Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 71

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ


ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο Ηράκλειτος και ο


Πλάτωνας στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

Αγγελική Ζαχαρούδη

Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης, Κόκορης

Θεσσαλονίκη 2018
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο Ηράκλειτος και ο


Πλάτωνας στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

Αγγελική Ζαχαρούδη

Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης, Κόκορης


Μέλη Συμβουλευτικής Επιτροπής: Παναγιώτης, Δόικος
Ελένη, Αραμπατζίδου

Θεσσαλονίκη 2018

2
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................................... 6
Βιογραφία Σεφέρη ................................................................................................................ 8
1. Η ζωή και η φιλοσοφία του Ηράκλειτου ..................................................................... 10
1.1. Μνήμη, Β’. ........................................................................................................... 15
1.2. Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα.................................................................................... 20
1.3. Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα ....................................................................... 20
1.4. Επί σκηνής ........................................................................................................... 23
1.5. Θερινό ηλιοστάσι ................................................................................................ 25
2. Ο Πλάτων και η εποχή του .......................................................................................... 30
2.1. Η ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας ................................................................. 30
2.2. Οι πλατωνικοί διάλογοι....................................................................................... 30
2.3. Η επίδραση και η επικαιρότητα της Σωκρατικής – Πλατωνικής φιλοσοφίας .... 31
2.4. Δ’ Αργοναύτες ..................................................................................................... 33
2.5. Ένας γέροντας στην ακροποταμιά ...................................................................... 41
2.6. «Κίχλη» ................................................................................................................ 44
2.7. Ελένη ................................................................................................................... 49
2.8. «Επί Ασπαλάθων…» ............................................................................................ 58
Συμπεράσματα .................................................................................................................... 64
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................................................... 68

3
Σχέδιο εξωφύλλου:

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, Γιάννης Σταθάτος, Οι


φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
2000.

4
Τα ιδανικά της ειρήνης και της δικαιοσύνης,
όσο νωρίτερα μπαίνουν στις καρδιές,
τόσο βαθύτερα θα ριζώσουν
και τόσο περισσότερο θα διατηρηθούν.

Γιώργος Σεφέρης

5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τον θάνατο του Σεφέρη κι ακόμη
εξακολουθεί να είναι παρών ανάμεσά μας, λόγω της σημαντικότητας του έργου
του. Όπως ισχυριζόταν ο Σεφέρης, κάθε ποίημα αποτελεί μια δωρεά και όχι
ιδιοκτησία του ποιητή. Μέσω του ποιήματος προωθείται η μέθοδος όπου το άτομο
αποκτά γνώση και παραγωγική μηχανή της ποίησης, καθίσταται η μνήμη.
Ο ποιητής, όταν καλείται να συνθέσει ένα ποίημα, παρομοιάζεται με έναν έφηβο
μαθητή που απομακρύνεται από την τάξη του για να έρθει σε επαφή με τη φύση,
τον ήλιο, τη θάλασσα, σα να είχαν πρωτοπλαστεί την ώρα εκείνη από τον
δημιουργό. Ο αναγνώστης διαβάζοντας ένα ποίημα νιώθει συγκίνηση, δίχως να
είναι απαραίτητη η ταύτιση των απόψεων του με του ποιητή. Το ποίημα είναι αυτό
που υποστήριζε ο Έλιοτ: «το συγκινησιακό ισοδύναμο της σκέψης» και του
Σεφέρη του αρκούσε μια βαθύτερη ποιητική συγκίνηση. Ο Σεφέρης υποστήριζε ότι
τα ποιήματα γράφονται για να τα ακούμε και ότι ο ακροατής που έχει ακουστικό
αυτί θα ξεχωρίσει ακούγοντας ένα ποίημα, τις αντιθέσεις και τους ειρμούς του ενός
και του άλλου ήχου, της μιας και της άλλης συγκίνησης ό,τι κάνει δηλαδή την
αρμονία του λόγου.1 Ο ποιητής θα πρέπει να νιώσει εμπειρία αποβάλλοντας κάθε
φόβο για το καινούργιο και περιορίζοντας ταυτόχρονα την κυριαρχία του λόγου.
Με παρόμοιο τρόπο θα πρέπει να λειτουργήσει και ο αναγνώστης.
Οι ερμηνείες και οι αναλύσεις συνοδεύουν τα διάφορα έργα τέχνης και χωρίς
αυτές δεν μπορούν να νοηθούν σήμερα τα κείμενα του παρελθόντος. Όπως είχε
αναφέρει και ο Αλέξανδρος Αργυρίου, «οι “δύσκολοι” ποιητές εμπνέονται όχι
μόνο από τη ζωή αλλά και από την καταχωρισμένη στα βιβλία πείρα των άλλων,
γιατί η ανάγκη μιας ερμηνείας υφίσταται ως απαίτηση του πνεύματος».2 Το
ποιητικό έργο του Σεφέρη έχει υπόστρωμα ανθεκτικό.
Η μεταμόρφωση ως πραγματικότητα του κόσμου και της ζωής, συναντάται στην
ποίηση και τη φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Το ποίημα και μια σύλληψη
φιλοσοφική είναι μεταμορφώσεις, γιατί ο ποιητής αλλά και ο φιλόσοφος
αισθητοποιούν ό,τι τους συμβαίνει, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Συχνά
διαφαίνεται η ιδιότητα του ποιητή να συνυπάρχει με την ιδιότητα του φιλοσόφου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των φιλοσόφων, οι οποίοι συνδυάζουν ποίηση
και φιλοσοφία. Μελετώντας για παράδειγμα, όσα από τα έργα του Ηράκλειτου
έχουν διασωθεί, διαπιστώνει κανείς πως η συμπύκνωση, η μεταφορά και το
αποκαλυπτικό στοιχείο, γνωρίσματα της ποίησης, σφραγίζουν τον φιλοσοφικό
στοχασμό του Εφέσιου.
Πολλοί ποιητές είναι αυτοί, που παραπέμπουν στον Ηράκλειτο. Για το λόγο
αυτό, στο πρώτο κομμάτι της εργασίας, θα επιχειρηθεί μια εκτενής αναφορά στην
επιρροή που άσκησε το έργο του Ηράκλειτου στην ποίηση του Σεφέρη. Ο
τελευταίος, θεωρούσε τον Ηράκλειτο όχι μόνο ομότεχνο αλλά και δάσκαλό του,
καθώς τον φαντάζεται να υποβάλλει τρόπους με τους οποίους θα του χαριστεί το
ποίημα. Έτσι, ορμώμενος από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο Σεφέρης
περιλαμβάνει στον ποιητικό του λόγο πολυπληθείς αναφορές από τον αρχαίο
φιλόσοφο και δη στο ποίημα Μνήμη B΄ και στην ποιητική συλλογή Τρία Κρυφά
Ποιήματα.

1
Τίμος Μαλάνος, Η ποίηση του Σεφέρη και η κριτική μου, Αλεξάνδρεια, Πρόσπερος, 1955, σ. 82.
2
Αλέξανδρος Αργυρίου, Δεκαεπτά κείμενα για τον Γ. Σεφέρη, Καστανιώτης, 1986, σ. 44.

6
Η επιθυμία για μιαν άλλη ζωή που την υποδαυλίζει αδιάκοπα η μνήμη μιας
μεγάλης ευτυχίας ξεκινάει για τον Σεφέρη, όπως άλλωστε και για πολλούς άλλους
ποιητές από τη νοσταλγία της ζωής των παιδικών του χρόνων. «Ο Σεφέρης είχε
πρόσθετους λόγους να περιγράφει το είδος της ζωής που οραματιζόταν με εικόνες
από τη ζωή του στην Ιωνία, γιατί η ενηλικίωσή του, που σχεδόν συνέπιπτε με τη
Μικρασιατική Καταστροφή, συνοδευόταν από μια βίαιη αποκοπή από τον χώρο
αυτό. Ο δεσμός του με τον τόπο που γεννήθηκε ήταν τέτοιος, ώστε ακόμη και πριν
από το 1922, στην πρώτη απομάκρυνσή του να νιώθει ένα αίσθημα ξεριζωμού».3
Στο δεύτερο κομμάτι της εργασίας θα πραγματοποιηθεί διεξοδική αναφορά
στην υιοθέτηση πλατωνικών στοιχείων από τον Σεφέρη. Συγκεκριμένα, θα
επιχειρήσω να παρουσιάσω τη συνεχή επικοινωνία του ποιητή με την αρχαία
ελληνική παράδοση, καθώς διαφαίνεται η απόπειρα του ποιητικού υποκειμένου να
ερμηνεύσει τα γεγονότα και τα προβλήματα της εποχής. Ο Σεφέρης, βαθιά
επηρεασμένος από τη δύσκολη εποχή που διένυε (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος,
Εμφύλιος και επιβολή δικτατορίας) θέλησε να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με
το ζήτημα των ανθρωπίνων αξιών που απασχολούσε και τον ίδιο.
Ο Σεφέρης έχοντας στη διάθεσή του ένα εκλεκτό ταλέντο αποτύπωσε στο έργο
του μια διάθεση που έτεινε να γίνει μοναδική στην ελληνική ποίηση το διάστημα
του μεσοπολέμου. Η σύνδεση του παρελθόντος και του παρόντος, επιτεύχθηκε από
τον ποιητή με τη μεσολάβηση του μύθου. Πρόθεσή μου είναι ακόμη, να ερευνήσω
πώς ο Σεφέρης αξιοποιεί τη μυθική λογοτεχνική μέθοδο και χρησιμοποιεί τον
Πλατωνικό λόγο, συγκεκριμένα διαλόγους στους οποίους μετέχει ο Σωκράτης, για
να ταυτιστούν με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Επιπρόσθετα, μου παρέχεται η
ευκαιρία να ερμηνεύσω πώς η μυθολογία αποτέλεσε θεμέλιο λίθο, για να στηριχτεί
η ποίηση του Σεφέρη. Το έναυσμα για να στοχαστεί ο αναγνώστης στα ποιήματα
του Σεφέρη, το δίνει η μυθική μέθοδος που χρησιμοποιείται και αποτελεί πηγή για
τη διαχρονικότητα της δικαιοσύνης και της τιμωρίας των αδίκων. Το μεγαλύτερο
τμήμα του ποιητικού του έργου εμπλουτίζεται με συναισθήματα και μυθικά
στοιχεία, όπως θα φανεί από την παρακάτω ανάλυση.
Η συγγραφή του παρόντος πονήματος ολοκληρώνεται με την διατύπωση
συμπερασμάτων που εξάγονται από την ανάλυση των σεφερικών ποιητικών
συνθέσεων, εμπλουτισμένα με ηρακλείτεια και πλατωνικά στοιχεία. Έτσι, στον
αναγνώστη της παρούσας εργασίας θα δημιουργηθεί μια σαφής εικόνα των
θεμάτων που ερευνήθηκαν.
Θα επιθυμούσα να ευχαριστήσω από το βάθος της καρδιάς μου, τον
επιβλέποντα καθηγητή κύριο Δημήτρη Κόκορη για την πολύτιμη συμβολή του
στην εκπόνηση της μεταπτυχιακής εργασίας μου. Επίσης, θερμές ευχαριστίες
εκφράζω στους διδάσκοντες των μαθημάτων φιλοσοφίας του μεταπτυχιακού
προγράμματος σπουδών και συγκεκριμένα τον κύριο Παναγιώτη Δόικο και κύριο
Βασίλη Κάλφα, για όλες τις γνώσεις που μου μετέδωσαν στους τομείς φιλοσοφίας
και λογοτεχνίας.

3
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη.
Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, σ. 248.

7
Βιογραφία Σεφέρη

Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Κορυφαία


προσωπικότητα της νεωτερικής ποίησης στη χώρα μας και κεντρική μορφή της
λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό
του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.
Το φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή «Σεφέρης» συστάθηκε όταν εμφανίστηκε
στα ελληνικά γράμματα, με την πρώτη του ποιητική συλλογή που έφερε τον τίτλο
Στροφή, τον Μάιο του 1931. Για να κατανοήσουμε το ποιητικό του έργο
καθίσταται εύλογο να μελετήσουμε την πορεία της ζωής του. Ο Σεφέρης ανήκε στη
γενιά που βίωσε έντονα τις πολιτικές αναταράξεις, τις εμφύλιες διαμάχες και τους
δύο παγκόσμιους πολέμους που συντάραξαν την ανθρωπότητα στην αρχή του
προηγούμενου αιώνα. Αυτό το δυσοίωνο σκηνικό, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε
τον ψυχισμό του Σεφέρη και λειτούργησε καταλυτικά στη διαμόρφωση της
ποιητικής του ταυτότητας. Το ποιητικό του έργο φέρει σημάδια της τραγικότητας
των καιρών.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο ποιητής διέμενε στη Σμύρνη, ενώ το 1914 η
οικογένεια Σεφεριάδη αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Αθήνα, όπου ο
Σεφέρης τελείωσε το Γυμνάσιο και εν συνεχεία ακολούθησε νομικές σπουδές στο
Παρίσι (1918 – 1924) κάνοντας και μια σύντομη επίσκεψη στο Λονδίνο (1924 –
1925).4 Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη
διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του
μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του. Τον Αύγουστο του 1931 ο Σεφέρης
εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Η στέρνα. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως
μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα.
Αποτελείται από 24 ποιήματα (κατ’ αντιστοιχία με τις ραψωδίες των ομηρικών
επών) και καθίσταται ως μια από τις σημαντικότερες συλλογές του Σεφέρη, αλλά
και της νεωτερικής ποίησης. Μέχρι τον πόλεμο του ‘40, οι συλλογές που
δημοσιεύονται φέρουν τους τίτλους Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928 – 1937 (1940)
και Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940).5
Με την επιβολή των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 ο Σεφέρης
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να μεταβεί στην Κρήτη αρχικά και
μετέπειτα στην Αίγυπτο. Μετά τη λήξη του πολέμου, ο ποιητής εκδίδει την
επόμενη ποιητική συλλογή, που θα φέρει τον τίτλο, Ημερολόγιο Καταστρώματος
Β΄. Το έργο αυτό αποτελεί καθρέφτισμα των συναισθημάτων και των εμπειριών
που βίωσε στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου. Τα ποιήματα είναι συνταγμένα
στους τόπους της εξορίας, καθώς ο Σεφέρης σημειώνει στο καθένα: Οχτώβρης ’41,
Τράνσβααλ, Πρετόρια ’42, Κάιρο Αύγουστος ’43. Το 1947 εκδίδεται η ποιητική
σύνθεση «Κίχλη». Ο τίτλος, εμπνευσμένος από ένα παρατημένο πλοιάριο σε
αμμουδιά του Πόρου, συνυποδηλώνει τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου αλλά
και του Εμφυλίου που είχε αρχίσει στην Ελλάδα.6 Το 1955, κατά τη διάρκεια του

4
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, 15η Ανατύπωση, 2006, σσ. 280 – 281.
5
Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Ίκαρος, Η΄ έκδοση, 1987, σσ. 481
– 485.
6
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, 15η Ανατύπωση, 2006, ό.π., σ. 284.

8
Κυπριακού αγώνα, ο Σεφέρης τυπώνει τη συλλογή … Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…7 ,
η οποία αργότερα μετονομάζεται σε Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ 8. Όπως γράφει
και ο ίδιος ο ποιητής στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄: «Τα ποιήματα της
συλλογής αυτής γράφει – μου δόθηκαν το φθινόπωρο του ’53 όταν ταξίδεψα
πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμα η
εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος, που όποιες και να ΄ναι οι σκοπιμότητες της
καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας».9
Από τη δεκαετία του '50, το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο
εξωτερικό. Συνέπεια αυτού, η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, τον
Δεκέμβριο του 1963, που τότε απονεμήθηκε σε Έλληνα ποιητή. Συγκεκριμένα, ο
Σεφέρης γνώρισε μια πρώτη διάκριση με το έπαθλο Παλαμά (1946), κατόπιν
αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο Cambridge (1960) και εν τέλει
βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963). Ακολούθησαν κι άλλες τιμητικές
διακρίσεις: επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, της
Οξφόρδης, του Princeton και επίσημος ξένος εταίρος της Αμερικανικής Ακαδημίας
Τεχνών και Επιστημών.10
Η τελευταία ποιητική συλλογή του που τύπωσε όσο ζούσε το 1966, τα Τρία
Κρυφά Ποιήματα, δύναται να χαρακτηρισθεί ως ένας απολογισμός ζωής με
ερμητικά νοήματα και συνάμα εκφραστική καθαρότητα.11 Κατά τη διάρκεια της
επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και
στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC:
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες
κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να
καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά, τόνισε μεταξύ άλλων.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον
δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε
τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών έως τότε
μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό
του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του
Αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ, Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά, ενώ
μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου, Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη
του Ιωάννη. Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του
20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος. Ο Σεφέρης
πεθαίνει στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο και
πολυσχιδές έργο, εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό
ιδεώδες.

7
Ο τίτλος της συλλογής είναι στίχος του Ευριπίδη (βλ. Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 15η Ανατύπωση, 2006, σ. 285).
8
Τα ποιήματα Μνήμη, Α΄. και Μνήμη, Β΄. δεν σχετίζονται με την Κύπρο, αλλά εντάχθηκαν λόγω
της οραματικής και αποκαλυπτικής χροιάς της συλλογής (Κατερίνα Κρίκου – Davis, Κόλακες:
μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (1653 - 1655), Αθήνα,
Ιδεόγραμμα, 2002, σ. 64).
9
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, σ. 341.
10
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, 15η Ανατύπωση, 2006, ό.π., σ. 281.
11
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Σεφέρης Γιώργος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Εκπαιδευτική
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, σ. 247.

9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο

1. Η ζωή και η φιλοσοφία του Ηράκλειτου

Ηράκλειτος με την ετυμολογία του ονόματος, Ήρα – κλειτός, δηλαδή αυτός που
χρωστά τη δόξα του στην Ήρα. Ο Ηράκλειτος, ο Εφέσιος, ο επονομαζόμενος
σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σε
ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης. Αναγνωρίζεται ως ένας στοχαστής,
που για πρώτη φορά στοχάζεται μέσα από τα πλαίσια του Λόγου τι είναι Κόσμος.
Η σκέψη του παραμένει ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και αινιγματική,
αποσπασματική και ποιητική. Ο Ηράκλειτος στοχάζεται πριν ακόμα συσταθεί η
μεταφυσική και διαμορφωθούν οι φιλοσοφικές σχολές. Ήταν το σπέρμα της δικής
του σκέψης που έθρεψε τη φιλοσοφία και μάλιστα πριν από τη διαμόρφωσή της σε
Μεταφυσική, Θεολογία, Λογική, Φυσική και Ηθική.
Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε πριν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Σε ό,τι
αφορά στη ζωή του, οι μαρτυρίες που έχουν φθάσει σε εμάς είναι αντιφατικές και
κινούνται λίγο – πολύ στην περιοχή του μύθου. Γεννημένος περίπου το 540 π. Χ.
στην Έφεσο, τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ιωνίας μετά τη Μίλητο, ο
Ηράκλειτος φαίνεται να αποτελεί μία από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες της
ελληνικής φιλοσοφίας. Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη ζωή του είναι
περιορισμένες και περιλαμβάνουν αναφορές τόσο για την καταγωγή του από παλιά
αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου, όσο και για το γεγονός ότι δεν
απομακρύνθηκε από την πατρίδα του. «Ακόμη, υποστηρίζεται πως ο Ηράκλειτος
αρνήθηκε κάθε συμμετοχή, ενασχόληση και εμπλοκή στα κοινά, ενώ μάλιστα
παραχώρησε τα κληρονομικά δικαιώματα που κατείχε από τη βασιλική του
καταγωγή, στον αδελφό του. Σε ένα ευρύτερα κοινωνικό πλαίσιο, οι σχέσεις του με
τους συμπολίτες του χαρακτηρίζονται κάκιστες, συμπέρασμα που προκύπτει από
το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ηράκλειτος συνεχώς τους επικρίνει και τους ειρωνεύεται.
Εύλογα, τον συνοδεύει η φήμη του μισάνθρωπου και του υπερόπτη, καθώς ο ίδιος
επεδίωξε να διατηρήσει μια απόσταση από το πλήθος».12
Από παιδί εκδήλωσε τη χαρισματική του φύση. Δεν ακολούθησε τη διδασκαλία
κανενός, δε μαθήτευσε σε κανένα φιλόσοφο, κι αναζήτησε μόνος του να
ανακαλύψει τον εαυτό του μαθαίνοντας με τη δική του θέληση. Μελέτησε και
στοχάστηκε πάνω στους μεγάλους ποιητές, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο,
τις θεωρίες των Μιλησίων, των Πυθαγορείων και του Ξενοφάνη, καθώς και την
ιστοριογραφική «Επιστήμη» του Εκαταίου, και στα αποσπάσματά του αναφέρεται
συχνά σε αυτούς. Έτσι εντρυφά στην ποιητική, τη θεολογία και τη θεωρία,
αφομοιώνοντας πολλές από αυτές τις διδασκαλίες, καθώς και την επιστημονική
παιδεία του καιρού και του τόπου του.
Από το έργο του, σώθηκαν περίπου 130 αποσπάσματα και είναι όλα τους
σύντομα, αποφθεγματικά και αινιγματικά. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως
χρησμοί, διότι είναι πεζά κείμενα δύο ή τριών γραμμών, με εσωτερικό ρυθμό, για
να απομνημονεύονται εύκολα και με νόημα αμφιλεγόμενο. Πηγή έμπνευσης για

12
Στάθη – Τασιούλη Μαρία, Ηρακλείτεια στοιχεία στην ποίηση του Σικελιανού και του Σεφέρη,
Πτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016, σ. 4.

10
τον Εφέσιο φιλόσοφο αποτελεί το πρότυπο των δελφικών χρησμών, ενώ ο ίδιος
εφαρμόζει αυτό που αποδίδει στον Απόλλωνα του δελφικού μαντείου: οὔτε λέγει
οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει (απόσπ. 93). Ο φιλόσοφος δεν μένει στην επιφάνεια
των πραγμάτων. Αποφεύγει τις δογματικές κρίσεις, δεν συσκοτίζει την αλήθεια,
αλλά επιλέγει να δώσει απλώς κάποια σημάδια της. Αυτή είναι η καλύτερη
μέθοδος για να προσεγγίσει κανείς τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αφού «η
φύση επιθυμεί να κρύβεται (απόσπ. 123) και η αφανής αρμονία είναι ισχυρότερη
από την εμφανή (απόσπ. 54)».13 Τα αποσπάσματα του φιλοσόφου δεν ήταν
ενταγμένα σε ενιαίο σύγγραμμα. Τα περισσότερα είναι ολοκληρωμένα και
αποτελούν γνωμικά, τα οποία πρωτίστως διατυπώθηκαν προφορικά. Αντί της
συστηματικής διδασκαλίας, προτίμησε την απομόνωση του εμπνευσμένου σοφού,
του φιλοσόφου που νιώθει ότι κατέχει την αλήθεια αλλά επιλέγει να την μεταδώσει
αποσπασματικά μέσα από την προσεκτική σύνταξη των γρίφων του. Έτσι, ο
χαρακτηρισμός του από τους αρχαίους φιλοσόφους ως σκοτεινού, καθίσταται
απολύτως δικαιολογημένος. Για κάποιους μελετητές η σκοτεινότητα του
Ηράκλειτου, οφείλεται στην εσκεμμένη του τάση για ερμητισμό και σε μια
υπολογισμένη με ακρίβεια φροντίδα εσωτερισμού. Φαίνεται πως είχε γράψει το
έργο του με έναν τρόπο κάπως ασαφή, για να μη βεβηλωθεί από τον χύδην όχλο,
και μόνον εκείνοι που θα ήταν ικανοί να επωφεληθούν από αυτό, θα μπορούν να
τον κατανοήσουν.14
Στις περισσότερες ιστορίες της επιστήμης, ο Ηράκλειτος θεωρείται αδέξιος
προδρομικός φιλόσοφος αλλά ταυτόχρονα πνευματικά άξιος, καθώς είχε μια
ορθολογική θέαση του κόσμου. Σε πολλά αποσπάσματά του αναλύονται πλευρές
της φυσικής πραγματικότητας, το ενδιαφέρον του όμως επικεντρώνεται στο νόημα
της φύσης. Προσπαθούσε να ερμηνεύσει δηλαδή, πως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται
την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, τη θέση του μέσα στον κόσμο και την
αντίληψή του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό.15
Οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι έθεσαν διάφορες έννοιες του εἶναι προκειμένου να
καταστήσουν κατανοητό το γίγνεσθαι. Ως, εκ τούτου, ξεχώρισαν δύο ιδιότητες στα
πράγματα, το σταθερό υπόστρωμα των όντων, την πρώτη ύλη, από τη μία μεριά
και την αέναη μεταβλητότητα αυτής της πρώτης ύλης από το γίγνεσθαι, από την
άλλη. Ο Ηράκλειτος, λοιπόν, συνιστά τον πρώτο φιλόσοφο που επιχειρεί να
συλλάβει το εἶναι εν αναφορά του γίγνεσθαι.16 Όσον αφορά την έννοια της
μεταβλητότητας, δεν γνωρίζουμε αν ο Ηράκλειτος χρησιμοποίησε ποτέ την
πασίγνωστη έκφραση τά πάντα ῥεῖ. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων:
«Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεῖ και οὐδέν μένει, και παρομοιάζοντας
τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο
ίδιο ποτάμι δύο φορές» (Κρατύλος 402a).17 Στο σημείο αυτό πρέπει να
υπογραμμιστεί, πως ο Πλάτων δεν έτρεφε και ιδιαίτερη εκτίμηση προς τον
Ηράκλειτο, καθώς του απέδιδε τον χαρακτηρισμό ενός φιλοσόφου διαρκούς ροής
με φιλοσοφική αφέλεια. Βέβαια, ο Πλάτων δεν είχε και απολύτως άδικο διότι, αν η
φιλοσοφία του Ηράκλειτου ασχολούνταν μόνο με τη διαρκή μεταβολή των

13
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, σ. 64.
14
J. Brun, Ηράκλειτος, μτφρ. Σαπφώ Διαμαντή, Αθήνα, Πλέθρον, 1987, σ. 9.
15
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό.π., σ. 67.
16
Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδοση, 2012, σ. 132.
17
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό.π., σ. 67.

11
φαινομένων, θα ήταν αφελής, γιατί θα υποστήριζε κάτι το οποίο καθίσταται αφ’
εαυτού νοητό. Επιπρόσθετα, ο Ηράκλειτος θεωρούσε πως το μόνο που μπορούσε
να ορισθεί ως σταθερό στην εναλλαγή των πραγμάτων είναι η τάξη του γίγνεσθαι
και επομένως, η πραγματικότητα συνίσταται σε μία αέναη ροή και μεταβολή, ως
μια αμοιβαία σύγκρουση όλων των πραγμάτων:18

Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων και βασιλεύς όλων (Ηράκλειτος, απόσπ. 53).19

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, υποστήριζε ότι η αρχή του κόσμου είναι η


φωτιά και την καθιστούσε κεραυνοβόλα και θεϊκή, πολεμίστρια και σοφή. Η
ηρακλειτική φωτιά είναι «αρχή» που κατευθύνει την ροή και την σύλληψη των
πραγμάτων. Οι μεγάλες κοσμικές δυνάμεις, όπως για παράδειγμα, το νερό, η γη, ο
αέρας, μπορεί να κυριαρχούν στον ορατό ορίζοντα των πραγμάτων του κόσμου, η
φωτιά όμως φωτίζει όλο τον χώρο και μετατρέπει σε στάχτη το καθετί. Ο
Ηράκλειτος συλλάμβανε μια κοσμολογία που μεταχειριζόταν «σύμβολα», για να
εκφράσει τις φυσικές δυνάμεις κι απέδιδε μια δύναμη σε αυτά τα σύμβολα,
συνδεόμενη με τη μυθολογία γι’ αυτό και ήταν ο δημιουργός των μύθων. Αυτόν
τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς θεός, ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά
ήταν από πάντα, είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει
με μέτρο:

Αυτόν τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός ή
άνθρωπος· υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια ζωντανή φωτιά που
ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο (Ηράκλειτος, απόσπ. 30).20

Η φύση σε πρώτη προσέγγιση, εμφανίζεται ως πεδίο μάχης. Τα πάντα


μεταβάλλονται συνεχώς και οι μορφές των πραγμάτων εναλλάσσονται. Η φωτιά, ο
πόλεμος, η έρις είναι οι προσφιλείς ηρακλείτειες έννοιες που εκφράζουν την
κοσμική αστάθεια και μεταλλαγή. Η εικόνα όμως της αστάθειας υπονομεύεται
αμέσως. Το φυσικό σύμπαν ονομάζεται κόσμος, λέξη που προέρχεται από το ρήμα
κοσμῶ και σηματοδοτεί την τάξη. Ο κόσμος ταυτίζεται με την φωτιά, γιατί η φωτιά
είναι ακριβώς το πιο ευμετάβλητο φυσικό στοιχείο. Ο κόσμος του Ηράκλειτου
υπήρχε πάντοτε, είναι αγέννητος και άφθαρτος, μια ιδέα που εμφανίζεται για
πρώτη φορά στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Η φωτιά, επομένως δεν αποτελεί
το συστατικό στοιχείο του κόσμου, αλλά το νόημά του. Με την εικόνα της φωτιάς,
αλλά και των ανθρωποκεντρικών μεταφορών του πολέμου και της έριδας,
αποδεικνύεται η αντιθετική σύσταση της πραγματικότητας. Οι αντιθέσεις με τη
σειρά τους χαρακτηρίζουν τον κόσμο, χωρίς να αναιρούν την ενότητά του: η
κοσμική φωτιά ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο, η διαμάχη συμβαδίζει με την
αναγκαιότητα.21
Ωστόσο, μέσα στην συνεχή ροή και μεταβλητότητα, ο Ηράκλειτος αναγνωρίζει
την ύπαρξη ορισμένων σταθερών μέτρων, καθώς ο κόσμος υπακούει σε κανονικές
αναλογίες, έτσι ώστε να διατηρεί την ταυτότητά του μέσα στην αέναη εναλλαγή

18
Θ. Α. Βέικος, Οι προσωκρατικοί, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, E΄ έκδοση, 1998, σσ. 77 – 78.
19
Ο πόλεμος αφορά μια ευρύτερη διάσταση με μεταφυσικό βάθος. Πρόκειται δηλαδή, για μία
αέναη κίνηση και μεταβολή των πραγμάτων που αποτελούν τα βασικά γνωρίσματα του κόσμου, βλ.
Θ.Ν. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Αθήνα, Πεδίο, 1998.
20
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό. π., σ. 67.
21
Ό.π., σ. 68.

12
των πραγμάτων. Η νομοτέλεια αυτή του γίγνεσθαι χαρακτηρίζεται τόσο από την
αρμονία και την ενότητα των αντιθέτων, όσο και από την κυκλική εναλλαγή της
ύλης μέσα στο σύμπαν.22 Όλα αυτά τα στοιχεία αποτυπώνονται σε μια αλληγορική
απόδοση, κατά την οποία ο ήλιος ακολουθεί μια καθορισμένη πορεία στον ουρανό,
σε συγκεκριμένο χρόνο, και που αν παρέκλινε από αυτήν την πορεία, τότε θα
ανατρεπόταν η κοσμική ισορροπία:

Ο Ήλιος δεν θα υπερβεί τα μέτρα του, γιατί διαφορετικά οι Ερινύες, υπηρέτες της
δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν (Ηράκλειτος, απόσπ. 94).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Ηράκλειτος,


απορρίπτει συστηματικά τις απλοϊκές αντιλήψεις και θεωρεί πως όπου υπάρχει
αντίθεση υφίσταται και ενότητα, όπου εντοπίζεται το καλό διαφαίνεται και η
σχετικότητα. Έτσι, ο φιλόσοφος μεταφέροντας σκηνές από την καθημερινή ζωή
των ανθρώπων, τις φωτίζει με τρόπο, ώστε να αποκαλυφθεί και η δεύτερη πλευρά
τους. Για παράδειγμα, το θαλασσινό νερό είναι σωτήριο για τα ψάρια αλλά
επικίνδυνο για τον άνθρωπο που θα το πιεί, όπως και η ωφέλειά μας από τους
γιατρούς, όταν μας προκαλούν πόνο.

θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθύσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον,
ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον (Ηράκλειτος, απόσπ. 61).

ἀγαθὸν καὶ κακὸν ‹ἕν καὶ ταὐτό›. οἱ γοῦν ἰητροὶ τέμνοντες, καίοντες ἐπαιτέονται
μηδὲν ἄξιοι μισθὸν λαμβάνειν, ταὐτὰ ἐργαζόμενοι τὰ καὶ αἱ νοῦσοι (Ηράκλειτος,
απόσπ. 58).

Το λάθος, δηλαδή, των ανθρώπων είναι ότι έχουν την τάση να ερμηνεύουν τις
καταστάσεις μονοσήμαντα, αν και πάντα υπάρχει μία δεύτερη δυνατή ερμηνεία. Το
καθετί είναι το ίδιο και το αντίθετο ταυτόχρονα, είναι πολλά και ένα.23

Από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα (Ηράκλειτος, απόσπ.
10).

Αναφορικά, με το παραπάνω απόσπασμα, πρέπει να τονιστεί πως για τον αρχαίο


φιλόσοφο, το καθετί εμπεριέχει και το αντίθετό του και συνθέτουν μαζί ένα
αρμονικό όλο. Για παράδειγμα, η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή, ανάλογα
με το επίπεδο συνειδητότητάς μας. Το φως και το σκοτάδι δεν αποτελούν
διαφορετικές οντότητες, καθώς το ένα είναι η απουσία του άλλου. Όπως και το
μίσος με την αγάπη δεν είναι ξέχωρες οντότητες, απλώς το μίσος είναι η αρνητική
εκδήλωση της αγάπης. Επίσης, ο Ηράκλειτος διακηρύσσει, πως δεν υπάρχει καλό
και κακό, γιατί το καλό και το κακό είναι ένα.

Ένα είναι το σοφό: να γνωρίζεις τη σκέψη που τα κυβερνά όλα μέσα από όλα
(Ηράκλειτος, απόσπ. 41).

22
Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδοση, 2012, ό.π., σσ.
133 – 134.
23
Ε. Hussey, Ηράκλειτος, Long A. A., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι: συναγωγή συστατικών
μελετημάτων, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης – Τ. Τυφλόπουλος, Αθήνα, Παπαδήμας, σσ. 157 – 161.

13
Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον Λόγο είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα
είναι ένα (Ηράκλειτος, απόσπ. 50).

Ο φιλόσοφος είναι γνώστης και φορέας της αλήθειας, δηλαδή κρίνει πλευρές
της πραγματικότητας και παρέχει στους ανθρώπους σημάδια της αλήθειας, χωρίς
να τους την αποκαλύπτει ο ίδιος. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στους ανθρώπους
μέσω του λόγου (τα λεγόμενα) του φιλοσόφου, αλλά δεν εξαντλείται σε αυτόν. Γι’
αυτόν τον λόγο, ο Ηράκλειτος στο τελευταίο απόσπασμα από τα παραπάνω,
συμπεριλαμβάνει την έννοια του Λόγου που πρωτίστως πρέπει να δήλωνε τη
λεκτική εκφορά, τα λόγια. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος φιλόσοφος που εντάσσει
τον Λόγο στη γλώσσα του, προσδίδοντας του μάλιστα κεντρική σημασία.24 Ο
τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τη λέξη, συνεπάγεται την επιδίωξή
του να προσδώσει μία νέα έννοια, προστατεύοντας ταυτόχρονα τους αναγνώστες
από τυχόν παρανοήσεις:

οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι
(Ηράκλειτος, απόσπ. 50).25

διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽
ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν (Ηράκλειτος, απόσπ.
2).26

Με τον όρο ξυνός (νέα ελληνικά κοινός), ο Ηράκλειτος επιδιώκει τη σύνδεση ή


την ταύτιση του πολέμου με τον Λόγο. Κατά τον φιλόσοφο, ο πόλεμος είναι
κοινός, με την έννοια πως ο Λόγος διέπει τον νόμο του γίγνεσθαι. Συνεπώς,
πρόκειται για μια σύγκρουση αντίρροπων δυνάμεων, οι οποίες στο βάθος τους
συμπίπτουν (concenentia oppositorum). Υπό την έννοια αυτή, ο πόλεμος συνιστά
τον νόμο του κόσμου, τον λόγο που συνέχει τον κόσμο.27 Η σύγκρουση των
αντιθέτων, προκαλεί μία κρυφή αρμονία και η κρυφή αρμονία είναι πιο καλή από
την φανερή. Η σύγκρουση προκαλεί πόλεμο, αλλά ο πόλεμος είναι των πάντων
πατέρας. Δεν είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσουμε τη ζωή, δίχως τον θάνατο, το
φως δίχως το σκοτάδι, το άσπρο δίχως το μαύρο, και τούτο γιατί η διάνοιά μας σε
αυτό το πεδίο είναι πεπερασμένη. Ο χωρισμός, τα αντίθετα, υπάρχουν μόνο μέσα
στη διάνοιά μας. Εκεί που τα αντίθετα ενώνονται, εκεί δημιουργείται η πνευματική
αρμονία: η κρυφή.
Συνοψίζοντας, ο Λόγος είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά, βρίσκεται πίσω
από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην ίδια τη δομή του κόσμου. Δίνει το μέτρο,
τη διάταξη και την αρμονία των πραγμάτων. «Ο κόσμος του Ηράκλειτου, παρά την
επιφανειακή του αστάθεια, διέπεται από ενότητα, από κρυφή αρμονία, από Λόγο.
Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την επιλογή του Ηράκλειτου, αν σκεφτεί ότι λίγο
αργότερα η πολυσήμαντη λέξη «λόγος» στα συμφραζόμενα της φιλοσοφίας

24
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό. π., σ. 69.
25
Το απόσπασμα μεταφράζεται ως εξής: Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να
ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.
26
Το γνωμικό απόφθεγμα του Ηράκλειτου μεταφράζεται: Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον
κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να
έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.
27
Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδοση, 2012, ό.π., σ.
134.

14
σηματοδοτεί άλλοτε την αναλογία και το μέτρο, άλλοτε τον συλλογισμό και
άλλοτε την ορθή σκέψη».28
Με χρονολογική σειρά ασχολήθηκαν μαζί του, επικρίνοντας τον ή
ενστερνιζόμενοι τις απόψεις του, οι Ελεάτες, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο
Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Χέγκελ, ο Λένιν, ο Κίρκεγκωρ, ο Νίτσε κ.ά. Επηρέασε όχι
μόνο τους φιλόσοφους της Αναγέννησης αλλά και τους: Πασκάλ, Σπινόζα, Γκαίτε,
Χαίλντερλιν, Προυντόν, Μπερξόν, Φρόιντ. Αρχή του κόσμου λοιπόν είναι το
αιώνιο γίγνεσθαι: Tον κόσμο τούτο, ίδιον για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε θεός
ούτε άνθρωπος, αλλά ήτανε πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που σύμφωνα
με νόμους ανάβει και σβήνει και ο κόσμος είναι ένας: Tο παν είναι διαιρετό
αδιαίρετο, γεννημένο αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιωνιότητα, πατέρας
και γιος, θείο και δίκαιο.

1.1. Μνήμη, Β’.

ΈΦΕΣΟΣ

Το ποίημα Μνήμη, Β΄. Έφεσος ανήκει στην ποιητική συλλογή με τίτλο


Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, 1955 η οποία περιλαμβάνει δεκαεπτά ποιήματα.
Παρά τη συνήθεια να χρονολογεί τα ποιήματά του, ο Σεφέρης άφησε τη Μνήμη Β΄.
αλλά και τη Μνήμη Α΄. αχρονολόγητα. Πιθανόν να γράφτηκε μετά την επίσκεψή
του στην Έφεσο, σύμφωνα με την περιγραφή του, στην ημερολογιακή εγγραφή της
21ης Οκτωβρίου 1950 ή μετά τον θάνατο του Σικελιανού στην ημερολογιακή
εγγραφή της 9ης Ιουνίου 1951. Ο Σεφέρης βίωσε την πορεία του Σικελιανού προς
τον θάνατο και μιλάει με θαυμασμό για τις τραγικές στιγμές που χαράχθηκαν στη
μνήμη του.29 Ο Νάσος Βαγενάς (1980), σημειώνει πως οι δύο τελευταίοι στίχοι του
ποιήματος Μνήμη, Β΄. αλλά και ο τίτλος του ποιήματος θα πρέπει να διαβάζονται
και με την έννοια Μνήμη Σικελιανού.30 Σε αυτά αντανακλάται η συναισθηματική
κατάσταση του ποιητή, όπως αυτή καταγράφηκε στην παρακάτω εγγραφή: «Στο
Μεγάλο Πεύκο. Την τελευταία φορά, πριν από την Άγκυρα, ήμουν εδώ με τον
Σικελιανό. Όταν μας αφήσει, θα είναι κάμποση ερημιά γύρω μας. Ωμή ερημιά».
(14 Φεβρουαρίου 1951).31 Ο υπότιτλος Έφεσος και ο μονόλογος που μεταφέρει ο
ποιητής σημειώνουν πως ο πρωταγωνιστής του ποιήματος πρέπει να είναι ο
Ηράκλειτος, του οποίου γενέτειρα ήταν η Έφεσος 32 αλλά και ένας από τους πιο
αξιόλογους και αγαπημένους δασκάλους του Σεφέρη. Tο ποίημα Μνήμη, Β΄.
ανήκει στην ποιητική παράδοση κατά την οποία μία ιστορική ή μυθική μορφή
εμφανίζεται σαν όραμα στον ποιητή. Για το λόγο αυτό, η αναφορά του τοπωνυμίου

28
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό. π., σ. 69.
29
Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού.
Επιλογή κριτικών κειμένων, φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2011, σ. 223.
30
Το ποίημα Μνήμη, Β΄, αποτελεί ευλαβικό αφιέρωμα στο Σικελιανό. Βλ. Ανθούλα Δανιήλ, «Το
γόνιμο βλέμμα του ποιητή», φιλολ. επιμ. Χαριτίδου Γεωργία, Γιώργος Σεφέρης: αφιέρωμα, Αθήνα,
Μεταίχμιο, 2003, σσ. 102 – 103.
31
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, σσ. 215 – 216.
32
K. Kapre-Karka, War in the poetry of George Seferis: A poem –by- poem analysis, New York,
Pella Pub Co., 1985, p. 175.

15
δεν συνδέεται με τις απόψεις του Κίλι περί χρήσης της μυθικής μεθόδου (βλ.
Έλιοτ) στον Σεφέρη.33
Το κύριο θέμα του ποιήματος Μνήμη, Β΄. όπως και του όμοιού του Μνήμη, Α΄.
συνίσταται στον πόθο για μιαν ανάσταση συγγενική με εκείνη της Άνω Ελλάδας. Η
λέξη μνήμη έχει παρόμοια σημασία με την πλέρια μνήμη του Σικελιανού, χωρίς το
ξύπνημα της οποίας το ξαναγέννημα της Άνω Ελλάδας είναι αδύνατο:

Το γένος βουλιαγμένο μές στόν αἰώνα


νά λυτρωθεῖ μονάχο του μπορεῖ
μά νά ξυπνήσει πρέπει ἡ πλέρια Μνήμη
βαθιά του ἀδάμαστη καί τρομερή 34

Στον Σεφέρη αλλά και στον Σικελιανό η έννοια της ανάστασης απορρέει από
την αίσθηση μιας στιγμής του Σικελιανού που την τοποθετεί στο σύνορο του
θανάτου παρομοιάζοντας την με την εμπειρία του Άδη. Οι δύο ομότεχνοι,
αντιλαμβάνονται την ανάσταση ως «την επιστροφή του ανθρώπου στην πρώτη του
ακατάστροφη πατρίδα, τη λύτρωσή του από τις αντινομίες της ζωής και την
πραγμάτωση του αληθινού εαυτού του». 35

Μιλοῦσε καθισμένος σ' ἕνα μάρμαρο


πού ἔμοιαζε ἀπομεινάρι ἀρχαίου πυλώνα
ἀπέραντος δεξιά κι ἄδειος ὁ κάμπος
ζερβά κατέβαιναν ἀπ' τό βουνό τ' ἀπόσκια:
5 «Εἶναι παντοῦ τό ποίημα. Ἡ φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στό πλευρό του
σάν τό δελφίνι πού γιά λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μές στόν ἥλιο
καί πάλι χάνεται. Εἶναι παντοῦ τό ποίημα
10 σάν τά φτερά τοῦ ἀγέρα μές στόν ἀγέρα
πού ἄγγιξαν τά φτερά τοῦ γλάρου μιά στιγμή.
Ἴδιο καί διάφορο ἀπό τή ζωή μας, πώς ἀλλάζει
τό πρόσωπο κι ὡστόσο μένει τό ἴδιο
γυναίκας πού γυμνώθηκε. Τό ξέρει
15 ὅποιος ἀγάπησε, στό φῶς τῶν ἄλλων
ὁ κόσμος φθείρεται· μά ἐσύ θυμήσου
Ἄδης καί Διόνυσος εἶναι τό ἴδιο».
Εἶπε, καί πῆρε τό μεγάλο δρόμο
πού πάει στ' ἀλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
20 πέρα στά βοῦρλα. Τό λυκόφως
θά 'λεγες γιά τό θάνατο ἑνός ζώου,
τόσο γυμνό.
Θυμᾶμαι ἀκόμη·
ταξίδευε σ' ἄκρες ἰωνικές, σ' ἄδεια κοχύλια θεάτρων

33
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ’ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 151 – 153.
34
Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού.
Επιλογή κριτικών κειμένων , φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2011, ό.π., σ. 217.
35
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ’ έκδοση, 1996, ό.π., σ. 201.

16
ὃπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
25 κι ἐγώ τόν ρώτησα: «Κάποτε θά ξαναγεμίσουν;»
Καί μ' ἀποκρίθηκε: «Μπορεῖ, τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Κι ἔτρεξε στήν ὀρχήστρα οὐρλιάζοντας:
«Ἀφῆστε με ν' ἀκούσω τόν ἀδερφό μου!»
Κι ἦταν σκληρή ἡ σιγή τριγύρω μας
30 κι ἀτάραχη στό γυαλί τοῦ γαλάζιου.36

Ο φιλόσοφος ως ειδικός της ποιητικής λειτουργίας - κατά τον ποιητή - του


αποκαλύπτει ότι το ποίημα βρίσκεται παντού, αρκεί να έχεις τη δυνατότητα να
βλέπεις τον κόσμο ποιητικά. Το ποίημα εκπροσωπεί την αιώνια νεότητα του
κόσμου, αφού ο ποιητής φέρει την ιδιότητα να τον ανανεώνει.
Καθίσταται εύλογο να υπογραμμιστεί πως στο παραπάνω ποίημα παρατηρείται
η ταύτιση του Σικελιανού με τον Ηράκλειτο στον μονόλογο:

Εἶναι παντοῦ τό ποίημα. Ἡ φωνή σου


καμιά φορά προβαίνει στό πλευρό του
σάν τό δελφίνι πού γιά λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μές στόν ἥλιο
καί πάλι χάνεται. Εἶναι παντοῦ τό ποίημα
σάν τά φτερά τοῦ ἀγέρα μές στόν ἀγέρα
πού ἄγγιξαν τά φτερά τοῦ γλάρου μιά στιγμή.
Ἴδιο καί διάφορο ἀπό τή ζωή μας, πώς ἀλλάζει
τό πρόσωπο κι ὡστόσο μένει τό ἴδιο
γυναίκας πού γυμνώθηκε. Τό ξέρει
ὅποιος ἀγάπησε, στό φῶς τῶν ἄλλων
ὁ κόσμος φθείρεται, μά ἐσύ θυμήσου
Ἄδης καί Διόνυσος εἶναι τό ἴδιο, καθώς έχουμε τον Λόγο του Ηράκλειτου,
που χαρίζει την ενότητα στα πράγματα και που το πρόσωπό του είναι ο Θεός.
Ταυτόχρονα όμως υφίσταται και ο Λόγος του Σικελιανού, ο Λόγος – Διόνυσος που
δεν είναι παρά μια συμφωνία συμπαντική και η θεία ενότητα στον αρμονικό
κόσμο.
Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως Άδης και Διόνυσος
(στ. 17) ταυτίζονται, καθώς η φράση μας οδηγεί να αναλογιστούμε έναν στίχο-
κλειδί από την ποίηση του Σικελιανού Ω Διόνυσε – Άδη, θείε μου προστάτη! 37, στο
ποίημα Ελληνικός Νεκρόδειπνος. Η προαναφερθείσα ταύτιση του Άδη με τον
Διόνυσο του Σικελιανού, μας προτρέπει στη σχέση του Σεφέρη με τον Σικελιανό,
καθώς μέσα από τα έργα του αντιλαμβανόμαστε πως ο τελευταίος υπήρξε ο
σημαντικότερος σταθμός στην αρχαία ποιητική παράδοση, που ο Σεφέρης
αισθάνθηκε την ανάγκη να συνεχίσει. Ο Σεφέρης που αισθανόταν βαθιά τον
Ηράκλειτο, αντίκριζε στην ποίηση του Σικελιανού την πραγματοποίηση μιας
μορφής και του δικού του οράματος. Ο Σικελιανός ήταν γι’ αυτόν ο
ουσιαστικότερος και σημαντικότερος εκφραστής του πνεύματος του Ηράκλειτου
– ένα είδος σύγχρονου Ηράκλειτου – .

36
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄έκδοση, 1976, ό.π.,
σσ. 261 – 262.
37
Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού.
Επιλογή κριτικών κειμένων, φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2011, ό.π., σ. 215.

17
Επιπρόσθετα, ο Σεφέρης κάνει αισθητή την παρουσία του Σικελιανού στον
μονόλογο και με τον τόνο της φωνής του πρωταγωνιστή, καθώς είναι μια
ηθελημένη μίμηση του τόνου της φωνής του Σικελιανού. Η εμφάνιση και η
αποχώρηση του από το ποίημα, μας φέρνουν στο νου τον τρόπο με τον οποίο
εμφανίζονται ανάλογα πρόσωπα στα ποιήματα του Λυρικού βίου. Ο ρυθμός, οι
εικόνες και οι παρομοιώσεις έχουν τα γνωρίσματα του Σικελιανού. Ιδιαίτερα η
εικόνα του δελφινιού, μας παραπέμπει στην παρομοίωση που χρησιμοποιεί συχνά ο
Σικελιανός, όταν περιγράφει τη στιγμή που η ψυχή έρχεται σε επαφή με τον Λόγο:

Ἒτσι ὅπως κάνουν τά δελφίνια


ὅταν παραβγαίνουνε στή γληγοράδα
μέ καράβι πού ἀρμενίζει στ’ ἀνοιχτά
ὅλος τριγύρα μου ὁ χορός τῶν Ἀρετῶν
κι ἄν ἐσυνέβγαινε ἴσαμ’ ἓνα μοναχά σημεῖο
τό μεγάλο ἀρμένισμα τοῦ καραβιοῦ μου
τέλος, νά πού μ’ ἄφηνε μονάχο μου καί πάλι.38

Οι στίχοι ταξίδευε σ' ἄκρες ἰωνικές, σ' ἄδεια κοχύλια θεάτρων


κι ἐγώ τόν ρωτοῦσα: "Κάποτε θά ξαναγεμίσουν;"
Καί μ' ἀποκρίθηκε: Μπορεῖ, τήν ὥρα τοῦ θανάτου δεν αναφέρονται μόνο στις
απόψεις του Ηράκλειτου, για την αμοιβαία αλληλουχία της ζωής και του θανάτου
αλλά και στις ελευσίνιες ιδέες του Σικελιανού για την κοσμογονική δύναμη του
Άδη που μαζί με τον έρωτα (τον Διόνυσο) «προσανατολίζει όλα τα φαινόμενα της
ζωής […] προς την αιώνια σφαίρα του πληρώματος και της δημιουργικής
Ανάστασης». Η εικόνα της ανάστασης του αρχαίου Θεού στον Σεφέρη, βρίσκεται
κοντά στην εικόνα του Σικελιανού, καθώς την ίδια στιγμή είναι διαποτισμένες με
το νόημα της φράσης του Ηράκλειτου: Προσπαθώ να κοιτάξω το θρησκευτικό
αίσθημα του Σικελιανού, σημειώνει ο Σεφέρης να ξεκινά από τη λευκαδίτικη
πατρογονική του χριστιανοσύνη, να προχωρεί και να θρέφεται με όλες τις ανάσες της
ελληνικής γης, ν’ απλώνεται και ν’ αφομοιώνει μύθους που τους πιστεύαμε
τελειωτικά πεθαμένους, να κινείται ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Άδη, που είναι το
ίδιο, καθώς το θέλει ο Ηράκλειτος και να ποθεί ολοένα μιαν ανάσταση, ένα
ξαναγέννημα: την Άνω Ελλάδα.39 Και για τους δύο ποιητές ο αρχαίος Θεός, είτε
αυτός είναι ο Διόνυσος, είτε είναι ο Άδης, ακόμα και σήμερα παραμένει ζωντανός
με τη μορφή του Χριστού. Ο Σεφέρης, χρησιμοποιώντας τους στίχους του
Σικελιανού, ήθελε να δείξει πόσο λειτουργικά εισχωρούσε ο αρχαίος μύθος στην
σύγχρονη Ελλάδα.
Τη φράση ταξίδευε σ' ἄκρες ἰωνικές, θα πρέπει να τη νοήσουμε όχι μόνο με την
κυριολεκτική (Ηράκλειτος) αλλά και με μια μεταφορική σημασία (ο Σικελιανός
ταξιδεύοντας το όραμά του στις άκρες της ηρακλείτειας κοσμοθεωρίας).40 Τα
μάτια του ποιητή στρέφονται προς τον ουρανό και έτσι ο Χάρος γίνεται πουλί με
μαύρη φτερούγα που χαράζει τον ουρανό. Ο Σεφέρης ταύτιζε την ανθρωπιά με την
ελληνική φύση, καθώς την είδε ριζωμένη στον υπερφυσικό κόσμο και ικανή να
φωτιστεί από υψηλότερες ιδέες.
Το παραπάνω ημιστίχιο το διαδέχεται η εικόνα των ερημωμένων θεάτρων, για
να μεταφερθούμε ομαλά στον Σικελιανό με τις τραγωδίες του και με τις Δελφικές
Εορτές του, επιβάλλοντας με το χρώμα της, τη μεταφορική διάσταση στην
38
Ό.π., σ. 220.
39
Ό.π., σ. 217.
40
Ό.π., σ. 218.

18
προηγούμενη φράση και ταυτόχρονα δεχόμενη από αυτήν έναν ηρακλείτειο
φωτισμό. Μετά τον αποκαλυπτικό για το ποίημα λόγο του φιλοσόφου, ο ποιητής
ενθαρρυμένος αφήνει το βλέμμα του να προσηλωθεί στα αρχαία θέατρα, στις
κυνικές ακτές. Ο ποιητής έμπλεος από τα ηρακλείτεια φθέγματα περιδιαβάζει τη
σύγχρονη Ιωνία, δηλαδή τον Άδη αναζητώντας απελπισμένα το Διόνυσο, δηλαδή
τη δική του Ιωνία. Και αφού ο Άδης και ο Διόνυσος είναι το ίδιο, μπορεί να την
ξαναβρεί την ώρα του θανάτου.
Οι αμέσως επόμενοι στίχοι Κι ἔτρεξε στήν ὀρχήστρα οὐρλιάζοντας:
Ἀφῆστε με ν' ἀκούσω τόν ἀδερφό μου! συνοψίζουν λιγότερο τη διδασκαλία του
Ηράκλειτου και περισσότερο το νόημα της δελφικής προσπάθειας του Σικελιανού,
με την κοσμική επίκληση της για κάποια νέα καθολική, πνευματική και ιστορική
αδελφοσύνη.41 Η πιθανότητα που εγγυάται η ποίηση, οδηγεί σε επώδυνη αδημονία,
γι’ αυτό και ακούγεται ο έντονος κραυγασμός Ἀφῆστε με ν' ἀκούσω τόν ἀδερφό
μου! Σ’ αυτό το σημείο ο ποιητής και ο φιλόσοφος, καθίστανται άμεσα
συνυφασμένοι. Άλλωστε ο λόγος του Ηράκλειτου δεν είναι παρά η κρυφή φωνή
του ποιητή, καθώς αναδύεται από το βάθος του προγονικού παρελθόντος
αποκαλυπτική και μεταμορφωτική.
Ο Σεφέρης στο ποίημα θέτει το πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας: Πού πάμε;
Χανόμαστε. Ανίδεοι και χορτάτοι.
Θα ξαναβρεθούμε; Μπορεί την ώρα του θανάτου.
Σ’ ένα άλλο επίπεδο, οι ιωνικές ακτές συμβολίζουν ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς
και τα αρχαία θέατρα, τόσο ίδια με τους πασίχαρους μικρούς κολπίσκους της,
συμβολίζουν την πνευματικότητα που αποπνέει το ελληνικό τοπίο αλλά και την
καλλιτεχνική δημιουργία, έκφραση του Έλληνα ανθρώπου. Ακόμη, μπορούμε να
ισχυριστούμε πως η Έφεσος του ποιήματος μπορεί να είναι ο παγκόσμιος χώρος,
εντός του οποίου ο λογισμός δρα και κινείται, ανθοφορεί και μαραίνεται, για να
ξανανθίσει.
Οι στίχοι που κλείνουν το ποίημα Κι ἦταν σκληρή ἡ σιγή τριγύρω μας
κι ἀτάραχη στό γυαλί τοῦ γαλάζιου φαίνονται σαν ένα σχόλιο στο νόημα της Σιγῆς
τοῦ Σικελιανοῦ, μέσα από τα βάθη της οποίας ο ποιητής περιμένει να ακούσει το
«προαιώνια βουβαμένο καρδιοχτύπημα» του Λόγου.42 Προς το παρόν εξουσιάζει η
σιωπή. Σε μας έμεινε η δραστική μνήμη, ζωοποιός, ελπιδοφόρα. Η ποίηση με τη
μεταμορφωτική της δύναμη, την ανέσυρε από την σκοτεινή της κρύπτη και την
πρόσφερε λάμπουσα πάλι στη δική μας μνήμη, στην μνήμη όσων τουλάχιστον
κρατούν την Ελλάδα ως αξία. Στη μνήμη, εν τέλει όσων πασχίζουν για την
πνευματική προκοπή, τη μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρωπότητας.
«Ο πρωταγωνιστής στο παραπάνω ποίημα, δεν είναι μόνο ο Ηράκλειτος αλλά
και ο Σικελιανός, η μορφή του σύγχρονου ποιητή προβαλλόμενη πάνω η
συγχωνευμένη με τη μορφή του αρχαίου φιλοσόφου. Για τον Σικελιανό, ο
Διόνυσος ήταν πηγή και το νόημα της ζωής, η αιτία της πολυμορφίας της αλλά και
το κέντρο της, το σημείο της ενότητάς της. Ήταν το κινοῦν ἀκίνητον που ζητούσε ο
Σεφέρης, αυτό που κάνει τα πράγματα να μην είναι ποτέ τα ίδια και ταυτόχρονα να
μην αλλάζουν μέσα στην αλλαγή».43 Ο Σεφέρης, αισθάνθηκε την ανάγκη να
εντάξει στο έργο του τον Νεοέλληνα Σικελιανό για να μιλήσει αυτοπροσώπως
στην ποίησή του, αποδίδοντας στην ενέργεια αυτή ένα νόημα καλλιτεχνικό.

41
Ό.π., σ. 218.
42
Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού.
Επιλογή κριτικών κειμένων, φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2011, ό.π., σ. 220.
43
Ό.π., σ. 216.

19
1.2. Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα

Πρόκειται για το τελευταίο μεγάλο έργο του Γιώργου Σεφέρη, με το οποίο


ολοκληρώνεται ο ποιητικός του κύκλος. Ο ποιητής προσπαθεί να αποκαλύψει τον
θάνατο και την ζωή, τον έρωτα και το πάθος που είναι άμεσα συνδεόμενα μαζί της
και τα μόνα μέσα για να αγγίξει τον κρυφό πυρήνα της. Η αποκάλυψη απορρέει
κατόπιν αγωνιώδους προσπάθειας, έρευνας και αυτοπαρατήρησης, μέσα στις
αλλαγές του κοσμικού γίγνεσθαι που αντικατοπτρίζεται πάνω στον άνθρωπο.
Εξάλλου, η εισήγησή του στο άγνωστο πραγματοποιείται σε χώρο απόκρυφο και
σκοτεινό. Πρόκειται για ένα άδυτο όπου μόνο κάποιος μάντης ή προφήτης μπορεί
να εισέλθει. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί πως ο αρχαίος φιλόσοφος,
Ηράκλειτος, την μαντική και προφητική ικανότητα την απέδιδε σε ξεχωριστό
άνθρωπο. «Ο μάντης, ο προφήτης, ο ποιητής». Η αλλαγή στο κοσμικό γίγνεσθαι,
έχει αντίκτυπο στην ποιητική μεταμόρφωση. Τα δύο πρώτα μέρη της ποιητικής
συλλογής αποτελούνται από επτά ποιήματα το καθένα και το τρίτο από
δεκατέσσερα, πρόκειται για την πιο αυστηρή και άκρα λιτή σύνθεση44 που
επιχείρησε ο Σεφέρης. Διασώζεται με αυτόν τον τρόπο ένας ιερός αριθμός, όπως
αναφέρει ο Νάσος Βαγενάς αποτελεί σύμβολο της τάξης έπειτα από το χάος και της
δημιουργίας του κόσμου.45
Άλλοι μελετητές αναφέρουν πως επηρεάστηκε από τα Τέσσαρα κουαρτέτα του
Έλιοτ, ώστε τα Τρία Κρυφά Ποιήματα να θεωρούνται σεφερικά κουαρτέτα. Ο
Σεφέρης επιθυμούσε η προσωπική ποιητική του εμπειρία να αναχθεί στο
λογοτεχνικό μύθο κι έτσι το 1932 ερχόμενος σε επαφή με τον Έλιοτ, από το
Μυθιστόρημα και μετέπειτα, δημιούργησε στην ποίησή του ένα δίχτυ παραπομπών
σε καίριους σταθμούς του προηγούμενου ποιητικού λόγου με αντικειμενική
συστοιχία. Το προαναφερθέν δίχτυ, γίνεται αντιληπτό στα Τρία Κρυφά Ποιήματα
και αυτό πιστοποιείται από την φωνή του Ηράκλειτου, η οποία μόλις διακρίνεται
μέσα στην ποιητική της υποδοχή στο Ζ΄ ποίημα του πρώτου μέρους.46 Τα Τρία
Κρυφά Ποιήματα μοιάζουν με μια τριλογία, όπου το δράμα παίζεται σε ανθρώπινο
επίπεδο.47

1.3. Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα

Β΄

Καίγουνται τ' άσπρα φύκια


Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν

44
Η λιτότητα επιβάλλεται με τη χρήση λεξιλογίου, τη σύνταξη, τις τροπές και τις απορροφήσεις. Ο
ποιητικός λόγος τείνει πλέον σε ποιητικούς πυρήνες.
45
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 71 – 72.
46
Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα, Αθήνα, Ερμής, 1984, σ.
142.
47
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988, σ.
5.

20
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.48

Ο τίτλος του πρώτου μέρους, υπαγορεύει την αγριεμένη εποχή του χειμώνα, ο
οποίος προβάλλεται στην επερχόμενη εποχή της άνοιξης.
Αρχή του ποιήματος, αποτελεί το ρήμα καίγουνται, που υποδηλώνει τη φωτιά
και ολοκληρώνεται με τη λέξη «χιόνι». Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, άλλες μορφές
φωτιάς είναι η γη, ο αέρας και το νερό. Έτσι, το νερό υποκαθίσταται από το χιόνι.
Τα άσπρα φύκια χαρακτηρίζονται ως ένα είδος που όταν φλέγεται, δίνει πολύ
υψηλές θερμοκρασίες. Με αυτό το σκεπτικό, οι αναδυόμενες γραίες διέσχισαν τη
φωτιά και άλλαξαν μορφή (μαρμαρωμένες φλόγες). Η αντίθεση αυτή ενυπάρχει
στο κοσμικό σύμπαν και διασώζεται στη μορφή των γραιών.

Ε΄

Ποιος βουρκωμένος ποταμός μάς πήρε;


Μείναμε στο βυθό.
Τρέχει το ρέμα πάνω απ' το κεφάλι μας
λυγίζει τ' άναρθρα καλάμια·

οι φωνές
κάτω απ' την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.49

Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος ο βουρκωμένος ποταμός μοιάζει σαν τον
διπλό δρόμο του Ηράκλειτου, με μια οδό από πάνω και μια οδό από κάτω που
πάντα οδηγούν στο ίδιο τέλος. Η ζωή με τους σκληρούς και ισχυρούς νόμους που
όμοια με τον ποταμό, παρασέρνει τον άνθρωπο σα να ήταν άναρθρο καλάμι,
υποδηλώνοντας την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο τέλος που επέρχεται.
Επίσης, οδηγούμαστε μακριά από το ποτάμι, καθώς οι φωνές έγιναν χαλίκια που τα
πετάνε τα παιδιά. Οι φωνές ανήκουν στη ζωντανή όψη της ανθρώπινης υπόστασης,
που όταν επέλθει ο θάνατος μεταμορφώνονται σε ανόργανη ύλη (χαλίκια) και
αναπαύονται κάτω από το χώμα της καστανιάς, ώστε να διαιωνιστεί η ύλη και η
ζωή. Τα παιδιά με τα χαλίκια, μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι η αιωνιότητα
του Ηράκλειτου, που παίζει με τα χαλίκια, δηλαδή τους ανθρώπους. Κάθε χαλίκι
αντιστοιχεί και σε έναν πεθαμένο πρόγονο, όπως και μια χούφτα χώμα ή σκόνη
που λέει ο Έλιοτ:

Ξάφνου σε μια δεσμίδα ηλιόφωτος


Ακόμη όταν κινείται η σκόνη
Ξυπνάει το γέλιο το κρυμμένο
των παιδιών στη φυλλωσιά.50

Σκόνη και χαλίκια, γέλιο και παιχνίδι συνθέτουν την ίδια εικόνα και
αποσυμβολοποιούν την ίδια έννοια.

48
Ό.π., σ. 12.
49
Ό.π., σ. 22.
50
Ό.π., σ. 25.

21
ΣΤ΄

Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα


καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ' όλα τ' αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.

Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή


που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.51

Τα βιβλία παρομοιάζονται με πνοές και πνεύμα, που όμως το τελευταίο φεύγει


μαζί τους, όταν αυτά τοποθετούνται στο ράφι. Η ζωή τελικά βρίσκεται εκεί έξω
στο λιβάδι. Οι κένταυροι και οι αμαζόνες, πιθανόν να είναι τα παιδιά του
Ηράκλειτου, που παίζουν στον αγώνα της πάλης και του άλματος, δηλαδή
διαιωνίζουν τη ζωή.
Αναφορικά, με του δύο τελευταίους στίχους, ο Κώστας Αξελός γράφει: «Οι
πόλεμοι που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι κι αυτοί ένα παιχνίδι και μέσα
στην καρδιά του Τρωικού πολέμου παίζονται παιχνίδια. Και στις γιορτές της
Ολυμπίας, επίσης ανταμώνουν ο οίστρος και το ιερό. Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο
παιχνίδι. Αυτή η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στο παιχνίδι, στον αγώνα
και στο ιερό, θεμελιώνεται τώρα από τον Ηράκλειτο πάνω στην ίδια δομή του
Σύμπαντος, εκεί όπου εκδηλώνεται ο Θείος Λόγος. Εντός του Θεού, ο συμπαντικός
πόλεμος γίνεται συμπαντική σοφία και το παιχνίδι του χρόνου, ειμαρμένη του
κόσμου».52 Αυτή ίσως είναι η σοφία που αποκομίζει ο ποιητής.

Ζ΄

Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα


όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα
αμετάθετος.
Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.53

Ο Σεφέρης, αναζητά την αναγεννητική δύναμη της φωτιάς, όπως την εννοεί ο
Ηράκλειτος. Αν το σώμα που όταν περάσουν τα χρόνια φθείρεται, δεν μπορεί να

51
Ό.π., σσ. 26 – 27.
52
Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία του, Εξάντας, 1974, σ. 141.
53
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 30.

22
χωρέσει τον πόθο του σμίγοντας με άλλον πόθο, τότε πως η ψυχή που δεν έχει
τέλος θα διψάσει για φως. Η φλόγα που μπορεί να γιατρέψει τη ψυχή του ποιητή
είναι η μεταφυσική ουράνια φλόγα, όπως την εννοούσε ο Ηράκλειτος ζῇι πύρ τὸν
ἀέρος θάνατον καί ἀήρ ζῇι τον πυρός θάνατον, ὓδωρ ζῇι τόν γῆς θάνατον, γῆ τὸν
ὕδατος.
Ο ποιητής, ορμώμενος από την Ηρακλείτεια φράση: Τα δέ πάντα οιακίζει54
κεραυνός, μετατρέπει τον κεραυνό σε χειμωνιάτικη αχτίνα. Μια μορφή φωτιάς,
παράφορη έκφραση της, είναι κι ο κεραυνός, που αποτελεί τη σοφία του
Σύμπαντος με τον οιακισμό του, τη λάμψη της μονομιάς που κυβερνάει τον κόσμο
και εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια του, όπως λέει ο Ηράκλειτος.55 Ο
κεραυνός δηλαδή, κατευθυνόμενος από μια αιώνια φωτιά, κόβει στη μέση τη ζωή
και τον θάνατο. Έτσι, η χειμωνιάτικη αχτίνα καθίσταται για τον Σεφέρη, ένα
προμήνυμα θανάτου που περιμένει. Η ψυχή δεν εξαλείφεται απλά μεταβαίνει από
το μεταβλητό στο αμετάβλητο υφιστάμενη μεταβολές. Η φιλοσοφική διάσταση
μεταξύ είναι και δεν είναι, δεν γίνεται αποδεκτή από τον Σεφέρη. Ότι δέχεται είναι
μια κατάφαση του είναι, που όμως το διαχωρίζει σε ποιοτικές κλίμακες, κι αυτές με
τη σειρά τους διαπερνούν το χρονικό και άχρονο σημείο του κόσμου. Αυτές τις
κλίμακες είναι που ελέγχει και διευθύνει ο κεραυνός.56

1.4. Επί σκηνής

Στην ενότητα αυτή, υφίσταται το θεατρικό δρώμενο. Ποίηση και θέατρο είναι
στενά συνυφασμένα και ανταποκρίνεται το ένα στο άλλο. Στο κέντρο της
ορχήστρας εντοπίζεται το δρών πρόσωπο, ενώ στο σκοτάδι που υπάρχει γύρω του
στις κερκίδες παρατηρείται το άλλο εγώ του, ο θεατής που παρακολουθεί.
Προκύπτει δηλαδή, διχασμός του εγώ σε θεατή και θεώμενο.

Α΄

‘Ηλιε παίζεις μαζί μου


κι όμως δεν είναι τούτο χορός
η τόση γύμνια
αίμα σχεδόν
γι’ άγριο κιανένα δάσο∙
τότε –57

Ο ήλιος λειτουργεί ως εμψυχωτής στο κοσμικό γίγνεσθαι. Σύμφωνα με το


απόσπασμα 134 του Ηράκλειτου όμως τήν παιδείαν ἓτερον ἥλιον εἶναι τοῖς
πεπαιδευμένοις.58 Ο πρώτος ήλιος λοιπόν παίζει με τον άνθρωπο, ενώ ο δεύτερος

54
Οιακίζω σημαίνει κόβω τον καιρό στα δύο, τον φυλακισμένο από τον χρόνο από τη μία και τον
άχρονο από την άλλη, στον οποία όσα συνέβησαν θα ξανασυμβούν στο φως.
55
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 31.
56
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Σημειώσεις πάνω στα “Τρία Κρυφά Ποιήματα” του Γιώργου Σεφέρη,
Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1973, σ. 73.
57
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 33.
58
Ό.π., σ. 34.

23
λαμβάνει τη θέση της ποιητικής διαίσθησης στην προκειμένη περίπτωση, της
δύναμης που αποκαλύπτει μιαν αλήθεια. Θα πρέπει να αναφερθεί πως το ρήμα
παίζεις υποδηλώνει κάποιον εμπαιγμό εκ μέρους του ηλίου.
Επί σκηνής, λοιπόν, κάτω από το ακατάβλητο φως του προβολέα, μια
παραλλαγή δίνεται από τον ήλιο με τον άνθρωπο παγιδευμένο στο δίχτυ του φωτός
του. Υπό τη λάμψη του ηλίου και με τη δυνατότητα επαφής και αυτοπαρατήρησης,
ο ποιητής και ο χορευτής, με όλη την ένταση εκείνης της στιγμής, αισθάνεται το
πέρασμα του σαν ένα δάσος άγριο. Ο Joyce59 έλεγε: για να καταλάβεις τους
αρχαίους Έλληνες πρέπει να γνωρίσεις τους σημερινούς. Ο Σεφέρης όμως
αντιστρέφει την πορεία και αναφέρει πως για να γνωρίσεις τους σημερινούς, και
πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του, μελετάει τους αρχαίους και ιδιαίτερα τον Ηράκλειτο.

Ζ΄

Κι όμως εκεί, στην άλλη όχθη


κάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάς
ήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμους
ήσουν εκεί∙ πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση∙
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή – στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.60

Με το ποίημα Ζ΄ πέφτει η αυλαία για την ενότητα Επί Σκηνής. Ξεκινάει με τον
ήλιο και ολοκληρώνεται με τους ήλιους στα μάτια. Ο Σεφέρης, κινούμενος από το
γνωστό μύθο της σπηλιάς του Πλάτωνα, από όπου μπορούμε να διακρίνουμε μόνο
σκιές της αλήθειας, μέσα στη σπηλιά τοποθετεί την ανθρώπινη ζωή, απόμακρη από
την καθημερινότητα. Η πίστη του Σεφέρη περιλαμβάνεται στις τρεις λέξεις που
διατυπώνει στο ποίημά του: αγάπη, παρουσία, ανάσταση. Η εμπειρία της αγάπης,
προϋποθέτει τον μόχθο της ψυχής απαλλαγμένη από κάθε σωματικό στοιχείο, η
παρουσία υποδηλώνει έναν κόσμο γεμάτο αγάπη και τέλος η ανάσταση με την
έννοια της νέα γέννας, αφού ο Σεφέρης δεν συμμερίζεται καμιά θεωρία που
αποδέχεται το τέλος της ζωής. Ο Σεφέρης, σκέφτεται με φόβο και δίχως ελπίδα, τη
φθορά που θα οδηγήσει σε μιαν άλλη μορφή ύπαρξης και δεν θα αποσκοπεί στην
αναγέννηση. Η νέα γέννηση, συντελείται σ’ ένα κόσμο υπέρογκα διαστελόμενο,
περιορισμένο χρονικά και απροσδιόριστο, αφού έχει προηγηθεί ο μόχθος που
θεμέλιό του αποτελεί η αγάπη «σαν το ρετσίνι, το σταλαχτίτη, το σταλαγμίτη».
Σ’ αυτή τη σκηνή το ανθρώπινο δράμα θεάται το φως του ηλίου και ο φακός του
παρακολούθησε τον ήρωα στην αλλαγή του. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται ως ένα
θέατρο του θείου παιχνιδιού, γράφει ο Κώστας Αξέλος στον Ηράκλειτό του. Σ’
αυτό το θέατρο ο ήρωας παίζει το ρόλο του και με την κάθαρση αποκαθίσταται η
αρμονία. Συγκεκριμένα, η αρμονία του κόσμου. Το ανθρώπινο ον που παράγεται

59
Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ου
αιώνα, δημιουργός του μυθιστορήματος Οδυσσέας.
60
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 62.

24
από την κοσμική ύλη, εξαλείφει την τροχιά του και επαναφέρεται στην αρχική ύλη,
άμορφη και συμπαντική, έχοντας απωθήσει την υλική και μορφική του παρουσία.61

1.5. Θερινό ηλιοστάσι

Το θερινό ηλιοστάσι στις 22 Ιουνίου, χωρίζει το χρόνο στον προηγούμενο του


χειμώνα και στο επόμενο του καλοκαίρι. Στην ουσία είναι η καρδιά του
καλοκαιριού. Συγχρόνως αποτελεί το ορόσημο της ωρίμανσης του χρόνου. Από
την έναρξη του θερινού ηλιοστασίου και μετά αρχίζει η κάμψη της ημέρας που
μικραίνει σιγά σιγά για να φτάσει στο χειμερινό ηλιοστάσιο, 22 Δεκεμβρίου,
αντίποδα του θερινού. Στις 22 Ιουνίου συμβολικά συντελείται η σωματική και
πνευματική ωρίμανση, είναι η πιο καλή ώρα που από εκεί και ύστερα ακολουθεί ο
θάνατος. Είναι η ώρα που ο ήλιος καρφώνει τις ακτίνες του στην καρδιά του ρόδου
και ενώνει τον άνθρωπο με το σύμπαν μέσα από μια πύρινη ψυχική συνάντηση.
Έτσι, με την έναρξη του θερινού ηλιοστασίου επέρχεται και ο θάνατος ενώ
παράλληλα η ανάβαση του ηλίου συμπίπτει με την ανάβαση της ποιητικής
ωρίμανσης και της βιολογικής πλήρωσης.

Β΄

Όλοι βλέπουν οράματα


κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί∙
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού –
το φοβερό παφλασμό.

Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε


τούτη η ανάσα.62

Στο παραπάνω ποίημα οι δύο πρώτοι στίχοι διαβεβαιώνουν πως αποτελεί


προνόμιο των ανθρώπων σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής τους, να βλέπουν
οράματα και το γενικεύει με τη λέξη «όλοι», πιθανόν αυτή η στιγμή να εισέρχεται
σε κάθε άτομο με την παραμονή του θανάτου. Το ζεύγος «όλοι – κανείς» μπορεί να
λειτουργεί αντιθετικά στο ποίημα αλλά με το ρήμα «ομολογεί», ο ποιητής αφήνει
καθαρά να εννοηθεί το κρυφό μυστικό του κάθε ανθρώπου. Στη συνέχεια,
αναφέρει πως το τριαντάφυλλο είναι ανεξερεύνητο, καθώς μόνο το όνομά του
ξέρουμε. Κατά τον Ηράκλειτο, μόνο τα ονόματα των πραγμάτων γνωρίζουμε και

61
Ό.π., σ. 66.
62
Ό.π., σ. 73.

25
όχι την ουσία τους. Το τριαντάφυλλο ως συμβολοποίηση και αισθητοποίηση του
μυστηρίου και του άγνωστου, παραμένει κρυφό παρά την παθιασμένη και
εναγώνια προσπάθεια της αποκρυπτογράφησης του μυστικού κώδικα.63

ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή


να πέφτει στο ποτάμι του καιρού –
το φοβερό παφλασμό.

Το ποτάμι το βλέπουμε αλλά δεν μπορούμε να κυριαρχήσουμε σε αυτό, λέει ο


Ηράκλειτος. Είναι το ποτάμι άγνωστο όπως είναι και το τριαντάφυλλο. Το βάρος
του χορευτή είναι πυκνό γεγονός που ερμηνεύεται σαν ένα ανθρώπινο σώμα που
του έφυγε η πνοή και πέτρωσε σαν άγαλμα. Σκέτη ύλη, βαριά, που βουλιάζει, όπως
οι βαριές πέτρες, όπως κι εκείνα τα παιδιά (λήκυθοι) στην Κίχλη και μεταβαίνει
κατευθείαν στο βυθό. Από την άλλη το πυκνό βάρος του σώματος δημιουργεί
ισχυρό παφλασμό, όπως και ο παφλασμός της ψυχής μπροστά σε ένα τέτοιο
όραμα.
Στο εν λόγω ποίημα γίνεται άμεσα αντιληπτό πως κυριαρχούν όλα τα
ηρακλείτεια στοιχεία όπως: ο αέρας, το νερό και η φωτιά, που συμμετέχουν
δυναμικά στο κοσμικό γίγνεσθαι.

Ε΄

Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια


δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
παρά τούτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δώμα
παρακαλά μια τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δύο ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
αρωματισμένες φαρμακείες.
Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.

Το πάθος της και τα φτιασίδια


είναι όμοια με της τραγωδού
ο γύψος τους μάδησε κιόλας64

Μεταξύ των άλλων, σύνεργα της σκηνής αποτελούν και η μπακιρένια χύτρα
αλλά και οι αρωματισμένες φαρμακείες που συντελούν τελετουργικά σε μια πράξη
υπαγορευμένη από τη φυσική νομοτέλεια με κομπάρσους στην υπηρεσία της, όλα
τα πρόσωπα. Σύμφωνα με τον αρχαίο φιλόσοφο: Ο Θεός συνδέεται με την κοσμική
φωτιά και η φωτιά των θυσιών είναι αρωματισμένη.65 Ο ποιητής κάνει χρήση του
ρήματος θα χορτάσουν, για να καταστούν αντιληπτά η ποσότητα και ο αριθμός των
υποψήφιων νεκρών, δεν χρειάζεται να κάνει αναφορά, καθώς είναι όλος ο κόσμος.

63
Ό.π., σ. 75.
64
Ό.π., σ. 86.
65
Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία του, Εξάντας, 1974, ό.π., σ. 139.

26
Ακόμη, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί πως η αντωνυμία όσοι, εκφράζει κι αυτή
το μέγεθος και ταυτόχρονα αποκρύπτει το άγνωστο πέρα από την εξέλιξη του
κόσμου. Σ’ αυτή τη μεσαία ενότητα μεταλαμπαδεύονται για ακόμη μια φορά, όλα
τα ηρακλείτεια στοιχεία που συντελούν στην παραστατικότητα της εικόνας και στο
ἐν γίγνεσθαι του Ηράκλειτου: κρύο (ναρκωτικά σεντόνια), ζεστό – φωτιά (ζεστή
νύχτα – χύτρα), αέρας (αρωματισμένες φαρμακείες).

Θ΄

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘ βλεπαν


κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά∙
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο παρόν –
άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής


υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.66

Στο παρόν ποίημα, γίνεται λόγος για το κενό που εμπιστεύεται ο ποιητής και
αποτελεί το αίτιο, για να γελούν οι άλλοι. Ο ποιητής όμως, αναφέρεται σε
πράγματα και λόγω της αόριστης διατύπωσης ενισχύει την ύπαρξη της
μυστικότητας που είναι αφανής στους άλλους, ορατή όμως, σε αυτόν. Το ορατό
συμπληρώνεται από το αόρατο, ώστε να συντελεστεί η σύνθεση της ολότητας.
Σύμφωνα με τη ρήση του Ηράκλειτου: Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί 67, το ανθρώπινο
ον μόνο όταν απαλλαγεί από την υποκειμενικότητά του, τότε μπορεί να απαντήσει
με το ηρακλειτικό: οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν
πάντα εἶναι. Δηλαδή, αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον λόγο, είναι σοφό να
ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα. Ο Ηράκλειτος λοιπόν, λέει ότι το παν είναι
διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών,
πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Δεν δικαιούται επομένως, το ανθρώπινο ον
να περιφρονήσει τίποτα και γι’ αυτό διαχωρίζει τη θέση του από τους πολλούς.
Αισθάνεται υπόλογος μόνο στον εαυτό του. Αρκείται στη δική του γνώση και
αγωνία, που απορρέει απ’ αυτή τη γνώση, γίνεται ακροατής του άλλου εγώ του,
του συμπαντικού, βρίσκει την αυτάρκεια μέσα του.

ΙΑ΄

Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη


66
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σσ. 101 – 102.
67
Απόσπασμα 123.

27
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό -
αν συλλογιζόσουν ως πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω. 68

Αναφορικά, με το ποίημα, οι τέσσερις πρώτοι στίχοι επικαλούνται το θέμα της


φύσης που παρουσιάζεται γαλήνια και ήρεμη, με την κυριαρχία και πάλι της
θάλασσα, το υγρό στοιχείο, παράλληλα όμως λειτουργεί δυναμικά ο αέρας –
μπάτης. Το τοπίο της Αίγινας, με τα άσπρα πανιά να πλέουν από τη μια μεριά και
το Όρος από την άλλη, συνθέτουν χαρούμενη εικόνα της επιφάνειας, που
προβάλλει την ομορφιά αλλά συγχρόνως γίνεται σύμβολο του περαστικού και
ανεπαίσθητου της ανθρώπινης παρουσίας. Επιπρόσθετα, η λαχανιασμένη ανάσα
του μπάτη κατεβαίνει από το Όρος της Αίγινας, για να καταλήξει στη γαλήνη της
θάλασσας. Παρομοιάζεται το τοπίο με έναν άνθρωπο που βιάζεται να ζήσει,
αγωνιζόμενος να τα προλάβει όλα∙ αλλά η τελική κατάληξη είναι η θάλασσα. Τα
ηρακλείτεια στοιχεία χαρίζουν και πάλι τη μορφή τους στην ύλη παρέχοντάς της,
προσωπεία για να μεταμορφώνεται, όπως για παράδειγμα, νερό (θάλασσα), αέρας
(μπάτης), ζεστό (λαχανιασμένη ανάσα). Κυριαρχούν για ακόμη μια φορά, ζωντανά
τα στοιχεία ανθρώπινο ον και τοπίο.

ΙΔ΄

Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερο


κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή -

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη

68
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 107.

28
και να τη σπείρουν∙
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν


πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου. 69

Στο εν λόγω ποίημα, ο Σεφέρης βαθιά επηρεασμένος από τον Ηράκλειτο,


σκιαγραφεί έντονα το στοιχείο της φωτιάς, που για τον αρχαίο φιλόσοφο αποτελεί
την κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου, είναι αυτό το στοιχείο που καίει τα πάντα
δίχως να καίγεται το ίδιο «αείζωον πυρ», ο Λόγος.70 Το λιωμένο μολύβι, το
καλοκαίρι, η φλόγα, οι στάχτες, η φωτιά, ο ήλιος και το μεσημέρι
αντικατοπτρίζουν την κοσμική φωτιά του Ηράκλειτου. Ο ποιητής προτρέπει
φώναξε τα παιδιά, καθώς σ’ αυτά ανήκει η βασιλεία. Πρόκειται για τον Αιώνα του
Ηράκλειτου, τον πραγματικό χρόνο, πέρα από την προσωπική του καθενός μας
γήρανση. Η νιότη του κόσμου συνεχίζεται. Τα παιδιά είναι οι κληρονόμοι της ζωής
και του ήλιου. Τα παιδιά θα πάρουν τη στάχτη και θα τη σπείρουν ή θα τη θάψουν,
θα την επιστρέψουν στο χώμα, δηλαδή στην αρχική της κατάσταση.71
Στο δεύτερο ποίημα της τελευταίας συλλογής του Σεφέρη, με το οποίο κλείνει
το έργο του ο ποιητής, περιγράφει μια στιγμή θανάτου – ανάστασης σαν κι αυτή
που οραματίζεται ο πρωταγωνιστής του Μνήμη Β΄. Στο βάθος της φωνής του
Σεφέρη, διακρίνουμε πάλι συγχωνευμένο τον ήχο της φωνής του Σικελιανού και
του Ηράκλειτου: Πάντα τό πῦρ ἐπελθόν καταλήψεται. Πυρός ἀνταμοιβή τά πάντα
καί πῦρ ἀπάντων. Η φωτιά είναι η παρηγοριά της ανάστασης, όπως έχει σημειωθεί,
καθώς αφενός ευθύνεται για την οδύνη και αφετέρου διαμορφώνει την ελπίδα για
την αναγέννηση.72 Το εκατόφυλλο ρόδο μας οδηγεί στο Ρόδο – Λόγος του
Σικελιανού, το ορφικό σύμβολο της ένωσης του ενός με το πᾶν και του παντός με
το ένα. Είτε είναι συνειδητή είτε υποσυνείδητη, η ένωση αυτών των συμβόλων
δείχνει με ποιο τρόπο ο Σεφέρης αισθάνεται το δίδαγμα του Σικελιανού και του
Ηράκλειτου. Ακόμα και την πιο προσωπική στιγμή, τη στιγμή του απολογισμού
μιας ολόκληρης ζωής και της ένωσής του με τον Λόγο του κόσμου, θα την
περιγράψει ενώνοντας τη φωνή του με τον απρόσωπο Λόγο της λογοτεχνίας.73Για
να έρθει ο αναγνώστης σε επαφή με τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, θα πρέπει να
διακατέχεται από μια υπαρξιακή αναζήτηση με μεταφυσικό υπόβαθρο.

69
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σσ. 116 – 117.
70
Ο Λόγος, όπως διακήρυξε ο Ηράκλειτος και οι Στωικοί, έχει μία «κανονιστική» έννοια (normativ)
περιέχοντας σύγχρονα μηχανική αναγκαιότητα και τελεολογικό χαρακτήρα [Τάκης Δημόπουλος, Ο
Διθύραμβος του ρόδου του Σικελιανού. Στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού: Επιλογή
κριτικών κειμένων, φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις
Κρήτης, 2011, σ. 36].
71
Ανθούλα Δανιήλ, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 118.
72
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Σημειώσεις πάνω στα “Τρία Κρυφά Ποιήματα” του Γιώργου Σεφέρη,
Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1973, σ. 96.
73
Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού.
Επιλογή κριτικών κειμένων, φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2011, ό.π., σ. 223.

29
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο

2. Ο Πλάτων και η εποχή του

Γεννημένος στην Αθήνα το 428 π. Χ., ο Πλάτων καταγόταν από αριστοκρατική


γενιά και έζησε τα παιδικά του χρόνια, στις τελευταίες μέρες του μεγαλείου της
Αθήνας του Χρυσού αιώνα του Περικλή. Κατείχε εξαιρετικά πνευματικά
χαρίσματα και μορφώθηκε με επιμέλεια. Ήταν προικισμένος με ποιητική και
καλλιτεχνική διάθεση. Στα νεανικά του χρόνια μυήθηκε τη φιλοσοφία και επιδίωκε
να δημιουργήσει μια καλύτερη πολιτική οργάνωση από αυτήν που είχε γνωρίσει με
την άνοδο των Τριάκοντα τυράννων στην εξουσία αλλά και κατά την περίοδο της
δημοκρατίας. Για το λόγο αυτό ήρθε σε επαφή με τον Σωκράτη τον οποίο θαύμαζε
ως πρότυπο φιλοσόφου. Πιστός μαθητής του Σωκράτη λοιπόν, πληγώθηκε πολύ
από τον τραγικό θάνατό του. Κατά την παράδοση, ο Πλάτων είχε πριν από τον
Σωκράτη δάσκαλο τον Κρατύλο, μαθητή του Ηράκλειτου. Μέσω του Κρατύλου, ο
Πλάτων θα πρέπει να γνώρισε τα φιλοσοφικά δόγματα των προσωκρατικών και
ιδίως του Ηράκλειτου.74

2.1. Η ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας

Το 387 π. Χ., ο Πλάτων επέστρεψε από το πρώτο του ταξίδι στη Σικελία και
αγόρασε μια έκταση γης κοντά στον Κολωνό. Στην περιοχή εκείνη ίδρυσε την
Ακαδημία, την πρώτη φιλοσοφική σχολή ανωτέρων σπουδών την οποία διηύθυνε ο
ίδιος μέχρι τον θάνατό του. Οραματιζόταν την Ακαδημία ως μικρογραφία της
ιδανικής πολιτείας μέσα στην Αθήνα, η οποία θα περιελάμβανε ομοϊδεάτες που θα
ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν προσηλωμένοι στη φιλοσοφική αναζήτηση και την
επιστημονική γνώση. Ο Αριστοτέλης, ο πιο διάσημος μαθητής του, έζησε για δέκα
χρόνια στην Ακαδημία. Άλλοι φιλόσοφοι, που συνδέθηκαν με την Ακαδημία ήταν
ο Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης και ο Φίλιππος.

2.2. Οι πλατωνικοί διάλογοι

Το έργο του Πλάτωνα διασώζεται σε 42 διαλόγους, 13 επιστολές και μια


συλλογή Όρων. Ο Πλάτων γράφει τα πρώτα του έργα αμέσως μετά τον θάνατο του
Σωκράτη. Οι διάλογοι καταγράφουν συζητήσεις και ποικίλλουν όσον αφορά την
έκταση και την μορφή. Ο λόγος σ’ αυτούς είναι κομψός και ευέλικτος, έχουν την
μορφή δραματοποιημένων συζητήσεων και φανερώνουν την επίδραση της
δραματουργίας της εποχής. Διακρίνονται σε πρώιμους, μέσους και ύστερους. Οι
πρώτοι πλατωνικοί διάλογοι αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του δασκάλου του
με απολογητικό στόχο, εκφράζοντας την άδικη καταδίκη του. Ο Σωκράτης κατέχει
74
Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδοση, 2012, ό.π., σ.
203.

30
εξέχουσα θέση σχεδόν σε όλους τους διαλόγους, ενώ στους Νόμους δεν
εμφανίζεται καθόλου. Ο απολογητικός λόγος του Σωκράτη (Απολογία Σωκράτους),
είναι σύντομος, δεν καταλήγει σε συμπέρασμα και εκθέτει τις ηθικές αντιλήψεις
του Σωκράτη. Η συγγραφή φιλοσοφικών κειμένων σε μορφή διαλόγου γίνεται για
πρώτη φορά από τον Πλάτωνα. Οι διάλογοι συνιστούν μια νέα λογοτεχνική μορφή
αντιμετώπισης θεμάτων που πριν γινόταν από ποιητές. Δεν απαιτούν ιδιαίτερες
γνώσεις ούτε παραπέμπουν σε άλλα κείμενα του ίδιου ή άλλου συγγραφέα.
Μπορούν να διαβαστούν ως αυτοδύναμα έργα. Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι
μελέτη θανάτου και γνώση του όντος, του άφθαρτου και αιώνιου.

2.3. Η επίδραση και η επικαιρότητα της Σωκρατικής – Πλατωνικής


φιλοσοφίας

Έχει λεχθεί πως όλη η φιλοσοφία μετά τον Πλάτωνα είναι υποσημειώσεις στο
έργο του. Η πλατωνική φιλοσοφία επηρέασε τις σχολές των Νεοπλατωνικών, κατά
την ύστερη αρχαιότητα. Στην εποχή της Αναγέννησης ιδρύθηκε στη Φλωρεντία, η
Πλατωνική Ακαδημία. Το ενδιαφέρον για τις πλατωνικές μελέτες αναζωπυρώθηκε
τον 18ο και 20ο αιώνα. Πράγματι τα πλατωνικά έργα προσελκύουν μέχρι σήμερα το
ενδιαφέρον των φιλοσόφων, διατηρούν τη ζωντάνια τους και προβληματίζουν με
τις ιδέες και τα φιλοσοφικά μηνύματα που περιέχουν. Οι πλατωνικοί διάλογοι δεν
είναι βέβαια ιστορικά ντοκουμέντα. Είναι λογοτεχνικά κείμενα, που στοχεύουν να
προβάλουν φιλοσοφικές θέσεις και όχι να αναπαραστήσουν πραγματικές
συναντήσεις ιστορικών προσώπων. Ωστόσο, μας δίνουν μια εικόνα για τον τρόπο
άσκησης της φιλοσοφίας στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα.75
Κανένας αρχαίος συγγραφέας που γνώρισε τον Σωκράτη δεν τον αντιμετώπισε
ως ιστορικό πρόσωπο. Κανείς δεν μας εξέθεσε τη ζωή και τη φιλοσοφία του,
κανείς δεν αντιδίκησε ευθέως μαζί του. Όσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν
να γράψουν γι’ αυτόν το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. Ο Σωκράτης, που όλοι
γνωρίζουμε είναι ένα μυθοπλαστικό πρόσωπο. Ο πραγματικός μένει πάντοτε
κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.76 Πρόκειται για την πιο γνωστή μορφή όλων των
εποχών και ο πλατωνικός Σωκράτης, ως ανεξάρτητη υπόσταση εξακολουθεί από
την αρχαιότητα έως σήμερα να αποτελεί πηγή έμπνευσης και θαυμασμού. Ήταν
Αθηναίος πολίτης, όπως προκύπτει από τις διάφορες μαρτυρίες. Έζησε από το 470
ως το 399 π. Χ. στην Αθήνα και δεν χρειάστηκε να ασκήσει κάποιο επάγγελμα για
βιοποριστικούς λόγους. Στον στενό φιλικό του κύκλο ανήκαν, ο Αλκιβιάδης, ο
Χαρμίδης και ο Κριτίας. Δεν συμμετείχε ενεργά στα κοινά και μετά την
αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πτώση των Τριάκοντα, κλήθηκε σε δίκη
με τις εξής κατηγορίες: α) ότι εισάγει νέες θεότητες μη γνωρίζοντας τους θεούς του
κράτους και β) ότι διαφθείρει τη νεολαία. Έτσι, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν
του θανάτου και ήπιε ήρεμος το κώνειο στα δεσμά της φυλακής, παρά τις
προσπάθειες των φίλων του να τον μεταπείσουν να δραπετεύσει.
Καθίσταται άγνωστη η στροφή του προς τη φιλοσοφία και το πιο πιθανό είναι
να ήταν αυτοδίδακτος, προικισμένος με κριτική οξύτητα και ψυχική γαλήνη. Έθεσε
λοιπόν στο κέντρο της φιλοσοφικής αναζήτησης το ανθρώπινο υποκείμενο και

75
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό. π., σ. 87.
76
Ό. π., σ. 103.

31
ενδιαφερόταν κατ’ αποκλειστικότητα για ηθικά και πολιτικά ζητήματα αλλά και
για την ψυχή. Η φιλοσοφική μέθοδος που εφάρμοσε ήταν η διαλεκτική,
στηριζόμενη στη διατύπωση θέσεων του συνομιλητή και στην προσπάθεια
απόρριψής τους μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων. Όπως αναφέρει, ο Αλκιβιάδης
στο πλατωνικό Συμπόσιο: είναι εκπληκτικό, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μοιάζει με
κανέναν, ούτε από τους παλαιότερους, ούτε από τους τωρινούς. Είναι αλήθεια πως ο
Σωκράτης υποτιμούσε το χρήμα και δεν του άρεσε η καλοπέραση, προτιμούσε τις
κακουχίες και έδειχνε απίστευτη εμπιστοσύνη στο περίφημο δαιμόνιο που
κυριαρχούσε μέσα του και τον απέτρεπε από τις δυσκολίες της ζωής. Προικισμένος
με το στοιχείο της ειρωνείας, αντιμετώπιζε συχνά με παιγνιώδη τρόπο τους
συνομιλητές του και έδινε την εντύπωση πως έπαιζε συνομιλώντας μαζί τους.77
Συζητούσε για σοβαρά ζητήματα, χρησιμοποιώντας παράδοξα παραδείγματα της
καθημερινότητας. Ο Σωκράτης ενσαρκώνει ένα ιδεώδες φιλοσόφου, ο οποίος
ζούσε με δίκαιο τρόπο. Ο Πλάτων ισχυριζόταν πως ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος
φιλόσοφος που αντιλήφθηκε την αξία του ορισμού των εννοιών.
Ο Σωκράτης έχοντας ανακαλύψει μια μέθοδο ανάλυσης ηθικών και πολιτικών
προβλημάτων, υποστήριζε πως η μόνη μέθοδος που προσιδιάζει στη φιλοσοφία
ήταν η διαλεκτική και γι’ αυτόν τον λόγο την ασπάστηκε ο Πλάτωνας στη
φιλοσοφία του. Στην απολογία του στο δικαστήριο, ισχυρίστηκε δυναμικά πως ένα
πράγμα γνωρίζει, πώς το να αδικεί κανείς και το να μην υπακούει στον ανώτερό
του, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος, είναι κακό και επονείδιστο (Πλάτων, Απολογία
Σωκράτους 29b6-7).78 Αξίζει να αναφερθεί πως όταν οι φίλοι του τον παρότρυναν
να δραπετεύσει από τη φυλακή, καθώς καταδικάστηκε άδικα, εκείνος δεν
υπάκουσε και αντιστάθηκε με το ισχυρό επιχείρημα πως αν δραπετεύσει θα είναι
σα να διαπράττει αδικία ενάντια στην πόλη και στους νόμους που τη διέπουν. Ο
Σωκράτης δεν υιοθέτησε την αρχή της ανταπόδοσης, καθώς ύψιστης σημασίας
αποτελούσε για τον ίδιο, η ψυχική ακεραιότητα του ανθρώπου. Με κάθε άδικη
πράξη πρώτα επηρεάζεται η ψυχή του δρώντος και μετέπειτα αυτού που θα την
υποστεί. Ο Σωκράτης δεν ήταν υπέρ του γραπτού λόγου και έμενε πάντα
αφοσιωμένος στις προφορικές συνομιλίες με τους συμπολίτες του.
Ο φιλόσοφος πρέπει καταρχήν να κατέχει την πραγματική γνώση για όλα τα
σημαντικά ζητήματα, για τη δικαιοσύνη, την ωραιότητα, την αρετή. Θα
ολοκληρώσει το έργο του, όταν “βρει την κατάλληλη ψυχή” και λειτουργήσει ως
φωτισμένος δάσκαλος. Κάνοντας χρήση της “διαλεκτικής τέχνης” θα σπείρει στις
ψυχές των μαθητών τους λόγους γόνιμους, “λόγους ικανούς να υπερασπιστούν τον
εαυτό τους και αυτών που τους έσπειρε, από όπου αναφύονται και νέοι λόγοι σε
άλλες ψυχές και έτσι διατηρείται πάντοτε μέσα τους αθάνατο το σπέρμα και
οδηγούν τον κάτοχό τους στην ευδαιμονία” (Φαίδρος, 277a).79
Για τον Πλάτωνα φιλοσοφία σήμαινε διδαχή, στην οποία απαραίτητη
προϋπόθεση αποτελούσε η συμμετοχή δύο ατόμων, του δασκάλου και του
μυημένου. Ο φιλοσοφικός λόγος είναι ο λόγος του δασκάλου και όχι ο λόγος του
σοφού, με κύριο στόχο την καλλιέργεια της ψυχής. Ο Πλάτων μελετούσε με
οξυδέρκεια την ανθρώπινη κατάσταση και έδειχνε ενδιαφέρον για την επίλυση των
προβλημάτων που απασχολούσαν τον άνθρωπο. Γι’ αυτόν τον λόγο επηρεάστηκε
από τον Σωκράτη, που μετέτρεψε τη ζωή του σε φιλοσοφία.

77
Ο Σωκράτης δήλωνε την άγνοια του προς τον συνομιλητή του και στη συνέχεια προσποιούνταν ο
ίδιος ότι θέλει να διδαχθεί από τους άλλους «σωκρατική ειρωνεία».
78
Βασίλης Κάλφας – Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, ό. π., σ. 108.
79
Ό. π., σ. 111.

32
Κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα αποτελεί η θεωρία των ιδεών, με
βάση την οποία διακρίνει τον κόσμο του γίγνεσθαι και τον κόσμο του εἶναι. Ο
τελευταίος είναι προσιτός μόνο στη νόηση, αιώνιος και αμετάβλητος ενώ ο κόσμος
του γίγνεσθαι βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή και είναι προσιτός στην αίσθηση. Τα
πράγματα έχουν μια σταθερή ουσία, πάνω στην οποία βασίζεται η λειτουργία της
γλώσσας. Οι ιδέες είναι τα ιδεατά νοήματα μέσω των οποίων σκεπτόμαστε και
μιλούμε για τον κόσμο.80 Ο Πλάτωνας σκέφτεται πως δεν θα γνωρίζαμε την
αλήθεια, αν δεν γνωρίζαμε τις ιδέες. Στην πλατωνική θεωρία των δύο κόσμων, η
έννοια της ψυχής αποτελεί ξεχωριστό πρόβλημα. Ως αρχή της ζωής η ψυχή ανήκει
στο κατώτερο κόσμο της γένεσης, στο μέτρο όμως που γνωρίζει τις ιδέες η ψυχή
συγγενεύει με τον αιώνιο κόσμο των καθαρών μορφών.81 Συνεπώς, κατέχει μια
θέση, η οποία φέρει χαρακτηριστικά γνωρίσματα και των δύο κόσμων. Μέσω των
ιδεών υποστηρίζει ο Πλάτωνας, πως μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση του
αληθινού όντος.
Ο Σεφέρης διάβαζε του πλατωνικούς διαλόγους και επιδίωκε να τους εντάσσει
στα έργα του. Θεωρούσε πως το σώμα και η ψυχή συγκροτούν ενιαία
πραγματικότητα. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου και η ευτυχία του, εξαρτώνται από
τη θέλησή του και από την ικανότητά του να θέσει σε ισορροπία τις αντίρροπες
δυνάμεις του, ώστε να επέλθει η ευδαιμονία. Έτσι, εξάγεται το συμπέρασμα πως η
ευτυχία της ανθρωπότητας, οφείλεται στην καλοπροαίρετη διάθεση του ατόμου. Η
δικαιοσύνη στην ποίηση του Σεφέρη, πραγματοποιείται με την εσωτερική αρμονία
που οδηγεί στην τάξη των πραγμάτων ενώ η αδικία οδηγεί στην ύβρη, καθώς
διαταράσσεται η ισορροπία. Η στάση του Ελπήνορα, στην «Κίχλη»,
χαρακτηρίζεται άδικη όπως και η απόφαση των δικαστών που καταδίκασαν τον
Σωκράτη. Με την ένταξη στο ποίημα χωρίων από την Απολογία του Σωκράτη, όσον
αφορά την τελειοποίηση της ψυχής, ο Σεφέρης υπογραμμίζει την έννοια της
δικαιοσύνης με πλατωνικό χρώμα.

2.4. Δ’ Αργοναύτες

Το ποίημα του Σεφέρη με τίτλο Δ’ Αργοναύτες συγκαταλέγεται στην τρίτη


ποιητική συλλογή του, που φέρει τον τίτλο Μυθιστόρημα, είναι το τέταρτο κατά
σειρά στη συλλογή και εκδόθηκε το Μάρτιο του 1935. Ο δημιουργός στην πρώτη
έκδοση είχε αναφέρει πως χρησιμοποίησε αρκετά στοιχεία από την μυθολογία και
την ιστορία για να εκφραστεί ποιητικά. Στο τέλος του έργου, ο Σεφέρης γράφει
πως η συλλογή δημιουργήθηκε μεταξύ 1933 και 1934. Την ξεκίνησε στο Λονδίνο
και την ολοκλήρωσε στην Αθήνα. Εκδόθηκε σε 150 αντίτυπα.
Η ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα, περιέχει 24 ποιήματα που διατηρούν το
σχήμα των ομηρικών επών, παραπέμπουν στις 24 ραψωδίες των ομηρικών επών.
Οι πρωταγωνιστές του ποιητικού έργου δεν διακατέχονται από ηρωισμό, καθώς
περιγράφεται το χρονικό μια ήττας. Εξάλλου, το είχε αναφέρει και ο Σεφέρης πως
η συλλογή είναι η Οδύσσεια αλλά ανάποδα. Ο δημιουργός επιλέγει σε όλη την
ποιητική συλλογή να συνδεθεί με την αρχαία ελληνική παράδοση και ο μύθος να
αποτελέσει πεδίο συνάντησης και επικοινωνίας του, με το αναγνωστικό κοινό.
Δηλαδή, επιδιώκει να ταυτιστούμε με τους Αργοναύτες.
80
Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδοση, 2012, ό.π., σ.
208.
81
Ό.π., σ. 217.

33
Καί ψυχή
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν
εἰς ψυχήν
αὐτῇ βλεπτέον:
5 τόν ξένο καί τόν ἐχθρό τόν εἴδαμε στόν καθρέφτη.

Ἢτανε καλά παιδιά οἱ συντρόφοι, δέ φωνάζαν


οὒτε ἀπό τόν κάματο οὒτε ἀπό τή δίψα οὒτε ἀπό την
παγωνιά,
εἴχανε τό φέρσιμο τῶν δέντρων καί τῶν κυμάτων
πού δέχουνται τόν ἂνεμο καί τή βροχή
10 δέχουνται τή νύχτα καί τόν ἣλιο
χωρίς ν’ ἀλλάζουν μέσα στήν ἀλλαγή.
Ἢτανε καλά παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἳδρωναν στό κουπί μέ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας μέ ρυθμό
15 καί τί αἷμα τους κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μέ χαμηλωμένα μάτια
ὃταν περάσαμε τό ἐρημόνησο μέ τίς ἀραποσυκιές
κατά τή δύση, πέρα ἀπό τόν κάβο τῶν σκύλων
πού γαβγίζουν.
20 Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, ἔλεγαν
καί τά κουπιά χτυποῦσαν τό χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στο ἡλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τή θάλασσα
25 πού φέρνει τήν ἂλλη θάλασσα, γλάρους καί φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μέ ὀλολυγμούς
κλαίγανε τά χαμένα τους παιδιά
κι ἂλλες ἀγριεμένες γύρευαν τό Μεγαλέξαντρο
καί δόξες βυθισμένες στά βάθη τῆς Ἀσίας.
30 Ἀράξαμε σ’ ἀκρογιαλιές γεμάτες ἀρώματα νυχτερινά
μέ κελαηδίσματα πουλιῶν, νερά πού ἀφήνανε στά χέρια
τή μνήμη μιᾶς μεγάλης εὐτυχίας.
Μά δέν τελειῶναν τά ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα μέ τά κουπιά καί τούς σκαρμούς
35 μέ τό σοβαρό πρόσωπο τῆς πλώρης
μέ τ’ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μέ τό νερό πού ἔσπαζε τή μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μέ τή σειρά,
μέ χαμηλωμένα μάτια. Τά κουπιά τους
40 δείχνουν τό μέρος πού κοιμοῦνται στ’ ἀκρογιάλι.

Κανείς δέν τούς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.82

Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στους Αργοναύτες και στην εκστρατεία


τους. Από τους πρώτους στίχους, ο Σεφέρης καλεί τον αναγνώστη να έρθει σε

82
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄έκδοση, 1976, ό.π.,
σσ. 46 – 47.

34
επαφή με το παρελθόν και την αρχαιότητα, καθώς είναι γραμμένοι στην αρχαία
ελληνική γλώσσα καί ψυχή… βλεπτέον και προέρχονται από τον διάλογο του
Πλάτωνα Αλκιβιάδης (133b).83 Στον αρχαίο λόγο φαίνεται ξεκάθαρα η ανάγκη της
ψυχής να γνωρίσει τον εαυτό της και αυτό θα επιτευχθεί με την στροφή της προς
το μέρος που κατοικούν οι αρετές. Εν συνεχεία, ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η
ψυχή καθίσταται αναγκαίο να στραφεί προς τον Θεό, το διαυγέστερο και
λαμπρότερο κάτοπτρο από κάθε ανθρώπινη ψυχή.84 Η ψυχή για να γίνει ενάρετη
θα πρέπει να παρατηρήσει και να μιμηθεί μία άλλη ψυχή, η οποία θα έχει ήδη
μερίδιο αρετής. Ο σύγχρονος άνθρωπος, λόγω των ταχύτατων ρυθμών ζωής και της
καθημερινής ρουτίνας έχει θέσει στο περιθώριο την εσωτερικότητά του και ο
Σεφέρης παραθέτοντας στο έργο του φράσεις από τον Αλκιβιάδη, επιδιώκει να τον
αφυπνίσει να ασχοληθεί με την ψυχή του, για να μην υποβληθεί σε φθορά και
μετέπειτα στη λήθη.
Με τον επόμενο στίχο τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη, ο
Σεφέρης εμβαθύνει στα λόγια του Πλάτωνα και τονίζει πως κάποτε πρόσφερε στον
στίχο συγγενικό συναίσθημα με τους στίχους του Baudelaire.85 Στον μονόλογο
ομιλεί ένας από τους συντρόφους και δεν αποκαλύπτει το όνομά του. Είναι ένας
ανάμεσα σε άλλους. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι πρόκειται για τον Ελπήνορα,
του τραγικού και άδοξου συντρόφου του Οδυσσέα (σκοτώθηκε από ατύχημα στο
παλάτι της Κίρκης), που μεταφέρεται στην ομάδα των συντρόφων του, των
Αργοναυτών, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται.86
Η ποιητική φωνή αναλογιζόμενη το παρελθόν και αναφερόμενη στο πλήρωμα
της Αργώς, υποστηρίζει ότι ήταν καλά παιδιά οι σύντροφοι εκφράζοντας
παράλληλα μια νοσταλγική διάθεση. Σε οποιαδήποτε δυσκολία αντιμετώπιζε το
πλήρωμα, οι σύντροφοι κατάφεραν να ξεφύγουν αλώβητοι είχανε το φέρσιμο…
δέρμα υποταγμένο. Ο Σεφέρης δεν αναφέρεται στον ηρωισμό των συντρόφων του
αλλά καταγράφει τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τους κινδύνους με το προσόν να
μην αλλοιώνονται από τις εξωτερικές συνθήκες και τους προσάπτει μια
μετριότητα. Δεν τους υποβαθμίζει, πρόκειται για άκακους ανθρώπους, οι οποίοι
μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι, επειδή είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού
που έχει αλλού την πηγή του.
Επιπρόσθετα, ο αφηγητής τονίζει στο έργο του τα αρχαία λόγια του Πλάτωνα,
επαναφέροντας στην μνήμη του, πως οι σύντροφοι, όταν βρίσκονταν σε ένα
ερημονήσι στη δύση, τα έλεγαν τραβώντας το κουπί κάποτε τραγούδησαν…
γαβγίζουν. Βίωσε αρκετές στιγμές δυστυχίας αλλά και ευτυχίας Περάσαμε…
ευτυχίας. Οι Αργοναύτες, ταξιδεύουν στον χρόνο της ελληνικής ιστορίας και
ζωντανεύουν στο ιστορικό παρόν του ποιητή, όπως καθίσταται ολοφάνερο στους
στίχους 24 – 32, με τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Όπως
υπογραμμίζει ο Κίλι, μεταφερμένοι στο παρόν, λίγα μόλις χρόνια μετά το βίωμα
της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι Ελπήνορες – Αργοναύτες γίνονται

83
“Λοιπόν φίλε μου Αλκιβιάδη κι η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να
κοιτάξει”
84
Κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί πως ο Πλάτωνας στους Νόμους, ταυτίζει τον Θεό με την
ἀρίστην ψυχήν.
85
“La mort des amants” (ο θάνατος των εραστών) Nos deux coeurs seront deux vastes flambeaux,
Qui réfléchiront leurs doubles lumières/ Dans now deux esprits, ces miroirs jumeaux. (Οι δυο
καρδιές μας θα είναι δυο μεγάλες δάδες που θα καθρεφτίσουν τα διπλά τους φώτα στα δυο μας
πνεύματα, αυτούς τους δίδυμους καθρέφτες.)
86
Mario Vitti, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Εστία, 1994,
σσ.86 – 87.

35
υποτακτικοί και αναίσθητοι, όλοι τους Ελπήνορες.87 Συγκεκριμένα, ο Κίλι, δείχνει
πώς ο Ελπήνωρ, η κεντρική μορφή για την σεφερική ποίηση, μεταφέρεται μέσω
των Αργοναυτών στο παρόν, για να προβληθεί η αντίθεση ανάμεσα στο τραγικό
παρόν και το ένδοξο παρελθόν: «Η έλλειψη ανδρείας και ευφυΐας στον Ελπήνορα,
γίνονται η υποτακτικότητα και η αναισθησία του σύγχρονου κόσμου, που εδώ
συμβολίζεται με το μάταιο ταξίδι ενός πληρώματος σημερινών Αργοναυτών. […]
Οι “σύντροφοι” που περιγράφονται εδώ προβάλλουν τη μετριότητα του παρόντος
εν αντιθέσει με την αρχοντιά του παρελθόντος, μιαν αρχοντιά υποδηλούμενη στον
υπαινιγμό των Αργοναυτών· ξαναζωντανεύοντας στον σύγχρονο κόσμο, είναι
υποτακτικοί, ασπόνδυλοι, αναλλοίωτοι, ρηχοί, όλοι τους Ελπήνορες· ενώ οι παλιοί
Αργοναύτες ήσαν ηρωικοί μέχρι αποθεώσεως. […] Η αλλαγή τους τονίζεται ακόμη
περισσότερο με την αναφορά στον Μεγαλέξαντρο και σε “δόξες βυθισμένες στα
βάθη της Ασίας”, πανάρχαιες δόξες χαμένες ανεπανόρθωτα, κι ωστόσο
αναζητούμενες απ’ αυτές τις ψυχές που σπαταλήθηκαν σ’ ένα ταξίδι χωρίς
τελειωμό».88
Στο δοκίμιό του Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”, γραμμένο υπό μορφή
επιστολής στον Γιώργο Κατσίμπαλη, ο Σεφέρης έκανε μια αναδρομή στις
εμφανίσεις του χαρακτήρα, του Ελπήνορα σε ποιήματά του πριν από την «Κίχλη»
και στάθηκε ιδιαίτερα στο Μυθιστόρημα Δ΄ Αργοναύτες, αποσαφηνίζοντας τη
σχέση ανάμεσα στον Ελπήνορα και τους συντρόφους του Αργοναύτες: Στο
Μυθιστόρημα, οι “Αργοναύτες”, υποταγμένοι και σιωπηλοί, [είναι Ελπήνορες] το
ίδιο χωρίς αμφιβολία· […] Και είναι σωστό να μην τους θυμάται κανείς: δεν είναι
ήρωες, είναι Ελπήνορες. Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι’ αυτούς. Μα
γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες
(ομηρική έννοια, όχι, για όνομα του θεού, καρλαϊλική) και στους Θερσίτες, είναι οι
πιο συμπαθητικοί. Ακόμη και ο ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα
πρώτον ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει (λ 55). Δε λέω: αγαπητοί
ή αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι, και σπαταλημένοι.89
Κατά τον Βαγενά, ο Ελπήνωρ ως ατομική αλλά και ως συλλογική περίπτωση,
εμφανίζεται πολύ συχνά στην ποίηση του Σεφέρη με μια ψυχολογική εξέλιξη
αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο και τον γνώμονα της αυθεντικότητάς του. Αν
και έχουμε στην Οδύσσεια τη μαρτυρία του Οδυσσέα πως ο Ελπήνωρ ήταν νεκρός,
μπορούμε να δεχτούμε την διαβεβαίωση του Σεφέρη πως ο δικός του Ελπήνωρ
λανθάνει ανάμεσα στους ανίδεους και χορτάτους συντρόφους του 1931. Η
παραπάνω διαβεβαίωση δόθηκε 18 χρόνια αργότερα σε ένα δοκίμιο του Σεφέρη το
οποίο εξακολουθεί να αποτελεί εισαγωγή στην «Κίχλη».90
Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό, πως πολλοί μελετητές και κυρίως ο
Αντρέας Καραντώνης, υποστήριξαν ότι με τους στίχους 26 – 29 Δυστυχισμένες…
Ασία, γίνεται αναφορά στην Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.91 Στο σημείο
αυτό διακρίνουμε, την άμεση επαφή του ποιητή με τα γεγονότα της ιστορίας.
Ταξιδεύοντας οι Αργοναύτες και περνώντας από διάφορους τόπους παρατήρησαν
θλιμμένες γυναίκες, γεμάτες πόνο να θρηνούν για τα χαμένα τους παιδιά και άλλες

87
Έντμουντ Κίλι, Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Αθήνα,
Στιγμή, 1987, σ. 103.
88
Ό.π., σσ. 102 – 103.
89
Γιώργος Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη” », Δοκιμές Β΄, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης,
Αθήνα, Ίκαρος, Ε΄ έκδοση, 1984, σσ. 30 – 56 , 38 – 39.
90
Γ. Π. Σαββίδης, Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο), Αθήνα, Ερμής,
1981, σ. 20.
91
Αντρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, Παπαδήμας, 1980, σ. 115.

36
μάλιστα να επιζητούν τον Μέγα Αλέξανδρο στην περιοχή της Μικράς Ασίας.
Παρατηρούμε έτσι, πως ο Σεφέρης επιδίωξε να εκφράσει το αίσθημα της
τελευταίας μας εθνικής καταστροφής σαν ένα μόνιμο και αμετακίνητο άλγος που
του έγινε ψυχική κατηγορία και που ήλθε σε κρυφή συνάρτηση με το ρυθμό της
καθημερινής του ζωής. Ο Σεφέρης δεν αποδεχόταν την προαναφερθείσα ερμηνεία
των στίχων του και την αιτιολόγησε στον Robert Levesque, ο οποίος τόνισε πως
«δεν αρέσει καθόλου στον Σεφέρη ν’ αποδίδουν τη δραματική του αντίληψη για το
σύμπαν στην καταστροφή και μόνο της Μικράς Ασίας. Καθώς μας βεβαιώνει ο
ίδιος, το πεπρωμένο των Ελλήνων και του σύγχρονου ανθρώπου αφ’ εαυτού τόσο
τραγικό και απελπιστικό, ώστε μια αιματοχυσία σαν κι εκείνη της Σμύρνης του
1922 δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά ένα σκληρό επεισόδιο μιας πιο
σοβαρής Οδύσσειας». 92
Οι στίχοι 35 και 38 θυμίζουν τους στίχους του Καρυωτάκη οι υπάλληλοι όλοι
λιώνουν και τελειώνουν/σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.93 Πριν από το τέλος
του ποιήματος, ο δημιουργός αναφέρει πως οι σύντροφοι – Αργοναύτες, αφού
αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στον αγώνα ενός μάταιου ταξιδιού, καταλήγουν,
όπως ακριβώς ο αρχαίος Ελπήνωρ αλλά και πλήθος στρατιωτών της μικρασιατικής
εκστρατείας, ενταφιασμένοι στο ακρογιάλι και τα κουπιά τους δείχνουν το σημείο
που τάφηκαν Οι ψυχές τους… κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.94 Στην έκδοση του
ποιήματος το 1950, ο Σεφέρης πληροφορούσε ότι το πρόσωπο που ζητεί να στήσουν
ένα κουπί στο τάφο του είναι το φάσμα του Ελπήνορα και το 1961 διατυπώνεται
φανερά η πρόθεση του Σεφέρη να ανακαλέσει το όνομα του Ελπήνορα, ώστε ο
αργοναύτης που μιλά στο ποίημα να μην μπορεί να ταυτιστεί με ένα πρόσωπο που
έχει το προνόμιο να περάσει στην “ιστορία” επώνυμο.95 Βέβαια, στο έργο δεν
αναφέρεται ένας μόνο αργοναύτης αλλά πολλοί που είναι όμοιοι με το πρόσωπο
που μονολογεί και επιζητούν το κουπί να τοποθετηθεί πάνω στον τάφο τους. Το
αίτημά τους δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τη μνήμη τους.
Έτσι, το ποίημα ολοκληρώνεται με την ήρεμη φωνή του Σεφέρη, που καταλήγει
στο συμπέρασμα πως κανείς δεν τους θυμάται, γιατί δεν υπήρξαν ήρωες και
αναφωνεί Δικαιοσύνη. Η έννοια του όρου δικαιοσύνη αποσαφηνίζεται και με τη
φράση “έτσι έπρεπε να γίνει”, δηλαδή συνδέεται με τη φυσική ροή των
πραγμάτων. Η δικαιοσύνη είναι αυτόνομη από την ανθρώπινη υπόσταση, ωστόσο
εξουσιάζει τον άνθρωπο ανεξάρτητα από τις προσδοκίες του. Το αίτημα της
Δικαιοσύνης έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στην ποίηση του Σεφέρη, άλλοτε ως
οντολογικό κι άλλοτε ως κοινωνικό πρόβλημα. Η κοινωνική πλευρά του
ανθρώπινου προβλήματος ανιχνεύεται στην ποίηση του Σεφέρη από το πρώτο
Ημερολόγιο Καταστρώματος και ως οντολογικό πρόβλημα Οι σύντροφοι

92
Ειρήνη Γούση, Πλατωνικές αναφορές σε ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Πτυχιακή εργασία,
Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016, σ. 8.
93
Mario Vitti, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Εστία, 1994,
ό.π., σ.101.
94
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπί θινί θαλάσσης,
ἀνδρός δυστήνοιο, καί ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
ταῦτα τέ μοι τελέσαι πῆξαι τ' ἐπί τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καί ζωός ἔρεσσον ἐών μετ' ἐμοῖς ἐτάροισιν.(Οδύσσεια, λ 75-78)
και μνήμα χτίσε μου κοντά στ’ αφροντυμένο κύμα,
για να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάρι.
Κι αυτά όταν κάμεις, στήσε μου κι ένα κουπί στον τάφο,
αυτό που ζώντας έλαμνα κι εγώ με τους συντρόφους (μετάφραση Ζ. Σιδέρη)
95
Mario Vitti, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Εστία, 1994,
ό.π., σ. 83.

37
τελείωσαν… Δικαιοσύνη. Ο κόσμος του Σεφέρη είναι συγκροτημένος από στοιχεία
του παρόντος, του πρόσφατου παρελθόντος και μ’ ένα ιστορικό άλμα από στοιχεία
του κόσμου της αρχαιότητας.96 Ο Σεφέρης είχε μιαν άλλη αντίληψη του θαύματος:
«Ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τόνε βρουν οι Ερινύες που
βοηθούν τη Δικαιοσύνη».
Με τo παραπάνω έργο ο αναγνώστης καλείται να έρθει σε επαφή με το ζήτημα
των ανθρωπίνων αξιών που προβληματίζει τον Σεφέρη, συνδυάζοντας αρκετά
αρχαιογνωστικά στοιχεία. Ο Σεφέρης αξιοποιεί τη μυθική και λογοτεχνική μέθοδο,
κι αυτό αποκαλύπτεται από το δίδυμο του φιλέταιρου αρχηγού και των εταίρων
του. «Το ποίημα δείχνει καλά πώς χρησιμοποιεί ο Σεφέρης αυτό που ονομάζουμε
“μυθική και λογοτεχνική παραπομπή”. Στον κορμό του ποιήματος πλέκεται το
δίδυμο οδυσσειακό θέμα: του φιλέταιρου αρχηγού και των νήπιων εταίρων.
Ο τίτλος όμως του ποιήματος στήνει ένα δεύτερο, συγγενικό πάντως,
παραπεμπτικό ικρίωμα: τους Αργοναύτες και τη διαβόητη εκστρατεία τους. Στη
σπηλιά εξάλλου των προλογικών στίχων 1 – 5 ακούγεται ο πλατωνικός λόγος
(όπως τον εκφέρει ο πλατωνικός Σωκράτης στον Αλκιβιάδη, στον ομώνυμο
διάλογο). Σύμφωνα μάλιστα με τη συνημμένη σημείωση του ποιητή ο αρχαίος
λόγος φτάνει στα αυτιά τα δικά του φιλτραρισμένος μέσα από ένα ερωτικό
τετράστιχο του Μπωντλαίρ […] πρέπει να προστεθεί πιστεύω και η
μυθιστορηματική παραπομπή στο Μεγαλέξαντρο, όπως κατατίθεται στο στ. 28.
[…] Οπωσδήποτε εκείνος που, από απόσταση βολής, προφέρει τον τελευταίο και
αποφασιστικό στίχο του ποιήματος (Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη), δεν
είναι πια ο άνθρωπος – πολίτης και ποιητής Σεφέρης, αλλά ένας μυθικός του
καθρέφτης – πρόγονός του πιο έμπειρος, περισσότερο δοκιμασμένος και,
αναμφισβήτητα, πανέξυπνος γι’ αυτό και δικαιωματικά πιο σκληρός στην
περιγραφή και στην απόφασή του».97 Ο ποιητής αναγνωρίζεται, διότι
αντικατοπτρίζεται πρώτα στον σωκρατικό λόγο, μετέπειτα στις ψυχές των
συντρόφων και εν τέλει στη φωνή του δικού του Οδυσσέα. Ο τελικός στίχος
εισακούστηκε από έναν μυθικό καθρέφτη, πρόγονό του, ο οποίος ήταν πιο
έμπειρος και έξυπνος.
Οι σεφερικοί σύντροφοι παρουσιάζονται υποταγμένοι, κοιτάζονται μόνο μεταξύ
τους και είναι αφοσιωμένοι στο έργο που επιτελούν. Ταυτίζονται με τα κουπιά, με
το καράβι, με τη θάλασσα, η οποία τελικά τους υπερνικά και τους απορροφά. Εν
κατακλείδι, ο σεφερικός Οδυσσέας παρατηρεί γύρω του διψασμένος για
λογαριασμό και των συντρόφων του και με ανοιχτά μάτια επιβιώνει. Στο σημείο
αυτό, καθίσταται εύλογο να επισημανθεί η άποψη του Νάσου Βαγενά για τη χρήση
του μύθου από τους σύγχρονους εν συγκρίσει με τους παλαιότερους ποιητές:
«Στους νεότερους ποιητές ο μύθος είναι κυρίως ένα εκφραστικό μέσο, ένα
είδος μεταφοράς, που δίνει την αίσθηση ενός καίριου συνταυτισμού του παρόντος
με το παρελθόν. Η διαφορετική αίσθηση είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον
οποίο ο ποιητής χρησιμοποιεί τον μύθο. Στους παλαιότερους ποιητές ο μύθος
αναπτύσσεται με αφηγηματική συνέπεια, καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του
ποιήματος, είναι το ίδιο το περιεχόμενο του ποιήματος στους ποιητές της μυθικής

96
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Προτάσεις για την “Κίχλη”. Μια πρώτη προσέγγιση» στο Για τον
Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης - Λ.
Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, σ. 279.
97
Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα, Αθήνα, Ερμής, 1984, σ.
59.

38
μεθόδου η παρουσία του είναι διακριτική, υπαινικτική, και συνδυάζεται συχνά με
αναχρονισμούς και με ιστορικά στοιχεία».98
Η χρήση του μύθου από τη Στροφή ως το Μυθιστόρημα καθιστά ορατή την
ανάγκη του Σεφέρη να συντονίσει το βαθύτερο εγώ του με το εγώ του συνόλου και
ως έκφραση συλλογικού υποσυνείδητου θα μπορούσε να προμηθεύσει
καταστάσεις γύρω από τις οποίες έχουν κρυσταλλωθεί κοινές συγκινήσεις. Έτσι,
θα καταστεί ευκολότερη και η συγκίνηση του ποιητή. Στο Μυθιστόρημα
εμπεριέχεται η μυθική μέθοδος: «Στα μυθικά διακρίνουμε τις φωνές και τα
προσωπεία του Οδυσσέα και των συντρόφων του, κάποτε συγχωνευμένες με τις
φωνές των Αργοναυτών. Οι γραμμές αυτών των προσωπείων δεν είναι έντονα
αρχαίες αλλά έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων προσωπείων,
χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται με αυτά».99
Η μυθολογία που χρησιμοποίησε στα ποιήματά του ο Σεφέρης για να
εκφραστεί, υποβάλλει στον φαντασιακό μας κόσμο την εσωτερική εικόνα μιας
Ελλάδας αδικημένης, άβουλης, σκυθρωπής στην οποία το τραγικό της πτώσης της,
πρωτοδείχνεται ποιητικά. Η μυθική παραπομπή του Σεφέρη αναπαριστάται με ένα
είδος αλληγορικής αφήγησης, συνθεμένη από την έμμεση μνήμη της τότε
πρόσφατης εθνικής καταστροφής. Επιπλέον, προβάλλεται από την πένθιμη θέση
των αρχαίων ερειπίων μέσα στη φύση και στη ζωή μας αλλά και από τα διάφορα
ψυχικά και αισθητικά περιστατικά του ποιητή.
Όπως ορθά υποστήριξε ο Αντρέας Καραντώνης για τον Σεφέρη: «Είναι ένας
από τους ελάχιστους νεώτερους Έλληνες που ζήσανε την τελευταία μας εθνική
καταστροφή σαν προσωπική τους υπόθεση, που είδανε πίσω από την μαυρίλα της
το δάχτυλο της αρχαίας μοίρας, και που τόσο βαθειά τους εντυπώθηκε το
εσωτερικό της θέαμα και το αποκαλυπτικό νόημά της, ώστε από βίαιη και
συγκλονιστική συγκίνηση τη συγκροτήσανε με βαριά θλίψη σε θεωρία ζωής,
βρίσκοντας εκεί τα αίτια του ψυχικού κάματου, της απαισιοδοξίας, της έλλειψης
ιδανικών και της εσωτερικής απομόνωσης που μας χαρακτηρίζει σήμερα».100 Ο
Σεφέρης αισθάνεται πως έτσι πρέπει να νιώθουμε όλοι μας και πως η αποτυχία της
εθνικής εξόρμησης άσκησε επιρροή και στη δική μας ζωή.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Έλιοτ αναφερόμενος στον Οδυσσέα του James
Joyce, ισχυρίστηκε πως με τη χρήση του μύθου και με τον παραλληλισμό του
σύγχρονου στοιχείου με το αρχαίο, ο Joyce εφάρμοσε μια μέθοδο που θα πρέπει
και μεταγενέστεροί του να την υιοθετήσουν στα έργα τους. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν
θα αποτελέσει μίμηση. Με την έννοια του ποιητή και ταυτόχρονα ιστορικού δεν
εννοούμε τον ποιητή που στιχουργεί την ιστορία αλλά τον άνθρωπο που έχει την
ιστορική αίσθηση. Ο Έλιοτ προσδιορίζει την ιδέα του σαφέστερα, υποστηρίζοντας:
«ο μόνος τρόπος να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας με τη μορφή της τέχνης είναι
να βρούμε μιαν «αντικειμενική συστοιχία» με άλλες λέξεις, ένα σύνολο
αντικειμένων, μια κατάσταση, μιαν αλληλουχία περιστατικών, που θα είναι ο τύπος
αυτής της ειδικής συγκίνησης με τέτοιον τρόπο, που όταν τα εξωτερικά γεγονότα
που πρέπει να καταλήξουν στον ερεθισμό των αισθήσεων δοθούν, η συγκίνηση να
παρουσιάζεται αμέσως. Από την αντικειμενική συστοιχία του Έλιοτ εξάγεται το
συμπέρασμα πως ο δημιουργός του ποιήματος, για να μεταδώσει την αίσθηση της

98
Νάσος Βαγενάς, «Αντικειμενική συστοιχία και μυθική μέθοδος», στο Η ειρωνική γλώσσα.
Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, Στιγμή, 1994, σ. 61.
99
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σ. 155.
100
Αντρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, Παπαδήμας, 1980, ό.π., σ. 116 .

39
συγκίνησης, θα πρέπει να βρει μια σκηνοθεσία καταστάσεων και γεγονότων, σαν
ένα στόχαστρο που όταν οι αισθήσεις το αντικρύσουν θα βρουν τη συγκίνηση».101
Στο Μυθιστόρημα ο Σεφέρης επιχειρεί, κατά την έκφραση του Έλιοτ, να δώσει
μορφή στη σύγχρονη ιστορία, επαναφέροντας την μυθολογία του Ομήρου, για να
χειριστεί μια ταύτιση ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και στην αρχαιότητα.
Η σύνδεση παρελθόντος και παρόντος πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση του
μύθου, καθώς για πρώτη φορά ο Σεφέρης, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει μία και
μόνη μυθολογία. Η χαρακτηριστική στάση του ως ένα σημείο της ποιητικής
σύνθεσης, είναι η χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου, ενός «εμείς» που
εκφράζει μια ομάδα σύγχρονων ταξιδευτών με άμεσους ομηρικούς προγόνους και
μοιάζει να αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από έναν σύγχρονο Οδυσσέα με τους
χαμένους συντρόφους του. Δηλαδή, αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από έναν
νοσταλγό που οδηγεί τον ανόητο Ελπήνορα με το πλήρωμά του σ’ εκείνα τα
απρόσιτα νησιά. Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου του Σεφέρη, είναι η
αμεσότητα προς τον αναγνώστη κι έτσι δεν δημιουργούνται ασάφειες. Η ποιητική
φωνή αναφέρεται με σύμβολα στην ιστορία της Ελλάδας, καθιστώντας τη
μοναδική. Η μέθοδος του Σεφέρη στο Μυθιστόρημα είναι ξεχωριστή, καθώς
παρέχει ένα ποιητικά ρεαλιστικό σκηνικό, όταν εντάσσει μυθικές μορφές στην
σκηνή του και προσπαθεί να μεταφέρει τον αναγνώστη στο επίπεδο του μύθου.
Επίσης, εξασφαλίζει τη συμμετοχή και την πίστη του, μέσω μιας πειστικής
αναπαράστασης της τρέχουσας πραγματικότητας, η οποία στηρίζει τον μύθο του
και τον συνδέει με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.102
Ο Σεφέρης αρχίζει πάντα με τη δραματοποίηση μιας συγκεκριμένης
πραγματικότητας στο παρόν και μετά προχωρεί σε πιο καθολικά και μυθικά
συνεπαγόμενα αυτής της πραγματικότητας. Πρόκειται για μια μέθοδο που
συγγενεύει σαφώς με τη μέθοδο των Έλιοτ και Joyce αλλά ο Σεφέρης έχει το
πλεονέκτημα να καταπιάνεται με ένα παρόν, το οποίο ανακαλεί άμεσα το παρελθόν
που επιθυμεί να αναστήσει: οι ήρωες του, τα σκηνικά του, ακόμη και η γλώσσα
του μπορούν να προκαλέσουν μυθικές προεκτάσεις χωρίς την παραμικρή
επιτήδευση, γιατί η πραγματικότητα και ο μύθος υπάρχουν σε μια φυσική
συζυγία.103 Σε σημείωσή του για τον τίτλο της συλλογής, ο Σεφέρης αναφέρει:
«χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία» και η εκφρασμένη του
προσπάθεια για «κάποιον ειρμό» καθώς και τα συνακόλουθα συνεπαγόμενα του
τίτλου υποδηλώνουν τη συμπτωματική παρουσία φανερών μυθικών αναφορών του
είδους που επιτρέπει την εύκολη καταγραφή τους.104
Οι απόηχοι του μυθικού ταξιδιού και του άνυδρου σκηνικού του, της μοναξιάς
του, των μάταιων αναζητήσεων, των αμφίβολων προσφορών της ανικανοποίητης
νοσταλγίας και του ατέρμονου, είναι προφανείς σ’ αυτό το ποίημα. Η συλλογή

101
Γιώργος Σεφέρης, «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ παράλληλοι», Δοκιμές Α΄, Αθήνα, Ίκαρος,
1981, σ. 347.
102
Για περισσότερα σχόλια του ποιητή πάνω στη σχέση του συγκεκριμένου με το μυθικό ή
καθολικό στον τρόπο που χρησιμοποιεί το τοπίο, βλ. Edmund Keeley: Συζήτηση με τον Γιώργο
Σεφέρη, Άγρας, Αθήνα, 1982.
103
Edmund Keeley, «Ο Σεφέρης και η “μυθική μέθοδος”» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη,
μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996, σ. 414.
104
Ο Έντμουντ Κίλι σημειώνει πως «η ακατανίκητη τάση του Βαγενά για την καταγραφή και την
εμπέδωση αυτού που είναι η «σωστή» εφαρμογή της «μυθικής μεθόδου» καταλήγει σε μια σειρά
σχολαστικών μάλλον διακρίσεων, που καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή πολύ γενικών όρων του
Έλιοτ στη σεφερική πρακτική οποιασδήποτε περιόδου». Βλ. Edmund Keeley, ό.π. και Νάσος
Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα,
Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σ. 151.

40
αυτή εξακολουθεί να προβάλει, με τη δική της απλή αν και δραματική ευγλωττία,
τη νέα περιοχή που χαρτογράφησε για ένα αδιάκοπο πέρασμα ανάμεσα στον
αρχαίο κόσμο και τη σύγχρονη ιστορία, όπως τόσο καθαρά σηματοδοτεί ο τίτλος
της.105

2.5. Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Ένας γέροντας στην ακροποταμιά,


δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1944 σε μια πόλη της Αιγύπτου,
την Αλεξάνδρεια, όπου αναγκάστηκε να μεταφερθεί εξαιτίας του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου. Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ημερολόγιο
Καταστρώματος Β΄, και η πρώτη της έκδοση ήταν ιδιωτική, αποτελούμενη από 75
αντίτυπα. Μετέπειτα ακολούθησε η δεύτερη έκδοση της συλλογής, η οποία έγινε
από τον «Ίκαρο» σε 315 αντίτυπα, τον Δεκέμβριο του 1945. Η συλλογή
περιλαμβάνει δεκατρία ποιήματα, τα οποία φέρουν στο τέλος χρονολογία
συγγραφής τους από τον δημιουργό. Το ποίημα που θα αναλύσουμε στην πορεία,
κατέχει κεντρική θέση στη συλλογή, καθώς είναι το έβδομο κατά σειρά από τα
δεκατρία.
Ο ποιητής βαθιά επηρεασμένος από τη δεινότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, δίνει σε ποιητικές συνθέσεις, καταγράφοντας όλες τις δυσκολίες, τους
προβληματισμούς αλλά και τα βάσανα που είχε βιώσει στην πιο φρικτή συγκυρία
της ζωής του. Το πρώτο ποίημα της συλλογής του, φέρει τον τίτλο Μέρες του
Ιουνίου ΄41 με ημερομηνία συγγραφής Μάης – Σεπτέμβρης ΄41 ενώ το τελευταίο
τιτλοφορήθηκε Ο τελευταίος σταθμός. Γράφτηκε από την απελευθέρωση της
Αθήνας από τους Γερμανούς. Το 1942 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
βρισκόταν σε πλήρη κορύφωση και γι’ αυτό ο Σεφέρης επέλεξε την περίοδο εκείνη
να αποτυπώσει τη δίνη των γεγονότων. Με αφορμή την παραπάνω ποιητική
συλλογή, ο Σεφέρης τιμήθηκε το 1947 με το «έπαθλο του Παλαμά».

Κι ὃμως πρέπει νά λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.


Νά αἰσθάνεσαι δέ φτάνει μήτε νά σκέπτεσαι μήτε νά
κινεῖσαι μήτε νά κινδυνεύει τό σῶμα σου στήν παλιά πολεμίστρα,
ὃταν τό λάδι ζεματιστό καί τό λιωμένο μολύβι αὐλακώνουνε
τά τειχιά.

5 Κι ὃμως πρέπει νά λογαριάσουμε κατά ποῦ προχωροῦμε,


ὄχι καθώς ὁ πόνος μας τό θέλει καί τά πεινασμένα παιδιά μας
καί τό χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπό τόν ἀντίπερα γιαλό∙
μήτε καθώς τό ψιθυρίζει τό μελανιασμένο φῶς στό πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τό φαρμακευτικό λαμπύρισμα στό προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ πού χειρουργήθηκε τό μεσημέρι∙

10 αλλά μέ κάποιον ἂλλο τρόπο, μπορεῖ νά θέλω νά πῶ καθώς

105
Edmund Keeley, «Ο Σεφέρης και η “μυθική μέθοδος”» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη,
μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996, σ. 428.

41
τό μακρύ ποτάμι πού βγαίνει ἀπό τίς μεγάλες λίμνες τίς κλειστές βαθιά στην Ἀφρική
και ἢτανε κάποτε θεός κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καί δωρητής καί δικαστής καί δέλτα∙
πού δέν εἶναι ποτές του τό ἴδιο, κατά πού δίδασκαν οἱ παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τό ἴδιο σῶμα, τό ἴδιο στρῶμα, και τό ἴδιο Σημεῖο,
15 ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Δέ θέλω τίποτε ἂλλο παρά νά μιλήσω ἁπλά, νά μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καί τό τραγούδι τό φορτώσαμε μέ τόσες μουσικές πού σιγά-σιγά βουλιάζει
καί τήν τέχνη μας τή στολίσαμε τόσο πολύ πού φαγώθηκε ἀπό τά μαλάματα τό πρόσωπό της
κι εἶναι καιρός νά ποῦμε τά λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὒριο κάνει πανιά.

20 Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δέν εἴμαστε ἂνθρωποι μόνο γιά νά πονοῦμε


γι’ αὐτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τίς μέρες, τό μεγάλο ποτάμι
αὐτό τό νόημα πού προχωρεῖ ἀνάμεσα σέ βότανα καί σέ χόρτα
καί ζωντανά πού βόσκουν καί ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους πού σπέρνουν καί πού θερίζουν
καί σέ μεγάλους τάφους ἀκόμη καί μικρές κατοικίες τῶν νεκρῶν.
25 Αὐτό τό ρέμα πού τραβάει τό δρόμο του καί πού δέν εἶναι τόσο διαφορετικό ἀπό τό αἷμα τῶν
ἀνθρώπων
κι ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ὃταν κοιτάζουν ἴσια - πέρα χωρίς τό φόβο μές στήν καρδιά τους,
χωρίς τήν καθημερινή τρεμούλα γιά τά μικροπράματα ἢ ἔστω καί γιά τά μεγάλα∙
ὃταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθώς ὁ στρατοκόπος πού συνήθισε ν’ ἀναμετρᾶ τό δρόμο του μέ
άστρα,
ὄχι ὃπως ἐμεῖς, τήν ἂλλη μέρα, κοιτάζοντας τό κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
30 πίσω ἀπό τά καφασωτά, τό δροσερό περιβολάκι ν’ ἀλλάζει σχῆμα, νά μεγαλώνει καί νά μικραίνει∙
ἀλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τό σχῆμα τοῦ πόθου μας καί τῆς καρδιᾶς μας,
στή στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τό ὑπομονετικό ζυμάρι ἑνός κόσμου πού μᾶς διώχνει καί πού μᾶς
πλάθει,
πιασμένοι στά πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς πού ἢτανε σωστή κι ἔγινε σκόνη καί βούλιαξε μέσα
στήν ἂμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τό ἀπροσδιόριστο λίκνι-
σμα πού μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς. 106

Κάιρο, 20 Ιουνίου ’42

Το ποίημα ξεκινά με τον προβληματισμό του ποιητή, καθώς πρέπει να


υπολογίσουμε αλλά και να σχεδιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουμε ως
έθνος και ως πολίτες, να συνεχίσουμε την πορεία μας Κι όμως πρέπει να
λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Αυτή η απόφαση είναι κρίσιμη και δεν μπορεί να
ληφθεί υπό την επήρεια των άμεσων γεγονότων. Το να σκέφτεσαι, να
δραστηριοποιείσαι ή να κινδυνεύεις παρόλη την τραγικότητα της κατάστασης, δεν
βοηθά στο να σου προσφέρει μια καθαρή και ψύχραιμη απόφαση πάνω σ’ ένα τόσο
σημαντικό ζήτημα. Η διαμόρφωση της μελλοντικής κατεύθυνσης απαιτεί μια
αντικειμενική θέαση της σε βάθος πορείας που μπορεί και πρέπει να λάβει το
έθνος. Γι’ αυτό και ο ποιητής επαναλαμβάνει τον παραπάνω στίχο με κάποια
διαφοροποίηση και στον πέμπτο στίχο του ποιήματος Κι όμως πρέπει να
λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε. Στη συνέχεια ο ποιητής αναφέρει μια σειρά

106
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, ό.π.,
σσ. 200 – 202.

42
από στοιχεία, τα οποία δε θα πρέπει να αποτελέσουν το γνώμονα για τις όποιες
μελλοντικές αποφάσεις. Η απόφαση για το μέλλον της χώρας προσθέτει, θα πρέπει
να ληφθεί όχι υπό το βάρος του συναισθηματισμού, του πόνου και της πικρίας που
γεννά η φρίκη του πολέμου, ούτε επειδή λυγίζουμε μπροστά στο σπαρακτικό
θέαμα των πεινασμένων παιδιών αλλά με μια ψύχραιμη θεώρηση των δεδομένων.
Το λυπηρό θέαμα ενός παλικαριού που χειρουργείται σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο
και δίνει μάχη για τη ζωή του, δεν πρέπει να κατευθύνει και να χειραγωγήσει τους
συλλογισμούς μας όχι καθώς ο πόνος μας… χειρουργήθηκε το μεσημέρι.
Διαβάζοντας τους στίχους, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Σεφέρης αποκαλύπτει πως ο
καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουν οι πολίτες, είναι το να μείνουν πιστοί σε
ό,τι αποτελούσε μέχρι τώρα τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας τους. Επιπρόσθετα, ο
ποιητής επιδιώκει να μεταδώσει τον συλλογισμό του, εκθειάζοντας τον Νείλο, τον
μεγάλο ποταμό της Αιγύπτου, που χάρη στις πηγές του και στην πολυσήμαντη
προσφορά του στους κατοίκους της Αφρικής και κυρίως της Αιγύπτου,
θεοποιήθηκε. Ταυτόχρονα, επιλέγει το ποτάμι του Νείλου, διότι η Αίγυπτος
αποτελεί την τοποθεσία που κατέφυγε ο Σεφέρης μετά τον εκπατρισμό του το
μακρύ ποτάμι… δέλτα.
Ο ποιητής στο πλαίσιο του ποιήματος, συμβολοποιεί την έννοια του ποταμού,
καθώς παραμένει πάντα σταθερός, η βοήθεια του από την αρχαιότητα ήταν
πολύτιμη για τους κατοίκους της Αφρικής και δη της Αιγύπτου και γενικότερα
μπορούν σε αυτόν να στηρίζουν τη διαβίωσή τους. Έτσι, η παραπάνω άποψή του
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, πως
το ποτάμι δεν είναι ποτέ το ίδιο που δεν είναι ποτές… γραμματισμένοι, η αρχή της
οποίας βρίσκεται στη φράση του Ηράκλειτου δίς ἐς τον αὐτόν ποταμόν οὐκ ἂν
ἐμβαίης (δύο φορές δεν είναι δυνατό να μπεις στο ίδιο ποτάμι). Η προαναφερθείσα
φράση, εντοπίζεται στον πλατωνικό διάλογο Κρατύλος (402α).107 Στον διάλογο
συμμετέχουν ο Σωκράτης και ο Κρατύλος, οι οποίοι στοχάζονται όσον αφορά το
ζήτημα της γλώσσας, την προέλευση αλλά και τις λειτουργίες της. Ο Κρατύλος ως
ηρακλείτειος αιρετικός, υποστήριζε: δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι μία φορά.
Από την άλλη ο Πλάτων, ειρωνευόταν συνεχώς τον Ηράκλειτο και τους
υποστηρικτές του για την θεωρία της ροής, γι’ αυτό και στον διάλογό του
Θεαίτητος τους αποκαλεί ρέοντες (181α). Ο διάλογος του Πλάτωνα Κρατύλος 402α
αποτελεί πηγή για την φράση του Ηράκλειτου τά πάντα ρεῖ, η οποία υπάρχει μόνο
στον αρχαίο Σιμπλίκιο και δεν γνωρίζουμε αν την χρησιμοποίησε ποτέ ο
φιλόσοφος.
Η επόμενη ενότητα αποτελεί σχόλιο του Σεφέρη για τα χαρακτηριστικά που θα
πρέπει να έχει η ποιητική τέχνη Δε θέλω τίποτε άλλο… πανιά. Ο ποιητής
αντιλαμβάνεται πως η τέχνη της μουσικής αλλά και της ποίησης έχουν επιβαρυνθεί
από την τάση των δημιουργών να κοσμούν περίτεχνα τα έργα τους, με αποτέλεσμα
να χάνουν την αρχική τους αξία γιατί και το τραγούδι… πρόσωπό της. Κατά τον
Σεφέρη, η ποίηση διακατεχόμενη από λακωνικότητα και λιτότητα, καθίσταται πιο
ελκυστική στο ευρύ κοινό και αναπτύσσεται εύλογα η επικοινωνία του δημιουργού
με τον αναγνώστη δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά. Θα επιθυμούσε να
του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει απλά και ξεκάθαρα, ωστόσο δεν ήθελε η ποιητική
του τέχνη να λάβει τη μορφή πολιτικής διακήρυξης. Στο εν λόγω ποίημα κυριαρχεί
η απλή και καθαρή έκφραση των σκέψεων του δημιουργού και γι’ αυτό ο Σεφέρης
107
«λέγει που Ἡράκλειτος ὅτι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, καὶ ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα
λέγει ὡς δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἄν ἐμβαίης.» που μεταφράζεται ως εξής: Λέει κάπου ο
Ηράκλειτος, ότι όλα προχωρούν και τίποτε δεν μένει και παρομοιάζοντας τα όντα προς ροή
ποταμού λέει, ότι στον ίδιο ποταμό δεν είναι δυνατόν να μπει κάποιος δύο φορές.

43
υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της ποιητικής τέχνης, να είναι μετρημένη, ιδίως σε
εμπόλεμη περίοδο που δεν γνωρίζει κανείς πότε θα μας βρει ο θάνατος κι είναι
καιρός… αύριο κάνει πανιά.
Πριν από την ολοκλήρωση του ποιητικού του έργου, ο Σεφέρης αναλογιζόμενος
ότι βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του σε περίοδο δύσκολη για τη χώρα και
τους πολίτες της, αντικρίζει το ποτάμι με δέος και στοχάζεται ως προς τη δύναμη
και την αξία που έχει για την ανθρώπινη ζωή. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν μόνο για
να πονούν αλλά μπορούν και πρέπει να αξιοποιούν τα δώρα της γης, στοχάζεται ο
ποιητής αν είναι ανθρώπινος ο πόνος… κατοικίες των νεκρών. Η πορεία του
Νείλου είναι σταθερή και παρομοιάζεται με τη ροή του ανθρώπινου αίματος και
της ανθρώπινης ζωής από το ρέμα… ανθρώπων. Την πορεία που ακολουθεί το
ποτάμι, μπορεί να ακολουθεί και η ζωή των ανθρώπων, χωρίς φόβο, με τόλμη και
σθένος, αυτοί να φτάνουν στην επίτευξη των στόχων τους κι από τα μάτια…
μεγάλα. Το μέλλον για την Ελλάδα φαίνεται να αλλάζει διαρκώς μορφή, σαν το
τοπίο που παρατηρεί ο ποιητής, φοβούμενος πως η δίνη του πολέμου έχει ρημάξει
τη ζωή των συμπατριωτών του, καθώς η πορεία ήταν σταθερή και διασαλεύτηκε
όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα… φοινικιάς.
Ο Σεφέρης, διακατεχόμενος από το αίσθημα της απαισιοδοξίας εκφράζει την
αγωνία του για την πορεία που θα ακολουθήσει η ανθρώπινη ζωή μετά τη λήξη του
πολέμου. Με τη διατύπωση πως αν μιμηθούμε το μεγάλο ποτάμι, ίσως να
καταφέρουμε να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής, ο
ποιητής θεωρεί πως θα έχει θετικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Τα
ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά. Τα ποτάμια σ’ αφήνουν
πάντα πίσω καθώς κυλούν, μ’ αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η
θάλασσα λυτρώνει. Είναι παρηγοριά το λυκόφως στις πλαγιές της Ιωνίας, τα
κυκλάμινα και το κυμάτισμα που διατηρούν ακόμη της μεγάλης ψυχής του
Ηράκλειτου.108 Ο συνθέτης του ποιήματος νιώθει να είναι και ο ίδιος θύμα της
τραγικής μοίρας και η ισορροπία της σκοτεινότητας που επέφερε ο πόλεμος,
αναζητώντας τρόπους για να επιστρέψει στην κοινωνία.

2.6. «Κίχλη»

Πολύ σημαντικό ποίημα του Σεφέρη, καθώς υπάρχουν πολλά ρεαλιστικά


στοιχεία υποσυνείδητες αναφορές, που για να τις ανακαλύψει ο αναγνώστης θα
πρέπει να είναι άμεσα συνδεόμενος με την λογοτεχνική παράδοση. Η «Κίχλη»
χαρακτηρίζεται ως ένας πειραματισμός. Οι ρίζες της βρίσκονται στο Μυθιστόρημα
και τα κλαδιά της διαπερνώντας το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ αναπτύσσονται
ως τα Τρία Κρυφά Ποιήματα. Γράφτηκε στον Πόρο το φθινόπωρο του 1946,
δώδεκα χρόνια μετά το Μυθιστόρημα και αποτελεί τη δεύτερη μεταπολεμική
ποιητική συλλογή του Σεφέρη, που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα το Μάρτιο του
1947. Η «Κίχλη» διαιρείται σε τρία άνισα μέρη. Το κάθε μέρος φέρει ένα ή δύο
πλαγιότιτλους και αποτελεί σύνολο συμπαγές και αδιάσπαστο.
Το πρώτο μέρος αποτελεί ένας είδος εισαγωγής, με τίτλο “Το σπίτι κοντά στη
θάλασσα” και ο αφηγητής εκμυστηρεύεται τις πληγές που χαράχθηκαν στην ψυχή
του από την Μικρασιατική κατάρρευση και τη ναζιστική επιδρομή έτυχε να ΄ναι τα

108
Κατερίνα Κρίκου – Davis, Διαβάζοντας τον Σεφέρη. Το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄ και το
πεζογραφικό έργο του ποιητή, Αθήνα, Ίκαρος, 1989, σ. 102.

44
χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί. Επίσης, αναφέρεται στις αναμνήσεις
που παρέμειναν ανεξίτηλες στον εσωτερικό του κόσμο, ενθυμούμενος το σπίτι του,
το σπίτι που είχα μου το πήραν, τον σύντροφό του που χάθηκε άδοξα (Ελπήνορας)
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν/ ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος
ένα απέραντο ξενοδοχείο και τέλος, επαναφέροντας στη μνήμη την ελκυστική
(Κίρκη) γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη. Το δεύτερο και πιο εκτενές μέρος
διαιρείται σε δύο μέρη εκ των οποίων το πρώτο έχει τον τίτλο “Ο ηδονικός
Ελπήνωρ” και ακολουθεί ένας μεσότιτλος “Το ραδιόφωνο”. Αποτελούν πηγή της
καθημερινότητας και της φθοράς των συναισθημάτων και ο ποιητής τα καταγράφει
σαν ακούσιος μάρτυρας. Πριν από τους στίχους του ραδιοφώνου, υφίσταται
συνομιλία ανάμεσα στον Ελπήνορα και την Κίρκη.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος, της σεφερικής ποιητικής σύνθεσης, το οποίο θα
αναλύσουμε εκτενώς φέρει τον τίτλο “Το ναυάγιο της «Κίχλης»” με μεσότιτλο “Το
φως”. Σε μια από τις βαρκάδες του Σεφέρη στο νησί, στις 2 Οκτωβρίου 1946
παρατήρησε στο βυθό ένα ναυάγιο και διέκρινε το όνομα «Κίχλη» στη βυθισμένη
πλώρη ενός σκάφους,109 γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα για τον τίτλο της
ποιητικής συλλογής. «Το πρωί πήραμε τη βάρκα και πήγαμε γύρω στο Δασκαλειό
για μπάνιο. Ανάμεσα στο νησάκι και στην ακτή βουλιαγμένη η «Κίχλη». Μόνο η
καμινάδα ξεπερνά λίγα δάχτυλα την επιφάνεια. “Τη βούλιαξαν για να μην την
πάρουν οι Γερμανοί” μου λένε. Κοιτάξαμε από πάνω. Το νερό αλαφριά ζαρωμένο
και το παιχνίδισμα του ήλιου, έκαναν το καταποντισμένο καραβάκι – φαινότανε
αρκετά καθαρά – με τα τσακισμένα του κατάρτια, να κυματίζει σα σημαία, ή μια
θαμπή εικόνα μέσα στο μυαλό. Ο βαρκάρης έλεγε: “Αφού βούλιαξε το ρήμαξαν οι
μαυραγορίτες”».110
Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής σε ένα γράμμα για την «Κίχλη» , Το ναυάγιο
της «Κίχλης» είναι ένα οποιοδήποτε ναυάγιο και η «Κίχλη» είναι το μαύρο καράβι
που θα μας πάει στον Άδη. Στο τέλος του ποιήματος ο Σεφέρης σημειώνει: Πόρος,
Γαλήνη,111 31 Οκτώβρη 1946 για να πληροφορήσει το αναγνωστικό κοινό για τον
τόπο και τον χρόνο της ποιητικής σύνθεσης. Όσον αφορά τη σύνθεση της
«Κίχλης» και τα στοιχεία που αποτελούν υπόστρωμα της ποιητικής δημιουργίας, ο
Βαγενάς σημειώνει: «η τραυματική εμπειρία του ποιητή από τα χρόνια του
Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου, τα συναισθήματα που του γέννησε η
επαφή του με την ελληνική φύση και κυρίως το αισθησιακό στοιχείο του Πόρου
αλλά και τα διάφορα κεντρίσματα από βιβλία τον απασχολούσαν την εποχή που
έγραφε το ποίημα».112

Το ναυάγιο της «Κίχλης»

«Τό ξύλο αὐτό πού δρόσιζε τό μέτωπό μου


τίς ὧρες πού τό μεσημέρι πύρωνε τίς φλέβες
σέ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ' το, σοῦ τό χαρίζω.
δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς…»
Ἂκουσα τή φωνή

109
Βοηθητικό πλοίο του ελληνικού στόλου που είχε βυθιστεί σκόπιμα ο καπετάνιος, για να μην
πέσει στα χέρια των Γερμανών κατά την διάρκεια της κατοχής.
110
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, 1945 – 1951, Αθήνα, Ίκαρος, 1977, σ. 51.
111
Βίλλα της οικογένειας Δραγούμη που διέμενε ο Σεφέρης με τη σύζυγό του, Μάρω κατά τη
διάρκεια των διακοπών τους.
112
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σ. 261.

45
5 καθώς ἐκοίταζα στή θάλασσα νά ξεχωρίσω
ἕνα καράβι πού τό βούλιαξαν ἐδῶ καί χρόνια.
τό 'λεγαν «Κίχλη». ἕνα μικρό ναυάγιο. τά κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στό βάθος, σάν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τό σκαρί του
10 στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στό νερό. Μεγάλη ἁπλώνουνταν γαλήνη.

Κι ἂλλες φωνές σιγά-σιγά μέ τή σειρά τους


ἀκολουθῆσαν. ψίθυροι φτενοί καί διψασμένοι
πού βγαῖναν ἀπό τοῦ ἣλιου τ' ἂλλο μέρος, τό σκοτεινό.
15 θά 'λεγες γύρευαν νά πιοῦν αἷμα μιά στάλα.
ἢτανε γνώριμες μά δέν μποροῦσα νά τίς ξεχωρίσω.

Κι ἦρθε ἡ φωνή τοῦ γέρου, αὐτή τήν ἔνιωσα


πέφτοντας στήν καρδιά τῆς μέρας.
ἣσυχη, σάν ἀκίνητη:
20 «Κι ἂ μέ δικάσετε νά πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ.
τό δίκιο σας θά 'ναι τό δίκιο μου. ποῦ νά πηγαίνω
γυρίζοντας σέ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλό λιθάρι.

Τό θάνατο τόν προτιμῶ.


ποιός πάει γιά τό καλύτερο ὁ θεός τό ξέρει».

25 Χῶρες τοῦ ἣλιου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἣλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν
ἂνθρωπο.
Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946 113

Το εν λόγω ποίημα παρατηρούμε πως αρχίζει με μία φωνή σε ευθύ λόγο το ξύλο
αυτό… ξύλο λεμονιάς που πιθανόν να ανήκει στον σύντροφο του Οδυσσέα, τον
Ελπήνορα. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, πρόσφεραν στους
νεκρούς κλωνάρι λεμονιάς, για να προστατεύει το σώμα τους και την ψυχή τους
αλλά και την πορεία του μυθικού ήρωα στην μεταθανάτιο ζωή, όταν από το
σκοτάδι μεταβαίνει στο φως. Σε σχόλιό του για την γενεαλογία της «Κίχλης», ο
Νάσος Βαγενάς αναφέρει: «Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή
της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το “ξύλο”, που το φάντασμα του
Ελπήνορα - στην αρχή του τρίτου μέρους - προσφέρει στον Οδυσσέα. Αυτό το
κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων, και που,
σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φυλάει το
σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα
της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία
ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για
τη ζωή. Αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να συμβολίζει τη συμφιλίωση των αντιθέσεων
που χαρίζει τη στιγμή της αποκάλυψης».114

113
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, ό.π.,
σσ. 226 – 227.
114
Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του
Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 283 – 284.

46
Στη συνέχεια του έργου, ο Σεφέρης περιγράφει το ναυάγιο της «Κίχλης» με τη
χρήση εικόνων, καθώς το βυθισμένο καράβι αποτελεί γέφυρα που ενώνει τους δύο
κόσμους, τον επίγειο και τον μεταθανάτιο. Στην περιγραφή του ναυαγίου, ο
ποιητής άκουγε διάφορες φωνές που προέρχονταν από τον κάτω κόσμο και
επιθυμούσαν να πιούν αίμα κι άλλες φωνές… αίμα μια στάλα μεταξύ των οποίων
διακρίνει την ήρεμη φωνή ενός γέρου που έπεφτε στην καρδιά της ημέρας. Με
βάση μια αναφορά του ίδιου του ποιητή, μας συνδέει με τη Νέκυια115 στη λ
ενότητα της Οδύσσειας,116 στην οποία ο Οδυσσέας προσπαθεί να πάρει χρησμό
από τον μάντη Τειρεσία προσφέροντάς τον αίμα από τα ζώα που είχε θυσιάσει. Τη
στιγμή εκείνη πλήθος νεκρών συγκεντρώθηκε και ήπιε αίμα, για να ανακαλέσουν
στην μνήμη τους τον κόσμο των ζωντανών και να απολογηθούν.
Ο Οδυσσέας του Σεφέρη, αναλογίζεται τον πρόσφατο πόλεμο και οι εικόνες των
νεκρών φίλων βασανίζουν το μυαλό του. Άνθρωποι που διψούν για ζωή και
αποτελούν τα πρόσωπα που σήκωσαν όλο το βάρος της αδικίας. Έτσι, φτάνοντας
στο μέγιστον μάθημα της αδικίας, υποδεχόμαστε συναισθηματικά το μοιραίο
πρόσωπο που δεν θα είναι όμως ο Τειρεσίας της Οδύσσειας αλλά ο Σωκράτης του
κώνειου, ο μεγάλος αδικημένος. Και ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Σωκράτη,
αναφερόμενη στο δικό του θάνατο ρίχνοντας το μέτρο της δικαιοσύνης, που θα
μπορούσε να αποτελέσει ίσια τροχιά για την επιστροφή του Οδυσσέα της
«Κίχλης». Η πίκρα για το άδικο τονώνει πιο πολύ τον καημό του Σωκράτη για το
δίκαιο. Ποιος πάει για το καλύτερο ο Θεός το ξέρει, ο άδικος θάνατος, ο δίκαιος
νόστος. Η προφητεία τελείωσε και ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει στον πάνω
κόσμο, στις χώρες του ήλιου και του ανθρώπου. Ο Οδυσσέας του Σεφέρη,
στοχάζεται στο ζήτημα της δικαιοσύνης και το μέτρο του νόστου που του
μετέδωσε ο Σωκράτης και δεν συμβιβάζεται με τα παραχαραγμένα μέτρα των
ανυπόμονων ανθρώπων.
Επιπρόσθετα, ο σεφερικός Οδυσσέας δοκιμάζει το παραπάνω μέτρο στη δική
του πείρα που αποτελεί παράλληλα και την ιστορική αλλά και βιολογική πείρα των
ανθρώπων. Το θέτει στη ζυγαριά του χρόνου, στα δίχτυα τη σφαγής, η οποία
μετατρέπει τον αγώνα της ζωής σε εμφύλιο σπαραγμό. Ο ποιητής μελετά τις φωνές
που έρχονται από τη μεριά του σκοταδιού και διαπιστώνει πως είναι η φωνή του
μεγάλου αδικημένου, του Σωκράτη. Πρόκειται για μία φωνή της Δικαιοσύνης.
Χώρες του ήλιου … άνθρωπο. Στα λόγια του γέροντα της «Κίχλης», παρατηρείται
πολλή στεναχώρια. Η υποταγή του στους άδικους νόμους της πολιτείας
πραγματοποιείται από αδυναμία να τους αρνηθεί. Έτσι, προτιμά τον θάνατο από
την ζωή «σε ξένους τόπους» που θα ήταν μια επιβίωση του χωρίς νόημα.
Συνθέτοντας το παραπάνω ποίημα, ο Σεφέρης δημιουργεί την αίσθηση στον
αναγνώστη πως επηρεάστηκε από την ήρεμη και ψύχραιμη αντιμετώπιση του
Σωκράτη ενάντια στον θάνατο. «Συλλογίζομαι πως η ιδέα της νεκυομαντείας και

115
Στις 9 Οκτωβρίου, ο Σεφέρης διάβασε ένα δοκίμιο του Μάθιου Άρνολντ και του διαμόρφωσε
την ιδέα να εντάξει στο έργο του το επεισόδιο της Οδύσσειας και το μοτίβο της νέκυιας, βλ. Νάσος
Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα,
Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 264 – 265.
116
δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν, ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀί̈δῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ: αὐτὸς δὲ
ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἥμην, οὐδ᾿ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα αἵματος ἆσσον ἴμεν,
πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι (μετάφραση Ζ. Σίδερης: Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και
να κάψουν τ’ αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι, στην Περσεφόνη τάζοντας και
στον ανίκητο Άδη. Έπειτα βγάζω απ’ το μηρί το μυτερό σπαθί μου, και κάθισα, μηδ’ άφηνα
καθόλου να ζυγώσουν κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες, προτού ρωτήσω την ψυχή
του μάντη Τειρεσία.)

47
του σοφού ήταν κι αυτή παλιά’ δες στο Μυθιστόρημα ΚΔ΄[¼]. Έτσι ο Σωκράτης
δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του.
Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου
που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει».117 Την προαναφερθείσα άποψη
αποδεικνύει ο στίχος 24 «ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει» άμεσα
συνυφασμένος με το τέλος της απολογίας του Σωκράτη, στο έργο του Πλάτωνα
42a.118 Ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως κανείς δεν γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με το
αν ο κόσμος των νεκρών είναι καλύτερος από των ζωντανών και αντιστρόφως.
Μόνο ο Θεός πιθανόν να γνωρίζει, αν οι θνητοί έχουν καλύτερη τύχη από τους
αποθανόντες. Δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα, για να εξάγουμε ορθά
συμπεράσματα όσον αφορά τη μεταθανάτιο ζωή και να διατυπωθεί η αλήθεια.
Ο όλεθρος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής
αποτυπώνεται στους τελευταίους στίχους της ποιητικής σύνθεσης, καθώς ο
Σεφέρης καταλήγει στη διαπίστωση πως έχει εξαλειφθεί πλέον η αξία της
ανθρώπινης ζωής, κάθε πίστη, κάθε προσδοκία και προοπτική. Η φωτισμένη
ανθρωπότητα στράφηκε προς το σκοτάδι με τα δεινά του πολέμου και τα κράτη
έγιναν παρανάλωμα του πυρός, εξαιτίας του μίσους που κυριαρχούσε. Η Ελλάδα
κυριαρχήθηκε από την καταχνιά του Εμφυλίου. Όλοι οι χαμένοι σύντροφοι, που
τους θρηνεί η οδυσσειακή ψυχή του Σεφέρη είναι μια ανεξάντλητη πείρα αυτού
του δύσκολου περάσματος σε μια άλλη ζωή. Είπε κάποτε ο Σεφέρης, πως
γυρεύουμε την άλλη ζωή πέρα από τ’ αγάλματα. Κι ακόμη, πέρα από τα μάρμαρα
φτάνεις στην καρδιά του ήλιου. Πέρα από τα Αργοναυτικά και την Οδύσσεια,
πρυτανεύει τώρα το παράδειγμα του Σωκράτη, η μοίρα του Οιδίποδα. Το
παράδειγμα και η μοίρα σημαίνει πως όταν πληρώσουμε με το τίμημα της ζωής
μας, μπορούμε ν’ αντικρύσουμε το φως, τη μοναδική δικαίωση του κόσμου. Μες
στη μόνωση της φυλακής, όπως ο πρώτος ν’ ατενίζομε τη λάμψη του ήλιου, τυφλοί
εξόριστοι, όπως ο δεύτερος να πλημμυρίσουμε από μιαν άλλη όραση. Η νοσταλγία
μας τώρα, νοσταλγία του ουρανού και η οντολογική μας δικαίωση κρίνεται μες
στην αγάπη.119
Στο ποίημα Το ναυάγιο της «Κίχλης», ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τη μυθική
μέθοδο, εμπλουτίζοντας τον ποιητικό λόγο του με ομηρικά και πλατωνικά
στοιχεία, ώστε να ταυτιστούν με την σύγχρονη πραγματικότητα. Ενθυμούμενος
αρχαίες πηγές και ορμώμενος από την εικόνα του ναυαγίου, βυθίζεται σε σκέψεις
και σε μια ονειρική διάσταση. Οι φωνές που αισθάνεται ότι ακούει δεν είναι παρά
ένας καταιγισμός συναισθημάτων και σκέψεων του ίδιου, που τον οδηγούν σε μια
ψευδαίσθηση. Χρησιμοποιεί τη μυθολογία ως θεμέλιο λίθο μιας νέα τάξης και
αυτή η τάξη παρουσιάζεται με τους όρους μιας αγάπης που ξαναγεννιέται από την
βαναυσότητα. Πρόκειται πιθανότατα για το πιο σκοτεινό και υπαινικτικό ποίημα
ενός κατεξοχήν σκοτεινού και υπαινικτικού ποιητή. Είναι μία ξεκάθαρη δήλωση
ότι η αγάπη, με κάθε σημασία της λέξης, αποτελεί τον στόχο της αναζήτησης που
χαρακτήριζε την ποίησή του της προηγούμενης δεκαετίας.120

117
Γιώργος Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», Δοκιμές Β΄, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης,
Αθήνα, Ίκαρος, Ε΄ έκδοση, 1984, σσ. 52 – 53.
118
«ὁπότεροι δέ ἡμῶν ἔρχονται ἐπί ἂμεινον πρᾶγμα, ἂδηλον παντί πλήν ἢ τῷ θεῷ.»(Ποιοί από μας
πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από το θεό.)
119
Γιάννης Δάλλας, «Μια αίσθηση πέρα από τον Καβάφη. Με το κλειδί της “Κίχλης”» στο Για τον
Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης - Λ.
Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, σσ. 298 – 300.
120
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία / μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού -
Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σσ. 241, 243.

48
Με Το Ναυάγιο της «Κίχλης» , έχουμε κατάδυση στο σκοτάδι, μια ομηρική
Νέκυια. Στις 14 Γενάρη 1942 ο Σεφέρης γράφει «Είναι βράδυ και δύσκολο, δεν
μου φτάνουν οι ζωντανοί πρώτα γιατί δεν μιλούν κι ύστερα γιατί πρέπει να
ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω». Με τέτοιες
μνήμες ο οδυσσειακός ήρωας του ποιήματος ξεκινάει πάλι να συναντήσει τους
πεθαμένους, για να μάθει πώς να προχωρήσει παρακάτω. Όμως δεν θα συναντήσει
τον Τειρεσία αλλά τον πιο δίκαιο ανάμεσα στους δίκαιους, τον Σωκράτη, που
απολογείται.
Η «Κίχλη» αναδείχτηκε από τις σημαντικότερες ποιητικές στιγμές του Σεφέρη,
με όλο το βάρος του συμβολισμού που περικλείει και είναι η δυσκολότερη ποίηση,
ουσιαστική και καλλιτεχνική που συναντούμε στη νεοελληνική γραμματεία,
κυρίως με τους νέους τρόπους που εισάγονται. Ο ποιητής ήταν μέτοχος της
ευρωπαϊκής ποίησης του καιρού του και αυτό αποδεικνύεται από το πανευρωπαϊκό
κύρος που απολαμβάνει σήμερα η ποίησή του. Είναι μια ποίηση με τις ελληνικές
ρίζες βυθισμένες στο απώτερο παρελθόν (αρχαιότητα) και στον δραματικό
σύγχρονο κόσμο (Μικρασιατική καταστροφή). Συνοψίζοντας, η «Κίχλη» είναι η
ζωή που συμβολίζεται με ένα ναυάγιο, φέρνοντας στην επιφάνεια της ψυχής
αντικατοπτρισμούς από τη θάλασσα των παθών μέσα σε αγγελικό και μαύρο φως
της ανθρώπινης υπόστασης.121 Η «Κίχλη» είναι ένα ποίημα σκοτεινό, που οι
λεπτομέρειες και τα μυστικά είναι φανερές μόνο στον ίδιο τον ποιητή.

2.7. Ελένη

Η Ελένη του Σεφέρη γράφτηκε το φθινόπωρο του 1953 και αφορμή του έργου
στάθηκε η άφιξη του ποιητή, για πρώτη φορά στην Κύπρο. Τον Οκτώβριο του
1954 ο Σεφέρης σημειώνει μεταξύ των άλλων: «τον έχω αγαπήσει αυτό τον τόπο
[την Κύπρο]. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν
χαθεί στην άλλη Ελλάδα … ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη
από όλη μας την αγάπη και όλη την συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός,
πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι περάσαν από πάνω
τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι
αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι
διάφοροι αφεντάδες πάνω τους».122
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το 1954 και εντάχθηκε στην
ποιητική συλλογή Κύπρον οὗ μ’ ἐθέσπισεν…, η οποία τυπώθηκε το 1955 και έλαβε
αργότερα τον οριστικό τίτλο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄. Τα δεκαπέντε
ποιήματα που ανήκουν στην παραπάνω συλλογή, όπως μας διαβεβαιώνει και ο
ίδιος ο Σεφέρης, τα εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί,
όταν είχε λάβει άδεια από το διπλωματικό σώμα (6 Νοεμβρίου - 9 Δεκεμβρίου).
Στην πρώτη έκδοση σημειώνει: «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα
λειτουργεί ακόμη». Ως αφετηρίες για τη σύνθεση της σεφερικής Ελένης
θεωρήθηκαν: η πολυσημία του μύθου της Ελένης στην αρχαία ελληνική
γραμματεία από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Ηρόδοτο, τον Σοφοκλή αλλά και τον
Ευριπίδη, καθώς και το ημιθεϊκό αρχέτυπο της τελειότητας. Το ποίημα βασίζεται
στην παραλλαγή του μύθου της Ελένης που ήταν γνωστή ήδη και από τους

121
Μηνάς Δημάκης, Η ποίηση του Σεφέρη, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο,1974, σ. 54.
122
Ιωάννα Τσάτσου, Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, Εστία,1973, σ. 194.

49
σχετικούς στίχους της Παλινωδίας του Στησίχορου, τους οποίους παραδίδει ο
Πλάτων (Φαίδρος, Πολιτεία) όπως την παρουσίασε ο Ευριπίδης στην ομώνυμη
τραγωδία του, που εμφανίστηκε στην Αθήνα μετά τη Σικελική καταστροφή, το 412
π. Χ.
Η επίδραση του Ευριπίδη στον Σεφέρη καθίσταται φανερή, καθώς το ποίημά
του δομείται σε μια παραλλαγή του μύθου της ωραίας Ελένης. Αρχικά, ο
δημιουργός του ποιήματος χρησιμοποιεί στον υπότιτλο στίχους από την τραγωδία,
που υπογραμμίζουν την ιδέα του ειδώλου και ταυτόχρονα εντοπίζονται τοπωνύμια
όπως για παράδειγμα, η Σαλαμίνα, η Τροία, ο Σκάμανδρος και εν συνεχεία
ονόματα, της Ελένης, του Αίαντα, του Πρωτέα και του Πάρη από την τραγωδία του
Ευριπίδη. Στο ποίημα διατυπώνονται αυτούσιοι στίχοι από την Ελένη του Ευριπίδη
(στ. 140 – 150, στ. 528, στ. 706 – 707), οι οποίοι χρησιμοποιούνται από τον
δημιουργό, για τη δόμηση του μύθου του ποιήματος. Το ποίημα του Σεφέρη,
βασίζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη, στην οποία αναφέρεται ότι η Ελένη δεν
μετέβη ποτέ στην Τροία, καθώς η Αφροδίτη πρόσφερε στον Πάρη ένα ομοίωμά της
και την πραγματική Ελένη, την μετέφερε ο Ερμής στην Αίγυπτο.
Επιπλέον, παρουσιάζεται ο Τεύκρος,123 γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας, πριν
φτάσει στην Κύπρο να κάνει στάση στην Αίγυπτο και αφού συναντήσει την Ελένη
στην αυλή του βασιλιά Πρωτέα και του αφηγηθεί τα γεγονότα, στοχάζεται πάνω σ’
αυτή τη συνάντηση και στην μετέπειτα πορεία του έως την Κύπρο. Περιγράφει
ακόμη τις συνέπειες του Τρωικού πολέμου και χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσιο τον
στίχο 1137 τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;, που χρησιμοποιεί στην
τραγωδία του Ευριπίδη, ο Αγγελιαφόρος Α΄, για να αποδώσει την ιδέα του
ανεξερεύνητου της θείας βούλησης. Ο Τεύκρος αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του
Τρωικού πολέμου, καθώς αναφέρει για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Έτσι, ο Τρωικός πόλεμος έγινε για ένα είδωλο. Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο
ποιητής, είναι γνωστό ποιος είναι ο μύθος που υιοθετεί ο Ευριπίδης. Η Ελένη δεν
πήγε ποτέ στην Τροία μαζί με τον Πάρη έμενε, όλη τη φοβερή εκείνη δεκαετία της
ανθρωποσφαγής, ένα είδωλο, ένα φάντασμα της Ελένης που είχαν βάλει στη θέση
της πραγματικής οι θεοί. Για ένα φάντασμα, για ένα απατηλό καθρέφτισμα της
πραγματικότητας είχαν σπαταληθεί τόσοι άνθρωποι. […] Αυτά τότε. Όσο για μένα,
η “καινούρια Ελένη” μου έδωσε ένα μαθηματικό τύπο, θα έλεγα, της ματαιότητας
και του εμπαιγμού των πολέμων.124 Η Ελένη είναι το πιο δημοφιλές σεφερικό
ποίημα και έγινε προσιτό μετά την ανθολόγησή του στα σχολικά εγχειρίδια. Είναι
το ποίημα με τη μεγαλύτερη βιβλιογραφία που έδωσε στους φιλολόγους μια
συστηματική ενασχόληση και μια πληθώρα αναλύσεων του.

ΤΕΥΚΡΟΣ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ'


ἐθέσπισεν

οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν


Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.

123
Ο Τεύκρος ήταν τοξότης στον Τρωικό πόλεμο. Μετά τη λήξη του επέστρεψε στη Σαλαμίνα και ο
πατέρας του ως βασιλιάς, τον εξόρισε γιατί θεωρήθηκε υπαίτιος της απώλειας του αδερφού του,
Αίαντα. Κατέφυγε λοιπόν στην Κύπρο και ίδρυσε νέα πόλη, την Σαλαμίνα, εις το όνομα της
πατρίδας του.
124
Γιώργος Σεφέρης, «Η Ωραία Ελένη», Δοκιμές Γ΄, φιλολ. επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος,
Αθήνα, Ίκαρος, 1994, σσ. 177 – 178.

50
...................................................................
.

ΕΛΕΝΗ Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ',


ἀλλ' εἴδωλον ἦν.

...................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ Τί φής;
Νεφέλης ἂρ' ἂλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς


Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μές στόν ἀνασασμό τῶν
φύλλων,
σύ πού δωρίζεις τή μουσική δροσιά τοῦ
δάσους
στά χωρισμένα σώματα καί στίς ψυχές
5 αὐτῶν πού ξέρουν πώς δέ θά γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, πού ψηλαφεῖς μέσα στή
νυχτωμένη μνήμη
βήματα καί χειρονομίες· δέ θά τολμοῦσα νά
πῶ φιλήματα·
καί τό πικρό τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης
σκλάβας.
«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς
Πλάτρες».
10 Ποιές εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιός τό γνωρίζει
τοῦτο τό νησί;
Ἔζησα τή ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα
πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες τῶν
ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν·
ἡ μοίρα μου πού κυματίζει
ἀνάμεσα στό στερνό σπαθί ἐνός Αἴαντα
15 καί μιάν ἂλλη Σαλαμίνα
μ' ἒφερε ἐδῶ, σ' αὐτό τό γυρογιάλι.
Τό φεγγάρι
βγῆκε ἀπ' τό πέλαγο σάν Ἀφροδίτη·
σκέπασε τ' ἂστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νά
'βρει
τήν καρδιά τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὃλα τ' ἀλλάζει.
20 Ποῦ εἶν' ἡ ἀλήθεια;

51
Ἢμουν κι ἐγώ στόν πόλεμο τοξότης·
τό ριζικό μου, ἑνός ἀνθρώπου πού
ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σάν καί μιά τέτοια νύχτα στ' ἀκροθαλάσσι
τοῦ Πρωτέα
25 σ' ἂκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι
ἒσυραν τό θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους —ποιός θά τό 'λεγε;— ἡ
Ἑλένη!
Αὐτή πού κυνηγούσαμε χρόνια στό
Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεί, στά χείλια τῆς ἐρήμου· τήν
ἂγγιξα, μοῦ μίλησε:
«Δέν εἶν' ἀλήθεια, δέν εἶν' ἀλήθεια» φώναζε.
30 «Δέν μπῆκα στό γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δέν πάτησα τήν ἀντρειωμένη Τροία».
Μέ τό βαθύ στηθόδεσμο, τόν ἣλιο στά
μαλλιά, κι αὐτό
τό ἀνάστημα
ἴσκιοι καί χαμόγελα παντοῦ
στούς ὢμους στούς μηρούς στά γόνατα·
35 ζωντανό δέρμα, καί τά μάτια
μέ τά μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στήν ὂχθη ἑνός Δέλτα.
Καί
στήν Τροία;
Τίποτε στήν Τροία - ἓνα εἴδωλο.
Ἔτσι τό θέλαν οἱ θεοί.
Κί ὁ Πάρης, μ' ἓναν ἴσκιο πλάγιαζε σά νά
ἠταν
40 πλάσμα ἀτόφιο·
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιά τήν Ἑλένη δέκα
χρόνια.
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στήν Ἑλλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στά σαγόνια τῆς θάλασσας στά σαγόνια τῆς
γῆς·
45 τόσες ψυχές
δοσμένες στίς μυλόπετρες, σάν τό σιτάρι.
Κι οἱ ποταμοί φουσκῶναν μές στή λάσπη τό
αἷμα
γιά ἓνα λινό κυμάτισμα γιά μιά νεφέλη
μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τό πούπουλο ἑνός
κύκνου

52
50 γιά ἓνα πουκάμισο ἀδειανό, γιά μιάν Ἑλένη.
Κι ο αδερφός μου;
Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μή θεός; καί τί τ΄ἀνάμεσό
τους;
«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς
Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στήν Κύπρο τή θαλασσοφίλητη
55 πού ἔταξαν γιά νά μοῦ θυμίζει τήν πατρίδα,
ἂραξα μοναχός μ' αὐτό τό παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτό εἰναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ ἂνθρωποι δέ θά
ξαναπιάσουν
τόν παλιό δόλο τῶν θεῶν·
ἂν εἶναι ἀλήθεια
60 πώς κάποιος ἂλλος Τεῦκρος, ὓστερα ἀπό
χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἂγνωστος, ἀνώνυμος, πού ὡστόσο
εἶδε ἓνα Σκάμαντρο νά ξεχειλάει κουφάρια,
δέν τό 'χει μές στή μοίρα του ν' ἀκούσει
65 μαντατοφόρους πού ἔρχουνται νά ποῦνε
πώς τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στήν ἂβυσσο
γιά ἓνα πουκάμισο ἀδειανό γιά μιάν
Ἑλένη.125

Ο Σεφέρης στο εν λόγω ποίημα, αξιοποιεί τη μυθική μέθοδο και γι’ αυτό θέτει
στίχους από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ελένη» που αποτελούν το βασικό θέμα
της ποιητικής σύνθεσης και λειτουργούν προλογικά. Το σκηνικό του ποιήματος
στήνεται στην Κύπρο, όπου έχει εγκατασταθεί ο Τεύκρος μετά το τέλος του
Τρωϊκού πολέμου σύμφωνα με τον χρησμό του θεού ες γην… πάτρας. Στην Κύπρο
λοιπόν θα ξαναζήσει σαν θαύμα ο μύθος στη μνήμη του ποιητή, που θα ταυτιστεί
σιγά σιγά με τον Τεύκρο. Με την προαναφερθείσα μέθοδο, ο Σεφέρης επιλέγει τη
συσχέτιση των συναισθημάτων και των καταστάσεων που έχει βιώσει το κεντρικό
πρόσωπο του ποιήματος, ο Τεύκρος, με τη δική του συναισθηματική κατάσταση
και τις σκέψεις που κυριαρχούν στο νου του. Για τον λόγο αυτό η φωνή του ποιητή
διαπλέκεται συνεχώς με την φωνή του Τεύκρου. Ο τελευταίος, όντας εξόριστος
από την πατρίδα του, μεταβαίνει στην Κύπρο, έχοντας ακόμη νωπές τις σκληρές
εμπειρίες του Τρωικού Πολέμου. Η συνάντησή του στο νησί με την Ελένη, φέρνει
τον ήρωα αντιμέτωπο με την τραγική διαπίστωση πως ο δεκαετής πόλεμος με τους
χιλιάδες νεκρούς έγινε για μια σκιά, για μια νεφέλη, αφού η πραγματική Ελένη δεν

125
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, ό.π.,
σσ. 239 – 242.

53
βρισκόταν ποτέ στην Τροία. Από την άλλη ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει στην Κύπρο
το 1953, έχοντας βιώσει τις τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Εμφυλίου.
Ο ποιητής, μη μπορώντας να κοιμηθεί και μένοντας άγρυπνος ολόκληρη τη
νύχτα στις Πλάτρες126 στρέφει την προσοχή του στο αηδόνι που με το τραγούδι του
κυριαρχεί σε όλο το τοπίο, τον έχει κρατήσει ξύπνιο όλο το βράδυ και του
επαναφέρει στην μνήμη το παρελθόν του. Οι δύο πρώτοι στίχοι δίνουν στο ποίημα
διάσταση χορικού, με κορυφαίο του χορού τον ποιητάρη, που κάποιες στιγμές
μοιάζει να εναλλάσσει τον ρόλο του κορυφαίου με εκείνον του αγγέλου. Άλλοτε
ως κορυφαίος του χορού και άλλοτε ως αγγελιοφόρος, πάντα όμως ως ποιητάρης
θα αποτελέσει τον υποθετικό συνομιλητή του Τεύκρου – Σεφέρη. Ο πρώτος στίχος
λειτουργεί ως επωδός που επαναλαμβάνεται σε καίρια σημεία τρεις φορές σ’ όλο
το ποίημα, είναι η ευσεβής και απαθής γνώμη του χορού και προσδιορίζει τον
τόπο, την αιτία και την πνευματική ανησυχία του ποιητή. Εδώ θα μπορούσαμε να
μιλήσουμε για συνειρμική έκφραση, που συμπλέκει το μύθο με την
πραγματικότητα. Από την άλλη ο δεύτερος στίχος προσδιορίζει τον κορυφαίο ή τον
άγγελο προς τον οποίο απευθύνεται ο Τεύκρος μετά από κάθε επωδό.127Απευθύνει,
λοιπόν, τον λόγο σ’ αυτό το ντροπαλό πουλί που κρύβεται μέσα στα φύλλα των
δέντρων και με το τραγούδι του δίνει μια αίσθηση ευδαιμονίας στον κυπριακό τόπο
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων… ξαγριεμένης σκλάβας.
Εν συνεχεία, παρατηρούμε δεύτερη επανάληψη του στίχου Τ' αηδόνια δε σ’
αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες, για να μεταβούμε από την οπτική του ποιητή,
σ’ εκείνη του Τεύκρου, που φτάνει για πρώτη φορά στην Κύπρο. Στο σημείο αυτό
κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί πως η διαχρονική παρουσία των αηδονιών
στο νησί, συνδέει τις σκέψεις του ποιητή με τις σκέψεις του Τεύκρου. Όπως
παραπάνω, τα αηδόνια δεν επιτρέπουν στον ποιητή να κοιμηθεί, έτσι κι ο Τεύκρος,
μένοντας άγρυπνος, περιορίζεται στις σκέψεις του. Ο τελευταίος, μετά τα δέκα
χρόνια που διήρκησε ο Τρωικός πόλεμος κι ενώ ήλπιζε πως θα μπορέσει να ζήσει
το υπόλοιπο της ζωής του στην πατρίδα του, αναγκάζεται να μεταφερθεί στην
Κύπρο, την οποία δεν γνώριζε και εκφράζει φανερά την ενόχλησή του
αναρωτώμενος, αν την γνωρίζει κάποιος. Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει
τούτο το νησί; Η ζωή του Τεύκρου υπήρξε περιπετειώδης, επειδή πολεμούσε για
πολλά χρόνια, ερχόμενος αντιμέτωπος με τις τρέλες ανθρώπων και θεών. Έζησα τη
ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες
των ανθρώπων ή των θεών∙ 128
Η μέχρι τώρα πορεία στη σύλληψη του ποιήματος, μας δίνει την εντύπωση πως
ο ποιητής δοκιμάζει τις μαντικές ικανότητες του ακροατή του. Οι στίχοι είναι
αυτοβιογραφικοί. Η μοίρα του μεταπολεμικού ανθρώπου βρίσκεται σε σύμπτωση
με τις προσωπικές περιπέτειες του ποιητή αλλά και του τραγικού Τεύκρου. Μύθος
και ατομική εμπειρία συμπίπτουν. Μετά τη λήξη του πολέμου, η μοίρα του
Τεύκρου καθορίστηκε από την αυτοκτονία του αδερφού του Αίαντα και στάθηκε
αδύνατο να επιστρέψει στην πατρίδα του, διότι ο πατέρας του επέρριψε ευθύνες σ’
αυτόν, ύστερα από την χρόνια περιπλάνησή του κι από το χρησμό του Απόλλωνα
που τον μετέφερε στην Κύπρο, η μοίρα μου που κυματίζει… μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το
γυρογιάλι, για να ιδρύσει μια νέα πατρίδα, την Σαλαμίνα. Μικρασιάτης πρόσφυγας

126
Χωριό της Κύπρου στις πλαγιές του όρους Τρόοδος, φημισμένο θέρετρο.
127
Γιώργος Γεωργής, Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, Αθήνα, Σμίλη, 1991, σ.
103.
128
Ο στίχος αναφέρεται στην αρπαγή της Ελένης, στον θυμό του Αχιλλέα και στην αυτοκτονία του
Αίαντα, πράξεις στις οποίες εμπλέκονταν άμεσα και ακατάπαυστα οι θεοί.

54
και ο ποιητής, περιπλανώμενος διπλωμάτης στα δύσκολα χρόνια του πολέμου
κάνει το τελευταίο του ταξίδι στην Κύπρο. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί το γεγονός
πως δεν ταυτίζεται μόνο το πραγματικό με το μυθικό, αλλά και ο τρωικός με τον
τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Το Μάρτιο του 1954, ο Σεφέρης γράφει προς τον
φίλο του Αδαμάντιο Διαμαντή: «στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο,
άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ως που να
πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το
αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για
ψυχοπαίδι της».129
Με ανάδυση του φεγγαριού στο βάθος του ορίζοντα, σαν να βγαίνει μέσα από
τη θάλασσα, η σκέψη του ποιητή οδηγείται στη γέννηση της Αφροδίτης.130 Το
φεγγάρι με την εμφάνισή του καλύπτει τον αστερισμό του Τοξότη και καθώς
κινείται πλησιάζει το αστέρι που αποτελεί την Καρδιά του Σκορπιού, δηλαδή το
φωτεινότερο αστέρι. Με την εμφάνιση, λοιπόν, του φεγγαριού δημιουργείται στον
Τεύκρο η σκέψη πως καθετί μπορεί εύκολα να αλλάξει μορφή, ακόμη και η ίδια η
πραγματικότητα. Το φεγγάρι βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙… που ξαστόχησε.
Με τη σοφή αξιοποίηση του τραγικού μύθου και η φωνή γίνεται διαχρονική. Όπως
σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Π. Σαββίδης: «το φεγγάρι αλλά και η Αφροδίτη
έχουν μια διπλή όψη και με αυτό τον τρόπο εισάγεται από τον ποιητή το θέμα του
δόλου και της απάτης. Η Κίρκη ήταν σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά,
όπως και η Ελένη».131 Η παραπάνω άποψη στηρίζεται στο γεγονός πως οι
συμμετέχοντες του τρωικού πολέμου εξαπατήθηκαν και πολλές ανθρώπινες ψυχές
χάθηκαν άδικα, διότι η ωραία Ελένη δεν διέμεινε ποτέ στην Τροία κι εκεί δεν
βρισκόταν τίποτα περισσότερο παρά το είδωλό της. Οι άνθρωποι πολεμούν
έχοντας κάποιους στόχους και κάποια ιδανικά, που στο τέλος αποδεικνύονται
απατηλά.
Στη συνέχεια του ποιήματος, παρατηρούμε τον ήρωα να απευθύνεται πάλι στον
ποιητάρη, «Αηδόνι ποιητάρη», και να του διηγείται τη συνάντηση του με την
πραγματική Ελένη, που βρίσκεται στην Αίγυπτο. Μια παρόμοια νύχτα, σαν κι αυτή
την άγρυπνη, λέει ο ήρωας, παρευρέθη στην Αίγυπτο και αντίκρισε την Ελένη
ανάμεσα στις υπόλοιπες σκλάβες της Σπάρτης, οι οποίες ακούγοντας το τραγούδι
του αηδονιού, άρχισαν να θρηνούν, σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του
Πρωτέα… στο Σκάμανδρο. Η γυναίκα που για χρόνια τη διεκδικούσαν πολεμώντας
στην Τροία, στον ποταμό Σκάμανδρο, βρισκόταν στην άκρη της ερήμου. Τότε ο
Τεύκρος, επειδή δεν πείστηκε από την παρουσία της Ελένης την άγγιξε και
προσπάθησε να της μιλήσει, επιδιώκοντας να αποσπάσει την αλήθεια. Η Ελένη,
μίλησε στον Τεύκρο και του αποκάλυψε πως ουδέποτε πήγε στην Τροία και ποτέ
δεν θα επιθυμούσε να συμβούν τα δεινά στους αθώους Έλληνες, επισημαίνοντας
ταυτόχρονα και την δική της αθωότητα. Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την
άγγιξα μου μίλησε: Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια φώναζε. Δεν μπήκα στο
γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία. Ο Γ.Π. Σαββίδης
ισχυρίζεται ότι πηγή για τους στίχους της Ελένης αποτέλεσε η Παλλινωδία του
Στησίχορου, όπως διασώθηκε από τον Πλάτωνα στα έργα του Φαίδρος, Πολιτεία

129
Α. Διαμαντής και Γ. Σεφέρης, Αλληλογραφία 1953 – 1971, φιλολ. επιμ. Μιχάλης Πιερής, Αθήνα,
Στιγμή, 1985, σ. 32.
130
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η Αφροδίτη γεννήθηκε κοντά στην Κύπρο, πάνω στον αφρό της
θάλασσας από τα γεννητικά όργανα του Ουρανού όπου τα πέταξε στο σημείο εκείνο ο Κρόνος,
επειδή του πήρε τη βασιλεία.
131
Γ. Π. Σαββίδης, «Μια περιδιάβαση» στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια
της Στροφής, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης – Λ. Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, σσ. 342, 344.

55
243α.132 Κρίνεται αναγκαίο να υπογραμμιστεί πως ο Στησίχορος κατά την αρχαία
παράδοση είχε χάσει την όρασή του, διότι είχε συνθέσει ένα ποίημα με το οποίο
καθιστούσε υπεύθυνη την Ελένη για τα βάσανα των Ελλήνων. Έπειτα,
διαμορφώνοντας άλλη ιδεολογία και συνθέτοντας ένα νέο ποίημα, την Παλινωδία,
με το οποίο αναιρούσε τα λεγόμενα του και αποκαταστάθηκε η φήμη της Ελένης,
επανήλθε το φως του.
Στην επόμενη ενότητα, ο Τεύκρος προχωρά σε αναλυτικότερη περιγραφή της
μορφής της Ελένης, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο το κάλλος της. Με το
βαθύ στηθόδεσμο… με τα μεγάλα βλέφαρα. Η παρουσία της Ελένης στον Νείλο
ποταμό, έρχεται σε αντίθεση με το είδωλο που βρισκόταν στην Τροία, …ήταν εκεί
στην όχθη ενός Δέλτα. Και στην Τροία;… ένα είδωλο. Ο Πάρης βρισκόταν δίπλα σε
μια γυναίκα που δεν ήταν η πραγματική Ελένη κι οι Έλληνες σφάζονταν για δέκα
ολόκληρα χρόνια, για έναν ίσκιο. Πρόκειται για μια απάτη επινοημένη από τους
ίδιους τους Θεούς. Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε … δέκα χρόνια. Η πλάνη των
Θεών είχε απόρροια να χαθούν άπειρες ψυχές και να προκαλέσει πολύ πόνο στην
Ελλάδα, εξαιτίας των συμφορών που δημιουργήθηκαν. Έτσι, ο ποιητής συνθέτει
τους επόμενους εννέα στίχους με παραστατικό τρόπο, για να γίνει αντιληπτή η
φρίκη του πολέμου αλλά και η ματαιότητά του. Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην
Ελλάδα ... για μιαν Ελένη. Επιπρόσθετα, ο ήρωας απευθυνόμενος για ακόμη μια
φορά στο αηδόνι και με τριπλή προσφώνηση, του θέτει ένα ρητορικό ερώτημα, που
βασανίζει την σκέψη του. Τι είναι θεός; Τι δεν είναι και τι βρίσκεται ανάμεσα στα
δύο; Η απορία του Τεύκρου, για την ύπαρξη των θεών, προβάλλει τον φόβο που
έχει δημιουργηθεί στην ψυχή του ήρωα για την πραγματική φύση των θεών.
Η τελευταία ενότητα του έργου, ξεκινά με τον επαναλαμβανόμενο για τρίτη
φορά στίχο Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες, για να
πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν του Τεύκρου και
συνάμα του ποιητή. Οι τρεις επαναλήψεις του παραπάνω στίχου, χωρίζουν το
ποίημα σε αντίστοιχες ενότητες, στις οποίες κάθε φορά υπερισχύει είτε η φωνή του
Σεφέρη είτε του Τεύκρου. Το κελάηδημα των αηδονιών, ενώ προσφέρει μια
γαλήνια ατμόσφαιρα στο αναγνωστικό κοινό, έρχεται σε αντίθεση με την
συναισθηματική κατάσταση των βασικών ηρώων του ποιήματος, καθώς
προβληματίζονται για τις αλήθειες της ζωής. Για παράδειγμα, ο Τεύκρος αναζητεί
τον λόγο για τον οποίο τελικά πολέμησε στην Τροία και ο Σεφέρης διερωτάται
ποιό ήταν το αίτιο, που οι Έλληνες σκοτώθηκαν στα χρόνια της Κατοχής ή την
περίοδο του Εμφυλίου πολέμου. Η τελευταία αναφορά του αηδονιού, το
παρουσιάζει δακρυσμένο, λόγω της συναισθηματικής κατάστασης του ήρωα, που
με πόνο συνειδητοποιεί το μάταιο του πολέμου. Δακρυσμένο πουλί … δόλο των
θεών. Στο σημείο αυτό, παρατηρείται η απομυθοποίηση με λυρικούς τόνους.
Το ποίημα αποκτά διαχρονική αξία, καθώς εντοπίζουμε στα λόγια του ποιητή
πως ο πόλεμος δεν αποτελεί παραμύθι του παρελθόντος, αλλά όπως τον βίωσαν με
πλάνη οι Έλληνες του Σεφέρη και του Τεύκρου, έτσι θα τον βιώσουν στο μέλλον κι
άλλοι αθώοι άνθρωποι, που θα πέσουν θύματα δόλου, αν είναι αλήθεια πως αυτό
είναι παραμύθι … τον παλιό δόλο των θεών. Δεν ξέρουμε αν είναι παραμύθι ή αν οι
άνθρωποι επαναλάβουν τις ίδιες πράξεις και δεν διαψευσθούν πάλι. Τίποτε δεν μας
εγγυάται πως δεν θα πέσουμε στην ίδια παγίδα. Τον τόνο της μικρής ελπίδας τον
δίνει αυτό το άγνωστο «ΑΝ», αλλά μαζί και την τραγική βεβαιότητα και
ανασφάλεια.133 Ο ποιητής αφήνει να εννοηθεί, ότι θα εξακολουθήσουν να
132
Αναφέρω τα λόγια αυτούσια: οὐκ ἔστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος, οὐδ’ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις οὐδ’
ἵκεο πέργαμα Τροίας.
133
Γ. Π. Παγανός,1974 «Μια ερμηνεία της “Ελένης” του Σεφέρη», Δοκιμασία, 5, 51 – 57.

56
κηρύσσονται πόλεμοι, με την έκρηξη των οποίων θα προβάλλονται με δόλο
υψηλοί στόχοι, που θα αποδεικνύονται πάντα ασήμαντοι και απατηλοί και οι
θυσίες των Ελλήνων θα είναι ανούσιες, αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος
Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, … για μιαν Ελένη. Εν κατακλείδι, ο ποιητής, έχοντας
βιώσει σε μεγάλο βαθμό την εμπόλεμη κατάσταση και τον άδικο εκπατρισμό του,
χρησιμοποιεί το προσωπείο της μυθικής μεθόδου, για να τα περιγράψει κι αυτό
γίνεται αντιληπτό από το τέλος του ποιήματος, καθώς ο Τεύκρος είναι η ποιητική
φωνή του Σεφέρη. Το τίμημα του πολέμου είναι βαρύ κι αυτό ο Σεφέρης το
γνωρίζει, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας του ποιήματος είναι αντιπολεμικός.
Ο ποιητής ταυτίζει τον ελληνισμό του όχι με έναν γεωγραφικό χώρο αλλά με
τον ανθρωπισμό και την ανθρώπινη συνείδηση ή καλύτερα με την ανθρωπιά «Τα
ποιήματα της συλλογής αυτής (…) μου δόθηκαν το φθινόπωρο του ΄53, όταν
ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν
ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να’ ναι οι
σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας.
Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα η Κύπρος είναι ένας τόπος, όπου το
θαύμα λειτουργεί ακόμη».134 Η ουσία του Κυπριακού συμπυκνώνεται σ’ αυτό το
βαρυσήμαντο ανθρώπινο «θαύμα», το θαύμα ενός λαού, που ζώντας 900 χρόνια
κάτω από το ζυγό των ξένων, όχι μόνο έμεινε πιστός στον εαυτό του αλλά
βρίσκεται πάντα πιο κοντά στις πηγές του απ’ ότι η άλλη Ελλάδα – πιο κοντά «στη
ζωντανή, αυθόρμητη, ομαδική λαϊκή δημιουργία».135
Το Κυπριακό είναι μια ακόμα εκδοχή της αποικιοκρατικής ύβρεως, στον
βαθύτερο πυρήνα της: της υπέρογκης απόπειρας μιας αλαζονικής και κατακτητικής
Δύσης να ξεκάνει την παράδοση και την παιδεία των ανθρώπων που δυναστεύει,
τη λαλιά και την ιδιαίτερη ανθρωπιά τους, τους ίδιους τους βιολογικούς ρυθμούς
που η μακραίωνη ομαδική ζωή φύτεψε μέσα στο σώμα τους και πώς να μη
θυμηθούμε εδώ τους μαύρους της Αφρικής που έγιναν τα νευρόσπαστα των
αποίκων (…) με τις ομοιόμορφες στολές του πολιτισμού της Ευρώπης.136 Καθώς
γράφει ο Σεφέρης, αναφέρει πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν είναι παρά «η τερατώδης
κατάληξη of the logic of our times (της λογικής των καιρών μας) της λογικής
δηλαδή ενός πολιτισμού, που έχοντας μεθύσει από την ίδια του τη δύναμη,
σκοτώνει, εξαρθρώνει και ερημώνει τους ανθρώπους σύμφωνα με όλους τους
κανόνες της επιστήμης. Ακόμη, μαζεύει σύνεργα, για να αλλάξει τις ψυχές και
στήνει κάθε λογής «μηχανές», για να μεταβάλει τον άνθρωπο σε «πραμάτεια». Και
για εμάς τους Έλληνες, ο ελληνισμός είναι η ψυχή μας.137
Με το ποίημα Ελένη κατανοεί κάποιος καλύτερα την πρόοδο προς την
ωριμότητα. Δεν είναι μόνο ο Τεύκρος που ύστερα από τον Τρωικό Πόλεμο και την
εξορία, βρίσκει στη Σαλαμίνα της Κύπρου καταφύγιο για να ηρεμίσει τους
πολεμικούς εφιάλτες του και να τους μαλακώσει, έστω και με το παραμύθι∙ η ίδια η
ποίηση υποδέχεται τον ποιητή στην Ελένη: τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς

134
Σημείωση του ίδιου του ποιητή στην πρώτη έκδοση της συλλογής «…Κύπρον, οὗ μ’
ἐθέσπισεν…».
135
Όπως παρατηρεί πάντα ο Σεφέρης, σε συνέντευξη που δίνει τότε στα «Κυπριακά Γράμματα»
(Ιανουάριος 1954, Τόμος ΙΘ΄, σσ.37 – 39).
136
Μέρες Δ΄, 193, 8 Ιουλίου 1941, Johannesburg.
137
Γιάννης Κιουρτσάκης, Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σεφέρη, Αθήνα, Κέδρος, 1979,
σσ. 195 – 196.

57
στις Πλάτρες… αηδόνι ποιητάρη.138

2.8. «Επί Ασπαλάθων…»

Το «Επί Ασπαλάθων…», αποτελεί το κύκνειο άσμα του Σεφέρη και


ανθολογείται στα βιβλία Λογοτεχνίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Συντάχθηκε στις 31 Μαρτίου 1971, όπως το αναγράφει και ο ίδιος στο τέλος του
ποιήματος. Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς, το
οποίο διήρκησε από το 1967 έως το 1974. Μέσω του έντονα πολιτικού και
αντιδικτατορικού χαρακτήρα ποιήματός του, ο Σεφέρης εκφράζει τη διαμαρτυρία
του ενάντια στη χούντα. Δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Το Βήμα και Τα Νέα στις
23 Σεπτεμβρίου 1971, τρεις μέρες μετά την κηδεία του ποιητή. Προηγουμένως είχε
δημοσιευτεί, μεταφρασμένο από τον ίδιο στα γαλλικά, στην εφημερίδα Le Monde,
που έφερε τον τίτλο Sur les Aspalathes, στις 27 Αυγούστου 1971, κάνοντας γνωστή
την αντιδικτατορική του στάση. Αργότερα, δημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα (Τόμος
Β΄, 1972) μαζί με τη Δήλωση (28 Μαρτίου 1969), χειρόγραφο του Σεφέρη, με το
οποίο καταδικάζει δημόσια το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας. Ο πρώτος
τίτλος που είχε δώσει ο Σεφέρης στο ποίημά του ήταν Παμφύλιος, από την
Παμφυλία, περιοχή της Μ. Ασίας. Ήταν το προσωνύμιο του τυράννου Αρδιαίου,
τον οποίο εντάσσει ο Πλάτωνας στο έργο του Πολιτεία. Το ποίημα βασίζεται σε
μια περικοπή από την Πολιτεία του Πλάτωνα (616α ) και αναφέρεται στην
μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων, ιδιαίτερα του Αρδιαίου, για τις ανόσιες πράξεις
του. Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο
στάθηκε φοβερή.

Ἦταν ὡραῖο τό Σούνιο τή μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ


πάλι μέ τήν ἂνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στίς σκουριασμένες πέτρες
τό κόκκινο χῶμα κι ἀσπάλαθοι
5 δείχνοντας ἓτοιμα τά μεγάλα τους βελόνια
καί τούς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμακρα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδές μιᾶς ἃρπας ἀντηχοῦν
ἀκόμη...

Γαλήνη.
— Τί μπορεῖ νά μοῦ θύμισε τόν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιά λέξη στόν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
10 τ' αὐλάκια·
τ' ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δέν ἃλλαξε ἀπό ἐκείνους τούς καιρούς.
Τό βράδυ βρῆκα τήν περικοπή:
«τόν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
15 «τόν ἔριξαν χάμω καί τόν ἔγδαραν

138
Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και μαθήματα, Αθήνα, Ερμής, 1984, σ.
133 .

58
τόν ἔσυραν παράμερα τόν καταξέσκισαν
ἀπάνω στούς ἀγκαθερούς ἀσπάλαθους
καί πῆγαν καί τόν πέταξαν στόν Τάρταρο, κουρέλι».
Ἔτσι στόν κάτω κόσμο πλέρωνε τά κρίματά του
20 ὁ Παμφύλιος Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος.
31 τοῦ Μάρτη 1971139

Ο τίτλος του ποιήματος εντασσόμενος σε εισαγωγικά και συνοδευμένος με


αποσιωπητικά δηλώνει πως είναι σπάραγμα από χωρίο που το συναντάμε μέσα στο
ποίημα. Επί που σημαίνει επάνω και ασπάλαθοι, δηλαδή είδος αγκαθερών θάμνων.
Διαβάζοντας τον πρώτο στίχο του ποιήματος, αντιλαμβανόμαστε πως ο συντάκτης
του ποιήματος, άρχισε να συνθέτει το ποίημά του την ημέρα του Ευαγγελισμού,
δηλαδή στις 25 Μαρτίου 1971. Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του
Ευαγγελισμού… . Ο ποιητής προτίμησε την ημέρα εκείνη να επισκεφτεί το Σούνιο
και τον ναό του Ποσειδώνα, για να αποφύγει όλο το προπαγανδιστικό κλίμα που
επικρατούσε στην Αθήνα, καθώς οι δικτάτορες συνήθιζαν να διενεργούν
μεγαλειώδεις παρελάσεις. Η αναφορά στην ημέρα του Ευαγγελισμού, λειτουργεί
μέσα στο ποίημα ως υπενθύμιση της ιδιαίτερης σημασίας που έχει η συγκεκριμένη
ημέρα για τους Έλληνες. Μια ημέρα εορτασμού της ελληνικής επανάστασης του
1821 και παράλληλα σημαντική για τον χριστιανισμό.
Στη συνέχεια, ο Σεφέρης περιγράφει λεπτομερώς το φυσικό και αρχαίο κάλλος
στον χώρο του Σουνίου. Μία σημαντική αναφορά στους ασπαλάθους με τα μεγάλα
βελόνια και τους κίτρινους ανθούς, αποτελεί το ερέθισμα για τη μνήμη του ποιητή.
Λιγοστά πράσινα φύλλα… κίτρινους ανθούς. Ο Σεφέρης, καθηλωμένος από την
εικόνα των ασπαλάθων και φορτισμένος από την επιβολή του δικτατορικού
καθεστώτος, αφιερώνει τρεις στίχους αποκλειστικά στους ασπαλάθους που πάνω
στα μεγάλα τους βελόνια καταξεσκίστηκε ο Αρδιαίος τύραννος. Στο σημείο αυτό
μπορούμε να ισχυριστούμε πως η ποιητική φωνή εκδηλώνει φανερά τη σκέψη της,
ότι πάνω σ’ αυτό το αγκαθωτό φυτό, θα μπορούσαν να σύρουν και τους
σημερινούς τύραννους. Ο μικρός, φουντωτός και πλούσιος σε μεγάλα βελόνια
θάμνος, χάρισε το έναυσμα στο ποιητικό υποκείμενο να τιτλοφορήσει το
παραπάνω ποίημα με τη φράση «Επί Ασπαλάθων…» και παράλληλα να αποτελέσει
θεμέλιο, για να στηριχτεί νοηματικά το ποιητικό κείμενο.
Η πρώτη στροφή, ολοκληρώνεται με την αναφορά του ποιητή στις αρχαίες
κολόνες, που τις παρομοιάζει με χορδές άρπας, που ξεπροβάλλουν απόμακρα στον
ναό του Ποσειδώνα, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο το αρχαιοελληνικό στοιχείο
που θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες,… ακόμη… . Ο στίχος τελειώνει με αποσιωπητικά, η
μνήμη αρχίζει να ξυπνά, συνδυάζει τα έτοιμα βελόνια των ασπαλάθων με το όνομα
του τυράννου και του Πλάτωνα. Έως σήμερα το αρχαίο μνημείο μας στέλνει
ηχητικά μηνύματα, μέσω της άρπας. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν θα
επιτευχθεί ακόμη με την διαχρονική παρουσία των ασπαλάθων και θα
πραγματοποιηθεί συνειρμικά με την ελεύθερη μετάφραση του αρχαίου κειμένου.
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος, ο Σεφέρης εισάγει τη λέξη Γαλήνη, η οποία
έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς δημιουργεί αντίθεση ανάμεσα στην ηρεμία που

139
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, ό.π.,
σ. 413.

59
επικρατεί στο τοπίο του Σουνίου και στη συναισθηματική κατάσταση του
ποιητικού υποκειμένου αλλά και γενικότερα την κατάσταση όλης της χώρας.
Όμως, η Γαλήνη δεν κρατάει πολύ και αυτό φαίνεται από την παύλα στον στίχο 9,
καθώς η μουσική του ποιήματος αλλάζει. Από την ησυχία και την ομορφιά του
τοπίου, που έχουν εμπνεύσει τον ποιητή να συντάξει το ποίημα, ο δημιουργός θα
μεταβεί στην σκληρότητα της τιμωρίας που επιβλήθηκε στον Αρδιαίο τύραννο. Το
ποίημα αποτελεί ένα ταξίδι στο νου του ποιητή, προϊόν μίας συνειρμικής
διαδικασίας. Ο συνειρμός μας οδηγεί από τον εξωτερικό χώρο (Σούνιο) στη
συνείδηση του ποιητή. Σε αυτό το σημείο παρατηρούμε πως η εμπειρία του
δημιουργού και του αναγνώστη ακολουθούν αντίστροφες πορείες: η πρώτη από το
υποσυνείδητο προς το συνειδητό, με την ανάδυση των λέξεων από το βάθος προς
την επιφάνεια· η δεύτερη από το συνειδητό προς το υποσυνείδητο, από την
επιφάνεια προς το βάθος.
Ο ποιητής συνδέει την προσωπική του εμπειρία της εκδρομής στο Σούνιο με το
αρχαιοελληνικό κείμενο της Πολιτείας του Πλάτωνα, προσδιορίζοντας με ακρίβεια
το χαρακτήρα της εποχής του, δραματοποιώντας τη διάθεσή του απέναντι στη
δικτατορία με έναν άμεσο τρόπο, με ελάχιστα φιλολογικά στηρίγματα.140 Η
ποιητική φωνή θυμάται χάρη στους ασπαλάθους ένα μυθικό χωρίο της πλατωνικής
Πολιτείας. Ο Σεφέρης αξιοποιεί τη γοητεία της διακειμενικότητας και ταυτόχρονα
κάνει χρήση του μύθου με ιδιαίτερο τρόπο, δεν ανατρέχει στη μυθολογία, αλλά σε
έναν επινοημένο μύθο που ανήκει σε ένα φιλοσοφικό έργο περί δικαιοσύνης.141
Απευθυνόμενος στον εαυτό του, αναφέρει: Τι μπορεί να μου θύμισε… καιρούς,
διερωτάται ποιό στοιχείο του τοπίου επανέφερε στην μνήμη του τον Αρδιαίο
τύραννο και συμπεραίνει πως οι ασπάλαθοι, με τα άγρια και αγκαθωτά κίτρινα
άνθη, που διατηρούν από την αρχαιότητα το όνομά τους, κατέκλυσαν τις σκέψεις
του ποιητή και τον οδήγησαν στο μύθο του Πλάτωνα.
Εν συνεχεία, ο ποιητής καταγράφει στο έργο του πως το βράδυ εντόπισε στο
σπίτι του την περικοπή142 και τη διάβασε: Το βράδυ βρήκα την περικοπή… κουρέλι.
Όταν όμως ο αφηγητής μεταφράζει την περικοπή τη διακόπτει για να σημειώσει:
Αυτή η μετάβαση αποδεικνύει την υπόδειξη ότι ο Πλάτων μιλώντας για την
τιμωρία του Αρδιαίου, απευθύνεται σε όλους μας και στους τυράννους για να
ξέρουν τι τους περιμένει. Ύστερα από αυτή τη γνώση οι υποψήφιοι τύραννοι, θα
συνετιστούν και θα αναστείλουν τις κακές προθέσεις τους, πράγμα που
συνεπάγεται πως ο Πλάτων ήλπιζε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί μελλοντικά. Στο
σημείο της περικοπής, ο Πλάτωνας αναφέρει σχεδόν τα ίδια λόγια που
χρησιμοποιεί ο Σεφέρης, τοποθετώντας τα μέσα σε εισαγωγικά, επειδή ακριβώς
είναι τα λόγια του Πλάτωνα σε ελεύθερη απόδοση. Ο Σεφέρης δεν αναφέρεται
στους υπόλοιπους τυράννους παρά μόνο στον Αρδιαίο.
Από τα προηγούμενα χωρία της Πολιτείας, πληροφορούμαστε τα εξής: κάποιος
γενναίος και δίκαιος άντρας, ο Ηρ, γιος του Αρμενίου από την Παμφυλία,
σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ενώ τον μετέφεραν στην πατρίδα του και ήταν έτοιμοι να
τον θάψουν, αυτός επανήλθε στη ζωή και άρχισε να πληροφορεί τους υπόλοιπους,
αυτά που είδε στον κάτω κόσμο στο διάστημα που έμεινε με τους νεκρούς. Έλεγε
λοιπόν, πως η ψυχή του μαζί με τις άλλες ψυχές, έφτασε σε έναν τόπο όπου
υπήρχαν δύο μεγάλα χάσματα στη γη και άλλα δύο αντίστοιχα στον ουρανό. Ο

140
Ειρήνη Γούση, Πλατωνικές αναφορές σε ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Πτυχιακή εργασία,
Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016, ό.π., σ. 28.
141
Χρήστος Κολτσίδας, «Ποιητική και διδακτική αξιοποίηση ενός πλατωνικού μύθου: “Επί
Ασπαλάθων…” του Γιώργου Σεφέρη», Φιλολογική, τεύχος 132, 2015, σ. 50.
142
Πρόκειται για το χωρίο 616α της Πλατωνικής Πολιτείας.

60
Σεφέρης αξιοποιεί τη γοητεία της διακειμενικότητας. Μπροστά στα χάσματα
κάθονται δικαστές, οι οποίοι έστελναν τους δίκαιους στον ουρανό και τους άδικους
κάτω στα Τάρταρα. Όσοι πήγαιναν στα Τάρταρα έμειναν ένα ορισμένο χρονικό
διάστημα, ώσπου να εκτίσουν την ποινή τους, η οποία ήταν δεκαπλάσια από το
κάθε αδίκημα που διέπραξε ο κάθε άνθρωπος όσο ζούσε. Κατόπιν ανέβαιναν πάλι
στο φως. Τότε οι ακροατές τους θυμήθηκαν τον Αρδιαίο143 που έζησε χίλια χρόνια
πριν από τον Πλάτωνα και τον ρώτησαν πώς τιμωρήθηκε.
Αίσθηση του πόνου και συνείδηση της τιμωρίας στον Αρδιαίο υπήρχε, καθώς
διατηρούσε στον κάτω κόσμο το σώμα που είχε και γι’ αυτό το γδάρσιμό του και
το καταξέσκισμά του επάνω στους ασπαλάθους είχαν το νόημα που θα είχε κι αν
ήταν ζωντανός. Ο Ηρ ήξερε και γι’ αυτόν. Τους είπε λοιπόν ότι, όταν ο Αρδιαίος
και μερικοί ακόμα τύραννοι, νομίζοντας ότι πέρασε ο ορισμένος χρόνος της
τιμωρίας τους ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο της γης δεν τους δεχόταν
αλλά έβγαζε ένα άγριο μουγκρητό. Τότε οι φύλακες του στομίου, άγριοι άνδρες
όλο φωτιά, ακούγοντας το μουγκρητό και ξέροντας τη σημασία του, τους
οδήγησαν στη θέση που τους άξιζε, τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδίσαντες
χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, καταβαλόντες καὶ ἐκδείραντες, εἷλκον παρὰ τὴν
ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάμπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σημαίνοντες ὧν ἕνεκά
τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐμπεσούμενοι ἄγοιντο.144 Με αυτόν τον τρόπο η τιμωρία
τους άρχιζε πάλι από την αρχή.
Ο μύθος του Πλάτωνα, χρησιμοποιείται από τον Σεφέρη ως πηγή για να τονιστεί
η διαχρονικότητα της απονομής της δικαιοσύνης και της τιμωρίας των αδίκων.
Στην πραγματικότητα όμως είναι οι ασπάλαθοι, που με την όψη τους και την
οικειότητα του χώρου, ξυπνούν αισθήματα στον ποιητή και του θυμίζουν το
πλατωνικό απόσπασμα. Λόγω του φυσικού κάλλους και της διαχρονικής
παρουσίας του φυτού, που παραπέμπουν σε μυθική συνέχεια, ο Σεφέρης χτίζει το
δικό του ποιητικό τοπίο, για να μπορέσει ο αναγνώστης να το προσεγγίσει και να
στοχαστεί πάνω σε αυτό. Όπως αναφέρει εξάλλου και ο ίδιος: «σκοπός του
ποιήματος είναι να δώσει όλα τα στοιχεία στον αναγνώστη, ώστε να δοκιμάσει την
ίδια εμπειρία που δοκίμασε ο ποιητής και από την άλλη για να προσδιορίσει τη
δουλειά του ποιητή, αναφέρει πως αυτή δεν είναι για να λύνει φιλοσοφικά ή
κοινωνικά προβλήματα αλλά για να προσφέρει στον αναγνώστη την ποιητική
κάθαρση από τα πάθη και τους στοχασμούς που αισθάνεται μέσα του και γύρω
του, σαν ένας ζωντανός άνθρωπος που έχει το μερδικό του σ’ αυτόν τον κόσμο». Ο
Σεφέρης, μαχόμενος με τις λέξεις, προσπαθεί να οργανώσει ένα έργο με
καθαρότητα και ένταση, ώστε ο αναγνώστης να το βιώσει με τρόπο καθολικό.
Μοναξιά, απογοήτευση και αίτημα δικαιοσύνης γίνονται βίωμα.
Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί πως στο εν λόγω ποίημα, ο Σεφέρης, πλάι στα
στοιχεία που αποτελούν βασικά γνωρίσματα της τεχνικής του, όπως είναι οι
αναφορές στην αρχαιότητα και σε αρχαιοελληνικούς μύθους, εμφανίζει μια
συναισθηματική φόρτιση, όπως συμβαίνει γενικότερα στα σημαντικά ποιήματα.

143
Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, ο οποίος είχε διαπράξει πάρα πολλά
αδικήματα εκ των οποίων τη δολοφονία του γέροντα πατέρα του και του μεγαλύτερου αδερφού του
και τιμωρήθηκε βάναυσα εξαιτίας των πράξεών του μαζί με άλλους τύραννους.
144
Μετάφραση χωρίου: τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα
πόδια και το κεφάλι, αφού τους πέταξαν χάμω και τους έγδαραν, τους έσερναν έξω από τον δρόμο
και τους ξέσκιζαν πάνω στ’ ασπαλάθια, εξηγώντας σε όσους παρευρίσκονταν εκεί για ποιες αιτίες
και για ποιες αδικίες τα παθαίνουν αυτά.

61
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

Η στροφή που κλείνει το ποίημα, αποτελεί προειδοποίηση ή υπενθύμιση προς τους


δικτάτορες. Έτσι, όπως πλήρωσε τα αδικήματά του ο Αρδιαίος, με αυτόν τον τρόπο
θα πρέπει να τα πληρώσετε κι εσείς. Το μήνυμα του ποιήματος, αποτελεί επίλογο
και εκφράζει την ελπίδα του ποιητή πως η δικαιοσύνη θα κυριαρχήσει και οι
πανάθλιοι και μισητοί τύραννοι θα τιμωρηθούν, όπως τιμωρήθηκε και ο Αρδιαίος.
Το παραπάνω ποίημα του Σεφέρη έχει μεγάλη σημασία, καθώς ξεκαθαρίζει τη
στάση του φιλελεύθερου ανθρώπου σε κάθε καταπίεση και αποτελεί μια
προειδοποιητική απειλή προς κάθε βιαστή της ελευθερίας. Αυτόν λοιπόν τον
Αρδιαίο, τον έδεσε χειροπόδαρα (μας λέει ο Πλάτωνας) τον έριξαν χάμω και τον
έγδαραν, τον έσυραν παράμερα και τον καταξέσκισαν επάνω στους αγκαθερούς
ασπάλαθους και τελικά τον πέταξαν, κουρέλι στον Τάρταρο. Ο μύθος του Ηρός, θα
μπορούσε να εκφράζει μια συνεπειοκρατική αντίληψη ως προς την επιδίωξη του
δικαίου, καθώς παρατηρείται πως η αρετή ή η κακία θα ανταποδοθεί στο
δεκαπλάσιο μετά θάνατον. Ο Σεφέρης ζούσε με ένταση τα προβλήματα του τόπου
και τα προβλήματα του ανθρώπου. Καθίσταται φυσικό λοιπόν, ιδιαίτερα κατά την
επέτειο έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του Εικοσιένα, η οποία έδωσε στον
τόπο την ελευθερία και την εθνική υπόσταση, να στοχάζεται πιο δυνατά την
ταπείνωση και την ντροπή της πατρίδας του και του ελληνικού λαού κάτω από το
στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς. Γι’ αυτό και η θλίψη του είναι απαρηγόρητη.
Αισθάνεται οργή για τους τυράννους που επέβαλλαν στην Ελλάδα αυτή την
ταπείνωση και τον εξευτελισμό.
Στο ποίημα φαίνεται η μελαγχολική διάθεση του ποιητή, εξαιτίας του
δικτατορικού καθεστώτος. Όταν ο ποιητής μιλάει για τον Αρδιαίο σκέφτεται τους
τυράννους που καταδυναστεύουν τώρα την Ελλάδα και συνειρμικά και έμμεσα
αναφέρεται στη δική τους τιμωρία. Η πολύχρονη, πλέον, δικτατορία έχει σωρεύσει
στην ψυχή του ποιητή, αλλά και των Ελλήνων εν γένει, μια οργή που το ξέσπασμά
της θα είναι φοβερό. Ο ποιητής παραθέτει το χωρίο του Πλάτωνα με την ελπίδα
πως σύντομα οι δικτάτορες θα τύχουν ανάλογης τιμωρίας, ώστε να αντιληφθούν
πόσο επώδυνη είναι για τους ανθρώπους αυτή η κατάσταση ανελευθερίας και
περιορισμού. Η εικόνα του τυράννου που γδέρνεται ζωντανός και κατόπιν
ξεσκίζεται πάνω στα αγκάθια των ασπάλαθων, είναι εξαιρετικά βίαιη και
αποκαλύπτει την ένταση της οργής που αισθάνεται ο ποιητής.
Μετά τη λήξη της επτάχρονης τυραννίας και πέντε χρόνια μετά τον θάνατο
του ποιητή, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ (Ίκαρος,
1976) αποτελούμενη από 61 κείμενα, εκ των οποίων τα πέντε ήταν γραμμένα κατά
τη διάρκεια της δικτατορίας (1967 – 1974) με έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Το «Επί
Ασπαλάθων…» εντάχθηκε στη σελίδα 50 της προαναφερθείσας συλλογής. Ο
Σεφέρης αξιοποίησε με επιτυχία μια κρυπτική μορφή της ποίησης, ώστε να
διαδώσει με το έργο του μηνύματα εναντίωσης και αποστροφής προς το πολιτικό
καθεστώς που ασκούσε έντονη λογοκρισία σε οτιδήποτε εναντιωνόταν στην
ιδεολογία του.145
Από την ημέρα που επιβλήθηκε το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα το
1967 μέχρι και την Δήλωσή του στο BBC το 1969, ο Σεφέρης σιωπούσε,
σταματώντας την οποιαδήποτε έκδοση έργου του στην Ελλάδα. Κατηγορήθηκε

145
Ειρήνη Γούση, Πλατωνικές αναφορές σε ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Πτυχιακή εργασία,
Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016, ό.π., σ. 27.

62
από πολλούς ότι δεν αξιοποίησε την αναγνωσιμότητά του στο εξωτερικό, μετά το
βραβείο Νόμπελ που έλαβε, ώστε να επιτεθεί ανοιχτά στη χούντα. Το γεγονός ότι
επέλεξε να μιλήσει τόσο ανοιχτά για τα πολιτικά θέματα φανερώνει την έντονη
αγανάκτησή του και το φόβο του για τις συνέπειες αυτής της τυραννίας.146
Το «Επί Ασπαλάθων…» αποτελεί το τελευταίο, ουσιαστικά, ποίημα του
Γιώργου Σεφέρη. Μέσα από τους στίχους του, ο ποιητής θέλει να μεταδώσει ένα
πανανθρώπινο μήνυμα για τους τυράννους, πως μπορεί να εξουσιάζουν τον λαό και
να προβαίνουν σε κάθε είδους ανοσιούργημα αλλά εντέλει θα τους επιβληθεί
σκληρή τιμωρία, η οποία θα αποτελεί εξιλέωση για τον κάθε αναγνώστη. «Στα
χρόνια της δικτατορίας, ανακάλυψα ότι λίγοι μπορούν πραγματικά να μας
παρηγορήσουν, ανάμεσά τους κι ο Σεφέρης».147 Ο Σεφέρης, υποκινούμενος από τη
σκέψη ότι το άδικο πάντα θα τιμωρείται, καθιστά το έργο του διαχρονικό,
προερχόμενο από αρχαιοελληνικές ρίζες.

146
Ό.π., σ. 30.
147
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Διαλέξεις, Αθήνα, Στιγμή,1992, σ. 51.

63
Συμπεράσματα

Βρισκόμασταν σε πολεμική περίοδο και η Ελλάδα είχε εμπλακεί στον Δεύτερο


Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σεφέρης βίωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της
κοινωνικής πραγματικότητας έντονα, ως πολιτικό ον. Έτσι, η μοίρα του έγινε
μοίρα του Έλληνα και του Ευρωπαίου, που ζούσε το κλίμα εκείνο, το οποίο
κυοφορούσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από μια γλώσσα που
εξωτερικά μοιάζει προσωπική το ιστορικό πλαίσιο αναδύεται ως ανθρώπινη
μαρτυρία. Ζώντας σε μια εποχή που βάραινε κατά μέρος της αδικίας δέχτηκε το
μερίδιο που του αναλογούσε, με την πίκρα πως δεν είχε άλλη επιλογή. Ωστόσο ο
τίμιος λόγος του εμποτίστηκε με όλο το σπαραγμό, της άδικης μοίρας, για να
μεταστοιχειωθεί σε ποιητική έκφραση.
Ο Σεφέρης ως παρουσία στο παρόν, έβλεπε το παρελθόν στην ιστορική του
διάσταση. Έδειξε αρκετή ποιητική σοφία σ’ όλες τις ποιητικές του εκδηλώσεις. Ας
δούμε και ένα κείμενό του, διάλεξη που έκανε το 1943 στην Αίγυπτο για τον
Μακρυγιάννη στην οποία έλεγε: «Όλη η περίοδος του μεσοπολέμου μπορεί να
χαρακτηρισθεί σα μια περίοδος απογνωσμένων αναζητήσεων, εσωτερικών
ανασκαφών, ελέγχου της πραγματικότητας που μας περιστοιχίζει και που γίνεται
στάχτη στα δάχτυλα που την αγγίζουν. Και αυτά οδηγούσαν στο απροχώρητο, στη
σιωπή. Και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός, δεν
μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση και να κοιτάξουμε πως θα
είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοι της να κάνουμε το χρέος μας… Η ανάσταση
αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου με την πιο
βαριά έννοια. Και σαν τέτοια θα πρέπει να καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα,
τις φυλακές, τις υποκρισίες».148
Τα γεγονότα του Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου ήταν για τον Σεφέρη
μια εμπειρία τρομακτική, κυρίως με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως
σημειώνει ο ίδιος στο ημερολόγιό του, την Πρωτοχρονιά του 1945. «Νομίζω
κανένας χρόνος σαν αυτόν που πέρασε / τίποτε πιο φριχτό από τους δύο
τελευταίους μήνες» και στις 6 Μαΐου σημειώνει επίσης, «τα περασμένα εφτά
χρόνια με βαραίνουν και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη». Τα συναισθήματα
αυτών των ετών βρήκαν τον δρόμο τους στα ποιήματά του. Σε όλα τα ποιήματα
του Σεφέρη, σα να ξετυλίγεται απόκρυφα κάποιος μύθος, κάποια ιστορία που με το
νόημά της πάει να δυναμώσει και να χρωματίσει την έκφραση της ψυχικής
κατάστασης του ποιητή.
Πίσω από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα υπήρχε μια ολόκληρη ζωή, συνδεόμενη με
ένα έργο. Για τον λόγο αυτό, το «κρυφά», μπορεί να ερμηνευτεί ως προσωπικά και
ως απολήξεις μιας ζωής. Τα τρία ποιήματα είναι γραμμένα πάνω σ’ ένα παιχνίδι
φωτός, εν αντιθέσει του βαθέος σκότους και της απελπισίας. Τα Τρία Κρυφά
Ποιήματα ενέχουν προσωπικούς συμβολισμούς. Ποίηση μυστική, όπως αναφέρει ο
ποιητής. Αλλά επικοινωνείς μαζί της πολιορκώντας το μυστικό της: «Αναστάσιμη
ωδίνη. Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά». Είναι ποίηση που προσφέρεται καλύτερα από
μόνη της, όχι με πολλές αναλύσεις, που εμπιστεύεται το μυστικό της, αν την

148
Αλέξανδρος Αργυρίου, Δεκαεπτά κείμενα για τον Γ. Σεφέρη, Καστανιώτης, 1986, σ. 222.

64
πλησιάσεις με κατανόηση για να σου δώσει, με την σπασμένη φωνή της, την
αίσθηση του τέλους μιας ψυχής που αποδεικνύεται γενναία στον ησυχασμό της.149
Οι Αργοναύτες είναι από τα πιο ρωμαλέα συνθέματα μέσα στην ποίηση του
Σεφέρη, μια αναπόληση για την αδάμαστη παλιά εκείνη ελληνική φύτρα, που
ωστόσο βούλιαξε στην ανυπαρξία. Και εδώ και σε πολλά άλλα μέρη της ποίησης
του Σεφέρη θυμάται κανείς το πεσιμιστικό και μαζί νοσταλγικό αίσθημα του
Καβάφη, για την παλιά ιστορική ζωή του ελληνισμού. Από το Μυθιστόρημα και
πέρα εμφανίζονται φανερές οι επιδράσεις από την Έρημη Χώρα του Έλιοτ.150
Μέσα από το ποίημά του Ένα γέροντας στην ακροποταμιά, επιζητά να του δοθεί
η χάρη να εκφραστεί απλά. Επιπρόσθετα, η «Κίχλη» που δημοσιεύεται στα
σαράντα επτά χρόνια του ποιητή, αποτελεί τη δραματική αιχμή στην πορεία του
ποιητή προς την ωριμότητα. Εφεξής, μπορεί να ανιχνευθεί ένας διάλογος των
αισθήσεων του ποιητή με τον ελληνικό χώρο και χρόνο και κυρίως διάλογος που
αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στον ίδιο του τον εαυτό. Όπως σημείωσε
κι ο Σικελιανός στο Ύμνος του μεγάλου Νόστου: «Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿
τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος
ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...». Η «Κίχλη», είναι το πιο προσωπικό ποίημα
του Σεφέρη, καθώς παρομοιάζεται ο ποιητής σαν ένας μάρτυρας που καταθέτει τα
γεγονότα που βίωσε και αντιμετώπισε. Άρα, καθίσταται άμεσα αντιληπτό πως
πρόκειται για ένα κείμενο με αυτοβιογραφικά ίχνη. Το ολοκληρώνει μέσα σε δέκα
μόνο μέρες.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του ποιήματος «Κίχλη», μας χαρίζει τον
πολυαναμενόμενο νόστο, καθώς η οδυσσειακή φιγούρα επιστρέφει στον Πόρο
μετά το τέλος του πολέμου και ανακαλύπτει ένα βυθισμένο πλοίο, την «Κίχλη»,
που κουβαλά τις φωνές των νεκρών στο σκοτεινό της κόσμο, ίσκιους που θα τους
πουν ό,τι χρειάζεται να ξέρει για να φτάσει στο «Φως», το οποίο στο μέλλον θα
εκπροσωπεί τη δική του Ιθάκη.151Από τον ίσκιο του Σωκράτη μαθαίνει για τη
δικαιοσύνη, διδασκόμενος από την απολογία του σοφού μπροστά στους
κατηγόρους του και από το παράδειγμα του θανάτου του: αυτός ο αρχαίος
δάσκαλος προτίμησε να υποφέρει άδικα ο ίδιος παρά να αδικήσει τους άλλους. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σεφέρης, έφτασε σε κρίσιμη στροφή όσο βρισκόταν με
άδεια στον Πόρο, το πνεύμα του εξαγνίστηκε και οι δυνατότητες που
οραματίστηκε είχαν αποτέλεσμα τη λύτρωση που του επέτρεψε να γράψει το πιο
φιλόδοξο ποίημα του μέχρι τότε.152 Στη σκηνή της νεκυιομαντείας, ο Τειρεσίας
υποκαθίσταται από τον Σωκράτη, ένα σοφό άτομο που πλήρωσε με την ίδια του τη
ζωή υποστηρίζοντας τον ορθό τρόπο ζωής.
Η Ελένη αποτελεί το κέντρο βάρους στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄,
φαντασίωση του αρχαίου τραγικού του Ευριπίδη που θέλει την Ελένη να μην πήγε
ποτέ στην Τροία, η Ήρα έπλασε ένα φάντασμα, κι αυτό έβαλε στην αγκαλιά του
τον Πάρη, ενώ η Ελένη οδηγήθηκε ως το τέλος του Τρωϊκού πολέμου στην
Αίγυπτο. Το ποίημα πραγματοποιεί πολλούς συμβολισμούς, μπορεί κανείς να
σκεφτεί τη δραματική περίπτωση για την απελευθέρωση της Κύπρου. Ο Σεφέρης
μελετά τις ανθρώπινες ουσίες, τα συστατικά της ζωής και θέλοντος και μη, θα
πέσει πάνω σε βασικές ανησυχίες του πνεύματος και της ψυχής.

149
Μηνάς Δημάκης, Η ποίηση του Σεφέρη, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1974 σ. 75.
150
Μάρκος Αυγέρης, «Η ποίηση του Σεφέρη», στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα
χρόνια της Στροφής, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, σ. 42.
151
Εντμουντ Κίλι, Αναπλάθοντας τον Παράδεισο. Το ελληνικό ταξίδι 1937 - 1947, μτφρ. Χρύσα
Τσαλικίδου, Αθήνα, Εξάντας, 1999, σ. 320 .
152
Ό.π., σ. 325.

65
Αναφορικά, με το ποίημα «Επί Ασπαλάθων…», περιλαμβάνει μέσα του την
παραπομπή στην Πολιτεία του Πλάτωνος, τμήμα της σε μετάφραση Σεφέρη. Η
ημερομηνία του ποιήματος δηλώνει πως είναι ο τέταρτος χρόνος της δικτατορίας.
Στο ποίημα αυτό, ο Σεφέρης καταφεύγει σε μια σκληρή γλώσσα που δεν τη
συνήθιζε, όσον αφορά στην περιγραφή της τιμωρίας του Αρδιαίου. Έχει σαφώς
κάτι άγριο και ίσως εκδικητικό, παρόλο που όλα γίνονται στο όνομα της
δικαιοσύνης. Ο τόνος του ποιήματος καθίσταται τόνος προειδοποιητικής απειλής
προς κάθε βιαστή της ελευθερίας. Ένας κίτρινος θάμνος στις αυλακώσεις του
τοπίου και μια λέξη στ’ αυλάκια του μυαλού: ασπάλαθοι. Μια λέξη πεισματάρα
που συνεχίζει να φυτρώνει ανάλλαχτη στο νου, αιώνες τώρα όπως το φυτό στο
χώμα. Η λέξη στο μυαλό και ο θάμνος στο τοπίο συμπλέκονται μ’ ένα αρχαίο
όνομα και αμέσως μετά με μια πλατωνική περικοπή. Ο ομιλητής στην τελευταία
παράγραφο του ποιήματος εκείνα που έλεγαν οι αρχαίοι τιμωροί στους διαβάτες,
τα λέει αυτός ο ίδιος και τα λέει και σήμερα σε μας.
Ο λόγος δεν είναι τόσο για το αρχαίο παρελθόν, όσο για το πικρό παρόν και για
ένα εκδικητικό μέλλον. Άρα, εντοπίζεται μια εγγενής αναλογία ανάμεσα στο
παρελθόν, παρόν και το μέλλον. Για παράδειγμα, όπως τιμωρήθηκε ο Αρδιαίος
τύραννος στο μύθο της Πολιτείας του Πλάτωνα με τον ίδιο τρόπο θα τιμωρούνταν
και οι δικτάτορες της εποχής, κατ’ αντιστοιχία και κάθε πολιτικό ον που αποτελεί
εμπόδιο στην επιβολή της δικαιοσύνης. Οι στίχοι του ποιήματος υποθάλπουν μία
καθολικότητα παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο μια πανανθρώπινη υπόσχεση του
ποιητή πως η αδικία πάντα θα τιμωρείται. Οι ασπάλαθοι του Πλάτωνα είναι στον
κάτω κόσμο και οι ασπάλαθοι του ποιήματος βρίσκονται στο Σούνιο και πολύ
κοντά στους δικτάτορες.153 Επί Ασπαλάθων, βρίσκεται το ποίημα και ο ποιητής
διακατέχεται από πίκρα, στεναχώρια και αηδία εξαιτίας του καθεστώτος της
χούντας. Βρισκόμαστε σε έναν ποιητή εμπνεύσεων που προέρχονται κάθε φορά
από ένα βιβλίο, από έναν άλλο ποιητή ή από ψυχικές καταστάσεις του ίδιου, που
του δημιουργούν μια εσωτερική ζωή που ζητά να εκδηλωθεί και αυτό είναι η
έμπνευση.
Στην ποίηση του Σεφέρη ο ποιητικός λόγος δεν είναι απλό διάμεσο στα χέρια
του ποιητή, αλλά κάτι σχεδόν αυτόνομο, με δικά του όρια. Καθώς λοιπόν ωριμάζει
το κάθε ποίημα και γυρεύει τη συγκρότησή του, διαμορφώνει και τις δυναμικές
αντιστάσεις του λόγου του, ως είδος εντολών του ποιητή.154 Αξίζει να επισημανθεί
πως στην παραπάνω διαδικασία, ο ποιητής επεμβαίνει και απομακρύνεται,
επαναλαμβάνοντας το ίδιο μοτίβο ώσπου ο λόγος του να αγγίξει την έσχατη
συσπείρωσή του. Η λειτουργία αυτή γίνεται όπως περίπου ποιητικά κατατίθεται
στη «Μνήμη, Β΄.» από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄

Εἶναι παντοῦ τό ποίημα. Ἡ φωνή σου


καμιά φορά προβαίνει στό πλευρό του
σάν τό δελφίνι πού γιά λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μές στόν ἥλιο
καί πάλι χάνεται. Εἶναι παντοῦ τό ποίημα
σάν τά φτερά τοῦ ἀγέρα μές στόν ἀγέρα
πού ἄγγιξαν τά φτερά τοῦ γλάρου μιά στιγμή.

153
Κοκόλης, Ξ.Α., Σεφερικά μιας εικοσαετίας, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1993, σ. 271.
154
Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα, Αθήνα, Ερμής, 1984,
σ.108.

66
Μια τέτοια υποδοχή και άσκηση του ποιητικού λόγου θα μπορούσε εύκολα να
οδηγήσει στη μεταφυσική . Όμως στον Σεφέρη η ίδια η μεταφυσική πέφτει στα
απαγορευτικά όρια του ποιητικού λόγου: το ποίημα φτάνει συχνά ως την κρίσιμη
μεμβράνη της, την ψηλαφεί, την πιέζει αλλά ποτέ δεν τη διαρρηγνύει.
Στα ποιήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου ή αμέσως μετά η αναβίωση της παράδοσης αποκρυσταλλώνεται στην
πίστη ή την ελπίδα για την αναγέννηση της αγάπης. Ο Σεφέρης ήρθε αντιμέτωπος
με τις δοκιμασίες μιας ήττας και της Κατοχής στην πιο κρίσιμη στιγμή της
λογοτεχνικής του πορείας και επηρεάστηκε από τη βία και την καταπίεση εκείνων
των χρόνων αλλά και από την πολιτική πόλωση που ήταν ήδη παρούσα. Στο έργο
του Σεφέρη παρατηρείται βαθειά λυρικότητα. Στα περισσότερα ποιήματά του,
ασκεί κριτική για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής και τα οποία ζούσε από κοντά,
λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας. Οι ποιητές που άρχισαν να δημοσιεύουν
πριν ή μετά τον πόλεμο επηρεάστηκαν από την ποίηση του Σεφέρη και η σφραγίδα
του αναγνωρίζεται σε μεγάλο μέρος της ελληνικής ποίησης μετά το 1944.155
Ο Γιώργος Σεφέρης είναι κορυφαία μορφή των γραμμάτων μας. Από τα
πρωτόλειά του αναδείχτηκε ως ένας ποιητής που προϋπέθετε την πιο καθαρή
παράδοση, καθώς άκουγε τον ήχο και τον αποτύπωνε. Οι στόχοι του ήταν δύσκολο
να στεφθούν από επιτυχία, ωστόσο συνδυάζοντας με δεξιοτεχνία την αρχαία
ελληνική φιλοσοφία με την προσωπική ποιητική του έκφραση, πέτυχε τη
διαχρονικότητα των έργων του. Εργαζόταν πάντα με το συναίσθημα της ευθύνης
απέναντι στην Τέχνη. Ευρισκόμενος σε διαρκή επικοινωνία με το παρελθόν, το
καθιστούσε διαχρονικό με τη χρήση της μυθικής μεθόδου στα έργα του,
κερδίζοντας με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Το δίπτυχο αυτό
της ανάδειξης ενός παρελθόντος και μιας παρουσίας μέσα στα σύγχρονα γεγονότα,
είναι που καθιστά τον Σεφέρη Έλληνα ποιητή αλλά και διεθνή.

155
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία , μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού -
Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, ό. π., σ. 246 .

67
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αποστολίδου, Βενετία, Καπλάνη, Βικτωρία, Κόκορης Δημήτρης, Ταξίδι στο μύθο


και την ιστορία, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, http://www.ekebi.gr (τελευταία επίσκεψη,
30/4/2018)

Αργυρίου, Αλέξανδρος, Δεκαεπτά κείμενα για τον Γ. Σεφέρη, Καστανιώτης, 1986.

Αργυρίου, Αλέξανδρος , «Προτάσεις για την “Κίχλη”. Μια πρώτη προσέγγιση»


στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, φιλολ.
επιμ. Γ. Π. Σαββίδης - Λ. Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη,1989, 275 – 280.

Α. Κ., «Γιώργος Σεφέρης: Από τη ζωή και το έργο του», Νέα Εστία, Αφιέρωμα
στον Γιώργο Σεφέρη, τχ. 1087, 1972, 1549 – 1551.

Αυγελής, Νίκος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, ΣΤ΄ έκδ.,


2012.

Αυγέρης, Μάρκος, «Η ποίηση του Σεφέρη», στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό
αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, 42.

Βαγενάς, Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής ·μια εξέταση της ποιητικής και της
ποίησης του Σεφέρη, Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδ., 1996.

Βαγενάς, Νάσος, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης», στο Εισαγωγή στην ποίηση του
Σικελιανού. Επιλογή κριτικών κειμένων , φιλολ. επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011, 211 – 224.

Βέικος, Θ. Α., Οι προσωκρατικοί, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, Ε΄ έκδ.,1998.

Βουδούρης, Κ. Ι., Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική αντίληψη για την φιλοσοφία,


Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τχ.4, 1987, 255 – 275.

Γεωργής, Γιώργος, Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, Αθήνα,
Σμίλη, 1991.

Γούση, Ειρήνη, Πλατωνικές αναφορές σε ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Πτυχιακή


εργασία, Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016.

Δάλλας, Γιάννης, «Μια αίσθηση πέρα από τον Καβάφη. Με το κλειδί της
“Κίχλης”», στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της
Στροφής, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης - Λ. Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, 298 –
300.

Δανιήλ, Ανθούλα, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα,


Επικαιρότητα, 1988.

Δανιήλ, Ανθούλα, Το γόνιμο βλέμμα του ποιητή, Γιώργος Σεφέρης: αφιέρωμα,


φιλολ. επιμ. Γ. Χαριτίδου, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.

68
Δασκαλόπουλος, Δημήτρης, (εισαγωγή - επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του
Σεφέρη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013.

Δασκαλόπουλος, Δημήτρης, Κάσδαγλης, Χ. Εμμανουήλ, Σταθάτος, Γιάννης, Οι


φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
2000.

Δημάκης, Μηνάς, Η ποίηση του Σεφέρη, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1974.

Δημηρούλης, Δ., Ο φοβερός παφλασμός: κριτικό αφήγημα για τα “Τρία κρυφά


ποιήματα” του Γ. Σεφέρη, Αθήνα, Πλέθρον, 1999.

Διαμαντής, Αδαμάντιος και Σεφέρης, Γιώργος, Αλληλογραφία 1953 - 1971, φιλολ.


επιμ. Μιχάλης Πιερής, Αθήνα, Στιγμή, 1985.

Ηράκλειτος, Αποσπάσματα, τόμ. 8, φιλολ. επιμ. Αθανάσιος Κυριαζόπουλος –


Βασίλειος Μανδηλάρας, Αθήνα, Χατζόπουλος, 1995.

Κάλφας Βασίλης και Ζωγραφίδης Γιώργος, Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι,


Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη], 2011.

Καραντώνης, Αντρέας, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, Παπαδήμας, 1980.


Κατάθεση ΄73 (συλλογικός τόμος), Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1973.

Κίλι, Έντμουντ, Αναπλάθοντας τον Παράδεισο. Το ελληνικό ταξίδι 1937 - 1947,


μτφρ. Χρύσα Τσαλικίδου, Αθήνα, Εξάντας, 1999.

Κιουρτσάκης, Γιάννης, Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σεφέρη, Αθήνα,
Κέδρος, 1979.

Κοκόλης, Ξ.Α., Σεφερικά μιας εικοσαετίας, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1993.

Κολτσίδας, Χρήστος, «Ποιητική και διδακτική αξιοποίηση ενός πλατωνικού


μύθου: “Επί Ασπαλάθων…” του Γιώργου Σεφέρη», Φιλολογική, τχ.132, (Ιούλιος
2015 - Σεπτέμβριος 2015), 50 – 53.

Κρίκου – Davis, Κ., Κολόκες: μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη
Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (1653 - 1655), Αθήνα, Ιδεόγραμμα, 2002.

Κρίκου – Davis, Κ., Διαβάζοντας τον Σεφέρη. Το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄


και το πεζογραφικό έργο του ποιητή, Αθήνα, Ίκαρος, 1989.

Μαλάνος, Τίμος, Η ποίηση του Σεφέρη και η κριτική μου, Αλεξάνδρεια,


Πρόσπερος, 1955.

Μαρωνίτης, Δ.Ν., Γιώργος Σεφέρης: μελετήματα, Αθήνα, Πατάκης, 2008.

Μαρωνίτης, Δ.Ν., Διαλέξεις, Αθήνα, Στιγμή, 1992.

69
Μαρωνίτης, Δ.Ν., Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και μαθήματα, Ερμής,
1984.

Μπήτον, Ρ., Γιώργος Σεφέρης: περιμένοντας τον Άγγελο, μτφρ. Μ. Προβατά, Δ.


Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Ωκεανίδα, 2003.

Παγανός, Γ. Π., «Μια ερμηνεία της “Ελένης” του Σεφέρη», Δοκιμασία, τχ. 5, 1974,
51 – 57.

Παπαγεωργίου, Κώστας Γ., Σημειώσεις πάνω στα “τρία κρυφά ποιήματα” του
Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1973.

Παπαθανασόπουλος, Θ., Τα «τρία κρυφά ποιήματα» του Σεφέρη, Νέα Εστία,


Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, τχ. 1087, 1972, 1546 – 1548.

Παρίσης, Ν., Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής και το ποιητικό του έργο, Αθήνα,
Πατάκης, 2008.

Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, φιλολ. επιμ. Νικόλαος Εμμ. Τζιράκης, Αθήνα,


Πατάκης, Ε΄ έκδ., 2009.

Πλάτων, Κρατύλος, ή, Περί ορθότητος ονομάτων, Λογικός, φιλολ. επιμ. Γιώργος Δ.


Κεντρωτής, Αθήνα, Gutenberg, Β΄έκδ. βελτιωμένη, 2013.

Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα


Εθνικής Τραπέζης, 15η Ανατύπωση, 2006.

Σαββίδης, Γ.Π., Οι αρχαιολογικές περιδιαβάσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη,


Λευκωσία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1992.

Σαββίδης, Γ. Π., Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο),
Αθήνα, Ερμής, 1981.

Σαββίδης, Γ.Π., «Μια περιδιάβαση. Σχόλια στο … Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν…»,


στον Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα,
Νεφέλη, 1989, 304 – 408.

Σεφέρης, Γιώργος, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄


έκδ.,1976.

Σεφέρης, Γιώργος, «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ παράλληλοι», Δοκιμές Α΄, φιλολ.


επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 1981, 339 – 340, 347 – 348.

Σεφέρης, Γιώργος, «Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», Δοκιμές Β΄, φιλολ. επιμ. Γ.
Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ε΄ έκδ., 1984, 52 – 53.

Σεφέρης, Γιώργος, «Η Ωραία Ελένη», Δοκιμές Γ ΄, φιλολ. επιμ. Δημήτρης


Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Ίκαρος, 1994.

Σίδερης, Ζ., Ομήρου: Οδύσσεια, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1956.

70
Στάθη – Τασιούλη, Μαρία, Ηρακλείτεια στοιχεία στην ποίηση του Σικελιανού και
του Σεφέρη, Πτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη, Τμήμα Φιλοσοφίας και
Παιδαγωγικής ΑΠΘ, 2016.

Στέφος, Α., Σεφέρης, Γ., «Επί Ασπαλάθων…», Φιλόλογος, τχ.18, 1979, 245 – 253.
Τσάτσου, Ιωάννα, Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, Εστία, 1973.

Φυλακτού, Α. Κ., Μια συνομιλία του Γιώργου Σεφέρη με το Νεόφυτο τον Έγκλειστο,
Λευκωσία, χ.ό., 1993.

Beaton, Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφρ. Ευαγγελία


Ζουργού - Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996.

Beaton, Roderick, «From Mythos to Logos: the Poetics of George Seferis», Journal
of Modern Greek Studies, 5(2), 1987,135 – 152.

Brun, J. (επιμ.), Ηράκλειτος, μτφρ. Δ. Διαμαντή, Αθήνα, Πλέθρον, 1987.

Durozoi, G. & Roussel, A., Λεξικό φιλοσοφίας, Αθήνα, Πατάκης, 2010.

Hussey, E., Ηράκλειτος, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι: συναγωγή συστατικών


μελετημάτων, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης, Τ. Τυφλόπουλος, φιλολ. επιμ. Long, Α. Α.,
Αθήνα, Παπαδήμας, 2005,147 – 180.

Kapre-Karka, K., War in the poetry of George Seferis: A poem – by – poem


analysis, New York, Pella Pub Co., 1985.

Keeley, Edmund, «Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος», μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς στο
Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
401 – 428.

Krikos – Davis, Katerina, «Για την Ελένη του Σεφέρη», Νέα Παιδεία, τχ. 50, 1989,
111 – 128.

Vitti, Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Μ. Ζορμπά, Αθήνα,


Οδυσσέας, Δ΄ έκδ., 2016.

Vitti, Mario, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα,
Εστία, 1994.

West, Thomas, G., Plato’s apolology of Sokrates, New York, Cornell University
Press, 1979.

Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Αθήνα,


Πατάκης, 2007.

71

You might also like