Ἡ Ἐντολή Τοῦ Θεοῦ Στούς Πρωτόπλαστους Ὡς Δοκιμασία Τοῦ Αὐτεξουσίου Τους

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ στούς Πρωτόπλαστους ὡς

δοκιμασία τοῦ Αὐτεξουσίου τους.


«Εἶθ’ οὕτω καί τόν τῆς Ἐντολῆς νόμον αὐτῷ παρασχών, οἷόν τινα
τοῦ Αὐτεξουσίου ἀπόπειραν, ὑποχωρῆσαι τούτῳ τοῦ λοιποῦ δεῖν ἔγνω καί,
ὅ φησιν ὁ Σειράχ, ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ, κατά τό
δοκοῦν αὐτῷ ἑλέσθαι τό παριστάμενον· καί ἔπαθλον ὥσπερ τῆς
τηρηθείσης παρ’ αὐτοῦ ἐντολῆς, τήν ἐνυπόστατον τῆς θεώσεως χάριν
κομίσεσθαι, Θεόν γενόμενον, καί τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί εἰς αἰῶνας
καταστραπτόμενον»1.
Ὁ Θεό ς, γρά φει ὁ Ἅγιος Νικό δημος ὁ Ἁγιορείτης ἀ φοῦ ἔπλασε τό ν Ἀδά μ
καί τή ν Εὔ α τού ς τοποθέτησε στό ν Παρά δεισο τῆ ς τρυφῆ ς. «Κι ἔπειτα ἀφοῦ
προσέφερε σ’ αὐτόν καὶ τὸ νόμο τῆς Ἐντολῆς [Του], σάν κάποια δοκιμή
τοῦ Αὐτεξουσίου [του], ἔκρινε ὅτι πρέπει εἰς τό ἑξῆς νά ἀποσυρθῇ ἀπ’
αὐτόν, καί ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Σειράχ: «τόν ἄφησε στά χέρια τοῦ
συλλογισμοῦ του»2, νά ἐπιλέξῃ σύμφωνα μέ τή γνώμη του, ἐκεῖνο πού
θεωρεῖται καλό ἀπ’ αὐτόν καί νά ἀποκτήσῃ ὡς ἔπαθλο- ἐπειδή ἀκριβῶς
τηρήθηκε ἡ ἐντολή ἀπ’ αὐτόν- τήν ἐνυπόστατο Χάρι τῆς θεώσεως, ἀφοῦ
ἔγινε Θεός καί λάμπει μέσα στούς αἰῶνες μέ τό ὑπέρλαμπρο φῶς [τοῦ
Θεοῦ]»3.

Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν ὡς ἀπόδειξη τῆς ἐλεύθερης ἀγαπητικῆς


κίνησης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἡ ὑπακοή στίς ἐντολές ὁδηγεῖ στήν
θέωση διότι σταθεροποιεῖ τήν παραμονή τοῦ ἀνθρώπου ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας.

Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἦ ταν μία προσφορά στό ν ἄ νθρωπο συνοδευμένη μέ


τή ν ὑ πό σχεση τῆ ς θεώ σεως ἐά ν γινό ταν σεβαστή . Στή συνέχεια ὁ Θεό ς
ἀ ποσύ ρεται ἀ φή νοντας ἀ νεπηρέαστο τό ν ἄ νθρωπο νά διαλέξει ἐλεύ θερα τί
θέλει: Μία ζωή κοντά Του ἤ σωστό τερα μέσα Του, «ἐν Αὐ τῷ », στή ν Ἐκκλησία

1
Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλ ο καλ ία τῶ ν Ἱερ ῶ ν
Ν ηπτικῶ ν συ ν ερ αν ισθεῖσ α παρ ά τῶ ν Ἁγίω ν καί Θ εο φό ρ ων Π ατέρ ω ν , ἐν ᾗ
δ ιά τῆς κατά τήν πρ άξ ιν καί θεω ρ ίαν ἠθικῆς φ ιλ ο σοφ ίας ὁ νο ῦ ς καθαίρ ετ αι,
φ ω τίζ εται καί τελ ειο ῦ ται καί εἰς ἥν πρ ο σετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βεν ετίᾳ
ἐκδ ό σεω ς ἐλ λ είπο ν τα κεφ άλ αια το ῦ μακαρ ίο υ Π ατρ ιάρ χο υ Κ αλ λ ίστο υ ,
ἔκδοσις Α΄, Ἐπιμέλεια ἀδελφῶν Ἱεροῦ Κοινοβίου Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Μπούρα-Λεοντάρι Ἀρκαδίας, Ἔκδοσις Α΄ 2010 ,τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν
βίβλον, σελ. 56.
2
Σοφ. Σειρ. ιε, 14΄
3
Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλ ο καλ ία τῶ ν Ἱερ ῶ ν
Ν ηπτικῶ ν συ ν ερ αν ισθεῖσ α παρ ά τῶ ν Ἁγίω ν καί Θ εο φό ρ ων Π ατέρ ω ν , ἐν ᾗ
δ ιά τῆς κατά τήν πρ άξ ιν καί θεω ρ ίαν ἠθικῆς φ ιλ ο σοφ ίας ὁ νο ῦ ς καθαίρ ετ αι,
φ ω τίζ εται καί τελ ειο ῦ ται καί εἰς ἥν πρ ο σετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βεν ετίᾳ
ἐκδ ό σεω ς ἐλ λ είπο ν τα κεφ άλ αια το ῦ μακαρ ίο υ Π ατρ ιάρ χο υ Κ αλ λ ίστο υ ,
ἔκδοσις Α΄, Ἐπιμέλεια ἀδελφῶν Ἱεροῦ Κοινοβίου Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Μπούρα-Λεοντάρι Ἀρκαδίας, Ἔκδοσις Α΄ 2010 ,τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν
βίβλον, σελ. 56: «Εἶθ’ οὕτω καί τόν τῆς Ἐντολῆς νόμον αὐτῷ παρασχών, οἷόν τινα τοῦ Αὐτεξουσίου
ἀπόπειραν, ὑποχωρῆσαι τούτῳ τοῦ λοιποῦ δεῖν ἔγνω καί, ὅ φησιν ὁ Σειράχ, ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί
διαβουλίου αὐτοῦ, κατά τό δοκοῦν αὐτῷ ἑλέσθαι τό παριστάμενον· καί ἔπαθλον ὥσπερ τῆς
τηρηθείσης παρ’ αὐτοῦ ἐντολῆς, τήν ἐνυπόστατον τῆς θεώσεως χάριν κομίσεσθαι, Θεόν γενόμενον,
καί τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί εἰς αἰῶνας καταστραπτόμενον»
Του ἤ μία ζωή αὐ τονομίας μακρυά Του, ἔξω ἀ πό τό ν Παρά δεισο πού εἶναι ἡ
Ἐκκλησία Του, ἡ κοινωνία μέ τή ν Ἁγία Τριά δα;
Ἡ ὑ πακοή στή ν ἐντολή θά ἦ ταν ἀ πό δειξη τῆ ς ἀ γά πης τῶ ν
Πρωτοπλά στων στό ν Θεό .
Ὁ Κύ ριος τό τό νισε ἐμφαντικά : «Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει, αὐτός
πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ»4.
Ἡ ἀ γά πη δέν ἐπιβά λλεται ἀ ναγκαστικά ἀ πό τό ν Θεό στό ν ἄ νθρωπο, ἀ λλά
εἶναι καρπό ς τῆ ς ἐλευθερίας-αὐ τεξουσίου τοῦ ἀ νθρώ που καί βλαστά νει μέσα σέ
περιβά λλον ἐλευθερίας.
Ἡ ἀ γά πη τοῦ ἀ νθρώ που πρό ς τό ν Θεό ν ἑνώ νει τό ν ἄ νθρωπο μέ τό ν Θεό
διά τῆ ς Θείας Χά ρης.
Ὁ Κύ ριος ἔρχεται καί ἐνοικεῖ μαζί μέ τό ν Πατέρα καί τό ν Πανά γιον
Πνεῦ μα στό ν ἄ νθρωπο πού τό ν ἀ γαπᾶ ἀ ποδεδειγμένα δηλ. στό ν ἄ νθρωπο πού
τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Μᾶ ς εἶπε: «Ἐάν κάποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τόν
λόγο μου καί ὁ Πατέρας μου θά τόν ἀγαπήσει καί θά ἔλθουμε πρός αὐτόν
καί θά κάνομε διαμονή σ’ αὐτόν»5.
Ἀπό δειξη μή ἀ γά πης πρό ς τό ν Θεό εἶναι ἡ μή τή ρηση τῶ ν ἐντολῶ ν Του.
«Ἐκεῖνος πού δέν μέ ἀγαπάει» μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος «δέν τηρεῖ τούς λόγους
μου»6. Ἡ ἀ πουσία ἀ γά πης πρό ς τό ν Θεό κά νει ἀ δύ νατη τή ν ἕνωση μαζί Του καί
τή ν ἔνταξη καί παραμονή στή ν Ἐκκλησία Του.
Ὁ ἅ γιος Νικό δημος θεολογεῖ ἀ λά νθαστα παρουσιά ζοντας καί
αἰτιολογώ ντας τή ν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρό ς τού ς πρωτοπλά στους ὡ ς δοκιμασία
τοῦ αὐ τεξουσίου τους. Ὁ Θεό ς θέλει νά Τό ν θέλουμε, νά κινού μαστε
αὐ τοπροαίρετα συνεχῶ ς πρό ς Αὐ τό ν, νά Τό ν ἀ γαπᾶ με «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, τῆς
καρδίας, τῆς διάνοιας, τῆς ἰσχύος»7.
Ἡ ἔνταξή μας μέσα στό σῶμα Του τήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καί ἡ παραμονή μας σ’ Αὐτή γίνεται διά τῆς ὑπακοῆς στίς
ἐντολές Του καί ὄχι τυχαῖα ἤ μαγικά ἤ ἀναγκαστικά ἀλλά ἑκούσια,
αὐτοπροαίρετα καί ἀγαπητικά. Θέλοντας νά δοκιμά σει τή ν ἀ γά πη μας,
θέλοντας νά δεῖ πρό ς τά ποῦ κλίνει τό αὐ τεξού σιό μας, μᾶ ς ἔδωσε τή ν πρώ τη
ἐντολή τῆ ς νηστείας. Ἄν οἱ πρωτό πλαστοι τηροῦ σαν τή ν ἐντολή θά ἐλά μβαναν
τή ν ἐνυπό στατη Χά ρη τῆ ς Θεώ σεως. Ὅμως ἀ πέτυχαν...
Ὁ Νέος Ἀδά μ, ὁ Χριστό ς ἐκπλή ρωσε τελειό τατα τή ν ὑ πακοή στό ν Θεό
Πατέρα παραμένοντας σέ συνεχή κοινωνία καί ἕνωση μέ τό ν Πατέρα καί τό Ἅγιο
Πνεῦ μα, τή ν αἰώ νια Ἐκκλησία τῆ ς Ἁγίας Τριά δος.
Οἱ διά δοχοι καί μιμητές Του ἐπίσης φθά νουν στή ν θέωση διά τῆ ς
ὑ πακοῆ ς στίς ἐντολές, ἡ ὁ ποία εἶναι ἀ πό δειξη τῆ ς ἀ γά πης τους.
Ἐντά σσονται ἔτσι καί αὐ τοί στή ν αἰώ νια ἄ κτιστη Ἐκκλησία καί γίνονται
κατά χά ριν ἄ κτιστοι καταστραπτό μενοι ἀ πό τό ἄ κτιστο θεῖο Φῶ ς. Ἡ ὑπακοή
ἑπομένως ἐκκλησιαστικοποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἡ παρακοή ἀντιθέτως
ἐξωεκκλησιάζει τόν ἄνθρωπο ἀπομακρύνοντάς τον ἀπό τήν κοινωνία καί
ἕνωση μέ τόν Τριαδικό Θεό. Αὐ τό ἀ κριβῶ ς τό ἀ γαθό προβά λλει ὁ μοναχισμό ς

4
 Ἰ ω . ιδ΄, 21: «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με
ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». 
5
 Ἰ ω . ιδ΄, 23-24: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ
πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν.  24 ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ
τηρεῖ».
6
Ὅ. π.
7
Μ α ρ κ . 12, 30
ὡ ς πανά κεια (σωτή ριο θεραπευτικό παν-φά ρμακο) γιά τή ν θεραπεία τοῦ
μεταπτωτικοῦ ἀ ποστά τη ἀ νθρώ που.

Ἡ Ὑπακοή καί ὁ μοναχισμός


Κατ’ ἐξοχή ν ἡ ἀ ρετή τῆ ς ὑ πακοῆ ς στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ διά τῆ ς ὑ πακοῆ ς
στό ν Γέροντα-Πνευματικό ὁ δηγό προβά λλεται στό Μοναχισμό . Ὁ μοναχισμό ς ὡ ς
συνέχεια τῆ ς ζωῆ ς τῶ ν πρώ των χριστιανῶ ν8 εἶναι ὁ συνεπή ς χριστιανισμό ς, καί
ἡ πλή ρης μίμηση τῆ ς ζωῆ ς τοῦ Κυρίου καί τῶ ν Ἁγίων Ἀποστό λων.
Ὁ ὀ ρθό δοξος μοναχό ς λαμβά νει τίς ἐντολές τοῦ πνευματικοῦ του πατρό ς,
ὡ ς ἀ πό στό ματος Θεοῦ καί αὐ τές ἀ ποτελοῦ ν μία δοκιμασία τοῦ αὐ τεξουσίου
του. Ἐά ν ὑ πακού σει θά λά βει τή ν ἐνυπό στατη Χά ρη τῆ ς Θεώ σεως.
Ἡ λειτουργία τῆς ὑπακοῆς τοῦ μοναχοῦ μέσα στό Μοναστῆρι εἶναι
ἀνάλογη τῆς λειτουργίας τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν
Παράδεισο. Ὅ, τι δέν κατά φεραν οἱ Πρωτό πλαστοι ἀ γωνίζεται νά κατορθώ σει ὁ
Μοναχό ς.
Ἡ λειτουργία τῆ ς ὑ πακοῆ ς μέσα στή ν πρώ τη (ἀ ρχέγονη) ἐκκλησία τῆ ς
Ἁγίας Τριά δος καί τῶ ν Πρωτοπλά στων δέν ὁ λοκληρώ θηκε. Ὅ,τι ἔμεινε ἀ τελές
καί ἀ πραγματοποίητο ἐκεῖ, ἀ γωνίζεται νά τελειώ σει καί νά πραγματώ σει ὁ
Μοναχό ς στή ν ἔρημο ἤ στό κοινό βιο.
«Ὁρατό ς Θεό ς» κατά τό ν σεβαστό Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώ τη εἶναι ὁ
Γέροντας. Ἡ ὑπακοή ἑπομένως, πού γίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τόν μοναχό-
ὑποτακτικό «ἀνατρέχει»(ἀναφέρεται) τελικά στόν Θεό.
«Πιστέψατέ μου» παρατηρεῖ ὁ Πατερικό ς θεοφώ τιστος Γέρων Ἐφραίμ,
«μὲ πεῖρα σᾶς μιλῶ, μὲ εἰλικρίνεια σᾶς λέω. Ὅποιος ὑποτακτικὸς φθάση
στὴν τελειότητα τῆς ὑπακοῆς, δὲν φοβᾶται Θεό. Οὔτε τὴν Κρίση, οὔτε τὴ
Δευτέρα Παρουσία. Φοβᾶται μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ Γέροντα νὰ μὴ λύπηση.
ὁ Γέροντας εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεός. Λύπησες τὸν Γέροντα, λύπησες τὸν Θεό.
Ἀνέπαυσες τὸν Γέροντα, ἀνέπαυσες τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες
ἤξεραν τί ἔλεγαν: Ὑπακοὴ -ζωή, παρακοὴ-θάνατος. Δὲν θέλει ἐδῶ οὔτε
μεταλήψεις, οὔτε ἀγῶνες, οὔτε φιλοξενίες, οὔτε νοερὲς προσευχές. Ὅλα
μπροστὰ στὴν ὑπακοὴ καταργοῦνται. Δέκα φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ
μεταλαμβάνεις, ἂν δὲν κάνης ὑπακοή, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση»9.
Οἱ μοναχοί εἶναι τὸ ἅ λας τῆ ς γῆ ς καὶ τὸ φῶ ς τοῦ κό σμου κατὰ τὸ ν ἅ γιον
Ἰωά ννην τῆ ς Κλίμακος «Φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων
ἀνθρώπων μοναδική πολιτεία»10.
Στό μέτρο πού κανείς ἀ ρνεῖται τό θέλημα Του καί κά νει ὑ πακοή στό ν
Πνευματικό Του Πατέρα, ἀ ναπαύ ει τό ν Θεό . Ἐά ν δέν κά νει ὑ πακοή δέν
ὠ φελεῖται οὔ τε ἀ πό τίς προσευχές, οὔ τε ἀ πό τίς νηστεῖες, οὔ τε ἀ πό τή ν Θεία
Μετά ληψη.
Ἡ διδασκαλία τῶ ν Πατέρων τῆ ς ἐρή μου εἶναι ἀ πό λυτα θεραπευτική καί
γιά τού ς λαϊκού ς χριστιανού ς, τού ς ἐρημῖτες καί ἀ σκητές τῶ ν πό λεων, τού ς
οὐ ρανοπολίτες μιμητές τοῦ Τέλειου Ὑποτακτικοῦ τοῦ Χριστοῦ Μας.

8
Τό πρῶτο ὄνομα τοῦ μοναχισμοῦ ἦταν ἀποστολική ζωή, δηλαδή ζωή σύμφωνη μέ τήν τοῦ Κυρίου
καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
9
Σ υ μ β ο υ λ ὲ ς τ ο ῦ σ ε β α σ τ ο ῦ Γ έ ρ ο ν τ ο ς Ἱ ε ρ ο μ ό ν α χο υ Ἐ φ ρ α ὶ μ
Κ α τ ο υ ν α κ ι ώ τ ο υ στὴ ν ἀ δελφό τητα τῆ ς Ἱερᾶ ς Μονῆ ς ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ
ΥΠΑΚΟΗΣ, http://www.pigizois.net/pneumatikoi_logoi/ajia_ipakois.htm
10
Κ λ ῖ μ α ξ , Κστ΄, 23.
Ὁ Κύ ριος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»11
στό ν ἐν οὐ ρανοῖς Πατέρα Του καί Πατέρα Μας. Μᾶ ς καλεῖ στή ν μίμησή Του γιά
νά μᾶ ς σώ σει καί θεώ σει.
Ἄς μή ν ὑ ποκύ πτουμε σέ θεωρίες τοῦ τύ που: «Ἡ ὑ πακοή εἶναι γιά τού ς
μοναχού ς. Μή ν ψά χνεις γιά ὑ πακοές στού ς λαϊκού ς»...Ἡ ὑ πακοή εἶναι
ἀ παραίτητη καί ἀ ναγκαία γιά τή σωτηρία μας καθώ ς εἶναι μίμηση Χριστοῦ καί
ἀ πό δειξη ὅ τι Τό ν ἀ γαπᾶ με.
«Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀ γαπά ει» εἶπε ὁ Κύ ριος «αὐ τό ς πού ἔχει τίς ἐντολές
μου καί τίς τηρεῖ»12 διά τῆ ς ἐλεύθερης καί χαρούμενης (ὅ πως δίδασκε ὁ
μακαριστό ς Γέρων Πορφύ ριος) ὑ πακοῆ ς.

11
Φ ι λ ι π . 2, 8.
12
Ἰ ω ά ν . 14, 21.

You might also like