Professional Documents
Culture Documents
253598719 ΗΡΟΔΟΤΟΥ Βιβλίο 1ο Κλειώ Μετφρ Μαρωνίτη Δ
253598719 ΗΡΟΔΟΤΟΥ Βιβλίο 1ο Κλειώ Μετφρ Μαρωνίτη Δ
ΒΙΒΛΙΟ Α: ΚΛΕΙΩ
[pr.] Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μη
ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και
θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους,
να σβήσουν άδοξα· ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ
τους.
[1.1.1] Οι γραμματισμένοι Πέρσες βρίσκουν τους Φοίνικες αίτιους της έχθρας· λεν
δηλαδή πως αυτοί, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά σε τούτη εδώ
τη θάλασσα, αφού κατοίκισαν το χώρο που και τώρα κατοικούν, άρχισαν αμέσως με
μακρινά ταξίδια, μεταφέρνοντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά, να πιάνουν
και σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. [1.1.2] Το Άργος εκείνα τα χρόνια σε
όλα ξεχώριζε ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Πως
έφτασαν λέει σ᾽ αυτό το Άργος οι Φοίνικες και ξεπουλούσαν το φορτιό τους. [1.1.3]
Όμως την πέμπτη ή την έχτη μέρα αφότου έφτασαν και όταν σχεδόν τα είχαν όλα
ξεπουλήσει, πως κατέβηκαν στη θάλασσα και άλλες πολλές κοπέλες και ανάμεσά
τους η θυγατέρα του βασιλιά· το όνομά της ήταν το ίδιο που λεν και οι Έλληνες, Ιώ
του Ινάχου. [1.1.4] Πως αυτές στάθηκαν στην πρύμη του καραβιού κι αγόραζαν από
τις πραμάτειες ό,τι τραβούσε η καρδιά τους πιο πολύ, και οι Φοίνικες συνεννοημένοι
όρμησαν πάνω τους. Πως βέβαια οι πιο πολλές ξέφυγαν, όμως την Ιώ μαζί με άλλες
την άρπαξαν, τη βάλαν στο καράβι και γρήγορα άνοιξαν πανιά για την Αίγυπτο.
[1.2.1] Έτσι διηγούνται οι Πέρσες πως η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο, όχι όπως οι
Έλληνες, και πως αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Μετά από
αυτά, λένε οι Πέρσες, κάποιοι από τους Έλληνες (γιατί δεν ξέρουν να πουν το όνομά
τους) πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά
την Ευρώπη. Μπορεί και να ᾽ταν Κρήτες. Πως έτσι έγιναν ίσα κι ίσα, όμως μετά οι
Έλληνες έγιναν αίτιοι της δεύτερη αδικίας. [1.2.2] Γιατί μ᾽ ένα μακρύ καράβι
ανέβηκαν τον Φάση ποταμό στην Αία της Κολχίδας, κι αποκεί, σαν αποτέλειωσαν τις
άλλες υποθέσεις τους για τις οποίες πήγαν, άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά τη
Μήδεια. [1.2.3] Πως έστειλε ο Κόλχος στην Ελλάδα κήρυκα και ζητούσε
ικανοποίηση για την αρπαγή, και ζητούσε πίσω την κόρη του· όμως αυτοί
απαντούσαν ότι ούτε εκείνοι δεν τους είχαν δώσει ικανοποίηση για την αρπαγή της
αργίτισσας Ιως· ούτε λοιπόν κι αυτοί θα του τη δώσουν.
[1.3.1] Στην επόμενη γενιά ύστερα από αυτά, λένε πως ο Αλέξανδρος που τα έμαθε,
θέλησε να αποχτήσει γυναίκα από την Ελλάδα με αρπαγή, ξέροντας πως έτσι κι
αλλιώς δε θα δώσει λόγο, αφού και εκείνοι δεν έδωσαν. [1.3.2] Έτσι λοιπόν, σαν
άρπαξε την Ελένη, οι Έλληνες πήραν απόφαση να στείλουν κήρυκες και να ζητούν
την Ελένη πίσω, και να ζητούν ικανοποίηση για την αρπαγή. Όμως εκείνοι στα
επιχειρήματά τους αντίφερναν την αρπαγή της Μήδειας, ότι ούτε οι ίδιοι δεν τους
έδωσαν ικανοποίηση ούτε τους την έδωσαν πίσω, μόλο που τη ζητούσαν, κι ήθελαν
τώρα να πάρουν ικανοποίηση από τους άλλους.
[1.4.1] Πως ώς εδώ μόνο αρπαγές γυναικών έγιναν και από τις δύο μεριές, όμως
αποκεί και πέρα οι Έλληνες βέβαια έπεσαν σε μεγάλο σφάλμα· γιατί πρωτύτερα
αυτοί άρχισαν να εκστρατεύουν στην Ασία απ᾽ ό,τι εκείνοι στην Ευρώπη. [1.4.2]
Πως το να αρπάζει κανείς γυναίκες είναι βέβαια έργο αδίκων ανθρώπων, όμως, μια κι
έγινε η αρπαγή, να θες καλά και σώνει εκδίκηση, αυτό το κάνουν οι ανόητοι· να μη
σε νοιάζει γι᾽ αυτές που σου άρπαξαν, αυτό είναι γνώρισμα των φρονίμων· γιατί
ολοφάνερα, αν δεν το ήθελαν οι ίδιες, δε θα άφηναν να τις αρπάξουν. [1.4.3] Αυτοί οι
Ασιάτες, λεν οι Πέρσες, όταν τους άρπαξαν γυναίκες, δεν το πήραν στα σοβαρά, ενώ
οι Έλληνες για μια γυναίκα σπαρτιάτισσα ξεσήκωσαν ολόκληρη εκστρατεία, ήρθαν
στην Ασία και αφάνισαν τη δύναμη του Πριάμου. [1.4.4] Πως από τότε πια θεωρούν
ότι οι Έλληνες τους είναι εχθροί. Γιατί την Ασία και τα βάρβαρα έθνη που την
κατοικούν, οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες τα
έβλεπαν πάντα σαν κάτι ξεχωριστό.
[1.5.1] Έτσι λεν οι Πέρσες πως έγιναν τα πράγματα, και στην άλωση του Ιλίου
βρίσκουν την αιτία της έχθρας τους προς του Έλληνες. [1.5.2] Για την Ιώ δε
συμφωνούν με τους Πέρσες οι Φοίνικες· γιατί δεν την άρπαξαν αυτοί, λένε, και δεν
την έφεραν στην Αίγυπτο, αλλά ότι στο Άργος έσμιξε με τον καπετάνιο του καραβιού
και, όταν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, από ντροπή για τους γονείς της — έτσι λοιπόν
από μόνη της έφυγε με τα καράβια των Φοινίκων, για να μην προδοθεί. [1.5.3] Αυτά
λεν οι Πέρσες και οι Φοίνικες. Εγώ όμως δεν έρχομαι να μιλήσω γι᾽ αυτά, αν έγιναν
έτσι ή κάπως αλλιώς, αλλά εκείνον που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα
στους Έλληνες, αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της
ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων. [1.5.4]
Γιατί όσες ήταν μεγάλες παλιότερα, οι πιο πολλές τους έχουν γίνει μικρές, κι όσες στα
χρόνια μου ήταν μεγάλες, πριν ήταν μικρές. Την ανθρώπινη λοιπόν ευδαιμονία
ξέροντάς την, πως δε στέκει αμετακίνητη, θα μνημονεύσω το ίδιο και τις δύο.
[1.6.1] Ο Κροίσος ήταν Λυδός στην καταγωγή, γιος του Αλυάττη και τύραννος των
εθνών εκείνων που μένουν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού, που από τα μεσημβρινά
τρέχει ανάμεσα στους Σύριους και τους Παφλαγόνες και χύνεται βορεινά στον
καλούμενο Εύξεινο πόντο. [1.6.2] Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους
βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς
κέρδισε με το μέρος του ως φίλους. Έκανε φόρου υποτελείς τους Ίωνες και τους
Αιολείς και τους Δωριείς της Μικράς Ασίας, κέρδισε με το μέρος του ως φίλους τους
Λακεδαιμόνιους. [1.6.3] Πριν από την αρχή του Κροίσου όλοι οι Έλληνες ήταν
ελεύθεροι. Γιατί των Κιμμερίων ο στρατός που έφτασε στην Ιωνία, όντας
αρχαιότερος από του Κροίσου, δεν προχώρησε στην καθυπόταξη των πόλεων, αλλά
έκανε επιδρομή και αρπαγές.
[1.7.1] Η ηγεμονία, που ήταν πρώτα των Ηρακλειδών, πέρασε στα χέρια της γενιάς
του Κροίσου, στους Μερμνάδες, έτσι: [1.7.2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον
λεν Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή.
Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος
Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος.
[1.7.3] Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του
Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομά του, αυτός
που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. [1.7.4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους
πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που κρατούσε η γενιά τους
από μια δούλη του Ιαρδάνου και από τον Ηρακλή και που βασίλευσαν είκοσι δύο
γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια, κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα
του, ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[1.8.1] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί
της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια
τέτοια πίστη —γιατί ήταν ένας από τους δορυφόρους του ο Γύγης, ο γιος του
Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του— σ᾽ αυτόν λοιπόν το Γύγη
εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις σπουδαιότερες υποθέσεις του, και του παινούσε
ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. [1.8.2] Δεν πέρασε πολύς καιρός —
γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει— κι έλεγε μια μέρα του Γύγη
τέτοια λόγια: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά
της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι
στα μάτια), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή». [1.8.3] Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε:
«Κύριέ μου, τί λόγο αρρωστημένο μού λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την
δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη
και την ντροπή της. [1.8.4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές,
που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη
δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη και
σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[1.9.1] Έτσι μιλώντας πάσχιζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο
κακό. Όμως εκείνος του απαντούσε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Θάρρος, Γύγη, και μη
φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση,
ούτε τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό· [1.9.2] γιατί εγώ θα σε
βάλω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως
μετά από μένα θα έρθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο
ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα
μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. [1.9.3] Όταν από το θρονί
προχωρήσει προς το κρεβάτι, και έτσι βρεθείς πίσω από την πλάτη της, κοίτα μόνος
σου αποκεί και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα».
[1.10.1] Ο Γύγης λοιπόν, μια και δε γινόταν να το ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο
Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε το Γύγη στο δωμάτιο, και
ύστερα αμέσως παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα
ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. [1.10.2] Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη
της, καθώς προχωρούσε η γυναίκα στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Μα η γυναίκα
τον είδε καλά την ώρα που ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άνδρας της,
όμως ούτε φώναξε, μ᾽ όλη της την ντροπή, ούτε έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο
νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. [1.10.3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και
στους άλλους βαρβάρους, είναι μεγάλη ντροπή ακόμη και έναν άντρα να τον δουν
γυμνό.
[1.11.1] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την
ψυχραιμία της. Όμως ευθύς ως ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων
των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι πολύ πιστοί, και έστειλε να φωνάξουν το
Γύγη. Και αυτός δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει τα
πράγματα, ήρθε στην πρόσκλησή της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη
τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. [1.11.2] Μόλις ο Γύγης έφτασε, του μίλησε η
γυναίκα έτσι: «Τώρα σου ανοίγονται δύο δρόμοι, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να
πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη
βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη γίνει και
δεις του λοιπού με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη όσα δε σου επιτρέπεται.
[1.11.3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που
εμένα με είδες γυμνή κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με
τα λόγια της, ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια
τέτοια εκλογή. [1.11.4] Όμως παρόλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη
πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον
σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι — διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την
ακόλουθη ερώτηση: «Μια και με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην
το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιό τρόπο θα του επιτεθούμε». [1.11.5] Και εκείνη
πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος
με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[1.12.1] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, σα νύχτωσε (γιατί δε γινόταν πια ο Γύγης να
ξεφύγει ούτε κι υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να
αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα και κείνη του
έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο θυρόφυλλο. [1.12.2] Μετά, την
ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, βγήκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε, και
έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε και ο
Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο.
[1.13.1] Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί
έτσι που οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν
τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν
το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα
να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. [1.13.2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι
βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των
Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί
ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνο όταν εκπληρώθηκε.
[1.14.1] Έτσι πήραν στα χέρια τους οι Μερμνάδες την τυραννίδα παραμερίζοντας
τους Ηρακλείδες. Όταν ο Γύγης έγινε βασιλιάς, έστειλε πολλά αφιερώματα στους
Δελφούς· προκειμένου για αφιερώματα από ασήμι, υπάρχουν πάρα πολλά δικά του
στους Δελφούς· έξω όμως από ασήμι αφιέρωσε κι άλλο πολύ χρυσάφι και μάλιστα —
κάτι που αξίζει να το θυμάται κανείς— έξι κρατήρες χρυσοί βρίσκονται εκεί,
αφιερώματα δικά του· [1.14.2] είναι στημένοι στο θησαυρό των Κορινθίων και
ζυγίζουν τριάντα τάλαντα. Στην πραγματικότητα ο θησαυρός δεν είναι του δήμου των
Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου, γιου του Ηετίωνα. Αυτός ο Γύγης πρώτος από τους
βαρβάρους, όσο ξέρουμε, αφιέρωσε αναθήματα στους Δελφούς μετά το Μίδα, το γιο
του Γορδία, το βασιλιά της Φρυγίας. [1.14.3] Γιατί βέβαια αφιέρωσε και ο Μίδας τον
βασιλικό του θρόνο, που πάνω του καθισμένος δίκαζε μπροστά στο λαό — έργο
αξιοθέατο. Βρίσκεται και αυτός ο θρόνος όπου και οι κρατήρες του Γύγη. Τα χρυσά
αυτά κα ασημένια αναθήματα του Γύγη στους Δελφούς τα λεν Γυγάδα από το όνομα
του αναθέτη. [1.14.4] Κίνησε κι αυτός επίσης στρατό, όταν πήρε την αρχή στα χέρια
του, εναντίον της Μιλήτου και της Σμύρνης, και κυρίεψε την πόλη της Κολοφώνος.
Αλλά επειδή άλλο έργο σπουδαίο δεν έγινε στα χρόνια της βασιλείας του, που
κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια, θα τον αφήσουμε με αυτά τα λίγα που διηγηθήκαμε.
[1.15.1] Θα μιλήσω τώρα για τον Άρδη, τον γιο του Γύγη που βασίλευσε μετά το
Γύγη. Αυτός πήρε την Πριήνη και μπήκε στη Μίλητο και στα χρόνια που ήταν
τύραννος στις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι, που τους ξεσήκωσαν από τα μέρη τους οι
νομάδες Σκύθες, ήλθαν στην Ασία και κυρίεψαν τις Σάρδεις εκτός από την ακρόπολη.
[1.16.1] Τον Άρδη που βασίλευσε σαράντα εννέα χρόνια τον διαδέχθηκε ο
Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, που βασίλευσε δώδεκα χρόνια, τον Σαδυάττη
πάλι ο Αλυάττης. [1.16.2] Αυτός πολέμησε με τον Κυαξάρη, τον απόγονο
του Δηιόκη, και με τους Μήδους του, έδιωξε τους Κιμμέριους από την
Ασία, κυρίεψε τη Σμύρνη, εποικισμένη από τους Κολοφώνιους, και έκανε
εισβολή στις Κλαζομενές. Ωστόσο αποκεί δεν ξεμπέρδεψε όπως το ήθελε,
παρά αφού έπαθε μεγάλες καταστροφές.
[1.17.1] Έκανε και άλλα έργα, όσο βρισκόταν στην αρχή ο Αλυάττης,
αξιομνημόνευτα, τα εξής: πολέμησε με τους Μιλησίους συνεχίζοντας τον
πόλεμο του πατέρα του. Έκανε επιδρομές και πολιορκούσε τη Μίλητο με
τον ακόλουθο τρόπο: Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα,
τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία
από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους. [1.17.2]
Και όταν έφτανε στη χώρα των Μιλησίων, τις αγροκατοικίες τους ούτε
τις γκρέμιζε ούτε τους έβαζε φωτιά ούτε έσπαζε τις πόρτες, παρά τα
άφηνε όλα στη θέση τους· όμως αφού χαλούσε τα δένδρα και τα
γεννήματα της γης, έφευγε πίσω. [1.17.3] Γιατί οι Μιλήσιοι κρατούσαν τη
θάλασσα, και έτσι ο στρατός δεν είχε νόημα να προχωρήσει σε πολιορκία.
Τις αγροκατοικίες τους δεν τις κατάστρεφε ο λυδός βασιλιάς γι᾽ αυτόν
το λόγο· για να έχουν οι Μιλήσιοι καταφύγιο, και κινώντας αποκεί να
μπορούν να σπέρνουν και να δουλεύουν τη γη τους, ενώ αυτός από τη
δουλειά τους να έχει κάτι να αφανίζει, κάθε που θα έκαμε εισβολή.
[1.18.1] Με αυτή την τακτική κράτησε ο πόλεμος ένδεκα χρόνια, και μέσα
σε αυτά δέχτηκαν οι Μιλήσιοι δύο μεγάλα χτυπήματα, ένα στο Λιμενείο
στη μάχη που έγινε στην ίδια τους τη χώρα, και ένα στην πεδιάδα του
Μαιάνδρου. [1.18.2] Τα έξι από τα ένδεκα χρόνια αρχηγός των Λυδών
ήταν ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, αυτός που και τότε κινούσε το
στρατό του εναντίον της χώρας των Μιλησίων· γιατί αυτός ήταν που
άνοιξε κιόλας τον πόλεμο. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια, που ακολούθησαν τα
έξι του Σαδυάττη, πολεμούσε ο Αλυάττης, που πήρε, όπως προηγουμένως
το είπα, τον πόλεμο από τον πατέρα του και τον συνέχισε με επιμονή.
[1.18.3] Κανείς ανάμεσα στους Ίωνες δεν παραστάθηκε των Μιλησίων, για
να τους ξαλαφρώσει από το βάρος του πολέμου· μόνον οι Χίοι. Αυτοί
ανταποδίδοντας τα ίσα τούς βοήθησαν. Γιατί και οι Μιλήσιοι άλλοτε
βοήθησαν τους Χίους να βαστάξουν τον πόλεμο που έκαναν με τους
Ερυθραίους.
[1.19.1] Στον δωδέκατο χρόνο και ενώ ο στρατός έκαιε τα σπαρτά,
συνέπεσε να γίνει το εξής· ευθύς ως άναψαν τα σπαρτά, ο αέρας που
φυσούσε δυνατά μετάδωσε τη φωτιά στο ναό της Αθηνάς που τη λεν
Ασσησίη, πήρε φωτιά ο ναός και αποκάηκε. [1.19.2] Στην αρχή κανείς δεν
έδωσε σημασία στο γεγονός, αργότερα όμως, όταν ο στρατός γύρισε
πίσω στις Σάρδεις, έπεσε άρρωστος ο Αλυάττης. Και επειδή η αρρώστια
του τραβούσε σε μάκρος, στέλνει στους Δελφούς ανθρώπους του, είτε με
τη συμβουλή κάποιου, ή και μόνος του το αποφάσισε να στείλει και να
ρωτήσει το θεό για την αρρώστια του. [1.19.3] Σ᾽ αυτούς που έφτασαν
στους Δελφούς αρνήθηκε η Πυθία να χρησμοδοτήσει, προτού ξαναχτίσουν
το ναό της Αθηνάς που έκαψαν στην Ασσησό της χώρας των Μιλησίων.
[1.20.1] Το άκουσα στους Δελφούς ο ίδιος και ξέρω πως έτσι έγινε το
πράγμα. Σ᾽ αυτά οι Μιλήσιοι προσθέτουν πως ο Περίανδρος, ο γιος του
Κυψέλου, φίλος στενός του Θρασύβουλου, του τότε τυράννου της
Μιλήτου, σαν έμαθε το χρησμό που προοριζόταν για τον Αλυάττη, έστειλε
αγγελιοφόρο να του τον μαρτυρήσει, για να είναι σε θέση ο Θρασύβουλος,
ξέροντάς τον από πριν, να πάρει αποφάσεις σύμφωνες με την περίσταση.
[1.21.1] Ο Αλυάττης από μέρους του, μόλις του ήρθε το μήνυμα από τους
Δελφούς, αμέσως έστειλε κήρυκα στη Μίλητο, γιατί ήθελε να κάνει
ανακωχή με το Θρασύβουλο και τους Μιλήσιους, όσο καιρό θα του
χρειαζόταν να ξαναχτίσει το ναό. Ο απεσταλμένος τραβούσε για τη
Μίλητο, ενώ ο Θρασύβουλος, καλά πληροφορημένος για όλα και ξέροντας
τί είχε στο νου του να κάνει ο Αλυάττης, νά τί μηχανεύεται· [1.21.2] όσο
σιτάρι υπήρχε στην πόλη, δικό του και των άλλων πολιτών, όλο αυτό το
μάζεψε στην αγορά και παράγγειλε στους Μιλησίους, όταν αυτός θα
δώσει το σύνθημα, τότε όλοι να το ρίξουν στο πιοτό και στο γλέντι
παρέες παρέες.
[1.22.1] Αυτό το έκανε και έδωσε τέτοια παραγγελία ο Θρασύβουλος από
σκοπού· έτσι όπως θα έβλεπε ο κήρυκας από τις Σάρδεις σωρό μεγάλο το
σιτάρι στην αγορά και τους ανθρώπους να γλεντούν, να πάει να τα πει
στον Αλυάττη. [1.22.2] Έτσι και έγινε· γιατί σαν τα είδε εκείνα ο κήρυκας
και είπε του Θρασύβουλου τις παραγγελίες του Λυδού, γύρισε πίσω στις
Σάρδεις και, όπως πληροφορούμαι, η συμφιλίωση έγινε όχι για άλλον λόγο
παρά γι᾽ αυτόν: [1.22.3] περιμένοντας δηλαδή ο Αλυάττης να βρει στη
Μίλητο μεγάλη πείνα, και το λαό ριγμένο στην πιο μεγάλη εξαθλίωση,
άκουσε τον κήρυκα που γύρισε από τη Μίλητο να του λέει τα αντίθετα απ᾽
ό,τι ο ίδιος περίμενε με βεβαιότητα. [1.22.4] Ύστερα και η συμφιλίωσή
τους έγινε με τον όρο να είναι φίλοι μεταξύ τους και σύμμαχοι, και δύο
ναούς αντί για έναν έχτισε της Αθηνάς ο Αλυάττης στην Ασσησό, και ο
ίδιος σηκώθηκε από την αρρώστια του. Ο πόλεμος λοιπόν του Αλυάττη με
τους Μιλήσιους και το Θρασύβουλο αυτό το τέλος πήρε.
[1.23.1] Ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, αυτός που μήνυσε στο
Θρασύβουλο το χρησμό. Ήταν ο Περίανδρος τύραννος στην Κόρινθο. Του
συνέβη λεν οι Κορίνθιοι (και συμφωνούν μαζί τους και οι Μυτιληναίοι) να
δει στη ζωή του ένα πολύ μεγάλο θαύμα: τον Αρίονα τον Μηθυμναίο, που
πάνω σε ένα δελφίνι βγήκε στο Ταίναρο, αυτόν που ήταν κιθαρωδός, ο
καλύτερος από τους σύγχρονούς του, και τον διθύραμβο πρώτος από
όλους, όσο ξέρουμε, και σύνθεσε και ονόμασε και δίδαξε στην Κόρινθο.
[1.24.1] Αυτός ο Αρίων λένε, αφού καιρό πολύ έζησε στην αυλή του
Περιάνδρου, πως του ήρθε η επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη
Σικελία, και σαν μάζεψε πλούτη μεγάλα, θέλησε να γυρίσει πίσω στην
Κόρινθο. [1.24.2] Πως ξεκίνησε από τον Τάραντα και έτσι που σε κανένα
δεν είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση στους Κορίνθιους, ναύλωσε ένα
καράβι με πλήρωμα Κορίνθιους. Πως στην ανοιχτή θάλασσα αυτοί
επιβουλεύτηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στο πέλαγος και να κρατήσουν
τα λεφτά του. Πως εκείνος το κατάλαβε και τους παρακαλούσε να του
χαρίσουν τη ζωή, και τα λεφτά τούς τα έδινε. [1.24.3] Όμως δεν τους
έπειθε μ᾽ αυτά, αλλά οι ναύτες τον έσπρωχναν ή να σκοτωθεί μόνος, αν
ήθελε να ταφεί σε χώμα, ή να πηδήσει στη θάλασσα το γρηγορότερο.
[1.24.4] Πως έτσι που βρέθηκε ο Αρίων σε αδιέξοδο, τους παρακάλεσε,
μια και πήραν μια τέτοια απόφαση, να τον αφήσουν με όλη του τη στολή
να σταθεί στο κατάστρωμα της πρύμης και να τραγουδήσει· μετά το
τραγούδι δεχόταν να θανατωθεί. [1.24.5] Πως τους άρεσε αυτών η ιδέα
να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον καλύτερο τραγουδιστή ανάμεσα
στους ανθρώπους, και έτσι τραβήχτηκαν από την πρύμη στη μέση του
καραβιού. Και πως εκείνος φόρεσε όλη του τη στολή, πήρε στα χέρια του
την κιθάρα, στάθηκε στο κατάστρωμα και τραγούδησε ώς το τέλος τον
όρθιον νόμον· με το τέλος του τραγουδιού ρίχτηκε στη θάλασσα έτσι
όπως ήταν, με όλη του τη σκευή. [1.24.6] Πως αυτοί συνέχισαν το ταξίδι
τους για την Κόρινθο, όμως εκείνον, λένε, ένα δελφίνι τον σήκωσε στη
ράχη του και τον έβγαλε στο Ταίναρο. Πως ύστερα από την απόβασή του
τράβηξε για την Κόρινθο έτσι ντυμένος που ήταν, και σαν έφτασε, τα
διηγήθηκε όλα καταλεπτώς. [1.24.7] Πως ο Περίανδρος, επειδή δεν τον
πίστεψε, φύλαξε τον Αρίονα και δεν τον άφηνε να πάει πουθενά, όμως
ταυτόχρονα περίμενε και τους ναυτικούς. Πως μόλις αυτοί έφτασαν, τους
φώναξε και τους ρωτούσε να του πουν τί ήξεραν για τον Αρίονα. Και όπως
εκείνοι ισχυρίστηκαν πως είναι σώος κάπου στην Ιταλία και ότι πολύ καλά
τον άφησαν στον Τάραντα, βγήκε μπροστά τους ο Αρίων έτσι όπως ήταν,
όταν πήδησε από το καράβι. Πως αυτοί τα έχασαν και δε μπορούσαν πια
να το αρνηθούν και παραδέχτηκαν το κρίμα τους. [1.24.8] Αυτά λεν οι
Κορίνθιοι και οι Λέσβιοι, και του Αρίονα υπάρχει χάλκινο άγαλμα, όχι
μεγάλο, στο Ταίναρο: σε δελφίνι επάνω ένας άνθρωπος.
[1.25.1] Ο Αλυάττης ο λυδός, αφού κράτησε και τέλειωσε τον πόλεμο με
τους Μιλησίους, αργότερα πεθαίνει· η βασιλεία του βάστηξε πενήντα
επτά χρόνια. [1.25.2] Αφιέρωσε, όταν γλίτωσε από την αρρώστια του,
(δεύτερος αυτός από την ίδια βασιλική οικογένεια) στους Δελφούς έναν
κρατήρα ασημένιο μεγάλο, με βάση σιδερένια κολλητή, το πιο αξιοθέατο
ανάθημα από όλα των Δελφών, έργο του Γλαύκου από τη Χίο, που πρώτος
αυτός από όλους τους ανθρώπους βρήκε τον τρόπο για να συγκολλά το
σίδερο.
[1.26.1] Μετά το θάνατό του, τον Αλυάττη τον διαδέχθηκε στη βασιλεία ο
Κροίσος, γιος του Αλυάττη, σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Αυτός
πρώτους από τους Έλληνες χτύπησε του Εφεσίους. [1.26.2] Τότε λοιπόν οι
Εφέσιοι, στενεμένοι από την πολιορκία, αφιέρωσαν την πόλη τους στην
Άρτεμη, δένοντας ένα σχοινί από το ναό ώς το τείχος. Η απόσταση από
την παλιά πόλη, που την πολιορκούσαν τότε, ώς το ναό είναι επτά στάδια.
[1.26.3] Πρώτα λοιπόν αυτούς χτύπησε ο Κροίσος κι ύστερα με τη σειρά
μια μια τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων, την καθεμιά με
διαφορετικό πρόσχημα· σε όσες μπορούσε να βρει μεγαλύτερα
φταιξίματα, τις κατηγορούσε για μεγαλύτερα, τις άλλες τις κατηγορούσε
για μικρότερα.
[1.27.1] Κι όταν πια οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τού υποτάχτηκαν και
έγιναν φόρου υποτελείς, έβαλε στο νου του παραπέρα να κάνει καράβια
και να χτυπήσει τους νησιώτες. [1.27.2] Όμως ενώ ήταν όλα έτοιμα και
τα καράβια στα σκαριά, άλλοι λεν πως έφτασε στις Σάρδεις ο Βίας από
την Πριήνη, άλλοι ο Πιττακός από τη Μυτιλήνη. Στην ερώτηση του
Κροίσου αν υπήρχε τίποτε νεότερο από την Ελλάδα, αυτός με την εξής
απάντηση σταμάτησε τη ναυπήγηση: [1.27.3] «Βασιλιά μου, οι νησιώτες
ετοιμάζουν δέκα χιλιάδες ιππικό, έχοντας στο νου τους να βαδίσουν
εναντίον των Σάρδεων και καταπάνω σου». Ο Κροίσος τότε πιστεύοντας
πως του έλεγε ο άλλος την αλήθεια είπε: «Μακάρι μια τέτοια σκέψη να
βάλουν οι θεοί στο νου των νησιωτών, να έρθουνε να χτυπήσουν τη φύτρα
των Λυδών με ιππικό». [1.27.4] Κι αυτός πήρε το λόγο κι είπε: «Βασιλιά
μου, πρόθυμα μου έδειξες πως εύχεσαι να πιάσεις το ιππικό των νησιωτών
στην ξηρά, κι είναι σωστή η σκέψη σου. Όμως και οι νησιώτες τί άλλο
περιμένεις πως εύχονται παρά, αφότου έμαθαν ότι εσύ ετοιμάζεις
καράβια για να τους χτυπήσεις, παρακαλούνε τους θεούς να πιάσουν τους
Λυδούς στη θάλασσα και έτσι να σε εκδικηθούνε για χάρη των Ελλήνων
που κατοικούν τις ακτές και που εσύ τους σκλάβωσες;» [1.27.5] Πολύ του
άρεσε του Κροίσου ο συλλογισμός και, μια και βρήκε τη γνώμη ό,τι
χρειαζόταν για την περίσταση, πείστηκε και σταμάτησε τη ναυπήγηση.
Και έτσι έκλεισε η φιλία με τους νησιώτες Ίωνες.
[1.28.1] Μετά από καιρό και όταν όλοι σχεδόν που κατοικούν στη μέσα
μεριά του Άλη ποταμού έγιναν υποχείριοί του· γιατί έξω από τους Κίλικες
και τους Λυκίους υποδούλωσε και είχε στη διάθεσή του κι όλους τους
άλλους λαούς ο Κροίσος· κι αυτοί είναι οι Λυδοί, οι Φρύγες, οι Μυσοί, οι
Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θράκες Θυνοί και Βιθυνοί, Κάρες,
Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς και οι Πάμφυλοι.
[1.29.1] Είχαν λοιπόν όλοι αυτοί υποταχτεί και ο Κροίσος τούς είχε
προσαρτήσει στο λυδικό βασίλειο, όταν φτάνουν στην πλούσια τότε και
ακμάζουσα πόλη των Σάρδεων και άλλοι, όλοι οι σοφοί της Ελλάδος που
ζούσαν τα χρόνια εκείνα, όπως ο καθένας τους έφτανε, και ανάμεσά τους
ο Σόλων ο Αθηναίος· αυτός μετά τους νόμους που έβαλε στους
Αθηναίους, γιατί του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με
την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να
μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.
[1.29.2] Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι,
επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους
νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων.
[1.30.1] Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο και γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο,
αποδήμησε ο Σόλων και έφτασε και στην Αίγυπτο, στην αυλή του Άμαση,
κι ύστερα στις Σάρδεις, στην αυλή του Κροίσου. Σαν έφτασε, τον
φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή
την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το
Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα
και πλούσια. [1.30.2] Τον άφησε ο Κροίσος να τα δει όλα και να τα
εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση:
«Ξένε, ώς εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα
ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς
χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα ξύπνησε μέσα μου
η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κάποιον άνθρωπο κιόλας που να είναι ο
πιο ευτυχισμένος από όλους». [1.30.3] Εκείνος έκανε την ερώτηση με την
ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά:
«Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο». [1.30.4] Σάστισε ο Κροίσος με την
απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως
είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Και κείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα
πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε
από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη
αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη:
[1.30.5] σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα,
όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο
ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν
μεγάλες τιμές».
[1.31.1] Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα
είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο
Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως
τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων
αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. [1.31.2] Αυτοί, που ήταν από
αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη
τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε
μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν
οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει
οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην
ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να
περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το
αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο
τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό. [1.31.3] Το κατόρθωμά
τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε
λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός
πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι
Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη
τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια
παιδιά. [1.31.4] Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους
επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και
ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την
τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.
[1.31.5] Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν
κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η
ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα
αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι
άνδρες».
[1.32.1] Ο Σόλων έτσι έδωσε σ᾽ αυτούς το δεύτερο βραβείο της
ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: «Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν
ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι,
ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Και
εκείνος είπε: «Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω καλά ότι ο θεός είναι όλος
φθόνο και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα
πράγματα. [1.32.2] Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει
που δε θα τα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια ανεβάζω
το όριο της ζωής του ανθρώπου. [1.32.3] Τα εβδομήντα αυτά χρόνια
δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα μέρες, αν δε
λογαριαστεί ο εμβόλιμος μήνας. Αν όμως κάθε δεύτερο έτος χρειαστεί να
μακρύνει κατά ένα μήνα, για να συμπέσει ο κύκλος των εποχών με το
τέλος του, καθώς αυτές θα αρχίζουν κανονικά, στα εβδομήντα χρόνια οι
εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε, και οι μέρες από τους μήνες
αυτούς χίλιες πενήντα. [1.32.4] Από όλες αυτές τις μέρες των εβδομήντα
χρόνων, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, ούτε μια τους
δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο
άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης. [1.32.5] Σ᾽ εμένα βέβαια εσύ
φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών
ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω,
πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο
ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του,
εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα
τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως,
και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς. [1.32.6] Ο πολύ πλούσιος,
δύστυχος όμως, σε δύο σημεία μόνον ξεπερνά τον ευτυχισμένο, ενώ αυτός
τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά. Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να
ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη
που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη. Όμως ο άλλος τον ξεπερνά στα
ακόλουθα σημεία: τη συμφορά και τις επιθυμίες του δεν έχει όμοια
δύναμη να τις βαστάξει, από αυτά όμως τον προστατεύει η ευτυχία· ούτε
σακάτης είναι ούτε άρρωστος ούτε συφοριασμένος, αλλά καλότεκνος,
ωραίος. [1.32.7] Και αν πλάι σ᾽ αυτά τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή
του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται
ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και
να μη τον λέει ευτυχισμένο, αλλά πως του χαμογελά η τύχη. [1.32.8] Γιατί
όλα αυτά που είπαμε, να βρεθούν συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο είναι
αδύνατο, όπως καμιά χώρα δεν είναι αυτάρκης παράγοντας ό,τι της
χρειάζεται, αλλά άλλα αγαθά τα έχει κι άλλα της λείπουν· εκείνη που θα
τύχει να έχει τα πιο πολλά αγαθά, αυτή είναι και η καλύτερη. Έτσι και του
ανθρώπου η ύπαρξη, μία προς μία, καμία δεν είναι αυτάρκης. Γιατί το ένα
το έχει, το άλλο της λείπει. [1.32.9] Και όποιος τύχει, όσο ζει, να έχει τα
πιο πολλά αγαθά, κι ύστερα να βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για
μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο αυτόν. Πρέπει λοιπόν σε κάθε
πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του, πού θα βγει. Γιατί πολλούς βέβαια ο
θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους
γκρέμισε κάτω συθέμελα».
[1.33.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια του δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον
Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε,
πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά που
είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε το
κάθε πράγμα πού τελειώνει.
[1.34.1] Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η
θεϊκή οργή, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους τους
ανθρώπους ο πιο ευτυχισμένος. Δεν άργησε να ᾽ρθει στον ύπνο του το
όνειρο, που του φανέρωσε την αλήθεια για τις συμφορές που έμελλε να
βρουν το γιο του. [1.34.2] Είχε δύο γιους ο Κροίσος, που ο ένας τους ήταν
άχρηστος, καθότι κωφάλαλος, ο άλλος όμως ξεχώριζε από τους
συνομήλικούς του πολύ, σε όλα πρώτος. Λεγόταν Άτης. Αυτόν λοιπόν τον
Άτη φανερώνει το όνειρο στον Κροίσο πως θα τον χάσει, χτυπημένο από
σιδερένια αιχμή. [1.34.3] Και αυτός σαν ξύπνησε και συλλογίστηκε το
πράγμα, γεμάτος τρόμο από το όνειρο, βιάζεται να παντρέψει το παιδί
του, και ενώ ο γιος του πρώτα συνήθιζε να είναι αρχηγός των Λυδών στις
εκστρατείες, τώρα πια με κανέναν τρόπο δεν τον άφηνε να φύγει από
κοντά του για έναν τέτοιο σκοπό, και τα ακόντια και τα δόρατα κι όλα τα
τέτοια που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον πόλεμο, τα σήκωσε από τα
διαμερίσματα των ανδρών και τα στοίβαξε στις αποθήκες, μήπως κανένα
αποκεί που κρεμόταν πέσει πάνω στο παιδί του.
[1.35.1] Καταγινόταν ο Κροίσος με το γάμο του παιδιού του, όταν φτάνει
στις Σάρδεις άνθρωπος συφοριασμένος, με μολεμένα τα χέρια του από
αίμα, φρυγικής καταγωγής, από γενιά βασιλική. Σαν έφτασε αυτός στο
παλάτι του Κροίσου, παρακαλούσε να εξαγνιστεί με καθαρμό σύμφωνα με
τα ντόπια έθιμα, και ο Κροίσος τον εξάγνισε. [1.35.2] Είναι παραπλήσιος ο
καθαρμός στους Λυδούς και τους Έλληνες. Αφού ο Κροίσος έκανε τα
νόμιμα του καθαρμού, τότε μόνο τον ρώτησε από πού και ποιός ήταν
λέγοντάς του: [1.35.3] «Άνθρωπέ μου, ποιός είσαι και από ποιό μέρος της
Φρυγίας μάς ήρθες στο παλάτι; Ποιόν άνδρα ή γυναίκα σκότωσες;» Και
αυτός απάντησε: «Βασιλιά μου, είμαι ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, το
όνομά μου είναι Άδραστος, και επειδή σκότωσα τον αδελφό μου άθελά
μου, βρίσκομαι εδώ εξορισμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από
όλα». [1.35.4] Και ο Κροίσος τού αποκρινόταν με αυτά τα λόγια: «Φίλων
τυχαίνει να είσαι φύτρα και ήρθες σε φίλους, όπου δε θα σου λείψει
τίποτε, αν μείνεις κοντά μας. Αν μπορέσεις να πάρεις τη συμφορά σου όσο
πιο λαφριά γίνεται, θα βγεις πολύ ωφελημένος».
[1.36.1] Ο Άδραστος από τότε ζούσε στην αυλή του Κροίσου. Όμως την
ίδια εποχή παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας μέγα θεριό, ένας
κάπρος. Ξεκινώντας από το βουνό αυτό κατάστρεφε τα σπαρτά των
Μυσών, και μολονότι πολλές φορές οι Μυσοί βγήκαν να τον χτυπήσουν,
δεν κατάφεραν να του κάνουν κανένα κακό, αυτός τους αφάνιζε. [1.36.2]
Τέλος ήρθαν στον Κροίσο αγγελιοφόροι των Μυσών και νά τί του έλεγαν:
«Βασιλιά, μεγάλο πράγμα, ένας κάπρος φάνηκε στη χώρα μας, που
καταστρέφει τα σπαρτά μας. Κάναμε καθετί να τον σκοτώσουμε, μα δεν
μπορέσαμε. Γι᾽ αυτό σε παρακαλούμε να μας δώσεις το γιο σου και
συνοδεία από διαλεχτά παλικάρια και σκυλιά, για να μπορέσουμε να
απαλλάξουμε τη χώρα μας από το θεριό». [1.36.3] Εκείνοι γι᾽ αυτά
παρακαλούσαν, όμως ο Κροίσος, φέρνοντας στο μυαλό του το όνειρο,
τους απαντούσε: «Για το παιδί μου μην πείτε λόγο πια, γιατί είναι
αδύνατο να το στείλω μαζί σας· είναι νιόπαντρος κι έχει τις έγνοιες του
τώρα. Όμως θα σας δώσω ξεχωριστά παλικάρια της Λυδίας και όλα τα
κυνηγητικά μου σκυλιά για συνοδεία, και θα προστάξω σε όσους θα
έρθουν να δείξουν όλον τους το ζήλο και να σας βοηθήσουν να
απαλλάξετε τη χώρα από το θεριό».
[1.37.1] Αυτή ήταν η απάντηση του Κροίσου, και οι Μυσοί φαίνονταν
ευχαριστημένοι, όταν ξαφνικά έρχεται μέσα ο γιος του Κροίσου, που είχε
ακούσει τί ζητούσαν οι Μυσοί. Και όπως ο Κροίσος αρνιόταν να στείλει το
γιο του μαζί τους, ο νέος τού λέει: [1.37.2] «Μπορούσαμε άλλοτε, πατέρα,
να χαιρόμαστε την πιο ωραία, την πιο γενναία φήμη, πηγαίνοντας στον
πόλεμο και στο κυνήγι. Τώρα όμως και από τα δύο με κρατάς μακριά, ενώ
δε νομίζω πως είδες να έδειξα δειλία σε κάτι ή δισταγμό. Τώρα με τί
μάτια, πες μου, θα δω τον κόσμο, όταν πηγαίνω και επιστρέφω από την
αγορά; [1.37.3] Τί θα πουν για μένα οι συμπολίτες μου κι η νιόπαντρη
γυναίκα μου; Τί λογής άντρα θα στοχαστεί εκείνη ότι έχει δίπλα της; Ή
άσε με λοιπόν, πατέρα, να πάω στο κυνήγι ή με τα λόγια σου μετάπεισέ με
πως είναι καλύτερα για μένα έτσι όπως γίνεται».
[1.38.1] Του αποκρίνεται ο Κροίσος: «Παιδί μου, ούτε δειλία σού
καταλογίζω ούτε τίποτε άλλο άπρεπο, και κάνω ό,τι κάνω· αλλά ένα
ονειροφάντασμα ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως λίγες είναι οι μέρες
σου, γιατί θα σε αφανίσει μια σιδερένια αιχμή. [1.38.2] Μπροστά λοιπόν σ᾽
αυτό το όνειρο, και το γάμο σου βιάστηκα να κάνω και δε σε αφήνω να
πας σ᾽ αυτή την επιχείρηση, θέλοντας να σε προστατεύσω, μήπως και το
μπορέσω, όσο ζω, να σε ξεκλέψω του θανάτου. Γιατί το ξέρεις, μου είσαι
μοναχοπαίδι — τον άλλο, έτσι σακάτης που είναι, πες πως δεν τον έχω».
[1.39.1] Αποκρίνεται ο νέος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Έχεις δίκιο, πατέρα,
ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, να με προσέχεις έτσι. Όμως αυτό που δεν
καταλαβαίνεις, ένα σημείο του ονείρου που σου ξεφεύγει, αυτό ας μου
συγχωρεθεί να σου το πω εγώ. [1.39.2] Λες ότι το όνειρο είπε πως
σιδερένια αιχμή θα με σκοτώσει. Όμως του κάπρου πού είναι τα χέρια,
πού η σιδερένια του αιχμή που εσύ φοβάσαι; Αν έλεγε βέβαια πως θα
πεθάνω από δόντι ή από τίποτε άλλο παρόμοιο, θα είχες δίκιο να κάνεις
ό,τι κάνεις. Όμως τώρα μίλησε για σιδερένια αιχμή. Αφού λοιπόν δεν
πρόκειται για μάχη με άνδρες, άφησέ με να πάω».
[1.40.1] Απαντά ο Κροίσος: «Παιδί μου, βρήκες τον τρόπο να με νικήσεις
με την εξήγηση που έδωσες στο όνειρο. Λοιπόν, νικημένος από σένα,
αλλάζω γνώμη και σ᾽ αφήνω να πας στο κυνήγι».
[1.41.1] Έκλεισε τη συζήτηση ο Κροίσος, και στέλνει και φωνάζει τον
φρύγα Άδραστο και, όταν εκείνος έφτασε, του λέει: «Άδραστε, εγώ, όταν
σε χτύπησε μια συμφορά αχάριστη (δε σε κατηγορώ γι᾽ αυτό), σε
εξάγνισα, σε δέχτηκα στο σπίτι μου και σου τα δίνω όλα για να ζεις.
[1.41.2] Τώρα λοιπόν —γιατί αφού εγώ σου έκανα πρώτος το καλό, πρέπει
και συ να με ανταμείψεις με καλό— σε χρειάζομαι να γίνεις φύλακας του
παιδιού μου, που ξεκινά για το κυνήγι, μη και σας απαντήσουν κακούργοι
κλέφτες και σας κάνουν κακό. [1.41.3] Εξάλλου πρέπει και συ να βγεις
όπου με τα έργα σου θα έδειχνες την αξία σου· αυτό σού είναι
πατροπαράδοτη κληρονομιά και δε σου λείπει φυσικά κι η δύναμη».
[1.42.1] Ο Άδραστος αποκρίνεται: «Βασιλιά μου, σε άλλη περίσταση εγώ
δε θα πήγαινα σε έναν τέτοιο αγώνα. Γιατί ούτε με τη συμφορά που με
βαραίνει ταιριάζει να μπαίνω σε κύκλο συνομηλίκων μου που είναι
ευτυχισμένοι, ούτε και η διάθεση υπάρχει, και θα είχα πολλούς λόγους να
κρατηθώ. [1.42.2] Τώρα όμως που συ με παρακινείς και πρέπει να σου
κάνω τη χάρη (γιατί έχω χρέος να σε ανταμείψω με καλό), είμαι έτοιμος
για ό,τι ζητάς: και το παιδί σου που παραγγέλλεις να προσέχω, πρόσμενέ
το πίσω να γυρίσει γερό, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από το φύλακά του».
[1.43.1] Με αυτά τα λόγια αποκρίθηκε ο Άδραστος στον Κροίσο, κι ύστερα
ξεκίνησαν συντροφεμένοι από ξεχωριστά παλικάρια και λαγωνικά. Σαν
έφτασαν στο όρος του Ολύμπου, έψαχναν για το θεριό, και όταν το
βρήκαν, στάθηκαν ένα γύρο και του έριχναν τα ακόντια στη μέση.
[1.43.2] Τότε λοιπόν ο ξένος, αυτός ο εξαγνισμένος από το φονικό που το
όνομά του ήταν Άδραστος, έριξε το κοντάρι του στον κάπρο — κι αυτού
ξαστόχησε, πετυχαίνει όμως το γιο του Κροίσου. [1.43.3] Χτυπημένος ο
νέος από σιδερένια αιχμή ξεπλήρωσε τον λόγο του ονείρου, ενώ κάποιος
έτρεχε να αναγγείλει το γεγονός στον Κροίσο, και σαν έφτασε στις
Σάρδεις, του φανέρωσε το χτύπημα και το θάνατο του παιδιού του.
[1.44.1] Και ο Κροίσος συντριμμένος από το θάνατο του γιου του,
χτυπιόταν ακόμη πιο πολύ, που το γιο του τον σκότωσε εκείνος που ο
ίδιος εξάγνισε από φονικό. [1.44.2] Μέσα στον σκληρό πόνο που του
έφερνε η συμφορά του, καλούσε μάρτυρα το Δία, ως θεό της κάθαρσης,
για όσα έπαθε από τον ξένο, καλούσε τον προστάτη του σπιτιού και της
φιλίας, ονομάζοντας τον ίδιο πάλι θεό· τον προστάτη του σπιτιού, γιατί
μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το
φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως
φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός.
[1.45.1] Σε λίγο φάνηκαν και οι Λυδοί κρατώντας στα χέρια τους τον
νεκρό, ενώ από πίσω ακολουθούσε ο φονιάς. Στάθηκε μπρος από το νεκρό
σώμα και πρόσφερνε τον εαυτό του στον Κροίσο, τείνοντάς του τα χέρια,
και τον παρακαλούσε να τον σφάξει πάνω στον νεκρό, ενώ ταυτόχρονα
μνημόνευε και την πρώτη του συμφορά και πλάι σ᾽ εκείνη πως αφάνισε
τον άνθρωπο που τον εξάγνισε, και έτσι η ζωή του έγινε αβάσταχτη.
[1.45.2] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κροίσος συμπονεί τον Άδραστο,
κι ας ήταν βυθισμένος ο ίδιος στη δική του τόσο μεγάλη συμφορά, και του
λέει: «Ξένε, έχω από σένα όλη τη δικαιοσύνη, αφού ο ίδιος καταδικάζεις
τον εαυτό σου σε θάνατο. Δεν είσαι εσύ αυτής της συμφοράς μου ο
αίτιος, παρά όσο άθελά σου έγινες όργανό της, αλλά θαρρώ κάποιος από
τους θεούς, που από καιρό μού φανέρωσε τί μου έμελλε να πάθω».
[1.45.3] Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε, όπως ταίριαζε, το γιο του. Όμως ο
Άδραστος, ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, αυτός που στάθηκε φονιάς
του αδελφού του και φονιάς αυτού που τον εξάγνισε, όταν σκόρπισαν όλοι
και έγινε ησυχία γύρω από το μνήμα, μέσα στη συναίσθησή του ότι είναι,
από τους ανθρώπους που γνώρισε ο ίδιος στη ζωή του, ο πιο
συφοριασμένος, σφάζεται πάνω στον τάφο μόνος του.
[1.59.1] Από αυτά λοιπόν τα δύο φύλα για το αττικό πήρε πληροφορίες ο
Κροίσος ότι ήταν υποχείριο και χωρισμένο σε φατρίες κάτω από την
εξουσία του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη, που την εποχή εκείνη
τυράννευε στην Αθήνα. Στον Ιπποκράτη, που ως απλός ιδιώτης πήγε να
παρακολουθήσει τους ολυμπιακούς αγώνες, συνέβη μεγάλο θαύμα: είχε
κιόλας θυσιάσει τα ιερά σφάγια, και εκεί που τα λεβέτια στέκονταν
γεμάτα κρέατα και νερό, δίχως φωτιά πήραν να βράζουν και ξεχείλισαν.
[1.59.2] Και ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, που έτυχε να είναι εκεί και είδε το
θαύμα, έδωσε την ακόλουθη συμβουλή στον Ιπποκράτη: να μην πάρει στο
σπίτι του γυναίκα που να μπορεί να κάνει παιδιά· αν κιόλας είχε, να τη
διώξει τη γυναίκα του, κι αν συνέβαινε να έχει και κανένα παιδί, να το
απαρνηθεί. [1.59.3] Όμως μ᾽ όλες τις συμβουλές του Χίλωνα, ο
Ιπποκράτης δε θέλησε να τον ακούσει. Απόχτησε μετά τον Πεισίστρατο,
αυτόν που, όταν ήρθαν σε διαμάχη οι Αθηναίοι που κατοικούσαν στα
παράλια με τους πεδινούς —οι πρώτοι με αρχηγό τον Μεγακλή, γιο του
Αλκμέωνα, κι οι πεδινοί με τον Λυκούργο, γιο του Αριστολαΐδη— έβαλε
στο νου του να γίνει καλά και σώνει τύραννος και οργάνωσε μια τρίτη
μερίδα. Μάζεψε έτσι στασιαστές και με το πρόσχημα πως θέλει να είναι
προστάτης των βουνίσιων, νά τί μηχανεύεται: [1.59.4] Τραυμάτισε τον
εαυτό του και τα μουλάρια του, και ξαμόλησε την άμαξά του στην αγορά,
κάνοντας πως τάχα ξέφυγε τους εχθρούς, που δήθεν την ώρα που αυτός
πήγαινε στο χωράφι του, θέλησαν να τον σκοτώσουν· και ζητούσε από το
δήμο να του εξασφαλίσει μια σωματοφυλακή, αυτουνού που ως στρατηγός
δοξάστηκε στην εκστρατεία εναντίον των Μεγαρέων, όταν πήρε τη
Νίσαια, και έκανε κι άλλα κατορθώματα μεγάλα. [1.59.5] Ο δήμος των
Αθηναίων γελάστηκε, και ύστερα από διαλογή ανάμεσα στους πολίτες,
του έδωσε μιαν ομάδα ανδρών, αυτούς που βέβαια δεν έγιναν δορυφόροι
του Πεισιστράτου αλλά ροπαλοφόροι· γιατί κρατώντας ξύλινα ραβδιά τον
ακολουθούσαν από πίσω. [1.59.6] Ξεσηκώθηκαν λοιπόν αυτοί μαζί με τον
Πεισίστρατο και πήραν την ακρόπολη. Τότε ο Πεισίστρατος πήρε στα
χέρια του την εξουσία στην Αθήνα, δίχως όμως ούτε τις αρχές που
υπήρχαν να πειράξει ούτε να αλλάξει τους θεσμούς· με σεβασμό προς τα
καθεστώτα κυβερνούσε την πόλη, ρυθμίζοντάς τα όλα ωραία και καλά.
[1.60.1] Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και ύστερα από συνεννόηση
μεταξύ τους, οι στασιαστές του Μεγακλή και του Λυκούργου τον πετούν
από την αρχή. Έτσι ο Πεισίστρατος έγινε για πρώτη φορά κύριος στην
Αθήνα, και την τυραννική εξουσία, που ακόμη δεν είχε καλά ριζώσει, την
έχασε μέσα από τα χέρια του, ενώ εκείνοι που τον κυνήγησαν άρχισαν
αμέσως πάλι να αλληλοτρώγονται. [1.60.2] Στενεμένος από τους δικούς
του στασιαστές ο Μεγακλής έστειλε κήρυκα στον Πεισίστρατο και του
πρότεινε, αν ήθελε, να πάρει για γυναίκα του την κόρη του και σε
αντάλλαγμα να τον κάνει τύραννο. [1.60.3] Καθώς ο Πεισίστρατος
δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε με τους όρους, για να πετύχει την
επιστροφή του στην Αθήνα μηχανεύτηκε ένα σχέδιο, που εγώ το βρίσκω
πολύ αφελές (όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι οι Έλληνες από παλιότερα
ξεχώρισαν από τους βαρβάρους, έτσι που και ευφυέστεροι ήσαν και
απαλλαγμένοι από ανόητες αφέλειες) — αν πραγματικά αυτοί τότε
μηχανεύτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο στους Αθηναίους, που είχαν τη φήμη
πως ήσαν πρώτοι στη σοφία ανάμεσα στους Έλληνες: [1.60.4] Στο δήμο
της Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Φύη, ψηλή
τέσσερις πήχεις παρά τρία δάχτυλα και επιπλέον ωραία. Αυτής της
γυναίκας τής φόρεσαν πανοπλία, την ανέβασαν σε άρμα και αφού τη
δασκάλεψαν πώς να στέκεται, ώστε να φαίνεται όσο γινόταν πιο
μεγαλόπρεπη, την οδηγούσαν στέλνοντας μπροστά κήρυκες, που έφτασαν
στην πόλη και φώναζαν ό,τι τους είχαν προστάξει, λέγοντας αυτά:
[1.60.5] «Αθηναίοι, δεχθείτε με αγαθή ψυχή τον Πεισίστρατο, που η
Αθηνά, τιμώντας τον πάνω από κάθε άνθρωπο, η ίδια τον φέρνει πίσω
στην ακρόπολή της». Οι κήρυκες λοιπόν σκόρπισαν παντού κι αυτά
φώναζαν, και αμέσως στις συνοικίες απλώθηκε η φήμη πως η Αθηνά
φέρνει πίσω τον Πεισίστρατο· οι άνθρωποι της πόλης πιστεύοντας πως η
γυναίκα αυτή ήταν θεά, προσκύνησαν τούτη την ύπαρξη και δέχονταν τον
Πεισίστρατο.
[1.61.1] Όταν με τον τρόπο που είπαμε πήρε πίσω την τυραννίδα ο
Πεισίστρατος, κατά τη συμφωνία που είχε κάνει με το Μεγακλή, παίρνει
γυναίκα του την κόρη του Μεγακλή. Όμως έτσι που ο ίδιος είχε μεγάλα
αγόρια και για τους Αλκμεωνίδες υπήρχε η φήμη πως ήταν καταραμένοι,
επειδή δεν ήθελε να αποχτήσει από την καινούργια του γυναίκα παιδιά,
έσμιγε μαζί της παρά φύση. [1.61.2] Το πράγμα το κρατούσε η γυναίκα
του στην αρχή κρυφό, όμως ύστερα, είτε γιατί την πήρε από λόγια η μάνα
της είτε όχι, της το μαρτυρεί, και αυτή με της σειρά της το λέει στον
άνδρα της. Εκείνος το πήρε βαριά που τον ατίμαζε ο Πεισίστρατος· πάνω
στο θυμό του τα ξανάφτιαξε με τους παλιούς του στασιαστές. Μόλις ο
Πεισίστρατος έμαθε τί σχεδιάζουν εις βάρος του, σηκώθηκε και έφυγε
από τη χώρα με όλους τους δικούς του, και όταν έφτασε στην Ερέτρια
έκανε συμβούλιο με τους γιους του. [1.61.3] Και καθώς νίκησε η γνώμη
του Ιππία, να κοιτάξουν δηλαδή να πάρουν πίσω την τυραννίδα, άρχισαν
τότε να μαζεύουν χρήματα και δωρεές από τις πόλεις που κατά κάποιο
τρόπο τούς ήταν υπόχρεες. Πολλοί πρόσφεραν μεγάλα ποσά, μα οι
Θηβαίοι τούς ξεπέρασαν όλους με τα λεφτά που έδωσαν. [1.61.4] Ύστερα
—για να μη λέμε πολλά λόγια— πέρασε καιρός και ήταν όλα έτοιμα για
την επιστροφή. Γιατί κι Αργείοι μισθοφόροι έφτασαν από την
Πελοπόννησο και κάποιος Νάξιος τους ήλθε εθελοντής, ονόματι
Λύγδαμης, που έδειχνε πολύ μεγάλη προθυμία και είχε φέρει και χρήματα
και στρατιώτες.
[1.62.1] Ξεκίνησαν από την Ερέτρια και γυρνούν πίσω στην Αθήνα μέσα
στον ενδέκατο χρόνο. Πρώτα πρώτα κυριεύουν το Μαραθώνα. Κι όσο
ήταν στρατοπεδευμένοι σ᾽ αυτόν το χώρο, έφτασαν και από την πόλη οι
στασιαστές τους, αλλά συνέρρεαν κι άλλοι από τους δήμους, που η
τυραννίδα τούς βόλευε πιο πολύ από την ελευθερία. Αυτοί λοιπόν
συναθροίζονταν εκεί. [1.62.2] Οι Αθηναίοι της πόλης από τη μεριά τους,
όσο ο Πεισίστρατος μάζευε τα χρήματα και ύστερα πάτησε το Μαραθώνα,
δεν έδιναν καμιά σημασία· όταν όμως έμαθαν ότι από το Μαραθώνα
βαδίζει προς την πόλη τους, τότε πια βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν.
[1.62.3] Τραβούσαν με όλο τους το στρατό εναντίον των άλλων που
έρχονταν. Οι στρατιώτες πάλι του Πεισίστρατου ξεκίνησαν από τον
Μαραθώνα και πορεύονταν εναντίον της πόλης, προχωρώντας να
συναντήσουν τους Αθηναίους της πόλης· τους προφταίνουν στο ιερό της
Παλληνίδας Αθηνάς και πήραν θέση αντίκρυ τους. [1.62.4] Εκεί από θεία
έμπνευση παρουσιάζεται στον Πεισίστρατο ο χρησμολόγος Αμφίλυτος από
την Ακαρνανία, που πλησιάζοντάς τον χρησμοδοτεί σε εξάμετρο λέγοντας
τα εξής:
Ερρίφθη ο βόλος, το δε δίκτυον εξηπλώθη·
οι θύννοι θα ορμήσωσι την νύκτα με το φεγγάριον.
[1.63.1] Ένθεος λοιπόν εκείνος αυτά του χρησμοδοτεί· και ο Πεισίστρατος
πιάνοντας το νόημα της προφητείας και λέγοντας πως αποδέχεται το
χρησμό, κινούσε το στρατό του. Την ώρα αυτή οι Αθηναίοι από την πόλη
είχαν καθίσει και έτρωγαν, και μερικοί ύστερα από το φαγητό άλλοι τους
το είχαν ρίξει στα ζάρια και άλλοι στον ύπνο. Τότε οι στρατιώτες του
Πεισίστρατου πέφτουν επάνω στους Αθηναίους και τους τρέπουν σε φυγή.
[1.63.2] Και ενώ αυτοί έφευγαν, ο Πεισίστρατος μηχανεύεται ένα
σοφότατο σχέδιο, για να μην ξανασμίξουν άλλη φορά πια οι Αθηναίοι αλλά
να μείνουν σκορπισμένοι. Ανέβασε τους γιους του στ᾽ άλογα και τους
έστειλε μπροστά. Και αυτοί προφταίνοντας τους φυγάδες τούς έλεγαν
ό,τι τους ήταν ορισμένο από τον Πεισίστρατο, παραγγέλλοντάς τους να
μη φοβούνται αλλά καθένας τους να πάει στο σπίτι του.
[1.64.1] Οι Αθηναίοι τον άκουσαν και έτσι ο Πεισίστρατος πήρε για τρίτη
φορά την Αθήνα και ρίζωσε η τυραννίδα, χάρη στα επικουρικά
στρατεύματα που ήταν πολλά και τα χρηματικά έσοδα που έφταναν στα
ταμεία, άλλα από την Αττική την ίδια και άλλα από τον Στρυμόνα ποταμό.
Έπιασε ακόμη ομήρους ο Πεισίστρατος τα παιδιά εκείνων των Αθηναίων
που έμειναν στη θέση τους πολεμώντας και δεν έφυγαν αμέσως, και τα
εγκατέστησε στη Νάξο [1.64.2] (γιατί κι αυτή την κυρίεψε ο Πεισίστρατος
ύστερα από πόλεμο, και ανάθεσε τη διοίκησή της στο Λύγδαμη), και
επιπλέον εξάγνισε και το νησί της Δήλου κατά τους χρησμούς — και το
εξάγνισε με τον ακόλουθο τρόπο: όσο μπορεί κανείς να εποπτεύσει από το
ιερό, από όλο αυτόν το χώρο ξέθαψε τους νεκρούς και τους μετέφερε σε
άλλο μέρος της Δήλου. [1.64.3] Έτσι ο Πεισίστρατος ήταν τότε τύραννος
στην Αθήνα, και από τους Αθηναίους άλλοι είχαν πέσει στη μάχη και άλλοι
από αυτούς είχαν ακολουθήσει τους Αλκμεωνίδες στην εξορία.
[1.75.1] Αυτόν λοιπόν τον Αστυάγη, που του ήταν παππούς από τη μάνα
του, ο Κύρος τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο για κάποια
αιτία που εγώ θα την πω στα παρακάτω κεφάλαια. [1.75.2] Νά ο λόγος
που ο Κροίσος τα είχε με τον Κύρο, και γι᾽ αυτό έστελνε ανθρώπους του
στα μαντεία να ρωτήσει αν πρέπει να κινήσει το στρατό του εναντίον των
Περσών· [1.75.3] και όταν πια έφτασε ο απατηλός χρησμός, με την ελπίδα
ότι ο χρησμός τον ευνοεί, κίνησε ο Κροίσος το στρατό του για να εισβάλει
στη χώρα των Περσών. Άμα έφτασε ο Κροίσος στον Άλη ποταμό, αποκεί
και πέρα, όπως εγώ υποστηρίζω, πέρασε το στρατό του από τα γεφύρια
που υπήρχαν· όπως όμως λεν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Θαλής ο
Μιλήσιος του πέρασε το στρατό. [1.75.4] Ενώ δηλαδή ο Κροίσος
βρισκόταν σε απορία πώς θα περάσει ο στρατός του το ποτάμι (γιατί την
εποχή αυτή, λεν, δεν υπήρχαν βέβαια αυτές οι γέφυρες), ο Θαλής ο
Μιλήσιος, που ήταν λέει στο στρατόπεδο, κατόρθωσε για χάρη του
Κροίσου, ώστε το ποτάμι που έτρεχε από τα αριστερά του στρατού να
τρέχει και από τα δεξιά του — και νά πώς το κατόρθωσε: [1.75.5]
αρχίζοντας από ᾽να μέρος που βρισκόταν πιο πάνω από το στρατόπεδο,
έσκαψε μια βαθιά διώρυγα, έτσι που ο ποταμός ξεφεύγοντας από την
παλιά του κοίτη να κυκλώσει από πίσω το στρατόπεδο, κι ύστερα
παρακάμπτοντάς το να χύνεται και πάλι στην παλιά του κοίτη·
αποτέλεσμα: μόλις χωρίστηκε ο ποταμός στα δύο, έγινε και στα δύο του
παρακλάδια διαβατός. [1.75.6] Είναι μάλιστα μερικοί που ισχυρίζονται
πως η παλιά κοίτη ξεράθηκε ολότελα. Όμως αυτό δεν το δέχομαι· γιατί
πώς μπόρεσαν οι Λυδοί γυρνώντας πίσω να τον ξαναπεράσουν τον
ποταμό;
[1.76.1] Ο Κροίσος, σαν πέρασε με το στρατό του τον ποταμό, έφτασε
στην περιοχή της Καππαδοκίας που λέγεται Πτερία (είναι η Πτερία το πιο
οχυρωμένο μέρος αυτής της χώρας και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με
τη Σινώπη, πόλη πάνω στον Εύξεινο πόντο). Εκεί έστησε το στρατό του
και ερήμωνε τα χωράφια των Συρίων. [1.76.2] Κυρίεψε και την πόλη των
Πτερίων και αιχμαλώτισε τους κατοίκους της, κυρίεψε και τις γειτονικές
πόλεις όλες· και τους Συρίους, που διόλου δεν τον έφταιξαν, τους
ξεσπίτωσε και τους ρήμαξε. Από τη μεριά του ο Κύρος μάζεψε το δικό του
στρατό, παρέλαβε κι όλους όσους βρέθηκαν πάνω στο δρόμο του και
βάδισε να απαντήσει τον Κροίσο. [1.76.3] Προτού όμως αναλάβει να
κινήσει το στρατό του, πάσχιζε, στέλνοντας κήρυκες στους Ίωνες, να
τους αποσπάσει από τον Κροίσο. Όμως οι Ίωνες δεν τον άκουγαν, και ο
Κύρος, άμα έφτασε και έστησε το στρατό του αντίκρυ στο στρατόπεδο
του Κροίσου, εκεί στη χώρα των Πτερίων οι στρατοί δοκίμαζαν όλη τη
δύναμή τους, ο ένας εναντίον του άλλου. [1.76.4] Έγινε μάχη πεισματική
κι έπεσαν και από τις δύο παρατάξεις πολλοί· όμως, καθώς στο τέλος
κανένας τους δε νικούσε, χωρίστηκαν, γιατί τους πήρε η νύχτα. Έτσι
αγωνίστηκαν οι δύο στρατοί.
[1.77.1] Ο Κροίσος όμως έριξε το φταίξιμο στον λίγο του στρατό (γιατί
πραγματικά ο στρατός του, που πήρε μέρος στη μάχη, ήταν πολύ
μικρότερος από του Κύρου)· σ᾽ αυτό έριξε το φταίξιμο και, όπως την άλλη
μέρα ο Κύρος δε δοκίμαζε να κάνει επίθεση, κίνησε πίσω για τις Σάρδεις,
με τη σκέψη να καλέσει σε βοήθεια τους Αιγύπτιους σύμφωνα με τους
όρκους [1.77.2] (γιατί και με τον Άμαση, το βασιλιά της Αιγύπτου, είχε
κλείσει συμμαχία, πριν κάνει ακόμη με τους Λακεδαιμονίους), να μηνύσει
να έρθουν και οι Βαβυλώνιοι (γιατί και μ᾽ αυτούς είχε γίνει συμφωνία·
βασίλευε στα χρόνια εκείνα στη Βαβυλώνα ο Λαβύνητος), [1.77.3] να
παραγγείλει ακόμη και στους Λακεδαιμονίους να βρίσκονται στις Σάρδεις
στην ώρα τους· αφού λοιπόν συγκεντρώσει όλους αυτούς και μαζέψει και
το δικό του στρατό, είχε στο νου του να αφήσει να περάσει ο χειμώνας,
και με την άνοιξη να κινήσει τα στρατεύματά του εναντίον των Περσών.
[1.77.4] Μ᾽ αυτό το σχέδιο στο νου, μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε
κήρυκες προς τους συμμάχους του, για να τους προειδοποιήσουν να
μαζευτούν ύστερα από τέσσερις μήνες στις Σάρδεις. Όσο για το στρατό
που είχε μαζί του και πολέμησε τους Πέρσες, όσοι από αυτούς ήταν
μισθοφόροι, τους απέλυσε όλους και τους άφησε να σκορπίσουν· γιατί
διόλου δεν το περίμενε μήπως ο Κύρος στα σοβαρά, ύστερα από μια
τέτοια αμφίρροπη μάχη, βαδίσει εναντίον των Σάρδεων.
[1.78.1] Και ενώ ο Κροίσος έκανε αυτούς τους υπολογισμούς, γέμισε το
προάστιο όλο από φίδια· με την εμφάνισή τους τα άλογα άφησαν τις
βοσκές τους, και πήγαιναν εκεί και τα έτρωγαν. Όταν το είδε αυτό ο
Κροίσος, του φάνηκε, όπως και ήταν, θεϊκό σημάδι. [1.78.2] Αμέσως
λοιπόν έστειλε ανθρώπους του στους Τελμησσείς, στους ξακουστούς
εξηγητές. Έφτασαν οι αποσταλμένοι του Κροίσου και έμαθαν από τους
Τελμησσείς τί θέλει να πει το θεϊκό σημάδι, όμως δεν πρόφτασαν να
φέρουν πίσω στον Κροίσο την είδηση· γιατί προτού αυτοί προλάβουν να
γυρίσουν από τη θάλασσα πίσω στις Σάρδεις, ο Κροίσος είχε πιαστεί
αιχμάλωτος. [1.78.3] Μολαταύτα οι Τελμησσείς έδωσαν την ακόλουθη
εξήγηση: ότι ο Κροίσος πρέπει να περιμένει πως στρατός αλλόγλωσσος
θα χτυπήσει τη χώρα του, που θα έρθει και θα αφανίσει τους ντόπιους,
λέγοντας ότι φίδι ίσον παιδί της γης, κι άλογο ίσον εχθρός που έρχεται
από έξω. Οι Τελμησσείς λοιπόν αυτή την απόκριση έστειλαν στον Κροίσο,
όταν πια ήταν αιχμάλωτος, δίχως βέβαια να ξέρουν τίποτε για το τί
συνέβαινε με τις Σάρδεις και με τον ίδιο τον Κροίσο.
[1.79.1] Μόλις ο Κροίσος πήρε να υποχωρεί, μετά τη μάχη που έγινε στη
χώρα των Πτερίων, ο Κύρος, όταν έμαθε ότι ο Κροίσος είχε σκοπό μετά
την υποχώρηση να σκορπίσει το στρατό του, ύστερα από σκέψη έβρισκε
ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βαδίσει το γρηγορότερο και να
χτυπήσει τις Σάρδεις, προτού συγκεντρωθεί για δεύτερη φορά η δύναμη
των Λυδών. [1.79.2] Ευθύς ως το απεφάσισε, αμέσως το έβαλε μπροστά:
κίνησε το στρατό του και μπήκε στη Λυδία, και έφερε μόνος του την
αγγελία στον Κροίσο πως είχε φτάσει. Τότε ο Κροίσος βρέθηκε σε
αδιέξοδο, αφού τα πράγματα πήραν άλλη τροπή από εκείνη που ο ίδιος
πίστευε· κι όμως έβγαλε τους Λυδούς στη μάχη. [1.79.3] Δεν υπήρχε την
εποχή εκείνη κανένας λαός στην Ασία πιο αντρειωμένος και πιο άφοβος
από τους Λυδούς. Πολεμούσαν πάνω από άλογα, κρατούσαν δόρατα
μεγάλα, κι ήταν οι ίδιοι λαμπροί καβαλάρηδες.
[1.80.1] Όταν μαζεύτηκαν στην πεδιάδα, αυτή που βρίσκεται μπροστά
στην πόλη των Σάρδεων κι είναι μεγάλη και άδενδρη (την διασχίζουν και
άλλα ποτάμια και ο Ύλλος, και χύνονται όλα μαζί στο πιο μεγάλο ποτάμι
που λέγεται Έρμος· αυτός πηγάζει από το βουνό το αφιερωμένο στη μάνα
Δινδυμήνη, και ρέοντας χύνεται στη θάλασσα κοντά στην πόλη Φώκαια)·
[1.80.2] εδώ όταν είδε ο Κύρος να παρατάσσονται οι Λυδοί για μάχη,
γεμάτος τρόμο μπροστά στο ιππικό τους, έκανε, ύστερα από συμβουλή
του Άρπαγου που ήταν Μήδος, το εξής: όσες καμήλες ακολουθούσαν το
στρατό του, μεταφέροντας τρόφιμα και αποσκευές, όλες αυτές τις
μάζεψε και, αφού τους έβγαλε το φορτίο τους, ανέβασε πάνω τους άνδρες
με εξάρτυση ιππικού, και όταν τους ετοίμασε, έδωσε διαταγή να
προχωρούν αυτοί μπροστά από το άλλο στράτευμα καταπάνω στο ιππικό
του Κροίσου· πίσω από τις καμήλες πρόσταξε να ακολουθεί το πεζικό, και
πίσω από το πεζικό έταξε όλο το ιππικό του. [1.80.3] Όταν πια όλοι ήταν
στη θέση τους, παράγγειλε από τους άλλους Λυδούς κανέναν να μη
λυπηθούν και να σκοτώνουν όποιον τους αντισταθεί· μόνο τον Κροίσο να
μη σκοτώσουν, και αν ακόμη προβάλει αντίσταση, την ώρα που πάνε να
τον πιάσουν αιχμάλωτο. [1.80.4] Αυτές ήσαν οι παραγγελίες του· όσο για
τις καμήλες, τις έβαλε απέναντι στο ιππικό για τον εξής λόγο: την
καμήλα το άλογο τη φοβάται και δε βαστά ούτε την όψη της να βλέπει
ούτε τη μυρωδιά της να μυρίζεται. Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο σοφίστηκε το
τέχνασμα, για να αχρηστεύσει το ιππικό του Κροίσου, που με αυτό βέβαια
πίστευε πως θα θριαμβεύσει ο Λυδός. [1.80.5] Πράγματι μόλις κίνησαν οι
δύο στρατοί για τη μάχη, τότε, ευθύς ως μύρισαν τα άλογα τις καμήλες
και τις είδαν μπροστά τους, έκαναν πίσω, και η ελπίδα του Κροίσου πήγε
χαμένη. [1.80.6] Παρόλα αυτά οι Λυδοί δε δείλιασαν, παρά μόλις
κατάλαβαν τί γίνεται, πήδησαν από τα άλογά τους κάτω και άρχισαν να
χτυπιούνται με τους Πέρσες, όπως οι πεζοί. Ύστερα από ώρα και ενώ
είχαν πέσει και από τις δύο μεριές πολλοί νεκροί, τράπηκαν οι Λυδοί σε
φυγή, και παγιδευμένοι μέσα στα τείχη τους βαστούσαν στην πολιορκία
των Περσών.
[1.91.1] Όταν οι Λυδοί έφτασαν στους Δελφούς και είπαν ό,τι είχαν να πουν, λένε
πως η Πυθία έδωσε την εξής απόκριση: Από το γραμμένο ριζικό του είναι αδύνατο να
ξεφύγει ακόμη και ένας θεός. Όσο για τον Κροίσο, ξεπλήρωσε την αμαρτία του
πέμπτου προγόνου του, που όντας δορυφόρος των Ηρακλειδών ακολούθησε τη
δολερή συμβουλή μιας γυναίκας, και σκοτώνοντας τον κύριό του, πήρε το αξίωμά
του, δίχως να του πρέπει. [1.91.2] Μ᾽ όλη την προθυμία του Λοξία να πέσει το πάθος
των Σάρδεων στα παιδιά του Κροίσου, και όχι στον ίδιο τον Κροίσο, στάθηκε
αδύνατο να λυγίσουν οι Μοίρες. [1.91.3] Όμως όσο αυτές υποχώρησαν, ο θεός το
κατόρθωσε και το πρόσφερε χάρη του Κροίσου. Γιατί τρία χρόνια ανέβαλε την
άλωση των Σάρδεων, και αυτό ας ξέρει ο Κροίσος, πως πιάστηκε αιχμάλωτος τρία
χρόνια αργότερα απ᾽ ό,τι όριζε η μοίρα. Και επιπλέον· επάνω στην πυρά έστρεξε ο
θεός να τον βοηθήσει. [1.91.4] Όσο για το χρησμό που πήρε, δεν έχει δίκιο να
παραπονιέται ο Κροίσος· γιατί του το είχε προφητέψει ο Λοξίας πως, αν κινήσει το
στρατό του εναντίον των Περσών, θα αφανίσει ένα μεγάλο βασίλειο. Έπρεπε αυτός,
αν ήθελε να σκεφθεί ώριμα, να στείλει ανθρώπους του και να ξαναρωτήσει τί από τα
δύο: για το δικό του ή για το βασίλειο του Κύρου μιλούσε ο θεός. Αφού δεν μπήκε
στο νόημα του χρησμού ούτε και ξαναρώτησε, πρέπει να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο
είναι δικό του. [1.91.5] Ούτε και την τελευταία φορά που ζήτησε χρησμό, και ο
Λοξίας τού μίλησε για μουλάρι, ούτε και τότε μπήκε στο νόημα. Γιατί ήταν βέβαια ο
Κύρος το μουλάρι αυτό· μια και βαστούσε από γονείς διαφορετικής ράτσας, από
μάνα ευγενικής καταγωγής, από πατέρα όμως κατώτερης τάξης. [1.91.6] Γιατί εκείνη
ήταν μηδικής καταγωγής και κόρη του Αστυάγη, του βασιλιά των Μήδων, ενώ ο
πατέρας του ήταν Πέρσης, υπήκοός των και, μολονότι σ᾽ όλα κατώτερος, είχε
παντρευτεί και ζούσε με την κυρά του. Αυτή ήταν της Πυθίας η απόκριση προς του
Λυδούς, που την μετέφεραν στις Σάρδεις και την ανάγγειλαν στον Κροίσο· κι όταν
αυτός την άκουσε, αναγνώρισε πως ήταν δικό του το σφάλμα κι όχι του θεού.
[1.92.1] Για τη βασιλεία λοιπόν του Κροίσου και την πρώτη υποδούλωση της Ιωνίας
έτσι έχει το πράγμα. Υπάρχουν κι άλλα αναθήματα του Κροίσου στην Ελλάδα πολλά
κι όχι μονάχα όσα αναφέραμε. Στη Θήβα της Βοιωτίας ένας χρυσός τρίπους, που τον
αφιέρωσε στον Ισμήνιον Απόλλωνα, στην Έφεσο τα βόδια τα χρυσά και οι πιο πολλές
από τις κολόνες, και στο ναό της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς μια μεγάλη χρυσή
ασπίδα. Αυτά και στα δικά μου ακόμη χρόνια υπήρχαν, ενώ άλλα αναθήματα είχαν
κιόλας χαθεί. [1.92.2] Όσο για τα αφιερώματα του Κροίσου στο ναό των Βραγχιδών
της χώρας των Μιλησίων, ήσαν, όπως μαθαίνω, ισόβαρα και όμοια με των Δελφών.
Όσα αφιέρωσε ο Κροίσος στους Δελφούς και στο ιερό του Αμφιάραου ήσαν από δικά
του χρήματα και απαρχή της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τα
άλλα αναθήματά του προέρχονται από την περιουσία ενός εχθρού του, που πριν γίνει
ο Κροίσος βασιλιάς, στάθηκε αντίπαλός του, και συνωμότησε, για να πάρει στα χέρια
του την αρχή των Λυδών ο Πανταλέων. [1.92.3] Αυτός ο Πανταλέων ήταν γιος του
Αλυάττη και αδελφός του Κροίσου, όχι όμως από την ίδια μάνα· γιατί του Κροίσου η
μάνα ήταν η γυναίκα του Αλυάττη από την Καρία, ενώ του Πανταλέοντος από την
Ιωνία. [1.92.4] Όταν παρέλαβε από τον πατέρα του την αρχή ο Κροίσος και έγινε
κυρίαρχος, αυτόν τον άνθρωπο που του στάθηκε εμπόδιο, τον έσυρε πάνω σε λανάρια
και τον αφάνισε. Και την περιουσία του, που από πριν κιόλας την είχε τάξει στους
θεούς, τότε, όπως είπαμε, την αφιέρωσε στα ιερά που αναφέραμε. Αρκετά είπαμε για
τα αναθήματα του Κροίσου.
[1.93.1] Αξιοπερίεργα, για να τα περιγράψει κανείς, δεν έχει και πολλά η Λυδία, όπως
ας πούμε άλλες χώρες, παρά μόνον τα ψήγματα χρυσού που κατεβαίνουν από τον
Τμώλο. [1.93.2] Ένα χτίσμα ωστόσο ξεχωρίζει πολύ με το μέγεθός του, αν εξαιρέσει
κανείς τα χτίσματα των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων. Υπάρχει εκεί ο τύμβος του
Αλυάττη, του πατέρα του Κροίσου, που ο περίβολός του είναι από μεγάλες πέτρες,
ενώ το υπόλοιπό του από συσσωρευμένο χώμα. Τον έφτιαξαν με έξοδά τους οι
άνθρωποι της αγοράς, οι τεχνίτες και τα κορίτσια που εμπορεύονται το κορμί τους.
[1.93.3] Ορόσημα, πέντε τον αριθμό, ήσαν στημένα ακόμη και στα χρόνια μου στην
κορφή του τύμβου, και σκαλισμένες επιγραφές έλεγαν τί έκανε το κάθε σωματείο·
από την καταμέτρηση φαινόταν πως το έργο των κοριτσιών ήταν το μεγαλύτερο.
[1.93.4] Γιατί πραγματικά όλα τα κορίτσια στη Λυδία πορνεύονται, μαζεύοντας έτσι
την προίκα τους, κι αυτό το κάνουν ώσπου να παντρευτούν· βρίσκουν τον άνδρα
μόνες τους. [1.93.5] Η περιφέρεια του τύμβου είναι έξι στάδια και δύο πλέθρα, το
πλάτος του δεκατρία πλέθρα. Κολλητά στον τύμβο υπάρχει μια μεγάλη λίμνη, που οι
Λυδοί λεν πως είναι αστείρευτη· ονομάζεται λίμνη του Γύγη. Έτσι λοιπόν έχει το
πράγμα με το μνημείο αυτό.
[1.94.1] Οι Λυδοί έχουν παραπλήσια έθιμα με τους Έλληνες, μόνον που αφήνουν τα
κορίτσια τους να πορνεύονται. Πρώτοι αυτοί, όσο ξέρουμε, από τους ανθρώπους
έκοψαν και έθεσαν σε κυκλοφορία νομίσματα σε χρυσό και ασήμι, κι αυτοί πάλι
πρώτοι έγιναν μεταπράτες. [1.94.2] Οι ίδιοι οι Λυδοί ισχυρίζονται πως και τα
παιχνίδια, που συνηθίζονται σήμερα στον τόπο τους και στην Ελλάδα, είναι δική τους
εφεύρεση. Την ίδια εποχή που βρήκαν τα παιχνίδια αυτά, λεν πως αποίκισαν την
Τυρσηνία — και νά πώς διηγούνται το πράγμα: [1.94.3] Στα χρόνια που βασιλιάς
ήταν ο Άτης, ο γιος του Μάνη, έπεσε σ᾽ όλη τη Λυδία μεγάλη σιτοδεία· πως οι Λυδοί
στην αρχή βαστούσαν υπομονητικά, ύστερα όμως, καθώς το κακό δε σταματούσε,
ζητούσαν να το θεραπεύσουν, και ο καθένας τους έβρισκε και κάτι άλλο. Πως τότε
βρέθηκαν λέει τα παιχνίδια και με τα ζάρια και με τα κότσια και με την μπάλα, κι όλα
τα άλλα είδη παιχνιδιών, εκτός από τους πεσσούς· γιατί αυτών την ανακάλυψη δεν τη
θέλουν δική τους οι Λυδοί. [1.94.4] Πως βρήκαν λέει και εφάρμοσαν την εξής λύση,
για να αντιμετωπίσουν την πείνα τους: τη μια μέρα έπαιζαν από το πρωί ώς το βράδυ
για να ξεχνούν την πείνα τους, την άλλη σταματούσαν το παιχνίδι κι έτρωγαν· μ᾽
αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. [1.94.5] Καθώς όμως το κακό
δε μετριαζόταν αλλά πήγαινε προς το χειρότερο, πήρε λέει τότε την απόφαση ο
βασιλιάς να χωρίσει όλους τους Λυδούς σε δύο ομάδες και να ρίξει κλήρο: η μια
έπρεπε να μείνει, η άλλη να σηκωθεί και να φύγει από τον τόπο που έμεναν. Πως σε
κείνην την ομάδα που θα έπεφτε ο κλήρος να μείνει αυτού, όρισε ο βασιλιάς τον
εαυτό του να είναι αρχηγός, στην άλλη που θα ξεσηκωνόταν να φύγει, το γιο του, που
το όνομά του ήταν Τυρσηνός. [1.94.6] Όταν ο κλήρος έπεσε στους άλλους να
ξεσηκωθούν και να αφήσουν τον τόπο τους, λεν πως αυτοί κατέβηκαν στη Σμύρνη,
έφτιαξαν πλοία, έβαλαν μέσα ό,τι πολύτιμο είχαν σε κινητή περιουσία, και άνοιξαν
πανιά, για να βρουν τρόπο και τόπο να ζήσουν. Αφού περάσανε από πολλούς λαούς,
έφτασαν λέει στους Ομβρικούς, όπου και ίδρυσαν πόλεις και μένουν ώς τα τώρα.
[1.94.7] Αντί Λυδοί άλλαξαν όνομα και πήρανε το όνομα του γιου του βασιλιά που
τους οδήγησε· σύμφωνα με το όνομα αυτού ονομάστηκαν Τυρσηνοί. Τότε λοιπόν οι
Λυδοί έγιναν δούλοι των Περσών.
[1.95.1] Ερχόμαστε τώρα στη συνέχεια να μιλήσουμε για τον Κύρο, ποιός ήταν
δηλαδή αυτός που κατέλυσε το βασίλειο του Κροίσου, και για τους Πέρσες, με ποιό
τρόπο δηλαδή έγιναν ηγεμόνες της Ασίας. Θα ακολουθήσω γράφοντας αυτά που λέει
μια μερίδα Περσών, εκείνοι που δε θέλουν να μεγαλοποιήσουν την ιστορία του
Κύρου, αλλά να πουν την αλήθεια, κι ας ξέρω να αναφέρω για τον Κύρο και άλλες
εκδοχές της ιστορίας του, και μάλιστα τρεις διαφορετικές. [1.95.2] Οι Ασσύριοι
όριζαν εδώ και πεντακόσια είκοσι χρόνια την πάνω Ασία, όταν άρχισαν πρώτοι οι
Μήδοι να κινούνται για να αποσπασθούν από αυτούς. Με έναν κάποιο τρόπο πήραν
το θάρρος και πολέμησαν για την ελευθερία τους με τους Ασσυρίους, αναδείχτηκαν
άνδρες γενναίοι, αποτίναξαν τον ζυγό της δουλείας και λευτερώθηκαν. Ύστερα από
αυτούς και άλλοι λαοί έκαναν το ίδιο με τους Μήδους.
[1.96.1] Κι ενώ όλοι στο εσωτερικό απόχτησαν την αυτονομία τους, έπεσαν πάλι στα
χέρια ενός τυράννου με τον ακόλουθο τρόπο: Ανάμεσα στους Μήδους φάνηκε ένας
άνθρωπος σοφός· το όνομά του ήταν Δηιόκης κι ήταν γιος του Φραόρτη. [1.96.2]
Αυτός ο Δηιόκης παθιασμένος με το τυραννικό αξίωμα έκανε το εξής: οι Μήδοι
ζούσαν χωριστά σε μικρές πόλεις· ο Δηιόκης στη δική του είχε και πρωτύτερα
υπόληψη μεγάλη, τότε όμως ακόμη περισσότερο και με μεγαλύτερο ζήλο βάλθηκε να
μοιράζει δικαιοσύνη. Και αυτό το έκανε, ενώ σ᾽ όλη τη χώρα των Μήδων βασίλευε
μεγάλη ανομία, κι ήξερε βέβαια ο ίδιος ότι το άδικο αντιμάχεται το δίκαιο. Οι Μήδοι
που ήσαν από την ίδια πόλη, βλέποντας τον τρόπο του τον διάλεξαν δικαστή τους. Κι
αυτός, έχοντας πάντα στο νου του την εξουσία, ήταν ευθύς και δίκαιος. [1.96.3] Με
μια τέτοια συμπεριφορά κέρδιζε έπαινο μεγάλο από τους συμπολίτες του, έτσι που
άνθρωποι κι από τις άλλες επαρχίες μαθαίνοντας πως μόνο ο Δηιόκης δικάζει
σύμφωνα με το δίκαιο, επειδή πρωτύτερα έπεφταν σε χέρια αδίκων, τότε ακούγοντάς
το, μετά χαράς σύχναζαν στον Δηιόκη, για να τους λύσει τις διαφορές τους· στο τέλος
δεν πήγαιναν σε κανέναν άλλον.
[1.97.1] Έτσι που πλήθαιναν συνεχώς αυτοί που σύχναζαν στου Δηιόκη, επειδή
άκουγαν ότι οι δικαστικές αποφάσεις του έβγαιναν δίκαιες, καταλαβαίνοντας ο
Δηιόκης πως όλα κρέμονται από αυτόν, δεν δεχόταν πια να κάθεται και να δικάζει,
όπου καθόταν και δίκαζε πρωτύτερα, και γενικά αρνιόταν να δικάζει πια· γιατί έλεγε
δεν τον συμφέρει βέβαια να αφήνει κατά μέρος τις δικές του δουλειές, κι όλη τη μέρα
να δικάζει τους γύρω του. [1.97.2] Όμως έτσι που οι αρπαγές και οι αδικίες στις γύρω
επαρχίες έγιναν τώρα περισσότερες απ᾽ ό,τι ήσαν πρωτύτερα, μαζεύτηκαν οι Μήδοι
στο ίδιο μέρες και συζητούσαν το πράγμα μιλώντας για την κατάσταση (κατά τη
γνώμη μου, πήραν το λόγο κυρίως οι φίλοι του Δηιόκη): «Αφού δεν είναι δυνατό να
ζήσουμε στον τόπο μας αφήνοντας τα πράγματα όπως έχουν, έλα λοιπόν να βγάλουμε
ανάμεσά μας ένα βασιλιά· έτσι κι η χώρα μας θα είναι καλοκυβερνημένη και εμείς θα
στραφούμε στις δουλειές μας και δε θα μας φέρνουν άνω κάτω οι παρανομίες».
[1.98.1] Κάπως με τέτοια λόγια, στο τέλος δέχτηκαν να βγάλουν ένα βασιλιά. Κι όταν
ευθύς αμέσως ήρθε το θέμα ποιόν να αναδείξουν βασιλιά, όλοι πρότειναν τον Δηιόκη
και πολύ τον παινούσαν, ώστε συγκατανεύουν αυτός να είναι ο βασιλιάς τους.
[1.98.2] Κι εκείνος τούς ζητούσε να του χτίσουν ένα οικοδόμημα καταπώς αξίζει σ᾽
ένα βασιλιά, και να κατοχυρώσουν το κύρος του δίνοντάς του φρουρά από
δορυφόρους. Οι Μήδοι τού κάνουν ό,τι ζητούσε· του χτίζουν πράγματι ένα παλάτι
μεγάλο και οχυρωμένο σε μέρος της χώρας που ο ίδιος το διάλεξε και του δίνουν, και
την άδεια να διαλέξει τους δορυφόρους του ανάμεσα σ᾽ όλους τους Μήδους. [1.98.3]
Κι αυτός σαν πήρε την αρχή στα χέρια του, ανάγκασε τους Μήδους να οχυρώσουν
μια μόνον πόλη, και ρίχνοντας εκεί όλο το ενδιαφέρον τους, για τα άλλα μέρη να
νοιάζονται λιγότερο. Με τη συγκατάθεση των Μήδων και σ᾽ αυτό το σημείο χτίζει ο
Δηιόκης ένα μεγάλο και ισχυρό κάστρο, αυτό που τώρα το λεν Αγβάτανα, με πολλούς
περιβόλους, τον ένα μέσα στον άλλο. [1.98.4] Είχε κατασκευαστεί αυτό το κάστρο
έτσι, που ο επόμενος κάθε φορά περίβολος ήταν ψηλότερος από τον προηγούμενό
του, μόνο όσο φτάνουν οι πολεμίστρες. Σ᾽ αυτό συνέτεινε ώς ένα μέρος και η
τοποθεσία, που είναι λόφος και βοηθούσε να γίνει έτσι το κάστρο, το πιο πολύ όμως
ήταν ζήτημα επιδέξιας κατασκευής. [1.98.5] Οι περίβολοι στο σύνολό τους ήσαν
επτά, και μέσα στον τελευταίο βρίσκονταν και τα ανάκτορα και οι θησαυροί. Ο πιο
μεγάλος περίβολος από όλους είναι στο μέγεθος περίπου ίσος με τα τείχη των
Αθηνών. Του πρώτου λοιπόν περιβόλου οι πολεμίστρες είναι άσπρες, του δευτέρου
μαύρες, του τρίτου πορφυρές, του τετάρτου μπλε, του πέμπτου πορτοκαλιές. [1.98.6]
Έτσι όλων αυτών των περιβόλων οι πολεμίστρες είναι βαμμένες με χρώματα, οι δύο
όμως τελευταίοι είναι ό ένας με επαργυρωμένες τις πολεμίστρες, ο άλλος με
επιχρυσωμένες.
[1.99.1] Αυτά τα τείχη τα ύψωσε ο Δηιόκης για τον εαυτό του και γύρω από το
ανάκτορό του, ενώ για τον άλλον κόσμο έδωσε διαταγή να χτίσουν τα σπίτια τους
έξω από το κάστρο ολόγυρα. Όταν όλα είχαν χτιστεί, είναι ο Δηιόκης που πρώτος
όρισε την εξής εθιμοτυπία: κανείς να μη μπαίνει μόνος του στα διαμερίσματα του
βασιλιά, αλλά όλα να γίνονται με αγγελιοφόρους· κανένας να μη βλέπει το βασιλιά,
και επιπλέον είναι απρέπεια μπροστά του να γελά κάποιος και να φτύνει, ανεξαιρέτως
για όλους. [1.99.2] Σύστησε γύρω από τον εαυτό του αυτή την εθιμοτυπία για τον
εξής λόγο: για να μην τον βλέπουν οι συνομήλικοί του (που είχαν ζήσει μαζί του και
που δεν ήσαν από ταπεινότερο σπίτι ούτε και στην αξία κατώτεροι) και αισθάνονται
άσχημα και ζητούν να του κάνουν κακό· αλλά με το να μην τον βλέπουν, να
πιστέψουν στο τέλος ότι είναι πράγματι κάτι διαφορετικό από αυτούς.
[1.100.1] Όταν τα τακτοποίησε όλα και έγινε δυνατός με την άσκηση της εξουσίας,
ήταν αυστηρός στην περιφρούρηση της δικαιοσύνης: του έφερναν μέσα στο παλάτι
τις δικαστικές υποθέσεις γραμμένες· εκείνος έκρινε ό,τι του έφερναν, και τη
γνωμάτευσή του την έστελνε πάλι έξω. [1.100.2] Αυτό ήταν το σύστημά του
προκειμένου για τις δίκες. Αλλά και άλλα μέτρα τάξεως είχε πάρει: κάθε φορά που
άκουγε πως κάποιος σηκώνει κεφάλι, αμέσως τον μετακαλούσε και του επέβαλλε
τιμωρία ανάλογη με το αδίκημά του· κατάσκοποι και πληροφοριοδότες του ήσαν
σκορπισμένοι σ᾽ όλη την επικράτεια.
[1.101.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο συνένωσε ο Δηιόκης μόνον το έθνος των Μήδων και
έγινε αρχηγός τους. Είναι οι φυλές των Μήδων τόσες: οι Βούσες, οι Παρατακηνοί, οι
Στρούχατες, οι Αριζαντοί, οι Βούδιοι και οι Μάγοι. Τόσες είναι των Μήδων οι φυλές.
[1.102.1] Γιος του Δηιόκη ήταν ο Φραόρτης, που όταν πέθανε ο Δηιόκης (βασίλευσε
πενήντα τρία χρόνια), αυτός παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν παρέλαβε τη βασιλεία, δεν
του έφτανε να εξουσιάζει μόνον τους Μήδους, αλλά κινώντας το στρατό του εναντίον
των Περσών, πρώτους αυτούς χτύπησε και πρώτους αυτούς έκανε υπηκόους των
Μήδων. [1.102.2] Ύστερα εξουσιάζοντας τους δύο λαούς, που και οι δύο ήσαν
δυνατοί, ζήτησε να υποτάξει την Ασία, χτυπώντας τον ένα λαό μετά τον άλλο, ώσπου
έφτασε με το στρατό του στους Ασσυρίους και συγκεκριμένα σε κείνους που
κατέχουν τη Νίνο και που πρώτα ήσαν οι αρχηγοί όλων, τότε όμως βρίσκονταν δίχως
συμμάχους, γιατί οι σύμμαχοί τους είχαν αποστατήσει, κι ωστόσο οι ίδιοι τα πήγαιναν
καλά· εναντίον αυτών λοιπόν κίνησε το στρατό του ο Φραόρτης, μα αφανίστηκε και ο
ίδιος, ύστερα από βασιλεία είκοσι δύο χρόνων, και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού.
[1.103.1] Μετά το θάνατο του Φραόρτη παρέλαβε τη βασιλεία ο Κυαξάρης, ο γιος
του Φραόρτη που ήταν ο γιος του Δηιόκη. Γι᾽ αυτόν διηγούνται πως στάθηκε πολύ
πιο γενναίος απ᾽ ό,τι οι πρόγονοί του· πρώτος χώρισε σε σώματα τον ασιατικό
στρατό και πρώτος κανόνισε ώστε το κάθε όπλο να είναι χωριστά, οι αιχμοφόροι
δηλαδή, οι τοξότες και οι ιππείς. Προηγουμένως όλα τα όπλα ήσαν μαζί,
ανακατωμένα. [1.103.2] Αυτός είναι που όταν πολεμούσε με τους Λυδούς, έγινε πάνω
στη μάχη η μέρα νύχτα, κι αυτός ο ίδιος που συσπείρωσε γύρω του όλη την Ασία
ανατολικά από τον Άλη ποταμό. Με συγκεντρωμένες όλες τις δυνάμεις που του ήσαν
υποχείριες κίνησε το στρατό του εναντίον της Νίνου, για να εκδικηθεί τον πατέρα του
και επειδή ήθελε οπωσδήποτε να την καταστρέψει αυτή την πόλη. [1.103.3] Και νά,
που ενώ ύστερα από μάχη, είχε νικήσει τους Ασσυρίους και πολιορκούσε τη Νίνο,
ήρθε εναντίον του στρατός Σκυθών μεγάλος, που τους οδηγούσε ο βασιλιάς των
Σκυθών Μαδύης, ο γιος του Προτοθύου. Αυτοί οι Σκύθες μπήκαν στην Ασία, αφού
πρώτα έδιωξαν από την Ευρώπη τους Κιμμέριους, και παίρνοντάς τους στο φευγιό
τους από πίσω έφτασαν στη χώρα των Μήδων.
[1.104.1] Είναι ο δρόμος από την Μαιήτιδα λίμνη ώς τον Φάση ποταμό και τη χώρα
των Κόλχων τριάντα μέρες για έναν καλό πεζοπόρο, και από την Κολχίδα δεν
χρειάζεται κανείς πολύ για να περάσει στη χώρα των Μήδων· ένας μόνο λαός
κατοικεί ανάμεσα, οι Σάσπειρες· άμα περάσει κανείς τη χώρα τους, βρίσκεται κιόλας
στη Μηδία. [1.104.2] Οι Σκύθες όμως δεν έκαναν την εισβολή παίρνοντας αυτόν τον
δρόμο, αλλά ξεστράτισαν και πήρανε τον πάνω δρόμο που είναι πολύ μακρύτερος,
έχοντας στα δεξιά τους το όρος του Καυκάσου. Τότε οι Μήδοι χτυπήθηκαν με τους
Σκύθες, νικήθηκαν στη μάχη και έχασαν την ηγεμονία τους, ενώ οι Σκύθες έγιναν
κύριοι όλης της Ασίας. Από εκεί τράβηξαν για την Αίγυπτο.
[1.105.1] Κι όταν έφτασαν στην Παλαιστίνη της Συρίας, βγήκε να τους απαντήσει ο
Ψαμμήτιχος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που με δώρα και επικλήσεις τούς σταμάτησε,
ώστε να μην προχωρήσουν πιο κάτω. [1.105.2] Κι αυτοί γυρνώντας πίσω, όταν
έφτασαν στην πόλη της Συρίας Ασκάλωνα, ενώ οι πιο πολλοί Σκύθες πέρασαν δίχως
να πειράξουν τίποτε, μερικοί που ξέκοψαν και έμειναν πίσω, σύλησαν το ιερό της
ουρανίας Αφροδίτης. [1.105.3] Είναι το ιερό αυτό, όπως εξέτασα και έμαθα, το
αρχαιότερο από όλα τα ιερά της θεάς αυτής που υπάρχουν· γιατί και το ιερό της στην
Κύπρο από εδώ έχει την αρχή του, όπως το ομολογούν και οι ίδιοι οι Κύπριοι, και το
άλλο στα Κύθηρα το ίδρυσαν οι Φοίνικες, που ήρθαν πάλι από τα ίδια μέρη της
Συρίας. [1.105.4] Σε κείνους όμως τους Σκύθες, που σύλησαν το ιερό στην
Ασκάλωνα, και στους απογόνους τους όλους στη σειρά έριξε η θεά μια αρρώστια που
τους έκανε γυναικωτούς. Το γεγονός είναι ότι οι Σκύθες μ᾽ αυτόν τον τρόπο
δικαιολογούν την αρρώστια τους, κι αυτή λεν είναι η αιτία που όσοι φτάνουν στη
χώρα των Σκυθών βλέπουν εκεί σε μια τέτοια κατάσταση τους άνδρες τους, αυτούς
που οι Σκύθες τούς ονομάζουν ενάρεες.
[1.106.1] Είκοσι οχτώ χρόνια κράτησε η κυριαρχία των Σκυθών στην Ασία και
ερήμωσαν και αναστάτωσαν με τη βιαιότητά τους και την αδιαφορία τους το παν.
Γιατί εισέπρατταν ιδιαίτερο φόρο από κάθε λαό, αυτόν που στον καθένα επέβαλλαν,
και έξω από τον φόρο, στις επιδρομές που έκαναν με το ιππικό τους, άρπαζαν ό,τι είχε
και δεν είχε ο καθένας τους. [1.106.2] Τους περισσότερους από αυτούς τους Σκύθες
τούς φιλοξένησε ο Κυαξάρης και οι Μήδοι, και αφού τους μέθυσαν τους έσφαξαν·
έτσι πήραν και πάλι την εξουσία στα χέρια τους οι Μήδοι και όριζαν όσα και
προηγουμένως, και κυρίευσαν και τη Νίνο (πώς την κυρίευσαν αυτό θα το πω σ᾽
άλλο μέρος της ιστορίας μου), και έκαναν υποχείριους τους Ασσυρίους, εκτός από το
κράτος των Βαβυλωνίων. [1.106.3] Ύστερα ο Κυαξάρης —που βασίλευσε σαράντα
χρόνια, αν υπολογίσουμε και αυτά που όριζαν την Ασία οι Σκύθες— πεθαίνει.
[1.107.1] Τον διαδέχεται στο θρόνο ο Αστυάγης, ο γιος του Κυαξάρη. Αυτός
απόχτησε μια θυγατέρα που της έδωσε το όνομα Μανδάνη. Είδε στον ύπνο του ο
Αστυάγης πως η κόρη του κατούρησε τόσο πολύ, ώστε γέμισε και την πόλη τους
αλλά πλημμύρισε και την Ασία ολόκληρη. Το όνειρό του το εμπιστεύτηκε σε
ονειροκρίτες μάγους, και φοβήθηκε, όταν έμαθε τί ακριβώς σήμαινε. [1.107.2]
Ύστερα, όταν πια η Μανδάνη έγινε κορίτσι της παντρειάς, δεν την δίνει γυναίκα σε
κανένα από τους Μήδους της τάξης του, επειδή φοβόταν το όνειρο· αλλά τη δίνει σε
κάποιον Πέρση —Καμβύσης ήταν το όνομά του—, που ρώτησε και έμαθε πως είναι
από καλό σπίτι, ήσυχος άνθρωπος, και που τον έβρισκε κατώτερο από έναν Μήδο
δεύτερης σειράς.
[1.111.1] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο βοσκός, με το παιδί στα χέρια πήρε ξανά
το δρόμο πίσω και φτάνει στο υποστατικό του. Κατά σύμπτωση και η δική
του γυναίκα, που περίμενε από μέρα σε μέρα να γεννήσει, τότε τα έφερε
έτσι ο θεός και γεννά, όσο ο βοσκός ήταν φευγάτος στην πόλη. Ήταν κι οι
δυο γεμάτοι έγνοια ο ένας για τον άλλο: αυτός ανησυχούσε για τη γέννα
της γυναίκας του, και εκείνη για το ασυνήθιστο γεγονός που ο Άρπαγος
έστειλε και φώναξε τον άνδρα της. [1.111.2] Όταν με το καλό ο βοσκός
γύρισε πίσω και παρουσιάστηκε μπρος στη γυναίκα του, εκείνη, καθώς
τον έβλεπε απ᾽ τα ανέλπιστα, πρόλαβε πρώτη και τον ρώτησε για ποιό
λόγο ο Άρπαγος έστειλε με τόση σπουδή και τον φώναξε. Κι αυτός τής
είπε: «Γυναίκα, φτάνοντας στην πόλη είδα και άκουσα κάτι που να μην
έσωνα να το ιδώ και που μακάρι να μην έβρισκε ποτέ τα αφεντικά μας.
Όλο το σπιτικό του Αρπάγου αντηχούσε από θρήνους· σαστισμένος εγώ
προχώρησα μέσα. [1.111.3] Ευθύς ως πάτησα το πόδι μου στο σπίτι,
βλέπω μπροστά μου να κείτεται ένα μωρό, που σπάραζε κι έβγαζε
κραυγές, στολισμένο με μαλάματα και ρούχα πολύχρωμα. Μόλις με είδε ο
Άρπαγος, έδωσε διαταγή να πάρω το παιδί και να φύγω το γρηγορότερο,
να το μεταφέρω και να το αποθέσω πάνω στα βουνά, σε ένα μέρος που να
έχει πολλά άγρια θηρία· και τόνισε ο Άρπαγος πως είναι ο Αστυάγης που
μου τα παραγγέλλει αυτά, κι ότι μ᾽ απείλησε με πολλές φοβέρες στην
περίπτωση που δε θα εκτελούσα τις διαταγές του. [1.111.4] Πήρα εγώ
στα χέρια μου το παιδί και το μετέφερα, πιστεύοντας πως είναι κάποιου
από το σπίτι, γιατί δεν ήταν βέβαια δυνατό να περάσει από το νου μου
τίνος παιδί ήταν. Ωστόσο απορούσα βλέποντάς το στολισμένο με
μαλάματα και πολύτιμα ρούχα, κι όλους στο σπίτι του Άρπαγου να κλαίνε
αναφανδόν. [1.111.5] Και ξαφνικά στο δρόμο τα μαθαίνω όλα από ένα
δούλο, που με ξεπροβοδούσε ώς έξω από την πόλη και μου παρέδωσε το
μωρό: πως πρόκειται λέει για το γιο της Μανδάνης, της κόρης του
Αστυάγη, και του Καμβύση, του γιου του Κύρου, και πως ο Αστυάγης
διέταξε να τον σκοτώσουν — και νά, γυναίκα, αυτό είναι το παιδί».
[1.112.1] Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο βοσκός, ξεσκέπασε το μωρό και το
έδειχνε της γυναίκας. Εκείνη, μόλις το είδε έτσι ανεπτυγμένο κι όμορφο,
με δάκρυα στα μάτια έπεσε κι έπιανε τα γόνατα του ανδρός της και τον
εξόρκιζε να μην πάει και τ᾽ αφήσει επάνω στα βουνά κατά κανένα τρόπο.
Όμως αυτός αρνιόταν κι έλεγε πως είναι αδύνατο να κάνει αλλιώς· γιατί
θα ᾽ρθουν κατάσκοποι του Άρπαγου να τον παρακολουθήσουν, κι αν δεν
εκτελέσει τις εντολές, θα έχει πολύ κακό τέλος. [1.112.2] Έτσι που δεν
κατόρθωνε η γυναίκα να πείσει τον άνδρα της, του κάνει αυτή τη δεύτερη
πρόταση: «Αφού λοιπόν δε γίνεται να σε πείσω για να μην πας κι αφήσεις
το παιδί επάνω στα βουνά, τότε κάνε αυτό που θα σου πω, αν πρέπει καλά
και σώνει να δουν ένα παιδί αφημένο εκεί: Γέννησα βέβαια κι εγώ, μόνο
που το παιδί το γέννησα νεκρό· [1.112.3] αυτό πάρε και άφησέ το στο
βουνό, κι όσο για το γιο της κόρης του Αστυάγη, θα τον αναθρέψουμε σαν
να ήτανε δικός μας. Έτσι ούτε εσύ θα πιαστείς να κάνεις άδικο στους
άρχοντές μας ούτε και μας θα βλάψουν αποφάσεις ασυλλόγιστες. Γιατί
και το πεθαμένο παιδί μας θα το θάψουν βασιλικά, κι αυτό που ζει δε θα
χάσει τη ζωή του».
[1.113.1] Πολύ ωραία για την περίσταση του φάνηκε του βοσκού πως
μίλαγε η γυναίκα του, κι αμέσως έβαλε τα λόγια της σε πράξη. Εκείνο το
παιδί που έφερε για να το σκοτώσει, το παραδίνει στη γυναίκα του, και το
δικό του το πεθαμένο το πήρε και το έβαλε στο καλάθι, όπου μέσα
κουβαλούσε το άλλο· [1.113.2] κι αφού το στόλισε με όλα τα στολίδια του
άλλου μωρού, το πήρε και το άφησε στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά.
Πάνω στην τρίτη μέρα αφότου είχε εκθέσει το παιδί, κατέβηκε ο βοσκός
στην πόλη, αφήνοντας στον τόπο του έναν παραβοσκό του να φυλά. Σαν
έφτασε στου Άρπαγου, είπε πως ήταν έτοιμος να δείξει το νεκρό σώμα
του παιδιού. [1.113.3] Έστειλε ο Άρπαγος τους πιο έμπιστους φρουρούς
του, κι είδαν αυτοί από μέρους του και έθαψαν το παιδί του βοσκού. Έτσι
το ένα παιδί είχε ταφεί, όμως το άλλο, που αργότερα πήρε το όνομα
Κύρος, το κράτησε κοντά της η γυναίκα του βοσκού και το ανάτρεφε,
δίνοντάς του ένα άλλο όνομα και όχι Κύρος.
[1.114.1] Όταν το παιδί έγινε δέκα χρονώ, του συνέβη το παρακάτω περιστατικό, και
ξεσκεπάστηκε. Έπαιζε στο χωριό εκείνο, όπου ήσαν οι στάβλοι του βοσκού που
είπαμε· έπαιζε με άλλα παιδιά της ηλικίας του στο δρόμο. Τα παιδιά επάνω στο
παιχνίδι διάλεξαν να έχουν βασιλιά τους το παιδί αυτό που το εφώναζαν «το
τσοπανόπουλο». [1.114.2] Κι αυτό όρισε άλλα παιδιά να του χτίσουν σπίτι, άλλα να
είναι η φρουρά του, ένα ανάμεσά τους να είναι το μάτι του βασιλιά, κι ενός άλλου
του έδωσε το αξίωμα να του φέρνει τα διάφορα μηνύματα· ανέθετε έτσι στον καθένα
κι από ένα καθήκον. [1.114.3] Ένα όμως από τα παιδιά αυτά, που έπαιρνε μέρος στο
παιχνίδι κι ήταν γιος του Αρτεμβάρη (ανθρώπου με ξεχωριστή αξία ανάμεσα στους
Μήδους), δε θέλησε να κάνει αυτό που του όρισε ο Κύρος. Εκείνος τότε πρόσταξε
στα άλλα παιδιά να του πιάσουν τα χέρια· υπάκουσαν αυτά, κι ο Κύρος το
περιποιήθηκε ανάλογα μαστιγώνοντάς το άγρια. [1.114.4] Όταν επιτέλους αφέθηκε το
παιδί ελεύθερο, πιστεύοντας πως του έγινε μια ατιμία ανάξιά του, αγαναχτούσε τώρα
περισσότερο, και κατεβαίνοντας στην πόλη κλαιγόταν στον πατέρα του για όσα του
έκαμε ο Κύρος, δίχως να λέει το όνομα Κύρος (γιατί ώς τότε το όνομα αυτό δεν το
χρησιμοποιούσαν), παρά ο γιος του βοσκού του Αστυάγη. [1.114.5] Ο Αρτεμβάρης
πάνω στο θυμό του τράβηξε κατευθείαν στον Αστυάγη σέρνοντας μαζί του και το γιο
του, και διαμαρτυρόταν για το άπρεπο κακό που έπαθε λέγοντας: «Βασιλιά μου, από
᾽να δούλο σου, από το γιο ενός βοσκού, νά τη η προσβολή» — και έδειχνε
ταυτοχρόνως τους ώμους του παιδιού του.
[1.115.1] Σαν τον άκουσε και είδε το πράγμα ο Αστυάγης, θέλοντας να ικανοποιήσει
το παιδί για χάρη του Αρτεμβάρη, έστειλε και φώναξε και το βοσκό και το γιο του.
Όταν ήρθαν και οι δύο τους, έριξε το βλέμμα του στον Κύρο και είπε: [1.115.2] «Εσύ
λοιπόν, ο γιος ενός τέτοιου πατέρα, πώς τόλμησες να κακομεταχειριστείς με τέτοιο
βάναυσο τρόπο το γιο αυτού εδώ του κυρίου, που είναι από τους πρώτους στο παλάτι
μου;» Και εκείνος έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Κύριέ μου, αν εγώ τον
κακομεταχειρίστηκα έτσι, είχα το δίκιο με το μέρος μου· γιατί τα παιδιά του χωριού,
που ανάμεσά τους ήταν κι αυτός εδώ, πάνω στο παιχνίδι τους με έβγαλαν βασιλιά
τους, επειδή έβρισκαν πως είμαι ο πιο κατάλληλος για το ρόλο αυτόν. [1.115.3] Τα
άλλα παιδιά έκαναν ό,τι τους πρόσταζα, όμως αυτός δεν έδειχνε να ακούει και δε
λογάριαζε κανένα, ώσπου πήρε την αμοιβή του. Αν λοιπόν για το λόγο αυτόν πρέπει
να τιμωρηθώ, είμαι εδώ στη διάθεσή σου».
[1.116.1] Την ώρα που το παιδί μιλούσε, του Αστυάγη του μπήκαν υποψίες και
άρχισε να το αναγνωρίζει· γιατί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τού
φάνηκαν πως έμοιαζαν με τα δικά του, και ο τρόπος που απαντούσε το παιδί έδειχνε
άνθρωπο ελεύθερο, κι ακόμη έβρισκε ο Αστυάγης ότι η ηλικία του παιδιού ταίριαζε
με τον καιρό που πέρασε αφότου το είχαν εκθέσει. [1.116.2] Σαστισμένος από όλα
αυτά, στην αρχή έμεινε άφωνος. Όταν κάποτε μετά δυσκολίας συνήλθε, θέλοντας να
διώξει τον Αρτεμβάρη και παίρνοντας κατά μέρος τον βοσκό να τον εξετάσει, είπε:
«Αρτεμβάρη, εγώ θα κανονίσω έτσι το πράγμα, ώστε και συ και ο γιος σου να μην
έχετε παράπονο». [1.116.3] Έτσι απομάκρυνε τον Αρτεμβάρη, κι όσο για τον Κύρο
τον πήγαν μέσα οι δούλοι κατά διαταγή του Αστυάγη. Όταν βρέθηκαν οι δύο τους
μόνοι, έκανε ο Αστυάγης του βοσκού τις παρακάτω ερωτήσεις· από πού πήρε το παιδί
και ποιός του το παρέδωσε. [1.116.4] Κι αυτός πως είναι δικό του είπε, και πως η
μάνα που το γέννησε μένει ακόμη μαζί του. Όμως ο Αστυάγης τού αποκρίθηκε ότι
δεν σκέφτεται καθόλου καλά, και φαίνεται να έχει όρεξη να υποβληθεί σε
βασανιστήρια μεγάλα — και λέγοντας αυτά έκανε σήμα στους δορυφόρους του να
τον συλλάβουν. [1.116.5] Έτσι ο βοσκός, ενώ τον έσερναν για να τον βασανίσουν,
φανέρωσε τα πράγματα όπως είχαν: αρχίζοντας από την αρχή είπε ώς το τέλος την
πάσα αλήθεια και κατέληξε σε παρακάλια ξορκίζοντας το βασιλιά να τον συγχωρέσει.
[1.117.1] Ο Αστυάγης, πάλι, από τη στιγμή που ο βοσκός φανέρωσε την αλήθεια,
έπαψε πια να ασχολείται μαζί του· με τον Άρπαγο τώρα θύμωσε άσχημα και έδωσε
εντολή στους δορυφόρους του να τον φωνάξουν. [1.117.2] Όταν ο Άρπαγος
παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Αστυάγης τον ρώτησε: «Άρπαγε, με ποιό τρόπο
θανάτωσες το παιδί που σου παρέδωσα; — αυτό που γέννησε η κόρη μου». Κι ο
Άρπαγος, όταν είδε να είναι εκεί μέσα και ο βοσκός, δεν καταφεύγει σε ψεύτικες
ιστορίες, για να μην πιαστεί επάνω στην ανάκριση, παρά λέει τα ακόλουθα: [1.117.3]
«Βασιλιά μου, όταν παρέλαβα το παιδί, συλλογιζόμουνα κοιτάζοντας πώς θα
μπορούσα και το δικό σου θέλημα να κάνω, και από την άλλη μεριά, δίχως να σφάλω
απέναντί σου, να μην αποδειχτώ ένας φονιάς μήτε μπροστά στα μάτια της κόρης σου
μήτε και στα δικά σου. [1.117.4] Και νά πώς έπραξα: Φώναξα το βοσκό αυτόν εδώ
και του παρέδωσα το βρέφος λέγοντάς του πως είναι δική σου η εντολή να το
σκοτώσουν. Και φυσικά δεν ήταν ψέμα αυτό που έλεγα· γιατί εσύ είχες δώσει την
εντολή αυτή. Όμως του παρέδωσα το παιδί μ᾽ αυτές τις προϋποθέσεις, αφού δηλαδή
πρώτα του παράγγειλα να πάει και να το αποθέσει σ᾽ ένα έρημο βουνό και εκεί
φυλάγοντας να περιμένει, ώσπου το παιδί να αφανιστεί· τον απείλησα ακόμη με
πολλές φοβέρες, για την περίπτωση που δε θα εκτελούσε τις διαταγές με κάθε
ακρίβεια. [1.117.5] Κι όταν αυτός έκανε ό,τι του είχα ορίσει, και το παιδί πια ήταν
νεκρό, έστειλα τους πιο έμπιστους ευνούχους μου, και βλέποντας αυτοί, είναι σαν να
είδα ο ίδιος και να έθαψα το παιδί. Έτσι, βασιλιά μου, έχει η ιστορία αυτή και τέτοιο
θάνατο βρήκε το βρέφος».
[1.118.1] Ο Άρπαγος έλεγε την αλήθεια δίχως περιστροφές· ο Αστυάγης όμως,
κρύβοντας το χόλιασμα που είχε ανάψει μέσα του για το γεγονός, στην αρχή
ξαναδιηγήθηκε την ιστορία στον Άρπαγο έτσι όπως την άκουσε ο ίδιος από το στόμα
του βοσκού· αφού του τα επανέλαβε όλα, κατέληξε λέγοντας πως το αποτέλεσμα
είναι ότι το παιδί σώθηκε, και ό,τι έγινε είναι καλά καμωμένο: [1.118.2] «Γιατί —είπε
τονίζοντας τα λόγια του— ήμουν πολύ θλιμμένος για ό,τι είχα κάνει στο παιδί αυτό,
και το ένιωθα βάρος στη συνείδησή μου που είχα έρθει σε ρήξη με την κόρη μου.
Αφού λοιπόν η τύχη γύρισε στο καλό, πήγαινε και στείλε πρώτα το γιο σου να παίξει
με το νιόφερτο παιδί, κι ύστερα (γιατί το έχω σκοπό να κάνω θυσίες για τη σωτηρία
του παιδιού σε κείνους τους θεούς που τους πρέπει η τιμή αυτή) σε προσκαλώ να
᾽ρθεις να φάμε».
[1.119.1] Ο Άρπαγος, σαν τ᾽ άκουσε τα λόγια αυτά, προσκύνησε και, ιδιαίτερα
ευχαριστημένος που το σφάλμα του βγήκε σε καλό και τώρα γι᾽ αυτή την καλή τύχη
τον προσκαλούσαν σε τραπέζι, τράβηξε για το σπίτι του. [1.119.2] Μπήκε μέσα πολύ
βιαστικός και —είχε ένα μόνο αγόρι, γύρω στα δεκατρία χρόνια— αυτό το αγόρι το
στέλνει να πάει στου Αστυάγη, παραγγέλλοντάς του να κάνει ό,τι του ορίσει ο
βασιλιάς. Ο ίδιος όλο χαρά εξηγεί ύστερα της γυναίκας του πώς τα έφερε καλά η
τύχη. [1.119.3] Ο Αστυάγης όμως, μόλις ο γιος του Άρπαγου έφτασε στο παλάτι, τον
έσφαξε, κομμάτιασε τα μέλη του, κι αφού άλλα τα έψησε κι άλλα τα έβρασε, τα
ετοίμασε και περίμενε. [1.119.4] Όταν έφτασε η ώρα του δείπνου και ήρθαν και οι
άλλοι καλεσμένοι και ο Άρπαγος, μπροστά στους άλλους στρώθηκαν τραπέζια γεμάτα
από αρνίσια κρέατα· όμως στον Άρπαγο μπροστά τα μέλη του παιδιού του· εκτός από
το κεφάλι και τις άκρες των χεριών και των ποδιών, όλα τα άλλα· αυτά βρίσκονταν
χωριστά, καλοσκεπασμένα μέσα σ᾽ ένα πανέρι. [1.119.5] Όταν πια ήταν φανερό ότι ο
Άρπαγος είχε καλά χορτάσει, τον ρώτησε ο Αστυάγης αν νοστιμεύθηκε με το φαγητό.
Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, ευχαριστήθηκε πολύ — και τότε έφεραν αυτοί που
είχαν οριστεί το κεφάλι του παιδιού, σκεπασμένο καλά, και τα χέρια και τα πόδια.
Στάθηκαν στον Άρπαγο μπροστά και τον καλούσαν να τα ξεσκεπάσει και να πάρει
ό,τι θέλει. [1.119.6] Υπάκουσε ο Άρπαγος και ξεσκεπάζοντάς τα βλέπει τα
απομεινάρια του παιδιού του. Μπροστά σ᾽ αυτό το θέαμα δεν έδειξε την ταραχή του
αλλά αυτοκυριαρχήθηκε. Ο Αστυάγης τον ρώτησε αν τώρα καταλάβαινε ποιανού
αγριμιού το κρέας είχε φάει. [1.119.7] Κι αυτός αποκρίθηκε πως ναι, καταλαβαίνει κι
είναι καλόδεχτο το καθετί που κάνει ο βασιλιάς. Ύστερα από την απάντησή του αυτή,
πήρε ό,τι είχε απομείνει από τα κρέατα και πήγε σπίτι του. Εκεί, πιστεύω, είχε σκοπό
να τα μαζέψει όλα και να τα θάψει.
[1.120.1] Τον Άρπαγο μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον τιμώρησε ο Αστυάγης· τον
απασχολούσε όμως και το θέμα του Κύρου, και γι᾽ αυτό κάλεσε τους ίδιους μάγους,
που του είχαν ξεδιαλύνει το όνειρο, έτσι όπως είπαμε. Όταν αυτοί ήρθαν, τους
ρώτησε ο Αστυάγης πώς του είχαν εξηγήσει το όνειρο. Και εκείνοι είπαν τα ίδια πάλι,
εξηγώντας πως θα έπρεπε να βασιλεύσει το παιδί αυτό, αν είχε επιζήσει και δεν είχε
θανατωθεί. [1.120.2] Όμως ο Αστυάγης τούς αποκρίνεται μ᾽ αυτά τα λόγια: «Ζει το
παιδί και σώθηκε, και στα χωράφια που έμενε, τα παιδιά του χωριού τον έκαναν
βασιλιά τους. Και το παιδί προχώρησε κι έκανε όσα κάνουν οι πραγματικοί
βασιλιάδες· γιατί αφού πρώτα όρισε δορυφόρους, θυρωρούς, αγγελιοφόρους και όλα
τα υπόλοιπα, ήταν ο αρχηγός τους. Λοιπόν, πού νομίζετε τώρα πως πάει το πράγμα;»
[1.120.3] Οι μάγοι απάντησαν: «Αν όντως σώθηκε το παιδί κι έγινε βασιλιάς όχι από
θεία πρόνοια, πάρε θάρρος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, κι έχε ήσυχη την ψυχή σου·
γιατί δεύτερη φορά δε θα βασιλεύσει πια. Γιατί καμιά φορά ως και οι προφητείες μας
καταλήγουν σε ασήμαντα πράγματα· όσο για τα όνειρα, κι αυτά συμβαίνει να
φτάνουν σ᾽ ολότελα ξεθυμασμένη λύση». [1.120.4] Τους αποκρίνεται ο Αστυάγης μ᾽
αυτά τα λόγια: «Και μένα του ίδιου, Μάγοι, εκεί πάει ο νους μου περισσότερο, πως
μια και το παιδί ονομάστηκε βασιλιάς, το όνειρο βγήκε πια, και δεν έχω να φοβάμαι
τίποτε από το παιδί αυτό. Ωστόσο καλοσκεφθείτε το και συμβουλεύσετέ με ό,τι
νομίζετε πως θα ασφαλίσει καλύτερα και τον δικό μου θρόνο και σας». [1.120.5]
Απάντησαν σ᾽ αυτά οι μάγοι: «Βασιλιά, και μας τους ίδιους πολύ μας ενδιαφέρει να
μείνει η βασιλεία σου ακλόνητη. Γιατί αλλιώτικα πέφτει σε ξένα χέρια, αν περάσει σ᾽
ετούτο το παιδί, που είναι Πέρσης· κι εμείς που είμαστε Μήδοι γινόμαστε δούλοι, και
δε θα μας λογαριάζουν καθόλου οι Πέρσες, μια και θα τους είμαστε ξένοι. Αντίθετα,
αν εσύ μείνεις βασιλιάς, κρατούμε το μερίδιό μας στην εξουσία και έχουμε από
μέρους σου τιμές μεγάλες. Αφού λοιπόν έτσι έχουνε τα πράγματα, πρέπει με κάθε
τρόπο να προνοούμε για σένα και τη βασιλεία σου. [1.120.6] Γι᾽ αυτό και τώρα, αν
βλέπαμε στο πράγμα κάποιο κίνδυνο, θα σε προειδοποιούσαμε για όλα. Αφού όμως
προς το παρόν το όνειρο ξεδιάλυνε σε κάτι ασήμαντο, και εμείς αναθαρρούμε και
σένα σου συστήνουμε να κάνεις το ίδιο. Όσο για το παιδί, διώξε το μακριά, να μην το
βλέπουνε τα μάτια σου, στην Περσία κοντά σ᾽ εκείνους που το γέννησαν».
[1.121.1] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αστυάγης χάρηκε, κάλεσε τον Κύρο και
του έλεγε τα εξής: «Παιδί μου, σ᾽ αδίκησα εξαιτίας ενός μάταιου ονείρου που είδα·
εσένα όμως σ᾽ έσωσε το ριζικό σου. Πήγαινε λοιπόν με το καλό στους Πέρσες, και
εγώ σου δίνω ανθρώπους μου, για να σε συνοδεύσουν. Εκεί όταν φτάσεις, θα βρεις
αληθινό πατέρα και μάνα, όχι σαν τον βοσκό τον Μιτραδάτη και τη γυναίκα του».
[1.122.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Αστυάγης ξεπροβοδά τον Κύρο. Και εκείνος, σαν
έφτασε στο σπίτι του Καμβύση, έγινε δεχτός από τους γονείς του, που, όταν έμαθαν
τα νέα, τον καλοδέχτηκαν και του έδειχναν μεγάλη αγάπη, αφού το είχαν βέβαιο πως
τότε αμέσως είχε θανατωθεί· τώρα ρωτούσαν να μάθουν πώς έγινε και σώθηκε.
[1.122.2] Κι αυτός τους εξηγούσε λέγοντας πως ώς πριν από λίγο δεν ήξερε την
αλήθεια αλλά βρισκόταν σε πλάνη, και ότι στο δρόμο έμαθε όλη την περιπέτειά του.
Πως το είχε βέβαιο ότι είναι γιος κάποιου βοσκού του Αστυάγη, στον ερχομό του
όμως του τα εξήγησαν όλα οι συνοδοί του. [1.122.3] Τους διηγιόταν ακόμα πως τον
ανάθρεψε η γυναίκα του βοσκού, που δεν έπαυε να την παινά, κι όλος ο λόγος του
ήταν γεμάτος από το όνομά της: Κυνώ. Οι γονείς του πιάστηκαν από το όνομα αυτό
και, για να φανεί στους Πέρσες πως το παιδί τους σώθηκε με τρόπο θεϊκό,
κοινολόγησαν τη φήμη ότι τον απορριγμένο Κύρο τον ανάθρεψε μια σκύλα. Και από
εδώ ξεκινά όλη η ιστορία.
[1.123.1] Μεγάλωνε ο Κύρος κι έγινε άνδρας — ο πιο γενναίος και ο πιο αγαπητός
ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Ο Άρπαγος τώρα ζητούσε να κερδίσει την
εμπιστοσύνη του στέλνοντάς του δώρα, επειδή ήθελε να εκδικηθεί τον Αστυάγη.
Γιατί από μόνος του, έτσι που ήταν ένας απλός ιδιώτης, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε
να εκδικηθεί τον Αστυάγη· όμως με τον Κύρο ήταν αλλιώς: τώρα που είχε ανδρωθεί,
ζητούσε ο Άρπαγος να τον κάνει σύμμαχο, παρομοιάζοντας τα βάσανα του Κύρου με
τα δικά του. [1.123.2] Από νωρίτερα κιόλας είχε καταφέρει το εξής: έτσι που ο
Αστυάγης ήταν σκληρός απέναντι στους Μήδους, τους έπαιρνε ο Άρπαγος έναν προς
ένα κατά μέρος, τους πρώτους από τους Μήδους, και προσπαθούσε να τους πείσει
πως πρέπει να φέρουν στα πράγματα τον Κύρο και να καθαιρέσουν τον Αστυάγη από
βασιλιά τους. [1.123.3] Όταν το πράγμα είχε ωριμάσει κι όλα ήσαν έτοιμα, τότε πια ο
Άρπαγος, θέλοντας να φανερώσει το σχέδιό του στον Κύρο που ζούσε με τους
Πέρσες, άλλον τρόπο δεν έβρισκε, αφού τους δρόμους τούς επιτηρούσαν· καταφεύγει
λοιπόν στο εξής τέχνασμα: [1.123.4] Ταίριαξε ένα λαγό, που αφού του έσχισε την
κοιλιά, προσέχοντας να μην τον γδάρει αλλά να μείνει ως είχε, έβαλε μέσα ένα
γράμμα, όπου έγραφε το σχέδιό του. Κι αφού έραψε πάλι την κοιλιά του λαγού, τον
παρέδωσε σ᾽ έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες μαζί με δίχτυα, για να μοιάζει
κυνηγός, και τον έστειλε στους Πέρσες. Η παραγγελία του ήταν να παραδώσει ο
υπηρέτης το λαγό στον Κύρο και να του πει προφορικά πως πρέπει με τα ίδια του τα
χέρια να ανοίξει το λαγό, και να μην είναι κανείς άλλος μπροστά, όταν το κάνει αυτό.
[1.124.1] Έτσι πραγματικά και έγινε: ο Κύρος πήρε το λαγό και τον άνοιξε.
Βρίσκοντας μέσα το γράμμα που υπήρχε, το πήρε και το διάβαζε. Νά τί έλεγε το
γράμμα: «Γιε του Καμβύση, εσένα σε σκέπουν οι θεοί, αλλιώς δεν εξηγείται η τόση
σου τύχη· εκδικήσου λοιπόν τον Αστυάγη — το φονιά σου. [1.124.2] Γιατί, όσο
εξαρτάται από εκείνου την προθυμία, πες πως είσαι πεθαμένος· αν ζεις, αυτό το
οφείλεις στους θεούς και σε μένα. Εξάλλου όλα αυτά θαρρώ από καιρό σού είναι
γνωστά, όσα αφορούν και τις δικές σου περιπέτειες και όσα εγώ έπαθα από τον
Αστυάγη, επειδή δε σε σκότωσα αλλά σε παρέδωσα στο βοσκό. Αν τώρα εσύ
θελήσεις να μ᾽ ακούσεις, θα κυβερνήσεις σ᾽ όλη τη χώρα, σ᾽ αυτή που κυβερνά ο
Αστυάγης. Πείσε τους Πέρσες να επαναστατήσουν και βάδισε με το στρατό σου
εναντίον των Μήδων. [1.124.3] Κι αν ο Αστυάγης ορίσει εμένα στρατηγό για να σε
αντιμετωπίσω, έχεις αυτό που θέλεις· το ίδιο αν τύχει να οριστεί κάποιος άλλος
στρατηγός ανάμεσα στους σπουδαίους Μήδους. Γιατί πρώτοι αυτοί θα αποστατήσουν
από εκείνον και θα έρθουν με το μέρος σου, και έτσι μαζί σου θα δοκιμάσουν να
ανατρέψουν τον Αστυάγη. Να ξέρεις πως το πράγμα εδώ τουλάχιστον είναι έτοιμο:
κάνε λοιπόν αυτό που σου προτείνω, και κάνε το τό γρηγορότερο».
[1.131.1] Ξέρω που οι Πέρσες έχουν τα ακόλουθα έθιμα: Δεν το έχουνε συνήθεια να
φτιάχνουν και να στήνουνε αγάλματα και ναούς και βωμούς· αντίθετα όσους κάνουν
τέτοια τους έχουν για μωρούς, κατά την γνώμη μου επειδή δεν πίστεψαν ποτέ τούς
θεούς με ανθρώπινη μορφή, όπως λ.χ. οι Έλληνες. [1.131.2] Οι ίδιοι συνηθίζουν να
ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά και εκεί να προσφέρουν θυσίες στο Δία, αποκαλώντας
Δία όλον τον ουράνιο θόλο. Κάνουν ακόμη θυσίες στον ήλιο και στη σελήνη, στη γη
και στη φωτιά, στο νερό και στους ανέμους. [1.131.3] Σ᾽ αυτούς μονάχα τους θεούς
θυσιάζουν από παλιά· αργότερα έμαθαν να θυσιάζουν και στην Ουρανία Αφροδίτη —
κι αυτό το πήραν από τους Ασσυρίους και τους Άραβες. Οι Ασσύριοι ονομάζουν την
Αφροδίτη Μύλιττα, οι Αράβιοι Αλιλάτ, οι Πέρσες Μίτρα.
[1.132.1] Ο τρόπος που οι Πέρσες θυσιάζουν στους παραπάνω θεούς είναι ο
ακόλουθος: Δεν κάνουνε βωμούς, ούτε κι ανάβουν φωτιές από πάνω προκειμένου να
θυσιάσουν· δεν κάνουνε σπονδές, ούτε χρησιμοποιούν αυλό, ούτε στεφάνια ούτε
κριθάρια. Όταν κάποιος θέλει να θυσιάσει στον ένα ή τον άλλο θεό, οδηγεί το ζώο
του σ᾽ ένα χώρο καθαρό και επικαλείται το θεό, έχοντας στεφανώσει την τιάρα του
κυρίως με μυρτιά. [1.132.2] Δεν επιτρέπεται αυτός που θυσιάζει να εύχεται
αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του, για να του δώσει ο θεός αγαθά· αλλά
προσεύχεται για το καλό όλων των Περσών και για του βασιλιά, αφού μέσα σ᾽ όλους
τους Πέρσες συμπεριλαμβάνεται κι αυτός. Κι όταν κόψει το σφάγιο σε κομμάτια και
βράσει τα κρέατα, στρώνει από κάτω χόρτο τρυφερό, κυρίως τριφύλλι, κι από πάνω
βάζει όλα τα κρέατα. [1.132.3] Μετά από αυτή την τακτοποίηση, ένας μάγος, που
είναι εκεί παρών, ψάλλει τη θεογονία· τέτοιο, όπως λένε οι ίδιοι, είναι το περιεχόμενο
του άσματος. Χωρίς να παραστέκεται ένας μάγος, δεν επιτρέπεται σ᾽ αυτούς να
κάνουνε θυσία. Ύστερα, αυτός που κάνει τη θυσία, περιμένει για λίγο· μετά παίρνει
τα κρέατα μαζί του και τα χρησιμοποιεί κατά τη θέλησή του.
[1.133.1] Από όλες τις ημέρες συνηθίζουν να γιορτάζουν πιο πολύ οι Πέρσες την
επέτειο των γενεθλίων τους. Τη μέρα αυτή θεωρούν δικαίωμά τους να στρώνουνε πιο
πλούσιο τραπέζι από τις άλλες. Τότε οι πλούσιοι βάζουν στο φούρνο ολόκληρο ένα
βόδι, ένα άλογο, μια καμήλα κι ένα γομάρι, και στρώνουν μ᾽ αυτά το τραπέζι τους· οι
φτωχοί βάζουν στο τραπέζι τους μικρά ζώα. [1.133.2] Το κυρίως φαγητό τους δεν
είναι πολύ, τρώνε όμως πολλά επιδόρπια, και όχι όλα μαζί, αλλά λίγα λίγα. Γι᾽ αυτόν
το λόγο λένε οι Πέρσες για τους Έλληνες ότι σηκώνονται από το τραπέζι
πεινασμένοι, γιατί ύστερα από το φαγητό δεν τους σερβίρεται τίποτε ξεχωριστό, κι αν
τύχει και τους σερβιρίσουν, ε τότε δε σταματούν να τρώνε. [1.133.3] Πίνουν πολύ
κρασί οι Πέρσες, και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν εμετό ούτε να κατουρήσουν
μπροστά στους άλλους. Αυτά τα έθιμα τα κρατούν. Από την άλλη μεριά συνηθίζουν
να συζητούν τα πιο σοβαρά τους ζητήματα μεθυσμένοι. Το συμπέρασμα, που ύστερα
από τη συζήτηση θα τους φανεί σωστό, αυτό το ίδιο, την επομένη μέρα που είναι
ξεμέθυστοι, το φέρνει πάλι στη μέση ο οικοδεσπότης του σπιτιού, όπου συμβαίνει να
είναι μαζεμένοι και να συζητούν. [1.133.4] Αν τύχει και τους αρέσει και τώρα που
είναι νηφάλιοι, το βάζουνε σε πράξη, αν δεν τους αρέσει, το απορρίπτουν. Αν πάλι
τύχει την πρώτη απόφαση να την έχουν πάρει ξεμέθυστοι, την ξανασυζητούν και
μεθυσμένοι.
[1.140.1] Αυτά που είπα για τους Πέρσες, τα λέω με βεβαιότητα, γιατί τα
ξέρω· τα παρακάτω σχετικά με τους νεκρούς τους, λέγονται όχι πολύ
ξεκάθαρα, γιατί αποτελούνε μυστικά: Δηλαδή το νεκρό σώμα ενός Πέρση
δεν το θάβουν πρωτύτερα, πριν το σπαράξουν σκυλιά και όρνια. [1.140.2]
Για τους μάγους ξέρω καλά ότι κάνουν αυτό που λέω· γιατί το κάνουν
φανερά. Οπωσδήποτε οι Πέρσες αλείφουν πρώτα το νεκρό σώμα με κερί,
και ύστερα το παραχώνουν στη γη. Οι μάγοι γενικά διαφέρουν πολύ από
τους άλλους ανθρώπους και από τους ιερείς της Αιγύπτου· [1.140.3] γιατί
οι Αιγύπτιοι φυλάγονται καθαροί και δε σκοτώνουν κανένα ζωντανό, έξω
από αυτά που θυσιάζουν· ενώ οι μάγοι σκοτώνουν με το ίδιο τους το χέρι
όλα τα ζωντανά, εκτός από σκυλί και άνθρωπο· επιδίδονται μάλιστα, σαν
σε αγώνισμα, στο να σκοτώνουν δίχως διάκριση μυρμήγκια και φίδια και
άλλα παρόμοια ερπετά και πετούμενα. Ας μείνει αυτή τους η συνήθεια
έτσι όπως την έχουν από παλιά, και εγώ ξαναγυρίζω στην προηγούμενη
διήγησή μου.
[1.141.1] Οι Ίωνες και οι Αιολείς, ευθύς ως οι Λυδοί έγιναν υποχείριοι των
Περσών, έστειλαν αγγελιοφόρους στις Σάρδεις προς τον Κύρο, ζητώντας
να μείνουν υπήκοοί του με τους ίδιους όρους, όπως και του Κροίσου.
Όταν ο Κύρος άκουσε την πρότασή τους, τους διηγήθηκε την παρακάτω
ιστορία: Πως κάποιος αυλητής, λέει, που είδε ψάρια στη θάλασσα, άρχισε
να παίζει τον αυλό του με την ελπίδα ότι έτσι τα ψάρια θα έβγαιναν στην
ακρογιαλιά. [1.141.2] Επειδή όμως είδε ότι η ελπίδα του πήγε χαμένη,
πήρε λέει ένα δίχτυ, έπιασε πολλά ψάρια και τα τράβηξε έξω. Βλέποντάς
τα να σπαρταρούν, είπε στα ψάρια: Δε σταματάτε το χορό, αφού, τότε
που έπαιζα τον αυλό μου, δεν καταδεχθήκατε να βγείτε έξω και να
χορέψετε! [1.141.3] Ο Κύρος είπε αυτή την ιστορία στους Ίωνες και
στους Αιολείς γι᾽ αυτόν το λόγο: επειδή οι Ίωνες, όταν στο παρελθόν ο
ίδιος ο Κύρος τούς προσκάλεσε με αγγελιοφόρους του να αποστατήσουν
από τον Κροίσο, δεν τον άκουσαν, και τώρα, που το πράγμα τέλειωσε,
ήσαν πρόθυμοι να τον ακούσουν. [1.141.4] Ο Κύρος θυμωμένος τους
μίλησε έτσι. Οι Ίωνες από τη μεριά τους, σαν έφτασε η απόκριση αυτή
στις πόλεις τους, άρχισαν ο καθένας τους να περιτειχίζονται και
συγκεντρώνονταν παράλληλα στο Πανιώνιον, όλοι τους έξω από τους
Μιλήσιους· γιατί μόνο μ᾽ αυτούς ο Κύρος έκλεισε ένορκη συμφωνία με
τους ίδιους όρους, όπως και ο λυδός βασιλιάς. Οι υπόλοιποι όμως
Έλληνες αποφάσισαν από κοινού να στείλουν αγγελιοφόρους τους στη
Σπάρτη, για να ζητήσουν βοήθεια.
[1.142.1] Οι Ίωνες αυτοί —στους οποίους ανήκει και το Πανιώνιον—
συμβαίνει να έχουν χτίσει τις πόλεις τους κάτω από τον πιο ωραίο
ουρανό και με το καλύτερο κλίμα, σε σχέση με όλους τους άλλους
ανθρώπους που ξέρουμε. [1.142.2] Γιατί ούτε τα βορειότερα μέρη ούτε
τα νοτιότερα συγκρίνονται με την Ιωνία [1.ούτε κι όσα βρίσκονται
ανατολικά, ούτε κι εκείνα προς τη δύση]· γιατί προς βορρά είναι το κλίμα
κρύο και υγρό, ενώ νοτιότερα είναι ζεστό και έχει ξηρασία. [1.142.3] Δε
χρησιμοποιούν όλοι οι Ίωνες την ίδια γλώσσα αλλά τέσσερα διαφορετικά
ιδιώματα. Προς νότο η πρώτη πόλη στη σειρά είναι η Μίλητος, ύστερα
έρχονται η Μυούς και η Πριήνη· αυτές βρίσκονται στην Καρία και μιλούν
το ίδιο ιδίωμα μεταξύ τους. Οι πόλεις πάλι στη Λυδία είναι η Έφεσος, η
Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί και η Φώκαια· [1.142.4] αυτές οι
πόλεις δε συμφωνούν καθόλου ως προς τη γλώσσα τους με εκείνες που
αναφέραμε πρωτύτερα, ενώ μεταξύ τους έχουν το ίδιο ιδίωμα.
Υπολείπονται άλλες τρεις ιωνικές πόλεις, που οι δύο είναι χτισμένες σε
νησιά, στη Σάμο και στη Χίο, ενώ η τρίτη βρίσκεται στη στεριά, δηλαδή
οι Ερυθραί· Χίοι και Ερυθραίοι μιλούν το ίδιο ιδίωμα, ενώ οι Σάμιοι το
ιδιαίτερο δικό τους. Έτσι τα γλωσσικά ιδιώματα γίνονται τέσσερα.
[1.143.1] Λοιπόν από αυτούς τους Ίωνες οι Μιλήσιοι δεν είχαν λόγο να
φοβούνται, ύστερα από τους όρκους που είχαν κάνει, κι όσο για τους
νησιώτες δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος· γιατί ούτε οι Φοίνικες είχαν
υποταγεί ακόμη στους Πέρσες, ούτε οι ίδιοι οι Πέρσες ήσαν ναυτικοί.
[1.143.2] Ξέκοψαν από τους άλλους Ίωνες οι Ίωνες της Μικράς Ασίας όχι
για άλλον λόγο παρά γιατί τα χρόνια εκείνα οι Έλληνες στο σύνολό τους,
ως έθνος, ήσαν ανίσχυροι. Ανάμεσά τους η πιο ανίσχυρη ήταν η ιωνική
φυλή, σχεδόν ασήμαντη· γιατί αν εξαιρέσει κανείς την Αθήνα, δεν υπήρχε
καμιά άλλη πόλη άξια λόγου. [1.143.3] Οι άλλοι Ίωνες και οι Αθηναίοι
ξέφυγαν απ᾽ αυτό το όνομα, γιατί δεν ήθελαν να λέγονται Ίωνες, αφού
και σήμερα οι πιο πολλοί τους αισθάνονται ντροπή για το όνομά τους.
Αλλά οι δώδεκα πόλεις που αναφέραμε καμάρωναν με το όνομά τους και
έχτισαν και ιερό (μόνον γι᾽ αυτούς), που του έδωσαν το όνομα Πανιώνιον·
αποφάσισαν μάλιστα να μη δεχτούν σ᾽ αυτό κανέναν άλλο από τους Ίωνες
(εξάλλου και κανείς άλλος δε ζήτησε να πάρει μέρος εκτός από τους
Σμυρνιούς).
[1.144.1] Το ίδιο έκαναν και οι Δωριείς της περιοχής που σήμερα λέγεται
Πεντάπολη (παλιότερα όμως αυτή η ίδια ονομαζόταν Εξάπολις), που
απαγορεύουν σ᾽ οποιονδήποτε από τους γείτονές τους Δωριείς να μπει
στο Τριοπικό ιερό· αλλά και από τους δικούς τους αρνήθηκαν τη
συμμετοχή σ᾽ όσους δε σεβάστηκαν τα νόμιμα του ιερού. [1.144.2] Γιατί
παλιότερα, στους αγώνες που έκαναν προς τιμήν του Τριοπίου
Απόλλωνος, έδιναν ως βραβείο στους νικητές χάλκινους τρίποδες, που
όμως δεν επιτρέπονταν εκείνοι που τους έπαιρναν να τους βγάλουν έξω
από το ιερό, αλλά έπρεπε να τους αφιερώσουν εκεί, στο θεό. [1.144.3]
Κάποιος όμως από την Αλικαρνασσό (το όνομά του ήταν Ηγησικλής) που
νίκησε, παραβίασε τη συνήθεια αυτή και παίρνοντας σπίτι του τον
τρίποδα τον κρέμασε στον τοίχο. Γι᾽ αυτόν το λόγο οι πέντε πόλεις, η
Λίνδος, η Ιήλυσος και η Κάμιρος, η Κως και η Κνίδος, αρνήθηκαν τη
συμμετοχή στην έχτη πόλη, την Αλικαρνασσό. Αυτή λοιπόν είναι η ποινή
που της επέβαλαν.
[1.145.1] Έχω τη γνώμη ότι οι Ίωνες σχημάτισαν δώδεκα πόλεις και δε
θέλησαν να προχωρήσουν σε περισσότερες για τον παρακάτω λόγο:
Επειδή κι όταν ακόμη κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, ήταν μοιρασμένοι
σε δώδεκα περιοχές, όπως είναι και τώρα ακόμη οι Αχαιοί, που έδιωξαν
τους Ίωνες, μοιρασμένοι σε δώδεκα περιοχές: πρώτα έρχεται η Πελλήνη,
ξεκινώντας από τη Σικυώνα, ύστερα η Αίγειρα και οι Αιγαί (όπου τρέχει
αστείρευτος ο Κράθις ποταμός κι από όπου πήρε το όνομά του ο
ομώνυμος ποταμός στην Ιταλία), ύστερα η Βούρα και η Ελίκη (σ᾽ αυτήν
κατέφυγαν οι Ίωνες, όταν νικήθηκαν στη μάχη από τους Αχαιούς), το
Αίγιον και οι Ρύπες και οι Πατρείς και οι Φαρείς και ο Ώλενος (όπου
υπάρχει και ο μεγάλος ποταμός Πείρος), η Δύμη και οι Τριταιείς (που
είναι οι μόνοι από αυτούς, που κατοικούνε προς το εσωτερικό).
[1.146.1] Σ᾽ αυτές τις δώδεκα περιοχές είναι τώρα μοιρασμένοι οι Αχαιοί,
και τότε ήσαν οι Ίωνες. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ίωνες της Μικράς
Ασίας σχημάτισαν δώδεκα πόλεις· γιατί η εξήγηση, πως είναι τάχα αυτοί
περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες ή ευγενέστερης καταγωγής,
είναι μεγάλη ανοησία και να τη λέει κανείς: αφού ένα μεγάλο ποσοστό
ανάμεσά τους αποτελούν οι Άβαντες από την Εύβοια, που με την Ιωνία
δεν τους δένει ούτε καν το όνομα, κι είναι ακόμη ανακατωμένοι μαζί τους
Μινύαι από τον Ορχομενό και Καδμείοι και Δρύοπες και μια αποσπασμένη
ομάδα από Φωκείς, και Μολοσσοί και Πελασγοί από την Αρκαδία και
Δωριείς από την Επίδαυρο· κι άλλες πολλές φυλές είναι ανακατωμένες
μαζί τους. [1.146.2] Κι αυτοί ακόμη που ξεκίνησαν από το πρυτανείο των
Αθηναίων, και γι᾽ αυτό πιστεύουν πως είναι οι πιο ευγενείς και
καθαρόαιμοι Ίωνες, κι αυτοί ακόμη δεν έφεραν στην αποικία μαζί τους
γυναίκες, αλλά παντρεύτηκαν γυναίκες από την Καρία, αφού πρώτα
σκότωσαν τους γονείς τους. [1.146.3] Γι᾽ αυτόν το φόνο οι γυναίκες
αυτές έβαλαν νόμο και δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκο, που τον παρέδωσαν
στα κορίτσια τους, να μην καθίσουν ποτέ πια στο τραπέζι μαζί με τους
άντρες τους, μήτε να προσφωνήσουν η καθεμιά τον άντρα της με το
όνομά του, επειδή τους σκότωσαν τους πατέρες τους και τα παιδιά τους,
κι ύστερα από αυτό που έκαναν τις πήρανε γυναίκες. Αυτά συνέβαιναν
στη Μίλητο.
[1.147.1] Κι όσο για βασιλιάδες, άλλοι από τους Ίωνες της Μικράς Ασίας
έκαναν βασιλιάδες Λύκιους που κατάγονταν από τον Γλαύκο, το γιο του
Ιππόλοχου, άλλοι Καύκωνες από την Πύλο που κατάγονταν από τον Κόδρο,
το γιο του Μελάνθου, κι άλλοι κι από τις δυο γενιές. Αλλά αφού κρατούν
αυτοί το όνομά τους με περισσότερο φανατισμό από τους άλλους Ίωνες,
ας πούμε έστω πως είναι οι πιο καθαρόαιμοι Ίωνες. [1.147.2] Στην
πραγματικότητα είναι όλοι Ίωνες όσοι κατάγονται από τους Αθηναίους
και γιορτάζουν τα Απατούρια. Και τα γιορτάζουν όλοι εκτός από τους
Εφέσιους και τους Κολοφώνιους· αυτοί είναι οι μόνοι που δε γιορτάζουν
τα Απατούρια, κι αυτό για κάποιον λόγο που την αρχή του την έχει σ᾽ ένα
φόνο.
[1.148.1] Το Πανιώνιον είναι ένας χώρος ιερός στη Μυκάλη, στραμμένος
προς βορρά, που από κοινού οι Ίωνες τον αφιέρωσαν στον Ελικώνιο
Ποσειδώνα. Η Μυκάλη είναι ένα ακρωτήριο της στεριάς που απλώνεται
προς τη μεριά όπου φυσά ο ζέφυρος, κατάντικρυ στη Σάμο· εκεί
μαζεύονταν από τις πόλεις τους οι Ίωνες και έκαναν γιορτή που την
ονόμασαν Πανιώνια. [1.148.2] Και δε συμβαίνει αυτό που θα πω μόνον με
των Ιώνων τις γιορτές, αλλά και όλων των Ελλήνων οι γιορτές,
ανεξαιρέτως όλες, τελειώνουν στο ίδιο γράμμα, όπως συμβαίνει και με τα
περσικά ονόματα.
[1.149.1] Αυτές που είπα είναι οι ιωνικές πόλεις, και αυτές που θα πω οι αιολικές: η
Κύμη που ονομάζεται Φρικωνίς, η Λάρισα, το Νέον Τείχος, η Τήμνος, η Κίλλα, το
Νότιον, η Αιγιρόεσσα, η Πιτάνη, οι Αιγαίαι, η Μύρινα, η Γρύνεια. Αυτές είναι οι
αρχαίες πόλεις των Αιολέων, ένδεκα συνολικά· γιατί τη μια, τη Σμύρνη, την
απέσπασαν από την ομάδα αυτή οι Ίωνες· γιατί και των Αιολέων οι πόλεις στη στεριά
ήταν παλιά δώδεκα. [1.149.2] Οι Αιολείς αυτοί πέτυχαν και κατοίκισαν μια χώρα
ευφορότερη από των Ιώνων, στο κλίμα όμως κατώτερη.
[1.150.1] Νά πώς οι Αιολείς έχασαν τη Σμύρνη: Δέχτηκαν κάποτε στην πόλη τους μια
ομάδα από Κολοφώνιους νικημένους σ᾽ ένα κίνημα και εξορισμένους από την
πατρίδα τους. Αργότερα αυτοί οι φυγάδες Κολοφώνιοι καιροφυλάκτησαν μια μέρα
που οι κάτοικοι της Σμύρνης έκαναν γιορτή έξω από τα τείχη προς τιμή του
Διονύσου, έκλεισαν τις πύλες και έγιναν κύριοι της πόλεως. [1.150.2] Ύστερα από
παρέμβαση όλων των Αιολέων, έγινε συμφωνία: οι Ίωνες να δώσουν πίσω στους
Αιολείς κάθε κινητή περιουσία τους, και οι Αιολείς από μέρους τους να
εγκαταλείψουν τη Σμύρνη. Δέχτηκαν οι κάτοικοι της Σμύρνης τη συνθήκη, κι έτσι οι
ένδεκα αιολικές πόλεις τούς μοίρασαν μεταξύ τους και τους έκαναν πολίτες δικούς
τους.
[1.151.1] Αυτές είναι οι αιολικές πόλεις στη στεριά, εκτός από εκείνες που είναι
χτισμένες στην Ίδη· γιατί οι τελευταίες αυτές είναι απομονωμένες. [1.151.2] Από τις
νησιώτικες πόλεις οι πέντε βρίσκονται στη Λέσβο (γιατί την έχτη, χτισμένη επίσης
στη Λέσβο, την Αρίσβα, τη σκλάβωσαν οι Μηθυμναίοι, κι ας είχαν το ίδιο αίμα μαζί
τους)· μια πόλη είναι χτισμένη στην Τένεδο κι άλλη μια στα Εκατό νησιά, όπως τα
λένε. [1.151.3] Για τους Λεσβίους και τους Τενέδιους, όπως και για τους νησιώτες
Ίωνες, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Όλες όμως οι άλλες πόλεις πήραν από κοινού
απόφαση να ακολουθήσουν τους Ίωνες, σ᾽ όποιον δρόμο κι αν έπαιρναν.
[1.152.1] Ευθύς ως έφτασαν στη Σπάρτη οι αγγελιοφόροι των Ιώνων και των
Αιολέων (το πράγμα έγινε με πολύ γρήγορο ρυθμό), διάλεξαν να μιλήσει εκ μέρους
όλων ο αντιπρόσωπος της Φώκαιας, που το όνομά του ήταν Πύθερμος. Κι αυτός,
αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να
μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε
πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν. [1.152.2]
Ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι δε συγκινήθηκαν, παρά αποφάσισαν τελικά να μην τους
βοηθήσουν τους Ίωνες. Έτσι εκείνοι γύρισαν πίσω, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, μόλις
ξεφορτώθηκαν τους αγγελιοφόρους των Ιώνων, είπαν να φύγει μια αποστολή σ᾽ ένα
καράβι με πενήντα κωπηλάτες, κατά τη γνώμη μου για να κατοπτεύσει πώς ήταν τα
πράγματα στην Ιωνία και τί έκανε ο Κύρος. [1.152.3] Όταν αυτοί έφτασαν στη
Φώκαια, έστειλαν στις Σάρδεις τον πιο ικανό ανάμεσά τους —Λακρίνης ήταν το
όνομά του— να διαβιβάσει στον Κύρο το μήνυμα των Λακεδαιμονίων: να μην
πειράξει ο Κύρος καμιά πόλη της ελληνικής γης, γιατί οι ίδιοι δε θα μείνουν
ασυγκίνητοι.
[1.153.1] Στα λόγια αυτά του κήρυκα λεν πως αντέδρασε ο Κύρος ρωτώντας τους
Έλληνες που είχε μαζί του, τί λογής άνθρωποι είναι οι Λακεδαιμόνιοι και πόσο το
πλήθος τους, ώστε να τολμούν να τον προειδοποιούν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Κι αφού
κατατοπίστηκε, λένε πως είπε στον Σπαρτιάτη κήρυκα: «Ποτέ ώς τώρα δε φοβήθηκα
ανθρώπους τέτοιους, που έχουν στη μέση της πόλης τους ένα ορισμένο μέρος και
μαζεμένοι εκεί εξαπατούν ο ένας τον άλλο με όρκους. Αν είμαι γερός, δεν πρόκειται
να συζητούν στο μέλλον οι Σπαρτιάτες τα πάθη των Ιώνων αλλά τα δικά τους».
[1.153.2] Αυτά τα λόγια τα έριξε ο Κύρος κατά πρόσωπον όλων των Ελλήνων, επειδή
στήνονται στις αγορές τους και εκεί πουλούν και αγοράζουν. Γιατί οι ίδιοι οι Πέρσες
δε συνηθίζουν καθόλου τις αγορές κι ούτε κι υπάρχει γενικά στα μέρη τους τόπος για
αγορά. [1.153.3] Ύστερα ο Κύρος αφού εμπιστεύθηκε τη διοίκηση των Σάρδεων
στον Πέρση Τάβαλο, και το θησαυρό του Κροίσου στον Λυδό Πακτύη για να τον
φυλά, ξεκίνησε για τα Αγβάτανα, παίρνοντας μαζί του και τον Κροίσο· για τους
Ίωνες προς το παρόν δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. [1.153.4] Γιατί η
Βαβυλώνα τού στεκόταν εμπόδιο και το έθνος των Βακτρίων και οι Σάκες και οι
Αιγύπτιοι: εναντίον τους είχε σκοπό να εκστρατεύσει ο ίδιος, ενώ εναντίον των
Ιώνων να στείλει άλλον στρατηγό.
[1.154.1] Μόλις ο Κύρος ξεκίνησε από τις Σάρδεις, ο Πακτύης ξεσήκωσε τους
Λυδούς να αποστατήσουν από τον Τάβαλο και τον Κύρο. Κατέβηκε στη θάλασσα, κι
έτσι που είχε όλο το χρυσάφι που πήρε από τις Σάρδεις, στρατολογούσε μισθοφόρους
και έπειθε τους κατοίκους των παραθαλασσίων να εκστρατεύσουν στο πλευρό του.
Κίνησε έτσι αμέσως με το στρατό του εναντίον των Σάρδεων και πολιορκούσε τον
Τάβαλο, που ήταν κλεισμένος στην ακρόπολη.
[1.155.1] Όταν το πράγμα έφτασε στα αυτιά του Κύρου επάνω στην πορεία του, είπε
στον Κροίσο τα ακόλουθα λόγια: «Κροίσε, ποιό θα είναι το τέλος μ᾽ αυτά που
γίνονται εναντίον μου; Δεν το έχουνε σκοπό, όπως φαίνεται, να σταματήσουν οι
Λυδοί από το να μ᾽ ενοχλούν και να υποφέρουν κι οι ίδιοι. Σκέφτομαι μην είναι το
καλύτερο να τους πουλήσω σκλάβους· γιατί τώρα μου φαίνεται σαν να έχω κάνει το
ίδιο, όπως αν κάποιος, που έχει σκοτώσει έναν πατέρα, λυπήθηκε τα παιδιά του.
[1.155.2] Έτσι κι εγώ, εσένα, που είσαι κάτι περισσότερο από πατέρας των Λυδών,
σε πήρα και σε κουβαλώ μαζί μου, ενώ στους ίδιους τους Λυδούς παρέδωσα την
πόλη — κι ύστερα απορώ που ξεσηκώνονται εναντίον μου». Εκείνος έλεγε αυτά που
πίστευε, και ο Κροίσος, από φόβο μήπως ο Κύρος καταστρέψει εκ θεμελίων τις
Σάρδεις, του αποκρινόταν ως εξής: [1.155.3] «Βασιλιά μου, μίλησες λογικά· ωστόσο
μην παραδίδεσαι ολότελα στο θυμό σου και μην αφανίσεις μιαν αρχαία πόλη, που
τίποτε δεν φταίει για όσα έγιναν στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν τώρα. Γιατί αυτό
που έγινε στο παρελθόν, εγώ το έκανα, και πάνω στο δικό μου κεφάλι πέφτει το
κρίμα, και το υπομένω. Γι᾽ αυτό πάλι που συμβαίνει τώρα, ένοχος είναι ο Πακτύης,
αυτός που του εμπιστεύθηκες τις Σάρδεις· αυτός πρέπει να πληρώσει. [1.155.4] Κι
όσο για τους Λυδούς συγχώρα τους, και για να μη σηκώσουν άλλη φορά κεφάλι μήτε
να γίνουν επικίνδυνοι, πρόσταξέ τους τα ακόλουθα: στείλε τους μήνυμα και
απαγόρευσέ τους να έχουν στην κατοχή τους όπλα πολεμικά, πρόσταξέ τους να
βάλουν πουκαμίσες κάτω από τα πανωφόρια τους και στα πόδια τους να δέσουν
κοθόρνους, και παράγγειλέ τους να μάθουν στα παιδιά τους να παίζουνε κιθάρα και
να τραγουδούν και να εμπορεύονται. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, βασιλιά μου, γρήγορα θα
τους δεις να γίνονται γυναίκες από άνδρες που είναι, και πια δε θα υπάρχει κίνδυνος
μην επαναστατήσουν.
[1.156.1] Ο Κροίσος τού πρότεινε αυτά τα μέτρα, γιατί τα έβρισκε προτιμότερα για
τους Λυδούς, παρά να πουληθούνε σκλάβοι, ξέροντας πως αν δεν πρόβαλε στον
Κύρο μια πρόταση ανάλογη, δε θα κατόρθωνε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.
Εξάλλου τον τρόμαζε και η ιδέα μήπως στο μέλλον —αν τώρα ξέφευγαν το κακό —
ξεσηκωθούν και πάλι οι Λυδοί εναντίον των Περσών και αφανιστούν. [1.156.2]
Άρεσε η συμβουλή στον Κύρο και δίνοντας τόπο στην οργή του είπε πως δέχεται την
πρόταση. Ύστερα φώναξε το Μαζάρη, που ήταν Μήδος, και τον πρόσταξε να πάει να
πει στους Λυδούς αυτά που του συμβούλευσε ο Κροίσος· επιπλέον να πουλήσει
σκλάβους όλους τους άλλους που μαζί με τους Λυδούς είχαν χτυπήσει τις Σάρδεις,
ενώ τον ίδιο τον Πακτύη να τον πιάσει οπωσδήποτε ζωντανό και να τον φέρει εδώ.
[1.157.1] Αφού ο Κύρος έδωσε πάνω στο δρόμο του τις παραπάνω συμβουλές,
συνέχισε την πορεία του για τη χώρα των Περσών. Ο Πακτύης ωστόσο μόλις
πληροφορήθηκε ότι βαδίζει εναντίον του στρατός και πως είναι μάλιστα κοντά, από
φόβο κατέφυγε στην Κύμη. [1.157.2] Ο Μήδος Μαζάρης είχε κινήσει για τις Σάρδεις
έχοντας μαζί του ένα τμήμα από το στρατό του Κύρου, —πόσο ακριβώς δεν ξέρω—
και, επειδή δε βρήκε πια την ομάδα του Πακτύη στις Σάρδεις, πρώτα πρώτα επέβαλε
στους Λυδούς να εφαρμόσουν τις εντολές του Κύρου· και κάτω από τη δική του
επιβολή, οι Λυδοί άλλαξαν ολότελα τρόπο ζωής. [1.157.3] Ύστερα ο Μαζάρης
έστειλε αγγελιοφόρους στην Κύμη, για να ζητήσουν να του δοθεί πίσω ο Πακτύης. Οι
Κυμαίοι όμως αποφάσισαν να αναθέσουν το πράγμα στο θεό των Βραγχιδών
ζητώντας τη συμβουλή του· γιατί εκεί υπήρχε από παλιά ιδρυμένο ένα μαντείο, που
συνήθιζαν όλοι οι Ίωνες και οι Αιολείς να το συμβουλεύονται. Ο τόπος αυτός
βρίσκεται στην περιοχή της Μιλήτου, πάνω από το λιμάνι του Πανόρμου.
[1.158.1] Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι ανθρώπους τους στο ιερό των Βραγχιδών και
ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν με τον Πακτύη, ώστε να ευχαριστήσουν τους θεούς.
Και στην ερώτησή τους αυτή το μαντείο απάντησε να παραδώσουν τον Πακτύη
στους Πέρσες. Όταν ο χρησμός έφτασε και τον έμαθαν οι Κυμαίοι, ήσαν έτοιμοι να
τον παραδώσουν. [1.158.2] Ενώ όμως οι πιο πολλοί κινούνταν προς αυτή την
κατεύθυνση, ο Αριστόδικος, ο γιος του Ηρακλείδη, άνθρωπος ικανός μέσα στην
πόλη, συγκράτησε τους Κυμαίους να μην το κάνουνε αυτό, αμφιβάλλοντας για το
χρησμό και πιστεύοντας ότι οι απεσταλμένοι δεν έλεγαν την αλήθεια· ωσότου
ξεκίνησε μια δεύτερη αποστολή να ξαναρωτήσει για τον Πακτύη — ανάμεσά τους
ήταν και ο Αριστόδικος.
[1.159.1] Όταν η αποστολή έφτασε στις Βραγχίδες, ζητούσε χρησμό εκ μέρους όλων
ο Αριστόδικος, υποβάλλοντας την ερώτηση με τον εξής τρόπο: «Βασιλιά, ήρθε στην
πόλη μας ικέτης ο λυδός Πακτύης, ζητώντας καταφύγιο από τον βίαιο θάνατο που
του ετοιμάζουν οι Πέρσες· αυτοί βέβαια τον ζητούν και θέλουν από τους Κυμαίους
να τους τον παραδώσουν. [1.159.2] Εμείς όμως, όσο κι αν μας φοβίζει η δύναμη των
Περσών, ώς τώρα δεν τολμήσαμε να τους παραδώσουμε έναν ικέτη, προτού μας
δείξεις εσύ ξεκάθαρα τί από τα δύο πρέπει να κάνουμε». Αυτή ήταν η ερώτηση του
Αριστόδικου, αλλά ο θεός έδωσε πάλι τον ίδιο χρησμό, προστάζοντάς τους να
δώσουν πίσω τον Πακτύη στους Πέρσες. [1.159.3] Τότε ο Αριστόδικος από σκοπού
έκανε το εξής: Έφερε γύρα το ναό κι έδιωχνε τα σπουργίτια που είχαν φωλιάσει στο
ναό. Και ενώ εκείνος έκανε αυτό που είπαμε, λένε ότι ακούστηκε να βγαίνει μέσα
από το άδυτο μια φωνή, που απευθυνόταν στον Αριστόδικο και έλεγε τα εξής:
«Ασεβέστατε άνθρωπε, πώς τολμάς να κάνεις αυτό το πράγμα; Διώχνεις τους ικέτες
μου μέσα από το ναό μου;» Ο Αριστόδικος όμως δεν τα έχασε και αποκρίθηκε:
[1.159.4] «Ω Βασιλιά, ο ίδιος λοιπόν βοηθείς τους ικέτες σου, ενώ τους Κυμαίους
τούς προστάζεις να παραδώσουν τον δικό τους ικέτη;» Και ο θεός μίλησε πάλι και
είπε: «Ναι, το προστάζω, για να ασεβήσετε και να χαθείτε γρηγορότερα, ώστε να μην
έρχεστε άλλη φορά να πάρετε χρησμό για το αν πρέπει ή όχι να αποδώσετε έναν
ικέτη».
[1.160.1] Όταν η απάντηση έφτασε και την άκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν ήθελαν
ούτε παραδίδοντάς τον τον Πακτύη να αφανιστούν ούτε κρατώντας τον να υποστούν
πολιορκία, τον ξαποστέλνουν στη Μυτιλήνη. [1.160.2] Οι Μυτιληναίοι όμως, επειδή
ο Μαζάρης τούς έστειλε μήνυμα να του παραδώσουν τον Πακτύη, ήσαν έτοιμοι να το
κάνουν έναντι ενός ποσού — πόσου δεν ξέρω να το πω με ακρίβεια, αφού το πράγμα
τελικά δεν έγινε. [1.160.3] Μόλις οι Κυμαίοι έμαθαν τα παζαρέματα των
Μυτιληναίων, έστειλαν πλοίο στη Λέσβο, και παίρνουν τον Πακτύη και τον
φυγαδεύουν στη Χίο. Εκεί όμως οι Χίοι τον απέσπασαν από το ιερό της πολιούχου
Αθηνάς και τον παρέδωσαν. [1.160.4] Τον παρέδωσαν οι Χίοι παίρνοντας για
αντάλλαγμα τον Αταρνέα· ο Αταρνέας αυτός είναι ένας τόπος στη Μυσία αντίκρυ
στη Λέσβο. Έτσι οι Πέρσες πήραν στα χέρια τους τον Πακτύη και τον φύλαγαν, για
να τον παρουσιάσουν στον Κύρο. [1.160.5] Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ
κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα
χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου·
και γενικά οτιδήποτε έδιναν τα χωράφια αυτά δεν έμπαινε σε κανένα ιερό.
[1.161.1] Έτσι οι Χίοι παρέδωσαν τον Πακτύη, ενώ ο Μαζάρης κίνησε ύστερα με το
στρατό του εναντίον εκείνων που πήραν μέρος στην πολιορκία του Ταβάλου· τους
κατοίκους της Πριήνης τους υποδούλωσε, ενώ με το στρατό του έκανε σ᾽ όλη την
πεδιάδα επιδρομές και την λεηλατούσε — το ίδιο έγινε και με τη Μαγνησία. Αμέσως
όμως ύστερα από αυτό ο Μαζάρης πεθαίνει από κάποια αρρώστια.
[1.162.1] Μετά το θάνατό του, διάδοχός του στρατηγός ήρθε από τα μέσα της Ασίας
ο Άρπαγος, μηδικής καταγωγής — αυτός που ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης τού
έκανε εκείνο το φριχτό τραπέζι, και που με τη συμβολή του έγινε ο Κύρος βασιλιάς.
[1.162.2] Αυτός λοιπόν ορίστηκε τότε από τον Κύρο στρατηγός, και μόλις έφτασε
στην Ιωνία άρχισε να κυριεύει τις πόλεις φτιάχνοντας αναχώματα. Γιατί αφού πρώτα
τους έκλεινε στα τείχη, ύστερα ύψωνε αναχώματα πλάι στα τείχη τους και τα
κυρίευε.
[1.163.1] Πρώτην ανάμεσα στις πόλεις της Ιωνίας χτύπησε τη Φώκαια. Οι Φωκαείς
ήταν οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινές ναυτικές εξορμήσεις, κι αυτοί
είναι που ανεκάλυψαν τον Αδριατικό κόλπο, την Τυρρηνία και Ιβηρία, και τον
Ταρτησσό. [1.163.2] Δεν ταξίδευαν με στρογγυλά καράβια αλλά με μακρόστενα των
πενήντα κωπηλατών. Όταν έφτασαν στον Ταρτησσό, κέρδισαν τη φιλία του βασιλιά
των Ταρτησσίων που το όνομά του ήταν Αργανθώνιος· αυτός βασίλευσε στην
Ταρτησσό ογδόντα χρόνια κι έζησε συνολικά εκατόν είκοσι. [1.163.3] Τόσο πολύ
κέρδισαν οι Φωκαείς την αγάπη αυτού του ανθρώπου, ώστε στην αρχή τούς πρότεινε
να αφήσουν την Ιωνία και να εγκατασταθούν στη χώρα του, όπου θέλουν· ύστερα
επειδή οι Φωκαείς δε δέχτηκαν την προσφορά του, όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε
από αυτούς τους ίδιους ότι οι Μήδοι όλο και προχωρούν μπροστά, τους έδωσε
χρήματα για να περιτειχίσουν την πόλη τους, [1.163.4] και τους τα έδωσε με
απλοχεριά· γιατί κι η περιφέρεια του τείχους δεν είναι λίγα στάδια, και επιπλέον όλο
το τείχος είναι καμωμένο από μεγάλες πέτρες καλά συναρμοσμένες.
[1.164.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο έγινε το τείχος των Φωκαέων. Από τη μεριά του ο
Άρπαγος, αφού μετακίνησε το στρατό του, άρχισε να τους πολιορκεί, και τους
επρότεινε ότι του αρκούσε αν οι Φωκαείς δέχονταν να ρίξουν μια μονάχα πολεμίστρα
του τείχους των και να αφιερώσουν ένα μόνο οικοδόμημα στον μέγα βασιλιά.
[1.164.2] Οι Φωκαείς, που δε βαστούσαν στην ιδέα της δουλοσύνης, είπαν πως
θέλουν μια μέρα να σκεφτούν κι ύστερα θα απαντήσουν· όσο αυτοί θα σκέφτονταν,
όφειλε ο Άρπαγος να απομακρύνει το στρατό του από τα τείχη τους. Εκείνος είπε πως
καταλαβαίνει καλά τί παν να κάνουν, κι ωστόσο τους αφήνει να σκεφτούν. [1.164.3]
Όσο λοιπόν ο Άρπαγος κράτησε το στρατό του μακριά από τα τείχη, οι Φωκαείς μέσα
σ᾽ αυτόν το χρόνο κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά,
γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα
άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα
άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν για τη Χίο. Έτσι την Φώκαια την
πήραν οι Πέρσες έρημη από ανθρώπους.
[1.165.1] Οι Φωκαείς, επειδή οι Χίοι δε θέλησαν να τους πουλήσουν τα νησιά που
τους ζήτησαν να τα αγοράσουν και που ονομάζονται Οινούσσες, από φόβο μήπως
στο τέλος τα νησιά αυτά εξελιχθούν σ᾽ εμπορικό κέντρο και το δικό τους
απομονωθεί· ύστερα από όλα αυτά οι Φωκαείς ξεκίνησαν για την Κύρνο. Γιατί στην
Κύρνο, είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα μ᾽ ένα χρησμό, είχαν χτίσει μια πόλη που το
όνομά της ήταν Αλαλία. [1.165.2] Στο μεταξύ ο Αργανθώνιος είχε πια πεθάνει. Στο
δρόμο για την Κύρνο, κατέπλευσαν πρώτα στην Φώκαια και σκότωσαν την περσική
φρουρά, που ο Άρπαγος τής είχε αναθέσει τη φύλαξη της πόλεως· ύστερα όταν το
τέλειωσαν κι αυτό, έκαναν όρκους και κατάρες φοβερές για όποιον τυχόν δε θα τους
ακολουθούσε στο ταξίδι τους· [1.165.3] ακόμη ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας
ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το
κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια. Μα τη στιγμή που ήσαν
έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Κύρνο, πάνω από τους μισούς πολίτες τούς πήρε ο
πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους
έβαλαν πλώρη για τη Φώκαια. Όσοι όμως κράτησαν τον όρκο τους ξεκίνησαν από τις
Οινούσσες κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος.
[1.166.1] Όταν πια έφτασαν στην Κύρνο, ζήσαν για πέντε χρόνια μαζί με τους
παλιούς αποίκους των κι έχτισαν κι ιερά. Καθώς όμως άρπαζαν και λεηλατούσαν
όλους τους γύρω τους, γι᾽ αυτόν το λόγο εκστρατεύουν εναντίον τους, ύστερα από
κοινή συμφωνία, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι, καθένας τους με εξήντα πλοία.
[1.166.2] Οι Φωκαείς από μέρους τους αρμάτωσαν κι οι ίδιοι τα πλοία τους, εξήντα
τον αριθμό, κι ανοίχτηκαν να τους απαντήσουν στο πέλαγος. Στη ναυμαχία που έγινε,
νίκησαν οι Φωκαείς μια νίκη Καδμεία που λένε. Γιατί τα σαράντα πλοία τους
καταστράφηκαν, και τα είκοσι που σώθηκαν ήσαν πια άχρηστα, αφού είχαν
στραβώσει τα έμβολά τους. [1.166.3] Έβαλαν λοιπόν πλώρη για την Αλαλία, απ᾽
όπου ξεσήκωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και την άλλη περιουσία, όση
μπορούσαν να σηκώσουν τα καράβια τους· ύστερα άφησαν την Κύρνο κι έπλεαν για
το Ρήγιο.
[1.167.1] Τα πληρώματα από τα καράβια που καταστράφηκαν τα μοιράστηκαν οι
Καρχηδόνιοι και οι Τυρρηνοί· ανάμεσά τους οι Αγυλλαίοι πήραν τους περισσότερους,
και βγάζοντάς τους έξω από την πόλη τους, τους σκότωσαν με λιθοβολισμό. Ύστερα
όμως στη χώρα των Αγυλλαίων, ό,τι και να πλησίαζε στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι
λιθοβολημένοι Φωκαείς, στρέβλωνε, γινόταν ανίκανο κι ανάπηρο: το ίδιο τα
βοσκήματα, τα υποζύγια κι οι άνθρωποι. [1.167.2] Γι᾽ αυτό οι Αγυλλαίοι έστειλαν
ανθρώπους τους στους Δελφούς, θέλοντας να επανορθώσουν το σφάλμα τους· και η
Πυθία τούς πρόσταξε να κάνουν αυτό που κάνουν ακόμη και τώρα οι Αγυλλαίοι:
προσφέρουν δηλαδή στις σκιές των Φωκαέων πλούσιες θυσίες, και προς τιμή τους
οργανώνουν γυμνικούς αγώνες και ιπποδρομίες. [1.167.3] Τέτοιο στάθηκε το τέλος
αυτών των Φωκαέων, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο Ρήγιο και ξεκινώντας από
εκεί έγιναν κύριοι μιας πόλης στην περιοχή της Οινωτρίας, αυτή που τώρα
ονομάζεται Υέλη. [1.167.4] Και την αποίκισαν σύμφωνα μ᾽ όσα τους είπε ένας
Ποσειδωνιώτης, πως δηλ. η Πυθία χρησμοδότησε ότι πρέπει να ιδρύσουνε ιερό του
Κύρνου, που ήταν ήρως, κι όχι να αποικίσουν το νησί. Αυτή είναι η ιστορία της
Φώκαιας στην Ιωνία.
[1.168.1] Ανάλογα πράγματα μ᾽ αυτούς έκαναν και οι κάτοικοι της Τέω: Όταν ο
Άρπαγος κυρίεψε το τείχος τους με ανάχωμα, μπήκαν όλοι στα πλοία κι έφυγαν
πλέοντας για τη Θράκη, και εκεί αποίκισαν την πόλη Άβδηρα, που πριν από αυτούς
την ίδρυσε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος δίχως να την χαρεί, γιατί τον έδιωξαν οι Θράκες·
τώρα οι Τήιοι στα Άβδηρα τον τιμούν σαν ήρωα.
[1.177.1] Ο Άρπαγος είχε αναλάβει και ερήμωνε τις πόλεις της κάτω
Ασίας· ο ίδιος ο Κύρος την πάνω Ασία, υποτάσσοντας όλους τους λαούς,
χωρίς να κάνει με κανέναν εξαίρεση. Τους περισσότερους από αυτούς θα
τους παραλείψομε· εκείνοι όμως που τον επαίδεψαν πολύ και αξίζει να
μας απασχολήσουν, γι᾽ αυτούς θα γίνει λόγος.
[1.178.1] Όταν πια ο Κύρος είχε υποτάξει όλη τη χερσόνησο της Μικράς
Ασίας, χτύπησε τους Ασσύριους. Η Ασσυρία έχει βέβαια κι άλλες πολλές
μεγάλες πόλεις, όμως η πιο ονομαστή κι η πιο οχυρωμένη —εκεί που
μεταφέρθηκε και η έδρα του βασιλείου ύστερα από την καταστροφή της
Νίνου— είναι η Βαβυλώνα. Νά η περιγραφή αυτής της πόλης: [1.178.2]
Βρίσκεται σε μια πεδιάδα, είναι τετράγωνη και η κάθε της πλευρά φτάνει
τα εκατόν είκοσι στάδια· ώστε η περιφέρεια όλης της πόλης μάς δίνει
συνολικά τον αριθμό τετρακόσια ογδόντα στάδια. Τόσο είναι το μέγεθος
της Βαβυλώνας· όσο για τη διαρρύθμισή της δε συγκρίνεται με καμιά
άλλη πόλη από όσες ξέρουμε. [1.178.3] Πρώτα την περιβάλλει μια βαθιά
και πλατιά τάφρος, γεμάτη νερό, ύστερα το τείχος που έχει πλάτος από
πενήντα βασιλικούς πήχεις και ύψος από διακόσιους πήχεις· ο βασιλικός
πήχης είναι σε σχέση με τον συνηθισμένο τρία δάχτυλα μεγαλύτερος.
[1.179.1] Πρέπει ωστόσο κοντά στα άλλα να πω και πού χρησιμοποιήθηκε
το χώμα από την τάφρο, και με ποιό τρόπο ήταν χτισμένο το τείχος. Όσο
έσκαβαν την τάφρο, το χώμα που έβγαινε από το όρυγμα το έκαναν
πλιθιά, κι όταν πια είχαν πλάσει έναν αρκετά μεγάλον αριθμό από πλιθιά,
τα έψησαν σε φούρνους· [1.179.2] ύστερα χρησιμοποιώντας για λάσπη
άσφαλτο ζεστή, και στοιβάζοντας τριάντα σειρές πλιθιά και μια σειρά
πλέγματα καλαμένια έχτισαν πρώτα τα χείλη της τάφρου και μετά, με
τον ίδιο τρόπο, το άλλο τείχος. [1.179.3] Πάνω στο τείχος και άκρη άκρη
έχτισαν μονώροφα οικοδομήματα, αντικριστά το ένα με το άλλο.
Ανάμεσα στα οικοδομήματα άφηναν τόσο χώρον κενό, όσο που να περνά
ένα άρμα με τέσσερα άλογα. Γύρω γύρω από το τείχος υπήρχαν εκατό
πύλες ολόχαλκες — κι οι παραστάδες τους και τα ανώφλια τους, επίσης
από χαλκό. [1.179.4] Υπάρχει και μια άλλη πόλη, που απέχει από τη
Βαβυλώνα οχτώ μέρες δρόμο· το όνομά της είναι Ις· έχει κι ένα ποτάμι
εκεί όχι μεγάλο· Ις είναι και του ποταμού το όνομα. Χύνεται ο ποταμός
αυτός στον Ευφράτη. Αυτός λοιπόν ο Ις, μαζί με το νερό, βγάζει στις
πηγές του σβόλους από άσφαλτο· αποδώ μετέφεραν την άσφαλτο για το
τείχος της Βαβυλώνας.
[1.180.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο είχε χτιστεί η Βαβυλώνα. Η πόλη είναι
χωρισμένη σε δύο μέρη· γιατί στη μέση τρέχει και τη χωρίζει ένας
ποταμός που το όνομά του είναι Ευφράτης. Έρχεται από τους Αρμενίους
—όντας μεγάλος, βαθύς και γρήγορος— και χύνεται στην Ερυθρά
θάλασσα. [1.180.2] Το τείχος λοιπόν κι από τα δύο αυτά μέρη προχωρεί
με τους αγκώνες του και φτάνει ώς μες στον ποταμό· ύστερα κάμπτεται
και, προχωρώντας παράλληλα προς τις όχθες του ποταμού, φτάνει ώς
την άλλην άκρη με τοίχο καμωμένο από ψημένα πλιθιά. [1.180.3] Η πόλη
αυτή της Βαβυλώνας είναι γεμάτη από σπίτια τριώροφα και τετραώροφα,
και τη διασχίζουν ίσια χαραγμένοι δρόμοι — και οι άλλοι κι εκείνοι που
είναι κάθετοι και οδηγούν προς το ποτάμι. [1.180.4] Σε καθένα λοιπόν
από αυτούς τους τελευταίους δρόμους αντιστοιχεί (στον τοίχο που είναι
χτισμένος κατά μήκος του ποταμού) μια μικρότερη πύλη — όσοι οι
κάθετοι δρόμοι τόσες κι οι πύλες. Ήσαν κι αυτές χάλκινες και έβγαζαν
επίσης στο ποτάμι.
[1.181.1] Το τείχος για το οποίο μιλήσαμε είναι ο θώρακας της πόλης·
υπάρχει όμως παραμέσα κι ένα άλλο τείχος γύρω γύρω, που δεν είναι
πολύ πιο αδύνατο από το πρώτο τείχος, είναι όμως στενότερο. [1.181.2]
Σε καθένα από τα δύο τμήματα της πόλης υπήρχαν στη μέση χτίσματα:
στο ένα τα βασιλικά ανάκτορα με μεγάλο και ισχυρό περίβολο· στο άλλο
τμήμα ένα ιερό του Δία που επονομάζεται Βήλος, με χάλκινες τις πύλες
του, που σωζόταν ακόμη και στα χρόνια μου· όλες του οι πλευρές ήταν
από δύο στάδια, σχηματίζοντας έτσι τετράγωνο. [1.181.3] Στο μέσα
μέρος του ιερού είναι χτισμένος ένας πύργος συμπαγής, που και το μήκος
και το πλάτος του ήταν από ένα στάδιο, και πάνω σ᾽ αυτόν τον πύργο
υψώνεται ένας δεύτερος πύργος και πάνω του ένας τρίτος, φτάνοντας
έτσι ώς τους οχτώ πύργους. [1.181.4] Απέξω, αρχίζοντας από τον πρώτο
και περιβάλλοντας όλους τους πύργους, είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο
αναβατήριο· κάπου στη μέση αυτού του δρόμου υπάρχει στάση με
καθίσματα για ξεκούραση, όπου κάθονται και ξαποσταίνουν όσοι
ανεβαίνουν. [1.181.5] Πάνω στον τελευταίο πύργο είναι στημένος ένας
μεγάλος ναός· μέσα στο ναό βρίσκεται καλοστρωμένη μια μεγάλη κλίνη
και πλάι της ένα χρυσό τραπέζι. Δεν υπάρχει κανένα άγαλμα απολύτως
στημένο εδώ, ούτε περνά μέσα εκεί τη νύχτα του κανένας άνθρωπος, έξω
από μια ντόπια γυναίκα που τη διαλέγει ο θεός κάθε φορά ανάμεσα από
όλες, καταπώς λένε οι Χαλδαίοι, οι ιερείς αυτού του θεού.
[1.182.1] Οι ίδιοι αυτοί ισχυρίζονται —εμένα ωστόσο δε με πείθουν με τα
λόγια τους— πως έρχεται ο θεός ο ίδιος στο ναό και κατακλίνεται,
απαράλλαχτα όπως στη Θήβα της Αιγύπτου, καταπώς λένε οι Αιγύπτιοι·
[1.182.2] (γιατί και κει κοιμάται στο ναό του Θηβαίου Δία μια γυναίκα·
και για τις δύο αυτές γυναίκες λέγεται ότι δεν έρχονται σε επαφή με
άλλον άνδρα). Το ίδιο ισχύει και στα Πάταρα της Λυκίας με την
προφήτισσα του θεού, όσο καιρό είναι εκεί μέσα· γιατί δε λειτουργεί
συνεχώς αυτό το μαντείο· όταν όμως η προφήτισσα είναι εκεί, τότε
κλείνεται τις νύχτες μαζί με το θεό στο εσωτερικό του ναού.
[1.183.1] Στο ιερό της Βαβυλώνας, στο κάτω μέρος του, ανήκει κι ένας
άλλος ναός, όπου υπάρχει μεγάλο χρυσό άγαλμα του Δία που κάθεται και
πλάι του στέκεται ένα μεγάλο χρυσό τραπέζι, που και το βάθρο του κι ο
θρόνος είναι από χρυσάφι. Σύμφωνα μ᾽ όσα έλεγαν οι Χαλδαίοι,
χρειάστηκαν οχτακόσια τάλαντα χρυσάφι, για να γίνουν αυτά. [1.183.2]
Έξω από το ναό υπάρχει κι ένας ακόμη βωμός μεγάλος, που πάνω του
θυσιάζονται τα θρεμμένα ζώα, γιατί επάνω στον χρυσό βωμό δεν
επιτρέπεται να θυσιάζονται παρά μονάχα τα νεογέννητα. Επάνω στον
μεγαλύτερο βωμό καίνε επίσης οι Χαλδαίοι χίλια τάλαντα λιβάνι κάθε
χρόνο, τότε που κάνουν τη γιορτή προς τιμή αυτού του θεού. Υπήρχε
μέσα στο τέμενος κι ένας ανδριάντας δώδεκα πήχεις ψηλός, συμπαγής,
από χρυσάφι. [1.183.3] Εγώ βέβαια δεν τον είδα, αλλά αυτά που λεν οι
Χαλδαίοι, αυτά λέω και γω. Αυτόν τον ανδριάντα, κι ας τον καλόβλεπε ο
Δαρείος ο γιος του Υστάσπη, όμως δεν τόλμησε να τον πάρει· ωστόσο ο
Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, τον πήρε και σκότωσε και τον ιερέα, που δεν
του επέτρεπε να μετακινήσει τον ανδριάντα. Έτσι είναι στολισμένο τούτο
το ιερό, υπάρχουν όμως εκεί και πολλά ιδιωτικά αφιερώματα.
[1.184.1] Και πολλοί άλλοι στάθηκαν βασιλιάδες της Βαβυλώνας, που
κόσμησαν τα τείχη και τα ιερά της (θα μιλήσω γι᾽ αυτούς στο κεφάλαιο
το αφιερωμένο στους Ασσυρίους), ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζουν δύο
γυναίκες. Η πρώτη βασίλισσα, που τη χωρίζουν από τη δεύτερη πέντε
γενιές, λεγόταν Σεμίραμις· δικό της έργο είναι τα αναχώματα της
πεδιάδας, πράγματι αξιοθέατα· γιατί προηγουμένως ο ποταμός συχνά
μετέβαλλε την πεδιάδα όλη σε θάλασσα.
[1.185.1] Όσο για τη δεύτερη στη σειρά βασίλισσα, που το όνομά της
ήταν Νίτωκρις, αυτή στάθηκε πιο συνετή από την προηγούμενη
βασίλισσα· άφησε βέβαια και μνημεία που θα τα περιγράψω, κυρίως όμως,
βλέποντας τους Μήδους να αποχτούν όλο και μεγαλύτερη δύναμη και να
μη θέλουν να ησυχάσουν αλλά να έχουν κυριεύσει κι άλλες πόλεις κι
ανάμεσά τους και τη Νίνο, πήρε όσο μπορούσε πιο πολλά μέτρα για να
φυλάξει τη χώρα της. [1.185.2] Πρώτα άρχισε με τον Ευφράτη ποταμό,
που με το ρεύμα του χωρίζει την πόλη στα δύο και που προηγουμένως
ήταν ίσιος· αρχίζοντας από ψηλά, με τα κανάλια που έσκαψε, τον έκανε
έτσι να λοξοδρομεί, ώστε μπαινόβγαινε τρεις φορές σε μια κωμόπολη των
Ασσυρίων· το όνομα της κωμόπολης, όπου μπαινοβγαίνει ο Ευφράτης,
λέγεται Αρδέρικκα. Έτσι σήμερα, όσοι ταξιδεύουν από τη Μεσόγειο για τη
Βαβυλώνα και κατεβαίνουν τον Ευφράτη ποταμό, περνούνε τρεις φορές
από την ίδια αυτή κωμόπολη και καταναλώνουν τρεις μέρες. Τέτοιο ήταν
το έργο της αυτό. [1.185.3] Έφτιαξε ακόμη ανάχωμα στις δύο όχθες του
ποταμού, αξιοθαύμαστο και για το ύψος που έχει και για το μέγεθός του.
[1.185.4] Πολύ ψηλότερα από τη Βαβυλώνα έσκαψε ένα όρυγμα για να το
κάνει λίμνη — πλάι στον ποταμό και σε μικρή απόσταση από αυτόν· σε
βάθος το προχώρησε σκάβοντας παντού ώσπου να βρει νερό, και την
περίμετρό του την έφτασε στα τετρακόσια είκοσι στάδια. Το χώμα που
έβγαζε από την ανασκαφή αυτού του έργου το χρησιμοποιούσε χύνοντάς
το εκεί πλάι στις όχθες του ποταμού. [1.185.5] Όταν το σκάψιμο
τέλειωσε, είπε να κουβαλήσουν πέτρες και να φτιάξουν ένα γύρω
περίβολο, που να συγκρατεί τις όχθες της λίμνης. [1.185.6] Τα έκανε και
τα δύο αυτά, και το ποτάμι δηλαδή να λοξοδρομεί και το όρυγμα να
γίνεται όλο βάλτος, για να ελαττωθεί πρώτα, μ᾽ όλα αυτά τα σπασίματα
και τις καμπές, η ταχύτητα που είχε το ρεύμα του ποταμού· ύστερα για
να είναι το ταξίδι στο ποτάμι με προορισμό τη Βαβυλώνα μπερδεμένο·
τέλος για να ακολουθεί, ύστερα από το ταξίδι στο ποτάμι, μακριά
πεζοπορία μέχρι να παρακάμψει κανείς τη λίμνη. [1.185.7] Τα έργα αυτά
τα έκανε η Νίτωκρις σ᾽ εκείνα τα μέρη της χώρας, όπου ήσαν τα
περάσματα κι ο πιο σύντομος δρόμος για να μπει κάποιος από τη Μηδία·
γιατί δεν ήθελε να μπαίνουνε στη χώρα της οι Μήδοι και να
κατασκοπεύουν την κατάσταση.
[1.186.1] Μ᾽ αυτά τα έργα εκσκαφής δημιούργησε μια γραμμή αμύνης·
μέσα στα ίδια πλαίσια όμως πραγματοποίησε η Νίτωκρις κι ένα
δευτερεύον έργο: Έτσι που η πόλη ήταν χωρισμένη σε δυο τμήματα κι ο
ποταμός έτρεχε στη μέση, αν κάποιος ήθελε να περάσει από το ένα τμήμα
στο άλλο, έπρεπε να χρησιμοποιήσει πλοίο, κι ήταν αυτό κατά την γνώμη
μου ενοχλητικό. Η Νίτωκρις το πρόβλεψε κι αυτό. Γιατί τον ίδιο χρόνο
που έσκαψε το όρυγμα για τη λίμνη, μαζί μ᾽ αυτό της το έργο έκανε κι
ένα άλλο για να τη θυμάται ο κόσμος, το εξής: [1.186.2] Είπε και έκοψαν
ογκώδεις πέτρες· κι όταν τα αγκωνάρια ήσαν έτοιμα και το μέρος είχε
ανασκαφεί, έστρεψε όλο το ρεύμα του ποταμού στο όρυγμα που είχε
ανοίξει· κι επειδή όσον καιρό χρειάστηκε για να γεμίσει το όρυγμα αυτό,
το παλιό ρείθρο του ποταμού έμενε στεγνό, κερδίζοντας τον χρόνο η
Νίτωκρις έντυσε με ψημένα πλιθιά (και με το ίδιο σύστημα που ήταν
χτισμένο και το τείχος) τις όχθες του ποταμού σ᾽ όλο το μήκος που
αυτός περνά μέσα απ᾽ την πόλη, όπως επίσης ύψωσε και τα μέρη που
κατεβαίνοντας από τις μικρές πύλες οδηγούσαν προς το ποτάμι.
Παράλληλα, στη μέση περίπου της πόλης, έχτισε με τα αγκωνάρια που
είχε κόψει το σκελετό μιας γέφυρας, δένοντας τις πέτρες με σίδερο και
με μολύβι. [1.186.3] Επάνω εκεί, όταν ξημέρωνε η μέρα, είπε και άπλωναν
ξύλα τετράγωνα, κι έτσι πατώντας πάνω περνούσαν οι Βαβυλώνιοι. Τη
νύχτα αυτά τα ξύλα τα σήκωναν για τον παρακάτω λόγο: για να μην
πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι και κλέβουνε ο ένας τον άλλο. [1.186.4] Κι
όταν το όρυγμα με το νερό του ποταμού έγινε μια γεμάτη λίμνη και τα
έργα με τη γέφυρα είχαν τελειώσει, ξανάφερε η Νίτωκρις τον ποταμό
Ευφράτη στην παλιά του κοίτη. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο κι η λίμνη που έγινε
έμοιαζε να έχει κατασκευαστεί στην ώρα της, και ταυτοχρόνως βρέθηκε
να είναι χτισμένη και μια γέφυρα για χάρη των πολιτών.
[1.187.1] Η ίδια αυτή βασίλισσα σοφίστηκε και μιαν απάτη τέτοιας λογής.
Πάνω από την πιο πολυσύχναστη πύλη της πόλης ετοίμασε έναν τάφο για
τον εαυτό της ψηλά, να εξέχει από την πύλη, και σκάλιξε πάνω στον τάφο
γράμματα που έλεγαν τα εξής: [1.187.2] Αν κάποιος από τους διαδόχους
μου, που θα βασιλεύσουν ύστερα από εμένα στη Βαβυλώνα, βρεθεί να έχει
ανάγκη από χρήματα, ανοίγοντας τον τάφο ας πάρει όσα χρήματα θέλει·
απαγορεύεται όμως να τον ανοίξει για οποιονδήποτε άλλο λόγο κι όχι
επειδή πράγματι έχει ανάγκη, γιατί δε θα του βγει σε καλό. [1.187.3]
Αυτόν τον τάφο λοιπόν δεν τον άγγιξε κανείς, ωσότου η βασιλεία πέρασε
στα χέρια του Δαρείου. Μα του Δαρείου του φαινόταν ανήκουστο να μην
μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πύλη και, ενώ εδώ πέρα υπήρχαν
λεφτά και η επιγραφή το φώναζε, να μην τα πάρει. [1.187.4] Την πύλη
αυτή δεν τη χρησιμοποιούσε για τον λόγο ότι έπρεπε, αν περνούσε από
εκεί, να βρεθεί πάνω από το κεφάλι του ο νεκρός. [1.187.5] Όταν στο
τέλος άνοιξε τον τάφο, από λεφτά δεν βρήκε τίποτε, βρήκε όμως μέσα το
πτώμα και μιαν επιγραφή που έλεγε τα εξής: Αν δεν ήσουν άπληστος για
χρήματα και δεν αγαπούσες το άνομο κέρδος, δε θα έφτανες να ανοίξεις
τάφους νεκρών.
[1.188.1] Ο Κύρος λοιπόν κίνησε με το στρατό του εναντίον του γιου αυτής της
γυναίκας, που είχε το όνομα του πατέρα του και λεγόταν Λαβύνητος, και που τότε
ήταν ο βασιλιάς των Ασσυρίων. Όταν εκστρατεύει ο μέγας βασιλεύς, είναι
εφοδιασμένος από τη χώρα του με προμήθειες τροφίμων και με βοσκήματα, κι έχει
μάλιστα μαζί του και νερό από τον ποταμό Χοάσπη, που τρέχει πλάι στα Σούσα και
που μόνον από αυτόν πίνει νερό ο βασιλιάς κι από κανέναν άλλο ποταμό. [1.188.2]
Το νερό του Χοάσπη, βρασμένο, το κουβαλούν μέσα σε δοχεία ασημένια, πάμπολλα
αμάξια τετράκυκλα, που τα σέρνουν μουλάρια και που ακολουθούν όπου κι αν πάει ο
βασιλιάς κάθε φορά.
[1.189.1] Όταν ο Κύρος, στην πορεία του για τη Βαβυλώνα, έφτασε στον ποταμό
Γύνδη — του ποταμού αυτού οι πηγές βρίσκονται στα Ματιανά όρη, τρέχει ανάμεσα
από τη χώρα των Δαρδανών, χύνεται σ᾽ έναν άλλο ποταμό, τον Τίγρητα, που με τη
σειρά του τρέχοντας πλάι στην πόλη Ώπη χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα· όταν
λοιπόν ο Κύρος προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι αυτό, τον Γύνδη δηλαδή που
ήταν πλωτός, τότε ένα από τα ιερά του άσπρα άλογα μπαίνοντας αγέρωχα στο ποτάμι
πάσχιζε να το διαβεί· μα τα νερά του ποταμού το κατάπιαν και το παρέσυραν στον
βυθό κάτω. [1.189.2] Πολύ δυσανασχέτησε με το ποτάμι ο Κύρος γι᾽ αυτή του την
αναίδεια, και το απείλησε πως τόσο αδύναμο θα το έκανε, ώστε στο μέλλον ώς και οι
γυναίκες θα το περνούσαν εύκολα, δίχως να βρέχουνε το γόνα τους. [1.189.3] Ύστερα
από αυτή του την απειλή, αφήνοντας κατά μέρος την εκστρατεία εναντίον της
Βαβυλώνας, χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη και τους παρέταξε σε δύο μακριές
σειρές, δείχνοντάς τους πώς θα έπρεπε να ανοίξουν σε ευθείες γραμμές εκατόν
ογδόντα κανάλια σε καθεμιά όχθη του ποταμού, στραμμένα προς όλες τις
διευθύνσεις. Αφού λοιπόν μοίρασε το στρατό του, τους πρόσταξε να σκάβουν.
[1.189.4] Επειδή τα χέρια που δούλευαν ήσαν πολλά, το έργο τέλεψε, όμως
χρειάστηκε να περάσουν όλο το καλοκαίρι τους δουλεύοντας εκεί.
[1.190.1] Όταν ο Κύρος εκδικήθηκε έτσι τον ποταμό Γύνδη, κόβοντάς τον σε
τριακόσια εξήντα κανάλια, και άρχισε για δεύτερη χρονιά να μυρίζει άνοιξη, τότε
κινήθηκε εναντίον της Βαβυλώνας. Οι Βαβυλώνιοι από μέρους τους βγήκαν από την
πόλη με το στρατό τους και τον περίμεναν. Κι όταν ο Κύρος προχωρώντας βρέθηκε
κοντά στην πόλη, ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του οι Βαβυλώνιοι, αλλά, νικημένοι στη
μάχη που έγινε, τραβήχτηκαν μέσα στην πόλη τους. [1.190.2] Ήξεραν κιόλας από
πριν καλά τον Κύρο πως δε θα ησύχαζε, αφού τον είχαν δει να χτυπά εξίσου κι όμοια
κάθε λαό· γι᾽ αυτό κι είχαν από πρωτύτερα εφοδιασθεί με προμήθειες τροφίμων για
πάρα πολλά χρόνια. Έτσι καθόλου δεν τους ένοιαζε αυτούς τότε για την πολιορκία,
ενώ ο Κύρος βρισκόταν σε αμηχανία, αφού αρκετός καιρός είχε περάσει και τα
πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου μπρος.
[1.191.1] Είτε λοιπόν βλέποντάς τον μες στην αμηχανία του κάποιος του το
συμβούλευσε, είτε κι ο ίδιος συνέλαβε τί έπρεπε να κάνει, κάνει οπωσδήποτε το εξής:
[1.191.2] Τοποθέτησε το πιο μεγάλο τμήμα του στρατού του στην είσοδο του
ποταμού (εκεί που μπαίνει μέσα στην πόλη) κι άλλους πάλι στρατιώτες τους
τοποθέτησε στο αντικρινό μέρος της πόλης (εκεί που ο ποταμός βγαίνει από την
πόλη), και παράγγειλε από πριν σ᾽ όλους, μόλις δουν ότι το ρέμα του ποταμού τούς
επιτρέπει, να το περάσουν, και να μπούνε μέσα στην πόλη μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Αφού
λοιπόν έτσι τοποθέτησε τους στρατιώτες του και τους έδωσε και τις οδηγίες που
είπαμε, ο ίδιος μαζί με τους βοηθητικούς αποτραβήχτηκε. [1.191.3] Και φτάνοντας
στη λίμνη, ακολούθησε το παράδειγμα της βασίλισσας των Βαβυλωνίων σ᾽ αυτά που
έκανε κι εκείνη με τη λίμνη και τον ποταμό, και έκανε και ο ίδιος κάτι παρόμοιο:
στρέφοντας δηλαδή μ᾽ ένα κανάλι τα νερά του ποταμού μέσα στη λίμνη που ήταν
βάλτος, κατάφερε να καταστήσει το παλιό ρέμα διαβατό, αφού στο μεταξύ τα νερά
του ποταμού είχαν αποτραβηχτεί. [1.191.4] Όταν το πράγμα έγινε όπως το ήθελε ο
Κύρος, οι Πέρσες που είχαν οριστεί για το σκοπό αυτόν, ακολούθησαν το ρέμα του
Ευφράτη, που στο μεταξύ τα νερά του είχαν τραβηχτεί έτσι που μόλις έφταναν στη
μέση της γάμπας ενός στρατιώτη, και με τον τρόπο αυτόν μπήκαν στη Βαβυλώνα.
[1.191.5] Αν το είχαν μάθει οι Βαβυλώνιοι ή το είχαν καταλάβει το σχέδιο του
Κύρου, τότε θα άφηναν τους Πέρσες να μπουν στην πόλη τους και θα τους αφάνιζαν
κακήν κακώς· γιατί θα έκλειναν όλες τις μικρές πύλες, αυτές που βγάζουν στο
ποτάμι, οι ίδιοι θα ανέβαιναν πάνω στα τείχη που εκτείνονται κατά μήκος της μιας
και της άλλης όχθης του ποταμού, και έτσι θα τους έπιαναν στη φάκα. [1.191.6]
Τώρα όμως βγήκαν οι Πέρσες μπροστά τους από τα ανέλπιστα. Η πόλη τους είναι
πολύ μεγάλη και, καταπώς λένε οι κάτοικοί της, την ώρα που οι άκρες της είχαν
κυριευτεί από τον εχθρό, όσοι από τους Βαβυλωνίους έμεναν στο κέντρο δεν πήραν
είδηση πως ήσαν παγιδευμένοι, αλλά —έτσι όπως έτυχε να έχουν γιορτή— την ώρα
αυτή χόρευαν και γλεντούσαν, ώσπου πια το κατάλαβαν και το παρακατάλαβαν. Μ᾽
αυτόν τον τρόπο η Βαβυλώνα πάρθηκε για πρώτη φορά.
[1.200.1] Τα έθιμα των Βαβυλωνίων είναι αυτά που είπαμε. Υπάρχουν ωστόσο και
τρία σόγια, που τίποτε άλλο δεν τρώνε παρά μονάχα ψάρια, που αφού τα πιάσουν και
τα ξεράνουνε στον ήλιο, ύστερα κάνουν το εξής: τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα
κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του
αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει
όπως το ψωμί.
[1.201.1] Όταν ο Κύρος έκανε υποχείριό του και το λαό αυτόν, τον κυρίεψε η
επιθυμία να υποτάξει τους Μασσαγέτες. Ο λαός αυτός, καταπώς λένε, είναι μεγάλος
και γενναίος, και κατοικεί κατά τα μέρη που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος,
πέρα από τον ποταμό Αράξη, απέναντι στους Ισσηδόνες.
[1.202.1] Αυτός ο Αράξης άλλοι λένε πως είναι μεγαλύτερος κι άλλοι μικρότερος
από τον Ίστρο. Και διηγούνται ακόμη πως μέσα σ᾽ αυτόν υπάρχουν πολλά νησιά,
μεγάλα όσο περίπου η Λέσβος, και πως εκεί μένουν άνθρωποι που τρέφονται το
καλοκαίρι με ρίζες κάθε λογής, που τις βγάζουν από τη γη, ενώ τους καρπούς των
δένδρων που βρίσκουν την εποχή που είναι ώριμοι, τους αποθηκεύουν για τη
διατροφή τους, και μ᾽ αυτούς τρέφονται το χειμώνα. [1.202.2] Λένε ακόμη πως οι
άνθρωποι αυτοί έχουνε βρει κι άλλου είδους δένδρα, που βγάζουνε καρπούς με
τέτοιες κάπως ιδιότητες: Αφού συγκεντρωθούν ομάδες ομάδες στο ίδιο μέρος και
ανάψουνε φωτιές, κάθονται ένα γύρω και ρίχνουν στη φωτιά από τους καρπούς
αυτούς· μυρίζοντας ύστερα τους καρπούς που έριξαν και που καίγονται, μεθούνε με
τη μυρωδιά τους, όπως οι Έλληνες με το κρασί· και όσο περισσότερους καρπούς
βάζουνε επάνω στη φωτιά, τόσο και πιο πολύ μεθούνε, ώσπου σηκώνονται και το
ρίχνουν στο χορό και στο τραγούδι. Τέτοια λένε πως είναι η ζωή των ανθρώπων
αυτών. [1.202.3] Όσο για τον ποταμό Αράξη έρχεται από τη χώρα των Ματιανών,
όπως και ο Γύνδης (αυτόν που τον χώρισε ο Κύρος στα τριακόσια εξήντα κανάλια
που είπαμε), και χύνεται σε σαράντα στόματα που όλα, έξω από ένα, καταλήγουν σε
βάλτους και σε έλη· και εκεί, όπως λένε, κατοικούνε άνθρωποι που τρέφονται με
ψάρια ωμά και έχουν συνήθειο να ντύνονται με δέρματα από φώκιες. [1.202.4] Το
ένα όμως από τα παρακλάδια αυτά του Αράξη τρέχει ανεμπόδιστα και καθαρά ώς
την Κασπία θάλασσα. Η Κασπία θάλασσα είναι απομονωμένη, δίχως να επικοινωνεί
με την άλλη θάλασσα. Γιατί όλη αυτή η θάλασσα που με τα πλοία τους διασχίζουν οι
Έλληνες, ακόμη και εκείνη που βρίσκεται έξω από τις Στήλες του Ηρακλή και
λέγεται Ατλαντίς, και η Ερυθρά επίσης συναποτελούν μιαν ενιαία θάλασσα.
[1.203.1] Η Κασπία όμως είναι μια θάλασσα χωριστή κι απομονωμένη· το μήκος της,
για να το διασχίσει κάποιος πλέοντας με καράβι που έχει και κουπιά, χρειάζεται
δεκαπέντε μέρες, ενώ το πλάτος της, εκεί που είναι πιο πλατιά, οχτώ μέρες. Στη
δυτική πλευρά αυτής της θάλασσας εκτείνεται ο Καύκασος, ένα βουνό που και σε
μήκος είναι το πιο μεγάλο, και σε όγκο το πιο υψηλό. Κατοικούν πάνω στον
Καύκασο πολλοί και κάθε λογής λαοί, που όλοι σχεδόν τρέφονται μ᾽ άγριους
καρπούς. [1.203.2] Στα μέρη τους, λένε, υπάρχουν δένδρα που έχουν φύλλα τέτοιας
λογής, ώστε τριμμένα και ανακατωμένα με νερό τα χρησιμοποιούν για να
ζωγραφίζουν πάνω στα ρούχα τους διάφορες παραστάσεις· κι αυτές οι ζωγραφιές δε
βγαίνουν με το πλύσιμο, παρά παλιώνουν μαζί με το ρούχο, σαν να ήταν υφασμένες
μαζί του από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, καταπώς λένε, σμίγουνε μεταξύ τους στα
φανερά, όπως τα ζώα.