Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 12

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ Λ. ΦΛΩΡΟΥ

1. Η έννοια του φόρου


Ο θεσμός του φόρου ήταν γνωστός ήδη από την αρχαιότητα, αλλά η
σημασία του ως πηγή εσόδων ήταν μικρή, συγκρινόμενη με την
άρχουσα θέση του στις πηγές χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών
κατά τη σύγχρονη εποχή.
Στη σύγχρονη εποχή το κοινωνικό κράτος έχει αυξημένες σημαντικά
δαπάνες, ενώ οι λοιπές πηγές χρηματοδότησης μικρό μόνο μέρος
αυτών των δαπανών μπορούν να καλύψουν.
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του φόρου, όπως διατυπώθηκε από
τον G. Jeze, ο φόρος αποτελεί άμεση και οριστική παροχή των ιδιωτών
προς τη δημόσια εξουσία, που είναι αναγκαία για την κάλυψη των
δημοσίων βαρών.
Επομένως, τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του φόρου είναι:
Α) Ο χαρακτήρας του ως άμεσης χρηματικής παροχής του ιδιώτη
προς το κράτος, Β) Το υποχρεωτικό της παροχής, Γ) Ο οριστικός
χαρακτήρας της παροχής, Δ) Η μονομέρεια της παροχής, δηλαδή η
έλλειψη ειδικού ανταλλάγματος από πλευράς του κράτους προς τον
ιδιώτη, Ε) Οι λειτουργίες του: η κάλυψη δαπανών αλλά και η επιδίωξη
επίτευξης άλλων οικονομικών και κοινωνικών στόχων του σύγχρονου
κοινωνικού κράτους.

Α) Ο φόρος ως άμεση χρηματική παροχή


Ο φόρος συνιστά άμεση, χρηματική κυρίως παροχή των ιδιωτών
στο κράτος. Αποτελεί δηλαδή μέσο μεταβίβασης αγοραστικής
δύναμης των ιδιωτών στο κράτος, η οποία είναι αναγκαία για τη
χρηματοδότηση των δαπανών του.
Ο φόρος αποτελεί χρηματική παροχή. Το στοιχείο όμως αυτό δεν
είναι ουσιώδες γνώρισμα της έννοιας του φόρου, σε παλαιότερες δε
εποχές δεν αποτελούσε ούτε τον κανόνα. Η παροχή αυτή είναι δυνατό
να προβλεφθεί ως εφάπαξ είτε συνηθέστερα ως διαρκής. Ειδικότερα, η
φορολογική ενοχή μπορεί να προβλέπεται στον νόμο εφάπαξ, έτσι ώστε
η εφαρμογή του φορολογικού νόμου να εξαντλείται με την εφάπαξ
καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στη φορολογική υποχρέωση. Η
παροχή όμως είναι δυνατό να προβλέπεται στον νόμο περιοδική, όπως
συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών
προσώπων. Επίσης, η παροχή μπορεί να συνδεθεί με τη μεταβίβαση
κεφαλαίου ή τη δαπάνη, έτσι ώστε η φορολογική ενοχή να
δημιουργείται κάθε φορά που συντρέχει το γενεσιουργό γεγονός του
φόρου.
Την τελευταία περίοδο, λόγω των σοβαρών δημοσιονομικών
προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας έχουν επιβληθεί έκτακτες
εισφορές με τους νόμους 3758/2009 και 3833/2010. Έκτακτη
φορολογική επιβάρυνση συνιστούσε και το ΕΕΤΗΔΕ, το οποίο
επιβλήθηκε το 2011 με τον ν. 4021/2011, ίσχυσε με τροποποιήσεις
μέχρι και το 2013 και κρίθηκε συνταγματικά ανεκτό, ενόψει των
δημοσιονομικών αναγκών και του μη μόνιμου χαρακτήρα του.

Β) Ο φόρος ως υποχρεωτική παροχή


Η μετάθεση μέσω της φορολογίας, οικονομικής δύναμης από
τον ιδιώτη στο κράτος ή τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης έχει
αναγκαστικό χαρακτήρα. Η εξουσία της πολιτείας να επιβάλλει φόρο
συνιστά εκδήλωση άσκησης της κρατικής εξουσίας. Η κρατική,
δηλαδή, εξουσία επιβάλλει και καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία του
φόρου μονομερώς με νόμο, ενώ συγχρόνως θεσπίζει σειρά μέτρων με
τα οποία ο φορολογούμενος εξαναγκάζεται στην εκπλήρωση της
υποχρέωσής του αυτής. Έτσι, η πράξη βεβαίωσης του φόρου αποτελεί
εκτελεστό τίτλο. Επομένως, η φορολογική ενοχή είναι ενοχή εκ του
νόμου. Ο υποχρεωτικός πάντως χαρακτήρας του φόρου δεν θα πρέπει
να συνδέεται με το «πάνδημο». Έτσι χαρακτήρα φόρου έχουν
οικονομικά βάρη που επιβαρύνουν ορισμένη τάξη ή ορισμένες τάξεις.
Εξάλλου, το στοιχείο της υποχρεωτικότητας δεν προσδίδει κατ’
ανάγκη τον χαρακτήρα φόρου σε κάθε οικονομικό βάρος που καλούνται
βάσει νόμου να καταβάλουν οι πολίτες. Έτσι, δεν έχουν φορολογικό
χαρακτήρα οι καταβαλλόμενες από τους εργοδότες και τους
εργαζομένους εισφορές στα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης.

1. Φορείς της φορολογικής εξουσίας και αποδέκτες των φόρων


Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του φόρου, ο φόρος συνιστά
παροχή των πολιτών προς το Κράτος. Αποδέκτης συνεπώς των
φορολογικών εσόδων είναι το κράτος. Θα πρέπει να διακρίνουμε
μεταξύ του φορέα της φορολογικής εξουσίας, εκείνου δηλαδή που έχει
την εξουσία προς επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων και του
αποδέκτη των φορολογικών εσόδων, του νομικού προσώπου δηλαδή
στο οποίο εισρέουν τα φορολογικά έσοδα. Φορέας της φορολογικής
εξουσίας και αποδέκτης των φορολογικών εσόδων είναι καταρχήν το
κράτος, που ασκεί την εξουσία αυτή πρωτογενώς.
Φορείς της φορολογικής εξουσίας και αποδέκτες των φόρων είναι
και οι Ο.Τ.Α. Στην περίπτωση αυτή, η φορολογική εξουσία είναι
παράγωγη, ασκείται δε από τους δήμους και τις κοινότητες «κατ’
εξουσιοδότηση του κράτους». Η διάταξη του άρθρου 102 παρ. 5 Σ,
όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, παρέχει ρητά στους Ο.Τ.Α.
πρώτου και δεύτερου βαθμού, την εξουσία να ρυθμίζουν κατ’
εξουσιοδότηση νόμου ζητήματα τοπικών φόρων, με συνέπεια να
καλύπτεται πλέον και συνταγματικά η πρακτική που είχε διαμορφωθεί
για τη χορήγηση νομοθετικής εξουσιοδότησης στους οργανισμούς
αυτούς για τη ρύθμιση φορολογικών ζητημάτων τοπικού χαρακτήρα.

2. Φόροι υπέρ τρίτων


Ζήτημα γεννάται αν έχουν τον χαρακτήρα φόρου, οικονομικές
επιβαρύνσεις που θεσπίζονται από το κράτος και συνιστούν πόρους
τρίτων. Το ζήτημα είναι σοβαρό ενόψει των περιορισμών που θέτει το
Σύνταγμα σε σχέση με την επιβολή των φόρων, αλλά και του
υπερβολικού αριθμού τέτοιων εισφορών που επιβάλλονται.
Το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι οι επιβαλλόμενες στο κοινό
εισφορές προς δημιουργία κοινωνικών πόρων, εξομοιώνονται προς
φόρο (φόροι υπέρ τρίτων). Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο για τον
χαρακτηρισμό τέτοιων επιβαρύνσεων είναι η ύπαρξη ή όχι αντιπαροχής
που συνδέεται με την παροχή αυτή του πολίτη.
Προβληματικός είναι ο χαρακτηρισμός ως φόρων οικονομικών
βαρών που επιβάλλονται υπέρ νπιδ. Βέβαια, η άσκηση δημόσιας
εξουσίας και η άσκηση λειτουργιών του δημοσίου ανατίθεται όχι μόνο
σε νπδδ αλλά και σε νπιδ.
Τη δυνατότητα επιβολής φόρων υπέρ νπιδ επιβεβαίωσε το
Συμβούλιο Επικρατείας, με τον χαρακτηρισμό ως φόρου της εισφοράς
υπέρ της ΕΡΤ λόγω της αποσύνδεσης της εισφοράς από τις παρεχόμενες
υπηρεσίες. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή η φορολογικού χαρακτήρα
επιβάρυνση επιβάλλεται από το κράτος, αποδέκτης όμως των εσόδων
είναι νπιδ.
Μεταξύ των όρων του μνημονίου είχε προβλεφθεί η κατάργηση
μεγάλου αριθμού φόρων υπέρ τρίτων, με στόχο τη μείωση του
φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και επιτηδευματιών. Ήδη με
τον νόμο 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας ….», καταργήθηκαν πολλές από τις φορολογικές
επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων, με στόχο τη μείωση του φορολογικού
βάρους των επιχειρήσεων και επιτηδευματιών.

3. Υπόχρεοι του φόρου


Υπόχρεος του φόρου είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο αλλά και
ένωση προσώπων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα ή άλλη νομική
οντότητα, που κατά τον νόμο υποχρεούται να καταβάλλει το φόρο.
Όσον αφορά τους υπόχρεους στην καταβολή των φόρων (τους
υποκείμενους στο φόρο) αυτοί είναι, κατά τον προαναφερθέντα
κλασικό ορισμό, οι ιδιώτες. Συνεπώς, εξ ορισμού το κράτος αλλά και τα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν είναι υποκείμενα στον φόρο.
Βέβαια, διαφορετικά εμφανίζεται το ζήτημα σε περίπτωση που τα
νπδδ δεν ενεργούν ως φορείς δημόσιας εξουσίας, αλλά ως νομικά
πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Είναι
χαρακτηριστική η ρύθμιση του άρθρου 3 του Κώδικα Φ.Π.Α. και το
άρθρο 13 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, που εξαιρούν το δημόσιο και τα
νπδδ από τους υποκείμενους στον Φ.Π.Α., εφόσον ασκούν δημόσια
εξουσία, ενώ τα εντάσσουν στον κύκλο των υποκειμένων σε περίπτωση
που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον δεν είναι
ασήμαντη.
Ως προς τους αλλοδαπούς, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος
προβλέπει τη συμμετοχή των Ελλήνων στα δημόσια βάρη. Εξ αυτού
όμως δεν πρέπει να συναχθεί ότι δεν υπόκεινται στους φόρους οι
αλλοδαποί. Αντίθετα, εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για
απαλλαγή και οι αλλοδαποί υπάγονται στο φόρο, στο μέτρο που
υφίσταται το συνδετικό στοιχείο με το οποίο η νομοθεσία συνδέει τη
φορολογική υποχρέωση. Έτσι, στη φορολογία εισοδήματος υπόκεινται,
ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, οι έχοντες την κατοικία ή τη συνήθη
διαμονή τους στην Ελλάδα ή εκείνοι που πραγματοποιούν εισοδήματα
στην Ελλάδα.

Γ) Ο φόρος ως οριστική παροχή


Ο φόρος συνιστά παροχή οριστική του υποχρέου προς το κράτος και
όχι προσωρινή. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί τον φόρο, ως μέσο
χρηματοδότησης δημοσίων δαπανών, από το εκούσιο ή αναγκαστικό
δημόσιο δάνειο. Ειδικότερα, με τον εκούσιο δανεισμό το κράτος
πορίζεται μέρος των αναγκαίων εσόδων για τη χρηματοδότηση των
δημοσίων δαπανών με εκούσιες παροχές υπό μορφή δανείου.
Δ) Διάκριση του φόρου από το ανταποδοτικό τέλος
Ο φόρος συνιστά παροχή του ιδιώτη στο δημόσιο που δεν συνδέεται
με αντίστοιχη ειδική αντιπαροχή από πλευράς του τελευταίου. Η
φορολογία δηλαδή αποσκοπεί στην κάλυψη των δημοσίων δαπανών
στο σύνολό τους.
Σε σχέση με τη φορολογική υποχρέωση των πολιτών, ενόψει της
έλλειψης ειδικής αντιπαροχής από πλευράς του κράτους, σήμερα
γίνεται κατά βάση αποδεκτή η θεωρία του καθήκοντος ή της θυσίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο φόρος αποτελεί ουσιώδες κοινωνικό
καθήκον, θυσία των πολιτών για την κάλυψη των αναγκών του κράτους.
Δεν συνιστά δηλαδή ο φόρος αντίτιμο των κρατικών παροχών, οι οποίες
άλλωστε παρέχονται αδιακρίτως στο κοινωνικό σύνολο (εκτός φυσικά
από εκείνες προς τις οποίες ο νόμος συνδέει την καταβολή
ανταποδοτικών τελών). Με τη μεταβίβαση τμήματος του εισοδήματος
του πολίτη στο κράτος, καθίσταται δυνατή η κάλυψη των αναγκών του
κράτους.

1) Οριοθέτηση των όρων φόρος και ανταποδοτικό τέλος:


Η αρχή της νομιμότητας του φόρου τυγχάνει εφαρμογής μόνο στους
φόρους και όχι στα ανταποδοτικά τέλη (άρθρο 78 παρ. 1 του
Συντάγματος).
Όταν στον νόμο προβλέπεται η απαλλαγή από τον φόρο αυτή δεν
επεκτείνεται και στα τέλη.
Η απόφαση για την αύξηση των ανταποδοτικών τελών, αν και
αποτελεί κανονιστική πράξη για την οποία καταρχήν δεν θα απαιτείτο
αιτιολογία, θα πρέπει κατ’ εξαίρεση να αιτιολογείται, πράγμα που δεν
ισχύει για τον φόρο.
Ενόψει της αρχής του ειδικού προορισμού των ανταποδοτικών
τελών, σε αντίθεση προς τους φόρους, τα έσοδα από τα ανταποδοτικά
τέλη μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την υπηρεσία για την
οποία καταβάλλονται, μη επιτρεπομένης της χρησιμοποίησής τους για
την κάλυψη άλλων αναγκών του νομικού προσώπου. Συνεπώς, ο
χαρακτηρισμός μιας οικονομικής επιβάρυνσης ως φόρου ή ως
ανταποδοτικού τέλους δεν στερείται έννομων συνεπειών.
Ειδοποιός διαφορά μεταξύ του φόρου και του ανταποδοτικού
τέλους συνιστά η ύπαρξη ειδικής αντιπαροχής. Το τέλος
καταβάλλεται δηλαδή από τον πολίτη σε αντάλλαγμα της ιδιαίτερης
χρησιμοποίησης ορισμένου έργου ή υπηρεσίας.
Το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι δεν συνιστά ανταποδοτικό
τέλος αλλά φορολογική επιβάρυνση η εισφορά που επιβλήθηκε από τη
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής στους κατόχους δεύτερης
κατοικίας στον νομό αυτό, ενόψει του ότι δεν παρέχεται μόνο στους
υποχρέους της εισφοράς αυτής η όποια αντιπαροχή, καθόσον αυτή
καταλαμβάνει και τους μόνιμους κατοίκους της περιοχής, στους
οποίους δεν επιβάλλεται. Ενόψει αυτού το δικαστήριο έκρινε ότι η
κανονιστική απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου δεν βρίσκει
έρεισμα στην εξουσιοδοτική διάταξη.
Επίσης, με άλλη απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι
το δημοτικό τέλος επί των διαφημίσεων δεν επιβάλλεται ως
αντάλλαγμα κάποιας ιδιαίτερης υπηρεσίας παρεχόμενης ειδικώς εκ
μέρους των ΟΤΑ προς τα βαρυνόμενα με την καταβολή των τελών
πρόσωπα και κατά συνέπεια έχει τον χαρακτήρα φόρου και όχι
ανταποδοτικού τέλους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι σχετικά πρόσφατες αποφάσεις του
Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς φόρους, εισφορές και τέλη που
επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας μας που
πηγάζουν από το Μνημόνιο και ειδικότερα οι σχετικές αποφάσεις επί
του τέλους επιτηδεύματος και του ΕΕΤΗΔΕ.
Ειδικότερα, με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου
Επικρατείας 2527/2013, το τέλος επιτηδεύματος κρίθηκε ότι συνιστά
φόρο και όχι ανταποδοτικό τέλος. Την κρίση του αυτή το δικαστήριο
θεμελίωσε αφενός στην ένταξη της ρύθμισης στο κεφάλαιο Δ΄του
νόμου 3986/2011, με τίτλο «Φορολογικές και Τελωνειακές Ρυθμίσεις»
και στον σκοπό του, που συνίσταται στην αύξηση των δημοσίων
εσόδων και αφετέρου στο γεγονός ότι δεν καταβάλλεται έναντι ειδικής
αντιπαροχής.
Εξάλλου, ως προς το ΕΕΤΗΔΕ το δικαστήριο θεμελίωσε την θέση του
ότι το εν λόγω τέλος αποτελεί φόρο και όχι ανταποδοτικό τέλος, κυρίως
με την αιτιολογία ότι στο μέτρο που το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται
σε ανταπόδοση συγκεκριμένης υπηρεσίας παρεχόμενης από το κράτος
προς τους επιβαρυνόμενους με αυτό, τα δε έσοδα από την είσπραξή
του περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του
δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου
κρατικού σκοπού, δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος αλλά φόρο κατά την
έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος.
Τέλος, με την υπ’ αριθμ. 4555/2013 απόφασή του, το Β΄ Τμήμα του
Συμβουλίου Επικρατείας έκρινε ότι το ειδικό τέλος μείωσης εκπομπών
αερίων ρύπων, το οποίο επιβαρύνει τους καταναλωτές ηλεκτρικής
ενέργειας, αποτελεί φόρο και όχι ανταποδοτικό τέλος ενόψει της
έλλειψης ειδικής αντιπαροχής, καθόσον η επιβάρυνση αυτή αποβλέπει
στην οικονομική ενίσχυση του ειδικού λογαριασμού του ν. 2773/99,
χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα της προστασίας του
περιβάλλοντος, εξυπηρετείται δε αόριστος αριθμός προσώπων και όχι
οι ειδικότερα βαρυνόμενοι από το εν λόγω τέλος.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των ανταποδοτικών τελών είναι το στοιχείο
της ειδικής αντιπαροχής. Το ανταποδοτικό τέλος καταβάλλεται από τον
πολίτη που επιδιώκει την απόλαυση συγκεκριμένης ειδικής
αντιπαροχής. Πάντως, ακριβώς λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της
ειδικής αντιπαροχής, η υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού
τέλους δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την πραγματική χρησιμοποίηση
της δημόσιας υπηρεσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά αρκεί
απλώς η δυνατότητα (ετοιμότητα) παροχής της υπηρεσίας.
Τη θέση αυτή έχει κάνει δεκτή και η υπ’ αριθμ. 5/1984 απόφαση του
ΑΕΔ, συνιστά δε έκτοτε πάγια θέση της νομολογίας, έτσι ώστε να
γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται η χρήση της υπηρεσίας, αλλά αρκεί η
ύπαρξη και ετοιμότητα του αρμόδιου φορέα για την παροχή της
υπηρεσίας.
Πάντως, το στοιχείο αυτό δεν ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση
επιβολής τέλους. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα τέλη
καθαριότητας, τα οποία καταβάλλονται ανεξάρτητα από την επιθυμία
του δημότη να κάνει χρήση των σχετικών υπηρεσιών ή και τη μη
εξυπηρέτηση του ακινήτου του. Τη θέση του αυτή επιβεβαίωσε με
σχετικά πρόσφατη απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας το οποίο
τόνισε τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της επιβάρυνσης αυτής, αφού οι
υπηρεσίες αυτές αφορούν προεχόντως τους εγκατεστημένους στην
περιοχή του οικείου ΟΤΑ πολίτες.
Τέλος, ουσιώδες στοιχείο του ανταποδοτικού τέλους είναι η ύπαρξη
αναλογίας μεταξύ της παροχής του πολίτη και της ειδικής αντιπαροχής.
Το ύψος δηλαδή του τέλους είναι ανάλογο της προσφερόμενης
υπηρεσίας, ενώ το ύψος του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του
Συντάγματος είναι ανάλογο της φοροδοτικής ικανότητας του
υποκειμένου στον φόρο. Φυσικά δεν απαιτείται απόλυτη αναλογία,
αλλά απλώς κατά προσέγγιση.
Την αναλογία μάλιστα αυτή εξειδικεύει πρόσφατη απόφαση του Β
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπ’ αριθμ. 274/2014, η
οποία προσθέτει ένα ακόμα στοιχείο στη σχέση αναλογίας μεταξύ της
παροχής και της αντιπαροχής σε σχέση με τα ανταποδοτικά τέλη και
συγκεκριμένα τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού, την αρχή της
«αναλογικής επιβάρυνσης των πολιτών και επιχειρήσεων». Ειδικότερα,
με την απόφασή του αυτή το δικαστήριο τόνισε ότι το ενιαίο αυτό
ανταποδοτικό τέλος πρέπει να επιμερίζεται ανάλογα με τον βαθμό
χρήσης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτόν ο νόμος
παρέχει στους δήμους τη δυνατότητα να ορίζουν έως και 7
διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η
σχετική δε απόφαση του δήμου πρέπει να αιτιολογεί πλήρως την εν
λόγω αρχή.
Απαιτείται, επομένως, κατά παρέκκλιση του κανόνα της μη
αιτιολόγησης των κανονιστικών πράξεων, ειδική αιτιολογία της πράξης
με την οποία προσδιορίζεται το ύψος των καταβλητέων τελών,
προφανώς για να ελέγχεται η ύπαρξη της αντιστοιχίας αυτής. Όπως δε
έχει τονισθεί, για τον υπολογισμό των απαιτούμενων δαπανών των
υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού το δημοτικό συμβούλιο
λαμβάνει υπόψη του, πέραν των δαπανών που συνδέονται άμεσα με
την καθαριότητα και τον φωτισμό και το τμήμα των γενικών εξόδων του
δήμου που οφείλονται στην παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.
--------------------------

You might also like