Professional Documents
Culture Documents
Μπλέσιος, Γ. Χορτάτσης
Μπλέσιος, Γ. Χορτάτσης
Χορτάτση 231
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Γ. ΜΠΛΕΣΙΟΥ
6. Βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα, τόμ. A΄, ὅ.π., σσ. 126-130, Στυλιανὸς
Ἀλεξίου, «Τὸ Κάστρο τῆς Κρήτης καὶ ἡ ζωή του στὸν ΙΣΤ΄ καὶ ΙΖ΄ αἰώνα», Κρητικὰ Χρο
νικά, τόμ. ΙΘ΄, 1965, σ. 153, Νίκος Γ. Σβορῶνος, Ἀνάλεκτα νεοελληνικῆς ἱστορίας καὶ ἱστορι
ογραφίας, Εἰσαγωγὴ- ἐπιμέλεια Ξ. Γιαταγάνας, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, 1982, σ. 159,
τοῦ ἴδιου, Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Προλεγόμε-
να: Σπ. Ι. Ἀσδραχᾶς, Πόλις, Ἀθήνα 2004, σ. 70 καὶ Μαρία Μαντουβάλου, «Ρωμαῖος-Ρωμιὸς
καὶ Ρωμιοσύνη», Μαντατοφόρος, τεῦχ. 22, Νοέμβριος 1983, σ. 57.
7. Πολίτου ὅ.π., σσ. 128-129.
8. Βλ. Σβορῶνος, Ἀνάλεκτα νεοελληνικῆς ἱστορίας καὶ ἱστοριογραφίας, ὅ.π., σσ. 155,
160-161 καὶ τοῦ ἴδιου, Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ὅ.π., σσ. 55, 62-63, 67-68, 80-81. Παρὰ τὶς δια-
φορὲς δόμησης τοῦ δεκαπεντασύλλαβου τῆς Ἐρωφίλης ἀπὸ τὸν δεκαπεντασύλλαβο τοῦ
δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἐνδέχεται νὰ λειτουργεῖ στοὺς στίχους 23-24 ἡ ἀρχὴ τῆς ἐπανάλη-
ψης ἢ τῆς συμπληρωματικότητας τοῦ δεύτερου ἡμιστίχιου πρὸς τὸ πρῶτο, ποὺ διευκολύνει
τὴν ταύτιση τῶν Ἑλλήνων μὲ τοὺς Ρωμιούς (βλ. Ἀλεξίου, «Εἰσαγωγή», ὅ.π., σ. 54-55 καὶ
Στίλπων Π. Κυριακίδης, Τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Συναγωγὴ μελετῶν, Νεοελληνικὰ Με-
λετήματα 3, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1990, σσ. 269-275).
9. Μαντουβάλου, ὅ.π., σσ. 41-44, 52-53 57, Σβορῶνος, Ἀνάλεκτα νεοελληνικῆς ἱστορίας
καὶ ἱστοριογραφίας, ὅ.π., σσ. 150, 153, 160-161 καὶ τοῦ ἴδιου, Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ὅ.π., σσ. 55,
60, 63-64, 80-81.
234 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
(Guy Saunier, Ἑλληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια. Τὰ μοιρολόγια, Νεφέλη, Ἀθήνα 1999, σσ.
356, 361, 424-425, Μαριλίζα Μητσοῦ, «‘‘Ποῦ μέλλεις νὰ στρατέψεις;’’ Ὕστερα σχόλια γιὰ
τὰ τραγούδια τοῦ Κάτω Κόσμου», Νέα Ἑστία, τεῦχ. 1762, Ἀφιέρωμα στὸ Δημοτικὸ Τρα-
γούδι, τόμ. 154, Δεκέμβριος 2003, σσ. 830, 834, Γιάννη Κ. Μαυρομάτη, «Στίχοι τῆς ‘‘Ρίμας
θρηνητικῆς’’ τοῦ Πικατόρου σὲ κρητικὸ δημοτικὸ τραγούδι», Κρητολογία, τεῦχ. VII, Ἰούλι-
ος - Δεκέμβριος 1978, σσ. 81-100 καὶ Wim F. Bakker- Arnold F. van Gemert [σὲ συνεργασία
μὲ τὸν Walter G. Brokkaar], Ρίμα θρηνητικὴ εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην ποίημα
κύρ-Ἰωάννου Πικατόρου ἐκ πόλεως Ρηθύμνης, κριτικὴ ἔκδοση, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις
Κρήτης, Ἡράκλειο 2008).
14. Βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Μελέτη ἐπὶ τοῦ βίου τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων, τόμος πρῶτος: Νεο
ελληνικὴ μυθολογία, [Μέρος Β΄], ἐν Ἀθήναις, 1874, σσ. 253, 256, 284, Margaret Alexiou, Ὁ τελε
τουργικὸς θρῆνος στὴν ἑλληνικὴ παράδοση, Ἐπιμέλεια ἀναθεώρησης- Μετάφραση Δημήτρης
Ν. Γιατρομανωλάκης- Παναγιώτης Α. Ροϊλός, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα
2002, σ. 316, Ποῦχνερ, «Ματαιότητα καὶ θρῆνος. Ὁμοιότητες μεταξὺ Ἐρωφίλης καὶ τοῦ ποιήμα-
τος Παλαιὰ καὶ Νέα Διαθήκη», Σταθμίσεις καὶ Ζυγίσματα. Δέκα θεατρολογικὰ μελετήματα,
Παπαζήσης, Ἀθήνα 2006, σ. 51, τοῦ ἴδιου, Ἀνθολογία νεοελληνικῆς δραματουργίας, τόμ. Α΄:
Ἀπὸ τὴν κρητικὴ Ἀναγέννηση ὣς τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς
Τραπέζης, Ἀθήνα 2006, σ. 38 καὶ Bakker- van Gemert, ὅ.π., σ. 55.
15. Ὑπονοεῖται, λόγω τῆς γρήγορης ἢ καὶ ἀστραπιαίας δράσης του, ἡ πανευρωπαϊκὰ
διαδεδομένη ἔφιππη εἰκόνα του. Ἡ ἀποτρόπαιη δράση του, πέρα ἀπὸ τὴν ἀποκρουστικὴ
εἰκόνα του, δὲν εἶναι ἄγνωστη στὴ μεταμεσαιωνικὴ λογοτεχνία καὶ στὸ θέατρο. Χαρακτη-
ριστικὸ εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ Ρωμαίου καὶ Ἰουλιέτας τοῦ Σαίξπηρ (βλ. Πολίτου, ὅ.π.,
σσ. 250-251, 260-264, 292, Saunier, ὅ.π., σσ. 361, 365-366 καὶ Μητσοῦ, ὅ.π., σ. 834).
16. Λειώνω τσὶ δόξες καὶ τιμές, τὰ ὀνόματα μαυρίζω,
τσὶ δικοσύνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρίζω· («Πρόλογος» τῆς Ἐρωφίλης, στ. 17-
18, ὅ.π., σ. 97)
236 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
17. Βλ. Πολίτου, ὅ.π., σσ. 245-246, 286-287, Φιλὶπ Ἀριές, Δοκίμια γιὰ τὸ θάνατο στὴ Δύση.
Ἀπὸ τὸ Μεσαίωνα ὣς τὶς μέρες μας, Ἀνθρωπιστικὲς Ἐπιστῆμες, Ἱστορία/1, Γλάρος, Ἀθήνα
1988, σσ. 27-29, Μητσοῦ, ὅ.π., σσ. 829-830 καὶ Ποῦχνερ, «Ματαιότητα καὶ θρῆνος. ...», ὅ.π., σ. 57.
Σὲ σχέση μὲ τὴ φθορὰ τοῦ σώματος στὰ μοιρολόγια, βλ. Saunier, ὅ.π., σσ. 223-224.
18. Βλ. Elias, ὅ.π., σ. 40.
19. Λέει ὁ βασιλιὰς στὸν Πανάρετο στὴν τελευταία συνάντησή τους πρὶν τὴ δολοφονία του:
Καλῶς τὸν ἄξο μου γαμπρό, καλῶς τονε, νὰ κάμω
καθὼς τυχαίνει σήμερο τὸν ὄμορφό του γάμο. (Δ΄ 647-648)
Ἡ σύνδεση αὐτὴ φανερώνεται καὶ στὸ θρῆνο τῆς Ἐρωφίλης γιὰ τὸν Πανάρετο, ἀλλὰ
καὶ τῆς νένας Χρυσόνομης γιὰ τὴν ἀγαπημένη της Ἐρωφίλη. Ἡ Ἐρωφίλη ἀναφέρει ὅτι
τὸ χρυσὸ στεφάνι ποὺ ἔβαλε ἡ μοίρα στὸ κεφάλι τῆς ἔγινε ἀμέσως ὄφης (Ε΄ 497-498).
Τὸ φίδι στὰ δημοτικὰ τραγούδια ἀποτελεῖ μιὰ ἀλληγορικὴ μεταβολὴ τοῦ Χάρου. Ἡ
Νένα λογάριαζε νὰ φιλήσει στεφάνι στὸ κεφάλι της, ἀλλὰ τὴν πρόλαβε ὁ θάνατος τῆς
ἀγαπημένης της (Ε΄ 581-582). Προφανῶς ἐννοεῖ τὴν ἐπισημοποίηση τῆς σχέσης τῶν δύο
νέων μὲ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου (βλ. Πολίτου, ὅ.π., σσ. 270, 286-290, Μ. Γ. Μερακλῆς, Τὰ
παραμύθια μας, Μελέτη, 8, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, χ. χ., σσ. 160-161, Alexiou, ὅ.π.,
σσ. 33, 117-118, 206-208, 313 καὶ Saunier, ὅ.π., σσ. 290, 366-367).
20. Πρόλ. 10, Ε΄ 223. Ὁ Τάρταρης, προσωποποίηση τοῦ Χάρου, ἀποκαλεῖται σὲ ἕνα
κρητικὸ μοιρολόι σκύλος (Saunier, ὅ.π., σ. 392).
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 237
σκύλους (Ε΄ 664), σὲ ἀπάντηση τοῦ χαρακτηρισμοῦ του γιὰ τὸν Πανάρε-
το ὡς σκύλου, ἐνῶ τὸν ἔριξε ἐπιπλέον καὶ γιὰ τροφὴ τῶν σκυλιῶν καὶ
τῶν λιονταριῶν.21 Τὸ ἐπικείμενο, καθὼς καὶ τὸ τετελεσμένο ἔγκλημά του
σὲ βάρος τοῦ Πανάρετου, ἀλλὰ καὶ ὁ προδιαγεγραμμένος λόγω ἀπόγνω-
σης χαμὸς τῆς κόρης του, τοῦ δημιουργοῦν σκληρὸ γέλιο22 καὶ ἄγρια
χαρά, ἐνῶ προηγουμένως ἡ χαρά του γιὰ τὸν προσεχῆ γάμο της μὲ ἕνα
ἀπὸ τὰ δύο βασιλόπουλα ποὺ ἔστειλαν προξενιά, ἀποδείχτηκε ἀπατηλή.
Εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Χάρος τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἕνας χαροκόπος,23
ἐνῶ καὶ ὁ Χάρος στὸν Πρόλογο δὲν κρύβει τὴν ἄγρια ἱκανοποίηση γιὰ
τὴ δράση του. Ἡ ἐγκληματικὴ ἀγριότητα τοῦ βασιλιᾶ συμπληρώνεται
ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους του, οἱ ὁποῖοι παρομοιάζονται ἀπὸ τὸ μαντα-
τοφόρο τῆς θανάτωσης τοῦ Πανάρετου μὲ σκύλους καὶ χαρακτηρίζονται
ἄπονοι καὶ σκληρόκαρδοι δοῦλοι.24 Ὁ Χάρος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους τυφλὸς κι ἄπονος,25 χαρακτηρισμοὶ ποὺ παραπέμπουν στὴ
λαϊκὴ παράδοση,26 ἐνῶ ὁ χορὸς φοβᾶται ὅτι τὰ μάτια του θὰ τυφλωθοῦν
στὴ θέα τοῦ ἐπαίσχυντου βασιλιᾶ (Ε΄ 225-226), ὁ Πανάρετος τυφλώνεται,
μεταξὺ ἄλλων βασανιστηρίων, καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐρωφίλη εὔχεται στὸ τέλος
τὴν τύφλωσή της (Ε΄ 455-456, 517-518).27
Μιὰ ἄλλη μορφὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Χάρο εἶναι ἡ Ἀσκιὰ τοῦ νεκροῦ
ἀδελφοῦ τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ συμβολίζει τὴν ψυχή του.28 Ἐμφανίζεται στὴ γῆ
ἐρχόμενη ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους, δηλώνοντας ὅτι τὰ μάτια της δὲν
μποροῦν νὰ συνηθίσουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.29 Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀντιστοιχεῖ τόσο
στὴν παμπάλαια ἀντίληψη περὶ συνέχισης τῆς ζωῆς καὶ μετὰ τὸν θάνατο ὅσο
καὶ στὴ λαϊκὴ ἀντίληψη περὶ ἐπιθυμίας τῶν νεκρῶν νὰ ἐπανακτήσουν γιὰ
λίγο τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν.30 Ἐκεῖνο
ποὺ χαρακτηρίζει τὴν παρουσία της εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ἰδιότητές της, τὰ
συναισθήματα καὶ ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεών της, ποὺ παραπέμπουν στὴ
σωματικὴ διάσταση, στὸν ἀνθρωπομορφισμό της, σὲ συμφωνία μὲ τὶς λα-
ϊκὲς ἀντιλήψεις καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀπευ-
θείας ἐπαφὴ μὲ τὸν Κάτω Κόσμο στὸν χῶρο τῆς μυθοπλασίας καὶ τῆς φα-
ντασίας.31 Ἡ παρουσία της εἶναι μιὰ εὐκαιρία γιὰ νὰ μακαρίσει τὸν κόσμο
τῶν ζωντανῶν καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ζωντανοὺς καὶ νὰ καταδικάσει τὸν
κόσμο τῶν νεκρῶν. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια συμβάλλει στὴν ἀποθέωση τῆς ζωῆς,
ποὺ προβάλλει μὲ διάφορες εὐκαιρίες τὸ ἔργο, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν πα-
ρουσία καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ θανάτου,32 καὶ συνδέεται μὲ ἀντίστοιχη προ-
βληματικὴ τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ὅπως κάλλιστα φανερώνεται καὶ στὰ
κρητικὰ δημοτικὰ τραγούδια.33 Δὲν ἔχει ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν Πλούτωνα μόνο
νὰ παρακολουθήσει τὸν θάνατο τοῦ Φιλόγονου, ὅπως ἀρχικὰ δηλώνει, ἀλλὰ
ἔχει καὶ ρόλο ψυχοπομποῦ, ὅπως δηλώνει στὸ τέλος. Ἄρα, ἐκτελεῖ ἐν μέρει
τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χάρου, τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ μία «συγγενικὴ» μορφή, ποὺ
παίρνει μὲ τὸν τρόπο της μέρος στὴ δράση.34 Ἡ βασιλεία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ
βασιλιᾶ Φιλόγονου στὴ Μέμφιδα τῆς Αἰγύπτου, χῶρο δράσης τῆς πλοκῆς
ἐν Ἀθήναις 1980, σσ. 506-508, Παναγῆ Λεκατσᾶ, Ἡ ψυχή. Ἡ ἰδέα τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀθα
νασίας της καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ θανάτου, Ἐκδοτικὸν Ἰνστιτοῦτον Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1950, σ. 216
καὶ Σ. Λ. Σκαρτσῆς, Τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τόμ. Α΄, γ΄ ἔκδ., Πατάκης, 1994, σ. 92).
29. Βλ. Jean-Paul Roux, Τὸ αἷμα. Μύθοι, σύμβολα καὶ πραγματικότητα, Σειρά: Φιλοσο
φία- Κόσμος, «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 1998, σ. 291.
30. Βλ. Μερακλῆς, ὅ.π., σσ. 165-166 καὶ Roux, ὅ.π., σσ. 291-292. Ἡ λαϊκὴ αὐτὴ ἀντίληψη
ἐμφανίστηκε στὴν ποιητικὴ παραγωγὴ τῆς Κρήτης, μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο στὸν
Ἀπόκοπο τοῦ Μπεργαδῆ.
31. Βλ. Μερακλῆς, ὅ.π., σσ. 159, 165 καὶ Μητσοῦ, ὅ.π., σσ. 831-832.
32. Ἀκόμη καὶ ὁ Χάρος, παρὰ τὴ θανατηφόρα παρουσία του, προδιαγράφει τὴν καλὴ
μοίρα καὶ μακροζωία τῶν θεατῶν (βλ. Sannier, ὅ.π., σ. 314).
33. Βλ. Πολίτου, Μελέτη ἐπὶ τοῦ βίου τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων, τόμος πρῶτος: Νεοελληνικὴ
μυθολογία, ὅ.π., σσ. 242-244, 247-248, Saunier, ὅ.π., σσ. 314, 326 καὶ Μητσοῦ, ὅ.π., σ. 829.
34. Στὴν παράσταση τοῦ ἔργου τὸ καλοκαίρι τοῦ 2005 ἀπὸ τὸ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης σὲ
σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη, ἡ Ἀσκιά, ἀσπροντυμένη, ἐμφανίζεται ἀμέσως μετὰ τὸ μαυ-
ροφορεμένο Χάρο καὶ ἐκφωνεῖ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ μονόλογό της τῆς Γ΄ πράξης (δ΄
σκηνή). Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ σύνδεση τῶν δύο μορφῶν γίνεται πιὸ ἄμεση.
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 239
35. Ἡ ἀδελφοκτονία ὑπῆρξε μία πανάρχαια πρακτική, ἡ ὁποία ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης συνάντησε ἀντιδράσεις, πιθανότατα ὅμως παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα ἔθι-
μο παλαιότερων Τούρκων Σουλτάνων (Roux, ὅ.π., σσ. 202-203 καὶ Μάρθα Ἀποσκίτη, «Ὁ
ἰδεολογικὸς κόσμος τῆς Ἐρωφίλης, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἰταλικὴ τραγωδία», Κρητολογικὰ
ἀναγεννησιακὰ καὶ νεώτερα, Στιγμή, Ἀθήνα 2003, σ. 111).
36. Βλ. Πολίτου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα, τόμ. Α΄, ὅ.π., σ. 31, Λεκατσᾶ, ὅ.π., σ. 119 καὶ
Roux, ὅ.π., σσ. 294, 296-297. Στὴν ἴδια παράσταση τοῦ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης ἡ Ἀσκιὰ ἔχει τὴ
μορφὴ φαντάσματος, ἐνῶ τὰ λόγια της πρὸς τὸ βασιλιὰ παρουσιάζονται ὡς ἐφιάλτης του.
37. Saunier, ὅ.π., σ. 426.
38. Αὐτ., σ. 427, Roux, ὅ.π., σσ. 210-211, 294, 296 καὶ Alexiou, ὅ.π., σ. 70.
240 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
39. Βλ. Ποῦχνερ, Τὸ θέατρο στὴν Ἑλλάδα, ὅ.π., σ. 108 καὶ τοῦ ἴδιου (Walter Puchner),
«Τραγωδία», στὸν τόμο Λογοτεχνία καὶ κοινωνία στὴν Κρήτη τῆς Ἀναγέννησης, ἐπιμ. Dav-
id Holton, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 1997, σ. 176.
40. Βλ. Πολίτου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα Β΄, ἔκδοσις β΄, Δημοσιεύματα τοῦ Κέντρου
Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας, ἀριθμ. 13, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 1975, σσ.
336-337, τοῦ ἴδιου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα, τόμ. Γ΄, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Δημοσιεύματα
Λαογραφικοῦ Ἀρχείου, ἀρ. 6, Γραφεῖον Δημοσιευμάτων Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις
1931, σ. 333, Roux, ὅ.π., σσ. 294, 296-297 καὶ Alexiou, ὅ.π., σσ. 69-70.
41. Βλ. Πολίτου, Μελέτη ἐπὶ τοῦ βίου τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων, τόμος πρῶτος:
Νεοελληνικὴ μυθολογία, ὅ.π., σ. 391, Jean Pierre Vernant, Μύθος καὶ σκέψη στὴν ἀρχαία
Ἑλλάδα. Μελέτες ἱστορικῆς ψυχολογίας, μετάφραση Στέλλας Γεωργούδη, Νεφέλη, Ἐγνατία,
Θεσσαλονίκη, χ. χ., σσ. 33-36 καὶ Στ. Ἀλεξίου, «Εἰσαγωγή», Ἐρωφίλη, ὅ.π., σ. 23.
42. Ἡ Ἀσκιά, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἐκθειάζει τὴ Μέμφιδα. Ἡ ἐπιλογὴ αὐτῆς τῆς πόλης καὶ
χώρας, σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητές, ὀφείλεται στὴν ἐγγύτητά της μὲ τὴν Κρήτη, στὴ σχέση
τῶν Κρητῶν σὲ διάφορα ἐπίπεδα μὲ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔχει ἐνδεχομένως ἱστορικὸ ὑπόβαθρο.
Ἡ Μέμφις, μὲ τὰ συμφραζόμενά της στὸ ἔργο, φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ καὶ ἕνα ἱστορικὸ σύμβολο
τῆς Κρήτης, θυμίζοντας τὸ πολεμικὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τοῦ νησιοῦ, λόγω τοῦ βενετοτουρκικοῦ
πολέμου, λίγες δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴ συγγραφὴ τῆς Ἐρωφίλης, ἐνῶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ
Φιλόγονου πρὸς τὸν ἀδελφό του παραπέμπει ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἔμμεσο τρόπο στὶς ἔριδες
γιὰ τὴν ἐξουσία στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία τoῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 16ου αἰώνα (Μ.
Alexiou, «Women, marriage and death in the drama of Renaissance Crete», στὸν τόμο Images
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 241
Ἀρχικά, ὅπως προαναγγέλλεται ἀπὸ τὸν Χάρο, καὶ στὴν τελικὴ λύση τῆς
πλοκῆς φαίνεται ὅτι κυριαρχεῖ τὸ χριστιανικὸ δόγμα τοῦ Μεσαίωνα καὶ τῆς
Ἀναγέννησης πὼς ὁ Θεὸς ἐνεργοποιεῖ τὴ θεία πρόνοια καὶ ἐπιβάλλει τὴν
ἁρμονία στὸν κόσμο, μὲ ὅλες τὶς μυστηριακὲς διεργασίες ποὺ ἀπαιτοῦνται,
ἐνδεχομένως ἀκατανόητες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.43 Ἡ θεία πρόνοια ἐπιφέρει τὴ
δικαιοσύνη, δηλαδὴ τὴν τιμωρία τοῦ ὑβριστῆ βασιλιᾶ, καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο
ἐπιβάλλεται ἡ ἰδέα ἑνὸς τιμωροῦ θεοῦ, ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀντιχριστιανικὴ
καὶ ἀντιορθόδοξη. Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο κυρίως χριστιανισμὸ ὁ ἄδικος θέτει
ἑαυτὸν ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖται μόνος του στὴν Κόλαση καὶ
δὲν θανατώνεται μὲ τὴν βία. Ἡ ἔννοια τῆς μετάνοιας, ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἀσκιά
(Γ΄ 307-310), δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χριστιανική.
Μὲ βάση τὴ λογικὴ τοῦ ἔργου ὁ θάνατος δύο κατὰ βάση ἀθώων
ἀνθρώπων ἐντάσσεται στὴ λογικὴ τοῦ ἐξιλαστήριου θύματος, σύμφω-
να μὲ μιὰ πανάρχαια ἀντίληψη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ καθοριστικὰ στὶς
ἰταλικὲς λογοτεχνικὲς καὶ θεατρικὲς πηγὲς καὶ στὰ ἔργα ἀναφορᾶς τῆς
Ἐρωφίλης, καθὼς καὶ στὸν Ρωμαῖο καὶ Ἰουλιέτα τοῦ Σαίξπηρ.44 Ἡ ὕπαρ-
of Authority. Papers presented to Joyce Reynolds on the occasion of her seventieth birthday, Sup-
plementary Volume no. 16, ed. Mary Margaret Mackenzie and Charlotte Roueché, Cambridge
University Press, Cambridge Philological Society, 1989 σσ. 7-8, Rosemary Bancroft- Marcus [Ox-
ford], ‘‘The Symbolism of Memphis and the Letters of Rethymno’’, Cretan Studies, Vol. 6, Adolf
Μ. Hakkert, Amsterdam 1998, σσ. 317-319, 322-323 καὶ Γ. Πλουμίδης, «Κρήτη. Ἡ ὀθωμανικὴ
ἀπειλή», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Ι΄, Ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπὸ ξένη κυριαρχία [περίοδος
1453-1669]. Τουρκοκρατία- Λατινοκρατία, «Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν» Α.Ε., Ἀθῆναι 1974, σ. 204).
43. Γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὶς ἀναγεννησιακὲς ἀντιλήψεις καὶ τὶς σαιξπηρικὲς τραγωδίες, βλ.
Πὼλ Σῆγκελ, Ὁ Σαίξπηρ στὴν ἐποχή του καὶ στὴ δική μας, μετάφραση Φώντας Κονδύλης,
Ζητήματα αἰσθητικῆς καὶ σημειωτικῆς, Θεωρία, Ἀθήνα 1983, σσ. 38-39, 41, 43-44, 48, 50, 60,
94, 96-99.
44. Ἡ σχέση τῆς Ἐρωφίλης μὲ ἰταλικὰ ἀναγεννησιακὰ ἔργα, ὅπως οἱ τραγωδίες Filos
trato e Panfila τοῦ Α. Cammelli il Pistoia (1508) καὶ Orbecche τοῦ G. Giraldi (1541, 1543),
ὑπόκειται στὴν ἀρχὴ τῆς «πολλαπλότητας τῶν πηγῶν». Ἡ σύγκριση μὲ σαιξπηρικὰ ἔργα
καὶ κυρίως μὲ τὸν Ρωμαῖο καὶ Ἰουλιέτα (1595), λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι οἱ Κρητικοὶ τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης δὲν πρέπει νὰ γνώρισαν τὸ ἱσπανικὸ καὶ ἀγγλικὸ θέατρο, χρησιμεύει ὡς μιὰ
ἀνίχνευση τῶν διαδεδομένων ἀναγεννησιακῶν θεατρικῶν μοτίβων καὶ ἀντιλήψεων μὲ πα-
νευρωπαϊκὴ ἐμβέλεια, ποὺ ἴσχυσαν ἢ ὄχι στὴν περίπτωση τῆς Ἐρωφίλης, καὶ ἐνδεχομένως
στὴν ἐξαγωγὴ κάποιων συμπερασμάτων (αὐτ., σσ. 102-103, Βάλσα, ὅ.π., σσ. 139, 215-217,
Ἀλεξίου, «Εἰσαγωγή», Ἐρωφίλη, ὅ.π., σσ. 27-28, 35-36, 38, Ἀποσκίτη, «Ἐπίμετρο», Ἐρωφίλη,
ὅ.π., σ. 246, τῆς ἴδιας, Κρητολογικά ..., ὅ.π., Ποῦχνερ, Φαινόμενα καὶ Νοούμενα, ὅ.π., σ.
109, René Girard, Τὸ ἐξιλαστήριο θύμα. Ἡ βία καὶ τὸ ἱερό, Σύγχρονη Κλασικὴ Βιβλιοθήκη,
Ἐξάντας, 1991, σσ. 427-429, Δημήτρης Σπάθης, «Ἰταλικὲς πηγὲς καὶ κρητικὴ ἀναγεννησι-
ακὴ δραματουργία [Χορτάτσης, Τζιράλντι καὶ Εὐριπίδης]», Δάφνη, τιμητικὸς τόμος γιὰ
τὸν Σπῦρο Ἀ. Εὐαγγελάτο, Παράβασις, Παράρτημα Μελετήματα [1], Ἐπιμέλεια: Ἰωσὴφ Βι-
242 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
βιλάκης, Ergo, Ἀθήνα 2001, σσ. 327-328 καὶ Εὐσεβία Χασάπη- Χριστοδούλου, Ἡ ἑλληνικὴ
μυθολογία στὸ νεοελληνικὸ δράμα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κρητικοῦ Θεάτρου ἕως τὸ τέλος
τοῦ 20οῦ αἰώνα, τόμ. Α΄, πρόλογος Βάλτερ Ποῦχνερ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2002, σσ. 184-190).
45. Βλ. Βάλτερ Σούμπαρτ, Θρησκεία καὶ Ἔρως, Ὁλκός, Ἀθήνα 1991, σ. 195 καὶ Σκαρ
τσῆς, ὅ.π., σσ. 92-93.
46. Βλ. Puchner (Ποῦχνερ), «Τραγωδία», ὅ.π., σ. 176. Σὲ ἀναγεννησιακὰ ἔργα ἡ δύναμη τῆς
Ἀγάπης σχετίζεται μὲ τὴν ἁρμονία, τὴν πρόνοια καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ (Σῆγκελ, ὅ.π., σ. 95).
47. Ὁ πρῶτος ὅρος χρησιμοποιεῖται 42 φορές, ὁ δεύτερος 5 καὶ ὁ τρίτος 7.
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 243
48. Βλ. τὰ λόγια τοῦ Πανάρετου (Α΄ 283-292). Βλ. ἐπίσης Saunier, ὅ.π., σ. 314, Μητσοῦ, ὅ.π.,
σ. 830 καὶ Βασ. Ἰ. Καλαϊτζάκης, «Ἅδης (Ἀρχαία Μυθολογία)», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυ
κλοπαίδεια, 1ος τόμος, Ἀθ. Μαρτίνος (ἔκδοσις- ἰδιοκτησία- διεύθυνσις), Ἀθῆναι 1962, σ. 409.
49. Ὡς πρὸς τὴν ἀντίληψη τῶν Ἐλισαβετιανῶν γιὰ τὴν αὐτοκτονία, ἀλλὰ καὶ τὴ χρι-
στιανικὴ προβληματική, ὅπως ἐπηρεάζουν τὰ σαιξπηρικὰ καὶ ἄλλα θεατρικὰ ἔργα τῆς
ἐποχῆς, βλ. Σῆγκελ, ὅ.π., σσ. 76-77, 81-82, 104.
50. Β΄ 277.
51. Saunier, ὅ.π., σ. 223.
244 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
ἔβγαζε ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ καὶ κοινωνικό του ἀδιέξοδο, καὶ ἀποδίδει τὸν
ἔρωτά του πρὸς αὐτὴν καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ἀκολουθοῦν ἄλλοτε στὸ ἄπονο
ριζικό του καὶ ἄλλοτε στὴ δράση τοῦ παιδιοῦ τῆς Ἀφροδίτης, τοῦ θεοῦ
Ἔρωτα.52 Τὸ ἀπαισιόδοξο ὄνειρο τῆς Ἐρωφίλης, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὄνειρο
τοῦ Ρωμαίου στὴ σαιξπηρικὴ τραγωδία,53 δὲν ἐπιβεβαιώνει τὸν θρίαμβο
τῶν ἐρωτευμένων πάνω στὸν θάνατο, προοικονομεῖ ὅμως τὴν κατάληξη
τῆς πλοκῆς τῆς τραγωδίας τοῦ Χορτάτση καὶ οὐσιαστικὰ ἐνισχύει τὰ κακὰ
προαισθήματα τῆς ἡρωίδας. Μετὰ τὴ θανάτωση τοῦ Πανάρετου ὁ Χορὸς
ἐπιβεβαιώνει τὴν ἕνωση τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων
σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ὄχι μετὰ θάνατον (Ε΄ 219-222). Ἡ Ἐρωφίλη, προαι-
σθανόμενη τὸ τέλος της στὴν Ε΄ πράξη, ἀπομυθοποιεῖ τὴ μετὰ θάνατον
ζωή, ὡς πρὸς τὴ σωματική της διάσταση, ποὺ προκαλεῖ δηλαδὴ τὴ φθορὰ
τῶν σωμάτων, τὴν ὁποία καὶ τονίζει, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπισήμανση τῆς
ψυχικῆς τους ἑνότητας στὴν ἐπίγεια ζωή. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ ἕναν
ἰδιότυπο θρῆνο, ἕνα μοιρολόι γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν ἀγαπημένο της, μὲ
βάση τὸ κακό της προαίσθημα,54 πρὶν ἀπὸ τὸν πραγματικὸ θρῆνο γιὰ τὸν
νεκρὸ Πανάρετο ἀπ’ αὐτήν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἴδια ἀπὸ τὴ Νένα.55 Στὸν
θρῆνο της γιὰ τὸν Πανάρετο τονίζει πάλι τὴν ἀσχήμια τῆς μορφῆς τοῦ
νεκροῦ, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴ ζωντανὴ μορφή του, τὴ γεμάτη ὀμορφιά,
χάρη καὶ γλυκύτητα. Ἐπιπλέον, ὁ μεταθανάτιος Παράδεισος τοῦ ἔρωτα
καὶ ἡ αἰώνια εὐτυχία, ποὺ βρίσκουν τὴν πραγμάτωσή τους στὸν Ρωμαῖο
καὶ Ἰουλιέτα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα ἀναγεννησιακὰ ἔργα, καθὼς καὶ τῆς με-
ταγενέστερης ἐποχῆς,56 τίθενται σὲ ἀμφισβήτηση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ με-
μα ἀποτελεῖ ἡ Στέλλα Βιολάντη τοῦ Γρ. Ξενόπουλου καὶ ἡ φρασεολογία τῆς κύριας ἡρωί-
δας, τῆς Στέλλας.
57. Βλ. Μερακλῆς, Τὰ παραμύθια μας, ὅ.π., σ. 164.
58. Π.χ. Πρόλ. 120 κ.ἑξ., Α΄ 477, Β΄ 199, Γ΄ 311. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ ἀναφορὰ
τῆς Ἐρωφίλης στὸ ἄτυχο ριζικό τους (Δ΄ 290).
59. Καὶ στὰ δημοτικὰ τραγούδια ὑπονοεῖται παρόμοια σχέση τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν μὲ
τὸν θεό. Ἡ σχετικότητά τους καὶ ἡ κυριαρχία τῆς θείας πρόνοιας παρατηροῦνται καὶ στὸν
Σαίξπηρ, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ παράδοση καὶ τὴν ἀναγεννησιακὴ
σκέψη (βλ. Πολίτου, Μελέτη ἐπὶ τοῦ βίου τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων, τόμος πρῶτος: Νεοελλη
νικὴ μυθολογία, ὅ.π., σσ. 239-240 καὶ Σῆγκελ, ὅ.π., σσ. 38-44, 102).
60. Saunier, ὅ.π., σ. 366.
61. Λέει ὁ Χάρος γιὰ τὸν βασιλιά:
Χαρὲς ἐλπίζει ὁ βασιλιός, καὶ γάμους λογαριάζει,
καὶ πλῆσα καλορίζικο τὸν ἐμαυτό του κράζει·
κι αὐτόνο πρίκες καὶ καημοὶ θὲ νὰ τονὲ πλακώσου, [...] (Πρόλ. 123-125)
246 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
ὁποῖες αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἥρωες (π.χ. Ἀσκιά, Νένα), καταλογίζουν
τὸ κύριο μερίδιο ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, φαίνεται ὅτι
κρύβεται ἡ ἔννοια τοῦ θεοῦ, συνδέοντας τὸ ἔργο μὲ ἀποφασιστικὸ τρόπο
μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ σκέψη, γιὰ παράδειγμα μὲ τὸν ὁμηρικὸ κόσμο.62
Ἀλλὰ καὶ τὸ συμβατικὸ στοιχεῖο τῆς καλῆς μοίρας τῶν θεατῶν τοῦ ἔργου
ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Χάρο, τὸ ὄργανο τοῦ Δία (Πρόλ. 95-98). Ἄλλωστε,
ὁ θεὸς Ἔρωτας καὶ ἡ Ἀφροδίτη, σύμφωνα μὲ τὸν Πανάρετο καὶ τὴν
Ἐρωφίλη, εἶναι σὲ σημαντικὸ βαθμὸ ὑπεύθυνοι γιὰ τὸν ἔρωτά τους, ἄρα
καὶ γιὰ τὴν καταστροφή τους. Σὲ ἄλλες στιγμὲς ἡ μοίρα καὶ ἡ τύχη φαίνε-
ται ὅτι λειτουργοῦν αὐτοδύναμα, χωρὶς ὅμως ἡ ἐντύπωση αὐτή, ποὺ σχε-
τικοποιεῖ τὰ ὅριά τους ἀναφορικὰ μὲ τὸν θεό, νὰ κυριαρχεῖ στὸ ἔργο.63
Ἡ ἀναφορὰ τῆς Ἐρωφίλης στὴ λειτουργία τῆς φύσης προσθέτει μιὰ νέα
διάσταση στὸ ἔργο. Στὴν ἀντιπαράθεσή της μὲ τὸν πατέρα της τονίζει
ὅτι οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται γδυμνοὶ 64 ἀπὸ τὴ φύση, χωρὶς διαφορὲς
καὶ πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν, γιὰ νὰ κατακτήσουν τὴν ἀρετή, ἀλλὰ τελικὰ
ἡ τύχη ἐμποδίζει τοὺς ἐνάρετους ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τῶν ἐπιθυ-
μιῶν τους. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ προαναγγέλλονται οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Δια-
φωτισμοῦ γιὰ τὴ σύνδεση φύσης καὶ ἠθικῆς, ἀφοῦ ἡ φύση εἶναι βασικὴ
ἀφετηρία τῆς ἠθικῆς πράξης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ φύση καὶ ὁ κόσμος
οὐσιαστικὰ ταυτίζονται μὲ τὸν θεό, τὸν ἐκφράζουν, ἔτσι ποὺ ὁποιαδήπο-
τε ἀδυναμία ἐπιβολῆς τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἐνάρετων νὰ στρέφεται οὐσι-
αστικὰ ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ θεοῦ.65 Τελικά, ἡ ἀστάθεια τῆς μοίρας καὶ
τῆς τύχης, καθὼς καὶ ἡ ἀδυναμία ἐπιβολῆς τῶν ἐνάρετων, φαίνεται ὅτι
δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν ἁρμονία καὶ σταθερότητα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς
θείας πρόνοιας, ὅπως προβάλλεται στὴν ἀναγεννησιακὴ προβληματική,66
δημιουργώντας ἐρωτηματικά.
Παρὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ θεοῦ καὶ τῆς θείας δικαιοσύνης ὁ ρόλος
τους φαίνεται οὐσιαστικὰ ἀμφιλεγόμενος. Ὁ θεὸς Ἔρωτας, σύμφω-
να μὲ τὸν Πανάρετο, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή, ἐνῶ ἀπὸ τὴν
ἄλλη τοῦ ἔδωσε ἕνα ἐρωτικὸ δῶρο ἄδωρο, ποὺ ἀπὸ τὸν Χορὸ φαίνε-
ται ὅτι ἀποδίδεται στὴ μοίρα. Ἡ Ἀσκιὰ ἔμμεσα μέμφεται τὸν Δία γιὰ
τὴν ἀργοπορία του νὰ ἐπιβάλει στὸν βασιλιὰ τιμωρία καὶ τὸν παρακι-
νεῖ νὰ δράσει γρήγορα, ἐνῶ ὁ Μαντατοφόρος ἄμεσα ἀναφέρεται στὴν
ἀδράνεια τῶν στοιχείων τῆς φύσης καὶ τοῦ Δία νὰ ἐπιβάλουν τιμωρία
στὸν βασιλικὸ οἶκο, δηλαδὴ οὐσιαστικὰ στὸν βασιλιά.67 Τὸ σημαντικότε-
ρο ὅμως εἶναι ὅτι ὑπάρχουν συνεχεῖς ἐπικλήσεις τοῦ Χοροῦ κυρίως, ἀλλὰ
καὶ τοῦ Πανάρετου, στοὺς θεούς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸν Δία καὶ στὴν
Ἀφροδίτη, νὰ τοὺς συνδράμουν, ὥστε νὰ σωθεῖ ὁ ἔρωτας τῶν δύο νέων,
μάταια ὅμως, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι συμβαίνει στὴν Πανώρια.
Ἡ περίπτωση τοῦ θεοῦ Ἥλιου, στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο τὸ Δ΄ Χο-
ρικό, εἶναι ἰδιαίτερη. Ἀντιμετωπίζεται μὲ δύο τρόπους. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ἐρωφίλη ὄργανο τῆς μοίρας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι
ἕνας αὐτοδύναμος καὶ ἰσχυρὸς θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὸ Χορικὸ
αὐτό. Ἡ ἐπίκληση πρὸς αὐτόν, πιθανὸν ὑπόλειμμα στὴ νεώτερη ἐποχὴ
τῆς ἀρχέγονης λατρείας σ’ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὸ μοτίβο τοῦ ἥλιου- δημι-
ουργοῦ, συνδέονται μὲ τὴν ἀναγεννησιακὴ ἀστρολογία, εἶναι κοινοὶ
τόποι στὰ ἀναγεννησιακά, καθὼς καὶ στὰ μεταγενέστερα δράματα, ἀλλὰ
ἐπίσης ἀποτελοῦν καὶ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μὲ ἰδιαίτερο
συμβολικὸ καὶ σημασιολογικὸ βάρος ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς τουλάχιστον
and Charles Β. Schmitt, Renaissance Philosophy, Opus, Oxford University Press, Oxford-
New York 1992, σσ. 316, 320-321).
66. Βλ. Σῆγκελ, ὅ.π., σ. 95.
67. Ἡ ὑπερβολὴ τῆς διατύπωσης γιὰ τιμωρία ὁλόκληρου τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ συνεχίζει
καὶ ἐπαυξάνει προηγούμενη ἔκφραση τῆς Ἀσκιᾶς, εἶναι φανερή, ἀφοῦ ἀθῶοι ἄνθρωποι,
τὰ θύματα τοῦ βασιλιᾶ, δὲν πρέπει προφανῶς νὰ τιμωρηθοῦν. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ σπιτι-
οῦ ὡς τρισκατάρατου καὶ καταραμένου (Ε΄ 1) παραπέμπει ἐνδεχομένως στὴν ἀρχαία τρα-
γωδία. Δὲν ἔχει ὅμως οὐσιαστικὸ ἀντίκρισμα, ἀφοῦ δὲν λειτουργεῖ ἡ ἔννοια τῆς κατάρας
ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο ἄλλης ὕβρεως στὸν βασιλικὸ οἶκο καὶ ὁ
μόνος φορέας της εἶναι ὁ Φιλόγονος. Ἄλλωστε ἡ Ἀσκιὰ χαρακτηρίζει τὸ σπίτι ψηλὸ καὶ
τιμημένο καὶ τὴ χώρα ἀξαζόμενη καὶ μπορεμένη (ἰσχυρή) (Γ΄ 261, 274).
248 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
68. Τὰ κοινὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ἀντιστοιχίες μὲ τὸ πρῶτο Χορικὸ τῆς τραγωδίας τοῦ Gian
Giorgio Trissino Sofonisba (1515) εἶναι διαπιστωμένα. Ἔχει ἐντοπιστεῖ ἐπίσης σχέση μὲ
ἔργα ἀρχαίων τραγικῶν, κυρίως τοῦ Εὐριπίδη, μὲ τραγωδίες τοῦ Σενέκα καὶ μὲ μὴ θεα-
τρικὰ ἔργα, δημοφιλῆ κατὰ τὴν ἀναγεννησιακὴ περίοδο, ὅπως τὰ Μετέωρα τοῦ Κλεομήδη
καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰουλιανοῦ Πρὸς τὸ βασιλέα ἥλιον. Ἡ ἐπίκληση πρὸς τὸν Ἥλιο ἀποτε-
λεῖ ἕνα στοιχεῖο τοῦ ἀναγεννησιακοῦ πολιτισμοῦ τῆς Κρήτης καὶ ἐμφανίζεται, ἐκτὸς τῶν
ἄλλων, στὸν Ἐρωτόκριτο τοῦ Β. Κορνάρου καὶ στὰ δημοτικὰ τραγούδια. Χαρακτηριστικὸ
εἶναι ἕνα κρητικὸ δημοτικὸ τραγούδι δέησης στὸν Ἥλιο, στὸν θιὸ (θεὸ) καὶ στὸ φεγγάρι
(Ἀλεξίου, «Εἰσαγωγή», Ἐρωφίλη, ὅ.π., σ. 37, Πολίτου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα Β΄, ὅ.π., σσ.
168-169, Γεωργίου Α. Μέγα, «Ὁ Λόγος παρηγορητικὸς περὶ δυστυχίας καὶ εὐτυχίας καὶ
τὰ παραμύθια τῆς πρὸς τὴν τύχην ὁδοιπορίας», Λαογραφία, τόμ. ΙΕ΄, τεῦχ. Α΄, ἐν Ἀθήναις
1953, σσ. 12-13, Μ. Alexiou, ὅ.π., σσ. 290, 301, 303-305, Paolo Rossi, «Δαίμονες καὶ μοίρα
στὸ περιθώριο τῆς ἐλὶτ καὶ τῆς λαϊκῆς κουλτούρας στὴν ἰταλικὴ ἀναγέννηση», στὸν τόμο
Φάουστ: ἡ μαγεία τῆς φιλοσοφίας, ἡ φιλοσοφία τῆς μαγείας, ἐπιμ. Θεοδόσιος Ν. Πε-
λεγρίνης, Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1994, σ. 56 καὶ Γεώργιος Χ.
Μακρῆς, «‘‘Ἀκτίνα τ’ οὐρανοῦ χαριτωμένη...’’ Παρατηρήσεις στὸ Δ΄ χορικὸ τῆς Ἐρωφίλης»,
Ἑλληνικά, τόμ. 48, τεῦχ. 2, Θεσσαλονίκη 1998).
69. Π.χ. Ε΄ 575-576. Βλ. Πολίτου, ὅ.π., σ. 162, Μερακλῆς, ὅ.π., σσ. 146-147 καὶ Alexiou,
ὅ.π., σσ. 275-276.
70. Βλ. Μέγα, ὅ.π., σσ. 12-13, 17, 30-31, Alexiou, ὅ.π., σ. 195 καὶ Rossi, ὅ.π., σσ. 49-50.
71. Σὲ σχέση μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, τὴ φιλοσοφικὴ καὶ ποιητικὴ σκέψη σ’ αὐτήν, βλ.
Σπ. Κυριαζοπούλου, Λόγος καὶ ἦθος. Φιλοσοφία τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος, Ἐπι-
στημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, Δωδώνη: Παράρτημα ἀρ. 6, Πανεπιστήμιο Ἰω-
αννίνων, Ἰωάννινα 1976, σσ. 57-59.
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 249
72. Ἀντίστοιχα, στὴν Orbecche ὁ Χορὸς στὸ Α΄ Χορικὸ ὑμνεῖ τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὴν
παρακαλεῖ, μάταια ὅμως, νὰ βοηθήσει τὸ ζευγάρι τῶν δύο νέων (Ἀποσκίτη, «Πηγὲς καὶ
πρωτοτυπία τῆς Ἐρωφίλης», Ἐρωφίλη, ὅ.π., σσ. 28-29).
73. Βλ. Σῆγκελ, ὅ.π., σσ. 73, 98-99.
74. Βλ. Alexiou, ὅ.π., σσ. 222, 249-250. Γιὰ τὰ μοιρολόγια στὴν Κρήτη, βλ. Χρύσα
Μαλτέζου, «Τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ πλαίσιο», στὸν τόμο Λογοτεχνία καὶ κοινωνία στὴν
Κρήτη τῆς Ἀναγέννησης, ὅ.π., σ. 55.
75. Ε΄ 13-15, 545-546.
76. Βλ. Saunier, ὅ.π., σσ. 224, 249.
77. Χαρακτηριστικοὶ εἶναι οἱ στίχοι Ε΄ 577-578:
Τσὶ χάρες ἐθανάτωσες καὶ μετὰ σένα ὁμάδι
[...] τσ’ ἐπῆρες εἰς τὸν Ἅδη.
250 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
ταφὴ τῶν νεκρῶν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ παραδοσιακὴ ἀντίθεση τοῦ θρη-
νοῦντος μὲ τὸν νεκρὸ αἴρεται. Στὸ κύριο σῶμα τοῦ θρήνου κυριαρχεῖ ἡ
παραδοσιακὴ ἀντίθεση παρελθόντος - παρόντος σὲ σχέση μὲ τὴ νεκρή.84
Τὸ παρὸν δηλώνεται μὲ δύο τρόπους: ὡς σήμερα καὶ ὡς τώρα (Ε΄ 560,
578, 582, 585). Συνδυάζεται μὲ τὴν ἀντίθεση διαψευσμένης προσδοκίας
γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς τῆς Ἐρωφίλης καὶ πραγματικότητας. Ἰδιαίτε-
ρο χαρακτηριστικὸ αὐτοῦ τοῦ θρήνου εἶναι ὅτι δὲν συνοδεύεται ἀπὸ μιὰ
εὐχὴ ἢ μιὰ κατάρα, σὲ σχετικὴ ἀντίθεση μὲ τὸν προηγούμενο θρῆνο τῆς
Ἐρωφίλης, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, ἔχει ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δὲν ὑπάρχει
στὸν θρῆνο τῆς Ἐρωφίλης κατάρα, ἀλλὰ μομφὴ ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ,
ἐνῶ ἡ ἔκφραση τῆς ἐπιθυμίας της νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ, συνοδεύεται ἀπὸ
τὴν ἀναγγελία τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου της, στοιχεῖο ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ
τὴν παραδοσιακὴ ἔκφραση μιᾶς ἀπραγματοποίητης εὐχῆς.85 Ἡ ἀπουσία
κατάρας ἢ εὐχῆς μὲ σημασία κατάρας ἔχει μιὰ διπλὴ λειτουργικότητα. Ἡ
μὲν Ἐρωφίλη ἐκφράζει τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς της, δίνοντας τὸ βάρος
της στὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ βαρβαρότητα τοῦ πατέρα της καὶ στὸν
πολιτισμὸ τῶν ἀθώων θυμάτων, ἡ δὲ Νένα τονίζει τὴν ἀδιάσπαστη
ἑνότητά της μὲ τὴν Ἐρωφίλη, τῆς ὁποίας οὐσιαστικὰ ὑπῆρξε μητέρα,
ὅπως δηλώνει, στὴ θέση τῆς νεκρῆς μητέρας της, ἀλλὰ προαναγγέλλει καὶ
τὴ γενικότερη στάση της σὲ σχέση μὲ τὴν τιμωρία τοῦ βασιλιᾶ.
Ἡ ἐκτεταμένη ἀναφορὰ τῆς Ἐρωφίλης στὴ μητέρα της, ποὺ φανερώνει
τὴν ταύτισή της μ’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὁ θρῆνος τῆς Νένας, μᾶς ὁδηγοῦν στὴ
διερεύνηση τῆς σχέσης ἀνάμεσα στὶς γυναικεῖες μορφές, ἀλλὰ καὶ στὴν
προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς ἀπουσίας τῆς μητέρας τῆς Ἐρωφίλης. Τὸ σχῆμα
προσώπων ποὺ ὑπονοεῖται, παρὰ τὴν ἀπουσία τῆς πραγματικῆς μητέρας
της, εἶναι τὸ τριαδικὸ: Μητέρα- κόρη- ὥριμη γυναίκα (Νένα), καθὼς καὶ
Μητέρα- κόρη- ἥρωας (Πανάρετος). Ἡ ἕνωση μητέρας- κόρης (Δ΄ 441-442)
οὐσιαστικὰ εἶναι μυθική, δηλαδὴ παραπέμπει στὸν μύθο, ἐνῶ ὁ θρῆνος
τῆς Νένας ἔχει ἕνα μυθικὸ ὑπόβαθρο, εἶναι καὶ μιὰ ἀνάμνηση τοῦ μυθι-
κοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀπώτερου ἱστορικοῦ παρελθόντος τῆς ἀνθρωπότητας.86
Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἡ Νένα γνώριζε τὸν θάνατο τοῦ
87. Ε΄ 584.
88. Βλ. Παναγῆς Λεκατσᾶς, Ἡ Μητριαρχία καὶ ἡ σύγκρουσή της μὲ τὴν ἑλληνικὴ
Πατριαρχία, Καστανιώτης, Ἀθήνα 1977, σσ. 9, 17-19, 21, 37, 50, Σκαρτσῆς, ὅ.π., σσ. 50-51
καὶ Σωτήρης Δημητρίου, «Καταγωγὴ καὶ διαπραγμάτευση τῆς ἀσυμμετρίας τῶν φύλων»,
στὸν τόμο Ἀνθρωπολογία τῶν φύλων, ἐπιμ.: Σωτήρης Δημητρίου, Σαββάλας, Ἀθήνα 2001,
σσ. 56-57.
89. Βλ. Λεκατσᾶς, ὅ.π., σσ. 9-10, 34-35, 51.
90. Εὐθύμιος Παπαταξιάρχης, «Εἰσαγωγή», στὸν τόμο Ταυτότητες καὶ φύλο στὴ
σύγχρονη Ἑλλάδα. Ἀνθρωπολογικὲς προσεγγίσεις, Εὐθ. Παπαταξιάρχης-Θεόδωρος Πα-
ραδέλλης (ἐπιμ.), Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, Καστανιώτης, Ἀθήνα 1992, σσ. 59-60 καὶ Jill Du-
bisch, «Κοινωνικὸ φύλο, συγγένεια καὶ θρησκεία. “Ἀναπλάθοντας” τὴν ἀνθρωπολογία τῆς
Ἑλλάδας», στὸν τόμο Ταυτότητες καὶ φύλο στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα, ὅ.π., σσ. 108-113.
91. Βλ. Dubisch, ὅ.π., σ. 113. Ἡ ἀπουσία τῆς πεθαμένης μητέρας τῆς Πανώριας εἶναι
αἰσθητὴ καὶ στὴν Πανώρια, τονίζοντας τὴν παραδοσιακὴ νοοτροπία τοῦ Γιαννούλη, ἀλλὰ
λειτουργεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν Πανώρια μὲ διαφορετικὸ τρόπο, γιὰ νὰ ἐπισημάνει δηλαδή,
σύμφωνα μὲ τὸν ἥρωα, τὴ διαφορὰ ποιότητας ἀνάμεσα στὴ μιὰ γενιὰ καὶ τὴν ἄλλη.
Δὲν φαίνεται ὅμως τυχαῖο ὅτι καὶ στὴ μεταγενέστερη ἑλληνικὴ δραματουργία ὑπάρχει
τουλάχιστον ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο ἀναπαράγεται τὸ δίπολο μητέρα - κόρη μὲ παρόμοιους
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 253
ὅρους μὲ αὐτοὺς τῆς Ἐρωφίλης, ἀλλὰ σὲ διαφορετικὰ βεβαίως συμφραζόμενα. Πρόκειται γιὰ
τὴν Τρισεύγενη τοῦ Κ. Παλαμᾶ. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Παλαμᾶς ἀναγνώρισε τὴν ἀρχετυπικὴ
ἀξία τῆς Κρήτης, τὴν ἀξία τῶν ἔργων τῆς κρητικῆς Ἀναγέννησης καὶ τὴ συνέχεια τῆς λογοτε-
χνικῆς καὶ θεατρικῆς της παράδοσης στὴ νεότερη ἐποχή (βλ. Ἐλπινίκη Νικολουδάκη-Σαρρῆ,
«Ἡ διαπλοκὴ τῆς ἡρωικῆς ἀφήγησης μὲ τὴν τοπικὴ ἱστορία στὴν πεζογραφία τοῦ Ἰωάννη
Κονδυλάκη καὶ τῆς Ἀρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου. Τυπικὲς ἀφηγηματικὲς καταστάσεις
καὶ προσωπικὸς μύθος», Πεπραγμένα τοῦ Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου «Ὁ Ἰωάννης Κονδυλάκης
καὶ τὸ ἔργο του [1862-1920]», Ἔκδοση τῆς Δημοτικῆς Πολιτιστικῆς Ἐπιχείρησης Χανίων,
Χανιὰ 1996, σσ. 301-302 καὶ Ποῦχνερ, «Ἐπισκόπηση τῆς ἱστορίας τοῦ νεοελληνικοῦ θεάτρου.
Ἀπὸ τὶς ἀρχές του ὣς τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή», Κείμενα καὶ ἀντικείμενα. Δέκα θεα
τρολογικὰ μελετήματα, Καστανιώτης, Ἀθήνα 1997, σσ. 363-364).
92. Ε΄ 599-600.
93. Γιὰ τὴν ἀντίστοιχη προβληματικὴ στὸν Ρωμαῖο καὶ Ἰουλιέτα, βλ. Σῆγκελ, ὅ.π., σ. 105.
94. Ἡ ἔλλειψη πειστικότητας ὡς πρὸς τὴ συμμετοχὴ Νένας στὴ δολοφονία τοῦ βασι-
λιᾶ, ἔχει, ἐπιπλέον, σχέση μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι λογικὸ αὐτὴ τελικὰ νὰ ἀπαντᾶ στὸν
βασιλιὰ καὶ ὄχι ὁ Χορὸς καὶ στὴ συνέχεια αὐτὴ νὰ ἀγκαλιάζει πονηρὰ τὰ πόδια του, μὲ
συνέπεια νὰ τὸν ρίξει στὸ ἔδαφος λίγο πρὶν τὴ δολοφονία του. Ἀντιθέτως, εἶναι λογικὸ οἱ
κορασίδες (ἢ οἱ γυναῖκες τοῦ Χοροῦ σὲ ἄλλες ἐκδόσεις) νὰ ἀπαντοῦν στὸν βασιλιὰ καὶ νὰ
ἀναλαμβάνουν δράση δολοφονώντας τον, διότι στὸν προηγούμενο διάλογο δὲν συμμετέχει
ἡ Νένα παρὰ αὐτές, ἐνῶ καὶ ὁ βασιλιὰς τὶς ἀπειλεῖ.
254 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
100. Μὲ βάση τὴν ἔκδοση τῶν Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη, ποὺ ἀξιοποιεῖ τὸ χειρόγραφο
τοῦ Birmingham, καθὼς καὶ τὶς προηγούμενες ἐκδόσεις, ποὺ στηρίζονται στὰ διάφορα
χειρόγραφα τοῦ ἔργου, δὲν ὑπάρχουν δύο ἡμιχόρια κατὰ τὴν Ε΄ πράξη (κορασίδες, Χορὸς
τῶν κορασίδων ἢ γυναικῶν), ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Στ. Ἀλεξίου («Εἰσαγωγή», ὅ.π., σ. 25),
ἀλλὰ ἕνας Χορός, ὁ Χορὸς τῶν κορασίδων ἢ τῶν γυναικῶν (ὡς Χορὸς τῶν γυναικῶν
ἀναφέρεται στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰώνα), ποὺ
φαίνεται ὅτι ἄδει τὰ χορικὰ ἄσματα, σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, ἢ
τὰ ἀπαγγέλλει τραγουδιστὰ ἀκολουθώντας τὸν ἰαμβικὸ ἑνδεκασύλλαβο. Ἔτσι, δὲν ἔχει ἰδι-
αίτερη σημασία ἂν δηλώνεται ὅτι ὁ Χορὸς μιλεῖ στὸ Χορικὸ τῆς Γ΄ πράξης (στὶς περισσότε-
ρες ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐκδόσεις) ἢ ἂν μία ἀπὸ τὸν Χορὸ τῶν κορασίδων λέγει τοῦτα
τὰ βέρσα (στὸ Χορικὸ τῆς Β΄, Γ΄, Δ΄ πράξης στὴν ἔκδοση τῶν Ἀλεξίου-Ἀποσκίτη). Στὴν τε-
λευταία ἔκδοση τῶν Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη ὁ Χορὸς τῶν κορασίδων ἢ γυναικῶν ἀποτελεῖ
σκηνικὸ πρόσωπο στὶς δύο τελευταῖες πράξεις, ἀλλὰ δὲν συμμετέχει στὴ δολοφονία τοῦ
βασιλιᾶ, ἐνῶ οἱ κορασίδες τῆς Ἐρωφίλης, δηλαδὴ οἱ νέες τῆς ἀκολουθίας της, σὲ ἀντίθε-
ση μὲ τὴ λειτουργία τοῦ Χοροῦ στὴν ἀρχαία τραγωδία, δὲν ἀποτελοῦν Χορὸ ἢ μέρος του,
ἀλλὰ ἕνα συλλογικὸ ὄργανο ποὺ συμμετέχει στὸν διάλογο καὶ πραγματοποιεῖ τὸν φόνο.
Ἄρα, ὁ ρόλος τοῦ Χοροῦ καὶ αὐτὸς τῶν κορασίδων εἶναι διακριτὸς καὶ διαφοροποιημένος.
Διαμορφώνεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἕνας συνδυασμὸς παράδοσης καὶ νεωτερισμοῦ. Βέβαια,
στὴν Δ΄ πράξη ἡ Ἐρωφίλη ἀποκαλεῖ τὸν Χορὸ γυναῖκες μου (Δ΄ 431), κοράσα μου (Δ΄ 421)
καὶ κορασίδες μου (Δ΄ 437), στοιχεῖο ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Χοροῦ ὡς
Χοροῦ τῶν κορασίδων ἢ ὡς Χοροῦ τῶν γυναικῶν. Ἔτσι, ἡ μία κορασίδα, ποὺ ρίχνει κάτω
τὸν βασιλιὰ καὶ καλεῖ τὶς γυναῖκες νὰ τὸν σκοτώσουν (στὴν ἔκδοση Ἀλεξίου - Ἀποσκίτη),
προφανῶς ἀπευθύνεται στὶς ὑπόλοιπες κορασίδες καὶ ὄχι στὸν Χορό, ἀφοῦ ὁ Χορὸς συμ-
μετέχει ἐλάχιστα στὴν τελευταία σκηνή, ἐνῶ καὶ προηγουμένως ἡ Νένα ἔχει ἀποκαλέσει τὶς
κορασίδες γυναῖκες (Ε΄ 599) Ὁ Χορὸς παρεμβαίνει στὴ δράση σχολιάζοντας τὸν βασιλιὰ
ἢ παρακαλώντας τὸν Δία, χωρὶς νὰ συμμετέχει ἀρχικὰ οὐσιαστικὰ στὸν διάλογο. Στὴν πο-
ρεία τῆς Δ΄ πράξης συμμετέχει στὸν διάλογο καὶ στὴν τελευταία πράξη συνεχίζει τὴ συμμε-
τοχή του αὐτὴ ἢ μετασχηματίζεται σὲ οὐσιαστικὸ δραματικὸ πρόσωπο (στὶς προηγούμε-
νες ἐκδόσεις ἀπ’ αὐτὴ τῶν Ἀλεξίου- Ἀποσκίτη). Οἱ δύο συλλογικὲς παρουσίες γυναικῶν
(Χορός, κορασίδες) ὑπάρχουν καὶ στὶς προηγούμενες ἐκδόσεις, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερα
λειτουργικὸ χαρακτήρα, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ κορασίδες ἔχουν μιὰ μικρὴ συμμετοχὴ στὸν
διάλογο καὶ στὴ δράση στὴν Ε΄ πράξη, ὄχι ὅμως στὴν τελικὴ σκηνὴ τῆς θανάτωσης τοῦ
βασιλιᾶ, ποὺ τὴν πραγματοποιεῖ ὁ Χορός, μὲ τὴ βοήθεια ἢ ὄχι τῆς Νένας. Σ’ αὐτὴν πα-
ραμένουν βουβὲς καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρουν μόνο τὴ νεκρὴ Ἐρωφίλη στὴν κάμαρά της,
ἀντίθετα μὲ ὅ,τι προαναγγέλλει ὁ Χάρος γιὰ τὴ δολοφονικὴ δράση τους.
101. Βλ. Μερακλῆς, ὅ.π., σσ. 168, 172, 176.
256 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
ματα, [...].102 Τὴν ἀγνοοῦν μάλιστα ἐπιδεικτικὰ καὶ ἐπαυξάνουν τὴν τι-
μωρία τους, ἀφοῦ, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει, πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν
τὸν νεκρὸ στὰ σκυλιά. Ἡ τελική τους τολμηρὴ στάση, μὲ τὴν ἀπουσία
ἀνδρῶν, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ μόνο ὡς ἐξέγερση τῶν γυναικῶν, μὲ
βάση τὴν κληρονομημένη θεατρικὴ παράδοση (Σενέκας, Orbecche τοῦ
Giambattista Giraldi), τὴν ἔλλειψη βασιλικοῦ θεσμοῦ στὴ Βενετία καὶ
στὶς κτήσεις της, καθὼς καὶ τὴν ὑποτακτικὴ θέση τους στὴν κρητικὴ κοι-
νωνία.103 Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ἀνεξαρτήτως προσώπων, συνολικὰ οἱ γυ-
ναῖκες ὑποφέρουν στὸ ἔργο ἢ ὑπονοεῖται ὅτι ὑπέφεραν στὸ παρελθόν,
ὅπως φαίνεται ὅτι συνέβη μὲ τὴ μητέρα τῆς Ἐρωφίλης, σύμφωνα μὲ τὰ
λόγια τῆς ἡρωίδας. Ἡ ἀγριότητα ὅμως τοῦ βασιλιᾶ στρέφεται ἐναντίον
ὅλων, ἀνεξαρτήτως φύλου, προκαλώντας ἀντιδράσεις, ὅπως ἄλλωστε
φανερώνει ὁ θρῆνος τοῦ Μαντατοφόρου γιὰ τὸν Πανάρετο, παρότι τὸ
μοιρολόι στὴν παραδοσιακὴ ζωὴ εἶναι κατὰ κύριο λόγο μιὰ γυναικεία
ἐνασχόληση καὶ ἐμπειρία.104 Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν καθοριστικὴ
4η σκηνὴ τῆς Δ΄ πράξης, Χορός, Σύμβουλος καὶ Ἐρωφίλη ἀποτελοῦν μιὰ
ἑνότητα ἀντίδρασης μπροστὰ στὴ βαρβαρότητα τοῦ βασιλιᾶ.105 Ἡ δο-
λοφονικὴ δράση τῶν κορασίδων (ἢ τῶν γυναικῶν τοῦ Χοροῦ), ὁ τελε-
στικὸς φόνος ποὺ πραγματοποιοῦν,106 φαίνεται ὡς συλλογικὸ ἐπίτευγμα,
ἀποτέλεσμα περαιτέρω συνειδητοποίησης τῆς κατάστασης καὶ ὡριμότη-
τας, ποὺ τοὺς ὠθεῖ ἀπὸ τὴν παθητικὴ στὴν ἐνεργητικὴ στάση, πιθανὸν ὡς
μιὰ μετάβαση ἀπὸ τὴν εὐσέβεια στὴν ἠθικὴ καὶ κοινωνικὴ δικαίωση, μὲ
τὰ δικά τους πάντα μέτρα, ἀφοῦ ἡ ἔκκληση τῆς Νένας παραμένει ἄκαρ-
πη. Ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴ θρηνητικὴ διάθεση, τὰ νεότερα γυναικεία μέλη
τῆς κοινωνίας τῆς Μέμφιδας ἐκφράζουν ἕνα καθολικὸ πνεῦμα ἀντίστα-
σης καὶ ἀνατροπῆς τῆς βασιλικῆς αὐθαιρεσίας,107 στοιχεῖο ποὺ κυρίως
διαφοροποιεῖ τὴν Ἐρωφίλη ἀπὸ τὴν Orbecche, ἡ ὁποία, ἀκολουθώντας
102. Ε΄ 596.
103. Bancroft- Marcus, «Women in the Cretan Renaissance (1570-1669)», ὅ.π., σσ. 19, 27-
28 καὶ Ἀλεξίου, «Εἰσαγωγή», ὅ.π., σσ. 33, 38-39.
104. Βλ. Παπαταξιάρχης, «Εἰσαγωγή», ὅ.π., σ. 59, Saunier, Ἑλληνικὰ δημοτικὰ τραγού
δια. Τὰ μοιρολόγια, ὅ.π., σσ. 15-16 καὶ Alexiou, ὅ.π., σσ. 41, 177, 209-212.
105. Ὁ Σύμβουλος ὁμιλεῖ ἀμέσως μετὰ τὸν Χορὸ καὶ ἀκολουθεῖ, μὲ μεσολάβηση ἢ ὄχι
τοῦ βασιλιᾶ, ἡ Ἐρωφίλη.
106. Τέτοιου εἴδους φόνος ἐκτελεῖται μὲ τὴ συμμετοχὴ ἢ γιὰ λογαριασμὸ τῆς
κοινότητας, ἄρα νομιμοποιεῖται (βλ. Σ. Θ. Δημητρίου, «Τὸ ἔγκλημα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπολογικὴ
προσέγγιση», Διαβάζω, ἀρ. 239, 16.5.90, σ. 32).
107. Τὸ μοιρολόι χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα «ἄφωνο μοντέλο» κοινωνικῆς διαμαρτυρίας,
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 257
ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖ οὐσιαστικὰ τὴν κυρίαρχη ἀνδροκρατικὴ ἰδεολογία καὶ πρακτικὴ
(Παπαταξιάρχης, ὅ.π., σσ. 59-60 καὶ Caraveli, ὅ.π., σ. 191).
108. Βλ. Λεκατσᾶς, ὅ.π., σσ. 37-38.
109. Πρόλ. 33, 37, Γ΄ 286, Ε΄ 257, 667. Ἡ Ἀσκιὰ τοῦ πεθαμένου βασιλιᾶ, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ
Φιλόγονου, χρησιμοποιεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴ λέξη. Πιστεύει ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος τρελὸς
μονάρχης θέλοντας νὰ μοιράζεται τὴν ἐξουσία μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Φιλόγονο. Γιὰ τὴν
ἔννοια τῆς τρέλας στὰ δημοτικὰ τραγούδια, βλ. Saunier, ὅ.π., σ. 315.
110. Βλ. Κυριαζοπούλου, ὅ.π., σσ. 56, 59, 69-79.
111. Girard, Τὸ ἐξιλαστήριο θύμα..., ὅ.π., σσ. 427-429, 431-432 καὶ Roux, Τὸ αἷμα. .., ὅ.π.,
σσ. 141, 161-163.
258 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
κοινὴ πορεία μέσω τοῦ γάμου. Σὲ ἕνα λαϊκὸ ἐπίπεδο ποὺ ἀνάγεται στὸν
μύθο, δηλώνει ὅτι λειτουργεῖ καὶ ὡς μάγισσα, στὴν ἐπιθυμία της νὰ ὁδηγήσει
τὴν Πανώρια στὴν ἐρωτικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Γύπαρη, θυμίζοντας τὶς μητρο-
γραμμικὲς κυρίως κοινωνίες καὶ τὴ σταθερὴ σύνδεση τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ
ἀπώτατο ἱστορικὸ παρελθὸν μὲ τὴ γονιμικὴ μαγεία καὶ θρησκεία.113 Δὲν
εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἐκφράζει στὴν Πανώρια παρόμοια εὐχὴ μὲ τὴν
ἀπραγματοποίητη εὐχὴ τῆς Νένας πρὸς τὴν Ἐρωφίλη, λέγοντάς της τὰ ἑξῆς:
παιδιὰ νὰ κάμης ὄμορφα, νὰ δῆς κλερονομιά σου,
«μάννα» ν’ ἀκούγης τ’ ὄνομα, ν’ ἀναγαλλιᾶ ἡ καρδιά σου.114
Καὶ στὴν Πανώρια κυρίαρχη εἶναι ἡ ἔννοια καὶ ἡ δράση τῶν θεῶν,
ἐνῶ ἡ τύχη καὶ ἡ μοίρα (ριζικὸ) εἶναι παραπλήσιες, συμπληρωματικὲς
ἔννοιες,115 οἱ ὁποῖες μὲ σαφήνεια ὑπόκεινται στὴ θεϊκὴ δράση ἢ ἡ δράση
τους εἶναι παράλληλη καὶ καθοριστικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως συμβαίνει
στὰ ὑστεροβυζαντινὰ μυθιστορήματα.116 Γιὰ παράδειγμα, ὁ Γύπαρης,
λόγω τῆς ἐρωτικῆς ἀπογοήτευσης καὶ ἀπόρριψής του ἀπὸ τὴν Πανώρια,
κατηγορεῖ τὸν θεὸ Ἔρωτα λέγοντας τὰ ἑξῆς:
Ἔρωτ’, ἀποῦ μ’ ἐδόξεψες καὶ σκλάβο σοῦ ἔκαμές με
καὶ τόσες κακοριζικιὲς καὶ πόνους ἄξωσές με,
[...]117
ἐνῶ προηγουμένως ἔχει ἀποδώσει τὰ βάσανα τοῦ ἔρωτά του στὴ μοίρα
(Α΄ 93-94). Ἰδιαίτερα χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση ριζικὸ τσῆ φύσης,118 ποὺ
ἔχει σχέση μὲ τὴν ξεχωριστὴ λειτουργία τοῦ ἔργου. Ἤδη ἀπὸ τὸν πρόλο-
γο τῆς θεᾶς τῆς Χαρᾶς ὑπάρχει ταύτιση θεοῦ, φύσης καὶ φυσικῆς ζωῆς,
ἐνῶ ἔμφαση δίνεται στὴν κατὰ φύσιν ζωή, δηλαδὴ στὶς ὁμαλὲς ἀνθρώπι-
νες καταστάσεις καὶ λειτουργίες (Γ΄ 127-128). Ὑπάρχει ἀπόλυτη ἔνταξη
τοῦ ἀνθρώπου στὴ φύση, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν θεῶν. Ἡ στάση αὐτὴ
συνδέεται μὲ τὴ φυσιολατρία τῶν Κρητικῶν, τὴν ἰδιαίτερη ὀμορφιὰ τοῦ
κρητικοῦ περιβάλλοντος, ἰδιαίτερα τῶν ὀρεινῶν ὄγκων, ὅπως ὁ Ψηλο-
ρείτης ( Ἴδη), ποὺ ἀποπνέει μυστήριο καὶ δέος,119 μὲ τὸν ἀνιμισμὸ τῆς
φύσης καὶ τὴν ἐξύμνησή της ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση καὶ μετά, δηλαδὴ μὲ
διάχυτες φιλοσοφικὲς καὶ λαϊκὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἡ ἀναφορὰ ἀπὸ τὸν Γύπαρη στὴν κυριαρχία τῶν ἄστρων στὴ ζωὴ τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι σύμφωνη μὲ μιὰ πανάρχαια ἀντίληψη, ἀλλὰ συμβαδίζει
καὶ μὲ μιὰ βασικὴ ἀντίληψη τῆς μεταμεσαιωνικῆς ἐποχῆς.120 Ὁ ὁρισμὸς τῆς
τύχης ἀπὸ τὰ ἄστρα εἰσάγει ἕνα νέο παράγοντα, πέρα ἀπὸ τὴ μοίρα καὶ
τὸν θεό, στὸν καθορισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τὴ σχέση τους δὲν πρέπει
νὰ τὴν ἐκτιμήσουμε ὑποχρεωτικὰ ὡς ἀνταγωνιστική, καθὼς κυριαρχεῖ μιὰ
ἀσάφεια καὶ ρευστότητα στὶς σχετικὲς ἀντιλήψεις. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ στάση
του πρὸς τὴ μοίρα, ἐπιχειρεῖ ὁ ἥρωας νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τ’ ἀντίδικά121 του
ἄστρα μακαρίζοντας καὶ εὐχαριστώντας τα καὶ ἐπιβεβαιώνοντας μ’ αὐτὸ
τὸν τρόπο τὴ ματαιότητα τῆς ἀντίστασης στὶς ὑπερκοσμικὲς δυνάμεις.122
Στὸ πλαίσιο τῆς ἐρωτικῆς προβληματικῆς τοῦ ἔργου καὶ ὄχι τῆς χριστια-
νικῆς κινοῦνται καὶ οἱ ἔννοιες τοῦ Ἅδη, τῆς Κόλασης καὶ τοῦ Παράδεισου,
κατ’ ἀντιστοιχία μὲ τὴν Ἐρωφίλη.
Οἱ θρῆνοι τῶν δύο νέων στὴν Πανώρια ὑπακούουν σὲ μιὰ διαφορε-
τικὴ λογικὴ ἀπὸ τοὺς θρήνους τῆς Ἐρωφίλης, ἀλλὰ ἐντάσσονται πάντως
στὴ γενικότερη προβληματικὴ τοῦ μοιρολογιοῦ, καθὼς θρηνοῦν γιὰ τὴν
κακή τους μοίρα, ὅπως πολλοὶ ἥρωες ἀρχαίων τραγωδιῶν, ἀρχαίων καὶ
119. Βλ. Δημήτρης Τ. Ἄναλις «Αὐτόχθονες ἢ μάγοι;», στὸν τόμο Ἡ Κρήτη. Ἕνας λαὸς
ἀντιστεκόμενος, ἕνα σύμπαν μυθικό, Διονύσιος Γιαλλελῆς καὶ Σία, Ἀθήνα 1993, σσ. 23-24
καὶ Bancroft-Marcus, «Ποιμενικὸ δράμα καὶ εἰδύλλιο», στὸν τόμο Λογοτεχνία καὶ κοινωνία
στὴν Κρήτη τῆς Ἀναγέννησης, ἐπιμ. David Holton, ὅ.π., σσ. 95-96.
120. Βλ. Παναγιώτης Χρ. Νοῦτσος, Οὐτοπία καὶ ἱστορία. Ἡ ἱστορικὴ διάσταση τῶν
οὐτοπικῶν σχεδιασμάτων τοῦ Τ. Campanella καὶ τοῦ Fr. Bacon, διδακτορικὴ διατριβή,
Κέδρος, 1979, σσ. 74-75, 78.
121. Β΄ 489.
122. Ἀντίθετα, ὁ Ρωμαῖος στὸν Ρωμαῖο καὶ Ἰουλιέτα τοῦ Σαίξπηρ ἀκολουθεῖ διαφορετικὴ
ἐπιλογή, θεωρώντας τὴν ἐπικείμενη αὐτοκτονία του ὡς ἀντίσταση στὰ ἄστρα.
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 261
126. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ἀρχικὰ ὀφείλεται στὸν πρῶτο ἐκδότη τῆς κωμωδίας Λίνο
Πολίτη, ἀλλὰ ἐνισχύθηκε καὶ ἀπὸ μεταγενέστερους μελετητὲς τοῦ ἔργου (Λίνος Πολίτης,
«Σημειώσεις», Γεωργίου Χορτάτση Κατζοῦρμπος Κριτικὴ ἔκδοση, ὅ.π., σ. 95, Χριστίνα Β.
Δεδούση, «Ὁ Κατζοῦρμπος καὶ ἡ λατινικὴ κωμωδία. Συμβολὴ στὴν ἑρμηνεία τῆς κρητικῆς
κωμωδίας», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, Τόμ. Ι΄, ἀνάτυπον, Ἀριστοτέλει-
ον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 273 καὶ Κακλαμάνης, «Σημείωμα
γιὰ τὴν ἔκδοση», Γεωργίου Χορτάτση Κατσοῦρμπος, Ἡ νέα Σκηνή, ὅ.π., σ. 144).
127. Βλ. Δεδούση, ὅ.π., σ. 273.
128. Πρόλ. 34.
129. Δεδούση, ὅ.π., σ. 263.
130. Ἀναφέρεται ὡς ρουφιάνα στὸν κατάλογο τῶν προσώπων καὶ σὲ διάφορα σημεῖα
τοῦ ἔργου ὡς πουτάνα, πολιτικὴ καὶ πολτική, ὅπως τὴν χαρακτηρίζουν οἱ ἐξαγριωμένοι μ’
αὐτὴν ἄντρες. Φαίνεται ὅτι ἡ λέξη ρουφιάνα ἔχει μία εὐρεία σημασιοδότηση. Εἶναι ἡ γυναίκα
ἐλαφρῶν ἠθῶν, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση προαγωγὸς οὐσιαστικὰ τῆς Κασσάντρας ἀλλὰ
καὶ ἑταίρα (βλ. Alfred Vincent, «Κωμωδία», στὸν τόμο Λογοτεχνία καὶ κοινωνία στὴν Κρήτη
τῆς Ἀναγέννησης, ἐπιμ. David Holton, ὅ.π., σσ. 152-153).
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 263
Ἡ ἔλλειψη τοῦ χρήματος καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι ἐμπόδιο στὸ νέο
«ζευγάρι» τῶν ἐρωτευμένων, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀπελπίζει, ἀφοῦ ἡ Κασσάντρα
βρίσκει στὴ Β΄ πράξη τὴ λύση. Τὸ μοτίβο αὐτὸ οὐσιαστικὰ θυμίζει
παρόμοιο μοτίβο τῆς Ἐρωφίλης. Ὁ Φιλόγονος στὸ ἔργο αὐτὸ μάλιστα
ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπὲρ τοῦ πλούτου καὶ τῆς βασιλικῆς καταγωγῆς, ποὺ
συνδέονται μὲ τὶς ἀρετές, ἀντιμετωπίζοντας ὅμως τὴν ἀφοπλιστικὴ ἐπι-
χειρηματολογία τῆς Ἐρωφίλης.132 Οὐσιαστικὰ ἀναπαράγεται στὸν Κα
τζοῦρμπο ἡ ἀναγεννησιακὴ ἀντίληψη τοῦ ἀκατανίκητου νεανικοῦ ἔρω-
τα, πού, ἂν ἐμποδιστεῖ ἀπὸ σκληρόκαρδους γονεῖς ἢ ἄλλους παράγοντες,
θὰ ὁδηγήσει στὴν καταστροφή.133 Τὸ σακούλι παραπέμπει στὴν τάση
συσσώρευσης καὶ ἀποθησαύρισης χρήματος, σὲ ἰδιαίτερη ἔξαρση ἀπὸ
τὴν ἀναγεννησιακὴ ἐποχή.134 Ἡ «μούχλα» τοῦ χρήματος παραπέμπει στὴ
«μούχλα» τῆς ἠθικῆς καὶ κοινωνικῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ
καὶ στὴν ἀδυναμία του νὰ ἀξιοποιήσει σωστὰ τὰ χρήματα. Ἄρα, δὲν ἀπα-
131. Β΄ 142-144. Ἡ παράθεση στίχων γίνεται ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1993, ποὺ εἶχε ὡς βάση
τὴν πρώτη κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν Λ. Πολίτη.
132. Π.χ. Δ΄ 307, 321-322, 325-326.
133. Βλ. Σῆγκελ, Ὁ Σαίξπηρ στὴν ἐποχή του καὶ στὴ δική μας, Θεωρία, Ἀθήνα 1983, σ.
82. Μὲ τοὺς παραπάνω στίχους ὁ Νικολὸς δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἀρμένης εἶναι τσιγ-
γούνης. Αὐτὸ κάθε ἄλλο παρὰ ἰσχύει. Ὁ Ἀρμένης διαβεβαιώνει ὅτι στὸ σακούλι του δὲν
ἔχουν μείνει καθόλου χρήματα, ἀφοῦ τὰ ξοδεύει γιὰ χάρη τῆς Κασσάντρας. Εἶναι δηλαδὴ
ἕνας ἄσωτος τῆς ἐποχῆς. Δὲν ἐξηγεῖται λογικὰ γιατὶ πρέπει νὰ κλέψει τὰ φορέματα τῆς γυ-
ναίκας του, ἀφοῦ ἔχει χρήματα.
134. Βλ. Max Weber, Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, Κοινω-
νιολογικὴ Βιβλιοθήκη, Gutenberg, Ἀθήνα 1978, σ. 150 καὶ Βέρνερ Ζόμπαρτ (Werner Som-
bart), Ὁ Ἀστός. Πνευματικὲς προϋποθέσεις καὶ ἱστορικὴ πορεία τοῦ δυτικοῦ καπιταλισμοῦ,
Ὁ Νεώτερος Εὐρωπαϊκὸς Πολιτισμός-5, Νεφέλη, Ἀθήνα 1998, σσ. 37-38.
264 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
135. Βλ. Weber, ὅ.π., σσ. 136-137, 149-153. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὰ χρήματα τοῦ Ἀρμένη
ὀφείλονται στὴν κληρονομιὰ τοῦ προστάτη του καὶ ὄχι σὲ ἐπαγγελματικὴ δραστηριότητά
του. Ἡ γυναίκα του ὑπῆρξε προσκολλημένη στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, δηλαδὴ στὰ πολυτελῆ
ἐνδύματά της, ἀντίστοιχης τάξης ἀπόλαυση μὲ αὐτὴ ποὺ ἄκαιρα ἐπεδίωκε ὁ Ἀρμένης.
Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἀρμένης ὀνειρεύεται τὰ κάλλη τῆς
Κασσάντρας, ἡ γυναίκα του δηλώνει ὅτι κυρίως δὲν θέλει νὰ χάσει τὶς βέστες της (γυναι-
κεία μεταξωτὰ ἐνδύματα) (Ε΄ 15-16). Ἡ στάση τοῦ ζεύγους φανερώνει τὴν τρυφηλότητα
ἑνὸς μέρους τῶν ἀστικῶν στρωμάτων τῆς κρητικῆς κοινωνίας τοῦ τέλους τοῦ 16ου αἰώνα.
136. Ὁ τονισμὸς αὐτὸς τῆς προίκας, ποὺ θυμίζει μιᾶς μορφῆς ἐμπορικὴ δοσοληψία,
χωρὶς ἀναφορὰ σὲ προγαμιαία δωρεὰ τῆς οἰκογένειας τοῦ γαμπροῦ, ἀποτελεῖ στοιχεῖο ποὺ
φανερώνει τὴν ὑποβάθμιση τῆς θέσης τῆς γυναίκας, ἤδη σὲ μιὰ πρώιμη ἀστικὴ κοινωνία
(βλ. Νόρα Σκουτέρη - Διδασκάλου, Ἀνθρωπολογικὰ γιὰ τὸ γυναικεῖο ζήτημα, β΄ ἔκδοση μὲ
προσθῆκες, Ὁ Πολίτης, Ἀθήνα 1991, σσ. 162-166).
137. Τὸ πρόβλημα μὲ τὸ ἔργο εἶναι ὅτι δὲν ἐφαρμόζεται ἱκανοποιητικὰ ἡ θεωρία τοῦ
πρέποντος στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρμένη. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν ἔκφυλο γέρο σύζυγο στὸ στορ-
γικὸ πατέρα εἶναι ἀπότομη, ἀφοῦ δὲν συνδέονται ἐπαρκῶς στὸ ἴδιο πρόσωπο οἱ δύο βασι-
κοὶ στόχοι τῆς ἀναγεννησιακῆς κωμωδίας καὶ οἱ δύο βασικὲς σημασίες τοῦ ὅρου «πρέπον»,
ποὺ δὲν διακρίνονται πάντως μὲ σαφήνεια: ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ ἀληθοφάνεια καὶ ἀπὸ τὴν
ἄλλη ἡ ἠθικὰ καὶ κοινωνικὰ ὀρθόδοξη συμπεριφορά (βλ. Δεδούση, ὅ.π., σ. 251, Richard
Andrews, Scripts and scenarios. The performance of comedy in Renaissance Italy, Cam-
bridge University Press, 1993, σσ. 216-220, Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Οἱ ἰταλικὲς ποιητικὲς
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 265
θεωρίες στὸν Κατσοῦρμπο», Γεωργίου Χορτάτση Κατσοῦρμπος, Ἡ νέα Σκηνή, ὅ.π., σσ.
124-125 καὶ Ἀπόστολος Μπενάτσης, «Ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο στὴ μυθοπλασία: μιὰ ἔκπτωση;»,
Θεατρογραφίες, τεῦχ. 13, Ἀπρίλιος 2005, Προπομπός, σσ. 13-14).
138. Α΄ 100.
139. Ὁμοιότητες ἀνάμεσα στὰ δύο ἔργα, γιὰ παράδειγμα στοὺς ἐκφραστικοὺς τρόπους,
ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν κριτικὸ ἐκδότη τοῦ ἔργου Λίνο Πολίτη (Πολίτης, «Εἰσαγωγή»,
ὅ.π., σσ. κδ΄- κθ΄).
140. Σὲ σχέση μὲ τὶς παραλογές, βλ. Θανάσης Χατζόπουλος, «Ὁ παρηγορητικὸς λόγος
(ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι), Νέα Ἑστία, τόμ 154, τεῦχ. 1762, Ἀφιέρωμα στὸ δημοτικὸ τρα-
γούδι, Δεκέμβριος 2003, σσ. 804-805.
141. Β΄ 179-180. Κεντρικὸ σημεῖο τοῦ σώματος στὴν ἐρωτικὴ προβληματικὴ εἶναι τὰ
266 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
Στὴ στάση αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἐκδηλώνεται ἡ εἰρωνεία τοῦ λόγου τοῦ
ποιητῆ γιὰ τὴν ἐρωτολογία καὶ τὸν στομφώδη ἰδεαλισμὸ τοῦ πετραρχι-
σμοῦ, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴν Ἐρωφίλη.142 Ἡ διαφορὰ πάντως μὲ τὸ
δημοτικὸ τραγούδι καὶ τὰ παραμύθια εἶναι ὅτι σ’ αὐτὰ τὸ ἀνθρωπίνως
ἀνέφικτο συχνὰ δὲν μένει στὸ ἐπίπεδο τοῦ λόγου, ἀλλὰ γίνεται πράξη. Ὁ
Νικολός, ἐπιπλέον, καταριέται τὸν Ἀρμένη λέγοντας τὰ ἑξῆς:
μάτια καὶ συνεπῶς ἡ θωριά, ποὺ εἶναι τὸ ἀρχικὸ μέσο γιὰ τὴν ἐρωτικὴ εὐδαιμονία, ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὴν αἰσθητοποίηση τῆς ἐρωτικῆς ἀπογοήτευσης.
Πρβλ. α. μὲ τοὺς ἑξῆς στίχους τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ
Τὰ ἑκατόλογα:
– Δύνουμ’ ἐγώ, ὁ νιούλικος ἀγάπη ν’ ἀγαπήσω,
ν’ ἄψω φωτιὰ χωρὶς φωτιὰ καὶ τ’ ἄστρη νὰ μετρήσω,
καὶ ποταμὸ ν’ ἀγκαλιαστῶ καὶ νὰ τὸν σταματήξω.
(Βασικὴ Βιβλιοθήκη, Τὰ τραγούδια τῶν Ἑλλήνων, Α΄, Ἀκριτικά, Τῆς ἀγάπης, Παρα-
λογές, Ἐπιμ. Ἅγις Θέρος, «Ἀετός», 1951, σ. 244)
καὶ β. μὲ τοὺς ἑξῆς στίχους ἄλλου δημοτικοῦ τραγουδιοῦ:
Σὰ βράζει καὶ τὸ σίδερον ἀντάμα μὲ τὴ λάβρα
Ἔτσι ἔκαμε ἡ ἀγάπη σου τὰ σωθικὰ μοῦ μαῦρα.
(βλ. Ρόζας Σαραφοπούλου, «Τὰ ἐρωτικὰ λιανοτράγουδα», Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τεῦχ. 50,
Τὸ δημοτικό μας τραγούδι, Ἀφιέρωμα Β΄, Δημήτριος Ν. Παπαδήμας, Ἀθῆναι 1950, σ. 359.)
142. Βλ. Ποῦχνερ, «Ἡ εἰρωνεία στὸν Χορτάτση», Μελετήματα Θεάτρου. Τὸ κρητικὸ θέ
ατρο, Μπούρας, Ἀθήνα 1991, σσ. 351-352.
143. Β΄ 145-146.
144. Γιὰ παράδειγμα, χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση στὸ Θεό (σου) (Α΄ 83), ποὺ εἶναι
σὲ εὐρεία χρήση στὸ ἑπτανησιακὸ θέατρο καὶ συγκεκριμένα στὴν Κωμωδία τῶν ψευτο
γιατρῶν τοῦ Σαβόγια Ρούσμελη, καθὼς καὶ ἡ φράση ἀπὸ τὸν Μούστρουχο, σὲ σχέση μὲ
τὴν κλοπὴ βεστῶν τῆς Ἀρμένισσας ἀπ’ αὐτὸν γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἀφέντη τοῦ Ἀρμένη,
μηδὲ τ’ ὁρίσει ὁ Θεός (Α΄ 333). Ἡ χριστιανικὴ προβληματικὴ εἶναι ξεκάθαρη στὴν προ-
γενέστερη κρητικὴ ποίηση, γιὰ παράδειγμα στὴ σατιρικὴ ποίηση τοῦ Στέφανου Σαχλίκη.
Στὸ ἐκτενὲς ποίημά του Γραφαὶ καὶ στίχοι καὶ ἑρμηνεῖαι ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς στίχοι, ποὺ
θυμίζουν τοὺς παραπάνω στίχους τοῦ Κατζούρμπου:
Εἰδωλολάτρης γίνεται, τὰ ζάρια νὰ ἑορτάζη,
καὶ ν’ ἀτιμάζη τὸν Θεόν, τὸν δαίμονα νὰ κράζη· (Βασικὴ Βιβλιοθήκη «Ἀετοῦ», ἀριθ.
7, Κρητικὴ λογοτεχνία, ἐπιμ. Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου, Ἰωάννης Ν. Ζαχαρόπουλος,
Ἀθῆναι 1955, στ. 230-231, σ. 56.)
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 267
145. Ἡ κακὴ ὄρεξη καὶ ἡ κακὴ φύση (Δ΄ 414), ποὺ τοῦ καταλογίζει ἡ Ἀρμένισσα, μπο-
ροῦν νὰ ἑρμηνευτοῦν στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς προβληματικῆς, δηλαδὴ στὸ πλαίσιο
τῆς διάστασης ἀνάμεσα στὴ θεϊκὴ φύση, ποὺ ἀντανακλᾶται στὸν ἄνθρωπο, καὶ στὴ διαβο-
λικὴ φύση, ποὺ ἐπίσης μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει.
146. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς κατέληξαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα στὴ λαϊκὴ λο-
γοτεχνία καὶ τὸ θέατρο, μὲ διαφοροποίηση ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς συμφωνίας, στὴ
μορφὴ τοῦ Φάουστ (Βλ. Erich Trunz, «Ἀπὸ τὸν Φάουστ τοῦ θρύλου στὸν Φάουστ τοῦ
Γκαῖτε», στὸν τόμο Γκαῖτε Φάουστ. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς τραγωδίας, Μετάφραση Σπῦρος
Ἀ. Εὐαγγελάτος, Ἀθήνα 1999, σ. 45).
268 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
147. Ἡ σχέση τῶν ἡρώων αὐτῶν μὲ τὴν κωμικὴ παράδοση ἔχει διεξοδικὰ μελετηθεῖ ἀπὸ
τοὺς Λ. Πολίτη καὶ Χρ. Δεδούση.
148. Ἀναφέρεται στὴν ἀχορταγιὰ τσὴ μάνας τση. (Α΄ 103)
149. Ἐπιπλέον, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Ἐ. Κριαρᾶ, ὁ σύνδεσμος τῆς Κρήτης, κατὰ
τὴν περίοδο τῆς ἀκμῆς τοῦ πολιτισμοῦ της, μὲ τὴν ἀρχαία σοφία καὶ γραμματεία, σὲ ἀντίθε-
ση μὲ τὴ βυζαντινὴ πνευματικὴ παράδοση, δὲν ἦταν στενός (Κριαρᾶς, «Ὁ λαϊκότροπος χα-
ρακτήρας τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας, οἱ λογοτεχνίες τῆς Ἀναγέννησης καὶ ἡ βυζαντινὴ δη-
μοτικὴ παράδοση», Κρητικὰ Χρονικά, ὅ.π., σσ. 301, 304 καὶ Δεδούση, ὅ.π., σσ. 259-262).
150. Βλ. Ἰωάννης Συκουτρῆς (Κείμενον, μετάφρασις καὶ ἑρμηνεία), «Εἰσαγωγή»,
Πλάτωνος Συμπόσιον, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 1, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Βιβλιοπωλεῖον τῆς
«Ἑστίας» Ἰ. Δ. Κολλάρου καὶ Σίας Α. Ε., Ἀθῆναι 1994, σσ. 218-219.
Ἡ ἀνίχνευση πολιτισμικῶν στοιχείων καὶ ἡ σημασία τους στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γ. Χορτάτση 269
τὸν 16ο αἰῶνα στὴν Κρήτη, ἀφοῦ, παρὰ τὰ συμβατικὰ στοιχεῖα ποὺ
ὀφείλονται στὴν κωμικὴ παράδοση, ὁ Κατζοῦρμπος, καὶ γενικότερα οἱ
κρητικὲς κωμωδίες, ἔχουν ἀρκετὰ ρεαλιστικὰ στοιχεῖα.151 Ἡ ἄποψη ποὺ
κυριαρχεῖ γιὰ τὴν Κρήτη τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα εἶναι ὅτι ὑπῆρξε πολι-
τιστικὴ ἀκμή, ἡ ὁποία μάλιστα δὲν περιορίστηκε σὲ ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ
πληθυσμοῦ, ἀλλὰ εἶχε μιὰ εὐρύτητα, ἀφοῦ σχετιζόταν μὲ τὴν πνευματικὴ
καλλιέργεια μεγάλου μέρους τῆς κοινωνίας.152 Καθοριστικὴ προϋπόθεση
τῆς ἀκμῆς αὐτῆς ἦταν βέβαια ἡ πνευματική, κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ
σύνδεση μὲ τὴν Ἰταλία. Ἡ παραπάνω διαπίστωση δὲν συμφωνεῖ ἰδιαίτερα
μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τὰ ἀναγεννησιακὰ ἔργα τοῦ λόγιου θεάτρου ἀπευθύνον
ταν μόνο σὲ ἕνα μορφωμένο κοινὸ καὶ ὅτι ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυ-
σμοῦ, γιὰ παράδειγμα στὴν Ἰταλία, δὲν εἶχε τὴν ἀπαραίτητη παιδεία
καὶ καλλιέργεια, πόσο μᾶλλον γιὰ νὰ παρακολουθήσει ἔργα τοῦ λόγιου
θεάτρου.153
Ἡ προσωπικότητα τοῦ δασκάλου καὶ οἱ σχέσεις ποὺ ἀναπτύσσει μὲ
ἄλλους ἥρωες δὲν συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς ἄποψης γιὰ τὴν εὐρύτητα τῆς
πνευματικῆς ἀκμῆς τῆς Κρήτης. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀμφισβητεῖται, ἀφοῦ
ἐνδεχομένως ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ μόρφωση, ποὺ ἐπιδεικνύεται
γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ, ἀλλὰ χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ «συγγένειά»
του μὲ τὸν μπράβο Κουστουλιέρη. Ὁ δάσκαλος φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ alter
ego του. Ἔχει τάσεις νὰ ἐπιβληθεῖ μὲ τὴ βία στοὺς ἄλλους, γιὰ παράδειγ-
μα στὸν Ἀρμένη, θυμίζοντας τὸ λεξιλόγιο καὶ τὴν πρακτικὴ τοῦ Κου-
στουλιέρη,154 εἶναι κωμικὸς ἀντεραστής τοῦ τελευταίου γιὰ τὰ μάτια τῆς
Πουλισένας, ἐνῶ στὴν 8η σκηνὴ τῆς Δ΄ πράξης τοῦ δηλώνει ὅτι αὐτοὶ οἱ
δύο, μὲ τὰ γράμματα ὁ ἕνας καὶ τὰ ἅρματα ὁ ἄλλος, στολίζουν τὴ χώρα,
γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν, αὐτὸς καὶ ὁ Κουστουλιέρης, τὴν εἰρωνεία τοῦ
151. Βλ. Δεδούση, ὅ.π., σσ. 251-252 καὶ Vincent, «Κωμωδία», στὸν τόμο Λογοτεχνία καὶ
κοινωνία στὴν Κρήτη τῆς Ἀναγέννησης, ὅ.π., σσ. 143-156.
152. Στυλιανὸς Ἀλεξίου, Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή της. Μελέτη φιλολογικὴ
καὶ ἱστορική, Στιγμή, Ἀθήνα 1985, σσ. 75-76, Κακλαμάνης, «Κοινωνία, Οἰκονομία καὶ Πολι-
τισμὸς στὴν Κρήτη (16ος-17ος αἰ.)», Γεωργίου Χορτάτση Κατσοῦρμπος, ὅ.π., σσ. 86-87 καὶ
Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Κρητικὸ θέατρο. Μελέτες, ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης-
Γιάννης Μαυρομάτης, Στιγμή, Ἀθήνα 1998, σσ. 43-44, 61.
153. Βλ. Παναγιωτάκης, ὅ.π., σσ. 29-30.
154. «Πολεμικό» του ὅπλο δηλώνει ὁ δάσκαλος ὅτι εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ ἔχει σανιδένιο
ἐξώφυλλο. Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ ὀπτική τους ὁμοιότητα. Καὶ οἱ δύο ἔχουν γένια, ἐνῶ
ἀντιμετωπίζουν τὴν ἴδια ἀπειλή, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὸν Ἀρμένη καὶ ὁ Κου-
στουλιέρης ἀπὸ τὴν Πουλισένα: ὅτι θὰ τοὺς βγάλουν τὰ γένια (Β΄ 273-274, Γ΄ 461-462).
270 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
159. Βλ. Σπῦρος Ἀσδραχᾶς, «Εὐρώπη καὶ νέος ἑλληνισμός: τὰ αὐτονόητα», στὸν τόμο
Εὐρώπη καὶ νέος ἑλληνισμός, Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο (9-10 Νοεμβρίου 2001), Ἑταιρεία
Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας (Ἱδρυτής: Σχολὴ Μωραΐτη),
Ἀπρίλιος 2003, σσ. 36, 42.
160. Τὰ δύο τελευταῖα στοιχεῖα ἀξιοποιοῦνται ἰδιαίτερα στὴν Πανώρια.
272 Ἀθανάσιου Γ. Μπλέσιου
ABSTRACT