Professional Documents
Culture Documents
Συμπόσιο4
Συμπόσιο4
Ανακεφαλαίωση
Ανδρέας Παπανικολάου
Ο σκοπός της συζήτησης που αρχίσαμε εδώ και κάποια χρόνια ήταν
(και φαντάζομαι παραμένει) να δώσουμε απάντηση στο εξής
φαινομενικά απλό ερώτημα: Έχουμε σήμερα αρκετές ενδείξεις να
πείσουμε αυτούς που ποτέ δεν πίστεψαν ότι ένα σωματικό όργανο, ο
εγκέφαλος, παράγει νου, πνεύμα, συνειδητές εμπειρίες, ότι έτσι
ακριβώς έχουν τα πράγματα, ότι ο εγκέφαλος είναι ο μηχανισμός
που παράγει νου και συνειδητές εμπειρίες;
Ποτέ βέβαια κανένας από μας εδώ δεν αμφισβήτησε ότι ο εγκέφαλος
έχει κάτι ουσιαστικό να κάνει με τον ψυχισμό, ότι παίζει ρόλο αιτίου,
ότι η απρόσκοπτη λειτουργία του είναι αναγκαία για να προκύψουν
εμπειρίες.
Είπα λοιπόν ότι και στις δύο περιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου άδικα
ψάχνουμε για πειστικό παραγωγικό πρότυπο.
Τώρα, τους λόγους που στο δυϊστικό πλαίσιο, τέτοιο πρότυπο είναι
ανέφικτο, τους έχουμε πει τόσες φορές που δεν νομίζω ότι
χρειάζεται να τους ξαναπούμε.
Ένα άλλο πρόβλημα του υλισμού που ανέφερα είναι αυτό της
εξελίξεως των εγκεφαλικών μηχανισμών ή κυκλωμάτων του
συνειδέναι. Το γεγονός ότι η λειτουργία των κυκλωμάτων αυτών
είναι μη συνειδητή (δεν έχουμε επίγνωση του πως τα καταφέρνουμε
και αποφασίζουμε, μιλάμε, περπατάμε – ούτε αισθανόμαστε τις
νευρικές εντολές στους μύς που παράγουν λόγο ούτε τις άλλες που
παράγουν λογικές σκέψεις), το γεγονός, έλεγα, αυτό, θύμισε σε
κάποιους της παρέας μας: να μια ένδειξη ότι σχεδόν τα πάντα
μπορούν να συμβούν χωρίς επίγνωση - άρα καλά το είπε ο Huxley
ότι η συνείδηση είναι μια απάτη – ένα επιφαινόμενο. Κι αυτό με τη
σειρά του έδωσε λαβή σε μια σειρά εισηγήσεων για τη φύση του
ασυνειδήτου και την ιστορία του. Δυο τέτοιες εισηγήσεις θα
ακούσουμε αύριο από τον Γιάννη Ποττάκη και τον Ηλία Κούβελα.
Κι έτσι απέκλινε για λίγο η συζήτηση από την αρχική της πορεία. Η
ευθύνη εδώ είναι δική μου διότι ομολόγησα τις αμφιβολίες μου και
εξέφρασα τη γνώμη ότι οι αρχές των τυχαίων μεταλλάξεων και της
φυσικής επιλογής μάλλον δεν αρκούν και ότι πρέπει να
συμπληρωθούν από άλλες, επίσης εμπειρικά διαψεύσιμες αρχές,
προκειμένου να εξηγηθούν τα αδιαφιλονίκητα φαινόμενα της
εξελίξεως.
Το ερώτημα τίθεται: Αν κάποιος θέσει και στο Βασίλη και στον όμοιό
του βιολογικό μαθηματικό ή φιλόσοφο το πρόβλημα να αποδείξει το
αληθές μιας λογικής προτάσεως η οποία είναι φύσει αναπόδεικτη
βάσει των υπαρκτών λογικών συστημάτων, ποιος απ’ τους δύο θα
λύσει το πρόβλημα;
Σίγουρα όχι ο Βασίλης, διότι έχοντας μέσα του ήδη όλα τα υπαρκτά
συστήματα, με αυτά θα λειτουργήσει και δεν είναι δυνατό να τα
υπερβεί.
...............................................................................................
..........................................
2. Πώς είναι δυνατόν από την τυχαιότητα που διέπει την ύλη εν
γένει και της τυχαίες μεταλλάξεις (έστω και με την επικουρία της
φυσικής επιλογής) να ξεπηδήσει η αφάνταστα μεγάλη
πολυπλοκότητα και ευταξία που διέπει όχι μόνον τους εγκεφαλικούς
μηχανισμούς αλλά και το απλούστατο κύτταρο;
Στη ρίζα τους - είπα – είναι ο διχασμός του κόσμου σε ύλη και σε
πράγματα άυλα (είτε τα άυλα είναι κι αυτά πραγματικά, όπως λένε οι
δυϊστές – δηλαδή, αιτιακώς επαρκή, είτε όχι - όπως λένε οι υλιστές.
Τι είναι αυτό το κάτι; Πρώτον, δεν είναι αποκύημα του νου του
παρατηρητή όπως έλεγε ο Berkeley. Το κάτι υπάρχει και χωρίς
παρατηρητές αλλά η φύση του εξαρτάται, καθορίζεται από
αλληλεπιδράσεις με άλλα κάτι.
Αυτό που αξίζει να αναφέρω εδώ – μιας και το έφερε η κουβέντα για
τον Πλάτωνα – είναι ο λόγος που ίσως άδικα προσάπτουμε στον
Πλάτωνα τον τίτλο του δυϊστή εδώ και αιώνες.
Την ουσία τους τα αισθητά την κληρονομούν από την ενέργεια στην
οποία προβαίνει ο νους, το ποιητικό αίτιο πάντων των αισθητών
βάζοντας το άπειρο στα καλούπια των διαφόρων ειδών – των ιδεών
(οι οποίες ιδέες είναι ανεξάρτητες από το νου, αυθύπαρκτες, και
παίζουν το ρόλο του ειδικού αιτίου).
Μέχρι εδώ που έχω φτάσει, μου αρκεί η υπόθεση ότι το κάτι, το
άπειρο απ’ το οποίο ο εκάστοτε παρατηρητής φτιάχνει εμπειρίες
δηλαδή, φαινόμενα, καρέκλες κι εγκέφαλους φαίνεται να έχει τις
ίδιες ιδιότητες με το νου του παρατηρητή κι όχι τις ιδιότητες των
προϊόντων του – των συμβατικώς υλικών πραγμάτων.
Όπως έχω και λέω δυο χρόνια στη σειρά, προϋπόθεση να πάει αυτή
η κουβέντα λίγο πιο πέρα είναι να καταλάβουμε, να δούμε καθαρά
και σταθερά ότι τα αισθητά δεν είναι πράγματα υλικά με την
τρέχουσα σημασία της ύλης που την καθιστά εκ διαμέτρου αντίθετη
του νου.
The drift away from biology was not simply due to changes in
psychiatry,it was partly because of the slow maturation of the brain
sciences. As Eric Kandel pointed out few years ago “ in the late
1940s the biology of the brain was neither technically nor
conceptually mature enough to deal effectively with the biology of
most higher mental processes and their disorders. The thinking
about the relationship between brain and behavior was dominated
by a view that different mental functions could not be localized to
specific brain regions. This view was espoused by Karl Lashley who
argued that the cerebral cortex was equipotential: all higher mental
functions were presumed to be represented diffusely throughout the
cortex. To most psychiatrists and even to many biologists, the
notion of the equipotentiality of the cerebral cortex made behavior
seem intractable to empirical biological analysis”.
However, again, many years have passed and brain science today
is in the cusp of a revolution similar to the unraveling of the human
genome in 1990s. Terms like consciousness or unconscious can be
discussed not only on a psychological or psychoanalytic basis but
also on a neurobiological one. Of course the subject of this
presentation is the “unconscious” however let us say few words
about consciousness. According to several investigators,
consciousness is distinguished in primary and higher order
consciousness. Primary consciousness contains the state of being
aware of things in the world ,of having mental images of the
present. Higher order consciousness includes recognition by a
thinking agent of his actions or his emotions. It embodies a model
of his personality, in his past, his future, as well as in his present.
Gerald Edelman in his book “Bright Air, Brilliant Fire” suggests a
model for primary consciousness very similar to the model that
Freud suggested in his “Project…” . According to Edelman, past
signals related to values (set by internal control systems, self for
Edelman, system ψ for Freud) and categorized signals from outside
world (nonself for Edelman, system φ for Freud) are correlated and
lead to memory in conceptual areas (system ω for Freud). This
memory, which is capable for conceptual categorization, is linked by
reentrant paths to current perceptual categorization of world
signals. This results in primary consciousness. The difference
between Freud’s and Edelman’s system is that in Edelman’s system
due to the progress of brain research, the function of specific brain
regions like Hippocampus, Amygdala or Septum are incorporated in
the model. This was impossible at the end of the 19th century when
Freud wrote his “Project…”
Thus amygdala can induce fear and anxiety responses not only in
the presence of a painful stimulus induced by an associated
stimulus. Central nucleus also projects to cortical association areas
and this pathway is important for the perception of the emotional
experience. A component of both primary and higher order
consciousness. However, this experience has to be distinguished
from what is happening inside the central nucleus. The memory that
is established there, the cause of autonomic, motor and conscious
reactions, does not reach the level of the explicit (declarative)
memory, it is an unconscious, implicit (procedural) memory. An
unconscious but not repressed memory.
Eric Kandel discussing these data in his very recent book titled “In
Search of Memory” writes: “A century after Freud suggested that
psychopathology arises from conflict occurring on an unconscious
level and that it can be regulated if the source of the conflict is
confronted consciously, our imaging studies suggest ways in which
such conflicting processes may be mediated in the brain. Moreover,
the discovery of a correlation between volunteers background
anxiety and their unconscious mental processes validates
biologically the Freudian idea that unconscious mental processes are
part of the brain’s system of information processing”.
Here Eric Kandel lays a strong bridge between Psychoanalysis and
Neuroscience. Let us hope that gradually more and more
psychoanalysts and neuroscientist will join him. This meeting is a
step towards that direction.
ΠΕΡΙ ΦΡΟΫΔΙΚΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ
ΤΙΝΑ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
Με άλλα λόγια, και πέρα από τις ανεκδοτικές αυτές αναφορές, που
είναι πλήθος, το φάντασμα της βεβαιότητας των φυσικοχημικών
επιστημών ανήκει πολύ λιγότερο στην πειραματική ή θεωρητική
ρουτίνα αυτών των κλάδων, αλλά πολύ περισσότερο στο πεδίο της
ψυχοκοινωνικής διαμόρφωσης των πεποιθήσεων των επιστημόνων ή
ακόμη και των κοινών ανθρώπων.
Σε αυτό το σημείο, και είναι ο λόγος που θυμίζουμε την έννοια της
ψυχικής πραγματικότητας, ένα από τα δύσβατα ζητήματα που
τίθενται στον άνθρωπο και στην καθημερινότητά του είναι η έννοια
της Πραγματικότητας. Δεν είναι εφικτό σε μερικές γραμμές να
αναλυθεί η εννοιακή σημασία της πραγματικής Πραγματικότητας,
ούτε πάλι να εξηγηθεί το πόσο άβολο είναι αυτό που στην ουσία
προτείνει η Ψυχανάλυση, ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν την
πραγματική Πραγματικότητα. Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε σε
ένα πρόσφατο βιβλίο, ενός γνωστού γάλλου νευροεπιστήμονα, του
Pierre Buser (2005). Ο Buser προσπαθεί, κάνοντας μια πολλαπλή
σαρωτική κίνηση στα δεδομένα των νευροεπιστημών και της
γνωσιακής επιστήμης, να αναδείξει πως τα μη συνειδητά σκέλη των
πειραματικών ή κλινικών φαινομένων μπορεί τυχόν μια μέρα να
εξηγηθούν από τον τρόπο λειτουργίας του Κεντρικού Νευρικού
Συστήματος και ότι θα πρέπει η καινούργια νευροφυσιολογία να
συμπεριλάβει αυτά τα δεδομένα, ώστε οι υπόρρητοι μηχανισμοί και
τα μη συνειδητά στοιχεία να συνενώνονται σε μια ενιαία οντότητα.
Δεν είναι εδώ που θα κάνουμε την κριτική της προσπάθειας
συνδυασμού του Buser, πάντως αν κρίνουμε από τα παραδείγματα
που χρησιμοποιεί διαβλέπουμε μια σύγχυση, άλλωστε πολύ κοινή
στη βιβλιογραφία, μεταξύ προσοχής, ενδιαφέροντος, νευρολογικής
συνείδησης και συνειδητότητας. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Buser
ορθώς επισημαίνει το πρόβλημα των συναισθημάτων, ως πρόβλημα
ψυχολογικής λειτουργίας αλλά και νευροεπιστημονικής διερεύνησης,
καταδεικνύει ότι το εν τέλει διακύβευμα είναι στην ουσία το παλιό
πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης, δηλαδή του ελέγχου που το
εν εγρηγόρσει ή καθ’ ύπνον ή σε κώμα υποκείμενο θέτει στην
καθημερινότητα. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε σχηματικά να
συμπεράνουμε ότι το καινούργιο πεδίο κριτικής απέναντι στην
ψυχανάλυση βρίσκεται ανεπτυγμένο στο χώρο της γενίκευσης της
έννοιας του ασυνειδήτου και κυρίως στη δυσκολία που έχουν πολλοί
γνωσιακοί επιστήμονες να χειριστούν τα δύο βασικά ζητήματα που
θέτει η ψυχανάλυση, δηλαδή την έμφυλη συμπεριφορά και τη
λειτουργία της γλώσσας.
Βιβλιογραφία
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ
(Τα αναγραφόμενα με κόκκινο παρουσιάστηκαν περίπου έτσι ως
διαφάνειες)
Κάτι που δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι ότι
εφόσον τα χαλίκια ριφθούν και βρεθούν σε κάποια διάταξη στο
έδαφος, η τυχούσα διάταξη, από μια άλλη οπτική, όχι μόνο δεν
αποτελεί λιγοπίθανο γεγονός αλλά βεβαιότητα. Αν όμως τα χαλίκια
μετά τη ρίψη στέκονταν το ένα πάνω στο άλλο έτσι ώστε να
αποτελέσουν μια στήλη, το γεγονός θα ήταν από κάθε περίπτωση
απίθανο.
Η δαρβινική, που υποστηρίζει πως μόνο μια φορά και κατ' εξαίρεσιν
συνέβη κάτι απίθανο: η εμφάνιση της ζωής. Είναι πολύ
χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Δαρβίνος ήταν πρόθυμος να αποδόσει
την προέλευση της ζωής στο Δημιουργό. Όπως έγραφε ο ίδιος: "Σ'
αυτή τη θεώρηση για τη ζωή με τις διάφορες δυνάμεις της, που
εμφυσήθηκε αρχικά σε μια ή σε λίγες μορφές, υπάρχει κάποιο
μεγαλείο καθώς ο πλανήτης κινείται σύμφωνα με το σταθερό νόμο
της βαρύτητας, από αυτό το απλό ξεκίνημα προέκυψαν και
εξελίσσονται αναρίθμητες μορφές, πανέμορφες και αξιοθαύμαστες".
Λίγο πριν πεθάνει, ο Γαλιλαίος δηλώνει ότι, όσον αφορά στην ουσία
του φωτός, ο ίδιος εξακολουθεί να βρίσκεται στο σκοτάδι. Τρεις
αιώνες μετά, και αφού πρώτα είχε καθοριστικά συμβάλει στην
κατανόηση του φωτός, το ίδιο περίπου θα δηλώσει κι ο Αλβέρτος
Αϊνστάιν. (63) Μέχρι σήμερα, δεν ξέρουμε περισσότερα για τη φύση
του φωτός, όσο κι αν οι νεοφώτιστοι φυσικοί νομίζουν πως τα είδαν
όλα.
Πώς να μη θυμηθούμε για μια ακόμη φορά το Μεντελέγιεφ που
λέγοντας πως κανένα γνωστό στοιχείο δεν πληροί τις προϋποθέσεις
για ορισμένες θέσεις του περιοδικού του πίνακα, τις άφησε κενές; Το
μέλλον τον δικαίωσε πλήρως, εφόσον τα στοιχεία που υπέθεσε πως
έλειπαν πράγματι ευρέθησαν και δη με ιδιότητες κοντινές σε αυτές
που είχε υποθέσει.
"Η φυσική" έγραφε γύρω στα 1900 ο Λόρδος Kelvin "έχει πια λύσει
τα θεμελιακά της προβλήματα. Από τώρα και μπρος δεν θα είναι
παρά απλή εφαρμογή των γενικών νόμων. Μένουν βεβαίως μερικά
θεματάκια που δεν τα έχουμε κατανοήσει πλήρως. Η ακτινοβολία του
μέλανος σώματος, οι φασματικές γραμμές των αερίων..."134
Επίλογος
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ
Ξυλόκαστρο, 9 Ιουλίου 2007
Ελπίζω στη σημερινή μου ομιλία να κάνω σαφές γιατί έχω αυτήν την
εντύπωση και να βοηθήσω ώστε να ξεπεράσουμε το σκόπελο της
επιφανειακής ασυνεννοησίας. Ειπώθηκε πέρσι, προς το τέλος της
συνάντησής μας, πως δεν κάνουμε διάλογο αλλά λέει ο καθένας
λίγο-πολύ τα δικά του και δεν πάμε πουθενά. Για το λόγο αυτό
αποφάσισα να μην προσθέσω κάτι νέο με τη σημερινή μου
παρέμβαση, αλλά να απαντήσω στην περσινή ομιλία του Ανδρέα
Παπανικολάου, εντοπίζοντας σημεία συναίνεσης και σημεία
απόκλισης. Διάλεξα την ομιλία του Ανδρέα διότι φαίνεται να
τοποθετείται σε μια διαμετρικά αντίθετη θέση από τη δική μου,
δηλαδή διαφωνούμε σε βασικά ζητήματα, άρα υπάρχουν διαφορές
να εξεταστούν. Όμως παρόλα αυτά οι περισσότερες θέσεις του
Ανδρέα είναι ξεκάθαρα διατυπωμένες, σαφείς, και μέσα σ’ ένα
πλαίσιο τέτοιο που νομίζω πως μπορώ να τις καταλάβω και να πω
κάτι ως απάντηση, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω σ’ ένα
ψυχαναλυτικό, θεολογικό ή λογοτεχνικό κείμενο.
Το δεύτερο σημείο έχει και αυτό να κάνει με την οργάνωση, την τάξη
και την πολυπλοκότητα, και το ρόλο της τυχαιότητας σε αυτή.
Πρόκειται για μια εκδοχή του κλασικού πλέον επιχειρήματος υπέρ
του σχεδιαστή, και ατυχώς το επιστρατεύει ο Ανδρέας, ο οποίος δεν
δηλώνει υπέρμαχος δημιουργών και δημιουργημάτων. Λέει, για την
ακρίβεια: «το μυστήριο είναι πώς προκύψαμε εμείς, αφού ‘τυχαίως’
δεν είναι εύλογο και αφού ‘μας σχεδίασε ο ύψιστος’ δεν αποτελεί
νόμιμη επιστημονική αιτιολογία». Αυτό ακριβώς το ψευτοδίλημμα
είναι που έλυσε ο Δαρβίνος, όταν έδειξε πως η αυξανόμενη
αρμοστικότητα, στοιχείο εμφανώς αντίθετο με την «τυχαιότητα»,
μπορεί να προκύψει, για την ακρίβεια προκύπτει υποχρεωτικά, όποτε
υπάρχουν κληρονομήσιμες διαφορές με αρμοστικές συνέπειες. Η
εναλλακτική υπόθεση στον ύψιστο δεν είναι η τυχαιότητα, αλλά η
φυσική επιλογή. Η φυσική επιλογή είναι μηχανισμός μη τυχαίας
μείωσης της ποικιλίας, ενώ η αναπαραγωγή με ανασυνδυασμό και οι
μεταλλάξεις είναι μηχανισμοί αύξησης της ποικιλίας, λίγο ή πολύ
τυχαίοι. Η εξέλιξη μπορεί να οδηγεί σε πολύπλοκους οργανισμούς,
καλά ταιριασμένους στο οικολογικό τους πλαίσιο, ακριβώς επειδή η
διαφορική αναπαραγωγή δεν είναι τυχαία αλλά εξαρτάται από
κληρονομήσιμες διαφορές.
Με την έννοια αυτή θεωρώ λοιπόν πως είμαστε όλοι ρομπότ. Είμαστε
σαν το Βασιλάκη, φτιαγμένοι από κομματάκια που υπόκεινται στους
φυσικούς νόμους και σε τίποτα άλλο. Τα κομματάκια αυτά δεν είναι
ηλεκτρονικοί μικροεπεξεργαστές, όπως του Βασιλάκη, αλλά
βιολογικά κύτταρα, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία για τα
λειτουργικά χαρακτηριστικά τους και για το τι συγκροτούν όταν
συνεργάζονται πολλά μαζί σε συγκεκριμένες διατάξεις, όπως είναι
ένα ανθρώπινο νευρικό σύστημα. Δε νομίζω πως είναι κανείς σε
θέση να καταρρίψει τη θέση για την υποκειμενικότητα του Βασιλάκη
χωρίς αναφορά σε ουσιοκρατικά κριτήρια, δηλαδή χωρίς δυισμό. Θα
σεβαστώ την επιλογή του οποιουδήποτε να είναι ένας συνεπής
δυιστής, αν οι συνέπειες των βασικών του θέσεων τον οδηγούν εκεί.
Δεν βλέπω κανέναν άλλον τρόπο απόδοσης συνείδησης με τον οποίο
ο Ανδρέας να κρατήσει εμένα και να πετάξει το Βασιλάκη, αν
υποθέσουμε ότι επιθυμεί κάτι τέτοιο. Εγώ, ως συνεπής μονιστής,
αναλογίζομαι και αποδέχομαι τις συνέπειες των θεμελιωδών
επιλογών μου. Οι συνέπειες αυτές περιλαμβάνουν αναγκαστικά ότι
είμαστε βιολογικές μηχανές, «ρομπότ», εξελιγμένα όχι
κατασκευασμένα, μια και η φυσική επιλογή μπορεί, όπως έδειξε ο
Δαρβίνος, να οδηγεί σε πολύπλοκους οργανισμούς χωρίς σχέδιο ούτε
σχεδιαστή.
Αν αφήσουμε στην άκρη τις ατομικές επιλογές για την ουσία και το
ρόλο της ψυχής, που περιορίζουν αναγκαστικά την οπτική γωνία από
την οποία βλέπει και ερμηνεύει κανείς τα πράγματα, υπάρχει νομίζω
και μια επιπλέον δυσχέρεια στη σύγκλιση. Αυτή αφορά στον
προσδιορισμό του προς εξήγηση φαινομένου. Το προς εξήγηση
φαινόμενο, δηλαδή η συνείδηση, είναι η υποκειμενική όψη της
εγκεφαλικής λειτουργίας, αυτό που καθένας αισθάνεται ότι έχει
επίγνωση και αυτεπίγνωση. Τι σημαίνει να έχει κανείς συνείδηση;
Πώς, πότε και γιατί γίνεται αυτό το πράγμα από τον εγκέφαλο; Ό,τι
και αν είναι αυτό, απαιτεί τη συγκρότηση ενός ενιαίου υποκειμένου
ως φορέα της υποκειμενικότητας. Το υποκείμενο αυτό είναι ένα
εγκεφαλικό κατασκεύασμα που «αντιλαμβάνεται», «γνωρίζει»,
«αποφασίζει» και «δρα» – και που αναπαριστά άλλα όμοια
εγκεφαλικά κατασκευάσματα που «αντιλαμβάνονται»,
«αποφασίζουν» κλπ. Το υποκείμενο είναι το προς εξήγηση
φαινόμενο, μαζί με ό,τι αναπαράσταση αποτελεί το «περιεχόμενό»
του, δηλαδή το περιεχόμενο της συνείδησης.
Φ.Β.ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Δράστης λέει: ‘Δικός μου είναι ο εγκέφαλος και τον κάνω ότι
αποφασίζω’
Ο Εγκέφαλος λέει: ‘Δικός μου είναι ο δράστης και κάνει ότι έχω
αποφασίσει’
Από όλες τις πράξεις αυτές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το
αρχικό μας πρόβλημα είναι αυτές που ονομάζονται ‘αποφυγές’, ή
‘αρνήσεις πράξης’, γιατί σ’ αυτές εντάσσονται οι ασκήσεις βέτο στις
οποίες αναφέρεται ο Libet. Υπάρχουν δύο αντίθετες θεωρίες για τις
αποφυγές. Η πρώτη θεωρία ανήκει στον μαθητή του Wittgenstein,
von Wright, που υποστηρίζει ότι οι αποφυγές (refrainings) είναι
ουσιαστικά διαφορετικές από τις θετικές πράξεις (performings),
δηλαδή τις ‘διαπράξεις’ και πρέπει να αναλυθούν και να οριστούν
διαφορετικά από αυτές. Η άλλη θεωρία του Myles Brand και του
Arthur Danto, υποστηρίζει ότι οι αποφυγές είναι απλά έμμεσες
πράξεις ανάλογες με τις διαπράξεις γιατί για να γίνει μια αποφυγή,
πρέπει ο δράστης να κάνει κάποια άλλη πράξη αντί της αποφυγής.
Στο παράδειγμά μας, ο αστυνομικός αποφεύγει να σκοτώσει τον
δραπέτη πυροβολώντας στον αέρα ή κρατώντας το χέρι μακριά από
το όπλο ή ασφαλίζοντας το όπλο. Το πλεονέκτημα της δεύτερης
θεωρίας είναι η απλότητα: δεν χρειάζεται δύο είδη πράξεων αλλά
ένα. Ωστόσο αν για να γίνει μια αποφυγή πρέπει να γίνει μια άλλη
πράξη στη θέση της τότε και η αποφυγή είναι αδύνατη αλλά και η μη
αποφυγή αναγκαία, άρα μη ελεύθερη. Καταρρίπτεται έτσι η θεωρία
των Brand & Danto γιατί αντιβαίνει προς τα ευρήματα του Libet και
οδηγεί σε φιλοσοφικό παράδοξο.
ΣκέψηΒούλησηΕνεργοποίηση εγκεφάλουΠράξη
Σκέψη-Βούληση
Εγκεφαλική ενεργοποίηση Πράξη
Ο Δράστης λέει:
‘Δικός μου είναι ο εγκέφαλος και τον κάνω ότι αποφασίζω’
Ο Εγκέφαλος λέει:
‘Δικός μου είναι ο δράστης και κάνει ότι έχω αποφασίσει’
Παράδειγμα:
Τί πρέπει να προσθέσω σε ένα γεγονός α (θάνατος του Σμίθ) για να
το κάνω αποτέλεσμα πράξης Α (φόνος του Σμιθ);
Αυτό που πρέπει να προστεθεί στο γεγονός α (θάνατος του Σμιθ) για
να το κάνει αποτέλεσμα της πράξης Α (Φόνος του Σμίθ) είναι κάποια
άλλη πράξη Β (πυροβόληση του Σμίθ) που είναι αιτιωδώς βασικότερη
από την Α που έχει το α όχι ως αποτέλεσμα αλλά ως αιτιακή
συνέπεια
Αλλα η Β έχει ως αποτέλεσμα το β (σύμφωνα με το action-result
law)
Σκέψη-Βούληση