Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 71

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

ΒΙΒΛΙΟ Α: ΚΛΕΙΩ

[pr.] Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μη
ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και
θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους,
να σβήσουν άδοξα· ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ
τους.
[1.1.1] Οι γραμματισμένοι Πέρσες βρίσκουν τους Φοίνικες αίτιους της έχθρας· λεν
δηλαδή πως αυτοί, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά σε τούτη εδώ
τη θάλασσα, αφού κατοίκισαν το χώρο που και τώρα κατοικούν, άρχισαν αμέσως με
μακρινά ταξίδια, μεταφέρνοντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά, να πιάνουν
και σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. [1.1.2] Το Άργος εκείνα τα χρόνια σε
όλα ξεχώριζε ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Πως
έφτασαν λέει σ᾽ αυτό το Άργος οι Φοίνικες και ξεπουλούσαν το φορτιό τους. [1.1.3]
Όμως την πέμπτη ή την έχτη μέρα αφότου έφτασαν και όταν σχεδόν τα είχαν όλα
ξεπουλήσει, πως κατέβηκαν στη θάλασσα και άλλες πολλές κοπέλες και ανάμεσά
τους η θυγατέρα του βασιλιά· το όνομά της ήταν το ίδιο που λεν και οι Έλληνες, Ιώ
του Ινάχου. [1.1.4] Πως αυτές στάθηκαν στην πρύμη του καραβιού κι αγόραζαν από
τις πραμάτειες ό,τι τραβούσε η καρδιά τους πιο πολύ, και οι Φοίνικες συνεννοημένοι
όρμησαν πάνω τους. Πως βέβαια οι πιο πολλές ξέφυγαν, όμως την Ιώ μαζί με άλλες
την άρπαξαν, τη βάλαν στο καράβι και γρήγορα άνοιξαν πανιά για την Αίγυπτο.
[1.2.1] Έτσι διηγούνται οι Πέρσες πως η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο, όχι όπως οι
Έλληνες, και πως αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Μετά από
αυτά, λένε οι Πέρσες, κάποιοι από τους Έλληνες (γιατί δεν ξέρουν να πουν το όνομά
τους) πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά
την Ευρώπη. Μπορεί και να ᾽ταν Κρήτες. Πως έτσι έγιναν ίσα κι ίσα, όμως μετά οι
Έλληνες έγιναν αίτιοι της δεύτερη αδικίας. [1.2.2] Γιατί μ᾽ ένα μακρύ καράβι
ανέβηκαν τον Φάση ποταμό στην Αία της Κολχίδας, κι αποκεί, σαν αποτέλειωσαν τις
άλλες υποθέσεις τους για τις οποίες πήγαν, άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά τη
Μήδεια. [1.2.3] Πως έστειλε ο Κόλχος στην Ελλάδα κήρυκα και ζητούσε
ικανοποίηση για την αρπαγή, και ζητούσε πίσω την κόρη του· όμως αυτοί
απαντούσαν ότι ούτε εκείνοι δεν τους είχαν δώσει ικανοποίηση για την αρπαγή της
αργίτισσας Ιως· ούτε λοιπόν κι αυτοί θα του τη δώσουν.
[1.3.1] Στην επόμενη γενιά ύστερα από αυτά, λένε πως ο Αλέξανδρος που τα έμαθε,
θέλησε να αποχτήσει γυναίκα από την Ελλάδα με αρπαγή, ξέροντας πως έτσι κι
αλλιώς δε θα δώσει λόγο, αφού και εκείνοι δεν έδωσαν. [1.3.2] Έτσι λοιπόν, σαν
άρπαξε την Ελένη, οι Έλληνες πήραν απόφαση να στείλουν κήρυκες και να ζητούν
την Ελένη πίσω, και να ζητούν ικανοποίηση για την αρπαγή. Όμως εκείνοι στα
επιχειρήματά τους αντίφερναν την αρπαγή της Μήδειας, ότι ούτε οι ίδιοι δεν τους
έδωσαν ικανοποίηση ούτε τους την έδωσαν πίσω, μόλο που τη ζητούσαν, κι ήθελαν
τώρα να πάρουν ικανοποίηση από τους άλλους.
[1.4.1] Πως ώς εδώ μόνο αρπαγές γυναικών έγιναν και από τις δύο μεριές, όμως
αποκεί και πέρα οι Έλληνες βέβαια έπεσαν σε μεγάλο σφάλμα· γιατί πρωτύτερα
αυτοί άρχισαν να εκστρατεύουν στην Ασία απ᾽ ό,τι εκείνοι στην Ευρώπη. [1.4.2]
Πως το να αρπάζει κανείς γυναίκες είναι βέβαια έργο αδίκων ανθρώπων, όμως, μια κι
έγινε η αρπαγή, να θες καλά και σώνει εκδίκηση, αυτό το κάνουν οι ανόητοι· να μη
σε νοιάζει γι᾽ αυτές που σου άρπαξαν, αυτό είναι γνώρισμα των φρονίμων· γιατί
ολοφάνερα, αν δεν το ήθελαν οι ίδιες, δε θα άφηναν να τις αρπάξουν. [1.4.3] Αυτοί οι
Ασιάτες, λεν οι Πέρσες, όταν τους άρπαξαν γυναίκες, δεν το πήραν στα σοβαρά, ενώ
οι Έλληνες για μια γυναίκα σπαρτιάτισσα ξεσήκωσαν ολόκληρη εκστρατεία, ήρθαν
στην Ασία και αφάνισαν τη δύναμη του Πριάμου. [1.4.4] Πως από τότε πια θεωρούν
ότι οι Έλληνες τους είναι εχθροί. Γιατί την Ασία και τα βάρβαρα έθνη που την
κατοικούν, οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες τα
έβλεπαν πάντα σαν κάτι ξεχωριστό.

[1.5.1] Έτσι λεν οι Πέρσες πως έγιναν τα πράγματα, και στην άλωση του Ιλίου
βρίσκουν την αιτία της έχθρας τους προς του Έλληνες. [1.5.2] Για την Ιώ δε
συμφωνούν με τους Πέρσες οι Φοίνικες· γιατί δεν την άρπαξαν αυτοί, λένε, και δεν
την έφεραν στην Αίγυπτο, αλλά ότι στο Άργος έσμιξε με τον καπετάνιο του καραβιού
και, όταν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, από ντροπή για τους γονείς της — έτσι λοιπόν
από μόνη της έφυγε με τα καράβια των Φοινίκων, για να μην προδοθεί. [1.5.3] Αυτά
λεν οι Πέρσες και οι Φοίνικες. Εγώ όμως δεν έρχομαι να μιλήσω γι᾽ αυτά, αν έγιναν
έτσι ή κάπως αλλιώς, αλλά εκείνον που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα
στους Έλληνες, αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της
ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων. [1.5.4]
Γιατί όσες ήταν μεγάλες παλιότερα, οι πιο πολλές τους έχουν γίνει μικρές, κι όσες στα
χρόνια μου ήταν μεγάλες, πριν ήταν μικρές. Την ανθρώπινη λοιπόν ευδαιμονία
ξέροντάς την, πως δε στέκει αμετακίνητη, θα μνημονεύσω το ίδιο και τις δύο.
[1.6.1] Ο Κροίσος ήταν Λυδός στην καταγωγή, γιος του Αλυάττη και τύραννος των
εθνών εκείνων που μένουν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού, που από τα μεσημβρινά
τρέχει ανάμεσα στους Σύριους και τους Παφλαγόνες και χύνεται βορεινά στον
καλούμενο Εύξεινο πόντο. [1.6.2] Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους
βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς
κέρδισε με το μέρος του ως φίλους. Έκανε φόρου υποτελείς τους Ίωνες και τους
Αιολείς και τους Δωριείς της Μικράς Ασίας, κέρδισε με το μέρος του ως φίλους τους
Λακεδαιμόνιους. [1.6.3] Πριν από την αρχή του Κροίσου όλοι οι Έλληνες ήταν
ελεύθεροι. Γιατί των Κιμμερίων ο στρατός που έφτασε στην Ιωνία, όντας
αρχαιότερος από του Κροίσου, δεν προχώρησε στην καθυπόταξη των πόλεων, αλλά
έκανε επιδρομή και αρπαγές.
[1.7.1] Η ηγεμονία, που ήταν πρώτα των Ηρακλειδών, πέρασε στα χέρια της γενιάς
του Κροίσου, στους Μερμνάδες, έτσι: [1.7.2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον
λεν Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή.
Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος
Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος.
[1.7.3] Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του
Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομά του, αυτός
που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. [1.7.4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους
πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που κρατούσε η γενιά τους
από μια δούλη του Ιαρδάνου και από τον Ηρακλή και που βασίλευσαν είκοσι δύο
γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια, κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα
του, ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[1.8.1] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί
της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια
τέτοια πίστη —γιατί ήταν ένας από τους δορυφόρους του ο Γύγης, ο γιος του
Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του— σ᾽ αυτόν λοιπόν το Γύγη
εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις σπουδαιότερες υποθέσεις του, και του παινούσε
ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. [1.8.2] Δεν πέρασε πολύς καιρός —
γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει— κι έλεγε μια μέρα του Γύγη
τέτοια λόγια: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά
της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι
στα μάτια), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή». [1.8.3] Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε:
«Κύριέ μου, τί λόγο αρρωστημένο μού λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την
δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη
και την ντροπή της. [1.8.4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές,
που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη
δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη και
σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[1.9.1] Έτσι μιλώντας πάσχιζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο
κακό. Όμως εκείνος του απαντούσε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Θάρρος, Γύγη, και μη
φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση,
ούτε τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό· [1.9.2] γιατί εγώ θα σε
βάλω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως
μετά από μένα θα έρθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο
ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα
μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. [1.9.3] Όταν από το θρονί
προχωρήσει προς το κρεβάτι, και έτσι βρεθείς πίσω από την πλάτη της, κοίτα μόνος
σου αποκεί και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα».
[1.10.1] Ο Γύγης λοιπόν, μια και δε γινόταν να το ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο
Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε το Γύγη στο δωμάτιο, και
ύστερα αμέσως παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα
ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. [1.10.2] Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη
της, καθώς προχωρούσε η γυναίκα στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Μα η γυναίκα
τον είδε καλά την ώρα που ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άνδρας της,
όμως ούτε φώναξε, μ᾽ όλη της την ντροπή, ούτε έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο
νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. [1.10.3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και
στους άλλους βαρβάρους, είναι μεγάλη ντροπή ακόμη και έναν άντρα να τον δουν
γυμνό.
[1.11.1] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την
ψυχραιμία της. Όμως ευθύς ως ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων
των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι πολύ πιστοί, και έστειλε να φωνάξουν το
Γύγη. Και αυτός δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει τα
πράγματα, ήρθε στην πρόσκλησή της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη
τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. [1.11.2] Μόλις ο Γύγης έφτασε, του μίλησε η
γυναίκα έτσι: «Τώρα σου ανοίγονται δύο δρόμοι, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να
πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη
βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη γίνει και
δεις του λοιπού με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη όσα δε σου επιτρέπεται.
[1.11.3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που
εμένα με είδες γυμνή κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με
τα λόγια της, ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια
τέτοια εκλογή. [1.11.4] Όμως παρόλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη
πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον
σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι — διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την
ακόλουθη ερώτηση: «Μια και με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην
το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιό τρόπο θα του επιτεθούμε». [1.11.5] Και εκείνη
πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος
με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[1.12.1] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, σα νύχτωσε (γιατί δε γινόταν πια ο Γύγης να
ξεφύγει ούτε κι υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να
αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα και κείνη του
έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο θυρόφυλλο. [1.12.2] Μετά, την
ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, βγήκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε, και
έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε και ο
Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο.
[1.13.1] Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί
έτσι που οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν
τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν
το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα
να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. [1.13.2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι
βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των
Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί
ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνο όταν εκπληρώθηκε.
[1.14.1] Έτσι πήραν στα χέρια τους οι Μερμνάδες την τυραννίδα παραμερίζοντας
τους Ηρακλείδες. Όταν ο Γύγης έγινε βασιλιάς, έστειλε πολλά αφιερώματα στους
Δελφούς· προκειμένου για αφιερώματα από ασήμι, υπάρχουν πάρα πολλά δικά του
στους Δελφούς· έξω όμως από ασήμι αφιέρωσε κι άλλο πολύ χρυσάφι και μάλιστα —
κάτι που αξίζει να το θυμάται κανείς— έξι κρατήρες χρυσοί βρίσκονται εκεί,
αφιερώματα δικά του· [1.14.2] είναι στημένοι στο θησαυρό των Κορινθίων και
ζυγίζουν τριάντα τάλαντα. Στην πραγματικότητα ο θησαυρός δεν είναι του δήμου των
Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου, γιου του Ηετίωνα. Αυτός ο Γύγης πρώτος από τους
βαρβάρους, όσο ξέρουμε, αφιέρωσε αναθήματα στους Δελφούς μετά το Μίδα, το γιο
του Γορδία, το βασιλιά της Φρυγίας. [1.14.3] Γιατί βέβαια αφιέρωσε και ο Μίδας τον
βασιλικό του θρόνο, που πάνω του καθισμένος δίκαζε μπροστά στο λαό — έργο
αξιοθέατο. Βρίσκεται και αυτός ο θρόνος όπου και οι κρατήρες του Γύγη. Τα χρυσά
αυτά κα ασημένια αναθήματα του Γύγη στους Δελφούς τα λεν Γυγάδα από το όνομα
του αναθέτη. [1.14.4] Κίνησε κι αυτός επίσης στρατό, όταν πήρε την αρχή στα χέρια
του, εναντίον της Μιλήτου και της Σμύρνης, και κυρίεψε την πόλη της Κολοφώνος.
Αλλά επειδή άλλο έργο σπουδαίο δεν έγινε στα χρόνια της βασιλείας του, που
κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια, θα τον αφήσουμε με αυτά τα λίγα που διηγηθήκαμε.
[1.15.1] Θα μιλήσω τώρα για τον Άρδη, τον γιο του Γύγη που βασίλευσε μετά το
Γύγη. Αυτός πήρε την Πριήνη και μπήκε στη Μίλητο και στα χρόνια που ήταν
τύραννος στις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι, που τους ξεσήκωσαν από τα μέρη τους οι
νομάδες Σκύθες, ήλθαν στην Ασία και κυρίεψαν τις Σάρδεις εκτός από την ακρόπολη.

[1.16.1] Τον Άρδη που βασίλευσε σαράντα εννέα χρόνια τον διαδέχθηκε ο
Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, που βασίλευσε δώδεκα χρόνια, τον Σαδυάττη
πάλι ο Αλυάττης. [1.16.2] Αυτός πολέμησε με τον Κυαξάρη, τον απόγονο
του Δηιόκη, και με τους Μήδους του, έδιωξε τους Κιμμέριους από την
Ασία, κυρίεψε τη Σμύρνη, εποικισμένη από τους Κολοφώνιους, και έκανε
εισβολή στις Κλαζομενές. Ωστόσο αποκεί δεν ξεμπέρδεψε όπως το ήθελε,
παρά αφού έπαθε μεγάλες καταστροφές.
[1.17.1] Έκανε και άλλα έργα, όσο βρισκόταν στην αρχή ο Αλυάττης,
αξιομνημόνευτα, τα εξής: πολέμησε με τους Μιλησίους συνεχίζοντας τον
πόλεμο του πατέρα του. Έκανε επιδρομές και πολιορκούσε τη Μίλητο με
τον ακόλουθο τρόπο: Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα,
τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία
από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους. [1.17.2]
Και όταν έφτανε στη χώρα των Μιλησίων, τις αγροκατοικίες τους ούτε
τις γκρέμιζε ούτε τους έβαζε φωτιά ούτε έσπαζε τις πόρτες, παρά τα
άφηνε όλα στη θέση τους· όμως αφού χαλούσε τα δένδρα και τα
γεννήματα της γης, έφευγε πίσω. [1.17.3] Γιατί οι Μιλήσιοι κρατούσαν τη
θάλασσα, και έτσι ο στρατός δεν είχε νόημα να προχωρήσει σε πολιορκία.
Τις αγροκατοικίες τους δεν τις κατάστρεφε ο λυδός βασιλιάς γι᾽ αυτόν
το λόγο· για να έχουν οι Μιλήσιοι καταφύγιο, και κινώντας αποκεί να
μπορούν να σπέρνουν και να δουλεύουν τη γη τους, ενώ αυτός από τη
δουλειά τους να έχει κάτι να αφανίζει, κάθε που θα έκαμε εισβολή.
[1.18.1] Με αυτή την τακτική κράτησε ο πόλεμος ένδεκα χρόνια, και μέσα
σε αυτά δέχτηκαν οι Μιλήσιοι δύο μεγάλα χτυπήματα, ένα στο Λιμενείο
στη μάχη που έγινε στην ίδια τους τη χώρα, και ένα στην πεδιάδα του
Μαιάνδρου. [1.18.2] Τα έξι από τα ένδεκα χρόνια αρχηγός των Λυδών
ήταν ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, αυτός που και τότε κινούσε το
στρατό του εναντίον της χώρας των Μιλησίων· γιατί αυτός ήταν που
άνοιξε κιόλας τον πόλεμο. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια, που ακολούθησαν τα
έξι του Σαδυάττη, πολεμούσε ο Αλυάττης, που πήρε, όπως προηγουμένως
το είπα, τον πόλεμο από τον πατέρα του και τον συνέχισε με επιμονή.
[1.18.3] Κανείς ανάμεσα στους Ίωνες δεν παραστάθηκε των Μιλησίων, για
να τους ξαλαφρώσει από το βάρος του πολέμου· μόνον οι Χίοι. Αυτοί
ανταποδίδοντας τα ίσα τούς βοήθησαν. Γιατί και οι Μιλήσιοι άλλοτε
βοήθησαν τους Χίους να βαστάξουν τον πόλεμο που έκαναν με τους
Ερυθραίους.
[1.19.1] Στον δωδέκατο χρόνο και ενώ ο στρατός έκαιε τα σπαρτά,
συνέπεσε να γίνει το εξής· ευθύς ως άναψαν τα σπαρτά, ο αέρας που
φυσούσε δυνατά μετάδωσε τη φωτιά στο ναό της Αθηνάς που τη λεν
Ασσησίη, πήρε φωτιά ο ναός και αποκάηκε. [1.19.2] Στην αρχή κανείς δεν
έδωσε σημασία στο γεγονός, αργότερα όμως, όταν ο στρατός γύρισε
πίσω στις Σάρδεις, έπεσε άρρωστος ο Αλυάττης. Και επειδή η αρρώστια
του τραβούσε σε μάκρος, στέλνει στους Δελφούς ανθρώπους του, είτε με
τη συμβουλή κάποιου, ή και μόνος του το αποφάσισε να στείλει και να
ρωτήσει το θεό για την αρρώστια του. [1.19.3] Σ᾽ αυτούς που έφτασαν
στους Δελφούς αρνήθηκε η Πυθία να χρησμοδοτήσει, προτού ξαναχτίσουν
το ναό της Αθηνάς που έκαψαν στην Ασσησό της χώρας των Μιλησίων.
[1.20.1] Το άκουσα στους Δελφούς ο ίδιος και ξέρω πως έτσι έγινε το
πράγμα. Σ᾽ αυτά οι Μιλήσιοι προσθέτουν πως ο Περίανδρος, ο γιος του
Κυψέλου, φίλος στενός του Θρασύβουλου, του τότε τυράννου της
Μιλήτου, σαν έμαθε το χρησμό που προοριζόταν για τον Αλυάττη, έστειλε
αγγελιοφόρο να του τον μαρτυρήσει, για να είναι σε θέση ο Θρασύβουλος,
ξέροντάς τον από πριν, να πάρει αποφάσεις σύμφωνες με την περίσταση.
[1.21.1] Ο Αλυάττης από μέρους του, μόλις του ήρθε το μήνυμα από τους
Δελφούς, αμέσως έστειλε κήρυκα στη Μίλητο, γιατί ήθελε να κάνει
ανακωχή με το Θρασύβουλο και τους Μιλήσιους, όσο καιρό θα του
χρειαζόταν να ξαναχτίσει το ναό. Ο απεσταλμένος τραβούσε για τη
Μίλητο, ενώ ο Θρασύβουλος, καλά πληροφορημένος για όλα και ξέροντας
τί είχε στο νου του να κάνει ο Αλυάττης, νά τί μηχανεύεται· [1.21.2] όσο
σιτάρι υπήρχε στην πόλη, δικό του και των άλλων πολιτών, όλο αυτό το
μάζεψε στην αγορά και παράγγειλε στους Μιλησίους, όταν αυτός θα
δώσει το σύνθημα, τότε όλοι να το ρίξουν στο πιοτό και στο γλέντι
παρέες παρέες.
[1.22.1] Αυτό το έκανε και έδωσε τέτοια παραγγελία ο Θρασύβουλος από
σκοπού· έτσι όπως θα έβλεπε ο κήρυκας από τις Σάρδεις σωρό μεγάλο το
σιτάρι στην αγορά και τους ανθρώπους να γλεντούν, να πάει να τα πει
στον Αλυάττη. [1.22.2] Έτσι και έγινε· γιατί σαν τα είδε εκείνα ο κήρυκας
και είπε του Θρασύβουλου τις παραγγελίες του Λυδού, γύρισε πίσω στις
Σάρδεις και, όπως πληροφορούμαι, η συμφιλίωση έγινε όχι για άλλον λόγο
παρά γι᾽ αυτόν: [1.22.3] περιμένοντας δηλαδή ο Αλυάττης να βρει στη
Μίλητο μεγάλη πείνα, και το λαό ριγμένο στην πιο μεγάλη εξαθλίωση,
άκουσε τον κήρυκα που γύρισε από τη Μίλητο να του λέει τα αντίθετα απ᾽
ό,τι ο ίδιος περίμενε με βεβαιότητα. [1.22.4] Ύστερα και η συμφιλίωσή
τους έγινε με τον όρο να είναι φίλοι μεταξύ τους και σύμμαχοι, και δύο
ναούς αντί για έναν έχτισε της Αθηνάς ο Αλυάττης στην Ασσησό, και ο
ίδιος σηκώθηκε από την αρρώστια του. Ο πόλεμος λοιπόν του Αλυάττη με
τους Μιλήσιους και το Θρασύβουλο αυτό το τέλος πήρε.

[1.23.1] Ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, αυτός που μήνυσε στο
Θρασύβουλο το χρησμό. Ήταν ο Περίανδρος τύραννος στην Κόρινθο. Του
συνέβη λεν οι Κορίνθιοι (και συμφωνούν μαζί τους και οι Μυτιληναίοι) να
δει στη ζωή του ένα πολύ μεγάλο θαύμα: τον Αρίονα τον Μηθυμναίο, που
πάνω σε ένα δελφίνι βγήκε στο Ταίναρο, αυτόν που ήταν κιθαρωδός, ο
καλύτερος από τους σύγχρονούς του, και τον διθύραμβο πρώτος από
όλους, όσο ξέρουμε, και σύνθεσε και ονόμασε και δίδαξε στην Κόρινθο.
[1.24.1] Αυτός ο Αρίων λένε, αφού καιρό πολύ έζησε στην αυλή του
Περιάνδρου, πως του ήρθε η επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη
Σικελία, και σαν μάζεψε πλούτη μεγάλα, θέλησε να γυρίσει πίσω στην
Κόρινθο. [1.24.2] Πως ξεκίνησε από τον Τάραντα και έτσι που σε κανένα
δεν είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση στους Κορίνθιους, ναύλωσε ένα
καράβι με πλήρωμα Κορίνθιους. Πως στην ανοιχτή θάλασσα αυτοί
επιβουλεύτηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στο πέλαγος και να κρατήσουν
τα λεφτά του. Πως εκείνος το κατάλαβε και τους παρακαλούσε να του
χαρίσουν τη ζωή, και τα λεφτά τούς τα έδινε. [1.24.3] Όμως δεν τους
έπειθε μ᾽ αυτά, αλλά οι ναύτες τον έσπρωχναν ή να σκοτωθεί μόνος, αν
ήθελε να ταφεί σε χώμα, ή να πηδήσει στη θάλασσα το γρηγορότερο.
[1.24.4] Πως έτσι που βρέθηκε ο Αρίων σε αδιέξοδο, τους παρακάλεσε,
μια και πήραν μια τέτοια απόφαση, να τον αφήσουν με όλη του τη στολή
να σταθεί στο κατάστρωμα της πρύμης και να τραγουδήσει· μετά το
τραγούδι δεχόταν να θανατωθεί. [1.24.5] Πως τους άρεσε αυτών η ιδέα
να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον καλύτερο τραγουδιστή ανάμεσα
στους ανθρώπους, και έτσι τραβήχτηκαν από την πρύμη στη μέση του
καραβιού. Και πως εκείνος φόρεσε όλη του τη στολή, πήρε στα χέρια του
την κιθάρα, στάθηκε στο κατάστρωμα και τραγούδησε ώς το τέλος τον
όρθιον νόμον· με το τέλος του τραγουδιού ρίχτηκε στη θάλασσα έτσι
όπως ήταν, με όλη του τη σκευή. [1.24.6] Πως αυτοί συνέχισαν το ταξίδι
τους για την Κόρινθο, όμως εκείνον, λένε, ένα δελφίνι τον σήκωσε στη
ράχη του και τον έβγαλε στο Ταίναρο. Πως ύστερα από την απόβασή του
τράβηξε για την Κόρινθο έτσι ντυμένος που ήταν, και σαν έφτασε, τα
διηγήθηκε όλα καταλεπτώς. [1.24.7] Πως ο Περίανδρος, επειδή δεν τον
πίστεψε, φύλαξε τον Αρίονα και δεν τον άφηνε να πάει πουθενά, όμως
ταυτόχρονα περίμενε και τους ναυτικούς. Πως μόλις αυτοί έφτασαν, τους
φώναξε και τους ρωτούσε να του πουν τί ήξεραν για τον Αρίονα. Και όπως
εκείνοι ισχυρίστηκαν πως είναι σώος κάπου στην Ιταλία και ότι πολύ καλά
τον άφησαν στον Τάραντα, βγήκε μπροστά τους ο Αρίων έτσι όπως ήταν,
όταν πήδησε από το καράβι. Πως αυτοί τα έχασαν και δε μπορούσαν πια
να το αρνηθούν και παραδέχτηκαν το κρίμα τους. [1.24.8] Αυτά λεν οι
Κορίνθιοι και οι Λέσβιοι, και του Αρίονα υπάρχει χάλκινο άγαλμα, όχι
μεγάλο, στο Ταίναρο: σε δελφίνι επάνω ένας άνθρωπος.
[1.25.1] Ο Αλυάττης ο λυδός, αφού κράτησε και τέλειωσε τον πόλεμο με
τους Μιλησίους, αργότερα πεθαίνει· η βασιλεία του βάστηξε πενήντα
επτά χρόνια. [1.25.2] Αφιέρωσε, όταν γλίτωσε από την αρρώστια του,
(δεύτερος αυτός από την ίδια βασιλική οικογένεια) στους Δελφούς έναν
κρατήρα ασημένιο μεγάλο, με βάση σιδερένια κολλητή, το πιο αξιοθέατο
ανάθημα από όλα των Δελφών, έργο του Γλαύκου από τη Χίο, που πρώτος
αυτός από όλους τους ανθρώπους βρήκε τον τρόπο για να συγκολλά το
σίδερο.

[1.26.1] Μετά το θάνατό του, τον Αλυάττη τον διαδέχθηκε στη βασιλεία ο
Κροίσος, γιος του Αλυάττη, σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Αυτός
πρώτους από τους Έλληνες χτύπησε του Εφεσίους. [1.26.2] Τότε λοιπόν οι
Εφέσιοι, στενεμένοι από την πολιορκία, αφιέρωσαν την πόλη τους στην
Άρτεμη, δένοντας ένα σχοινί από το ναό ώς το τείχος. Η απόσταση από
την παλιά πόλη, που την πολιορκούσαν τότε, ώς το ναό είναι επτά στάδια.
[1.26.3] Πρώτα λοιπόν αυτούς χτύπησε ο Κροίσος κι ύστερα με τη σειρά
μια μια τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων, την καθεμιά με
διαφορετικό πρόσχημα· σε όσες μπορούσε να βρει μεγαλύτερα
φταιξίματα, τις κατηγορούσε για μεγαλύτερα, τις άλλες τις κατηγορούσε
για μικρότερα.
[1.27.1] Κι όταν πια οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τού υποτάχτηκαν και
έγιναν φόρου υποτελείς, έβαλε στο νου του παραπέρα να κάνει καράβια
και να χτυπήσει τους νησιώτες. [1.27.2] Όμως ενώ ήταν όλα έτοιμα και
τα καράβια στα σκαριά, άλλοι λεν πως έφτασε στις Σάρδεις ο Βίας από
την Πριήνη, άλλοι ο Πιττακός από τη Μυτιλήνη. Στην ερώτηση του
Κροίσου αν υπήρχε τίποτε νεότερο από την Ελλάδα, αυτός με την εξής
απάντηση σταμάτησε τη ναυπήγηση: [1.27.3] «Βασιλιά μου, οι νησιώτες
ετοιμάζουν δέκα χιλιάδες ιππικό, έχοντας στο νου τους να βαδίσουν
εναντίον των Σάρδεων και καταπάνω σου». Ο Κροίσος τότε πιστεύοντας
πως του έλεγε ο άλλος την αλήθεια είπε: «Μακάρι μια τέτοια σκέψη να
βάλουν οι θεοί στο νου των νησιωτών, να έρθουνε να χτυπήσουν τη φύτρα
των Λυδών με ιππικό». [1.27.4] Κι αυτός πήρε το λόγο κι είπε: «Βασιλιά
μου, πρόθυμα μου έδειξες πως εύχεσαι να πιάσεις το ιππικό των νησιωτών
στην ξηρά, κι είναι σωστή η σκέψη σου. Όμως και οι νησιώτες τί άλλο
περιμένεις πως εύχονται παρά, αφότου έμαθαν ότι εσύ ετοιμάζεις
καράβια για να τους χτυπήσεις, παρακαλούνε τους θεούς να πιάσουν τους
Λυδούς στη θάλασσα και έτσι να σε εκδικηθούνε για χάρη των Ελλήνων
που κατοικούν τις ακτές και που εσύ τους σκλάβωσες;» [1.27.5] Πολύ του
άρεσε του Κροίσου ο συλλογισμός και, μια και βρήκε τη γνώμη ό,τι
χρειαζόταν για την περίσταση, πείστηκε και σταμάτησε τη ναυπήγηση.
Και έτσι έκλεισε η φιλία με τους νησιώτες Ίωνες.
[1.28.1] Μετά από καιρό και όταν όλοι σχεδόν που κατοικούν στη μέσα
μεριά του Άλη ποταμού έγιναν υποχείριοί του· γιατί έξω από τους Κίλικες
και τους Λυκίους υποδούλωσε και είχε στη διάθεσή του κι όλους τους
άλλους λαούς ο Κροίσος· κι αυτοί είναι οι Λυδοί, οι Φρύγες, οι Μυσοί, οι
Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θράκες Θυνοί και Βιθυνοί, Κάρες,
Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς και οι Πάμφυλοι.
[1.29.1] Είχαν λοιπόν όλοι αυτοί υποταχτεί και ο Κροίσος τούς είχε
προσαρτήσει στο λυδικό βασίλειο, όταν φτάνουν στην πλούσια τότε και
ακμάζουσα πόλη των Σάρδεων και άλλοι, όλοι οι σοφοί της Ελλάδος που
ζούσαν τα χρόνια εκείνα, όπως ο καθένας τους έφτανε, και ανάμεσά τους
ο Σόλων ο Αθηναίος· αυτός μετά τους νόμους που έβαλε στους
Αθηναίους, γιατί του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με
την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να
μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.
[1.29.2] Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι,
επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους
νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων.
[1.30.1] Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο και γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο,
αποδήμησε ο Σόλων και έφτασε και στην Αίγυπτο, στην αυλή του Άμαση,
κι ύστερα στις Σάρδεις, στην αυλή του Κροίσου. Σαν έφτασε, τον
φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή
την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το
Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα
και πλούσια. [1.30.2] Τον άφησε ο Κροίσος να τα δει όλα και να τα
εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση:
«Ξένε, ώς εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα
ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς
χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα ξύπνησε μέσα μου
η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κάποιον άνθρωπο κιόλας που να είναι ο
πιο ευτυχισμένος από όλους». [1.30.3] Εκείνος έκανε την ερώτηση με την
ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά:
«Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο». [1.30.4] Σάστισε ο Κροίσος με την
απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως
είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Και κείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα
πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε
από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη
αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη:
[1.30.5] σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα,
όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο
ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν
μεγάλες τιμές».
[1.31.1] Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα
είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο
Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως
τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων
αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. [1.31.2] Αυτοί, που ήταν από
αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη
τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε
μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν
οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει
οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην
ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να
περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το
αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο
τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. [1.31.3] Το κατόρθωμά
τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε
λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός
πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι
Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη
τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια
παιδιά. [1.31.4] Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους
επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και
ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την
τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.
[1.31.5] Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν
κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η
ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα
αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι
άνδρες».
[1.32.1] Ο Σόλων έτσι έδωσε σ᾽ αυτούς το δεύτερο βραβείο της
ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: «Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν
ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι,
ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Και
εκείνος είπε: «Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω καλά ότι ο θεός είναι όλος
φθόνο και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα
πράγματα. [1.32.2] Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει
που δε θα τα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια ανεβάζω
το όριο της ζωής του ανθρώπου. [1.32.3] Τα εβδομήντα αυτά χρόνια
δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα μέρες, αν δε
λογαριαστεί ο εμβόλιμος μήνας. Αν όμως κάθε δεύτερο έτος χρειαστεί να
μακρύνει κατά ένα μήνα, για να συμπέσει ο κύκλος των εποχών με το
τέλος του, καθώς αυτές θα αρχίζουν κανονικά, στα εβδομήντα χρόνια οι
εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε, και οι μέρες από τους μήνες
αυτούς χίλιες πενήντα. [1.32.4] Από όλες αυτές τις μέρες των εβδομήντα
χρόνων, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, ούτε μια τους
δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο
άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. [1.32.5] Σ᾽ εμένα βέβαια εσύ
φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών
ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω,
πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο
ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του,
εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα
τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως,
και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς. [1.32.6] Ο πολύ πλούσιος,
δύστυχος όμως, σε δύο σημεία μόνον ξεπερνά τον ευτυχισμένο, ενώ αυτός
τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά. Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να
ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη
που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη. Όμως ο άλλος τον ξεπερνά στα
ακόλουθα σημεία: τη συμφορά και τις επιθυμίες του δεν έχει όμοια
δύναμη να τις βαστάξει, από αυτά όμως τον προστατεύει η ευτυχία· ούτε
σακάτης είναι ούτε άρρωστος ούτε συφοριασμένος, αλλά καλότεκνος,
ωραίος. [1.32.7] Και αν πλάι σ᾽ αυτά τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή
του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται
ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και
να μη τον λέει ευτυχισμένο, αλλά πως του χαμογελά η τύχη. [1.32.8] Γιατί
όλα αυτά που είπαμε, να βρεθούν συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο είναι
αδύνατο, όπως καμιά χώρα δεν είναι αυτάρκης παράγοντας ό,τι της
χρειάζεται, αλλά άλλα αγαθά τα έχει κι άλλα της λείπουν· εκείνη που θα
τύχει να έχει τα πιο πολλά αγαθά, αυτή είναι και η καλύτερη. Έτσι και του
ανθρώπου η ύπαρξη, μία προς μία, καμία δεν είναι αυτάρκης. Γιατί το ένα
το έχει, το άλλο της λείπει. [1.32.9] Και όποιος τύχει, όσο ζει, να έχει τα
πιο πολλά αγαθά, κι ύστερα να βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για
μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο αυτόν. Πρέπει λοιπόν σε κάθε
πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του, πού θα βγει. Γιατί πολλούς βέβαια ο
θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους
γκρέμισε κάτω συθέμελα».
[1.33.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια του δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον
Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε,
πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά που
είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε το
κάθε πράγμα πού τελειώνει.

[1.34.1] Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η
θεϊκή οργή, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους τους
ανθρώπους ο πιο ευτυχισμένος. Δεν άργησε να ᾽ρθει στον ύπνο του το
όνειρο, που του φανέρωσε την αλήθεια για τις συμφορές που έμελλε να
βρουν το γιο του. [1.34.2] Είχε δύο γιους ο Κροίσος, που ο ένας τους ήταν
άχρηστος, καθότι κωφάλαλος, ο άλλος όμως ξεχώριζε από τους
συνομήλικούς του πολύ, σε όλα πρώτος. Λεγόταν Άτης. Αυτόν λοιπόν τον
Άτη φανερώνει το όνειρο στον Κροίσο πως θα τον χάσει, χτυπημένο από
σιδερένια αιχμή. [1.34.3] Και αυτός σαν ξύπνησε και συλλογίστηκε το
πράγμα, γεμάτος τρόμο από το όνειρο, βιάζεται να παντρέψει το παιδί
του, και ενώ ο γιος του πρώτα συνήθιζε να είναι αρχηγός των Λυδών στις
εκστρατείες, τώρα πια με κανέναν τρόπο δεν τον άφηνε να φύγει από
κοντά του για έναν τέτοιο σκοπό, και τα ακόντια και τα δόρατα κι όλα τα
τέτοια που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον πόλεμο, τα σήκωσε από τα
διαμερίσματα των ανδρών και τα στοίβαξε στις αποθήκες, μήπως κανένα
αποκεί που κρεμόταν πέσει πάνω στο παιδί του.
[1.35.1] Καταγινόταν ο Κροίσος με το γάμο του παιδιού του, όταν φτάνει
στις Σάρδεις άνθρωπος συφοριασμένος, με μολεμένα τα χέρια του από
αίμα, φρυγικής καταγωγής, από γενιά βασιλική. Σαν έφτασε αυτός στο
παλάτι του Κροίσου, παρακαλούσε να εξαγνιστεί με καθαρμό σύμφωνα με
τα ντόπια έθιμα, και ο Κροίσος τον εξάγνισε. [1.35.2] Είναι παραπλήσιος ο
καθαρμός στους Λυδούς και τους Έλληνες. Αφού ο Κροίσος έκανε τα
νόμιμα του καθαρμού, τότε μόνο τον ρώτησε από πού και ποιός ήταν
λέγοντάς του: [1.35.3] «Άνθρωπέ μου, ποιός είσαι και από ποιό μέρος της
Φρυγίας μάς ήρθες στο παλάτι; Ποιόν άνδρα ή γυναίκα σκότωσες;» Και
αυτός απάντησε: «Βασιλιά μου, είμαι ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, το
όνομά μου είναι Άδραστος, και επειδή σκότωσα τον αδελφό μου άθελά
μου, βρίσκομαι εδώ εξορισμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από
όλα». [1.35.4] Και ο Κροίσος τού αποκρινόταν με αυτά τα λόγια: «Φίλων
τυχαίνει να είσαι φύτρα και ήρθες σε φίλους, όπου δε θα σου λείψει
τίποτε, αν μείνεις κοντά μας. Αν μπορέσεις να πάρεις τη συμφορά σου όσο
πιο λαφριά γίνεται, θα βγεις πολύ ωφελημένος».
[1.36.1] Ο Άδραστος από τότε ζούσε στην αυλή του Κροίσου. Όμως την
ίδια εποχή παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας μέγα θεριό, ένας
κάπρος. Ξεκινώντας από το βουνό αυτό κατάστρεφε τα σπαρτά των
Μυσών, και μολονότι πολλές φορές οι Μυσοί βγήκαν να τον χτυπήσουν,
δεν κατάφεραν να του κάνουν κανένα κακό, αυτός τους αφάνιζε. [1.36.2]
Τέλος ήρθαν στον Κροίσο αγγελιοφόροι των Μυσών και νά τί του έλεγαν:
«Βασιλιά, μεγάλο πράγμα, ένας κάπρος φάνηκε στη χώρα μας, που
καταστρέφει τα σπαρτά μας. Κάναμε καθετί να τον σκοτώσουμε, μα δεν
μπορέσαμε. Γι᾽ αυτό σε παρακαλούμε να μας δώσεις το γιο σου και
συνοδεία από διαλεχτά παλικάρια και σκυλιά, για να μπορέσουμε να
απαλλάξουμε τη χώρα μας από το θεριό». [1.36.3] Εκείνοι γι᾽ αυτά
παρακαλούσαν, όμως ο Κροίσος, φέρνοντας στο μυαλό του το όνειρο,
τους απαντούσε: «Για το παιδί μου μην πείτε λόγο πια, γιατί είναι
αδύνατο να το στείλω μαζί σας· είναι νιόπαντρος κι έχει τις έγνοιες του
τώρα. Όμως θα σας δώσω ξεχωριστά παλικάρια της Λυδίας και όλα τα
κυνηγητικά μου σκυλιά για συνοδεία, και θα προστάξω σε όσους θα
έρθουν να δείξουν όλον τους το ζήλο και να σας βοηθήσουν να
απαλλάξετε τη χώρα από το θεριό».
[1.37.1] Αυτή ήταν η απάντηση του Κροίσου, και οι Μυσοί φαίνονταν
ευχαριστημένοι, όταν ξαφνικά έρχεται μέσα ο γιος του Κροίσου, που είχε
ακούσει τί ζητούσαν οι Μυσοί. Και όπως ο Κροίσος αρνιόταν να στείλει το
γιο του μαζί τους, ο νέος τού λέει: [1.37.2] «Μπορούσαμε άλλοτε, πατέρα,
να χαιρόμαστε την πιο ωραία, την πιο γενναία φήμη, πηγαίνοντας στον
πόλεμο και στο κυνήγι. Τώρα όμως και από τα δύο με κρατάς μακριά, ενώ
δε νομίζω πως είδες να έδειξα δειλία σε κάτι ή δισταγμό. Τώρα με τί
μάτια, πες μου, θα δω τον κόσμο, όταν πηγαίνω και επιστρέφω από την
αγορά; [1.37.3] Τί θα πουν για μένα οι συμπολίτες μου κι η νιόπαντρη
γυναίκα μου; Τί λογής άντρα θα στοχαστεί εκείνη ότι έχει δίπλα της; Ή
άσε με λοιπόν, πατέρα, να πάω στο κυνήγι ή με τα λόγια σου μετάπεισέ με
πως είναι καλύτερα για μένα έτσι όπως γίνεται».
[1.38.1] Του αποκρίνεται ο Κροίσος: «Παιδί μου, ούτε δειλία σού
καταλογίζω ούτε τίποτε άλλο άπρεπο, και κάνω ό,τι κάνω· αλλά ένα
ονειροφάντασμα ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως λίγες είναι οι μέρες
σου, γιατί θα σε αφανίσει μια σιδερένια αιχμή. [1.38.2] Μπροστά λοιπόν σ᾽
αυτό το όνειρο, και το γάμο σου βιάστηκα να κάνω και δε σε αφήνω να
πας σ᾽ αυτή την επιχείρηση, θέλοντας να σε προστατεύσω, μήπως και το
μπορέσω, όσο ζω, να σε ξεκλέψω του θανάτου. Γιατί το ξέρεις, μου είσαι
μοναχοπαίδι — τον άλλο, έτσι σακάτης που είναι, πες πως δεν τον έχω».
[1.39.1] Αποκρίνεται ο νέος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Έχεις δίκιο, πατέρα,
ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, να με προσέχεις έτσι. Όμως αυτό που δεν
καταλαβαίνεις, ένα σημείο του ονείρου που σου ξεφεύγει, αυτό ας μου
συγχωρεθεί να σου το πω εγώ. [1.39.2] Λες ότι το όνειρο είπε πως
σιδερένια αιχμή θα με σκοτώσει. Όμως του κάπρου πού είναι τα χέρια,
πού η σιδερένια του αιχμή που εσύ φοβάσαι; Αν έλεγε βέβαια πως θα
πεθάνω από δόντι ή από τίποτε άλλο παρόμοιο, θα είχες δίκιο να κάνεις
ό,τι κάνεις. Όμως τώρα μίλησε για σιδερένια αιχμή. Αφού λοιπόν δεν
πρόκειται για μάχη με άνδρες, άφησέ με να πάω».
[1.40.1] Απαντά ο Κροίσος: «Παιδί μου, βρήκες τον τρόπο να με νικήσεις
με την εξήγηση που έδωσες στο όνειρο. Λοιπόν, νικημένος από σένα,
αλλάζω γνώμη και σ᾽ αφήνω να πας στο κυνήγι».
[1.41.1] Έκλεισε τη συζήτηση ο Κροίσος, και στέλνει και φωνάζει τον
φρύγα Άδραστο και, όταν εκείνος έφτασε, του λέει: «Άδραστε, εγώ, όταν
σε χτύπησε μια συμφορά αχάριστη (δε σε κατηγορώ γι᾽ αυτό), σε
εξάγνισα, σε δέχτηκα στο σπίτι μου και σου τα δίνω όλα για να ζεις.
[1.41.2] Τώρα λοιπόν —γιατί αφού εγώ σου έκανα πρώτος το καλό, πρέπει
και συ να με ανταμείψεις με καλό— σε χρειάζομαι να γίνεις φύλακας του
παιδιού μου, που ξεκινά για το κυνήγι, μη και σας απαντήσουν κακούργοι
κλέφτες και σας κάνουν κακό. [1.41.3] Εξάλλου πρέπει και συ να βγεις
όπου με τα έργα σου θα έδειχνες την αξία σου· αυτό σού είναι
πατροπαράδοτη κληρονομιά και δε σου λείπει φυσικά κι η δύναμη».
[1.42.1] Ο Άδραστος αποκρίνεται: «Βασιλιά μου, σε άλλη περίσταση εγώ
δε θα πήγαινα σε έναν τέτοιο αγώνα. Γιατί ούτε με τη συμφορά που με
βαραίνει ταιριάζει να μπαίνω σε κύκλο συνομηλίκων μου που είναι
ευτυχισμένοι, ούτε και η διάθεση υπάρχει, και θα είχα πολλούς λόγους να
κρατηθώ. [1.42.2] Τώρα όμως που συ με παρακινείς και πρέπει να σου
κάνω τη χάρη (γιατί έχω χρέος να σε ανταμείψω με καλό), είμαι έτοιμος
για ό,τι ζητάς: και το παιδί σου που παραγγέλλεις να προσέχω, πρόσμενέ
το πίσω να γυρίσει γερό, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από το φύλακά του».
[1.43.1] Με αυτά τα λόγια αποκρίθηκε ο Άδραστος στον Κροίσο, κι ύστερα
ξεκίνησαν συντροφεμένοι από ξεχωριστά παλικάρια και λαγωνικά. Σαν
έφτασαν στο όρος του Ολύμπου, έψαχναν για το θεριό, και όταν το
βρήκαν, στάθηκαν ένα γύρο και του έριχναν τα ακόντια στη μέση.
[1.43.2] Τότε λοιπόν ο ξένος, αυτός ο εξαγνισμένος από το φονικό που το
όνομά του ήταν Άδραστος, έριξε το κοντάρι του στον κάπρο — κι αυτού
ξαστόχησε, πετυχαίνει όμως το γιο του Κροίσου. [1.43.3] Χτυπημένος ο
νέος από σιδερένια αιχμή ξεπλήρωσε τον λόγο του ονείρου, ενώ κάποιος
έτρεχε να αναγγείλει το γεγονός στον Κροίσο, και σαν έφτασε στις
Σάρδεις, του φανέρωσε το χτύπημα και το θάνατο του παιδιού του.
[1.44.1] Και ο Κροίσος συντριμμένος από το θάνατο του γιου του,
χτυπιόταν ακόμη πιο πολύ, που το γιο του τον σκότωσε εκείνος που ο
ίδιος εξάγνισε από φονικό. [1.44.2] Μέσα στον σκληρό πόνο που του
έφερνε η συμφορά του, καλούσε μάρτυρα το Δία, ως θεό της κάθαρσης,
για όσα έπαθε από τον ξένο, καλούσε τον προστάτη του σπιτιού και της
φιλίας, ονομάζοντας τον ίδιο πάλι θεό· τον προστάτη του σπιτιού, γιατί
μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το
φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως
φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός.
[1.45.1] Σε λίγο φάνηκαν και οι Λυδοί κρατώντας στα χέρια τους τον
νεκρό, ενώ από πίσω ακολουθούσε ο φονιάς. Στάθηκε μπρος από το νεκρό
σώμα και πρόσφερνε τον εαυτό του στον Κροίσο, τείνοντάς του τα χέρια,
και τον παρακαλούσε να τον σφάξει πάνω στον νεκρό, ενώ ταυτόχρονα
μνημόνευε και την πρώτη του συμφορά και πλάι σ᾽ εκείνη πως αφάνισε
τον άνθρωπο που τον εξάγνισε, και έτσι η ζωή του έγινε αβάσταχτη.
[1.45.2] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κροίσος συμπονεί τον Άδραστο,
κι ας ήταν βυθισμένος ο ίδιος στη δική του τόσο μεγάλη συμφορά, και του
λέει: «Ξένε, έχω από σένα όλη τη δικαιοσύνη, αφού ο ίδιος καταδικάζεις
τον εαυτό σου σε θάνατο. Δεν είσαι εσύ αυτής της συμφοράς μου ο
αίτιος, παρά όσο άθελά σου έγινες όργανό της, αλλά θαρρώ κάποιος από
τους θεούς, που από καιρό μού φανέρωσε τί μου έμελλε να πάθω».
[1.45.3] Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε, όπως ταίριαζε, το γιο του. Όμως ο
Άδραστος, ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, αυτός που στάθηκε φονιάς
του αδελφού του και φονιάς αυτού που τον εξάγνισε, όταν σκόρπισαν όλοι
και έγινε ησυχία γύρω από το μνήμα, μέσα στη συναίσθησή του ότι είναι,
από τους ανθρώπους που γνώρισε ο ίδιος στη ζωή του, ο πιο
συφοριασμένος, σφάζεται πάνω στον τάφο μόνος του.

[1.46.1] Ο Κροίσος δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε άπρακτος μέσα σε μεγάλο


πένθος για το χαμό του παιδιού του. Ύστερα όμως η ηγεμονία του
Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, που την αφάνισε ο Κύρος, γιος του Καμβύση,
και τα περσικά πράγματα, που όλο και πήγαιναν μπροστά, έβαλαν τέλος
στο πένθος του και τον έκαναν να σκεφτεί μήπως μπορούσε, πριν γίνουν
μεγάλοι οι Πέρσες, να σταματήσει τη δύναμή τους πάνω στην αύξησή
της. [1.46.2] Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του ζήτησε αμέσως να
δοκιμάσει τα ελληνικά μαντεία κι αυτό που ήταν στη Λιβύη, και έστειλε
ανθρώπους του άλλους αλλού: Μερικούς να πάνε στους Δελφούς,
κάποιους στις Άβες της Φωκίδος κι άλλους στη Δωδώνη· μερικοί να
τραβήξουν για το ιερό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου, και άλλοι για
τις Βραγχίδες της χώρας των Μιλησίων. [1.46.3] Αυτά είναι τα ελληνικά
μαντεία, όπου ο Κροίσος έστειλε ανθρώπους του για να πάρει χρησμό. Στη
Λιβύη ήταν το ιερό του Άμμωνα, όπου πήγαν αποσταλμένοι του να
ρωτήσουν για λογαριασμό του. Ο λόγος που έστελνε ο Κροίσος
ανθρώπους του σ᾽ αυτά τα μέρη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει τα μαντεία
πόσο σοφά ήταν, με την ιδέα πως αν βρεθεί να ξέρουν την αλήθεια, τότε
να έστελνε για δεύτερη φορά και να ρωτήσει αν έπρεπε να επιχειρήσει
εκστρατεία εναντίον των Περσών.
[1.47.1] Νά με ποιά εντολή έστελνε τους Λυδούς για τη δοκιμασία αυτή
των χρηστηρίων: από την ημέρα που θα ξεκινούσαν από τις Σάρδεις, από
αυτή λογαριάζοντας του λοιπού τις μέρες, στην εκατοστή να ζητήσουν
χρησμό από τα μαντεία, ρωτώντας τί ακριβώς κάνει τότε ο βασιλιάς των
Λυδών, ο Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη. Κι ό,τι μαντεύσει καθένα από τα
χρηστήρια, να ζητήσουν να τους το γράψουν και να το αναφέρουν στον
ίδιο. [1.47.2] Τί μάντεψαν λοιπόν τα χρηστήρια κανείς δεν ξέρει να το πει.
Στους Δελφούς όμως, ευθύς ως οι Λυδοί μπήκαν στο άδυτο για να
ζητήσουν από το θεό χρησμό και έκαναν την ερώτησή τους σύμφωνα με
την εντολή που είχαν, η Πυθία σε εξάμετρο λέγει τα ακόλουθα:
[1.47.3] Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης.
Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί.
Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης,
η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον.
Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός.
[1.48.1] Αυτά σα μάντεψε η Πυθία, οι Λυδοί τα κατέγραψαν και ύστερα
σηκώθηκαν και έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν εκεί από τα
διάφορα μέρη και οι άλλοι αποσταλμένοι, φέρνοντας μαζί τους τους
χρησμούς, τότε ο Κροίσος άνοιγε ένα προς ένα τα γραφτά τους και
εξέταζε τί έλεγαν. Από τα άλλα κανένα δεν τον σταμάτησε· ευθύς όμως
ως άκουσε τί έλεγε ο δελφικός χρησμός, αμέσως προσκύνησε και
παραδέχτηκε την αλήθεια του, έτσι που πείστηκε πως μόνο αληθινό
μαντείο είναι των Δελφών, αφού του βρήκε τί έκανε αυτός. [1.48.2] Γιατί
σαν σκόρπισε ο Κροίσος στα διάφορα μαντεία τους ανθρώπους του για να
ρωτήσουν το θεό, φύλαξε την ορισμένη μέρα και νά τί μηχανεύτηκε·
σκέφτηκε πράγμα που ήταν αδύνατο να το βρει κανείς και να το βάλει ο
νους του: έκοψε σε κομμάτια μια χελώνα και ένα αρνί και τα έβαλε ο ίδιος
να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι που το αποσκέπασε με χάλκινο καπάκι.
[1.49.1] Από τους Δελφούς αυτός ο χρησμός δόθηκε στον Κροίσο. Για την
απάντηση που έδωκε το μαντείο του Αμφιάραου, δεν ξέρω να πω τί
χρησμοδότησε στους Λυδούς, όταν επιτέλεσαν τα νόμιμα γύρω από το
ιερό (γιατί ούτε κι αυτός ο χρησμός παραδίδεται)· τίποτε άλλο σχετικά
δεν έχω να πω, παρά ότι ο Κροίσος έκρινε πως και του Αμφιάραου το
μαντείο λέει την αλήθεια.
[1.50.1] Ύστερα από αυτά ο Κροίσος θέλησε με μεγάλες θυσίες να
κερδίσει με το μέρος του το θεό των Δελφών. Θυσίασε λοιπόν ζωντανά,
τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια, μάζεψε σε σωρό κρεβάτια
επίχρυσα και επάργυρα, χρυσά ποτήρια, ρούχα πορφυρά και χιτώνες, και
άναψε με αυτά φωτιά μεγάλη και τα έκαιε, ελπίζοντας πως έτσι θα
κερδίσει ευκολότερα την εύνοια του θεού. Μα και σε όλους τους Λυδούς
παράγγειλε να προσφέρουν όλοι ανεξαιρέτως κάτι πολύτιμο για την πυρά,
καθένας τους ό,τι είχε. [1.50.2] Αμέσως μετά τη θυσία είπε και έλιωσαν
πάρα πολύ χρυσάφι και έκανε από αυτό μισά πλιθιά, που ήταν το μήκος
του έξι παλάμες, το πλάτος τους τρεις, το ύψος τους μια παλάμη, εκατόν
δέκα επτά τον αριθμό. Από αυτά τέσσερα ήταν από καθαρό χρυσάφι που
το καθένα τους ζύγιζε δυόμισι τάλαντα, τα άλλα ήταν από μίγμα χρυσού
και αργύρου και ζύγιζαν δύο τάλαντα. [1.50.3] Είπε ακόμη ο Κροίσος και
έφτιασαν ομοίωμα ενός λιονταριού από καθαρό χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα
τάλαντα. Αυτό το λιοντάρι μετά την πυρπόληση του ναού στους Δελφούς,
έπεσε πάνω από τα μισά πλιθιά (γιατί εκεί επάνω ήταν στημένο) και τώρα
βρίσκεται στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζει εξίμισι τάλαντα· γιατί
έλιωσαν από το χρυσάφι του τρεισήμισι τάλαντα.
[1.51.1] Όταν τα αποτέλειωσε αυτά ο Κροίσος, τα έστειλε στους Δελφούς
και μαζί τους και άλλα, τα εξής: δύο πελώριους κρατήρες, έναν χρυσό και
έναν από ασήμι, που ο χρυσός ήταν στημένος μπαίνοντας στο ναό στα
δεξιά, ενώ ο ασημένιος στα αριστερά. [1.51.2] Μετακινήθηκαν όμως κι
αυτοί τότε που πυρπολήθηκε ο ναός, και ο χρυσός κρατήρας βρίσκεται
τώρα στο θησαυρό των Κλαζομενίων ζυγίζοντας οκτώμισι τάλαντα και
δώδεκα μνες, ενώ ο ασημένιος στη γωνιά του πρόναου, και χωρά
εξακόσιους αμφορείς· μέσα σ᾽ αυτόν ανακατεύουν στους Δελφούς το
κρασί με νερό στη γιορτή των Θεοφανίων. [1.51.3] Λεν στους Δελφούς
πως το έργο είναι του Θεοδώρου από τη Σάμο, και το πιστεύω· γιατί δε
νομίζω ότι είναι τυχαίο έργο. Έστειλε ακόμη ο Κροίσος και τέσσερα
πιθάρια από ασήμι, που είναι στημένα στο θησαυρό των Κορινθίων, και
αφιέρωσε και δύο περιρραντήρια, ένα χρυσό και ένα ασημένιο· στο χρυσό
υπάρχει επιγραφή που λέει πως πρόκειται για ανάθημα των
Λακεδαιμονίων — δεν είναι αλήθεια, γιατί κι αυτό είναι του Κροίσου·
[1.51.4] όσο για την επιγραφή, την έγραψε κάποιος στους Δελφούς που
ήθελε να κάνει χάρη των Λακεδαιμονίων· ξέρω πολύ καλά το όνομά του,
αλλά δε θα το κοινολογήσω. Το νέο αγόρι, που από το χέρι του τρέχει
νερό, αυτό ναι είναι των Λακεδαιμονίων, από τα περιρραντήρια όμως
κανένα. [1.51.5] Έστειλε μαζί μ᾽ αυτά κι άλλα αναθήματα ο Κροίσος όχι
πολύ σπουδαία, και κροντήρια για σπονδές ασημένια με φόρμα κυκλική και
ακόμη ένα χρυσό άγαλμα κάποιας γυναίκας, τρεις πήχεις ψηλό, που στους
Δελφούς λένε πως είναι ομοίωμα εκείνης που του ζύμωνε το ψωμί. Κοντά
σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις
ζώνες της.
[1.52.1] Αυτά έστειλε στους Δελφούς· ενώ στο ιερό του Αμφιάραου, όταν
έμαθε την αρετή και τα παθήματά του, αφιέρωσε μια ασπίδα ολόχρυση
και ένα δόρυ ατόφια ολόχρυσο, που και το κοντάρι του και η αιχμή του
ήταν επίσης από χρυσάφι. Και τα δύο αυτά αφιερώματα βρίσκονταν ακόμη
και στα δικά μου χρόνια στη Θήβα, και μάλιστα στο ναό των Θηβαίων τον
αφιερωμένο στον Ισμήνιο Απόλλωνα.

[1.53.1] Πριν φύγουν οι Λυδοί που έμελλε να πάνε τα δώρα σ᾽ αυτά τα


ιερά, πήραν εντολή από τον Κροίσο να ρωτήσουν τα χρηστήρια αν πρέπει
ο Κροίσος να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν υπήρχε λόγος να
αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό. [1.53.2] Ευθύς ως έφτασαν οι Λυδοί
στον σκοπό τους, αφιέρωσαν τα αναθήματα και γύρευαν χρησμό από τα
μαντεία λέγοντας: «Ο Κροίσος, ο βασιλιάς των Λυδών και άλλων λαών,
πιστεύοντας πως τα δικά σας μαντεία είναι τα μόνα αληθινά στον κόσμο,
σε σας πρόσφερε δώρα άξια των μαντευμάτων σας, και τώρα εσάς πάλι
ρωτά αν πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν έχει λόγο
να αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό». [1.53.3] Εκείνοι αυτά ρωτούσαν
και οι γνώμες και των δύο μαντείων συνέπεσαν, προλέγοντας στον Κροίσο
πως, αν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, θα αφανίσει μιαν αρχή
μεγάλη· και τον συμβούλευαν ακόμη να βρει ανάμεσα στους Έλληνες τους
δυνατότερους, για να τους κάνει φίλους.
[1.54.1] Όταν οι χρησμοί έφτασαν και τους έμαθε ο Κροίσος, χάρηκε πάρα
πολύ με τα μαντεύματα, και έτσι που γέμισε ελπίδα ότι θα καταστρέψει το
βασίλειο του Κύρου, στέλνει πάλι ανθρώπους του στην Πυθώ και κάνει
δώρα στους ιερείς των Δελφών (αφού πρώτα πληροφορήθηκε τον αριθμό
τους), στον καθένα τους δύο στατήρες χρυσό. [1.54.2] Και οι Δελφοί σε
αντάλλαγμα έδωσαν στον Κροίσο και τους Λυδούς το δικαίωμα να
παίρνουν πρώτοι αυτοί χρησμό, να έχουν ατέλεια, πρωτοκαθεδρία στους
αγώνες και την άδεια όποιος θέλει να πολιτογραφηθεί Δελφός για πάντα.
[1.55.1] Μετά από αυτά τα δώρα ζήτησε ο Κροίσος από τους Δελφούς
χρησμό για τρίτη φορά. Γιατί από τη στιγμή που το μαντείο τού βρήκε μια
φορά την αλήθεια, δεν έλεγε να σταματήσει. Ρωτούσε λοιπόν, ζητώντας
χρησμό, αν θα είναι η βασιλεία του πολύχρονη. [1.55.2] Και η Πυθία
χρησμοδοτεί αυτά:
Όταν γένει στους Μήδους βασιλεύς ημίονος,
τότε, Λυδέ τρυφερόποδε, φεύγε εις τον πολυψήφιδα Έρμον,
μη μένε, μήτ᾽ εντρέπου να φανείς άνανδρος.
[1.56.1] Όταν έφτασε και αυτή η απόκριση, ο Κροίσος χάρηκε
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια και δεν πίστευε φυσικά πως ένα
μουλάρι μπορεί ποτέ να γίνει βασιλιάς των Μήδων στη θέση ενός
ανθρώπου· ούτε λοιπόν ο ίδιος ούτε και οι απόγονοί του θα έπαυαν ποτέ
να έχουν στα χέρια τους την εξουσία. Ύστερα έβαλε μπρος να εξετάζει
ποιοί ανάμεσα στους Έλληνες ήσαν οι δυνατότεροι, που θα μπορούσε να
τους κάνει φίλους. [1.56.2] Και ψάχνοντας έβρισκε πως ξεχώριζαν οι
Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι πρώτοι ανάμεσα στους Δωριείς, οι
δεύτεροι ανάμεσα στους Ίωνες. Γιατί αυτά τα έθνη ήσαν τα πιο γνωστά,
όντας τα παλιά χρόνια το τελευταίο πελασγικό, το πρώτο ελληνικό. Οι
Αθηναίοι ποτέ ώς τώρα δεν ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι
άλλοι ήσαν πολυπλάνητοι. [1.56.3] Γιατί όσο βασίλευε ο Δευκαλίων,
κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι του Δώρου, γιου του Έλληνος,
τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου που τη λεν Ιστιαιώτιδα.
Κι αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι,
κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος Μακεδνόν. Από εκεί πάλι
άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από τη Δρυοπίδα έφτασαν πια
εκεί που είναι, δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος
Δωρικό.
[1.57.1] Ποιά γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν ξέρω να πω με
βεβαιότητα. Αν όμως πρέπει να πω τη γνώμη μου βασισμένος στους
Πελασγούς, που και τώρα ακόμη κατοικούν πάνω από τους Τυρρηνούς
στην πόλη Κρηστώνα και που κάποτε ήταν γείτονες αυτών που τώρα
ονομάζονται Δωριείς (αφού τότε οι Πελασγοί κατοικούσαν τη χώρα που
τώρα τη λεν Θεσσαλιώτιδα)· [1.57.2] βασισμένος ακόμη στους Πελασγούς
που έχτισαν στον Ελλήσποντο την Πλακία και τη Σκυλάκη, και που
παλιότερα συγκατοικούσαν με τους Αθηναίους· αν πρέπει με βάση αυτά να
μιλήσω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρικά. [1.57.3] Αν ωστόσο αυτό ισχύει
για το σύνολο των Πελασγών, όμως το αττικό έθνος, κι ας ήταν
πελασγικό, έτσι που μεταβλήθηκε σε ελληνικό, άλλαξε και τη γλώσσα του.
Γιατί ούτε οι κάτοικοι της Κρηστώνος είναι ομόγλωσσοι με κανέναν από
τους γείτονές τους ούτε οι Πλακιανοί· αυτοί όμως οι δύο μεταξύ τους
είναι ομόγλωσσοι, και αποδείχνουν ότι τον χαρακτήρα της γλώσσας που
πήραν μαζί τους μετοικώντας στα νέα αυτά μέρη, τον κράτησαν και δεν
τον άλλαξαν.
[1.58.1] Το ελληνικό έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί
— αυτή είναι η πεποίθησή μου· αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό,
αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε
έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά
άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος
πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη.

[1.59.1] Από αυτά λοιπόν τα δύο φύλα για το αττικό πήρε πληροφορίες ο
Κροίσος ότι ήταν υποχείριο και χωρισμένο σε φατρίες κάτω από την
εξουσία του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη, που την εποχή εκείνη
τυράννευε στην Αθήνα. Στον Ιπποκράτη, που ως απλός ιδιώτης πήγε να
παρακολουθήσει τους ολυμπιακούς αγώνες, συνέβη μεγάλο θαύμα: είχε
κιόλας θυσιάσει τα ιερά σφάγια, και εκεί που τα λεβέτια στέκονταν
γεμάτα κρέατα και νερό, δίχως φωτιά πήραν να βράζουν και ξεχείλισαν.
[1.59.2] Και ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, που έτυχε να είναι εκεί και είδε το
θαύμα, έδωσε την ακόλουθη συμβουλή στον Ιπποκράτη: να μην πάρει στο
σπίτι του γυναίκα που να μπορεί να κάνει παιδιά· αν κιόλας είχε, να τη
διώξει τη γυναίκα του, κι αν συνέβαινε να έχει και κανένα παιδί, να το
απαρνηθεί. [1.59.3] Όμως μ᾽ όλες τις συμβουλές του Χίλωνα, ο
Ιπποκράτης δε θέλησε να τον ακούσει. Απόχτησε μετά τον Πεισίστρατο,
αυτόν που, όταν ήρθαν σε διαμάχη οι Αθηναίοι που κατοικούσαν στα
παράλια με τους πεδινούς —οι πρώτοι με αρχηγό τον Μεγακλή, γιο του
Αλκμέωνα, κι οι πεδινοί με τον Λυκούργο, γιο του Αριστολαΐδη— έβαλε
στο νου του να γίνει καλά και σώνει τύραννος και οργάνωσε μια τρίτη
μερίδα. Μάζεψε έτσι στασιαστές και με το πρόσχημα πως θέλει να είναι
προστάτης των βουνίσιων, νά τί μηχανεύεται: [1.59.4] Τραυμάτισε τον
εαυτό του και τα μουλάρια του, και ξαμόλησε την άμαξά του στην αγορά,
κάνοντας πως τάχα ξέφυγε τους εχθρούς, που δήθεν την ώρα που αυτός
πήγαινε στο χωράφι του, θέλησαν να τον σκοτώσουν· και ζητούσε από το
δήμο να του εξασφαλίσει μια σωματοφυλακή, αυτουνού που ως στρατηγός
δοξάστηκε στην εκστρατεία εναντίον των Μεγαρέων, όταν πήρε τη
Νίσαια, και έκανε κι άλλα κατορθώματα μεγάλα. [1.59.5] Ο δήμος των
Αθηναίων γελάστηκε, και ύστερα από διαλογή ανάμεσα στους πολίτες,
του έδωσε μιαν ομάδα ανδρών, αυτούς που βέβαια δεν έγιναν δορυφόροι
του Πεισιστράτου αλλά ροπαλοφόροι· γιατί κρατώντας ξύλινα ραβδιά τον
ακολουθούσαν από πίσω. [1.59.6] Ξεσηκώθηκαν λοιπόν αυτοί μαζί με τον
Πεισίστρατο και πήραν την ακρόπολη. Τότε ο Πεισίστρατος πήρε στα
χέρια του την εξουσία στην Αθήνα, δίχως όμως ούτε τις αρχές που
υπήρχαν να πειράξει ούτε να αλλάξει τους θεσμούς· με σεβασμό προς τα
καθεστώτα κυβερνούσε την πόλη, ρυθμίζοντάς τα όλα ωραία και καλά.
[1.60.1] Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και ύστερα από συνεννόηση
μεταξύ τους, οι στασιαστές του Μεγακλή και του Λυκούργου τον πετούν
από την αρχή. Έτσι ο Πεισίστρατος έγινε για πρώτη φορά κύριος στην
Αθήνα, και την τυραννική εξουσία, που ακόμη δεν είχε καλά ριζώσει, την
έχασε μέσα από τα χέρια του, ενώ εκείνοι που τον κυνήγησαν άρχισαν
αμέσως πάλι να αλληλοτρώγονται. [1.60.2] Στενεμένος από τους δικούς
του στασιαστές ο Μεγακλής έστειλε κήρυκα στον Πεισίστρατο και του
πρότεινε, αν ήθελε, να πάρει για γυναίκα του την κόρη του και σε
αντάλλαγμα να τον κάνει τύραννο. [1.60.3] Καθώς ο Πεισίστρατος
δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε με τους όρους, για να πετύχει την
επιστροφή του στην Αθήνα μηχανεύτηκε ένα σχέδιο, που εγώ το βρίσκω
πολύ αφελές (όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι οι Έλληνες από παλιότερα
ξεχώρισαν από τους βαρβάρους, έτσι που και ευφυέστεροι ήσαν και
απαλλαγμένοι από ανόητες αφέλειες) — αν πραγματικά αυτοί τότε
μηχανεύτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο στους Αθηναίους, που είχαν τη φήμη
πως ήσαν πρώτοι στη σοφία ανάμεσα στους Έλληνες: [1.60.4] Στο δήμο
της Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Φύη, ψηλή
τέσσερις πήχεις παρά τρία δάχτυλα και επιπλέον ωραία. Αυτής της
γυναίκας τής φόρεσαν πανοπλία, την ανέβασαν σε άρμα και αφού τη
δασκάλεψαν πώς να στέκεται, ώστε να φαίνεται όσο γινόταν πιο
μεγαλόπρεπη, την οδηγούσαν στέλνοντας μπροστά κήρυκες, που έφτασαν
στην πόλη και φώναζαν ό,τι τους είχαν προστάξει, λέγοντας αυτά:
[1.60.5] «Αθηναίοι, δεχθείτε με αγαθή ψυχή τον Πεισίστρατο, που η
Αθηνά, τιμώντας τον πάνω από κάθε άνθρωπο, η ίδια τον φέρνει πίσω
στην ακρόπολή της». Οι κήρυκες λοιπόν σκόρπισαν παντού κι αυτά
φώναζαν, και αμέσως στις συνοικίες απλώθηκε η φήμη πως η Αθηνά
φέρνει πίσω τον Πεισίστρατο· οι άνθρωποι της πόλης πιστεύοντας πως η
γυναίκα αυτή ήταν θεά, προσκύνησαν τούτη την ύπαρξη και δέχονταν τον
Πεισίστρατο.
[1.61.1] Όταν με τον τρόπο που είπαμε πήρε πίσω την τυραννίδα ο
Πεισίστρατος, κατά τη συμφωνία που είχε κάνει με το Μεγακλή, παίρνει
γυναίκα του την κόρη του Μεγακλή. Όμως έτσι που ο ίδιος είχε μεγάλα
αγόρια και για τους Αλκμεωνίδες υπήρχε η φήμη πως ήταν καταραμένοι,
επειδή δεν ήθελε να αποχτήσει από την καινούργια του γυναίκα παιδιά,
έσμιγε μαζί της παρά φύση. [1.61.2] Το πράγμα το κρατούσε η γυναίκα
του στην αρχή κρυφό, όμως ύστερα, είτε γιατί την πήρε από λόγια η μάνα
της είτε όχι, της το μαρτυρεί, και αυτή με της σειρά της το λέει στον
άνδρα της. Εκείνος το πήρε βαριά που τον ατίμαζε ο Πεισίστρατος· πάνω
στο θυμό του τα ξανάφτιαξε με τους παλιούς του στασιαστές. Μόλις ο
Πεισίστρατος έμαθε τί σχεδιάζουν εις βάρος του, σηκώθηκε και έφυγε
από τη χώρα με όλους τους δικούς του, και όταν έφτασε στην Ερέτρια
έκανε συμβούλιο με τους γιους του. [1.61.3] Και καθώς νίκησε η γνώμη
του Ιππία, να κοιτάξουν δηλαδή να πάρουν πίσω την τυραννίδα, άρχισαν
τότε να μαζεύουν χρήματα και δωρεές από τις πόλεις που κατά κάποιο
τρόπο τούς ήταν υπόχρεες. Πολλοί πρόσφεραν μεγάλα ποσά, μα οι
Θηβαίοι τούς ξεπέρασαν όλους με τα λεφτά που έδωσαν. [1.61.4] Ύστερα
—για να μη λέμε πολλά λόγια— πέρασε καιρός και ήταν όλα έτοιμα για
την επιστροφή. Γιατί κι Αργείοι μισθοφόροι έφτασαν από την
Πελοπόννησο και κάποιος Νάξιος τους ήλθε εθελοντής, ονόματι
Λύγδαμης, που έδειχνε πολύ μεγάλη προθυμία και είχε φέρει και χρήματα
και στρατιώτες.
[1.62.1] Ξεκίνησαν από την Ερέτρια και γυρνούν πίσω στην Αθήνα μέσα
στον ενδέκατο χρόνο. Πρώτα πρώτα κυριεύουν το Μαραθώνα. Κι όσο
ήταν στρατοπεδευμένοι σ᾽ αυτόν το χώρο, έφτασαν και από την πόλη οι
στασιαστές τους, αλλά συνέρρεαν κι άλλοι από τους δήμους, που η
τυραννίδα τούς βόλευε πιο πολύ από την ελευθερία. Αυτοί λοιπόν
συναθροίζονταν εκεί. [1.62.2] Οι Αθηναίοι της πόλης από τη μεριά τους,
όσο ο Πεισίστρατος μάζευε τα χρήματα και ύστερα πάτησε το Μαραθώνα,
δεν έδιναν καμιά σημασία· όταν όμως έμαθαν ότι από το Μαραθώνα
βαδίζει προς την πόλη τους, τότε πια βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν.
[1.62.3] Τραβούσαν με όλο τους το στρατό εναντίον των άλλων που
έρχονταν. Οι στρατιώτες πάλι του Πεισίστρατου ξεκίνησαν από τον
Μαραθώνα και πορεύονταν εναντίον της πόλης, προχωρώντας να
συναντήσουν τους Αθηναίους της πόλης· τους προφταίνουν στο ιερό της
Παλληνίδας Αθηνάς και πήραν θέση αντίκρυ τους. [1.62.4] Εκεί από θεία
έμπνευση παρουσιάζεται στον Πεισίστρατο ο χρησμολόγος Αμφίλυτος από
την Ακαρνανία, που πλησιάζοντάς τον χρησμοδοτεί σε εξάμετρο λέγοντας
τα εξής:
Ερρίφθη ο βόλος, το δε δίκτυον εξηπλώθη·
οι θύννοι θα ορμήσωσι την νύκτα με το φεγγάριον.
[1.63.1] Ένθεος λοιπόν εκείνος αυτά του χρησμοδοτεί· και ο Πεισίστρατος
πιάνοντας το νόημα της προφητείας και λέγοντας πως αποδέχεται το
χρησμό, κινούσε το στρατό του. Την ώρα αυτή οι Αθηναίοι από την πόλη
είχαν καθίσει και έτρωγαν, και μερικοί ύστερα από το φαγητό άλλοι τους
το είχαν ρίξει στα ζάρια και άλλοι στον ύπνο. Τότε οι στρατιώτες του
Πεισίστρατου πέφτουν επάνω στους Αθηναίους και τους τρέπουν σε φυγή.
[1.63.2] Και ενώ αυτοί έφευγαν, ο Πεισίστρατος μηχανεύεται ένα
σοφότατο σχέδιο, για να μην ξανασμίξουν άλλη φορά πια οι Αθηναίοι αλλά
να μείνουν σκορπισμένοι. Ανέβασε τους γιους του στ᾽ άλογα και τους
έστειλε μπροστά. Και αυτοί προφταίνοντας τους φυγάδες τούς έλεγαν
ό,τι τους ήταν ορισμένο από τον Πεισίστρατο, παραγγέλλοντάς τους να
μη φοβούνται αλλά καθένας τους να πάει στο σπίτι του.
[1.64.1] Οι Αθηναίοι τον άκουσαν και έτσι ο Πεισίστρατος πήρε για τρίτη
φορά την Αθήνα και ρίζωσε η τυραννίδα, χάρη στα επικουρικά
στρατεύματα που ήταν πολλά και τα χρηματικά έσοδα που έφταναν στα
ταμεία, άλλα από την Αττική την ίδια και άλλα από τον Στρυμόνα ποταμό.
Έπιασε ακόμη ομήρους ο Πεισίστρατος τα παιδιά εκείνων των Αθηναίων
που έμειναν στη θέση τους πολεμώντας και δεν έφυγαν αμέσως, και τα
εγκατέστησε στη Νάξο [1.64.2] (γιατί κι αυτή την κυρίεψε ο Πεισίστρατος
ύστερα από πόλεμο, και ανάθεσε τη διοίκησή της στο Λύγδαμη), και
επιπλέον εξάγνισε και το νησί της Δήλου κατά τους χρησμούς — και το
εξάγνισε με τον ακόλουθο τρόπο: όσο μπορεί κανείς να εποπτεύσει από το
ιερό, από όλο αυτόν το χώρο ξέθαψε τους νεκρούς και τους μετέφερε σε
άλλο μέρος της Δήλου. [1.64.3] Έτσι ο Πεισίστρατος ήταν τότε τύραννος
στην Αθήνα, και από τους Αθηναίους άλλοι είχαν πέσει στη μάχη και άλλοι
από αυτούς είχαν ακολουθήσει τους Αλκμεωνίδες στην εξορία.

[1.65.1] Κάτω από τέτοιο καθεστώς πληροφορήθηκε ο Κροίσος ότι


βρίσκονταν οι Αθηναίοι εκείνο τον καιρό· όσο για τους Λακεδαιμονίους,
έμαθε ότι είχαν γλιτώσει από μεγάλες συμφορές και ότι στον πόλεμο που
έκαναν με τους Τεγεάτες τούς είχαν πια νικήσει. Γιατί όταν βασίλευαν
στη Σπάρτη ο Λέων και ο Ηγησικλής, οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ στους άλλους
τους πολέμους είχαν τύχη, με τους Τεγεάτες μόνον έχαναν. [1.65.2] Στα
ακόμη παλιότερα χρόνια είχαν τους χειρότερους νόμους από όλους τους
ανθρώπους και στα εσωτερικά τους ζητήματα — αλλά και με τους ξένους
τούς έλειπε κάθε επαφή. Πέρασαν στην ευνομία με τον ακόλουθο τρόπο:
Όταν ο Λυκούργος, άνθρωπος που τον υπολήπτονταν στη Σπάρτη, έφτασε
στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό, μόλις πάτησε το πόδι του στο ναό,
η Πυθία τού λέει τα εξής:
[1.65.3] Ήλθες Λυκούργε εις τον μεγαλοπρεπή μου ναόν
αγαπητός ων από τον Δία και από όλους τους κατοικούντας τα δώματα
του Ολύμπου.
Απορώ τί να σ᾽ ονομάσω, θεόν ή άνθρωπον·
πλην καλύτερα στοχάζομαι να σ᾽ ονομάσω θεόν, ω Λυκούργε.
[1.65.4] Μερικοί λένε ότι έξω από αυτά η Πυθία τού ερμήνευσε και την
έννομη τάξη που τώρα ισχύει στη Σπάρτη· όπως όμως λένε οι ίδιοι οι
Λακεδαιμόνιοι, ο Λυκούργος την έφερε αυτή από την Κρήτη, όταν ήταν
επίτροπος του Λεωβώτη, ανεψιού του και βασιλιά των Σπαρτιατών.
[1.65.5] Λεν πως ευθύς ως έγινε επίτροπος, άλλαξε όλους τους νόμους και
πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα, για να μη γίνει καμιά παράβαση. Ύστερα
σύστησε όσα έχουν σχέση με τον πόλεμο: ενωμοτίες, λόχους τριάντα
ανδρών και κοινά συσσίτια· επιπλέον τους εφόρους και τους γέροντες
τους έφερε ο Λυκούργος.
[1.66.1] Έτσι πέρασαν οι Σπαρτιάτες στην ευνομία και, όταν ο Λυκούργος
πέθανε, του έστησαν ιερό και από τότε τον τιμούν ξεχωριστά. Καθώς η γη
τους ήταν εύφορη και δεν τους έλειπαν οι πολλοί άνδρες, πήραν γρήγορα
μπροστά και πρόκοψαν. Έτσι δεν τους έφτανε πια να ζούνε ήσυχα, αλλά
μέσα στη βεβαιότητά τους ότι είναι πιο δυνατοί από τους Αρκάδες,
ζητούσαν στους Δελφούς χρησμό για την υποταγή όλης της Αρκαδίας.
[1.66.2] Και η Πυθία τούς χρησμοδοτεί τα εξής:
Την Αρκαδίαν με ζητείς; Μεγάλον πράγμα με ζητείς· δεν θα σε την δώσω·
διότι είναι πολλοί άνδρες εις την Αρκαδίαν βαλανοφάγοι,
οι οποίοι θα σε εμποδίσουν· εγώ όμως δεν σε φθονώ·
θα σε δώσω την Τεγέαν, όπου να ορχείσαι κτυπών τους πόδας σου εις την
γην,
και πεδιάδα καλήν να την μοιρασθείς με σχοινίον.
[1.66.3] Όταν ήλθε ο χρησμός αυτός στη Σπάρτη και τον άκουσαν οι
Λακεδαιμόνιοι, από τους άλλους Αρκάδες παραιτήθηκαν, αλλά παίρνοντας
μαζί τους δεσμά, κίνησαν με το στρατό τους εναντίον των Τεγεατών,
εμπιστευμένοι στον κίβδηλο χρησμό, με την ιδέα πως θα εξανδραποδίσουν
τους Τεγεάτες. [1.66.4] Καθώς όμως νικήθηκαν στη μάχη, όσοι από
αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι, σέρνοντας τις αλυσίδες που οι ίδιοι είχαν
φέρει μαζί τους, δούλευαν τα χωράφια των Τεγεατών, αφού πρώτα τα
χώρισαν μετρώντας τα με το σχοινί. Τα δεσμά αυτά, με τα οποία ήσαν
δεμένοι, σώζονταν ακόμη και στα χρόνια μου στην Τεγέα, κρεμασμένα
γύρω στο ναό της Αλέας Αθηνάς.
[1.67.1] Σ᾽ όλες τις μάχες ύστερα οι Λακεδαιμόνιοι συνεχώς και πάντα
κακοτυχούσαν πολεμώντας με τους Τεγεάτες· όμως στα χρόνια του
Κροίσου, όταν στη Σπάρτη βασίλευαν ο Αλεξανδρίδης και ο Αρίστων,
κατόρθωσαν επιτέλους οι Σπαρτιάτες να νικήσουν στον πόλεμο — και το
πράγμα έγινε έτσι: [1.67.2] Επειδή οι Τεγεάτες συνεχώς τους νικούσαν
στον πόλεμο, έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν
ποιόν από τους θεούς αν εξευμένιζαν, θα κατόρθωναν να νικήσουν στον
πόλεμο τους Τεγεάτες. Και η Πυθία χρησμοδότησε πως αν έφερναν τα
οστά του Ορέστη, του γιου του Αγαμέμνονα. [1.67.3] Καθώς όμως δεν
τους στάθηκε δυνατό να ανακαλύψουν τον τάφο του Ορέστη, έστειλαν
πάλι προς τη θεά ανθρώπους τους να ρωτήσουν για το μέρος που ήταν
θαμμένος ο Ορέστης. Και στην ερώτηση των αποσταλμένων τους δίνει η
Πυθία την ακόλουθη απάντηση:
[1.67.4] Εις τόπον επίπεδον της Αρκαδίας είναι η πόλις Τεγέα.
Εις δε το μέρος όπου πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι από ισχυράν
ανάγκην
και όπου γίνεται κτύπος αντίκτυπος, και βλάβη κείται επάνω βλάβης,
εκεί η φυσίζωος γη κατέχει τον Αγαμεμνονίδην.
Αυτόν εάν φέρεις εις τον τόπον σου, θα γένεις επικρατής της Τεγέας.
[1.67.5] Όμως και ύστερα από τον δεύτερο χρησμό οι Λακεδαιμόνιοι
διόλου δεν επλησίαζαν σ᾽ αυτό που γύρευαν, κι ας έψαχναν παντού, έως
ότου ο Λίχας, ένας από τους Σπαρτιάτες που ονομάζονται αγαθοεργοί,
έκανε την ανακάλυψη. Οι αγαθοεργοί είναι πολίτες που βγαίνουν από την
τάξη των ιππέων, κάθε φορά οι πρεσβύτεροι, πέντε κάθε χρόνο. Αυτοί
έχουν χρέος, τη χρονιά που είναι να βγουν από την τάξη των ιππέων, να
παίρνουν μέρος, δίχως διακοπή, καθένας και σε άλλη αποστολή, για τα
κοινά πράγματα των Σπαρτιατών.
[1.68.1] Ένας λοιπόν από αυτούς κι ο Λίχας, έκανε την ανακάλυψη στην
Τεγέα, βοηθημένος και από την τύχη κι από την εξυπνάδα του. Πράγματι
καθώς την εποχή εκείνη οι σχέσεις με τους Τεγεάτες ήταν καλές, πήγε ο
Λίχας σ᾽ ένα χαλκουργείο, παρακολουθούσε πώς σφυρηλατούσε ο χαλκιάς
το σίδερο, και κοίταζε γεμάτος θαυμασμό αυτό που έβγαινε. [1.68.2]
Παρατηρώντας ο χαλκιάς το σάστισμά του, σταμάτησε τη δουλειά του
και είπε: «Αλήθεια, ξένε Σπαρτιάτη, αν ίσως είχες δει ό,τι και εγώ, θα
ήταν ο θαυμασμός σου πράγματι μεγάλος, αφού τώρα έτσι σαστίζεις
βλέποντας πώς δουλεύεται το σίδερο. [1.68.3] Γιατί εγώ θέλοντας να
ανοίξω σ᾽ αυτήν εδώ την αυλή ένα πηγάδι, σκάβοντας έπεσα πάνω σ᾽ ένα
κιβούρι επτά πήχεις μακρύ· επειδή αρνιόμουν να πιστέψω πως ποτέ έγιναν
άνθρωποι πιο μακριοί από τους σημερινούς, το άνοιξα και είδα τον νεκρό
να είναι το ίδιο μακρύς όσο και το κιβούρι. Τον μέτρησα κι ύστερα τον
παράχωσα ξανά». Εκείνος λοιπόν του έλεγε αυτά που είχε δει, όμως ο
Λίχας μπήκε καλά στο νόημα των λόγων του και έβγαλε το συμπέρασμα
πως είναι ο Ορέστης ο νεκρός αυτός, σύμφωνα με το χρησμό — και νά
πώς συνδύασε το πράγμα: [1.68.4] Βλέποντας τα δύο φυσερά του χαλκιά,
έβρισκε ότι αυτά είναι οι άνεμοι, το αμόνι πάλι και το σφυρί πως είναι το
χτύπημα και το αντιχτύπημα, στο σίδερο που σφυροκοπούσαν έβλεπε το
ένα κακό πάνω στο άλλο, κάνοντας ένα παρόμοιο συλλογισμό· πως
δηλαδή για συμφορά των ανθρώπων βρέθηκε το σίδερο. [1.68.5] Με αυτά
τα συμπεράσματα γύρισε πίσω στη Σπάρτη, και εξήγησε στους
Λακεδαιμόνιους όλη την υπόθεση. Αυτοί διατύπωσαν εναντίον του πλαστή
κατηγορία και σκηνοθέτησαν την εξορία του. Και εκείνος, όταν έφτασε
στην Τεγέα, διηγούνταν στο χαλκιά τη συμφορά του και επέμενε να του
νοικιάσει την αυλή του, αλλά αυτός δεν του την έδινε. [1.68.6] Με τα
πολλά όμως τον έπεισε, εγκαταστάθηκε εκεί και αφού ανέσκαψε τον τάφο,
μάζεψε τα οστά, τα πήρε μαζί του και έφυγε για τη Σπάρτη. Από τότε και
ύστερα κάθε φορά που έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, νικούσαν πια
εύκολα στον πόλεμο τους Τεγεάτες οι Λακεδαιμόνιοι· στο μεταξύ και το
μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία
τους.

[1.69.1] Πληροφορημένος λοιπόν για όλα αυτά ο Κροίσος έστελνε στη


Σπάρτη αγγελιοφόρους με δώρα να ζητήσουν συμμαχία, παραγγέλλοντάς
τους από πριν τί έπρεπε να πουν. Και όταν αυτοί έφτασαν στον προορισμό
τους, έλεγαν: [1.69.2] «Μας έστειλε ο Κροίσος, ο βασιλιάς των Λυδών κι
άλλων λαών, με τις εξής παραγγελίες· Λακεδαιμόνιοι, ύστερα από χρησμό
του θεού να πάρω με το μέρος μου Έλληνες φίλους, αφού μαθαίνω ότι
εσείς είστε οι πρώτοι της Ελλάδος, εσάς και προσκαλώ σύμφωνα με το
χρησμό του θεού, επιθυμώντας να γίνω φίλος και σύμμαχός σας, δίχως
απάτη και δόλο». [1.69.3] Ο Κροίσος αυτά παράγγελνε με τους κήρυκές
του, και οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν ακούσει και οι ίδιοι το χρησμό που
πήρε ο Κροίσος, χάρηκαν με τον ερχομό των Λυδών και έκλεισαν όρκους
φιλοξενίας και συμμαχίας. Γιατί τους υποχρέωναν κιόλας κάποιες
ευεργεσίες του Κροίσου προηγούμενες. [1.69.4] Έστειλαν δηλαδή οι
Λακεδαιμόνιοι κάποτε ανθρώπους τους στις Σάρδεις, γιατί ήθελαν να
αγοράσουν χρυσό που σκόπευαν να τον χρησιμοποιήσουν για το άγαλμα
του Απόλλωνα, αυτό που είναι τώρα στον Θόρνακα της Λακωνίας· και ο
Κροίσος, ενώ αυτοί πήγαν να το αγοράσουν, τους το έδωσε χάρισμα.
[1.70.1] Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο οι Λακεδαιμόνιοι δέχτηκαν τη συμμαχία,
και γιατί ο Κροίσος αυτούς ξεχώρισε ανάμεσα απ᾽ όλους τους Έλληνες
και τους διάλεξε για φίλους. Έτσι ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, όταν
θα τους το μηνούσε, ενώ παράλληλα έφτιαξαν έναν κρατήρα χάλκινο, που
από την έξω μεριά τον γέμισαν γύρω στα χείλη με παραστάσεις κάθε
λογής, μεγάλον να χωρά τριακόσιους αμφορείς, και του τον έστειλαν,
θέλοντας να τον προσφέρουν του Κροίσου αντιχάρισμα. [1.70.2] Αυτός ο
κρατήρας δεν έφτασε στις Σάρδεις, για δύο, διαφορετικούς όπως τους
λεν, λόγους: οι Λακεδαιμόνιοι λένε πως ταξιδεύοντας ο κρατήρας για τις
Σάρδεις, όταν έφτασε στα νερά της Σάμου, τον πήραν είδηση οι Σάμιοι
και ορμώντας με τα μακριά τους καράβια τον άρπαξαν. [1.70.3] Οι ίδιοι
όμως οι Σάμιοι λένε ότι, επειδή καθυστέρησαν οι Λακεδαιμόνιοι που
συνόδευαν τον κρατήρα και πληροφορήθηκαν πως και οι Σάρδεις και ο
Κροίσος είχαν πέσει στα χέρια του Κύρου, πούλησαν τον κρατήρα στη
Σάμο, και κάποιοι άγνωστοι που τον αγόρασαν, τον αφιέρωσαν στο ιερό
της Ήρας. Και ίσως εκείνοι που τον πούλησαν, όταν έφτασαν στη Σπάρτη,
είπαν πως τους τον άρπαξαν οι Σάμιοι.
[1.71.1] Για τον κρατήρα έτσι έχει το πράγμα. Ο Κροίσος ωστόσο, επειδή
έπεσε έξω στην εκτίμηση του χρησμού, κινούσε το στρατό του εναντίον
της Καππαδοκίας με την ελπίδα ότι θα ανατρέψει τον Κύρο και τη δύναμη
των Περσών. [1.71.2] Ενώ όμως ο Κροίσος έκανε ετοιμασίες για να
εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, κάποιος Λυδός (που και πρώτα
περνούσε για σοφός, ύστερα όμως από αυτή του τη γνώμη, πιο πολύ
ακούστηκε το όνομά του ανάμεσα στους Λυδούς) συμβούλευσε στον
Κροίσο τα ακόλουθα — το όνομά του ήταν Σάνδανης: «Βασιλιά μου,
ετοιμάζεσαι να κινήσεις το στρατό σου για να χτυπήσεις τέτοιους
άνδρες, που τα παντελόνια και τα άλλα ρούχα που φορούν είναι από
δέρμα, που τρων όχι όσο θέλουν αλλά όσο έχουν, και κατοικούν χώρα
τραχιά. [1.71.3] Κι ακόμη δεν πίνουν κρασί αλλά νερό, κι ούτε σύκα δεν
έχουν να φάνε μήτε κανένα άλλο αγαθό. Λοιπόν αν τους νικήσεις, τί έχεις
να τους πάρεις, αυτών που δεν έχουν τίποτε; Αντίθετα όμως, αν νικηθείς,
στοχάσου πόσα αγαθά θα χάσεις· γιατί όταν δοκιμάσουν αυτοί τα δικά
μας αγαθά, θα μας φορτωθούν και δε θα μπορέσουμε πια να τους
διώξουμε. [1.71.4] Εγώ, πώς να το πω, ευχαριστώ τους θεούς που δεν
έβαλαν στο μυαλό των Περσών την ιδέα να εκστρατεύσουν εναντίον των
Λυδών». Αυτά είπε, όμως δεν έπειθε τον Κροίσο. Πράγματι οι Πέρσες πριν
υποτάξουν τους Λυδούς, δεν είχαν καμιά καλοπέραση ούτε ζωή της
ανθρωπιάς.

[1.72.1] Τους Καππαδόκες οι Έλληνες τους λεν Σύριους. Αυτοί οι Σύριοι,


πριν πάρουν την αρχή στα χέρια τους οι Πέρσες, ήταν υποταγμένοι στους
Μήδους· τότε στον Κύρο. [1.72.2] Γιατί το σύνορο ανάμεσα στο κράτος
των Λυδών και των Μήδων ήταν ο Άλης ποταμός, που κατεβαίνει από το
Αρμένιο όρος, διασχίζει τη χώρα των Κιλίκων και συνεχίζει τη ροή του
αφήνοντας δεξιά τους Ματιανούς και από την άλλη μεριά τους Φρύγες·
περνώντας κι αυτές τις χώρες προχωρεί πάνω κατά το βορρά και χωρίζει
τους Σύριους της Καππαδοκίας στο ένα μέρος, και στα αριστερά τους
Παφλαγόνες. [1.72.3] Έτσι ο Άλης ποταμός αποχωρίζει όλη σχεδόν την
κάτω Ασία, από τη θάλασσα αντίκρυ στην Κύπρο έως τον Εύξεινο πόντο.
Τούτο το στενό είναι ο λαιμός όλης αυτής της ηπείρου· για να περπατήσει
το μήκος του ένας καλός πεζοπόρος χωρίς φορτίο, του χρειάζονται πέντε
μέρες.
[1.73.1] Κινούσε το στρατό του ο Κροίσος εναντίον της Καππαδοκίας για
τους παρακάτω λόγους: από όρεξη για μια περιοχή που ήθελε να την
προσθέσει στις δικές του κτήσεις, και πιο πολύ από πίστη στο χρησμό και
επειδή επιθυμούσε να εκδικηθεί τον Κύρο για το χατίρι του Αστυάγη.
[1.73.2] Γιατί τον Αστυάγη, γιο του Κυαξάρη, που ήταν γαμπρός του
Κροίσου και βασιλιάς των Μήδων, ο Κύρος, γιος του Καμβύση, τον είχε
ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο. Ο Αστυάγης είχε γίνει γαμπρός του
Κροίσου ως εξής: [1.73.3] Μια ομάδα από νομάδες Σκύθες, ύστερα από
στάση, ξέφυγε και μπήκε στη χώρα των Μήδων· τα χρόνια εκείνα
βασίλευε στους Μήδους ο Κυαξάρης (γιος του Φραόρτη, γιου του Δηιόκη),
που σ᾽ αυτούς τους Σκύθες φερνόταν στην αρχή καλά, σαν ικέτες που
ήσαν. Και επειδή πολύ τους υπολόγιζε, τους εμπιστεύθηκε μερικά παιδιά
των Λυδών, για να μάθουν κοντά τους τη γλώσσα τους και την τέχνη του
τόξου. [1.73.4] Ο καιρός περνούσε, οι Σκύθες έβγαιναν κάθε μέρα για
κυνήγι, και πάντα κάτι έφερναν· κάποτε όμως συνέβη να μην πιάσουν
τίποτε. Όταν γύρισαν πίσω με τα χέρια αδειανά, ο Κυαξάρης (γιατί ήταν,
όπως και το απέδειξε, εξαιρετικά αψύς) τους φέρθηκε πολύ σκληρά —
όπως δεν έπρεπε. [1.73.5] Κι αυτοί μετά το πάθημά τους από τον
Κυαξάρη, επειδή έκριναν πως είχαν πάθει κάτι που δεν τους άξιζε, πήραν
απόφαση να κομματιάσουν ένα από τα παιδιά που μαθήτευαν κοντά τους,
να το μαγειρέψουν, όπως συνήθιζαν να μαγειρεύουν και τα αγρίμια, και να
το δώσουν του Κυαξάρη, κάνοντας τάχα πως το έφεραν από κυνήγι· κι
αφού το δώσουν, ύστερα το γρηγορότερο να φύγουν και να πάνε στον
Αλυάττη, γιο του Σαδυάττη, στις Σάρδεις. [1.73.6] Έτσι και έγινε· γιατί ο
Κυαξάρης και οι ομοτράπεζοί του που ήταν παρόντες, γεύθηκαν τα
κρέατα αυτά, και οι Σκύθες, άμα πραγματοποίησαν το σχέδιο τους, έγιναν
ικέτες του Αλυάττη.
[1.74.1] Μετά, επειδή ο Αλυάττης δεν έδινε πίσω τους Σκύθες, κι ας τους
ζητούσε επίμονα ο Κυαξάρης, άναψε πόλεμος ανάμεσα στους Λυδούς και
τους Μήδους, που κράτησε πέντε χρόνια, και μέσα σ᾽ αυτά πολλές φορές
νίκησαν οι Μήδοι τους Λυδούς, και πολλές φορές οι Λυδοί τους Μήδους.
Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έδωσαν και μια μάχη νυκτερινή. [1.74.2]
Και ενώ εξακολουθούσαν τον πόλεμο ισόπαλοι, τον έχτο χρόνο, σε μια
συμπλοκή, συνέβη πάνω στη μάχη ξαφνικά η μέρα να γίνει νύχτα. Αυτή
την αλλαγή της μέρας σε νύχτα, την είχε ο Θαλής ο Μιλήσιος πει από πριν
στους Ίωνες πως θα γίνει, προκαθορίζοντας και τον χρόνο αυτόν, μέσα
στον οποίο πραγματικά και έγινε η μεταβολή. [1.74.3] Οι Λυδοί και οι
Μήδοι, όταν είδαν τη μέρα να γίνεται νύχτα, σταμάτησαν τη μάχη και
πρόθυμα έσπευσαν και οι δύο να κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη. Εκείνοι που
τους έφεραν σε συμβιβασμό ήταν ο Συέννεσης από την Κιλικία και ο
Λαβύνητος από τη Βαβυλώνα. [1.74.4] Αυτοί είναι που έσπρωξαν να
γίνουν οι όρκοι και επιπλέον πέτυχαν να τους δέσουν και με αμοιβαίο
γάμο. Αποφάσισαν δηλαδή ο Αλυάττης να δώσει την κόρη του Αρύηνη
νύφη στο γιο του Κυαξάρη· γιατί δίχως στενό συγγενικό δεσμό, οι
συμφωνίες δε συνηθίζεται να κρατούν για πολύ. [1.74.5] Τους όρκους
τούς κάνουν οι λαοί αυτοί, όπως και οι Έλληνες, και επιπλέον χαράζουν
πάνω πάνω το δέρμα των χεριών τους και γλείφουν ο ένας το αίμα του
άλλου.

[1.75.1] Αυτόν λοιπόν τον Αστυάγη, που του ήταν παππούς από τη μάνα
του, ο Κύρος τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο για κάποια
αιτία που εγώ θα την πω στα παρακάτω κεφάλαια. [1.75.2] Νά ο λόγος
που ο Κροίσος τα είχε με τον Κύρο, και γι᾽ αυτό έστελνε ανθρώπους του
στα μαντεία να ρωτήσει αν πρέπει να κινήσει το στρατό του εναντίον των
Περσών· [1.75.3] και όταν πια έφτασε ο απατηλός χρησμός, με την ελπίδα
ότι ο χρησμός τον ευνοεί, κίνησε ο Κροίσος το στρατό του για να εισβάλει
στη χώρα των Περσών. Άμα έφτασε ο Κροίσος στον Άλη ποταμό, αποκεί
και πέρα, όπως εγώ υποστηρίζω, πέρασε το στρατό του από τα γεφύρια
που υπήρχαν· όπως όμως λεν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Θαλής ο
Μιλήσιος του πέρασε το στρατό. [1.75.4] Ενώ δηλαδή ο Κροίσος
βρισκόταν σε απορία πώς θα περάσει ο στρατός του το ποτάμι (γιατί την
εποχή αυτή, λεν, δεν υπήρχαν βέβαια αυτές οι γέφυρες), ο Θαλής ο
Μιλήσιος, που ήταν λέει στο στρατόπεδο, κατόρθωσε για χάρη του
Κροίσου, ώστε το ποτάμι που έτρεχε από τα αριστερά του στρατού να
τρέχει και από τα δεξιά του — και νά πώς το κατόρθωσε: [1.75.5]
αρχίζοντας από ᾽να μέρος που βρισκόταν πιο πάνω από το στρατόπεδο,
έσκαψε μια βαθιά διώρυγα, έτσι που ο ποταμός ξεφεύγοντας από την
παλιά του κοίτη να κυκλώσει από πίσω το στρατόπεδο, κι ύστερα
παρακάμπτοντάς το να χύνεται και πάλι στην παλιά του κοίτη·
αποτέλεσμα: μόλις χωρίστηκε ο ποταμός στα δύο, έγινε και στα δύο του
παρακλάδια διαβατός. [1.75.6] Είναι μάλιστα μερικοί που ισχυρίζονται
πως η παλιά κοίτη ξεράθηκε ολότελα. Όμως αυτό δεν το δέχομαι· γιατί
πώς μπόρεσαν οι Λυδοί γυρνώντας πίσω να τον ξαναπεράσουν τον
ποταμό;
[1.76.1] Ο Κροίσος, σαν πέρασε με το στρατό του τον ποταμό, έφτασε
στην περιοχή της Καππαδοκίας που λέγεται Πτερία (είναι η Πτερία το πιο
οχυρωμένο μέρος αυτής της χώρας και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με
τη Σινώπη, πόλη πάνω στον Εύξεινο πόντο). Εκεί έστησε το στρατό του
και ερήμωνε τα χωράφια των Συρίων. [1.76.2] Κυρίεψε και την πόλη των
Πτερίων και αιχμαλώτισε τους κατοίκους της, κυρίεψε και τις γειτονικές
πόλεις όλες· και τους Συρίους, που διόλου δεν τον έφταιξαν, τους
ξεσπίτωσε και τους ρήμαξε. Από τη μεριά του ο Κύρος μάζεψε το δικό του
στρατό, παρέλαβε κι όλους όσους βρέθηκαν πάνω στο δρόμο του και
βάδισε να απαντήσει τον Κροίσο. [1.76.3] Προτού όμως αναλάβει να
κινήσει το στρατό του, πάσχιζε, στέλνοντας κήρυκες στους Ίωνες, να
τους αποσπάσει από τον Κροίσο. Όμως οι Ίωνες δεν τον άκουγαν, και ο
Κύρος, άμα έφτασε και έστησε το στρατό του αντίκρυ στο στρατόπεδο
του Κροίσου, εκεί στη χώρα των Πτερίων οι στρατοί δοκίμαζαν όλη τη
δύναμή τους, ο ένας εναντίον του άλλου. [1.76.4] Έγινε μάχη πεισματική
κι έπεσαν και από τις δύο παρατάξεις πολλοί· όμως, καθώς στο τέλος
κανένας τους δε νικούσε, χωρίστηκαν, γιατί τους πήρε η νύχτα. Έτσι
αγωνίστηκαν οι δύο στρατοί.
[1.77.1] Ο Κροίσος όμως έριξε το φταίξιμο στον λίγο του στρατό (γιατί
πραγματικά ο στρατός του, που πήρε μέρος στη μάχη, ήταν πολύ
μικρότερος από του Κύρου)· σ᾽ αυτό έριξε το φταίξιμο και, όπως την άλλη
μέρα ο Κύρος δε δοκίμαζε να κάνει επίθεση, κίνησε πίσω για τις Σάρδεις,
με τη σκέψη να καλέσει σε βοήθεια τους Αιγύπτιους σύμφωνα με τους
όρκους [1.77.2] (γιατί και με τον Άμαση, το βασιλιά της Αιγύπτου, είχε
κλείσει συμμαχία, πριν κάνει ακόμη με τους Λακεδαιμονίους), να μηνύσει
να έρθουν και οι Βαβυλώνιοι (γιατί και μ᾽ αυτούς είχε γίνει συμφωνία·
βασίλευε στα χρόνια εκείνα στη Βαβυλώνα ο Λαβύνητος), [1.77.3] να
παραγγείλει ακόμη και στους Λακεδαιμονίους να βρίσκονται στις Σάρδεις
στην ώρα τους· αφού λοιπόν συγκεντρώσει όλους αυτούς και μαζέψει και
το δικό του στρατό, είχε στο νου του να αφήσει να περάσει ο χειμώνας,
και με την άνοιξη να κινήσει τα στρατεύματά του εναντίον των Περσών.
[1.77.4] Μ᾽ αυτό το σχέδιο στο νου, μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε
κήρυκες προς τους συμμάχους του, για να τους προειδοποιήσουν να
μαζευτούν ύστερα από τέσσερις μήνες στις Σάρδεις. Όσο για το στρατό
που είχε μαζί του και πολέμησε τους Πέρσες, όσοι από αυτούς ήταν
μισθοφόροι, τους απέλυσε όλους και τους άφησε να σκορπίσουν· γιατί
διόλου δεν το περίμενε μήπως ο Κύρος στα σοβαρά, ύστερα από μια
τέτοια αμφίρροπη μάχη, βαδίσει εναντίον των Σάρδεων.
[1.78.1] Και ενώ ο Κροίσος έκανε αυτούς τους υπολογισμούς, γέμισε το
προάστιο όλο από φίδια· με την εμφάνισή τους τα άλογα άφησαν τις
βοσκές τους, και πήγαιναν εκεί και τα έτρωγαν. Όταν το είδε αυτό ο
Κροίσος, του φάνηκε, όπως και ήταν, θεϊκό σημάδι. [1.78.2] Αμέσως
λοιπόν έστειλε ανθρώπους του στους Τελμησσείς, στους ξακουστούς
εξηγητές. Έφτασαν οι αποσταλμένοι του Κροίσου και έμαθαν από τους
Τελμησσείς τί θέλει να πει το θεϊκό σημάδι, όμως δεν πρόφτασαν να
φέρουν πίσω στον Κροίσο την είδηση· γιατί προτού αυτοί προλάβουν να
γυρίσουν από τη θάλασσα πίσω στις Σάρδεις, ο Κροίσος είχε πιαστεί
αιχμάλωτος. [1.78.3] Μολαταύτα οι Τελμησσείς έδωσαν την ακόλουθη
εξήγηση: ότι ο Κροίσος πρέπει να περιμένει πως στρατός αλλόγλωσσος
θα χτυπήσει τη χώρα του, που θα έρθει και θα αφανίσει τους ντόπιους,
λέγοντας ότι φίδι ίσον παιδί της γης, κι άλογο ίσον εχθρός που έρχεται
από έξω. Οι Τελμησσείς λοιπόν αυτή την απόκριση έστειλαν στον Κροίσο,
όταν πια ήταν αιχμάλωτος, δίχως βέβαια να ξέρουν τίποτε για το τί
συνέβαινε με τις Σάρδεις και με τον ίδιο τον Κροίσο.
[1.79.1] Μόλις ο Κροίσος πήρε να υποχωρεί, μετά τη μάχη που έγινε στη
χώρα των Πτερίων, ο Κύρος, όταν έμαθε ότι ο Κροίσος είχε σκοπό μετά
την υποχώρηση να σκορπίσει το στρατό του, ύστερα από σκέψη έβρισκε
ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βαδίσει το γρηγορότερο και να
χτυπήσει τις Σάρδεις, προτού συγκεντρωθεί για δεύτερη φορά η δύναμη
των Λυδών. [1.79.2] Ευθύς ως το απεφάσισε, αμέσως το έβαλε μπροστά:
κίνησε το στρατό του και μπήκε στη Λυδία, και έφερε μόνος του την
αγγελία στον Κροίσο πως είχε φτάσει. Τότε ο Κροίσος βρέθηκε σε
αδιέξοδο, αφού τα πράγματα πήραν άλλη τροπή από εκείνη που ο ίδιος
πίστευε· κι όμως έβγαλε τους Λυδούς στη μάχη. [1.79.3] Δεν υπήρχε την
εποχή εκείνη κανένας λαός στην Ασία πιο αντρειωμένος και πιο άφοβος
από τους Λυδούς. Πολεμούσαν πάνω από άλογα, κρατούσαν δόρατα
μεγάλα, κι ήταν οι ίδιοι λαμπροί καβαλάρηδες.
[1.80.1] Όταν μαζεύτηκαν στην πεδιάδα, αυτή που βρίσκεται μπροστά
στην πόλη των Σάρδεων κι είναι μεγάλη και άδενδρη (την διασχίζουν και
άλλα ποτάμια και ο Ύλλος, και χύνονται όλα μαζί στο πιο μεγάλο ποτάμι
που λέγεται Έρμος· αυτός πηγάζει από το βουνό το αφιερωμένο στη μάνα
Δινδυμήνη, και ρέοντας χύνεται στη θάλασσα κοντά στην πόλη Φώκαια)·
[1.80.2] εδώ όταν είδε ο Κύρος να παρατάσσονται οι Λυδοί για μάχη,
γεμάτος τρόμο μπροστά στο ιππικό τους, έκανε, ύστερα από συμβουλή
του Άρπαγου που ήταν Μήδος, το εξής: όσες καμήλες ακολουθούσαν το
στρατό του, μεταφέροντας τρόφιμα και αποσκευές, όλες αυτές τις
μάζεψε και, αφού τους έβγαλε το φορτίο τους, ανέβασε πάνω τους άνδρες
με εξάρτυση ιππικού, και όταν τους ετοίμασε, έδωσε διαταγή να
προχωρούν αυτοί μπροστά από το άλλο στράτευμα καταπάνω στο ιππικό
του Κροίσου· πίσω από τις καμήλες πρόσταξε να ακολουθεί το πεζικό, και
πίσω από το πεζικό έταξε όλο το ιππικό του. [1.80.3] Όταν πια όλοι ήταν
στη θέση τους, παράγγειλε από τους άλλους Λυδούς κανέναν να μη
λυπηθούν και να σκοτώνουν όποιον τους αντισταθεί· μόνο τον Κροίσο να
μη σκοτώσουν, και αν ακόμη προβάλει αντίσταση, την ώρα που πάνε να
τον πιάσουν αιχμάλωτο. [1.80.4] Αυτές ήσαν οι παραγγελίες του· όσο για
τις καμήλες, τις έβαλε απέναντι στο ιππικό για τον εξής λόγο: την
καμήλα το άλογο τη φοβάται και δε βαστά ούτε την όψη της να βλέπει
ούτε τη μυρωδιά της να μυρίζεται. Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο σοφίστηκε το
τέχνασμα, για να αχρηστεύσει το ιππικό του Κροίσου, που με αυτό βέβαια
πίστευε πως θα θριαμβεύσει ο Λυδός. [1.80.5] Πράγματι μόλις κίνησαν οι
δύο στρατοί για τη μάχη, τότε, ευθύς ως μύρισαν τα άλογα τις καμήλες
και τις είδαν μπροστά τους, έκαναν πίσω, και η ελπίδα του Κροίσου πήγε
χαμένη. [1.80.6] Παρόλα αυτά οι Λυδοί δε δείλιασαν, παρά μόλις
κατάλαβαν τί γίνεται, πήδησαν από τα άλογά τους κάτω και άρχισαν να
χτυπιούνται με τους Πέρσες, όπως οι πεζοί. Ύστερα από ώρα και ενώ
είχαν πέσει και από τις δύο μεριές πολλοί νεκροί, τράπηκαν οι Λυδοί σε
φυγή, και παγιδευμένοι μέσα στα τείχη τους βαστούσαν στην πολιορκία
των Περσών.

[1.81.1] Ενώ λοιπόν οι Πέρσες έκαναν κανονική πολιορκία, ο Κροίσος με


τη σκέψη ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ καιρό, έστελνε μέσα από το
τείχος άλλους αγγελιοφόρους στις συμμαχικές χώρες. Γιατί οι
προηγούμενοι πήγαν να τους ειδοποιήσουν να μαζευτούν ύστερα από
τέσσερις μήνες, ενώ αυτούς τους έστελνε να παρακαλέσουν τους
συμμάχους να τρέξουν το γρηγορότερο σε βοήθεια, γιατί ο Κροίσος
πολιορκείται.
[1.82.1] Έστειλε λοιπόν και στις άλλες συμμαχικές χώρες ανθρώπους του
και επιπλέον στη Σπάρτη. Την εποχή όμως αυτή συνέπεσε να βρίσκονται κι
αυτοί οι ίδιοι σε διαμάχη με τους Αργείους για ένα τόπο που λεγόταν
Θυρέα. [1.82.2] Την περιοχή αυτή της Θυρέας, που ανήκε στην Αργολίδα,
την ξέκοψαν και την πήραν οι Λακεδαιμόνιοι. Στους Αργείους όμως ανήκε
κι όλη η περιοχή που φτάνει δυτικά ώς τον Μαλέα, και η στεριά και το
νησί Κύθηρα και τα υπόλοιπα νησιά. [1.82.3] Καθώς οι Αργείοι
προσέτρεξαν να βοηθήσουν τη χώρα που τους έπαιρναν, έγινε εκεί
συμβούλιο και ήρθαν σε συμφωνία να πολεμήσουν τριακόσιοι από κάθε
μεριά, κι όποιοι από τους δυο νικήσουν, αυτών θα είναι η περιοχή· ο πολύς
στρατός και των δύο να φύγει και ο καθένας να πάει στη χώρα του, κι όχι
να μείνουν εκεί την ώρα που οι άλλοι θα αγωνίζονταν, γι᾽ αυτόν το λόγο:
για να μην είναι εκεί οι δύο στρατοί και βλέποντας ο ένας ή ο άλλος τους
δικούς του να νικιούνται, τρέξουν να τους βοηθήσουν. [1.82.4] Ύστερα
από αυτή τη συμφωνία σηκώθηκαν και έφυγαν, ενώ διαλεχτοί κι από τις
δύο παρατάξεις άρχισαν να πολεμούν. Η μάχη κρατούσε κι αυτοί έβγαιναν
ισόπαλοι, κι από τους εξακοσίους άνδρες έμειναν μόνο τρεις, από τους
Αργείους ο Αλκήνωρ και ο Χρομίος, από τους Λακεδαιμονίους ο
Οθρυάδης· κι αυτοί έμειναν ζωντανοί, γιατί τους πήρε η νύχτα. [1.82.5]
Οι δύο λοιπόν Αργείοι ως νικητές έτρεξαν στο Άργος, ενώ ο
Λακεδαιμόνιος Οθρυάδης σκύλευσε τους νεκρούς των Αργείων, έσυρε τα
όπλα τους στο δικό του στρατόπεδο κι έμεινε στη θέση του. Όταν
ξημέρωσε η άλλη μέρα, ήρθαν οι δύο στρατοί να μάθουν το αποτέλεσμα.
[1.82.6] Στην αρχή επέμενε καθένας για λογαριασμό του πως είναι αυτός
ο νικητής, υποστηρίζοντας οι Αργείοι πως από τους δικούς τους σώθηκαν
περισσότεροι· οι άλλοι παρασταίνοντας πως οι αντίπαλοί τους το έβαλαν
στα πόδια, ενώ ο δικός τους έμεινε στη θέση του και σκύλευσε τους
νεκρούς τους. [1.82.7] Τέλος από λόγο σε λόγο ήρθαν στα χέρια, και η
μάχη άρχισε· σκοτώθηκαν και από τις δύο μεριές πολλοί, νίκησαν όμως οι
Λακεδαιμόνιοι. Από τότε οι Αργείοι ξύρισαν το κεφάλι τους, αυτοί που
πρώτα είχαν έθιμο να αφήνουν μακριά μαλλιά, και έβαλαν νόμο και
κατάρα, κανείς Αργείος να μην αφήσει μακριά μαλλιά μήτε οι γυναίκες να
φορέσουν χρυσά κοσμήματα, προτού γίνει και πάλι δική τους η Θυρέα.
[1.82.8] Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι έβαλαν νόμον αντίθετο: ενώ
προηγουμένως δεν άφηναν μακριά μαλλιά, από τότε κι ύστερα να
αφήνουν. Για εκείνον τον ένα, λεν, που σώθηκε από τους τριακοσίους, τον
Οθρυάδη, ότι από ντροπή να γυρίσει πίσω στη Σπάρτη, αφού οι
συνάδελφοί του είχαν αφανιστεί, αυτοκτόνησε στο ίδιο εκείνο μέρος, στη
Θυρέα.
[1.83.1] Τέτοια μπλεξίματα είχαν οι Σπαρτιάτες, όταν έφτασε ο κήρυκας
από τις Σάρδεις για να ζητήσει βοήθεια για τον πολιορκημένο Κροίσο.
Μολαταύτα, ευθύς ως άκουσαν τον κήρυκα, ήσαν πρόθυμοι να τρέξουν για
βοήθεια. Ενώ όμως είχαν κιόλας τελειώσει τις προετοιμασίες τους και τα
καράβια ήσαν έτοιμα, ήρθε άλλο μήνυμα, που έλεγε ότι έπεσε το κάστρο
των Λυδών και πως ο Κροίσος κρατιέται αιχμάλωτος. Έτσι λοιπόν,
λυπημένοι κατάκαρδα, δεν ξεκίνησαν.
[1.84.1] Νά πώς έπεσαν οι Σάρδεις: Ήταν η δεκάτη τέταρτη μέρα αφότου
άρχισε η πολιορκία του Κροίσου, όταν ο Κύρος στέλνοντας καβαλάρηδες
στο στρατό του μήνυσε ότι στον πρώτο που θα πατούσε το τείχος θα
δώσει δώρα. [1.84.2] Ύστερα ο στρατός έκανε επίθεση· όμως καθώς το
πράγμα δε πήγαινε μπροστά, τότε, ενώ οι άλλοι είχαν πια παραιτηθεί,
ένας στρατιώτης Μάρδος δοκίμαζε να σκαρφαλώσει (το όνομά του ήταν
Υροιάδης) σε κείνο το σημείο της ακρόπολης, που ήταν ολότελα
αφύλακτο, αφού κανέναν φόβο δεν είχαν οι Λυδοί μήπως ποτέ από εκεί
κυριευτεί το κάστρο. [1.84.3] Γιατί είναι απότομη σ᾽ αυτό το μέρος η
ακρόπολη και άπαρτη. Από εκεί ούτε ο Μήλης, ο παλιός βασιλιάς των
Σαρδίων, μόνον από εκεί δεν πέρασε το λιοντάρι που του γέννησε η
παλλακίδα του, όταν οι Τελμησσείς έκριναν πως, αν το λιοντάρι
γυροφέρει τα τείχη, οι Σάρδεις δε θα κυριευτούν ποτέ. Όμως ο Μήλης σ᾽
όλο το άλλο τείχος που ήταν επίφοβο γύρισε το λιοντάρι· το μέρος αυτό
ωστόσο είπε πως είναι απόρθητο, καθότι απότομο. Πρόκειται για τη μεριά
της ακρόπολης που βλέπει κατά τον Τμώλο. [1.84.4] Λοιπόν ο Μάρδος
Υροιάδης που είπαμε είδε την προηγούμενη ημέρα κάποιον από τους
Λυδούς να κατεβαίνει από αυτό το μέρος της ακρόπολης, για να πάρει το
κράνος του, που του είχε κυλίσει κάτω, κι ύστερα πάλι να ανεβαίνει·
πρόσεξε το πράγμα και το ετύπωσε στο νου του. Έτσι και ο ίδιος τότε
ανέβηκε από εκεί και ξοπίσω του ανέβαιναν και άλλοι Πέρσες· όταν
σκαρφάλωσαν πολλοί, τότε πια οι Σάρδεις κυριεύτηκαν και η πόλη
ολόκληρη παραδόθηκε.
[1.85.1] Με τον Κροίσο τον ίδιο συνέβη το εξής: είχε ένα παιδί, που γι᾽
αυτό μίλησα και πρωτύτερα, στα άλλα όλα καλό, όμως άλαλο. Στα
περασμένα καλά του χρόνια ο Κροίσος έκανε τα πάντα για χάρη του, αφού
ανάμεσα στα άλλα που σκέφτηκε είχε στείλει και στους Δελφούς
ανθρώπους του να ζητήσουν χρησμό επί τούτου. [1.85.2] Και η Πυθία τού
είπε τα εξής:
Λυδέ κατά το γένος, βασιλεύ πολλών, πολλά μωρέ Κροίσε,
μη θέλεις ν᾽ ακούσεις εις την οικίαν σου την πολύευκτον φωνήν
του υιού σου λαλούντος. Συμφερότερόν σε είναι να λείψει
αυτό· διότι θα λαλήσει πρώτην φοράν εις ημέραν δυστυχή.
[1.85.3] Όταν λοιπόν κυριεύοντας το κάστρο όρμησε κάποιος Πέρσης να
σκοτώσει τον Κροίσο παίρνοντάς τον για άλλον, ο Κροίσος που τον
έβλεπε να έρχεται καταπάνω του, μέσα στη συμφορά του, έμεινε
αδιάφορος, γιατί διόλου δεν τον έμελε να τον χτυπήσουν και να σκοτωθεί.
[1.85.4] Μα το παιδί αυτό το άλαλο, σαν είδε τον Πέρση να ορμά πάνω
στον πατέρα του, από φόβο και πόνο έβγαλε φωνή και είπε: «Άνθρωπέ
μου, μη σκοτώσεις τον Κροίσο». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που
πρόφερε· ύστερα πια μιλούσε όλα τα χρόνια της ζωής του.
[1.86.1] Έτσι οι Πέρσες πήραν τις Σάρδεις κι έπιασαν αιχμάλωτο τον
Κροίσο, που βασίλευσε δεκατέσσερα χρόνια, πολιορκήθηκε δεκατέσσερις
μέρες και σύμφωνα με το χρησμό κατέλυσε ένα μεγάλο βασίλειο — το
δικό του. Όταν τον έπιασαν οι Πέρσες, τον οδήγησαν μπροστά στον Κύρο.
[1.86.2] Κι αυτός έστησε μια πυρά μεγάλη και ανέβασε πάνω της τον
Κροίσο δεμένο με αλυσίδες και πλάι του δεκατέσσερα νέα παλικάρια από
τους Λυδούς, με σκοπό είτε να τον προσφέρει θυσία σε κάποιον από τους
θεούς ως απαρχές της λείας του, είτε γιατί ήθελε να ξεπληρώσει κάποιο
τάμα του, είτε γιατί έμαθε ότι ο Κροίσος είναι θεοφοβούμενος και γι᾽
αυτό ακριβώς τον ανέβασε στην πυρά, επειδή ήθελε να δει αν κάποιος
από τους θεούς θα τον γλίτωνε, ώστε να μην καεί ζωντανός. [1.86.3] Ο
Κύρος αυτά έκανε· κι ο Κροίσος στημένος πάνω στην πυρά, θυμήθηκε,
παρά το μέγεθος της συμφοράς του, το λόγο του Σόλωνα, πως ήταν
ειπωμένος με θεού φώτιση, ότι δηλαδή κανένας, όσο ζει, δεν είναι
ευτυχισμένος. Και έτσι που ο λόγος έλαμψε μέσα του, πήρε βαθιά ανάσα κι
αναστέναξε· κι ύστερα από μακριά σιγή πρόφερε τρεις φορές «Σόλων».
[1.86.4] Ευθύς ως το άκουσε ο Κύρος, πρόσταξε τους διερμηνείς του να
ρωτήσουν τον Κροίσο ποιός είναι αυτός που επικαλείται· και εκείνοι
πλησίασαν και τον ρωτούσαν. Ο Κροίσος στην αρχή σιωπούσε, κι ας τον
ρωτούσαν, ύστερα όμως, επειδή τον πίεζαν, είπε: «Εκείνος, που εγώ θα
έδινα ολόκληρη περιουσία, για να μιλήσουν μαζί του όλοι οι βασιλιάδες».
Καθώς όμως τους μίλαγε έτσι σκοτεινά, τον ξαναρώτησαν τί νόημα είχαν
τα λόγια του. [1.86.5] Και επειδή επέμεναν και δεν τον άφηναν σε ησυχία,
τέλος τούς διηγήθηκε πως ήρθε κάποτε στην αυλή του ο Σόλων ο
Αθηναίος, και αφού τριγύρισε και είδε όλα του τα πλούτη, πως τα
θεώρησε μηδαμινά (και είπε αυτά που είπε)· πως όλα τού βγήκαν όπως τα
είπε εκείνος, κι ωστόσο τα λόγια του δεν ταίριαζαν μονάχα για τον
Κροίσο, παρά για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, και περισσότερο για
εκείνους, όσοι φαντάζονται οι ίδιοι πως είναι ευτυχισμένοι. Ενώ ο Κροίσος
έκανε τη διήγησή του, η πυρά είχε κιόλας ανάψει και οι κάτω άκρες της
γύρω γύρω άρχισαν να καίγονται. [1.86.6] Ευθύς ως άκουσε ο Κύρος από
τους διερμηνείς του όσα είπε ο Κροίσος, άλλαξε γνώμη και συλλογίστηκε
πως, όντας ο ίδιος άνθρωπος, παράδινε ζωντανό στη φωτιά ένα
συνάνθρωπό του, που η ευδαιμονία του δε στάθηκε κατώτερη από τη δική
του. Ακόμη επειδή φοβήθηκε την πληρωμή και αναλογίστηκε πως τίποτε
από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι σταθερό, έδωσε διαταγή να
σβήσουν το γρηγορότερο τη φωτιά που έκαιγε και να κατεβάσουν από την
πυρά τον Κροίσο κι αυτούς που ήταν μαζί με τον Κροίσο. Οι άνθρωποί του
όμως, με όλες τους τις προσπάθειες, ήταν αδύνατο πια να συγκρατήσουν
τη φωτιά.
[1.87.1] Τότε, λεν οι Λυδοί, όταν κατάλαβε ο Κροίσος τη μεταμέλεια του
Κύρου, καθώς έβλεπε όλο τον κόσμο να καταγίνεται να σβήσει τη φωτιά
κι όμως να μη μπορούν πια να την προφτάσουν, ανέκραξε φωνάζοντας τον
Απόλλωνα, πως αν κάποτε είχε στρέξει σε κάποιο δώρο του, να του
παρασταθεί τώρα και να τον γλιτώσει από το κακό αυτής της ώρας.
[1.87.2] Αυτός με δάκρυα στα μάτια επικαλούνταν το θεό, και ξαφνικά,
ενώ ήταν ο ουρανός καθαρός και δεν φυσούσε διόλου, μαζεύτηκαν
σύννεφα και ξέσπασε καταιγίδα κι έπεσε ραγδαία βροχή και έσβησε η
πυρά ολότελα. Όταν με το σημάδι αυτό κατάλαβε ο Κύρος ότι ο Κροίσος
ήταν άνθρωπος αγαθός που οι θεοί τον αγαπούν, τον κατέβασε από την
πυρά και τον ρωτούσε: [1.87.3] «Κροίσε, ποιός άνθρωπος σου ξεσήκωσε
το μυαλό, για να κινήσεις το στρατό σου εναντίον της χώρας μου και να
γίνεις εχθρός μου αντί για φίλος;» Και εκείνος είπε: «Έκανα ό,τι έκανα για
τη δική σου καλή τύχη, για τη δική μου όμως κακοτυχιά· αίτιος σ᾽ αυτό
στάθηκε ο θεός των Ελλήνων, που με ξεσήκωσε να κινήσω το στρατό μου.
[1.87.4] Γιατί βέβαια κανείς δεν είναι έτσι άμυαλος που να θέλει πόλεμο
αντί για ειρήνη· όσο κρατά αυτή τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους,
ενώ στον πόλεμο οι πατέρες τα παιδιά τους. Αλλά αυτά ήσαν βουλή θεού
να γίνουν έτσι».
[1.88.1] Εκείνος αυτά έλεγε, και ο Κύρος αφού του έλυσε τα δεσμά, τον
έβαλε να καθίσει πλάι του και του έδειχνε μεγάλο σεβασμό και τον
κοιτούσε σαστισμένος, κι αυτός και όλοι όσοι ήταν τριγύρω του. Ο
Κροίσος βυθισμένος στις σκέψεις του δε μιλούσε. [1.88.2] Ύστερα όμως,
όταν έστρεψε τα μάτια του κι είδε τους Πέρσες να λεηλατούν την πόλη
των Λυδών, είπε: «Βασιλιά μου, άραγε έχω την άδεια να σου πω αυτό που
σκέφτομαι, ή είναι σωστότερο στη θέση που βρίσκομαι να μείνω στη
σιωπή μου;» Ο Κύρος τον παρακινούσε να πει με θάρρος ό,τι θέλει. Κι
αυτός τον ρωτούσε λέγοντας: [1.88.3] «Όλος αυτός ο κόσμος τί κάνει
εκεί με τόση σπουδή;» Και εκείνος είπε: «Την πόλη τη δική σου λεηλατεί
και τα δικά σου αγαθά αρπάζει». Και ο Κροίσος απαντούσε: «Ούτε την
πόλη τη δική μου ούτε τα αγαθά τα δικά μου αρπάζει· γιατί εγώ δεν έχω
πια τίποτε να κάνω μ᾽ αυτά· παίρνουν λοιπόν κι αρπάζουν τα δικά σου
αγαθά».
[1.89.1] Ο Κύρος πήρε στα σοβαρά όσα του είπε ο Κροίσος, κι αφού
απομάκρυνε τους άλλους, ρωτούσε τον Κροίσο τί κακό βλέπει εις βάρος
του σ᾽ αυτά που γίνονται. Κι εκείνος είπε: «Μια και οι θεοί μ᾽ έκαναν
δούλο σου, νομίζω δίκιο, αν κάτι βλέπω πιο μακριά από σένα, να σου το
φανερώνω. [1.89.2] Οι Πέρσες, που από τη φύση τους είναι άμετροι, είναι
τώρα φτωχοί. Αν όμως εσύ τους αφήσεις ν᾽ αρπάξουν και ν᾽ αποχτήσουν
πολλά αγαθά, νά τί έχεις να περιμένεις πως θα βγει από αυτούς: όποιος
ανάμεσά τους πάρει τα πιο πολλά, να περιμένεις πως θα σου αντισηκώσει
κεφάλι. Κάνε λοιπόν τώρα αυτό που εγώ σου λέγω, αν φυσικά το βρίσκεις
σωστό. [1.89.3] Στήσε από τους δορυφόρους σου σ᾽ όλες τις πύλες
φύλακες, που ας λένε σ᾽ όσους κουβαλούνε λάφυρα, αφαιρώντας τα, πως
είναι ανάγκη αυτά να προσφερθούν στο Δία ως δεκάτη. Έτσι και συ δε θα
τους γίνεις μισητός παίρνοντάς τους τα λάφυρα με τη βία, και εκείνοι
καταλαβαίνοντας ότι αυτό που κάνεις είναι δίκαιο, θα σου τα αφήσουν με
τη θέλησή τους».
[1.90.1] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κύρος ευχαριστήθηκε πολύ,
γιατί έβλεπε που η συμβουλή του Κροίσου ήταν σωστή. Πολύ τον παίνεσε,
κι έδωσε διαταγή στους δορυφόρους του να κάνουν ό,τι συμβούλευε ο
Κροίσος· ύστερα είπε του Κροίσου τα εξής: «Κροίσε, μια κι αποδείχτηκες
πρόθυμος, συ ένας βασιλιάς, να κάνεις έργα καλά και να μιλάς σοφά,
ζήτησε οποιοδήποτε καλό θέλεις, να το έχεις αμέσως». Και εκείνος είπε:
[1.90.2] «Κύριέ μου, θα μου κάνεις την πιο μεγάλη χάρη, αν με αφήσεις να
ρωτήσω το θεό των Ελλήνων, που εγώ τον τίμησα περισσότερο από τους
άλλους θεούς — να τον ρωτήσω, στέλνοντάς του αυτά μου τα δεσμά, αν
συνηθίζει να εξαπατά εκείνους που του κάνουν καλό». Και ο Κύρος τον
ρώτησε τί ήταν εκείνο που καταμαρτυρεί του θεού, και ζητά αυτή τη
χάρη. [1.90.3] Έτσι ο Κροίσος διηγήθηκε για το χατίρι του άλλη μια φορά
τα σχέδιά του και τις αποκρίσεις των μαντείων, και ιδιαίτερα μίλησε για
τα αφιερώματά του και πώς ξεσηκωμένος από το χρησμό κίνησε το
στρατό του εναντίον των Περσών. Κι αυτά εξιστορώντας έκλεισε το λόγο
του παρακαλώντας πάλι να του επιτραπεί να ρίξει αυτή την κατηγόρια
στο θεό. Γέλασε ο Κύρος κι είπε: «Κι αυτό θα το έχεις από μένα, Κροίσε, κι
ό,τι άλλο χρειαστείς κάθε φορά». [1.90.4] Όταν το άκουσε αυτό ο
Κροίσος, ετοίμασε αποστολή από Λυδούς για τους Δελφούς και τους
έδωσε εντολή να αποθέσουν τα δεσμά του στο κατώφλι του ναού, και να
ρωτήσουν αν δεν αισθάνεται καμιά ντροπή ο θεός για τους χρησμούς που
ξεσήκωσαν τον Κροίσο, για να κινήσει το στρατό του εναντίον των
Περσών, καμιά ντροπή που του υποσχέθηκε ότι θα καταλούσε τάχα τη
δύναμη του Κύρου — και νά οι προσφορές, να λένε, που κέρδισε από αυτή
τη νίκη, δείχνοντας τα δεσμά· αυτό να τον ρωτήσουν, κι ακόμη αν το
έχουν συνήθεια οι θεοί των Ελλήνων να είναι αχάριστοι.

[1.91.1] Όταν οι Λυδοί έφτασαν στους Δελφούς και είπαν ό,τι είχαν να πουν, λένε
πως η Πυθία έδωσε την εξής απόκριση: Από το γραμμένο ριζικό του είναι αδύνατο να
ξεφύγει ακόμη και ένας θεός. Όσο για τον Κροίσο, ξεπλήρωσε την αμαρτία του
πέμπτου προγόνου του, που όντας δορυφόρος των Ηρακλειδών ακολούθησε τη
δολερή συμβουλή μιας γυναίκας, και σκοτώνοντας τον κύριό του, πήρε το αξίωμά
του, δίχως να του πρέπει. [1.91.2] Μ᾽ όλη την προθυμία του Λοξία να πέσει το πάθος
των Σάρδεων στα παιδιά του Κροίσου, και όχι στον ίδιο τον Κροίσο, στάθηκε
αδύνατο να λυγίσουν οι Μοίρες. [1.91.3] Όμως όσο αυτές υποχώρησαν, ο θεός το
κατόρθωσε και το πρόσφερε χάρη του Κροίσου. Γιατί τρία χρόνια ανέβαλε την
άλωση των Σάρδεων, και αυτό ας ξέρει ο Κροίσος, πως πιάστηκε αιχμάλωτος τρία
χρόνια αργότερα απ᾽ ό,τι όριζε η μοίρα. Και επιπλέον· επάνω στην πυρά έστρεξε ο
θεός να τον βοηθήσει. [1.91.4] Όσο για το χρησμό που πήρε, δεν έχει δίκιο να
παραπονιέται ο Κροίσος· γιατί του το είχε προφητέψει ο Λοξίας πως, αν κινήσει το
στρατό του εναντίον των Περσών, θα αφανίσει ένα μεγάλο βασίλειο. Έπρεπε αυτός,
αν ήθελε να σκεφθεί ώριμα, να στείλει ανθρώπους του και να ξαναρωτήσει τί από τα
δύο: για το δικό του ή για το βασίλειο του Κύρου μιλούσε ο θεός. Αφού δεν μπήκε
στο νόημα του χρησμού ούτε και ξαναρώτησε, πρέπει να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο
είναι δικό του. [1.91.5] Ούτε και την τελευταία φορά που ζήτησε χρησμό, και ο
Λοξίας τού μίλησε για μουλάρι, ούτε και τότε μπήκε στο νόημα. Γιατί ήταν βέβαια ο
Κύρος το μουλάρι αυτό· μια και βαστούσε από γονείς διαφορετικής ράτσας, από
μάνα ευγενικής καταγωγής, από πατέρα όμως κατώτερης τάξης. [1.91.6] Γιατί εκείνη
ήταν μηδικής καταγωγής και κόρη του Αστυάγη, του βασιλιά των Μήδων, ενώ ο
πατέρας του ήταν Πέρσης, υπήκοός των και, μολονότι σ᾽ όλα κατώτερος, είχε
παντρευτεί και ζούσε με την κυρά του. Αυτή ήταν της Πυθίας η απόκριση προς του
Λυδούς, που την μετέφεραν στις Σάρδεις και την ανάγγειλαν στον Κροίσο· κι όταν
αυτός την άκουσε, αναγνώρισε πως ήταν δικό του το σφάλμα κι όχι του θεού.
[1.92.1] Για τη βασιλεία λοιπόν του Κροίσου και την πρώτη υποδούλωση της Ιωνίας
έτσι έχει το πράγμα. Υπάρχουν κι άλλα αναθήματα του Κροίσου στην Ελλάδα πολλά
κι όχι μονάχα όσα αναφέραμε. Στη Θήβα της Βοιωτίας ένας χρυσός τρίπους, που τον
αφιέρωσε στον Ισμήνιον Απόλλωνα, στην Έφεσο τα βόδια τα χρυσά και οι πιο πολλές
από τις κολόνες, και στο ναό της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς μια μεγάλη χρυσή
ασπίδα. Αυτά και στα δικά μου ακόμη χρόνια υπήρχαν, ενώ άλλα αναθήματα είχαν
κιόλας χαθεί. [1.92.2] Όσο για τα αφιερώματα του Κροίσου στο ναό των Βραγχιδών
της χώρας των Μιλησίων, ήσαν, όπως μαθαίνω, ισόβαρα και όμοια με των Δελφών.
Όσα αφιέρωσε ο Κροίσος στους Δελφούς και στο ιερό του Αμφιάραου ήσαν από δικά
του χρήματα και απαρχή της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τα
άλλα αναθήματά του προέρχονται από την περιουσία ενός εχθρού του, που πριν γίνει
ο Κροίσος βασιλιάς, στάθηκε αντίπαλός του, και συνωμότησε, για να πάρει στα χέρια
του την αρχή των Λυδών ο Πανταλέων. [1.92.3] Αυτός ο Πανταλέων ήταν γιος του
Αλυάττη και αδελφός του Κροίσου, όχι όμως από την ίδια μάνα· γιατί του Κροίσου η
μάνα ήταν η γυναίκα του Αλυάττη από την Καρία, ενώ του Πανταλέοντος από την
Ιωνία. [1.92.4] Όταν παρέλαβε από τον πατέρα του την αρχή ο Κροίσος και έγινε
κυρίαρχος, αυτόν τον άνθρωπο που του στάθηκε εμπόδιο, τον έσυρε πάνω σε λανάρια
και τον αφάνισε. Και την περιουσία του, που από πριν κιόλας την είχε τάξει στους
θεούς, τότε, όπως είπαμε, την αφιέρωσε στα ιερά που αναφέραμε. Αρκετά είπαμε για
τα αναθήματα του Κροίσου.

[1.93.1] Αξιοπερίεργα, για να τα περιγράψει κανείς, δεν έχει και πολλά η Λυδία, όπως
ας πούμε άλλες χώρες, παρά μόνον τα ψήγματα χρυσού που κατεβαίνουν από τον
Τμώλο. [1.93.2] Ένα χτίσμα ωστόσο ξεχωρίζει πολύ με το μέγεθός του, αν εξαιρέσει
κανείς τα χτίσματα των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων. Υπάρχει εκεί ο τύμβος του
Αλυάττη, του πατέρα του Κροίσου, που ο περίβολός του είναι από μεγάλες πέτρες,
ενώ το υπόλοιπό του από συσσωρευμένο χώμα. Τον έφτιαξαν με έξοδά τους οι
άνθρωποι της αγοράς, οι τεχνίτες και τα κορίτσια που εμπορεύονται το κορμί τους.
[1.93.3] Ορόσημα, πέντε τον αριθμό, ήσαν στημένα ακόμη και στα χρόνια μου στην
κορφή του τύμβου, και σκαλισμένες επιγραφές έλεγαν τί έκανε το κάθε σωματείο·
από την καταμέτρηση φαινόταν πως το έργο των κοριτσιών ήταν το μεγαλύτερο.
[1.93.4] Γιατί πραγματικά όλα τα κορίτσια στη Λυδία πορνεύονται, μαζεύοντας έτσι
την προίκα τους, κι αυτό το κάνουν ώσπου να παντρευτούν· βρίσκουν τον άνδρα
μόνες τους. [1.93.5] Η περιφέρεια του τύμβου είναι έξι στάδια και δύο πλέθρα, το
πλάτος του δεκατρία πλέθρα. Κολλητά στον τύμβο υπάρχει μια μεγάλη λίμνη, που οι
Λυδοί λεν πως είναι αστείρευτη· ονομάζεται λίμνη του Γύγη. Έτσι λοιπόν έχει το
πράγμα με το μνημείο αυτό.
[1.94.1] Οι Λυδοί έχουν παραπλήσια έθιμα με τους Έλληνες, μόνον που αφήνουν τα
κορίτσια τους να πορνεύονται. Πρώτοι αυτοί, όσο ξέρουμε, από τους ανθρώπους
έκοψαν και έθεσαν σε κυκλοφορία νομίσματα σε χρυσό και ασήμι, κι αυτοί πάλι
πρώτοι έγιναν μεταπράτες. [1.94.2] Οι ίδιοι οι Λυδοί ισχυρίζονται πως και τα
παιχνίδια, που συνηθίζονται σήμερα στον τόπο τους και στην Ελλάδα, είναι δική τους
εφεύρεση. Την ίδια εποχή που βρήκαν τα παιχνίδια αυτά, λεν πως αποίκισαν την
Τυρσηνία — και νά πώς διηγούνται το πράγμα: [1.94.3] Στα χρόνια που βασιλιάς
ήταν ο Άτης, ο γιος του Μάνη, έπεσε σ᾽ όλη τη Λυδία μεγάλη σιτοδεία· πως οι Λυδοί
στην αρχή βαστούσαν υπομονητικά, ύστερα όμως, καθώς το κακό δε σταματούσε,
ζητούσαν να το θεραπεύσουν, και ο καθένας τους έβρισκε και κάτι άλλο. Πως τότε
βρέθηκαν λέει τα παιχνίδια και με τα ζάρια και με τα κότσια και με την μπάλα, κι όλα
τα άλλα είδη παιχνιδιών, εκτός από τους πεσσούς· γιατί αυτών την ανακάλυψη δεν τη
θέλουν δική τους οι Λυδοί. [1.94.4] Πως βρήκαν λέει και εφάρμοσαν την εξής λύση,
για να αντιμετωπίσουν την πείνα τους: τη μια μέρα έπαιζαν από το πρωί ώς το βράδυ
για να ξεχνούν την πείνα τους, την άλλη σταματούσαν το παιχνίδι κι έτρωγαν· μ᾽
αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. [1.94.5] Καθώς όμως το κακό
δε μετριαζόταν αλλά πήγαινε προς το χειρότερο, πήρε λέει τότε την απόφαση ο
βασιλιάς να χωρίσει όλους τους Λυδούς σε δύο ομάδες και να ρίξει κλήρο: η μια
έπρεπε να μείνει, η άλλη να σηκωθεί και να φύγει από τον τόπο που έμεναν. Πως σε
κείνην την ομάδα που θα έπεφτε ο κλήρος να μείνει αυτού, όρισε ο βασιλιάς τον
εαυτό του να είναι αρχηγός, στην άλλη που θα ξεσηκωνόταν να φύγει, το γιο του, που
το όνομά του ήταν Τυρσηνός. [1.94.6] Όταν ο κλήρος έπεσε στους άλλους να
ξεσηκωθούν και να αφήσουν τον τόπο τους, λεν πως αυτοί κατέβηκαν στη Σμύρνη,
έφτιαξαν πλοία, έβαλαν μέσα ό,τι πολύτιμο είχαν σε κινητή περιουσία, και άνοιξαν
πανιά, για να βρουν τρόπο και τόπο να ζήσουν. Αφού περάσανε από πολλούς λαούς,
έφτασαν λέει στους Ομβρικούς, όπου και ίδρυσαν πόλεις και μένουν ώς τα τώρα.
[1.94.7] Αντί Λυδοί άλλαξαν όνομα και πήρανε το όνομα του γιου του βασιλιά που
τους οδήγησε· σύμφωνα με το όνομα αυτού ονομάστηκαν Τυρσηνοί. Τότε λοιπόν οι
Λυδοί έγιναν δούλοι των Περσών.

[1.95.1] Ερχόμαστε τώρα στη συνέχεια να μιλήσουμε για τον Κύρο, ποιός ήταν
δηλαδή αυτός που κατέλυσε το βασίλειο του Κροίσου, και για τους Πέρσες, με ποιό
τρόπο δηλαδή έγιναν ηγεμόνες της Ασίας. Θα ακολουθήσω γράφοντας αυτά που λέει
μια μερίδα Περσών, εκείνοι που δε θέλουν να μεγαλοποιήσουν την ιστορία του
Κύρου, αλλά να πουν την αλήθεια, κι ας ξέρω να αναφέρω για τον Κύρο και άλλες
εκδοχές της ιστορίας του, και μάλιστα τρεις διαφορετικές. [1.95.2] Οι Ασσύριοι
όριζαν εδώ και πεντακόσια είκοσι χρόνια την πάνω Ασία, όταν άρχισαν πρώτοι οι
Μήδοι να κινούνται για να αποσπασθούν από αυτούς. Με έναν κάποιο τρόπο πήραν
το θάρρος και πολέμησαν για την ελευθερία τους με τους Ασσυρίους, αναδείχτηκαν
άνδρες γενναίοι, αποτίναξαν τον ζυγό της δουλείας και λευτερώθηκαν. Ύστερα από
αυτούς και άλλοι λαοί έκαναν το ίδιο με τους Μήδους.
[1.96.1] Κι ενώ όλοι στο εσωτερικό απόχτησαν την αυτονομία τους, έπεσαν πάλι στα
χέρια ενός τυράννου με τον ακόλουθο τρόπο: Ανάμεσα στους Μήδους φάνηκε ένας
άνθρωπος σοφός· το όνομά του ήταν Δηιόκης κι ήταν γιος του Φραόρτη. [1.96.2]
Αυτός ο Δηιόκης παθιασμένος με το τυραννικό αξίωμα έκανε το εξής: οι Μήδοι
ζούσαν χωριστά σε μικρές πόλεις· ο Δηιόκης στη δική του είχε και πρωτύτερα
υπόληψη μεγάλη, τότε όμως ακόμη περισσότερο και με μεγαλύτερο ζήλο βάλθηκε να
μοιράζει δικαιοσύνη. Και αυτό το έκανε, ενώ σ᾽ όλη τη χώρα των Μήδων βασίλευε
μεγάλη ανομία, κι ήξερε βέβαια ο ίδιος ότι το άδικο αντιμάχεται το δίκαιο. Οι Μήδοι
που ήσαν από την ίδια πόλη, βλέποντας τον τρόπο του τον διάλεξαν δικαστή τους. Κι
αυτός, έχοντας πάντα στο νου του την εξουσία, ήταν ευθύς και δίκαιος. [1.96.3] Με
μια τέτοια συμπεριφορά κέρδιζε έπαινο μεγάλο από τους συμπολίτες του, έτσι που
άνθρωποι κι από τις άλλες επαρχίες μαθαίνοντας πως μόνο ο Δηιόκης δικάζει
σύμφωνα με το δίκαιο, επειδή πρωτύτερα έπεφταν σε χέρια αδίκων, τότε ακούγοντάς
το, μετά χαράς σύχναζαν στον Δηιόκη, για να τους λύσει τις διαφορές τους· στο τέλος
δεν πήγαιναν σε κανέναν άλλον.
[1.97.1] Έτσι που πλήθαιναν συνεχώς αυτοί που σύχναζαν στου Δηιόκη, επειδή
άκουγαν ότι οι δικαστικές αποφάσεις του έβγαιναν δίκαιες, καταλαβαίνοντας ο
Δηιόκης πως όλα κρέμονται από αυτόν, δεν δεχόταν πια να κάθεται και να δικάζει,
όπου καθόταν και δίκαζε πρωτύτερα, και γενικά αρνιόταν να δικάζει πια· γιατί έλεγε
δεν τον συμφέρει βέβαια να αφήνει κατά μέρος τις δικές του δουλειές, κι όλη τη μέρα
να δικάζει τους γύρω του. [1.97.2] Όμως έτσι που οι αρπαγές και οι αδικίες στις γύρω
επαρχίες έγιναν τώρα περισσότερες απ᾽ ό,τι ήσαν πρωτύτερα, μαζεύτηκαν οι Μήδοι
στο ίδιο μέρες και συζητούσαν το πράγμα μιλώντας για την κατάσταση (κατά τη
γνώμη μου, πήραν το λόγο κυρίως οι φίλοι του Δηιόκη): «Αφού δεν είναι δυνατό να
ζήσουμε στον τόπο μας αφήνοντας τα πράγματα όπως έχουν, έλα λοιπόν να βγάλουμε
ανάμεσά μας ένα βασιλιά· έτσι κι η χώρα μας θα είναι καλοκυβερνημένη και εμείς θα
στραφούμε στις δουλειές μας και δε θα μας φέρνουν άνω κάτω οι παρανομίες».
[1.98.1] Κάπως με τέτοια λόγια, στο τέλος δέχτηκαν να βγάλουν ένα βασιλιά. Κι όταν
ευθύς αμέσως ήρθε το θέμα ποιόν να αναδείξουν βασιλιά, όλοι πρότειναν τον Δηιόκη
και πολύ τον παινούσαν, ώστε συγκατανεύουν αυτός να είναι ο βασιλιάς τους.
[1.98.2] Κι εκείνος τούς ζητούσε να του χτίσουν ένα οικοδόμημα καταπώς αξίζει σ᾽
ένα βασιλιά, και να κατοχυρώσουν το κύρος του δίνοντάς του φρουρά από
δορυφόρους. Οι Μήδοι τού κάνουν ό,τι ζητούσε· του χτίζουν πράγματι ένα παλάτι
μεγάλο και οχυρωμένο σε μέρος της χώρας που ο ίδιος το διάλεξε και του δίνουν, και
την άδεια να διαλέξει τους δορυφόρους του ανάμεσα σ᾽ όλους τους Μήδους. [1.98.3]
Κι αυτός σαν πήρε την αρχή στα χέρια του, ανάγκασε τους Μήδους να οχυρώσουν
μια μόνον πόλη, και ρίχνοντας εκεί όλο το ενδιαφέρον τους, για τα άλλα μέρη να
νοιάζονται λιγότερο. Με τη συγκατάθεση των Μήδων και σ᾽ αυτό το σημείο χτίζει ο
Δηιόκης ένα μεγάλο και ισχυρό κάστρο, αυτό που τώρα το λεν Αγβάτανα, με πολλούς
περιβόλους, τον ένα μέσα στον άλλο. [1.98.4] Είχε κατασκευαστεί αυτό το κάστρο
έτσι, που ο επόμενος κάθε φορά περίβολος ήταν ψηλότερος από τον προηγούμενό
του, μόνο όσο φτάνουν οι πολεμίστρες. Σ᾽ αυτό συνέτεινε ώς ένα μέρος και η
τοποθεσία, που είναι λόφος και βοηθούσε να γίνει έτσι το κάστρο, το πιο πολύ όμως
ήταν ζήτημα επιδέξιας κατασκευής. [1.98.5] Οι περίβολοι στο σύνολό τους ήσαν
επτά, και μέσα στον τελευταίο βρίσκονταν και τα ανάκτορα και οι θησαυροί. Ο πιο
μεγάλος περίβολος από όλους είναι στο μέγεθος περίπου ίσος με τα τείχη των
Αθηνών. Του πρώτου λοιπόν περιβόλου οι πολεμίστρες είναι άσπρες, του δευτέρου
μαύρες, του τρίτου πορφυρές, του τετάρτου μπλε, του πέμπτου πορτοκαλιές. [1.98.6]
Έτσι όλων αυτών των περιβόλων οι πολεμίστρες είναι βαμμένες με χρώματα, οι δύο
όμως τελευταίοι είναι ό ένας με επαργυρωμένες τις πολεμίστρες, ο άλλος με
επιχρυσωμένες.
[1.99.1] Αυτά τα τείχη τα ύψωσε ο Δηιόκης για τον εαυτό του και γύρω από το
ανάκτορό του, ενώ για τον άλλον κόσμο έδωσε διαταγή να χτίσουν τα σπίτια τους
έξω από το κάστρο ολόγυρα. Όταν όλα είχαν χτιστεί, είναι ο Δηιόκης που πρώτος
όρισε την εξής εθιμοτυπία: κανείς να μη μπαίνει μόνος του στα διαμερίσματα του
βασιλιά, αλλά όλα να γίνονται με αγγελιοφόρους· κανένας να μη βλέπει το βασιλιά,
και επιπλέον είναι απρέπεια μπροστά του να γελά κάποιος και να φτύνει, ανεξαιρέτως
για όλους. [1.99.2] Σύστησε γύρω από τον εαυτό του αυτή την εθιμοτυπία για τον
εξής λόγο: για να μην τον βλέπουν οι συνομήλικοί του (που είχαν ζήσει μαζί του και
που δεν ήσαν από ταπεινότερο σπίτι ούτε και στην αξία κατώτεροι) και αισθάνονται
άσχημα και ζητούν να του κάνουν κακό· αλλά με το να μην τον βλέπουν, να
πιστέψουν στο τέλος ότι είναι πράγματι κάτι διαφορετικό από αυτούς.
[1.100.1] Όταν τα τακτοποίησε όλα και έγινε δυνατός με την άσκηση της εξουσίας,
ήταν αυστηρός στην περιφρούρηση της δικαιοσύνης: του έφερναν μέσα στο παλάτι
τις δικαστικές υποθέσεις γραμμένες· εκείνος έκρινε ό,τι του έφερναν, και τη
γνωμάτευσή του την έστελνε πάλι έξω. [1.100.2] Αυτό ήταν το σύστημά του
προκειμένου για τις δίκες. Αλλά και άλλα μέτρα τάξεως είχε πάρει: κάθε φορά που
άκουγε πως κάποιος σηκώνει κεφάλι, αμέσως τον μετακαλούσε και του επέβαλλε
τιμωρία ανάλογη με το αδίκημά του· κατάσκοποι και πληροφοριοδότες του ήσαν
σκορπισμένοι σ᾽ όλη την επικράτεια.
[1.101.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο συνένωσε ο Δηιόκης μόνον το έθνος των Μήδων και
έγινε αρχηγός τους. Είναι οι φυλές των Μήδων τόσες: οι Βούσες, οι Παρατακηνοί, οι
Στρούχατες, οι Αριζαντοί, οι Βούδιοι και οι Μάγοι. Τόσες είναι των Μήδων οι φυλές.
[1.102.1] Γιος του Δηιόκη ήταν ο Φραόρτης, που όταν πέθανε ο Δηιόκης (βασίλευσε
πενήντα τρία χρόνια), αυτός παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν παρέλαβε τη βασιλεία, δεν
του έφτανε να εξουσιάζει μόνον τους Μήδους, αλλά κινώντας το στρατό του εναντίον
των Περσών, πρώτους αυτούς χτύπησε και πρώτους αυτούς έκανε υπηκόους των
Μήδων. [1.102.2] Ύστερα εξουσιάζοντας τους δύο λαούς, που και οι δύο ήσαν
δυνατοί, ζήτησε να υποτάξει την Ασία, χτυπώντας τον ένα λαό μετά τον άλλο, ώσπου
έφτασε με το στρατό του στους Ασσυρίους και συγκεκριμένα σε κείνους που
κατέχουν τη Νίνο και που πρώτα ήσαν οι αρχηγοί όλων, τότε όμως βρίσκονταν δίχως
συμμάχους, γιατί οι σύμμαχοί τους είχαν αποστατήσει, κι ωστόσο οι ίδιοι τα πήγαιναν
καλά· εναντίον αυτών λοιπόν κίνησε το στρατό του ο Φραόρτης, μα αφανίστηκε και ο
ίδιος, ύστερα από βασιλεία είκοσι δύο χρόνων, και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού.
[1.103.1] Μετά το θάνατο του Φραόρτη παρέλαβε τη βασιλεία ο Κυαξάρης, ο γιος
του Φραόρτη που ήταν ο γιος του Δηιόκη. Γι᾽ αυτόν διηγούνται πως στάθηκε πολύ
πιο γενναίος απ᾽ ό,τι οι πρόγονοί του· πρώτος χώρισε σε σώματα τον ασιατικό
στρατό και πρώτος κανόνισε ώστε το κάθε όπλο να είναι χωριστά, οι αιχμοφόροι
δηλαδή, οι τοξότες και οι ιππείς. Προηγουμένως όλα τα όπλα ήσαν μαζί,
ανακατωμένα. [1.103.2] Αυτός είναι που όταν πολεμούσε με τους Λυδούς, έγινε πάνω
στη μάχη η μέρα νύχτα, κι αυτός ο ίδιος που συσπείρωσε γύρω του όλη την Ασία
ανατολικά από τον Άλη ποταμό. Με συγκεντρωμένες όλες τις δυνάμεις που του ήσαν
υποχείριες κίνησε το στρατό του εναντίον της Νίνου, για να εκδικηθεί τον πατέρα του
και επειδή ήθελε οπωσδήποτε να την καταστρέψει αυτή την πόλη. [1.103.3] Και νά,
που ενώ ύστερα από μάχη, είχε νικήσει τους Ασσυρίους και πολιορκούσε τη Νίνο,
ήρθε εναντίον του στρατός Σκυθών μεγάλος, που τους οδηγούσε ο βασιλιάς των
Σκυθών Μαδύης, ο γιος του Προτοθύου. Αυτοί οι Σκύθες μπήκαν στην Ασία, αφού
πρώτα έδιωξαν από την Ευρώπη τους Κιμμέριους, και παίρνοντάς τους στο φευγιό
τους από πίσω έφτασαν στη χώρα των Μήδων.
[1.104.1] Είναι ο δρόμος από την Μαιήτιδα λίμνη ώς τον Φάση ποταμό και τη χώρα
των Κόλχων τριάντα μέρες για έναν καλό πεζοπόρο, και από την Κολχίδα δεν
χρειάζεται κανείς πολύ για να περάσει στη χώρα των Μήδων· ένας μόνο λαός
κατοικεί ανάμεσα, οι Σάσπειρες· άμα περάσει κανείς τη χώρα τους, βρίσκεται κιόλας
στη Μηδία. [1.104.2] Οι Σκύθες όμως δεν έκαναν την εισβολή παίρνοντας αυτόν τον
δρόμο, αλλά ξεστράτισαν και πήρανε τον πάνω δρόμο που είναι πολύ μακρύτερος,
έχοντας στα δεξιά τους το όρος του Καυκάσου. Τότε οι Μήδοι χτυπήθηκαν με τους
Σκύθες, νικήθηκαν στη μάχη και έχασαν την ηγεμονία τους, ενώ οι Σκύθες έγιναν
κύριοι όλης της Ασίας. Από εκεί τράβηξαν για την Αίγυπτο.
[1.105.1] Κι όταν έφτασαν στην Παλαιστίνη της Συρίας, βγήκε να τους απαντήσει ο
Ψαμμήτιχος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που με δώρα και επικλήσεις τούς σταμάτησε,
ώστε να μην προχωρήσουν πιο κάτω. [1.105.2] Κι αυτοί γυρνώντας πίσω, όταν
έφτασαν στην πόλη της Συρίας Ασκάλωνα, ενώ οι πιο πολλοί Σκύθες πέρασαν δίχως
να πειράξουν τίποτε, μερικοί που ξέκοψαν και έμειναν πίσω, σύλησαν το ιερό της
ουρανίας Αφροδίτης. [1.105.3] Είναι το ιερό αυτό, όπως εξέτασα και έμαθα, το
αρχαιότερο από όλα τα ιερά της θεάς αυτής που υπάρχουν· γιατί και το ιερό της στην
Κύπρο από εδώ έχει την αρχή του, όπως το ομολογούν και οι ίδιοι οι Κύπριοι, και το
άλλο στα Κύθηρα το ίδρυσαν οι Φοίνικες, που ήρθαν πάλι από τα ίδια μέρη της
Συρίας. [1.105.4] Σε κείνους όμως τους Σκύθες, που σύλησαν το ιερό στην
Ασκάλωνα, και στους απογόνους τους όλους στη σειρά έριξε η θεά μια αρρώστια που
τους έκανε γυναικωτούς. Το γεγονός είναι ότι οι Σκύθες μ᾽ αυτόν τον τρόπο
δικαιολογούν την αρρώστια τους, κι αυτή λεν είναι η αιτία που όσοι φτάνουν στη
χώρα των Σκυθών βλέπουν εκεί σε μια τέτοια κατάσταση τους άνδρες τους, αυτούς
που οι Σκύθες τούς ονομάζουν ενάρεες.
[1.106.1] Είκοσι οχτώ χρόνια κράτησε η κυριαρχία των Σκυθών στην Ασία και
ερήμωσαν και αναστάτωσαν με τη βιαιότητά τους και την αδιαφορία τους το παν.
Γιατί εισέπρατταν ιδιαίτερο φόρο από κάθε λαό, αυτόν που στον καθένα επέβαλλαν,
και έξω από τον φόρο, στις επιδρομές που έκαναν με το ιππικό τους, άρπαζαν ό,τι είχε
και δεν είχε ο καθένας τους. [1.106.2] Τους περισσότερους από αυτούς τους Σκύθες
τούς φιλοξένησε ο Κυαξάρης και οι Μήδοι, και αφού τους μέθυσαν τους έσφαξαν·
έτσι πήραν και πάλι την εξουσία στα χέρια τους οι Μήδοι και όριζαν όσα και
προηγουμένως, και κυρίευσαν και τη Νίνο (πώς την κυρίευσαν αυτό θα το πω σ᾽
άλλο μέρος της ιστορίας μου), και έκαναν υποχείριους τους Ασσυρίους, εκτός από το
κράτος των Βαβυλωνίων. [1.106.3] Ύστερα ο Κυαξάρης —που βασίλευσε σαράντα
χρόνια, αν υπολογίσουμε και αυτά που όριζαν την Ασία οι Σκύθες— πεθαίνει.
[1.107.1] Τον διαδέχεται στο θρόνο ο Αστυάγης, ο γιος του Κυαξάρη. Αυτός
απόχτησε μια θυγατέρα που της έδωσε το όνομα Μανδάνη. Είδε στον ύπνο του ο
Αστυάγης πως η κόρη του κατούρησε τόσο πολύ, ώστε γέμισε και την πόλη τους
αλλά πλημμύρισε και την Ασία ολόκληρη. Το όνειρό του το εμπιστεύτηκε σε
ονειροκρίτες μάγους, και φοβήθηκε, όταν έμαθε τί ακριβώς σήμαινε. [1.107.2]
Ύστερα, όταν πια η Μανδάνη έγινε κορίτσι της παντρειάς, δεν την δίνει γυναίκα σε
κανένα από τους Μήδους της τάξης του, επειδή φοβόταν το όνειρο· αλλά τη δίνει σε
κάποιον Πέρση —Καμβύσης ήταν το όνομά του—, που ρώτησε και έμαθε πως είναι
από καλό σπίτι, ήσυχος άνθρωπος, και που τον έβρισκε κατώτερο από έναν Μήδο
δεύτερης σειράς.

[1.108.1] Ζούσανε παντρεμένοι ο Καμβύσης και η Μανδάνη, όταν ο Αστυάγης, στον


πρώτο χρόνο του γάμου τους, είδε ένα άλλο όνειρο: του φάνηκε ότι από το αιδοίο της
κόρης του φύτρωσε ένα κλήμα, κι αυτό το κλήμα άπλωσε πάνω σ᾽ όλη την Ασία.
[1.108.2] Μετά από αυτό το όνειρο που είδε και που το εμπιστεύθηκε στους
ονειροκρίτες, έστειλε κι έφερε από την Περσία την κόρη του που ήταν ετοιμόγεννη·
κι όταν έφτασε, την φρουρούσε, έχοντας σκοπό να σκοτώσει το παιδί που θα
γεννιόταν από αυτή. Γιατί οι ονειροκρίτες μάγοι τού είχαν εξηγήσει ότι το όνειρό του
σημαίνει πως μέλλει στη θέση του να βασιλεύσει ο γιος της κόρης του. [1.108.3] Γι᾽
αυτόν λοιπόν το λόγο ο Αστυάγης είχε πάρει τα μέτρα του, και μόλις γεννήθηκε ο
Κύρος φώναξε τον Άρπαγο —άνθρωπο δικό του, πολύ έμπιστό του ανάμεσα στους
Μήδους, που του ανέθετε όλες του τις υποθέσεις— και του έλεγε τα εξής: [1.108.4]
«Άρπαγε, το πράγμα που θα σου εμπιστευθώ, καθόλου μην το αμελήσεις, μήτε να
προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις θέλοντας να εξυπηρετήσεις άλλους, κι ύστερα πέσεις
ο ίδιος στην παγίδα που έστησες. Πάρε το αγόρι που γέννησε η Μανδάνη, πήγαινέ το
σπίτι σου και σκότωσέ το· ύστερα θάψε το με όποιον τρόπο θέλεις». [1.108.5] Κι
εκείνος απαντά: «Βασιλιά μου, ποτέ άλλοτε ώς τώρα δεν είδες σ᾽ αυτόν που σου μιλά
κάτι που να σε δυσαρέστησε, κι έχουμε βέβαια το νου μας και στο μέλλον να μην
κάνουμε κανένα σφάλμα εις βάρος σου. Κι αν έτσι αγαπάς να γίνει το πράγμα, πρέπει
από μέρους μου να σε εξυπηρετήσω ανάλογα».
[1.109.1] Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Άρπαγος, ευθύς ως του παρέδωσαν το
παιδί στολισμένο με τα στολίδια του θανάτου, τράβηξε κλαίοντας για το σπίτι του.
Όταν μπήκε μέσα, εξήγησε της γυναίκας του την παραγγελία του Αστυάγη
καταλεπτώς. [1.109.2] Και εκείνη του λέει: «Λοιπόν, και τώρα τί έχεις στο νου σου
να κάνεις;». Αυτός απαντά: «Όχι οπωσδήποτε τις εντολές του Αστυάγη· ούτε κι αν
πρόκειται να χάσει το μυαλό του για καλά και να τρελαθεί χειρότερα απ᾽ ό,τι τώρα
είναι τρελός, δεν θα τον ακολουθήσω εγώ στην απόφασή του, ούτε θα τον υπηρετήσω
σ᾽ έναν τέτοιο φόνο. [1.109.3] Έχω πολλούς λόγους να μη σκοτώσω το παιδί: πρώτα
εμένα του ίδιου μού είναι συγγενής, κι ύστερα ο Αστυάγης είναι πια γέρος κι
αρσενικό παιδί δεν έχει· [1.109.4] αν ᾽ρθουν έτσι τα πράγματα, κι όταν αυτός
πεθάνει, περάσει η βασιλεία στα χέρια της κόρης του, αυτής που τώρα της σκοτώνει
το γιο με το δικό μου χέρι, τότε τί άλλο με περιμένει, αν όχι ο πιο μεγάλος κίνδυνος;
Παρόλα αυτά για την προσωπική μου ασφάλεια πρέπει το παιδί αυτό να πεθάνει·
πρέπει όμως να γίνει φονιάς του κάποιος από τους ανθρώπους του Αστυάγη και όχι
από τους δικούς μου».
[1.110.1] Αυτά είπε και αμέσως έστειλε έναν αγγελιοφόρο σε κάποιον από τους
βοσκούς του Αστυάγη, που τον ήξερε να βόσκει τα κοπάδια του σε βοσκοτόπια πολύ
κατάλληλα για την περίσταση, πάνω σε βουνά γεμάτα από θηρία — το όνομά του
ήταν Μιτραδάτης. Είχε γυναίκα του μια σύνδουλή του, και το όνομα αυτής της
γυναίκας που μαζί της ζούσε λεγόταν Κυνώ στην ελληνική γλώσσα, στα μηδικά
Σπακώ· γιατί τη σκύλα οι Μήδοι τη λένε σπάκα. [1.110.2] Οι πρόποδες της
οροσειράς, όπου ο βοσκός αυτός έβοσκε τα κοπάδια του, είναι από τη βορεινή
πλευρά των Αγβατάνων και προς τον Εύξεινο πόντο. Εκεί προς τα μέρη των
Σασπείρων η χώρα της Μηδίας είναι πολύ ορεινή, σε μεγάλο υψόμετρο και
σκεπασμένη με δάση, ενώ η υπόλοιπη χώρα της Μηδίας είναι όλο κάμπος. [1.110.3]
Όταν λοιπόν παίρνοντας την παραγγελία ο βοσκός έφτασε με πολλή σπουδή, ο
Άρπαγος του είπε τα εξής: «Σε διατάζει ο Αστυάγης να πάρεις τούτο το παιδί και να
το αφήσεις στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά, ώστε να αφανιστεί το
γρηγορότερο. Με πρόσταξε επίσης να σου πω και το εξής: αν το παιδί δεν το
σκοτώσεις, αλλά το σώσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε περιμένει σένα τον
ίδιο το πιο φριχτό τέλος. Κι είμαι προσωπικά εντεταλμένος να επιβεβαιώσω πως είδα
το παιδί εγκαταλειμμένο στα βουνά».

[1.111.1] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο βοσκός, με το παιδί στα χέρια πήρε ξανά
το δρόμο πίσω και φτάνει στο υποστατικό του. Κατά σύμπτωση και η δική
του γυναίκα, που περίμενε από μέρα σε μέρα να γεννήσει, τότε τα έφερε
έτσι ο θεός και γεννά, όσο ο βοσκός ήταν φευγάτος στην πόλη. Ήταν κι οι
δυο γεμάτοι έγνοια ο ένας για τον άλλο: αυτός ανησυχούσε για τη γέννα
της γυναίκας του, και εκείνη για το ασυνήθιστο γεγονός που ο Άρπαγος
έστειλε και φώναξε τον άνδρα της. [1.111.2] Όταν με το καλό ο βοσκός
γύρισε πίσω και παρουσιάστηκε μπρος στη γυναίκα του, εκείνη, καθώς
τον έβλεπε απ᾽ τα ανέλπιστα, πρόλαβε πρώτη και τον ρώτησε για ποιό
λόγο ο Άρπαγος έστειλε με τόση σπουδή και τον φώναξε. Κι αυτός τής
είπε: «Γυναίκα, φτάνοντας στην πόλη είδα και άκουσα κάτι που να μην
έσωνα να το ιδώ και που μακάρι να μην έβρισκε ποτέ τα αφεντικά μας.
Όλο το σπιτικό του Αρπάγου αντηχούσε από θρήνους· σαστισμένος εγώ
προχώρησα μέσα. [1.111.3] Ευθύς ως πάτησα το πόδι μου στο σπίτι,
βλέπω μπροστά μου να κείτεται ένα μωρό, που σπάραζε κι έβγαζε
κραυγές, στολισμένο με μαλάματα και ρούχα πολύχρωμα. Μόλις με είδε ο
Άρπαγος, έδωσε διαταγή να πάρω το παιδί και να φύγω το γρηγορότερο,
να το μεταφέρω και να το αποθέσω πάνω στα βουνά, σε ένα μέρος που να
έχει πολλά άγρια θηρία· και τόνισε ο Άρπαγος πως είναι ο Αστυάγης που
μου τα παραγγέλλει αυτά, κι ότι μ᾽ απείλησε με πολλές φοβέρες στην
περίπτωση που δε θα εκτελούσα τις διαταγές του. [1.111.4] Πήρα εγώ
στα χέρια μου το παιδί και το μετέφερα, πιστεύοντας πως είναι κάποιου
από το σπίτι, γιατί δεν ήταν βέβαια δυνατό να περάσει από το νου μου
τίνος παιδί ήταν. Ωστόσο απορούσα βλέποντάς το στολισμένο με
μαλάματα και πολύτιμα ρούχα, κι όλους στο σπίτι του Άρπαγου να κλαίνε
αναφανδόν. [1.111.5] Και ξαφνικά στο δρόμο τα μαθαίνω όλα από ένα
δούλο, που με ξεπροβοδούσε ώς έξω από την πόλη και μου παρέδωσε το
μωρό: πως πρόκειται λέει για το γιο της Μανδάνης, της κόρης του
Αστυάγη, και του Καμβύση, του γιου του Κύρου, και πως ο Αστυάγης
διέταξε να τον σκοτώσουν — και νά, γυναίκα, αυτό είναι το παιδί».
[1.112.1] Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο βοσκός, ξεσκέπασε το μωρό και το
έδειχνε της γυναίκας. Εκείνη, μόλις το είδε έτσι ανεπτυγμένο κι όμορφο,
με δάκρυα στα μάτια έπεσε κι έπιανε τα γόνατα του ανδρός της και τον
εξόρκιζε να μην πάει και τ᾽ αφήσει επάνω στα βουνά κατά κανένα τρόπο.
Όμως αυτός αρνιόταν κι έλεγε πως είναι αδύνατο να κάνει αλλιώς· γιατί
θα ᾽ρθουν κατάσκοποι του Άρπαγου να τον παρακολουθήσουν, κι αν δεν
εκτελέσει τις εντολές, θα έχει πολύ κακό τέλος. [1.112.2] Έτσι που δεν
κατόρθωνε η γυναίκα να πείσει τον άνδρα της, του κάνει αυτή τη δεύτερη
πρόταση: «Αφού λοιπόν δε γίνεται να σε πείσω για να μην πας κι αφήσεις
το παιδί επάνω στα βουνά, τότε κάνε αυτό που θα σου πω, αν πρέπει καλά
και σώνει να δουν ένα παιδί αφημένο εκεί: Γέννησα βέβαια κι εγώ, μόνο
που το παιδί το γέννησα νεκρό· [1.112.3] αυτό πάρε και άφησέ το στο
βουνό, κι όσο για το γιο της κόρης του Αστυάγη, θα τον αναθρέψουμε σαν
να ήτανε δικός μας. Έτσι ούτε εσύ θα πιαστείς να κάνεις άδικο στους
άρχοντές μας ούτε και μας θα βλάψουν αποφάσεις ασυλλόγιστες. Γιατί
και το πεθαμένο παιδί μας θα το θάψουν βασιλικά, κι αυτό που ζει δε θα
χάσει τη ζωή του».
[1.113.1] Πολύ ωραία για την περίσταση του φάνηκε του βοσκού πως
μίλαγε η γυναίκα του, κι αμέσως έβαλε τα λόγια της σε πράξη. Εκείνο το
παιδί που έφερε για να το σκοτώσει, το παραδίνει στη γυναίκα του, και το
δικό του το πεθαμένο το πήρε και το έβαλε στο καλάθι, όπου μέσα
κουβαλούσε το άλλο· [1.113.2] κι αφού το στόλισε με όλα τα στολίδια του
άλλου μωρού, το πήρε και το άφησε στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά.
Πάνω στην τρίτη μέρα αφότου είχε εκθέσει το παιδί, κατέβηκε ο βοσκός
στην πόλη, αφήνοντας στον τόπο του έναν παραβοσκό του να φυλά. Σαν
έφτασε στου Άρπαγου, είπε πως ήταν έτοιμος να δείξει το νεκρό σώμα
του παιδιού. [1.113.3] Έστειλε ο Άρπαγος τους πιο έμπιστους φρουρούς
του, κι είδαν αυτοί από μέρους του και έθαψαν το παιδί του βοσκού. Έτσι
το ένα παιδί είχε ταφεί, όμως το άλλο, που αργότερα πήρε το όνομα
Κύρος, το κράτησε κοντά της η γυναίκα του βοσκού και το ανάτρεφε,
δίνοντάς του ένα άλλο όνομα και όχι Κύρος.

[1.114.1] Όταν το παιδί έγινε δέκα χρονώ, του συνέβη το παρακάτω περιστατικό, και
ξεσκεπάστηκε. Έπαιζε στο χωριό εκείνο, όπου ήσαν οι στάβλοι του βοσκού που
είπαμε· έπαιζε με άλλα παιδιά της ηλικίας του στο δρόμο. Τα παιδιά επάνω στο
παιχνίδι διάλεξαν να έχουν βασιλιά τους το παιδί αυτό που το εφώναζαν «το
τσοπανόπουλο». [1.114.2] Κι αυτό όρισε άλλα παιδιά να του χτίσουν σπίτι, άλλα να
είναι η φρουρά του, ένα ανάμεσά τους να είναι το μάτι του βασιλιά, κι ενός άλλου
του έδωσε το αξίωμα να του φέρνει τα διάφορα μηνύματα· ανέθετε έτσι στον καθένα
κι από ένα καθήκον. [1.114.3] Ένα όμως από τα παιδιά αυτά, που έπαιρνε μέρος στο
παιχνίδι κι ήταν γιος του Αρτεμβάρη (ανθρώπου με ξεχωριστή αξία ανάμεσα στους
Μήδους), δε θέλησε να κάνει αυτό που του όρισε ο Κύρος. Εκείνος τότε πρόσταξε
στα άλλα παιδιά να του πιάσουν τα χέρια· υπάκουσαν αυτά, κι ο Κύρος το
περιποιήθηκε ανάλογα μαστιγώνοντάς το άγρια. [1.114.4] Όταν επιτέλους αφέθηκε το
παιδί ελεύθερο, πιστεύοντας πως του έγινε μια ατιμία ανάξιά του, αγαναχτούσε τώρα
περισσότερο, και κατεβαίνοντας στην πόλη κλαιγόταν στον πατέρα του για όσα του
έκαμε ο Κύρος, δίχως να λέει το όνομα Κύρος (γιατί ώς τότε το όνομα αυτό δεν το
χρησιμοποιούσαν), παρά ο γιος του βοσκού του Αστυάγη. [1.114.5] Ο Αρτεμβάρης
πάνω στο θυμό του τράβηξε κατευθείαν στον Αστυάγη σέρνοντας μαζί του και το γιο
του, και διαμαρτυρόταν για το άπρεπο κακό που έπαθε λέγοντας: «Βασιλιά μου, από
᾽να δούλο σου, από το γιο ενός βοσκού, νά τη η προσβολή» — και έδειχνε
ταυτοχρόνως τους ώμους του παιδιού του.
[1.115.1] Σαν τον άκουσε και είδε το πράγμα ο Αστυάγης, θέλοντας να ικανοποιήσει
το παιδί για χάρη του Αρτεμβάρη, έστειλε και φώναξε και το βοσκό και το γιο του.
Όταν ήρθαν και οι δύο τους, έριξε το βλέμμα του στον Κύρο και είπε: [1.115.2] «Εσύ
λοιπόν, ο γιος ενός τέτοιου πατέρα, πώς τόλμησες να κακομεταχειριστείς με τέτοιο
βάναυσο τρόπο το γιο αυτού εδώ του κυρίου, που είναι από τους πρώτους στο παλάτι
μου;» Και εκείνος έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Κύριέ μου, αν εγώ τον
κακομεταχειρίστηκα έτσι, είχα το δίκιο με το μέρος μου· γιατί τα παιδιά του χωριού,
που ανάμεσά τους ήταν κι αυτός εδώ, πάνω στο παιχνίδι τους με έβγαλαν βασιλιά
τους, επειδή έβρισκαν πως είμαι ο πιο κατάλληλος για το ρόλο αυτόν. [1.115.3] Τα
άλλα παιδιά έκαναν ό,τι τους πρόσταζα, όμως αυτός δεν έδειχνε να ακούει και δε
λογάριαζε κανένα, ώσπου πήρε την αμοιβή του. Αν λοιπόν για το λόγο αυτόν πρέπει
να τιμωρηθώ, είμαι εδώ στη διάθεσή σου».
[1.116.1] Την ώρα που το παιδί μιλούσε, του Αστυάγη του μπήκαν υποψίες και
άρχισε να το αναγνωρίζει· γιατί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τού
φάνηκαν πως έμοιαζαν με τα δικά του, και ο τρόπος που απαντούσε το παιδί έδειχνε
άνθρωπο ελεύθερο, κι ακόμη έβρισκε ο Αστυάγης ότι η ηλικία του παιδιού ταίριαζε
με τον καιρό που πέρασε αφότου το είχαν εκθέσει. [1.116.2] Σαστισμένος από όλα
αυτά, στην αρχή έμεινε άφωνος. Όταν κάποτε μετά δυσκολίας συνήλθε, θέλοντας να
διώξει τον Αρτεμβάρη και παίρνοντας κατά μέρος τον βοσκό να τον εξετάσει, είπε:
«Αρτεμβάρη, εγώ θα κανονίσω έτσι το πράγμα, ώστε και συ και ο γιος σου να μην
έχετε παράπονο». [1.116.3] Έτσι απομάκρυνε τον Αρτεμβάρη, κι όσο για τον Κύρο
τον πήγαν μέσα οι δούλοι κατά διαταγή του Αστυάγη. Όταν βρέθηκαν οι δύο τους
μόνοι, έκανε ο Αστυάγης του βοσκού τις παρακάτω ερωτήσεις· από πού πήρε το παιδί
και ποιός του το παρέδωσε. [1.116.4] Κι αυτός πως είναι δικό του είπε, και πως η
μάνα που το γέννησε μένει ακόμη μαζί του. Όμως ο Αστυάγης τού αποκρίθηκε ότι
δεν σκέφτεται καθόλου καλά, και φαίνεται να έχει όρεξη να υποβληθεί σε
βασανιστήρια μεγάλα — και λέγοντας αυτά έκανε σήμα στους δορυφόρους του να
τον συλλάβουν. [1.116.5] Έτσι ο βοσκός, ενώ τον έσερναν για να τον βασανίσουν,
φανέρωσε τα πράγματα όπως είχαν: αρχίζοντας από την αρχή είπε ώς το τέλος την
πάσα αλήθεια και κατέληξε σε παρακάλια ξορκίζοντας το βασιλιά να τον συγχωρέσει.
[1.117.1] Ο Αστυάγης, πάλι, από τη στιγμή που ο βοσκός φανέρωσε την αλήθεια,
έπαψε πια να ασχολείται μαζί του· με τον Άρπαγο τώρα θύμωσε άσχημα και έδωσε
εντολή στους δορυφόρους του να τον φωνάξουν. [1.117.2] Όταν ο Άρπαγος
παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Αστυάγης τον ρώτησε: «Άρπαγε, με ποιό τρόπο
θανάτωσες το παιδί που σου παρέδωσα; — αυτό που γέννησε η κόρη μου». Κι ο
Άρπαγος, όταν είδε να είναι εκεί μέσα και ο βοσκός, δεν καταφεύγει σε ψεύτικες
ιστορίες, για να μην πιαστεί επάνω στην ανάκριση, παρά λέει τα ακόλουθα: [1.117.3]
«Βασιλιά μου, όταν παρέλαβα το παιδί, συλλογιζόμουνα κοιτάζοντας πώς θα
μπορούσα και το δικό σου θέλημα να κάνω, και από την άλλη μεριά, δίχως να σφάλω
απέναντί σου, να μην αποδειχτώ ένας φονιάς μήτε μπροστά στα μάτια της κόρης σου
μήτε και στα δικά σου. [1.117.4] Και νά πώς έπραξα: Φώναξα το βοσκό αυτόν εδώ
και του παρέδωσα το βρέφος λέγοντάς του πως είναι δική σου η εντολή να το
σκοτώσουν. Και φυσικά δεν ήταν ψέμα αυτό που έλεγα· γιατί εσύ είχες δώσει την
εντολή αυτή. Όμως του παρέδωσα το παιδί μ᾽ αυτές τις προϋποθέσεις, αφού δηλαδή
πρώτα του παράγγειλα να πάει και να το αποθέσει σ᾽ ένα έρημο βουνό και εκεί
φυλάγοντας να περιμένει, ώσπου το παιδί να αφανιστεί· τον απείλησα ακόμη με
πολλές φοβέρες, για την περίπτωση που δε θα εκτελούσε τις διαταγές με κάθε
ακρίβεια. [1.117.5] Κι όταν αυτός έκανε ό,τι του είχα ορίσει, και το παιδί πια ήταν
νεκρό, έστειλα τους πιο έμπιστους ευνούχους μου, και βλέποντας αυτοί, είναι σαν να
είδα ο ίδιος και να έθαψα το παιδί. Έτσι, βασιλιά μου, έχει η ιστορία αυτή και τέτοιο
θάνατο βρήκε το βρέφος».
[1.118.1] Ο Άρπαγος έλεγε την αλήθεια δίχως περιστροφές· ο Αστυάγης όμως,
κρύβοντας το χόλιασμα που είχε ανάψει μέσα του για το γεγονός, στην αρχή
ξαναδιηγήθηκε την ιστορία στον Άρπαγο έτσι όπως την άκουσε ο ίδιος από το στόμα
του βοσκού· αφού του τα επανέλαβε όλα, κατέληξε λέγοντας πως το αποτέλεσμα
είναι ότι το παιδί σώθηκε, και ό,τι έγινε είναι καλά καμωμένο: [1.118.2] «Γιατί —είπε
τονίζοντας τα λόγια του— ήμουν πολύ θλιμμένος για ό,τι είχα κάνει στο παιδί αυτό,
και το ένιωθα βάρος στη συνείδησή μου που είχα έρθει σε ρήξη με την κόρη μου.
Αφού λοιπόν η τύχη γύρισε στο καλό, πήγαινε και στείλε πρώτα το γιο σου να παίξει
με το νιόφερτο παιδί, κι ύστερα (γιατί το έχω σκοπό να κάνω θυσίες για τη σωτηρία
του παιδιού σε κείνους τους θεούς που τους πρέπει η τιμή αυτή) σε προσκαλώ να
᾽ρθεις να φάμε».
[1.119.1] Ο Άρπαγος, σαν τ᾽ άκουσε τα λόγια αυτά, προσκύνησε και, ιδιαίτερα
ευχαριστημένος που το σφάλμα του βγήκε σε καλό και τώρα γι᾽ αυτή την καλή τύχη
τον προσκαλούσαν σε τραπέζι, τράβηξε για το σπίτι του. [1.119.2] Μπήκε μέσα πολύ
βιαστικός και —είχε ένα μόνο αγόρι, γύρω στα δεκατρία χρόνια— αυτό το αγόρι το
στέλνει να πάει στου Αστυάγη, παραγγέλλοντάς του να κάνει ό,τι του ορίσει ο
βασιλιάς. Ο ίδιος όλο χαρά εξηγεί ύστερα της γυναίκας του πώς τα έφερε καλά η
τύχη. [1.119.3] Ο Αστυάγης όμως, μόλις ο γιος του Άρπαγου έφτασε στο παλάτι, τον
έσφαξε, κομμάτιασε τα μέλη του, κι αφού άλλα τα έψησε κι άλλα τα έβρασε, τα
ετοίμασε και περίμενε. [1.119.4] Όταν έφτασε η ώρα του δείπνου και ήρθαν και οι
άλλοι καλεσμένοι και ο Άρπαγος, μπροστά στους άλλους στρώθηκαν τραπέζια γεμάτα
από αρνίσια κρέατα· όμως στον Άρπαγο μπροστά τα μέλη του παιδιού του· εκτός από
το κεφάλι και τις άκρες των χεριών και των ποδιών, όλα τα άλλα· αυτά βρίσκονταν
χωριστά, καλοσκεπασμένα μέσα σ᾽ ένα πανέρι. [1.119.5] Όταν πια ήταν φανερό ότι ο
Άρπαγος είχε καλά χορτάσει, τον ρώτησε ο Αστυάγης αν νοστιμεύθηκε με το φαγητό.
Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, ευχαριστήθηκε πολύ — και τότε έφεραν αυτοί που
είχαν οριστεί το κεφάλι του παιδιού, σκεπασμένο καλά, και τα χέρια και τα πόδια.
Στάθηκαν στον Άρπαγο μπροστά και τον καλούσαν να τα ξεσκεπάσει και να πάρει
ό,τι θέλει. [1.119.6] Υπάκουσε ο Άρπαγος και ξεσκεπάζοντάς τα βλέπει τα
απομεινάρια του παιδιού του. Μπροστά σ᾽ αυτό το θέαμα δεν έδειξε την ταραχή του
αλλά αυτοκυριαρχήθηκε. Ο Αστυάγης τον ρώτησε αν τώρα καταλάβαινε ποιανού
αγριμιού το κρέας είχε φάει. [1.119.7] Κι αυτός αποκρίθηκε πως ναι, καταλαβαίνει κι
είναι καλόδεχτο το καθετί που κάνει ο βασιλιάς. Ύστερα από την απάντησή του αυτή,
πήρε ό,τι είχε απομείνει από τα κρέατα και πήγε σπίτι του. Εκεί, πιστεύω, είχε σκοπό
να τα μαζέψει όλα και να τα θάψει.

[1.120.1] Τον Άρπαγο μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον τιμώρησε ο Αστυάγης· τον
απασχολούσε όμως και το θέμα του Κύρου, και γι᾽ αυτό κάλεσε τους ίδιους μάγους,
που του είχαν ξεδιαλύνει το όνειρο, έτσι όπως είπαμε. Όταν αυτοί ήρθαν, τους
ρώτησε ο Αστυάγης πώς του είχαν εξηγήσει το όνειρο. Και εκείνοι είπαν τα ίδια πάλι,
εξηγώντας πως θα έπρεπε να βασιλεύσει το παιδί αυτό, αν είχε επιζήσει και δεν είχε
θανατωθεί. [1.120.2] Όμως ο Αστυάγης τούς αποκρίνεται μ᾽ αυτά τα λόγια: «Ζει το
παιδί και σώθηκε, και στα χωράφια που έμενε, τα παιδιά του χωριού τον έκαναν
βασιλιά τους. Και το παιδί προχώρησε κι έκανε όσα κάνουν οι πραγματικοί
βασιλιάδες· γιατί αφού πρώτα όρισε δορυφόρους, θυρωρούς, αγγελιοφόρους και όλα
τα υπόλοιπα, ήταν ο αρχηγός τους. Λοιπόν, πού νομίζετε τώρα πως πάει το πράγμα;»
[1.120.3] Οι μάγοι απάντησαν: «Αν όντως σώθηκε το παιδί κι έγινε βασιλιάς όχι από
θεία πρόνοια, πάρε θάρρος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, κι έχε ήσυχη την ψυχή σου·
γιατί δεύτερη φορά δε θα βασιλεύσει πια. Γιατί καμιά φορά ως και οι προφητείες μας
καταλήγουν σε ασήμαντα πράγματα· όσο για τα όνειρα, κι αυτά συμβαίνει να
φτάνουν σ᾽ ολότελα ξεθυμασμένη λύση». [1.120.4] Τους αποκρίνεται ο Αστυάγης μ᾽
αυτά τα λόγια: «Και μένα του ίδιου, Μάγοι, εκεί πάει ο νους μου περισσότερο, πως
μια και το παιδί ονομάστηκε βασιλιάς, το όνειρο βγήκε πια, και δεν έχω να φοβάμαι
τίποτε από το παιδί αυτό. Ωστόσο καλοσκεφθείτε το και συμβουλεύσετέ με ό,τι
νομίζετε πως θα ασφαλίσει καλύτερα και τον δικό μου θρόνο και σας». [1.120.5]
Απάντησαν σ᾽ αυτά οι μάγοι: «Βασιλιά, και μας τους ίδιους πολύ μας ενδιαφέρει να
μείνει η βασιλεία σου ακλόνητη. Γιατί αλλιώτικα πέφτει σε ξένα χέρια, αν περάσει σ᾽
ετούτο το παιδί, που είναι Πέρσης· κι εμείς που είμαστε Μήδοι γινόμαστε δούλοι, και
δε θα μας λογαριάζουν καθόλου οι Πέρσες, μια και θα τους είμαστε ξένοι. Αντίθετα,
αν εσύ μείνεις βασιλιάς, κρατούμε το μερίδιό μας στην εξουσία και έχουμε από
μέρους σου τιμές μεγάλες. Αφού λοιπόν έτσι έχουνε τα πράγματα, πρέπει με κάθε
τρόπο να προνοούμε για σένα και τη βασιλεία σου. [1.120.6] Γι᾽ αυτό και τώρα, αν
βλέπαμε στο πράγμα κάποιο κίνδυνο, θα σε προειδοποιούσαμε για όλα. Αφού όμως
προς το παρόν το όνειρο ξεδιάλυνε σε κάτι ασήμαντο, και εμείς αναθαρρούμε και
σένα σου συστήνουμε να κάνεις το ίδιο. Όσο για το παιδί, διώξε το μακριά, να μην το
βλέπουνε τα μάτια σου, στην Περσία κοντά σ᾽ εκείνους που το γέννησαν».
[1.121.1] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αστυάγης χάρηκε, κάλεσε τον Κύρο και
του έλεγε τα εξής: «Παιδί μου, σ᾽ αδίκησα εξαιτίας ενός μάταιου ονείρου που είδα·
εσένα όμως σ᾽ έσωσε το ριζικό σου. Πήγαινε λοιπόν με το καλό στους Πέρσες, και
εγώ σου δίνω ανθρώπους μου, για να σε συνοδεύσουν. Εκεί όταν φτάσεις, θα βρεις
αληθινό πατέρα και μάνα, όχι σαν τον βοσκό τον Μιτραδάτη και τη γυναίκα του».
[1.122.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Αστυάγης ξεπροβοδά τον Κύρο. Και εκείνος, σαν
έφτασε στο σπίτι του Καμβύση, έγινε δεχτός από τους γονείς του, που, όταν έμαθαν
τα νέα, τον καλοδέχτηκαν και του έδειχναν μεγάλη αγάπη, αφού το είχαν βέβαιο πως
τότε αμέσως είχε θανατωθεί· τώρα ρωτούσαν να μάθουν πώς έγινε και σώθηκε.
[1.122.2] Κι αυτός τους εξηγούσε λέγοντας πως ώς πριν από λίγο δεν ήξερε την
αλήθεια αλλά βρισκόταν σε πλάνη, και ότι στο δρόμο έμαθε όλη την περιπέτειά του.
Πως το είχε βέβαιο ότι είναι γιος κάποιου βοσκού του Αστυάγη, στον ερχομό του
όμως του τα εξήγησαν όλα οι συνοδοί του. [1.122.3] Τους διηγιόταν ακόμα πως τον
ανάθρεψε η γυναίκα του βοσκού, που δεν έπαυε να την παινά, κι όλος ο λόγος του
ήταν γεμάτος από το όνομά της: Κυνώ. Οι γονείς του πιάστηκαν από το όνομα αυτό
και, για να φανεί στους Πέρσες πως το παιδί τους σώθηκε με τρόπο θεϊκό,
κοινολόγησαν τη φήμη ότι τον απορριγμένο Κύρο τον ανάθρεψε μια σκύλα. Και από
εδώ ξεκινά όλη η ιστορία.
[1.123.1] Μεγάλωνε ο Κύρος κι έγινε άνδρας — ο πιο γενναίος και ο πιο αγαπητός
ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Ο Άρπαγος τώρα ζητούσε να κερδίσει την
εμπιστοσύνη του στέλνοντάς του δώρα, επειδή ήθελε να εκδικηθεί τον Αστυάγη.
Γιατί από μόνος του, έτσι που ήταν ένας απλός ιδιώτης, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε
να εκδικηθεί τον Αστυάγη· όμως με τον Κύρο ήταν αλλιώς: τώρα που είχε ανδρωθεί,
ζητούσε ο Άρπαγος να τον κάνει σύμμαχο, παρομοιάζοντας τα βάσανα του Κύρου με
τα δικά του. [1.123.2] Από νωρίτερα κιόλας είχε καταφέρει το εξής: έτσι που ο
Αστυάγης ήταν σκληρός απέναντι στους Μήδους, τους έπαιρνε ο Άρπαγος έναν προς
ένα κατά μέρος, τους πρώτους από τους Μήδους, και προσπαθούσε να τους πείσει
πως πρέπει να φέρουν στα πράγματα τον Κύρο και να καθαιρέσουν τον Αστυάγη από
βασιλιά τους. [1.123.3] Όταν το πράγμα είχε ωριμάσει κι όλα ήσαν έτοιμα, τότε πια ο
Άρπαγος, θέλοντας να φανερώσει το σχέδιό του στον Κύρο που ζούσε με τους
Πέρσες, άλλον τρόπο δεν έβρισκε, αφού τους δρόμους τούς επιτηρούσαν· καταφεύγει
λοιπόν στο εξής τέχνασμα: [1.123.4] Ταίριαξε ένα λαγό, που αφού του έσχισε την
κοιλιά, προσέχοντας να μην τον γδάρει αλλά να μείνει ως είχε, έβαλε μέσα ένα
γράμμα, όπου έγραφε το σχέδιό του. Κι αφού έραψε πάλι την κοιλιά του λαγού, τον
παρέδωσε σ᾽ έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες μαζί με δίχτυα, για να μοιάζει
κυνηγός, και τον έστειλε στους Πέρσες. Η παραγγελία του ήταν να παραδώσει ο
υπηρέτης το λαγό στον Κύρο και να του πει προφορικά πως πρέπει με τα ίδια του τα
χέρια να ανοίξει το λαγό, και να μην είναι κανείς άλλος μπροστά, όταν το κάνει αυτό.
[1.124.1] Έτσι πραγματικά και έγινε: ο Κύρος πήρε το λαγό και τον άνοιξε.
Βρίσκοντας μέσα το γράμμα που υπήρχε, το πήρε και το διάβαζε. Νά τί έλεγε το
γράμμα: «Γιε του Καμβύση, εσένα σε σκέπουν οι θεοί, αλλιώς δεν εξηγείται η τόση
σου τύχη· εκδικήσου λοιπόν τον Αστυάγη — το φονιά σου. [1.124.2] Γιατί, όσο
εξαρτάται από εκείνου την προθυμία, πες πως είσαι πεθαμένος· αν ζεις, αυτό το
οφείλεις στους θεούς και σε μένα. Εξάλλου όλα αυτά θαρρώ από καιρό σού είναι
γνωστά, όσα αφορούν και τις δικές σου περιπέτειες και όσα εγώ έπαθα από τον
Αστυάγη, επειδή δε σε σκότωσα αλλά σε παρέδωσα στο βοσκό. Αν τώρα εσύ
θελήσεις να μ᾽ ακούσεις, θα κυβερνήσεις σ᾽ όλη τη χώρα, σ᾽ αυτή που κυβερνά ο
Αστυάγης. Πείσε τους Πέρσες να επαναστατήσουν και βάδισε με το στρατό σου
εναντίον των Μήδων. [1.124.3] Κι αν ο Αστυάγης ορίσει εμένα στρατηγό για να σε
αντιμετωπίσω, έχεις αυτό που θέλεις· το ίδιο αν τύχει να οριστεί κάποιος άλλος
στρατηγός ανάμεσα στους σπουδαίους Μήδους. Γιατί πρώτοι αυτοί θα αποστατήσουν
από εκείνον και θα έρθουν με το μέρος σου, και έτσι μαζί σου θα δοκιμάσουν να
ανατρέψουν τον Αστυάγη. Να ξέρεις πως το πράγμα εδώ τουλάχιστον είναι έτοιμο:
κάνε λοιπόν αυτό που σου προτείνω, και κάνε το τό γρηγορότερο».

[1.125.1] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Κύρος, σκεφτόταν ποιός θα ήταν ο καταλληλότερος


τρόπος για να πείσει τους Πέρσες να ξεσηκωθούν· ύστερα από σκέψη κατέληξε πως
τα παρακάτω μέτρα εξυπηρετούν καλύτερα το σκοπό του και τα έβαλε αμέσως σε
πράξη: [1.125.2] Έγραψε σ᾽ ένα γράμμα αυτά που ήθελε, κι ύστερα κάλεσε τους
Πέρσες σε συνέλευση· εκεί ανοίγοντας το γράμμα τούς το διάβαζε και τους είπε πως
ο Αστυάγης τον ορίζει στρατηγό των Περσών. «Τώρα», μίλησε κι είπε, «σας
παραγγέλλω, Πέρσες, να παρουσιαστεί καθένας σας κρατώντας από ᾽να δρεπάνι».
Αυτή ήταν η παραγγελία του Κύρου. [1.125.3] Οι Πέρσες είναι χωρισμένοι σε πολλές
φυλές. Από αυτές ο Κύρος μάζεψε μερικές και τις έπεισε να αποστατήσουν από τους
Μήδους. Είναι αυτές —από όπου εξαρτώνται κι όλοι οι άλλοι Πέρσες— οι εξής: Οι
Πασαργάδες, οι Μαράφιοι, οι Μάσπιοι. Ανάμεσά τους οι καλύτεροι είναι οι
Πασαργάδες· σ᾽ αυτούς ανήκει και το γένος των Αχαιμενιδών, από όπου βγαίνουν
και οι βασιλιάδες των Περσών. [1.125.4] Άλλες φυλές των Περσών είναι οι
ακόλουθες: οι Πανθιαλαίοι, οι Δηρουσιαίοι, οι Γερμάνιοι· όλοι αυτοί είναι γεωργοί,
ενώ οι άλλοι βοσκοί: οι Δάοι δηλαδή, οι Μάρδοι, οι Δροπικοί, οι Σαγάρτιοι.
[1.126.1] Όταν παρουσιάστηκαν όλοι κρατώντας το δρεπάνι που είπαμε, τότε ο
Κύρος (γιατί υπήρχε στην Περσία ένας τόπος γεμάτος αγκάθια, που το μήκος του και
το πλάτος του έφταναν τα δεκαοχτώ στάδια ή το πολύ τα είκοσι) — αυτόν λοιπόν το
χώρο τούς πρόσταξε ο Κύρος να τον ξεκαθαρίσουν μέσα σε μια μέρα. [1.126.2] Όταν
οι Πέρσες έφεραν σε πέρας το έργο που τους έβαλε, έδωσε δεύτερη παραγγελία ο
Κύρος: την άλλη μέρα να ξαναρθούν, αφού πρώτα λουστούν. Στο μεταξύ ο Κύρος
μάζεψε στο ίδιο μέρος όλα τα κατσίκια, τα πρόβατα και τα βόδια του πατέρα του, τα
έσφαξε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον περσικό στρατό με κρασί και άλλα
φαγώσιμα, από τα καλύτερα. [1.126.3] Όταν την άλλη μέρα ήρθαν οι Πέρσες, τους
είπε να στρωθούν στο λιβάδι, και το φαγοπότι άρχισε. Όταν σηκώθηκαν από το
φαγητό, ο Κύρος τους ρώτησε τί προτιμούσαν περισσότερο: αυτό που είχαν χθες ή
αυτό που είχαν σήμερα. [1.126.4] Κι αυτοί ομολόγησαν πως ανάμεσα στα δύο είναι η
διαφορά μεγάλη, γιατί η χθεσινή μέρα ήταν γι᾽ αυτούς γεμάτη μόχθο, ενώ η
σημερινή γεμάτη αγαθά. Πιάστηκε ο Κύρος από τα λόγια τους αυτά και τους
ξεσκέπασε όλο του το σχέδιο, λέγοντας: [1.126.5] «Άνδρες Πέρσες, αυτή είναι
πράγματι η κατάστασή σας· αν όμως θελήσετε να με ακούσετε, θα χαίρεστε κι αυτά
κι άλλα πολλά αγαθά, δίχως να χρειάζεται να μοχθείτε όπως οι δούλοι· αν όμως δε
θελήσετε να μ᾽ ακούσετε, σας περιμένουν μόχθοι σαν τον χθεσινό αναρίθμητοι.
[1.126.6] Λοιπόν ακούστε με τώρα τί σας λέω, αποκτήσετε την ελευθερία σας. Γιατί
και εγώ θαρρώ πως από θεία τύχη γεννήθηκα, για να πάρω την υπόθεση αυτή στα
χέρια μου, και για σας πάλι έχω τη γνώμη πως δεν αξίζετε λιγότερο από τους
Μήδους, ούτε στα άλλα ούτε και στον πόλεμο. Αφού λοιπόν τα πράγματα είναι έτσι,
ξεσηκωθείτε εναντίον του Αστυάγη το γρηγορότερο».
[1.127.1] Οι Πέρσες, τώρα που βρήκαν προστάτη, μετά χαράς ζητούσαν την
ελευθερία τους, γιατί κι από παλιά το έφερναν βαριά που ήσαν υποταγμένοι στους
Μήδους. Ο Αστυάγης όμως, μόλις πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Κύρου, έστειλε
αγγελιοφόρο του και τον καλούσε να ᾽ρθει. [1.127.2] Αλλά εκείνος παράγγειλε στον
αγγελιοφόρο να πάει και να του πει ότι θα φτάσει ο Κύρος γρηγορότερα απ᾽ ό,τι το
επιθυμούσε ο Αστυάγης. Σαν τα άκουσε αυτά τα λόγια ο Αστυάγης, εξόπλισε όλους
τους Μήδους και όρισε στρατηγό τους —σαν να του χτύπησε ο θεός τα φρένα— τον
Άρπαγο, ξεχνώντας τί του είχε κάνει παλιότερα. [1.127.3] Κι όταν κινώντας οι Μήδοι
έσμιξαν με τους Πέρσες, μερικοί από αυτούς πολεμούσαν, όσοι δεν ήταν μπασμένοι
στο σχέδιο, άλλοι πήγαιναν με το μέρος των Περσών, κι οι πιο πολλοί παρατούσανε
τον πόλεμο και το έβαζαν στα πόδια.
[1.128.1] Έτσι ο στρατός των Μήδων διαλύθηκε ατιμωτικά, και ευθύς ως το έμαθε ο
Αστυάγης, είπε απειλώντας τον Κύρο: «Και μολαταύτα ο Κύρος δεν θα το χαρεί».
[1.128.2] Τόσα είπε μόνον, και πρώτα πρώτα σούβλισε τους ονειροκρίτες μάγους,
που τον έπεισαν να αφήσει ελεύθερο τον Κύρο· ύστερα εξόπλισε όσους Μήδους τού
απόμειναν στην πόλη, νέους και γέρους. [1.128.3] Βγήκε μ᾽ αυτούς στον πόλεμο, και
πάνω στη μάχη με τους Πέρσες νικήθηκε, πιάστηκε ο ίδιος ο Αστυάγης αιχμάλωτος
κι έχασε και το στρατό που είχε μαζί του.
[1.129.1] Ήταν πια αιχμάλωτος ο Αστυάγης, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του ο
Άρπαγος, που του έδειχνε την χαιρεκακία του και τον χλεύαζε λέγοντάς του κι άλλα
πολλά για να του πληγώσει την ψυχή, κι ακόμη τον ρωτούσε (αναφέροντας το δείπνο
που του πρόσφερε εκείνος φιλεύοντάς τον με τις σάρκες του παιδιού του) πώς του
φαινόταν που ήταν τώρα δούλος αντί για βασιλιάς. [1.129.2] Και εκείνος τον κοίταξε
στα μάτια και τον ρώτησε αν είναι το κατόρθωμα του Κύρου έργο δικό του. Ο
Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, αυτός προσωπικά έγραψε το γράμμα· λοιπόν μπορεί να
θεωρείται το έργο δικό του. [1.129.3] Τότε ο Αστυάγης τού έδειξε με επιχειρήματα
ότι είναι ο πιο αδέξιος και ο πιο άδικος από όλους τους ανθρώπους: ο πιο αδέξιος,
γιατί μολονότι είχε την ευκαιρία να γίνει ο ίδιος βασιλιάς, αν πράγματι με δική του
πρωτοβουλία έγινε αυτό που έγινε, άφησε να πέσει η εξουσία σ᾽ άλλα χέρια· ο πιο
άδικος, γιατί εξαιτίας του δείπνου, οδήγησε τους Μήδους στη σκλαβιά. [1.129.4]
Γιατί, αν έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει τη βασιλεία κάποιος άλλος και να μην την
κρατήσει ο ίδιος ο Άρπαγος, θα ήταν δικαιότερο να προσφέρει αυτό το αγαθό σ᾽
έναν από τους Μήδους και όχι σ᾽ έναν Πέρση. Πως τώρα οι Μήδοι, δίχως να φταίνε
γι᾽ αυτό, έγιναν δούλοι από κύριοι που ήσαν, ενώ οι Πέρσες, που ήσαν πριν δούλοι
των Μήδων, έγιναν τώρα οι κύριοί τους.
[1.130.1] Έτσι ο Αστυάγης, που βασίλευσε τριάντα πέντε χρόνια, έχασε τη βασιλεία,
και οι Μήδοι υπέκυψαν στους Πέρσες, εξαιτίας της σκληρότητάς του· κυβέρνησαν
την Ασία πάνω από τον Άλη ποταμό εκατόν είκοσι οχτώ χρόνια, εκτός από εκείνα
που ήσαν κύριοι οι Σκύθες. [1.130.2] Αργότερα μετάνιωσαν γι᾽ αυτό που έκαναν και
ξεσηκώθηκαν εναντίον του Δαρείου· μ᾽ όλο όμως το ξεσήκωμά τους, και πάλι
υποτάχτηκαν, αφού πρώτα νικήθηκαν σε μια μάχη. Στην εποχή ωστόσο αυτή, στα
χρόνια δηλαδή του Αστυάγη, οι Πέρσες και ο Κύρος επαναστάτησαν εναντίον των
Μήδων, και από τότε έγιναν κύριοι της Ασίας. [1.130.3] Όσο για τον Αστυάγη, ο
Κύρος δεν τον πείραξε άλλο, μόνο τον είχε κοντά του, ωσότου πέθανε. Έτσι
γεννήθηκε ο Κύρος κι ανατράφηκε κι έγινε βασιλιάς· και μετά, όπως το ανέφερα και
πιο πάνω, υπέταξε τον Κροίσο, που άρχισε πρώτος το άδικο. Ύστερα από την
καταστροφή του Κροίσου, ο Κύρος έγινε κύριος όλης της Ασίας.

[1.131.1] Ξέρω που οι Πέρσες έχουν τα ακόλουθα έθιμα: Δεν το έχουνε συνήθεια να
φτιάχνουν και να στήνουνε αγάλματα και ναούς και βωμούς· αντίθετα όσους κάνουν
τέτοια τους έχουν για μωρούς, κατά την γνώμη μου επειδή δεν πίστεψαν ποτέ τούς
θεούς με ανθρώπινη μορφή, όπως λ.χ. οι Έλληνες. [1.131.2] Οι ίδιοι συνηθίζουν να
ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά και εκεί να προσφέρουν θυσίες στο Δία, αποκαλώντας
Δία όλον τον ουράνιο θόλο. Κάνουν ακόμη θυσίες στον ήλιο και στη σελήνη, στη γη
και στη φωτιά, στο νερό και στους ανέμους. [1.131.3] Σ᾽ αυτούς μονάχα τους θεούς
θυσιάζουν από παλιά· αργότερα έμαθαν να θυσιάζουν και στην Ουρανία Αφροδίτη —
κι αυτό το πήραν από τους Ασσυρίους και τους Άραβες. Οι Ασσύριοι ονομάζουν την
Αφροδίτη Μύλιττα, οι Αράβιοι Αλιλάτ, οι Πέρσες Μίτρα.
[1.132.1] Ο τρόπος που οι Πέρσες θυσιάζουν στους παραπάνω θεούς είναι ο
ακόλουθος: Δεν κάνουνε βωμούς, ούτε κι ανάβουν φωτιές από πάνω προκειμένου να
θυσιάσουν· δεν κάνουνε σπονδές, ούτε χρησιμοποιούν αυλό, ούτε στεφάνια ούτε
κριθάρια. Όταν κάποιος θέλει να θυσιάσει στον ένα ή τον άλλο θεό, οδηγεί το ζώο
του σ᾽ ένα χώρο καθαρό και επικαλείται το θεό, έχοντας στεφανώσει την τιάρα του
κυρίως με μυρτιά. [1.132.2] Δεν επιτρέπεται αυτός που θυσιάζει να εύχεται
αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του, για να του δώσει ο θεός αγαθά· αλλά
προσεύχεται για το καλό όλων των Περσών και για του βασιλιά, αφού μέσα σ᾽ όλους
τους Πέρσες συμπεριλαμβάνεται κι αυτός. Κι όταν κόψει το σφάγιο σε κομμάτια και
βράσει τα κρέατα, στρώνει από κάτω χόρτο τρυφερό, κυρίως τριφύλλι, κι από πάνω
βάζει όλα τα κρέατα. [1.132.3] Μετά από αυτή την τακτοποίηση, ένας μάγος, που
είναι εκεί παρών, ψάλλει τη θεογονία· τέτοιο, όπως λένε οι ίδιοι, είναι το περιεχόμενο
του άσματος. Χωρίς να παραστέκεται ένας μάγος, δεν επιτρέπεται σ᾽ αυτούς να
κάνουνε θυσία. Ύστερα, αυτός που κάνει τη θυσία, περιμένει για λίγο· μετά παίρνει
τα κρέατα μαζί του και τα χρησιμοποιεί κατά τη θέλησή του.
[1.133.1] Από όλες τις ημέρες συνηθίζουν να γιορτάζουν πιο πολύ οι Πέρσες την
επέτειο των γενεθλίων τους. Τη μέρα αυτή θεωρούν δικαίωμά τους να στρώνουνε πιο
πλούσιο τραπέζι από τις άλλες. Τότε οι πλούσιοι βάζουν στο φούρνο ολόκληρο ένα
βόδι, ένα άλογο, μια καμήλα κι ένα γομάρι, και στρώνουν μ᾽ αυτά το τραπέζι τους· οι
φτωχοί βάζουν στο τραπέζι τους μικρά ζώα. [1.133.2] Το κυρίως φαγητό τους δεν
είναι πολύ, τρώνε όμως πολλά επιδόρπια, και όχι όλα μαζί, αλλά λίγα λίγα. Γι᾽ αυτόν
το λόγο λένε οι Πέρσες για τους Έλληνες ότι σηκώνονται από το τραπέζι
πεινασμένοι, γιατί ύστερα από το φαγητό δεν τους σερβίρεται τίποτε ξεχωριστό, κι αν
τύχει και τους σερβιρίσουν, ε τότε δε σταματούν να τρώνε. [1.133.3] Πίνουν πολύ
κρασί οι Πέρσες, και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν εμετό ούτε να κατουρήσουν
μπροστά στους άλλους. Αυτά τα έθιμα τα κρατούν. Από την άλλη μεριά συνηθίζουν
να συζητούν τα πιο σοβαρά τους ζητήματα μεθυσμένοι. Το συμπέρασμα, που ύστερα
από τη συζήτηση θα τους φανεί σωστό, αυτό το ίδιο, την επομένη μέρα που είναι
ξεμέθυστοι, το φέρνει πάλι στη μέση ο οικοδεσπότης του σπιτιού, όπου συμβαίνει να
είναι μαζεμένοι και να συζητούν. [1.133.4] Αν τύχει και τους αρέσει και τώρα που
είναι νηφάλιοι, το βάζουνε σε πράξη, αν δεν τους αρέσει, το απορρίπτουν. Αν πάλι
τύχει την πρώτη απόφαση να την έχουν πάρει ξεμέθυστοι, την ξανασυζητούν και
μεθυσμένοι.

[1.134.1] Όταν συναπαντιούνται στους δρόμους, έτσι μπορεί να διαπιστώσει κανείς


αν αυτοί που ανταμώνονται είναι από την ίδια τάξη· αντί δηλαδή να χαιρετιστούν
μόνο με λόγια, φιλιούνται στο στόμα· αν πάλι συμβεί ο ένας από τους δύο να είναι
από κατώτερη τάξη, φιλιούνται στο μάγουλο, κι αν τύχει ο ένας τους να είναι πολύ
πιο άσημος, πέφτει μπροστά και προσκυνά τον άλλο. [1.134.2] Τιμούν οι Πέρσες από
όλους πιο πολύ —φυσικά μετά τον εαυτό τους— τους πιο γειτονικούς τους λαούς,
ύστερα όσους κατοικούν λίγο μακρύτερα, και προχωρούν αναλογικά εξαρτώντας από
την απόσταση την υπόληψή τους για τους άλλους. Δηλαδή δεν υπολήπτονται σχεδόν
καθόλου όσους κατοικούν πολύ μακριά τους, πιστεύοντας ότι ανάμεσα στους
ανθρώπους οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι σ᾽ όλα και παντού, ενώ των άλλων η αρετή
εξαρτάται από την αναλογία που είπαμε· ενώ γι᾽ αυτούς που κατοικούν πολύ μακριά
τους πιστεύουν ότι είναι οι χειρότεροι. [1.134.3] Από τα χρόνια ακόμη που κυρίαρχοι
ήταν οι Μήδοι, οι διάφοροι λαοί του βασιλείου εξουσίαζαν ο ένας τον άλλο: οι Μήδοι
όλους, και ειδικότερα αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, κι οι τελευταίοι με τη
σειρά τους τούς γείτονές τους. Με αυτό το αναλογικό σύστημα οι Πέρσες ρυθμίζουν
την υπόληψή τους για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και με τους Μήδους ο κάθε
λαός προοδευτικά εξουσίαζε και επετρόπευε τον γείτονά του.
[1.135.1] Οι Πέρσες είναι λαός που δέχεται ξένα έθιμα περισσότερο από κάθε άλλον:
Φορούν λ.χ. τη μηδική στολή, επειδή βρήκαν πως είναι πιο όμορφη από τη δική τους,
και στον πόλεμο πάλι τους αιγυπτιακούς θώρακες. Έμαθαν ακόμη να επιδίδονται σε
κάθε είδους απόλαυση, και σμίγουν και με αγόρια, πράγμα που το έμαθαν από τους
Έλληνες. Καθένας τους παντρεύεται πολλές νόμιμες γυναίκες και έχει στη διάθεσή
του ακόμη περισσότερες παλλακίδες.
[1.136.1] Απόδειξη ανδρισμού, ύστερα από το να είναι κανείς γενναίος στον πόλεμο,
θεωρείται το εξής: αν κανείς έχει να επιδείξει πολλά παιδιά. Και σ᾽ αυτόν που έχει να
δείξει τα πιο πολλά παιδιά, κάθε χρόνο ο βασιλιάς τού στέλνει δώρα. Γιατί οι Πέρσες
πιστεύουν ότι στην ποσότητα βρίσκεται η δύναμη. [1.136.2] Μαθαίνουν στα παιδιά
τους —αρχίζοντας από τα πέντε χρόνια ώς τα είκοσι— τρία πράγματα μόνο: να
καβαλικεύουν άλογα, να ρίχνουν το δοξάρι και να λένε την αλήθεια. Πριν γίνει το
παιδί πέντε χρονώ, δεν το βλέπει ο πατέρας του, αλλά ζει μαζί με τις γυναίκες. Κι
αυτό γίνεται για τον εξής λόγο: στην περίπτωση που το παιδί πεθάνει στα πρώτα
χρόνια της ανατροφής του, να μη δώσει καμιά λύπη στον πατέρα του.
[1.137.1] Επικροτώ αυτή τη συνήθεια, και εξίσου επικροτώ και την παρακάτω: που
δεν επιτρέπεται για μια και μόνη αιτία ούτε ο βασιλιάς ο ίδιος να σκοτώσει κάποιον,
ούτε και κανείς άλλος από τους Πέρσες για μια και μόνη αιτία να κάνει σε
οποιονδήποτε από τους ανθρώπους του σπιτιού του κακό αγιάτρευτο. Αλλά, αφού
πρώτα σκεφτεί, αν βρει πως τα αδικήματα είναι περισσότερα από τις καλές
υπηρεσίες, τότε μόνον αφήνει το θυμό του να ξεσπάσει . [1.137.2] Λένε ότι ώς τώρα
κανείς ποτέ δε σκότωσε τον πατέρα του ή τη μητέρα του, αλλά όσα ανάλογα
περιστατικά έχουν ώς τώρα συμβεί, λένε οι Πέρσες, πως ύστερα από έλεγχο θα
βρεθεί να είναι έργο παιδιών που ήσαν έκθετα ή κλεψίγαμα. Γιατί είναι, λεν, αφύσικο
ο γονιός να σκοτώνεται από το χέρι του παιδιού που γέννησε.
[1.138.1] Ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται, δεν επιτρέπεται και να λέγεται. Για
μεγαλύτερη ντροπή έχουν το ψέμα, δεύτερο στη σειρά το να χρωστά κανείς δανεικά,
και για άλλους πολλούς λόγους, προπαντός όμως γιατί βρίσκεται, λένε, στην ανάγκη
ο οφειλέτης να πει και κάποιο ψέμα. Όποιος πολίτης συμβεί να είναι άρρωστος από
λέπρα ή από λεύκη, αυτός δεν κατεβαίνει στην πόλη ούτε και έρχεται σε επαφή με
τους άλλους Πέρσες. Λένε πως επειδή αμάρτησε κάποιος στον ήλιο, γι᾽ αυτό έχει την
αρρώστια αυτή. [1.138.2] Αν ένας ξένος βρεθεί να είναι άρρωστος από την αρρώστια
αυτή, πολλοί τον διώχνουν από τον τόπο τους, και μαζί αφανίζουν και τα άσπρα
περιστέρια με την ίδια δικαιολογία. Δεν κατουρούν στα ποτάμια, ούτε πλένουν εκεί
τα χέρια τους, ούτε και το επιτρέπουν σε κανέναν άλλο, αλλά τους ποταμούς τούς
σέβονται ιδιαίτερα.
[1.139.1] Νά και ένα άλλο χαρακτηριστικό που παρουσιάζεται σ᾽ αυτούς· οι ίδιοι οι
Πέρσες δεν το προσέχουν, εμάς όμως μας ξαφνιάζει: τα ονόματά τους, που
ανταποκρίνονται στις σωματικές τους αρετές ή στην ευγενική καταγωγή τους,
τελειώνουν όλα στο ίδιο γράμμα, που οι Δωριείς το λένε σαν, οι Ίωνες πάλι σίγμα. Αν
τα εξετάσεις, σε τούτο το γράμμα θα βρεις να τελειώνουν τα περσικά ονόματα, όχι
άλλα ναι και άλλα όχι, αλλά ανεξαιρέτως όλα.

[1.140.1] Αυτά που είπα για τους Πέρσες, τα λέω με βεβαιότητα, γιατί τα
ξέρω· τα παρακάτω σχετικά με τους νεκρούς τους, λέγονται όχι πολύ
ξεκάθαρα, γιατί αποτελούνε μυστικά: Δηλαδή το νεκρό σώμα ενός Πέρση
δεν το θάβουν πρωτύτερα, πριν το σπαράξουν σκυλιά και όρνια. [1.140.2]
Για τους μάγους ξέρω καλά ότι κάνουν αυτό που λέω· γιατί το κάνουν
φανερά. Οπωσδήποτε οι Πέρσες αλείφουν πρώτα το νεκρό σώμα με κερί,
και ύστερα το παραχώνουν στη γη. Οι μάγοι γενικά διαφέρουν πολύ από
τους άλλους ανθρώπους και από τους ιερείς της Αιγύπτου· [1.140.3] γιατί
οι Αιγύπτιοι φυλάγονται καθαροί και δε σκοτώνουν κανένα ζωντανό, έξω
από αυτά που θυσιάζουν· ενώ οι μάγοι σκοτώνουν με το ίδιο τους το χέρι
όλα τα ζωντανά, εκτός από σκυλί και άνθρωπο· επιδίδονται μάλιστα, σαν
σε αγώνισμα, στο να σκοτώνουν δίχως διάκριση μυρμήγκια και φίδια και
άλλα παρόμοια ερπετά και πετούμενα. Ας μείνει αυτή τους η συνήθεια
έτσι όπως την έχουν από παλιά, και εγώ ξαναγυρίζω στην προηγούμενη
διήγησή μου.
[1.141.1] Οι Ίωνες και οι Αιολείς, ευθύς ως οι Λυδοί έγιναν υποχείριοι των
Περσών, έστειλαν αγγελιοφόρους στις Σάρδεις προς τον Κύρο, ζητώντας
να μείνουν υπήκοοί του με τους ίδιους όρους, όπως και του Κροίσου.
Όταν ο Κύρος άκουσε την πρότασή τους, τους διηγήθηκε την παρακάτω
ιστορία: Πως κάποιος αυλητής, λέει, που είδε ψάρια στη θάλασσα, άρχισε
να παίζει τον αυλό του με την ελπίδα ότι έτσι τα ψάρια θα έβγαιναν στην
ακρογιαλιά. [1.141.2] Επειδή όμως είδε ότι η ελπίδα του πήγε χαμένη,
πήρε λέει ένα δίχτυ, έπιασε πολλά ψάρια και τα τράβηξε έξω. Βλέποντάς
τα να σπαρταρούν, είπε στα ψάρια: Δε σταματάτε το χορό, αφού, τότε
που έπαιζα τον αυλό μου, δεν καταδεχθήκατε να βγείτε έξω και να
χορέψετε! [1.141.3] Ο Κύρος είπε αυτή την ιστορία στους Ίωνες και
στους Αιολείς γι᾽ αυτόν το λόγο: επειδή οι Ίωνες, όταν στο παρελθόν ο
ίδιος ο Κύρος τούς προσκάλεσε με αγγελιοφόρους του να αποστατήσουν
από τον Κροίσο, δεν τον άκουσαν, και τώρα, που το πράγμα τέλειωσε,
ήσαν πρόθυμοι να τον ακούσουν. [1.141.4] Ο Κύρος θυμωμένος τους
μίλησε έτσι. Οι Ίωνες από τη μεριά τους, σαν έφτασε η απόκριση αυτή
στις πόλεις τους, άρχισαν ο καθένας τους να περιτειχίζονται και
συγκεντρώνονταν παράλληλα στο Πανιώνιον, όλοι τους έξω από τους
Μιλήσιους· γιατί μόνο μ᾽ αυτούς ο Κύρος έκλεισε ένορκη συμφωνία με
τους ίδιους όρους, όπως και ο λυδός βασιλιάς. Οι υπόλοιποι όμως
Έλληνες αποφάσισαν από κοινού να στείλουν αγγελιοφόρους τους στη
Σπάρτη, για να ζητήσουν βοήθεια.
[1.142.1] Οι Ίωνες αυτοί —στους οποίους ανήκει και το Πανιώνιον—
συμβαίνει να έχουν χτίσει τις πόλεις τους κάτω από τον πιο ωραίο
ουρανό και με το καλύτερο κλίμα, σε σχέση με όλους τους άλλους
ανθρώπους που ξέρουμε. [1.142.2] Γιατί ούτε τα βορειότερα μέρη ούτε
τα νοτιότερα συγκρίνονται με την Ιωνία [1.ούτε κι όσα βρίσκονται
ανατολικά, ούτε κι εκείνα προς τη δύση]· γιατί προς βορρά είναι το κλίμα
κρύο και υγρό, ενώ νοτιότερα είναι ζεστό και έχει ξηρασία. [1.142.3] Δε
χρησιμοποιούν όλοι οι Ίωνες την ίδια γλώσσα αλλά τέσσερα διαφορετικά
ιδιώματα. Προς νότο η πρώτη πόλη στη σειρά είναι η Μίλητος, ύστερα
έρχονται η Μυούς και η Πριήνη· αυτές βρίσκονται στην Καρία και μιλούν
το ίδιο ιδίωμα μεταξύ τους. Οι πόλεις πάλι στη Λυδία είναι η Έφεσος, η
Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί και η Φώκαια· [1.142.4] αυτές οι
πόλεις δε συμφωνούν καθόλου ως προς τη γλώσσα τους με εκείνες που
αναφέραμε πρωτύτερα, ενώ μεταξύ τους έχουν το ίδιο ιδίωμα.
Υπολείπονται άλλες τρεις ιωνικές πόλεις, που οι δύο είναι χτισμένες σε
νησιά, στη Σάμο και στη Χίο, ενώ η τρίτη βρίσκεται στη στεριά, δηλαδή
οι Ερυθραί· Χίοι και Ερυθραίοι μιλούν το ίδιο ιδίωμα, ενώ οι Σάμιοι το
ιδιαίτερο δικό τους. Έτσι τα γλωσσικά ιδιώματα γίνονται τέσσερα.
[1.143.1] Λοιπόν από αυτούς τους Ίωνες οι Μιλήσιοι δεν είχαν λόγο να
φοβούνται, ύστερα από τους όρκους που είχαν κάνει, κι όσο για τους
νησιώτες δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος· γιατί ούτε οι Φοίνικες είχαν
υποταγεί ακόμη στους Πέρσες, ούτε οι ίδιοι οι Πέρσες ήσαν ναυτικοί.
[1.143.2] Ξέκοψαν από τους άλλους Ίωνες οι Ίωνες της Μικράς Ασίας όχι
για άλλον λόγο παρά γιατί τα χρόνια εκείνα οι Έλληνες στο σύνολό τους,
ως έθνος, ήσαν ανίσχυροι. Ανάμεσά τους η πιο ανίσχυρη ήταν η ιωνική
φυλή, σχεδόν ασήμαντη· γιατί αν εξαιρέσει κανείς την Αθήνα, δεν υπήρχε
καμιά άλλη πόλη άξια λόγου. [1.143.3] Οι άλλοι Ίωνες και οι Αθηναίοι
ξέφυγαν απ᾽ αυτό το όνομα, γιατί δεν ήθελαν να λέγονται Ίωνες, αφού
και σήμερα οι πιο πολλοί τους αισθάνονται ντροπή για το όνομά τους.
Αλλά οι δώδεκα πόλεις που αναφέραμε καμάρωναν με το όνομά τους και
έχτισαν και ιερό (μόνον γι᾽ αυτούς), που του έδωσαν το όνομα Πανιώνιον·
αποφάσισαν μάλιστα να μη δεχτούν σ᾽ αυτό κανέναν άλλο από τους Ίωνες
(εξάλλου και κανείς άλλος δε ζήτησε να πάρει μέρος εκτός από τους
Σμυρνιούς).
[1.144.1] Το ίδιο έκαναν και οι Δωριείς της περιοχής που σήμερα λέγεται
Πεντάπολη (παλιότερα όμως αυτή η ίδια ονομαζόταν Εξάπολις), που
απαγορεύουν σ᾽ οποιονδήποτε από τους γείτονές τους Δωριείς να μπει
στο Τριοπικό ιερό· αλλά και από τους δικούς τους αρνήθηκαν τη
συμμετοχή σ᾽ όσους δε σεβάστηκαν τα νόμιμα του ιερού. [1.144.2] Γιατί
παλιότερα, στους αγώνες που έκαναν προς τιμήν του Τριοπίου
Απόλλωνος, έδιναν ως βραβείο στους νικητές χάλκινους τρίποδες, που
όμως δεν επιτρέπονταν εκείνοι που τους έπαιρναν να τους βγάλουν έξω
από το ιερό, αλλά έπρεπε να τους αφιερώσουν εκεί, στο θεό. [1.144.3]
Κάποιος όμως από την Αλικαρνασσό (το όνομά του ήταν Ηγησικλής) που
νίκησε, παραβίασε τη συνήθεια αυτή και παίρνοντας σπίτι του τον
τρίποδα τον κρέμασε στον τοίχο. Γι᾽ αυτόν το λόγο οι πέντε πόλεις, η
Λίνδος, η Ιήλυσος και η Κάμιρος, η Κως και η Κνίδος, αρνήθηκαν τη
συμμετοχή στην έχτη πόλη, την Αλικαρνασσό. Αυτή λοιπόν είναι η ποινή
που της επέβαλαν.
[1.145.1] Έχω τη γνώμη ότι οι Ίωνες σχημάτισαν δώδεκα πόλεις και δε
θέλησαν να προχωρήσουν σε περισσότερες για τον παρακάτω λόγο:
Επειδή κι όταν ακόμη κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, ήταν μοιρασμένοι
σε δώδεκα περιοχές, όπως είναι και τώρα ακόμη οι Αχαιοί, που έδιωξαν
τους Ίωνες, μοιρασμένοι σε δώδεκα περιοχές: πρώτα έρχεται η Πελλήνη,
ξεκινώντας από τη Σικυώνα, ύστερα η Αίγειρα και οι Αιγαί (όπου τρέχει
αστείρευτος ο Κράθις ποταμός κι από όπου πήρε το όνομά του ο
ομώνυμος ποταμός στην Ιταλία), ύστερα η Βούρα και η Ελίκη (σ᾽ αυτήν
κατέφυγαν οι Ίωνες, όταν νικήθηκαν στη μάχη από τους Αχαιούς), το
Αίγιον και οι Ρύπες και οι Πατρείς και οι Φαρείς και ο Ώλενος (όπου
υπάρχει και ο μεγάλος ποταμός Πείρος), η Δύμη και οι Τριταιείς (που
είναι οι μόνοι από αυτούς, που κατοικούνε προς το εσωτερικό).
[1.146.1] Σ᾽ αυτές τις δώδεκα περιοχές είναι τώρα μοιρασμένοι οι Αχαιοί,
και τότε ήσαν οι Ίωνες. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ίωνες της Μικράς
Ασίας σχημάτισαν δώδεκα πόλεις· γιατί η εξήγηση, πως είναι τάχα αυτοί
περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες ή ευγενέστερης καταγωγής,
είναι μεγάλη ανοησία και να τη λέει κανείς: αφού ένα μεγάλο ποσοστό
ανάμεσά τους αποτελούν οι Άβαντες από την Εύβοια, που με την Ιωνία
δεν τους δένει ούτε καν το όνομα, κι είναι ακόμη ανακατωμένοι μαζί τους
Μινύαι από τον Ορχομενό και Καδμείοι και Δρύοπες και μια αποσπασμένη
ομάδα από Φωκείς, και Μολοσσοί και Πελασγοί από την Αρκαδία και
Δωριείς από την Επίδαυρο· κι άλλες πολλές φυλές είναι ανακατωμένες
μαζί τους. [1.146.2] Κι αυτοί ακόμη που ξεκίνησαν από το πρυτανείο των
Αθηναίων, και γι᾽ αυτό πιστεύουν πως είναι οι πιο ευγενείς και
καθαρόαιμοι Ίωνες, κι αυτοί ακόμη δεν έφεραν στην αποικία μαζί τους
γυναίκες, αλλά παντρεύτηκαν γυναίκες από την Καρία, αφού πρώτα
σκότωσαν τους γονείς τους. [1.146.3] Γι᾽ αυτόν το φόνο οι γυναίκες
αυτές έβαλαν νόμο και δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκο, που τον παρέδωσαν
στα κορίτσια τους, να μην καθίσουν ποτέ πια στο τραπέζι μαζί με τους
άντρες τους, μήτε να προσφωνήσουν η καθεμιά τον άντρα της με το
όνομά του, επειδή τους σκότωσαν τους πατέρες τους και τα παιδιά τους,
κι ύστερα από αυτό που έκαναν τις πήρανε γυναίκες. Αυτά συνέβαιναν
στη Μίλητο.
[1.147.1] Κι όσο για βασιλιάδες, άλλοι από τους Ίωνες της Μικράς Ασίας
έκαναν βασιλιάδες Λύκιους που κατάγονταν από τον Γλαύκο, το γιο του
Ιππόλοχου, άλλοι Καύκωνες από την Πύλο που κατάγονταν από τον Κόδρο,
το γιο του Μελάνθου, κι άλλοι κι από τις δυο γενιές. Αλλά αφού κρατούν
αυτοί το όνομά τους με περισσότερο φανατισμό από τους άλλους Ίωνες,
ας πούμε έστω πως είναι οι πιο καθαρόαιμοι Ίωνες. [1.147.2] Στην
πραγματικότητα είναι όλοι Ίωνες όσοι κατάγονται από τους Αθηναίους
και γιορτάζουν τα Απατούρια. Και τα γιορτάζουν όλοι εκτός από τους
Εφέσιους και τους Κολοφώνιους· αυτοί είναι οι μόνοι που δε γιορτάζουν
τα Απατούρια, κι αυτό για κάποιον λόγο που την αρχή του την έχει σ᾽ ένα
φόνο.
[1.148.1] Το Πανιώνιον είναι ένας χώρος ιερός στη Μυκάλη, στραμμένος
προς βορρά, που από κοινού οι Ίωνες τον αφιέρωσαν στον Ελικώνιο
Ποσειδώνα. Η Μυκάλη είναι ένα ακρωτήριο της στεριάς που απλώνεται
προς τη μεριά όπου φυσά ο ζέφυρος, κατάντικρυ στη Σάμο· εκεί
μαζεύονταν από τις πόλεις τους οι Ίωνες και έκαναν γιορτή που την
ονόμασαν Πανιώνια. [1.148.2] Και δε συμβαίνει αυτό που θα πω μόνον με
των Ιώνων τις γιορτές, αλλά και όλων των Ελλήνων οι γιορτές,
ανεξαιρέτως όλες, τελειώνουν στο ίδιο γράμμα, όπως συμβαίνει και με τα
περσικά ονόματα.

[1.149.1] Αυτές που είπα είναι οι ιωνικές πόλεις, και αυτές που θα πω οι αιολικές: η
Κύμη που ονομάζεται Φρικωνίς, η Λάρισα, το Νέον Τείχος, η Τήμνος, η Κίλλα, το
Νότιον, η Αιγιρόεσσα, η Πιτάνη, οι Αιγαίαι, η Μύρινα, η Γρύνεια. Αυτές είναι οι
αρχαίες πόλεις των Αιολέων, ένδεκα συνολικά· γιατί τη μια, τη Σμύρνη, την
απέσπασαν από την ομάδα αυτή οι Ίωνες· γιατί και των Αιολέων οι πόλεις στη στεριά
ήταν παλιά δώδεκα. [1.149.2] Οι Αιολείς αυτοί πέτυχαν και κατοίκισαν μια χώρα
ευφορότερη από των Ιώνων, στο κλίμα όμως κατώτερη.
[1.150.1] Νά πώς οι Αιολείς έχασαν τη Σμύρνη: Δέχτηκαν κάποτε στην πόλη τους μια
ομάδα από Κολοφώνιους νικημένους σ᾽ ένα κίνημα και εξορισμένους από την
πατρίδα τους. Αργότερα αυτοί οι φυγάδες Κολοφώνιοι καιροφυλάκτησαν μια μέρα
που οι κάτοικοι της Σμύρνης έκαναν γιορτή έξω από τα τείχη προς τιμή του
Διονύσου, έκλεισαν τις πύλες και έγιναν κύριοι της πόλεως. [1.150.2] Ύστερα από
παρέμβαση όλων των Αιολέων, έγινε συμφωνία: οι Ίωνες να δώσουν πίσω στους
Αιολείς κάθε κινητή περιουσία τους, και οι Αιολείς από μέρους τους να
εγκαταλείψουν τη Σμύρνη. Δέχτηκαν οι κάτοικοι της Σμύρνης τη συνθήκη, κι έτσι οι
ένδεκα αιολικές πόλεις τούς μοίρασαν μεταξύ τους και τους έκαναν πολίτες δικούς
τους.
[1.151.1] Αυτές είναι οι αιολικές πόλεις στη στεριά, εκτός από εκείνες που είναι
χτισμένες στην Ίδη· γιατί οι τελευταίες αυτές είναι απομονωμένες. [1.151.2] Από τις
νησιώτικες πόλεις οι πέντε βρίσκονται στη Λέσβο (γιατί την έχτη, χτισμένη επίσης
στη Λέσβο, την Αρίσβα, τη σκλάβωσαν οι Μηθυμναίοι, κι ας είχαν το ίδιο αίμα μαζί
τους)· μια πόλη είναι χτισμένη στην Τένεδο κι άλλη μια στα Εκατό νησιά, όπως τα
λένε. [1.151.3] Για τους Λεσβίους και τους Τενέδιους, όπως και για τους νησιώτες
Ίωνες, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Όλες όμως οι άλλες πόλεις πήραν από κοινού
απόφαση να ακολουθήσουν τους Ίωνες, σ᾽ όποιον δρόμο κι αν έπαιρναν.
[1.152.1] Ευθύς ως έφτασαν στη Σπάρτη οι αγγελιοφόροι των Ιώνων και των
Αιολέων (το πράγμα έγινε με πολύ γρήγορο ρυθμό), διάλεξαν να μιλήσει εκ μέρους
όλων ο αντιπρόσωπος της Φώκαιας, που το όνομά του ήταν Πύθερμος. Κι αυτός,
αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να
μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε
πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν. [1.152.2]
Ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι δε συγκινήθηκαν, παρά αποφάσισαν τελικά να μην τους
βοηθήσουν τους Ίωνες. Έτσι εκείνοι γύρισαν πίσω, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, μόλις
ξεφορτώθηκαν τους αγγελιοφόρους των Ιώνων, είπαν να φύγει μια αποστολή σ᾽ ένα
καράβι με πενήντα κωπηλάτες, κατά τη γνώμη μου για να κατοπτεύσει πώς ήταν τα
πράγματα στην Ιωνία και τί έκανε ο Κύρος. [1.152.3] Όταν αυτοί έφτασαν στη
Φώκαια, έστειλαν στις Σάρδεις τον πιο ικανό ανάμεσά τους —Λακρίνης ήταν το
όνομά του— να διαβιβάσει στον Κύρο το μήνυμα των Λακεδαιμονίων: να μην
πειράξει ο Κύρος καμιά πόλη της ελληνικής γης, γιατί οι ίδιοι δε θα μείνουν
ασυγκίνητοι.
[1.153.1] Στα λόγια αυτά του κήρυκα λεν πως αντέδρασε ο Κύρος ρωτώντας τους
Έλληνες που είχε μαζί του, τί λογής άνθρωποι είναι οι Λακεδαιμόνιοι και πόσο το
πλήθος τους, ώστε να τολμούν να τον προειδοποιούν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Κι αφού
κατατοπίστηκε, λένε πως είπε στον Σπαρτιάτη κήρυκα: «Ποτέ ώς τώρα δε φοβήθηκα
ανθρώπους τέτοιους, που έχουν στη μέση της πόλης τους ένα ορισμένο μέρος και
μαζεμένοι εκεί εξαπατούν ο ένας τον άλλο με όρκους. Αν είμαι γερός, δεν πρόκειται
να συζητούν στο μέλλον οι Σπαρτιάτες τα πάθη των Ιώνων αλλά τα δικά τους».
[1.153.2] Αυτά τα λόγια τα έριξε ο Κύρος κατά πρόσωπον όλων των Ελλήνων, επειδή
στήνονται στις αγορές τους και εκεί πουλούν και αγοράζουν. Γιατί οι ίδιοι οι Πέρσες
δε συνηθίζουν καθόλου τις αγορές κι ούτε κι υπάρχει γενικά στα μέρη τους τόπος για
αγορά. [1.153.3] Ύστερα ο Κύρος αφού εμπιστεύθηκε τη διοίκηση των Σάρδεων
στον Πέρση Τάβαλο, και το θησαυρό του Κροίσου στον Λυδό Πακτύη για να τον
φυλά, ξεκίνησε για τα Αγβάτανα, παίρνοντας μαζί του και τον Κροίσο· για τους
Ίωνες προς το παρόν δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. [1.153.4] Γιατί η
Βαβυλώνα τού στεκόταν εμπόδιο και το έθνος των Βακτρίων και οι Σάκες και οι
Αιγύπτιοι: εναντίον τους είχε σκοπό να εκστρατεύσει ο ίδιος, ενώ εναντίον των
Ιώνων να στείλει άλλον στρατηγό.
[1.154.1] Μόλις ο Κύρος ξεκίνησε από τις Σάρδεις, ο Πακτύης ξεσήκωσε τους
Λυδούς να αποστατήσουν από τον Τάβαλο και τον Κύρο. Κατέβηκε στη θάλασσα, κι
έτσι που είχε όλο το χρυσάφι που πήρε από τις Σάρδεις, στρατολογούσε μισθοφόρους
και έπειθε τους κατοίκους των παραθαλασσίων να εκστρατεύσουν στο πλευρό του.
Κίνησε έτσι αμέσως με το στρατό του εναντίον των Σάρδεων και πολιορκούσε τον
Τάβαλο, που ήταν κλεισμένος στην ακρόπολη.
[1.155.1] Όταν το πράγμα έφτασε στα αυτιά του Κύρου επάνω στην πορεία του, είπε
στον Κροίσο τα ακόλουθα λόγια: «Κροίσε, ποιό θα είναι το τέλος μ᾽ αυτά που
γίνονται εναντίον μου; Δεν το έχουνε σκοπό, όπως φαίνεται, να σταματήσουν οι
Λυδοί από το να μ᾽ ενοχλούν και να υποφέρουν κι οι ίδιοι. Σκέφτομαι μην είναι το
καλύτερο να τους πουλήσω σκλάβους· γιατί τώρα μου φαίνεται σαν να έχω κάνει το
ίδιο, όπως αν κάποιος, που έχει σκοτώσει έναν πατέρα, λυπήθηκε τα παιδιά του.
[1.155.2] Έτσι κι εγώ, εσένα, που είσαι κάτι περισσότερο από πατέρας των Λυδών,
σε πήρα και σε κουβαλώ μαζί μου, ενώ στους ίδιους τους Λυδούς παρέδωσα την
πόλη — κι ύστερα απορώ που ξεσηκώνονται εναντίον μου». Εκείνος έλεγε αυτά που
πίστευε, και ο Κροίσος, από φόβο μήπως ο Κύρος καταστρέψει εκ θεμελίων τις
Σάρδεις, του αποκρινόταν ως εξής: [1.155.3] «Βασιλιά μου, μίλησες λογικά· ωστόσο
μην παραδίδεσαι ολότελα στο θυμό σου και μην αφανίσεις μιαν αρχαία πόλη, που
τίποτε δεν φταίει για όσα έγιναν στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν τώρα. Γιατί αυτό
που έγινε στο παρελθόν, εγώ το έκανα, και πάνω στο δικό μου κεφάλι πέφτει το
κρίμα, και το υπομένω. Γι᾽ αυτό πάλι που συμβαίνει τώρα, ένοχος είναι ο Πακτύης,
αυτός που του εμπιστεύθηκες τις Σάρδεις· αυτός πρέπει να πληρώσει. [1.155.4] Κι
όσο για τους Λυδούς συγχώρα τους, και για να μη σηκώσουν άλλη φορά κεφάλι μήτε
να γίνουν επικίνδυνοι, πρόσταξέ τους τα ακόλουθα: στείλε τους μήνυμα και
απαγόρευσέ τους να έχουν στην κατοχή τους όπλα πολεμικά, πρόσταξέ τους να
βάλουν πουκαμίσες κάτω από τα πανωφόρια τους και στα πόδια τους να δέσουν
κοθόρνους, και παράγγειλέ τους να μάθουν στα παιδιά τους να παίζουνε κιθάρα και
να τραγουδούν και να εμπορεύονται. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, βασιλιά μου, γρήγορα θα
τους δεις να γίνονται γυναίκες από άνδρες που είναι, και πια δε θα υπάρχει κίνδυνος
μην επαναστατήσουν.
[1.156.1] Ο Κροίσος τού πρότεινε αυτά τα μέτρα, γιατί τα έβρισκε προτιμότερα για
τους Λυδούς, παρά να πουληθούνε σκλάβοι, ξέροντας πως αν δεν πρόβαλε στον
Κύρο μια πρόταση ανάλογη, δε θα κατόρθωνε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.
Εξάλλου τον τρόμαζε και η ιδέα μήπως στο μέλλον —αν τώρα ξέφευγαν το κακό —
ξεσηκωθούν και πάλι οι Λυδοί εναντίον των Περσών και αφανιστούν. [1.156.2]
Άρεσε η συμβουλή στον Κύρο και δίνοντας τόπο στην οργή του είπε πως δέχεται την
πρόταση. Ύστερα φώναξε το Μαζάρη, που ήταν Μήδος, και τον πρόσταξε να πάει να
πει στους Λυδούς αυτά που του συμβούλευσε ο Κροίσος· επιπλέον να πουλήσει
σκλάβους όλους τους άλλους που μαζί με τους Λυδούς είχαν χτυπήσει τις Σάρδεις,
ενώ τον ίδιο τον Πακτύη να τον πιάσει οπωσδήποτε ζωντανό και να τον φέρει εδώ.
[1.157.1] Αφού ο Κύρος έδωσε πάνω στο δρόμο του τις παραπάνω συμβουλές,
συνέχισε την πορεία του για τη χώρα των Περσών. Ο Πακτύης ωστόσο μόλις
πληροφορήθηκε ότι βαδίζει εναντίον του στρατός και πως είναι μάλιστα κοντά, από
φόβο κατέφυγε στην Κύμη. [1.157.2] Ο Μήδος Μαζάρης είχε κινήσει για τις Σάρδεις
έχοντας μαζί του ένα τμήμα από το στρατό του Κύρου, —πόσο ακριβώς δεν ξέρω—
και, επειδή δε βρήκε πια την ομάδα του Πακτύη στις Σάρδεις, πρώτα πρώτα επέβαλε
στους Λυδούς να εφαρμόσουν τις εντολές του Κύρου· και κάτω από τη δική του
επιβολή, οι Λυδοί άλλαξαν ολότελα τρόπο ζωής. [1.157.3] Ύστερα ο Μαζάρης
έστειλε αγγελιοφόρους στην Κύμη, για να ζητήσουν να του δοθεί πίσω ο Πακτύης. Οι
Κυμαίοι όμως αποφάσισαν να αναθέσουν το πράγμα στο θεό των Βραγχιδών
ζητώντας τη συμβουλή του· γιατί εκεί υπήρχε από παλιά ιδρυμένο ένα μαντείο, που
συνήθιζαν όλοι οι Ίωνες και οι Αιολείς να το συμβουλεύονται. Ο τόπος αυτός
βρίσκεται στην περιοχή της Μιλήτου, πάνω από το λιμάνι του Πανόρμου.
[1.158.1] Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι ανθρώπους τους στο ιερό των Βραγχιδών και
ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν με τον Πακτύη, ώστε να ευχαριστήσουν τους θεούς.
Και στην ερώτησή τους αυτή το μαντείο απάντησε να παραδώσουν τον Πακτύη
στους Πέρσες. Όταν ο χρησμός έφτασε και τον έμαθαν οι Κυμαίοι, ήσαν έτοιμοι να
τον παραδώσουν. [1.158.2] Ενώ όμως οι πιο πολλοί κινούνταν προς αυτή την
κατεύθυνση, ο Αριστόδικος, ο γιος του Ηρακλείδη, άνθρωπος ικανός μέσα στην
πόλη, συγκράτησε τους Κυμαίους να μην το κάνουνε αυτό, αμφιβάλλοντας για το
χρησμό και πιστεύοντας ότι οι απεσταλμένοι δεν έλεγαν την αλήθεια· ωσότου
ξεκίνησε μια δεύτερη αποστολή να ξαναρωτήσει για τον Πακτύη — ανάμεσά τους
ήταν και ο Αριστόδικος.
[1.159.1] Όταν η αποστολή έφτασε στις Βραγχίδες, ζητούσε χρησμό εκ μέρους όλων
ο Αριστόδικος, υποβάλλοντας την ερώτηση με τον εξής τρόπο: «Βασιλιά, ήρθε στην
πόλη μας ικέτης ο λυδός Πακτύης, ζητώντας καταφύγιο από τον βίαιο θάνατο που
του ετοιμάζουν οι Πέρσες· αυτοί βέβαια τον ζητούν και θέλουν από τους Κυμαίους
να τους τον παραδώσουν. [1.159.2] Εμείς όμως, όσο κι αν μας φοβίζει η δύναμη των
Περσών, ώς τώρα δεν τολμήσαμε να τους παραδώσουμε έναν ικέτη, προτού μας
δείξεις εσύ ξεκάθαρα τί από τα δύο πρέπει να κάνουμε». Αυτή ήταν η ερώτηση του
Αριστόδικου, αλλά ο θεός έδωσε πάλι τον ίδιο χρησμό, προστάζοντάς τους να
δώσουν πίσω τον Πακτύη στους Πέρσες. [1.159.3] Τότε ο Αριστόδικος από σκοπού
έκανε το εξής: Έφερε γύρα το ναό κι έδιωχνε τα σπουργίτια που είχαν φωλιάσει στο
ναό. Και ενώ εκείνος έκανε αυτό που είπαμε, λένε ότι ακούστηκε να βγαίνει μέσα
από το άδυτο μια φωνή, που απευθυνόταν στον Αριστόδικο και έλεγε τα εξής:
«Ασεβέστατε άνθρωπε, πώς τολμάς να κάνεις αυτό το πράγμα; Διώχνεις τους ικέτες
μου μέσα από το ναό μου;» Ο Αριστόδικος όμως δεν τα έχασε και αποκρίθηκε:
[1.159.4] «Ω Βασιλιά, ο ίδιος λοιπόν βοηθείς τους ικέτες σου, ενώ τους Κυμαίους
τούς προστάζεις να παραδώσουν τον δικό τους ικέτη;» Και ο θεός μίλησε πάλι και
είπε: «Ναι, το προστάζω, για να ασεβήσετε και να χαθείτε γρηγορότερα, ώστε να μην
έρχεστε άλλη φορά να πάρετε χρησμό για το αν πρέπει ή όχι να αποδώσετε έναν
ικέτη».
[1.160.1] Όταν η απάντηση έφτασε και την άκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν ήθελαν
ούτε παραδίδοντάς τον τον Πακτύη να αφανιστούν ούτε κρατώντας τον να υποστούν
πολιορκία, τον ξαποστέλνουν στη Μυτιλήνη. [1.160.2] Οι Μυτιληναίοι όμως, επειδή
ο Μαζάρης τούς έστειλε μήνυμα να του παραδώσουν τον Πακτύη, ήσαν έτοιμοι να το
κάνουν έναντι ενός ποσού — πόσου δεν ξέρω να το πω με ακρίβεια, αφού το πράγμα
τελικά δεν έγινε. [1.160.3] Μόλις οι Κυμαίοι έμαθαν τα παζαρέματα των
Μυτιληναίων, έστειλαν πλοίο στη Λέσβο, και παίρνουν τον Πακτύη και τον
φυγαδεύουν στη Χίο. Εκεί όμως οι Χίοι τον απέσπασαν από το ιερό της πολιούχου
Αθηνάς και τον παρέδωσαν. [1.160.4] Τον παρέδωσαν οι Χίοι παίρνοντας για
αντάλλαγμα τον Αταρνέα· ο Αταρνέας αυτός είναι ένας τόπος στη Μυσία αντίκρυ
στη Λέσβο. Έτσι οι Πέρσες πήραν στα χέρια τους τον Πακτύη και τον φύλαγαν, για
να τον παρουσιάσουν στον Κύρο. [1.160.5] Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ
κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα
χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου·
και γενικά οτιδήποτε έδιναν τα χωράφια αυτά δεν έμπαινε σε κανένα ιερό.
[1.161.1] Έτσι οι Χίοι παρέδωσαν τον Πακτύη, ενώ ο Μαζάρης κίνησε ύστερα με το
στρατό του εναντίον εκείνων που πήραν μέρος στην πολιορκία του Ταβάλου· τους
κατοίκους της Πριήνης τους υποδούλωσε, ενώ με το στρατό του έκανε σ᾽ όλη την
πεδιάδα επιδρομές και την λεηλατούσε — το ίδιο έγινε και με τη Μαγνησία. Αμέσως
όμως ύστερα από αυτό ο Μαζάρης πεθαίνει από κάποια αρρώστια.
[1.162.1] Μετά το θάνατό του, διάδοχός του στρατηγός ήρθε από τα μέσα της Ασίας
ο Άρπαγος, μηδικής καταγωγής — αυτός που ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης τού
έκανε εκείνο το φριχτό τραπέζι, και που με τη συμβολή του έγινε ο Κύρος βασιλιάς.
[1.162.2] Αυτός λοιπόν ορίστηκε τότε από τον Κύρο στρατηγός, και μόλις έφτασε
στην Ιωνία άρχισε να κυριεύει τις πόλεις φτιάχνοντας αναχώματα. Γιατί αφού πρώτα
τους έκλεινε στα τείχη, ύστερα ύψωνε αναχώματα πλάι στα τείχη τους και τα
κυρίευε.
[1.163.1] Πρώτην ανάμεσα στις πόλεις της Ιωνίας χτύπησε τη Φώκαια. Οι Φωκαείς
ήταν οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινές ναυτικές εξορμήσεις, κι αυτοί
είναι που ανεκάλυψαν τον Αδριατικό κόλπο, την Τυρρηνία και Ιβηρία, και τον
Ταρτησσό. [1.163.2] Δεν ταξίδευαν με στρογγυλά καράβια αλλά με μακρόστενα των
πενήντα κωπηλατών. Όταν έφτασαν στον Ταρτησσό, κέρδισαν τη φιλία του βασιλιά
των Ταρτησσίων που το όνομά του ήταν Αργανθώνιος· αυτός βασίλευσε στην
Ταρτησσό ογδόντα χρόνια κι έζησε συνολικά εκατόν είκοσι. [1.163.3] Τόσο πολύ
κέρδισαν οι Φωκαείς την αγάπη αυτού του ανθρώπου, ώστε στην αρχή τούς πρότεινε
να αφήσουν την Ιωνία και να εγκατασταθούν στη χώρα του, όπου θέλουν· ύστερα
επειδή οι Φωκαείς δε δέχτηκαν την προσφορά του, όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε
από αυτούς τους ίδιους ότι οι Μήδοι όλο και προχωρούν μπροστά, τους έδωσε
χρήματα για να περιτειχίσουν την πόλη τους, [1.163.4] και τους τα έδωσε με
απλοχεριά· γιατί κι η περιφέρεια του τείχους δεν είναι λίγα στάδια, και επιπλέον όλο
το τείχος είναι καμωμένο από μεγάλες πέτρες καλά συναρμοσμένες.
[1.164.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο έγινε το τείχος των Φωκαέων. Από τη μεριά του ο
Άρπαγος, αφού μετακίνησε το στρατό του, άρχισε να τους πολιορκεί, και τους
επρότεινε ότι του αρκούσε αν οι Φωκαείς δέχονταν να ρίξουν μια μονάχα πολεμίστρα
του τείχους των και να αφιερώσουν ένα μόνο οικοδόμημα στον μέγα βασιλιά.
[1.164.2] Οι Φωκαείς, που δε βαστούσαν στην ιδέα της δουλοσύνης, είπαν πως
θέλουν μια μέρα να σκεφτούν κι ύστερα θα απαντήσουν· όσο αυτοί θα σκέφτονταν,
όφειλε ο Άρπαγος να απομακρύνει το στρατό του από τα τείχη τους. Εκείνος είπε πως
καταλαβαίνει καλά τί παν να κάνουν, κι ωστόσο τους αφήνει να σκεφτούν. [1.164.3]
Όσο λοιπόν ο Άρπαγος κράτησε το στρατό του μακριά από τα τείχη, οι Φωκαείς μέσα
σ᾽ αυτόν το χρόνο κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά,
γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα
άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα
άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν για τη Χίο. Έτσι την Φώκαια την
πήραν οι Πέρσες έρημη από ανθρώπους.
[1.165.1] Οι Φωκαείς, επειδή οι Χίοι δε θέλησαν να τους πουλήσουν τα νησιά που
τους ζήτησαν να τα αγοράσουν και που ονομάζονται Οινούσσες, από φόβο μήπως
στο τέλος τα νησιά αυτά εξελιχθούν σ᾽ εμπορικό κέντρο και το δικό τους
απομονωθεί· ύστερα από όλα αυτά οι Φωκαείς ξεκίνησαν για την Κύρνο. Γιατί στην
Κύρνο, είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα μ᾽ ένα χρησμό, είχαν χτίσει μια πόλη που το
όνομά της ήταν Αλαλία. [1.165.2] Στο μεταξύ ο Αργανθώνιος είχε πια πεθάνει. Στο
δρόμο για την Κύρνο, κατέπλευσαν πρώτα στην Φώκαια και σκότωσαν την περσική
φρουρά, που ο Άρπαγος τής είχε αναθέσει τη φύλαξη της πόλεως· ύστερα όταν το
τέλειωσαν κι αυτό, έκαναν όρκους και κατάρες φοβερές για όποιον τυχόν δε θα τους
ακολουθούσε στο ταξίδι τους· [1.165.3] ακόμη ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας
ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το
κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια. Μα τη στιγμή που ήσαν
έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Κύρνο, πάνω από τους μισούς πολίτες τούς πήρε ο
πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους
έβαλαν πλώρη για τη Φώκαια. Όσοι όμως κράτησαν τον όρκο τους ξεκίνησαν από τις
Οινούσσες κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος.
[1.166.1] Όταν πια έφτασαν στην Κύρνο, ζήσαν για πέντε χρόνια μαζί με τους
παλιούς αποίκους των κι έχτισαν κι ιερά. Καθώς όμως άρπαζαν και λεηλατούσαν
όλους τους γύρω τους, γι᾽ αυτόν το λόγο εκστρατεύουν εναντίον τους, ύστερα από
κοινή συμφωνία, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι, καθένας τους με εξήντα πλοία.
[1.166.2] Οι Φωκαείς από μέρους τους αρμάτωσαν κι οι ίδιοι τα πλοία τους, εξήντα
τον αριθμό, κι ανοίχτηκαν να τους απαντήσουν στο πέλαγος. Στη ναυμαχία που έγινε,
νίκησαν οι Φωκαείς μια νίκη Καδμεία που λένε. Γιατί τα σαράντα πλοία τους
καταστράφηκαν, και τα είκοσι που σώθηκαν ήσαν πια άχρηστα, αφού είχαν
στραβώσει τα έμβολά τους. [1.166.3] Έβαλαν λοιπόν πλώρη για την Αλαλία, απ᾽
όπου ξεσήκωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και την άλλη περιουσία, όση
μπορούσαν να σηκώσουν τα καράβια τους· ύστερα άφησαν την Κύρνο κι έπλεαν για
το Ρήγιο.
[1.167.1] Τα πληρώματα από τα καράβια που καταστράφηκαν τα μοιράστηκαν οι
Καρχηδόνιοι και οι Τυρρηνοί· ανάμεσά τους οι Αγυλλαίοι πήραν τους περισσότερους,
και βγάζοντάς τους έξω από την πόλη τους, τους σκότωσαν με λιθοβολισμό. Ύστερα
όμως στη χώρα των Αγυλλαίων, ό,τι και να πλησίαζε στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι
λιθοβολημένοι Φωκαείς, στρέβλωνε, γινόταν ανίκανο κι ανάπηρο: το ίδιο τα
βοσκήματα, τα υποζύγια κι οι άνθρωποι. [1.167.2] Γι᾽ αυτό οι Αγυλλαίοι έστειλαν
ανθρώπους τους στους Δελφούς, θέλοντας να επανορθώσουν το σφάλμα τους· και η
Πυθία τούς πρόσταξε να κάνουν αυτό που κάνουν ακόμη και τώρα οι Αγυλλαίοι:
προσφέρουν δηλαδή στις σκιές των Φωκαέων πλούσιες θυσίες, και προς τιμή τους
οργανώνουν γυμνικούς αγώνες και ιπποδρομίες. [1.167.3] Τέτοιο στάθηκε το τέλος
αυτών των Φωκαέων, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο Ρήγιο και ξεκινώντας από
εκεί έγιναν κύριοι μιας πόλης στην περιοχή της Οινωτρίας, αυτή που τώρα
ονομάζεται Υέλη. [1.167.4] Και την αποίκισαν σύμφωνα μ᾽ όσα τους είπε ένας
Ποσειδωνιώτης, πως δηλ. η Πυθία χρησμοδότησε ότι πρέπει να ιδρύσουνε ιερό του
Κύρνου, που ήταν ήρως, κι όχι να αποικίσουν το νησί. Αυτή είναι η ιστορία της
Φώκαιας στην Ιωνία.
[1.168.1] Ανάλογα πράγματα μ᾽ αυτούς έκαναν και οι κάτοικοι της Τέω: Όταν ο
Άρπαγος κυρίεψε το τείχος τους με ανάχωμα, μπήκαν όλοι στα πλοία κι έφυγαν
πλέοντας για τη Θράκη, και εκεί αποίκισαν την πόλη Άβδηρα, που πριν από αυτούς
την ίδρυσε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος δίχως να την χαρεί, γιατί τον έδιωξαν οι Θράκες·
τώρα οι Τήιοι στα Άβδηρα τον τιμούν σαν ήρωα.

[1.169.1] Αυτοί που ώς τώρα αναφέραμε είναι οι μόνοι ανάμεσα στους


Ίωνες, που επειδή δεν μπορούσαν να βαστάξουν τη δουλεία, άφησαν την
πατρίδα τους· οι άλλοι Ίωνες, εκτός από τους Μιλησίους, πολέμησαν με
τον Άρπαγο —με την ίδια τακτική, όπως και οι άλλοι που ξενιτεύτηκαν—
και αναδείχτηκαν άνδρες γενναίοι, υπερασπίζοντας καθένας τον τόπο
του· όταν όμως νικήθηκαν και οι πόλεις τους κυριεύτηκαν, έμειναν εκεί
που ήταν ο καθένας τους και εκτελούσαν τις διαταγές που έπαιρναν.
[1.169.2] Όσο για τους Μιλήσιους, όπως το είπα και προηγουμένως,
ύστερα από τους όρκους που έκαναν με τον Κύρο, είχαν την ησυχία τους.
Μ᾽ αυτόν τον τρόπο λοιπόν υποδουλώθηκε για δεύτερη φορά η Ιωνία. Κι
όταν ο Άρπαγος έκανε υποχείριους τους Ίωνες της στεριάς, οι Ίωνες στα
νησιά, τρομαγμένοι από το γεγονός αυτό, παραδόθηκαν από μόνοι τους
στον Κύρο.
[1.170.1] Μ᾽ όλες ωστόσο τις συμφορές τους οι Ίωνες μαζεύονταν ακόμη
στο Πανιώνιον· εκεί πληροφορούμαι ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέδειξε
στους Ίωνες μια λύση πολύ χρήσιμη, που αν ήθελαν να την ακούσουν, θα
είχαν τη δυνατότητα να γίνουν οι πιο ευτυχισμένοι ανάμεσα στους
Έλληνες. [1.170.2] Αυτός λοιπόν πρότεινε στους Ίωνες να
συγκεντρώσουν τα καράβια τους και από κοινού να σηκωθούν και να
πλεύσουν για τη Σαρδηνία, κι ύστερα εκεί να χτίσουν μόνο μια πόλη για
όλους τους Ίωνες· έτσι μακριά από το να είναι δούλοι, θα ζουν
ευτυχισμένοι έχοντας δικό τους το πιο μεγάλο νησί, και θα ορίζουν κι
άλλους· αν όμως μείνουνε στην Ιωνία, είπε ότι δε βλέπει τρόπο για να
αποχτήσουνε ξανά την ελευθερία τους. [1.170.3] Αυτή είναι η γνώμη του
Βίαντα από την Πριήνη, που ακούστηκε όταν οι Ίωνες ήταν κιόλας
υποδουλωμένοι. Μια άλλη καλή γνώμη —και μάλιστα πριν η Ιωνία
καταστραφεί— στάθηκε του Θαλή από τη Μίλητο, που η ρίζα του κρατά
από τη Φοινίκη: Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα κοινό
βουλευτήριο που η έδρα του να είναι στη Τέω (αφού η Τέως βρίσκεται
στη μέση της Ιωνίας), κι οι άλλες πόλεις, που δε θα πάψουνε βέβαια να
κατοικούνται όπως και πριν, να θεωρούνται σαν να είναι δήμοι αυτής της
έδρας.
[1.171.1] Τέτοιες συμβουλές έδωσαν στους Ίωνες αυτοί οι δύο. Ωστόσο ο
Άρπαγος, αφού υπέταξε την Ιωνία, κινούσε τώρα το στρατό του για να
χτυπήσει τους Κάρες, τους Καυνίους και τους Λυκίους, παίρνοντας μαζί
του και Ίωνες και Αιολείς. [1.171.2] Από αυτούς που αναφέραμε οι Κάρες
έφτασαν στη στεριά από τα νησιά· γιατί παλιότερα, όντας υπήκοοι του
Μίνωα και με το όνομα Λέλεγες, έμεναν στα νησιά δίχως όμως να του
πληρώσουν κανένα φόρο, όσο μπορώ να το εξακριβώσω αυτό
ακολουθώντας την παράδοση· σ᾽ αντάλλαγμα, κάθε φορά που τους
χρειαζόταν ο Μίνως, του έδιναν πληρώματα για τα καράβια του.
[1.171.3] Καθώς ο Μίνως εξουσίαζε πολύν κόσμο κι είχε επιτυχίες στον
πόλεμο, μαζί του και οι Κάρες το διάστημα αυτό και για πολλά χρόνια
ήταν ένας λαός πολύ ξεχωριστός ανάμεσα σε όλους τους άλλους.
[1.171.4] Αυτοί είναι που βρήκαν τρία πράγματα, που τα χρησιμοποίησαν
και οι Έλληνες: το να προσδένουν δηλαδή οι Έλληνες στις περικεφαλαίες
τους λοφία, είναι οι Κάρες που τους το έμαθαν· επίσης και το να βάζουν
στην ασπίδα τους εμβλήματα· και γενικά αυτοί είναι οι πρώτοι που
έκαναν ασπίδες με εσωτερική λαβή· γιατί παλιότερα σήκωναν την ασπίδα
τους, όσοι συνήθιζαν να έχουν ασπίδα, όχι από μια τέτοια λαβή αλλά τη
βόλευαν με δερμάτινα λουριά, που τα περνούσαν γύρω από το λαιμό τους
και από τον αριστερό τους ώμο. [1.171.5] Ύστερα από πολλά χρόνια οι
Δωριείς και οι Ίωνες ξεσήκωσαν τους Κάρες από τα νησιά, κι έτσι αυτοί
έφτασαν στη στεριά. Έτσι λεν οι Κρήτες πως έχουν τα πράγματα σχετικά
με τους Κάρες. Οι ίδιοι οι Κάρες δε συμφωνούν μαζί τους, παρά πιστεύουν
για τον εαυτό τους πως είναι ντόπιοι στεριανοί κι ότι είχαν από πάντα
αυτό το όνομα που έχουν και τώρα. [1.171.6] Φέρνουν για απόδειξη ένα
αρχαίο ιερό του Καρίου Διός που βρίσκεται στα Μύλασσα, όπου
συμμετείχαν και οι Μυσοί και οι Λυδοί, που ήσαν αδέλφια με τους Κάρες·
γιατί λένε ο Λυδός και ο Μυσός είναι αδέλφια με τον Κάρα. Έτσι γι᾽
αυτούς το ιερό είναι ανοιχτό, ενώ όσοι, όντας από άλλη φύτρα, συμβαίνει
να μιλούν την ίδια γλώσσα με τους Κάρες, δεν επιτρέπεται να μπουν εκεί.
[1.172.1] Οι Καύνιοι κατά τη γνώμη μου είναι ντόπιοι· οι ίδιοι όμως
ισχυρίζονται ότι ήρθαν από την Κρήτη. Όσον αφορά τη γλώσσα τους,
εξομοιώθηκαν με το καρικό έθνος ή οι Κάρες με το καυνικό (πάνω σ᾽
αυτό δεν είμαι σε θέση να μιλήσω με βεβαιότητα). Τα έθιμα που έχουν
όμως είναι πολύ διαφορετικά κι από των άλλων ανθρώπων κι από τους
Κάρες. Το πιο ωραίο γι᾽ αυτούς είναι να μαζεύονται παρέες παρέες,
ανάλογα με την ηλικία και με τη φιλία που τους δένει, και να πίνουν —
άνδρες, γυναίκες, παιδιά. [1.172.2] Επειδή κάποτε χτίσαν στον τόπο τους
ξένα ιερά κι αργότερα άλλαξαν γνώμη (αποφάσισαν δηλαδή να
κρατήσουν μόνον τους θεούς των πατέρων τους), φόρεσαν τα όπλα τους
όλοι οι Καύνιοι που είχαν την κατάλληλη ηλικία, και χτυπώντας με τα
δόρατά τους τον αέρα έφτασαν ώς τα σύνορα των Καλυνδέων — και
ισχυρίζονται πως έτσι έδιωχναν τους ξένους θεούς.
[1.173.1] Τέτοια είναι τα έθιμα αυτών που είπαμε. Οι Λύκιοι κατάγονταν
παλιά από την Κρήτη (γιατί την Κρήτη ολόκληρη, στα παλιά χρόνια την
είχαν οι βάρβαροι). [1.173.2] Όταν όμως στην Κρήτη ξέσπασε φιλονικία
ανάμεσα στα παιδιά της Ευρώπης, το Σαρπηδόνα και το Μίνωα, για το
ποιός θα γίνει βασιλιάς, επειδή από τη φιλονικία νικητής βγήκε ο Μίνως,
έδιωξε από εκεί το Σαρπηδόνα και τους επαναστάτες του· κι αυτοί
κυνηγημένοι έφτασαν στο μέρος της Ασίας που λέγεται Μιλυάς. Γιατί το
μέρος ακριβώς που τώρα κατοικούν οι Λύκιοι, αυτό παλιότερα ήταν η
Μιλυάς, και οι Μιλύες ονομάζονταν τότε Σόλυμοι. [1.173.3] Όσο ήταν
βασιλιάς τους ο Σαρπηδών, οι Λύκιοι ονομάζονταν με το όνομα που είχαν
φέρει μαζί τους και που και τώρα το χρησιμοποιούν γι᾽ αυτούς οι
γείτονές τους· λέγονταν Τερμίλες. Όταν όμως ήρθε από την Αθήνα ο
Λύκος, ο γιος του Πανδίονος (εξορισμένος κι αυτός από τον αδελφό του
Αιγέα) κι έμεινε στη χώρα των Τερμιλών κοντά στο Σαρπηδόνα, έτσι
τότε, από το όνομα του Λύκου, με τον καιρό ονομάστηκαν Λύκιοι.
[1.173.4] Τα έθιμα τους είναι εν μέρει κρητικά και εν μέρει καρικά· νά
όμως μια τους συνήθεια, που είναι δική τους κι όπου δεν συμφωνούν με
κανέναν από τους άλλους ανθρώπους: το επώνυμό τους το παίρνουν από
τη μάνα τους κι όχι από τον πατέρα τους. [1.173.5] Κι αν κάποιος
ρωτήσει τον πλησίον του ποιά η γενιά του, αυτός θα γενεαλογήσει τον
εαυτό του από τη μάνα του και θα προχωρήσει στης μητέρας του τη μάνα
κ.ο.κ. Κι αν μια γυναίκα ντόπια παντρευτεί έναν δούλο, τα παιδιά της
θεωρείται ότι κρατούν την ευγενική τους καταγωγή. Αν όμως ένας
ντόπιος άνδρας, κι ας είναι ο πρώτος από τους πολίτες, παντρευτεί μια
ξένη ή μια παλλακή, τα παιδιά τους χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

[1.174.1] Οι Κάρες υποδουλώθηκαν στον Άρπαγο, δίχως να


πραγματοποιήσουν κανένα λαμπρό έργο· ούτε οι ίδιοι οι Κάρες έχουν να
δείξουν κάτι παρόμοιο ούτε και όσοι Έλληνες μένουν στη χώρα αυτή.
[1.174.2] Και μένουν ανάμεσα σ᾽ άλλους οι Κνίδιοι, άποικοι των
Λακεδαιμονίων. Η χώρα τους προχωρεί μέσα στη θάλασσα —είναι το
μέρος που ονομάζεται Τριόπιο— αρχίζοντας από τη χερσόνησο της
Βυβασσίας· και όλη η Κνιδία περιβάλλεται από θάλασσα, έξω από ένα
μικρό κομμάτι, [1.174.3] γιατί προς βορρά την κλείνει ο Κεραμεικός
κόλπος, και προς νότο η θάλασσα της Σύμης και της Ρόδου. Αυτό λοιπόν
το στενό κομμάτι, που το πλάτος του δεν ξεπερνά τα πέντε στάδια,
άρχισαν οι Κνίδιοι να το σκάβουν, όσο ο Άρπαγος ήταν απασχολημένος με
την υποταγή της Ιωνίας, θέλοντας να κάνουν τη χώρα τους νησί. Έτσι
όλη η χώρα τους έμενε από την εδώ μεριά· γιατί, όπου τελειώνει και
ενώνεται η χώρα των Κνιδίων με τη στεριά, εκεί βρισκόταν ο ισθμός που
τον έσκαβαν, για να τον κάνουν διώρυγα. [1.174.4] Οι Κνίδιοι
χρησιμοποιούσαν στη δουλειά αυτή πολλά χέρια· επειδή όμως, αντίθετα
από κάθε πρόβλεψη και με παράξενο τρόπο, που έδειχνε παρέμβαση των
θεών, πληγώνονταν όλο και περισσότεροι εργάτες από τα θραύσματα της
πέτρας, και στα άλλα μέρη του σώματός των και κυρίως στα μάτια, γι᾽
αυτό έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν γι᾽ αυτήν
την αντιξοότητα. [1.174.5] Και η Πυθία —όπως οι ίδιοι οι Κνίδιοι λένε—
τους δίνει τον ακόλουθο χρησμό σε τρίμετρα:
Μη πυργώνετε τον ισθμόν, μήτε σκάπτετε αυτόν,
διότι ο Ζευς ημπόρει να τον κάνει νήσον, εάν ήθελε.
[1.174.6] Οι Κνίδιοι, ύστερα από αυτόν τον χρησμό της Πυθίας,
σταμάτησαν να σκάβουν τη διώρυγα και παραδόθηκαν στον Άρπαγο που
ήρθε με το στρατό του, δίχως να δώσουν μάχη.
[1.175.1] Οι Πηδασείς κατοικούσαν πάνω από την Αλικαρνασσό και προς
το εσωτερικό. Κάθε φορά, λένε, που μέλλει να τους τύχει κάτι δυσάρεστο
(αυτών ή των γειτόνων τους), η ιέρεια της Αθηνάς βγάζει ένα μεγάλο
γένι· τρεις φορές τούς συνέβη αυτό. Είναι οι μόνοι από τους κατοίκους
της Καρίας που για αρκετό διάστημα πρόβαλαν αντίσταση στον Άρπαγο
και του δημιουργούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες, οχυρώνοντας ένα βουνό
που λέγεται Λίδη.
[1.176.1] Με τον καιρό υπέκυψαν και οι Πηδασείς. Οι Λύκιοι πάλι, μόλις
είδαν τον Άρπαγο να εισβάλλει με το στρατό του στην πεδιάδα του
Ξάνθου, βγήκανε από τα τείχη τους και πολεμώντας λίγοι με πολλούς
έδειξαν ξεχωριστά δείγματα ανδρείας. Στο τέλος, νικημένοι πια και
αποτραβηγμένοι μέσα στην πόλη τους, μάζεψαν στην ακρόπολη τα
γυναικόπαιδα, τα πράγματά τους και τους δούλους, κι ύστερα έβαλαν
φωτιά και άφησαν να καίγεται ολόκληρη η ακρόπολη. [1.176.2] Μετά από
αυτή την πράξη τους δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκους φρικτούς και
κάνοντας έξοδο σκοτώθηκαν πολεμώντας όλοι οι Ξάνθιοι. [1.176.3] Όσο
για τους Λυκίους που σήμερα ισχυρίζονται πως είναι Ξάνθιοι, οι πιο
πολλοί τους, εκτός από ογδόντα οικογένειες, είναι πρόσφυγες· οι ογδόντα
αυτές οικογένειες έτυχε τότε να βρίσκονται έξω από την πόλη και έτσι
σώθηκαν. Την πόλη Ξάνθο λοιπόν μ᾽ αυτόν τον τρόπο την πήρε ο
Άρπαγος, και με όμοιες συνθήκες πήρε και την Καύνο· γιατί και οι Καύνιοι
ακολούθησαν σ᾽ όλα σχεδόν το παράδειγμα των Λυκίων.

[1.177.1] Ο Άρπαγος είχε αναλάβει και ερήμωνε τις πόλεις της κάτω
Ασίας· ο ίδιος ο Κύρος την πάνω Ασία, υποτάσσοντας όλους τους λαούς,
χωρίς να κάνει με κανέναν εξαίρεση. Τους περισσότερους από αυτούς θα
τους παραλείψομε· εκείνοι όμως που τον επαίδεψαν πολύ και αξίζει να
μας απασχολήσουν, γι᾽ αυτούς θα γίνει λόγος.
[1.178.1] Όταν πια ο Κύρος είχε υποτάξει όλη τη χερσόνησο της Μικράς
Ασίας, χτύπησε τους Ασσύριους. Η Ασσυρία έχει βέβαια κι άλλες πολλές
μεγάλες πόλεις, όμως η πιο ονομαστή κι η πιο οχυρωμένη —εκεί που
μεταφέρθηκε και η έδρα του βασιλείου ύστερα από την καταστροφή της
Νίνου— είναι η Βαβυλώνα. Νά η περιγραφή αυτής της πόλης: [1.178.2]
Βρίσκεται σε μια πεδιάδα, είναι τετράγωνη και η κάθε της πλευρά φτάνει
τα εκατόν είκοσι στάδια· ώστε η περιφέρεια όλης της πόλης μάς δίνει
συνολικά τον αριθμό τετρακόσια ογδόντα στάδια. Τόσο είναι το μέγεθος
της Βαβυλώνας· όσο για τη διαρρύθμισή της δε συγκρίνεται με καμιά
άλλη πόλη από όσες ξέρουμε. [1.178.3] Πρώτα την περιβάλλει μια βαθιά
και πλατιά τάφρος, γεμάτη νερό, ύστερα το τείχος που έχει πλάτος από
πενήντα βασιλικούς πήχεις και ύψος από διακόσιους πήχεις· ο βασιλικός
πήχης είναι σε σχέση με τον συνηθισμένο τρία δάχτυλα μεγαλύτερος.
[1.179.1] Πρέπει ωστόσο κοντά στα άλλα να πω και πού χρησιμοποιήθηκε
το χώμα από την τάφρο, και με ποιό τρόπο ήταν χτισμένο το τείχος. Όσο
έσκαβαν την τάφρο, το χώμα που έβγαινε από το όρυγμα το έκαναν
πλιθιά, κι όταν πια είχαν πλάσει έναν αρκετά μεγάλον αριθμό από πλιθιά,
τα έψησαν σε φούρνους· [1.179.2] ύστερα χρησιμοποιώντας για λάσπη
άσφαλτο ζεστή, και στοιβάζοντας τριάντα σειρές πλιθιά και μια σειρά
πλέγματα καλαμένια έχτισαν πρώτα τα χείλη της τάφρου και μετά, με
τον ίδιο τρόπο, το άλλο τείχος. [1.179.3] Πάνω στο τείχος και άκρη άκρη
έχτισαν μονώροφα οικοδομήματα, αντικριστά το ένα με το άλλο.
Ανάμεσα στα οικοδομήματα άφηναν τόσο χώρον κενό, όσο που να περνά
ένα άρμα με τέσσερα άλογα. Γύρω γύρω από το τείχος υπήρχαν εκατό
πύλες ολόχαλκες — κι οι παραστάδες τους και τα ανώφλια τους, επίσης
από χαλκό. [1.179.4] Υπάρχει και μια άλλη πόλη, που απέχει από τη
Βαβυλώνα οχτώ μέρες δρόμο· το όνομά της είναι Ις· έχει κι ένα ποτάμι
εκεί όχι μεγάλο· Ις είναι και του ποταμού το όνομα. Χύνεται ο ποταμός
αυτός στον Ευφράτη. Αυτός λοιπόν ο Ις, μαζί με το νερό, βγάζει στις
πηγές του σβόλους από άσφαλτο· αποδώ μετέφεραν την άσφαλτο για το
τείχος της Βαβυλώνας.
[1.180.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο είχε χτιστεί η Βαβυλώνα. Η πόλη είναι
χωρισμένη σε δύο μέρη· γιατί στη μέση τρέχει και τη χωρίζει ένας
ποταμός που το όνομά του είναι Ευφράτης. Έρχεται από τους Αρμενίους
—όντας μεγάλος, βαθύς και γρήγορος— και χύνεται στην Ερυθρά
θάλασσα. [1.180.2] Το τείχος λοιπόν κι από τα δύο αυτά μέρη προχωρεί
με τους αγκώνες του και φτάνει ώς μες στον ποταμό· ύστερα κάμπτεται
και, προχωρώντας παράλληλα προς τις όχθες του ποταμού, φτάνει ώς
την άλλην άκρη με τοίχο καμωμένο από ψημένα πλιθιά. [1.180.3] Η πόλη
αυτή της Βαβυλώνας είναι γεμάτη από σπίτια τριώροφα και τετραώροφα,
και τη διασχίζουν ίσια χαραγμένοι δρόμοι — και οι άλλοι κι εκείνοι που
είναι κάθετοι και οδηγούν προς το ποτάμι. [1.180.4] Σε καθένα λοιπόν
από αυτούς τους τελευταίους δρόμους αντιστοιχεί (στον τοίχο που είναι
χτισμένος κατά μήκος του ποταμού) μια μικρότερη πύλη — όσοι οι
κάθετοι δρόμοι τόσες κι οι πύλες. Ήσαν κι αυτές χάλκινες και έβγαζαν
επίσης στο ποτάμι.
[1.181.1] Το τείχος για το οποίο μιλήσαμε είναι ο θώρακας της πόλης·
υπάρχει όμως παραμέσα κι ένα άλλο τείχος γύρω γύρω, που δεν είναι
πολύ πιο αδύνατο από το πρώτο τείχος, είναι όμως στενότερο. [1.181.2]
Σε καθένα από τα δύο τμήματα της πόλης υπήρχαν στη μέση χτίσματα:
στο ένα τα βασιλικά ανάκτορα με μεγάλο και ισχυρό περίβολο· στο άλλο
τμήμα ένα ιερό του Δία που επονομάζεται Βήλος, με χάλκινες τις πύλες
του, που σωζόταν ακόμη και στα χρόνια μου· όλες του οι πλευρές ήταν
από δύο στάδια, σχηματίζοντας έτσι τετράγωνο. [1.181.3] Στο μέσα
μέρος του ιερού είναι χτισμένος ένας πύργος συμπαγής, που και το μήκος
και το πλάτος του ήταν από ένα στάδιο, και πάνω σ᾽ αυτόν τον πύργο
υψώνεται ένας δεύτερος πύργος και πάνω του ένας τρίτος, φτάνοντας
έτσι ώς τους οχτώ πύργους. [1.181.4] Απέξω, αρχίζοντας από τον πρώτο
και περιβάλλοντας όλους τους πύργους, είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο
αναβατήριο· κάπου στη μέση αυτού του δρόμου υπάρχει στάση με
καθίσματα για ξεκούραση, όπου κάθονται και ξαποσταίνουν όσοι
ανεβαίνουν. [1.181.5] Πάνω στον τελευταίο πύργο είναι στημένος ένας
μεγάλος ναός· μέσα στο ναό βρίσκεται καλοστρωμένη μια μεγάλη κλίνη
και πλάι της ένα χρυσό τραπέζι. Δεν υπάρχει κανένα άγαλμα απολύτως
στημένο εδώ, ούτε περνά μέσα εκεί τη νύχτα του κανένας άνθρωπος, έξω
από μια ντόπια γυναίκα που τη διαλέγει ο θεός κάθε φορά ανάμεσα από
όλες, καταπώς λένε οι Χαλδαίοι, οι ιερείς αυτού του θεού.
[1.182.1] Οι ίδιοι αυτοί ισχυρίζονται —εμένα ωστόσο δε με πείθουν με τα
λόγια τους— πως έρχεται ο θεός ο ίδιος στο ναό και κατακλίνεται,
απαράλλαχτα όπως στη Θήβα της Αιγύπτου, καταπώς λένε οι Αιγύπτιοι·
[1.182.2] (γιατί και κει κοιμάται στο ναό του Θηβαίου Δία μια γυναίκα·
και για τις δύο αυτές γυναίκες λέγεται ότι δεν έρχονται σε επαφή με
άλλον άνδρα). Το ίδιο ισχύει και στα Πάταρα της Λυκίας με την
προφήτισσα του θεού, όσο καιρό είναι εκεί μέσα· γιατί δε λειτουργεί
συνεχώς αυτό το μαντείο· όταν όμως η προφήτισσα είναι εκεί, τότε
κλείνεται τις νύχτες μαζί με το θεό στο εσωτερικό του ναού.
[1.183.1] Στο ιερό της Βαβυλώνας, στο κάτω μέρος του, ανήκει κι ένας
άλλος ναός, όπου υπάρχει μεγάλο χρυσό άγαλμα του Δία που κάθεται και
πλάι του στέκεται ένα μεγάλο χρυσό τραπέζι, που και το βάθρο του κι ο
θρόνος είναι από χρυσάφι. Σύμφωνα μ᾽ όσα έλεγαν οι Χαλδαίοι,
χρειάστηκαν οχτακόσια τάλαντα χρυσάφι, για να γίνουν αυτά. [1.183.2]
Έξω από το ναό υπάρχει κι ένας ακόμη βωμός μεγάλος, που πάνω του
θυσιάζονται τα θρεμμένα ζώα, γιατί επάνω στον χρυσό βωμό δεν
επιτρέπεται να θυσιάζονται παρά μονάχα τα νεογέννητα. Επάνω στον
μεγαλύτερο βωμό καίνε επίσης οι Χαλδαίοι χίλια τάλαντα λιβάνι κάθε
χρόνο, τότε που κάνουν τη γιορτή προς τιμή αυτού του θεού. Υπήρχε
μέσα στο τέμενος κι ένας ανδριάντας δώδεκα πήχεις ψηλός, συμπαγής,
από χρυσάφι. [1.183.3] Εγώ βέβαια δεν τον είδα, αλλά αυτά που λεν οι
Χαλδαίοι, αυτά λέω και γω. Αυτόν τον ανδριάντα, κι ας τον καλόβλεπε ο
Δαρείος ο γιος του Υστάσπη, όμως δεν τόλμησε να τον πάρει· ωστόσο ο
Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, τον πήρε και σκότωσε και τον ιερέα, που δεν
του επέτρεπε να μετακινήσει τον ανδριάντα. Έτσι είναι στολισμένο τούτο
το ιερό, υπάρχουν όμως εκεί και πολλά ιδιωτικά αφιερώματα.
[1.184.1] Και πολλοί άλλοι στάθηκαν βασιλιάδες της Βαβυλώνας, που
κόσμησαν τα τείχη και τα ιερά της (θα μιλήσω γι᾽ αυτούς στο κεφάλαιο
το αφιερωμένο στους Ασσυρίους), ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζουν δύο
γυναίκες. Η πρώτη βασίλισσα, που τη χωρίζουν από τη δεύτερη πέντε
γενιές, λεγόταν Σεμίραμις· δικό της έργο είναι τα αναχώματα της
πεδιάδας, πράγματι αξιοθέατα· γιατί προηγουμένως ο ποταμός συχνά
μετέβαλλε την πεδιάδα όλη σε θάλασσα.
[1.185.1] Όσο για τη δεύτερη στη σειρά βασίλισσα, που το όνομά της
ήταν Νίτωκρις, αυτή στάθηκε πιο συνετή από την προηγούμενη
βασίλισσα· άφησε βέβαια και μνημεία που θα τα περιγράψω, κυρίως όμως,
βλέποντας τους Μήδους να αποχτούν όλο και μεγαλύτερη δύναμη και να
μη θέλουν να ησυχάσουν αλλά να έχουν κυριεύσει κι άλλες πόλεις κι
ανάμεσά τους και τη Νίνο, πήρε όσο μπορούσε πιο πολλά μέτρα για να
φυλάξει τη χώρα της. [1.185.2] Πρώτα άρχισε με τον Ευφράτη ποταμό,
που με το ρεύμα του χωρίζει την πόλη στα δύο και που προηγουμένως
ήταν ίσιος· αρχίζοντας από ψηλά, με τα κανάλια που έσκαψε, τον έκανε
έτσι να λοξοδρομεί, ώστε μπαινόβγαινε τρεις φορές σε μια κωμόπολη των
Ασσυρίων· το όνομα της κωμόπολης, όπου μπαινοβγαίνει ο Ευφράτης,
λέγεται Αρδέρικκα. Έτσι σήμερα, όσοι ταξιδεύουν από τη Μεσόγειο για τη
Βαβυλώνα και κατεβαίνουν τον Ευφράτη ποταμό, περνούνε τρεις φορές
από την ίδια αυτή κωμόπολη και καταναλώνουν τρεις μέρες. Τέτοιο ήταν
το έργο της αυτό. [1.185.3] Έφτιαξε ακόμη ανάχωμα στις δύο όχθες του
ποταμού, αξιοθαύμαστο και για το ύψος που έχει και για το μέγεθός του.
[1.185.4] Πολύ ψηλότερα από τη Βαβυλώνα έσκαψε ένα όρυγμα για να το
κάνει λίμνη — πλάι στον ποταμό και σε μικρή απόσταση από αυτόν· σε
βάθος το προχώρησε σκάβοντας παντού ώσπου να βρει νερό, και την
περίμετρό του την έφτασε στα τετρακόσια είκοσι στάδια. Το χώμα που
έβγαζε από την ανασκαφή αυτού του έργου το χρησιμοποιούσε χύνοντάς
το εκεί πλάι στις όχθες του ποταμού. [1.185.5] Όταν το σκάψιμο
τέλειωσε, είπε να κουβαλήσουν πέτρες και να φτιάξουν ένα γύρω
περίβολο, που να συγκρατεί τις όχθες της λίμνης. [1.185.6] Τα έκανε και
τα δύο αυτά, και το ποτάμι δηλαδή να λοξοδρομεί και το όρυγμα να
γίνεται όλο βάλτος, για να ελαττωθεί πρώτα, μ᾽ όλα αυτά τα σπασίματα
και τις καμπές, η ταχύτητα που είχε το ρεύμα του ποταμού· ύστερα για
να είναι το ταξίδι στο ποτάμι με προορισμό τη Βαβυλώνα μπερδεμένο·
τέλος για να ακολουθεί, ύστερα από το ταξίδι στο ποτάμι, μακριά
πεζοπορία μέχρι να παρακάμψει κανείς τη λίμνη. [1.185.7] Τα έργα αυτά
τα έκανε η Νίτωκρις σ᾽ εκείνα τα μέρη της χώρας, όπου ήσαν τα
περάσματα κι ο πιο σύντομος δρόμος για να μπει κάποιος από τη Μηδία·
γιατί δεν ήθελε να μπαίνουνε στη χώρα της οι Μήδοι και να
κατασκοπεύουν την κατάσταση.
[1.186.1] Μ᾽ αυτά τα έργα εκσκαφής δημιούργησε μια γραμμή αμύνης·
μέσα στα ίδια πλαίσια όμως πραγματοποίησε η Νίτωκρις κι ένα
δευτερεύον έργο: Έτσι που η πόλη ήταν χωρισμένη σε δυο τμήματα κι ο
ποταμός έτρεχε στη μέση, αν κάποιος ήθελε να περάσει από το ένα τμήμα
στο άλλο, έπρεπε να χρησιμοποιήσει πλοίο, κι ήταν αυτό κατά την γνώμη
μου ενοχλητικό. Η Νίτωκρις το πρόβλεψε κι αυτό. Γιατί τον ίδιο χρόνο
που έσκαψε το όρυγμα για τη λίμνη, μαζί μ᾽ αυτό της το έργο έκανε κι
ένα άλλο για να τη θυμάται ο κόσμος, το εξής: [1.186.2] Είπε και έκοψαν
ογκώδεις πέτρες· κι όταν τα αγκωνάρια ήσαν έτοιμα και το μέρος είχε
ανασκαφεί, έστρεψε όλο το ρεύμα του ποταμού στο όρυγμα που είχε
ανοίξει· κι επειδή όσον καιρό χρειάστηκε για να γεμίσει το όρυγμα αυτό,
το παλιό ρείθρο του ποταμού έμενε στεγνό, κερδίζοντας τον χρόνο η
Νίτωκρις έντυσε με ψημένα πλιθιά (και με το ίδιο σύστημα που ήταν
χτισμένο και το τείχος) τις όχθες του ποταμού σ᾽ όλο το μήκος που
αυτός περνά μέσα απ᾽ την πόλη, όπως επίσης ύψωσε και τα μέρη που
κατεβαίνοντας από τις μικρές πύλες οδηγούσαν προς το ποτάμι.
Παράλληλα, στη μέση περίπου της πόλης, έχτισε με τα αγκωνάρια που
είχε κόψει το σκελετό μιας γέφυρας, δένοντας τις πέτρες με σίδερο και
με μολύβι. [1.186.3] Επάνω εκεί, όταν ξημέρωνε η μέρα, είπε και άπλωναν
ξύλα τετράγωνα, κι έτσι πατώντας πάνω περνούσαν οι Βαβυλώνιοι. Τη
νύχτα αυτά τα ξύλα τα σήκωναν για τον παρακάτω λόγο: για να μην
πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι και κλέβουνε ο ένας τον άλλο. [1.186.4] Κι
όταν το όρυγμα με το νερό του ποταμού έγινε μια γεμάτη λίμνη και τα
έργα με τη γέφυρα είχαν τελειώσει, ξανάφερε η Νίτωκρις τον ποταμό
Ευφράτη στην παλιά του κοίτη. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο κι η λίμνη που έγινε
έμοιαζε να έχει κατασκευαστεί στην ώρα της, και ταυτοχρόνως βρέθηκε
να είναι χτισμένη και μια γέφυρα για χάρη των πολιτών.
[1.187.1] Η ίδια αυτή βασίλισσα σοφίστηκε και μιαν απάτη τέτοιας λογής.
Πάνω από την πιο πολυσύχναστη πύλη της πόλης ετοίμασε έναν τάφο για
τον εαυτό της ψηλά, να εξέχει από την πύλη, και σκάλιξε πάνω στον τάφο
γράμματα που έλεγαν τα εξής: [1.187.2] Αν κάποιος από τους διαδόχους
μου, που θα βασιλεύσουν ύστερα από εμένα στη Βαβυλώνα, βρεθεί να έχει
ανάγκη από χρήματα, ανοίγοντας τον τάφο ας πάρει όσα χρήματα θέλει·
απαγορεύεται όμως να τον ανοίξει για οποιονδήποτε άλλο λόγο κι όχι
επειδή πράγματι έχει ανάγκη, γιατί δε θα του βγει σε καλό. [1.187.3]
Αυτόν τον τάφο λοιπόν δεν τον άγγιξε κανείς, ωσότου η βασιλεία πέρασε
στα χέρια του Δαρείου. Μα του Δαρείου του φαινόταν ανήκουστο να μην
μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πύλη και, ενώ εδώ πέρα υπήρχαν
λεφτά και η επιγραφή το φώναζε, να μην τα πάρει. [1.187.4] Την πύλη
αυτή δεν τη χρησιμοποιούσε για τον λόγο ότι έπρεπε, αν περνούσε από
εκεί, να βρεθεί πάνω από το κεφάλι του ο νεκρός. [1.187.5] Όταν στο
τέλος άνοιξε τον τάφο, από λεφτά δεν βρήκε τίποτε, βρήκε όμως μέσα το
πτώμα και μιαν επιγραφή που έλεγε τα εξής: Αν δεν ήσουν άπληστος για
χρήματα και δεν αγαπούσες το άνομο κέρδος, δε θα έφτανες να ανοίξεις
τάφους νεκρών.

[1.188.1] Ο Κύρος λοιπόν κίνησε με το στρατό του εναντίον του γιου αυτής της
γυναίκας, που είχε το όνομα του πατέρα του και λεγόταν Λαβύνητος, και που τότε
ήταν ο βασιλιάς των Ασσυρίων. Όταν εκστρατεύει ο μέγας βασιλεύς, είναι
εφοδιασμένος από τη χώρα του με προμήθειες τροφίμων και με βοσκήματα, κι έχει
μάλιστα μαζί του και νερό από τον ποταμό Χοάσπη, που τρέχει πλάι στα Σούσα και
που μόνον από αυτόν πίνει νερό ο βασιλιάς κι από κανέναν άλλο ποταμό. [1.188.2]
Το νερό του Χοάσπη, βρασμένο, το κουβαλούν μέσα σε δοχεία ασημένια, πάμπολλα
αμάξια τετράκυκλα, που τα σέρνουν μουλάρια και που ακολουθούν όπου κι αν πάει ο
βασιλιάς κάθε φορά.
[1.189.1] Όταν ο Κύρος, στην πορεία του για τη Βαβυλώνα, έφτασε στον ποταμό
Γύνδη — του ποταμού αυτού οι πηγές βρίσκονται στα Ματιανά όρη, τρέχει ανάμεσα
από τη χώρα των Δαρδανών, χύνεται σ᾽ έναν άλλο ποταμό, τον Τίγρητα, που με τη
σειρά του τρέχοντας πλάι στην πόλη Ώπη χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα· όταν
λοιπόν ο Κύρος προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι αυτό, τον Γύνδη δηλαδή που
ήταν πλωτός, τότε ένα από τα ιερά του άσπρα άλογα μπαίνοντας αγέρωχα στο ποτάμι
πάσχιζε να το διαβεί· μα τα νερά του ποταμού το κατάπιαν και το παρέσυραν στον
βυθό κάτω. [1.189.2] Πολύ δυσανασχέτησε με το ποτάμι ο Κύρος γι᾽ αυτή του την
αναίδεια, και το απείλησε πως τόσο αδύναμο θα το έκανε, ώστε στο μέλλον ώς και οι
γυναίκες θα το περνούσαν εύκολα, δίχως να βρέχουνε το γόνα τους. [1.189.3] Ύστερα
από αυτή του την απειλή, αφήνοντας κατά μέρος την εκστρατεία εναντίον της
Βαβυλώνας, χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη και τους παρέταξε σε δύο μακριές
σειρές, δείχνοντάς τους πώς θα έπρεπε να ανοίξουν σε ευθείες γραμμές εκατόν
ογδόντα κανάλια σε καθεμιά όχθη του ποταμού, στραμμένα προς όλες τις
διευθύνσεις. Αφού λοιπόν μοίρασε το στρατό του, τους πρόσταξε να σκάβουν.
[1.189.4] Επειδή τα χέρια που δούλευαν ήσαν πολλά, το έργο τέλεψε, όμως
χρειάστηκε να περάσουν όλο το καλοκαίρι τους δουλεύοντας εκεί.
[1.190.1] Όταν ο Κύρος εκδικήθηκε έτσι τον ποταμό Γύνδη, κόβοντάς τον σε
τριακόσια εξήντα κανάλια, και άρχισε για δεύτερη χρονιά να μυρίζει άνοιξη, τότε
κινήθηκε εναντίον της Βαβυλώνας. Οι Βαβυλώνιοι από μέρους τους βγήκαν από την
πόλη με το στρατό τους και τον περίμεναν. Κι όταν ο Κύρος προχωρώντας βρέθηκε
κοντά στην πόλη, ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του οι Βαβυλώνιοι, αλλά, νικημένοι στη
μάχη που έγινε, τραβήχτηκαν μέσα στην πόλη τους. [1.190.2] Ήξεραν κιόλας από
πριν καλά τον Κύρο πως δε θα ησύχαζε, αφού τον είχαν δει να χτυπά εξίσου κι όμοια
κάθε λαό· γι᾽ αυτό κι είχαν από πρωτύτερα εφοδιασθεί με προμήθειες τροφίμων για
πάρα πολλά χρόνια. Έτσι καθόλου δεν τους ένοιαζε αυτούς τότε για την πολιορκία,
ενώ ο Κύρος βρισκόταν σε αμηχανία, αφού αρκετός καιρός είχε περάσει και τα
πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου μπρος.
[1.191.1] Είτε λοιπόν βλέποντάς τον μες στην αμηχανία του κάποιος του το
συμβούλευσε, είτε κι ο ίδιος συνέλαβε τί έπρεπε να κάνει, κάνει οπωσδήποτε το εξής:
[1.191.2] Τοποθέτησε το πιο μεγάλο τμήμα του στρατού του στην είσοδο του
ποταμού (εκεί που μπαίνει μέσα στην πόλη) κι άλλους πάλι στρατιώτες τους
τοποθέτησε στο αντικρινό μέρος της πόλης (εκεί που ο ποταμός βγαίνει από την
πόλη), και παράγγειλε από πριν σ᾽ όλους, μόλις δουν ότι το ρέμα του ποταμού τούς
επιτρέπει, να το περάσουν, και να μπούνε μέσα στην πόλη μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Αφού
λοιπόν έτσι τοποθέτησε τους στρατιώτες του και τους έδωσε και τις οδηγίες που
είπαμε, ο ίδιος μαζί με τους βοηθητικούς αποτραβήχτηκε. [1.191.3] Και φτάνοντας
στη λίμνη, ακολούθησε το παράδειγμα της βασίλισσας των Βαβυλωνίων σ᾽ αυτά που
έκανε κι εκείνη με τη λίμνη και τον ποταμό, και έκανε και ο ίδιος κάτι παρόμοιο:
στρέφοντας δηλαδή μ᾽ ένα κανάλι τα νερά του ποταμού μέσα στη λίμνη που ήταν
βάλτος, κατάφερε να καταστήσει το παλιό ρέμα διαβατό, αφού στο μεταξύ τα νερά
του ποταμού είχαν αποτραβηχτεί. [1.191.4] Όταν το πράγμα έγινε όπως το ήθελε ο
Κύρος, οι Πέρσες που είχαν οριστεί για το σκοπό αυτόν, ακολούθησαν το ρέμα του
Ευφράτη, που στο μεταξύ τα νερά του είχαν τραβηχτεί έτσι που μόλις έφταναν στη
μέση της γάμπας ενός στρατιώτη, και με τον τρόπο αυτόν μπήκαν στη Βαβυλώνα.
[1.191.5] Αν το είχαν μάθει οι Βαβυλώνιοι ή το είχαν καταλάβει το σχέδιο του
Κύρου, τότε θα άφηναν τους Πέρσες να μπουν στην πόλη τους και θα τους αφάνιζαν
κακήν κακώς· γιατί θα έκλειναν όλες τις μικρές πύλες, αυτές που βγάζουν στο
ποτάμι, οι ίδιοι θα ανέβαιναν πάνω στα τείχη που εκτείνονται κατά μήκος της μιας
και της άλλης όχθης του ποταμού, και έτσι θα τους έπιαναν στη φάκα. [1.191.6]
Τώρα όμως βγήκαν οι Πέρσες μπροστά τους από τα ανέλπιστα. Η πόλη τους είναι
πολύ μεγάλη και, καταπώς λένε οι κάτοικοί της, την ώρα που οι άκρες της είχαν
κυριευτεί από τον εχθρό, όσοι από τους Βαβυλωνίους έμεναν στο κέντρο δεν πήραν
είδηση πως ήσαν παγιδευμένοι, αλλά —έτσι όπως έτυχε να έχουν γιορτή— την ώρα
αυτή χόρευαν και γλεντούσαν, ώσπου πια το κατάλαβαν και το παρακατάλαβαν. Μ᾽
αυτόν τον τρόπο η Βαβυλώνα πάρθηκε για πρώτη φορά.

[1.192.1] Των Βαβυλωνίων τη δύναμη και μ᾽ άλλα πολλά σημάδια θα τη


φανερώσω, πόσο μεγάλη είναι, κυρίως όμως με το εξής: Ο μέγας
βασιλεύς έχει μοιράσει όλη την επικράτειά του σε περιοχές, για να του
εξασφαλίζουν, εκτός από το φόρο, τις προμήθειες και γι᾽ αυτόν τον ίδιο
και για το στρατό του. Από τους δώδεκα λοιπόν μήνες που έχει ο χρόνος,
τους τέσσερις μήνες τον τρέφει η χώρα των Βαβυλωνίων, και τους
άλλους οχτώ όλη η υπόλοιπη Ασία μαζί. [1.192.2] Έτσι η χώρα των
Ασσυρίων, σ᾽ ό,τι αφορά τον πλούτο της, αντιστοιχεί στο ένα τρίτο όλης
της Ασίας. Ακόμη και η άσκηση της εξουσίας σ᾽ αυτήν την χώρα, που οι
Πέρσες την ονομάζουν σατραπεία, είναι από όλων των άλλων περιοχών η
πιο προσοδοφόρα, εφόσον απόφερνε στον Τριτανταίχμη —που είχε οριστεί
από το βασιλιά διοικητής αυτού του νομού—, το γιο του Αρτάβαζου, κάθε
μέρα και μια αρτάβη γεμάτη ασήμι [1.192.3] (η αρτάβη είναι περσικό
μέτρο, χωρητικότητος ενός αττικού μεδίμνου και επιπλέον τριών
αττικών χοινίκων). Είχε ακόμη ο Τριτανταίχμης δικά του άλογα —έξω
από εκείνα που χρησιμοποιούσε στον πόλεμο— οκτακόσια αρσενικά
επιβήτορες και δεκαέξι χιλιάδες θηλυκές φοράδες· γιατί καθένα αρσενικό
από αυτά τα άλογα έσμιγε με είκοσι φοράδες. [1.192.4] Κι όσο για τα
ινδικά σκυλιά, τόση πληθώρα από αυτά έτρεφαν, ώστε τέσσερα μεγάλα
χωριά του κάμπου δεν πλήρωναν κανέναν άλλο φόρο, είχε όμως οριστεί
να προμηθεύουν τις τροφές για τα σκυλιά αυτά. Τέτοια αγαθά είχε στη
διάθεσή του ο άρχοντας της Βαβυλώνας.
[1.193.1] Πέφτει λίγη βροχή στη χώρα των Ασσυρίων, ίσα που φτάνει για
να πιάσει ρίζα το σπαρτό. Καθώς όμως τα σπαρτά ποτίζονται με τα νερά
του ποταμού, βγαίνει και δένει ο καρπός. Κι αυτό δε γίνεται όπως στην
Αίγυπτο, όπου ανεβαίνει ο ποταμός στα χωράφια, παρά τραβούνε το νερό
με το χέρι ή με γεράνια. [1.193.2] Γιατί όλη η χώρα των Βαβυλωνίων,
όπως και της Αιγύπτου, κόβεται από κανάλια. Το πιο μεγάλο από αυτά
είναι πλωτό, βλέπει προς τη μεριά που ανατέλλει ο ήλιος το χειμώνα, και
ξεκινώντας από τον Ευφράτη χύνεται σ᾽ ένα άλλο ποτάμι, τον Τίγρητα,
όπου στις όχθες του έχει χτιστεί η πόλη Νίνος. Η χώρα των Βαβυλωνίων
είναι κατά πολύ ανώτερη, όσο ξέρουμε, από τις άλλες στην παραγωγή
των δημητριακών καρπών. [1.193.3] Γιατί, σ᾽ ό,τι αφορά τα δένδρα, δε
γίνεται καν προσπάθεια να καλλιεργηθούν· ούτε η συκιά ούτε το αμπέλι
ούτε η ελιά. Όμως για την παραγωγή δημητριακών καρπών τόσο
κατάλληλη είναι η γη, ώστε συνήθως το ένα στάχυ δίνει διακόσιους
σπόρους, κι όταν το φέρει η χρονιά και ξεπεράσει η γης τον εαυτό της,
φτάνει και στους τρακόσιους. Στο ίδιο μέρος το στάχυ ή το κριθάρι
φτάνει να έχει φύλλα πλατιά, τέσσερα και πλέον δάχτυλα. [1.193.4] Από
ένα σπυρί κεχρί ή σουσάμι, πόσο μεγάλο φυτό ξεπηδά, δε θα το αναφέρω,
κι ας το ξέρω, γιατί είμαι βέβαιος πως όσοι δεν πήγαν στη χώρα των
Βαβυλωνίων, κι αυτά που είπα για τα σπαρτά πολύ λίγο θα τα πιστέψουν.
Δεν χρησιμοποιούν οι Βαβυλώνιοι καθαρό λάδι από ελιές, αλλά το
φτιάχνουν από σουσάμι. Όλη την πεδιάδα την έχουν φυτεμένη με
φοινικόδενδρα, που τα πιο πολλά τους είναι καρποφόρα, από όπου κάνουν
οι Βαβυλώνιοι φαγώσιμα, κρασί και μέλι. [1.193.5] Τα φοινικόδενδρα τα
περιποιούνται, όπως αλλού τις συκιές: κοντά στα άλλα παίρνουν από τα
φοινικόδενδρα, που οι Έλληνες τα ονομάζουν αρσενικά, τον καρπό τους
και τον δένουν γύρω στον καρπό των δένδρων που έχουν τους
χουρμάδες, ώστε μπαίνοντας μέσα στον χουρμά η σκνίπα να τον ωριμάζει
και να μην αφήνει να πέσει ο καρπός του φοίνικα· τέτοιες σκνίπες έχουν
στον καρπό τους τα αρσενικά φοινικόδενδρα, όπως και τα αγριόσυκα.
[1.194.1] Και τώρα θα μιλήσω γι᾽ αυτό που θεωρώ σ᾽ αυτή τη χώρα το
πιο θαυμαστό πράγμα απ᾽ όλα: Τα πλοία που χρησιμοποιούν αυτοί για να
κατέβουν το ποτάμι και να παν στη Βαβυλώνα, συμβαίνει να είναι
στρόγγυλα κι όλο από δέρμα. [1.194.2] Στη χώρα δηλαδή των Αρμενίων,
που κατοικούν ψηλότερα από τους Ασσυρίους, κάνουν τα στραβόξυλα
κόβοντας ξύλα από ιτιά· ύστερα τεντώνουν απέξω ένα γύρω τομάρια και
μ᾽ αυτά σκεπάζουν τα ξύλα, όπως το πάτωμα ενός σπιτιού, δίχως ούτε
πρύμη να φτιάχνουν αφήνοντας τις δύο πλευρές πιο ανοιχτές, ούτε πρώρα
ενώνοντάς τες σε μια μύτη, αλλά τα κάνουν ολοστρόγγυλα σα μιαν
ασπίδα. Κι αφού ντύσουν το πλοίο μέσα όλο με καλάμι, το αφήνουν
φορτωμένο με εμπορεύματα να ακολουθήσει το ρέμα του ποταμού.
Κυρίως κατεβάζουν δοχεία καμωμένα από ξύλο φοινικιάς γεμάτα κρασί.
[1.194.3] Το πλοίο διευθύνεται με δύο κουπιά και δύο άνδρες που
στέκονται ορθοί, κι όταν ο ένας τραβά το κουπί προς τα μέσα ο άλλος το
σπρώχνει προς τα έξω. Τα κάνουν τα πλοία αυτά και πολύ μεγάλα και
μικρότερα. Τα πιο μεγάλα χωρούν φορτίο κι ώς πέντε ακόμη χιλιάδες
τάλαντα. Σε κάθε πλοίο μπαίνει κι ένας γάιδαρος ζωντανός, στα
μεγαλύτερα περισσότεροι. [1.194.4] Όταν λοιπόν πλέοντας φτάσουν
κάποτε στη Βαβυλώνα και ξεπουλήσουν το εμπόρεμα, το καλάμι και τα
στραβόξυλα τα βγάζουν στο σφυρί, ενώ τα τομάρια τα στοιβάζουν πάνω
στους γαϊδάρους τους και ξεκινούν πίσω για τη χώρα των Αρμενίων.
[1.194.5] Γιατί το ποτάμι δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να το ανεβεί
κανείς με πλοίο, έτσι που τρέχει ορμητικά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν
τα κάνουν τα πλοία τους από ξύλο αλλά από τομάρια. Κι όταν τέλος
οδηγώντας τα γαϊδούρια τους φτάσουν οι Βαβυλώνιοι πίσω στη χώρα
των Αρμενίων, με τον ίδιο τρόπο φτιάχνουν άλλα πλοία.
[1.195.1] Τα πλοία τους λοιπόν είναι τέτοια που είπαμε. Όσο για το
ντύσιμό τους, φορούν πρώτα ένα λινό χιτώνα, μακρύ ώς τα νύχια· από
πάνω βάζουν ένα δεύτερο χιτώνα μάλλινο, και τέλος περιτυλίγονται με
μια χλαμύδα κοντή, άσπρη, ενώ στα πόδια τους φορούν σανδάλια
εγχώρια, όμοια περίπου με τις εμβάδες των Βοιωτών. Έχουν μακριά
μαλλιά που τα συγκρατούν με ταινίες, και αλείφουν όλο τους το σώμα με
μύρα. [1.195.2] Καθένας έχει τη σφραγίδα του, και κρατά μπαστούνι
δουλεμένο στο χέρι. Κάθε μπαστούνι έχει στο πάνω μέρος του σκαλισμένο
ένα μήλο ή τριαντάφυλλο ή κρίνο ή αετό ή κάτι άλλο· γιατί δε
συνηθίζεται να κρατά κανείς μπαστούνι, που να μην έχει το διακριτικό
του έμβλημα. Αυτή είναι η περιβολή τους· κι όσο για τα έθιμα που ισχύουν
σ᾽ αυτούς, ακούστε παρακάτω ποιά είναι:
[1.196.1] Το πιο σοφό, κατά τη γνώμη μας, είναι αυτό, που, όπως
μαθαίνω, το έχουν και οι ιλλυρικής καταγωγής Ενετοί· σε κάθε
συνοικισμό, μια φορά το χρόνο, γινόταν το εξής: Όταν έφθαναν οι
κοπέλες κάθε φορά σε ώρα γάμου, όλες αυτές τις συγκέντρωναν και τις
έβαζαν όλες μαζί σ᾽ ένα ορισμένο μέρος, ενώ γύρω τους στέκονταν
μαζεμένοι οι άνδρες. [1.196.2] Τότε ένας κήρυκας τις σήκωνε μία προς
μία και τις πουλούσε — πρώτα την πιο όμορφη απ᾽ όλες, κι ύστερα, όταν
αυτή είχε πουληθεί και είχε πιάσει πολύ χρυσάφι, φώναζε για τη δεύτερη,
που έμοιαζε να είναι η ομορφότερη ύστερα από την πρώτη. Τις πουλούσε
όμως στους άνδρες με τον όρο να τις παντρευτούν. Όσοι λοιπόν
υποψήφιοι γαμπροί από τους Βαβυλώνιους ήσαν πλούσιοι,
συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στην προσφορά και αγόραζαν τις πιο
ωραίες· όσοι πάλι υποψήφιοι ήταν από τους ανθρώπους του λαού, ε αυτοί
δε νοιάζονταν για ξεχωριστή ομορφιά, και έτσι έπαιρναν τις πιο άσχημες
κοπέλες, μαζί όμως και λεφτά. [1.196.3] Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε
με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο
άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι᾽
αυτήν τώρα φώναζε ποιός θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας
για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό· κι όποιος δεχόταν τη μικρότερη
τιμή, σε κείνον κατακυρωνόταν η κοπέλα. Όσο για τα χρήματα, αυτά
μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες
κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες. Δεν είχε το δικαίωμα
ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι
εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι
του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι
θα την παντρευόταν, [1.196.4] και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την
πάρει σπίτι του. Αν παρόλα αυτά δεν του ταίριαζε για γυναίκα, τότε
υπήρχε νόμος που τον υποχρέωνε να επιστρέψει τα λεφτά. Επιτρεπόταν
να έρθει και από άλλη συνοικία όποιος ήθελε και να αγοράσει κοπέλα.
[1.196.5] Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους έθιμο· τώρα όμως δεν ισχύει πια,
αλλά πρόσφατα έχουν καθιερώσει οι Βαβυλώνιοι να γίνεται κάτι άλλο
[1.για να μην ταλαιπωρούνται οι κοπέλες και τις κουβαλούν σε ξένους
τόπους]: Γιατί αφότου έχασαν την ελευθερία τους και έπεσαν σε δυστυχία
μεγάλη και ρήμαξε το σπιτικό τους, όλοι οι άνθρωποι του λαού από
φτώχεια εξωθούν τα κορίτσια τους στην πορνεία.
[1.197.1] Νά και άλλη μια συνήθεια που έχουν, σοφή και αυτή, όχι όμως
όσο η πρώτη: Τους αρρώστους τούς βγάζουν στην πλατεία (γιατί
γιατρούς δεν έχουν)· πλησιάζουν λοιπόν τον άρρωστο και τον
συμβουλεύουν οι άλλοι για την αρρώστια του, όποιος συνέβη να έπαθε ο
ίδιος την αρρώστια αυτή ή παρακολούθησε κάποιον άλλο που είχε κάτι
παρόμοιο. Πλησιάζοντας λοιπόν του δίνει συμβουλές και του συστήνει να
κάνει όσα έκανε ο ίδιος και γλίτωσε από όμοια αρρώστια, ή τα είδε σε
άλλον που γιατρεύτηκε. Δεν επιτρέπεται να προσπεράσει κανένας τον
άρρωστο σιωπηλός, πριν τον ρωτήσει τί αρρώστια έχει.
[1.198.1] Βάζουν οι Βαβυλώνιοι τους νεκρούς των σε μέλι, και οι θρήνοι
τους είναι παρόμοιοι με των Αιγυπτίων. Κάθε φορά που ένας Βαβυλώνιος
σμίξει με τη γυναίκα του, ρίχνει θυμίαμα στη φωτιά και καθισμένος πλάι
θυμιατίζεται· το ίδιο πράγμα απέναντί του κάνει και η γυναίκα του. Σαν
ξημερώσει λούζονται και οι δυο τους· γιατί πριν να λουστούν, δεν
πρόκειται να αγγίξουν κανένα σκεύος. Αυτό το ίδιο το έθιμο το έχουν και
οι Άραβες.
[1.199.1] Και τώρα νά ποιό είναι το χειρότερο έθιμο των Βαβυλωνίων:
Κάθε εντόπια γυναίκα πρέπει μια φορά στη ζωή της να μείνει στο ιερό
της Αφροδίτης και να σμίξει μ᾽ έναν ξένο άνδρα. Πολλές που το θεωρούν
ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις άλλες γυναίκες, από υπερηφάνεια
για τα πλούτη τους, πάνε με σκεπασμένα αμάξια και στέκονται πλάι στο
ιερό, ενώ από πίσω ακολουθεί ολόκληρη συνοδεία από υπηρέτες. [1.199.2]
Όμως οι πιο πολλές γυναίκες κάνουν το εξής: Κάθονται στο τέμενος της
Αφροδίτης, έχοντας στο κεφάλι τους στεφάνι από λινάρι, μαζί μ᾽ άλλες
πολλές γυναίκες· γιατί άλλες έρχονται και άλλες φεύγουν. Διάδρομοι από
σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τις γυναίκες, και
εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή τους. [1.199.3] Μια φορά
και καθίσει εκεί κάποια γυναίκα, δε γίνεται να φύγει για το σπίτι της
προηγουμένως, προτού ένας ξένος βάλει στα γόνατά της χρήματα και
σμίξει μαζί της, έξω από το ιερό. Την ώρα που αφήνει τα λεφτά, πρέπει να
πει αυτά τα λόγια μόνο: «Στο όνομα της θεάς Μύλιττας». Μύλιττα
ονομάζουν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη. [1.199.4] Το ποσό μπορεί να είναι
οσοδήποτε· δεν πρόκειται η γυναίκα να το αρνηθεί· δεν έχει αυτό το
δικαίωμα· γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο
που θα της δώσει κάτι, και δεν αποδοκιμάζει κανέναν. Αφού σμίξει μαζί
του κι έχοντας εκπληρώσει το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το
σπίτι της, και στο εξής, ό,τι και να της δώσει κάποιος, δεν μπορεί να την
κάνει δική του. [1.199.5] Όσες λοιπόν συμβαίνει να είναι προικισμένες με
ομορφιά και παράστημα, γλιτώνουν γρήγορα· όσες όμως ανάμεσά τους
είναι άσχημες περιμένουν εκεί πολύν καιρό, έτσι που δεν μπορούν να
ξεπληρώσουν το έθιμο. Γι᾽ αυτό συμβαίνει μερικές να κάθονται και τρία
και τέσσερα χρόνια. Παρόμοιο έθιμο υπάρχει και σε μερικά μέρη της
Κύπρου.

[1.200.1] Τα έθιμα των Βαβυλωνίων είναι αυτά που είπαμε. Υπάρχουν ωστόσο και
τρία σόγια, που τίποτε άλλο δεν τρώνε παρά μονάχα ψάρια, που αφού τα πιάσουν και
τα ξεράνουνε στον ήλιο, ύστερα κάνουν το εξής: τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα
κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του
αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει
όπως το ψωμί.
[1.201.1] Όταν ο Κύρος έκανε υποχείριό του και το λαό αυτόν, τον κυρίεψε η
επιθυμία να υποτάξει τους Μασσαγέτες. Ο λαός αυτός, καταπώς λένε, είναι μεγάλος
και γενναίος, και κατοικεί κατά τα μέρη που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος,
πέρα από τον ποταμό Αράξη, απέναντι στους Ισσηδόνες.
[1.202.1] Αυτός ο Αράξης άλλοι λένε πως είναι μεγαλύτερος κι άλλοι μικρότερος
από τον Ίστρο. Και διηγούνται ακόμη πως μέσα σ᾽ αυτόν υπάρχουν πολλά νησιά,
μεγάλα όσο περίπου η Λέσβος, και πως εκεί μένουν άνθρωποι που τρέφονται το
καλοκαίρι με ρίζες κάθε λογής, που τις βγάζουν από τη γη, ενώ τους καρπούς των
δένδρων που βρίσκουν την εποχή που είναι ώριμοι, τους αποθηκεύουν για τη
διατροφή τους, και μ᾽ αυτούς τρέφονται το χειμώνα. [1.202.2] Λένε ακόμη πως οι
άνθρωποι αυτοί έχουνε βρει κι άλλου είδους δένδρα, που βγάζουνε καρπούς με
τέτοιες κάπως ιδιότητες: Αφού συγκεντρωθούν ομάδες ομάδες στο ίδιο μέρος και
ανάψουνε φωτιές, κάθονται ένα γύρω και ρίχνουν στη φωτιά από τους καρπούς
αυτούς· μυρίζοντας ύστερα τους καρπούς που έριξαν και που καίγονται, μεθούνε με
τη μυρωδιά τους, όπως οι Έλληνες με το κρασί· και όσο περισσότερους καρπούς
βάζουνε επάνω στη φωτιά, τόσο και πιο πολύ μεθούνε, ώσπου σηκώνονται και το
ρίχνουν στο χορό και στο τραγούδι. Τέτοια λένε πως είναι η ζωή των ανθρώπων
αυτών. [1.202.3] Όσο για τον ποταμό Αράξη έρχεται από τη χώρα των Ματιανών,
όπως και ο Γύνδης (αυτόν που τον χώρισε ο Κύρος στα τριακόσια εξήντα κανάλια
που είπαμε), και χύνεται σε σαράντα στόματα που όλα, έξω από ένα, καταλήγουν σε
βάλτους και σε έλη· και εκεί, όπως λένε, κατοικούνε άνθρωποι που τρέφονται με
ψάρια ωμά και έχουν συνήθειο να ντύνονται με δέρματα από φώκιες. [1.202.4] Το
ένα όμως από τα παρακλάδια αυτά του Αράξη τρέχει ανεμπόδιστα και καθαρά ώς
την Κασπία θάλασσα. Η Κασπία θάλασσα είναι απομονωμένη, δίχως να επικοινωνεί
με την άλλη θάλασσα. Γιατί όλη αυτή η θάλασσα που με τα πλοία τους διασχίζουν οι
Έλληνες, ακόμη και εκείνη που βρίσκεται έξω από τις Στήλες του Ηρακλή και
λέγεται Ατλαντίς, και η Ερυθρά επίσης συναποτελούν μιαν ενιαία θάλασσα.
[1.203.1] Η Κασπία όμως είναι μια θάλασσα χωριστή κι απομονωμένη· το μήκος της,
για να το διασχίσει κάποιος πλέοντας με καράβι που έχει και κουπιά, χρειάζεται
δεκαπέντε μέρες, ενώ το πλάτος της, εκεί που είναι πιο πλατιά, οχτώ μέρες. Στη
δυτική πλευρά αυτής της θάλασσας εκτείνεται ο Καύκασος, ένα βουνό που και σε
μήκος είναι το πιο μεγάλο, και σε όγκο το πιο υψηλό. Κατοικούν πάνω στον
Καύκασο πολλοί και κάθε λογής λαοί, που όλοι σχεδόν τρέφονται μ᾽ άγριους
καρπούς. [1.203.2] Στα μέρη τους, λένε, υπάρχουν δένδρα που έχουν φύλλα τέτοιας
λογής, ώστε τριμμένα και ανακατωμένα με νερό τα χρησιμοποιούν για να
ζωγραφίζουν πάνω στα ρούχα τους διάφορες παραστάσεις· κι αυτές οι ζωγραφιές δε
βγαίνουν με το πλύσιμο, παρά παλιώνουν μαζί με το ρούχο, σαν να ήταν υφασμένες
μαζί του από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, καταπώς λένε, σμίγουνε μεταξύ τους στα
φανερά, όπως τα ζώα.

[1.204.1] Λοιπόν από τη δυτική μεριά τη θάλασσα αυτή, που έχει το


όνομα Κασπία, την κλείνει ο Καύκασος· προς τη μεριά που φέγγει κι από
όπου ανατέλλει ο ήλιος, απλώνεται μια πεδιάδα απέραντη, που χάνεται
το μάτι του ανθρώπου. Από τη μεγάλη αυτή πεδιάδα ένα κομμάτι —κι όχι
το μικρότερο— το πιάνουν οι Μασσαγέτες, που εναντίον τους ζήτησε ο
Κύρος να κινήσει το στρατό του. [1.204.2] Γιατί ήταν πολλές και μεγάλες
οι αιτίες που τον ξεσήκωναν και τον παρακινούσαν σ᾽ αυτό τον Κύρο:
πρώτα η γέννησή του, που τον έκανε να πιστεύει πως είναι κάτι
παραπάνω από άνθρωπος· ύστερα η επιτυχία του στους προηγούμενους
πολέμους· γιατί όπου έβαζε στο νου του να εκστρατεύσει ο Κύρος, δεν
υπήρχε τρόπος ο λαός αυτός να του γλιτώσει.
[1.205.1] Στο μεταξύ οι Μασσαγέτες, ύστερα από το θάνατο του ανδρός
της, είχαν βασίλισσά τους τη γυναίκα του. Το όνομά της ήταν Τόμυρις.
Σ᾽ αυτή λοιπόν έστειλε ανθρώπους του ο Κύρος και τη ζήταγε σε γάμο,
λέγοντας τάχα πως τη θέλει για γυναίκα του. Όμως η Τόμυρις, που
κατάλαβε ότι ο Κύρος δεν ορεγόταν αυτή την ίδια αλλά τη βασιλεία των
Μασσαγετών, του αρνήθηκε την άδεια να παρουσιαστεί μπροστά της.
[1.205.2] Ύστερα από αυτό ο Κύρος (αφού το πράγμα δεν πέτυχε με την
απάτη) προχώρησε προς τον ποταμό Αράξη, και φανερά πια κινούσε το
στρατό του εναντίον των Μασσαγετών, ρίχνοντας γεφύρια για να
περάσει ο στρατός του το ποτάμι, και χτίζοντας πάνω στα πλοία, που
χρησίμευαν για το πέρασμα του ποταμού, πύργους.
[1.206.1] Κι ενώ ο Κύρος καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Τόμυρις του έστειλε
κήρυκα που είπε τα εξής: «Βασιλιά των Μήδων σταμάτα τα έργα που με
πολλή σπουδή ετοιμάζεις· γιατί δεν είναι δυνατό να ξέρεις αν η εκτέλεσή
τους θα σου βγει σε καλό. Σταμάτα, μείνε βασιλιάς στους δικούς σου, και
καταδέξου να μας βλέπεις και μας να ορίζουμε ό,τι ορίζουμε. [1.206.2]
Ωστόσο ξέρω, δε θα θελήσεις να ακούσεις τις συμβουλές μου, αλλά θα
κάνεις οτιδήποτε άλλο, μόνο ήσυχος δε θα μείνεις. Αν λοιπόν τόσο
μεγάλος είναι ο πόθος σου να αναμετρηθείς με τους Μασσαγέτες, πάψε
πια να σκοτίζεσαι προσπαθώντας να γεφυρώσεις το ποτάμι· εμείς θα
απομακρυνθούμε από την όχθη του σε απόσταση τριών ημερών, και συ
πέρασε αντίκρυ στη χώρα μας. [1.206.3] Αν πάλι θες να μας δεχθείς
καλύτερα στη χώρα σου, κάνε εσύ αυτό το ίδιο». Στο άκουσμα αυτών των
λόγων ο Κύρος, κάλεσε σε συμβούλιο τους πρώτους ανάμεσα στους
Πέρσες, και εκεί μπροστά σ᾽ όλους που είχε μαζέψει εξέθεσε το ζήτημα,
ζητώντας τη συμβουλή τους, τί από τα δύο να έκανε. Κι όλων αυτών οι
γνώμες συνέπεσαν: του συνιστούσαν να δεχτεί την Τόμυρη και το στρατό
της στη χώρα του.
[1.207.1] Όμως εκεί ήταν κι ο Κροίσος ο Λυδός που κατηγόρησε τη γνώμη
αυτή κι είπε μιαν άλλη, αντίθετη από την πρόταση των άλλων, λέγοντας:
«Βασιλιά μου, κι άλλοτε σου το είπα: μια κι ο Δίας με παρέδωσε σε σένα,
όποιο κακό κι αν βλέπω να απειλεί το σπιτικό σου, θα κοιτάζω το κατά
δύναμιν να το αποτρέψω. Γιατί εμένα τα παθήματα, όσο πικρά κι αν
στάθηκαν, μου έγιναν μαθήματα. [1.207.2] Αν βέβαια πιστεύεις πως είσαι
αθάνατος και ότι κυβερνάς ένα στρατό παρόμοιο, δε θα είχα κανένα λόγο
να σου αναλύω τις σκέψεις μου. Αν όμως παραδέχεσαι πως άνθρωπος
είσαι και συ και ότι τέτοιοι είναι κι αυτοί που κυβερνάς, τούτο πρώτα
στοχάσου· πως οι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ᾽ ένα τροχό, που
όλο γυρίζει και δεν αφήνει πάντα τους ίδιους να ευτυχούν. [1.207.3] Και
τώρα για το προκείμενο ζήτημα: η γνώμη μου είναι αντίθετη απ᾽ ό,τι
αυτών εδώ. Γιατί αν θελήσουμε να δεχτούμε τους εχθρούς στη χώρα μας,
νά ποιός κίνδυνος υπάρχει σ᾽ αυτή τη λύση: Αν νικηθείς, χάνεις κοντά
στη μάχη κι όλο το βασίλειό σου· γιατί είναι φανερό πως αν νικήσουν οι
Μασσαγέτες, δε θα φύγουν πάλι πίσω, αλλά θα κινηθούν να χτυπήσουν τις
σατραπείες σου. [1.207.4] Αν πάλι νικήσεις, η νίκη σου δε θα είναι τόσο
μεγάλη, όσο αν περνώντας απέναντι και νικώντας τους Μασσαγέτες,
τους έπαιρνες από πίσω στο φευγιό τους· γιατί τότε θα στρέψω αυτό που
είπα προηγουμένως από εκείνους σε σένα: πως δηλαδή εσύ, νικώντας
αυτούς που θα σου αντισταθούν, θα προχωρήσεις ύστερα κατευθείαν για
το βασίλειο της Τόμυρης. [1.207.5] Αλλά και ανεξάρτητα από όσα είπαμε,
είναι ντροπή αβάσταχτη, ο Κύρος του Καμβύση ο γιος, να αποσυρθεί στη
χώρα του υποχωρώντας μπροστά σε μια γυναίκα. Τώρα λοιπόν η γνώμη
μου είναι να περάσουμε το ποτάμι, να προχωρήσουμε τόσο, όσο εκείνοι
θα υποχωρήσουν, και από τη θέση αυτή να δοκιμάσουνε να τους
νικήσουμε εφαρμόζοντας το εξής σχέδιο: [1.207.6] Όπως πληροφορούμαι
οι Μασσαγέτες δεν ξέρουν τις απολαύσεις των Περσών, ούτε και
γεύθηκαν χαρές μεγάλες· για τέτοιους λοιπόν άνδρες ας σφάξουμε, δίχως
να τα φειδωλευτούμε, πολλά γιδοπρόβατα, κι αφού τα ετοιμάσουμε, ας
στρώσουμε εκεί μπροστά στο στρατόπεδό μας τραπέζι, κι ας στέκουν
πλάι κρατήρες ξέχειλοι από αγνό κρασί κι άλλα φαγώσιμα κάθε λογής.
[1.207.7] Ύστερα αφήνουμε εκεί τους χειρότερους από τους στρατιώτες
μας, κι οι άλλοι ας ξεκινήσουμε πίσω για το ποτάμι. Αν δεν αποδειχτεί
στραβή η γνώμη μου, οι Μασσαγέτες βλέποντας τα πολλά αγαθά, θα
ριχτούν πάνω σ᾽ αυτά — και τότε είναι ευκαιρία για μας να
μεγαλουργήσομε».

[1.208.1] Αυτές οι δύο γνώμες ακούστηκαν, κι ο Κύρος απορρίπτοντας την πρώτη


πρόταση προτίμησε τη δεύτερη του Κροίσου. Ειδοποίησε λοιπόν την Τόμυρη να
τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί σχεδίαζε να περάσει το ποτάμι κι έτσι να χτυπηθεί
μαζί της. Εκείνη αποτραβήχτηκε, όπως εξάλλου το είχε υποσχεθεί από την αρχή. Ο
Κύρος τότε εμπιστεύθηκε πρώτα τον Κροίσο στα χέρια του γιου του, του Καμβύση,
που τον όρισε διάδοχό του βασιλιά και του άφησε πολλές παραγγελίες να τιμά τον
Κροίσο και να του φέρνεται καλά, για την περίπτωση που το πέρασμα και η εισβολή
στη χώρα των Μασσαγετών δε θα ευοδωνόταν. Ύστερα από τις παραγγελίες, αυτούς
τους δύο τούς έστειλε πίσω στην Περσία, ενώ ο ίδιος και ο στρατός του άρχισαν να
περνούν τον ποταμό.
[1.209.1] Όταν πια πέρασε ο Κύρος τον Αράξη, είχε κιόλας νυχτώσει, κι έπεσε να
κοιμηθεί στη χώρα των Μασσαγετών, όπου όμως είδε το ακόλουθο όνειρο: Του
φάνηκε του Κύρου πως είδε στον ύπνο του τον μεγαλύτερο από τους γιους του
Υστάσπη να έχει στους ώμους του φτερούγες, και η μία να ρίχνει τη σκιά της στην
Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. [1.209.2] Ο μεγαλύτερος από τους γιους του
Υστάσπη, γιου του Αρσάμη, από τη γενιά των Αχαιμενιδών, ήταν ο Δαρείος, ηλικίας
τότε περίπου είκοσι χρόνων, που είχε μείνει πίσω στην Περσία· γιατί δεν ήταν ακόμη
σε ηλικία για στρατιώτης. [1.209.3] Όταν λοιπόν σηκώθηκε από τον ύπνο ο Κύρος,
συλλογιζόταν μόνος του το όνειρο. Και έτσι που το όνειρο του εφάνη βαρυσήμαντο,
φώναξε τον Υστάσπη και παίρνοντάς τον κατά μόνας τού είπε: «Υστάσπη, έπιασα το
γιο σου να επιβουλεύεται κι εμένα και τη βασιλεία μου· το πώς το ξέρω αυτό
ασφαλώς, να σου τω πω: [1.209.4] Εμένα με προστατεύουν οι θεοί, κι ό,τι κακό είναι
να ᾽ρθει, όλα μού τα προμαντεύουν. Έτσι λοιπόν χθες βράδυ στον ύπνο μου είδα τον
μεγαλύτερό σου γιο να έχει στους ώμους του φτερούγες, που η μια τους έριχνε τη
σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. [1.209.5] Ύστερα από ένα
τέτοιο όνειρο, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ενδεχόμενο να μη με επιβουλεύεται ο
γιος σου. Γι᾽ αυτό λοιπόν γύρισε το γρηγορότερο πίσω στην Περσία και κανόνισε τα
πράγματα έτσι, που όταν εγώ υποτάξω τη χώρα αυτή και επιστρέψω εκεί, να μου
παρουσιάσεις το γιο σου για ανάκριση».
[1.210.1] Έτσι μιλούσε ο Κύρος, πιστεύοντας πως ο Δαρείος συνωμοτούσε εναντίον
του, ενώ στην πραγματικότητα κάποιος θεός τού προμάντευε ότι του ίδιου τού
έμελλε να πεθάνει εκεί στα ξένα, ενώ η βασιλεία θα περνούσε στα χέρια του
Δαρείου. [1.210.2] Ωστόσο ο Υστάσπης τού αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Βασιλιά
μου, εύχομαι να μην έχει γεννηθεί κανένας Πέρσης που θα σε επιβουλευόταν· αν
όμως υπάρχει, τότε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Εσένα, που από δούλους έκανες
τους Πέρσες να ζουν ελεύθεροι, κι αντί να τους ορίζουν άλλοι, αυτοί να ορίζουν όλο
τον κόσμο! [1.210.3] Αν πράγματι κάποιο όνειρο σου προμαντεύει ότι ο γιος μου
συνωμοτεί εναντίον σου, εγώ σ᾽ τον παραδίνω, και εσύ κάνε τον ό,τι θέλεις». Έτσι
αποκρίθηκε ο Υστάσπης, και περνώντας τον Αράξη τράβηξε για την Περσία, για να
κρατήσει το γιο του τον Δαρείο στη διάθεση του Κύρου.
[1.211.1] Στο μεταξύ ο Κύρος προχώρησε από τον Αράξη μιας μέρας δρόμο και
ακολούθησε τις υποδείξεις του Κροίσου. [1.211.2] Ύστερα, όταν ο Κύρος και το
μάχιμο τμήμα του περσικού στρατού τραβήχτηκαν πίσω στον Αράξη, ενώ εκεί
έμειναν μόνο οι άχρηστοι στρατιώτες, όρμησαν πάνω τους οι Μασσαγέτες, έσφαξαν
τους στρατιώτες που είχε αφήσει πίσω του ο Κύρος, παρόλο που αυτοί
αντιστάθηκαν, και κατόπιν βλέποντας μπρος τους στρωμένο το τραπέζι (αφού πια
είχαν εξολοθρεύσει τους αντιπάλους τους) κάθισαν κι άρχισαν το φαγοπότι· κι όταν
πια γέμισε η κοιλιά τους από φαΐ και κρασί το έριξαν στον ύπνο. [1.211.3] Μα τότε
έκαναν οι Πέρσες επίθεση και πολλούς από αυτούς τους έσφαξαν, ακόμη όμως
περισσότερους τους έπιασαν αιχμαλώτους, ανάμεσα μάλιστα στους άλλους και το
γιο της βασίλισσας Τόμυρης, που ήταν αρχηγός του στρατού των Μασσαγετών και
ονομαζόταν Σπαργαπίσης.
[1.212.1] Όταν η Τόμυρις έμαθε τί είχε πάθει ο στρατός της και ο γιος της, έστειλε
στον Κύρο έναν κήρυκα, που του έλεγε τα εξής: [1.212.2] «Αιμοβόρε Κύρε, μην
περηφανευτείς μ᾽ αυτό σου το κατόρθωμα, που χάρη στον καρπό του αμπελιού —
αυτόν με τον οποίο οι ίδιοι φουσκώνετε και γίνεστε ωσάν τρελοί, έτσι που όταν το
κρασί κατέβει στο στομάχι σας, ανεβαίνουν στη γλώσσα σας λόγια ντροπής· μην
περηφανευτείς αν μ᾽ ένα τέτοιο δηλητήριο για δόλωμα νίκησες το γιο μου, κι όχι σε
μάχη με τη δύναμή σου. [1.212.3] Τώρα λοιπόν θα σου δώσω μια καλή συμβουλή
και πάρε υπόψη σου τα λόγια μου: Δώσ᾽ μου πίσω το γιο μου και φύγε από τη χώρα
αυτή με το αζημίωτο, κι ας εξευτέλισες το ένα τρίτο από το στρατό των
Μασσαγετών. Αν όμως δεν το κάνεις, ορκίζομαι στον Ήλιο, τον κύριο των
Μασσαγετών, πως, κι αν είσαι αχόρταγος για αίμα, εγώ θα σε χορτάσω».
[1.213.1] Ο Κύρος στα λόγια αυτά που του είπανε δεν έδωσε καμιά σημασία. Όσο
για το γιο της βασίλισσας Τόμυρης, τον Σπαργαπίση, μόλις συνήλθε από το κρασί και
κατάλαβε τί συμφορά τον είχε βρει, ικέτευε τον Κύρο να του λύσει τα δεσμά, κι ο
Κύρος το έκανε· όμως, ευθύς ως λύθηκε εκείνος από τα δεσμά του κι έμειναν τα
χέρια του λεύτερα, αυτοκτονεί.
[1.214.1] Ο Σπαργαπίσης λοιπόν πεθαίνει μ᾽ αυτόν τον τρόπο που είπαμε. Και η
Τόμυρις, επειδή ο Κύρος δεν άκουσε τη συμβουλή της, συγκέντρωσε όλη της τη
στρατιωτική δύναμη και χτυπήθηκε με τον Κύρο. Αυτή η μάχη πιστεύω πως στάθηκε
η πιο σκληρή από όσες μάχες έγιναν μεταξύ βαρβάρων. Και μάλιστα πληροφορούμαι
πως εξελίχθηκε ως εξής: [1.214.2] Καταπώς λένε, στην αρχή κρατώντας οι αντίπαλοι
απόσταση μεταξύ τους, έριχναν ο ένας στο άλλο βέλη· ύστερα, όταν τα βέλη τούς
τελείωσαν, ήρθαν στα χέρια κι άρχισαν να χτυπιούνται με λόγχες και με μαχαίρια.
Ώρα πολλή συμπλέκονταν και μάχονταν, κι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έλεγε να
τραβηχτεί. Στο τέλος όμως νίκησαν οι Μασσαγέτες. [1.214.3] Έτσι αφανίστηκε στο
πεδίο της μάχης το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατού, και το σπουδαιότερο:
σκοτώνεται ο ίδιος ο Κύρος, ύστερα από βασιλεία που κράτησε συνολικά τριάντα
χρόνια παρά ένα. [1.214.4] Η Τόμυρις τότε, έχοντας γεμίσει έναν ασκό με αίμα
ανθρώπινο, έψαχνε ανάμεσα στους νεκρούς των Περσών το πτώμα του Κύρου, κι
όταν το βρήκε, του βύθισε το κεφάλι μέσα στον ασκό, και ενώ κακοποιούσε τον
νεκρό, του έλεγε ταυτοχρόνως τα παρακάτω λόγια: [1.214.5] «Εσύ μ᾽ αφάνισες
εμένα, κι ας ζω κι ας σε έχω νικήσει στη μάχη, αφού έπιασες μ᾽ απάτη το γιο μου·
εσένα λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου, σύμφωνα με τις απειλές μου, θα σε χορτάσω με
αίμα». Ανάμεσα στα όσα λέγονται —και λέγονται πολλά— για το τέλος του Κύρου,
ανέφερα την παράδοση που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο αξιόπιστη.

[1.215.1] Οι Μασσαγέτες ντύνονται όπως και οι Σκύθες· όμοιος είναι και


ο τρόπος της ζωής των. Μάχονται και πάνω από άλογα και δίχως άλογα
(γιατί είναι επιτήδειοι και στα δύο), χρησιμοποιούν και τόξο και ακόντιο,
και έχουν συνήθειο να κρατούν σαγάρεις. Μεταχειρίζονται γενικά χρυσό
και χαλκό. Γιατί προκειμένου για τις λόγχες, τις μύτες από τα βέλη και
τις σαγάρεις, χρησιμοποιούν πάντα χαλκό, ενώ ό,τι φορούνε στο κεφάλι,
τους ζωστήρες τους και τους μασχαλιστήρες τα κοσμούν με χρυσό.
[1.215.2] Το ίδιο και με τα άλογά τους: το στήθος τους το σκεπάζουν με
θώρακες χάλκινους, τα χαλινάρια όμως τα στόμια και τα φαλάρια τα
δουλεύουν με χρυσάφι. Αντίθετα δε χρησιμοποιούν καθόλου σίδερο και
ασήμι· γιατί ούτε έχουνε από αυτά στη χώρα τους, ενώ χρυσάφι και
χαλκός υπάρχουν σε αφθονία.
[1.216.1] Τα έθιμά τους είναι τα ακόλουθα: Καθένας παντρεύεται από μια
γυναίκα, παρόλα όμως αυτά υπάρχει κοινογαμία σ᾽ αυτούς. Οι Έλληνες
λένε ότι αυτό το κάνουν οι Σκύθες· κι όμως δεν είναι οι Σκύθες που το
συνηθίζουν, αλλά οι Μασσαγέτες. Όταν ένας Μασσαγέτης επιθυμήσει μια
γυναίκα, κρεμά τη φαρέτρα του μπροστά στην άμαξά της, κι έτσι άφοβα
σμίγει μαζί της. [1.216.2] Δεν έχουν βάλει οι Μασσαγέτες κανένα άλλο
όριο στη ζωή του ανθρώπου· όταν όμως κανείς παραγεράσει, οι
συγγενείς του μαζεύονται όλοι και τον θυσιάζουν μαζί και μ᾽ άλλα
σφάγια, κι ύστερα ψήνουνε τα κρέατα και τρώγοντας γλεντούν. [1.216.3]
Αυτό πιστεύουν οι Μασσαγέτες πως είναι το πιο ευτυχισμένο τέλος·
όποιος όμως πεθαίνει από αρρώστια, αυτόν δεν τον τρώνε, αλλά τον
παραχώνουνε στη γη, θεωρώντας συμφορά του, που δεν έφτασε ο νεκρός
στην ηλικία για να θυσιαστεί. Δε σπέρνουν τίποτε, παρά ζούνε από τα
κτήνη και από ψάρια· τα έχουν αυτά άφθονα στη διάθεσή τους από τον
ποταμό Αράξη. [1.216.4] Πίνουνε γάλα. Από θεούς λατρεύουν μόνον τον
ήλιο, που του θυσιάζουν άλογα. Και νά ποιό είναι το νόημα της θυσίας
αυτής: στον πιο γρήγορο θεό προσφέρουν το πιο γρήγορο ζώο από όλα
όσα υπάρχουν στη γη.

You might also like