Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 3

Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

1. Διαβάζουμε με προσοχή το πρακτικό και γράφουμε στο πρόχειρο τι


ακριβώς κάνει κάθε πρόσωπο, ώστε να μην μπερδεύουμε ονόματα ή
πράξεις. Σε περίπτωση που δρουν περισσότερα πρόσωπα, ξεκινάμε την
απάντησή μας από την αυτουργική συμπεριφορά και στην συνέχεια
εξετάζουμε την σχέση αυτής προς τις εν στενή εννοία συμμετοχικές
πράξεις.

2. Στην απάντησή μας δεν επαναλαμβάνουμε ποτέ με δικά μας λόγια το


πρακτικό. Αυτό, αν θέλουμε, μπορούμε να το κάνουμε στο πρόχειρο.
Απλώς διαπιστώνουμε από τα πραγματικά περιστατικά που μάς
δίδονται το νομικό ζήτημα που τίθεται και αναφέρουμε τις απόψεις της
νομολογίας και της θεωρίας που το επιλύουν.

3. Δεν αντιγράφουμε ποτέ το κείμενο των διατάξεων του νόμου που


αφορούν το πρακτικό μας ως αιτιολογία της λύσης. Τις διατάξεις στις
οποίες παραπέμπουμε τις σημειώνουμε αριθμητικά. Σε περίπτωση που
πρέπει να αναφέρουμε περισσότερες διατάξεις, προσέχουμε τον τρόπο
με τον οποίο αυτές σχετίζονται μεταξύ τους, λ.χ. άρ. 380 § 2 σε συνδ. με
τα άρθρα 29 και 42 § 3 νΠΚ.

4. Γράφουμε ευανάγνωστα και τηρούμε την ορθογραφία (λ.χ.


γράφουμε πληροί αντί πληρεί, πληρούται αντί πληρείται κ.λπ.). Ένα
κακογραμμένο ή ανορθόγραφο γραπτό μπορεί να μας στοιχήσει το
«στρογγύλεμα» της μονάδας υπέρ μας. Δεν γράφουμε επίσης με τον
τρόπο που στέλνουμε στους φίλους μας SMS, λ.χ. «πρόκειται για 1
ιδιαίτερη σχέση» ή "οι πράξεις τ συνεργού κ τ αυτουργού δν είναι
αξιόποινες γτ δν πληρούν…". Αποφεύγουμε τέλος εκφράσεις του
προφορικού λόγου: «εδώ έχουμε απάτη», "ο δράστης κάνει το έγκλημα
της κλοπής".
5. Αποφεύγουμε με κάθε τρόπο τις ενδοιαστικές εκφράσεις.
Διατυπώνουμε την απάντησή μας χωρίς επιφυλάξεις, ακόμα και αν
διατηρούμε αμφιβολίες ως προς την λύση μας (δεν γράφουμε λ.χ.
«ίσως», «μάλλον», «νομίζω»). Προσέχουμε ιδιαίτερα να μη
χρησιμοποιούμε ρητορικά σχήματα με τα οποία «εξορκίζουμε» τις
αμφιβολίες μας (λ.χ. πρόκειται «σαφώς», «αναμφίβολα», «σίγουρα»
κ.τ.ό.). Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε αν το γραπτό μας είναι
"σοβαρό" είναι να το δούμε από την σκοπιά του εαυτού μας ως
κατηγορουμένου, και όσα γράφουμε ως το σκεπτικό μιας απόφασης
δικαστηρίου με την οποία λ.χ. καταδικαζόμαστε σε φυλάκιση 5 ετών!

6. Δεν επιλύουμε δικά μας πρακτικά: Δεν μας απασχολεί λ.χ. τι θα είχε
γίνει «αν ο δράστης είχε προβεί στην χ ή στην ψ πράξη» που εκείνη την
στιγμή μάς ήρθε στο μυαλό. Δεν προσθέτουμε δικά μας πραγματικά
περιστατικά, αλλά περιοριζόμαστε σε εκείνα του πρακτικού που μας
δόθηκε.

7. Δεν επιλύουμε επίσης ζητήματα που δεν τίθενται στο πρακτικό για να
επιδείξουμε τις γνώσεις μας και να αποδείξουμε την επιμέλειά μας. Λ.χ.
αν είναι δεδομένη η «κλοπή», αλλά μας ζητείται να λύσουμε πρόβλημα
διακεκριμένης κλοπής, δεν επαναλαμβάνουμε γιατί στοιχειοθετείται
απλή κλοπή ή γιατί αυτή είναι «άδικη» και «καταλογιστή στην ενοχή»
του δράστη, αλλά ασχολούμεθα μόνο με το νομικό ζήτημα που τίθεται.
Προσέχουμε να μην επιλύουμε ζητήματα της αντικειμενικής
υποστάσεως με την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, λ.χ. δεν
γράφουμε ότι ο δράστης γνώριζε και ήθελε την αφαίρεση, άρα τέλεσε
κλοπή!

8. Δεν γράφουμε ποτέ με ποια ποινή θα τιμωρηθεί ο δράστης.


Πρόκειται για μεγάλο λάθος, που πάντοτε στοιχίζει σε βαθμό: Κι αυτό,
πρώτον διότι τα σχετικά κεφάλαια του Π.Κ. δεν είναι στην ύλη μας και
δεύτερον, διότι η κατάγνωση της ποινής προϋποθέτει διεξαγωγή δίκης,
συγκεκριμένον κατηγορούμενο και… επιμέτρηση ποινής εκ μέρους του
δικαστηρίου.
9. Δεν επεκτείνουμε την απάντησή μας σε εγκλήματα που δεν
υπάγονται στην εξεταστέα ύλη μας (ιδίως όταν τα ανακαλύπτουμε
εκείνη την στιγμή στο ευρετήριο του κώδικά μας). Λ.χ. επί διαρρήξεως
οικίας, περιοριζόμαστε στα της κλοπής και δεν επεκτεινόμαστε στην
εξέταση του αν στοιχειοθετείται επίσης η διατάραξη οικιακής ειρήνης.

10. Σε περίπτωση που εισφέρονται από νομολογία και θεωρία


περισσότερες απόψεις για την επίλυση ενός νομικού ζητήματος,
οφείλουμε πάντοτε να γνωρίζουμε την άποψη της νομολογίας και μία
τουλάχιστον από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στην θεωρία. Ωστόσο
η απλή παράθεσή τους δεν αρκεί: πρέπει στην συνέχεια να επιλέξουμε
μιαν από τις παρατιθέμενες απόψεις ως την κατά την γνώμη μας
ορθότερη για την επίλυση του πρακτικού μας και να αιτιολογήσουμε
την προτίμησή μας σε αυτήν. Ποτέ δηλαδή δεν αφήνουμε το ζήτημα
«ανοιχτό» (για να επιλέξει ο βαθμολογητής μας όποια λύση θεωρεί
αυτός ως ορθότερη – διότι δεν θα επιλέξει!…). Δεν δίνουμε τέλος
αντιφατικές απαντήσεις χωρίς να διευκρινίσουμε ποια τελικά από αυτές
και για ποιους λόγους μάς πείθει περισσότερο.

You might also like