Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 8

Τίτλος εργασίας

«Πώς δικαιολογεί ο Locke την αναγνώριση των φυσικών δικαιωμάτων και ποιά
στοιχεία της ανάλυσής του διακρίνετε στην θεσμική οργάνωση του σύγχρονου
κόσμου»

Ονοματεπώνυμο: Ευθύμιος Δούρος

Α.Μ: 1562201500060

τμήμα: Φ.Π.Ψ ( φιλοσοφία)

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 2021

Περιεχόμενα

Εισαγωγή
1. Το φυσικό δίκαιο του Locke
1.1 Τα φυσικά δικαιώματα
2. Η ελεύθερη βούληση στοιχείο της πολιτικής κοινωνίας
3. Σημαντικά στοιχεία θεσμικής οργάνωσης του σύγχρονου κόσμου
Συμπεράσματα10

Η παρούσα εργασία αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης της θεωρίας του Locke
αναφορικά με το φυσικό δίκαιο και την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας. Απώτερος
σκοπός, είναι η διερεύνηση των φυσικών δικαιωμάτων των ατόμων και τα στοιχεία
αυτών που συνδέονται με την θεσμική οργάνωση της σύγχρονης κοινωνίας. Η
άντληση των πληροφοριών για την σύνθεση της μελέτης θα πραγματοποιηθεί με την

1
χρήση της βιβλιογραφίας και σημαντικών πηγών που αναφέρονται στην θεωρητική
προσέγγιση του Locke

1. Το φυσικό δίκαιο του


O Locke δέχεται την επίδραση της θεωρίας του φυσικού δικαίου και του
κοινωνικού συμβολαίου που επικράτησαν στην Αγγλία τον 17 ο αιώνα. Βάσει αυτών
των θεωριών, ο Locke αναγνωρίζει τη δυνατότητα των ανθρώπων, να αναγνωρίσουν
το φυσικό νόμο μέσω του Λόγου, που φανερώνει τον καλύτερο δυνατό τρόπο,
σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι πρέπει να ζουν. Αποτελεί ένα είδος δεσμευτικού
νόμου. Σύμφωνα με τον στοχαστή «Αυτό γίνεται φανερό, εάν δούμε τη σχέση που
υπάρχει ανάμεσα στο Θεό, το φυσικό νόμο και την ανθρώπινη Φύση»1

Έπειτα, η πολιτική φιλοσοφία του στοχαστή, δέχεται την επίδραση της κοινωνικής,
πολιτικής και οικονομικής κατάσταση της Αγγλίας την εποχή, κατά την οποίαςζούσε
ο φιλόσοφος. Η άνοδος της αστικής τάξης στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης έφερε τον
κλονισμό της ‘ελέω θεού μοναρχίας’, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στην ανάγκη
νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας σε άλλη βάση. Ο Locke διατύπωσε μια
πολιτική φιλοσοφία βασισμένη στις προαναφερόμενες θεωρητικές προσεγγίσεις του
φυσικού δικαίου και του κοινωνικού συμβολαίου καθώς και στη θεωρία σχετικά με
την γνώση, όπου εκφράζει την άποψη πως η πολιτική βρίσκεται στη βαθμίδα της
πιθανής γνώσης. «Για τα πολιτικά πράγματα δεν μπορούμε, κατά την άποψή του, να
έχουμε μια βέβαιη γνώση, παρά μονάχα μια πιθανή γνώση»2

Η φυσική κατάσταση του Locke διαπνέεται από την ειρήνη και διέπεται από το
φυσικό νόμο, αλλά προϋποθέτει μια διαφορετική άποψη για το άτομο, θεωρώντας
τον, ως ένα έλλογο και νοήμον ον. Όπως αναφέρει ο στοχαστής , «η φυσική
κατάσταση διευθύνεται από το φυσικό νόμο, που δεσμεύει τους πάντες∙ και ο Λόγος που
ταυτίζεται με αυτό τον νόμο, διδάσκει κάθε άνθρωπο, εφόσον θελήσει να τον
1
Γ. Πλάγγεσης, Νεότερη Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία,(University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2009), 153.
2
Π. Μ. Κιτρομηλίδης, John Locke, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, ( Aθήνα: Πόλις, 2013),
262.

2
συμβουλευτεί, ότι αφού είναι όλοι ίσοι και ανεξάρτητοι κανείς δεν πρέπει να προξενεί
βλάβη στη ζωή, στην υγεία, στην ελευθερία και στα υπάρχοντα του άλλου»3

Ο φιλόσοφος δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη φύση ως ιδιαίτερα ιδιοτελή ή


ατελή, αλλά πιστεύει ότι η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι ομαλότερη και ποιοτικά
ανώτερη, όταν τα άτομα συμφωνούν να εντάξουν τις δραστηριότητές τους σε μια
ανώτερη καθοδήγηση και σε έναν κοινωνικό έλεγχο. Υποστηρίζει, πως οι άνθρωποι
εκ φύσεως αποτελούν έλλογα και κοινωνικά όντα, τα οποία είναι ικανά να
καρπώνονται την ισοτιμία των δικαιωμάτων μαζί με τους συνανθρώπους τους.
Αναφέρει πως δεν υπάρχει σχέση υποταγής μεταξύ τους και πως ο κάθε άνθρωπος
εφόσον έχει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του, πρέπει να βοηθήσει τον
συνάνθρωπό του, ο οποίος δεν τα κατέχει (Hundert, 1991). Όπως έχει προαναφερθεί,
ο Locke, χαρακτηρίζει τη φυσική κατάσταση ως μια κατάσταση ‘απόλυτης
ελευθερίας’ και η οποία χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα που προσφέρει στους
ανθρώπους να καθορίζουν τις πράξεις τους. Αυτός διαφαίνεται ότι είναι ο
θετικόςορισμός της ελευθερίας, ενώ δύναται να διακρίνουμε και έναν αρνητικό, που
μπορεί να προσδιοριστεί ως η απουσία κάθε εξάρτησης ενός ανθρώπου από την
επιθυμία κάποιου άλλου. Με βάση τα παραπάνω απορρέει το συμπέρασμα ότι ο
Locke, δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα στο ‘να πράττει κανείς ότι βούλεται’,
αλλά όπως αναφέρει και ο ίδιος αυτό θα αποτελούσε ‘ασυδοσία’. Αντίθετα,
αναφέρεται στην ελευθερία του ατόμου να προσδιορίζει τι θέλει να πράξει και να
βιώνει ο ίδιος ως έλλογο ον. Η ελευθερία, αποτελεί σύμφωνα με τον Locke, φυσικό
χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους και συνεπώς ισχύει
για κάθε άνθρωπο. Επομένως, «αποτελεί μια μορφή ανθρωπολογικής ικανότητας του
είδους να έχει βούληση»4

Οι έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας στη φυσική κατάσταση θα μπορούσαν
να χαρακτηριστούν ως κοινή φυσική προδιάθεση των ατόμων ως έλλογων όντων, που
έχουν από την φύση τους κοινά χαρακτηριστικά. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να
επιβεβαιωθεί και από το γεγονός πως ο Locke, τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο των
φυσικών μεταβολών του ανθρώπινου είδους» και τον αρνητικό προσδιορισμό της
ελευθερίας, αναφέροντας πως δεν υπάρχουν «σχέσεις υποταγής και υποδούλωσης».

3
J. Simmons, The Lockean Theory of Rights, (Αθήνα: New Princeton University Press, 1992) ,226-227.
4
John Locke, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, Π. Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.) (Aθήνα: Πόλις,
2013), 260, §219.

3
Συμπερασματικά, δεν εξηγείται ούτε η πραγματική ελευθερία, ούτε η πραγματική
ισότητα, αλλά θεμελιώνεται ως κανονιστική αρχή κοινωνικής και πολιτικής
οργάνωσης, η ισότητα στο δικαίωμα του ελεύθερου προσδιορισμού των πράξεων του
ατόμου. Το περιεχόμενο της ισότητας φαίνεται πως αποτελεί ένα βασικό θεμέλιο της
φυσικής κατάστασης του Locke. Απορρίπτοντας αρχικά την υπεροχή ευγενών, άποψη
επικρατούσα στις μέρες του, θεσπίζει την αρχή της «τέλειας ισότητας» ισχύουσας σε
όλα τα άτομα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ακόμη, η έννοια της ισότητας,
παρουσιάζεται και ως βασικό θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας του Locke, αφού
αποτελεί κίνητρο για την εισαγωγή των ανθρώπων σε αυτή. Ο «Locke αναγνωρίζει
την βασική ισότητα ως το σημαντική βάση , που θα μπορούσε να προσδιορίζει μια
αρχή∙ ήταν ένα αξίωμα της θεολογίας, που νοείται ως η σημαντικότερη ίσως αλήθεια
για την συμπεριφορά του Θεού απέναντι στον κόσμο σε σχέση με τις κοινωνικές και
πολιτικές επιπτώσεις της δημιουργίας του από τον άνθρωπο»5

Ο «νόμος του Λόγου» συνιστά θεμέλιο για την κατάκτηση της ελευθερίας του
ατόμου. Όπως υποστηρίζει ο Locke, εντοπίζεται διαφορά μεταξύ του Αδάμ και της
Εύας με τους απογόνους τους. Από τη μία, ο Αδάμ και η Εύα ήρθαν στον κόσμο ως
τέλεια όντα, με τον Λόγο να υπάρχει ήδη μέσα τους, με αποτέλεσμα να είναι
ελεύθεροι από την αρχή της ζωής τους. Ωστόσο, δεν συμβάνει το ίδιο με τους
απογόνους τους οι οποίοι έρχονται στον κόσμο με φυσική γέννηση, γεγονός που τους
καθιστά «αμαθείς και άμοιρους λογικής». Σε αυτούς, δεν ενυπάρχει ο Λόγος παρά
μόνο μετά την ενηλικίωσή τους, τότε και μόνον τότε έχουν την δυνατότητα να
θεωρηθούν ελεύθεροι ακολουθώντας φυσικά τις επιταγές του φυσικού νόμου. Έως
την ενηλικίωση και την κατάκτηση της ελευθερίας θα πρέπει οι γονείς να
εκπληρώσουν κάποιες υποχρεώσεις. «Άρα, λόγω της αδυναμίας των παιδιών να
συντηρήσουν τον εαυτό τους, οι γονείς έχουν την υποχρέωση να τους προσφέρουν
τροφή, φροντίδα και εκπαίδευση»6

Ο Θεός, πρόσφερε στον άνθρωπο την ελεύθερη βούληση, αφού τα παιδιά δεν έχουν
την ικανότητα να κατευθύνουν την ελεύθερη βούλησή τους, οι γονείς τους είναι

5
John Locke, ό.π., 33.
6
C.B. Macpherson, The Political Theory of Possessive Individualism, Hobbes to Locke, ( Oxford
University Press, 2009), 211.

4
αναγκαίο να ενεργούν προς το συμφέρον τους, μέχρι να φτάσουν στην ωριμότητα.
Μόνο σε αυτή την κατάσταση της ωριμότητας είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να
καταλάβει τι είναι ο νόμος και ποια είναι η ελευθερία που συνεπάγεται μέσω αυτού 7
Όπως επισημαίνει ο στοχαστής τα άτομα γεννιούνται ελεύθερα και ίσα με όλους τους
άλλους ανθρώπους, διαθέτουν την τέλεια ελευθερία να χειρίζονται τη ζωή, την
ελευθερία, αλλά και τα υπάρχοντά τους κατά το δοκούν και έχουν το δικαίωμα να
τιμωρούν κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να παραβιάσει τους νόμους της φύσης.
Ωστόσο, το πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας είναι δυνατόν να υπάρχει, μόνο όταν οι
άνθρωποι συμφωνήσουν να παραιτηθούν από το δικαίωμά για την διαχείριση της
ιδιοκτησίας τους και παρέχουν την προστασία της σε μια κοινή αποδεκτή αρχή, η
οποία θα ακολουθεί πιστά τους θεσπισμένους από όλους, νόμους και κανόνες,
τιμωρώντας τους παραβάτες. Έτσι, αποκλείονται οι αδικίες, που μπορεί να
εμφανιστούν μεταξύ των κατοίκων, σύμφωνα με το προβλεπόμενο θεσπισμένο
δίκαιο. Εκείνοι, οι οποίοι δεν έχουν μια κοινή προσφυγή σε μία ανώτερη αρχή,
βρίσκονται ακόμη στην «τέλεια» φυσική κατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο,
αντιλαμβάνεται ο Locke, τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και τη φυσική
κατάσταση8

Η πολιτική κοινωνία που αναφέρει ο Locke, αυτός κανόνας της πλειοψηφίας είναι
αναγκαίος, όπως και στην σύγχρονη εποχή, καθώς θα ήταν αδύνατο για κάθε
άνθρωπο να συναινεί σε ένα νόμο. Όταν οι άνθρωποι υπάγονται σε ένα συμβόλαιο,
θα πρέπει να συμφωνήσουν στον κανόνα της πλειοψηφίας, καθώς εάν θεωρούν ότι
δεν πρέπει να το πράξουν και συνεχίσουν να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, τότε
θα μπορούσαν κάλλιστα να παραμείνουν στη φυσική κατάσταση, δεδομένου ότι το
συμβόλαιο θα είναι άκυρο. «Διότι, όπου η πλειοψηφία δεν μπορεί να δεσμεύσει τους
υπολοίπους, εκεί το σύνολο δε μπορεί να δράσει ως ενιαίο σώμα, και άρα θα διαλυθεί
αμέσως εκ νέου»9

7
Α. Ryan, Locke and the Dictatorship of the Bourgeoisie John Locke: Critical Assessments εκδ., Τόμ. III
Λονδίνο:Routledge, 1991).
8
Lemos, R. M., Locke’s Theory of Property John Locke: Critical Assessments εκδ., Τόμ. III.( Λονδίνο:
Routledge, 1991).
9
John Locke, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, Π. Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.) (Aθήνα: Πόλις,
2013), 55.

5
Είναι απαραίτητη η περιγραφή του περιεχομένου της νομοθετικής εξουσίας, η
οποία σύμφωνα με τον Locke, έχει χαρακτηριστεί ως το πιο σημαντικό μέρος της
κυβέρνησης. Πρώτος κανόνας της νομοθετικής εξουσίας είναι η διατήρηση της
κοινωνικής συνοχής. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία του
νομοθετικού σώματος ή να θέσει σε ισχύ νόμους με δική του πρωτοβουλία. Ακόμη,
έχει κανείς το δικαίωμα, ούτε να εξοντώσει ανθρώπους, ούτε να τους μεταβάλλει σε
δούλους, αλλά ούτε να κάνει τους πολίτες φτωχότερους. Επίσης, «δε μπορεί να
αναλάβει την άσκηση της κυβέρνησης με την έκδοση αυτοσχέδιων αυθαίρετων
διαταγμάτων, αλλά υποχρεώνεται να απονέμει τη δικαιοσύνη και να αποφαίνεται περί
των δικαιωμάτων των υπηκόων βάσει επίσης δημοσιευμένων και πάγιων νόμων και
μέσω γνωστών και εξουσιοδοτημένων δικαστών». Κάθε μέλος της κοινωνίας θα
πρέπει να συμμορφώνεται με τους νόμους, που ορίζονται από το νομοθετικό σώμα.
Τα όρια της εξουσίας του νομοθετικού σώματος περιλαμβάνουν τα εξής: η νομοθεσία
θα πρέπει να διέπεται από σταθερούς και δημοσιευμένους νόμους που ισχύουν εξίσου
για όλους, οι νόμοι αυτοί θα πρέπει να έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά για το καλό
του λαού καθώς και το γεγονός ότι το νομοθετικό σώμα δε θα πρέπει να αυξάνει τους
φόρους για την περιουσία των ανθρώπων, χωρίς τη συγκατάθεση του λαού. Όλη η
εξουσία, που διαθέτει το νομοθετικό σώμα, προέρχεται από απόφαση της
πλειοψηφίας. «Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός, πως υπάρχει η δυνατότητα
αμφισβήτησης της νομοθετικής εξουσίας, εάν τυχόν παρατηρηθεί οποιαδήποτε
παραβίαση των παραπάνω προϋποθέσεων»10.Εξουσία του λαού θεωρείται η υπέρτατη
δύναμη σε μία πολιτική κοινωνία χρειάζεται και η νομοθετική εξουσία, η οποία
εξακολουθεί να λογίζεται ως η υπέρτατη εξουσία. Το νομοθετικό σώμα, κατά τον
Locke, θεωρείται ανώτερο καθώς το χαρακτηριστικό της υπεροχής χρειάζεται,
εφόσον οι νόμοι που φτιάχνονται ακολουθούνται από όλους. Ο θεωρητικός διακρίνει
μια περίπτωση κατά την οποία, το νομοθετικό σώμα δε συνεδριάζει σε τακτά χρονικά
διαστήματα και η εκτελεστική εξουσία εναπόκειται στα χέρια ενός και μόνο
ανθρώπου. Σε μία τέτοια περίπτωση το πρόσωπο αυτό θεωρείται η ανώτατη εξουσία,
όχι γιατί συμμετέχει στο νομοθετικό σώμα, αλλά επειδή είναι ο μοναδικός
«εκτελεστής του νόμου», σε διάστημα κατά το οποίο το νομοθετικό σώμα δε

10
Π . Μ. Κιτρομηλίδης, ό.π., 45.

6
συνεδριάζει. «Η εκτελεστική εξουσία εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη νομοθετική
εξουσία και μπορεί να αλλάξει κατά βούληση του νομοθέτη».11

Διαφαίνεται, ότι ο φιλόσοφος εισάγει την έννοια της διάκρισης των εξουσιών,
στοιχείο που διαφαίνεται αρκετά φυσικό στους σύγχρονους αναγνώστες, λόγω της
παρουσίας του δημοκρατικού πολιτεύματος σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, επί των
ημερών του Locke αυτό δεν ήταν μία παγκοσμίως αναγνωρισμένη ανάγκη των
κυβερνήσεων, γεγονός που αποδεικνύεται από τους απόλυτους μονάρχες που
κυριάρχησαν στην διάρκεια του 17ου αιώνα (Aarsleff, 1994). Το ζήτημα με τις
απόλυτες μοναρχίες ήταν ότι η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία ενώθηκαν,
οδηγώντας σε καταχρήσεις της εξουσίας και έναν ηγεμόνα του οποίου τα συμφέροντα
ήταν διαφορετικά από εκείνα των υπηκόων του. Για τον Locke, «αποτελούσε ζωτικής
σημασίας ο διαχωρισμός της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, καθώς αν το
ίδιο άτομο επέβαλε τους νόμους τους οποίους καθόριζε, θα μπορούσε να θεωρήσει
τον εαυτό του απαλλαγμένο από αυτούς ή θα επέβαλε νόμους προς όφελός του»12

Με αρχή την αναγνώριση της αξίας της προσωπικότητας των ατόμων, ο φιλόσοφος
και στοχαστής διατυπώνει την αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας, που σε όλο το
έργο του θεωρείται ότι εντοπίζεται στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του και ακόμη
θεωρείται ότι συμβαδίζει με το φαινόμενο της ανθρώπινης συμβίωσης. Διακρίνουμε,
λοιπόν, ότι ο ρόλος της οικονομίας στο πλαίσιο της Δεύτερης Πραγματείας περί
Κυβερνήσεως, είναι σημαντικός. Η σημαντική σχέση του πεδίου οικονομίας και
πολιτικής είναι ευδιάκριτη από την αρχή ως το τέλος του έργου και μπορεί να
εκφραστεί μέσα από την εισαγωγή της άκρατης συσσώρευσης ιδιοκτησίας, αλλά και
της αναγκαιότητας προστασίας αυτής. Αν και ο Locke εκφράζει τον φιλελευθερισμό,
που εκπορεύεται από το δημοκρατικό αίτημα για ισότητα και ελευθερία, οδηγείται
τελικά στην υπεράσπιση των συμφερόντων της ανερχόμενης αστικής τάξης και της
κοινωνικοπολιτικής δύναμης. Τέλος, οι αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της
αλλυλεγγύης αποτελούν αναντίρρητα δικαιώματα των ατόμων που εκφράστηκαν από
τον Locke

11
Π . Μ. Κιτρομηλίδης, ό.π., 39.
12
Γ. Πλάγγεσης, Νεώτερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία: Φιλοσοφικός λόγος, κριτική της θρησκείας και
ιδεολογία, ( Αθήνα: Kριτική,2009), 79.

7
- Aarsleff, H., Τhe Cambridge Companion to Locke. (V. Chappell, Επιμ., &
γράφουσα, Μεταφρ.) Cambridge: Cambridge University Press,

- Ashcraft, R. Locke’s State of Nature: Historical Fact or Moral Fiction? (John


Locke: Critical Assessments εκδ., Τόμ. III). (R. Ashcraft, Επιμ., & γράφουσα, Μτφρ.)
London: Routledge,

- Lemos, R. M., Locke’s Theory of Property (John Locke: Critical Assessments

- Locke, J. Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως: Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή,
έκταση και σκοπό της πολιτικής εξουσίας

- Locke, J. , Επιστολή για την Ανεξιθρησκία / Epistola de Tolerantia. (Γ. Πλάγγεσης,


Μεταφρ.) Θεσσαλονίκη: University Studio Press,

- Macpherson, C., The Political Theory of Possessive Individualism: Hobbes to Locke.


Ontario, Canada: Oxford University Press,

-Ryan, A. , Locke and the Dictatorship of the Bourgeoisie (John Locke: Critical
Assessments εκδ., Τόμ. III). (R. Ashcraft, Επιμ., & γράφουσα, Μτφρ.) London:
Routledge,

-Simmons, J., The Lockean Theory of Rights. New Jersey: New Princeton University
Press,

-Waldron, J. (1988). The Right to Private Property. Oxford Clarendon Press,

- Πλάγγεσης, Γ., Νεότερη Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία: Από τον Machiavelli
στον Marx.

- Πλάγγεσης, Γ., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία: Φιλοσοφικός λόγος, κριτική της


θρησκείας και ιδεολογία (1η εκδ.). Αθήνα: Κριτική,

You might also like