Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 112

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΚΛΑΔΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 
 
 
ΤΣΙΟΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 
Α.Μ.: 1338 
 
 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
 
ΘΕΜΑ:  Ο  ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ  ΤΥΠΟΣ  ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ  Ι. ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ 
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ  ΤΟΥ  ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΑΠΟΦΟΙΤΟΥΣ  ΤΟΥ 
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 
 
 
 
 
 
 
 
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Παναγιώτης Σκαλτσής 
                               Αναπληρωτής  Καθηγητής 
 
 
 
 
 
 
 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ     2010 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

2
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
 
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ …..……………………………………………………………        7 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ……………………………………………………...................          9 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο 
 
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
 
1.1.  Ο  ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ  ΚΑΙ  ΓΡΑΠΤΟΣ  ΛΟΓΟΣ  ΚΑΤΑ  ΤΟ  ΧΡΟΝΟ 
ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι.  
         ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ……………………………………………………...        15       
1.2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ 
         ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ    ΚΕΙΜΕΝΩΝ …………………………………....        20 
1.3. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΗΣ  
         ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ …………….        23 
1.3.1.  Φωνολογικά στοιχεία  
1.3.2.  Μορφοσυντακτικά στοιχεία        
1.4.   ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ …….        35 
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο  
 
ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ  
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 
 ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
 
2.1. ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ ……………..        39 
2.1.1.  Α΄ Γυμνασίου 
2.1.2. Β΄ Γυμνασίου 
2.1.3. Γ΄ Γυμνασίου 
2.1.4. Α΄ Λυκείου 
2.1.5. Β΄ Λυκείου 
2.1.6. Γ΄ Λυκείου 
2.1.7. Γενικά Εγχειρίδια για τα Αρχαία Ελληνικά 

3
2.1.8. Συμπεράσματα  για  το  γλωσσικό  τύπο  της  Αρχαίας 
Ελληνικής  στα  διδασκόμενα  στη  Δευτ/βάθμια  Εκπαίδευση 
κείμενα 
2.2. ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ  ΣΤΟΧΟΙ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΙ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ  ΤΟΥ 
ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ 
            ΜΕ ΤΑ ΔΕΠΠΣ ΚΑΙ ΑΠΣ ………………………………………….        45       
2.3. Ο  ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ  ΤΥΠΟΣ  ΤΗΣ  ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΗΣ  ΑΡΧΑΙΑΣ  
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ   ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ  
            ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ……………………………………………..        47 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο  
 
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ  ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ  
 ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
 ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
 
3.1. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ …………………………………..         50 
3.2. ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ …………………………………………...         51 
3.2.1.  Οι κλειστού τύπου ερωτήσεις 
3.2.2.  Οι ανοικτού τύπου ερωτήσεις 
3.2.3.  Το δοθέν ερωτηματολόγιο  
3.3.   ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ……………………………………………….        57 
3.3.1. Κατανομή των ερωτηθέντων 
3.3.2. Βαθμός κατανόησης των χωρίων 
3.3.3. Συσχέτιση του βαθμού κατανόησης με τους   
            παράγοντες που την επηρεάζουν 

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο  
 
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ 
 ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 
 ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  
ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
 
4.1.   Η «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» ……………………………...        73 
4.2. ΑΠΟΨΕΙΣ,  ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ  ΚΑΙ  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΗ 
ΓΛΩΣΣΑ   ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ  
         ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ ……………………………………………………..        75 

4
4.2.1. Η  άποψη  υπέρ  της  μετάφρασης  των  λειτουργικών 
κειμένων στη Νεοελληνική (επιχειρήματα–προϋποθέσεις 
            –προτάσεις) ………………………………………………………….        76   
4.2.1.1.  Επιχειρήματα (αξιωματικού – δεοντολογικού περιεχομένου) 
4.2.1.2. Επιχειρήματα  με  περιεχόμενο  τα  αρνητικά  αποτελέσματα 
της διατήρησης της πρωτότυπης λειτουργικής γλώσσας 
4.2.1.3. Επιχειρήματα  με  περιεχόμενο  τα  θετικά  αποτελέσματα 
της  μετάφρασης    των  λειτουργικών  κειμένων  στη 
Νεοελληνική 
4.2.1.4. Οι  προϋποθέσεις  για  μια  επιτυχή  μετάφραση  των 
λειτουργικών κειμένων 
4.2.1.5. Προτάσεις για τη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων 
4.2.2. Η άποψη υπέρ τη ανανέωσης των λειτουργικών 
                 κειμένων (επιχειρήματα – προτάσεις) ……………………...        86  
4.2.2.2. Επιχειρήματα 
4.2.2.3. Προτάσεις 
4.2.3. Η  άποψη  υπέρ  της  διατήρησης  των  λειτουργικών 
κειμένων στην αρχική γλωσσική μορφή τους 
                (επιχειρήματα – προτάσεις) …………………………………..         90 
4.2.3.2. Επιχειρήματα (αξιωματικού – δεοντολογικού περιεχομένου) 
4.2.3.3. Επιχειρήματα  (με  περιεχόμενο  τα  θετικά  αποτελέσματα 
της  διατήρησης  των  λειτουργικών  κειμένων  στην  αρχική 
γλωσσική μορφή τους) 
4.2.3.4. Επιχειρήματα (με περιεχόμενο τα αρνητικά αποτελέσματα 
της αλλαγής της αρχαιοελληνικής λειτουργικής γλώσσας) 
4.2.3.5. Προτεινόμενες ενέργειες της Εκκλησίας παράλληλα με τη 
διατήρηση της αρχαιοελληνικής λειτουργικής γλώσσας 
4.3. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ 
                ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ……...    100 
4.4. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ‐ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ 
ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ 
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΤΗ 
                ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ …………………………….    101             
 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………      105 
 
 
 
 
 

5
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

6
 
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
 
Η  σπουδαιότητα  του  κειμένου  της  θείας  Λειτουργίας  του  αγίου  Ι. 
Χρυσοστόμου  καθιστά  διαιτέρως  σημαντικό  το  θέμα  της  κατανόησής  του. 
Από  την  άλλη,  οι  γλωσσικές  εξελίξεις  από  τη  φύση  τους  επιβάλλουν  να 
εξετάζεται  κάθε  τόσο  σε  ποιο  επίπεδο  βρίσκεται  για  τη  νεότερη  γενιά  η 
δυνατότητά της να κατανοεί ένα κείμενο του οποίου ο γλωσσικός τύπος δεν 
ταυτίζεται με την ομιλούμενη σήμερα Ελληνική. Όταν στα δύο προηγούμενα 
έρχεται να προστεθεί και η από ετών ανοικτή συζήτηση περί της γλωσσικής 
μορφής  των  λειτουργικών  κειμένων,  τότε  δεν  χρειάζεται  να  δοθεί  άλλη 
αφορμή για να ασχοληθεί κανείς με τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας και 
κατά πόσο γίνεται κατανοητή από τους νέους σήμερα. 
Η  πολύχρονη  επαφή  μας  με  τους  μαθητές  της  Δευτεροβάθμιας 
Εκπαίδευσης,  και  δη  τους  τελειοφοίτους  του  λυκείου,  εντείνει  την 
ευαισθησία  μας  προς  αυτούς  και  καθιστά  την  εκπόνηση  της  μελέτης  όχι 
μόνο  καθήκον  προς  αυτούς  αλλά  και  δικό  μας  προνόμιο.  Όντας  επί  χρόνια 
μέρος  ενός  εκπαιδευτικού  συστήματος  που,  κατά  τα  φαινόμενα,  δείχνει 
επιμονή  στην  καλλιέργεια  της  δυνατότητας  επικοινωνίας  με  τα 
αρχαιοελληνικά  κείμενα,  βιώνουμε  μια  χρόνια  τέτοια  προσπάθεια 
εκπαιδευομένων  και  εκπαιδευτικών.  Γι’  αυτό  και  είναι  επόμενο  να 
διερωτώμαστε  για  την  αποτελεσματικότητά  της  –όπως  θα  έπρεπε, 
άλλωστε, να κάνει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα για την αυτοαξιολόγησή 
του. Ένα εργαλείο για μια τέτοια αξιολόγηση επιδιώκουμε να αποτελέσει η 
παρούσα εργασία μας, σε εκπαιδευτικό επίπεδο. 
Ταυτόχρονα, σε εκκλησιαστικό επίπεδο, η ίδια η εργασία θα μπορούσε, 
ίσως, να χρησιμοποιηθεί επίσης ως εργαλείο στη συζήτηση για τη γλωσσική 
μορφή των λειτουργικών κειμένων. Στη συζήτηση αυτή μόνον κατ’ αυτό τον 
τρόπο συμμετέχουμε και καθόλου παίρνοντας θέση για το θέμα. Εμείς από 
τη  μεριά  μας  έπρεπε  να  διερευνήσουμε  καταρχήν  το  γλωσσικό  ιδίωμα  της 
Αρχαίας Ελληνικής που χρησιμοποιεί το κείμενο της θείας Λειτουργίας και 
πόσο  ταυτίζεται  αυτό  με  το  γλωσσικό  τύπο  της  διδασκόμενης  στη  Μέση 
Εκπαίδευση  Αρχαίας  Ελληνικής.  Κατόπιν  να  διερευνήσουμε  το  βαθμό 
κατανόησης  της  γλώσσας  της  θείας  Λειτουργίας,  πράγμα  που  έγινε  μέσω 
έρευνας  ερωτηματολογίου.  Τέλος,  να  καταγράψουμε  όλες  τις  απόψεις  για 
τη σημερινή γλωσσική μορφή των λειτουργικών κειμένων, τα επιχειρήματα 
που επιστρατεύουν καθώς και τις προτάσεις που καταθέτουν. Θεωρούμε, κι 
εμείς, ότι οι νέοι χρειάζονται το ειλικρινές ενδιαφέρον μας: να τους δίνουμε 
ουσιαστικά  τη  δυνατότητα  επικοινωνίας  με  κείμενα  που  μόνο  θετικά 
επενεργούν  πάνω  τους.  Κορυφαία  θέση  στα  κείμενα  αυτά  κατέχει  η  θεία 

7
Λειτουργία  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου,  που  αποτυπώνει  λατρευτικά  το 
Μυστήριο της Χριστιανικής Πίστεως. 
Κατόπιν  όλων  αυτών,  αισθάνομαι  την  ανάγκη  να  εκφράσω  την 
ευγνωμοσύνη  μου  για  την  επιλογή  του  θέματος  και  τις  πρώτες  μου 
ευχαριστίες  για  τη  σημαντικότατη  βοήθειά  του  στον  καθ.  κ.  Π.  Σκαλτσή. 
Πολύ  χρήσιμες  οι  κατευθύνσεις  της  καθ.  κ.  Δ.  Κούκουρα  και  ιδιαιτέρως 
βελτιωτικές  για  την  εργασία  μου  οι  διορθώσεις  της  καθ.  κ.  Αν.  Κόλτσιου‐
Νικήτα.  Πολύ  καλή  προγύμναση  ήταν  για  μένα  οι  εργασίες,  κατά  τη 
διάρκεια  των  μεταπτυχιακών  σπουδών  μου,  στους  παραπάνω  καθηγητές 
καθώς και στον καθ. κ. Ι. Κογκούλη και στην καθ. κ. Β. Μητροπούλου. Για τη 
στατιστική  επεξεργασία  των  αποτελεσμάτων  της  έρευνας,  βοήθησαν,  και 
τους  ευχαριστώ,  ο  καθ.  Στατιστικής  στο  Πανεπιστήμιο  Μακεδονίας  κ.  Δ. 
Ιωαννίδης  και  ο  συνάδελφος  και  φίλος  Δ.  Τσαλίκης.  Για  το  “στήσιμο”  του 
ερωτηματολογίου  γόνιμες  ήταν  οι  συζητήσεις  με  τις  συναδέλφους 
κοινωνιολόγους κ. Φ. Κουρτίδου και Ε. Μπρίκα. Την ηθική στήριξη, τέλος, τη 
χρωστώ στην αγαπητή σύζυγό μου κ. Π. Ρίζου. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

8
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
 
Α.  ΑΠΟ  ΤΙΣ  ΑΡΧΑΙΕΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ  «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ»  ΣΤΙΣ  ΘΕΙΕΣ 
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ 
 
Η  λέξη  «λειτουργία»  είναι  λέξη  της  προ‐  και  εξω‐χριστιανικής 
αρχαίας  ελληνικής.  Συντεθειμένη  από  το  λειτὸς  (=  κοινός,  δημόσιος)  και 
ἔργον, σημαίνει έργο που γίνεται για το λαό, υπηρεσία που προσφέρεται 
σ’  αυτόν.  Τέτοιο  ακριβώς  έργο  αποτελούσαν  οι  λειτουργίες  στην 
Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5ου  αι. π.Χ. (ίσως και στην εποχή του Σόλωνα). 
Ευκατάστατοι πολίτες είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν χωρίς αμοιβή 
ορισμένες  υπηρεσίες  στην  πόλη:  να  εξοπλίζουν  πολεμικά  πλοία 
(Τριηραρχία),  να  μεριμνούν  για  την  προετοιμασία  και  παρουσίαση  του 
χορού στις γιορτές (Χορηγία) κ.ά. 1   
Στην  Καινή  Διαθήκη  αποκτά  ιερή  σημασία,  όπως  συνέβη,  άλλωστε, 
και  με  άλλες  λέξεις  της  Αρχαίας  Ελληνικής  (π.χ.  ἐκκλησία,  εὐχαριστεῖν 
κ.ά.): «καθορίζει μια θεία διακονία (…) που στρέφεται ταυτόχρονα στον Θεό 
και  τους  ανθρώπους» 2 .  Μέσα  δε  από  το  «χειροτονήσατε  οὖν  ἑαυτοῖς 
Ἐπισκόπους  καὶ  Διακόνους.  Ὑμῖν  γὰρ  λειτουργοῦσι  καὶ  αὐτοὶ  τὴν 
λειτουργίαν  τῶν  προφητῶν  καὶ  διδασκάλων»  της  Διδαχής  των 
Αποστόλων 3 , φτάνουμε στον 3ο αι., εποχή κατά την οποία είχε αρχίσει να 
οργανώνεται  η  θεία  Λειτουργία 4 .  Ήδη  από  τις  αρχές  του  4ου  αι.  έχουμε 
«την  κάθε  τοπική  Εκκλησία  (π.χ.  Ιεροσόλυμα,  Κωνσταντινούπολη, 
Αλεξάνδρεια) [να] έχει πλέον διαμορφώσει τον δικό της λειτουργικό τύπο» 5  
με  κυρίαρχες  τις  δύο  βασικές  παραδόσεις  –  οικογένειες  τυπικών:  τη  μία 
επηρεασμένη από τις λειτουργικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού, την άλλη 
βγαλμένη μέσα από τον ελληνισμό της Αντιοχείας 6 . 
Στο  τέλος  του  4ου  αι.  Χρυσόστομος  και  Βασίλειος  συνέταξαν  το 
προϋπάρχον  υλικό,  για  να  δώσουν  δύο  αδελφές  θείες  Λειτουργίες,  στις 
οποίες  η  αναφορά  είχε  στις  γενικές  της  γραμμές  τη  σημερινή  της  μορφή 
και  τα  κύρια  μέρη  της  σημερινής  θείας  Λειτουργίας  ήταν  ήδη  παρόντα 7 . 

1
Ulrich Wilcken, Griechische Geschichte, μετφρ. Ι. Τουλουμάκος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα9 1976,
σ. 150.
2
Π. Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, μετάφρ. Μ. Παπαζάχου – Δ. Τζέρπος, εκδ. ΑΔΕΕ, Αθήνα3 1997, σ. 147.
3
15, 1. ΒΕΠΕΣ 2,220.
4
Βλ. περισσότερα στο Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ.Β΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 62-7.
5
ιερομ. Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, εκδ. Δόμος, Άγιον Όρος4 2006, σ. 21.
6
Για τη σύμμειξη του σημιτικού και του ελληνικού στοιχείου στη θεία Λειτουργία, βλ. Π. Ευδοκίμωφ,
όπ., σσ. 41-2.
7
Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 92: «είσοδος των λειτουργών, αναγνώσματα και ομιλία, προσευχή για τους
κατηχουμένους και η απόλυσή τους, ευχές υπέρ των πιστών, προσφορά των δώρων και μεγάλη είσοδος,

9
Θείες  Λειτουργίες  βέβαια  γραμμένες  στα  ελληνικά  έχουν  σωθεί  και 
άλλες 8   αποδιδόμενες  μία  στον  απόστολο  Μάρκο,  μία  στον  αδελφόθεο 
Ιάκωβο και μία στον άγιο Κλήμεντα. Υπάρχει βέβαια και η Ἀκολουθία τῶν 
Προηγιασμένων  Δώρων  του  βυζαντινού  λειτουργικού  τύπου,  της  οποίας 
συγγραφείς  φέρονται  τόσο  οι  περισσότεροι  από  τους  προαναφερθέντες 
όσο  και  άλλοι,  «ουδείς  όμως  εξ  όλων  αυτών  συγκεντρώνει  πιθανότητας 
τινάς  να  είναι  ο  συγγραφεύς  αυτής» 9 .  Σήμερα,  στην  Ορθόδοξη  Εκκλησία, 
τελείται  κάθε  Κυριακή  και  εορτή  η  θεία  Λειτουργία  του  αγίου  Ι. 
Χρυσοστόμου,  εκτός  από:  10  φορές  το  χρόνο  που  τελείται  η  θεία 
Λειτουργία του αγίου Μεγάλου Βασιλείου, δύο φορές κατά τις ημέρες της 
μνήμης του (23 Οκτωβρίου και Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα) του αγίου 
Ιακώβου  του  Αδελφοθέου  και  η  των  Προηγιασμένων  Δώρων  κατά  τη 
Μεγάλη Τεσσαρακοστή πλην του Σαββάτου, της Κυριακής και της ημέρας 
του  Ευαγγελισμού 10 .  Αμέσως  στη  συνέχεια  θα  ασχοληθούμε  με  τη  θεία 
Λειτουργία  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου,  την  οποία    και  αφορά  η  παρούσα 
εργασία μας. 
 
Β.   Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
 
Καθώς  αποτελεί  βασικό  στοιχείο  της  εργασίας  μας  η  μελέτη  του 
γλωσσικού  τύπου  της  Αρχαίας  Ελληνικής  στην  οποία  είναι  γραμμένη  η 
θεία  Λειτουργία  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου,  θεωρούμε  σκόπιμο  να 
παραθέσουμε  ορισμένα  απαραίτητα  στοιχεία  για  τον  συγγραφέα,  το 
χρόνο  συγγραφής,  καθώς  και  για  τις  γλωσσικές  συνθήκες  που 
επικρατούσαν  κατ’  εκείνον  το  χρόνο.  Έτσι  θα  γίνει  περισσότερο 
κατανοητό  γιατί  επελέγη  ο  συγκεκριμένος  γλωσσικός  τύπος  στον 
ιστορικό χρόνο της συγγραφής του κειμένου και ποια σχέση είχε αυτό με 
τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στο γραπτό και προφορικό τους λόγο οι 
διάφορες κοινωνικές και πολιτιστικές ομάδες της  συγκεκριμένης εποχής. 
Η  γλώσσα  αυτής  της  θείας  Λειτουργίας,  δηλαδή,  ταυτιζόταν  με  το 
καθημερινό  ιδίωμα  των  ανθρώπων  στους  οποίους  απευθυνόταν  ή  ‐  
επηρεασμένη, και από ποιους παράγοντες,‐ αποτελούσε ήδη μία ιδιαίτερη, 
λογοτεχνική θα λέγαμε με γλωσσολογικούς όρους, διάλεκτο ενχρήσει για 
τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση, της κοινής Λατρείας δηλαδή; 

ασπασμός της ειρήνης, αναφορά και επίκληση, κυριακή προσευχή, κοινωνία, ευχαριστία και απόλυση
των πιστών». Πρβλ. και ιερομ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 26-7.
8
Ι.Μ.Φουντούλη, Θείαι Λειτουργίαι, εκδ. Ιχθύς, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 5-64, 67-146, 299-361.
9
Ι.Μ.Φουντούλη, ό.π., σ.151. Περισσότερα γι’ αυτήν στις σσ. 149-296. Ο συγγραφέας αναφέρεται
αναλυτικά και για τη Λειτουργία τῶν  Προηγιασμένων  δώρων:  πρόκειται για την Ιεροσολυμιτική
Προηγιασμένη, φερόμενη με το όνομα του αγ. Ιακώβου του αδελφοθέου. Περισσότερα στις σσ. 429-
503.
10
Για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θείων Λειτουργιών του Μ. Βασιλείου και του Αδελφοθέου
Ιακώβου, βλ. α) Π.Ν.Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήναι 1935, σ.
160, β) Ι.Μ.Φουντούλη, ό.π., σσ. 149-164, γ) Ιερομ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 21-2 και δ) Π. Ευδοκίμωφ,
ό.π., σσ. 92-3.

10
Ο συγγραφέας και το ζήτημα της πατρότητας 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 11  γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 
344  και  354  και  έζησε  ως  το  407.  Ανατράφηκε  χριστιανικά  από  την 
ευσεβέστατη  μητέρα  του  Ανθούσα·  χριστιανός  όμως  βαπτίσθηκε,  αφού 
πρώτα  σπούδασε  ρητορική  φοιτώντας  στην  ονομαστή  σχολή  του 
Λιβανίου,  ασχολήθηκε  επαγγελματικά  ως  συνήγορος  και  γνώρισε  τις 
κοσμικές  απολαύσεις  της  μεγαλούπολης  Αντιόχειας.  Η  στροφή  του  στη 
χριστιανική  ζωή  συμπίπτει  με  την  παρακολούθηση  μαθημάτων  στη 
θεολογική σχολή της πόλης του. Αφού ασκήτευσε σκληρά για έξι χρόνια, 
με  κλονισμένη  την  υγεία  του,  επέστρεψε  στην  Αντιόχεια  και  το  381 
χειροτονήθηκε διάκονος ενώ το 386 πρεσβύτερος. 
Όλη  την  περίοδο  της  διακονίας  του  στην  εκκλησία  της  Αντιοχείας 
(έως  το  398  που  θα  χειροτονηθεί  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως) 
διακρίθηκε  για  το  φιλανθρωπικό  του  έργο·    τη  μεγάλη,  όμως,  φήμη  την 
απέκτησε  από  τη  ρητορική  δύναμη  στα  κηρύγματά  του.  Φήμη  η  οποία 
ξεπέρασε  τα  όρια  της  Αντιόχειας  και  της  Συρίας  και  τον  οδήγησε  στον 
πατριαρχικό  θρόνο  της  Κωνσταντινουπόλεως.  Από  τη  θέση  αυτή 
επιτελούσε  ένα  εκτεταμένο  έργο  κηρυκτικό,  πνευματικό,  φιλανθρωπικό, 
ιεραποστολικό  με  παρρησία  και  αποφασιστικότητα.  Ο  σκληρός  έλεγχος, 
όμως, που ασκούσε σε κληρικούς και σε αυλικούς άρχοντες και γυναίκες 
σε  συνδυασμό  με  την  έλλειψη  διπλωματικών  ικανοτήτων  για  ελιγμούς 
και υποχωρήσεις δημιούργησαν εχθρούς, οι οποίοι, με τη συμπαράσταση 
της  αυτοκράτειρας  Ευδοξίας,  τον  καθαίρεσαν  και  τον  εξόρισαν.  Παρόλο 
που  ο  λαός αντέδρασε για τον ποιμενάρχη του και απέτρεψε αρχικά την 
απομάκρυνσή  του,  το  404  οδηγήθηκε  οριστικά  στην  εξορία,  όπου  και  σε 
τρία χρόνια πέθανε από κακουχίες σωματικές και ταλαιπωρίες ψυχικές. Η 
Εκκλησία τον τιμά ως άγιο δύο φορές, στις 13 Νοεμβρίου και μαζί με τον 
Βασίλειο και Γρηγόριο στις 30 Ιανουαρίου.  
Ένα  πολύ  μεγάλο  πλήθος  κειμένων  έχουν  σωθεί  και  φέρουν  το 
όνομά του. Σήμερα είναι βέβαιο ότι όλα τα έργα που του αποδίδονται δεν 
είναι  δικά  του,  όμως  και  μόνο  τα  αναμφισβήτητης  πατρότητας  έργα 
αρκούν  για  να  καταταχθεί  μεταξύ  των  πολυγραφοτέρων  συγγραφέων 
στην παγκόσμια λογοτεχνία  και να χαρακτηρισθεί ως ο πολυγραφότερος 
από τους Πατέρες της Εκκλησίας 12 . 

11
Πηγές πρωτεύουσας σημασίας για τη ζωή του αγίου Ι. Χρυσοστόμου είναι: ο Διάλογος που έγραψε ο
Παλλάδιος λίγο μετά το θάνατο του αγίου, οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζομενός και Θεοδώρητος, που
θαύμαζαν τον Χρυσόστομο, και οι αυτοβιογραφικές πληροφορίες των έργων του. Δευτερεύουσας
σημασίας οι μεταγενέστερες βιογραφίες, τα αγιογραφικά εγκώμια και οι ύμνοι του ως αγίου. Βλ.
Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσσαλονίκη2 2006, σσ. 231-245 και
Δ.Γ.Τσάμη, Εκκλησιαστική Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 149-152.
12
Π.Κ.Χρήστου, ό.π., σσ. 245-247.

11
Ένα από τα έργα που αποδίδονται στον άγιο Ι. Χρυσόστομο είναι και 
η  θεία  Λειτουργία  που  έχει  σήμερα  σε  λειτουργική  χρήση  η  Ανατολική 
Εκκλησία.  Από  την  έρευνα  του  θέματος  της  πατρότητας  του  κειμένου 
αυτού 13   προκύπτει  σήμερα  πως  στη  συγκεκριμένη  Λειτουργία  –  όπως 
άλλωστε  και  στη  δική  του  Λειτουργία  ο  Μ.  Βασίλειος  –  ο  άγιος  Ι. 
Χρυσόστομος  συνέπτυξε,  συστηματοποίησε,  ταξινόμησε  υλικό  που 
προϋπήρχε 14 , στο οποίο και πρόσθεσε λειτουργικές ευχές και ύμνους που 
ο ίδιος συνέγραψε, όπως η ευχή της αναφοράς 15 , η ευχή της προσκομιδής 
και  η  οπισθάμβωνος 16 .  Αυτή  η  μορφή,  μεταγενέστερα,  υπέστη  αλλαγές 
και προσθήκες, όπως η διαφορετική έναρξη, ο Ύμνος  Ὁ μονογενὴς Υἱός, ο 
Χερουβικός  Ύμνος,  η  κατάργηση  του  προφητικού  αναγνώσματος,  η 
μετάθεση  της  ακολουθίας  της  Προσκομιδής  πριν  την  έναρξη  της  θείας 
Λειτουργίας, το Σύμβολο της Πίστεως κ.ά. 17 
Οι  ερευνητές,  επίσης,  καταλήγουν  ότι  η  βάση  της  σημερινής  θείας 
Λειτουργίας του αγίου Ι. Χρυσοστόμου είναι η Λειτουργική Αναφορά που 
είχε διαμορφωθεί στην Αντιόχεια μέχρι το 350 – ίσως σ’ αυτήν αναφέρεται 
ο  Λεόντιος  Βυζάντιος  με  τον  όρο  «Λειτουργία  τῶν  Ἀποστόλων»  ‐  και  η 
οποία  δεν  έχει  σωθεί  σε  κάποιο  χειρόγραφο.  Χειρόγραφα  και  μαρτυρίες 
από  τον  8ο  αι.  και  εξής  μας  επιτρέπουν  να  παρακολουθήσουμε 
ευκολότερα  την  εξέλιξη  του  κειμένου,  οπότε  και  να  γνωρίζουμε  τι 
προσέθεσε  σε  αυτό  ο  άγιος  Ι.  Χρυσόστομος 18   και  να  βεβαιώσουμε  ότι 
«μεταξύ του 12ου και του 15ου αι. το βυζαντινό τυπικό έχει ήδη συγκροτηθεί 
με το σημερινό του περιεχόμενο» 19 . Όσο για την επικράτησή της σήμερα ως 

13
Παραθέτουμε εδώ συγκεντρωμένη τη βιβλιογραφία για το θέμα της πατρότητας της θείας
Λειτουργίας, την οποία χρησιμοποιήσαμε: α) Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ. 92-3 β) Ιερομ. Γρηγορίου, ό.π.,
σσ. 26-8, γ) Ι.Ν.Καρμίρη, Η Θεία Λειτουργία του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
ανάτυπο από το έργο του ιδίου Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής
Εκκλησίας, Αθήνα 1952, σ. 3, δ) Δ.Α.Κούκουρα, Το μήνυμα του Ευαγγελίου, Μετάδοδη και Πρόσληψη,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009,σσ. 92-5, ε) R.F.Taft, The Authenticity of Chrysostom Anaphora
Revised, OCP56 (1990), reprinted with corrections and further notes in R.F. Taft, Liturgy in Byzantium
and Beyond, (Variorium Collected Studies Series, London 1995) ch. III, στ) του ιδίου, Ο άγιος Ιωάννης
ο Χρυσόστομος και η αναφορά που φέρει το όνομά του, (διάλεξη στη Θεολ. Σχολή Θεσ/νίκης στις
19/3/1990, μετάφρ. Δ. Λιάλιου και επιμ. έκδ. Ν. Σκρέττας κα Π. Σκαλτσής), περ. Κληρονομία τόμ. 21
(1989, αναδρ. έκδ. 1992), σσ. 285-308 και ζ) Θ.Ε.Δετοράκη, Βυζαντινή Φιλολογία, Τα Πρόσωπα και τα
Κείμενα, τόμ. Α΄, Ηράκλειο 1995, σ. 387.
14
Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 92.
15
Δ.Α.Κούκουρα, ό.π., σ. 92-3, όπου και γίνεται αναφορά στα μνημονευθέντα έργα του R.F.Taft.
16
Θ.Ε.Δετοράκη, ό.π., σ. 387.
17
Ιερομ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 27, Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ. 92-3 και Ι.Β.Κογκούλη, Χ.Κ.Οικονόμου,
Π.Ι.Σκαλτσή, Η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ΟΧΑ «Λυδία», Θεσσαλονίκη4
1995, σσ., 128-193.
18
Για παράδειγμα, κατά το χειρόγραφο Barb. Gr 360 τις ευχές κατηχουμένου και την προσκομιδή, κατά
τον Σεβαστιάνωφ (414 μ.Χ.) την οπισθάμβωνον κλπ.
19
Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 92 και Π.Ν.Τρεμπέλα, ό.π., σ. κα΄, ο οποίος σημειώνει ότι: «Ο από του
ογδόου ή του ενάτου αιώνος χρονολογούμενος Βαρβερινός κώδιξ αναμφιβόλως αποτελεί σοβαρόν
σταθμόν και αξιολογωτάτην αφετηρίαν τόσον προς τους παλαιοτέρους όσον και προς τους μετέπειτα
αιώνας (…) Και δεν είναι δύσκολον εις τον έχοντα προ οφθαλμών τον κώδικα τούτον και τα από του ΙΒ΄
μέχρι και του ΙΣΤ΄ αιώνος χρονολογούμενα ειλητάρια και χειρόγραφα να έχη συνεχή την εξέλιξη της
λειτουργίας της θείας Ευχαριστίας, μολονότι μεταξύ της ηλικίας εκείνου και της ηλικίας τούτων

12
κανονικής,  οι  προφανείς  λόγοι  για  τους  οποίους  αυτό  συνέβη  –  παρόλο 
που,  σύμφωνα  με  μαρτυρίες  των  παλαιών  χειρογράφων  (8ου  –  9ου  αι.),  η 
Λειτουργία  του  αγίου  Μ.  Βασιλείου  φαίνεται  να  ήταν  η  επικρατέστερη  – 
είναι:  α)  η  ισόρροπη  δομή  μερών  και  περιεχομένων,  β)  η  συντομία  των 
ευχών, γ) η γλωσσο‐υφολογική μορφή και η αποφθεγματικότητα και δ) τα 
θεολογικά, εποικοδομητικά και αντιαιρετικά στοιχεία 20 . 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

παρεμπίπτουσι τέσσαρες όλοι αιώνες. Κατά τους αιώνας τούτους τα πράγματα διετηρήθησαν μάλλον
αμετάβλητα».
20
http://el.wikipedia.org, Η λειτουργία του Χρυσοστόμου, ανακτ. 18/3/2010.

13
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

14
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο  
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ  
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  
 
 
1.1.    Ο  ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ  ΚΑΙ  ΓΡΑΠΤΟΣ  ΛΟΓΟΣ  ΚΑΤΑ  ΤΟ  ΧΡΟΝΟ   
ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ  ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  Ι. 
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
 
Τα  χρονικά  όρια  συγγραφής  της  θείας  Λειτουργίας  του  αγίου  Ι. 
Χρυσοστόμου,  όπως  προκύπτει  από  τα  εισαγωγικά  στοιχεία,  δεν  είναι 
δυνατόν  να  προσδιοριστούν  με  ακρίβεια  σε  ένα  ευσύνοπτο  χρονικό 
διάστημα από έως, καθώς ο συγγραφέας στον οποίο αποδίδεται παρέλαβε 
προγενέστερο  απ’  αυτόν  υλικό,  στο  οποίο  πρόσθεσε  δικό  του,  ενώ  και 
μεταγενέστερα  υπήρξαν  νέες  προσθήκες.  Το  ότι  ο  άγιος  Ι.  Χρυσόστομος 
χρησιμοποίησε  ως  βάση  τη  Λειτουργική  Αναφορά  της  Αντιοχείας  μάς 
επιτρέπει  να  υποθέσουμε  βάσιμα  ότι  στο  σημερινό  κείμενο  υπάρχουν 
τμήματα  που  γράφτηκαν  και  πριν  το  350,  κατά  τους  μετα‐αποστολικούς 
χρόνους  –  πόσο  πριν  δεν  είμαστε  σε  θέση  να  γνωρίζουμε.  Επίσης,  είναι 
βέβαιο ότι ορισμένα έχουν γραφεί από τον ίδιο τον άγιο Ι. Χρυσόστομο το 
νωρίτερο,  θεωρούμε,  το  386  οπότε  και  χειροτονήθηκε  πρεσβύτερος,  το 
αργότερο  το  407  οπότε  και  πέθανε.  Όσο  για  τις  μεταγενέστερες 
προσθήκες,  αυτές  χρονικά  επεκτείνονται  πιθανόν  αρκετά  παραπέρα, 
χωρίς  να  είμαστε  σε  θέση  να  βεβαιώσουμε  πόσο  ακριβώς.  Μπορούμε, 
όμως,  με  βεβαιότητα να  θεωρήσουμε  terminus  ante  quem  της  συγγραφής 
τμημάτων της σημερινής θείας Λειτουργίας τον 15ο αι., καθώς τότε σε όλα 
τα  διαμερίσματα  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας  και  στα  Ορθόδοξα 
Πατριαρχεία είχε παγιωθεί πια το τυπικό που ισχύει και σήμερα 21 . 
Χρονικά,  λοιπόν,  βρισκόμαστε  σε  αιώνες  πολύ  σημαντικούς  για  την 
εξέλιξη  της  ελληνικής  γλώσσας.  Η  επικράτηση  της  Αττικής  πανελλήνια 
τον  4ο  αι.  π.Χ.  –  περί  Αττικής  Κοινής  μιλά  ο  Γ.  Μπαμπινιώτης 22   ‐  και  η 
εξάπλωσή  της , μέσω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου, σε μεγάλες 
εκτάσεις  του  ασιατικού  χώρου  θα  την  κάνει  το  βασικό  γλωσσικό  όργανο  
και πολλών ανατολικών λαών 23 . Αυτή η ανάγκη να λειτουργήσει ως, κατά 
κάποιον  τρόπο,  ‘διεθνής’  γλώσσα,  θα  την  οδηγήσει  σε  επιδράσεις  και 
εξελίξεις,  οι  οποίες  θα  την  μετεξελίξουν  από  τον 3ο αι. π.Χ. και εξής στη 

21
Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 92.
22
Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα5 2002, σ. 117 και A. Debrunner
– A. Scherer, Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, τόμ.Β΄, μετάφρ. Χ.Π. Συμεωνίδης, εκδ. Αφών
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1983, σσ.32-41.
23
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 87-88.

15
μορφή που είναι γνωστή ως Αλεξανδρινή Ελληνιστική Κοινή, γνωστότερη 
απλούστερα  και  ως  Κοινή.  Μια  γλώσσα  που  χαρακτηρίζεται  από 
απλοποιήσεις και γενικεύσεις οι οποίες καθιστούν ευκολότερη  τη χρήση 
της  από  πληθυσμούς  που  δεν  είχαν  την  Ελληνική  ως  μητρική  τους 
γλώσσα,  όπως,  για  παράδειγμα,  οι  Ιουδαίοι.  Σ΄  αυτήν  την  προφορική 
γλώσσα  μεταφράστηκε  από  τα  Εβραϊκά  η  Παλαιά  Διαθήκη  από  τους 
Εβδομήκοντα (3ος αι. π.Χ.), σ’ αυτήν γράφτηκαν τα κείμενα της Καινής (1ος 
αι. μ.Χ.) 24 . 
Αυτή  η  προφορική  γλώσσα,  που  τη  μιλούσαν  οι  λαοί  των 
Ελληνιστικών  Κρατών  πρώτα  και  της  Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας  έπειτα, 
χρησιμοποιούμενη  από  τους,  Έλληνες  και  μη,  κατοίκους  της  Βυζαντινής 
Αυτοκρατορίας, είχε αργή εξέλιξη, από τον 6ο αι. μ.Χ. έως τον 18ο αι. μ.Χ., 
και  αποτέλεσε  τον  άμεσο  πρόγονο  της  Νέας  Ελληνικής.  Αυτή  η 
Μεσαιωνική  Ελληνική  (όπως  ονομάζεται  από  Browning,  Μπαμπινιώτη 
κ.ά.)  όμως,  ενώ  δεν  έπαψε  ποτέ  να  αποτελεί  το  μέσο  επικοινωνίας  των 
Βυζαντινών,  δεν  θα  κατορθώσει  να  γίνει  και  το  γλωσσικό  όργανο  της 
χριστιανικής  λατρείας  και  γενικότερα  της  χριστιανικής  γραμματείας.  Τι 
ακριβώς είχε συμβεί; Γιατί ο Χριστιανισμός, από μια στιγμή κι έπειτα, δεν 
προτίμησε,  στο  γραπτό  του  λόγο  τουλάχιστον,  να  χρησιμοποιήσει  έναν 
κώδικα επικοινωνίας που θα του επέτρεπε να μεταδώσει, χωρίς γλωσσικά 
προσκόμματα, τα μηνύματά του στους πιστούς; Τη στιγμή, μάλιστα, που 
οι  βασικές  γραπτές  πηγές  του,  η  Παλαιά  και  ακόμη  πιο  κύρια  η  Καινή 
Διαθήκη, ήταν γραμμένες σε μια τέτοια γλώσσα; 
Αν θέλουμε, καταρχήν, να προσδιορίσουμε χρονικά το φαινόμενο, θα 
λέγαμε  ότι  η  προφορική  Κοινή  και  αργότερα  Μεσαιωνική  Ελληνική 
απορρίφθηκε  από  τους  μεγάλους  διδασκάλους  της  Εκκλησίας,  άγιο  Ι. 
Χρυσόστομο  και  Καππαδόκες 25 ,  κατά  τον  4ο  αι.  Βέβαια,  και  πριν  από 
αυτούς  ο άγιος  Κλήμης  από  την  Αλεξάνδρεια  στον  3ο  αι.,  και  πιο  πριν οι 
χριστιανοί Απολογητές, στον 2ο αι., ήδη δεν δείχνουν την προτίμησή τους 
στη γλώσσα αυτή 26 , σε αντίθεση με τους Αποστολικούς Πατέρες, οι οποίοι 
«γράφουν όπως μιλούν» 27 . 
     Επιλέγεται,  λοιπόν,  από  την  Εκκλησία  για  τη  Λατρεία  και  τη 
Γραμματεία  της  μια  γλώσσα  αττικίζουσα,  που  προσπαθεί  δηλαδή  να 
μιμηθεί  την  Κοινή  Αττική,  μια  γλώσσα  αρχαΐζουσα,  φιλολογική,  «ένα 
είδος  lingua  franca  για  τις  μορφωμένες  τάξεις»,  η  οποία  θα  γίνει  για  χίλια 
χρόνια  το  πρότυπο  σχεδόν  όλης  της  επόμενης  χριστιανικής 

24
Για άλλα κείμενα που αποτελούν πηγές της Κοινής, βλ. α) Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 118-9, β) R.
Browning, Η Ελληνική γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, μετάφρ. Δ. Σωτηροπούλου, εκδ. Παπαδήμα,
Αθήνα 1972, σσ. 45-7.
25
Ειδικά για τους Καππαδόκες Πατέρες και τη σχέση τους με τη θύραθεν γραμματεία, βλ. Άν.
Κόλτσιου-Νικήτα, Φιλολόγως ζητούντες.Γλωσσικές όψεις και απόψεις στα κείμενα των Καπαδικών
Πατέρων, εκδ. Πουρναρά , Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 139-187
26
R. Browning, ό.π., σ. 78.
27
Δ.Α.Κούκουρα, Εκκλησία και Γλώσσα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 42.

16
Γραμματείας 28 .  Τη  γλώσσα  αυτή,  μάλιστα,  ιδιαίτερα  οι  Καππαδόκες 
Πατέρες  –και  ο  άγιος  Ι.  Χρυσόστομος  φυσικά‐  δεν  τη  χρησιμοποίησαν 
απλώς,  αλλά,  με  τη  γλωσσοπλαστική  τους  ικανότητα,  την  εμπλούτισαν 
και της προσέδωσαν μια νέα δυνατότητα. 29  Από τη στιγμή που η λεγόμενη 
Β’  Σοφιστική  υιοθέτησε  τον  Αττικισμό,  τον  2ο  αι.  μ.Χ.,  αυτός  έφτασε  στο 
υψηλότερο  σημείο  της  ακμής  του 30   και  η  κυρίαρχη  ιδέα  που  τον 
χαρακτήριζε  ήταν  η  ‘μίμηση’  (imitatio)  των  «ἔμπροσθεν  μεγάλων 
συγγραφέων  καὶ  ποιητῶν»,  η  οποία,  κατά  τον  Ερμογένη,  αποτελεί  δρόμο 
που «ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ τείνει» 31 . Ο Αττικισμός, λοιπόν, αφενός υιοθετώντας το 
λιτό, έλλογο και δηλωτικό ύφος των αττικών συγγραφέων υπερνίκησε τον 
Ασιανισμό 32   και  αφετέρου  χρησιμοποιώντας  το  γλωσσικό  τους  τύπο 
απέρριψε  την  προφορική  Κοινή,  την  οποία  δεν  θεωρούσε  κατάλληλη 
μορφή  γραπτού  λόγου 33 .  Μάλιστα  δε,  θεωρήθηκε  υπεύθυνη  για  την 
απουσία  μεγάλων  λογοτεχνικών  έργων  και  ένοχη  για  τη  γενικότερη 
πνευματική καθίζηση της εποχής εκείνης και επικράτησε η αντίληψη πως 
η  επιστροφή  στο  γλωσσικό  τύπο  της  Αττικής  θα  έδινε  ισάξια  με  τους 
Αττικούς  λογοτεχνικά  αριστουργήματα 34 .  Η  αντίληψη  αυτή  συναντάται 
και  στου  χριστιανούς  συγγραφείς,  διαβαθμισμένη  βέβαια,  με  ακραίο 
εκπρόσωπό τους το άγιο Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, ο οποίος φτάνει στο 
σημείο να γράφει ποιήματα όχι απλώς αττικίζουσας γλώσσας αλλά «των 
οποίων  ο  γλωσσικός  θησαυρός  …      προέρχεται  κυρίως  από  το  ομηρικό 
λεξιλόγιο» 35 . 
Μέσα  σε  μια  τέτοια  πολιτιστική  ατμόσφαιρα  η  Εκκλησία,  κατά  τα 
τέλη  του  4ου  αι.,  υιοθετεί  τον  Αττικισμό  ως  γλώσσα  και  ύφος,  καθώς  ο 
Χριστιανισμός πλέον απευθύνεται στις τάξεις των μορφωμένων 36 , σχεδόν 
στο σύνολό τους αττικιστών. Από την άλλη, η φοίτηση των Πατέρων της 
Εκκλησίας  σε  ρητορικές  σχολές,  η  ανάγκη  τους  να  εκφράσουν  τις  πιο 
πολύπλοκες  πτυχές  της  Θεολογίας  και  η  πολεμική  τους  εναντίον  των 

28
R. Browning, ό.π., σ. 79.
29
Άν. Κόλτσιου-Νικήτα, ό.π., σσ. 186-7.
30
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 120-1.
31
Ερμογένους, Περὶ Ὕψους, 13,2: «καὶ ἄλλη τις … ὁδὸς ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ τείνει, ποῖα δὲ καὶ τὶς 
αὕτη; Ἡ τῷ ἔμπροσθεν μεγάλων συγγραφέων καὶ ποιητῶν μίμησίς τε καὶ ζήλωσις». Επίσης,
και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς υπερμάχεται τον Αττικισμό ως μίμηση του ύφους και της γλώσσας
των αττικών συγγραφέων, ιδίως των 10 αττικών ρητόρων, στο έργο του «Θεωρία περὶ μιμήσεως».
Βλ. και Herbert Hunger, On the Imitation of the Antiquity in the Byzantine Literature, DOP, 23-24
(1969-1970) σσ., 17-38.
32
Ο Ασιανισμός «εξήρε στη θεωρία και στην πράξη την επιτήδευση και το πάθος ως αυτοσκοπό του
λόγου», κατά A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σ. 121 και έδινε έμφαση «στο περίτεχνο, επιτηδευμένο
και συναισθηματικό ύφος της ρητορικής», κατά Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 218.
33
Κ.Α. Τρυπάνη, Ο Αττικισμός και το γλωσσικό ζήτημα, εκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων
βιβλίων», Αθήνα 1984, σ. 23.
34
Δ.Α. Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σσ. 74-5.
35
Άν. Κόλτσιου-Νικήτα, ό.π., σ. 157.
36
R. Browning, The Language of Byzantine Literature, Byzantina and Metabyzantina, London 1978,
vol. One, The “Past” in Medieval and Modern Greek Culture, σ. 107.

17
αιρέσεων,  όλα  αυτά 37 ,  τους  έστρεψαν  στον  Αττικισμό,  χωρίς  βεβαίως  να 
φτάσουν, όπως οι θύραθεν Αττικιστές, στην απαξίωση της γλώσσας που 
χρησιμοποιήθηκε  στην  Διαθήκη,  Παλαιά  και  Καινή,  το  απέριττο 
γλωσσικό ύφος της οποίας κάλυψαν μέσα από την ιδέα της σαφήνειας και 
της  καθαρότητας  και  το  μεγαλειώδες  περιεχόμενό  τους  μέσα  από  τη 
σεμνότητα, σύμφωνοι πάντα με τον κατάλογο των Ιδεών του Ερμογένη. 
Μέσα  σε  τέτοιες  γλωσσικές  συνθήκες,  λοιπόν,  γράφτηκαν, 
τμηματικά  καθώς  δείξαμε,    και  τα  κείμενα  της  θείας  Λειτουργίας  του 
αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου.  Σε  όλο  το  διάστημα  της  συγγραφής  τους  οι 
συγγραφείς  των  κειμένων  αυτών,  με  κύριο  τον  άγιο  Ι.  Χρυσόστομο, 
βρίσκονταν  ανάμεσα  στο  αντιθετικό  ζεύγος  της  προφορικής  Κοινής  από 
τη  μια,  την  οποία  μιλούσαν  οι  μεγάλες  μάζες  των  δεκτών  τους,  και  της 
αττικίζουσας  γλώσσας  από  την  άλλη,  η  οποία  καθιερώθηκε  ως  επίσημη 
γλώσσα  της  Εκκλησίας,  τουλάχιστον  στο  γραπτό  της  λόγο.  Οι  συνθήκες 
αυτές,  καθώς  και  οι  υπόλοιπες  επικοινωνιακές  συνθήκες  συγγραφής  της 
θείας  Λειτουργίας,  έπαιξαν  σημαντικότατο  ρόλο  στην  επιλογή  του 
γλωσσικού  τύπου  της  Αρχαίας  Ελληνικής,  τον  οποίο  και  θα  εξετάσουμε 
λεπτομερώς  παρακάτω.  Πριν  απ’  αυτό,  όμως,  λόγω  του  στρατηγικού 
ρόλου  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου  στη  συγγραφή  της  θείας    Λειτουργίας, 
κρίνουμε  σκόπιμο    να  αναφερθούμε  σύντομα  στα  ειδικότερα 
χαρακτηριστικά της γλώσσας του 38 . 
Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, έχοντας ως μητρική του γλώσσα την όψιμη 
μορφή της προφορικής Κοινής –πράγμα που φαίνεται και από το ελληνικό 
όνομα  της  μητέρας  του  Ανθούσας  ‐,  έλαβε  συνάμα  άριστη  γνώση  της 
αρχαίας  αττικής  διαλέκτου  στο  πλαίσιο  των  ρητορικών  και  άλλων 
σπουδών  του.  Αναγνωρίζει  κανείς  εύκολα  στα  χαρακτηριστικά  της 
γλώσσας  του  τους  γλωσσικούς  κανόνες  της  κοινής  Αττικής,  ωστόσο  το 
τελικό γλωσσικό αποτέλεσμα φαίνεται να είναι επηρεασμένο και από το 
φυσικό γλωσσικό του αισθητήριο που είναι η όψιμη προφορική Κοινή, ενώ 
το  υφολογικό  αποτέλεσμα  από  το  προσωπικό  του  κριτήριο στην  επιλογή 
των  ρητορικών  σχημάτων  τα  οποία  επιμελώς  έχει  διδαχθεί.  Ο  ίδιος, 
άλλωστε,  υπεραμύνεται  της  θύραθεν  παιδείας  για  λόγους  ποιμαντικούς 
και αντιρρητικούς 39 , όμως καυτηριάζει την κενότητα, τη ρηχότητα και την 

37
Αναλυτικά όλοι αυτοί οι παράγοντες, στους: α) G. Bardy, Litterature grecque chretienne, Paris
1928, σσ. 7-17, β) Δ.Α.Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σσ. 73-82, γ) της ιδίας, Εκκλησία και
Γλώσσα, σ. 15-21 και 42-46 με παραπομπές σε άλλες βιβλιογραφικές πηγές, δ) Μ. Τριανταφυλλίδη, Τα
Ευαγγέλια και ο Αττικισμός, Γράμματα Αλεξανδρείας 2/1913, Άπαντα 4 (1963), σ. 116, ε) R.
Browning, Η Ελληνική γλώσσα …, σσ. 78-9 και στ) Άν. Κόλτσιου-Νικήτα, ό.π., στο κεφ. «Ημέτεροι και
έξωθεν Λόγοι», σσ. 139-187.
38
Η αναφορά έγινε μέσα από τα στοιχεία του κεφαλαίου «Ο Ιερός Χρυσόστομος και τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της γλώσσας του» του βιβλίου της Δ.Α.Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σσ.
73-95.
39
PG  48,672: «δεῖ  εἶναι  τὸν  ἐπίσκοπον  ἀντεχόμενον  τοῦ  κατὰ  διδαχὴν  πιστοῦ  λόγου,  ἵνα 
δυνατὸς ᾖ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν». 

18
τεχνητή επιτήδευση των ρητόρων και σοφιστών 40 , οι δε ρητορικές εξάρσεις 
του  ουδέποτε  λειτούργησαν  εις  βάρος  της  χριστιανικής  διδασκαλίας,  η  
οποία  αποτελούσε  την  πρωταρχική  του  προτεραιότητα 41 .  Αυτόν  το 
συνδυασμό  καθαρότητας  και  λαμπρότητας  του  λόγου  του 
αντικατοπτρίζουν  και  τα  προσωνύμια  Χρυσόστομος,  Χρυσολόγος, 
Χρυσορρήμων,  Χρυσορρόας  και  άλλες  ισοδύναμες  περιφράσεις  στην 
υμνολογία  της  εορτής  του 42 ,  καθώς  ο  χρυσός  είναι  πολύτιμο  μέταλλο  με 
απαράμιλλη  λαμπρότητα  και  καθαρότητα.  Έδωσε,  μ’  άλλα  λόγια,  «στην 
αποκαλυπτική  αλήθεια  λαμπρό  ρητορικό  ένδυμα»  ή  αλλιώς  «φόρτισε  τα 
απαστράπτοντα ρητορικά σχήματα με τον καθαρό χρυσό της πίστεως» 43 . 
Κάτι  τέτοιο  δεν  το  βλέπει  κανείς  μόνο  στους  λόγους  του,  όπου  η 
ρητορική  βεβαίως  έχει  την  τιμητική  της.  Aυτό  πιστοποιείται  με  τον 
καλύτερο τρόπο και στην Ευχή της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας του, 
κείμενο οπωσδήποτε δικό του 44 , το οποίο και παραθέτουμε: 
«Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ 
προσκυνεῖν  ἐν  παντὶ  τόπῳ  τῆς  δεσποτείας  σου.  Σὺ  γὰρ  εἶ  Θεὸς 
ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ 
καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ 
εἶναι  ἡμᾶς  παρήγαγες,  καὶ  παραπεσόντας  ἀνέστησας  πάλιν,  καὶ  οὐκ 
ἀπέστης  πάντα  ποιῶν,  ἕως  ἡμᾶς  εἰς  τὸν  οὐρανὸν  ἀνήγαγες  καὶ  τὴν 
βασιλείαν  σου  ἐχαρίσω  τὴν  μέλλουσαν.  Ὑπὲρ  τούτων  ἁπάντων 
εὐχαριστοῦμεν σοι καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνευματί σου τῷ Ἁγίῳ, 
ὑπὲρ  πάντων  ὧν  ἴσμεν  καὶ  ὧν  οὐκ  ἴσμεν,  τῶν  φανερῶν  καὶ  ἀφανῶν 
εὐεργεσιῶν  τῶν  εἰς  ἡμᾶς  γεγενημένων.  Εὐχαριστοῦμέν  σοι  καὶ  ὑπὲρ  τῆς 
Λειτουργίας  ταύτης,  ἥν  ἐκ  τῶν  χειρῶν  ἡμῶν  δέξασθαι  κατηξίωσας  καίτοι 
σοι  παρεστήκασι  χιλιάδες  ἀγγέλων  τὰ  Χερουβεὶμ  καὶ  τὰ  Σεραφείμ, 
ἐξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά…». 
Η ευχή αυτή της αναφοράς από μόνη της αρκεί να δείξει την αξία του 
λόγου  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου,  αξία  που  απορρέει  βέβαια  από  τα 
ρητορικά  σχήματα 45   τα  οποία  «προσδίδουν  στο  κείμενο  ρυθμό  και 
μεταβάλλουν  τον  πεζό  αφηγηματικό  λόγο  σε  ποιητικό»,  αλλά  κυρίως  από 
το  περιεχόμενό του 46 . Μια  ευχή  που «επαναλαμβάνεται από τα χείλη των 

40
Βλ. του ιδίου, Εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, PG 60, 226,12.
41
Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η διδακτορική εργασία του Thomas Ameringer, A study in Greek
Rhetoric:The stylistic Influence of the Second Sophistic on the Panegyrical Sermons of St. John
Chrysostom, Catholic University of America, Washington D.C. 1921.
42
Βλ. Μηναίον μηνός Νοεμβρίου.
43
Δ.Α. Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σ. 92.
44
Βλ. R.F. Taft, Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η αναφορά …, σ. 308.
45
Ασύνδετο, ομοιοτέλευτο, ομοιοκάταρκτο, κλίμακα, αντιθέσεις, οξύμωρο, επαναφορά, διαίρεση.
46
«Τέσσερις λέξεις με τρόπο αποφατικό και δύο εκφράσεις με καταφατικό αποκρυσταλλώνουν την
Τριαδολογία (ἀνέκφραστος  …  Ἅγιο), ενώ σε τρεις σειρές με παρηχήσεις, σύνδεση παρατακτική,
αντιθέσεις και κλίμακα εννοιών περιγράφουν το μυστήριο της θείας οικονομίας (σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος … 
μέλλουσαν). Η μοναδική θεμιτή απάντηση των πιστών στη θεία οικονομία είναι η ευχαριστία που
επαναλαμβάνεται δύο φορές για τους εξής λόγους: α) για τις ευεργεσίες που παρουσιάζονται με δύο ζεύγη

19
ορθόδοξων  λειτουργών  εκ  μέρους  της  ευχαριστιακής  κοινότητας  εδώ  και 
δεκαέξι περίπου αιώνες σε πάμπολλες γλώσσες έως εσχάτων της γης». 47 
 
1.2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ      
ΚΕΙΜΕΝΩΝ 
 
Τα  λειτουργικά  κείμενα,  στο  σύνολό  τους,  αποτελούν  και  αυτά 
σημαντικό  μέρος  της  χριστιανικής  γραμματείας  με  ιδιαίτερη  παρουσία 
στη  ζωή  του  πληρώματος  της  Εκκλησίας  και,  ως  εκ  τούτου,  καθοριστική 
επίδραση  στους  πιστούς:  στερέωσαν  την  πίστη  των  ελληνοφώνων 
Ορθοδόξων  κατά  τη  Βυζαντινή  περίοδο  και  διαμόρφωσαν  το  Ορθόδοξο 
ύφος 48 .  Για  τη  γλώσσα  των  λειτουργικών  κειμένων,  μπορούμε  καταρχήν 
να  πούμε  ότι  ισχύει  και  γι’  αυτά  ό,τι  ελέχθη  παραπάνω  περί  της  χρήσης 
της  αττικίζουσας  γλώσσας  και  ύφους  γενικά  από  τους  Πατέρες  της 
Εκκλησίας.  Ήδη  το  πρώτο  δείγμα  που  προηγουμένως  παραθέσαμε  δίνει 
την πρώτη γεύση γι’ αυτό. Τα κείμενα αυτά, βέβαια, όπως και ειδικότερα 
της θείας Λειτουργίας, τυπικά μπορούμε να πούμε ότι χωρίζονται σε πεζά 
και  ποιητικά.  Πεζά  κυρίως  οι  ευχές  και  οι  δεήσεις,  ποιητικά  κυρίως  οι 
ύμνοι  και  τα  αντίφωνα.  Ο  διαχωρισμός  αυτός  στην  περίπτωση  της 
ορθοδόξου  λατρευτικής  πράξης  δεν  καθίσταται  μείζονος  σημασίας, 
καθώς η ποιητικότητα, όπως είδαμε και στο παραπάνω κείμενο του αγίου 
Ι.  Χρυσοστόμου,  είναι  γενικότερο  χαρακτηριστικό  που  διέπει  όλα  τα 
λειτουργικά  κείμενα·  σε  συνδυασμό,  μάλιστα,  τούτο  με  το  γεγονός  της 
μουσικής  τους  συνοδείας,  σε  όλα  εκτός  των  ευχών,  που  λέγονται 
‘μυστικῶς’, δηλαδή όχι ‘εις επήκοον’. 
Το  μείζονος  σημασίας  στοιχείο  για  τη  γλώσσα  των  κειμένων  αυτών 
είναι  ότι  τα  λειτουργικά  κείμενα  αποτελούν  ένα  ιδιαίτερο  λογοτεχνικό 
είδος  με  το  δικό  του  γλωσσικό  τύπο,  όπως  άλλωστε  συνέβαινε  και  στην 
αρχαία  Ελλάδα  με  κάθε  λογοτεχνικό  είδος,  το  οποίο  είχε  τη  δική  του 
παραδοσιακή  γλώσσα 49 .  Και  αυτός  ο  γλωσσικός  τύπος  έχει  μεν  ως  βάση 
του  την  αττικίζουσα  γλώσσα  της  εποχής,  όμως  των  συγγραφέων  των 
ευχών  και  των  ποιητών  των  ύμνων  οι  γλωσσικές  διατυπώσεις 
«προέρχονται  από  την  αγιοπνευματική  τους  εμπειρία,  η  δε  γλώσσα  τους 
υπήρξε  η  συμπύκνωση  της  εμπειρίας  αυτής» 50 .  Από  την  άλλη,  η 

κατ’ άρσιν και θέσιν και β) για τη θεία Λειτουργία που τελείται από τη λατρεύουσα κοινότητα, σε
αντίθεση προς τις μυριάδες των συλλειτουργούντων και συνδοξολογούντων αγγέλων και αρχαγγέλων.»
Γ.Ν. Φίλια, «Η Ευχαριστική Αναφορά», στο Μελέτες ιστορίας και θεολογίας της Ορθοδόξου Λατρείας,
εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σσ. 115-137.
47
Δ.Α. Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σ. 94.
48
Δ.Α. Κούκουρα, Το Μήνυμα του Ευαγγελίου…, σ. 125.
49
A. Chantraine, Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας, μετάφρ. Ν. Αγκαβανάκης, εκδ.
Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990, σ. 33 και Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 98-9.
50
Γ.Ν. Φίλια, Γενική θεώρηση της Λειτουργικής γλώσσας ως μέσου συμμετοχής του λαού της Εκκλησίας,
στα Πρακτικά Β΄ Πανελλ. Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ι. Μητροπόλεων 22-25 Οκτ. 2000, εκδ.
ΑΔΕΕ, Αθήνα 2003, σ. 175.

20
λειτουργική  γλώσσα  αφορούσε  κείμενα  που  έπρεπε  να  είναι  κατανοητά 
απ’ όλους. Και αυτό προκύπτει: 
α)  από  την  αρχαία  παράδοση  της  πρωτοχριστιανικής  Εκκλησίας  να 
συμμετέχει  ο  λαός  στη  λατρεία,  όπως  φαίνεται  από  το  Α’  Κορ.  14,  13‐7 51 , 
όπου για πρώτη φορά γίνεται λόγος για το «ἀμὴν» του λαού ως απάντηση 
στην προσευχή του έχοντος το προφητικό χάρισμα. 
β)  από  το  σχολιασμό  του  παραπάνω  χωρίου  από  τον  άγιο  Ι. 
Χρυσόστομο,    ο  οποίος  θεωρεί  σημαντικό  τελικά  ο  νους  να  «μὴ  ἀγνοεῖ» 
όσα «ἡ γλῶσσα φθέγγηται» 52 . 
γ)  από  τη  μαρτυρία  του  αγίου  Ιουστίνου  (2ος  αι.)  περί  «ἐπευφημίας» 
των  ευχών  του  ιερέως,  κατά  τη  θεία  Λειτουργία,  από  το  λαό  διά  του 
«Ἀμὴν» 53 . 
δ) τέλος, από την ίδια τη δομή και τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας, 
που  χαρακτηρίζεται  είτε  από  το  πρώτο  πληθυντικό  στις  ευχές  της  είτε 
από το διαλογικό χαρακτήρα σε άλλα τμήματά της. 
Έτσι, βλέπομε τους  περισσότερους από τους συγγραφείς αυτών των 
κειμένων  να  μη  φτάνουν  σε  γλωσσικές  και  υφολογικές  υπερβολές,  τις 
οποίες,  ωστόσο,  τις  συναντούμε  πολλές  φορές  στα  υπόλοιπα,  μη 
λατρευτικά,  έργα  τους.  Η  γλώσσα  είναι  αρκετά  απλοποιημένη,  το  ύφος 
λυρικό και η ποίηση έχει εγκαταλείψει πια τα προσωδιακά μέτρα και έχει 
στηριχθεί  στα  τονικά 54 .  Αυτό,  σε  συνδυασμό  με  το  συχνό  άκουσμά  της 
μέσα  από  τις  μακροσκελείς και προσφιλέστατες  στο  λαό  ακολουθίες της 
Εκκλησίας, συνετέλεσε η γλώσσα αυτή να είναι αρκετά έως και επαρκώς 
κατανοητή  στους  συμμετέχοντες,  παρόλο  που  πολλές  λέξεις  της  δεν 
χρησιμοποιούνταν στην καθημερινή τους ομιλία 55 . Ο βαθμός, βέβαια, της 

51
«Διόπερ  ὁ  λαλῶν  γλώσσῃ  προσευχέσθω  ἵνα  διερμηνεύῃ.  Ἐὰν  γὰρ  προσεύχωμαι  γλώσσῃ 
τὸ  πνεῦμα  μου  προσεύχεται,  ὁ  δὲ  νοῦς  μου  ἄκαρπός  ἐστι.  Τὶ  οὖν  ἐστί;  Προσεύξομαι  τῷ 
πνεύματι,  προσεύξομαι  δὲ  καὶ  τῷ  νοΐ·  ψαλῶ  τῷ  πνεύματι,  ψαλῶ  δὲ  καὶ  τῷ  νοΐ·  ἐπεὶ  ἐὰν 
εὐλογήσῃς  τῷ  πνέυματι,  ὁ  ἀναπληρῶν  τὸν  τόπον  τοῦ  ἰδιώτου  πῶς  ἐρεῖ τὸ  ἀμὴν  ἐπὶ  τῇ  σῇ 
εὐχαριστίᾳ;  ἐπειδὴ  τὶ  λέγεις  οὐκ  οἶδε.  Σὺ  μὲν  καλῶς  εὐχαριστεῖς,  ἀλλ᾿  ὁ  ἕτερος  οὐκ 
οἰκοδομεῖται.»   
52
PG 61,298,300: «Τίθει τοίνυν τὴν μὲν φωνὴν ὡς ὑποκείμενον, τὴν δὲ σαφήνειαν ὡς εἶδος, οὗ 
μὴ παρόντος οὐδὲν ὄφελος τοῦ ὑποκειμένου … Ἵνα καὶ ἡ γλῶσσα φθέγγηται καὶ ὁ νοῦς μὴ 
ἀγνοεῖ τὰ λεγόμενα». 
53
Ιουστίνου Α΄ Ἀπολογία , 67,5, ΒΕΠΕΣ, 3 (1955), σ. 198 (16-20). Βλ. και α) Γ.Ν.Φίλια, Ο τρόπος
αναγνώσεως των ευχών στη Λατρεία της Ορθοδόξου Εκλησίας κατά τα χειρόγραφα Ευχολόγια η΄-
ιδ΄αιώνων, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1997, σσ. 35-6 και β) Π.Ι.Σκαλτσή, «Η περί της αναγνώσεως των
ευχών της θείας Λειτουργίας παράδοση και οι σχετικές απόψεις του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου»,
περ. Θεολογία 80 (Ιούλ.-Σεπτ 2009) τ. 3, σ.73.
54
Η. Βουτιερίδη, Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1930), Αθήνα 1933, σ. 25. Ο
δε Κ.Γ.Μπόνης χαρακτηρίζει την προσωδιακή ποίηση «ἀκατάληπτον καί ψυχράν διά τό πλῆθος 
τῶν πιστῶν, μηδεμίαν ἤ μηδαμινή ἐπ᾿ αὐτῶν ἐπίδρασιν ἀσκοῦσαν», γι’ αυτό και εκτοπίστηκε,
βλ. του ιδίου, Η γλώσσα των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, περ. Θεολογία , τ. 41 (1970), σ.
186.  
55
R.M.Dawkins, The Greek Language in the Byzantine Period, in Byzantium An Introduction to East
Roman Civilisation, ed. N.H.Baynes and H.St.Moss, Oxford 1948, σ. 256. Σε αυτό σύμφωνος και ο

21
κατανόησης  αυτής  καθοριζόταν  και  από  την  παιδεία  των  αποδεκτών 56 , 
για το παρελθόν όμως δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί ακριβώς. Το σίγουρο 
είναι  ότι  μέσω  των  λειτουργικών  κειμένων  αφενός  η  Εκκλησία 
πραγμάτωσε  –και  πραγματώνει‐  τη  λατρευτική  της  πράξη  επί  αιώνες, 
αφετέρου η παγκόσμια γραμματεία εμπλουτίστηκε με έργα απαράμιλλης 
αισθητικής,  τα  οποία  αποτύπωσαν  τον  πολιτιστικό  περίγυρο  της  εποχής 
τους. 
Για  να  εξειδικεύσουμε,  σε  επόμενο  τμήμα  του  κεφάλαίου,  τα 
χαρακτηριστικά της γλώσσας της θείας Λειτουργίας, περιοριζόμαστε εδώ 
στο  να  απαριθμήσουμε  τα  γενικά  χαρακτηριστικά  της  λειτουργικής 
γλώσσας.  Σε  καταλογική  καταγραφή  αυτά  τα  χαρακτηριστικά  θα 
καταλήγαμε στη φάση αυτή της εργασίας μας πως είναι τα εξής: 
  
1. Γλώσσα  αττικίζουσα,  που  μιμείται  μορφολογικά, 
δομικά  και  υφολογικά  την  κοινή  Αττική  της 
αρχαιότητας. 
2. Δεν  υπάρχουν  ή  αποφεύγονται  γλωσσικές  και 
υφολογικές υπερβολές. 
3. Παρατηρείται  γλωσσικός  ερανισμός  από  ένα  μεγάλο 
εύρος  της  ποικιλότητας  της  ελληνικής  γλώσσας  μέσα 
στο χρόνο: από την ομηρική γλώσσα, την κλασική, την 
ελληνιστική  Κοινή,  ακόμη  και  τη  δημώδη  προφορική 
του Βυζαντίου. 
4. Απαντώνται  αυτούσιοι  ή  ελαφρώς  παραλλαγμένοι 
στίχοι  από  τη  Γραφή  και  συχνότατες  αναφορές  στα 
εκεί αφηγούμενα γεγονότα. 
5. Είναι  μια  γλώσσα  που,  ενώ  για  τα  σημαίνοντα  δεν 
ακολούθησε  την  προφορική  καθημερινή  της  εποχής 
της,  για  τα  σημαινόμενα  χρησιμοποίησε  το 
κοσμοείδωλο της εποχής της και αποτύπωσε, έτσι, τον 
πολιτιστικό της περίγυρο 57  . 
6. Πρόκειται,  εντέλει,  για  μια  γλώσσα,  για  την  οποία 
είναι μεν δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι βοηθούσε 
τους  όχι  ιδαίτερα  μορφωμένους  στην  πλήρη 
κατανόηση των λειτουργικών κειμένων, είναι σίγουρο, 
D.K.Esseling, Βυζάντιον και Βυζαντινός πολιτισμός, μετάφρ. Σ.Κ.Σακελλαρόπουλος, Αθήναι 1970, σ.
201, ο οποίος προσθέτει και το στοιχείο του εκ των προτέρων γνωστού.
56
Εμμ. Κριαρά, Diglossie des derniers siècles de Byzance. Naissance de la litèrature néo-hellénique.
The Procceedings of the XIII International Congress of Byzantine Studies, Oxford 1966, σ. 286.
57
Δ.Α.Κούκουρα, Εκκλησία και Γλώσσα…, σσ. 100 και 125.

22
όμως,  πως  ακούγοντάς  την  συχνά  σε  αυτά,  γινόταν  η 
γλώσσα  βαθμιαία  οικεία,  το  νόημα  των  κειμένων 
αναγνωρίσιμο  στα  πιο  πολλά  του  σημεία  και  τα 
κείμενα αγαπητά στο λαό 58 .   
 
 
 
1.3. Ο  ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ  ΤΥΠΟΣ  ΤΗΣ  ΑΡΧΑΙΑΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ 
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 
 
Η θεία Λειτουργία του αγίου Ι. Χρυσοστόμου είναι μία από τις εννέα 
λειτουργίες  που  σώζονται  στην  ελληνική  γλώσσα 59   και  η  οποία  τελικά 
επικράτησε εις βάρος της μεγαλύτερης και αρχικά επίσημης Λειτουργίας 
του  Βυζαντινού  λειτουργικού  τύπου,  της  Λειτουργίας  του  αγίου  Μ. 
Βασιλείου. Το κείμενό της παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το κείμενο 
της  φερόμενης  με  το  όνομα  «τῶν  ἀποστόλων»  αρχαίας  Λειτουργίας  της 
Εκκλησίας της Αντιοχείας, όπως την κατέγραψε ο άγνωστος συγγραφέας 
που  υποκρύπτεται  με  το  όνομα  του  Κλήμεντος  στο  έργο  Ἀποστολικαὶ 
Διαταγαὶ,  έργο  του  τέλους  του  4ου  αι.  Στη  Λειτουργία  αυτή  των 
Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καταγράφεται η λειτουργική τάξη της Εκκλησίας 
της  Αντιοχείας,  σε  εποχή  κατά  την  οποία  μεταβαίνουμε  «από  την  από 
στήθους  και  μνήμης  τέλεση  του  μυστηρίου  της  Θείας  Ευχαριστίας  σε  μια 
συγκεκριμένη,  μάλλον  λόγια,  καταγραφή» 60 .  Καταγραφή,  δηλαδή,  που 
επιλέγει ένα γλωσσικό τύπο διαφορετικό – δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε 
σε  ποιο  βαθμό  –  από  το  γλωσσικό  τύπο  της  ομιλουμένης  Κοινής  της 
εποχής  εκείνης.  Ο  άγιος  Ι.  Χρυσόστομος,  που  επεξεργάστηκε  το  κείμενο 
αυτό, υιοθέτησε και αυτός  αυτήν τη γλωσσική επιλογή, όπως βεβαίως και 
όλοι οι μετέπειτα συγγραφείς τμημάτων αυτής της Λειτουργίας, τα οποία 
πρόσθεσαν μετά από αυτόν. 
Αυτό  το  διαμορφωμένο  πια  και  ενχρήσει  σήμερα  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας,  πέρα  από  τη  σφραγίδα  του  χρυσοστόμειου  ύφους  του
(«ρωμαλαίο  κείμενο,  χωρίς  ρητορισμούς  και  θεολογικές  εξάρσεις, 

58
Sorhie Antoniadis, Place de la liturgie dans la tradition des lettres grecques, Leiden 1936, σσ. 248-
9.
59
Συνολικά οι λειτουργίες αυτές είναι: «Δύο του λειτουργικού τύπου της Αντιόχειας – Ιεροσολύμων: οι
λειτουργίες των Δώδεκα Αποστόλων και του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Δύο του Βυζαντινού
λειτουργικού τύπου: οι λειτουργίες του Μ. Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου. Τρεις του λειτουργικού
τύπου της Αλεξανδρείας: οι λειτουργίες του ευαγγελιστή Μάρκου, του Μ. Βασιλείου <άλλη από τη
βυζαντινή του ιδίου> και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Μία του Ρωμαϊκού λειτουργικού τύπου (σε
παλαιά ελληνική μετάφραση): του αποστόλου Πέτρου. Και μία σε απόσπασμα: του αγίου Επιφανίου
Κύπρου.» Βλ. Εισήγηση Ι.Μ.Φουντούλη, Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Λειτουργικοί τύποι της Ανατολής, στο Η Θεία Ευχαριστία, Εισηγήσεις – Πορίσματα Ιερατικού Συνεδρίου
Ι. Μητροπόλεως Δράμας, Έτος 2003, επιμ. Π.Ι.Σκαλτσής, Δράμα 2003, σ. 45.
60
Ι.Μ. Φουντούλη, Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου..., σσ. 46-7.

23
θαυμαστό για τον τρόπο που κατορθώνει να συνοψίσει σε λίγα λόγια όσα οι 
άλλες  αναφορές  αναπτύσσουν  διά  μακρών») 61 ,  παρουσιάζει  όλα  τα 
χαρακτηριστικά  του  αττικίζοντος  λόγου,  κινούμενο  στο  γενικότερο 
πλαίσιο που κινείται γλωσσικά το σύνολο των λατρευτικών κειμένων (βλ. 
παραπάνω  στο  1.2.).  Στα  τμήματά  του  εκείνα,  ωστόσο,  που  είτε  είναι 
βιβλικά  παραθέματα  (Παλαιάς  και  Καινής  Διαθήκης)  είτε  αποτελούν 
ύμνους της αρχαϊκής χριστιανικής υμνογραφίας 62 , εκεί θα μπορούσαμε να 
πούμε  πως  η  γλώσσα  έχει  τη  μορφή  της  προφορικής  Κοινής  της  εποχής 
της συγγραφής τους. Ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες θα λέγαμε πως 
κινούνται  τα  κείμενα  της  θείας  Λειτουργίας  που  συντάχθηκαν  με 
πρότυπα  ή  επηρεασμένα  αισθητά  είτε  από  την  Παλαιά  Διαθήκη 63   είτε 
από την Καινή 64  είτε από ύμνους του 2ου και του 3ου μ.Χ. αι. 65 . Όσο για τα 
τροπάρια που αναλόγως της εορτής ψάλλονται σήμερα κατά τη διάρκεια 
της  θείας  Λειτουργίας,  αυτά  γράφτηκαν,  κατά  παρόμοιο  τρόπο  με  τα 
τροπάρια ανωνύμων που από το τέλος του 2ου αι. εξυμνούσαν κατά κύριο 
λόγο  τον  Σωτήρα  Χριστό,  αλλά  από  τον  4ο  αι.  κι  έπειτα  και  τους  Αγίους, 
αμέσως μόλις καθιερωνόταν ο εορτασμός της μνήμης τους 66 · συνεπώς, σε 
γλώσσα μάλλον λόγια παρά δημώδη. Την ίδια λὀγια γλώσσα αποτυπώνει 
και  το  Σύμβολο  της  Πίστεως,  που  ακολουθεί  βεβαίως  το  γλωσσικό  τύπο 
στον  οποίο  είναι  γραμμένοι  όλοι  οι  κανόνες  των  επτά  Οικουμενικών 
Συνόδων 67 . 
Απ’  όλες  τις  παραπάνω  κατηγορίες  δεσπόζουσα  θέση  στη  θεία 
Λειτουργία κατέχει, φυσικά, η πρώτη, που, καθώς ακολουθεί το γλωσσικό 
τύπο  του  αττικίζοντος  αρχαιοελληνικού  λόγου,  δεν  φάνηκε  καθόλου 
πρόθυμη  να  επτρέψει  να  ενσωματωθούν  σ’  αυτήν  τα  καινούργια 
μορφοσυντακτικά στοιχεία που προέκυψαν από τη γλωσσική εξέλιξη της 
προ‐βυζαντινής και βυζαντινής περιόδου· εξέλιξη που σημειώθηκε κυρίως 
στην προφορική γλώσσα και αποτυπώθηκε, σ’ ένα βαθμό, και σε κάποια 
εκκλησιαστικά  και  εξω‐εκκλησιαστικά  κείμενα  της  βυζαντινής 
γραμματείας 68 . Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, μέσα από το 

61
Για περισσότερα χαρακτηριστικά του χρυσοστόμειου ύφους βλ. Ι.Μ. Φουντούλη, Η Τελεσιουργία
του Μυστηρίου..., σσ. 48-9 και R.F. Taft, Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η αναφορά…, σσ. 292-5.
62
Περί της αρχαϊκής χριστιανικής υμνογραφίας βλ. Π.Κ.Χρήστου, Η Υμνογραφία της Αρχαϊκής
Εκκλησίας, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1959 και Α.Ι. Φυτράκη, Η Εκκλησιαστική ημών ποίησις κατά τας
κυριωτέρας αυτής φάσεις, Ανάτυπο από την Ε.Ε.Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών 1955-6, Αθήναι
1957, σσ. 5-25.
63
Π.Κ. Χρήστου, ό.π., σσ. 9 και 10.
64
Π.Κ. Χρήστου, ό.π., σσ. 5-10.
65
Π.Κ. Χρήστου, ό.π., σσ. 10-21.
66
Α.Ι. Φυτράκη, ό.π., σσ. 18-9.
67
Κ.Γ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, τόμ. Α΄, Αρχείο περ. Θεολογία, Αθήνα 1977, σ. 59.
68
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα: α) Ιωάννου Μόσχου, Λειμὼν  Πνευματικὸς (6ος αι.), β) σκωπτικά
στιχάκια που τραγουδούσαν στο Ιππόδρομο· τα διασώζουν ο Θεοφάνης (8ος αι.) και ο Κεδρηνός (12ος
αι.), γ) Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία ( 6ος αι.), δ) Πασχάλιον  Χρονικὸν  (μέσα του 7ου αι.), ε)
Χρονογραφικά έργα των Θεοφάνους του Ομολογητού, Πατριάρχου Νικηφόρου και Γεωργίου
Μοναχού (όλα στις αρχές του 9ου αι.), στ) Βίοι Αγίων ανωνύμων και επωνύμων συγγραφέων (9ος αι.)

24
ίδιο  το  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας,  σε  ποιο  βαθμό  επιβίωσαν  τα 
χαρακτηριστικά  της  Αττικής  Κοινής  και  σε  ποιο  βαθμό  εξοβελίστηκαν  ή 
ενσωματώθηκαν  τα  αντίστοιχα  χαρακτηριστικά  της  προφορικής  Κοινής 
και Μεσαιωνικής Ελληνικής. 
 
1.3.1.  Φωνολογικά στοιχεία 
Σε  φωνολογικό  επίπεδο  (στο  «σημαίνον»)  σημειώθηκαν  από  την 
περίοδο  της  Αλεξανδρινής  Κοινής  και  πέρα  οι  πιο  αισθητές  μεταβολές 
που  έχουν  να  κάνουν  με  τον  τρόπο  που  πρόφεραν  φωνήεντα,  σύμφωνα 
και διφθόγγους καθώς και με τον τρόπο που τόνιζαν τις λέξεις είτε όταν 
μιλούσαν  την  προφορική  τους  γλώσσα  είτε  όταν  διάβαζαν  φωναχτά  ένα 
γραπτό  κείμενο.  Συγκεκριμένα 69 ,  το  δωδεκαμελές  σύστημα  φωνηέντων 
της  Αττικής  με  τα  5  βραχέα  και  τα  7  μακρά  φωνήεντα  εξελίχτηκε  σε  
εξαμελές χωρίς διάκριση βραχέων και μακρών, το οποίο στη Μεσαιωνική 
Ελληνική, μετά τον 6ο αι., θα γίνει πενταμελές, με τον ιωτακισμό του υ: i, 
e,  a,  o,  u.  Στις  διφθόγγους,  οι  δύο  χαρακτηριστικές  φωνητικές  εξελίξεις 
είναι  ο  μονοφθογγισμός  τους  και  συχνά  ο  ιωτακισμός  τους.  Τα  κλειστά 
άηχα,  ηχηρά  και  άηχα  δασέα,  που  αυτά  μόνο  διέθετε  η  Αττική, 
πιθανότατα  ήδη  στους  τελευταίους  αιώνες  της  Αλεξανδρινής  Κοινής 
μειώθηκαν  με  τη  μετατροπή  τους  σε  διαρκή  (ψιλά) 70 .  Έτσι,  τα  β,  δ,  γ 
προφέρονται από b→v, από d→δ και από g→γ αντίστοιχα, ενώ τα φ, θ, χ 
από  ph  → f, από th → θ και από kh → χ. Τα  μπ,  ντ,  γγ,  γκ  προφέρονταν 
άλλοτε άρρινα (b, d, g) και  άλλοτε  έρρινα (mb, nd, ng) και  τα 
ουρανισκόφωνα (κ, γ, χ) διασπάστηκαν  σε  υπερωικά  και  ουρανικά 
αλλόφωνα ( k – k,  γ  –  γ,  χ  –  χ,  g  –  g).  Στις  σημαντικές  φωνολογικές 
εξελίξεις  της Κοινής ανήκουν ακόμη και η οριστική και καθολική σίγηση 
του  δασέος  φθόγγου  (της  λεγόμενης  δασείας)  ήδη  από  τον  3ο  αι.,  η 
απλοποίηση  της  προφοράς  των  διπλών  συμφώνων,  που  ολοκληρώνεται 
στους  πρώιμους  μεσαιωνικούς χρόνους,  και  η  εξέλιξη  του  φθόγγου  z    σε 
ιδιαίτερο φώνημα δηλουμένου είτε με το γράμμα ζ είτε με το γράμμα σ σε 
ορισμένα περιβάλλοντα (π.χ. κόσμος, εἰσβαίνω). 
Ο τονισμός της Αττικής Κοινής ήταν μουσικός (pitch). Οι τονιζόμενες 
συλλαβές  διέφεραν  από  τις  άτονες  στο  ύψος  και  όχι  στην  ένταση  της 
φωνής, όπως συμβαίνει με το δυναμικό τονισμό (stress)· γι’ αυτό, άλλωστε, 
χρησιμοποιήθηκαν  και  οι  μουσικές  έννοιες  τόνος  και  προσωδία.  Αυτός  ο 
τονισμός,  ο  προσωδιακός,  συνδεόταν  άμεσα  με  τη  μακρότητα  και 

κ.ά. Για άλλα τέτοια έργα της πρώιμης και όψιμης βυζαντινής περιόδου καθώς και της μεταβυζαντινής
περιόδου, βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 151-6 και R.Browning, Η Ελληνική γλώσσα Μεσαιωνική και
Νέα, ό.π., σσ. 86-7.
69
Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 120-135 και 156-160 και A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., τόμ Β΄, σσ.
125-133.
70
Η φωνολογία ονομάζει το φαινόμενο αποκλειστικοποίηση και αποδάσυνση μαζί.

25
βραχύτητα  των  φωνηέντων 71 .  Η  βαθμιαία  υποχώρηση  της  φωνολογικής 
διάκρισης μεταξύ βραχέων και μακρών φωνηέντων, που αρχίζει ήδη από 
τον  3ο  π.Χ.  αι.  και  ολοκληρώνεται  στους  πρώτους  μεταχριστιανικούς 
αιώνες,  κλόνισαν  το  σύστημα  του  προσωδιακού  τονισμού:  καθώς  τα 
φωνήεντα έγιναν ισόχρονα, και ο τονισμός στηρίχτηκε πια στην αντίθεση 
ισχυρής  και  ασθενούς  έντασης  της  φωνής  στο  τονούμενο  και  άτονο 
φωνήεν  αντιστοίχως,  έγινε  δηλαδή  δυναμικός.  Αυτό  άλλαξε  ριζικά  την 
ελληνική γλώσσα ως προφορά (άρα και ως άκουσμα), η δε μεταβολή αυτή 
είχε ήδη συντελεστεί στα χρόνια που γραφόταν και στα οποία τελούνταν 
ήδη  η  θεία  Λειτουργία.  Την  παραπάνω  δε  παρατήρηση  την  καθιστά 
αρκετά  ενδιαφέρουσα  το  γεγονός  ότι  το  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας 
εκφωνούνταν  κατά  την  τέλεσή  της,  είχε  δηλαδή  έντονο  το  χαρακτήρα 
του ακούσματος. 
 
Ενείδει  συνόψισης  και  εφαρμογής  συγχρόνως  όλων  των  παραπάνω, 
θα λέγαμε ότι ο τρόπος που ακουγόταν το κείμενο της θείας Λειτουργίας 
στους  Βυζαντινούς  είναι  ο  ίδιος  με  τον  οποίο  ακούγεται  σ’  εμάς  τους 
Νεοέλληνες, μια που όλες οι φωνολογικές αλλαγές είχαν ήδη συντελεστεί 
στην  ελληνική  γλώσσα    από  την  εποχή  εκείνη.  Η  μίμηση  της  Αττικής 
ουδόλως  επιχειρήθηκε  σε  φωνολογικό  επίπεδο,  μια  που  κάτι  τέτοιο  είχε 
εγκαταλειφθεί  ήδη  στους  πρώτους  προχριστιανικούς  αιώνες,  συνεπώς 
τόσο  οι  συγγραφείς  του  κειμένου  όσο  και  οι  ακροατές  του  δεν  ήταν  σε 
θέση  να  λειτουργήσουν  με  ένα  φωνολογικό  σύστημα  που  είχε  πια 
παρέλθει ανεπιστρεπτί.    
 
1.3.2.  Μορφοσυντακτικά στοιχεία  
Στους  χρόνους  αυτούς  που  εξετάζουμε  αρχίζουν  ή  και 
ολοκληρώνονται καθοριστικές εξελίξεις και σε μορφοσυντακτικό επίπεδο 
(στο  «σημαινόμενο»),  τις  οποίες  θα  εξετάσουμε  σε  σχέση  πάντοτε  με  το 
κείμενο της θείας Λειτουργίας. Ποιες από αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή, που 
προσδιόρισαν  την  προφορική  Κοινή  και  τη  μετέπειτα  Μεσαιωνική 
Ελληνική και τις διαφοροποίησαν από την Αττική Κοινή, ΄πέρασαν΄ στην 
κατά  βάση  αττικίζουσα  γλώσσα  της  θείας  Λειτουργίας  και  ποιες 
απορρίφθηκαν; Συνεπώς, πόσο αττικίζουσα σε μορφοσυντακτικό επίπεδο 
είναι, τελικά, η γλώσσα αυτή σε σχέση με τα καθαρά αττικίζοντα κείμενα 
της  μεταχριστιανικής  περιόδου  αφενός  και  την  αντίστοιχη  προφορική 
αφετέρου;   

71
α) στην οξυτούμενη βραχεία συλλαβή η φωνή ανέβαινε σε ύψος (διάρκεια ενός χρόνου), β) στην
οξυτούμενη μακρά συλλαβή (διάρκεια δύο χρόνων) η φωνή ανέβαινε στο β΄ χρόνο και γ) στην
περσπώμενη μακρά συλλαβή η φωνή ανέβαινε στον α΄ χρόνο και κατέβαινε στο β΄ χρόνο (εξού και ο
όρος οξυβάρεια για την περισπωμένη).

26
Καταρχάς,  εξετάζοντας  στοιχεία  που  αφορούν  καθαρά  τη 
μορφολογία 72  της γλώσσας της θείας Λειτουργίας και ξεκινώντας από το 
ονοματικό κλιτικό σύστημα, αξίζει να σημειώσουμε πρώτα την εξαφάνιση 
ολόκληρης  κλιτικής  κατηγορίας,  του  δυικού  αριθμού,  με  την  πλήρη 
αντικατάστασή του από τον πληθυντικό ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ.73  
και  τη  λεξικοποίησή  του 74 .  Δεν  τον  χρησιμοποιούν  ούτε  οι  ακραιφνώς 
αττικίζοντες  και  φυσικά  δεν  υφίσταται  στη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας:  π.χ.  «λαβὼν  ἄρτον  ἐν  ταῖς  ἁγίαις  αὐτοῦ  καὶ  ἀχράντοις  καὶ 
ἀμωμήτοις  χερσίν» 75   και  «ἵνα  τὰς  δύο  σκιρτῶν  μεγαλύνω,  ἀγαθέ, 
παρουσίας σου» 76  (πληθυντικός και όχι δυικός). 
Η  γλώσσα  στην  τάση  της  να  γίνει  πιο  αναλυτική  κατά  την  περίοδο 
που  εξετάζουμε,  περιορίζει  τη  δοτική  και  αντικαθιστά  με  το  εμπρόθετο 
εἰς + αιτιατική ή γενική τη δοτική του έμμεσου αντικειμένου 77   και με μετά 
+γενική  ή  αιτιατική  τη  δοτική  του  οργάνου/μέσου 78 .  Αν  και  τα 
παραδείγματα  της  χρήσης  της  δοτικής  είναι  ακόμη  αρκετά  στη  γλώσσα 
της Καινής Διαθήκης και στους παπύρους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής 
εποχής 79 ,  ωστόσο  η  επιβίωσή  της  «μόνον  ως  χαρακτηριστικό  της 
αρχαϊστικής  τάσης  της  καθαρεύουσας» 80   θα  μπορούσε  να  θεωρηθεί.  Στη 
γλώσσα της θείας Λειτουργίας απαντάται ικανός αριθμός δοτικών, ώστε 
να  θεωρηθεί  τούτο  ως  χαρακτηριστικό  της  αρχαϊστικής  της  τάσης.  Και 
συγκεκριμένα: 
 

72
Για τη μορφολογία της γλώσσας της θείας Λειτουργίας δεν υπάρχει, απ’ όσο έχουμε ερευνήσει,
ειδικό έργο. Έργα που έχουν γραφεί ειδικά για τη μορφολογία της Κοινής (και κατά βάση της Καινής
Διαθήκης) είναι ενδεικτικά οι γραμματικές: α) των F. Blass και A. Debrunner, Grammatic des
nentestamentichen Griechisch, Επιμ. F. Rehkoph, ed. Vandenhoec and Ruprecht, Göttingen17 1990, β)
των J.H. Moulton and W.F. Howard, A Grammar of New Testament Greek, ed. Clark, Ediburg 1938, γ)
του L. Radermacher, Neutestamentliche Grammatik, ed. Morth, Tübingen 1925, δ) του A.T.
Robertson, A Grammar of the Greek New Testament in the Light of Historical Research, ed. Hodder
and Stroughton, New York 1919, (και ειδικότερα για τους παπύρους) ε) του F.T. Gignac, A Grammar
of the Greek Papyri og the Roman end Byzantine Periods, 2ος τόμ. Morphology, ed. Instituto Editoriale
Cisalpino – La Goliardica, Milano 1981 και στ) του L. Palmer, A Grammar of the Post-Ptolemaic
Papyri, 1ος τόμ., ed. Publications of the Philological Society13, Oxfort University Press, London 1946.
73
Γ.Κ.Παπαναστασίου, Μορφολογία από την Κλασική Ελληνική στην Κοινή, στο Ιστορία της Ελληνικής
Γλώσσας, Από τις Αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 451-2. Τον δυικό επαναφέρει
βέβαια ο Ιώσηπος ( Ιουδ. Αρχαιολ. XVIII 168), αλλά δεν τον ακολουθούν πολλοί.
74
Δηλώνεται με το αριθμητικό δύο και τα συνώνυμά του: ὀφθαλμὼ  >  δύο  ὀφθαλμοὶ.  Βλ. Γ.
Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 145.
75
Σε ευχή του ιερέα κατά την Αγία Αναφορά, πριν το «Λάβετε φάγετε». 
76
Από την Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως που είθισται να λέγεται και ως ευχή από τον ιερέα κατά
την Ύψωσιν-Μελισμόν-Μετάληψιν.
77
Με συγκοπή του ει προέκυψε ο τύπος ’ς : τοῖς  ἀποστόλοις  >  εἰς  τοὺς  ἀποστόλους  >  ’ς  τοὺς 
ἀποστόλους > στους αποστόλους. Το ίδιο και με τις αντωνυμίες: ἡμῖν > εἰς ἡμᾶς > ’ς ἡμᾶς > 
’ς ἐμᾶς > σε μας.
78
Περίπου τον 10ο αι. το μετά +αιτιατική γίνεται με + αιτιατική, βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ.146.
79
Γ.Κ.Παπαναστασίου, ό.π., σ. 452.
80
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σ. 142.

27
δοτική  ως έμμεσο αντικείμενο  αντί  εἰς +αιτιατική ( > ν.ε. σ‐ ή σε) 
… τῷ Θεῷ παραθώμεθα  αντί  εἰς τὸν Θεὸν ( > ν.ε. στον Θεό) 
τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν  αντί  εἰς σὲ ( > ν.ε. σε σένα) 
ἀντικαταπέμψῃ ἡμῖν τὴν θείαν χάριν αντί  εἰς ἡμᾶς ( > ν.ε. σε μας) 
 
δοτική οργάνου/μέσου  αντί  μετὰ + γενική ή αιτιατική  
    ( > ν.ε. με + αιτιατική) 
Ἀντιλαβοῦ, σῶσον … τῇ σῇ χάριτι  αντί  μετὰ  τῆς  χάριτός  σου/χάριν 
    σου ( > ν.ε. με τη χάρη σου) 
μεταβαλὼν τῷ πνεύματί σου   αντί  μετά  τοῦ  Πνεύματός  σου/τὸ 
τῷ Ἁγίῳ    Πνεῦμά  σου  (>  ν.ε.  με  το 
    Πνεύμα σου) 
Ταῖς  πρεσβείαις  τῆς  Θεοτόκου  …  αντί  μετά  τῶν  πρεσβειῶν/τὰς 
σῶσον    πρεσβείας  (>  ν.ε.  με  τις 
πρεσβείες) 
 
Η  δεύτερη  αττική  κλίση  εξαφανίστηκε  πολύ  γρήγορα  στη  Κοινή 81 : 
τα λεὼς και νεὼς αντικαταστάθηκαν από τα λαὸς και ναὸς, το πλέως από 
το  πλήρης,  το  ἕως  από  το  αὐγὴ  (παρέμεινε  σε  παράγωγα  όπως  ἑωθινὸς) 
κ.ά.  Για  πολύ  μεγάλο  διάστημα  διατηρήθηκε  το  ἵλεως  αλλά  μόνο  στην 
ονομαστική  ενικού·  ως  θρησκευτική  έκφραση  το  συναντούμε  στους 
Εβδομήκοντα  και  στην  Καινή  Διαθήκη  καθώς  και  σε  ευχές  ακολουθιών 
(π.χ. της Αρτοκλασίας). Στο κείμενο της  θείας Λειτουργίας το βρίσκουμε 
μία φορά στη φράση  «ἵλεως ἡμῖν εἴης ἐν τῷ πλήθει τῆς σῆς ἀγαθότητος» 82 . 
Κατά τα άλλα, η θεία Λειτουργία προτιμά το λαός ( «καὶ δι΄ ἡμῶν παντὶ τῷ 
λαῷ»,  «Σῶσον,  ὁ  Θεός,  τὸν  λαόν  σου»  κ.  αλλού) 83   και  το  ναὸς  (  «τῶν 
ἐνοριτῶν,  ἐπιτρόπων  …  τοῦ  ἱεροῦ  ναοῦ  τούτου»,  «τῶν  μακαρίων  και 
ἀοιδίμων κτητόρων … τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τούτου» κ. αλλού) 84 . 
Κύριος  στόχος  των  εξελίξεων  στο  ονοματικό  σύστημα  ήταν  «η 
δημιουργία  ενός  απλού,  οικονομικού  συστήματος  με  παραμερισμό  της 
πολύπλοκης  μορφολογικής  ποικιλίας  και  του  πλήθους  των 
υποσυστημάτων  και  εξαιρέσεων» 85 .  Μέσα  σ΄  ένα  τέτοιο  πλαίσιο 
αντικαταστάθηκαν  ‘’ανώμαλα’’  ουσιαστικά  με  συνώνυμά  τους  (  οὖς  → 
ὠτίον, παῖς → παιδίον, αμνὸς, γεν. ἀρνός → ἀμνοῦ, ὕδωρ → νηρὸν (< νεαρὸν 
ὕδωρ),  ναῦς  → πλοῖον  κ.ά.).  Επίσης,  χρησιμοποιήθηκαν  ομαλότεροι  τύποι 
για  τριτόκλιτα  επίθετα  (τὸν  ὑγιᾶ  →  τὸν  ὑγιῆ,  τὰ  ὑγιᾶ    → τὰ  ὑγιῆ)  ή 

81
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σ. 134.
82
Στην Ευχή Πιστών Α΄ στο τμήμα Δεήσεις των Πιστών.
83
Στην ευχή με την οποία αρχίζει ο ιερέας το τμήμα Ύψωσις–Μελισμόν–Μετάληψις καθώς και μετά τη
θεία μετάληψη στο ίδιο τμήμα.
84
Ο τύπος αυτός μνημονεύσεως κατά την Είσοδο των Τιμίων δώρων καθορίστηκε στα νεότερα χρόνια
με την υπ’ αριθμ. 3056/354 της 7ης Νοεμβρίου 1935 Εγκυκλίου της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Η λέξη απαντάται βέβαια και σε αρκετά άλλα σημεία της θείας Λειτουργίας.
85
Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 144-5.

28
εξομαλύνθηκαν τα τριτόκλιτα ουδέτερα ουσιαστικά σε –ας (τὸ κρέας, γεν. 
τοῦ  κρέως  →  τοῦ  κρέατος).  Απλοποιητική  είναι  και  η  γενίκευση  των 
συγκριτικών  μορφημάτων  –τερος  και  –τατος  αντί  των  παλαιοτέρων  –ίων 
και –ιστος (ταχὺς – (θάττων>) ταχίων – τάχιστος   →  ταχὺς – ταχύτερος – 
ταχύτατος).  Στο  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας  χρησιμοποιείται  ο  τύπος 
ὑγιᾶ  στο  «σῷον,  ἔντιμον,  ὑγιᾶ,  μακροημερεύοντα  καὶ  ὀρθοτομοῦντα  τὸν 
λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» 86 . Επίσης, και ο τύπος μᾶλλον ως συγκριτικός του 
μάλα  στο  «μᾶλλον  δὲ  ἑαυτὸν  παρεδίδου  ὑπὲρ  τῆς  τοῦ  κόσμου  ζωῆς» 87 ,  ο 
οποίος  θα  εξελιχθεί  εννοιολογικά  για  να  σημαίνει  ίσως  και  όχι 
περισσότερο. 
Μέσα  στο  ίδιο  αυτό  πλαίσιο  περιορίστηκε  ο  εξαιρετικά  μεγάλος 
αριθμός  ισοδύναμων  μορφημάτων  που  παρουσίαζε  η  κλίση  των 
ονομάτων κατά την κλασική περίοδο κυρίως με τον μεταπλασμό 88  καθώς 
και  με  τον  υποκορισμό 89   των  ονομάτων.  Έτσι,  το  ονοματικό  κλιτικό 
σύστημα  θα  μεταδομηθεί,  αρχίζοντας  από  τους  χρόνους  της  Κοινής,  και 
θα δώσει, ήδη στη Μεσαιωνική Ελληνική, ένα απλό συμμετρικό σύστημα, 
οικονομικά  διαρθρωμένο  σε  δύο  κύριες  μορφολογικές  κατηγορίες,  τα 
δικατάληκτα  ή  δίπτωτα  (πατέρας,  πατέρα)  και  τα  τρικατάληκτα  ή 
τρίπτωτα  (λόγος,  λόγου,  λόγο).  Αυτή  η  ενοποίηση  των  ληκτικών 
μορφημάτων  από  πέντε  ή  τέσσερα  για  τον  κάθε  αριθμό  στην  Αττική 
Κοινή  σε  τρία  ή  δύο  στη  Μεσαιωνική  Ελληνική  (και  τη  Νέα)  πέρασε  από 
ποικίλα  στάδια 90   ‐τα  πρώτα  από  τα  οποία  τοποθετούνται  ήδη  στα 
βυζαντινά  χρόνια‐,  ουδόλως  όμως  αποτέλεσε  επιλογή  της  αττικίζουσας 
γλώσσας, και βέβαια ούτε της γλώσσας της θείας Λειτουργίας. Αντίθετα, 
αυτή  ακολουθεί  κανονικότατα  τις  τρεις  κλίσεις  της  Αττικής  Κοινής  (όχι, 
όπως είπαμε, τη δεύτερη αττική) χωρίς καμία περίπτωση μεταπλασμού.  
Αυτό  προκύπτει  καθαρά  από  την  έρευνά  μας  στο  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας.  Από  την  έρευνα  αυτή,  όπου  εντοπίστηκαν  όλα  τα 
ουσιαστικά  και  κατατάχθηκαν  στις  τρεις  κλίσεις  και  στις  υποκατηγορίες 
τους, εκτός από την κανονικότητα της κλίσης των ουσιαστικών σύμφωνα 
με την Αττική Κοινή, προέκυψαν επιπλέον και τα εξής συμπεράσματα: 
• Εκπροσωπήθηκαν  και  οι  τρεις  κλίσεις  και  οι  περισσότερες 
υποκατηγορίες τους 91 . 

86
Όταν ο ιερέας εύχεται εκφώνως ή εις επήκοον για τον Επίσκοπο στο τμήμα Αγία Αναφορά.
87
Σε ευχή του ιερέως στο τμήμα Αγία Αναφορά, πριν το «Λάβετε φάγεγε».
88
Μεταπλασμός είναι η ένταξη των ονομάτων μιας κλίσης σε άλλη.
89
Υποκορισμός είναι η σημασιολογική ταύτιση του υποκοριστικού με τη λέξη από την οποία
παράγεται.
90
Για τα στάδια αυτά βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 161-3.
91
Δεν βρέθηκαν ουσιαστικά δευτερόκλιτα συνηρημένα, καταληκτικά μονόθεμα σε ‐ως    ‐ωος,
ακατάληκτα διπλόθεμα σε ὼ  ‐οῦς,  χειλικόληκτα καταληκτικά, οδοντικόληκτα καταληκτικά και
ακατάληκτα με θέμα σε –ντ, συγμόληκτα ακατάληκτα σε –ης –ους, ‐κλης –κλέους και ‐ὼς –οῦς και
ουδέτερα ακατάληκτα σε –ας –ως ή –ως –ατος.

29
• Έντονα  εκπροσωπήθηκαν  κατά  σειρά  συχνότητας  τα:  πρωτόκλιτα 
θηλυκά σε –α –ας, δευτερόκλιτα αρσενικά σε –ος –ου και ουδέτερα σε –ον  ‐
ου,  τριτόκλιτα  καταληκτικά  διπλόθεμα  σε  –ις  –εως,  τριτόκλιτα 
οδοντικόληκτα  ακατάληκτα  μονόθεμα  σε  –α  –ατος  και  πρωτόκλιτα 
θηλυκά σε –η –ης.  
• Από  τα  ανώμαλα  ουσιαστικά  απαντήθηκαν  μόνον  οι  τύποι: 
μαρτύρων, χειρί/χειρῶν/χερσί/χεῖρας (μεταπλαστά).   
• Οι  μόνες  παρεκκλίσεις,  ισχνές  στον  αριθμό  και  χωρίς  ιδιαίτερο 
ενδιαφέρον, είναι η γενική πληθυντικού ἀέρων (της λέξης ὁ ἀήρ που στην 
Αττική Κοινή είναι εύχρηστη μόνο στον ενικό 92 ) και η γενική πληθυντικού 
χειλέων (αντί του, κατά την Αττική Κοινή, χειλῶν 93 ). 
Η  ολοένα  και  μεγαλύτερη  χρήση  των  υποκοριστικών  εις  βάρος  της 
σημασιολογικά  ισοδύναμης  πρωτότυπης  λέξης,  που  παρατηρείται  ήδη 
στην  προφορική  Κοινή  και  έπειτα  στη  Μεσαιωνική  Ελληνική  (  παῖς  – 
παιδίον,  ἅλας  ‐  ἁλάτιον,  δάμαλις  –  δαμάλιον) 94 ,  είναι  φαινόμενο  που  δεν 
παρατηρείται στη γλώσσα της θείας Λειτουργίας. Αντίθετα, αυτή εμμένει 
στη  χρήση  της  πρωτότυπης  λέξης  κρατώντας  ζωντανές  τις  τρεις  κλίσεις 
και κυρίως την αθέματη, η οποία θα οδηγηθεί στην πλήρη εξαφάνισή της 
είτε μέσω του μεταπλασμού είτε μέσω του υποκορισμού.  
Ούτε, βέβαια, μεταπλασμό επιθέτων συναντά κανείς στη γλώσσα της 
θείας  Λειτουργίας 95 .  Επίσης,  κανονικά,  όπως  στην  Αττική  Κοινή, 
χρησιμοποιούνται  και  οι  αντωνυμίες.  Έτσι,  η  γενικότερη  τάση  να 
εξομαλυνθεί το κλιτικό σύστημα με τον περιορισμό των ισοδύναμων 
ποικιλιών  δεν  θα  βρει  χώρο  να  αναπτυχθεί  στο  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας. 
Εξελίξεις  σημαντικές  έχουμε  την  εποχή  αυτή  και  στο  ρηματικό 
κλιτικό  σύστημα.  Πολύ  σημαντική  η  αποφυγή  ρημάτων  της  συζυγίας    
–μι,  που  γίνεται  ή  με  την  υπαγωγή  τους  στη  συζυγία  –ω  ή  με 
αντικατάστασή  τους  με  ισοδύναμά  τους  της  συζυγίας  –ω  (υπαγωγή: 
ἱστάνω  αντί  ἵστημι,  δίδω  αντί  δίδωμι,  συνίω  αντί  συνίημι·  αντικατάσταση: 
σκορπίζω  αντί  σκεδάννυμι,  χορτάζω  αντί  κορέννυμι,  ἠρχόμην  και 
ἐλεύσομαι αντί ᾖα και εἶμι) 96 .  
Η  εξέλιξη  αυτή  φαίνεται  να  έχει  επηρεάσει  τη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας,  αφού  βάσει  της    έρευνά  μας  στο  κείμενό  της  διαπιστώσαμε 
ότι: 
• Δεν απαντώνται καθόλου συμφωνόληκτα της συζυγίας –μι. 

92
Μ.Χ. Οικονόμου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Α.Π.Θ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη7 1996, σ. 67.
93
Σε μεταγενέστερους των αττικών συγγραφέων συναντάται ο τύπος χειλέων, όπως Διονυσίου
Αλικαρνασσέως, Περί Συνθ. 14, Πλουτάρχου, Κάτων Πρεσβύτερος 12.
94
Γ.Κ. Παπαναστασίου, ό.π., σσ. 453-4.
95
Το ίδιο αυτό φαινόμενο θα κάνει τη μορφολογία των επιθέτων να ακολουθήσει την εξέλιξη της
μορφολογίας των ουσιαστικών. Βλ. Γ.Κ. Παπαναστασίου, ό.π., σ. 454.
96
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 140-1 και Γ.Κ. Παπαναστασίου, ό.π., σ. 455 και άλλοι.

30
• Απαντώνται, όμως, τριάντα τύποι τριών φωνηεντολήκτων ρημάτων 
της  συζυγίας  –μι  ἵστημι,  τίθημι,  δίδωμι.  Οι  τύποι  αυτοί  ακολουθούν 
κανονικά  την  Αττική  Κοινή,  εκτός  από  δύο  τύπους  δῴη  και  δῴης  που 
σχηματίστηκαν κατ’ αναλογίαν των συνηρημένων σε ‐άω 97 . 
• Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  παρουσιάζουν  τρεις  τύποι  του  ρήματος 
ἔρχομαι  (ἐρχόμενος,  προσέρχεσθαι,  προσερχομένῳ) 98   οι  οποίοι  δεν 
ακολουθούν  τους  αττικούς  ‐  μη  κανονικούς  –  τύπους  (ἰών,  προσιέναι, 
προσιόντι,  αντίστοιχα)  ‘‘προδίδοντας’’  τα  ακραιφνή  αττικά  υπό  την 
επήρεια, προφανώς, της σχετικής εξέλιξης.  
• Εδώ ας αναφέρουμε, παρότι δεν ανήκει κανονικά στη συζυγία  –μι, 
και  το  ρήμα  οἶδα,  του  οποίου  ο  τύπος  ἴσμεν  ακολουθεί  κανονικά  την 
Αττική  Κοινή,  τη  στιγμή  που  στη  γλώσσα  της  Καινής  Διαθήκης  έχει  ήδη 
εξομαλυνθεί 99 . 
Εξελίξεις  όπως  μεταπλασμός  του  ρηματικού  θέματος  και 
αναδιάρθρωση  των  κλιτικών  επιθημάτων  κυρίως  των  παρελθοντικών 
χρόνων 100   δεν  αφορούν  καθόλου  τη  γλώσσα  την  θείας  Λειτουργίας.  Κι 
έχοντας περάσει ήδη από τα καθαρά μορφολογικά στα μορφοσυντακτικά 
στοιχεία  και  ερευνώντας  την  παρουσία  του  μέλλοντα  στο  κείμενο  της 
θείας Λειτουργίας, διαπιστώσαμε ότι ο μέλλοντας  παρίσταται ως χρόνος 
με ένδεκα μονολεκτικούς τύπους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως η γλώσσα της 
δεν  ακολουθεί  την  εξέλιξη  του  μέλλοντα  από  μονολεκτικό  σε 
περιφραστικό  και  το  διαχωρισμό  του  σε  διαρκή  και  στιγμιαίο 101 ,  πράγμα 
που  θεωρείται  ότι  γίνεται  «υπό  την  επίδραση  της  αττικιστικής  λόγιας 
γλώσσας» 102 .  Κάτι  αντίστοιχο  συμβαίνει  και  με  του  συντελικούς 
χρόνους 103 ,  από  τους  οποίους  συναντούμε  στο  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας  δεκατρείς  μονολεκτικούς  παρακειμένους  (οι  οκτώ  τύποι 
μετοχές)  και  κανέναν  υπερσυντέλικο.  Ίσως  μόνο  οι  πέντε  καθαρά 
ρηματικοί  τύποι  να  υποδηλώνουν  κάποια  υποχώρηση  στη  χρήση  των 
μονολεκτικών  τύπων,  κανένας  όμως  περιφραστικός  τύπος  δεν  κάνει 
ακόμη την εμφάνισή του ούτε μπορούμε με βεβαιότητα να μιλήσουμε για 
χρήση παρακειμένου αντί αορίστου. 

97
Α. Chantraine, ό.π., σ. 314.
98
Τέτοιους τύπους συναντούμε και στο κείμενο της Καινής Διαθήκης.
99
Ιω. 3.2: «οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ …» αντί ἴσμεν και σε πολλά ακόμη χωρία.
100
Γ.Κ. Παπαναστασίου, ό.π., σσ. 454-6.
101
Στην Κοινή άρχισε να κλονίζεται ο μονολεκτικός τύπος και να χρησιμοποιούνται περιφράσεις όπως
ἔχω  +  απαρέμφατο  αορίστου,  ἔσομαι  +  μετοχή  ενεστώτα  κ.ά. Στους όψιμους μεσαιωνικούς
χρόνους αρχίζει να δηλώνεται με την περίφραση θέλω/θέλει ἵνα + υποτακτική > θέλ᾿ να > θέ᾿ μα 
>  θανά  >  θα  +  υποτακτική  ενεστώτα  ή  αορίστου  (μεταβυζαντινός μέλλοντας διαρκής και
στιγμιαίος, αντίστοιχα). Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 137. 
102
Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 137.
103
Στην Κοινή περιφράζονται με τα εἰμὶ/ἦν + μετοχή παρακειμένου ή αορίστου, ἔχω + μετοχή 
ενεργ. αορίστου ή παθ. παρακειμένου, ενώ ο μονολεκτικός χρησιμοποιείται αντί αορίστου. Στους
χρόνους που ακολουθούν οι περιφράσεις  ἔχω  +απαρέμφατο  αορίστου  θα εξελιχθούν στις μορφές
που έχουν σήμερα, ήδη από τους όψιμους μεσαιωνικούς χρόνους. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 139.

31
Η  ευκτική,  που  περιορίζεται  στη  χρήση  της  ως  ευχετική  ‐  για  να 
εξαφανιστεί  ολοκληρωτικά  και  οριστικά  τον  6ο  αι. 104   ‐,  χρησιμοποιείται 
αρκετά  στη  θεία  Λειτουργία,  αποκλειστικά  όμως  ως  ευχετική.  Κι  εδώ  η 
εξέλιξη  ήταν  αφενός  η  περιφραστικότητα 105   αφετέρου  η  αντικατάστασή 
της  από  τους  ανταγωνιστές  της,  την  υποτακτική  και  την  προστακτική, 
ακόμη  και  την  οριστική  μέλλοντα  και  το  απαρέμφατο 106 .  Πράγματι,  στο 
κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας,  παράλληλα  με  το  ἔλθοι,  το  ἐλεήσαι,  το 
σώσαι,  το  διαφυλάξοι,  χρησιμοποιούνται  κατά  κόρον  η  υποτακτική  και  η 
προστακτική,  ακόμη  και  η  οριστική  μέλλοντα  (στους  οκτώ  από  τους 
συνολικά  έντεκα  μέλλοντες)  και  το  απαρέμφατο 107 ,  όχι  όμως  κάποια 
περίφραση.  Επιπλέον,  την  υποτακτική  τη  βλέπουμε  να  χρησιμοποιείται 
και  με  την  κλασική  της  εκδοχή,  ως  προτρεπτική,  κατά  κόρον  καθώς  και 
στις  τελικές  προτάσεις  ως  υποτακτική  του  προσδοκωμένου.  Περιφράσεις 
της  προτρεπτικής  υποτακτικής 108 ,  όπως  ἄφες  ή  ἵνα  +  υποτακτική  που 
κάνουν  την  εμφάνισή  τους  στην  προφορική  Κοινή  και  δη  στο 
καινοδιαθηκικό  κείμενο 109   και  που  έδωσαν  τα  νεοελληνικά  ας  ή  να  + 
υποτακτική,  δεν  προτιμούνται  καθόλου  στη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας.  
Η μετοχή στην Κοινή χρησιμοποιείται στην παλιά της έκταση. Ένας 
περιορισμός  της  χρήσης  της  γίνεται  βέβαια  από  την  προτίμηση  του 
εμπροθέτου  ενάρθρου  απαρεμφάτου 110 .  Απλώς  στην  προφορική  Κοινή111  
δεν  λαμβάνει  υπόψιν  της  τη  συμφωνία  των  όρων,  προτιμάται  η 
ονομαστική  και  το  αρσενικό  και  είναι  απελευθερωμένη  από  τη  σύνταξη 
της πρότασης 112 . Αργότερα θα περιοριστούν οι ενεργητικές μετοχές και οι 
μετοχές  παθητικού  αορίστου  ενμέρει  και  ως  αποτέλεσμα  της  γενικής 
εξασθένισης  της  τρίτης  κλίσης 113 .  Στην  έρευνα  που  κάναμε  στο  κείμενο 
της  θείας  Λειτουργίας  διαπιστώθηκε  ότι  τέτοιοι  περιορισμοί  δεν 
υφίστανται,  η  μετοχή  χρησιμοποιείται  πολύ  –  βρέθηκαν  συνολικά  196 

104
Γ.Κ. Παπαναστασίου, ό.π., σσ. 455-6 και A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 150-7.
105
Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σ. 140.
106
Η Κοινή αξιοποίησε αυτές τις επιλογές και απέφυγε σε μεγάλο βαθμό την ευχετική ευκτική. Βλ. A.
Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 154-5.
107
ἐπελεύσεται,  ἐπισκιάσει,  συλλειτουργήσει,  ἔσται,  ἀφελεῖ  (2 φορές),  περικαθαριεῖ  (2
φορές) και το απαρέμφατο δοῦναι.
108
ή προτρεπτικής προστακτικής, κατά Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π., σσ. 140-1.
109
Ματθ. 7.4 «ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος», Ματθ. 27.49 «ἄφες ἴδωμεν», Εφεσ. 5.33 «ἡ δὲ γυνὴ ἵνα 
φοβῆται τὸν ἄνδρα». Βλ. A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 149-150.  
110
Βλ. το παράδειγμα του G. Horrocks, Σύνταξη, Από την Κλασική Ελληνική στην Κοινή στο Ιστορία
της Ελληνικής Γλώσσας, Από τις Αρχές έως την Ύστατη Αρχαιότητα, ό.π., σ. 462: διὰ τὸ θεωρεῖν αντί
ὡς θεωρῶν, από γράμμα του Αττάλου Β΄ της Περγάμου του 159 π.Χ.
111
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 160-1.
112
Βλ. και Αποκ. 11.4: «αἱ  δύο  λυχνίαι  … αἱ  ἑστῶτες» και 5.6: «εἶδον  ἀρνίον  …  ἑστηκὼς ὡς 
ἐσφαγμένον, ἔχων κέρατα ἑπτά». 
113
Βαθμιαία θα επικρατήσει ο τύπος σε –όντα απ’ όπου προέρχεται και η νεοελληνική άκλιτη μετοχή
–οντας. Βλ. G. Horrocks, ό.π., σ. 462.

32
τύποι‐,  χωρίς  να  παρουσιάζονται  τα  χαρακτηριστικά  της  χρήσης  στην 
προφορική Κοινή. Αντίθετα, χρησιμοποιείται κανονικά συνταγμένη μέσα 
στην πρόταση. Δεν βρέθηκε βέβαια ούτε μία γενική ή αιτιατική απόλυτη. 
Από τις 196 μετοχές οι 152 (!) είναι επιθετικές (έναρθρες οι περισσότερες), 
αριθμός  που  δείχνει  πως  η  γλώσσα  της  θείας  Λειτουργίας  έχει  την  τάση 
να  ουσιαστικοποιεί  ή  να  επιθετικοποιεί  μετοχικούς  τύπους.  Στις 
υπόλοιπες  44  υπάρχουν  κατά  κύριο  λόγο  χρονικές,  τροπικές, 
χρονικοτροπικές, λίγες κατηγορηματικές και μία τελική συνοδευόμενη με 
το  ὡς.  Συνεπώς,  το  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας  και  στη  μετοχή 
‘’συλλαμβάνεται’’ μάλλον να αττικίζει παρά να ακολουθεί την προφορική 
Κοινή. 
Για τις  προθέσεις ήδη σημειώσαμε ότι περιόρισαν αφενός τη δοτική 
και  αφετέρου  την  επιρρηματική  μετοχή.  Στην  Κοινή,  λοιπό,  κερδίζουν 
έδαφος οι προθέσεις γενικά και ιδιαίτερα κάποιες όπως π.χ. η ἀπό 114 . Κάτι 
τέτοιο  δεν  φαίνεται  να  συμβαίνει  έντονα  στη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας,  εκτός  από  κάποιες  προτιμήσεις  του  εμπροθέτου  ενάρθρου 
απαρεμφάτου.  
Όλη  αυτή  η  εξέταση  των  ειδικών  μορφοσυντακτικών  
χαρακτηριστικών  της  γλώσσας  της  θείας  Λειτουργίας,  σε  σύγκριση 
αφενός  με  την  προφορική  Κοινή  και  τη  Μεσαιωνική  Ελληνική  και 
αφετέρου με την Αττική Κοινή, τα στοιχεία της οποίας παρουσιάζουμε και 
στον Πίνακα που ακολουθεί, είναι, νομίζουμε, ικανή να μας οδηγήσει στο 
επιζητούμενο  συμπέρασμα  για  τον  γλωσσικό  τύπο  τον  οποίο  ακολουθεί 
το κείμενο της θείας Λειτουργίας. 
 
 
Συγκριτικός Πίνακας γλωσσικών εξελίξεων 
 από την Αττική Κοινή έως τη Μεσαιωνική Ελληνική 
Αττική Κοινή  Αττικίζουσα Κοινή  και Προφορική Κοινή και 
(προ‐χριστιανική)  Γλώσσα θ.Λειτουργίας Μεσαιωνική Ελληνική 
  (προ‐μετα‐ (κυρίως μετα‐χριστιανική)
  χριστιανική)   
     
     
ενικός, δυικός,   αχρηστία δυικού  αχρηστία δυικού 
πληθυντικός     
     
δοτική εμμέσου    αντικατάσταση από 
αντικειμένου  ενχρήσει  εμπροθέτους 
δοτική οργ./μέσου    → περιορισμένη χρήση 

114
A. Debrunner – A. Scherer, ό.π., σσ. 142-5. Η ἀπό συχνά χρησιμοποιείται, στην προφορική Κοινή,
για να δηλώσει το ποιητικό αίτιο. Βλ. G. Horrocks, ό.π., σ. 466.

33
     
β΄ αττική κλίση  αχρηστία (εκτός  παντελής αχρηστία 
  ἵλεως)   
ανώμαλα ουσ. και    αντικατάσταση από 
επίθετα  ενχρήσει  συνώνυμα 
    ή ομαλότεροι τύποι 
     
μεγάλος αριθμός    ενοποίηση ληκτικών 
ισοδυνάμων    μορφημάτων 
μορφημάτων στην  ενχρήσει  μεταπλασμός‐ 
κλίση ονομ. (4  (3 κλίσεις)  υποκορισμός 
κλίσεις)    εξομάλυνση κλιτικού 
    συστήματος  
    (2 μορφολογ. κατηγορίες) 
     
2 ρηματ. συζυγίες   ενχρήσει  Μία μόνο ρηματική 
‐ω  και  ‐μι    συζυγία –ω 
     
ανώμαλα ρήματα  σχετική χρήση  αχρηστία – εξομάλυνση 
     
μονολεκτικότητα σε  ενχρήσει  περιφραστικότητα 
χρόνους και     
εγκλίσεις      
     
ευκτική (δυνητική‐ μόνο ευχετική ευκτική  αχρηστία – 
ευχετική)  παράλληλη χρήση  αντικατάσταση κυρίως 
  υποτακτ./προστακτ.   από υποτακτ./προστακτ.  
  για δήλωση ευχής  και περιφράσεις 
     
εκτεταμένη χρήση  εκτεταμένη χρήση  περιορισμένη χρήση 
μετοχής  συνδεδεμένη με τη  αντικατάσταση 
συνδεδεμένη με τη  σύνταξη  απελευθερωμένη από τη 
σύνταξη  κυρίως συνημμένη  σύνταξη  
συνημμένη/απόλυτη     
     
χρήση προθέσεων  ίδιας έκτασης χρήση  πιο εκτεταμένη χρήση 
 
Είναι  προφανές  ότι  η  γλώσσα  της  θείας  Λειτουργίας  δεν 
είναι ούτε η προφορική Κοινή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών 
χρόνων  ούτε  η  Μεσαιωνική  Ελληνική  των  μετα‐χριστιανικών 
χρόνων.  Είναι  η  αττικίζουσα  γλώσσα  που  συναντάται  σε 
κείμενα  προ‐  και  μετα‐χριστιανικών  χρόνων,  καθώς  ενέχονται 

34
σ᾿  αυτήν  όλα  εκείνα  τα  χαρακτηριστικά  που  από  τη  μια  τη 
διαφοροποιούν  από  την  προφορική  Κοινή  και  τη  Μεσαιωνική 
Ελληνική  των  μεταχριστιανικών  χρόνων  κι  από  την  άλλη  τη 
φέρνουν  πολύ  κοντά  στην  Αττική  Κοινή  των  προχριστιανικών 
χρόνων, την οποία και μιμείται.   
 
 
1.4.  ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
 
«Συγκεφαλαίωσις  …  τῆς  ὅλης  οἰκονομίας  τόδε  τὸ  μυστήριον» 115   θα 
χαρακτηρίσει τη θεία Λειτουργία ο Θεόδωρος Στουδίτης, καθώς στα κύρια 
κύρια  τμήματά  της  (Προσκομιδή  ή  Πρόθεση,  Λειτουργία  του  Λόγου  και 
Λειτουργία  των  πιστών)  αντιπροσωπεύει,  σύμφωνα  με  τον  άγιο  Μάξιμο 
τον Ομολογητή και άλλους Πατέρες, τις τρεις προσεγγίσεις στο Μυστήριο 
της  σωτηρίας.  Με  την  Προσκομιδή  /  Πρόθεση  ο  Αμνός,  ο  σφαγιασμένος 
από  καταβολής  κόσμου,  μετά  τη  μεσσιανική  προετοιμασία  της  Π. 
Διαθήκης εισέρχεται από την αιωνιότητα στην Ιστορία και θυσιάζεται. Η 
Λειτουργία των κατηχουμένων αποτελεί εισαγωγή στο συνολικό έργο του 
Χριστού.  Η  δε  Λειτουργία  των  πιστών  αποτελεί  συμμετοχή  στο  πάθος, 
στην  ανάσταση,  στην  ανάληψη,  στη  Δευτέρα  Παρουσία  και  την  αιώνια 
βασιλεία  του  Χριστού 116 .  Μέσα  σ᾿  αυτό  το  πλαίσιο  καλεί  η  Εκκλησία  τον 
λαό  στο  ευχαριστιακό  τραπέζι  όπου  προσφέρεται  μυστηριακά  ως  βρώση 
το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, με την κοινωνία του οποίου η ζωή του 
Χριστού  γίνεται  και  δική  μας 117 ,  συνεπώς  όλοι  οι  άνθρωποι  γίνονται  ένα 
σώμα 118  και ο κόσμος έτσι ανακαινίζεται. 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ  
ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 119   
(Ι = Ιερέας, Δ = Διάκονος, Χ = Χορός ψαλτών, Α = Αναγνώστης) 
 
Α.  Λειτουργία του Λόγου 
1. Έναρξη 

115
Θ. Στουδίτη, Λόγος ἀντιρρητικὸς Α΄ κατὰ εἰκονομάχων, PG 99,340c.
116
Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ., 93-4.
117
Ι.Β. Κογκούλη, Χ.κ. Οικονόμου, Π.Ι. Σκαλτσή, ό.π., σσ., 13-15. Βλ. Ιω. 6.56: «ὁ τρώγων μου τὴν 
σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ».
118
Α΄ Κορ. 19.17.
119
Στο διάγραμμα παρουσιάζονται τα κειμενικά τμήματα της θείας Λειτουργίας χωρίς να γίνεται
αναφορά στα δρώμενα που συμβαίνουν πριν, παράλληλα ή μετά από αυτά, εκτός όπου κρίνεται
σκόπιμο. Ελήφθησαν υπόψιν οι: α) Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ.,94-6, β) Π.Ν. Τρεμπέλα, ό.π., σσ., 17-160 ,
γ) Ι.Μ. Φουντούλη, Βυζαντιναί Θείαι Λειτουργίαι…, σσ., 235-294, δ) Ι.Β. Κογκούλη, Χ.Κ. Οικονόμου,
Π.Ι. Σκαλτσή, ό.π., σσ., 33-7, και ε) Μικρόν Ιερατικόν, Α΄ Η θεία λειτουργία Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα11 2007, σσ., 83-131.

35
Δ:  «Εὐλόγησον, δέσποτα.» 
Ι:   Ιερατική ευλογία: «Εὐλογημένη η βασιλεία …» 
2. Ομάδα α΄ αντιφώνου 
Δ‐Χ:  Τα Ειρηνικά ή η Μεγάλη Συναπτή: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν 
…» ‐ «Κύριε, ἐλέησον» 
Ι:  Ευχή του α΄ αντιφώνου: «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗ τὸ κράτος …» 
Χ:  Το α΄ αντίφωνο («Ταῖς πρεσβείαις …») ή  ο ργ΄ (103) ψαλμός 
3. Ομάδα β΄ αντιφώνου 
Δ‐Χ:  Η Μικρά Συναπτή 
Ι:  Ευχή του β΄ αντιφώνου: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σῶσον …» 
Χ:  Το β΄ αντίφωνο ( το τροπάριο «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς …») ή ο ρμε΄ (145)   
     ψαλμός 
4. Ομάδα γ΄ αντιφώνου 
Δ‐Χ:  Η Μικρά Συναπτή 
Ι:  Ευχή του γ΄ αντιφώνου: «Ὁ τὰς κοινὰς ταύτας …» 
Χ:  Το γ΄ αντίφωνο («Σῶσον ἡμᾶς …») ή οι μακαρισμοί   
5. Είσοδος 
Ι:  Ευχή της εισόδου: «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν …» 
    Διάλογος Ι‐Δ 
Χ:  Το Εισοδικό: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν …» 
     Τα Απολυτίκια – Κοντάκια 120 
6. Τρισάγιο 
Ι:  Ευχή του Τρισαγίου ύμνου: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος …» 
Χ:  Ο Τρισάγιος ύμνος: «Ἅγιος ὁ Θεός …» 
    Διάλογος Ι‐Δ 
7. Αναγνώσματα 
    Διάλογος Δ‐Α (Προκείμενον του Αποστόλου)  
Α:  Αποστολικό Ανάγνωσμα 
Χ:  Αλληλουάριο 
Ι:  Ευχή του Ευαγγελίου: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν …» 
     Διάλογος Ι‐Δ‐Χ 
Ι:  Ευαγγελικό Ανάγνωσμα 
8. Μεγάλη Εκτενής Δέηση 
Δ‐Χ:  Η Εκτενής: «Εἴπωμεν πάντες …» 
Ι:  Ευχή της Εκτενούς: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὴν ἐκτενῆ …» 
9. Δεήσεις υπέρ των κατηχουμένων 
Δ‐Χ:  Τα Κατηχούμενα: «Εὔξασθε, οἱ κατηχούμενοι, τῷ Κυρίῳ …» 
Ι:  Ευχή των κατηχουμένων: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐν ὑψηλοῖς …» 
Δ:  Απόλυση των κατηχουμένων  

120
Όταν τελείται και μνημόσυνο ψάλλεται και το των κεκοιμημένων «Μνήσθητι, Κύριε, ὡς ἀγαθὸς 
…».

36
Β.  Η Λειτουργία των πιστών 
[Προ της Αναφοράς] 
1. Δεήσεις των πιστών 
Διάλογος Δ‐Χ  
Ι:  Ευχή πιστών α΄: «Ευχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων …» 
     Διάλογος Δ‐Χ 
Ι:  Ευχή πιστών β΄: «Πάλιν καὶ πολλάκις …» 
2. Προσκομιδή (Μεγάλη Είσοδος ή των Τιμίων Δώρων) 
Χ:  Ο Χερουβικός ύμνος: «Οἱ τὰ χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες …» 
Ι:  Ευχή του Χερουβικού ύμνου: «Οὐδεὶς ἄξιος …» 
    Διάλογος Ι‐Δ (μέσα στο Ιερό) 
Δ:  Είσοδος των Δώρων: «Πάντων ἡμῶν …» 121   
Χ:  Ολοκλήρωση Χερουβικού ύμνου: «Ταῖς ἀγγελικαῖς …» 
    Διάλογος Ι‐Δ (μέσα στο Ιερό) 
3. Πληρωτικά – Αιτήσεις 
Δ‐Χ:  «Πληρώσωμεν την δέησιν ἡμῶν …» ‐ «Παράσχου, Κύριε.» 
Ι:  Ευχή της Προσκομιδής: «Κύριε ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ …»  
4. Ασπασμός – Ομολογία 
     Διάλογος Ι‐Δ‐Χ 
Δ:  «Τὰς θύρας, τὰς θύρας …» 
Ι‐Χ:  Το Σύμβολο της Πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν …» 
[Η αγία Αναφορά] 
5. Διάλογος της αγίας Αναφοράς Δ‐Χ‐Ι: «Στῶμεν καλῶς …» 
6. Ευχή της αγίας Αναφοράς 
Ι:  Πρόλογος της ευχής της Αναφοράς: «Ἄξιον καὶ δίκαιον …» 
Χ:  Αγγελικός ύμνος: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ …» 
Ι:  Συνέχεια της ευχής της Αναφοράς: «Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς …» 
Ι:    Οι  ιδρυτικοί  λόγοι  του  μυστηρίου  της  θείας  Ευχαριστίας:  «Λάβετε, 
φάγετε …» ‐ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ …» 
Ι:  Συνέχεια της ευχής της Αναφοράς (Ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου): 
«Μεμνημένοι τοίνυν …» 
Χ:  Ύμνος: «Σὲ ὑμνοῦμεν …» 
Ι:    Συνέχεια  της  ευχής  της  Αναφοράς  (Επίκληση  του  Αγίου  Πνεύματος): 
«Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην …» 
Ι‐Δ:    Συνέχεια  της  ευχής  της  Αναφοράς  (Καθαγιασμός  των  Τιμίων 
Δώρων): «Καὶ ποίησον τὸ μὲν ἄρτον …» 
Ι:    Συνέχεια  της  ευχής  της  Αναφοράς  (Μνημόνευση  των  αγίων  και 
δίπτυχα): «Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν …» 
Χ:  Ύμνος: «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς …» 

121
Στο σημείο αυτό με Εγκύκλιο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (3056/354 της 7ης
Νοεμβρίου 1935) έχει καθορισθεί ένας πιο εμπλουτισμένος τύπος μνημονεύσεως.

37
Ι:  Ολοκλήρωση της ευχής της Αναφοράς: «Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου …» 
    Διάλογος Δ‐Χ: «Καὶ ὧν ἕκαστος …» 
Ι:  Ικεσία μετά τα δίπτυχα: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως …» 
    Διάλογος Ι‐Χ: «Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη …» 
 
[Μετά την αγία Αναφορά] 
7. Ετοιμασία για τη θεία Κοινωνία 
Δ‐Χ:  «Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες …» ‐ «Κύριε, ἐλέησον.» 
Ι:    Προπαρασκευαστική  για  τη  θεία  Κοινωνία  ευχή  (ευχή  προ  της 
Κυριακής Προσευχής): «Σοὶ παρακατιθέμεθα …» 
Χ‐Ι:  Η Κυριακή Προσευχή: «Πάτερ ἡμῶν …» 
8. Κεφαλοκλισία 
    Διάλογος Ι‐Χ‐Δ 
Ι:  Ευχή κεφαλοκλισίας: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, βασιλεῦ …» 
9.  Ύψωση – Μελισμός – Ένωση ‐ Μετάληψη 
Ι:  Ευχή πριν την ύψωση: «Πρόσχες, Κύριε …» 
    Διάλογος Ι‐Δ κατά την Ύψωση του αγίου άρτου (μέσα στο Ιερό) 
Χ:  Ύμνος: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος …» 
Χ:  Το Κοινωνικό 
     Διάλογος Ι‐Δ κατά τον Μελισμό του αγίου άρτου, την Ένωσή του με το  
     τίμιο αίμα και την Κοινωνία ιερέα και διακόνου (μέσα στο Ιερό) 
Δ:  «Μετὰ φόβου …» (προ της Μετάληψης των πιστών) 
Ι:  «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου …» (μετά τη Μετάληψη των πιστών) 
Χ:  Ύμνος: «Εἴδομεν τὸ φῶς …» 
Ι:  «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε …» (κατά τη μεταφορά των δώρων   
     στην Πρόθεση)  
Χ:  Ύμνος: «Πληρωθήτω τὸ στόμα ἡμῶν …» 
10. Ευχαριστία 
    Διάλογος Δ‐Χ: «Όρθοί. Μεταλαβόντες …» 
Ι:  Ευχή μετά την Κοινωνία: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, δέσποτα, …» 
11. Απόλυση 
    Διάλογος Ι‐Δ‐Χ 
Ι:  Οπισθάμβωνος ευχή: «Ὁ εὐλογῶν τοὺς εὐλογοῦντάς σε …» 
Χ:  Ύμνος: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου …» 
Ι:  Ευχή στο σκευοφυλάκιο (Πρόθεση): «Τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου …» 
    Διάλογος Δ‐Χ‐Ι 
Ι:  Απόλυση: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν …» 
Ι:  «Δι᾿ εὐχῶν …» 
 
 
 

38
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο  
ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ  
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 
 ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
 
Έχοντας  εξετάσει  παραπάνω  το  γλωσσικό  τύπο  της  Αρχαίας 
Ελληνικής που ακολουθεί το κείμενο της θείας Λειτουργίας (ειδικά αυτή, 
και  γενικότερα  τα  λατρευτικά  κείμενα  της  Ορθόδοξης  Ελληνόφωνης 
Εκκλησίας)  και  πριν  παρουσιάσουμε  τα  αποτελέσματα  της  έρευνας  σε 
τελειοφοίτους  της  Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης  για  το  κατά  πόσο 
κατανοούν το κείμενο αυτό, κρίνουμε σκόπιμο να αφιερώσουμε μέρος της 
εργασίας  στη  σχέση  της  Αρχαίας  Ελληνικής  με  τη  σύγχρονη 
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (γυμνάσιο – λύκειο) στη χώρα μας. 
Ποιοι,  καταρχήν,  αρχαίοι  συγγραφείς  διδάσκονται  σ’  αυτήν,  ποια 
κείμενά  τους  και  ποιον  γλωσσικό  τύπο  της  Αρχαίας  Ελληνικής 
ακολουθούν  αυτά.  Ποιους  διδακτικούς  στόχους  θέτουν  το  Διαθεματικό 
Ενιαίο  Πλαίσιο  Προγράμματος  Σπουδών  (ΔΕΠΠΣ)  και  τα  Αναλυτικά 
Προγράμματα  Σπουδών  (ΑΠΣ)  για  το  γυμνάσιο  και  το  λύκειο  στη 
διδασκαλία  των  Αρχαίων  Ελληνικών  από  το  πρωτότυπο 122   και  ποιον 
τρόπο  διδασκαλίας  καθορίζουν  μέσα  από  τις  προτεινόμενες  στους 
διδάσκοντες  δραστηριότητες.  Τέλος,  όλο  αυτό  το  περιεχόμενο  σπουδών 
της  Αρχαίας  Ελληνικής  πόση  σχέση  έχει  με  τη  γλώσσα  στην  οποία  είναι 
γραμμένη  η  θεία  Λειτουργία  του  αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου  και  κατά  πόσο 
είναι κατάλληλο, σε σχέση και με το πώς διδάσκεται, για να αποκτήσουν 
οι  απόφοιτοι  της  Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης  την  ικανότητα  να  την 
κατανοούν επαρκώς από το πρωτότυπο. 
 
2.1.   ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ 
 
2.1.1.  Α΄ Γυμνασίου 
Στο  σχολικό  εγχειρίδιο  της  Α΄  Γυμνασίου 123   ανθολογούνται  κείμενα 
από τα εξής έργα: 
Ι. Κυρίως κείμενα 
• Πλάτων, Πρωταγόρας και Τίμαιος 
• Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα και Πόροι 

122
Είναι προφανές ότι δεν ενδιαφέρει το θέμα της εργασίας μας η εξέταση της διδασκαλίας των
Αρχαίων Ελληνικών από τη μετάφραση, καθώς σ’ αυτήν επιδιώκεται η επαφή των μαθητών με το
περιεχόμενο και όχι με την πρωτότυπη γλώσσα του κειμένου, όπως προκύπτει από τα ΦΕΚ των νέων
ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ του ΥΠΕΠΘ. Πιο αναλυτικά για τους στόχους της διδασκαλίας των Αρχαίων
Ελληνικών από μετάφραση βλ. ΦΕΚ 303Β/13-3-2003 του ΥΠΕΠΘ, σ. 81.
123
Ν. Μπεζαντάκου – Ευ. Λουτριανάκη – Α. Παπαθωμά – Β. Χαραλαμπάκου, Αρχαία Ελληνική
Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006.

39
• Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία και Νεκρικοὶ Διάλογοι 
• Αἴσωπος, Μύθοι 
• Ἀρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις 
• Ἰσοκράτης, Εὐαγόρας 
• Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη 
• Ἀντωνῖνος Λιβεράλης, Μεταμορφώσεων Συναγωγή 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 
• Μέγας Βασίλειος, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον 
ΙΙ. Παράλληλα κείμενα (στο Επίμετρο) 
• Το χελιδόνισμα της Ρόδου (δημώδες άσμα) 
• Πλούταρχος,  Λυκοῦργος,  Περικλῆς,  Ἀλέξανδρος,  Τιμολέων  και 
Περὶ πολυφιλίας 
• Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες 
• Λουκιανός,  Ἀληθὴς  Ἱστορία  και  Περὶ  παρασίτου,  ὅτι  τέχνη  ἡ 
πρασιτική 
• Ἰσοκράτης, Περὶ εἰρήνης και Πρὸς Δημόνικον 
• Λυσίας, Ὑπὲρ Μαντιθέου και Ἐπιτάφιος 
• Αἴσωπος, Μύθοι 
• Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 
• Στράβων, Γεωγραφικά 
• Πλάτων, Κριτίας 
• Παρθένιος, Ἑρωτικά Παθήματα 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 
• Ἀπ. Παῦλος, Ἐπιστολὴ πρὸς Ῥωμαίους 
 
2.1.2.  Β΄ Γυμνασίου 
Στο  σχολικό  εγχειρίδιο  της  Β΄  Γυμνασίου 124   ανθολογούνται  κείμενα 
από τα εξής έργα: 
Ι. Κυρίως κείμενα 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία και Περὶ ζῴων ἰδιότητος 
• Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς 
• Πολύβιος, Ἱστορίαι 
• Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία και Νεκρικοὶ Διάλογοι 
• Ι.  Χρυσόστομος,  Εἰς  τὸ  ῥητὸν  τοῦ  Προφήτου  Δαϋὶδ  και  Περὶ 
Λαζάρου 
• Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους και Ἀγησίλαος 
• Κριτίας, Σίσυφος 
• Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις 
• Πλάτων, Νόμοι 
• Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον 

124
Α. Παπαθωμά – Μ. Γαλάνη – Β. Καμπουρέλη – Ευ. Λουτριανάκη, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄
Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα2 2008.

40
• Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς 
• Ψευδο‐Καλλισθένης, Μυθιστορία Ἀλεξάνδρου 
• Παράφρασις τῶν τοῦ Διονυσίου Ἰξευτικῶν 
• Ἀλκιδάμας, Περὶ Σοφιστῶν 
ΙΙ. Παράλληλα κείμενα (στο Επίμετρο) 
• Πλούταρχος,  Συναγωγή  ἱστοριῶν  παραλλήλων  ἑλληνικῶν  καὶ 
ρωμαϊκῶν 
• Πολύαινος, Στρατηγήματα 
• Ἄννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς 
• Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι 
• Λουκιανός, Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, Περὶ τῆς ἀστρολογίης 
και Νεκρικοὶ Διάλογοι 
• Φώτιος, Βιβλιοθήκη 
• Ἀθανάσιος ὁ Μέγας 
• Πλάτων, Λάχης, Πρωταγόρας, Μενάξενος και Φαῖδρος 
• Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, Κύρου Ἀνάβασις  και Κύρου Παιδεία 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία και Περὶ ζῴων ἰδιότητος 
• Ἀπ. Παῦλος, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους 
• Δημόκριτος, αποσπάσματα 
• Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 
 
2.1.3.  Γ΄ Γυμνασίου 
Στο  σχολικό  εγχειρίδιο  της  Γ΄  Γυμνασίου 125   ανθολογούνται  κείμενα 
από τα παρακάτω έργα: 
Ι. Κυρίως κείμενα 
• Ἡρόδοτος, Ἱστορίη 
• Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς 
• Ξενοφῶν, Ἱέρων και Ἑλληνικά 
• Ἰσοκράτης, Περὶ εἰρήνης και Κατὰ Λοχίτου 
• Πολύβιος, Ἱστορίαι 
• Πλούταρχος, Μάρκελλος 
• Λυκοῦργος, Κατὰ Λεωκράτους 
• Πλάτων, Κρίτων 
• Αισχίνης, Ἐπιστολαί 
• Λουκιανός, Θεῶν Διάλογοι 
ΙΙ. Παράλληλα κείμενα (στο Επίμετρο) 
• Γοργίας, Ἑλένης ἐγκώμιον 
• Δημοσθένης, Ἐπιτάφιος και Κατὰ Μειδίου 
• Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα 
• Βακχυλίδης, Παιάν 

125
Ν. Μπεζαντάκου – Ευ. Αστυρακάκη – Μ. Γαλάνη-Δράκου – Β. Χαραλαμπάκου, Αρχαία Ελληνική
Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα3 2010.

41
• Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 
• Πλάτων, Μενέξενος 
• Ὅμηρος, Ἰλιάς 
• Πίνδαρος, Α΄ Πυθιόνικος 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 
• Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί 
• Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη 
• Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς 
• Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον 
• Εὐριπίδης, Ἴων 
• Λουκιανός, Θεῶν Διάλογοι 
 
2.1.4.  Α΄ Λυκείου 
Στο σχολικό εγχειρίδιο της Α΄ Λυκείου 126  επιλέγονται κείμενα από τα 
παρακάτω έργα: 127 
• Ξενοφῶν, Ἑλληνικά και Ἀγησίλαος 
• Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 
Στο  Εγχειρίδιο  Γλωσσικής  Διδασκαλίας  (για  την  Αρχαία  Ελληνική) 128  
χρησιμοποιούνται για την εξάσκηση των μαθητών στη γραμματική και το 
συντακτικό κείμενα από τα παρακάτω έργα: 
• Ξενοφῶν,  Κύρου  Ἀνάβασις,  Ἀπομνημονεύματα,  Οἰκονομικός, 
Κύρου Παιδεία και Συμπόσιον 
• Λουκιανός, Νεκρικοὶ Διάλογοι και Δημώνακτος βίος 
• Αἴσωπος, Μύθοι 
• Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 
• Πλούταρχος,  Βίοι  Παράλληλοι,Θησεύς,  Τῶν  ἑπτὰ  σοφῶν 
συμπόσιον και Ἠθικά 
• Ἀριστοτέλης, Ῥητορική 
• Λυσίας, Ὑπὲρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων 
• Ἀρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις 
• Πλάτων, Φαίδων 
• Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον 
• Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 
• Διογένης  Λαέρτιος,  Φιλοσόφων  βίων  καὶ  δογμάτων  συναγωγή, 
Πλάτων, Ἀρίσριππος και Κλεόβουλος 
• Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον 
• Προκόπιος Καισαρεύς, Περὶ κτισμάτων 

126
Κ. Διαλησμά – Α. Δροκόπουλος – Ε. Κουτρουμπέλη – Γ. Χρυσάφη, Αρχαίοι Έλληνες
Ιστοριογράφοι, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα3 2001. 
127
Για την επιλογή των κειμένων βλ. ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες για τη διδασκαλία
των Φιλολογικών Μαθημάτων στο Γενικό Λύκειο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009, σσ. 25-7.
128
Ν. Μήτα – Ειρ. Ταμάρου – Ιφ. Παπανδρέου, Εγχειρίδιο Γλωσσικής Διδασκαλίας ( για την Αρχαία
Ελληνική), ΟΕΔΒ, Αθήνα14 2009.

42
Το  παραπάνω  σχολικό  εγχειρίδιο  διδάσκεται  σε  ιδαίτερη  διδακτική  ώρα 
και  σε  συνέχεια  του  σχολικού  εγχειριδίου  Αρχαία  Ελληνική  Γλώσσα  Γ΄ 
Γυμνασίου 129 . 
 
2.1.5.  Β΄ Λυκείου 
Για  τα  Αρχαία  Γενικής  Παιδείας  (από  το  πρωτότυπο),  τα  οποία 
διδάσκονται  σε  όλους  τους  μαθητές  ανεξαρτήτως  Κατεύθυνσης,  δίνεται 
το  σχολικό  εγχειρίδιο  Σοφοκλέους  Τραγωδίαι,  Ἀντιγόνη  ‐  Φιλοκτήτης 130 , 
από  το  οποίο  διδάσκονται  τμήματα  της  μιας  ή  της  άλλης  τραγωδίας 131 , 
κατ’ επιλογήν της σχολικής μονάδας. 
Για  τα  Αρχαία  Ελληνικά  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης,  τα  οποία 
διδάσκονται  μόνο  στους  μαθητές  που  ακολουθούν  τη  Θεωρητική 
Κατεύθυνση, δίνονται δύο σχολικά εγχειρίδια: 
Ι. Ρητορικά Κείμενα 132 , που περιέχει: 
• δύο  Λόγους  του  Λυσία  (Κατὰ  Φίλωνος  Δοκιμασίας  και  Ὑπὲρ 
Μαντιθέου), από τους οποίους διδάσκεται ο δεύτερος. 
• δύο  Λόγους  του  Δημοσθένους  (  Ὑπὲρ  τῆς  Ῥοδίων  Ἐλευθερίας 
και  Ὑπὲρ  Μεγαλοπολιτῶν),  από  τους  οποίους  διδάσκεται  ο 
πρώτος. 
• δύο Λόγους του Ισοκράτους ( Περὶ Εἰρήνης και Ἀρεοπαγητικός), 
από τους οποίους διδάσκεται ο πρώτος 133 . 
ΙΙ. Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης 134 , στο οποίο ανθολογούνται 
αποσπάσματα  από  τους  εξής  λυρικούς  ποιητές:  Αρχίλοχος,  Μίμνερμος, 
Σαπφώ,  Σόλων,  Αλκαίος,  Αλκμάν,  Θέογνης,  Στησίχορος,  Πίνδαρος  και 
Σιμωνίδης (διδάσκονται επιλεκτικά οι υπογραμμισμένοι) 135 . 
Επίσης,  στους  μαθητές  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης  δίνονται 
κείμενα  αρχαιοελληνικού  πεζού  λόγου  της  αττικής  διαλέκτου  για 
γλωσσική,  λεξιλογική  και  μεταφραστική  άσκηση 136 ,  τα  οποία  μπορεί  να 
αντλήσει  ο  διδάσκων  είτε  από  ενδεικτικό  κατάλογο 137   είτε  να  επιλέξει 
δικά του. 
 
 

129
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 22-3.
130
α)Δ. Δρακόπουλου – Κ. Ναστούλη – Χρ. Ρώμα, Σοφοκλέους Ἀντιγόνη  β) Χ. Αλεξοπούλου – Δ.
Δρακόπουλου – Κ. Ναστούλη – Χ. Ρώμα,  Σοφοκλέους  Φιλοκτήτης, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999.
131
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 39.
132
Κ. Δάλκου – Χρ. Δάλκου – Γ. Μανουσόπουλου – Ν. Μπονόβα – Σπ. Παργινού, Ρητορικά Κείμενα
Β΄ Εν. Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα6 2004.
133
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 57-60.
134
Ι. Ν. Καζάζη – Α. Καραμήτρου, Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης Β΄ Ενιαίου λυκείου
(κατεύθυνσης), ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα4 2004.
135
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σ. 65.
136
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σ. 52.
137
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 54-6.

43
2.1.6.  Γ΄ Λυκείου 
Για  τα  Αρχαία  Ελληνικά  Γενικής  Παιδείας,  τα  οποία  διδάσκονται  σε 
όλους  τους  μαθητές  ανεξαρτήτως  Κατεύθυνσης,  δίνεται  το  σχολικό 
εγχειρίδιο  Θουκυδίδη  Περικλέους  Επιτάφιος 138 ,  μέρος  του  οποίου 
διδάσκεται από το πρωτότυπο και μέρος από τη μετάφραση 139 . 
Για  τα  Αρχαία  Ελληνικά  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης,  τα  οποία 
διδάσκονται  μόνο  στους  μαθητές  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης,  δίνεται 
το  σχολικό  εγχειρίδιο  Αρχαία  Ελληνικά  –  Φιλοσοφικός  Λόγος 140 ,  το  οποίο 
περιέχει αποσπάσματα από τα εξής έργα:  
• Πλάτων, Πρωταγόρας και Πολιτεία 
• Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια και Πολιτικά 
Από αυτά διδάσκονται επιλογικά συγκεκριμένες ενότητες 141 . 
Επίσης,  οι  μαθητές  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης  διδάσκονται  και 
πεζά κείμενα του αρχαιοελληνικού αττικού λόγου, για τα οποία ισχύει ό,τι 
και για τη Β΄ Λυκείου 142 . 
 
2.1.7.  Γενικά Εγχειρίδια για τα Αρχαία Ελληνικά 
Ι.  Από  την  Α΄  Γυμνασίου,  για  όλο  το  γυμνάσιο  και  λύκειο,  δίνεται 
στους  μαθητές  το  σχολικό  εγχειρίδιο  Γραμματική  της  Αρχαίας 
Ελληνικής 143 ,  το  οποίο  αποτελεί  «γραμματική  της  αττικής  διαλέκτου, 
όπως  την  έγραψαν  οι  συγγραφείς  και  προπάντων  οι  πεζογράφοι  κατά 
την  περίοδο  της  ακμής  της,  δηλ.  τον  πέμπτο  και  τέταρτο  π.Χ.  αιώνα», 
όπως  σημειώνει  ο  ίδιος  ο  συγγραφέας  της  στην  πληρέστερη    και  μη 
σχολική έκδοση του βιβλίου του 144 .  
ΙΙ.  Στους  μαθητές  της  Α΄ Γυμνασίου,  επίσης,  δίνονται:  α)  το σχολικό 
εγχειρίδιο  Συντακτικό  Αρχαίας  Ελληνικής  Γλώσσας 145 ,  το  οποίο 
χρησιμοποιείται  κατά  τη  διδασκαλία  της  Αρχαίας  Ελληνικής  στις  τρεις 
τάξεις  του  γυμνασίου  και  β)  το  σχολικό  εγχειρίδιο  Λεξικό  αρχαίας 
ελληνικής  γλώσσας,  146   ‐  για  χρήση  στο  γυμνάσιο  (και  όχι  μόνο)‐,  στα 

138
Ηλ. Σπυρόπουλου, Θουκυδίδη  Περικλέους  Επιτάφιος  Γ΄ τάξης Ενιαίου Λυκείου ΓΕΝΙΚΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα6 2005.
139
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 68-9.
140
Μ. Κοπιδάκη – Ελ. Πατρκίου – Δ. Λυπουρλή – Δ. Μωραΐτου, Αρχαία Ελληνικά – Φιλοσοφικός
Λόγος, Πλάτων – Αριστοτέλης, Γ΄ Λυκείου (Θεωρητικής Κατεύθυνσης), ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα8 2006.
141
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σσ. 70-2.
142
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σ. 52.
143
Μιχ. Χ. Οικονόμου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
ΟΕΔΒ, Αθήνα15 1999.
144
Μιχ. Χ. Οικονόμου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μαν. Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη7
1996.
145
Πολ. Μπίλλα, Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ –
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα2 2008.
146
Χ. Συμεωνίδη, Γ. Ξενή, Α. Φλιάτουρα, Λεξικό αρχαίας ελληνική γλώσσας, Α΄, Β, Γ΄Γυμνασίου,
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα2 2008.

44
εισαγωγικά  του  οποίου  σημειώνεται  χαρακτηριστικά  ότι  για  τη 
συγκρότηση  του  λημματολογίου  χρησιμοποιήθηκε  το  εξής  κριτήριο:  «Να 
ενταχθούν  στο  λεξικό  οι  λέξεις  εκείνες  που  απαντούν  με  κάποια  σχετική 
συχνότητα στα πεζά κείμενα του 5ου και 4ου αι. π.Χ. της αττικής διαλέκτου 
και  από  τις  σημασίες  της  κάθε  λέξης  να  καταχωριστούν  μόνον  εκείνες 
που είναι κοινότερες στην εν λόγω γραμματεία».   
ΙΙΙ.  Τέλος,  στους  μαθητές  της  Α΄  Λυκείου  δίνεται  το  σχολικό 
εγχειρίδιο Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής 147 , το οποίο χρησιμοποιείται 
κατά τη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής στις τρεις τάξεις του λυκείου. 
 
2.1.8. Συμπεράσματα  για  το  γλωσσικό  τύπο  της  Αρχαίας  Ελληνικής 
στα διδασκόμενα στη Δευτ/βάθμια Εκπαίδευση κείμενα 
Από  την  παράθεση  και  εξέταση  όλων  των  παραπάνω  στοιχείων 
προκύπτει  καθαρά  ότι:  α)  δίνεται  ιδιαίτερη  έμφαση  στη  διδασκαλία 
κειμένων αττικών συγγραφέων του 5ου  και 4ου αι. π.Χ. ή μεταγενεστέρων 
που,  όμως,  ακολουθούν  την  Κοινή  Αττική  που  επικράτησε  ως  η  γλώσσα 
της ελληνικής γραμματείας ακόμη και στους πρώτους μεταχριστιανικούς 
αιώνες,  β)  όπου  το  κείμενο  δεν  ακολουθεί  την  Κοινή  Αττική,  οι 
συγγραφείς  των  σχολικών  εγχειριδίων  το  παραθέτουν  διασκευασμένο 
έτσι  ώστε  να  αντικαθίστανται  οι  μη  αττικοί  τύποι,  γ)  μόνη  εξαίρεση  η 
διδασκαλία  των  κειμένων  Λυρικής  Ποίησης,  η  οποία  γίνεται  μόνο  στους 
μαθητές  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης  και  για  πολύ  μικρό  χρονικό 
διάστημα  της  Β΄  Λυκείου,  δ)  σπουδαίοι  συγγραφείς,  άλλωστε,  όπως  ο 
Όμηρος και ο Ηρόδοτος, προτιμήθηκε να διδαχθούν από μετάφραση. 
Όλα  αυτά,  λοιπόν,  δείχνουν  καθαρά  το  σαφή  προσανατολισμό  της 
Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης  προς  την  εκμάθηση  της  Κοινής  Αττικής 
από τους μαθητές, οι οποίοι από την Α΄ Γυμνασίου έως και την Γ΄ Λυκείου, 
έξι  χρόνια  ανελλιπώς,  έρχονται  σε  επαφή  με  το  λεξιλόγιο,  τους 
γραμματικούς  τύπους  και  τη  δομή  αυτού  του  γλωσσικού  ιδιώματος  της 
Αρχαίας Ελληνικής. 
 
2.2. ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ  ΣΤΟΧΟΙ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΙ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ  ΤΟΥ 
ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ  ΤΩΝ  ΑΡΧΑΙΩΝ  ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ,  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ 
ΤΑ ΔΕΠΠΣ ΚΑΙ ΑΠΣ 
 
Το  ΔΕΠΠΣ  για  το  γυμνάσιο  θέτοντας  το  γενικό  στόχο  για  τη 
διδασκαλία  της  αρχαίας  ελληνικής  γλώσσας  από  το  πρωτότυπο  με 
σαφήνεια  ορίζει,  μεταξύ  άλλων,  ότι:  «Οι  μαθητές  επιδιώκεται  …  να 
εξοικειωθούν  με  κείμενα  της  αρχαίας  ελληνικής,  κυρίως  της  αττικής 
διαλέκτου,  και  να  ασκηθούν  στην  κατανόησή  τους,  με  τη  βοήθεια 

147
Α. Β. Μουμτζάκη, Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Αθήνα11 1991.

45
κατάλληλων  γλωσσικών  σχολίων,  χωρίς  τη  βαθύτερη  ερμηνεία  τους» 148 . 
Στο  δε  ΑΠΣ  επίσης  για  το  γυμνάσιο  ορίζεται  ότι  με  τη  διδασκαλία  της 
αρχαίας  ελληνικής  γλώσσας  από  το  πρωτότυπο  επιδιώκεται  οι  μαθητές 
«να  εξοικειωθούν  με  κείμενα  της  αρχαίας  ελληνικής,  κλασικά  και 
μεταγενέστερα,  της  αττική  διαλέκτου,  και  να  ασκηθούν  στη  γλωσσική 
κατανόησή  τους  με  τη  βοήθεια  πάντοτε  ενός  κατάλληλου  γλωσσικού 
υπομνηματισμού, χωρίς να επιδιώκεται βαθύτερη ερμηνεία τους» 149 . 
Προτείνεται,  μάλιστα,  η  οργάνωση  της  γλωσσικής  διδασκαλίας  να 
διέπεται  από  μια  συνολική  και  πολυεπίπεδη  προσέγγιση  του 
αρχαιολληνικού  λόγου,  ώστε  ο  μαθητής  να  γνωρίσει  ικανοποιητικά,  στο 
γυμνάσιο,  τα  βασικά  στοιχεία  της  Αρχαίας  Ελληνικής,  με  παράλληλη 
άσκηση  σε  τρία  επίπεδα:  στο  επίπεδο  του  γλωσσικού  συστήματος 
(γραμματική και συντακτικό), στο σημασιολογικό επίπεδο (λεξιλόγιο) και 
στο επίπεδο της πρόσληψης του κειμένου (οργανωμένος λόγος) 150 . 
Αντίστοιχα,  σχετικά  με  τον  τρόπο  αξιολόγησης  του  μαθητή  στο 
συγκεκριμένο  μάθημα  ορίζεται  ότι:  «Για  τον  έλεγχο  της  γλωσσικής 
κατάρτισης  των  μαθητών  του  Γυμνασίου  οι  ερωτήσεις  –  ασκήσεις 
αξιολόγησης  πρέπει  να  καλύπτουν  όλα  τα  επίπεδα  της  γλωσσικής 
διδασκαλίας, δηλαδή τη γνώση γραμματικής – συντακτικού, την κατάκτηση 
του λεξιλογίου και την ικανότητα κατανόησης του κειμένου» με αντίστοιχες 
κατηγορίες ασκήσεων 151 . 
Για  το  λύκειο  σκοποί  του  μαθήματος  της  Αρχαίας  ελληνικής 
Γλώσσας  και  Γραμματείας,  μεταξύ  άλλων,  ορίζεται  και  ότι  επιδιώκεται 
«να  επιτευχθούν  οι  γενικοί  μορφωτικοί  –  ανθρωπιστικοί  σκοποί  του 
μαθήματος  με  τη  μελέτη  σε  βάθος  από  το  πρωτότυπο  επιλεγμένων 
κειμένων  της  αρχαίας  ελληνικής  λογοτεχνίας,  αντιπροσωπευτικά  των 
κυριότερων  ειδών  της»  και  «να  διευρυνθεί  και  να  βαθύνει  η  γνώση  της 
αρχαίας  ελληνικής  γλώσσας,  ενός  από  τα  βασικότερα  στοιχεία  του 
αρχαιοελληνικού πολιτισμού» 152 . 
Ως κύρια μέθοδος διδασκαλίας των κειμένων της Αρχαίας Ελληνικής 
Γραμματείας ορίζεται η Ερμηνευτική, με την οποία επιχειρείται να έρθουν 
οι μαθητές σε επικοινωνία με την ουσία της πνευματικής δημιουργίας των 
αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Στην αναλυτική της φάση η ερμηνευτική 
διαδικασία  συμπληρώνεται  με  την  απόδοση  του  αρχαίου  κειμένου  σε 
άρτιο  νεοελληνικό  λόγο,  η  οποία  διαπλέκεται  με  την  ερμηνεία  του 
κειμένου,  τη  συμπληρώνει  και  ουδόλως  θεωρείται  υποκατάστατο  του 
αρχαίου κειμένου 153 .   

148
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, Αθήνα 2003,
σ.78 (βλ. και σχετικό ΦΕΚ του ΥΠΕΠΘ 303Β/13-3-2003).
149
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ…, ό.π., σ. 81.
150
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ…, ό.π., σ. 93.
151
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ…, ό.π., σ. 94.
152
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σ. 17.
153
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Οδηγίες…, σ. 19.

46
2.3. Ο  ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ  ΤΥΠΟΣ  ΤΗΣ  ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΗΣ  ΑΡΧΑΙΑΣ  
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ   ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ  ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ 
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
 
Έχοντας  προσδιορίσει  τόσο  τα  γενικά  χαρακτηριστικά  της 
λατρευτικής  γλώσσας  όσο  και  τα  ειδικότερα  της  γλώσσας  της  θείας 
Λειτουργίας  και  έχοντας  συγκρίνει,  μάλιστα,  τα  τελευταία  με  εκείνα  της 
Αττικής  Κοινής  (βλ.  σ.  22‐3  και  33‐4  της  εργασίας  μας),  έχουμε  ήδη 
καταλήξει  στο  συμπέρασμα  ότι  η  γλώσσα  της  θείας  Λειτουργίας  έχει 
πολύ  μεγάλη  συγγένεια  με  την  Αττική  Κοινή  των  προ‐χριστιανικών 
χρόνων.  Τώρα,  καθώς  εξετάσαμε  το  περιεχόμενο  του  μαθήματος  των 
Αρχαίων  Ελληνικών  από  το  πρωτότυπο  τόσο  στο  γυμνάσιο  όσο  και  στο 
λύκειο,  προκύπτει  και  το  προφανές  συμπέρασμα  ότι  στα  έξι  χρόνια  της 
φοίτησής  τους  στη  Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση  οι  απόφοιτοί  της  έχουν, 
θεωρητικά,  όλες  τις  προϋποθέσεις  να  κατανοήσουν  το  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας.  Ένα  κείμενο  που  βρίσκεται  στο  ενδιάμεσο  στάδιο  της 
εξέλιξης  της  Ελληνικής  από  την  προ‐χριστιανική  Αττική  Κοινή  στην 
προφορική  Κοινή  και  Μεσαιωνική  Ελληνική  των  μετα‐χριστιανικών 
χρόνων.  Ένα  κείμενο,  δηλαδή,  με  λεξιλογικά  και  μορφοσυντακτικά 
στοιχεία  απολύτως  γνώριμα  σε  ανθρώπους  που  εξοικειώθηκαν  με  το 
λεξιλόγιο  και  το  γλωσσικό  σύστημα  (γραμματική  και  συντακτικό)  της 
Αττικής  Κοινής  και  που  έχουν  ασκηθεί  επί  έξι  χρόνια  ανελλιπώς  στην 
πρόσληψη ενός τέτοιου κειμένου. Και, ακόμη καλύτερα, ενός κειμένου στο 
οποίο ελλείπουν, κι αν όχι περιορίζονται δραστικά, τα στοιχεία εκείνα που 
τελικά  θα  εξαφανιστούν  στη  Μεσαιωνική  Ελληνική  και  μετέπειτα  στη 
Νεοελληνική,  όπως  ο  δυικός  αριθμός,  η  β΄  αττική  κλίση,  τα  ανώμαλα 
ρήματα,  η  ευκτική,  η  απόλυτη  μετοχή.  Κάτι  τέτοιο  διευκολύνει  την 
κατανόηση  του  κειμένου  σε  ανθρώπους  που  έχουν  ως  μητρική  τους  τη 
Νεοελληνική. 
Στο  μόνο  για  το  οποίο  θα  μπορούσαμε  να  πούμε  ότι  δεν 
προετοιμάζεται  ο  απόφοιτος  της  Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης  από  το 
μάθημα  των  Αρχαίων  Ελληνικών  είναι  η  ιδιαίτερη  σημασιολογική 
φόρτιση  κάποιων  λέξεων  που  χρησιμοποιούνται  στη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας  και  της  Εκκλησίας  γενικότερα,  με  χαρακτηριστικότερο 
παράδειγμα  την  ίδια  τη  λέξη  Ἐκκλησία,  η  οποία  στα  προ‐χριστιανικά 
αρχαιοελληνικά  κείμενα  σήμαινε  τη  συγκέντρωση  του  δήμου/λαού  και 
ειδικότερα το πολιτικό σώμα των πολιτών μιας πόλης – κράτους οι οποίοι 
είχαν  το  δικαίωμα  της  ψήφου  για  πολιτικά  ζητήματα,  ενώ  στα 
χριστιανικά κείμενα σημαίνει το σώμα των χριστιανών και ειδικότερα τη 
συγκέντρωσή τους για τη Λατρεία του Θεού. Ή, βεβαίως, η λέξη ἁμαρτία – 
και  τόσες  άλλες  ‐,  που  στα  προχριστιανικά  αρχαιοελληνικά  και  μάλιστα 
πολιτικά  κείμενα  αποτελούν  πολιτικοί  όροι,  ενώ  στα  χριστιανικά 
αποκτούν  ηθικό  και  θρησκευτικό  περιεχόμενο.  Κάτι  τέτοιο,  όμως  τελικά, 

47
μάλλον  αποτελεί  θετικό  παρά  ανασταλτικό  παράγοντα  για  την 
κατανόηση  του  κειμένου  της  θείας  Λειτουργίας,  αφού  αφενός  συνάδουν 
στο κοσμοείδωλο της εποχής μας, έτσι όπως έχει βαθιά επηρεαστεί από τη 
κοσμοθεωρία  και  βιοθεωρία  του  Χριστιανισμού,  αφετέρου  η  διδασκαλία 
του μαθήματος του μαθήματος των Θρησκευτικών βοηθά να εμπεδωθούν 
τέτοιες σημασιολογικές εξελίξεις των λέξεων. 
Τέλος, ιδιαίτερα στις φράσεις της θείας Λειτουργίας που «εκφώνως» 
ή «εις επήκοον» λέγονται από τον Ιερέα ή ψάλλονται από το Χορό, βλέπει 
κανείς νοηματικές μονάδες όχι και τόσο μακρές και σύνθετες όσο μακρά 
και  σύνθετα  έως  πολύπλοκα  είναι  πολλά  διδασκόμενα  στους  μαθητές 
αρχαιοελληνικά  κείμενα,  ιδιαιτέρως  στο  λύκειο.  Το  μόνο  που  θα 
μπορούσε  κανείς  να  αναγνωρίσει  ως  ανασταλτικό  πράγοντα  γλωσσικής 
κατανόησης του κειμένου της θείας Λειτουργίας είναι η πρόσληψή του ως 
προφορικό κείμενο σε αντίθεση με την εκπαιδευτική διαδικασία, όπου το 
κείμενο προσλαμβάνεται όχι ακουστικά αλλά οπτικά. Το πρόβλημα αυτό 
μπορεί να επιτείνεται, μάλιστα, από έλλειψη ορθοφωνίας του Ιερέα ή του 
Χορού  και,  ίσως,  από  το  μουσικό  παράγοντα.  Αντίθετα,  μπορεί  και  να 
αμβλύνεται,  καθώς  ο  προφορικός  λόγος  διαθέτει  και  εκείνα  τα 
εξωγλωσσικά  στοιχεία  (επιτονισμοί,  παύσεις  κλπ.)  που  βοηθούν  στην 
κατανόηση  ενός  κειμένου.  Στις  ευχές  δε  του  Ιερέα  που  λέγονται 
«μυστικώς»  ο  λόγος  είναι  πιο  σύνθετος  και  μακροπερίοδος  και  αυτό,  σε 
συνδυασμό  με  την  ανάγνωση  (γρήγορος  ρυθμός  ή  χαμηλόφωνη 
ανάγνωση), δυσκολεύει έως και καταργεί την κατανόησή τους. 
Οι  παραπάνω  παρατηρήσεις  μάς  έκαναν  να  αποφασίσουμε  να 
δώσουμε,  κατά  την  έρευνά  μας,  το  κειμενικό  υλικό  από  τη  θεία 
Λειτουργία  στους  μετέχοντες  στην  έρευνα  μαθητές  γραπτώς  και  όχι 
προφορικά, ώστε α) να εξαχθούν, καταρχήν, συμπεράσματα για το βαθμό 
κατανόησής  της    και  β)  να  διαπιστώσουμε  καλύτερα  αν  ο  τρόπος  με  τον 
οποίο  διδάχτηκαν  την  Αρχαία  Ελληνική  στη  Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση 
οι μαθητές ήταν εκείνος που θα τους έκανε ικανούς να κατανοήσουν ένα 
κείμενο  απολύτως  συγγενές  και  απλούστερο  απ’  αυτά  που  διδάσκονται 
επί έξι χρόνια σ’ αυτήν. 

48
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο  
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ  ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ  
 ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
 
Καθώς  το  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας  χρησιμοποιεί  το  γλωσσικό 
τύπο  της  Αρχαίας  Ελληνικής  που  διδάσκεται  στη  Δευτεροβάθμια 
Εκπαίδευση  (γυμνάσιο  και  λύκειο)  επί  έξι  χρόνια,  θελήσαμε  να  κάνουμε 
μια  προσπάθεια  “μέτρησης”  του  βαθμού  γλωσσικής  κατανόησης  αυτού 
του  κειμένου  από  νέους  που  μόλις  ολοκλήρωσαν  αυτόν  τον  κύκλο 
εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο θα είναι διπλά χρήσιμο: αφενός θα καταγράψει 
τυχόν  προβλήματα  επικοινωνίας  των  νέων  με  το  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας  και  την  έντασή  τους,  αφετέρου  θα  αποτελέσει  “εργαλείο” 
αξιολόγησης  της  διδασκαλίας  των  Αρχαίων  Ελληνικών  στη 
Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση.  Με  το  δεύτερο  πρόβλημα  έχουν  ασχοληθεί, 
βεβαίως,  πολλοί  και  θα  αναφερθούμε  στο  σχετικό  σημείο  της  εργασίας 
(σελ. 98‐101). Για το πρόβλημα όμως των δυσχερειών στην κατανόηση της 
γλώσσας που χρησιμοποιείται από την ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία 
κατά  τη  λειτουργική  πράξη,  έχει  γίνει  μεν  μια  ιδιαίτερα  εκτενής 
δημοσίευση  των  απόψεων  (σε  βιβλία,  άρθρα  σε  περιοδικά  και  στο 
Διαδίκτυο,  στα  οποία  και  θα  αναφερθούμε  στο  σχετικό  σημείο  της 
εργασίας),  εντούτοις  οι  προσπάθειες  να  καταγραφεί  το  πρόβλημα 
ερευνητικά  δεν  είναι  τόσο  πολλές  και  μάλιστα  αναφορικά  με  το  κείμενο 
ειδικά της θείας Λειτουργίας του αγίου Ι. Χρυσοστόμου 154 . Και καθώς η πιο 
πρόσφατη  ειδικά  για  το  κείμενο  αυτό  είναι  το  1998,  με  δεδομένο  ότι  οι 
γλωσσικές  εξελίξεις  προχωρούν  όλο  και  πιο  γρήγορα  στον  21ο  αι., 
θεωρήσαμε  σκόπιμη  τη  διεξαγωγή  μιας  παρόμοιας  έρευνας,  ώστε  να 
αποτυπωθεί,  στο  βαθμό  που  είναι  εφικτό,  η    κατάσταση  στην  παρούσα 
στιγμή. 
 
 
 
 
154
Έρευνα για τη γλωσσική κατανόηση του κειμένου της θείας Λειτουργίας έχει γίνει από την Δ.Α.
Κούκουρα το 1998, τα συμπεράσματα της οποίας περιέχονται στο άρθρο «Η Ομιλητική Διάσταση της
Υμνογραφίας», δημοσιευμένο στο περ. Κληρονομία, τόμ. 32, τ. Α΄-Β΄, 2000, Θεσσαλονίκη 2002, σσ.
221-244 και στης ιδίας Εκκλησία και γλώσσα, ό.π., σσ. 96-143 και ειδικότερα οι σσ. 129-143. Έρευνα,
επίσης, για την κατανόηση της Κυριακής προσευχής έχει γίνει από την ιδία το 1986, τα
συμπεράσματα της οποίας περιέχονται στο «Συγχρονικές δυσχέρειες στην κατανόηση του γλωσσικού
μηνύματος της Καινής Διαθήκης», εισήγηση της ιδίας στη Δ΄ Σύναξη Ορθόδοξων Βιβλικών Θεολόγων,
Θεσσαλονίκη 25-28 Οκτωβρίου, δημοσιευμένη και στης ιδίας Εκκλησία και Γλώσσα, ό.π., σσ. 23-37.
Τέλος και πιο πρόσφατα, το 2008, άλλη μια τέτοια έρευνα, πάνω όμως σε ύμνους του
Πεντηκοσταρίου, έχει γίνει από τον Ν. Θάνου, τα συμπεράσματα της οποίας περιέχονται στη
μεταπτυχιακή του εργασία «Η Ομιλητική Διάσταση του Πεντηκοσταρίου», Τμήμα Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2008.

49
 
3.1.  Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 
 
Η  έρευνά  μας  ανήκει  στην  κατηγορία  της  εφαρμοσμένης  ή 
περιγραφικής  έρευνας 155 ,  που  είναι  και  αυτή  που  προσφέρεται  για  την 
περίπτωση.  Ως  ερευνητικό  πρόβλημα  ορίστηκε  το  κατά  πόσο  είναι  σε 
θέση  να  κατανοήσουν  γλωσσικά  το  κείμενο  της  θείας  Λειτουργίας  του 
αγίου  Ι.  Χρυσοστόμου  οι  νέοι  που  μόλις  αποφοίτησαν  από  το  γενικό 
λύκειο,  επομένως  έχουν  διδαχθεί  επί  έξι  χρόνια  το  γλωσσικό  τύπο  που 
χρησιμοποιεί το παραπάνω κείμενο. Η έρευνα έγινε δειγματοληπτικά τον 
Μάιο του 2010 (κατά τις τελευταίες εβδομάδες των μαθημάτων, τότε που 
και  τυπικά  ολοκληρώνεται  η  διδακτέα  ύλη  των  Αρχαίων  Ελληνικών)  και  
απευθύνθηκε  σε  70  τελειοφοίτους  Γενικού  Λυκείου  (ΓΕΛ  Πεύκων  και  2Ο 
ΓΕΛ  Χορτιάτη  του  Νομού  Θεσσαλονίκης).  Έγινε  τυχαία  επιλογή 
πληθυσμού  από  ημιαστικές  περιοχές,  για  να  συνδυάζονται  τα 
χαρακτηριστικά  αστικών  και  μη  αστικών  πληθυσμών.  Επιλέχτηκαν 
τελειόφοιτοι,  για  να  συσχετιστεί  ο  βαθμός  κατανόησης  του  κειμένου  της 
θείας  Λειτουργίας  με  τη  γνώση  της  Αρχαίας  Ελληνικής,  της  οποίας  η 
απόκτηση  ολοκληρώθηκε  πρόσφατα  με  το  τέλος  των  σπουδών  τους  στο 
γυμνάσιο  και  το  γενικό  λύκειο.  Επειδή  η  γνώση  αυτή  στο  λύκειο 
διαφοροποιείται  σε  σχέση  με  την  Κατεύθυνση  (Θεωρητική  –  Θετική  – 
Τεχνολογική)  που  ακολουθούν  οι  μαθητές,  η  έρευνα  έγινε  σε  τμήματα 
Γενικής Παιδείας και ζητήθηκε να δηλώσουν την Κατεύθυνσή τους, ώστε 
να  εξεταστεί  και  ο  ρόλος  που  παίζει  αυτή.  Από  τους  τελειοφοίτους 
ζητήθηκε  ακόμη  να  δηλώσουν  την  επίδοσή  τους  στα  μάθημα  των 
Αρχαίων  Ελληνικών  (ως  μέσο  όρο  στις  τάξεις  του  λυκείου,  για  να  είναι 
εφικτή  και  κοντά  στην  πραγματικότητα  η  απάντηση),  το  φύλο  και  τη 
συχνότητα  εκκλησιασμού  τους,  για  να  εξεταστεί  ο  ρόλος  και  αυτών  των 
παραγόντων. Η επιλογή του δείγματος έγινε ανεξάρτητα από καταγωγή 
και οικογενειακή, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση. Κατά τη διαδικασία 
διεξαγωγής  της  έρευνας  ακολουθήθηκε  πιστά  ο  κώδικας  της 
Νυρεμβέργης καθώς και η διακήρυξη του Ελσίνκι για την προστασία των 
ανθρώπων από κάθε μορφής έρευνα με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, 
τονίστηκε  ότι  είναι  προαιρετική  η  συμμετοχή,  εξηγήθηκε  ο  σκοπός  της, 
έγινε ανώνυμα και σε τυχαίο δείγμα. 
Η  μέθοδος  συλλογής  δεδομένων  που  ακολουθήθηκε  ήταν  η 
προσωπική συνέντευξη με όργανο μέτρησης γραπτό ερωτηματολόγιο πιο 

155
Ουσιαστική διαφορά μεταξύ εφαρμοσμένης και περιγραφικής έρευνας δεν υπάρχει, σύμφωνα και
με τον Μ. Κελπανίδη, Μεθοδολογία της Παιδαγωγικής Έρευνας με Στοιχεία Στατιστικής, εκδ. Κώδικας,
Θεσσαλονίκη 1999, σ. 38.

50
ελεύθερης  μορφής  από  το  δομημένο  ερωτηματολόγιο 156 ,  καθώς 
αποτελούταν  από  τέσσερις  κλειστού  τύπου  ερωτήσεις  και  8  ανοιχτού 
τύπου.  Η  συμπλήρωση  του  ερωτηματολογίου  διαρκούσε  περίπου  30 
λεπτά,  στα  οποία  τα  άτομα  συμπλήρωναν  πρώτα  τις  τέσσερις  κλειστού 
τύπου ερωτήσεις και στη συνέχεια  τις οκτώ ανοικτού. 
  
3.2.   ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 157 
 
3.2.1.  Οι κλειστού τύπου ερωτήσεις 
Στην  πρώτη  ερώτηση  έπρεπε  οι  τελειόφοιτοι  να  δηλώσουν  την 
Κατεύθυνση  που  ακολούθησαν  (Θεωρητική  –  Θετική  –  Τεχνολογική).  Ο 
λόγος  που  ζητήθηκε  αυτό  είναι  για  να  διαπιστωθεί  αν  στη  γλωσσική 
κατανόηση  του  κειμένου  της  θείας  Λειτουργίας  υπάρχει  διαφορά  σε 
σχέση με την Κατεύθυνση που είχε το άτομο στο λύκειο, δεδομένου ότι οι 
μαθητές  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης  διδάσκονται  κατά  τα  δύο 
τελευταία  χρόνια  του  λυκείου  σε  περισσότερες  ώρες  μεγαλύτερη  ύλη 
Αρχαίων Ελληνικών (βλ. προηγούμενο κεφάλαιο). 
Στη  δεύτερη  ερώτηση  ζητήθηκε  η  επίδοση  των  ατόμων  στο  μάθημα 
των  Αρχαίων  Ελληνικών,  για  να  διαπιστωθεί  αν  ο  βαθμός  αυτής  της 
επίδοσης  επηρεάζει  το  βαθμό  της  γλωσσικής  κατανόησης  του  κειμένου 
της  θείας  Λειτουργίας.  Στην  ερώτηση  αυτή  οι  διαβαθμίσεις  ήταν  τρεις: 
μεγαλύτερη  του  18  ‐  μικρότερη  του  18  και  μεγαλύτερη  του  14  ‐  μικρότερη 
του 14 158 . 
Στην  τρίτη  ερώτηση  ζητήθηκε  το  φύλο  (Αγόρι  –  Κορίτσι),  για  να 
διαπιστωθεί αν αποτελεί παράγοντα στο ερευνητικό μας πρόβλημα, ενώ 
στην  τέταρτη  ρωτήθηκαν  τα  άτομα  για  τη  συχνότητα  με  την  οποία 
συμμετέχουν  στη  θεία  Λειτουργία,  όπου  και  ακούγεται  το  συγκεκριμένο 
κείμενο,  στην  προσπάθεια  να  διαπιστωθεί  αν  η  συχνή  ακουστική  (και, 
ίσως,  όχι  μόνο)  επαφή  με  το  κείμενο  αυτό  επηρεάζει  το  βαθμό  της 
κατανόησής  του.  Οι  διαβαθμίσεις  εδώ  ήταν  τρεις:  από  κάθε  Κυριακή  έως 
συχνά – σπάνια  ‐  από πολύ σπάνια έως καθόλου.  
 
3.2.2.   Οι ανοικτού τύπου ερωτήσεις 
156
Για την κατασκευή του ερωτηματολογίου ελήφθησαν υπόψιν στοιχεία από τον Μ. Κελπανίδη,
Μεθοδολογικά προβλήματα της Κοινωνικής Έρευνας: διερεύνηση της επίδρασης της διατύπωσης των
ερωτήσεων στις απαντήσεις των υποκειμένων, Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 1988, σσ. 243-275.
157
Ολόκληρο το ερωτηματολόγιο παρατίθεται στο τέλος του κεφαλαίου. 
158
Οι διαβαθμίσεις επιλέχθηκαν χωρίς δεκαδικά, γιατί οι απαντήσεις αφορούσαν το μέσο όρο της
επίδοσης στης τρεις τάξεις του Γενικού Λυκείου και ως εκ τούτου θα δίνονταν κατά προσέγγιση. Η
αντιστοιχία των τριών διαβαθμίσεων του ερωτηματολογίου με τη βαθμολογική κλίμακα βάσει της
οποίας υπολογίζονται οι βαθμοί των μαθητών στο Λύκειο, σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Έπαφος» των
Γενικών Λυκείων, είναι η εξής: η πρώτη διαβάθμιση ταυτίζεται με τη βαθμολογική κλίμακα του
«Άριστα» (18,1 - 20), η δεύτερη περιλαμβάνει τη βαθμολογική κλίμακα του «Λίαν καλώς» (16,1 – 18)
και το μεγαλύτερο μέρος του «Καλώς» (13,1 – 16) και η Τρίτη διαβάθμιση παριλαμβάνει τη
βαθμολογική κλίμακα του «Σχεδόν καλώς» (9,5 – 13), του «Ανεπαρκώς» (5,1 – 9,4) και του «Κακώς»
(0 – 5).

51
Στο  μέρος  αυτό  του  ερωτηματολογίου  δόθηκαν  οκτώ  χωρία  από  το 
κείμενο της θείας Λειτουργίας του αγίου Ι. Χρυσοστόμου, από τα οποία τα 
επτά αποτελούν φράσεις που είτε λέγονται  εις επήκοον ή εκφώνως από 
τον ιερέα ή τον διάκονο (στο ερωτηματολόγιο δινόταν το υποκείμενο της 
ευχής  με  το  γενικό  όρο  Ιερέας)  είτε  ψάλλονται  από  τον  χορό  (στο 
ερωτηματολόγιο  το  υποκείμενο  των  φράσεων  αυτών  δηλωνόταν  ως 
Χορός/Ψάλτης).  Το  όγδοο  χωρίο,  που  είναι  και  το  εκτενέστερο,  αποτελεί 
τμήμα από την ευχή της Αγίας Αναφοράς, το οποίο συνηθέστατα λέγεται 
από  τους  ιερείς  κατά  τέτοιον  τρόπο,  ώστε  να  ακούγεται  από  το 
εκκλησίασμα. Όπως έγινε ήδη αντιληπτό, το πρώτο γενικό κριτήριο με το 
οποίο  επιλέχθηκαν  τα  χωρία  ήταν  το  αν  γίνονται  ακουστά  από  τους 
λαϊκούς που παρακολουθούν τη θεία Λειτουργία 159 . Στο ερωτηματολόγιο, 
βεβαίως,  τα  άτομα  ήρθαν  όχι  σε  ακουστική  επαφή,  όπως  πραγματικά 
συμβαίνει, αλλά σε οπτική, κι αυτό για να έχουν περισσότερη άνεση στις 
απαντήσεις τους 160 . 
 
1ο χωρίο   Ιερέας: Ἔτι καὶ ἔτι (…)τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. 
Αποτελεί  φράση  του  διακόνου και  α)  ολοκληρωμένη  με  το ἐν  εἰρήνῃ 
λέγεται  5  φορές  ,  ενώ  το  τμήμα  της    τοῦ  Κυρίου  δεηθῶμεν  άλλες  20,  β) 
περιέχει  προτρεπτική  υποτακτική,  που  εκφράζει  μονολεκτικά  την 
προτροπή, ενώ η Νεοελληνική την εκφράζει περιφραστικά, γ) περιέχει τη 
λέξη ἔτι, που αφενός δεν έχει επιβιώσει στη Νεοελληνική –επίσης και το 
ρήμα δέομαι‐, αφετέρου συμπίπτει ακουστικά με τη νεοελληνική λέξη έτη 
και  δ)  αποτελεί  ολοκληρωμένη  νοηματική  μονάδα,  καθώς  είναι  μία 
περίοδος  και  πρόταση  συνάμα  με  ρήμα,  αντικείμενο    και  χρονικό 
προσδιορισμό  (το  υποκείμενο  ἡμεῖς  εννοείται,  κάτι  που  ισχύει  και  στη 
Νεοελληνική  για  τα  ρήματα  α΄  και  β΄  ενικού  και  πληθυντικού).  Η  δε 
παράλειψη  του  ἐν  εἰρήνῃ  δεν  ζημιώνει  νοηματικά,  ενώ,  αντίθετα,  η 
ύπαρξή της ίσως να  προκαλούσε περαιτέρω δυσκολία στην κατανόηση. 
2ο   χωρίο   Ιερέας: Ἄγγελον εἰρήνης πιστὸν ὁδηγόν, φύλακα τῶν ψυχῶν 
καὶ  τῶν  σωμάτων  ἡμῶν,  παρὰ  τοῦ  Κυρίου  αἰτησώμεθα.    Χορός/Ψάλτης: 
Παράσχου, Κύριε.  
Η  φράση  παρὰ  τοῦ  Κυρίου  αἰτησώμεθα  α)  συναντιέται  στη  θεία 
Λειτουργία  12  φορές,  β)  περιέχει  τον  τύπο  αἰτησώμεθα  του  ρήματος 
αἰτοῦμαι,  που  έχει  επιβιώσει  όχι  όμως  ο  συγκεκριμένος  τύπος  της 
159
Είναι συχνό, κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, ευχές με τη ένδειξη «μυστικῶς» να λέγονται
από του ιερείς χωρίς να ακούγονται από το εκκλησίασμα, όπως βεβαίως και διάλογοι του ιερέα και του
διακόνου μέσα στο ιερό. Βλ. Π.Ι. Σκαλτσή, Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2006, σ. 34.
160
Είναι αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσαν να αναπαραχθούν οι πραγματικές συνθήκες πρόσληψης των
χωρίων από τα αντικείμενα. Άλλωστε, κάθε μεθοδικά οργανωμένη ερευνητική δράση αποτελεί μία
παρέμβαση σε διαδικασίες και καταστάσεις της πραγματικότητας και οι αντιδράσεις του αντικειμένου
δεν είναι ακριβώς οι ίδιες που θα παράγονταν χωρίς αυτή την παρέμβαση. Παρόλα αυτά, είναι
αποδεκτό ότι η χρήση τέτοιων δράσεων δεν προκαλεί διαστρέβλωση της πραγματικότητας αλλά
αντίθετα η κατάργησή τους. Βλ. Μ. Κελπανίδη, ό.π., σσ. 61-2.

52
προτρεπτικής  υποτακτικής  μέσου  αορίστου  και  γ)  περιέχει  το  προθετικό 
σύνολο  παρὰ  +  γενική  (παρὰ  τοῦ  Κυρίου)  που  δεν  έχει  επιβιώσει  στη 
Νεοελληνική. 
Το  υπόλοιπο  της  φράσης  του  ιερέα  (του  διακόνου  κανονικότερα) 
αποτελείται  σχεδόν  εξολοκλήρου  από  λέξεις  που  επιβίωσαν  στη 
Νεοελληνική  με  την  ίδια  σημασία.  Κατ᾿  αυτόν  τον  τρόπο  δημιουργείται 
ένα  οικείο  νοηματικό  –  λεκτικό  περιβάλλον  που,  αν  δεν  διευκολύνει, 
τουλάχιστον  δεν  δυσκολεύει  την  κατανόηση    της  όλης  φράσης.  Για  το 
ἡμᾶς, βλ. παρακάτω στο 4ο χωρίο.  
Η  φράση  του  χορού  Παράσχου,  Κύριε  α)  συναντιέται  12  φορές  στη 
θεία  Λειτουργία,  β)  περιέχει  τύπο  της  λέξης  παρέχω,  η  λέξη  που  η  ίδια 
έχει  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική  με  την  ίδια  σημασία,  όχι  όμως  ο 
συγκεκριμένος  προστακτικός  τύπος  του  μέσου  αορίστου,  ο  οποίος 
μορφολογικά είναι αρκετά διαφοροποιημένος από το ρήμα παρέχω 161   και 
γ)  αποτελεί  αντίδραση  του  χορού  (άρα  των  πιστών)  στην  προτροπή  της 
φράσης του ιερέα· επομένως, απαραίτητο να δοθεί μαζί με αυτήν. 
  3ο  χωρίο   Ιερέας: Εἰρήνη πᾶσι. Χορός/Ψάλτης: Καὶ τῷ πνεύματί σου. 
Ο  διάλογος  ιερέα  –  χορού  α)  περιέχει  λέξεις  σε  δοτική  (πᾶσι  και  τῷ 
πνεύματι),  πτώση  η  οποία  δεν  έχει  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική,  έχουν 
όμως επιβιώσει το ουσιαστικό πνεύμα και η αντωνυμία πᾶς σε ορισμένους 
τύπους  της  (οι  πάντες,  τα  πάντα,  το  παν),  β)  αποτελούν  ελλειπτικές 
προτάσεις,  κάτι  που  πιθανόν  να  δυσχεραίνει  την  κατανόησή  τους  και  γ) 
λέγονται  σε  συνάφεια  μεταξύ  τους  (ο  χορός  αντιδρά  σε  αυτό  που  λέει  ο 
ιερέας), γι᾿ αυτό και έπρεπε να δοθούν μαζί . 
4ο  χωρίο    Ιερέας:  Ἀντιλαβοῦ,  σῶσον,  ελέησον  καὶ  διαφύλαξον  ἡμᾶς,  ὁ 
Θεός, τῇ σῇ Χάριτι. 
Η  φράση  που  λέγεται  ολόκληρη  στη  θεία  Λειτουργία  9  φορές  α) 
αποτελεί  ολοκληρωμένη  νοηματική  μονάδα  (για  το  εννοούμενο 
υποκείμενο σὺ ισχύει ό,τι και για το ἡμᾶς του 1ου χωρίου), β) περιέχει τον 
τύπο  της  προστακτικής  β΄  αορίστου  ἀντιλαβοῦ  του  ρήματος 
ἀντιλαμβάνομαι,  το  οποίο  έχει  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική  αλλά  με  άλλη 
σημασία 162 ,  γ)  περιέχει  τους  τύπους  σῶσον,  ἐλέησον  και  διαφύλαξον, 
προστακτικές ενεργητικού αορίστου των σῴζω, ἐλεῶ και διαφυλάττω, που 
επιβίωσαν  στη  Νεοελληνική  με  την  ίδια  σημασία  και  χρησιμοποιούνται 
συχνά και σε άλλες φράσεις της θείας Λειτουργίας 163 , δ) περιέχει τον τύπο 
ἡμᾶς  της  προσωπικής  αντωνυμίας,  η  οποία  επιβίωσε  στη  Νεοελληνική 
αλλά  όχι  σε  όλους  τους  τύπους  της 164 ,  ε)  περιέχει  την  κλητική 

161
Μάλλον για τον μη γνώστη της Αρχαίας Ελληνικής θυμίζει το κύριο όνομα Παράσχος παρά το
ρήμα παρέχω.
162
Στην Αρχαία Ελληνική βοηθώ στη Νεοελληνική λαμβάνω ένα ερέθισμα με τις αισθήσεις μου,
κατανοώ με το μυαλό μου.
163
σῶσον: 15 φορές, ἐλέησον: 42 φορές, (δια)φύλαξον: 9 φορές.
164
Ο συγκεκριμένος τύπος δεν επιβίωσε αλλά μορφολογικά είναι αρκετά κοντά στο νεοελληνικό τύπο
μας.

53
προσφώνηση  ὁ  Θεός,  που  ταυτίζεται  μορφολογικά  με  την  ονομαστική, 
κάτι που, επειδή δεν ισχύει στη Νεοελληνική, μπορεί να δυσχεραίνει την 
κατανόηση  της  φράσης  και  στ)  περιέχει  τις  δοτικές  τῇ  σῇ  Χάριτι,  πτώση 
που δεν επιβίωσε στη Νεοελληνική.  
5ο χωρίο  Χορός/Ψάλτης: Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ 
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
Η φράση συναντιέται ολοκληρωμένη δύο φορές στη θεία Λειτουργία, 
αλλά  λέγεται  πολύ  συχνά  στις  διάφορες  ακολουθίες  της  Εκκλησίας 
(κάποιες φορές και από τον αναγνώστη). Το τμήμα της Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ 
Ἁγίῳ Πνεύματι περιέχεται και σε άλλες φράσεις της θείας Λειτουργίας με 
ή χωρίς άρθρο συνολικά 8 φορές και  αρκετές άλλες σε άλλη πτώση, όπως 
επίσης και το τμήμα νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων (21 φορές). 
Περιέχει  α)  λέξεις  που  έχουν  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική  (δόξα,  πατήρ, 
υἱός,  ἅγιος,  πνεῦμα,  αἰών),  αλλά  σε  τύπους  που  δεν  χρησιμοποιεί  (Πατρὶ, 
Υἱῷ,  Ἁγίῳ,  Πνεύματι,  αἰῶνας)  και  β)  λέξεις  που  δεν  έχουν  επιβιώσει  στη 
Νεοελληνική (νῦν, ἀεὶ). 
6ο  χωρίο    Χορός/Ψάλτης:  Ἄξιόν  ἐστιν  ὡς  ἀληθῶς  μακαρίζειν  σε  τὴν 
Θεοτόκον. 
Η φράση αυτή από ύμνο που ψάλλει ο χορός είναι κατάλληλη για να 
εξεταστεί η εξοικείωση με τους τύπους του ρήματος εἰμὶ καθώς και με την 
απαρεμφατική  σύνταξη,  αφού  περιέχει:  α)  το  ἐστὶν  του  ρήματος  εἰμὶ,  το 
οποίο  συναντιέται,  στους  διάφορους  ρηματικούς  ή  ονοματικούς  του 
τύπους,  πολλές  φορές  στη  θεία  Λειτουργία  και  β)  την  απαρεμφατική 
σύνταξη  ἄξιόν  ἐστιν  μακαρίζειν 165 ,  με  το  απαρέμφατο  μακαρίζειν  να 
προέρχεται  από  ρήμα  που  έχει  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική  με  την  ίδια 
σημασία. 
7ο χωρίο  Ιερέας: Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ 
αὐτοῦ… 
Η  φράση  αυτή  που  λέγεται  εκφώνως  από  τον  ιερέα  περιέχει  α)  την 
ευκτική  μνησθείη  του  ρήματος  μιμνῄσκομαι,  που  ούτε  η  έγκλιση  ούτε  το 
ρήμα  έχουν  επιβιώσει  στη  Νεοελληνική·  στη  γλώσσα  της  θείας 
Λειτουργίας η ευκτική είχε επιβιώσει μόνον ως ευχετική ευκτική 166  για την 
έκφραση ευχής, η οποία στη Νεοελληνική γίνεται περιφραστικά, β) τύπο 
της αντωνυμίας πᾶς (βλ. 3ο χωρίο) και τύπο της προσωπικής αντωνυμίας 
(βλ. 4ο χωρίο) και γ) το προθετικό σύνολο ἐν + δοτική (ἐν τῇ βασιλείᾳ), που 
δεν έχει επιβιώσει στη Νεοελληνική. 
8ο  χωρίο    Ιερέας:  Ἔτι  προσφέρομέν  σοι  τὴν  λογικὴν  ταύτην  καὶ 
ἀναίμακτον  λατρείαν,  καὶ  παρακαλοῦμέν  σε  καὶ  δεόμεθα  και  ἱκετεύομεν· 
κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα 
ταῦτα.  Καὶ  ποίησον  τὸν  μὲν  ἄρτον  τοῦτον  τίμιον  Σῶμα  τοῦ  Χριστοῦ  σου. 

165
Η απαρεμφατική σύνταξη γενικά χρησιμοποιείται στη θεία Λειτουργία συνολικά 13 φορές.
166
Συναντιούνται συνολικά 5 ευχετικές ευκτικές: εἴη, ἔλθοι, ἐλεήσαι, σώσαι, μνησθείη. 

54
Ἀμήν·  τὸ  δὲ  ἐν  τῷ  ποτηρίῳ  τούτῳ  τίμιον  Αἷμα  τοῦ  Χριστοῦ  σου.  Ἀμήν· 
μεταβαλὼν  τῷ  Πνεύματί  σου  τῷ  ἁγίῳ.  (…)  Ὥστε  γενέσθαι  τοῖς 
μεταλαμβάνουσιν  εἰς  νῆψιν  ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ 
ἁγίου  σου  Πνεύματος,  εἰς  βασιλείας  οὐρανῶν  πλήρωμα,  εἰς  παρρησίαν  τὴν 
πρὸς σε, μὴ εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα. 
Το χωρίο αυτό (το αισθητά πιο εκτενές απ᾿ όλα) είναι το τμήμα από 
την  ευχή  της  αγίας  Αναφοράς  το  οποίο  λέγεται  από  τους  περισσότερους 
ιερείς  κατά  τέτοιον  τρόπο,  ώστε  να  το  ακούει  το  εκκλησίασμα  και  στο 
οποίο  γίνεται  η  επίκληση  του  Αγίου  Πνεύματος  για  τη  μεταβολή  των 
Δώρων  (άρτος  –  οίνος)  σε  Σώμα  και  Αίμα  του  Χριστού.  Είναι  η  κορυφαία 
στιγμή της θείας Λειτουργίας, αφού σε αυτήν τελείται βασικά το μυστήριο 
της θείας Ευχαριστίας, όπου οι πιστοί κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του 
Χριστού με ό,τι αυτό συνεπάγεται γι᾿ αυτούς. Και επειδή είναι σημαντικό 
οι  πιστοί  ιδιαίτερα  στο  σημείο  αυτό  να  κατανοούν  ακριβώς  τα  λόγια  της 
ευχής  του  ιερέα  (ώστε  να  επαληθεύεται  και  ο  όρος  που  χρησιμοποιείται 
στη ίδια την ευχή για τη λατρεία, να είναι δηλαδή «λογική»), επιλέξαμε το 
συγκεκριμένο  χωρίο,  για  να  διαπιστωθεί  καταρχήν  ο  βαθμός  της 
γλωσσικής  του  κατανόησης  και  εν  συνεχεία  κατά πόσο  αυτός  σχετίζεται 
και με την κατανόηση του ίδιου του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Γι᾿ 
αυτό  ειδικά  στο  χωρίο  αυτό  αφενός  μετρήθηκε  και  αποτυπώθηκε  σε 
πίνακες  σε  ποιο  βαθμό  αποδόθηκε  στη  Νεοελληνική  το  χωρίο  και 
αφετέρου  από  την  απόδοση  αυτή  προσπαθήσαμε  να  προσδιορίσουμε  και 
το βαθμό κατανόησης του μυστηρίου. 
Τα  στοιχεία  που  συλλέχθηκαν  κωδικοποιήθηκαν  και  εισήχθηκαν 
στον  ηλεκτρονικό  υπολογιστή  για  τη  στατιστική  τους  επεξεργασία.  Τα 
αποτελέσματα  που  προέκυψαν  αποδόθηκαν  σε  πίνακες  ‐  γραφήματα 
συνοδευόμενα από λεκτικά σχόλια. 
 
3.2.3.   Το δοθέν ερωτηματολόγιο 

Α. Τσέκαρε το σωστό τετραγωνάκι/συμπλήρωσε:

1. Κατεύθυνση: Θεωρητική  Θετική  Τεχνολογική 

2. Επίδοση στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών κατά μέσο όρο στο Λύκειο:
20 – 18  17 – 14  13 και κάτω 

3. Φύλο: Αγόρι  Κορίτσι 

4. Συχνότητα εκκλησιασμού:
από κάθε Κυριακή έως συχνά  σπάνια  από πολύ σπάνια έως καθόλου 

55
Β. Απόδωσε στη Νέα Ελληνική τις παρακάτω φράσεις και το κείμενο από τη
Θεία Λειτουργία:

1. Ιερέας: Ἔτι καὶ ἔτι (…) τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

2. Ιερέας: Ἄγγελον εἰρήνης, πιστὸν ὁδηγόν, φύλακα τῶν ψυχῶν


καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα.
Χορὀς/Ψάλτης: Παράσχου, Κύριε.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

3. Ιερέας: Ειρήνη πᾶσι.


Χορός/Ψάλτης: Καὶ τῷ πνεύματί σου.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

4. Ιερέας: Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ


Θεός, τῇ σῇ Χάριτι.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

5. Χορός/Ψάλτης: Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ


νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………….............................

6.: Χορός/Ψάλτης: Ἄξιόν ἐστι ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν


Θεοτόκον.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

7. Ιερέας: Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ


αὐτοῦ.

56
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

8. Ιερέας: Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ


ἀναίμακτον λατρείαν, καὶ παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ
ἱκετεύομεν· κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ
προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον
σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα
τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ. (…)
Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, εἰς βασιλείας
οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν τὴν πρὸς σέ, μὴ εἰς κρῖμα ἤ εἰς
κατάκριμα.

………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………

3.3.    ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 
 
3.3.1.  Κατανομή των ερωτηθέντων 
 

Κατανομή ερωτηθέντων
ως προς την ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

40% 43% Τεχνολογική


Θετική
Θεωρητική

17%

57
Κατανομή ερωτηθέντων
ως προς την ΕΠΙΔΟΣΗ στα ΑΡΧΑΙΑ

9%
30%

20-18
17-14
13-0

61%

 
 
 

Κατανομή ερωτηθέντων
ως προς το ΦΥΛΟ

49%
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
ΑΓΟΡΙΑ
51%

Κατανομή ερωτηθέντων
ως προς τη ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ

9%
Κάθε Κυριακή έως συχνά
44%
σπάνια

47% πολύ σπάνια έως


καθόλου

 
 

58
 
3.3.2.    Βαθμός κατανόησης των χωρίων 
 
 

ΧΩΡΙΟ 1ο:" Ἔτι καὶ ἔτι (...) τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν "


ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

14%

ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
56% ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ
30%

 
Το  χαμηλό  ποσοστό  επαρκούς  γλωσσικής  κατανόησης  του  χωρίου 
οφείλεται στο ότι από τους 70 τελειοφοίτους: α) τη νοηματική μονάδα ἔτι 
καὶ ἔτι οι 55 ή την άφησαν αμετάφραστη ή τη μετέφρασαν οι περισσότεροι 
χρόνια  και  χρόνια,  β)  τη  γενική  Κυρίου  μόνο  οι  28  κατάλαβαν  ότι 
λειτουργεί  ως  αντικείμενο  στο  ρήμα  δεηθῶμεν,  γ)  το  ρήμα  δεηθῶμεν  ως 
έννοια  κατάλαβαν  ότι  σημαίνει  παρακαλώ  οι  21  και  μόνον  οι  13  το 
απέδωσαν  ως  προτρεπτική  υποτακτική  (ας/να  παρακαλέσουμε),  ενώ  οι 
υπόλοιποι ή το άφησαν αμετάφραστο ή το απέδωσαν ως παρακαλούμε. 
 
 

ΧΩΡΙΟ 2ο:" Ἄγγελον ... ἡμῶν παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθαʺ  


ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

13%
13%
ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

74%

59
Το  παρόμοια  χαμηλό  ποσοστό  επαρκούς  γλωσσικής  κατανόησης  του 
χωρίου και το ιδιαίτερα υψηλό της ανεπαρκούς οφείλεται στο ότι από τους 
70  τελειοφοίτους:  α)  τον  εμπρόθετο  παρά  τοῦ  Κυρίου  οι  52  ή  δεν  τον 
μετέφρασαν  ή  τον  απέδιδαν  λανθασμένα  (δίπλα  στον  Κύριο,  στον  Κύριο, 
παρά  τη  θέληση  του  Κυρίου  κ.ά.),  β)  οι  18  που  απέδωσαν  σωστά  τον 
εμπρόθετο,  ίδιος  αριθμός,  αλλά  χωρίς  να  ταυτίζονται,  απέδωσαν  σωστά 
το αἰτησώμεθα ως έννοια, γ) όσο για το Παράσχου Κύριε, οι 47 το άφησαν 
αμετάφραστο,  οι  14  το  απέδωσαν  σωστά  και  οι  9  λανθασμένα  (Δέξου  το 
Κύριε,  Άκου  μας  Κύριε,  παρακαλούμε,  ευχαριστούμε  κ.ά.).  Τις  λέξεις 
ἄγγελον,  εἰρήνης,  πιστόν,  οδηγόν,  φύλακα,  τῶν  ψυχῶν,  τῶν  σωμάτων,  που 
χρησιμοποιούνται αυτούσιες στη Νεοελληνική, οι περισσότεροι δεν είχαν 
πρόβλημα εννοιολογικό αλλά συντακτικού συσχετισμού των ουσιαστικών 
με  το  αἰτησώμεθα  (ως  αντικείμενο)  τη  δε  προσωπική  αντωνυμία  ἡμῶν 
απέδωσαν σωστά οι 55. 
 
 

ΧΩΡΙΟ 3ο:ʺΕἰρήνη πᾶσι ‐ Καὶ τῷ πνεύματί σουʺ  


ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

33% 37%
ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

30%

 
Στο  χωρίο  αυτό  τα  ποσοστά  μοιράστηκαν  περίπου  ισομερώς  στις  τρεις 
διαβαθμίσεις  γλωσσικής  κατανόησης.  Είναι  αξιοσημείωτο  ότι  περίπου 
μισοί  τελειόφοιτοι  δεν  έχουν  εμπεδώσει  την  ικανότητα  να  αποδίδουν 
σωστά  τη  δοτική.  Αυτό  συνέβη  και  στη  δοτική  πᾶσι  (οι  38  στους  70  την 
απέδωσαν  λανθασμένα  παντού,  πάντα  κ.ά.)  και  στη  δοτική  τῷ  πνεύματί 
σου (οι 10 δεν τη μετέφρασαν και οι 27 την απέδωσαν λανθασμένα και το 
πνεύμα σου). 
 

60
ΧΩΡΙΟ 4ο:ʺἈντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ 
Θεός, τῇ σῇ Χάριτιʺ 
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

21% 16%

ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

63%

 
Για τα παραπάνω ποσοστά ευθύνονται διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία. 
Και  συγκεκριμένα,  από  τους  70  τελειοφοίτους:  α)  τη  λέξη  ἀντιλαβοῦ 
κανείς δεν την απέδωσε με την αρχαία της σημασία βοήθησε αλλά με τη 
νεοελληνική  της  κατάλαβε  (οι  περισσότεροι  από  τους  51  τη  μετέφρασαν 
λανθασμένα, ενώ οι 19 την άφησαν αμετάφραστη), β) στα σῶσον, ἐλέησον 
και  διαφύλαξον  δόθηκαν  σωστές  αποδώσεις  από  τους  52,  55  και  54 
αντιστοίχως,  ενώ  11  είχαν  πρόβλημα  να  κατανοήσουν  ότι  επρόκειτο  για 
προστακτική,  γ)  οι  63  απέδωσαν  σωστά  την  αντωνυμία  ἡμᾶς  (πιθανόν 
γιατί  ο  τύπος  είναι  αρκετά  κοντά  στο  νεοελληνικό  μας),  δ)  οι  21  μόνο 
κατάλαβαν  ότι  ο  τύπος  ὁ  Θεός  στο  συγκεκριμένο  χωρίο  δεν  είναι 
ονομαστική  αλλά  κλητική  και  ε)  ακόμη  λιγότεροι  (18)  τη  δοτική  τῇ  σῇ 
Χάριτι την κατανόησαν ως δοτική του οργάνου/μέσου και την απέδωσαν 
σωστά, ενώ 30 καθόλου και 22 λανθασμένα (τη χάρη σου, η χάρη σου, για 
χάρη  σου,  γιατί  δική  σου  είναι  η  χάρη,  μεγάλη  η  χάρη  του,  τη/η  χαρά  σου 
κ.ά.) 
 
 
 

61
ΧΩΡΙΟ 5ο:ʺΔόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ‐ Καὶ νῦν καὶ 
ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αὶῶνας τῶν αἰώνωνʺ 
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

6% 9%

ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

85%

 
Είναι  το  μοναδικό  από  τα  οκτώ  χωρία  όπου  το  ποσοστό  επαρκούς  
γλωσσικής  κατανόησης  είναι  τόσο  υψηλό.  Αυτό  οφείλεται  στο  ότι  από 
τους  70  τελειοφοίτους:  α)  οι  66  απέδωσαν  σωστά  τη  νοηματική  μονάδα 
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἰῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, ίσως γιατί η φράση Δόξα τῷ Θεῷ 
είναι  εμπεδωμένη  ως  νόημα  στη  συνείδηση  των  Νεοελλήνων,  β)  οι  58 
γνωρίζουν την έννοια του νῦν και του ἀεί και γ) οι 63 αποδίδουν σωστά τη 
νοηματική μονάδα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
 

ΧΩΡΙΟ 6ο:ʺἌξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκονʺ 
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

19%

9% ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

72%

 
Η απρόσωπη απαρεμφατική σύνταξη του χωρίου φαίνεται ότι δυσκόλεψε 
τους 70 τελειοφοίτους, στους οποίους το ποσοστό ανεπαρκούς γλωσσικής 
κατανόησης  ήταν  υψηλό.  Κάτι  τέτοιο  προέκυψε  από  το  γεγονός  ότι  ή 
απέφυγαν  να  μεταφράσουν  ή  απέδωσαν  λανθασμένα:  α)  οι    39  τη 
νοηματική μονάδα ἄξιόν ἐστιν , β) οι 50 τη νοηματική μονάδα ὡς ἀληθῶς, 
γ)  οι  55  το  απαρέμφατο  μακαρίζειν,  ενώ  δ)  στο  σὲ  τὴν  Θεοτόκον  οι  61 

62
παρέλειπαν  να  αποδώσουν  το  σὲ  ή  δεν  μετέφραζαν  καθόλου  τη 
νοηματική μονάδα. 
 

ΧΩΡΙΟ 7ο:ʺΠάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ 
αὐτοῦʺ 
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

23%
ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
54% ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ
23%

 
Υψηλό  το  ποσοστό  ανεπαρκούς  γλωσσικής  κατανόησης  και  στο  χωρίο 
αυτό από τους 70 τελειοφοίτους κι αυτό γιατί: α) οι 39 προτίμησαν να μη 
μεταφράσουν ή απέδωσαν λανθασμένα τη γενική πάντων (πάντα, παντού, 
όλοι  κ.ά.),  β)  στο  ἡμῶν  οι  32  που  το  απέδωσαν  σωστά  είναι  σαφώς 
λιγότεροι από του 63 που απέδωσαν σωστά το ἡμᾶς του 4ου χωρίου, γ) το 
μνησθείη  παρέλειψαν  ή  απέτυχαν  να  αποδώσουν  σωστά  οι  46  ως  έννοια 
και  οι  51  ως  ευχετική  ευκτική,  δ)  στο  Κύριος  ὁ  Θεὸς  αυξήθηκαν  στους  37 
αυτοί  που  το  απέδωσαν  σωστά  ενώ  ε)  στο    ἐν  τῇ  βασιλείᾳ  του  οι  38 
απέφυγαν  ή  μετέφρασαν  λανθασμένα  (και  τη  βασιλεία  του,  απ’  τη 
βασιλεία του, με τη βασιλεία του κ.ά.). 
 
 

ΧΩΡΙΟ 8ο:ʺἜτι προσφέρομέν σοι ... μὴ εἰς κατάκριμαʺ 
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

10%

49% ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ
41%

63
Το 8ο χωρίο ήταν το πιο μακροσκελές χωρίο από τα οκτώ και παρατηρούμε 
ότι κατέχει το χαμηλότερο ποσοστό επαρκούς γλωσσικής κατανόησης απ’ 
όλα.  Αυτό  δείχνει  ότι  πολύ  λίγοι  τελειόφοιτοι  έχουν  αποκτήσει  την 
ικανότητα να κατανοούν και να αποδίδουν στη Νεοελληνική ένα συνεχές 
κείμενο  κάποιων  σειρών.  Να  σημειώσουμε  επίσης  ότι  από  τους  70  οι  15 
δεν επιχείρησαν καθόλου να το μεταφράσουν.  
 
 

ΧΩΡΙΟ 8ο:ʺἜτι προσφέρομέν σοι ... μὴ εἰς κατάκριμαʺ
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

40%
ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤΡΙΑ
53% ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

7%

 
Καθώς στο χωρίο αυτό γίνεται από τον ιερέα η ευχή της μετουσίωσης του 
άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα του Χριστού, θεωρήσαμε σκόπιμο 
να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό οι 70 τελειόφοιτοι κατανόησαν το μυστήριο, 
το  οποίο  αποτελεί  και  την  κορύφωση  της  θείας  Λειτουργίας.  Απ’  αυτούς 
μόνον  οι  27  φαίνεται  να  το  κατανοούν  πλήρως,  ενώ  οι  30  καθόλου. 
Αξίζουν  να  σημειωθούν  και  οι  παρερμηνείες  που  εντοπίσαμε  στα 
ερωτηματολόγια:  διάβασε  αυτό  το  ψωμί  που  συμβολίζει  το  σώμα  του 
Χριστού,  κάνε  το  ψωμί  αυτό  το  τίμιο  το  οποίο  συμβολίζει  το  σώμα  του 
Χριστού,  φτιάξε  ψωμί  τίμιο  από  το  σώμα  του  Χριστού,  θα  τιμήσω  αυτό  το 
ψωμί ως άξιο του σώματός σου κ.ά. Περισσότερο εμπλουτισμένα δείγματα 
μη ορθών αποδώσεων βλ. στις σελ. 101‐3 της εργασίας μας. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

64
3.3.3.     Συσχέτιση του βαθμού κατανόησης 
 με τους παράγοντες που την επηρεάζουν 
 

ΕΠΑΡΚΗΣ
ΒΑΘΜ ΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΑΝΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΤ ΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

60,0 57,1
53,3

50,0
41,7
40,0
40,0
33,3
ΠΟΣΟΣΤΟ
ΒΑΘΜΟΥ 30,0
25,0
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
21,4 21,4
20,0

10,0 6,7

0,0
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

 
Το  γράφημα  αυτό  αποτυπώνει  το  αν  και  κατά  πόσο  η  Κατεύθυνση 
που  ακολούθησε  το  άτομο  επηρέασε  το  βαθμό  γλωσσικής  κατανόησης 
του  κειμένου  της  θείας  Λειτουργίας.  Φαίνεται  ότι  τα  άτομα  της 
Τεχνολογικής  Κατεύθυνσης  έχουν  πολύ  χαμηλότερο  βαθμό  επαρκούς 
κατανόησης  (6,7%)  από  τα  άτομα  της  Θετικής  (25%)  και  της  Θεωρητικής 
(21,4) και πολύ υψηλότερο βαθμό ανεπαρκούς κατανόησης (53,3%) από τα 
άτομα της Θετικής (33,3%) και της Θεωρητικής (21,4%). Αυτό ως ένα μόνο 
σημείο  εξηγείται  από  το  ότι  διδάσκονται  λιγότερο  την  Αρχαία  Ελληνική 
από  τα  άτομα  της  Θεωρητικής  Κατεύθυνσης,  διότι  και  τα  άτομα  της 
Θετικής διδάσκονται το ίδιο λιγότερο την Αρχαία Ελληνική κι όμως έχουν 
λίγο  υψηλότερο  βαθμό  επαρκούς  κατανόησης  από  τα  άτομα  της 
Θεωρητικής (Θετική 25% > Θεωρητική 21,4%) αλλά σαφέστερα υψηλότερο 
βαθμό  ανεπαρκούς  κατανόησης  (Θετική  33,3%  >  Θεωρητική  21,4%).  Δεν 
είναι  σαφές,  λοιπόν,    αν  η  αυξημένη  σε  ώρες  και  ύλη  διδασκαλία  των 
Αρχαίων Ελληνικών στη Θεωρητική Κατεύθυνση αποτελεί από μόνη της 
παράγοντα  για  την  καλύτερη  γλωσσική  κατανόηση  του  κειμένου  της 
θείας Λειτουργίας. 
 
 

65
 

ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΕΠΙ∆ΟΣΗ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ

90,0 83,3
80,0
ΠΟΣΟΣΤΟ ΒΑΘΜΟΥ

70,0
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

ΕΠΑΡΚΗΣ
60,0 55,8
ΜΕΤΡΙΑ
50,0 ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ
38,138,1 37,2
40,0
30,0 23,8
20,0 16,7

10,0 7,0
0,0
0,0
ΠΑΝΩ ΑΠΌ 18 ΑΠΌ 14 ΜΕΧΡΙ 17 ΚΑΤΩ ΑΠΌ 13

ΒΑΘΜΟΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ

 
Το  γράφημα  αυτό  αποτυπώνει  το  αν  και  κατά  πόσο  έχει  σχέση  η 
γλωσσική κατανόηση του κειμένου της θείας Λειτουργίας με την επίδοση 
των  ατόμων  στο  μάθημα  των  Αρχαίων  Ελληνικών.  Εδώ  η  σχέση  είναι 
σαφής: άτομα με βαθμό στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών πάνω από 
18 και ανεξαρτήτως Κατεύθυνσης παρουσιάζουν υψηλό βαθμό επαρκούς 
και  μέτριας  κατανόησης  (το  38,1%  υψηλό  και  το  38,1%  μέτριο)  και 
χαμηλότερο  βαθμό  ανεπαρκούς  (το  23,8%).  Αντίθετα,  όσο  η  επίδοση  στο 
μάθημα  των  Αρχαίων  Ελληνικών  πέφτει,  τόσο  και  χαμηλώνει  και  ο 
βαθμός  επαρκούς  κατανόησης,  έως  και  μηδενίζεται  (το  7%  →το 0%),  ενώ 
γίνεται  ολοένα  και  υψηλότερος  ο  βαθμός  ανεπαρκούς  κατανόησης  (το 
37,2 → το 83,3%). Η άλλη παρατήρηση, βεβαίως, που αξίζει να σημειωθεί 
είναι  ακόμη  και  από  τους  άριστους  μαθητές  στο  μάθημα  των  Αρχαίων 
Ελληνικών, το ποσοστό των οποίων ήταν το 30% όλων των ερωτηθέντων, 
μόνον  το  38,1%  μπορούν  να  κατανοήσουν  επαρκώς  το  κείμενο  της  θείας 
Λειτουργίας.  Αυτό,  σε  συνδυασμό  με  τα  αντίστοιχα  ποσοστά  των  μη 
αρίστων,  είναι  ένα  στοιχείο  που  τροφοδοτεί    δύο  προβληματισμούς:  α) 
θεολογικό, για το πόσο πολλοί νέοι (περίπου 5 στους 6) έχουν πρόβλημα 
γλωσσικής  κατανόησης  της  θείας  Λειτουργίας  και  β)  εκπαιδευτικό,  για 
την  αποτελεσματικότητα  της  διδασκαλίας  των  Αρχαίων  Ελληνικών  στη 
Μέση  Εκπαίδευση,  που  συναρτάται  αυτονόητα  με  το  τι  και  το  πώς  (ίσως 
και από ποιους) αυτά διδάσκονται. Με αυτούς τους προβληματισμούς θα 
ασχοληθούμε στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας. 

66
 

ΕΠΑΡΚΗΣ
ΜΕΤ ΡΙΑ
ΒΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

70,0

60,6
60,0

50,0
50,0 48,4

ΠΟΣΟΣΤΟ 40,0 35,5


ΒΑΘΜΟΥ 33,3
30,3
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ 30,0

20,0 16,7 16,1

9,1
10,0

0,0
ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ - ΣΠΑΝΙΑ ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΑ-
ΣΥΧΝΑ ΚΑΘΟΛΟΥ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ

 
 
Το γράφημα αυτό αποτυπώνει το αν και κατά πόσο η συχνότητα με 
την  οποία  εκκλησιάζονται  τα  άτομα  σχετίζεται  με  το  βαθμό  γλωσσικής 
κατανόησης  του  κειμένου  της  θείας  Λειτουργίας.  Η  σχέση  είναι 
σαφέστατη  και  θετική.  Από  τα  άτομα  που  εκκλησιάζονται  από  Κάθε 
Κυριακή έως Συχνά το 50% κατανοεί επαρκώς το κείμενο, μέτρια το 33,3% 
και  ανεπαρκώς  το  16,7%.  Τα  ποσοστά  αντιστρέφονται  όταν  ο 
εκκλησιασμός γίνεται από σπάνιος έως και καθόλου: φτάνουν στο σημείο 
να  έχουν  ανεπαρκή  κατανόηση  όσοι  περίπου  από  τους  συχνά 
εκκλησιαζομένους  είχαν  επαρκή  και  επαρκή  όσοι  από  εκείνους  είχαν 
ανεπαρκή. Αυτό μπορεί, καταρχάς, να σημαίνει ότι η συχνή επαφή με το 
κείμενο συντελεί στην καλύτερη κατανόησή του, πρέπει όμως να ληφθεί 
υπόψιν  και  ότι  λογικά  πολλά  από  αυτά  τα  άτομα  ίσως  βοηθιούνται  και 
από  άλλους  παράγοντες,  όπως  η  εν  Κυρίω  παιδεία  που  έλαβαν  από  την 
οικογένειά τους, η φοίτηση σε κατηχητικά, το διάβασμα σχετικών βιβλίων 
κ.ά.   
Σημαντικό  επίσης  είναι  να  σημειωθεί  και  το  ότι  από  τα  άτομα  που 
εκκλησιάζονται  από  Κάθε  Κυριακή  έως  Συχνά  τα  μισά  κατανοούν  από 
μέτρια  έως  καθόλου  τα  όσα  λέγονται  στη  θεία  Λειτουργία  κι  όμως 
πηγαίνουν.  Γιατί  όμως,  τη  στιγμή  που  δεν  μπορούν  να  αποδώσουν  στη 
γλώσσα  τους  ένα  κείμενο  που  παίζει  κυρίαρχο  ρόλο  στη  λατρευτική 

67
πράξη του εκκλησιασμού; Και κατά πόσο αυτή η μη κατανόησή του θα τα 
επηρεάσει στο να συνεχίσουν να εκκλησιάζονται και ζουν γενικότερα τη 
λατρευτική  και  μυστηριακή  ζωή  της  Εκκλησίας;  Αυτά  και  άλλα 
ερωτήματα ξεκινούν από τα στοιχεία αυτά της έρευνας αλλά χρειάζονται 
από εκεί και πέρα περαιτέρω διερεύνηση. 
Μια  άλλη  διάσταση  παίρνει  το  ζήτημα,  αν  σκεφτούμε  αντίστροφα: 
να  διερωτηθούμε  μήπως  η  γλωσσική  κατανόηση  ή  μη  του  κειμένου  της 
θείας  Λειτουργίας  είναι  εκείνη  που  ,  ανάμεσα  σε  άλλα,  επηρεάζει  τη 
συχνότητα  του  εκκλησιασμού.  Μήπως,  δηλαδή,  οι  νέοι  δεν 
εκκλησιάζονται  και  για  το  λόγο  ότι  αδυνατούν  να  καταλάβουν  τα 
λεγόμενα στη θεία Λειτουργία; Ένα είναι βέβαιο: όποια φορά κι αν έχει η 
σχέση γλωσσικής κατανόησης και εκκλησιασμού των νέων, η σχέση αυτή 
είναι υπαρκτή, όπως έχει αποδειχθεί από την έρευνά μας. 
 

ΒΑΘΜ ΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΦΥΛΟ ΕΠΑΡΚΗΣ


ΜΕΤ ΡΙΑ
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ

60,0
52,8

50,0

41,2 41,2

40,0
33,3
ΠΟΣΟΣΤΟ
ΒΑΘΜΟΥ 30,0
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
17,6
20,0
13,9

10,0

0,0
ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΓΟΡΙ

ΦΥΛΟ

Το  γράφημα  αυτό  δείχνει  το  αν  και  κατά  πόσο  έχει  σχέση  το  φύλο 
των ατόμων με το βαθμό γλωσσικής κατανόησης του κειμένου της θείας 
Λειτουργίας.  Δεν  φαίνεται  να  υπάρχει  τέτοιου  είδους  σχέση,  αφού  τα 
ποσοστά  επαρκούς,  μέτριας  και  ανεπαρκούς  κατανόησης  δεν 
παρουσιάζουν  αξιοσημείωτες  αποκλίσεις  μεταξύ  τους.  Το  μείζον  και 
υπαρκτό  ζήτημα  για  μεν  την  Εκκλησία  είναι  το  μεγάλο  ποσοστό  των 
νέων, είτε κοριτσιών είτε αγοριών, που αντικειμενικά παρουσιάζουν από 
μέτριο  έως  σοβαρό  πρόβλημα  γλωσσικής  κατανόησης  της  θείας 
Λειτουργίας και τι χρειάζεται να γίνει γι᾿ αυτό, για δε την Εκπαίδευση την 

68
αποτυχία  της  να  καταστήσει  ικανούς  έναν  ικανοποιητικό  έστω  αριθμό 
νέων  να  κατανοεί  γλωσσικά  ένα  απλό  αρχαίο  κείμενο  μετά  από  έξι 
χρόνια  αδιάλειπτης  διδασκαλίας  της  Αρχαίας  Ελληνικής.  Ζητήματα  που 
θα αναλυθούν περαιτέρω στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

69
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

70
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο  
 
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ 
 ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  
ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
 
Στο  παρόν  κεφάλαιο  θα  διερευνήσουμε  και  θα  παρουσιάσουμε  τον 
προβληματισμό που, εδώ και κάποιες δεκαετίες, κάνει όλο και πιο έντονα 
αισθητή την παρουσία του υπό τη μορφή διαλόγου που διεξάγεται κυρίως 
μέσω  δημοσιευμένων  κειμένων  είτε  σε  περιοδικά  είτε  σε  βιβλία  ή  και  σε 
σχετικά  Συνέδρια.  Ο  προβληματισμός  αυτός  εντάσσεται  στο  γενικότερο 
ζήτημα  της  λεγόμενης  Λειτουργικής  Αναγέννησης 167 ,    και  αφορά 
ειδικότερα  το  ποια  γλωσσική  πρέπει  να  έχουν  σήμερα  τα  λειτουργικά 
κείμενα,  άρα  και  το  κείμενα  της  θείας  Λειτουργίας.  Το  ειδικότερο  αυτό 
ζήτημα  συσχετίζεται,  σαφώς,  με  τη  σημερινή  γλωσσική  κατάσταση  των 
Νεοελλήνων και μάλιστα τη δυνατότητά τους να κατανοήσουν γλωσσικά 
κείμενα  σαν  και  τα  λειτουργικά  της  Εκκλησίας,  γραμμένα  σε  μια 
αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας με όχι λίγες διαφορές από την 
Ελληνική που ομιλείται και γράφεται σήμερα. 
Για  το  ζήτημα  της  γλωσσικής  μορφής  των  λειτουργικών  κειμένων 
έχουν  διατυπωθεί  διάφορες  απόψεις,  των  οποίων  οι  υποστηρικτές  τις 
συνοδεύουν στα κείμενά τους και με τα ανάλογα επιχειρήματα. Έχοντας 
μελετήσει  όσα  περισσότερα  από  τα  κείμενα  αυτά  ήταν  δυνατόν,  θα 
προσπαθήσουμε  να  παρουσιάσουμε  τις  απόψεις  αυτές  και  τα 
επιχειρήματά  τους  με  όσο  μπορούμε  μεγαλύτερη  ακρίβεια  και,  βεβαίως, 
με  τη  δέουσα  αντικειμενικότητα.  Η  προσπάθειά  μας,  δηλαδή,  δεν 
αποσκοπεί παρά στο να συγκεντρωθεί και να παρουσιασθεί οργανωμένα 
ένα  υλικό    το  οποίο  βρίσκεται  διάσπαρτο  σε  βιβλία,  περιοδικά  και 
Πρακτικά Συνεδρίων, ώστε ο καθένας να μπορέσει να λάβει γνώση όλης 
αυτής  της  συζήτησης  –  η  οποία,  σημειωτέον,  διεξάγεται  και  έως  αυτή  τη 
στιγμή  που  γράφεται  το  παρόν  χωρίς  να  έχει  καταλήξει  σε  κάποιο 
γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα. 
Το ζήτημα αυτό της γλωσσικής μορφής των λειτουργικών κειμένων, 
εκτός  από  τα  παραπάνω,  εμείς  θα  το  συσχετίσουμε  ειδικότερα  με  τη 
δυνατότητα των σημερινών αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 
να  κατανοούν  κείμενα  σαν  κι  αυτό  της  θείας  Λειτουργίας,  έτσι  όπως 

167
Ο όρος  σημαίνει  την  εξέλιξη  και  προσαρμογή  της  λειτουργικής  πράξης  στις  νέες 
συνθήκες ζωής του σύγχρονου ανθρώπου.

71
αποτυπώθηκε  στην  έρευνά  μας  (βλ.  κεφ.  3ο).  Κάτι  τέτοιο,  θεωρούμε, 
αρμόζει τόσο στο πλαίσιο  της παρούσας εργασίας όσο και στην ιδιότητά 
μας. Αντιθέτως, δεν αρμόζει να καταλήξουμε εμείς σε συμπεράσματα για 
τη μορφή που πρέπει να έχουν ή να λάβουν τα κείμενα της Λατρείας μας. 
Όπως επίσης προσήκοντες προβληματισμοί, κατά τη γνώμη μας, είναι και 
αυτοί  περί  της  αποτελεσματικότητας  της  διδασκαλίας  της  Αρχαίας 
Ελληνικής  στη  Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση,  χρήσιμοι  για  να  βελτιωθεί  η 
διδακτική  μεθοδολογία,  ώστε  να  μεγιστοποιηθεί  και  το  αποτέλεσμά  της, 
που  είναι  η  καλύτερη  εκμάθηση  της  Αρχαίας  Ελληνικής.  Κάτι  τέτοιο 
σίγουρα υπηρετεί υψηλούς παιδευτικούς στόχους, αφού συντελεί ώστε οι 
Νεοέλληνες να έρθουν σε επαφή με τα πρωτότυπα κείμενα της Αρχαίας 
Ελληνικής  Γραμματείας,  μέρος  της  οποίας  είναι  και  η  Χριστιανική,  κι 
ακόμη  πιο  ειδικά,  η  Λειτουργική,  και  να  αξιοποιήσουν  το  περιεχόμενό 
τους στο σήμερα. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

72
4.1.   Η «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» 
 
Είναι  εμφανές  ‐    και  μόνον  εάν  μελετήσει  κανείς  τα  δημοσιευμένα 
Πρακτικά  Συνεδρίων  και  σχετικά  βιβλία  ή  άρθρα    σε  περιοδικά  –  ότι  ο 
λόγος  για  ανανέωση  ή  μη  του  εκκλησιαστικού  βίου  και  ειδικότερα  στο 
χώρο  της  Λατρείας  έχει  φτάσει  τα  τελευταία  χρόνια  στο  αποκορύφωμά 
του. Από τη μελέτη τέτοιων ,ενδεικτικών, κειμένων προέκυψαν και τα όσα 
υπό μορφήν συμπερασμάτων θα καταγράψουμε εδώ και που απηχούν τις 
διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις για το θέμα. 
«Το  μήνυμα  της  Εκκλησίας  μας»,  σημειώνει  η  Δ.  Κούκουρα, 
«παραμένει  πάντοτε  αναλλοίωτο»  και  «υπαγορεύει  αναλλοίωτες  αξίες  … 
που  πρέπει  να  διέπουν  τη  λειτουργία  μιας  μικρής  ή  και  της  παγκόσμιας 
κοινότητας».  Όλα  τα  άλλα,  όμως,  που  συντελούν  στη  μετάδοση, 
πρόσληψη  και  αποδοχή  αυτού  του  μηνύματος  «μεταβάλλονται  μέσα  στο 
χρόνο  και  οφείλουν  να  προσαρμόζονται  στα  μέτρα  της  κάθε  εποχής» 168 . 
Ειδικά στο χώρο της Λατρείας, η ιστορία της Εκκλησίας δείχνει, κατά τον 
Ευ.  Θεοδώρου,  ότι  αυτή  «εξελίσσεται  διαρκώς,  προσλαμβάνουσα  νέα 
στοιχεία» 169 .  Σύμφωνος  προς  αυτό  και  ο  Ι.  Φουντούλης  λέγοντας  ότι  «η 
Ορθόδοξος  Εκκλησία  ζούσε  από  αιώνων  την  αγωνία  της  ανανεώσεως  της 
λατρείας  της»  και  «το  αντιμετωπίζει  ως  διαρκές  αίτημα» 170 .  Διαμετρικά 
αντίθετος  με  τα  παραπάνω  ο  πρωτοπρ.  Θ.  Ζήσης  θεωρεί  πως  οι 
λειτουργιολόγοι  άγιοι  Πατέρες  «δεν  ανανεώνουν,  ούτε  προσθέτουν,  ούτε 
αφαιρούν,  ούτε  μεταβάλλουν  …  τα  στοιχεία  της  Θείας  Λατρείας»· 
αντίθετα,  «τα  θεωρούν  όλα  σταθερά  και  αμετάβλητα»  καταλήγοντας  ότι 
«η  διά  των  αιώνων  στάση  της  Ἐκκλησίας  απέναντι  της  Θείας  Λατρείας» 
έιναι  «η  ερμηνευτική,  η  μυσταγωγική,  και  όχι  η  ανανεωτική  και 
εκσυγχρονιστική» 171 .  Ο  δε  πρωτοπρ.  Γ.  Μεταλληνός  κάνοντας  διάκριση 
ανάμεσα  στο  σκοπό  της  Λατρείας  που  είναι  ένας  και  σταθερός,  δηλ.    «ο 
αγιασμός  των  πιστών»,  και  στα  αγιαστικά  μέσα,  καταλήγει  ότι  «Στην 
χρήση  των  μέσων  οι  άγιοι  Πατέρες  αποδεικνύονται  πάντα  αληθινά 
ρηξικέλευθοι.  Ακολουθούν  όμως  πάντα  ένα  βασικό  κανόνα  …  Κάθε  μορφή 

168
Δ.Α.Κούκουρα, Οι παράγοντες επικοινωνίας και η Ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύγχρονο
κόσμο, περ. Σύναξη, 1998, τ. 66, σ. 11.
169
Ευ.Χ.Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής (τέυχος Α΄), Αθήνα6 1993, σ.337. Βλ. και του ιδίου,
Παράδοσις και Ανανέωσις στην Λειτουργική Ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Πρακτικά Β΄ Πανελλ.
Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων (22-25 Οκτ. Βόλος), ΑΔΕΕ, Αθήνα 2003,
σσ. 41-8.
170
Ι.Μ.Φουντούλη, Η Λειτουργική Ανανέωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Δυνατότητες και εμπόδια, περ.
Κληρονομία, τόμ. 21, Ιούν. – Δεκ. 1989, σσ. 326-9. Παρατίθενται πολλά ιστορικά δεδομένα, όπως η
διαμόρφωση της ακολουθίας του Ευχελαίου από τον πατριάρχη Κων/πόλεως Αρσένιο τον
Αυτωρειανό, οι σειρές ευχών και ακολουθιών που γράφτηκαν από τους πατριάρχες Νείλο και Φιλόθεο
και από τους επισκόπους Θεσ/νίκης Γρηγόριο Παλαμά και Συμεών, η ανανεωτική προσπάθεια στη
λατρευτική μας παράδοση που έκαναν οι Κολλυβάδες κ.ά.
171
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν τα Λειτουργικά κείμενα; Νεοβαρλααμισμός ή
«Λειτουργική Αναγέννηση», Θεσ/νίκη 2003, σ. 124.

73
λατρείας  ήταν  ομοούσιο  γέννημα  της  λατρευτικής  παραδόσεως  της 
Εκκλησίας, ώστε να μη διασπάται η συνέχεια της ζωής της» 172 . 
Από τα παραπάνω πολύ ενδεικτικά παραθέματα γίνεται κατανοητό 
ότι  ο  ιερατικός  και  θεολογικός  κόσμος,  τουλάχιστον,  είναι  χωρισμένος 
κατά  βάση  στους  υπέρμαχους  και  στους  πολέμιους  της  ανανέωσης  της 
λατρείας,  χωρίς  να  λείπουν  και  οι  ενδιάμεσες  φωνές.  Το  1999,  μάλιστα, 
από  τον  μακαριστό  αρχιεπίσκοπο  Αθηνών  και  πάσης  Ελλάδος 
Χριστόδουλο  ιδρύθηκε  η  “Ειδική  Συνοδική  Επιτροπή  Λειτουργικής 
Αναγεννήσεως”,  στην  οποία  σχεδιάστηκε  η  πορεία  της  λειτουργικής 
μεταρρύθμισης,  μέσα  από  προτάσεις  για  καινοτομίες  στη  Λατρεία,  οι 
οποίες κινήθηκαν σε τρία επίπεδα: α) αλλαγή του Τυπικού, β) αλλαγή στη 
δομή των ακολουθιών και γ) αλλαγή στη λειτουργική γλώσσα. Κατά τον 
πρωτοπρ.  Θ.  Ζήση  (και  πολλούς  άλλους,  κληρικούς  και  λαϊκούς),  η  κατ’ 
αυτόν  τον  τρόπο  θεσμοθετημένη  Λειτουργική  Αναγέννηση  «αναβιώνει, 
επαναφέρει τον Βαρλαάμ του 14ου αιώνος στις δύο βασικές ουμανιστικές του 
κατευθύνσεις:  α)  στην  μεγάλη  σημασία  που  δίνει  στην  γνώση,  στην 
επιστήμη,  στην  κατανόηση  ως  οδό  τελειώσεως  και  β)  στην  κατάργηση  της 
κακοπάθειας, της ασκήσεως του σώματος κατά τη διάρκεια της προσευχής 
και  στην  επιδίωξη  της  άνεσης,  της  ξεκούρασης» 173 .  Ο  δε  πρωτοπρ.  Γ. 
Μεταλληνός  δέχεται  ότι  η  ενλόγω  Συνοδική  Επιτροπή  «έχει  λόγο 
υπάρξεως,  αν  εγγυάται  την  υπεύθυνη  και  με  καθαρά  εκκλησιαστικά, 
δηλαδή αγιοπατερικά, κριτήρια αντιμετώπιση του αιτήματος για ανανέωση 
στη  λατρεία» 174 .  Κάνει  δεκτή  την  ανανέωση  αλλά  ως  «αναζήτηση  του 
αληθινού νοήματος της παραδόσεως» 175  αρνούμενος το δίλημμα παράδοση 
ή  ανανέωση,  προειδοποιεί,  όμως,  ότι  «κάθε  ‘ανανεωτική’  κίνηση  … 
εγκλείει  κινδύνους,  αν  απουσιάζει  η  δέουσα  προετοιμασία  (λειτουργική 
αγωγή)  του  πληρώματος»  και  ομιλεί  για  την  ανάγκη  της  εσωτερικής 
ανανέωσης ποιμένων και ποιμενομένων 176 . 
Συχνότατα, κυρίως στα ενάντια κείμενα, γίνεται σύνδεση μεταξύ της 
Λειτουργικής Αναγέννησης και της Β’ Συνόδου του Βατικανού, η οποία έχει 
δρομολογήσει  και  επιβάλει  σε  μεγάλη  έκταση  στη  Δύση  λειτουργική 
ανανέωση  με  σκοπό  την  επιστροφή  του  κόσμου,  και  μάλιστα  της 
νεολαίας,  στην  Εκκλησία.  Μια  τέτοιου  είδους  λειτουργική  ανανέωση, 
κατά  τον  Ι.  Φουντούλη  (και  άλλους),  δεν  μπορεί  (κατ’  άλλους  και  δεν 
πρέπει) να γίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει το συγκεντρωτικό 
τρόπο  διοίκησης  που  έχει  η  Ρωμαιοκαθολική  Εκκλησία.  Γι’  αυτό  και  η 
λειτουργική  ανανέωση  τίθεται,  απ’  όσους  τίθεται,  ως  «θέμα  βάσεως  και 

172
πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, Παράδοση και Ανανέωση στη Θεία Λατρεία, περ. Θεοδρομία, τ. 1-3, Ιαν
– Σεπ. 2003, σ. 443.
173
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, ό.π., σσ. 153-161.
174
πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, ό.π., σ. 434.
175
πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, ό.π., σ. 439.
176
πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, ό.π., σ. 440-2.

74
όχι  κορυφής» 177   στην  οποία  θα  παίξουν  καθοριστικό  ρόλο  οι  υπεύθυνοι 
φορείς  του  έργου  της  μυσταγωγικής  κατήχησης    και  της  πνευματικής 
καθοδήγησης  των  χριστιανών  και  η  οποία  θα  τελεστεί  στο  πλαίσιο  της 
λειτουργίας της κάθε επιμέρους τοπικής Εκκλησίας 178 . 
Τέλος,  ο  Ευ.  Θεοδώρου  μιλώντας  για  την  ανανεωτική  πορεία  της 
Ορθόδοξης  Λατρείας 179   θεωρεί  ότι  αυτή  πραγματοποιείται  με  τη 
διαμόρφωση  των  ρεαλιστικών  αισθητών  στοιχείων  της  και  των 
δευτερογενών  μορφολογικών  στοιχείων  που  «είναι  δυνατόν  κατά  τόπους, 
χρόνους  και  πολιτισμικό  περιβάλλον  να  μεταβάλλονται  και  να 
ανανεώνονται  από  την  Μητέρα  Εκκλησία  προς  αντιμετώπισι  πνευματικών 
αναγκών  των  τέκνων  της  …»,  ενώ  κάνει  λόγο  και  για  πρωτογενή  και 
διαχρονικά  σταθερά  λατρευτικά  δομικά  στοιχεία  «που  είναι  οι 
αμετακίνητοι  και  αρραγείς  φέροντες  στύλοι  και  άξονες,  που  στηρίζουν  το 
πνευματικώς αντισεισμικό οικοδόμημα της Λατρείας». 
 
 
4.2.  ΑΠΟΨΕΙΣ,  ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ  ΚΑΙ  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΗ  ΓΛΩΣΣΑ    
ΤΩΝ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ  ΚΕΙΜΕΝΩΝ  ΣΤΗ  ΛΑΤΡΕΙΑ  ΤΟΥ  21ΟΥ 
ΑΙΩΝΑ 
 
Μέσα  στο  παραπάνω  γενικότερο  πλαίσιο  της  συζήτησης  για  την 
παράδοση  και  την  ανανέωση  της  λειτουργικής  ζωής  της  Ορθόδοξης,  και 
δη  Ελληνόφωνης,  Εκκλησίας  τίθεται  ως  ειδικότερο  θέμα  και  το  ζήτημα 
της  γλωσσικής  μορφής  των  λειτουργικών  κειμένων.  Τις  απόψεις  που 
διατυπώνονται,  για  την  καλύτερη  παρουσίαση  αυτών  και  των 
επιχειρημάτων τους, θα τις διαχωρίσουμε σε τρεις: 
α) Τα λειτουργικά κείμενα πρέπει να μεταφραστούν – ή κατ’ άλλους 
να μεταγλωττιστούν – στη Νέα Ελληνική 
β)  Τα  λειτουργικά  κείμενα  πρέπει  να  αντικατασταθούν  από  νέα, 
γραμμένα στη Νέα Ελληνική 
γ)  Τα  λειτουργικά  κείμενα  πρέπει  να  παραμείνουν  στη  γλωσσική 
μορφή στην οποία γράφτηκαν από την αρχή, δηλ. στην Αρχαία Ελληνική. 
Από  τα  δημοσιεύματα  που  χρησιμοποιήσαμε  για  το  θέμα  του 
κεφαλαίου  αυτού,  αφού  πρώτα  διακρίναμε  την  άπόψη  του  κάθε 
συγγραφέα,  εν  συνεχεία  εντοπίσαμε  τα  επιχειρήματά  τους,  τα  οποία  και 
οργανώσαμε,  ταξινομήσαμε,  συστηματοποιήσαμε,  ομαδοποιήσαμε  και, 
τέλος, καταγράψαμε τις προτάσεις τους, όπου αυτό συνέβαινε. 
 
 

177
Ι.Μ.Φουντούλη, Η Λειτουργική Ανανέωση…., σσ. 331-2.
178
Ι.Μ.Φουντούλη, Η Λειτουργική Ανανέωση…., σσ. 333-4.
179
Ευ.Δ.Θεοδώρου, Παράδοσις και …, σσ. 41-8.

75
4.2.1. Η άποψη υπέρ της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων στη 
Νεοελληνική (επιχειρήματα – προϋποθέσεις – προτάσεις) 
 
Σχετικά με την άποψη ότι πρέπει να μεταφραστούν στη Νεοελληνική 
τα κείμενα της Λατρείας διακρίναμε ότι οι υποστηρικτές της αναφέρονται 
κυρίως  στα  πεζά  κείμενα  και  το  αποσαφηνίζουν,  αν  και  όχι  όλοι.  Τα 
επιχειρήματα  ξεκινούν  από  μία  βάση  άλλοτε  αξιωματικού  και  άλλοτε 
δεοντολογικού χαρακτήρα, τα οποία προσπαθήσαμε να ομαδοποιήσουμε. 
Άλλη  ομάδα  επιχειρημάτων  αποτελούν  τα  αρνητικά  αποτελέσματα  της 
μη κατανόησης του αρχαιοελληνικού ιδιώματος στο οποίο είναι γραμμένα 
τα  λειτουργικά  κείμενα  και  μία  άλλη  τα  θετικά  αποτελέσματα  της 
κατανόησής  τους,  η  οποία  θα  προκύψει  από  τη  μετάφρασή  τους  στη 
Νεοελληνική.  Τέλος,  καταγράφονται  και  οι  προϋποθέσεις  που  θέτουν  οι 
συγγραφείς  για  επιτυχή  μετάφραση  όπως  και  οι  προτάσεις  τους  για  το 
εγχείρημα αυτό. 
 
4.2.1.1.  Επιχειρήματα (αξιωματικού – δεοντολογικού περιεχομένου) 
 
Επιχείρημα 1ο  
Το  επιχείρημα  αυτό 180   βασίζεται  στην  αξιωματική  αρχή  ότι  βασικός 
στόχος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας είναι η μετάδοση των νοημάτων 
της.  Έτσι,  ως  λειτουργική  τέχνη  η  εκκλησιαστική  υμνογραφία 
«προετοιμάζει, μυσταγωγικά και αναγωγικά, την ψυχή του πιστού να λάβει 
μέρος στα  φρικτά μυστήρια της ορθοδόξου λατρείας» 181 . Επιπλέον, ενώ «η 
ορθόδοξος υμνωδία από του ογδόου αιώνος, … χρησιμοποιείται … ίνα διδάξη 
και εμπεδώση εις την ψυχήν των Ορθοδόξων τας δογματικάς αλήθειας της 
πίστεως», σήμερα έχουμε «αισθητήν μείωσιν της επιδράσεώς της επί τε της 
εκκλησιαστικής  μας  ζωής  και  της  θρησκευτικής  αγωγής  των  νέων  μας» 182 . 
Συνεπώς,  πρέπει  να  επιδιωχθεί  η  απλούστευση  της  γλώσσας  της 
Λατρείας,  «προσπάθεια  που  επιβάλλεται  να  γίνη  το  συντομότερον 
δυνατόν» 183 .  Στη  δε  Δ’  Πανορθόδοξο  Διάσκεψη  του  Βελιγραδίου  οι 
Παλαιοκαθολικοί συμφώνησαν με του Ορθοδόξους «κατά της χρήσεως εν 
τη  θεία  λατρεία  γλώσσης  αγνώστου  και  ακαταλήπτου  τοις  πιστοίς» 184 .  Με 
την  ευκολονόητη,  λοιπόν,  γλώσσα  της  Λατρείας  (καθώς,  βέβαια,  και  με 
την κατανοητή απ’ όλους απλή διδαχή) το παύλειο «πάντα πρὸς οἰκοδομὴν 

180
Π.Α.Σινοπούλου, Η αντιμεταφραστική παράδοση των εκκλησιαστικών ύμνων, Ανάτυπο από τα
Πρακτικά Συνεδρίου με θέμα « Πρωτότυπο και Μετάφραση», Αθήνα 1980, σσ. 236-7.
181
Π.Β.Πάσχου, Θυσία αινέσεως, Αθήνα 1978, σ.37.
182
Α.Ι.Φυτράκη, Η μορφωτική και παιδαγωγική αξία της εκκλησιαστικής μας υμνολογίας, Αθήνα 1970
(ανάτυπο), σ. 11 και 16. Πρβλ. και Α.Μ.Βοσκού, Λειτουργική Μεταρρύθμισις, περ. Απόστολος
Βαρνάβας, ΛΑ΄ (1970), σσ. 244-251.
183
Α.Μ.Βοσκού, ό.π., σ. 245.
184
Ι.Καρμίρη, Η Δ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις του Βελιγραδίου, περ. Εκκλησία, τ. 19-21 (1966), σ. 623.

76
γενέσθω» 185   εφαρμόζεται  στην  πράξη  σήμερα  που  πολλοί  από  τους 
εκκλησιαζομένους «είναι ακόμη προσκολλημένοι στη γη και έχουν ανάγκη 
να  κατανοούν  την  από  τους  Πατέρες  της  Εκκλησίας  εξαιρομένη  διδακτική, 
παιδαγωγική  και  μορφωτική  υφή  των  λατρευτικών  μορφών  και  να 
ανεβαίνουν  τα  πρώτα  σκαλοπάτια  της  κλίμακος  της  εν  Χριστώ  μυστικής 
ζωής.  Αυτοί  πρέπει  να  στηρίζονται  διά  της  Λατρείας,  της  οποίας  ένας  από 
τους  έστω  δευτερογενείς,  αλλά  πρακτικούς  κυρίους  σκοπούς,  είναι  και  η 
ατομική εκάστου ‘οἰκοδομὴ’» 186 . 
 
Επιχείρημα 2ο  
Το δεύτερο επιχείρημα ξεκινά από την αξιωματική αρχή ότι «σημασία 
έχουν οι έννοιες και όχι οι φωνές, τα πράγματα και όχι οι συλλαβές», όπως 
τη  διατύπωσε  ο  πρεσβ.  Α.  Πινακούλας,  ο  οποίος  και  θεωρεί  ότι  αποτελεί 
παράδοση  της  Εκκλησίας  προ  του  αγ.  Γρηγορίου  Παλαμά,  ο  οποίος  και 
την  εκφράζει  αναφερόμενος  από  τον  άγ.  Μάξιμο  τον  Ομολογητή 187 .  Τα 
νοήματα  είναι,  λοιπόν,  που  δίνουν  ζωή  και  πνεύμα  στα  ιερά  λόγια  της 
Λατρείας,  ανεξάρτητα  από  τη  γλώσσα  στην  οποία  είναι  γραμμένα  ή 
μεταφρασμένα.  Άλλωστε,  τα  λόγια  του  Χριστού,  που  είναι  «πνεῦμα  καὶ 
ζωὴ» 188 ,  είναι  ήδη  μεταφρασμένα  από  τα  αραμαϊκά  στα  αρχαία   
ελληνικά 189 .  Η  ιερότητα,  λοιπόν,  αφορά    το  περιεχόμενο  των  λόγων  και 
όχι  τη  γλώσσα  στην  οποία  αυτά  είναι  γραμμένα.  Γλώσσες  ιερές  δεν 
υπάρχουν 190 . «Ιερή είναι κατά βάση η προσευχή του ανθρώπου και εξ αιτίας 
αυτού γίνεται ιερή και η όποια γλώσσα χρησιμοποιεί για να προσευχηθή» 191 . 
Αγιάζεται  κάθε  γλώσσα,  άρα  και  η  ζωντανή  γλώσσα  ενός  λαού,  όταν 
χρησιμοποιείται  για  να  αρθρώσει  το  λατρευτικό  λόγο 192 .  Γι’  αυτό  και  η 
Εκκλησία  στο  παρελθόν  έκρινε  αυτονόητο  να  χρησιμοποιήσει  την 
ομιλουμένη  της  εποχής  της 193 ,  αλλά  και  στο  παρόν  επιτρέπει  (εκδίδονται 

185
Α΄ Κορ. 14.26.
186
Ευ.Δ.Θεοδώρου, Παράδοσις και …, ό.π., σσ. 51-2.
187
πρεσβ. Α.Γ.Πινακούλα, Εκκλησιαστική γλώσσα και ιδεολογία, περ. Σύναξη, τ. 66, 91998), σ. 53.
Παρόμοια άποψη εκφράζεται και στο Ευ.Δ.Θεοδώρου, Μαθήματα…, σ. 358: «η παράδοσις …[της
λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας δύναται ασφαλώς] να δικαιώση … την βαθμιαίαν εισαγωγήν εις την
λατρείαν του συγχρόνου τρόπου του εκφράζεσθαι».
188
Κατά Ιωάν., 6.63.
189
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και ΄Παράνοια΄, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σ. 153.
190
Στους Ευνομιανούς που υποστήριζαν πως η εβραϊκή είναι ιερή γλώσσα ο άγ. Γρηγόριος ο Νύσσης
απαντά με το έργο του Κατὰ Εὐνομίου αρνητικά.
191
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως προσωπείο: περί της αμυντικής λειτουργίας της εκκλησιαστικής
γλώσσας, περ. Σύναξη, τ.66 (1998), σ. 27. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο άγ. Νικόδημος δεν υποστηρίζει
την ιδέα μιας ιερής γλώσσας, αφού ο ίδιος τάσσεται υπέρ της μετάφρασης των ιερών Κανόνων, και
παραθέτει ολόκληρο το επιχείρημα του αγίου (βλ. Πηδάλιον, σ. ια΄)
192
αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Περί της μεταφράσεως της θείας Λειτουργίας, περ. Σύναξη, τ.66 (1998),
σ. 6.
193
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σ. 32, όπου ο συγγραφέας θυμίζει ότι η Εκκλησία δεν
υιοθέτησε στη λατρεία ύμνους του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου σε ομηρικό ιδίωμα. Βεβαίως, εδώ θα
πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως δείξαμε στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας, η γλώσσα των
λατρευτικών κειμένων δεν ταυτιζόταν με την ομιλουμένη της εποχής της.

77
μάλιστα από την Αποστολική Διακονία) την εκπόνηση μεταφράσεων των 
λατρευτικών  κειμένων  σε  άλλες  από  την  ελληνική  γλώσσες  χωρίς  να 
διαμαρτύρεται  κανείς  γ’  αυτό.  Αυτή  η  διαφορετικότητα  της  λατρευτικής 
γλώσσας  από  την  πρωτότυπη  γλώσσα  δεν  εμποδίζει  τον  αγιασμό  των 
ανθρώπων 194 .  Και  αν  κατέστη    δυνατός  ο  αγιασμός  των  ανθρώπων  σε 
οποιαδήποτε  γλώσσα,  ήταν  επειδή  το  πραγματικό  κάλλος  δεν  βρίσκεται 
στη γλώσσα αλλά στη συνάντηση του θελήματος του Θεού με τη βούληση 
του ανθρώπου. 
 
Επιχείρημα 3ο  
Το  επιχείρημα  αυτό  συνοπτικά  διατυπωμένο  έχει  ως  εξής:  «Η 
μετάφραση  την  οποία  εργάστηκε  ο  Θεός  μέσα  από  την  ενανθρώπηση  του 
Λόγου … νομιμοποιεί κάθε άλλη μετάφραση» 195 . Αναλυτικότερα, οι τρόποι 
με τους οποίους δίνεται η Θεία Αποκάλυψη στον άνθρωπο είναι πολλοί 196  
(  σε  τρεις  τους  ενοποιεί  ο    άγιος  Μάξιμος  ο  Ομολογητής 197 ),  κορωνίδα 
όμως  όλων  η  Ενανθρώπηση  του  Λόγου 198 .  Κάθε  τρόπος  Αποκάλυψης 
συνεπάγεται  κάποιου  βαθμού  γνωσιολογική  απώλεια  για  τον  άνθρωπο 
(παχύτητα, κατά τον άγιο Μάξιμο), ακόμη και αν πρόκειται για τη λεκτική 
Αποκάλυψη, έστω και αν εκπέμπεται από το στόμα του Χριστού. Κι αυτό 
λόγω  της  ανικανότητας  της  ανθρώπινης  διάνοιας  να  δεχθεί  όλον  τον 
πλούτο  των  θείων  νοημάτων 199 .  Συνεπώς,  «δεν  υπάρχει  πάνω  στη  γη 
κάποιο θεϊκό πρωτότυπο  της διατύπωσης της αλήθειας» 200 . Η αλήθεια του 
ευαγγελίου, παρά τις απώλειες της κάθε μετάφρασης και κάθε μετάδοσης 
από άνθρωπο σε άνθρωπο, τελικά κερδίζει περισσότερα απ’ όσα χάνει 201 .  
 
Επιχείρημα 4ο  
Το επιχείρημα ξεκινά από μια γλωσσολογική αρχή που διατύπωσε ο 
Gadamer  ,  ότι  «κατανοείς  μια  γλώσσα  ζώντας  μέσα  σε  αυτήν» 202 .  Κανένας 
από  τους  σύγχρονους  Έλληνες  δεν  ζει  μέσα  στην  αρχαιοελληνική 
γλώσσα,  στην  οποία  είναι  γραμμένα  τα  λειτουργικά  κείμενα. 
Αναγκαστικά,  λοιπόν,  ο  πιστός  μεταφράζει  στη  δική  του  γλώσσα,  τη 
γλώσσα μέσα στην οποία ζει, τα λόγια των λειτουργικών κειμένων, για να 

194
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 158-9, όπου ο συγγραφέας αναφέρει και παραδείγματα
ξένων αγίων, οσίων και μαρτύρων. Βλ. και ιδίου, Ο λόγος ως …, σ. 26.
195
G. Galitis, A theology of translation. «Θεολογία και κόσμος σε διάλογο. Τιμητικός τόμος στον
καθηγητή Γ.Ι.Μαντζαρίδη», εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2004, σ.205.
196
Πρβλ. Πρὸς Ἑβρ. 1.1: «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν 
ἐν τοῖς προφήταις».
197
Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, 95, ΕΠΕ 14Δ, 395-7.
198
Πρὸς Ἑβρ. 1.1: «ἐπ’ εσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἰῷ».
199
Σε αυτό συνίσταται και ο όρος αποφατισμός.
200
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σ. 167.
201
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 165-8.
202
Janette Friedrich, Μεταφράζουμε για να κατανοήσουμε ή για να σκεφτούμε;, περ. Σύγχρονα θέματα, τ.
97 (2007), σσ. 61-7.

78
συνομιλήσει με τον Θεό 203 . Η μετάφραση, συνεπώς, είναι θέμα ερμηνείας 
των  νοημάτων  των  λειτουργικών  κειμένων 204   και  μεταφοράς  τους  στη 
γλώσσα  εκείνη  μέσα  στην  οποία  ζει  σήμερα  ο  Νεοέλληνας,  δηλ.  τη 
Νεοελληνική.  
 
Επιχείρημα 5ο  
Στο φρόνημα των Πατέρων ανήκει η λεγόμενη αγαπητική οφειλή: ό,τι 
βρέθηκε κάποιος να κατέχει να μην το αισθάνεται «ἁρπαγμὸν» 205  αλλά να 
σπεύδει  να  το  μοιρασθεί  με  τους  συγκληρονόμους  του,  τους  αδελφούς 
του 206 . Έτσι και με τη Λατρεία: είναι λάθος και άδικο όσοι γνωρίζουν την 
Αρχαία  Ελληνική  να  θέλουν  για  τον  εαυτό  τους  να  απολαμβάνουν  τα 
νοήματά  της  από  το  πρωτότυπο,  ενώ  από  τους  άλλους  που  δεν  τη 
γνωρίζουν να απαιτούν χρήση βοηθημάτων για την κατανόησή της. Κάτι 
τέτοιο,  άλλωστε,  έρχεται  σε  αντίφαση  με  το  ότι,  από  την  άλλη,  καλούν 
τους  πιστούς  να  αφήσουν  έξω  από  την  Εκκλησία  τις  αποσκευές  της 
διάνοιάς  τους 207 .  Κριτήριο  εκκλησιαστικό  για  το  πώς  πρέπει  η  σύγχρονη 
Εκκλησία  να  χειριστεί  το  θέμα  της  μη  κατανόησης  της  λειτουργικής 
γλώσσας παρέχει ο χειρισμός του φαινομένου της γλωσσολαλίας από τον 
ίδιο  τον  Απ.  Παύλο:  «Ἐὰν  μὴ  εὔσημον  λόγον  δῶτε,  πῶς  γνωσθήσεται  τὸ 
λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες…Ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ 
ἰδιώτου  πῶς  ἐρεῖ  τὸ  ἀμὴν  ἐπὶ  τῇ  σῇ  εὐχαριστίᾳ;  ἐπειδὴ  τι  λέγεις  οὐκ 
οἶδε.» 208 .  Την  τοποθέτηση  αυτή  του  Παύλου  απερίφραστα,  φυσικά, 
υπερθεματίζει ο άγιος Ι. Χρυσόστομος 209 . 
 
Επιχείρημα 6ο  
 Δεοντολογικού περιεχομένου το επιχείρημα έχει ως εξής: η λατρεία 
είναι έργο προσευχής του λαού (εξού και η λ. λειτουργία = λεῖτον + ἔργον = 
έργο του λαού)  και, όπως διδάσκει ο π. Δημ. Στανιλοάε, «η προσευχή του 
πιστού θα πρέπει, εκτός από τη θερμότητά της, να βρίσκεται σε νοηματική 
αντιστοιχία  και  σύνδεση  με  το  νόημα  του  τελεσιουργούμενου  Ιερού 
Μυστηρίου  και  των  ιερατικών  ευχών» 210 .  Είναι  αδιανόητο,  λοιπόν,  να  μην 

203
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 172-3.
204
Για το ότι της μετάφρασης προηγείται η ερμηνεία, βλ. π. Νικ. Λουδοβίκος σε επιστολή του στο περ.
Σύναξη, τ. 73 (2000), σ. 106: μιλώντας για την πιθανή αναγκαιότητα μιας μεταγλωττίσεως υποστηρίζει
ότι μόνο στον ορίζοντα ενός έργου ερμηνείας μπορεί να εξεταστεί και καταλήγει: «Η μεταγλώττιση …
είναι πάντοτε απόρροια ερμηνείας».
205
Πρὸς Φιλιπ. 2.6.
206
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως …, σ.39. Ο συγγραφέας παραθέτει χωρίο του Πηδαλίου (σ. ια΄), όπου
τονίζεται η σημασία όσων διδάσκουν να μιλούν ή να γράφουν «καὶ μὲ γλῶσσαν ἁπλοϊκὴν …, ἵνα 
δι’ αὐτῆς ἐπίσης ὠφελοῦν καὶ τοὺς ἀσόφους καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀδελφοὺς».
207
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως …, σ.32.
208
Α΄ Κορινθ. 14.1-25.
209
Ι.Χρυσοστόμου, Ὀμιλία λε΄ εἰς τὴν Α΄ Κορινθ., PG 61, 296‐301.
210
π. Κωνστ. Α. Καραϊσαρίδη, Η συμβολή του π. Δημητρίου Στανιλοάε στη μελέτη των λειτουργικών
θεμάτων, σ.204.

79
κατανοεί  ο  λαός  τους  λόγους  της  Λατρείας,  γιατί  τότε  η  παραπάνω 
σύνδεση  διαταράσσεται  και  πληγώνεται  σοβαρά  η  προσευχή.  Από  την 
άλλη, η προσευχή πρέπει να αποτελεί την κορύφωση του αυθορμητισμού 
και  της  γνησιότητας  της  καρδιάς 211 .  Για  να  ισχύσουν  στην  πράξη  τα 
παραπάνω η λειτουργική γλώσσα με την οποία προσεύχεται ο πιστός θα 
πρέπει  να  είναι  η  «γλώσσα  του  λαού,  αυτή  που  κατανοεί  και  μ’  αυτή  που 
διαλέγεται με τον … Θεό‐Πατέρα και του αδελφούς του» 212 . 
 
Επιχείρημα 7ο   
Επειδή  το  πρόβλημα  κατανόησης  των  λειτουργικών  κειμένων  όλο 
και θα οξύνεται στο μέλλον, εάν καθυστερήσουμε, η μετάφρασή τους «θα 
επιβληθεί  μέσω  μιας  κρίσεως,  την  μορφή  της  οποίας  δεν  μπορούμε  να 
προβλέψουμε,  πράγμα  που  θα  υποσκάψη  την  επιτυχία  της  και  την 
αποτελεσματικότητά  της».  Γι’  αυτό  και  θα  πρέπει  η  προσπάθεια  «να 
ξεκινήσει  αυτή  τη  στιγμή  από  την  Εκκλησία  και  όχι  αργότερα  υπό 
καθεστώς πίεσης» 213 . 
 
4.2.1.2.  Επιχειρήματα  με  περιεχόμενο  τα  αρνητικά  αποτελέσματα  της 
διατήρησης της πρωτότυπης λειτουργικής γλώσσας 
 
Επιχείρημα 1ο 
Μεταξύ  πολλών  άλλων  και  η  γλωσσική  απόσταση  που  όλο  και 
περισσότερο  χωρίζει  τον  σύγχρονο  Νεοέλληνα  από  τη  λειτουργική 
γλώσσα  της  Εκκλησίας  δυσχεραίνει  σε  μεγάλο  βαθμό  την  κατανόησή 
της 214 ,  άρα  και  την  ενεργό  και  συνειδητή  συμμετοχή  του  λαού  στην 
Λατρεία 215  επηρεάζει, μάλιστα αρνητικά τα μέγιστα τον εκκλησιασμό των 
μαθητών  δημοτικού,  γυμνασίου  και  λυκείου 216 .  Αυτός  ο  «λειτουργικός» 
αναλφαβητισμός  αποτελεί,  μεταξύ  άλλων,  σημαντικό  λόγο  αδυναμίας 
της  Εκκλησίας  να  ενσωματώσει  τους  νέους  και  απομάκρυνσή  τους  από 

211
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως …, σ.27.
212
Ι.Φουντούλη, Σύγχρονα λειτουργικά προβλήματα, περ. Εκκλησία, 1992, σσ. 658-660. Σε παρόμοιο
συμπέρασμα καταλήγει η σύγχρονη ορθόδοξη διανόηση την τελευταία δεκαετία στο πλαίσιο
διορθόδοξων Διασκέψεων: «… όλη η λατρεία οφείλει να είναι στη γλώσσα του τόπου, που είναι
κατανοητή και σύγχρονη» βλ. Π. Βασιλειάδη, Μετάφραση της Αγίας Γραφής και Ορθοδοξία, περ,
Σύναξη, τ.17 (1986), σσ. 60-1.
213
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως …, σ.37. Θεωρεί μάλιστα ότι για τα πεζά κείμενα των ακολουθιών η
μετάφραση δεν έχει τα επιπρόσθετα προβλήματα που υπάρχουν στη μετάφραση των ύμνων, γι’ αυτό
και μπορεί να γίνει με επιτυχία (σ.29).
214
Για το ότι ο λαός δεν καταλαβαίνει τον εκκλησιαστικό, ιδίως, λόγο στις λεπτομέρειές του βλ. και
Μ. Λουκάτου, Οι ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδος και η επίδρασή τους στη νεοελληνική γλώσσα, περ.
Νέα Εστία, τ. 19(1936), σσ. 491-3. τα δε νοήματα που βγάζει συμπληρώνοντας με τη φαντασία του τα
κενά που του αφήνουν όσες λέξεις δεν καταλαβαίνει αρκετές φορές συμβαίνει να μην έχουν καμιά
σχέση με τα υμνογραφικά κείμενα, βλ. ιδίου, Η εκκλησιαστική φρασεολογία στη νεοελληνική γλώσσα,
περ. Νέα Εστία, τ. 20 (1936), σσ. 1572-6 και 1656-60.
215
π. Δημ. Τζέρπου, Λειτουργική ανανέωση, εκδ. Τήνος, 2001, σ. 40.
216
Ι. Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών: συμβολή στη λατρευτική αγωγή, εκδ. Κυριακίδη,
Θεσ/νίκη 1992, σ.202.

80
αυτήν 217 .  Η  παγιωμένη  και  αδιαπέραστη  μορφή  των  εκκλησιαστικών 
κειμένων  ματαιώνει  την  εκκλησιαστική  του  λειτουργία  χάριν  της 
ιδεολογικής 218 . 
 
Επιχείρημα 2ο 
Ακόμη κι όταν οι άνθρωποι δεν απομακρύνονται από την Εκκλησία, 
χάνουν  το  ενδιαφέρον  τους  για  τη  Λατρεία,  αφού  «δεν  μπορούν  να 
εκτιμήσουν  αληθινά  το  θαύμα  και  το  μυστήριο  της  λειτουργίας  …  όταν  η 
γλώσσα  της  Λατρείας  είναι  ακατανόητη…».  Έτσι,  καθώς  δεν  αισθάνονται 
αναπόσπαστο  μέρος  της  Λατρείας,  γίνονται  απλοί  θεατές  και  σιωπηλοί 
παρατηρητές 219 .  Η  λειτουργική  ζωή  γίνεται  «ξένο  προς  την  πραγματική 
ζωή και τις ανάγκες τους  αλλά ”καλό για την ψυχή” αν συμμετέχουν λίγες 
φορές  το  χρόνο  στις  μεγάλες  γιορτές»  και,  όταν  συμμετέχουν, 
προσέρχονται σαν πελάτες με χαμένη τη συλλογική δυναμική τους στην 
εσωτερική  ζωή  και  οργάνωση  της  Εκκλησίας  θρησκειοποιώντας  έτσι, 
τελικά, την πίστη και την Εκκλησία 220  και κάνοντας τη σχέση τους με τον 
Θεό σχέση μέσω αντιπροσώπου 221 . 
 
Επιχείρημα 3ο 
Ο  πιστός  που  επιμένει  να  συμμετέχει  στη  λειτουργική  ζωή  της 
Εκκλησίας  καταλήγει  πολλές  φορές  να  ιδιωτεύει  κατά  τη  Λατρεία: 
«Χαμένος μέσα στην άγνοιά του, στην καλύτερη περίπτωση, ασχολείται με 
την ατομική του προσευχή … δεν προσεύχεται με την ίδια τη Λατρεία όπως 
προοριζόταν  να  γίνεται»  ή  «Στη  χειρότερη  περίπτωση  ταξιδεύει  στις 
σκέψεις  του  και  στις  προλήψεις  του».  Έτσι,  όμως,  καθώς  «εξωθείται  σε 
ψυχολογική απομάκρυνση από την κοινότητα», μονώνεται, με αποτέλεσμα 
«η  συλλογική  πράξη  της  Λατρείας  [να]  εκπίπτει  σε  ατομικό 
ψυχολογισμό 222 ». Κάτι τέτοιο με τη σειρά του εγκυμονεί άλλους κινδύνους, 
όπως νοσηρή θρησκευτικότητα, επιβίωση προλήψεων και δεισιδαιμονιών, 
εκκλησιαστική  συνείδηση  σε  λήθαργο,  διαφθορά  εκκλησιαστικού  ήθους 
και απειλή των πιστών από αιρέσεις και σέκτες 223 . 
 
Επιχείρημα 4ο 
217
π. Βασ. Θερμού, Ακυρομένοι λόγοι και έγκυρες κραυγές, περ. Σύναξη, τ. 39 (1991), σσ. 8-11.
218
πρεσβ. Α.Γ.Πινακούλα, ό.π., σ. 52. Γίνεται καλύτερα κατανοητό με τα γραφόμενα από τον ίδιο
(σ.53): «Η συγκεκριμένη γλωσσική μορφή, οι λέξεις, ενδιαφέρουν τον ιδεολόγο όχι γι’ αυτό που
περιέχουν αλλά γι’ αυτό που αντιπροσωπεύουν (=ασφάλεια, βεβαιότητα). Στην παράδοση όμως της
Εκκλησίας αυτού του είδους ενδιαφέρον σημαίνει εκτροπή και εγκατάλειψη της οδού της πίστεως».
219
π. Αλκιβ. Καλύβα, Experiencing the Justice of God in the Liturgy. “Violence and Christian
Spirituality: an Ecumenical Conversation”, Emmanuel Clapsis (ed.), WCC, 2007, σσ. 287-298.
220
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 80-1.
221
Σε αυτό, κατά τον π. Β. Θερμό, συντελεί και ο διάχυτος κληρικαλισμός (=υπερβολή της ιεραρχίας),
βλ. του ιδίου, ΄Σύνεσις΄ και…, σ.116.
222
ο συγγραφέας εννοεί την αποκλειστικά συναισθηματική συμμετοχή του πιστού στη Λατρεία. Βλ.
ιδίου, Σύνεσις΄ και…, σ. 32.
223
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 119, 152 και 184.

81
Όταν  η  Εκκλησία  δεν  λειτουργεί  ως  ζωντανό  σώμα,  τότε  ο  πιστός 
υποστρέφει  σε  αρχέγονες  θρησκευτικές  καταστάσεις:  ο  χριστιανισμός 
κατανοείται,  όπως  ειπώθηκε,  ως  θρησκεία,  τα  μυστήρια  ως  μαγικά  μέσα 
και  ο  κληρικός  ως  μάγος  της  φυλής 224 .  Προνομιακή  θέση  στους 
παράγοντες  που  συντελούν  σε  αυτές  τις  «μαγικού  τύπου»  στρεβλώσεις 
της  Λατρείας    κατέχει  το  ακατάληπτο  γλωσσικό  ιδίωμα.  Κι  αυτό  γιατί  η 
γλώσσα, ως εργαλείο αποσυνδεμένο από το υποκείμενο, «γίνεται μέσο για 
να  επηρεαστεί  ο  Άλλος  προς  τον  Οποίο  απευθύνεται.  Πρόκειται  τότε  για 
“μαγική  λατρεία”  η  οποία  συνιστά  “φαντασιακή  τεχνική”  (οι 
υπογραμμίσεις  του  συγγραφέα).  Υπό  αυτές  τις  συνθήκες  διαβρώνεται  ή 
ίδια  η  αντίληψη  περί  Λατρείας  και  οδηγούμαστε  σε  προβληματικές 
πλευρές της θρησκείας, μεταξύ των οποίων και η μαγεία 225 . 
 
Επιχείρημα 5ο 
Έτσι καθώς επιμένουμε να μεταδίδουμε τα νοήματα της Λατρείας με 
το  παλαιωμένο  γλωσσικό  τους  ένδυμα,  στη  λειτουργική  υμνογραφία 
καταργείται  ο  λόγος  και  μετασχηματίζεται  σε  ήχο.  «Διότι  αυτό  που 
συνήθως  παρακολουθεί  σήμερα  ο  εκκλησιαζόμενος  είναι  μια  ροή  από  τον 
ήχο  ασύνδετων  μεταξύ  τους  συλλαβών  που  εναλλάσσονται  από  ασύνδετες 
επίσης  μεταξύ  τους  λέξεις  ή  φράσεις» 226 .  Σε  αυτήν  την  καταστροφή  του 
λόγου  εντός  της  Λατρείας  πρωταγωνιστούν  σήμερα  όσοι  ψάλτες  ασκούν 
αυτάρεσκα  την  “τέχνη”  τους  αδιαφορώντας  για  την  κατανόηση  των 
ψαλλομένων από το εκκλησίασμα. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας “ασματικής 
ακαταστασίας”  είναι  να  αδικούνται  τα  νοήματα  της  υμνογραφίας,  να 
εκτρέπονται  οι  πιστοί  σε  έναν  στείρο  εκκλησιασμό  «είτε  από  την 
ωραιότητα  και  μαγείαν  του  ήχου  μόνον,  είτε  από  έναν  νεφελώδη  και 
ακαθόριστον  μυστικισμό.  Οπότε  και  τα  αιτήματα  και  οι  μυστικές  εφέσεις, 
αποχρωματίζονται  πνευματικώς  και  ενδύονται  κοσμικά  θέματα.  Η 
απομάκρυνσις  χωρίς  αντίδρασιν  καταντά  εις  σοβαρή  εκτροπή,  εις 
ρεμβασισμούς και άτακτες σκέψεις.» 227 
 
4.2.1.3.  Επιχειρήματα  με  περιεχόμενο  τα  θετικά  αποτελέσματα  της     
μετάφρασης  των λειτουργικών κειμένων στη Νεοελληνική 
 
Επιχείρημα 1ο 

224
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σ. 85, όπου παραπέμπει και στο π. Γ. Μεταλληνού, «Ἐξ 
ὕδατος  καὶ  Πνεύματος»:  η Θεολογία του Αγίου Βαπτίσματος. «το Άγιον Βάπτισμα: Πρακτικά Α΄
Πανελλ. Λειτουργικού Συμποσίου, Αθήναι, 2003, σ.31.
225
Antoine Vergote, Interprétation du langage religieux. Editions du Seuil, 1974, σ. 199.
226
Π.Α.Σινοπούλου, Η μεταφραστική σιγή στην εκκλησιαστική υμνογραφία, Αθήνα 1986, σ. 28.
227
Μητρ. Αιμιλιανού, Η σύγχρονη ασματική ακαταστασία και η αδικούμενη υμνογραφία. Επιστημονική
Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, τόμ. Ε΄, Αθήνα 2002, σσ. 70-105.

82
«  Μία  Λατρεία  σε  γλώσσα  οικεία  επιτρέπει  στους  πιστούς  να 
κοινωνήσουν  άμεσα  με  τα  κείμενα  και  συνεπώς  να  συμμορφώσουν  τη  ζωή  
τους με τα θεία νοήματα», να σταθούν με ευθύνη ενώπιον του Θεού και να 
ανανεωθεί το εκκλησιαστικό τους φρόνημα 228 . 
 
Επιχείρημα 2ο 
Συνάδοντας  με  το  παραπάνω  επιχείρημα,  ο  αρχιμ.  Ιουστίνος 
Πόποβιτς  το  εμπλουτίζει  λέγοντας  ότι  η  Εκκλησία  «προσλαμβάνοντας  τη 
γλώσσα του λαού ως δική της γλώσσα, με την οποία απευθύνεται στον Θεό, 
εμπνέει  και  εμπλουτίζει  τον  λαό  με  τους  δικούς  της  πανανθρώπινους 
θησαυρούς,  ενώ  ταυτόχρονα  του  αναπτύσσει  και  τις  δικές  του  θεόσδοτες 
δυνατότητες» 229 .  Με  τη  μετάφραση  της  Λατρείας  στη  Νεοελληνική,  όπως 
έγινε  με  πλήθος  άλλων  γλωσσών,  θα  γονιμοποιηθεί  η  γλώσσα  των 
σημερινών  Ελλήνων,  «πράγμα  που  θα  κάνει  το  έθνος  κάποτε  να  την 
ευγνωμονεί  για  ακόμη  μια  φορά» 230 .  Και  παραπάνω  απ’  αυτό,  με  τη 
λειτουργική  της  χρήση  η  ζώσα  γλώσσα  του  λαού  θα  ιεροποιηθεί  και  θα 
αγιασθεί 231 . 
 
Επιχείρημα 3ο 
Ως γλώσσα της Λατρείας «η νέα ελληνική, λιγώτερο ιεραρχημένη, θα 
μειώσει τις τάσεις της ιεραρχίας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα … θέτοντας 
έτσι  τις  προϋποθέσεις  κάθε  μέλος  της  Εκκλησίας  να  σταθή  πιο  υπεύθυνα 
σε  αυτήν  και  στον  Θεό  …  και  θα  ευνοούσε  την  ενότητα  του  Σώματος  της 
Εκκλησίας» 232 . 
 
Επιχείρημα 3ο 
Η  μετάφραση  των  λειτουργικών  κειμένων  θα  αναδείξει  όχι  μόνο  τη 
σπουδαιότητα  του  πρωτοτύπου  αλλά  και  το  δυναμισμό  της  Εκκλησίας, η 
οποία και μ’ αυτόν τον τρόπο θα δείξει πόσο κοντά βρίσκεται στο πνεύμα 
και την ευαισθησία των Πατέρων, που «ουδέποτε πρόδωσαν την αποστολή 
τους  γινόμενοι  άτολμοι  ενώπιον  των  ιστορικών  προκλήσεων».  Στο 
εγχείρημά της δε αυτό η Εκκλησία, εφόσον έχει γνώμονά του την αγάπη 
για  τα  παιδιά  της,  θα  έχει  και  τη  βοήθεια  του  Παρακλήτου,  κάτι  που  θα 
της δώσει την ευκαιρία να βιώσει την αυτοσυνειδησία ότι το Άγιο Πνεύμα 
κατασκηνώνει μονίμως σ’ αυτήν 233 . 
 

228
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 53 και 184-5.
229
αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ό.π, σ. 5.
230
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σ. 126.
231
αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ό.π., σ. 6, όπου και παραπέμπει στο Α΄ Τιμ. 4.5: «πᾶν κτίσμα Θεοῦ 
καλὸν  καὶ  οὐδὲν  ἀπόβλητον  μετὰ  εὐχαριστίας  λαμβανόμενον.  Ἁγιάζεται  δὲ  διὰ  τοῦ  λόγου 
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως».
232
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 116-7.
233
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 160-2.

83
4.2.1.4. Οι  προϋποθέσεις  για  μια  επιτυχή  μετάφραση  των  λειτουργικών   
κειμένων 
 
1  προϋπόθεση 
η

Την  πιθανή  αναγκαιότητα  μιας  μεταγλώτισσης  εξετάζει  ο  π.  Νικ. 


Λουδοβίκος μόνο στον ορίζοντα ενός έργου ερμηνείας. Με άλλα λόγια ως 
βασική  προϋπόθεση  επιτυχούς  μετάφρασης  τίθεται  η  ερμηνεία  και  «η 
προσεκτική  μελέτη  όλων  των  λεπτών  ζητημάτων  τα  οποία  άπτονται  της 
ίδιας  της  δογματική  ταυτότητας  της  Εκκλησίας»  234 .  Γι’  αυτό  και  πρέπει  
ούτε  βιαστικές  αποφάσεις  να  παρθούν  αλλά  και  το  εγχείρημα  να 
αναληφθεί από επίλεκτα μέλη της Εκκλησίας και με συλλογικό τρόπο 235 .  
 
2  προϋπόθεση 
η

Το  έργο  του  μεταφραστή  είναι,  λοιπόν,  μεστό  θεολογικής 


σπουδαιότητας.  Γι’  αυτό  και  για  την  επιτυχία  ενός  τέτοιου  έργου  ο 
μεταφραστής των εκκλησιαστικών  υμνογράφων και μελωδών πρέπει να 
υποδυθεί  το  εγώ  τους.  Επειδή  αυτοί  έχουν  κοινωνία  με  τα  ουράνια,  ο 
μεταφραστής  καλείται  να  κινηθεί  από  τον  υλικό  κόσμο  στον άυλο.  Αυτό 
το «πνεύμα που γέμιζε τους παλιούς καλλιτέχνες της Εκκλησίας … πρέπει 
να  πλημμυρίζει  και  του  μεταφραστές  μας  σήμερα» 236 .  «Γι’  αυτό  και  όσο 
καλός κι αν είναι ο μεταφραστής, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο μεταφραστικός 
του  εξοπλισμός  …  αν  δεν  έχει  πνευματικότητα,  θα  μας  δώσει  ένα  έργο 
φθαρτό» 237 . Ή, για να το πούμε  με τα λόγια του Φ. Κόντογλου, πρέπει ο 
μεταφραστής  να  γίνει  ένας  από  εκείνους  του  άγιους  ανθρώπους  που 
«ταιριάσανε  ύμνους, εωθινούς και εσπερινούς, μελωδήσανε εγκώμια, τα δε 
τίμια  χέρια  τους  ζωγραφίσανε  εικονίσματα,  που  να  λέει  κανένας  ότι  το 
κοντύλι το κινούσε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, στο να ιστορήσουνε … όσα 
αποκαλυφθήκανε στους ταπεινούς» 238 . 
 
3  προϋπόθεση 
η

Δόκιμος  ποιητής  πρέπει  να  είναι  απαραίτητα  ο  μεταφραστής  των 


ύμνων, θεωρεί ο Θ. Ξύδης 239 ,  με  το οποίο  συμφωνεί  και  ο Π. Σινόπουλος, 
που  παραθέτει  του  Φ.  Κόντογλου  το  «ο  δράκος  αν  δεν  φάγει  δράκο  δε 

234
Σε επιστολή του προς το περιοδικό Σύναξη, τ.73 (2000), σ.106.
235
Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σ. 145, ο οποίος , συμφωνώντας με το θέμα της ερμηνείας
θέτει ως προϋποθέσεις «τη βούλησή μας να συναντηθούμε με το πραγματικό νόημα των κειμένων»
(σ.146), να επιθυμούμε «να αγγίξουν τα κείμενα την ψυχή μας και να την αλλάξουν» καθώς και «να
ζησουμε ως μέλη του Χριστού».
236
P.D.Garret, The problem of liturgical translations, St. Vladimir’s Theological Quarterly, 22 (1978),
σ. 94.
237
Π.Α.Σινοπούλου, Το μεταφραστικό πρόβλημα στους βυζαντινούς ύμνους, περ. Ακτίνες, τ. 267 (1966),
σσ. 29-33.
238
Φ. Κόντογλου, Τα ακηλίδωτα αρχέτυπα, περ. Νέα Εστία, 33-4 (1943), σ. 866.
239
Θ. Ξύδη, Βυζαντική υμνογραφία, Αθήνα, σ. 434, αν και θεωρεί ότι τα κείμενα της εκκλησιαστικής
υμνογραφίας πρέπει να μείνουν αμετάφραστα.

84
θεριέβει, κι ο ποιητής αν δεν έβρει ποιητή να τον γυρίσει σε άλλη γλώσσα, 
είναι  χαντακωμένος».  Προσθέτει,  όμως,  σε  αυτό  και  ότι  «ο  ιδεώδης 
μεταφραστής είναι ανάγκη να ξέρει ότι πρέπει να εξαφανίσει τον εγωισμό 
του και να δανείσει τη γλώσσα του στον μεταφραζόμενο συγγραφέα» 240 .  
 
4  προϋπόθεση 
η

Για  να  μη  συμβεί  να  προκύψουν  αυθαίρετες  προσπάθειες 


καλοπροαιρέτων  που  θα  μεταφράζουν  τα  πάντα,  πρέπει  να  υπάρξει 
«βαθύτερη  γνώση  της  γλωσσικής  προβληματικής»,  και  συζήτηση  για  «τα 
όρια  γλωσσικών  παρεμβάσεων»,  «το  πώς  θα  διασωθεί  ο  κωδικός  των 
σημασιών για να μη διακοπεί η διαχρονική συνέχεια» και «τα όρια που θέτει 
στις μεταφράσεις η ενότητα μορφής και περιεχομένου» 241 . 
 
 5  προϋπόθεση 
η

Ζήτημα  που  πρέπει  να  επιλύσουμε  οι  Νεοέλληνες  για  να  γίνει 
αποδεκτό  και  με  επιτυχία  το  εγχείρημα  της  μετάφρασης  των 
λειτουργικών  κειμένων  είναι  «η  ψυχολογική  μας  ενηλικίωση»:  να  έχουμε 
εγκαταλείψει την εύνοιά μας προς ένα συγκεκριμένο γλωσσικό ιδίωμα (το 
αρχαιοελληνικό)  και  να  «έχουμε  αγκαλιάσει  το  νεοελληνικό  ως  την 
αληθινή  γλωσσική  μας  πατρίδα  εντός  της  οποίας  υπάρχουμε  και  ζούμε  … 
Να  αναλάβουμε  την  ευθύνη  ότι  και  εμείς  γράφουμε  ιστορία  παίρνοντας 
αποφάσεις  για  όσα  μας  αφορούν».  Ψυχολογικά  ενηλικιωμένοι  θα 
συνειδητοποιήσουμε το δικαίωμα της γενιάς μας ,  μέσω της μετάφρασης 
της  λατρείας  της  «να  επιφέρει  τις  αλλαγές  εκείνες  των  εκφραστικών 
μέσων που θα της επιτρέψουν να προσλάβει καλύτερα αυτές τις σωστικές 
αλήθειες ώστε να γονιμοποιήσουν την ψυχή της» 242 . 
 
4.2.1.5. Προτάσεις για τη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων 
 
Για  τη  μετάφραση  των  ύμνων  προτείνεται  «να  προκηρυχθεί  ένας 
διαγωνισμός μεταφράσεων των ύμνων εις γλώσσαν απλήν και ευκολονόητον 
για το πολύ πλήθος» 243 .  
Άλλη  πρόταση  είναι  να  συσταθεί  ειδική  ομάδα  με  σκοπό  τη 
μετάφραση  των  πεζών  μερών  όλων  των  ακολουθιών.  Αντίθετα,  για  τα 
υμνογραφικά  μέρη  προτείνεται  να  παραμείνουν  στο  ιδίωμά  τους.  Σε 
ορισμένες  δε  μονές    να  διατηρηθεί  το  αρχαίο  ιδίωμα  μονίμως  και  σε  όλα 
τα μέρη των ακολουθιών (πεζά και υμνογραφικά) , ώστε να μη χαθεί για 
όποιον  θα  επιθυμούσε  κάποτε  να  το  ακούει.  Για  τα  αγιογραφικά 

240
Π.Α.Σινοπούλου, Η αντιμεταφραστική παράδοση…, σ. 254.
241
πρεσβ. Α.Γ.Πινακούλα, Εκκλησιαστική γλώσσα …, σσ. 54-5.
242
π. Βασιλείου Θερμού, ΄Σύνεσις΄ και…, σσ. 179-80.
243
Α.Μ.Βοσκού, ό.π., σ. 250.

85
αναγνώσματα  πρέπει  απλώς  να  επιλεγεί  η  κατάλληλη  απόδοση  από  τις 
πολλές που υπάρχουν. 244 
Άλλη  πρόταση  είναι  να  μεταφραστούν  μόνον  οι  ευχές  που 
διαβάζονται  από  τον  ιερέα  «μυστικῶς»,  οι  οποίες  «κρύβουν  όλο  το 
μεγαλείο  της  λατρείας.  Αν  δεν  κατανοήσει  κανείς  το  περιεχόμενό  τους  δε 
θα καταλάβει ούτε τη σημασία των εκφωνήσεων. Αυτές οι ευχές μπορούν να 
μεταγλωττιστούν στην καθομιλουμένη και να απαγγέλλονται πλέον  μ ε γ 
α λ ο φ ώ ν ω ς (η υπογράμμιση του συγγραφέα), ώστε να παρακολουθεί ο 
πιστός  τα  τελούμενα».  Τέλος,  με  Συνοδική  εντολή  αν  εφαρμοστεί  στην 
αρχή  τουλάχιστον  δοκιμαστικά  σε  μερικούς  ναούς  η  ανάγνωση  της 
μετάφρασης  του  Αποστόλου  αμέσως  μετά  την  ανάγνωσή  του  από  το 
πρωτότυπο 245 .  
 
 
4.2.2. Η  άποψη  υπέρ  τη  ανανέωσης  των  λειτουργικών  κειμένων 
(επιχειρήματα – προτάσεις) 
 
4.2.2.1. Επιχειρήματα 
Εννοείται πως πολλά από τα επιχειρήματα της άποψης ότι πρέπει να 
μεταφραστούν  τα  λειτουργικά  κείμενα  ισχύουν  και  για  την  άποψη  ότι 
πρέπει  να  ανανεωθούν.  Οι  δύο  απόψεις  μάλλον,  θα  λέγαμε, 
συμπληρώνουν  η  μία  την  άλλη,  καθώς  οι  υποστηρικτές  της  μετάφρασης 
αναφέρονται κατά κύριο λόγο, όπως ειπώθηκε και παραπάνω,  στα πεζά 
κείμενα,  ενώ  οι  υποστηρικτές  της  ανανέωσης  κυρίως  στα  υμνογραφικά. 
Εδώ  παραθέτουμε  επιχειρήματα  και  προτάσεις  που  εντοπίστηκαν  σε 
κείμενα υποστηρικτών της ανανέωσης. 
 
Επιχείρημα 1ο 
 Η Ορθόδοξη Λατρεία διαχρονικά είναι το διά προσευχής εκφρασθέν 
δόγμα  («das  gebetete  Dogma»,  Friedrich  Heiler)  που  διαμορφώθηκε  για  να 
προβάλλει  την  ορθόδοξη  βιωματική  πίστη  και  για  να  την  υπερασπιστεί 
από  τους  πολεμίους  της.  Από  την  άλλη  ,  και  σήμερα  τα  λειτουργικά 
κείμενα  πρέπει  να  διεγείρουν  τα  αντανακλαστικά  των  πιστών  για  την 
προστασία τους από τα αντιχριστιανικά πνευματικά ρεύματα της εποχής. 
Γι’  αυτό  και  «πρέπει  να  οραματιζόμεθα  την  ανανέωσι  των  λειτουργικών 
κειμένων  και  ιδίως  του  Ευχολογίου  και  της  Υμνολογίας  της  Εκκλησίας», 
κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το παραπάνω. 246  Άλλωστε, «ο 
υμνολογικός και ένθεος νους δεν έλειψε από καμιά εποχή» 247 . 

244
π. Βασ. Θερμού, Ο λόγος ως …, σ.38.
245
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, Λόγος αμετάφραστος, Χριστιανική Υμνογραφία, ΑΔΕΕ, Αθήνα 1997, σσ. 65-6.
246
Ευ.Δ.Θεοδώρου, Παράδοσις και …, σσ. 49-50. Εδώ επικαλείται και τον Π.Ν.Τρεμπέλα ο οποίος
θεωρεί ότι «εκάστη γενεά έχει το δικαίωμα να εκφράση την ευλάβειάν της προς τον ουράνιον Πατέρα,

86
Επιχείρημα 2ο 
  Με  δεδομένο  ότι  δεν  έχουν  στερέψει  σήμερα  οι  πηγές  της 
Ορθόδοξης  καλλιτεχνικής  έκφρασης  και  δημιουργίας,  «πρέπει  να 
αντιμετωπίζωνται  με  πνεύμα  ανοχής  και  κατανοήσεως  νέες  αισθητικές 
(αρχιτεκτονικές,  ποιητικές,  μουσικές,  εικονογραφικές  κλπ.)  μορφές 
εκφράσεως  των  λατρευτικών  βιωμάτων  υπό  την  απαραίτητη  προϋπόθεσι, 
ότι  αυτές  έχουν  όχι  νατουραλιστικόν  εκκοσμικευτικόν,  αλλά  αναγωγικόν 
και μυσταγωγικόν χαρακτήρα». 248 
 
Επιχείρημα 3ο 
 «Το  καινούργιο  κρασί  χρειάζεται  νέους  ασκούς».  Η  Νεοελληνική, 
χρησιμοποιούμενη στη Λατρεία, με την ευλυγισία της και τη ζεστασιά της  
θα  είναι  ευπρόσδεκτη  από  τους  πιστούς  και  «θα  τους  ενθαρρύνει  για 
μεγαλύτερες  επεκτάσεις.  Ίσως  και  μ’  αυτό  το  μέσο  η  Εκκλησία  μας 
μπορέσει  να  προσελκύσει  και  να  κρατήσει  κοντά  της  τη  νέα  γενιά  … 
Πάντως είναι ανάγκη να φυσήξει στην Εκκλησία ζωογόνος άνεμος πάνω στο 
ζήτημα αυτό» 249 . 
 
Επιχείρημα 4ο 
 Μπορούμε (και πρέπει) να εμπνευστούμε από την παράδοση και τις 
δυνατότητες  της  Βυζαντινής  Υμνολογίας  και  Μουσικής  και  να 
δημιουργήσουμε  ένα  νέο  «ποιητικό  είδος»  για  τις  ανάγκες  της  Λατρείας, 
γραμμένο  στη  Νεοελληνική,  αποζητώντας  την  επιφοίτηση  του  Αγίου 
Πνεύματος  «που  τα  “πάντα  πληροῖ”  στην  Εκκλησία  και  πάντοτε  επιφοιτά 
στους μύστες και στους λειτουργούς». Άλλωστε, «Αν η εποχή μας είχε έναν 
Ρωμανό  ή  Ανδρέα  ή  Κοσμά  ή  Ιωάννη  Δαμασκηνό,  θα  χαιρόμαστε  μια  νέα 
εποχή στην υμνωδία‐υμνολογία, γιατί ούτε ο Ρωμανός θα ποιούσε Κοντάκια 
ούτε ο Δαμασκηνός Κανόνες –μιας και θα προϋπήρχαν‐, αλλά κάποιο άλλο 
είδος, που θα ήταν αποκύημα της αγιασμένης μεγαλοφυΐας τους» 250 . 
 
4.2.2.2. Προτάσεις 
 
Α)  Από  τον  Ευ.  Θεοδώρου 251   προτείνεται  οι  πιστοί  να  εισαχθούν 
αβίαστα  και  βαθμιαία  «σε  νέα  λειτουργικά  μορφώματα  του  σύγχρονου 
γλωσσικού  τρόπου  του  εκφράζεσθαι»  και  όχι  με  μετάφραση  των 

κατά τους τρόπους τους οποίους αντιλαμβάνεται ότι την προσεγγίζουν περισσότερον προς Αυτόν ή την
συγκινούν βαθύτερον».
247
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 55.
248
Ευ.Δ.Θεοδώρου, Παράδοσις και …, σσ. 53-4, όπου χαιρετίζει την εμφάνιση ενός νέου Ελύτη και
ενός νέου Θεοδωράκη για την Ορθόδοξη εκκλησιαστική ποίηση και μουσική.
249
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π. σ. 56.
250
Γρ.Θ.Στάθη, Η μουσική έκφραση των λειτουργικών ύμνων, Πρακτικά Β΄ Πανελλ. Λειτουργικού
Συμποσίου Στελεχών Ι. Μητροπόλεων, (Βόλος 2000), ΑΔΕΕ, Αθήνα 2000, σσ. 211-2.
251
Ευ.Δ.Θεοδώρου, Παράδοσις και …, σσ. 50 και 56-7.

87
υπαρχόντων,  η  οποία  «θα  κατέστρεφε  σε  πολλές  περιπτώσεις  την  επί 
αιώνες  βιουμένην  αισθητικήν  ποιότητα».  Πιο  αναλυτικά,  βραχυπρόθεσμα 
και  μεσοπρόθεσμα  να  αντικατασταθούν  πτυχές  της  Λατρείας  με  νέα 
στοιχεία  «ανταποκρινόμενα  περισσότερον  στις  σημερινές  πνευματικές 
ανάγκες».  Στις  επιμέρους  αυτές  ανανεωτικές  προσπάθειες 
«προτεραιότητα  πρέπει  να  έχουν  τόσον  τα  τμήματα  της  Λατρείας,  των 
οποίων  γίνεται  η  συνήθης  ευρυτάτη  χρήσις,  όσον  και  λατρειακές 
εκδηλώσεις,  οι  οποίες  ένεκα  των  κοινωνικών  σχέσεων  παρακολουθούνται 
και  από  πολλούς,  οι  οποίοι  δεν  εκκλησιάζονται  …  λ.χ.  η  τελεσιουργία  του 
Αγίου  Βαπτίσματος,  η  Νεκρώσιμη  Ακολουθία,  τα  Μνημόσυνα  και  τμήματα 
του Ευχολογίου, που συναρτώνται προς την κοινωνική και πολιτιστική ζωή». 
Μακροπρόθεσμα  δε  ο  Καθηγητής  προτείνει  «την  αναγέννησι  και 
αναμόρφωσι της ολότητος της Λατρείας τόσον με την καθ’ ύλην όσον και με 
την  μορφολογικήν  –συχνά,  αλλ’  όχι  κατ’  ανάγκην  αναπαλαιωτικήν‐ 
ανανέωσι  των  λατρειακών  στοιχείων,  που  περιβάλλουν  τον  διαχρονικώς 
σταθερόν και αναλλοίωτον πυρήνα της». 
Για  τα  παραπάνω:  i)«απαιτείται  σχεδιασμός  και  προγραμματισμός 
από κάποιο Ινστιτούτο Λειτουργικών Σπουδών Πανορθοδόξου βεληνεκούς», 
πρωτοβουλία  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδας  σε  συνεργασία  με  Ορθόδοξες 
Εκκλησίες και Θεολογικές Σχολές. ii) Ωφέλιμο θα ήταν να δημιουργηθούν 
και αναπτυχθούν μοναστικά κέντρα και λειτουργικά φυτώρια «στα οποία 
θα προβάλλωνται πιλοτικώς νέα λειτουργικά στοιχεία, για να δοκιμάζονται 
αυτά  και  τίθενται  υπό  την  κρίσιν  του  Χριστεπωνύμου  πληρώματος,  το 
οποίον τελικώς υιοθετεί ή απορρίπτει αυτά». 
 
Β)  Ο  Γρ.  Στάθης 252   προτείνει  να  δημιουργηθεί  καινούργια  μορφή 
υμνολογήματος,  ως  κύριου  κορμού  του  Όρθρου,  με  ταυτόχρονη  «ποίηση 
του συναμφότερου»: γλώσσας και μουσικής. 
Ειδικότερα,  θεωρεί  ότι  «πρέπει  η  Ορθόδοξη  Εκκλησία,  σε  μέλλουσα 
πανορθόδοξη‐οικουμενική Σύνοδο, … να επισκοπήσει στον συντελεσμό ενός 
άλλου  ποιητικού  είδους  …  συντομοτέρου,  ικανού  όμως  να  περιλάβει  όλον 
τον Όρθρο μέχρι του αίνους, με νέα γλώσσα, νέα δομή, νέα μορφή, αλλά και 
με το ίδιο, βέβαια, δόγμα, τα ίδια δοξολογητικά ή παρακλητικά στοιχεία, την 
ίδια μουσική σε καινούργια σύνθεση και λειτουργία των στοιχείων της. (…) 
Σε μια τέτοια ευκταία νέα δημιουργία η γλώσσα να είναι “κοινή” σύγχρονη, 
ποιητικά  δουλεμένη,  και  η  ψαλτική  επιτήδευση,  ως  ένδυμα  του  λόγου  να 
είναι  η  μονοφωνική  ελληνική  μουσική  με  νέα  δομή  και  λειτουργία  των 
στοιχείων  της,  προς  σύνθεση  νέων  μελών,  πρωτοτύπων,  αυτομέλων  όπως 
λέγονται  στην  τέχνη,  ικανών  να  χρησιμοποιηθούν  για  προσομοιακή  έπειτα 
υμνογραφία». 253 

252
Γρ.Θ.Στάθη, ό.π. σσ. 211-2.
253
Υπόσχεται, μάλιστα, (σ.212) ένα ή και περισσότερα δείγματα υμνολογίας, σύμφωνα με τη σύλληψη
της ιδέας αυτής, της ποίησης του συναμφότερου, δηλ. λόγου και μέλους. Εύχεται δε ο Θεός να φωτίσει

88
Γ)  Ο  Π.  Παπαθεοδώρου 254   καλεί  τους  σύγχρονους  υμνογράφους  να 
δοκιμάσουν τις νέες τους εμπνεύσεις στη Νεοελληνική και η Εκκλησία να 
υιοθετήσει  τις  καλύτερες.  Θεωρεί  την  προσθήκη  στο  αγιολόγιο  της 
Εκκλησίας  σύγχρονων  μορφών 255   «πρόκληση  και  ταυτόχρονα  πρόσκληση 
στους  σύγχρονους  υμνογράφους  να  γράψουν  ύμνους  στη  γλώσσα  του  λαού 
που θα είναι καταληπτοί ακόμα και από τους ολιγογράμματους πιστούς». 
 
Δ)  Εν  είδει  προτάσεων  θα  παραθέσουμε  εδώ  ορισμένες  σκέψεις  του 
Π.  Λιαλιάτση 256   σχετικά  με  τη  λειτουργία  της  χριστιανικής  ποίησης  στο 
σήμερα.  Θεωρεί  ότι  η  Νεοελληνική  ποίηση  δεν  ακούγεται  μέσα  στην 
Εκκλησία, γιατί ο Κύριος δεν είναι πλέον «ἐγγύς» 257 , «η δική μας κοινωνία 
δεν έχει την πρωτογενή κοινωνία του ζώντος Κυρίου». Έτσι, ακόμη και τους 
νεώτερους  άγίους,  «που  φορούσαν  φουστανέλα  και  σελάχι»,  τους 
υμνωδούμε  με  βυζαντινούς  στίχους 258 .  «Αν  είχαμε  σήμερα  ζωντανή 
Εκκλησία, ανάμεσα στους ωραίους βυζαντινούς ύμνους θα προσθέταμε και 
τη  δική  μας  λαλιά»:  έμμεσα  προτείνεται  η  συνύπαρξη  παλαιότερων  και 
νέων  υμνολογημάτων.  Και  γνήσιοι  χριστιανοί  ποιητές‐  οι 
«αποκαλυπτικοί»,  όπως  τους  ονομάζει,  και  όχι  οι  «θρησκευτικοί»‐  που  θα 
δημιουργήσουν τα καινούργια αυτά υμνολογήματα  μόνο μέσα από τους 
κόλπους  της  Εκκλησίας  μπορούν  να  αναδειχθούν,  όπως  ακριβώς 
αναδείχθηκαν  οι  μεγάλοι  ποιητές  της,  των  οποίων  οι  στίχοι  πέρασαν  σε 
λειτουργική  χρήση  στα  δημιουργικά  χρόνια  της  Εκκλησίας,  τότε  που  «η 
τέχνη  εκφραζόταν  στη  σύγχρονή  της  γλώσσα».  Πρωταρχική  προϋπόθεση 
για τούτο δεν είναι η μανιέρα αλλά «η αποκαλυπτική εμπειρία, που είναι 
το κύριο γνώρισμα του εκκλησιαστικού βιώματος». Όπως επίσης απαιτείται 
και ανάλογη «άρτια αισθητική, όπως στα βυζαντινά χρόνια». 
 
 
 
 
 
 
 
 

μια γενιά υμνολόγων, που θα οριοθετήσουν το ζητούμενο αυτό νέα υμνολόγημα της Ορθόδοξης
Λατρείας.
254
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π. σ. 55.
255
όπως του αγίου Νεκταρίου, του παπα-Νικόλα Πλανά κ.ά.
256
Π. Λιαλιάτση, Η λειτουργία της χριστιανικής ποίησης, περ. Σύναξη, τ. 20 (1986), σσ. 41-3.
257
Προς Φιλιπ. 4.5.
258
Εννοεί, και τον αναφέρει, τον νεώτερο υμνογράφο π. Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, ο οποίος έχει
γράψει πολλές ακολουθίες, ύμνου και τροπάρια στο αρχαίο ιδίωμα.

89
4.2.3. Η  άποψη  υπέρ  της  διατήρησης  των  λειτουργικών  κειμένων 
στην  αρχική  γλωσσική  μορφή  τους  (επιχειρήματα  – 
προτάσεις)  
 
Διαμετρικά  αντίθετη  με  τις  παραπάνω  δύο  απόψεις,  η  τρίτη  άποψη 
θεωρεί  πως  τα  λειτουργικά  κείμενα  (πεζά  και  ποιητικά)  δεν  πρέπει  ούτε 
να  μεταφραστούν  στη  Νεοελληνική  (σε  άλλες  γλώσσες,  εκτός 
Νεοελληνικής,  συμφωνούν  και  συμβαίνει  με  την  έγκριση,  μάλιστα,  της 
Εκκλησίας)  ούτε  να  ανανεωθούν  με  καινούργια  κείμενα  επίσης  στη 
Νεοελληνική. Της άποψης αυτής έχουμε καταγράψει τα επιχειρήματα και 
τα  παρουσιάζουμε  οργανωμένα,  αποφεύγοντας  όσο  ήταν  δυνατόν 
επαναλήψεις, καθώς και τις προτάσεις των υποστηρικτών της σχετικά με 
την καλύτερη κατανόηση της πρωτότυπης γλώσσας των κειμένων αυτών. 
Τα  επιχειρήματα,  όπως  θα  φανεί  στη  συνέχεια,  είτε  ξεκινούν  από 
αξιωματικές ή δεοντολογικές θέσεις είτε λαμβάνουν περιεχόμενο από τα 
αρνητικά αποτελέσματα της μετάφρασης ή ανανέωσης των λειτουργικών 
κειμένων  καθώς  και  από  τα  θετικά  της  διατήρησής  τους  στην  αρχική 
γλωσσική μορφή. 
 
4.2.3.1. Επιχειρήματα (αξιωματικού – δεοντολογικού περιεχομένου) 
 
Επιχείρημα 1ο  
Ιδιαίτερα  δημοφιλές  στη  βιβλιογραφία  επιχείρημα  είναι  εκείνο  που 
στηρίζεται  στη  βασική  –δεοντολογική‐  αρχή  ότι  η  εκκλησιαστική  και 
ιδιαίτερα  η  λειτουργική  γλώσσα  πρέπει  να  διαστέλλεται  από  την  οικεία 
καθημερινή γλώσσα. Άλλωστε, ούτε «στην κοινωνική πραγματικότητα δεν 
υφίσταται  γλωσσική  ισοπέδωση» 259 .  Και  στους  αρχαίους  Έλληνες  ποιητές 
αν  ανατρέξουμε,  θα  διαπιστώσουμε  ότι  απέφευγαν  τον  καθημερινής 
χρήσεως  λόγο,  αλλά  χρησιμοποιούσαν  υψηλότερο  και  αρχαϊκότερο 
αυτού 260 .  Ειδικά  η  λειτουργική  γλώσσα,  πόσω  μάλλον,  αποτελεί  αδήριτη 
ανάγκη  να  διακρίνεται  για  την  ιεροπρέπειά  της,  γιατί  αλλιώς  «απόλυται 
το  κύρος  και  η  εξουσία  του  [ιερού]  (…)  Αφού  αντικείμενο  της  Θείας 
Ευχαριστίας  δεν  είναι  η  πεζή  καθημερινότητα  αλλά  γεγονότα  και 
καταστάσεις που υπερβαίνουν αυτήν, λογικό είναι και η γλώσσα της να μην 
είναι  η  καθημερινή,  αλλά  να  υπερβαίνει  αυτήν» 261 .  Κάτι  τέτοιο  «κινεί  εις 

259
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα, εκδ. Τήνος, σ. 96. Αναφέρει δε ως παραδείγματα τη γλώσσα της
Δημόσιας Διοίκησης, της διπλωματίας, τη νομική, τη λογοτεχνική, την αργκώ κά.
260
Ι.Θ.Κακριδή, Το μεταφραστικό πρόβλημα, Εστία, Αθήνα 1984, σ. 49, με παραδείγματα τους Όμηρο,
Πίνδαρο, Αισχύλο, Σοφοκλή. Βεβαίως, τέτοιοι ποιητές «ήταν γεμάτοι λέξεις άγνωστες στον προφορικό
λόγο των συγχρόνων τους», αλλά δεν ήταν και ακατανόητοι από αυτούς.
261
Φ.Σχοινά, Μπορεί η καθημερινή γλώσσα να αποτελέσει Λειτουργική γλώσσα;, περ. Κοινωνία, τ.2
(2007), σσ. 167-8. Παραπέμπει, μάλιστα, και σε λεγόμενα του Οικουμενικού Πατριάρχη
Βαρθολομαίου σε συνέντευξή του (βλ. περ. Θεός και Θρησκεία, τ.1 (1999), σ. 27): «η εκκλησιαστική
γλώσσα της Θείας Λατρείας δεν πρέπει να είναι η καθημερινή γλώσσα, αλλά υψηλοτέρα και επισημοτέρα,

90
σεβασμόν  και  ευλάβειαν  προς  την  ιερότητα  θείων  προσώπων  και  ιερών 
πραγμάτων»  και  το  τηρούσαν  απαρέγκλιτα  όλοι  οι  ιεροί  συγγραφείς 262  
γράφοντας  σε  μια  γλώσσα  που  προσιδιάζει  στη  θεία  μεγαλειότητα 263 . 
Μόνον έτσι το πλήρωμα της Εκκλησίας μπορεί να σταθεί με δέος ενώπιον 
της  παρουσίας  του  Θεού 264   και  να  αναχθεί  από  το  εδώ  στο  πέρα.  Και  η 
μόνη  γλώσσα  που  «διαθέτει  την  μυστηριακή  βαφή  της  αποστάσεως,  που 
“δεν  λέγει  ούτε  κρύπτει  αλλά  σημαίνει”»  είναι  η  αρχαία  γλώσσα 265 . 
Αντίθετα,  η  καθημερινή  γλώσσα,  αν  τη  χρησιμοποιούσαμε  στη  Λατρεία, 
«τότε  θα  εγέννα  αύτη  εν  τη  ψυχή  και  τω  νοΐ  των  παρευρισκομένων 
αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου, της φυσικής ημών υπάρξεως» 266 . 
 
Επιχείρημα 2ο 
Το επιχείρημα αυτό προκύπτει από το τι είναι μεταβαλλόμενο και τι 
όχι. Δηλαδή, στα συνεχώς μεταβαλλόμενα και προσαρμοζόμενα ανήκει η 
καθημερινή  γλώσσα.  Στα  μη  μεταβαλλόμενα,  αντίθετα,  ανήκει  η 
Εκκλησία,  «η  οποία  έχει  –  και  οφείλει  να  έχει‐  το  στοιχείο  της 
σταθερότητας  και  της  ανυψώσεως  υπεράνω  των  καθημερινών  τριβών» 267 . 
Πιο  ειδικά,  στην  Ορθόδοξη  Λατρεία  «οι  πιστοί  ζουν  ένα  “έργο”,  που 
χρειάστηκε  πάνω  από  χίλια  χρόνια  αγίας  εμπνεύσεως  του 
πνευματικοτάτου  των  πολιτισμών,  για  να  κρυσταλλωθεί  η  μορφή  του».  Η 
μορφή  τούτη  έχει  να  κάνει  «με  την  ίδια  την  υπόστασι  της  Ευχαριστίας  … 
συστατικό  μέρος  της  οποίας  είναι  και  ο  γλωσσικός  τύπος» 268 .  Συνεπώς, 
αφού η θεία Λειτουργία δεν ανήκει στα μεταβαλλόμενα στοιχεία, «δεν θα 
πρέπει να υφίσταται και αυτή τον αντίκτυπο των μεταβολών, αλλαγών και 
ουσιαστικών τροποποιήσεων» 269 . Έτσι και ο συμμετέχων πιστός θα έχει την 
«ψυχολογική αίσθηση ότι επιτελεί το ύψιστον έργον επί της γης και όχι ένα 
τετριμμένο έργο και ίσης αξίας προς τα άλλα βιωτικά έργα» 270 . 
 
Επιχείρημα 3ο 
Εδώ  οι  συγγραφείς  υποστηρίζουν  την  ιδιαιτερότητα  της  αρχαίας 
ελληνικής  λειτουργικής  γλώσσας,,  στηρίζοντας  σε  αυτό  την  άποψή  τους 

διά να αισθάνεται ο χριστιανός την επισημότητα της Θείας Λειτουργίας», προσθέτοντας όμως « χωρίς
βεβαίως να αδυνατεί να παρακολουθήση τα νοήματα αυτής».
262
Στ.Ι.Κουρούση, Απάντησις μη «ειδικού» εις αιτιάσεις «ειδικών», περ. Κοινωνία, τ.2 (2005), σ. 167-
8.
263
Χ.Μ.Μπούσια, Η γλώσσα της σύγχρονης υμνογραφίας. Σκέψεις και προβληματισμοί, περ.
Θεοδρομία, τ. 1-3 (2002), σ. 338.
264
Μητρ. Αιμιλιανού Τιμιάδου, Γλώσσα και μετάφραση 1, περ. Κοινωνία, τ. 4 (2009), σ. 394.
265
Στ. Ράμφου, Τέχνη αχειροποίητη, λόγος αμετάφραστος, περ. Σύναξη, τ. 20 (1986), σ.35.
266
αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, μετάφρ, ιερομ. Ζαχαρίου, Ιερά
Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1996, σσ. 375-6.
267
Φ.Σχοινά, Μπορεί η καθημερινή γλώσσα…, σ.169.
268
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.34.
269
Μητρ. Αιμιλιανού Τιμιάδου, ό.π., σ.392.
270
Φ.Σχοινά, Μπορεί η καθημερινή γλώσσα…, σ.169.

91
να μην αλλάξει αυτή. Μιλούν για τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της 271 , για 
τη ιερότητά της 272 , τον καθαγιασμό της 273  από τη Χάρη του Θεού και των 
αγίων. Θεωρείται η Αρχαία Ελληνική θεϊκή επιλογή για το Ευαγγέλιο και 
στη  συνέχεια  για  τη  θεία  Λατρεία 274   και  ότι  ο  λόγος  της  Λατρείας  έχει 
οντολογικό  βάρος:  δεν  είναι  απλός  ανθρώπινος  λόγος  αλλά  λόγος 
χαριτωμένος από το Άγιο Πνεύμα που κουβαλά την άκτιστη ενέργεια της 
Θείας  Χάριτος 275 .  Αποτελεί  συμπύκνωση  της  αγιοπνευματικής  εμπειρίας 
των  συγγραφέων  των  ευχών  και  των  ποιητών  των  ύμνων. 276  Τέλος, είναι 
το  τελειότερο  όργανο  που  βρέθηκε  για  να  εκφρασθεί  η  Ορθόδοξη 
θεολογία  και  η  αγιοπνευματική  μυστική  ζωή 277   ο  δε  συνειρμός  από  μια 
υψηλή  και  τέλεια  γλώσσα  ανάγει  σε  υψηλές  και  τέλειες 
πραγματικότητες 278  . 
 
Επιχείρημα 4ο 
Επειδή  η  μη  κατανόηση  των  λειτουργικών  κειμένων  θεωρείται  ο 
βασικότερος λόγος για τη μετάφραση ή την ανανέωσή τους, γι’ αυτό και 
οι  διαφωνούντες  συγγραφείς  αναφέρονται  πολύ  συχνά  στο  θέμα  της 
κατανόησης  και  συγκροτούν  έτσι  επιχειρήματα  για  την  άποψή  τους. 
Παραθέτουμε, λοιπόν, παρακάτω όλες τις αναφορές που εντοπίσαμε στη 
βιβλιογραφία. 
• «Ο  λαός  του  Θεού  καταλαβαίνει  και  αισθάνεται  τα  νοήματα» 
καλύτερα  από  τις  όποιες  μεταφράσεις  και  «δεν  επιθυμεί 
τέτοιες καινοτομίες» 279 . 
• «Η  συχνή  επανάληψη  των  ίδιων  κειμένων  διευκολύνει  την 
κατανόησή τους» 280 . 
• Δεν απαιτείται μεγάλος κόπος για την εκμάθηση της αρχαίας 
ελληνικής  λατρευτικής  γλώσσας 281 .  «Μαθαίνουμε,  άλλωστε, 

271
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σσ. 38-40.
272
Μητρ. Κοζάνης Διονυσίου, Η Θεία Λειτουργία, ΑΔΕΕ, Αθήνα 1986, σσ., 138-9. Όσο για τη
Νεοελληνική, τη θεωρεί ακόμη «αδούλευτη» και «πτωχή σε λεξιλόγιο, δύσκαμπτη από τη φύση της», θα
προσθέσει ο Χ.Μπούσιας στο Η γλώσσα της σύγχρονης υμνογραφίας.., σ.339.
273
αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ό.π., σσ. 374-5. Λέει χαρακτηριστικά: «Η επί τοσούτον χρόνον
χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της Θ. Λειτουργίας, ήτις δύναται να χαρακτηρισθή και ως
κατηγόρημα της ορθοδόξου λατρείας, είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ ουσιώδους βλάβης αυτής
ταύτης της λατρείας».
274
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν τα λειτουργικά κείμενα;, εκδ. Βρυένιος, Θεσσαλονίκη
2003, σσ. 54-5, αρνούμενος την ύπαρξη ιερών γλωσσών. Μιλά απλώς για «αρχετυπική γλώσσα, το
σταθερό σημείο αναφοράς, γύρο από το οποίο θα κινούνται οι άλλες γλώσσες, στις οποίες μεταφράζονται
τα εκκλησιαστικά κείμενα …».
275
πρωτοπρ. Νικ. Λουδοβίκου, Περί την μετάφραση των Λειτουργικών κειμένων και τα προβλήματά της,
περ. Σύναξη, τ. 72 (1999), σσ. 8-9: «λόγος ζυμωμένος εν Πνεύματι – οντολογικοποιημένος».
276
Γ. Φίλια, Γενική θεώρηση της λειτουργικής …, σ. 175.
277
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 336.
278
αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ό.π., σ. 373.
279
αρχιμ. Ι. Κοτσώνη, Εκκοσμικεύσεις στην Θεία Λατρεία, περ. Προς ιερέα, τ. 3 (1996), σ.14. Βλ. και
Μητρ. Κοζάνης Διονυσίου, ό.π., σ. 9.
280
Ι. Φουντούλη, ό.π., σ. 660. Το ίδιο και ο πρωτοπρ. Θ. Ζήσης στο Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ.
40-1.

92
τόσες  γλώσσα  και  τόσα  άχρηστα  πράγματα  και  ασφαλώς  δεν 
είναι πρόβλημα … να μάθουμε τις δύσκολες λέξεις και φράσεις 
της θείας Λειτουργίας» 282 . 
• Είναι  διαφορετικό  πράγμα  η  κατανόηση  από  τη  βίωση  και  τη 
συμμετοχή.  Ο  πιστός  αγιάζεται  με  την  απλή  θέα  των 
τελουμένων 283   και  είναι  πρόκληση  γι’  αυτόν  να  μπει  στην 
Εκκλησία «φτωχός, αγνοώντας τα πάντα» 284 . 
• Οι  πιστοί  «προτιμούν  να  μην  αντιλαμβάνωνται  εντελώς,  παρά 
να αισθάνωνται μεταγλωττισμένη την Λειτουργία τους. Όχι ότι 
δεν  θέλουν  να  καταλαβαίνουν,  αλλά  η  “κατανόησι”  εδώ 
συντελείται  μυσταγωγικά,  στο  πλαίσιο  της  Θυσίας  και  της 
Αναστάσεως» 285 . 
• Στους πιστούς που λόγω λεξιπενίας τούς φαίνεται δυσνόητη η 
γλώσσα  της  Λατρείας  «επενεργεί  η  θεία  χάρις»  και 
«διασκεδάζει τις αδυναμίες» 286 . 
• Αυτή η κατανόηση των λόγων της Λατρείας γίνεται σταδιακά 
και  με  αγιοπνευματικό  τρόπο  (φωτισμός  Αγίου  Πνεύματος, 
προσευχή  υπομονή,  επιμονή,  εμπιστοσύνη  στον  Θεό  κ.ά.),  ως 
βιωματική  μέθεξη  δηλαδή  και  όχι  ως  λογική  κατανόηση 
(εκμάθηση της αρχαίας γλώσσας). 287 
• Ειδικότερα  για  τα  παιδιά,  υποστηρίζεται  ότι  στην  Εκκλησία  
«αντιλαμβάνονται  χωρίς  να  καταλαβαίνουν,  αισθάνονται  χωρίς 
να  αναλύουν»,  γιατί  εκεί  «το  παιδί  βρίσκεται  στο  στοιχείο  του» 
και  γίνονται  κατανοητές  λέξεις  –  όπως  η  λ.  Θεός‐  που 
δυσκολεύονται  να  τις  καταλάβουν  στην  αίθουσα  του 
σχολείου. 288 
• Η ρίζα της αδυναμίας κατανόησης της λειτουργικής γλώσσας 
δεν  εντοπίζεται  στις  λέξεις  καθαυτές,  αλλά  στη  σύγχυση  και 
το ακατάληπτο του νοήματος. Με την κατά λέξη απόδοση του 
κειμένου στη Νεοελληνική το πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται 
αλλά  περιπλέκεται  κιόλας.  Συνεπώς,  «δεν  πρέπει  να 

281
αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ό.π., σ. 375-6. Το θεωρεί πως «είναι υπόθεσις ολίγων ωρών».
282
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σ. 40.
283
μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Μεταγλώττιση λατρευτικών κειμένων, περ. Ανατολικά, τόμ. Α΄ , 19932,
σ. 110.
284
Κ. Κορναράκη, Σκέψεις γύρω από το πρόβλημα της γλώσσα στην Εκκλησία, περ. Παρεμβολή, τ. 43
(1997), σσ. 8-9, όπου μνημονεύει τον αποφατισμό και επικαλείται τους αγραμμάτους αγίους και μιλά
για μύηση στα σύμβολα της λατρείας.
285
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.34.
286
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 336.
287
Αναλυτικά σε ολόκληρο κεφάλαιο στο πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 82-97.
Βλ. και Αγ. Ιωάννη της Κροστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου. Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής, μετφρ. Β.
Μουστάκη. Εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1996. σ. 74: «Άλλοτε, δεν καταλάβαινες μερικές λέξεις και
εκφράσεις. (…) Ξάφνου όμως, το Άγιο Πνεύμα σε φώτισε και τα λόγια αυτά μίλησαν μέσα σου καθαρά».
288
Αλ. Σμέμαν, Λειτουργία και ζωή, μετφρ. Ι. Ροηλίδης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σσ. 31 και 37.

93
προσανατολιζόμαστε  προς  μία  μετάφραση  αλλά  προς  μία 
χειραγώγηση του λαού στο νόημα των ευχών και των ύμνων» 289 . 
 
Επιχείρημα 5ο 
Το  επιχείρημα  αυτό  λαμβάνει  υπόψιν  του  την  κατά  το  παρελθόν 
στάση  της  Εκκλησίας  στο  ζήτημα  της  γλωσσικής  μορφής  των 
λειτουργικών  κειμένων.  Ήδη  από  τον  9ο  αιώνα  η  Εκκλησία  παγίωσε  τις 
μορφές  και  τα  μέσα  της  Λατρείας,  πάγιος  σκοπός  της  οποίας  είναι  ο 
αγιασμός  των  πιστών.  Στη  χρήση  των  μέσων,  βεβαίως,  οι  Πατέρες  ήταν 
ρηξικέλευθοι,  ακολουθούν  όμως  έναν  κανόνα:  «Κάθε  μορφή  λατρείας 
ήταν ομοούσιο γέννημα της λατρευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας, ώστε 
να μη διασπάται η συνέχεια της ζωής της» 290 .  
Ποτέ  η  επίσημη  Εκκλησία  και  κανένας  άγιος  στο  παρελθόν  δεν 
σκέφτηκε  ούτε  αποφάσισε  να  προβεί  σε  μετάφραση  λειτουργικών 
κειμένων.  Αντίθετα,  απέκρουε  παρόμοιες  ανανεωτικές  προσπάθειες. 
Αλλά  και  σύγχρονοι  χαρισματικοί  Γέροντες  διαμαρτύρονται  και 
ενοχλούνται  από  τέτοιες  καινοτομίες 291 .  «Υπήρξαν»,  μάλιστα,  «περίοδοι 
σκότους  και  αγραμματοσύνης  κατά  τις  οποίες  θα  έπρεπε  η  Εκκλησία  εδώ 
και  πολλούς  αιώνες  να  είχε  μεταγλωττίσει  τα  λειτουργικά  κείμενα».  Δεν 
το έκανε όμως 292 . Συνεπώς, η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων στη 
Νεοελληνική  δεν  αποτέλεσε  ούτε  και  τώρα  αποτελεί  πραγματική 
ποιμαντική αναγκαιότητα της Εκκλησίας. 293 
 
Επιχείρημα 6ο 
 Πρόβλημα κατασκευασμένο η μη κατανόηση της αρχαίας ελληνικής 
λειτουργικής  γλώσσας  αποτελεί,  μαζί  με  τις  γλωσσικές  μεταρρυθμίσεις 
στο  σύνολό  τους,  μέρος  οργανωμένου  σχεδίου  κατά  του  Ελληνισμού 294 : 
«να ενσωματωθούμε, επί τέλους, στη Δύσι, ασχέτως εάν τούτο συνεπάγεται 
να  χάσωμε  το  πρόσωπό  μας» 295 .  Γιατί,  καθώς  «έχομε  ομοιόμορφο  κείμενο 

289
Γ. Φίλια, Γενική θεώρηση της λειτουργικής …, σσ. 182-3. Βλ. και πρωτοπρ. Νικ. Λουδοβίκου, Περί
την μετάφραση των Λειτουργικών κειμένων …, σ.7.
290
πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, Παράδοσις και ανανέωσις…, σ. 443, ο δε πρωτοπρ. Θ. Ζήσης θεωρεί
πως είναι «αμετάβλητα και ιερά τα καθιερωμένα της πίστεως και της λειτουργικής παραδόσεως, τα
δόγματα και η λατρεία, μέχρι και αυτών των λέξεων, που θεωρούνται αγιασμένες», βλ. ιδίου Πρέπει να
μεταφραστούν…, σ. 23, όπου παραπέμπει και σε Πατέρες της Ρωσικής Εκκλησίας, μέσα από το βιβλίο
των N. Baynes – H.St. Moss, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα
1983, σ. 509.
291
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 23-31, όπου αναφέρονται αφενός οι άγ.
Κολλυβάδες, Μακάριος Κορίνθου, Νικόδημος Αγιορείτης και ο Αθ. Πάριος- οι οποίοι εκδίδουν παλιές
ακολουθίες, συντάσσουν νέες στην αρχαία λειτουργική γλώσσα, ερμηνεύουν ύμνους … ουδέποτε
όμως μεταφράζουν- και αφετέρου ο π. Παΐσιος και ο π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και η διαφωνία
τους. Χαρακτηρίζεται δε η μετάφραση στη Νεοελληνική «πράξη ανυπακοής και υπερηφανείας».
292
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σ. 21.
293
γέρ. Π. Μωϋσής Αγιορείτης στο πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σ. 35. Αντίθετα, το
θεωρεί «κατασκευασμένο πρόβλημα».
294
Αναλυτικότατα ο πρωτοπρ. Θ. Ζήσης στο Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 97-104.
295
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.39.

94
που ακούγεται το ίδιο σε όλους τους ελληνορθόδοξους ναούς απανταχού της 
γης,  σε  κάθε  Λειτουργία…  αποτελεί  παράγοντα  ενότητος,  ελληνικότητος 
και  αυτοσυνειδησίας».  Η  λειτουργική  γλώσσα,  συνδέοντάς  μας  με  το 
παρελθόν,  έχει  γίνει  «εθνική  γλώσσα» 296 .  Κι  αυτήν  την  «παγκόσμια 
πρωτοτυπία»,  το  «προνόμιο»  που  έχουμε  εμείς  οι  Νεοέλληνες  να 
χρησιμοποιούμε  τα  κείμενα  της  Αγ.  Γραφής  και  της  θείας  Λατρείας  στο 
πρωτότυπο  πρέπει  να  το  διαφυλάξουμε 297 .  Κάθε  μετάφραση  ισοδυναμεί 
με «έγκλημα κατά του Γένους και της Θεολογίας» 298 . 
 
Επιχείρημα 7ο 
Ειδικότερα  για  το  Υμνολόγιο,  επισημαίνεται  ότι  «οι  ύμνοι  δεν  είναι 
ποιήματα  στα  οποία  ύστερα  προστέθηκε  και  μουσική,  αλλά  είναι  μέλη, 
ποίηση  δηλαδή  και  μουσική  μαζί,  όπου  κάθε  στίχος  είναι  και  μουσική 
φράση» 299 . Αυτή η ενότητα μορφής και περιεχομένου καθιστά αδύνατη τη 
μετάφραση των ύμνων χωρίς την αισθητική καταστροφή τους. Πέραν των 
δυσκολιών που αφορούν την πνευματικότητα του μεταφραστή, υπάρχουν 
και  οι  τεχνικές  εκείνες  δυσκολίες  που  αφορούν  τη  μετάφραση  μιας 
ποιητικής γλώσσας άρρηκτα συνδεδεμένης με τη μελωδία 300 . Γι’ αυτό και 
οι  ίδιοι,  άλλωστε,  «με  σκεπτικισμό  αντιμετωπίζουν  το  εγχείρημά  τους» 301 . 
Δεν  χρειάζονται,  λοιπόν,  μετάφραση  οι  ύμνοι,  παρά  μόνον  «να 
ερμηνευτούν  και  να  αναλυθούν  νοηματικά»  μέσω,  για  παράδειγμα,  του 
«υμνολογικού  κηρύγματος»  302 .  (Περισσότερα  γι’  αυτό  στις  Προτάσεις,  βλ. 
4.2.3.4.). 
 
Επιχείρημα 8ο 
Αρκετοί συγγραφείς 303  απορρίπτουν τη λειτουργική γλώσσα ως αιτία 
απομάκρυνσης  των  ανθρώπων  από  την  Εκκλησία  και  επισημαίνουν 
άλλους παράγοντες, όπως:  
• Η απουσία παραδείγματος από τους κληρικούς 
• Το πλημμελές ποιμαντικό έργο των Ποιμένων 

296
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 343.
297
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 37-9. Θεωρεί, μάλιστα, ότι «οι Νεοέλληνες δεν
είμαστε άλλοι από τους Έλληνες, έχουμε την ίδια ταυτότητα, ιδιαίτερα στη γλώσσα … η λειτουργική
γλώσσα δεν είναι ξένη γλώσσα για να ζητούμε την μετάφρασή της». Γι’ αυτό και δέχεται (και άλλοι) ως
δόκιμο όρο τη λ. μεταγλώττιση.
298
ιερομον. Π. Ι. Δαμασκηνού, Περί της μεταφράσεως της λειτουργικής γλώσσης, περ. Σύναξη, τ. 72
(1999), σ. 66. Αυτός καθαυτός ο «πατερικός λόγος είναι πάντοτε σύγχρονος, διότι είναι λόγος
Πνεύματος Αγίου και ομιλεί εις τας καρδίας των ανθρώπων».
299
επ. Διονυσίου Ψαριανού, Μετά αιδούς και ευλαβείας, περ. Σύναξη, τ. 73 (2000), σ. 113. Βλ. και
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 337.
300
Αναλυτικά ιδιαιτέρως οι τεχνικές δυσκολίες στο Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σσ. 42-7.
301
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 339.
302
επ. Διονυσίου Ψαριανού, ό.π., σ.113.
303
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 44-50, Χ. Γεροντίδη, Η λατρευτική γλώσσα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, περ. Ορθόδοξος Τύπος, 20/1/2000, Φ.Σχοινά, Μπορεί η καθημερινή γλώσσα…,
σ. 173, πρωτοπρ. Γ.Δ.Μεταλληνού, ό.π., σ. 443.

95
• Η  αποϊεροποίηση  της  ζωής,  ως  έργο  του  Σατανά,  ο  οποίος 
πολεμά κάθε ιερό 
• Η αποβυζαντινοποίηση της Ελλάδας 
• Η εθιμική και υποκριτική χριστιανικότητα 
• Η εγκατάλειψη της κατήχησης 
• Η δυσκολία της πνευματικής ζωής. 
•  
4.2.3.2. Επιχειρήματα  (με  περιεχόμενο  τα  θετικά  αποτελέσματα  της 
διατήρησης  των  λειτουργικών  κειμένων  στην  αρχική  γλωσσική 
μορφή τους) 
 
Επιχείρημα 1ο 
Η  διατήρηση  του  υψηλού  λειτουργικού  λόγου  της  Εκκλησίας  θα 
ανυψώσει στο ύψος αυτού το γλωσσικό επίπεδο του μέσου πιστού 304 . 
 
Επιχείρημα 2ο 
Ο  ισχύων  αρχαίος  λειτουργικός  λόγος  θεραπεύει  και  ψυχολογικά 
προβλήματα 305 . 
 
Επιχείρημα 3ο 
Η  κοινή  και  αμετάβλητη  διά  των  αιώνων  λειτουργική  γλώσσα 
συμβάλλει  αποφασιστικά  στο  έργο  μιας  διατοπικής  και  διαχρονική 
ενότητας και συνέχειας, της ενοποιήσεως του κόσμου, που είναι ο κύριος 
σκοπός της Εκκλησίας, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή 306 . 
 
4.2.3.3. Επιχειρήματα  (με  περιεχόμενο  τα  αρνητικά  αποτελέσματα  της 
αλλαγής της αρχαιοελληνικής λειτουργικής γλώσσας) 
 
Επιχείρημα 1ο 
Αποϊεροποίηση της λειτουργικής γλώσσας: θα χάσει το κύρος και την 
εξουσία  του  το  ιερό,  καθώς  θα  πάψει  να  ίπταται  υπεράνω  της 
καθημερινής, πεζής πραγματικότητας 307 . 
 
Επιχείρημα2ο 
Υποβιβασμός της Λατρείας: με την ψυχολογικοίηση της Λατρείας θα 
κυριαρχήσουν τα ατομικά συναισθήματα, η δε Εκκλησία θα εκληφθεί από 
τους εκτός ως μία ακόμη ενθουσιώσα θρησκευτική σέκτα 308 . 

304
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σ. 226.
305
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σ. 156.
306
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σ. 80.
307
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σ. 74 και Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 341.
308
ειδικά στην εποχή θρησκευτικού πλουραλισμού και συγκρητισμού, βλ. Φ.Σχοινά, Μπορεί η
καθημερινή γλώσσα…, σ.170 και του ιδίου, Λειτουργική γλώσσα…, σ. 101.

96
 
Επιχείρημα 3ο 
Ο  περιορισμός  των  σημαινομένων  νοημάτων  που  αναγκαστικά  θα 
προκύψει  από  τη  μετάφραση  θα  οδηγήσει  σε  μια  αβαθή  και  ελλιπή 
κατανόηση της θείας Λατρείας 309 . 
 
Επιχείρημα 4ο 
Η μετάφραση «θα αγγίξει τον ευσεβισμό, ο οποίος στη βαθύτερη ουσία 
του  είναι  η  πρόταξη  της  ατομικής  πνευματικότητας  έναντι  της 
εκκλησιαστικής,  η  προτεραιότητα  της  ατομικής  διάνοιας  έναντι  του 
καθολικού Εκκλησιαστικού νου» 310 . 
 
Επιχείρημα 5ο 
Ο  μεταγλωττισμένος  λειτουργικός  λόγος  αντί  να  περιορίσει  μπορεί 
να  εξάψει  τη  φαντασία,  ενδέχεται  δε  να  ενισχυθεί  ο  μαγικός  – 
σακραμενταλιστικός τρόπος βιώσεως της θείας Ευχαριστίας 311 .  
 
Επιχείρημα 6ο 
Η μετάφραση «διακόπτει … την αδιάκοπη λειτουργική  συνέχεια» και 
«θα  χωρίσει  τους  πιστούς  από  τον  γνώριμο  και  οικείο  χώρο  των  Πατέρων 
τους» 312 ,  θα  τους  απομακρύνει  από  τη  μεταγγιζόμενη  πολιτιστική 
εμπειρία και την ιστορική τους συνείδηση 313 . 
 
 Επιχείρημα 7ο 
Με τη μετάφραση θα διασπαστεί η «ριζική ενότητα του λόγου και  του 
μέλους» 314 ,  θα  καταστραφεί  η  αισθητική  ισορροπία  ανάμεσα  στη  μορφή, 
τη δομή, τα μέτρα, τις ισοσυλλαβίες, τις ομοτονίες και τη διαστρωμάτωση 
τω  εννοιών 315     με  αποτέλεσμα  να  χαθούν  τα  εκπληκτικά  και  απ’  όλους 
θαυμαζόμενα  μεγάλα  ποιητικά  δημιουργήματα  της  εκκλησιαστικής 
υμνογραφίας  ‐και  μαζί  τους    ένας  ολόκληρος  μουσικός  πολιτισμός‐,   
πράγμα το οποίο «θα βλάψει την αισθητική και μυσταγωγική ομορφιά της 
ίδιας  της  λατρείας» 316   και  θα  επιφέρει  «καίριον  τραυματισμό  της 
Ορθοδοξίας» 317 . 
309
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σ. 74. Επαυξάνει ο μητροπ. Κοζάνης Διονύσιος
μιλώντας για καταστροφή των εννοιών στο Μετά αιδούς και…, σ.151.
310
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σ. 158. Πρβλ. και Στ. Ράμφου, ό.π., σ.37, ο οποίος μιλά για
εισαγωγή ατομικού αισθήματος.
311
Φ. Σχοινά, Λειτουργική γλώσσα…, σσ. 99-100.
312
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 80-1.
313
Χ.Μ.Μπούσια, ό.π., σ. 340. Παρόμοια υπό μορφήν ερωτημάτων και ο π. Αθαν. Σ. Λαγουρός στο
Ναι ή Όχι στη «Μετάφραση» της Λειτουργικής γλώσσης. Ένα Ερωτηματολόγιο, εκδ. Τήνος, Αθήνα
2010, σ. 36.
314
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.36.
315
Γρ.Θ.Στάθη, ό.π., σ. 209.
316
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 54.
317
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.38.

97
 
Επιχείρημα 8ο 
Με  την  αντικατάσταση  των  ποιητικών  λειτουργικών  κειμένων  είτε 
με μεταφρασμένα είτε με νέα ποιητικά, όπου η ποιητική γλώσσα θα είναι 
ενός  επιπέδου  της  γλώσσας  π.χ.  του  Ελύτη,  δεν  είναι  καθόλου  σίγουρο 
πως  θα  ήταν  πιο  κατανοητά  μέσα  στους  ναούς.  Επιπλέον  δε  κάτι  τέτοιο 
«ενδέχεται    να  συμπαρασύρει  κι  άλλα  πράγματα  και  θέσμια  της 
Εκκλησίας» 318 
 
4.2.3.4. Προτεινόμενες  ενέργειες  της  Εκκλησίας  παράλληλα  με  τη 
διατήρηση της αρχαιοελληνικής λειτουργικής γλώσσας 
 
 Ως  τρόπους  αντιμετώπισης  του  προβλήματος  κατανόησης  της 
αρχαιοελληνικής  λειτουργικής  γλώσσας  προτείνεται  η  ερμηνεία 319   και 
διδαχή των λειτουργικών κειμένων. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να γίνεται 
με  ερμηνευτικές  παρεμβάσεις  που  θα  διακόπτουν  τα  τελούμενα 320   αλλά 
ως συστηματική κηρυγματική ερμηνεία, ως «υμνολογικό κήρυγμα» 321 , που 
είναι  και  ο  πατερικός  δρόμος.  Βαρύτατο  χαρακτηρίζεται  αυτό  το 
κατηχητικό  έργο  μύησης  των  πιστών  στη  Λατρεία  και  αντίστοιχο  με  τις 
Μυσταγωγικές  Κατηχήσεις  της  Εκκλησίας  κατά  τους  πέντε  πρώτους 
αιώνες. Προτείνονται, επίσης, «εκδόσεις με επεξήγηση των Μυστηρίων και 
των  Ακολουθιών»,  «προετοιμασία  των  πιστών  πριν  από  την  τέλεση 
μυστηρίων  και  Ακολουθιών»,  «ενοριακές  ευκαιρίες  για  επεξήγηση  και 
εμβάθυνση  στη  λατρεία»,  «ερμηνευτικό  βοήθημα  περί  της  Θείας 
Λειτουργίας», το οποίο, μάλιστα, για μικρό χρονικό διάστημα θα το έχουν 
ανάγκη οι πιστοί. 322  Για προσωπική χρήση, και όχι για λειτουργική, και για 
την  κατ’  ιδίαν  μελέτη  του  πιστού  στο  σπίτι  προτείνεται  να  ετοιμασθεί 
κάποια  «ερμηνευτική  μετάφραση»  των  λειτουργικών  κειμένων 323 , 
εγκόλπιο  που  θα  περιέχει  το  πρωτότυπο  κείμενο  και  τη  μετάφρασή  του 
«στη  δημοτική  σε  άμεσο  πεζό  λόγο  και  όχι  σε  προκρούστιες  έμμετρες 
μεταφράσεις» 324 . Στην τέτοιου είδους προσπάθεια της Εκκλησίας ο πιστός 

318
π. Αθαν. Σ. Λαγουρού, ό.π., σσ. 46-51.
319
Ο Οικουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχεται το πρόβλημα της γλωσσικής κατανόησης και
προτείνει: «Πρέπει να διδάξωμεν την ερμηνείαν της Θείας Λειτουργίας εις τους εκκλησιαζομένους
χριστιανούς, μήπως ούτως αμβλυνθεί το πρόβλημα της κατανοήσεως της γλώσσας αυτής» σε συνέντευξή
του (βλ. περ. Θεός και Θρησκεία, τ.1 (1999), σ. 27). Επιγραμματικά και ο Ν. Τωμαδάκης: «άνευ
ερμηνείας ακατανόητος η ιερά υμνογραφία», βλ. του ιδίου, Άνευ ερμηνείας ακατανόητος η ιερά
υμνογραφία, περ. Εκκλησία, τ. Α58 (1981), σ.279.
320
πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Πρέπει να μεταφραστούν…, σσ. 113-5.
321
επ. Διονυσίου Ψαριανού, ό.π., σσ.113-4.
322
Γ. Φίλια, ό.π., σσ.184-5. Πρβλ. και Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σσ. 64-5.
323
Κ. Νικολακοπούλου, Ζητήματα λογική λατρείας και λειτουργικής αγωγής, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2001, σ. 157. Πρβλ. και Γρ.Θ.Στάθη, ό.π., σ. 210.
324
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σσ. 58-9.

98
καλείται  να  προσθέσει  τη  δική  του  προσωπική  μελέτη  και  εμβάθυνση 
«ώστε να οικειοποιείται τα νάματα της λατρείας» 325 . 
Η Εκκλησία, επίσης, επισημαίνεται ότι «οφείλει μάλιστα, αντί άλλης 
κατηχήσεως, να ενθαρρύνει εμπράκτως τις σπουδές της αρχαίας ελληνικής 
γλώσσας» 326 . Ανάλογη πρόταση από άλλον συγγραφέα θέλει τη Εκκλησία 
να  ιδρύει  σχολεία,  ημερήσια  ή  απογευματινά,  για  διδασκαλία  των 
Αρχαίων Ελληνικών και του πατερικού λόγου 327 . 
Υποστηρίζεται, επιπρόσθετα, ότι «η πολυχρόνιος και συνεχής τριβή με 
την  ιερολογία  της  Θ.  Λειτουργίας  θα  μας  εξοικειώσει  εξάπαντος  με  τη 
λατρευτική γλώσσα και πράξη» 328 , επιβάλλεται δε «ακραιφνής τήρηση του 
εκκλησιαστικού  τυπικού,  δημιουργία  όσο  το  δυνατόν  κατανυκτικότερης 
ατμόσφαιρας  και  μεστό  κήρυγμα,  που  εξιστορικεύει  ερμηνευτικά  τον 
ευχαριστιακό συμβολισμό» 329 . 
Στο  πλαίσιο  της  Εκπαίδευσης,  προτείνεται  να  πυκνώσει  η 
καταχώριση  εκκλησιαστικών  ύμνων  στα  σχολικά  βοηθήματα  των 
θρησκευτικών, να γίνει εκτεταμένος λόγος για την εκκλησιαστική ποίηση 
στην  Γ΄  Γυμνασίου  και  στην  Α’  Λυκείου,  να  διατίθεται  μεγαλύτερος 
χρόνος από τους θεολόγους για την ανάλυση εκκλησιαστικών ύμνων, να 
δημιουργούνται  μαθητικές  βυζαντινές  χορωδίες,  όπου  υπάρχουν 
προϋποθέσεις,  να  προτρέπονται  οι  καλλίφωνοι  μαθητές  να 
παρακολουθούν  μαθήματα  βυζαντινής  μουσικής  και  να  ανεβαίνουν  στο 
αναλόγιο των ψαλτών. Και στα σχολικά εγχειρίδια των Νέων Ελληνικών 
προτείνεται «να περιλαμβάνονται αντιπροσωπευτικοί ύμνοι κάθε περιόδου 
με  σύντομες  εισαγωγές,  για  να  γνωρίσουν  οι  μαθητές  τον  πλούτο  της 
λατρείας  μας  και  να  εθιστούν  στο  ιδιότυπο  τούτο  είδος  της  Βυζαντινής 
λογοτεχνίας» 330 . 
Παραθέτουμε  στο  τέλος  πώς  θεωρεί  το  πρόβλημα  κατανόησης  της 
Λατρείας και τι προτείνει για την αντιμετώπισή του ο μητροπ. Σηλυβρίας 
Αιμιλιανός,  ο  οποίος  δέχεται  ότι  οι  ύμνοι  μένουν  πολλές  φορές 
ακατανόητοι, το συνδέει όμως με τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται από 
πολλούς  ιεροψάλτες.  Αυτή  η  «ασματική  ακαταστασία»,  όπως  την 
αποκαλεί,  «καταδικάζει  τα  θεία  νοήματα  της  Υμνογραφίας  να  περνούν 
απαρατήρητα».  Αντίθετα,  «η  Λατρεία  και  η  Υμνογραφία  πρέπει  να  είναι 
προσιτές  και  ευκολονόητες  στους  εκκλησιαζομένους»,  αλλιώς  «εύκολα  ο 
καθείς  μας  κινδυνεύει  να  παρασυρθεί  σ’  ένα  στείρο  εκκλησιασμό». 
Προτείνει, τέλος, η μουσική εκτέλεση των ύμνων να χρωματίζει και όχι να 

325
Μητρ. Αιμιλιανού Τιμιάδου, ό.π., σ.393.
326
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.39.
327
ιερομον. Π. Ι. Δαμασκηνού, ό.π., σ. 67.
328
Φ.Σχοινά, Μπορεί η καθημερινή γλώσσα…, σ.174.
329
Στ. Ράμφου, ό.π., σ.38.
330
Π.Θ.Παπαθεοδώρου, ό.π., σσ. 62-4. Προκαλεί απορία το τελευταίο: εννοεί ο συγγραφέας ύμνους
από το πρωτότυπο; Τότε γιατί στα σχολ. εγχειρίδια των Νέων Ελληνικών και όχι των Αρχαίων; Ή
εννοεί από μετάφραση; Τότε όμως, μάλλον, θα ήταν “δώρον άδωρον”.

99
σκεπάζει  την  ακρόαση  και  κατανόησή  τους,  γιατί  η  ουσία  και  το 
σπουδαιότερο  στοιχείο  βρίσκεται  στο  κείμενό  τους  και  όχι  στη  μελωδία 
τους. 331 
 
 
4.3. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ  –  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ  ΤΗ 
ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 
 
Προσπαθήσαμε  να  παραθέσουμε  όσο  μπορούσαμε  πιο  αναλυτικά 
και αντικειμενικά τις υπάρχουσες απόψεις για το ζήτημα της γλωσσικής 
μορφής  των  λειτουργικών  κειμένων.  Κατά  την  παράθεση  αυτή 
αποφύγαμε  κάθε  είδους  κριτική  για  τα  επιχειρήματα  της  κάθε  πλευράς 
καθώς και για τις προτάσεις τους. Η δική μας προσπάθεια έγκειτο στο να 
δώσουμε μορφή επιχειρημάτων σε όλο αυτό το υλικό που εντοπίστηκε στη 
βιβλιογραφία και να το οργανώσουμε. Φάνηκε, μάλιστα, ότι κάθε άποψη 
διαθέτει  πλούτο  επιχειρημάτων,  των  οποίων  η  αξιολόγηση  εναπόκειται 
στον καθένα μας. 
Ένας  κοινός  τόπος,  βέβαια,  που  εντοπίστηκε  στην 
συντριπτική  πλειοψηφία  των  μελετητών‐συγγραφέων  είναι  η 
αναγνώριση  του  προβλήματος  κατανόησης  της  λειτουργικής 
γλώσσας  ως  προβλήματος  υπαρκτού.  Σε  αυτό  συνάδει,  και 
επαυξάνει μάλιστα, και η δική μας έρευνα που κάναμε σχετικά, 
της  οποίας  τα  συμπεράσματα  έχουν  καταγραφεί  στο 
προηγούμενο  κεφάλαιο  της  εργασίας  μας.  Η  έρευνα  αυτή 
έδειξε  πως  τη  στιγμή  αυτή  που  γράφεται  το  παρόν  το 
πρόβλημα  κατανόησης  της  λειτουργικής  γλώσσας, 
τουλάχιστον  στους  αποφοίτους  της  Δευτεροβάθμιας 
Εκπαίδευσης,  είναι  όχι  απλώς  υπαρκτό  αλλά  ανησυχητικά 
διογκούμενο,  αν  λάβουμε  υπόψιν  μας  τις  δυσμενείς  γενικά 
συνθήκες  που  επικρατούν  –  και  μέλλουν  να  επικρατήσουν 
ακόμη  περισσότερο‐  στην  ελληνική  κοινωνία  του  21ου  αιώνα. 
Αυτό  είναι  που  καθιστά  βάσιμο  τον  προβληματισμό  για  τη 
λειτουργική  γλώσσα  και  επείγουσα  τη  λήψη  των  σωστών 
αποφάσεων. 
 
 
 

331
μητρ. Σηλυβρίας Αιμιλιανού, Η σύγχρονη ασματική ακαταστασία …, σ. 61-111. ο συγγραφέας σε
όλο το κείμενο δίνει έμφαση στην ύπαρξη προβλήματος κατανόησης της Λατρείας, πουθενά όμως δεν
μιλά για μετάφραση ή ανανέωσή της, παρά μόνον για τον τρόπο εκτέλεσης των ψαλλομένων.

100
4.4.      ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ  ‐  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ  ΤΗΝ 
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ  ΤΗΣ  ΑΡΧΑΙΑΣ 
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 
 
Ο δεύτερος προβληματισμός αφορά το πόσο αποτελεσματικός είναι ο 
τρόπος  με  τον  οποίο  διδάσκεται  η  Αρχαία  Ελληνική  στους  μαθητές  του 
γυμνασίου  και  του  λυκείου  τα  τελευταία  χρόνια  στη  χώρα  μας. 
Διευκρινίζουμε  ότι  εδώ  μιλούμε  για  τη  διδασκαλία  των  Αρχαίων 
Ελληνικών από το πρωτότυπο και όχι για τη διδασκαλία μεταφρασμένων 
κειμένων  της  Αρχαίας  Ελληνικής  Γραμματείας.  Οι  απόφοιτοι  του  2010, 
πράγματι,  από  την  Α΄  Γυμνασίου  έως  και  την  Γ΄  Λυκείου,  σε  όλες  τις 
τάξεις  είχαν  μάθημα  όπου  διδάσκονταν  την  Αρχαία  Ελληνική  μέσα  από 
πρωτότυπα  κείμενα  αρχαίων  Ελλήνων  συγγραφέων,  τα  οποία 
παρουσιάσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (2ο Κεφ.). Εκεί δείξαμε, επίσης, 
ότι η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνική αφορούσε το γλωσσικό ιδίωμα της 
Κοινής  Αττικής.  Σε  επόμενο  κεφάλαιο  της  εργασίας  μας  (3ο  Κεφ.) 
παρουσιάσαμε  τα  αποτελέσματα  έρευνας  που  κάναμε  για  το  πόσο  οι 
απόφοιτοι  της  Δευτεροβάθμιας  Εκπαίδευσης  σήμερα  κατανοούν  τη 
γλώσσα της θείας Λειτουργίας και κατ’ επέκταση τη λειτουργική γλώσσα. 
Καθώς  η  έρευνα  έδειξε  ότι  υπάρχει  σοβαρό  πρόβλημα  κατανόησης  μιας 
γλώσσας  που  ακολουθεί  το  διδαχθέν  γλωσσικό  ιδίωμα  της  Αρχαίας 
Ελληνικής,  ο  προβληματισμός  για  την  αποτελεσματικότητα  του  τρόπου 
διδασκαλίας του προκύπτει αβίαστα και αδήριτα. 
Οι  μαθητές  στη  Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση,  ενώ  έχουν  διδαχθεί 
συστηματικά επί έξι χρόνια τη γραμματική, το συντακτικό και το  βασικό 
λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής (αττικό ιδίωμα), σε ένα μεγάλο ποσοστό 
(περίπου  60%  από  αυτούς)  κατανοεί  από  ελλιπώς  έως  καθόλου  ένα 
αρχαιοελληνικό  κείμενο  (αττικίζοντος  γλωσσικού  τύπου),  απλούστερο 
μάλιστα  από  πολλά  αρχαιοελληνικά  κείμενα  που  διδάχθηκαν  στο 
γυμνάσιο  και  στο  λύκειο.  Ένα  απολύτως  αντιπροσωπευτικό  δείγμα 
μαθητικού  πληθυσμού  που  είχε  ολοκληρώσει  πια  τις  σπουδές  του  στη 
Μέση  Εκπαίδευση  έδειξε  αδυναμία  να  μεταφράσει  απλές 
αρχαιοελληνικές  φράσεις,  όταν  αυτές  περιείχαν  μορφοσυντακτικά  και 
λεξιλογικά  στοιχεία  της  Αρχαίας  Ελληνικής  που  δεν  επιβίωσαν  στη 
Νεοελληνική. Πιο συγκεκριμένα: 
Τύποι εγκλίσεων που δεν επιβίωσαν στη Νεοελληνική (υποτακτικής: 
δεηθῶμεν, αἰτησώμεθα, προστακτικής: παράσχου, ἀντιλαβοῦ και ευκτικής: 
μνησθείη)  δεν  ήταν  οικείοι  σε  παραπάνω  από  το  μισό  του  δείγματος:  ή 
τους άφησαν αμετάφραστους ή τους απέδωσαν λανθασμένα. 332   

332
Παραδείγματα: 
• αἰτησώμεθα = όταν το ζητάμε, αίτηση προσευχόμαστε, τάσσεται κ.ά. 

101
 Ονοματικούς  κλιτικούς  τύπους,  κυρίως  δοτικής  πτώσης  (τῷ 
πνεύματι,  τῇ  χάριτι,  πᾶσι)  παραπάνω  από  τους  μισούς  δεν  τους 
μετέφρασαν καθόλου ή όχι επιτυχώς. 333   
Συντακτικές δομές όπως η απαρεμφατική, πυκνά διδασκόμενη από 
το  γυμνάσιο  ακόμη,  δεν  φαίνεται  να  έχουν  αφομοιωθεί  από  τους 
μαθητές. 334   
Όταν  συναντώνται  ανοίκεια  μορφικά  και  συντακτικά  στοιχεία 
μαζί, η κατανόηση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. 335   
Ένας  ακόμη  παράγοντας  που  δυσχεραίνει  την  κατανόηση  φαίνεται 
πως  είναι  οι  λέξεις  που  δεν  επιβίωσαν  στη  Νεοελληνική  ή  εκείνες  που 
άλλαξαν σημασία. 336  Αντίθετα, στις λ. νῦν και ἀεί η κατανόηση ανήλθε σε 
υψηλότερα επίπεδα (83%). 
Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί επίσης δυσκόλεψαν την κατανόηση 
πάνω από τους μισούς του δείγματος, όταν περιείχαν προθέσεις ή που δεν 
χρησιμοποιούνται πια στη Νεοελληνική ή που έχουν αλλάξει σημασία. 337   

•  παράσχου  =  άκουσέ  μας,  σε  παρακαλούμε,  δέξου  το,  δεκτό,  όπως  είπε  ο 
προλαλήσας  κ.ά.  
• μνησθείη = να μας πάρει, νοιάζεται, φροντίζει, θα θυμάται, υμνούμε κ.ά. 

333
Παραδείγματα: 
• Καὶ  τῷ  πνεύματί  σου  =  και  το  πνεύμα  σου,  και  την  ψυχή  σου,  και  το  Άγιο  Πνεύμα 
σου, με το πνεύμα σου κ.ά. 
• Τῆ σῆ χάριτι = δώσε μας συγχώρηση, σου χαρίζει τη χαρά, μεγάλη η χάρη σου, γιατί 
δική σου είναι η χάρις, τη χαρά μας, τη χάρη σου κ.ά. 
• Εἰρήνη πᾶσι = παντού ειρήνη, πάντα ειρήνη, παντοτινή ειρήνη κ.ά.
334
Παράδειγμα: 
άξιον  ἐστίν  (…)  μακαρίζειν  σε  την  Θεοτόκον  =  είσαι  άξιος…  μακαρίζοντας  την  Παναγία, 
άξια είναι… να συγχωρείς τη Θεοτόκο, είναι άξιος … να σε συγχωρέσει η Θεοτόκος, άξιος 
είναι  …  κακαρίζει,  ο  μακαρίτης μαγείρευες  τη  Θεοτόκο  Αξία, περίεργο  είναι  για  να  είναι 
αληθινό και σε υμνεί Θεοτόκε κ.ά.
335
Παράδειγμα: 
τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν (προτρεπτική υποτακτική + αντικείμενο σε γενική) =  από τον Κύριο 
να δοθούν, του Κυρίου περασμένα, ο Κύριος να μας φυλάει, (εσένα) Κύριε θα παρακαλούμε, 
στον Κύριο δώστε/προσκυνούμε  κ.ά.
336
Παραδείγματα: 
• ἔτι καὶ ἔτι = χρόνια, με τα έτη, για πάντα, χρόνια και χρόνια, ακόμη και κ.ά. 
• Ἀντιλαβοῦ  (του  ρ.  ἀντιλαμβάνομαι  =  βοηθώ,  παραστέκομαι,  ενώ  νεοελλ.  = 
καταλαβαίνω,  ‘πιάνω’)  =  κατάλαβέ  μας,  ας  μας  καταλάβει,  να  μας  καταλάβεις,  
άκουσέ  μας,  πάρε,  εμείς  που  λαμβάνουμε,  περνάς,  παρέλαβε,  αποδέξου, 
αντιληφθείται ότι, να μας αντιλαμβάνεσαι κ.ά. (επιπρόσθετη δυσκολία ο κλιτικός 
τύπος της προστακτικής).
337
Παραδείγματα: 
• παρά  του  Κυρίου  (αἰτησώμεθα)  =  μπροστά  στον  Κύριο,  στον  Κύριο,  δίπλα  στον 
Κύριο,  για  τον  Κύριο,  με  τη  χάρη  του  Κυρίου,  (μαζί  με  το  αἰτησώμεθα)  παρά  τη 
θέληση  του  Κυρίου,  από  το  αίτημα  του  Κυρίου,  αυτών  που  ζητάει  ο  Κύριος,  θα 
αφεθούμε στον Κύριο, στον Κύριο αποκρινόμαστε κ.ά.  

102
Αντίθετα, στον εμπρόθ. εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων η κατανόηση άγγιξε 
το 90%. 
Τέλος,  κρίνουμε  σκόπιμο  –  και  χρήσιμο  για  εξαγωγή  και 
φιλολογικών  και,  βεβαίως,  θεολογικών  συμπερασμάτων  –  να  δώσουμε 
και κάποια δείγματα λανθασμένης κατανόησης του κειμένου που δόθηκε 
από  την  Ευχή  της  Αναφοράς,  κάποιες  από  τις  οποίες  κινούνται,  ακόμη 
χειρότερα,  στο  χώρο  της  παρερμηνείας  του  Μυστηρίου  της  θείας 
Ευχαριστίας.  (Στα  παραδείγματα  οι  υπογραμμίσεις  δικές  μας.  Για  το 
πρωτότυπο  κείμενο  βλ.  Ερωτηματολόγιο  στο  3.2.3.  της  εργασίας) 
Παραδείγματα: 
• … Και κάνε αυτόν τον άρτο σαν το σώμα του Χριστού σου. Αμήν. Και 
αυτό το ποτήρι με το τίμιο αίμα του Χριστού σου. Αμήν. Προσκυνώ το 
πνεύμα σου το Άγιο … 
• …Και  κάνε  αυτό  το  ψωμί  σαν  το  άγιο  σώμα  του  Χριστού.  Αμήν.  Το 
κρασί  σαν  το  αίμα  του  Χριστού.  Αμήν.  Να  μεταλάβουμε  το  Άγιο 
Πνεύμα σου. Έτσι ώστε να μεταλάβουμε την ψυχή μας … 
• …μετάβαλε το Πνεύμα σου το Άγιο … 
• σου  προσφέρω  την  λογική  αυτή  και  χωρίς  καμιά  λατρεία  …  Και 
παρέλαβε  αυτό  το  ψωμί,  το  τίμιο  σώμα  του  Χριστού  σου.  Ας  γίνει 
αυτό  το  ποτήρι  τίμιο  αίμα  του  Χριστού  σου.  Ας  γίνει  …  το  Άγιο 
Πνεύμα σου. Όσοι θα έρθετε να μεταλάβετε … 
• …Μετάβαλε το Πνεύμα σου το Άγιο … 
• …Αναπαύεται το άγιο πνεύμα … μετάλαβε το Πνεύμα σου το άγιο … 
• Με τα έτη προσφέρουμε την λογική αυτή και την ακμαία λατρεία … 
Μεταβάλω  το  πνεύμα  το  Άγιο.  Ώστε  οι  γεννημένοι  να  μεταβάλλουν 
την  «            »  ψυχή,  να  αφαιρεθούν  οι  αμαρτίες,  από  την  κοινωνία  του 
Αγίου Πνεύματος … 
• …Ξεκούρασε το Πνεύμα σου το Άγιο από εμάς και από τα δώρα μας. 
Τίμησε  αυτό  το  ψωμί  από  το  τιμημένο  σώμα  του  Χριστού  σου  … 
Βάλλε το Πνεύμα σου το Άγιο. Ώστε όλες οι ψυχές να μεταλλάβουν ... 
• … και φτιάξε ψωμί τίμιο από το σώμα του Χριστού … 
• … Και θα τιμήσω αυτό το ψωμί ως άξιο του σώματός σου … 
• …  Και  κάνε  το  ψωμί  αυτό  το  τίμιο  το  οποίο  συμβολίζει  το  σώμα  του 
Χριστού  και  το  ποτήρι  αυτό  το  τίμιο  που  το  κρασί  που  περιέχει 
συμβολίζει το αίμα του Χριστού … 
• …  Και  ονόμασε  τον  άρτο  σώμα  του  Χριστού  και  ονόμασε  το  κρασί 
αίμα του Χριστού … 
• … και είναι κρίμα ή πολύ κρίμα. 
• … και δεν είναι απλώς κρίμα αλλά πάρα πολύ κρίμα 

• ἐν τῇ βασιλείᾳ του = (και) την βασιλεία του (Θεού), η βασιλεία του Θεού, απ’ τη 
βασιλεία του, με τη βασιλεία του κ.ά.

103
Είναι  δε  αξιοσημείωτο  ότι  σχεδόν  όλοι  οι  μαθητές  του  δείγματος, 
ακόμη  και  αυτοί  που  κατανόησαν    και  απέδωσαν  στη  Νεοελληνική  τη 
μεταβολή  του  άρτου  σε  Σώμα  Χριστού  και  του  οίνου  σε  Αίμα  Χριστού, 
μιλούν  και  για  μεταβολή  του  Αγίου  Πνεύματος.  Υπενθυμίζουμε, 
μάλιστα, στο σημείο αυτό το αποτέλεσμα που προέκυψε από την έρευνά 
μας για το βαθμό κατανόησης του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας μέσα 
από το αρχαιοελληνικό κείμενο της Ευχής της Αναφοράς:  
• ολοκληρωμένη κατανόηση 38,5% 
• μερική κατανόηση 8,5% 
• παρερμηνεία 10% 
• καμία κατανόηση 42,8%.    
Έντονος  προβληματισμός  προκύπτει  για  το  πόσο  λίγο 
βοηθά  τους  μαθητές  της  Μέσης  Εκπαίδευσης  η  επί  έξι  χρόνια 
διδασκαλία  της  Αρχαίας  Ελληνικής  στην  κατανόηση  ενός 
σχετικά  απλού  αρχαίου  κειμένου  σαν  και  αυτό  της  θείας 
Λειτουργίας, για το πλήθος των ωρών που διατέθηκαν, για τον 
κόπο που κατέθεσαν μαθητές και καθηγητές. Εμείς κάναμε μια 
καταγραφή  της  πραγματικότητας.  Η  έρευνά  μας  μόνον  ως 
εργαλείο μπορεί να βοηθήσει. Από εκεί και πέρα χρειάζεται να 
αναζητηθούν  οι  λόγοι  της  μη  αποτελεσματικότητας  της 
διδασκαλίας  της  Αρχαίας  Ελληνικής,  προφανώς  και  κυρίως 
στον τρόπο με τον οποίο αυτή γίνεται, αλλά και αλλού. Για να 
βελτιωθεί ο τρόπος αυτός και έτσι να  βοηθηθούν περισσότερο 
αποτελεσματικά  οι  Νεοέλληνες  στην  επικοινωνία  τους  με  τα 
κείμενα  που  κληρονόμησαν  από  το  χριστιανικό  και  μη 
παρελθόν τους.  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

104
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΠΗΓΕΣ

ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


Πηδάλιον 
Δωρὀθεος, επανέκδ. 1864, εκδ. Αστήρ και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα (ανατύπ.
1957).
 
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ
Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 
H. Usener και L. Radermacher, Dionysii Halicarnasei quae exstant, τόμ. 6.
Leipzig: Teubner, 1899 (ανατύπ. Stuttgart: 1965): 127-252.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ
Κατὰ Εὐνομίου 
W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera, τόμ. 1.1 και 2.2. Leiden: Brill, 1959: 3-95.

Διδαχή τῶν Ἀποστόλων
ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Διδαχή  τῶν  Ἀποστόλων, Κωνσταντινούπολις
1883, έκδοση αρχική.

ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ
Περὶ Ὕψους 
H. Rabe, Hermogenis opera. Leipzig: Teubner, 1913 (ανατύπ. Stuttgart: 1969).

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
Α΄ Ἀπολογία 
PG 6: 327-442.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
Εὐαγγέλιον 
Ἀποκάλυψις 
Στο Ἡ  Καινὴ  Διαθήκη, έκδ. Β. Αντωνιάδης, Κωνσταντινούπολις 1904,
ανατύπ. Από ΑΔΕΕ, Αθήνα 1992.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ


Η εν Χριστώ ζωή μου. Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής
μετάφρ. Β. Μουστάκη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1996.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΑΛΑΣ
Χρονογραφία 
PG 97: 66-712.

105
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Λειμὼν Πνευματικὸς 
PG 87/3: 2852-3112.
 
ΙΩΣΗΠΟΣ
Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία 
B. Niese, Flavii Iosephi opera, τόμ. 1-4, Berlin, Weidman, 1:1857· 2:1885·
3:1895· 4:1890.

ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Περὶ διαφόρων ἀποριῶν 
PG 91: 1031-1418.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ 
 Εὐαγγέλιον 
Στο Ἡ  Καινὴ  Διαθήκη, έκδ. Β. Αντωνιάδης, Κωνσταντινούπολις 1904,
ανατύπ. από ΑΔΕΕ, Αθήνα 1992.
 
Μηναῖον μηνός Νοεμβρίου 
Εκδ. ΑΔΕΕ, Αθἠνα 1993 (ανατὐπ.).
 
Πασχάλιον Χρονικὸν 
PG 92: 67-1074.
 
ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολή 
Προς Ἐφεσίους Ἐπιστολή 
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή 
Πρὸς Φιλιππισίους Ἐπιστολή 
Στο Ἡ  Καινὴ  Διαθήκη, έκδ. Β. Αντωνιάδης, Κωνσταντινούπολις 1904,
ανατύπ. από ΑΔΕΕ, Αθήνα 1992.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
Κάτων ὁ Πρεσβύτερος 
E.H.Warmington, Plutarch’s Lives, τόμ. 47, London, The Loeb Classical
Library, 1914 (ανατύπ. 1968): 302-385.
 
Θ. ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
Λόγος ἀντιρρητικὸς Α΄ κατὰ εἰκονομάχων 
PG 99: 327-351.

Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ἡ θεία Λειτουργία 
Μικρόν Ιερατικόν, Α΄ Ἡ  θεία  Λειτουργία  Ἱωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου,
Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα11 2007. 

106
Εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποτόλων 
PG 51: 13-384.
Ὀμιλία λε΄ εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους 
PG 61: 296-305.
 
 
Β. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
 
1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ

ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ (Οικουμ. Πατριάρχου), Συνέντευξη στο περ. Θεός και


Θρησκεία, τ.1 (1999).
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Π., Μετάφραση της Αγίας Γραφής και Ορθοδοξία, περ, Σύναξη, τ.17
(1986).
ΒΟΣΚΟΥ Α.Μ., Λειτουργική Μεταρρύθμισις, περ. Απόστολος Βαρνάβας, ΛΑ΄ (1970).
ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ Η., Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1930),
Αθήνα 1933.
BROWNING R., Η Ελληνική γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, μετάφρ. Δ.
Σωτηροπούλου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1972.
ΓΕΡΟΝΤΙΔΗ X., Η λατρευτική γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, περ. Ορθόδοξος
Τύπος, 20/1/2000.
CHANTRAINE A., Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας, μετάφρ. Ν.
Αγκαβανάκης, εκδ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (Ιερομονάχου), Η Θεία Λειτουργία, εκδ. Δόμος, Άγιον Όρος4 2006.
ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ.Ε., Βυζαντινή Φιλολογία, Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα, τόμ. Α΄,
Ηράκλειο 1995.
ΔΑΛΚΟΥ Κ. – ΔΑΛΚΟΥ Χρ. – ΜΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ Γ. – ΜΠΟΝΟΒΑ Ν. –
ΠΑΡΓΙΝΟΥ Σπ., Ρητορικά Κείμενα Β΄ Εν. Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης,
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα6 2004.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ Π. Ι. (Ιερομονάχου), Περί της μεταφράσεως της λειτουργικής
γλώσσης, περ. Σύναξη, τ. 72 (1999).
DEBRUNNER A. – SCHERER A., Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, τόμ.Β΄, μετάφρ.
Χ.Π. Συμεωνίδης, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1983.
ΔΙΑΛΗΣΜΑ Κ. – ΔΡΟΚΟΠΟΥΛΟΣ Α. – ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΕΛΗ Ε.– ΧΡΥΣΑΦΗ Γ.,
Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Αθήνα3 2001.
ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Δ. – ΝΑΣΤΟΥΛΗ Κ. – ΡΩΜΑ Χρ., Σοφοκλέους Ἀντιγόνη  β) 
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ  Χ.  –  ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ  Δ.  –  ΝΑΣΤΟΥΛΗ  Κ.  – 
ΡΩΜΑ Χ., Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999.
ESSELING D.K., Βυζάντιον και Βυζαντινός πολιτισμός, μετάφρ.
Σ.Κ.Σακελλαρόπουλος, Αθήναι 1970.
ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ Π., Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η Λειτουργία του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου, μετάφρ. Μ. Παπαζάχου – Δ. Τζέρπος, εκδ. ΑΔΕΕ,
Αθήνα3 1997.
ΖΗΣΗ Θ. (πρωτοπρεσβυτέρου), Πρέπει να μεταφραστούν τα λειτουργικά κείμενα;,
εκδ. Βρυένιος, Θεσσαλονίκη 2003.

107
ΘΑΝΟΥ Ν., Η Ομιλητική Διάσταση του Πεντηκοσταρίου, Τμήμα Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2008.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ευ.Χ., Μαθήματα Λειτουργικής (τέυχος Α΄), Αθήνα6 1993.
Παράδοσις και Ανανέωσις στην Λειτουργική Ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Πρακτικά Β΄ Πανελλ. Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών
Μητροπόλεων (22-25 Οκτ. Βόλος), ΑΔΕΕ, Αθήνα 2003.
ΘΕΡΜΟΥ Βασιλείου (πατρός), “Σύνεσις” και “Παράνοια”, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα
2007.
Ο λόγος ως προσωπείο: περί της αμυντικής λειτουργίας της εκκλησιαστικής
γλώσσας, περ. Σύναξη, τ. 66 (1998).
Ακυρομένοι λόγοι και έγκυρες κραυγές, περ. Σύναξη, τ. 39 (1991).
ΙΕΡΟΘΕΟΥ (μητρoπολίτου Ναυπάκτου), Μεταγλώττιση λατρευτικών κειμένων, περ.
Ανατολικά, τόμ. Α΄ , 19932.
ΚΑΖΑΖΗ Ι. Ν. – ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ Α., Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης Β΄
Ενιαίου λυκείου (κατεύθυνσης), ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Αθήνα4 2004.
ΚΑΚΡΙΔΗ Ι.Θ., Το μεταφραστικό πρόβλημα, Εστία, Αθήνα 1984.
ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗ Κ.Α. (πατρός), Η συμβολή του π. Δημητρίου Στανιλοάε στη μελέτη
των λειτουργικών θεμάτων.
ΚΑΡΜΙΡΗ Ι.Ν., Η Θεία Λειτουργία του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, ανάτυπο από το έργο του ιδίου Τα Δογματικά και Συμβολικά
Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1952.
Η Δ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις του Βελιγραδίου, περ. Εκκλησία, τ. 19-21
(1966).
ΚΕΛΠΑΝΙΔΗ Μ., Μεθοδολογία της Παιδαγωγικής Έρευνας με Στοιχεία Στατιστικής,
εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1999.
Μεθοδολογικά προβλήματα της Κοινωνικής Έρευνας: διερεύνηση της
επίδρασης της διατύπωσης των ερωτήσεων στις απαντήσεις των υποκειμένων,
Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 1988.
ΚΟΓΚΟΥΛΗ Ι., Ο εκκλησιασμός των μαθητών: συμβολή στη λατρευτική αγωγή, εκδ.
Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1992.
ΚΟΓΚΟΥΛΗ Ι.Β., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Χ.Κ., ΣΚΑΛΤΣΗ Π.Ι., Η θεία Λειτουργία του
αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ΟΧΑ «Λυδία», Θεσσαλονίκη4 1995.
ΚΟΛΤΣΙΟΥ-ΝΙΚΗΤΑ Άν., Φιλολόγως ζητούντες.Γλωσσικές όψεις και απόψεις στα
κείμενα των Καπαδικών Πατέρων, εκδ. Πουρναρά , Θεσσαλονίκη 2005.
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Φ., Τα ακηλίδωτα αρχέτυπα, περ. Νέα Εστία, 33-4 (1943).
ΚΟΠΙΔΑΚΗ Μ. – ΠΑΤΡΚΙΟΥ Ελ. – ΛΥΠΟΥΡΛΗ Δ. – ΜΩΡΑΐΤΟΥ Δ., Αρχαία
Ελληνικά – Φιλοσοφικός Λόγος, Πλάτων – Αριστοτέλης, Γ΄ Λυκείου
(Θεωρητικής Κατεύθυνσης), ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Αθήνα8 2006.
ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ Κ., Σκέψεις γύρω από το πρόβλημα της γλώσσα στην Εκκλησία, περ.
Παρεμβολή, τ. 43 (1997).
ΚΟΤΣΩΝΗ Ι. (αρχιμανδρίτου), Εκκοσμικεύσεις στην Θεία Λατρεία, περ. Προς ιερέα,
τ. 3 (1996).
ΚΟΥΚΟΥΡΑ Δ.Α., Το μήνυμα του Ευαγγελίου, Μετάδοδη και Πρόσληψη, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
Εκκλησία και Γλώσσα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
Η Ομιλητική Διάσταση της Υμνογραφίας, περ. Κληρονομία, τόμ. 32, τ. Α΄-Β΄,
2000, Θεσσαλονίκη 2002.

108
Οι παράγοντες επικοινωνίας και η Ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία στο
σύγχρονο κόσμο, περ. Σύναξη, 1998, τ. 66.
ΚΟΥΡΟΥΣΗ Στ.Ι., Απάντησις μη «ειδικού» εις αιτιάσεις «ειδικών», περ. Κοινωνία,
τ.2 (2005).
ΛΑΓΟΥΡΟΥ Α. Σ. (πατρός), Ναι ή Όχι στη «Μετάφραση» της Λειτουργικής γλώσσης.
Ένα Ερωτηματολόγιο, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2010.
ΛΙΑΛΙΑΤΣΗ Π., Η λειτουργία της χριστιανικής ποίησης, περ. Σύναξη, τ. 20 (1986).
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ Ν. (πρωτοπρεσβυτέρου), Περί την μετάφραση των Λειτουργικών
κειμένων και τα προβλήματά της, περ. Σύναξη, τ. 72 (1999).
Επιστολή του στο περ. Σύναξη, τ. 73 (2000).
ΛΟΥΚΑΤΟΥ Μ., Οι ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδος και η επίδρασή τους στη
νεοελληνική γλώσσα, περ. Νέα Εστία, τ. 19(1936).
Η εκκλησιαστική φρασεολογία στη νεοελληνική γλώσσα, περ. Νέα Εστία, τ. 20
(1936).
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Γ.Δ. (πρωτοπρεσβυτέρου), Παράδοση και Ανανέωση στη Θεία
Λατρεία, περ. Θεοδρομία, τ. 1-3, Ιαν – Σεπ. 2003.
«Ἐξ  ὕδατος  καὶ  Πνεύματος»:  η Θεολογία του Αγίου Βαπτίσματος. «το
Άγιον Βάπτισμα: Πρακτικά Α΄ Πανελλ. Λειτουργικού Συμποσίου, Αθήναι,
2003.
ΜΗΤΑ Ν. – ΤΑΜΑΡΟΥ Ειρ.– ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Ιφ., Εγχειρίδιο Γλωσσικής
Διδασκαλίας ( για την Αρχαία Ελληνική), ΟΕΔΒ, Αθήνα14 2009.
ΜΟΥΜΤΖΑΚΗ Α. Β., Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα11 1991.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ Γ., Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα5 2002.
ΜΠΕΖΑΝΤΑΚΟΥ Ν. – ΛΟΥΤΡΙΑΝΑΚΗ Ευ. – ΠΑΠΑΘΩΜΑ Α.–
ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΟΥ Β., Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ –
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006.
ΜΠΕΖΑΝΤΑΚΟΥ Ν. – ΑΣΤΥΡΑΚΑΚΗ Ευ. – ΓΑΛΑΝΗ-ΔΡΑΚΟΥ Μ.–
ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΟΥ Β., Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ –
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα3 2010.
ΜΠΙΛΛΑ ΠΟΛ., Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου,
ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα2 2008.
ΜΠΟΝΗ Κ.Γ., Η γλώσσα των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, περ.
Θεολογία, τ. 41 (1970).
Χριστιανική Γραμματεία, τόμ. Α΄, Αρχείο περ. Θεολογία, Αθήνα 1977.
ΜΠΟΥΣΙΑ Χ.Μ., Η γλώσσα της σύγχρονης υμνογραφίας. Σκέψεις και
προβληματισμοί, περ. Θεοδρομία, τ. 1-3 (2002).
ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Κ., Ζητήματα λογική λατρείας και λειτουργικής αγωγής, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.
ΞΥΔΗ Θ., Βυζαντική υμνογραφία, Αθήνα .
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Μ.Χ., Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Α.Π.Θ. Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη7 1996.
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
ΟΕΔΒ, Αθήνα15 1999.
ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Π.Θ., Λόγος αμετάφραστος, Χριστιανική Υμνογραφία, ΑΔΕΕ,
Αθήνα 1997.
ΠΑΠΑΘΩΜΑ Α.– ΓΑΛΑΝΗ Μ. – ΚΑΜΠΟΥΡΕΛΗ Β. – ΛΟΥΤΡΙΑΝΑΚΗ Ευ.,
Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,
Αθήνα2 2008.

109
ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Γ.Κ., Μορφολογία από την Κλασική Ελληνική στην Κοινή, στο
Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Από τις Αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα,
επιμ. Α.-Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2001.
ΠΑΣΧΟΥ Π.Β., Θυσία αινέσεως, Αθήνα 1978.
ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ Α.Γ. (πρεσβυτέρου), Εκκλησιαστική γλώσσα και ιδεολογία, περ.
Σύναξη, τ. 66, 91998).
ΠΟΠΟΒΙΤΣ Ιουστίνου (αρχιμανδρίτου), Περί της μεταφράσεως της θείας
Λειτουργίας, περ. Σύναξη, τ.66 (1998).
ΡΑΜΦΟΥ Στ., Τέχνη αχειροποίητη, λόγος αμετάφραστος, περ. Σύναξη, τ. 20 (1986).
ΣΑΧΑΡΩΦ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (αρχιμανδρίτου), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, μετάφρ,
ιερομ. Ζαχαρίου, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου
Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1996.
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Π.Α., Η αντιμεταφραστική παράδοση των εκκλησιαστικών ύμνων,
Ανάτυπο από τα Πρακτικά Συνεδρίου με θέμα « Πρωτότυπο και
Μετάφραση», Αθήνα 1980.
Η μεταφραστική σιγή στην εκκλησιαστική υμνογραφία, Αθήνα 1986.
Το μεταφραστικό πρόβλημα στους βυζαντινούς ύμνους, περ. Ακτίνες, τ. 267
(1966).
ΣΚΑΛΤΣΗ Π.Ι., «Η περί της αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας παράδοση
και οι σχετικές απόψεις του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου», περ. Θεολογία
80 (Ιούλ.-Σεπτ 2009).
Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
ΣΜΕΜΑΝ Αλ., Λειτουργία και ζωή, μετάφρ. Ι. Ροηλίδης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007.
ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Ηλ., Θουκυδίδη  Περικλέους  Επιτάφιος  Γ΄ τάξης Ενιαίου
Λυκείου ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ,
Αθήνα6 2005.
ΣΤΑΘΗ Γρ.Θ., Η μουσική έκφραση των λειτουργικών ύμνων, Πρακτικά Β΄ Πανελλ.
Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ι. Μητροπόλεων, (Βόλος 2000), ΑΔΕΕ,
Αθήνα 2000.
Χ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ, Γ. ΞΕΝΗ, Α. ΦΛΙΑΤΟΥΡΑ, Λεξικό αρχαίας ελληνική γλώσσας,
Α΄, Β, Γ΄Γυμνασίου, ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Αθήνα2
2008.
ΣΧΟΙΝΑ Φ., Λειτουργική γλώσσα, εκδ. Τήνος.
Μπορεί η καθημερινή γλώσσα να αποτελέσει Λειτουργική γλώσσα;, περ.
Κοινωνία, τ.2 (2007).
TAFT R.F., Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η αναφορά που φέρει το όνομά του,
(διάλεξη στη Θεολ. Σχολή Θεσ/νίκης στις 19/3/1990, μετάφρ. Δ. Λιάλιου και
επιμ. έκδ. Ν. Σκρέττας κα Π. Σκαλτσής), περ. Κληρονομία τόμ. 21 (1989,
αναδρ. έκδ. 1992).
ΤΖΕΡΠΟΥ. Δ. (πατρός), Λειτουργική ανανέωση, εκδ. Τήνος, 2001.
ΤΙΜΙΑΔΟΥ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ (Μητροπολίτου), Η σύγχρονη ασματική ακαταστασία και
η αδικούμενη υμνογραφία. Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων
Χάλκης, τόμ. Ε΄, Αθήνα 2002.
Γλώσσα και μετάφραση 1, περ. Κοινωνία, τ. 4 (2009).
ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π.Ν., Αι τρεις Λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήναι 1935.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ Μ., Τα Ευαγγέλια και ο Αττικισμός, Γράμματα Αλεξανδρείας
2/1913, Άπαντα 4 (1963).
ΤΡΥΠΑΝΗ Κ.Α., Ο Αττικισμός και το γλωσσικό ζήτημα, εκδ. «Σύλλογος προς
διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», Αθήνα 1984.

110
ΤΣΑΜΗ Δ.Γ., Εκκλησιαστική Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008.
ΤΩΜΑΔΑΚΗ Ν., Άνευ ερμηνείας ακατανόητος η ιερά υμνογραφία, περ. Εκκλησία, τ.
Α58 (1981).
ΥΠΕΠΘ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ, Οδηγίες για τη διδασκαλία των
Φιλολογικών Μαθημάτων στο Γενικό Λύκειο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009.
ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, Αθήνα 2003.
ΦΕΚ 303Β/13-3-2003.
WILCKEN Ulrich, Griechische Geschichte, μετφρ. Ι. Τουλουμάκος, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα9 1976.
ΦΙΛΙΑ Γ.Ν., «Η Ευχαριστική Αναφορά», στο Μελέτες ιστορίας και θεολογίας της
Ορθοδόξου Λατρείας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002.
Ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών στη Λατρεία της Ορθοδόξου Εκλησίας κατά
τα χειρόγραφα Ευχολόγια η΄- ιδ΄αιώνων, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1997.
Γενική θεώρηση της Λειτουργικής γλώσσας ως μέσου συμμετοχής του λαού της
Εκκλησίας, στα Πρακτικά Β΄ Πανελλ. Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ι.
Μητροπόλεων 22-25 Οκτ. 2000, εκδ. ΑΔΕΕ, Αθήνα 2003.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι.Μ., Θείαι Λειτουργίαι, εκδ. Ιχθύς, Θεσσαλονίκη 1985.
Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Λειτουργικοί τύποι της
Ανατολής, στο Η Θεία Ευχαριστία, Εισηγήσεις – Πορίσματα Ιερατικού
Συνεδρίου Ι. Μητροπόλεως Δράμας, Έτος 2003, επιμ. Π.Ι.Σκαλτσής, Δράμα
2003.
Η Λειτουργική Ανανέωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Δυνατότητες και εμπόδια,
περ. Κληρονομία, τόμ. 21, Ιούν. – Δεκ. 1989.
Σύγχρονα λειτουργικά προβλήματα, περ. Εκκλησία, 1992.
FRIEDRICH Janette, Μεταφράζουμε για να κατανοήσουμε ή για να σκεφτούμε;, περ.
Σύγχρονα θέματα, τ. 97 (2007).
ΦΥΤΡΑΚΗ Α.Ι., Η Εκκλησιαστική ημών ποίησις κατά τας κυριωτέρας αυτής φάσεις,
Ανάτυπο από την Ε.Ε.Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών 1955-6, Αθήναι
1957.
Η μορφωτική και παιδαγωγική αξία της εκκλησιαστικής μας υμνολογίας, Αθήνα
1970 (ανάτυπο).
HORROCKS G., Σύνταξη, Από την Κλασική Ελληνική στην Κοινή στο Ιστορία της
Ελληνικής Γλώσσας, Από τις Αρχές έως την Ύστατη Αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ.
Χρηστίδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2001.
ΧΡΗΣΤΟΥ Π.Κ., Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Β΄ και Δ΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα
Πατερικών Μελετών, Θεσσσαλονίκη2 2006.
Η Υμνογραφία της Αρχαϊκής Εκκλησίας, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1959.
ΨΑΡΙΑΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ (Μητροπολίτου), Η Θεία Λειτουργία, ΑΔΕΕ, Αθήνα 1986.
Μετά αιδούς και ευλαβείας, περ. Σύναξη, τ. 73 (2000).

2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ

AMERINGER Thomas, A study in Greek Rhetoric:The stylistic Influence of the


Second Sophistic on the Panegyrical Sermons of St. John Chrysostom,
Cotholic University of America, Washington D.C. 1921.

111
ANTONIADIS S., Place de la liturgie dans la tradition des lettres grecques, Leiden
1936.
BARDY G., Litterature grecque chretienne, Paris 1928.
BLASS F. και DEBRUNNER A., Grammatic des nentestamentichen Griechisch,
Επιμ. F. Rehkoph, ed. Vandenhoec and Ruprecht, Göttingen17 1990.
BROWNING R., The Language of Byzantine Literature, Byzantina and
Metabyzantina, London 1978, vol. One, The “Past” in Medieval and Modern
Greek Culture.
DAWKINS R.M., The Greek Language in the Byzantine Period, in Byzantium An
Introduction to East Roman Civilisation, ed. N.H.Baynes and H.St.Moss,
Oxford 1948.
GALITIS G., A theology of translation. «Θεολογία και κόσμος σε διάλογο. Τιμητικός
τόμος στον καθηγητή Γ.Ι. Μαντζαρίδη», εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2004.
GARRET P.D., The problem of liturgical translations, St. Vladimir’s Theological
Quarterly, 22 (1978).
GIGNAC F.T., A Grammar of the Greek Papyri og the Roman end Byzantine Periods,
2ος τόμ. Morphology, ed. Instituto Editoriale Cisalpino – La Goliardica,
Milano 1981.
HUNGER H., On the Imitation of the Antiquity in the Byzantine Literature, DOP, 23-
24 (1969-1970).
ΚΑΛΥΒΑ Α. (πατρός), Experiencing the Justice of God in the Liturgy. “Violence and
Christian Spirituality: an Ecumenical Conversation”, Emmanuel Clapsis (ed.),
WCC, 2007.
ΚΡΙΑΡΑ Εμμ., Diglossie des derniers siècles de Byzance. Naissance de la litèrature
néo-hellénique. The Procceedings of the XIII International Congress of
Byzantine Studies, Oxford 1966.
MOULTON J.H. and HOWARD W.F., A Grammar of New Testament Greek, ed.
Clark, Ediburg 1938.
PALMER L., A Grammar of the Post-Ptolemaic Papyri, 1ος τόμ., ed. Publications of
the Philological Society13, Oxfort University Press, London 1946.
RADERMACHER L., Neutestamentliche Grammatik, ed. Morth, Tübingen 1925.
ROBERTSON A.T., A Grammar of the Greek New Testament in the Light of
Historical Research, ed. Hodder and Stroughton, New York 1919.
TAFT R.F., The Authenticity of Chrysostom Anaphora Revised, OCP56 (1990),
reprinted with corrections and further notes in R.F. Taft, Liturgy in Byzantium
and Beyond, (Variorium Collected Studies Series, London 1995).
VERGOTE A., Interprétation du langage religieux. Editions du Seuil, 1974.

3. ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Η λειτουργία του Χρυσοστόμου στη wikipedia online. Ανακτήθηκε 18/3/2010 από


http://www.el.wikipedia.org.

112

You might also like