Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 59

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Ανακεφαλαίωση

Ανδρέας Παπανικολάου

Ο σκοπός της συζήτησης που αρχίσαμε εδώ και κάποια χρόνια ήταν
(και φαντάζομαι παραμένει) να δώσουμε απάντηση στο εξής
φαινομενικά απλό ερώτημα: Έχουμε σήμερα αρκετές ενδείξεις να
πείσουμε αυτούς που ποτέ δεν πίστεψαν ότι ένα σωματικό όργανο, ο
εγκέφαλος, παράγει νου, πνεύμα, συνειδητές εμπειρίες, ότι έτσι
ακριβώς έχουν τα πράγματα, ότι ο εγκέφαλος είναι ο μηχανισμός
που παράγει νου και συνειδητές εμπειρίες;

Ποτέ βέβαια κανένας από μας εδώ δεν αμφισβήτησε ότι ο εγκέφαλος
έχει κάτι ουσιαστικό να κάνει με τον ψυχισμό, ότι παίζει ρόλο αιτίου,
ότι η απρόσκοπτη λειτουργία του είναι αναγκαία για να προκύψουν
εμπειρίες.

Οπότε, το αρχικό ερώτημα δεν ήταν εάν υπάρχουν ενδείξεις


ότι συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα είναι αναγκαία για την άλφα
ή τη βήτα νοητική λειτουργία ή την παραγωγή της άλφα ή βήτα
συνειδητής εμπειρίας, αλλά εάν οι ενδείξεις αρκούν για τη δόμηση
ενός πειστικού παραγωγικού προτύπου.

Τώρα, τί θα μπορούσε να είναι αυτό το πρότυπο - σε


αντιδιαστολή με τα συνήθη περιγραφικά;

Εν πρώτοις, θα πρέπει να είναι μια επαρκώς λεπτομερής


περιγραφή του ποιητικού αιτίου. Κάτι ανάλογο ενός αλγόριθμου, ο
οποίος παράγει ενός είδους αποτελέσματα – στην περίπτωσή μας του
αλγόριθμου που παράγει συνειδητές εμπειρίες.

Θα μπορούσε βέβαια να είναι το πρότυπο αυτό και


πληρέστερο, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή και λεπτομερή παράθεση
των υλικών αιτίων – στην οποία περίπτωση το πρότυπο θα ήταν ένα
ενσυνείδητο ρομπότ – σαν το Βασιλάκη απ’ τ’ Άνω Λιόσια που
λέγαμε πέρσι – πρόπερσι...ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Ο πρώτος, όμως, κύκλος της κουβέντας μας έκλεισε χωρίς να έχουμε


καταλήξει σε μια απάντηση στο ερώτημα. Απλώς αναφέρθηκαν από
πολλούς νέες ενδείξεις – δηλαδή ενδείξεις των τελευταίων δεκαετιών
– για το ότι αυτή ή εκείνη η εγκεφαλική δομή είναι αναγκαία για
αυτό ή τούτο το ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά κανείς δεν πρότεινε
και κανείς δεν μας πληροφόρησε για κάποιο παραγωγικό πρότυπο
που δομήθηκε βάσει αυτών των ενδείξεων.

Είπα λοιπόν τότε ότι ένα τέτοιο πρότυπο θα παραμένει εσαεί


ανέφικτο εφ’ όσον παραμένουμε είτε κλασικοί δυϊστές σαν τον
Καρτέσιο και τον πολύ κόσμο είτε υλιστές-αναγωγιστές, πάλι
κλασικού τύπου, όπως οι περισσότεροι νευροεπιστήμονες.

Είτε, δηλαδή πιστεύουμε ότι η συμβατική ύλη – έτσι όπως την


αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και έτσι όπως την ορίζει και
την αναγνωρίζει η κλασική φυσική και η χημεία – είναι η μόνη
πραγματικότητα και η συνείδηση – ως λειτουργία-- είναι ταυτόσημη
με τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς, ενώ οι εμπειρίες που
προκύπτουν από αυτήν είναι υποφαινόμενα...είτε, πιστεύουμε μαζί
με τον Καρτέσιο ότι οι πραγματικότητες είναι δύο, η συμβατική ύλη
απ’ τη μια πλευρά και το αντίθετό της res cogitans, απ’ την άλλη.

Είπα λοιπόν ότι και στις δύο περιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου άδικα
ψάχνουμε για πειστικό παραγωγικό πρότυπο.

Τώρα, τους λόγους που στο δυϊστικό πλαίσιο, τέτοιο πρότυπο είναι
ανέφικτο, τους έχουμε πει τόσες φορές που δεν νομίζω ότι
χρειάζεται να τους ξαναπούμε.

Αλλά, εν όψει των εισηγήσεων που έπονται καλό θα ήταν να


ανακεφαλαιώσω τους λόγους που εγώ πιστεύω ότι ευθύνονται για
το ανέφικτο του προτύπου στα πλαίσια του κλασικού υλισμού.

Αλλά πριν, μια μικρή παρένθεση: ίσως προσέξατε ότι παρέλειψα να


αναφέρω τον αρχιδυϊστή τον Πλάτωνα όταν ανέφερα τον Καρτέσιο.
Το έκανα εσκεμμένα γιατί, όπως θα εξηγήσω λίγο αργότερα νομίζω
ότι άδικα εντάσσουμε τον Πλάτωνα στην κατηγορία των δυϊστών.
Κλείνω την παρένθεση.

Λοιπόν: ποια τα προβλήματα του κλασικού υλιστικού αναγωγισμού;


Ένα μεγάλο πρόβλημα στο οποίο αναφέρθηκα είναι η εξέλιξη της
συνείδησης και η φαινομενική τουλάχιστον αναβάθμισή της από την
αμοιβάδα στην κότα, στον πίθηκο, στον άνθρωπο.

Εάν οι υποσυνείδητες υλικές διεργασίες του μηχανισμού που παράγει


συνειδητές εμπειρίες αρκούν και οι εμπειρίες είναι άχρηστα (αιτιακώς
αδρανή) υπο-προϊόντα της λειτουργίας των υλικών αυτών
μηχανισμών, για ποιον λόγο να εξελιχθούν αυτοί οι μηχανισμοί έτσι
ώστε να παράγουν όλο και πιο σύνθετες, πιο μεστές, αλλά άχρηστες
εμπειρίες;
Αυτό το πρόβλημα ίσως να μην είναι και τόσο φοβερό όσο φαίνεται
σε εμένα. Τουλάχιστον αυτό νομίζω θα προσπαθήσουν να μας
πείσουν ο Θανάσης Πρωτόπαπας και ο Αντώνης Μοσχοβάκης.

Ένα άλλο πρόβλημα του υλισμού που ανέφερα είναι αυτό της
εξελίξεως των εγκεφαλικών μηχανισμών ή κυκλωμάτων του
συνειδέναι. Το γεγονός ότι η λειτουργία των κυκλωμάτων αυτών
είναι μη συνειδητή (δεν έχουμε επίγνωση του πως τα καταφέρνουμε
και αποφασίζουμε, μιλάμε, περπατάμε – ούτε αισθανόμαστε τις
νευρικές εντολές στους μύς που παράγουν λόγο ούτε τις άλλες που
παράγουν λογικές σκέψεις), το γεγονός, έλεγα, αυτό, θύμισε σε
κάποιους της παρέας μας: να μια ένδειξη ότι σχεδόν τα πάντα
μπορούν να συμβούν χωρίς επίγνωση - άρα καλά το είπε ο Huxley
ότι η συνείδηση είναι μια απάτη – ένα επιφαινόμενο. Κι αυτό με τη
σειρά του έδωσε λαβή σε μια σειρά εισηγήσεων για τη φύση του
ασυνειδήτου και την ιστορία του. Δυο τέτοιες εισηγήσεις θα
ακούσουμε αύριο από τον Γιάννη Ποττάκη και τον Ηλία Κούβελα.

Η καταγωγή εν τω μεταξύ και η εξέλιξη των εγκεφαλικών


μηχανισμών οδήγησε στο ευρύτερο ζήτημα της επάρκειας του
Νεοδαρβινισμού να εξηγήσει τον αφάνταστα υψηλό βαθμό ευταξίας
και πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει όχι μόνον τους εγκεφαλικούς
μηχανισμούς του συνειδέναι, αλλά και τη λειτουργία και τη δομή του
κάθε απλού κυττάρου.

Κι έτσι απέκλινε για λίγο η συζήτηση από την αρχική της πορεία. Η
ευθύνη εδώ είναι δική μου διότι ομολόγησα τις αμφιβολίες μου και
εξέφρασα τη γνώμη ότι οι αρχές των τυχαίων μεταλλάξεων και της
φυσικής επιλογής μάλλον δεν αρκούν και ότι πρέπει να
συμπληρωθούν από άλλες, επίσης εμπειρικά διαψεύσιμες αρχές,
προκειμένου να εξηγηθούν τα αδιαφιλονίκητα φαινόμενα της
εξελίξεως.

Στην αρχή, ως συνήθως, υπήρξαν αντιδράσεις τύπου «κάτω τα χέρια


από το Νεοδαρβινισμό» από φόβο μην τυχόν ενδώσουμε στα
θέλγητρα της θεωρίας του «ευφυούς σχεδιασμού».

Αλλά, σιγά σιγά συνεννοηθήκαμε – έγινε εκτενής και αξιόλογος


διάλογος στο διαδίκτυο μεταξύ του Βαγγέλη Καφετζόπουλου και του
Στέλιου Κερασίδη, κάποιοι μάλιστα ένιωσαν την ανάγκη να
καλέσουμε και κάποιον ειδικότερο από εμάς στην παρέα μας
προκειμένου να μας πει πως έχουν τα πράγματα στη βιολογία όσον
αφορά την επάρκεια ή μη των δυο αυτών αρχών του
Νεοδαρβινισμού και, για καλή μας τύχη, ο Λευτέρης Ζούρος δέχτηκε
να έρθει να μας κάνει παρέα.
Θα ακούσουμε λοιπόν τις απόψεις του όπως και τις απόψεις του
Στέλιου Κερασίδη επ’ αυτού του θέματος το απόγευμα.

Εν τω μεταξύ, τα προβλήματα του κλασικού υλισμού που καθιστούν


το εν λόγω παραγωγικό πρότυπο (κατά τη γνώμη μου-πάντα)
ανέφικτο, γίνονται εμφανέστερα στα πλαίσια του νοητού πειράματος
της κατασκευής ενός τεχνητού προτύπου, ενός Βασιλάκη απ’ τ’ άνω
Λιόσια.

Εν πρώτοις, η παρουσία ενός πραγματικού ρομπότ – υποθετικά


εξοπλισμένου με τη δυνατότητα επικοινωνίας έτσι ώστε εξωτερικά να
είναι απαράλλακτο με τον κάθε βιολογικό Βασίλη, υποβάλλει σε
δοκιμασία την ισχύ των πεποιθήσεων ακόμα και των δηλωμένων
ρομποτοφίλων, οι οποίοι, συνεπείς στον κλασικό αναγωγιστικό
υλισμό τους, διακηρύττουν το εφικτό κατασκευής ενσυνειδήτων
μηχανημάτων.

Η παρουσία λοιπόν του Βασιλάκη απ’ τ’ άνω Λιόσια, ως άλλος


Ιγνάντιος Λογιόλα δοκιμάζει το βαθμό αγνότητας και το βάθος
τέτοιων πεποιθήσεων: έχει η πίστη μηδέν οξέα, είναι 24 καρατίων ή
μήπως και είναι ανάμεικτη με διαφόρων ειδών ασυνείδητες
επιφυλάξεις για την ανθρωπιά των εκ Σιλικόνης και RC κυκλωμάτων
Βασίληδων;.

Τους ρώτησα λοιπόν και τους ξαναρωτάω: θα του αναγνωρίζαμε


ανεπιφύλακτα του Βασιλάκη πολιτικά δικαιώματα, θα τον κάναμε
γαμπρό ή τη δίδυμή του αδερφή νύφη, θα θυσιάζαμε γι’ αυτόν όπως
θυσιάζουμε για τους βιολογικούς μας συνανθρώπους;

Ενδεχομένως θα ακούσουμε σε λίγο ναι απ’ το Θανάση - τον


αυτοαποκαλούμενο ρομποτόφιλο, Ναι! Αλλά αυτό δεν αποδεικνύει
τίποτα παραπάνω απ’ την αγνότητα της πεποιθήσεως των
ρομποτοφίλων. Σίγουρα δεν αποδεικνύει ότι η πίστη τους είναι
σωστή ή λάθος. Εγώ, βέβαια, πιστεύω ότι είναι λάθος για τους
λόγους που παρέθεσα πέρυσι και σας ξαναθυμίζω:

Να ένας λόγος: Η ανθρώπινη νοημοσύνη – δηλαδή οι διανοητικές


δυνατότητες του κάθε ανθρώπου είναι πεπερασμένες, αλλά κάπου
κάπου τα όριά τους διευρύνονται διότι ο άνθρωπος έχει το προσόν
να μπορεί να υιοθετεί νέα αξιώματα και ακόμα και νέες λογικές
μεθόδους.

Σήμερα δηλαδή, το εύρος του φάσματος των δυνατοτήτων του


ανθρώπου είναι Χ. Αύριο μπορεί να γίνει Χ συν κάτι.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι δομώντας σήμερα το Βασιλάκη απ’ τ’ άνω


Λιόσια κωδικεύουμε στο λογισμικό του κάθε υπαρκτό λογικό
σύστημα. Και είναι ο Βασίλης...μάλλον συμπεριφέρεται ο Βασίλης με
ευφυΐα απαράλλακτη αυτής των δυνατότερων μυαλών του κόσμου
που υπάρχουν σήμερα.

Το ερώτημα τίθεται: Αν κάποιος θέσει και στο Βασίλη και στον όμοιό
του βιολογικό μαθηματικό ή φιλόσοφο το πρόβλημα να αποδείξει το
αληθές μιας λογικής προτάσεως η οποία είναι φύσει αναπόδεικτη
βάσει των υπαρκτών λογικών συστημάτων, ποιος απ’ τους δύο θα
λύσει το πρόβλημα;

Σίγουρα όχι ο Βασίλης, διότι έχοντας μέσα του ήδη όλα τα υπαρκτά
συστήματα, με αυτά θα λειτουργήσει και δεν είναι δυνατό να τα
υπερβεί.

Ο σύστοιχός του φιλόσοφος όμως, ίσως μπορέσει, διότι ως


άνθρωπος ενδέχεται να εφεύρει ένα άλλο επιπρόσθετο, νέο σύστημα
αξιωμάτων και θεωρημάτων που σήμερα δεν υπάρχει, στο πλαίσιο
του οποίου η πρόταση θα μπορούσε να αποδειχθεί σωστή ή λάθος. (
Αυτή ήταν η αναφορά μου στο θεώρημα του Goedel)

Τώρα, θα μπορούσαμε να εξοπλίσουμε το Βασιλάκη με τη


δυνατότητα να εφευρίσκει νέα λογικά συστήματα; Ασφαλώς όχι, για
τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουμε ιδέα για το ποιος μηχανισμός τα
παράγει - είτε εγκεφαλικός είτε υπερουράνιος – κι ούτε καν ξέρουμε
σε τι μπορεί να συνίσταται ένα τέτοιο σύστημα, πριν κάποιου
ανθρώπου ο νους το επινοήσει. Καθότι το όντως νέο είναι αυτό του
οποίου τα ποιητικά αίτια μας είναι άγνωστα, και το ειδικό αίτιο, η
ουσία του, απρόβλεπτη εξ ορισμού, πριν αυτό προκύψει.

Ένα δεύτερο πρόβλημα: Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να


εμφυσήσουμε στο Βασιλάκη πεποίθηση στο αυταπόδεικτο των νέων
αξιωμάτων ή γενικότερα πεποίθηση για της όποιας λογικής ή ηθικής
ή αισθητικής προτάσεως το αληθές;

Να τον καταστήσουμε με άλλα λόγια ικανό να νιώθει αυτό το


συναίσθημα της βεβαιότητας που έχουμε όταν λέμε π.χ. δύο και δύο
κάνουν τέσσερα και που δεν μπορούμε να αποβάλλουμε κι ας μας
πάρει ο άλλος το κεφάλι;

Να τον καταστήσουμε ικανό να νιώσει την ίδια βεβαιότητα που


νιώθουμε για το άξιον της ζωής ή το ωραίο μιας εικόνας, ενός
καλλιτεχνήματος, ή για το αστείο ενός ανέκδοτου;

Δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε να εμφυσήσουμε τέτοιου είδους


εμπειρίες και την ικανότητα να τις γεννούν τα κυκλώματα του
ρομπότ παρουσία των κατάλληλων ερεθισμάτων κι όχι αλλιώς – την
ικανότητα δηλαδή αξιολογικών αισθητικών, ηθικών κρίσεων,
δεδομένου ότι μόνον με αλγόριθμους γίνεται να γεμίσουμε τα
κυκλώματά του και όχι με αξίες.

...............................................................................................
..........................................

Ο Αντώνης ενδεχομένως θα προσπαθήσει να μας πείσει ότι το


πρόβλημα αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο. Περιμένω λοιπόν να
ακούσω, όχι βέβαια τη λύση του, αλλά ένα πειστικό περίγραμμά της.

Αυτά λοιπόν είναι, εν ολίγοις, τα προβλήματα με το συμβατικό


υλιστικό μονισμό που δεν επιτρέπουν – κατά τη γνώμη μου – τη
δημιουργία του εν λόγω παραγωγικού προτύπου. Τα επαναλαμβάνω:

1. Ποιος ο λόγος να προκύψουν συνειδητές εμπειρίες εφ’ όσον οι


ασυνείδητες διεργασίες φαίνεται να αρκούν κι εφ’ όσον, στα πλαίσια
του μονιστικού υλισμού είναι αιτιακώς αδρανή επιφαινόμενα, που
δεν μπορούν να έχουν κανένα αποτέλεσμα;

2. Πώς είναι δυνατόν από την τυχαιότητα που διέπει την ύλη εν
γένει και της τυχαίες μεταλλάξεις (έστω και με την επικουρία της
φυσικής επιλογής) να ξεπηδήσει η αφάνταστα μεγάλη
πολυπλοκότητα και ευταξία που διέπει όχι μόνον τους εγκεφαλικούς
μηχανισμούς αλλά και το απλούστατο κύτταρο;

3. Εάν ο υλισμός ισχύει, ενσυνείδητα ρομπότ είναι εφικτά ……μόνο


που δεν είναι, διότι είναι αδύνατο να προγραμματίσουμε το εντελώς
νέο, το εξ ορισμού απρογραμμάτιστο, έτσι ώστε να ομοιάσει το
ρομπότ στον άνθρωπο.

4. Και μόνο που είναι (ή που φαίνεται) εντελώς αδύνατο να


προγραμματίσουμε στο μηχάνημα πεποιθήσεις και πάσης φύσεως
αξιολογικές κρίσεις, όπως και υποκειμενικές εμπειρίες – το hard
problem του Αντώνη.

Στη ρίζα τους - είπα – είναι ο διχασμός του κόσμου σε ύλη και σε
πράγματα άυλα (είτε τα άυλα είναι κι αυτά πραγματικά, όπως λένε οι
δυϊστές – δηλαδή, αιτιακώς επαρκή, είτε όχι - όπως λένε οι υλιστές.

Αλλά τίποτα δεν μας εμποδίζει να παρακάμψουμε αυτό το


διαχωρισμό, ο οποίος δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ήδη
ξέρουμε τι είναι ύλη και τι μη ύλη και είμαστε εις θέσιν να δίνουμε
ορισμούς και διατάγματα.

Ενώ το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κάποια πράγματα για να τα


βιώσουμε χρειαζόμαστε αυτιά και μάτια γι’ αυτό και τα ονομάσαμε
εδώ και κάτι χιλιετίες αισθητά και για κάποια άλλα δεν χρειαζόμαστε
τις αισθήσεις – μας φτάνει αυτό που συμβατικά λέμε νου – κι αυτά
τα λέμε νοητά.

Είπα, επίσης, ότι αρχίζοντας απ’ αυτήν τη θεωρητικά αμερόληπτη


ταξινόμηση των πραγμάτων ίσως παρακάμψουμε τα προβλήματα του
δυϊσμού και του υλιστικού μονισμού και κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά
στο στήσιμο ενός πιστευτού παραγωγικού προτύπου.

Η επόμενη κίνηση που πρότεινα ήταν να ρωτήσουμε: ποια η φύση


των αισθητών λόγω του ότι ο εγκέφαλος είναι πράγμα αισθητό de
facto και πράγμα υλικό μόνο εξ υποθέσεως. Ρωτώντας λοιπόν
αυτούς που ασχολούνται επαγγελματικά με τα αισθητά – δηλ. τους
φυσικούς – μαθαίνουμε ότι η φύση των αισθητών κάθε άλλο παρά
«υλική» είναι και ότι η εν λόγω υπόθεση ότι τα αισθητά είναι και
υλικά, είναι απλώς λάθος.

Συγκεκριμένα, μαθαίνουμε ότι πέτρες, δένδρα, πόρτες κι εγκέφαλοι


δεν έχουν καμιά απ’ τις ορίζουσες ιδιότητες αυτού που λέμε ύλη, οι
οποίες ιδιότητες είναι εντελώς ασύμβατες με αυτό που λέμε
συνειδητή εμπειρία. Ούτε συγκεκριμένη έκταση στο χώρο έχουνε
ούτε αυθυπαρξία ούτε αδιαπερατότητα ούτε ετεροκινησία --αυτά
καθ’ αυτά. Μαθαίνουμε ότι όλες αυτές οι ιδιότητες ουδεμιάς
εξαιρουμένης είναι προϊόντα συμπράξεως του παρατηρητή και των
αισθητηρίων του, αφενός και ενός αστάθμητου κάτι, αφετέρου.

Τι είναι αυτό το κάτι; Πρώτον, δεν είναι αποκύημα του νου του
παρατηρητή όπως έλεγε ο Berkeley. Το κάτι υπάρχει και χωρίς
παρατηρητές αλλά η φύση του εξαρτάται, καθορίζεται από
αλληλεπιδράσεις με άλλα κάτι.

Αυτό μεν καθ’ αυτό μηδέν είναι.

Εν δε τη προς άλληλα ομιλία πάντα γίγνεσθαι και παντοία

είπαν όλοι οι αρχαίοι ημών όλου του φάσματος - από Ηράκλειτο


μέχρι Πλάτωνα, όσον αφορά τα αισθητά. Και μόνον όταν το κάτι
αλληλεπιδρά με τα αισθητήρια αλλά και τη μνήμη και το νου του
ανθρώπου, γεννιούνται οι πέτρες, οι καρέκλες, οι θάλασσες και οι
εγκέφαλοι.

«Τότε είπε και εγενήθηκε η θάλασσα...» - που έλεγε και ο Ελύτης:

«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρεκόσμους μικρούς


Κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες».

Πέρσι μάλιστα, αποπειράθηκα να καθορίσω κάποιες ιδιότητες που


λογικά πρέπει να έχει το «κάτι» κι ας μην τις προσλαμβάνουμε με τα
αισθητήριά μας. Ιδιότητες ανάλογες των εμπειριών. Όπου πάραυτα ο
φίλος μου ο Φίλιππος με προσφώνησε (μεγάλη βέβαια η τιμή)
Καντιανό. Κρίμα όμως που δεν μπορώ να φέρω αυτόν τον τίτλο
ευγενείας και να παριστάνω το μαθητή Του Φιλοσόφου γιατί
αντιπροχθές συνάντησα μνεία των προτάσεων που έκανα, στο βιβλίο
του Russel «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών» και μετά
στο «Φιλοσοφία των Φυσικών Επιστημών» του Eddington – βιβλία
προπολεμικά και τα δύο όπου έμαθα ότι την περσινή μου προσέγγιση
την εφαρμόζει πολύς κόσμος στη φυσική κι έχει να κάνει με κάτι που
λέγεται group theory στα μαθηματικά. Τέλος πάντων, η βασική θέση
είναι υπόθεση πανάρχαια – είναι γραμμένη χαρτί και καλαμάρι

Αυτό μεν καθ’ αυτό μηδέν είναι.

Εν δε τη προς άλληλα ομιλία πάντα γίγνεσθαι και παντοία

Αυτό που αξίζει να αναφέρω εδώ – μιας και το έφερε η κουβέντα για
τον Πλάτωνα – είναι ο λόγος που ίσως άδικα προσάπτουμε στον
Πλάτωνα τον τίτλο του δυϊστή εδώ και αιώνες.

Ο Πλάτων ονομάζει το δικό μου κάτι, (στον «Φίληβο» αυτό), άπειρο


δηλαδή κάτι χωρίς πέρας, όριο, μορφή, ορισμό, ουσία.

Την ουσία τους τα αισθητά την κληρονομούν από την ενέργεια στην
οποία προβαίνει ο νους, το ποιητικό αίτιο πάντων των αισθητών
βάζοντας το άπειρο στα καλούπια των διαφόρων ειδών – των ιδεών
(οι οποίες ιδέες είναι ανεξάρτητες από το νου, αυθύπαρκτες, και
παίζουν το ρόλο του ειδικού αιτίου).

Παραδέχεται δηλαδή, ότι τα αισθητά: πέτρες, κρεβάτια, καρέκλες,


σώματα κι εγκέφαλοι δεν έχον αφ’εαυτών ουσία, δεν είναι αρχές
όπως ο νους (το ποιητικό αίτιο) ή όπως οι ιδέες – το ειδικό αίτιο.
Αλλά είναι παράγωγα και μάλιστα ατελή, σκιές τα λέει των
πραγμάτων με αληθινή υπόσταση – δηλ., των ιδεών.
Οπότε δεν είναι δυνατό να είναι δυϊστής. Δεν αποδέχεται τα αισθητά
ως πράγματα αληθινά – πράγμα που λέει κα;ι ξαναλέει και που παρ’
όλο που έχουμε βαρεθεί να το ακούμε, παραδόξως δεν το
λαμβάνουμε υπ’ όψιν και συνεχίζουμε να τον αποκαλούμε δυϊστή.

Βεβαίως αναγνωρίζει το σώμα ως σήμα δηλαδή μνήμα της ψυχής


και δεσμωτήριο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το θεωρεί ως αρχή, ως
πράγμα με υπόσταση – το άπειρο ναι, ο νους ναι, τα είδη ναι, έχουν
υπόσταση, έχουν πραγματικότητα αυτά καθ’ αυτά, αλλά καρέκλες κι
εγκέφαλοι όχι. Καρέκλες, κορμιά κι εγκέφαλοι «…καθ’αυτά μηδέν
εισίν».

Για να συνεννοούμεθα, προτού προλάβει ο Φίλιππος και με


προσφωνήσει προς ύψιστη βέβαια τιμή μου «Πλατωνιστή», το δικό
μου το μυαλό δεν έχει δει την αναγκαιότητα να υποθέσουμε έναν
νου ξέχωρο απ’ τις ιδέες που είναι ξέχωρες από το άπειρο – το κάτι.

Μέχρι εδώ που έχω φτάσει, μου αρκεί η υπόθεση ότι το κάτι, το
άπειρο απ’ το οποίο ο εκάστοτε παρατηρητής φτιάχνει εμπειρίες
δηλαδή, φαινόμενα, καρέκλες κι εγκέφαλους φαίνεται να έχει τις
ίδιες ιδιότητες με το νου του παρατηρητή κι όχι τις ιδιότητες των
προϊόντων του – των συμβατικώς υλικών πραγμάτων.

Μ’ αυτό καθόλου δεν θέλω να υπαινιχθώ ότι ο νους του Πλάτωνα


κάπου καίει λάδια και ότι ο δικός μου πετάει. Κλείνω λοιπόν αυτή την
παρένθεση και επανέρχομαι.

Όπως έχω και λέω δυο χρόνια στη σειρά, προϋπόθεση να πάει αυτή
η κουβέντα λίγο πιο πέρα είναι να καταλάβουμε, να δούμε καθαρά
και σταθερά ότι τα αισθητά δεν είναι πράγματα υλικά με την
τρέχουσα σημασία της ύλης που την καθιστά εκ διαμέτρου αντίθετη
του νου.

Εάν αυτό το πάρουμε απόφαση και δεν το ξεχνάμε μπορούμε να


πάμε παρακάτω: ωραία, τα αισθητά δεν είναι ύλη, τι ακριβώς είναι
δεν ξέρουμε. Ξέρουμε ότι είναι άυλα δηλαδή, χωρίς τις ιδιότητες της
ύλης και συνάγουμε λογικά πως οι ιδιότητες του κάτι (του υλικού
τους αιτίου, του απείρου) φαίνεται πως είναι αντίστοιχες αυτών του
νου, πως, καλύτερα, τα διάφορα μέρη του απείρου έχουν μεταξύ
τους σχέσεις ανάλογες με τις σχέσεις των εμπειριών ή των
φαινομένων που τους αντιστοιχούν.

Βασικό όμως είναι να θυμόμαστε ότι είναι άυλα: Να κάνουμε αυτό


το πρώτο βήμα!
Ο εγκέφαλος, λοιπόν, όντας αισθητό πράγμα όπως το βουνό, το
λουλούδι, ο τοίχος - είναι κι αυτός μη υλικός – άυλος, όταν δεν τον
παρατηρεί κανείς.

Λέει λοιπόν ο κάθε θιασώτης του μονισμού, ο κάθε αντι-δυϊστής ότι ο


νους, το συνειδέναι (νοούμενο ως λειτουργία), ο παρατηρητής, είναι
ταυτόσημα με κάποιους εγκεφαλικούς μηχανισμούς και ότι η κάθε
συνειδητή εμπειρία είναι ο εκάστοτε σχηματισμός ενεργοποιήσεως
των μηχανισμών αυτών. Ανάγει δηλαδή, ο μονιστής το νου, το
συνειδέναι στον εγκέφαλο και την κάθε εμπειρία σε κάποιον
σχηματισμό ενεργοποιήσεως.

Κι εγώ ο μη υλιστής λέω ναι, κι αποδέχομαι την αναγωγή. Την


αποδέχομαι διότι δεν είναι αναγωγή του νου στην ύλη – στο
αντίθετό του- αλλά σε κάτι παρομοίως άυλο μ’ αυτόν. Ναι, ο νους
γενικά και η συνείδηση ειδικότερα, είναι εγκεφαλικοί μηχανισμοί και
τα παράγωγά τους, οι εμπειρίες είναι σχηματισμοί μόνο που και οι
σχηματισμοί και οι μηχανισμοί δεν έχουν αφ’εαυτών τις ιδιότητες της
ύλης.

«Και λοιπόν;», θα πείτε, τι σημαίνει στην πράξη αυτή η παραδοχή;


Πώς θα αλλάξει το τι κάνουμε ο καθένας κάθε μέρα στο εργαστήριό
του: θα κάνω αλλιώς εγώ τη νευροαπεικόνιση κι ο Φίλιππος ο
Καργόπουλος θα φτιάχνει τα θεωρητικά του πρότυπα, για τα οποία
θα μας μιλήσει αύριο, αλλιώς;

Όχι. Βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον, η παραδοχή αυτή καθόλου δεν


αλλάζει την κάθε μέρα του επιστημονικού μας μόχθου. Όπως η
αποδοχή της αρχής της απροσδιοριστίας του Heisenberg καθόλου
δεν άλλαξε τον τρόπο που φτιάχνονται τραίνα, εμβόλια, τα γυαλιά
ηλίου ή τα γραμμόφωνα.

Αυτό που αλλάζει πάραυτα είναι το νόημα που έχουν τα προϊόντα


του επιστημονικού μόχθου. Πάραυτα αλλάζει η εν τω βάθει δομή της
γνώσης μας και η στάση μας στα θεμελιώδη επιστημονικά
ερωτήματα που είναι απαράλλαχτα με τα ερωτήματα της φιλοσοφίας:
ποιοί είμαστε, που πάμε και που πρέπει να πάμε.

Μετά την αλλαγή στα θεμέλια, μετά τη νοητή μας


μετατόπιση σε άλλη σκοπιά από όπου να εποπτεύουμε την
επιστημονική μας καθεμέρα, θα αλλάξει και η επιστημονική μας
καθεμέρα. Θα αλλάξει η επιλογή των θεμάτων και των τρόπων
έρευνας έτσι όπως αλλάζει κάθε φορά που ένας Γαλιλαίος μας
μετατοπίζει απ’ το σύνηθες πόστο από όπου εποπτεύουμε τα
πράγματα του κόσμου και του νου.
Εν τω μεταξύ, οι συνειδητές εμπειρίες από επιφαινόμενα
έχουν γίνει φαινόμενα, η ευταξία του σύμπαντος κόσμου γίνεται
ξαφνικά αυτονόητη και όχι πλέον το παράδοξο αποκύημα της
Τυχαιότητας που δυναστεύει τη συμβατικά νοούμενη ύλη. Τέλος, το
τυχόν παραγωγικό πρότυπο, ο Βασιλάκης απ’ τ’ άνω Λιόσια, θα ήταν
πιο πιστευτό από πρώτα – αν βέβαια ήταν εφικτός. Βέβαια, εφικτός
δεν είναι λόγω της άγνοιάς μας για το είδος των αλγορίθμων που
παράγουν εμπειρίες στους βιολογικούς Βασίληδες. Κι έχοντας άγνοια
αυτών δεν μπορούμε να τους αντιγράψουμε και να τους βάλουμε
μέδσα στα κυκλώματα του Βασιλάκη.

Κάποιοι, εδώ θα πουν ότι τώρα που μάθαμε πως να κάνουμε


λειτουργικές απεικονίσεις, όπου νάναι θα μάθουμε ακριβώς πώς
παράγεται η κάθε εμπειρία κι έτσι θα μπορέσουμε να αντιγράψουμε
τον τρόπο παραγωγής τους. Δεν ξέρω τι θα μας πουν επ’ αυτού
αργότερα ο Πεφάνης ο Παναγιώτης και η Ειρήνη, αλλά γι’ αυτό έχω
μιλήσει πολλές φορές και δεν θα επαναλάβω τα ίδια – τά ‘χω και
γραμμένα για όσους το θέλουν – η απεικόνιση των σχηματισμών
ενεργοποιήσεως της κάθε εμπειρίας είναι φύσει ανέφικτη.

Αν θέλουμε αν μάθουμε πώς παράγονται οι εμπειρίες με αρκετή


λεπτομέρεια ώστε να τις ανα-παραγάγουμε πρέπει να πάμε από άλλο
δρόμο – ποιόν δεν ξέρω, αλλά ένα δρόμο που ενδέχεται να μας
φανερωθεί μόνον αν έχουμε ξεφύγει απ’τη δυνάστευση του αφελούς
ρεαλισμού, όπως φανερώθηκε στις γενιές τις μετά τον Γαλιλαίο που
πέταξαν τις παρωπίδες που είχε φορέσει στον άνθρωπο σαν να ‘ταν
άλογο, ο σχολαστικός μεσαίωνας.
UNCONSCIOUS:
NEUROSCIENCE MEETS PSYCHOANALYSIS.

Elias D. Kouvelas and Karolina S. Akinosoglou

Department of Physiology, Faculty of


Medicine, University of Patras, Patras,
Greece.

Since the subject of this symposium is the relationship of


Neuroscience with the fundamental notions of Psychoanalysis let us
remind you what Sigmund Freud said at the beginning of the 20th
century. In 1914 in his work “on Narcissism” he writes: “We must
recollect that all of our provisional ideas in psychology will
presumably one day be based on an organic substructure” Few
years later, in his work “Beyond the Pleasure Principle” states
again: “ The deficiencies in our description would probably vanish if
we were already in a position to replace the psychological terms
with physiological or chemical ones…We may expect (physiology
and chemistry) to give the most surprising information and we
cannot guess what answers it will return in a few dozen years of
questions we have put to it. They may be of a kind that will blow
away the whole of our artificial structure of hypothesis”

We can see here how Freud, being an excellent neuroanatomist and


a genuine son of the Enlightenment, questions his psychoanalytic
theory.

Let us say that we are here in this meeting because we believe, in


agreement with Eric Kandel, that psychoanalysis represents the
most coherent and intellectually satisfying view of the mind. During
the first half of the twentieth century, psychoanalysis revolutionized
our understanding of mental life. It provided a remarkable set of
new insights into unconscious mental processes, psychic
determinism, and most importantly into the irrationality of human
motivation. In the years following the World War II, in the 1950s
and 1960s psychiatry abandoned its roots in biology and
experimental medicine and evolved into a psychoanalytically based
and socially oriented discipline that was surprisingly unconcerned
with the brain as an organ of mental activity. Of course by merging
the descriptive psychiatry of the period before World War II with
psychoanalysis, psychiatry gained great deal in explanatory power
and clinical insight. Unfortunately, this was achieved at the cost of
weakening its ties with experimental medicine and with the rest of
biology.

The drift away from biology was not simply due to changes in
psychiatry,it was partly because of the slow maturation of the brain
sciences. As Eric Kandel pointed out few years ago “ in the late
1940s the biology of the brain was neither technically nor
conceptually mature enough to deal effectively with the biology of
most higher mental processes and their disorders. The thinking
about the relationship between brain and behavior was dominated
by a view that different mental functions could not be localized to
specific brain regions. This view was espoused by Karl Lashley who
argued that the cerebral cortex was equipotential: all higher mental
functions were presumed to be represented diffusely throughout the
cortex. To most psychiatrists and even to many biologists, the
notion of the equipotentiality of the cerebral cortex made behavior
seem intractable to empirical biological analysis”.

In fact, the separation of psychiatry from biology had its origins


even earlier. When Sigmund Freud first explored the implications of
the unconscious mental processes to behavior, he tried to adopt a
neural model of behavior in an attempt to develop a scientific
psychology. I am talking about the “Project for a scientific
psychology” . This book was written in 1895 few years after his
magnificent publication on the structure of the neuronal cells. Freud
was the first to show the fibrous morphology of the cytoplasm of
the neuronal cells. Before we proceed to a discussion of the “Project
…” let us add the extremely interesting information for what we are
discussing: in the same year, 1895, the founder of modern
Neurobiology, Ramon Y Cajal published a book under the title
“Algunas conjeturas sobre el mecanismo anatomico de la ideacion,
association y attencion” (Conjections on the anatomical mechanisms
of ideation, association and attention ). In this book Cajal, who, for
some years was practising hypnosis for the treatment of hysteria
suggests an anatomical model for the creation of ideas, of the
association mechanisms and of the intentional actions. Similarly,
Freud in his “Project…” suggests that brain functions are based on 3
systems:φ, ψ, and ω. The system φ consists of perception neurons
which receive external stimuli through the form of energy that in
order to reach the system is filtered by a specific filter. The system
ψ is mainly psychic and receives internal stimuli which originate
from instincts as it is sex and famine. In this system part of ego is
also located. Finally, the system ω is a higher order system which
integrates the information from systems ψ and φ and initiates the
reaction of the motor system where the accumulated energy is
discharged. Examining the Project using the recent neurobiological
knowledge we can detect several aspects which keep their validity
until today. For example Freud adopts the individual neurons theory
connected to each other with synapses( contact barriers according
to the terminology used by Freud). The individual neuron theory
was advocated at that time by Ramon Y Cajal but until 1950ies it
was not the predominant theory. Until 1950ies the predominant
theory was the network theory, advocated by Golgi.

The “ Project for a Scientific Psychology” was published several


years after Freud’s death by Maria Bonaparte and his daughter
Anne Freud.

Freud himself because of the immaturity of brain science at the


time, abandoned this model for a pure mentalistic one based on
verbal reports of subjective experiences. Initially, as again Eric
Kandel has pointed out, this separation may have been as healthy
for psychiatry as it was for psychology . It permitted the
development of systematic definitions of behavior and disease that
were not contingent on still-vague correlations with neural
mechanisms . Moreover, by incorporating the deep concern of
psychoanalysis for the integrity of an individual’s personal history ,
psychoanalytic psychiatry helped develop direct and respectful ways
for physicians to interact with mentally ill patients, and it led to a
less stigmatized social perspective on mental illness.

However, the initial separation of psychoanalysis from neural


science advocated by Freud, was stimulated by the realization that
a merger was premature. But as psychoanalysis evolved after
Freud, rather than being seen as premature, the merger of
psychoanalysis and neuroscience was seen as unnecessary, because
neural science was increasingly considered irrelevant.

However, again, many years have passed and brain science today
is in the cusp of a revolution similar to the unraveling of the human
genome in 1990s. Terms like consciousness or unconscious can be
discussed not only on a psychological or psychoanalytic basis but
also on a neurobiological one. Of course the subject of this
presentation is the “unconscious” however let us say few words
about consciousness. According to several investigators,
consciousness is distinguished in primary and higher order
consciousness. Primary consciousness contains the state of being
aware of things in the world ,of having mental images of the
present. Higher order consciousness includes recognition by a
thinking agent of his actions or his emotions. It embodies a model
of his personality, in his past, his future, as well as in his present.
Gerald Edelman in his book “Bright Air, Brilliant Fire” suggests a
model for primary consciousness very similar to the model that
Freud suggested in his “Project…” . According to Edelman, past
signals related to values (set by internal control systems, self for
Edelman, system ψ for Freud) and categorized signals from outside
world (nonself for Edelman, system φ for Freud) are correlated and
lead to memory in conceptual areas (system ω for Freud). This
memory, which is capable for conceptual categorization, is linked by
reentrant paths to current perceptual categorization of world
signals. This results in primary consciousness. The difference
between Freud’s and Edelman’s system is that in Edelman’s system
due to the progress of brain research, the function of specific brain
regions like Hippocampus, Amygdala or Septum are incorporated in
the model. This was impossible at the end of the 19th century when
Freud wrote his “Project…”

Although Aristotle in the ancient years and Leibnitz, Immanuel


Kant, Herbart or von Helmholtz referred to unconscious processes,
it was Sigmund Freud who really pointed up and established the
role of unconscious in our behavior and feelings.The postulation of
an unconscious is a central principle of Freud’s psychological
theories.Before proceeding to a further discussion on unconscious
processes let us explain, for those who are not familiar, the terms of
explicit or declarative and implicit or procedural memory.

Explicit or declarative memory encodes information about


autobiographical events as well as factual knowledge. Its
information depends on cognitive processes such as evaluation,
comparison and inference. Explicit memories can be recalled by a
deliberate act of recollecting. They are sometimes established in a
single trial or experience, and often can be concisely expressed in
declarative statements, such as “ Yesterday I went to the Ancient
Theater of Patras where the National Orchestra and the Chorus of
the National Opera played Beethoven’s 9th Symphony”
(autobiographical event), or “Gold is heavier than the water”
(factual event).

Implicit or procedural memory has an automatic or reflexive quality,


and its formation and recall are not absolutely dependent on
awareness or cognitive processes. It remains in an unconscious
level. This type of memory accumulates slowly through repetition
over many trials, is expressed primarily by improved performance,
and cannot ordinarily be expressed in words. Implicit memory is not
a single memory system but a collection of processes involving
several different brain systems that lie deep within the cerebral
cortex. For example, as we will see later on, the association of
feelings, such as fear, with events involves a structure called the
amygdala .
Sigmund Freud maintained that the therapeutic effect of
psychoanalysis was mainly linked to a process of reconstruction
achieved by work on the patient’s autobiographic memory. In other
words, the very concept of the psychoanalytic process is to recover
repressed, from explicit memory , experiences ( we could call this
de-repression) overcoming of course the patients resistance.

On the other hand, according to Eric Kandel the notion of


unconscious mental function is not only interesting itself, but it also
plays an extremely important role in our attempt to understand
psychic determinism. He says that part of our unconscious ego, that
he names procedural unconscious, has not been repressed and is
concerned with unconscious habits, and perceptual and motor skills
that are mapped into procedural (implicit) memory. Many changes
that take place during psychoanalysis concern precisely this very
part of the unconscious. This progress does not depend on
conscious awareness of the repressed unconsciousness as Sigmund
Freud suggested. It does not, in other words, require the
unconscious to be transported into the realm of the conscious. It
consists, rather, of changes in behavior that increase the range of
the subject’s procedural strategies for doing and being. Here Eric
Kandel mentions Marianne Goldberg who claims that generally
people do not remember, in any conscious way, the circumstances
under which they assimilated the moral rules that govern their
behavior.

Similarly, Otto Kernberg, Professor of Psychiatry and Psychoanalysis


at the Universities Cornell and Columbia suggests: “ One other
implication of these formulations is that the deepest layers of
psychic experience that will organize the psychic apparatus are
represented by peak affect states of a positive or negative quality,
in the context of which the deepest aspects of the relationships
between self and others are internalized, presumably at first into
procedural memory, and only later on in the form of declarative or
preconscious memory”

Also, Mauro Manzia, Professor of Neurophysiology and


Psychoanalyst at the University of Milan talking about the early
experiences indicates that: “these experiences, with the fantasies
and defenses they induce, cannot be repressed because the
structures of the explicit memory needed for repression take two or
three years to mature. Therefore, in these preverbal and
presymbolic stages of life, when the child and its mother identify
with each other, with proto-linguistic forms of communication
shared affective states and a relation in which intersubjectivity
implies “inter-fantasy” the infant will be able to create affective
representations and store them in the implicit memory. These will
form the unconscious, unrepressed structure of his mind” Therefore
“a critical part of the psychoanalysts work today involves
transforming symbolically and rendering verbalizable the implicit
structures in the patient’s mind that mark the unrepressed
unconscious”.

Furthermore, Louis Sanders, Daniel Stern and their colleagues in


Boston have developed the idea that during the analysis there are
moments of meaning-moments in the interaction between patient
and therapist-which represent the achievement of a new set of
implicit memories that permits the therapeutic relationship to
progress to a new level. This progression does not depend on
conscious insights; it does not require, so to speak, the unconscious
becoming conscious.

Although the objectives of the Boston Group and of Mauro Mancia


differ substantially, these four examples indicate that several
investigators from the fields of both Neuroscience and
Psychoanalysis believe that implicit or procedural unrepressed
memories play a very crucial role in the formation of the
unconscious ego and that many changes that occur during the
psychoanalytic procedure concern this part of the unconscious.

Let us consider now two examples in order to indicate how those


unconscious implicit memories can be established and how this
unconscious part of our memory can affect consciousness.

A number of different experiments suggest that neurons in the


amygdala a brain region located under the temporal lobe can
memorize stimuli associated with pain. In an experiment, rabbits
were trained to associate the sound of a tone with mild pain. A
typical Pavlovian experiment. The researchers made use of the fact
that a characteristic sign of fear in rabbits is a change in heart rate.
Animals were placed in a cage, and at various times they heard one
of two tones. One tone was followed by a mild electrical shock to
the feet through the metal floor of the cage, the other tone was
benign. After training, it was found that the rabbit’s heart rate
developed a fearful response to the tone associated with pain, but
not to the benign tone. Prior to training, neurons in the central
nucleus of the amygdala failed to respond to the tones used in the
experiment. However, after training, neurons in the central nucleus
responded to the shock-related tone but not to the benign one.
Joseph LeDoux of New York University has shown that after this
type of fear conditioning, amygdala lesions eliminate the learned
visceral responses, such as the changes in heart rate and blood
pressure. Joseph LeDoux proposed the following circuit to account
for learned fear. Auditory information is sent to the basolateral
region of the amygdala, where cells in turn send axons to the
central nucleus. Afferents from the central nucleus project to the
hypothalamus, which can alter the state of the ANS, and to the
periaqueductal gray matter in the brain stem, which can evoke
behavioral reactions via the somatic motor system. The emotional
experience is thought to be based on activity in the cerebral cortex.

Thus amygdala can induce fear and anxiety responses not only in
the presence of a painful stimulus induced by an associated
stimulus. Central nucleus also projects to cortical association areas
and this pathway is important for the perception of the emotional
experience. A component of both primary and higher order
consciousness. However, this experience has to be distinguished
from what is happening inside the central nucleus. The memory that
is established there, the cause of autonomic, motor and conscious
reactions, does not reach the level of the explicit (declarative)
memory, it is an unconscious, implicit (procedural) memory. An
unconscious but not repressed memory.

The second example that we would like to present is the following.


It is well known that contrary to the eyes, the location of a sound
source does not project directly to the sensory surface of the ear.
Superior colliculus, a brain region in which both visual and auditory
stimuli converge, contains spatial sensory maps that are aligned to
each other with the superficial layers being visual and the deeper
layers being multimodal. During development, as Irini Skaliora has
shown, vision calibrates the spatial tuning of auditory neurons in
the deep layers of Superior Colliculus. Auditory orienting behavior
and auditory spatial tuning are adjusted adaptively in response to
optical displacement of the visual field. For example, owls reared
with horizontally displacing prisms during a critical period of
development exhibit a horizontal shift of the auditory receptive
fields. If the prisms are removed within the critical period auditory
tuning returns to normal. However , re-exposure to the prisms as
adults, resulted in the re-expression of the adaptive responses that
had been memorized (and forgotten) during the critical period. Of
course, this type of memory is an implicit memory. In conclusion,
we can say that experience during the early sensitive period not
only shapes auditory space processing, but also expands the
capacity of experience-driven changes in the adulthood.. This type
of results support in terms of biology the psychoanalytic ideas
suggesting that experiences and forgotten (we use this term instead
of repressed) adaptive responses of the early sensitive periods of
life have the capacity to affect experience-driven responses in
adulthood.
Yes, we feel your objections, what are you talking about in such a
naïve way, owls and rabbits are not humans. What we are trying to
do, is to present data showing the brain mechanisms that are
behind the unconscious processes and how these processes affect
consciousness. But let us close this presentation by discussing a
very interesting work on unconscious and conscious perception of
fear by human volunteers. Eric Kandel and his M.D-Ph.D student
Amit Etkin produced conscious perception of fear by presenting
fearful faces for long period, so people had time to reflect on them.
They produced unconscious perception of fear by presenting the
same faces so rapidly that the volunteers were unable to report
which type of expression they had seen. They were not even sure
they had seen a face. Since even normal people differ in their
sensitivity to a threat, they gave all of the volunteers a
questionnaire designed to measure background anxiety. Not
surprisingly, when they showed the volunteers pictures of faces with
fearful expression, they found prominent activity in the amygdala.
But what was surprising was that conscious and unconscious stimuli
affected different regions of the amygdala, and they did so to
differing degrees in different people, depending on their baseline
anxiety. Unconscious perception of fearful faces activated the
basolateral nucleus. Activation of this nucleus by unconscious
perception of fearful faces occurred in direct proportion to a
person’s background anxiety: the higher the measure of
background anxiety the greater the person’s response. People with
low background anxiety had no response at all. Conscious
perception of fearful faces, in contrast, activated the dorsal region
of amygdala, and it did so regardless of a person’s background
anxiety. These results confirm biologically the importance of the
psychoanalytic idea of unconscious emotion. They suggest, that the
effects of anxiety are exerted most dramatically in the brain when
stimulus is left to imagination rather than when it is perceived
consciously. Once the image of a frightened face is confronted
consciously, even anxious people can accurately appraise whether it
truly poses a threat.

Eric Kandel discussing these data in his very recent book titled “In
Search of Memory” writes: “A century after Freud suggested that
psychopathology arises from conflict occurring on an unconscious
level and that it can be regulated if the source of the conflict is
confronted consciously, our imaging studies suggest ways in which
such conflicting processes may be mediated in the brain. Moreover,
the discovery of a correlation between volunteers background
anxiety and their unconscious mental processes validates
biologically the Freudian idea that unconscious mental processes are
part of the brain’s system of information processing”.
Here Eric Kandel lays a strong bridge between Psychoanalysis and
Neuroscience. Let us hope that gradually more and more
psychoanalysts and neuroscientist will join him. This meeting is a
step towards that direction.
ΠΕΡΙ ΦΡΟΫΔΙΚΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ
ΤΙΝΑ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ

Το κείμενο που ακολουθεί έχει σκοπό να κάνει μια επιστημολογική


διευκρίνιση περί του φροϋδικού ασυνειδήτου, κυρίως στα πλαίσια
των σύγχρονων εξελίξεων της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών.
Για τις ανάγκες αυτές της παρουσίασης, είναι χρήσιμο να
υπενθυμίσουμε ότι από τις πρώτες εννοιολογικές διευκρινίσεις που
παρουσίασε ο Φρόιντ, ήδη από το 19ο αιώνα, είναι η εξειδικευμένη
χρησιμοποίηση του όρου Ασυνείδητο, σε σχέση με ποικίλες άλλες
χρήσεις, που μέχρι τότε είχαν γίνει αναφορικά με την ύπαρξη μη
συνειδητών στοιχείων, κυρίως στο πεδίο της μελέτης της αντίληψης.
Είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι το φροϋδικό ασυνείδητο είναι μέρος
ενός δυναμικού συστήματος που κάθε του σκέλος υπάρχει σε
συνάρτηση με τα άλλα, ανεξάρτητα εάν το προϊόν για το ανθρώπινο
υποκείμενο είναι συγγνωστό. Ήδη από το Σχεδίασμα μιας
Επιστημονικής Ψυχολογίας (1895), έχουν περιγραφεί από τον ίδιο το
Φρόιντ οι προϋποθέσεις λειτουργίας και δυσλειτουργίας αυτού του
συστήματος, είτε τούτο εν εγρηγόρσει, είτε τούτο καθ’ ύπνον, είτε
πάλι στην κανονική ζωή, είτε σε ποικίλες εκφάνσεις της
ψυχοπαθολογίας. Η εξέλιξη της αντιμετώπισης αυτού του
συστήματος από το Φρόιντ και τους μαθητές του έχει μακρά ιστορία
και είναι εύκολο να την παρακολουθήσει κάποιος, είτε τούτο στα
πρωτότυπα κείμενα, είτε πάλι π.χ. στο Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης
των Laplanche & Pontalis. Αυτό που επιστημολογικά ενδιαφέρει είναι
ότι «η ανακάλυψη του ασυνειδήτου» από το Φρόιντ δεν είναι ποσώς
μια ex nihilo ανακάλυψη, αλλά μια έλλογη ενσωμάτωση
προηγουμένων παρατηρήσεων και δεδομένων σε μια
συστηματοποιημένη θεωρία. Οι δυσκολίες σε πολλές γλώσσες, των
ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, στη διαφοροποίηση του όρου
ασυνείδητο από τον τρέχοντα όρο υποσυνείδητο, δηλώνει επαρκώς
τη συχνή εννοιολογική σύγχυση των όρων μέσα στα πλαίσια της
ψυχαναλυτικής θεωρίας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτή η
σύγχυση δεν στοιχειοθετείται, μετά από τη δημοσίευση του
μνημειώδους έργου του Henri Ellenberger, The Discovery of the
Unconscious, The history and evolution of dynamic psychiatry. Ο
Ellenberger μπόρεσε να προσφέρει μια πλήρη αναφορά των χρήσεων
του όρου και έτσι να αποδώσει την ειδική τους σημασία, στα πλαίσια
όλης της εξέλιξης της ψυχολογικής και ψυχιατρικής σκέψης.
Την ίδια περίπου περίοδο, των τελευταία τριάντα χρόνων, έχει
υπάρξει μια ενδιαφέρουσα στροφή προς μια γενικότερη χρήση και
αξιολόγηση των μη συνειδητών δεδομένων της ανθρώπινης
συμπεριφοράς και τούτο με ενσωμάτωση κάποιων εννοιών περί το
ασυνείδητο, εξίσου στη γνωστική ψυχολογία, στις νευροεπιστήμες
και εν τέλει στην γνωσιακή επιστήμη. Ας είμαστε σαφείς. Η
αναγνώριση μη ελεγχομένων στοιχείων από το συνειδητό ή τη
γνωστική επεξεργασία, των δεδομένων της ζωής, δεν υποδηλώνει
ούτε γενίκευση της αξίας της φροϋδικής έννοιας του ασυνειδήτου,
ούτε πάλι την ανάδειξη μιας καινούργιας έννοιας, που τυχόν ως
κοινός τόπος θα επέτρεπε κατ’ ανάγκη μια διεπιστημονική
προσέγγιση του ψυχισμού.

Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα στη δόμηση της φροϋδικής θεωρίας,


αλλά και στις επιστημολογικές κριτικές της ψυχανάλυσης, είναι ποιος
είναι ο αποδεικτικός μηχανισμός και ποια είναι τα επιχειρήματα για
την αναγνώριση ύπαρξης ασυνειδήτου ψυχισμού. Σε αυτό το σημείο
θα πρέπει άλλη μια φορά να τονιστεί, ότι το ερώτημα περί απόδειξης
και άλλων τοιούτων στο χώρο της ψυχανάλυσης, αποτελεί κατ’
ανάγκη ένα κάλεσμα εξίσου σωφροσύνης στους ψυχαναλυτές, αλλά
και προσοχής από τους άλλους επιστήμονες της ζωής και των
ανθρώπων. Δεν πρόκειται εδώ να ξαναπιάσουμε όλη τη συζήτηση
περί διαψευσιμότητας, εννοιολογικής τομής, κλπ., από τον Kuhn
στον Popper και από τον Popper στον Feyerabend και από τον
Feyerabend στον Grunbaum, παρόλα αυτά θα πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι η μεταμοντέρνα επιστημολογία μπορεί επιτέλους
να απαλλαγεί από τον κανονιστικό της λόγο και να ενσωματώσει και
άλλες επιστημοφιλικές δραστηριότητες του ανθρώπου, όπως π.χ. η
ψυχανάλυση, έτσι όπως και εμείς στο παρελθόν την έχουμε ορίσει,
ως μια πρακτικοποιητική δραστηριότητα ιδιότυπου, sui generis,
χαρακτήρα. Αν αυτό καλοπροαίρετα αναγνωριστεί, θα μπορούσαμε
να αναπτύξουμε μια καινούργια διαλογική, όπου η επιβεβαίωση ή η
διάψευση κάποιων ιδεών της επιστήμης, οι μεν περνάνε από τη
διαδικασία της απόδειξης, οι δε από τη διαδικασία της επίδειξης. Σε
αυτό το σημείο θα δανειστούμε ένα ανέκδοτο που αναφέρει στο
βιβλίο του ο Jean-Marc Levy-Leblond. Αναφέρει, λοιπόν, ότι ο
περιβόητος φυσικός και βραβείο Νόμπελ, Richard Feynman, κατά τη
διάρκεια μιας επιστημονικής συνάντησης για την καινούργια φυσική
των στοιχειωδών σωματιδίων, ανήγγειλε ένα καινούργιο και αρκετά
εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Στο τέλος της ομιλίας του ένας των
ακροατών, τον ρωτάει «Dick, είναι πολύ ωραίο αυτό το αποτέλεσμα,
μα το έχεις αποδείξει;» και ο Feynman του απαντάει «γιατί θέλεις να
το αποδείξω, από τη στιγμή που ξέρω ότι είναι αλήθεια;».

Σε αυτό το χαριτωμένο τόμο ο θεωρητικός φυσικός και


επιστημολόγος, Jean-Marc Lé vy-Leblond, αναφέρει συχνά ιστορίες
που έχουν χαρακτηρίσει την εξέλιξη της φυσικής κατά τη διάρκεια
των αιώνων. Δείχνει το σε ποιο βαθμό η πεποίθηση του κοινού
θνητού ότι τα πάντα αποδεικνύονται στο πεδίο της φυσικοχημείας
και ότι το φάντασμα της απόδειξης και της αιτιότητας, έτσι όπως
λειτουργεί από την εποχή του διαφωτισμού, στις επιστήμες της ζωής
και του ανθρώπου, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια εξιδανίκευση
ενός πράγματος που συνήθως δεν το ξέρουμε και δεν το ελέγχουμε.
Από το ίδιο βιβλίο χαρακτηριστική είναι και η άλλη ιστορία, που
αφορά έναν άλλον μεγάλο φυσικό, τον ρώσο Piotr Kapitsa. Όταν
τέλειωσε τις σπουδές του, έφυγε από τη Μόσχα, από όπου
καταγόταν, και πήγε στο Cambridge της Αγγλίας, για να
προσπαθήσει να δουλέψει στο περιβόητο εργαστήριο του Rutherford.
Ο μεγάλος δάσκαλος τον δέχτηκε ψυχρά, γιατί είχε ήδη πολλούς
υποψήφιους διδάκτορες στο εργαστήριό του. Τότε, τον ρωτάει ο
Kapitsa, «ποια είναι η μέση πειραματική ακρίβεια των ερευνών
σας;». Ο Rutherford του λέει «δύο με τρία στα εκατό». Και ο ευφυής
Kapitsa, μελλοντικό βραβείο Νόμπελ, απαντάει: «με τέτοια
περιθώρια λάθους, κύριε, δεν έχετε τη δυνατότητα να παρατηρήσετε
ακόμη έναν φοιτητή σας» (σ. 101).

Με άλλα λόγια, και πέρα από τις ανεκδοτικές αυτές αναφορές, που
είναι πλήθος, το φάντασμα της βεβαιότητας των φυσικοχημικών
επιστημών ανήκει πολύ λιγότερο στην πειραματική ή θεωρητική
ρουτίνα αυτών των κλάδων, αλλά πολύ περισσότερο στο πεδίο της
ψυχοκοινωνικής διαμόρφωσης των πεποιθήσεων των επιστημόνων ή
ακόμη και των κοινών ανθρώπων.

Ας έρθουμε, όμως, τώρα στην καινούργια αυτή μορφή που έχει


πάρει η κριτική για την Ψυχανάλυση, στα τριάντα χρόνια που
αναφέραμε πιο πάνω, και που αφορά τη γενίκευση της χρήσης της
έννοιας ασυνείδητο από ποικίλους επιστημονικούς κλάδους. Σε αυτό
το σημείο αναφερόμαστε στο ενδελεχές άρθρο του Jacquy
Chemouni, «Pour une interrogation de l’inconscient avant Freud et
en dehors de Freud» (1998), ο οποίος με λίαν προσεκτικό τρόπο
εξετάζει τις παραποιήσεις στη χρήση της έννοιας του ασυνειδήτου
μέσα και έξω από την Ψυχανάλυση. Ας είμαστε σαφείς. Το
Ασυνείδητο και το Συνειδητό (και το Προσυνειδητό, βεβαίως) είναι
ένα σύστημα, το οποίο για να μελετηθεί πρέπει να θεωρείται πάντα
ως συμπαγές και κατά συνέπεια σε κάθε ιστορική στιγμή του
υποκειμένου ή της κοινωνίας να υπάρχει τρόπος να περιγραφεί η
δυναμική της σχέσης τους και η οικονομία της λειτουργίας τους. Σε
αυτό ακριβώς το σημείο παράγεται μια φιλοσοφική απορία. Για να
μπορεί το συνειδητό υποκείμενο να λειτουργεί κανονικά ή κατά
παρέκκλιση, πρέπει να αναγνωρίζει την ύπαρξη της μη συνειδητής
ύπαρξης του Ασυνειδήτου. Αυτό στην ουσία είναι το ζήτημα που
επιστημολογικά θέτει σε δυσκολία την επιβεβαίωση, την απόδειξη
ύπαρξης, δηλαδή υπάρχει εδώ ουσιαστικά μια οντολογική αντίφαση.
Το να έχεις συνείδηση ότι έχεις Ασυνείδητο, με τις συνέπειες του,
χωρίς τούτο να είναι συνειδητό, επερωτά στην ουσία το βασικό
φάντασμα του ανθρώπου, δηλαδή το φάντασμα της συγγνωστής
αιτιότητας. Εδώ η ψυχοπαθολογία, όπως αναμένεται, είναι η κύρια
αναφορά στον προβληματισμό, δεδομένου ότι οι «παραλογισμοί» της
ψυχοπαθολογίας δεν είναι άλογα συστήματα, αλλά είναι συστήματα
άλλης λογικής. Ιστορικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε το γιατί η
πατρότητα στη συστηματοποίηση του Ασυνειδήτου ανήκει στην
ψυχοπαθολογία. Γιατί είναι αυτή, εννοούμε η ψυχοπαθολογία, που
φέρνει στο φως της ημέρας τον παραλογισμό μη ελεγχόμενων από
τη συνείδηση προϊόντων του ψυχισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ένας
από τους πατέρες της μοντέρνας επιστήμης, εννοούμε ο Καρτέσιος,
δεν μπόρεσε παρά τον απλοϊκό πλέον διαχωρισμό res extensa και
res cogitans, να επιτρέψει την κατανόηση των σύγχρονων εξελίξεων
πολλών επιστημονικών κλάδων, από τη φυσικοχημεία μέχρι την
ψυχολογία.

Θα ήταν χρήσιμο να θυμίσουμε ότι η φαντασίωση του Φρόιντ να


καταστήσει την ψυχολογία μία φυσική επιστήμη, σύμφωνα με τις
προκείμενες του Σχεδιάσματος Επιστημονικής Ψυχολογίας, στην
ουσία προσκρούει στη μετεξέλιξη ακριβώς των φυσικών επιστημών,
όπου η βεβαιότητα πλέον έχει κατακρημνιστεί και το επιστημονικό
συλλογίζεσθαι κινείται μεταξύ σχετικότητας και αβεβαιότητας. Οι
επιστήμες του ανθρώπου, σε αυτό το σημείο ακριβώς, χάσανε την
ευκαιρία να παρακολουθήσουν την πραγματική θεωρητική
επιστημονική σκέψη. Με την απλοϊκότητα της ποσοτικής
μπηχαβιορίστικης λογικής ή και πάλι με στοιχειώδεις
ανατομοφυσιολογικές τεχνικές δεν έγινε δυνατόν να μπορέσουμε να
κατανοήσουμε την πολυποικιλότητα της εκφράσεως του ζώντος και
πολλώ μάλλον της εκφράσεως των συμπεριφορών του. Τα
παραδείγματα στον 20ο αιώνα είναι πλήθος, από τη δήθεν μελέτη
των ζώων στους ζωολογικούς κήπους και τη μελέτη των φυτών μόνο
στα θερμοκήπια. Κατά αυτή την έννοια η επαναστατική τομή της
ηθολογίας, από τη δεκαετία του 1930, απέδειξε ότι η σχετικότητα
είναι ο κανόνας που επιτρέπει την ύπαρξη κανονικοτήτων.
Ειδικότεροι εμού θα μπορούσαν ακριβώς σε αυτό το σημείο να
προσφέρουν πολλαπλά επιχειρήματα από τη θεωρία της εξέλιξης και
τα βασικά δεδομένα του νεοδαρβινισμού.

Ας επανέλθουμε, όμως, στο σύστημα Ασυνείδητο-Προσυνειδητό-


Συνειδητό του Φρόιντ και ας προσθέσουμε σε αυτό τη δεύτερη
τοπική οργάνωση του ψυχισμού, που επικαθήμενη επί του πρώτου
συστήματος, επιτρέπει πιο λεπτομερή κατανόηση των φαινομένων
της ψυχικής ζωής. Το σύστημα Εγώ-Υπερεγώ-Εκείνο, που ακριβώς
νοηματοδοτεί εν μέρει το Συνειδητό και εν μέρει το Ασυνείδητο
μέρος του ψυχισμού, επιτρέπει μια πληρέστερη κατανόηση της
φροϋδικής πρότασης. Είναι άραγε επαρκής αυτή η πρόταση; Πολλές
μεταφροϋδικές προτάσεις έχουν προσπαθήσει να βελτιώσουν τις
βασικές ιδέες του Φρόιντ και έτσι να φωτίσουν με πιο πλήρη τρόπο
το τι πράγματι συμβαίνει στον άνθρωπο και στην κοινωνία του.
Χάριν παραδείγματος, μπορούμε να προτείνουμε την χρήσιμη
προσθήκη στο σύστημα που έκανε ο Λακάν, με την τριάδα
Συμβολικό-Εικονικό-Πραγματικό.

Τούτων δεδομένων, και με όλες τις μεταλλαγές που έχουν υπάρξει, η


βασική ιδέα περί θεμελιακού συστήματος Ασυνείδητου-Συνειδητού
στον άνθρωπο, οι κανόνες λειτουργίας του και η σημασία του
παραμένει σημαντική και στην κατανόηση της ανάπτυξης του
ανθρώπου και στην κατανόηση πολλών ψυχοπαθολογικών
καταστάσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη θεωρία του Φρόιντ,
όπως και σε κάθε θεωρία, οι προκείμενες της θεωρίας και οι
συνέπειές τους υπόκεινται πάντοτε σε αναθεώρηση και πιθανόν και
σε απόλυτη κατάργηση. Η ψυχανάλυση, αναδεικνύοντας τη σημασία
της ψυχικής πραγματικότητας και τη λειτουργία της εκ των υστέρων
αξιοδότησης σημασίας στα γεγονότα της ζωής, εξακολουθεί μέχρι
νεωτέρας να είναι μια πλήρης θεωρία περί ψυχισμού και των
παθολογικών του εκφράσεων.

Σε αυτό το σημείο, και είναι ο λόγος που θυμίζουμε την έννοια της
ψυχικής πραγματικότητας, ένα από τα δύσβατα ζητήματα που
τίθενται στον άνθρωπο και στην καθημερινότητά του είναι η έννοια
της Πραγματικότητας. Δεν είναι εφικτό σε μερικές γραμμές να
αναλυθεί η εννοιακή σημασία της πραγματικής Πραγματικότητας,
ούτε πάλι να εξηγηθεί το πόσο άβολο είναι αυτό που στην ουσία
προτείνει η Ψυχανάλυση, ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν την
πραγματική Πραγματικότητα. Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε σε
ένα πρόσφατο βιβλίο, ενός γνωστού γάλλου νευροεπιστήμονα, του
Pierre Buser (2005). Ο Buser προσπαθεί, κάνοντας μια πολλαπλή
σαρωτική κίνηση στα δεδομένα των νευροεπιστημών και της
γνωσιακής επιστήμης, να αναδείξει πως τα μη συνειδητά σκέλη των
πειραματικών ή κλινικών φαινομένων μπορεί τυχόν μια μέρα να
εξηγηθούν από τον τρόπο λειτουργίας του Κεντρικού Νευρικού
Συστήματος και ότι θα πρέπει η καινούργια νευροφυσιολογία να
συμπεριλάβει αυτά τα δεδομένα, ώστε οι υπόρρητοι μηχανισμοί και
τα μη συνειδητά στοιχεία να συνενώνονται σε μια ενιαία οντότητα.
Δεν είναι εδώ που θα κάνουμε την κριτική της προσπάθειας
συνδυασμού του Buser, πάντως αν κρίνουμε από τα παραδείγματα
που χρησιμοποιεί διαβλέπουμε μια σύγχυση, άλλωστε πολύ κοινή
στη βιβλιογραφία, μεταξύ προσοχής, ενδιαφέροντος, νευρολογικής
συνείδησης και συνειδητότητας. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Buser
ορθώς επισημαίνει το πρόβλημα των συναισθημάτων, ως πρόβλημα
ψυχολογικής λειτουργίας αλλά και νευροεπιστημονικής διερεύνησης,
καταδεικνύει ότι το εν τέλει διακύβευμα είναι στην ουσία το παλιό
πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης, δηλαδή του ελέγχου που το
εν εγρηγόρσει ή καθ’ ύπνον ή σε κώμα υποκείμενο θέτει στην
καθημερινότητα. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε σχηματικά να
συμπεράνουμε ότι το καινούργιο πεδίο κριτικής απέναντι στην
ψυχανάλυση βρίσκεται ανεπτυγμένο στο χώρο της γενίκευσης της
έννοιας του ασυνειδήτου και κυρίως στη δυσκολία που έχουν πολλοί
γνωσιακοί επιστήμονες να χειριστούν τα δύο βασικά ζητήματα που
θέτει η ψυχανάλυση, δηλαδή την έμφυλη συμπεριφορά και τη
λειτουργία της γλώσσας.

Βιβλιογραφία

Freud, S. (1950/1895). Project for a Scientific Psychology. S.E. I,


283-397.

Laplanche, J., & Pontalis, J. B. (1995/1981). Λεξιλόγιο της


Ψυχανάλυσης. Αθήνα: Κέδρος

Ellenberger, H. F. (1970). The Discovery of the Unconscious. The


History and Evolution of Dynamic Psychiatry. New York: Basic
Books.

Τζαβάρας, Θ. (2005/1982). Σχέδιο για μια επιστημολογία της


Ψυχαναλύσεως. Στο Ψυχανάλεκτα. Αθήνα: Νήσος, σελ. 55-66.

Lé vy-Leblond, J. M. (2006). La vitesse de l’ombre. Aux limites de la


science. Paris: Seuil.

Chemouni, J. (1998). Στο Pour une interrogation de l’inconscient


avant Freud et en dehors de Freud. Fustrelie, F., Lechevallier, B.
Viada, D. (eds). La conscience. De Boeck Universite, σελ. 207-237.

Buser, P. (2005). L’inconscient aux milles visages. Paris: Odile


Jacob.
ΤΕΛΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ
ΖΩΗ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ
(Τα αναγραφόμενα με κόκκινο παρουσιάστηκαν περίπου έτσι ως
διαφάνειες)

Πριν ξεκινήσω την ανάπτυξη του θέματός μου θα ήθελα να


δηλώσω πως είμαι σύμφωνος με τον κ. Ζούρο πως άλλο το
φαινόμενο της εξέλιξης και άλλο η θεωρία για την ερμηνεία του. Οι
αμφιβολίες για το αν η δαρβινική θεωρία είναι η τελική θεωρία της
εξέλιξης, δεν θα πρέπει να θεωρούνται αμφιβολίες για την εξέλιξη
καθ’ αυτή.

Επιπλέον. Η αμφισβήτηση της δαρβινικής θεωρίας ως τελικής


θεωρίας της εξέλιξης, δεν σημαίνει και απόρριψή της. Για να φέρω
ένα παράδειγμα από ένα χώρο όπου τα πράγματα έχουν κριθεί, θα
υπενθυμίσω πως τα εξαρτημένα αντανακλαστικά δεν είναι η τελική
θεωρία της ψυχολογίας, όπως διατείνονταν πολλοί πριν λίγα σχετικά
χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει
το σπουδαίο ρόλο των εξαρτημένων αντανακλαστικών στην ψυχική
ζωή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των ζώων.

Όταν ο κ. Ζούρος μάλιστα δηλώνει πως «πολλά υπολείπεται να


μάθουμε… Ίσως θα χρειασθεί να αναχθούμε σε νέες έννοιες, να
ανακαλύψουμε νέες (αναδυόμενες) ιδιότητες…» κλπ, νιώθω πως
στην ουσία μπορεί να είμαστε πολύ κοντά. Πιθανώς, δίνουμε αλλού
την έμφαση. Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλώνουμε πως αυτή είναι η
τελική θεωρία είτε όχι, εφόσον το βασικό ζητούμενο είναι να είμαστε
ανοιχτοί στο νέο εξ’ αντικειμένου δεν είμαστε πολύ μακριά.

Συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα

O Γάλλος μαθηματικός Emile Borel διατύπωσε τον βασικό νόμο


των πιθανοτήτων ως "Φαινόμενα με πολύ μικρές πιθανότητες δεν
συμβαίνουν".

Ο William Dembski θεωρεί πως η διατύπωση δεν είναι επαρκής


εφόσον λιγοπίθανα γεγονότα συμβαίνουν διαρκώς στη φύση. Οι
θέσεις π.χ. που παίρνουν ορισμένα χαλίκια που ρίπτονται στο δάπεδο
αποτελούν μια λιγοπίθανη διάταξη, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από
το πόσο δύσκολο θα ήταν να επαναληφθεί η διάταξη αυτή. Αυτό που
θα μπορούσε να θεωρηθεί πως δεν θα συμβεί, είναι το να ρίξεις τα
χαλίκια και να σχηματίσουν μετά την πτώση τους τη φράση "τι
ωραίος καιρός σήμερα". Οπότε ο Dembski επαναδιατυπώνει το νόμο
του Borel ως "καθορισμένα (specified) γεγονότα μικρής πιθανότητας
δεν συμβαίνουν κατά τύχη".

Αν εξετάσουμε τη δήλωση του Dembski με βάση το παραπάνω


παράδειγμα, θα παρατηρήσουμε πως είναι ακριβής στην περίπτωση
που θα ρίχναμε τα χαλίκια και θα ζητάγαμε από τη ρίψη να
σχηματίσει μια καθορισμένη φράση. Τότε, το κάθε χαλίκι θα έπρεπε
να πάρει θέση σε μια διάταξη. Κι αν το να πέσει σε μια θέση ένα
χαλίκι είναι λιγοπίθανο γεγονός, το να πέσουν όλα εκεί που πρέπει,
είναι απίθανο. Αν όμως η φράση δεν ήταν εκ των προτέρων
καθορισμένη, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως η διάταξή των
χαλικιών δεν δηλώνει κάτι στα κινέζικα ή δεν έχει το σχήμα ενός
αστερισμού; Για το λόγο αυτό, νομίζω πως και η διατύπωση του
Dembski δεν είναι επαρκής ως κριτήριο στο θέμα μας.

Κάτι που δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι ότι
εφόσον τα χαλίκια ριφθούν και βρεθούν σε κάποια διάταξη στο
έδαφος, η τυχούσα διάταξη, από μια άλλη οπτική, όχι μόνο δεν
αποτελεί λιγοπίθανο γεγονός αλλά βεβαιότητα. Αν όμως τα χαλίκια
μετά τη ρίψη στέκονταν το ένα πάνω στο άλλο έτσι ώστε να
αποτελέσουν μια στήλη, το γεγονός θα ήταν από κάθε περίπτωση
απίθανο.

Ας πάμε όμως σε ένα άλλο παράδειγμα από τη φυσική. Έστω ένα


δοχείο με νερό. Η μετατροπή του σε πάγο, συνεπάγεται πως τα
μόριά του συγκρούονται με τα μόρια του περιβάλλοντος, έτσι ώστε
να αποδίδουν ένα μέρος της κινητικής τους ενέργειας και να
καθίστανται βραδύτερα. Αυτό είναι εύκολο να συμβεί στις
περιπτώσεις που τα μόρια του περιβάλλοντος του είναι βραδύτερα
(αν το βάλουμε π.χ. στην κατάψυξη) και πολύ δύσκολο αν αυτά
είναι ταχύτερα (αν δηλαδή το δοχείο βρίσκεται σε ζεστό μέρος). Στη
δεύτερη περίπτωση, το νερό δεν θα παγώσει, αλλά δεν το αποκλείει
κανένας ειδικός νόμος της φυσικής. Σε κάποια επιλεκτική κρούση
είναι δυνατό το βραδύτερο μόριο να μεταφέρει μέρος της ενέργειάς
του στο γρηγορότερο. Απλά, αυτό δεν είναι το πιθανότερο. Το
πιθανότερο είναι το ταχύτερο να χάσει μέρος της ενέργειάς του, κι
όχι το βραδύτερο. Αυτός είναι ο λόγος που η θερμότητα ρέει
αυθορμήτως από τα ζεστά στα ψυχρά σώματα κι όχι αντίστροφα.

Επιδιώκοντας να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως τέτοιου είδους


συμβάντα δεν αποκλείονται από κάποιο ειδικό νόμο της φυσικής
αλλά από νόμους των πιθανοτήτων, στη Στατιστική φυσική του
Πολυτεχνείου του Berkley (ένα από τα πλέον έγκριτα εγχειρίδια
φυσικής) διατυπώνεται η πρόταση: αν περιμένει κανείς αρκετό
χρόνο δεν αποκλείεται να δει μια λίμνη να παγώνει εν μέσω
καλοκαιριού. Ομολογώ πως η φράση αυτή (όπως και ανάλογες, π.χ.
ότι μια καυτή τσαγιέρα θα μπορούσε να γίνεται πιο ζεστή και να
ψύχεται η βάση επί της οποίας ακουμπά) με βασανίζουν από όταν
είμαι φοιτητής. Ήταν ηλίου φαεινότερο πως αυτά τα γεγονότα δεν
ήταν απλά λιγοπίθανα που κανείς αν περιμένει αρκετά ίσως τα δει να
συμβαίνουν (όπως π.χ. να κερδίσει το λαχείο): τα γεγονότα αυτά
δεν συμβαίνουν ποτέ (όπως π.χ. να κερδίζει το λαχείο κάθε βδομάδα
για ένα εξάμηνο). Δεν θα δει δηλαδή κανείς το νερό να παγώνει ούτε
σε ένα ποτήρι νερό, ούτε σε μια δακτυλήθρα σε μια ζεστή μέρα. Κι
αν και τούτο δεν μπορεί να αποδειχθεί, η επιβεβαίωση είναι πως ποτέ
κανείς ανά τους αιώνες δεν ανέφερε πως έγινε μάρτυρας ενός
τέτοιου περιστατικού.

Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το γιατί. Το να αποδώσει ένα


μέρος της ενέργειάς του ένα βραδύτερο μόριο σε ένα ταχύτερο μετά
από μια κρούση είναι ένα λιγοπίθανο γεγονός. Κι αυτό μπορεί να
συμβεί. Στην περίπτωση όμως του να παγώσει το νερό στη λίμνη (ή
στη δακτυλήθρα) στη ζεστή μέρα, χρειάζεται να κάνουν το ίδιο ένας
τεράστιος αριθμός μορίων και μάλιστα αρκετά συγχρονισμένα.
Προφανώς, το να συμβεί ένα λιγοπίθανο ενδεχόμενο από το να
συμβούν συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα (ΣΛΕ) είναι
εξαιρετικά διαφορετικό πράγμα. Γεγονότα που για την πραγμάτωσή
τους απαιτείται να συμβούν συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα
είναι απίθανα (κι όχι λιγοπίθανα), δηλαδή, απλά, δεν συμβαίνουν
ποτέ στο φυσικό κόσμο. Κατά τη γνώμη μου λανθασμένα,
καταγράφονται κι αυτά ως λιγοπίθανα. Το γεγονός ότι ο όρος
"λιγοπίθανα" χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις, είναι που
προκαλεί τη σύγχυση ότι πρόκειται για ποιοτικά παρόμοια
ενδεχόμενα, παρ' ότι δεν είναι.

Είναι αλήθεια, πως στην πράξη, όλοι συμφωνούν πως συνδυασμένα


λιγοπίθανα ενδεχόμενα δεν συμβαίνουν ποτέ. Για να το πούμε
αλλιώς, κανείς δεν διαφωνεί με τον Paley ότι δεν μπορεί να
δημιουργήθηκαν και να συναρμολογήθηκαν από τυχαίες γεωλογικές
διεργασίες τα γρανάζια που φτιάχνουν ένα ρολόι. Αλλού μπορεί να
διαφωνεί κανείς με τον Paley. Εδώ και μια πέτρα ακόμα που είναι
ιδιόμορφα λαξεμένη δεν θεωρείται προϊόν ευνοϊκών τριβών, αλλά
εργαλείο πρωτόγονων ανθρώπων και γίνεται αντικείμενο μελέτης
των παλαιοντολόγων. Γι αυτό, ο μεγαλοφυής Δαρβίνος θεωρούσε
πως η θεωρία του θα κατέρρεε αν μπορούσε να αποδειχθεί πως ένα
όργανο κάποιου ζωντανού οργανισμού δεν θα μπορούσε να είχε
προκύψει από πολλές, διαδοχικές, μικρές τροποποιήσεις. Διέκρινε
δηλαδή πως θα ήταν αδύνατο να είχαν συμβεί από καθαρή τύχη
συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα. Προφανώς, αυτή η θεώρηση
προϋποθέτει την αποδοχή πως αν τα συνδυασμένα λιγοπίθανα
γεγονότα δεν λαμβάνουν χώρα ποτέ στο φυσικό κόσμο, το ίδιο
συμβαίνει και στον έμβιο. Κι η άποψη αυτή είναι απόρροια της
εμπειρικής διαπίστωσης πως οι φυσικοχημικοί νόμοι ισχύουν το ίδιο
καλά και στη βιολογία, χωρίς κάποιας μορφής vis-vitalis να θέτει
νέους κανόνες στο παιχνίδι των εμβίων. Στο παράδειγμα με τα
χαλίκια, ο Δαρβίνος θα ζητούσε όχι να προκύψει με μια ρίψη η
φράση "τι ωραίος καιρός σήμερα!" αλλά κάθε που ένα χαλίκι πέφτει
στη σωστή θέση να παραμένει και να ρίπτονται τα άλλα όσες φορές
χρειαστεί, έτσι ώστε να βρεθούν στις επιθυμητές θέσεις. Αυτό είναι
πράγματι εφικτό θεωρητικά.

Είναι αλήθεια πως κι οι σύγχρονοι επίδοξοι συνεχιστές του


Δαρβίνου κάτι ανάλογο διατείνονται. Η διαφορά ωστόσο έγκειται στο
ότι οι σύγχρονοι έχουν στη διάθεσή τους ένα πλήθος νέων
δεδομένων που δεν είχε ο Δαρβίνος. Τα δεδομένα αυτά, ιδιαίτερα
από την περιοχή της βιοχημείας, υποδεικνύουν πως είναι πολύ
δύσκολο να θεωρηθούν οι δομές και οι λειτουργίες των εμβίων ως
βήμα το βήμα κατασκευές, χωρίς να έχουν λάβει χώρα συνδυασμένα
λιγοπίθανα γεγονότα.

Ο Michel Morange καθηγητής Βιοχημείας στο Παν/μιο του Παρισιού,


οπαδός μιας σκληρής αναγωγικής αντίληψης, στο βιβλίο του
"Ιστορία της μοριακής βιολογίας" θέτει το ερώτημα: "ποια ήταν η
συνεισφορά της μοριακής βιολογίας για την κατανόηση των
μηχανισμών της πορείας της εξέλιξης;" Κι απαντάει: "σχεδόν καμία".
Προσπαθώντας να αποκαλύψει τις αιτίες γι αυτό αναφέρει ανάμεσα
σε άλλα: την "επιθυμία των περισσοτέρων μοριακών βιολόγων που
συναισθηματικά έκλιναν προς το νεοδαρβινισμό, να μην
αμφισβητήσουν τη θεωρία η οποία συνέβαλλε στη γέννηση της
επιστήμης τους και στην περαιτέρω εξέλιξή της." Για να μην
ανοίξουν "την πόρτα σε όλες τις ετερόδοξες θεωρίες... Αυτό σήμαινε
πως θα έμπαινε σε αμφισβήτηση η σύνθεση των απόψεων που
επιτεύχθηκε στη δεκαετία του 30. Το πιο πιθανό είναι ότι ο φόβος
μήπως κλονίσουν τα θεμέλια της επιστήμης οδήγησε πολλούς
μοριακούς βιολόγους να οπισθοχωρήσουν μπροστά στα τολμηρά
μοντέλα που οι ίδιοι είχαν αρχίσει να διατυπώνουν." Σε άλλο σημείο
δε αναφέρει: "Οι μοριακοί βιολόγοι, αισθανόμενοι πάντα κάποιο
χρέος απέναντι στο νεοδαρβινισμό ήταν προσεκτικοί στην κριτική
τους ακόμα και για τις πιο αφηρημένες πλευρές της θεωρίας αυτής".

Κι ενώ ο Michel Morange δεν παίρνει θέση για το ποια θα ήταν


πιθανώς η επίδραση των νέων δεδομένων από τη Βιοχημεία επί της
νεοδαρβινικής θεωρίας, ο Michael Behe (καθηγητής Βιοχημείας στο
Παν/μιο Lehigh της Pennsylvania) θεωρεί πως ουσιαστικά δεν
υπάρχει περιθώριο συνύπαρξής τους. Στο βιβλίο του Darwin's Black
Box παρουσιάζει παραδείγματα από το χώρο της βιοχημείας (όπως η
βιοχημεία της όρασης, το σκαθάρι βομβαρδιστής- που έχει
υπεροξείδιο του υδρογόνου και υδροκινόνη σε διαφορετικούς
χώρους και τα φέρνει με ειδική διάταξη σε επαφή όταν απειλείται
κάνοντας ένα καυτό μίγμα, οι πρωτεϊνικές μηχανές κίνησης όπως οι
βλεφαρίδες και τα μαστίγια, ο μηχανισμός πήξης του αίματος, ο
μηχανισμός που χρησιμοποιεί το κύτταρο για να μεταφέρει πρωτεΐνες
στα λυσοσώματα και πολλά άλλα) όπου η πολυπλοκότητα δομών και
λειτουργιών είναι εξ' αρχής τεράστια. Το εξ' αρχής σημαίνει πως δεν
μπορούν να βρεθούν μικρές πρόδρομες μορφές με λειτουργική αξία,
ώστε να επιλεγούν.

Προσωπικά θεωρώ πως μπορεί κανείς να αντλήσει παραδείγματα από


τρία τουλάχιστον επίπεδα από το χώρο της βιολογίας όπου
λαμβάνουν χώρα γεγονότα που απαιτούν ΣΛΕ:

1. το προκυτταρικό και ενδοκυτταρικό επίπεδο (από τους ιούς έως


το τεράστιο πλήθος ενδοκυτταρικών δομών και λειτουργιών)

2. το επίπεδο των ιστών, των οργάνων και του οργανισμού (για τη


δομή και τη λειτουργία τους ως ξεχωριστών μονάδων αλλά και ως
μέρη ευρύτερων συνόλων. Έν προκειμένω θα έπρεπε, όταν ένα
αρχέγονο κύτταρο μεταλλάσσονταν έτσι ώστε να γίνει ικανό να
αποστείλει κάποιο σήμα, το άλλο θα έπρεπε να μεταλλαχθεί
ανεξάρτητα ώστε να καταστεί ικανό να αξιοποιήσει το σήμα και τα
δύο αυτά περιστατικά να αποτελέσουν κάποια αλλαγή που μπορεί να
διακρίνει η φυσική επιλογή. Αυτά όμως είναι το δίχως άλλο ΣΛΕ)

3. στο επίπεδο των σχέσεων των οργανισμών με το περιβάλλον


τους (εδώ θα ανήκαν οι αράχνες και οι φερομόνες τους, η χρήση
βοτάνων από τα ζώα, το αυγό των πιγκουίνων στον πάγο κλπ).

Όμως, έχω πειστεί πως ορισμένοι, δεν έχουν πρόβλημα στο να


κατασκευάζουν οποιαδήποτε αυθαίρετη ιστορία, οσοδήποτε απίθανη
κι αν είναι, τέτοια που να επιτρέπει την υπόθεση των σταδίων,
δηλαδή των απλών λιγοπίθανων ενδεχόμενων. Δυστυχώς, απ' ότι
δείχνει ο ανάλογος διάλογος που αναπτύσσεται διεθνώς, φαίνεται
πως ούτε η βιοχημεία μπορεί να βοηθήσει να συμφωνήσουμε. Όσο
απίθανες κι αν είναι οι ιστορίες για το πώς είναι δυνατό να
δημιουργούνται δομές και να επιτελούνται λειτουργίες, πέραν κάθε
φαντασίας πολύπλοκες, θα βρεθεί πάντα κάποιος ευφάνταστος να τις
εικάσει.

Γι αυτό, ας σκεφτούμε λίγο διαφορετικά πάνω σε ένα


πολυσυζητημένο παράδειγμα, την όραση. Ο Δαρβίνος, κι όλοι οι
μεταγενέστεροι, αναφέρονται στο ότι μπορεί κανείς να βρει στο
ζωικό βασίλειο από απλή φωτοευαισθησία έως το μάτι του γερακιού,
κι ένα σωρό ενδιάμεσες ανατομικές και λειτουργικές μορφές, πράγμα
που επιτρέπει την υπόθεση της βήμα το βήμα εξέλιξης. Ο Δαρβίνος
όμως υπέθετε ότι η πρώτη μορφή, αυτή που θα μπορούσε να
θεωρηθεί ως "απλή φωτοευαισθησία", θα ήταν πραγματικά απλή.
Σήμερα ξέρουμε πως δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλή. Για να
υπάρξει η στοιχειωδέστερη φωτοευαισθησία, που σημαίνει από
αισθητήρες φωτός έως συσκευές αξιοποίησης της πληροφορίας,
απαιτούνται βιοχημικές διεργασίες ουρανομήκους πολυπλοκότητας
για τις οποίες δεν υπάρχει κανένα προστάδιο που να είναι
λειτουργικό έτσι ώστε να επιλεγεί.

Δεν είναι βέβαια εδώ ο κατάλληλος τόπος για μια πλήρη


παρουσίαση της βιοχημείας της όρασης, την οποία μπορεί να βρει ο
καθένας σε ένα σχετικό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο. Ξέρουμε εξ'
άλλου πως ούτε κι αυτό το επιχείρημα κρίνει τη συζήτηση. Αν
μπορούσε, η σχετική συζήτηση μεταξύ των επαϊόντων θα είχε
τελειώσει.

Ας προβληματιστούμε λοιπόν λίγο διαφορετικά. Τι θα έπρεπε


να περιλαμβάνει χονδροειδώς ένα φωτοευαίσθητο φυσικό σύστημα,
ποια θα μπορούσε να είναι η πιο απλή και χρήσιμη φωτοευαισθησία
στο φυσικό κόσμο; Ένα υλικό του οποίου οι ιδιότητες θα
μεταβάλλονται όταν προσπίπτει πάνω του φως, μια κατάλληλη
συνδεσμολογία που να μεταφέρει κάποια πληροφορία σχετική με τις
μεταβολές του φωτοευαίσθητου υλικού (π.χ. καλώδια μεταφοράς
ηλεκτρικού ρεύματος συνδεδεμένα κατάλληλα) και μια μονάδα
αξιοποίησης των πληροφοριών μεταβολής, (π.χ. ένα πηνίο μέσα σε
μαγνητικό πεδίο για την πρόκληση κάποιας στοιχειώδους
«αντίδρασης»). Είδε ποτέ κανείς κάτι ανάλογο να έχει φτιαχτεί από
τυχαίες διεργασίες στο φυσικό κόσμο; Κάτι δηλαδή όπως ο
φωτοδιακόπτης, το φωτοκύτταρο, η φωτοκυψέλη ή έστω η
φωτογραφική μηχανή; Καμιά μηχανή, ούτε μια σφεντόνα ή μια
λαξεμένη πέτρα, δεν δημιουργείται τυχαία στο φυσικό κόσμο.
Προφανώς, λόγω του ότι γι αυτές απαιτούνται συνδυασμένα
λιγοπίθανα ενδεχόμενα, που όπως είπαμε δεν συμβαίνουν ποτέ. Στα
έμβια όντα όμως, οι απείρου πολυπλοκότητας μηχανές φαντάζουν
κοινοτοπία.

Γιατί άραγε υφίσταται αυτή η διαφορά; Ως γνωστόν

Οι δύο πιο δημοφιλείς εξηγήσεις είναι

Η δαρβινική, που υποστηρίζει πως μόνο μια φορά και κατ' εξαίρεσιν
συνέβη κάτι απίθανο: η εμφάνιση της ζωής. Είναι πολύ
χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Δαρβίνος ήταν πρόθυμος να αποδόσει
την προέλευση της ζωής στο Δημιουργό. Όπως έγραφε ο ίδιος: "Σ'
αυτή τη θεώρηση για τη ζωή με τις διάφορες δυνάμεις της, που
εμφυσήθηκε αρχικά σε μια ή σε λίγες μορφές, υπάρχει κάποιο
μεγαλείο καθώς ο πλανήτης κινείται σύμφωνα με το σταθερό νόμο
της βαρύτητας, από αυτό το απλό ξεκίνημα προέκυψαν και
εξελίσσονται αναρίθμητες μορφές, πανέμορφες και αξιοθαύμαστες".

Σύμφωνα με τη δαρβινική άποψη, εκτοτε, δεν απαιτούνται ΣΛΕ και


η πολυπλοκότητα αναδεικνύεται μέσα από την επιλογή απλών
λιγοπίθανων ενδεχομένων. Η θεώρηση αυτή είναι αλήθεια πως έχει
ως πολύ δυνατό σημείο το ότι δεν έχει ανάγκη νέων νόμων για να
ερμηνεύσει τα βιολογικά φαινόμενα. Έχει όμως ως αδύνατο σημείο,
εκτός της αρχικής προέλευσης της ζωής, το ότι δεν αναγνωρίζει πως
τα έμβια όντα δημιουργούν διαρκώς μηχανές που πριν ακόμα είναι
διαθέσιμες σε οποιαδήποτε επιλογή απαιτούν να έχουν λάβει χώρα
συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα, δηλαδή είναι απίθανες.

Η δεύτερη άποψη είναι εκείνη του σχεδιασμού. Η άποψη αυτή έχει


ως κύριο πλεονέκτημα ότι δεν στρέφει την πλάτη στην αρχή πως
συνδυασμένα λιγοπίθανα ενδεχόμενα δεν πραγματοποιούνται κατά
τύχη, έχει όμως ως μεγάλο μειονέκτημα ότι απαιτεί Σχεδιαστή, με
απολύτως αυθαίρετο τρόπο και χωρίς να έχει καμιά δυνατότητα
σκιαγράφησης των χαρακτηριστικών του. Δεν μπορεί να μη
σημειωθεί ακόμα, πως η λύση αυτή είναι η πιο "δοκιμασμένη" και η
πλέον ατελέσφορη ιστορικά, εφόσον σε όλη την διάρκεια του
ανθρώπινου πολιτισμού κάθε δυσερμήνευτο φαινόμενο θεωρούνταν
έργο κάποιας δημιουργού θεότητας. Δεν γνωρίζω καμιά από τις
εκατοντάδες χιλιάδες θεότητες που έχουν υπάρξει στην ιστορία του
ανθρώπινου πολιτισμού να έχει βοηθήσει στο ελάχιστο την
κατανόηση του κόσμου. Αντιθέτως, μας θέτει ένα πλήθος ερωτήματα
για το ρόλο και την περίεργη βούληση που θα όφειλε να έχει ο
Σχεδιαστής.

Είναι αλήθεια πως κάποιοι από τους επιστήμονες που εισηγούνται


πως πίσω από τα έμβια όντα δεν μπορεί παρά να βρίσκεται
σχεδιασμός, δεν θεωρούν ότι είναι σε θέση να προσδιορίσουν
οτιδήποτε σε σχέση με το σχεδιαστή. Το μόνο που ξέρουμε,
διατείνονται είναι ότι τα φαινόμενα που εμφανίζονται στον έμβιο
κόσμο είναι απολύτως απίθανα κι άρα απαιτείται να έχουν προκύψει
από κάποιας μορφής σχεδιασμό. Κατά τη γνώμη μου όμως, οι
ερευνητές αυτοί, παρ' ότι πράγματι έχουν κάνει ένα τολμηρό βήμα
μπροστά αμφισβητώντας την παλαιά πλέον θεωρία, έκαναν
ταυτόχρονα δυο βήματα πίσω, υιοθετώντας κάτι εις έτι παλαιότερον
και χρεοκοπημένο.

Όχι στο “δικομματισμό”

Νομίζω πως και οι δυο απόψεις, τόσο η νεοδαρβινική που προσπαθεί


να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, όσο και εκείνη του ευφυούς
σχεδιασμού που τα φορτώνει στον κόκορα, είναι δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος. Και οι δυο ερμηνείες είναι προϊόντα της ίδιας επιθυμίας
για τελική θεωρία και συνολική περιγραφή, παρ' ότι αυτή δεν είναι
εφικτή. Κατά τη γνώμη μου οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν
μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, γιατί μας λείπει κάτι πολύ
σημαντικό, κάτι πολύ ουσιώδες.

Η υπαρξιακή ανάγκη για μια καθολική θεωρία του πού βρισκόμαστε


και πού πηγαίνουμε, τι είναι ο κόσμος, η ζωή κι ο θάνατος, είναι
προφανής και σεβαστή. Με βάση αυτή την ανάγκη έχουν συσταθεί
αμέτρητες τελικές υλιστικές θεωρήσεις, πως τα πάντα είναι μίξη
νερού, φωτιάς, γη, αέρα, ατόμων, στοιχειωδών σωματίων
βιολογικών χυμών: αίματος, φλέγματος, χολής, κλπ, κλπ, ενώ έχουν
επιστρατευτεί περίπου 100.000 θεότητες για τον ίδιο σκοπό από
εκείνους που προτιμούν μια άυλη τελική θεωρία.

Η ιστορία δείχνει πως οι άνθρωποι σπανίως είχαν τη δυνατότητα να


πουν "ως εδώ φτάνουν οι γνώσεις μας. Ας μην βγάλουμε το
συμπέρασμα πως ο ελέφαντας είναι σαν φίδι επειδή πιάσαμε την
ουρά του". Η υπαρξιακή ανάγκη για τελικές θεωρίες συνήθως
υπερέβαινε την επιστημονική σύνεση. Είναι προφανές πως Ούτε
σήμερα έχουμε τα εφόδια για τελική θεωρία. Μπορούμε άραγε να
αποκτήσουμε τη σύνεση και την ωριμότητα της αδυναμίας; Μιας
αδυναμίας εξ' άλλου, που κραυγάζει εκκωφαντικά.

Τα εξ' αγνοίας επιχειρήματα: Arguments from ignorance

Η ανάγκη να είναι η θεωρία τους η τελική θεωρία, οδηγεί τους


οπαδούς της, κάθε που η μυθοπλαστική τους δυνατότητα
εξαντλείται, να επιστρατεύουν με τη μορφή του επιστημολογικού
επιχειρήματος ότι η θεωρία τους δεν μπορεί να τρωθεί επειδή δεν
ξέρουμε πώς μπορεί να έχει συμβεί κάτι. Τα "arguments from
ignorance" αντί να συνιστούν επιφυλάξεις για τα όρια της θεωρίας,
καθίστανται το τελευταίο στήριγμα της συντηρητικής καθήλωσης.
Άραγε, ο χαρακτηρισμός τους ως επιχειρήματα αγνοίας δίνει το
δικαίωμα την αγνόησής τους; Τι δείχνει η ιστορία γι' αυτό;

Κατ' αρχήν, ότι η ομολογία άγνοιας όταν σπανίως γινόταν, ήταν


σαφώς μια πράξη σοφίας:

Λίγο πριν πεθάνει, ο Γαλιλαίος δηλώνει ότι, όσον αφορά στην ουσία
του φωτός, ο ίδιος εξακολουθεί να βρίσκεται στο σκοτάδι. Τρεις
αιώνες μετά, και αφού πρώτα είχε καθοριστικά συμβάλει στην
κατανόηση του φωτός, το ίδιο περίπου θα δηλώσει κι ο Αλβέρτος
Αϊνστάιν. (63) Μέχρι σήμερα, δεν ξέρουμε περισσότερα για τη φύση
του φωτός, όσο κι αν οι νεοφώτιστοι φυσικοί νομίζουν πως τα είδαν
όλα.
Πώς να μη θυμηθούμε για μια ακόμη φορά το Μεντελέγιεφ που
λέγοντας πως κανένα γνωστό στοιχείο δεν πληροί τις προϋποθέσεις
για ορισμένες θέσεις του περιοδικού του πίνακα, τις άφησε κενές; Το
μέλλον τον δικαίωσε πλήρως, εφόσον τα στοιχεία που υπέθεσε πως
έλειπαν πράγματι ευρέθησαν και δη με ιδιότητες κοντινές σε αυτές
που είχε υποθέσει.

Αντίθετα, ήταν οι δηλώσεις επάρκειας που όλες μα όλες


διαψεύσθηκαν στην πράξη:

Το κλασσικό θεωρητικό οικοδόμημα διακρινόταν από θαυμαστή


οικονομία, ενότητα και συνθετική ομορφιά... "Όλοι οι θεμελιώδεις
νόμοι και τα δεδομένα της φυσικής επιστήμης" έγραψε με
χαρακτηριστική αισιοδοξία το 1899 ο A. Michelson "έχουν ήδη
ανακαλυφθεί. Και είναι τόσο σταθερά εδραιωμένοι, ώστε η
πιθανότητα να ανατραπούν κάποτε, σαν αποτέλεσμα νέων
ανακαλύψεων είναι τελείως μακρινή"

Οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις πίστευαν ότι είχαν δημιουργήσει μια


περίπου τέλεια κοινωνία που θα διαρκούσε για πάντα. Κάποια μικρά
προβλήματα που παρέμεναν επρόκειτο γρήγορα να επιλυθούν... Για
το μεγάλο μαθηματικό Laplace, το Σύμπαν ήταν μια ακριβής μηχανή,
ένα κοσμικό ρολόι που κάποια στιγμή μπήκε σε κίνηση. Από τότε η
ιστορία είναι προκαθορισμένη μέχρι και την τελευταία της
λεπτομέρεια. 134

"Η φυσική" έγραφε γύρω στα 1900 ο Λόρδος Kelvin "έχει πια λύσει
τα θεμελιακά της προβλήματα. Από τώρα και μπρος δεν θα είναι
παρά απλή εφαρμογή των γενικών νόμων. Μένουν βεβαίως μερικά
θεματάκια που δεν τα έχουμε κατανοήσει πλήρως. Η ακτινοβολία του
μέλανος σώματος, οι φασματικές γραμμές των αερίων..."134

Είναι άκρως εντυπωσιακό και ιδιαίτερα χρήσιμο για τη συζήτησή μας:


ακριβώς τα σημεία που προσδιόρισε ως "θεματάκια που δεν έχουμε
κατανοήσει πλήρως" ο Λόρδος Kelvin ήταν και τα σημεία από τα
οποία ξεκίνησε η κβαντομηχανική επανάσταση. Ο εξαιρετικός αυτός
φυσικός, κατανοούσε τι δεν μπορεί να κατανοήσει. Με το ίδιο
ακριβώς σκεπτικό που οι σημερινοί νεοδαρβινιστές θεωρούν πως τα
"arguments from ignorance" δεν λένε τίποτε για την επάρκεια της
θεωρίας τους, ήταν σίγουρος πως στο μέλλον η θεωρία του θα
αποδεικνυόταν επαρκής και η απάντηση θα δινόταν στα πλαίσιά της.
Σήμερα όλοι συμφωνούν πως ο Λόρδος Kelvin έκανε λάθος, δεν
συμφωνούν όμως όλοι πως οι νεοδαρβινιστές βαδίζουν σε απολύτως
επισφαλή δρόμο ακολουθώντας την ίδια ακριβώς γραμμή. Η
υποτίμηση των ερμηνευτικών κενών δεν δικαιώνεται ιστορικά.
Συχνά, από τα «δύσκολα σημεία» ξεκίνησαν οι επαναστάσεις και οι
θεωρητικές ανατροπές.

Είναι αλήθεια πως το να προσπαθεί ένας επιστήμονας να κατανοήσει


τα φαινόμενα με βάση μια πετυχημένη θεωρία όχι μόνο δεν είναι
λάθος, αλλά είναι μάλλον επιβεβλημένο. Το πρόβλημα δημιουργείται
αφ' ης στιγμής καθηλώνεται στις απόψεις και τις προσδοκίες του και
δεν είναι ικανός να δει ότι η προσπάθεια είναι ανέφικτη, είτε
αδυνατεί να δει το νέο που αρχίζει να ξεπροβάλλει. Κι αυτό δεν
αφορά μόνο τους μέτριους αλλά και τους μέγιστους και τις
μεγαλοφυίες.

Ο Maxwell πίστευε στην ύπαρξη του αιθέρα, χωρίς εν τούτοις να τον


χρησιμοποιεί στους υπολογισμούς του ή να χρειάζεται την παρουσία
του στις εξισώσεις που διατύπωσε. Ανάλογη όμως βεβαιότητα είχε
και ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Henri Poincare
"Δεν υπάρχει πια αμφιβολία" έγραψε "ότι τα φωτεινά κύματα
συνίστανται από ηλεκτρικές ταλαντώσεις στον διαποτίζοντα τα πάντα
αιθέρα" 126

Η προσωπική καθήλωση ενός επιστήμονα έχει οπωσδήποτε κόστος.


Συχνά όμως αυτή επεκτείνεται και σε παρεμπόδιση των άλλων,
ολόκληρης της πορείας προς την επιστημονική πρόοδο.

Κι ενώ η κυματική θεώρηση που πρότεινε ο Huygens ερμήνευε


πειστικά πολλές από τις ιδιότητες του φωτός, υπό την βαρειά σκιά
του Νεύτωνα, οι ιδέες του παρέμειναν στο περιθώριο. 110 Ανάλογα,
ο Thomas Young, ο πρωτοπόρος της κυματικής θεωρίας υπήρξε
τέρας γνώσεων, αλλά και διανοούμενος με κλίση προς το ωραίο...
Ούτε όμως το κύρος του ούτε οι αλήθειες που αποκάλυπταν τα
πειράματά του... αρκούσαν για να κλονίσουν άμεσα τις σωματιδιακές
απόψεις για το φως. 113

«Πόσο τυφλώνονται καμιά φορά οι μεγαλοφυίες» λέει ο Γ.


Γραμματικάκης σχολιάζοντας την επιμονή του Νεύτωνα να
προσπαθεί να ερμηνεύσει με βάση τη σωματιδιακή θεωρία του τα
φαινόμενα συμβολής.

"Όλα νομίζω εξαρτώνται από το κύρος με το οποίο περιβάλλονται


ορισμένες ανακαλύψεις" σχολιάζει ο βιολόγος Henri Atlan. "Ο
Προύσινερ μελετούσε τη σκράπη, μια ασθένεια των προβάτων, που
κανένα δεν ενδιέφερε, και θα συνέχιζε να θεωρείται πως
διακατέχεται από παραλήρημα με την ιστορία του για τα πριόνς" αν
δεν προέκυπτε η ασθένεια των τρελών αγελάδων. Ως γνωστόν, κατά
την κρατούσα άποψη, ένας μολυσματικός παράγων θα έπρεπε να
φέρει μόρια DNA και ήταν αδύνατο να αποτελείται μόνο από
πρωτεΐνες. Έλα όμως που δεν ήταν...
Θα παραλείψω το κεφάλαιο τι μπορεί να λείπει. Πρόκειται για μια
επιγραμματική διατύπωση ιδεών που έχουν ήδη εμφανιστεί στη
βιολογία κομίζοντας υποσχέσεις για το επαναστατικά καινούργιο.
Επειδή όμως αυτό που θα δείξει το μέλλον ως την επανάσταση στην
αντίληψή μας πιθανότατα θα είναι κάτι που ούτε φανταζόμαστε
τώρα, θεωρώ πως η εικοτολογία δεν είναι και πολύ γόνιμη
ενασχόληση. Πριν πάω στον επίλογο, θα πω μόνο μια πρόταση
"μελλοντολογική" χωρίς να επιχειρηματολογήσω και πολύ υπέρ της:

Πιθανώς, υπάρχουν μορφές επικοινωνίας που δεν έχουμε


ανακαλύψει. Αγνοούμε τρόπους με τους οποίους τα συστήματα
ανταλλάσσουν και αξιοποιούν πληροφορία.

Επίλογος

Νομίζω πως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τελικές θεωρίες. Τις


αυθόρμητες ή επεξεργασμένες φιλοσοφίες των πάντων. Όπως δεν
μπορούμε να μην έχουμε μια εικόνα του πού βρισκόμαστε, πού
πατάμε, ποιο είναι το πάνω, το κάτω, ποιος είναι ο εαυτός μας σε
ποιο περιβάλλον. Δεν είναι αφελείς οι άνθρωποι που δημιουργούν ή
ενστερνίζονται τελικές θεωρίες. Υπακούνε απλά στην μεγάλη
ψυχολογική ανάγκη τους.

Αν δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς τελικές θεωρίες, ας τις


φτιάχνουμε. Ας κάνουμε μόνο προσπάθεια να τις διατηρούμε
ανοικτές. Πράγμα πολύ δύσκολο βέβαια και δεν ξέρω μήπως είναι και
ασυμβίβαστο με την καλή ψυχική υγεία (αυτή που θέλει ένα
σημαντικό βαθμό ψευδαισθήσεων, απωθήσεων, ωραιοποιήσεων,
βεβαιότητας κλπ). Κάπως δηλαδή όπως καταφέρνουμε να
σκεφτόμαστε πως αυτό που βλέπουμε σα νερά στην άσφαλτο
μπροστά μας είναι αποτέλεσμα της διάθλασης του φωτός στα
διαφορετικής θερμοκρασίας και οπτικής πυκνότητας στρώματα του
αέρα. Βλέπουμε νερά, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά
ξέρουμε πως το πιθανότερο είναι πως δεν είναι νερά (πάντα υπάρχει
μια πιθανότητα να είναι πράγματι νερά). Ας έχουμε την τελική
θεωρία. Ας έχουμε την ψυχική κάλυψη που χρειαζόμαστε απ' αυτήν,
αλλά ας είμαστε ανοιχτοί, σε κάποια άλλη "γωνία" του μυαλού μας
πως μπορεί κάτι άλλο να συμβαίνει.

Οι σύγχρονοι μάνατζερ διδάσκουν πως τα στελέχη των επιχειρήσεων


πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύσσονται σε συνθήκες
αναγνωρισμένης αβεβαιότητας. Θα μπορούσαμε άραγε να δεχθούμε
την ανοιχτότητα και την αβεβαιότητα ως μέρος της ίδιας της τελικής
θεωρίας; Όχι σαν το Ζακ Μονό που έφτιαξε την πιο τελική και
κατηγορηματική θεωρία πως είμαστε μόνοι σαν τους γύφτους σε ένα
παγερό σύμπαν, ως τραγικά παιχνίδια της τύχης και των φυσικών
νόμων, αλλά σαν το Σωκράτη, που έχοντας απόψεις επί παντός του
επιστητού, είχε τη σύνεση να δηλώνει πως "εν οίδε, ότι ουδέν οίδε".

Δεν ξέρω αν γίνεται. Νομίζω όμως πως αξίζει να προσπαθήσουμε,


στο επίπεδο της ψυχολογίας (γιατί εκεί είναι το κύριο πρόβλημα) να
συμφιλιωθούμε με το προσωπικό μας πέρασμα από τη ζωή ως
αγνώστου ταυτότητας ευκαιρία.
Εγώ, το Ρομπότ: Η Επιστροφή των
Ρομποτόφιλων

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ
Ξυλόκαστρο, 9 Ιουλίου 2007

Έχω την εντύπωση πως ξεκινήσαμε με ένα στημένο ερώτημα,


καταδικασμένο να οδηγεί σε ψεύτικα παράδοξα και να μείνει
αναπάντητο, και πως δυσκολευόμαστε να το ελευθερώσουμε από τις
προκαταλήψεις της αρχικής του διατύπωσης.

Ελπίζω στη σημερινή μου ομιλία να κάνω σαφές γιατί έχω αυτήν την
εντύπωση και να βοηθήσω ώστε να ξεπεράσουμε το σκόπελο της
επιφανειακής ασυνεννοησίας. Ειπώθηκε πέρσι, προς το τέλος της
συνάντησής μας, πως δεν κάνουμε διάλογο αλλά λέει ο καθένας
λίγο-πολύ τα δικά του και δεν πάμε πουθενά. Για το λόγο αυτό
αποφάσισα να μην προσθέσω κάτι νέο με τη σημερινή μου
παρέμβαση, αλλά να απαντήσω στην περσινή ομιλία του Ανδρέα
Παπανικολάου, εντοπίζοντας σημεία συναίνεσης και σημεία
απόκλισης. Διάλεξα την ομιλία του Ανδρέα διότι φαίνεται να
τοποθετείται σε μια διαμετρικά αντίθετη θέση από τη δική μου,
δηλαδή διαφωνούμε σε βασικά ζητήματα, άρα υπάρχουν διαφορές
να εξεταστούν. Όμως παρόλα αυτά οι περισσότερες θέσεις του
Ανδρέα είναι ξεκάθαρα διατυπωμένες, σαφείς, και μέσα σ’ ένα
πλαίσιο τέτοιο που νομίζω πως μπορώ να τις καταλάβω και να πω
κάτι ως απάντηση, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω σ’ ένα
ψυχαναλυτικό, θεολογικό ή λογοτεχνικό κείμενο.

Το σχέδιο της παρέμβασής μου είναι να σκιαγραφήσω την πορεία της


ανάπτυξης των θέσεων του Ανδρέα στο συγκεκριμένο κείμενο, να
ασκήσω κριτική σε επιμέρους σημεία με τα οποία διαφωνώ, και στο
τέλος να αναφερθώ στον πυρήνα των θέσεων, αναπτύσσοντας σε
αντιπαράθεση τις δικές μου, «ρομποτικές», θέσεις. Θα σταθώ
περισσότερο στα σημεία που διαφωνούμε, με κίνδυνο να δοθεί η
εντύπωση πως διαφωνώ με τα πάντα. Παρότι υπάρχει πολύ κοινό
έδαφος, νομίζω πως είναι χρησιμότερο να ασχοληθούμε με τις
διαφορές παρά με τις ομοιότητες.

Θα αρχίσω με δύο αφορισμούς του Ανδρέα, οι οποίοι δείχνουν τη


διαφορετικότητα του σημείου αφετηρίας του από το δικό μου. Ο
πρώτος είναι ότι θεωρεί πρόβλημα για οποιαδήποτε θεωρία «ότι ήταν
γραφτό να πω αυτήν εδώ τη στιγμή ακριβώς αυτό που λέω και όχι
κάτι έστω και ελάχιστα αλλιώτικο». Ο δεύτερος είναι ότι «οι αξίες και
πεποιθήσεις περί πραγμάτων δεν αποδίδονται με αλγόριθμους». Λέω
ότι πρόκειται για αφορισμούς διότι δεν βλέπω καμία απόδειξη, ούτε
καν επιχείρημα, που να υποστηρίζει τις θέσεις αυτές. Μου φαίνονται
σαν a priori κρίσεις, λίγο-πολύ ταμπού, που χρησιμοποιούνται για να
περιορίσουν το είδος των απαντήσεων που επιτρέπεται να δώσουμε
στις σημαντικές ερωτήσεις. Όμως οι κρίσεις αυτές δεν ανήκουν εδώ.
Για παράδειγμα, το αν «ήταν γραφτό», δηλαδή αν το σύμπαν είναι
ντετερμινιστικό, δεν είναι θέμα της προσωπικής μας γνώμης και
προτίμησης, ούτε της βιολογίας ούτε της συνείδησης. Είναι κάτι που
πρέπει να απαντήσει η φυσική. Αν η τυχαιότητα που βλέπουμε
σήμερα σε κβαντικό επίπεδο μπορεί να αποδοθεί σε
ντετερμινιστικούς νόμους, που δεν τους γνωρίζουμε ακόμα, τότε
καθετί ήταν γραφτό από τη στιγμή της γέννησης του σύμπαντος είτε
μας αρέσει είτε όχι. Αν η τυχαιότητα είναι θεμελιακή και έχει
μακροσκοπικές επιπτώσεις τότε τίποτα δεν ήταν γραφτό, πάλι είτε
μας αρέσει είτε όχι. Ο λόγος που δεν υποστηρίζω το ένα ή το άλλο
είναι αφενός γιατί δεν γνωρίζω τη σωστή απάντηση, και αφετέρου
γιατί πιστεύω ότι η σωστή απάντηση δεν έχει σημαντικές συνέπειες
για το αντικείμενο της συζήτησής μας, όσο κι αν μας φαίνεται
προτιμότερη η μια ή η άλλη εκδοχή.

Ο δεύτερος αφορισμός αναφέρεται σε αξίες και πεποιθήσεις,


πράγματα που δεν ξέρουμε τι είναι. Τουλάχιστον δεν το ξέρουν οι
ψυχολόγοι και γνωσιακοί επιστήμονες που προσπαθούν να τα
μελετήσουν. Το να λέμε σήμερα αν οι αξίες αποδίδονται ή όχι με
αλγόριθμους το βρίσκω πρόωρο. Το αν οποιαδήποτε νοητική
διεργασία αποδίδεται με αλγόριθμους, και τι είδους αλγόριθμοι θα
΄ταν αυτοί, είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό ερώτημα,
το οποίο ελπίζω κάποτε ν’ απαντηθεί. Προς το παρόν πιστεύω πως
δεν πρέπει να αποφασίζουμε χωρίς στοιχεία ποια είναι η απάντηση
και να τη χρησιμοποιούμε μετά για να υποστηρίξουμε άλλες θέσεις,
διότι το αποτέλεσμα είναι να μένουν και οι άλλες θέσεις αστήρικτες.

Βάζοντας στην άκρη αυτές τις επιμέρους τοποθετήσεις, το διάγραμμα


της ανάπτυξης των θέσεων που εκφράζονται στην περυσινή ομιλία
του Ανδρέα είναι το εξής: Καταρχήν αναφέρεται η ύπαρξη
υποκειμενικών εμπειριών στον άνθρωπο, ως φαινόμενο προς
εξήγηση, στο πλαίσιο της εξέλιξης του είδους. Τίθεται το ερώτημα
του σκοπού που εξυπηρετεί η υποκειμενικότητα, για να έχει εξελιχθεί
με φυσική επιλογή ως αρμοστικό γνώρισμα. Αναγνωρίζεται ότι η
επίγνωση δεν συνάδει πάντα με την πράξη, και εξετάζονται δύο
ενδεχόμενα για τις αποκλίσεις: το ένα είναι ο δυϊσμός, ο οποίος
χαρακτηρίζεται προβληματικός χωρίς να απορρίπτεται, και το άλλο
χαρακτηρίζεται απαξιωτικά ως «ρομποτάκια» που ακολουθούν μόνο
τους νόμους της φυσικής. Παρατίθενται συγκινησιακές επικλήσεις
στα πολιτικά ή σεξουαλικά δικαιώματα που θα ήμασταν διατεθειμένοι
να παραχωρήσουμε σε ένα υποθετικό μελλοντικό κατασκεύασμα της
ρομποτικής, το Βασιλάκη απ’ τ’ Άνω Λιόσια. Και ενώ ρητά
αναφέρεται πως δεν μπορούμε να είμαστε λιγότερο ή περισσότερο
σίγουροι για το αν ο Βασιλάκης έχει συνείδηση ή όχι, απ’ όσο είμαστε
σίγουροι ο ένας για τον άλλο, η συζήτηση ξαφνικά μεταφέρεται στο
σκοπό της συνείδησης. Υποστηρίζεται πως η εξελικτική ανάδυση της
συνείδησης αποτελεί παράδοξο. Εν συνεχεία ακολουθεί ένα τμήμα
του κειμένου όπου παρατίθενται ορισμένα προβλήματα για το
Βασιλάκη: αν διαθέτει τάση αυτοπροστασίας, αν είναι η τάση αυτή
συνειδητή, αν είναι γενετική, και πώς προέκυψε γενικά η δομή και η
τάξη στην έμβια ύλη κατά την εξέλιξη. Παρατίθεται ο αφορισμός περί
ντετερμινισμού που προανέφερα και το λανθασμένο επιχείρημα των
δημιουργιστών για την αύξηση της εντροπίας. Και το κείμενο
τελειώνει με αναφορές στις ενδεχόμενες δυνατότητες μιας τεχνητής
νοημοσύνης να προσεγγίσει την ανθρώπινη νοημοσύνη, στις οποίες
θα αναφερθώ παρακάτω.

Αυτή είναι με δυο λόγια η πορεία του κειμένου: χτίζει καταρχήν τη


θέση ότι αν δεν ισχύει ο δυισμός τότε πρέπει να είμαστε αυτόματα,
και εν συνεχεία πυροβολεί εναντίον του προφανούς συμπεράσματος
(ότι άρα είμαστε αυτόματα). Η αυτοπαγίδευση στη γωνία με το
παράδοξο ακολουθεί τη συνταγή της αρχικής ερώτησης που τέθηκε
για το συμπόσιο αυτό, στην οποία θεωρείται εκ των προτέρων
δεδομενο πως η χαρά μας θα εξανεμιστεί αν μάθουμε ότι η χαρά
είναι εγκεφαλική λειτουργία και όχι κάτι άλλο, άφατο. Η δικιά μου
θέση είναι η αντίθετη: αποδεχόμαστε το συμπέρασμα του
«αυτόματου» και αξιοποιούμε τις διαθέσιμες ενδείξεις για να
διερευνήσουμε πώς, με ποιους εγκεφαλικούς μηχανισμούς, μια
βιολογική μηχανή έχει τη νόηση που έχουμε και τη συνείδηση για
την οποία συζητάμε, και πώς παράγει τη χαρά που νιώθουμε όποτε
βρίσκουμε την απάντηση σε ένα δύσκολο ερώτημα, σαν το ερώτημα
του πώς παράγει τη χαρά ο εγκέφαλος.

Νομίζω συμφωνούμε απολύτως με τον Ανδρέα ότι αν η


υποκειμενικότητα καθεαυτή είναι αιτιακά αδρανής τότε δεν μπορεί να
έχει αποτελέσει αντικείμενο φυσικής επιλογής. Αυτό άλλωστε ισχύει
και για οτιδήποτε άλλο, δεδομένου ότι η φυσική επιλογή μπορεί να
δρά μόνο σε ιδιότητες με αρμοστικές επιπτώσεις. Αν η συνείδηση
είναι είναι όχι απλώς ομοούσιος αλλά αδιαχώριστα ταυτισμένη με
κάποια όψη ή ιδιότητα της εγκεφαλικής λειτουργίας, τότε δεν έχουμε
κανένα πρόβλημα, διότι αποδεχόμαστε όλοι ότι η εγκεφαλική
λειτουργία μπορεί κάλλιστα να έχει εξελιχθεί, με φυσική επιλογή,
ώστε να έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που, μεταξύ άλλων, της
προσδίδουν και υποκειμενικότητα, δηλαδή συνείδηση. Αν όμως η
συνείδηση είναι οτιδήποτε πάνω ή πέρα από τη λειτουργία του
εγκεφάλου, τότε, όπως λέει ο Ανδρέας έχουμε δύο επιλογές: Ή
πρόκειται για άλλου είδους ουσία, δηλαδή μιλάμε για κλασικό
δυισμό, με όλα τα γνωστά προβλήματα, ή μιλάμε για αιτιακά αδρανές
επιφαινόμενο της εγκεφαλικής λειτουργίας, τέτοιο ώστε να
παράγεται μεν από το εγκέφαλο αλλά να διαφέρει από τη λειτουργία
του. Το ενδεχόμενο του δυισμού θα μου επιτρέψετε να μην το πάρω
σοβαρά υπόψη μου, διότι δε βλέπω να μας οδηγεί σε κανένα
χρήσιμο συμπέρασμα. Το ενδεχόμενο του επιφαινόμενου είναι εκείνο
που, ως αιτιακά αδρανές, δεν μπορεί να έχει επιλεγεί εξελικτικά.

Γιατί απορρίπτεται άνευ εξέτασης και μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο


να ταυτίζεται η νόηση, συνειδητή και ασυνείδητη, με την εγκεφαλική
λειτουργία; Ίσως μπορεί κανείς να βασίσει μια απάντηση στις
εισαγωγικές θέσεις του κειμένου, όπου αναφέρεται, χωρίς καμία
τεκμηρίωση, ότι η συνείδηση αποτελεί προνόμιο του ανθρώπου, επί
λέξει «είναι εμφανές ότι αυτό που βάζει τον άνθρωπο πάνω απ’ όλα
τα έμβια όντα είναι η ύπαρξη των υποκειμενικών εμπειριών». Για
μένα αυτό δεν είναι καθόλου εμφανές. Θα έλεγα πως σήμερα δεν
γνωρίζουμε αν και σε ποιο βαθμό άλλα είδη έχουν επίγνωση του
περιβάλλοντος ή του εαυτού τους. Μπορούμε να υποθέτουμε ότι η
ομοιότητα των εγκεφαλικών μηχανισμών αντιστοιχεί σε ομοιότητα
νοητικών καταστάσεων, και στο βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο δεν
αποκλείεται καθόλου να διαθέτουν σημαντικό βαθμό επίγνωσης άλλα
πρωτεύοντα, άλλα θηλαστικά, και ποιος ξέρει πόσοι οργανισμοί
ακόμα, χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να δηλώσουν κάτι τέτοιο, μια
και τους λείπει η γλώσσα. Αυτό δε σημαίνει πως μπορούμε χωρίς
στήριξη να απαγορεύουμε σε πιθήκους και σκύλους να πονούν, να
πεινούν, ή να χαίρονται.

Στη συνέχεια το κείμενο διακρίνει την επίγνωση από τη μηχανιστική


λειτουργία, θέτοντας με καθαρά δυϊστικούς όρους το ερώτημα της
σκοπιμότητας της συνείδησης και εξασφαλίζοντας έτσι ότι θα
οδηγηθεί σε παράδοξο. Όταν προϋποθέτει κανείς ότι άλλο πράγμα η
συνείδηση και άλλο η εγκεφαλική λειτουργία, προφανώς θα πρέπει
να αναρωτηθεί μετά ποιος ο ρόλος της συνείδησης και ποια η σχέση
μεταξύ των δύο – και αναγκαστικά να καταλήξει στο δυϊσμό ή στην
αιτιακή αδράνεια του επιφαινόμενου τίποτα. Δεν υπάρχει λύση σε
αυτό το κατασκευασμένο δίλημμα, διότι προκύπτει εξαιτίας της
αρχικής συνθήκης. Η απάντηση που προτείνουν οι συνεπείς
μονιστές είναι ότι συνείδηση είναι κάποια αναπαραστασιακή
κατάσταση της εγκεφαλικής λειτουργίας, όχι ότι παράγεται από
αυτήν αλλά ότι ταυτίζεται με αυτήν. Αυτό σημαίνει πως
οποιοσδήποτε οργανισμός, ή οποιαδήποτε κατασκευή επιτυγχάνει
την κατάλληλη κατάσταση και σχέση με το περιβάλλον, θα
επιτυγχάνει αυτομάτως και την αντίστοιχη υποκειμενικότητα. Το
πλεονέκτημα της θέσης αυτής είναι ότι δεν οδηγεί σε παράδοξο αλλά
σε ερωτήματα που μπορούν να εξεταστούν εμπειρικά, στο βαθμό που
κανείς αποδέχεται τις αυτοαναφορές ως προς την υποκειμενικότητα
(όποιος δεν τις αποδέχεται είναι σολιψιστής και εκτός συζήτησης
ούτως ή άλλως).
Σε κάποιο σημείο του κειμένου βρίσκουμε τη φράση «θα
μπορούσαμε να ζούμε ερήμην ...του εαυτού μας», με την οποία ο
Ανδρέας υποθέτω ότι θέλει να καταδείξει το ανόητο του μονισμού.
Αυτό που νομίζω εγώ πως δείχνει είναι ότι αντιφάσκει, παίζοντας
συγχρόνως σε δύο ταμπλό. Ξεχνά να προσδιορίσει ποιοι είμαστε
εμείς που ζούμε, και ποιος είναι ο εαυτός μας που λείπει. Πού
ορίζονται, τι είναι, και πώς μπορεί να είναι δύο διαφορετικά
πράγματα; Ξαναλέει παρακάτω, το κείμενο, για τη «λανθασμένη
πεποίθηση ότι ενώ ο εγκεφαλικός μηχανισμός μας λύνει και δένει
εμείς νομίζουμε ότι κάποιος άλλος ευθύνεται» – μα τι είμαστε εμείς
αν όχι εγκεφαλικός μηχανισμός; Και τι μπορεί να σημαίνει
«νομίζουμε» παρά μια κατάσταση του εγκεφαλικού μηχανισμού μας;

Αναφορικά με τα αμφιλεγόμενα πειράματα του Libet, αναφέρει ο


Ανδρέας πως κάποιες εγκεφαλικές περιοχές ενεργοποιούνται πριν
την αίσθηση της απόφασης. Συμφωνώ απολύτως πως οι ενδείξεις
αυτές δεν είναι πειστικές, παρότι αντίθετα με τον Ανδρέα θα μου
άρεσε να τις πιστέψω. Όμως δε χρειαζόμαστε συγκεκριμένες
ενδείξεις για να παραδεχτούμε πως κάποια εγκεφαλική λειτουργία,
κάπου και κάπως, θα πρέπει να προηγείται της συνειδητής
απόφασης, εφόσον η απόφαση είναι νοητική λειτουργία, που
επιτελείται στον εγκέφαλο, και θα πρέπει να προκαλείται από άλλες,
προηγούμενες, λειτουργίες του εγκεφάλου, διότι δεν υπάρχει τίποτα
άλλο από το οποίο να μπορεί να προκληθεί. Ανεξάρτητα από το τι
ακριβώς βρήκε ο Libet, είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί μια
εγκεφαλική λειτουργία να είναι αναίτια. Και όσο δε γνωρίζουμε
ουσίες και δυνάμεις έξω από τον εγκέφαλο που να μπορούν να
αλλοιώσουν τη λειτουργία του, είμαστε αναγκασμένοι να
αποδεχτούμε πως κάποια εγκεφαλική λειτουργία θα προηγείται της
απόφασης και θα την προκαλεί αιτιακά.

Παρακάτω αναφέρεται επί λέξει το εξής: «πολλές φορές


συμπεριφερόμεθα με τρόπο που υποδηλώνει πως αντιληφθήκαμε το
ποιον μιας αισθητικής εμπειρίας καίτοι δεν έχουμε επίγνωση πως το
αντιληφθήκαμε». Εδώ υπάρχει εννοιολογική σύγχυση, αλλά δεν την
καταλογίζω στον Ανδρέα. Το πρόβλημα είναι γενικότερο στη
φιλοσοφία του νου. Τι θα πει αντιληφθήκαμε, όταν δεν έχουμε
επίγνωση; Και, πιο σημαντικό, πώς είναι δυνατό να μην έχουμε
επίγνωση ενός ποιόντος που αντιληφθήκαμε, όταν «ποιον» ορίζουμε
πως είναι η υποκειμενική όψη του αντιλήμματος; Υποκειμενικότητα
χωρίς επίγνωση; Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Απλώς καταδεικνύει
κατηγορηματικά πόσο αποτυχημένη είναι η έννοια των ποιόντων,
που δημιουργεί περισσότερες αντιφάσεις παρά λύσεις.

Προχωρώ παρακάτω, παρακάμπτοντας κάμποση ρομποτολογία, στην


οποία θα επανέλθω αργότερα, για να σχολιάσω μερικά ακόμα
επιμέρους σημεία. Ο Ανδρέας δικαιολογεί την τελεολογική
διερεύνηση με αναφορά στην κοινή πρακτική, και νομίζω πως μέχρις
ενός σημείου έχει απόλυτο δίκιο. Πράγματι, απ’ όσο καταλαβαίνω,
όλοι οι βιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν μηχανισμούς
υποθέτοντας πως πρόκειται για μηχανισμούς που εξυπηρετούν
κάποιο σκοπό. Και οι εξελικτικοί βιολόγοι προσπαθούν να
κατανοήσουν τα χαρακτηριστικά των οργανισμών υποθέτοντας πως
εξελίχθηκαν με φυσική επιλογή επειδή καθιστούν τους οργανισμούς
αρμοστικότερους, στο πλαίσιο των υπολοίπων εσωτερικών και
εξωτερικών χαρακτηριστικών. Νομίζω πως η ουσία της παρατήρησης
είναι σωστή, με μια διαφορά: η ύπαρξη συγκεκριμένου σκοπού δεν
αποτελεί παρά υπόθεση εργασίας για την έρευνα, και μπορεί να
αποδειχτεί λανθασμένη υπόθεση για κάποιες περιπτώσεις. Δεν
θεωρείται αδιάσειστα δεδομένο πως καθετί έχει το σκοπό του και τον
επιτελεί καλά, διότι οι αλληλεξαρτήσεις των επιμέρους γνωρισμάτων
μεταξύ τους και με το περιβάλλον, καθώς και η εξελικτική ιστορία
του κάθε οργανισμού, θέτουν τεράστιους περιορισμούς στη
διαμόρφωση των οργανισμών. Αυτό σημαίνει, για μένα, πως καλά
κάνουμε και ρωτάμε «προς τι η συνείδηση» (ή οποιοδήποτε άλλο
γνώρισμα οποιοδήποτε οργανισμού). Θα πρέπει να είμαστε όμως
διατεθειμένοι να αποδεχτούμε, αν τα στοιχεία το υποδείξουν, πως
οποιοδήποτε γνώρισμα μπορεί να είναι τυχαίο, άχρηστο, ή ακομα και
βλαπτικό, για το συγκεκριμένο οργανισμό στο συγκεκριμένο
σημερινό περιβάλλον, εξαιτίας της εξελικτικής συγκυρίας. Πάντως
δεν υποστηρίζω πως η συνείδηση αποτελεί τέτοιο γνώρισμα, αφού η
θέση μου είναι πως η συνείδηση δεν αποτελεί καν διακριτό γνώρισμα
προς επιλογή, αλλά ιδιότητα της εξελιγμένης εγκεφαλικής
λειτουργίας, άρα δεν έχει και δεν μπορεί να έχει διακριτό σκοπό,
άλλον από εκείνο της υπόλοιπης εγκεφαλικής λειτουργίας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προτείνω κάποιες διορθώσεις.


Πρόκειται για σημεία όπου δεν βλέπω ζήτημα διαφοράς προσωπικών
απόψεων. Το πρώτο έχει να κάνει με το αν είναι θερμοδυναμικά
εφικτή η ευταξία, και η απάντηση είναι απολύτως ναι. Χωρίς να
παριστάνω τον ειδικό φυσικό, παρότι πτυχιούχος φυσικής, πρέπει να
επισημάνω πως η αύξηση της εντροπίας αφορά σε κλειστά
συστήματα, ή σε ολόκληρο το σύμπαν, και όχι σε τοπικά ανοιχτά
συστήματα όπως είναι ο πλανήτης μας. Οι φυσικοί εδώ μπορούν να
βεβαιώσουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στην αυτο-οργάνωση
και τη διατήρηση της τάξης συστημάτων που μπορούν να
ανταλλάσσουν ενέργεια με το περιβάλλον τους. Το θέμα της
θερμοδυναμικής δεν έχει καμία σχέση με τη συζήτησή μας ούτε και
μπορεί να προσφέρει επιχειρήματα υπέρ ή κατά οποιασδήποτε
πλευράς.

Το δεύτερο σημείο έχει και αυτό να κάνει με την οργάνωση, την τάξη
και την πολυπλοκότητα, και το ρόλο της τυχαιότητας σε αυτή.
Πρόκειται για μια εκδοχή του κλασικού πλέον επιχειρήματος υπέρ
του σχεδιαστή, και ατυχώς το επιστρατεύει ο Ανδρέας, ο οποίος δεν
δηλώνει υπέρμαχος δημιουργών και δημιουργημάτων. Λέει, για την
ακρίβεια: «το μυστήριο είναι πώς προκύψαμε εμείς, αφού ‘τυχαίως’
δεν είναι εύλογο και αφού ‘μας σχεδίασε ο ύψιστος’ δεν αποτελεί
νόμιμη επιστημονική αιτιολογία». Αυτό ακριβώς το ψευτοδίλημμα
είναι που έλυσε ο Δαρβίνος, όταν έδειξε πως η αυξανόμενη
αρμοστικότητα, στοιχείο εμφανώς αντίθετο με την «τυχαιότητα»,
μπορεί να προκύψει, για την ακρίβεια προκύπτει υποχρεωτικά, όποτε
υπάρχουν κληρονομήσιμες διαφορές με αρμοστικές συνέπειες. Η
εναλλακτική υπόθεση στον ύψιστο δεν είναι η τυχαιότητα, αλλά η
φυσική επιλογή. Η φυσική επιλογή είναι μηχανισμός μη τυχαίας
μείωσης της ποικιλίας, ενώ η αναπαραγωγή με ανασυνδυασμό και οι
μεταλλάξεις είναι μηχανισμοί αύξησης της ποικιλίας, λίγο ή πολύ
τυχαίοι. Η εξέλιξη μπορεί να οδηγεί σε πολύπλοκους οργανισμούς,
καλά ταιριασμένους στο οικολογικό τους πλαίσιο, ακριβώς επειδή η
διαφορική αναπαραγωγή δεν είναι τυχαία αλλά εξαρτάται από
κληρονομήσιμες διαφορές.

Η τρίτη διόρθωση έχει να κάνει με τη συνεργατικότητα. Μιλά ο


Ανδρέας για χημικές ενώσεις και άλλες οργανικές οντότητες που
δομούν πολύπλοκες κοινωνίες όπου, επί λέξει, «τα μέλη, αντί να
αποζητούν... όπως πρώτα, εγωιστικά τη δική τους ξέχωρη επιβίωση
αποζητούν πρωτίστως να εξυπηρετήσουν το πέραν αυτών κοινό
καλό, το καλό της οντότητας που συναπαρτίζουν». Πρόκειται για
παρανόηση, και στα δύο επίπεδα όπου μπορεί να προσδιοριστεί. Στο
επίπεδο των ίδιων των γονιδίων, όταν τυχαίνει η επίδραση κάποιου
γονιδίου Χ να οδηγεί σε αρμοστικότερο φαινότυπο παρουσία κάποιου
άλλου γονιδίου Ψ, παρά κάποιου Ω, τότε είναι πολύ πιθανή συνέπεια
ότι ο συνδυασμός ΧΨ θα αποβεί συχνότερος από κάποιον
ανταγωνιστικό συνδυασμό ΧΩ. Κανείς δεν αποζητά τίποτα ούτε
εξυπηρετεί τίποτα, απλώς κάποιες οντότητες επιβιώνουν περισσότερο
από άλλες, με αποτέλεσμα εμείς να βλέπουμε περισσότερα ΧΨ από
ΧΩ. Στο επίπεδο των φαινοτύπων τώρα, αν ένα κύτταρο ενωθεί με
κάποιο άλλο κύτταρο και αποτελέσει μακροπρόθεσμα «οργανίδιό»
του, δε σημαίνει ότι κανείς απεμπόλησε την εθνική του κυριαρχία. Τα
κύτταρα, και γενικότερα οι όποιες οργανικές οντότητες σε επίπεδο
πάνω από το γενετικό, δεν αποτελούν αυτοαναπαραγόμενες
μονάδες, αλλά αποτέλεσμα της έκφρασης των αυτοαναπαραγόμενων
μονάδων που είναι το γενετικό υλικό. Αν λοιπόν η έκφραση των
γονιδίων που οδηγεί σε συνεργατικές οντότητες, είναι πιο
αποτελεσματική από εκείνη ανταγωνιστικών γονιδίων που παράγουν
μεμονωμένες οντότητες, τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα βρούμε τις
ολοένα και πιο πολύπλοκες δομές και κοινωνίες που αναφέρονται.
Απλώς τα γονίδια επιβιώνουν, ως αναπαραγόμενες πληροφοριακές
μονάδες, μέσα από συνεργατική φαινοτυπική στρατηγική. Ούτε
εγωϊστικές πρωτεϊνες ούτε υπηρέτες της κοινωνίας.
Κανένα λοιπόν πρόβλημα δεν αποτελεί η καταγωγή της ευταξίας, και
τίποτα δεν προσφέρει στο αντιρομποτικό μανιφέστο. Ένα σχόλιο
ακόμα στην επίκληση της τυχαιότητας. Η τυχαιότητα υποτίθεται ότι
καλείται για να αντιπαρατεθεί στον ανεπιθύμητο ντετερμινισμό, όμως
δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Αν το κακό με το ντετερμινισμό είναι
ότι δεν αφήνει χώρο στην ατομική υπεθυνότητα, η τυχαιότητα
σίγουρα δεν βοηθάει. Δε νομίζω πως θα νιώθει κανείς πιο υπεύθυνος
για τις πράξεις του αν αυτές καθορίζονται από τυχαία γεγονότα παρά
αν έχουν προδιαγραφεί από τις απαρχές του σύμπαντος. Η ατομική
υπευθυνότητα ορίζεται μέσα στο πλαίσιο ενός ενιαίου εγκεφαλικά
κατασκευασμένου εαυτού. Ακόμα κι αν οι αποφάσεις του εαυτού
αυτού είναι εξαρχής προκαθορισμένες, παραμένουν αποφάσεις του
εαυτού, του συγκεκριμένου υπολογιστικού βιολογικού συστήματος.
Όσο τα νευρικά κυκλώματα συγκροτούν ατομικούς εαυτούς, φορείς
και υποκείμενα αισθημάτων, επιθυμιών και δράσεων, η έννοια της
ατομικής υπευθυνότητας θα είναι απολύτως ασφαλής.

Θα ήθελα εδώ να διαμαρτυρηθώ για μια σύγκριση που κάνει ο


Ανδρέας μεταξύ της «υπεράσπισης της ρομποτικής θεωρίας» και
«την ευλαβή ανάγνωση της όποιας θεογονίας και όποιας βίβλου».
Τέτοιες θέσεις παραβλέπουν τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της
επιστήμης και της θρησκείας, η οποία είναι η επίγνωση της
ενδεχόμενης διάψευσης. Το αν κάποιος υποστηρίζει επίμονα μια
θέση, ακόμα και χωρίς επαρκή στοιχεία, δε σημαίνει πως δεν είναι
έτοιμος να την εγκαταλείψει αν παρασχεθούν στοιχεία για το
αντίθετο. Η θρησκεία όχι μόνο δεν είναι ανοικτή σε στοιχεία και
διαψεύσεις, αλλά ρητά αποκηρύσσει τον ορθό λόγο και τη
διερεύνηση, εμμένοντας αποκλειστικά στην πίστη. Μάλιστα όσο πιο
τρελά και αυταποδείκτως αδύνατα είναι αυτά που πιστεύει κανείς
τόσο μεγαλύτερες τιμές του επιφυλάσσονται. Συνεπώς η διαφορά
δεν είναι πόσα στοιχεία έχουμε σήμερα υπέρ μιας θέσης την οποία
υποστηρίζουμε επειδή μας αρέσει, αλλά πόσο ασχολούμαστε με τη
συλλογή σχετικών στοιχείων και τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε
στην περίπτωση που τα στοιχεία είναι ασύμβατα με τη θέση μας.

Το κείμενο του Ανδρέα καταλήγει με μια σειρά από προβληματικές


προτάσεις. Λέει πως «κανένα ρομπότ...υπαρκτό ή δυνάμει
υπαρκτό...δεν μπορεί να είναι όμοιο του ανθρώπου»· πως «τα όρια
της νοημοσύνης του ανθρώπου μετατοπίζονται και διευρύνονται...και
κανείς δεν ξέρει πόσο θα διευρυνθούν στο μέλλον»· πως «κανένα
ρομπότ δεν μπορεί να ανακαλύψει καινούριες αλήθειες»· και πως «οι
αξίες και πεποιθήσεις περί πραγμάτων δεν αποδίδονται με
αλγορίθμους». Σε τίποτα από αυτά δεν σκοπεύω να απαντήσω μια
και δεν στηρίζονται πουθενά και ούτε βλέπω να μπορούν να
συνδεθούν με κάποια υποθετική εμπειρική βάση. Νομίζω όμως πως
μεγάλο μέρος του προβλήματος βρίσκεται στην έννοια του ρομπότ.
Είναι λοιπόν ώρα να έρθουμε στο κεντρικό αυτό ζήτημα και βασικό
σημείο διαφωνίας, το ρομπότ. Για να μπορέσουμε να
συνεννοηθούμε, καλό είναι να συμφωνήσουμε τι είναι και τι δεν
είναι ρομπότ, και για τι είδους ρομπότ μιλάμε. Με τη λέξη «ρομπότ»
γενικά μπορεί να εννοούμε οποιαδήποτε προγραμματιζόμενη
ηλεκτρομηχανική κατασκευή, ή ακόμα και οποιαδήποτε μη βιολογική
κατασκευή, αρκεί να είναι προγραμματισμένη για να ανταποκρίνεται
σε κάποιο βαθμό σε ερεθίσματα με λιγότερο ή περισσότερο ευέλικτη
και προσαρμοστική συμπεριφορά. Μπορεί να είναι οτιδήποτε έχουμε
κατασκευάσει που δεν χρειάζεται χειριστή ή τηλεκοντρόλ.

Καταρχήν ρομπότ είναι οι μηχανικοί ελεγχόμενοι βραχίονες που


συναρμολογούν αυτοκίνητα, οι ηλεκτρικές σκούπες που γυρνάνε το
σπίτι και σκουπίζουν μόνες τους, το αυτοκινούμενο όχημα
εξερεύνησης της επιφάνειας του Άρη και κάτι χαζοχαρούμενα
πλαστικά σκυλάκια που περπατούν ατσούμπαλα και κάνουν
ηχογραφημένα «γαβ». Όλα αυτά είναι για μένα το ίδιο είδος
ρομπότ. Πρόκειται για εξαιρετικά απλές κατασκευές,
προγραμματισμένες να κάνουν μία ή δύο δουλειές το πολύ, τις
οποίες κάνουν καλούτσικα μέχρι πολύ καλά, ανάλογα με το πόσο
επαναληπτικές είναι και πόσο σταθερό το πλαίσιο μέσα στο οποίο τις
εκτελούν. Οι συσκευές αυτές καταρρέουν εντελώς μόλις
τοποθετηθούν σε λίγο διαφορετικό πλαίσιο από αυτό για το οποίο
κατασκευάστηκαν. Αυτές οι κατασκευές είναι σήμερα το όριο της
ρομποτικής τεχνολογίας. Νομίζω μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε
πως δεν μιλάμε γι αυτό το πράγμα. Δεν πιστεύω κάποιος να έχει
κατά νου πως θεωρούμε το νου, ή οποιοδήποτε ζωντανό οργανισμό,
συγκρίσιμο με τέτοιου είδους ντενεκέδια. Δε φαντάζομαι πως θα
΄κανε κανείς τον κόπο να επιχειρηματολογήσει γιατί δεν είμαστε
τέτοιου είδους ρομπότ.

Τι άλλο μπορεί να είναι ρομπότ; Αυτό για το οποίο θεωρώ πως


μιλάμε, για το Βασιλάκη απ’ τ’ Άνω Λιόσια δηλαδή, πρέπει να είναι
μια κατασκευή μεγάλης πολυπλοκότητας, συγκρίσιμης με αυτήν του
ανθρώπου. Φυσικά πρέπει να είναι κάτι κατασκευασμένο από τον
άνθρωπο. Για να έχει όμως δικαίωμα στο όνομα Βασιλάκης και στη
συζήτηση αυτή, θα πρέπει να είναι επιφανειακά μη διακρίσιμη από
οποιονδήποτε άλλο Βασιλάκη. Κάτι τέτοιο είναι σήμερα έξω όχι μόνο
από την ρομποτική τεχνολογία αλλά και από την επιστημονική
φαντασία. Αυτό δεν είναι καθόλου νεφελώδες ή ασαφές. Όμως δεν
είναι και αυτό που αναφέρει ο Ανδρέας, «το είδος του πράγματος
που φτιάχνουν ή που θα μπορούσαν να φτιάξουν οι τεχνικοί που
ασχολούνται με το θέμα». Οι τεχνικοί που ασχολούνται σήμερα με το
θέμα δεν ξέρουν καλά-καλά πώς να φτιάξουν κάτι που να μη
κουτουλάει στους τοίχους αν τους βάψουμε άλλο χρώμα ή αν
αλλάξουμε τη θέση του φωτιστικού. Λοιπόν πρόκειται για κάτι
εντελώς αδύνατο με την τεχνολογία που έχουμε και με όποια
τεχνολογία μπορούμε να φανταστούμε. Ίσως να παραμείνει για
πάντα τεχνολογικά αδύνατο. Δεν έχω ιδέα. Αν ποτέ γίνει δυνατό
τότε η γνωσιακή επιστήμη θα έχει θριαμβεύσει και θα μπορούν όλοι
οι επιστήμονες του κλάδου να πάνε ήσυχοι στα σπίτια τους, ή να
ασχοληθούν με το ψάρεμα.

Έστω όμως ότι μπορεί κάποτε να γίνει. Μπορούμε να φανταστούμε,


με λίγη ή περισσότερη δυσκολία, ένα μηχάνημα το οποίο είναι
κατασκευασμένο, κύτταρο προς κύτταρο, κατ’ εικόνα και ομοίωση
ενός συγκεκριμένου Βασιλάκη. Κάθε νευρώνας ένας επεξεργαστής,
κάθε νευράξονας και καλώδιο. Το ίδιο και για τα υπόλοιπα κύτταρα
των άλλων ιστών του σώματος, σε ό,τι χρειάζεται για να είναι στην
όψη και στη συμπεριφορά σαν άνθρωπος – ακόμα και να τρώει
παϊδάκια και να πίνει τσίπουρα.

Νομίζω ότι για ένα τέτοιο ρομπότ μιλάμε, ή τουλάχιστον, κατά τη


γνώμη μου, γι αυτό έχει νόημα να μιλήσουμε και σε αυτό
αναφέρονται όσα ακολουθούν.

Μια μη βιολογική μηχανή λοιπόν, κατασκευασμένη από τον άνθρωπο


κατά απόλυτη λειτουργική ομοίωση του ανθρώπου. Από μέταλλα,
καλώδια ή κεραμικά δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία για
τη συζήτησή μας είναι ο Βασιλάκης να είναι κατασκευασμένος έτσι
ώστε να περνάει το τεστ του Turing, δηλαδή να μην μπορεί να
διακριθεί από άνθρωπο συζητώντας μαζί του. Προσοχή, αυτό είναι
πολύ σημαντικό, και είναι όρος απαράβατος της συζήτησης: Ο
Βασιλάκης πρέπει να είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να μην ξεχωρίζει
από τους άλλους ανθρώπους στη συμπεριφορά, με κανέναν τρόπο.
Είναι κατασκευασμένος ώστε να λέει ό,τι θα έλεγε κάθε άλλος
άνθρωπος και να κάνει ό,τι θα έκανε καθένας από μας. Μόνο που
δεν αποτελείται από κύτταρα αλλά από ηλεκτρονικούς
μικροεπεξεργαστές.

Συνεπώς, στο λογισμικό του Βασιλάκη δεν μας ενδιαφέρει να


κωδικοποιήσουμε καμία Principia Mathematica και κανένα άλλο
λογικό σύστημα, παρά μόνο με ακρίβεια το νοητικό σύστημα του
ανθρώπου. Διαφορετικά δεν είναι Βασιλάκης, είναι μια περίπλοκη
ηλεκτρική σκούπα, και δε νομίζω κανένας από τους υποστηρικτές
της ρομποτικής θεωρίας, που λέει ο Ανδρέας, να υποστηρίζουν ότι ο
νους είναι τέτοιου είδους αυτόματο.

Ο Βασιλάκης αυτός ίσως θυμίζει σε κάποιους το κατασκεύασμα στη


φιλοσοφία του νου με το όνομα «ζόμπι». Ζόμπι είναι μια φανταστική
ύπαρξη, που υπάρχει μόνο στη φιλοσοφική μυθολογία· μια ύπαρξη
που υποτίθεται πως έχει όλα τα νοητικά χαρακτηριστικά του
ανθρώπου εκτός από συνείδηση. Είναι η ίδια ανοησία που βλέπουμε
στη διαφήμιση του Johnie Walker, που μιλάει και φέρεται σαν
άνθρωπος, αλλά «χωρίς συναίσθημα». Είναι ο Dr. Spock και ο Data,
o C3PO και ο κάθε κινηματογραφικός ζωντανός νεκρός με απλανές
βλέμα. Νομίζω πως κάτι τέτοιο φαντάζεται ο Ανδρέας όταν λέει ότι
ζούμε ερήμην του εαυτού μας και ότι αν τυχόν ο Βασιλάκης έχει
υποκειμενικές εμπειρίες, που δεν το πιστεύει, αυτές θα ΄ναι
«ψευδείς». Τι θα πεί δηλαδή «ψευδείς» υποκειμενικές εμπειρίες; Αν
αυτό που έχει είναι και υποκειμενικές και εμπειρίες, τι άλλο
χρειαζόμαστε;

Η ιδέα των ζόμπι, αν και ελκυστική για πολλούς δυιστές, είναι


τουλάχιστον προβληματική έως και αδύνατη για κάθε συνεπή
μονιστή. Αυτό είναι προφανές μόλις αναλογιστούμε τις πλήρεις
συνέπειες των προϋποθέσεων με βάση τις οποίες προσδιορίσαμε το
Βασιλάκη. Καταρχήν είπαμε πως ο Βασιλάκης περνά το τεστ Turing.
Αυτό σημαίνει πως δεν θα έλεγε ποτέ «εγώ δεν μπορώ να αισθανθώ
όπως εσύ», γιατί αυτό θα τον πρόδιδε αμέσως. Αντίθετα, θα ήταν
κατασκευασμένος ώστε να κάνει «αχ» στο τσίμπημα, να παίρνει
περίλυπη έκφραση όταν αντιλαμβάνεται υπαινιγμό για την
κατασκευή του, να αναστενάζει βαριά όταν βλέπει να περνά μια
αιθέρια ύπαρξη, να συζητά για τις λεπτές αποχρώσεις του σωματικού
και ψυχικού πόνου, και να φέρνει αντιρρήσεις για τη συναισθηματική
βαρύτητα του Μιρό ή του Κλέε. Αυτό θα πει «μη διακρίσιμος». Το
σωστό ρομπότ λοιπόν, αντίθετα από τον κ. Data, δεν μπορεί να
δηλώνει επίγνωση της μη επίγνωσής του, αλλά αντίθετα θα πρέπει
να είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να συμπεριφέρεται όπως ακριβώς
και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Πρόκειται για μη διαπραγματεύσιμη,
εξ ‘ορισμού ιδιότητα του Βασιλάκη, να δηλώνει ότι έχει επίγνωση και
οι δηλώσεις αυτές να είναι απόλυτα ανθρώπινες.

Αναφορικά με το Βασιλάκη αυτόν, κανείς μας δεν μπορεί να


υποστηρίξει ότι έχει ή δεν έχει υποκειμενικότητα και αυτοσυνείδηση
με περισσότερη εμπειρική βεβαιότητα απ’ ότι για οποιονδήποτε άλλον
από μας. Αυτό είναι κάτι που ρητά δηλώνει κι ο Ανδρέας, άρα δεν
αποτελεί κριτική. Η κριτική είναι η αποφυγή του αναγκαίου για μένα
συμπεράσματος και η προσφυγή στο μύθευμα του ζόμπι.

Ποιος, και με ποια κριτήρια, μπορεί να αποφασίσει ότι ο Βασιλάκης


δεν έχει συνείδηση; Αν μας φταίει το υλικό κατασκευής, δεν θα
πρέπει πρώτα να έχουμε μια ιδέα για ποιο λόγο να είναι η συνείδηση
κατασκευαστικό ζήτημα; Δηλαδή όποιος ακρωτηριασμένος έχει
συναίσθηση του προσθετικού χεριού του ψεύδεται; Ο τυφλός που
νιώθει την άκρη του μπαστουνιού ως σημείο έκτασης του σώματος,
τι ακριβώς νιώθει; Αν αντικαταστήσουμε ένα νευρώνα στον
εγκέφαλο με μικροεπεξεργαστή, έχουμε ακόμα αυτοσυνείδηση; Αν
αντικαταστήσουμε δύο, ή τρεις νευρώνες; Στους πόσους νευρώνες
πάνω-κάτω υπερσκελίζεται η εμφάνιση και η συμπεριφορά από το
κριτήριο του υλικού, ώστε ο άνθρωπος να γίνει ρομπότ; Το ξέρω ότι
αυτό είναι φιλοσοφικούρα, και δεν θα σταθώ πολύ, όμως για κείνους
που παίρνουν σοβαρά επιχειρήματα τύπου ζόμπι νομίζω θα ΄ναι
απαραίτητο να δώσουν μια σαφή και τεκμηριωμένη απάντηση και
στο πρόβλημα αυτό που αναγκαστικά προκύπτει.

Για μένα ο Βασιλάκης που αποτελείται από επεξεργαστές και όχι


κύτταρα, είναι τόσο άνθρωπος όσο ανθρώπινα φέρεται. Αν μου
μιλήσει για τη νοσταλγία της πατρίδας, τον πόνο της απώλειας, τον
ανοιξιάτικο έρωτα ή τη μεθυστική μυρωδιά του αγρού, δεν έχω λόγο
να μην του αποδώσω τα ίδια υποκειμενικά αντιλήμματα που θεωρώ
πως έχει ο καθένας από μας. Προφανώς και θα έχει πολιτικά
δικαιώματα καθώς και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα απορρέει από την
ανθρώπινη υπόστασή του. Και μια και δεν έχω κόρη για να φέρω
αντίρρηση στις σχέσεις της μαζί του (αν υποθέσουμε ότι θα μου
έπεφτε λόγος) δηλώνω ότι δεν έχω αντίρρηση να έχουν σχέσεις μαζί
του οι κόρες της Ρηνιώς.

Με την έννοια αυτή θεωρώ λοιπόν πως είμαστε όλοι ρομπότ. Είμαστε
σαν το Βασιλάκη, φτιαγμένοι από κομματάκια που υπόκεινται στους
φυσικούς νόμους και σε τίποτα άλλο. Τα κομματάκια αυτά δεν είναι
ηλεκτρονικοί μικροεπεξεργαστές, όπως του Βασιλάκη, αλλά
βιολογικά κύτταρα, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία για τα
λειτουργικά χαρακτηριστικά τους και για το τι συγκροτούν όταν
συνεργάζονται πολλά μαζί σε συγκεκριμένες διατάξεις, όπως είναι
ένα ανθρώπινο νευρικό σύστημα. Δε νομίζω πως είναι κανείς σε
θέση να καταρρίψει τη θέση για την υποκειμενικότητα του Βασιλάκη
χωρίς αναφορά σε ουσιοκρατικά κριτήρια, δηλαδή χωρίς δυισμό. Θα
σεβαστώ την επιλογή του οποιουδήποτε να είναι ένας συνεπής
δυιστής, αν οι συνέπειες των βασικών του θέσεων τον οδηγούν εκεί.
Δεν βλέπω κανέναν άλλον τρόπο απόδοσης συνείδησης με τον οποίο
ο Ανδρέας να κρατήσει εμένα και να πετάξει το Βασιλάκη, αν
υποθέσουμε ότι επιθυμεί κάτι τέτοιο. Εγώ, ως συνεπής μονιστής,
αναλογίζομαι και αποδέχομαι τις συνέπειες των θεμελιωδών
επιλογών μου. Οι συνέπειες αυτές περιλαμβάνουν αναγκαστικά ότι
είμαστε βιολογικές μηχανές, «ρομπότ», εξελιγμένα όχι
κατασκευασμένα, μια και η φυσική επιλογή μπορεί, όπως έδειξε ο
Δαρβίνος, να οδηγεί σε πολύπλοκους οργανισμούς χωρίς σχέδιο ούτε
σχεδιαστή.

Αν αφήσουμε στην άκρη τις ατομικές επιλογές για την ουσία και το
ρόλο της ψυχής, που περιορίζουν αναγκαστικά την οπτική γωνία από
την οποία βλέπει και ερμηνεύει κανείς τα πράγματα, υπάρχει νομίζω
και μια επιπλέον δυσχέρεια στη σύγκλιση. Αυτή αφορά στον
προσδιορισμό του προς εξήγηση φαινομένου. Το προς εξήγηση
φαινόμενο, δηλαδή η συνείδηση, είναι η υποκειμενική όψη της
εγκεφαλικής λειτουργίας, αυτό που καθένας αισθάνεται ότι έχει
επίγνωση και αυτεπίγνωση. Τι σημαίνει να έχει κανείς συνείδηση;
Πώς, πότε και γιατί γίνεται αυτό το πράγμα από τον εγκέφαλο; Ό,τι
και αν είναι αυτό, απαιτεί τη συγκρότηση ενός ενιαίου υποκειμένου
ως φορέα της υποκειμενικότητας. Το υποκείμενο αυτό είναι ένα
εγκεφαλικό κατασκεύασμα που «αντιλαμβάνεται», «γνωρίζει»,
«αποφασίζει» και «δρα» – και που αναπαριστά άλλα όμοια
εγκεφαλικά κατασκευάσματα που «αντιλαμβάνονται»,
«αποφασίζουν» κλπ. Το υποκείμενο είναι το προς εξήγηση
φαινόμενο, μαζί με ό,τι αναπαράσταση αποτελεί το «περιεχόμενό»
του, δηλαδή το περιεχόμενο της συνείδησης.

Θεμελιωδώς, το υποκείμενο και οι αναπαραστάσεις του δεν παρέχει


εξηγήσεις ή θεωρίες, παρά μόνο στοιχεία προς εξήγηση. Η
οποιαδήποτε υποκειμενική αίσθηση πρέπει να εξηγηθεί, όχι να
χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να εξηγηθεί κάτι άλλο. Για
παράδειγμα, η αίσθηση του σώματος, η ενιαία και συνεχής αίσθηση
του νοήμονος ιστορικού εαυτού, η αίσθηση της εκούσιας πράξης, η
αίσθηση της αντίληψης του οπτικού πεδίου, και όλα τα υπόλοιπα,
όλα αυτά είναι το προς εξήγηση φαινόμενο. Δεν είναι λογικό, και δεν
στέκει εμπειρικά, να θεωρούμε εξήγηση για μια πράξη ότι «σκέφτηκα
και αποφάσισα να δράσω» – αυτό είναι μέρος της ερώτησης, όχι της
απάντησης. Δηλαδή, η πλήρης ερώτηση δεν είναι μόνο «πώς ή γιατί
κουνήθηκε το χέρι» αλλά «πώς ή γιατί συγκροτήθηκε η υποκειμενική
αίσθηση της επιθυμίας, της πρόθεσης, της απόφασης και της εντέλει
εκούσιας πράξης και πώς αυτό σχετίζεται, αν σχετίζεται, με τη
φυσική κίνηση του χεριού;» Είναι προφανές από τη διατύπωση αυτή
ότι οι «εκ των έσω» απόπειρες απάντησης είναι καταδικασμένες να
αστοχούν διότι δεν εφάπτονται καν με το ερώτημα, αλλά αποτελούν
περαιτέρω στοιχεία προς εξήγηση και περιγραφή. Η μόνη αποδεκτή
περιγραφή πρέπει να γίνει με όρους εξωτερικούς του εαυτού, στο
επίπεδο της εγκεφαλικής λειτουργίας.

Η πρόταση που βρίσκω πιο ελκυστική, και που προσπάθησα να


σκιαγραφήσω πέρυσι, είναι ότι το βασικο στοιχείο της συνείδησης
είναι μια όψη της εγκεφαλικής λειτουργίας που συγκροτεί το
υποκείμενο, και ότι η όψη αυτή μάλλον έχει να κάνει με μια
αναπαράσταση της σχέσης του οργανισμού με το τρέχον εσωτερικό
και εξωτερικό πλαίσιο λειτουργίας, ή περιβάλλον. Η ιδέα είναι ότι
ένα σύνθετο νευρικό σύστημα δεν έχει ως ρόλο να ανταποκρίνεται
απλώς σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, ούτε και να αποθηκεύει ίχνη
της ιστορίας του. Αυτά τα απλά πράγματα μπορεί σήμερα να τα
κάνει ένα στοιχειώδες συνδετιστικό δίκτυο, το οποίο σε τίποτα δεν
μοιάζει να προσεγγίζει ούτε την πολυπλοκότητα, ούτε την ευελιξία,
αλλά το κυριότερο, ούτε τη διαρκή αυτορύθμιση των βιολογικών
νευρικών συστημάτων. Το νευρικό σύστημα μοιάζει να
προσαρμόζεται διαρκώς σε μια σχέση με το περιβάλλον,
αναπαριστώντας και προσδοκώντας τις αλλαγές που προκαλεί η
δράση του. Δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς συγκροτείται ο ενιαίος
φορέας που επιτρέπει στους οργανισμούς να δρουν συγκροτημένα,
να περπατούν με όλα τα πόδια προς την ίδια κατεύθυνση, να
πιάνουν αυτό που κοιτάζουν, ή να απαντούν σε μια επίθεση με φυγή
ή άμυνα αλλά όχι και τα δύο μαζί. Προφανώς είναι σημαντικό να
συγκροτείται αυτός ο ενιαίος φορέας. Από τη στιγμή λοιπόν που ένα
νευρικό σύστημα εξασφαλίζει μια διαρκή και ενιαία σχέση του
οργανισμού με το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, τίθεται το
βασικό θεμέλιο για το περιεχόμενο της συνείδησης. Ίσως χρειάζεται
κάτι παραπάνω για μια «πλήρη» υποκειμενική επίγνωση, ίσως παίζει
ρόλο η γλώσσα, ίσως μια αναπαράσταση του ίδιου του οργανισμού
ως μοντέλου πρόγνωσης, ποιος ξέρει.

Αν κάτι τέτοιο πλησιάζει την πραγματικότητα, τότε:

Πρώτον. Κάθε οργανισμός που διαθέτει στοιχειωδώς σύνθετο


νευρικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, έχει
κάποιο βαθμό συνείδησης και υποκειμενικότητας (σίγουρα οι
χιμπατζήδες, μάλλον οι σκύλοι, ίσως και τα χταπόδια και οι
παπαγάλοι, γιατί όχι και οι κότες).

Δεύτερον. Από τη στιγμή που οποιοδήποτε μη βιολογικό


υπολογιστικό σύστημα μπαίνει σε μια σχέση φυσικής
αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και υποστηρίζει τις σχετικές
αναπαραστάσεις των σχέσεων, των προσδοκιών κλπ., αυτομάτως θα
αναδύεται και η αντίστοιχη υποκειμενικότητα, με τον ίδιο τρόπο και
για τον ίδιο λόγο που αναδύεται και στα βιολογικά συστήματα.

Ας ξαναθυμηθούμε το Βασιλάκη. Είναι κατασκευασμένος να


αναφέρεται στις πιο λεπτές αντιληπτικές και συναισθηματικές
αποχρώσεις, όπως και μεις. Το κάνει με ημιαγώγιμα ηλεκτρονικά ενώ
εμείς με βιοχημικά κύτταρα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως το
σύστημα που «νιώθει» και «μιλάει» είναι το ίδιο σύστημα: μια
λειτουργική διάταξη αναπαράστασης η οποία έχει περιεχόμενο
(θέλετε συγκινησιακό, θέλετε αποβλεπτικό, δεν έχει σημασία για τη
συζήτηση αυτή). Στην περίπτωσή μας, δηλαδή των ανθρώπων, η
λειτουργική αυτή διάταξη μπορεί να επικοινωνήσει αναφορικά με το
περιεχόμενό της επειδή έχει και γλώσσα· και μπορεί να πείσει τον
άλλον ότι όντως έχει το περιεχόμενο αυτό.

Η θέση μου δεν είναι ότι δεν υπάρχει υποκειμενικότητα : αντίθετα,


πρόκειται για τη θέση ότι η υποκειμενικότητα ταυτίζεται με μια
αναπαραστασιακή κατάσταση της εγκεφαλικής λειτουργίας, καθώς
και οποιουδήποτε άλλου υπολογιστικά ισοδύναμου μη βιολογικού
συστήματος. Αναλογιστείτε ένα κατασκεύασμα, με
προγραμματισμένες νοητικές λειτουργίες που συμπεριλαμβάνουν όλο
το φάσμα των αισθημάτων και συναισθημάτων. Ένα κατασκεύασμα
που αναπαριστά μια ενιαία σχέση εαυτού με το περιβάλλον και
μπορεί ν’ αναφερθεί στη σχέση αυτή. Μιλά και φέρεται σαν εμάς.
Πώς είναι δυνατό να εξαρτάται, το τι πιστεύουμε για την
υποκειμενική του επίγνωση, από το τι πιστεύουμε για τη διαδικασία
κατασκευής του: αν δηλαδή τα κύτταρα αναπτύχθηκαν σε κύηση ή
τα ένωσε ένας μελλοντικός βιολόγος-μηχανικός, ή αν αντί για
κύτταρα έχει κεραμικά, κυκλώματα άνθρακα ή πυριτίου. Η απόδοση
υποκειμενικότητας είναι ζήτημα λειτουργικό, όχι κατασκευαστικό.
Και με την έννοια αυτή είμαστε όλοι βιολογικά ρομπότ, των οποίων
οι γενετικά προκαθορισμένες νοητικές ικανότητες περιλαμβάνουν
δυνητικά και την ικανότητα να οργανώνουμε συζητήσεις για τη
συνείδηση. Ίσως και την ικανότητα να καταλάβουμε πώς γίνεται
αυτό.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί απόδειξη, ή ένδειξη, πως «η


ρομποτική θεωρία», όπως την αποκαλεί ο Ανδρέας, είναι σωστή.
Ελπίζω όμως πως έδειξα ότι η περυσινή επίθεση του Ανδρέα
αποτελείται από μια σειρά ασύνδετων παρανοήσεων και δεν
υπονομεύει στο παραμικρό τη θέση ότι είμαστε βιολογικές μηχανές,
περίπλοκα οργανικά αυτόματα, και ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι
μια ιδιότητα της εγκεφαλικής λειτουργίας, όψη της λειτουργίας
κυττάρων σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και τίποτα παραπάνω.
Μένει στους υποστηρικτές της ρομποτικής θεωρίας να δείξουν τι
ακριβώς σημαίνει αυτό και πώς γίνεται· και στους πολέμιούς της να
συγκροτήσουν κάποιο ουσιαστικό αντίθετο επιχείρημα παρά να
δηλώνουν απλώς τη δυσαρέσκειά τους για τις αναπόφευκτες
συνέπειες που έχει η αποδοχή της «ρομποτικής θεωρίας».
Πρόθεση, Βουληση και Πράξη:
Μια Γνωσιοεπιστημονική Προσέγγιση

Φ.Β.ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του να κάνει κανείς


φιλοσοφία ή ψυχολογία μέσα στο διεπιστημονικό πλαίσιο της
γνωσιοεπιστήμης είναι ότι παλιά προβλήματα μπορούν να δεχθούν
τώρα νέες λύσεις και παλιές λύσεις να οδηγηθούν σε νέα
προβλήματα. Ειδικότερα οι νεότερες εξελίξεις στη γνωσιοεπιστήμη
που έφεραν την νευροεπιστήμη από την περιφέρεια στο κέντρο της
διεπιστημονικής προσπάθειας, μας δίνουν τη δυνατότητα να
επιχειρήσουμε μια νέα λύση στο αιώνιο φιλοσοφικό πρόβλημα της
ελευθερίας της βούλησης που με τη σειρά της οδηγεί σε νέο μοντέλο
για τη ανθρώπινη πράξη.

Στο ακροατήριο αυτό δεν χρειάζεται να μακρηγορήσω για τη


σημασία της σύγκρουσης μεταξύ ελευθερίας της βούλησης και
αιτιοκρατικού ντετερμινισμού. Οι ψυχολόγοι, ιδιαίτερα αυτοί που
ασχολούνται με κλινική πράξη, ζουν με αυτό το πρόβλημα. Ο
άνθρωπος που χτυπά την πόρτα τους είναι σαν να τους λέει ότι
ελεύθερα επέλεξε να ζητήσει την βοήθειά τους γιατί αναγνωρίζεί ότι
κάτι που αιτιακά δεν καθορίζεται από την βούλησή του τον
ταλαιπωρεί και βασίζεται στην δική τους αιτιακή γνώση να διαγνώσει
και να παρέμβει στις αιτιακές σχέσεις για να το εξαλείψει και να
επαναφέρει την βούλησή τους σε κυρίαρχη θέση. Και αντίστοιχη
εναλλαγή αιτίας και λόγου ισχύουν για τον ψυχολόγο, που
χρειάζεται και την ελευθερία της βούλησης και τον ντετερμινισμό,
και μάλιστα σε γόνιμη σύγκρουση.

Όμως το πρόβλημα όταν τίθεται λογικά είναι παράδοξο


ανάλογο με το παράδοξο της ψυχοφυσικής αιτιότητας:

 Όλα τα συμβάντα στον χωροχρόνο είναι αιτιακά καθορισμένα


από συμβάντα που προηγήθηκαν και νόμους που ισχύουν
πάντα

 Οι ανθρώπινες πράξεις είναι συμβάντα στον χωροχρόνο

 Οι ανθρώπινες πράξεις είναι αποτελέσματα ελεύθερης


βούλησης γιατί ο δράστης θα μπορούσε να είχε κάνει και
διαφορετικά αν είχε επιλέξει διαφορετικά, και το τι επέλεξε
ήταν αποτέλεσμα της βούλησής του.
Η σχέση με το πρόβλημα της ψυχοφυσικής αιτιότητας είναι
προφανής και τυπικά και ουσιαστικά. Εκεί η βασική απορία είναι πως
μπορεί μια σκέψη που υπόκειται στους νόμους της λογικής (και όχι
της μηχανικής) να επηρεάσει τον εγκέφαλο (και μέσω του
εγκέφαλου το σώμα) που υπόκειται στους νόμους της μηχανικής (και
όχι της λογικής). Ο νους μας προτρέπει να κάνουμε (ή να μην
κάνουμε) το εύλογο, το ΚΝΣ μας υποχρεώνει να κάνουμε το
αναγκαίο. Δεδομένου του ότι δεν υπάρχει σκέψη που να μην
αντιστοιχίζεται με κάποια ηλεκτροχημική βιολογική δραστηριότητα
του εγκεφάλου και η δραστηριότητα αυτή υπόκειται σε νόμους
αιτιοκρατικούς, τότε πως είναι δυνατή η ελευθερία της βούλησης να
διαλογιστεί και να πράξει το εύλογο. Ποια εικόνα από τις δύο λοιπόν
είναι σωστή;

Ο Δράστης λέει: ‘Δικός μου είναι ο εγκέφαλος και τον κάνω ότι
αποφασίζω’

Ο Εγκέφαλος λέει: ‘Δικός μου είναι ο δράστης και κάνει ότι έχω
αποφασίσει’

Θα δείτε ότι και οι δυο εικόνες είναι λανθασμένες μολονότι η μια


περισσότερο από την άλλη.

Τι λέει στο ζήτημα η νευροεπιστήμη; Η δουλειά του


Benjamin Libet είναι εδώ καθοριστική. Στην πρώτη βασική σειρά
πειραμάτων με ανοιχτούς εγκεφάλους ο Libet απέδειξε ότι η
συνείδηση μιας εγκεφαλικής ενεργοποίησης ακολουθεί την
ενεργοποίηση μετά από 500 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Τούτο
σημαίνει ότι ζούμε συνειδησιακά στο παρελθόν. Όσο για την
αίσθηση ότι όταν για παράδειγμα αγγίζουμε το χέρι μας αυτό
συμβαίνει την ίδια στιγμή, ο Libet το εξηγεί λέγοντας ότι
ετεροχρονίζουμε τη συνείδηση για να την φέρουμε στο παρόν. Έτσι
στο παράδειγμα του οδηγού που βλέπει ένα αγόρι να πετάγεται στο
δρόμο και φρενάρει, η σωστή σειρά των γεγονότων είναι (Διαφάνεια
2) ότι πρώτα αντιλαμβάνεται το ΚΝΣ τον ερεθισμό μετά ακολουθεί η
αντίδραση μετά συνειδητοποιείται ο ερεθισμός και η αντίδραση και
αποδίδονται χρονικά πίσω στο αρχικό γεγονός.

Η δεύτερη σειρά πειραμάτων είναι ακόμα πιο ξεκάθαρη στο


ζήτημα της βούλησης. Ζητείται από τα υποκείμενα να προβούν σε
απλή πράξη βούλησης, όπως το να κουνήσουν το χέρι τους ή να μην
το κουνήσουν, χωρίς χρονικούς περιορισμούς και χωρίς
προηγούμενο προγραμματισμό, ενώ καταγράφονται και οι
διαδικασίες του εγκεφάλου και των μυών του χεριού. Παράλληλα τα
υποκείμενα παρατηρούν έναν περιστρεφόμενο δείκτη που διαγράφει
περιστροφή σε 2.56΄΄ και πρέπει να πουν σε κάθε περίπτωση που
έκαναν κίνηση, σε ποιο σημείο ήταν ο δείκτης όταν
συνειδητοποίησαν την απόφαση να κουνήσουν το χέρι. Αυτό το
απλό πείραμα που συνδυάζει αντικειμενική παρατήρηση εγκεφάλου
με υποκειμενική αναφορά της συνείδησης, έδωσε εκπληκτικά
αποτελέσματα. Αν θεωρήσουμε ως χρόνο Ο (μηδέν) την στιγμή της
κίνησης του χεριού τότε η πρώτη ενεργοποίηση του εγκεφάλου
(δυναμικό ετοιμότητας) αρχίζει πριν από 550 millisecond. Η
συνειδητοποίηση όμως της απόφασης συμβαίνει το νωρίτερο 200
millisecond πριν την πράξη, δηλαδή μετά από 350 msec από την
ενεργοποίηση του εγκεφάλου. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση για
μια βουλητική πράξη παίρνεται από τον εγκέφαλο και όχι από την
συνείδηση, η οποία πληροφορείται την επικείμενη πράξη μόλις 150
msec πριν την εκτέλεση. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να φαίνεται
σαν τελική καταδίκη της ελευθερίας της βούλησης, αλλά ο Libet
θεωρεί ότι αυτά τα 150 msec είναι αρκετά για να αποτραπεί η
πράξη. Αν υπάρχει ελευθερία της βούλησης, και ο Libet πιστεύει ότι
υπάρχει, αυτή συνίσταται στη δυνατότητα του να επιτρέψουμε ή να
ασκήσουμε βέτο και έτσι να αποτρέψουμε μια πράξη την οποία έχει
ήδη ξεκινήσει ‘ερήμην μας’ ο εγκέφαλος. Η κοινή εμπειρία
συνηγορεί για τη σημασία της άσκησης βέτο όπως δείχνει και ο
νόμος μπροστά στον οποίο έχουν οδηγηθεί αρκετοί αστυνομικοί γιατί
σε συνθήκες προσωπικού κινδύνου δεν συγκρατήθηκαν και
πυροβόλησαν υπόπτους.

Μέχρι τώρα αυτά τα συνταραχτικά αποτελέσματα, μπορεί να


δίνουν λύση στο πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης, αλλά είναι
κυρίως νευροεπιστημονικές ανακαλύψεις. Πώς εμπλέκεται η
φιλοσοφία; Η ιδιαίτερη αξία της ΓΕ που φέρνει σε συνεργασία
πολλές επιστήμες, φαίνεται στην περίπτωση γιατί το αμέσως επόμενο
ερώτημα στον νου σας φαντάζομαι είναι

«Πώς είναι δυνατόν να ασκήσει βέτο στην πράξη η συνείδηση, αφού


για να γίνει οποιαδήποτε πράξη πρέπει πριν από 550 msec.ο
εγκέφαλος να ενεργοποιηθεί. Αν λοιπόν η άσκηση βέτο είναι και
αυτή πράξη, μοιάζει αδύνατο να συμβεί. Αντίθετα αν το να
επιτρέψεις μια πράξη δεν είναι διαφορετικό από το να την κάνεις,
τότε αυτή η πράξη είναι δυνατή αλλά αφού είναι η μόνη δυνατή,
αίρεται η ελευθερία της βούλησης.»

Η παραπάνω λογική ανάλυση μας δείχνει το πρόβλημα. Η


φιλοσοφία πρέπει να μας δείξει ένα δρόμο προς τη λύση. Πριν από
55 χρόνια ο Wittgenstein είχε εντοπίσει το εξής ως πρόβλημα: Τι
υπόλοιπο μένει όταν από το ‘Σηκώνω το χέρι μου’ αφαιρέσουμε το
‘Το χέρι μου σηκώνεται’. (Διαφάνεια 5) Από το ερώτημα αυτό ξεκινά
μια ολόκληρη περιοχή της φιλοσοφίας της νόησης που ονομάστηκε
Θεωρία της Πράξης και είχε ως στόχο τη λογική ανάλυση και
ανακατασκευή της κλάσης των γεγονότων που αποτελούν πράξεις.
Επειδή και η κάθε πράξη απαιτεί κάποια κίνηση του σώματος, το
ερώτημα ζητά αυτό το επί πλέον που μετατρέπει την κίνηση σε
πράξη, μ άλλα λόγια την πρόθεση (που συνδέεται με την βούληση).
Το ερώτημα έχει ιδιαίτερη σημασία για την γνωσιοεπιστήμη γιατί ένα
από τα βασικά χαρακτηριστικά του νοητικού θεωρήθηκε ότι ήταν η
προθετικότητα και το βασικό επιστημολογικό ερώτημα για τη
γνωσιοεπιστήμη είναι το πώς θα μπορέσουμε να συνταιριάσουμε την
φυσιοκρατική εξήγηση της νευροεπιστήμης με την προθετική
εξήγηση της ψυχολογίας.

Από όλες τις πράξεις αυτές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το
αρχικό μας πρόβλημα είναι αυτές που ονομάζονται ‘αποφυγές’, ή
‘αρνήσεις πράξης’, γιατί σ’ αυτές εντάσσονται οι ασκήσεις βέτο στις
οποίες αναφέρεται ο Libet. Υπάρχουν δύο αντίθετες θεωρίες για τις
αποφυγές. Η πρώτη θεωρία ανήκει στον μαθητή του Wittgenstein,
von Wright, που υποστηρίζει ότι οι αποφυγές (refrainings) είναι
ουσιαστικά διαφορετικές από τις θετικές πράξεις (performings),
δηλαδή τις ‘διαπράξεις’ και πρέπει να αναλυθούν και να οριστούν
διαφορετικά από αυτές. Η άλλη θεωρία του Myles Brand και του
Arthur Danto, υποστηρίζει ότι οι αποφυγές είναι απλά έμμεσες
πράξεις ανάλογες με τις διαπράξεις γιατί για να γίνει μια αποφυγή,
πρέπει ο δράστης να κάνει κάποια άλλη πράξη αντί της αποφυγής.
Στο παράδειγμά μας, ο αστυνομικός αποφεύγει να σκοτώσει τον
δραπέτη πυροβολώντας στον αέρα ή κρατώντας το χέρι μακριά από
το όπλο ή ασφαλίζοντας το όπλο. Το πλεονέκτημα της δεύτερης
θεωρίας είναι η απλότητα: δεν χρειάζεται δύο είδη πράξεων αλλά
ένα. Ωστόσο αν για να γίνει μια αποφυγή πρέπει να γίνει μια άλλη
πράξη στη θέση της τότε και η αποφυγή είναι αδύνατη αλλά και η μη
αποφυγή αναγκαία, άρα μη ελεύθερη. Καταρρίπτεται έτσι η θεωρία
των Brand & Danto γιατί αντιβαίνει προς τα ευρήματα του Libet και
οδηγεί σε φιλοσοφικό παράδοξο.

Από την άλλη μεριά όμως αυτό που αρχίζει να διαφαίνεται


είναι ότι το θεωρητικό λάθος ξεκινάει από το ότι θεωρήσαμε ως κατ’
εξοχήν πράξεις τις διαπράξεις και ιδιαίτερα τις προμελετημένες (τις
οποίες υπερεκτιμούμε για λόγους διδαχής) και τις αποφυγές ως
εξαιρέσεις ή ως παρασιτικές στις διαπράξεις. Η παραπάνω θέση
οδήγησε στο εξής κλασσικό μοντέλο πράξης: (Διαφάνεια 6)

ΣκέψηΒούλησηΕνεργοποίηση εγκεφάλουΠράξη

Στη συνέχεια κάτω από υλιστικές φυσιοκρατικές επιστημονικές


πιέσεις που αμφισβήτησαν τη δυνατότητα να υπάρχει σκέψη και
βούληση ανεξάρτητα από εγκεφαλική ενεργοποίηση, το μοντέλο
αναθεωρήθηκε σε

Σκέψη-Βούληση
Εγκεφαλική ενεργοποίηση  Πράξη

Όμως σύμφωνα με τα παραπάνω ευρήματα η μόνη δυνατή λύση που


αφήνει χώρο για τη συνείδηση ως όργανο ελευθερίας και επιλογής
είναι να θεωρήσουμε ως βασικές ελεύθερες πράξεις τις αποφυγές και
να ορίσουμε τις θετικές πράξεις ως αποφυγές της αποφυγής. Το
μοντέλο πράξης που ισχύει εδώ είναι

Εγκεφαλική Ενεργοποίηση  Συνείδηση  Πράξη

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό

«Πράττουμε πάντα αυτό που αποφάσισε ο εγκέφαλος μας και


επέτρεψε να συμβεί η συνείδησή μας και δεν πράττουμε είτε ότι δεν
αποφάσισε ο εγκέφαλός μας, είτε ότι αποφάσισε ο εγκέφαλός μας
αλλά δεν επέτρεψε η συνείδησή μας.»

Με τη συνείδηση στο ρόλο του φρένου (ατυχής μεταφορά, γιατί για


να φρενάρεις πρέπει να κάνεις μια άλλη πράξη) μου φαίνεται
ευτυχής σύμπτωση που ταυτίζεται ξανά ο νους με την αρχαία έννοια
των φρενών ή των φρένων.

Ο Δράστης λέει:
‘Δικός μου είναι ο εγκέφαλος και τον κάνω ότι αποφασίζω’

Ο Εγκέφαλος λέει:
‘Δικός μου είναι ο δράστης και κάνει ότι έχω αποφασίσει’

Ερώτημα του Wittgenstein:

Τι μένει αν από το ‘Σηκώνω το χέρι μου’ αν αφαιρέσω το ‘Το χέρι


μου σηκώνεται’

Ερώτημα του McCann (ισοδύναμο με του Wittgenstein)


What must be added to an even to make it the result of an action?

Παράδειγμα:
Τί πρέπει να προσθέσω σε ένα γεγονός α (θάνατος του Σμίθ) για να
το κάνω αποτέλεσμα πράξης Α (φόνος του Σμιθ);

Απάντηση (Θεωρία της αιτιωδώς βασικότερης πράξης-Causally more


basic action)

Αυτό που πρέπει να προστεθεί στο γεγονός α (θάνατος του Σμιθ) για
να το κάνει αποτέλεσμα της πράξης Α (Φόνος του Σμίθ) είναι κάποια
άλλη πράξη Β (πυροβόληση του Σμίθ) που είναι αιτιωδώς βασικότερη
από την Α που έχει το α όχι ως αποτέλεσμα αλλά ως αιτιακή
συνέπεια
Αλλα η Β έχει ως αποτέλεσμα το β (σύμφωνα με το action-result
law)

Και το παραπάνω πρόβλημα ξαναδημιουργείται επ άπειρον εκτός αν


βρούμε κάποια βασική πράξη Ω που έχει αιτιακή συνέπεια αλλά δεν
έχει αποτέλεσμα ω

Αυτές οι πράξεις Ω είναι οι βουλήσεις που ως νοητικές πράξεις


μπορούν να μην έχουν αποτέλεσμα αλλά κάπως έχουν αιτιακές
συνέπειες

Σκέψη  Βούληση  Ενεργοποίηση εγκεφάλου  Πράξη

Σκέψη-Βούληση

Εγκεφαλική ενεργοποίηση  Πράξη

Εγκεφαλική Ενεργοποίηση  Συνείδηση  Πράξη

«Πράττουμε πάντα αυτό που αποφάσισε ο εγκέφαλος μας και


επέτρεψε να συμβεί η συνείδησή μας και δεν πράττουμε είτε ότι δεν
αποφάσισε ο εγκέφαλός μας, είτε ότι αποφάσισε ο εγκέφαλός μας
αλλά δεν επέτρεψε η συνείδησή μας.»

You might also like