Professional Documents
Culture Documents
Krivoruchko - 2012 - Η ποιητική των Ρωμανιώτικων βιβλικών μεταφράσεων
Krivoruchko - 2012 - Η ποιητική των Ρωμανιώτικων βιβλικών μεταφράσεων
Krivoruchko - 2012 - Η ποιητική των Ρωμανιώτικων βιβλικών μεταφράσεων
JULIA G. KRIVORUCHKO
72 JULIA G. KRIVORUCHKO
4
για την μεταγενέστερη εξέλιξη βλ. M. Bar-Ilan, «Scribes and books in the late second
commonwealth and rabbinic period», στο M. J. Mulder (επιμ.), Mikra. Text, Translation,
Reading and Interpretation of the Hebrew Bible in Ancient Judaism and Early Christianity,
Άσσεν - μάαστριχτ 1988, 21-38.
5
Η βασική μελέτη για το θέμα παραμένει B. Gerhardsson, Memory and Script. Oral Tra-
dition and Written Transmission in Rabbinic Judaism and Early Christianity, ουψάλα 1961.
Βλ. επίσης M. S. Jaffe, «The oral-cultural context of the Talmud Yerushalmi; Graeco-Roman
rhetorical paideia, discipleship, and the concept of Oral Torah», στο P. Scaefer (επιμ.), The
Talmud Yerushalmi and Graeco-Roman Culture, τύμπιγκεν 1998, τ. 1, 27-61 και άλλα βιβλία
του ίδιου.
6
υπάρχει σοβαρότατη διχογνωμία μεταξύ των ειδικών ως προς την χρονολογία του γε-
γονότος.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 73
οὐδὲ δὶς ἢ πολλάκις, ἀλλ’ ἑκάστης ἑβδομάδος τῶν ἄλλων ἔργων ἀφειμένους
ἐπὶ τὴν ἀκρόασιν ἐκέλευσε τοῦ νόμου συλλέγεσθαι καὶ τοῦτον ἀκριβῶς
ἐκμανθάνειν (Κατὰ Ἀππ., 2.175).7
Από την ελληνιστική περίοδο έως τις μέρες μας, η προφορική επανεκτέ-
λεση ενός μέρους της ιεράς Διδαχής συνιστά αναπόσπαστο μέρος του ιου-
δαϊκού τελετουργικού. Η τορά απαγγέλλεται με ιδιαίτερο τρόπο, παρόμοιο
με την ψαλτική. τα σχετικά τεαμίμ (νεύματα) εισήχθηκαν κατά το τέλος της
πρώτης χιλιετίας μ.Χ., αλλά αναμφισβήτητα αποτελούσαν τυποποίηση μιας
παλαιότερης πρακτικής.
2. Προφορική διδασκαλία και μετάφραση. Οι αραμαϊκές μεταφράσεις
στην προφορική κοινωνία ο εκφωνητής της διδασκαλίας αναγκαστικά προ-
σάρμοζε το μήνυμά του στο γλωσσικό επίπεδο του κοινού – αλλιώς δεν θα
γινόταν κατανοητός. εκσυγχρόνιζε την γλώσσα, άλλαζε τα διαλεκτικά
στοιχεία, αν μετακινιόταν από περιοχή σε περιοχή κτλ. Όταν η ίδια η κοι-
νότητα άλλαζε (μεταμάθαινε όπως λέει ο Ηρόδοτος) την γλώσσα – θα με-
τέφραζε, και οπωσδήποτε θα μετέφραζε αν επρόκειτο για κήρυγμα σε
ξενόγλωσση ομάδα. Ας σημειωθεί πως όλες οι προαναφερθείσες γλωσσικές
αλλαγές θα γίνονταν με ένα τρόπο φυσικό και αβίαστο. ουσιαστικά η με-
τάφραση στο προφορικό στάδιο πολιτιστικής ανάπτυξης δεν ήταν παρά η
μεμονωμένη περίπτωση της γλωσσικής τροποποίησης. Η ίδια η εβραϊκή
γλώσσα της πρώιμης περιόδου δεν ξεχωρίζει την έννοια της μετάφρασης,
αφού το ρήμα tirgem μπορεί να σημαίνει και εξηγώ, ερμηνεύω και μετα-
φράζω, διερμηνεύω.
στο νεεμία 8:8, όταν ο Έσδρας και οι λευίτες ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου
τοῦ Θεοῦ [...] καὶ συνῆκεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ἀναγνώσει, το έκαναν πιθανότατα
στα Αραμαϊκά. σε πολλά σημεία του ταλμούδ βρίσκουμε να γίνεται πραγ-
μάτευση της μετάφρασης της Διδαχής, της καλούμενης ταργούμ (που ση-
μαίνει κυριολεκτικά η μετάφραση), αφού ο λαός έπαψε να χρησιμοποιεί τα
εβραϊκά ως γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας. κατά παράδοση θεωρείται
πως η μετάφραση αυτή ήταν αραμαϊκή και πρόκειται για τα κείμενα που
μας είναι γνωστά σήμερα ως Ταργούμ Όγκελος, Ταργούμ Ιωναθάν κ.ά.8 οι
7
Πρβ. Φίλων Αλεξ., Περί ονείρ. 2.127.
8
γενικότερα για τα ταργούμ: P. S. Alexander, «Targum, Targumim», στο D. N. Freedman
(επιμ.), The Anchor Bible Dictionary, νέα υόρκη 1992, τ. 6, 320-31, και ο ίδιος, «The Targu-
mim and the rabbinic rules for the delivery of the Targum», στο J. A. Emerton (επιμ.), Con-
gress Volume Salamanca 1983, Λάιντεν 1985, 14-28. επίσης, A. D. York, «Targum in the
synagogue and in the school», Journal for the Study of Judaism in the Persian, Hellenistic and
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 74
74 JULIA G. KRIVORUCHKO
Roman Periods 10 (1979) 4-86. για την συναγωγική λειτουργία βλ. C. Perrot, «The reading
of the Bible in the Ancient Synagogue», στο Mulder, Mikra, 137-160.
9
Βλ. υποσ. 5. οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τον 8ο
αι. μ.Χ.
10
W. Smelik, «The Rabbinic reception of early Bible translations as Holy Writings and
Oral Torah», Journal for the Aramaic Bible 1 (1999) 252, υποσ. 14. επίσης, σε ορισμένα χει-
ρόγραφα οι αραβικές μεταφράσεις ακολουθούν ανά στίχο το πρωτότυπο της τορά, βλ. C.
Sirat, Hebrew Manuscripts of the Middle Ages, κέμπριτζ 2002, 54.
11
Δεν αποκλείεται σ’ αυτήν την περίπτωση να πρόκειται για την ελληνική μετάφραση,
εφόσον οι κοινότητες της Παλαιστίνης ήταν εξελληνισμένες, πρβ. S. Fraade, «Rabbinic views
on the practice of Targum and multilingualism in the Jewish Galilee of the third-sixth cen-
turies», στο L. Levine (επιμ.), The Galilee in Late Antiquity, νέα υόρκη 1992, 23-86.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 75
ταν μάλλον ολόκληρο, και όχι ανά στίχο ή στίχους.12 Βλέπουμε όμως πως η
Διδαχή παρουσιάζεται πάντα ως αυτοτελής και πλήρης, ενώ η μετάφραση
ως δευτερεύουσα και κατά βάθος αποτελεί συμβιβασμό και υποχώρηση για
τα αμαθή μέλη της κοινότητας.
Η επιπλέον απόδειξη της παλαιότερης προφορικής υπόστασής των ταρ-
γούμ είναι τα επιτονικά σημάδια που ανακαλύφτηκαν τελευταία σε ορι-
σμένα αραμαϊκά χειρόγραφα.13 Προφανώς θα ήταν άχρηστα σε ένα κείμενο
που δεν προοριζόταν για προφορική απαγγελία.
το έργο της μετάφρασης – composition-in-performance – θα ήταν
οπωσδήποτε δυσχερές και επίπονο. ο διερμηνέας παρήγε τη μετάφραση
κάθε φορά εκ νέου αντικρίζοντας το κοινό του και βοηθούμενος μόνο από
την μνήμη του. για να προετοιμαστεί κανείς για την διερμηνευτική δραστη-
ριότητα χρειαζόταν να κατέχει άψογα το πρωτότυπο. Πιθανότατα η μετά-
φραση γινόταν από τους επαγγελματίες που τους πλήρωνε η κοινότητα
(Pes. 50b· Rashi ad loc.), οι οποίοι επίσης δίδασκαν την τορά στους νέους
(y. Meg. 74d, πβλ. Meg. 4:4), αλλά και από πρόσωπα που εντρυφούσαν στην
μελέτη της Αγίας γραφής και είχαν γλωσσική ευαισθησία και λογοτεχνικό
ταλέντο. Αυτές οι ικανότητες θα τους επέτρεπαν να δημιουργούν κείμενα
με κάποια αισθητική αξία μέσα στα εξαιρετικά στενά πλαίσια του επιτρεπό-
μενου.14
Η εκφορά των μεταφράσεων κατά την λειτουργία επέζησε μέχρι τις
μέρες μας στις κοινότητες που διατήρησαν την Αραμαϊκή ως μητρική τους
γλώσσα.15 Παρόμοιες λατρευτικές πρακτικές αναπτύχθηκαν στη συνέχεια
και μεταξύ των ομιλητών της ισπανοεβραϊκής16 και της γεωργιανής.17
12
I. Abrahams, Jewish Life in the Middle Ages, Λονδίνο 1896, 345.
13
W. Smelik, «Orality, Manuscript reproduction and the Targums», στο A. den Hollander
- U. Schmidt - W. Smelik (επιμ.), Paratext and Megatext as Channels of Jewish and Christian
Traditions. The Textual Markers of Contextualization, Λάιντεν 2003, 49-50.
14
Βλ. 5. παρακάτω.
15
Y. Sabar, «On the nature of the oral translation of the book of Exodus in the Neo-Ara-
maic dialect of the Jews of Zakho», Maarav 5-6 (1990) 311-7, και ο ίδιος, «The Hebrew Bible
vocabulary as reflected through traditional oral Neo-Aramaic translations», στο A. S. Kaye
(επιμ.), Semitic Studies in Honor of Wolf Leslau on Occasion of His Eighty-Fifth Birthday, No-
vember 14th, 1991, Βισμπάντεν 1991, τ. 2, 1385-401. επίσης, A. Shinan, «Live translation.
οn the nature of the Aramaic Targums to the Pentateuch», Prooftexts 3 (1983) 41-9.
16
D. M. Bunis, «Translating from the head and from the heart. The essentially oral nature
of the Ladino Bible-translation tradition», στο W. Busse – M.-C. Varol-Bornes (επιμ.), Hom-
mage a Haim Vidal Sephiha, Βέρνη 1996, 337-57.
17
ρ. ενόχ, Milim ‘ivriyot ba-targum ha-masoreti (she-be-al pe) shel ha-Tora be-qerev
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 76
76 JULIA G. KRIVORUCHKO
yehudey Gruziya [οι εβραϊκές λέξεις στην παραδοσιακή προφορική μετάφραση της τορά
στους εβραίους της γεωργίας]. Ανακοίνωση στο Β΄ Διεθνές συνέδριο του κέντρου εβραϊκών
γλωσσών και Λογοτεχνιών, ιερουσαλήμ 2006.
18
συγκεκριμένα, αυτή υπήρξε 947 γενεές πριν τη δημιουργία κατά την Zeb. 116a και πα-
ράλληλα χωρία, και δύο χιλιάδες χρόνια πριν, σύμφωνα με το Gen. Rab. 8 και παράλληλα
χωρία.
19
για τις προσπάθειες να καταπολεμηθούν οι μεταφράσεις βλ. Smelik, «The Rabbinic
reception», 255-67.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 77
20
P. Kahle, The Cairo Geniza, οξφόρδη 1959, 214.
21
D. Barthélemy, Les devanciers d’Aquila, Λάιντεν 1963.
22
A. Barthélemy, «Pourquoi la Torah a-t-elle été traduite en grec?», στο M. Black – W.
A. Smalley (επιμ.), On Language, Culture and Religion. In Honour of Eugene A. Nida, Χάγη
1974, 23-41.
23
Η σχετική νεαρά του ιουστινιανού συζητείται σε πλούσια βιβλιογραφία: V. Colorni,
«L’ uso del greco nella liturgia del giudaismo ellenistico e la novella 146 di Giustiniano», An-
nali della storia del diritto 8 (1964) 19-80· A. Linder, The Jews in Roman Imperial Legislation,
ντιτρόιτ 1987· G. Veltri, «Die Novelle 146 peri Hebraion. Das Verbot des Targumsvortrags
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 78
78 JULIA G. KRIVORUCHKO
25
Sirat, Hebrew Manuscripts.
26
Ό.π., 55, πρβ. η ίδια, «Orality/literacy, languages and alphabets. Examples from Jewish
cultures», στο C. Pontecorvo (επιμ.), Writing Development. An Interdisciplinary View, Άμ-
στερνταμ 1997, 101-15.
27
N. R. M. De Lange, Greek Jewish Texts from Cairo Genizah, τύμπιγκεν 1996, 71.
28
S. Sznol, «Haftarat Nehamu ba-targum li-yevanit yehudit [Haftara “Nehamu” (Isaiah
40, 1-26) in the Judeo-Greek translation]», Beit Miqra 3 (1996-7) 332-42· ι. κριβορούτσκο,
«τα ελληνικά χειρόγραφα σε εβραϊκή γραφή: η προέλευση και τα κύρια χαρακτηριστικά της
γλώσσας τους», στο Α. Αργυρίου – κ. Δημάδης – Α. Δ. Λαζαρίδου (επιμ.), Ο Ελληνικός κό-
σμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. 1453-1981. Πρακτικά του Α΄ Ευρωπαϊκού συνεδρίου
Νεοελληνικών σπουδών, Βερολίνο, 2-4 Οκτωβρίου 1998, Αθήνα 1999, τ. 1, 647-60.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 80
80 JULIA G. KRIVORUCHKO
29
Αλντίνα κιντάνα μπαρ-Ασέρ, Ha-shimush ba-‘ivrit beyn ha-sfaradim ba-imperiya ha-
‘otomanit ba-meot ha-16-18 [Η χρήση της Εβραϊκής μεταξύ των Σεφαρδιτών της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας τον 16ο-18ο αι.]. Ανακοίνωση στο Β΄ Διεθνές συνέδριο του κέντρου εβραϊκών
γλωσσών και Λογοτεχνιών, ιερουσαλήμ 2006.
30
Η τοποθέτηση του ελληνικού κειμένου στο εξωτερικό μέρος της σελίδας δείχνει πως
δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τους εκδότες.
31
J. Perles, «Jüdisch-byzantinische Beziehungen», BZ 2 (1893) 569-84.
32
D. S. Blondheim, «Échos du Judéo-Hellénisme. Étude sur l’influence de la Septante et
d’Aquila sur les versions néo-grecques des Juifs», Revue des Études Juives 78 (1924) 1-14.
33
ι. μάτσας, Γιαννιώτικα εβραϊκά τραγούδια, ιωάννινα 1953, 11, υποσ. 1.
34
κριβορούτσκο, «τα ελληνικά χειρόγραφα σε εβραϊκή γραφή», 653-9.
35
b. Qid. 49a· πρβ. τ. Meg. 3:41.
36
Αγ. ιερώνυμος, Επιστ. προς Παμμάχ. 57.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 81
37
τα αραμαϊκά ταργούμ και οι εβδομήκοντα περιέχουν επεξηγήσεις, αλλά το περιεχό-
μενό τους προσδιορίζεται αυστηρώς από την παράδοση.
38
J. G. Krivoruchko, «Prosodic nature of word segmentation in Modern Biblical Judeo-
Greek (MGJG)», στο C. Clairis (επιμ.), Recherches en linguistique grecque: Actes du 5-e Col-
loque international de linguistique grecque, Sorbonne, 13-15.09.2001, Παρίσι 2002, τ. 2, 47.
39
D. C. Hesseling (εκδ.), Les cinq livres de la loi (le Pentateuque). Traduction en néo-grec
publiée en caractères hébraiques à Constantinople en 1547, transcrite et accompagnée d’une in-
troduction d’un glossaire et d’un fac-simile, Λάιντεν-Λιψία 1897, και ο ίδιος, «Le livre de Jonas»,
BZ 10 (1901) 208-17.
40
Ό.π., lxi.
41
Ό.π., lx-lxi.
42
H.-G. Beck, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. ν. Eideneier, Αθήνα 1988, 288.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 82
82 JULIA G. KRIVORUCHKO
χου [...] φυσικά δεν είναι αρχαιότερο του 16ου αιώνα.43 ο γ. Χατζιδάκις θε-
ωρούσε πως η Πεντάτευχος αποτελεί απόδειξη της επιβίωσης του απαρεμ-
φάτου στα μεταγενέστερα στάδια της ελληνικής.44 Παρόμοια γνώμη
εκφράστηκε και από τον B. Joseph: «the author of the translation was not
particularly learned, so that influence from the learned language can be dis-
counted as a source of infinitives [...]».45 Ένας από τους μεγαλύτερους σύγ-
χρονους ειδικούς στις βιβλικές μεταφράσεις, ο νατάλιο Φερνάνδες μάρκος
έγραφε: «El valor de esta traducción reside in que refleja el griego hablado
de Constantinopla a mediados del s. XVI, libre [...] del influjo del griego li-
terario»,46 «es obra de un judío que desconoce la literatura griega (y en con-
sequentia esta exento de influjos literarios o arcaizantes)», «reflejo de la
lengua común hablada en Constantinopla, una lengua sin tradición literaria,
excepto en los términos relativos al culto y mas específicos de la traducción
judía»,47 «un monumento del griego hablado».48
είναι φανερό πως ο D. C. Hesseling και όσοι τον ακολούθησαν, δεν μπό-
ρεσαν να αποφύγουν κάποιες λανθασμένες γενικεύσεις. Πρώτον, ταύτισαν
την παράδοση με την γραπτή λογοτεχνική παράδοση και απέρριψαν – ή
και δεν υποψιάστηκαν – την προφορική καταγωγή του κειμένου.49 Δεύτε-
ρον, ταύτισαν τη μόρφωση με τη μόρφωση της χριστιανικής πλειοψηφίας,
χωρίς να λάβουν υπόψη το χαρακτηριστικό περιεχόμενο της ιουδαϊκής λο-
γιοσύνης και τη σχολική παράδοση μέσα από την οποία αναπαραγόταν.
Όμως, οι ρωμανιώτικες βιβλικές μεταφράσεις αποτελούν είδος έντεχνου
λόγου, λόγο-τεχνία, αν και προορίζονται για την προφορική εκτέλεση και
μεταδίδονται από προφορικούς διαύλους. είναι εξελιγμένο λογοτεχνικό
είδος, παμπάλαιο μάλιστα, με δικούς του περιορισμούς και κανόνες, δικά
του κριτήρια του αποδεκτού και του μη-αποδεκτού και δικές του προτιμή-
43
Ό.π., 288-9.
44
γ. ν. Χατζιδάκις, Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, Αθήνα 1905, τ. 1, 585-98.
45
B. D. Joseph, The Synchrony and Diachrony of the Balkan Infinitive. Α Study in Areal,
General and Historical Linguistics, κέμπριτζ 1983, 77.
46
N. Fernández Marcos, «El Pentateuco griego de Constantinopla», Erytheia 6 (1985)
192. (το άρθρο αναπτύσσει την προσέγγιση που διατυπώθηκε ήδη στο N. Fernández Marcos,
Introducción a las versiones griegas de la Biblia, μαδρίτη 1979. Η νεώτερη έκδοση του βιβλίου
(1998) και η αγγλική του μετάφραση (2000) επαναλαμβάνουν τις ίδιες ιδέες).
47
Ό.π., 197.
48
Ό.π., 203.
49
για ανάλογες διαστρεβλώσεις στην αντιμετώπιση των μη-ιουδαϊκών κειμένων βλ. Η.
Eideneier, Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Από τον Όμηρο έως σήμερα, από την
ραψωδία στο ραπ, Αθήνα 2004.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 83
84 JULIA G. KRIVORUCHKO
λικου στην Αλεξιάδα δεν αποδεικνύει την χρήση του στον 11ο αι. και τα
δύο είναι λόγια φαινόμενα διαφορετικής αιτιολογίας και προελεύσεως.
εξίσου λανθασμένη είναι η υπεργενικευτική ερμηνεία του ρωμανιώτικου
λεξιλογίου ως δήθεν αντιπροσωπευτικού για την ομιλούμενη. στις περισ-
σότερες περιπτώσεις ο χαρακτηρισμός αυτός ισχύει, αλλά οπωσδήποτε όχι
σε όλες. Η μεταφραστική παράδοση καλλιεργούσε λεξήματα (κυρίως βοη-
θητικά μέρη του λόγου, όπως τα μόρια, τους συνδέσμους κτλ.) που είχαν
από καιρό εξαφανιστεί ή παραμεριστεί από τη ζωντανή γλώσσα, αλλά θε-
ωρούνταν απαραίτητα για την μετάδοση των εβραϊκών λέξεων.
Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι το λεξιλόγιο των εβραιοελληνικών
βιβλικών μεταφράσεων είναι σαφώς παράγωγο του δίγλωσσου περιβάλ-
λοντος που το δημιούργησε. Η αγία γλώσσα (lashon ha-qodesh) με το κύρος
της επισκίαζε κάθε απόφαση για την επιλογή του μεταφραστικού αντίστοι-
χου, ούτως ώστε το κέντρο της λεξικής επιλογής να βρίσκεται συχνά εξω-
γλωσσικά, πέρα από τα ελληνικά. Όσοι λοιπόν από τους σύγχρονους
αναγνώστες γνωρίζουν εβραϊκά, βρίσκονται πιο κοντά στην κατανόηση
της λογικής των μεταφραστών. Ένας δίγλωσσος αναγνώστης εύκολα θα
προσέξει, π.χ., ότι οι ρωμανιώτες προτιμούσαν την μετάφραση που έμοιαζε
ακουστικά με την εβραϊκή λέξη, επειδή αυτού του είδους η ζεύξη διευκόλυνε
την απομνημόνευση. ενδεχομένως η ακουστική ομοιότητα με το πρωτό-
τυπο επιζητούνταν και στην επίσημη δημόσια εκτέλεση. Παραμένει να ερευ-
νήσουμε αν οι μεταφραστές κατέβαλλαν συνειδητές προσπάθειες να
δημιουργήσουν ακουστικά παρόμοια κείμενα.
για παράδειγμα, στη φράση και έκραξεν ο θεός το φως μέρα και το σκότο
έκραξεν νύχτα (κωνστ. Πεντ., Γεν. 1:5),50 ο μεταφραστής επέλεξε το ρήμα
κράζω και όχι λ.χ. λέγω ή ονομάζω, επειδή, αφ’ ενός, του θύμιζε το εβρ. qara’,
και, αφ’ ετέρου, πιθανότατα βασιζόταν στην πρακτική των προηγούμενων
μεταφράσεων.51
Πλάι σε τέτοιες καθιερωμένες επιλογές, συναντάμε και προσπάθειες να
εφαρμοστεί η σύγχρονη φρασεολογία. Π.χ., στο αντίτυπο της Πεντατεύχου
της Κωνσταντινούπολης που επελέγη ως βάση για την έκδοση του D. C.
Hesseling, το εβραϊκό «wayyavo happalit wayyagged le’avram ha‘ivri, wehu’
shohen be’eloney Mamre» (Γεν. 14:13) μεταφράζεται ως και ήρτεν ο γλυτω-
μένος και ανάγγειλεν του Αβρα του Εβραιού, και αυτός σκηνώνει εις τους
γάμπους του Μαμερε [...]. το ρήμα σκηνώνει αντιστοιχεί στο εβρ. «shοhen»
και αποτελεί οπωσδήποτε ιδανική ρωμανιώτικη μετάφραση, αφού όλα τα
σύμφωνα των δύο λέξεων μοιάζουν, ώστε να είναι σχεδόν ομώνυμες. είναι
και η πατροπαράδοτη μεταφραστική λύση που την βρίσκουμε ήδη στον
Ακύλα (Έξοδ. 24:16, 25:7, κ.α.), στον σύμμαχο (ιώβ 11: 14) και στον Θεο-
δoτίονα (ιώβ 38:19). και όμως, το ρήμα σκηνώνει αντικαθίσταται στην πα-
ραλλαγή της μπρεσλάου από το απλικεύγει που δεν είναι ούτε παραδο-
σιακό, ούτε ομόφωνο. μας μένει να υποθέσουμε πως θεωρήθηκε πιο μον-
τέρνο ή ήταν πιο κατανοητό στη συγκεκριμένη κοινότητα.
γενικώς, τα υφολογικά γούστα των ρωμανιωτών δείχνουν αρκετή ομοι-
ότητα μ’ αυτά του ευρύτερου περιβάλλοντος. είναι γνωστή, λ.χ., η αντικα-
τάσταση του ρήματος ποιώ με τους τύπους του κά(μ)νω στα έργα της
κρητικής λογοτεχνίας. ο ν. Παναγιωτάκης παρατήρησε πως στην Παλαιά
και Νέα Διαθήκη, ανώνυμο κρητικό ποίημα του 15ου-16ου αι., το ρήμα ποιώ
έχει αντικατασταθεί σχεδόν παντού, εκτός από τις ομοιοκαταληξίες όπου
η αντικατάστασή του ήταν αδύνατη.52 την ίδια ακριβώς διαδικασία παρα-
τηρεί κανείς και στην Πεντάτευχο της Κωνσταντινούπολης, όπου στις πα-
ραλλαγές P και P1 διαβάζουμε:
π ο ί σ ε εσέν κιβωτό ξύλα αδρυνά, φωλιές να π ο ί σ η ς το κιβωτό,
ενώ στο αντίτυπο της μπρεσλάου:
κ ά μ ε εσέν κιβωτό ξύλα αδρυνά, φωλιές να κ ά μ η ς το κιβωτό (Γεν.
6:14).53
οι γραμματικοί εκσυγχρονισμοί που εφάρμοσε ο ανώνυμος συντάκτης
της Πεντατεύχου ήταν κι αυτοί ολόιδιοι με αυτούς των χριστιανών συγγρα-
φέων. τα απαρέμφατα της παλαιότερης παραλλαγής υποκαθίστανται στο
αντίτυπο της μπρεσλάου με τους προσωπικούς ρηματικούς τύπους:
από όλη τη δουλειά του ος έπλασεν ο θεός ν α κ ά μ η (P και P1),
από όλη τη δουλειά του ος έπλασεν ο θεός τ ο υ κ ά μ ε ι
(μπρεσλάου) (Γεν. 2:3).54
με τον ίδιο τρόπο τα απαρέμφατα του χειρογράφου της κοπεγχάγης αν-
52
Βλ. ν. μ. Παναγιωτάκης (εκδ.), Παλαιά και νέα διαθήκη, ανώνυμο κρητικό ποίημα
(τέλη 15ου - αρχές 16ου αι.), επιμ. στ. κακλαμάνης – γ. κ. μαυρομάτης, Βενετία 2004, λη΄.
53
Πρβ. επίσης Γεν. 6:16.
54
Πρβ. Γεν. 1:29, 1:30, 3:22, 3:23, 3:24, 4:2, 4:7, 4:12, 4:26, 6:1, 6:20, 6:21 κ. α.
1-150praktnew._Layout 1 /1611/12 2:24 PM Page 86
86 JULIA G. KRIVORUCHKO