ-
λού, αλλά με την άκρη του ματιού του διαπίστωσε πως τον παρα-
κολουθούσαν επίμονα. Όταν γύριζε το κεφάλι του απότομα προς
αυτούς, έστρεφαν με ταραχή τα μάτια τους ή προσποιούνταν ότι
συνομιλούσαν μεταξύ τους.
Ήταν δυο άτομα με τυπική αγροτική εμφάνιση, με τραγιάσκες
και χοντρά ακαλαίσθητα ρούχα. Είχαν δίπλα τους μεταλλικά σκεύη
και μικρά ρόπαλα, δείγμα πως ανήκαν στο βοηθητικό προσωπικό
των κυνηγών. Το παράξενο για το Φίλιππο ήταν πως, καθώς ήταν
καθισμένοι κατάχαμα στο κατάστρωμα, είχαν στην αγκαλιά τους
καραμπίνες, χωρίς όμως να έχουν στη μέση τους ή δίπλα τις ζώ-
νες με τα φυσίγγια.
Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του καϊκιού απ’ τη Σαγιάδα, ο
νεαρός αξιωματικός πλησίασε τους κυνηγούς στην πλώρη και τους
παρακάλεσε, για την αποφυγή κάποιου ατυχήματος, να βγάλουν
τα φυσίγγια απ’ τις θαλάμες των όπλων τους και ν’ αφήσουν όλο
τον εξοπλισμό τους σε μια γωνιά του πλοίου. Οι περισσότεροι, αυ-
τόβουλα και χωρίς καμιά υπόδειξη, το είχαν κάνει. Οι υπόλοιποι
συμμορφώθηκαν αμέσως. Μόνο οι δυο χωρικοί, εκεί στη μέση του
καταστρώματος, εξακολουθούσαν να έχουν τα όπλα στην αγκαλιά
και να συζητούν, δήθεν, αδιάφορα. Ο Φίλιππος τους πλησίασε και
τους κοίταξε επίμονα.
- Αυτό που είπα ισχύει για όλους…Βάλτε τα όπλα σας στην
άκρη…
- Μάλιστα κύριε ανθυπολοχαγέ, απάντησαν πειθήνια κι άφη-
σαν τα όπλα δίπλα τους, πάνω σ’ έναν σωρό από χοντρά σχοινιά.
Ο αξιωματικός προχώρησε ακριβώς στην απέναντι πλευρά
του πλοίου και κοίταζε, για λίγη ώρα, τη θάλασσα και τις αντικρινές
ακτές της Κέρκυρας. Όταν έστριψε το σώμα του κι ακούμπησε
τους αγκώνες του στη σιδερένια κουπαστή, τους είδε πάλι να έ-
χουν στα χέρια τους τις καραμπίνες και να εξετάζουν τα εξωτερικά
συστήματα των μηχανισμών τους, ενώ έδειχναν (έτσι τουλάχιστον
φάνηκε στο Φίλιππο) πως προσπαθούσαν να προσποιηθούν ότι
είχαν μια συζήτηση που αφορούσε τη λειτουργία των όπλων τους.

294
Ο νεαρός δόκιμος δεν τους μίλησε. Έκανε πως, δήθεν, δεν εί-
δε και ούτε κατάλαβε πως είχαν ξαναπιάσει τα όπλα τους. Κάθισε
σ’ ένα κασόνι, έβγαλε απ’ τη θήκη του το εξάσφαιρο Σμιθ Γουέσον
κι άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει και να περιστρέφει τον μύλο του όπλου
του, με την κάννη στραμμένη εναντίον τους. Τους είδε, κίτρινους
απ’ το φόβο και φανερά ταραγμένους, ν’ αφήνουν εσπευσμένα τα
όπλα τους και πάλι πάνω στα κουλουριασμένα χοντρά σχοινιά.
Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα σ’ όλο το πλοίο και μετά σταμάτησε
μπροστά τους.
- Δεν σας ρώτησα αν έχετε βγάλει τα φυσίγγια απ’ τα όπλα
σας, τους είπε χαμογελώντας ευγενικά.
- Για να δούμε…Δεν θυμάμαι κύριε ανθυπολοχαγέ, είπε ο έ-
νας και δίπλωσε το όπλο στα δυο. Οι θαλάμες στο δίκαννο ήταν
άδειες. Ο άλλος δίσταζε.
- Το δικό σου; Για να δούμε το δικό σου! του είπε ο Φίλιππος
πολύ ήρεμα, αλλά με έντονο το χρώμα της προσταγής στη φωνή
του.
Ο άλλος άνοιξε τη θαλάμη του αυτόματου μονόκαννου κυνη-
γητικού όπλου. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει χρώμα, ενώ ψέλλιζε
ταραγμένος.
- Πώς έκανα αυτό το λάθος! Νόμιζα πως είχα βγάλει το φυσίγ-
γιο απ’ τη θαλάμη…Πρώτη φορά την παθαίνω σαν ατζαμής…
Ένας κυνηγός απ’ την ομάδα της πλώρης πλησίασε με εμφα-
νή ανησυχία και ταραχή στο πρόσωπό του. Απευθύνθηκε στο χω-
ρικό.
- Τί συμβαίνει με το όπλο Θεολόγη; Τι έγινε;
- Να, αφεντικό…Ξέχασα να βγάλω το φυσίγγιο απ’ το όπλο…
Νόμιζα…
- Καλά ρε, είσαι χαζός ή κοιμάσαι όρθιος; Να γίνει καμιά ζη-
μιά και να την πληρώσω εγώ! Δωσ’ μου το όπλο…Με συγχωρείτε
κύριε δόκιμε…Εγώ φταίω…
- Δεν πειράζει!...Δε νομίζω πως είναι κάτι σοβαρό…Απλά θα
πρέπει να παίρνουμε όλα τα μέτρα ασφαλείας για ν’ αποφευχθεί
κάποιο ατύχημα, είπε χαμογελώντας ο Φίλιππος καθώς χτυπούσε
φιλικά στον ώμο τον κυνηγό.
Αργά το απόγευμα η κυνηγητική ομάδα επέστρεψε στη Σαγιά-
δα και ρίχτηκε στο φαγοπότι, απ’ το μοναδικό αγριογούρουνο που

295
είχε σκοτωθεί. Είχαν προσκληθεί σ’ αυτό το δείπνο ο πρόεδρος
του χωριού, ο ιερέας, ο γραμματέας της κοινότητας, ο γιατρός, ο
αστυνόμος και φυσικά ο Φίλιππος. Ο νεαρός αξιωματικός ήταν
απορροφημένος στις σκέψεις του, γεγονός που επισημάνθηκε από
τον παρακαθήμενο κοινοτικό γιατρό.
- Απόψε κύριε δόκιμε σε βλέπω άκεφο και συλλογισμένο…
Κάπου ταξιδεύει ο νους σου…
- Σήμερα γιατρέ ήταν μια κουραστική μέρα…Θα φύγω σε λίγο
για να πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου…
Αλλά κι όταν βρέθηκε στο δωμάτιό του, οι αμφιβολίες και οι
υποψίες του συγκρούονταν ακόμα πιο έντονα. Μήπως είχε ενεργή-
σει, στην περίπτωση των δυο χωρικών, σε μια κατάσταση ψυχο-
λογικής αναστάτωσης και πανικού; Μήπως οι υποψίες του ήταν
υπερβολικές;
Την απάντηση τη βρήκε μετά από τρία χρόνια όταν, ως υπάλ-
ληλος πλέον, εργαζόταν στο Κέντρο Χερσαίων Μεταφορών του
Στρυμόνα. Ήταν μια άγρια χειμωνιάτικη νύχτα, με χιόνια, δυνατό
παγωμένο αέρα και τα νερά του ποταμού να έχουν πλημμυρίσει
την πεδιάδα σ’ όλη την περιοχή της λίμνης Κερκίνης.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν στο γραφείο του τρεις χωρικοί,
που περίμεναν στη διπλανή στάση για να περάσει το λεωφορείο
της Ηράκλειας προς το Σιδηρόκαστρο. Προφανώς, το δρομολόγιο,
λόγω κακοκαιρίας, είχε καταργηθεί και οι τρεις άντρες αποφάσισαν
να περιμένουν το τρένο.
Ο Φίλιππος τους δέχτηκε μ’ ευγένεια στο γραφείο του. Η σόμ-
πα είχε κοκκινίσει απ’ την πολλή φωτιά κι οι τρεις επισκέπτες έβ-
γαλαν τα βαριά παλτά τους κι άρχισαν να συζητούν εύθυμα. Ο έ-
νας απ’ αυτούς θυμήθηκε τις περιπέτειές του στα ανεξάρτητα α-
ποσπάσματα χωροφυλακής, που έδρασαν κατά τη διάρκεια του
εμφύλιου πολέμου. Είχαν μπει, λέει, σ’ ένα χωριό και «καθάρισαν
κάποια κομμούνια», αλλά ο αστυνομικός σταθμάρχης του χωριού
«ήταν κρυφοκομμουνιστής και τους έφερνε εμπόδια».
- Καλά ρε Αντρέα! Πού ακούστηκε κομμουνιστής σταθμάρχης!
Αυτό δεν το πιστεύω! Αντέδρασε ο ένας απ’ τους τρεις.
- Αν θέλεις μη το πιστεύεις…Πάντως αυτός ήταν κρυφοκομ-
μουνιστής ή συνοδοιπόρος.
- Πώς το κατάλαβες;

296
- Ρε, συ, όταν πήγαμε να σκοτώσουμε έναν αρχικομμουνίστα-
ρο και τις δυο θυγατέρες του, μπήκε στη μέση και μας απείλησε να
κάνει αναφορά στο στρατηγό…Είπε πως αυτό ήταν έγκλημα, να
σκοτώσουμε και τα δυο μικρά κοριτσάκια! Ε, καταλαβαίνετε τι έγι-
νε! Τον έφαγε το μαύρο φίδι…
- Δηλαδή;
- Ε, δε ξέρεις τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις! Κάποιος από
μας «ξέχασε» να βάλει την ασφάλεια στο «στάγιερ» του κι έφυγε
κατά λάθος μια ριπή…Τον βρήκε κατάστηθα…Όλοι είπαν πως ή-
ταν ατύχημα…
Ο Φίλιππος που άκουγε εμβρόντητος αυτόν τον αδίσταχτο
φονιά να περηφανεύεται για τα εγκλήματά του, επενέβη για πρώτη
φορά στη συζήτηση και τον ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
- Και τα παιδιά; Τα κοριτσάκια;
Ο άλλος ξέσπασε σε γέλια.
- Τι ήθελες να γίνει; Ακολούθησαν τον πατέρα τους!...Σε ρω-
τώ: Αν ζούσαν δεν θα γίνονταν κι αυτές φανατικές κομμουνίστριες;
Σε τέτοιες εποχές η βαρβαρότητα περισσεύει. Είναι αφελείς
όσοι πιστεύουν πως, αν επικρατούσαν οι ηττημένοι, δεν θα υ-
πήρχαν τέτοιου είδους αιματοχυσίες που υποβιβάζουν τον άν-
θρωπο στο επίπεδο του κτήνους. Την ίδια μετεμφυλιακή εποχή,
στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τα απομεινάρια του κομ-
μουνιστικού, του λεγόμενου δημοκρατικού στρατού, είχαν χωριστεί
σε Ζαχαριαδικούς και Κολιγιαννικούς.
Κάποιοι «κακόβουλοι και κακεντρεχείς» λένε πως, από το
Φθινόπωρο του 1955 που άρχισε να γκρεμίζεται η ιδεολογική βά-
ση «της σταλινικής δημοκρατίας» και μαζί της η ηγετική ομάδα του
ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος στη Σοβιετική Ένωση, τα πη-
γάδια της Τασκένδης είχαν «γεμίσει από πτώματα Ελλήνων αγω-
νιστών». Τα στρατόπεδα της Σιβηρίας πλημμύρισαν από πιστούς
σταλινικούς και μαζί τους, ο μέχρι τότε αρχηγός τους, ο Νίκος Ζα-
χαριάδης που εκεί αυτοκτόνησε ή, κατά την προσφιλή σταλινική
μέθοδο, «τον αυτοκτόνησαν». Οι συγκρούσεις των αντιμαχόμενων
κομμουνιστικών παρατάξεων ήταν λυσσαλέες. Κανένας οίκτος για
τους αντιφρονούντες. Σε κάποιες κρίσιμες στιγμές αντιπαλότητας
και συγκρούσεων, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές θέσεις των αν-

297
τιπάλων, οι άνθρωποι αποκτηνώνονται σε μεγαλύτερο βαθμό από
τα ζώα της ζούγκλας.
Στην Ελλάδα, η ξύλινη αριστερή γλώσσα και τα διεθνιστικά ι-
δεολογήματα συνεχίστηκαν, αλλά οι εμφανείς μεταβολές στις οικο-
νομικές και κοινωνικές δομές του κράτους, κυρίως, μετά τη δεκαε-
τία του ’80, έδωσαν την ευκαιρία σε διανοούμενους της προοδευτι-
κής αριστεράς να υποστούν μετάλλαξη και να καταστούν βασικοί
προπαγανδιστικοί στυλοβάτες, ενός διαφορετικού διεθνισμού, μιας
στυγνής κι απάνθρωπης κεφαλαιοκρατίας. Ο νεοφιλελεύθερος μο-
νεταρισμός της παγκοσμιοποίησης, θεμελιώθηκε μεταγενέστερα σ’
όλο σχεδόν τον κόσμο, χάρη στα ιδεολογήματα των μεταλλαγμέ-
νων. Σκληροί κομμουνιστές και μάλιστα ορισμένοι αυτοχαρακτηρι-
ζόμενοι ως μαοϊκοί ή τροτσκιστές επαναστάτες, όπως ο Μπαρόζο,
ο Σολάνα, ο Κον Μπεντίτ ή ο Μπλερ, κρυμμένοι πίσω από το ιδεο-
λογικό προσωπείο του προοδευτικού, που είναι ικανό ν’ αποκοιμί-
σει τις λαϊκές μάζες, έσπρωξαν τους λαούς σε μια παγκόσμια κε-
φαλαιοκρατική «δημοκρατική δικτατορία», στις τρεις τελευταίες δε-
καετίες του 20ου και στις πρώτες του 21ου αιώνα. Οι κερδοσκοπικοί
«οίκοι αξιολόγησης», σαν τη Μούντι’ς ή τη Φίτς και τραπεζικά με-
γαθήρια σαν τη Γκόλντμαν Σακς, έγιναν οι πραγματικοί ηγέτες των
εθνών.
Στην Ελλάδα, ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσοι «δωσίλογοι χω-
ρίς κουκούλες». Η διάλυση βασικών θεσμών της ελληνικής κοινω-
νίας, εξυπηρετούσε απόλυτα τους στόχους της παγκοσμιοποίη-
σης. Η αθρόα είσοδος μεταναστών, για φτηνά εργατικά χέρια ή η
αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής με την τροποποίηση της ισ-
τορίας ή της θρησκευτικής και εθνικής ομοιογένειας, κάτω από τον
μανδύα μιας διεθνιστικής προοδευτικότητας και εμφανούς απα-
τρίας, εξυπηρετούσε απόλυτα, με το αζημίωτο, τους στόχους της
παγκοσμιοποίησης. Σε τέτοια πολυπολιτισμικά κράτη, με πολίτες
που δεν νιώθουν την παραμικρή αγάπη για την πατρίδα και δεν
έχουν εθνική ταυτότητα και συνείδηση, το παιχνίδι των πολύ-
εθνικών εταιρειών και των κερδοσκόπων του χρηματιστηρίου, γίνε-
ται εύκολο. Η διάλυση είναι θέμα χρόνου. Όταν δημιουργηθούν αν-
τίρροπες εθνικές ή οικονομικές δυνάμεις σε μια χώρα, η επι-
κράτηση της μιας είναι αναπότρεπτη ιστορική εξέλιξη. Ίσως περά-
σουν δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες, αλλά η κυριαρχία του πιο αδίσ-

298
τακτου και του πιο δυνατού είναι αναπόφευκτη. Μόνον έθνη που
μπόρεσαν να συσπειρώσουν τους πολίτες τους με ισχυρούς ιστο-
ρικούς ή λατρευτικούς θεσμούς, κατάφεραν να επιβιώσουν στο
πέρασμα των χιλιετηρίδων. Συνέχισαν να υπάρχουν ακόμα και
υποταγμένοι πολλούς αιώνες σε αλλόθρησκους κατακτητές ή δι-
ασκορπισμένοι σ’ όλη την υφήλιο, όπως οι Έλληνες και οι Εβραίοι.
Η παγκοσμιοποίηση δεν θα είχε καμιά δυνατότητα να εδραιω-
θεί, αν δεν τη στήριζε «η μεταλλαγμένη, δήθεν, αριστερή διανόηση
της Ευρώπης». Αυτοί υπήρξαν οι Εφιάλτες των Θερμοπυλών, αλ-
λά με ψεύτικο ιδεολογικό προσωπείο. Είναι οι προδότες της Ευ-
ρώπης των Λαών.
Τα φαινόμενα άρχισαν να γίνονται περισσότερο ορατά, αμέ-
σως μετά την δικτατορία των συνταγματαρχών. Ίσως γι’ αυτό, αγ-
νοί αγωνιστές της αριστεράς, που θυσίασαν τα καλύτερα χρόνια
της ζωής τους σε χιμαιρικές ψευδαισθήσεις κι έζησαν δεκαετίες σε
μπουντρούμια, ξερονήσια ή σε κρυψώνες, όπως ο Χρόνης Μίσ-
σιος ή ο Τάκης Λαζαρίδης, άφησαν την πένα τους να ξεχειλίσει
από πίκρα κι απογοήτευση. Με λέξεις που ίσως αναιρούν όλες τις
προσωπικές τους θυσίες, για μια ιδεολογία η οποία τους υποσχέ-
θηκε έναν πιο όμορφο και πιο δίκαιο κόσμο για τα παιδιά και τα
εγγόνια τους, αποφάνθηκαν πως κάποιοι «ευτύχησαν να σκοτω-
θούν νωρίς» ή πως ο αριβισμός, η τρομοκρατία και η διαστρέβλω-
ση μιας ανθρωπιστικής, κατά βάση, ιδεολογίας, υπήρξε τόσο απο-
καρδιωτική, ώστε στο τέλος διαπίστωσαν περίλυποι πως «ευτυ-
χώς ηττηθήκαμε σύντροφοι…». Ας μην ξεχνούμε πως κι ο Χριστι-
ανισμός, μια θρησκεία αγάπης και θυσίας για τον Άνθρωπο και τις
ανθρώπινες αξίες, είχε οδηγηθεί, από αδίστακτους ιερωμένους,
στην τρομοκρατία της Ιερής Εξέτασης.
Η ιδεολογική ταμπέλα ενός κόμματος ή ενός καθεστώτος, δεν
σημαίνει πάντα πως απεικονίζει την πραγματικότητα. Μια «σοσια-
λιστική δημοκρατία» δεν σημαίνει πως είναι σοσιαλιστική και ταυ-
τόχρονα δημοκρατία. Ίσως είναι μια πολιτική ιλαροτραγική κατά-
σταση «κομμουνιστικής βασιλευόμενης δικτατορίας», όπως συμ-
βαίνει στη Βόρεια Κορέα, όπου ο παππούς παρέδωσε την εξουσία
στο γιο κι αυτός στο δικό του γιο… Κάπως έτσι κληρονομείται η δι-
αδοχή και στον βασιλικό οίκο της Μεγάλης Βρετανίας ή της Ισπα-
νίας, χωρίς υποχρεωτικά να υπάρχει και δικτατορία. Όπως φαίνε-

299
ται, ο Κάρολος Μαρξ πολύ έγκαιρα είχε διαπιστώσει πως η θεωρία
του θα αναδείκνυε, εκτός από τους πραγματικούς ιδεολόγους και
σμήνη απατεώνων και τυχοδιωκτών και γι’ αυτό δεν δίστασε να
δηλώσει, με μια βαθυστόχαστη αλληγορική ρήση, ότι «το μόνο που
ήξερε ήταν πως ο ίδιος δεν ήταν μαρξιστής».

300
XIX

Ένας ελεύθερος πολίτης

Οι επόμενες εβδομάδες, ως τη λήξη της στρατιωτικής του θη-


τείας, κύλησαν χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα. Ο Φίλιππος περίμενε μ’
αδημονία ν’ αλλάξει ο χρόνος για να ξαναφορέσει τα πολιτικά ρού-
χα και να επιστρέψει στις Σέρρες. Στα μέσα του Δεκέμβρη του
1960, τον κάλεσαν στην έδρα του συντάγματος, στους Φιλιάτες,
γιατί θα γινόταν η τελετή ονομασίας των δόκιμων έφεδρων αξιωμα-
τικών σε ανθυπολοχαγούς. Θα φορούσαν την επίσημη στολή τους,
αλλά χωρίς τα κορδόνια στις επωμίδες. Θα ‘πρεπε να τοποθετή-
σουν τα ασημένια άστρα του ανθυπολοχαγού και μετά θ’ ακολου-
θούσε μια λιτή δεξίωση στη στρατιωτική λέσχη.
Έφυγε από τη Σαγιάδα χωρίς να παραδώσει το φυλάκιο σε
κάποιον αξιωματικό. Άλλωστε, αυτή η τυπική διαδικασία παραλα-
βής και παράδοσης στις συνοριακές μονάδες δεν ήταν απαραίτη-
τη. Ο αντικαταστάτης του θα ερχόταν στο φυλάκιο σε δυο εβδομά-
δες και ως τότε χρέη διοικητή θα εκτελούσε ο λοχίας Μαντρεκάς,
ενώ στο «Μαυρομάτι» ο μόνιμος λοχίας Κωτσούδης θα ήταν αυτό-
νομος και θα έπαιρνε εντολές απευθείας απ’ το διοικητή του πρώ-
του λόχου.
Ο Φίλιππος είχε τοποθετηθεί προσωρινά και ώσπου να πάρει
το απολυτήριό του, σε διμοιρία του πρώτου λόχου. Στην ουσία δεν
ασκούσε καμιά διοίκηση ως τις 15 του Γενάρη του 1961. Και επιτέ-
λους αυτή η μέρα έφτασε κάποια στιγμή. Κυριολεκτικά πετούσε
απ’ τη χαρά του όταν βγήκε απ’ το υπασπιστήριο με το απολυτή-
ριο στο χέρι. Ο σκοπός της πύλης του στρατοπέδου, όταν τον είδε
να πλησιάζει, σταμάτησε σε στάση προσοχής και τον χαιρέτησε
αμίλητος κι ακίνητος.

301
- Κατέβασε το χέρι σου παλικάρι μου! Δεν είμαι πια ανθυπο-
λοχαγός…Αυτή τη στιγμή είμαι πολίτης…Είμαι ένας ελεύθερος πο-
λίτης…
Είπε πως ήταν ένας ελεύθερος πολίτης και το πίστευε. Όμως,
η ελευθερία είναι μια λέξη που μπορεί κάποιος να την ερμηνεύσει
όπως τον βολεύει. Εκείνη τη στιγμή ήταν ελεύθερος μόνο από τα
δεσμά της στρατιωτικής πειθαρχίας. Οι κάθε είδους δεσμεύσεις ε-
νός ανθρώπου στην οικογενειακή, κοινωνική ή πολιτική ζωή, του
δημιουργούν ασφυκτικά δεσμά, που του οριοθετούν τον τρόπο και
την ποιότητα της ζωής του.
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια και στο τέλος της όγδοης δε-
καετίας της ζωής του, ξαναθυμόταν τη στιχομυθία του με το στρα-
τιώτη της πύλης, αλλά και τον ενθουσιασμό του όταν πέταξε το
πηλίκιο του αξιωματικού στον αέρα, καθώς κατηφόριζε χοροπη-
δώντας, σαν ζαρκάδι, τον ανώμαλο χωματόδρομο για να φτάσει
στους Φιλιάτες.
Ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας αλλά και στιγμές δύσκολες και
τραγικές, γεμάτες οδύνη. Τώρα, γέρος πλέον, ένιωθε μια έντονη
επιθυμία ν’ αποτυπώσει σε χαρτί τις έντονες αναμνήσεις που ανα-
δεύονταν συγκεχυμένες στο μυαλό του. Πολλές φορές θυμόταν
αμυδρά κάποια γεγονότα, αλλά όταν έπιανε το μολύβι, όλα ξεκα-
θάριζαν σιγά σιγά και ξεδιπλώνονταν μνήμες τελείως ξεχασμένες
κι απωθημένες σ’ απόκρυφες γωνιές της ψυχής του.
Δεν ήξερε τι θα προλάβαινε να γράψει. Στην ηλικία του υπάρ-
χουν απρόβλεπτα γεγονότα που αδρανοποιούν τις πνευματικές
και σωματικές δυνάμεις ενός ανθρώπου. Από τη λειτουργία του
μυαλού και ως τις σοβαρές σωματικές αρρώστιες, εμφανίζονται
εμπόδια που ανατρέπουν σχέδια και στόχους.
Μέσα στα σχέδιά του να γράψει τα όσα έζησε, μετά τη στρα-
τιωτική θητεία και τις δυσκολίες για επαγγελματική και κοινωνική
καταξίωση, ήταν και η επιθυμία του να θέσει αυτά τα προσωπικά
γεγονότα μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα κάθε εποχής. Οι
πολιτικές αναστατώσεις της χώρας ήταν συγκλονιστικές. Από τον
«ανένδοτο» του Γεωργίου Παπανδρέου, τη στρατιωτική δικτατορία,
τη μεταπολίτευση και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την περίοδο
της «Αλλαγής» με τον Ανδρέα Παπανδρέου και ως τις τελευταίες
εξελίξεις, με την φοβερή οικονομική κρίση του 2009 που σημάδεψε

302
τη μοίρα του ελληνικού λαού για τις μετέπειτα δεκαετίες, οι αναμ-
νήσεις του αλληλοδιαδέχονταν τις λογικότερες κι εγκυρότερες εκτι-
μήσεις του για τα πολιτικοκοινωνικά συστήματα. Ήθελε να κρίνει
τους Έλληνες αλλά και τους ξένους πολιτικούς, που επηρέασαν τις
σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες και με την απληστία και την
ανικανότητά τους οδήγησαν την Ελλάδα, την Ευρώπη και το μεγα-
λύτερο μέρος του κόσμου σε ένα νέο είδος κοινωνικοπολιτικού
συστήματος, τη «δημοκρατία της οικονομικής δικτατορίας».
Τότε, όταν ο Φίλιππος Στεργιάδης περνούσε την πύλη του
στρατοπέδου Φιλιατών, ξεφωνίζοντας από ενθουσιασμό και χαρά
για την ελευθερία του, δεν γνώριζε πως, μετά από χρόνια, θα ήταν
ένας «ελεύθερος πολίτης» σε μια τέτοια δημοκρατία.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΤΟΜΟΥ

303
304
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Ο Σωκράτης Σίσκος
γεννήθηκε στον Εμμα-
νουήλ Παπά του νομού
Σερρών.
Περάτωσε τις γυμνασια-
κές του σπουδές στις
Σέρρες και αποφοίτησε
από το Τμήμα Οικονο-
μικών και Πολιτικών Επι-
στημών της Σχολής Νο-
μικών και Οικονομικών Ε-
πιστημών του Αριστοτε-
λείου Πανεπιστημίου Θεσ-
σαλονίκης.
Μετεκπαιδεύτηκε στο Πα-
ρίσι σε θέματα «οικονο-
μίας των μεταφορών» και
συνέγραψε πλήθος άρθ-
ρων και δυο βιβλία συγ-
κοινωνιακού περιεχομέ-
νου.
Εργάσθηκε στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους και διετέλεσε πριν
από την παραίτησή του, το 1992, προϊστάμενος Εμπορικής Εκμε-
ταλλεύσεως στην Περιφερειακή Διεύθυνση Μακεδονίας / Θράκης.
Συμμετείχε σε μελέτες της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης και
ως εισηγητής, στην έρευνα για τη διακίνηση των επικίνδυνων φορτίων,
με βάση τους κανονισμούς και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την έρευνα πραγματοποίησε (1997-1998) το Εργαστήριο Συγκοινω-
νιακής Τεχνικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε μέλος της πρώτης Συντακτικής Επιτροπής και επιμε-
λητής των οικονομικών και συγκοινωνιακών θεμάτων, στην εγκυκ-
λοπαίδεια "Παιδεία" του εκδοτικού οργανισμού ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ.
Τα λογοτεχνικά του έργα είναι:

- Ηλιαχτίδα σε ξανθά μαλλιά Θεατρικό 1962

- Η συμμορία Μονόπρακτο 1976

- Το στραπατσαρισμένο πορτρέτο Μυθιστόρημα 1982

- 0 τελευταίος βασιλιάς Θεατρικό 1985


(Α’ βραβείο "Παρνασσού" 1983)

305
- Οι ευνουχισμένοι Διηγήματα 1987

- Η προαγωγή Πεζογράφημα 1987

- Η ματωμένη ολυμπιάδα Μυθιστόρημα 1988

- Στις μέρες της Χαιρώνειας Θεατρικό 1989

- ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ (ή ο άλλος Περσέας) Μυθιστόρημα 1991


(Α' βραβείο «Παρνασσού» 1990-Επανεκδόθηκε
με νέο τίτλο το 2013 και 2014)

- Ο Ιταλός, ο Ολλανδός και η Πεζογράφημα 1992


Μακεδονία του Κρατερού
(διασκευάστηκε και σε θεατρικό)

- Η ταβέρνα του Κρατερού Θεατρικό 1994


Γ’ βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων
Θεατρικών Συγγραφέων,1993

- Οράματα, (Μέρος Α ) Πεζογράφημα 1993

- Οι φίλοι μας απ' τη Δανία Μυθιστόρημα 1994

- Οράματα, (Μέρος Β ) Πεζογράφημα 2006

- Ο γιος του ΕΜΜ. ΠΑΠΑ στο Μανιάκι Μυθιστόρημα 2009

- Οι «Άτιμοι» ηγήτορες των Λαών Άρθρα/Κείμενα 2011

- Το ρόπαλο του Κάιν Πεζογράφημα 2011

- Ευλογημένοι και Καταραμένοι Μυθιστόρημα


1ος τόμος 2012
2ος τόμος 2013
3ος τόμος 2015

- Το Θαύμα του Ελληνικού Πολιτισμού Πραγματεία 2015

306
Επανεκδόθηκαν
- Η Ταβέρνα του Κρατερού Θεατρικό 2013
(Γ’ Βραβείο της Ε.Ε.Θ.Σ. 1993 – Α’ Έκδοση 1994)
- ΠΕΡΣΕΑΣ, ο βασιλιάς των Μακεδόνων Μυθιστόρημα 2014
(Βραβείο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ» 1990). Α’ Έκδοση 1991 με
τίτλο «το Συνέδριο», Β’ Έκδοση 2013 με τον νέο τι-
τλο, Γ’ Έκδοση 2015 από τον εκδοτικό οργανισμό
«Μαλλιάρης - Παιδεία», με μικρή τροποποίηση του τίτ-
λου της Β΄ Έκδοσης. Έγινε επανέκδοση το 2014, σε
CD, της Β΄ Έκδοσης του 2013.
- Στις Μέρες της Χαιρώνειας Θεατρικό 2014
(Α’ Έκδοση 1989)
- Η Ματωμένη Ολυμπιάδα Μυθιστόρημα 2014
(Α’ Έκδοση 1988)
- Το Θαύμα του Ελληνικού Πολιτισμού Πραγματεία 2015
(Α’ Έκδοση Μάης 2015, Β’ βελτιωμένη Έκδοση
Ιούλιος 2015)
- Οράματα (Μέρος Β’) Πεζογράφημα 2016
(Β΄ Έκδοση σε CD)
- Ευλογημένοι & Καταραμένοι Μυθιστόρημα 2016
(3 τόμοι - Γ΄ Έκδοση σε CD)
- Ο γιος του Εμμανουήλ Παπά στο Μανιάκι Μυθιστόρημα 2016
(Γ΄ Έκδοση σε CD)
- Το στραπατσαρισμένο πορτρέτο Διήγημα 2016
(Β΄ Έκδοση σε CD)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
Τα ιδιαίτερα τεχνικά τυπογραφικά χαρακτηριστικά, η αυτοτελής προσθήκη διαφη-
μιστικών ή άλλων κειμένων τα οποία δεν έχουν σχέση με τα κυρίως κείμενα των πα-
ρακάτω εκδοθέντων λογοτεχνικών έργων, και ο καλλιτεχνικός σχεδιασμός και η σελι-
δοποίησή τους (Layout Design ):
1.- Του βραβευμένου από τον «Παρνασσό» θεατρικού έργου «Ο Τελευταίος Βασι-
λιάς» (Άγης Δ΄ της Σπάρτης), της έκδοσης του 1985.
2.- Του Α΄ Μέρους του πεζογραφήματος «Οράματα» (με υπότιτλο: Ένας Καθολικός
στο Άγιον Όρος της Μακεδονίας), της έκδοσης του 1993.
3.- Της Γ΄ Έκδοσης 2015, του επίσης βραβευμένου από τον «Παρνασσό» μυθιστο-
ρήματος «Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς των Μακεδόνων», αποτελούν:
Για τις συγκεκριμένες αυτές εκδόσεις, μέρος των πνευματικών δικαιωμάτων του
εκδοτικού οίκου «Μαλλιάρης-Παιδεία». Όλα τα λογοτεχνικά κείμενα και οι πρόλο-
γοι, αυτών αλλά και των υπόλοιπων έργων ανήκουν, χωρίς κανέναν περιορι-
σμό, στην πνευματική ιδιοκτησία (copyright) του συγγραφέα.

307
308
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το παρόν έργο επανεκδόθηκε με κάποιες βελτιώσεις στα κείμενα της
Α’ Έκδοσης, η οποία, λόγω της τμηματικής συγγραφής της σε τευχίδια
(Μέρη) σε τρία, περίπου, χρόνια και κάτω από δυσμενείς συνθήκες α-
νάπτυξης και επεξεργασίας αυτών των κειμένων, χαρακτηρίστηκε από
τον συγγραφέα ως Δοκίμιο. Η επιμέλεια και η αντιπαραβολή των χει-
ρογράφων και των δακτυλογραφημένων κειμένων της Β’ Έκδοσης 2015
σε CD-ROM, έγινε και πάλι από τον συντάκτη τους και όχι από εξειδι-
κευμένο επιμελητή εκδόσεων. Οι αβλεψίες και τα μικρολάθη που εν-
τοπίστηκαν στις δυο αυτές Εκδόσεις, διορθώθηκαν στην παρούσα βελ-
τιωμένη Γ’ Έκδοση του 2016. Όσοι γνωρίζουν τις διαδικασίες του γραμ-
ματικού ελέγχου και της μορφοποίησης των κειμένων, κατανοούν ότι
είναι αδύνατος ο εντοπισμός όλων των λαθών και παροραμάτων ενός
κειμένου από τον ίδιο το συγγραφέα. Παράκληση, γι αυτό το λόγο, οι
αγαπητοί αναγνώστες να κρίνουν με επιείκεια , και σε αυτή την Έκδοση,
τις τυχόν μικρές παραλείψεις και επουσιώδεις τυπογραφικές αβλεψίες.

2. Η συγγραφή και των τριών τόμων (σε τευχίδια) πραγματοποιήθηκε,


από τον Μάρτη του 2012 και ως το Φλεβάρη του 2015. Τα δοκίμια αυ-
τά κυκλοφόρησαν σε ελάχιστα φωτοτυπημένα αντίτυπα για τιμητικές
προσφορές σε βιβλιοθήκες, συλλόγους, φίλους, ανθρώπους των γραμ-
μάτων κλπ
Έγινε προσπάθεια η γλώσσα των κειμένων να είναι «η γλώσσα που μι-
λά και γράφει ο μέσος Έλληνας». Γι’ αυτό αποφεύχθηκαν οι ακρότητες
και της λεγόμενης «μαλλιαρής δημοτικής», αλλά και οι υπερβολές της
καθαρεύουσας, σε μια προσπάθεια να εμπλουτισθεί η καθομιλούμενη με
όλα τα διαχρονικά στοιχεία της εξέλιξης μιας ενιαίας και πανάρχαιας
γλώσας που, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, είναι αυτή η γλώσσα που « μου
έδωσαν ελληνική».

3. Κάποιες υποθετικές αφηγήσεις έχουν τοποθετηθεί, από πλευράς τό-


που και χρόνου, για την αληθοφανέστερη απεικόνισή τους, σε πλαίσια
γνωστά και βιωματικά για το συγγραφέα, χωρίς ωστόσο να αλλοιώ-
νουν τη φανταστική και μυθιστορηματική εικόνα των προσώπων του
έργου. Όμως, οι πολιτικοί και οι επώνυμοι που αναφέρονται με τα
πραγματικά τους ονόματα, κρίνονται αποκλειστικά για πράξεις ή πα-
ραλείψεις που επηρέασαν ή επηρεάζουν ακόμα την κοινωνική και πολι-
τική ζωή της χώρας

309
4. Οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για έργα ιστορικής πεζογραφίας
και κυρίως για τα έργα που αναφέρονται στην ιστορία της Αρχαίας
Μακεδονίας, μπορούν να βρουν όλα τα βιβλία του ίδιου συγγραφέα
στις εξής βιβλιοθήκες:
1.- Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσ/νίκης
2.- Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη)
3.- Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)
4.- Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
5.- Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων
6.- Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
7.- Ορισμένα βιβλία έχουν αποσταλεί και στις δημοτικές βιβλιοθήκες
πολλών άλλων μεγάλων πόλεων της Ελλάδας, όπως επίσης και CD με
6 βιβλία σε ψηφιακή μορφή. Η ψηφιακή ανάγνωση αυτών των βιβ-
λίων είναι δυνατή, όπως ανακοίνωσαν οι παρακάτω δυο βιβλιοθήκες,
στις ιστοσελίδες:
Α) www.serrelib.gr της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών.
Β) www.opac.ems.gr της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσ/νίκη).
Αυτή η δυνατότητα ψηφιακής ανάγνωσης των 6 βιβλίων, ενδεχο-
μένως υπάρχει και σε άλλες βιβλιοθήκες, στις οποίες έχει αποσταλεί το
σχετικο CD-ROM.

ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Στα μεμονωμένα τεύχη (Μέρη), που κυκλοφόρησαν σε βιβλία ή CD ως


Α’ και Β’ Εκδόσεις (Δοκίμια) από το 2012 και ως το 2015, έγιναν συ-
νολικά, μέχρι την παρούσα έκδοση, οι παρακάτω διορθώσεις:

Α)1ος τόμος, Έκδοση 2012, Μέρος Β’, Κεφ.Χ, Υποκεφ. «μια μικρή φοι-
τητική εκδίκηση»:
Μετά τη φράση «…χωρίς να ρίξει πίσω του ούτε μια ματιά» (στην
πρώτη σειρά της σελίδας 141) το υπόλοιπο κείμενο ως το τέλος του υ-
ποκεφαλαίου έχει διαγραφεί, για τον χρονικό επαναπροσδιορισμό του
περιγραφόμενου γεγονότος. Το γεγονός που διαγράφηκε αναπτύσσε-
ται ανασκευασμένο (στη σωστή χρονική περίοδο) στο Α’ ΜΕΡΟΣ του

310
3ου τόμου (Έκδοση 2013, Κεφ.ΧΧΧ, σελ.70 και 71), στο τέλος του υπο-
κεφαλαίου «το τελευταίο μισητό μάθημα».

Β)2ος τόμος, Έκδοση 2012, Μέρος Α’, Κεφ.ΧΧΙ, Υποκεφ. «η επανεξέτα-


ση»:
Στην προτελευταία σειρά της σελίδας 52, γράφει πως ο Κ. Καραμαν-
λής έφυγε για το Παρίσι «πριν από τις εκλογές του 1963», ενώ τότε εί-
χε φύγει προσωρινά για τη Ζυρίχη/Παρίσι και οριστικά για το Παρίσι
«μετά τις εκλογές του 1963».

Γ)3ος τόμος, Έκδοση 2014, Μέρος Β’, αντί για «Ρι ντ’ Ελώ» (σελ.35,
62,188 και 231) διορθώθηκε σε «Ρι ντ’ Εϊλώ» και αντί για «Σερζ
Γκενσμπούργκ» (σελ.40 και 64) διορθώθηκε σε «Σερζ Γκενσμπούρ(γκ)»

Δ) 3ος τόμος, Έκδοση Φλεβ. 2015, Μέρος Γ’-Επίλογος. Στο τελευταίο


αυτοτελές τευχίδιο, αναφέρονται (στη σελίδα 162) οι παραπάνω συ-
νολικές διορθώσεις. Στην παρούσα Γ’Έκδοση, έχει πραγματοποιηθεί
και η παρακάτω διόρθωση:
«3ος τόμος,,Α’ Έκδοση 2015, Μέρος Γ’(Επίλογος) , στη σελίδα 102
και στο κείμενο του οπισθόφυλλου, η γαλλική λέξη ennui διορθώθηκε
και αντικαταστάθηκε από τη φράση ne nuit pas à autrui». Η ίδια διόρ-
θωση θα πρέπει να γίνει και στον 3ο τόμο της Β’ Έκδοσης 2015 του ί-
διου έργου (σελίδα 339 ), το οποίο περιλαμβάνεται στην ομάδα των
λογοτεχνικών έργων, σε ψηφιακή μορφή PDF, που έχουν αποσταλεί
με CD-ROM στις κεντρικές δημοτικές βιβλιοθήκες πολλών πόλεων της
Ελλάδας».

311
312
Ο ευρωπαϊκός ψευδοσοσιαλισμός, ένας όρος που δημιούρ-
γησαν κάποιοι διανοούμενοι του μεσοπολέμου, είναι πολύ πιο
επικίνδυνος κι αδίστακτος από τον πιο βάρβαρο καπιταλισμό.
Είναι ένα λεκτικό, ένα κούφιο βερμπαλιστικό κοινωνικοπολι-
τικό σύστημα από διαπλεκόμενους απατεώνες, δήθεν, σοσια-
λιστές. Ο κίνδυνος απ’ αυτούς για το λαό είναι διπλός. Ο πολί-
της, όταν βλέπει νηστικό λιοντάρι, γνωρίζει πως πρέπει να
προστατευθεί. Όταν βλέπει προβιά αρνιού κι από πίσω προ-
βάλλουν τα σαγόνια του πάνθηρα, είναι πολύ αργά για άμυνα.
Ο «αγωνιστής της δημοκρατίας» με την προβιά σε καταβροχθί-
ζει πριν προλάβεις να συνέλθεις απ’ τη σαστιμάρα. Και συνή-
θως ξέρει να τρώει καλά και να φυλάγεται ακόμα καλύτερα
απ’ τις κακοτοπιές, γιατί σ’ αυτόν τον πολιτικό χώρο έχουν
ενταχθεί, σ’ όλη την Ευρώπη, οι πιο μορφωμένοι και οι πιο τα-
λαντούχοι πολίτες αλλά και οι μεγαλύτεροι και οι πλέον επι-
κίνδυνοι αριβίστες κι απατεώνες.
Μερικοί από αυτούς τους τελευταίους, αν και ως κρατικο-
δίαιτοι λυμαίνονται τα κρατικά ταμεία, δε διστάζουν να δια-
λαλούν τη δυστυχία τους «που γεννήθηκαν Έλληνες», ενώ ε-
πιδιώκουν να «εκπολιτίσουν» τους συμπατριώτες τους σύμφω-
να με τις συνταγές δουλοπρέ-πειας που τους πασάρουν τα αό-
ρατα αφεντικά τους. Φαίνεται πως, ως λαός, οι Έλληνες εκ-
πολιτίστηκαν αρκετά γιατί λίγοι, ως τώρα, τόλμησαν να εξη-
γήσουν σ’ αυτούς τους σύγχρονους Εφιάλτες την έννοια της
ελαστικής εθνικής συνείδησης, η οποία εγγίζει τα όρια της α-
πατρίας και της προδοσίας.
Αυτός ο σοσιαλισμός της απάτης είναι το πιο ύπουλο κι
απάνθρωπο ιδεολογικό σχήμα του νεολιμπεραλισμού, του μο-
νεταρισμού και της παγκοσμιοποίησης αφού, με το ψευδεπίγ-
ραφο προσωπείο ενός εκσυγχρονιστικού πολιτικού συστήμα-
τος, παραπλανά τις μάζες για να υπηρετήσει την πιο σκληρή
μορφή του καπιταλισμού.

ISBN 978-960-9763-15-8

You might also like