Fluid Mechanics Book

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 350

Εισαγωγή

στις βασικές έννοιες


της μηχανικής ρευστών
Κωνσταντίνος Τζιράκης
.
Εισαγωγή
στις βασικές έννοιες
της μηχανικής ρευστών
Κωνσταντίνος Τζιράκης
Κωνσταντίνος Τζιράκης. 2021.
Εισαγωγή στις βασικές έννοιες της μηχανικής ρευστών

© 2021,
Κωνσταντίνος Τζιράκης
ISBN: 000-0-000000-00-0 (Digital)
000-0-000000-00-0 (Hardcover)
000-0-000000-00-0 (Softcover)

Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναπαραγωγή του βιβλίου με οποιοδή-


ποτε ηλεκτρονικό ή μη μέσο χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα.
Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται
στο ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό
των παιδιατρικών κλινικών
του Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου
και του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου,
καθώς και της Νευροχειρουργικής κλινικής
του Νοσοκομείου Παίδων ”Η Αγία Σοφία”
Περιεχόμενα

Πρόλογος xi

Ευχαριστίες xiii

Συντομογραφίες xv

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 1


1.1 Ορισμός ρευστού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1
1.2 Μάζα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3
1.3 Πυκνότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3
1.4 Ειδικό βάρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5
1.5 Θερμοκρασία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 6
1.6 Πίεση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8
1.7 Ιδανικά αέρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9
1.8 Ιξώδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11
1.9 Συμπιεστότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15
1.10 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17
1.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 23
1.12 Προβλήματα κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25

2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ 29


2.1 Πίεση σε σημείο ρευστού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29
2.2 Μεταβολή πίεσης στο χώρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31
2.2.1 Το παράδοξο του Pascal . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33
2.3 Μανόμετρα στήλης υγρού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34
2.3.1 Πιεσόμετρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34
2.3.2 Μανόμετρο τύπου U . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35
2.3.3 Διαφορικό μανόμετρο τύπου U . . . . . . . . . . . . . . 36
2.3.4 Επικλινές μανόμετρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37
Περιεχόμενα

2.4 Υδροστατική δύναμη σε επίπεδη επιφάνεια . . . . . . . . . . . . 38


2.5 Πρίσμα πίεσης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 41
2.6 Υδροστατική δύναμη σε καμπύλη επιφάνεια . . . . . . . . . . . 42
2.7 Ευστάθεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43
2.8 Επιταχυνόμενα υγρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 44
2.9 Περιστρεφόμενα υγρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46
2.10 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 47
2.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60
2.12 Προβλήματα κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 62

3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ 67


3.1 Γραμμή ροής, ινώδης φλέβα και τροχιά . . . . . . . . . . . . . . 67
3.2 Είδη ροών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 69
3.3 Υλική παράγωγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72
3.4 Επιτάχυνση ροής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75
3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 77
3.5.1 Τανυστές ρυθμού παραμόρφωσης και περιστροφής . . 77
3.5.2 Διαχωρισμός στοιχειωδών κινήσεων . . . . . . . . . . . 79
3.5.3 Περιστροφή και γωνιακή παραμόρφωση . . . . . . . . . 82
3.6 Στροβιλότητα και κυκλοφορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 84
3.6.1 Στροβιλότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 84
3.6.2 Κυκλοφορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 87
3.7 Ροϊκή συνάρτηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 88
3.7.1 Γεωμετρική ερμηνεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 89
3.7.2 Φυσική ερμηνεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 90
3.7.3 Ροϊκή συνάρτηση και εξίσωση Laplace . . . . . . . . . . 91
3.7.4 Κυλινδρικές συντεταγμένες . . . . . . . . . . . . . . . . 92
3.8 Δυναμικό ταχύτητας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 92
3.9 Ροϊκή συνάρτηση και δυναμικό ταχύτητας . . . . . . . . . . . . 93
3.10 Μιγαδική απεικόνιση δυναμικών ροών . . . . . . . . . . . . . . 95
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών . . . . . . . . . . . . . . . . . . 97
3.11.1 Ομοιόμορφη ροή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 97
3.11.2 Πηγή ή καταβόθρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 99
3.11.3 Ζεύγος πηγής και καταβόθρας . . . . . . . . . . . . . . 100
3.11.4 Ελεύθερη δίνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 102
3.11.5 Ελλειψοειδές Rankine . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 104
3.12 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds . . . . . . . . . . . . . . . . 106
3.12.1 Κλειστό σύστημα και όγκος ελέγχου . . . . . . . . . . . 106

vi
Περιεχόμενα

3.12.2 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds . . . . . . . . . . . . 107


3.12.3 Φυσική ερμηνεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 110
3.13 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 111
3.14 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 122
3.15 Προβλήματα κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 123

4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ 125


4.1 Εξίσωση συνέχειας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125
4.1.1 Διαφορική διατύπωση σε καρτεσιανές συντεταγμένες . 125
4.1.2 Διαφορική διατύπωση σε κυλινδρικές συντεταγμένες . 128
4.1.3 Ολοκληρωτική διατύπωση . . . . . . . . . . . . . . . . 130
4.1.4 Εφαρμογές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 131
4.1.4.1 Υπολογισμός παροχής . . . . . . . . . . . . . 131
4.1.4.2 Ασυμπίεστη ροή . . . . . . . . . . . . . . . . . 132
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes) . . . . . . . . . . . . . . . . . 133
4.2.1 Διαφορική διατύπωση σε καρτεσιανές συντεταγμένες . 133
4.2.2 Ο τανυστής των τάσεων . . . . . . . . . . . . . . . . . . 138
4.2.3 Εξισώσεις Navier-Stokes: εφαρμογές . . . . . . . . . . . 141
4.2.3.1 Μέτρηση πίεσης με χρήση βαρόμετρου . . . . 141
4.2.3.2 Μόνιμη ροή μεταξύ ακίνητων παράλληλων πλα-
κών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 142
4.2.3.3 Μόνιμη ροή μεταξύ κινούμενων παράλληλων
πλακών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 146
4.2.3.4 Μόνιμη ροή σε ευθύγραμμο κυλινδρικό αγωγό 148
4.2.3.5 Μόνιμη ροή μεταξύ ομόκεντρων περιστρεφό-
μενων κυλίνδρων . . . . . . . . . . . . . . . . 151
4.2.3.6 Αιμοδυναμική και αντίσταση στη ροή . . . . 155
4.3 Εξίσωση Bernoulli . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157
4.3.1 Για αστρόβιλη ροή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157
4.3.2 Κατά μήκος μίας γραμμής ροής . . . . . . . . . . . . . . 160
4.3.3 Περιορισμοί της εξίσωσης Bernoulli . . . . . . . . . . . 162
4.3.4 Εφαρμογές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 163
4.3.4.1 Σωλήνας Pitot . . . . . . . . . . . . . . . . . . 163
4.3.4.2 Μετάγγιση ροής . . . . . . . . . . . . . . . . 164
4.3.4.3 Διάμετρος πίδακα σε εκκένωση δεξαμενής . . 165
4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας . . . . . . . . . . . . . . . . 166
4.4.1 Απόδειξη της εξίσωσης διατήρησης της ενέργειας . . . 167

vii
Περιεχόμενα

4.4.2 Εξίσωση ενέργειας: εφαρμογές . . . . . . . . . . . . . . 170


4.4.2.1 Ενεργειακή ανάλυση μόνιμων ροών . . . . . . 170
4.4.2.2 Ο διορθωτικός συντελεστής α της κινητικής
ενέργειας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 173
4.4.2.3 Τιμή του συντελεστή διόρθωσης α για στρωτή
ροή σε σωλήνα . . . . . . . . . . . . . . . . . 174
4.5 Θεώρημα του Kelvin . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175
4.6 Εξίσωση στροβιλότητας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 178
4.7 Εξίσωση του Crocco . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 179
4.7.1 Στοιχεία θερμοδυναμικής . . . . . . . . . . . . . . . . . 180
4.7.1.1 Νόμοι της θερμοδυναμικής . . . . . . . . . . . 180
4.7.1.2 Έργο και ενθαλπία . . . . . . . . . . . . . . . 182
4.7.2 Εντροπία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 183
4.7.3 Απόδειξη της εξίσωσης του Crocco . . . . . . . . . . . . 183
4.8 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 184
4.9 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 200
4.10 Προβλήματα κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 203

5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ 207


5.1 Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 207
5.2 Διαστατική ανάλυση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 208
5.2.1 Μέθοδος Rayleigh . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209
5.2.2 Μέθοδος Buckingham . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 212
5.3 Συνήθεις αδιάστατες ομάδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 214
5.4 Ομοιότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 216
5.5 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 219
5.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 226
5.7 Προβλήματα κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 228

6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ 231


6.1 Ο αριθμός Reynolds . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231
6.2 Φυσική ερμηνεία του αριθμού Reynolds . . . . . . . . . . . . . . 233
6.3 Οι εξισώσεις Navier-Stokes και ο αριθμός Reynolds . . . . . . . 234
6.4 Απώλειες σε σωλήνες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 236
6.4.1 Συνεχείς απώλειες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 237
6.4.2 Τοπικές απώλειες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 240
6.5 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 241
6.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 253
6.7 Ασκήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 256

viii
Περιεχόμενα

7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ 259


7.1 Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 259
7.2 Βασικές εξισώσεις οριακού στρώματος . . . . . . . . . . . . . . 260
7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα . . . . . . . . . . . . 264
7.3.1 Πάχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 264
7.3.2 Πάχος μετατόπισης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 268
7.3.3 Πάχος ορμής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 270
7.3.4 Πάχος ενέργειας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 271
7.3.5 Διατμητική τάση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 272
7.4 Τυρβώδες οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα . . . . . . . . . . . 273
7.4.1 Πάχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 273
7.4.2 Υπολογισμός διατμητικής τάσης . . . . . . . . . . . . . 275
7.5 Συγκρίνοντας τα δύο οριακά στρώματα . . . . . . . . . . . . . 276
7.6 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 277
7.7 Ερωτήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 284
7.8 Ασκήσεις κεφαλαίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 286

8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ 289


8.1 Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 289
8.2 Ταχύτητα του ήχου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 290
8.3 Γραμμές Mach και κώνος Mach . . . . . . . . . . . . . . . . . . 293
8.4 Φαινόμενο Doppler . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 295
8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου . . . . . . . . . . . . . . . . . 297
8.5.1 Επίδραση διατομής αγωγού . . . . . . . . . . . . . . . . 297
8.5.2 Μεγέθη ανακοπής και ο αριθμός Mach . . . . . . . . . . 299
8.5.2.1 Ενθαλπία ανακοπής . . . . . . . . . . . . . . 300
8.5.2.2 Θερμοκρασία ανακοπής . . . . . . . . . . . . 300
8.5.2.3 Πίεση ανακοπής . . . . . . . . . . . . . . . . . 301
8.5.2.4 Πυκνότητα ανακοπής . . . . . . . . . . . . . . 302
8.5.3 Μεγέθη ανακοπής και κρίσιμα μεγέθη . . . . . . . . . . 302
8.5.4 Ακροφύσιο de Laval . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 304
8.6 Κάθετα κρουστικά κύματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 304
8.6.1 Μεταβολή ρευστομηχανικών μεγεθών . . . . . . . . . . 304
8.7 Λυμένα παραδείγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 307

Παράρτημα A : Μετατροπές μονάδων 309

Παράρτημα B: Χρήσιμες εξισώσεις 315

ix
Περιεχόμενα

Παράρτημα Γ: Διανυσματικές ταυτότητες 321

Βιβλιογραφία 323
Ευρετήριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 325

x
Πρόλογος

Το παρόν βιβλίο αποτελεί την υλοποίηση μίας επιθυμίας όπως αυτή διατυπώ-
θηκε από τους σπουδαστές του τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του Ανώ-
τατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Τ.Ε.Ι.) Κρήτης. Απευθύνεται
τόσο στους σπουδαστές των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων όσο και στους φοιτητές
των Πολυτεχνείων που επιθυμούν μία πρώτη γνωριμία με την ρευστοδυναμική.
Στόχος του είναι να καλύψει τις βασικές έννοιες της μηχανικής των ρευστών
σε εισαγωγικό επίπεδο, δίνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα σε όσους το
επιθυμούν να εμβαθύνουν στο μέλλον. Η ύλη παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να
καλύπτει τις ανάγκες τόσο του μαθήματος της θεωρίας όσο και του αντίστοιχου
εργαστηρίου μηχανικής ρευστών, όπως αυτά διδάσκονται στο τμήμα των Μη-
χανολόγων Μηχανικών του Α.Τ.Ε.Ι. Κρήτης. Έχει καταβληθεί σημαντική προ-
σπάθεια ώστε οι έννοιες να παρουσιάζονται με τεκμηριωμένο αλλά και απλό
τρόπο, αποφεύγοντας την αποσπασματική κατανόηση. Ως εκ τούτου, η μαθη-
ματική θεμελίωση των εξισώσεων διατήρησης έχει απλοποιηθεί, χωρίς όμως
να χαθεί η αυστηρότητα των εννοιών. Για το λόγο αυτό έχει δωθεί βαρύτητα
στις βασικές γνώσεις διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού, καθώς αυτές
αποτελούν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για την βαθύτερη κατανόηση των
εξισώσεων διατήρησης και των αντίστοιχων εφαρμογών τους.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες. Η κάθε μία από αυτές
σκοπό έχει να καλύψει διαφορετική θεματολογία και ως εκ τούτου μπορεί να
μελετηθεί σχεδόν αυτόνομα.
Ενότητα 1 - Βασικές έννοιες, εξισώσεις διατήρησης και εφαρμογές: στην ενότητα
αυτή περιγράφονται με σαφήνεια τα κυριότερα μεγέθη που χρησιμοποιούνται
στη μηχανική των ρευστών (Κεφάλαιο 1). Στη συνέχεια διατυπώνονται τα βα-
σικότερα θεωρήματα και παρουσιάζονται οι σημαντικότερες εφαρμογές τόσο
στην περίπτωση ρευστών σε ακινησία (στατική των ρευστών - Κεφάλαιο 2) όσο
και στην περίπτωση ρευστών σε κίνηση (δυναμική των ρευστών - Κεφάλαιο 3).
Ενότητα 2 - Ομοιότητα, απώλειες ροής και οριακό στρώμα: στην ενότητα αυτή
(Κεφάλαια 4, 5 και 6) παρουσιάζονται συνοπτικά μερικά από τα σημαντικότερα
Πρόλογος

θέματα με τα οποία ασχολείται ένας μηχανικός στον ακαδημαϊκό χώρο ή σε


πραγματικές τεχνικές εφαρμογές. Η παρουσίαση των θεμάτων αυτών επιλέ-
χθηκε να γίνει με τρόπο απλό και κατανοητό, αποφεύγοντας την αυστηρή μα-
θηματική θεμελίωση που ίσως φανεί δυσνόητη στον αναγνώστη.
Ενότητα 3 - Εργαστήρια ρευστομηχανικής: στην ενότητα αυτή (Κεφάλαιο 8)
περιγράφονται με σαφήνεια τα εργαστήρια που διδάσκονται στο τμήμα των
Μηχανολόγων Μηχανικών στο Α.Τ.Ε.Ι. Κρήτης. Καλύπτονται οι βασικότερες
πειραματικές διατάξεις (εξίσωση Bernoulli, μέτρηση πυκνότητας και ιξώδους
άγνωστου υγρού, συνεχείς και τοπικές απώλειες, κέντρο πίεσης κ.ά.) με οδηγίες
για την ομαλή έκβασή τους.
Ενότητα 4 - Εισαγωγή στην εμβιομηχανική: στην τελευταία ενότητα (Κεφάλαιο
9) παρουσιάζονται συνοπτικά μερικά ενδιαφέροντα θέματα της εμβιομηχανικής
όπως η μη Νευτώνεια ρεολογία και η σχέση της με το αίμα, η ανάλυση του Wom-
ersley, το μοντέλο Windkessel και άλλα. Αν και η έκταση της ενότητας είναι
περιορισμένη, δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη για μία πρώτη γνωρίμια
με το ραγδαία αναπτυσσόμενο και πολλά υποσχόμενο κλάδο της εμβιομηχανι-
κής.
Τα περισσότερα κεφάλαια συνοδεύονται από λυμένα παραδείγματα, καθώς
και από μία πληθώρα ερωτήσεων και άλυτων προβλημάτων με σκοπό τη βαθύ-
τερη κατανόηση της μηχανικής των ρευστών. Τέλος, στο Κεφάλαιο 7 παρουσι-
άζονται χαρακτηριστικές ασκήσεις σε θεματικές ενότητες με στόχο ο αναγνώ-
στης να δοκιμάσει τις ικανότητές του όποτε εκείνος το επιθυμεί.
Ελπίζουμε το βιβλίο αυτό να αποτελέσει το έναυσμα για μία ευχάριστη εκ-
μάθηση ενός εκ των βασικότερων μαθημάτων στη μηχανολογία, της μηχανι-
κής των ρευστών. Είναι προφανές ότι ο ανήσυχος αναγνώστης θα ανακαλύψει
τυπογραφικά και νοηματικά λάθη που διέφυγαν της προσοχής του συγγραφέα.
Οποιαδήποτε επομένως σχόλια αποσκοπούν στη βελτίωσή του είναι ιδιαιτέρως
ευπρόσδεκτα.

Τζιράκης Κωνσταντίνος.

xii
Ευχαριστίες

Οι συγγραφείς …
Συντομογραφίες

Ma - αριθμός Mach NS - Navier-Stokes


1
Κεφάλαιο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι να θεμελιώσουμε και να αναπτύξουμε


τις πιο βασικές έννοιες που απαιτούνται για την ουσιαστική κατανόηση της
μηχανικής των ρευστών. Οι έννοιες αυτές αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο
πάνω στον οποίο θεμελιώνεται η επιστήμη της ρευστοδυναμικής.

1.1 Ορισμός ρευστού


Από το νερό που πίνουμε μέχρι τον αέρα που αναπνέουμε, τα ρευστά διαδρα-
ματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην καθημερινότητά μας. Μαζί με τα στερεά, αποτε-
λούν τις τρεις διαφορετικές καταστάσεις της ύλης.1 Και ενώ η διαφοροποίηση
μεταξύ στερεών και ρευστών φαντάζει δεδομένη, ο μαθηματικός ορισμός για το
ρευστό δεν είναι προφανής. Για να ορίσουμε λοιπόν την έννοια του ρευστού
χρειάζεται αρχικά να εισαγάγουμε την έννοια της διατμητικής τάσης τ . Ορί-
ζουμε επομένως ως διατμητική τάση το πηλίκο της εφαπτομενικής δύναμης, F ,
που ασκείται σε μία επιφάνεια ρευστού, A, προς την επιφάνεια αυτή,

F
τ= .
A

1
Αυτό ισχύει υπό φυσιολογικές συνθήκες, καθώς σε ακραίες περιπτώσεις η ύλη (με τη μορφή
ατόμων, μορίων και ιόντων) εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές όπως για παράδειγμα το
πλάσμα ή ο αστέρας νετρονίων.
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στα ρευστά σε ακινησία δεν ασκούνται
εφαπτομενικές δυνάμεις και επομένως ούτε διατμητικές τάσεις. Τι γίνεται όμως
με τα ρευστά σε κίνηση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μας οδηγήσει ουσι-
αστικά στον ορισμό της έννοιας του ρευστού. Για το σκοπό αυτό ας θεωρήσουμε
δύο άπειρες και οριζόντιες πλάκες όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1.1. Από
τις δύο πλάκες η κάτω διατηρείται ακίνητη, ενώ στην πάνω εφαρμόζεται στα-
θερή οριζόντια δύναμη F. Μεταξύ των δύο πλακών τοποθετείται στερεό σώμα,
όπως παρουσιάζεται στο αριστερό Σχήμα 1.1, ή ρευστό, όπως φαίνεται στο
δεξιό Σχήμα 1.1. Το στερεό είναι σταθερά προσαρμοσμένο στις δύο οριζόντιες
πλάκες. Η ύπαρξη της εφαπτομενικής δύναμης θα αναγκάσει το στερεό (αρι-
στερό σχήμα) να παραμορφωθεί στατικά μετατοπίζοντας για παράδειγμα τη
νοητή γραμμή αβ στη νέα θέση αβ ′ . Η παραμόρφωση αυτή είναι ανάλογη
της εφαρμοζόμενης διατμητικής τάσης και παραμένει σταθερή για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η τάση αυτή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σημείο β ′ να μη
μεταβάλλεται δίνοντας β = β ′ = β ′′ = β ′′′ για t < t′ < t′′ < t′′′ .

t t′ , t′′ , t′′′ F t t′ t′′ t′′′ F


β β ′ , β ′′ , β ′′′ β β′ β ′′ β ′′′

α ΣΤΕΡΕΟ α ΥΓΡΟ

Σχήμα 1.1: Συμπεριφορά στερεού και υγρού σε σταθερή εφαπτομενική δύναμη.

Αντιθέτως τα υγρά (δεξιό σχήμα) παραμορφώνονται συνεχώς όταν ασκηθεί


σε αυτά διατμητική τάση ανεξάρτητα του πόσο μικρή είναι. Σε αντίθεση λοιπόν
με τα στερεά, το σημείο β θα μετακινείται συνεχώς καταλαμβάνοντας τις νέες
θέσεις β ′ , β ′′ και β ′′′ στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα t′ , t′′ και t′′′ . Είμαστε
επομένως πλέον σε θέση να ορίσουμε το ρευστό ως εκείνη την ουσία η οποία πα-
ραμορφώνεται συνεχώς όταν υπόκειται σε διατμητική τάση.
Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό στα ρευστά ανήκουν τα υγρά και τα αέρια.
Η βασική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο είναι ότι τα υγρά έχουν σταθερό όγκο
ενώ τα αέρια καταλαμβάνουν ολόκληρο τον όγκο του δοχείου που τα περιέχει.
Ο λόγος είναι ότι οι δυνάμεις συνοχής στις δύο αυτές καταστάσεις της ύλης
είναι διαφορετικές. Στα μεν υγρά οι δυνάμεις μεταξύ των μορίων είναι ισχυρές
(ασθενέστερες πάντως σε σχέση με τα στερεά), στα δε αέρια οι διαμοριακές
δυνάμεις είναι ασθενείς επιτρέποντας στα μόρια να κινούνται στον όγκο του
δοχείου που τα περιέχει.

2
1.2 Μάζα

1.2 Μάζα
Η μάζα είναι μία από τις πιο θεμελιώδεις έννοιες στην επιστήμη. Περιγράφει την
ποσότητα της ύλης που είναι συγκεντρωμένη σε ένα σώμα. Σώματα στα οποία
εσωκλείεται σημαντική ποσότητα ύλης έχουν μεγάλη μάζα και αντίστροφα.
Άμεση συνέπεια είναι το γεγονός ότι η μάζα εκφράζει την αδράνεια που χα-
ρακτηρίζει οποιοδήποτε υλικό σώμα. Μία ισοδύναμη έκφραση είναι ότι απο-
τελεί τη σταθερά αναλογίας μεταξύ της εφαρμοζόμενης δύναμης, F, και της
δημιουργηθείσας επιτάχυνσης, a, μέσω του δεύτερου νόμου του Newton,

F = ma.

Η μάζα επομένως εκφράζει την αντίσταση του σώματος στη μεταβολή της κατά-
στασης της κίνησής του μέσω της επιτάχυνσης. Η αντίσταση αυτή δεν πρέπει
να αλλάζει (αφού είναι εσωτερική ιδιότητα των υλικών σωμάτων) και για το
λόγο αυτό η μάζα δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως πεδία βα-
ρύτητας. Μονάδα μάζας στο διεθνές σύστημα μονάδων (Système international
d’unités, SI) είναι το kg.

1.3 Πυκνότητα
Μία πληροφορία που δεν είναι δυνατό να εξαχθεί από τη μάζα είναι η έκταση
της ύλης που είναι συγκεντρωμένη σε ένα σώμα. Με άλλα λόγια, δύο ή περισσό-
τερα σώματα μπορεί να έχουν την ίδια μάζα, αλλά να καταλαμβάνουν εντελώς
διαφορετικό όγκο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το 1 kg καθαρού νε-
ρού και το 1 kg αέρα σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία (περίπου 80◦ C), όπου
το πρώτο καταλαμβάνει όγκο ενός λίτρου ενώ το δεύτερο χιλίων λίτρων πε-
ρίπου. Για να ορίσουμε επομένως ένα μέτρο της έντασης κατανομής της ύλης
εισάγουμε την έννοια της πυκνότητας. Ορίζουμε επομένως την πυκνότητα, ρ,
της ύλης (ή ενός ρευστού για τις ανάγκες μας) ως την ποσότητα της μάζας
ανά μονάδα όγκου. Η μαθηματική έκφραση για την πυκνότητα παίρνει τότε τη
μορφή,
∆m
ρ ≡ lim ,
∆V →∆V0 ∆V

όπου η ποσότητα ∆V0 εκφράζει τον ελάχιστο εκείνο όγκο για τον οποίο ισχύει
η υπόθεση του συνεχούς μέσου. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η έμφαση στη με-
λέτη ενός ρευστού δεν εστιάζεται στη μικροσκοπική δομή του αλλά στη μακρο-
σκοπική του συμπεριφορά. Παρ’ όλο δηλαδή που τα ρευστά αποτελούνται από

3
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ρ
Μη συνεχές Συνεχές

∆V
∆V0

Σχήμα 1.2: Γραφική απεικόνιση της έννοιας της συνέχειας ρευστού.

ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμό μορίων σε μία μικρή περιοχή, υποθέτουμε ότι εί-
ναι δυνατό να περιγραφούν με ακρίβεια θεωρώντας ότι αυτά συμπεριφέρονται
ως συνεχή μέσα πέρα από κάποιο όριο, έστω ∆V0 . Με τον τρόπο αυτό, κάθε
σημείο του ρευστού χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο μακροσκοπικών μεγεθών
όπως η πίεση, η ταχύτητα, η πυκνότητα κ.ά. Στον Πίνακα 1.1 παρουσιάζονται
οι πυκνότητες μερικών από το πιο γνωστά ρευστά. Τέλος, από τον παραπάνω

Πίνακας 1.1: Τιμές και εύρη πυκνότητας για διάφορα ρευστά.

Υλικό Πυκνότητα (kg/m3 )


Νερό 1000
Νερό θαλασσινό 1022
Ελαιόλαδο 820 − 920
Αίμα 1050
Μέλι 1400 − 1450
Πετρέλαιο (Diesel) 832
Αέρας 1,225
Αέριο Ήλιο (∼ 300K) 0,164
Αέριο Υδρογόνο (∼ 300K) 0,082

ορισμό είναι προφανές ότι η μονάδα πυκνότητας στο διεθνές σύστημα μονάδων
είναι το kg/m3 .

4
1.4 Ειδικό βάρος

Παράδειγμα: Ένα υγρό όγκου 4980 cm3 ζυγίστηκε και βρέθηκε ότι έχει μάζα
5,24 gr. Υπολογίστε την πυκνότητά του και χρησιμοποιήστε τον Πίνακα 1.1 για
να βρείτε σε ποιο ρευστό ανήκουν οι μετρήσεις αυτές.
Λύση: Για να συγκρίνουμε τα δεδομένα του παραδείγματος με τον πίνακα είναι
απαραίτητο να υπολογίσουμε την πυκνότητα στις μονάδες του διεθνούς συστή-
ματος. Έχουμε τότε ότι

m 0,00524 kg kg
ρ= = 3
= 1052 3 ,
V 0,00498 m m
και επομένως το υγρό αυτό είναι αίμα.

1.4 Ειδικό βάρος


Ακολουθώντας παρόμοια λογική με αυτήν που παρουσιάστηκε στην προηγού-
μενη παράγραφο για την πυκνότητα, ορίζουμε ως ειδικό βάρος, γ, ενός σώμα-
τος το λόγο του βάρους του σώματος αυτού ανά μονάδα όγκου,

∆B
γ≡ lim .
∆V →∆V0 ∆V
Παρ’ όλο που ο παραπάνω ορισμός είναι μαθηματικά ακριβής, στις περισσότε-
ρες τεχνικές εφαρμογές χρησιμοποιείται το μέσο ειδικό βάρος, γ, σύμφωνα με
την παρακάτω απλούστερη εξίσωση

B
γ= .
V
Με απλή επισκόπηση προκύπτει ότι η μονάδα ειδικού βάρους στο διεθνές σύ-
στημα μονάδων είναι το N /m3 . Μία ισοδύναμη και περισσότερο δόκιμη εξί-
σωση για το μέσο ειδικό βάρος προκύπτει ως εξής,
mg m
γ= = g = ρ g.
V V
Επομένως η επιτάχυνση της βαρύτητας αποτελεί τη σταθερά αναλογίας μεταξύ
της πυκνότητας και του μέσου ειδικού βάρους. Για το λόγο αυτό η πυκνότητα
δεν εξαρτάται από το βαρυτικό πεδίο (ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό θα είχε
την ίδια πυκνότητα στη Γη και στη Σελήνη), αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το
ειδικό βάρος.

5
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Παράδειγμα: Υπολογίστε το μέσο ειδικό βάρος2 μίας ποσότητας χρυσού στην


επιφάνεια της Γης (gΓ = 9,81 m/s2 ) και της Σελήνης (gΣ = 1,62 m/s2 ).
Λύση: Θεωρώντας ότι η πυκνότητα του χρυσού ρAu είναι 19,32 gr/cm3 (δη-
λαδή είναι 19,32 φορές βαρύτερος από το νερό) βρίσκουμε ότι

kg m N
γ Au,Γ = 19320 3
· 9,81 2 = 189529 3 ,
m s m
kg m N
γ Au,Σ = 19320 3
· 1,62 2 = 31298 3 .
m s m

1.5 Θερμοκρασία
Τα άτομα και τα μόρια που αποτελούν την ύλη δεν συμπεριφέρονται με ακριβώς
τον ίδιο τρόπο. Έτσι κάποια από αυτά μπορεί για παράδειγμα να κινούνται με
μεγάλες ταχύτητες στο εσωτερικό κάποιου σώματος και κάποια άλλα με πολύ
μικρότερες, δημιουργώντας ένα σημαντικό εύρος στην ενεργειακή κατάσταση
των μορίων αυτών. Για να αποφύγουμε λοιπόν τη μελέτη της ενεργειακής κα-
τάστασης του κάθε μορίου ξεχωριστά και για να ορίσουμε τη θερμοκρασία ως
μέγεθος ανεξάρτητο του αριθμού των μορίων, εισάγουμε την έννοια της μέσης
θερμικής ενέργειας. Μπορούμε τότε να πούμε ότι η θερμοκρασία περιγράφει τη
μέση θερμική ενέργεια των σωματιδίων που αποτελούν ένα υλικό σώμα, μέσω
της αντιστοιχίας της με μία βαθμονομημένη κλίμακα μονάδων (βαθμοί). Δύο
από τις περισσότερο χρησιμοποιούμενες βαθμονομημένες κλίμακες είναι οι Cel-
sius (◦ C, προς τιμή του Anders Celsius, 1701-1744) και Fahrenheit (◦ F , Daniel
Gabriel Fahrenheit, 1686-1736). Και στις δύο κλίμακες η βαθμονόμηση γίνεται με
βάση την πήξη και ατμοποίηση του νερού δίνοντας τις ακόλουθες τιμές όπως
φαίνεται στον Πίνακα 1.2. Μπορούμε τότε να ορίσουμε τη σχέση μετατροπής

Πίνακας 1.2: Θερμοκρασίες πήξης και ατμοποίησης νερού σε κλίμακες Celsius και Fahren-
heit.

νερό → πάγος νερό → ατμός


θ (◦ C) 0 100
θ (◦ F ) 32 212

2
Για λόγους συντομίας, το μέσο ειδικό βάρος στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου θα ονομάζεται
ειδικό βάρος και θα συμβολίζεται με γ.

6
1.5 Θερμοκρασία

από τη μία κλίμακα στην άλλη παρατηρώντας ότι κάθε ένας βαθμός Celsius
αντιστοιχεί σε 1,8 βαθμούς Fahrenheit.
θ◦ F − 32
θ◦ C = ⇒ θ◦ F = 1,8 θ◦ C + 32. (1.5.1)
1,8
Επειδή η σχέση θερμοκρασιών μεταξύ των δύο κλιμάκων είναι γραμμική, θα
έχουν μόνο ένα κοινό σημείο που αντιστοιχεί σε μία κοινή θερμοκρασία. Θέ-
τοντας επομένως θ◦ C = θ◦ F = θ βρίσκουμε ότι η κοινή αυτή θερμοκρασία
ισούται με −40 βαθμούς.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό και των δύο αυτών (σχετικών) κλιμάκων είναι ότι
επιτρέπουν θετικές και αρνητικές τιμές. Κατά την ανάπτυξη όμως της Θερμοδυ-
ναμικής και ιδιαίτερα του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, διαπιστώθηκε
ότι υπάρχει μία θερμοκρασία στην οποία η θερμική κίνηση των δομικών συ-
στατικών που αποτελούν την ύλη ελαχιστοποιείται. Η τιμή της θερμοκρασίας
αυτής (−273,15 ◦ C γνωστή και ως απόλυτο μηδέν) δεν εξαρτάται από τις ιδιότη-
τες που χαρακτηρίζουν τα σώματα, έχει σταθερή τιμή ανεξαρτήτως συνθηκών
και αποτελεί την πιο ”κρύα” κατάσταση της ύλης στο σύμπαν.
Η εισαγωγή επομένως του απόλυτου μηδενός στη Θερμοδυναμική οδήγησε
στην ανάγκη υιοθέτησης μίας απόλυτης θερμοκρασιακής κλίμακας για κάθε
μία αντίστοιχη σχετική. Δημιουργήθηκαν τότε οι παρακάτω αντιστοιχίες

Celsius (◦ C, σχετική) ←→ Kelvin (K, απόλυτη),


Fahrenheit (◦ F , σχετική) ←→ Rankine (◦ R, απόλυτη),

σύμφωνα με τις ακόλουθες μαθηματικές σχέσεις,

θ◦ C = θK − 273,15,
θ◦ F = θ◦ R − 459,67.

Η επιλογή της θερμοκρασιακής κλίμακας διαφέρει από χώρα σε χώρα με το ζεύ-


γος Celsius-Kelvin να χρησιμοποιείται στην Ευρώπη και το αντίστοιχο ζεύγος
Fahrenheit-Rankine κυρίως στις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Παράδειγμα: Υπολογίστε την τιμή του απόλυτου μηδενός στην κλίμακα Fahren-
heit.
Λύση: Με απλή αντικατάσταση θ◦ C = −273,15 στην εξίσωση (1.5.1) προκύπτει,

θ◦ F = 1,8 (−273,15) + 32 = −459,67.

7
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

1.6 Πίεση
Η πίεση αποτελεί μία από τις βασικότερες έννοιες τόσο στη μηχανική ρευστών
όσο και στην επιστήμη του μηχανικού γενικότερα. Μας επιτρέπει να μελετή-
σουμε μία πληθώρα φυσικών φαινομένων και να κατασκευάσουμε διατάξεις με
σκοπό τη βελτίωση της καθημερινότητάς μας. Μερικά χαρακτηριστικά παρα-
δείγματα είναι το οικιακό δίκτυο ύδρευσης ή ο συμπιεσμένος αέρας που χρη-
σιμοποιείται σε διάφορα εργαλεία. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η χρήση
μεγαλύτερης πίεσης ως προς μία τιμή αναφοράς (που συνήθως ορίζουμε την
ατμοσφαιρική πίεση) είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Την χαρακτηριστικότερη ίσως εφαρμογή πίεσης αποτελεί η εισχώρηση ενός
σώματος (π.χ. μίας πινέζας) σε στερεή επιφάνεια. Από την εμπειρία γνωρίζουμε
ότι αυτό απαιτεί δύο προϋποθέσεις. Αφενός τη μεγιστοποίηση της δύναμης F
στην ”κεφαλή” της πινέζας και αφετέρου την ελαχιστοποίηση της επιφάνειας
A στη ”μύτη” της. Έπομένως ένας ορισμός για την πίεση θα μπορούσε να έχει
τη μορφή
Fn
P = C m,
A
όπου C μία πολλαπλασιαστική σταθερά και n, m πραγματικοί και θετικοί αριθ-
μοί. Αποδεικνύεται ότι C = n = m = 1 δίνοντας τον παρακάτω απλό ορισμό3

F
. P = (1.6.1)
A
Η πίεση επομένως δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πηλίκο της κάθετης δύναμης
που ασκείται σε μία επιφάνεια προς το εμβαδό της επιφάνειας αυτής.

Παράδειγμα: Πολλαπλασιάστε το δεξί μέλος της εξίσωσης (1.6.1) με το μέγεθος


του μήκους και περιγράψτε το αποτέλεσμα.
Λύση: Θεωρήστε ότι η δύναμη F ασκείται λόγω ομοιόμορφης πίεσης από αέριο
στην επιφάνεια ενός εμβόλου. Υπό την πίεση του αερίου το έμβολο κινείται
(ισόθλιπτα) κατά ∆S. Για την πίεση του αερίου ισχύει
F F · ∆S W
P = = = ⇒ W = P · ∆V.
A A · ∆S ∆V
Επομένως το έργο ογκομεταβολής ισούται με το γινόμενο της (σταθερής) πίεσης
επί τη μεταβολή του όγκου του αερίου.
3
Στην παράγραφο 2.1 του επόμενου κεφαλαίου παρουσιάζεται ένας περισσότερο μαθηματικός
ορισμός της πίεσης καθώς και μερικές από τις βασικές ιδιότητες που τη χαρακτηρίζουν.

8
1.7 Ιδανικά αέρια

1.7 Ιδανικά αέρια


Η συμπεριφορά των αερίων αποτελούσε ανέκαθεν αντικείμενο εκτεταμένης με-
λέτης. Διαπιστώθηκε όμως ότι τα πραγματικά αέρια είναι πολύ δύσκολο να
μελετηθούν, καθώς δεν συμπεριφέρονται όλα με τον ίδιο τρόπο ακόμα και στις
ίδιες συνθήκες. Για το σκοπό αυτό έγινε μία προσπάθεια να ταξινομηθούν όσα
περισσότερα αέρια γίνεται σε μία κατηγορία. Παρατηρήθηκαν λοιπόν σε συν-
θήκες κοντά στις ατμοσφαιρικές τα εξής:
- για σταθερή θερμοκρασία, το γινόμενο της πίεσης επί τον όγκο παραμένει
σταθερό
- για σταθερή πίεση, το πηλίκο της θερμοκρασίας διά τον όγκο παραμένει
σταθερό.
Οι δύο αυτές εμπειρικές σχέσεις οδήγησαν στην απλή διατύπωση για τα αέρια
στις συνθήκες αυτές,
P V ∝ T. (1.7.1)
Από το παραπάνω αποτέλεσμα είναι προφανές ότι δεν υπάρχει διαστατική
ισότητα, καθώς το αριστερό μέλος εκφράζεται σε Joules (J) ενώ το δεξιό σε
Kelvin (K). Ένας τρόπος να πετύχουμε διαστατική ισότητα είναι να πολλα-
πλασιάσουμε το δεξιό μέλος με J/K ή ισοδύναμα με kg(J/kgK). Αν συμβο-
λίσουμε με m τη μάζα που εκφράζεται σε kg και με R ένα νέο μέγεθος που
εκφράζεται σε J/kgK, μπορούμε να μετατρέψουμε αναλογία (1.7.1) σε ισότητα
γράφοντας,
P V = mRT. (1.7.2)
Η εξίσωση (1.7.2) ονομάζεται καταστατική εξίσωση των ιδανικών αερίων και απο-
τελεί μία εξιδανίκευση των πραγματικών αερίων. Η σταθερά R αποτελεί την
ειδική σταθερά του ιδανικού αερίου και μπορεί να εκφραστεί ισοδύναμα συναρ-
τήσει της παγκόσμιας σταθεράς αερίων Rg ως εξής,

Rg
R= ,
M
όπου
J
Rg = 8314,5 ,
kmolK
και M το μοριακό βάρος του υπό εξέταση αερίου. Για την περίπτωση του ατμο-
σφαιρικού αέρα παραδείγματος χάρη και λαμβάνοντας υπόψη ότι το μοριακό

9
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

του βάρος είναι 28,96 kg/kmol, προκύπτει


J
8314,5
Rair = kmolK = 287 J .
kg kgK
28,96
kmol
Μερικές ενδεικτικές τιμές για την σταθερά R άλλων αερίων δίνονται στο Πί-
νακα 1.3. Μία ισοδύναμη έκφραση με αυτήν της εξίσωσης (1.7.2) μπορεί να προ-
Πίνακας 1.3: Τιμές της παραμέτρου R για διάφορα αέρια.

Αέριο R (J/kgK)
Διοξείδιο του άνθρακα 190
Ήλιο 2079
Μεθάνιο 518
Οξυγόνο 262

κύψει διαιρώντας απλά με τον όγκο V ,


V m
P = RT ⇒ P = ρRT. (1.7.3)
V V
Είμαστε επομένως σε θέση να περιγράψουμε τη συμπεριφορά των ιδανικών
αερίων συναρτήσει του όγκου ή της πυκνότητάς τους μέσω των εξισώσεων
(1.7.2) και (1.7.3) αντίστοιχα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιούμε
τη σταθερά R. Σε περίπτωση όμως που είναι γνωστά τα moles του αερίου, n,
τότε η καταστατική εξίσωση (1.7.2) παίρνει την ισοδύναμη μορφή
P V = nRg T. (1.7.4)
Είναι προφανές ότι και οι τρεις εξισώσεις είναι εναλλακτικές εκφράσεις του
ίδιου ακριβώς φαινομένου και επομένως η επιλογή τους εξαρτάται από το εκά-
στοτε υπό μελέτη πρόβλημα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η καταστατική εξίσωση των ιδανι-
κών αερίων αντιπροσωπεύει μία κατάσταση που είναι ιδανική και ως εκ τού-
του δεν ανταποκρίνεται ποτέ ακριβώς στην πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό
έχουν γίνει προσπάθειες να βρεθούν εξισώσεις που περιγράφουν πραγματικά
αέρια με μεγαλύτερη ακρίβεια. Μία από τις πρώτες και πιο γνωστές προσπά-
θειες είναι η εξίσωση του Van der Waals, σύμφωνα με την οποία
[ ( n )2 ]
P +α (V − nb) = nRg T, (1.7.5)
V

10
1.8 Ιξώδες

όπου α και b θετικές σταθερές, χαρακτηριστικές των αερίων. Πιο συγκεκρι-


μένα, η σταθερά α αποτελεί μία διόρθωση των διαμοριακών δυνάμεων και η
τιμή της είναι ανάλογη του μέτρου των δυνάμεων αυτών. Με απλή επισκόπηση
φαίνεται ότι οι μονάδες στο διεθνές σύστημα μονάδων της σταθεράς α είναι
P a (m3 /mol)2 . Από την άλλη, η σταθερά b αποτελεί μία διόρθωση του όγκου
λόγω του πεπερασμένου μεγέθους που έχουν τα μόρια. Εκφράζεται σε m3 /mol
και οι τιμές της είναι πολύ μικρότερες από εκείνες της αντίστοιχης παραμέτρου
α.

Παράδειγμα: Υπολογίστε την πίεση του αέρα σε θερμοκρασία 15 ◦ C, αν η πυ-


κνότητά του θεωρηθεί σταθερή και ίση με 1,225 kg/m3 και το αέριο ιδανικό.
Λύση: Από την εξίσωση (1.7.3) προκύπτει
kg J J
P = 1,225 3
· 287 · (15 + 273,15)K = 101306 3 ,
m kgK m
ή ισοδύναμα,
P = 101,3 kP a,
που είναι η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια της θάλασσας (σε μηδενικό
δηλαδή υψόμετρο).

1.8 Ιξώδες
Τόσο η πυκνότητα όσο και το ειδικό βάρος παρέχουν μία πληθώρα πληροφο-
ριών για ένα ρευστό. Δεν δίνουν όμως καμία πληροφορία ως προς τη ροϊκή
του συμπεριφορά. Για παράδειγμα ρευστά με παρόμοιες πυκνότητες και ειδικά
βάρη μπορούν να ρέουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η διαπίστωση αυτή
μας οδηγεί στην αναζήτηση ενός νέου φυσικού μεγέθους που θα περιγράφει
την ευκολία ή δυσκολία ροής, δηλαδή ένα μέγεθος που θα χαρακτηρίζει τις
εσωτερικές τριβές που αναπτύσσονται κατά τη ροή του ρευστού.
Για το λόγο αυτό θα θεωρήσουμε τη ροή μεταξύ δύο οριζόντιων και παράλλη-
λων πλακών, όπως φαίνεται στο Σχήμα 1.3. Στη μία εκ των δύο πλακών (έστω
στην πάνω) ασκείται σταθερή δύναμη κατά τη διεύθυνση του επιπέδου που
αναγκάζει την πλάκα να κινείται με σταθερή ταχύτητα. Εϊναι προφανές ότι
η κίνηση της πλάκας θα επηρεάσει την κατανομή της ταχύτητας του ρευστού.
Πιο συγκεκριμένα, ισχύει ότι u(0) = 0 και u(b) = U . Δηλαδή το ρευστό που
βρίσκεται σε επαφή με την ακίνητη κάτω πλάκα θα έχει μηδενική ταχύτητα
και το ρευστό που βρίσκεται σε επαφή με την κινούμενη επάνω πλάκα θα έχει

11
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

την ταχύτητα της πλάκας αυτής. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί πειραματική


παρατήρηση και μπορεί να γενικευτεί, αφού τα ρευστά πάντα αναπτύσσουν
την ταχύτητα της επιφάνειας με την οποία είναι σε επαφή.4 Η κίνηση αυτή

β β′ γ γ′
y
b u(y) dϕ
α δ

Σχήμα 1.3: Ροή ανάμεσα σε δύο παράλληλες πλάκες εκ των οποίων η μία κινείται με σταθερή
ταχύτητα.

της πλάκας αναγκάζει το ρευστό να την ακολουθήσει, αφού σε αυτό ασκείται


διατμητική δύναμη παραμορφώνοντας το ροϊκό στοιχείο αβγδ στο αβ ′ γ ′ δ σε
χρόνο dt. Για τη σχηματιζόμενη μεταξύ των πλευρών αβ και ββ ′ μικρή γωνία
dϕ ισχύει
(ββ ′ ) U dt dϕ U
tan (dϕ) ≈ dϕ = = ⇒ = . (1.8.1)
(αβ) b dt b
Η ποσότητα dϕ/dt εκφράζει τη παραμόρφωση του ρευστού στη μονάδα του
χρόνου, ονομάζεται ρυθμός γωνιακής παραμόρφωσης ή ρυθμός διάτμησης, γ̇,
και είναι ανάλογος της διατμητικής τάσης του υγρού δίνοντας τ ∝ γ̇. Τί συμ-
βαίνει όμως με τις ταχύτητες του ρευστού μεταξύ των δύο πλακών; Αποδεικνύ-
εται5 ότι η ταχύτητα μεταβάλλεται γραμμικά με την απόσταση δίνοντας

du U
= , (1.8.2)
dy b
για μικρές τιμές της απόστασης b.
Συγκρίνοντας τις εξισώσεις (1.8.1) και (1.8.2) παρατηρούμε ότι η διατμητική
τάση είναι επίσης ανάλογη της κλίσης της ταχύτητας,

du
τ∝ .
dy

4
Η συνθήκη αυτή των ρευστών είναι γνωστή και ως συνθήκη μη ολίσθησης και χρησιμοποιείται
ευρέως στη ρευστοδυναμική.
5
Βλέπε ενότητα 4.2.3.3, Μόνιμη ροή μεταξύ κινούμενων παράλληλων πλακών.

12
1.8 Ιξώδες

Ο συντελεστής αναλογίας στην παραπάνω εξίσωση αποτελεί το ιξώδες (ή πιο


συγκεκριμένα το δυναμικό ιξώδες), µ, δίνοντας
du
τ =µ . (1.8.3)
dy
Είμαστε σε θέση πλέον να ορίσουμε το ιξώδες ενός υγρού ως την ιδιότητα που χα-
ρακτηρίζει ένα ρευστό να αναπτύσσει αντίσταση σε διατμητικές τάσεις. Μία άμεση
συνέπεια της εξίσωσης (1.8.3) είναι ότι τα μεγέθη τ και du/dy έχουν γραμμική
εξάρτηση. Η γραφική τους παράσταση επομένως θα είναι μία ευθεία γραμμή
που διέρχεται από την αρχή των αξόνων και της οποίας η κλίση θα ισούται
με το ιξώδες, όπως φαίνεται στο Σχήμα 1.4. Η μονάδα δυναμικού ιξώδους στο
διεθνές σύστημα μονάδων είναι το P a · s. Μερικές ενδεικτικές τιμές του δυνα-
μικού ιξώδους για διάφορα υλικά παρουσιάζονται στο Πίνακα 1.4.
τ
Πετρέλαιο
Νερό

Αέρας

γ̇

Σχήμα 1.4: Γραμμική εξάρτηση μεταξύ διατμητικής τάσης και γωνιακής παραμόρφωσης για
Νευτώνεια ρευστά.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η γραμμική σχέση (1.8.3) δεν περιγρά-
φει όλα τα ρευστά, παρά μία μικρή κατηγορία αυτών που ονομάζονται Νευτώ-
νεια. Στη γενική περίπτωση η σχέση μεταξύ διατμητικής τάσης και ρυθμού γωνι-
ακής παραμόρφωσης μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και η περιγραφή της
συμπεριφοράς ενός ρευστού σε διάτμηση να γίνεται μόνο με τη χρήση προσεγ-
γιστικών μεθόδων (βλέπε κεφάλαιο 9). Τα ρευστά της κατηγορίας αυτής ονομά-
ζονται μη Νευτώνεια και χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες όπως τα ρευστά
Bingham (οδοντόκρεμα, μουστάρδα), Herschel-Bulkley (αίμα), εκθετικά ρευστά
κ.ά.
Επειδή το ιξώδες περιγράφει τη συνεκτικότητα και την τριβή των ρευστών
είναι λογικό να εξαρτάται από τη θερμοκρασία. Τα αέρια και τα υγρά όμως

13
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Πίνακας 1.4: Τιμές δυναμικού ιξώδους για διάφορα υλικά.

Υλικό Ιξώδες (P a · s)
Αέρας 0,00001
Νερό 0,001
Υδράργυρος 0,0015
Αίμα 0,0035
Ελαιόλαδο 0,12
Μέλι 11

συμπεριφέρονται διαφορετικά ως προς τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Πιο συ-


γκεκριμένα, το ιξώδες στα υγρά ελαττώνεται, ενώ στα αέρια αυξάνεται καθώς
αυξάνεται η θερμοκρασία. Λόγω της πολυπλοκότητας της εξάρτησης αυτής
έχουν κατά καιρούς προταθεί διάφορες σχέσεις που περιγράφουν τη μεταβολή
του ιξώδους με τη θερμοκρασία. Επιγραμματικά αναφέρουμε δύο από τις περισ-
σότερο χρησιμοποιούμενες εξισώσεις που για τα υγρά είναι η κάτωθι,

µ = µαν eA/(B+T )−A/(B+Tαν ) , (1.8.4)

και για τα αέρια η εξίσωση γνωστή ως σχέση του Sutherland,


( )3/2
T Tαν + S
µ = µαν . (1.8.5)
Tαν T +S

Και στις δύο περιπτώσεις το ζεύγος (Tαν , µαν ) αποτελεί μία γνωστή κατάσταση
αναφοράς, ενώ οι συντελεστές A, B και S δίνονται σε Kelvin και είναι χαρα-
κτηριστικές του υπό μελέτη ρευστού. Στον Πίνακα 1.5 παρουσιάζονται οι τιμές
των παραμέτρων A, B και S για διάφορα χαρακτηριστικά υγρά και αέρια σε
συνθήκες πίεσης, P = 1 atm, και θερμοκρασίας, θ = 0 ◦ C.
Σε πολλές περιπτώσεις τέλος όπου εμφανίζεται και η πυκνότητα του ρευ-
στού με τη μορφή του κλάσματος µ/ρ στους υπολογισμούς, χρησιμοποιείται
ένα ισοδύναμο ως προς το δυναμικό ιξώδες μέγεθος, το κινηματικό ιξώδες ν,
µ
ν= .
ρ
Είναι προφανές ότι η επιλογή του μεγέθους για την περιγραφή της συνεκτικό-
τητας ενός ρευστού εξαρτάται αποκλειστικά από το υπό μελέτη πρόβλημα.

14
1.9 Συμπιεστότητα

Πίνακας 1.5: Τιμές συντελεστών A, B και S για διάφορα ρευστά.

Νερό Οινόπνευμα Υδράργυρος


A (K) 511,5 2450 356
B (K) −150 60 12

Αέρας Οξυγόνο Υδρογόνο


S (K) 113 140 97

Παράδειγμα: Για την περίπτωση του Σχήματος 1.3 υπολογίστε την τιμή του δυ-
ναμικού ιξώδους του ρευστού αν τ = 30 N /m2 , b = 5 cm και U = 10 m/s.
Λύση: Συνδυάζοντας τις εξισώσεις (1.8.2) και (1.8.3) προκύπτει ότι

τb
µ= .
U
Αντικαθιστώντας,

N
30 · 0,05 m
µ= m2 = 0,15 P a · s.
m
10
s

1.9 Συμπιεστότητα
Στη συντριπτική πλειοψηφία των εφαρμογών στη μηχανική ρευστών η πίεση
μεταβάλλεται, οδηγώντας σε αντίστοιχη μεταβολή (μικρή ή μεγάλη) της πυκνό-
τητας. Αύξηση της πίεσης για παράδειγμα οδηγεί σε αύξηση της πυκνότητας
και επομένως ελάττωση του όγκου για δεδομένη ποσότητα μάζας. Ένα ενδια-
φέρον ερώτημα επομένως είναι η ποσοτικοποίηση της μεταβολής του όγκου
συναρτήσει της πίεσης. Για τα αέρια είναι προφανές ότι ο όγκος μεταβάλλε-
ται αρκετά με την πίεση, αλλά ισχύει κάτι παρόμοιο για τα υγρά; Ή με άλλα
λόγια, πόσο σωστή είναι η θεώρηση ότι τα υγρά δεν συμπιέζονται και ως εκ
τούτου ανήκουν στην κατηγορία των ασυμπίεστων ρευστών; Το μέγεθος που
περιγράφει την εξάρτηση μεταξύ μεταβολών όγκου και πίεσης ονομάζεται μέ-

15
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

τρο ελαστικότητας (bulk modulus), E, και μαθηματικά ορίζεται ως εξής,

dP
E=− . (1.9.1)
dV
V
Το αρνητικό πρόσημο αναγκάζει το μέτρο ελαστικότητας να δέχεται μόνο θε-
τικές τιμές, αφού τα διαφορικά dP και dV έχουν πάντα αντίθετα πρόσημα (αύ-
ξηση της πίεσης οδηγεί σε ελάττωση του όγκου). Ο παραπάνω ορισμός προ-
ϋποθέτει ότι η θερμοκρασία παραμένει σταθερή. Σε διαφορετική περίπτωση
θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την επίδραση της θερμοκρασίας, γεγονός
που αυξάνει την πολυπλοκότητα της ανάλυσης και δεν ανταποκρίνεται στους
σκοπούς του παρόντος βιβλίου. Στο διεθνές σύστημα μονάδων το μέτρο ελα-
στικότητας εκφράζεται σε μονάδες P a.
Στον Πίνακα 1.6 παρουσιάζονται οι τιμές του μέτρου ελαστικότητας για διά-
φορα υλικά. Η τεράστια διαφορά μεταξύ αερίων, υγρών και στερεών είναι
εμφανής. Για παράδειγμα, απαιτούνται πάνω από 240 M P a για να συμπιεστεί
ο υδράργυρος κατά 1%. Αυτός είναι και ο λόγος που τα υγρά θεωρούνται
πρακτικά ασυμπίεστα και ως τέτοια μελετώνται τις περισσότερες φορές στη
βιβλιογραφία.

Πίνακας 1.6: Τιμές μέτρου ελαστικότητας όγκου για διάφορα υλικά.

Υλικό Μέτρο ελαστικότητας όγκου (M P a)


Αέρας 0,14
Μεθανόλη 820
Νερό 2190
Υδράργυρος 24700
Ατσάλι 160000
Διαμάντι 440000

Μία ισοδύναμη έκφραση για την εξίσωση (1.9.1) μπορεί να βρεθεί αν χρησι-
μοποιήσουμε τη γνωστή σχέση μεταξύ πυκνότητας και όγκου, m = ρV . Επειδή
η μάζα είναι σταθερή, το διαφορικό της μηδενίζεται δίνοντας

dV m ρ dρ
= − 2 dρ · =− .
V ρ m ρ

16
1.10 Λυμένα παραδείγματα

Συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω αποτελέσματα προκύπτει τελικά ότι

dP
E= . (1.9.2)

ρ

Παράδειγμα: Υπολογίστε τη μεταβολή της πίεσης που θα συμπιέσει μία ποσό-


τητα νερού κατά 2%.
Λύση: Μεταβολή του όγκου κατά 2% σημαίνει ότι |∆V /V | = 0,02 και τότε
( )
∆V
∆P = −E = −2190 M P a · (−0,02) = 43,8 M P a.
V

1.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 1.1
Μία μπάλα του γκόλφ ζυγίζει 45 gr και έχει διάμετρο 42 mm. Υποθέτο-
ντας ότι το σχήμα της είναι σφαιρικό υπολογίστε την πυκνότητά της. Θα
βουλιάξει η μπάλα αν καταλήξει σε μία λίμνη;

Χρησιμοποιώντας τη γνωστή διάμετρο μπορούμε να υπολογίσουμε αρχικά τον


όγκο, V , της μπάλας του γκόλφ,
( )3 ( )3
4 D 4 0,042
V = π = · 3,14 · = 3,88 · 10−5 m3 .
3 2 3 2

Μπορούμε τότε να υπολογίσουμε την πυκνότητα ως εξής,

m 45 · 10−3 gr kg
ρ= = −5
= 1159,8 3 .
V 3,88 · 10 m 3 m
Η μπάλα του γκόλφ επομένως έχει μεγαλύτερη πυκνότητα από το νερό και θα
βουλιάξει αν πέσει σε μία λίμνη.

17
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Παράδειγμα 1.2
Το τιτάνιο είναι ένα μέταλλο με πολύ χρήσιμες ιδιότητες. Βρίσκει εφαρμο-
γές σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, από την αρχιτεκτονική μέχρι
την ιατρική. Αν η πυκνότητά του είναι 4505 kg/m3 , υπολογίστε τη μάζα
σε γραμμάρια που έχουν τα δύο χιλιοστόλιτρα τιτανίου.

Τα δύο χιλιοστόλιτρα (ή ισοδύναμα τα 2 ml) μπορούν να εκφραστούν σε m3


ως εξής,
10−3 m3
2 ml · = 2 · 10−6 m3 .
1000 ml
Η μάζα τελικά που αντιστοιχεί στον παραπάνω όγκο είναι
kg
m = 2 · 10−6 m3 · 4505 = 0,009 kg,
m3
ή ισοδύναμα,
m = 9 gr.

Παράδειγμα 1.3
Ας υποθέσουμε ότι κατά τη διάρκεια μίας καλοκαιρινής ημέρας η θερμο-
κρασία στην επιφάνεια της θάλασσας κάποια στιγμή ισούται με 30 ◦ C.
Θεωρώντας ένα μέσο ρυθμό μείωσης της θερμοκρασίας με το ύψος της
τάξης των 5,9 ◦ C/km, υπολογίστε τη θερμοκρασία σε υψόμετρο (στην ίδια
περιοχή) ίσο με το ύψος της κορυφής του βουνού Έβερεστ, θEβ , την ίδια
χρονική στιγμή.

Από τα δεδομένα της άσκησης γνωρίζουμε ότι η θερμοκρασία μειώνεται κατά


5,9 ◦ C ανά 1000 m υψομέτρου. Στην κορυφή επομένως του Έβερεστ η μείωση
της θερμοκρασίας θα είναι,
5,9 ◦ C
∆θ = · 8848 m = 52,2 ◦ C.
1000 m
Η θερμοκρασία επομένως στην κορυφή θα ισούται με

θEβ = 30 ◦ C − 52,2 ◦ C = −22,2 ◦ C.

18
1.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 1.4
Παρ’ όλο που τα αέρια συμπιέζονται ιδιαίτερα εύκολα, στις περισσότερες
εφαρμογές θεωρούνται ασυμπίεστα. Υπάρχει επομένως ένα κριτήριο για
να ορίσουμε αν η ροή ενός αερίου είναι ασυμπίεστη ή συμπιεστή;

Το θέμα αυτό προκαλεί συχνά σύγχυση. Ένας ορισμός για το αν η ροή ενός
αερίου είναι ασυμπίεστη ή όχι είναι να θέσουμε ένα όριο στη μεταβολή της
πυκνότητάς του. Το όριο που χρησιμοποιείται συχνά στη ρευστομηχανική εί-
ναι ότι μία ροή χαρακτηρίζεται ως ασυμπίεστη αν η πυκνότητα μεταβάλλεται
λιγότερο από 4%. Χρησιμοποιώντας όμως το γεγονός ότι αυξάνοντας την τα-
χύτητα ροής αυξάνεται και η μεταβολή της πυκνότητας, μπορούμε να διατυπώ-
σουμε το παραπάνω κριτήριο ως προς την ταχύτητα ροής. Μέχρι ποια ταχύ-
τητα επομένως το ρευστό συμπεριφέρεται ως ασυμπίεστο και ποιο είναι εκείνο
το όριο πέρα από το οποίο η συμπιεστότητα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη;
Οι περισσότεροι ερευνητές θέτουν το όριο αυτό περίπου στο 25% της ταχύ-
τητας του ήχου.6 Επομένως μία ροή είναι ασυμπίεστη αν

U U m
M= < 0,25 ⇒ m < 0,25 ⇒ U < 85 s .
c 340
s
Επομένως βλέπουμε ότι στις περισσότερες τεχνικές εφαρμογές η υπόθεση της
ασυμπιεστότητας είναι αρκετά κοντά στην πραγματικότητα, καθώς αυτή ικα-
νοποιείται για πολύ μεγάλες ταχύτητες ροής έως και 306 km/hr.

Παράδειγμα 1.5
Υπολογίστε τη θερμοκρασία ενός αερίου 20 mol που περιέχεται σε ένα
δοχείο 0,01 m3 και σε πίεση 120 atm. Βρείτε το αποτέλεσμα χρησιμοποι-
ώντας την εξίσωση των ιδανικών αερίων και την εξίσωση Van der Waals.
Για το αέριο αυτό ισχύουν: α = 3,46 · 10−3 P a (m3 /mol)2 και b = 2,37 ·
10−5 m3 /mol.

Αν το αέριο θεωρηθεί ιδανικό, μπορούμε να υπολογίσουμε τη θερμοκρασία του


με απευθείας εφαρμογή της καταστατικής εξίσωσης των ιδανικών αερίων (1.7.4)

6
Ο λόγος της ταχύτητας του ρευστού προς την ταχύτητα του ήχου, c, είναι ένα αδιάστατο
μέγεθος που ονομάζεται αριθμός Mach και συμβολίζεται συνήθως με το γράμμα M .

19
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

λαμβάνοντας
J
120 · 101325 P a · 0,01 m3 = 20 mol · 8,314 ·T ⇒
molK
J
121590 J = 166,28 · T ⇒
K
T = 731,2 K.
Αν το αέριο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδανικό, από την εξίσωση (1.7.5)
και αντικαθιστώντας τις τιμές των παραμέτρων α και b προκύπτει
[ 6 ( n )2
]( )
−3 P a · m
3
−5 m
P + 3,46 · 10 V − 2,37 · 10 · n = nRg T,
mol2 V mol
ή ισοδύναμα,
[ ( ) ]
−3 P a · m6 20 mol 2
120 · 101325 P a + 3,46 · 10
mol2 0,01 m3
( )
m3 J
0,01 m3 − 2,37 · 10−5 · 20 mol = 20 mol · 8,314 ·T ⇒
mol molK
J
(12159000 − 13840) P a · (0,01 − 0,000474) m3 = 166,28 · T ⇒
K
J
12145160 · 0,009526 J = 166,28 · T ⇒ T = 695,8 K.
K

Παράδειγμα 1.6
Το ιξώδες των ιδανικών αερίων εξαρτάται από τη θερμοκρασία, όπως πε-
ριγράφει η εξίσωση του Sutherland,
( )3/2
T Tαν + S
µ = µαν .
Tαν T +S

Αν µ = 2 · 10−5 P a · s στους 25 ◦ C, υπολογίστε το ιξώδες στους 100 ◦ C


για S = 110 K.

Με απευθείας εφαρμογή της εξίσωσης του Sutherland έχουμε ότι


( )
−5 373,15 3/2 298,15 + 110
µ100 C = 2 · 10

298,15 373,15 + 110
= 2 · 10−5 · 1,4 · 0,845 = 2,37 · 10−5 P a · s.

20
1.10 Λυμένα παραδείγματα

Βλέπουμε επομένως ότι το ιξώδες των αερίων αυξάνεται με τη θερμοκρασία,


όπως άλλωστε είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία.

Παράδειγμα 1.7

Ένα ρευστό έχει πυκνότητα 4000 kg/m3 . Υπολογίστε τον ειδικό όγκο και
το ειδικό του βάρος.

Γνωρίζουμε ότι ο ειδικός όγκος, v, ενός σώματος ορίζεται ως το αντίστροφο της


πυκνότητας. Μπορούμε επομένως να γράψουμε ότι

1 1 m3
v= = = 2,5 · 10−4 .
ρ kg kg
4000
m3
Το ειδικό βάρος, γ, επίσης ισούται με

kg m N
γ = ρ g = 4000 · 9,81 2 = 39240 3 .
m3 s m

Παράδειγμα 1.8
Ένας κυλινδρικός σωλήνας διαμέτρου 2 cm διαρέεται από υγρό σταθερού
ιξώδους µ. Η κατανομή της ταχύτητας (του υγρού
) στο εσωτερικό του σω-
λήνα δίνεται από τη σχέση u(r) = 10 1 − r2 (m/s), όπου r η ακτίνα
από τον άξονα του κυλίνδρου. Για ποιες τιμές του r η διατμητική τάση
λαμβάνει τη μέγιστη και ελάχιστη τιμή αν µ = 0,001 P a · s;

Από την εξίσωση (1.8.3) γνωρίζουμε ότι η διατμητική τάση έχει γραμμική εξάρ-
τηση ως προς την κλίση της ταχύτητας. Αντικαθιστώντας βρίσκουμε

d ( )
τ = 10 µ 1 − r2 = −20µr = −0,02 r.
dr
Με απλή εποπτεία της παραπάνω έκφρασης προκύπτει ότι η μέγιστη κατ’ από-
λυτη τιμή της διατμητικής τάσης αναπτύσσεται στο τοίχωμα του σωλήνα,

τµϵγ = −0,02 · 0,01 = −0,0002 P a.

21
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Όπως είναι αναμενόμενο, η διατμητική τάση είναι αρνητική καθώς ανθίσταται


στην κίνηση του ρευστού έχοντας φορά αντίθετη από αυτή της ταχύτητας.
Αντίστοιχα, η ελάχιστη τιμή εμφανίζεται στον άξονα του σωλήνα (στο σημείο
που μηδενίζεται η παράγωγος της ταχύτητας),

τϵλ = 0.

Παράδειγμα 1.9
Ένα υγρό σταθερού ιξώδους 0,00095 P a · s ρέει ανάμεσα σε δύο παράλ-
ληλες και ακίνητες πλάκες. Αν η κατανομή της ταχύτητας κοντά στο όριο
δίνεται από τον παρακάτω πίνακα, υπολογίστε τη διατμητική τάση στο
τοίχωμα.

Απόσταση από πλάκα (cm) Ταχύτητα (m/s)


0,0 0,0
0,2 2,0

Από την εξίσωση (1.8.3) γνωρίζουμε ότι το μέτρο της διατμητικής τάσης δίνεται
από την εξίσωση
du ∆u
τ =µ =µ ,
dy ∆y
αντικαθιστώντας τα διαφορικά με τις αντίστοιχες μεταβολές των μεγεθών. Με
απλή αντικατάσταση τότε βρίσκουμε ότι
m
2,0
τ = 0,00095 P a · s s = 0,95 P a.
0,002 m

Παράδειγμα 1.10
Χρησιμοποιώντας τα μέτρα ελαστικότητας του αέρα και του νερού σε κα-
νονικές συνθήκες, υπολογίστε τη σχετική συμπιεστότητα του νερού.

22
1.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου

Με χρήση κατάλληλων πινάκων από τη βιβλιογραφία μπορούμε να βρούμε τα


μέτρα ελαστικότητας τόσο του αέρα, Eα , όσο και του νερού, Eν , σε κανονικές
συνθήκες. Βρίσκουμε λοιπόν ότι

Eα = 0,105 M P a,
Eν = 2,1 GP a.

Διαιρώντας κατά μέλη τις παραπάνω σχέσεις,

Eν 2,1 · 109
= = 20000.
Eα 1,05 · 105
Είναι επομένως 20000 φορές πιο δύσκολο να μεταβάλουμε δεδομένο όγκο νε-
ρού από ό,τι αντίστοιχο όγκο αέρα για την ίδια πίεση. Για το λόγο αυτό τα
υγρά θεωρούνται πρακτικά ασυμπίεστα, καθώς για να μεταβληθεί σημαντικά
ο όγκος τους απαιτούνται μεταβολές πίεσης που είναι απαγορευτικά μεγάλες
στις περισσότερες πρακτικές εφαρμογές.

1.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου


1.1) Δώστε ένα σύντομο ορισμό της πυκνότητας και διατυπώστε μία μονάδα
μέτρησής της.
1.2) Εξηγήστε πώς μεταβάλλεται η πυκνότητα με τη θερμοκρασία.
1.3) Για να υπολογίσουμε τη μάζα μίας ουσίας χρειαζόμαστε τον όγκο της και
την .
1.4) Ρευστά θεωρούνται τα και τα .
1.5) Στα υγρά ο όγκος παραμένει ο ίδιος ανεξαρτήτως του σχήματος του δοχείου
που τα περιέχει. Σωστό ή λάθος; Ισχύει το ίδιο για τα αέρια;
1.6) Ποιο μέγεθος ορίζεται ως το πηλίκο της κάθετης δύναμης προς την επιφά-
νεια και ποιες μονάδες το περιγράφουν;
1.7) Ποια από τις παρακάτω τιμές περιγράφει ακριβέστερα την πυκνότητα του
νερού σε κανονικές συνθήκες;
A : 500 kg/m3 ,
B : 1000 kg/m3 ,
Γ : 1500 kg/m3 ,
∆ : 2000 kg/m3 .

23
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

1.8) Το ιξώδες περιγράφει την αντίσταση μίας ουσίας σε ροή. Σωστό ή λάθος;
1.9) Περιγράψτε εν συντομία τη μεταβολή του ιξώδους ως προς τη θερμοκρασία
στα αέρια και στα υγρά.
1.10) Περιγράψτε τις βασικές διαφορές μεταξύ υγρών και αερίων.
1.11) Ένα ρευστό που έχει σταθερή πυκνότητα ονομάζεται
Α : ασυμπίεστο,
Β : συνεκτικό,
Γ : συμπιεστό.
1.12) Ο λόγος των πυκνοτήτων δύο ρευστών ισούται με το λόγο των ειδικών
βαρών τους. Σωστό ή λάθος;
1.13) Ποιο από τα παρακάτω όργανα δεν μετράει πίεση;
Α : βαρόμετρο,
Β : μανόμετρο τύπου-U,
Γ : παροχόμετρο.
1.14) Νερό πυκνότητας 1000 kg/m3 περιέχεται σε μπουκάλι όγκου 1 lt. Αν
αδειάσει το μισό νερό, υπολογίστε τις νέες τιμές για τη μάζα και την πυκνό-
τητά του.
1.15) Το ένα λίτρο ενός υγρού ζυγίζει 8 N . Ποιο είναι το ειδικό του βάρος;
Α : 0,8 · 103 N /m3 ,
Β : 8 · 104 N /m3 ,
Γ : 80 · 104 N /m3 ,
∆ : 8 · 103 N /m3 .
1.16) Έστω ρευστό μεγάλου μέτρου ελαστικότητας. Μία μεγάλη μεταβολή στον
όγκο θα προκαλούσε μεγάλη ή μικρή μεταβολή στην πίεση; Επιλέξτε το σωστό
και εξηγήστε γιατί.
1.17) Το ειδικό βάρος ενός υγρού εξαρτάται από
Α : το μέτρο ελαστικότητας,
Β : το ιξώδες,
Γ : την επιτάχυνση της βαρύτητας και την πυκνότητα.
1.18) Πώς μεταβάλλεται το ιξώδες των ρευστών ως προς την πίεση;
1.19) Το κινηματικό ιξώδες εξαρτάται από την
Α : απόσταση,
Β : παροχή,
Γ : πυκνότητα,

24
1.12 Προβλήματα κεφαλαίου

∆ : πίεση.
1.20) Ποια είναι η εξάρτηση της πυκνότητας ως προς την πίεση και τη θερμο-
κρασία στα ρευστά;
1.21) Τα περισσότερα υγρά θεωρούνται ασυμπίεστα εξαιτίας των υψηλών τιμών
των μέτρων ελαστικότητάς τους. Ισχύει το ίδιο για τα αέρια; Αν όχι, ποιο είναι
εκείνο το κριτήριο που καθορίζει αν ένα αέριο συμπεριφέρεται ως ασυμπίεστο
ή συμπιεστό ρευστό;
1.22) Ένα ιδανικό αέριο
Α : είναι ασυμπίεστο,
Β : έχει σταθερό ιξώδες,
Γ : έχει μηδενικό ιξώδες,
∆ : δεν έχει τίποτα από τα παραπάνω.
1.23) Εξηγήστε το αρνητικό πρόσημο στην εξίσωση ορισμού για το μέτρο ελα-
στικότητας (1.9.1).

1.12 Προβλήματα κεφαλαίου


1.1) Υπολογίστε τη θερμοκρασία του απόλυτου μηδενός στην κλίμακα Celsius
και Rankine.
1.2) Μία ποσότητα αέρα εσωκλείεται σε ένα δοχείο όγκου 10 lt θερμοκρασίας
300 K. Αν η πίεση στο εσωτερικό του δοχείου είναι 105 P a, υπολογίστε τη μάζα
του αέρα.
1.3) Αν η πυκνότητα του αίματος θεωρηθεί σταθερή και ίση με 1050 kg/m3 ,
υπολογίστε το ειδικό του βάρος στην επιφάνεια της Γης.
1.4) Αποδείξτε ότι dρ/ρ = −dV /V .
1.5) Ένας παρατηρητής στην εξοχή κατά τη διάρκεια μίας καταιγίδας βλέπει
έναν κεραυνό και μετά από 3 s ακούει τη βροντή. Σε ποια απόσταση από τον
παρατηρητή έλαβε χώρα ο κεραυνός;
1.6) Υπολογίστε τη δύναμη που απαιτείται για να επιταχυνθεί ένα αυτοκίνητο
1000 kg στα 2 m/s2 σε οριζόντιο οδόστρωμα χωρίς τριβές.
1.7) Κατατάξτε τις θερμοκρασίες από τη μικρότερη στη μεγαλύτερη
Α : 20 ◦ C, Β : 300 K, Γ : −40 ◦ F , ∆ : 600 ◦ R.
1.8) Έστω ένα mole διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ), το οποίο θερμαίνεται στους

25
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

375 K καταλαμβάνοντας όγκο 0,6 lt. Χρησιμοποιώντας την εξίσωση Van der
( )2
Waals καθορίστε την πίεση, αν για το CO2 ισχύει ότι α = 0,365 P a m3 /mol
και b = 4,28 · 10−5 m3 /mol.
1.9) Με τι θα ισούται η νέα πίεση της άσκησης 1.8 αν χρησιμοποιηθεί η κατα-
στατική εξίσωση των ιδανικών αερίων αντί της Van der Waals;
1.10) Ποια είναι η πυκνότητα μίας μπάλας που ζυγίζει 100 gr και έχει ακτίνα
5 cm;
1.11) Η ταχύτητα διάδοσης c ενός κύματος πίεσης στο εσωτερικό ενός ελαστι-
κού σωλήνα δίνεται από την εξίσωση
v
u
u EB
c=u ( ),
t EB D
ρ 1+ ·
E s

όπου EB και E τα μέτρα ελαστικότητας του ρευστού και των τοιχωμάτων των
σωληνώσεων αντίστοιχα, ρ η πυκνότητα του ρευστού, D η διάμετρος του σω-
λήνα και s το πάχος του. Υπολογίστε την ταχύτητα διάδοσης του κύματος πίε-
σης, αν το εργαζόμενο ρευστό είναι το νερό με EB = 2,1 GP a σε εγκατάσταση
από χάλυβα (E = 210 GP a), με διάμετρο D = 2 cm και πάχος s = 2 mm.
1.12) Από τα δεδομένα της άσκησης 1.11 μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο λόγος
EB /E είναι αμελητέος, αφού το μέτρο ελαστικότητας του χάλυβα είναι πολύ
μεγαλύτερο από αυτό του νερού. Στην περίπτωση αυτή η εξίσωση για τη διά-
δοση του κύματος πίεσης απλοποιείται ως εξής

EB
c= .
ρ

Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της προηγούμενης άσκησης, υπολογίστε τη νέα


τιμή για την ταχύτητα c, καθώς και το % σφάλμα των δύο αυτών αποτελεσμά-
των.
1.13) Έστω ότι η κατανομή της ταχύτητας για ροή αίματος σε κυλινδρικό σω-
λήνα ισούται με U (r) = 1 − αr2 σε m/s. Εάν ισχύει ότι τ (2 cm) = 0,0014 P a,
υπολογίστε τη σταθερή παράμετρο α.
1.14) Αν το ειδικό βάρος του υδραργύρου ισούται με 132769 N /m3 , υπολογίστε
την πυκνότητα και την ειδική του βαρύτητα.

26
1.12 Προβλήματα κεφαλαίου

1.15) Μία έκφραση για την εξάρτηση του ιξώδους από τη θερμοκρασία δίνεται
από τη σχέση
ln µ = ln C + α/T,
όπου C, α σταθερές εκφρασμένες σε μονάδες P a · s και K αντίστοιχα. Με τι
ισούται το ιξώδες ενός ρευστού αν C = 1,2 · 10−6 και α = 2000;
1.16) Ένα κυλινδρικό δοχείο έχει διάμετρο και ύψος ίσο με 1 m. Το δοχείο θα
γεμίσει με υγρό ειδικού βάρος 2500 N /m3 . Πόση είναι η συνολική μάζα σε kg
που θα προστεθεί στο δοχείο;
1.17) Μία ποσότητα υγρού 10 lt συμπιέζεται από αρχική πίεση 1 M P a σε τελική
πίεση 3 M P a. Εάν το μέτρο ελαστικότητας του ισούται με 100 M P a, βρείτε τη
μεταβολή στον όγκο του υγρού.
1.18) Ποιο είναι το ειδικό βάρος του αέρα σε θερμοκρασία 33 ◦ C και απόλυτη
πίεση 400 KP a;
1.19) Η πίεση ενός αερίου διπλασιάζεται και ο όγκος του μειώνεται στο ένα
τρίτο. Βρείτε την τελική θερμοκρασία του αερίου αν η αρχική θερμοκρασία
ισούται με 330 K.
1.20) Ένας βασιλιάς ζητάει από το σιδηρουργό του παλατιού να του κατασκευ-
άσει ένα καινούριο χρυσό στέμμα. Όταν το παραλαμβάνει, διαπιστώνει ότι
ζυγίζει 1050 gr και έχει όγκο 360 cm3 . Αν η πυκνότητα του χρυσού ισούται με
19,3 g/cm3 , εξετάστε αν το στέμμα είναι κατασκευασμένο από καθαρό χρυσάφι
ή όχι.

27
2
Κεφάλαιο
ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

2.1 Πίεση σε σημείο ρευστού


Το μέγεθος της πίεσης, P , είναι ένα από τα σημαντικότερα μεγέθη στη μελέτη
της ρευστομηχανικής. Εκφράζει το λόγο της δύναμης που ασκείται κάθετα σε
μια επιφάνεια προς το εμβαδόν αυτής της επιφάνειας, όπως άλλωστε παρουσιά-
στηκε στo προηγούμενο κεφάλαιο. Ένας από τους πιο διαδεδομένους ορισμούς
επομένως (χωρίς να είναι ο πιο αυστηρός μαθηματικός ορισμός) δίνεται από το
απλό πηλίκο της δύναμης ανά επιφάνεια, ή ισοδύναμα

dF
P = . (2.1.1)
dA
Μία άμεση συνέπεια του ορισμού αυτού είναι ότι στο διεθνές σύστημα μονάδων
η πίεση εκφράζεται σε N /m2 . Για λόγους απλοποίησης αποφασίστηκε το 1971
να χρησιμοποιείται η μονάδα pascal (ή P a εν συντομία) για την πίεση. Μπο-
ρούμε επομένως να πούμε ότι ένα P a ισούται με την πίεση που ασκείται από
μία δύναμη που έχει μέτρο 1 N και ασκείται κάθετα σε μία επιφάνεια εμβαδού
1 m2 . Επειδή το P a είναι πολύ μικρή μονάδα πίεσης,1 στην πλειοψηφία των
τεχνικών εφαρμογών χρησιμοποιούνται πολλαπλάσιες μονάδες, οι κυριότερες
των οποίων παρουσιάζονται στον Πίνακα A.6 του Παραρτήματος Α.
1
Θεωρώντας ότι m = B/g, προκύπτει ότι το 1 P a είναι η πίεση που ασκεί μία μάζα 0,102 kg
ομοιόμορφα κατανεμημένη σε μία επιφάνεια εμβαδού 1 m2 .
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Μία δεύτερη συνέπεια του ορισμού (2.1.1) είναι ότι παρ’ όλο που η πίεση εξαρ-
τάται εν γένει από διανυσματικά μεγέθη, στις περιπτώσεις ρευστού που βρίσκε-
ται σε ηρεμία ή κινείται ως στερεό σώμα, η πίεση είναι βαθμωτό μέγεθος και επο-
μένως δεν έχει κατευθυντικότητα. Αυτό σημαίνει ότι για δεδομένο σημείο στο
χώρο, η πίεση παραμένει σταθερή για όλα τα άπειρα επίπεδα που διέρχονται
από το σημείο αυτό. Για να αποδείξουμε την παραπάνω πρόταση ας θεωρή-
σουμε μία σφήνα ακίνητου ρευστού διαστάσεων dx, dy και dl, όπως φαίνεται
στο Σχήμα 2.1. Οι επιφανειακές δυνάμεις που ασκούνται στη σφήνα οφείλονται
στις πιέσεις Px , Py και Pl και είναι κάθετες στις αντίστοιχες επιφάνειες. Επειδή
επίσης το ρευστό είναι ακίνητο, δεν υπάρχουν διατμητικές δυνάμεις και η μόνη
επιπλέον δύναμη που ασκείται είναι αυτή του βάρους της σφήνας με κατεύ-
θυνση τον αρνητικό άξονα των y.

Pl dzdl

θ
Px dydz dl
dy x
dx θ dz

z dxdydz
γ Py dxdz
2

Σχήμα 2.1: Πίεση σε σημείο ρευστού.

Εφαρμόζοντας το δεύτερο νόμο του Newton κατά μήκος των αξόνων x και y
βρίσκουμε αντίστοιχα
Px dydz − Pl · sin θdzdl = 0,
dxdydz
Py dxdz − Pl · cos θdzdl − γ = 0.
2
Θεωρώντας στη συνέχεια ότι dl sin θ = dy και dl cos θ = dx, οι παραπάνω
εξισώσεις γράφονται
Px dydz − Pl dzdy = 0 ⇒ Px = Pl ,
dxdydz γ
Py dxdz − Pl dzdx − γ = 0 ⇒ Py = Pl + dy.
2 2

30
2.2 Μεταβολή πίεσης στο χώρο

Παρατηρούμε ότι η πίεση στην κατεύθυνση του άξονα x δεν αλλάζει, ενώ κατά
τον άξονα y εξαρτάται από το ειδικό βάρος (ή την πυκνότητα) του ρευστού.
Επειδή μας ενδιαφέρει πώς μεταβάλλεται η πίεση σε σημείο του ρευστού όταν
αυτό βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας και για σταθερή γωνία θ, θέτουμε dy →
0 και τότε
Px = Py = Pl = P. (2.1.2)
Το αποτέλεσμα (2.1.2) αποδεικνύει ότι σε κατάσταση ηρεμίας η πίεση σε ένα
σημείο του ρευστού δεν εξαρτάται από τη διεύθυνση, ή ισοδύναμα ότι η πίεση σε
ένα σημείο του ρευστού είναι η ίδια για όλα τα άπειρα επίπεδα που διέρχονται
από το σημείο αυτό.

2.2 Μεταβολή πίεσης στο χώρο


Ας θεωρήσουμε ένα στοιχειώδη όγκο, dV , με πλευρές dx, dy, dz. Αν υποθέσουμε
ότι ο όγκος είναι ακίνητος, η μόνη δύναμη που ασκείται (πλην αυτής που οφεί-
λεται στην πίεση) είναι το βάρος του. Είναι προφανές ότι η πίεση δεν θα είναι
σταθερή σε όλα τα σημεία και θα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως
τη θέση αλλά και τη μεταβολή της πίεσης κατά την εκάστοτε κατεύθυνση. Υπο-
( )
y 1 ∂P
P+ dy dxdz
2 ∂y
dx

( ) ( )
1 ∂P P 1 ∂P
P− dx dydz P+ dx dydz
2 ∂x dy 2 ∂x
x
dz
z
( ) γdxdydz
1 ∂P
P− dy dxdz
2 ∂y

Σχήμα 2.2: Δυνάμεις στο στοιχειώδη όγκο ρευστού. Οι δυνάμεις κατά τον άξονα των z δεν
παρουσιάζονται για λόγους ευκρίνειας του σχήματος.

θέτοντας ότι η πίεση στο κέντρο του κύβου ισούται με P (Σχήμα 2.2), είναι δυ-
νατό να εκφράσουμε τις αντίστοιχες τιμές της πίεσης στις έξι έδρες του κύβου
(που είναι κάθετες στoυς άξονες x, y και z) αναπτύσσοντας κατά Taylor και

31
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

κρατώντας τους δύο μόνο πρώτους όρους κατά μήκος των αξόνων αυτών ως
εξής, ( )
1 ∂P
P± di djdk.
2 ∂i
Οι δείκτες i,j,k εξαρτώνται από τις υπό μελέτη έδρες σύμφωνα με την ακόλουθη
αντιστοιχία

• έδρες κάθετες στον άξονα x ⇒ (i,j,k) = (x,y,z),

• έδρες κάθετες στον άξονα y ⇒ (i,j,k) = (y,z,x),

• έδρες κάθετες στον άξονα z ⇒ (i,j,k) = (z,x,y).

Το πρόσημο + αντιστοιχεί στην πλευρά του κύβου που βρίσκεται στη θετική
διεύθυνση του άξονα i, ενώ το − αντιστοιχεί στην πλευρά του κύβου που είναι
στην αρνητική διεύθυνση του άξονα i.
Είναι πλέον δυνατό να αποδειχθεί ότι για ένα ρευστό σε ακινησία, η πίεση
εξαρτάται αποκλειστικά από το ύψος του εφαρμόζοντας το δεύτερο νόμο του
Newton στο στοιχειώδη όγκο ρευστού του Σχήματος 2.2. Χωρίς βλάβη της γενι-
κότητας θα υπολογίσουμε τη δύναμη κατά τη διεύθυνση y μεταξύ των επιπέδων
y = 0 και y = dy. Βρίσκουμε τότε ότι

ΣFy =0⇒
( ) ( )
1 ∂P 1 ∂P
− P+ dy dxdz + P − dy dxdz − γdxdydz =0⇒
2 ∂y 2 ∂y
∂P
− dxdydz − γdxdydz =0⇒
∂y
∂P
= −γ.
∂y
Ισοδύναμα αποδεικνύεται (βλέπε άσκηση στο τέλος του κεφαλαίου), θέτοντας
γ = 0 στο παραπάνω αποτέλεσμα και αντικαθιστώντας τους κατάλληλους
δείκτες, ότι οι αντίστοιχες εξισώσεις στις διευθύνσεις x και z δίνουν

∂P ∂P
=0 και = 0. (2.2.1)
∂x ∂z
Αντικαθιστώντας τα αποτελέσματα (2.2.1) στην έκφραση για το ολικό διαφο-
ρικό της πίεσης
∂P ∂P ∂P
dP = dx + dy + dz,
∂x ∂y ∂z

32
2.2 Μεταβολή πίεσης στο χώρο

προκύπτει τελικά ότι

dP ∂P
= ⇒ dP = −γdy. (2.2.2)
dy ∂y
Το αρνητικό πρόσημο δηλώνει ότι η πίεση αυξάνεται όσο μειώνεται το ύψος
(δηλαδή όσο αυξάνεται το βάθος). Για στατικά λοιπόν ρευστά όπου το ειδικό
βάρος είναι σταθερό, η εξάρτηση της πίεσης δίνεται με ολοκλήρωση της (2.2.2)
ως εξής,
∫ P (y2 ) ∫ y2

dP = − γdy ′ ⇒ P (y2 ) − P (y1 ) = −γ (y2 − y1 ) . (2.2.3)
P (y1 ) y1

Αν τέλος υποθέσουμε ότι στο σημείο y1 = 0 αντιστοιχεί η ατμοσφαιρική πίεση,


P (y1 ) = Pατ µ , η εξίσωση (2.2.3) παίρνει την τελική της μορφή για οποιοδήποτε
τυχαίο ύψος, y,
P (y) = −γy + Pατ µ .

2.2.1 Το παράδοξο του Pascal


Μία άμεση συνέπεια της εξίσωσης (2.2.2) είναι ότι η πίεση σε ακίνητα ρευ-
στά εξαρτάται μόνο από το ύψος (μέσω του y) και του είδους του ρευστού
(μέσω του γ). Αντιθέτως, η πίεση δεν εξαρτάται από γεωμετρικά χαρακτηρι-
στικά όπως το σχήμα ή το μέγεθος των σωλήνων που εμπεριέχουν υγρά. Δο-
χεία επομένως με εντελώς διαφορετική γεωμετρία θα έχουν κοινή ελεύθερη επι-
φάνεια και θα ασκείται ίδια πίεση σε όλα τα σημεία τα οποία απέχουν ίση
απόσταση από την επιφάνεια αυτή. Το φαινόμενο αυτό που είναι γνωστό ως
παράδοξο του Pascal από τον Γάλλο μαθηματικό, φυσικό και φιλόσοφο Blaise
Pascal (1623-1662) ο οποίος το μελέτησε, παρουσιάζεται στο Σχήμα 2.3. Δύο
είναι τα βασικά συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν. Το πρώτο είναι
ότι οι ελεύθερες επιφάνειες βρίσκονται όλες στο ίδιο ύψος. Σε αντίθετη περί-
πτωση (αν δηλαδή κάποια χρονική στιγμή, μία ή περισσότερες επιφάνειες ήταν
ψηλότερα ή χαμηλότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες), το ρευστό θα μετατοπιζό-
ταν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι επιφάνειες να βρεθούν τελικά στο ίδιο ύψος.
Το δεύτερο είναι ότι και τα τέσσερα σημεία του σχήματος θα έχουν την ίδια
πίεση (P1 = P2 = P3 = P4 ), αφού βρίσκονται στο ίδιο βάθος ανεξαρτήτως
του σχήματος του δοχείου που βρίσκεται πάνω από αυτά.

33
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

P1 P2 P3 P4

Σχήμα 2.3: Το παράδοξο του Pascal.

2.3 Μανόμετρα στήλης υγρού


Τα μανόμετρα στήλης υγρού είναι όργανα ακριβείας που χρησιμοποιούνται
για τη μέτρηση πίεσης ρευστών σε ηρεμία. Η αρχή λειτουργίας τους στηρί-
ζεται στην έννοια της υδροστατικής ισορροπίας σύμφωνα με την οποία η πί-
εση σε ένα σημείο ενός υγρού σε ηρεμία ισούται με το βάρος του υγρού που
βρίσκεται ψηλότερα από το σημείο αυτό. Αναπτύσσεται τότε μία συσχέτιση
της πίεσης με το ύψος στήλης συγκεκριμένου υγρού (π.χ. υδράργυρο, Hg) σε
σωλήνες σύμφωνα με την εξίσωση (2.2.3).2 Τα μανόμετρα στήλης υγρού έχουν
μακρά ιστορία στη μέτρηση ρευστομηχανικών μεγεθών κυρίως λόγω του μικρού
κόστους κατασκευής, της ικανοποιητικής τους ακρίβειας και της ευκολίας στη
χρήση τους. Λόγω της ευρείας χρήσης τους έχουν αναπτυχθεί διάφοροι τύποι
μανομέτρων στήλης υγρού, οι σημαντικότεροι των οποίων εξετάζονται παρα-
κάτω.

2.3.1 Πιεσόμετρο
Τα πιεσόμετρα θεωρούνται η απλούστερη περίπτωση μανόμετρων. Αποτελού-
νται από έναν κάθετο διαφανή σωλήνα συνδεδεμένο με έναν αγωγό στον οποίο
θα μετρηθεί η πίεση. Το υγρό ανυψώνεται στο σωλήνα αυτό λόγω της υπερπίε-
σης στο συνδεμένο αγωγό. Επειδή ο σωλήνας είναι ανοιχτός στο άνω άκρο του,
η πίεση στο σημείο αυτό ισούται με την ατμοσφαιρική. Η σχετική πίεση τότε
στο σημείο A δίνεται με απλή εφαρμογή της εξίσωσης (2.2.3) για αρνητικά y,

PA = γh. (2.3.1)

2
Μία ισοδύναμη έκφραση της (2.2.3) μπορεί να βρεθεί με χρήση της εξίσωσης Bernoulli που
παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο.

34
2.3 Μανόμετρα στήλης υγρού

A
U

Σχήμα 2.4: Πιεσόμετρο.

Μία άμεση συνέπεια του αποτελέσματος (2.3.1) είναι ότι χρησιμοποιώντας πι-
εζομετρικούς σωλήνες μπορούμε να μετρήσουμε πιέσεις χωρίς τη χρήση πολυ-
πλοκότερων μανομετρικών διατάξεων. Το μόνο που απαιτείται είναι η γνώση
της απόστασης h μεταξύ της ελεύθερης επιφάνειας του υγρού στο σωλήνα και
του σημείου A.
Παρά την απλοϊκότητα και ακρίβεια όμως των πιεσόμετρων, η χρήση τους
είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση υγρών και για σχετικά χαμηλές πιέσεις για
να μη απαιτούνται υπερβολικά μεγάλα μήκη σωλήνων. Επίσης, μπορούν να
μετρήσουν μόνο υπερπιέσεις και όχι υποπιέσεις (πιέσεις κενού).

2.3.2 Μανόμετρο τύπου U


Τα μανόμετρα του τύπου αυτού έχουν καμφθεί στο σχήμα του αγγλικού γράμμα-
τος U και γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται μανόμετρα τύπου U. Το ένα άκρο τους
είναι συνδεδεμένο στο σημείο του οποίου η πίεση πρόκειται να μετρηθεί και το
άλλο είναι ανοιχτό στην ατμόσφαιρα. Η διαφοροποίηση των μανόμετρων αυ-

Hg
1 hHg

Σχήμα 2.5: Μανόμετρο τύπου U.

35
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

τών από τα αντίστοιχα πιεσόμετρα είναι ότι σε αυτά χρησιμοποιείται υγρό του
οποίου η σχετική πυκνότητα είναι μεγαλύτερη από τη σχετική πυκνότητα του
υγρού του οποίου θα μετρηθεί η πίεση. Για το λόγο αυτό στις περισσότερες πε-
ριπτώσεις (και κυρίως στο παρελθόν) χρησιμοποιούνταν υδράργυρος, Hg. Η
πίεση τότε στο σημείο 1 υπολογίζεται από τη σχέση (2.2.3) ως εξής,

P1 + γh − γHg hHg = Pατ µ ,

όπου γ και γHg τα ειδικά βάρη του υπό εξέταση υγρού και του υδραργύρου
αντίστοιχα.

2.3.3 Διαφορικό μανόμετρο τύπου U


Στην περίπτωση που δεν μας ενδιαφέρει η πίεση σε ένα σημείο αλλά η διαφορά
πίεσης μεταξύ δύο σημείων (έστω 1 και 2), χρησιμοποιούμε το διαφορικό μανό-
μετρο του Σχήματος 2.6. Η αρχή λειτουργίας του είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν
του απλού μανόμετρου τύπου U, με τη μόνη διαφορά ότι κανένα άκρο δεν είναι
ανοιχτό στο περιβάλλον και τα υπό μελέτη σημεία 1 και 2 μπορεί να ανήκουν σε
διαφορετικά υγρά που προφανώς δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους, ούτε με το
υγρό που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διαφοράς πίεσης (εν προκειμένω
τον υδράργυρο). Η διαφορά πίεσης τότε για τα δύο αυτά σημεία μπορεί να

2
h2

Hg
1 hHg

h1

Σχήμα 2.6: Διαφορικό μανόμετρο τύπου U.

υπολογιστεί ως εξής,

P1 + γ1 h1 − γHg hHg − γ2 h2 = P2 ,

ή ισοδύναμα,
P2 − P1 = γ1 h1 − γHg hHg − γ2 h2 ,

36
2.3 Μανόμετρα στήλης υγρού

όπου γ1 και γ2 τα ειδικά βάρη των υγρών στα οποία αντιστοιχούν τα σημεία 1
και 2.

2.3.4 Επικλινές μανόμετρο


Σε μερικές περιπτώσεις η διαφορά πίεσης μεταξύ δύο σημείων είναι αρκετά
μικρή. Αυτό δημιουργεί πολύ μικρή επίσης ανύψωση της στήλης στο μανόμετρο
δυσχεραίνοντας αρκετά τη μέτρησή της. Επομένως είναι λογικό να υποθέσουμε
ότι για δεδομένο όργανο μέτρησης σταθερής διακριτικής ικανότητας, είναι προ-
τιμότερο να μετράμε μεγάλες αποστάσεις, αφού με τον τρόπο αυτό ελαττώνουμε
το ποσοστιαίο σφάλμα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούμε το επικλινές μανόμε-

2
h2

Hg hHg
1 h

h1

Σχήμα 2.7: Επικλινές μανόμετρο.

τρο με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατό να εκφραστούν μικρές κατακόρυφες


υψομετρικές διαφορές συναρτήσει μεγαλύτερων αποστάσεων.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.7, η κατακόρυφη απόσταση μεταξύ των δύο διε-
πιφανειών, h, μπορεί απλά να εκφραστεί ως προς τη γωνία θ και την κεκλιμένη
απόσταση hHg ως
h
sin θ = ⇒ h = hHg · sin θ. (2.3.2)
hHg
Από την εξίσωση (2.3.2) είναι ξεκάθαρο ότι ακόμη και πολύ μικρές τιμές της
μεταβλητής h μπορεί να αντιστοιχούν σε μεγάλες τιμές της αντίστοιχης μετα-
βλητής hHg μεταβάλλοντας κατάλληλα τη γωνία θ. Είμαστε σε θέση πλέον
να γράψουμε την παρακάτω έκφραση για τη διαφορά πίεσης P2 − P1 για την
περίπτωση επικλινούς μανομέτρου,
P1 + γ1 h1 − γHg h − γ2 h2 = P2 ,

37
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

δίνοντας,
P2 − P1 = γ1 h1 − γHg hHg · sin θ − γ2 h2 .

2.4 Υδροστατική δύναμη σε επίπεδη επιφάνεια


Ένα από τα πιο βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σε πολλές εφαρ-
μογές της υδροστατικής είναι πώς κατανέμεται η υδροστατική δύναμη σε μία
επιφάνεια βυθισμένη μερικώς ή ολικώς σε υγρό. Το πιο κλασικό παράδειγμα
είναι η κατασκευή ενός φράγματος, όπου η ακριβής γνώση της κατανομής της
υδροστατικής δύναμης στην επιφάνειά του, είναι θεμελιώδους σημασίας για
την αποφυγή καταστροφικών αποτυχιών (όπως των Banqiao Dam στην Κίνα,
Machhu II Dam στην Ινδία και South Fork Dam στις Η.Π.Α.) που μπορεί να
στοιχίσουν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Η μελέτη όμως της συνισταμένης
υδροστατικής δύναμης απαιτεί, όπως με οποιοδήποτε διανυσματικό μέγεθος,
τον υπολογισμό όχι μόνο του μέτρου της αλλά και του σημείου εφαρμογής της
πάνω στη βυθισμένη επιφάνεια, όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.8.

O
β
x
A ds y
yc
yR
FR

B
Κέντρο
βάρους
y
Κέντρο πίεσης

Σχήμα 2.8: Κατανομή της υδροστατικής δύναμης σε επίπεδη επιφάνεια βυθισμένη σε υγρό.

Χωρίς βλάβη της γενικότητας η υπό μελέτη επιφάνεια έχει σχεδιαστεί κυ-
κλική, αλλά μπορεί να γενικευτεί σε οποιοδήποτε σχήμα. Αξίζει να σημειωθεί
στο σημείο αυτό ότι στην εξωτερική πλευρά της επιφάνειας ασκείται ατμοσφαι-
ρική πίεση και για το λόγο αυτό η δύναμη υπολογίζεται με βάση τη σχετική πί-

38
2.4 Υδροστατική δύναμη σε επίπεδη επιφάνεια

εση και όχι την απόλυτη, καθώς η ατμοσφαιρική πίεση αφαιρείται και από τις
δύο πλευρές της επιφάνειας λόγω αντίθετης φοράς. Η προβολή της επιφάνειας
αυτής στον άξονα Oy σχηματίζει το γραμμοσκιασμένο ευθύγραμμο τμήμα AB.
Το επίπεδο του ευθύγραμμου τμήματος σχηματίζει γωνία β με την ελεύθερη επι-
φάνεια. Επειδή όπως γνωρίζουμε η πίεση αυξάνεται με το βάθος, το κέντρο
πίεσης θα είναι πάντα χαμηλότερο του κέντρου βάρους. Ορίζουμε λοιπόν τις
παρακάτω κάθετες αποστάσεις από τον άξονα Ox,

• στη στοιχειώδη επιφάνεια ds ίση με y,

• στο κέντρο βάρους ίση με yc ,

• στο κέντρο πίεσης ίση με yR .

Για να βρούμε το μέτρο της συνισταμένης δύναμης, FR , ξεκινάμε από την μάλ-
λον προφανή σχέση ∫
FR = P ds.
s
Επειδή η πίεση δεν είναι σταθερή, δεν μπορεί να βγεί έξω από το ολοκλήρωμα.
Είναι όμως δυνατό να εκφραστεί συναρτήσει του βάθους από την ελεύθερη επι-
φάνεια ως P = γy sin β δίνοντας
∫ ∫
FR = γy sin βds = γ sin β yds. (2.4.1)
s s

Το δεξιό ολοκλήρωμα στην εξίσωση (2.4.1) δεν είναι τίποτα άλλο από την πρώτη
ροπή της επιφάνειας, ∫
yds = yc S (2.4.2)
s
όπου yc και S είναι η θέση του κέντρου βάρους και το εμβαδό της υπό μελέ-
της επιφάνειας αντίστοιχα. Συνδυάζοντας τότε τις εξισώσεις (2.4.1) και (2.4.2)
προκύπτει ότι το μέτρο της συνισταμένης δύναμης λόγω υδροστατικής πίεσης
ισούται με
FR = γSyc sin β = γShc , (2.4.3)
όπου hc η κατακόρυφη απόσταση από την ελεύθερη επιφάνεια του υγρού στο
κέντρο βάρους της κυκλικής διατομής. Από το αποτέλεσμα (2.4.3) βλέπουμε
ότι η δύναμη εξαρτάται από το είδος του υγρού στο οποίο είναι βυθισμένη η
επιφάνεια (μέσω του γ), το εμβαδό της επιφάνειας (μέσω του S) και από το
βάθος της (μέσω του hc ). Ισοδύναμα μπορούμε να πούμε ότι η συνισταμένη
δύναμη ισούται με το γινόμενο του εμβαδού της επιφάνειας, S, επί την πίεση

39
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

στο κέντρο βάρους της, Pc = γhc . Επειδή η συνισταμένη δύναμη προήλθε από
το άθροισμα στοιχειωδών δυνάμεων που είναι όλες κάθετες στην επιφάνεια,
συμπεραίνουμε ότι η δύναμη αυτή θα πρέπει να έχει διεύθυνση κάθετη στην
επιφάνεια.
Η μελέτη όμως για τη δύναμη FR δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν υπολογί-
σουμε το σημείο εφαρμογής της, yR , πάνω στην επιφάνεια. Αυτό μπορεί να γίνει
λαμβάνοντας τις ροπές ως προς τον οριζόντιο άξονα x τόσο της συνισταμένης
δύναμης, FR , όσο και της συνολικής ροπής όπως αυτή ασκείται από όλες τις
στοιχειώδεις δυνάμεις σε κάθε σημείο της επιφάνειας. Επειδή η υπό μελέτη επι-
φάνεια βρίσκεται σε ισορροπία, θα πρέπει οι δύο αυτές ροπές να είναι μεταξύ
τους ίσες. Μαθηματικά η συνθήκη αυτή εκφράζεται ως εξής,

yR FR = ydF.
S

Θεωρώντας στη συνέχεια ότι dF = γy sin βdS προκύπτει,


∫ ∫
2
yR FR = γy sin βdS = γ sin β y 2 dS. (2.4.4)
S S

Αντικαθιστώντας το αποτέλεσμα (2.4.3) στην έκφραση (2.4.4) προκύπτει ένα


αρχικό αποτέλεσμα για το σημείο εφαρμογής, yR ,

∫ y 2 dS
yR · γSyc sin β = γ sin β y dS ⇒ yR =
2 S
.
S yc S

Το ολοκλήρωμα στον αριθμητή είναι η δεύτερη ροπή της επιφάνειας (γνωστή


και ως ροπή αδρανείας, Ix ) ως προς τον άξονα που σχηματίζεται από την τομή
του επιπέδου που περιέχει την επιφάνεια και τον άξονα x. Στις περισσότερες
όμως πρακτικές εφαρμογές συνηθίζεται να εκφράζουμε τη ροπή αδρανείας ως
προς οριζόντιο άξονα, Ixc που διέρχεται από το κέντρο βάρους χρησιμοποιώ-
ντας το θεώρημα των παράλληλων αξόνων. Έχουμε τότε ότι

Ix = Ixc + yc2 S.

Συνδυάζοντας τα τελευταία δύο αποτελέσματα προκύπτει τελικά ότι το σημείο


εφαρμογής της συνισταμένης δύναμης λόγω υδροστατικής πίεσης ισούται με

Ixc + yc2 S Ixc


yR = = + yc . (2.4.5)
yc S yc S

40
2.5 Πρίσμα πίεσης

Μία άμεση συνέπεια της εξίσωσης (2.4.5) είναι ότι το κέντρο πίεσης είναι πάντα
χαμηλότερα του κέντρου βάρους, αφού η ποσότητα Ixc /yc S είναι εξ’ ορισμού
θετική. Η δε διαφορά yR − yc εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το
βάθος βύθισης, καθώς αυτό εκφράζεται από το yc αλλά και από το σχήμα της
επιφάνειας.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στην παρούσα μελέτη υποθέσαμε
συμμετρική επιφάνεια, δίνοντας μηδενική τιμή για τη σημείο εφαρμογής της
συνισταμένης δύναμης κατά τον άξονα Ox. Για μη συμμετρικές επιφάνειες απο-
δεικνύεται3 ότι η συνιστώσα xR δίνεται από την παρακάτω έκφραση,
Ixyc
xR = + xc , (2.4.6)
yc S
όπου Ixyc είναι η ροπή αδρανείας ως προς ένα σύστημα συντεταγμένων που δι-
έρχεται από το κέντρο βάρους της επιφάνειας. Ο λόγος επομένως για τον οποίο
δεν μελετήσαμε τη x συνιστώσα του κέντρου πίεσης είναι ότι για συμμετρικές
επιφάνειες (όπως αυτή του κύκλου που υποθέσαμε) Ixyc = 0 δίνοντας xR = xc .

2.5 Πρίσμα πίεσης


Μία ισοδύναμη τεχνική για τον υπολογισμό της πίεσης είναι η γραφική απει-
κόνισή της με τη μέθοδο του πρίσματος πίεσης. Για το λόγο αυτό θεωρούμε

P =0

H
Κ.Π.
FR FR
H/3

d
γH γH

Σχήμα 2.9: Υπολογισμός της δύναμης FR και του κέντρου πίεσης με τη μέθοδο του πρίσματος.

δεξαμενή με κατακόρυφα τοιχώματα που περιέχει υγρό, όπως φαίνεται στο


3
Ο ανήσυχος αναγνώστης μπορεί να δοκιμάσει τις δεξιότητές του αποδεικνύοντας το γενικό
αποτέλεσμα.

41
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Σχήμα 2.9. Επειδή η πίεση μεταβάλλεται γραμμικά με το βάθος, είναι δυνα-


τόν να αναπαρασταθεί με μία ευθεία το μήκος της οποίας θα ισούται με την
τιμή της (σχετικής) πίεσης. Το μήκος της ευθείας αυτής θα ισούται προφανώς
με μηδέν στην ελεύθερη επιφάνεια της δεξαμενής και με γH στον πυθμένα της.
Μία άμεση συνέπεια της γραφικής αυτής απεικόνισης είναι ότι ο όγκος, V , του
πρίσματος που σχηματίζεται μεταξύ της κάθετης επιφάνειας και της ευθείας
που αναπαριστά την πίεση δίνειται από τη σχέση
1 1
V = γH 2 d = γHA, (2.5.1)
2 2
όπου A το εμβαδό της κατακόρυφης επιφάνειας. Η μέση πίεση P όμως στη
δεξαμενή προφανώς λαμβάνει χώρα στο H/2 και ισούται με

P = γH/2. (2.5.2)

Αντικαθιστώντας στη συνέχεια το αποτέλεσμα (2.5.2) στην εξίσωση (2.5.1) προ-


κύπτει ότι
V = P A.
Συμπεραίνουμε επομένως ότι ο όγκος του πρίσματος που σχηματίστηκε από τη
γραφική απεικόνιση της πίεσης ισούται με το μέτρο της δύναμης FR ,4 αφού
1
FR = (γH) A = P A.
2
Το δε σημείο εφαρμογής της δύναμης (κέντρο πίεσης) περνά από το βαρύκεντρο
του πρίσματος που βρίσκεται σε ύψος ίσο με H/3 από τη βάση του όπως φαί-
νεται στο Σχήμα 2.9. Στη γενικότερη περίπτωση που η γραφική απεικόνιση
της πίεσης δεν φθάνει μέχρι την επιφάνεια, το πρίσμα πιέσης έχει τραπεζοειδή
διατομή. Στην περίπτωση αυτή, το μέτρο της υδροστατικής δύναμης και το
σημείο εφαρμογής της προκύπτουν ξανά από τον όγκο και το βαρύκεντρο του
πρίσματος αντίστοιχα.

2.6 Υδροστατική δύναμη σε καμπύλη επιφάνεια


Η ανάλυση που έλαβε χώρα στην ενότητα 2.4 αφορά επίπεδες επιφάνειες. Οι πε-
ρισσότερες επιφάνειες όμως επιστημονικού και τεχνικού ενδιαφέροντος, όπως
4
Αίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η έννοια του όγκου που χρησιμοποιείται στη
μέθοδο του πρίσματος πίεσης είναι καταχρηστική, καθώς οι πλευρές που το απαρτίζουν δεν
εκφράζουν όλες μήκος.

42
2.7 Ευστάθεια

φράγματα και δεξαμενές για παράδειγμα, είναι καμπύλες. Για τον υπολογι-
σμό της συνισταμένης υδροστατικής δύναμης, FR , στην περίπτωση καμπύλων
επιφανειών δεν είναι δόκιμο να ολοκληρώσουμε τις στοιχειώδεις δυνάμεις όπως
έγινε για τις αντίστοιχες επίπεδες, γιατί αφενός κάτι τέτοιο είναι μία ιδιαίτερα
απαιτητική μαθηματική διαδικασία και αφετέρου δεν είναι δυνατό να προκύ-
ψουν γενικές εκφράσεις τόσο για το μέτρο όσο και για το σημείο εφαρμογής
της δύναμης αυτής. Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο να υιοθετείται το διά-
γραμμα ελεύθερου σώματος όπως αυτό ορίζεται από την υπό μελέτη καμπύλη
επιφάνεια και κατάλληλες βοηθητικές επιφάνειες. Όπως φαίνεται λοιπόν στο

A Fy

O′ B
FR1 h
B h/3 B O
Fx FRoρ

Γ
Γ FR
FRκαθ

Σχήμα 2.10: Υδροστατική δύναμη σε καμπύλη επιφάνεια BΓ .

Σχήμα 2.10 θεωρούμε εκείνο τον όγκο του ρευστού που εσωκλείεται από την κα-
μπύλη επιφάνεια BΓ και τα επίπεδα O′ B και O′ Γ . Στο διάγραμμα ελεύθερου
σώματος που προκύπτει τότε (Σχήμα 2.10, δεξιά) αναπτύσσονται οι δυνάμεις
που ασκεί το ρευστό στα τοιχώματα, οι δυνάμεις που ασκούν τα τοιχώματα
στο ρευστό (βάσει του τρίτου νόμου του Newton περί δράσης - αντίδρασης)
και το βάρος του ρευστού.
Στην επιφάνεια που έχει σαν προβολή το O′ B ασκείται η κατακόρυφη υδρο-
στατική δύναμη Fy στο κέντρο βάρους της (επειδή είναι οριζόντια), ενω στην
επιφάνεια που έχει σαν προβολή την O′ Γ ασκείται η οριζόντια υδροστατική
δύναμη Fx στο κέντρο πίεσής της.

2.7 Ευστάθεια

43
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

2.8 Επιταχυνόμενα υγρά


Ας θεωρήσουμε την απλή περίπτωση ενός δοχείου το οποίο περιέχει ρευστό
σταθερής πυκνότητας ρ. Το δοχείο αυτό κινείται με σταθερή επιτάχυνση, ax ,
κατά μήκος του άξονα x, όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.11. Από την εμπειρία μας
γνωρίζουμε ότι λόγω της επιτάχυνσης η ελεύθερη επιφάνεια του υγρού δεν θα
είναι παράλληλη με τον άξονα x, αλλά θα σχηματίζει μία γωνία (έστω θ) με
αυτόν.
z

ax
2
θ
Fx
1
Fy

Σχήμα 2.11: Υγρό υπό την επίδραση σταθερής επιτάχυνσης.

Από το νόμο του Newton όμως γνωρίζουμε ότι η επιτάχυνση και η δύναμη
σχετίζονται μεταξύ τους με μία σταθερά αναλογίας που δεν είναι τίποτα άλλο
από τη μάζα. Μπορούμε τότε να γράψουμε,

Fx = max ,
Fy = may ,
Fz = maz .

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ay = 0, καθώς δεν ασκείται καμία δύναμη κατά


τον άξονα y και az = g, δίνοντας

Fx = max ,
Fz = mg.

Στη μηχανική των ρευστών, η κλασική αυτή μορφή του δεύτερου νόμου του
Newton γράφεται με την παρακάτω διαφορετική αλλά ισοδύναμη μορφή για

44
2.8 Επιταχυνόμενα υγρά

τη στοιχειώδη μάζα dm = ρdV = ρdxdydz,

∂P
− = ρax ,
∂x (2.8.1)
∂P
− = ρg.
∂z
Ολοκληρώνοντας τις παραπάνω διαφορικές ως προς τα σημεία (1) και (2) προ-
κύπτει ότι,
∫ x2 ∫ x2
∂P
dx = −ρax dx ⇒ P (x2 ) − P (x1 ) = −ρax (x2 − x1 ),
x1 ∂x x1
∫ z2 ∫ z2
∂P
dz = −ρg dz ⇒ P (z2 ) − P (z1 ) = −ρg(z2 − z1 ).
z1 ∂z z1

Τέλος, επειδή η πίεση είναι βαθμωτό μέγεθος, η διαφορά πίεσης μεταξύ των
σημείων (1) και (2) θα είναι το άθροισμα,

P2 − P1 = −ρ [ax (x2 − x1 ) + g(z2 − z1 )] . (2.8.2)

Ανάλογα με τη θέση των σημείων, διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις από την
εξίσωση (2.8.2),

• και τα δύο σημεία ανήκουν στον άξονα z. Τότε x2 = x1 δίνοντας P2 −


P1 = −ρg(z2 − z1 ) που αποτελεί τη γνωστή σχέση μεταξύ πίεσης και
ύψους.

• και τα δύο σημεία ανήκουν στον άξονα x. Προκύπτει τότε ότι P2 − P1 =


−ρax (x2 − x1 ). Στην περίπτωση αυτή, η πίεση στα δύο σημεία δεν εί-
ναι η ίδια παρ’ όλο που τα σημεία αυτά χαρακτηρίζονται από την ίδια z
συντεταγμένη.

• και τα δύο σημεία βρίσκονται στην ελεύθερη επιφάνεια του υγρού (όπως
φαίνεται στο Σχήμα 2.11), οπότε θα ισχύει ότι P2 = P1 = Pατ µ . Το απο-
τέλεσμα (2.8.2) τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της
γωνίας θ, αφού tan θ = (z2 − z1 ) / (x2 − x1 ) = ax /g. Προφανώς όταν
η επιτάχυνση μηδενιστεί, μηδενίζεται και η γωνία θ αναγκάζοντας την
ελεύθερη επιφάνεια του υγρού να οριζοντιωθεί.

45
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

2.9 Περιστρεφόμενα υγρά


Στην προηγούμενη παράγραφο μελετήσαμε υγρά σε επιτάχυνση και είδαμε ότι
η ελεύθερη επιφάνειά τους μπορεί να σχηματίζει γωνία ως προς μία οριζόντια
επιφάνεια, αλλά είναι πάντα επίπεδη. Στην παράγραφο αυτή θα μελετήσουμε
υγρά τα οποία περιέχονται σε δοχεία που περιστρέφονται ως προς τον άξονα
συμμετρίας τους, έστω z. Επειδή δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι σχήμα θα
έχει η ελεύθερη επιφάνεια ενός τέτοιου υγρού, ας υποθέσουμε ότι αυτή περιγρά-
φεται από μία γενική συνάρτηση της μορφής z = f (r).

ω dm
dFr
dz
dm α
dr dFz

Σχήμα 2.12: Υγρό σε περιστρεφόμενο δοχείο με σταθερή γωνιακή ταχύτητα.

Ας μελετήσουμε στη συνέχεια μία στοιχειώδη μάζα dm πάνω στην ελεύθερη


επιφάνεια σύμφωνα με το Σχήμα 2.12. Στη μάζα αυτή ασκείται μία δύναμη κατά
τον άξονα r λόγω περιστροφής και μία δύναμη κατά τον άξονα z λόγω του
βάρους της. Έχουμε λοιπόν ότι,
dFr = ω 2 rdm,
dFz = gdm.
Οι δύο αυτές δυνάμεις όμως σχετίζονται μέσω της εφαπτομένης της γωνίας α
όπως φαίνεται στο σχήμα δίνοντας,
dFr ω2r
tan α = = . (2.9.1)
dFz g
Ισοδύναμα,
dz
tan α = , (2.9.2)
dr
και εξισώσοντας τα δεξιά μέλη των (2.9.1) και (2.9.2) προκύπτει τελικά ότι,
dz ω2r
= .
dr g

46
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Το αποτέλεσμα αυτό είναι μία διαφορική εξίσωση χωριζόμενων μεταβλητών.


Με απλή ολοκλήρωση επομένως μπορούμε να υπολογίσουμε μία έκφραση για
την καμπύλη της ελεύθερης επιφάνειας υγρών σε περιστρεφόμενα δοχεία ως
εξής, ∫ z ∫
′ ω2 r ′ ′ ω2 ( 2 )
dz = r dr ⇒ z − z1 = r − r12 . (2.9.3)
z1 g r1 2g
Η ελεύθερη επιφάνεια υγρών δηλαδή που εμπεριέχονται σε δοχεία τα οποία
περιστρέφονται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα ω σχηματίζει παραβολή. Το δε
σχήμα της παραβολής εξαρτάται από τη γωνιακή αυτή ταχύτητα. Επομένως
δοχεία που περιστρέφονται με μεγάλες ταχύτητες σχηματίζουν παραβολές με
μεγάλες κλίσεις. Αντιθέτως, μικρές γωνιακές ταχύτητες οδηγούν στο σχηματι-
σμό παραβολών με μικρές κλίσεις και στην ακραία περίπτωση όπου αυτή μη-
δενίζεται, η καμπυλότητα εξαφανίζεται δημιουργώντας μία επίπεδη ελεύθερη
επιφάνεια.

2.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 2.
Ποια είναι η μεταβολή της πίεσης, ∆P , εντός ρευστού πυκνότητας ρ =
1,4 gr/cm3 όταν ∆y = 10 m;

Η μεταβολή της πίεσης μπορεί να υπολογιστεί με άμεση εφαρμογή της εξίσωσης


(2.2.4),
∆P = γ∆y = ρg∆y.
Εκφράζοντας την πυκνότητα στο διεθνές σύστημα μονάδων,

gr 1 kg 106 cm3 kg
ρ = 1,4 3
· · 3
= 1400 3 ,
cm 1000 gr 1m m
και αντικαθιστώντας βρίσκουμε

kg m kg
∆P = 1400 · 9,81 2 · 10 m = 137340 2 = 137340 P a.
m3 s s m

47
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 2.
Η μεταβολή της πίεσης στη στρατόσφαιρα δίνεται από την εξίσωση,

P = P0 · e−g∆z/(RT ) .

Αν πίεση αναφοράς P0 και η απόλυτη θερμοκρασία T ισούται με 20 kP a


και 220 K αντίστοιχα, υπολογίστε την πίεση για ∆z = 2 km, θεωρώντας
για τη σταθερά των ιδανικών αερίων ότι R = 287 J/kg K.

Είναι λογικό ότι όσο το υψόμετρο αυξάνεται τόσο ελαττώνεται η πίεση. Επομέ-
νως αν η πίεση σε κάποιο υψόμετρο είναι P0 , η πίεση δύο χιλιόμετρα υψηλότερα
θα είναι μικρότερη. Επομένως αντικαθιστώντας βρίσκουμε,

P = 20 kP a · e−9,81·2000/(287·220) = 20 kP a · e−0,31 = 14,66 kP a.

Άρα η απόλυτη πίεση στο υπό μελέτη υψόμετρο θα ισούται με 14,66 kP a.

Παράδειγμα 2.
Υπολογίστε το μέτρο και το σημείο εφαρμογής της δύναμης FR σύμφωνα
με το Σχήμα 2.9 αν H = d = 0.6 m και η δεξαμενή γεμίσει με νερό ειδικού
βάρους 9810 N /m3 .

Με απλή αντικατάσταση στην έκφραση για τη συνισταμένη υδροστατική δύ-


ναμη FR προκύπτει

1 1 N
FR = γHA = · 9810 3 · (0,6 m)2 ⇒ FR = 1765,8 N.
2 2 m
Το κέντρο πίεσης επίσης βρίσκεται στο 1/3 από τον πυθμένα της δεξαμενής,
δηλαδή στα 0,2 m.

Παράδειγμα 2.
Χρησιμοποιώντας το ροϊκό στοιχείο του Σχήματος 2.2 αποδείξτε ότι η πί-
εση δεν μεταβάλλεται κατά μήκος των διευθύνσεων x και z καταλήγοντας
στις εξισώσεις (2.2.1).

48
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Εφαρμόζοντας το δεύτερο νόμο του Newton στον άξονα x για το ροϊκό στοιχείο
του Σχήματος 2.2 προκύπτει ότι,

ΣFx =0⇒
( ) ( )
1 ∂P 1 ∂P
P+ dx dydz − P − dx dydz =0⇒
2 ∂x 2 ∂x
∂P
dxdydz =0⇒
∂x
∂P
= 0.
∂x
Ομοίως κατά μήκος του άξονα z,

ΣFz =0⇒
( ) ( )
1 ∂P 1 ∂P
P+ dz dxdy − P − dz dxdy =0⇒
2 ∂z 2 ∂z
∂P
dzdxdy =0⇒
∂z
∂P
= 0.
∂z

Παράδειγμα 2.
Ένας ορειβάτης αποφασίζει να ανέβει ένα βουνό άγνωστου ύψους. Με
τη χρήση όμως κατάλληλης ηλεκτρονικής διάταξης μπορεί να υπολογίσει
την ατμοσφαιρική πίεση σε οποιοδήποτε σημείο. Αν λοιπόν η πίεση στους
πρόποδες του βουνού ισούται με 910 mbar και στην κορυφή με 790 mbar,
βοηθήστε τον να υπολογίσει το ύψος του βουνού. Θεωρήστε τη μέση πυ-
κνότητα του αέρα ίση με 1,225 kg/m3 .

Για να λυθεί το πρόβλημα είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι η πυκνότητα του


αέρα είναι σταθερή και ίση με 1,225 kg/m3 σε όλη τη διαδρομή που ακολουθεί
ο ορειβάτης. Μπορούμε τότε να γράψουμε,

Pπρoπ − Pκoρ
Pπρoπ = Pκoρ + ρgh ⇒ h =
ρg

49
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου ρ η πυκνότητα του αέρα που έχουμε υποθέσει σταθερή. Αντικαθιστώντας,

Pa
(0,91 − 0,79) bar · 105
h= bar = 12000 P a = 1000 m.
kg m kg
1,225 3 · 9,81 2 12 2 2
m s m s
Επομένως το ύψος του βουνού που επέλεξε να ανέβει ο ορειβάτης είναι 1 km.

Παράδειγμα 2.
Το μανόμετρο του σχήματος αποτελείται από κλειστό δοχείο που περιέ-
χει αέριο, ενώ το άλλο άκρο του είναι ελεύθερο. Όταν η απόλυτη πίεση
στο δοχείο είναι P = 200 kP a, η υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο
ελεύθερων επιφανειών του υγρού είναι h. Ποια θα είναι η νέα τιμή του
ύψους αν η πίεση στο κλειστό δοχείο τριπλασιαστεί; Για λόγους απλότη-
τας θεωρήστε ότι η ατμοσφαιρική πίεση είναι ίση με 1 bar.

Η πίεση στο ελεύθερο άκρο του σωλήνα είναι


ίση με την ατμοσφαιρική. Μπορούμε επομέ-
νως να γράψουμε την ακόλουθη απλή σχέση
για την υψομετρική διαφορά h μεταξύ των
P
δύο ελεύθερων επιφανειών,
h
P − Pατ µ = γh.

Αντικαθιστώντας βρίσκουμε,

200 kP a − 100 kP a = γh200 και 600 kP a − 100 kP a = γh600 .

Διαιρώντας κατά μέλη τις τελευταίες δύο εξισώσεις,

500 kP a γh600
= ⇒ h600 = 5h200 .
100 kP a γh200
Τριπλασιασμός επομένως της πίεσης θα οδηγήσει στην αύξηση της ένδειξης
του μανόμετρου κατά πέντε φορές.

50
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 2.
Για το μανόμετρο του παρακάτω σχήματος υπολογίστε: α) τη σχετική πί-
εση στο σημείο 5 υποθέτοντας ότι η πίεση στο σημείο 1 είναι ακριβώς ίση
με την ατμοσφαιρική και β) πόσο ψηλότερα από το σημείο 1 θα πρέπει να
είναι το σημείο 5, έτσι ώστε P5 = 0,5P1 ; Υποθέστε ότι η πυκνότητα του
αέρα είναι σταθερή και ίση με 1,225 kg/m3 .

Η άσκηση αυτή αποτελεί την απλούστερη περί-


πτωση μανόμετρων τύπου U, καθώς αποτελείται από 5
κάθετους σωλήνες οι οποίοι περιέχουν μόνο ένα ρευ-
στό. Στις ασκήσεις αυτού του τύπου η λύση υπολογί- 4m
ζεται με συνεχείς εφαρμογές της εξίσωσης Bernoulli
(4.3.5) λαμβάνοντας υπόψη ότι το ρευστό βρίσκεται 1 4
σε ακινησία (U = 0) δίνοντας
5m
P + ρgz = σταθερό. (2.10.1)

α) Αν θεωρήσουμε ότι τα σημεία 2 και 3 ανήκουν 2 3


στο κάθετο ως προς το μανόμετρο επίπεδο μηδενικής
δυναμικής ενέργειας και εφαρμόζοντας την εξίσωση
(2.10.1) διαδοχικά για όλα τα σημεία ξεκινώντας από το 1 και καταλήγοντας στο
5, προκύπτει το ακόλουθο σύστημα εξισώσεων σε μονάδες P a,

P1 + ρg · 5 m = P2 ,
P2 = P3 ,
(2.10.2)
P3 − ρg · 5 m = P4 ,
P4 − ρg · 4 m = P5 .

Προσθέτοντας κατά μέλη τις παραπάνω εξισώσεις προκύπτει ότι

∆P1→5 = P1 − P5 = 4ρg ⇒ P5 = −4ρg,

και αντικαθιστώντας
kg m kg
P5 = −4 m · 1,225 3
· 9,81 2 = 48,1 = −48,1 P a.
m s ms2
Η ασήμαντη διαφορά της πίεσης με την ατμοσφαιρική στο σημείο 1 οφείλεται
στο γεγονός ότι ο αέρας έχει μικρή πυκνότητα. Υπολογίσιμες επομένως διαφο-
ρές πίεσης λαμβάνουν χώρα μόνο σε περιπτώσεις όπου η υψομετρική διαφορά

51
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

είναι αρκετά μεγάλη, έτσι ώστε το γινόμενο ρgz της εξίσωσης (2.10.1) να μην
είναι αμελητέο όπως φαίνεται στο επόμενο ερώτημα.

β) Προσθέτοντας τις τέσσερις πρώτες εξισώσεις του συστήματος (2.10.2) προ-


κύπτει ότι οι πιέσεις στα σημεία 1 και 4 είναι ίσες. Αν συμβολίσουμε τότε την
κατακόρυφη απόσταση μεταξύ των σημείων 1 και 5 με z15 , έχουμε
N
0,5P1 0,5 · 101325 2
P1 = 0,5P1 + ρg · z15 ⇒ z15 = = m = 4216 m.
ρg kg m
1,225 3 · 9,81 2
m s
Επομένως για να έχει το σημείο 5 πίεση ίση με το μισό της ατμοσφαιρικής θα
πρέπει το βρίσκεται 4,2 χιλιόμετρα ψηλότερα από το σημείο 1 (ή περίπου μιά-
μιση φορά το ύψος του βουνού Όλυμπος!). Αξίζει τέλος να σημειωθεί στο σημείο
αυτό ότι η υπόθεση της σταθερής πυκνότητας για τον αέρα δεν ισχύει στην πρα-
γματικότητα για μεγάλα ύψη και ότι η υιοθέτησή της έγινε καθαρά για λόγους
απλοποίησης της άσκησης.

Παράδειγμα 2.
Για το διαφορικό μανόμετρο του παρακάτω σχήματος χρησιμοποιήθηκε
στήλη νερού ύψους 6 m μεταξύ των σημείων 1 και 2. Να υπολογιστεί η
υψομετρική διαφορά μεταξύ των σημείων 3 και 4, αν μεταξύ των σημείων
2 και 4 τοποθετηθεί υδράργυρος. Δίνεται η πυκνότητα του νερού ρν =
1000 kg/m3 και η σχετική βαρύτητα του υδραργύρου S.G.Hg = 13,6.

Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της παραπάνω άσκησης


(και με δεδομένο ότι η τιμή του αγνώστου x δεν είναι
υπερβολικά μεγάλη) ισχύει ότι 1

P1 ≈ P4 ≈ Pατ µ και P2 = P3 .
h1
Εφαρμόζοντας την εξίσωση Bernoulli από το σημείο
1 και καταλήγοντας στο σημείο 4 προκύπτει ένα σύ-
4
στημα εξισώσεων παρόμοιο με το (2.10.2). Μπορούμε x
2 3
όμως να συμπτύξουμε το σύστημα αυτό σε μία μόνο
εξίσωση χρησιμοποιώντας τον παρακάτω κανόνα: ξε-
κινώντας από την πίεση ενός τυχαίου σημείου, προσθέ-
τουμε ή αφαιρούμε όρους της μορφής ρgz για κάθε επόμενο σημείο, όπου z η υψο-
μετρική διαφορά τους και ρ η πυκνότητα του ρευστού στο οποίο ανήκουν τα δύο

52
2.10 Λυμένα παραδείγματα

σημεία. Αν η πίεση αυξάνεται (μειώνεται) κατά την διαδρομή από το αρχικό στο
επόμενο σημείο, ο όρος προστίθεται (αφαιρείται). Χρησιμοποιώντας τον κανόνα
αυτό προκύπτει
P1 + ρν gh1 − ρHg gx = P4 .
Το παραπάνω αποτέλεσμα απλοποιείται αν λάβουμε υπόψη ότι P1 ≈ P4 δίνο-
ντας
h1
ρν gh1 = ρHg gx ⇒ ρν h1 = S.G.Hg ρν x ⇒ x = .
S.G.Hg
Αντικαθιστώντας,
6m
x= = 0,44 m.
13,6

Παράδειγμα 2.
Στο διαφορικό μανόμετρο του σχήματος έχει τοποθετηθεί νερό μεταξύ των
σημείων 1, 2 και υδράργυρος μεταξύ των 3, 4. Ενδιάμεσα υπάρχει αέρας.
Να υπολογιστεί η πίεση στο σημείο 1 εάν h1 = 3 cm και h2 = 1 cm.
Δίνεται η πυκνότητα του νερού ρν = 1000 kg/m3 και η πυκνότητα του
υδραργύρου ρHg = 13600 kg/m3 .

Λόγω της μικρής τιμής του ειδικού βά-


ρους του αέρα ισχύει ότι
P2 ≈ P3 .
2
Ξεκινώντας λοιπόν από το σημείο
1 h1
1 και προσθέτοντας (αφαιρώντας)
κατά τη φορά αύξησης (μείωσης) της 3 h2
πίεσης σύμφωνα με τον κανόνα της 4
προηγούμενης άσκησης μέχρι το ση-
μείο 4 έχουμε
P1 − ρν gh1 + ρHg gh2 = P4 ,
όπου h1 = 3 cm, h2 = 1 cm και P4 = Pατ µ . Αντικαθιστώντας προκύπτει ότι
P1 = 1000 · 9,81 · 0,03 P a − 13600 · 9,81 · 0,01 P a = −1040 P a.
Το σημείο 1 επομένως βρίσκεται σε πίεση 1040 P a χαμηλότερα της ατμοσφαι-
ρικής (υποπίεση).

53
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 2.
Στο επικλινές μανόμετρο του παρακάτω σχήματος γνωρίζουμε ότι ∆P =
P3 −P1 = 640 P a. Αν για τα ύψη ισχύει h1 = 30 cm, h2 = 80 cm και h3 =
10 cm, υπολογίστε τη γωνία θ που δημιουργεί το επικλινές μανόμετρο με
το οριζόντιο επίπεδο. Θεωρήστε ότι γ1 = 9810 N /m3 , γ2 = 4210 N /m3
και γ3 = 6200 N /m3 .

Από τη θεωρία των επικλινών


μανόμετρων έχουμε ότι η δια- 3
φορά πίεσης μεταξύ των σημείων h3
1 και 3 μπορεί να εκφραστεί ως
εξής,
1 h h2
∆P = γ1 h1 − γ2 h − γ3 h3 .
h1
Με απλή επισκόπηση της πα-
ραπάνω εξίσωσης βλέπουμε ότι θ
όλα τα υπό εξέταση μεγέθη εί-
ναι γνωστά εκτός από την κατακόρυφη απόσταση που αντιστοιχεί στον
υδράργυρο, h. Αντικαθιστώντας τότε βρίσκουμε

N N N
640 P a = 9810 3
· 0,3 m − 4210 3 · h − 6200 3 · 0,1 m
m m m
N
640 P a = (2323 − 4210 h) 2 ,
m
από την οποία λύνοντας ως προς h προκύπτει ότι

h = 0,4 m.

Είμαστε σε θέση πλέον να υπολογίσουμε τη γωνία θ αφού,

h 0,4 m
sin θ = = = 0,5 ⇒ θ = 30◦ .
h2 0,8 m

54
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 2.
Για τη διάταξη του παρακάτω σχήματος ισχύουν τα εξής: H = 1 m, h =
1 m και γ = 9810 N /m3 . Υπολογίστε το μέτρο της συνισταμένης υδρο-
στατικής δύναμης και το σημείο εφαρμογής της πάνω στη θύρα AB, αν το
πλάτος της είναι b = 2 m. Για ορθογώνιο παραλληλόγραμμο του παρα-
δείγματος ισχύει ότι Ixc = (1/12)bh3 .

Για να υπολογίσουμε το σημείο εφαρ-


μογής της συνισταμένης υδροστατι- O
κής πίεσης πρέπει πρώτα να βρούμε x
το κέντρο βάρος της θύρας AB. Το
H
κέντρο βάρους απέχει από την αρχή B
των αξόνων (σημείο O) απόσταση
ίση με Κ.Β.
h
h Κ.Π. A
hc = zc = H + = 1,5 m.
2
Το μέτρο της υδροστατικής δύναμης, z
FR , υπολογίζετε τότε από την εξί-
σωση (2.4.3) δίνοντας

N
FR = γhc (bh) = 9810 · 1,5 m · (2 m · 1 m) = 29430 N.
m3
Το δε σημείο εφαρμογής, zR , δίνεται από την εξίσωση (2.4.5),
1
Ixc · 2 · 13 m4
zR = zc + = 1,5 m + 12 = 1,556 m.
zc (bh) 1,5 m · (2 · 1 m2 )

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κέντρο πίεσης βρίσκεται χαμηλότερα από το κέν-


τρο βάρους της θύρας. Η σχετική τους διαφορά, zR − zc , τότε ισούται με

zR − zc = 0,056 m.

55
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 2.
Μία ορθογωνική θυρίδα ύψους (AB) = 2 m και πλάτους (AΓ) = 1 m
είναι βυθισμένη σε μία δεξαμενή σε βάθος H = 1 m από την ελεύθερη
επιφάνειά της, όπως φαίνεται στο σχήμα. Υπολογίστε το μέτρο και το
σημείο εφαρμογής της υδροστατικής δύναμης. Θεωρήστε ότι για το νερό
γ = 9810 N /m3 .

Το μέτρο της υδροστατικής δύνα-


μης, FR , υπολογίζετε εύκολα σύμ-
φωνα με την παρακάτω εξίσωση,
A H
[ ] y R hc
(AB)
FR = γhc A = γ H + A,
2 2m
όπου hc η κατακόρυφη από-
σταση μεταξύ της ελεύθερης επι- B
φάνειας της δεξαμενής και του
επιπέδου που διέρχεται από το κέντρο βάρους της θυρίδας. Αντικαθιστώντας
βρίσκουμε
( )
N 2m
FR = 9810 3 · 1 m + · 2 m2 = 39240 N.
m 2

Το σημείο εφαρμογής, yR , επίσης δίνεται από τη σχέση,

Ixc Ixc
yR = + yc = + hc ,
yc A hc A
όπου yc = hc , αφού η θύρα είναι κάθετη στην ελεύθερη επιφάνεια. Χρησιμοποι-
ώντας τέλος ότι Ixc = (1/12)(AΓ)(AB)3 , βρίσκουμε

8 m4
yR = + 2 m = 2,167 m.
12 · 2 m · 2 m2
Το κέντρο πίεσης επομένως βρίσκεται 16,7 cm χαμηλότερα από το κέντρο βά-
ρους.

56
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 2.
Για τη διάταξη του παρακάτω σχήματος υπολογίστε το μέτρο και το σημείο
εφαρμογής της υδροστατικής δύναμης που ασκείται στη θύρα, αν αυτή
έχει μήκος (AB) = 1,5 m και πλάτος (AΓ) = 2 m. Θεωρήστε ότι H =
1,5 m και γ = 9810 N /m3 .

Για να υπολογίσουμε το μέτρο της υδρο-


στατικής δύναμης, FR , χρειάζεται να 45◦
υπολογίσουμε την απόσταση yc σύμ-
φωνα με τη σχέση O

H (AB) yc H
yc = + hc

cos(45 ) 2 yR A
= 2,12 m + 0,75 m = 2,87 m,

και τότε B

hc = yc · cos(45◦ ) = 2,03 m.

Μπορούμε πλέον να υπολογίσουμε το μέτρο της δύναμης

N
FR = γhc A = 9810 · 2,03 m · 3 m2 = 59743 N.
m3
Τέλος, το σημείο εφαρμογής ισούται με

Ixc 6,75 m4
yR = + yc = + 2,87 m = 2,94 m.
yc A 12 · 2,87 m · 3 m2
Δηλαδή το κέντρο πίεσης βρίσκεται 7 cm χαμηλότερα του κέντρου βάρους κατά
τη διεύθυνση του άξονα y.

Παράδειγμα 2.
Μία θύρα σε σχήμα τραπεζίου βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση και βυθι-
σμένη 5 m ως προς την ελεύθερη επιφάνεια, όπως φαίνεται στο παρακάτω
σχήμα. Υπολογίστε τη συνισταμένη υδροστατική πίεση και το κέντρο πίε-
σης της θύρας, εάν B = 1 m, A = 3 m και H = 2 m.

57
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Για να υπολογίσουμε το μέτρο


της υδροστατικής δύναμης χρειά-
ζεται ο υπολογισμός αρχικά της A 5m h
c
κατακόρυφης απόστασης μεταξύ
της ελεύθερης επιφάνειας και του H
κέντρου βάρους του τραπεζίου.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι το κέν- B
τρο βάρους, KB, ενός τραπεζίου
με παράλληλες βάσεις A και B και ύψος H (όπως στο σχήμα) απέχει από την
άνω βάση του απόσταση ίση με
[ ]
B + 2A
(KB) = H 1 − .
3(A + B)
Αντικαθιστώντας τότε τα δεδομένα του παραδείγματος προκύπτει ότι το κέντρο
βάρους βρίσκεται
1m+2·3m
(KB) = 2 m − 2 m · = 0,833 m,
3 · (3 + 1) m
χαμηλότερα από την πάνω επιφάνεια της θύρας δίνοντας,
hc = 5 m + (KB) = 5,833 m. (2.10.3)
Από την εξίσωση (2.10.3) και λαμβάνοντας υπόψη ότι το εμβαδό ενός τραπεζίου
ισούται με H(A + B)/2, βρίσκουμε
N
FR = γhc A = 9810 3 · 5,833 m · 4 m2 = 228887 N.
m
Το σημείο εφαρμογής τέλος της FR υπολογίζεται ως εξής
Ixc 1,22 m4
yR = + yc = + 5,833 m = 5,885 m.
yc A 5,833 m · 4 m2
Επομένως το κέντρο πίεσης βρίσκεται 5,2 cm χαμηλότερα από το κέντρο βά-
ρους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ροπή αδρανείας Ixc ενός τραπεζίου όπως φαίνεται στο σχήμα
δίνεται από την έκφραση
( 2 )
3 A + 4 · AB + B
2
Ixc = H
36 · (A + B)
[ ]
(3 m)2 + 4 · 3 m · 1 m + (1 m)2
= (2 m)3 = 1,22 m4 .
36 · (3 m + 1 m)

58
2.10 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 2.
Μία κυβική δεξαμενή με μήκος ακμής H = 2 m γεμίζεται με νερό μέχρι
το μισό του ύψους της και επιταχύνεται με σταθερή επιτάχυνση αx . Πόση
είναι η μέγιστη επιτρεπόμενη επιτάχυνση έτσι ώστε το νερό να μη χυθεί
από τη δεξαμενή;

Στην αρχική κατάσταση (όταν δη-


λαδή η δεξαμενή βρίσκεται σε ηρεμία) z
ax
το νερό καταλαμβάνει το μισό χώρο
της αντιστοιχώντας σε αρχικό όγκο 2
Vα = (1/2) · 23 = 4 m3 . Κατά την θ
επιταχυνόμενη κίνηση της δεξαμενής, 1m
η ελεύθερη επιφάνεια θα σχηματίσει
γωνία θ με το οριζόντιο επίπεδο
διατηρώντας όμως τον αρχικό όγκο 1m
σταθερό αφού το νερό είναι ασυμπίε- 1
x
στο ρευστό. Αυτό σημαίνει ότι όταν
το σημείο 2 φτάσει στο ψηλότερο
επιτρεπόμενο ύψος, το σημείο 1 θα πρέπει να βρεθεί στο χαμηλότερο δυνατό
(όπως φαίνεται στο σχήμα). Η διδιάστατη επομένως προβολή του νερού στην
κυβική δεξαμενή θα είναι ένα ισοσκελές τρίγωνο πλευράς 2 m και γωνίας
θ = 45°. Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια την εξίσωση (2.8.2) και πιο συγκεκρι-
μένα την τρίτη παρατήρηση για δύο σημεία 1 και 2 στην ελεύθερη επιφάνεια
προκύπτει,
ax ax
tan θ = ⇒ tan 45° = ⇒ ax = g.
g g
Επομένως η δεξαμενή θα πρέπει να επιταχύνεται το πολύ με g για να μη χυθεί
το νερό.

Παράδειγμα 2.
Μία κυλινδρική δεξαμενή έχει διάμετρο d = 1 m και περιστρέφεται με
σταθερή γωνιακή ταχύτητα ω = 10 rad/s. Η δεξαμενή περιέχει τόσο νερό
έτσι ώστε κατά την περιστροφή της καλύπτεται οριακά ο πυθμένας της.
Ποιο πρέπει να είναι το ελάχιστο ύψος της, H, έτσι ώστε το νερό να μη
χύνεται από τη δεξαμενή;

59
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Για να υπολογίσουμε το ελάχιστο z (x2 , z2 )


ύψος της δεξαμενής θα χρησιμοποι-
ήσουμε την εξίσωση (2.9.3). Απαραί- ω
τητη προϋπόθεση όμως είναι η γνώση
των συντεταγμένων ενός σημείου της H
παραβολής (x1 , z1 ). Σύμφωνα με την
εκφώνηση όμως, ο πυθμένας της δε-
ξαμενής καλύπτεται οριακά με νερό x
ορίζοντας με αυτό τον τρόπο το ολικό (x1 , z 1 )
ελάχιστο της παραβολής (x1 , z1 ) =
(0,0). Είμαστε πλέον σε θέση να υπολογίσουμε το απαιτούμενο ύψος, H, ως
εξής,
( )
ω2 d 2
H= .
2g 2
Αντικαθιστώντας προκύπτει τελικά ότι

rad2 ( )
1002 1m 2
H= s = 1,274 m.
m 2
19,62 2
s

2.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου


2.1) Ποια από τις παρακάτω μονάδες δεν μετράει πίεση;
Α : N /m2 ,
Β : bar,
Γ : atm,
∆ : N /m.
2.2) Ποιο από τα παρακάτω όργανα δεν μετράει πίεση;
Α : βαρόμετρο,
Β : μανόμετρο τύπου U,
Γ : δυναμόμετρο.
2.3) Περιγράψτε τη διαφορά μεταξύ μανομετρικής και απόλυτης πίεσης.
2.4) Ποιο από τα παρακάτω δεν είναι σωστό για τα υγρά;
Α : φέρουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει,
Β : η πίεση τους αυξάνεται γραμμικά με το βάθος,
Γ : το γινόμενο ρh δίνει την πίεση του υγρού σε βάθος h,

60
2.11 Ερωτήσεις κεφαλαίου

∆ : για νερό η πίεση αυξάνεται κατά μία ατμόσφαιρα κάθε δέκα μέτρα περίπου.
2.5) Τι τύπο μανόμετρου θα χρησιμοποιήθει για να μετρηθούν πολύ μικρές δια-
φορές πίεσης;
2.6) Το κέντρο πίεσης μίας ολικά βυθισμένης επιφάνειας
Α : ταυτίζεται με το κέντρο βάρους της επιφάνειας,
Β : βρίσκεται υψηλότερα από το κέντρο βάρους,
Γ : βρίσκεται χαμηλότερα από το κέντρο βάρους,
∆ : μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο της επιφάνειας.
2.7) Ένα ρευστό θεωρείται ιδανικό όταν
Α : είναι ασυμπίεστο,
Β : η επιφανειακή του τάση είναι ίση με το μηδέν,
Γ : η συνεκτικότητά του είναι ίση με το μηδέν,
∆ : όλα τα παραπάνω.
2.8) Σε ποιες περιπτώσεις συνιστάται η χρήση του επικλινούς μανομέτρου;
2.9) Τι είναι το παράδοξο του Pascal και γιατί χαρακτηρίζεται ως παράδοξο;
2.10) Η ελεύθερη επιφάνεια υγρών μέσα σε αξονοσυμμετρικά δοχεία που περι-
στρέφονται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα είναι
Α : υπερβολή,
Β : κύκλος,
Γ : παραβολή,
∆ : επίπεδο.
2.11) Η ελεύθερη επιφάνεια υγρών που επιταχύνονται σε δοχεία με σταθερή
γραμμική επιτάχυνση είναι
Α : υπερβολή,
Β : κύκλος,
Γ : παραβολή,
∆ : επίπεδο.
2.12) Γνωρίζουμε ότι η πίεση αυξάνεται με το βάθος και ότι το κέντρο πίεσης
πάνω σε βρεχόμενη επιφάνεια βρίσκεται χαμηλότερα του κέντρου βάρους. Πώς
συνδέονται τα δύο αυτά φαινόμενα;
2.13) Ποια είναι η σχετική θέση των κέντρων βάρους και πίεσης για μία οριζό-
ντια επιφάνεια πλήρως βυθισμένη σε νερό;
2.14) Η πίεση σε ένα σημείο ενός ρευστού σε ηρεμία είναι ίδια για όλα τα άπειρα
επίπεδα που διέρχονται από το σημείο αυτό. Σωστό ή λάθος;

61
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

2.15) Η διαφορά μεταξύ των κέντρων πίεσης και βάρους yR − yc μεταβάλλεται


με το βάθος βύθισης του σώματος. Σωστό ή λάθος;
2.16) Το βαρόμετρο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της
Α : πυκνότητας,
Β : ταχύτητας,
Γ : ενέργειας,
∆ : ατμοσφαιρικής πίεσης.

2.12 Προβλήματα κεφαλαίου


2.1) Υπολογίστε την πίεση στο σημείο A του παρακάτω σχήματος

Νερό

A 10 cm
30 cm

Υδράργυρος

2.2) Ας υποθέσουμε ένα υγρό του οποίου η πυκνότητα εξαρτάται από το βάθος
ως προς την ελεύθερη επιφάνεια σύμφωνα με τη σχέση
( )
ρ kg/m3 = 500 + A · h,

όπου A θετική σταθερά που ισούται με 10 kg/m4 και h το βάθος σε m. Βρείτε


την πίεση του υγρού σε βάθος 10 m.
2.3) Το νερό της θάλασσας έχει κατά προσέγγιση σταθερό ειδικό βάρος γ =
10030 N /m3 . Βρείτε την πίεση (απόλυτη και σχετική) στο βαθύτερο σημείο των
ωκεανών που βρίσκεται στην τάφρο των Μαριανών και σε βάθος 10971 m.
2.4) Μεταξύ των σημείων 1 και 2 του παρακάτω σχήματος υπάρχει νερό (μπλε
χρώμα στο σχήμα). Μεταξύ επίσης των 3 και 4 υπάρχει ένα άγνωστο υγρό (πρά-
σινο χρώμα στο σχήμα) και ενδιάμεσα αέρας. Ποια είναι η πίεση στο σημείο 1
αν h = 2,7 cm και h′ = 0,9 cm. Δίνεται η πυκνότητα του άγνωστου υγρού
ρ = 2000 kg/m3 .

62
2.12 Προβλήματα κεφαλαίου

2
1 h
3
h′ 4

2.5) Ένας κυκλικός δίσκος βυθίζεται σε νερό με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε το
ανώτερο σημείο του να εφάπτεται στην ελεύθερη επιφάνεια του νερού, όπως
φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Εκφράστε τη θέση του κέντρου πίεσης ως προς
τη διάμετρο του κυκλικού δίσκου D. Η ροπή αδρανείας του δίσκου ως προς το
κέντρο βάρους του ισούται με πD4 /64.

x
yc yR
D

2.6) Ο δίσκος της προηγούμενης άσκησης βυθίζεται περαιτέρω έτσι ώστε το


ανώτερο σημείο του να βρίσκεται 50 cm κάτω από την ελεύθερη επιφάνεια του
νερού. Υπολογίστε το μέτρο και το σημείο εφαρμογής της συνισταμένης υδρο-
στατικής δύναμης αν η διάμετρος του ισούται με 1 m.
2.7) Έστω υποθετική κατακόρυφη στήλη γεμισμένη με ελαιόλαδο. Αν η ειδική
βαρύτητα του ελαιολάδου είναι 0,911, υπολογίστε τη διαφορά πίεσης δύο ση-
μείων που απέχουν κατακόρυφα μεταξύ τους 100 m.
2.8) Τρίγωνο βάσης α και ύψους β βυθίζεται ολόκληρο σε νερό, όπως φαίνεται
στο παρακάτω σχήμα. Αν η βάση του τριγώνου είναι παράλληλη στην ελεύθερη
επιφάνεια, βρείτε τη θέση του κέντρου πίεσης. Η ροπή αδρανείας του τριγώνου
ως προς το κέντρο βάρους του δίνεται από τη σχέση αβ 3 /36.

63
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

yc yR
β

y
α

2.9) Ένα δοχείο διαστάσεων 3 m μήκους, 2,5 m πλάτους και 1,5 m βάθους
γεμίζεται πλήρως με νερό. Στη συνέχεια επιταχύνεται με σταθερή οριζόντια
επιτάχυνση a = 1,5 m/s2 , όπως φαίνεται στο σχήμα. Υπολογίστε τη γωνία
που σχηματίζει η ελεύθερη επιφάνεια με το οριζόντιο επίπεδο θ και τον όγκο
του νερού σε λίτρα που χύνεται από το δοχείο.

a
θ

1,5 m

3m

2.10) Επαναλάβετε τη μαθηματική ανάλυση όπως αυτή παρουσιάζεται στην


ενότητα 2.8 για τον υπολογισμό της διαφοράς πίεσης μεταξύ δύο σημείων ενός
ρευστού που επιταχύνεται με σταθερή επιτάχυνση α κατά τη διεύθυνση του
άξονα x.
2.11) Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της προηγούμενης άσκησης, υπολογίστε
τη νέα γωνιακή ταχύτητα ω ′ για την οποία θα εκτεθεί ο πυθμένας του δοχείου.
2.12) Ένα δοχείο ακτίνας R = 10 cm περιστρέφεται με ω = 111 rpm. Ποια
είναι η απόλυτη υψομετρική διαφορά μεταξύ του χαμηλότερου και ψηλότερου
σημείου της ελεύθερης επιφάνειας H;
2.13) Μία τετραγωνική πόρτα πλευράς (AB) = 1 m βρίσκεται στο εσωτερικό
πισίνας, όπως φαίνεται στο σχήμα. Το άνω άκρο της πόρτας βρίσκεται h =
10 m κάτω από την επιφάνεια του νερού και σχηματίζει γωνία 45◦ με το ορι-
ζόντιο επίπεδο. Η πόρτα μπορεί να περιστραφεί ως προς το σημείο A. Πόση

64
2.12 Προβλήματα κεφαλαίου

ω
H

δύναμη F πρέπει να ασκηθεί κάθετα στο σημείο B έτσι ώστε μόλις να ανοίξει
η πόρτα;

F
h

B
45◦
A

2.14) Ένα κυλινδρικό δοχείο διαμέτρου 50 cm και ύψους 1 m γεμίζεται με νερό


μέχρι τη μέση. Στη συνέχεια το δοχείο περιστρέφεται γύρω από τον κατακό-
ρυφο άξονά του με σταθερή γωνιακή ταχύτητα ω. Βρείτε την τιμή του ω για
την οποία το νερό μόλις θα χυθεί από το δοχείο.
2.15) Ακολουθώντας παρόμοια διαδικασία με αυτή που χρησιμοποιήθηκε για
να αποδειχθεί η εξίσωση (2.4.5), δείξτε ότι η x συνιστώσα του κέντρου πίεσης
δίνεται από τη σχέση (2.4.6).
2.16) Στο επικλινές μανόμετρο του σχήματος υπάρχουν τρία διαφορετικά ρευ-
στά με ειδικά βάρη γ1 (μπλε), γ2 (γκρι) και γ3 (πράσινο). Αποδείξτε ότι η γωνία
του επικλινούς μανόμετρου θ δίνεται από τη σχέση
( )
−1 P1 − P3 + γ1 x − γ3 y
θ = sin .
γ2 z

65
2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

3
y

1 z
x

2.17) Από το Σχήμα 2.9 και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (2.4.5) αποδείξτε ότι
το σημείο εφαρμογής της δύναμης FR περνά από βαρύκεντρο του πρίσματος
πίεσης, ή ισοδύναμα ότι το κέντρο πίεσης βρίσκεται σε ύψος ίσο με h/3 από τη
βάση του πρίσματος

66
3
Κεφάλαιο
ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

3.1 Γραμμή ροής, ινώδης φλέβα και τροχιά


Με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της δυναμικής συμπεριφοράς μίας ροής
σε πολλές τεχνικές και επιστημονικές εφαρμογές χρησιμοποιούνται διάφοροι
μέθοδοι οπτικοποίησής της. Μερικές από τις βασικές τέτοιες μέθοδοι είναι οι
λεγόμενες γραμμή ροής (streamline), ινώδης φλέβα (streakline) και τροχιά (path-
line) που εξετάζονται παρακάτω. Ως γραμμή ροής ορίζεται εκείνη η καμπύλη
σε κάθε σημείο της οποίας η τοπική ταχύτητα είναι εφαπτόμενη σε αυτή. Δύο
άμεσες συνέπειες του ορισμού αυτού είναι ότι η συνιστώσα της ταχύτητας στην
κάθετη ως προς τη ροϊκή γραμμή διεύθυνση θα μηδενίζεται πάντα και ότι δύο
ροϊκές γραμμές δεν είναι δυνατό να τέμνονται για μη μηδενικές ταχύτητες κα-
θώς αυτό θα σήμαινε ότι το διάνυσμα της ταχύτητας θα ήταν εφαπτόμενο σε
δύο διαφορετικές καμπύλες συγχρόνως. Η μαθηματική εξίσωση που περιγρά-
φει τις γραμμές ροής μπορεί να προκύψει παρατηρώντας ότι το διάνυσμα της
τοπικής ταχύτητας ενός ροϊκού στοιχείου, U(u,v,w), θα πρέπει να είναι παρά-
λληλο με το διαφορικό διάνυσμα μετατόπισης του στοιχείου αυτού πάνω στη
γραμμή ροής, dr(dx, dy, dz), όπως φαίνεται το Σχήμα 3.1 δίνοντας

U × dr = 0, (3.1.1)
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

dr

Σχήμα 3.1: Γραμμές ροής σε μόνιμο πεδίο.

ή ισοδύναμα

î ĵ k̂

u v w = 0 ⇒ v w î − u w ĵ + u v k̂ = 0 ⇒
dy dz dx dz dx dy
dx dy dz

(vdz − wdy) î − (udz − wdx) ĵ + (udy − vdx) k̂ = 0.

Για να ισούται το παραπάνω αποτέλεσμα με το μηδέν ταυτοτικά, θα πρέπει και


οι τρεις συνιστώσες κατά μήκος των αντίστοιχων μοναδιαίων διανυσμάτων î,
ĵ και k̂ να μηδενίζονται επίσης. Θα πρέπει δηλαδή να ισχύει ότι
v w 
 = 
vdz − wdy = 0 dy dz 

 u w u v w
udz − wdx = 0 ⇒ = ⇒ = = . (3.1.2)

 dx dz  dx dy dz
udy − vdx = 0 u v 
= 

dx dy

Η εξίσωση (3.1.2) αποτελεί τη διαφορική εξίσωση ορισμού των γραμμών ροής.


Σε ένα μόνιμο επομένως πεδίο, όπου οι συνιστώσες της ταχύτητας δεν μεταβάλ-
λονται με το χρόνο, το διάνυσμα θέσης παραμένει σταθερό αποδεικνύοντας
το γεγονός ότι οι ροϊκές γραμμές είναι σταθερές καμπύλες στο χρόνο. Ινώδη
φλέβα ονομάζεται η καμπύλη πάνω στην οποία βρίσκονται όλα τα στοιχεία
του ρευστού που προέρχονται από ένα συγκεκριμένο σημείο του ροϊκού πεδίου
και έχουν μετατοπιστεί μέσα σε αυτό για χρονικό διάστημα ∆t. Τέλος, ως
τροχιά ορίζεται εκείνη η καμπύλη που σχηματίζει ένα ροϊκό στοιχείο καθώς
αυτό κινείται μέσα στο πεδίο ροής από μία αρχική χρονική στιγμή t1 σε μία

68
3.2 Είδη ροών

τελική χρονική στιγμή t2 , σύμφωνα με το Σχήμα 3.2. Η εύρεση της τροχιάς πει-
ραματικά είναι δυνατό να γίνει με κατάλληλο χρωματισμό του στοιχείου που
θέλουμε να μελετήσουμε. Στη συνέχεια και με χρήση κατάλληλων φωτογραφι-
κών διατάξεων, συνθέτουμε τα στιγμιότυπα που λαμβάνουμε κατά την κίνηση
του σωματιδίου για τον απεικονισμό της τροχιάς του.

y
t2
t1

Σχήμα 3.2: Τροχιά ροϊκού στοιχείου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για ένα μόνιμο πεδίο ροής, η γραμμή ροής, η ινώδης
φλέβα και η τροχιά ταυτίζονται καθώς όλες τους διέρχονται από ένα κοινό
σημείο του πεδίου. Προφανώς, για μη-μόνιμα πεδία κάτι τέτοιο δε μπορεί να
ισχύει αφού η μεταβολή των γραμμών ροής για παράδειγμα θα επιφέρει μία
διαφορετική μεταβολή στην αντίστοιχη ινώδη φλέβα.

3.2 Είδη ροών


Στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου ορίσαμε το ρευστό σαν εκείνη την ουσία
η οποία παραμορφώνεται συνεχώς όταν υπόκεινται σε διατμητική τάση. Η
διαδικασία αυτή της συνεχούς παραμόρφωσης των ρευστών ονομάζεται ροή.
Ονομάζουμε τότε πεδίο ροής εκείνη την περιοχή του χώρου μέσα στην οποία
λαμβάνει χώρα το φαινόμενο της ροής και στην οποία σε κάθε σημείο της όλα
τα φυσικά μεγέθη που την περιγράφουν έχουν συγκεκριμένη τιμή.
Προφανώς η έννοια της ροής είναι πολύ γενική και δεν μπορεί να συμπεριλά-
βει με ικανοποιητική περιγραφική ακρίβεια όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Για
το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να κατατάξουμε τις ροές σε κατηγορίες ανά-
λογα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που έχουν. Διακρίνουμε λοιπόν
τις παρακάτω κατηγορίες:

Μόνιμη και μη-μόνιμη ροή


Μόνιμες ονομάζονται εκείνες οι ροές των οποίων όλα τα φυσικά μεγέθη που τις

69
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

περιγράφουν παραμένουν σταθερά στο χρόνο δίνοντας


∂Φ ∂G
= = 0, (3.2.1)
∂t ∂t
για οποιοδήποτε βαθμωτό, Φ, ή διανυσματικό μέγεθος, G. Σύμφωνα με τον πα-
ραπάνω ορισμό, ένα μέγεθος είναι δυνατό να μεταβάλλεται σε διαφορετικά
σημεία του πεδίου ροής αλλά πρέπει να παραμένει σταθερό για δεδομένο ση-
μείο. Η συνάρτηση επομένως που το περιγράφει θα εξαρτάται μόνο από τις
χωρικές συντεταγμένες x,y,z και όχι από την αντίστοιχη χρονική, t. Προφα-
νώς, οποιαδήποτε ροή παραβιάζει την παραπάνω συνθήκη χαρακτηρίζεται ως
μη-μόνιμη. Οι μη-μόνιμες ροές με τη σειρά τους μπορούν να χωριστούν σε δύο
μεγάλες κατηγορίες. Τις περιοδικές κατά τις οποίες τα ρευστομηχανικά μεγέθη
μεταβάλλονται περιοδικά με το χρόνο (ροή του αίματος στο κυκλοφορικό σύ-
στημα) και τις μη-περιοδικές κατά τις οποίες τα μεγέθη μεταβάλλονται με οποιο-
δήποτε άλλο τρόπο (ροή νερού εξαιτίας του ανοίγματος και κλεισίματος μίας
βρύσης).
Αξιζεί να σημειωθεί ότι η έννοια της σταθερότητας των ρευστομηχανικών
μεγεθών αναφέρεται σε σταθερό σημείο και όχι σε όλη την έκταση του πεδίου
ροής. Για παράδειγμα, σε μία αποκλίνουσα ροή (βλέπε Σχήμα 3.3 παρακάτω) η
ταχύτητα ελαττώνεται κατά τη διεύθυνση της ροής αλλά για δεδομένο σημείο
τόσο αυτή όσο και τα υπόλοιπα ρευστομηχανικά μεγέθη παραμένουν σταθερά
στο χρόνο.

Ομοιόμορφη και ανομοιόμορφη ροή


Στην κατηγορία αυτή η διάκριση λαμβάνει χώρα σε μία γραμμή ροής. Κάθε ροή
λοιπόν που χαρακτηρίζεται από σταθερή κατά μέτρο και διεύθυνση ταχύτητα
ονομάζεται ομοιόμορφη (uniform flow). Αυτό σημαίνει ότι όλα τα σωματίδια
του ρευστού κινούνται σε ευθύγραμμες και παράλληλες τροχιές, όπως φαίνεται
στο αριστερό Σχήμα 3.3 σχηματίζοντας μεταξύ τους παράλληλες γραμμές ροής.
Η μαθηματική έκφραση της συνθήκης αυτής γράφεται

Σχήμα 3.3: Ομοιόμορφη (αριστερά) και ανομοιόμορφη (δεξιά) ροή.

∂U
= 0, (3.2.2)
∂s

70
3.2 Είδη ροών

όπου s η απόσταση που διανύει το στοιχείο ρευστού κατά΄μήκος μίας γραμμής


ροής. Αν η συνθήκη (3.2.2) παραβιάζεται κατά μέτρο ή/και κατά διεύθυνση, η
ροή ονομάζεται ανομοιόμορφη (non uniform flow) (δεξιό Σχήμα 3.3).

Συμπιεστή και ασυμπίεστη ροή


Μία ροή χαρακτηρίζεται ως ασυμπίεστη αν η πυκνότητα ενός ροϊκού στοιχείου
που κινείται με τη ροή παραμένει σταθερή παντού. Ισοδύναμα, όπως παρουσι-
άζεται στο επόμενο κεφάλαιο, για μία ασυμπίεστη ροή η απόκλιση της ταχύτη-
τας μηδενίζεται σε ολόκληρη την έκταση του πεδίου ροής της. Διαφορετικά η
ροή χαρακτηρίζεται ως συμπιεστή.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι στη φύση δεν υπάρχουν υλικά (και
κατ’ επέκταση ρευστά) που να είναι απόλυτα ασυμπίεστα. Αυτό σημαίνει ότι
όλα τα ρευστά υπόκεινται σε μεταβολές της πυκνότητας τους ανάλογα με τις
συνθήκες που επικρατούν. Σε πολλές όμως τεχνικές και επιστημονικές εφαρμο-
γές, οι μεταβολές αυτές είναι τόσο μικρές ώστε κάποιες κατηγορίες, όπως για
παράδειγμα τα υγρά, να θεωρούνται πρακτικά ασυμπίεστα.

Συνεκτική και μη συνεκτική ροή


Μία ροή ονομάζεται συνεκτική όταν οι διατμητικές τάσεις που αναπτύσσονται
κατά τη ροή της επηρεάζουν τη δυναμική συμπεριφορά του ρευστού. Αυτός
είναι και ο λόγος που μία ροή στρωματοποιείται, δίνοντας μικρές ταχύτητες
κοντά σε ακίνητα τοιχώματα και μεγαλύτερες ταχύτητες μακριά από αυτά όπως
για παράδειγμα οι ροές Couette και Poiseuille που παρουσιάζονται στο επόμενο
κεφάλαιο. Από την άλλη, όταν οι διατμητικές τάσεις δεν επηρεάζουν ή επηρε-
άζουν ελάχιστα τη δυναμική συμπεριφορά ενός ρευστού, η ροή ονομάζεται μη
συνεκτική, σύμφωνα με το Σχήμα 3.4.

x x

Σχήμα 3.4: Συνεκτική (αριστερά) και μη συνεκτική (δεξιά) ροή.

Ακολουθώντας τον ορισμό για το ιξώδες που παρουσιάστηκε στο πρώτο


κεφάλαιο, ως εκείνη την ιδιότητα που χαρακτηρίζει την ικανότητα ενός ρευ-
στού να αναπτύσσει αντίσταση σε διατμητικές τάσεις, συχνά στη βιβλιογρα-

71
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

φία συναντώνται και οι ισοδύναμες ονομασίες της ιξώδους και της άτριβης
(ή ιδανικής) για τη συνεκτική και τη μη συνεκτική ροή αντίστοιχα. Η έννοια
της άτριβης ροής αντιστοιχεί σε ρευστά με μηδενικό ιξώδες και ως εκ τούτου
παρόλο που η μελέτη τους είναι απλούστερη σε σχέση με ρεαλιστικά ρευστά,
αποτελούν μία μη πραγματική κατάσταση της φύσης.

Στρωτή και τυρβώδης ροή


Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ροές οι οποίες αναπτύσσονται σε παράλλη-
λες στρώσεις ομαλά η μία ως προς την άλλη και χωρίς διαταραχές μεταξύ
των στρώσεων. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ροές που χαρακτηρίζονται
από χαοτική αλλαγή των ρευστομηχανικών μεγεθών τους, δημιουργία δινών
και έντονης ανάμειξης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τυρβώδους ροής απο-
τελούν η ροή του αίματος στις αρτηρίες, τα ατμοσφαιρικά και ωκεάνια ρεύματα,
κ.ά.
Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της τυρβώδους ροής είναι η τυχαιότητα με
την οποία μεταβάλλονται τα φυσικά μεγέθη ενός ρευστού σε τυχαίο σημείο του
πεδίου ροής. Μία άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού, είναι ότι δεν είναι δυ-
νατό να μελετηθεί η τυρβώδης ροή με αναλυτικό τρόπο και τις περισσότερες πε-
ριπτώσεις είμαστε υποχρεωμένοι να καταφύγουμε στην υιοθέτηση στατιστικών
μοντέλων για τη μελέτη της.

Ροή σε διαστάσεις
Μία ροή ονομάζεται n-διάστατη όταν απαιτούνται n χωρικές διαστάσεις για
την περιγραφή της. Για παράδειγμα, η μη συνεκτική ροή του Σχήματος 3.4 εξε-
λίσσεται μόνο κατά τη διεύθυνση x και επομένως αποτελεί ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα μονοδιάστατης ροής. Η δε συνεκτική ροή του ίδιου σχήματος δεν
εξελίσσεται μόνο κατά τη διεύθυνση x αλλά και κατά μήκος της διεύθυνσης y
αποτελώντας παράδειγμα διδιάστατης ροής. Τέλος, αν μία ροή εξελίσσεται και
στις τρεις διαστάσεις (όπως συμβαίνει με τις περισσότερες πραγματικές ροές)
η ροή χαρακτηρίζεται ως τρισδιάστατη.

3.3 Υλική παράγωγος


Στις περισσότερες μελέτες ροής αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς μεταβάλλο-
νται οι ιδιότητες του ρευστού καθώς αυτό ρέει, και όχι η μεταβολή στο χρόνο
ενός σταθερού σημείου στο ροϊκό πεδίο. Για παράδειγμα, αν θέλαμε να μελετή-
σουμε τη θερμοκρασία μίας ποσότητας αέρα καθώς αυτός κινείται, θα έπρεπε
να θεωρήσουμε έναν κινούμενο με αυτόν παρατηρητή, και όχι έναν ακίνητο σε

72
3.3 Υλική παράγωγος

κάποιο σταθερό σημείο. Ο λόγος είναι ότι ο κινούμενος παρατηρητής είναι σε


θέση να γνωρίζει τη μεταβολή των ιδιοτήτων του υπό μελέτη ροϊκού στοιχείου,
σε αντίθεση με τον ακίνητο ο οποίος δεν γνωρίζει ούτε το παρελθόν αλλά ούτε
και το μέλλον του στοιχείου αυτού. Για το λόγο αυτό εισάγουμε την έννοια της
υλικής παραγώγου (γνωστή και ως ουσιώδης παράγωγος ή παράγωγος κατά La-
grange), η οποία εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο ένας παρατηρητής αναλύει
οποιαδήποτε φυσική διαδικασία όπως μία ροή. Αν ο παρατηρητής περιγρά-
φει ένα φυσικό μέγεθος της διαδικασίας αυτής (έστω Φ) σε κάθε (σταθερό) ση-
μείο του πεδίου ροής ως συνάρτηση του χρόνου, έχουμε τη λεγόμενη περιγραφή
κατά Euler. Αντίθετα, αν ο παρατηρητής παρατηρεί το συγκεκριμένο φυσικό
μέγεθος κατά μήκος της τροχιάς που διαγράφει το ροϊκό στοιχείο, έχουμε την
περιγραφή κατά Lagrange.
Ο λόγος για τον οποίο η περιγραφή κατά Lagrange είναι χρήσιμη μπορεί να
φανεί αν θεωρήσουμε το διάνυσμα της ταχύτητας ενός σωματίδιου ρευστού
U(x,y,z,t) σε κάποιο χρόνο t. Για χρόνο t + dt η ταχύτητα του σωματιδίου
αυτού θα είναι U(t + dt), αποκτώντας επιτάχυνση a ίση με
dU
a= . (3.3.1)
dt
Από το διαφορικό λογισμό όμως και εφαρμόζοντας τον κανόνα της αλυσίδας
έχουμε
∂U ∂U ∂U ∂U
dU = dt + dx + dy + dz,
∂t ∂x ∂y ∂z
και τότε η εξίσωση (3.3.1) παίρνει τη μορφή
∂U ∂U dx ∂U dy ∂U dz
a= + + + .
∂t ∂x dt ∂y dt ∂z dt
Τέλος, αν οι συνιστώσες του διανύσματος της ταχύτητας U κατά μήκος των
διευθύνσεων x, y και z συμβολιστούν αντίστοιχα με u, v και w, προκύπτει ότι
∂U ∂U ∂U ∂U
a= +u +v +w . (3.3.2)
∂t ∂x ∂y ∂z
Ο τελεστής,
∂ ∂ ∂ ∂
+u +v +w ,
∂t ∂x ∂y ∂z
που εμφανίζεται στην εξίσωση (3.3.2), συμβολίζεται με D/Dt, ονομάζεται τελε-
στής Euler και εκφράζει τη λεγόμενη υλική παράγωγο του διανύσματος της
ταχύτητας U,
DU ∂U
= + (U · ∇) U. (3.3.3)
Dt ∂t

73
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Το αποτέλεσμα αυτό δηλώνει ότι η υλική παράγωγος της ταχύτητας ενός ρο-
ϊκού στοιχείου, DU/Dt, ισούται με την τοπική παράγωγο της ταχύτητας του
ίδιου ροϊκού στοιχείου, ∂U/∂t, συν την συναγωγική παράγωγο, (U · ∇) U. Προ-
φανώς το αποτέλεσμα (3.3.3) μπορεί να εκφραστεί αντίστοιχα για οποιοδήποτε
διανυσματικό μέγεθος G ως εξής
DG ∂G
= + (U · ∇) G,
Dt ∂t
ή ισοδύναμα για ένα βαθμωτό μέγεθος Φ,
DΦ ∂Φ
= + (U · ∇) Φ. (3.3.4)
Dt ∂t
Μπορούμε να συνοψίσουμε το αποτέλεσμα (3.3.4) στην εξής διατύπωση: η ποσό-
τητα ∂Φ/∂t περιγράφει το ρυθμό μεταβολής της ποσότητας Φ σε ένα σταθερό
σημείο στο χώρο, ενώ η ποσότητα DΦ/Dt περιγράφει τον αντίστοιχο ρυθμό
μεταβολής του Φ επάνω σε ένα ροϊκό στοιχείο.
Μία ισοδύναμη προσέγγιση για τον υπολογισμό της υλικής παραγώγου εί-
ναι δυνατό να εξαχθεί θεωρώντας τη ροϊκή γραμμή ενός στοιχείου καθώς αυτό
κινείται από ένα σημείο του πεδίου ροής A(x, y, x, t) σε ένα άλλο σημείο B(x+
∆x, y + ∆y, z + ∆z, t + ∆t) όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Μπορούμε

B(x + ∆x, y + ∆y, z + ∆z, t + ∆t)

A(x, y, z, t)

Σχήμα 3.5: Υλική παράγωγος για ένα κινούμενο ροϊκό στοιχείο.

τότε να ορίσουμε την υλική παράγωγο ενός βαθμωτού μεγέθους Φ ως εξής


DΦ Φ(x + ∆x, y + ∆y, z + ∆z, t + ∆t) − Φ(x, y, z, t)
= lim . (3.3.5)
Dt ∆t→0 ∆t
Αναπτύσσοντας στη συνέχεια κατά σειρά Taylor γύρω από το A και θέτοντας
r = (x, y, z),
∂Φ(r, t)
Φ(r + ∆r, t + ∆t) = Φ(r, t) + ∆t + ∆r · ∇Φ(r, t) + O(∆2 ). (3.3.6)
∂t

74
3.4 Επιτάχυνση ροής

Αμελώντας τέλος τους όρους δεύτερης τάξης και άνω και αντικαθιστώντας τη
σχέση (3.3.6) στην (3.3.5) προκύπτει ότι
[ ]
∂Φ(r, t)
Φ(r, t) + ∆t + ∆r · ∇Φ(r, t) − Φ(r, t)
DΦ ∂t
=
Dt ∆t
∂Φ(r, t)
∆t + ∆r · ∇Φ(r, t)
= ∂t
∆t
∂Φ(r, t)
= + U · ∇Φ(r, t).
∂t

3.4 Επιτάχυνση ροής


Γνωρίζουμε ότι καθώς ένα στοιχείο ρευστού κινείται πάνω σε μία γραμμή ροής
αλλάζει το μέτρο και η διεύθυνση τόσο της ταχύτητας όσο και της επιτάχυνσής
του. Για το λόγο αυτό μερικές φορές είναι βολικό να ορίσουμε ένα σύστημα
συντεταγμένων πάνω σε μία γραμμή ροής. Ορίζουμε λοιπόν ένα ορθοκανονικό
σύστημα αξόνων (ŝ, n̂) εφαπτόμενα και κάθετα σε μία γραμμή ροής αντίστοιχα
όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.6. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της υιοθέτησης του

U
aŝ

n̂ an̂

Σχήμα 3.6: Σύστημα συντεταγμένων σε γραμμή ροής (αριστερά) και συνιστώσες του
διανύσματος της επιτάχυνσης (δεξιά).

συγκεκριμένου συστήματος συντεταγμένων είναι ότι η ταχύτητα είναι εξ’ ορι-


σμού πάντα παράλληλη στη διεύθυνση ŝ δίνοντας

U = U (s,t) ŝ.

Είναι δυνατόν τότε να οριστεί η επιτάχυνση ενός ροϊκού στοιχείου, α, ως εξής

d [U (s,t) ŝ] dU (s,t) dŝ


α= = ŝ + U (s,t) . (3.4.1)
dt dt dt

75
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Χρησιμοποιώντας τον κανόνα της αλυσίδας για παραγώγιση συναρτήσεων πολ-


λών μεταβλητών

∂U (s,t) ∂U (s,t)
dU (s,t) = ds + dt,
∂s ∂t
η εξίσωση (3.4.1) γράφεται
[ ]
∂U (s,t) ds ∂U (s,t) dŝ
α= + ŝ + U (s,t) . (3.4.2)
∂s dt ∂t dt

Δύο παρατηρήσεις χρήζουν αναφοράς στο σημείο αυτό. Πρώτον, ο ρυθμός


μεταβολής της διεύθυνσης s ως προς τον χρόνο ισούται με τη ταχύτητα δίνο-
ντας ds/dt = U (s,t). Δεύτερον, η παράγωγος dŝ/dt αποδεικνύεται ότι ισούται
με
dŝ U (s,t)
= n̂,
dt R
όπου το μέγεθος R εκφράζει την ακτίνα καμπυλότητας της γραμμής ροής στο
υπό μελέτη σημείο της. Αντικαθιστώντας τέλος τις παρατηρήσεις αυτές στην
εξίσωση (3.4.2) προκύπτει
[ ]
∂U (s,t) ∂U (s,t) U 2 (s,t)
α = U (s,t) + ŝ + n̂. (3.4.3)
∂s ∂t R

Σύμφωνα λοιπόν με το αποτέλεσμα (3.4.3), το διάνυσμα της επιτάχυνσης ενός


ροϊκού στοιχείου έχει όπως ήταν αναμενόμενο τις ακόλουθες δύο συνιστώσες

∂U (s,t) ∂U (s,t)
aŝ = U (s,t) + ,
∂s ∂t
U 2 (s,t)
an̂ = .
R
Η εφαπτομενική συνιστώσα της επιτάχυνσης, aŝ , αποτελείται από δύο όρους.
Το αριστερό μέλος, U ∂U /∂s, που εκφράζει την επιτάχυνση μεταφοράς καθώς
το ροϊκό στοιχείο κινείται πάνω στη γραμμή ροής και την τοπική επιτάχυνση,
∂U /∂t, που οφείλεται στη μεταβολή της ταχύτητάς του στο χρόνο. Όπως ήταν
αναμενόμενο επίσης, η κάθετη συνιστώσα της επιτάχυνσης, an̂ , δεν είναι τίποτα
άλλο από τη φυγόκεντρο επιτάχυνση που είναι εξ΄ ορισμού κάθετη στη γραμμή
ροής.

76
3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου

3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου


3.5.1 Τανυστές ρυθμού παραμόρφωσης και περιστροφής
Έστω δύο σωματίδια ενός ρευστού που τη χρονική στιγμή t βρίσκονται στις
θέσεις A και B με συντεταγμένες r και r + dr αντίστοιχα ως προς ένα σημείο
αναφοράς O. Μετά από χρόνο dt τα σημεία αυτά θα έχουν μετακινηθεί στις
θέσεις A′ και B ′ με νέες συντεταγμένες r + U (r)dt και r + dr + U (r + dr)dt αντί-
στοιχα, όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.7. Αναλύοντας την ταχύτητα στο σημείο

A′
U (r) B′
dr′
A
dr U (r + dr)
r B
r + dr

Σχήμα 3.7: Πεδίο ταχύτητας δύο κοντινών σημείων στο χώρο.

B ′ σε ανάπτυγμα Taylor γύρω από το σημείο r και κρατώντας όρους πρώτης


τάξης μόνο προκύπτει

U (r + dr) = U (x + dx,y + dy,z + dz)


∂U (x,y,z) ∂U (x,y,z) ∂U (x,y,z)
= U (x,y,z) + dx + dy + dz
∂x ∂y ∂z
∂U (r) ∂U (r) ∂U (r)
= U (r) + dx + dy + dz
∂x ∂y ∂z
∑3
∂U (r)
= U (r) + dxi ,
∂xi
i=1

όπου x1 = x, x2 = y και x3 = z. Η διαφορά ταχύτητας, ∆U (r), επομένως


μεταξύ των δύο αυτών σημείων ισούται με


3
∂U (r)
∆U (r) = ∆xi ,
∂xi
i=1

77
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

ή σε μορφή συνιστωσών


3
∂Uj
∆Uj = ∆xi , (3.5.1)
∂xi
i=1

και μπορεί να υπολογιστεί αν είναι γνωστή τόσο η διαφορά στη θέση μεταξύ
των σημείων αυτών, ∆xi , όσο και όλες οι τιμές της ποσότητας, ∂Uj /∂xi . Για
λόγους που θα γίνουν προφανείς παρακάτω, η εξίσωση (3.5.1) μπορεί ισοδύναμα
να γραφτεί ως εξής
3 [ (
∑ ) ( )]
1 ∂Ui ∂Uj 1 ∂Ui ∂Uj
∆Uj = + + − ∆xi ,
2 ∂xj ∂xi 2 ∂xj ∂xi
i=1

όπου i,j = 1, 2, 3 και U1 = u, U2 = v, U3 = w. Η ποσότητα μέσα στην


αγκύλη αποτελεί ένα τανυστή δεύτερης τάξης (δηλαδή έναν αλγεβρικό πίνακα,
έστω [αij ]) και μπορεί να εκφραστεί σαν το άθροισμα δύο διαφορετικών πινάκων
αφού αν θέσουμε
( ) ( )
1 ∂Ui ∂Uj 1 ∂Ui ∂Uj
[ϵij ] ≡ + και [ωij ] ≡ − , (3.5.2)
2 ∂xj ∂xi 2 ∂xj ∂xi
προκύπτει
[αij ] = [ϵij ] + [ωij ] .
Με αλλαγή δεικτών μεταξύ των i και j στις εξισώσεις ορισμού (3.5.2) βρίσκουμε

[ϵji ] = [ϵij ]
[ωji ] = − [ωij ] .
Η χωρική παράγωγος επομένως της ταχύτητας ισούται με το άθροισμα ενός
συμμετρικού τανυστή ϵ και ενός αντισυμμετρικού τανυστή ω. Ο πρώτος εκ των
δύο εκφράζει το ρυθμό παραμόρφωσης ενός στοιχείου ρευστού και ονομάζε-
ται τανυστής ρυθμού παραμόρφωσης και ο δεύτερος την περιστροφή του ροϊκού
στοιχείου γύρω από έναν άξονά του και ονομάζεται τανυστής ρυθμού περιστρο-
φής. Συνδυάζοντας τέλος τα παραπάνω αποτελέσματα προκύπτει ότι

U (r + dr) = U (r) + ϵ dr + ω dr. (3.5.3)

Η εξίσωση (3.5.3) περιγράφει τη συνολική μετακίνηση μίας στοιχειώδους ποσό-


τητας ρευστού και τη χωρίζει στις εξής τρεις στοιχειώδεις κινήσεις
• U (r) : μετατόπιση,

78
3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου

• ϵ dr : παραμόρφωση,

• ω dr : περιστροφή.

Στην επόμενη ενότητα αναλύονται οι στοιχειώδεις κινήσεις μου εκτελεί ένα


ροϊκό στοιχείο.

3.5.2 Διαχωρισμός στοιχειωδών κινήσεων


Ας θεωρήσουμε ένα διδιάστατο στοιχειώδες ροϊκό στοιχείο διαστάσεων dx, dy.
Η πιο απλή κίνηση που μπορεί να εκτελέσει είναι η μετατόπισή του, κινού-
μενο με σταθερές ταχύτητες u και v κατά την διεύθυνση των αξόνων x και y
αντίστοιχα. Επειδή δεν υπάρχουν κλίσεις ταχύτητας κατά τη διεύθυνση των
αξόνων, το στοιχείο δεν μεταβάλλει τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά κατά την
μετατόπισή του όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.8. Αν από την άλλη προϋπάρχουν

dy u
x
dx

Σχήμα 3.8: Μετατόπιση διδιάστατου ροϊκού στοιχείου.

ή κάποια στιγμή αναπτυχθούν κλίσεις ταχύτητας, το στοιχείο εν γένει θα παρα-


μορφωθεί ή/και θα περιστραφεί. Στην ειδική περίπτωση που οι συνιστώσες της
ταχύτητας είναι μη μηδενικές μόνο κατά την αντίστοιχη χωρική διεύθυνση (δη-
λαδή u(y) = 0 και v(x) = 0), το στοιχείο θα υποστεί γραμμική παραμόρφωση
μόνο χωρίς να περιστραφεί, σύμφωνα με το Σχήμα 3.9. Η παραμόρφωση αυτή
θα οδηγήσει σε μεταβολή του όγκου του ροϊκού στοιχείου ως εξής. Αν ο αρχικός
όγκος του ισούται με Vαρχ = dx dy dz (υποθέτοντας και τις τρεις διαστάσεις),
ο αντίστοιχος τελικός θα είναι
( )( )( )
∂u ∂v ∂w
Vτ ϵλ = dx + dx dt dy + dy dt dz + dz dt .
∂x ∂y ∂z

79
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

y
∂v
v+ dy
∂y

∂u
dy u+ dx
∂x
x
dx

Σχήμα 3.9: Γραμμική παραμόρφωση διδιάστατου ροϊκού στοιχείου.

Αγνοώντας διαφορικά μεγαλύτερης τάξης προκύπτει


∂u ∂v ∂w
Vτ ϵλ = dx dy dz + dx dt dy dz + dy dt dx dz + dz dt dx dy
∂x ∂y ∂z
( )
∂u ∂v ∂w
= dx dy dz 1 + dt + dt + dt
∂x ∂y ∂z
[ ( ) ]
∂u ∂v ∂w
= dx dy dz 1 + + + dt
∂x ∂y ∂z
[ ( ) ]
∂u ∂v ∂w
= Vαρχ 1 + + + dt .
∂x ∂y ∂z
Είναι δυνατόν να οριστεί τότε ο λεγόμενος ογκομετρικός ρυθμός διαστολής, που
εκφράζει τη μεταβολή του όγκου ανά μονάδα χρόνου και όγκου ως εξής
Vτ ϵλ − Vαρχ
dt ∂u ∂v ∂w
= + + = ∇ · U. (3.5.4)
Vαρχ ∂x ∂y ∂z
Το αποτέλεσμα (3.5.4) μας πληροφορεί ότι καθώς οι πλευρές του ροϊκού στοι-
χείου κινούνται κατά μήκος των αντίστοιχων χωρικών διευθύνσεων, ο όγκος
του μπορεί να μεταβάλλεται. Στην περίπτωση βέβαια που όλες οι συνιστώσες
της ταχύτητας είναι σταθερες, μηδενίζονται όλες οι μερικές παράγωγοι και ο
όγκος του παραμένει σταθερός όπως αποδείχτηκε προηγουμένως. Επίσης, ο
ογκομετρικός ρυθμός διαστολής μηδενίζεται και για ασυμπίεστα ρευστά κα-
θώς όπως αποδεικνύεται στην ενότητα 4.1.1 για ρευστά της κατηγορίας αυτής,
η απόκλιση της ταχύτητας τους μηδενίζεται δίνοντας ∇ · U = 0 σε ολόκληρη
την έκταση του πεδίου ροής.

80
3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου

Μεταβολές επομένως στα μεγέθη ∂u/∂x και ∂v/∂y προκαλούν γραμμικές


παραμορφώσεις αλλά δεν μπορούν να προκαλέσουν γωνιακές παραμορφώσεις.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να περιστραφεί το ροϊκό στοιχείο και αυτό
είναι δυνατό μόνο αν εμφανιστούν κλίσεις ταχύτητας της μορφής ∂u/∂y ή
∂v/∂x όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.10. Η περιστροφή των δύο αρχικά κάθετων

Y
y dθ

∂u X
u+ dy
∂y

dy ∂v dϕ
v+ dx
∂x
x
dx

Σχήμα 3.10: Γωνιακή παραμόρφωση διδιάστατου ροϊκού στοιχείου.

πλευρών μήκους dx και dy κατά dϕ και dθ αντίστοιχα, ισούται με

∂v
X dx dt ∂v
tan (dϕ) = = ∂x = dt ≈ dϕ,
dx dx ∂x
∂u
dy dt
Y ∂y ∂u
tan (dθ) = = = dt ≈ dθ.
dy dy ∂y
Επειδή οι πλευρές αυτές μπορούν να περιστραφούν τόσο δεξιόστροφα (ωρολο-
γιακά) όσο και αριστερόστροφα (ανθωρολογιακά), πρέπει να οριστεί θετική και
αρνητική φορά περιστροφής. Ακολουθώντας την πλειοψηφία της βιβλιογρα-
φίας, στο βιβλίο αυτό ορίζεται σαν θετική φορά περιστροφής η αριστερόστροφη
και σαν αρνητική η δεξιόστροφη. Μπορούμε τότε να εκφράσουμε τις αντίστοι-
χες γωνιακές ταχύτητες ως εξής

dϕ ∂v dθ ∂u
ωdϕ = = και ωdθ = =− .
dt ∂x dt ∂y
Ορίζοντας στη συνέχεια την περιστροφή ενός ροϊκού στοιχείου σαν τον μέσο

81
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όρο των δύο παραπάνω γωνιακών ταχυτήτων προκύπτει


( )
1( ) 1 ∂v ∂u
ωz = ωdϕ + ωdθ = − .
2 2 ∂x ∂y

Προφανώς η παραπάνω διδιάστατη θεώρηση οδήγησε σε περιστροφή του ρο-


ϊκού στοιχείου μόνο κατά τον άξονα z. Στη γενική όμως περίπτωση η περι-
στροφή αυτή μπορεί να λάβει χώρα ως προς οποιοδήποτε άξονα δίνοντας τις
παρακάτω δύο επιπλέον συνιστώσες της γωνιακής ταχύητας
( )
1 ∂w ∂v
ωx = − ,
2 ∂y ∂z
( )
1 ∂u ∂w
ωy = − .
2 ∂z ∂x

Οι τρεις αυτές συνιστώσες ορίζουν τη στροβιλότητα, Ω, ενός πεδίου ροής ως


το διπλάσιο αυτών και η οποία μπορεί να εκφραστεί συναρτήσει του πεδίου
ταχύτητας ως εξής
( ) ( ) ( )
∂w ∂v ∂u ∂w ∂v ∂u
Ω= − î + − ĵ + − k̂ = ∇ × U, (3.5.5)
∂y ∂z ∂z ∂x ∂x ∂y

όπου το σύμβολο × δηλώνει το εξωτερικό γινόμενο των τελεστή ∇ με το δι-


άνυσμα της ταχύτητας U. Η έννοια της στροβιλότητας είναι ιδιαίτερα σημα-
ντική σε ορισμένες κατηγορίες ρευστών όπως συνεκτικές ροές, ροές με ανακυ-
κλοφορίες κ.ά. Μας βοηθάει επίσης να διαχωρίσουμε τις ροές σε δύο μεγάλες
κατηγορίες. Σε αυτές που το διάνυσμα στροβιλότητας τους είναι παντού μη-
δέν (αστρόβιλες ροές, irrotational flows) και σε αυτές που είναι διάφορο του
μηδενός (στρόβιλες ροές, rotational flows). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν
ροές που τα ροϊκά τους στοιχεία μπορούν να μετατοπιστούν και να παραμορ-
φωθούν αλλά δε μπορούν να περιστραφούν, ενώ στη δεύτερη τα ροϊκά τους
στοιχεία εκτελούν πιο πολύπλοκες κινήσεις καθώς έχουν τη δυνατότητα να
περιστραφούν κιόλας.

3.5.3 Περιστροφή και γωνιακή παραμόρφωση


Μία σημαντική διαφορά μεταξύ στερεών και ρευστών είναι ο τρόπος με τον
οποίο μετράται η γωνιακή παραμόρφωση. Στην περίπτωση των στερεών ορίζε-
ται ως η γωνιακή μετατόπιση μίας αυθαίρετης γραμμής στο επίπεδο περιστρο-
φής ως προς ένα σημείο αναφοράς. Επειδή όμως τα ρευστά αλλάζουν σχήμα

82
3.5 Κίνηση ροϊκού στοιχείου

καθώς ρέουν, η γωνιακή παραμόρφωση ορίζεται λίγο διαφορετικά και πιο συ-
γκεκριμένα ως η μέση περιστροφή δύο γραμμών ενός ροϊκού στοιχείου οι οποίες
ήταν κάθετες μεταξύ τους κατά την έναρξη της ροής.
Στην ενότητα 1.8 του πρώτου κεφαλαίου και για την περίπτωση ροής ανάμεσα
σε δύο παράλληλες πλάκες εκ των οποίων η μία κινείται με σταθερή ταχύτητα,
είδαμε ότι η διατμητική τάση τ είναι ανάλογη της κλίσης ταχύτητας dUi /dxj ,
όπου i ̸= j. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι παραπάνω κλίσεις
ταχύτητας δεν περιγράφουν μόνο διατμητική κίνηση αλλά και περιστροφική
συγχρόνως. Αυτό γίνεται προφανές παρατηρώντας ότι
( ) ( ) ( )
∂u 1 ∂u ∂v 1 ∂u ∂v 1 ∂u ∂v
= − + + = −ωz + + , (3.5.6)
∂y 2 ∂y ∂x 2 ∂y ∂x 2 ∂y ∂x
και
( ) ( ) ( )
∂v 1 ∂v ∂u 1 ∂v ∂u 1 ∂v ∂u
= − + + = +ωz + + . (3.5.7)
∂x 2 ∂x ∂y 2 ∂x ∂y 2 ∂x ∂y

Οι εξισώσεις (3.5.6) και (3.5.7) αποτελούνται από δύο όρους στο δεξιό μέλος τους
και επομένως τέσσερις είναι οι πιθανοί συνδυασμοί ως προς τη μηδενικότητα ή
μη αυτών. Συγκεκριμένα:
1) Στην απλούστερη των περιπτώσεων,

∂u ∂v ∂u ∂v
ωz = 0 και + =0⇒ = = 0.
∂y ∂x ∂y ∂x
Σύμφωνα με το παραπάνω αποτέλεσμα στο ροϊκό στοιχείο δεν ασκούνται δια-
τμητικές δυνάμεις και επομένως το στοιχείο ούτε περιστρέφεται αλλά και ούτε
υφίστανται γωνιακή παραμόρφωση.
2) Εάν μόνο το δεύτερο μέλος των εξισώσειων (3.5.6) και (3.5.7) είναι μηδενικό,
τότε
∂u ∂v ∂u ∂v
+ =0⇒ =− .
∂y ∂x ∂y ∂x
Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός με τον οποίο περιστρέφεται η πλευρά α ισούται
με τον ρυθμό περιστροφής της πλευράς β του Σχήματος 3.11α και επομένως
το ροϊκό στοιχείο δεν υφίσταται καθόλου γωνιακή παραμόρφωση παρά μόνο
περιστροφή γύρω από τον άξονα z.
3) Εάν μόνο το πρώτο μέλος των εξισώσειων (3.5.6) και (3.5.7) είναι μηδενικό,
έχουμε ότι
∂u ∂v ∂u ∂v
− =0⇒ =
∂y ∂x ∂y ∂x

83
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

β β β

α α α

(α) Περιστροφή (β) Παραμόρφωση (γ) Συνδυασμός των δύο

Σχήμα 3.11: Περιστροφή και γωνιακή παραμόρφωση για διδιάστατο ροϊκό στοιχείο.

και οι πλευρές α και β περιστρέφονται με ίσους και αντίθετους ρυθμούς όπως


φαίνεται στο Σχήμα 3.11β. Αυτό προφανώς οδηγεί σε γωνιακή παραμόρφωση
μόνο χωρίς περιστροφή, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό σταθερή τη μία εκ των
δύο διαγωνίων του στοιχείου.
4) Τέλος, στην περίπτωση που και οι δύο όροι είναι μη μηδενικοί
∂u ∂v ∂u ∂v
− ̸= 0 και + ̸= 0.
∂y ∂x ∂y ∂x
Οι πλευρές α και β κινούνται με τυχαίο ρυθμό και το ροϊκό στοιχείο υφίσταται
τόσο περιστροφή όσο και γωνιακή παραμόρφωση την ίδια στιγμή σύμφωνα με
το Σχήμα 3.11γ.

3.6 Στροβιλότητα και κυκλοφορία


3.6.1 Στροβιλότητα
Στην προηγούμενη ενότητα και συγκεκριμένα στην εξίσωση (3.5.5) ορίσαμε την
στροβιλότητα σαν το διπλάσιο του τοπικού ρυθμού περιστροφής ενός ροϊκού
στοιχείου. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που και τα στε-
ρεά περιστρέφονται, η περιστροφή τους δεν περιγράφεται χρησιμοποιώντας
την έννοια της στροβιλότητας αλλά της γωνιακής ταχύτητας, καθώς αυτά σε
αντίθεση με τα ρευστά δεν παραμορφώνονται συνήθως κατά την περιστροφή
τους. Στο Σχήμα 3.12 παρουσιάζεται η κίνηση ενός ροϊκού στοιχείου κατά μή-
κος μίας κυκλικής γραμμής ροής. Είναι προφανές ότι η στροβιλότητα είναι
ανάλογη της γωνιακής ταχύτητας του στοιχείου ως προς έναν κύριο άξονά
του (αριστερό σχήμα) και δεν εξαρτάται από την περιστροφή του κέντρου βά-
ρους του ως προς ένα εξωτερικό σημείο αναφοράς (δεξιό σχήμα). Επειδή η

84
3.6 Στροβιλότητα και κυκλοφορία

y y

x x

Σχήμα 3.12: Περιστροφική κίνηση ροϊκού στοιχείου με στροβιλότητα (αριστερά) και χωρίς
στροβιλότητα (δεξιά).

στροβιλότητα είναι μία διανυσματική ποσότητα ως προς τις χωρικές παρα-


γώγους του πεδίου ταχύτητας, η έκφραση της θα εξαρτάται από το σύστημα
συντεταγμένων που επιλέγεται. Σε καρτεσιανές λοιπόν συντεταγμένες δίνεται
από την εξίσωση (3.5.5), ενώ σε κυλινδρικές παίρνει τη μορφή
( ) ( ) [ ]
1 ∂uz ∂uθ ∂ur ∂uz 1 ∂ (r uθ ) ∂ur
Ω= − r̂ + − θ̂ + − ẑ. (3.6.1)
r ∂r ∂z ∂z ∂r r ∂r ∂θ
Αντιγράφοντας στη συνέχεια την ανάλυση που χρησιμοποιήθηκε για τη με-
λέτη των γραμμών ροής, είναι δυνατό να ορίσουμε τις γραμμές στροβιλότητας ως
εκείνες τις καμπύλες των οποίων η εφαπτομένη είναι παντού παράλληλη στο
τοπικό διάνυσμα στροβιλότητας. Η εξίσωση (3.1.1) δέχεται τότε την αντίστοιχη
μορφή
ω × dr = 0, (3.6.2)
ή ισοδύναμα

î ĵ k̂

ωx ωy ωz = 0 ⇒ ωy ωz î − ωx ωz ĵ + ωx ωy k̂ = 0 ⇒
dy dz dx dz dx dy
dx dy dz

(ωy dz − ωz dy) î − (ωx dz − ωz dx) ĵ + (ωx dy − ωy dx) k̂ = 0,

δίνοντας την ακόλουθη εξίσωση ορισμού των γραμμών στροβιλότητας


ωx ωy ωz
= = . (3.6.3)
dx dy dz

85
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Οι γραμμές ροής και στροβιλότητας εντούτοις διακρίνονται από μία σημαντική


διαφορά για διδιάστατες ροές (έστω στο επίπεδο xy). Στην περίπτωση αυτή το
αποτέλεσμα (3.6.2) γράφεται
ω × dr = (ωx dy − ωy dx) k̂.
Επειδή όμως η ροή είναι περιορισμένη στο επίπεδο xy, ισχύει ότι ωx = ωy = 0
και επομένως οι γραμμές στροβιλότητας πρέπει οπωσδήποτε να διέρχονται από
το επίπεδο αυτό κάθετα. Καθώς όμως η διάσταση z έχει αμεληθεί, προκύπτει
ότι οι γραμμές στροβιλότητας εκφυλίζονται ουσιαστικά σε σημεία στροβιλό-
τητας, που δεν είναι τίποτα άλλο από τα σημεία τομής των τρισδιάστατων
γραμμών στροβιλότητας με το επίπεδο xy. Βλέπουμε δηλαδή ότι, σε αντίθεση
με τις γραμμές ροής, οι γραμμές στροβιλότητας έχουν φυσικό νόημα μόνο για
τρισδιάστατες ροές.
Μία επιπλέον ιδιότητα της στροβιλότητας είναι δυνατό να εξαχθεί με τη βο-
ήθεια των διανυσματικών ταυτοτήτων που παρουσιάζονται στο Παράρτημα Β,
σύμφωνα με το οποίο ο στροβιλισμος μίας διανυσματικής συνάρτησης έχει μη-
δενική απόκλιση (βλέπε λυμένα παραδείγματα), δηλαδή
∇ · (∇ × F) = 0.
Αν αντικατααστήσουμε την τυχαία διανυσματική συνάρτηση F με το πεδίο τα-
χύτητας U προκύπτει ότι
∇ · (∇ × U) = 0 ⇒ ∇ · Ω = 0. (3.6.4)
Το πεδίο στροβιλότητας επομένως (όπως και το πεδίο ταχύτητας για ασυμπίε-
στη ροή) χαρακτηρίζεται από μηδενική απόκλιση. Πεδία που ικανοποιούν τη
συνθήκη αυτή ονομάζονται σωληνοειδή (solenoidal).
Μία επιπλέον ομοιότητα των πεδίων αυτών μπορεί να εξαχθεί αν θεωρήσουμε
τη συλλογή γραμμών ροής και στροβιλότητας όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.13.
Είναι προφανές ότι από κάθε σημείο μίας κλειστής καμπύλης στο πεδίο ροής
για παράδειγμα, θα διέρχεται μία γραμμή ροής. Αν η διαπίστωση αυτή γενι-
κευτεί σε όλα τα σημεία της κλειστής καμπύλης, προκύπτει ένα άπειρο σύνολο
γραμμών που σχηματίζουν μία κλειστή επιφάνεια. Η επιφάνεια αυτή ονομά-
ζεται σωλήνας ροής (stream tube). Το δε μήκος του καθορίζεται από τις δύο
επιφάνειες ροής A1 και A2 που εν γένει είναι διαφορετικές. Ομοίως, είναι δυ-
νατό να οριστεί και ο σωλήνας στροβιλότητας (vortex tube) ως το σύνολο των
άπειρων γραμμών στροβιλότητας που διέρχονται από μία κλειστή καμπύλη στο
αντίστοιχο πεδίο. Και οι δύο σωλήνες μοιράζονται την κοινή ιδιότητα της μη
διέλευσης ροής ή στροβιλότητας διαμέσω αυτών, καθώς τόσο η μία όσο και η
άλλη είναι εξ ορισμού εφαπτόμενες στις αντίστοιχες γραμμές των πεδίων τους.

86
3.6 Στροβιλότητα και κυκλοφορία

U2 ω2

A2 A2

U1 ω1

A1 A1

Σχήμα 3.13: Σωλήνας ροής (αριστερά) και σωλήνας στροβιλότητας (δεξιά).

3.6.2 Κυκλοφορία
Μία έννοια που συνδέεται με τη στροβιλότητα είναι αυτή της κυκλοφορίας (cir-
culation). Έστω μία κλειστή καμπύλη C σε ένα πεδίο ροής όπως φαίνεται στο
Σχήμα 3.14. Αν με dℓ συμβολίσουμε ένα στοιχειώδες τμήμα της καμπύλης αυτής

C A

n dℓ Uℓ
U

Σχήμα 3.14: Κυκλοφορία κατά μήκος κλειστής καμπύλης C.

ορίζουμε την κυκλοφορία, Γ, σαν το ακόλουθο επικαμπύλιο ολοκλήρωμα


I
Γ = U · dℓ. (3.6.5)
C

Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια το γεγονός ότι το εσωτερικό γινόμενο δύο δι-


ανυσμάτων ισούται με την προβολή του ενός πάνω στο άλλο και ορίζοντας

87
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

σαν Uℓ την εφαπτομενική συνιστώσα της ταχύτητας στην καμπύλη, η εξίσωση


(3.6.5) γράφεται I
Γ= Uℓ dℓ. (3.6.6)
C
Η σχέση μεταξύ κυκλοφορίας και στροβιλότητας γίνεται προφανής με τη βο-
ήθεια του θεωρήματος του Stokes σύμφωνα με το οποίο για μία οποιαδήποτε
διανυσματική συνάρτηση, F, ισχύει
I ∫
F · dℓ = (∇ × F) · n dA.
C A

Από τις εξισώσεις (3.5.5), (3.6.5) τότε και θέτοντας F = U έχουμε τελικά ότι

Γ= Ω · n dA. (3.6.7)
A

Η κυκλοφορία επομένως γύρω από μία κλειστή καμπύλη ισούται με το ολο-


κλήρωμα της στροβιλότητας διαμέσω της επιφάνειας που ορίζεται από την κα-
μπύλη αυτή.1 Τα δύο αυτά μεγέθη αποτελούν τους βασικούς τρόπους περιγρα-
φής της περιστροφής ενός ρευστού. Ειδικότερα, η κυκλοφορία που είναι μακρο-
σκοπικό μέγεθος περιγράφει την περιστροφή μίας πεπερασμένης έκτασης του
ρευστού, σε αντίθεση με τη στροβιλότητα που είναι μικροσκοπικό μέγεθος και
μας δίνει την περιστροφή σε ένα σημείο του πεδίου ροής. Πεδία τέλος για τα
οποία ισχύει ότι Γ = 0 για κάθε κλειστή καμπύλη ονομάζονται άκυκλα.

3.7 Ροϊκή συνάρτηση


Στην ενότητα 3.5.2 αποδείχτηκε ότι ο ογκομετρικός ρυθμός διαστολής για ασυ-
μπίεστο ρευστό ισούται με το μηδέν, καθώς σύμφωνα με την εξίσωση (3.5.4) η
απόκλιση της ταχύτητάς του μηδενίζεται σε όλη την έκταση του πεδίου ροής.
Για ένα διδιάστατο πεδίο η συνθήκη της ασυμπιεστότητας γράφεται

∂u ∂v
+ = 0. (3.7.1)
∂x ∂y

1
Η κυκλοφορία μπορεί να είναι θετική ή αρνητική ανάλογα με τη σύμβαση που επιλέγεται
για κάθε περίπτωση. Επειδή όμως η επιλογή αυτή δεν υποστηρίζεται από κάποια φυσική
ερμηνεία, πολλοί συγγραφείς υιοθετούν σαν θετική την ωρολογιακή ενώ κάποιοι άλλοι την
ανθωρολογιακή. Στο βιβλίο λοιπόν αυτό δεν έγινε επιλογή όσο αφορά το πρόσημο της
κυκλοφορίας, αφήνοντας την επιλογή αυτή στον αναγνώστη.

88
3.7 Ροϊκή συνάρτηση

Ένα μειονέκτημα της εξίσωσης (3.7.1) είναι ότι για να οριστεί πλήρως η ταχύ-
τητα απαιτούνται δύο συναρτήσεις και πιο συγκεκριμένα οι συνιστώσες της u
και v. Αυτός είναι και ο λόγος για την εισαγωγή της ροϊκής συνάρτησης (stream
funtion), Ψ(x, y), σύμφωνα με τις παρακάτω εξισώσεις ορισμού

∂Ψ ∂Ψ
u= και v = − . (3.7.2)
∂y ∂x
Αντικαθιστώντας τις εξισώσεις ορισμού (3.7.2) στην (3.7.1) δίνει
( ) ( )
∂ ∂Ψ ∂ ∂Ψ ∂2Ψ ∂2Ψ
+ − = − = 0. (3.7.3)
∂x ∂y ∂y ∂x ∂x∂y ∂y∂x

Το αποτέλεσμα (3.7.3) εκφράζει το πλεονέκτημα στην υϊοθέτηση της έννοιας της


ροϊκής συνάρτησης καθώς όχι μόνο ικανοποιεί ταυτοτικά τη συνθήκη ασυμπι-
εστότητας στις δύο διαστάσεις2 αλλά αντικαθιστά επίσης τις δύο συνιστώσες
της ταχύτητας με μία.

3.7.1 Γεωμετρική ερμηνεία


Η πιο σημαντική ιδιότητα της ροϊκής συνάρτησης αποκαλύπτεται θεωρώντας
τη μεταβολή της κατά μήκος μία γραμμής ροής. Από την εξίσωση (3.1.2) γνωρί-
ζουμε ότι σε μία γραμμή ροής,
u v
= ⇒ udy − vdx = 0
dx dy
και αντικαθιστώντας τις εξισώσεις (3.7.2) προκύπτει ότι
∂Ψ ∂Ψ
dy + dx = 0. (3.7.4)
∂y ∂x
Το αποτέλεσμα (3.7.4) δεν είναι τίποτα άλλο από το ολικό διαφορικό της ροϊ-
κής συνάρτησης, dΨ, και δηλώνει ότι κατά μήκος μίας γραμμής ροής η ροϊκή
συνάρτηση παραμένει σταθερή. Ισοδύναμα, μπορούμε να πούμε ότι η ροϊκή συ-
νάρτηση αναπαριστά ροϊκές γραμμές για μία ασυμπίεστη και διδιάστατη ροή,
αφού κάθε μία σταθερή τιμή της αντιστοιχεί και σε μία διαφορετική γραμμή
ροής. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι όπως συμβαίνει σε πολλά
2
Η ροϊκή συνάρτηση ορίζεται επίσης τόσο σε συμπιεστές όσο και σε τρισδοάστατες ροές.
Οι απαιτούμενες μαθηματικές αποδείξεις όμως είναι σημαντικά πιο πολύπλοκες από τις
αντίστοιχες για ασυμπίεστη και διδάστατη ροή και για το λόγο αυτό η μελέτη συνήθως
περιορίζεται στις απλούστερες περιπτώσεις ροής.

89
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

φαινόμενα στη φύση (δυναμικό στον ηλεκτρισμό, θερμοκρασία στη μετάδοση


θερμότητας, πίεση στη ρευστοδυναμική κ.α.) η απόλυτη τιμή της ροϊκης συνάρ-
τησης δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η ποσότητα που βοηθάει στην πληρέστερη
κατανόηση σε προβλήματα της μηχανικής ρευστών είναι η μεταβολή της τιμής
της, καθώς όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια η μεταβολη αυτή σχετίζεται με
την ογκομετρική παροχή του υπό μελέτη ρευστού.

3.7.2 Φυσική ερμηνεία


Έστω διδιάστατη και ασυμπίεστη ροή στην οποία έχουν σχεδιαστεί τρεις ροϊκές
γραμμές που απέχουν διαφορική απόσταση μεταξύ τους όπως φαίνεται στο
Σχήμα 3.15. Επειδή εξ ορισμού η ροή δεν μπορεί να διασχίζει γραμμές ροής κα-

B
Ψ + dΨ
dQ̇AΒ
dQ̇BΓ
Γ
A Ψ
dQ̇AΓ
x
Ψ − dΨ

Σχήμα 3.15: Παροχή ρευστού μεταξύ ροϊκών γραμμών.

θώς η ταχύτητα είναι πάντα εφαπτόμενη σε αυτές, προκύπτει ότι όση παροχή
όγκου διέρχεται από το τμήμα AB των ροϊκών συναρτήσεων Ψ και Ψ+dΨ τόση
πρέπει να εξέρχεται από τα αντίστοιχα τμήματα AΓ και BΓ, δηλαδή

dQ̇ = dQ̇AB = dQ̇BΓ + dQ̇AΓ . (3.7.5)

Ανά μονάδα μήκους, β, κάθετα στο επίπεδο xy η εξίσωση (3.7.5) γράφεται

dQ̇
= u dy − v dx,
β
ή ισοδύναμα χρησιμποποιώντας τις εξισώσεις (3.7.2)

dQ̇ ∂Ψ ∂Ψ
= dy + dx = dΨ.
β ∂y ∂x

90
3.7 Ροϊκή συνάρτηση

Η ογκομετρική παροχή τότε υπολογίζεται με απλή ολοκλήρωση μεταξύ δύο


ροϊκών συναρτήσεων (έστω Ψ1 και Ψ2 ) δίνοντας

Q̇ = β (Ψ2 − Ψ1 ) . (3.7.6)

Οι σχετικές τιμές των συναρτήσεων Ψ1 και Ψ2 καθορίζουν τέλος και την κατεύ-
θυνση της ροής. Αν λοιπόν

Ψ2 (x,y) > Ψ1 (x,y) ⇒ Η ροή είναι θετική (από αριστερά προς δεξιά),

ενώ αν

Ψ2 (x,y) < Ψ1 (x,y) ⇒ Η ροή είναι αρνητική (από δεξιά προς αριστερά).

3.7.3 Ροϊκή συνάρτηση και εξίσωση Laplace


Έστω διδιάστατη και αστρόβιλη ροή. Από την εξίσωση (3.5.5) έχουμε τότε ότι

∂u ∂v
− = 0.
∂y ∂x
Αντικαθιστώντας στο παραπάνω αποτέλεσμα τις εξισώσεις ορισμού της ροϊκής
συνάρτησης προκύπτει
( ) ( ) ( 2 )
∂ ∂Ψ ∂ ∂Ψ ∂ ∂2
− − =0⇒ + Ψ = 0 ⇒ ∆Ψ = 0. (3.7.7)
∂y ∂y ∂x ∂x ∂y 2 ∂x2

Για αστρόβιλο επομένως πεδίο ροής, η ροϊκή συνάρτηση ικανοποιεί την εξί-
σωση Laplace. Ο τελεστής ∆ ≡ ∇2 ονομάζεται τελεστής Laplace (Laplacian
operator) και σε καρτεσιανές συντεταγμένες παίρνει τη μορφή

∂2 ∂2 ∂2
∆ ≡ ∇2 = + + .
∂x2 ∂y 2 ∂z 2
Αυτό σημαίνει ότι για να υπολογίσουμε τα κινηματικά χαρακτηριστικά του
πεδίου το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να λύσουμε την εξίσωση (3.7.7)
με τις κατάλληλες οριακές και αρχικές συνθήκες.
Μία τελευταία και σημαντική ιδιότητα της ροϊκής συνάρτησης γίνεται προ-
φανής θεωρώντας την κλίση της

∂Ψ ∂Ψ
∇Ψ = î + ĵ = −v î + uĵ. (3.7.8)
∂x ∂y

91
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Με απλή επισκόπηση της εξίσωσης (3.7.8) προκύπτει αφενός ότι η κλίση ∇Ψ εί-
ναι κάθετη στο διάνυσμα της ταχύτητας δίνοντας μηδενικό εσωτερικό γινόμενο

∇Ψ · U = (−v,u) · (u,v) = −vu + uv = 0


και αφετέρου ότι το μέτρο της |∇Ψ| ισούται με το μέτρο της ταχύτητας αφού
√ √
|∇Ψ| = (−v)2 + u2 = u2 + v 2 = |U|.

3.7.4 Κυλινδρικές συντεταγμένες


Η συνθήκη ασυμπιεστότητας (3.7.1) σε κυλινδρικές συντεταγμένες για διδιά-
στατη και ασυμπίεστη ροή γράφεται3

1 ∂ (rur ) ∂uθ
+ = 0.
r ∂r ∂θ
Οι συνιστώσες της ταχύτητας ur και uθ συνδέονται με την αντίστοιχη ροϊκή
συνάρτηση Ψ(r, θ) σύμφωνα με τις παρακάτω σχέσεις

1 ∂Ψ ∂Ψ
ur = και uθ = − , (3.7.9)
r ∂θ ∂r
καθώς με απλή αντικατάσταση προκύπτει ότι
( ) ( )
1 ∂ (rur ) ∂uθ 1 ∂Ψ ∂ 1 ∂Ψ ∂ ∂Ψ
+ = 2 + + − =
r ∂r ∂θ r ∂θ ∂r r ∂θ ∂θ ∂r
1 ∂Ψ 1 ∂Ψ 1 ∂ 2 Ψ 1 ∂2Ψ
− + − = 0.
r2 ∂θ r2 ∂θ r ∂r ∂θ r ∂θ ∂r

3.8 Δυναμικό ταχύτητας


Έστω αστρόβιλη ροή όπως αυτή περιγράφεται από την εξίσωση ∇ × U = 0.
Μία άμεση συνέπεια της σχέσης αυτής είναι ότι κάθε πεδίο ταχύτητας U που
περιγράφει αστρόβιλη ροή μπορεί να εκφραστεί συναρτήσει μίας συνεχούς και
δύο φορές διαφορίσιμης βαθμωτής συνάρτησης Φ σύμφωνα με

U = ∇Φ, (3.8.1)
3
βλέπε ενότητα 4.1.2 στην οποία παρουσιάζεται η απόδειξη της εξίσωσης συνέχειας για τρισ-
διάστατη ροή σε κυλινδρικές συντεταγμένες.

92
3.9 Ροϊκή συνάρτηση και δυναμικό ταχύτητας

αφού κάθε τέτοια συνάρτηση, f , ικανοποιεί την σχέση ∇ × ∇f = 0 ταυτοτικά


(βλέπε λυμένα παραδείγματα). Η συνάρτηση Φ ονομάζεται δυναμικό ταχύτητας
(velocity potential) και σε μορφή συνιστωσών ισχύει ότι
∂Φ ∂Φ ∂Φ
u= , v= και w = . (3.8.2)
∂x ∂y ∂z
Αν επίσης η ροή είναι ασυμπίεστη (δηλαδή ∇·U = 0), το δυναμικό ταχύτητας
ικανοποιεί την εξίσωση
∇ · ∇Φ = 0 ⇒ ∇2 Φ = 0 ⇒ ∆Φ = 0, (3.8.3)
που δεν είναι τίποτα άλλο από την εξίσωση Laplace. Μία ροή που ικανοποιεί
την εξίσωση Laplace ονομάζεται δυναμική ροή (potential flow) και μερικά από
τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα δυναμικών ροών παρουσιάζονται στην
ενότητα 3.11. Η εξίσωση (3.8.3) είναι μία γραμμική διαφορική εξίσωση δεύτερης
τάξης με σταθερούς συντελεστές. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα μίας
γραμμικής διαφορικής εξίσωσης είναι ότι ικανοποιεί την αρχή της υπέρθεσης
των λύσεων. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή αυτή, αν Φ1 και Φ2 αποτελούν λύσεις
της (3.8.3) τότε κάθε γραμμικός συνδυασμός c1 Φ1 + c2 Φ2 όπου c1 , c2 αυθαίρε-
τες σταθερές θα ικανοποιεί επίσης την (3.8.3). Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό
να κατασκευαστούν πολύπλοκες λύσεις με τη βοήθεια κατάλληλων γραμμικών
συνδυασμών απλούστερων λύσεων.
Σε κυλινδρικές συντεταγμένες τέλος, η εξίσωση (3.8.1) γράφεται
∂Φ 1 ∂Φ ∂Φ
U = ∇Φ = r̂ + θ̂ + ẑ
∂r r ∂θ ∂z
δίνοντας τις ακόλουθες σχέσεις μεταξύ των συνιστωσών της ταχύτητας και του
αντίστοιχου δυναμικού
∂Φ 1 ∂Φ ∂Φ
ur = , uθ = και uz = . (3.8.4)
∂r r ∂θ ∂z

3.9 Ροϊκή συνάρτηση και δυναμικό ταχύτητας


Παρατηρώντας τις εξισώσεις ορισμού για τη ροϊκή συνάρτηση και το δυναμικό
ταχύτητας γίνεται προφανές ότι τα μεγέθη αυτά πρέπει με κάποιο τρόπο να συν-
δέονται. Η υποψία αυτή ενισχύεται για διδιάστατη, ασυμπίεστη και αστρόβιλη
ροή καθώς σύμφωνα με τα αποτελέσματα (3.7.7) και (3.8.3) και τα δύο αυτά
μεγέθη ικανοποιούν την εξίσωση Laplace,
∆Ψ = 0 και ∆Φ = 0.

93
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Η συσχέτιση αυτή μπορεί να γίνει προφανής αν θεωρήσουμε τα ολικά διαφο-


ρικά τους ως εξής
∂Ψ ∂Ψ
dΨ = dy + dx,
∂y ∂x
∂Φ ∂Φ
dΦ = dy + dx.
∂y ∂x
Χρησιμοποιώντας ότι κατά μήκος μίας γραμμής ροής η ροϊκή συνάρτηση δεν
μεταβάλλεται, ορίζουμε αντίστοιχα εκείνη την καμπύλη πάνω στην οποία το δυ-
ναμικό ταχύτητας παραμένει σταθερό. Η καμπύλη αυτή ονομάζεται ισοδυναμική
γραμμή (equipotential line) και έχει την ιδιότητα ότι η κατεύθυνση της ροής εί-
ναι κάθετη σε κάθε σημείο της. Η καθετότητα αυτή μεταξύ των ισοδυναμικών
γραμμών και των γραμμών ροής (ή ισοδύναμα των ροϊκών συναρτήσεων) απο-
δεικνύεται θεωρώντας τις ευθείες για τις οποίες dΨ = dΦ = 0. Οι κλίσεις τότε
των ευθειών σταθερού Ψ και Φ ισούται αντίστοιχα με

∂Ψ ∂Φ

dy v dy u
= − ∂x = , = − ∂x = − .
dx Ψ = σταθερό ∂Ψ u dx Φ = σταθερό ∂Φ v
∂y ∂y

Επειδή το γινόμενο των κλίσεων



dy dy v ( u)
· = · − = −1,
dx Ψ = σταθερό dx Φ = σταθερό u v

προκύπτει ότι οι ευθείες αυτές είναι κάθετες μεταξύ τους. Στο ίδιο αποτέλεσμα
θα καταλήγαμε αν θεωρούσαμε τις το εσωτερικό γινόμενο ∇Ψ · ∇Φ καθώς
( ) ( )
∂Ψ ∂Ψ ∂Φ ∂Φ
∇Ψ · ∇Φ = î + ĵ · î + ĵ = −vu + uv = 0.
∂x ∂y ∂x ∂y
Οι καμπύλες δηλαδή που περιγράφονται από τις ποσότητες ∇Ψ και ∇Φ (και
κατ’ επέκταση από αυτές σταθερού Ψ και Φ) είναι κάθετες μεταξύ τους σε όλα
τα σημεία του πεδίου ροής.
Η γραφική απεικόνιση που προκύπτει από τη σχεδίαση ροϊκών και ισοδυνα-
μικών γραμμών ονομάζεται δίκτυο ροής (flow net). Το δίκτυο ροής είναι πολύ
χρήσιμο στην οπτικοποίηση ροϊκών χαρακτηριστικών όπως τον υπολογισμό
ταχυτήτων, αφού αυτές εξαρτώνται αντιστρόφως ανάλογα με την απόσταση με-
ταξύ των ροϊκών γραμμών. Επομένως, περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση ροϊκών
γραμμών (μικρή απόσταση μεταξύ τους) αντιστοιχεί σε μεγάλες ταχύτητες και

94
3.10 Μιγαδική απεικόνιση δυναμικών ροών

αντίστροφα. Στο Σχήμα 3.16 για παράδειγμα, μία ομοιόμορφη ροή απεικονίζε-
ται με ροϊκές γραμμές που ισαπέχουν μεταξύ τους. Αντιθέτως, σε μία αποκλί-
νουσα ροή, οι ροϊκές γραμμές αποκλίνουν κατά τη διεύθυνση της ροής, ελατ-
τώνοντας δηλαδή τη συγκέντρωση τους και κατά συνέπεια και την ταχύτητα
του ρευστού.

y Φ1 Φ2 Φ3 y
Ψ3
U Ψ3
U
U Ψ2 U Ψ2
U
U Ψ1
Ψ1
x x

Σχήμα 3.16: Ομοιόμορφη (αριστερά) και αποκλίνουσα (δεξιά) ροή.

3.10 Μιγαδική απεικόνιση δυναμικών ροών


Έστω συνεχής και παραγωγίσιμη μιγαδική συνάρτηση, F (z), σύμφωνα με την
εξίσωση
F (z) = ϕ(x, y) + i ψ(x, y),

όπου z = x + iy και i η φανταστική μονάδα που ορίζεται σαν i = −1. Ορί-
ζουμε τότε την παράγωγο μίας μιγαδικής συνάρτησης όπως ακριβώς την ορί-
ζουμε για μία πραγματική συνάρτηση, δηλαδή
dF F (z + δz) − F (z)
= lim
dz δz→0 δz
με την επιπλέον προϋπόθεση ότι η παράγωγος αυτή δεν εξαρτάται από την
κατεύθυνση με την οποία προσεγγίζουμε τη μεταβλητή z. Κατά τον άξονα των
x τότε, δz = δx, δίνοντας

dF ϕ(x + δx, y) + i ψ(x + δx, y) − ϕ(x, y) − i ψ(x, y)
= lim
dz δx→0 δx→0 δx
ϕ(x + δx, y) − ϕ(x, y) ψ(x + δx, y) − ψ(x, y)
= lim + i lim
δx→0 δx δx→0 δy
∂ϕ ∂ψ
= +i .
∂x ∂x

95
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Ομοίως, κατά τον άξονα των y,



dF ϕ(x, y + δy) + i ψ(x, y + δy) − ϕ(x, y) − i ψ(x, y)
= lim
dz i δy→0 δy→0 i δy
∂ϕ ∂ψ
= −i + .
∂y ∂y
Επειδή όμως εξ’ ορισμού ισχύει ότι

dF dF
= ,
dz δx→0 dz i δy→0

εξισώνοντας τα πραγματικά με τα φανταστικά μέρη βρίσκουμε τις ακόλουθες


εξισώσεις, γνωστές και ως εξισώσεις Cauchy-Riemann4
∂ϕ ∂ψ ∂ϕ ∂ψ
= και =− . (3.10.1)
∂x ∂y ∂y ∂x
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει με τη βοήθεια των εξισώσεων
(3.7.2) και (3.8.2) ότι το δυναμικό ταχύτητας, Φ, και η ροϊκή συνάρτηση, Ψ, συν-
δέονται σύμφωνα με τις σχέσεις (3.10.1), δηλαδή
∂Φ ∂Ψ ∂Φ ∂Ψ
= και =− .
∂x ∂y ∂y ∂x
Είναι δυνατόν τότε να γράψουμε τη συνάρτηση F (z) ισοδύναμα ως

F (z) = Φ(x, y) + i Ψ(x, y). (3.10.2)

Η F (z) ονομάζεται μιγαδικό δυναμικό (complex potential) με το πραγματικό,


Re(F (z)), και το φανταστικό, Im(F (z)), μέρος της να ισούται με το δυναμικό
ταχύτητας και τη ροϊκή συνάρτηση αντίστοιχα. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί
στην εύρεση λύσεων διδιάστατων δυναμικών ροών με έναν ιδιαίτερο απλοϊκό
τρόπο, χωρίς να απαιτείται η λύση διαφορικών εξισώσεων. Το μειονέκτημα
βέβαια της προσέγγισης αυτής είναι ότι η διαδικασία είναι ουσιαστικά αντί-
στροφη, καθώς πρώτα λύνεται το υπό μελέτη μαθηματικό πρόβλημα και εκ των
υστέρων μελετάται το αντίστοιχο φυσικό πρόβλημα.
4
Ο Augustin-Louis Cauchy, 1789-1857, ήταν Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και μηχανικός. Εί-
ναι ευρέως γνωστός για τη συνεισφορά του στη μιγαδική ανάλυση, την οπτική και τη μη-
χανική του συνεχούς μέσου. Ο Bernhard Riemann, 1826-1866, ήταν Γερμανός μαθηματικός
με τεράστια συνεισφορά στην Ανάλυση, τη θεωρία αριθμών και τη διαφορική γεωμετρία.
Θεωρείτε ένα από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.

96
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών

Κατ’ αντιστοιχία με το μιγαδικό δυναμικό ορίζουμε και τη μιγαδική ταχύτητα


(complex velocity), W (z), σύμφωνα με την ακόλουθη σχέση

dF (z) ∂ϕ ∂ψ
W (z) = = +i = u − i v. (3.10.3)
dz ∂x ∂x
Μία σημαντική ιδιότητα της μιγαδικής ταχύτητας είναι ότι το τετράγωνο του
μέτρου της ισούται με το τετράγωνο του μέτρου της ταχύτητας ροής καθώς,

W (z) · W (z) = (u − i v) · (u + i v) = u2 + v 2 ,

όπου W (z) o συζυγής μιγαδικός αριθμός του W (z). Χρησιμοποιώντας τέλος


κυλινδρικές συντεταγμένες, η εξίσωση (3.10.3) μπορεί ισοδύναμα να γραφτεί
συναρτήσει των αντίστοιχων συνιστωσών της ταχύτητας, ur και uθ , και του
βασικού ορίσματός του, θ, ως εξής

W (z) = (ur − i uθ ) e−i θ .

3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών


3.11.1 Ομοιόμορφη ροή
Η ομοιόμορφη ροή του Σχήματος 3.16 αποτελεί την απλούστερη επίπεδη ροή,
με το διάνυσμα της ταχύτητας να παραμένει παντού σταθερό και τις ροϊκές
γραμμές να είναι ευθείες παράλληλες μεταξύ τους. Υποθέτοντας ότι U = (u,0),
το δυναμικό ταχύτητας, Φ(x, y) γράφεται

∂Φ(x, y)
= 0 ⇒ Φ(x, y) = Φ(x),
∂y
∂Φ(x, y)
= u ⇒ Φ(x) = u x + c1 ,
∂x
όπου c1 η σταθερά ολοκλήρωσης η οποία χωρίς βλάβη της γενικότητας μπορεί
να τεθεί ίση με μηδέν. Οι ισοδυναμικές γραμμές, Φi , επομένως αντιστοιχούν σε
ευθείες κάθετες στον άξονα των x στις θέσεις xi = Φi /u. Ομοίως για την ροϊκή
συνάρτηση,
∂Ψ(x, y)
= 0 ⇒ Ψ(x, y) = Ψ(y),
∂x
∂Ψ(x, y)
= u ⇒ Ψ(y) = u y + c2 = u y,
∂y

97
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

δίνοντας γραμμές ροής (δηλαδή γραμμές σταθερού Ψi ) ευθείες κάθετες στον


άξονα των y στις θέσεις yi = Ψi /u.
Στη γενική περίπτωση που το διάνυσμα της ταχύτητας σχηματίζει γωνία,
έστω α με τον άξονα x όπως στο Σχήμα 3.17,

∂Ψ ∂Ψ
u = U cos α = , v = U sin α = − .
∂y ∂x
Ολοκληρώνοντας προκύπτουν οι ακόλουθες δύο λύσεις για την ροϊκή συνάρ-
τηση,
Ψ = U cos α y + f (x) και Ψ = −U sin α x + g(y)
όπου f (x), g(y) οι συναρτήσεις ολοκλήρωσης. Θεωρώντας στη συνέχεια ότι
Ψ(0, 0) = 0, προκύπτει f (x) = g(y) = 0 και τότε

Ψ = U cos α y και Ψ = −U sin α x. (3.11.1)

Επειδή τα αποτελέσματα (3.11.1) ικανοποιούν την εξίσωση Laplace, η ζητού-

Φ3
Φ2
Φ1
y Ψ3
Ψ2
U
Ψ1
U
α
U
x

Σχήμα 3.17: Ομοιόμορφη ροή υπό γωνία.

μενη ροϊκή συνάρτηση θα δίνεται από έναν γραμμικό συνδυασμό αυτών. Ο


απλούστερος γραμμικός συνδυασμός προκύπτει από το άθροισμα τους, δίνο-
ντας τελικά
Ψ = U cos α y − U sin α x.
Οι γραμμές ροής επομένως είναι ευθείες που περιγράφονται από την εξίσωση

Ψ
y = tan α x + ,
U cos α

98
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών

σχηματίζοντας κλίση ίση με tan α ως προς των άξονα x. Ακολουθώντας τέλος


ανάλογο συλλογισμό, αποδεικνύεται (βλέπε λυμένα παραδείγματα) ότι το δυ-
ναμικό ταχύτητας δίνεται από την εξίσωση
Φ = U cos α x + U sin α y.

3.11.2 Πηγή ή καταβόθρα


Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ροές που είτε εκρέουν ομοιόμορφα από ένα ση-
μείο που ονομάζεται πηγή (source), είτε οδηγούνται προς ένα σημείο που ονο-
μάζεται καταβόθρα (sink). Έστω για παράδειγμα η ροή του Σχήματος 3.18. Θεω-
ρώντας ότι το ρευστό ρέει ακτινικά και ομοιόμορφα από την αρχή των αξόνων
διαμέσω ενός καναλιού κάθετο στο επίπεδο xy έχουμε,
m
2πr ur = m ⇒ ur = ,
2πr
όπου m η παροχή όγκου του ρευστού ανά μονάδα μήκους του καναλιού. Το
μέγεθος m ονομάζεται δυναμικότητα (strength) της πηγής ή καταβόθρας και
το πρόσημό του καθορίζει το είδος της ροής, καθώς θετική ή αρνητική τιμή
αντιστοιχεί σε πηγή ή καταβόθρα αντίστοιχα. Ο υπολογισμός των ροϊκών και
y
Ψ1
r

ur θ x

Φ1
Φ2
Ψ2

Σχήμα 3.18: Ροή από πηγή.

ισοδυναμικών γραμμών γίνεται με τη βοήθεια των εξισώσεων (3.7.9) και (3.8.4)


δίνοντας
∂Ψ(r, θ)
= 0 ⇒ Ψ(r, θ) = Ψ(θ),
∂r
∂Ψ(r, θ) m m
= ⇒ Ψ(θ) = θ.
∂θ 2π 2π

99
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

και
∂Φ(r, θ)
= 0 ⇒ Φ(r, θ) = Φ(r),
∂θ
∂Φ(r, θ) m m
= ⇒ Φ(θ) = ln r.
∂r 2πr 2π
Βλέπουμε επομένως ότι οι ροϊκές γραμμές περιγράφονται από ακτινικές γραμ-
μές, ενώ οι αντίστοιχες ισοδυναμικές από ομόκεντρους κύκλους ως προς την
αρχή των αξόνων.
Σημειώνεται τέλος ότι στην αρχή των αξόνων όπου r = 0 το δυναμικό ταχύ-
τητας απειρίζεται, καθιστώντας μία τέτοια ροή μη ρεαλιστική. Παρόλα αυτά
μπορεί να υιοθετηθεί, σε συνδυασμό με άλλες στοιχειώδεις δυναμικές ροές, για
την προσεγγιστική μελέτη πραγματικών ροών.

3.11.3 Ζεύγος πηγής και καταβόθρας


Έστω ζεύγος πηγής και καταβόθρας στον άξονα x και σε απόσταση −α και α
αντίστοιχα όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.19. Το συνολικό δυναμικό ταχύτητας,
Φ, για το ζέυγος ισούται με
[ ]
m m (x + α)2 + y 2
Φ = Φ + + Φ− = (ln r+ − ln r− ) = ln , (3.11.2)
2π 4π (x − α)2 + y 2

όπου r± = (x ± α)2 + y 2 . Επίσης, η συνολική ροϊκή συνάρτηση, Ψ, γράφε-
ται
m
Ψ = Ψ + + Ψ− = (θ+ − θ− ) . (3.11.3)

Κάθε σημείο A επομένως θα ανήκει σε μία γραμμή ροής αν και μόνο αν η δια-
φορά θ+ − θ− παραμένει σταθερή. Μία ισοδύναμη έκφραση για τη διαφορά
αυτή μπορεί να υπολογιστεί με χρήση της γνωστής τριγωνομετρικής σχέσης

tan θ+ − tan θ−
tan (θ+ − θ− ) = ,
1 + tan θ+ · tan θ−

όπου
y y
tan θ+ = και tan θ− = .
x+α x−α
Αντικαθιστώντας,
2αy
tan (θ+ − θ− ) = − , (3.11.4)
x2 + y 2 − α 2

100
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών

y
A(x,y)

r+ r r−

θ+ θ θ−
x
m+ m−
α α

Σχήμα 3.19: Ζεύγος πηγής και καταβόθρας.

και συνδυάζοντας τις εξισώσεις (3.11.3) και (3.11.4) προκύπτει ότι


( )
m −1 2αy
Ψ = − tan .
2π x2 + y 2 − α 2

Ορίζοντας
( στη συνέχεια
) το μέγεθος n = cot (−2πΨ/m) και λαμβάνοντας υπόψη
ότι cot tan−1 x = 1/x, το παραπάνω αποτέλεσμα παίρνει τη μορφή,
( )
x2 + (y − α n)2 = α2 1 + n2 . (3.11.5)

Σύμφωνα επομένως με την εξίσωση (3.11.5) οι γραμμές ροής για το ζεύγος πηγής-
καταβόθρας
√ είναι εφαπτόμενοι κύκλοι με κέντρο το σημείο (0, αn) και ακτίνα
ίση με α 1 + n2 .
Στην οριακή περίπτωση που η μεταξύ τους απόσταση 2α τείνει στο μηδέν, δη-
λαδή όταν η πηγή και η καταβόθρα πλησιάζουν απειροστά κοντά μεταξύ τους,
ενώ ταυτόχρονα η δυναμικότητα m αυξάνεται με τέτοιο τρόπο ώστε το γινόμενο
mα να παραμένει σταθερό, σχηματίζεται το λεγόμενο δίπολο (dipole ή doublet).
Στην περίπτωση αυτή η έκφραση για τη ροϊκή συνάρτηση απλοποιείται ως
εξής,
mα y
Ψ (α → 0) = − .
π x2 + y 2
Οι αντίστοιχες τότε ροϊκές γραμμές θα είναι ξανά κύκλοι εφαπτόμενοι στον
άξονα x όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.20. Η ποσότητα τέλος K = m α/π ονομά-
ζεται ένταση του διπόλου δίνοντας σε πολικές συντεταγμένες ότι

K sin θ
Ψ=− .
r

101
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Σχήμα 3.20: Ροϊκές γραμμές διπόλου.

Το δε αντίστοιχο δυναμικό ταχύτητας για την περίπτωση διπόλου δίνεται από


τη σχέση
K cos θ
Φ= .
r

3.11.4 Ελεύθερη δίνη


Ας υποθέσουμε τη ροή πηγής ή καταβόθρας στην οποία έχουν αντιστραφεί οι
ροϊκές και ισοδυναμικές γραμμές όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.21. Ακολουθώντας
ανάλογη αντιστοίχηση για τις εκφράσεις τους προκύπτει ότι

C C
Ψ=− ln r και Φ = θ,
2π 2π
όπου C μία σταθερά. Προφανώς σε μία τέτοια ροή η ακτινική συνιστώσα της
ταχύτητας θα είναι ίση με το μηδέν, με την αντίστοιχη εφαπτομενική να δίνεται
από την έκφραση,

∂Ψ 1 ∂Φ C
uθ = − = ⇒ uθ = .
∂r r ∂θ 2πr
Για να υπολογιστεί η τιμή της σταθεράς C αρκεί να υπολογίσουμε την κυκλο-
φορία του πεδίου γύρω από μία κλειστή κυκλική διαδρομή ως προς την αρχή

102
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών

y

Φ1
r

θ x

Ψ1
Ψ2
Φ2

Σχήμα 3.21: Ελεύθερη δίνη.

των αξόνων,
I ∫ 2π ∫ 2π
C
Γ= U · dℓ = uθ dℓ = r dθ = C. (3.11.6)
C 0 0 2πr
Βρήκαμε επομένως ότι η σταθερά ισούται με την κυκλοφορία του πεδίου ως
προς την κλειστή καμπύλη που επιλέχθηκε. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω
αποτελέσματα,
Γ Γ Γ
ur = 0, uθ = , Ψ = − ln r και Φ = θ. (3.11.7)
2πr 2π 2π
Η δυναμική ροή που περιγράφεται από τις εξισώσεις (3.11.7) ονομάζεται ελεύ-
θερη δίνη (free vortex).
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι για τη δυναμική ροή της
ελεύθερης δίνης που είναι εξ΄ορισμού αστρόβιλη, η κυκλοφορία που υπολο-
γίστηκε βρέθηκε μη μηδενική. Το αντιφατικό αυτο αποτέλεσμα ενισχύεται με
χρήση της εξίσωσης (3.8.1) δίνοντας
I I
Γ = ∇Φ · dℓ = dΦ = 0 (3.11.8)
C C

κατά μήκος μίας αυθαίρετης κλειστής καμπύλης. Η φαινομενική αυτή αντίφαση,


όπως διατυπώνεται από τα αποτελέσματα (3.11.6) και (3.11.8), είναι δυνατό να
εξηγηθεί με μία προσεκτικότερη ματιά στην επιλογή των διαδρομών για τον
υπολογισμό των ολοκληρωμάτων. Κάθε λοιπόν καμπύλη που εσωκλείει την

103
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

αρχή των αξόνων, περιέχει ένα ιδιόμορφο σημείο άπειρης εφαπτομενικής ταχύ-
τητας αφού uθ → ∞ για r → 0. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε απειρισμό της
στροβιλότητας στο σημείο αυτό, δίνοντας μία πεπερασμένη και μη μηδενική
συνεισφορά στον υπολογισμό της κυκλοφορίας. Προφανώς, η κυκλοφορία για
οποιαδήποτε άλλη κλειστή καμπύλη που δεν εσωκλείει την αρχή των αξόνων
θα είναι πάντα ίση με το μηδέν.

3.11.5 Ελλειψοειδές Rankine


Στην περίπτωση αυτή θεωρούμε την ομοιόμορφη ροή του Σχήματος 3.16 μέσα
στην οποία υπάρχει σε ηρεμία ένα ζεύγος πηγής - καταβόθρας όπως φαίνεται
στο Σχήμα 3.19. Από την αρχή της υπέρθεσης, μπορούμε τότε να γράψουμε ότι
το μιγαδικό δυναμικό του συνολικού συστήματος ισούται με το άθροισμα των
αντίστοιχων δυναμικών των επί μέρους ροών δίνοντας

F (z) = Foµoιoµ. (z) + Fπηγη−κατ αβ. (z) ⇒


Φ + i Ψ = (Φoµoιoµ. + Φπηγη−κατ αβ. ) + i (Ψoµoιoµ. + Ψπηγη−κατ αβ. ) .

Συλλέγοντας τα αποτελέσματα των ενοτήτων 3.11.1 και 3.11.3 μπορούμε να γρά-


ψουμε ότι [ ]
m (x + α)2 + y 2
Φ = U∞ x + ln (3.11.9)
4π (x − α)2 + y 2
και ( )
m 2αy
Ψ = U∞ y − tan−1 , (3.11.10)
2π x + y 2 − α2
2

όπου U∞ η παράλληλη ως προς τον άξονα των x ταχύτητα της ομοιόμορφης


ροής. Παραγωγίζοντας στη συνέχεια το δυναμικό ταχύτητας μπορούμε να υπο-
λογίσουμε το πεδίο ταχύτητας, (u, v), για τη συγκεκριμένη δυναμική ροή. Βρί-
σκουμε τότε (βλέπε λυμένα παραδείγματα) ότι,
[ ]
∂Φ m x+α x−α
u= = U∞ + − ,
∂x 2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2
[ ] (3.11.11)
∂Φ my 1 1
v= = − .
∂y 2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2

Οι δε ροϊκές γραμμές του πεδίου λαμβάνονται όπως είναι γνωστό θέτοντας


στην εξίσωση (3.11.10) τη συνθήκη Ψ = σταθερό. Από όλες τις πιθανές ροικές
γραμμές που προκύπτουν, αυτή που αντιστοιχεί στην τιμή Ψ = 0 έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον καθώς σχηματίζει μία κλειστή καμπύλη σχηματίζοντας ουσιαστικά

104
3.11 Παραδείγματα δυναμικών ροών

ένα ”σώμα” γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η ροή. Σχήματα τέτοιας μορφής
ονομάζονται ελλειψοειδή Rankine (Rankine ovals) όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.22.

y
U∞

α α h
A B
x
m+ m−
h

ℓ ℓ

Σχήμα 3.22: Ελλειψοειδές Rankine. Η γραμμή ροής που αντιστοιχεί στη μηδενική τιμή της ρο-
ϊκής συνάρτησης σχηματίζει μία έλλειψη με μικρό ημιάξονα ίσο με h και μεγάλο
ημιάξονα ίσο με ℓ. Εκατέρωθεν και συμμετρικά του άξονα y δημιουργούνται δύο
σημεία ανακοπής A και B.

Το μήκος του μικρού ημιάξονα, h, υπολογίζεται από την εξίσωση (3.11.10) για
Ψ = 0, x = 0 και y = h. Έχουμε τότε ότι5
( ) ( )
m −1 2αh 2πU∞ h −1 2αh
0 = U∞ h − tan ⇒ = tan
2π h2 − α2 m h2 − α2
( ) ( )
h2 − α 2 2πU∞ h 2πU∞ h
⇒ = cot ⇒ h2 − α2 = 2αh cot .
2αh m m
Αντίστοιχα, το μήκος του μεγάλου άξονα, ℓ, υπολογίζεται με θεωρώντας Ψ = 0,
x = ℓ και y → 0. Στην περίπτωση αυτή,
( ) ( )
−1 2αy −1 2αy 2αy
tan ≈ tan ≈ 2
ℓ +y −α
2 2 2 ℓ −α
2 2 ℓ − α2
και η εξίσωση (3.11.10) για θετικές τιμές της παραμέτου ℓ παίρνει τη μορφή

m 2αy m
0 = U∞ y − ⇒ℓ=α 1+ .
2π ℓ − α
2 2 απU∞
Το μήκος του μεγάλου ημιάξονα τέλος ορίζει και τις θέσεις των δύο σημειών
ανακοπής A και B καθώς αυτά ορίζονται από τις συντεταγμένες (−ℓ,0) και
(ℓ,0) αντίστοιχα.
5 1 1
Χρησιμοποιώντας τη τριγωνομετρική ταυτότητα: cot (tan−1 (x)) = = .
tan (tan−1 (x)) x

105
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

3.12 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds


3.12.1 Κλειστό σύστημα και όγκος ελέγχου
Στη μηχανική των ρευστών γίνεται χρήση των θεμελιωδών φυσικών νόμων (για
παράδειγμα οι εξισώσεις διατήρησης μάζας και ενέργειας, οι εξισώσεις του
Newton και της Θερμοδυναμικής) για τη μελέτη της συμπεριφοράς των ρευ-
στών. Η μελέτη αυτή αντιστοιχεί σε μία περιορισμένη περιοχή του χώρου την
οποία καταλαμβάνει μερικώς ή ολικώς το ρευστό και αποτελεί το σύστημα. Ο
υπόλοιπος χώρος που δεν ανήκει στο σύστημα ονομάζεται περιβάλλον και οι
δύο αυτές οντότητες (σύστημα και περιβάλλον) χωρίζονται από μία επιφάνεια
που ονομάζεται διεπιφάνεια. Ανάλογα με το αν μας ενδιαφέρει η μελέτη μίας συ-
γκεκριμένης ποσότητας ύλης ή μίας συγκεκριμένης περιοχής του χώρου, χρη-
σιμοποιούμε τις έννοιες του κλειστού ή ανοιχτού συστήματος αντίστοιχα.
Το κλειστό σύστημα επομένως είναι μία συλλογή ύλης καθορισμένης σύστα-
σης που μπορεί έχει οποιαδήποτε δυναμική συμπεριφορά, αλλά διατηρεί τη
σύστασή της σταθερή καθώς τα δομικά στοιχεία που την αποτελούν δεν με-
ταβάλλονται με το χρόνο. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν σε ένα κλειστό σύστημα
να προστεθεί ή να αφαιρεθεί ύλη διαμέσω των ορίων του. Ένα τέτοιο σύστημα
μπορεί να έχει οποιοδήποτε μέγεθος ή σχήμα, να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον
μέσω μετάδοσης θερμότητας ή άσκησης πίεσης για παράδειγμα, αλλά περιέχει
πάντα την ίδια ποσότητα ύλης. Αντιθέτως, ένα ανοιχτό σύστημα (γνωστό και ως
όγκος ελέγχου, OE ) είναι μία γεωμετρική οντότητα, η οποία δεν εξαρτάται από
την ποσότητα της ύλης που αλληλεπιδρά με αυτόν και μέσω του οποίου είναι
δυνατόν να διέρχεται ροή. Ο όγκος ελέγχου μπορεί να είναι σταθερός (δεξα-
μενή), να κινείται (αεροπλάνο ή πλοίο), αλλά και να παραμορφώνεται (μηχανή
εσωτερικής καύσης). Η δε επιφάνεια που ορίζει τον όγκο ελέγχου ονομάζεται
επιφάνεια ελέγχου (EE ), όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.23.
Η διαφορά των δύο αυτών ισοδύναμων αλλά διαφορετικών προσεγγίσεων
γίνεται αντιληπτή αν θεωρήσουμε το παράδειγμα μίας συσκευασίας ψεκασμού
(σπρέι). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ψεκασμού μπορούμε να περιγρά-
ψουμε το φαινόμενο θεωρώντας το κλειστό σύστημα του δοχείου μαζί με το απο-
βαλλώμενο και συνεχώς διογκώμενο υλικό. Στην περίπτωση αυτή η συνολική
μάζα του συστήματος παραμένει σταθερή, όπως έχει οριστεί παραπάνω για
κλειστά συστήματα, αλλά ο όγκος του αυξάνεται μονότονα λόγω της αύξησης
της μάζας του περιεχομένου και της αντίστοιχης διάχυσής του στο χώρο. Η
προσέγγιση του όγκου ελέγχου αντιθέτως δεν εστιάζει καθόλου στην ποσότητα
που έχει εγκαταλείψει την συσκευασία παρά μόνο στα γεωμετρικά όρια αυτής.
Η μάζα επομένως του όγκου ελέγχου θα μειώνεται συνεχώς λόγω του ψεκασμού

106
3.12 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds

Uϵισ
Επιφάνεια ελέγχου
Όγκος ελέγχου

Uϵξ

Σχήμα 3.23: Επιφάνεια και όγκος ελέγχου σε δεξαμενή.

αλλά ο όγκος θα παραμένει σταθερός. Η διαφορετική όμως αυτή προσέγγιση


οδήγησε στην ανάγκη συσχέτισης των μεταβολών των ρευστομηχανικών μεγε-
θών όπως αυτές εκφράζονται σύμφωνα με τη θεώρηση του κλειστού συστήμα-
τος και του όγκου ελέγχου. Την ανάγκη αυτή καλύπτει το λεγόμενο θεώρημα
μεταφοράς του Reynolds, ΘΜΡ,6 (Reynolds transport theorem) που παρουσιάζε-
ται στη συνέχεια.

3.12.2 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds


Η μαθηματική θεμελίωση του θεωρήματος μεταφοράς του Reynolds βασίζεται
στην εισαγωγή δύο κατηγοριών για την περιγραφή των ρευστομηχανικών μεγε-
θών. Αυτή στην οποία η τιμή των μεγεθών αυτών εξαρτάται από την ποσότητα
της μάζας που περιέχεται και ονομάζονται εκτατικά και την κατηγορία στην
οποιά η τιμή είναι ανεξάρτητη της μάζας και ονομάζονται εντατικά. Αν συμβο-
λίσουμε τα πρώτα με B και τα δεύτερα με β, προκύπτει ότι για τις δύο αυτές
κατηγορίες μεγεθών ισχύει ότι

B = m β.

Παραδείγματα εκτατικών μεγεθών είναι η ενέργεια, η ορμή και ο όγκος ενώ


παραδείγματα εντατικών είναι η θερμοκρασία και η πίεση. Είναι τότε προφανές

6
O Osborne Reynolds, 1842-1912, ήταν Βρετανός μηχανικός και αποτελεί έναν από τους
βασικότερους θεμελιωτές της μηχανικής των ρευστών.

107
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

ότι για οποιοδήποτε εντατικό μέγεθος β, η τιμή της εκτατικής ποσότητας B σε


μία δεδομένη χρονική στιγμή θα ισούται με,

B= β dm. (3.12.1)
EE
Αν στη συνέχεια θελήσουμε να εισαγάγουμε τον ρυθμό με τον οποίο μεταβάλ-
λεται το B (καθώς μέρος του μπορεί να εισέρχεται και να εξέρχεται συγχρόνως
από τον όγκο ελέγχου), αρκεί να διαφορίσουμε την εξίσωση (3.12.1) ως προς dt
παίρνοντας ∫
dB dm
= β .
dt EE dt
Η ποσότητα dm/dt = ṁ εκφράζει το ρυθμό μεταβολής της μάζας διαμέσου της
επιφάνειας ελέγχου και διαστατικά μπορεί να δεχθεί την ακόλουθη ισοδύναμη
έκφραση,
ṁ = ρ U · A,
όπου ρ η πυκνότητα του ρευστού, U η ταχύτητά του και A το διάνυσμα που
αναπαριστά την επιφάνεια ελέγχου, με μέτρο ίσο με το εμβαδό της και φορά
εξωτερικά αυτής όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.24. Οι παραπάνω εισαγωγικές

Επιφάνεια ελέγχου

A2
A1
U1
U2

Σχήμα 3.24: Επιφάνειες ελέγχου εκφρασμένες ως διανύσματα και αντίστοιχες ταχύτητες.

έννοιες θα μας βοηθήσουν να θεμελιώσουμε το ΘΜΡ. Αρχικά θεωρούμε τη στα-


θερή επιφάνεια ελέγχου (EE, συνεχής γραμμή) και το κινούμενο σύστημα (Σ,
διακεκομμένη γραμμή) του Σχήματος 3.25. Τη χρονική στιγμή t οι δύο αυτές
επιφάνειες ταυτίζονται. Η αριστερή πλευρά της επιφάνειας ελέγχου διαρρέε-
ται με ρευστό ταχύτητας U1 , ενώ η αντίστοιχη δεξιά με ρευστό ταχύτητας U2 .
Μπορούμε τότε να γράψουμε για μία εκτατική ποσότητα, B, τις ακόλουθες δύο
σχέσεις,
BΣ (t) = BEE (t) (3.12.2)
για μία χρονική στιγμή t και
BΣ (t + ∆t) = BEE (t + ∆t) − BI (t + ∆t) + BII (t + ∆t) (3.12.3)

108
3.12 Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds

x1
x2

U1 I U2 II

Σχήμα 3.25: Μονοδιάστατη ροή διαμέσου όγκου ελέγχου.

για μία στοιχειώδη χρονική μεταβολή t + ∆t. Από το Σχήμα 3.25 φαίνεται ότι
μετά την παρέλευση χρόνου ίσο με ∆t το σύστημα έχει κινηθεί ως προς την επι-
φάνεια ελέγχου. Χρησιμοποιώντας τότε τις εξισώσεις (3.12.2) και (3.12.3), προ-
κύπτει ότι ο ρυθμός μεταβολής της ιδιότητας B στο σύστημα ισούται με

∆BΣ BΣ (t + ∆t) − BΣ (t)


=
∆t ∆t
BEE (t + ∆t) − BI (t + ∆t) + BII (t + ∆t) − BEE (t)
=
∆t
BEE (t + ∆t) − BEE (t) BI (t + ∆t) BII (t + ∆t)
= − + .(3.12.4)
∆t ∆t ∆t
Οι επί μέρους όροι του δεξιού μέλους της εξίσωσης (3.12.4) συνοπτικά εκφράζουν
τα εξής:

BEE (t + ∆t) − BEE (t)


• : τη μεταβολή του μεγέθους B διαμέσου της επι-
∆t
φάνειας ελέγχου στο χρόνο ∆t.
BI (t + ∆t)
• : την ποσότητα του μεγέθους B που εισρέει στην επιφάνεια
∆t
ελέγχου στο χρόνο ∆t.
BIΙ (t + ∆t)
• : την ποσότητα του μεγέθους B που εκρέει από την επιφάνεια
∆t
ελέγχου στο χρόνο ∆t.

Το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί μία πρώτη προσπάθεια σύνδεσης ενός συστήμα-


τος που ακολουθεί τη ροή με την αντίστοιχη επιφάνεια ελέγχου. Μία ισοδύναμη
αλλά ελκυστικότερη έκφραση της εξίσωσης (3.12.4) μπορεί να προκύψει παίρ-
νοντας το όριο ∆t → 0, δίνοντας
∆BΣ dBΣ
lim =
∆t→0 ∆t dt

109
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

και
BEE (t + ∆t) − BEE (t) dBEE
lim = .
∆t→0 ∆t dt
Συλλέγοντας τελικά τα παραπάνω αποτελέσματα και ολοκληρώνοντας ως προς
την επιφάνεια ελέγχου προκύπτει η ακόλουθη τελική μορφή,
∫ ∫
dBΣ d
= βρ dV + βρ U · dA. (3.12.5)
dt dt OE EE

Η εξίσωση (3.12.5) αποτελεί τη μαθηματική έκφραση του θεωρήματος μεταφοράς


του Reynolds και ορίζει ότι ο ρυθμός μεταβολής μίας εκτατικής ιδιότητας B διαμέ-
σου ενός κλειστού και σταθερού συστήματος ισούται με το ρυθμό μεταβολής της ιδι-
ότητας αυτής στον όγκο ελέγχου και της καθαρής (είσοδος - έξοδος) ροής διαμέσου
της αντίστοιχης επιφάνειας ελέγχου. Το ΘΜΡ είναι από τα βασικότερα θεωρήματα
στη ρευστοδυναμική και η φυσική του ερμηνεία παρουσιάζεται στην επόμενη
ενότητα.

3.12.3 Φυσική ερμηνεία


Το θεώρημα μεταφοράς του Reynolds μας επιτρέπει να περιγράφουμε εξισώσεις
διατήρησης (όπως μάζας, ορμής και ενέργειας) με βάση τις έννοιες του συστή-
ματος και του όγκου ή επιφάνειας ελέγχου. Το αριστερό μέλος της εξίσωσης
(3.12.5) αποτελεί την προσέγγιση κατά Lagrange καθώς περιγράφει την εξέλιξη
μίας συγκεκριμένης συλλογής ύλης, ενω το δεξιό την αντίστοιχη προσέγγιση
κατά Euler αφού αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη περιοχή του χώρου όπως
αυτή ορίζεται από τον όγκο ελέγχου. Ακολουθώντας το Σχήμα 3.26, παρα-

Επιφάνεια ελέγχου Εκροή μάζας

Όγκος
ελέγχου

Εισροή μάζας
n

Σχήμα 3.26: Εισροή και εκροή διαμέσω μίας επιφάνειας ελέγχου.

τηρούμε ότι η καθαρή ροή διαμέσω της επιφάνειας ελέγχου ορίζεται από το

110
3.13 Λυμένα παραδείγματα

δεύτερο ολοκλήρωμα της εξίσωσης (3.12.5), καθώς αν θεωρήσουμε το κάθετο


μοναδιαίο και με φορά προς τα έξω διάνυσμα n έχουμε

U · n = U n cos θ = U cos θ, (3.12.6)

όπου dA = n dA και θ η γωνία που σχηματίζουν τα διανύσματα της ταχύτητας


και του μοναδιαίου. Επειδή το μέτρο της ταχύτητας είναι εξ ορισμού θετικό, το

U n
n

θ
θ dA
dA U

Σχήμα 3.27: Εισροή (αριστερά) και εκροή (δεξιά) από μία στοιχειώδη επιφάνεια dA.

πρόσημο του εσωτερικού γινομένου στην έκφραση (3.12.6) καθορίζεται από τη


γωνία θ. Επομένως, για θ < 90◦ ισχύει ότι U · n > 0 αντιστοιχώντας σε εκροή
της υπό μελέτη ποσότητας από την επιφάνεια ελέγχου. Αντιθέτως, για θ > 90◦
έχουμε U · n < 0 και η υπό μελέτη ποσότητα εισρέει στον όγκο ελέγχου. Η
σχηματική αναπαράστηαση των παραπάνω παρουσιάζεται στο Σχήμα 3.27.

3.13 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 3.

Έστω το διδιάστατο πεδίο ροής U = y î + 2 ĵ. Υπολογίστε την εξίσωση


των γραμμών ροής και σχεδιάστε μερικές από αυτές.

Από την εξίσωση (3.1.2) οι γραμμές ροής ικανοποιούν τη σχέση


y 2
= ⇒ y dy = 2 dx,
dx dy
η οποία με ολοκλήρωση παίρνει τη μορφή
1 2
y = x + C.
2

111
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Η σταθερά ολοκλήρωσης, C, είναι δυνατό να υπολογιστεί θεωρώντας σημείο


(x0 ,y0 ) πάνω σε μία γραμμή ροής. Τότε
1
C = y02 − x0
2
δίνοντας την τελική παραβολική εξίσωση
1( 2 )
y − y02 = x − x0 .
2
Στη ακόλουθη γραφική παράσταση έχουν σχεδιαστεί μερικές από τις γραμμές
ροής του πεδίου για y > 0 και για μερικά ζεύγη σημείων (x0 ,y0 ). Η δε φορά της
ροής καθορίζεται από τα βέλη αυτών καθώς στο σχεδιασμένο τεταρτημόριο και
οι δύο συνιστώσες της ταχύτητας είναι θετικές.

(x0 , y0 ) = (0,0)
4
(x0 , y0 ) = (2,0)
(x0 , y0 ) = (4,0)
3 (x0 , y0 ) = (6,0)
y

0
0 2 4 6 8 10
x

Παράδειγμα 3.
Βρείτε το σχήμα που αντιπροσωπεύουν οι γραμμές ροής της διδάστατης
ροής με συνιστώσες u = −2y/β 2 και v = 2x/α2 .

Αντικαθιστώντας στην εξίσωση (3.1.2) προκύπτει


2y 2x

β2 α 2 2x 2y
= ⇒ 2 dx + 2 dy = 0.
dx dy α β

112
3.13 Λυμένα παραδείγματα

Ολοκληρώνοντας,
∫ ∫
2 2 x2 y2
x dx + y dy = C ⇒ + 2 = C,
α2 β2 α 2 β
όπου C η σταθερά ολοκλήρωσης. Οι γραμμές ροής επομένως√είναι ελλείψεις
√ με
κέντρο τους το σημείο (0,0) και μήκος ημιαξόνων ίσο με α/ C και β/ C.

Παράδειγμα 3.
Σχεδιάστε τη γραμμή ροής του πεδίου ταχύτητας

U = x3 î + x3 (x − 1)(y + 1) ĵ για y > −1,

που διέρχεται από το σημείο (0,0).

Η εξίσωση που προκύπτει για τις γραμμές ροής είναι μία απλή διαφορική εξί-
σωση χωριζομένων μεταβλητών αφού,

dy dx dy dx dy
= ⇒ 3 = 3 ⇒ = (x − 1) dx.
v u x (x − 1) (y + 1) x (y + 1)

Ολοκληρώνοντας την παραπάνω διαφορική για y > −1 έχουμε,


1
ln (y + 1) = x2 − x + C.
2
Επειδή η γραμμή ροής διέρχεται από το σημείο (0,0) προκύπτει ότι η σταθερά
ολοκλήρωσης ισούται με μηδέν δινοντας
2 /2−x
y = e(x ) − 1,

με την εξής γραφική απεικόνιση.

113
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

y
3

x
−1 1 2 3

−1

Η σημαντικότητα των γραμμών ροής στην απεικόνιση ροών γίνεται προφανής


από το παραπάνω γράφημα. Βλέπουμε λοιπόν ότι η ταχύτητα μηδενίζεται στην
αρχή των αξόνων δίνοντας U(0,0) = (0,0) και ότι u(x > 0) > 0, u(x < 0) < 0.
Η ροή επομένως κινείται εκατέρωθεν της αρχής των αξόνων με μέτρο ταχύτητας
αυξανόμενο καθώς απομακρύνεται απο αυτήν.

Παράδειγμα 3.
Στη μηχανική των ρευστών ως σημείο ανακοπής ονομάζεται εκείνο το ση-
μείο της ροής στο οποίο το διάνυσμα της ταχύτητας ισούται με μηδέν.
Έστω μόνιμη, ασυμπίεστη και διδιάστατη ροή που περιγράφεται από το
ακόλουθο πεδίο ταχύτητας

U = (1,2 − 0,6 x) î + (2,2 − 1,1 y) ĵ.

Αποδείξτε αν η ροή αυτή έχει σημεία ανακοπής και τις αντίστοιχες θέσης
τους στο διδιάστατο χώρο.

Σύμφωνα με τον ορισμό για να είναι ένα σημείο, έστω (x0 , y0 ), σημείο ανακο-
πής θα πρέπει να μηδενίζει το διάνυσμα της ταχύτητας. Για να συμβεί αυτό θα
πρέπει προφανώς να μηδενίζονται όλες οι συνιστώσες της, δηλαδή

1,2 − 0,6 x0 = 0,
2,2 − 1,1 2y0 = 0.

114
3.13 Λυμένα παραδείγματα

Το παραπάνω αλγεβρικό σύστημα είναι ένα απλό σύστημα πρώτου βαθμού δύο
εξισώσεων με δύο αγνώστους με λύση το ζεύγος

(x0 ,y0 ) = (2,2).

Υπάρχει επομένως μόνο ένα σημείο ανακοπής στην ροή αυτή το οποίο λαμβάνει
χώρα στο σημείο (2,2).

Παράδειγμα 3.
Για την ροή του προηγούμενου παραδείγματος υπολογίστε την υλική επι-
τάχυνση στο σημείο (3,4).

Στην εξίσωση (3.3.2) αποδείχτηκε ότι για την υλική επιτάχυνση ισχύει ότι
∂U ∂U ∂U ∂U
a= +u +v +w .
∂t ∂x ∂y ∂z
Επειδή η ροή είναι διδιάστατη, δεν υπάρχει συνιστώσα της επιτάχυνσης κατά
την z διεύθυνση. Λόγω της μονιμότητας του πεδίου επίσης η τοπική επιτάχυνση
μηδενίζεται δίνοντας τελικά
∂u ∂u
ax = u +v ⇒ ax = −0,72 + 0,32 x,
∂x ∂y
∂v ∂v
ay = u +v ⇒ ay = −2,42 + 1,21 y.
∂x ∂y
Αντικαθιστώντας,

ax = −0,72 + 0,32 · 3 ⇒ ax = 0,24 m/s2 ,


ay = −2,42 + 1,21 · 4 ⇒ ay = 2,42 m/s2 .
Παρόλο δηλαδή που το πεδίο είναι μόνιμο και η τοπική επιτάχυνση δε συνει-
σφέρει καθόλου, το ρευστό επιταχύνεται καθώς το πεδίο ταχύτητας που το πε-
ριγράφει εξαρτάται από τις χωρικές συντεταγμένες x και y.

Παράδειγμα 3.
Υπολογίστε το διάνυσμα της επιτάχυνσης για την μη-μόνιμη και τρισδιά-
στατη ροή U(x,y,z,t) = (xt2 , −yt, yz).

115
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Από την εξίσωση (3.3.2) γνωρίζουμε ότι

∂Ui ∂Ui ∂Ui ∂Ui


ai = +u +v +w ,
∂t ∂x ∂y ∂z
όπου a1 = ax , a2 = ay , a3 = az και U1 = Ux , U2 = Uy , U3 = Uz για
i = 1, 2, 3. Αντικαθιστώντας για τη x συνιστώσα βρίσκουμε,

∂ ( 2) ( 2) ∂ ( 2) ∂ ( 2) ∂ ( 2)
ax = xt + xt xt + (−yt) xt + (yz) xt
∂t ∂x ∂y ∂z
( )
= 2xt + xt2 · t2 − yt · 0 + yz · 0 = xt 2 + t3 .

Παρόμοια αποδεικνύεται ότι

∂ ∂ ( )
ay = (−yt) − yt (−yt) = y t2 − 1 ,
∂t ∂y
∂ ∂
az = −yt (yz) + yz (yz) = yz (y − t) ,
∂y ∂z
δίνοντας το ακόλουθο διάνυσμα επιτάχυνσης
( ) ( )
a = xt 2 + t3 î + y t2 − 1 ĵ + yz (y − t) k̂.

Παράδειγμα 3.
Αποδείξτε ότι για οποιαδήποτε βαθμωτή συνάρτηση f που είναι συνεχής
και δύο φορές διαφορίσιμη ισχύει ότι


∇ × (∇f ) = 0 ,
−→
όπου 0 το μηδενικό διάνυσμα.

Για την κλίση βαθμωτής συνάρτησης ισχύει

∂f ∂f ∂f
∇f = î + ĵ + k̂.
∂x ∂y ∂z
Αντικαθιστώντας το αποτέλεσμα αυτό στην εξίσωση ορισμού του εξωτερικού

116
3.13 Λυμένα παραδείγματα

γινομένου,


ĵ k̂ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂

∂ ∂
∂y ∂z ∂x ∂z ∂x ∂y

∇ × (∇f ) = ∂x ∂y ∂z = î − ĵ +
∂f ∂f ∂f ∂f ∂f ∂f

∂f ∂f ∂f
∂y ∂z ∂x ∂z ∂x ∂y
∂x ∂y ∂z
( ) ( ) ( )
∂ ∂f ∂ ∂f ∂ ∂f ∂ ∂f ∂ ∂f ∂ ∂f
= − î − − ĵ + − k̂
∂y ∂z ∂z ∂y ∂x ∂z ∂z ∂x ∂x ∂y ∂y ∂x
( 2 ) ( 2 ) ( 2 )
∂ f ∂2f ∂ f ∂2f ∂ f ∂2f
= − î − − ĵ + − k̂
∂y ∂z ∂z ∂y ∂x ∂z ∂z ∂x ∂x ∂y ∂y ∂x


= 0î − 0ĵ + 0k̂ = 0 .

Παράδειγμα 3.
Αποδείξτε ότι για οποιαδήποτε διανυσματική συνάρτηση F που είναι συ-
νεχής και δύο φορές διαφορίσιμη ισχύει ότι

∇ · (∇ × F) = 0.

Θέτοντας
( ) ( ) ( )
∂Fz ∂Fy ∂Fz ∂Fx ∂Fy ∂Fx
G=∇×F= − î − − ĵ + − k̂,
∂y ∂z ∂x ∂z ∂x ∂y

προκύπτει
( ) ( ) ( )
∂ ∂Fz ∂Fy ∂ ∂Fz ∂Fx ∂ ∂Fy ∂Fx
∇·G= − − − + −
∂x ∂y ∂z ∂y ∂x ∂z ∂z ∂x ∂y
∂ 2 Fz ∂ 2 Fy ∂ 2 Fz ∂ 2 Fx ∂ 2 Fy ∂ 2 Fx
= − − + + − = 0,
∂x ∂y ∂x ∂z ∂y ∂x ∂y ∂z ∂z ∂x ∂z ∂y

χρησιμοποιώντας ότι ∂ 2 Fk /∂xi ∂xj = ∂ 2 Fk /∂xj ∂xi .

117
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 3.
Έστω το μη μόνιμο πεδίο ροής που περιγράφεται από τις εκφράσεις u =
x (1 + 4t) και v = y. Σχεδιάστε τις γραμμές ροής που διέρχονται από
σημείο (x0 , y0 ) = (1, 1) για διάφορες τιμές του t.

Οι γραμμές ροής μπορούν να υπολογιστούν λύνοντας την εξίσωση

dx dy 1 dx dy
= ⇒ = .
u v 1 + 4t x y
Ολοκληρώνοντας και κρατώντας την παράμετρο t σταθερή,
∫ ∫
1 dx dy 1
= ⇒ ln x = ln y + c ⇒ x1/(1+4t) = C y,
1 + 4t x y 1 + 4t
όπου c = ln C. Αντικαθιστώντας το αποτέλεσμα για το δοσμένο σημείο προκύ-
πτει ότι C = 1, δίνοντας τελικά την ακόλουθη εξίσωση για τις γραμμές ροής
του υπό μελέτη πεδίου
y = x1/(1+4t) .
Οι γραμμές ροής για διάφορες τιμές της παραμέτρου t φαίνονται στο παρακάτω
σχήμα.

2 t = −0,1

1.5 t=0
t = 0,2
y

0.5

0
0 0.2 0.4 0.6 0.8 1 1.2 1.4
x

118
3.13 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 3.
Η u συνιστώσα μίας διδιάστατης ροής, (u, v), κοντά σε ένα τοίχωμα δίνε-
ται από την έκφραση
( )
y y2
u = U∞ − ,
α x β x2

όπου α, β και U∞ σταθερές. Υπολογίστε την v συνιστώσα του ροϊκού


αυτού πεδίου λαμβάνοντας υπόψη τη συνθήκη μη ολίσθησης πάνω στο
τοίχωμα.

Σαν πρώτη παρατήρηση βλέπουμε ότι η συνθήκη μη ολίσθησης πράγματι ικα-


νοποιείται από την u συνιστώσα καθώς u(y = 0) = 0. Από την εξίσωση συνέ-
χειας γνωρίζουμε ότι
∂u ∂v
+ = 0,
∂x ∂y
ή ισοδύναμα
[ ( )] ( )
∂v ∂ y y2 y 2y 2
=− U∞ − = U∞ − .
∂y ∂x αx βx2 αx2 βx3

Ολοκληρώνοντας τέλος την παραπάνω έκφραση


∫ [ ( )] ( 2 )
y 2y 2 ′ y 2y 3
v(x, y) = U∞ − dy = U∞ − + f (x).
y′ αx2 βx3 2αx2 3βx3

Παράδειγμα 3.
Ομοιόμορφη κατανομή ταχύτητας u = U∞ συναντάει επίπεδη πλάκα πά-
χους b. Η κατανομή της ταχύτητας όταν το ρευστό εγκαταλείπει την πλάκα
δίνεται από την εξίσωση
( πy )
u = U∞ sin ,

όπου y και δ κατακόρυφες αποστάσεις από την πλάκα. Υπολογίστε την
παροχή όγκου που διαρρέει το επίπεδο y = δ.

119
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Η παροχή όγκου, Q, που διαρρέει το επίπεδο y = δ ισούται με

Q = Qϵισ − Qϵξ ,

όπου Qϵισ και Qϵξ οι παροχές εισόδου στην πλάκα και εξόδου από την πλάκα
αντίστοιχα. Ισχύει τότε ότι
∫ δ ∫ δ ( πy )
Qϵισ = U∞ b dy και Qϵξ = U∞ sin b dy.
0 0 2δ
Συνδυάζοντας τα παραπάνω αποτελέσματα και λύνοντας τα ολοκληρώματα
προκύπτει,
∫ δ ∫ δ( )
2δ [ ( πy )]′
Q= U∞ b dy − U∞ b − cos dy
0 0 π 2δ
( πy ) δ ( )
2U∞ bδ 2
= U∞ bδ + cos = U∞ bδ 1 − .
π 2δ 0 π
Στο παράδειγμα επομένως αυτό πάνω από το ένα τρίτο της ροής (αφού 1 −
2/π = 0,363) διέρχεται μέσω του επιπέδου y = δ.

Παράδειγμα 3.
Ξεκινώντας από την εξίσωση για το δυναμικό ταχύτητας του ελλειψοειδούς
Rankine (3.11.9), αποδείξτε ότι το πεδίο ροής περιγράφεται από τις εξισώ-
σεις (3.11.11).

Θέτοντας,

(x + α)2 + y 2 m
f (x,y) = 2 ⇒ Φ = U∞ x + ln f (x,y)
(x − α) + y 2 4π
και παραγωγίζοντας την εξίσωση (3.11.9) ως προς x έχουμε,
∂ [ m ] m 1 ∂f (x,y)
u= U∞ x + ln f (x,y) = U∞ + .
∂x 4π 4π f (x,y) ∂x
Εκτελώντας στη συνέχεια τη μερική παραγώγιση της συνάρτησης f (x,y),
[ ] [ ]
2 2 − 2 (x − α) (x + α)2 + y 2
∂f (x,y) 2 (x + α) (x − α) + y
= [ ]2 .
∂x 2
(x − α) + y 2

120
3.13 Λυμένα παραδείγματα

Συλλέγοντας τέλος τα παραπάνω αποτέλεσματα προκύπτει


[ ] [ ]
2 2 − (x − α) (x + α)2 + y 2
m (x + α) (x − α) + y
u = U∞ + [ ][ ]
2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2
[ ]
m x+α x−α
= U∞ + − .
2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2

Ομοίως
∂ [ m ] m 1 ∂f (x,y)
v= U∞ x + ln f (x,y) = ,
∂y 4π 4π f (x,y) ∂y
όπου [ ] [ ]
2 2 − 2y (x + α)2 + y 2
∂f (x,y) 2y (x − α) + y
= [ ]2 ,
∂y
(x − α)2 + y 2
δίνοντας [ ] [ ]
2 2 − y (x + α)2 + y 2
m y (x − α) + y
v= [ ][ ]
2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2
[ ]
my 1 1
= − .
2π (x + α)2 + y 2 (x − α)2 + y 2

Παράδειγμα 3.
Αποδείξτε ότι για την ομοιόμορφη ροή του Σχήματος 3.17, το δυναμικό τα-
χύτητας, Φ, περιγράφεται από την εξίσωση

Φ = U cos α x + U sin α y.

Με τη βοήθεια του Σχήματος 3.17 προκύπτει ότι


∂Φ ∂Φ
u = U cos α = , v = U sin α = .
∂x ∂y
Ολοκληρώνοντας, προκύπτουν οι ακόλουθες λύσεις για το δυναμικό ταχύτητας

Φ = U cos α x + f (y) και Φ = U sin α y + g(x)

121
3 ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου f (y), g(x) οι συναρτήσεις ολοκλήρωσης. Θεωρώντας (όπως και στην


περίπτωση της αντίστοιχης ροϊκής συνάρτησης) ότι Φ(0, 0) = 0, προκύπτει
f (y) = g(x) = 0 δίνοντας

Φ = U cos α x και Φ = U sin α y.

Επειδή τέλος τα αποτελέσματα αυτά ικανοποιούν την εξίσωση Laplace, το δυ-


ναμικό ταχύτητας θα δίνεται από έναν γραμμικό συνδυασμό αυτών, δηλαδή

Φ = U cos α x + U sin α y.

Παράδειγμα 3.
Ομοιόμορφη ροή ταχύτητας U∞ = 5 m/s παράλληλη στον άξονα x ρέει
σε ένα ζεύγος πηγής - καταβόθρας τοποθετημένο στις θέσεις (−0,5, 0) και
(0,5, 0). Αν η δυναμικότητα του ζεύγους ισούται με 15 m2 /s, υπολογίστε τη
θέση των σημείων αποκοπής και τα μήκη των ημιαξόνων του ελλειψοειδούς
Rankine.

Με τη βοήθεια του Σχήματος 3.22 γνωρίζουμε ότι τα σημεία αποκοπής βρίσκο-


νται στις θέσεις (−ℓ, 0) και (ℓ, 0), όπου ℓ το μήκος του μεγάλου ημιάξονα του
ελλειψοειδούς Rankine. Αντικαθιστώντας λοιπόν βρίσκουμε,
v
u m2
√ u
m 1mu u 15
s
ℓ=α 1+ = t1 + 1 m = 0,853 m.
απU∞ 2
·π·5m s
2
Ο υπολογισμός του μικρού ημιάξονα είναι περισσότερο πολύπλοκος καθώς
απαιτεί την αριθμητική επίλυση της εξίσωσης
( ) ( )
2πU∞ h 2π
h − α = 2αh cot
2 2
⇒ h − 0,5 = h cot
2 2
h .
m 3
Με τη μέθοδο των δοκιμών τότε σχηματίζουμε τον ακόλουθο πίνακα

3.14 Ερωτήσεις κεφαλαίου


3.)

122
3.15 Προβλήματα κεφαλαίου

Πίνακας 3.1: Αριθμητική λύση για την εύρεση του μικρού ημιάξονα σε ελλειψοειδές Rankine.

α/α h h2 − 0,52 h cot (2πh/3)


1 1 0,75 −0,577
2 1,5 2 0
3 2 3,75 1,155
4 2,5 6
5
6

3.15 Προβλήματα κεφαλαίου


3.)
3.)

123
4
Κεφάλαιο
ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

4.1 Εξίσωση συνέχειας


4.1.1 Διαφορική διατύπωση σε καρτεσιανές συντεταγμένες
Στην ενότητα αυτή θα διατυπώσουμε τη διαφορική εξίσωση διατήρησης της
μάζας κατά τη ροή ενός ρευστού, γνωστή και ως εξίσωση συνέχειας. Ας θεωρή-
σουμε ένα στοιχειώδη όγκο dV (όγκος ελέγχου) μέσα από τον οποίο διέρχεται
ρευστό. Ο όγκος αυτός ορίζεται από μία στοιχειώδη επιφάνεια dA (επιφάνεια
ελέγχου), η οποία με τη σειρά της ορίζεται σε κάθε σημείο της από ένα κάθετο
μοναδιαίο διάνυσμα, n, με φορά πάντα προς τα έξω. Χωρίς βλάβη της γενικό-
τητας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο όγκος dV είναι ένας κύβος με πλευρές
dx, dy και dz, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Η υπόθεση γύρω από την
οποία αναπτύσσεται η μαθηματική θεμελίωση της εξίσωσης συνέχειας είναι
ότι ο ρυθμός με τον οποίο μεταβάλλεται η μάζα στο εσωτερικό του υπό μελέτη
όγκου θα πρέπει να ισούται με τη διαφορά της μάζας που εισέρχεται σε αυτόν,
μείον τη μάζα που εξέρχεται στη μονάδα του χρόνου. Αν θεωρήσουμε ότι δεν
υπάρχουν πηγές ή καταβόθρες στο εσωτερικό του όγκου (δηλαδή όλη η μάζα
που τον διαρρέει διέρχεται μέσω της συνοριακής επιφάνειας dA), η παραπάνω
υπόθεση γράφεται

∂m
ṁϵισ − ṁϵξ = , (4.1.1)
∂t
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου ṁϵισ και ṁϵξ οι παροχές μάζας εισόδου και εξόδου από το στοιχειώδη
όγκο αντίστοιχα. Η παροχή μάζας μπορεί ισοδύναμα να γραφτεί και ως

ṁϵξ
dy
ṁϵισ dA2
dA1 dV
x
dz

z dx

Σχήμα 4.1: Όγκος ελέγχου για τη διαφορική διατύπωση της εξίσωσης συνέχειας.

ṁ = ρ U · A = ρ U · nA,

όπου U το διάνυσμα της ταχύτητας του ρευστού. Επομένως το μέγεθος που μας
ενδιαφέρει είναι το γινόμενο ρU που έχει μονάδες παροχής μάζας ανά επιφάνεια,
kg/(sm2 ), και εκφράζει πόση ποσότητα ρευστού διέρχεται από μία επιφάνεια
στη μονάδα του χρόνου. Μπορούμε τότε να γράψουμε την παροχή μάζας που
εισέρχεται από τη στοιχειώδη επιφάνεια dA1 ως

dṁϵισ = ρ U · ndA1 , (4.1.2)

καθώς και την αντίστοιχη που εξέρχεται από μία επίσης στοιχειώδη επιφάνεια
dA2 ως
dṁϵξ = (ρ + dρ) (U + dU) · ndA2 . (4.1.3)
Αντικαθιστώντας τις εξισώσεις (4.1.2) και (4.1.3) στο ισοζύγιο μάζας (4.1.1) προ-
κύπτει ότι

ρ U · ndA1 − (ρ + dρ) (U + dU) · ndA2 =


ρ U · ndA1 − ρ U · ndA2 − ρ dU · ndA2 − dρ U · ndA2 − dρ dU · ndA2 =

(ρ dV ) .
∂t

126
4.1 Εξίσωση συνέχειας

Αμελώντας το διαφορικό δεύτερης τάξης, dρdU, και θεωρώντας ότι dA1 = dA2
έχουμε
∂ ∂
−ρ dU · ndA − dρ U · ndA = (ρ dV ) ⇒ −d (ρ U) · ndA = (ρ dV ) . (4.1.4)
∂t ∂t
Το αριστερό μέλος της (4.1.4) γράφεται σε μορφή συνιστωσών αν παρατηρή-
σουμε ότι το ρευστό εξέρχεται από τις τρεις επιφάνειες dydz, dxdz και dxdy
με μοναδιαία διανύσματα (1,0,0), (0,1,0), (0,0,1) και ταχύτητες (u, v, w) αντί-
στοιχα δίνοντας
[ ] [ ] [ ]
∂ (ρu) ∂ (ρv) ∂ (ρw) ∂
− dx dydz − dy dxdz − dz dxdy = (ρdV ) ⇒
∂x ∂y ∂z ∂t
[ ]
∂ (ρu) ∂ (ρv) ∂ (ρw) ∂
− + + dV = (ρdV ) ⇒
∂x ∂y ∂z ∂t
[ ]
∂ (ρu) ∂ (ρv) ∂ (ρw) ∂ρ
− + + = ,
∂x ∂y ∂z ∂t
ή ισοδύναμα,
∂ρ
+ ∇ · (ρU) = 0. (4.1.5)
∂t
Η εξίσωση (4.1.5) μπορεί να γραφτεί συναρτήσει της υλικής παραγώγου της
πυκνότητας Dρ/Dt ως εξής,
∂ρ
+ ∇ · (ρU) =
∂t
∂ρ ∂ (ρu) ∂ (ρv) ∂ (ρw)
+ + + =
∂t ∂x ∂y ∂z
( )
∂ρ ∂ρ ∂ρ ∂ρ ∂u ∂v ∂w
+u +v +w +ρ + + ,
∂t ∂x ∂y ∂z ∂x ∂y ∂z
και τελικά

+ ρ∇ · U = 0. (4.1.6)
Dt
Σημειώνεται ότι οι εξισώσεις (4.1.5) και (4.1.6) αποτελούν τη διαφορική διατύ-
πωση της εξίσωσης συνέχειας για συμπιεστό ρευστό (αφού δεν έγινε καμία
υπόθεση για την πυκνότητά του και επομένως μπορεί να μεταβάλλεται στο
πεδίο ροής). Στην απλή περίπτωση όπου η πυκνότητα του ρευστού είναι στα-
θερή (ασυμπίεστη ροή), τότε
∂ρ
= 0,
∂t
∇ · (ρU) = ρ∇ · U,

127
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

δίνοντας την ακόλουθη εξίσωση συνέχειας για ασυμπίεστη ροή

∇ · U = 0. (4.1.7)

Το αποτέλεσμα (4.1.7) αποτελεί την εξίσωση ορισμού της ασυμπίεστης ροής και
εκφράζει το γεγονός ότι η απόκλιση της ταχύτητας σε μία τέτοια ροή μηδενίζε-
ται παντού.

4.1.2 Διαφορική διατύπωση σε κυλινδρικές συντεταγμένες


Παρόλο που η παραπάνω θεώρηση του στοιχειώδους κύβου για τη θεμελίωση
της εξίσωσης συνέχειας σε καρτεσιανές συντεταγμένες συναντάται πολύ συ-
χνά στη βιβλιογραφία, δεν αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή σε συγκεκριμένες
εφαρμογές όπως για παράδειγμα σε ροές που χαρακτηρίζονται από κυλινδρική
συμμετρία. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εκφράσουμε την εξίσωση συνέ-
χειας ως προς τις κυλινδρικές συντεταγμένες (r, θ, z). Στην περίπτωση λοιπόν
αυτή ο όγκος ελέγχου δεν είναι τίποτα άλλο από ένα τμήμα κύλινδρου διαστά-
σεων dr, rdθ και dz, όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.2. Όπως και προηγουμένως θα

(r + dr) dθ
2
1
r dz

rdθ

dr

Σχήμα 4.2: Όγκος ελέγχου για τη διαφορική διατύπωση της εξίσωσης συνέχειας σε
κυλινδρικές συντεταγμένες.

μελετήσουμε τις παροχές μάζας που εισέρχονται και εξέρχονται από τον όγκο
ελέγχου. Ξεκινώντας από την ακτινική κατεύθυνση και θεωρώντας ότι η μάζα
εισέρχεται από την επιφάνεια 1 και εξέρχεται από την επιφάνεια 2 του σχήμα-
τος προκύπτει
ṁϵισ,r = ρur rdθdz
και [ ]
∂ (ρur )
ṁϵξ,r = ρur + dr (r + dr) dθdz.
∂r

128
4.1 Εξίσωση συνέχειας

Το ισοζύγιο μάζας επομένως στην ακτινική κατέυθυνση αμελώντας διαφορικά


υψηλής τάξης παίρνει τη μορφή
∂ (ρur )
ṁϵξ,r − ṁϵισ,r = ρur rdθdz + ρur drdθdz + rdθdrdz − ρur rdθdz
∂r
∂ (ρur )
= ρur drdθdz + rdθdrdz
∂r
ρur ∂ (ρur )
= dV + dV, (4.1.8)
r ∂r
όπου χρησιμοποιήθηκε ότι ο στοιχειώδης όγκος dV = rdθdrdz. Στην κατεύ-
θυνση θ οι αντίστοιχες εκφράσεις για τις παροχές μάζας εισόδου και εξόδου
από τις αντίστοιχες επιφάνειες γράφονται
ṁϵισ,θ = ρuθ drdz
και [ ]
∂ (ρuθ )
ṁϵξ,θ = ρuθ + dθ drdz
∂θ
δίνοντας
∂ (ρuθ )
ṁϵξ,θ − ṁϵισ,θ = ρuθ drdz + dθdrdz − ρuθ drdz
∂θ
1 ∂ (ρuθ )
= dV. (4.1.9)
r ∂θ
Τέλος, στη z κατεύθυνση,
ṁϵισ,z = ρuz rdrdθ
και [ ]
∂ (ρuz )
ṁϵξ,z = ρuz + dz rdrdθ,
∂z
με το αντίστοιχο ισοζύγιο στην κατεύθυνση αυτή να ισούται με
∂ (ρuz )
ṁϵξ,z − ṁϵισ,z = ρuz rdrdθ + dzrdrdθ − ρuz rdrdθ
∂z
∂ (ρuz )
= dV. (4.1.10)
∂z
Συλλέγοντας τις εξισώσεις (4.1.8), (4.1.9) και (4.1.10) και αντικαθιστώντας τις
στο ισοζύγιο μάζας
∑ ∑ ∂m
ṁϵξ,i − ṁϵισ,i = ,
∂t
i=r,θ,z i=r,θ,z

129
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

προκύπτει τελικά η εξίσωση συνέχειας σε κυλινδρικές συντεταγμένες ως εξής

∂ρ ρur ∂ (ρur ) 1 ∂ (ρuθ ) ∂ (ρuz )


dV + dV + dV + dV + dV = 0⇒
∂t r ∂r r ∂θ ∂z
∂ρ 1 ∂ (rρur ) 1 ∂ (ρuθ ) ∂ (ρuz )
+ + + = 0.(4.1.11)
∂t r ∂r r ∂θ ∂z

4.1.3 Ολοκληρωτική διατύπωση


Μία διαφορετική, αλλά ισοδύναμη προσέγγιση, είναι δυνατό να προκύψει αν
μελετήσουμε ένα αυθαίρετο όγκο ελέγχου, σε αντίθεση με τον στοιχειώδη κύβο
που θεωρήθηκε προηγουμένως, όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.3. Η συνολική μάζα,

dV n
U

dA

Σχήμα 4.3: Όγκος ελέγχου για την ολοκληρωτική διατύπωση της εξίσωσης συνέχειας.

m, που περικλείεται στον όγκο αυτό δίνεται από το χωρικό ολοκλήρωμα της
πυκνότητάς του ∫
m= ρ dV. (4.1.12)
V
Προφανώς, ο ρυθμός μεταβολής της μάζας στον όγκο αυτό θα ισούται με την
καθαρή (εισροή - εκροή) παροχή μάζας διαμέσου της επιφάνειας ελέγχου. Η
πρώτη ποσότητα ορίζεται λαμβάνοντας τη χρονική παράγωγο της εξίσωσης
(4.1.12) και η δεύτερη από το επιφανειακό ολοκλήρωμα

ρ (U · n) dA.
A

Η χρήση του εσωτερικού γινομένου παραπάνω λαμβάνει υπόψη τόσο την εισροή
όσο και την εκροή ρευστού από την επιφάνεια ελέγχου μέσω του προσήμου του.

130
4.1 Εξίσωση συνέχειας

Αν για παράδειγμα το διάνυσμα της ταχύτητας έχει την ίδια φορά με το μονα-
διαίο διανύσμα n (το οποίο εξ’ ορισμού έχει φορά πάντα προς τα έξω), η αντί-
στοιχη τιμή του εσωτερικού γινομένου είναι θετική και το ρευστό εξέρχεται της
επιφάνειας ελέγχου (εκροή). Αντιθέτως, αν το πρόσημο του γινομένου είναι αρ-
νητικό, το διάνυσμα της ταχύτητας έχει φορά αντίθετη αυτής του μοναδιαίου
(δηλαδή προς το εσωτερικό της επιφάνειας ελέγχου) δηλαδή εισροή. Συνδυάζο-
ντας τα παραπάνω αποτελέσματα είναι δυνατό να διατυπωθεί η ολοκληρωτική
μορφή της εξίσωσεις συνέχειας ως εξής
∫ ∫

ρ dV + ρ (U · n) dA = 0. (4.1.13)
∂t V A

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στην παραπάνω μελέτη δεν συμπεριλή-
φθηκαν πηγές ή καταβόθρες μάζας που πιθανόν να υπάρχουν στο εσωτερικό
του όγκου ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή το αποτέλεσμα (4.1.13) γενικεύεται
στην παρακάτω μορφή
∫ ∫ ∑

ρ dV + ρ (U · n) dA ± ṁj = 0,
∂t V A j

ανάλογα με το αν υπάρχει πηγή (+) ή καταβόθρα (−).

4.1.4 Εφαρμογές
4.1.4.1 Υπολογισμός παροχής
Μία από τις σημαντικότερες εφαρμογές της εξίσωσης συνέχειας είναι ο υπολο-
γισμός της παροχής όγκου, Q. Ας θεωρήσουμε έναν όγκο ελέγχου, V , που ορίζε-
ται από μία επιφάνεια, A, μεταβλητής διατομής. Χωρίς βλάβη της γενικότητας,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ρευστό εισέρχεται στην επιφάνεια αυτή μέσω
μίας μόνο διατομής A1 και εξέρχεται μέσω μίας δεύτερης διατομής A2 , όπου
εν γένει A1 ̸= A2 . Για το υπόλοιπο μέρος της επιφάνειας ισχύει η συνθήκη μη
ολίσθησης και επομένως δεν διέρχεται ρευστό μέσω αυτής. Οι εξισώσεις (4.1.3)
και (4.1.4) γράφονται ως εξής

dṁi = ρi Ui · ni dAi ,

όπου i = 1, 2. Το ισοζύγιο μάζας τότε (4.1.1) παίρνει τη μορφή


ρ1 U1 · n1 dA1 − ρ2 U2 · n2 dA2 = (ρdV ) . (4.1.14)
∂t

131
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Ολοκληρώνοντας την εξίσωση (4.1.14) ως προς την επιφάνεια ελέγχου A το


αριστερό μέλος και ως προς τον αντίστοιχο όγκο V το δεξιό προκύπτει
∫ ∫

(ρ1 U1 · n1 dA1 − ρ2 U2 · n2 dA2 ) = ρdV.
A ∂t V

Γράφοντας τη μερική χρονική παράγωγο ως ολική μέσα στο ολοκλήρωμα και


αναγνωρίζοντας ότι το εσωτερικό γινόμενο Ui · ni είναι η μέση κάθετη ως προς
την επιφάνεια ταχύτητα,
∫ ∫ ∫

ρ1 U1 · n1 dA1 − ρ2 U2 · n2 dA2 = dV,
A1 A2 V dt

ή ∫ ∫ ∫

ρ1 U1 dA1 − ρ2 U2 dA2 = dV. (4.1.15)
A1 A2 V dt
Τέλος, στην περίπτωση που η πυκνότητα δεν έχει χρονική εξάρτηση η εξίσωση
(4.1.15) παίρνει τη τελική μορφή

ρ1 U1 A1 = ρ2 U2 A2 . (4.1.16)

Το αποτέλεσμα (4.1.16) εκφράζει την αρχή διατήρησης της μάζας για συμπιεστό
και μόνιμο ρευστό. Στην απλή περίπτωση που το ρευστό είναι ασυμπίεστο (ρ =
σταθερό) η εξίσωση απλοποιείται ως εξής

U1 A1 = U2 A2 . (4.1.17)

Το αποτέλεσμα (4.1.17) αποτελεί τη διατύπωση της εξίσωσης συνέχειας για ασυ-


μπίεστη ροή και εκφράζει το γεγονός ότι το γινόμενο της ταχύτητας επί τη δια-
τομή σε κάθε σημείο είναι σταθερό. Άμεση συνέπεια του αποτελέσματος αυτού
είναι ότι η ροή σε αποκλίνουσες (συγκλίνουσες) σωληνογραμμές επιβραδύνε-
ται (επιταχύνεται).

4.1.4.2 Ασυμπίεστη ροή


Ας υποθέσουμε ένα πεδίο ταχύτητας με τις εξής συνιστώσες: u(x,y,z) = 2x +
y + z, v(x,y,z) = −αy και w(x,y,z) = −βz. Αν η ροή που περιγράφει το πεδίο
αυτό είναι ασυμπίεστη, τότε θα πρέπει να ισχύει η εξίσωση (4.1.7),

∂u ∂v ∂w
+ + = 0,
∂x ∂y ∂z

132
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

ή ισοδύναμα,
2 − α − β = 0. (4.1.18)
Βλέπουμε δηλαδή ότι για οποιονδήποτε συνδυασμό των παραμέτρων α και β
που ικανοποιούν την εξίσωση (4.1.18) προκύπτει ασυμπίεστη ροή. Ένα ενδιαφέ-
ρον χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου προβλήματος είναι η περίπτωση κατά
την οποία η x συνιστώσα της ταχύτητας δίνεται από την ακόλουθη γενικευμένη
σχέση,
u′ (x,y,z) = 2x + γg(y) + δh(z).
Παρατηρούμε ότι ∂u′ /∂x = ∂u/∂x και επομένως η συνθήκη ασυμπιεστότητας
(4.1.18) παραμένει η ίδια ανεξαρτήτως των τιμών των παραμέτρων γ και δ. Στο
ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήξουμε αν, για παράδειγμα,

v ′ (x,y,z) = 2f (x) + αy + δh(z),


w′ (x,y,z) = 2f (x) + γg(y) + β,

αφού το άθροισμα των μερικών παραγώγων των συνιστωσών της ταχύτητας


παραμένει αναλλοίωτο,

∂u′ ∂v ′ ∂w′ ∂u ∂v ∂w
+ + =2−α−β = + + .
∂x ∂y ∂z ∂x ∂y ∂z

4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)


4.2.1 Διαφορική διατύπωση σε καρτεσιανές συντεταγμένες
Οι εξισώσεις ορμής (γνωστές και ως εξισώσεις Navier-Stokes) αποτελούν τη
μαθηματική διατύπωση του θεωρήματος της ορμής για την περιγραφή πραγ-
ματικών ροών, δηλαδή ροών στις οποίες αναπτύσσονται φαινόμενα συνεκτι-
κότητας καθώς και εξωτερικές δυνάμεις κατά την κίνηση του ρευστού. Οι εξι-
σώσεις αυτές προκύπτουν εφαρμόζοντας ισορροπία δυνάμεων σε ένα στοιχει-
ώδη όγκο ελέγχου, dV . Στον όγκο αυτό και λόγω της κίνησης του ρευστού
ασκούνται τόσο μαζικές δυνάμεις f (π.χ. βαρύτητα) όσο και δυνάμεις λόγω
των ορθών (κάθετων στην επιφάνεια σii ) και διατμητικών (εφαπτόμενων στην
επιφάνεια τij ) τάσεων που αναπτύσσονται σε κάθε πλευρά του στοιχειώδους
όγκου, όπως φαίνεται στο σχήμα που ακολουθεί. Με απλή παρατήρηση του
σχήματος διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν έξι διατμητικές τάσεις και τρεις ορθές.

133
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Ο στοιχειώδης κύβος επομένως περιγράφεται από εννέα συνολικά τάσεις1 και


ο αντίστοιχος τανυστής τάσεων, T, γράφεται
 
σxx τxy τxz
T =  τyx σyy τyz  .
τzx τzy σzz

Σημειώνεται ότι οι δείκτες i,j δεν αντιπροσωπεύουν μερική παραγώγιση, αλλά


κατευθυντικότητα. Συγκεκριμένα, για την τάση τij ο δείκτης i αναφέρεται στην
επιφάνεια που είναι κάθετη στη διεύθυνση i και ο δείκτης j δηλώνει ότι η τάση
είναι παράλληλη στον άξονα j. Για παράδειγμα, η διατμητική τάση τxy δηλώνει
εκείνη τη συνιστώσα που εφαρμόζεται σε μία επιφάνεια που είναι κάθετη στον
άξονα x και είναι παράλληλη στον άξονα y.

y
σyy
τyx
τyz τxy
τzy
σxx
τzx
τxz x
σzz

Σχήμα 4.4: Τάσεις στον όγκο ελέγχου.

Μπορούμε τότε να γράψουμε ότι η συνολική δύναμη ανά μονάδα όγκου στη
διεύθυνση x ισούται με

∂σxx ∂τxy ∂τxz


Fx = fx + + + .
∂x ∂y ∂z

1
Όπως αποδεικνύεται στην επόμενη ενότητα ο τανυστής των τάσεων είναι ένας συμμετρικός
πίνακας δίνοντας τij = τji . Για το λόγο αυτό, από τα έξι μη διαγώνια στοιχεία μόνο τα τρία
είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους.

134
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Για τις άλλες δύο κατευθύνσεις αντίστοιχα έχουμε


∂τyx ∂σyy ∂τyz
Fy = fy + + + ,
∂x ∂y ∂z
∂τzx ∂τzy ∂σzz
Fz = fz + + + .
∂x ∂y ∂z
Μπορούμε να συμπτύξουμε τις παραπάνω τρεις εξισώσεις ως εξής
∑ ∂Tij
Fi = fi + , (4.2.1)
∂xj
j

όπου i = x, y, z και Tij οι συνιστώσες του τανυστή των τάσεων, T. Ανάλογα


μπορούμε να γράψουμε για το ρυθμό μεταβολής της ορμής, pi = ρUi , ανά
μονάδα όγκου ως εξής,
 
Dpi DUi ∂U ∑ ∂U
= ρ
i i
=ρ + Uj . (4.2.2)
Dt Dt ∂t ∂xj
j

Με απλή επισκόπηση των εξισώσεων (4.2.1) και (4.2.2) είναι προφανές ότι τα
αριστερά μέλη είναι ίσα λόγω του δεύτερου νόμου του Newton και επομένως
 
∂U ∑ ∂U ∑ ∂Tij
ρ
i i
+ Uj = fi + . (4.2.3)
∂t ∂xj ∂xj
j j

Σημειώνουμε ότι, ως έχει, η εξίσωση (4.2.3) περιέχει τις χωρικές παραγώγους


του τανυστή των τάσεων, ο οποίος εν γένει είναι άγνωστος, και εκφράζει το
γεγονός ότι η μάζα ανά μονάδα όγκου ενός ρευστού επί την επιτάχυνσή του,
ισούται με τις ανά μονάδα όγκου δυνάμεις και εσωτερικές τάσεις. Το παρα-
πάνω δυστυχώς σύστημα των τριών αλγεβρικών εξισώσεων δεν αποτελεί ένα
επιλύσιμο σύστημα καθώς περιέχει δέκα αγνώστους και πιο συγκεκριμένα τις
τρεις συνιστώσες της ταχύτητας, τις έξι συνιστώσες του τανυστή τάσεων και
την πίεση. Επομένως για να είμαστε σε θέση να τη χρησιμοποιήσουμε θα πρέ-
πει να εκφράσουμε τον τανυστή συναρτήσει ποσοτήτων που είτε είναι γνωστές
είτε μπορούν να υπολογιστούν. Για λόγους απλότητας θα περιοριστούμε στα
λεγόμενα Νευτώνεια ρευστά. Στα ρευστά αυτής της κατηγορίας, το ιξώδες πα-
ραμένει σταθερό και η αναπτυσσόμενη διατμητική τάση κατά τη ροή τους εί-
ναι γραμμικά ανάλογη της παραγώγου της ταχύτητας. Μπορούμε τότε να γρά-
ψουμε ότι ο συνολικός τανυστής τάσεων Tij (ορθές και διατμητικές) εκφράζεται

135
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

συναρτήσει της πίεσης, P , του σταθερού ιξώδους, µ, και του πεδίου ταχύτητας,
U, του ρευστού σύμφωνα με τη σχέση2
( )
∂Ui ∂Uj
Tij = −P δij + µ + . (4.2.4)
∂xj ∂xi
Αντικαθιστώντας στη συνέχεια την (4.2.4) στην (4.2.3) προκύπτει
[ ( )]
∂Ui ∑ ∂Ui 1 1∑ ∂ ∂Ui ∂Uj
+ Uj = fi + −P δij + µ + ⇒
∂t ∂xj ρ ρ ∂xj ∂xj ∂xi
j j
( )
∂Ui ∑ ∂Ui 1 1 ∂P µ∑ ∂ ∂Ui ∂Uj
+ Uj = fi − + + ⇒
∂t ∂xj ρ ρ ∂xi ρ ∂xj ∂xj ∂xi
j j
∂Ui ∑ ∂Ui 1 1 ∂P µ ∑ ∂ 2 Ui µ ∂ ∑ ∂Uj
+ Uj = fi − + + ⇒
∂t
j
∂xj ρ ρ ∂xi ρ
j
∂x2j ρ ∂xi
j
∂xj
∂Ui ∑ ∂Ui 1 1 ∂P ∑ ∂ 2 Ui
+ Uj = fi − +ν ,
∂t
j
∂xj ρ ρ ∂xi
j
∂x2j

θεωρώντας ότι για ένα ασυμπίεστο ρευστό ισχύει η σχέση (4.1.7) δίνοντας
∑ ∂Uj
= 0.
∂xj
j

Το παραπάνω αποτέλεσμα αποτελεί τη διαφορική διατύπωση των εξισώσεων


Navier-Stokes για Νευτώνειο και ασυμπίεστο ρευστό, εκφρασμένο σε μορφή συ-
νιστωσών ταχύτητας και σε μονάδες N /kg. Ισοδύναμα, μπορεί να γραφτεί και
σε διανυσματική μορφή (συναντάται πιο συχνά στη βιβλιογραφία) ως εξής
∂U f ∇P
+ (U · ∇) U = − + ν∇2 U, (4.2.5)
∂t ρ ρ
εκφρασμένο σε μονάδες N /m3 . Η εξίσωση (4.2.5) αποτελεί τη γενική εξίσωση
ορμής για ασυμπίεστο και Νευτώνειο ρευστό. Το αριστερό μέλος εκφράζει τη
συνολική επιτάχυνση του ρευστού σαν το άθροισμα της τοπικής επιτάχυσνης
που οφείλεται στη μη μονιμότητα του πεδίου ροής σε μία συγκεκριμένη θέση
και της μεταφορικής επιτάχυνσης λόγω της θέσης του. Η διάκριση μεταξύ
των δύο αυτών όρων είναι θεμελιώδους σημασίας για την ουσιαστική κατα-
νόηση της δυναμικής συμπεριφοράς των ρευστών. Ας φανταστούμε για παρά-
δειγμα τη μόνιμη ροή μέσω ακροφυσίου. Καθώς το πεδίο της ταχύτητας παρα-
μένει σταθερό, η τοπική επιτάχυνση μηδενίζεται παντού. Λόγω θέσης όμως, το
2
Βλέπε εξίσωση (⁇) στο επόμενο κεφάλαιο.

136
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

ρευστό επιταχύνεται καθώς η διατομή ελαττώνεται. Αυτός είναι και ο λόγος


για τον οποίο ο όρος μεταφοράς (advection term), (U · ∇) U, ορίζεται ως η
χωρική παράγωγος της ταχύτητας στην υλική παράγωγο. Το αριστερό μέλος
δηλαδή εκφράζει το γεγονός ότι το διανυσματικό πεδίο ταχύτητας αλλάζει
όχι μόνο στο χρόνο αλλά και στο χώρο. Με απλή επισκόπηση των όρων εί-
ναι προφανές ότι αυτοί εκφράζονται σε μονάδες N /m3 και επομένως περιγρά-
φουν τη συνολική επιτάχυνση ενός ροϊκού στοιχείου ανηγμένου στην πυκνό-
τητά του, ρ. Το δεξιό μέλος εκφράζει το άθροισμα των δυνάμεων που ασκούνται
στο ρευστό σαν το άθροισμα των εξωτερικών δυνάμεων, των δυνάμεων που
αναπτύσσονται λόγω κλίσης πίεσης και των δυνάμεων συνεκτικότητας όπως
αυτές εκφράζονται μέσω του φαινομένου της διάχυσης (diffusion). Οι εξισώ-
σεις Navier-Stokes σε συνδυασμό με την εξίσωση συνέχειας αποτελούν τότε
ένα επιλύσιμο σύστημα τεσσάρων μη γραμμικών διαφορικών εξισώσεων ως
προς τις τρεις συνιστώσες της ταχύτητας και την πίεση. Η διασημότητά τους
ακολουθείται από την αντίστοιχη πολυπλοκότητά του και για το λόγο αυτό
είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν αναλυτικές λύσεις (με-
ρικές από αυτές εξετάζονται στην επόμενη παράγραφο). Είναι όμως δυνατό να
απλοποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες παραδοχές.

• Για μικρούς αριθμούς Reynolds, ο όρος αδράνειας είναι αμελητέος σε


σχέση με τον όρο ιξώδους (βλέπε παράγραφο 6.2) δίνοντας τις γνωστές
εξισώσεις Stokes,
0 = f − ∇P + µ∇2 U.

• Αν η ροή εξελίσσεται σε χαμηλό πεδίο πίεσης απουσία εξωτερικών δυνάμεων,


οι εξισώσεις Navier-Stokes παίρνουν τη μορφή εξίσωσης διάχυσης,

∂U
= ν∇2 U.
∂t

• Τέλος, για μεγάλους αριθμούς Reynolds, η δύναμη ιξώδους είναι αμελη-


τέα σε σχέση με τη δύναμη αδράνειας δίνοντας την εξίσωση του Euler,

∂U 1
+ (U · ∇) U = (f − ∇P ) .
∂t ρ
Ισοδύναμα, η εξίσωση Navier-Stokes (4.2.5) μπορεί να γραφτεί σε μορφή συ-

137
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

νιστωσών ως εξής:
( 2 )
∂u ∂u ∂u ∂u fx 1 ∂P ∂ u ∂2u ∂2u
+u +v +w = − +ν + + ,
∂t ∂x ∂y ∂z ρ ρ ∂x ∂x2 ∂y 2 ∂z 2
( 2 )
∂v ∂v ∂v ∂v fy 1 ∂P ∂ v ∂2v ∂2v
+u +v +w = − +ν + + ,
∂t ∂x ∂y ∂z ρ ρ ∂y ∂x2 ∂y 2 ∂z 2
( 2 )
∂w ∂w ∂w ∂w fz 1 ∂P ∂ w ∂2w ∂2w
+u +v +w = − +ν + + .
∂t ∂x ∂y ∂z ρ ρ ∂z ∂x2 ∂y 2 ∂z 2

4.2.2 Ο τανυστής των τάσεων


Η έννοια της τάσης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες έννοιες τόσο στη μη-
χανική των ρευστών όσο και στους περισσότερους τομείς της επιστήμης και
των τεχνολογικών εφαρμογών. Για το λόγο αυτό στην παρούσα ενότητα θα
μελετηθεί με πιο συστηματικό τρόπο με τη βοήθεια του τετραέδρου Cauchy3
όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.5.

Γ
σzz

τxz τzx n
tn
τzy
σxx O′
O
τyx τyz x
B
τxy

A σyy
z

Σχήμα 4.5: Το τετράεδρο του Cauchy και οι αναπτυσσόμενες τάσεις στις έδρες του.

Έστω ένα παραλληλεπίπεδο το οποίο τέμνεται κατά τη διεύθυνση ενός αυθαί-


ρετου επιπέδου, όπως αυτό ορίζεται από το μοναδιαίο διάνυσμα n. Το επίπεδο
ABΓ που προκύπτει σχηματίζει μαζί με τα άλλα επίπεδα το λεγόμενο τετράεδρο
Cauchy και περιγράφεται από τα συνημίτονα κατεύθυνσης (ή κατευθύνοντα
συνημίτονα) (nx , ny , nz ) = (n · î, n · ĵ, n · k̂). Μπορούμε τότε να εκφράσουμε
3
Ο Augustin-Louis Cauchy, 1789-1857, ήταν Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και μηχανικός με
πολύ σημαντική συνεισφορά στη μαθηματική Ανάλυση και τη μηχανική του συνεχούς μέσου.

138
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

τα εμβαδά των τριών υπολοίπων επιπέδων σύμφωνα με τις ακόλουθες σχέσεις

(AΓO) = nx (ABΓ), (ABO) = ny (ABΓ), (BΓO) = nz (ABΓ). (4.2.6)

Χωρίς βλάβη της γενικότητας, ας θεωρήσουμε την ισορροπία δυνάμεων εφαρ-


μόζοντας το δεύτερο νόμο του Newton κατά μήκος της κατεύθυνσης x στο
τετράεδρο. Προκύπτει τότε ότι

(OO′ )
tnx (ABΓ) − σxx (AΓO) − τyx (ABO) − τzx (BOΓ) = ρ (ABΓ)αx ,
3
όπου (OO′ ) η απόσταση μεταξύ των σημείων O, O′ και αx η συνιστώσα της
επιτάχυνσης κατά την διεύθυνση του άξονα των x. Λαμβάνοντας στη συνέχεια
το όριο (OO′ ) → 0,

tnx (ABΓ) − σxx (AΓO) − τyx (ABO) − τzx (BOΓ) = 0

και χρησιμοποιώντας τις σχέσεις (4.2.6)

tnx (ABΓ) = σxx nx (ABΓ) + τyx ny (ABΓ) + τzx nz (ABΓ) =⇒


tnx = σxx nx + τyx ny + τzx nz .

Ισοδύναμα για τις άλλες δύο κατευθύνσεις

tny = τxy nx + σyy ny + τzy nz ,


tnz = τxz nz + τyz ny + σzz nz .

Συλλέγοντας όλα τα παραπάνω αποτελέσματα μπορούμε να εκφράσουμε το


διάνυσμα της τάσης tn σε μορφή πίνακα ως εξής
      
tnx σxx τxy τxz nx nx
tny  =  τyx σyy τyz  ny  = T ny  , (4.2.7)
tnz τzx τzy σzz nz nz

λαμβάνονας υπόψη ότι τij = τji όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια χρησιμοποι-
ώντας ισορροπία των ροπών. Για το λόγο αυτό θεωρούμε το παραλληλεπίπεδο
του Σχήματος 4.6 όπου η αρχή των αξόνων έχει τοποθετηθεί στο κέντρο βάρος
του. Οι αντίστοιχες συνιστώσες τόσο των ορθών όσο και των διατμητικών τά-
σεων μπορούν να εκφραστούν με τη βοήθεια του αναπτύγματος Taylor, καθώς
όπως είναι λογικό να υποθέσουμε αυτές μεταβάλλονται με συνεχή τρόπο στο

139
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ


σyy

dz ′

τyx
τyz ′
τxy
τxz y
σxx ′
O x σxx

τxz
dy τ z
xy
τyx τyz

dx
σyy

Σχήμα 4.6: Συμμετρία του τανυστή τάσεων. Οι αναπτυσσόμενες τάσεις στις επιφάνειες
εμβαδού dxdy δεν σχεδιάστηκαν καθώς δε συνεισφέρουν ως προς τη ροπή κατά
μήκος του άξονα Oz.

εσωτερικό του παραλληλεπιπέδου. Μπορούμε τότε για παράδειγμα να γρά-


ψουμε ότι

′ ∂τxy ′ ∂τyx
τxy = τxy + dx + . . . και τyx = τyx + dy + . . . (4.2.8)
∂x ∂y
Θεωρώντας στη συνέχεια ως θετική την ανθωρολογιακή φορά, παρατηρούμε
ότι η ανατπυσσόμενη ροπή ως προς τον άξονα Oz, παίρνει τη μορφή

′ dx dx ′ dy dy
Mz = τxy dzdy + τxy dzdy − τyx dzdx − τyx dzdx . (4.2.9)
2 2 2 2
Αντικαθιστώντας τις εξισώσεις (4.2.8) στην (4.2.9) και λαμβάνοντας υπόψη τη
συνθήκη ισορροπίας Mz = 0 προκύπτει
( ) ( )
∂τxy dx ∂τyx dy
2τxy + dx dzdy − 2τyx + dy dzdx = 0 =⇒
∂x 2 ∂y 2
( ) ( )
∂τxy dV ∂τyx dV
2τxy + dx − 2τyx + dy = 0,
∂x 2 ∂y 2
όπου dV = dx dy dz ο στοιχειώδης όγκος του παραλληλεπιπέδου. Επειδή dV ̸=
0 και αγνοώντας τα διαφορικά βρίσκουμε τέλος ότι

τxy = τyx .

140
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Λαμβάνοντας την ισορροπία των ροπών ως προς τους άξονες Ox και Oy προκύ-
πτει αντίστοιχα ότι τyz = τzy και τxz = τzx . Ο τανυστής επομένως των τάσεων
είναι συμμετρικός καθώς τij = τji αποδεικνύοντας την πρόταση ότι απαιτού-
νται έξι μόνο συνιστώσες (από τις εννέα συνολικά) για τον υπολογισμό της
εντατικής κατάστασης.

4.2.3 Εξισώσεις Navier-Stokes: εφαρμογές


4.2.3.1 Μέτρηση πίεσης με χρήση βαρόμετρου
Το βαρόμετρο είναι μία απλή πειραματική διάταξη για την μέτρηση της ατμο-
σφαιρικής πίεσης. Επινοήθηκε από τον Torricelli (Evangelista Torricelli, 1608-
1647) και στην απλούστερη μορφή του αποτελείται από ένα δοκιμαστικό σω-
λήνα τοποθετημένο ανάποδα σε ένα δοχείο γεμισμένο με υδράργυρο, Hg.4 Η

PHg

H
Pατ µ Pατ µ z
g

Σχήμα 4.7: Σχηματική αναπαράσταση απλού βαρόμετρου.

υπό μελέτη διάταξη ανήκει στην κατηγορία της στατικής των ρευστών, όπου
u = v = w = 0. Οι εξισώσεις Navier-Stokes επομένως εκφρασμένες σε καρτε-
σιανές συντεταγμένες απλοποιούνται στην κάτωθι μορφή,

∂P ∂P ∂P
fx − = 0, fy − =0 και fz − = 0.
∂x ∂y ∂z
Θεωρώντας ότι η μόνη εξωτερική δύναμη που δρα στο βαρόμετρο είναι η βαρύ-
τητα με κατεύθυνση τον άξονα των −z, όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.7, βρίσκουμε
τελικά ότι
∂P ∂P ∂P
= 0, = 0 και = −ρg.
∂x ∂y ∂z

4
Ο υδράργυρος χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά στα βαρόμετρα μέχρι που
ανακαλύφθηκε ότι οι ατμοί του είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την υγεία.

141
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Ολοκληρώνοντας την τελευταία εξίσωση προκύπτει

P (z) = −ρgz + C, (4.2.10)

όπου C η σταθερά ολοκλήρωσης. Θέτοντας z = H, η (4.2.10) γράφεται,

P (H) = −ρgH + C = PHg ,

ή ισοδύναμα,
C = PHg + ρgH ≈ ρgH, (4.2.11)
για αμελητέα τάση ατμών του υδραργύρου. Αντικαθιστώντας τέλος το απο-
τέλεσμα (4.2.11) στην εξίσωση (4.2.10), υπολογίζουμε την κατανομή της πίεσης
συναρτήσει του ύψους,
P (z) = ρg(H − z).
Προφανώς για z = 0 βρίσκουμε την ατμοσφαιρική πίεση,

Pατ µ = ρgH.

Η σημαντικότητα επομένως του βαρόμετρου έγκειται στο γεγονός ότι μπορούμε


να μετρήσουμε την ατμοσφαιρική πίεση, μετρώντας απλά το ύψος του υδραρ-
γύρου στον ανεστραμμένο σωλήνα. Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι η πίεση αυτή
είναι η απόλυτη πίεση (μετρημένη ως προς το απόλυτο κενό) και όχι η σχετική
πίεση.

4.2.3.2 Μόνιμη ροή μεταξύ ακίνητων παράλληλων πλακών

u=0
y
α
x
−α

u=0

Σχήμα 4.8: Ροή Hele-Shaw.

142
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

4.2.3.2.1 Κατανομή πίεσης και ταχύτητας: Θεωρούμε ασυμπίεστη ροή κατά


μήκος του άξονα x μεταξύ παράλληλων πλακών μήκους L που είναι κάθετες
στον άξονα y στις θέσεις y = ±α (γνωστή και ως ροή Hele-Shaw, Σχήμα 4.8).
Αν η διάσταση των πλακών κατά τη διεύθυνση του άξονα z είναι πολύ μεγα-
λύτερη σε σχέση με το πλάτος 2α, το υπό μελέτη πρόβλημα είναι διδιάστατο
και εξελίσσεται στο επίπεδο xy. Αν επίσης υποθέσουμε ότι η ροή είναι μόνιμη
(∂U/∂t = 0) και ότι δεν ασκούνται εξωτερικές δυνάμεις στο ρευστό (f = 0), η
εξίσωση (4.2.5) απλοποιείται ως εξής,
∇P
(U · ∇) U − ν∇2 U = − ,
ρ
ή σε καρτεσιανές συντεταγμένες,
( ) ( 2 )
∂u ∂u ∂ u ∂2u 1 ∂P
u +v −ν + =− ,
∂x ∂y ∂x2 ∂y 2 ρ ∂x
( ) ( 2 ) (4.2.12)
∂v ∂v ∂ v ∂2v 1 ∂P
u +v −ν 2
+ 2 =− .
∂x ∂y ∂x ∂y ρ ∂y

Είναι προφανές ότι για πλήρως ανεπτυγμένη ροή, το διάνυσμα της ταχύτητας
δεν θα έχει συνιστώσα στον άξονα y και επομένως v = 0. Η διδιάστατη έκ-
φραση τότε της εξίσωσης συνέχειας,

∂u ∂v
+ = 0,
∂x ∂y
δίνει,
∂u
= 0 ⇒ u = u(y). (4.2.13)
∂x
Από το αποτέλεσμα (4.2.13) βλέπουμε ότι η συνιστώσα της ταχύτητας κατά τη
διεύθυνση της ροής δεν εξαρτάται από τη συνιστώσα x, αλλά μόνο από τη
συνιστώσα y. Για να υπολογίσουμε τις αντίστοιχες εκφράσεις για την πίεση,
εξετάζουμε τις εξισώσεις (4.2.12). Συνδυάζοντας τα παραπάνω αποτελέσματα
βρίσκουμε ότι
dP d2 u
= µ 2,
dx dy
(4.2.14)
dP
= 0 ⇒ P = P (x).
dy
Από τη δεύτερη εξίσωση (4.2.14) προκύπτει ότι η πίεση του ρευστού, αντίθετα
με την ταχύτητα, δεν εξαρτάται από τη συνιστώσα y αλλά μόνο από την x.

143
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κάθε επίπεδο που είναι κάθετο στον άξονα x να είναι
επίπεδο σταθερής πίεσης. Επιπλέον, όπως φαίνεται από την πρώτη εξίσωση,
dP /dx = c, όπου c σταθερός αριθμός. Αυτό συμβαίνει διότι το αριστερό μέρος
της είναι συνάρτηση μόνο της μεταβλητής x, ενώ το δεξιό μέλος είναι συνάρ-
τηση μόνο της μεταβλητής y. Επομένως η μόνη περίπτωση για να συμβαίνει
κάτι τέτοιο είναι και τα δύο μέλη να είναι σταθερά και ανεξάρτητα των x και
y. Οι λύσεις που επιδέχονται οι παραπάνω εξισώσεις υπολογίζονται με ολο-
κλήρωση και δίνουν τις ακόλουθες εκφράσεις για την ταχύτητα και την πίεση
αντίστοιχα,
c 2
u(y) = y + c1 y + c2 ,
2µ (4.2.15)
P (x) = cx + c3 ,
όπου c1 , c2 , c3 σταθερές. Όλες οι σταθερές υπολογίζονται χρησιμοποιώντας τις
κατάλληλες οριακές συνθήκες. Θέτοντας λοιπόν,

P (0,y) = P1 και P (L,y) = P2 ,

βρίσκουμε από τη δεύτερη εξίσωση (4.2.15) ότι c3 = P1 και c = (P2 − P1 )/L =


∆P /L. Η κατανομή της πίεσης τότε σε κάποια θέση x θα δίνεται από την ακό-
λουθη απλή σχέση,
∆P
P (x) = x + P1 .
L
Για τον υπολογισμό της ταχύτητας μέσω των συντελεστών c1 και c2 αρκεί η
εφαρμογή της συνθήκης μη ολίσθησης επάνω στις δύο πλάκες,

u(x, − α) = 0 και u(x,α) = 0.

Το αλγεβρικό σύστημα που προκύπτει παίρνει τη μορφή

∆P 2
0= α + c1 α + c2 ,
2µL
∆P 2
0= α − c1 α + c2 ,
2µL

δίνοντας c1 = 0 και c2 = −∆P α2 · (2µL)−1 . Επομένως η κατανομή της τα-


χύτητας για οποιαδήποτε διατομή είναι παραβολική και δίνεται από τη σχέση

∆P ( 2 )
u(y) = y − α2 . (4.2.16)
2µL

144
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Είναι προφανές από την εξίσωση (4.2.16) ότι u(y) > 0 εάν και μόνο εάν ∆P < 0.
Στην περίπτωση αυτή η πίεση μειώνεται κατά τη φορά της ροής (όπως άλλωστε
είναι αναγκαίο) και η κατανομή της ταχύτητας παίρνει την ισοδύναμη μορφή
[ ( y )2 ]
∆P 2
u(y) = − α 1− .
2µL α

Σημειώνοντας επίσης ότι η μέγιστη ταχύτητα του ρευστού uµϵγ λαμβάνει χώρα
στο επίπεδο συμμετρίας y = 0 προκύπτει ότι
[ ( y )2 ]
u(y) = uµϵγ 1 − , (4.2.17)
α
όπου
∆P α2
uµϵγ = − .
2µL
Τέλος, ο διδιάστατος τανυστής των τάσεων, T, μπορεί να υπολογιστεί με τη
βοήθεια του αποτελέσματος (4.2.4) δίνοντας
 ( )
[ ] ∂u ∂u ∂v
σ τ  −P + 2µ ∂x µ
∂y
+
∂x 
T = xx xy =  
( ) 
τyx σyy ∂u ∂v ∂v 
µ + −P + 2µ
∂y ∂x ∂y
[ ]
−P ∆P y/L
= .
∆P y/L −P

Επομένως η διατμητική τάση στο ρευστό είναι αρνητική, έχει φορά αντίθετη
της ροής και είναι ανάλογη της απόστασης y από το επίπεδο συμμετρίας. Άρα,
η διατμητική τάση πάνω στο τοίχωμα, τw , μπορεί να βρεθεί με απλή εφαρμογή
του αξιώματος δράσης-αντίδρασης,
α
τw = ∆P .
L

4.2.3.2.2 Μέση ταχύτητα: Η μέση ταχύτητα, u, για ροή μόνιμου και ασυ-
μπίεστου ρευστού μεταξύ δύο παράλληλων πλακών όπως αναπτύχθηκε στην
προηγούμενη παράγραφο, υπολογίζεται εύκολα με ολοκλήρωση της εξίσωσης
(4.2.17). Συγκεκριμένα, επειδή η παροχή διαμέσου μίας διατομής είναι σταθερή
και ίση με Q,
dQ
u= ,
dA

145
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου dA το στοιχειώδες εμβαδό της υπό μελέτη διατομής. Λόγω συμμετρίας η


παραπάνω εξίσωση μπορεί να εκφραστεί ανά μονάδα μήκους κατά τον άξονα
z δίνοντας ∫ α
u(y) dy
−α
u= ∫ α (4.2.18)
dy
−α

και συνδυάζοντας τις σχέσεις (4.2.17) και (4.2.18),


∫ [ ( y )2 ]
uµϵγ α
u= 1− dy. (4.2.19)
2α −α α

Το ολοκλήρωμα αυτό μπορεί εύκολα να υπολογιστεί ως εξής


∫ α[ ( y )2 ] ∫ α ∫ α( ) ∫ α
y 2 1
1− dy = dy − dy = 2α − 2 y 2 dy
−α α −α −α α α −α
[ 3 ( 3
)]
1 α α 4
= 2α − 2 − − = α. (4.2.20)
α 3 3 3

Αντικαθιστώντας τέλος το αποτέλεσμα (4.2.20) στην (4.2.19) προκύπτει ότι


2
u= uµϵγ . (4.2.21)
3
Επομένως η κατανομή της ταχύτητας για στρωτή ροή ασυμπίεστου ρευστού
μεταξύ παράλληλων πλακών είναι παραβολική με μέση ταχύτητα ίση με τα
δύο τρίτα της μέγιστης.

4.2.3.3 Μόνιμη ροή μεταξύ κινούμενων παράλληλων πλακών

u=U
y
α
x
−α

u=0

Σχήμα 4.9: Ροή Couette.

146
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Στην περίπτωση που μία εκ των δύο πλακών κινείται με σταθερή ταχύτητα U
(γνωστή και ως ροή Couette, Σχήμα 4.9), η λύση (4.2.15) των εξισώσεων Navier-
Stokes παραμένει αναλλοίωτη, αλλάζουν όμως οι οριακές συνθήκες. Χωρίς
βλάβη της γενικότητας μπορούμε να υποθέσουμε ότι μόνο η πλάκα που ανήκει
στο επίπεδο y = α κινείται. Τότε, οι οριακές συνθήκες για την πίεση και την
ταχύτητα παίρνουν την κάτωθι μορφή αντίστοιχα,

P (0,y) = P1 , P (L,y) = P2 και u(x, − α) = 0, u(x,α) = U.

Αντικαθιστώντας τις παραπάνω οριακές συνθήκες στις γενικές λύσεις (4.2.15)


και παρατηρώντας ότι οι σταθερές c και c3 δεν μεταβάλλονται, προκύπτει ότι
U U ∆P 2
c1 = και c2 = − α ,
2α 2 2µL
δίνοντας τις εξής εκφράσεις για την κατανομή της πίεσης και της ταχύτητας
αντίστοιχα σε τυχαίο σημείο μεταξύ των πλακών,
∆P
P (x) = x + P1 ,
L
∆P ( 2 ) U( y)
u(y) = y − α2 + 1+ .
2µL 2 α
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταχύτητα του ρευστού μπορεί να γίνει αρνητική σχη-
ματίζοντας τις λεγόμενες ανάστροφες ή οπίσθιες ροές. Αυτό αποδεικνύεται
εύκολα υπολογίζοντας την πρώτη και δεύτερη παράγωγο της ταχύτητας,

du(y) ∆P U
= y+ ,
dy µL 2α
(4.2.22)
d2 u(y) ∆P
= .
dy 2 µL
Παρατηρούμε ότι η ταχύτητα έχει ένα μοναδικό ακρότατο όταν
U µL
y=− ,
2α ∆P
το είδος του οποίου (ελάχιστο ή μέγιστο) καθορίζεται από το πρόσημο του
όρου ∆P . Πιο συγκεκριμένα, όταν η ροή συνοδεύεται από πτώση πίεσης, η
δεύτερη παράγωγος στην (4.2.22) γίνεται αρνητική και η ταχύτητα του ρευστού
στο αντίστοιχο σημείο μεγιστοποιείται. Αντιθέτως, ολικό ελάχιστο εμφανίζεται
όταν ∆P > 0 σχηματίζοντας οπίσθια ροή σε κάποιο τμήμα μεταξύ των πλακών.

147
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Επειδή η ροή αυτή συνδυάζει την κίνηση της πλάκας με σταθερή κλίση πίεσης
κατά τη διεύθυνση της ροής, ονομάζεται συνδυασμένη ροή Couette-Poiseuille.
Στην περίπτωση όπου ∆P = 0, η ροή ονομάζεται Couette, η ταχύτητα αποκτά
την ακόλουθη γραμμική κατανομή

U( y)
u(y) = 1+
2 α
και η πίεση δεν μεταβάλλεται κατά μήκος των πλακών αποκτώντας σταθερή
τιμή ίση με P1 . Στην περίπτωση αυτή η ροή αναπτύσσεται αποκλειστικά λόγω
της κίνησης της πλάκας και για το λόγο αυτό το δυναμικό ιξώδες του ρευστού
δεν επηρεάζει καθόλου την κίνησή του. Τέλος, η διατμητική τάση στο τοίχωμα
τw είναι τότε
du µU
τw = µ = .
dy 2α

4.2.3.4 Μόνιμη ροή σε ευθύγραμμο κυλινδρικό αγωγό


4.2.3.4.1 Κατανομή πίεσης και ταχύτητας: Θεωρούμε τη μόνιμη και πλή-
ρως ανεπτυγμένη ροή ενός ασυμπίεστου ρευστού κατά τον άξονα των z, δια-
μέσου ενός ευθύγραμμου αγωγού σταθερής ακτίνας R (ροή Poiseuille), όπως
φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Ο υπολογισμός της κατανομής της ταχύτη-

r
R
z

Σχήμα 4.10: Ροή Poiseuille.

τας και της πίεσης μπορεί να γίνει με επίλυση των εξισώσεων Navier-Stokes
ακολουθώντας ανάλογη διαδικασία με αυτή της προηγούμενης παραγράφου.
Λόγω της κυλινδρικής συμμετρίας όμως, είναι προτιμότερο να εκφράσουμε τις
συνιστώσες της ταχύτητας στο κυλινδρικό σύστημα συντεταγμένων δίνοντας5

5
Η μαθηματική θεμελίωση των εξισώσεων Navier-Stokes σε κυλινδρικές συντεταγμένες είναι
ιδιαίτερα πολύπλοκη και δεν παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό. Ο ανήσυχος όμως αναγνώστης
μπορεί να ανατρέξει σε πολλά συγγράμματα στα οποία παρουσιάζεται με αναλυτικό τρόπο
η εξαγωγή των εξισώσεων ορμής σε κυλινδρικές συντεταγμένες.

148
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

( )
∂ur ∂ur uθ ∂ur u2θ ∂ur
ρ + ur + − + uz
∂t ∂r r ∂θ r ∂z
[ ( ) ]
∂P 1 ∂ ∂ur ur 1 ∂ 2 ur 2 ∂uθ ∂ 2 ur
=− +µ r − 2 + 2 − 2 + ,
∂r r ∂r ∂r r r ∂θ2 r ∂θ ∂z 2
( )
∂uθ ∂uθ uθ ∂uθ uθ ur ∂uθ
ρ + ur + + + uz
∂t ∂r r ∂θ r ∂z
[ ( ) ]
1 ∂P 1 ∂ ∂uθ uθ 1 ∂ 2 uθ 2 ∂ur ∂ 2 uθ
=− +µ r − 2 + 2 + 2 + ,
r ∂θ r ∂r ∂r r r ∂θ2 r ∂θ ∂z 2
( )
∂uz ∂uz uθ ∂uz ∂uz
ρ + ur + + uz
∂t ∂r r ∂θ ∂z
[ ( ) ]
∂P 1 ∂ ∂uz 1 ∂ 2 uz ∂ 2 uz
=− +µ r + 2 + .
∂z r ∂r ∂r r ∂θ2 ∂z 2
(4.2.23)
Παρά την αυξημένη πολυπλοκότητα των παραπάνω εξισώσεων είναι δυνατόν
να λυθούν αναλυτικά για την περίπτωση της υπό εξέταση ροής. Για το λόγο
αυτό, είναι απαραίτητο να γίνουν οι κατάλληλες παραδοχές και απλοποιήσεις.
Επειδή η ροή είναι παράλληλη στον άξονα z, συνεπάγεται ότι uθ = ur =
∂uz /∂θ = 0, και επειδή είναι πλήρως ανεπτυγμένη, ∂uz /∂z = 0. Οι εξισώσεις
(4.2.23) τότε απλοποιούνται ως εξής
( )
∂P ∂P ∂P 1 ∂ ∂uz
= 0, = 0 και =µ r .
∂r ∂θ ∂z r ∂r ∂r
Από τις δύο πρώτες εξισώσεις προκύπτει ότι η πίεση δεν εξαρτάται από τις
μεταβλητές r και θ και επομένως είναι συνάρτηση μόνο της μεταβλητής z. Η
τρίτη εξίσωση τότε μπορεί να γραφτεί στην παρακάτω ισοδύναμη μορφή
( )
1 dP 1 d duz
= r . (4.2.24)
µ dz r dr dr
Επειδή το αριστερό μέλος της (4.2.24) είναι συνάρτηση μόνο της μεταβλητής z
ενώ το δεξιό μόνο της r, συμπεραίνουμε (όπως και στην ενότητα 4.2.3.2.1) ότι και
οι δύο όροι θα είναι σταθεροί και ίσοι έστω με c. Μπορούμε τότε να γράψουμε
( )
dP µ d 1 duz
= = c. (4.2.25)
dz r dr r dr
Η πρώτη εκ των εξισώσεων (4.2.25) έχει ως λύση την
P (z) = cz + c1 ,

149
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

η οποία θέτοντας
P (0) = P1 και P (L) = P2 ,
δίνει c1 = P1 και c = (P2 − P1 )/L = ∆P /L. Η κατανομή της πίεσης τότε για
οποιαδήποτε διατομή z γράφεται

∆P
P (z) = z + P1 .
L
Η δε κατανομή της ταχύτητας υπολογίζεται λύνοντας τη δεύτερη από τις εξι-
σώσεις (4.2.25) χρησιμοποιώντας διπλή ολοκλήρωση,

c 2 1 ∆P 2
uz (r) = r + c1 ln r + c2 = r + c1 ln r + c2 . (4.2.26)
4µ 4µ L
Επειδή η ταχύτητα πρέπει να είναι πεπερασμένη για κάθε σημείο στο εσωτερικό
του κυκλικού αγωγού (άρα και στο κέντρο του όπου r = 0), προκύπτει ότι
c1 = 0. Επιπλέον, από τη συνθήκη μη ολίσθησης η ταχύτητα μηδενίζεται πάνω
στο τοίχωμα (όπου r = R). Επομένως

R2 ∆P
c2 = − .
4µ L
Αντικαθιστώντας τις τιμές των παραμέτρων c1 και c2 στην (4.2.26) προκύπτει
ότι η κατανομή της ταχύτητας για μόνιμη, ασυμπίεστη και πλήρως ανεπτυγμένη
ροή σε ευθύγραμμο κυκλικό αγωγό σταθερής διατομής δίνεται από την εξίσωση

1 ∆P 2 R2 ∆P
uz (r) = r − ,
4µ L 4µ L
ή, [
R2 ∆P ( r )2 ]
uz (r) = − 1− . (4.2.27)
4µ L R
Μια άμεση συνέπεια του παραπάνω αποτελέσματος είναι ότι η μέγιστη ταχύ-
τητα, uz,µϵγ , λαμβάνει χώρα για r = 0. Η εξίσωση (4.2.27) τότε γράφεται στην
ισοδύναμη μορφή [ ( r )2 ]
uz (r) = uz,µϵγ 1 − , (4.2.28)
R
όπου
R2 ∆P
uz,µϵγ = − .
4µ L

150
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Εφαρμόζοντας ανάλογους συλλογισμούς όπως στην περίπτωση των παράλλη-


λων πλακών, αποδεικνύεται ότι η μοναδική μη μηδενική συνιστώσα του τανυ-
στή τάσεων, T, στο ρευστό είναι η σrz = σzr , η οποία δίνεται από τη σχέση
( )
∂uz ∂ur ∂uz ∆P
µ + =µ = r.
∂r ∂z ∂r 2L
Τέλος, η διατμητική τάση πάνω στο τοίχωμα τw ισούται με

∆P
τw = R.
2L

4.2.3.4.2 Μέση ταχύτητα Χρησιμοποιώντας τον ορισμό (4.2.18) για τη μέση


ταχύτητα και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (4.2.28) έχουμε ότι
∫ R
uz (r) dA ∫ [ ( r )2 ]
2uz,µϵγ R
uz = 0
∫ R = r 1− dr, (4.2.29)
R2 0 R
dA
0

όπου το στοιχειώδες εμβαδό dA = 2πrdr. Το παραπάνω ολοκλήρωμα λύνεται


ως εξής
∫ R [ ( r )2 ] ∫ R ∫ R
1 R2 R4 R2
r 1− dr = r dr − 2 r3 dr = − 2 = . (4.2.30)
0 R 0 R 0 2 4R 4

Αντικαθιστώντας τέλος το αποτέλεσμα (4.2.30) στην εξίσωση (4.2.29) βρίσκουμε


ότι η μέση ταχύτητα για στρωτή και πλήρως ανεπτυγμένη ροή σε αγωγό στα-
θερής διατομής ισούται με το μισό της μέγιστης, δηλαδή
1
uz = uz,µϵγ . (4.2.31)
2

4.2.3.5 Μόνιμη ροή μεταξύ ομόκεντρων περιστρεφόμενων κυλίνδρων


Ας υποθέσουμε δύο ομόκεντρους κυλίνδρους ακτίνας R1 και R2 , οι οποίοι περι-
στρέφονται με σταθερές γωνιακές ταχύτητες ω1 και ω2 αντίστοιχα. Στη μόνιμη
κατάσταση ∂ui /∂t = 0 και η ροή μπορεί να μελετηθεί για ένα σταθερό επίπεδο
κάθετο στον άξονα των κυλίνδρων (έστω z). Είναι προφανές ότι η συνιστώσα
του διανύσματος κατά τη διεύθυνση της ακτίνας θα ισούται με μηδέν (ur = 0)

151
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

R2

R1
ω1
ω2

Σχήμα 4.11: Ροή μεταξύ ομόκεντρων περιστρεφόμενων κυλίνδρων.

και επομένως η μόνη μη μηδενική συνιστώσα θα είναι η uθ . Γράφοντας την


εξίσωση συνέχειας (4.1.7) σε κυλινδρικές συντεταγμένες,

∂ur ur 1 ∂uθ ∂uz


+ + + = 0,
∂r r r ∂θ ∂z
και εφαρμόζοντας τις παραπάνω παραδοχές προκύπτει ότι

∂uθ
= 0 ⇒ uθ = uθ (r). (4.2.32)
∂θ
Η ταχύτητα επομένως κατά τη διεύθυνση της γωνίας δεν εξαρτάται από τη
γωνία αλλά από την απόσταση r. Επιπλέον, οι εξισώσεις Navier-Stokes σε
κυλινδρικές συντεταγμένες (4.2.23) απλοποιούνται δίνοντας

u2θ ∂P
ρ = ,
r ∂r [ ( ) ]
1 ∂P 1 ∂ ∂uθ uθ
0=− +µ r − 2 , (4.2.33)
r ∂θ r ∂r ∂r r
∂P
0= .
∂z
Η τρίτη εξίσωση της (4.2.33) μας δίνει ότι η πίεση δεν εξαρτάται από την z
συνιστώσα. Επίσης, από την πρώτη εξίσωση (σε συνδυασμό με την (4.2.32))
προκύπτει ότι η πίεση εξαρτάται μόνο από την ακτινική συνιστώσα r. Το σύ-

152
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

στημα (4.2.33) επομένως απλοποιείται ως εξής


u2θ ∂P
ρ = ,
r ∂r ( ) (4.2.34)
1 ∂ ∂uθ uθ
0= r − 2.
r ∂r ∂r r
Με απλή επισκόπηση της δεύτερης εξίσωσης, παρατηρούμε ότι αυτή μπορεί να
γραφτεί στην ισοδύναμη αλλά απλούστερη μορφή
[ ]
d 1 d
(ruθ ) = 0.
dr r dr
Με διπλή ολοκλήρωση της εξίσωσης αυτής προκύπτει η ακόλουθη εξάρτηση
της ταχύτητας ως προς την ακτινική συνιστώσα,
c2
uθ (r) = c1 r + , (4.2.35)
r
όπου c1 και c2 σταθερές. Αντικαθιστώντας επίσης το αποτέλεσμα (4.2.35) στην
πρώτη εξίσωση του συστήματος (4.2.34) και ολοκληρώνοντας, παίρνουμε την
έκφραση για την κατανομή της πίεσης στο εσωτερικό των δύο κυλίνδρων,
[ ( c )2 ]
1 2
P (r) = ρ (c1 r) + 4c1 c2 ln r −
2
+ c3 , (4.2.36)
2 r
όπου c3 σταθερά. Οι εξισώσεις (4.2.35) και (4.2.36) αποτελούν τη λύση του υπό
μελέτη προβλήματος. Ο υπολογισμός όμως των τριών σταθερών επιβάλλει την
εφαρμογή αντίστοιχων οριακών συνθηκών. Ένας συνδυασμός είναι η επιβολή
ταχυτήτων στις επιφάνειες των κυλίνδρων και πίεσης σε μία εκ των δύο αυτών
επιφανειών,
uθ (R1 ) = ω1 R1 ,
uθ (R2 ) = ω2 R2 ,
P (R1 ) = P1 .
Αντικαθιστώντας τις δύο πρώτες οριακές συνθήκες στην εξίσωση (4.2.35) και
λύνοντας ως προς c1 και c2 προκύπτει ότι
R22 ω2 − R12 ω1 R12 R22 (ω1 − ω2 )
c1 = και c2 = .
R22 − R12 R22 − R12
Η κατανομή της ταχύτητας τελικά δίνεται από την παρακάτω έκφραση
[ ]
1 1
uθ (r) = 2 (R2 ω2 − R1 ω1 )r + R1 R2 (ω1 − ω2 ) .
2 2 2 2
(4.2.37)
R2 − R12 r

153
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Δύο ειδικές περιπτώσεις ροής είναι εκείνες κατά τις οποίες ένας εκ των δύο κυ-
λίνδρων σταματά να περιστρέφεται, (ωi = 0). Από την εξίσωση (4.2.37) έχουμε
τότε
- ο εσωτερικός κύλινδρος είναι σταθερός (ω1 = 0),
( )
R 2 ω2 1
uθ (r) = 2 2 2 r − R12 .
R2 − R1 r

- ο εξωτερικός κύλινδρος είναι σταθερός (ω2 = 0),


( )
R12 ω1 21
uθ (r) = 2 −r + R2 .
R2 − R12 r

Η περίπτωση μόνιμης ροής μεταξύ κυλίνδρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για


τον υπολογισμό του ιξώδους, µ, ρευστού σταθερής πυκνότητας. Για το σκοπό
αυτό υπολογίζουμε τη διατμητική τάση ως εξής

d ( uθ )
τrθ = µr
dr r [ ]
r d ( 2 ) 1
=µ 2 R2 ω2 − R1 ω1 + R1 R2 (ω1 − ω2 ) 2
2 2 2
R2 − R12 dr r
( )
2
R R 2 d 1
= µ 2 1 2 2 (ω1 − ω2 ) r
R2 − R1 dr r2
R2 R2 1
= −2µ 2 1 2 2 (ω1 − ω2 ) 2 .
R2 − R1 r

Στην επιφάνεια του εσωτερικού κυλίνδρου, r = R1 , δίνοντας

R22
τrθ (r = R1 ) = −2µ (ω1 − ω2 ) .
R22 − R12

Η ροπή M που θα ασκηθεί τότε στον εσωτερικό κύλινδρο ανά μονάδα μήκους
του L θα ισούται με

R12 R22
M (r = R1 ) = 2πR12 τrθ (r = R1 ) = 4πµ (ω2 − ω1 ) . (4.2.38)
R22 − R12

Προφανώς η ροπή στον εξωτερικό κύλινδρο θα είναι

R12 R22
M (r = R2 ) = 2πR12 τrθ (r = R2 ) = −4πµ (ω2 − ω1 ) . (4.2.39)
R22 − R12

154
4.2 Εξισώσεις ορμής (Navier-Stokes)

Τα αποτελέσματα (4.2.38) και (4.2.39) χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό


του ιξώδους ενός άγνωστου υγρού. Για το σκοπό αυτό κατασκευάζονται διατά-
ξεις που ονομάζονται ιξωδόμετρα και τα οποία αποτελούνται από δύο ομοαξονικούς
κυλίνδρους τοποθετημένους κάθετα. Το ρευστό τοποθετείται ανάμεσα στους
κυλίνδρους, ο εσωτερικός κύλινδρος ασφαλίζεται (δίνοντας ω1 = 0) και ο
εξωτερικός περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα. Το ιξώδες τότε δί-
νεται από την απόλυτη τιμή των εξισώσεων (4.2.38) ή (4.2.39),
(
M R2 − R2 )
2 1
µ= .
4πω2 R1 R2 L
2 2

Για να υπολογίσουμε επομένως το δυναμικό ιξώδες είναι απαραίτητο να γνωρί-


ζουμε τη γωνιακή ταχύτητα του εξωτερικού κυλίνδρου και τη ροπή του εσωτε-
ρικού κυλίνδρου.

4.2.3.6 Αιμοδυναμική και αντίσταση στη ροή


Στην ενότητα 4.2.3.4 αναλύθηκε η ροή στο εσωτερικό ευθύγραμμου κυλινδρι-
κού αγωγού μήκους L και σταθερής διαμέτρου R, γνωστή και ως ροή Poiseuille.
Εφαρμόζοντας τις εξισώσεις Navier-Stokes σε κυλινδρικές συντεταγμένες απο-

r
R
z

Σχήμα 4.12: Ροή Poiseuille και παραβολική κατανομή ταχύτητας σε αιμοφόρα αγγεία.

δείχτηκε ότι η ταχύτητα κατά μήκος της ακτίνας ακολουθεί παραβολική κατα-
νομή σύμφωνα με τη σχέση
[ ( r )2 ]
uz (r) = uz,µϵγ 1 − ,
R
όπου uz,µϵγ η μέγιστη ταχύτητα του ρευστού που ισούται με

R2 ∆P
uz,µϵγ = − · ,
4µ L
και µ, ∆P το δυναμικό ιξώδες και η πτώση πίεσης κατά μήκος του αγωγού αντί-
στοιχα. Το αρνητικό πρόσημο οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη διεύθυνση της

155
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

ροής λαμβάνει χώρα πτώση πίεσης δίνοντας ∆P < 0 ⇒ uz,µϵγ > 0. Θέτοντας
∆P = −∆P προκύπτει η ακόλουθη ισοδύναμη έκφραση για τη μέγιστη ταχύ-
τητα
R2 ∆P
uz,µϵγ = ·
4µ L
και η αντίστοιχη έκφραση για τη μέση ταχύτητα

R2 ∆P
uz = · . (4.2.40)
8µ L
Ένα από τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν όσοι μελετούσαν πα-
ρόμοιες ροές ήταν η ποσοτικοποίηση της ευκολίας ή της δυσκολίας με την
οποία ένα ρευστό, όπως το αίμα για παράδειγμα, ρέει στο εσωτερικό των αι-
μοφόρων αγγείων. Δανειζόμενοι λοιπόν για το σκοπό αυτό έννοιες από τον
ηλεκτρισμό, γνωρίζουμε ότι η διαφορά δυναμικού ∆V που αναπτύσσεται στα
άκρα ενός αγωγού (αιτία) δημιουργεί σταθερό ρεύμα I (αποτέλεσμα), σύμφωνα
με τον νόμο του Ohm
∆V = R · I,
όπου R η αντίσταση του αγωγού. Κατ’ αναλογία, το ρευστοδυναμικό ανάλογο
του νόμου του Ohm είναι η εφαρμογή διαφοράς πίεσης στα άκρα ενός αγωγού
(αιτία) και η συνακόλουθη μεταφορά ρευστού μέσα από αυτόν (αποτέλεσμα)
σύμφωνα με τη σχέση
∆P = R · Q.
Η σταθερά αναλογίας R που εκφράζει την αντίσταση στη ροή υπολογίζεται με
χρήση της εξίσωσης (4.2.40) ως εξής
∆P ∆P ∆P 8µL 8µL
R= = 2
= 2
· 2 = . (4.2.41)
Q πR uz πR R ∆P πR4
Από το αποτέλεσμα (4.2.41) προκύπτει ότι η αντίσταση στη ροή εξαρτάται από
τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του αγωγού όπως το μήκος και η ακτίνα, αλλά
και από το ιξώδες του ρευστού. Επομένως αγγεία με μικρή ακτίνα θα προβάλ-
λουν τη μεγαλύτερη αντίσταση και αντίστροφα. Για το λόγο αυτό τα αρτηριό-
λια6 με διάμετρο που κυμαίνεται μεταξύ 100 − 300 µm προβάλλουν πάνω από
το 40% της συνολικής αντίστασης ροής στο κυκλοφορικό σύστημα, ενώ στις
μεγάλες αρτηρίες (με διάμετρο που κυμαίνειται μεταξύ 2 − 3 cm) η αντίσταση
δεν ξεπερνάει το 5%.
6
Τα αρτηριόλια είναι αιμοφόρα αγγεία πολύ μικρής διαμέτρου στη μικροκυκλοφορία, που
προεκτείνονται από μία αρτηρία και καταλήγουν στα τριχοειδή.

156
4.3 Εξίσωση Bernoulli

Πώς ορίζεται όμως η συνολική αντίσταση ροής ενός πολύπλοκου συμπλέγ-


ματος αρτηριακών και φλεβικών αντιστάσεων όπως αυτή διαμορφώνεται στα
έμβια όντα; Η απάντηση πηγάζει ξανά από τον ηλεκτρισμό και πιο συγκεκρι-
μένα από τον τρόπο σύνδεσης των αντιστάσεων αυτών. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι
δύο ή περισσότερες αντιστάσεις είναι δυνατόν να συνδεθούν μεταξύ τους σε
σειρά ή παράλληλα. Η ολική τότε αντίσταση Roλ που θα προκύψει θα εξαρτά-
ται από τον τρόπο σύνδεσης τους σύμφωνα με τις παρακάτω εξισώσεις
Roλ = R1 + R2 + . . . + Rn−1 + Rn σε σειρά,
1 1 1 1 1
= + + ... + + παράλληλα.
Roλ R1 R2 Rn−1 Rn
Για παράδειγμα, τρεις ίσες αντιστάσεις θα δώσουν Roλ = 3R αν συνδεθούν
σε σειρά και Roλ = R/3 αν συνδεθούν παράλληλα. Μια άμεση συνέπεια εί-
ναι λοιπόν ότι η ολική αντίσταση οποιουδήποτε συνόλου αντιστάσεων που
συνδέονται παράλληλα έχει πάντα χαμηλότερη τιμή από την τιμή της κάθε
μίας χωριστά. Αντιστάσεις λοιπόν που συνδέονται παράλληλα προβάλλουν
πολύ μικρότερη συνολική αντίσταση στη ροή και για το λόγο αυτό τα αρτη-
ριόλια συνδέονται μεταξύ τους πάντα παράλληλα. Το μεγάλο πλήθος τους
θα καθιστούσε αδύνατη τη ροή του αίματος διαμέσω αυτών αν συνδέονταν σε
σειρά.

4.3 Εξίσωση Bernoulli


4.3.1 Για αστρόβιλη ροή
Στην ενότητα αυτή θα αποδείξουμε την εξίσωση Bernoulli για ένα μη συνεκτικό
ρευστό σταθερής πυκνότητας σε μόνιμη και αστρόβιλη ροή. Αμελώντας λοιπόν
τον όρο του ιξώδους από την διαφορική διατύπωση των εξισώσεων Navier-
Stokes (4.2.5) για μόνιμη ροή προκύπτει ότι,
ρ (U · ∇) U = −∇P + f. (4.3.1)
Για λόγους που θα γίνουν προφανείς παρακάτω, από το παράρτημα ∆ των
διανυσματικών ταυτοτήτων, έχουμε ότι
1 1
(U · ∇) U = ∇ (U · U) − ∇ × (∇ × U) = ∇ (U · U) (4.3.2)
2 2
χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι η ροή είναι αστρόβιλη. Η εξίσωση (4.3.1) τότε
δέχεται την ισοδύναμη μορφή
ρ
∇ (U · U) = −∇P + f.
2

157
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Αν τέλος θεωρήσουμε ότι η μοναδική εξωτερική δύναμη που δρα στο ρευστό
είναι αυτή της βαρύτητας με κατεύθυνση προς τον αρνητικό άξονα των z, μπο-
ρούμε να γράψουμε το παραπάνω αποτέλεσμα σε μορφή συνιστωσών ως εξής
(ρ) ∂ ( ) ∂P
x διεύθυνση: u2 + v 2 + w2 = − ,
2 ∂x ∂x
(ρ) ∂ ( ) ∂P
y διεύθυνση: u2 + v 2 + w2 = − , (4.3.3)
2 ∂y ∂y
(ρ) ∂ ( ) ∂P
z διεύθυνση: u2 + v 2 + w2 = − − ρg.
2 ∂z ∂z
Με τη βοήθεια δηλαδή της διανυσματικής ταυτότητας (4.3.2) κατέστη δυνατό
να εκφραστούν τα αριστερά μέλη των εξισώσεων ορμής (4.3.3) συναρτήσει του
μέτρου της ταχύτητας του ρευστού μόνο. Αν επιπλέον παρατηρήσουμε ότι όλα
τα δεξιά μέλη αποτελούν τις μερικές παραγώγους της ποσότητας P +ρgz (αφού
∂z/∂x = ∂z/∂y = 0), προκύπτει
( )
∂ 1 2
x διεύθυνση: ρU + P + ρgz = 0,
∂x 2
( )
∂ 1 2
y διεύθυνση: ρU + P + ρgz = 0, (4.3.4)
∂y 2
( )
∂ 1 2
z διεύθυνση: ρU + P + ρgz = 0.
∂z 2

Σύμφωνα λοιπόν με τις εξισώσεις (4.3.4) η ποσότητα 1/2ρU 2 + P + ρgz δεν


εξαρτάται από τις ανεξάρτητες μεταβλητές x, y, και z. Αυτό μπορεί να συμβαί-
νει μόνο και μόνο όταν η ποσότητα αυτή είναι σταθερή. Επομένως μπορούμε
να συνοψίσουμε το αποτέλεσμα της παραγράφου αυτής διατυπώνοντας το θεώ-
ρημα Bernoulli σύμφωνα με το οποίο για μία ασυμπίεστη, αστρόβιλη και μόνιμη
ροή ενός μη συνεκτικού ρευστού ισχύει ότι
1
ρ U 2 + P + ρ gz = σταθερό. (4.3.5)
2

ΦΥΣΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΙΣΩΣΗΣ BERNOULLI


Διαιρώντας κάθε όρο με το (σταθερό) ειδικό βάρος του υπό μελέτη ρευστού, το
αποτέλεσμα (4.3.5) δέχεται την ακόλουθη ισοδύναμη μορφή

U2 P
+ + z = σταθερό. (4.3.6)
2g γ

158
4.3 Εξίσωση Bernoulli

Με απλή επισκόπηση της εξίσωσης (4.3.6) προκύπτει ότι ο κάθε όρος εκφράζε-
ται σε μονάδες J/N . Ο συγκεκριμένος λόγος μονάδων ισοδύναμα αντιστοιχεί
σε μήκος, οπότε μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τους όρους της (4.3.6) ως
εξής:
U 2 /2g: ύψος ταχύτητας, P /γ: ύψος πίεσης, z: ύψος δυναμικού.
Το άθροισμα των τριών υψών αποτελεί το ολικό ή μανομετρικό ύψος, H, και
είναι προφανώς σταθερό. Βλέπουμε δηλαδή ότι μπορεί οι μεταβολές των υψών
να εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες (γεωμετρία, κλίση, παροχή κ.λπ.) στη
γενική περίπτωση, αλλά πάντα λαμβάνουν χώρα με τέτοιο τρόπο ώστε το άθροι-
σμά τους να παραμένει σταθερό. Αυτό φαίνεται και στο Σχήμα 4.13 όπου το
ολικό ύψος μεταξύ των σημείων 1 και 2 παραμένει σταθερό σε όλο το μήκος του
αγωγού.

μανομετρικό ύψος

U22
2g

U12
2g P2
U2 γ

P1
γ z2
U1

z1
επίπεδο αναφοράς

Σχήμα 4.13: Φυσική ερμηνεία της εξίσωσης Bernoulli.

Από το Σχήμα 4.13 και την εξίσωση συνέχειας για ασυμπίεστο ρευστό (4.1.17)
είναι προφανές ότι σε σωληνογραμμές με μικρή (μεγάλη) διατομή η ροή ανα-
πτύσσει μεγάλη (μικρή) ταχύτητα. Επομένως το κινηματικό ύψος εξαρτάται
από τη διάμετρο της σωλήνωσης σε κάθε σημείο της. Το δυναμικό ύψος με τη
σειρά του εξαρτάται από την κατακόρυφη απόσταση μεταξύ του αντίστοιχου
σημείου και του αυθαίρετου επιπέδου αναφοράς, δίνοντας τέλος στο ύψος πί-
εσης το υπόλοιπο μέρος του ολικού μανομετρικού H. Βλέπουμε δηλαδή ότι το

159
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

ύψος περιγράφει ουσιαστικά ενέργεια, αφού η διατήρηση του ολικού ύψους δεν
είναι τίποτα άλλο από τη διατήρηση της ενέργειας. Το ύψος ταχύτητας τότε
αποτελεί μία ισοδύναμη έκφραση της κινητικής ενέργειας του ρευστού, το δυ-
ναμικό ύψος την δυναμική ενέργεια του λόγω θέσης και τέλος το ύψος πίεσης
την ενέργεια ή το έργο που μπορεί να παράξει η δύναμη της πίεσης.

4.3.2 Κατά μήκος μίας γραμμής ροής


Μία ισοδύναμη αλλά περισσότερο αυστηρά μαθηματική απόδειξη είναι δυνατό
να προκύψει θεωρώντας ένα στοιχειώδες ροϊκό στοιχείο διαστάσεων δs, δn και
πάχους δy, που κινείται κατά μήκος μίας γραμμής ροής σύμφωνα με το Σχήμα
4.14. Ο όγκος τότε του στοιχείου αυτού θα ισούται με δV = δs · δn · δy. Εφαρ-

δs 1 ∂P
P+ ds
2 ∂s
P ŝ
δn n̂
1 ∂P θ z
P− ds δBn̂
2 ∂s δB
δBŝ

Σχήμα 4.14: Ροϊκό στοιχείο κατά μήκος γραμμής ροής και η εξίσωση Bernoulli.

μόζοντας το δεύτερο νόμο του Newton κατά την ŝ διεύθυνση προκύπτει



δFŝ = ρ δV aŝ ,
όπου
dU ∂U ds ∂U
aŝ = = = U,
dt ∂s dt ∂s
δίνοντας
∑ ∂U
δFŝ = ρ δV
U. (4.3.7)
∂s
Κατά τη διεύθυνση της γραμμής ροής ασκούνται δύο δυνάμεις. Η συνιστώσα
τους βάρους του και η δύναμη που αναπτύσσεται λόγω μεταβολής της πίεσης
στις δύο απέναντι επιφάνειες εμβαδού δn · δy. Μπορούμε τότε να γράψουμε ότι

δFŝ = δBŝ + δPŝ (δn · δy) .

160
4.3 Εξίσωση Bernoulli

Τακτοποιώντας τα πρόσημα,
∑ [( ) ( )]
1 ∂P 1 ∂P
δFŝ = −ρ g δV sin θ + P − ds − P + ds (δn · δy)
2 ∂s 2 ∂s
∂P
= −ρ g δV sin θ − ds (δn · δy)
( ∂s)
∂P
= − ρ g sin θ + δV.
∂s
Αντικαθιστώντας το παραπάνω αποτέλεσμα στην εξίσωση (4.3.7),
( )
∂U ∂P
ρ δV U = − ρ g sin θ + δV
∂s ∂s
ή ισοδύναμα,
∂U ∂P
ρU + + ρ g sin θ = 0. (4.3.8)
∂s ∂s
Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια ότι κατά τη διεύθυνση της γραμμής ροής
dP ∂P
=
ds ∂s
και ότι
dz ∂U 1 dU 2
sin θ = , U = ,
ds ∂s 2 ds
η εξίσωση (4.3.8) παίρνει τη μορφή
1
ρ dU 2 + dP + ρ g dz = 0.
2
Ολοκληρώνοντας τέλος κατά μήκος της γραμμής ροής,

1 2 dP
U + + gz = σταθερό. (4.3.9)
2 s ρ

Για να είμαστε σε θέση να επιλύσουμε το παραπάνω ολοκλήρωμα θα πρέπει να


είναι γνωστή η μεταβολή της πυκνότητας κατά μήκος της υπό μελέτης γραμμής
ροής. Επειδή όμως στις περισσότερες εφαρμογές κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο
να υπολογιστεί, συνήθως γίνεται η θεώρηση ότι το υπό μελέτη ρευστό είναι
ασυμπίεστο. Στην περίπτωση αυτή η πυκνότητα είναι σταθερή και η εξίσωση
(4.3.9) δέχεται την ακόλουθη τελική μορφή
1
ρ U 2 + P + ρ gz = σταθερό. (4.3.10)
2

161
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η παραπάνω εξίσωση παρόλο που
αποδείχθηκε για διδιάστατο πεδίο ροής ισχύει και για τρισδιάστατο, αρκεί να
ικανοποιούνται οι συνθήκες του μόνιμου πεδίου ροής για μη συνεκτικό και ασυ-
μπίεστο ρευστό κατά μήκος μίας γραμμής ροής.

4.3.3 Περιορισμοί της εξίσωσης Bernoulli


Η εξίσωση Bernoulli είναι μία από τις πιο χρήσιμες εξισώσεις στη μηχανική των
ρευστών. Παρ΄ όλα αυτά απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή καθώς εξαρτάται από
μία σειρά παραδοχών που εξασφαλίζουν την εγκυρότητά της. Συγκεκριμένα,

• Αμελητέα συνεκτικά φαινόμενα: όλες οι πραγματικές ροές συνοδεύονται


από φαινόμενα συνεκτικότητας. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να είναι αμε-
λητέα και να αγνοούνται, όπως για παράδειγμα σε αγωγούς μικρού μή-
κους, μεγάλης διαμέτρου και για μικρές ταχύτητες ροής. Αντιθέτως, σε
μακρύς και στενούς αγωγούς τα φαινόμενα αυτά είναι συνήθως σημα-
ντικά καθιστώντας την εξίσωση Bernoulli μη εφαρμόσιμη.

• Μόνιμη ροή: η μονιμότητα της ροής είναι μία βασική προϋπόθεση για την
εγκυρότητα της εξίσωσης Bernoulli. Επομένως δεν μπορεί να εφαρμο-
στεί σε μεταβατικές ή περιοδικές ροές κατά τη διάρκεια των οποίων οι
χρονικές παράγωγοι των ρευστομηχανικών μεγεθών είναι διάφορες του
μηδενός.

• Ασυμπίεστη ροή: η συνθήκη της ασυμπιεστότητας είναι βασική καθώς για


την απόδειξη της εξίσωσης θεωρήσαμε ότι dρ/dt = 0. Αξίζει βέβαια να
σημιεωθεί ότι η συνθήκη αυτή δεν είναι τόσο αυστηρή καθώς, ικανοποι-
είται από όλα τα υγρά και τα αέρια με αριθμούς Mach μικρότερους του
0,3.

• Αμελητέα θερμορροή: η προϋπόθεση αυτή είναι άμεση συνέπεια της παρα-


πάνω, αφού μία σημαντική θερμορροή θα επηρέαζε τη μέση θερμοκρασία
του ρευστού και επομένως την πυκνότητά του παραβιάζοντας τη συν-
θήκη ασυμπιεστότητας.

• Μηδενικό έργο άξονα: προφανώς η εξίσωση Bernoulli δεν ισχύει αν στο


ρευστό επιδρούν μηχανικές διατάξεις που μεταβάλλουν το ενεργειακό
ισοζύγιο του ρευστού όπως αντλίες, στρόβιλοι κ.ά.

162
4.3 Εξίσωση Bernoulli

4.3.4 Εφαρμογές
4.3.4.1 Σωλήνας Pitot
Μία από τις σημαντικότερες πρακτικές εφαρμογές της εξίσωσης Bernoulli είναι
η μέτρηση της ταχύτητας και της πίεσης με χρήση του σωλήνα Pitot. Η αρχή
λειτουργίας των σωλήνων αυτών είναι σχετικά απλή. Αποτελείται από δύο
ομόκεντρους σωλήνες οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι με τέτοιον τρόπο ώστε
να δημιουργούν δύο ξεχωριστούς χώρους. Ο εσωτερικός σωλήνας είναι ανοι-
χτός στον εισερχόμενο αέρα ο οποίος αποκόπτεται στο εσωτερικό του. Αυτό
δημιουργεί ένα σημείο αποκοπής σε αυτόν και μία αντίστοιχη πίεση αποκοπής,
έστω P1 . Ο εξωτερικός σωλήνας είναι κλειστός στον εισερχόμενο αέρα και πε-
ριέχει μικρές οπές περιμετρικά για τον υπολογισμό της στατικής πίεσης του
αέρα που διέρχεται από τις οπές αυτές, έστω P2 . Αν είναι γνωστή η πυκνότητα,

P2
U P1

Σχήμα 4.15: Σωλήνας Pitot.

ρ, μπορούμε να γράψουμε την εξίσωση Bernoulli μεταξύ των σημείων 1 και 2 ως


εξής
1 2 1
ρU + P1 + ρgz1 = ρU22 + P2 + ρgz2 . (4.3.11)
2 1 2
Επειδή όμως το σημείο 1 είναι το σημείο αποκοπής προκύπτει εξ ορισμού ότι
U1 = 0. Επίσης οι γραμμές ροής που διέρχονται από τις οπές του εξωτερικού
σωλήνα, προέρχονται από περιοχές του ρευστού που αντιστοιχούν στην άγνω-
στη ταχύτητα U που θέλουμε να υπολογίσουμε. Λαμβάνοντας τέλος υπόψη ότι
z1 ≈ z2 , η εξίσωση (4.3.11) γράφεται

2 (P1 − P2 )
U= .
ρ
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι για το παραπάνω αποτέλεσμα χρησι-
μοποιήθηκαν δύο διαφορετικές γραμμές ροής, εισάγοντας ένα μικρό σφάλμα

163
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

στη μέτρηση της διάταξης. Εντούτοις το σφάλμα αυτό είναι αμελητέο και τις
περισσότερες φορές αγνοείται. Τέλος, σε ροές πραγματικών ρευστών λαμβάνε-
ται υπόψη και η επίδραση της τριβής με την εισαγωγή διορθωτικού παράγοντα
(έστω C) ως εξής √
2 (P1 − P2 )
U =C ,
ρ
όπου C < 1. Ο συντελεστής αυτός εξαρτάται από τον αριθμό Reynolds ή δίνε-
ται από τον κατασκευαστή μετά από κατάλληλες μετρήσεις βαθμονόμησης.

4.3.4.2 Μετάγγιση ροής


Μία επιπλέον εφαρμογή της εξίσωσης Bernoulli είναι η μετάγγιση υγρού μεταξύ
δύο δοχείων χωρίς τη χρήση αντλίας. Για το σκοπό αυτό ας θεωρήσουμε μία
δεξαμενή στην οποία βυθίζεται ένας σωλήνας σταθερής διατομής όπως στο
σχήμα. Στόχος είναι ο υπολογισμός της πίεσης εισόδου του υγρού στο σωλήνα,
P2 , και η ταχύτητα εξόδου από το σωλήνα, U3 . Η εξίσωση Bernoulli μεταξύ των

1 2

Σχήμα 4.16: Μετάγγιση ροής χωρίς τη χρήση αντλίας.

σημείων 1 και 2 γράφεται


1 2 1
ρU1 + P1 + ρgz1 = ρU22 + P2 + ρgz2 . (4.3.12)
2 2
Θεωρώντας ότι A2 ≪ A1 (ή ισοδύναμα U2 ≫ U1 ) και ότι z1 = z2 , η έκφραση
(4.3.12) απλοποιείται ως εξής
1
P1 = ρU22 + P2 . (4.3.13)
2

164
4.3 Εξίσωση Bernoulli

Με εντελώς ανάλογους συλλογισμούς και χρησιμοποιώντας U2 = U3 , η εξί-


σωση Bernoulli μεταξύ των σημείων 2 και 3 γράφεται

P2 + ρgz2 = P3 + ρgz3 ⇒ P3 = P2 + ρg(z2 − z3 ). (4.3.14)

Τα αριστερά μέλη των εξισώσεων (4.3.13) και (4.3.14) ισούνται με την ατμοσφαι-
ρική πίεση και επομένως είναι ίσα. Εξισώνοντας λοιπόν τα αντίστοιχα δεξιά
βρίσκουμε ότι
1 2
ρU + P2 = P2 + ρg(z2 − z3 ),
2 2
ή ισοδύναμα, √
U2 = 2g(z2 − z3 ) = U3 . (4.3.15)
Από το αποτέλεσμα αυτό είναι προφανές ότι το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας
του υγρού μέσα στο σωλήνα θα πρέπει να είναι υψηλότερα από το ύψος εξόδου
από το σωλήνα. Σε διαφορετική περίπτωση η ποσότητα στην τετραγωνική ρίζα
είναι αρνητική και το υπό μελέτη φαινόμενο δεν δέχεται πραγματικές λύσεις.
Τέλος, η ζητούμενη πίεση στην είσοδο του σωλήνα P2 μπορεί να υπολογιστεί
από την (4.3.15) ως εξής

P2 = Pατ µ − ρg (z2 − z3 ) .

4.3.4.3 Διάμετρος πίδακα σε εκκένωση δεξαμενής


Έστω δεξαμενή η οποία περιέχει κυκλική οπή στην κάτω επιφάνειά της, με δι-
άμετρο D. Η δεξαμενή γεμίζει με υγρό και στη συνέχεια αφήνεται να αδειάζει
μέσω της οπής. Θέλουμε να υπολογίσουμε τη διάμετρο, d, του πίδακα σε από-
σταση z από την κάτω επιφάνεια της δεξαμενής, όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.17.
Από το θεώρημα Bernoulli μεταξύ των σημείων 1 και 2 έχουμε
1 2 1
ρU1 + P1 + ρgz1 = ρU22 + P2 + ρgz2 .
2 2
Θεωρώντας ότι U1 ≈ 0 (λόγω της πολύ μεγάλης επιφάνειας της δεξαμενής),
z2 = z, z1 = z + h και P1 ≈ P2 , η παραπάνω εξίσωση απλοποιείται ως εξής
1 √
ρg (z + h) = ρU22 + ρgz ⇒ U2 = 2gh. (4.3.16)
2
Εντελώς ανάλογα για τα σημεία 2 και 3, η εξίσωση Bernoulli δίνει
√ √ √
1 2 1 2
gz + U2 = U3 ⇒ U3 = 2gh + U22 = 2g z + h. (4.3.17)
2 2

165
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

D h

z
Επίπεδο αναφοράς 3

Σχήμα 4.17: Υπολογισμός διαμέτρου πίδακα.

Επίσης από την εξίσωση συνέχειας μεταξύ των σημείων 2, 3 και τις εξισώσεις
(4.3.16) και (4.3.17) έχουμε
√ πD2 √ √ πd2
U 2 A2 = U 3 A3 ⇒ 2gh = 2g z + h ,
4 4
ή ισοδύναμα, √
h
d=D 4
. (4.3.18)
z+h
Επομένως η τιμή της διαμέτρου εξόδου του νερού από τη δεξαμενή, d, εξαρτάται
τόσο από το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας h όσο και από την απόσταση z από
την οπή. Δύο ενδιαφέρουσες τιμές για το μέγεθος d μπορούν να υπολογιστούν
από τις ακραίες τιμές του ύψους h.

• h = 0: Στην περίπτωση αυτή η υπόρριζη ποσότητα στην εξίσωση (4.3.18)


μηδενίζεται δίνοντας d = 0 που είναι άλλωστε το προφανές αποτέλεσμα
αφού h = 0, σημαίνει ότι η δεξαμενή είναι άδεια.

• h → ∞: Στην περίπτωση αυτή η υπόρριζη ποσότητα στην εξίσωση


(4.3.18) ισούται με τη μονάδα, δίνοντας d = D ανεξαρτήτως της τιμής
του y.

4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας

166
4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας

4.4.1 Απόδειξη της εξίσωσης διατήρησης της ενέργειας


Μία από τις βασικότερες έννοιες στις φυσικές επιστήμες είναι η ενέργεια. Με
απλά λόγια, η ενέργεια περιγράφει την ικανότητα ενός φυσικού συστήματος
να παράγει έργο και εμφανίζεται σε διάφορες μορφές όπως κινητική, δυναμική,
θερμική, ηλεκτρική, μαγνητική και άλλες. Ο λόγος για τον οποίο η ενέργεια
αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην ανάλυση συστημάτων είναι το γεγονός
ότι έχει την ικανότητα να μετασχηματίζεται σε οποιαδήποτε μορφή ανάλογα
με τις συνθήκες του συστήματος, αλλά και να διατηρεί το συνολικό ποσό της
πάντοτε σταθερό. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τους επιστήμονες στη διατύ-
πωση της αρχής διατήρησης της ενέργειας, σύμφωνα με την οποία η συνολική
ενέργεια ενός απομονωμένου συστήματος δεν μεταβάλλεται με το χρόνο. Ένα
απο τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι η πτώση ενός αντικειμένου
από ύψωμα όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.18. Το σώμα ξεκινάει ελεύθερη πτώση

Α
hΑ ̸= 0, UΑ = 0

B
hB ̸= 0, UB ̸= 0

z Γ
hΓ = 0, UΓ ̸= 0

Σχήμα 4.18: Διατήρηση ενέργειας κατά την πτώση αντικειμένου από ύψος.

από μηδενική αρχική ταχύτητα σε σταθερό πεδίο βαρύτητας και μετατρέπει τη


δυναμική ενέργεια E∆ σε κινητική EΚ . Ανεξαρτήτως όμως των τιμών των δύο
αυτών ενεργειών, μπορούμε να γράψουμε ότι για κάθε σημείο της τροχιάς του
σώματος, η ολική ενέργεια Eoλ = E∆ + EΚ διατηρείται σταθερή δίνοντας
1 1 1
mUΑ2 + mghΑ = mUΒ2 + mghΒ = mUΓ2 + mghΓ ,
2 2 2
ή ισοδύναμα
1 1
mghA = mUB2 + mghB = mUΓ2 .
2 2
Η αρχή διατήρησης της ενέργειας μπορεί να γενικευτεί σε οποιοδήποτε μη-
χανικό, θερμικό, ηλεκτρικό κ.λπ. σύστημα. Στη γενική περίπτωση, η ενέργεια
που εισέρχεται στο σύστημα δεν θα είναι ίση με την ενέργεια που εξέρχεται

167
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

από αυτό, προκαλώντας μία ενεργειακή διαφορά ∆E. Στην κατηγορία αυτή
ανήκουν για παράδειγμα οι μηχανές εσωτερικής καύσης όπου η ενέργεια ει-
σέρχεται στο σύστημα μέσω των βαλβίδων εισαγωγής και εξέρχεται μέσω των
βαλβίδων εξαγωγής. Η διαφορά μεταξύ της (χημικής) ενέργειας εισόδου και
της (θερμικής) ενέργειας εξόδου εκφράζει την ικανότητα του συστήματος να
παράγει έργο. Η διαπίστωση αυτή ανήκει στον Joule7 θεμελιώνοντας ουσι-
αστικά τον πρώτο θερμοδυναμικό νόμο8 σύμφωνα με τον οποίο
dE
= Q˙κ − Ẇκ , (4.4.1)
dt
όπου Q˙κ και Ẇκ τα καθαρά ποσά θερμότητας και έργου που συναλλάσονται
μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος στη μονάδα του χρόνου αντίστοιχα.
Επειδή και τα δύο αυτά μεγέθη δέχονται θετικές ή αρνητικές τιμές ανάλογα
με τις εκάστοτε συνθήκες του υπό μελέτη συστήματος, είναι απαραίτητη η υι-
οθέτηση μίας σύμβασης για τα πρόσημά τους. Στο βιβλίο λοιπόν αυτό, ένα
έργο θεωρείται θετικό όταν παράγεται από το σύστημα προς το περιβάλλον
και αρνητικό όταν παράγεται από το περιβάλλον προς το σύστημα. Ομοίως,
η θερμότητα λαμβάνεται ως θετική όταν εισάγεται στο σύστημα και αρνητική
όταν εξάγεται από το σύστημα, όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.19.

Q>0
W <0

Σύστημα

W >0
Q<0

Σχήμα 4.19: Σύμβαση προσήμου για το έργο και τη θερμότητα.

Μία ισοδύναμη έκφραση της εξίσωσης (4.4.1) είναι δυνατόν να προκύψει με


απλή επισκόπηση του θεωρήματος μεταφοράς του Reynolds (3.12.5) αν θέσουμε
7
Ο James Prescott Joule, (1818-1889), ήταν Άγγλος φυσικός και μαθηματικός με τεράστια
συνεισφορά στους τομείς του ηλεκτρισμού και της θερμοδυναμικής. Προς τιμήν του η μονάδα
ενέργειας στο διεθνές σύστημα μονάδων ονομάστηκε Joule.
8
Ο αναγνώστης παραπέμπεται στην ενότητα 4.7.1 για μία εισαγωγή στις βασικές έννοιες της
θερμοδυναμικής, που είναι απαραίτητες για τη βαθύτερη κατανόηση της εξίσωσης ενέργειας
στη μηχανική των ρευστών.

168
4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας

BΣ = E. Τα αριστερά μέλη τότε είναι ίσα δίνοντας την ακόλουθη έκφραση για
τη διατήρηση της ενέργειας,
∫ ∫
d
Q˙κ − Ẇκ = ϵρ dV + ϵρ U · dA. (4.4.2)
dt OE EE

Το εντατικό μέγεθος ϵ = E/m εκφράζει την συνολική αποθηκευμένη ενέργεια


στο σύστημα ανά μονάδα μάζας και ισούται με το άθροισμα της κινητικής,
U 2 /2, της δυναμικής, gz, και της εσωτερικής ενέργειας, e, ανά μονάδα μάζας
σύμφωνα με τη σχέση
1
ϵ = U 2 + gz + e. (4.4.3)
2
Το δε καθαρό ποσό θερμότητας, Q˙κ , ισούται με το επιφανειακό ολοκλήρωμα
του εσωτερικού γινομένου της πυκνότητας θερμορροής, q, με το κάθετο μονα-
διαίο διάνυσμα της επιφάνειας ελέγχου, n,
∫ ∫
Qκ = −
˙ q · dA = − q · n dA, (4.4.4)
EE EE

όπου το αρνητικό πρόσημο εξασφαλίζει τη σύμβαση που υιοθετήθηκε παρα-


πάνω. Όσο αφορά το έργο και το ρυθμό μεταβολής αυτού (δηλαδή την ισχύ)
στην εξίσωση (4.4.2) διακρίνουμε δύο είδη εξωτερικών δυνάμεων. Τις επιφανει-
ακές, fϵ , και τις υλικές, fυ , με τις επιφανειακές δυνάμεις να αναπτύσσουν ορθές
και διατμητικές τάσεις (έστω σ και τ αντίστοιχα) σε μία επιφάνεια ελέγχου του
συστήματος. Στις περισσότερες εφαρμογές, το έργο που παράγεται από τις δια-
τμητικές τάσεις είναι μηδενικό ή αμελητέο και συνήθως δεν λαμβάνεται υπόψη.
Το καθαρό τότε έργο ανά μονάδα χρόνου, Ẇκ , γράφεται
∫ ∫
Ẇκ = − σ U · dA − U · (ρ fυ ) dV. (4.4.5)
EE OE

Αντικαθιστώντας στη συνέχεια τα αποτελέσματα (4.4.3), (4.4.4) και (4.4.5) στην


εξίσωση (4.4.2) και θέτοντας σ = −P έχουμε,
∫ ∫ ∫
− q · n dA − P U · dA + U · (ρ fυ ) dV
EE
∫ ( EE
) ∫ (
OE
)
d 1 2 1 2
= U + gz + e ρ dV + U + gz + e ρ U · dA.
dt OE 2 EE 2

Μία ισοδύναμη αλλά περισσότερο συμπαγής σχέση μπορεί να προκύψει αν πα-


ρατηρήσουμε ότι και τα δύο ολοκληρώματα ως προς την επιφάνεια ελέγχου

169
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

περιέχουν το εσωτερικό γινόμενο U · dA. Μεταφέροντας λοιπόν την έκφραση


για το έργο της πίεσης (γνωστό και ως έργο ροής) στο δεξιό μέλος, βρίσκουμε
τη γενική μορφή της εξίσωσης ενέργειας για έναν όγκο ελέγχου,
∫ ∫
− q · n dA + U · (ρ fυ ) dV
EE
∫ ( OE
) ∫ ( )
d 1 2 1 2
= U + gz + e ρ dV + U + gz + h ρ U · dA (4.4.6)
dt OE 2 EE 2
∫ ∫ ( )
d P
= ϵρ dV + ϵ+ ρ U · dA
dt OE EE ρ
όπου h = e + P /ρ η ειδική ενθαλπία. Επομένως η εξίσωση ενέργειας εκφράζει
το ενεργειακό ισοζύγιο διαμέσου ενός όγκου ελέγχου ως προς τις εισερχόμενες
και εξερχόμενες ροές ενέργειας. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι δε
λάβαμε υπόψη τυχόν μεταβολή της θερμότητας από εξώθερμες ή ενδόθερμες
αντιδράσεις στο εσωτερικό του όγκου ελέγχου. Σε διαφορετική περίπτωση θα
έπρεπε να συμπεριληφθεί άλλος ένας όρος στην εξίσωση (4.4.6) της μορφής

Q̇ = ρ ϕ dV,
OE

όπου ϕ η ανά μονάδα μάζας και χρόνου ενέργεια που εκλύεται από τη χημική
αντίδραση.
Μία ισοδύναμη προσέγγιση για το καθαρό έργο που συναλλάσσεται μεταξύ
ενός συστήματος και του περιβάλλοντός του προκύπτει από τον διαχωρισμό
αυτού σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Το έργο άξονα, Wα , το έργο ροής, Wρ ,
και το έργο διάτμησης, Wδ , δίνοντας
Wκ = W α + Wρ + Wδ .
Το πρώτο εκφράζει το έργο που παράγεται από το ρευστό ή προσφέρεται σε
αυτό στο εσωτερικό της επιφάνειας ελέγχου μίας διάταξης. Το δεύτερο ανα-
φέρεται στο έργο λόγω πίεσης και το τρίτο παράγεται από τις διατμητικές δυ-
νάμεις στην επιφάνεια ελέγχου, αλλά επειδή το έργο αυτό είναι μικρό όπως
άλλωστε έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, συνήθως παραλείπεται.

4.4.2 Εξίσωση ενέργειας: εφαρμογές


4.4.2.1 Ενεργειακή ανάλυση μόνιμων ροών
Μία άμεση συνέπεια της αρχής διατήρησης της ενέργειας στη ρευστομηχανική,
όπως αυτή εκφράζεται από την (4.4.6), είναι η περίπτωση μόνιμης ροής. Επειδή

170
4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας

οι συνθήκες ροής δεν αλλάζουν στον όγκο ελέγχου, μπορούμε να συμπεράνουμε


ότι ο ρυθμός μεταβολής του ενεργειακού περιεχομένου στον όγκο αυτό θα ισού-
ται με το μηδέν. Το αντίστοιχο ολοκλήρωμα τότε στην εξίσωση (4.4.6) μηδενί-
ζεται δίνοντας
∫ ( )
1
Q˙κ − Ẇα = U + gz + h ρU · dA.
2
EE 2

Το εναπομείναν επιφανειακό ολοκλήρωμα μπορεί να γραφτεί σε μία απλού-


στερη μορφή λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας όγκος ελέγχου αποτελείται έστω
από µ εξόδους και ν εισόδους. Τότε
∑ (1 ) ∑ (
1 2
)
Qκ − Ẇα =
˙ ṁ U + gz + h −
2
ṁ U + gz + h ,
µ
2 ν
2

όπου το γινόμενο ρ U · dA αντικαταστάθηκε από την παροχή μάζας, ṁ, καθώς


και οι δύο ποσότητες εκφράζονται σε kg/s. Αν επίσης λάβουμε υπόψη ότι στις
περισσότερες τεχνικές εφαρμογές υπάρχουν μία μόνο είσοδος (δείκτης 1) και
μία έξοδος (δείκτης 2) σταθερής παροχής μάζας, προκύπτει
[ 2 ]
U − U12
Q˙κ − Ẇα = ṁ 2 + g(z2 − z1 ) + (h2 − h1 ) ,
2

ή ισοδύναμα,
[ 2 ]
U − U12 P2 − P1
Q˙κ − Ẇα = ṁ 2 + g(z2 − z1 ) + (u2 − u1 ) + . (4.4.7)
2 ρ

Για ιδανικές ροές χωρίς απώλειες θερμότητας και τριβές ισχύει ότι

Q˙κ = ṁ (u2 − u1 )

και η εξίσωση (4.4.7) απλοποιείται ως εξής


[ 2 ]
U2 − U12 P2 − P1
−Ẇα = ṁ + g(z2 − z1 ) + .
2 ρ

Αν επίσης δεν υπάρχουν μηχανές που παράγουν μηχανικό έργο (όπως αντλίες
ή έμβολα), Wα = 0, δίνοντας τελικά

U22 − U12 P2 − P1
+ g(z2 − z1 ) + = 0. (4.4.8)
2 ρ

171
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα (4.4.8) με τη σταθερή πυκνότητα ρ και


χωρίζοντας όλα τα μεγέθη ως προς τα σημεία 1 και 2 προκύπτει
1 2 1
ρU + ρgz1 + P1 = ρU22 + ρgz2 + P2 . (4.4.9)
2 1 2
Η εξίσωση (4.4.9) αποτελεί τη γνωστή έκφραση για την εξίσωση Bernoulli όπως
αυτή διατυπώθηκε στην (4.3.5). Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σε μία απλή ροή
χωρίς απώλειες και παραγωγή ή κατανάλωση έργου, η γενικευμένη εξίσωση
ενέργειας (4.4.6) απλοποιείται στη γνωστή εξίσωση Bernoulli.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η υπόθεση της απώλειας τριβών δεν
είναι δυνατό να λάβει χώρα σε πραγματικές διεργασίες οι οποίες συνοδεύονται
πάντα από υποβάθμιση του ενεργειακού περιεχομένου τους υπό μορφή θερμότη-
τας. Στη γενική λοιπόν περίπτωση, ένα ρευστό μπορεί να δέχεται, να μετασχη-
ματίζει και να απορρίπτει ενέργεια. Ένας τρόπος για να συμπεριλάβουμε τις
διεργασίες αυτές και να οδηγηθούμε σε μία έκφραση για την εξίσωση ενέργειας
που θα περιγράφει καλύτερα τις πραγματικές διεργασίες είναι να ορίσουμε τα
παρακάτω:
• ως hπ την ενέργεια που προστίθεται στο ρευστό μέσω μία μηχανής, όπως
για παράδειγμα μία αντλία,
• ως hαϕ την ενέργεια που αφαιρείται από το ρευστό σε μία μηχανή, όπως
για παράδειγμα ένας κινητήρας,
• ως hf την ενέργεια που χάνεται από το ρευστό λόγω τριβής.
Για λόγους διαστατικής συνέχειας οι παραπάνω όροι είναι δυνατό να ενσωμα-
τωθούν στην εξίσωση Bernoulli αν αυτή εκφραστεί σε μονάδες ύψους σύμφωνα
με τη σχέση (4.3.6) δίνοντας
U12 P1 U2 P2
+ z1 + + (hπ − hαϕ ) = 2 + z2 + + hf . (4.4.10)
2g γ 2g γ
Το αποτέλεσμα (4.4.10) αποτελεί τη γενική έκφραση της εξίσωσης ενέργειας
και χρησιμοποιείται ευρέως για τη μελέτη του ενεργειακού ισοζυγίου των πε-
ρισσότερων εγκαταστάσεων. Δύο παρατηρήσεις όμως χρήζουν επισήμανσης.
Πρώτον, στη μέχρι τώρα ανάλυση δεν συμπεριλήφθηκε η επίδραση της θερμό-
τητας, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αμελητέα και παραλείπεται.
Δεύτερον, το μέγεθος hf εκφράζει αποκλειστικά τις απώλειες ενέργειας ανά
μονάδα βάρους του ρευστού και δεν σχετίζεται καθόλου με άλλες μορφές απω-
λειών (όπως οι μηχανικές απώλειες για παράδειγμα) που αναπτύσσονται κατά
τη λειτουργία των μηχανών.

172
4.4 Εξίσωση διατήρησης της ενέργειας

4.4.2.2 Ο διορθωτικός συντελεστής α της κινητικής ενέργειας


Στο σημείο αυτό είναι πλέον προφανές ότι η εξίσωση Bernoulli αποτελεί μία
από τις βασικότερες εξισώσεις στη μηχανική των ρευστών. Μας δίνει τη δυ-
νατότητα να υπολογίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά μίας ροής με χρήση
απλών αλλά συνάμα σημαντικών εννοιών. Μία από αυτές είναι και η χρησι-
μοποίηση της μέσης ταχύτητας σε κάθε διατομή της υπό μελέτη σωληνογραμ-
μής. Είναι όμως γνωστό ότι στην πραγματικότητα η ταχύτητα ελαττώνεται
όσο πλησιάζουμε τα τοιχώματα (συνθήκη μη ολίσθησης) και αυξάνεται όσο
απομακρυνόμαστε από αυτά. Επειδή λοιπόν η ταχύτητα δεν είναι σταθερή στη
διατομή, η πραγματική μέση τιμή του κινηματικού μέρους, Eκ , όπως αυτή εκ-
φράζεται από την ποσότητα

1
Eκ = ρU 2
2
μπορεί να μην είναι ίση με την αντίστοιχη έκφραση, Eκ′ , που προκύπτει χρησι-
μοποιώντας τη μέση τιμή της ταχύτητας,
1 2
Eκ′ = ρU .
2
Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παραπάνω ασυνέχεια είναι η προσθήκη
ενός διορθωτικού παράγοντα, έστω α, στην έκφραση της κινητικής ενέργειας.
Με τον τρόπο αυτό θα είναι δυνατό να εκφραστεί η μέση τιμή της κινητικής
ενέργειας συναρτήσει της μέσης τιμής της ταχύτητας, όπως γίνεται και για τον
υπολογισμό της παροχής μάζας.
Ξεκινώντας λοιπόν από τη γενική εξίσωση για το ρυθμό εισροής της κινη-
τικής ενέργειας σε ένα σύστημα, 1/2 ṁU 2 , μπορούμε να γράψουμε την παρα-
κάτω σχέση μεταξύ της μέσης τιμής της ταχύτητας και του διορθωτικού παρά-
γοντα, ∫ ∫
1 2 1 2
U ρ U · dA = α · U ρ U · dA, (4.4.11)
A 2 2 A
σύμφωνα με την οποία η μέση τιμή της κινητικής ενέργειας όπως αυτή εκφρά-
ζεται από το ολοκλήρωμα στο αριστερό μέλος ισούται με το ολοκλήρωμα στο
δεξιό μέλος το οποίο εξαρτάται από τη μέση τιμή της ταχύτητας και τον δι-
ορθωτικό παράγοντα, α. Είναι επομένως φανερό ότι για να χρησιμοποιηθεί η
απλοποιημένη έκφραση για την κινητική ενέργεια που περιέχει τη μέση τιμή
της ταχύτητας, θα πρέπει να υπολογιστεί η τιμή του α.

173
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

ΡΟΗ n

Σχήμα 4.20: Υπολογισμός του διορθωτικού παράγοντα κινητικής ενέργειας α για μονοδιά-
στατη ροή.

Ας θεωρήσουμε λοιπόν την απλή περίπτωση μονοδιάστατης ροής και έστω


n το κάθετο μοναδιαίο διάνυσμα με φορά προς τα έξω από την επιφάνεια ελέγ-
χου σύμφωνα με το Σχήμα 4.20. Μπορούμε τότε να γράψουμε την παρακάτω
έκφραση για τη μέση τιμή της ταχύτητας,
∫ ∫ ∫
1 1 1
U= U · dA = (U · n) dA = U dA. (4.4.12)
A A A A A A

Αντικαθιστώντας στη συνέχεια το αποτέλεσμα (4.4.12) στην εξίσωση (4.4.11) βρί-


σκουμε,
∫ ∫ ∫ ∫
1 2 1 2 2
U ρ U dA = α · U ρ U dA ⇒ U dA = α · U
3
U dA, (4.4.13)
A 2 2 A A A

απαλείφοντας τον κοινό όρο ρ/2 και από τα δύο μέλη. Συνδυάζοντας τέλος τις
(4.4.12) και (4.4.13) ∫
3
U 3 dA = α · AU ,
A
ή ισοδύναμα,
∫ ( )3
1 U
α= dA. (4.4.14)
A A U
Ο διορθωτικός παράγοντας επομένως είναι εν γένει διαφορετικός της μονάδας
και η τιμή του εξαρτάται από την εκάστοτε κατανομή ταχύτητας. Στη συνέχεια
θα υπολογιστεί η τιμή του α για την περίπτωση παραβολικής ροής σε αγωγό
σταθερής διατομής.

4.4.2.3 Τιμή του συντελεστή διόρθωσης α για στρωτή ροή σε σωλήνα


Ας υποθέσουμε την περίπτωση στρωτής ροής υγρού σταθερής πυκνότητας δια-
μέσου ενός αγωγού σταθερής διαμέτρου όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.21. Από την

174
4.5 Θεώρημα του Kelvin

r R

Σχήμα 4.21: Υπολογισμός του συντελεστή διόρθωσης κινητικής ενέργειας για στρωτή ροή σε
κυλινδρικό αγωγό.

εξίσωση (4.2.28) είναι γνωστό ότι η κατανομή της ταχύτητας κατά την ακτινική
διεύθυνση στον αγωγό ισούται με,
[ ( r )2 ]
U (r) = 2U 1 − .
R

Με απλή αντικατάσταση της σχέσης αυτής στην εξίσωση (4.4.14) είναι δυνατό
να υπολογιστεί ο συντελεστής α. Θεωρώντας ότι για έναν αγωγό σταθερής
διατομής ισχύει dA = 2πrdr προκύπτει
∫ R 3 [ ( r )2 ] 3 ∫ [ ( r )2 ]3
1 8U 16 R
α= 3 1− 2πrdr = 2 1− rdr.
πR2 0 U R R 0 R

Το ολοκλήρωμα αυτό μπορεί εύκολα να υπολογιστεί με αλλαγή μεταβλητής.


Θέτοντας
( r )2
u=1− ,
R
2r R2
du = − 2 dr ⇒ rdr = − du,
R 2
και αντικαθιστώντας στην παραπάνω έκφραση βρίσκουμε τελικά ότι
∫ 0 ( ) ∫ 1 [ 4 ]1
16 R2 u
α= 2 u −
3
du = 8 3
u du = 8 = 2.
R 1 2 0 4 0

Επομένως ο συντελεστής διόρθωσης της κινητικής ενέργειας για στρωτή ροή


σε αγωγό σταθερής διατομής ισούται με δύο.

4.5 Θεώρημα του Kelvin


Στην ενότητα αυτή θα αποδειχθεί το θεώρημα του Kelvin σύμφωνα με το οποίο
η υλική παράγωγος της κυκλοφορίας γύρω από μία κλειστή καμπύλη ισούται

175
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

με το μηδέν για μη συνεκτικό και βαροτροπικό9 (barotropic) ρευστό στο οποίο


ασκούνται συντηρητικές εξωτερικές δυνάμεις.

A2 , t2

A1 , t1

C2
C1

Σχήμα 4.22: Κυκλοφορία κατά μήκος υλικής καμπύλης που μεταβάλλεται με το χρόνο.

Από την εξίσωση ορισμού για την κυκλοφορία (3.6.5) ισχύει ότι,
I I
DΓ DU D
= · dℓ + U · dℓ. (4.5.1)
Dt C Dt C Dt
Με τη βοήθεια επίσης της (4.2.5), η υλική παράγωγος της ταχύτητας για ένα
ρευστό με ν = 0 και f = −∇U παίρνει τη μορφή

DU ∂U ∇P
= + (U · ∇) U = −∇U −
Dt ∂t ρ
δίνοντας,
I I ( ) ∫ ( )
DU ∇P ∇P
· dℓ = − ∇U + · dℓ = − ∇ × ∇U + · n dA,
C Dt C ρ A ρ

όπου το θεώρημα του Stokes χρησιμοποιήθηκε για την μετατροπή του επικαμπύ-
λιου ολοκληρώματος σε επιφανειακό. Επειδή όμως ο στροβιλισμός της κλίσης
οποιασδήποτε βαθμωτής συνάρτησης ισούται με το μηδέν (αυτός είναι και ο
λόγος για τον οποίο το θεώρημα του Kelvin απαιτει οι εξωτερικές δυνάμεις να
είναι συντηρητικές) προκύπτει ότι
( ) ( )
∇P ∇P 1
∇ × ∇U + = ∇ × ∇U + ∇ × = − 2 (∇ρ × ∇P )
ρ ρ ρ
9
Βαροτροπικό ονομάζεται εκείνο το ρευστό του οποίου η πυκνότητα είναι συνάρτηση της
πίεσης μόνο.

176
4.5 Θεώρημα του Kelvin

δίνοντας, I I
DU 1
· dℓ = ∇ρ × ∇P · n dA. (4.5.2)
C Dt ρ2
Ο δεύτερος όρος στο δεξιό μέλος της εξίσωσης (4.5.1) γράφεται
[ ]
D Dℓ ∂ℓ 1 ( )
U· dℓ = U · d =U·d + (U · ∇) ℓ = U · dU = d U2 ,
Dt Dt ∂t 2

και τότε I I
D 1 ( )
U· dℓ = d U2 . (4.5.3)
C Dt 2 C
Αντικαθιστώντας στη συνέχεια τα αποτελέσματα (4.5.2) και (4.5.3) στην εξί-
σωση (4.5.1) έχουμε
I I
DΓ 1 1 ( 2)
= (∇ρ × ∇P ) · n dA + d U . (4.5.4)
Dt ρ2 2 C

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι και τα δύο επικαμπύλια ολο-


κληρώματα της (4.5.4) ισούται με μηδέν. Αυτό ισχύει διότι έχοντας θεωρήσει το
ρευστό σαν βαροτροπικό ισχύει ότι ρ = ρ (P ) ⇒ ∇ρ × ∇P = 0. Επίσης, κα-
θώς η ολοκληρώση λαμβάνει χώρα γύρω από ( μία
) υλική καμπύλη, η αρχική και
η τελική ταχύτητα συμπίπτουν δίνοντας d U2 = 0. Αποδείχτηκε επομένως
ότι

= 0, (4.5.5)
Dt
δηλαδή η κυκλοφορία παραμένει σταθερή γύρω από μία υλική καμπύλη για μη
συνεκτικό και βαροτροπικό ρευστό, στο οποίο ασκούνται συντηρητικές εξωτε-
ρικές δυνάμεις. Στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήγαμε αν θεωρούσαμε ασυμπί-
εστο αντί βαροτροπικό ρευστό, καθώς στην περίπτωση αυτή το επικαμπύλιο
ολοκλήρωμα της (4.5.2) θα ήταν επίσης ίσο με το μηδέν.
Μία ισοδύναμη ερμηνεία του αποτελέσματος (4.5.5) είναι ότι η κυκλοφορία,
Γ, παραμένει αναλλοίωτη γύρω από μία υλική καμπύλη δεδομένου των παρα-
πάνω προϋποθέσεων, παρόλο που η καμπύλη αυτή μπορεί να παραμορφώνε-
ται εξαιτίας της ροής. Συνεπώς, οποιαδήποτε ροή που είναι αρχικά παντού
αστρόβιλη δεν μπορεί να αναπτύξει κυκλοφορία. Τέλος, μία υλική επιφάνεια
που ταυτίζεται με την επιφάνεια ενός σωλήνα στροβιλότητας κάποια στιγμή,
θα συνεχίσει να αποτελεί επιφάνεια του σωλήνα αυτού για πάντα.

177
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

4.6 Εξίσωση στροβιλότητας


Στην ενότητα αυτή αναπτύσσεται η εξίσωση που περιγράφει τη δυναμική συ-
μπεριφορά της στροβιλότητας για ασυμπίεστο και Νευτώνειο ρευστό. Ξεκινώ-
ντας από τις εξισώσεις Navier-Stokes (4.2.5) και εφαρμόζοντας τη διανυσματική
ταυτότητα
1 ( )
(U · ∇) U = ∇ U2 − U × (∇ × U) ,
2
προκύπτει
∂U 1 ( 2 ) f ∇P
+ ∇ U − U × (∇ × U) = − + ν∇2 U. (4.6.1)
∂t 2 ρ ρ
Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια τον ορισμό της στροβιλότητας (3.5.5) και παίρ-
νοντας τον στροβιλισμό της παραπάνω εξίσωσης έχουμε
∂Ω 1 [ ( )] 1 1
+ ∇ × ∇ U2 − ∇ × (U × Ω) = ∇ × f − ∇ × ∇P + ν∇2 Ω.
∂t 2 ρ ρ
Ο δεύτερος όρος τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξιό μέλος μηδενίζεται αφού
για κάθε βαθμωτή συνάρτηση, Φ, ισχύει ∇ × ∇Φ = 0 δίνοντας
∂Ω 1
− ∇ × (U × Ω) = ∇ × f + ν∇2 Ω. (4.6.2)
∂t ρ
Χρησιμοποιώντας τέλος ότι

∇ × (U × Ω) = U (∇ · Ω) − (∇ · U) − (U · ∇) Ω + (Ω · ∇) U

και λαμβάνοντας υπόψη ότι η κλίση των πεδίων στροβιλότητας και ταχύτητας
μηδενίζονται, η εξίσωση (4.6.2) λαμβάνει την τελική μορφή
∂Ω
+ (U · ∇) Ω = (Ω · ∇) U + ν∇2 Ω, (4.6.3)
∂t
απουσία εξωτερικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα (4.6.3) αποτελεί την εξίσωση
στροβιλότητας στις τρεις διαστάσεις για ασυμπίεστο και Νευτώνειο ρευστό
και μπορεί ισοδύναμα να γραφτεί συναρτήσει της υλικής παραγώγου ως εξής
DΩ
= (Ω · ∇) U + ν∇2 Ω. (4.6.4)
Dt
Ένα από τα πλεονεκτήματα των εξισώσεων (4.6.3) και (4.6.4) είναι ότι δεν
εμφανίζεται πουθενά η πίεση και επομένως είναι δυνατόν να υπολογιστούν

178
4.7 Εξίσωση του Crocco

τα πεδία στροβιλότητας και ταχύτητας χωρίς να είναι απαραίτητη η γνώση


της. Αν από την άλλη απαιτείται η γνώση του πεδίου πίεσης, αυτό μπορεί να
εκφραστεί συναρτήσει της στροβιλότητας λαμβάνοντας την κλίση των εξισώ-
σεων Navier-Stokes,
∂ 1
(∇ · U) + ∇ [(U · ∇) U] + ∇2 P − ν∇2 (∇ · U) = 0 ⇒
∂t ρ
1
∇ [(U · ∇) U] + ∇2 P = 0.
ρ
Η στροβιλότητα τότε εμφανίζεται εκφράζοντας τον μη γραμμικό όρο ως εξής
1 ( ) ( )
∇ [(U · ∇) U] = ∇2 U2 − U · ∇2 U − Ω · Ω,
2
δίνοντας
1 2 1 ( ) ( )
∇ P = Ω · Ω − ∇2 U2 + U · ∇2 U . (4.6.5)
ρ 2
Στην περίπτωση τέλος διδιάστατων ροών, η εξίσωση (4.6.4) απλοποιείται στην

DΩ
= ν∇2 Ω, (4.6.6)
Dt
αφού το πεδίο στροβιλότητας είναι παντού κάθετο στο επίπεδο της ροής (βλέπε
λυμένα παραδείγματα).
Μία άμεση συνέπεια του αποτελέσματος (4.6.6) είναι ότι για μη συνεκτική
ροή ή για ροή με αμελητέα συνεκτικότητα, οι γραμμές στροβιλότητας δεν με-
ταβάλλονται με το χρόνο αφού για αυτές ισχύει ότι DΩ/Dt = 0. Όταν όμως
η συνεκτικότητα είναι σημαντική και δεν υπάρχουν εμπόδια ή όρια να επηρε-
άζουν τη διάχυσή της, η στροβιλότητα του ρευστού εξαπλώνεται μακριά από
την πηγή καταλαμβάνοντας μία περιοχή ανάλογη του γινομένου ν · t μετά από
χρόνο t. Βλέπουμε δηλαδή ότι επειδή η εξίσωση (4.6.6) δεν είναι τίποτα άλλο
από μία εξίσωση διάχυσης παρόμοια με αυτή που περιγράφει τη μετάδοση θερ-
μότητας, η κινηματική συνεκτικότητα διαδραματίζει ουσιαστικά τον ίδιο ρόλο
με αυτόν του συντελεστή μετάδοσης θερμότητας, κ. Όπως δηλαδή ο συντελε-
στής κ είναι υπεύθυνος για τη διάχυση της θερμότητας, έτσι και η κινηματική
συνεκτικότητα ν είναι υπεύθυνη για τη διάχυση της στροβιλότητας.

4.7 Εξίσωση του Crocco

179
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

4.7.1 Στοιχεία θερμοδυναμικής


Η θερμοδυναμική ασχολείται με τη συσχέτιση μεταξύ της θερμότητας, της ενέρ-
γειας και του έργου ενός συστήματος. Η έννοια της θερμότητας αποτελεί τον
ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη της θερμοδυναμικής και ορίζεται σαν την
ποσότητα της ενέργειας που ρέει από ένα σώμα σε ένα άλλο, εξαιτίας της
διαφοράς θερμοκρασίας τους. Για το λόγο αυτό, η θερμότητα δεν θεωρείται
εσωτερική ιδιότητα ενός συστήματος (όπως για παράδειγμα η εσωτερική ενέρ-
γεια), αλλά σαν ενέργεια σε μεταφορά. Η επιστήμη της θερμοδυναμικής θεμε-
λιώνεται με τη βοήθεια διαφόρων φυσικών μεγεθών όπως η θερμοκρασία, η
ενθαλπία και η εντροπία και την διατύπωση των τεσσάρων θερμοδυναμικών
νόμων που παρουσιάζονται παρακάτω.

4.7.1.1 Νόμοι της θερμοδυναμικής


Μηδενικός θερμοδυναμικός νόμος: ο μηδενικός θερμοδυναμικός νόμος αναφέρει
ότι δύο συστήματα που βρίσκονται σε θερμοδυναμική ισορροπία θα έχουν ανα-
γκαστικά την ίδια θερμοκρασία. Μία ισοδύναμη διατύπωση προκύπτει θεω-
ρώντας τρία διαφορετικά συστήματα. Αν λοιπόν δύο από αυτά βρίσκονται σε
θερμοδυναμική ισορροπία ως προς το τρίτο, τότε θα βρίσκονται και σε θερμο-
δυναμική ισορροπία μεταξύ τους.

Πρώτος θερμοδυναμικός νόμος: ο πρώτος θερμοδυναμικός νόμος εκφράζει την


αρχή διατήρησης της ενέργειας σε θερμοδυναμικές διεργασίες και συσχετίζει
τις έννοιες της θερμότητας, του έργου και της εσωτερικής ενέργειας. Σύμφωνα
λοιπόν με τον πρώτο νόμο, όταν προσφερθεί θερμότητα Q σε ένα σύστημα,
μέρος αυτής θα παραμείνει στο σύστημα αυξάνοντας την εσωτερική του ενέρ-
γεια κατά ∆E, ενώ το υπόλοιπο θα διοχετευτεί στο περιβάλλον με τη μορφή
έργου W από το σύστημα δίνοντας

Q = ∆E + W.

Η ενέργεια επομένως δεν δημιουργείται ούτε καταστρέφεται, παρά μόνο μετα-


τρέπεται από μία μορφή σε μία άλλη.

Δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος: ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής αποτε-


λεί μία από τις σημαντικότερες διατυπώσεις για την κατανόηση του φυσικού
κόσμου. Περιγράφει με απόλυτη επιτυχία την κατεύθυνση με την οποία λαμ-
βάνουν χώρα τα φαινόμενα και ορίζει ποια από αυτά δεν θα παρατηρηθούν
ποτέ στον πραγματικό κόσμο, παρόλο που δεν παραβιάζουν τον πρώτο θερ-
μοδυναμικό νόμο. Για παράδειγμα, από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι δύο

180
4.7 Εξίσωση του Crocco

σώματα που βρίσκονται σε θερμοδυναμική ισορροπία, θα παραμείνουν σε ισορ-


ροπία για πάντα αν δε μεταβληθούν οι συνθήκες που τα περιγράφουν. Επο-
μένως δεν θα παρατηρηθεί αυθόρμητη μεταφορά θερμότητας από το ένα στο
άλλο. Ισοδύναμα, όλα τα συστήματα μεταβαίνουν με το χρόνο από καταστά-
σεις υψηλότερης θερμοκρασίας σε καταστάσεις χαμηλότερης αν δεν εφαρμο-
στεί σε αυτά εξωτερική παρέμβαση. Όλα δηλαδή τα φαινόμενα που λαμβά-
νουν χώρα στο σύμπαν εξελίσσονται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η αταξία που
τα χαρακτηρίζει να αυξάνεται μονότονα. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην
εισαγωγή ενός νέου μεγέθους που ονομάστηκε εντροπία, S, (entropy) για την
περιγραφή της αταξίας που χαρακτηρίζει ένα σύστημα και ορίζεται για μία
αντιστρεπτή μεταβολή απο την εξίσωση

δQ
dS = .
T
Επειδή η εντροπία δεν εξαρτάται από τη ακολουθούμενη διαδρομή παρά μόνο
από την αρχική και τελική κατάσταση του συστήματος, η μεταβολή της είναι
τέλειο διαφορικό και συμβολίζεται με d. Αντιθέτως, η μεταβολή της θερμότητας
εξαρτάται από τη διαδρομή που επιλέχθηκε. Για το λόγο αυτό θεωρείται μη
τέλειο διαφορικό και συμβολίζεται με δ.
Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής τότε ορίζει ότι η εντροπία για κάθε
μεταβολή ενός απομονωμένου συστήματος δε θα μειώνεται ποτέ, δηλαδή

∆S ≥ 0,

όπου η ισότητα ισχύει για αντιστρεπτές μεταβολές ενώ η ανισότητα για μη


αντιστρεπτές. Δύο ισοδύναμες εκφράσεις του δεύτερου νόμου αποτελούν οι
διατυπώσεις των Clausius και Kelvin-Planck. Σύμφωνα λοιπόν με τη διατύ-
πωση του Clausius, δεν είναι δυνατόν να κατασκευαστεί μηχανή η οποία θα
λειτουργεί σε κύκλο, έχοντας σαν μοναδικό αποτέλεσμα την μεταφορά θερμότη-
τας από ένα σώμα χαμηλότερης θερμοκρασίας προς ένα σώμα υψηλότερης θερ-
μοκρασίας. Σύμφωνα επίσης με τη διατύπωση των Kelvin-Planck, είναι αδύνατο
να κατασκευαστεί θερμική μηχανή που να μετατρέπει εξ ολοκλήρου τη θερμό-
τητα σε ωφέλιμο μηχανικό έργο.

Τρίτος θερμοδυναμικός νόμος: ο τρίτος νόμος της θερμοδυναμικής αναφέρει ότι η


εντροπία ενός συστήματος καθώς αυτό πλησιάζει τη θερμοκρασία του απόλυ-
του μηδενός τείνει σε μία σταθερή τιμή. Καθώς στο απόλυτο μηδέν το σύστημα
θα πρέπει να βρίσκεται στην κατάσταση της ελάχιστης δυνατής θερμικής ενέρ-
γειας, τυπικά η σταθερή αυτή τιμή της εντροπίας λαμβάνεται ίση με μηδέν.

181
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

4.7.1.2 Έργο και ενθαλπία


Από τη μηχανική γνωρίζουμε ότι το έργο που παράγεται από ή προς ένα σύ-
στημα από μία δύναμη F, κατά μήκος μίας διαδρομής s δίνεται από το ολοκλή-
ρωμα ∫ s2
W = F · ds. (4.7.1)
s1
Επειδή όμως στη θερμοδυναμική περιλαμβάνονται και διεργασίες που δεν σχε-
τίζονται με τη μηχανική, είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός γενικότερου ορι-
σμού για το έργο. Ορίζουμε λοιπόν σαν έργο που παράγει ένα σύστημα προς
το περιβάλλον του, εκείνη τη διεργασία της οποίας το μοναδικό αποτέλεσμα
σε οτιδήποτε εξωτερικά του συστήματος θα μπορούσε να είναι η ανύψωση ενός
βάρους. Η γενίκευση του παραπάνω ορισμού για το έργο οφείλεται στο γε-
γονός ότι δεν απαιτείται η πραγματική ανύψωση ενός αντικειμένου για την
παραγωγή έργου, αλλά στο γεγονός ότι η διεργασία αυτή θα μπορούσε να έχει
σαν μοναδικό αποτέλεσμα την ανύψωση του αντικειμένου. Μία άμεση συνέπεια
της εξίσωσης (4.7.1) είναι ότι για τον υπολογισμό του έργου θα πρέπει να είναι
γνωστή η δύναμη κατά μήκος της διαδρομής και επομένως το έργο δεν αποτελεί
καταστατικό μέγεθος του συστήματος. Η τιμή του επομένως εξαρτάται από τη
διαδρομή αποτελώντας μη τέλειο διαφορικό όπως η θερμότητα.
Μία ισοδύναμη έκφραση για το στοιχειώδες έργο δW δίνεται από την έκ-
φραση δW = P dV , όπου P η πίεση και V ο όγκος. Η ολοκλήρωση της
εξίσωσης αυτής για τον υπολογισμό του έργου εξαρτάται προφανώς απο την
υπο μελέτη θερμοδυναμική μεταβολή. Στην ειδική περίπτωση της ισοβαρούς
μεταβολής κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση παραμένει σταθερή ισχύει ότι
W = P ∆V. (4.7.2)
Το αποτέλεσμα (4.7.2) χρησιμοποιείται συχνά για τον ορισμό ενός άλλου πολύ
σημαντικού μεγέθους στην θερμοδυναμική, της ενθαλπίας (enthalpy) H.
Η ενθαλπία ορίζεται σαν το άθροισμα της εσωτερικής ενέργειας E με το
γινόμενο P V , δηλαδή
H = E + PV
και αποτελεί ένα εκτατικό μέγεθος καθώς η τιμή της εξαρτάται από άλλα εκτα-
τικά μεγέθη. Προφανώς, μπορεί να γραφτεί ισοδύναμα σαν εντατικό διαιρώντας
με τη μάζα δίνοντας h = H/m. Η χρησιμότητα της γίνεται προφανής αν θε-
ωρήσουμε τον πρώτο θερμοδυναμικό νόμο για μία ισοβαρή μεταβολή ενός συ-
στήματος από μία αρχική κατάσταση 1 σε μία τελική κατάσταση 2,
Q21 = E2 −E1 +P (V2 − V1 ) = (E2 + P V2 )−(E1 + P V1 ) = H2 −H1 . (4.7.3)

182
4.7 Εξίσωση του Crocco

Σύμφωνα λοιπόν με την εξίσωση (4.7.3), η θερμότητα που συναλλάσει ένα σύ-
στημα με τον περιβάλλον του υπό συνθήκες σταθερής πίεσης ισούται με τη
μεταβολή της ενθαλπίας του. Παρόλο που για μη ισοβαρές μεταβολές η με-
ταβολή της ενθαλπίας δεν έχει τόσο προφανής συσχετίσεις με τα υπόλοιπα
θερμοδυναμικά μεγέθη, είναι δυνατό να εκφραστεί συναρτήσει της εντροπίας
ως εξής: γράφοντας τον πρώτο θερμοδυναμικό νόμο ως προς τα αντίστοιχα
εντατικά (ή ειδικά) μεγέθη,
( )
1
dq = de + P dv ⇒ dq = de + P d , (4.7.4)
ρ
όπου v ο ειδικός όγκος που ισούται με το αντίστροφο της πυκνότητας. Χρησι-
μοποιώντας στη συνέχεια τους ορισμούς της εντροπίας και της ενθαλπίας στην
εξίσωση (4.7.4) προκύπτει
1 1
dP = dh − T ds ⇒ ∇P = ∇h − T ∇s, (4.7.5)
ρ ρ
αφού dℓ · ∇ = d. Το αποτέλεσμα (4.7.5) ουσιαστικά γεφυρώνει τα ρευστομη-
χανικά μεγέθη ενός συστήματος με τα αντίστοιχα θερμοδυναμικά, όπως αυτά
διατυπώνονται στην εξίσωση του Crocco που παρουσιάζεται στην επόμενη πα-
ράγραφο.

4.7.2 Εντροπία
Με μία απλή επισκόπηση των νόμων της θερμοδυναμικής είναι φανερό ότι ο
πρώτος νόμος θεμελιώνεται χρησιμοποιώντας την έννοια της ενέργειας ενώ ο
δεύτερος αυτή της εντροπίας.

4.7.3 Απόδειξη της εξίσωσης του Crocco


H εξίσωση του Crocco συσχετίζει την στροβιλότητα ενός πεδίου ροής με την
εντροπία του αντίστοιχου ρευστού και διατυπώθηκε στην τελική του μορφή
από τον Luigi Crocco10 το 1937. Αποτελεί μία ειδική μορφή των εξισώσεων ορμής
όπως αυτές διατυπώθηκαν στην ενότητα 4.2 και εκφράζει το γεγονός ότι μη
ισεντροπικές ροές αναπτύσσουν εν γένει στροβιλότητα.
Ξεκινώντας από το αποτέλεσμα (4.6.1) για μη συνεκτικό ρευστό απουσία εξω-
τερικών δυνάμεων,
∂U 1 ( 2 ) ∇P
+ ∇ U −U×Ω=− .
∂t 2 ρ
10
Ο Luigi Crocco, 1909-1986, ήταν Ιταλός μαθηματικός με πολύ σημαντική συνεισφορά στην
θεωρητική αεροδυναμική.

183
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Αντικαθιστώντας τον όρο της πίεσης στο δεξιό μέλος σύμφωνα με την εξίσωση
(4.7.5) έχουμε ότι

∂U 1 ( 2 )
+ ∇ U − U × Ω = T ∇s − ∇h.
∂t 2
Αναδιατάσσοντας τέλος τους παραπάνω όρους προκύπτει η τελική έκφραση
γνωστή ως η εξίσωση του Crocco,
( )
∂U 1 2
U × Ω + T ∇s = +∇ U +h . (4.7.6)
∂t 2

Το αριστερό μέλος της εξίσωσης (4.7.6) αποδεικνύει ότι οποιαδήποτε ανομοι-


ογένεια στη χωρική κατανομή της εντροπίας ενός ροϊκού πεδίου όπως αυτή
εκφράζεται μέσω της ποσότητας ∇S, οδηγεί στην ανάπτυξη στροβιλότητας,
Ω.

4.8 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 4.1

Η μέση παροχή όγκου αίματος στην αορτική βαλβίδα είναι 9 · 10−5 m3 /s.
Εάν η επιφάνεια διατομής της είναι περίπου 3,2 · 10−4 m2 , υπολογίστε την
ταχύτητα του αίματος σε km/h.

Γνωρίζουμε ότι
m3
Q 9 · 10−5
U= = s = 0,28 m .
A −4
3,2 · 10 m2 s
Επομένως η ταχύτητα στην αορτική βαλβίδα ενός υγιούς ανθρώπου ισούται με

m 1 km 3600 s km
0,28 · · =1 .
s 1000 m 1h h

184
4.8 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 4.2

Νερό παροχής όγκου Q = 10 m3 /h ρέει διαμέσου ενός σωλήνα σταθερής


διαμέτρου D = 10 cm. Υπολογίστε την ταχύτητα του ρευστού. Ποια θα
είναι η νέα τιμή της ταχύτητας αν η διάμετρος του σωλήνα ελαττωθεί στα
D′ = 7 cm;

Η ζητούμενη ταχύτητα μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας την εξίσωση


Q = U A. Με απλή αντικατάσταση των δεδομένων τότε προκύπτει

10 m3 m3
Q 4Q 4· 0,0111
U= = = 3600 s = s = 0,35 m .
A πD 2 2 0,0314 m2 s
(0,1 m) π

Για τη δεύτερη περίπτωση η αντίστοιχη ταχύτητα, U ′ , μπορεί να υπολογιστεί


ως εξής
4Q ( )2
U′ πD ′2 ′ D
= ⇒U =U ,
U 4Q D′
πD2
και αντικαθιστώντας,
( )
′ m 10 cm 2 m
U = 0,35 = 0,71 .
s 7 cm s

Παράδειγμα 4.3
Νερό ρέει σε ένα ποτιστικό λάστιχο μεταβλητής διατομής. Συγκεκριμένα,
η διάμετρος του λάστιχου όταν το νερό εισέρχεται σε αυτό είναι 4 cm, ενώ
όταν εξέρχεται από αυτό η διάμετρος ελαττώνεται σε 2 cm. Αν η συνολική
πτώση πίεσης ισούται με ∆P = 7,5 kP a, υπολογίστε την ταχύτητα του
νερού στην είσοδο του λάστιχου.

Επειδή στο πρόβλημα δε δίνονται δεδομένα για το δυναμικό μέρος της ενεργεια-
κής κατάστασης του ρευστού, υποθέτουμε ότι το λάστιχο είναι οριζόντιο. Στην
περίπτωση αυτή η εξίσωση Bernoulli (4.3.5) παίρνει τη μορφή
1 2 1
ρU1 + P1 = ρU22 + P2 ,
2 2

185
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου ο δείκτης 1 δηλώνει την είσοδο του νερού στο λάστιχο και ο δείκτης 2 την
αντίστοιχη έξοδο. Επίσης η εξίσωση συνέχειας για ασυμπίεστο ρευστό δίνει

A1
U1 A1 = U2 A2 ⇒ U2 = U1 .
A2
Συνδυάζοντας τις παραπάνω δύο σχέσεις είναι δυνατό να εκφράσουμε την τα-
χύτητα εισόδου του νερού ως προς τη διαφορά πίεσης και τις διατομές εισόδου
και εξόδου. Συγκεκριμένα,
( ) [( ) ]
1 2 1 2 A1 2 ρ 2 A1 2
ρU + P1 = ρU1 + P2 ⇒ U1 − 1 = P1 − P2 ⇒
2 1 2 A2 2 A2
v
u
] ⇒ U1 = u
∆P ∆P
U12 = [( )2 u [( )4 ].
ρ A1 uρ D1
−1 t −1
2 A2 2 D2

Επομένως η ταχύτητα του νερού στην είσοδο του λάστιχου ισούται με,
v v
u u 7500 P a
u 7500 P a
[( ] =u
U1 = u ) t
u 1000 kg/m3 4 cm 4 kg
t −1 500 3 · 15
2 2 cm m
v
u
u 7500 kg √
u 2
=u ms = 1 m = 1 m .
2
t kg s2 s
7500 3
m

Παράδειγμα 4.4
Μια δεξαμενή με νερό φέρει οριζόντιο αγωγό απορροής διαμέτρου d =
0,01 m σε ύψος z = 1 m από τον πυθμένα της, όπως φαίνεται στο παρα-
κάτω σχήμα. Η δεξαμενή γεμίζει με νερό μέχρι η ελεύθερη επιφάνεια να
φτάσει τα 10 m ύψος. Αν η πυκνότητα του νερού ισούται με 1000 kg/m3 ,
να βρεθεί ο ρυθμός εκροής του νερού από τη δεξαμενή.

186
4.8 Λυμένα παραδείγματα

Η δεξαμενή αδειάζει όπως φαίνε- 1


ται στο σχήμα μέσω του αγωγού
απορροής στο σημείο 2. Η πίεση στα
σημεία 1 και 2 ισούται με την ατμο-
σφαιρική και η ταχύτητα καθόδου
H
της ελεύθερης επιφάνειας της δεξαμε-
2
νής είναι μικρή και πρακτικά ίση με
μηδέν. Θέτοντας ως επίπεδο αναφο- z
ράς τον πυθμένα της δεξαμενής και
εφαρμόζοντας την εξίσωση Bernoulli
προκύπτει
U12 P1 U 2 P2
+ + z1 = 2 + + z2 .
2g γ 2g γ
Θέτοντας U1 = 0, P1 = P2 = Pατ µ , z1 = H και z2 = z η παραπάνω εξίσωση
απλοποιείται ως εξής

U22 √ m m
H= + z ⇒ U2 = 2g (H − z) = 2 · 9,81 2 (10 − 1) m = 13,29 .
2g s s

Ο ρυθμός εκροής τότε, ṁ, ισούται με

dm d dV πd2
ṁ = = (ρV ) = ρ = ρ Q = ρ U2 A = ρ U2 ,
dt dt dt 4
δίνοντας

kg m (0,01 m)2 π kg
ṁ = 1000 3
· 13,29 · = 1,04 .
m s 4 s

Παράδειγμα 4.5
Νερό ρέει σε οριζόντιο αγωγό η ακτίνα του οποίου υποτριπλασιάζεται
(R1 /R2 = 3). Αν η ταχύτητα της ροής είναι U1 = 50 cm/s και η πυκνό-
τητα του υγρού είναι 1050 kg/m3 , να υπολογιστεί η μεταβολή της πίεσης
P2 − P1 σε P a.

187
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Για να υπολογίσουμε τη διαφορά πίε-


σης θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε R2
R1
την ταχύτητα στη διατομή 2. Παρόλο
ΡΟΗ
που δεν είναι γνωστές οι τιμές των
ακτίνων αλλά μόνο ο λόγος τους, 1 2
όπως θα δείξουμε παρακάτω κάτι
τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Επομέ-
νως ο υπολογισμός της U2 θα γίνει με
εφαρμογή της εξίσωσης συνέχειας
( )2
( ) ( ) R1 m m
U1 πR12 = U2 πR22 ⇒ U2 = U1 = 0,5 · 9 ⇒ U2 = 4,5 .
R2 s s

Επιλέγοντας στη συνέχεια ως άξονα αναφοράς τον άξονα συμμετρίας του σω-
λήνα (διακεκομμένη γραμμή στο σχήμα), προκύπτει ότι z1 = z2 και η εξίσωση
Bernoulli γράφεται
1 2 1 1 ( )
ρU1 + P1 = ρU22 + P2 ⇒ ∆P = P2 − P1 = ρ U12 − U22
2 2 2
1 kg ( 2 ) m2
⇒ ∆P = · 1050 3 0,5 − 4,52 2
2 m s
⇒ ∆P = −10500 P a.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η ελάττωση της διαμέτρου οδηγεί σε αύξηση της τα-
χύτητας και κατά συνέπεια σε μείωση της πίεσης.

Παράδειγμα 4.

Η διατομή μίας σωληνογραμμής μειώνεται από τα 4 cm2 σε ένα σημείο 1


στα 2 cm2 σε ένα σημείο 2 που βρίσκεται 2 m υψηλότερα από το 1. Αν η
σωληνογραμμή διαρρέεται από νερό παροχής Q = 0,002 m3 /s, υπολογί-
στε τη διαφορά πίεσης μεταξύ των σημείων 1 και 2, αν το ειδικό βάρος του
νερού ισούται με 9810 N /m3 .

Γνωρίζουμε ότι για μία ασυμπίεστη, αστρόβιλη και μόνιμη ροή ενός μη συνεκτικού
ρευστού η εξίσωση Bernoulli γράφεται
1 2
ρU + P + ρgz = C,
2

188
4.8 Λυμένα παραδείγματα

όπου C σταθερός και πραγματικός αριθμός, ή ισοδύναμα,

U2 P
+ + z = C ′, (4.8.1)
2g γ

με C ′ = C/γ. Εφαρμόζοντας την εξίσωση (4.8.1) μεταξύ των σημείων 1 και 2


έχουμε ότι
U12 P1 U 2 P2
+ + z1 = 2 + + z2 ,
2g γ 2g γ
δίνοντας [ ]
1 ( 2 )
P1 − P2 = γ U − U1 + (z2 − z1 ) .
2
(4.8.2)
2g 2
Η ζητούμενη διαφορά πίεσης τότε υπολογίζεται εύκολα αν γνωρίζουμε τις τα-
χύτητες του ρευστού στα σημεία αυτά. Χρησιμοποιώντας τη σταθερή παροχή
(αφού το υπό εξέταση ρευστό είναι ασυμπίεστο) βρίσκουμε

m3 m3
Q 0,002 0,002
U1 = = s = 5 m, U2 =
Q
= s = 10 m . (4.8.3)
A1 0,0004 m2 s A2 0,0002 m2 s
Αντικαθιστώντας τέλος τα αποτελέσματα (4.8.3) στην εξίσωση (4.8.2), υπολογί-
ζουμε τη ζητούμενη διαφορά πίεσης μεταξύ των σημείων 1 και 2,
 
N  1 ( 2 ) m 2
P1 − P2 = 9810 3 10 − 52 2 + 2 m
m 2 · 9,81 m s
s2
( )
N 75 N
= 9810 3 m + 2 m = 9810 3 (3,82 m + 2 m)
m 19,62 m
= 57120 P a.

189
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 4.
Αέρας ρέει από μία δεξαμενή μέσω ενός εύκαμπτου αγωγού διαμέτρου D =
0,03 m και εξέρχεται στην ατμόσφαιρα μέσω ενός ακροφυσίου διάμετρου
d = 0,01 m όπως στο σχήμα. Η υπερπίεση στη δεξαμενή P1 παραμέ-
νει σταθερή και ίση με 2 kP a. Να υπολογιστούν ο ρυθμός ογκομετρικής
ροής και η πίεση στον αγωγό (σημείο 2) αν η πυκνότητα του ρευστού είναι
1,3 kg/m3 και ισχύουν οι παρακάτω παραδοχές:
(α) Η ροή είναι άτριβη, ασυμπίεστη και μόνιμη.
(β) Οι διαστάσεις της δεξαμενής είναι πολύ μεγαλύτερες από τις διαμέ-
τρους του αγωγού και του ακροφυσίου.

Από την αρχή της συνέχειας


έχουμε D d
P1 = 2 kP a
Q = Ai Ui , (4.8.4) 3
1 2
i = 1, 2, 3. Επομένως για τον
υπολογισμό της παροχής απαιτείται ο υπολογισμός της ταχύτητας σε κάποια
διατομή Ai . Για το σκοπό αυτό εφαρμόζουμε την εξίσωση Bernoulli, η οποία για
z1 = z2 = z3 παίρνει τη μορφή,
1 2 1 1
ρU1 + P1 = ρU22 + P2 = ρU32 + P3 . (4.8.5)
2 2 2
Χρησιμοποιώντας την παραδοχή (β), η πρώτη και τρίτη ισότητα της (4.8.5) δίνει
την κάτωθι έκφραση για την ταχύτητα του ρευστού στο ακροφύσιο,
√ v
2 u 2 N
U3 = (P1 − P3 ) = u
t 2 · 103 2 ,
ρ kg m
1,3 3
√ m
m 2 m
= 3077 2 = 55,47 .
s s
Αντικαθιστώντας τέλος το αποτέλεσμα αυτό στην εξίσωση συνέχειας (4.8.4),
υπολογίζουμε τη ζητούμενη ογκομετρική παροχή,

3,14 · (0,01 m)2 m m3


Q = A3 U 3 = · 55,47 ⇒ Q = 0,004354 .
4 s s

190
4.8 Λυμένα παραδείγματα

Για να υπολογιστεί επίσης η πίεση στο σημείο 2 πρέπει να είναι γνωστή η αντί-
στοιχη ταχύτητα,
m3
Q 4·Q 4 · 0,004354
U2 = = = s = 6,16 m .
A2 2
πD2 3,14 · (0,03 m)2 s
Τελικά, χρησιμοποιώντας ξανά την παραδοχή (β), η πρώτη και δεύτερη ισότητα
της (4.8.5) γράφεται
1 N 1 kg ( m )2
P2 = P1 − ρ U22 = 2 · 103 2 − · 1,3 3 · 6,16
2 m 2 m s
N kg
= 2000 2 − 24,7 = 1975,3 P a.
m ms2

Παράδειγμα 4.
Νερό ρέει κάθετα σε σωλήνα διαμέτρου 0,1 m και εξέρχεται από ακροφύ-
σιο 5 cm, όπως στο σχήμα. Η ταχύτητα εξόδου του νερού από το ακροφύ-
σιο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 m/s. Ποια πρέπει να είναι η πίεση
στο σημείο 1 του σχήματος αν ο σωλήνας έχει 3 m ύψος;

Υποθέτοντας ότι η ροή είναι μόνιμη, ασυ-


μπίεστη και χωρίς τριβές μπορούμε να 2
χρησιμοποιήσουμε την εξίσωση Bernoulli U2
κατά μήκος μίας γραμμής ροής που διέρ-
χεται από τα σημεία 1 και 2
U1 3m
1 1
ρ U12 + P1 + ρgz1 = ρ U22 + P2 + ρgz2 .
2 2
Από την αρχή της συνέχειας επίσης για
1
τις διατομές 1 και 2
( )2
U1 A2 U1 D2
A1 U1 = A2 U2 ⇒ = ⇒ = .
U2 A1 U2 D1
Συνδυάζοντας τα παραπάνω αποτελέσματα βρίσκουμε ότι
[ ( )4 ]
1 ( 2 ) 1 D2
P1 − P2 = ρ U2 − U12 + ρg(z2 − z1 ) = ρ U22 1 − + ρg(z2 − z1 ).
2 2 D1

191
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Αντικαθιστώντας,
[ ( ) ]
kg ( m )2 0,05 m 4 kg m
P1 − P2 = 500 3 · 10 1− + 1000 3 · 9,81 2 · 3 m
m s 0,1 m m s
kg kg
= 46875 2
+ 29430 = 76305 P a.
ms ms2
Θεωρώντας τέλος ότι η πίεση στην έξοδο του ακροφυσίου ισούται με την ατμο-
σφαιρική, P2 = 0, και τελικά,

P1 = 76305 P a.

Παράδειγμα 4.
Νερό ρέει από μία πολύ μεγάλη δεξαμενή σε ένα σωλήνα. Ο σωλήνας
αυτός συνδέεται με ένα διαφορικό μανόμετρο το οποίο περιέχει υδράργυρο
(Hg). Χρησιμοποιώντας τις αποστάσεις όπως φαίνονται στο παρακάτω
σχήμα, υπολογίστε την ταχύτητα του νερού στην έξοδο του σωλήνα U2
και την αντίστοιχη ογκομετρική παροχή. Η ειδική βαρύτητα του υδραργύ-
ρου S.G.Hg = 13,6.

Ο υπολογισμός της
ταχύτητας του ρευ- 1
στού στο σημείο 2 θα
γίνει με χρήση της εξί-
σωσης Bernoulli με- 5 m
ταξύ των σημείων 1
και 2. Θεωρούμε 3 5 cm
ότι η ελεύθερη επιφά- U2
νεια της δεξαμενής 2
κατέρχεται με μικρή 70 cm 5
ταχύτητα σε σχέση 4 3 cm
με την ταχύτητα εξό-
δου του ρευστού, δί-
νοντας U1 ≪ U2 .
Επίσης η πίεση στο σημείο 1 ισούται προφανώς με την ατμοσφαιρική και τότε
1
ρv U22 = (Pατ µ − P2 ) + ρv g(z1 − z2 ). (4.8.6)
2

192
4.8 Λυμένα παραδείγματα

Από το αποτέλεσμα (4.8.6) διαπιστώνουμε ότι για να υπολογίσουμε τη ζητού-


μενη ταχύτητα πρέπει πρώτα να υπολογίσουμε την αντίστοιχη πίεση (υποθέ-
τουμε ότι η πίεση P2 δεν ισούται με την ατμοσφαιρική). Επειδή η ροή είναι
άτριβη, η πίεση στα σημεία 2 και 3 είναι ίση. Αρκεί λοιπόν να υπολογίσουμε
την πίεση στο σημείο 3.

P3 − P4 = −ρv gz1 ,
P4 − P5 = ρHg gz2 = S.G.Hg ρv gz2 ,

οι οποίες προσθέτοντας κατά μέλη δίνουν

P3 − P5 = ρv g (−z1 + S.G.Hg z2 ) .

Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια ότι P5 = Pατ µ βρίσκουμε

P3 = Pατ µ + ρv g (−z1 + S.G.Hg z2 )


kg m
= 101325 P a + 1000 3 · 9,81 2 (−0,7 m + 13,6 · 0,03 m)
m s
kg
= 101325 P a − 2865 = 98460 P a.
ms2
Η εξίσωση (4.8.6) τότε γράφεται

2
U2 = [Pατ µ − P3 + ρv g(z1 − z2 )],
ρv
και αντικαθιστώντας,
v [ ]
u
U2 = tu 2 kg m
(101325 − 98460) P a + 1000 3 · 9,81 2 · 5 m
kg m s
1000 3
√ m

1 m3 kg m2 m
= · 51915 2
= 103,83 2
= 10,19 .
500 kg ms s s

Τέλος, η ογκομετρική παροχή, Q, υπολογίζεται εύκολα ως εξής

πD2 m 3,14 · (0,05 m)2 m3


Q = U2 A2 = U2 = 10,19 · = 0,02 .
4 s 4 s

193
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 4.6
Για ποια τιμή της πραγματικής παραμέτρου β το παρακάτω διδιάστατο
πεδίο ταχύτητας,

αβy 2αx
u= , v=− ,
x2+ y2 x2+ y2
περιγράφει ασυμπίεστη ροή; Πώς επηρεάζει η πραγματική παράμετρος α
τη συνθήκη ασυμπιεστότητας;

Η εξίσωση συνέχειας σε καρτεσιανές συντεταγμένες γράφεται

∂u ∂v
+ = 0.
∂x ∂y
Αναζητούμε λοιπόν την τιμή της παραμέτρου β για την οποία
( ) ( )
∂ αβy ∂ 2αx
+ − 2 = 0,
∂x x2 + y 2 ∂y x + y2

ή ισοδύναμα,
( ) ( )
∂ 1 ∂ 1
αβy − 2αx =0⇒
∂x x2 + y 2 ∂y x2 + y 2
−2x −2y
αβy 2 − 2αx 2 =0⇒
2
(x + y )2 (x + y 2 )2
−2αβxy + 4αxy
=0⇒
(x2 + y 2 )2
−2αβxy + 4αxy = 0.

Επομένως η τιμή της παραμέτρου β για την οποία το δοσμένο πεδίο ταχύτητας
περιγράφει ασυμπίεστη ροή είναι

−2αβxy + 4αxy = 0 ⇒ β = 2.

Είναι επίσης προφανές ότι η παράμετρος α δεν επηρεάζει τη συνθήκη ασυμπι-


εστότητας για οποιαδήποτε πραγματική τιμή της.

194
4.8 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 4.7
Εξετάστε αν το πεδίο ταχύτητας,
( ) ( )
1 1
ur = α cos θ 1 − 2 , uθ = −α sin θ 1 + 2 , uz = 0,
r r

αντιπροσωπεύει ασυμπίεστη ροή για κάθε πραγματικό αριθμό α.

Για να αντιπροσωπεύει το συγκεκριμένο πεδίο ταχύτητας ασυμπίεστη ροή θα


πρέπει να ικανοποιείται η παρακάτω εξίσωση συνέχειας σε κυλινδρικές συντε-
ταγμένες,
1 ∂ (rur ) 1 ∂uθ ∂uz
+ + = 0.
r ∂r r ∂θ ∂z
Αντικαθιστώντας το πεδίο ταχύτητας βρίσκουμε
[ ( )] [ ( )]
1 ∂ 1 1 ∂ 1 ∂
α cos θ r − + −α sin θ 1 + 2 + 0=0⇒
r ∂r r r ∂θ r ∂z
( ) ( )
α cos θ ∂ 1 1 1 ∂
r− −α + sin θ = 0 ⇒
r ∂r r r r3 ∂θ
( ) ( )
α cos θ 1 1 1
1+ 2 −α + 3 cos θ = 0 ⇒
r r r r
( ) ( )
α cos θ 1 α cos θ 1
1+ 2 − 1+ 2 =0⇒
r r r r
0 = 0.
Επομένως η εξίσωση συνέχειας για ασυμπίεστη ροή σε κυλινδρικές συντετα-
γμένες ικανοποιείται για κάθε πραγματικό αριθμό α.

Παράδειγμα 4.8
Έστω μόνιμη και στρωτή ροή ρευστού σε κυκλικό αγωγό σταθερής ακτί-
νας R. Σε ποια θέση του αγωγού r0 η ταχύτητα του ρευστού ισούται με τη
μέση ταχύτητα;

Από την εξίσωση (4.2.28) γνωρίζουμε ότι η κατανομή της ταχύτητας για τη συ-
γκεκριμένη περίπτωση είναι
[ ( r )2 ]
U (r) = 2U 1 − ,
R

195
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

όπου U η μέση ταχύτητα και R η ακτίνα του αγωγού. Σύμφωνα με το πρόβλημα


αναζητούμε εκείνη τη θέση, r0 , για την οποία

U (r0 ) = U .

Προκύπτει τότε ότι


[ ( r )2 ] ( r )2 √
0 0 1 2
U = 2U 1 − ⇒1− = ⇒ r0 = R.
R R 2 2

Επομένως για κάθε r < r0 ισχύει ότι U (r) > U και αντίστροφα για κάθε r > r0
ισχύει ότι U (r) < U .

Παράδειγμα 4.9
Μία αντλία χρησιμοποιείται για την ανύψωση νερού σταθερής παροχής
Q = 0,01 m3 /s από ένα σημείο A σε ένα σημείο B που βρίσκεται 3,04 m
ψηλότερα. Η διάμετρος του σωλήνα πριν από την αντλία (σημείο A) είναι
dA = 50 mm και μετά την αντλία (σημείο B) είναι dB = 40 mm. Εάν οι
απώλειες τριβής λόγω ροής hf = 2 m και PB −PA = 30 kP a, υπολογίστε
την ενέργεια που αποδίδει η αντλία στο νερό ανά μονάδα βάρους του.

Από τη γενική έκφραση για την εξίσωση ενέργειας (4.4.10) γνωρίζουμε ότι

UA2 PA U2 PB
+ zA + + (hπ − hαϕ ) = B + zB + + hf .
2g γ 2g γ
Σύμφωνα με τα δεδομένα του προβλήματος δεν υπάρχει συσκευή που να αφαιρεί
ενέργεια από το ρευστό και άρα hαπ = 0. Λύνοντας επομένως ως προς το
ζητούμενο μέγεθος hπ και αναδιατάσσοντας τους όρους προκύπτει

UB2 − UA2 PB − PA
hπ = hf + + + (zB − zA ) .
2g γ

Όλα τα μεγέθη είναι γνωστά εκτός από τις ταχύτητες οι οποίες υπολογίζονται
ως εξής
m3
4Q 4 · 0,01 m
s
UA = 2 = ( m )2 = 5,1 ,
πdA s
π · 0,05
s

196
4.8 Λυμένα παραδείγματα

και
m3
4Q 4 · 0,01 m
s
UB = 2 = ( m )2 = 7,96 .
πdB s
π · 0,04
s
Αντικαθιστώντας όλα τα δεδομένα
UB2 − UA2 PB − PA
hπ = hf + + + (zB − zA )
2g γ
( m )2 ( m )2
7,96 − 5,1 30 · 103 P a
=2m+ s s + +3m
m N
2 · 9,81 2 9810 3
s m
m2 N
37,35 2 30000 2
=2m+ s + m +3m
m2 N
19,62 9810 3
s m
= 2 m + 1,9 m + 3,06 m + 3,04 m = 10 m.
Επομένως η αντλία αποδίδει στο ρευστό ενέργεια ίση με 10 J ανά μονάδα βά-
ρους του ρευστού.

Παράδειγμα 4.10
Η κατανομή της ταχύτητας για τυρβώδη ροή σε κυλινδρικό αγωγό σταθε-
ρής ακτίνας R δίνεται από τη σχέση,
( y )1/7
U (y) = U0 ,
R
όπου U0 η μέγιστη ταχύτητα και y η απόσταση στο σωλήνα όπως αυτή
μετράται από τα τοιχώματά του. Υπολογίστε τη μέση τιμής της ταχύτητας
για την παραπάνω κατανομή.

Η μέση τιμή της ταχύτητας μπορεί να


υπολογιστεί με απευθείας χρήση της
R
εξίσωσης (4.2.29),
∫ 0
U (y) dA
R
U= ,
πR2

197
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

με τη διαφορά ότι επειδή η ταχύτητα μετράται από τα τοιχώματα (και όχι από
τον άξονα συμμετρίας) τα όρια του ολοκληρώματος έχουν αντιστραφεί. Επίσης
το στοιχειώδες εμβαδό dA δίνεται από τη σχέση

dA = −2π (R − y) dy.

Ο λόγος για το αρνητικό πρόσημο στο γινόμενο 2π είναι ότι η μεταβλητή y


έχει κατεύθυνση προς τον άξονα συμμετρίας. Για να εξασφαλίζουμε επομένως
θετικό στοιχειώδες εμβαδό, εισάγουμε το αρνητικό πρόσημο στην παραπάνω
έκφραση για το dA. Αντικαθιστώντας βρίσκουμε
∫ 0 ( y )1/7
U0 [−2π (R − y)] dy ∫ R
R 2U0
U= R
= y 1/7 (R − y)dy
πR2 R15/7 0
[∫ R ∫ R ]
2U0
= y Rdy −
1/7 8/7
y dy
R15/7 0 0
{ }
2U0 7R [ 8/7 ]R 7 [ 15/7 ]R
= 15/7 y − y
R 8 0 15 0
[ ] ( )
2U0 7R 8/7 7 15/7 2U0 15/7 7 7 49
= 15/7 R − R = 15/7 R − = U0 .
R 8 15 R 8 15 60

Η μέση ταχύτητα για την υπό εξέταση ροή ισούται με το 81,67% της μέγιστης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέση ταχύτητα για την περίπτωση της στρωτής ροής
με παραβολική κατανομή ισούται μόνο με το 50% της αντίστοιχης μέγιστης,
όπως φαίνεται από την εξίσωση (4.2.31).

Παράδειγμα 4.11
Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της προηγούμενης άσκησης, να υπο-
λογιστεί ο διορθωτικός συντελεστής της κινητικής ενέργειας, α.

Ο διορθωτικός συντελεστής α δίνεται από τη σχέση (4.4.14),


∫ ( )3
1 U
α= dA.
A A U
Αντικαθιστώντας τόσο την κατανομή της ταχύτητας όσο και το αποτέλεσμα

198
4.8 Λυμένα παραδείγματα

της μέσης τιμής από την προηγούμενη άσκηση βρίσκουμε


∫ R ( y )1/7 3
U ( )3 ∫ R
1  0 R  2 60
α=  49  2πrdr = y 3/7 rdr.
πR2 R 17/7 49 0
0
U0
60
Το ολοκλήρωμα μπορεί να υπολογιστεί εύκολα με την αλλαγή μεταβλητής r →
R − y ⇒ dr = −dy.
( )3 ∫ 0
2 60
α = 17/7 y 3/7 (R − y)(−dy)
R 49 R
( )3 [∫ R ∫ R ]
2 60
= 17/7 Ry 3/7 dy − y 10/7 dy
R 49 0 0
( )3 { [ ] }
2 60 7R 10/7 R 7 [ 17/7 ]R
= 17/7 y − y
R 49 10 0 17 0
( )3 ( )
2 60 7 17/7 7
= 17/7 R − R17/7
R 49 10 17
( )3 ( )
60 7 7
=2 − = 1,058.
49 10 17
Βλέπουμε ότι, σε αντίθεση με τη στρωτή ροή, ο διορθωτικός συντελεστής της
κινητικής ενέργειας είναι σχεδόν ίσος με τη μονάδα και για το λόγο αυτό σε
πολλές εφαρμογές συνήθως παραλείπεται.

Παράδειγμα 4.
Αποδείξτε ότι για μία ροή της οποίας το πεδίο ταχύτητας περιγράφεται
από τη σχέση U = (u, 0, 0) ισχύει ότι (Ω · ∇) U = 0.

Το πεδίο στροβιλότητας για μία τέτοια ροή ισούται με



î ĵ k̂

∂ ∂ ∂u
∂ ∂u
Ω= = ĵ − k̂,
∂x ∂y ∂z ∂z ∂y

u 0 0
δίνοντας τότε
( ) ( ) ( 2 )
∂u ∂u ∂ ∂ ∂ ∂ u ∂2u
(Ω · ∇) U = 0, ,− · , , U= − U = 0.
∂z ∂y ∂x ∂y ∂z ∂z ∂y ∂y ∂z

199
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

Παράδειγμα 4.
Αποδείξτε ότι για διδιάστατη ροή (Ω · ∇) U = 0, με αποτέλεσμα η εξίσωση
(4.6.4) να απλοποιείται στην (4.6.6).

Έστω διδιάστατη ροή στο επίπεδο xy για την οποία ισχύει ότι

U = (u, v, 0) και = 0.
∂z
Η στροβιλότητα τότε γράφεται

î ĵ k̂

∂ ( ∂v )
∂ ∂u
Ω= 0 = − k̂ = ωz k̂,
∂x ∂y ∂x ∂y

u v 0

και επομένως
( )
∂ ∂
(Ω · ∇) U = (0, 0, ωz ) · , , 0 U = 0.
∂x ∂x

4.9 Ερωτήσεις κεφαλαίου


4.1) Σε μία μόνιμη ροή ασυμπίεστου ρευστού η μάζα
A : αυξάνεται,
B : μειώνεται,
Γ : διατηρείται σταθερή.
4.2) Ποια η παροχή μάζας ενός ρευστού, αν ρέει 15 kg κάθε 5 s;
4.3) Τι είναι το ολικό ή μανομετρικό ύψος και τι εκφράζει;
4.4) Η εξίσωση που συνδέει την πίεση με την ταχύτητα και το ύψοε είναι γνωστή
με την ονομασία
A : εξίσωση ορμής,
B : εξίσωση συνέχειας,
Γ : εξίσωση Schrödinger,
∆ : εξίσωση Bernoulli.
4.5) Σύμφωνα με την εξίσωση Beroulli όταν η πίεση αυξάνεται, η ταχύτητα πρέ-
πει να

200
4.9 Ερωτήσεις κεφαλαίου

A : αυξάνεται,
B : μειώνεται,
Γ : διατηρείται σταθερή.
4.6) Περιγράψτε τους βασικότερους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε
υδράργυρος και όχι νερό αρχικά στα βαρόμετρα.
4.7) Ξεκινώντας από τη γενική έκφραση για την εξίσωση συνέχειας, γράψτε τις
απλοποιημένες εκφράσεις στην περίπτωση κατά την οποία α) το ρευστό είναι
ασυμπίεστο και β) ο αγωγός έχει σταθερή διατομή.

4.8) Ένας σωλήνας διαμέτρου 2/ π cm έχει εμβαδό διατομής ίσο με
A : 2 cm2 ,
B : 4 cm2 ,
Γ : 1 cm2 ,
∆ : π cm2 .
4.9) Περιγράψτε εν συντομία τη μέθοδο υπολογισμού του ιξώδους ρευστού με
χρήση περιστρεφόμενων κυλίνδρων.
4.10) Η κατανομή ταχύτητας για στρωτή ροή σε κυλινδρικό αγωγό σταθερής
διατομής είναι
A : γραμμική,
B : παραβολική,
Γ : υπερβολική,
∆ : εκθετική.
4.11) Με τι ισούται ο λόγος της μέγιστης προς τη μέση ταχύτητα για μόνιμη
ροή ασυμπίεστου ρευστού στο εσωτερικό ακίνητων παράλληλων πλακών και
ευθύγραμμου κυκλικού αγωγού;
4.12) Η κατανομή ταχύτητας για τυρβώδη ροή σε κλειστό αγωγό είναι
A : γραμμική,
B : παραβολική,
Γ : υπερβολική,
∆ : λογαριθμική.
4.13) Η συνθήκη μη ολίσθησης ορίζει ότι η ταχύτητα ενός ρευστού που βρίσκε-
ται σε επαφή με στερεή επιφάνεια θα είναι πάντα μηδενική. Σωστό ή λάθος;
4.14) Ο λόγος της μέγιστης ταχύτητας προς τη μέση ταχύτητα για κυλινδρικό
αγωγό ισούται με
A : 0,5,

201
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

B : 1,
Γ : 1,5,
∆ : 2.
4.15) Σε ποιο σημείο x από τον άξονα συμμετρίας ενός κλειστού αγωγού στα-
θερής διαμέτρου, έστω D, μεγιστοποιείται η διατμητική τάση κατά τη στρωτή
ροή ενός ρευστού;
A : x = 0,
B : x = D/3,
Γ : x = 2D/3,
∆ : x = D.
4.16) Η κατανομή ταχύτητας μεταξύ δύο ακίνητων παράλληλων πλακών έχει
μορφή
A : παραβολική,
B : γραμμική,
Γ : σταθερή,
∆ : κανένα από τα παραπάνω.
4.17) Πώς μεταβάλλεται η μέση ταχύτητα κατά τη ροή ενός ασυμπίεστου ρευ-
στού στο εσωτερικό ενός αποκλίνοντος σωλήνα;
4.18) Η κλίση της ταχύτητας στην έκφραση για τη διατμητική τάση λαμβάνει
χώρα
A : κατά τη διεύθυνση της ροής,
B : σχηματίζοντας τυχαία γωνία με τη διεύθυνση της ροής,
Γ : κάθετα στη διεύθυνση της ροής,
∆ : αντίθετα στη διεύθυνση της ροής.
4.19) Περιγράψτε την αρχή λειτουργίας ενός σωλήνα Pitot.
4.20) Εξηγήστε το λόγο για τον οποίο η ύπαρξη ολικού (ή τοπικού) ακρότατου
στην κατανομή της ταχύτητας κάθετα στη διεύθυνση της ροής οδηγεί σε μηδε-
νισμό της διατμητικής τάσης.
4.21) Διατυπώστε το θεώρημα μεταφοράς του Reynolds.
4.22) Για ποιο λόγο κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή του διορθωτικού παράγοντα
της κινητικής ενέργειας και ποια η τιμή του για στρωτή ροή σε σωλήνα;
4.23) Αναφέρετε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της εξί-
σωσης Bernoulli.
4.24) Ένα ιδανικό ρευστό πρέπει να ικανοποιεί

202
4.10 Προβλήματα κεφαλαίου

A : το νόμο του Pascal,


B : την εξίσωση συνέχειας,
Γ : την εξίσωση Bernoulli,
∆ : κανένα από τα παραπάνω.
4.25) Περιγράψτε με σαφήνεια τι εκφράζει ο διορθωτικός συντελεστής της κι-
νητικής ενέργειας.

4.10 Προβλήματα κεφαλαίου


4.1) Ένα ρευστό περιγράφεται από το παρακάτω πεδίο ταχύτητας
( )
u = α x2 − y 2 , w = β,

όπου α και β σταθερές. Ποια πρέπει να είναι η μορφή της άγνωστης συνιστώσας
της ταχύτητας, v, έτσι ώστε το πεδίο αυτό να περιγράφει ασυμπίεστη ροή;
4.2) Εξετάστε αν το πεδίο ταχύτητας

u = x2 − xy + z, v = 2x2 − xy + y 2 , w = −z(x + y),

περιγράφει ασυμπίεστη ροή.


4.3) Θεωρήστε αγωγό μεταβλητής διατομής, όπως φαίνεται στο σχήμα, μέσα
από τον οποίο ρέει νερό. Εάν U1 = 11 m/s και D2 = 1,5 D1 = 26 cm, υπο-
λογίστε: α) την ταχύτητα στην έξοδο του αγωγού U2 , β) την παροχή όγκου, γ)
την παροχή μάζας.

U2
U1

D1 1 2 D2

4.4) Αποδείξτε ότι για οποιαδήποτε μορφή της συνιστώσας της ταχύτητας w =
w(z) το πεδίο ροής

u = y 5 + x2 , v = −2xy + x4 ,

ικανοποιεί την εξίσωση συνέχειας.

203
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

4.5) Η ταχύτητα ενός υγρού που ρέει στο εσωτερικό ενός κυλινδρικού αγωγού
ισούται με 1 m/s. Αν η ειδική βαρύτητα του υγρού είναι 1,5 και η διάμετρος
του αγωγού 10 cm, βρείτε την παροχή σε m3 /s και lt/h.
4.6) Νερό ρέει σε αγωγό διαμέτρου 55 cm και παροχής 30000 lt/m. Εκφράστε
στο διεθνές σύστημα μονάδων την παροχή όγκου, τη μέση ταχύτητα και την
παροχή μάζας.
4.7) Ξεκινώντας από την κατανομή της ταχύτητας για στρωτή, μόνιμη και ασυ-
μπίεστη ροή σε ευθύγραμμο κυλινδρικό αγωγό σταθερής διατομής, δείξτε ότι η
μέση ταχύτητα ισούται με το μισό της μέγιστης.
4.8) Ποια είναι η παροχή μάζας ενός αερίου διαμέσου ενός αγωγού 100 mm
στους 50 ◦ C και σε σχετική πίεση 1,8 atm, αν η μέση ταχύτητά του ισούται με
10 m/s;
4.9) Νερό ρέει στο εσωτερικό πυροσβεστικού σωλήνα με ταχύτητα 1,5 m/s
και πίεση 190 KP a. Θεωρώντας ότι το νερό εξέρχεται σε συνθήκες ατμοσφαι-
ρικής πίεσης βρείτε την ταχύτητα εξόδου του νερού από το ακροφύσιο του
πυροσβεστικού σωλήνα, αν το δυναμικό ύψος παραμένει σταθερό.
4.10) Σε μία σωληνογραμμή σταθερής διατομής ρέει ρευστό σταθερής πυκνό-
τητας 800 kg/m3 . Σε κάποιο σημείο στην εγκατάσταση (έστω σημείο 1) βρέ-
θηκε ότι U1 = 0,9 m/s και P1 = Pατ µ . Για λόγους οικονομίας αποφασίστηκε
το ρευστό να αποθηκεύεται σε μία δεξαμενή που βρίσκεται τουλάχιστον 12 m
χαμηλότερα. Με τι ισούται η πίεση σε κάποιο σημείο (έστω 2) στην κορυφή της
δεξαμενής;
4.11) Νερό ρέει σε σωλήνα αρχικής διαμέτρου 12 cm και τελικής 6 cm. Η ταχύ-
τητα εξόδου του νερού είναι 12 m/s. Ποια είναι η απόλυτη υψομετρική διαφορά
μεταξύ δύο σημείων των διατομών εισόδου και εξόδου, αν η αντίστοιχη διαφορά
πίεσης ∆P = 20000 P a;
4.12) Βρείτε τη σχέση μεταξύ μέσης και μέγιστης ταχύτητας για την περίπτωση
μόνιμης και ασυμπίεστης ροής μεταξύ παράλληλων και ακίνητων πλακών.
4.13) Για μία ροή Couette μετρήθηκε ότι η ταχύτητα της κινούμενης πλάκας
είναι U = 0,2 m/s και ότι απέχει από την ακίνητη απόσταση h = 0,6 mm. Αν
το ιξώδες το ρέοντος ρευστού ισούται με µ = 0,003 P a · s, βρείτε τη διατμητική
τάση που αναπτύσσεται στην κινούμενη πλάκα.
4.14) Υπολογίστε το διορθωτικό συντελεστή α της κινητικής ενέργειας για ομοι-
όμορφη ροή σε κυλινδρικό σωλήνα, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα.

204
4.10 Προβλήματα κεφαλαίου

4.15) Επαναλάβετε τον ίδιο υπολογισμό για την περίπτωση γραμμικής κατανο-
μής ταχύτητας.

4.16) Δύο οριζόντιες και παράλληλες πλάκες απέχουν μεταξύ τους απόσταση
h = 30 mm. Ανάμεσά τους ρέει ρευστό ταχύτητας U = 5,6 m/s και ιξώδους
µ = 0,01 P a · s. Υπολογίστε τη διατμητική τάση που αναπτύσσεται πάνω στις
πλάκες.
4.17) Συγκλίνον ακροφύσιο χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση ροής, όπως
φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Αν D1 = 3 · D2 = 3 cm και U1 = 7,5 m/s,
βρείτε την ταχύτητα του ρευστού στη διατομή 2 και τη διαφορά πίεσης μεταξύ
των δύο σημείων, P1 − P2 .

D1 D2

4.18) Έστω ότι αγωγός που σχηματίζει γωνία θ με το οριζόντιο επίπεδο με z2 −


z1 = 8 m διαρρέεται με νερό. Αν P1 = 100 KP a και P2 = 200 KP a, υπολογί-
στε τις απώλειες και την κατεύθυνση της ροής.
4.19) Η παροχή όγκου αέρα εντός σωλήνα τετραγωνικής διατομής διαστάσεων
1 m × 1 m είναι 300 m3 /min. Βρείτε τη μέση ταχύτητα του αέρα.
4.20) Μία δεξαμενή νερού είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να αδειά-
ζει μέσω ενός αγωγού απορροής σε απόσταση h χαμηλότερα από την ελεύθερη
επιφάνεια. Βρείτε μία έκφραση για την ταχύτητα εξόδου, Uϵξ , του νερού από

205
4 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

z 2 − z1

θ
1

τον αγωγό απορροής.

Uϵξ

206
5
Κεφάλαιο
ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

5.1 Εισαγωγή
Η μηχανική των ρευστών αποτελεί έναν επιστημονικό κλάδο με ιδιαίτερα χαρα-
κτηριστικά. Λόγω της πολυπλοκότητας των υπό μελέτη φαινομένων, η μαθημα-
τική περιγραφή τους με αναλυτικό τρόπο είναι δυνατή μόνο για τις απλούστερες
περιπτώσεις και για το λόγο αυτό είναι συνήθως απαραίτητη η υιοθέτηση πα-
ραδοχών ή ακόμα και η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επίλυση
ρεαλιστικών εφαρμογών. Επίσης πολλές από τις εφαρμογές αυτές οδηγούν
στην κατασκευή εγκαταστάσεων μεγάλων διαστάσεων και κατά συνέπεια πολύ
υψηλού κόστους όπως ανεμογεννήτριες, υδροηλεκτρικά εργοστάσια και αερο-
πλάνα, απαγορεύοντας ουσιαστικά οποιαδήποτε αστοχία στην κατασκευή του
τελικού προϊόντος. Για το σκοπό αυτό τα περισσότερα πειράματα έχουν στόχο
από τη μία να παράγουν αποτελέσματα που να έχουν όσο το δυνατό πιο ευρεία
εφαρμογή, χωρίς από την άλλη να απαιτούνται υπέρογκα ποσά για την περά-
τωσή τους. Ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται υιοθετώντας αδιάστατες παρα-
μέτρους για τη μελέτη της εκάστοτε εφαρμογής. Η επιλογή αυτή στηρίζεται
στη μέθοδο της διαστατικής ανάλυσης και στην ιδέα της ελαχιστοποίησης του
αριθμού των παραμέτρων που απαιτούνται για την περιγραφή ενός φαινομέ-
νου. Ο δεύτερος στόχος επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας μοντέλα μικρότερων
διαστάσεων από το αντίστοιχο πρωτότυπο μέγεθος. Με τον τρόπο αυτό είναι
δυνατό να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του πρωτοτύπου μελετώντας αυτή
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

του μοντέλου μέσω μίας διαδικασίας που ονομάζεται ομοιότητα.

5.2 Διαστατική ανάλυση


Η χρησιμότητα της διαστατικής ανάλυσης γίνεται εύκολα κατανοητή αν θεω-
ρήσουμε τη μόνιμη ροή ασυμπίεστου ρευστού σε λείο και κυλινδρικό σωλήνα. Η
πτώση πίεσης, ∆P , σε μία τέτοια ροή περιμένουμε να εξαρτάται από διάφορους
παράγοντες όπως διάμετρο, πυκνότητα, ταχύτητα και ιξώδες σύμφωνα με την
παρακάτω γενική σχέση,

∆P = f (D, ρ, U, µ).

Ο στόχος επομένως ενός πειράματος θα ήταν να καθορίσει τη μορφή της άγνω-


στης αυτής συνάρτησης f για τον υπολογισμό της πτώσης πίεσης. Για το σκοπό
αυτό θα έπρεπε να σχεδιαστεί η πτώση πίεσης συναρτήσει της διαμέτρου για
παράδειγμα, θεωρώντας τα υπόλοιπα μεγέθη σταθερά. Στη συνέχεια θα έπρεπε
να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία μεταβάλλοντας μόνο την πυκνότητα αυτή τη
φορά και ούτω καθ’ εξής. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί ένα αρκετά δύσκολο αν
όχι αδύνατο εγχείρημα, καθώς απαιτεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό διαφορετικών
ρευστών για να μελετηθούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί, παράγοντας έναν απα-
γορευτικά μεγάλο πλήθος διαγραμμάτων για κάθε διαφορετικό συνδυασμό αυ-
τών.
Μία ισοδύναμη και συγχρόνως απλούστερη προσέγγιση είναι να εκφράσουμε
την πτώση πίεσης συναρτήσει αδιάστατων παραμέτρων. Αποδεικνύεται τότε
εύκολα ότι ένας συνδυασμός αδιάστατων παραμέτρων για την πτώση πίεσης
είναι ο παρακάτω, ( )
∆P ρ UD
=g ,
1 2 µ
ρU
2
που σημαίνει ότι η αδιάστατη παράμετρος που εκφράζει την πτώση πίεσης στο
αριστερό μέλος εξαρτάται από μία μόνο αδιάστατη ομάδα παραμέτρων στο
δεξιό μέλος, γνωστή και ως αριθμός Reynolds. Το βασικό πλεονέκτημα της
προσέγγισης αυτής είναι ότι το αντίστοιχο πείραμα θα καθορίσει την μαθημα-
τική εξάρτηση λιγότερων μεγεθών (μόνο δύο σε αντίθεση με πέντε που ήταν αρ-
χικά). Επίσης, το απαιτούμενο σύνολο πειραμάτων περιορίζεται σημαντικά, κα-
θώς απαιτείται μόνο ένα ρευστό και η παραμετροποίηση μπορεί να επιτευχθεί
αλλάζοντας απλώς τη γεωμετρία του αγωγού ή την ταχύτητα του ρευστού. Η
παραπάνω προσέγγιση είναι γνωστή ως διαστατική ανάλυση και οι μέθοδοι
που εφαρμόζονται για το σκοπό αυτό είναι των Rayleigh και Buckingham. Η

208
5.2 Διαστατική ανάλυση

πρώτη εφαρμόζεται όταν ο αριθμός των παραμέτρων που υπεισέρχονται είναι


μικρός και η δεύτερη όταν ο αριθμός αυτός αυξάνεται.

5.2.1 Μέθοδος Rayleigh


Η μέθοδος αυτή επιλέγεται συνήθως όταν ο αριθμός των παραμέτρων δεν είναι
μεγαλύτερος από τρία ή το πολύ τέσσερα. Προτάθηκε από τον λόρδο Rayleigh
το 1889 και χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία ανεξάρτητη μεταβλητή (έστω
A) συναρτήσει n εξαρτημένων μεταβλητών (έστω A1 , A2 , . . . , An ) μέσω μίας
εκθετικής σχέσης της μορφής,
[ ]
[A] = C × Aα1 · Aβ2 · . . . · Aνn . (5.2.1)

Η παράμετρος C είναι μία αδιάστατη σταθερά και το ζεύγος των αγκυλών


δηλώνει τις διαστάσεις του μεγέθους που αυτές εσωκλείουν. Σύμφωνα με τη
μέθοδο αυτή, η εξίσωση (5.2.1) πρέπει να είναι διαστατικά ομογενής, δηλαδή οι
διαστάσεις του αριστερού μέλους να είναι ίδιες με τις διαστάσεις του δεξιού
μέλους. Μία προφανή συνέπεια της παραπάνω συνθήκης είναι ότι απαιτείται
ένα σύνολο διαστάσεων (οι οποίες στο εξής θα ονομάζονται βασικές διαστάσεις)
μέσω των οποίων θα ορίζονται οι διαστάσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Οι βασι-
κές αυτές διαστάσεις είναι τρεις και συνήθως χωρίζονται σε δύο κατηγορίες με
βάση το δεύτερο νόμο του Newton F = ma. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν
τα μεγέθη της δύναμης, του μήκους και του χρόνου και συμβολίζονται με F , L
και T αντίστοιχα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν η μάζα που συμβολίζεται
με M , το μήκος και ο χρόνος. Προκύπτουν τελικά δύο ισοδύναμα συστήματα
βασικών μονάδων, τα F LT και M LT .1 Η μετάβαση από το ένα σύστημα στο
άλλο γίνεται με απλή επισκόπηση του δεύτερου νόμου του Newton, καθώς
L
F = ma ⇒ F = M .
T2
Στο βιβλίο αυτό έχει επιλεχθεί το δεύτερο σύστημα βασικών μονάδων M LT
και όλοι οι υπολογισμοί που παρουσιάζονται στη συνέχεια γίνονται με βάση
το σύστημα αυτό. Είμαστε πλέον σε θέση να εκφράσουμε τις μονάδες των
κυριότερων μεγεθών στο σύστημα M LT όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 5.1.
Χρησιμοποιώντας για παράδειγμα την πιο διάσημη ίσως εξίσωση στην ιστορία
1
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχει ήδη παρατηρήσει ότι δεν έχει συμπεριληφθεί η θερμο-
κρασία, Θ, σε κανένα από τα δύο συστήματα. Ο λόγος είναι ότι έχει γίνει η υπόθεση ότι σε
όλες τις υπό μελέτη διεργασίες δεν υπάρχει μεταβολή της θερμοκρασίας και ως εκ τούτου
τα γενικότερα συστήματα F LT Θ και M LT Θ απλοποιούνται στις παραπάνω απλούστερες
εκφράσεις.

209
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

Πίνακας 5.1: Διαστάσεις μεγεθών σύμφωνα με το σύστημα M LT .

Μέγεθος Σύμβολο Διαστάσεις


Επιφάνεια A L2
Όγκος V L3
Παροχή όγκου Q̇ L3 T −1
Παροχή μάζας ṁ M 1 T −1
Ταχύτητα U L1 T −1
Επιτάχυνση a L1 T −2
Πίεση P M 1 L−1 T −2
Δύναμη F M 1 L1 T −2
Ενέργεια E M 1 L2 T −2
Πυκνότητα ρ M 1 L−3
Ειδικό βάρος γ M 1 L−2 T −2
Δυναμικό ιξώδες µ M 1 L−1 T −1
Κινηματικό ιξώδες ν L2 T −1
Μέτρο ελαστικότητας E M 1 L−1 T −2

της επιστήμης, μπορούμε να εκφράσουμε την ενέργεια στο σύστημα M LT ως


εξής
[ ] L2
[E] = mc2 = M 2 = M 1 L2 T −2 .
T
Μία άμεση συνέπεια της μεθόδου είναι ότι τα αδιάστατα μεγέθη θα έχουν πά-
ντα μηδενικούς εκθέτες, όπως αποδεικνύεται για τον αριθμό του Euler, Eu, ο
οποίος εκφράζει το λόγο των δυνάμεων πίεσης προς τις αδρανειακές δυνάμεις
και ορίζεται ως εξής
∆P
Eu = .
ρU2
Από τον Πίνακα 5.1 προκύπτει ότι
[ ]
∆P M 1 L−1 T −2 M 1 L−1 T −2
[Eu] = = = = M 0 L0 T 0 ,
ρU2 M 1 L−3 · L2 T −2 M 1 L−1 T −2

210
5.2 Διαστατική ανάλυση

δηλαδή έχοντας μηδενικούς εκθέτες, όπως αντιστοιχεί σε έναν αδιάστατο αριθμό.


Είμαστε πλέον σε θέση να περιγράψουμε τη μέθοδο Rayleigh χρησιμοποιώ-
ντας τα παρακάτω τέσσερα βήματα:
• Βήμα 1: γράφουμε τη συναρτησιακή σχέση της μορφής (5.2.1) μεταξύ του
άγνωστου μεγέθους και των γνωστών μεγεθών που επιλέχθηκαν,
• Βήμα 2: υπολογίζουμε τους συνολικούς εκθέτες για κάθε μία από τις βα-
σικές διαστάσεις,
• Βήμα 3: εφαρμόζουμε την αρχή της διαστατικής ομοιογένειας,
• Βήμα 4: λύνουμε το σύστημα των αλγεβρικών εξισώσεων που προκύπτει.
Η παραπάνω μεθοδολογία μπορεί να εφαρμοστεί στον υπολογισμό για παρά-
δειγμα της ταχύτητας διάδοσης ενός κύματος πίεσης σε ένα υγρό. Υποθέτουμε
λοιπόν ότι η ταχύτητα αυτή εξαρτάται από το μέτρο ελαστικότητας του υγρού,
E, και την πυκνότητα του, ρ, δίνοντας (βήμα 1)
[ ] ( ) ( )β −α−3β
L M α M α+β L
[U ] = C × E · ρ ⇒ =
α β
· = M .
T LT 2 L3 T 2α
Έχοντας υπολογίσει τους συνολικούς εκθέτες (βήμα 2) εφαρμόζουμε στη συ-
νέχεια την αρχή της διαστατικής ομοιογένειας για κάθε μία από τις βασικές
διαστάσεις χωριστά (βήμα 3). Το σύστημα που προκύπτει είναι ένα αλγεβρικό
σύστημα τριών εξισώσεων με δύο αγνώστους,
α + β = 0,
−α − 3β = 1,
2α = 1.
Λύνοντας το σύστημα αυτό (βήμα 4) προκύπτει ότι (α, β) = (1/2, −1/2) δίνο-
ντας τελικά ότι η ταχύτητα του κύματος πίεσης ισούται με

E
U =C .
ρ
Το βασικότερο πλεονέκτημα της μεθόδου Rayleigh είναι η αμεσότητα με την
οποία υπολογίζονται οι κατάλληλοι εκθέτες για κάθε μία βασική διάσταση.
Όταν όμως ο αριθμός των υπό μελέτη μεγεθών αυξηθεί (σε τρία ή το πολύ
τέσσερα όπως ειπώθηκε παραπάνω), η μέθοδος αυτή οδηγεί σε δυσανάλογα με-
γάλη έκταση μαθηματικών πράξεων και δεν αποτελεί πλέον την πιο ελκυστική
προσέγγιση. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούμε μία εναλλακτική μέθοδο,
αυτή του Buckingham που παρουσιάζεται στην ενότητα που ακολουθεί.

211
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

5.2.2 Μέθοδος Buckingham


Μία ισοδύναμη μέθοδος διαστατικής ανάλυσης προτάθηκε από τον Bucking-
ham το 1914 με την ονομασία θεώρημα Π του Buckingham. Το θεώρημα αυτό
συνδέει το πλήθος των υπό μελέτη μεγεθών με το πλήθος των βασικών διαστά-
σεων που περιγράφουν τα μεγέθη αυτά και διατυπώνεται ως εξής:

Εάν σε ένα πρόβλημα υπάρχουν n παράμετροι οι οποίες περιγράφο-


νται από m βασικές διαστάσεις, τότε η εξίσωση που συνδέει όλα τα
μεγέθη αυτά θα έχει n − m αδιάστατες ομάδες.

Κάθε μία από αυτές τις αδιάστατες ομάδες ονομάζεται Π-ομάδα, με την πρώτη
ομάδα (Π1 ) να περιέχει συνήθως την ανεξάρτητη μεταβλητή και τις υπόλοιπες
ομάδες (Π2 , Π3 , · · · , Πn−m ) να περιέχουν τις εξαρτημένες. Η εξίσωση (5.2.1)
τότε δέχεται την ισοδύναμη έκφραση

Π1 = f (Π2 , Π3 , · · · , Πn−m ) . (5.2.2)

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι ομάδες πρέπει να είναι ανεξάρτητες μεταξύ


τους, δηλαδή καμία δεν πρέπει να προκύπτει ως γραμμικός συνδυασμός των
υπολοίπων. Η επιλογή επίσης των ομάδων αυτών δεν είναι μοναδική, καθώς
οποιοδήποτε σύνολο ανεξάρτητων ομάδων που ικανοποιεί το θεώρημα του Buck-
ingham είναι αποδεκτό. Τα βήματα που ακολουθούνται για την εφαρμογή του
θεωρήματος Π του Buckingham είναι τα ακόλουθα:

• Βήμα 1: Ταυτοποιούμε την εξίσωση που συνδέει τη μοναδική ανεξάρτητη


μεταβλητή με τις αντίστοιχες (n − 1) εξαρτημένες,

• Βήμα 2: για κάθε μία από τις εξαρτημένες μεταβλητές γράφουμε το συν-
δυασμό των βασικών διαστάσεων που τις περιγράφουν,

• Βήμα 3: από τις m βασικές διαστάσεις που προέκυψαν από το Βήμα 2,


επιλέγουμε m ανεξάρτητες μεταβλητές. Οι μεταβλητές αυτές θα πρέπει
αφενός να περιέχουν όλες τις βασικές διαστάσεις και αφετέρου να μην
σχηματίζουν αδιάστατες Π-ομάδες μεταξύ τους,

• Βήμα 4: αναγνωρίζουμε τις (n−m) αδιάστατες Π-ομάδες που προκύπτουν


με κατάλληλο συνδυασμό των m μεταβλητών που επιλέχθηκαν στο Βήμα
3,

• Βήμα 5: επιλέγουμε μία διάσταση για απαλοιφή και συνεχίζουμε μέχρι να


απαλειφθούν όλες,

212
5.2 Διαστατική ανάλυση

• Βήμα 6: οι αδιάστατες ομάδες που απομένουν μετά την ολοκλήρωση του


Βήματος 5 είναι οι ζητούμενες Π-ομάδες,
• Βήμα 7: γράφουμε την Π-ομάδα που περιέχει την ανεξάρτητη μεταβλητή
ως συνάρτηση των υπολοίπων Π-ομάδων που περιέχουν τις εξαρτημένες
μεταβλητές.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πτώση μίας σφαίρα μάζας m που
πέφτει από ύψος h και εκτελεί ελεύθερη πτώση εξαιτίας της βαρύτητας g. Γνω-
ρίζουμε ότι ο χρόνος t που απαιτείται για να βρεθεί η σφαίρα στο έδαφος θα
είναι συνάρτηση το πολύ τριών παραμέτρων δίνοντας (Βήμα 1),
t = f (m, h, g). (5.2.3)
Επειδή η διάσταση της ανεξάρτητης μεταβλητής t είναι ο χρόνος T και των
εξαρτημένων μεταβλητών m,h,g είναι αντίστοιχα οι M, L, L/T 2 (Βήμα 2) και
εφαρμόζοντας το θεώρημα Π του Buckingham προκύπτει ότι ο αριθμός των
αδιάστατων Π-ομάδων ισούται με 4 − 3 = 1.2 Επομένως το ερώτημα που
τίθεται είναι ποια είναι η μορφή της μοναδικής αδιάστατης ομάδας που περι-
γράφει το χρόνο που απαιτείται για να βρεθεί η σφαίρα στο έδαφος. Με απλή
επισκόπηση των βασικών μονάδων προκύπτει ότι η ομάδα αυτή δεν μπορεί να
περιέχει τη μάζα, καθώς αυτή εμφανίζεται μόνο στη μεταβλητή m και δεν είναι
δυνατό να κατασκευαστεί ένα αδιάστατη μέγεθος με οποιονδήποτε συνδυασμό
μεταβλητών που περιέχει αυτή. Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι η μάζα δεν θα εμ-
φανίζεται στην τελική απάντηση για το ζητούμενο χρόνο, t (Βήματα 3 και 4).
Η μοναδική διάσταση που πρέπει τότε να απαλειφθεί είναι ο χρόνος (Βήμα 5)
και ο μοναδικός συνδυασμός των εναπομείναντων
√ μεγεθών h και g που περιέχει
διαστάσεις χρόνου είναι η ποσότητα h/g (Βήμα 6). Η μοναδική Π-ομάδα που
αντιστοιχεί στο πρόβλημα αυτό είναι η
t
Π1 = √ ,
h
g
δίνοντας τελικά για τον ζητούμενο χρόνο

h
t=C ,
g
όπου C μία πολλαπλασιαστική σταθερά (Βήμα 7).
2
Ο αριθμός 4 δηλώνει το σύνολο των υπό μελέτη μεγεθών t, m, h, g και ο αριθμός 3 αντιστοι-
χεί στις τρεις βασικές διαστάσεις που εμφανίζονται στη διαστατική περιγραφή των μεγεθών
αυτών.

213
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

5.3 Συνήθεις αδιάστατες ομάδες


Στην παράγραφο αυτή παρουσιάζονται οι βασικότερες αδιάστατες ομάδες που
υπεισέρχονται συνήθως στη μελέτη της ρευστοδυναμικής. Οι ομάδες αυτές
επικράτησαν στη βιβλιογραφία λόγω της ιδιαίτερης φυσικής σημασίας που αυ-
τές αντιπροσωπεύουν και ονομάστηκαν τιμής ένεκεν από τους ερευνητές που
συνέβαλαν καθοριστικά στη μελέτη και ανάπτυξη της μηχανικής των ρευστών.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις κυριότερες αδιάστατες ομάδες και παρ’
όλο που δεν απαρτίζει έναν πλήρη κατάλογο, αποτελεί έναν αντιπροσωπευτικό
δείγμα των ομάδων που εμφανίζονται στα περισσότερα προβλήματα.

Πίνακας 5.2: Βασικές αδιάστατες ομάδες.

Ορισμός Σύμβολο (Όνομα) Φυσική ερμηνεία

ρUL αδρανειακές δυνάμεις


Re (Reynolds)
µ δυνάμεις ιξώδους
∆P δυνάμεις πίεσης
Eu (Euler)
ρU2 αδρανειακές δυνάμεις
U αδρανειακές δυνάμεις
M (Mach)
c δυνάμεις συμπιεστότητας
U αδρανειακές δυνάμεις
√ F r (Froude)
gL δυνάμεις βαρύτητας
ρ U 2L αδρανειακές δυνάμεις
W e (Weber)
σ δυνάμεις επιφανειακής τάσης
ρU2 αδρανειακές δυνάμεις
Ca (Cauchy)
E δυνάμεις συμπιεστότητας

Επιγραμματικά μπορούμε να διατυπώσουμε για κάθε μία από τις ομάδες αυ-
τές τα παρακάτω:

• Reynolds: καθορίζει το μέτρο των κινητικών δυνάμεων ως προς τις δυ-


νάμεις ιξώδους. Μεγάλοι αριθμοί Reynolds αντιστοιχούν σε ροές στις
οποίες η αδράνεια διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή τους. Σε
αντίθεση, μικροί αριθμοί υποδηλώνουν ροές που καθορίζονται από ιξώδη

214
5.3 Συνήθεις αδιάστατες ομάδες

φαινόμενα (γνωστές και ως έρπουσες ροές για πολύ μικρούς αριθμούς Re-
ynolds).

• Euler: οι δυνάμεις πίεσης FP εμφανίζονται λόγω της διαφοράς πίεσης που


αναπτύσσεται μεταξύ δύο περιοχών σε ένα πεδίο ροής. Η αναγωγή των
δυνάμεων αυτών ως προς τις αδρανειακές δυνάμεις μας δίνουν ένα μέτρο
των ενεργειακών απωλειών. Μία ιδανική ροή επομένως έχει αριθμό Euler
ίσο με τη μονάδα.

• Mach: ο αριθμός Mach (Mach number) είναι ένα αδιάστατο μέγεθος που
εκφράζει την ταχύτητα ροής κοντά σε ένα όριο ως προς την ταχύτητα
του ήχου στην υπό μελέτη περιοχή. Περιγράφει το βαθμό μεταβολής της
πυκνότητας ενός ρευστού και μας βοηθάει να χαρακτηρίσουμε μία ροή
ως υποηχητική (M < 1) ή υπερηχητική (M > 1).

• Froude: λαμβάνεται υπόψη μόνο αν η δύναμη της βαρύτητας επηρεάζει


τη ροή. Σε ροές κλειστών αγωγών δέχεται αμελητέες τιμές και δεν λαμβά-
νεται υπόψη. Όμως σε περιπτώσεις ροών ποταμιών, σχεδιασμού πλοίων
ή γενικότερο σχεδιασμό υδραυλικών εγκαταστάσεων ο αριθμός Froude
αποτελεί ένα από τα βασικότερα αδιάστατα μεγέθη.

• Weber: σε ροές όπου υπάρχει διεπιφάνεια μεταξύ δύο ρευστών ο αριθ-


μός Weber αποτελεί σημαντική παράμετρο. Ουσιαστικά συγκρίνει την
επίδραση των υδροδυναμικών δυνάμεων στο γεωμετρικό σχήμα που απο-
κτά ένα ρευστό λόγω της επιφανειακής του τάσης. Επομένως υψηλός
αριθμός Weber σημαίνει ότι η κινητική ενέργεια επικρατεί, διασπώντας
τότε το κλασικό για παράδειγμα σχήμα της σταγόνας στα υγρά σε μι-
κρότερες και περισσότερες. Αντιθέτως, χαμηλός αριθμός αντιστοιχεί σε
επικράτηση της επιφανειακής τάσης και για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί-
ται σε διατάξεις που λειτουργούν με ψεκασμό όπως στις μηχανές εσωτε-
ρικής καύσης ή στους αεριοστρόβιλους.

• Cauchy: αν η συμπιεστότητα είναι σημαντική, πρέπει να ληφθούν υπόψη


οι ελαστικές δυνάμεις. Επομένως ο λόγος των αδρανειακών δυνάμεων
προς τις δυνάμεις συμπιεστότητας (ή ελαστικές δυνάμεις) περιγράφεται
από τον αριθμό Cauchy.

215
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

5.4 Ομοιότητα
Ένα από τα πλεονεκτήματα της διαστατικής ανάλυσης είναι ότι μας βοηθάει
όχι μόνο να θεμελιώσουμε καινούριες θεωρίες αλλά και να σχεδιάσουμε κατάλ-
ληλα πειράματα. Μπορούμε δηλαδή να σχηματίσουμε εκ των προτέρων μία
σχετικά αντικειμενική εικόνα για τη συνεισφορά και τη βαρύτητα συγκεκριμέ-
νων μεγεθών καθώς και τη μεταξύ τους αλληλοεξάρτηση στη μελέτη ενός φαινο-
μένου. Το σημαντικότερο όμως πλεονέκτημα είναι ίσως η δυνατότητα που μας
παρέχει η διανυσματική ανάλυση να αντιστοιχίσουμε ιδιότητες ενός μικρού και
συνήθως οικονομικού μοντέλου με αυτές του συνήθως μεγαλύτερου πρωτοτύ-
που.3 Η λέξη συνήθως αναφέρεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων καθώς
υπάρχουν μοντέλα που είναι μεγαλύτερα του πρωτοτύπου όπως στη μελέτη δια-
φόρων βιολογικών φαινομένων (κίνηση ερυθρών αιμοσφαιρίων κ.ά.).
Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις είναι η κατασκευή και η με-
λέτη ενός αεροπλάνου. Επειδή είναι προφανώς αδύνατο να κατασκευάζονται
συνεχώς αεροπλάνα μέχρι να πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις για ασφαλή
πτήση, πραγματοποιούνται αρχικά έλεγχοι σε μοντέλα για την πρόβλεψη της
συμπεριφοράς όχι μόνο της ατράκτου αλλά και των επιμέρους εξαρτημάτων
του. Είμαστε τότε σε θέση να δημιουργήσουμε αντιστοιχίες μεταξύ του μοντέλου
και του πρωτοτύπου δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό αντιστοιχίες από το ένα
στο άλλο. Όταν οι αντιστοιχίες αυτές οδηγούν σε κοινούς νόμους για την πε-
ριγραφή τους, τότε λέμε ότι ικανοποιείται η συνθήκη ομοιότητας μεταξύ του
μοντέλου και του πρωτοτύπου. Επομένως τα κριτήρια που απαιτούνται έτσι
ώστε να επιτευχθεί ομοιότητα μεταξύ μοντέλου και πρωτοτύπου είναι τα παρα-
κάτω τρία:

• γεωμετρική ομοιότητα,

• δυναμική ομοιότητα,

• κινηματική ομοιότητα.

Με τον όρο γεωμετρική ομοιότητα ορίζουμε το γεγονός ότι το μοντέλο και το


πρωτότυπο είναι ακριβή γεωμετρικά αντίγραφα μεταξύ τους, όπως φαίνεται
στο παρακάτω σχήμα. Μπορεί να έχουν διαφορετικό μέγεθος (δεν θα είχε νόημα
εξάλλου αν ήταν το ίδιο μέγεθος), αλλά όλοι οι λόγοι διαστάσεων του ενός θα
3
Οι έννοιες του μοντέλου και του πρωτοτύπου στο βιβλίο αυτό ορίζονται ως εξής: το μοντέλο
είναι μία ακριβής αναπαράσταση ενός φυσικού συστήματος το οποίο χρησιμοποιείται για
να προβλέψει τη συμπεριφορά ενός συστήματος υπό δεδομένες συνθήκες. Ως πρωτότυπο
ορίζεται το ίδιο το φυσικό σύστημα για το οποίο γίνονται οι προβλέψεις από το μοντέλο.

216
5.4 Ομοιότητα

πρέπει να ισούται με τους αντίστοιχους λόγους διαστάσεων του άλλου. Για πα-
ράδειγμα, αν ο λόγος των μηκών ισούται με το λόγο κλίμακας L, οι αντίστοιχοι
λόγοι των επιφανειών και των όγκων θα είναι ίσοι με L2 και L3 αντίστοιχα.

(α) Πρωτότυπο

lM

(β) Μοντέλο

Σχήμα 5.1: Γεωμετρική ομοιότητα μεταξύ μοντέλου και πρωτότυπου αυτοκινήτου με λόγο
κλίμακας ίσο με lΠ /lM = L.

Η δυναμική ομοιότητα αναφέρεται στην ισότητα όλων των λόγων δυνάμεων


που ασκούνται σε ένα στοιχείο μάζας του μοντέλου και του πρωτοτύπου. Αυτό
σημαίνει ότι ο λόγος των αδρανειακών δυνάμεων ως προς τις δυνάμεις ιξώδους
(όπως αυτός εκφράζεται από τον αδιάστατο αριθμό Reynolds) για παράδειγμα
θα είναι ίδιος. Η παραπάνω πρόταση γενικεύεται για όλους τους αδιάστατους
παράγοντες που χαρακτηρίζουν μία ροή και εφαρμόζονται ανάλογα με το υπό
μελέτη πρόβλημα. Αν επομένως η επιφανειακή τάση επηρεάζει τη ροή, ο αδι-
άστατος αριθμός Weber μεταξύ μοντέλου και πρωτοτύπου θα εξισωθεί. Αντι-
στοίχως για τον αριθμό Mach σε συμπιεστή ροή ή τον αριθμό Froude για ροές
με ελεύθερες επιφάνειες. Για να αποδείξουμε την ισότητα των αδιάστατων πα-
ραμέτρων για την περίπτωση του αριθμού Reynolds, ας υποθέσουμε τη γενική
έκφραση για τις αδρανειακές δυνάμεις,

FR = ρL2 U 2 ,

όπου ρ η πυκνότητα του ρευστού, U η ταχύτητα του και L ένα χαρακτηριστικό


μήκος. Η σταθερή αναλογία G των δυνάμεων αδράνειας μεταξύ του μοντέλου

217
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

και του πρωτοτύπου γράφεται,

FR,M ρM LM2 U2
G= = M
. (5.4.1)
FR,Π ρΠ L2Π UΠ2

Επιπλέον, ο λόγος των δυνάμεων ιξώδους μπορεί να γραφτεί και ως

µM LM UM
G′ = . (5.4.2)
µΠ LΠ UΠ
Θεωρώντας ότι ο λόγος των δυνάμεων αυτών πρέπει να είναι σταθερός σε όλα
τα σημεία αντιστοιχίας και συνδυάζοντας τις εξισώσεις (5.4.1) και (5.4.2), προ-
κύπτει
ρM L2M UM
2
µM LM UM ρM LM UM ρΠ LΠ UΠ
G = G′ ⇒ 2 2 = ⇒ = ,
ρΠ LΠ UΠ µΠ LΠ UΠ µM µΠ

ή ισοδύναμα,
ReM = ReΠ .
Ανάλογες προσεγγίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί οποια-
δήποτε ισότητα αδιάστατων παραμέτρων που εμφανίζονται στη μηχανική των
ρευστών.
Τέλος, η κινηματική ομοιότητα αναφέρει ότι ο λόγος των ταχυτήτων μεταξύ
των αντίστοιχων σημείων του μοντέλου και του πρωτοτύπου είναι ίδιος. Αυτό
με τη σειρά του απαιτεί ότι και τα δύο έχουν τον ίδιο λόγο κλίμακας μήκους και
χρόνου. Η ισοδυναμία στην κλίμακα μήκους ικανοποιείται αυτόματα από τη
γεωμετρική ομοιότητα, ενω η αντίστοιχη του χρόνου συνήθως απαιτεί ένα συν-
δυασμό θεωρήσεων δυναμικής ομοιότητας. Μία από τις σημαντικότερες τότε
συνέπειες της κινηματικής ομοιότητας είναι ότι όλα τα κινηματικά χαρακτηρι-
στικά (όπως γραμμές ροής, στροβιλότητα κ.ά.) πρέπει να είναι όμοιες τόσο στο
μοντέλο όσο και στο πρωτότυπο.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι πολύ συχνά δεν είναι δυνατό να
επιτευχθεί απόλυτη ομοιότητα. Κατά συνέπεια όσο απομακρυνόμαστε από τις
πραγματικές συνθήκες λειτουργίας του πρωτοτύπου, τόσο πιο δύσκολη καθί-
σταται η επίτευξή της. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατό κάποια χαρακτηρι-
στικά της ομοιότητας να μην ληφθούν υπόψη, εστιάζοντας με τον τρόπο αυτό
σε ένα υποσύνολο παραμέτρων ομοιότητας.

218
5.5 Λυμένα παραδείγματα

5.5 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 6.
Ο αριθμός Reynolds εξαρτάται από το κινηματικό ιξώδες, την ταχύτητα
και ένα χαρακτηριστικό μήκος. Χρησιμοποιήστε τη διαστατική ανάλυση
για να βρείτε τους αντίστοιχους εκθέτες των μεγεθών αυτών.

Σύμφωνα με την εκφώνηση μπορούμε να γράψουμε τον αριθμό Reynolds ως εξής

Re = f (ν, U, L) .
Εκφράζοντας τα εξαρτημένα μεγέθη συναρτήσει των βασικών μονάδων του συ-
στήματος M LT προκύπτει

[ν] = L2 T −1 ,
[U ] = L1 T −1 ,
[L] = L1 ,

δίνοντας
( )α ( )β
M 0 T 0 L0 ∝ L2 T −1 · L1 T −1 · Lγ ∝ M 0 · L2α+β+γ · T −α−β .

Εφαρμόζοντας την αρχή της διαστατικής ομοιογένειας για κάθε μία από τις
βασικές διαστάσεις βρίσκουμε

−α − β = 0,
2α + β + γ = 0.

Ο αριθμός Reynolds επομένως εκφράζεται συναρτήσει μεγεθών που μηδενίζουν


τους εκθέτες. Ένας συνδυασμός για τον οποίο ισχύει κάτι τέτοιο είναι και ο
−α = β = γ = κ, όπου κ πραγματικός αριθμός, σχηματίζοντας το λόγο
(U L/ν)κ . Η τιμή του κ υπολογίζεται από πειράματα και έχει βρεθεί ίση με τη
μονάδα δίνοντας τελικά
UL
Re = .
ν

219
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

Παράδειγμα 6.
Ελέγξτε διαστατικά τη σχέση για τη διατμητική τάση,

dU
τ =µ .
dy

Το αριστερό μέλος της εξίσωσης είναι τάση και επομένως έχει μονάδες P a. Θα
πρέπει επομένως και το δεξιό μέλος να έχει τις ίδιες μονάδες. Χρησιμοποιώ-
ντας ότι στο διεθνές σύστημα μονάδων το δυναμικό ιξώδες, µ, εκφράζεται σε
kg/(ms), έχουμε
[U ] M 1 L1 1 M1 M 1 L1 1
[µ] = 1 1· 1· 1 = 1 2 = · 2.
[y] L T T L L T T2 L
Είναι προφανές ότι ο όρος M 1 L1 /T 2 εκφράζει δύναμη και ο όρος L2 εμβαδό.
Το πηλίκο τους επομένως περιγράφει δύναμη ανά επιφάνεια, ή ισοδύναμα πίεση
που εκφράζεται όπως και το αριστερό μέλος σε μονάδες P a.

Παράδειγμα 6.
Η πτώση πίεσης ανά μονάδα μήκους ∆P /L λόγω της τριβής για ροή ρευ-
στού σε αγωγό εξαρτάται από τη διάμετρο του αγωγου D, την πυκνότητά
του ρ και τη μέση ταχύτητα του ρευστού U . Βρείτε τη σχέση μεταξύ των
παραπάνω μεταβλητών που περιγράφουν τη ζητούμενη πτώση πίεσης.

Σύμφωνα με την εκφώνηση μπορούμε να γράψουμε


∆P
= f (D, ρ, U ), (5.5.1)
L
όπου
[∆P /L] = M 1 L−2 T −2 ,
[D] = L1 ,
(5.5.2)
[ρ] = M 1 L−3 ,
[U ] = L1 T −1 .
Αντικαθιστώντας τις σχέσεις (5.5.2) στην εξίσωση (5.5.1) βρίσκουμε ότι
( )α
M 1 L−2 T −2 = L1 (M 1 L−3 )β (L1 T −1 )γ
= M β Lα−3β+γ T −γ ,

220
5.5 Λυμένα παραδείγματα

δίνοντας το παρακάτω αλγεβρικό σύστημα,

1 = β,
−2 = α − 3β + γ,
−2 = −γ,

με λύση τις τιμές (α, β, γ = −1, 1, 2). Η ζητούμενη πτώση πίεσης ανά μονάδα
μήκους τότε για ροή ρευστού σε αγωγό μπορεί να εκφραστεί ως εξής

∆P ρU2
∝ Dα ρβ U γ = D−1 ρ1 U 2 = .
L D

Παράδειγμα 6.
Ας υποθέσουμε λείο αγωγό σταθερής διαμέτρου D στον οποίο αναπτύσσε-
ται τυρβώδης ροή ενός ρευστού σταθερής ταχύτητας U , πυκνότητας ρ και
ιξώδους µ. Ποια είναι η εξάρτηση των απωλειών ύψους ∆H αν ο αγωγός
έχει μήκος L;

Επειδή δεν έχει νόημα να μιλάμε για απώλειες ύψους αν δεν γνωρίζουμε το μή-
κος του αγωγού, είναι σύνηθες αυτές να εκφράζονται στο ισοδύναμο και αδιά-
στατο μέγεθος ∆H/L. Τότε η ζητούμενη εξάρτηση παίρνει τη μορφή

∆H
= f (D, U, ρ, µ, g) .
L
Γράφοντας τις διαστάσεις των παραπάνω πέντε μεταβλητών,

[D] = L1 ,
[U ] = L1 T −1 ,
[ρ] = M 1 L−3 ,
[µ] = M 1 L−1 T −1 ,
[g] = L1 T −2 ,

παρατηρούμε ότι εμφανίζονται και οι τρεις βασικές διαστάσεις. Σύμφωνα επο-


μένως με το θεώρημα Π του Buckingham, η σχέση που αναζητείται θα περιέχει
5 − 3 = 2 επιπλέον αδιάστατες ομάδες. Για να τις προσδιορίσουμε πρέπει να

221
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

απαλείψουμε μία-μία τις βασικές διαστάσεις. Ξεκινώντας λοιπόν από το μήκος


και χρησιμοποιώντας τη διάμετρο παίρνουμε
[ ]
U
= T −1 ,
D
[ 3]
ρD = M 1 ,
[µD] = M 1 T −1 ,
[g]
= T −2 .
D
Στο επόμενο στάδιο απαλείφουμε τη μάζα πολλαπλασιάζοντας με τον όρο ρD3
(που έχει διαστάσεις μάζας) δίνοντας
[ ]
U
= T −1 ,
D
[ ]
µ
= T −1 ,
ρD2
[g]
= T −2 .
D
Τέλος για να απαλείψουμε το χρόνο διαιρούμε με το λόγο U /D και τότε
[ ]
µ
= M 0 L0 T 0 ,
ρUD
[ ]
gD
= M 0 L0 T 0 .
U2
Οι αδιάστατες Π-ομάδες είναι επομένως οι ακόλουθες
∆H
Π1 = ,
L
µ
Π2 = ,
ρUD
gD
Π3 = 2 ,
U
δίνοντας την παρακάτω τελική μορφή για τη ζητούμενη εξάρτηση των απω-
λειών ύψους ανά μονάδα μήκους αγωγού,
( )
∆H µ gD
=f , .
L ρUD U2

222
5.5 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 6.
Κύλινδρος διαμέτρου D επιπλέει σε κατακόρυφη θέση σε υγρό ειδικού βά-
ρους γ όπως φαίνεται στο σχήμα. Αν ο κύλινδρος μετατοπιστεί κατά την
κατακόρυφη διεύθυνση και αφεθεί ελεύθερος, εκτελεί ταλάντωση γύρω
από ένα σημείο ισορροπίας με συχνότητα ω. Αν η μάζα του κυλίνδρου είναι
m, υπολογίστε την εξάρτηση της συχνότητας από τα υπόλοιπα μεγέθη.

Η ζητούμενη σχέση εξάρτησης γράφεται

ω = f (D, γ, m) .
ω
Οι διαστάσεις των μεταβλητών αυτών είναι οι D
ακόλουθες

[D] = L1 ,
[γ] = M 1 L−2 T −2 ,
[m] = M 1 ,
[ω] = T −1 ,

Επειδή το συγκεκριμένο πρόβλημα ορίζεται από


τέσσερις συνολικά μεταβλητές (ω, D, γ, m) οι
οποίες περιγράφονται και από τις τρεις βασικές διαστάσεις, έχουμε 4 − 3 = 1
αδιάστατη ομάδα. Για να την προσδιορίσουμε απαλείφουμε αρχικά το μήκος
[ 2]
γD = M 1 T −2 ,
[m] = M 1 ,
[ω] = T −1 ,

έπειτα τη μάζα [g]


= T −2 ,
D
[ω] = T −1 ,
και τέλος τον χρόνο [ √ ]
D
ω = M 0 L0 T 0 .
g

223
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

Μία ισοδύναμη έκφραση για την μοναδική Π-ομάδα του προβλήματος προκύ-
πτει αν την εκφράσουμε συναρτήσει του ειδικού βάρους του υγρού ως εξής
√ √ √
D ρD ω m
Π=ω =ω = .
g γ D γ
Προκύπτει τελικά ότι η συχνότητα ταλάντωσης του κυλίνδρου ισούται με

γ
ω = CD ,
m
όπου C πολλαπλασιαστική σταθερά. Βλέπουμε δηλαδή ότι η συχνότητα της
ταλάντωσης αυξάνεται με αύξηση της διαμέτρου του κυλίνδρου ή του ειδικού
βάρους του υγρού και μειώνεται με αύξηση της μάζας του κυλίνδρου.

Παράδειγμα 6.
Ένα μοντέλο υπερχείλισης έχει σχεδιαστεί με κλίμακα 1 : κ. Αν η παροχή
στο πρωτότυπο είναι QΠ = 10000 m3 /s και στο μοντέλο QM = 0,1 m3 /s,
υπολογίστε το λόγο της γεωμετρικής ομοιότητας κ.

Επειδή στο πρόβλημα αυτό υπεισέρχεται ελεύθερη επιφάνεια και η ροή ανα-
πτύσσεται λόγω της βαρύτητας, θα χρησιμοποιήσουμε την ισότητα του αριθ-
μού Froude μεταξύ μοντέλου και πρωτοτύπου. Έχουμε λοιπόν ότι,
UM UΠ UM UΠ
F rM = F rΠ ⇒ √ =√ ⇒√ =√ .
g M LM gΠ LΠ LM LΠ
Γνωρίζοντας το λόγο των ταχυτήτων ως προς το λόγο των χαρακτηριστικών
μηκών μπορούμε να υπολογίσουμε το λόγο των παροχών ως εξής
QM UM AM UM L2M
= = .
QΠ UΠ AΠ UΠ L2Π
Συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω αποτελέσματα προκύπτει ότι
√ ( )
QΠ LΠ L2Π LΠ 5/2
= = = κ5/2 ,
QM LM L2M LM
και αντικαθιστώντας βρίσκουμε
( ) ( )
QΠ 2/5 10000 2/5
κ= = = 1000002/5 = 100.
QM 0,1

224
5.5 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 6.
Μία αντλία αναμένεται να τροφοδοτεί μία μεγάλη αρδευτική εγκατάσταση
με νερό παροχής 1 m3 /s. Για τη μελέτη της εγκατάστασης αυτής κατα-
σκευάζεται ένα μοντέλο κλίμακας 1 : 5. Ποια είναι η παροχή όγκου και
η μεταβολή της πίεσης στο μοντέλο αν η αντίστοιχη αύξηση πίεσης στην
αντλία είναι ∆P = 200 kP a;

Υποθέτοντας ότι ικανοποιούνται όλα τα κριτήρια ομοιότητας έχουμε

ρ M D M UM ρΠ DΠ UΠ
ReM = ReΠ ⇒ = .
µM µΠ
Επειδή και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται το ίδιο ρευστό µM = µΠ και
ρM = ρΠ δίνοντας
UΠ DM 1
DM UM = DΠ UΠ ⇒ = = .
UM DΠ 5
Επομένως ο λόγος των ταχυτήτων είναι αντιστρόφως ανάλογος του λόγου των
διαμέτρων. Είναι πλέον δυνατό να υπολογιστεί ο λόγος των παροχών όγκου
χρησιμοποιώντας το παραπάνω αποτέλεσμα δίνοντας
( )2
QM L2 UM L2M DΠ 1 1
= M = = ·5= ,
QΠ L2Π UΠ L2Π DM 5 5

και τότε
1 m3
QM = QΠ = 0,2 .
5 s
Η μεταβολή της πίεσης τότε στο μοντέλο μπορεί να εκτιμηθεί εξισώνοντας τον
αριθμό Euler,
2
UM
∆PM ∆PΠ ∆PM
EuM = EuΠ ⇒ 2 = ⇒ = .
ρM UM ρΠ UΠ2 ∆PΠ UΠ2

Αντικαθιστώντας προκύπτει τελικά ότι


( )2
UM
∆PM = ∆PΠ = 200 kP a · 52 = 5000 kP a.

225
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

Παράδειγμα 6.
Ένα αεροπλάνο σχεδιάζεται σε μοντέλο κλίμακας 1 : κ για τη μελέτη της
οπισθέλκουσας δύναμης. Αν θεωρήσουμε ότι οι συνθήκες είναι σταθερές
στο μοντέλο και στο πρωτότυπο, να υπολογιστεί η οπισθέλκουσα δύναμη
στο πρώτο, αν η αντίστοιχη στο δεύτερο ισούται με 1000 N .

Η οπισθέλκουσα δύναμη στο μοντέλο μπορεί να υπολογιστεί εξισώνοντας τους


συντελεστές οπισθέλκουσας δύναμης, CD , μεταξύ μοντέλου και πρωτοτύπου
σύμφωνα με τον παρακάτω ορισμό,
δύναμη F
CD = = .
κινητική ενέργεια ρευστού × επιφάνεια 1 2
ρU A
2
Εξισώνοντας τους αντίστοιχους συντελεστές,
FM FΠ FM FΠ
CD,M = CD,Π ⇒ = ⇒ = ,
1 2 A 1 2
U M AM UΠ2 AΠ
ρM UM M ρΠ UΠ2 AΠ
2 2
ή ισοδύναμα,
FM U 2 AM U 2 L2
= M2 = M2 M ,
FΠ U Π AΠ UΠ L2Π
όπου L ένα χαρακτηριστικό μήκος. Χρησιμοποιώντας τελικά από την ισότητα
του αριθμού Reynolds ότι ο λόγος των ταχυτήτων ισούται με τον αντίστροφο
λόγο των χαρακτηριστικών μηκών (βλέπε προηγούμενη άσκηση) προκύπτει
FM
= 1 ⇒ FΠ = 1000 N.

5.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου


4.1) Ποιος από τους παρακάτω αδιάστατους αριθμούς περιγράφει τα φαινόμενα
συμπιεστότητας σε μία ροή;
Α : αριθμός Weber,
Β : αριθμός Mach,
Γ : αριθμός Reynolds,
∆ : αριθμός Euler.
4.2) Σε υψηλούς αριθμούς Reynolds

226
5.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου

Α : οι αδρανειακές δυνάμεις είναι αμελητέες και οι δυνάμεις ιξώδους επικρατούν,


Β : οι δυνάμεις ιξώδους επικρατούν,
Γ : οι αδρανειακές δυνάμεις επικρατούν και οι δυνάμεις ιξώδους είναι αμελητέες,
∆ : κανένα από τα παραπάνω.
4.3) Ποια από τις παρακάτω παραμέτρους είναι αδιάστατη;
Α : ειδικό βάρος,
Β : σχετική τραχύτητα,
Γ : πυκνότητα,
∆ : ιξώδες.
4.4) Περιγράψτε τα βασικά χαρακτηριστικά των παρακάτων όρων: γεωμετρική,
δυναμική και κινηματική ομοιότητα.
4.5) Αναφέρετε όσες περισσότερες αδιάστατες ομάδες μπορείτε.
4.6) Ο λόγος των αδρανειακών δυνάμεων προς τις ελαστικές δυνάμεις ονομά-
ζεται αριθμός
Α : Cauchy,
Β : Euler,
Γ : Mach,
∆ : Froude.
4.7 Ποιες είναι οι διαστάσεις τις δύναμης;
Α : M 1 L1 T −1 ,
Β : M 1 L1 T −2 ,
Γ : M 0 L1 T −2 ,
∆ : M 2 L1 T −2 .
4.8) Ποιος αδιάστατος αριθμός χρησιμποποιείται για να χαρακτηριστεί μία ροή
ως υποηχητική ή υπερηχητική;
4.9) Η ταχύτητα ενός μοντέλου καραβιού δοκιμάστηκε για ταχύτητα 5 m/s.
Αν το πρωτότυπο αναμένεται να κινείται με ταχύτητα 1 m/s, η κλίμακα που
χρησιμοποιήθηκε ήταν
Α : 1 : 50,
Β : 1 : 5,
Γ : 1 : 1,
∆ : 1 : 2.
4.10) Όταν οι λόγοι των αντίστοιχων διαστάσεων του μοντέλου και του πρωτο-
τύπου είναι ίσοι, αναφερόμαστε σε ομοιότητα.

227
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

4.11) Όταν οι διαδρομές που ακολουθούν τα σωματίδια του ρευστού κατά την
κίνησή τους είναι γεωμετρικά όμοιες και ο λόγος των ταχυτήτων τους ίσος,
αναφερόμαστε σε ομοιότητα.
4.12) Όταν οι λόγοι των δυνάμεων σε ένα στοιχείο μάζας του μοντέλου και του
πρωτοτύπου είναι ίσοι, αναφερόμαστε σε ομοιότητα.

5.7 Προβλήματα κεφαλαίου


4.1) Βρείτε μία έκφραση για την παροχή όγκου ενός ιδανικού ρευστού διαμέσου
ακροφυσίου συναρτήσει της διαφοράς πίεσης, της διαμέτρου του ακροφυσίου
και της πυκνότητας του ρευστού.
4.2) Η εξίσωση που εκφράζει τις συνεχείς απώλειες hf σωληνογραμμής σταθε-
ρής διαμέτρου είναι αυτή των Darcy-Weisbach σύμφωνα με την οποία
( )( 2)
L U
hf = f ,
D 2g

όπου L και D το μήκος και η διάμετρος του αγωγού αντίστοιχα και U η ταχύ-
τητα του ρευστού. Ποιες είναι οι διαστάσεις του συντελεστή τριβής f έτσι ώστε
η παραπάνω εξίσωση να είναι διαστατικά σωστή;
4.3) Βρείτε τις μονάδες που λείπουν στην παρακάτω έκφραση για την εξίσωση
Bernoulli και συμπληρώστε τα αντίστοιχα μεγέθη

P U2
+ + z = σταθερό.
? 2·?

4.4) Μία σφαίρα διαμέτρου 5 cm και ταχύτητας 5 m/s κινείται σε νερό πυκνό-
τητας 999 kg/m3 και ιξώδους 0,001 kg/ms. Ποια θα είναι η ταχύτητα ενός
μπαλονιού διαμέτρου 2 m που ταξιδεύει σε αέρα πυκνότητας 1,225 kg/m3 και
ιξώδους 2 · 10−5 kg/ms;
4.5) Ένα μοντέλο πλοίου μήκους 1 m έχει ταχύτητα 0,8 m/s. Αν μεταξύ του
μοντέλου και του πρωτοτύπου η γεωμετρική κλίμακα είναι ίση με 1 : 50, υπολο-
γίστε την ταχύτητα του πρωτοτύπου υποθέτοντας ισότητα του αριθμού Froude.
4.6) Η ταχύτητα ενός θαλάσσιου κύματος c εξαρτάται από το βάθος του νερού
h και την επιτάχυνση της βαρύτητας g. Δείξτε ότι μεταξύ των μεγεθών αυτών
ισχύει η σχέση της μορφής √
c ∝ hg.

228
5.7 Προβλήματα κεφαλαίου

4.7) Γνωρίζουμε ότι η ταχύτητα του ήχου c ενός ρευστού εξαρτάται από την
πίεση P και την πυκνότητα ρ. Με χρήση της διαστατικής ανάλυσης δείξτε ότι

P
c∝ .
ρ

4.8) Η οριακή ταχύτητα U μίας σφαίρας που κινείται λόγω του βάρους της σε
ασυμπίεστο υγρό εξαρτάται από τα παρακάτω μεγέθη:

• τη διάμετρο της σφαίρας D,

• την πυκνότητα του υγρού ρ,

• την πυκνότητα της σφαίρας ρσϕ ,

• το ιξώδες του υγρού µ,

• την επιτάχυνση της βαρύτητας g.



Εκφράστε την Π-ομάδα U / Dg ως προς δύο άλλες Π-ομάδες τις οποίες και
να ορίσετε.
4.9) Κατά την περιστροφή ενός ρευστού σταθερής πυκνότητας ρ γύρω από ένα
κατακόρυφο άξονα με σταθερή γωνιακή ταχύτητα ω, παρατηρείται αύξηση της
πίεσης κατά την ακτινική κατεύθυνση r. Δείξτε ότι η αύξηση της πίεσης αυτής
∆P δίνεται από τη σχέση
∆P = Cρω 2 r2 ,
όπου C μία σταθερά αναλογίας.
4.10) Χρησιμοποιώντας τον Πίνακα 5.1 βρείτε τη σχέση που συνδέει το δυναμικό
ιξώδες με το αντίστοιχο κινηματικό και την πυκνότητα.
4.11) Βρείτε Π-ομάδες για την περιγραφή της μεταβολής της πίεσης ασυμπίε-
στου ρευστού εντός οριζόντιου σωλήνα με απότομη διαστολή όπως φαίνεται
στο παρακάτω σχήμα.

D1 D2

229
5 ΔΙΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

4.12) Για την κατασκευή ενός αεροπλάνου κατασκευάζεται αρχικά ένα μοντέλο
σε κλίμακα 1 : 20. Αν η ταχύτητα του πρωτοτύπου θεωρηθεί ίση με 400 km/h,
υπολογίστε την ταχύτητα του μοντέλου (υπόδειξη: χρησιμοποιήστε τον αριθμό
Froude των δύο σωμάτων).

230
6
Κεφάλαιο
ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

6.1 Ο αριθμός Reynolds


Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα παρατηρήθηκε ότι οι
ροές γενικά μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με
τη ροϊκή τους συμπεριφορά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ροές που ανα-
πτύσσονται σε παράλληλες στρώσεις ομαλά η μία ως προς την άλλη και χωρίς
διαταραχές μεταξύ των στρώσεων. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ροές που
χαρακτηρίζονται από χαοτική αλλαγή των ρευστομηχανικών μεγεθών τους,
δημιουργία δινών και έντονης ανάμειξης. Μία ροή λοιπόν που ανήκει στην
πρώτη κατηγορία ονομάζεται στρωτή, ενώ αν ανήκει στη δεύτερη κατηγορία
ονομάζεται τυρβώδης. Στο Σχήμα 6.1 φαίνονται μερικές γραμμές ροής τόσο για
στρωτή ροή (πάνω) όσο και για τυρβώδη ροή (κάτω) για την απλή περίπτωση
ροής μεταξύ παράλληλων και ακίνητων πλακών. Ένα από τα σημαντικότερα
προβλήματα που ανέκυψαν αμέσως μετά τη διάκριση αυτή ήταν ότι η μετά-
βαση από τη στρωτή στη τυρβώδη ροή δεν ήταν απότομη, αλλά υπήρχε μία
μεταβατική ροή από τη μία κατάσταση στην άλλη. Ο πρώτος που μελέτησε
αναλυτικά τη μετάβαση αυτή ήταν ο Reynolds (Osborne Reynolds 1842 - 1912),
ένας Ιρλανδός καινοτόμος που συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της μη-
χανικής ρευστών. Τα αποτελέσματά του παρουσιάστηκαν σε μία επιστημονική
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

(α) Στρωτή ροή

(β) Τυρβώδης ροή

Σχήμα 6.1: Τυπικές γραμμές ροής για στρωτή και τυρβώδη ροή μεταξύ παράλληλων και
ακίνητων πλακών.

εργασία το 18831 η οποία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές


στην ιστορία της ρευστομηχανικής.
H αντίληψη που υπήρχε μέχρι τότε ήταν ότι η ανάπτυξη στρωτής και τυρβώ-
δους ροής εξαρτώνταν κυρίως από την ταχύτητα και το εμβαδό διατομής του
αγωγού. Επομένως, ροές που χαρακτηρίζονται από μεγάλες ταχύτητες ή που
λαμβάνουν χώρα σε αγωγούς μεγάλης διατομής αναπτύσσουν ευκολότερα χα-
ρακτηριστικά τύρβης, σε αντίθεση με ροές μικρών ταχυτήτων ή σε μικρούς αγω-
γούς. Η επίδραση όμως του ιξώδους και της πυκνότητας δεν είχαν μελετηθεί
διεξοδικά ως προς την επίδρασή τους στη ροή. Η ύπαρξη των δύο διαφορετικών
αυτών ειδών ροής οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας ενός μεγέθους που θα
κατατάσσει την εκάστοτε ροή σε μία εκ των δύο κατηγοριών. Ο Reynolds λοιπόν
κατάφερε, μέσω προσεκτικά σχεδιασμένων πειραμάτων, να αποδείξει ότι η με-
τάβαση από τη στρωτή στην τυρβώδη φύση εμφανίζεται όταν ένας συγκεκρι-
μένος συνδυασμός φυσικών μεγεθών ξεπερνάει κάποιο εύρος τιμών. Ο αδιάστα-
τος αυτός συνδυασμός ονομάστηκε αργότερα αριθμός Reynolds (Re) και για την
περίπτωση κυλινδρικού αγωγού διαμέτρου D που διαρρέεται από ρευστό στα-

1
O. Reynolds, An Experimental Investigation of the Circumstances Which Determine Whether
the Motion of Water Shall be Direct or Sinuous, and the Law of Resistance in Parallel Channels,
Philosophical Transactions of the Royal Society of London, 174, 935-982 (1883).

232
6.2 Φυσική ερμηνεία του αριθμού Reynolds

θερής πυκνότητας ρ γράφεται


ρUD
Re = , (6.1.1)
µ
όπου µ και U το δυναμικό ιξώδες και η μέση ταχύτητα του ρευστού αντίστοιχα.
Η σημαντικότητα του αριθμού Reynolds έγκειται στο γεγονός ότι περιγράφει
με επιτυχία το είδος της ροής (στρωτή, μεταβατική, τυρβώδης) ανεξαρτήτως
της φύσης και της ταχύτητας του ρευστού ή των γεωμετρικών χαρακτηριστι-
κών των αγωγών. Επομένως ρευστά με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά
αλλά τον ίδιο αριθμό Reynolds θα ρέεουν με τον ίδιο τρόπο. Για κυλινδρικούς
αγωγούς για παράδειγμα ισχύει ο παρακάτω πίνακας. Αξίζει να σημειωθεί ότι
Πίνακας 6.1: Τιμές του αριθμού Reynolds και αντίστοιχες ροές.

Αριθμός Reynolds Είδος ροής


Re < 2300 στρωτή
2300 < Re < 4000 μεταβατική
Re > 4000 τυρβώδης

δεν πρέπει κάποιος να θεωρεί τις τιμές του πίνακα 6.1 ως απόλυτα όρια. Παρ’
όλα αυτά ροές που χαρακτηρίζονται από αριθμούς Reynolds μικρότερους των
2300 είναι αναμενόμενο να είναι στρωτές και αντίστοιχα για ροές με αριθμούς
μεγαλύτερους των 4000 τυρβώδεις.

6.2 Φυσική ερμηνεία του αριθμού Reynolds


Μία άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι ο αριθμός Reynolds είναι αδιάστατη
παράμετρος είναι ότι δεν εξαρτάται από το σύστημα μονάδων που θα επιλεγεί.
Όταν μελετάμε την κίνηση ενός σώματος, η ταχύτητά του (που είναι διαστατό
μέγεθος) αποτελεί μία χρήσιμη πληροφορία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πε-
ριγράφει το είδος της κίνησής του. Αν για παράδειγμα γνωρίζουμε ότι U =
10 m/s, δεν είμαστε σε θέση να εξαγάγουμε συμπεράσματα ως προς τη φύση
της κίνησής του, καθώς δεν γνωρίζουμε το σύστημα ή περιβάλλον μέσα στο
οποίο λαμβάνει χώρα το φαινόμενο αυτό. Η ταχύτητα επομένως από μόνη της
δεν περιγράφει τη ροϊκή συμπεριφορά (στην περίπτωση των ρευστών) αλλά
ούτε και τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη φύση της ροής. Από την άλλη
και όπως έχει ήδη ειπωθεί στην προηγούμενη ενότητα, ο αριθμός Reynolds πε-
ριγράφει το χαρακτήρα της ροής και πιο συγκεκριμένα αν αυτή είναι στρωτή

233
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

ή τυρβώδης. Στη πρώτη κατηγορία ανήκουν ροές στις οποίες η συνεκτικότητα


του ρευστού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κάνοντας τις δυνάμεις τριβής να
κυριαρχούν ως προς τις δυνάμεις αδράνειας. Αυτό οδηγεί σε στρωματοποίηση
της ροής με ασθενή δυναμικά χαρακτηριστικά και δυνάμεις ανάλογες της τα-
χύτητας. Όσο αυξάνει όμως η ταχύτητα, οι δυνάμεις αδράνειας επικρατούν αυ-
τών του ιξώδους δημιουργώντας αστάθεια, διαταραχές και στροβιλισμούς κα-
ταστρέφοντας τη στρωματοποίηση της ροής. Η μετάβαση επομένως προς την
τύρβη εμφανίζεται όταν τα δύο αυτά είδη δυνάμεων (ιξώδους και αδράνειας)
γίνονται συγκρίσιμα. Αυτός είναι και ο λόγος για την κατασκευή του Πίνακα
6.1 όπου η χαρακτηριστική τιμή 2300 προέκυψε από πειράματα του Schiller το
1922 σε ευθύγραμμους και λείους αγωγούς. Το γεγονός τέλος ότι ο αριθμός
Reynolds εκφράζει το λόγο των αδρανειακών δυνάμεων ως προς τις δυνάμεις
ιξώδους μπορεί να προκύψει με διαστατική επεξεργασία του ορισμού (6.1.1) ως
εξής
L2 L3 U U
ρUL ρ ρ ρL3 · ρV ·
Re = = t = t = t = t .
µ µ µL U U
µ· ·L 2 µ· ·A
L L
Ο αριθμητής ισούται με το γινόμενο μάζας (ρV ) επί την επιτάχυνση (U /t) που
δεν είναι τίποτα άλλο από τις δυνάμεις αδράνειας. Ο δε παρανομαστής απο-
τελείται από το δυναμικό ιξώδες (µ), την κλίση της ταχύτητας ως προς ένα
χαρακτηριστικό μήκος (U /L) και ένα εμβαδό (A). Το γινόμενο των τριών αυ-
τών μεγεθών όπως είναι γνωστό εκφράζει τις δυνάμεις ιξώδους του ρευστού και
για το λόγο αυτό ο αριθμός Reynolds ποιοτικά γράφεται
δυνάμεις αδράνειας
Re = .
δυνάμεις ιξώδους

6.3 Οι εξισώσεις Navier-Stokes και ο αριθμός Reynolds


Στη μηχανική των ρευστών καθώς και σε άλλους επιστημονικούς τομείς που
θεμελιώνονται με τη βοήθεια διαφορικών εξισώσεων είναι αρκετά σύνηθες οι
εξισώσεις αυτές να αναδιατυπώνονται σε ισοδύναμες αλλά αδιάστατες εκφρά-
σεις. Ο λόγος είναι ότι έννοιες όπως ”μικρός” ή ”μεγάλος” δεν έχουν πολλές
φορές ιδιαίτερη σημασία αν δεν συγκριθούν με κάποια τιμή αναφοράς. Για πα-
ράδειγμα, η ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου φαντάζει μεγάλη στην
καθημερινότητα ενός ανθρώπου, αλλά είναι ασήμαντη αν συγκριθεί με αυτή
ενός δορυφόρου που περιφέρεται γύρω από τη Γη. Είναι επομένως σημαντικό
να εκφράσουμε τα μεγέθη συναρτήσει άλλων μεγεθών που αποτελούν τιμές

234
6.3 Οι εξισώσεις Navier-Stokes και ο αριθμός Reynolds

αναφοράς. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται αδιαστατοποίηση και χρησιμοποι-


είται ευρέως σε όλες τις επιστήμες. Με τον τρόπο αυτό είναι πλέον δυνατό να
συμπεράνουμε αν ένα αποτέλεσμα είναι πράγματι σημαντικό ή αμελητέο. Σε
αρκετές δε περιπτώσεις, η προσπάθεια αδιαστατοποίησης μίας ή περισσότε-
ρων μεταβλητών οδήγησε στην εμφάνιση νέων και ιδιαίτερα σημαντικών αδι-
άστατων παραμέτρων που αποτέλεσαν ορόσημο για τη βαθύτερη κατανόηση
διαφόρων φαινομένων.
Στην περίπτωση των εξισώσεων ορμής, η αδιαστατοποίησή τους οδηγεί στην
εμφάνιση μίας παραμέτρου που όπως θα αποδείξουμε δεν είναι καμία άλλη από
τον αριθμό Reynolds. Χρησιμoποιώντας λοιπόν τις παρακάτω μεταβλητές,

x ′ U0 U P
x′ = , t = t, U′ = , P′ = , (6.3.1)
a a U0 ρ U02

όπου a και U0 τα χαρακτηριστικά μεγέθη αδιαστατοποίσης, προκύπτει ότι


( ) ( )
′ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂
∇ = , , = a ,a ,a = a∇ (6.3.2)
∂x′ ∂y ′ ∂z ′ ∂x ∂y ∂z
και ( )
∂ a ∂
= . (6.3.3)
∂t′ U0 ∂t
Ξεκινώντας στη συνέχεια από την εξίσωση (4.2.5) απουσία εξωτερικών δυνάμεων
και αντικαθιστώντας τις (6.3.1), (6.3.2) και (6.3.3) βρίσκουμε

∂U 1
+ (U · ∇) U = − ∇P + ν∇2 U ⇒
∂t ρ
[ ]
U0 ∂ ( ) ( ) ∇ ′ ( ) 1 ∇′ ( ′ 2 ) ∇′2 ( )

U0 U′ + U0 U′ · U0 U ′ = − P ρ U0 + ν 2 U0 U′ ⇒
a ∂t a ρ a a
2
U0 ∂U ′ U (2 ) U 2 U0 ν

+ 0 U′ · ∇′ U′ = − 0 ∇′ P ′ + 2 ∇′2 U′ .
a ∂t a a a
Πολλαπλασιάζοντας όλα τα μέλη με a/U02 , το παραπάνω αποτέλεσμα γράφε-
ται
∂U′ ( ′ ) ν

+ U · ∇′ U′ = −∇′ P ′ + ∇′ 2 U′ ,
∂t aU0
ή ισοδύναμα,

∂U′ ( ′ ′
) ′ 1 ′2 ′
+ U · ∇ U = −∇′ P ′ + ∇ U, (6.3.4)
∂t′ Re

235
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

αφού για τον αριθμό Reynolds γνωρίζουμε ότι Re = ρ U D/µ = U D/ν. Η εξί-
σωση (6.3.4) αποτελεί την αδιάστατη έκφραση των εξισώσεων Navier-Stokes
για ασυμπίεστα ρευστά απουσία εξωτερικών δυνάμεων. Μία άμεση συνέπεια εί-
ναι ότι ο αριθμός Reynolds εξάγεται αβίαστα από την παραπάνω αδιαστατοποί-
ηση ακόμα και αν δεν γνωρίζαμε καθόλου την ύπαρξή του. Το γεγονός επίσης
ότι πολλαπλασιάζει τον όρο συνεκτικότητας, ∇2 U′ , ουσιαστικά καθορίζει ποιοι
όροι είναι σημαντικοί και ποιοι μπορούν να αμεληθούν. Σχηματικά
1 2 ′
• Re → ∞ ⇒ ∇ U → 0 ⇒ ο όρος συνεκτικότητας αμελείται.
Re
1 2 ′
• Re → 0 ⇒ ∇ U → ∞ ⇒ ο όρος συνεκτικότητας επικρατεί.
Re
Τέλος, η εξίσωση συνέχειας (4.1.7) δεν αλλάζει μορφή καθώς,
( )
′ ′ U a
∇ · U = a∇ · = ∇ · U = 0,
U0 U0
διατηρώντας την αναλλοίωτη με χρήση των μετασχηματισμών (6.3.1).

6.4 Απώλειες σε σωλήνες


Στην παράγραφο 4.4.2.1 παρουσιάστηκε μία έκφραση για την εξίσωση ενέρ-
γειας παρουσία μηχανών που αποδίδουν ή καταναλώνουν έργο σε ένα ρευ-
στομηχανικό σύστημα και απωλειών λόγω της ροής του ρευστού. Μέρος της
ενέργειας που είναι αποθηκευμένη ή προσδίδεται σε αυτό χρησιμοποιείται για
να ισοσταθμίσει τις απώλειες που αναπτύσσονται τόσο μεταξύ του ρευστού
και των τοιχωμάτων των αγωγών, όσο και λόγω των εσωτερικών τριβών του.
Ο υπολογισμός των απωλειών αυτών είναι αναγκαίος, καθώς αποτελεί έναν
από τους βασικότερους παράγοντες για τη μελέτη του εκάστοτε συστήματος
και την επιλογή των κατάλληλων διατάξεων (όπως αντλίες, ηλεκτροκινητήρες,
κ.λπ.) με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του. Αν οι απώλειες λόγω ροής σε
αγωγό εκφραστούν σε μονάδες μήκους, τότε ονομάζονται απώλειες ύψους και
χωρίζονται σε δύο κατηγορίες,
• τις συνεχείς απώλειες που οφείλονται στην αναπτυσσόμενη διατμητική
τάση στα τοιχώματα λόγω της κίνησης του ρευστού,
• τις τοπικές απώλειες που οφείλονται σε απότομες μεταβολές της γεωμε-
τρίας ή της διεύθυνσης ροής του ρευστού.
Το συνολικό ύψος απωλειών τότε ισούται με το άθροισμα των συνεχών και
τοπικών απωλειών.

236
6.4 Απώλειες σε σωλήνες

6.4.1 Συνεχείς απώλειες


Οι συνεχείς απώλειες, hf , υπολογίζονται με χρήση της εξίσωσης των Darcy-
Weisbach, σύμφωνα με την οποία
( ) 2
L U
hf = f , (6.4.1)
D 2g

όπου L το μήκος και D η διάμετρος του αγωγού, U η ταχύτητα του ρευστού


και f ο αδιάστατος συντελεστής τριβής που υπολογίζεται χρησιμοποιώντας το
διάγραμμα Moody. Στο κεφάλαιο ⁇ και πιο συγκεκριμένα στην εργαστηριακή
άσκηση ⁇ παρουσιάζεται συνοπτικά η εξίσωση των Darcy-Weisbach καθώς
και η διαδικασία εύρεσης του συντελεστή τριβής από το διάγραμμα Moody.
Στην ενότητα αυτή θα παρουσιαστεί μία πιο αυστηρή μαθηματική θεμελίωση
της εξίσωσης (6.4.1) μέσω των διατμητικών τάσεων που αναπτύσσονται κατά
τη ροή σε κλειστούς αγωγούς.

P1 , z 1
U1 τ0
P2 , z 2
τ0
ϕ
U2
L

Σχήμα 6.2: Συνεχείς απώλειες και διατμητική τάση για ροή σε σωλήνα.

Έστω κλειστός αγωγός σταθερής διαμέτρου, D, του οποίου ο άξονας συμμε-


τρίας σχηματίζει γωνία ϕ με το οριζόντιο επίπεδο, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.
Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν συσκευές που προσδίδουν ή καταναλώνουν
έργο, η γενική εξίσωση συνέχειας (4.4.10) παίρνει τη μορφή

U12 P1 U2 P2
+ z1 + = 2 + z2 + + hf ,
2g γ 2g γ
ή ισοδύναμα,
U12 − U22 P1 − P2
hf = + (z1 − z2 ) + . (6.4.2)
2g γ
Από την εξίσωση συνέχειας όμως και επειδή η διατομή του αγωγού έχει θεωρηθεί
σταθερή,
Q1 = Q2 ⇒ U1 = U2 . (6.4.3)

237
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

Από τις σχέσεις (6.4.2) και (6.4.3) προκύπτει ότι οι συνεχείς απώλειες δίνονται
από την παρακάτω απλή έκφραση
P1 − P2
hf = (z1 − z2 ) + . (6.4.4)
γ
Για να εκφράσουμε στη συνέχεια τη διατμητική τάση ως προς τα βασικά ρευ-
στομηχανικά μεγέθη, εφαρμόζουμε το δεύτερο νόμο του Newton στο ροϊκό στοι-
χείο του Σχήματος 6.2. Οι δυνάμεις που ασκούνται είναι αυτές της πίεσης, της
διατμητικής τάσης που ανθίσταται στην κίνηση και του βάρους του ροϊκού
στοιχείου. Η παροχή της ορμής επίσης ισούται με το μηδέν, καθώς

ρ (U1 Q1 − U2 Q2 ) = 0.

Συλλέγοντας όλα τα παραπάνω, οι δυνάμεις κατά τη διεύθυνση της ροής γρά-


φονται

FP + Fτ0 + Fg = 0 ⇒
( )
πD2 πD2
(P1 − P2 ) − τ0 · (πDL) + γ L · sin ϕ = 0 ⇒
4 4
[ ]
γD P1 − P2
+ (z1 − z2 ) = τ0 L,
4 γ

όπου χρησιμοποιήθηκε το γεγονός ότι sin ϕ = (z1 − z2 )/L. Τελικά βρίσκουμε


ότι
4τ0 L P1 − P2
= (z1 − z2 ) + . (6.4.5)
γD γ
Παρατηρώντας τις εξισώσεις (6.4.4) και (6.4.5) βλέπουμε ότι τα δεξιά μέλη είναι
ίσα και επομένως,
4τ0 L
hf = . (6.4.6)
γD
Το αποτέλεσμα (6.4.6) συσχετίζει τις συνεχείς απώλειες, hf , ενός συγκεκριμένου
ρευστού με την αναπτυσσόμενη διατμητική τάση, τ0 , το μήκος, L, και τη διά-
μετρο, D. Όπως είναι αναμενόμενο, οι απώλειες εξαρτώνται ανάλογα με τις
τάσεις και το μήκος του αγωγού και αντιστρόφως ανάλογα της διαμέτρου του.
Μία άμεση συνέπεια είναι ότι αγωγοί πολύ μεγάλου μήκους αναπτύσσουν σημα-
ντικές απώλειες ανεξάρτητα από τη φύση του ρευστού. Για το λόγο αυτό είναι
απαραίτητη η εφαρμογή αντλιών κατά μήκος τους με σκοπό την αναπλήρωση
της απαιτούμενης ενέργειας εξασφαλίζοντας έτσι την ομαλή λειτουργία σε όλο
το μήκος της εκάστοτε εγκατάστασης.

238
6.4 Απώλειες σε σωλήνες

Μία ισοδύναμη έκφραση της εξίσωσης (6.4.6) μπορεί να εξαχθεί εκφράζοντας


τις συνεχείς απώλειες συναρτήσει του κινηματικού ύψους, U 2 /2g, ως εξής,
( )( 2) ( )( 2)
4τ0 2g L U 4τ0 L U
hf = = . (6.4.7)
γ U 2 D 2g 1 D 2g
ρU2
2
Ο λόγος 8τ0 /(ρ U 2 ) ονομάζεται συντελεστής τριβής, f , είναι αδιάστατος αριθ-
μός και συνήθως υπολογίζεται από το διάγραμμα Moody.2 Η εξίσωση (6.4.7)
τότε παίρνει την τελική της μορφή,
( )( 2)
L U
hf = f , (6.4.8)
D 2g

και έχει επικρατήσει ως η εξίσωση των Darcy-Weisbach προς τιμή του Γάλλου
μηχανικού Darcy (Henry Darcy, 1803-1858) και του Γερμανού μαθηματικού Weis-
bach (Julius Weisbach, 1806-1871). Εκτός από το διάγραμμα Moody που χρη-
σιμοποιείται για τον υπολογισμό του συντελεστή τριβής, έχουν κατά καιρούς
προταθεί από διάφορους ερευνητές μία σειρά από εμπειρικές και μη εξισώσεις
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του αγωγού και το είδος της ροής. Μερικές από
τις πιο χαρακτηριστικές είναι:

• η εξίσωση Blasius για λείους αγωγούς: f = 0,316 · Re−0,25


( )
1 ϵ 2,51
• η εξίσωση Colebrook για τυρβώδη ροή: √ = −2 log + √
f 3,7D Re f
[( )1,11 ]
1 ϵ 6,9
• η εξίσωση Haaland για κύλινδρο: √ = −1,8 log +
f 3,7D Re

0,25
• η εξίσωση των Swamee and Jain: f = [ ( ) ]2
ϵ/D 5,74
log +
3,7 Re0,9
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την εξίσωση (6.4.8) δεν έγινε διάκριση στο είδος
της ροής, αν δηλαδή είναι στρωτή ή τυρβώδης και επομένως η εξίσωση των
Darcy-Weisbach ισχύει για οποιαδήποτε ροή υπό πίεση. Επίσης θεωρήσαμε κυ-
λινδρικό αγωγό, αλλά η ανάλυση μπορεί να επεκταθεί για οποιονδήποτε αγωγό

2
Στην ενότητα ⁇ παρουσιάζεται λεπτομερής περιγραφή του διαγράμματος Moody και του
τρόπου που ακολουθείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή τριβής, f .

239
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

σταθερής διατομής. Όσο αφορά τη στρωτή ροή μόνο, ο συντελετής τριβής


μπορεί να εκφραστεί συναρτήσει μόνο του αριθμού Reynolds ως εξής
64 64µ
f= = .
Re ρUD
Όπως είναι αναμενόμενο, ρευστά με μεγάλο ιξώδες ή ροές που χαρακτηρίζονται
από χαμηλές ταχύτητες ή που λαμβάνουν χώρα σε μικρούς αγωγούς αντιστοι-
χούν σε μεγάλους συντελεστές τριβής.

6.4.2 Τοπικές απώλειες


Στην προηγούμενη ενότητα μελετήθηκαν οι απώλειες κατά τη ροή ενός ρευστού
διαμέσου ευθύγραμμων αγωγών. Όλες οι πραγματικές εγκαταστάσεις όμως δεν
αποτελούνται αποκλειστικά από τέτοιου τύπου αγωγούς, αλλά και από πλήθος
εξαρτημάτων (αλλαγής διεύθυνσης ροής, σύνδεσης αγωγών, βαλβίδες) και με-
ταβλητής γεωμετρίας (στόμια εισόδου-εξόδου ροής). Είναι λογικό επομένως το
ρευστό να υποβαθμίζει την ενεργειακή του κατάσταση κάθε φορά που διέρχε-
ται από μία τέτοια διάταξη. Οι ενεργειακές απώλειες που αντιστοιχούν στην
υποβάθμιση αυτή είναι ανάλογες του τετραγώνου της ταχύτητας και ενός συ-
ντελεστή που ονομάζεται συντελεστής τοπικών απωλειών και στο παρόν βιβλίο
συμβολίζεται με κ. Οι τοπικές3 απώλειες επομένως, hm , δίνονται από την εξί-
σωση, ( 2)
U
hm = κ . (6.4.9)
2g
Ο συντελεστής τοπικών απωλειών είναι ένας εμπειρικός συντελεστής, η τιμή
του οποίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Είναι όμως δυνατό να γίνουν
εκτιμήσεις για το εύρος τιμών του, καθώς όπως είναι φυσικό περιμένουμε με-
γάλες τιμές σε απότομες και αποκλίνουσες ροές όπου ευνοείται η δημιουργία
στροβίλων και μικρότερες τιμές σε ομαλές και συγκλίνουσες ροές. Εξαιτίας του
τεράστιου αριθμού διαφορετικών γεωμετριών και ροών, δεν είναι δυνατό να
κατασκευαστεί ένα αντίστοιχο με το Moody διάγραμμα για τον προσδιορισμό
του συντελεστή κ. Για το λόγο αυτό, έχουν κατασκευαστεί πίνακες με τις πιο
χαρακτηριστικές περιπτώσεις εφαρμογών. Οι πίνακες αυτοί αποτελούν και τον
καταλληλότερο οδηγό για τον προσδιορισμό του συντελεστή τοπικών απω-
λειών.
3
Συχνά στη βιβλιογραφία οι τοπικές απώλειες ονομάζονται και δευτερεύουσες. Ο λόγος όμως
που στο βιβλίο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος τοπικές είναι διότι πολύ συχνά δημιουργείται
σύγχυση και σχηματίζεται λανθασμένα η εντύπωση ότι οι απώλειες αυτές είναι αμελητέες
(δηλαδή δευτερεύουσες) και μπορούν να μη ληφθούν υπόψη.

240
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Είμαστε σε θέση τέλος να εκφράσουμε το συνολικό ύψος απωλειών, hΣ , ως


το άθροισμα συνεχών και τοπικών,
( ) 2 ( 2)
L U U
hΣ = hf + hm = f +κ . (6.4.10)
D 2g 2g
Με απλή επισκόπηση των δύο όρων της εξίσωσης (6.4.10) παρατηρούμε ότι και
τα δύο είδη απωλειών είναι ανάλογα του λόγου U 2 /2g και επομένως μπορούν
να γραφτούν στην παρακάτω συμπαγή μορφή
( ) 2
L U U2
hΣ = f + κ = ht ,
D 2g 2g
όπου ht ο συνολικός αδιάστατος συντελεστής απωλειών.

6.5 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 7.
Προσδιορίστε το είδος της ροής νερού στο εσωτερικό κυλινδρικού αγω-
γού σταθερής διαμέτρου D = 10 cm, αν η μέση ταχύτητα του είναι U =
4 cm/s. Χρησιμοποιήστε ότι το δυναμικό ιξώδες για τις συνθήκες της συ-
γκεκριμένης ροής ισούται με 8,89 · 10−4 P a · s.

Για να προσδιορίσουμε το είδος της ροής αρκεί να υπολογίσουμε τον αριθμό


Reynolds. Από την εξίσωση (6.1.1) προκύπτει
kg m
ρUD 1000 3 · 0,04 · 0,1 m
Re = = m s = 4500.
µ 8,89 · 10−4 P a · s
Η ροή επομένως θα είναι τυρβώδης, αφού Re > 4000.

Παράδειγμα 7.
α) Βρείτε μία έκφραση που να συνδέει τον αριθμό Reynolds με την παροχή
του ρευστού. β) Νερό ρέει στο εσωτερικό σωλήνα διαμέτρου D = 20 cm
με παροχή Q = 4 lt/s. Αν µ = 8,9 · 10−4 P a · s, προδιορίστε το είδος της
ροής.

241
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

α) Γνωρίζουμε ότι
Q = U A,
ρUD
Re = .
µ
Συνδιάζοντας τις δύο αυτές σχέσεις προκύπτει
( ) ( )
Q 4Q
ρ D ρ D
A πD2 4ρQ
Re = = = .
µ µ πDµ
Βλέπουμε δηλαδή ότι αύξηση της διαμέτρου ή του δυναμικού ιξώδους ελαττώ-
νουν τον αριθμό Reynolds οδηγώντας τη ροή στη στρωτή περιοχή, ενώ αντι-
θέτως αύξηση της πυκνότητας ή της παροχής οδηγούν τη ροή στην τυρβώδη
περιοχή.

β) Αντικαθιστώντας τα δεδομένα της άσκησης,

kg lt 1 m3 kg
4 · 1000 · 4 · 16
Re = m3 s 1000 lt = s = 28627.
π · 0,2 m · 8,9 · 10−4 P a · s N
5,589 · 10−4 s
m
Επομένως η ροή είναι τυρβώδης.

Παράδειγμα 7.
Για ποιες τιμές της παροχής σε lt/s η ροή της παραπάνω άσκησης θα βρί-
σκεται στη μεταβατική περιοχή;

Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της προηγούμενης άσκησης γνωρίζουμε


ότι
4ρQ πDµ
Re = ⇒ Q = Re .
πDµ 4ρ
Θέλουμε η ροή να βρίσκεται στη μεταβατική περιοχή, δηλαδή αρκεί να ικανο-
ποιείται η συνθήκη 2300 < Re < 4000. Για το ελάχιστο όριο έχουμε

π · 0,2 m · 8,9 · 10−4 P a · s m3 lt


QRe=2300 = 2300 · = 3,2 · 10−4 = 0,32 .
kg s s
4 · 1000 3
m

242
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Για το μέγιστο όριο αντίστοιχα προκύπτει

π · 0,2 m · 8,9 · 10−4 P a · s m3 lt


QRe=4000 = 4000 · = 5,6 · 10−4 = 0,56 .
kg s s
4 · 1000 3
m
Η παροχή επομένως που αντιστοιχεί στη μεταβατική ροή ικανοποιεί την ανισό-
τητα
lt lt
QRe=2300 < Q < QRe=4000 ⇒ 0,32 < Q < 0,56 .
s s

Παράδειγμα 7.
Σωλήνας τετραγωνικής διατομής πλευράς 1 cm διαρρέεται από γλυκερίνη
σταθερής πυκνότητας 1,26 gr/cm3 και δυναμικού ιξώδους 0,95 P a · s. Αν
η ταχύτητα ροής ισούται με 20 cm/s, υπολογίστε τον αριθμό Reynolds.

Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, η διατομή του σωλήνα στη


συγκεκριμένη άσκηση είναι τετραγωνική. Το ερώτημα που αυτόματα τίθεται
αφορά το χαρακτηριστικό μήκος στην εξίσωση για τον αριθμό Reynolds. Στην
περίπτωση των κυλινδρικών αγωγών είναι προφανές ότι αυτό θα είναι η διάμε-
τρος. Ποιο είναι όμως το αντίστοιχο μήκος σε αγωγούς των οποίων η γεωμετρία
δεν είναι τόσο συμμετρική και η επιλογή του χαρακτηριστικού μήκους τόσο
προφανής; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό εισάγουμε την έννοια της υδραυ-
λικής διαμέτρου, DH , η οποία ορίζεται ως
4A
DH = ,
P
όπου A και P το εμβαδό της διατομής και η βρεχόμενη περίμετρος του αγωγού
αντίστοιχα. Η εξίσωση για τον αριθμό Reynolds τότε παίρνει τη μορφή,
ρ U DH
Re = .
µ
Επομένως είναι προφανές γιατί στην περίπτωση των κυλινδρικών αγωγών χρη-
σιμοποιείται η διάμετρος για το χαρακτηριστικό μήκος αφού,

πD2
4
DH = 4 = D.
πD

243
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

Για αγωγούς τετραγωνικής διατομής πλευράς α από την άλλη έχουμε DH = α


δίνοντας
gr cm kg m
ρUα 1,26 3
· 20 · 1 cm 1260 3 · 0,2 · 0,01 m
Re = = cm s = m s = 2,65.
µ 0,95 P a · s 0,95 P a · s

Παράδειγμα 7.
Αγωγός μήκους L = 30 m και διάμετρου D = 30 mm διαρρέεται από
νερό παροχής Q = 2 lt/s και κινηματικού ιξώδους ν = 10−6 m2 /s. Αν η
τραχύτητα του αγωγού ϵ = 0,06 mm, υπολογίστε το ύψος απωλειών του
αγωγού.

Για να υπολογίσουμε τις συνεχείς απώλειες χρησιμοποιούμε την εξίσωση των


Darcy-Weisbach, ( )( 2)
L U
hf = f .
D 2g
Από την παροχή μπορούμε να υπολογίσουμε τη μέση ταχύτητα ροής,
m3
4Q 4 · 0,002
U= = s = 2,83 m .
πD 2
π (0,03 m)2 s
Επίσης ο αριθμός Reynolds και η σχετική τραχύτητα ισούνται αντίστοιχα με
m
UD 2,83 · 0,03 m ϵ 0,06 mm
Re = = s = 84900, = = 0,002.
ν m 2 D 30 mm
10−6
s
4
Από το διάγραμμα Moody υπολογίζουμε τότε το συντελεστή τριβής,
f = 0,02537.
Αντικαθιστώντας τέλος προκύπτει ότι
 2

( ) m
30 m  
8 2 
s  = 10,34 m.
hf = 0,02537
0,03 m  19,62 m 
s2
4
Αναλυτικές οδηγίες για το διάγραμμα Moody και τον τρόπο χρήσης του παρουσιάζονται
στην ενότητα ⁇.

244
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 7.
Ένας οριζόντιος αγωγός με L = 380 m και D = 8 cm παρουσιάζει πτώση
πίεσης ίση με 190 kP a. Αν η τραχύτητα του αγωγού είναι 0,32 mm, προσ-
διορίστε την παροχή όγκου αν ν = 10−6 m2 /s.

Η ζητούμενη παροχή μπορεί να υπολογιστεί από τη γνωστή σχέση Q = U A.


Από τα δεδομένα της άσκησης μπορούμε να υπολογίσουμε το εμβαδό της δια-
τομής, A, αλλά δεν γνωρίζουμε την ταχύτητα, U . Επειδή όμως η διάμετρος του
αγωγού είναι σταθερή και ο αγωγός είναι οριζόντιος έχουμε U1 = U2 , z1 = z2
και η εξίσωση ενέργειας (4.4.10) απλοποιείται ως εξής
P1 − P2
hf = ,
γ
δίνοντας,
N
190000 P a 190000 2
hf = = m = 19,37 m.
N N
9810 3 9810 3
m m
Η σχετική τραχύτητα επίσης ισούται με
ϵ 0,32 mm
= = 0,004.
D 80 mm
Δυστυχώς όμως δεν είναι γνωστός ο αριθμός Reynolds με αποτέλεσμα να μην
είναι δυνατός ο προσδιορισμός του συντελεστή τριβής. Μπορούμε όμως να
υποθέσουμε (και να ελέγξουμε στο τέλος) ότι η ροή είναι πλήρως τυρβώδης με
αποτέλεσμα οι καμπύλες στο διάγραμμα Moody να είναι σχεδόν παράλληλες
και να μην εξαρτάται η τιμή του συντελεστή τριβής από τον αριθμό Reynolds.
Προκύπτει τότε ότι
f = 0,0284.
Είναι πλέον δυνατός ο υπολογισμός της ταχύτητας και κατά συνάπεια και της
παροχής αφού,
v
√ u
u 2 · 9,81 m · 0,08 m · 19,37 m
2gDhf t s2 m
U= = = 1,68 .
fL 0,0284 · 380 m s
Η ταχύτητα αυτή ισοδυναμεί με παροχή ίση με
m 3,14 · (0,08 m)2 m3
Q = U A = 1,68 · = 8,44 · 10−3 .
s 4 s

245
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

ΕΛΕΓΧΟΣ: Έχοντας υπολογίσει την ταχύτητα, είμαστε πλέον σε θέση να ελέγ-


ξουμε την υπόθεση της τυρβώδους ροής υπολογίζοντας τον αριθμό Reynolds,
m
UD 1,68 · 0,08 m
Re = = s = 134400.
ν m2
10−6
s
Επομένως η ροή είναι πλήρως τυρβώδης και ο συντελεστής τριβής που υπολο-
γίστηκε παραπάνω είναι ακριβής και δεν χρειάζεται διόρθωση.

Παράδειγμα 7.

Καύσιμο diesel κινηματικού ιξώδους 5 mm2 /s πρόκειται να μεταφερθεί


μέσω κυλινδρικού αγωγού διαμέτρου 40 cm σε μία δεξαμενή που απέχει
100 m. Αν η απαιτούμενη παροχή ισούται με 0,003 m3 /s, υπολογίστε τις
συνεχείς απώλειες του αγωγού.

Θα ελέγξουμε αρχικά αν η ροή είναι στρωτή ή τυρβώδης για να υπολογίσουμε


το συντελεστή τριβής. Έχουμε λοιπόν
m3
4Q 4 · 0,003
U= = s = 0,024 m ,
πD 2
π · (0,4 m)2 s
και τότε
m
UD 0,024 · 0,4 m
Re = = s = 1920.
ν mm2 10−6 m2
5 ·
s mm2
Η ροή δηλαδή είναι στρωτή και ο υπολογισμός του συντελεστή τριβής μπορεί
να γίνει με χρήση της εξίσωσης (6.4.9) δίνοντας
64
f= = 0,0333.
1920
Οι απώλειες επομένως του αγωγού ισούνται με
( m )2 2
0,024 5,76 · 10−4 m
100 m s s2
hf = 0,0333 · · m = 0,0333 · 250 · m
0,4 m 19,62 2 19,62 2
s s
−4
= 2,44 · 10 m.

246
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Λόγω της ιδιαίτερα μικρής τιμής της ταχύτητας αναπτύσσονται πολύ μικρές
συνεχείς απώλειες. Είναι όμως προφανές ότι απώλειες τέτοιου μεγέθους δεν
είναι δυνατό να εμφανιστούν σε πραγματικές εφαρμογές.

Παράδειγμα 7.

Νερό κινηματικού ιξώδους ν = 1,1 · 10−6 m2 /s θα μεταφερθεί με χρήση


αγωγού από γαλβανισμένο σίδηρο τραχύτητας ϵ = 0,28 mm. Οι προδια-
γραφές της εγκατάστασης επιβάλλουν ύψος απωλειών ίσο με 2 m κάθε
500 m αγωγού όταν η παροχή όγκου είναι 0,1 m3 /s. Προσδιορίστε τη δι-
άμετρο του αγωγού D0 .

Στην άσκηση αυτή τόσο ο συντελεστής τριβής όσο και η διάμετρος δεν είναι
γνωστά μεγέθη και επομένως η εξίσωση των Darcy-Weisbach θα περιέχει δύο
αγνώστους, τα hf και f . Έχουμε λοιπόν
( )
f L 16Q2 16Q2 f L
hf = = .
2g D π 2 D4 2gπ 2 D5
Λύνοντας ως προς τη διάμετρο σχηματίζεται η παρακάτω σχέση μεταξύ της
διαμέτρου και του συντελεστή τριβής,
( )1/5
D5 16Q2 L D 8Q2 L
= 2
⇒ 1/5 = ,
f 2gπ hf f gπ 2 hf
και αντικαθιστώντας,
 ( )2 1/5
m3
 8 · 0,1 s · 500 m 
( )
D   5 1/5
=  m  = 0,207 m = 0,73 m. (6.5.1)
f 1/5  9,81 · π2 · 2 m 
s2

Τα άγνωστα μεγέθη στην εξίσωση (6.5.1) δεν υπολογίζονται αναλυτικά, αλλά


μπορούν να προσεγγιστούν με μεγάλη ακρίβεια με τη μέθοδο των δοκιμών. Η
μέθοδος των δοκιμών είναι μία επαναληπτική μέθοδος, η οποία αποτελείται από
τα εξής βήματα: υποθέτουμε αρχικά μία τιμή για το f (βήμα 1). Χρησιμοποιώ-
ντας την τιμή αυτή και την εξίσωση (6.5.1) υπολογίζουμε τη διάμετρο D (βήμα
2). Στο σημείο αυτό είναι πλέον γνωστά όλα τα μεγέθη, οπότε υπολογίζουμε τον
αριθμό Reynolds και τη σχετική τραχύτητα (βήμα 3). Στο τελευταίο βήμα (βήμα

247
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

Βήμα 1: Υποθέτουμε μία τιμή για το συντελεστή τριβής, f

Βήμα 2: Από την (6.5.1) υπολογίζουμε τη διάμετρο

Βήμα 3: Υπολογίζουμε τον αριθμό Reynolds και τη σχετική τραχύτητα

Βήμα 4: Βρίσκουμε το νέο συντελεστή, f ′ , από το διάγραμμα Moody

Σχήμα 6.3: Η μέθοδος των δοκιμών και τα βήματα που την απαρτίζουν.

4), υπολογίζουμε το νέο συντελεστή τριβής, f ′ , που προκύπτει από τις τιμές του
προηγούμενου βήματος, και συγκρίνουμε τις τιμές των f και f ′ . Αν οι δύο αυ-
τές τιμές διαφέρουν αρκετά, επαναλαμβάνεται η διαδικασία. Το κριτήριο για
την ολοκλήρωση της επαναληπτικής αυτής διαδικασίας λαμβάνει χώρα όταν
η διαφορά (f ′ − f ) ικανοποιήσει την ακρίβεια που έχει τεθεί για το εκάστοτε
πρόβλημα. Τα βήματα αυτά παρουσιάζονται γραφικά στο Σχήμα 6.3.
Δοκιμή 1 - Έστω f = 0,015. Βρίσκουμε τότε ότι:

D = 0,315 m,
4Q
Re = = 3,674 · 105 ,
νπD
ϵ
= 8,889 · 10−4 .
D
Από το διάγραμμα Μoody και για το σύνολο των τιμών αυτών παίρνουμε f ′ =
0,02. Επειδή η αρχική και η τελική τιμή των συντελεστών τριβής δεν έχουν
ικανοποιητική ακρίβεια, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία.
Δοκιμή 2 - Έστω f = 0,02. Τότε

D = 0,3338 m,
4Q
Re = = 3,469 · 105 ,
νπD
ϵ
= 8,387 · 10−4 .
D

248
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Η δεύτερη δοκιμή δίνει f ′ = 0,01977. Είναι εμφανής η σύγκλιση των δύο τιμών
για το συντελεστή τριβής ήδη από τη δεύτερη δοκιμή. Εφαρμόζουμε όμως και
άλλη μία σειρά υπολογισμών για να επιτύχουμε μεγαλύτερη ακρίβεια. Προκύ-
πτει λοιπόν ότι
Δοκιμή 3 - Έστω f = 0,01977. Τότε
D = 0,333 m,
4Q
Re = = 3,478 · 105 ,
νπD
ϵ
= 8,408 · 10−4 .
D
Από την τρίτη δοκιμή προκύπτει ότι f ′ = 0,01978. Η διαφορά πλέον είναι αμε-
λητέα και μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η ζητούμενη διάμετρος,
D0 , για τη μεταφορά νερού σύμφωνα με τις προδιαγραφές της άσκησης είναι

D0 = 33,3 cm.

Παράδειγμα 7.

Σωλήνας μήκους 30 m διαρρέεται από σταθερή παροχή Q = 70 m3 /h.


Για το σωλήνα αυτό βρέθηκε ότι οι γραμμικές απώλειες hf = 25 m. Εάν
η τραχύτητα του σωλήνα, ϵ, και το κινηματικό ιξώδες του ρευστού, ν,
ισούνται με 0,0002 cm και 1,15 · 10−6 m2 /s αντίστοιχα, υπολογίστε τη
διάμετρο του σωλήνα.

Η ζητούμενη διάμετρος, D, θα υπολογιστεί από τη σχέση των Darcy-Weisbach,


( ) 2
L U
hf = f , (6.5.2)
D 2g
από όπου με απλή εποπτεία διαπιστώσουμε ότι τα μεγέθη f, D και U είναι
άγνωστα. Επειδή όμως είναι γνωστή η παροχή, από την εξίσωση συνέχειας
μπορούμε να γράψουμε
πD2 16Q2
Q=U ⇒ U2 = 2 4 . (6.5.3)
4 π D
Αντικαθιστώντας την έκφραση (6.5.3) στην εξίσωση (6.5.2) προκύπτει ότι
( ) ( )1/5
L 1 16Q2 8f LQ2 8LQ2
hf = f · = ⇒D= f ,
D 2g π 2 D4 gπ 2 D5 gπ 2 hf

249
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

και τότε
 ( )2 1/5
70 m3
 8 · 30 m · 
 3600 s 
D= f ⇒ D = 0,1303 · f 1/5 m. (6.5.4)
 9,81 m · π 2 · 25 m 
s2

Επειδή η εξίσωση (6.5.4) περιέχει δύο αγνώστους, χρησιμοποιούμε τη μέθοδο


των δοκιμών.
Δοκιμή 1 - Έστω f = 0,015. Βρίσκουμε τότε ότι:
D = 0,05626 m,
4Q
Re = = 3,828 · 105 , (6.5.5)
νπD
ϵ
= 3,555 · 10−5 .
D
Από το διάγραμμα Μoody, για το σύνολο των τιμών (6.5.5) παίρνουμε f ′ =
0,01424. Επειδή οι δύο τιμές των συντελεστών τριβής απέχουν μεταξύ τους,
επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία δοκιμών.
Δοκιμή 2 - Έστω f = 0,01424. Τότε
D = 0,05567 m,
4Q
Re = = 3,869 · 105 , (6.5.6)
νπD
ϵ
= 3,593 · 10−5 .
D
Από το διάγραμμα Moody, για το σύνολο των τιμών (6.5.6), f ′ = 0,01422. Θε-
ωρώντας τη διαφορά αυτή ικανοποιητική, μπορούμε τελικά να θέσουμε f =
0,01423 (παίρνοντας το μέσο όρο των δύο τιμών για το συντελεστή τριβής της
δοκιμής 2) και να υπολογίσουμε τη ζητούμενη διάμετρο του σωλήνα,
D = 0,1303 · (0,01423)1/5 = 0,05567 m.

Παράδειγμα 7.
Νερό κυκλοφορεί σε οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου 8 cm και συνολικού μή-
κους 40 m. Εάν ϵ = 0,046 mm, ∆P = 30000 P a, ν = 10−6 m2 /s και
γ = 9810 N /m3 , υπολογίστε την ογκομετρική παροχή του σωλήνα.

250
6.5 Λυμένα παραδείγματα

Χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι ο σωλήνας είναι οριζόντιος (z1 = z2 ) έχουμε

P1 P2 ∆P 30000 P a
= + hf ⇒ hf = = = 3,06 m
γ γ γ N
9810 3
m
όπου hf οι γραμμικές απώλειες,
( ) 2
L U
hf = f .
D 2g
Αντικαθιστώντας,
( )
40 m U2 m2
3,06 m = f m ⇒ f · U 2
= 0,12 . (6.5.7)
0,08 m
2 · 9,81 2 s2
s
Όπως στο προηγούμενο παράδειγμα, έχουμε μία εξίσωση με δύο αγνώστους,
οπότε εφαρμόζουμε τη μέθοδο των δοκιμών.
Δοκιμή 1 - Έστω f = 0,025. Τότε

0,12 m
U= = 2,19 ,
f s
UD (6.5.8)
Re = = 1,75 · 105 ,
ν
ϵ
= 0,000575.
D
Από τα αποτελέσματα (6.5.8) και χρησιμοποιώντας το διάγραμμα Moody βρί-
σκουμε ότι f ′ = 0,0195. Επειδή οι δύο τιμές των συντελεστών τριβής διαφέρουν
αρκετά μεταξύ τους, επαναλαμβάνουμε ξανά τη διαδικασία των δοκιμών.
Δοκιμή 2 - Έστω f = 0,0195. Αντικαθιστώντας βρίσκουμε

0,12 m
U= = 2,48 ,
f s
UD (6.5.9)
Re = = 1,98 · 105 ,
ν
ϵ
= 0,000575.
D
Από τα αποτελέσματα (6.5.9) και χρησιμοποιώντας ξανά το διάγραμμα Moody
βρίσκουμε ότι f ′ = 0,0193. Θεωρώντας τη διαφορά μεταξύ των δύο τιμών για
το συντελεστή τριβής μικρή, μπορούμε να θέσουμε f = 0,0194 και τότε
m
U = 2,49 .
s

251
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

Είμαστε πλέον σε θέση να υπολογίσουμε την ογκομετρική παροχή ως εξής

m 3,14 · (0,08 m)2 m3


Q = U A = 2,49 · ⇒ Q = 0,0125 .
s 4 s

Παράδειγμα 7.
Να υπολογιστεί ο συντελεστής τοπικών απωλειών για την περίπτωση από-
τομης διαστολής σωληνογραμμής όπως στο σχήμα.

Η εξίσωση Bernoulli συμπεριλαμ-


βανομένων των απωλειών μεταξύ U2 , P 2
των σημείων 1 και 2 γράφεται
U1 , P 1
U12 P1 U 2 P2
+ +z1 = 2 + +z2 +hm . D1 1 2 D2
2g γ 2g γ
Εκφράζοντας την παραπάνω εξί-
σωση ως προς τις τοπικές απώ-
λειες και υποθέτοντας ότι τα δυνα-
μικά ύψη των σημείων 1 και 2 είναι ίσα,

U12 − U22 P1 − P2
hm = + . (6.5.10)
2g γ
Συγκρίνοντας τις εξισώσεις (6.4.9) και (6.5.10) παρατηρούμε ότι για να εκφρά-
σουμε το συντελεστή τοπικών απωλειών συναρτήσει των γεωμετρικών χαρα-
κτηριστικών θα πρέπει να απαλείψουμε τις πιέσεις από την τελευταία εξίσωση.
Αυτό μπορεί να λάβει χώρα από την εξίσωση διατήρησης της ορμής μεταξύ των
διατομών 1 και 2. Πιο συγκεκριμένα,

F = ma = ṁU,

ή ισοδύναμα,
A ̸= 0
A ∆P = Q ∆U ===⇒ (P1 − P2 ) = ρ U2 (U2 − U1 ). (6.5.11)

252
6.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου

Συνδυάζοντας τέλος τις εξισώσεις (6.5.10) και (6.5.11) προκύπτει ότι

U12 U22 ρ U22 ρ U1 U2 U 2 U 2 ρ U1 U2


hm = − + − = 1 + 2 −
2g 2g γ γ 2g 2g γ
( ) [ ( ) ]
2
U12 U12 A1 U12 A1 U12 A1 2 A1
= + − = 1+ −2
2g 2g A2 g A2 2g A2 A2
( )
U2 A1 2
= 1 1− ,
2g A2

όπου χρησιμοποιήθηκε η εξίσωση συνέχειας U2 = U1 (A1 /A2 ), μεταξύ των


διατομών 1 και 2. Επομένως με απλή επισκόπηση προκύπτει ότι ο συντελεστής
τοπικών απωλειών, κ, για ροή σε απότομη διαστολή σωληνογραμμής δίνεται
από τη σχέση
( )
A1 2
κ= 1− .
A2
Άρα ο λόγος των δύο διατομών (όπου βέβαια A2 ≥ A1 ) καθορίζει και το συντε-
λεστή τοπικών απωλειών δίνοντας τις παρακάτω δύο οριακές τιμές:
U2
• A1 → A2 : στην περίπτωση αυτή κ ≈ 0 δίνοντας hm = κ → 0.
2g
Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν οι διατομές είναι ίσες οι τοπικές απώλειες
μηδενίζονται.
U2 U2
• A1 ≪ A2 : στην περίπτωη αυτή κ → 1 δίνοντας hm = κ → . Για
2g 2g
πολύ μεγάλες αλλαγές διατομής προκύπτει ότι η κινητική ενέργεια του
ρευστού μετατρέπεται ολόκληρη σε τοπικές απώλειες.

6.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου


5.1) Το φαινόμενο τριβής που εμφανίζεται στη διαστρωματοποίηση της ροής
ενός ρευστού ονομάζεται
A : τριβή,
B : βαρύτητα,
Γ : ιξώδες,
∆ : επιφανειακή τάση.
5.2) Ο αριθμός Reynolds εκφράζει το λόγο
A : της δύναμης άνωσης προς τη δύναμη αδράνειας,

253
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

B : της δύναμης ιξώδους προς τη δύναμη αδράνειας,


Γ : της δύναμης αδράνειας προς τη δύναμη ιξώδους,
∆ : της δύναμης άνωσης προς τη δύναμη βαρύτητας.
5.3) Επαναλάβετε τη θεωρητική μελέτη για τη συσχέτιση των συνεχών απω-
λειών με τη διατμητική τάση κατά τη ροή ασυμπίεστου ρευστού σε κυλινδρικό
αγωγό.
5.4) Αν ο αριθμός Reynolds είναι μικρότερος από 1500, τότε η ροή θεωρείται
A : στρωτή,
B : τυρβώδης,
Γ : μεταβατική.
5.5) Ποια είναι η επίδραση του αριθμού Reynolds στο συντελεστή τριβής για
τυρβώδη ροή;
A : ο συντελεστής τριβής μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός Reynolds,
B : ο συντελεστής τριβής αυξάνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός Reynolds,
Γ : ο συντελεστής τριβής παραμένει σταθερός και ανεξάρτητως της τιμής του
αριθμού Reynolds,
∆ : κανένα από τα παραπάνω.
5.6) Ο συντελεστής τριβής εξαρτάται από
A : την τραχύτητα του αγωγού,
B : τη διάμετρο του αγωγού,
Γ : τον αριθμό Reynolds,
∆ : όλα τα παραπάνω.
5.7) Πώς πρέπει να μεταβληθεί η διάμετρος ενός αγωγού για να διατηρηθούν
σταθερές οι συνεχείς απώλειες αν διπλασιαστεί η ταχύτητα ροής του ρευστού
σε αυτόν;
5.8) Ποια είναι η σωστή έκφραση για τον υπολογισμό των συνεχών απωλειών
hf όπως αυτή διατυπώθηκε από τους Darcy-Weisbach;
A : f (L2 /D) (U /2g),
B : f√2 (L/D) (U /g),
Γ : f (L/D) (U 2 /2g),
∆ : f (L/D) (U 2 /2g).
5.9) Ο συντελεστής τριβής για στρωτή ροή ισούται με
A : 46 Re−1 ,
B : 46 Re,
Γ : 64 Re−1 ,

254
6.6 Ερωτήσεις κεφαλαίου

∆ : 64 Re.
5.10) Σε ποια/ποιες από τις παρακάτω περιπτώσεις οι τοπικές απώλειες είναι
σημαντικές;
A : απότομη συστολή αγωγού,
B : απότομη διαστολή αγωγού,
Γ : βαλβίδες,
∆ : όλα τα παραπάνω.
5.11) Για τη χρησιμοποίηση του διαγράμματος Moody απαιτείται η γνώση των:
A : παροχής όγκου και ταχύτητας,
B : πίεσης και τραχύτητας,
Γ : αριθμού Reynolds και σχετικής τραχύτητας,
∆ : παροχής όγκου και αριθμού Reynolds.
5.12) Για τον υπολογισμό του συντελεστή τριβής f , υπάρχει μία πληθώρα ανα-
λυτικών και εμπειρικών εξισώσεων στη βιβλιογραφία, όπως αυτές των Blasis,
Colebrook και Swamee/Jain. Αναφέρετε το πεδίο εφαρμογής για κάθε μία από
τις τρεις αυτές εξισώσεις.
5.13) Η αντίσταση λόγω τριβής για ρευστά σε κίνηση είναι ανεξάρτητη της
πίεσης τόσο για στρωτή όσο και για τυρβώδη ροή. Σωστό ή λάθος;
5.14) Ένα ρευστό ρέει στο εσωτερικό δύο όμοιων αγωγών. Αν ο λόγος των
διαμέτρων τους είναι 1 : 2 και υποθέτοντας ότι η ταχύτητα είναι ίδια και στις
δύο περιπτώσεις, ο λόγος των αντίστοιχων συνεχών τους απωλειών θα είναι
A : 2 : 1,
B : 1 : 2,
Γ : 4 : 1,
∆ : 1 : 4.
5.15) Ένα ρευστό ρέει στο εσωτερικό δύο όμοιων αγωγών. Αν ο λόγος των
ταχυτήτων ισούται με U1 : U2 = 2 και ο λόγος των διαμέτρων D1 : D2 = 0,25
προκύπτει ότι
A : hf,1 : hf,2 = 2,
B : hf,1 : hf,2 = 0,5,
Γ : hf,1 : hf,2 = 0,25,
∆ : hf,1 : hf,2 = 1.
5.16) Εξηγήστε με σαφήνεια τα όρια Re → 0 και Re → ∞ στην αδιάστατη
έκφραση των εξισώσεων ορμής.

255
6 ΑΡΙΘΜΟΣ REYNOLDS ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΡΟΗΣ

5.17) Αναφέρετε περιπτώσεις όπου οι τοπικές απώλειες είναι σημαντικές και δεν
μπορούν να αμεληθούν.

6.7 Ασκήσεις κεφαλαίου


5.1) Νερό ρέει εντός κυλινδρικού σωλήνα διαμέτρου 110 mm και ταχύτητας
3,3 m/s. Υπολογίστε τον αριθμό Reynolds και εξετάστε αν η ροή αυτή είναι
στρωτή ή τυρβώδης.
5.2) Υγρό σταθερού ιξώδους µ = 0,08 P a·s ρέει σε σωλήνα διαμέτρου 100 mm.
Για ποια τιμή της παροχής όγκου λαμβάνει χώρα η μετάβαση από στρωτή σε
τυρβώδη ροή (Re = 2300); Εκφράστε την απάντησή σας σε lt/h.
5.3) Στη ρευστοδυναμική ορίζουμε ως μήκος αναπτυσσόμενης ροής ή μήκος εισό-
δου την απόσταση που απαιτείται για την πλήρη ανάπτυξη της ροής. Συνή-
θως συμβολίζεται με Le και δίνεται από τις ακόλουθες σχέσεις για στρωτή και
τυρβώδη ροή αντίστοιχα,

Le,σ Le,τ
= 0,058Re και = 4,4Re1/6 ,
D D
όπου D η διάμετρος του αγωγού. Υπολογίστε το μήκος εισόδου για υγρό πυ-
κνότητας 850 kg/m3 και κινηματικού ιξώδους ν = 0,00028 m2 /s που διαρέει
κυλινδρικό αγωγό με D = 70 mm αν Q = 0,015 m3 /s.
5.4) Για ποια νέα παροχή (σε lt/h) το μήκος εισόδου της παραπάνω άσκησης
θα ήταν ίσο με τη διάμετρο;
5.5) Αποδείξτε ότι, για στρωτή ροή, ο συντελεστής τριβής f δίνεται από την
απλή σχέση f = 64/Re.
5.6) Η εσωτερική διάμετρος μίας τυπικής ανιούσας αορτής κυμαίνεται μεταξύ
1,0 − 2,4 cm. Αν η μέγιστη ταχύτητα κατά τη διάρκεια του καρδιακού παλμού
είναι μεταξύ 25−285 cm/s, υπολογίστε τo εύρος του αριθμού Reynolds για ροή
σε ανιούσα αορτή, αν μία μέση τιμή για το δυναμικό ιξώδες του αίματος είναι
0,0035 P a · s.
5.7) Νερό κινηματικού ιξώδους 10−6 m2 /s και παροχής 0,0055 m3 /s ρέει σε
σωλήνα τραχύτητας 0,115 mm και διαμέτρου 18 cm. Υπολογίστε τις συνεχείς
απώλειες ανά 100 m σωλήνα.
5.8) Πετρέλαιο κινηματικού ιξώδους 2 mm2 /s ρέει σε σωλήνα 100 cm με μέση
ταχύτητα 0,5 m/s. Είναι η ροή στρωτή ή τυρβώδης;

256
6.7 Ασκήσεις κεφαλαίου

5.9) Υπολογίστε το συντελεστή τριβής για υγρό πυκνότητας 1000 kg/m3 και
κινηματικού ιξώδους 10−5 m2 /s που ρέει σε σωλήνα με D = 12 cm και ϵ =
0,0152 cm, αν η μέση ταχύτητα ροής είναι U = 1 m/s.
5.10) Μία εγκατάσταση αποτελείται από 24 πανομοιότυπα εξαρτήματα. Βρέ-
θηκε ότι το άθροισμα των τοπικών απωλειών είναι 190 mmHg. Αν η παροχή
ισούται με 1,57 m3 /h και η διάμετρος με D = 2 cm, υπολογίστε το συντελεστή
τοπικών απωλειών κ.
5.11) Ξεκινώντας από την εξίσωση των Darcy-Weisbach δείξτε ότι

1 Q2 f L
D5 = .
1,125 ghf

5.12) Αποδείξτε την ισοδυναμία των παρακάτω εξισώσεων για τον αριθμό Rey-
nolds σε αγωγό σταθερής διατομής

UD ρUD 4Q 4ṁ
Re = = = = .
ν µ νπD µπD

5.13) Αποδείξτε ότι για στρωτή ροή η πτώση πίεσης ανά μονάδα μήκους αγωγού
∆P /L δίνεται από τη σχέση
( )
∆P 128 µQ
= .
L π D4

5.14) Σε μια εγκατάσταση αποτελούμενη από έξι πανομοιότυπα εξαρτήματα


υπολογίστηκε ότι το άθροισμα των τοπικών απωλειών ισούται με 200 mmHg.
Αν η παροχή ισούται με 2000 lt/h και η διάμετρος του σωλήνα στην εγκατά-
σταση με 1′′ , υπολογίστε το συντελεστή τοπικών απωλειών κ.

257
7
Κεφάλαιο
ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

7.1 Εισαγωγή
Η υπόθεση της ιδεατής ροής που υιοθετήθηκε αρκετές φορές στο βιβλίο αυτό εί-
ναι μεν βολική καθώς μας επιτρέπει να μελετήσουμε πλήθος φαινομένων, αλλά
επιβάλλει συνθήκες ροής που πολλές φορές απέχουν σημαντικά από την πρα-
γματικότητα. Ένα ιδανικό ρευστό για παράδειγμα χαρακτηρίζεται από απου-
σία εσωτερικών τριβών και ως εκ τούτου δεν αναπτύσσει διατμητικές δυνά-
μεις κατά τη ροή του. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι μεταξύ κινούμενων
επιπέδων ροής ή μεταξύ αυτών και ακίνητων τοιχωμάτων δεν υπάρχουν τριβές.
Το συμπέρασμα αυτό όμως αντιβαίνει δύο βασικές εμπειρικές παρατηρήσεις.
Πρώτον, ότι τέτοιες ροές ολισθαίνουν ομαλά παρουσία στερεών σωμάτων και
δεύτερον ότι η υπολογιζόμενη αντίσταση σε ακίνητα σώματα λόγω της ροής εί-
ναι μηδενική. Από την εμπειρία γνωρίζουμε όμως ότι η ταχύτητα ελαττώνεται
όσο το ρευστό πλησιάζει τα τοιχώματα (και μηδενίζεται πάνω σε αυτά) και ότι η
αντίσταση λόγω της κίνησης του ρευστού έχει υπολογιστεί με μεγάλη ακρίβεια
και σίγουρα δεν ισούται με μηδέν.
Από τα προηγούμενα κεφάλαια όμως είναι ήδη γνωστό ότι η ιδιότητα που
ορίζει αν ένα ρευστό είναι ιδανικό ή αναπτύσσει εσωτερικές τριβές είναι η
συνεκτικότητα, η οποία ποσοτικοποιείται από το μέγεθος του ιξώδους. Επο-
μένως οι συνεκτικές ροές αναπτύσσουν διατμητικές τάσεις οι οποίες οδηγούν
σε βαθμιαία μεταβολή της ταχύτητας, από χαμηλές τιμές κοντά στα τοιχώματα
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

σε υψηλές τιμές μακριά από αυτά. Η εξάρτηση μεταξύ των διατμητικών τά-
σεων, τ , και της κλίσης της ταχύτητας κάθετα στη διεύθυνση της ροής, dU /dy,
εκφράζεται μαθηματικά από το νόμο ιξώδους του Newton

dU
τ =µ .
dy
Η σταθερά αναλογίας στην παραπάνω σχέση ονομάζεται δυναμικό ιξώδες και
αποτελεί μία μοριακή ιδιότητα του ρευστού. Αυτό οδήγησε τους μηχανικούς και
μαθηματικούς (με πρωτεργάτη το Γερμανό μηχανικό Prandtl1 ) στις αρχές του
εικοστού αιώνα στη διαπίστωση ότι οι απώλειες λόγω τριβής για ένα κινούμενο
ρευστό εμφανίζονται σε μία περιορισμένη περιοχή κοντά στο ακίνητο τοίχωμα
και ότι εκτός της περιοχής αυτής η ροή θεωρείται κατά προσέγγιση ιδανική. Ο
Prandtl επομένως κατηγοριοποίησε τη ροή στα εξής δύο μέρη:

• σε εκείνο στο οποίο η κλίση της ταχύτητας ως προς την απόσταση από
το τοίχωμα είναι μεγάλη, οι αναπτυσσόμενες διατμητικές τάσεις ισχυρές
και το ιξώδες επιδρά σημαντικά στο ροή και

• σε εκείνο όπου η ταχύτητα είναι σχεδόν σταθερή, οι αναπτυσσόμενες δια-


τμητικές τάσεις ασθενείς και η επίδραση της συνεκτικότητας αγνοείται.

Η περιοχή της ροής που ανήκει στην πρώτη κατηγορία είναι γνωστή ως οριακό
στρώμα (boundary layer) και αποτελεί το αντικείμενο μελέτης του παρόντος
κεφαλαίου.

7.2 Βασικές εξισώσεις οριακού στρώματος


Ας υποθέσουμε την περίπτωση ροής κατά μήκος μίας επίπεδης και ακίνητης
πλάκας, όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.1.2 Η ροή προσεγγίζει την πλάκα με στα-
θερή και παράλληλη ως προς την πλάκα ταχύτητα, U∞ . Είναι προφανές αφενός
ότι το οριακό στρώμα αρχίζει να αναπτύσσεται μόλις το ρευστό έρθει σε επαφή

1
Ο Ludwig Prandtl (1875-1953) ήταν Γερμανός μηχανικός που συνέβαλε καθοριστικά στη μαθη-
ματική θεμελίωση και ανάλυση πολλών εφαρμογών στη ρευστομηχανική και ιδιαίτερα στην
αεροδυναμική. Οι εργασίες του αποτέλεσαν ορόσημο για τη μελέτη του οριακού στρώματος,
των αεροτομών κ.ά.
2
Η μαθηματική θεμελίωση των βασικών εξισώσεων του οριακού στρώματος δεν απαιτεί την
θεώρηση συγκεκριμένης γεωμετρίας. Η υιοθέτηση όμως της επίπεδης πλάκας συνιστά την
πιο λογική επιλογή καθώς αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στη θεωρία του
οριακού στρώματος.

260
7.2 Βασικές εξισώσεις οριακού στρώματος

με την πλάκα και αφετέρου ότι η ανάπτυξη αυτή δεν είναι σταθερή αλλά εξαρτά-
ται από το χρόνο επαφής τους. Το οριακό στρώμα επομένως μεγαλώνει καθώς
το ρευστό ολισθαίνει πάνω στη πλάκα, καθώς όλο και περισσότερα σωματίδια
δέχονται τη δύναμη της διατμητικής τάσης από την πλάκα κατά την κίνηση
του ρευστού. Η ολίσθηση αυτή σχηματίζει μία μεταβλητή κατανομή ταχύτητας,
όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.1, ξεκινώντας από τη μηδενική τιμή στο τοίχωμα
(συνθήκη μη ολίσθησης) μέχρι την ταχύτητα της ελεύθερης ροής, U∞ , σε κά-
ποια απόσταση y από την πλάκα. Επειδή όμως η ταχύτητα στο οριακό στρώμα
τείνει σε αυτήν της ελεύθερης ροής ασυμπτωτικά, έχει επικρατήσει για πρα-
κτικούς λόγους το οριακό στρώμα να ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ της επι-
φάνειας της πλάκας και εκείνου του σημείου στη ροή του οποίου η ταχύτητα
ισούται με το 99% αυτής της ελεύθερης ροής. Η απόσταση αυτή ονομάζεται
πάχος του οριακού στρώματος και συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα δ.

y
U∞ U∞

Σχήμα 7.1: Πάχος οριακού στρώματος, δ, και κατανομή ταχύτητας σε επίπεδη πλάκα.

Επειδή το οριακό στρώμα δημιουργείται λόγω της συνθήκης μη ολίσθησης


περιμένουμε να έχει πάχος ίσο με το μηδέν στην αρχή (ή ισοδύναμα στο λεγό-
μενο σημείο προσβολής) της πλάκας. Η διατμητική δύναμη όμως που αναπτύσ-
σεται κατά την ολίσθηση του ρευστού πάνω σε αυτήν, επιβραδύνει όλο και πε-
ρισσότερα παρακείμενα στοιχεία του ρευστού οδηγώντας το οριακό στρώμα σε
συνεχή αύξηση του πάχους του. Αρχικά λοιπόν σχηματίζεται το στρωτό οριακό
στρώμα, το οποίο δημιουργείται με την εναπόθεση γειτονικών επιπέδων ροής. Η
ροή στην περιοχή αυτή είναι ομαλή και χωρίς αστάθειες. Καθώς όμως αυτή εξε-
λίσσεται, αρχίζουν να δημιουργούνται αστάθειες, η στρωτή ροή διαταράσσεται
και μεταβαίνουμε από το στρωτό οριακό στρώμα στο στρώμα μετάβασης. Οι
αστάθειες αυτές αυξάνουν μονότονα μέχρι όλο το πάχος του στρώματος να
οδηγηθεί σε τύρβη. Από το σημείο αυτό (που συνήθως ονομάζεται σημείο μετά-
βασης) και μετά ξεκινάει το τυρβώδες οριακό στρώμα.
Η ανάπτυξη των βασικών εξισώσεων του οριακού στρώματος έχει σαν αφε-

261
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

A B Γ

δ(x)
x
L

Σχήμα 7.2: Εξάρτηση του πάχους του οριακού στρώματος, δ, από το μήκος προσβολής στην
επίπεδη πλάκα, x. Το οριακό στρώμα χωρίζεται σε τρεις περιοχές: Α) στρωτό
οριακό στρώμα, B) στρώμα μετάβασης, Γ) τυρβώδες οριακό στρώμα. Για λόγους
ευκρίνειας το πάχος του οριακού στρώματος, δ, έχει μεγεθυνθεί.

τηρία την κατάλληλη αδιαστατοποίηση των εξισώσεων Navier-Stokes. Με τον


τρόπο αυτό είναι δυνατό να εισαγάγουμε ένα μέτρο σύγκρισης ως προς την
τάξη μεγέθους των διαφόρων όρων και να συμπεράνουμε ποιοί από αυτούς
έχουν μικρή συνεισφορά και μπορούν να αμεληθούν, απλοποιώντας την απαι-
τούμενη μαθηματική ανάλυση. Ορίζουμε τότε σαν το αδιάστατο πάχος του
οριακού στρώματος, δ ′ , τον λόγο δ/L σύμφωνα με το Σχήμα 7.2. Σημειώνεται
στο σημείο αυτό ότι για λόγους ευκρίνειας το πάχος του οριακού στρώματος
έχει μεγεθυνθεί. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ξεπερνάει το 1% με 2% της
αντίστοιχης απόστασης κατά τη διεύθυνση της ροής από την αρχή της πλά-
κας δίνοντας
δ
δ ′ = = O(0,01). (7.2.1)
L
Ακολουθώντας στη συνέχεια ανάλογη προσέγγιση με αυτήν που χρησιμοποιή-
θηκε για την αδιαστατοποίηση των εξίσωσεων Navier-Stokes στην ενότητα 6.3,
ορίζουμε τα ακόλουθα αδιάστατα μεγέθη
x y u v P
x′ = , y ′ = , u′ = , v′ = , P′ = 2
,
L L U∞ U∞ ρ U∞

και την αντίστοιχη τάξη μεγέθους που αντιπροσωπεύουν

x′ = O(1), y ′ = O(δ ′ ), u′ = O(1), v ′ = O(δ ′ ), P ′ = O(1). (7.2.2)

Το αποτέλεσμα (7.2.2) δίνει μία ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με τη συνεισφορά του


κάθε μεγέθους τόσο στην εξίσωση συνέχειας όσο και στις εξισώσεις Navier-

262
7.2 Βασικές εξισώσεις οριακού στρώματος

Stokes. Για διδιάστατη και μόνιμη λοιπόν ροή, η αδιάστατη έκφραση της εξίσω-
σης συνέχειας δίνει
∂u ∂v ∂ (u′ U∞ ) ∂ (v ′ U∞ ) ∂u′ ∂v ′
+ = + = + =0
∂x ∂y ∂ (x′ L) ∂ (y ′ L) ∂x′ ∂y ′
Επειδή όμως u′ /x′ = O(1)/O(1) = O(1) και v ′ /y ′ = O(δ ′ )/O(δ ′ ) = O(1),
προκύπτει ότι οι δύο αυτοί όροι είναι συγκρίσιμοι και επομένως πρέπει να συ-
μπεριληφθούν και οι δύο στην εξίσωση συνέχειας. Από την εξίσωση (6.3.4)
επίσης, γνωρίζουμε ότι η αδιάστατη έκφραση των εξισώσεων Navier-Stokes για
μόνιμη ροή γράφεται
( ) 1 ′2 ′
U′ · ∇′ U′ = −∇′ P ′ + ∇ U,
Re
όπου Re = U∞ L/ν, ή ισοδύναμα σε μορφή συνιστωσών
′ ′
( 2 ′ )
′ ∂u ′ ∂u ∂P ′ 1 ∂ u ∂ 2 u′
x: u ′
+v ′
=− ′ + + ,
∂x ∂y ∂x Re ∂x′ 2 ∂y ′ 2
′ ′
( 2 ′ )
′ ∂v ′ ∂v ∂P ′ 1 ∂ v ∂ 2v′
y: u ′
+v ′
=− ′ + + .
∂x ∂y ∂y Re ∂x′ 2 ∂y ′ 2
Θεωρώντας την x συνιστώσα μόνο και εξετάζοντας κάθε όρο ξεχωριστά έχουμε
ότι
∂u′ ′ ∂u
′ O(1) ′ O(1) ∂P ′ O(1)
u′ +v = O(1) +O(δ ) = O(1) και = = O(1).
∂x′ ∂y ′ O(1) O(δ ′ ) ∂x′ O(1)
Ο όρος της συνεκτικότητας απαιτεί περισσότερη προσοχή αφού
( 2 ′ )
∂ u ∂ 2 u′ O(1) O(1) O(1)

+ ′2 = + ′ ′

∂x 2 ∂y O(1) O(1) O(δ ) O(δ ) O(δ ′ 2 )
και επομένως ∂ 2 u′ /∂x′ 2 ≪ ∂ 2 u′ /∂y ′ 2 . Παρόλο τέλος που δεν γνωρίζουμε
εξαρχής την τάξη μεγέθους του αριθμού Re, μπορούμε να κάνουμε τη λογική
υπόθεση ότι ο όρος συνεκτικότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον της ίδιας τάξης
μεγέθους με τους υπόλοιπους όρους. Σε διαφορετική περίπτωση (αν δηλαδή
ήταν μικρότερης τάξης), το ιξώδες θα μπορούσε να αμεληθεί δίνοντας μη συνε-
κτική ροή, αναιρώντας με τον τρόπο αυτό το θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει
η συνεκτικότητα στην ανάπτυξη του οριακού στρώματος. Προκύπτει τότε ότι
ο αριθμός Re πρέπει να λαμβάνει μεγάλες τιμές αφού
( 2 ′ )
1 ∂ u ∂ 2 u′ 1 ∂ 2 u′ O(1)

+ ′
≈ ′
⇒ Re = .
Re ∂x 2 ∂y 2 Re ∂y 2 O(δ ′ 2 )

263
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Η αντίστοιχη προσέγγιση για την y συνιστώσα δίνει


∂v ′ ′ ∂v
′ O(δ ′ ) ′ O(δ )

u′ + v = O(1) + O(δ ) = O(δ ′ )
∂x′ ∂y ′ O(1) O(δ ′ )
και
( ) ( )
∂P ′ 1 ∂ 2v′ ∂ 2v′ ′ ′2 O(δ ′ ) O(δ ′ )
− ′ + + = O(δ ) + O(δ ) +
∂y Re ∂x′ 2 ∂y ′ 2 O(1) O(1) O(δ ′ ) O(δ ′ )
= O(δ ′ ) + O(δ ′ 3 ) + O(δ ′ ).
Μία άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ότι όλοι οι όροι της εξίσωσης ορμής
κατά την y διεύθυνση μπορούν να αμεληθούν ως προς τους όρους κατά την x
διεύθυνση, αφού οι πρώτοι έχουν τάξη μεγέθους το πολύ O(δ ′ ) ενώ οι δεύτεροι
ίση με O(1). Αμελώντας λοιπόν τον όρο dP /dy προκύπτει ότι P = P (x),
δηλώνοντας ότι προσεγγιστικά η πίεση στο εσωτερικό του οριακού στρώμα-
τος ισούται με την πίεση στην διεπιφάνεια αυτού με την ελεύθερη ροή. Για την
περιγραφή επομένως του διδιάστατου οριακού στρώματος αρκεί η επίλυση των
εξισώσεων συνέχειας και ορμής κατά την x διεύθυνση μόνο, σε συνδυασμο με
την επιλογή των κατάλληλων οριακών συνθηκών. Στην επόμενη ενότητα πα-
ρουσιάζεται η ροή σε επίπεδη πλάκα απουσία κλίσης πίεσης. Η ροή αυτή απο-
τελεί την απλούστερη περίπτωση ανάπτυξης οριακού στρώματος, μελετήθηκε
αρχικά από τον Prandtl και λύθηκε αριθμητικά από τον Blasius.3

7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα


7.3.1 Πάχος
Για τον υπολογισμό του πάχους του στρωτού οριακού στρώματος θα χρησιμο-
ποιηθούν οι παρακάτω παραδοχές:
• η ροή είναι μόνιμη ⇒ ∂/∂t = 0,
• το πάχος του οριακού στρώματος είναι μικρό, ή ισοδύναμα ο αριθμός
Reynolds είναι μεγάλος ⇒ ∂/∂x ≪ ∂/∂y και u ≫ v,
• η ταχύτητα και η πίεση κατά μήκος του άξονα x είναι σταθερές εκτός του
οριακού στρώματος ⇒ ∂U∞ /∂x = ∂P /∂x = 0.
3
O Paul Richard Heinrich Blasius, 1883-1970, ήταν Γερμανός φυσικός και ένας από τους
πρώτους μαθητές του Prandtl. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στη μηχανική των ρευστών
ήταν η μελέτη για το πάχος του στρωτού οριακού στρώματος και η εξάρτηση της αντίστα-
σης σε ροή λείων αγωγών από τον αριθμό Reynolds.

264
7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

Θεωρώντας διδιάστατη και ασυμπίεστη ροή, οι εξισώσεις συνέχειας και ορμής


παίρνουν αντίστοιχα τη μορφή
∂u ∂v
+ =0 (7.3.1)
∂x ∂y
και
∂u ∂u ∂2u
u +v = ν 2. (7.3.2)
∂x ∂y ∂y
Οι εξισώσεις (7.3.1) και (7.3.2) ορίζουν ένα σύστημα δύο εξισώσεων με δύο αγνώ-
στους, τις συνιστώσες της ταχύτητας u και v. Για να λυθεί το σύστημα αυτό
είναι απαραίτητο να ορίσουμε τις οριακές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες σε
οποιοδήποτε σημείο της πλάκας η ταχύτητα του ρευστού μηδενίζεται και όσο
απομακρυνόμαστε από αυτή, η ταχύτητα τείνει στην ταχύτητα της ελεύθερης
ροής, δίνοντας
u(x,0) = v(x,0) = 0,
u(x,y → ∞) → U∞ ,
u(0,y) = U∞ .
Εκφράζοντας τις παραπάνω συνθήκες συναρτήσει της ροϊκής συνάρτησης, Ψ,
όπως αυτή ορίζεται από τις εξισώσεις (3.7.2), προκύπτει ότι η μοναδική μη μη-
δενική συνιστώσα της ορμής γράφεται
∂Ψ ∂ 2 Ψ ∂Ψ ∂ 2 Ψ ∂3Ψ
− = ν , (7.3.3)
∂y ∂x∂y ∂x ∂y 2 ∂y 3
με τις αντίστοιχες οριακές συνθήκες να παίρνουν τη μορφή

Ψ(x,0) = 0,
∂y

Ψ(x,0) = 0,
∂x

Ψ(x,y → ∞) → U∞ .
∂y
Η εξίσωση (7.3.3) δεν έχει αναλυτική λύση σε κλειστή μορφή και επομένως
επιβάλλεται να λυθεί αριθμητικά, μετατρέποντας τη μερική διαφορική εξίσωση
σε συνήθη διαφορική. Ο μετασχηματισμός αυτός γίνεται με χρήση μεταβλητών
ομοιότητας και πιο συγκεκριμένα ορίζοντας την παρακάτω αδιάστατη μετα-
βλητή √
U∞
η=y , (7.3.4)
νx

265
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

καθώς και την αντίστοιχη αδιάστατη ροϊκή συνάρτηση

Ψ(x,y)
f (η) = √ . (7.3.5)
νxU∞
Αντικαθιστώντας στη συνέχεια την (7.3.5) στη μερική διαφορική εξίσωση (7.3.3)
προκύπτει μία ισοδύναμη διατύπωση συναρτήσει αποκλειστικά της f ως εξής
(βλέπε λυμένα παραδείγματα)

2f ′′′ + f f ′′ = 0, (7.3.6)

όπου f ′ = df /dη και


f ′ (0) = 0,
f (0) = 0,

f (∞) = 1.
Οι συνιστώσες της ταχύτητας τότε μπορούν να εκφραστούν ως προς την αδιά-
στατη ροϊκή συνάρτηση, f (η), σύμφωνα με

∂Ψ ∂Ψ ∂η √ U∞
u= = = f ′ νxU∞ · = f ′ U∞ ,
∂y ∂η ∂y νx

∂Ψ ∂Ψ ∂η 1 νU∞ ( ′ )
v=− =− = ηf − f .
∂x ∂η ∂x 2 x
Η εξίσωση (7.3.6) προτάθηκε από τον Blasius το 1908 ο οποίος την έλυσε χρησι-
μοποιώντας σειρές. Αρκετά χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1938 ο
Howarth υπολόγισε και τους τρεις όρους της (7.3.6) με πολύ μεγαλύτερη ακρί-
βεια και τα αποτελέσματά του παρουσιάζονται στον Πίνακα 7.1 για διάφορες
τιμές του συντελεστή η.
Από τον πίνακα αυτό προκύπτει ότι η συνθήκη u ≥ 0,99 U∞ ικανοποιείται
για η ≥ 5 και επομένως το πάχος του οριακού στρώματος δ σύμφωνα με την
εξίσωση (7.3.4) ισούται με √
νx
δ=5 . (7.3.7)
U∞
Αν τέλος ορίσουμε τον τοπικό αριθμό Reynolds, Rex , (τοπικό γιατί εξαρτάται
από τη θέση στην πλάκα) ως εξής

xU∞
Rex = ,
ν

266
7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

Πίνακας 7.1: Τιμές των συναρτήσεων f (η), f ′ (η) και f ′′ (η) για στρωτό οριακό στρώμα κατά
Howarth. Αναπαραγωγή από Σ. Τσαγγάρη, Μηχανική των Ρευστών, εκδόσεις
Συμεών.

η f (η) f ′ (η) f ′′ (η) η f (η) f ′ (η) f ′′ (η)

0,0 0,00000 0,00000 0,33206 4,2 2,49806 0,96696 0,05052

0,2 0,00664 0,06641 0,33199 4,4 2,69238 0,97587 0,03897

0,4 0,02656 0,13277 0,33147 4,6 2,88826 0,98269 0,02948

0,6 0,05974 0,19894 0,33008 4,8 3,08534 0,98779 0,02187

0,8 0,10611 0,26471 0,32739 5,0 3,28329 0,99155 0,01591

1,0 0,16557 0,32979 0,32301 5,2 3,48189 0,99425 0,01134

1,2 0,23795 0,39378 0,31659 5,4 3,68094 0,99616 0,00793

1,4 0,32298 0,45627 0,30787 5,6 3,88031 0,99748 0,00543

1,6 0,42032 0,51676 0,29667 5,8 4,07990 0,99838 0,00365

1,8 0,52952 0,57477 0,28293 6,0 4,27964 0,99898 0,00240

2,0 0,65003 0,62977 0,26675 6,2 4,47948 0,99937 0,00155

2,2 0,78120 0,68132 0,24835 6,4 4,67938 0,99961 0,00098

2,4 0,92230 0,72899 0,22809 6,6 4,87931 0,99977 0,00061

2,6 1,07252 0,77246 0,20646 6,8 5,07928 0,99987 0,00037

2,8 1,23099 0,81152 0,18401 7,0 5,27926 0,99992 0,00022

3,0 1,39682 0,84605 0,16136 7,2 5,47925 0,99996 0,00013

3,2 1,56911 0,87609 0,13913 7,4 5,67924 0,99998 0,00007

3,4 1,74696 0,90177 0,11788 7,6 5,87924 0,99999 0,00004

3,6 1,92954 0,92333 0,09809 7,8 6,07923 1,00000 0,00002

3,8 2,11605 0,94112 0,08013 8,0 6,27923 1,00000 0,00001

4,0 2,30576 0,95552 0,06424 8,2 6,47923 1,00000 0,00001

267
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

το πάχος του οριακού στρώματος δέχεται την ακόλουθη ισοδύναμη μορφή,


x
δ = 5√ . (7.3.8)
Rex
Από την εξίσωση (7.3.8) προκύπτει ότι το πάχος μειώνεται όσο αυξάνει ο αριθ-
μός Reynolds και όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο σημείο προσβολής της πλά-
κας. Για παράδειγμα το πάχος του οριακού στρώματος νερού ταχύτητας U∞ =
1 m/s σε απόσταση 1 m από το σημείο προσβολής ισούται με
v
u
u −6 m2
u 10 ·1m
u s
δx = 1 m = 5 t m = 0,005 m = 5 mm.
1
s
Επομένως η έκταση του οριακού στρώματος στο παραπάνω παράδειγμα είναι
μικρή και αυτό είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό των οριακών στρωμάτων.
Παρόλα αυτά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε ροές ρευστών με μεγάλο ιξώ-
δες ή μικρών κλιμάκων και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αγνοούνται.

7.3.2 Πάχος μετατόπισης


Ένα από τα μειονεκτήματα όσο αφορά το πάχος του οριακού στρώματος εί-
ναι ο αυθαίρετος ορισμός του ως εκείνη η απόσταση από την επίπεδη πλάκα
στην οποία η ταχύτητα του ρευστού ισούται με το 99% της ταχύτητας ελεύ-
θερης ροής. Ο ορισμός αυτός δεν απορρέει ούτε υποστηρίζεται από κάποια
φυσική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η επιλογή αυτή δεν υπερτερεί έναντι άλλων
επιλογών, όπως για παράδειγμα ένας αντίστοιχος ορισμός για το πάχος του
οριακού στρώματος ως προς το 98% ή το 97% της ταχύτητας ελεύθερης ροής.

U∞ U∞
u = U∞ , µ = 0 u = u(y), µ ̸= 0

δ
δ1

(α) (β)

Σχήμα 7.3: Πάχος μετατόπισης, δ1 , σε επίπεδη πλάκα.

268
7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

Σε μία λοιπόν προσπάθεια να οριστούν παράμετροι που περιγράφουν καλύ-


τερα τα φυσικά χαρακτηριστικά του οριακού στρώματος, καθιερώθηκαν στη
βιβλιογραφία τα πάχη μετατόπισης και ορμής. Για να ορίσουμε το πάχος μετα-
τόπισης θεωρούμε τις δύο ροές του Σχήματος 7.3. Η ροή (α) χαρακτηρίζεται
από αμελητέα συνεκτικότητα διατηρώντας σταθερή κατανομή ταχύτητας, σε
αντίθεση με τη ροή (β) στην οποία η συνεκτικότητα και η συνθήκη μη ολίσθη-
σης στην πλάκα δημιουργούν το οριακό στρώμα. Προφανώς, για τη μέση ταχύ-
τητα, U , ισχύει ότι U α = U∞ και U β < U∞ . Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ένα
έλλειμα παροχής μάζας στη ροή (β) ως προς τη ροή (α). Ορίζουμε τότε σαν
πάχος μετατόπισης (displacement thickness) την εικονική ανύψωση της επίπεδης
πλάκας κατά δ1 έτσι ώστε οι παροχές στις δύο περιπτώσεις να είναι ίσες. Για
να ισχύει κάτι τέτοιο θα πρέπει οι παροχές διαμέσω των γραμμοσκιασμένων
επιφανειών να ισούται μεταξύ τους, δίνοντας
∫ ∞
δ1 b U∞ = (U∞ − u) bdy,
0

όπου b το πλάτος της πλάκας. Ορίζουμε τότε σαν πάχος μετατόπισης την πο-
σότητα ∫ ∞( )
u
δ1 = 1− dy,
0 U∞
η οποία σύμφωνα με την λύση του Blasius γράφεται
√ ∫ √
νx η1 [ ] νx
δ1 = 1 − f ′ (η) dη = [η1 − f (η1 )] ,
U∞ 0 U∞

όπου η1 οποιοδήποτε σημείο εκτός του οριακού στρώματος. Παρόλο που το


άνω όριο τίθεται στο άπειρο καθώς ο λόγος u/U∞ τείνει στη μονάδα ασυμπτο-
τικά, στην πραγματικότητα το όριο αυτό είναι οποιοδήποτε σημείο στο οποίο η
υπό ολοκλήρωση ποσότητα δεν συνεισφέρει ουσιαστικά στον υπολογισμό της
παροχής μάζας. Από τον Πίνακα 7.1 όμως παρατηρούμε ότι για η > 5 η δια-
φορά η − f (η) παραμένει σταθερή και ίση με 1,7208 δίνοντας τελικά για το
πάχος μετατόπισης ότι √
νx
δ1 = 1,7208 ,
U∞
ή ισοδύναμα ως προς τον τοπικό αριθμό Re,
x
δ1 = 1,7208 √ . (7.3.9)
Rex

269
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Συγκρίνοντας τέλος τις εξισώσεις (7.3.8) και (7.3.9), προκύπτει ότι το πάχος
μετατόπισης είναι περίπου τρεις φορές μικρότερο από το πάχος του οριακού
στρώματος καθώς
x
1,7208 √
δ1 Rex
= x ⇒ δ1 ≈ 0,35 δ.
δ 5√
Rex

7.3.3 Πάχος ορμής


Ένας επιπλέον δείκτης για την περιγραφή του οριακού στρώματος είναι το
πάχος ορμής (momentum thickness), δ2 ή Θ. Όπως και το πάχος μετατόπισης,
το πάχος ορμής εκφράζει το έλλειμα της ροής ορμής εξαιτίας της ύπαρξης του
οριακού στρώματος. Το έλλειμα αυτό ισούται με τη συνολική ροή της ορμής,
ṗσυν , αν δεν υπήρχε το οριακό στρώμα μείον την πραγματική ροή της ορμής,
ṗπρ , δίνοντας
dṗσυν − dṗπρ = dm (U∞ − u) ,
όπου dm = ρudy. Ολοκληρώνοντας το παραπάνω αποτέλεσμα προκύπτει το
συνολικό έλλειμα της ορμής. Το ζητούμενο επομένως πάχος, δ2 , της μετατοπι-
σμένης ομοιόμορφης ροής που χαρακτηρίζεται από την ίδια ποσότητα ορμής
εκφράζεται από την ακόλουθη εξίσωση
∫ ∞ ∫ ∞
2
ρU∞ δ2 = ρuU∞ dy − ρu2 dy,
0 0

ανά μονάδα πλάτους b της πλάκας, δίνοντας ότι


∫ ∞ ( )
u u
δ2 = 1− dy. (7.3.10)
0 U∞ U∞
Σύμφωνα με τη λύση του Blasius, η έκφραση (7.3.10) για το πάχος ορμής γρά-
φεται √ ∫
νx η1 ′ [ ]
δ2 = f (η) 1 − f ′ (η) dη.
U∞ 0
Το παραπάνω ολοκλήρωμα δεν λύνεται αναλυτικά και επιβάλλεται να λυθεί
αριθμητικά. Παρατηρώντας ότι για η ≥ 5 η τιμή της παραμέτρου f ′ (η) παρα-
μένει ουσιαστικά σταθερή, προκύπτει τελικά ότι

νx x
δ2 = 0,664 = 0,664 √ , (7.3.11)
U∞ Rex

270
7.3 Στρωτό οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

U∞ U∞
u = U∞ , µ = 0 u = u(y), µ ̸= 0

δ
δ2

(α) (β)

Σχήμα 7.4: Πάχος oρμής, δ2 , σε επίπεδη πλάκα.

ή ισοδύναμα ως προς το πάχος, δ,


x
0,664 √
δ2 Rex
= x ⇒ δ2 ≈ 0,133 δ.
δ 5√
Rex

7.3.4 Πάχος ενέργειας


Με εντελώς ανάλογο τρόπο ορίζουμε το πάχος ενέργειας (energy thickness), δ3 ,
σαν εκείνη την απόσταση μετρούμενη κάθετα από την επίπεδη πλάκα, η οποία
αντιστοιχεί στην ίδια απώλεια κινητικής ενέργειας που χαρακτηρίζει το συ-
νεκτικό ρευστό λόγω της ανάπτυξης του οριακού στρώματος. Μαθηματικά, η
συνθήκη αυτή περιγράφεται από την ακόλουθη εξίσωση

1 1 ∞ ( 2 )
2
ρU∞ bδ3 U∞ = ρub U∞ − u2 dy
2 2 0
και τότε ∫ ( )

u u2
δ3 = 1 − 2 dy.
0 U∞ U∞
Τέλος, σύμφωνα με την λύση του Blasius, το πάχος ενέργειας γράφεται
√ ∫
νx ∞ ′ [ ] x
δ3 = f (η) 1 − f ′ 2 (η) dη = 1,044 √ , (7.3.12)
U∞ 0 Rex
ή ισοδύναμα ως προς το πάχος του οριακού στρώματος
x
1,044 √
δ3 Rex
= x ⇒ δ3 ≈ 0,209 δ.
δ 5√
Rex

271
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

7.3.5 Διατμητική τάση


Η διατμητική τάση πάνω στην πλάκα μπορεί να υπολογιστεί από την εξίσωση
(1.8.3) δίνοντας

du d2 Ψ 2
U∞ d2 f 2
U∞
τ0 = µ = µ = µ √ = µ √ f ′′ (0).
dy y=0 dy 2 y=0 U∞ νx dη 2 η=0 U∞ νx
Χρησιμοποιώντας ισοδύναμα την έκφραση για τον τοπικό αριθμό Reynolds σύμ-
φωνα με την εξίσωση (7.3.8) και τον Πίνακα 7.1, προκύπτει ότι
µU∞ √
τ0 = 0,3321 Rex .
x
Η διατμητική τάση εξαρτάται επομένως από τη θέση x πάνω στην πλάκα και
για το λόγο αυτό συνήθως ονομάζεται τοπική διατμητική τάση. Ισοδύναμα, αυτή
μπορεί να εκφραστεί συναρτήσει του κινηματικού μέρους της ελεύθερης ροής,
1/2ρ U∞2 , ως εξής

1 2
µU∞ xU∞ ρ U∞
τ0 = 0,3321 √ 2
= 0,6642 √ , (7.3.13)
x Rex ν Rex
από όπου φαίνεται ότι μειώνεται μονότονα με την απόσταση x από το σημείο
προσβολής. Η διατμητική τάση είναι επίσης δυνατό να αδιαστατοποιηθεί ορί-
ζοντας τον τοπικό συντελεστή διατμητικής τάσης (friction coefficient), cf , συναρ-
τήσει του αριθμού Reynolds,
τ0 0,6642
cf = = √ . (7.3.14)
1 2 Rex
ρ U∞
2
Η αντίστοιχη διατμητική δύναμη γνωστή και ως οπισθέλκουσα δύναμη (drag
force), D, υπολογίζεται ολοκληρώνοντας τη σχέση (7.3.13) κατά μήκος μίας πλά-
κας μήκους L και πλάτους b
∫ L ∫ L√ 3 √
ν U∞
D=b τ0 dx = 0,3321 bρ dx = 0,6642 b U∞ 3 µρL. (7.3.15)
0 0 x
Τέλος, η παραπάνω διατμητική δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ορι-
στεί ο ολικός συντελεστής διατμητικής τάσης, Cf , για μία επιφάνεια εμβαδού A
ως εξής
D
Cf = . (7.3.16)
1 2
ρU A
2 ∞

272
7.4 Τυρβώδες οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η παραπάνω ανάλυση αναφέρεται στο στρωτό
οριακό στρώμα πάνω σε μία επίπεδη πλάκα απουσία κλίσης πίεσης. Τα αποτε-
λέσματα της ενότητας αυτής συμφωνούν αρκετά ικανοποιητικά με τα πειραμα-
τικά δεδομένα μέχρι το σημείο όπου το οριακό στρώμα αποκτά τυρβώδη χαρα-
κτηριστικά. Η δε μετάβαση του οριακού στρώματος από στρωτό σε τυρβώδες
λαμβάνει χώρα για οποιαδήποτε ροή και για όλα τα ρευστά, υποθέτωντας ότι
η πλάκα είναι αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Ο λόγος είναι ότι η τιμή του Rex
είναι ανάλογη της απόστασης x από το σημείο προσβολής της πλάκας και επο-
μένως θα υπάρξει αναπόφευκτα ένα σημείο σε αυτήν για το οποίο η τιμή του
Rex θα υπερβεί μία κρίσιμη τιμή Reκρ . Αν και η κρίσιμη αυτή τιμή δεν είναι
αυστηρά καθορισμένη, στις περισσότερες εφαρμογές που αφορούν παρόμοιες
γεωμετρίες λαμβάνεται ότι Reκρ = 5 · 105 .

7.4 Τυρβώδες οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα


Στη ενότητα αυτή θα συνοψίσουμε τις βασικές αρχές για τη μελέτη του τυρ-
βώδους οριακού στρώματος. Λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει το
τυρβώδες οριακό στρώμα, οι μεθοδολογίες που αναπτύχθηκαν είναι εμπειρικές
και για το λόγο αυτό στηρίζονται σε μία πληθώρα πειραματικών μετρήσεων.

7.4.1 Πάχος
Η βασική υπόθεση της προσέγγισης που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια είναι
ότι η κατανομή της ταχύτητας στο τυρβώδες οριακό στρώμα ακολουθεί τον
εκθετικό νόμο
u ( y )1/n
= , (7.4.1)
U∞ δ
με το μεταβλητό εκθέτη, n, να εξαρτάται από τον αριθμό Reynolds και να κυ-
μαίνεται εν γένει στο διάστημα 7 < n < 9. Για τον υπολογισμό του πάχους του
τυρβώδους οριακού στρώματος είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί η παραδοχή
του Prandtl, σύμφωνα με την οποία τα οριακά στρώματα που αναπτύσσονται
σε πλάκες και αγωγούς παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες και ως εκ τούτου
είναι δυνατό η ροή σε αγωγούς να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για τη μελέτη
της ροής σε πλάκες. Ξεκινώντας λοιπόν από την εξίσωση ορμής του οριακού
στρώματος σύμφωνα με τον von Kármán,4 προκύπτει η παρακάτω σχέση για
4
Ο Theodore von Kármán, 1881-1963, ήταν Ούγγρος μαθηματικός και μηχανικός που
ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ρευστομηχανική και καθιερώθηκε ως ένας από τους
βασικότερους εκπροσώπους της αεροναυπηγικής στον εικοστό αιώνα.

273
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

το πάχος του δ,5


7 dδ τ0
= .
72 dx ρU∞2

Η διατμητική τάση τ0 είναι συνάρτηση της θέσης x πάνω στην πλάκα και για
να υπολογιστεί ορίζουμε αρχικά τη διατμητική ταχύτητα ή ταχύτητα τριβής, uτ ,
ως εξής √
τ0
uτ = .
ρ
Συνδυάζοντας τις δύο παραπάνω εξισώσεις προκύπτει ότι
( )2
dδ 72 uτ
= . (7.4.2)
dx 7 U∞

Η ισοδύναμη αυτή έκφραση για το πάχος του τυρβώδους οριακού στρώματος


μπορεί να λυθεί αρκεί να υπολογιστεί μία έκφραση για τη διατμητική ταχύτητα
συναρτήσει ενός εκ των δύο μεταβλητών της εξίσωσης, δηλαδή των x ή δ(x).
Ξεκινώντας από την ακόλουθη εξάρτηση των δύο ταχυτήτων,
[
( )]1/8
ν 7
uτ = 0,15 u ,
y

και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (7.4.1) για n = 7 έχουμε


[ ( )] ( )1/8
y ν 1/8 7/8 ν
uτ = 0,15 U∞ ·
7
= 0,15 U∞ . (7.4.3)
δ y δ

Αντικαθιστώντας στη συνέχεια το αποτέλεσμα (7.4.3) στην εξίσωση (7.4.2) προ-


κύπτει τελικά ότι
( )1/4 ( )1/4
dδ 72 7/4 ν ν
= · 0,0225 U∞ = 0,2314 .
dx 7U∞2 δ U∞ δ

5
Η μαθηματική θεμελίωση της εξίσωσης (7.4.2) δεν συνάδει με τους σκοπούς του βιβλίου και
για το λόγο αυτό παραλείπεται.

274
7.4 Τυρβώδες οριακό στρώμα σε επίπεδη πλάκα

Ολοκληρώνοντας και θέτοντας δ(x = 0) = 0,


∫ δ ( ) ∫
ν 1/4 x
1/4
δ dδ = 0,2314 dx ⇒
0 U∞ 0
∫ ( ) ∫
4 δ ( 5/4 )′ ν 1/4 x
δ dδ = 0,2314 (x)′ dx ⇒
5 0 U∞ 0
( )1/4
ν
δ 5/4 = 0,2893 x⇒
U∞
( )
ν 1/5 4/5
δ = 0,371 x .
U∞
Εκφράζοντας το πάχος του οριακού στρώματος ως προς τη θέση πάνω στην
πλάκα όπως έγινε στην (7.3.8) βρίσκουμε ότι
δ
= 0,371Re−1/5
x . (7.4.4)
x
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι η εξίσωση (7.4.4) για το πάχος του οριακού στρώ-
ματος σε πλάκα ισχύει για αριθμούς Reynolds, Re ≤ 107 .

7.4.2 Υπολογισμός διατμητικής τάσης


Η διατμητική τάση μπορεί να υπολογιστεί από την εξίσωση ορισμού της ταχύ-
τητας τριβής και την (7.4.3) ως εξής
[ ( )1/8 ]2 ( )1/4
2 7/8 ν 2 ν
τ0 = ρuτ = ρ 0,15 U∞ = 0,0225 ρ U∞ . (7.4.5)
δ U∞ δ
Ως προς τη θέση στην πλάκα, η διατμητική τάση παίρνει τη μορφή
( ) [ ( ) ]−1/4
2 ν 1/4 ν 1/5 4/5
τ0 = 0,0225 ρ U∞ 0,371 x
U∞ U∞
( )
2 ν 1/5 −1/5
= 0,0288ρ U∞ x ,
U∞
δίνοντας την παρακάτω διατμητική δύναμη, Fτ , για πλάκα μήκους L και πλά-
τους b,
∫ L ( ) ∫
2 ν 1/5 L −1/5
Fτ = b τ0 dx = 0,0288 b ρ U∞ x dx
0 U∞ 0
( 9 )1/5 5/4
= 0,036 b ρ U∞ ν L .

275
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Βλέπουμε ότι όπως και στο στρωτό οριακό στρώμα, η αναπτυσσόμενη δύναμη
μηδενίζεται στο σημείο προσβολής και αυξάνεται με την ταχύτητα της ελεύθε-
ρης ροής και του μήκους της πλάκας.
Τέλος, όπως και στην περίπτωση της στρωτής ροής, ορίζουμε τον τοπικό και
μέσο συντελεστή διατμητικής τάσης ως εξής
( )1/5
ν
cf = 0,058 ,
U∞ x
( )1/5
ν
Cf = 0,072 .
U∞ L

Οι παραπάνω εκφράσεις μπορούν να εφαρμοστούν με ικανοποιητική ακρίβεια


για Re ≤ 107 . Επίσης έχει γίνει η θεώρηση ότι το τυρβώδες οριακό στρώμα
ξεκινάει από το σημείο προσβολής (ή ισοδύναμα ότι το μήκος του στρωτού
οριακού στρώματος είναι αμελητέο). Στην περίπτωση που το στρωτό οριακό
στρώμα δεν μπορεί να αμεληθεί, ο μέσος συντελεστής διατμητικής τάσης γρά-
φεται
( )1/5 ( )
ν ν
Cf = 0,072 −K , (7.4.6)
U∞ L U∞ L
όπου η τιμή της σταθερής παραμέτρου K εξαρτάται από τον κρίσιμο αριθμό
Reynolds, Reκρ , και ισούται με

K = 1700 για Reκρ = 5 · 105 ,


K = 1060 για Reκρ = 3 · 105 .

7.5 Συγκρίνοντας τα δύο οριακά στρώματα


Η προηγούμενη ανάλυση μελέτησε τις βασικές αρχές ανάπτυξης του στρωτού
και τυρβώδους οριακού στρώματος. Συγκρίνοντας τα πάχη των στρωμάτων
και τις αντίστοιχες αναπτυσσόμενες δυνάμεις όπως αυτές διατυπώνονται από
τις εξισώσεις (7.3.7) και (7.4.4), προκύπτει

νx
δσ = 5 ⇒ δσ ∝ x1/2 ,
U∞
( )
ν 1/5 4/5
δτ = 0,371 x ⇒ δτ ∝ x4/5 .
U∞

276
7.6 Λυμένα παραδείγματα

Από το παραπάνω αποτέλεσμα είναι προφανές ότι το οριακό στρώμα αυξάνει


γρηγορότερα στην τυρβώδη ροή (εκθέτης 0,8) σε σχέση με τη στρωτή (εκθέτης
0,5).
Για τις δυνάμεις τριβής επίσης προκύπτει ότι στην περίπτωση της τυρβώδους
ροής αυτές είναι μεγαλύτερες, αφού αποδεικνύεται ότι

Fσ 0,6642 b U∞ 3 µρL 1
= 1/5
∝ 0,3 ,
Fτ 9 ν)
0,036 b ρ (U∞ L5/4 U∞ L0,75

δίνοντας Fτ > Fσ .

7.6 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 1

Νερό ταχύτητας U∞ = 1 m/s και ιξώδους ν = 1,1·10−6 m2 /s ρέει επάνω


από πλάκα μήκους 3 m. Ποιο είναι το πάχος του στρωτού οριακού στρώ-
ματος στο σημείο όπου ο τοπικός αριθμός Reynolds ισούται με 3,6 · 105 ;

Στην άσκηση αυτή ζητείται το πάχος του οριακού στρώματος σε μία θέση x
πάνω στην πλάκα η οποία είναι άγνωστη. Μπορεί όμως να υπολογιστεί από
τον τοπικό αριθμό Reynolds (7.3.8). Έχουμε λοιπόν
2
3,6 · 105 · 1,1 · 10−6 m
Rex ν s = 0,396 m.
x= = m
U∞ 1
s
Aπό την εξίσωση (7.3.8) προκύπτει τότε ότι
5x 5 · 0,396 m
δ=√ = √ = 0,0033 m,
Rex 360 000
ή ισοδύναμα,
δ = 3,3 mm.

277
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Παράδειγμα 2
α) Ποια η τιμή της διατμητικής τάσης για τη θέση x που υπολογίστηκε
στην προηγούμενη άσκηση; β) Σε ποια νέα θέση πάνω στην πλάκα η τιμή
της διατμητικής τάσης θα διπλασιαστεί;

α) Από την εξίσωση (7.3.13) έχουμε ότι

1 1 kg ( m )2
2
ρ U∞ · 1000 3 · 1
τ0 = 0,6642 2√ = 0,6642 2 √m s = 0,55 P a.
Rex 360000
β) Από το προηγούμενο ερώτημα είναι προφανές ότι η διατμητική τάση θα
διπλασιαστεί όταν η τιμή του τοπικού αριθμού Reynolds γίνει τέσσερις φορές
μικρότερη και τότε √ √
τ0′ Rex x
=√ = = 2,
τ0 ′
Rex x′
δίνοντας
x 0,396 m
x′ = = ⇒ x′ = 0,099 m.
4 4

Παράδειγμα
Έστω επίπεδη πλάκα πάνω στην οποία ρέουν διάφορα ρευστά με σταθερή
ταχύτητα U∞ = 5 m/s. Υπολογίστε σε ποιο σημείο της πλάκας το οριακό
στρώμα θα γίνει τυρβώδες και το πάχος του στο σημείο αυτό για νερό και
μέλι.

Το οριακό στρώμα παραμένει στρωτό μέχρι εκείνο το σημείο της πλάκας, xκρ ,
για το οποίο ισχύει ότι
ν ν
xκρ = Reκρ = 5 · 105 .
U∞ U∞
Στο σημείο αυτό επίσης γνωρίζουμε από την εξίσωση (7.3.4) ότι το πάχος του
στρώματος ισούται με √
νxκρ
δκρ = 5 ,
U∞

278
7.6 Λυμένα παραδείγματα

Περίπτωση 1 - νερό: για νν = 1 · 10−6 m2 /s προκύπτει:

m2
1 · 10−6
xκρ, ν = 5 · 105 s = 0,1 m
m
5
s
και v
u
u m2
u 1 · 10−6 0,1 m
u s
δκρ, ν = 5t m = 0,00071 m.
5
s

Περίπτωση 2 - μέλι: για νµ = 7,36 · 10−5 m2 /s προκύπτει:

m2
7,36 · 10−5
xκρ, µ = 5 · 105 s = 7,36 m
m
5
s
και v
u
u m2
u 7,36 · 10−5 7,36 m
u s
δκρ, µ = 5t m = 0,052 m.
5
s
Η επίδραση επομένως της συνεκτικότητας όπως αυτή εκφράζεται από το ιξώ-
δες, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών
του οριακού στρώματος.

Παράδειγμα 3
Νερό ρέει σε επίπεδη πλάκα πλάτους 10 cm και μήκους 1 m. Αν U∞ =
1 m/s και η ροή είναι στρωτή, υπολογίστε τη διατμητική δύναμη, D, που
αναπτύσσεται πάνω στην πλάκα.

Θεωρώντας ότι ν = 10−6 m2 /s και ρ = 1000 kg/m3 για το νερό, βρίσκουμε


την παρακάτω τιμή για το δυναμικό του ιξώδες,

m2 kg kg
µ = ν · ρ = 10−6 · 1000 3 = 0,001 = 0,001P a · s.
s m m s2

279
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Η διατμητική τότε δύναμη ισούται με


√(
m )3 N kg
Fσ = 0,6642 · 0,1 m 1 · 0,001 2 s · 1000 3 · 1 m
s m m
√ √
N kg N2
= 0,06642 m 1 2
= 0,06642 m 1 2 = 0,06642 N.
ms m

Παράδειγμα
Αποδείξτε ότι η εξίσωση (7.3.3) γράφεται στην ισοδύναμη έκφρασή της
(7.3.6) χρησιμοποιώντας την αδιάστατη παράμετρο

U∞
η=y .
νx

Ξεκινώντας από την εξίσωση (7.3.3) για τη ροϊκή συνάρτηση


∂Ψ ∂ 2 Ψ ∂Ψ ∂ 2 Ψ ∂3Ψ
− 2
=ν 3
∂y ∂x∂y ∂x ∂y ∂y
και παρατηρώντας ότι
√ √
∂η 1 U∞ 1 η ∂η U∞ η
=− y 3/2
=− και = = ,
∂x 2 ν x 2x ∂y νx y
υπολογίζουμε τις μερικές παραγώγους ως εξής:

∂Ψ √ ∂η ∂f √ U∞ ∂f ∂f
• = νxU∞ = νxU∞ = U∞ = U∞ f ′ ,
∂y ∂y ∂η νx ∂η ∂η
∂2Ψ ∂ ′
• = (U f ′ ) = U ∂η ∂f = U η f ′′ ,
∞ ∞ ∞
∂y 2 ∂y ∂y ∂η y
( ) √
∂3Ψ ∂ η ′′ U∞ ∂η ∂f ′′ η 2 ′′′
• = U∞ f = U∞ = U∞ f ,
∂y 3 ∂y y νx ∂y ∂η y2
√ √
∂Ψ 1 U∞ ν √ ∂η ∂f 1 U∞ ν 1 νη
• = f + U∞ νx = (f − ηf ′ ) = (f − ηf ′ ),
∂x 2 x ∂x ∂η 2 x 2 y
∂2Ψ ∂ ∂η ∂f ′ U∞ ′′
• = (U∞ f ′ ) = U∞ =− ηf .
∂x∂y ∂x ∂x ∂η 2x

280
7.6 Λυμένα παραδείγματα

Αντικαθιστώντας τέλος όλα τα παραπάνω αποτελέσματα στην εξίσωση της


ροϊκής συνάρτησης προκύπτει ότι
( )
′ U∞ ′′ 1 νη ( ) η η2
U∞ f − ηf − f − ηf ′ U∞ f ′′ = νU∞ 2 f ′′′ ⇒
2x 2 y y y
1 η 2 1 η 2 ( ) η2
− νU∞ 2 ηf ′ f ′′ − νU∞ 2 f − ηf ′ f ′′ = νU∞ 2 f ′′′ ⇒
2 y 2 y y
1 1 ( )
− ηf ′ f ′′ − f − ηf ′ f ′′ = f ′′′ ,
2 2
δίνοντας 2f ′′′ + f f ′′ = 0 που αποτελεί και τη ζητούμενη εξίσωση.

Παράδειγμα 4
Σε πλάκα μήκους L = 1 m ρέει νερό ταχύτητας U∞ = 0,1 m/s και κινη-
ματικού ιξώδους ν = 10−6 m2 /s. Τι είδους ροή εκτελεί το ρευστό και με
τι ισούται το μέγιστο πάχος του οριακού στρώματος;

Το μέγιστο πάχος του οριακού στρώματος αναπτύσσεται στο τέλος της πλάκας
για x = L και ισούται με
5L
δL = √ ,
ReL
όπου
m
U∞ L 0,1 ·1m
ReL = = s = 100000,
ν −6
m2
10
s
δίνοντας στρωτή ροή. Το δε μέγιστο πάχος του οριακού στρώματος είναι τότε
5·1m
δL = √ = 0,0158 m = 15,8 mm.
100000

Παράδειγμα 5
Ξεκινώντας από την εξίσωση (7.3.16) εκφράστε το μέσο συντελεστή δια-
τμητικής τάσης συναρτήσει του αριθμού Reynolds.

281
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Έστω ορθογώνια πλάκα διαστάσεων b×L. Η διατμητική δύναμη γράφεται τότε


√ √
3 µρL = 0,6642 bLU 2
µρ
D = 0,6642 b U∞ ∞
U∞ L
√ 2
2 µ 0,6642 Aρ U∞
= 0,6642 Aρ U∞ = 1/2
,
ρ U∞ L ReL
αφού
ρ U∞ L
ReL = .
µ
Ο μέσος συντελεστής διατμητικής τάσης, Cf , τελικά δέχεται την κάτωθι ισοδύ-
ναμη έκφραση,
2
0,6642 Aρ U∞
1/2
Fσ ReL 1,3284
Cf = = = .
1 1 ReL
1/2
ρU2 A ρU2 A
2 ∞ 2 ∞

Παράδειγμα 6
Μία πλάκα μήκους 0,8 m διαρρέεται από νερό ταχύτητας U∞ = 13 m/s
και κινηματικού ιξώδους ν = 1,1 · 10−6 m2 /s. Υπολογίστε το μέγιστο
πάχος του οριακού στρώματος.

Από τη σχέση (7.4.4) για x = L καθώς εκεί εμφανίζεται το μέγιστο πάχος προ-
κύπτει
L
δL = 0,371 1/5 ,
ReL
όπου
m
U∞ L 13 · 0,8 m
s
2 = 9,455 · 10 < 10 .
6 7
ReL = =
ν m
1,1 · 10−6
s
Αντικαθιστώντας,
0,8 m
δL = 0,371 = 0,0119 m = 11,9 mm.
(9,455 · 106 )1/5

282
7.6 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 7
Υπολογίστε το μέσο συντελεστή διατμητικής τάσης αν αέρας κινηματικού
ιξώδους 1,55 · 10−5 m2 /s και πυκνότητας 1,225 kg/m3 ρέει με ταχύτητα
11 m/s σε πλάκα μήκους 3 m. Υποθέστε ότι Reκρ = 5 · 105 .

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν το μήκος του στρωτού


οριακού στρώματος πρέπει να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του μέσου συ-
ντελεστή διατμητικής τάσης. Έχουμε λοιπόν ότι
m2
νRκρ 1,55 · 10−5 5 · 105
xκρ = = s = 0,705 m.
U∞ m
11
s
Είναι επομένως προφανές ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί το στρωτό οριακό στρώμα
και επομένως η εξίσωση (7.4.6) γράφεται
( )1/5 ( )
ν ν
Cf = 0,072 − 1700
U∞ L U∞ L
  1/5  
−5 m2 −5 m2
 1,55 · 10 s   1,55 · 10 s 
= 0,072 
 m
 − 1700 
  m


11 ·3m 11 ·3m
s s
= 0,072 · 0,0542 − 1700 · 4,697 · 10−7 = 0,0031.

Παράδειγμα
Έστω επίπεδη πλάκα 2 m σε μήκος. Αν διαρρέεται από νερό κινηματικού
ιξώδους ν = 10−6 m2 /s, πυκνότητας ρ = 1000 kg/m3 και ταχύτητας
U∞ = 0,15 m/s μόνο από την πάνω επιφάνειά του, υπολογίστε τα πάχη
δ, δ1 και δ2 . Αν το πλάτος της πλάκας ισούται με 1,5 m υπολογίστε την
οπισθέλκουσα δύναμη, D.

Η μέγιστη τιμή του αριθμού Re εμφανίζεται για x = L και ισούται με


m
U∞ L 0,15 · 2 m
Rex=L = = s = 3 · 105 < Reκρ = 5 · 105
ν m 2
10−6
s

283
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

δίνοντας στρωτό οριακό στρώμα σε όλη την έκταση της πλάκας. Χρησιμοποι-
ώντας τότε τις εξισώσεις (7.3.8), (7.3.9) και (7.3.12) αντίστοιχα προκύπτει
L 2m
δ(x = L) = 5 √ =5√ = 0,0183 m,
ReL 3 · 105

L 2m
δ1 (x = L) = 1,7208 √ = 1,7208 √ = 0,0063 m,
ReL 3 · 105
L 2m
δ2 (x = L) = 0,664 √ = 0,664 √ = 0,0024 m.
ReL 3 · 105
Βλέπουμε επομένως ότι το πάχος του οριακού στρώματος δεν ξεπερνά το 1% του
μήκους της πλάκας. Η οπισθέλκουσα δύναμη επίσης υπολογίζεται με χρήση της
εξίσωσης (7.3.15) δίνοντας
kg m
2 bL
ρ U∞ 1000 3 · 0,152 · 1,5m · 2m
D = 0,6642 √ = 0,6642 m √ s = 0,082 N.
ReL 3 · 105

7.7 Ερωτήσεις κεφαλαίου


6.1) Ο πρώτος ορισμός του αεροδυναμικού οριακού στρώματος έγινε από τον
Prandtl, τον Reynolds ή τον Bernoulli;
6.2) Ως πάχος οριακού στρώματος ορίζουμε την κάθετη απόσταση μεταξύ του
τοιχώματος και εκείνου του σημείου στο οποίο η ταχύτητα ισούται με το 99%
της ταχύτητας της ελεύθερης ροής. Σωστό ή λάθος;
6.3) Αν αυξηθεί το ιξώδες ενός ρευστού, το πάχος του αντίστοιχου οριακού
στρώματος θα
A : αυξηθεί,
B : ελαττωθεί,
Γ : παραμείνει το ίδιο.
6.4) Λόγω των φαινόμενων συνεκτικότητας, το πάχος του στρωτού οριακού
στρώματος αυξάνεται μονότονα με την απόσταση από το σημείο προσβολής
της πλάκας. Η δε μετάβαση στο τυρβώδες οριακό στρώμα εξαρτάται αποκλει-
στικά από το ιξώδες και το ειδικό βάρος του ρευστού και όχι από τον αριθμό
Reynolds. Σωστό ή λάθος;
6.5) Αν αυξηθεί η ταχύτητα της ελεύθερης ροής U∞ , το πάχος του οριακού
στρωμάτος θα

284
7.7 Ερωτήσεις κεφαλαίου

A : αυξηθεί,
B : ελαττωθεί,
Γ : παραμείνει το ίδιο,
∆ : δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε.
6.6) Το μέγεθος που ανθίσταται στην παραμόρφωση ενός υγρού υπό την επί-
δραση μίας διατμητικής δύναμης είναι
A : η πυκνότητα,
B : το ειδικό βάρος,
Γ : η πίεση,
∆ : το ιξώδες.
6.7) Για ποια τιμή του αριθμού Reynolds λαμβάνει χώρα η μετάβαση από το
στρωτό στο τυρβώδες οριακό στρώμα (γνωστή και ως κρίσιμη τιμή αριθμού
Reynolds);
6.8) Ποιο είναι το πάχος του οριακού στρώματος στο σημείο προσβολής της
πλάκας;
6.9) Το πάχος του στρωτού οριακού στρώματος ως προς την απόσταση από το
σημείο προσβολής της πλάκας δίνεται από την εξίσωση
1/2
A : δ/x = 5/Rex ,
−1/2
B : δ/x = 5/Rex ,
Γ : δ/x = 5/Re2x ,
∆ : δ/x = 5/Re−2x .

6.10) Εξηγήστε γιατί το πάχος του τυρβώδους οριακού στρώματος αυξάνει γρη-
γορότερα από το πάχος του στρωτού οριακού στρώματος.
6.11) Το πάχος του τυρβώδους οριακού στρώματος δίνεται από την εξίσωση
A : δ/x = 0,371Re5x ,
B : δ/x = 0,371Re−5
x ,
1/5
Γ : δ/x = 0,371Rex ,
−1/5
∆ : δ/x = 0,371Rex .
6.12) Κατά μήκος του οριακού στρώματος οι κλίσεις της ταχύτητας είναι πολύ
μικρές. Σωστό ή λάθος;
6.13) Τι είναι το στρώμα μετάβασης και πού εμφανίζεται;
6.14) Γράψτε τη διαφορική εξίσωση που προτάθηκε από τον Blasius το 1908 με-
ταξύ της αδιάστατης παραμέτρου η και της επίσης αδιάστατης ροϊκής συνάρ-

285
7 ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

τησης f . Προσπαθήστε να εξηγήσετε τη φυσική σημασία του κάθε όρου της


εξίσωσης αυτής.

7.8 Ασκήσεις κεφαλαίου


6.1) Αέρας κινηματικού ιξώδους 1,4 · 10−5 m2 /s ρέει πάνω από πλάκα μήκους
4 m. Αν υποθέσουμε τυρβώδη ροή σε όλη την έκταση της πλάκας, υπολογίστε
τη μέγιστη τιμή του πάχους του οριακού στρώματος για ταχύτητα ελεύθερης
ροής ίση με 8 m/s.
6.2) Ξεκινώντας από τη γνωστή σχέση για το πάχος του οριακού στρώματος
( )1/5
ν
δ = 0,371 x4/5
U∞

αποδείξτε την εξίσωση (7.4.4).


6.3) Υγρό ιξώδους ν = 10−5 m2 /s και πυκνότητας 900 kg/m3 ρέει σε πλάκα μή-
κους 2 m. Αν η ταχύτητα ελεύθερης ροής ισούται με 10 cm/s, βρείτε το πάχος
του οριακού στρώματος και την τιμή της διατμητικής τάσης στο μέσον της πλά-
κας.
6.4) Δείξτε ότι για το στρωτό οριακό στρώμα η κατανομή της ταχύτητας σε
πλάκα με μηδενική κλίση πίεσης δίνεται από τη σχέση
u y( y)
= 2− .
U∞ δ δ
Επιβεβαιώστε το αποτέλεσμα αυτό θέτοντας y = 0 και y = δ.
6.5) Η κατανομή της ταχύτητας για τυρβώδες οριακό στρώμα είναι δυνατό να
εκφραστεί από την κάτωθι έκφραση

u ( y )1/7
= .
U∞ δ
Χρησιμοποιώντας την κατανομή αυτή με την αντίστοιχη για το στρωτό (βλέπε
προηγούμενη άσκηση), συγκρίνετε τα πάχη των οριακών στρωμάτων και σχε-
διάστε ένα ποιοτικό διάγραμμα του πάχους ως προς το μήκος της πλάκας.
6.6) Νερό ρέει σε πλάκα μήκους 2,2 m με ταχύτητα U∞ = 12 m/s. Υποθέτο-
ντας τυρβώδες οριακό στρώμα σε όλο το μήκος της πλάκας, υπολογίστε την
διατμητική ταχύτητα uτ για ρ = 998 kg/m3 και ν = 9,8 · 10−5 m2 /s.

286
7.8 Ασκήσεις κεφαλαίου

6.7) Η κίνηση μίας σφαίρας μέσα σε ένα ρευστό μελετήθηκε από τον Stokes το
1851, ο οποίος απέδειξε ότι το δυναμικό ιξώδες του ρευστού μπορεί να υπολογι-
στεί σύμφωνα με την παρακάτω σχέση
( )
2 2 γσϕ − γυ
µ= r ,
9 U

όπου γσϕ και γυ τα ειδικά βάρη της σφαίρας και του υγρού αντίστοιχα, r η
ακτίνα της σφαίρας και U η σταθερή της ταχύτητα. Σε ένα λοιπόν πείραμα για
τον υπολογισμό του ιξώδους άγνωστου υγρού βρέθηκε ότι γσϕ = 11000 kp/m3 ,
γυ = 1300 kp/m3 , r = 0,01 m και U = 3 m/s. Με τι ισούται το δυναμικό
ιξώδες του άγνωστου υγρού;

287
8
Κεφάλαιο
ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

8.1 Εισαγωγή
Στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου αναπτύχθηκαν οι βασικές έννοιες της
μηχανικής των ρευστών για ασυπίεστες ροές. Από το πρώτο όμως κεφάλαιο
γνωρίζουμε ότι κανένα ρευστό (και κατ’ επέκταση υλικό σώμα) δεν γίνεται
να είναι απόλυτα ασυμπίεστο καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε άπειρη ταχύτητα
διάδοσης των διαταραχών στο εσωτερικό του. Επειδή όμως δεν είναι δυνατό μία
διαταραχή να διαδίδεται ακαριαία σε ένα σώμα ανεξαρτήτως σύστασης και με-
γέθους, είναι σημαντικό να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τις σχέσεις που
περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο διαδίδεται μία διαταραχή σε ένα ρευστό.
Στο κεφάλαιο λοιπόν αυτό εγκαταλείπουμε τη θεώρηση της ασυμπιεστότητας
και εισάγουμε την έννοια της συμπιεστής ροής.
Ο όρος αυτός έχει μεγαλύτερη εφαρμογή στα αέρια αφού αυτά περιγράφο-
νται από μικρότερες τιμές του μέτρου ελαστικότητάς τους, μπορεί όμως εξίσου
να εφαρμοστεί και στα υγρά. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι
στα υγρά, η ταχύτητα διάδοσης μίας διαταραχής είναι πολύ μεγαλύτερη από
την αντίστοιχη ταχύτητα της ροής, σε αντίθεση με τα αέρια στα οποία η ταχύ-
τητα μίας διαταραχής μπορεί να είναι συγκρίσιμη αν όχι μικρότερη αυτής της
ροής οδηγώντας σε υπερηχητικές ροές. Η διάκριση μίας ροής σε ασυμπίεση ή
συμπιεστή και σε υποηχητική (subsonic) ή υπερηχητική (supersonic) ορίζεται
σύμφωνα με την τιμή του αριθμού Mach, M , όπως φαίνεται στο Σχήμα 8.1. Μία
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

M = 0,3
Ασυμπίεστη ροή Συμπιεστή ροή
Αριθμός Mach
Υποηχητική ροή Υπερηχητική ροή
M =1

Σχήμα 8.1: Διάκριση ροής σύμφωνα με την τιμή του αριθμού Mach.

επιπλέον διάκριση των ροών με βάση τον αριθμό Mach είναι η ακόλουθη:
• 0,8 < M < 1,2 → διηχητική ροή (transonic flow),
• 5 < M → υπερυπερηχητική ροή (hypersonic flow).
Σημειώνεται ότι όλες οι ροές για M > 0,3 θεωρούνται συμπιεστές αναδεικνύ-
οντας την ανάγκη μελέτης και κατανόησης τέτοιων ροών στη μηχανική των
ρευστών.

8.2 Ταχύτητα του ήχου


Έστω αγωγός ο οποίος περιέχει αέριο πίεσης, P , θερμοκρασίας, T , και πυκνό-
τητας, ρ, σε ηρεμία. Κάποια χρονική στιγμή παράγεται στο εσωτερικό του αγω-
γού μία ασθενής διαταραχή μέσω μίας διάταξης (όπως ένα έμβολο) η οποία
μεταδίδεται από αριστερά προς τα δεξιά με ταχύτητα, v, όπως φαίνεται στο
Σχήμα 8.2 (α). Η διάδοση της διαταραχής προκαλεί μεταβολή στην ταχύτητα
του ρευστού κατά ∆u, οδηγώντας σε μη μόνιμο πεδίο ροής. Αν συμβολίσουμε
με κ τα ρευστομηχανικά μεγέθη που περιγράφουν τη ροή (πίεση, θερμοκρα-
σία, πυκνότητα), η διάδοση της διαταραχής στο ρευστό οδηγεί σε μεταβολή
των μεγεθών αυτών σε κ + ∆κ. Για να είμαστε όμως σε θέση να μελετήσουμε
το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να μετατρέψουμε την παραπάνω μη μόνιμη ροή
σε μόνιμη. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μεταβαίνοντας από
το σύστημα αναφοράς του ακίνητου ρευστού (Σχήμα 8.2 (α)) σε εκείνο της
ακίνητης διαταραχής (Σχήμα 8.2 (β)), μέσω των γνωστών μετασχηματισμών
του Γαλιλαίου. Ένας παρατηρητής τότε που ”ταξιδεύει” με τη διαταραχή, κα-
ταγράφει το ρευστό να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από
δεξιά προς τα αριστερά, με ταχύτητα U = −v. Ορίζοντας στη συνέχεια τον
όγκο ελέγχου ως προς το ακίνητο επίπεδο της διαταραχής στο Σχήμα 8.2 (β)
και εφαρμόζοντας την διατήτηση της μάζας διαμέσω αυτού προκύπτει ότι
A (ρ + ∆ρ) (∆u − v) = ρ (−v) A,

290
8.2 Ταχύτητα του ήχου

κ + ∆κ κ κ + ∆κ κ
v
U = ∆u U =0 U = ∆u − v U = −v

(α) (β)

Σχήμα 8.2: Διάδοση διαταραχής σε συμπιεστό ρευστό. Σύστημα αναφοράς ως προς το


ακίνητο ρευστό (αριστερά) και σύστημα αναφοράς κινούμενο με τη διαταραχή
(δεξιά).

όπου A το εμβαδό της διατομής του αγωγού. Βλέπουμε δηλαδή ότι η διάδοση
της διαταραχής μεταβάλλει την ταχύτητα του ρευστού κατά
∆ρ
∆u = v . (8.2.1)
ρ + ∆ρ
Από το παραπάνω αποτέλεσμα είναι φανερό ότι για ασυμπίεστα ρευστά (∆ρ =
0) η διάδοση της διαταραχής δεν επηρεάζει την ταχύτητα ροής (∆u = 0).
Επιπλέον, εφαρμόζοντας την εξίσωση ορμής έχουμε

A (P + ∆P ) − AP = Aρ v 2 − A (ρ + ∆ρ) (∆u − v)2

και αμελώντας διαφορικά μεγαλύτερης τάξης,

∆P = 2 ρ v ∆u − v 2 ∆ρ. (8.2.2)

Αντικαθιστώντας στη συνέχεια την εξίσωση (8.2.1) στην εξίσωση (8.2.2) προκύ-
πτει ότι η ταχύτητα διάδοσης της διαταραχής, v, ισούται με
( )
2 ∆P ∆ρ
v = 1+ . (8.2.3)
∆ρ ρ
Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η διαταραχή δημιουργεί απειροστές
μεταβολές στα ρευστομηχανικά μεγέθη, ∆ρ/ρ → dρ/ρ → 0, δημιουργώντας
ένα ηχητικό κύμα ταχύτητας

dP
c= ,

291
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

γνωστή ως ταχύτητα του ήχου. Επειδή οι μεταβολές αυτές είναι πολύ μικρές,
υποθέτουμε ότι το αέριο υπόκεινται αντιστρεπτή μεταβολή καθώς αλληλεπιδρά
με το κύμα. Θεωρώντας επιπλέον ότι η μεταφορά θερμότητας είναι αμελητέα,
μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η συνολική διαδικασία αντιστοιχεί
σε ισεντροπική μεταβολή, δίνοντας τον ακόλουθο ισοδύναμο ορισμό για την
ταχύτητα του ήχου √
∂P
c= . (8.2.4)
∂ρ s

Για ιδανικά αέρια όμως που υπόκεινται σε ισεντροπικές μεταβολές γνωρίζουμε


ότι
P dP P
= σταθερό ⇒ = γ = γ RT, (8.2.5)
ργ dρ ρ
χρησιμοποιώντας την καταστατική εξίσωση των αερίων. Το μέγεθος R εκφρά-
ζει την παγκόσμια σταθερά των αερίων και ο συντελεστής γ τον λόγο της
ειδικής θερμοχωρητικότητας υπό σταθερή πίεση, cp , προς την ειδική θερμοχω-
ρητικότητα υπό σταθερό όγκο, cv , δηλαδή
cp
γ= .
cv
Αντικαθιστώντας το αποτέλεσμα (8.2.5) στην εξίσωση (8.2.4), ο γενικός ορισμός
για την ταχύτητα του ήχου δέχεται την ακόλουθη έκφραση

c = γRT , (8.2.6)

από όπου προκύπτει ότι η ταχύτητα του ήχου στα ιδανικά αέρια εξαρτάται από
την τετραγωνική ρίζα της θερμοκρασίας τους.
Από το πρώτο κεφάλαιο τέλος γνωρίζουμε ότι το μέτρο ελάστικότητας, E,
εκφράζει την ικανότητα ενός ρευστού να συμπιέζεται. Μεγάλα μέτρα ελαστι-
κότητας επομένως χαρακτηρίζουν ρευστά που συμπιέζονται δύσκολα. Χρησι-
μοποιώντας τότε την εξίσωση (1.9.2) μπορούμε να γράψουμε,
√ √
dP E
c= = . (8.2.7)
dρ ρ

Από το αποτέλεσμα (8.2.7) είναι προφανές ότι τα ρευστά που χαρακτηρίζο-


νται από απόλυτη ασυμπιεστότητα είναι εκείνα που έχουν άπειρο μέτρο ελα-
στικότητας και κατά συνέπεια άπειρη ταχύτητα διάδοσης του ήχου σε αυτά.
Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο, καθώς καμία φυσική διεργασία δεν μπορεί να

292
8.3 Γραμμές Mach και κώνος Mach

μεταδίδεται με ταχύτητα μεγαλύτερη της ταχύτητας του φωτός στο κενό. Όλα
επομένως τα υλικά είναι εν μέρει συμπιεστά και είναι αδύνατο να δημιουργή-
σουμε ένα υλικό του οποίου ο όγκος δεν θα μεταβάλλεται για οποιαδήποτε με-
ταβολή πίεσης που ασκείται σε αυτό.

8.3 Γραμμές Mach και κώνος Mach


Έστω διαταραχή από ακίνητη πηγή όπως φαίνεται στο Σχημα 8.3. Αν η ταχύ-
τητα διάδοσης της διαταραχής αυτής ισούται με c, τα μέτωπά της θα σχηματί-
ζουν ομόκεντρους κύκλους ακτίνας c ∆ti για κάθε χρονική στιγμή ti . Αξίζει να
σημειωθεί ότι η σφαιρική συμμετρία που αναπτύσσεται στην περίπτωση αυτή
ισχύει μόνο για διάδοση σε ισοθερμοκρασιακό πεδίο, καθώς όπως φαίνεται
από την εξίσωση (8.2.6) η διαταραχή διαδίδεται γρηγορότερα σε υψηλότερες
θερμοκρασίες διαταράσσοντας τη συμμετρία.

c∆t2
c∆t1
x

z c∆t3

Σχήμα 8.3: Μετάδοση μετώπου διαταραχής ταχύτητας c ακίνητης πηγής σε διάφορες


χρονικές στιγμές ∆t1 < ∆t2 < ∆t3 .

Τί γίνεται όμως στην περίπτωση που η σημειακή πηγή κινείται σε ακίνητο


αέριο ή ισοδύναμα όταν ένα αέριο ρέει καθώς διέρχεται από μία ακίνητη ση-
μειακή πηγή; στην περίπτωση που η πηγή κινείται με ταχύτητα μικρότερη της
ταχύτητας του ήχου, όπως φαίνεται στο Σχήμα 8.4 (α), παρατηρείται συμπύ-
κνωση των κυματικών μετώπων κατά τη κατεύθυνση μετάδοσης της πηγής και
αραίωση κατά την αντίθετη κατεύθυνση. Ανεξαρτήτως όμως του μέτρου της
ταχύτητας αυτής, οι σφαιρικές επιφάνειες παραμένουν πάντα η μία μέσα στην

293
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

άλλη, ορίζοντας την υποηχητική ροή. Στο όριο v = c, τα κύματα πίεσης1


εφάπτονται σε ένα επίπεδο κάθετο στη ροή που διέρχεται από την κινούμενη
πηγή και ονομάζεται κύμα Mach (Mach wave). Τα μέτωπα του κύματος δηλαδή
δεν προηγούνται της κινούμενης πηγής και η ροή γίνεται ηχητική. Όταν η τα-
χύτητα της πηγής υπερβεί την ταχύτητα του ήχου, όπως φαίνεται στο Σχήμα
8.4 (β), η ροή γίνεται υπερηχητική και τα μέτωπα του κύματος σχηματίζουν
τις λεγόμενες γραμμές Mach (Mach lines) (αξονικές γραμμές μονής τελείας). Οι
γραμμές αυτές με τη σειρά τους σχηματίζουν με τον άξονα των x την γωνία
Mach (Mach angle), α, σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση
c 1
α= = . (8.3.1)
v M
Άπειρες τέλος γραμμές Mach σχηματίζουν ένα κώνο με την στιγμιαία θέση της

y y
v<c v>c
c∆t3 c∆t3
c∆t2
c∆t2 α
c∆t1
c∆t1
x x
x1 = v (∆t)
x2 = v (2∆t)
z x1 z
x2 v ∆t v ∆t v ∆t
(α) (β)

Σχήμα 8.4: Ηχητικό πεδίο από κινούμενη σημειακή πηγή: (α) ταχύτητα πηγής μικρότερη από
την ταχύτητα του ήχου και (β) ταχύτητα πηγής μεγαλύτερη από την ταχύτητα
του ήχου, σχηματίζοντας έναν κώνο Mach από άπειρες γραμμές Mach (αξονικές
γραμμές μονής τελείας).

πηγής να ορίζει την κορυφή του, γνωστός σαν κώνος Mach (Mach cone). Μία
άμεση συνέπεια των υπερηχητικών ροών είναι ότι η σημειακή πηγή δεν μπορεί
να ακουστεί εξωτερικά του κώνου Mach, καθώς τα κύματα πίεσης δεν προλαβαί-
νουν να διαδοθούν εκτός των γραμμών Mach. Η περιοχή αυτή ονομάζεται ζώνη
1
Οι έννοιες μέτωπο κύματος και κύμα πίεσης είναι ισοδύναμες και χρησιμοποιούνται
εναλλακτικά.

294
8.4 Φαινόμενο Doppler

σιωπής (zone of silence). Αντιθέτως, εσωτερικά του κώνου η διαταραχή έχει προ-
φανώς διαδωθεί και γίνεται αντιληπτή από έναν παρατηρητή μέσα σε αυτόν.
Η περιόχη αυτή ονομάζεται ζώνη δράσης (zone of action). Ένα αεροπλάνο δη-
λαδή που κίνειται με ταχύτητα μεγαλύτερη της ταχύτητας του ήχου δεν θα γίνει
ηχητικά αντιληπτό από έναν παρατηρητή στην επιφάνεια, μέχρι το αεροπλάνο
να τον έχει προσπεράσει και ο κώνος Mach να επεκταθεί στην περιοχή του
παρατηρητή.

8.4 Φαινόμενο Doppler


Η συμπύκνωση των κυματικών μετώπων κατά τη κατεύθυνση μετάδοσης της
πηγής που αναφέρθηκε παραπάνω οδηγεί σε μεταβολή της συχνότητας τους
όπως την αντιλαμβάνεται ένας παρατηρητής σε σχετική κίνηση με αυτήν. Από
την κυματική θεωρία γνωρίζουμε ότι το μήκος, λ, και η συχνότητα, f , ενός κύ-
ματος συνδέονται με την απλή σχέση2
c = λ f,
όπου c η ταχύτητα διάδοσης του εκπεμπόμενου κύματος. Στην περίπτωση όμως
που η πηγή κινείται ως προς έναν ακίνητο παρατηρητή A όπως φαίνεται στο
Σχήμα 8.5, τα εκπεμπόμενα κύματα χαρακτηρίζονται από μικρότερο μήκος κύ-
ματος ως προς τον παρατηρητή, από αυτό που θα είχαν αν η πηγή ήταν ακίνητη.
Η μεταβολή αυτή μπορεί να περιγραφεί μαθηματικά αν ορίσουμε τον χρόνο
τ σαν τον χρόνο που απαιτείται για την εκπομπή δύο διαδοχικών κυμάτων.
Δύο φαινόμενα λαμβάνουν τότε χώρα ταυτόχρονα στο χρόνο αυτό. Το αμέσως
προηγούμενο μέτωπο κύματος θα έχει κινηθεί προς τα δεξιά απόσταση ίση με
λ και η πηγή θα έχει επίσης μετατοπιστεί προς την ίδια κατεύθυνση κατά ένα
διάστημα ίσο με v τ . Η πραγματική δηλαδή απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών
μετώπων κύματος λ′ θα ισούται με
λ′ = λ − v τ.
Η συχνότητα επομένως που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής, f ′ , περιγράφεται
από τη σχέση
c c
f′ = ′ = .
λ λ − vτ
2
Ορίζουμε σαν μήκος κύματος την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών μέγιστων (κορυφών) ή
ελάχιστων (κοιλάδων) ενός κύματος. Ο δε ρυθμός της επαναληψιμότητας ενός κύματος στη
μονάδα του χρόνου αποτελεί τη συχνότητα του κύματος. Προφανώς τα δύο αυτά μεγέθη είναι
αντιστρόφως ανάλογα, καθώς μικρό μήκος κύματος σημαίνει μεγαλύτερη επαναληψιμότητα
της διαταραχής στη μονάδα του χρόνου και επομένως υψηλότερη συχνότητα.

295
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

v=0 v
A A

λ λ′
(α) Ακίνητη πηγή (β) Κινούμενη πηγή

Σχήμα 8.5: Μέτωπα κύματος από ακίνητη (α) και κινούμενη σημειακή πηγή (β) ως προς
έναν ακίνητο παρατηρητή A.

Αναδιατάσσοντας τους όρους της παραπάνω εξίσωσης προκύπτει,


 
(c) 1 1 
f′ = ⇒ f′ = f  v . (8.4.1)
λ 1 1−
1−v c
λf

Στην οριακή περίπτωση που v → c έχουμε ότι f ′ → ∞ περιγράφοντας ουσι-


αστικά εφαπτόμενα μέτωπα κύματος όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση
του κύματος Mach που αναφέρθηκε προηγουμένως. Κατά εντελώς ανάλογο
τρόπο, όταν η πηγή απομακρύνεται από τον παρατηρητή, λ′ = λ + v τ , δί-
νοντας  
1
f′ = f  
v . (8.4.2)
1+
c
Η παρατηρούμενη αυτή μεταβολή στη συχνότητα του ήχου που εκπέμπεται
από μία κινούμενη πηγή ως προς έναν παρατηρητή ονομάζεται φαινόμενο Do-
pler (Doppler effect). Συνδυάζομτας τέλος τις εξισώσεις (8.3.1), (8.4.1) και (8.4.2)
προκύπτει η ακόλουθη ισοδύναμη σχέση
( )
′ 1
f =f ,
1∓M

αναγάγοντας τον αριθμό Mach σε μία πολύ σημαντική ποσότητα για την περι-
γραφή της κυματικής διάδοσης σε ρευστά.

296
8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου

8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου


8.5.1 Επίδραση διατομής αγωγού
Στην ενότητα αυτή θα μελετήσουμε την αδιαβατική και αντιστρεπτή (δηλαδή
ισεντροπική) ροή ενός ιδανικού αερίου διαμέσω αγωγού μεταβλητής διατομής.
Αν και τα πραγματικά αέρια αναπτύσσουν απώλειες κατά τη ροή τους και ως
εκ τούτου υπόκεινται σε μη αντιστρεπτές μεταβολές, είναι δυνατό να προσεγγι-
στούν ως σχεδόν ισεντροπικές υπό κατάλληλες συνθήκες. Έστω λοιπόν μόνιμη
και μονοδιάστατη3 ροή αερίου που ρέει σε αγωγό μεταβλητής διατομής. Από
την εξίσωση (4.1.2) γνωρίζουμε ότι η παροχή μάζας

ṁ = ρ U A,

είναι σταθερή κατά μήκος του αγωγού. Σύμφωνα με το Σχήμα 8.6 τότε μπορούμε

ρ + dρ
ρ
U EE U + dU
A
A + dA

Σχήμα 8.6: Ισεντροπική ροή αερίου σε αγωγό μεταβλητής διατομής και ισοζύγιο μάζας δια-
μέσω της επιφάνειας ελέγχου, EE.

να γράψουμε ότι

ρ U A = (ρ + dρ) (U + dU ) (A + dA) .

Αμελώντας διαφορικά μεγαλύτερης τάξης, το παραπάνω αποτέλεσμα δέχεται


την ισοδύναμη έκφραση
dρ dU dA
+ + = 0. (8.5.1)
ρ U A
Η επίδραση της πυκνότητας γίνεται πλέον προφανής καθώς για συμπιεστά ρευ-
στά συνεισφέρει με ακριβώς τον ίδιο τρόπο όπως η ταχύτητα και η διατομή. Η
3
Στην πραγματικότητα μία τέτοια ροή θεωρείται ”ημί-μονοδιάστατη” καθώς τα ρευστομηχα-
νικά μεγέθη που περιγράφουν τη ροή είναι ομοιόμορφα σε κάθε σημείο του πεδίου αλλά η
διατομή του αγωγού μεταβάλλεται.

297
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

συνεισφορά αυτή μπορεί να εκφραστεί με έναν ισοδύναμο τρόπο θεωρώντας


τη μη συνεκτική και μόνιμη ροή ενός ροϊκού στοιχείου όπως παρουσιάστηκε
στην ενότητα 4.3.2. Εφαρμόζοντας το δεύτερο νόμο του Newton κατά μήκος
μίας γραμμής ροής αποδείχτηκε ότι
1
ρ dU 2 + dP + ρ g dz = 0.
2
Θεωρώντας στη συνέχεια ότι η μεταβολή στη δυναμική ενέργεια είναι αμελητέα
σε σχέση με τους υπόλοιπους όρους,
dU dP c2 dρ 1 dρ
=− 2 =− 2 =− 2 , (8.5.2)
U ρU U ρ M ρ
χρησιμοποιώντας την εξίσωση (8.2.4) για την ταχύτητα του ήχου σε ισεντρο-
πική μεταβολή αερίου. Συνδυάζοντας στη συνέχεια τις εξισώσεις (8.5.1) και
(8.5.2) προκύπτει ότι, ( )
dU U 1
= (8.5.3)
dA A M2 − 1
Ανάλογα με το είδος της ροής διακρίνουμε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις.
1) Υποηχητική ροή: στην περίπτωση αυτή το δεξιό μέλος της (8.5.3) είναι αρνη-
τικό δίνοντας dU /dA < 0. Συγκλίνοντες αγωγοί επομένως οδηγούν τη ροή σε
επιτάχυνση ενώ αποκλίνοντες αγωγοί σε επιβράδυνση, δίνοντας μία συσχέτιση
μεταξύ ταχύτητας και διατομής ανάλογη με αυτή των ασυμπίεστων ρευστών.
2) Υπερηχητική ροή: στην περίπτωση αυτή M > 1 και από την εξίσωση (8.5.3)
έχουμε ότι dU /dA > 0. Το αποτέλεσμα αυτό οδηγεί στο φαινομενικά παράδοξο
συμπέρασμα ότι η ταχύτητα μίας υπερηχητικής ροής στην μικρότερη διατομή
του αγωγού θα είναι η ελάχιστη δυνατή. Επίσης, ένας αποκλίνων αγωγός θα
επιταχύνει τη ροή προκαλώντας την αντίθετη ροϊκή συμπεριφορά από αυτήν
που παρατηρείται για ασυμπίεστη και υποηχητική ροή.
3) Ηχητική ροή: στην περίπτωση όπου M = 1 σε κάποια θέση x0 στον αγωγό,
το δεξιό μέλος της εξίσωσης (8.5.3) απειρίζεται δίνοντας

dU
→ ∞.
dx x0
Επειδή προφανώς το παραπάνω αποτέλεσμα δεν έχει φυσική σημασία θα πρέ-
πει αναγκαστικά να ισχύει επίσης ότι

dA
= 0.
dx x0

298
8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου

Βλέπουμε δηλαδή ότι ηχητική ροή λαμβάνει χώρα σε περιοχές του αγωγού που
παρουσιάζουν τοπικό ακρότατο στο εμβαδό διατομής. Στο Σχήμα 8.7 παρου-
σιάζονται οι δύο πιθανές περιπτώσεις αγωγών μεταβλητής διατομής. Σε ένα
αποκλίνοντα - συγκλίνοντα αγωγό όπως στο Σχήμα 8.7α, αν η ροή στην είσοδο
ήταν υποηχητική θα οδηγούσε σε ελάττωση της ταχύτητας καθιστώντας το
ηχητικό όριο μη πραγματοποιήσιμο. Αν επίσης η ροή στην είσοδο ήταν υπερη-
χητική, ο αποκλίνων αγωγός θα επιτάχυνε τη ροή καθιστώντας ξανά το ηχητικό
όριο αδύνατο. Βλέπουμε δηλαδή ότι δεν είναι δυνατό ο αριθμός Mach να γίνει
ίσος με τη μονάδα σε ένα τοπικό μέγιστο μίας επιφάνειας. Στην περίπτωση

Ροή Ροή

x0 x0
(α) Αποκλίνων - συγκλίνων αγωγός (β) Συγκλίνων - αποκλίνων αγωγός

Σχήμα 8.7: Επίτευξη ηχητικής ροής σε δύο διαφορετικούς τύπους αγωγών.

που το αέριο διέρχεται από ένα συγκλίνοντα - αποκλίνοντα αγωγό όπως στο
Σχήμα 8.7β, το όριο M = 1 είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί και για τα δύο
είδη ροών εισόδου. Πιο συγκεκριμένα, για υποηχητική ροή στην είσοδο το
συγκλίνων τμήμα του αγωγού θα επιταχύνει τη ροή, ενώ για υπερηχητική ροή
στην είσοδο το συγκλίνων τμήμα θα την επιβραδύνει. Είναι επομένως προφανές
ότι το ηχητικό όριο είναι δυνατό να λάβει χώρα μόνο στο τοπικό ελάχιστο της
διατομής ενός αγωγού. Η διατομή αυτή ονομάζεται κρίσιμη διατομή και η ροή
στην κρίσιμη διατομή είναι στραγγαλισμένη (choked flow). Τα δε αντίστοιχα
μεγέθη που την περιγράφουν ονομάζονται κρίσιμα ρευστομηχανικά μεγέθη και
συμβολίζονται με έναν αστερίσκο σαν άνω δείκτης, δηλαδή P ∗ , ρ∗ , T ∗ και A∗
όταν M ∗ = 1.

8.5.2 Μεγέθη ανακοπής και ο αριθμός Mach


Για την περιγραφή δυναμικών συστημάτων είναι πολλές φορές απαραίτητη η
μελέτη καταστάσεων ή σημείων ισορροπίας. Οι καταστάσεις αυτές ορίζονται
ως εκείνα τα σημεία για τα οποία u = v = w = 0 και στη ρευστομηχανική ονο-
μάζονται σημεία ανακοπής (stagnation points). Κατά εντελώς ανάλογο τρόπο

299
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

με προηγουμένως, τα ρευστομηχανικά μεγέθη στα σημεία ανακοπής ονομάζο-


νται μεγέθη ανακοπής (ή ολικά μεγέθη) και η τιμή τους ισούται με εκείνη την
τιμή που αποκτάει το εκάστοτε μέγεθος καθώς το ρευστό φέρεται σε ηρεμία
μέσω μίας ισεντροπικής διεργασίας στο αντίστοιχο σημείο ανακοπής. Στις
επόμενες ενότητες θα μελετηθούν μερικά από τα βασικότερα ρευστομηχανικά
και θερμοδυναμικά μεγέθη ανακοπής.

8.5.2.1 Ενθαλπία ανακοπής


Στην ενότητα 4.4.2.1 όπου αναλύθηκε η μόνιμη ροή σε ένα σταθερό όγκο ελέγ-
χου, αποδείχτηκε ότι όταν ένα ρευστό υπόκεινται σε μία μεταβολή από μία θερ-
μοδυναμική κατάσταση 1 σε μία κατάσταση 2 ικανοποιείται η εξίσωση (4.4.7),
δηλαδή
[ 2 ]
U2 − U12
Qκ − Ẇα = ṁ
˙ + g(z2 − z1 ) + (h2 − h1 ) .
2

Αν η μεταβολή αυτή λάβει χώρα αδιαβατικά (απουσία δηλαδή συναλλαγής θερ-


μότητας) και χωρίς παραγωγή ή κατανάλωση έργου το παραπάνω αποτέλεσμα
γράφεται
U12 U2
+ h1 = 2 + h2 ,
2 2
αγνοώντας τους όρους της δυναμικής ενέργειας. Μία άμεση συνέπεια του απο-
τελέσματος αυτού είναι ότι κατά μήκος μίας γραμμής ροής στην οποία ισχύουν
οι παραπάνω προϋποθέσεις, η ποσότητα U 2 /2 + h παραμένει σταθερή και ίση
με την ενθαλπία που αντιστοιχεί στο σημείο ανακοπής της ροής, h0 , δίνοντας

U2
h0 = h + . (8.5.4)
2
Επειδή η ενθαλπία h0 αντιστοιχεί στο σημείο ανακοπής, ονομάζεται ενθαλπία
ανακοπής (stagnation enthalpy) ή ολική ενθαλπία (total enthalpy).

8.5.2.2 Θερμοκρασία ανακοπής


Κατά εντελώς αναλόγο τρόπο, στην περίπτωση ιδανικού αερίου η ειδική θερ-
μοχωρητικότητα υπό σταθερή πίεση ισούται με
( )
∂h
cp = ,
∂T P

300
8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου

δίνοντας
U2 U2
cp T0 = cp T + =⇒ T0 = T + . (8.5.5)
2 2 cp
Η θερμοκρασία T0 ονομάζεται θερμοκρασία ανακοπής (stagnation temperature)
ή ολική θερμοκρασία (total temperature) και μπορεί να εκφραστεί ως προς τον
αριθμό Mach με τη βοήθεια των γνωστών σχέσεων

cp − cv = R και cp = γcv ,

από όπου προκύπτει ότι


γR
cp = . (8.5.6)
γ−1
Αντικαθιστώντας το αποτέλεσμα (8.5.6) στην (8.5.5),
( )
γ−1 2 T0 γ−1 2
T0 = T 1 + U =⇒ =1+ M , (8.5.7)
2T γR T 2

όπου c η ταχύτητα του ήχου σύμφωνα με τη σχέση (8.2.6). Είναι προφανές επο-
μένως ότι η θερμοκρασία ανακοπής, T0 , είναι μεγαλύτερη της στατικής θερμο-
κρασίας, T , και εξαρτάται από τον αριθμό Mach του ρέοντος ρευστού.

8.5.2.3 Πίεση ανακοπής


Σε περίπτωση που η ροή είναι ισεντροπική αποδεικνύεται (βλέπε λυμένα πα-
ραδείγματα) ότι η πίεση και η θερμοκρασία του ρευστού ικανοποιούν την ακό-
λουθη σχέση
P γ−1
= σταθερό.

Για την πίεση ανακοπής (stagnation pressure) ή ολική πίεση (total pressure), P0 ,
τότε θα ισχύει ότι
( )γ/(γ−1)
P0γ−1 P γ−1 T0
= =⇒ P0 = P ,
T0γ Tγ T

η οποία με τη βοήθεια της (8.5.7) δέχεται την τελική μορφή


( )
P0 γ − 1 2 γ/(γ−1)
= 1+ M . (8.5.8)
P 2

301
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

8.5.2.4 Πυκνότητα ανακοπής


Ακολουθώντας παρόμοιο συλλογισμό με αυτόν που ακολουθήθηκε προηγου-
μένως και λαμβάνοντας υπόψη ότι για ισεντροπική μεταβολή η πίεση και η
πυκνότητα εξαρτώνται από τη σχέση
P
= σταθερό,
ργ
προκύπτει ότι για την πυκνότητα ανακοπής (stagnation density) ή ολική πυκνό-
τητα (total density), ρ0 ,
( )1/γ ( )
P0 ρ0 γ − 1 2 1/(γ−1)
ρ0 = ρ =⇒ = 1+ M . (8.5.9)
P ρ 2
Από τις εξισώσεις (8.5.8) και (8.5.9) παρατηρούμε ότι τόσο η πίεση ανακοπής
όσο και η πυκνότητα ανακοπής λαμβάνουν μεγαλύτερες τιμές από τα αντί-
στοιχα στατικά τους μεγέθη. Επίσης, τόσο η θερμοκρασία όσο και η πίεση
ελαττώνονται με αύξηση του αριθμού Mach σε μία ισεντροπική ροή. Είναι επο-
μένως δυνατόν να δημιουργηθεί ροή στον αγωγό του Σχήματος 8.7β με εφαρ-
μογή διαφοράς πίεσης μεταξύ εισόδου και εξόδου αυτού. Αν η διαφορά πίεσης
είναι μικρή, η ροή θα επιταχυνθεί στο συγκλίνων τμήμα του χωρίς να διέλθει
από το ηχητικό όριο στον λαιμό και στη συνέχεια θα επιβραθυνθεί στο αποκλί-
νων τμήμα. Μεταβάλλοντας όμως κατάλληλα τις αρχικές συνθήκες της ροής,
είναι δυνατό το ρευστό να επιταχυνθεί στο συγκλίνων τμήμα αρκετά, έτσι ώστε
αφού αναπτυχθεί διηχητική ροή στο λαιμό να συνεχίσει να επιταχύνεται στο
αποκλίνων τμήμα δίνοντας υπερηχητική ροή σε αυτό. Η πιο γνωστή εφαρμογή
μίας τέτοιας ροής αποτελεί το ακροφύσιο de Laval που εξετάζεται παρακάτω.

8.5.3 Μεγέθη ανακοπής και κρίσιμα μεγέθη


Μία σύγχυση που συχνά δημιουργείται λαμβάνει χώρα στη διάκριση μεταξύ με-
γεθών ανακοπής και κρίσιμων μεγεθών. Με απλή επισκόπηση όμως των εξισώ-
σεων (8.5.7), (8.5.8) και (8.5.9) προκύπτει ότι για M = 1 οι δύο αυτές κατηγορίες
συνδέονται σύμφωνα με τις σχέσεις
( )γ/(γ−1) ( )1/(γ−1)
T∗ 2 P∗ 2 ρ∗ 2
= , = , = . (8.5.10)
T0 γ+1 P0 γ+1 ρ0 γ+1
Στην ειδική επίσης περίπτωση που το ρευστό είναι αέρας (γ = 1,4) έχουμε ότι
T∗ P∗ ρ∗
= 0,833, = 0,528, = 0,634.
T0 P0 ρ0

302
8.5 Ισεντροπική ροή ιδανικού αερίου

Είναι επομένως ξεκάθαρο από τις εξισώσεις (8.5.10) ότι οι δύο αυτές κατηγορίες
μεγεθών θα ήταν ίσες μόνο αν γ = 1, το οποίο προφανώς δε μπορεί να ισχύει
καθώς τότε cp = cv ⇒ R = 0, δίνοντας μηδενική τιμή για την παγκόσμια
σταθερά των ιδανικών αερίων. Επιπλέον, οι εκθέτες θα απειρίζονταν αφού
θα μηδενίζονταν ο παρανομαστής τους, καθιστώντας τις εξισώσεις αυτές μη
εφαρμόσιμες. Επίσης, παρατηρούμε ότι όταν η ροή αέρα στραγγαλιστεί στο
τοπικό ελάχιστο ενός συγκλίνων - αποκλίνων αγωγού όπως φαίνεται στο Σχήμα
8.7β, η πυκνότητά του θα ισούται με το 63,4% της αντίστοιχης τιμής του ατμο-
σφαιρικού αέρα.
Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια τη γνωστή έκφραση για την παροχή μάζας

ṁ = ρ U A,

είναι δυνατό να γράψουμε το κρίσιμο εμβαδό διατομής, A∗ , συναρτήσει του


εμβαδού σε μία τυχαία διατομή, , ως εξής. Θεωρώντας το αέριο ως ιδανικό και
χρησιμοποιώντας την εξίσωση (8.2.6) έχουμε

P √ P γ
ṁ = M γRT A = √ MA .
RT T R
Αντικαθιστώντας τις αντίστοιχες εκφράσεις για την πίεση και τη θερμοκρασία,
( )
γ − 1 2 −γ/(γ−1)
√ √ P0 1 + M
γ P γ 2

R [ ( )]
ṁ = M A = MA
R T γ − 1 2 −1/2
T0 1 + M
2
√ ( )
γT0 γ − 1 2 (γ+1)/[2(1−γ)]
= M AP0 1+ M .
R 2
Το αποτέλεσμα αυτό ισχύει για κάθε σημείο της ροής, επομένως και για την
περιοχή της κρίσιμης διατομής που αντιστοιχεί στην κρίσιμη παροχή μάζας.
Θέτοντας λοιπόν A = A∗ και M = 1 προκύπτει
√ ( )
∗ ∗ γT0 γ + 1 (γ+1)/[2(1−γ)]
ṁ = A P0 .
R 2
Επειδή όμως η παροχή μάζας είναι σταθερή σε όλες τις διατομές, ṁ = ṁ∗ και
εξισώνοντας τα δεξιά μέλη των παραπάνω δύο εξισώσεων,
( ) ( )(γ+1)/[2(1−γ)]
γ − 1 2 (γ+1)/[2(1−γ)] ∗ γ+1
MA 1 + M =A
2 2

303
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

ή ισοδύναμα,
[ ](γ+1)/[2(γ−1)]
A 1 2 + (γ − 1) M 2

= . (8.5.11)
A M γ+1

8.5.4 Ακροφύσιο de Laval


Το ακροφύσιο de Laval (de Laval nozzle) είναι ένας αγωγός μεταβλητής διατο-
μής (συγκλίνων - αποκλίνων) που σκοπό έχει τη δημιουργία υπερηχητικής ροής
κατά την εκτόνωνση ενός αερίου στο αποκλίνων τμήμα του, όπως φαίνεται στο
Σχήμα 8.8.

Είσοδος Εξοδος

Σχήμα 8.8: Υπερηχητική ροή μέσω ακροφυσίου de Laval.

8.6 Κάθετα κρουστικά κύματα


8.6.1 Μεταβολή ρευστομηχανικών μεγεθών
Ως κάθετο κρουστικό κύμα (normal shock wave) ορίζουμε μία κατάσταση κατά
τη διάρκεια ροής ενός συμπιεστού ρευστού η οποία είναι λαμβάνει χώρα κά-
θετα στην κατεύθυνση της ροής, έχει αρκετά περιορισμένη έκταση και κατά μή-
κος της οποίας τα ρευστομηχανικά μεγέθη αναπτύσσουν πολύ μεγάλες κλίσεις.
Εκατέρωθεν δηλαδή ενός κάθετου κρουστικού κύματος η ταχύτητα, η πίεση, η
πυκνότητα και η θερμοκρασία υπόκεινται σε μεγάλες μεταβολές. Επιπλέον, η
ενέργεια διατηρείται αλλά η εντροπία του ρευστού αυξάνεται καθώς η ποιό-
τητα της ενέργειας υποβαθμίζεται σε ένα κρουστικό κύμα. Αποτελεί επομένως
μία μη ισεντροπική διεργασία έχοντας σαν τελικό αποτέλεσμα τη μετατροπή
μίας υπερηχητικής ροής σε υποηχητική.
Για να μελετηθούν οι μεταβολές των ιδιοτήτων ενός ρευστού σε ένα κάθετο
κρουστικό κύμα θεωρούμε τον όγκο ελέγχου του Σχήματος 8.9. Συμβολίζοντας
τα μεγέθη ανάντη του κύματος με το δείκτη 1 και αυτά κατάντη με το δείκτη 2,
η εξίσωση της ορμής για σταθερό εμβαδό διατομής στον όγκο ελέγχου παίρνει
τη μορφή
ρ1 U1 (U2 − U1 ) A = (P1 − P2 ) A =⇒ P1 + ρ1 U12 = P2 + ρ1 U1 U2 . (8.6.1)

304
8.6 Κάθετα κρουστικά κύματα

Επίσης, επειδή η παροχή μάζας διαμέσω του όγκου ελέγχου δεν μεταβάλλεται

ρ1 U1 = ρ2 U2 .

Συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω αποτελέσματα,

P1 + ρ1 U12 = P2 + ρ2 U22 .

Μία ισοδύναμη έκφραση είναι δυνατό να προκύψει με τη βοήθεια της σχέσης

M1 , U 1 , P 1 , T 1 , ρ 1 M2 , U 2 , P 2 , T 2 , ρ 2

ΡΟΗ

Όγκος ελέγχου

Σχήμα 8.9: Κάθετο κρουστικό κύμα και θερμοδυναμικά μεγέθη εκατέρωθεν αυτού.

(8.2.6) και καταστατικής εξίσωσης των ιδανικών αερίων δίνοντας


P1 P2 P2 1 + γM12
P1 + γRT1 M12 = P2 + γRT2 M22 =⇒ = . (8.6.2)
RT1 RT2 P1 1 + γM22
Χρησιμοποιώντας επίσης το γεγονός ότι η ενέργεια διατηρείται ισχύει

T0,1 = T0,2 ,

όπου T0,i η θερμοκρασία ανακοπής του ρευστού στη θέση i. Από την εξίσωση
(8.5.7) τότε
γ−1 2
T2 1+ M1
= 2 . (8.6.3)
T1 γ−1 2
1+ M2
2
Επειδή σε ένα κρουστικό κύμα M1 > 1 και M2 < 1, από την εξίσωσεις (8.6.2)
και (8.6.3) προκύπτει ότι

P1 < P2 , T1 < T2

και κατά συνέπεια η στατική πίεση και η θερμοκρασία αυξάνει σε ένα κρου-
στικό κύμα.

305
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

Οι τιμές των αριθμών Mach εκατέρωθεν του κύματος εξαρτώνται από το λόγο
των ειδικών θερμοτήτων όπως αυτοί εκφράζονται από το μέγεθος γ ως εξής:
ξεκινώντας από την καταστατική εξίσωση των ιδανικών αερίων,
√ √
P2 ρ2 T2 U1 T2 M1 γRT1 T2 M2 T2
= = = √ =
P1 ρ1 T1 U2 T1 M2 γRT2 T1 M1 T1
και με τη βοήθεια των εξισώσεων (8.6.2) και (8.6.3),
 
γ − 1 2 1/2
1 + γM12 M2  1 + 2 M1  2 (γ − 1) M12 + 2
=   =⇒ M = . (8.6.4)
1 + γM22 M1 γ−1 2 2
2γM12 − (γ − 1)
1+ M2
2
Το αποτέλεσμα (8.6.4) καθορίζει ότι αν ο αριθμός Mach ανάντη του κύματος
είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η αντίστοιχη τιμή κατάντη αυτού θα είναι
αναγκαστικά μικρότερη της μονάδας όπως παρουσιάζεται στην ενότητα των
λυμένων προβλημάτων. Τέλος, καθώς ρ1 /ρ2 = U1 /U2 βρίσκουμε ότι ο λόγος
των πυκνοτήτων εξαρτάται από τον αριθμό Mach σύμφωνα με την ακόλουθη
έκφραση
 
γ − 1 2 1/2
ρ2 M1  1 + M 2
 2 (8.6.5)
γ − 1 2
= .
ρ1 M2
1+ M1
2
Μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση αποτελεί η αντίστροφη υπόθεση, αν δηλαδή
είναι δυνατόν η ροή να μετατραπεί από υποηχητική ανάντη του κύματος σε
υπερηχητική κατάντη αυτού. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θεωρούμε τη
μεταβολή της εντροπίας s1 − s2 ενός ιδανικού αερίου από μία αρχική κατά-
σταση 1 σε μία τελική κατάσταση 2 όπως αυτή εκφράζεται από τη σχέση
( ) ( ) [( ) ( )]
T2 P2 T2 γ/(γ−1) P1
s1 − s2 = cp ln − R ln = R ln .
T1 P1 T1 P2

Αποδεικνύεται (αφήνεται σαν άσκηση για τον αναγνώστη στο τέλος του κεφα-
λαίου) ότι η υπόθεση M1 < 1 και M2 > 1 οδηγεί σε ελάττωση της εντροπίας
διαμέσω του κρουστικού κύματος
s1 − s2 < 0,
παραβιάζοντας το δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο. Δεν είναι επομένως δυνατό να
εμφανιστούν κρουστικά κύματα σε υποηχητικές ροές παρά μόνο σε υπερηχητι-
κές.

306
8.7 Λυμένα παραδείγματα

8.7 Λυμένα παραδείγματα

Παράδειγμα 9.
Έστω ότι η θερμοκρασιακή κατανομή στην ατμόσφαιρα περιγράφεται από
την ακόλουθη εξίσωση
dT
= −β,
dz
όπου β = 6 K/km ο ρυθμός μείωσης της θερμοκρασίας ως προς το ύψος.
Αν ένα αεροπλάνο πετάει σε υψόμετρο 10 km από την επιφάνεια της θά-
λασσας με ταχύτητα 500 m/s, υπολογίστε τον αριθμό Mach του αεροπλά-
νου.

Ολοκληρώνοντας την παραπάνω διαφορική εξίσωση,

T − T0 = −β (z − z0 ) .

Θέτοντας στη συνέχεια σαν σημείο αναφοράς την επιφάνεια της θάλασσας και
θεωρώντας ότι T0 = 298 K έχουμε,
K
T = 298 K − 6 · 10 km = 238 K.
km
Η ταχύτητα του ήχου τότε στο υψόμετρο αυτό ισούται με

√ J m
c = γ R T = 1,4 · 287 · 238 K = 309 ,
kg K s

δίνοντας αριθμός Mach


m
v 500
M= = s
c m = 1,62.
309
s

Παράδειγμα 9.
Με χρήση της εξίσωσης (8.6.4) αποδείξτε ότι αν M1 > 1 τότε M2 < 1.

307
8 ΣΥΜΠΙΕΣΤΗ ΡΟΗ

Για να αποδειχθεί ότι M2 < 1 αρκεί να δείξουμε ότι

(γ − 1) M12 + 2
< 1.
2γM12 − (γ − 1)

Αρχικά παρατηρούμε ότι γ > −1 =⇒ 2γ > γ − 1 =⇒ 2γM12 > γ − 1


αποδεικνύοντας ότι ο παρανομαστής είναι θετικός. Επομένως,
( ) ( )
2γM12 − (γ − 1) > (γ − 1) M12 + 2 ⇐⇒ 2 γM12 − 1 > (γ − 1) M12 + 1
M12 (−γ + 1 + 2γ) > 2 ⇐⇒ M12 (γ + 1) > 2

ή ισοδύναμα, √
2
M1 > .
γ+1
Η τελευταία όμως ανισότητα ισχύει για κάθε τιμή της παραμέτρου γ καθώς από
τη Θερμοδυναμική γνωρίζουμε ότι cp > cv =⇒ γ > 1. Επομένως πράγματι
ο αριθμός Mach κατάντη του κρουστικού κύματος είναι πάντα μικρότερος της
μονάδας αν ανάντη αυτού είναι μεγαλύτερος.

308
A
Παράρτημα
Μετατροπές μονάδων

Παρατίθενται πίνακες με τις κυριότερες μετατροπές μονάδων που χρησιμοποι-


ούνται σε μαθήματα ρευστοδυναμικής.

Πίνακας A .1: Χρήσιμοι πολλαπλασιαστές

Όνομα Σύμβολο Πολλαπλασιαστικός παράγοντας


mega M 1000000 (= 106 )
kilo k 1000 (= 103 )
deca da 10 (= 101 )
deci d 0,1 (= 10−1 )
centi c 0,01 (= 10−2 )
milli m 0,001 (= 10−3 )
micro µ 0,000001 (= 10−6 )
Παράρτημα A Μετατροπές μονάδων

Πίνακας A .2: Μονάδες μήκους

mm cm m km in
mm 1 0,1 0,001 0,000001 0,03937
cm 10 1 0,01 0,00001 0,3937
m 1000 100 1 0,001 39,37
km 1000000 100000 1000 1 39370
in 25,4 2,54 0,0254 0,0000254 1

Πίνακας A .3: Μονάδες επιφάνειας

mm2 cm2 m2 in2


mm2 1 0,01 0,000001 0,00155
cm2 100 1 0,0001 0,155
m2 1000000 10000 1 1550
in2 645,16 6,4516 0,00064516 1

Πίνακας A .4: Μονάδες όγκου

cm3 m3 lt in3
cm3 1 0,000001 0,001 0,0610237
m3 1000000 1 1000 61023,7
lt 1000 0,001 1 61,0237
in3 16,387 0,000016387 0,016387 1

310
Πίνακας A .5: Μονάδες μάζας

g kg oz lb
g 1 0,001 0,035274 0,0022046
kg 1000 1 35,274 2,2046
oz 28,3495 0,0283495 1 0,0625
lb 453,592 0,453592 16 1

Πίνακας A .6: Μονάδες πίεσης

bar psi kP a mm Hg atm


bar 1 14,50377 100 750,062 0,9869
psi 0,068948 1 6,8948 51,715 0,068046
kP a 0,01 0,145038 1 7,50062 0,009869
mm Hg 0.00133322 0,0193368 0.133322 1 0,0013158
atm 1,01325 14,69598 101,325 760 1

Πίνακας A .7: Μονάδες παροχής όγκου

lt/s lt/min m3 /h m3 /s
lt/s 1 60 3,6 0,001
lt/min 0,016667 1 0,06 0,00001667
m3 /h 0,27778 16,6667 1 0,0002778
m3 /s 1000 60000 3600 1

311
Παράρτημα A Μετατροπές μονάδων

Πίνακας A .8: Μονάδες δύναμης

N dyn p kp
N 1 100000 101,9716 0,101972
dyn 0,00001 1 0,00101972 0,0000010197
p 0,00980665 980,665 1 0,001
kp 9,80665 980665 1000 1

Πίνακας A .9: Μονάδες χρόνου

s min h day
s 1 0,0166667 0,00027778 0,000011574
min 60 1 0,0166667 0,00069444
h 3600 60 1 0,0416667
day 86400 1440 24 1

Πίνακας A .10: Μονάδες ταχύτητας

m/s m/min km/h mi/h


m/s 1 60 3,6 2,236935
m/min 0,0166667 1 0,06 0,0372823
km/h 0,277778 16,6667 1 0,621371
mi/h 0,44704 26,8224 1,60934 1

312
Πίνακας A .11: Μονάδες ενέργειας

Joule BT U kcal kW h
Joule 1 0,000947817 0,000238846 0,000000277778
BT U 1055,056 1 0,2519958 0,000293071
kcal 4186,8 3,968318 1 0,001163
kW h 3600000 3412,1416 859,8455 1

Πίνακας A .12: Μονάδες πυκνότητας

kg/m3 gr/cm3 gr/lt lb/in3 lb/f t3


kg/m3 1 0,001 1 0,000036125 0,062426
gr/cm3 1000 1 1000 0,036125 62,426
gr/lt 1 0,001 1 0,000036125 0,062426
lb/in3 27681,661 27,681661 27681,661 1 1728
lb/f t3 16,01948 0,01601948 16,01948 0,000578704 1

Πίνακας A .13: Μονάδες θερμοκρασίας

◦C ◦F K ◦ Ra

◦C 1 33,8 274,15 493,47


◦F −17,2222 1 255,92278 460,67
K −272,15 −457,87 1 1,8
◦ Ra −272,59444 −458,67 0,555556 1

313
B
Παράρτημα
Χρήσιμες εξισώσεις

F
Πίεση P =
A

m
Πυκνότητα ρ=
V

Παροχή όγκου Q = UA

Παροχή μάζας ṁ = ρ Q

( )
hv
Πυκνότητα άγνωστου υγρού ρf = ρv
hf

Δύναμη άνωσης A = ρgV


Παράρτημα B Χρήσιμες εξισώσεις

( )
2 2 γσϕ − γρ ( r)
Ιξώδες άγνωστου υγρού µ= r 1 − 2,1
9 U R

2g(h1 − h2 )
Παροχή με χρήση ροόμετρου Ventouri Q = A2
1 − (A2 /A1 )2
( ) √
Aδ 1 2ho
Χρόνος εκκένωσης δεξαμενής tα =
Ao Co g
( )( )
L U2
Συνεχείς απώλειες hf = f
D 2g

U2
Τοπικές απώλειες hm = n κ
2g

ϵ
Σχετική τραχύτητα
D

64
Συντελεστής τριβής για στρωτή ροή f=
Re

Συντελεστής τριβής κατά Blasius f = 0,316 · Re−0,25

[ ]
1 ϵ 2,51
Εξίσωση Colebrook √ = −2 log + √
f 3,71D Re f
[( )1,11 ]
1 ϵ 6,9
Εξίσωση Haaland √ = −1,8 log +
f 3,7D Re
[ ( ) ]−2
ϵ 5,74
Εξίσωση Swamee - Jain f = 0,25 log +
3,7D Re0.9

Δύναμη σε βυθισμένη επιφάνεια FR = γhc A

316
Ixc
Σημείο εφαρμογής της δύναμης yR = + yc
yc A

Εξίσωση συνέχειας ρ1 U1 A1 = ρ2 U2 A2

Εξίσωση συνέχειας σε υγρά U1 A1 = U2 A2

1 2
Εξίσωση Bernoulli (Pa) ρU + P + ρgz = σταθερό
2

P
Πιεζομετρικό ύψος h=
γ

U2 P
Εξίσωση Bernoulli (m) + + z = σταθερό
2g γ

dU
Διατμητική τάση τ =µ
dy
[ ]
∂U
Εξισώσεις Navier-Stokes ρ + (U · ∇) U = f − ∇P + µ∇2 U
∂t

∂U 1 2
Αδιάστατες εξισώσεις Navier-Stokes + (U · ∇) U = −∇P + ∇ U
∂t Re

Ειδικό βάρος γ = ρg

Σχετική πυκνότητα υδραργύρου 13,6

[ ( y )2 ]
∆P 2
Ροή σε ακίνητες παράλληλες πλάκες u(y) = − α 1−
2µL α

317
Παράρτημα B Χρήσιμες εξισώσεις

U( y)
Ροή Couette u(y) = 1+
2 α
[ ( r )2 ]
R2 ∆P
Ροή Poiseuille uz (r) = − 1−
4µ L R

λ2
Ροή σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους uθ (r) = λ1 r +
r

ρUL
Αριθμός Reynolds Re =
µ

∆P
Αριθμός Euler Eu =
ρU2

U
Αριθμός Mach M=
c

U
Αριθμός Froude Fr = √
gL

ρ U 2L
Αριθμός Weber We =
σ

ρU2
Αριθμός Cauchy Ca =
E

−1/2
Πάχος στρωτού Ο.Σ. δσ = 5 xRex


Διατμητική δύναμη στρωτού Ο.Σ. 3 µρL
Fσ = 0,6642 b U∞

0,6642
Συντελεστής στρωτού Ο.Σ. cf,σ = √
Rex

318
−1/5
Πάχος τυρβώδους Ο.Σ. δτ = 0,371 xRex

( 9 )1/5 5/4
Διατμητική δύναμη τυρβώδους Ο.Σ. Fτ = 0,036ρ U∞ ν L

0,058
Συντελεστής τυρβώδους Ο.Σ. cf,τ = 1/5
Rex

8µL
Αντίσταση σε ροή R=
πR4

2πf
Παράμετρος Womersley α=R
ν
( )
1 ∂Ui ∂Uj
Τανυστής παραμόρφωσης [ϵij ] = +
2 ∂xj ∂xi
( )
1 ∂Ui ∂Uj
Τανυστής περιστροφής [ωij ] = −
2 ∂xj ∂xi

Γενικευμένα Νευτώνεια ρευστά τ = µ (γ̇) γ̇

Εκθετικό ρευστό τ = k γ̇ n

√ √ √
Μοντέλο Casson τ= τ0 + k γ̇

Μοντέλο Herschel-Bulkley (m = 0) τ = τ0 + k γ̇ n

[ ]
Μοντέλο Herschel-Bulkley (m ̸= 0) τ = τ0 1 − e−mγ̇ + k γ̇ n

319
Γ
Παράρτημα
Διανυσματικές ταυτότητες

Έστω ϕ και ψ βαθμωτές και A, B διανυσματικές συναρτήσεις. Αν c σταθερός


αριθμός, για τις συναρτήσεις αυτές ισχύουν οι παρακάτω ταυτότητες.

Λαπλασιανή
∇2 ϕ = ∇ · (∇ϕ)

∇2 (ϕ + ψ) = ∇2 ϕ + ∇2 ψ

∇2 A = (∇ · ∇) A

∇2 (c A) = c ∇2 A

Κλίση
∇ (cϕ) = c∇ϕ
∇ (ϕ + ψ) = ∇ϕ + ∇ψ
∇ (ϕ ψ) = ψ ∇ϕ + ϕ ∇ψ

∇ (ϕ/ψ) = (ψ∇ϕ − ϕ∇ψ) /ψ 2


Παράρτημα Γ Διανυσματικές ταυτότητες

Απόκλιση

∇ · (A + B) = ∇ · A + ∇ · B
∇ · (ϕ A) = ϕ (∇ · A) + A · (∇ϕ)
∇ · (A × B) = B · (∇ × A) − A · (∇ × B)
∇ · (∇ × A) = 0
∇ · (c A) = c ∇ · A

Στροβιλισμός

∇ × ∇ϕ = 0

∇ × (∇ × A) = ∇ (∇ · A) − ∇2 A
∇ × (c A) = c (∇ × A)
∇ × (ϕ A) = ϕ (∇ × A) + (∇ϕ) × A
∇ × (A + B) = ∇ × A + ∇ × B
∇ × (A × B) = A (∇ · B) − (∇ · A) B − (A · ∇) B + (B · ∇) A

Διάφορες

A·B=B·A
A × B = −B × A
1
A × (∇ × A) = ∇ (A · A) − (A · ∇) A
2
∇ · (∇ϕ × ∇ψ) = 0
ϕ (ψA) = (ϕ ψ) A
(ϕA) · (ψB) = ϕ ψ (A · B)

322
Βιβλιογραφία

Batchelor, G.K. An introduction to fluid dynamics. Cambridge Mathematical Li-


brary, 2000.
Currie, I.G. Fundamental mechanics of fluids. Marcel-Dekker, 2003.
Elger, D.F., B.C. Williams, C.T. Crowe & Roberson J.A. Μηχανική ρευστών για
μηχανικούς. Εκδόσεις Τζιόλα, 2016.
Evett, J. & C. Liu. 2,500 solved problems in fluid mechanics and hydraulics. McGraw-
Hill, 1989.
Giles, R.V., J.B. Evett & Liu C. Fluid mechanics and hydraulics. Schaum’s outlines,
1994.
Granger, R. Fluid mechanics. Dover, 1995.
Hughes, W. & J. Brighton. Fluid dynamics. Schaum’s outlines, 1999.
Mott, R.L. & J.A. Untener. Εφαρμοσμένη μηχανική ρευστών. Εκδόσεις Τζιόλα, 2016.
Pozrikidis, C. Fluid dynamics - theory, computation, and numerical simulation.
Springer, 2017.
Schlichting, H. & K. Gersten. Boundary-layer theory. Springer, 2017.
Siginer, D.A., D. De Kee & R.P. Chhabra. Advances in the flow and rheology of
non-newtonian fluids, volume 8. Elsevier Science, 1999.
Versteeg, H.K. & W. Malalasekera. Εισαγωγή στην υπολογιστική ρευστομηχανική -
η μέθοδος των πεπερασμένων όγκων. Εκδόσεις Τζιόλα, 2016.
Αυλωνίτης, Σ.Α. & Δ.Α. Αυλωνίτης. Μηχανική των ρευστών. Εκδόσεις Ίων, 2006.
Κατσαμούρης, A.Ν. & Ν.Σ. Αρχιμ. Χατζηνικολάου. Αιμοδυναμική των αγγειακών
παθήσεων. Αθ. Σταμούλης, 2001.
Κορωνάκης, Π. Εργαστηριακή ρευστομηχανική 1. Εκδόσεις Ίων, 2004.
Κορωνάκης, Π. Εργαστηριακή ρευστομηχανική 2. Εκδόσεις Ίων, 2006.
Κορωνάκης, Π. Μηχανική ρευστών. Εκδόσεις Ίων, 2001.
Παπανίκας, Δ. Εφαρμοσμένη ρευστομηχανική. Εκδόσεις Παπανίκα & Σία, 2010.
Ρουσάκης, Β. Εργαστηριακές ασκήσεις υδραυλικής μετά συνοπτικής θεωρίας. ΤΕΙ
Κρήτης, 2007.
Τσαγκάρης, Σ. Μηχανική των ρευστών. Εκδόσεις Συμεών, 1995.
Ευρετήριο

Α Δ
Αδιάστατη ροϊκή συνάρτηση, 266 Δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος, 180
Αιμοδυναμική, 155 Διαστατική ανάλυση, 208
Ακροφύσιο de Laval, 304 Διατμητική τάση, 134
Άκυκλα πεδία, 88 Διαφορά δυναμικού, 156
Ανάπτυγμα Taylor, 77 Διαφορικό μανόμετρο τύπου U, 36
Ανομοιόμορφη ροή, 70 Διεπιφάνεια, 106
Αντίσταση στη ροή, 155, 156 Διηχητική ροή, 290
Αποκλίνουσες ροές, 240 Δίκτυο ροής, 94
Αριθμός Cauchy, 215 Διορθωτικός συντελεστής, 172
Αριθμός Froude, 215 Δίπολο, 101
Αριθμός Mach, 215 Δύναμη σε επίπεδη επιφάνεια, 38
Αριθμός Weber, 215 Δύναμη σε καμπύλη επιφάνεια, 42
Αρτηριόλια, 156 Δυναμική ενέργεια, 167
Αστρόβιλη ροή, 82 Δυναμική ομοιότητα, 216
Δυναμική ροή, 93
Β Δυναμικό ιξώδες, 13, 155, 233
Βαλβίδες, 240 Δυναμικό ταχύτητας, 92, 93
Βαρόμετρο, 141 Δυναμικότητα πηγής/καταβόθρας, 99
Βαροτροπικό ρευστό, 176
Ε
Γ Ειδικό βάρος, 5
Γεωμετρική ομοιότητα, 216 Εκτατικά μεγέθη, 107
Γη, 5 Ελαστικές δυνάμεις, 215
Γραμμές Mach, 294 Ελεύθερη δίνή, 103
Γραμμή ροής, 67 Ελλειψοειδή Rankine, 105
Γραμμή στροβιλότητας, 85 Ενέργεια, 167
Γωνία Mach, 294 Ενθαλπία, 170, 182
Ενθαλπία ανακοπής, 300
Ευρετήριο

Ένταση του διπόλου, 101 Ιξώδες, 11


Εντατικά μεγέθη, 107 Ιξωδόμετρα, 155
Εντροπία, 181 Ισοδυναμικές γραμμές, 94
Εξίσωση Laplace, 91, 93
Εξίσωση ενέργειας, 166 Κ
Εξίσωση συνέχειας, 125 Κάθετο κρουστικό κύμα, 304
Επικλινές μανόμετρο, 37 Καταβόθρα, 99
Επιταχυνόμενα υγρά, 43 Καταστατική εξίσωση, 9
Επιτάχυνση ροής, 75 Κατευθύνοντα συνημίτονα, 138
Επιφάνεια ελέγχου, 106, 125 Κέντρο βάρους, 39
Επιφάνειες ροής, 86 Κέντρο πίεσης, 39
Έργο, 182 Κινηματική ομοιότητα, 216
Έργο αρνητικό, 168 Κινηματικό ιξώδες, 14
Έργο θετικό, 168 Κινητική ενέργεια, 167
Έργο ροής, 170 Κρίσιμα ρευστομηχανικά μεγέθη, 299
Ευστάθεια, 43 Κρίσιμη διατομή, 299
Κυκλοφορία, 87
Ζ Κυλινδρικές συντεταγμένες, 152
Ζώνη δράσης, 295 Κώνος Mach, 294
Ζώνη σιωπής, 294
Μ
Η Μαγητική ενέργεια, 167
Ηλεκτρική ενέργεια, 167 Μάζα, 2
Μαζικές δυνάμεις, 133
Θ Μανόμετρα στήλης υγρού, 34
Θερμική ενέργεια, 167 Μανόμετρο τύπου U, 35
Θερμοκρασία, 3, 6 Μεγέθη ανακοπής, 300
Θερμοκρασία ανακοπής, 301 Μετάγγιση, 164
Θερμότητα αρνητική, 168 Μετατόπιση, 78
Θερμότητα θετική, 168 Μεταφορική επιτάχυνση, 136
Θεώρημα μεταφοράς, 105 Μέτρο ελαστικότητας, 15
Θεώρημα μεταφοράς του Reynolds, Μέτρο ελάστικότητας, 292
107 Μηδενικός θερμοδυναμικός νόμος, 180
Θεώρημα του Kelvin, 175 Μήκος κύματος, 295
Θεώρημα του Stokes, 88, 176 Μη-μόνιμη ροή, 70
Μηχανή εσωτερικής καύσης, 106
Ι Μιγαδική ταχύτητα, 97
Ιδανικά αέρια, 8
Μιγαδικό δυναμικό, 96
Ινώδης φλέβα, 67
Μόνιμη ροή, 69

326
Ευρετήριο

Μοντέλο, 217 Ρευστό, 1


Μοριακό βάρος, 9 Ροή Hele-Shaw, 143
Ροϊκή συνάρτηση, 88, 89, 265
Ν Ρυθμός γωνιακής παραμόρφωσης, 12
Νόμος του Ohm, 156 Ρυθμός διάτμησης, 12
Ο Σ
Όγκος ελέγχου, 125
Σελήνη, 5
Ολικά μεγέθη, 300
Σημεία ανακοπής, 299
Ολική ενθαλπία, 300
Στερεό, 2
Ολική θερμοκρασία, 301
Στραγγαλισμένη ροή, 299
Ολική πίεση, 301
Στρόβιλη ροή, 82
Ολική πυκνότητα, 302
Στροβιλότητα, 82
Ολικός συντελεστής διατμητικής τάσης,
Στρωτή ροή, 231
272
Συγκλίνουσες ροές, 240
Ομοιόμορφη ροή, 70, 97
Συμπιεστότητα, 15
Ομοιότητα, 215
Συνεκτική ροή, 71
Οπισθέλκουσα δύναμη, 272
Συνεχείς απώλειες, 236
Οριακό στρώμα, 260
Συνημίτονα κατεύθυνσης, 138
Π Συνθήκη μη ολίσθησης, 131, 144, 261
Παραμόρφωση, 79 Συντελεστής τοπικών απωλειών, 240
Πάχος ενέργειας, 271 Συντελεστής τριβής, 237
Πάχος μετατόπισης, 269 Σύστημα, 106
Πάχος οριακού στρώματος, 261 Σύστημα συντεταγμένων σε γραμμή
Πάχος ορμής, 270 ροής, 75
Περιστρεφόμενα υγρά, 45 Συχνότητα κύματος, 295
Περιστροφή, 79 Σωλήνας ροής, 86
Πηγή, 99 Σωλήνας στροβιλότητας, 86
Πίεση, 7 Σωληνοειδή πεδία, 86
Πίεση ανακοπής, 301
Πιεσόμετρο, 34
Τ
Τανυστής ρυθμού παραμόρφωσης, 78
Πρίσμα πίεσης, 41
Τανυστής ρυθμού περιστροφής, 78
Πρώτος θερμοδυναμικός νόμος, 180
Τανυστής τάσεων, 134
Πρωτότυπο, 217
Τάση ατμών, 142
Πυκνότητα, 3
Ταχύτητα ελεύθερης ροής, 261
Πυκνότητα ανακοπής, 302
Ταχύτητα του ήχου, 292
Ρ Ταχύτητα τριβής, 274
Ρεύμα, 156 Τελεστής Laplace, 91

327
Ευρετήριο

Τοπικές απώλειες, 240 Crocco, 183


Τοπική επιτάχυνση, 136
Τοπικός συντελεστής διατμητικής τάσης, D
272 Darcy, 237
Τρίτος θερμοδυναμικός νόμος, 181 de Laval nozzle, 304
Τροχιά, 67 Diffusion, 137
Τύρβη, 232 Dipole, 101
Displacement thickness, 269
Υ Doppler effect, 296
Υλική παράγωγος, 72, 73 Doublet, 101
Υπερηχητική ροή, 215, 289 Drag force, 272
Υπέρθεση λύσεων, 93
Υπερυπερηχητική ροή, 290 E
Υποηχητική ροή, 215, 289 Energy thickness, 271
Enthalpy, 182
Φ Entropy, 181
Φαινόμενο Doppler, 296 Equipotential lines, 94
Euler, 110
A
Advection, 137 F
Fahrenheit, 6
B Flow net, 94
Barotropic, 176 Free vortex, 103
Bernoulli, 157 Friction coefficient, 272
Blasius, 266
Boundary layer, 260 H
Buckingham, 211 Haaland, 239
Bulk modulus, 16 Herschel, 13
Bulkley, 13 Hypersonic flow, 290

C I
Cauchy, 96 Irrotational flow, 82
Celsius, 6
Choked flow, 299 J
Circulation, 87 Jain, 239
Clausius, 181 Joule, 168
Colebrook, 239
Complex potential, 96
K
Kelvin, 7, 175, 181
Complex velocity, 97
Kύμα Mach, 294
Couette, 146

328
Ευρετήριο

Kármán, von, 273 Reynolds transport theorem, 107


Riemann, 96
L Rotational flow, 82
Lagrange, 110
Laplacian operator, 91 S
Sink, 99
M Solenoidal, 86
Mach, 162 Source, 99
Mach angle, 294 Stagnation density, 302
Mach cone, 294 Stagnation enthalpy, 300
Mach line, 294 Stagnation points, 299
Mach number, 215 Stagnation pressure, 301
Mach wave, 294 Stagnation temperature, 301
Momentum thickness, 270 Stokes, 133, 137, 148, 155, 157, 176
Moody, 237 Streakline, 67
Stream function, 89
N Stream tube, 86
Navier, 133, 137, 148, 155, 157
Streamline, 67
Navier-Stokes, 262
Subsonic flow, 289
Newton, 3, 30, 43, 106, 160, 260, 298
Supersonic flow, 289
Non uniform flow, 71
Sutherland, 14
Normal shock wave, 304
Swamee, 239
O
Ohm, 156
T
Taylor, 77
P Torricelli, 141
Pascal, 33 Total density, 302
Pathline, 67 Total enthalpy, 300
Pitot, 163 Total pressure, 301
Planck, 181 Total temperature, 301
Poiseuille, 148 Transonic flow, 290
Potential flow, 93 Tοπική διατμητική τάση, 272
Prandtl, 260
U
R Uniform flow, 70, 97
Rankine, 7
Rankine ovals, 105
V
Van der Waals, 10
Rayleigh, 209
Velocity potential, 93
Reynolds, 137, 214

329
Ευρετήριο

Vortex line, 85
Vortex tube, 86

W
Weisbach, 237

Z
Zone of action, 295
Zone of silence, 295

330
Ευρετήριο

331

You might also like