Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 20

Γ ΤΟΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
1.1 Αρχές και διαμόρφωση της Βυζαντινής λογοτεχνίας
Η βυζαντινή γραμματεία βρίσκεται στην εποχή που συναντιέται η αρχαιοελληνική παράδοση
και ο χριστιανικός νεοπρόβλητος κόσμος. Οι τάσεις είναι δύο: αφενός η εξάρτηση των
χριστιανών συγγραφέων από την αρχαιοελληνική παράδοση και τις επιβιώσεις της (το
φαινόμενο της μίμησης ενίοτε εκδηλώνεται δημιουργικά), αφετέρου η προσήλωση της
βυζαντινής λογοτεχνίας στο «πνεύμα του χριστιανισμού». Στον βυζαντινό γραπτό λόγο η
γλώσσα παραμένει στάσιμη (προτίμηση λογίων στον αρχαϊσμό) σε σχέση με τον
εξελισσόμενο προφορικό λόγο. Καταλήγουν σε γλωσσικό δυαδισμό που αναδύεται μέσα από
τη μείξη τριών μορφών γλωσσικής έκφρασης (κλασικών ελληνικών, κοινής και της γλώσσας
του λαού).
Η βυζαντινή λογοτεχνία συνδέεται άμεσα με την ιστορική ανέλιξη του βυζαντινού κράτους,
αλλά λόγω της συντηρητικότητάς της επιβράδυνε τις διαδικασίες αλλαγών ή τις απότομες
ανακατατάξεις. Οι βασικοί της προβληματισμοί καλύπτουν τους αιώνες από την επικράτηση
του χριστιανισμού ως τον αιώνα του Ιουνστινιανού, μέσα στους οποίους η κίνηση των
διάφορων πνευματικών ρευμάτων που εξέφραζαν την αρχαία, την ιουδαϊκή, τη ρωμαϊκή, την
ανατολική και τη χριστιανική κοινωνία έφεραν σε συνάντηση την ειδωλολατρική αρχαιότητα
με τον χριστιανισμό. Συναντώνται λοιπόν ο Νεοπλατωνισμός με τον αφομοιωμένο ανατολικό
μυστικισμό και τον χριστιανισμό που προσπαθεί να επικρατήσει. Το κοσμολογικό πρόβλημα
των Ελλήνων (η αγωνία για τη λύτρωση του ανθρώπου από τη μοίρα και τον θάνατο) θα
συναντηθεί με το χριστολογικό ζήτημα (ο Χριστός είναι η αρχή των πάντων). Σιγά σιγά
ενισχύεται το χριστιανικό στοιχείο στη βυζαντινή λογοτεχνία και πνευματικά κέντρα, π.χ.
Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Καισάρεια, Κωνσταντινούπολη μορφώνουν τους βυζαντινούς. Τον
4ο αιώνα η χριστιανική γραματεία έχει δημιουργήσει μια αξιόλογη λογοτεχνία, ενώ η
συγγραφική παραγωγή της αρχαιότητας θεωρείται ως προπαιδευτική για τη μελέτη των
χριστιανικών κειμένων. Εμφανίζεται η εκκλησιαστική ιστοριογραφία την εποχή του Μ.
Κωνσταντίνου και αναπτύσσεται η βυζαντινή θεολογία.

1.2 ΚΥΡΙΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΓΡΑΜΑΤΕΙΑΣ


1.2.1 Θεολογία
Ξεκινά με τα πρώτα χριστιανικά κείμενα και αναπτύσσεται με τα συστήματα σκέψης και τους
ποικίλους αγώνες των χριστιανών θεολόγων για την έκθεση των δογμάτων της ανατολικής
εκκλησίας και την υπεράσπισή τους. Η δογματική (αντιρρητική ή απολογητική)
διαμορφώνεται στο περιβάλλον της σχολής της Αλεξάνδρειας. Λόγω της κίνησης του
μοναχισμού αναπτύσσεται η ασκητική που αναφέρεται στους κανόνες ζωής για την ηθική
τελειότητα και στις πνευματικές αναζητήσεις των μοναχών. Η μυστική θεολογία στρέφεται
στην εσωτερική πνευματική ζωή του ατόμου, αποβλέποντας στη μυστική ένωση («θέωση»)
με τον Θεό. Η ερμηνευτική ξεκινά από το περιβάλλον της αλεξανδρινής σχολής και
ασχολείται αρχικά με τα ερμηνευτικά προβλήματα και την κριτική των χριστιανικών
κειμένων. Αργότερα θα στραφεί στη συλλογή και την ταξινόμηση του παραδομένου υλικού
(ανθολογίες δογματικών, ερμηνευτικών, ασκητικών αποσπασμάτων, σειρών=catenae).
1.2.2 Ρητορική
Εφαρμόστηκε ευρύτατα στη σχολική πράξη και ως λογοτεχνικό είδος στο κήρυγμα, στη
διδασκαλία, στον επιδεικτικό λόγο. Ακολούθησε παλαιότερα πρότυπα και τις ρητορικές
σχολές των Αθηνών, της Αντιόχειας, της Κωνσταντινούπολης, της Γάζας. Καλλιεργήθηκαν
ιδιαίτερα η ομιλητική, η παραινετική, οι εκφράσεις και η επιστολογραφία. Η εκκλησιαστική
ρητορική θα υπηρετήσει τις πρακτικές ανάγκες του κηρύγματος, της κατήχησης των
προσηλύτων. Οι ρήτορες διανθίζουν τον λόγο τους με στοιχεία από ρητορικούς λόγους της
αρχαιότητας.
1.2.3 Φιλοσοφία
Γνήσια φιλοσοφική σκέψη στο Βυζάντιο δε γινόταν να αναπτυχθεί καθώς η φιλοσοφία
δεσμευόταν από τη θεολογία και τη ρητορική και τα βασικά προβλήματα (οντολογικό,

1
κοσμολογικό, δεοντολογικό) θεωρούνταν λυμένα από τους Βυζαντινούς. Κάθε διαμαρτυρία
στις κυρίαρχες θεοκρατικές απόψεις καταπνιγόταν. Τα αρχαία φιλοσοφικά συστήματα ήταν
τα μέσα για την προσέγγιση της αληθινής θεολογίας.Η εσωτερική ανάπτυξη της βυζαντινής
φιλοσοφίας θα παραμείνει σε καθαρά θεολογικά πλαίσια με τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Από τον 11ο αιώνα έχουμε τάσεις χειραφέτησης της φιλοσοφικής σκέψης από τη θεολογία.
1.2.4 Φιλολογία
Σκοπός της: η συντήρηση και παράδοση των κειμένων της κλασικής αρχαιότητας. Οι
Βυζαντινοί φιλόλογοι ακολουθώντας την παράδοση των αλεξανδρινών χρόνων ασχολούνται
με τη γραμματική, τη σύνταξη, την ορθογραφία και την κριτική των κειμένων. Επίσης με τη
λεξικογραφία και τα σύγχρονά τους γεγονότα, όπου ήταν και ιδιαίτερα δημιουργικοί.
1.2.5 Ιστοριογραφία
Κυρίως ιστοριογραφία: συγγραφείς της λόγιας βυζαντινής παράδοσης, προσηλωμένοι στην
αρχαία ιστοριογραφική παράδοση τόσο στη μορφή όσο και στην αντίληψη περί ιστορίας.
Έγραψαν σύγχρονη ιστορία, απευθύνονταν σε καλλιεργημένο κοινό. Η χρονογραφία ήταν
διήγηση από κτίσεως κόσμου έως την εποχή εκείνη, χρησιμοποιούσε έργα προγενέστερα και
απευθυνόταν κυρίως σε μοναχούς. Μένει κοντά στη λαϊκή παράδοση και στη μορφή και στην
αντιμετώπιση των γεγονότων (με απλή, απλοϊκή ενίοτε, διάθεση ερμηνείας και συνδυασμό
μυθολογικών παραδόξων με χριστιανικές λαϊκές δοξασίες).
1.2.6 Ποίηση
Οι ποιητές του Βυζαντίου εκφράστηκαν με μέσα που πήραν από την αρχαιότητα. Η
βυζαντινή υμνογραφία είναι θρησκευτική, αυτόνομη ποίηση, εκφράζει το θρησκευτικό
συναίσθημα.Η λυρική ποίηση εκφράστηκε μέσα από το βυζαντινό επίγραμμα που μετέφερε
την αρχαία και αλεξανδρινή παράδοση στον βυζαντινό κόσμο.
1.2.7 Μυθιστόρημα
Το λόγιο βυζαντινό μυθιστόρημα συνδέεται στενά με το αρχαίο μυθιστόρημα. Θα επηρεάσει
το ερωτικό δημώδες μυθιστόρημα.
1.2.8 Δημώδης λογοτεχνία
Εδώ συμπεριλαμβάνονται τα έργα που δεν ανήκουν ούτε στην αρχαιότροπη ούτε στη λόγια
παραγωγή των Βυζαντινών, ανήκουν στην προσωπική λογοτεχνία των Βυζαντινών και έχουν
χαρακτηριστικό τους τη «δημώδη» γλώσσα, με στόχο να γίνουν αρεστά στον λαό.
Χαρακτηριστικά της είναι η «δημώδης» γλώσσα, το «δημώδες» ύφος και ο «δημώδης»
στίχος (δεκαπεντασύλλαβος ή πολιτικός). Ακμάζει κυρίως στην τελευταία περίοδο της
βυζαντινής ιστορίας και αποτελεί το κατάλληλο πεδίο για άσκηση ελεύθερης κριτικής με τον
αλληγορικό χαρακτήρα της σάτιρας.

Με το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σήμανε και το τέλος των πνευματικών


ενασχολήσεων των Βυζαντινών, που διασκορπίζονται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας υπό
Δυτική κατοχή ή κατευθείαν στη Δύση, μεταφέροντας το ανθρωπιστικό πνεύμα των
ελληνικών γραμμάτων. Παύει λοιπόν η περίοδος της λογοτεχνικής παραγωγής και ξεκινά η
περίοδος της μελέτης της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
Με τον όρο Ρητορική εννοούμε τη διαμόρφωση του προφορικού ή γραπτού λόγου με
βάση κάποιους κανόνες, με στόχο ένα υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα. Αποτελεί τη βάση της
εγκύκλιας παιδείας των Βυζαντινών και καλλιεργήθηκε για τους εξής λόγους: α) απαγγελία
λογοτεχνικών κειμένων σε ακροατήριο –εύληπτος ο ρητορικά επεξεργασμένος λόγος από
τους ακροατές, β) το τελετουργικό της αυτοκρατορικής αυλής, γ) η λαϊκή έκφραση μέσω των
Δήμων (πολιτικών ομάδων) δημιούργησε συνθήκες εφαρμογής της ρητορικής έκφρασης, δ)
μίμηση αρχαίων προτύπων

3.1 ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ

Διάφοροι Λόγιοι στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, κατέγραψαν τις σκέψεις τους,
όσον αφορά στον ορισμό της ρητορικής, τους κανόνες της και τη σχέση της με τις υπόλοιπες

2
θεωρητικές γνώσεις. Την εποχή αυτή καθιερώνεται και η σχολική ρητορική. Τα
σπουδαιότερα κείμενα είναι του Ερμογένη: Τέχνη Ρητορικής (2ος-3ος αι.) και του Αφθονίου:
Προγυμνάσματα(4ος-5ος αι.).Ο Ερμογένης χωρίζει το έργο του στα: α) Προγυμνάσματα
(μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή- κατασκευή, κοινός τόπος, εγκώμιον- ψόγος,
σύγκρισις, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφοραί) β) Περί Στάσεων ( διδασκαλίας
κατάσταση)
γ) Περί Ευρέσεως (διήγηση, διδασκαλία της απόδειξης) δ) Περί Ιδεών (μορφές λόγου) και ε)
Περί μεθόδου Δεινότητος ( διαμόρφωση των σκέψεων σε λόγους που εκφωνούνται). Ένα
ρητορικό κείμενο προκειμένου να υπηρετεί τους στόχους του, πρέπει να υπακούει σε
κανόνες, ειδικότερα τα μέρη της ρητορικής Τέχνης είναι τα ακόλουθα: α) Εύρεση: ο
ρήτορας ασχολείται με το θέμα του λόγου και ολόκληρο το περιεχόμενό του, β) Τάξις:
πρόκειται για την κατάταξη και οργάνωση ενός λόγου στα μέρη του, γ) Ύφος ή Λέξη: αφορά
στο λεκτικό μέρος κάθε λόγου και τις αρετές που πρέπει να φέρει, δ) Μνήμη: τεχνάσματα
εξάσκησης της μνήμης & τρόποι αποστήθισης, ε) Υπόκριση: τρόπος εκφώνησης, τόνος
φωνής, ηθοποιία, παθοποιία. Ο ρητορικός λόγος πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής πέντε μέρη:
Προοίμιο, διήγηση, αντίθεση, λύση και επίλογο.
Τα κείμενα της β’ σοφιστικής επηρέασαν τη βυζαντινή ρητορική, κυρίως δε τα κείμενα του
Ερμογένη και του Αφθονίου, τα οποία υπέστησαν επεξεργασία από τους βυζαντινούς
σχολιαστές και υπομνηματιστές. Έτσι οι βυζαντινοί μαθητές μέσα από τα κείμενα αυτά
μάθαιναν τη θεωρία και την πρακτική εφαρμογή της ρητορικής. Με το σχολιασμό και
υπομνηματισμό των εγχειριδίων της ρητορικής, αλλά και τη συγγραφή νέων με θεωρητική
εισαγωγή, ασχολήθηκαν πολλοί λόγιοι. Τη δημοτικότητα του Ερμογένη μαρτυρεί και το το
λεξικό της Σούδας. Ένας ιδίομορφος τρόπος υπομνηματισμού, κυρίως στο έργο του
Ερμογένη, είναι το αλυσιδωτό υπόμνημα ή «κατένα», σύμφωνα με το οποίο
παρουσιάζονται κατά παραγράφους αποσπάσματα από σχόλια διαφόρων υπομνηματιστών,
ενώ αναφέρονται και τα ονόματά τους. Πρόκειται για ένα είδος λεξικού, από το οποίο
πληροφορούμαστε τόσο τα ονόματα των υπομνηματιστών όσο και για τα αποσπάσματα του
έργου τους.
Υπομνηματιστές Ερμογένους (πρωτοβυζαντινά χρόνια): Ευστάθιος, Συριανός,
Μαρκελλίνος. Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους δε σώζονται πηγές. 9 ος αιώνας :
Ιωάννης από τις Σάρδεις. 11ος αιώνας: Ιωάννης Δοξαπατρής. Στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο έχουμε την έκδοση ενός πεντάτομου έργου του Ερμογένη από το Μάξιμο
Πλανούδη, το οποίο περιείχε προλεγόμενα, σχόλια και παραρτήματα.
Είναι προφανές ότι οι βυζαντινοί δεν επεξεργάζονταν χωριστά τη θεωρία από την πρακτική
της ρητορικής αλλά μαζί.

3.2 ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ


3.2.1 Προγυμνάσματα
Ήταν ασκήσεις που αποτελούσαν το πρώτο στάδιο επαφής των αρχαίων ρητόρων και είχαν
καθοριστεί από τον Ερμογένη και τον Αφθόνιο. Τα ίδια προγυμνάσματα χρησιμοποίησαν όλοι
οι βυζαντινοί λόγιοι, γιατί τους βοηθούσαν στην καλλιέργεια όλων των ρητορικών ειδών. Η
πρώτη ομάδα των προγυμνασμάτων ήταν οι μύθοι, που αποτελούσαν την πρώτη επαφή με
τη ρητορική σύνθεση ενός λόγου. Χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:α) οι πρωταγωνιστές τους
είναι άνθρωποι, β) εμφανίζουν δραστηριότητες ζώων με αλληγορική σημασία και
αποσκοπούν στο ηθικό μέρος της ανθρώπινης ζωής και γ) μεικτό είδος. Η δεύτερη ομάδα
προγυμνασμάτων ήταν το διήγημα ( εξάσκηση στη σύνθεση μιας μικρής διήγησης). Η
διαφορά μεταξύ διηγήματος και διήγησης έγκειται στο ότι το πρώτο πραγματεύεται ένα
μεμονωμένο γεγονός ενώ το δεύτερο μια σύνθετη εξέλιξη πράξεων.. Τα διηγήματα ανάλογα
με το περιεχόμενό τους διακρίνονται σε : μυθικά, δραματικά, ιστορικά και πολιτικά. Τα
συνθετικά τους στοιχεία είναι: το δρων πρόσωπο, η πράξη, ο χρόνος, ο τόπος και τα αίτια του
γεγονότος. Το τρίτο είδος προγυμνασμάτων είναι η χρεία ( σύντομη απόδοση ενός λόγου ή
μιας πράξης με επωφελή σκοπό. Η χρεία επιτυγχάνεται σε 8 παραγράφους: α) σύντομο
εγκώμιο σ’ αυτόν που ενεργεί, β) παράφραση θέματος, γ) δικαιολόγηση, δ) θεμελίωση, ε)
παραβολή, στ’) υποδειγματικό παράδειγμα, ζ) παραθέματα αρχαίων συγγραφέων, η)
σύντομος επίλογος. Το τέταρτο είδος και παρεμφερές με τη χρεία προγύμνασμα είναι η

3
γνώμη: αφορά σε παρότρυνση ή προειδοποίηση. Η δομή της είναι ίδια με της χρείας . Το
υλικό τους το αντλούν τόσο από την αρχαία ελληνική γραμματεία όσο και από τη χριστιανική
κοσμοθεωρία. Το πέμπτο είδος είναι η ανασκευή ή κατασκευή : αποτελούν ζευγάρι
προγυμνασμάτων και έχουν ως στόχο την αναίρεση ή θεμελίωση ενός θέματος και διδάσκουν
τις αντιθετικές τοποθετήσεις πάνω σε ένα θέμα. Το έκτο είδος είναι ο κοινός τόπος:
ακολουθεί την πρακτική των δικαστηρίων και αποσκοπεί στη δημιουργία τόπων διαβολής ή
υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Πολλοί συγκαταλέγουν τον κοινό τόπο στο εγκώμιο ή τον
ψόγο. Το έβδομο είδος είναι το εγκώμιο ή ο ψόγος, πολλοί το εξετάζουν μαζί σαν να αφορά
τις δύο όψεις του ιδίου θέματος. Η διαφορά του εγκωμίου από τον κοινό τόπο είναι ότι τον
μεν πρώτο αποτελεί μαρτυρία της αρετής, ενώ το δεύτερο επιδιώκει την εύνοια για αυτόν που
περιγράφεται θετικά. Το όγδοο είδος είναι η σύγκριση: υπάρχει μέσα στο εγκώμιο και τον
ψόγο, αλλά λειτουργεί και ως αυτόνομο κείμενο. Το ένατο είδος είναι η ηθοποιία: σύμφωνα
με τον Ερμογένη είναι η μίμηση του χαρακτήρα ενός προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος.
Τα κείμενα της ηθοποιίας αρχίζουν με στερεότυπες εκφράσεις π.χ «τι θα έλεγε ο τάδε…». Για
τη σύνθεση της ηθοποιίας σημαντική είναι η επιλογή των κατάλληλων λέξεων, προκειμένου
να αποδοθεί η προσωπικότητα του ανθρώπου για τον οποίο γίνεται λόγος. Το κείμενο πρέπει
να είναι σαφές, σύντομο και να έχει σωστή χρονική διαβάθμιση (παρόν-παρελθόν- μέλλον).
Για την Έκφραση βλ. 3.2.6. Άλλο ρητορικό προγύμνασμα είναι η θέση: αποτελεί μια
γενική εξέταση ενός ειδικού επιστημονικού ή πρακτικού προβλήματος ( σώζονται ελάχιστα
δείγματα). Το τελευταίο προγύμνασμα είναι η νόμου εισφορά: η κρίση πάνω σε μια
πρόταση νόμου, τις περισσότερες φορές αποτελεί θεωρητική προσέγγιση ενός νομικού
ζητήματος,( βλ. Προγύμνασματα του Ν. Σοφιστού σ. 69 ).

3.2.2. ΕΓΚΩΜΙΑ
Είναι ρητορικά κείμενα που ανήκουν στην επιδεικτική ρητορική, δεν εξυπηρετούν τη
σχολική ρητορική όπως τα προγυμνάσματα, έχουν σκοπό να εγκωμιάσουν ένα πρόσωπο.
Στην πρωτοβυζαντινή εποχή τα εγκώμια προβάλλουν την αυτοκρατορική ιδεολόγια, το ίδιο
ισχύει και για τη μέση και ύστερη βυζαντινή εποχή. Εκτός από τον αυτοκράτορα ένα εγκώμιο
μπορούσε να απευθύνεται και σε εκκλησιαστικό ή κοσμικό αξιωματούχο που είχε διακριθεί
στο δημόσιο βίο. Στη σύνθεση του εγκωμίου ο λόγιος έπρεπε να ακολουθήσει συγκεκριμένη
χρονική διαβάθμιση στην παρουσίαση του βίου (παρόν-παρελθόν- μέλλον). Επίσης σώζονται
και εγκώμια προσωπικής έμπνευσης του δημιουργού π.χ το εγκώμιο της φαλάκρας, κόμης
εγκώμιον. Σύμφωνα με τον Μ. Ψελλό η επιλογή ευτελών θεμάτων έχει ως σκοπό να
καταδείξει τη δύναμη της ρητορικής και τη χρήση της ως υπόδειγμα και σε απλά θέματα.

3.2.3 ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΩΔΙΕΣ


Συγκαταλέγονται στη ρητορική γραμματεία γιατί φέρουν υφολογικά και δομικά στοιχεία
ρητορικών κειμένων και αποσκοπούν στην παρουσίαση των αρετών του νεκρού (θαυμασμός,
συγκίνηση). Στη βυζαντινή εποχή γράφουν επιταφίους αρκετό καιρό μετά το θάνατο ενός
προσώπου, ώστε να υποχωρεί η συγκίνηση και ο επιτάφιος να γίνεται εγκώμιο, στο οποίο
τηρείται αυστηρά η χρονική διαβάθμιση (παρόν-παρελθόν- μέλλον). Η μονωδία έχει την ίδια
δομή και περιεχόμενο με τον επιτάφιο, αλλά έχει μικρή έκταση (150 εξάμετρους στίχους) για
να μην κουράζονται οι πενθούντες. Ο τόνος που επικρατεί είναι ο παθητικός θρήνος:
αποσκοπεί στη συγκίνηση των παρευρισκομένων, ενώ ο συγγραφέας διατηρεί μια απόσταση.
Όπως ο επιτάφιος έτσι και η μονωδία προσομοιάζει με το εγκώμιο. Στην ίδια κατηγορία
συγκαταλέγονται και οι παραμυθητικοί λόγοι: αποσκοπούν στη παρηγορία των πενθούντων,
η έκτασή τους ποικίλει, ό τόνος τους καθορίζεται από τα παραμυθητικά επιχειρήματα που
περιλαμβάνουν. Τα όρια μεταξύ των τριών ειδών δεν είναι ευδιάκριτα: έχουν κοινό θέμα
( εγκώμιο νεκρού), ενώ οι διαφορές εντοπίζονται τόσο στην έκταση όσο και τον τόνο.
Σωζόμενες μονωδίες: Γρηγορίου Νύσσης, Μιχαήλ Ψελλού, Νικηφόρου Βασιλάκη κ.α. Εκτός
από τα παραπάνω είδη σώζονται και κείμενα θρηνητικού περιεχόμενου τα οποία γράφτηκαν
με αφορμή τις καταστροφές από φυσικά φαινόμενα ή πολέμους (π.χ πτώση Κων/πολης. Η
γλώσσα τους είναι λαϊκή ( εντάσσονται στην μεταγενέστερη παράδοση της δημοτικής
ποίησης), υπάρχουν βέβαια και κάποια που χρησιμοποιούν τη λόγια γλώσσα και εντάσσονται
στην ρητορική παράδοση της βυζαντινής περιόδου.

4
3.2.4 ΕΥΚΑΙΡΙΑΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Η δομή και τα χαρακτηριστικά τους είναι κοινά, ποικιλία υπάρχει στην ονομασία ανάλογα με
την περίσταση. Η εκφώνηση γίνεται είτε από τον ενδιαφερόμενο είτε από τον ρήτορα.
Γράφτηκαν κατά παραγγελία των ενδιαφερομένων και αποτελούσαν μέσο πορισμού
χρημάτων για τους ρήτορες. Στους Ευκαιριακούς λόγους συγκαταλέγονται: ο
προσφωνητικός (εκφώνηση σε άφιξη αξιωματούχου ή και του αυτοκράτορα, ύφος
εγκωμιαστικό, χαρετιστήριο), ο προπεμπτικός ( σε αναχώρηση ενός προσώπου, αποτελεί το
κατευόδιο και εκφράζει συναισθήματα προς το πρόσωπο που αναχωρεί), ο
πρεσβευτικός( αναφέρεται στα πεπραγμένα μιας πρεσβείας), οι επιθαλάμιοι( με την ευκαιρία
γάμου δημόσιου ή ιδιωτικού και βρίθουν από εγκωμιαστικές εκφράσεις μέσα από τη Βίβλο),
ο γενεθλιακός ( με αφορμή γενέθλια, αποτελείται από το προοίμιο, το εγκώμιο της γενέθλιας
ημέρας ή εποχής και το εγκώμιο του προσώπου σύμφωνα με τη μέθοδο της ρητορικής), ο
στεφανωτικός ( στέψη αυτοκράτορα), ο ευχαριστήριος ( προς τον αυτοκράτορα για κάποια
προσφορά ή μια πράξη του με γενικό αντίκτυπο), ο ιστορικός( αφορά σε συγκεκριμένα
ιστορικά γεγονότα και σκοπό έχει να εξάρει τις ικανότητες του αυτοκράτορα), οι
διδασκαλίες ( εκφωνούνται στις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές (Θεοφάνεια, Πάσχα,
Χριστούγεννα) και εκτός από την ερμηνεία των ιερών κειμένων, αποτελούν και εγκώμιο του
παρευρεθέντος Πατριάρχη, έχουν δομή ρητορικού λόγου), προοίμα (εκφωνούνταν με την
ευκαιρία της αναγόρευσης κάποιου στο αξίωμα του διδασκάλου και αφορούν πάλι στην
ερμηνεία ιερών κειμένων, όπως και οι διδασκαλίες υπάρχουν και προοίμια που γράφτηκαν
κατά παραγγελία του αυτοκράτορα στο πλαίσιο κάποιων αυλικών επιδείξεων), silenta
( εκφωνούνταν από τον αυτοκράτορα σε συγκέντρωση ανώτατων λαϊκών και
εκκλησιαστικών αξιωματούχων στο παλάτι).

3.2.5 ΚΑΤΟΠΤΡΟ ΗΓΕΜΟΝΟΣ


Έλκει την καταγωγή του από τη δυτική μεσαιωνική γραμματεία, εγκωμιάζει τον
αυτοκράτορα, αλλά ταυτόχρονα παρέχει συμβουλές και υποδείξεις προς αυτόν. Το τελευταίο
αυτό χαρακτηριστικό το διαφοροποιεί από το εγκώμιο, ο συγγραφέας έχοντας προσωπική
σχέση με τον αυτοκράτορα, διατυπώνει προς το πρόσωπό του ειλικρινείς συμβουλές. Το
κάτοπτρο παρουσιάζει τα ιδανικά χαρακτηριστικά του αυτοκράτορα, έτσι η αυτοκρατορική
ιδεολογία αναπαράγεται στο πλαίσιο της χριστιανικής ηθικής. Τα κάτοπτρα διαρθρώνονται
σε πολλά κεφάλαια με σαφή δομή και νοηματική αλληλουχία, παρέχουν πολλούς κοινούς
τόπους για τον αυτοκράτορα: αγαθοεργία, επαγρύπνηση, δικαιοσύνη, καλοσύνη, φιλαλήθεια.
Κάτοπτρα έγραψαν: ο Αγαπητός Διάκονος, ο Βασίλειος Α’ ( Κεφάλαια Παραινετικά, προς
τον Λέοντα Στ’), ο Θεοφύλακτος Οχρίδος ( Παιδεία βασιλική, προς τον Κων/νο Δούκα), ο
Κεκαυμένος (Λόγος Νουθετητικός προς το βασιλέα), ο Μανουήλ Β’ (Υποθήκαι βασιλικής
αγωγής, προς τον διάδοχο Ιωάννη τον Η’).

3.2.6 ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Ανήκει στα προγυμνάσματα, αλλά αποτελεί και αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Κατά τον
Ερμογένη έκφραση είναι ο περιγραφικός λόγος, ο οποίος μας γνωρίζει αυτό που δηλώνεται
(πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση, χρόνος, τόπος). Μπορεί να υπάρχει και μεικτή έκφραση,
όπως του Θουκυδίδου η νυχτομαχία: νύχτα, συγκαταλέγεται στον καιρό, μάχη:
συγκαταλέγεται στην πράξη. Αρετές της έκφρασης είναι η σαφήνεια και η καθαρότητα.
Εκφράσεις σώζονται από τον 2ο μ. Χ αι. ως αυτόνομα κείμενα ή ενταγμένα σε κάποιο είδος
κειμένου ( ιστοριογραφικό, επικό). Τις χωρίζουμε σε δυο κατηγορίες: τοπογραφικές
(περιγραφή πόλεων, λιμανιών, χώρων, λουτρών, οικοδομημάτων) και εγκωμιαστικές
(περιγραφικά εγκώμια τα οποία ενσωματώνονται σε έναν μεγαλύτερο εγκωμιαστικό λόγο)
Τοπογραφικές εκφράσεις έγραψαν: Θεόδωρος ο Μετοχίτης: Νικαεύς, Βησσαρίων
Τραπεζούντας του οποίου η έκφραση χαρακτηρίζεται ως εγκώμιο. Εγκωμιαστικές εκφράσεις
έγραψαν: Προκόπιος: Περί κτισμάτων, Ψελλός, Πρόδρομος, Μανασσής, Ξανθόπουλος,
Γρηγοράς : Λόγιο μυθιστόρημα 12ου αι., Δημώδες μυθιστόρημα: Βέλθανδρος και Χρυσάτζα,
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη). Οι εκφράσεις προσφέρουν πολλές φορές πλήθος γεωγραφικών,

5
ιστορικών, αρχαιολογικών πληροφοριών καθώς και στοιχεία καθημερινότητας που αφορούν
στην ψυχαγωγία, φιλοσοφία και την αισθητική του βυζαντινού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εννοούμε και τα ιστορικά έργα και τα χρονικά και την εκκλησιαστική ιστορία.

5.1 Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ


Οι συγγραφείς των ιστοριών είναι συνήθως λαϊκοί με ανώτερη μόρφωση, έχουν ως πρότυπα
τους ιστοριογράφους της κλασικής αρχαιότητας, γράφουν ιστορία για γεγονότα που δεν
απέχουν χρονικά πολύ από την εποχή τους, συνεχίζουν το έργο κάποιου προγενέστερου.
Επειδή συχνά έχουν αξιώματα υψηλά, είναι πολλές φορές αυτόπτες ή αυτήκοοι μάρτυρες των
όσων περιγράφουν και χρησιμοποιούν πολύ έγκυρες πηγές.
5.1.1 Οι προθέσεις του Βυζαντινού ιστορικού και η εξάρτησή του από τα κλασικά
πρότυπα
Στόχος των Βυζαντινών ιστορικών: η εύρεση της αλήθειας. Ελέγχουν τις πηγές τους στο
μέτρο του δυνατού, όπως οι αρχαίοι ιστοριογράφοι. Πάντως δεν τα καταφέρνουν πάντα να
είναι αντικειμενικοί, καθώς πολλές φορές συμμετέχουν και οι ίδιοι στα γεγονότα. Ενίοτε στα
προοίμιά τους αναφέρονται στις προθέσεις τους, όπως και τα πρότυπά τους. Η μίμηση των
αρχαίων αφορά στις προθέσεις, στη γλώσσα, στο ύφος, στη μέθοδο. Για παράδειγμα
αναφέρονται σε σύγχρονούς τους λαούς με την ονομασία που αυτοί είχαν στην αρχαιότητα ή
χρησιμοποιούν διοικητική και στρατιωτική ορολογία της αρχαίας παράδοσης αντί για την
αντίστοιχη της εποχής τους ή μιμούνται το Θουκυδίδη στον καθορισμό του χρόνου,
προκαλώντας έτσι ενίοτε δυσκολίες στην κατανόηση. Η μίμηση του ύφους και της σύνταξης
των κλασικών οδηγούν τους Βυζαντινούς στη χρήση αττικίζουσας γλώσσας, με λέξεις που
ενίοτε δεν κατανοούν απόλυτα, με σύνταξη πολύπλοκη και ενίοτε λανθασμένη. Τα λάθη
βεβαίως αυξάνονται όσο απομακρύνονται από την αρχαιότητα. Σε ό,τι αφορά τη μέθοδο
μιμούνται επίσης τους αρχαίους ιστοριογράφους: παρεμβάλλουν ενίοτε εθνογραφικές ή
γεωγραφικές παρατηρήσεις, συχνά λόγους και δημηγορίες, ή και αυτούσια κείμενα αρχείων,
επίσημα έγγραφα, επιστολές, κ.ά.
5.1.2 Πρώιμη βυζαντινή περίοδος (4ος-7ος αι.)
Πλούσια παραγωγή ιστοριών από Ευνάπιο από τις Σάρδεις, τον Ζώσιμο, τον Ιωάννη Λυδό,
τον Προκόπιο, τον Θεοφύλακτο τον Σιμοκάττη, κ.ά.
Ο Προκόπιος (6ος αι.) είναι ο πιο γνωστός ιστορικός του Βυζαντίου, με κλασική μόρφωση.
Περιέγραψε τους πολέμους του Ιουνστινιανού (Υπέρ των πολέμων λόγοι σε 8 βιβλία) με
μεγάλη αξιοπιστία, καθώς ήταν και αυτόπτης μάρτυρας σε πολλά γεγονότα από αυτά που
περιγράφει. Ελέγχει τις πηγές του και προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Παραθέτει
δημηγορίες, γράφει σε αρχαϊζουσα και γενικότερα ακολουθεί τους κανόνες της κλασικής
ιστοριογραφίας, κυρίως του Θουκυδίδη. Στο έργο του Ανέκδοτα ο Προκόπιος καταφέρεται
εναντίον των Ιουνστινιανού και Θεοδώρας, αποδεικνύοντας ότι όλες τους οι ενέργειες
ξεκινούσαν από την απληστία τους. Το έργο έχει χαρακτήρα λιβελογραφικό, δημοσιεύθηκε
μετά τον θάνατο του ιστορικού και είναι μοναδικό στη βυζαντινή ιστοριογραφία. Η
πατρότητά του κατά καιρούς αμφισβητήθηκε. Το τρίτο έργο του Προκοπίου είναι το Περί
κτισμάτων (περ. 554) το οποίο γράφτηκε κατ’εντολή του αυτοκράτορα Ιουνστινιανού και
είναι εξαιρετικά εγκωμιαστικό, καθώς παρουσιάζει το οικοδομικό πρόγραμμα και τα δημόσια
έργα του Ιουνστινιανού στην επικράτεια.
Ο Θεοφύλακτος ο Σιμοκάττης (6ος-7ος αι.) έγραψε την Οικουμενική ιστορία σε 8 βιβλία για
τα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Είναι η τελευταία σωζόμενη ιστορία
των πρώιμων βυζαντινών χρόνων, καθώς μετά ακολουθεί σιγή 3 αιώνων μέχρι το έργο
Βασιλείαι σε 4 βιβλία του Ιωσήφ Γενέσιου για τα γεγονότα της περιόδου 813-886. Οι λόγοι
της σιγής είναι σύνθετοι: οι μακροχρόνιοι πόλεμοι του Βυζαντίου και οι επιδρομές ξένων
λαών έφεραν συρρίκνωση στην επικράτειά του και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι πόλεις
κατέρρευσαν, εγκαταλείφθηκε ο τρόπος ζωής και οι συνήθειες του αρχαίου κόσμου,

6
μειώθηκε σημαντικά ο πληθυσμός, επλήγη το εκπαιδευτικό σύστημα, μειώθηκε το
αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα τα διδάγματα της χριστιανικής διδασκαλίας συνετέλεσαν
στη διαφοροποίηση των πνευματικών ενδιαφερόντων του κόσμου. Παρουσίασε λοιπόν
κάμψη και η ιστοριογραφία.
5.1.3 Μέση βυζαντινή περίοδος. Ο «εγκυκλοπαιδισμός» της εποχής των Μακεδόνων
(10ος αι.) και η «αναγέννηση» των γραμμάτων της εποχής των Κομνηνών (11ος-12ος αι.)
Η λόγια ιστοριογραφία επανεμφανίζεται με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και τον
κύκλο του, άρα τον 10ο αι. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε αυτοκράτωρ, συγγραφέας και
εμπνευστής ενός προγράμματος συγκέντρωσης και συγγραφής έργων «εγκυκλοπαιδικού»
χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας τον «εγκυκλοπαιδισμό», την πνευματική δραστηριότητα των
λογίων του 10ου κυρίως αιώνα, που σχετίζεται με τη συλλογή, τον εμπλουτισμό και την
ταξινόμηση της καταγεγραμμένης γνώσης των παλαιότερων εποχών και τη δημιουργία
«εγκυκλοπαιδειών». Φρόντισε να συγκεντρωθεί η ιστορική γραμματεία των προγενέστερων
αιώνων και μετά από επεξεργασία να καταταγεί θεματολογικά σε 53 διαφορετικές
κατηγορίες, διασώζοντας έτσι το έργο συγγραφέων παλαιότερων εποχών. Συνέγραψε επίσης
την ιστορική εγκωμιαστική βιογραφία του παππού του Βασιλείου του Α, ιδρυτή της
δυναστείας των Μακεδόνων και συνέταξε ή διέταξε να συντάξουν και τα έργα Προς τον ίδιον
υιόν Ρωμανόν (De administrando imperio) και το Περί της Βασιλείου τάξεως (De ceremoniis
aulae byzantinae), τα οποία δεν είναι ιστορία αλλά αποτελούν μέρος μιας πολιτικής
εγκυκλοπαίδειας, καθώς το πρώτο αποτελεί εγχειρίδιο πολιτικής πρακτικής και ιδεολογίας σε
θέματα εξωτερικής πολιτικής (απευθύνεται στον γιο του αυτοκράτορα Ρωμανό, με οδηγίες
για το πώς πρέπει να διοικεί την αυτοκρατορία και πληροφορίες από αυτοκρατορικά αρχεία ή
προγενέστερα ιστορικά έργα) και το δεύτερο είναι ένας οδηγός για το εθιμοτυπικό της
βυζαντινής αυλής (με παραδείγματα και τμήματα από παλαιότερα ιστορικά έργα και
αρχειακό υλικό).
Τον 10ο αιώνα έχουμε και την Ιστορία του Λέοντος Διακόνου για την περίοδο 959 έως 976,
έργο που συνεχίστηκε από τον Μιχαήλ Ψελλό στις αρχές του 11 ου αιώνα. Η Χρονογραφία του
Ψελλού είναι ένα ιδιότυπο, αξιόλογο ιστορικό έργο. Την ίδια περίοδο με τον Ψελλό έζησε και
έδρασε και ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης. Τον 12 ο αιώνα έχουμε την ακμή της εποχής των
Κομνηνών, γνωστή και ως Αναγέννηση των Κομνηνών. Η Άννα Κομνηνή στο ιστορικό της
έργο Αλεξιάς σε 15 βιβλία αναφέρεται στη δράση του πατέρα της Αλέξιου Α Κομνηνού. Το
έργο παρά το βιογραφικό εγκωμιαστικό του χαρακτήρα είναι αρκετά αντικειμενικό και
ακριβές.
5.1.4 Ύστερη βυζαντινή περίοδος και οι «ιστορικοί της αλώσεως»
Περίοδος από το 1204 (Άλωση Κωνσταντινούπολης από Λατίνους) έως το 1453 (Άλωσή της
από Τούρκους). Οι ιστορικοί που περιέγραψαν τα γεγονότα είναι οι Γεώργιος Ακροπολίτης,
Γεώργιος Παχυμέρης, Νικηφόρος Γρηγοράς, Ιωάννης ΣΤ Καντακουζηνός, ενώ τη δεύτερη
Άλωση περιέγραψαν οι Δούκας Μιχαήλ, Κριτόβουλος ο Ίμβριος, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης
και Γεώργιος Σφραντζής.

5.2 ΧΡΟΝΙΚΟΝ/ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΝ/ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Οι χρονογραφίες διαφέρουν από τις ιστορίες κυρίως ως προς τον στόχο και τη μέθοδο
σύνταξής τους. Η βυζαντινή χρονογραφία με αρχή περίπου τον 6 ο αιώνα, μοιάζει με τα
προγενέστερα είδη των «χρονικών των πόλεων»=σύντομες καταγραφές γεγονότων που οι
αρχαίοι αναρτούσαν σε δημόσιους χώρους των πόλεων (Και τα δύο είδη εμπεριέχουν με
μορφή χρονολογικών σημειωμάτων, γεγονότα από τη ζωή της Εκκλησίας αλλά και τον
καθημερινό βίο) και της «χριστιανικής χρονογραφίας»=από τον 2ο ώς τον 4ο αι. με κύριους
εκπροσώπους το Σέξτο Ιούλιο Αφρικανό και τον Ευσέβιο Καισαρείας (Και τα δύο είδη
ξεκινούν τη διήγηση από κτίσεως κόσμου και παρουσιάζουν εξάρτηση από τη Βίβλο, ιδίως
σε σχέση με τις γενεαλογικές πληροφορίες. Περιγράφονται λοιπόν η ιστορία των
πρωτοπλάστων, της κιβωτού του Νώε, ο Τρωικός πόλεμος, η ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
η γέννηση του Χριστού, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες με ιδιαίτερη έμφαση στον Μεγάλο
Κωνσταντίνο και την επικράτηση του χριστιανισμού. Καταλήγουν στους βυζαντινούς
αυτκράτορες.).
5.2.1 Οι προθέσεις του χρονογράφου και το αναγνωστικό κοινό

7
Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι φιλοδοξούν να συγγράψουν ιστορία παγκόσμια που, όπως
πιστεύουν, σχετίζεται άμεσα με την ιστορία και καταγωγή του χριστιανισμού.
Χρησιμοποιούν πολλαπλούς τρόπους χρονολόγησης. Όλα τα καλά και τα κακά που
συμβαίνουν στον κόσμο συνδέονται με τον Θεό και τη βούλησή του. Έτσι ακόμη και οι
φυσικές καταστροφές ερμηνεύονται ως τιμωρία για τα αμαρτήματα των ανθρώπων.
Συλλέγουν τις πληροφορίες τους άκριτα, αντιγράφουν από παλαιότερους συγγραφείς
(μερικές φορές τόσο πολύ που το έργο τους δεν έχει καμία αξία) χωρίς να ενδιαφερονται για
την αλήθεια των λεγομένων, δε διακρίνουν τα ουσιώδη από τα επουσιώδη, αλλά τονίζουν τις
λεπτομέρειες που ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό.Απευθύνονται στο ευρύ κοινό και όχι στους
μορφωμένους, γι’αυτό και η γλώσσα τους είναι απλή, κοντά στην καθομιλουμένη,
εμπλουτισμένη με στοιχεία από την εκκλησιαστική γλώσσα, πληροφορίες που αφορούν στον
απλό κόσμο, πχ. για φορολογικές απαλλαγές και γαργαλιστικά επεισόδια και χωρίς ρητορικά
σχήματα και χωρία αρχαίων συγγραφέων.
Ο Krumbacher υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο είδος καλλιεργήθηκε από κατώτερους
κληρικούς και μοναχούς και απευθυνόταν σε ευσεβείς χριστιανούς με ελάχιστη μόρφωση. Ο
Beck όμως ανασκεύασε την παραπάνω άποψη και απέδειξε ότι πολύ λίγες είναι οι
χρονογραφίες που γράφτηκαν από μοναχούς. Γενικά οι σωζόμενες χρονογραφίες έχουν
μεταξύ τους μεγάλες διαφορές στην ποιότητα και στη μέθοδο συλλογής του υλικού τους,
ωστε πολλοί ερευνητές τις διακρίνουν σε αυτές που είναι απλοϊκά κατασκευάσματα, με
συλλογή και καταγραφή στοιχείων αβασάνιστα από διάφορες πηγές και σε αυτές που οι
δημιουργοί τους αντιμετώπισαν με περισσότερη σοβαρότητα την αποστολή τους και
ερεύνησαν τις πηγές τους.
Η διαφορά ιστορίας-χρονογραφίας ως προς την πρόθεση, τη μέθοδο εργασίας και τη γλώσσα
είναι σαφής. Πάντως η μία κατηγορία επηρεαζόταν από την άλλη. Η προσφορά της
χρονογραφίας είναι μεγάλη: παρέχει λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο και
έτσι μπορούμε να ανασυνθέσουμε την εποχή. Επίσης η εμμονή των χρονογράφων στη
χρονολόγηση των γεγονότων με εξαντλητική ακρίβεια συμβάλλει στην ιστορικά έρευνα
αποφασιστικά. Επίσης, το γεγονός ότι η γλώσσα τους είναι κοντά στην καθομιλουμένη τις
κάνει πολύτιμες πηγές για την εξέλιξη της γλώσσας στους αιώνες. Τέλος, αποτελούν πηγές
έγκυρης πληροφόρησης για τη στρατιωτική και διοικητική ορολογία της εποχής και για τις
ονομασίες των ξένων λαών την εποχή εκείνη.
5.2.2 Η πρώιμη χρονογραφική παραγωγή (6ος-8ος αι.)
Το παλαιότερο χρονογραφικό κείμενο που σώζεται είναι του Ιωάννη Μαλάλα, αφηγείται
γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως και την εποχή του Ιουνστινιανού και διασώζει στοιχεία
από τη δημώδη της εποχής. Άλλο σημαντικό έργο το Πασχάλιον Χρονικόν, ανωνύμου που
μάλλον ήταν κληρικός και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Είναι ένα εκτενές
συμπιληματικό κείμενο που φθάνει στην εξιστόρηση ως το 628 και περιλαμβάνει τις απόψεις
της εποχής για τον υπολογισμό του Πάσχα. Μέχρι τον 9ο αιώνα δεν έχουμε άλλο χρονικό.
5.2.3 Η χρονογραφική παραγωγή των μέσων (9 ος-1204) και ύστερων (1204-1453)
βυζαντινών χρόνων
Η παλαιότερη χρονογραφία του 9ου αιώνα είναι του Γεωργίου Σύγκελλου που περιγράφει
γεγονότα ως το 284. Το έργο του συνεχίζει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής για τα χρόνοα 284-
813. Η Χρονογραφία του μαζί με τα έργα του πατριάρχη Νικηφόρου αποτελούν τις κύριες
ιστοριογραφικές πηγές για τον 7ο και 8ο αιώνα. Τον 9ο αιώνα έχουμε και το Χρονικόν
Σύντομον του Γεωργίου Μοναχού που αφηγείται γεγονότα ως το 842 και αποτελεί τη μόνη
σύγχρονη πηγή για τα γεγονότα 813-842. Τον 10ο αιώνα έχουμε το έργο Συνεχιστής
Θεοφάνους ή Συνέχεια της Χρονογραφίας του Θεοφάνη, έργο προπαγανδιστικό υπέρ της
Μακεδονικής δυναστείας, σε 6 βιβλία για την περίοδο 813-961, το οποίο έχει γραφτεί από
πολλούς λογίους μεταξύ των οποίων και από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ. Τον 11ο
αιώνα έχουμε τη Σύνοψι Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη για τα έτη 811-1057, ένα έργο
σοβαρότατο με τα χαρακτηριστικά των χρονογραφιών μεν αλλά που πλησιάζει και την
ιστορία και την Επιτομή Ιστοριών του Ιωάννη Ζωναρά, επίσης πολύ σοβαρό έργο. Τον 12ο
αιώνα έχουμε την έμμετρη χρονογραφία του Κωνσταντίνου Μανασσή, που φθάνει ως το
1081 και δεν έχει ιδιαίτερη αξία ως ιστορική πηγή. Έμμετρη χρονογραφία έχουμε και από τον
14ο αιώνα από τον Εφραίμ τον Αίνιο που αφηγείται γεγονότα από το 37 μ.Χ. ως το 1261.

8
Επίσης, στον ίδιο αιώνα ανήκουν και χρονικά «δημώδη», πχ. το Χρονικόν του Μωρέως και η
Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου. Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα δεν παρατηρείται μεγάλη
παραγωγή εκτενών χρονογραφιών παγκοσμίου ενδιαφέροντος.

5.3 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Ήκμασε στο Βυζάντιο από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα. Δημιουργήθηκε ενόσω δεν είχε ακόμη
εδραιωθεί η χριστιανική θρησκεία και ήταν απαράιτητα κείμενα με χαρακτήρα απολογητικό
που θα δικαίωναν τον χριστιανισμό και θα τον υπεράσπιζαν από την ειδωλολατρεία. Οι
ιστορικοί της εκκλησία είναι πολύ μορφωμένοι κληρικοί ή λαϊκοί, γράφουν σε γλώσσα λόγια
εκκλησιαστική χωρίς αρχαϊσμούς, ενώ το περιεχόμενό τους σχετίζεται άμεσα με την ιστορία
της Εκκλησίας. Ακριβώς δε επειδή η ζωή της Εκκλησίας συνδέθηκε από πολύ νωρίς με την
πολιτική ζωή, ασχολούνται ιδιαίτερα και με την πολιτική ιστορία. Αναζητούν την αλήθεια
και προσπαθούν να είναι αντικειμενικοί, παραθέτουν αυτούσια κείμενα επίσημα και συνήθως
μνημονεύουν και τις πηγές τους. Καταθέτουν μερικές φορές και την προσωπική τους
εμπειρία, ενώ άλλοτε αναζητούν πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες.
5.3.1 Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί (4ος-6ος αι.)
Ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο Ευσέβιος Παμφίλου, επίσκοπος Καισαρείας (τέλη 3 ου-
αρχές 4ου αι.), που ήταν πολυγραφότατος, και έγραψε 2 ιστοριογραφικά έργα. 1) Χρονικοί
κανόνες και επιτομή παντοδαπής ιστορίας Ελλήνων τε και Βαρβάρων σε 2 βιβλία (ένα για τους
αρχαίους προχριστιανικούς λαούς και ένα με συγχρονιστικούς πίνακες των γεγονότων της
παγκόσμιας ιστορίας από τη γέννηση του Αβραάμ ως την εποχή του Ευσεβίου) και 2)
Εκκλησιαστική ιστορία σε 10 τόμους, στην ουσία ένα νέο είδος ιστορικής συγγραφής, καθώς,
όπως ο ίδιος δηλώνει, ασχολείται όχι με τη στρατιωτική ιστορία αλλά με τους πνευματικούς
και ειρηνικού αγώνες. Περιγράφεται η ιστορία της χριστιανοσύνης ως την εποχή του
Μεγάλου Κωνσταντίνου (διαδοχή των αποστόλων, ζωή πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων,
έως και το διάταγμα των Μεδιολάνων). Οι πηγές για το έργο αυτό είναι παλαιότεροι
συγγραφείς, πχ. Ιούλιος Αφρικανός, Ηγήσιππος και αρχειακές πηγές των βιβλιοθηκών της
Ανατολής. Η αφήγησή του δεν έχει μεγάλη συνοχή και το ύφος του δεν είναι επιμελημένο,
αλλά υπάρχουν επιδράσεις κλασικών προτύπων στη γλώσσα, στο ύφος και στη μέθοδο
προσέγγισης των θεμάτων. Ο Ευσέβιος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς ιστορικούς
σύγχρονους και μεταγενέστερους, αν και οι συνθήκες είχαν πλέον αλλάξει για τη
χριστιανοσύνη μετά τον Ευσέβιο και άρα και οι απαιτήσεις της εκκλησιαστικής ιστορίας. Οι
μετά τον Ευσέβιο ιστορικοί ασχολήθηκαν βασικά με την εποχή τους και κατέταξαν το υλικό
τους με βάση τις βασιλείες των αυτοκρατόρων. Άλλοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί είναι οι εξής:
Σωκράτης, Σωζομενός, Θεοδώρητος Κύρου, Ευάγριος μετά τον οποίο (6 ο αι.) η
εκκλησιαστική ιστορία δεν καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο για πολλούς αιώνες, καθώς δεν
υπήρχε ανάγκη για απολογητικά κείμενα. Ξάνα εκκλησιαστική ιστορία έχουμε τον 14 ο αιώνα
από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τα αγιολογικά κείμενα είναι συνήθως πεζά, σχετίζονται με πρόσωπα αλλά και με θέματα της
λατρείας, είχαν εξαιρετική απήχηση στο Βυζάντιο, καθώς ήταν τα προσφιλέστερα
καθημερινά αναγνώσματα λαϊκών και μοναχών. Πολλά από αυτά έχουν μεγάλο ιστορικό
ενδιαφέρον ενώ άλλα όχι λόγω του μεγάλου αριθμού μυθικών στοιχείων που περιέχουν.
Άλλα είναι καθαρά λαϊκά κείμενα σε απλή γλώσσα, ενώ άλλα είναι εξαιρετικά
επεξεργασμένα σε λόγια γλώσσα. Η σημαντικότερη συμβολή της αγιολογίας αφορά την
καθημερινή ζωή των Βυζαντινών για την οποία μας δίνει πάρα πολλές πληροφορίες.

6.1 ΕΙΔΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Μαρτύριο
Αφηγηματικό κείμενο που περιγράφει τον μαρτυρικό θάνατο ενός αγίου. Μαρτύριον= ο
βασανισμός, ή το λογοτεχνικό είδος κειμένου που τον περιγράφει, ή και ο βωμός ή τάφος του
μάρτυρα. Τα πρώτα γραπτά μαρτύρια που έχουμε: από 1 ο έως 4ο αι. μ.Χ. τμήματα των οποίων
βρίσκουμε στα λίγα σωζόμενα μαρτυρολόγια (=συλλογές μαρτυρίων, όπως αυτά του

9
Ευσέβιου Καισαρείας Αρχαίων Μαρτύρων Συναγωγή και Περί των εν Παλαιστίνη
μαρτυρησάντων). Στη Δυτική εκκλησία μαρτυρολόγιο=συναγωγή εξαιρετικά σύντομων
πληροφοριών για όλους τους επίσημα αναγνωρισμένους από τη δυτική εκκλησία αγίους.
Στην ανατολική παράδοση χρησιμοποιθηκε μόνο για το Νέο Μαρτυρολόγιο του Νικόδημου
του Αγιορείτου, που περιλαμβάνει τα μαρτύρια των νεομαρτύρων.
Συναξάριο
Το σύντομο αφηγηματικό κείμενο που διαβάζεται σε μία γιορτή για να θυμίσει στο
εκκλησίασμα το εορταζόμενο γεγονός ή τα χαρακτηριστικά του τιμώμενου προσώπου. Ενίοτε
στα εκκλησιαστικά χειρόγραφα ο όρος συναξάριο ταυτίζεται με τον όρο Μηνολόγιο, πχ. η
συναγωγή των συναξαρίων όλου του έτους που συνταχθηκε κατ’εντολή του Βασιλείου Β
Βουλγαροκτόνου λέγεται Μηνολόγιον Βασιλείου. Συναξάρια ονομάζονται επίσης οι συλλογές
συναξαρίων πχ. το Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (μέσα 10ου αι.) που
είναι η πιο σημαντική σωζόμενη συναγωγή συναξαριακών κειμένων. Ο όρος συναξαριστής
δηλώνει αφενός τη συλλογή συναξαρίων, αφετέρου τον συγγραφέα των συναξαριακών
κειμένων.
Βίος
Η βιογραφία ενός αγίου με το συνήθη τίτλο Βίος και πολιτεία. Από τον 4ο αιώνα και μετά
προβάλλεται ένας νέος τρόπος ζωής ως ιδανική χριστιανική συμπεριφορά, αυτός των αγίων.
Πρότυπα για το νέο είδος αποτέλεσαν η βιογραφία του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τον
Ευσέβιο Καισαρείας και του Μεγάλου Αντωνίου από τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Οι
επιδράσεις από τις αρχαίες βιογραφίες είναι ευδιάκριτες σε αρκετούς από τους νέους Βίους,
αλλά το είδος μπορεί να θεωρηθεί νέο γιατί προβάλλει ένα άλλο μοντέλο ζωής: άρνηση
επίγειων αγαθών και αναζήτηση της μελλοντικής τελείωσης κοντά στον Θεό. Επίσης
διαφέρουν από τους αρχαίους βίους στο ότι περιέχουν μυθικές διηγήσεις που παρουσιάζονται
ως πραγματικές και παραθέτουν γεγονότα που δεν συνδέονται μεταξύ τους χρονικά. Η δομή
των βίων είναι η ακόλουθη: καταγωγή του αγίου, παιδεία, βίος, άσκηση, θρησκευτική,
κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα, διδασκαλία, συγγραφή, θάνατος και υστεροφημία,
μετά θάνατον θαύματα. Υπερβολικά μεγάλη η παραγωγή βίων από τον 4 ο αιώνα κ.ε. Για κάθε
άγιο υπάρχουν πάνω από μία παραλλαγές του βίου του χάρη στην εξαιρετική διάδοση που
γνώρισε το είδος.Οι βίοι σώζονται είτε μεμονωμένα είτε σε συλλογές που ονομάζονται
μηνολόγια (# Συναξάρια που απλώς έχουν με ημερολογιακή διάταξη σύντομες πληροφορίες
για αγίους και όχι ολόκληρους βίους και # Μηναία που έχουν σε 12 τόμους τις ακολουθίες
των αγίων).
Εγκώμια. Λόγοι πανηγυρικοί.
Μέρος της εκκλησιαστικής ρητορικής, που γνώρισε μεγάλη διάδοση στο Βυζάντιο μετά τον
4ο αιώνα στα πρότυπα της αρχαιότητας και των ομιλιών των Πατέρων της Εκκλησίας. Τα
θέματά τους: μάρτυρες και άγιοι, εορτές της Εκκλησίας, θέματα πολιτικής και θρηκευτικής
ζωής. Είναι ρητορικά κείμενα, συχνά σε αττικίζουσα γλώσσα, που στην ουσία γράφονται για
να αποδείξουν την εξοικείωση του συγγραφέα με τους κανόνες της ρητορικής και την
πατερική λογοτεχνία των πρωτων χριστιανικών αιώνων. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ενίοτε και ως ιστορική πηγή για την εποχή τους.
Ψυχωφελείς διηγήσεις. Αποφθέγματα πατέρων.
Σύντομα κείμενα (ανέκδοτα, αποφθέγματα, ρήσεις) σχετικά με τη ζωή και τη διδασκαλία
των αναχωρητών, των πατέρων της ερήμου που ασκήτευσαν από τον 4 ο ως τον 6ο αιώνα.
Σώζονται σε πολλές συλλογές και σε πάμπολλα χειρόγραφα, γεγονός που αποδεικνύει την
ευρύτατη διάδοση που γνώρισαν μεταξύ των μοναχών στο Βυζάντιο. Οι συλλογές
αποφθεγμάτων καταρτίστηκαν μεταξύ 5ου και 6ου αιώνα, η κατάταξή τους είναι αλφαβητική
με βάση το όνομα του ομιλούντος ή θεματική (συστηματική) με βάση τα θέματα της
μοναστικής ζωής. Τον 11ο αιώνα παρουσιάστηκε η πρώτη μεικτή συλλογή του Παύλου
Ευεργετινού. Έχουν ως κείμενα μεγάλη αξία γιατί είναι πηγή πληροφοριών για τη ζωή των
πρώιμων ασκητών, τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των λαών της χριστιανικής Ανατολής και
για τη γλώσσα της εποχής (δείγμα λαϊκής γλώσσας των πρωτοβυζαντινών χρόνων)
Θαύματα
Ενσωματόνται συνήθως στα Μαρτύρια και στους Βίους αλλά ενίοτε και μεμονωμένα
βρίσκονται σε συλλογές θαυμάτων που περιλαμβάνουν τη μετά θάνατον θαυματουργική

10
δραστηριότηα των αγίων. Βρίθουν υπερβολών, και ενίοτε τμήματά τους μπορούν να
αναγνωρισθούν ως κοινοί λογοτεχνικί τόποι. Είναι δύσκολο να ανιχνευθεί η ιστορική
πραγματικότητα σε αυτά, αλλά ενίοτε είναι διακριτή.
Οράσεις/οπτασίαι
Κέιμενα χρησμολογικού και προφητικού περιεχομένου με ιδιαίτερη διάδοση μεταξύ των
μοναχών. Περιγραφή οραμάτων/οπτασιών που έβλεπαν οι άγιοι ή οι προφήτες και ήταν είτε
ένα θεϊκό σημάδι, είτε φανταστικοί τόποι, είτε μελλοντικές σκηνές και πρόσωπα ιερά ή ο
ίδιος ο Θεός. Οράσεις συναντούμε και σε κείμενα της αρχαιότητας και στη Βίβλο. Στην
αγιολογική λογοτεχνία είναι είτε τμήμα ενός βίου αγίου είτε και ανεξάρτητο κείμενο. Σε αυτή
την κατηγορία κειμένων εντάσσονται και αφηγηματικά έργα εσχατολογικού περιεχομένου.

6.2 ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Η μοναδική προσπάθεια διάκρισης λογοτεχνικών τύπων έγινε από τον Delehaye για τα
μαρτύρια και αυτή την κατάταξη οι ειδικοί χρησιμοποιούν σχηματικά σήμερα και για την
κατάταξη και των άλλων ειδών αγιολογικής λογοτεχνίας. Οι 6 τύποι του Delehaye είναι οι
ακόλουθοι: 1. ιστορικός τύπος. Για κείμενα με θέμα που προβάλλεται ως ιστορικό γεγονός,
με ακριβείς περιγραφές, χωρίς υπερβολές, με αναζήτηση αιτιών και συνεπειών, με
πρωταγωνιστές που αντιμετωπίζονται ως ιστορικά πρόσωπα. Η ιστορική τους αξία εξαρτάται
από τις δυνατότητες του συγγραφέα και τον έλεγχο των πληροφοριών του. 2. επικός τύπος.
Τα μαρτύρια που προβάλλουν το ηρωικό στοιχείο της χριστιανικής ζωής. Πρόκειται για
αρχικά σύντομα κείμενα που επαυξήθηκαν με φανταστικές περιγραφές της δίκης και των
βασανιστηρίων των μαρτύρων. Εδώ ανήκουν και μερικές ασκητικές βιογραφίες, κυρίως οι
βίοι των Στυλιτών, για τους οποίους περιγράφονται οι κακουχίες και οι πειρασμοί. 3.
εγκωμιαστικός τύπος. Εδώ ανήκουν τα αγιογραφικά εγκώμια που διαμορφώθηκαν με βάση
τους κανόνες της αρχαίας ρητορικής, όπως τους μετέφεραν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Η
δομή τους είναι παρόμοια με αυτή των ασκητικών βιογραφιών ιστορικού τύπου, μόνο που
εδώ υπάρχει και προοίμιο που παραπέμπει σε ρητορικό κι όχι σε ιστορικό κείμενο και
συνήθως στο τέλος έχουμε επίλογο. 4. αγιογραφικά μυθιστορήματα. Τα αγιογραφικά
κείμενα που επηρεάστηκαν πολύ από τα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα και έτσι
εξελίσσονται σε ατμόσφαιρα φανταστική και συνδέονται πολύ λίγο με την πραγματικότητα
π.χ. ο Βίος του Αγίου Ευσταθίου του 10ου αι. και τα Ψευδοκλημέντεια Μυθιστορήματα των
οποίων η πρώτη μορφή πρέπει να είναι του 2 ου αιώνα και η τελικά επεξεργασία του 4 ου. 5.
μεικτός τύπος. Εκεί όπου συνυπάρχουν μυθικά και ιστορικά στοιχεία. Βασικά τα
περισσότερα. 6. Έμμετρα αγιολογικά κείμενα. Αγιολογικά κείμενα που διασκευάστηκαν σε
έμμετρη μορφή. Είχαν ευρεία διάδοση στο Βυζάντιο. Τον 11 ο αιώνα παρουσιάστηκαν
έμμετρα μηνολόγια, συναξάρια ή καλενδάρια.

6.3 ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ (ΠΡΩΙΜΗ) ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ


Τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια η αγιολογική παραγωγή προερχόταν από τις πόλεις και τα
μοναστικά κέντρα της Ανατολής (Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Συρία). Ο χριστιανός μάρτυρας ή
άγιος (συχνά πρόκειται για ασκητή) απελευθερώνεται από τις κοσμικές του υποχρεώσεις και
αναγνωρίζει την κυριαρχία του Θεού. Κάποτε ο άγιος παύει να έχει πρόσωπο και γίνεται
μέρος μιας ομάδας. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της περιόδου είναι οι: Αθανάσιος ο Μέγας
πατριάρχης Αλεξανδρείας με το Βίο Αντωνίου που αποτέλεσε πρότυπο για τη
μοναστική/χριστιανική βιοργαφία και αποτελεί την εγκυρότερη πηγή για την ιστορία του
μοναχισμού στην Αίγυπτο. Κύριλλος Σκυθοπολίτης με 7 βίους του να σώζονται. Ιωάννης
Μόσχος ο Ευκρατάς με τη συλλογή Λειμών ή Λειμωνάριον (αφηγήματα διδακτικού και
αναεκδοτολογικού χαρακτήρα για τη διδαχή και ψυχαγωγία των μοναχών), σημαντικότατη
πηγή πληροφοριών για τη μοναστική ζωή του 6ου αι. και για την καθομιλουμένη τότε.
Λεόντιος επίσκοπος Νεαπόλεως. Σωφρόνιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.

6.4 Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ (9ος –11ος ΑΙ.)


Από τα τέλη του 7ου ως τα τέλη του 8ου έχουμε σιωπή και στην αγιογραφία. Η Εικονομαχία
συνετέλεσε στην αναθέρμανση της αγιογραφικής παραγωγής, καθώς η συγγραφή βίων αγίων
ήταν ένας τρόπος αντίδρασης των εικονοφίλων. Η μεγαλύτερη άνθηση από τον 9 ο ως τον 11ο

11
αιώνα, περίοδος που συμπίπτει και με την ίδρυση των μεγάλων μοναστικών κέντρων, άρα ο
άγιος πλέον δεν έιναι ο ερημίτης, ο ασκητής, αλλά ο δραστήριος ιδρυτής του μοναστηριακού
κέντρου και η αποξένωση του αγίου από τα κοσμικά πράγματα δεν αποτελεί πλέον
αναπόσπαστο κομμάτι της αγιότητας. Ο άγιος έχει πάντα πρόσωπο, ακόμη και οι ανώνυμοι
μάρτυρες δεν αντιμετωπίζονται σαν ένα σώμα. Όλα τα είδη αγιολογίας παρουσιάζουν
άνθηση. Στα μέσα του 10ου αιώνα συντάσσεται το Συναξάριον της Εκκλησίας της
Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και πολλά μηνολόγια, όπως το Μηνολόγιο Βασιλείου Β.
Συγγράφονται εγκώμια, ενώ στο πλαίσιο του εγκυκλοπαιδισμού συλλέγονται, ταξινομούνται
και υφίστανται νέα επεξεργασία παλαιότερα αγιολογικά κείμενα, πχ. Ο Συμεών ο
Μεταφραστής εκπόνησε ένα πολύτομο μηνολόγιο το οποίο γνώρισε ευρύτατη διάδοση, αν
και η αξία του αμφισβητήθηκε γιατί ναι μεν διέσωσε κείμενα που αλλιώς θα είχαν χαθεί, ό,τι
όμως δε συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του χάθηκε για πάντα και πολλά κείμενα
αλλοιώθηκαν τόσο πολύ από την επεξεργασία που υπέστησαν που έχασαν κάποιο μέρος της
αξίας τους.

6.5. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ (12ος –15ος ΑΙ.)


Τελευταίο δείγμα της ανθηρής περιόδου που τελειώνει με τον Συμεών το Μεταφραστή είναι
ο Βίος Λαζάρου του Γαλησιώτου του 11ου αιώνα. Από τον 12ο αιώνα έχουμε κάμψη της
αγιολογικής λογοτεχνίας, η οποία οφείλεται στις θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις της εποχής: ο άγιος δεν αποτελεί πλέον πρότυπο κοινωνικό, τα ενδιαφέροντα των
λογίων μετατοπίζονται σε πιο κοσμικά θέματα, η ενασχόληση με την αυτοβιογραφία
υποκαθιστά σε ένα βαθμό την αγιολογική λογοτεχνία, το θρησκευτικό φρόνημα εξασθενεί
(περίοδος Σχίσματος), οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ασχολούνται με τις θρησκευτικές
έριδες, η Εκκλησία αγιοποιεί με εξαιρετική φειδώ. Η αγιολογική παραγωγή όμως δε
σταμάτησε. Τον 11ο αιώνα έχουμε σημαντικούς λογίους που ασχολήθηκαν με αυτή: Ιωάννης
Μαυρόπους και Νικήτας Σταθάτος. Το 12ο αιώνα οι Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Τ΄ζέτζης,
Θεόδωρος Πρόδρομος. Τον 13ο αιώνα οι Γεώργιος Ακροπολίτης, Θεόδωρος Μετοχίτης. Τον
14ο αιώνα οι οικουμενικοί πατριάρχες Γρηγόριος Κύπριος και Φιλόθεος Κόκκινς και ο
ιστορικός Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ
Η βυζαντινή υμνογραφία εντάσσεται στη θρησκευτική ποίηση και είναι ο ένας από τους δύο
βασικούς κλάδους της βυζαντινής ποίησης (ο άλλος είναι η κοσμική). Ως λειτουργική ποίηση
εκφράζει τη συλλογική φωνή της εκκλησίας και μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως δημώδης
ποιητική θρησκευτική έκφραση. Παράλληλα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της
ελληνικής ποιητικής παράδοσης και μαζί με τη χριστιανική ζωγραφική, συνιστούν την πιο
αντιπροσωπευτική έκφραση του βυζαντινού πολιτισμού. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα
στο περιβάλλον του ιουδαϊκού κόσμου, που διέθετε μακραίωνη παραδοση και είχε
δημιουργήσει ποιητικά κείμενα απαράμιλλης τελειότητας.

7.1. ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ


Από πολλές χριστιανικές και εξωχριστιανικές πηγές γνωρίζουμε για τις συναθροίσεις των
πρώτων χριστιανών σε ιδιωτικούς ευκτήριους οίκους, σε κοινές τράπεζες, όπου έψαλλαν
υμνητικά τραγούδια προς τον Θεό. Οι πρώτοι λειτουργικοί ύμνοι των χριστιανών είναι οι
ψαλμοί, οι ύμνοι και οι πνευματικές ωδές, ένας παράλληλος τρόπος λατρείας δηλαδή με αυτόν
που εφαρμοζόταν στην εβραϊκή συναγωγή. Πολύ νωρίς, γύρω στο 100 μ.Χ., εμφανίζεται ο
θεσμός των αναγνωστών και των πρωτοψαλτών στη χριστιανική λατρεία, ένας θεσμός
καθαρά ιουδαϊκός. Ο τρόπος με τον οποίο έψελναν μας είναι γνωστός από την Παλαιά
Διαθήκη: ο ψάλτης έψελνε και οι πιστοί επαναλάμβαναν τον ψαλμό με αντιφώνηση.
Αργότερα οι ψαλμοί εκτελούνταν από εναλλασσόμενους χορούς με τη συνοδεία μουσικών
οργάνων. Η χριστιανική εκκλησία προσπάθησε να κρατήσει την παραδοσιακή μουσική
εκτέλεση και παράλληλα να διαφυλάξει και μια σειρά ύμνων που σταθεροποιήθηκαν
αργότερα στις 9 ωδές, ανθολογημένες από την Παλαιά Διαθήκη και προσαρτημένες στο

12
Ψαλτήρι. Σιγά σιγά η χριστιανική λατρεία εμπλουτίζεται με νέους ύμνους, που τόνιζαν
περισσότερο την Καινή Διαθήκη.

7.2 Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Αρχαϊκοί ύμνοι, δηλαδή θρησκευτικά ποιήματα, πέρασαν από την παλαιά Διαθήκη στην
Καινή Διαθήκη, π.χ. οι 3 Ωδές στο Ευαγγέλιο του Λουκά: α) το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου,
β) η Ωδή του Ζαχαρίου και γ) η Προσευχή του Συμεών. Οι μονόστροφοι ύμνοι
δημιουργήθηκαν από τη λατρευτική συνήθεια να διαβάζονται ορισμένοι στίχοι από τους
Ψαλμούς του Δαβίδ και να ακολουθούν σύντομες φρασεις που εκφωνούνταν ομαδικά ως
αντίφωνα από τους πιστούς. Οι σύντομες αυτές φράσεις διογκώθηκαν και έτσι από τα
αντίφωνα καταλήξαμε στα μονόστροφα τροπάρια, τη βάση της χριστιανικής υμνογραφίας, τα
οποία στη συνέχεια πήραν διάφορες ονομασίες: απολυτίκιον (σύντομο τροπάριο της ημέρας
κάθε εορτής), στιχηρόν (ψάλλονταν μετά την ανάγνωση στίχων από τους Ψαλμούς). Το
τροπάριο με δική του μελωδία που την δανείζει και σε άλλα λέγεται αυτόμελον, αυτό που
δανείζεται μελωδία άλλου λέγεται προσόμοιον, ενώ αυτό που έχει δική του αλλά δε τη
δανείζει πουθενά λέγεται ιδιόμελον. Στο τροπολόγιον, το ειδικό λειτουργικό βιβλίο,
συγκεντρώνονταν όλα τα τροπάρια, τα οποία θα πρέπει να ήταν διατεταγμένα είτε κατά το
περιεχόμενο (τριαδικά, θεοτοκία, δοξαστικά,...), είτε ανάλογα με τη θέση τους στη
λειτουργική πράξη (ευλογητάρια, υπακοή, αναβαθμοί, καθίσματα....). Η σύνθεση των
τροπαρίων των αναβαθμών, τα καθίσματα και τα 15 αντίφωνα του όρθρου της μεγάλης
Παρασκευής απηχούν αρχαία λειτουργική παράδοση. Οι αναβαθμοί είναι όρος της Παλαιάς
Διαθήκης και ψάλλονται και σήμερα, όπως και τα καθίσματα, ενώ η ίδια τριαδική διάταξη
τροπαρίων επιβίωσε στον όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής με τα 15 αντίφωνα. Τα τροπάρια
εξελίχθηκαν σε συνθετότερα μουσικά έργα που αυτονομήθηκαν και έτσι διαμορφώθηκαν τα
κοντάκια και οι κανόνες.

7.3 ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ


ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ
Τους τρεις πρώτους αιώνες της υμνογραφίας, η σύνθεση ύμνων είναι είτε συλλογική υπόθεση
(όπως τα δημοτικά τραγούδια) στο πλαίσιο της εκκλησίας, είτε αποτέλεσμα προσωπικής
δημιουργίας. Τα συλλογικά δημιουργήματα είναι μερικοί πολύ γνωστοί ύμνοι σήμερα:
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη....» ή το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης ...». Μια άλλη
κατηγορία ύμνων είναι οι σχετικοί με τη θεία ευχαριστία (κοινωνικοί ή ευχαριστιακοί). Όλα
τα τροπάρια αυτά έχουν αισιοδοξία, ελπίδα. Τα προσωπικά δημιουργήματα είναι συχνά
έργα διάσημων δημιουργών, πχ. Κλήμης Αλεξανδρεύς (με ύμνο προς τον Χριστό και Ύμνο
των Παίδων προς τον Χριστό Σωτήρα), Κλήμης Ρώμης (στην πρώτη του επίστολή προς τους
Κορινθίους). Οι λόγιοι συγγραφείς προσπάθησαν να επιβάλουν τη λόγια γλώσσα και την
προσωδιακή μετρική στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κάποια
έργα όμως επηρέασαν την εξέλιξη της υμνογραφίας,πχ. κάποιες ρητορικές ομιλίες με
στοιχεία έμμετρου λόγου, όπως είναι οι ομιλίες στο Πάσχα του Μελίτωνα Σάρδεων (μέσα 2 ου
αι. μ.Χ.). Αρκετοί χριστιανοί, ιδιαίτερα την περίοδο των διωγμών, έγραψαν ύμνους για να
υμνήσουν τον Χριστό και τον τριαδικό Θεό. Ενίοτε όμως η ποίηση χρησιμοποιήθηκε και από
αιρετικούς ή από τους Γνωστικούς (φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα πριν από τον
χριστιανισμό) ως το πιο πρόσφορο μέσο διάδοσης των ιδεών τους. Γι’αυτό ίσως και τον 4 ο
αιώνα παρουσιάζεται αντίδραση εναντίον της μουσικής εκτέλεσης των ύμνων προερχόμενη
είτε από καχύποπτους συντηρητικούς χριστιανούς που αντιδρούσαν στις μεθόδους των
αιρετικών, είτε από μοναχούς που την θεωρούσαν έκφραση κοσμικού χαρακτήρα και
επίδειξη.

7.4 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ


Από τον 4ο αι. κ.έ.η υμνογραφία βαδίζει προς τη δημιουργία ενός νέου είδους στροφικής
μουσικής και ποιητικής δημιουργίας, το κοντάκιο, που ήκμασε τον 6 ο αιώνα. Πρόκειται για
έναν ύμνο με πολλά τροπάρια και κύρια χαρακτηριστικά το προοίμιο (ένα ανεξάρτητο
τροπάριο στην αρχή του κοντακίου με δική του μουσική και κοινό με τα υπόλοιπα τροπάρια
μόνο το εφύμνιο – μπορεί να υπάρχουν και περισσότερα από 1 προοίμια), τους οίκους (οι

13
στροφές, τα τροπάρια που συνθέτουν το κοντάκιο), τον ειρμό (ο πρώτος οίκος-στροφή που
αποτελεί και το μετρικό και μελικό υπόδειγμα για τους άλλους οίκους), το εφύμνιο (ρεφραίν,
η επωδή κάθε ύμνου που επαναλαμβάνεται στο τέλος όλων των στροφών, προοιμίου και
οίκων) και την ακροστιχίδα (μία φράση που σχηματίζεται από το σύνολο των αρχικών
γραμμάτων κάθε στροφής, με δύο μορφές: την αλφαβητική και την πραγματική που κρύβει
κάποιο νόημα). Η μετρική του κοντακίου είναι ρυθμοτονική (κανονική εναλλαγή τονισμένων
και άτονων συλλαβών, ώστε να διατηρείται σταθερός ρυθμός) και ισχύει η αρχή της
ισοσυλλαβίας (κάθε στίχος έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με τον αντίστοιχο της επόμενης
στροφής) και η αρχή της ομοτονίας (οι βασικοί τόνοι είναι πάντα στην ίδια συλλαβή).
Καταγωγή του είδους: Είναι δημιούργημα της εβραϊκής, της συριακής ή της ελληνικής
ποίησης; Υπάρχει επίδραση της εβραϊκής συναγωγής αλλά η μορφή του κοντακίου και η
έλλειψη τονικών μέτρων στην Παλαιά Διαθήκη καταρρίπτουν τη θεωρία για εβραϊκή
καταγωγή του κοντακίου. Η συριακή ποίηση έχει σίγουρα επηρεάσει τους πρώτους
δημιουργούς του κοντακίου, καθώς είχε αναπτύξει στροφικό σύστημα από το 200 μ.Χ., ο
Αρμόνιος τον 3ο αι. έγραψε ποίηση σε συριακή γλώσσα με πρότυπο την οποία τον 4 ο αιώνα ο
Εφραίμ ο Σύρος έγραψε έμμετρες ομιλίες και χορικούς ύμνους που επηρέασαν τον Ρωμανό
τον Μελωδό, που θεωρείται ο δημιουργός του κοντακίου. Αλλά και η ελληνική χριστιανική
ποιητική παράδοση αξιοποίησε τις ελληνικές μεταφράσεις συριακών ποιητών του 4 ου και 5ου
αιώνα και δημιούργησε οριστικά τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του κοντακίου,
δηλαδή το προοίμιο, τη ρυθμοτονική μετρική και το εφύμνιο, τα οποία βρίσκουμε και σε
εξωλατρευτικά έργα λόγιων συγγραφέων (π.χ. στο Παρθένιον του Μεθοδίου, αρχές του 4ου
αιώνα). Στροφικό σύστημα συναντάμε σε παπυρικούς ύμνους του 5 ου αιώνα μ.Χ. Από τα
μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα ολοκληρωμένα κοντάκια, πχ. το κοντάκιο Εις τον
Αδάμ και την Εύα και το Εις τον Πρωτόπλαστον Αδάμ.
7.4.1 Η εποχή του Ρωμανού του Μελωδού
Από τα Έμεσα της Συρίας, έγραψε σύμφωνα με την παράδοση 1000 κοντάκια, σώζονται
όμως σήμερα 89 γνήσια κοντάκια (τα 82 πλήρη) ποικίλου περιεχομένου (βιβλικά,
αγιολογικά, περιστασιακά), τα οποία διασώθηκαν χάρη στα κοντακάρια (βιβλία με συλλογές
κοντακίων). Αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στην ιστορία της
ελληνικής λογοτεχνίας. Βαθύς γνώστης της βιβλικής, πατερικής και ελληνικής φιλολογίας,,
αφομοίωσε στο έργο του τις επιδράσεις και της συριακής χριστιανικής παράδοσης και
δημιούργησε ποίηση γεμάτη ανθρωπισμό, αμεσότητα, ποίηση αχρονική και αιώνια. Μετά
από αυτόν η υμνογραφία θα στραφεί στους κανόνες και από τον εσωτερικό μονόλογο της
ψυχής και τα συναισθήματα το βάρος θα πέσει στη δογματική διδασκαλία.
7.4.2 Ο Ακάθιστος Ύμνος
Πρόκειται για το μόνο κοντάκιο που επέζησε ολόκληρο στη λειτουργική πράξη της
εκκλησίας. Αποτελείται από 24 στροφές (12 μικρές σε έκταση, 12 μεγάλες εναλλάξ) που
ψάλλονται ανά 6 κάθε Παρασκευή τις 4 πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής και την Πέμπτη
εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος. ¨Εχει αλφαβητική ακροστιχίδα, 2 εφύμνια (το ένα συνοδεύει
τις μεγαλύτερες σε έκταση στροφές, το άλλο τις μικρότερες) και 3 προοίμια (το 2 ο είναι το
γνωστό «Τη υπερμάχω...»). Οι πρώτες 12 στροφές έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα, οι 12
επόμενες δογματικό περιεχόμενο. Η πατρότητα του Ακάθιστου Ύμνου αμφισβητείται. Άλλοι
(και ο συγγραφέας του κεφαλαίου μεταξύ αυτών) θεωρούν ότι ένα τόσο τέλειο μορφικά
ποίημα με τόσο υψηλό περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να ανήκει στον Ρωμανό τον Μελωδό.
Άλλοι πάλι τον προσγράφουν στον πατριάρχη Σέργιο ή στον Γεώργιο Πισίδη ή στον Κοσμά
τον Μελωδό.

7.5 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ


Η παραδοσιακή μορφή αλλά και το λυρικό περιεχόμενο των κοντακίων εγκαταλείπονται και
μία μεταρρύθμιση λαμβάνει χώρα στην υμνογραφία που καταλήγει στη διαμόρφωση ενός
νέου είδους λειτουργικής ποίησης, των κανόνων που είναι συστήματα τροπαρίων σε διάταξη
9 (ή 8 αργότερα) στροφικών συνθέσεων (κατά το πρότυπο των 9 βιβλικών ωδών). Κάθε ωδή
έχει στην αρχή ένα τροπάριο, ειρμό και ακολουθούν οι 3 ή 4 στροφές, εκ των οποίων η
τελευταία αναφέρεται στη Θεοτόκο και ονομάζεται θεοτοκίον. Ο ειρμός ψάλλεται ξανά στο
τέλος κάθε ωδής και ονομάζεται καταβασία.Τα ανθολόγια που περιείχαν ειρμούς διάφορων

14
υμνογράφων ονομάστηκαν ειρμολόγια. Οι ειρμοί των 9 ωδών συνδέονται πάντα από
θεματολογική άποψη με τις βιβλικές προσευχές.
Λόγοι αντικατάστασης κοντακίου από κανόνα: Καθώς κάθε ωδή είχε τη δική της μελωδία, ο
κανόνας είχε μουσική ποικιλία και έσπασε έτσι η μελισματική μονοτονία του κοντακίου. Με
τον κανόνα οι υμνογράφοι προσέδωσαν στο περιεχόμενο υψηλότερο νόημα, εισάγοντας τη
δογματική διδασκαλία στα θέματα της χριστιανικής υμνογραφίας και απομακρύνοντας τον
συναισθηματικό λυρισμό του κοντακίου. Ο κανόνας οριστικοποιείται τη δύσκολη για την
ορθοδοξία περίοδο της Εικονομαχίας. Πρόκειται για στρατευμένη εκκλησιαστική ποίηση,
μέσο για διαφύλαξη και διάδοση των δογματικών αληθειών.
Καλλιεργήθηκε σε μοναστικά κέντρα, όπως η μονή του Στουδίου, η μονή του Αγίου Σάββα
και μοναστήρια στην Κάτω Ιταλία. Οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες με το κοντάκιο, με τη
διαφορά ότι τώρα ο ποιητής-μελωδός δεσμεύεται από τα 3-5 τροπάρια ανά ωδή και την
ακροστιχίδα και έτσι οι κανόνες είναι συντομότεροι στην έκταση από τα κοντάκια. Υπάρχουν
βέβαια και εξαιρέσεις, όπου ο δημιουργός συνθέτει ωδές με πολλά τροπάρια. Υπάρχουν
κανόνες δεσποτικοί, θεομητορικοί, αγιολογικοί, και περιστασιακοί.
7.5.1 Οι μεγάλοι υμνογράφοι κανόνων και τα σπουδαιότερα κέντρα υμνογραφίας από
τον 8ο ως τον 11ο αιώνα
Ο κανόνας οριστικοποιείται ίσως με την πρωτοβούλία ενός από τους 3 μεγάλους
υμνογράφους του 8ου αι., του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Ανδρέα Κρήτης του Ιεροσολυμίτου ή
του Κοσμά Μελωδού. Πάντως, όπως φαίνεται, όλοι συμφωνούν ότι η μεταρρύθμιση
ξεκίνησε από τη μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Ο Ανδρέας αρχικά μοναχός στη
μονή του Αγίου Σάββα, ύστερα αρχιεπίσκοπος Κρήτης είχε πλούσια υμνογραφική παραγωγή
(690 ειρμοί, πάνω από 100 κανόνες και τριώδια, πολλά ιδιόμελα ή στιχηρά) αποβλέπει στη
διδασκαλία των δογματικών αληθειών κι όχι τόσο στην ανάδειξη του ποιητικού ύφους. Είναι
ο δημιουργός του Μεγάλου Κανόνα που αποτελεί το μεγαλύτερο δείγμα κανόνα (9 ωδές με 11
ειρμούς και 250 συνολικά τροπάρια), με θέμα τη μετάνοια και ψάλλεται την περίοδο της
Σαρακοστής. Ο Κοσμάς Μελωδός κι αυτός μόνασε στον Άγιο Σάββα, δημιούργησε μεγάλο
υμνογραφικό έργο (173 ειρμοί, 33 κανόνες, 83 ιδιόμελα, 30 προσόμοια στιχηρά και κοντάκια
π.χ. Κοντάκιον εις την Κοίμηση της Θεοτόκου). Μάλλον αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ
κοντακίου-κανόνα. Διακρίνεται μεταξύ των Σαββαιτών για την ποιητική του δεινότητα. Στη
λειτουργική πράξη σώζονται οι κανόνες του στις μεγάλες δεσποτικές εορτές και εκείνοι της
Μεγάλης Εβδομάδας. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επίσης πέρασε από τον Άγιο Σάββα, όπου
έλαβε κοινή αγωγή με τον «αδελφό» του Κοσμά Μελωδό, είναι ένας μεγάλος
εκκλησιαστικός συγγραφέας ή καλύτερα φιλόσοφος της χριστιανικής Ανατολής,
δημιουργικός λογοτέχνης και μελωδός. Έχει πλούσιο υμνογραφικό έργο (531 ειρμοί, 115
κανόνες, 453 ιδιόμελα, 139 στιχηρά προσόμοια), όπως και γενικότερα συγγραφικό έργο.
Θεωρείται ο συνθέτης της Οκτωήχου, του βιβλίου που συγκεντρώνει την αναστάσιμη
υμνολογία. Η ποίησή του αναστάσιμη, χαρμόσυνη, αισιόδοξη, ύμνος για τη νίκη του Θεού
επί του θανάτου. Είχε θεολογική συγκρότηση, φιλολογική μετρική κατάρτιση, όπως μαρτυρά
το γεγονός ότι έγραψε κανόνες σε προσωδιακό ιαμβικό τρίμετρο, και μουσικές γνώσεις,
καθώς ρύθμισε με βάση την αρχαία, τη βυζαντινή μουσική. Είναι ο κατεξοχήν δογματικός
υμνογράφος. Στα Ιεροσόλυμα ανδρώθηκε και ο Θεοφάνης (8ος-9ος αι.) που διώχθηκε ως
εικονόφιλος, με πλουσιότατο έργο (200 κανόνες, ιδιόμελα και στιχηρά), που χαρακτηρίζεται
περισσότερο ως υμνογράφος κι όχι ως μελωδός. Είναι ίσως ο τελευταίος από τους μεγάλους
δημιουργούς της εποχής της ακμής του κανόνα.
Και στη μονή του Σινά αλλά και στη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε
η υμνογραφία. Η δεύτερη μάλιστα, κέντρο της αντίστασης κατά των εικονομάχων, ανέδειξε
δύο σπουδαίες μορφές αδελφών υμνογράφων, το Θεόδωρο Στουδίτη και τον Ιωσήφ Στουδίτη
που συνέταξαν διώδια και τετραώδια και συμπλήρωσαν τα λειτουργικά βιβλία του Τριωδίου
και του Πεντηκοσταρίου. Ο Θεόδωρος συμπλήρωσε και την Οκτώηχο με τους κανόνες των
αναβαθμών που ψάλλονται στον όρθρο των Κυριακών. Οι μαθητές τους Αρσένιος, Γαβριήλ,
Ισίδωρος, Κλήμης, κ.ά συνέχισαν την παράδοση.
Αλλά και κοσμικοί και αυτοκράτορες συνέθεσαν ύμνους: Ο Ιουνστινιανός λέγεται ότι
συνέθεσε το γνωστό «Ο μονογενής υιός και λόγος του Θεού ...». Ο Λέων Στ ο Σοφός
συνέθεσε 11 εωθινά τροπάρια, ενώ ο γιος του Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραψε 11

15
αναστάσιμα εξαποστειλάρια, η δε Κασσιανή μοναχή συνέθεσε τροπάρια της Μεγάλης
Εβδομάδας.
Στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (κυρίως στο περιβάλλον των Συρακουσών και στη μονή
Κρυπτοφέρρης) καλλιεργήθηκε επίσης με ζήλο η υμνογραφία, για παράδειγμα ο Ιωσήφ
Υμνογράφος από τη Σικελία έγραψε περίπου 500 κανόνες και έλαβε την τιμητική επωνυμία
«Ο υμνογράφος». Ο ιδρυτής και ηγούμενος της μονής Κρυπτοφέρρης Νείλος συνέθεσε
άψογα έργα στις αρχές του 11ου αιώνα, παράδοση την οποία συνέχισαν αργότερα οι μαθητές
του Πάυλος, Βαρθολομαίος, Λεόντιος, Αρσένιος και Στέφανος.

7.6 Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 11ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑΣ


ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Από τον 11ο αιώνα κ.ε. η λειτουργική υμνογραφία παρακμάζει, καθώς τα λειτουργικά βιβλία
οριστικοποιούνται και άρα δεν υπάρχουν κίνητρα για τους νέους υμνογράφους. Ο Ιωάννης
Μαυρόπους πρωτοστατεί στην τακτοποίηση των λειτουργικών βιβλίων και γράφει κανόνες
(Κανών εις τον Φύλακα Άγγελον). Από τον 11ο ως το 13ο αιώνα η βυζαντινή υμνογραφία
μετατρέπεται σε στιχουργικό παίγνιο κάποιων λογίων π.χ. Γρηρορίου Πάρδα, Ιωάννη
Ζωναρά, Θεόδωρου Προδρόμου, οι οποίοι πλάι στο υπόλοιπο συγγραφικό τους έργο, θα
γράψουν και ύμνους. Το 1204 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, οι
λόγοι σκορπίστηκαν και οι λογοτεχνικοί κύκλοι διαλύθηκαν. Ο Γέωργιος Βαρδάνης,
μητροπολίτης Κερκύρας, έγραψε λειτουργικό κανόνα στον τοπικό άγιο Αρσένιο. Ο
αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Ιάκωβος έγραψε ύμνο στην Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά και
ακολουθίες για λειτουργική χρήση στην έδρα του. Ο πατριάρχης Αρσένιος Αυτωρειανός
έγραψε και λειτουργική ποίηση, το ίδιο και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και ο λόγιος
αυτοκράτορας Θεόδωρος Β Λάσκαρης. Στην Θεσσαλονίκη ο μητροπολίτης Δημήτριος
Βεάσκος έγραψε και ποίηση και συνέθεσε τη μουσική σε υμνογραφικά κείμενα (και για τον
πολιούχο Άγιο Δημήτριο μεταξύ άλλων). Το 1261 επανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη από
τους Βυζαντινούς, οπότε πολλοί λόγιοι επέστρεψαν, μεταξύ των οποίων και ο Μανουήλ
Ολόβωλος. Ο πιο σημαντικός υμνογράφος πάντως ήταν ο Θωμάς Μάγιστρος που διακρίθηκε
στη συγγραφή λειτουργικών ύμνων ( η συλλογή γνωστή ως Θηκαράς) και στη μουσική
καταγραφή τους. Στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός νομοκανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρης
έγραψε και υμνολογικά κείμενα. Γενικότερα λιγοστεύουν οι ποιητές και πληθαίνουν οι
μελουργοί.
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, εκκλησιαστικός ιστορικός και συγγραφέας του 14 ου
αιώνα συμπληρώνει τα λειτουργικά βιβλία και γνωρίζει άριστα από θεωρητική άποψη το
αντικείμενο της υμνογραφίας. Υπάρχουν επίσης τα Εγκώμια άγνωστου συγγραφέα, που είναι
γνωστά ως Επιτάφιος Θρήνος (η ακολουθία του Επιταφίου: Στάσις α: Η ζωή εν τάφω....,
Στάσις β: Άξιον εστι...., Στάσις γ: Αι γενεαί πάσαι...), αποτελούν αξεπέραστη από άποψη
τεχνικής και μουσικοποιητικής σύνθεσης δημιουργία, τεκμήριο της παλαιολόγειας
αναγέννησης, και ενσωματώθηκαν στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας τον 15 ο αιώνα. Σε
τέτοια εξαίρετα έργα δε θα μπορέσουν να φτάσουν οι τελευταίοι υμνογράφοι του Βυζαντινού
κόσμου που συνεχίζουν να δημιουργούν μέχρι την Άλωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΩΔΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Στη βυζαντινή περίοδο επικρατεί διγλωσσία. Η επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους
(βυζαντινή γραμματεία, διοίκηση, εκκλησία) ήταν η λόγια γλώσσα με βάση τους κανόνες της
αρχαίας ελληνικής, ενώ ο λαός χρησιμοποιεί την προφορική γλώσσα που εξελίσσεται για την
οποία λείπουν οι γραπτές μαρτυρίες (σώζονται ελάχιστες σποραδικές μαρτυρίες) και την
οποία οι λόγιοι περιφρονούν.
Από το 12ο αιώνα και μετά μιλάμε για δημώδη λογοτεχνία, καθώς έχουμε πληθώρα
ποιητικών έργων σε δημώδη γλώσσα με την ανοχή και υποστήριξη των ανακτόρων. Ακόμα
και για έργα που ανάγονται σε πολύ παλαιότερα γεγονότα, οι καταγραφές που μας σώζονται
χρονολογούνται τον 12ο αιώνα (π.χ. για τον Διγενή Ακρίτη). Το συμβατικό τέρμα είναι το
1453 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Υπάρχουν όμως και έργα που συνεχίζουν και
μετά να διασκευάζονται και να εκδίδονται.

16
Ιστορικό πλαίσιο: Η περίοδος άνθησης της δημώδους γραμματείας (υστεροβυζαντινή
περίοδος) είναι περίοδος κρίσης για την αυτοκρατορία (εξασθενεί η κεντρική εξουσία ώς
συνέπεια της αύξησης της δύναμης των κατά τόπους ισχυρών και της στρατιωτικής
αριστοκρατίας από τα τέλη του 11ου αιώνα + στην Ανατολή διογκώνεται η τουρκική απειλή +
από τη Δύση διεισδύουν οικονομικά και εμπορικά οι ιταλικές πόλεις-κράτη και αποσπούν
εμπορικές διευκολύνσεις και ναυτικές βάσεις σε αντάλλαγμα στρατιωτικών υπηρεσιών που
προσφέρουν + διεισδύουν και στρατιωτικά με τις Σταυροφορίες με αποκορύφωμα την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Ακόμη και μετά την
παλινόρθωση του 1261, το νέο κράτος είναι αποδυναμωμένο. Είναι όμως και μια περίοδος
αναγέννησης, καθώς αρχίζει να διαμορφώνεται ο νέος ελληνισμός χάρη σε δύο παράγοντες:
αφενός στη δημιουργία εθνικής συνείδησης λόγω της σύγκρουσης με τη Δύση και της
δημιουργίας γειτονικών εχθρικών κρατών, αφετέρου στο συρρικνωμένο βυζαντινό κράτος σε
περιοχές όπου επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Η προσφυγή στις ρίζες εκδηλώνεται με την
αναγέννηση της κλασικής παιδείας, το ενδιαφέρον για τα δημιουργήματα του λαϊκού
πολιτισμού, την αναγέννηση του ονόματος «Έλληνας» και της λέξης «γένος» ως σύνολο
ανθρώπων με κοινή καταγωγή.
Βασικό χαρακτηριστικό της δημώδους γραμματείας: η χρήση της δημώδους γλώσσας που
θεωρείται ως όριο για την αφετηρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα έργα της δημώδους
γραμματείας είναι στην πλειονότητά τους ποιητικά και έχουν ως μέτρο συνήθως τον ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο («εθνικός» στίχος), ενώ άλλα μέτρα θεωρούνται εξαίρεση.
Βασικό χαρακτηριστικό επίσης: ο τρόπος παράδοσης των κειμένων της δημώδους
γραμματείας. Για τα αρχαία ελληνικά κείμενα υπάρχει ένα αρχικό κείμενο που ανάγεται στο
συγγραφέα του και εμείς έχουμε την κατάληξη του κειμένου μέσα στους αιώνες, όπως μας
δίνεται στα χειρόγραφα που το παραδίδουν, ενώ για τα κείμενα της δημώδους γραμματείας,
όπως και για τα δημοτικά τραγούδια, το τελειωμένο κείμενο δε βρίσκεται στην αφετηρία
αλλά στο τέλος της παράδοσης. Τα έργα της βυζαντινής δημώδους γραμματείας δεν είναι
βέβαια δημοτικά αλλά έργα προσωπικών δημιουργών. Όμως και σε αυτά οι γραφείς και
αντιγραφείς των κειμένων επεμβαίνουν στο κείμενο και το διασκευάζουν με αποτέλεσμα να
έχουμε πολλές διασκευές/παραλλαγές του κειμένου, ενώ έχουμε ένα και μόνο κείμενο π.χ.
του Θουκυδίδη.
Σημασία της δημώδους γραμματείας: αποτελεί την πρόδρομη φάση της νεοελληνικής
γραμματείας και στα έργα της μπαίνουν τα θεμέλια του διαλόγου με τη δυτική Ευρώπη ως
συνέπεια της πολιτισμικής επαφής των δύο κόσμων.
Μεταγενέστεροι: το 1453 τελειώνει η παραγωγή, η οποία επιβιώνει μέσα από την κρητική και
επτανησιακή λογοτεχνία, τις λαϊκές εκδόσεις της Βενετίας σε όλη τη διάρκεια της
Τουρκοκρατίας και τις μεταφράσεις σε βαλκανικές γλώσσες που επέδρασαν σημαντικά και
στη διαμόρφωση των λογοτεχνιών των χωρών αυτών (ιδίως στη Ρουμανία και τη
Βουλγαρία). Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους που είχε κλασικιστικά πρότυπα
υποχωρεί το ενδιαφέρον για τα δημώδη έργα, ενώ με τη γενιά του 1880 (Παλαμάς,
δημοτικιστές) το ενδιαφέρον επανέρχεται και οι νεότεροι εμπνέονται από αυτά, π.χ.
Παλαμάς, Γρυπάρης, Σεφέρης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΠΤΩΧΟΠΡΟΔΡΟΜΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΣΠΑΝΕΑΣ-ΓΛΥΚΑΣ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Χαρακτηριστικά των δημωδών κειμένων του 12ου αι.: α΄) παρουσιάζονται ομαδικά
και β΄) σε αντίθεση με τα ακριτικά δεν προέρχονται από την περιφέρεια, αλλά από την
πρωτεύουσα και δη από την αυτοκρατορική αυλή (: Πτωχοπροδρομικά ποιήματα: άσχετα με
την ταυτότητα του ποιητή τους αφιερώνονται στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β΄ και Μανουήλ
Α΄ - Σπανέας: και ο ποιητής και ο αποδέκτης του προέρχονται από το αυτοκρατορικό
περιβάλλον των Κομνηνών – ο Μανουήλ Γλυκάς υπήρξε γραμματέας της αυτοκρατορικής
αυλής και απευθύνει το ποίημά του στον Μανουήλ Α΄).
Γλώσσα των δημωδών κειμένων του 12 ου αι.: δημώδης (: πλησιάζει την καθημερινή,
χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν).

17
Χαρακτήρας των δημωδών κειμένων του 12ου αι.: Δεν είναι δημοτική ποίηση, είναι
προσωπικό δημιούργημα λογίων που έχουν άνεση στο χώρο της αρχαίας ελληνικής
γραμματείας και στην λόγια γλώσσα και η χρησιμοποίηση της καθομιλουμένης είναι
συνειδητή επιλογή. Οι ημιλόγιοι διασκευαστές και οι αγράμματοι αντιγραφείς των ποιημάτων
αυτών έχουν παρέμβει στην αρχική σύνθεση.

10.1 Πτωχοπροδρομικά
Τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα αποδίδονται στα περισσότερα χειρόγραφα στον
Θεόδωρο Πρόδρομο (περίπου 1100-11700, λόγιο με βαθιά μόρφωση και τεράστιο
συγγραφικό έργο, ο οποίος συνδέθηκε με τη βυζαντινή αυλή. Μεγάλο μέρος του έργου του
σχετίζεται με τη βυζαντινή αυλή (παραγγελία ή υποστήριξη)· υπενθυμίζει στους προστάτες
του την ανάγκη της υλικής τους συμπαράστασης. Η υπενθύμιση γίνεται ευκαιριακά στα
λόγια έργα του και σε πρώτο πλάνο στα Πτωχοπροδρομικά.
Σε όλα τα Πτωχοπροδρομικά σκοπός του ποιητή είναι να διεκτραγωδήσει τη φτώχεια
του και να ζητήσει βοήθεια (εξ ου και το όνομα Πτωχοπρόδρομος). Η προαναφερθείσα
διαφορά στο θέμα του επαιτικού χαρακτήρα και η διαφοροποίηση στη γλώσσα δημιούργησαν
θέμα πατρότητος για τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα.
Στο Α΄ από αυτά ο ποιητής διεκτραγωδεί τα παθήματα του ταπεινής καταγωγής
συζύγου από την εριστική και δύστροπη αριστοκράτισσα σύζυγό του.
Στο Β΄ με λεπτομερή παρουσίαση της καθημερινής ζωής εκθέτει τα βάσανα του
οικογενειάρχη που πρέπει να θρέψει μία πολυμελή οικογένεια.
Στο Γ΄ διατυπώνεται με χιούμορ η φτώχεια του ανθρώπου των γραμμάτων, η οποία
αντιπαραβάλλεται με τον πλούτο των τεχνιτών γειτόνων του. Χαρακτηριστικά του:
αντιθέσεις, γλωσσικός πλούτος, λεπτομερής απεικόνιση της καθημερινής ζωής
(αποτυπώνεται η αστική ζωή της Κων/λης), δραστική έκφραση.
Στο Δ΄ ποίημα ο ποιητής υποδύεται έναν φτωχό μοναχό, σατιρίζει τους ηγουμένους
και διακωμωδεί τη μοναστική ζωή. Χαρακτηριστικές οι περιγραφές των εδεσμάτων των
πλουσίων και του λιτού φαγητού των φτωχών (αποτελούν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της
διατροφής/του πολιτισμού).
Τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα κινούνται στο επίπεδο του ποιητή τους και στο
επίπεδο των ηρώων τους. Η ταύτιση του ποιητή με τον εκάστοτε ήρωά του οδήγησε στο
πρόβλημα της ύπαρξης ενός ή περισσοτέρων Προδρόμων. Οι ήρωες των Πτωχοπροδρομικών
ποιημάτων είναι ρόλοι/προσωπεία ταυτιζόμενα μόνο εν μέρει με τον ποιητή (αυτό δείχνει και
η χρήση λογιότερης γλώσσας στον πρόλογο και στον επίλογο των ποιημάτων).
Τα ποιήματα απαγγέλλονταν μπροστά στον αυτοκράτορα (μίμοι; Majuri) με σκοπό
την τέρψη και γι’ αυτό είναι απαλλαγμένα από τις επιταγές της ρητορικής και της λόγιας
παράδοσης.
Το πρόβλημα της συγγραφής ή όχι των ποιημάτων από τον Θεόδωρο Πρόδρομο
(Προδρομικό ζήτημα, Eideneier) απασχολεί ακόμη την έρευνα.
Επιχειρήματα υπέρ της αποδοχής του Θ. Προδρόμου ως ποιητού των
Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων: η χειρόγραφη παράδοση, η ύπαρξη κοινών θεμάτων/μοτίβων
στα λόγια ποιήματα του Θ. Προδρόμου και στα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, η χρονολόγησή
των Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων την ίδια εποχή με τα λόγια ποιήματα του Προδρόμου, η
απήχηση σε αμφότερα της οικειότητας του ποιητή τους με την αυλή. Είναι συνηθισμένο
φαινόμενο να γράφει ο ίδιος ποιητής σε λόγια και σε δημώδη γλώσσα (βλ. κατωτ., Γλυκάς).
Επιχειρήματα κατά της αποδοχής του Θ. Προδρόμου ως ποιητού των
Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων: υπάρχουν στα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα λάθη που δεν θα
έκανε ένας λόγιος ποιητής σαν τον Θ. Πρόδρομο (μπορούν όμως να αποδοθούν σε
μεταγενέστερες επεμβάσεις), τα λόγια ποιήματά του Θ. Προδρόμου διαφοροποιούνται στη
χρήση του 15σύλλαβου σε σχέση με τα Πτωχοπροδρομικά (οι μετρικές διαφορές μπορεί να
αποδοθούν στη διαφορετική γλώσσα).
10.2 Σπανέας
Πρόκειται για το πρώτο «κάτοπτρο ηγεμόνος» (= παραινετικό, διδακτικό έργο που
περιλαμβάνει νουθεσίες προς έναν ηγεμόνα σχετικά με τα καθήκοντα ή τη συμπεριφορά του)
σε δημώδη γλώσσα. Η αρχική σύνθεσή του τοποθετείται στην αυλή των Κομνηνών, ο

18
συγγραφέας και ο αποδέκτης είναι άγνωστοι. Ο τίτλος επίσης δεν είναι αυθεντικός και το
κείμενο έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις για τον τίτλο Σπανέας και για την ταυτότητα του
Αλεξίου Κομνηνού , το όνομα του οποίου αναφέρεται στην επιγραφή μίας από τις τρεις
παλαιότερες παραλλαγές του ποιήματος.
Τα παραγγέλματα του Σπανέα προέρχονται από το Excerpta Parisina, ένα βυζαντινό
γνωμολόγιο (= συλλογή γνωμών, δηλ. αποφθεγμάτων για όλες τις περιστάσεις της ζωής),
αποτελούμενο από 134 γνώμες ερανισμένες από τον Προς Δημόνικον του ψευδο-Ισοκράτη,
από τον Προς Νικοκλέα του Ισοκράτη, από τον Στοβαίο, κυρίως όμως από την επιστολή Τι
έστιν έργον άρχοντος που έστειλε ο πατριάρχης Φώτιος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Boris-
Μιχαήλ (865-866). Οι γνώμες αυτές πλαισιώνονται από εισαγωγή και επίλογο και γράφονται
σε ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο. Οι συμβουλές από τα γνωμολόγια προσαρμόζονται στην
βυζαντινή ιδεολογία και στην εκπαίδευση ενός νέου που ζει στην αυλή και πρόκειται να γίνει
στρατιωτικός.
Το κείμενο παραδίδεται σε πλήθος χειρογράφων και πολλές παραλλαγές (εξ αυτών η
κυπριακή ΡΙ είναι η πλησιέστερη στο περιεχόμενο του αρχικού ποιήματος και η Κατω-
Ιταλιωτική C στην αρχική γλωσσική μορφή του) και έχει υποστεί σημαντικές μεταβολές και
στη μορφή και στο περιεχόμενο λόγω του παραινετικού χαρακτήρα του και της έλλειψης
συνοχής. Χαρακτηριστικές είναι οι επεμβάσεις που δείχνουν απήχηση αγροτικού και όχι
αυλικού περιβάλλοντος, η νέα μόδα μισογυνισμού του 15 ου αι., η προσθήκη παροιμιών, η
μετατροπή του ποιητή-συμβουλάτορα σε λαϊκή φιγούρα.
Ο Σπανέας επέδρασε σε δημώδη έργα (Φλώριος και Πατζιαφλώρα) και σε λόγια
(Στίχοι πολιτικοί του Γ. Λαπίθη). Έχουμε 3 σλαβικές μεταφράσεις του και είναι το μόνο
δημώδες κείμενο που τυπώθηκε το 1550 στη Βενετία.

10.3 Γλυκάς
Είναι έργο του λογίου Μιχαήλ Σικιδίτη ή Μιχαήλ Γλυκά, γραμματέως στην αυλή του
Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Έργα του Γλυκά: Βίβλος Χρονική: χρονογραφία από κτίσεως
κόσμου έως το 1118, ποιήματα, θεολογικές-εξηγητικές επιστολές, 2 σχολιασμένες συλλογές
παροιμιών που αφιερώνονται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (σημασία των
συλλογών: α΄) ο Γλυκάς είναι ο πρώτος συλλογέας παροιμιών, β΄) δείχνουν το ενδιαφέρον
των λογίων της αυλής του Μανουήλ Α΄ για τα δημιουργήματα του λαϊκού πολιτισμού).
Το 1159 ο Γλυκάς φυλακίζεται ως συνένοχος στη συνωμοσία του Θεοδ. Στυππειώτη
κατά του αυτοκράτορα. Στη φυλακή γράφει το ποίημα που μας απασχολεί (581 15σύλλαβοι
στίχοι).
Περιεχόμενο του ποιήματος: βλ. σελ. 233-236
Υφολογικά στοιχεία: ασύνδετο (κυρίως στα ρήματα), συχνή χρήση παροιμιών.
Το ποίημα κλείνει με έκκληση του ποιητή προς τον αυτοκράτορα για αποφυλάκισή
του, η οποία όμως δεν εισακούσθηκε.
Ο Γλυκάς είναι πρώιμο δείγμα «ποημάτων της φυλακής» (ανάλογα δείγματα
συναντούμε στην Κρήτη τον 14ο αι.:Στ. Σχλίκης, Λεονάρδος Ντελλαπόρτας).

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΙΣ ΛΥΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ 3ου ΤΟΜΟΥ


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 7
Δραστηριότητα 1
Επιβεβαιώνεται ότι ο λόγος και η διδασκαλία του Ιησού Χριστού δεν ήταν μόνο λόγος,
ύμνος, ψαλμός αλλά και βίωμα, πίστη και πράξη. Δεν επιδίδονταν σε κολάσιμες πράξεις αλλά
όντως έψαλλαν, συμβούλευαν αλλήλους και δόξαζαν το Θεό όλοι μαζί.
Δραστηριότητα 2
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι κοντάκιο με 24 στροφές/οίκους, 12 μεγάλες (18 στίχους) σε έκταση
και 12 μικρές (6 στίχους), 3 προοίμια ιδιόμελα (το 2 ο είναι το γνωστό «Τη υπερμάχω», τα 2
πρώτα έχουν το ίδιο εφύμνιο με τους 12 μεγάλους οίκους). Οι μικροί σε έκταση στίχοι έχουν
άλλο εφύμνιο, άρα το κοντάκιο έχει 2 εφύμνια. Οι μικρές και οι μεγάλες στροφές
ακολουθούν η μία την άλλη εναλλάξ. Το κοντάκιο έχει αλφαβητική ακροστιχίδα, δηλαδή η

19
πρώτη στροφή ξεκινά από Α, η δεύτερη από Β, η τρίτη από Γ, η τέταρτη από Δ,... Η πρώτη
στροφή/ειρμός είναι το πρότυπο για τις υπόλοιπες.
Δραστηριότητα 3
Το κοντάκιο ήκμασε τον 6ο αιώνα. Το περιεχόμενό τους ποικίλλει (περιστασιακά,
αγιολογικά, βιβλικά) και εκφράζουν έντονο συναίσθημα, λυρική διάθεση, δραματική ένταση.
Πρόκειται για υψηλή θρησκευτική ποίηση. Αποτελείται από: Προοίμιο (μπορεί να έχει
περισσότερα από ένα) και Οίκους (στροφές), εκ των οποίων ο πρώτος = ειρμός, δηλαδή
μετρικό και μελικό υπόδειγμα για τους υπόλοιπους οίκους. Ο ποιητής δεν συνθέτει μόνο
στίχους αλλά και μουσική (μέλος). Προοίμιο και οίκοι διαφέρουν στο μέλος, αλλά όλοι οι
οίκοι έχουν το ίδιο μέλος, γεγονός που καταντά το κοντάκιο μονότονο. Προοίμιο και οίκοι
αναφέρονται στο ίδιο θέμα και συνδέονται με μία καταληκτική φράση που επαναλαμβάνεται
περίπου ίδια σε όλο το ποίημα (εφύμνιο [refrain])
Τα πρώτα γράμματα όλων των οίκων, όχι των προοιμίων σχηματίζουν μία "πεζή" φράση, την
ακροστιχίδα, που μπορεί να είναι αλφαβητική ή πραγματική. Προοίμιο και οίκοι διαφέρουν
στο μέτρο, αλλά και στα δύο χρησιμοποείται η ρυθμοτονική μετρική, που βασίζεται σε δύο
νόμους: 1) Ισοσυλλαβία: οι αντίστοιχοι στίχοι των οίκων, δηλ. όλοι οι πρώτοι, δεύτεροι
κ.λ.π., έχουν ίσο αριθμό συλλαβών και 2) Ομοτονία: η θέση του τόνου στους αντίστοιχους
στίχους των οίκων, δηλ. όλων των πρώτων, δεύτερων κ.λ.π., είναι στην ίδια θέση πχ. Πρώτος
στίχος: πρώτη και έκτη τονιζόμενη συλλαβή, Δεύτερος στίχος: τρίτη και έκτη τονιζόμενη
συλλαβή, Τρίτος στίχος: δεύτερη-έκτη και ένατη τονιζόμενη συλλαβή.

Ο Κανόνας ήκμασε από τον 8ο ώς τον 11ο αιώνα. Οι ποιητές, για να αποφύγουν την
μονοτονία του κοντακίου, συνέθεταν ουσιαστικά εννέα, αργότερα οκτώ, μικρά "κοντάκια"
(ωδές). Σε κάθε ωδή χρησιμοποιούσαν διαφορετικό ειρμό. Τα τροπάρια των ωδών
ακολουθούσαν συλλαβικά, τονικά και μουσικά τον εκάστοτε ειρμό. Οι Εννέα ωδές: ενότητες,
σύμφωνα με τις εννέα ωδές της Π. Διαθήκης. Η Β' ωδή συχνά παραλείπεται. Και
θεματολογικά είχαν εξάρτηση από τις βιβλικές ωδές. Υπήρχαν πάντως και εξαιρέσεις με
ποικίλο θεματολόγιο. Γράφτηκαν και Κανόνες με λιγότερες ωδές, χάριν συντομίας ή
λογοτεχνικής προτίμησης: διώδια, τριώδια, τετραώδια κ.λ.π.
Ανά ωδή έχουμε 3-5 τροπάρια συνήθως. Κάθε ωδή είχε στην αρχή, μία στροφή, τον λεγόμενο
ειρμό που αποτελεί το μουσικό, συλλαβικό και τονικό πρότυπο των τροπαρίων, σύμφωνα με
τους νόμους του ρυθμοτονικού μέτρου. Το τελευταίο τροπάριο της ωδής είναι το θεοτοκίον
(αφιερωμένο στην Παναγία).Στο τέλος της ωδής ξαναψάλλεται ο ειρμός ως καταβασία. Οι
βασικές αρχές είναι οι ίδιες με το κοντάκιο, απλώς ο κανόνας είναι πιο σύντομος, με
μεγαλύτερη ποικιλία στη μουσική και στο περιεχόμενο εστιάζει περισσότερο στη δογματική
διδασκαλία, περιορίζοντας την ελευθερία που είχε το κοντάκιο και τον συναισθηματικό
λυρισμό. Πρόκειται για στρατευμένη εκκλησιαστική ποίηση.
Δραστηριότητα 4 εκτός ύλης
Δραστηριότητα 5 μην την διαβάσετε – και αυτή εκτός

20

You might also like