Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 5

Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας

Ενότητα 10η Η Ύστερη Μεσαιωνική Ελληνική: Γλώσσα και Κοινωνία


1. Ύστερη Μεσαιωνική Περίοδος (11ος -15ος μ.Χ.)
Η Ύστερη Μεσαιωνική περίοδος ξεκινά τον 11 ο αιώνα και θεωρείται ότι
ολοκληρώνεται τον 15ο με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους
Τούρκους (1453 μ.Χ.). Στο διάστημα αυτών των αιώνων συνέβησαν στην ιστορία
του βυζαντινού κράτους μια σειρά από σημαντικά γεγονότα τα οποία είχαν μια
βαθιά επίδραση πάνω στον ελληνόφωνο λαό και στη γλωσσική του έκφραση. Με
άλλα λόγια, σημαντικές πολιτικές και κοινωνιοπολιτισμικές μεταβολές έλαβαν
χώρα εκείνη την περίοδο και οδήγησαν σε προβληματισμό και αναθεώρηση των
μέχρι πρότινος ακλόνητων ιδεολογιών που συντηρούσαν καθιερωμένες αξίες και
γλωσσικά πρότυπα, φέρνοντας αλλαγές στον τρόπο γλωσσικής έκφρασης των
ελληνόφωνων.
Βασική εξέλιξη: Αν και στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο συναντάμε ελάχιστα
κείμενα γραμμένα στην καθομιλουμένη, κυρίως παπύρους, η ύστερη μεσαιωνική
περίοδος χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή και ολοένα αυξανόμενη χρήση της
καθομιλουμένης σε λογοτεχνικά και άλλα κείμενα.
Ως προς τα ιστορία γεγονότα:
-Με τη μάχη στο Ματζικέρτ στα τέλη του 11ου αιώνα (1071) το μεγαλύτερο μέρος
της Μ. Ασίας κυριεύτηκε και καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους. Αν
και μεγάλες περιοχές στα δυτικά ανακτήθηκαν από τους Βυζαντινούς στο πρώτο
μισό του 12ου αιώνα, η κατοχή τους ήταν αβέβαιη, έτσι ως τις αρχές του 13 ου
αιώνα η Μ. Ασία είχε περάσει, στο μεγαλύτερο μέρος της, στα χέρια των
Σελτζούκων. Παράλληλα, στα τέλη του 11ου αιώνα η Βυζαντινή αυτοκρατορία
χάνει και τα τελευταία εδάφη της στη Δύση, καθώς η Σικελία και η Κάτω Ιταλία
καταλαμβάνονται από τους Νορμανδούς.
Το άμεσο αποτέλεσμα των καταστροφικών εδαφικών απωλειών ήταν να μειωθεί
η έκταση του Βυζαντινού κράτους σε μια περιοχή που καταλάμβανε μέρη των
Βαλκανίων και τις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας. Με δυο λόγια, το Βυζαντινό
κράτος περιελάμβανε πλέον περιοχές όπου ζούσαν κυρίως ελληνόφωνοι υπήκοοι
και έτσι ουσιαστικά μεταβάλλεται από πολυγλωσσικό κράτος που ήταν μέχρι πριν
σε κυρίως ελληνόφωνο.
Η απώλεια εδαφών και η «ελληνοφωνία» της αυτοκρατορίας οδήγησε αρκετούς
σε αναζήτηση ταυτότητας. Αυτή η αναζήτηση πήρε δύο κατευθύνσεις τον 12 ο
αιώνα:
Α) Η πνευματική ελίτ του Βυζαντίου σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τη
θέση της διεκδίκησε τη διαφύλαξη της πολιτισμικής της ανωτερότητας στην
ικανότητά της να διαβάζει και να γράφει σε μια λόγια καθαρολόγα μορφή της
Ελληνικής με αναφορά στα λογοτεχνικά πρότυπα της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι
εκδηλώνεται από τους μορφωμένους μια νέα αττικιστική στάση.
Β) Τους πρώτους πειραματισμούς (δεν μιλάμε δηλαδή για γενικευμένο φαινόμενο)
στη χρήση της καθομιλουμένης στον γραπτό λόγο, κυρίως σε έργα που ανήκουν στο
είδος της σάτιρας, αρχικά από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, όπως ο Θεόδωρος
Πρόδρομος και ο Μιχαήλ Γλύκας. Τα Προδρομικά ποιήματα είναι γραμμένα σε ένα
μεικτό γλωσσικό ύφος, το οποίο από τη μια ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία
του αστικού λεξιλογίου της ανώτερης τάξης και από την άλλη στοιχεία της γλώσσας
του δικαστηρίου, συνδυασμός που θεωρείται πηγή χιούμορ. Όπως και να έχει, τα
Προδρομικά ποιήματα αποτελούν μια συνεκτική προσπάθεια να αντικατοπτριστεί
στη λογοτεχνία η ομιλούμενη γλώσσα της Κωνσταντινούπολης, καθώς, αν και
χρησιμοποιούνται στοιχεία από τη γλώσσα της ανώτερης τάξης των μορφωμένων,
δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ήταν λιγότερο συντηρητική από την τυποποιημένη
γλώσσα της λόγιας λογοτεχνικής παράδοσης. Σε μεικτό ύφος είναι γραμμένα και τα
ποιήματα του Γλύκα, στα οποία βρίσκουμε χωρία γραμμένα σε λαϊκότερη γλώσσα
και χωρία που δεν εμφανίζουν κανένα δημώδες γνώρισμα.
Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις αποτελούν προσπάθειες να εγκαθιδρυθεί μία
«ελληνική» ταυτότητα (ίσως για πρώτη φορά στο Βυζάντιο), είτε καταφεύγοντας στις
αρχαίες ρίζες και στην παράδοση είτε προσφεύγοντας στη ζωντανή γλώσσα που
εκπροσωπούσε την καινούρια ελληνικότητα της αυτοκρατορίας.
Επόμενο σημαντικό γεγονός σε πολιτικό επίπεδο, το οποίο όμως φέρνει αλλαγές και
στο επίπεδο της γλωσσικής χρήσης και έκφρασης: Η κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Το γεγονός αυτό μπορεί να
θεωρηθεί ουσιαστικά καθοριστικό στον επαναπροσδιορισμό των παραδοσιακών
αντιλήψεων του Βυζαντίου.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί ελληνόφωνοι να βρεθούν εκτός της
βυζαντινής επικράτειας, υπό Βενετική, Ιταλική ή Γαλλική (Φραγκική) διοίκηση.
Μέσα σε 7-8 αιώνες, άλλαξε ριζικά η γλωσσική σύνθεση της αυτοκρατορίας: τον 6 ο
αιώνα η μεγάλη βυζαντινή επικράτεια περιλάμβανε πολλούς λαούς που μιλούσαν
πολλές γλώσσες, ενώ τον 13ο αιώνα το μικρό βυζαντινό κράτος μιλά κυρίως
ελληνικά, αλλά πολλοί ελληνόφωνοι ζουν και έξω από τα σύνορά του πλέον.
Σε κοινωνιογλωσσικό επίπεδο οι συνέπειες από την είσοδο των Δυτικών μπορούν να
προσδιοριστούν ως εξής:
o Το γεγονός ότι στη Δύση είχαν ήδη αρχίσει οι σύγχρονες (καθομιλούμενες)
γλώσσες να χρησιμοποιούνται στον γραπτό λόγο, ειδικότερα στα ρομαντικά
λογοτεχνικά έργα, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για
την καθομιλουμένη ποικιλία της ελληνικής, η οποία αρχίζει να
χρησιμοποιείται στα γραπτά κείμενα ολοένα και συχνότερα από τον 14 ο αιώνα
και εξής. Αν και δηλαδή είπαμε παραπάνω ότι ήδη από τον 12 ο αιώνα έχουμε
τους πρώτους πειραματισμούς στη χρήση της καθομιλουμένης στον γραπτό
λόγο, η πραγματική διείσδυση της καθομιλουμένης γλώσσας στη λογοτεχνία,
πέρα από τη σάτιρα, ξεκινά με την είσοδο των δυτικών στην αυτοκρατορία.

o Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, του οποίου γλωσσικός φορέας ήταν η


λόγια γλώσσα, παραμερίστηκε, έτσι το κύρος της λόγιας γλώσσας μειώθηκε
σημαντικά. Η αποκοπή από το πολιτιστικό και παιδευτικό κέντρο της
Κωνσταντινούπολης σήμαινε ότι ήταν πολύ δυσκολότερο πια να πάρει κανείς
μια μόρφωση παλιού τύπου με αναφορά στη λόγια γλώσσα. Το
σημαντικότερο όμως ήταν ότι η κλασική παιδεία δεν αποτελούσε πια το
μονοπάτι που οδηγούσε στην κοινωνική αναρρίχηση. Γιατί δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι ένας από τους παράγοντες που προσέδωσαν στη λόγια γλώσσα
την αίγλη της ήταν ότι η γνώση της μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλές θέσεις
του κράτους και της εκκλησίας. Η κατάρρευση αυτή του διοικητικού και
εκπαιδευτικού μηχανισμού διευκόλυνε τη χρήση της καθομιλουμένης. Αυτό
οδήγησε τελικά στην παγίωση διαλέκτων σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως
στην Κρήτη και την Κύπρο.

o Ένα επίσης σημαντικό φαινόμενο της περιόδου αυτής είναι η γλωσσική επαφή
ανάμεσα στους ελληνόφωνους και στους ομιλητές της Γαλλικής/Ιταλικής στα
Δυτικοκρατούμενα εδάφη. Αυτή η επαφή είχε πολύ ορατά αποτελέσματα στο
λεξιλόγιο της ελληνικής, όπου δάνειες λέξεις κατέκλυσαν τη γλώσσα, κυρίως
ιταλικές.

o Στην ηπειρωτική Ελλάδα είχαμε την συνύπαρξη ελληνόφωνων και Σλάβων-


Αλβανών-Τουρκόφωνων, που οδήγησε κατά την Οθωμανική κυριαρχία σε
εκτεταμένη σύγκλιση των Βαλκανικών γλωσσών, το λεγόμενο ‘Balkan
Sprachbund’, για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο μάθημα. Θα μπορούσε
να ειπωθεί ότι η απαρχή αυτού του φαινομένου γίνεται με την εισβολή των
Σλάβων στα Βαλκάνια στους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους.

o Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η αρχαϊστική παράδοση συνέχισε να


διατηρεί τα πρωτεία και να χρησιμοποιείται κατ’ αποκλειστικότητα στις
επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας. Ειδικότερα, στη λογοτεχνία το ‘σοβαρό’
γράψιμο απαιτούσε ακόμα τη χρήση της λόγιας γλώσσας. Όμως, από την
περίοδο αυτή και εξής, ο γραπτός λόγος φιλοξενεί και τον ανταγωνιστή της,
την δημώδη-προφορική παράδοση. Αυτή η προφορική γλώσσα αποκαλούνταν
«ρωμαίικα», ο μοναδικός ίσως όρος που θύμιζε πια ότι το βυζαντινό κράτος
ήταν ο κληρονόμος της παλιάς ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας των
προηγούμενων αιώνων.

2. Οι πηγές της Ύστερης Μεσαιωνικής


Από την περίοδο αυτή διαθέτουμε σημαντικό αριθμό πηγών, οι οποίες
συναποτελούν αυτό που ονομάζουμε δημώδη παράδοση. Οι πηγές αυτές είναι
δύο ειδών: λογοτεχνικές και μη λογοτεχνικές.

2.1 Λογοτεχνικές πηγές


Το επικό ποίημα του Διγενή Ακρίτα που χρονολογείται γύρω στον 11 ο
αιώνα. Πρόκειται για ένα μακροσκελές ποιητικό έργο που αναφέρεται
στην ακριτική παράδοση, την παράδοση δηλαδή των φρουρών των
ανατολικών συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το έπος αυτό έχει
γραφτεί σε πολλές παραλλαγές, οι περισσότερες από τις οποίες στη λόγια
γλώσσα. Μία όμως παραλλαγή, από το χειρόγραφο του Εσκοριάλ, μας
δείχνει πολλά γνωρίσματα της προφορικής γλώσσας και μερικοί μάλιστα
μελετητές νόμισαν ότι το ποίημα γράφτηκε αρχικά στην ομιλούμενη και
μετά στη λόγια γλώσσα. Φαίνεται, παρόλα αυτά, πιθανότερο να ήταν μια
αρχικά λόγια εκδοχή του ποιήματος η οποία στη συνέχεια εκλαϊκεύτηκε.
Όπως και έχει όμως θεωρείται μια σημαντική πηγή για την ομιλούμενη
γλώσσα. Από την ακριτική παράδοση σώζονται και ολιγάριθμα ακριτικά
τραγούδια, πολύ μικρότερης έκτασης και εμβέλειας από το έπος του
Διγενή.

Στον 12ο αιώνα ανήκουν και τα σατιρικά ποιήματα του Πτωχοπροδρόμου


(γραμμένα μάλλον από τον λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο) καθώς και τα έργα
του Μιχαήλ Γλύκα. Τα έργα αυτά γράφτηκαν στην αυτοκρατορική αυλή,
και φανερώνουν τη γλώσσα της ανώτερης τάξης των μορφωμένων, η
οποία παρουσίαζε πολλούς αρχαϊσμούς, όμως παρόλα αυτά στο
προφορικό της επίπεδο δεν ήταν τόσο συντηρητική όσο η λόγια μορφή
γλώσσας που χρησιμοποιούνταν από τους μορφωμένους στη λογοτεχνία.

Γύρω στο 1300 γράφτηκε ένα μακρύ, έμμετρο χρονικό, το Χρονικό του
Μορέως. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτού του χρονικού στα Γαλλικά,
τα Ιταλικά και τα Αραγονέζικα (ποικιλία της Ισπανικής), και μερικοί
μελετητές υποστήριξαν ότι πρωτογράφτηκε στα Γαλλικά και έπειτα
μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Όπως και έχει το πράγμα, είτε πρόκειται για
πρωτότυπο έργο είτε για μετάφραση, το κείμενο είναι έργο ενός ποιητή με
πολύ λίγη ή και καθόλου επαφή με τη βυζαντινή παράδοση και τη λόγια
γλώσσα. Το κείμενο αυτό είναι ντοκουμέντο σχεδόν καθαρής προφορικής
γλώσσας.

Μετά τον 14ο αιώνα, τα έργα που γράφονται στη δημώδη της εποχής
πολλαπλασιάστηκαν. Σημαντική ήταν η επιρροή των δυτικών προτύπων
στην παραγωγή πολλών έργων. Έτσι για παράδειγμα έχουμε έμμετρα
ρομαντικά μυθιστορήματα τα οποία γράφονται τώρα για πρώτη φορά (π.χ.
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσαντζα, Λίβιστρος και
Ροδάμνη).

Στους δύο τελευταίους αιώνες γράφτηκαν και τα πρώτα κείμενα με αρκετά


διαλεκτικά στοιχεία. Έχουμε ποιητικά έργα στα οποία παρουσιάζονται
πολλά Κρητικά χαρακτηριστικά και σηματοδοτούν την αρχή μιας
λογοτεχνικής παράδοσης, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της τον
16ο /17ο αιώνα και είναι γνωστή ως «Κρητική Αναγέννηση». Επίσης,
έχουμε κείμενα τα οποία παρουσιάζουν Κυπριακά χαρακτηριστικά. Το
γεγονός ότι βρίσκουμε εκείνη την περίοδο κείμενα με διαλεκτικά στοιχεία
δείχνει ότι ο διαλεκτικός χάρτης της νεότερης ελληνικής ήταν πλήρως
διαμορφωμένος.

2.2 Μη λογοτεχνικές πηγές


Αποτελούν σημαντικές πηγές, δεδομένου ότι στα κείμενα αυτά δεν
υπάρχει ο λογοτεχνικός χαρακτήρας, ο οποίος μπορεί να αλλοιώσει εν
μέρει την εικόνα της καθομιλουμένης για λόγους αισθητικούς.

Σημαντικό τους μειονέκτημα: πρόκειται κυρίως για νομικά κείμενα, στα


οποία δεν αποφεύγονται και οι αρχαϊσμοί.
Έτσι πρόκειται για:
Αρχεία από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους (συμβόλαια κλπ.)
Αλληλογραφία μεταξύ Τούρκων, Βυζαντινών και Δυτικών, σε επίσημο
επίπεδο.
Νοταριακά έγγραφα (συμβολαιογραφικές πράξεις) από τις
Δυτικοκρατούμενες (κυρίως Βενετοκρατούμενες) περιοχές. Αποτελούν
τον κύριο όγκο των μη λογοτεχνικών πηγών.
Ιδιωτική αλληλογραφία (πιο σπάνια)
Οι Κυπριακές Ασσίζες, ένα σώμα νομικών κειμένων, μετάφραση από
αντίστοιχο Γαλλικό.

You might also like