Professional Documents
Culture Documents
Κασκαντίρη, Σ. Τα μυκηναϊκά νεκροταφεία στις θέσεις Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος στην Κρήνη Πατρών 12.44.43
Κασκαντίρη, Σ. Τα μυκηναϊκά νεκροταφεία στις θέσεις Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος στην Κρήνη Πατρών 12.44.43
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓIΑΣ
ΣΟΦ¶ ΚΑΣΚΑΝΤΙΡΗ
ΤΑ ΜΥΚΗΝΑßΚΑ ΝΕΚΡΟº¶ΦΕΙΑ
ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΖΩΗΤ¶ΔΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣº¶ΝΤΙΝΟΣ
ΣΤΙΙΝ ΚΡΗΝΕ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΟΜΟΣ Α
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΔΙΔΑΚΤΟΡlΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 20Ι6
Ηρερορηνßα αßτησηò τηò Κασκατττßρη Σοφßα§ι.. . ....*2θ. *.
ΕπιβΗπων
Παπαδüπαυ}ωò ΑθανÜσιοò, Ομüτιμοò Καθηγητ.τÞò του ΤμÞματοò Ιστορßαò-Αρχαιο}ογßαò
Πανεπισττ1 ρθου Ιωαννßνων
ΜÝλη
ΚορρÝò Γ«ßργιοò, Ορüτιροò ΚαθηγητÞò του ΤμιÞματοò Ιστορßαò-Α ρχαιολαγßαò
Πανεπιστημßου ΑOηνþν
ΚοντορλÞ*ΙΙαταδοποýλου Σmιριδοý}α, Ομüτιρη AvaπL ΚαθηγÞτρßα ¸ο1} ¸μÞματοò
Ιστορßαò-Αρχαιολογßαò ΙΙττγεπιòτη ρßου Ιωαττßνων
«Η ξκριαη τηò διδακτορικÞò διατρτβÞò απü το ΤμÞμα Ιστορßαò και Αρχαισλσγßαò τηò ΦιλοσοφικÞò
ΣχολÞò του Πανεπιστημßου Ιωαwßνων δεν υιτοδηλþνει α:τοδοχÞ των γνωμ/υν ταυ σιγγγραφÝα {Ν.5343Ι32
αρθρ. 202 παρ.2)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡοΔοΓοΣ
ΕιΣΑΓΩΓΗ
ΜΕΡοΣ
Τα μυκηναßκÜ νεκροταφεßα θαλαμοειδCυν τÜφων τηò ΚρÞνηò Πατρdον και η τοπαγραφßα τηò περωχÞò
ΜΕΡοΣ Π ΙΙ
Τα ωησκαφικÜ δεδορÝνα ιι
Π.l. Νεκροταφεßο ΖωητÜδαò ΙΙ
ΙΙ. 1. 1. οικüιτεδο Γþανοý ιι
Τ&ροò Ι (Γαλ.-ΤΙ) (σχÝδ. Ι, πßν. j-17) ι1
ΤÜφοò2 (Γαλ.-Τ2) (σχÝδ.2, πßν, 18-28) 34
ΤÜφοò 3 (Γαλ.-Τ3) (τßν.29 ) 5º
ΙΙ.Ι,2. Οικοπεδο Μακρυγιþινι1 [εγικη φωτσγραιρßα: Πßν. 30) 59
ΣχÝδιο 3: ΓαηκÞ κÜτοψη οικοπÝδου 59
ΤÜφοò Ι (Μακρ.-ΤΙ) (σχÝδ. α, τßν. 3Ι-j4) 60
ΤÜφοò 2 (Μακρ.-Τ2) (qÝδ. 5, πßν. 35-46) 65
ΤÜφοò 3 (Μακρ.-Τ3) (.ιÝδ. 6Α-6Β, πßν. 47-60) º7
ΤÜφοò 5 (Μακρ.-Τ5) (qÝδ. 7Α-7Β, πßν. 6Ι-65) 93
Ταροò 6 (Μακρ.-Τ6) (qÝδ. 8Α-8Β, τßν. 6G87) 98
Ιßφοò 7 (Μακρ.-Τ7) (σ,Ýδ. 9, ßΝ. 88-94) Ι27
1. 3.ΟικÜιεδο Γεωργωιτüτουλου (Γενιτη φωτσγραφßα: πßν. 9 5)
ΙΙ. 137
ΣχÝδιο Ι0; ΓενικÞ κÜτοψη οικσπÝδου
ΤÜφοò Ι (Γεωργ.-ΤΙ) (σιÝδ. 1Ι Α-Β,7ßΝ. θ6-106) ι38
ΤÜφοò 2 (Γεωργ.-Τ2) (σιÝδ, Ι2Α-Ι2Β, τßν. Ι07-Ι23) Ι52
ΜΕΡοΣ tv
ΜΕΡοΣ ν 4Ιº
ΙΙΑΡΑΡΤΗΜΑΙΣΤ: ΛÜκκοι
ΒΙΒ1ιΙοΓΡΑΦtΑ 5ΙΙ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η εργασία αυτή έχει ως αντικείµενο µελέτης τα ευρήµατα που έχουν προέλθει από τα µυκηναϊκά
νεκροταφεία στις θέσεις Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος της περιοχής της Κρήνης Πατρών. Τα
παρατιθέµενα στοιχεία εξετάζονται σε σύγκριση µε άλλα ταφικά ευρήµατα από την Αχαΐα και
άλλες περιοχές. Έχοντας εκπονήσει αυτή τη µελέτη, οφείλω να εκφράσω τις θερµές µου
ευχαριστίες προς όλους όσοι ενίσχυσαν την προσπάθειά µου µε την έµπρακτη βοήθεια και
συµπαράστασή τους. Καταρχάς ευχαριστώ πολύ τον επόπτη καθηγητή µου κ. Θανάση
Παπαδόπουλο για την επισταµένη παρακολούθηση της εργασίας αυτής σε όλα τα εξελικτικά της
στάδια και για τις καίριες διορθωτικές του παρεµβάσεις. Οφείλω επίσης βαθύτατη ευγνωµοσύνη
στην αείµνηστη καθηγήτριά µου Λ. Κοντορλή-Παπαδοπούλου για τις παρατηρήσεις της στα
θέµατα των ταφικών εθίµων, αλλά πολύ περισσότερο για την ηθική της ενθάρρυνση και την πίστη
της στην επιτυχή ολοκλήρωση της µελέτης µου.
Ιδιαιτέρως αποτελεσµατική υπήρξε αναντίρρητα και η συνδροµή του καθηγητή κ. Γ. Κορρέ.
Οι εκφραστικές του επισηµάνσεις µε την παράλληλη υπόδειξη χρήσιµης βιβλιογραφίας, έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο στην τελική διαµόρφωση του κειµένου της διατριβής. Ο επίκ. καθηγητής κ. Α.
Βλαχόπουλος συνέβαλε ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της µελέτης, προσφέροντας όλες τις
αναγκαίες κατευθύνσεις για τη συγγραφή του κεφαλαίου των τελικών συµπερασµάτων. Ενισχυτική
ήταν η παρέµβασή του στη µελέτη θεµάτων αρχαιολογικής θεωρίας και µεθοδολογίας. Τον
ευχαριστώ επίσης και για τις χρήσιµες υποδείξεις του σχετικά µε την κεραµική των νεκροταφείων
της Κρήνης.
Για την εµπιστοσύνη που µου έδειξαν παραχωρώντας µου το υλικό για µελέτη ευχαριστώ
πολύ τον ∆ρ. Λ. Κολώνα, Επίτιµο Γενικό ∆ιευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς,
τον ∆ρ. Μ. Πετρόπουλο, Επίτιµο Έφορο Αρχαιοτήτων και την αρχαιολόγο Λ. Παπακώστα. Θα
πρέπει επίσης να απευθύνω εγκάρδιες ευχαριστίες προς τις προϊστάµενες της πρώην ΣΤ΄ Εφορείας
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ζ. Ασλαµατζίδου, Μ. Σταυροπούλου-Γάτση και ∆ρ. Ε.
Κόλλια για όλες τις διευκολύνσεις που µου παρείχαν κατά τη διάρκεια της µελέτης του υλικού. Για
τον ίδιο λόγο οφείλω να ευχαριστήσω και την αρχαιολόγο Στ. Νεστορίδου, την αρχιφύλακα Σ.
Μαλά, καθώς και το φυλακτικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της υπηρεσίας.
Επιπροσθέτως, κρίνω σκόπιµο να απευθύνω ευχαριστίες προς τους αρχαιολόγους που
συνέταξαν τα ηµερολόγια των ανασκαφών, τη Μ. Μαχαιράκη, τη Λ. Περάτη και την Α. Χρυσάφη.
Οι εµπεριστατωµένες εργασίες και παρατηρήσεις τους συνετέλεσαν µε καθοριστικό τρόπο στην
πραγµατοποίηση της µελέτης των ανασκαφικών στοιχείων και των ευρηµάτων. Για τον λόγο αυτό
1
οφείλω να µνηµονεύσω και την αείµνηστη συνάδελφο Α. Καλοφώνου, υπεύθυνη της ανασκαφής
των τάφων της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου, το ηµερολόγιο της οποίας αποτέλεσε πολύτιµο
στοιχείο τεκµηρίωσης.
Η συντήρηση των κεραµικών, χάλκινων και λοιπών ευρηµάτων έγινε από τους συντηρητές
αρχαιοτήτων Φ. Αλεξοπούλου, Π. Γαλίφα, Ν. Ζαχαροπούλου, Β. Κύρκο, Λ. Παυλάτο, Ν. Παυλάτου
και Χρ. Πιλάλη. Οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις των τάφων και των ταφικών στρωµάτων
πραγµατοποιήθηκαν από τους σχεδιαστές Μ. Γκολφινοπούλου, Γ. Παπαθανασίου, Μ. Πετροπούλου
και Α. Πράρα. Σκαριφήµατα κατόψεων και στρωµατογραφίας αποδόθηκαν από τον αδελφό µου
σχεδιαστή Ν. Κασκαντίρη. Τα σχέδια των περισσότερων αγγείων, καθώς και των χαντρών της
Κρήνης, αποτυπώθηκαν επίσης από τον Ν. Κασκαντίρη. Επιπλέον, τα σχέδια 10 ακόµη αγγείων
έγιναν από την Μ. Πετροπούλου, ενώ το σχέδιο του ξίφους Νaue II του Αγίου Κωνσταντίνου
αποτελεί προσωπική εργασία του ∆ρ. R. Jung. Η οστεολογική µελέτη ενός µέρους των ταφών, που
παρατίθεται σε παράρτηµα στο τέλος της διατριβής, εκπονήθηκε από τη ∆ρ. Α. Ναυπλιώτη. Μερικά
σηµαντικά ευρήµατα αποδόθηκαν φωτογραφικά από τον φωτογράφο Γ. Κουκά.
Αξίζει να σηµειωθεί πως η εργασία αυτή δε θα είχε πραγµατοποιηθεί χωρίς την ευγενική
χρηµατοδότηση του Institute for Aegean Prehistory (INSTAP), που κάλυψε τόσο τα έξοδα της
οστεολογικής µελέτης και της µεταφοράς των οστών στο εργαστήριο Fitch της Βρετανικής
Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, όσο και τα έξοδα των σχεδιαστικών αποτυπώσεων και της
φωτογράφησης των αντικειµένων.
Για τη δυνατότητα της πρώτης εξοικείωσής µου µε τα νεκροταφεία της Κρήνης και µε την
τοπογραφία της περιοχής ευχαριστώ πολύ τη συνάδελφο Κ. Ακτύπη, τον φύλακα αρχαιοτήτων ∆.
Ευαγγελίου και τον αρχιτεχνίτη Π. Μιχαλόπουλο, που µου προσέφεραν απλόχερα τη βοήθειά τους.
Ευχαριστώ πολύ επίσης τον τοπογράφο Χ. Μαρινόπουλο και τον σχεδιαστή Μ. Μαρινόπουλο, για
την αποτύπωση της µνηµειακής τοπογραφίας της περιοχής της Κρήνης, στον πιν. 2 της διατριβής,
καθώς και για τον υπολογισµό των αποστάσεων µεταξύ των αρχαιολογικών χώρων.
Είµαι βαθύτατα ευγνώµων απέναντι στον καθηγητή Ingo Pini για τη συµβολή του στη
µελέτη των δύο σφραγιδολίθων αυτής της εργασίας, την ειδική επεξεργασία των φωτογραφιών, την
ταύτιση των παραστάσεων και την υπόδειξη της απαραίτητης βιβλιογραφίας. Αλλά και οι
αιγυπτιολόγοι Β. Χρυσικόπουλος και J. Phillips, στάθηκαν πολύτιµοι αρωγοί µε τη συµµετοχή τους
στη µελέτη του σκαραβαίου της Κρήνης. Θα ήθελα ακόµη να απευθύνω τις θερµές µου ευχαριστίες
στους συναδέλφους Θ. Γιαννόπουλο, R. Jung, Ι. Μόσχο και Κ. Πασχαλίδη για τη χρήσιµη
ανταλλαγή απόψεων και τον επικουρικό τους ρόλο. Tέλος εκφράζω τη βαθιά µου ευγνωµοσύνη
προς τη µητέρα µου, που στάθηκε δίπλα µου σταθερός σύµµαχος και συµπαραστάτης, ενισχύοντας
µε κάθε τρόπο την προσπάθεια για την ολοκλήρωση αυτής της µελέτης. Σ. Π. Κ.
2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζονται τα ευρήµατα δύο µυκηναϊκών νεκροταφείων της Κρήνης
Πατρών Η περιοχή αυτή βρίσκεται σε απόσταση έξι χιλιοµέτρων περίπου στα νότια της πόλης,
εντάσσεται δε σε µία περιφέρεια γνωστή για τα πολυάριθµα και σηµαντικά µυκηναϊκά της µνηµεία.
Τα δύο υπό εξέταση νεκροταφεία απλώνονται στους πρόποδες του Παναχαϊκού όρους, σε κοντινές
µεταξύ τους θέσεις µε τα τοπωνύµια Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος.
Η εν λόγω µελέτη έχει ως απώτερο στόχο την αποσαφήνιση θεµάτων σχετικά µε τη
τοπογραφία της περιοχής, τον τρόπο ζωής των κατοίκων, την κοινωνική διαστρωµάτωση, την
οικονοµία και τις εξωτερικές επαφές των τοπικών οικισµών κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα
ζητήµατα αυτά εξετάζονται σε σύγκριση µε τα δεδοµένα που προκύπτουν τα τελευταία χρόνια από
τη µελέτη άλλων µυκηναϊκών νεκροταφείων και οικισµών της Αχαΐας. Ως αποτέλεσµα, επιχειρείται
να καταδειχθεί η πολιτιστική εξέλιξη κυρίως της περιοχής της Κρήνης, αλλά και της ευρύτερης
περιφέρειας της δυτικής Αχαΐας κατά τη διάρκεια των Μυκηναϊκών χρόνων.
Στη µελέτη συµπεριλαµβάνονται τα ευρήµατα 18 συνολικά θαλαµοειδών τάφων. Οι 11 από
αυτούς υπάγονται στο νεκροταφείο της Ζωητάδας και άλλοι επτά ανήκουν στο νεκροταφείο του
Αγίου Κωνσταντίνου. Στο πρώτο µέρος της διατριβής που ακολουθεί («Νεκροταφεία και
Τοπογραφία»), γίνεται διεξοδικός λόγος για την κατανοµή των τάφων στα επιµέρους οικόπεδα του
νεκροταφείου της Ζωητάδας (Γαλανός, Μακρυγιάννης, Γεωργαντόπουλος) και στις επιµέρους
οµάδες του νεκροταφείου του Αγίου Κωνσταντίνου (θέσεις Α και Β). Επί του παρόντος, θα πρέπει
να σηµειωθεί ότι από τους επτά αρχικά εντοπισθέντες τάφους του οικοπέδου Μακρυγιάννη της
Ζωητάδας ανεσκάφησαν οι έξι. Αυτό συνέβη διότι ο χαρακτηρισθείς ως τάφος 4 αποτελούσε τελικά
ένα απλό όρυγµα στο έδαφος (ατελής δρόµος), που δεν αντιστοιχούσε σε κανονικό τάφο και δεν
απέδωσε κανένα εύρηµα.
Οι περισσότερες από τις πραγµατοποιηθείσες ανασκαφές ήταν αρκετά παλιές.
Συγκεκριµένα, οι περισσότεροι τάφοι του νεκροταφείου του Αγίου Κωνσταντίνου ερευνήθηκαν το
έτος 1990. Νεώτερες ανασκαφές στο ίδιο νεκροταφείο, κατά τα έτη 1998 και 2015, αποκάλυψαν
τρεις ακόµη τάφους, οι οποίοι θα αποτελέσουν αντικείµενο ξεχωριστής δηµοσίευσης. Όσον αφορά
στο νεκροταφείο της Ζωητάδας, οι παλαιότερες ανασκαφές στο σηµείο πραγµατοποιήθηκαν το
1993, στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Γαλανού, ενώ πιο εκτεταµένες έρευνες έγιναν το 2005, σε δύο
ακόµη οικόπεδα ιδιοκτησιών Μακρυγιάννη και Γεωργαντόπουλου. Λόγω της παρέλευσης αρκετών
χρόνων υπήρξαν βέβαια αναµενόµενα προβλήµατα στην προσπάθεια ανεύρεσης ορισµένων
στοιχείων τεκµηρίωσης, όπως σχεδίων των τάφων.
Κατά συνέπεια, τα περισσότερα συµπεράσµατα της εργασίας βασίζονται στους τάφους του
3
νεκροταφείου της Ζωητάδας, που –ιδίως οι τάφοι της πιο πρόσφατης ανασκαφής του έτους 2005–
ήταν καλύτερα τεκµηριωµένοι, µε όλα τα απαραίτητα σχέδια και φωτογραφίες. Θα πρέπει να
σηµειωθεί ότι στις περιπτώσεις που έλειπαν τα σχέδια των τάφων, αποδόθηκαν µε σκαριφήµατα οι
κατόψεις των ταφικών στρωµάτων. Έτσι, σκαριφήµατα αναπαράστασης των ταφικών στρωµάτων
περιλαµβάνονται για τους τάφους 1 και 2 του οικοπέδου Γαλανού και για τους τάφους 1 και 2 της
θέσης Β του Αγίου Κωνσταντίνου. Τα σκαριφήµατα αυτά πραγµατοποιήθηκαν µε βάση τις
σηµειώσεις ηµερολογίων των ανασκαφών και τις υπάρχουσες φωτογραφίες, σε µία προσπάθεια να
είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβή και σαφή και να παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες.
Η µελέτη αυτή απαρτίζεται από τέσσερα µέρη. Στο πρώτο µέρος παρουσιάζεται η
τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής στην οποία τοποθετείται η θέση Κρήνη, κατά τη Μυκηναϊκή
περίοδο. Επίσης γίνεται αναφορά στο θέµα του διαχωρισµού των τάφων σε συστάδες και
σχολιάζονται τα σηµαντικότερα χαρακτηριστικά των επιµέρους νεκροταφείων της Κρήνης. Στο
δεύτερο µέρος εκτίθενται τα ανασκαφικά δεδοµένα. Γίνεται περιγραφή του κάθε τάφου ξεχωριστά,
δηλαδή των αρχιτεκτονικών του στοιχείων και του ταφικού στρώµατος και εξάγονται κάποια
συµπεράσµατα για τη διαδοχή των ταφών. Ακολουθεί αναλυτικός κατάλογος όλων των ευρηµάτων
κατά τάφο και δίνεται η χρονολόγησή τους. Στο µέρος αυτό παρατίθενται τα σχέδια των τάφων, σε
κλίµακα 1/50, καθώς και τα σχέδια αρκετών αγγείων, σε κλίµακα 1/3,1/4 ή 1/5.
Το τρίτο µέρος της διατριβής περιέχει την ανάλυση των δεδοµένων. Το µέρος αυτό
περιλαµβάνει τέσσερα υποκεφάλαια, που αφορούν στην αρχιτεκτονική, στα ταφικά έθιµα, στην
κεραµική και στη µεταλλοτεχνία-µικροτεχνία. Στο υποκεφάλαιο της αρχιτεκτονικής αναλύονται τα
βασικότερα στοιχεία κατασκευής των τάφων της Κρήνης σε αντιπαραβολή µε ανάλογες
κατασκευαστικές µεθόδους, που ακολουθούνταν σε νεκροταφεία της Αχαΐας ή άλλων περιοχών.
Στο υποκεφάλαιο των ταφικών εθίµων αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία που αφορούν στις
ταφές και στους τρόπους ενταφιασµού των νεκρών. Ακολούθως, παρουσιάζονται διεξοδικά οι
«ταφές πολεµιστών» της Κρήνης, ενώ παράλληλα επισηµαίνεται και το φαινόµενο της εµφάνισης
µεγάλου αριθµού «ταφών πολεµιστών» στην Αχαΐα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο. Στο υποκεφάλαιο
των ταφικών εθίµων περιλαµβάνονται ακόµη και τα κτερίσµατα των τάφων, καθώς και οι τρόποι
διάταξής τους. Επίσης µελετώνται και αγγεία που φέρουν ιδιότυπα πώµατα, καθώς και τα
τεφροδόχα αγγεία. Το συγκεκριµένο υποκεφάλαιο κλείνει µε την εξέταση των ευρηµάτων των
δρόµων και τον σχολιασµό της ιδιαίτερης ερµηνείας που έχουν τα όστρακα των ανοιχτών κυρίως
αγγείων για την τέλεση νεκροδείπνων και τελετουργιών µπροστά στις εισόδους των τάφων.
Στο υποκεφάλαιο της κεραµικής παρουσιάζονται όλα τα πήλινα αγγεία των τάφων, κατά το
σχήµα και τη συχνότητα της εµφάνισής τους. Εξετάζεται επίσης η διαχρονική εξέλιξη της
τυπολογίας και της διακόσµησης των αγγείων, ενώ γίνεται και εκτενής αναφορά στον τοπικό
4
κεραµικό ρυθµό που διαµορφώνεται στην περιοχή της δυτικής Αχαΐας στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο.
Παράλληλα τονίζεται και η διάδοση αυτής της τεχνοτροπίας σε άλλες περιοχές της δυτικής
Ελλάδας.
Στο υποκεφάλαιο της µεταλλοτεχνίας-µικροτεχνίας τα ευρήµατα µελετώνται κατά
κατηγορίες, µε την εξής σειρά: όπλα, εργαλεία, κοσµήµατα, σφραγιδόλιθοι, αιγυπτιακός
σκαραβαίος, είδη καλλωπισµού και συµπληρώµατα ενδυµασίας. Όλα αυτά τα αντικείµενα
κατατάσσονται σε τύπους γνωστούς στη βιβλιογραφία. Σχολιάζεται επίσης και το θέµα της
προέλευσής τους, ενώ παράλληλα γίνονται ενδιαφέρουσες συγκρίσεις µε αντικείµενα από την
Αχαΐα και άλλες περιοχές.
Το τέταρτο µέρος της διατριβής περιλαµβάνει µία προσπάθεια σύνθεσης όλων των
δεδοµένων, µε σκοπό την διαµόρφωση µιας όσο το δυνατόν πιο πλήρους εικόνας για τη µυκηναϊκή
κατοίκηση της περιοχής της Κρήνης Πατρών. Το πέµπτο και τελευταίο µέρος περιλαµβάνει τις
ερµηνευτικές προσεγγίσεις των δεδοµένων και τα τελικά συµπεράσµατα. Τα σηµαντικότερα
δεδοµένα των νεκροταφείων της Κρήνης εξετάζονται υπό το πρίσµα διαφόρων ερµηνευτικών
ρευµάτων και σχολών, σε µία προσπάθεια της όσο το δυνατόν πληρέστερης ερµηνείας τους.
Παράλληλα, µέσα από την αντιπαραβολή µε τα στοιχεία που έχουν προέλθει από άλλα νεκροταφεία
και οικισµούς, εξάγονται τα γενικά συµπεράσµατα της εργασίας για τη µυκηναϊκή τοπογραφία και
τη διοικητική και κοινωνική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής των Πατρών.
Ακολουθούν ειδικά παραρτήµατα µε συγκεντρωτικούς πίνακες για την αρχιτεκτονική και τα
ταφικά έθιµα. Στο τέλος παρατίθεται το παράρτηµα της οστεολογικής µελέτης από την Α.
Ναυπλιώτη.
5
6
ΜΕΡΟΣ Ι
Η Κρήνη είναι µικρός περιφερειακός οικισµός, που βρίσκεται έξι χιλιόµετρα περίπου στα νότια της
Πάτρας (πίν. 1). Συνορεύει µε τους οικισµούς του Σαραβαλίου, της Οβρυάς και του Πετρωτού, ενώ
λίγο νοτιότερα ακολουθούν οι οικισµοί της Θέας και της Καλλιθέας. Οι αρχαιολογικές έρευνες των
τελευταίων ετών σε αυτήν την περιοχή έχουν φέρει στο φως σηµαντικά κατάλοιπα της Μυκηναϊκής
εποχής, όπως ο θολωτός τάφος του Πετρωτού1, µία σειρά από νεκροταφεία θαλαµοειδών τάφων
στο Κλάους2, την Κρήνη3 και την Καλλιθέα4, καθώς και ο θολωτός τάφος στη Λαγανιδιά
Καλλιθέας5. Στην ίδια περιοχή έχουν εντοπιστεί και κάποιοι µυκηναϊκοί οικισµοί στις θέσεις
Μυγδαλιά-Πετρωτού6, Σκοντρέικα Πετρωτού7, Κιβούρι ή Σκαµνιά Άνω Καλλιθέας8 και
Πουρναράκια-Καλλιθέας9. Όλη αυτή η διασπορά των µυκηναϊκών θέσεων, καθώς και τα πλούσια
ευρήµατα που έχουν συλλεχθεί από τα ανασκαφέντα µνηµεία, τεκµηριώνουν τη συστηµατική
κατοίκηση κατά τα µυκηναϊκά χρόνια και επιβεβαιώνουν τη διατυπωθείσα θεωρία ότι στην
ευρύτερη αυτή περιοχή υπήρχε ένα σηµαντικό µυκηναϊκό κέντρο10.
Οι παραπάνω αρχαιολογικοί χώροι απλώνονται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του
Παναχαϊκού όρους, σε κοντινές αποστάσεις µεταξύ τους (πιν. 2). Ενδεικτικά αναφέρονται οι
αποστάσεις -σε ευθεία- ανάµεσα στις ακόλουθες θέσεις: Κλάους – Μυγδαλιά: 940 µ., Κλάους –
Ζωητάδα Κρήνης: 2,4 χλµ., Ζωητάδα Κρήνης – Άγ. Κων. θέση Β: 1 χλµ., Άγ. Κων. θέση Β – Άγ.
Κων. θέση Α: 200 µ., Ζωητάδα Κρήνης – ∆ριµαλέικα Κρήνης: 500 µ., Ζωητάδα Κρήνης –
Καλλιθέα: 1,7 χλµ. Οι επαρχιακοί δρόµοι, που συνδέουν όλες τις παραπάνω θέσεις σήµερα,
πιθανώς δε συµπίπτουν µε τους δρόµους της Αρχαιότητας11. Η διαδροµή µε τα πόδια µέσω ορεινών
µονοπατιών θα ακολουθούσε τον συντοµότερο δρόµο σύνδεσης οικισµών και νεκροταφείων.
Η περιγραφόµενη περιοχή στα νότια των Πατρών, στην οποία εντάσσεται και η θέση
1
Πετρόπουλος 1995, 132-133. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, 433-453. Papazoglou-Manioudaki 2009, 507-517.
2
Παπαδόπουλος 1993-Παπαδόπουλος 1996. Paschalidis, McGeorge 2009, 79-113. Πασχαλίδης 2013.
3
Παπαποστόλου 1988, 166. Κολώνας, Πετρόπουλος 1995, 131-133. Papazoglou-Manioudaki 1994, 171-200.
Χρυσάφη 1999, 234-236. Κασκαντίρη 2012, 1-18.
4
Yalouris 1960, 42-67. Παπαδόπουλος 1978-2006.
5
Παπαδόπουλος 1991, 69-72. Papazoglou-Manioudaki 2009, 514-515.
6
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2014, 532-535. Papazoglou-Manioudaki 2009, 502. Πασχαλίδης 2013, 20-21.
7
Κολώνας 1998α, 481.
8
Κολώνας 1998α, 482. Μόσχος 2007, 24.
9
Παπαδόπουλος 2005, 62-63.
10
Papadopoulos 1978-79, 28.
11
Για το ίδιο θέµα βλ. Ακτύπη 2011, 18.
7
Κρήνη, διαθέτει πολλούς φυσικούς λόφους, µε καλή οπτική επικοινωνία µεταξύ τους, αλλά και
προς τον ανοιχτό ορίζοντα του Πατραϊκού κόλπου. Οι πιο οµαλοί από αυτούς αποτέλεσαν ιδανικές
θέσεις για την εγκατάσταση µυκηναϊκών οικισµών. Επιπλέον, η ποικίλη γεωµορφολογία του
εδάφους προσέφερε αρκετές θέσεις µε ασβεστολιθικά πετρώµατα, κατάλληλα για τη λάξευση
θαλαµοειδών τάφων και τη δηµιουργία χώρων ταφής. Στα πλεονεκτήµατα της περιοχής ανήκει και
η εξασφάλιση της υδροδότησής της, µέσω φυσικών πηγών νερού, όπως οι πηγές του
Κεφαλοβρύσου και οι χείµαρροι Φίλιουρας και Ξηροπόταµος, οι οποίοι ρέουν κοντά στον λόφο της
Μυγδαλιάς και στον θολωτό τάφο του Πετρωτού12. Λίγο βορειότερα ρέει ο ποταµός Γλαύκος µε τα
πλούσια νερά του, που αποτελεί βασική πηγή ύδρευσης της σύγχρονης πόλης13.
Ειδικότερα, στη στενότερη περιοχή της ίδιας της Κρήνης, στις θέσεις Ζωητάδα, Άγιος
Κωνσταντίνος και ∆ριµαλέικα, έχουν αποκαλυφθεί τρία µυκηναϊκά νεκροταφεία θαλαµοειδών
τάφων14, τα οποία καταλαµβάνουν οµαλές πλαγιές λόφων στις απολήξεις του Παναχαϊκού όρους15
(πίν. 2). Με βάση τα ευρήµατα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι οι θαλαµοειδείς τάφοι στην περιοχή της
Κρήνης ήταν οργανωµένοι κατά συστάδες. Γενικά η οργάνωση των θαλαµοειδών τάφων κατ’ αυτόν
τον τρόπο ήταν πολύ συχνή στη Μυκηναϊκή εποχή, ενώ αντίθετα λιγότερο συχνά ήταν τα
εκτεταµένα νεκροταφεία16. Έτσι, διαχωρισµός των τάφων σε συστάδες γίνεται επίσης και στα
νεκροταφεία της Κεφαλονιάς17, της Αγίας Τριάδας Ηλείας18, του Καµινιού και των Απλωµάτων
Νάξου19, του Παλαιοκάστρου Αρκαδίας20 και του Αλωνακίου της Ελάτειας21. Το ίδιο συµβαίνει και
στα νεκροταφεία της Πρόσυµνας, των Μυκηνών, των Βολιµιδιών και της Θήβας22. Υποστηρίζεται
ότι οι συστάδες θαλαµοειδών τάφων εξυπηρετούσαν οµάδες τοπικών γενών, αποτελώντας
οριοθετηµένες περιοχές ενταφιασµού των µελών τους23. Στην περίπτωση της Κρήνης είναι
12
Παπάζογλου-Μανουδάκη 2014, 533. Papazoglou-Manioudaki 2009, 502.
13
Ο ποταµός Γλαύκος αναφέρεται από τον Παυσανία VII 18, 2 (Παπαχατζής 1991, 79-80): Οι πηγές του βρίσκονται
στα νοτιοανατολικά του Παναχαϊκού και οι εκβολές του στις σηµερινές Ιτιές στα δυτικά των Πατρών. Το 1927,
στην περιοχή Περιβόλας, κατασκευάστηκε εργοαστάσιο ηλεκτροπαραγωγής για την ηλεκτροδότηση των Πατρών.
Η παλαιότερη ονοµασία του Γλαύκου ήταν Λεύκα, όνοµα που οφείλεται στις λεύκες που υπήρχαν στις όχθες του, ή
κατά άλλη εκδοχή προέρχεται από το επίθετο λευκός (Τριανταφύλλου 1959, 85, Θωµόπουλος 1950, 38). Για τον
µύθο που συνδέεται µε τον ποταµό Γλαύκο βλ. ∆άρµας 2007, 80. Για τον ποταµό Γλαύκο βλ. και Κολώνας 1998, 3-
παρ. αρ. 25 και Georgiev 1958, 17.
14
Τα νεκροταφεία του Αγίου Κωνσταντίνου και της Ζωητάδας είναι αντικείµενο της παρούσας µελέτης (βλ. επίσης
και Κολώνας, Πετρόπουλος 1995, 131-133. Χρυσάφη 1999 234-236. Κασκαντίρη 2012, 1-18.). Για τους
ανεσκαµµένους τάφους των ∆ριµαλεΐκων βλ. Παπαποστόλου 1988, 166 και Papazoglou-Manioudaki 1994, 171-
200.
15
Τα µυκηναϊκά νεκροταφεία της περιοχής των Πατρών βρίσκονται συνήθως µακριά από την ακτογραµµή, επάνω
στους πρόποδες του Παναχαϊκού (Papadopoulos 1978-79, 51).
16
Kontorli-Papadopoulou 1987, 145.
17
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 49.
18
Βικάτου 2008, 345-6.
19
Βλαχόπουλος 2006, Α, 77, 79.
20
Σαλαβούρα 2007, 183.
21
∆ηµάκη 2003, 324.
22
Cavanagh, Mee 1998, 42.
23
Kontorli-Papadopoulou 1975, 21, όπου αναφέρεται σχετική βιβλιογραφία (Τσούντας, Wace, Persson, Blegen).
8
προφανές ότι η επιλογή αυτής της πρακτικής οφειλόταν επιπλέον και στην ιδιαίτερη µορφολογία
του εδάφους της περιοχής, που διέθετε κατά τόπους µικρούς σχηµατισµούς κιµιλιάς24.
Σε ό,τι αφορά στα νεκροταφεία της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης, που
αποτελούν αντικείµενο αυτής της µελέτης σηµειώνουµε τα ακόλουθα στοιχεία: Καταρχάς, το
νεκροταφείο της Ζωητάδας καταλαµβάνει τον οµώνυµο λοφίσκο µέσα στον σύγχρονο οικισµό της
Κρήνης. Η ανακάλυψη του νεκροταφείου αυτού έγινε κατά την ανέγερση οικοδοµών, αρχικά το
έτος 1993 στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Γ. Γαλανού και κατόπιν το έτος 2005 στα οικόπεδα Π.
Μακρυγιάννη και Γ. Γεωργαντόπουλου. Μέσα στα όρια των τριών αυτών οικοπέδων
αποκαλύφθηκαν 11 θαλαµοειδείς τάφοι και ερευνήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας25.
Ήταν όλοι τους ασύλητοι και απέδωσαν σηµαντικά ευρήµατα. Η αρχαιολογική έρευνα κατέδειξε
ότι η έκταση της κιµιλιάς στον λόφο της Ζωητάδας είναι µικρή, όπως επίσης µικρός είναι και ο
συνολικός αριθµός των λαξευθέντων τάφων. Όσον αφορά στα ιδιαίτερα γνωρίσµατα του
νεκροταφείου της Ζωητάδας σηµειώνουµε ότι όλοι οι τάφοι είναι προσανατολισµένοι Α-∆, µε τους
θαλάµους προς τα ανατολικά. Έχουν διανοιχθεί σε κοντινές αποστάσεις και παράλληλα µεταξύ
τους, σε διαδοχικές σειρές, που ακολουθούν την οµαλή κλίση της πλαγιάς του λόφου. Οι οροφές
των περισσότερων τάφων έχουν καταρρεύσει εξαιτίας της σαθρότητας και αστάθειας του τοπικού
πετρώµατος, ενώ πρόσθετες καταστροφές έχουν προκληθεί και κατά τις εργασίες εκσκαφής των
οικοπέδων. Ο ίδιος τρόπος λάξευσης των τάφων, σε διαδοχικές σειρές και σε πυκνή διάταξη µεταξύ
τους, ακολουθείται και σε άλλα νεκροταφεία της Αχαΐας (Καταρράκτης, Βρυσάριο, ∆ροσιά,
Λεόντιο, Κλάους, Αίγιον, Καλλιθέα, Βούντενη)26.
Το νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του
βουνού Οµπλός, µέσα σε µία πευκόφυτη έκταση. Ο πρώτος εντοπισµός τάφων στο σηµείο αυτό
έγινε τυχαία το έτος 1983, κατά τη διάρκεια έργων για τη διάνοιξη δασικής οδού, ενώ ταυτόχρονα
διαπιστώθηκε ότι οι τάφοι είχαν συληθεί. Στη συνέχεια το 1990 οι λαθρανασκαφές στο
νεκροταφείο αυτό επαναλήφθηκαν και τότε ακολούθησε άµεσα σωστική ανασκαφική έρευνα των
συληθέντων τάφων27. Συγκεκριµένα, κατά την ανασκαφή του έτους 1990 ερευνήθηκαν επτά
συνολικά θαλαµοειδείς τάφοι, που ήταν διαχωρισµένοι σε δύο µικρές οµάδες των τεσσάρων και
τριών (θέσεις Α και Β), µε απόσταση µεταξύ τους περίπου 200 µ. (πίν. 2). Λόγω όµως της πυκνής
βλάστησης που καλύπτει την περιοχή, προς το παρόν παραµένει ασαφές, εάν οι τάφοι των δύο
οµάδων Α και Β υπάγονται σε ξεχωριστές συστάδες, ή αποτελούν τα ακραία σηµεία ενός ενιαίου
9
νεκροταφείου28.
Πιο συγκεκριµένα, η θέση Α του Αγίου Κωνσταντίνου βρίσκεται ψηλότερα επάνω στην
πλαγιά του λόφου. Στο σηµείο αυτό αποκαλύφθηκαν και ερευνήθηκαν τέσσερις συληµένοι τάφοι.
Η διάταξη τους είναι ιδιότυπη, καθώς ουσιαστικά αποτελούν δύο συµπλέγµατα διπλών τάφων
(τάφοι: 1-2, τάφοι: 3-3α). Αυτό σηµαίνει ότι το κάθε σύµπλεγµα διαθέτει έναν κύριο τάφο και έναν
κάθετο προς αυτόν παραθάλαµο, που διανοίγεται στο πλευρικό τοίχωµα του δρόµου. Τα δύο
συµπλέγµατα απέχουν µεταξύ τους γύρω στα 5 µ. Οι οροφές των θαλάµων είχαν καταστραφεί κατά
τις εκσκαφικές εργασίες για τη διάνοιξη της δασικής οδού, µε την εξαίρεση του τάφου 2 που είχε
διατηρήσει την οροφή του. Επιπλέον, το 1998, µετά από νέες απόπειρες λαθρανασκαφών στη θέση
Α, αποκαλύφθηκε και ανεσκάφη ένα ακόµη σύµπλεγµα τάφου µε παραθάλαµο, στο διάστηµα
µεταξύ των δύο πρώτων (τάφοι: 4-4α)29. Η θέση Β του Αγίου Κωνσταντίνου βρίσκεται στη βάση
του λόφου, κοντά στην οµώνυµη εκκλησία. Στη θέση αυτή ερευνήθηκαν τρεις ακόµη συληµένοι
θαλαµοειδείς τάφοι, που ήταν λαξευµένοι ο ένας κοντά στον άλλο και προσανατολισµένοι Β-Ν, µε
τους θαλάµους προς τα βόρεια. Οι οροφές τους είχαν διατηρηθεί, έχοντας ωστόσο υποστεί
εσωτερικές καταρρεύσεις. Οι δρόµοι τους εκτείνονταν κάτω από τη δασική οδό και δεν
αποκαλύφθηκαν.
28
Κολώνας 1998α, 481.
29
Πετρόπουλος 2004, 267-268, σχέδ. 7.
10
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΤΑ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ
11
ΣΧΕ∆ΙΟ 1
12
πλήρης επιχωµάτωση του θαλάµου. Οι επιχώσεις αυτές είχαν σχηµατιστεί από τη σύνθλιψη των
όγκων της κιµιλιάς και ήταν εντελώς κενές ευρηµάτων. Έφθαναν δε µέχρι το επίπεδο του ταφικού
στρώµατος.
Το ταφικό στρώµα, που ακολουθούσε µετά από τις προαναφερθείσες παχιές επιχώσεις του
θαλάµου, είχε επικαλυφθεί µε λεπτή στρώση συµπαγούς ασβεστώδους επίχωσης. Περιελάµβανε
πέντε κατά χώραν ταφές και δύο ανακοµιδές οστών (σχέδ. 1, πίν. 5). Τα σκελετικά κατάλοιπα δεν
εδράζονταν απευθείας επάνω στο λαξευµένο δάπεδο, αλλά σε λεπτή στρώση ψιλόκκοκης επίχωσης,
πάχους 0,10 µ., που είχε χρησιµοποιηθεί για την εξοµάλυνση της επιφάνειάς του.
Στο νότιο τµήµα του θαλάµου αποκαλύφθηκαν δύο πρωτογενείς ταφές, που
χαρακτηρίζονται ως ταφές Α και Β (πίν. 6). Είχαν τοποθετηθεί σε µικρή απόσταση η µία από την
άλλη και ήταν παράλληλες, προσανατολισµένες σύµφωνα µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου,
δηλ. ανατολικά - δυτικά µε τα κρανία προς το βάθος του θαλάµου (ανατολικά). Οι σκελετοί δεν
είχαν διατηρηθεί σε τόσο καλή κατάσταση, λόγω της πίεσης των επιχώσεων που είχαν συνθλίψει
και διαταράξει ελαφρώς τα οστά. Η ταφή Α, διέσωζε το θραυσµένο κρανίο, κάποια ίχνη του άνω
κορµού όπως τη δεξιά κλείδα και ωµοπλάτη και λίγα πλευρά του αριστερού θώρακα, τα χέρια
ολόκληρα αλλά µε τον δεξιό βραχίονα διαταραγµένο και λίγο ανυψωµένο, αρκετά τµήµατα της
λεκάνης που είχε µετακινηθεί λίγο προς τα κάτω και τα σκέλη ελλιπή και θραυσµένα. Παρόλη την
ελλιπή κατάσταση διατήρησης των οστών είναι σαφές, ότι η στάση εναπόθεσης του νεκρού ήταν
υπτίως οκλάζουσα. Το κρανίο βρέθηκε στο πλάι «κοιτώντας» προς τα νότια. τα χέρια ήταν
λυγισµένα και δίπλωναν παράλληλα µεταξύ τους επάνω στην κοιλιακή χώρα, ενώ τα πόδια είχαν
πέσει µε φορά προς νότια.
Η ταφή Β σώθηκε σε πιο αποσπασµατική κατάσταση σε σχέση µε την προηγούµενη, λόγω
της πτώσης µεγάλου λίθου επάνω της. Το κρανίο είχε σπάσει σε πολλά τεµάχια, ενώ είχαν
διατηρηθεί µερικοί από τους ανώτερους σπονδύλους, οστά µόνο του αριστερού χεριού και
θραυσµένα τµήµατα της λεκάνης. Από τα πόδια είχαν διασωθεί το δεξί µηριαίο και κνήµη αλλά µε
πολλά σπασίµατα και παραµόρφωση στο γόνατο και από το αριστερό πόδι µόνο το µηριαίο. Από τη
θέση της λεκάνης συµπεραίνουµε ότι ο άνω κορµός ήταν ύπτιος, ενώ η στάση των ποδιών δεν είναι
σαφής, λόγω της ελλιπούς κατάστασης διατήρησής τους και της διαταραχής τους. Το κρανίο
πεσµένο στο πλάι «κοίταζε» προς τα βόρεια, ενώ το σωζόµενο αριστερό χέρι τεντωµένο κατά
µήκος του σώµατος κατέληγε στη λεκάνη. Το άνω τµήµα του σκελετού ακουµπούσε επάνω σε
ογκώδη ασβεστόλιθο, αδρώς κατεργασµένο, που αποκαλύφθηκε πλήρως µετά την αφαίρεση του
ταφικού στρώµατος.
Στο βορειοανατολικό άκρο του θαλάµου είχε αποτεθεί η πρωτογενής ταφή Γ, µε
προσανατολισµό περίπου ανατολικά - δυτικά και µε το κρανίο σε επαφή σχεδόν µε το πίσω
13
(ανατολικό) τοίχωµα. Η κατάσταση διατήρησης του σκελετού ήταν άσχηµη. Συγκεκριµένα είχαν
διασωθεί λίγα τεµάχια του συντετριµµένου κρανίου, ελάχιστα υπολείµµατα της σπονδυλικής
στήλης και των πλευρών, ίχνη του δεξιού βραχίονα, αποτυπώµατα της λεκάνης, τα δύο µηριαία και
οστά των κνηµών και περονών. Από τα εναποµείναντα λείψανα συµπεραίνουµε ότι ο νεκρός είχε
τοποθετηθεί σε ύπτια στάση. Το κρανίο ήταν πολύ θραυσµένο και δεν είναι σαφής η κλίση του. Ο
δεξιός βραχίονας, που ήταν το µόνο οστό των χεριών που διατηρήθηκε, εκτεινόταν κατά µήκος του
σώµατος. Τα δύο µηριαία ήταν τεντωµένα παράλληλα µεταξύ τους, ενώ σώθηκαν και τα οστά µιας
κνήµης και περόνης πεσµένα µε φορά προς νότια και άλλης µιας κνήµης που είχε πέσει λίγο
µακρύτερα µε λίγο διαφορετική φορά. Η οστεολογική ανάλυση κατέδειξε ότι πρόκειται για παιδί
ηλικίας πέντε ετών (± 1,5 ).
Σε µικρή απόσταση στα ανατολικά των κρανίων των ταφών Α και Β, αρκετά κοντά και στο
κρανίο της ταφής Γ και σχεδόν σε επαφή µε το ανατολικό τοίχωµα του θαλάµου, αποκαλύφθηκε
οµάδα έξι αγγείων (πίν. 7, 9-11). Η µελέτη τους κατέδειξε ότι δεν είναι όλα σύγχρονα. Τρία από
αυτά, που είναι η µεγάλη ευρύστοµη πρόχους Τ1/Ε1, ο ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Ε4 και ο
δίωτος αµφορίσκος Τ1/Ε6, χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και υποθέτουµε ότι σχετίζονται µε
την ταφή Α. Επιπλέον µία βάση κύλικας µε τµήµα του στελέχους Τ1/Ε7, που βρέθηκε ακριβώς
κάτω από το στόµιο του δίωτου αµφορίσκου Τ1/Ε6, αποτελούσε πιθανώς το πώµα του. Από την
άλλη µεριά, οι ψευδόστοµοι αµφορείς Τ1/Ε2, Ε3, Ε5 ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Για αυτούς
υποθέτουµε ότι αποδίδονται στις άλλες δύο παράπλευρες ταφές Β και Γ, χωρίς να µπορεί να γίνει
άλλος πιο συγκεκριµένος διαχωρισµός τους. Στην παιδική ταφή Γ ανήκαν επίσης ένα χάλκινο
ταινιωτό έλασµα Τ1/Ε8, που βρέθηκε σε απόσταση 0,08 µ. στα βόρεια του κρανίου και πιθανώς
προοριζόταν για την κόσµηση της κόµης, καθώς και µία χάλκινη αιχµή βέλους Τ1/Ε25, που ήταν
τοποθετηµένη ακριβώς κάτω από το κρανίο. Τέλος ένα πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι Τ1/Ε26
αποκαλύφθηκε κάτω από τον ψευδόστοµο Τ1/Ε2.
Κατά µήκος του βόρειου τοιχώµατος του θαλάµου εκτεινόταν η πρωτογενής ταφή ∆, η
οποία είχε τον ίδιο περίπου προσανατολισµό µε τις προηγούµενες, δηλ. ανατολικά-δυτικά µε το
κρανίο προς ανατολικά (πίν. 7). Ο σκελετός είχε διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση και
διέσωζε το κρανίο θραυσµένο στην περιοχή του αριστερού κροτάφου, όλους τους σπονδύλους, τα
πλευρά και οστά της ωµοπλάτης και τα οστά των δύο χεριών. Η λεκάνη είχε µετακινηθεί λίγο προς
νότια και το αριστερό της τµήµα είχε επικαλυφθεί από τον ψευδόστοµο αµφορίσκο Τ1/Ε16, ενώ τα
δύο µηριαία είχαν επικαλυφθεί από την πρόχου Τ1/Ε17 (σχέδ. 1). Η ταφή ∆ ήταν εντελώς ελλιπής
ως προς τις κνήµες, που είχαν αφαιρεθεί στην αρχαιότητα προκειµένου να γίνει χώρος για την ταφή
Ε που ακολουθούσε προς δυτικά. Η τοποθέτηση του άνω κορµού της εν λόγω ταφής ήταν ύπτια. Το
κρανίο κεκλιµένο στο πλάι «κοίταζε» προς βόρεια, το δεξί χέρι µε ισχυρή κάµψη στον αγκώνα
14
κατέληγε στον αντίστοιχο ώµο όπου διακρίνονταν οι φάλαγγες, ενώ το αριστερό χέρι λυγισµένο
στον αγκώνα µε γωνία 90ο κατέληγε επάνω στην κοιλιά όπου διακρίνονταν τα µετακάρπια οστά και
οι φάλαγγες. Σώθηκαν επίσης τα δύο µηριαία, που µετά την αποµάκρυνση της πρόχου Τ1/Ε17
φάνηκε ότι ήταν παράλληλα µεταξύ τους και ότι πλαισίωναν το κρανίο της µεταγενέστερης ταφής
Ε. Στην ταφή ∆ µπορούν να αποδοθούν δύο αγγεία, που είχαν τοποθετηθεί ακριβώς δίπλα στον δεξί
της ώµο και παρέµεναν όρθια (σχέδ. 1, πίν. 7, 12). Ήταν ένας ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Ε9 και
µία µικρή σφαιρική πρόχους Τ1/Ε10, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Στο
αριστερό χέρι του σκελετού βρέθηκαν φορεµένα δύο χάλκινα δακτυλίδια Τ1/Ε23-Ε24, το ένα
περασµένο στον δείκτη και το άλλο στον παράµεσο.
Η ταφή Ε είχε αποτεθεί στη συνέχεια κατά µήκος του βορειοδυτικού τοιχώµατος (σχέδ. 1,
πίν. 5). Ο σκελετός είχε διατηρηθεί σε σχετικά καλή κατάσταση, έχοντας διασώσει το κρανίο στη
θέση του αλλά συντετριµµένο στο δεξιό άνω µισό, µερικά σπασµένα πλευρά και σπονδύλους, το
αριστερό χέρι στη θέση του, το δεξί χέρι διαταραγµένο, και τα κάτω άκρα ακέραια. Ο νεκρός είχε
τοποθετηθεί σε στάση πλαγίως συνεσταλµένη. Το κρανίο τοποθετηµένο στο πλάι «κοίταζε» προς
νότια, το αριστερό χέρι µε κάµψη 90ο µοιρών στον αγκώνα κατευθυνόταν προς το κέντρο του
θαλάµου και το υπερκείµενο δεξί είχε πέσει µε τον αγκώνα προς το κέντρο του θαλάµου, σε
αµβλεία γωνία προς το σώµα. Τα σκέλη ήταν κεκαµµένα έντονα και στραµµένα µε φορά προς τα
νοτιοανατολικά. Την ταφή Ε συνόδευαν έξι αγγεία Τ1/Ε11-Ε17 (πίν. 13-14), που χρονολογούνται
στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Τα αγγεία αυτά είχαν τοποθετηθεί επάνω ή δίπλα στα οστά της πρωιµότερης
ταφής ∆, την οποία είχαν επικαλύψει σε µερικά σηµεία. Στην ίδια οµάδα κτερισµάτων ανήκε επίσης
και ένα µικρό πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι Τ1/Ε14 που βρέθηκε κάτω από τον ψευδόστοµο
αµφορέα Τ1/Ε12. ∆εν αποκλείεται πάντως µερικά από τα συγκεκριµένα ευρήµατα να είχαν
αποδοθεί στην προαναφερθείσα παιδική ταφή Γ, διότι τουλάχιστον η οµάδα Τ1/Ε11-Ε13 ήταν πολύ
κοντά στα κάτω άκρα αυτού του νεκρού.
Στο δυτικό τµήµα του θαλάµου, ακριβώς δίπλα στην αριστερή εσωτερική παραστάδα της
εισόδου, αποκαλύφθηκε µικρός σωρός παραµερισµένων οστών διαστάσεων 0,55 µ. Χ 0,25 µ., που
καλείται ανακοµιδή 1 (πίν. 8). Στην ανώτερη επιφάνεια διακρίνονταν δύο θραυσµένα κρανία και
µεταξύ αυτών άωτο πιθάριο Τ1/Ε18 (πίν. 15), που στεκόταν όρθιο. Βαθύτερα υπήρχαν δύο
τµήµατα λεκάνης και µέρος µακρού οστού µαζί µε δύο αρτόσχηµα Τ1/Ε19-20 και ένα κυλινδρικό
αλάβαστρο Τ1/Ε22, καθώς και ένα ακόµη άωτο πιθάριο Τ1/Ε21, που τα πρώτα ήταν γερτά, ενώ το
δεύτερο είχε αναποδογυρίσει (πίν. 15). Τα αγγεία της ανακοµιδής χρονολογούνται από την ΥΕ
ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ. Εποµένως οι παραµερισµένες ταφές στις οποίες αποδίδονται
αποτελούν τις πρωιµότερες του τάφου.
Μετά την αφαίρεση των σκελετικών λειψάνων του ταφικού στρώµατος, και όλων των
15
κτερισµάτων που τα συνόδευαν, καθώς και της λεπτής στρώσης επίχωσης, πάχους 0,10 µ., επάνω
στην οποία πατούσαν, αποκαλύφθηκε το λαξευµένο δάπεδο του θαλάµου. ∆ιαπιστώθηκε µάλιστα
ότι, στο επίπεδο της λάξευσης του δαπέδου, το φυσικό πέτρωµα εµπεριείχε δύο ογκολίθους
(διαστάσεις του µεγαλύτερου: 1,35 Χ 0,63 Χ 0,76 µ.). Το µεγάλο βάρος των ογκολίθων αυτών και η
συνακόλουθη δυσκολία στη µετακίνησή τους επέβαλε στους κατασκευαστές του τάφου να τους
αφήσουν επί τόπου. Για την εξοµάλυνση του χώρου διανοίχθηκε λάκκος περιµετρικά των
ογκολίθων, µε διαστάσεις 1,85 Χ 2 µ. και η επιφάνειά τους λειάνθηκε, ενώ τα άχρηστα προϊόντα
της κατεργασίας πετάχτηκαν στο εσωτερικό αυτού του λάκκου. Επάνω στην πρώτη από τις δύο
πλάκες (δυτική) είχαν επιρριφθεί παραµερισµένα σκελετικά λείψανα τα οποία συνιστούσαν τη
χαρακτηριζόµενη ως ανακοµιδή 2 (πίν. 8). Είχαν τη µορφή ενός ισοπεδωµένου µικρού σωρού, που
κατελάµβανε χώρο διαστάσεων 0,98 µ. Χ 0,61 µ. και υψωνόταν κατά 0,06 µ.-0,15 µ. επάνω από τον
δυτικό πλακοειδή λίθο. Στο βορειοδυτικό άκρο της ανακοµιδής 2 βρέθηκε ένα όστρακο χείλους
γωνιώδους λεκανιδίου Τ1/Ε27 (πίν. 15), που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2. Η ανακοµιδή 2
περιλάµβανε µεγάλο αριθµό οστών που ανήκαν προφανώς σε περισσότερες από δύο ταφές.
Εντύπωση όµως προκαλεί ότι µεταξύ τους υπήρχαν µόνο δύο κρανία και κανένα κτέρισµα πλην του
προαναφερθέντος οστράκου. Εποµένως, υποθέτουµε ότι ίσως η ανακοµιδή 2 συµπληρωνόταν µε
όσα περιλάµβανε η ανακοµιδή 1, δηλ. δύο ακόµη κρανία και ελάχιστα οστά, καθώς και πέντε
αγγεία. Τα οστά των δύο ανακοµιδών µάλλον παραµερίστηκαν ταυτόχρονα, τα µεν προς τη δυτική
γωνία και τα δε επάνω στον λίθο στο κέντρο του θαλάµου, τα τελευταία χρησιµεύοντας ίσως και
για την ισοπέδωση του χώρου.
Στα δεξιά της εισόδου του τάφου είχε τοποθετηθεί ένα ακόµη σηµαντικό κτέρισµα, η
χάλκινη λόγχη Τ1/Ε28 (πίν. 10). Το αντικείµενο αυτό είχε καταπλακωθεί από ογκόλιθο, ο οποίος
όπως προαναφέρθηκε εισχώρησε στον θάλαµο από την κατάρρευση του βόρειου τοιχώµατος. Είναι
µάλιστα πιθανό ότι η λόγχη αποτελούσε κτέρισµα της ταφής Α, καθώς ήταν τοποθετηµένη σε µικρή
απόσταση από τα κάτω άκρα της.
Ο δρόµος του τάφου 1 ήταν επιχωµατωµένος µέχρι επάνω µε κιµιλόχωµα. Μέσα από αυτή
την επίχωση συλλέχθηκαν λίγα όστρακα της οµάδας Τ1/Ε29 (πίν. 16). Επιπλέον στο εσωτερικό του
δρόµου βρέθηκε και µία µικρή χειροποίητη οπισθότµητη πρόχους Τ1/Ε30 (πίν. 17), που εφαπτόταν
στην ανατολική γωνία του µετώπου σε βάθος 1,37 µ. και ήταν κεκλιµµένη στο πλάι µε το στόµιο
προς τα ανατολικά. Η πρόχους αυτή χρονολογείται στην Υποµυκηναϊκή εποχή. Είναι εποµένως
µεταγενέστερη από την τελική χρήση του τάφου, που πιθανότατα διακόπηκε στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερης, µε βάση τα ευρήµατα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Συνεπώς, είναι εύλογο το
ερώτηµα, µήπως πρόκειται για µία µεταγενέστερη προσφορά προς τους νεκρούς του τάφου.
Συνοψίζοντας, ο τάφος 1 του οικοπέδου Γαλανού (Γαλ.-Τ1) είχε διάρκεια χρήσης από την
16
ΥΕ ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, ίσως µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή. Η πρωιµότερη χρήση
του τάφου χρονολογείται στις περιόδους ΥΕ ΙΙΙΑ1, ΥΕ ΙΙΙΑ2 και ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ, κατά τις οποίες
πραγµατοποιήθηκαν οι αρχαιότερες ταφές του θαλάµου. Αυτές βρέθηκαν παραµερισµένες σε δύο
µικρούς σωρούς, τις ανακοµιδές 1 και 2, µαζί µε κάποια αγγεία που τους ανήκαν. Στη συνέχεια
αποτέθηκαν µερικές ακόµη ταφές, που βρέθηκαν κατά χώραν. Οι ταφές Α, Β, Γ φαίνεται ότι
αποτελούσαν µία οµάδα και ανήκαν σε τρεις διαδοχικές φάσεις της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης και Ύστερης.
Μία άλλη οµάδα ήταν οι ταφές ∆ και Ε, που κατελάµβαναν το βόρειο και βορειοδυτικό τµήµα του
χώρου και πραγµατοποιήθηκαν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση και στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη αντίστοιχα.
Η τελική χρήση του τάφου έγινε στην Υποµυκηναϊκή εποχή, κατά την οποία τοποθετήθηκε η µικρή
οπισθότµητη πρόχους µέσα στον δρόµο του.
Ευρήµατα Θαλάµου:
Τ1/E1 (Π16312): Μεγάλη στενόλαιµη πρόχους (ή λήκυθος). Ταφή Α. Πίν. 9.
Συγκολληµένη από πολλά όστρακα. Πηλός ερυθροκάστανος (Munsell
5YR 6/6), αλείφωµα χρώµατος κιτρινοκάστανου (7,5 YR 8/2 και 7/3),
βαφή ερυθροµέλανη (5YR-6/4 και 2,5YR-6/8 και 5YR-2,5/1). Ύψος
0,31 µ. και διάµετρος 0,28 µ.
Χείλος ευρύ χωνοειδές και στην εξωτερική περιφέρεια
δακτυλιόσχηµο, λαιµός ψηλός και στενός αµφίκοιλου περιγράµµατος,
σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και στην εξωτερική
περιφέρεια κωνική, µία κάθετη ταινιωτή λαβή, ξεκινά λίγο κάτω από
το χείλος και απολήγει στον ώµο.
Το χείλος περιβάλλεται από δακτύλιο, που εισχωρεί λίγο µέχρι το
εσωτερικό αυτού. Στη ράχη της λαβής δύο κάθετες ταινίες
διακοσµούν τις άκρες, µε την κεντρική επιφάνεια άβαφη. Βαµµένη
και η εξωτερική επιφάνεια της ρίζας και της βάσης της λαβής. Στον
ώµο πέντε καµπυλόγραµµα και τριγωνικά θέµατα εναλλάσσονται µε
την εξής σειρά: κόσµηµα µεγάλων διαποίκιλτων οµόκεντρων τόξων,
διπλά ενάλληλα τρίγωνα περιγεγραµµένα µε στιγµές που εσωτερικά
γεµίζουν µε φολιδωτό, µεγάλα διπλά τόξα, διαγραµµισµένα στο ενδιάµεσο µε µικρά εγκάρσια γραµµίδια,
δύο µετόπες αποτελούµενες από κάθετες κυµατοειδείς γραµµές και σειρές στιγµών, ακολούθως επανάληψη
του µοτίβου των διπλών τόξων και µετά των διπλών τριγώνων, ώστε το τελευταίο βρίσκεται ακριβώς
απέναντι από το αντίστοιχό του. Το ανώτερο τµήµα του σώµατος περιβάλλεται από επτά πλατιές ταινίες, ενώ
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
17
δύο ακόµη αναπτύσσονται στην κάτω κοιλία και µία ακόµη γύρω από το κάτω άκρο του σώµατος και την
εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 121. FM 25: αχιβάδα, ή FM 43: διαποίκιλτα οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 42/28: ενωµένα ηµικύκλια ή
triangular patch, φολιδωτά τρίγωνα. FM 75/30: µετόπη.
Πρβλ. Giannopoulos 2008, αρ. 47-πιν. 31 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Ακτύπη 2014, 28,
οινοχόες από τον Άγ. Βασίλειο Χαλανδρίτσας. Mountjoy 1999, 354, αρ. 119 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.99 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Βικάτου 2008, Τ29/Π4535 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
18
Τ1/Ε3 (Π16314): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ταφές Β-Γ. Πίν. 11.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα στο σώµα και στη µία λαβή.
Συµπληρωµένος σε µικρά τµήµατα του δίσκου του ψευδοστοµίου, του
χείλους και του σώµατος, κοντά στις συγκολλήσεις. Μικρές
αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία και κάποιες µεγαλύτερες στην
εξωτερική περιφέρεια της βάσης. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός
(Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κιτρινοκάστανο (7,5YR 8/2 και
10YR7/4), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 6/8 και 2,5/1), καλής
ποιότητας και στιλπνή. Ύψος 0,181 µ., διάµετρος 0,184 µ. και
διάµετρος δίσκου 0,055 µ.
∆ίσκος κυκλικός και ευρύς µε κεντρικό κωνικό κοµβίο, χείλος
χωνοειδές, λαβές ταινιωτές, λαιµοί κυλινδρικοί, του στοµίου µε µικρή
κλίση προς τα εµπρός, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Το σχέδιο είναι προσεκτικό και ακριβές. Στον δίσκο καλοσχεδιασµένοι οµόκεντροι κύκλοι καταλήγουν σε
κεντρικό οφθαλµό. Την εξωτερική επιφάνεια του χείλους περιβάλλει λεπτός δακτύλιος εισχωρώντας λίγο και
στο εσωτερικό αυτού. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις
αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου και του στοµίου. Στον ώµο το στόµιο πλαισιώνουν δύο θέµατα τριπλών
ηµικυκλίων που γεµίζουν εσωτερικά µε οµάδες λοξών γραµµιδίων. Στην απέναντι ζώνη δύο παρόµοια
θέµατα, τετραπλών ηµικυκλίων, αναπτύσσονται εκατέρωθεν κατακόρυφης στήλης φολιδωτού κοσµήµατος.
Το σώµα διακοσµείται µε πολλές ισοπαχείς ταινίες, οι οποίες έχουν πυκνότερη διάταξη στο ανώτερο τµήµα,
ενώ γίνονται πιο αραιές από τη µέγιστη διάµετρο και κάτω, αφήνοντας µικρό άβαφο κενό διάστηµα στο
κάτω άκρο. Ακολουθεί πλατιά ταινία γύρω από την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια, ή FM 71: διαποίκιλτα τρίγωνα, χωρίς απόλυτη ταύτιση.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.80-εικ. 212f, 78a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Giannopoulos
2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Mountjoy 1999, 167, αρ. 348
(Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 183, αρ. 419 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 292, αρ. 240 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 436, αρ. 124 (Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 788, αρ. 282 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 1071, αρ.
281 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/Υποµινωική). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.246, Α.Ε.Β.257, Α.Ε.Β.247, Α.Ε.Β.537
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη)κ.ά. Βικάτου 2008, Τ16/Π5350 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
19
τα εµπρός, λαβές κάθετες στενές και ελλειπτικής διατοµής, σώµα σχήµατος απιόσχηµου-αµφικωνικού που
καταλήγει σε δισκοειδές πόδι.
Η διακόσµηση του αγγείου διατηρήθηκε σε µέτρια κατάσταση και είναι εξίτηλη σε µερικά σηµεία, αλλά
ευδιάκριτη. Στον δίσκο του ψευδοστοµίου εξίτηλη σπείρα καταλήγει σε κεντρικό οφθαλµό. Λεπτή ταινία
γύρω από την εξωτερική επιφάνεια του χείλους καλύπτει και την ανώτερη επιφάνεια αυτού. Άτεχνοι
δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις του ψευδοστοµίου και του στοµίου. Στις ράχες των λαβών δύο πολύ
εξίτηλες κάθετες ταινίες καταλαµβάνουν τις άκρες αφήνοντας άβαφη την κεντρική περιοχή. Στον ώµο το
στόµιο πλαισιώνεται από δύο θέµατα µεγάλων οµόκεντρων ηµικυκλίων, που γεµίζουν µε άλλα αντίθετης
φοράς και περιγεγραµµένα µε στιγµές. Στην απέναντι ζώνη αναπτύσσονται δύο κτενοειδή κοσµήµατα
αποτελούµενα από πολλαπλά κάθετα γραµµίδια, µε ύψος που αυξάνει σταδιακά από τη µία άκρη ως την
άλλη. Στο µεταξύ τους διάστηµα υπάρχει κροσσωτός κύκλος µε κεντρική στιγµή (ήλιος). Στο σώµα δύο
οµάδες ταινιών, µία στο άνω και µία στο κάτω τµήµα, αποτελούµενες από τέσσερις και δύο ταινίες
αντίστοιχα. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και την εξωτερική
περιφέρεια της βάσης.
FS 175 µε πόδι, χωρίς απόλυτη ταύτιση. FM 27/11: θαλάσσια ανεµώνη. FM 61A: τρίγωνα χωρίς
περίγραµµα, χωρίς απόλυτη ταύτιση. FM 25 ή FM 43: σχηµατοποιηµένη αχιβάδα ή περίτεχνα οµόκεντρα
τόξα, χωρίς απόλυτη ταύτιση.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.54-εικ. 208d, 96c (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.211-εικ. 208e, 71e-f
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1a). Giannopoulos 2008, αρ. 35-πιν. 25 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ταφική συνάφεια.5, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 6-πιν. 15 (Τ4/6, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Ακτύπη 2014, 18, εικ.12
(Άγ. Βασίλειος-Χαλανδρίτσας, ΑΜΠ 16426, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.910 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ34/Π4602 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
20
τις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στο ηµικύκλιο της ζώνης του ώµου υπάρχει περίτεχνος δικτυωτός
ρόµβος που απολήγει στα άκρα σε δύο άγκιστρα, περίστικτος. Από τη βάση του ψευδοστοµίου φύονται και
ανοίγονται ακτινωτά τέσσερις κροσσωτές ταινίες, από τις οποίες οι δύο καταλήγουν στη ζώνη πίσω από τις
λαβές επάνω από τον προαναφερθέντα ρόµβο, ενώ οι άλλες δύο πλαισιώνουν το στόµιο. Επτά σχεδόν
ισοπαχείς ταινίες αναπτύσσονται στο ανώτερο σώµα, ενώ η κάτω κοιλία παραµένει άβαφη. Πλατιά ταινία
περιβάλλει το κάτω άκρο του σώµατος και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 73/ae (δικτυωτός ρόµβος µε άγκιστρα) και κροσσωτές ταινίες (χωρίς ταύτιση µοτίβου στον
Furumark).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.305-εικ. 219b, 110g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy
1999, 396-7, αρ. 95, 100 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 164, αρ. 340 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Moschos
2009α, 281, εικ. 17-8 και 257 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
Μιτόπολη Τ1/35 αρ. 36-πιν. 4 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.408 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Α.Ε.Β.768
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη;). Βικάτου 2008, Τ10/Π4363 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), Τ34/Π4603 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
21
Τ1/Ε7 (Π17062): Βάση κύλικας µε τµήµα του στελέχους. Ταφή Α. Πίν. 10.
Πιθανότατα αποτελεί πώµα του αµφορίσκου Τ1/Ε6.
∆ισκοειδής βάση κύλικας, η οποία στην κάτω επιφάνεια είναι υπόκοιλη. ∆ιατηρείται το χαµηλότερο τµήµα
του κυλινδρικού στελέχους. Πηλός ανοµοιογενής, µε γκριζόχρωµο πυρήνα και καστανόχρωµη περιφέρεια.
Αλείφωµα καστανοκίτρινο. Η επιφάνεια είναι άβαφη. Στην εξωτερική επιφάνεια της βάσης είναι εµφανείς
δύο-τρεις εγχάρακτοι δακτύλιοι που οφείλονται στον τροχό. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
22
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
23
Τ1/Ε12 (Π16320): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ταφή Ε. Πίν. 13.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και ελλιπής σε µεγάλο τµήµα της
µίας λαβής και σε τµήµα του χείλους, όπου έχουν γίνει συµπληρώσεις.
Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο
(7,5YR 8/2), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR-6/6 και 2,5/1), καλής
ποιότητας µε ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,166 µ. και διάµετρος 0,169 µ.
∆ίσκος κυκλικός και ευρύς µε κεντρικό έξαρµα, χείλος ευρύ και
χωνοειδές, λαιµοί παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του
στοµίου κυλινδρικός µε διαπλάτυνση προς τα επάνω, λαβές κάθετες και
ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά
κωνική.
Το σχέδιο προσεκτικό και ακριβές. Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι, που απολήγουν σε κεντρικό οφθαλµό.
Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει την εξωτερική επιφάνεια του χείλους, ο οποίος εισχωρεί λίγο και στο
εσωτερικό. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου
και στοµίου περιβάλλουν δακτύλιοι. Στον ώµο, εκατέρωθεν του στοµίου αναπτύσσονται δύο περίστικτα
οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη δύο όµοια θέµατα στα άκρα πλαισιώνουν φολιδωτό τρίγωνο. Στο
σώµα πολλές ισοπαχείς ταινίες καλύπτουν το µεγαλύτερο τµήµα, αφήνοντας µικρό κενό στην κάτω κοιλία,
ενώ µία ακόµη ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43/i: περίστικτα οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 42/28: φολιδωτό τρίγωνο.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.283-εικ. 211l, 72a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.393-εικ. 216e, 76a-b
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Giannopoulos 2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/0Μ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Mountjoy 1999, 180, αρ. 398 (Αργολίδα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 620, αρ. 569 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 690, αρ. 214 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.546, Α.Ε.Β.582, Α.Ε.Β.1037, Α.Ε.Β.1036, Α.Ε.Β.1033, Α.Ε.Β.1028, Α.Ε.Β.1318 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Ύστερη). Βικάτου 2008, Τ32/Π4578 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
24
Τ1/Ε13 (Π16321): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφή Ε. Πίν. 13.
Συγκολληµένος σε λίγα όστρακα της κοιλίας, του ψευδοστοµίου, του στοµίου
και των λαβών, Μικρές συµπληρώσεις στον δίσκο του ψευδοστοµίου και στο
στόµιο. Πηλός ερυθροκάστανος (Munsell 5YR 6/6), αλείφωµα
κιτρινοκάστανο (7,5YR 8/4 και 7/4), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR-6/8, 5/8 και
2,5/1), µε λίγα ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,12 µ. και διάµετρος 0,116 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε ψηλό κεντρικό κωνικό έξαρµα, χείλος ευρύ και χωνοειδές,
λαιµοί παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου
κυλινδρικός, λαβές κάθετες, στενές και ταινιωτές, σώµα αµφικωνικό, βάση
ψηλή δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο λεπτότεχνη σπείρα, που απολήγει σε παχύ κεντρικό οφθαλµό. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες
γραµµές, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου και του στοµίου. Στον
ώµο, εκατέρωθεν του στοµίου αναπτύσσονται δύο οξυκόρυφα οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη
δύο όµοια θέµατα στα άκρα πλαισιώνουν στήλη κατακόρυφων αµειβόντων. Στο σώµα πολλές ισοπαχείς
ταινίες µέχρι την κάτω κοιλία, ενώ το κατώτερο τµήµα µαζί µε την εξωτερική περιφέρεια της βάσης είναι
ολόβαφα.
FS 175. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 58: αµείβοντες.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.59-εικ. 215j, 75e-f (Λεόντιο, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.296-εικ. 94c (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b;). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 43, 48, αρ. 34-πιν. 4 (Τ1/33, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη). Mountjoy 1999, 183, αρ. 412 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, εισηγµένο από τη δυτική Αχαΐα), 471,
αρ. 4 (Ιθάκη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, εισηγµένο από δυτική Αχαΐα). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.571 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
Μέση;), Α.Ε.Β.1111 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ9/Π4352 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), Τ33/Π4586 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
25
του χείλους. Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει τον λαιµό εξωτερικά, κοντά στη βάση. Η ράχη της λαβής
ολόβαφη. Ο ώµος άβαφος. Το κάτω σώµα ολόβαφο, µέχρι την εξωτερική περιφέρεια της βάσης, µε την
εξαίρεση του κατώτερου άκρου αυτής.
FS 115.
Πρβλ. Για παράλληλα βλ. ανωτέρω το Τ1/Ε11. Επιπλέον και Papadopoulos 1978-79, PM.535-εικ. 154α
(Καγκάδι, YE IIIΓ1b). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
26
Τ1/Ε17 (Π16324): Μεγάλη ευρύστοµη πρόχους. Ταφή Ε. Πίν. 14.
Συγκολληµένη σε πολλά όστρακα του σώµατος και του χείλους.
Μικρές συµπληρώσεις στον λαιµό και στο σώµα, κοντά στις
συγκολλήσεις. Στον ώµο και στο κάτω τµήµα του σώµατος
υπάρχουν βαθουλώµατα στον πηλό, που οφείλονται στην κακή
κατασκευή του αγγείου. Πηλός ερυθροκάστανος (Munsell 5YR
6/6), αλείφωµα γκριζόχρωµο (5YR 7/1), βαφή ερυθροµέλανη
(2,5YR-4/8 και 2,5/1). Ύψος 0,342 µ. και διάµετρος 0,31 µ.
Χείλος στενό και δακτυλιόσχηµο, λαιµός ψηλός και στενός,
αµφίκοιλου περιγράµµατος, λαβή κάθετη, στρεπτή, φύεται από το
χείλος και ακουµπά στον ώµο, σώµα ωοειδές, µε καµπύλο ώµο και
κωνικό κάτω τµήµα, βάση χαµηλή, κοίλη και εξωτερικά κωνική.
Λαιµός ολόβαφος εξωτερικά και στο ανώτερο εσωτερικό του τµήµα. Η ράχη της λαβής ολόβαφη, ενώ
δακτύλιος περιβάλλει τη βάση της. Στον ώµο τέσσερις θύσανοι αναπτύσσονται σε συµµετρικά διαστήµατα.
Το σώµα διακοσµείται µε πολλές, ανισοπαχείς ταινίες, που φθάνουν µέχρι χαµηλά στην κοιλία, ενώ το κάτω
άκρο αυτού καθώς και η εξωτερική περιφέρεια της βάσης είναι ολόβαφα.
FS 106. FM 72 (θύσανος).
Πρβλ. Για διακόσµηση µε µοτίβο θυσάνου σε πρόχους του τύπου FS 106: 176, αρ. 378 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 586, αρ. 414-5 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 712, αρ. 67 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη.
27
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 103, 105, αρ. 9-πιν. 23 (Τ6/9, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, 260, αρ. 55
(Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 379, αρ. 30 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 11 (Αχαΐα/Άνω Συχαινά, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 517, αρ.
98 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 18 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 837, αρ. 53 (Θεσσαλία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 991, αρ. 6
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.287 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ6/Π4295 (ΥΕ ΙΙΙΑ1),
Τ31/Π4543 (ΥΕ ΙΙΙΑ1) κ.ά. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1.
28
Η ανώτερη επιφάνεια του χείλους είναι σχεδόν εντελώς εξίτηλη, εκτός από ελάχιστα εναποµείναντα ίχνη. Ο
λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ σε µικρή απόσταση από τη βάση ακολουθεί λεπτή ταινία.
Στον ώµο, µεταξύ των ολόβαφων λαβών, διπλές οριζόντιες σειρές στιγµών ή στιγµές ελεύθερες και εκτός
σειράς. Στο κάτω τµήµα αναπτύσσεται βραχώδες κόσµηµα, ενώ σε µικρή απόσταση λεπτή ταινία περιβάλλει
το κατώτερο άκρο του σώµατος. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης οκτώ οµόκεντροι κύκλοι, ανισοπαχείς.
FS 84. FM 32/5 και 32/24 (βραχώδες κόσµηµα)
Ισχύουν τα ίδια παράλληλα µε το παραπάνω Τ1/Ε19. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
29
περιβάλλει πλατιά ταινία, που ξεκινά λίγο κάτω από το χείλος, αφήνοντας εξηρηµένη µια λεπτή ζώνη κάτω
από αυτό. Ακολουθούν δύο λεπτές ταινίες κάτω από τη βάση του λαιµού. Στη ζώνη του ώµου, µεταξύ των
ολόβαφων λαβών, αναπτύσσεται δικτυωτό κόσµηµα, ενώ κάτω από αυτές διπλές ή τριπλές ενάλληλες
γωνίες. Το κυλινδρικό σώµα περιβάλλεται από πέντε ταινίες, που έχουν σχεδιαστεί άτεχνα και απλώνονται
λοξά επάνω στην επιφάνεια, µε µικρό κενό µεταξύ των τριών ανώτερων και των δύο κατώτερων. Η
τελευταία από τις ταινίες αγγίζει λίγο την αθέατη περιφέρεια της βάσης. Σε αυτήν ακολουθεί λεπτός κύκλος
σε µικρή απόσταση από την περιφέρεια και άλλοι τρεις ακόµη γύρω από το κέντρο.
FS 93. FM 57: δικτυωτό. FM 61A: ενάλληλα τρίγωνα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, AM.9-εικ. 142a-b (Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Mountjoy 1999, 326, αρ. 36
(Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 266, αρ. 85 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2) και στη σ. 659 αναφέρεται παράδειγµα από την
Τανάγρα της Βοιωτίας µε όµοια διακόσµηση της ΥΕ ΙΙΙΑ1. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.348 (ΥΕ ΙΙΙΑ2),
Α.Ε.Β.1100 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
Τ1/Ε23 (M5488): Χάλκινο δακτυλίδι. Στον παράµεσο του αριστερού χεριού της ταφής ∆. Πίν. 12.
Ακέραιο χάλκινο δακτυλίδι, του τύπου του απλού κρίκου, διαµέτρου 0,022 Χ 0,021µ. Κατασκευασµένο από
λεπτό έλασµα, που έχει πλάτος 0,003 και πάχος 0,001 µ. ∆ιαθέτει διαχωρισµένα άκρα που έρχονται σε
επαφή µεταξύ τους. Η επιφάνεια του µετάλλου παρουσιάζει εξογκώµατα, λόγω της οξείδωσης.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PMX 643b, PMX 517, εικ. 280a, (Καγκάδι, Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ). Βλαχόπουλος
2006, αρ. 3561-πιν. 42. Κολώνας 1998, πιν. 255-256, Α.Ε.Β 589β (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Τ1/Ε24 (Μ5489): Θραυσµένο χάλκινο δακτυλίδι. Στον δείκτη της ταφής ∆. Πίν. 12.
Χάλκινο δακτυλίδι θραυσµένο σε πέντε τεµάχια. Είναι κατασκευασµένο από πολύ λεπτό ταινιωτό έλασµα
πλάτους 0,05 µ. ∆ύο από τα σωζόµενα θραύσµατα φέρουν µικρά εξογκώµατα, που πιθανώς συγκρατούσαν
σφενδόνη.
Πρβλ: Ιακωβίδης 1970, 292, Μ 95, πιν. 107γ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Τ1/Ε25 (Μ5490): Χάλκινη αιχµή βέλους. Κάτω από το κρανίο της παιδικής ταφής Γ. Πίν. 11.
Το αντικείµενο είναι ελλιπές και σπασµένο σε πέντε τεµάχια και η µορφολογία του δεν είναι απόλυτα
σαφής. ∆ιατηρήθηκε τµήµα της αριστερής πλευράς και του κεντρικού τµήµατος του κυρίως σώµατος, ενώ
λείπει σχεδόν όλη η δεξιά πλευρά, καθώς και η αιχµηρή απόληξη. Έχει επίσης διασωθεί και ένα µικρό
τµήµα του κεντρικού στελέχους. Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ1/Ε26 (Μ5491): Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι. Βρέθηκε κάτω από τον ψευδόστοµο Τ1/Ε2. Πίν. 11.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις. Κάθετη διαµπερής οπή. Πηλός καστανόχρωµος, λίγο δυσδιάκριτος.
Επιφάνεια καστανοµέλανη, χωρίς ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,021 µ. και διάµετρος 0,023 µ.
30
Τ1/Ε27: Όστρακα χείλους λεκανιδίου. Στο Β∆ πέρας της ανακοµιδής 2. Πίν. 15.
Τρία συγκολλώµενα όστρακα ανοιχτού αγγείου, πιθανώς αβαθούς γωνιώδους λεκανίδιου (FS 295), από το
άνω σώµα και το χείλος. Σώµα µε γωνίωση. Πηλός καστανοκίτρινος, αλείφωµα όµοιο πιο ανοιχτό. Πιθανώς
άβαφο. Χείλος στενό προς τα έξω νεύον και µε µικρή κλίση.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 129, αρ. 214 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Ευρήµατα δρόµου:
Τ1/Ε29: Όστρακα του δρόµου του τάφου. Πίν. 16.
1) Τρία συνανήκοντα όστρακα µεγάλης κυλινδρικής λαβής. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
Μελανοί δακτύλιοι περιβάλλουν τις άκρες.
2) Όστρακο µικρής λαβής, ελλειπτικής διατοµής.
3) Τέσσερα συνανήκοντα όστρακα λεπτότεχνου ανοιχτού αγγείου. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα
καστανοκίτρινο. Η εσωτερική επιφάνεια ολόβαφη καστανοµέλανη και εξωτερικά λεπτές περιβάλλουσες
ταινίες. ∆ιασώθηκε η ρίζα µικρής λαβής.
4) Όστρακο σώµατος ανοιχτού αγγείου, ολόβαφου µε ερυθροµέλανη βαφή εσωτερικά και εξωτερικά.
5) Όστρακο µεγάλου ανοιχτού αγγείου, το οποίο εσωτερικά φέρει διακόσµηση µε πλατιές ταινίες.
6) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος, από µεγάλο κλειστό αγγείο. Πηλός καστανόχρωµος, αλείφωµα
καστανοκίτρινο.
7) Μερικά ακόµη όστρακα σώµατος από διάφορα αγγεία.
31
Πρβλ. Κολώνας 1998 Α.Ε.Β.678, στις επιχώσεις του δρόµου. Για τις δύο πρόχους της Ζωητάδας και της
Βούντενης, βλ. και Moschos 2009α, 278, εικ. 8-9 και 265 (φάση 6b: Υποµυκηναϊκή ή Πρώιµη
Πρωτογεωµετρική εποχή). Χρονολόγηση: Υποµυκηναϊκή.
32
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 1 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΓΑΛΑΝΟΥ
33
ΤΑΦΟΣ 2 (Γαλ.-Τ2) (σχέδ. 2, πίν. 18-28)
Θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, προσανατολισµένος περίπου ανατολικά-δυτικά. Ο δρόµος του
βρίσκεται σε απόσταση 2,90 µ. στα νότια του δρόµου του τάφου 1, προς το κέντρο του οικοπέδου.
Ο δρόµος έχει µήκος στην επιφάνεια 4,88 µ.και πλάτος 1,03 µ. στην αρχή του και 1,30 µ.
στη βάση της πρόσοψης. Το δάπεδό του παρουσιάζει οµαλή κατηφορική κλίση που «σβήνει» στο
τµήµα µπροστά από την είσοδο και η επιφάνειά του είναι αδρώς λαξευµένη και ανώµαλη. Τα
πλευρικά τοιχώµατα συγκλίνουν προς τα επάνω και προς την πρόσοψη και η επιφάνειά τους είναι
επίσης τραχιά, λόγω της περιεκτικότητας του πετρώµατος σε µικρούς λίθους. Ο δρόµος ήταν
επιχωµατωµένος µε κιµιλόχωµα, που περιείχε µερικά όστρακα των οµάδων Τ2/Ε1, Τ2/Ε2, Τ2/Ε3
και µία πυριτολιθική λεπίδα Τ2/Ε4 (Πίν. 27-28).
Η πρόσοψη είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,45 µ. και πλάτος 0,77 µ. στην κορυφή και
1,30 µ. στη βάση. Στο κάτω τµήµα αυτής ανοίγεται µικρή τοξωτή είσοδος, ύψους 0,77 µ. και
πλάτους 0,70 µ. στο κατώφλι και 0,62 µ. στο άνω µέρος. Το στόµιο έχει µήκος 1,27 µ. στο βόρειο
τοίχωµα και 1,10 µ. στο νότιο. Τα πλευρικά τοιχώµατα του στοµίου είναι αδρά λαξευµένα και η
επιφάνειά τους έχει διατηρηθεί στο κατώτερο τµήµα, ενώ στο ανώτερο παρουσιάζει µεγάλες
φθορές. Τµήµα του ανωφλιού στην πρόσοψη έχει καταστραφεί, λόγω των συνεχών τειχίσεων και
αποτειχίσεων της ξερολιθιάς. Το κατώφλι του στοµίου παρουσιάζει οµαλή κατωφέρεια προς τον
θάλαµο, ακολουθώντας αυτήν του δαπέδου του δρόµου. Ήταν επενδεδυµένο µε δύο µεγάλους
πλακοειδείς λίθους, τριγωνικού σχήµατος, µε διαστάσεις 0,75 Χ 0,45 Χ 0,13 µ. και 0,715 Χ 0,37 Χ
0,13 µ. Τόσο η είσοδος όσο και το στόµιο σε όλο του το βάθος, σε συνολικό µήκος 1,55 µ., είχαν
φραχθεί µε ισχυρά δοµηµένη ξερολιθιά. Την αποτελούσαν ακατέργαστοι λίθοι της περιοχής, κυρίως
πλακοειδείς αλλά και στρογγυλοί.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό και διαστάσεις 2,35 µ. Χ 2,47 µ. Η οροφή του
τάφου έχει διατηρηθεί, αλλά η εσωτερική επιφάνειά της έχει υποστεί σηµαντικές φθορές, λόγω της
σαθρότητας του πετρώµατος. Μαζί µε την οροφή έχουν καταρρεύσει και τµήµατα των τοιχωµάτων.
Η αρχική επιφάνεια των τοιχωµάτων διασώθηκε σε µέγιστο ύψος 0,50 µ. στο βόρειο τµήµα του
τάφου, µαζί µε την απαρχή της θόλωσης. Ο θάλαµος ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά γεµάτος µε
επίχωση, που αποτελείτο από σπασµένα τεµάχια του φυσικού πετρώµατος µαζί µε µικρούς λίθους
και χαλίκια, ενώ ήταν κενή ευρηµάτων. Ακολουθούσε το ταφικό στρώµα, που είχε επικαλυφθεί µε
λεπτή στρώση ψιλόκκοκου κιµιλοχώµατος.
Το ταφικό στρώµα εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο και περιλάµβανε δύο πρωτογενείς ταφές
και µία µεγάλη ανακοµιδή οστών (σχέδ. 2, πίν. 18). Συγκεκριµένα, ορισµένες από τις παλαιότερες
34
ΣΧΕ∆ΙΟ 2
35
ταφές του θαλάµου είχαν παραµεριστεί κατά µήκος του βορειοδυτικού τοιχώµατος. Είχαν αποτεθεί
µάλιστα επάνω σε ένα είδος θρανίου, ύψους 0,12 µ.-0,35 µ. Για την κατασκευή του θρανίου είχαν
χρησιµοποιηθεί συµπαγή τεµάχια κιµιλιάς, που προέρχονταν από καταρρεύσεις της οροφής και των
τοιχωµάτων, τα οποία είχαν συµπιεστεί και ισοπεδωθεί. Τα οστά επάνω σε αυτό θρανίο
κατελάµβαναν έκταση µήκους 2,35 µ. και πλάτους περίπου 0,50 µ. και αποτελούσαν τη
χαρακτηριζόµενη ως ανακοµιδή 1 (πίν. 18). Ήταν συγκεντρωµένα σε δύο επιµέρους οµάδες, από τις
οποίες η ανατολική περιλάµβανε τα σκελετικά κατάλοιπα µιας µόνο παραµερισµένης ταφής, δηλ.
ένα κρανίο πλαισιωµένο από µερικά οστά άκρων. Η δυτική οµάδα ήταν µεγαλύτερη και
περιλάµβανε λείψανα πολλών ακόµη ταφών. Στην επιφάνεια των οστών της δυτικής οµάδας ήταν
εµφανή έξι κρανία, πολλά µακρά οστά, λίγα πλευρά, καθώς και τµήµατα λεκάνης και ωµοπλάτης.
Επιπλέον, από το εσωτερικό του σωρού της ανακοµιδής 1 συλλέχθηκαν µερικά ακόµη κρανία, τα
οποία έφθαναν σε συνολικό αριθµό τα 13, καθώς και µεγάλος αριθµός µακρών οστών. Στις ταφές
της ανακοµιδής 1 ανήκαν κάποια κτερίσµατα, που βρέθηκαν σε διάφορα σηµεία και βάθη, µεταξύ
των ανώτερων οστών ή και πιο χαµηλά κρυµµένα ανάµεσα στα οστά και είναι τα ακόλουθα (πίν.
25-26):
T2/E22: Ψευδόστοµος αµφορίσκος της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης. Στεκόταν όρθιος επάνω στο
δάπεδο ακριβώς κάτω από τη βάση του τετράωτου αµφορέα Τ2/Ε5, καλυµµένος κάτω από την
επίχωση.
Τ2/Ε23: ∆ύο πήλινα αµφικωνικά σφονδύλια. Εφαπτόµενα στη βάση του προηγούµενου αγγείου.
Τ2/Ε24: Ψευδόστοµος αµφορίσκος της ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµης. Βρέθηκε στο ανατολικό τµήµα της
ανακοµιδής 1, κάτω από τα οστά, επάνω σε επίχωση ύψους 0,11 µ. από το δάπεδο. Ήταν πεσµένος
στο πλάι.
Τ2/Ε25: Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης. Στο δυτικό τµήµα της ανακοµιδής
1, µεταξύ των ανώτερων οστών.
Τ2/Ε26: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης. Μαζί µε το προηγούµενο
αλάβαστρο.
Τ2/Ε27: Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης. Βρέθηκε στο ίδιο περίπου ύψος µε
το Ε24 και σε απόσταση 0,40 µ. στα δυτικά του.
Τ2/Ε28: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ1. Στο δυτικό τµήµα της ανακοµιδής 1, κοντά
στα Ε25-26 και σε επαφή µε το τοίχωµα.
Τ2/Ε29: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ. Στο κέντρο περίπου της ανακοµιδής,
µεταξύ των κατώτερων οστών.
36
Τ2/Ε30: Θραυσµένος µελαµβαφής κύαθος της ΥΕ ΙΙΙΑ2. Στις ανώτερες επιχώσεις της ανακοµιδής.
Στο ανατολικό άκρο της ανακοµιδής 1 και στο κέντρο ακριβώς του πίσω τοιχώµατος του
θαλάµου, είχε τοποθετηθεί µεγάλος τετράωτος αµφορέας Τ2/Ε5, το στόµιο του οποίου είχε
φραχθεί µε µικρό ψευδόστοµο αµφορίσκο Τ2/Ε6 (πίν. 19-20). Ο τετράωτος αµφορέας ακουµπούσε
όρθιος επάνω στη συµπαγή κιµιλιά του «θρανίου», που σε αυτό το σηµείο είχε ύψος 0,27 µ. από το
δάπεδο. Η χρονολόγησή του αγγείου αυτού στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι
δεν µπορεί να αποδοθεί στις ταφές των παράπλευρων ανακοµιδών 1 ή 2, διότι αυτές συνοδεύονταν
από πρωιµότερα κτερίσµατα. Επίσης από τη µελέτη και του υπόλοιπου ταφικού στρώµατος
προκύπτει ότι πιθανώς το συγκεκριµένο αγγείο δεν είχε σχέση ούτε µε τις πρωτογενείς ταφές 1 και
2, καθώς αυτές είχαν τοποθετηθεί σε κάποια απόσταση από αυτό, στο κεντρικό τµήµα του
θαλάµου. Ίσως ο αµφορέας αυτός να ήταν τεφροδόχος και να περιείχε την υστερότερη ταφή του
τάφου, χωρίς αυτό να µπορεί να αποδειχθεί, καθώς δεν συλλέχθηκε το περιεχόµενό του.
Ακολούθως προς νότια, δίπλα στον τετράωτο αµφορέα Τ2/Ε5 και κατά µήκος του
ανατολικού τοιχώµατος, είχαν παραµεριστεί µερικά ακόµη οστά που χαρακτηρίζονται ως
ανακοµιδή 2 (σχέδ. 2, πίν. 19). Τα οστά αυτά κατελάµβαναν έκταση µικρού µήκους (0,83 µ.) και
πατούσαν σε επίχωση λίγο χαµηλότερου ύψους σε σχέση µε τον τετράωτο αµφορέα και τα λείψανα
της ανακοµιδής 1. Ο µικρός σωρός αποτελείτο από κατάλοιπα δύο τουλάχιστον παραµερισµένων
ταφών. Στην επιφάνειά του ήταν ορατά λίγα µακρά οστά και τµήµατα λεκάνης. Σε αυτόν ανήκαν
επίσης και δύο κρανία, εκ των οποίων το ένα βρέθηκε σε µικρό βάθος κάτω από τα υπόλοιπα οστά
(0,10 µ.), ενώ ένα ακόµη ακουµπούσε στο δάπεδο µπροστά από τον σωρό, έχοντας πιθανώς κυλίσει
από την επιφάνεια. Ακριβώς µπροστά από τον τετράωτο αµφορέα Τ2/Ε5 αλλά πολύ χαµηλότερα σε
σχέση µε αυτόν, επάνω στο δάπεδο, είχε αποτεθεί ο ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Ε7 της ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερης, που είχε γείρει ελαφρώς στο πλάι (σχέδ. 2, πίν. 19-20). Ένας ακόµη ψευδόστοµος
ψευδόστοµος αµφορέας Τ1/Ε8 της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης (σχέδ. 2, πίν. 21), στεκόταν όρθιος επάνω στο
δάπεδο ακριβώς δίπλα στο µεµονωµένο κρανίο της ανακοµιδής 2 που περιγράφηκε ανωτέρω. Η
υστερότητα των δύο συγκεκριµένων αγγείων καθιστά πιθανό τον συσχετισµό τους είτε µε τον
τετράωτο αµφορέα Τ2/Ε5, είτε µε κάποια από τις πρωτογενείς ταφές 1, 2 του θαλάµου.
Με βάση την οστεολογική µελέτη, αποσαφηνίστηκε τελικά ότι στην ανακοµιδή 1
συµπεριλαµβάνονταν 15 συνολικά ταφές, από τις οποίες 13 ήταν ενήλικες και δύο παιδιά. Πιθανώς
όµως ο αριθµός αυτός να είναι ο συνολικός και για τις δύο ανακοµιδές 1 και 2. Οι παραµερισµένες
ταφές των δύο ανακοµιδών 1 και 2 χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
Μέση, βάσει των κεραµικών ευρηµάτων που τους αποδίδονται και περιγράφηκαν ανωτέρω.
Λαµβάνοντας µάλιστα υπ΄όψιν ότι οι παραµερισµένες ταφές έφθαναν σε σύνολο τουλάχιστον τις
15, όσον αφορά και στις δύο ανακοµιδές, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι δεν µπορεί ο
37
παραµερισµός όλων να έγινε ταυτόχρονα, αλλά µάλλον έγινε σταδιακά και σε διάφορες φάσεις.
Στο κεντρικό τµήµα του θαλάµου κείτονταν δύο κατά χώραν ταφές, η µία δίπλα στην άλλη,
εφαπτόµενες µάλιστα µεταξύ τους σε µερικά σηµεία (σχέδ. 2, πίν. 18). Ήταν προσανατολισµένες
σύµφωνα µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου, δηλ. ανατολικά-δυτικά, µε τα κρανία προς το βάθος
του θαλάµου (ανατολικά). Τα σκελετικά λείψανα είχαν διατηρηθεί σε µέτρια κατάσταση, έχοντας
υποστεί φθορές λόγω της πτώσης της οροφής και των τοιχωµάτων. Τα κρανία και τα οστά των
άκρων ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση, Υπήρχαν επίσης και υπολείµµατα του άνω κορµού
(πλευρά και σπόνδυλοι), αλλά και οστά της λεκάνης των νεκρών, που ήταν πιο αποσαθρωµένα. Η
ταφή 1, η ευρισκόµενη στα νότια, είχε τοποθετηθεί σε στάση πλαγίως συνεσταλµένη. Το κρανίο
έδινε την εντύπωση ότι στηριζόταν επάνω στον αριστερό ώµο της διπλανής ταφής και λόγω της
µικρής µετακίνησής του τα οστά του προσώπου είχαν πέσει προς το δάπεδο. Το δεξί χέρι, το
υποκείµενο, διέγραφε ορθή γωνία προς το σώµα του νεκρού και κατέληγε να ακουµπά στην
κοιλιακή χώρα, ενώ ο ώµος και ο αγκώνας άγγιζαν την ταφή 2. Το υπερκείµενο αριστερό χέρι, ήταν
ανοιγµένο σε αµβλεία γωνία και κατέληγε κάπου στο ύψος του αγκώνα του δεξιού χεριού. Τα πόδια
ήταν λυγισµένα, µε τα γόνατα προς τα βόρεια. Η ταφή 2 είχε τοποθετηθεί σε στάση υπτίως
οκλάζουσα. Το κρανίο βρισκόταν σε απόσταση µόλις 0,08 µ. από το κρανίο της ταφής 1 και ήταν
γερµένο στο πλάι κοιτάζοντας προς τα βόρεια. Το δεξί χέρι εκτεινόταν κατά µήκος του σώµατος,
ενώ το αριστερό λυγισµένο στον αγκώνα κατέληγε επάνω στην κοιλιακή χώρα. Τα πόδια είχαν
κλίση προς βόρεια.
Οι δύο ταφές κατά πάσα πιθανότητα ήταν σύγχρονες, καθώς είχαν τοποθετηθεί τόσο κοντά
µεταξύ τους, ώστε σχεδόν εφάπτονταν. Συνοδεύονταν από οµάδα κτερισµάτων Τ2/Ε9-Ε21 (πίν.
21-25), που είχαν τοποθετηθεί δίπλα και κατά µήκος του σώµατος της ταφής 2. Τα κτερίσµατα αυτά
ακουµπούσαν στο δάπεδο και ήταν όρθια, ή γερµένα στο πλάι, ή σχεδόν αναποδογυρισµένα. Η
µελέτη των αγγείων κατέδειξε ότι χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, κατά την οποία συνεπώς
θα πραγµατοποιήθηκαν και οι υπό συζήτηση ταφές.
Συνοψίζοντας, οι παλαιότερες ταφές του θαλάµου είχαν παραµεριστεί πάνω σε είδος
θρανίου, κατά µήκος του βόρειου και ανατολικού τοιχώµατος, αποτελώντας έναν µεγάλο σωρό
παραµερισµένων οστών (ανακοµιδές 1 και 2). Οι παραµερισµένες ταφές, βάσει των ευρηµάτων που
τους ανήκαν, χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Στη συνέχεια
πραγµατοποιήθηκαν οι δύο πρωτογενείς ταφές 1 και 2, που αποτέθηκαν στο κεντρικό τµήµα του
χώρου. Αυτές πιθανώς ήταν σύγχρονες και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Η τελευταία
χρήση του τάφου σχετίζεται ίσως µε τον µεγάλο τετράωτο αµφορέα Τ2/Ε5, που χρονολογείται στην
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Φαίνεται πιθανό ότι χρησίµευσε ως τεφροδόχο αγγείο που περιείχε την τελευταία
ταφή του θαλάµου.
38
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Γαλ.-Τ2 (*)
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ2/E5 (Π16331): Τετράωτος αµφορέας. Ανατολικό άκρο της ανακοµιδής 1. Πίν. 20.
Ακέραιος, µε µικρές αποκρούσεiς σε διάφορα σηµεία και κάποιες λίγο µεγαλύτερες στην περιφέρεια της
βάσης. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα ανοιχτό καστανόχρωµο (7,5YR 7/4), βαφή
ερυθροµέλανη (2,5YR 5/8και 2,5/1), µε ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,415 µ. και διάµετρος 0,375 µ.
Χείλος έξω νεύον, ευρύ, γωνιώδες και οριζόντιο, λαιµός ψηλός και στενός, αµφίκοιλου σχήµατος, µε
διεύρυνση προς τα επάνω, σώµα ωοειδές, τέσσερις οριζόντιες λαβές κυκλικής διατοµής, δύο στη µέγιστη
διάµετρο και άλλες δύο λίγο µικρότερες ψηλότερα στον ώµο, τοποθετηµένες στα σηµεία ενδιάµεσα των
πρώτων, βάση επίπεδη και εξωτερικά κυλινδρική-κωνική.
Ο λαιµός ολόβαφος εσωτερικά, όπως και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Ολόβαφο και το εξωτερικό
αυτού, µε µικρή άβαφη ταινία στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του. Η ζώνη του ώµου ορίζεται από δύο
πλατιές ταινίες επάνω και κάτω, ενώ στο εσωτερικό αυτής, µεταξύ των λαβών, αναπτύσσονται τρία και τρία
οξυκόρυφα οµόκεντρα ηµικύκλια. Ολόκληρο το υπόλοιπο σώµα του αγγείου είναι ολόβαφο, µέχρι και την
εξωτερική περιφέρεια της βάσης. Οι δύο λαβές του σώµατος είναι ολόβαφες στις ράχες τους. Από τις λαβές
του ώµου, η µία είναι ολόβαφη στην εσωτερική της επιφάνεια, ενώ η δεύτερη βαµµένη µόνο στην κορυφή
της.
FS 58.1. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.1-εικ. 52a, PM.132-εικ. 54b, (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1b και άγνωστης
προέλευσης, Υποµυκηναϊκή). Mountjoy 1999, 392, αρ. 77 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 431, αρ. 102
(Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 453, αρ. 20 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Moschos 2009α, 277, εικ. 7
και 249 (Ζωητάδα Τ2, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, φάση 5/6α). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1340 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
Βικάτου 2008, Τ34/Π4594 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη) και Τ31/Π4550 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη.
Τ2/Ε6 (Π16332): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Χρησίµευε ως πώµα του τετράωτου αµφορέα Τ2/Ε5. Πίν. 20.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και συµπληρωµένος σε διάφορα σηµεία του σώµατος, του χείλους και
της αθέατης επιφάνειας της βάσης. Πηλός ανοιχτός καστανόχρωµος (Munsell 7,5 YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-
κιτρινωπό (7,5YR 8/4), βαφή ερυθροµέλανη (5YR-6/8, 5/6 και 2,5/1). Ύψος 0,112 µ., διάµετρος 0,102 µ. και
διάµετρος δίσκου 0,035 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε επιφάνεια λίγο κοίλη, µε πολύ χαµηλό κεντρικό κοµβίο, χείλος ευρύ και χωνοειδές,
λαιµός του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου κυλινδρικός µε διαπλάτυνση προς τα επάνω και µε
κλίση προς τα εµπρός, λαβές κάθετες, στενές, ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και
στην εξωτερική περιφέρεια ψηλή και κυλινδρική-κωνική.
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
39
Στον δίσκο άτεχνη σπείρα. Στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους λίγα εναποµείναντα ίχνη βαφής. Στις ράχες
των λαβών εγκάρσια γραµµίδια, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις αυτών, καθώς και του ψευδοστοµίου
και του στοµίου. Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνουν δύο άτεχνα οµόκεντρα ηµικύκλια, που περιγράφονται µε
κρόσσια. Στην απέναντι ζώνη υπάρχει εναλλαγή θεµάτων, ως εξής: Τέσσερις κάθετες κυµατοειδείς γραµµές
στο κέντρο, κρέµονται από τη βάση του ψευδοστοµίου και στην κορυφή τους πλαισιώνονται από τρεις και
τρεις καµπύλους µίσχους, ενώ στη βάση τους πλαισιώνονται από τη µία πλευρά µε οµόκεντρα ηµικύκλια και
καµπύλους µίσχους και από την άλλη πλευρά µε αντιθετικά τοποθετηµένους καµπύλους µίσχους. Το
υπόλοιπο σώµα είναι ολόβαφο.
FS 175. FM 53/39: κυµατοειδής γραµµή. FM 19 ή FM 44: πολλαπλοί µίσχοι ή οµόκεντρα τόξα. FM 43/l:
οµόκεντρα ηµικύκλια κροσσωτά.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.95-εικ. 215e, 113f (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή). Moschos
2009α, 249, εικ. 7 (Κρήνη-Ζωητάδα, Τ2, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α), εικ. 21 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση
6α). Βασιλογάµβρου 2000, 55, αρ. 3-4-εικ. 8. Petropoulos 2007, Τ2/Λ2/Α/Π66 και Π68, εικ. 42a-b, 256 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη). Βικάτου 2008, Τ33/Π4593 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ2/Ε7 (Π16333): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Κοντά στον τατράωτο αµφορέα. Πίν. 20.
Αποκολληµένος στο στόµιο, µε αποκρούσεις και αποφλοιώσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος
(Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο (7,5YR 8/3), βαφή ερυθροµέλανη (5YR-6/8 και 2,5/1 και
2,5YR-5/6). Ύψος 0,117 µ. και διάµετρος 0,106 µ.
∆ίσκος στενός και κυκλικός, µε επιφάνεια ανοµοιόµορφη, κοίλη στην περιφέρεια και καµπυλωµένη στο
κέντρο, χείλος ευρύ, χωνοειδές εσωτερικά και στην εξωτερική επιφάνεια δακτυλιοειδές, λαιµός του
ψευδοστοµίου χαµηλός και κυλινδρικός και του στοµίου επίσης χαµηλός µε διαπλάτυνση προς τα επάνω και
µε κλίση προς τα εµπρός, λαβές κάθετες στενές, ελλειπτικής διατοµής, σώµα σφαιρικό, βάση στενή
δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κυλινδρική.
Στον δίσκο πολύ άτεχνη και πλατιά σπείρα. Την εξωτερική περιφέρεια του χείλους περιβάλλει δακτύλιος, ο
οποίος εισχωρεί λίγο και στο εσωτερικό αυτού. Οι ράχες των λαβών ολόβαφες, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν
τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου και του στοµίου. Τα δύο τεταρτοκύκλια του ώµου
διακοσµούνται, στη µία πλευρά µε σπείρα και στην άλλη µε άτεχνες λοξές γραµµές (άτεχνο δικτυωτό;) που
γεµίζουν ελεύθερα τον χώρο. Στο απέναντι ηµικύκλιο αναπτύσσονται δύο εξίτηλες σπείρες και ακολουθεί
µικρό ακόσµητο διάστηµα, κοντά στη δεξιά λαβή. Στο άνω σώµα τρεις πλατιές, σχεδόν ισοπαχείς ταινίες.
Στο κάτω τµήµα του σώµατος απλώνονται τέσσερις µεµονωµένες σπείρες, που διαχωρίζονται µεταξύ τους
µε κάθετες σειρές στιγµών. Πλατύς δακτύλιος περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και την εξωτερική
περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 57 (άτεχνο δικτυωτό). FM 51-52/8 (σπείρα µεµονωµένη και µε στέλεχος).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.112-εικ. 220c, 94g-h (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.116-εικ. 221f, 109a-
b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Πετρόπουλος 2007, Νικολέικα Τ4/Λ6/Π57-263, εικ. 84 a/b, (ΥΕ ΙΙΙΓ
40
Πρώιµη-Μέση). Mountjoy 1999, 434, αρ. 116, (Αχαΐα/Αίγιο, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 458, αρ. 58 (Κεφαλονιά, ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη), 776, αρ. 184 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1055, αρ. 205-6 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.456 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
41
Τ2/Ε9 (Π16335): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφές 1 και 2. Πίν. 21.
Συγκολληµένος στη βάση του ψευδοστοµίου και της µίας λαβής και µε
συµπλήρωση στην άλλη λαβή. Αποκρούσεις στην περιφέρεια της βάσης.
Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-
κιτρινωπό (7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR-4/2, 4/3 και 2,5/1),
µε ίχνη στίλβωσης σε µερικά σηµεία. Ύψος 0,135 µ. και διάµετρος 0,122
µ.
∆ίσκος κυκλικός µε ψηλό κεντρικό κοµβίο, χείλος ευρύ και χωνοειδές,
λαιµοί παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου
κυλινδρικός µε διεύρυνση προς τα επάνω, σώµα σφαιρικό-αµφικωνικό,
λαβές ταινιωτές, βάση ψηλή δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι, που καταλήγουν σε κεντρικό οφθαλµό. Την ανώτερη και εσωτερική
επιφάνεια του χείλους περιβάλλει λεπτός δακτύλιος. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. Οι βάσεις
ψευδοστοµίου, στοµίου και λαβών άβαφες. Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνουν δύο άτεχνα οξυκόρυφα
οµόκεντρα ηµικύκλια. Στη ζώνη πίσω από τις λαβές δύο ακόµη όµοια θέµατα, στην εσωτερική πλευρά των
οποίων ακουµπούν δύο οφιοειδείς γραµµές. Στο σώµα πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, µέχρι το κατώτερο
άκρο, µε την εξαίρεση της άβαφης εξωτερικής περιφέρειας της βάσης. Οι ταινίες είναι σχεδιασµένες κάπως
άτεχνα, µε αποτέλεσµα να υπάρχουν αυξοµειώσεις στα πάχη, αλλά και µε λίγο ασύµµετρα τα µεταξύ τους
διαστήµατα.
FS 175. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 53/39: κάθετη κυµατοειδής γραµµή.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.72-εικ. 215b, 87c-d (Μικρός Ποντιάς-Λοµποκά, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Moschos
2009α, 282, εικ. 21 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Mountjoy 1999, 193, αρ. 463 (Αργολίδα,
Υποµυκηναϊκή), 396, αρ. 97 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.399 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη),
Α.Ε.Β.487 (ΥΕ ΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.1000 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ33/Π4588 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
T2/E10 (Μ5494-Μ5499): Έξι σωρευµένα σφονδύλια (Πέντε πήλινα και ένα λίθινο). Ταφές 1 και 2. Πίν.
21.
Ίσως κατά την αρχαιότητα ήταν περασµένα σε σχοινί. Είναι όλα ακέραια, µε την εξαίρεση ενός, που είναι
ελλιπές. Πέντε πήλινα αµφικωνικού σχήµατος και ένα ακόµη λίθινο, επίσης αµφικωνικό, από µαύρο
στεατίτη. ∆ιαστάσεις του µεγαλύτερου πήλινου, ύψος 0,03 µ. και διάµετρος 0,035 µ. και του µικρότερου
λίθινου, ύψος 0,013 µ. και διάµετρος 0,021 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
42
Τ2/Ε11 (Π16336): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ταφές 1 και 2. Πίν. 22.
Συγκολληµένος σε πολλά όστρακα του σώµατος. Μικρές
συµπληρώσεις στο σώµα κοντά στις συγκολλήσεις και στην περιφέρεια
του δίσκου του ψευδοστοµίου. Πηλός κιτρινοκάστανος (Munsell 7,5YR
7/6), αλείφωµα καστανόχρωµο πολύ ανοιχτό (7,5YR 7/3), βαφή
ερυθροµέλανη (2,5YR-5/8 και 2,5/1), µε ίχνη στίλβωσης σε µερικά
σηµεία. Ύψος 0,195 µ., διάµετρος 0,198 µ. και διάµετρος δίσκου 0,059
µ.
∆ίσκος κυκλικός και ευρύς, µε κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές,
λαιµοί σχεδόν παράλληλοι, του ψευδοστοµίου κυλινδρικός µε µικρή
µείωση προς τα επάνω και του στοµίου χαµηλός και κυλινδρικός, µε
διαπλάτυνση προς τα επάνω, λαβές κάθετες και ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και
εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο λεπτότεχνη σπείρα. Πλατιά ταινία περιβάλλει το χείλος εξωτερικά, εισχωρώντας σε αρκετό
βάθος στο εσωτερικό αυτού. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ οι εσωτερικές πλευρές των
βάσεών τους περιγράφονται µε άτεχνες καµπύλες. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις του ψευδοστοµίου και
του στοµίου. Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνεται από δύο οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη
κόσµηµα περίτεχνων αντιθετικών σπειρών, που γεµίζουν εσωτερικά µε µε πολλαπλά ζικ-ζακ και
γεφυρώνονται µε κάθετος αµείβοντες. Στη βάση της ίδιας ζώνης αναπτύσσονται δύο ανεξάρτητα µικρά
οµόκεντρα ηµικύκλια. Στο σώµα πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, οι οποίες φθάνουν µέχρι λίγο κάτω από
τη µεγάλη διάµετρο, ενώ το κάτω τµήµα είναι ολόβαφο.
FS 175. FM 50: αντιθετικές σπείρες. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, εικ. 197, αρ. 28-31 (σε τετράωτους αµφορείς), PM.405-εικ. 89a-b (ΥΕ
ΙΙΙΓ1b). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.345 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.1095 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση;). Βικάτου 2008,
Τ2/Π4246 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
43
Τ2/Ε12 (Π16337): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ταφές 1 και 2. Πίν. 22.
Συγκολληµένος σε πολλά όστρακα του ώµου και των λαβών.
Συµπληρωµένος σε ολόκληρο το στόµιο και σε µικρό τµήµα της
περιφέρειας του δίσκου του ψευδοστοµίου και της µίας λαβής.
Αποφλοιώσεις µεγάλης έκτασης στο σώµα. Πηλός καστανόχρωµος
(Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα γκριζόχρωµο (10YR 7/1 και 7/2), βαφή
καστανοµέλανη (10YR-5/4 και 2,5/1), στιλπνή. Ύψος 0,209 µ., διάµετρος
0,21 µ. και διάµετρος δίσκου 0,058µ.
∆ίσκος κυκλικός, ευρύς, µε κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές, λαιµός του
ψευδοστοµίου ψηλός, στενός και αµφίκοιλος και του στοµίου πιθανώς
κυλινδρικός και µε µικρή κλίση προς τα εµπρός (συµπληρωµένο), λαβές
κάθετες και ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και
εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο καλοσχεδιασµένοι οµόκεντροι κύκλοι, που καταλήγουν σε κεντρικό οφθαλµό. Στις ράχες των
λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου, όπως
το ίδιο θα πρέπει να συνέβαινε και µε το στόµιο (συµπληρωµένο). Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνουν δύο
οµάδες περίστικτων οµόκεντρων ηµικυκλίων. Στην απέναντι ζώνη διακόσµηση πυκνού ρυθµού, η οποία
αποτελείται από τέσσερις οµάδες οµόκεντρων ηµικυκλίων στη βάση του ώµου, τα οποία γεφυρώνονται ανά
δύο µε οριζόντιες γραµµές και άλλα οµόκεντρα ηµικύκλια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σχηµατίζονται δύο
διαφορετικές οµάδες, µεταξύ των οποίων αναπτύσσονται µικρά παράλληλα οριζόντια γραµµίδια. Όλα τα
θέµατα είναι καλοσχεδιασµένα. Το σώµα περιβάλλεται µε πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που αφήνουν
µικρό κενό στο κατώτερο άκρο. Πλατιά ταινία περιβάλλει και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης, µε την
εξαίρεση του τελευταίου άκρου αυτής.
FS 175. FM 43/34: σύστηµα οµόκεντρων ηµικυκλίων. FM 43/ι: στιγµωτά οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.384-εικ. 216c, 77e-f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.214-εικ. 213b, 80a-b
(άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α) κ.ά. Giannopoulos 2008, αρ.43-πιν. 28 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη). Βασιλογάµβρου 2000, 55, εικ. 7. Paschalidis, McGeorge 2009, 97, εικ. 12a (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Ύστερη/ φάση 4). Mountjoy 1999, 183, αρ. 416 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998,
Α.Ε.Β.249 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.591 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση;), Α.Ε.Β.1016 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη), κ.ά. Βικάτου 2008, Τ20/Π4394 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
44
έχουν διαπλάτυνση προς τα επάνω και του στοµίου είναι κυλινδρικός µε κλίση προς τα εµπρός, λαβές
κάθετες, ελλειπτικής διατοµής, σώµα ιδιότυπου σχήµατος µε ευρύ και επικλινή ώµο και καµπύλο κάτω
τµήµα, βάση δακτυλιόσχηµη και στην εξωτερική επιφάνεια κωνική.
Στον δίσκο άτεχνη σπείρα (;). Την εξωτερική επιφάνεια του χείλους περιβάλλει πολύ εξίτηλος λεπτός
δακτύλιος, που εισχωρεί και στο εσωτερικό αυτού. Στις ράχες των λαβών δύο γραµµές, κοντά στις άκρες,
ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις αυτών, καθώς και του ψευδοστοµίου και του στοµίου. Επίσης ένας
ακόµη δακτύλιος περιβάλλει το ψευδοστόµιο λίγο πιο ψηλά, κάτω από τον δίσκο. Στον ώµο, το στόµιο
πλαισιώνεται από οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη τρίγλυφο, αποτελούµενο από τέσσερις
κάθετες γραµµές που πλαισιώνονται από δύο οµάδες οµόκεντρων ηµικυκλίων σε πλάγια τοποθέτηση (µισές
ροζέτες). Όλα τα θέµατα είναι σχεδιασµένα µε τρόπο άτεχνο. Στο σώµα πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, όχι
απόλυτα ευθυγραµµισµένες και εκτελεσµένες βιαστικά και άτεχνα, οι οποίες φθάνουν ως το κάτω άκρο, ενώ
µία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει την εξωτερική περιφέρεια της βάσης. Στην αθέατη επιφάνεια αυτής,
τέσσερα γραµµίδια σε ακτινωτή διάταξη διακοσµούν την περιφέρεια, ενώ την εσωτερική περιφέρεια
διαγράφει πλατύς κύκλος.
FS 177 (;). FM 74: τρίγλυφο και µισές ροζέτες. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Moschos 2009α, 282-3, εικ .21 και 25 (Πόρτες, YE ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Giannopoulos 2008, αρ.39-
41-πιν. 26 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.803 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Βικάτου 2008, Τ20/Π4402 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
45
(Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, εισηγµένο από την Αχαΐα), 428, αρ. 97 (Αχαΐα/Αιγείρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1096 (ΥΕ ΙΙΙΓ1α), Α.Ε.Β.571 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση;). Βικάτου 2008, T9/Π4352
(ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), T33/Π4586 (ΥΕ IIIΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ2/Ε16 (Μ5500): Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι. Ταφές 1 και 2. τα Β. Σε απόσταση 0,03 µ. στα βόρεια του
Τ2/Ε15. Πίν. 23.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις στην ακµή της µέγιστης διαµέτρου. ∆ιαθέτει κατακόρυφη διαµπερή οπή.
Πηλός δυσδιάκριτος, καστανόχρωµος. Επιφάνεια καστανοµέλανη, χωρίς ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,021 µ. και
διάµετρος 0,025 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
46
Τ2/Ε17 (Π16341): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ταφές 1 και 2. Πίν. 24.
Συγκολληµένος στη µέση περίπου του ύψους του στοµίου.
Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 5YR 6/4), αλείφωµα µπεζ-
κιτρινωπό (7,5YR 8/3), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR-5/6 και
2,5/1). Ύψος 0,16 µ., διάµετρος 0,174 µ. και διάµετρος δίσκου
0,04 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές, λαιµοί
παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου
κυλινδρικός µε διαπλάτυνση προς τα επάνω, λαβές κάθετες και
ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και
εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο λεπτότεχνη σπείρα, που καταλήγει σε παχύ κεντρικό
οφθαλµό. Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει την εξωτερική
επιφάνεια του χείλους, µε τη βαφή να εισχωρεί σε αρκετό βάθος στο εσωτερικό του στοµίου. Στις ράχες των
λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου και του στοµίου περιβάλλουν
δακτύλιοι. Στον ώµο τέσσερα τριπλά ή τετραπλά οµόκεντρα ηµικύκλια, που γεµίζουν εσωτερικά µε άλλα
µικρότερα και αντίθετης φοράς (περίτεχνα οµόκεντρα ηµικύκλια), δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα
δύο στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που αφήνουν µικρό κενό στο κάτω
άκρο, ενώ πλατιά ταινία περιβάλλει και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 25: αχιβάδα, ή FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια, χωρίς απόλυτη ταύτιση του µοτίβου.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.276-εικ. 210b, 70a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Giannopoulos 2008, αρ. 44-
πιν. 29 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.896 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη),
Α.Ε.Β.1332 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Βικάτου 2008, Τ29/Π4526 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), Τ20/Π4393 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση) κ.ά.
Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
47
απέναντι ζώνη. Στο σώµα πολλές ισοπαχείς ταινίες και παρεµβαλλόµενη σειρά στιγµών µετά από τις δύο
πρώτες. Στο κάτω άκρο αφήνεται µικρό άβαφο διάστηµα και ακολουθεί µία ακόµη πλατιά ταινία που
περιβάλλει την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43/p.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.279-εικ. 216a, 76c-d (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis, McGeorge 2009,
97, εικ.21a (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη/φάση 4). Giannopoulos 2008, αρ. 1, 3-πιν. 69 (Λεόντιο, TVIII,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Mountjoy 1999, 193, αρ. 460 (Αργολίδα, Υποµυκηναϊκή), 789, αρ. 289 και 291 (Φωκίδα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 1133, αρ. 21 (Κάλυµνος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.387 (ΥΕ ΙΙΙΓ), Α.Ε.Β.568
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση;), A.E.B.1328 (YE IIIΓ Μέση-Νεότερη) κ.ά.. Βικάτου 2008, Τ20/Π4404 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη) κ.ά. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
48
Τ2/Ε20 (Π16344): Στενόλαιµη πρόχους ή λήκυθος. Ταφές 1 και 2. Πίν. 25.
Συµπληρωµένη σε µικρό µόνο τµήµα στο ανώτερο σώµα. Μικρές αποκρούσεις
στην περιφέρεια του χείλους και στο σώµα. Πηλός κρεµ-κιτρινωπός (Munsell
7,5YR 8/4), αλείφωµα δυσδιάκριτο, βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR-5/8 και 2,5/1), µε
αποτυπώµατα του χρωστήρα και κάποια ίχνη στίλβωσης σε µερικά σηµεία. Ύψος
0,113 µ. και διάµετρος 0,105 µ.
Χείλος χωνοειδές, λαιµός στενός και κυλινδρικός, σώµα σφαιρικό-αµφικωνικό,
βάση ψηλή δακτυλιόσχηµη και στην εξωτερική περιφέρεια κωνική.
Το αγγείο ολόβαφο σε ολόκληρη την επιφάνειά του, µε τη βαφή να φθάνει µέχρι το εσωτερικό του λαιµού.
FS 118.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.537-εικ. 147i (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Mountjoy 1999, 178, αρ. 382
(Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 394, αρ. 90 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 481, αρ. 14 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.579 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ2/Ε21 (Μ5501): Θραυσµένη χάλκινη βελόνη. Ταφές 1 και 2. Μεταξύ των αγγείων Ε11-Ε12-Ε13. Πίν. 25.
Έξι συνανήκοντα τεµάχια χάλκινης βελόνης. ∆ιασώζεται η οπή του νήµατος. Το έλασµα κυλινδρικό µε
µέγιστη διάµετρο 0,001 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
49
ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Τ2/Ε23 (Μ5502-5503): ∆ύο πήλινα αµφικωνικά σφονδύλια. Ανακοµιδή οστών 1. Πίν. 25.
Το ένα ακέραιο και το άλλο λίγο ελλιπές σε τµήµα του σώµατος. ∆ιαθέτουν κατακόρυφη διαµπερή οπή. Το
µεγαλύτερο έχει ύψος 0,029 µ. και διάµετρο 0,03 µ. Το πιο µικρό έχει ύψος 0,023 µ. και διάµετρο 0,026 µ.
Πηλός δυσδιάκριτος. Επιφάνεια καστανοµέλανη. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
50
Τ2/Ε25 (Π16347): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ανακοµιδή 1. Πίν. 26.
Συγκολληµένο από πολλά όστρακα και µε αρκετές συµπληρώσεις στο σώµα. Σώζεται
µόνο η µία λαβή, ενώ οι άλλες δύο έχουν αποκατασταθεί µε συµπλήρωση. Μικρές
αποκρούσεις στην περιφέρεια του χείλους και µία λίγο µεγαλύτερη στο σώµα. Πηλός
ανοιχτός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR
8/4), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR-5/8, 4/8 και 2,5/1). Ύψος 0,062 µ. και διάµετρος
0,092 µ.
Χείλος έξω νεύον, καµπυλωµένο και ελαφρώς επικλινές, σώµα κωνικό-καµπύλο, µε ευρύ και επικλινή ώµο
και καµπύλο κάτω σώµα και ελαφρώς καµπύλη βάση, τρεις οριζόντιες λαβές ακουµπούν στο κάτω τµήµα
του σώµατος.
Λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά, όπως και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Στον ώµο, µεταξύ
των λαβών, τα δύο τµήµατα διακοσµούνται µε πλατιές κατακόρυφες ζώνες δικτυωτού κοσµήµατος, ενώ το
τρίτο µε µία ακόµη που γεµίζει µε λοξά γραµµίδια εναλλασσόµενης φοράς. Η σωζόµενη λαβή διασώζει λίγα
ίχνη βαφής και πιθανώς ήταν ολόβαφη. Στο κάτω σώµα τρεις πλατιές ταινίες. Στην αθέατη επιφάνεια της
βάσης διακόσµηση µε οµόκεντρους κύκλους, που είναι πολύ εξίτηλοι.
FS 84. FM 57: δικτυωτό. FM 61/13: πολλαπλά ζικ-ζακ.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.347-εικ. 129i (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α), PM.702-εικ. 131f
(άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α), το ίδιο στην Mountjoy 1999, 406, αρ. 16 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, 93, 85, αρ. 7-πιν. 18, (Τ5/5, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1054 (ΥΕ ΙΙΙΙΑ2 Πρώιµη) και
Α.Ε.Β.1080 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
51
Τ2/Ε27 (Π16349): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ανακοµιδή 1. Πίν. 26.
Ελλιπές στη µία οριζόντια λαβή και σε µικρό τµήµα του χείλους. Απόκρουση στην αθέατη
επιφάνεια της βάσης. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα
µπεζ-κιτρινωπό (7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 6/6 και 2,5/1). Ύψος 0,053 µ.
και διάµετρος 0,065 µ.
Χείλος έξω νεύον και έντονα επικλινές, λαιµός ιδιαίτερα ψηλός και στενός, κυλινδρικός-αµφίκοιλος, σώµα
κωνικό-καµπύλο, µε επικλινή ώµο και καµπύλο κάτω τµήµα και βάση, τρεις οριζόντιες λαβές επάνω στον
ώµο.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά, η ανώτερη επιφάνεια του χείλους και οι ράχες των λαβών. Σε
µικρή απόσταση κάτω από τον λαιµό ακολουθεί δακτύλιος. Στον ώµο, µεταξύ των λαβών οριζόντια,
παράλληλα, καµπύλα γραµµίδια. Στο κάτω τµήµα του σώµατος αναπτύσσεται βραχώδες κόσµηµα,
καλοσχεδιασµένο. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης δύο πολύ εξίτηλοι οµόκεντροι κύκλοι γύρω από το
κέντρο.
FS 85. FM 32/5: βραχώδες κόσµηµα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.17-εικ. 130c (Βρυσάριον, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
63, 70, αρ. 19-πιν. 11 (Τ11/19, ΥΕ ΙΙΙΑ1 Όψιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1055 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη). Βικάτου
2008, Τ7/Π4344 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2), Τ5/Π4291 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
52
Τ2/Ε29 (Π16351): Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Ανακοµιδή 1. Πίν. 26.
Συµπληρωµένο στις τρεις κάθετες λαβές και σε µικρό τµήµα του χείλους. Μικρές αποκρούσεις στην
περιφέρεια του χείλους και αποφλοιώσεις στο εσωτερικό αυτού. Μεγαλύτερη απόκρουση στην αθέατη
επιφάνεια της βάσης, όπως και αποφλοιώσεις και σκασίµατα της επιφάνειας. Πηλός πορτοκαλοκάστανος
(Munsell 5YR 6/6), αλείφωµα κιτρινωπό (10YR 8/3), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR-6/8, 5/8 και 2,5/1). Ύψος
0,079 µ. και διάµετρος 0,101 µ.
Χείλος µικρό έξω νεύον και πολύ λίγο επικλινές, λαιµός κοντός και στενός, αµφίκοιλος-κωνικός, ώµος
στενός και επικλινής, σώµα ψηλό κυλινδρικό και καµπύλη βάση.
Λαιµός ολόβαφος εξωτερικά, ενώ η εσωτερική επιφάνεια αυτού καθώς και το χείλος είναι πολύ φθαρµένα
και δε σώζουν ίχνος βαφής. Σε µικρή απόσταση κάτω από τον λαιµό ακολουθούν τρεις περιθέουσες ταινίες.
Στον ώµο, µεταξύ των λαβών, κάθετες κυµατοειδείς γραµµές (ζικ-ζακ), σε πυκνή τοποθέτηση. Στο
κυλινδρικό σώµα, δύο πλατιές ταινίες στα άκρα και στο ενδιάµεσο αυτών, περίπου στη µέση της κοιλίας,
τέσσερις λεπτές ισοπαχείς ταινίες. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης διαφαίνονται αχνά ίχνη δύο ή τριών
οµόκεντρων κύκλων γύρω από το κέντρο.
FS 94. FM 53/12.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, AM.13-εικ. 142c (Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Mountjoy 1999, 266, αρ. 82
(Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 832, αρ. 31 (Θεσσαλία/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ.
T2/E30 (Π16352): Αβαθές µελαµβαφές κυάθιο. Ανώτερες επιχώσεις της ανακοµιδής 1. Πιν. 26.
Έχει διατηρηθεί τµήµα της µικρής ελαφρώς υπόκοιλης βάσης, τµήµα του αβαθούς σώµατος µε σιγµοειδές
περίγραµµα και ακέραιη δακτυλιόσχηµη και υπερυψωµένη λαβή. Ένα ακόµη µικρό όστρακο χείλους
συνανήκον. Το αγγείο ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, µε την εξαίρεση της αθέατης επιφάνειας της
βάσης.
FS 237.
Πρβλ. Μountjoy 1999, 384, αρ. 49 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.723. Βικάτου, 2008,
Τ10/Π4366 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2.
Ευρήµατα δρόµου:
T2/∆Ρ./E1: Όστρακα δρόµου. Βάθος -2,15 µ. Πιν. 27.
1) Πέντε συνανήκοντα και συγκολώµενα όστρακα επίπεδης βάσης. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα όµοιο.
Εξίτηλη µελανή ταινία περιβάλλει την περιφέρεια εξωτερικά.
2) Όστρακο έξω νεύοντος και γωνιώδους χείλους, από µεγάλο ανοιχτό αγγείο, πιθανώς κρατήρα. Πηλός
ερυθρός, αλείφωµα καστανοκίτρινο. Πολύ εξίτηλη ερυθρή διακόσµηση εξωτερικά, ίσως περιβάλλουσα
πλατιά ταινία και ακολούθως ταινία ζικ-ζακ. Η εσωτερική επιφάνεια δυσδιάκριτη. Όστρακο σώµατος
συνανήκον µε το παραπάνω.
3) Μικρό όστρακο έξω νεύοντος χείλους, το οποίο πιθανώς προέρχεται είτε από το ίδιο είτε από κάποιο άλλο
53
αγγείο.
4) Τρία όστρακα σώµατος µεγάλου κλειστού αγγείου. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
∆ιακόσµηση µε πολύ εξίτηλες καστανοµέλανες περιβάλλουσες ταινίες.
5) Όστρακο σώµατος κλειστού αγγείου, ίσως ψευδόστοµου αµφορίσκου. Πηλού ροδόχρωµου, αλειφώµατος
καστανοκίτρινου. Ταινιωτή διακόσµηση εξωτερικά, µε πιο πλατιές και ενδιαµέσως λεπτότεχνες ταινίες.
6) ∆ύο συνανήκοντα, όστρακα κυάθου (;) µε υπερυψωµένη λαβή. Πηλός καστανοκίτρινος, ολόβαφο µελανό
εσωτερικά και εξωτερικά. Η λαβή κάθετη και υπερυψωµένη.
7) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος κλειστού αγγείου. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
Πολύ εξίτηλα ίχνη από πιθανές ταινίες.
8) ∆ύο πιθανώς συνανήκοντα όστρακα σώµατος κλειστού αγγείου. Πηλός ροδόχρωµος Αλείφωµα
καστανοκίτρινο. Εξίτηλες µελανές ταινίες εξωτερικά.
9) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα από λεπτότεχνο αγγείο. Πηλός καστανόχρωµος. Επιφάνεια ολόβαφη
ερυθροµέλανη εξωτερικά και εσωτερικά.
10) Μη συνήκοντα όστρακα σώµατος από διάφορα αγγεία.
54
Τ2/∆Ρ./Ε3: Όστρακα. Βάθος -2,15 µ/-2,60 µ. Πιν. 28.
1) 14 συνανήκοντα όστρακα σώµατος κλειστού αγγείου, µε διακόσµηση µελανών ταινιών εξωτερικά. Πηλός
ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
2) Μικρό όστρακο σώµατος ανοιχτού αγγείου, ολόβαφο καστανοµέλανο εσωτερικά και εξωτερικά.
3) Μερικά ακόµη όστρακα σώµατος από διάφορα αγγεία.
55
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 2 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΓΑΛΑΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Οµάδα Τ2/Ε5: Τετράωτος ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
συνευρηµάτων αµφορέας
τετράωτου Τ2/Ε6: Ψευδόστοµος
αµφορέα αµφορίσκος, ως πώµα
του τετράωτου
Τ2/Ε7: Ψευδόστοµος
αµφορίσκος
Ταφές 1, 2 Τ2/Ε8, Ε9, Ε11, Ε12, Τ2/Ε10: Έξι ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
Ε13, Ε14, Ε15, Ε17, σφονδύλια
Ε18, Ε19: Ψευδόστοµοι Τ2/Ε16: Πήλινο
αµφορείς σφονδύλι
Τ2/Ε20: Λήκυθος Τ2/Ε21: Χάλκινη
βελόνη
56
ΤΑΦΟΣ 3 (Γαλ.-Τ3) (πίν.29 )
Θαλαµωτός τάφος µικρού µεγέθους, ο οποίος βρίσκεται ακριβώς δίπλα και στα δυτικά της αρχής
του δρόµου του τάφου 1. Η κατασκευή του δεν είναι ολοκληρωµένη, καθώς δε διαθέτει δρόµο ούτε
κανονική είσοδο, αλλά µόνο θάλαµο ιδιότυπου, πεταλοειδούς σχήµατος.
Ο θάλαµος έχει διαστάσεις 1,60 µ. (βόρεια-νότια) Χ 1,73 µ. (ανατολικά-δυτικά) και
σωζόµενο ύψος 1,03 µ. Το σχήµα του είναι ακανόνιστο πεταλοειδές, ηµικυκλικό στη δυτική και
ευθύγραµµο στην ανατολική (πίσω) πλευρά. Τα τοιχώµατα διατηρήθηκαν σε όλο τους το ύψος στην
ανατολική, βόρεια και νότια πλευρά, όπου µάλιστα σώθηκαν µαζί µε αυτά και οι απαρχές της
θόλωσης της οροφής, αλλά µε κάποιες ρηγµατώσεις και εσωτερικές φθορές. Στη δυτική πλευρά δεν
υπήρχε δρόµος ούτε είσοδος, αλλά µόνο ένα ακανόνιστο άνοιγµα.
Ολόκληρος ο θάλαµος είχε καλυφθεί µε συµπαγή επίχωση σκούρου καστανέρυθρου
χρώµατος. Αυτή περιείχε διάσπαρτα θραυσµένα µακρά οστά και τρία κρανία. Τα κρανία αυτά
βρέθηκαν στο δυτικό τµήµα του χώρου, το ένα κοντά στο βόρειο τοίχωµα, το άλλο κοντά στο νότιο
και το τρίτο κοντά στο νοτιοανατολικό τοίχωµα, το τελευταίο µαζί µε ένα µικρό τεµάχιο καµένου
οστού.
Κατά µήκος του πίσω (ανατολικού) τοιχώµατος υπήρχε µικρός κτιστός, κιβωτιόσχηµος,
πλακοσκεπής τάφος. Ο τάφος αυτός είχε µήκος 1,56 µ. και πλάτος 0,62 µ. και εδραζόταν στο
δάπεδο του θαλάµου, µε την ανώτερη επιφάνειά του να βρίσκεται σε βάθος 0,66 µ. από την οροφή.
Οι πλευρές του ήταν κατασκευασµένες µε σχιστολιθικές πλάκες, τοποθετηµένες κατακόρυφα. Τρεις
ακόµη πλάκες σε οριζόντια διάταξη αποτελούσαν την κάλυψή του. Από τις καλυπτήριες είχε
αποµείνει στην θέση της µόνο η βόρεια, ενώ οι άλλες είχαν ελαφρώς υποχωρήσει προς το
εσωτερικό, ή µετακινηθεί λίγο µακρύτερα από τον τάφο. Το εσωτερικό του κιβωτιόσχηµου είχε
καλυφθεί µε συµπαγή επίχωση σκούρου καστανέρυθρου χρώµατος, που περιείχε διάσπαρτα
θραυσµένα οστά, χωρίς η εικόνα να διαφέρει από αυτήν της επίχωσης που είχε καλύψει και τον
υπόλοιπο θάλαµο. Επάνω στις πλάκες υπήρχαν λίγα ακόµη µακρά οστά, ριγµένα χωρίς τάξη.
Στο δυτικό τµήµα του θαλάµου, επάνω στο δάπεδο, βρέθηκε ένα θραυσµένο χειροποίητο
αγγείο Τ3/Ε4, που είχε απροσδιόριστο σχήµα πριν από τον καθαρισµό του, όπως σηµειώνεται στο
ηµερολόγιο της ανασκαφής. Με αυτό το αγγείο συνανήκαν δύο ακόµη όστρακα που βρέθηκαν κατά
τις εργασίες αποκάλυψης του κιβωτιόσχηµου τάφου Τ3/Ε1-Ε2, καθώς και άλλα τρία όστρακα
Τ3/Ε3 που προήλθαν από την επίχωση του εσωτερικού του. Τα τεµάχια αυτού του αγγείου δεν
έχουν εντοπιστεί.
Συνοψίζοντας, ο τάφος 3 δεν ήταν ένας ολόκληρωµένος θαλαµοειδής τάφος. ∆ιέθετε µόνο
57
έναν µικρό θάλαµο µε πεταλοειδές σχήµα, χωρίς κανονική είσοδο και δρόµο. ∆ίνει µάλιστα την
εντύπωση ότι λαξεύτηκε µε την πίσω (ανατολική) πλευρά του ευθύγραµµη, προκειµένου να
στεγάσει τον µικρό κιβωτιόσχηµο τάφο που αποκαλύφθηκε κατά µήκος του ανατολικού
τοιχώµατος. Οι διαταραγµένες επιχώσεις, οι κατεστραµµένες ταφές, οι µετακινηµένες καλυπτήριες
πλάκες, η έλλειψη κτερισµάτων µε την εξαίρεση του θραυσµένου χειροποίητου αγγείου, τεµάχια
του οποίου βρέθηκαν σε διάφορα σηµεία, δίνουν την εντύπωση της σύλησης του τάφου.
58
ΙΙ.1.2. ΟΙΚΟΠΕ∆Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ (Γενική φωτογραφία: Πίν. 30)
59
ΤΑΦΟΣ 1 (Μακρ.-Τ1) (σχέδ. 4, πίν. 31-34)
Θαλαµωτός τάφος µικρού µεγέθους, προσανατολισµένος βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά, µε τον
θάλαµο στα βορειοανατολικά. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο
ακανόνιστου κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 4). Βρίσκεται στην ανώτερη σειρά τάφων του οικοπέδου
Μακρυγιάννη και στο νότιο άκρο αυτού.
Ο δρόµος παρουσιάζει µικρής έκτασης καταστροφή στο αρχικό του τµήµα, η οποία
προκλήθηκε κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την ανέγερση της οικίας Μακρυγιάννη. Έχει
σωζόµενο µήκος 1,78 µ. και πλάτος 1,10 µ. στο νοτιοδυτικό (σωζόµενο) άκρο και 1,15 µ. στη βάση
της πρόσοψης. Το δάπεδό του παρουσιάζει οµαλή κατηφορική κλίση προς την είσοδο και τα αδρώς
λαξευµένα τοιχώµατά του συγκλίνουν προς τα επάνω και στενεύουν προς την είσοδο (πίν. 31). Ο
δρόµος ήταν καλυµµένος στο σύνολό του, µε αµµώδη επίχωση, που ήταν εντελώς κενή ευρηµάτων.
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 1,70 και πλάτος 1,15 µ. στη βάση
και 0,79 µ. στην κορυφή. Στο κάτω τµήµα της ανοίγεται µικρή τοξωτή είσοδος ύψους 1,06 µ. και
πλάτους 0,67 µ. στο κατώφλι, η οποία είναι τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα και πιο κοντά στην
αριστερή (βόρεια) γωνία του δρόµου (πίν. 32).
Το στόµιο έχει µήκος 0,86 µ, και το πλάτος του µειώνεται λίγο προς το εσωτερικό, από 0,67
µέχρι 0,64 µ., λόγω της αντίστοιχης σύγκλισης των τοιχωµάτων (πίν. 32). Το δάπεδό του είναι ήπια
κατηφορικό σε οµαλή συνέχεια της κλίσης του δρόµου. Η είσοδος και το στόµιο σε όλο του το
βάθος είχαν φραχθεί µε καλοκτισµένη και γερή ξερολιθιά (σχέδ. 4, πίν. 31). Την αποτελούσαν αργοί
λίθοι της περιοχής, µέτριου και µικρού µεγέθους και λίγα κοµµάτια κιµιλιάς. Στην εξωτερική όψη
οι λίθοι είχαν τοποθετηθεί σε αραιά διαστήµατα και µε ακατάστατο τρόπο, µέσα σε κιµιλόχωµα.
Τρεις από αυτούς, στη βάση της κατασκευής, εξείχαν κατά το µέγιστο 0,20 µ. προς τον δρόµο και
λειτουργούσαν ως αντιστήριξη του εσωτερικού τοιχίου. Ακολουθούσαν άλλες τρεις εσωτερικές
σειρές.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό, µε διαµέτρους 2,30 µ. Χ 1,87 µ. και ανοίγεται
ελαφρώς έκκεντρα σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα του δρόµου, µε το µεγαλύτερο τµήµα του
στα δεξιά της εισόδου. Είναι βυθισµένος και η οροφή του έχει καταρρεύσει συνολικά, µαζί µε
µεγάλα τµήµατα των τοιχωµάτων, τα οποία σώθηκαν σε ύψος 0,78 µ. στο βορειοδυτικό τµήµα,
κοντά στην είσοδο. Το δάπεδό του θαλάµου βρίσκεται 0,40 µ. βαθύτερα από αυτό του στοµίου, µε
τη µεσολάβηση σκαλοπατιού.
Ο θάλαµος είχε εξ ολοκλήρου επιχωµατωθεί, κατά τη συντριβή της οροφής και των
60
ΣΧΕ∆ΙΟ 4
61
τοιχωµάτων και τη συνεπακόλουθη διείσδυση επιφανειακού χώµατος στο εσωτερικό του. Η
επίχωση αυτή δεν περιείχε όστρακα ή άλλα ευρήµατα.
Το ταφικό στρώµα εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο. Κοντά στο βόρειο τοίχωµα
αποκαλύφθηκαν σκελετικά λείψανα χωρίς συνοχή, τα οποία υποθέτουµε ότι ανήκαν σε µία ελλιπή
και διαταραγµένη ταφή (ταφή Α) (σχέδ. 4, πίν. 33). Σχεδόν σε επαφή µε το τοίχωµα υπήρχαν µερικά
οστά κνηµών και σε µικρή απόσταση στα βορειοανατολικά αυτών υπολείµµατα πέντε πλευρών. Σε
αποστάσεις δε 0,20 µ. και 0,70 µ. από το τοίχωµα και προς το κέντρο του θαλάµου εντοπίζονταν
υπολείµµατα δύο µακρών οστών, πιθανώς µηριαίων. Κατάλοιπα κρανίου δε σώθηκαν. Μερικά
ακόµη θραύσµατα οστών, της λεκάνης και των άκρων, βρέθηκαν µέσα στην επίχωση λίγο
ψηλότερα και προφανώς είχαν µετακινηθεί από την αρχική τους θέση.
Τα λιγοστά κτερίσµατα ήταν συγκεντρωµένα δίπλα στα οστά των πλευρών που
προαναφέρθηκαν και ακουµπούσαν σχεδόν επάνω στο βόρειο τοίχωµα. Πρόκειται για δύο
αλάβαστρα, κυλινδρικό και αρτόσχηµο Τ1/Ε1-Ε2 και τρία σφονδύλια Τ1/Ε3-Ε5 (πίν. 33-34), τα
οποία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
Με βάση τα προαναφερθέντα καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι, µετά την πραγµατοποίηση
της µοναδικής ταφής που περιείχε ο τάφος 1 του οικοπέδου Μακρυγιάννη, η χρήση του πρέπει να
διακόπηκε απότοµα, πιθανότατα εξαιτίας της πρόωρης κατακρήµνισης της οροφής του.
62
FS 94. FM 64/22: φυλλοφόρος ταινία. FM 61A: ενάλληλα τρίγωνα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.331-εικ. 139c (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ1;). Mountjoy 1999, 707, παρ. 47
(Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 326, παρ. 36 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 379, παρ. 32 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, παρ.
8 (Αχαΐα/ Αίγιο, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.918 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ30/Π4540 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
63
Τ1/Ε5 (Μ5444): Σφονδύλι. Με την ταφή Α. Πίν. 34.
Πήλινο σφονδύλι, αµφικωνικό, µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Ελλιπές σε µικρό τµήµα της άνω απόληξης
της οπής. Μικρές αποκρούσεις κατά µήκος της µέγιστης διαµέτρου. Απολεπίσεις στο κάτω µισό του
σώµατος. Ίχνη στίλβωσης σκούρου καστανού χρώµατος. Ύψος 0,027 µ. και διάµετρος 0,028 µ.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
64
ΤΑΦΟΣ 2 (Μακρ.-Τ2) (σχέδ. 5, πίν. 35-46)
Θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, µε προσανατολισµό περίπου ανατολικό-δυτικό. Αποτελείται
από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστου κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 5).
Βρίσκεται στην ανώτερη σειρά τάφων του οικοπέδου Μακτυγιάννη, σε µικρή απόσταση στα βόρεια
του τάφου 1.
O δρόµος του τάφου 2 παρουσιάζει µικρής έκτασης καταστροφή στο αρχικό του τµήµα, που
προκλήθηκε κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την ανέγερση της οικίας Μακρυγιάννη (πίν. 35-36).
Έχει σωζόµενο µήκος 1,90 µ. και πλάτος 0,90 µ. στο νοτιοδυτικό (σωζόµενο) άκρο και 1,08 µ. στη
βάση της πρόσοψης. Το τραχύ δάπεδό του παρουσιάζει ήπια κλίση προς την είσοδο. Τα πλευρικά
τοιχώµατα συγκλίνουν προς τα επάνω και έχουν επιφάνεια λίγο κοίλη, εξαιτίας της φοράς της
λάξευσης. Ο δρόµος είχε καλυφθεί µε αµµώδη επίχωση, που περιείχε µερικά όστρακα και λίγα
τεµάχια πυριτόλιθου (πίν. 44-46).
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,30 µ. και πλάτος 1,08 µ. στη
βάση και 0,62 µ. στην κορυφή. Είναι λαξευµένη µε µεγαλύτερη επιµέλεια και έχει πιο οµαλή
επιφάνεια σε σύγκριση µε τα τοιχώµατα και το δάπεδο. Στο κάτω τµήµα αυτής ανοίγεται µικρή
τοξωτή είσοδος, ύψους 1,00 µ. και πλάτους 0,70 µ. στο κατώφλι, που είναι τοποθετηµένη ελαφρώς
έκκεντρα και κοντύτερα στο αριστερό (βόρειο) τοίχωµα (πίν. 36).
Το στόµιο έχει µέγιστο µήκος 1,05 µ. και το πλάτος του αυξάνεται λίγο προς το εσωτερικό
του θαλάµου, από 0,70 µ. µέχρι 0,80 µ., λόγω της αντίστοιχης καµπύλωσης και απόκλισης των
τοιχωµάτων (πίν. 36). Το δάπεδό του είναι κατηφορικό, σε συνέχεια της κλίσης του δρόµου. Η
είσοδος και το στόµιο σε όλο του το βάθος είχαν φραχθεί µε ξερολιθιά (πίν. 35). Την αποτελούσαν
αργοί ποταµίσιοι αµµόλιθοι και ασβεστόλιθοι, µεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί φυσικοί
πλακοειδείς. Οι λίθοι της εξωτερικής όψης είχαν στοιβαχθεί σχετικά χαλαρά, ως ένας µικρός
ακατάστατος σωρός, που στένευε προς τα επάνω και εδράζονταν σε επίχωση µέγιστου ύψους 0,30
µ. Ανάµεσα στους λίθους της ξερολιθιάς περιέχονταν και λίγα όστρακα.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό, µε διαµέτρους 2,55 µ. Χ 2,40 µ. και είναι
διανοιγµένος περίπου συµµετρικά, σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου. Η οροφή του έχει
καταρρεύσει στο δυτικό προς κεντρικό τµήµα, ενώ στο ανατολικό πίσω τµήµα σώζεται σε ύψος
2,73 µ. από το δάπεδο, όπου παρόλη τη διάβρωση, διαπιστώνεται το θολωτό σχήµα της. Το δάπεδο
του θαλάµου βρίσκεται 0,30 µ. βαθύτερα από αυτό του στοµίου, µε µεσολάβηση σκαλοπατιού.
Η επίχωση που είχε καλύψει το εσωτερικό του θαλάµου µέχρι το επίπεδο των πρώτων
ταφών, είχε δηµιουργηθεί κατά την κατάρρευση της οροφής, τη συντριβή όγκων κιµιλιάς και τη
διείσδυση επιφανειακού χώµατος και δεν περιείχε όστρακα ή άλλα ευρήµατα. Ο τάφος διέθετε τρία
65
ΣΧΕ∆ΙΟ 5
66
επάλληλα ταφικά στρώµατα, που διαχωρίζονταν µε στρώσεις πατηµένου κιµιλοχώµατος πάχους
0,20-0,25 µ.
Ανώτερο ταφικό στρώµα: Στο πλαίσιο του ανώτερου ταφικού στρώµατος είχε αποτεθεί µόνο µία
ταφή, η οποία χαρακτηρίζεται ως ταφή Α (σχέδ. 5). Ο νεκρός κείτονταν πολύ κοντά στο νότιο
τοίχωµα, µε προσανατολισµό ανατολικό-δυτικό και µε το κρανίο προς το βάθος του θαλάµου
(ανατολικά). Ο σκελετός είχε διατηρηθεί αποσπασµατικά και διέσωζε το θραυσµένο κρανίο (Κ1)
µε την ελαφρώς µετακινηµένη κάτω γνάθο, την αριστερή κλείδα, τµήµα του αριστερού βραχίονα,
τεµάχιο του ενός µηριαίου και τα οστά των συνεσταλµένων κνηµών. Από τα εναποµείναντα
σκελετικά κατάλοιπα συµπεραίνουµε ότι πιθανώς είχε τοποθετηθεί σε στάση πλαγίως
συνεσταλµένη, µε το κρανίο και τα συνεσταλµένα σκέλη να έχουν φορά προς βόρεια. Την ταφή Α
συνόδευε ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ2/Ε1 (πίν. 39) της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης, που στεκόταν σχεδόν
όρθιος, σε µικρή απόσταση (0,15 µ.) στα βόρεια και απέναντι από το κρανίο.
Ενδιάµεσο ταφικό στρώµα: Μετά από τη µεσολάβηση επίχωσης πάχους 0,20 µ., είχε σχηµατιστεί
ενδιάµεσο ταφικό στρώµα µικρής έκτασης, τα σκελετικά κατάλοιπα του οποίου είχαν αποτεθεί
πάνω σε στρώση κιµιλοχώµατος ύψους 0,20-0,25 µ. από το δάπεδο. Σε αυτό το ταφικό στρώµα
περιλαµβάνονταν µία µικρή ανακοµιδή παραµερισµένων οστών και ένα µεµονωµένο κρανίο (σχέδ.
5, πίν. 37-38).
Η ανακοµιδή Α είχε τοποθετηθεί δίπλα στο πίσω (ανατολικό) τοίχωµα του θαλάµου και είχε
τη µορφή µικρού σωρού παραµερισµένων οστών, µε διαστάσεις 0,90 µ. Χ 0,70 µ. (πίν. 38). Την
αποτελούσαν έξι τεµάχια κρανίων, τέσσερα από τα οποία Κ4-7 ήταν εµφανή στην επιφάνεια,
καθώς και πολλά οστά αναµεµιγµένα µε χώµα, που πιθανότατα ανήκαν σε έξι συνολικά νεκρούς.
Μεταξύ των οστών βρέθηκε χάλκινη τριχολαβίδα Τ2/Ε11 (πίν. 43) και ένα όστρακο σε δύο
συνανήκοντα τµήµατα της ΟΜ.7 (πίν. 46). Σε µικρή απόσταση στα νότια του σωρού (0,29 µ.) και
πολύ κοντά στο νότιο τοίχωµα, αποκαλύφθηκε ένα αγγείο, ο δίωτος αµφορίσκος Τ2/Ε6 (πίν. 43),
που πατούσε σε επίχωση µικρού ύψους από το δάπεδο. Το αγγείο χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη και ίσως σχετίζεται µε κάποια από τις ταφές της ανακοµιδής, που πραγµατοποιήθηκε σε
αυτήν την περίοδο. Στο πλαίσιο του ενδιάµεσου ταφικού στρώµατος ήταν πιθανώς ενταγµένο και
ένα ακόµη κρανίο Κ8 (πίν. 37), που είχε αποµείνει στο κεντρικό τµήµα του θαλάµου και εδραζόταν
σε επίχωση ύψους 0,20 µ. από το δάπεδο. Ακριβώς δίπλα σε αυτό είχε τοποθετηθεί φακοειδής
σφραγιδόλιθος από στεατίτη Τ2/Ε7 (πίν. 43). Το κρανίο Κ8 δίνει την εντύπωση ότι βρισκόταν κατά
χώραν, αλλά πλάι του δεν είχαν διατηρηθεί τα υπόλοιπα οστά του σκελετού στον οποίο ανήκε.
Κατώτερο ταφικό στρώµα: Επάνω στο δάπεδο βρίσκονταν τα σκελετικά λείψανα των πρωιµότερων
ταφών του θαλάµου, που ήταν µία πρωτογενής ταφή, ένα µεµονωµένο κρανίο δίπλα σε αυτήν και
µερικά µακρά οστά που ανήκαν σε κατεστραµµένη ταφή (;) (σχέδ. 5, 37-38).
67
Η πρωτογενής ταφή Β είχε τοποθετηθεί πολύ κοντά στο βόρειο τοίχωµα (πιν. 38). Είχε
προσανατολισµό ανατολικό-δυτικό, µε το κρανίο προς το βάθος του θαλάµου (ανατολικά). Ο
σκελετός είχε διατηρηθεί σε µέτρια κατάσταση, έχοντας διασώσει το θραυσµένο κρανίο Κ2,
κάποιους σπονδύλους και πλευρά, τα οστά των χεριών και µερικά πολύ φθαρµένα οστά των
συνεσταλµένων σκελών. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε στάση υπτίως οκλάζουσα, αλλά τα σκέλη
µετά την αποσύνθεση του σώµατος είχαν γείρει και βρέθηκαν να ακουµπούν λυγισµένα στο
έδαφος, έχοντας φορά προς νότια. Το κρανίο ακουµπούσε στο πλάι και κοιτούσε προς τα βόρεια. Τα
χέρια ήταν λυγισµένα στους αγκώνες και φαίνεται πως ακουµπούσαν, παράλληλα µεταξύ τους,
επάνω στην κοιλιακή χώρα. Η ταφή ήταν στολισµένη µε κοσµήµατα και είναι προφανές ότι ανήκε
σε γυναίκα. Στον λαιµό φορούσε περιδέραια Τ2/Ε4 (πίν. 40), που κατελάµβαναν όλο το αριστερό
τµήµα του κορµού και αποτελούνταν από πολυάριθµες χάντρες κυρίως από κορναλίνη και γυαλί
και λίγες από στεατίτη. ∆ύο ψέλλια από κορναλίνη Τ2/Ε8-Ε9 (πίν. 40) ήταν περασµένα γύρω από
τους καρπούς των χεριών. Στην ταφή Β ανήκαν επίσης λίγα θραύσµατα χάλκινου αντικειµένου
Μ5447 (πίν. 41) που βρέθηκαν επάνω στον σκελετό, τρία συνανήκοντα τεµάχια χάλκινης περόνης
Μ5448 (πίν. 41) που συλλέχθηκαν από το κοσκίνισµα µαζί µε µερικές ακόµη χάντρες, καθώς και
µία οστέινη περόνη Τ2/Ε10 (πίν. 41) που βρέθηκε κατά την αφαίρεση των οστών.
Σε πολύ µικρή απόσταση από το κρανίο K2 της ταφής Β και προς το βορειοανατολικό
τοίχωµα του θαλάµου, υπήρχε θραυσµένο κρανίο άλλης ταφής Κ3, προφανώς παλαιότερης, τα
υπόλοιπα οστά της οποίας δε διατηρήθηκαν στη θέση τους (σχέδ. 5). Ακριβώς δίπλα και στα
ανατολικά των δύο κρανίων Κ2 και Κ3, βρέθηκαν δύο αγγεία Τ2/Ε2 και Τ2/Ε3 (πίν. 39), το πρώτο
θραυσµένο και γερµένο στο πλάι και το δεύτερο ακέραιο και σε όρθια θέση. Υποθέτουµε ότι το µεν
Τ2/Ε2 που είναι τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2 ανήκε στην πρωιµότερη ταφή του
κρανίου Κ3, ενώ το Τ2/Ε3 που είναι τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΒ µπορεί να
αποδοθεί στη ταφή Β. Σε απόσταση 0,27 µ. στα νότια του Τ2/Ε3 και πολύ κοντά στο ανατολικό
τοίχωµα, υπήρχε άωτο σφαιρικό πιθάριο Τ2/Ε5 (πίν. 39) της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ, που ακουµπούσε µε
την κοιλία, µε το στόµιο προς νότια. Κοντά του δεν υπήρχαν σκελετικά κατάλοιπα και υποθέτουµε
ότι ανήκε είτε στην ταφή Β, είτε στον νεκρό του κρανίου Κ3.
Στο νότιο τµήµα του θαλάµου αποκαλύφθηκαν επιπλέον µερικά µακρά οστά, πολύ
θραυσµένα, που πιθανώς αποτελούν κατάλοιπα κάποιας κατεστραµµένης ταφής του κατώτερου
στρώµατος (σχέδ. 5). Καλύτερη τεκµηρίωση της συγκεκριµένης ταφής δεν είναι εφικτή, λόγω των
πολύ ελλιπών στοιχείων. Κατά τον καθαρισµό του δαπέδου του τάφου βρέθηκαν δύο πήλινα
αµφικωνικά σφονδύλια Τ2/Ε12-13 και µερικές χάντρες Τ2/Ε14 (από κορναλίνη, γυαλί και
στεατίτη) (πίν. 42).
Συνοψίζοντας, ο τάφος 2 του οικοπέδου Μακρυγιάννη είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ
68
ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. ∆ιέθετε τρία επάλληλα ταφικά στρώµατα, που διαχωρίζονταν
µεταξύ τους µε στρώσεις κιµιλοχώµατος, πάχους 0,20 µ.-0,25 µ. Το κατώτερο και πρωιµότερο
ταφικό στρώµα ακουµπούσε στο δαπέδο και εκτεινόταν χρονολογικά από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την
ΥΕ ΙΙΙΒ, βάσει της κεραµικής που περιείχε. Μεταξύ των σκελετικών καταλοίπων αυτού του
στρώµατος αλλά και ολόκληρου του τάφου ξεχωρίζει η γυναικεία ταφή Β της ΥΕ ΙΙΙΒ, που ήταν
στολισµένη µε κοσµήµατα. Ακολούθως λίγο ψηλότερα, σε επίχωση ύψους 0,20 µ.-0,25 µ. από το
δάπεδο, είχε σχηµατιστεί ενδιάµεσο ταφικό στρώµα µικρής έκτασης, στο οποίο κατά βάση ανήκε η
ανακοµιδή οστών Α, δίπλα στο πίσω τοίχωµα του θαλάµου. Κοντά στα οστά βρέθηκε δίωτος
αµφορίσκος, της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης, που θεωρείται η φάση πραγµατοποίησης τουλάχιστον µίας από
τις ταφές της ανακοµιδής. Στο ίδιο περίπου επίπεδο υπήρχε και ένα µεµονωµένο κρανίο στο
κεντρικό τµήµα του θαλάµου, που συνοδευόταν από σφραγιδόλιθο από στεατίτη. Στη συνέχεια και
µετά από µεσολάβηση άλλων 0,20 µ. επίχωσης πατηµένου κιµιλοχώµατος ακολουθούσε το
ανώτερο ταφικό στρώµα, που είναι και το νεώτερο χρονολογικά. Περιλάµβανε µία πρωτογενή ταφή
(ταφή Α), την τελευταία που πραγµατοποιήθηκε στον τάφο. Αυτό συνέβη στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη,
βάσει της χρονολόγησης του αγγείου Τ2/Ε1 που συνόδευε την ταφή.
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ2/Ε1 (Π16240): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφή Α του ανώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 39.
Ελλιπής σε όστρακο του χείλους του στοµίου. Μικρές απολεπίσεις σε
κάποια σηµεία. Πηλός και αλείφωµα καστανόχρωµα ανοιχτά (Munsell
7,5YR 7/4), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR 5/6 και 5/3 και 2,5/1). Ύψος
0,125 µ, διάµετρος 0,121 µ., διάµετρος δίσκου 0,032 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές, ο λαιµός του
ψευδοστοµίου αµφίκοιλου περιγράµµατος και του στοµίου κυλινδρικός
και λίγο λοξός προς τα εµπρός, λαβές στενές ελλειπτικής διατοµής,
σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Ολόβαφη η ανώτερη και η εσωτερική επιφάνεια του χείλους σε µικρό
βάθος. Στον δίσκο σπείρα µε παχύ κεντρικό οφθαλµό. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. ∆ακτύλιοι
περιβάλλουν τις βάσεις αυτών, καθώς και του ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον ώµο δύο θέµατα διπλών
συνεχών σπειρών, το ένα γύρω από το στόµιο και το άλλο στην απέναντι ζώνη. Το σώµα ολόβαφο στο
σύνολό του.
FS 175. FM 46: διπλή τρέχουσα σπείρα.
69
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.223-εικ. 220a, 99a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.222-εικ.
220d, 67g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Mountjoy 1999, 458, παρ. 59 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.456 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.1332 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη.
Τ2/Ε2 (Π16241): Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Κρανίο Κ3 του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 39.
Συγκολληµένο από πολλά όστρακα. Ελλιπές σε µερικά όστρακα του σώµατος, της
περιφέρειας του χείλους και της βάσης. Αποκρούσεις στο σώµα. Πηλός
καστανόχρωµος πολύ ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3), αλείφωµα µπεζ-κιτρινωπό
(7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη και κατά τόπους ερυθροµέλανη (7,5YR 4/4 και
3/3 και 2,5/1 και 2,5YR 4/8). Ύψος 0,077 µ. και διάµετρος σώµατος 0,098 µ.
Χείλος προς τα έξω νεύον και ελαφρώς επικλινές, λαιµός αµφίκοιλου
περιγράµµατος, ώµος επικλινής, τρεις οριζόντιες λαβές επάνω σε αυτόν, σώµα κυλινδρικό µε σχεδόν
κατακόρυφα τοιχώµατα, βάση λίγο καµπύλη.
Ολόβαφος ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και ίχνη βαφής στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Στην
αρχή του ώµου δύο λεπτές ταινίες. Οι λαβές ολόβαφες και στον ώµο µεταξύ αυτών δικτυωτό κόσµηµα. Στο
σώµα διακόσµηση µε τέσσερις πλατιές ταινίες, η τελευταία εκ των οποίων φθάνει µέχρι την αρχή της κάτω
επιφάνειας της βάσης, όπου αναπτύσσονται τρεις ακόµη οµόκεντροι κύκλοι γύρω από το κέντρο.
FS 94. FM 57/2: δικτυωτό.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.700-εικ. 140d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, 117,
αρ. 155 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Giannopoulos 2008, αρ. 4-πιν. 75 (Μονοδένδρι, ΤΙΙ/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.719 (ΥΕ ΙΙΙΒ1;), Α.Ε.Β.919 (ΥΕ ΙΙΙΑ1;), Α.Ε.Β.1048 (YE IIIA2). Βικάτου 2008,
Τ6/Π4300 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 (ίσως ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη).
T2/E3 (Π16242): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ταφή Β του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 39.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις στην περιφέρεια του χείλους. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell
7,5YR 7/3), αλείφωµα κιτρινωπό (10YR 8/2), βαφή πολύ εξίτηλη µε µελανά τα εναποµείναντα ίχνη (10YR
2/1). Ύψος 0,083 µ και διάµετρος κοιλίας 0,097 µ.
Χείλος µικρό και κοφτό, λαιµός κωνικός, ώµος ευθύς και επικλινής, οριζόντιες λαβές επάνω σε αυτόν, σώµα
κωνικό-καµπύλο, βάση καµπύλη.
Η διακόσµηση είναι πολύ εξίτηλη και από τα λίγα εναποµείναντα ίχνη συµπεραίνουµε τα εξής: Λίγα ίχνη
µελανού χρώµατος στις λαβές και στον λαιµό εξωτερικά και εσωτερικά, που πιθανώς θα ήταν ολόβαφα.
Στον ώµο, µεταξύ των λαβών, κάθετες κυµατοειδείς γραµµές. Το σώµα πιθανώς ήταν ταινιωτό και στην
κάτω επιφάνεια της βάσης µάλλον υπήρχαν οµόκεντροι κύκλοι.
FS 85. FM 67/6: καµπύλες γραµµές.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.251-εικ. 133h, (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ2). Mountjoy 1999, 146,
παρ. 279 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 481, αρ. 11 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 764, αρ. 93 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας
70
1998, Α.Ε.Β.1082 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ7/Π4331 (ΥΕ ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙIΒ (πιθανώς ΥΕ
ΙΙΙΒ2).
Τ2/Ε4: Χάντρες περιδεραίων από γυαλί, κορναλίνη και στεατίτη. Θραύσµατα χάλκινης περόνης και
θραύσµατα χάλκινου αντικειµένου. Ταφή Β, του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 40-42.
Μ5445: 95 ακέραιες γυάλινες χάντρες, που ανήκουν στους εξής τύπους: στρογγυλές, δακτυλιόσχηµες,
σφαιρικές, σφαιρικές-απιόσχηµες, σφαιρικές προς σωληνωτές, ατρακτοειδείς, σωληνωτές, σωληνωτές µε
κοµµένα και επίπεδα άκρα. Επιπλέον 130 τεµάχια ή ελλιπείς χάντρες. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Μ5446: 330 χάντρες από κορναλίνη, που ανήκουν στους εξής τύπους: στρογγυλές, µία στρογγυλή προς
κυλινδρική, αµυγδαλόσχηµες, µία φακόσχηµη, µία ατρακτοειδής. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
M5447: 31 θραύσµατα χάλκινου αντικειµένου, εκ των οποίων τα 23 συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή
επάνω από τον σκελετό και άλλα οκτώ από το κοσκίνισµα του χώµατος. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Μ5448: Τρία θραύσµατα χάλκινης περόνης, από το κοσκίνισµα του χώµατος γύρω από τον σκελετό.
Στέλεχος κυλινδρικής διατοµής. Σωζόµενο µήκος 0,066 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Μ5449: Μία ατρακτοειδής χάντρα από στεατίτη, µε εγχάρακτα ενάλληλα ζικ-ζακ και µαζί µε αυτήν 44
ακόµη χάντρες από κορναλίνη, µικρές στρογγυλές και µία σπασµένη από γυαλί. Από το κοσκίνισµα του
χώµατος γύρω από τον σκελετό. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Τ2/Ε5 (Π16243): Άωτο σφαιρικό πιθάριο. Κατώτερο ταφικό στρώµα, µε την ταφή Β ή το κρανίο Κ3. Πίν.
39.
Συγκολληµένο σε µερικά όστρακα του λαιµού και του ανώτερου σώµατος, όπου
είναι λίγο ελλιπές. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/3), αλείφωµα
αχνοκίτρινο (10YR 8/2), βαφή καστανοµέλανη (10YR 2/1 και 4/3). Ύψος 0,134
µ. και διάµετρος κοιλίας 0,133 µ.
Χείλος στενό, έξω νεύον και πολύ έντονα επικλινές προς τα κάτω, λαιµός
στενός κωνικός, σώµα σφαιρικό-ωοειδές, βάση πολύ στενή, χαµηλή και επίπεδη.
Πιθανότατα το αγγείο ήταν ολόβαφο, αλλά αποµένουν µόνο εξίτηλοι δακτύλιοι του χρωστήρα.
FS 77.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.169-εικ. 124i (Λεόντιο-Αγ. Ιωάννης, ΥΕ ΙΙΙΑ1) κ.ά. Mountjoy 1999, 379,
παρ. 31 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 19 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 754, αρ. 39 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.651 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Βικάτου 2008, Τ6/Π4296 (ΥΕ ΙΙΙΑ1) κ.ά. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙIΑ2/ΙΙΙΒ (πιο
πιθανά ΥΕ ΙΙΙΒ).
71
Τ2/Ε6 (Π16244): ∆ίωτος αµφορίσκος. Ανακοµιδή του ενδιάµεσου ταφικού στρώµατος. Πίν. 43.
Ελλιπής σε λίγα όστρακα του χείλους, Συγκολληµένος στο χείλος και στις λαβές.
Πηλός και αλείφωµα κιτρινωπά (Munsell 2,5Y 8/3), βαφή καστανή. Ύψος 0,083 µ
και διάµετρος κοιλίας 0,101 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός χαµηλός, αµφίκοιλος-κωνικός, λαβές οριζόντιες
ταινιωτές, που ακουµπούν στη µετάβαση ώµου και σώµατος, σώµα ευρύ, σφαιρικό-
αµφικωνικό, βάση χαµηλή, επίπεδη και εξωτερικά κυλινδρική.
∆ιακόσµηση πολύ εξίτηλη. Λίγα υπολείµµατα βαφής στις λαβές και στον λαιµό εσωτερικά και εξωτερικά,
που πιθανώς ήταν ολόβαφα. Αποτυπώµατα από δύο πολύ εξίτηλες ταινίες στο σώµα, ακριβώς κάτω από τη
µεγάλη διάµετρο και από µία ακόµη πιθανή, γύρω από την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS 59.
Πρβλ. Papadopoulos PM.144-εικ. 156e (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 417, παρ. 55
(Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 389, αρ. 65 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 154, αρ. 305 (Αργολίδα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), 683, αρ. 171 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1033, αρ. 136-137 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.441 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου, 2008, Τ1/Π4282 (ΥΕ ΙΙΙΒ2-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/Ε7 (Μ5450): Φακοειδής σφραγιδόλιθος, από στεατίτη. Με το κρανίο Κ8 του ενδιάµεσου ταφικού
στρώµατος. Πίν. 43.
Φακοειδής σφραγιδόλιθος από µαύρο στεατίτη, µε διαµπερή οπή ανάρτησης. Μήκος 0,019 µ., πάχος 0,009
µ. και διάµετρος οπής 0,003 µ. Φέρει παράσταση πολύ σχηµατοποιηµένου τετραπόδου µε το κεφάλι
στραµµένο προς τα πίσω και σε δεξί προφίλ. Επάνω από το πίσω µέρος του ζώου υπάρχει πιθανώς ένα
τριπλό φύλλο. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ (βάσει της στρωµατογραφίας του τάφου).
Πρβλ. Fötsch, Hesberg, Müller, Pini: C.M.S. I – αρ. 029 (Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ/ΙΙΙΒ). C.M.S. IS – αρ. 004
(Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ). C.M.S. VS,2 – αρ. 94 (Ελάτεια Φθιώτιδας, ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ βάσει της
τεχνοτροπίας και ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ Μέση βάσει των συνευρηµάτων).
Τ2/Ε8 (Μ5451): Χάντρες από κορναλίνη και µία θραυσµένη από γυαλί. Από το ψέλλιο του δεξιού χεριού
της ταφής Β. Πίν. 40.
66 χάντρες από κορναλίνη, εκ των οποίων οι τέσσερις είναι σφαιρικές και οι 62 µικρές στρογγυλές. Ένα
θραύσµα γυάλινης χάντρας. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Τ2/Ε9 (Μ5452): Χάντρες από κορναλίνη και λίγες από γυαλί. Από το ψέλλιο του αριστερού χεριού της
ταφής Β. Πίν. 40.
50 χάντρες από κορναλίνη, µικρές στρογγυλές. Μία χάντρα γυάλινη ακέραιη και τρία θραύσµατα γυάλινων
72
χαντρών. Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΒ.
Τ2/Ε10 (Μ5453): Οστέινη περόνη. Ταφή Β. Βρέθηκε κατά την αφαίρεση των οστών της ταφής, πιθανώς
µαζί µε τις χάντρες του περιδεραίου Τ2/Ε4. Πίν. 41.
Τέσσερα συνανήκοντα τεµάχια οστέινης περόνης. Στέλεχος τετράπλευρης διατοµής. Μέγιστη διάµετρος
0,003 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
Τ2/Ε11 (Μ5454): Χάλκινη τριχολαβίδα. Ανακοµιδή του ενδιάµεσου ταφικού στρώµατος. Πίν. 43.
Χάλκινη τριχολαβίδα, σπασµένη και ελλιπής στο άνω άκρο. Τα σκέλη φαρδαίνουν προοδευτικά προς τα
κάτω άκρα, όπου κάµπτονται προς τα µέσα, σχηµατίζοντας έντονη γωνίωση. Σωζόµενο µήκος ενός σκέλους
0,052 µ. και του άλλου 0,063 µ.
Πρβλ. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.479 (ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΥΕ ΙΙΙΓ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη (;).
Τ2/E12-Ε13: ∆ύο αµφικωνικά σφονδύλια. Από τον καθαρισµό του δαπέδου του τάφου. Πίν. 42.
Μ5455. Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Ακέραιο, µε πολύ µικρές αποκρούσεις.
Πηλός καστανόχρωµος και επιφάνεια στιλβωµένη καστανοµέλανη. Ύψος 0,024 µ και διάµετρος 0,025 µ.
Μ5456: Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι, µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Σπασµένο σε δύο κοµµάτια και λίγο
ελλιπές. Πηλός σκούρος καστανόχρωµος και επιφάνεια στιλβωµένη καστανοµέλανη.
Τ2/E14 (Μ5457): Χάντρες από κορναλίνη, γυαλί και στεατίτη. Από τον καθαρισµό του δαπέδου του
τάφου. Πίν. 42.
Τρεις χάντρες από στεατίτη, ακέραιες, µε ραβδώσεις, εκ των οποίων µία ατρακτοειδής και δύο σφαιρικές.
Μία χάντρα από στεατίτη, µικρή ακανόνιστη και σπασµένη. 16 χάντρες από κορναλίνη, εκ των οποίων δύο
σφαιρικές και 14 µικρές στρογγυλές. Μία χάντρα από γυαλί, σφαιρική, σπασµένη.
Τ2/ΟΜ.7/ΘΑΛΑΜΟΣ: Όστρακα µέσα από την ανακοµιδή του ενδιάµεσου ταφικού στρώµατος. Πίν. 46.
1) Ένα όστρακο σώµατος ψευδόστοµου αµφορίσκου, µε διακόσµηση φολιδωτού στον ώµο. Στο σώµα είναι
ορατά δύο συστήµατα ταινιών αποτελούµενα από λεπτότεχνες ταινίες που πλαισιώνονται από πλατύτερες.
2) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος ερυθρού πηλού, το ένα από τα οποία φέρει ίχνη ερυθρής βαφής στην
εξωτερική του επιφάνεια.
Ευρήµατα δρόµου:
Τ2/∆Ρ./ΟΜ.1: ∆ύο πυριτολιθικά εργαλεία. Πίν. 44.
Μ5458. Πυριτολιθικό εργαλείο µε οξεία απόληξη και µικρές οδοντώσεις στις κοπτικές επιφάνειες.
Πυριτόλιθος χρώµατος σκούρου καφέ. Μέγ. µήκος 0,039 µ, πλάτος 0,03 µ και πάχος 0,01 µ.
Μ5459. Πυριτολιθικό εργαλείο επίµηκες, µε το ένα άκρο καµπυλωµένο και το άλλο γωνιώδες. Κοπτικές
επιφάνειες µε λεπτές οδοντώσεις. Πυριτόλιθος χρώµατος σκούρου καφέ. Μήκος 0,038 µ, πλάτος 0,018 µ.
73
και πάχος 0,014 µ.
74
Τ2/∆Ρ./ΟΜ.2. Μπροστά από την ξερολιθιά, στο κατώτερο στρώµα επάνω από το δάπεδο. Πίν. 46.
1) Πέντε συνανήκοντα όστρακα κύλικας, τα τρία από τα οποία συγκολλώνται και προέρχονται από το πόδι
και το κάτω σώµα του αγγείου και δύο ακόµη από τη γάστρα.
2) Πέντε συγκολλώµενα όστρακα έξω νεύοντος γωνιώδους χείλους και ανώτερου σώµατος. Πηλός
καστανέρυθρος, ολόβαφα µε ερυθροµέλανη βαφή εσωτερικά και εξωτερικά.
3) Τρία συγκολλώµενα όστρακα σώµατος από µεγάλο πιθανώς ανοιχτό αγγείο. Στην άνω επιφάνεια πλατιά
µελανή ταινία και στη συνέχεια ζώνη µε κάθετες γραµµές.
4) ∆ύο ακόµη όστρακα σώµατος κοντά στο χείλος. Πηλός καστανοκίτρινος. Μελανή ταινία στην άνω
επιφάνεια.
75
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 2 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ταφή Α Τ2/Ε1: Ψευδόστοµος ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
(ανώτερο ταφικό αµφορίσκος
στρώµα)
Κρανίο Κ3 Τ2/Ε2: Κυλινδρικό ΥΕ ΙΙΙΑ2
(κατώτερο αλάβαστρο (ίσως ΥΕ ΙΙΙΑ2
ταφικό στρώµα) Πρώιµη)
Ταφή Β Τ2/Ε3: Αρτόσχηµο Τ2/Ε4: ∆ύο ΥΕ ΙΙΙΒ
(κατώτερο αλάβαστρο περιδέραια από
ταφικό στρώµα) Τ2/Ε5: Άωτο σφαιρικό κορναλίνη και
πιθάριο γυαλί
Τ2/Ε8-9: ∆ύο
ψέλλια από
κορναλίνη
Τ2/E10: Οστέινη
περόνη
Τ2/Μ5447:
Θραύσµατα
χάλκινης ταινίας
Τ2/Μ5448:
Χάλκινη περόνη
Τ2/Μ5449:
Χάντρες
Καθαρισµός του Τ2/E12-E13: ∆ύο
δαπέδου πήλινα σφονδύλια
Τ2/Ε14: Χάντρες
Ανακοµιδή Τ2/Ε6: ∆ίωτος Τ2/E11: Χάλκινη ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
(ενδιάµ. ταφ. αµφορίσκος τριχολαβίδα
στρώµατος)
Κρανίο Κ8 Τ2/E7: ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ
(ενδιάµ. ταφ. Σφραγιδόλιθος από
στρώµατος) στεατίτη
Από τον δρόµο Τ2/∆Ρ./ΟΜ.1, ΟΜ.2 Τ2/∆Ρ./ΟΜ.1: ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΒ1
Πυριτολιθικά και εξής
εργαλεία
76
ΤΑΦΟΣ 3 (Μακρ.-Τ3) (σχέδ. 6Α-6Β, πίν. 47-60)
Μεγάλου µεγέθους θαλαµωτός τάφος, προσανατολισµένος περίπου ανατολικά-δυτικά. Αποτελείται
από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστα κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 6Α).
Βρίσκεται στην ανώτερη σειρά των τάφων του οικοπέδου Μακρυγιάννη, ακριβώς δίπλα και στα
βόρεια του τάφου 2. Οι θάλαµοι των δύο τάφων 2 και 3 µάλιστα είναι σε επαφή και µεταξύ τους
έχει δηµιουργηθεί µικρή οπή, εξαιτίας του λάθους υπολογισµού των τεχνιτών στη διάνοιξή τους.
Ο δρόµος του τάφου 3 (πίν. 47-48) παρουσιάζει µικρής έκτασης καταστροφή στο αρχικό
του τµήµα, που προκλήθηκε κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την ανέγερση της οικίας
Μακρυγιάννη. ∆ιατηρείται σε µήκος 3,30 µ., ενώ το πλάτος του κυµαίνεται από 1,40 µ. στο
νοτιοδυτικό σωζόµενο άκρο, µέχρι 1,78 µ. στη βάση της πρόσοψης. Το δάπεδό του κλίνει οµαλά
προς την είσοδο και η επιφάνειά του παρουσιάζει τοπικές βαθύνσεις, λόγω της σαθρότητας του
πετρώµατος. Τα πλευρικά τοιχώµατα συγκλίνουν προς τα επάνω και η αδρή επιφάνειά τους είναι
λίγο κοίλη, εξαιτίας της φοράς της λάξευσης. Ο δρόµος ήταν καλυµµένος µέχρι επάνω µε αµµώδη
επίχωση (κιµιλόχωµα), που ήταν πιο µαλακή στο ανατολικό τµήµα κοντά στο µέτωπο του τάφου,
µήκους 1,40 µ. περίπου, από ότι στο υπόλοιπο δυτικό τµήµα. Η επίχωση του δρόµου περιείχε
αρκετά όστρακα (πίν. 57-60.
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,56 µ. και πλάτος 1,78 µ. στη
βάση και 1,05 µ. στην κορυφή. Είναι πιο επιµελώς λαξευµένη από τα τοιχώµατα και το µέτωπό της
παρουσιάζει µικρή κλίση προς τα µέσα, εξαιτίας της φοράς του σκαπτικού εργαλείου. Στο κάτω
τµήµα της πρόσοψης ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος (πίν. 48), ύψους 0,90 µ. και πλάτους
0,78 µ. στο κατώφλι και 0,62 µ. στο ανώφλι, που είναι τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα και πιο κοντά
στο δεξί (νότιο) τοίχωµα.
Το στόµιο έχει µήκος 0,93 µ.-0,95 µ. και το πλάτος του µειώνεται λίγο προς το εσωτερικό
και κατόπιν επανέρχεται στις αρχικές διαστάσεις της εισόδου, δηλαδή περίπου στα 0,78 µ., λόγω
της µικρής καµπύλωσης των τοιχωµάτων. Το δάπεδό του είναι ήπια κατηφορικό, ως οµαλή
συνέχεια της κλίσης του δρόµου. Η είσοδος και το στόµιο του τάφου είχαν φραχθεί µε ξερολιθιά
(σχέδ. 6Α, πίν. 47), που την αποτελούσαν ντόπιοι αργοί λίθοι και λίγα τεµάχια κιµιλιάς, σε χαλαρή
τοποθέτηση. Οι λίθοι της ξερολιθιάς κάλυπταν όλο το βάθος του στοµίου και προεξείχαν λίγο προς
το εσωτερικό του θαλάµου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό, µε διαµέτρους 3,48 µ. Χ 2,85 µ. και ανοίγεται
λίγο έκκεντρα σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα, µε το µεγαλύτερο τµήµα του στα δεξιά. Η οροφή
έχει καταρρεύσει στο νοτιοδυτικό τµήµα, κοντά στο στόµιο, ενώ στο πίσω τµήµα σώζεται σε ύψος
77
ΣΧΕ∆ΙΟ 6Α
ΜΑΚΡ.-Τ3: ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
78
ΣΧΕ∆ΙΟ 6Β
79
2,67 µ. από το δάπεδο και έχει σχήµα θολωτό. Τα αντίστοιχα πίσω τοιχώµατα διατηρήθηκαν καλά
και έχουν κοίλη επιφάνεια, σε συνέχεια του θολωτού σχήµατος της οροφής. Το δάπεδο του
θαλάµου βρίσκεται 0,20 µ. βαθύτερα από αυτό του στοµίου, µε µεσολάβηση µικρού σκαλοπατιού
και έχει επιφάνεια ανώµαλη και µε µικρή κλίση προς τα πίσω (ανατολικά). Η επίχωση που είχε
καλύψει τον θάλαµο µέχρι το επίπεδο των πρώτων ταφών (πίν. 49), σχηµατίστηκε από την
κατάρρευση της οροφής και ήταν ιδιαίτερα σκληρή, περιείχε δε όγκους κιµιλιάς, πέτρες και φερτό
επιφανειακό χώµα, χωρίς όστρακα ή άλλα ευρήµατα.
Ο τάφος διέθετε δύο επάλληλα ταφικά στρώµατα, τα οποία διαχωρίζονταν µε επίχωση
πάχους 0,60-0,85 µ., που φαίνεται ότι σχηµατίστηκε µε φυσικό τρόπο, δηλαδή από την πτώση της
οροφής και των τοιχωµάτων.
Ανώτερο ταφικό στρώµα: Το ανώτερο ταφικό στρώµα περιλάµβανε δύο πρωτογενείς ταφές, καθώς
και λίγα σκελετικά κατάλοιπα τριών ακόµη πολύ κατεστραµµένων ταφών (σχέδ. 6Β).
Οι δύο πρωτογενείς ταφές Α και Β (πίν. 49) είχαν τοποθετηθεί εγκάρσια στον άξονα του
τάφου, µε προσανατολισµό βόρειο-νότιο και µε τα κρανία προς νότο και πολύ κοντά στο νότιο
τοίχωµα του θαλάµου. Η ταφή Α ήταν η πρώτη από ανατολικά. Είχε διατηρηθεί σε µέτρια
κατάσταση, έχοντας διασώσει το θραυσµένο κρανίο και τα οστά των χεριών, της λεκάνης και των
ποδιών, που ήταν όµως αρκετά φθαρµένα. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε στάση ύπτια κατά τον άνω
κορµό, µε τα σκέλη συνεσταλµένα µε φορά προς ανατολικά και µε το κρανίο να κοιτάζει προς την
αντίθετη κατεύθυνση (προς την είσοδο). Τα χέρια ήταν λυγισµένα και ακουµπούσαν παράλληλα
µεταξύ τους επάνω στην κοιλιακή χώρα. Την ταφή Α συνόδευε ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ3/Ε1
(πίν. 53), της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης, που στεκόταν όρθιος δίπλα στον δεξί ώµο, 0,06 µ. ψηλότερα από τον
σκελετό.
Η ταφή Β βρισκόταν σε πολύ µικρή απόσταση στα νότια της προηγούµενης. Ο σκελετός
είχε διατηρηθεί σε χειρότερη κατάσταση και είχε διασώσει µόνο τα οστά των χεριών και των
σκελών, αλλά και αυτά ήταν ελλιπή και παρουσίαζαν φθορές. Η στάση εναπόθεσης της ταφής Β
ήταν επίσης υπτίως συνεσταλµένη. Κρανίο δεν υπήρχε στη θέση του, ίσως όµως θα µπορούσε να
ανήκει σε αυτόν τον νεκρό το κρανίο Κ3, το οποίο βρέθηκε κοντά στη λεκάνη της ταφής Α,
µετακινηµένο από τη θέση του. Στην ταφή Β αποδίδονται ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ3/Ε2, της ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµης, που ήταν πεσµένος στο πλάι σε µικρή απόσταση δυτικά των ποδιών του νεκρού και
πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι Τ3/Ε3, που βρισκόταν στον χώρο µεταξύ του αγγείου αυτού και των
ποδιών (πίν. 53). Σε µικρή απόσταση στα ανατολικά της ταφής Α και πολύ κοντά στο ανατολικό
τοίχωµα του θαλάµου, υπήρχε θραυσµένο κρανίο Κ1 και µαζί του δύο τεµάχια από οστά άκρων,
που θα µπορούσαν να είναι κατάλοιπα άλλης ταφής, διαταραγµένης (πίν. 50).
Κατά µήκος του βόρειου τοιχώµατος του θαλάµου εντοπίζονταν τρία θραυσµένα κρανία Κ4-
80
5-6 και δύο µακρά οστά, που πιθανώς αποτελούσαν κατάλοιπα τριών κατεστραµµένων και
διαταραγµένων ταφών (πίν. 50). Τα δύο από τα κρανία, Κ4-5, ήταν τοποθετηµένα σε µικρή
απόσταση µεταξύ τους, σχεδόν σε επαφή µε το βόρειο τοίχωµα, ενώ το τρίτο Κ6 σε αρκετή
απόσταση (0,95 µ.) στα βορειοανατολικά Τα δύο µακρά οστά, που ήταν πολύ φθαρµένα,
ακολουθούσαν µετά το κρανίο Κ5 και ίσως προέρχονταν από τον ίδιο σκελετό µε αυτό. Πολύ κοντά
στο κρανίο Κ6, υπήρχε ακατέργαστος ακανόνιστος ασβεστόλιθος µε πτυχωτή επιφάνεια, µήκους
0,50 µ. Κοντά σε αυτόν αποκαλύφθηκε οµάδα ευρηµάτων, στην οποία ανήκαν τα εξής (πίν. 54):
Mικρό πιθάριο µε αποφύσεις Τ3/Ε4, της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης, που στεκόταν όρθιο. Ψευδόστοµος
αµφορίσκος Τ3/Ε5, της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης, γερµένος στο πλάι. Χάλκινη βελόνη Τ3/Ε6, µήκους 0,172
µ., που βρέθηκε ανάµεσα στα δύο προαναφερθέντα. Σφονδύλι Τ3/Ε7, ελλιπές, που συλλέχθηκε από
τα χώµατα της ανασκαφής. Ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ3/Ε8, της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης, που
στεκόταν όρθιος.
Κατώτερο ταφικό στρώµα: Το κατώτερο ταφικό στρώµα αντιστοιχούσε στην πρωιµότερη χρήση του
θαλάµου και εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο. Περιλάµβανε µία κατά χώραν ταφή και µία ανακοµιδή
οστών (σχέδ. 6Β, πίν. 51).
Σε επαφή µε το βόρειο τοίχωµα του θαλάµου υπήρχε µικρός σωρός οστών που
χαρακτηρίζεται ως ανακοµιδή Α (πίν. 51), µε διαστάσεις 1,00 µ. Χ 0,60 µ. Την αποτελούσαν δύο
κρανία Κ7-8 και λίγα οστά, που ανήκαν σε δύο παραµερισµένες ταφές. Πρόκειται για τις
παλαιότερες ταφές του κατώτερου ταφικού στρώµατος, αλλά και ολόκληρου του τάφου. Στην
ανώτερη επιφάνεια του σωρού µεταξύ των οστών βρέθηκαν τρία αγγεία (πίν. 55): Μικρή σφαιρική
πρόχους Τ3/Ε9, της ΥΕ ΙΙΒ, ανεστραµµένη, τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο Τ3/Ε10, της ΥΕ ΙΙΙΑ1,
που στεκόταν όρθιο και κυλινδρικό αλάβαστρο Τ3/Ε11, της ΥΕ ΙΙΙΑ1, θραυσµένο και γερµένο στο
πλάι. Επιπλέον στην ανακοµιδή ανήκε και πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι Τ3/Ε13, που βρέθηκε κατά
την αφαίρεση των οστών.
Στο νότιο τµήµα του θαλάµου κείτονταν η πρωτογενής ταφή Α (πίν. 52), που ήταν
προσανατολισµένη σύµφωνα µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου, δηλ. βορειοανατολικά-
νοτιοδυτικά, µε το κρανίο προς βορειοανατολικά. Η κατάσταση διατήρησης του σκελετού ήταν
πολύ κακή και από τα οστά είχαν διασωθεί το θραυσµένο κρανίο, από τα χέρια µόνο το δεξί, ίσως
και µικρό τεµάχιο της περόνης του αριστερού χεριού, οστά της λεκάνης και τα οστά των σκελών σε
λίγο πιο καλή κατάσταση, αλλά και αυτά µε αρκετές φθορές. Από τη θέση των οστών της λεκάνης
συνάγουµε ότι ο νεκρός είχε πιθανώς τοποθετηθεί σε πλαγίως συνεσταλµένη στάση, παρόλο που δε
σώθηκαν καθόλου στοιχεία από τα πλευρά και τη σπονδυλική στήλη, που θα ήταν πιο
διαφωτιστικά. Τα σκέλη ήταν συνεσταλµένα µε κλίση προς βορειοδυτικά και το σωζόµενο δεξί χέρι
ήταν ελαφρώς λυγισµένο στον αγκώνα και πιθανώς θα κατέληγε στο υπογάστριο. Μοναδικό
81
κτέρισµα του νεκρού ήταν µία µικρή χάλκινη τριχολαβίδα Τ3/Ε12 (πίν. 56), που βρέθηκε δίπλα
στην αριστερή του λεκάνη. Λόγω της έλλειψης κάποιου αγγείου, το οποίο θα έδινε το χρονολογικό
στίγµα της ταφής, µπορούµε µόνο να πούµε ότι τοποθετήθηκε στον τάφο µετά την ανακοµιδή Α,
δηλαδή από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 και εξής και επίσης πριν από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, που ήταν η
πρωιµότερη φάση που ανιχνεύθηκε στο ανώτερο ταφικό στρώµα.
Κοντά στο νότιο τοίχωµα του τάφου και σε µικρή απόσταση από την ταφή Α, βρέθηκε ένα
κρανίο Κ10 (πίν. 52), πολύ θραυσµένο, το οποίο αποτελεί ίσως το µοναδικό κατάλοιπο κάποιας
ταφής, τα υπόλοιπα οστά της οποίας είχαν παραµεριστεί, ή για κάποιο λόγο δε διατηρήθηκαν. Κατά
την αφαίρεση του κρανίου βρέθηκαν δώδεκα µικρές κυλινδρικές και ατρακτοειδείς χάντρες από
γυαλί Τ3/Ε14 και δύο µικροσκοπικοί χρυσοί εξάφυλλοι ρόδακες Τ3/Ε15 (πίν. 56).
Συνοψίζοντας, ο τάφος 3 του οικοπέδου Μακρυγιάννη είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΒ
µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. ∆ιέθετε δύο επάλληλα ταφικά στρώµατα, που διαχωρίζονταν µεταξύ τους
µε επίχωση πάχους 0,60-0,85 µ. Επάνω στο δάπεδο εκτεινόταν το κατώτερο ταφικό στρώµα, που
περιλάµβανε τα πρωιµότερα οστεολογικά κατάλοιπα του θαλάµου. Στο πλαίσιο αυτού
αποκαλύφθηκε µικρή ανακοµιδή οστών δύο τουλάχιστον παραµερισµένων ταφών, οι οποίες
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ1, βάσει των αγγείων που τις συνόδευαν. Με τις
παραµερισµένες ταφές ίσως σχετίζεται και το µεµονωµένο κρανίο (Κ10) του νότιου τοιχώµατος,
που συνοδευόταν από µερικές χάντρες. Στο κατώτερο στρώµα υπήρχε και µία πρωτογενής ταφή
(ταφή Α), που ήταν κτερισµένη µε µία χάλκινη τριχολαβίδα. Για αυτήν µπορούµε να συµπεράνουµε
ότι ήταν µεταγενέστερη της ανακοµιδής και εποµένως ότι πραγµατοποιήθηκε µετά την ΥΕ ΙΙΙΑ1,
αλλά και πριν από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, που ήταν η πρωιµότερη φάση του ανώτερου στρώµατος
ταφών. Λόγω της έλλειψης κάποιου αγγείου από τα κτερίσµατά της, το χρονολογικό της πλαίσιο
δεν µπορεί να είναι πιο συγκεκριµένο. Το ανώτερο ταφικό στρώµα ακολουθούσε µετά από
µεσολάβηση παχιάς επίχωσης, που είχε σχηµατιστεί εξαιτίας καταρρεύσεων του πετρώµατος. Στο
πλαίσιο αυτού είχαν αποτεθεί δύο πρωτογενείς ταφές, δίπλα στο νότιο τοίχωµα, που
χρονολογούνται στις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Στο απέναντι (βόρειο) τοίχωµα
υπήρχαν µερικά ακόµη σκελετικά λείψανα από τρεις κατεστραµµένες ταφές, οι οποίες
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, βάσει των αγγείων που τους
αποδίδονται.
82
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Μακρ.-Τ3 (*)
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ3/Ε1 (Π16245): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφή Α του ανώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 53.
Ελλιπής σε τµήµα της µίας κάθετης λαβής. Συγκολληµένος στο ψευδοστόµιο, στο
στόµιο και στις λαβές. Αποκρούσεις σε µερικά σηµεία. Πήλος καστανόχρωµος
(Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα καστανόχρωµο ανοιχτό (7,5YR 7/4), βαφή
καστανοµέλανη (7,5YR 5/4 και 2,5/1). Ύψος 0,077 µ, διάµετρος κοιλίας 0,08µ. και
διάµετρος δίσκου 0,021 µ.
∆ίσκος κυκλικός και ελαφρώς κοίλος στο κέντρο, χείλος χωνοειδές και εξωτερικά
δακτυλιόσχηµο, λαβές ταινιωτές, ο λαιµός του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του
στοµίου κυλινδρικός και λίγο λοξός προς τα εµπρός, σώµα πιεσµένο σφαιρικό-αµφικωνικό, βάση χαµηλή,
δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική εξωτερικά.
Στον δίσκο άτεχνη σπείρα. Το χείλος ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά. Η διακόσµηση των λαβών
δυσδιάκριτη, πιθανώς αποτελούµενη από δύο κατακόρυφες ταινίες στις άκρες. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις
βάσεις των λαβών, του στοµίου και του ψευδοστοµίου. Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνεται από κάθετες
κυµατοειδείς γραµµές και επίσης από κάθετη µετόπη που γεµίζει εσωτερικά µε οριζόντια γραµµίδια. Στη
ζώνη του ηµικυκλίου, µεταξύ των βάσεων των δύο λαβών, οριζόντια µετόπη που γεµίζει εσωτερικά µε
εγκάρσια γραµµίδια. Στο κάτω άκρο της ίδιας ζώνης δύο εξίτηλες οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές. Στο
σώµα δύο οµάδες ταινιών, τρεις στο ανώτερο και άλλες τρεις στο κάτω τµήµα, ενώ µία ακόµη ταινία
περιβάλλει την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 53/18 και 53/39: κυµατοειδείς γραµµές. FM 75/36: µετόπη µε γραµµίδια εσωτερικά.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 428, παρ. 98 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Papadopoulos 1978-79,
PM.411a, εικ. 107g-h, 224f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Papazoglou-Manioudaki 1994, 191, παρ. 9-10-εικ. 17-18
(Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Paschalidis, McGeorge 2009, 94, εικ. 10b, (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση/φάση 3).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 20, 75, αρ. 4-πιν. 15 (Τ4/4, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.578 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), A.E.B.1068 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
83
T3/E2 (Π16246): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφή Β του ανώτερου στρώµατος. Πίν. 53.
Ελλιπής στη µία κάθετη λαβή, καθώς και σε αρκετά όστρακα της κοιλίας και
συγκολληµένος. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα
κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR 8/4), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 4/4 και 5ΥR 5/6 και 10
YR 2/1). Ύψος 0,113 µ, διάµετρος κοιλίας 0,099 µ. και διάµετρος δίσκου 0,03 µ.
∆ίσκος επίπεδος και µε ελαφρά κοιλότητα στο κέντρο, χείλος χωνοειδές και
εξωτερικά δακτυλιόσχηµο, λαιµοί αµφίκοιλου περιγράµµατος, του ψευδοστοµίου
ιδιαίτερα ψηλός και του στοµίου πολύ λοξός προς τα εµπρός, σωζόµενη λαβή
ταινιωτή και ψηλή, σώµα σφαιρικό-αµφικωνικό µε τη µεγάλη διάµετρο χαµηλά,
βάση χαµηλή, επίπεδη και κυλινδρική εξωτερικά.
Ελάχιστα ίχνη από ταινία στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους. Στον δίσκο πολύ δυσδιάκριτη διακόσµηση
(σπείρα;). Η σωζόµενη λαβή πολύ εξίτηλη, ίσως ολόβαφη. Πλατείς δακτύλιοι γύρω από τις βάσεις
ψευδοστοµίου και στοµίου, που έρχονται σε επαφή µεταξύ τους. Ο ώµος αδιακόσµητος. Στο σώµα τρεις
πλατιές ταινίες οριοθετούν δύο συνεχόµενες ζώνες, στο εσωτερικό των οποίων αναπτύσσονται πολλές
λεπτότεχνες ταινίες. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS.; Ίσως ιδιότυπο FS 174 µε αµφικωνικό περίγραµµα. Ώµος ακόσµητος.
Πρβλ. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.780 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ2/Π4264 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη;).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ3/Ε3 (M5460): Αµφικωνικό σφονδύλι. Ταφή Β του ανώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 53.
Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι, µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις στα δύο
άκρα της οπής και στην αιχµή της µεγαλύτερης διαµέτρου. Πηλός ερυθρός και επιφάνεια καστανοµέλανη.
Ύψος 0,025 µ και διάµετρος 0,028 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ3/Ε4 (Π16247): Μικρό πιθάριο µε αποφύσεις. Κατεστραµµένες ταφές του ανώτερου ταφικού
στρώµατος. Πίν. 54.
Συγκολληµένο στον λαιµό, όπου είναι λίγο ελλιπές. Μικρές αποκρούσεις στο χείλος
και στο σώµα. Πηλός κρεµ-κιτρινωπός (Munsell 7,5YR 8/4), αλείφωµα κιτρινωπό
(10YR 8/4), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 4/4 και 2,5/1). Ύψος 0,086 µ και
διάµετρος κοιλίας 0,098 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός ψηλός αµφίκοιλος-κωνικός, τρεις αποφύσεις στον ώµο, σώµα σφαιρικό-
αµφικωνικό µε τη µεγάλη διάµετρο λίγο κάτω από τη µέση του αγγείου, βάση επίπεδη.
Ολόβαφος ο λαιµός εξωτερικά µέχρι το εσωτερικό του χείλους. Στον ώµο, µέσα σε λεπτή ζώνη που ορίζεται
από δύο πλατιές ταινίες, αναπτύσσεται οριζόντια κυµατοειδής γραµµή. Η γραµµή αυτή διακόπτεται από τις
αποφύσεις, τις οποίες περιβάλλουν κύκλοι. Στο κάτω τµήµα του σώµατος δύο πλατιές ταινίες και µία ακόµη
γύρω από την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 79b. FM 53: κυµατοειδής γραµµή.
84
Πρβλ. Mountjoy 1999, 417, αρ. 58 (Αχαΐα/ άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, 109, αρ. 3-πιν. 26 (Τ7/3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1045 (ΥΕ ΙΙΙΒ1;),
Α.Ε.Β1116 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ3/Ε5 (Π16248): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Κατεστραµµένες ταφές του ανώτερου ταφικού στρώµατος.
Πίν. 54. Ελλιπής σε µικρό τµήµα της ανώτερης κοιλίας. Συγκολληµένος στη
βάση του στοµίου και µε ρωγµές στη γύρω περιοχή. Απολεπισµένος στο κάτω
σώµα. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (Munsell 5YR 6/8), αλείφωµα µπεζ-
κιτρινωπό (7,5YR 8/3), βαφή ερυθρή (2,5YR 5/8, και 4/6). Ύψος 0,105 µ.,
διάµετρος κοιλίας 0,104 µ. και διάµετρος δίσκου 0,03 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε χαµηλή κεντρική απόφυση, χείλος χωνοειδές, λαβές
ελλειπτικής διατοµής, λαιµοί σχεδόν παράλληλοι, κυλινδρικοί, του
ψευδοστοµίου µε διαπλάτυνση στο επάνω τµήµα, σώµα πιεσµένο σφαιρικό,
βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Στον δίσκο άτεχνη σπείρα. Το χείλος ολόβαφο εξωτερικά και σε µικρό βάθος εσωτερικά. Στις ράχες των
λαβών, αναπτύσσονται κατακόρυφες ταινίες κατά µήκος των άκρων. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις
στοµίου και ψευδοστοµίου. Στον ώµο, το στόµιο πλαισιώνεται από µεγάλα διπλά διαποίκιλτα τόξα ή
σχηµατοποιηµένες αχιβάδες. Στη ζώνη του ηµικυκλίου αναπτύσσεται πλοχµός. Στο ανώτερο σώµα, ακριβώς
κάτω από τον ώµο, τέσσερις περιβάλλουσες ταινίες, µε ενωµένα ηµικύκλια ή κροσσοπετάλια µεταξύ των
δύο ανώτερων από αυτές. Μία ακόµη ταινία γύρω από την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 48/22: πλοχµός. FM 25: αχιβάδα, ή FM 43: ηµικύκλια, χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα. FM 42:
ενωµένα ηµικύκλια ή κροσσοπετάλια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.380-εικ. 72e-f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.946-εικ. 96a-b (Καγκάδι, ΥΕ
ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 422, αρ. 78 (Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 392, αρ. 79 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 37, αρ. 11-πιν. 2 (Τ1/10, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Κολώνας
1998, A.E.B.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.344 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1026 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου
2008, Τ3/Π4248 (ΥΕ ΙΙΙΒ-ΥΕ ΙIIΓ Πρώιµη;). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
Τ3/Ε6 (Μ5461): Χάλκινη βελόνη. Κατεστραµµένες ταφές του ανώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 54.
Χάλκινη βελόνη. Σχεδόν ακέραιη, ελάχιστα ελλιπής στην αιχµηρή απόληξη. Κατασκευασµένη από έλασµα
µέτριου πάχους, που έχει στρεβλωθεί λίγο, πιθανώς από τη χρήση. Η οπή του νήµατος επίσης ακέραιη,
βρίσκεται σε απόσταση 0,02 µ. από το άκρο. Μήκος 0,173 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Τ3/Ε7 (Μ5462): Κωνικό σφονδύλι. Κατεστραµµένες ταφές του ανώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 54.
Πήλινο κωνικό σφονδύλι, µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Σπασµένο και ελλιπές σε µικρό τµήµα του
σώµατος. Πηλός καστανέρυθρος και επιφάνεια στιλβωµένη καστανοµέλανη. Ύψος 0,018 µ και διάµετρος
βάσης 0,023 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
85
Τ3/Ε8 (Π16249): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Κατεστραµµένες ταφές του ανώτερου ταφικού στρώµατος.
Πίν. 54.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και ελλιπής σε αρκετά σηµεία του
κατώτερου σώµατος, της κάτω επιφάνειας της βάσης και του χείλους, όπου
έχουν γίνει συµπληρώσεις. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR
7/4), αλείφωµα κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR 8/4), βαφή ερυθροµέλανη (5YR 5/8, 4/4
και 2,5/1), µε ίχνη στίλβωσης σε µερικά σηµεία. Ύψος 0,116 µ., διάµετρος 0,105
µ. και διάµετρος δίσκου 0,025 µ.
∆ίσκος κυκλικός και στενός µε λίγο κοίλη επιφάνεια, χείλος χωνοειδές, λαβές
ελλειπτικής διατοµής, λαιµός του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου
κυλινδρικός και λίγο λοξός προς τα εµπρός, σώµα σφαιρικό το οποίο καταλήγει σε ευρεία και κυλινδρική
βάση.
Στον δίσκο λεπτότεχνη σπείρα. Ολόβαφο το χείλος στην ανώτερη επιφάνεια και στο εσωτερικό του. Λαβές
ολόβαφες στις ράχες, µε εξηρηµένα τρίγωνα στις κορυφές. Στις βάσεις ψευδοστοµίου, στοµίου και λαβών
δακτύλιοι. Στον ώµο διακόσµηση πολύ εξίτηλη, πιθανώς µε οµόκεντρα ηµικύκλια που πατούν σε
κυµατοειδείς γραµµές, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα δύο στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα ταινίες
διαχωρισµένες σε οµάδες, δύο κάτω από τις λαβές, τρεις κοντά στη µεγάλη διάµετρο, µία στο κατώτερο
σώµα και µία γύρω από την περιφέρεια της βάσης.
FS 174. FM 53/18: κυµατοειδής γραµµή. FM 43: ηµικύκλια.
Πρβλ. Papazoglou-Manioudaki 1994, (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Petropoulos 2007, T2/Π14,
255, εικ.37a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 14 (Σπαλιαρέικα, Τ1/ΟΜ.3, αρχές
της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης). Mountjoy 1999, 573, αρ. 351-2 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 776, αρ. 185-6 (Φωκίδα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.266 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.839 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση:
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Τ3/Ε9 (Π16250): Μικρή σφαιρική πρόχους. Ανακοµιδή του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 55.
Ελλιπής σε όστρακο του χείλους και µε αποκρούσεις στην περιφέρεια αυτού. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κιτρινωπό (10YR 8/3),
βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 5/6 και 4/6 και 2,5/1). Ύψος 0,067 µ και διάµετρος
κοιλίας 0,08 µ.
Χείλος έξω νεύον και καµπυλωµένο, λαιµός χαµηλός και αµφίκοιλος-κωνικός, σώµα σφαιρικό, βάση
επίπεδη, λαβή κάθετη ταινιωτή και ωτόσχηµη επάνω στο σώµα.
Λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά. Η λαβή πολύ εξίτηλη, πιθανώς επίσης ολόβαφη. Στο σώµα
τρεις οµάδες από τρεις κυµατοειδείς γραµµές, φύονται από το λαιµό και αγκαλιάζοντας οφιοειδώς το σώµα
απολήγουν χαµηλά λίγο eπάνω από τη βάση, σε άκρα εξίτηλα και ασαφή, πιθανώς κισσόφυλα (;). Πλατιά
ταινία γύρω από την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
86
FS 87. FM 12/25: κισσός, ή FM 19/7: πολλαπλοί µίσχοι.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 210, αρ. 45 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΒ), 406, αρ. 3-4 (Αχαΐα/Αίγιο, ΥΕ ΙΙΒ), 513, αρ. 61
(Αττική, ΥΕ ΙΙΒ), 653, αρ. 6 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΒ), 749, αρ. 5 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΒ), 832, αρ. 28-30 (Θεσσαλία, ΥΕ
ΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ.
Τ3/Ε10 (Π16251): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ανακοµιδή του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν.
55.
Ακέραιο, µε αποκρούσεις στο χείλος και στο σώµα. Πηλός καστανόχρωµος πολύ
ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο (10YR 8/2), βαφή
καστανοµέλανη (10YR 2/1 και 4/3). Ύψος 0,061 µ και διάµετρος κοιλίας 0,094 µ.
Χείλος ευρύ, έξω νεύον, γωνιώδες και σχεδόν οριζόντιο, λαιµός χαµηλός, στενός και
αµφίκοιλου περιγράµµατος, σώµα κωνικό που απολήγει σε καµπύλο κάτω τµήµα και
σε ελαφρώς κυρτή βάση, τρεις οριζόντιες λαβές κυκλικής διατοµής επάνω στον ώµο.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και οι ράχες των λαβών, πιθανώς και το χείλος που όµως
βρέθηκε άβαφο. Στον ώµο, µεταξύ των λαβών, τρεις οµάδες από τρεις λεπτές σειρές στιγµών η καθεµιά, σε
κάθετη-λοξή τοποθέτηση. Στο κάτω σώµα χαµηλό βραχώδες κόσµηµα, ακολουθούµενο από δύο πλατιές
ταινίες. Στη βάση οµόκεντροι κύκλοι, τρεις γύρω από το κέντρο και άλλοι τρεις στο µέσον.
FS 84. FM 32/5 και 32/23: βραχώδες κόσµηµα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.17-εικ. 130c (Βρυσάριον, ΥΕ ΙΙΙΑ2α), PM.334-εικ. 129e (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 70 και 63, αρ. 19-πιν. 11 (Τ13/13, ΥΕ ΙΙΙΑ1
όψιµη). Mountjoy 1999, 409, αρ. 23 (Αχαΐα/ Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 803, αρ. 27 (Αιτ/νία, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.893 (ΥΕ ΙΙΙΑ2;). Βικάτου 2008, T7/Π4344 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/IIIA2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1.
Τ3/Ε11 (Π16252): Κυλινδρικό αλάβαστρο. Ανακοµιδή του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 55.
Σε κακή κατάσταση διατήρησης, συγκολληµένο από πολλά τεµάχια. Ελλιπές στις τρεις
λαβές και σε όστρακα του σώµατος, του χείλους και της βάσης. Αποκρούσεις και
αποφλοιώσεις σε πολλά σηµεία. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (Munsell 5YR 6/6),
αλείφωµα κρεµ-κίτρινο (10YR 8/4), βαφή ερυθρή (2,5YR 5/8 και 4/6). Ύψος 0,054 µ
και διάµετρος κοιλίας 0,085 µ.
Χείλος έξω νεύον λίγο επικλινές, λαιµός χαµηλός και αµφίκοιλου περιγράµµατος, ευθύς και επικλινής ώµος,
σώµα κυλινδρικό µε σύγκλιση των πλευρών προς τα επάνω, βάση επίπεδη.
Η διακόσµηση πολύ εξίτηλη. Ολόβαφος ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και πιθανώς και το χείλος, όπως
συνάγουµε από λίγα εναποµείναντα ίχνη βαφής. Στον ώµο πολύ δυσδιάκριτη διακόσµηση (πιθανώς
δικτυωτό κόσµηµα;). Στο κυλινδρικό σώµα, κεντρική λεπτή, κυµατοειδής γραµµή, πλαισιώνεται από δύο
ταινίες επάνω και άλλες δύο κάτω, η τελευταία από τις οποίες αγγίζει την αρχή της αθέατης επιφάνειας της
βάσης. Σε αυτήν αναπτύσσονται δύο οµόκεντροι κύκλοι λίγο πιο µέσα και άλλοι τρεις γύρω από το κέντρο.
FS 93. FM 53/10: κυµατοειδής γραµµή και 57/2: δικτυωτό (;).
87
Πρβλ. Mountjoy 1999, 107, αρ. 115 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 17 (Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 703, αρ.
32 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.502 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.1083 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΙΑ1.
Τ3/Ε12 (Μ5463): Χάλκινη τριχολαβίδα. Ταφή Α του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 56.
Ακέραιη µε µικρή απόκρουση στη µία απόληξη και µε επιφάνεια οξειδωµένη. ∆ιαθέτει κρίκο σε σχήµα
θηλιάς και ευθύγραµµα σκέλη, που διαπλατύνονται προοδευτικά προς τα άκρα. Μήκος 0,062 µ. και πλάτος
0,006 µ.-0,015 µ.
Πρβλ. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.576 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, 731-733. Χρονολόγηση: YE IIIA-
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ3/Ε13 (Μ5464): Πήλινο σφονδύλι. Ανακοµιδή του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 55.
Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι, µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις στις δύο
απολήξεις. Πηλός καστανόχρωµος και εξωτερική επιφάνεια γκριζόµαυρη, µε υπολείµµατα στίλβωσης σε
µικρό τµήµα. Ύψος 0,02 µ και διάµετρος 0,022 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΑ1.
Τ3/Ε14 (Μ5465): Χάντρες από γυαλί. Με το κρανίο Κ10, του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 56
12 χάντρες από γυαλί, εκ των οποίων εννέα ακέραιες, σωληνωτές ή ατρακτοειδείς και τρία θραύσµατα
παρόµοιων χαντρών. Χρονολόγηση: Πιθανώς ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΑ.
Τ3/Ε15 (Μ5466 α,β): ∆ύο χρυσές χάντρες. Με το κρανίο Κ10, του κατώτερου ταφικού στρώµατος. Πίν. 56.
∆ύο µικρές χρυσές χάντρες, στον τύπο εξάφυλλου ρόδακα, µε διαµπερείς οπές ανάρτησης. ∆ιάµετρος 0,005
µ. Χρονολόγηση: Πιθανώς ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ.
Ευρήµατα δρόµου:
Τ3/δρόµος/ΟΜ.1 (στρ.2/βάθος 0,31 µ.). Πίν. 57.
Ένα όστρακο σώµατος και οριζόντιας κυλινδρικής λαβής, ίσως από σκυφοειδή κρατήρα. Πηλός
καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα καστανοκίτρινο. Εσωτερικά ολόβαφο. Εξωτερικά εµφανής
µία ταινία κάτω από τη λαβή.
88
Τ3/δρόµος/ΟΜ.2 (στρώµα 3/βάθος 0,50 µ.). Πίν. 57.
Όστρακο σώµατος, ανοιχτού αγγείου. Πηλός ροδόχρωµος (Munsell 5YR 6/4), αλείφωµα κιτρινοκάστανο
(7,5 YR 8/4). Εξωτερικά τµήµα µίας πλατιάς καστανής ταινίας. Εσωτερικά εξίτηλη διακόσµηση, ίσως
ολόβαφο.
89
Τ3/δρόµος/ΟΜ.2β (στρώµα 3/βάθος 0,87µ. µέχρι 1,07µ.). Πίν. 58.
∆ύο όστρακα.
1) Ένα όστρακο σώµατος µεγάλου κλειστού αγγείου. Πηλός ανοιχτός ροδόχρωµος (Munsell 5YR 6/4),
αλείφωµα όµοιο (10YR 7/4). Ίχνη εξίτηλης καστανοµέλανης διακόσµησης εξωτερικά, τρεις πλατιές ταινίες
και δυσδιάκριτο θέµα.
2) Μικρό όστρακο σώµατος. Πηλός καστανόχρωµος, αλείφωµα κιτρινοκάστανο. Ολόβαφο εσωτερικά και
ίχνη από µελανές ταινίες εξωτερικά.
90
Τ3/δρόµος/ΟΜ.2β (στρώµα 3/-1,84 µ. µέχρι -1,94 µ.). Πίν. 59.
Έξι συνολικά όστρακα.
1) Όστρακο σώµατος µεγάλου αγγείου µε παχύ τοίχωµα. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5 YR 7/4).
Αλείφωµα καστανοκίτρινο (10YR 8/4). Εξωτερικά διακόσµηση µε µελανή βαφή. Πλατιά οριζόντια ταινία
και ακολούθως µετόπη τεσσάρων κάθετων γραµµών. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ.
2) Όστρακο έξω νεύοντος και γωνιώδους χείλους, από ανοιχτό αγγείο, ίσως κρατηρίσκο. Πηλός
καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/4). Αλείφωµα ανοιχτό κίτρινο (7,5YR 8/2). Ολόβαφο µελανό εσωτερικά.
Ίσως συνανήκον µε κρατηρίσκο της ΟΜ.2.
3) Όστρακο έξω νεύοντος χείλους, από ανοιχτό αγγείο. Πηλός ανοιχτός καστανός (Munsell 7,5YR 7/4).
Αλείφωµα καστανοκίτρινο (10YR 7/4). Ολόβαφο µε καστανοµέλανη βαφή εσωτερικά. Εξωτερικά ταινία
γύρω από το χείλος και ακολούθως ίχνη από µικρές κάθετες γραµµές, ίσως σε µετόπη.
4) Όστρακο έσω νεύοντος χείλους, από λεπτότεχνο αγγείο, ίσως κύλικα ή κύπελλο. Πηλός ροδόχρωµος
(Munsell 5YR 6/6). Αλείφωµα κιτρινωπό (7,5YR 8/4). Εσωτερικά ολόβαφο καστανοµέλανο, µε τη βαφή να
φθάνει µέχρι την ανώτερη επιφάνεια του χείλους.
5) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα, λεπτότεχνου αγγείου. Το ένα έξω νεύοντος χείλους και το άλλο σώµατος.
91
ανοιχτότερο (7,5YR 7/6). Ολόβαφα εσωτερικά και εξωτερικά, µε καστανόχρωµη βαφή. Από ανοιχτό αγγείο,
πιθανώς κρατήρα. Ίσως συνανήκοντα µε κρατήρα της οµάδας ΟΜ.2β (1,49 µ.-1,73 µ.).
2) Όστρακο σώµατος από µεγάλο αγγείο, µε παχύ τοίχωµα. Πηλός καστανόχρωµος και αλείφωµα
καστανοκίτρινο. Εξωτερικά µελανή διακόσµηση, µε αδιευκρίνιστο µοτίβο.
92
ΤΑΦΟΣ 5 (Μακρ.-Τ5) (σχέδ. 7Α-7Β, πίν. 61-65)
Θαλαµωτός τάφος µέτριου µεγέθους, προσανατολισµένος περίπου αντολικά-δυτικά. Αποτελείται
από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστου κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 7Α-7Β).
Βρίσκεται στην ανώτερη σειρά τάφων του οικοπέδου, σε αρκετή απόσταση στα βόρεια του τάφου
3, ενώ στο µεταξύ τους διάστηµα ο τάφος 4, παρέµεινε ηµιτελής, µε χάραξη µόνο του δρόµου του,
σε µικρό µήκος. Ο τάφος 5 είναι ο µόνος τάφος του οικοπέδου Μακρυγιάννη που ήταν άρτιος σε
δρόµο και θάλαµο και παρέµεινε ανέπαφος από το εκσκαφικό µηχάνηµα.
Ο δρόµος (πίν. 61-62) σώζεται ακέραιος και έχει µήκος 3,80 µ. και πλάτος 1,35 µ. στην
αρχή και 1,50 µ. στη βάση της πρόσοψης. Το δάπεδό του παρουσιάζει έντονη κατηφορική κλίση
προς την είσοδο και τα πλευρικά τοιχώµατα συγκλίνουν σταδιακά προς τα επάνω. Στην ανώτερη
επίχωση του δρόµου είχε φυτευτεί µία αµυγδαλιά, µε αποτέλεσµα να προκληθεί διείσδυση φυτικού
καστανέρυθρου χώµατος, µέχρι βάθους περίπου 1,35 µ. Η υπόλοιπη επίχωση που κάλυπτε τον
δρόµο µέχρι το δάπεδο ήταν καστανοκίτρινο κιµιλόχωµα και δεν περιείχε όστρακα ή άλλα
ευρήµατα.
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,70 µ. και πλάτος 1,50 µ. στη
βάση και 0,80 µ. στην κορυφή. Στην επιφάνεια του µετώπου υπάρχει µικρή οπή, διαµέτρου 0,30 µ.
Ανάλογης διαµέτρου οπές διατρυπούν και το βόρειο τοίχωµα του δρόµου, καθώς και τον θάλαµο
του γειτονικού προς βορρά τάφου 6 και οφείλονται σε σύγχρονες δραστηριότητες. Στο κάτω τµήµα
της πρόσοψης ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος, ύψους 1,00 µ. και πλάτους 0,60 µ. στο
κατώφλι και 0,50 µ. στο ανώφλι. Η είσοδος (πίν. 62) είναι τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα και
κοντύτερα στο δεξί (νότιο) τοίχωµα. Ήταν φραγµένη µε ξερολιθιά (πίν. 61), που εισχωρούσε στο
στόµιο µέχρι βάθους 0,37 µ. και αποτελείτο από φυσικούς λίθους της περιοχής, διαφόρων µεγεθών
και σχηµάτων.
Το στόµιο (πίν. 62) έχει µήκος 0,90 µ. και τα πλευρικά του τοιχώµατα παρουσιάζουν
καµπύλωση και µικρή απόκλιση από έξω προς τα µέσα, µε αποτέλεσµα να υπάρχει και ανάλογη
µικρή αύξηση του πλάτους, από 0,58 µ. µέχρι 0,70 µ. Το δάπεδό είναι ήπια κατηφορικό, ως οµαλή
συνέχεια της κλίσης του δαπέδου του δρόµου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό και διαµέτρους 2,67 µ. Χ 2,28 µ. Είναι
ανοιγµένος ελαφρώς έκκεντρα σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα, µε το µεγαλύτερο τµήµα του
στα αριστερά. Το δυτικό τµήµα της οροφής καθώς και τµήµα της οροφής του στοµίου έχουν
καταβυθιστεί. Το πίσω (ανατολικό) τµήµα της οροφής έχει διατηρηθεί. Στο σηµείο αυτό είναι
εµφανές το θολωτό της σχήµα και το ύψος της φθάνει στα 2,57 µ. Τα τοιχώµατα έχουν καταστραφεί
σε µεγάλο βαθµό και στην πλευρά της εισόδου είναι ιδιαίτερα αποδυναµωµένα. Μεγάλη
93
ΣΧΕ∆ΙΟ 7Α
94
ΣΧΕ∆ΙΟ 7Β
95
καταστροφή έχει επίσης υποστεί και το εσωτερικό τοίχωµα του στοµίου. Το δάπεδό του θαλάµου
είναι πολύ καλά οριζόντιο και λείο και αποτελεί οµαλή συνέχεια του δαπέδου του στοµίου, χωρίς
µεσολάβηση σκαλοπατιού. Η επίχωση που είχε καλύψει τον θάλαµο µέχρι το δάπεδο (πίν. 63), είχε
σχηµατιστεί κατά την κατάρρευση της οροφής και των τοιχωµάτων και περιείχε σπασµένους
όγκους σκληρής κιµιλιάς, πέτρες και κατά τόπους φερτό επιφανειακό χώµα. Η επίχωση αυτή ήταν
κενή από όστρακα ή άλλα ευρήµατα.
Μοναδικό εύρηµα του ταφικού στρώµατος ήταν ένα άωτο πιθάριο Τ5/Ε1 (πίν. 64-65) της
ΥΕ ΙΙΙΑ1, που βρέθηκε πολύ κοντά στο πίσω (ανατολικό) τοίχωµα του θαλάµου και ήταν σπασµένο.
Σκελετικά λείψανα δε διατηρήθηκαν, ίσως λόγω της σύστασης του εδάφους. Η έλλειψη άλλων
ταφών και ευρηµάτων πιθανώς οφείλεται στην πρόωρη εγκατάλειψη του τάφου λόγω της
κατακρήµνισής του.
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ5/Ε1 (Π16253): Άωτο σφαιρικό πιθάριο. Πίν. 65.
Συγκολληµένο από πολλά όστρακα και συµπληρωµένο. Ελλιπές σε µερικά
όστρακα του χείλους. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3),
αλείφωµα αχνοκίτρινο (10YR 8/2), βαφή σκούρα καστανοµέλανη (7,5YR
4/4 και 2,5/1). Ύψος 0,127 µ και διάµετρος 0,139 µ.
Χείλος ευρύ, έξω νεύον, γωνιώδες και οριζόντιο, λαιµός στενός και
αµφίκοιλου περιγράµµατος, σώµα ωοειδές-αµφικωνικό, βάση επίπεδη.
Ο λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά, όπως ίσως και η ανώτερη
επιφάνεια του χείλους, όπου αποµένουν λίγα ίχνη. Κάτω από τον λαιµό τρεις λεπτές ταινίες ακολουθούνται
από µία πλατύτερη. Στο κυρίως σώµα στικτή διακόσµηση (σπογγωτό). Στο κατώτερο σώµα µία ακόµη ζώνη
ταινιών, που ορίζεται από δύο πλατιές και περικλείει δύο λεπτότεχνες ταινίες.
FS 77. FM 77: σπογγωτό.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.170-εικ.126a (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Papazoglou-Manoudaki
1994, αρ. 15-εικ. 19 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, 379, αρ. 30 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ.
11 (Αχαΐα/Άνω Συχαινά, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 517, αρ. 97-98 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 837, αρ. 52-53 (Θεσσαλία, ΥΕ
ΙΙΙΑ1), 991, αρ. 6 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.287 (ΥΕ ΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008,
Τ6/Π4295, Τ31/Π4543 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1.
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
96
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 5 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
∆εν είχαν Τ5/Ε1: Άωτο πιθάριο ΥΕ ΙΙΙΑ1
διατηρηθεί οστά
97
ΤΑΦΟΣ 6 (Μακρ.-Τ6) (σχέδ. 8Α-8Β, πίν. 66-87)
Θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, προσανατολισµένος περίπου ανατολικά-δυτικά και µε τον
θάλαµο στα ανατολικά. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστου
κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 8Α-8Β). Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του οικοπέδου Μακρυγιάννη, µε τον
δρόµο του κατά ένα επίπεδο χαµηλότερα από τους δρόµους των τάφων της ανώτερης σειράς (Τ1-
Τ5), που περιγράφηκαν ανωτέρω.
Κατά τις εκσκαφικές εργασίες για την ανέγερση της οικίας Μακρυγιάννη, προκλήθηκε
καταστροφή του νότιου τµήµατος του δρόµου, µε αφαίρεση ολόκληρου του νότιου πλευρικού
τοιχώµατος, καθώς και τµήµατος της πρόσοψης και του δαπέδου της ίδιας πλευράς (πίν. 66). Έτσι ο
δρόµος σώζεται στο συνολικό του µήκος, που είναι 2,80 µ., ενώ το πλάτος του δεν είναι
ολοκληρωµένο και διατηρείται σε 1,70 µ. στη βάση της πρόσοψης και 0,65 µ. στην κορυφή της. Το
δάπεδο, µε επιφάνεια τραχιά και ανώµαλη, έχει οµαλή κατηφορική κλίση προς την είσοδο, η οποία
γίνεται εντονότερη στο τµήµα κοντά στην πρόσοψη, όπου έχει δηµιουργηθεί ήπιο σκαλοπάτι. Το
σωζόµενο βόρειο τοίχωµα έχει επιφάνεια αδρή και κλίση προς τα µέσα από κάτω προς τα επάνω. Ο
δρόµος ήταν επιχωµατωµένος µε κιµιλόχωµα σχεδόν στο σύνολό του. Εξαιρούνταν µόνο ένα µικρό
τµήµα µπροστά από το µέτωπο, µήκους 0,60 µ. περίπου, όπου υπήρχε στρώµα χαλικιού που
ξεκινούσε σε ύψος 0,35 µ. από το ανώφλι και έφθανε σχεδόν µέχρι το δάπεδο του δρόµου. Το
χαλίκι πιθανώς ρίχτηκε σκόπιµα στο σηµείο αυτό για να γίνει καλύτερη στεγανοποίηση της
εισόδου. Παρατηρήθηκε ακόµη ότι η υπόλοιπη επίχωση, ήταν µαλακότερη στο τµήµα που
ακολουθούσε µετά το στρώµα χαλικιού, µήκους 1,20 µ., από ότι στο υπόλοιπο δυτικό τµήµα του
δρόµου. Από την επίχωση του δρόµου συνελέγησαν αρκετά όστρακα, κυρίως από ανοιχτά αγγεία,
που χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΓ. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και όστρακα κρατήρα µε
διακόσµηση οµόκεντρων ηµικυκλίων µε κρόσσια. Η µεγαλύτερη συγκέντρωση οστράκων
παρατηρήθηκε στο προς το µέτωπο τµήµα.
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,45 µ. Όπως σηµειώθηκε, το
νότιο τµήµα της πρόσοψης έχει καταστραφεί και το πλάτος της σώζεται σε 1,70 µ. στη βάση της
και 0,65 µ. στην κορυφή. Στη βάση της πρόσοψης ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος (πίν.
66), ύψους 0,90 µ. και πλάτους 0,67 µ. στο κατώφλι και 0,55 µ. στο ανώφλι. Η είσοδος είναι
τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα και κοντύτερα στο αριστερό (βόρειο) τοίχωµα.
Το στόµιο έχει µήκος 1,32 µ., στο βόρειο τοίχωµα και 1,57 µ. στο νότιο τοίχωµα. Τα
πλευρικά του τοιχώµατα παρουσιάζουν µικρή απόκλιση προς τα µέσα, µε ανάλογη αύξηση του
πλάτους, από 0,67 µ. στην είσοδο σε 0,88 µ. στο εσωτερικό άκρο προς τον θάλαµο. Το δάπεδο του
98
ΣΧΕ∆ΙΟ 8Α
99
ΣΧΕ∆ΙΟ 8Β
100
στοµίου είναι σχετικά επίπεδο. Τόσο η είσοδος όσο και το στόµιο του τάφου είχαν φραχθεί µε
καλοχτισµένη ξερολιθιά (πίν. 66). Αυτή ήταν κατασκευασµένη µε αργούς λίθους της περιοχής,
µέτριου και µικρού µεγέθους, οι οποίοι κάλυπταν όλο το βάθος του στοµίου, προεξέχοντας λίγο
προς το εσωτερικό του θαλάµου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό και διαµέτρους 2,90 µ. Χ 2,65 µ. Είναι
ανοιγµένος λίγο έκκεντρα, µε το µεγαλύτερο τµήµα στα αριστερά της εισόδου. Η οροφή έχει
καταστραφεί συνολικά και η επιφάνεια των τοιχωµάτων παρουσιάζει πολλές φθορές, εξαιτίας
µικρότερων ή µεγαλύτερων εσωτερικών καταρρεύσεων. Το δάπεδό του θαλάµου βρίσκεται 0,17 µ.
βαθύτερα από αυτό του στοµίου, µε µεσολάβηση µικρού σκαλοπατιού. Η επίχωση που είχε
καλύψει τον θάλαµο µέχρι το επίπεδο του ταφικού στρώµατος, περιείχε σπασµένους όγκους
σκληρής κιµιλιάς που προήλθαν από τις καταρρεύσεις του πετρώµατος και ήταν κενή ευρηµάτων.
Το ταφικό στρώµα (πίν. 67), εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο και περιελάµβανε δύο
διαταραγµένες και τρεις πρωτογενείς ταφές, καθώς και µία µικρή ανακοµιδή οστών δίπλα στο νότιο
τοίχωµα. Μία ακόµη ταφή είχε αποτεθεί µέσα σε λάκκο ακριβώς µπροστά από την είσοδο.
Κοντά στο βόρειο τοίχωµα του θαλάµου αποκαλύφθηκαν σκελετικά λείψανα δύο
κακοδιατηρηµένων και διαταραγµένων ταφών, που χαρακτηρίζονται ως ταφές Α και Β (σχέδ. 8Β).
Πρόκειται για δύο θραυσµένα κρανία (Κ1-Κ2), τοποθετηµένα σε απόσταση 0,55 µ. µεταξύ τους και
για λίγα οστά άκρων κοντά σε αυτά. Η οµάδα των οστών συνοδευόταν από τέσσερα αγγεία (πίν.
72). Ένας ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ6/Ε1 βρέθηκε πεσµένος πλάγια δίπλα στο κρανίο Κ1. Τρεις
ακόµη ψευδόστοµοι Τ6/Ε2-Ε3-Ε4 είχαν τοποθετηθεί λίγο ανατολικότερα, δίπλα στο βόρειο
τοίχωµα του θαλάµου και βρέθηκαν πεσµένοι στο πλάι, µε την εξαίρεση του Τ6/Ε3 που στεκόταν
όρθιος. Τα παραπάνω αγγεία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη, κατά
την οποία πραγµατοποιήθηκαν οι δύο ταφές. Επίσης κάτω από τον ψευδόστοµο αµφορέα Τ6/Ε2
βρέθηκαν τρία σφονδύλια Τ6/Ε27-29.
∆ύο πρωτογενείς ταφές, οι ταφές Γ και ∆ (πίν. 68), είχαν αποτεθεί η µία πολύ κοντά στην
άλλη στο κεντρικό και πίσω (αντολικό) τµήµα του θαλάµου. Ήταν προσανατολισµένες σύµφωνα µε
τον κατά µήκος άξονα του τάφου δηλ. ανατολικά-δυτικά, µε τα κρανία προς ανατολικά και σε
µικρή απόσταση από το ανατολικό τοίχωµα. Η ταφή Γ, η πρώτη από βόρεια, είχε διατηρηθεί σε
άσχηµη κατάσταση, έχοντας διασώσει το θραυσµένο κρανίο, όλα τα οστά του αριστερού χεριού
(βραχιόνιο, κερκίδα και ωλένη, µετακάρπιο), τον βραχίονα του δεξιού χεριού και πολύ φθαρµένα
τεµάχια των σκελών. Η στάση εναπόθεσης του άνω κορµού δεν ήταν σαφής, διακρινόταν όµως το
κρανίο να είναι στραµµένο προς βορρά, τα χέρια τεντωµένα παράλληλα µε το σώµα και τα σκέλη
συνεσταλµένα µε φορά προς βορρά. Κοντά στην ταφή Γ δεν υπήρχαν κτερίσµατα. Η ταφή ∆
101
σώθηκε σε λίγο καλύτερη κατάσταση από την προηγούµενη, διατηρώντας το θραυσµένο κρανίο, το
δεξί χέρι σχεδόν ακέραιο, λίγα οστά του αριστερού χεριού, ίχνη πλευρών και σπονδύλων και πολύ
φθαρµένα τεµάχια των σκελών. Η στάση του άνω κορµού δεν ήταν σαφής, θα µπορούσε όµως να
είναι ύπτια, µε το κρανίο να στρέφεται πιθανώς λίγο προς βορρά. ∆ιακρίνονταν καθαρά τα χέρια
που ήταν τεντωµένα παράλληλα µε τον κορµό, µε το καλύτερα σωζόµενο δεξί να παρουσιάζει
ελαφρά κάµψη στον αγκώνα. Τα σκέλη ήταν λυγισµένα µε φορά προς νότια.
Σε µικρή απόσταση (0,08 µ.) στα νότια του κρανίου της ταφής ∆ και σε επαφή σχεδόν µε το
πίσω τοίχωµα του θαλάµου, υπήρχε οµάδα 12 αγγείων Τ6/Ε5-Ε16 (πίν. 68). Στην οµάδα
περιλαµβάνονταν ένας πτηνόσχηµος ασκός, ένα δακτυλιόσχηµο αγγείο, µία τριποδική λήκυθος,
τέσσερις ακόµη λήκυθοι και πέντε ψευδόστοµοι αµφορείς (-ίσκοι) (πίν. 73-76). Είχαν στοιβαχθεί σε
κυκλική περίπου διάταξη και σε δύο επάλληλες στρώσεις, ώστε δέκα από αυτά ακουµπούσαν στο
δάπεδο, είτε όρθια είτε πεσµένα στο πλάι, ενώ άλλα δύο είχαν αποτεθεί από επάνω
υπερκαλύπτοντας πολλά από αυτά της κάτω στρώσης. Η µελέτη των αγγείων κατέδειξε ότι
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Εξαίρεση µεταξύ αυτών αποτελεί ο ψευδόστοµος
αµφορίσκος Τ6/Ε6, που είναι πρωιµότερος, καθώς ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Με βάση τα
παραπάνω υποθέτουµε ότι τα αγγεία της εν λόγω οµάδας πιθανώς αποτελούσαν κτερίσµατα των
παρακείµενων ταφών Γ και ∆, που τακτοποιήθηκαν σε σωρό κατά την πραγµατοποίηση της
υστερότερης από αυτές, µε σκοπό ίσως την εξοικονόµηση χώρου στον θάλαµο.
Μία ακόµη πρωτογενής ταφή, η ταφή Ε (πίν. 68), βρισκόταν σε απόσταση 0,50 µ. στα νότια
της ταφής ∆, ενώ µεταξύ των κρανίων των δύο ταφών µεσολαβούσε ο σωρός αγγείων που µόλις
περιγράφηκε. Η ταφή Ε είχε τον ίδιο προσανατολισµό µε τις δύο προηγούµενες, ανατολικά-δυτικά
µε το κρανίο προς το πίσω (ανατολικό) τοίχωµα. Ο σκελετός είχε διατηρηθεί σε καλύτερη
κατάσταση από τις προηγούµενες ταφές και από αυτόν διασώθηκαν το θραυσµένο κρανίο, τεµάχια
πλευρών και σπονδύλων, οστά των χεριών και τα καλοδιατηρηµένα σκέλη. Η στάση εναπόθεσης
του νεκρού ήταν ύπτια κατά τον άνω κορµό, µε το κρανίο να στρέφεται προς βορρά, τα χέρια
τεντωµένα παράλληλα µε το σώµα, ενώ τα σκέλη είχαν έντονη κάµψη µε φορά προς βορρά.
Πιθανώς στην ταφή Ε ανήκει ο ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ6/Ε17 (πίν. 77), της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης,
που βρέθηκε δίπλα στον αριστερό βραχίονα του νεκρού, πεσµένος στο πλάι.
Ακόµη νοτιότερα και σε επαφή µε το νότιο τοίχωµα του θαλάµου υπήρχε µικρή ανακοµιδή
οστών (πίν. 70), που κατελάµβανε χώρο διαστάσεων 0,75 µ. Χ 0,45 µ. Περιλάµβανε λίγα οστά
πιθανώς ανήκοντα σε µια παραµερισµένη ταφή, µεταξύ των οποίων υπήρχαν οστά λεκάνης, άκρων,
πλευρών και τεµάχιο ενός τουλάχιστον κρανίου. Στην ανακοµιδή αποδίδονται δύο τρίωτα
αρτόσχηµα αλάβαστρα Τ6/Ε18 και Τ6/Ε19 της ΥΕ ΙΙΙΑ2, που ήταν ακουµπισµένα σε µικρή
απόσταση βόρεια των οστών (πίν. 77).
102
Ακριβώς µπροστά από την είσοδο υπάρχει στενόµακρος λάκκος (πίν. 69), διαστάσεων 1,75
µ. Χ 0,60 µ. και βάθους 0,60 µ., ο οποίος είναι προσανατολισµένος βόρεια-νότια. ∆ιέθετε κάλυψη
από πέντε πλακοειδείς λίθους, που ήταν φυσικοί αµµόλιθοι της περιοχής. Από πάνω είχε
σφραγιστεί µε στρώµα άοπτου πηλού, πάχους 0,03-0,10 µ., όπως διαπιστώθηκε από τα
υπολείµµατα που βρέθηκαν επάνω και ανάµεσα στις καλυπτήριες, καθώς και περιµετρικά των
τοιχωµάτων. Στο δάπεδο του λάκκου είχε αποτεθεί µία ταφή (πίν. 71), πιθανώς παιδιού ή εφήβου,
όπως συµπεραίνουµε από το µέγεθος των οστών. Ο σκελετός είχε διατηρηθεί πολύ αποσπασµατικά
και διέσωζε θραύσµατα του κρανίου, ίχνη σπονδύλων και πλευρών, τη δεξιά κλείδα, κάποια οστά
των χεριών και τα σκέλη θραυσµένα και φθαρµένα. Είχε τοποθετηθεί σε στάση υπτίως οκλάζουσα,
καθώς τα πόδια βρέθηκαν µε τα γόνατα ψηλά (οκλαδόν). Το κρανίο ήταν τοποθετηµένο προς βορρά
και στραµµένο προς ανατολικά και από τα δύο χέρια το αριστερό ήταν λυγισµένο και ακουµπούσε
στην κοιλιακή χώρα, ενώ από το δεξί διακρινόταν µόνο ο βραχίονας παράλληλα κατά µήκος του
άνω κορµού. Στην ταφή του λάκκου ανήκε µεγάλος κάλαθος Τ6/Ε21, που περιείχε οµάδα πέντε
αγγείων Τ6/Ε22-Ε26 (πίν. 70, 79-81). Ο κάλαθος είχε τοποθετηθεί επάνω στην πρώτη από τις
καλυπτήριες (από τα νότια), όσο ο πηλός της σφράγισης ήταν ακόµη νωπός, αφού το αποτύπωµα
της βάσης του είχε διαγραφεί επάνω σε αυτόν. Τα αγγεία αυτής της οµάδας χρονολογούνται στην
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Πιθανώς στην ίδια ταφή ανήκε και µεγάλος τετράωτος αµφορέας Τ6/Ε20 (πίν.
78), που ήταν τοποθετηµένος σε µικρή απόσταση στα ανατολικά του καλάθου και σε επαφή µε τα
σκέλη της ταφής Ε και χρονολογείται επίσης στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Επιπλέον στην ίδια οµάδα
ευρηµάτων θα πρέπει ίσως να αποδοθεί και µία θραυσµένη λήκυθος Τ6/ΟΜ.6 (πιν. 80), τα
όστρακα της οποίας βρέθηκαν γύρω από τον τετράωτο αµφορέα.
Συνοψίζοντας, ο τάφος 6 είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Ίσως µάλιστα η χρήση του να είχε ξεκινήσει ήδη από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1, µε βάση κάποια όστρακα
κυλίκων που ανήκουν σε αυτήν την περίοδο. Όλες οι ταφές είχαν αποτεθεί επάνω στο δάπεδο, µε
την εξαίρεση της ταφής του λάκκου. Οι πρωιµότερες από αυτές είχαν παραµεριστεί δίπλα στο νότιο
τοίχωµα, όπου αποκαλύφθηκε µικρός σωρός της ΥΕ ΙΙΙΑ2. Στη συνέχεια πραγµατοποιήθηκε
πιθανότατα η παραπλεύρως προς Β. κείµενη ταφή Ε, η οποία χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και
ήταν η πρωιµότερη κατά χώραν ταφή του θαλάµου. Στην ίδια περίπου περίοδο ανήκουν και τα οστά
δύο διαταραγµένων ταφών (ταφές Α και Β) της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης-Ύστερης, που
κείτονταν δίπλα στο βόρειο τοίχωµα του τάφου. Ακολούθησε µάλλον η παιδική ταφή του λάκκου,
που αποτέθηκε στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, όπως υποδεικνύουν τα κεραµικά κτερίσµατα που τη
συνόδευαν. Μία από τις ταφές Γ και ∆, ή ίσως και οι δύο, πρέπει να ήταν η τελευταία (-ες) που
έγινε (-αν) στον τάφο και χρονολογείται (-ούνται) στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, βάσει των στοιχείων που
αντλήθηκαν από οµάδα αγγείων τοποθετηµένων σε µικρό σωρό δίπλα στο κρανίο της ταφής ∆.
103
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Μακρ.-Τ6 (*)
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων)
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ6/Ε1 (Π16254): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφές Α και Β. Πίν. 72.
Ακέραιος, µε πολύ λεπτές αποκρούσεις. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR
7/4), αλείφωµα καστανοκίτρινο (7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (5YR 5/8 και
2,5/1), µε ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,135 µ., διάµετρος κοιλίας 0,123 µ. και
διάµετρος δίσκου 0,031 µ.
∆ίσκος κυκλικός και ελαφρώς κοίλος στο κέντρο, χείλος χωνοειδές, λαβές
ελλειπτικής διατοµής, λαιµοί σχεδόν παράλληλοι, κυλινδρικοί, του
ψευδοστοµίου µε µικρή διαπλάτυνση κάτω από το δίσκο, σώµα σφαιρικό, βάση
ψηλή δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Ολόβαφα ο δίσκος και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Στις ράχες των λαβών,
δύο εφαπτόµενες κατακόρυφες ταινίες, µε εξηρηµένα τρίγωνα στις κορυφές και στις βάσεις τους. Οι ταινίε
αυτές απολήγουν σε δύο αιχµηρά άκρα µέσα στο ανώτερο τµήµα του σώµατος. Τις βάσεις του
ψευδοστοµίου και του στοµίου περιβάλλουν δακτύλιοι. Ο ώµος είναι ακόσµητος. Το σώµα ολόβαφο, µε την
εξαίρεση της περιφέρειας της βάσης.
FS 175. Aκόσµητος ώµος.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.670-εικ. 92d (Καγκάδι, Υποµυκηναϊκή), το ίδιο Mountjoy 1999, αρ. 119,
436 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Petropoulos 2007, Τ2/Λ2/Α/Π68, 256, εικ. 44, ( ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Mountjoy 1999,
458, αρ. 55 και 59 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 471, αρ. 5 ( Ιθάκη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 788, αρ. 279-280 και
282 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 954, αρ. 46 και 48 (Νάξος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.798 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.661 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.943 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ29/Π4524 (ΥΕ
ΙΙΙΒ/Γ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
104
εκατέρωθεν του στοµίου µεγάλες σχηµατοποιηµένες αχιβάδες (ή περίτεχνα ηµικύκλια). Στην απέναντι ζώνη
τρεις οµάδες οµόκεντρων τόξων (ή καµπύλων αµειβόντων) σε οριζόντια διάταξη. Στο σώµα δύο οµάδες
ταινιών, τέσσερις στο ανώτερο τµήµα, µε κόσµηµα κροσσοπεταλίων ανάµεσα στις δύο ανώτερες και δύο
στο κατώτερο τµήµα. Μία ακόµη ταινία περιβάλλει την περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 25: αχιβάδα, ή FM 43: ηµικύκλια, χωρίς απόλυτη ταύτιση. FM 58: αµείβοντες.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.380-εικ. 72e-f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.946-εικ. 96a-b (Καγκάδι, ΥΕ
ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 391, αρ. 75 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.344 (YE IIIΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.925 (ΥΕ ΙΙΙΓ1β). Βικάτου 2008, Τ3/Π4248 (ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ Πρώιµη;).
Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
105
Τ6/Ε4 (Π16257): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφές Α και Β. Πίν. 73.
Συγκολληµένος στο κατώτερο τµήµα του στοµίου και στη βάση της µιας λαβής.
Αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6),
αλείφωµα ανοιχτό καστανόχρωµο (7,5YR 7/4), βαφή ερυθροµέλανη (5YR 5/6
και 2,5/1). Ύψος 0,113 µ, διάµετρος κοιλίας 0,099 µ. και διάµετρος δίσκου 0,026
µ.
∆ίσκος κυκλικός και επίπεδος, χείλος χωνοειδές, λαιµοί µε αµφίκοιλο
περίγραµµα, του στοµίου λίγο λοξός προς τα εµπρός, λαβές ελλειπτικής
διατοµής, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Ολόβαφος ο δίσκος και το χείλος εσωτερικά και στην ανώτερη επιφάνειά του. Στις ράχες των λαβών
εγκάρσιες γραµµές. Στις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου δακτύλιοι. Στα τεταρτοκύκλια του ώµου
οµόκεντρα ηµικύκλια, σχεδιασµένα βιαστικά και άτεχνα. Στην απέναντι ζώνη λίγο µεγαλύτερο θέµα
κροσσωτών ηµικυκλίων. Στο σώµα ταινιωτή διακόσµηση, από πέντε ταινίες στο άνω τµήµα, µία στην κάτω
κοιλία και µία ακόµη γύρω από το κατώτερο άκρο του σώµατος και την περιφέρεια της βάσης.
FS.175. FM.43: οµόκεντρα ηµικύκλια απλά και κροσσωτά.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.285-εικ. 216d, 91a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
Mountjoy 1999, 428, αρ. 98 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 788, αρ. 284 (Φωκίδα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη;). Petropoulos 2007, 262, Τ4/Π55-εικ. 27 και 86a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.795 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.975 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1097 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση – ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
106
παράλληλοι δακτύλιοι. Επιπλέον στην κορυφή του πτηνόσχηµου στοµίου υπάρχει µικρός κύκλος, µε τον
οποίο υποδηλώνονται τα µάτια. Στα δύο πίσω πόδια εγκάρσια γραµµίδια και στο µπροστινό πόδι τέσσερις
κατακόρυφες ταινίες, που προεκτείνονται µέχρι τον λαιµό.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.262, PM.362, εικ. 165-166 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b-Υποµυκηναϊκή).
Paschalidis, McGeorge 2009, 99, εικ. 14 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 5). Giannopoulos 2008, αρ. 46-πιν.
30 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Ακτύπη 2014, 29-30, εικ. 30γ (ασκός από τον Άγ. Βασίλειο
Χαλανδρίτσας). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.449 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.838 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Βικάτου
2008, 293, Τ35/Π4614 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Mountjoy 1999, 299, Αρκαδία (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Ερέτρια,
Ματιές σε µια αρχαία πόλη, Ε.Α.Μ 2010, 95, εικ. 14. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ6/Ε6 (Π16259): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. ∆ίπλα στις ταφές Γ και ∆, αλλά πρωιµότερο από αυτές. Πίν.
73.
Ακέραιος, µε µικρές αποκρούσεις. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell
7,5YR 7/4), αλείφωµα λίγο πιο ανοιχτό από τον πηλό (7,5YR 7/3), βαφή
καστανοµέλανη (7,5YR 5/4 και 2,5/1). Ύψος 0,098 µ., διάµετρος κοιλίας 0,092 µ.
και διάµετρος δίσκου 0,027 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε πολύ χαµηλή κεντρική απόφυση, χείλος χωνοειδές, λαιµοί του
ψευδοστοµίου µε αµφίκοιλο περίγραµµα και του στοµίου κυλινδρικός και λίγο
λοξός προς τα εµπρός, λαβές ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση ψηλή δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική
εξωτερικά.
Ολόβαφα το χείλος εσωτερικά και εξωτερικά και οι ράχες των λαβών. Στον δίσκο άτεχνη σπείρα. ∆ακτύλιοι
γύρω από τις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον ώµο οµάδες κάθετων αµειβόντων, δύο εκατέρωθεν
του στοµίου και άλλες δύο στην απέναντι ζώνη. Στο ανώτερο σώµα τρεις πλατιές ταινίες σε αραιά
διαστήµατα, ενώ το κάτω τµήµα αυτού ολόβαφο, µε την εξαίρεση της εξωτερικής περιφέρειας της βάσης.
FS 175. FM 58/22: αµείβοντες.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.307-εικ. 221g, 66e-f (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1a), το οποίο η
Mountjoy χρονολογεί στην ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση (1999, 429, αρ. 100). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 37, αρ.
12-πιν. 2 (Τ1/11, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 38, αρ. 14-15-πιν. 3 (Τ1/13-14, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και Πρώιµη-
Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1065 (YE IIIΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1008 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1009 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
107
Τ6/Ε7 (Π16260): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφές Γ και ∆. Πίν. 74.
Συγκολληµένος και ελλιπής στο κάτω σώµα.
Λίγες αποκρούσεις κατά τόπους στο σώµα.
Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6),
αλείφωµα καστανόχρωµο ανοιχτό (7,5YR
7/4), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR 5/8 και
2,5/1), µε µερικά ίχνη στίλβωσης. Ύψος
0,098 µ., διάµετρος κοιλίας 0,106 µ. και
διάµετρος δίσκου 0,032 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε χαµηλό κεντρικό κοµβίο,
χείλος χωνοειδές, λαιµοί αµφίκοιλου
περιγράµµατος, του στοµίου ελάχιστα λοξός
προς τα εµπρός, λαβές ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Το χείλος ολόβαφο εσωτερικά, µε την βαφή να βγαίνει λίγο στην εξωτερική επιφάνεια. Στον δίσκο σπείρα.
Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. Στις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου δακτύλιοι. Στον ώµο,
εκατέρωθεν του στοµίου οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη θέµα ενάλληλων ρόµβων µε κρόσσια
στην περιφέρεια, πλαισιώνεται από δύο αντιθετικές σπείρες µε στελέχη. Το σώµα καλύπτεται από πολλές,
σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που φθάνουν µέχρι το κάτω άκρο αυτού ενώ άβαφο παραµένει το άκρο της
εξωτερικής περιφέρειας της βάσης. Η απόδοση του σχεδίου είναι λεπτότεχνη.
FS 175. FM 73/i, ab, ac: ρόµβος. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.546-εικ. 97c-d, 219f (Αχαΐα/ Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 436,
αρ. 123 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 458, αρ. 60 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998,
Α.Ε.Β.456 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.896 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.1332 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
108
και στοµίου, περιβάλλουν δακτύλιοι. Στον ώµο οµόκεντρα ηµικύκλια, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα
δύο στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα, πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που αφήνουν µικρό κενό στο κάτω
άκρο, ενώ ακολουθεί πλατιά ταινία γύρω από την εξωτερική περιφέρεια της βάσης, µε την εξαίρεση του
κατώτερου άκρου αυτής.
FS 175/177. FS 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos PM.75-εικ. 84c, 202d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.416-εικ. 91c, 223b
(άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή). Moschos 2009α, 282, εικ. 21 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α).
Mountjoy 1999, 183, αρ. 412 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 436, αρ. 121 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β 487 (ΥΕ ΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.953 (ΥΕ ΙΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.1000 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη). Βικάτου 2008, T33/Π4588 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
109
Στο σώµα συµµετρικές ταινίες, που καλύπτουν και την περιφέρεια της βάσης.
FS 175/177. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos PM.75-εικ. 84c, 202d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b) , PM.416-εικ. 223b, 91c
(Κλάους, Υποµυκηναϊκή). Moschos 2009α, εικ. 14 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Mountjoy 1999, 183,
αρ. 412 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 436, αρ. 121 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998,
A.E.B.487 (ΥΕ ΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.481 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.1317 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
Βικάτου 2008, Τ33/Π4588 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
110
FS 118.
Ίδιες παραποµπές µε το Τ6/Ε9. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
111
PM.355, AM.56-εικ. 146a-b, 146e, (Κλάους, Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΓ1a-b), εικ. 163-168, PM. 705-εικ. 169e
(Μάνεσι, ΥΕΙΙΙΓ1a). Mountjoy 1999, 348, αρ. 101 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 394, αρ. 88 (Ηλεία,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 456, αρ. 40-1 και 461, αρ. 67 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 569, αρ. 334-5 (Αττική, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), 688, αρ. 207 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 814, αρ. 20 (Φθιώτιδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 947, αρ. 25-
6 (Νάξος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1039, αρ. 172-3 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1101, αρ. 78 (Κως, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 1132, αρ. 17 (Κάλυµνος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Moschos 2009α, 282, εικ. 21 και 24 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη/φάση 6α). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
112
Το σχέδιο προσεκτικό και ακριβές. Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι που απολήγουν σε κεντρικό οφθαλµό.
Λεπτή ταινία στο εξωτερικό και στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες
γραµµές. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις των λαβών, του στοµίου και του ψευδοστοµίου. Στον ώµο,
οµόκεντρα ηµικύκλια που περιγράφονται µε στιγµές, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα τρία στην
απέναντι ζώνη. Στο σώµα ισοπαχείς ταινίες µέχρι το µέσον της κάτω κοιλίας, ενώ το υπόλοιπο τµήµα αυτής
παραµένει άβαφο. Πλατιά ταινία γύρω από την περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43/i: οµόκεντρα ηµικύκλια µε στιγµές στην περιφέρεια.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.212-εικ. 85g-h, 218b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis,
McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 4). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.380, YE IIIΓ Μέση-
Νεότερη), Α.Ε.Β.381 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.759, Α.Ε.Β.858 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη),
Α.Ε.Β.1109 (ΥΕ ΙΙΙΓ1β), Α.Ε.Β.1025 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ32/Π4582 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη). Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
113
ΙΙΙΒ2/ ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 422, αρ. 78 (Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη) 428, αρ. 97 (Αχαΐα/Αιγείρα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση). Βλαχόπουλος 1997, 247-249, 255, εικ. 1-2, Βλαχόπουλος 2012, 237, εικ.56 (ψευδόστοµος
αµφορέας συλλογής Περδικέα Πύλου, ΥΕ ΙΙΙ Μέση ή Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
114
Τ6/Ε20 (Π16273): Τετράωτος αµφορέας. Ταφή του λάκκου. Πίν. 78.
Συγκολληµένος στο ανώτερο τµήµα του λαιµού και στο
χείλος. Μερικές αποκρούσεις στο σώµα και στην
εξωτερική περιφέρεια της βάσης. Πηλός….,
αλείφωµα…, βαφή ερυθροµέλανη (Munsell 10YR 2/1,
2,5YR 5/8). Ύψος 0,384 µ και διάµετρος κοιλίας 0,36
µ.
Χείλος πλατύ, έξω νεύον, γωνιώδες και οριζόντιο,
λαιµός στενός, ψηλός και αµφίκοιλου περιγράµµατος,
σώµα σφαιρικό-κωνικό, τέσσερις οριζόντιες πλοχµωτές
λαβές, οι δύο στη µεγάλη διάµετρο και οι άλλες δύο
ψηλότερα στον ώµο στα διαστήµατα µεταξύ των
πρώτων. Βάση ευρεία και επίπεδη, ελαφρώς κοίλη και
κωνική εξωτερικά
Ολόβαφος ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά, όπως και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Πινελιές στις
ράχες των λαβών και ηµικύκλια στην εξωτερική πλευρά των βάσεών τους. Στον ώµο, στη µία ζώνη µεταξύ
των ανώτερων λαβών αναπτύσσονται τρία δικτυωτά τρίγωνα, και µεταξύ τους κάθετες κυµατοειδείς
γραµµές. Στην άλλη ζώνη πάλι τρία τρίγωνα, εκ των οποίων τα ακραία γεµίζουν µε δικτυωτό και το µεσαίο
µε ηµικύκλια, ενώ µεταξύ τους υπάρχουν επίσης κάθετες κυµατοειδείς γραµµές. Στο άνω σώµα οµάδα από
δέκα πλατιές ταινίες και τρεις ακόµη στο κάτω άκρο του σώµατος, η τελευταία από τις οποίες περιβάλλει
την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS 58/1. FM 61A/5: τρίγωνα µε δικτυωτό. FM 71/9: διαποίκιλτο τρίγωνο. FM 75: κυµατοειδείς γραµµές σε
µετόπη.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.201-εικ. 63b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.3-εικ. 56a (Χαλανδρίτσα, ΥΕ
ΙΙΙΓ1a). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 14-πιν. 16 (Τ4/14, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Κολώνας 2008,
Πόρτες Αχαΐας, 36, εικ. 48. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.351 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.1019 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
Τ6/Ε21 (Π16274): Κωνικός κρατήρας ή κάλαθος. Ταφή του λάκκου. Πίν. 79.
Συγκολληµένος από πολλά τεµάχια και λίγο ελλιπής σε µικρά όστρακα του σώµατος και του χείλους και µε
αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός…, αλείφωµα…., βαφή καστανοµέλανη (Μunsell 5YR 2,5/1, 5/6 και
5/4). Ύψος 0,27 µ. και διάµετρος χείλους 0,505 µ.
Χείλος µικρού πλάτους, γωνιώδες, µε επίπεδη επιφάνεια και µε µικρή κλίση προς τα µέσα, κάτω σώµα
κυλινδρικό και κωνικό άνω τµήµα, λαβές οριζόντιες κυκλικής διατοµής, µε µικρή κλίση προς τα επάνω,
τοποθετηµένες στη µέση περίπου του σώµατος, βάση επίπεδη.
Ολόβαφο το εσωτερικό του αγγείου. Στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους εναλλαγή θεµάτων, κάθετες
115
γραµµές, οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές, δικτυωτοί ρόµβοι σε αλυσίδα, οµόκεντρα ηµικύκλια. Η
εξωτερική επριφέρεια του χείλους είναι άβαφη, ενώ κάτω από αυτήν ακολουθεί πλατιά ταινία. Στην
κεντρική διακοσµητική ζώνη του σώµατος γίνεται εναλλαγή θεµάτων, που διαχωρίζονται µεταξύ τους µε
κάθετες λεπτές γραµµές: στη µία πλευρά διπλή τρέχουσα σπείρα µε κρόσσια, δύο κατακόρυφοι δικτυωτοί
ρόµβοι και τρίγλυφο. Στην απέναντι πλευρά µετόπη εξίτηλη, µετόπη µε γραµµές κυµατοειδείς και ζικ-ζακ,
σπείρα µε κρόσσια και µετόπη µε κυµατοειδείς γραµµές. Στο κάτω σώµα ακολουθούν δύο πλατιές και τρεις
λεπτότερες ταινίες. Στην καλύτερα σωζόµενη λαβή, πινελιά στη ράχη και δακτύλιοι στις ρίζες.
FS 291. FM 46/57: τρέχουσα σπείρα µε κρόσσια. FM 73y: δικτυωτοί ρόµβοι. FM 74: τρίγλυφο. FM 75/31:
µετόπη µε κυµατοειδείς γραµµές.
Πρβλ. Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 4). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, 74-6, αρ. 7-πιν. 15, (Τ4/7, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.455, Α.Ε.Β.292. Βικάτου 2008,
Τ20/Π4395 Τ20/Π4394. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ6/Ε22 (Π16275): Ψευδόστοµος αµφορέας. Μέσα στον κάλαθο Τ6/Ε21. Πίν. 80.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα. Ελλιπής σε µερικά
όστρακα του σώµατος, του χείλους, του δίσκου και της
περιφέρειας της βάσης. Πηλός πορτοκαλόχρωµος ανοιχτός
(Munsell 7,5YR 7/6), αλείφωµα ανοιχτό µπεζ (7,5YR 8/2), βαφή
ερυθροµέλανη (10R 4/8 και 2,5/1), στιλπνή. Ύψος 0,16 µ.,
διάµετρος 0,172 µ. και διάµ. δίσκου 0,044 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές, λαιµοί
σχεδόν παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλου
περιγράµµατος και του στοµίου κυλινδρικός, µε µικρή κλίση
προς τα πίσω, λαβές ταινιωτές, σώµα πιεσµένο σφαιρικό-
κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Το σχέδιο προσεκτικό και ακριβές. Στον δίσκο οµόκεντροι
κύκλοι, µε κεντρικό οφθαλµό. Βαµµένο το άκρο του χείλους, εξωτερικά και εσωτερικά. Στις ράχες των
λαβών εγκάρσιες γραµµές, ενώ γύρω από τις βάσεις αυτών καθώς και του ψευδοστοµίου και στοµίου,
δακτύλιοι. Στο ώµο περίστικτα, οµόκεντρα ηµικύκλια, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα τρία στην
απέναντι ζώνη. Στο σώµα πολλές σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που αφήνουν µικρό κενό στο κάτω άκρο, ενώ
πλατιά ταινία περιβάλλει και την περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43/i: οµόκεντρα ηµικύκλια µε στιγµές.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.212-εικ. 85g-h, 218b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis,
McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 4). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.383, Α.Ε.Β.380,
Α.Ε.Β.381, Α.Ε.Β.759, Α.Ε.Β.858, Α.Ε.Β.1109 κ.ά. Βικάτου 2008, Τ32/Π4582 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
116
Τ6/Ε23 (Π16280): Ψευδόστοµος αµφορέας. Μέσα στον κάλαθο Τ6/Ε21. Πίν. 80.
Ελλιπής σε µικρό όστρακο της περιφέρειας της βάσης. Μικρές αποκρούσεις
στην περιφέρεια του χείλους, καθώς και στο σώµα. Πηλός ανοιχτός
πορτοκαλόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/6), αλείφωµα ανοιχτό γκριζόχρωµο
(10/2), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 4/4 και 2,5/1), µε ίχνη στίλβωσης.
Ύψος 0,19 µ., διάµετρος 0,188 µ. και διάµετρος. δίσκου 0,051 µ.
∆ίσκος ευρύς, κυκλικός µε κωνικό κοµβίο στο κέντρο, χείλος χωνοειδές, οι
λαιµοί µειώνονται λίγο προς τα επάνω και είναι παράλληλοι, λαβές κάθετες
ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό µε επικλινή και λίγο καµπύλο ώµο, βάση
δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Καλοφτιαγµένο σχέδιο. Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι, µε κεντρικό οφθαλµό. Πλατύς δακτύλιος περιβάλλει
το εξωτερικό του χείλους, εισχωρώντας λίγο και εσωτερικά. Άλλοι δακύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις
ψευδοστοµίου, στοµίου και λαβών. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. Στον ώµο δικτυωτά τρίγωνα,
που περιβάλλονται µε ζώνες στιγµών, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα τρία στην απέναντι ζώνη. Στο
σώµα πολλές ισοπαχείς ταινίες, που αφήνουν µικρό κενό στο κάτω άκρο, ενώ µία ακόµη πλατιά ταινία
περιβάλλει την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 61Α/4: τρίγωνα µε δικτυωτό.
Πρβλ. Papadopoulos PM.309-εικ. 82d-e, 223h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.398-εικ. 223g, 83g-h
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Giannopoulos 2008, αρ. 13-πιν. 22 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.2, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Mountjoy 1999, 181, αρ. 399, 182 αρ. 411 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 292, αρ. 241 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 616, αρ. 562, 618, αρ. 568 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 461, αρ. 62-63 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 789, αρ. 286 και 290 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 960, αρ. 74-5 (Νάξος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1058, αρ.
216 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.262 (YE IIIΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.341 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.612 (ΥΕ ΙΙΙΓ1α), Α.Ε.Β.1002 (ΥΕ ΙΙΙΓ-φάση 2). Βικάτου 2008, Τ33/Π11088 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
117
Τ6/Ε24 (Π16277): ∆ίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Μέσα στον κάλαθο Τ6/Ε21. Πίν. 81.
Ελλιπές σε µικρό τµήµα του λαιµού και του χείλους. Μικρές αποκρούσεις στο
σώµα. Πηλός καστανόχρωµος-ροδί (Munsell 5YR 6/4), αλείφωµα µπεζ-κιτρινωπό
(7,5YR 8/3), βαφή ερυθροµέλανη (5YR 5/8 και 6/8 και 4/3και 2,5/1). Ύψος 0,09 µ.
και διάµετρος 0,102 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός ψηλός και αµφίκοιλος-κωνικός, ώµος στενός και
επικλινής, λίγο καµπύλος, σώµα κυλινδρικό, δύο οριζόντιες κυλινδρικές λαβές,
σχεδόν κατακόρυφες επάνω στην ακµή του ώµου, βάση επίπεδη και στο κέντρο
ελαφρώς κοίλη.
Ολόβαφα, ο λαιµός εξωτερικά και σε µικρό βάθος εσωτερικά, οι ράχες των λαβών
και το κυλινδρικό σώµα του αγγείου. Στη µία πλευρά του ώµου δύο οµόκεντρα
ηµικύκλια, σχεδιασµένα άτεχνα και στην άλλη πολλαπλά ζικ-ζακ. Η αθέατη
επιφάνεια της βάσης αδιακόσµητη.
FS 96. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 61/18: πολλαπλά ζικ-ζακ.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 394, παρ. 84 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 358, αρ. 132 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη),
456, αρ. 40 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1118 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Βικάτου 2008,
Τ2/Π4265 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ6/Ε25 (Π16278): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Μέσα στον κάλαθο Τ6/Ε21. Πίν. 81.
Συγκολληµένος στη βάση του στοµίου, στο ψευδοστόµιο και στη µία λαβή.
Ελλιπής στην άλλη λαβή και µε αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο
(7,5YR 8/3), βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR 4/6 και 2,5/1), καλής ποιότητας,
στιλπνή. Ύψος 0,102 µ., διάµετρος κοιλίας 0,099 µ. και διάµετρος δίσκου
0,028 µ.
∆ίσκος κυκλικός και στενός µε κεντρική απόφυση, χείλος χωνοειδές,
λαιµοί παράλληλοι, του ψευδοστοµίου αµφίκοιλου περιγράµµατος και του
στοµίου κυλινδρικός, η σωζόµενη λαβή κάθετη ταινιωτή, σώµα σφαιρικό-
κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι. Στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους δακτύλιος, που εισχωρεί λίγο και
εσωτερικά. ∆ακτύλιοι στις βάσεις ψευδοστοµίου, στοµίου και λαβών. Στη ράχη της σωζόµενης λαβής,
εγκάρσιες γραµµές. Στον ώµο τέσσερα διαποίκιλτα τρίγωνα, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα δύο
στην απέναντι ζώνη, τα οποία περιγράφονται µε κρόσσια ή στιγµές και γεµίζουν µε φολιδωτό και µε
παράλληλες γραµµές, κάθετες ή οριζόντιες. Στο σώµα πολλές, σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που φθάνουν µέχρι
τη βάση.
FS 175. FM 71: διαποίκιλτα τρίγωνα. FM 42/32: φολιδωτά τρίγωνα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, BE.4-εικ. 88f, 211j (Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.80-εικ. 78a-b, 212f (άγνωστης
118
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.76-εικ. 85d-e, 213a (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b) κ.ά. Mountjoy 1999,
164, αρ. 340 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 436, αρ. 120 (Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Giannopoulos
2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, A.E.B.250,
Α.Ε.Β.406, A.E.B.539, Α.Ε.Β.909, Α.Ε.Β.1028, Α.Ε.Β.1335, Α.Ε.Β.1326, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Νεότερη κ.ά. Βικάτου 2008, Τ32/Π4578 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
T6/E26 (Π16279): Ψευδόστοµος αµφορέας. Μέσα στον κάλαθο Τ6/Ε21. Πίν. 81.
Ελλιπής σε όστρακα του χείλους, σε µικρό
τµήµα του ψευδοστοµίου, σε µερικά όστρακα
των λαβών και της περιφέρειας της βάσης.
Συγκολληµένος στις λαβές και στον δίσκο.
Πηλός ανοιχτός πορτοκαλόχρωµος (Munsell
7,5YR 7/6), αλείφωµα γκριζοκάστανο (7,5YR
7/4 και 10YR 7/2), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR
2,5/1, 5/8 και 5/6), καλής ποιότητας, στιλπνή. Ύψος 0,191 µ., διάµετρος
κοιλίας 0,195 µ. και διάµετρος δίσκου 0,056 µ.
∆ίσκος κυκλικός ευρύς µε χαµηλό κεντρικό κοµβίο, χείλος ευρύ χωνοειδές, λαιµοί κυλινδρικοί και
παράλληλοι, λαβές κάθετες ταινιωτές, σώµα κωνικό µε ευθύ ώµο, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική
εξωτερικά.
Το σχέδιο προσεκτικό. Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι, µε κεντρικό οφθαλµό. Στις ράχες των λαβών
εγκάρσιες γραµµές, ενώ γύρω από τις βάσεις αυτών, καθώς και του ψευδοστοµίου και στοµίου, δακτύλιοι.
Στο ώµο, εκατέρωθεν του στοµίου δύο διαποίκιλτα τρίγωνα περιγεγραµµένα µε ζώνες στιγµών, εκ των
οποίων το ένα περιέχει οµόκεντρα ηµικύκλια που γεφυρώνονται µε ενάλληλες γωνίες και το άλλο
κυµατοειδείς γραµµές και αµείβοντες, σε κατακόρυφη τοποθέτηση. Στην απέναντι ζώνη σύστηµα τριών
οµόκεντρων ηµικυκλίων, που γεφυρώνονται µε ενάλληλες γωνίες. Το σώµα περβάλλεται από πολλές, σχεδόν
ισοπαχείς ταινίες, που φθάνουν µέχρι το κατώτερο άκρο, ενώ πλατιά ταινία περιβάλλει και την περιφέρεια
της βάσης.
FS 175. FM 43/32: οµόκεντρα ηµικύκλια, που συνδέονται µε ενάλληλες γωνίες. FM 58/22: κάθετοι
αµείβοντες. FM 53/38: κάθετες κυµατοειδείς γραµµές.
Πρβλ. Papadopoulos PM.213-εικ. 84a-b, 217a (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.389-εικ. 73a/b και
214c (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Paschalidis, McGeorge 2009, 97, εικ. 12α (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 4).
Petropoulos 2007, T4/Π44, 261, εικ. 22, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη. Mountjoy 1999, 166, αρ. 343 (Αργολίδα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 183, αρ. 413 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, A.E.B.248 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη), Α.Ε.Β.400 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.563 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.847 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Νεότερη) κ.ά. Βικάτου 2008, Τ20/Π4397 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), Τ20/Π4399 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
119
Τ6/OM. 6 (Π16276): Στενόλαιµη πρόχους ή λήκυθος. Γύρω από τον τετράωτο αµφορέα. Πίν. 80.
Συγκολληµένη και ελλιπής σε τµήµα του λαιµού και του χείλους, καθώς και σε
αρκετά όστρακα του σώµατος. Πηλός ανοιχτός πορτοκαλόχρωµος (Munsell
7,5YR 7/6), αλείφωµα κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR 8/4), βαφή ερυθροκάστανη
(5YR 4/6 και 2,5/1). Ύψος 0,104 µ. και διάµετρος κοιλίας 0,109 µ.
Χείλος χωνοειδές, λαιµός στενός αµφίκοιλου περιγράµµατος, λαβή κάθετη
ελλειπτικής διατοµής, από το χείλος µέχρι τον ώµο, σώµα αµφικωνικό, βάση
δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
∆ακτύλιος στο εσωτερικό του χείλους. Στη ράχη της λαβής εγκάρσιες γραµµές.
∆ακτύλιοι γύρω από τις βάσεις λαβής και στοµίου. Στον ώµο τρία µεγάλα
οµόκεντρα ηµικύκλια, τα οποία γεµίζουν µε άλλα µικρότερα αντίθετης φοράς (µεγάλες σχηµατοποιηµένες
αχιβάδες). Στο σώµα πολλές, σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, που διακόπτονται από µία πλατύτερη στη µεγάλη
διάµετρο. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει την περιφέρεια της βάσης, µε την εξαίρεση του κατώτερου
άκρου αυτής, που είναι άβαφο.
FS 118. FM 25: αχιβάδα, ή FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια, χωρίς απόλυτη ταύτιση του µοτίβου.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.244-εικ. 147a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999,
431, αρ. 108 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.550 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ1/Π4281 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓΎστερη.
Τ6/Ε27-28-29 (Μ5467-9): Σφονδύλια. Κάτω από τον ψευδόστοµο Τ6/Ε2, µε τις ταφές Α και Β. Πίν. 72.
Τρία µικρά στεάτινα σφονδύλια, δύο κωνικά και ένα αµφικωνικό. Τα δύο κωνικά έχουν ύψος 0,012 µ. και
διάµετρο βάσης 0,018 µ. και το αµφικωνικό µέγιστο ύψος 0,015 µ. και διάµετρο 0,018 µ. Χρονολόγηση:
Πιθανώς ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
Ευρήµατα δρόµου:
T6/δρόµος/ΟΜ.1. Στρ.2. Πίν. 82.
Η οµάδα περιλαµβάνει 11 όστρακα.
1) Όστρακο επίπεδης βάσης και κατώτερου σώµατος ανοιχτού αγγείου, πιθανώς κυλινδρικού κυπέλλου.
Πηλός πορτοκαλόχρωµος (5YR 7/6), αλείφωµα όµοιο, ίχνη καστανοµέλανης βαφής. Εσωτερικά ολόβαφο,
δυσδιάκριτη διακόσµηση εξωτερικά.
Κυλινδρικό κύπελλο, µε καµπύλο κάτω σώµα. FS 225. Πιθανή χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΑ2.
2) Όστρακο γωνιώδους έξω νεύοντος χείλους (κρατήρα) και ένα όστρακο σώµατος συνανήκον µε αυτό.
Πηλός καστανοκίτρινος (Munsell 10YR 7/4), αλείφωµα καστανοκίτρινο (10YR 8/3). Ίχνη καστανοµέλανης
βαφής. Εσωτερικά ολόβαφο και εξωτερικά πολύ δυσδιάκριτο, µε πιθανή ταινία γύρω από το χείλος. Πιθανώς
συνανήκον µε τον κρατηρίσκο της ΟΜ.2.
3) Όστρακο χείλους και ανώτερου σώµατος µε ακέραιη κάθετη λαβή. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (Munsell
120
5YR 6/6), αλείφωµα όµοιο. Πολύ δυσδιάκριτα ίχνη µελανής βαφής, κυρίως πάνω στη λαβή, αλλά και στην
εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια. Ίσως προέρχεται από δίωτη κύλικα µε γωνιώδες χείλος: FS 255/ΥΕ
ΙΙΙΑ1, FS 266/ΥΕ ΙΙΙΑ2-IIIB.
4) Όστρακο σώµατος µε τµήµα της οριζόντιας λαβής σκύφου. Πηλός καστανός (Munsell 7,5YR 6/4),
αλείφωµα κιτρινωπό (7,5YR 8/2). Πολύ δυσδιάκριτα ίχνη µελανής βαφής εσωτερικά και εξωτερικά. Ένα
µικρό όστρακο σώµατος, πιθανώς συνανήκον µε αυτό.
5) Λίγα ακόµη µικρά όστρακα χείλους και σώµατος.
121
3) ∆ύο συγκολλώµενα όστρακα, κοντά στο χείλος, πηλού πορτοκαλόχρωµου, µε ίχνη ερυθρής βαφής
εσωτερικά και εξωτερικά.
4) Τέσσερα πιθανώς συνανήκοντα, αλλά όχι συγκολλώµενα όστρακα ανοιχτού αγγείου, το οποίο είναι
ολόβαφο εσωτερικά και φέρει ίχνη από ταινίες εξωτερικά. Πηλός καστανοκίτρινος (Munsell 7,5YR 6/6),
αλείφωµα πιο ανοιχτό καστανοκίτρινο (7,5YR 8/2), βαφή καστανοµέλανη.
5) Τρία συνανήκοντα µικρά όστρακα, τα δύο από τα οποία συγκολλώνται. Επίπεδη επιφάνεια, ίσως από
βάση (;). Με δυσδιάκριτους λεπτούς δακτυλίους εξωτερικά.
6) Τρία ακόµη µικρά µη συνανήκοντα όστρακα.
122
Τ6/δρόµος/ΟΜ.2. Στρώµα 3, µάρτυρας. Πίν.85
1) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος, το ένα κοντά στο χείλος. Στο τελευταίο είναι διακριτή διακόσµηση
από πλατιά ταινία ακολουθούµενη από δύο δικτυωτούς ρόµβους, ίσως από αλυσίδα ρόµβων. Πηλός
καστανόχρωµος (Munsell 5YR 6/6), αλείφωµα κιτρινωπό (10YR 8/1). Χρονολόγηση ΥΕ ΙΙΙΓ.
2) Ένα ακόµη όστρακο σώµατος.
123
Τ6/δρόµος/ΟΜ.3. Στρώµα 4. Βάθος 1,90 µ.-2,06 µ. Πίν.87.
1) Ένα όστρακο σώµατος συνανήκον µε όστρακα της ΟΜ.2, σε βάθος 0,70-0,87 µ. Σώζει ίχνη από τρεις
πλατιές ταινίες. Πηλός καστανόχρωµος και αλείφωµα κιτρινωπό.
2) Τέσσερα συγκολλώµενα και συνανήκοντα όστρακα, βάσης, στελέχους και γάστρας κύλικας, µε κοντό
στέλεχος. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα καστανοκίτρινο (7,5YR 8/2), βαφή
καστανοµέλανη. Πλατιά ταινία στη γάστρα εξωτερικά και µία ακόµη στο κάτω άκρο αυτής. Τρεις δακτύλιοι
περιβάλλουν το στέλεχος και ένας ακόµη τη σωζόµενη επιφάνεια της βάσης. Εσωτερικά ολόβαφο.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΑ.
124
2) Μικρό όστρακο σώµατος πηλού ροδόχρωµου. Ολόβαφο εσωτερικά µε καστανή βαφή. Εξωτερικά
καστανοκίτρινο αλείφωµα.
3) Μικρό όστρακο σώµατος πορτοκαλόχρωµου πηλού, ολόβαφο µελανό εσωτερικά.
4) Μικρό πυριτολιθικό εργαλείο.
125
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 6 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ταφές Α και Β Τ6/Ε1, Ε2, Ε3, Ε4: Τ6/Ε27-Ε29: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και
Ψευδόστοµοι αµφορείς Σφονδύλια ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Ύστερη
Ταφές Γ και ∆ Τ6/Ε5: Πτηνόσχηµος ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και
ασκός ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
Τ6/Ε6, Ε7, Ε8, Ε10,
Ε16: Ψευδόστοµοι
αµφορείς
Τ6/Ε9, Ε11, Ε12, Ε13:
Λήκυθοι
Τ6/Ε14: Τριποδικό
ληκύθιο
Τ6/Ε15: ∆ακτυλιόσχηµο
αγγείο
Ταφή Ε Τ6/Ε17: Ψευδόστοµος ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
αµφορίσκος
126
ΤΑΦΟΣ 7 (Μακρ.-Τ7) (σχέδ. 9, πίν. 88-94)
Θαλαµωτός τάφος µικρού µεγέθους, προσανατολισµένος περίπου ανατολικά-δυτικά και µε το
θάλαµο στα ανατολικά. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστου
κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 9). Βρίσκεται στο νότιο άκρο του οικοπέδου Μακρυγιάννη. Είναι
λαξευµένος κατά ένα επίπεδο χαµηλότερα από τους τάφους της ανώτερης σειράς (Τ1-Τ5), επάνω
στην κατηφορική επιφάνεια της πλαγιάς. Ο τάφος έχει καταστραφεί από εκσκαφικό µηχάνηµα στο
βόρειο τµήµα της οροφής, σε όλο το µέτωπο µέχρι την επιφάνεια της ξερολιθιάς και στο ανώτερο
τµήµα των τοιχωµάτων του δρόµου (πίν. 88).
Ο δρόµος (πιν. 88) έχει µήκος επί δαπέδου 3,10 µ. και πλάτος 1,10 µ. στην αρχή του και
1,50 µ. στη βάση της πρόσοψης. Το δάπεδό του έχει επιφάνεια ανώµαλη και παρουσιάζει οµαλή
κατηφορική κλίση προς την είσοδο. Τα πλευρικά τοιχώµατα διατηρήθηκαν σε µικρό ύψος, που
φθάνει κατά το µέγιστο το 1,00 µ. περίπου στη νότια πλευρά κοντά στην πρόσοψη. Μέχρι το ύψος
που σώθηκε ο δρόµος ήταν επικαλυµµένος µε αµµώδη επίχωση (κιµιλόχωµα), µέσα στην οποία και
κοντά στην πρόσοψη του τάφου περιέχονταν µερικά όστρακα T7/∆Ρ/OM.1, OM.2 και δύο
σφονδύλια Τ7/∆Ρ/Ε1-Ε2 (πίν. 94).
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και στο τµήµα της που σώζεται έχει ύψος 1,25
µ. και πλάτος στη βάση της 1,50 µ. Στο κάτω τµήµα της ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος,
ύψους 0,80 µ.και πλάτους 0,60 µ. στο κατώφλι, που είναι τοποθετηµένη έκκεντρα και κοντύτερα
στο δεξί (νότιο) τοίχωµα.
Το στόµιο έχει µήκος 0,75 µ. και τα πλευρικά του τοιχώµατα παρουσιάζουν καµπύλωση και
απόκλιση προς τα µέσα, µε ανάλογη αύξηση του πλάτους από 0,60 µ. στην είσοδο σε 0,70 µ. στο
εσωτερικό άκρο προς τον θάλαµο. Το δάπεδο του στοµίου είναι ήπια κατηφορικό, σε οµαλή
συνέχεια της κλίσης του δρόµου. Τόσο η είσοδος όσο και το στόµιο είχαν φραχθεί µε καλοχτισµένη
ξερολιθιά (πίν. 88). Αυτή αποτελείτο από αργούς φυσικούς πλακοειδείς λίθους, οι οποίοι κάλυπταν
όλο το βάθος του στοµίου, προεξέχοντας λίγο προς το εσωτερικό του θαλάµου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό και διαµέτρους 2,05 µ. Χ 2,10 µ. Είναι
ανοιγµένος περίπου συµµετρικά σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου. Το βόρειο τµήµα
της οροφής και των ανώτερων τοιχωµάτων έχουν καταστραφεί κατά τις εκσκαφικές εργασίες. Στο
σωζόµενο νότιο τµήµα η οροφή έχει θολωτό σχήµα. Το δάπεδο του θαλάµου αποτελεί οµαλή
συνέχεια του δαπέδου του στοµίου, χωρίς µεσολάβηση σκαλοπατιού. Η επίχωση που τον είχε
καλύψει µέχρι ένα ορισµένο βάθος ήταν αναµοχλευµένη και περιείχε σύγχρονα αντικείµενα που
εισήλθαν κατά την κατασκευή της προς νότια όµορης οικοδοµής, αλλά και κάποιους όγκους
κιµιλιάς που προήλθαν από την καταστροφή του πετρώµατος. Σε µικρό ύψος από το δάπεδο υπήρχε
127
ΣΧΕ∆ΙΟ 9
128
αδιατάραχτο λεπτό στρώµα κίτρινου κιµιλοχώµατος µε σβόλους, φυσική λατύπη και µικρές πέτρες,
που κάλυπτε το ταφικό στρώµα.
Το ταφικό στρώµα (πιν. 89) εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο, όπου είχαν αποτεθεί πέντε
πρωτογενείς ταφές. Οι τέσσερις από αυτές ήταν παράλληλες µεταξύ τους (πίν. 90), τοποθετηµένες
σύµφωνα µε τον κατά µήκος άξονα του τάφου, δηλ. ανατολικά-δυτικά, µε τα κρανία στο βάθος του
θαλάµου (ανατολικά). Λόγω της στενότητας του χώρου οι ταφές άγγιζαν η µία την άλλη ή ακόµη
και αλληλεπικαλύπτονταν. Η πέµπτη ταφή είχε άλλο προσανατολισµό, µε το κρανίο προς νότια.
Η ταφή Α (πίν. 90) ήταν η βορειότερη. Ο σκελετός σωζόταν σε µέτρια κατάσταση, έχοντας
διατηρήσει το θραυσµένο κρανίο (Κ1), ίχνη σπονδύλων και πλευρών, την αριστερή κλείδα, τα οστά
των χεριών µε το δεξί να είναι περισσότερο φθαρµένο και τα οστά των σκελών µε φθορές και
σπασίµατα στα άκρα. Ο νεκρός κείτονταν σε στάση ύπτια κατά τον άνω κορµό, ενώ τα σκέλη ήταν
συνεσταλµένα µε φορά προς βορρά, τα χέρια τεντωµένα παράλληλα µε τον κορµό και το κρανίο
κατ΄ ενώπιον µε ελαφρά κλίση προς νότια. Η ταφή Α ήταν ακτέριστη.
Η ταφή Β (πίν. 91) βρισκόταν ακριβώς δίπλα και στα νότια της προηγούµενης. Σωζόταν λίγο
πιο αποσπασµατικά, έχοντας διατηρήσει το θραυσµένο κρανίο (Κ2), λίγα κατάλοιπα των πλευρών,
τα χέρια µε σπασίµατα από τους αγκώνες και κάτω, οστά της λεκάνης και τα οστά των σκελών σε
λίγο καλύτερη κατάσταση αλλά και αυτά µε φθορές στα άκρα και µε σπασίµατα στις κνήµες. Η
ταφή Β ήταν τοποθετηµένη σε στάση υπτίως συνεσταλµένη, µε το κρανίο κατ’ ενώπιον µε µικρή
κλίση προς νότια, τα σκέλη συνεσταλµένα µε φορά προς νότια και τα χέρια λυγισµένα και
διπλωµένα παράλληλα πάνω στην κοιλιακή χώρα. Στον νεκρό ανήκαν δύο µικρά χάλκινα
δακτυλίδια Τ7/Ε1 που βρέθηκαν θραυσµένα στην περιοχή της λεκάνης και σε µικρή απόσταση από
τα χέρια και µερικές χάντρες κορναλίνης Τ7/Ε2 που ήταν περασµένες γύρω από τον λαιµό (πίν.
92). Στην ταφή Β αποδίδεται και ένας αιγυπτιακός σκαραβαίος από φαγεντιανή Τ7/Ε9 (πίν. 93),
που είχε τοποθετηθεί κάτω από µικρό λίθο πίσω ακριβώς από το δεξί γόνατο αυτής. Ένα πήλινο
κωνικό σφονδύλι Τ7/Ε8 (πίν. 93), που βρέθηκε στην περιοχή µεταξύ των κρανίων των ταφών Α και
Β ανήκε είτε στη µία είτε στην άλλη.
Η ταφή Γ (πίν. 91), βρισκόταν δίπλα και στα νότια της ταφής Β και λίγο πιο µπροστά από
αυτήν. Τα σκέλη µάλιστα της ταφής Β ακουµπούσαν επάνω της και την είχαν λίγο υπερκαλύψει,
καταδεικνύοντας ότι πιθανώς η ταφή Γ ήταν πρωιµότερη. Ο σκελετός ήταν ελλιπής και
κακοδιατηρηµένος και διέσωζε το θραυσµένο κρανίο (Κ3), ίχνη πλευρών και σπονδύλων, το δεξί
βραχιόνιο και τα οστά των σκελών λίγο καλύτερα διατηρηµένα, αλλά µε αρκετές φθορές και
σπασίµατα. Η στάση του σκελετού ήταν υπτίως συνεσταλµένη, αλλά δεν ήταν σαφής η θέση των
χεριών, λόγω της ελλιπούς διατήρησής τους. Στην ταφή Γ ανήκαν µερικές χάντρες Τ7/Ε10, που
βρέθηκαν στην περιοχή του λαιµού και ένα θραυσµένο χάλκινο δακτυλίδι Τ7/Ε11, που βρέθηκε
129
κατά τον καθαρισµό των ποδιών της ταφής (πίν. 93).
Η ταφή ∆ (πίν. 91), ήταν τοποθετηµένη στα νότια της ταφής Γ και σε επαφή µε αυτήν.
∆ιασώθηκε αποσπασµατικά, έχοντας διατηρήσει το θραυσµένο κρανίο (Κ4), το αριστερό χέρι, και
τα οστά των σκελών µετακινηµένα από τη θέση τους και µαζεµένα πάνω στον θώρακα. Παρόλη
την κακή κατάσταση του σκελετού, είναι σαφές ότι ο άνω κορµός ήταν τοποθετηµένος σε ύπτια
στάση, το κρανίο ήταν στραµµένο προς βορρά και το σωζόµενο αριστερό χέρι εκτεινόταν
παράλληλα µε τον κορµό.
Τρία αγγεία που βρέθηκαν µεταξύ των κρανίων των ταφών Β, Γ, ∆ ανήκαν µόνο σε µία ή σε
περισσότερες από αυτές (πίν. 92). Ήταν αβαθής κύαθος Τ7/Ε3, τετραπλός κέρνος Τ7/Ε4 και
τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο Τ7/Ε5, που χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη µέχρι
ΥΕ ΙΙΙΑ2. Τα αγγεία ήταν τοποθετηµένα όρθια επάνω στο δάπεδο. Μαζί µε αυτά υπήρχε και ένα
αµφικωνικό σφονδύλι Τ7/Ε7 (πίν. 93).
Σε µικρή απόσταση στα δυτικά των ταφών Β, Γ, ∆, αποκαλύφθηκαν σκελετικά λείψανα
ανήκοντα σε µία ακόµη διαταραγµένη ταφή, που χαρακτηρίζεται ως ταφή Ε (σχέδ. 9). Η εντελώς
αποσπασµατική διατήρηση του σκελετού, καθώς και τα ελλιπή ανασκαφικά στοιχεία δε µας
επιτρέπουν να βγάλουµε πολλά συµπεράσµατα. ∆ιαπιστώθηκε µε βεβαιότητα το θραυσµένο κρανίο
(Κ5) σε απόσταση 0,06 µ. από το νότιο τοίχωµα του θαλάµου. Στη συνέχεια προς βόρεια, εκεί όπου
ήταν αναµενόµενο να βρεθούν τα οστά του άνω κορµού, µεσολαβούσαν τα συνεσταλµένα σκέλη
της ταφής Γ, ενώ δύο µικρά οστά χεριού (;) είχαν τοποθετηθεί πάνω από αυτά. Ακόµη βορειότερα,
σε απόσταση 0,50 µ. στα βόρεια του κρανίου Κ5 αποκαλύφθηκε ένα µακρό οστό, που δεν είναι
σίγουρο εάν ανήκε στην ταφή Ε, ή εάν προέκυψε κατά τη µετακίνηση των σκελών της ταφής ∆ και
ανήκε σε αυτήν. Η θέση του κρανίου δίπλα στο νότιο τοίχωµα, υποδεικνύει ότι πιθανώς η ταφή Ε
είχε προσανατολισµό κατά τον άξονα βόρεια-νότια. Ένα τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο Τ7/Ε6 (πίν.
92), τοποθετηµένο σε µικρή απόσταση στα δυτικά του κρανίου Κ5 πιθανώς συνόδευε τον νεκρό. Το
αγγείο χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2, κατά την οποία ίσως πραγµατοποιήθηκε η ταφή Ε. Κατά τον
καθαρισµό του δαπέδου του θαλάµου βρέθηκαν λίγες ακόµη χάντρες Τ7/Ε12 (πίν. 93).
Συνοψίζοντας, ο τάφος 7 του οικοπέδου Μακρυγιάννη είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ2. Η µελέτη των σκελετικών λειψάνων αλλά και η
κατάσταση διατήρησής τους, καταδεικνύει την πιθανή διαδοχή των ταφών. Φαίνεται ότι
προηγήθηκαν οι ταφές Γ, ∆, Ε του νότιου τµήµατος του θαλάµου, οι οποίες σώζονταν
αποσπασµατικά και µε µερικά οστά µετακινηµένα. Στη συνέχεια πρέπει να ακολούθησαν οι ταφές Α
και Β του βόρειου και κεντρικού τµήµατος του θαλάµου, που διατηρούνταν σε καλύτερη
κατάσταση. Ως προς την απόδοση των κεραµικών ευρηµάτων του ταφικού στρώµατος σε
συγκεκριµένες ταφές, υποθέτουµε ότι το Τ7/Ε6 ανήκε στην ταφή Ε και την χρονολογεί στην ΥΕ
130
ΙΙΙΑ2. Τα υπόλοιπα τρία αγγεία Τ7/Ε3-Ε5 ήταν τοποθετηµένα όλα µαζί κοντά στα κρανία των
τριών ταφών Β, Γ, ∆, αλλά µε την ταφή Β να στρέφει το βλέµµα προς αυτά και να τα «διεκδικεί». Η
µελέτη τους κατέδειξε ότι είναι περίπου σύγχρονα µε µικρή ίσως χρονολογική απόκλιση από την
ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ2. Υποθέτουµε λοιπόν ότι αποτελούσαν κτερίσµατα
των τριών ταφών Β, Γ και ∆, οι οποίες θα έγιναν µε διαφορά λίγων χρόνων.
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ7/Ε1 (Μ5470-5471): Χάλκινα δακτυλίδια. Από την περιοχή της λεκάνης της ταφής Β. Πίν. 92.
∆ύο χάλκινα δακτυλίδια του τύπου του απλού κρίκου. Το πρώτο είναι θραυσµένο σε έξι τεµάχια και
αποτελείται από έλασµα ελλειπτικής διατοµής πλάτους 0,002 µ. Το δεύτερο είναι θραυσµένο σε τρία τεµάχια
και αποτελείται από ταινιόσχηµο έλασµα πλάτους 0,006 µ.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PMX 643b, PMX 517, εικ. 280a, (Καγκάδι, Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ). Κολώνας
1998, πιν. 255, Α.Ε.Β 53 (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ), Α.Ε.Β 589β (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2
Πρώιµη-ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ7/Ε2 (Μ5472): Χάντρες κορναλίνης. Γύρω από τον λαιµό της ταφής Β. Πίν. 92.
Επτά χάντρες κορναλίνης, εκ των οποίων µία αµυγδαλόσχηµη και έξι µικρές στρογγυλές. Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη-ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ7/Ε3 (Π16281): Αβαθής κύαθος µε υπερυψωµένη λαβή. Κοντά στα κρανία των ταφών Β, Γ, ∆. Πίν. 92.
Αποκρούσεις και αποφλοιώσεις στην περιφέρεια του χείλους και στο σώµα
εσωτερικά και εξωτερικά. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4),
αλείφωµα δυσδιάκριτο, βαφή ερυθροµέλανη (2,5 YR 4/8 και 2,5/1). Ύψος 0,05 µ
(µαζί µε τη λαβή) και διάµετρος χείλους 0,090 µ.
Ρηχό ηµισφαιρικό σώµα, µε απλό, κυκλικό χείλος, λαβή κάθετη, ταινιωτή, υπερυψωµένη, βάση ψηλή
κωνική και στην κάτω επιφάνεια κοίλη µε κεντρικό κοµβίο.
Το αγγείο ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά.
FS.238.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 412, αρ. 37 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν.
54 (Σπαλιαρέικα, Τ10/Ταφή 1, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 233, Α.Ε.Β.715 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008,
Τ34/Π4606(ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
(*Ο κατάλογος ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
131
Τ7/Ε4 (Π16282): Τετραπλό αγγείο από αρτόσχηµα αλάβαστρα. Κοντά στα κρανία των ταφών Β, Γ, ∆.
Πίν. 92.
Συγκολληµένο στην καλαθόσχηµη λαβή και στο χείλος του ενός
αλαβάστρου. Ελλιπές σε µερικά όστρακα του χείλους δύο αλαβάστρων,
καθώς και σε δύο από τις οριζόντιες λαβές. Πηλός καστανόχρωµος
ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR 8/4),
βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR 4/6, 2,5YR 2,5/1). Ύψος 0,084 µ. (µαζί µε
τη λαβή). Ύψος του ενός αλαβάστρου 0,053 µ. και διάµετρος κοιλίας
0,076 µ.
Αποτελείται από τέσσερα αρτόσχηµα αλάβαστρα, που ενώνονται µε
συνδέσµους πηλού. ∆ιαθέτει ψηλή, καλαθόσχηµη, τιανιωτή λαβή. Τα
επιµέρους αγγεία έχουν χείλος έξω νεύον, στενό και λίγο επικλινές,
λαιµό κωνικό, σώµα αρτόσχηµο µε ώµο επικλινή και τρεις οριζόντιες
λαβές επάνω σε αυτόν, καµπύλο κάτω σώµα και βάση.
Η διακόσµηση είναι πολύ εξίτηλη και δυσδιάκριτη σε µερικά σηµεία. Η καλαθόσχηµη λαβή πιθανώς είναι
ολόβαφη, όπως επίσης και οι λαιµοί εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και οι λαβές των επιµέρους
αλαβάστρων. Στο σώµα τους αναπτύσσεται βραχώδες κόσµηµα µε ψηλά σκέλη, που φθάνουν σχεδόν µέχρι
τον λαιµό. Η διακόσµηση του κάτω σώµατος και της βάσης ασαφής.
FS 327: σύνθετο αγγείο. FS 85: επιµέρους αλάβαστρα. FM 32/5: βραχώδες κόσµηµα.
Πρβλ. για τα επιµέρους αλάβαστρα: Mountjoy 1999, 117, αρ. 149 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 260, αρ. 59
(Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 335, αρ. 64 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 23 (Αχαΐα/Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2),
664, αρ. 76 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 803, αρ. 27 (Αιτωλοακαρνανία, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.867 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.865 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.724 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ6/Π4302 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Τ31/Π4555 (ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2).
Για σύνθετα αγγεία αποτελούµενα από αρτόσχηµα αλάβαστρα, βλ. Papadopoulos 1978-79, PM.365-εικ.
173a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ2), PM.366-εικ. 173c (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.936.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη/ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ7/Ε5 (Π16283): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Κοντά στα κρανία των ταρών Β ,Γ ,∆. Πίν. 92.
Ελλιπές στις δύο οριζόντιες λαβές και σε λίγα όστρακα της περιφέρειας του χείλους.
Ρωγµές και µικρές αποκρούσεις σε µερικά σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός
(Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κιτρινωπό (10YR 8/4), βαφή σκούρα
καστανοµέλανη (7,5YR 4/4 και 2,5/1). Ύψος 0,065 µ και διάµετρος κοιλίας 0,099 µ.
Χείλος έξω νεύον γωνιώδες, ευρύ οριζόντιο και ελαφρώς επικλινές, λαιµός χαµηλός, στενός και αµφίκοιλου
περιγράµµατος, σώµα κωνικό-καµπύλο, µε επικλινή ώµο, καµπύλο κατώτερο σώµα και ελαφρώς κυρτή
βάση, τρεις λαβές οριζόντιες κυκλικής διατοµής επάνω στον ώµο.
132
Λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά, όπως ίσως και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους, όπου
σώθηκαν λίγα ίχνη χρώµατος. Ολόβαφες και οι ράχες των λαβών. Ταινία σε µικρή απόσταση από τη βάση
του λαιµού. Μεταξύ των λαβών, οριζόντιες διπλές σειρές στιγµών. Στο υπόλοιπο σώµα βραχώδες κόσµηµα,
µε µεγάλα στελέχη, ακολουθούµενο από µία ακόµη ταινία. Στη βάση έξι οµόκεντροι κύκλοι, τρεις γύρω από
το κέντρο και άλλοι τρεις περίπου στο µέσον αυτής.
FS 84. FM 32/5: βραχώδες κόσµηµα και 32/24.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.334-εικ. 129e (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α), ΑΜ.19-εικ. 130a
(Αχλαδιές Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2), PM.470-εικ. 132c (Βραχνέικα, ΥΕ ΙΙΙΑ2b;). Mountjoy 1999, 260, αρ. 62 406,
(Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), αρ.16 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 803, αρ. 27 (Αιτ/νία, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.893 (ΥΕ ΙΙΙΑ2;). Βικάτου 2008, Τ31/Π4555, ΥΕ ΙΙΙΑ1/IIIA2. Χρονολόγηση ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
133
Τ7/Ε8 (Μ5474): Πήλινο σφονδύλι. Ταφή Α ή Β. Πίν. 93.
Πήλινο κωνικό σφονδύλι µε κωνική βάση και µε κατακόρυφη διαµπερή οπή. Σε καλή κατάσταση
διατήρησης, µε µικρές κατά τόπους αποκρούσεις. Πηλός καστανός και αλείφωµα όµοιο. Ύψος 0,023 µ. και
διάµετρος 0,027 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη-ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ7/Ε10 (Μ5476): Χάντρες κορναλίνης. Στον λαιµό της ταφής Γ. Πίν. 93.
37 χάντρες κορναλίνης, εκ των οποίων µία αµυγδαλόσχηµη και 36 µικρές στρογγυλές.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2.
Τ7/Ε11 (Μ5477): Χάλκινο δακτυλίδι. Στα σκέλη της ταφής Γ. Πίν. 93.
Χάλκινο δακτυλίδι θραυσµένο σε τρία τεµάχια. Είναι κατασκευασµένο από πολύ λεπτό ταινιόσχηµο έλασµα
πλάτους 0,003 µ. Στο άκρο του ενός θραύσµατος υπάρχει πολύ µικρή οπή, που προοριζόταν πιθανώς για την
προσήλωση πρόσθετου υλικού, ίσως σφενδόνης (;).
Πρβλ. Κολώνας 1998, πιν. 255, Α.Ε.Β 53 (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΑ2.
134
Ευρήµατα δρόµου:
Τ7/∆ΡΟΜΟΣ/ΟΜ.1/Ε1 (Μ5479): Λίθινο κωνικό σφονδύλι. Πίν. 94.
Κωνικό σφονδύλι από µαύρο στεατίτη. Ακέραιο και σε καλή κατάσταση διατήρησης. Ύψος 0,021 µ. και
διάµετρος βάσης 0,032 µ.
135
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 7 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ταφή Β Τ7/Ε1: ∆ύο ΥΕ ΙΙΙΑ1/
χάλκινα δακτυλίδια ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη–
Τ7/E2: Χάντρες ΥΕ ΙΙΙΑ2
κορναλίνης
Τ7/E9: Σκαραβαίος
από φαγεντιανή
Ταφή Α ή Β Τ7/E8: Πήλινο
σφονδύλι
Ταφή Γ Τ7/Ε10: Χάντρες ΥΕ ΙΙΙΑ1/
κορναλίνης ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη–
Τ7/Ε11: Χάλκινο ΥΕ ΙΙΙΑ2
δακτυλίδι
Ταφές Β, Γ, ∆ Τ7/Ε3: Αβαθής κύαθος Τ7/Ε7: Πήλινο ΥΕ ΙΙΙΑ1/
Τ7/Ε4: Σύνθετο αγγείο σφονδύλι ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη–
Τ7/Ε5: Αρτόσχηµο ΥΕ ΙΙΙΑ2
αλάβαστρο
Ταφή Ε Τ7/Ε6: Κυλινδρικό ΥΕ ΙΙΙΑ2
αλάβαστρο
Καθαρισµός Τ7/Ε12: Χάντρες ΥΕ ΙΙΙΑ1/
δαπέδου ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη–
ΥΕ ΙΙΙΑ2
136
ΙΙ.1.3. ΟΙΚΟΠΕ∆Ο ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (Γενική φωτογραφία: πίν. 95)
ΣΧΕ∆ΙΟ 10
137
ΤΑΦΟΣ 1 (Γεωργ.-Τ1) (σχέδ. 11 A-B, πίν. 96-106)
138
ΣΧΕ∆ΙΟ 11A
139
ΣΧΕ∆ΙΟ 11B
140
λίθους. Το νότιο τµήµα της οροφής έχει καταστραφεί ολοσχερώς από το µηχάνηµα, ενώ το βόρειο
τµήµα της σώζεται σε ύψος 1,46 µ. από το δάπεδο και έχει σχήµα θολωτό. Η εσωτερική της
επιφάνεια καθώς και αυτή των τοιχωµάτων είναι αρκετά τραχιά, λόγω της κακής ποιότητας του
πετρώµατος, αλλά και λόγω των µικρών εσωτερικών καταρρεύσεων που έχουν γίνει µε την πάροδο
των χρόνων. Το δάπεδο του θαλάµου αποτελεί συνέχεια του δαπέδου του στοµίου, χωρίς
µεσολάβηση σκαλοπατιού. Η επίχωση που είχε επικαλύψει τον θάλαµο κατά τα ανώτερα 0,85 µ.,
περιείχε τους όγκους της οροφής που έπεσαν στο εσωτερικό κατά τις εκσκασφικές εργασίες, ενώ
κατά τα επόµενα 0,20/0,25 µ. αποτελείτο από συµπαγές κιµιλόχωµα, που σχηµατίστηκε µε τα
χρόνια από τις καταρρεύσεις του πετρώµατος. Στη συνέχεια, λεπτή στρώση ψιλόκοκου
κιµιλοχώµατος αποτελούσε την κάλυψη του ταφικού στρώµατος, ενώ επάνω ακριβώς από τα
οργανικά και ανόργανα κατάλοιπα είχαν απλωθεί λεπτές µαύρες ρίζες.
Το ταφικό στρώµα (πίν. 98) εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο και αποτελείτο από µία
ανακοµιδή οστών και ένα µενοµωνένο αγγείο. Σε επαφή µε το πίσω (ανατολικό) τοίχωµα του
θαλάµου αποκαλύφθηκε ακατάστατος σωρός παραµερισµένων οστών, που χαρακτηρίζεται ως
ανακοµιδή Α (πίν. 98). Τα οστά του σωρού κατελάµβαναν έκταση διαστάσεων 1,20 Χ 0,60 µ. και
υψώνονταν 0,25 µ. επάνω από το δάπεδο. Στην ανακοµιδή περιλαµβάνονταν τουλάχιστον έξι
παραµερισµένες ταφές, αφού πέντε κρανία ευρισκόµενα στην επιφάνεια και άλλο ένα στο
εσωτερικό αυτής ήταν αναµεµιγµένα µε πολλά οστά άκρων. Στις ταφές της ανακοµιδής ανήκαν
εννέα αγγεία, µερικές γυάλινες χάντρες, µία χάντρα ηλέκτρου και ένα σφραγιδόλιθος από αχάτη,
που ήταν διάσπαρτα σε διάφορα σηµεία ως εξής (πίν. 99-104): Τρία αγγεία µαζί είχαν αποτεθεί σε
µικρή απόσταση στα βόρεια της ανακοµιδής και ήταν δίωτος αµφορίσκος Τ1/Α1, µικρή πρόχους
Τ1/Α2 και ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Α3, τα οποία στέκονταν όρθια και µε µικρή κλίση
ακουµπώντας στο δάπεδο. ∆ύο ακόµη αγγεία βρέθηκαν µεταξύ των οστών της ανώτερης επιφάνειας
του σωρού, τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο Τ1/Α4 και ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Α5, από τα
οποία το πρώτο ακουµπούσε όρθιο, ενώ το δεύτερο ήταν πεσµένο στο πλάι. Τέλος στο βάθος του
σωρού, υπήρχαν τέσσερα αγγεία, αρύταινα Τ1/Α7, δύο ψευδόστοµοι αµφορίσκοι Τ1/Α8 και
Τ1/Α10 και κυλινδρικό κύπελλο Τ1/Α9, τα οποία ακουµπούσαν όρθια ή ελαφρώς γερτά στο
δάπεδο µαζί µε δύο µακρά οστά. Τα παραπάνω αγγεία χρονολογούνται στις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ2, ΥΕ
ΙΙΙΒ1, ΥΕ ΙΙΙΒ, και ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Στις παραµερισµένες αυτές ταφές ανήκαν επίσης και
µερικά αξιόλογα αντικείµενα µικροτεχνίας. Ήταν µερικές χάντρες από υαλόµαζα και µία χάντρα
ηλέκτρου Τ1/Μ1, που συλλέχθηκαν κατά την αφαίρεση των οστών στο βορειοδυτικό άκρο του
σωρού και σφραγιδόλιθος από αχάτη Τ1/Μ2, µε παράσταση επίθεσης λέοντος σε βοοειδές, που
ακουµπούσε επάνω στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από το κύπελλο Τ1/Α9. Σύµφωνα µε άλλα
141
παράλληλα παραδείγµατα, ο σφραγιδόλιθος Τ1/Μ2 χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1 και όντας
πρωιµότερος των λοιπών συνευρηµάτων του υποθέτουµε ότι αποτελούσε ένα οικογενειακό
κειµήλιο.
Στα δεξιά της εισόδου και σε επαφή µε το νότιο τοίχωµα, αποκαλύφθηκε µεµονωµένος
ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ1/Α6 (πίν. 99, 102), που στεκόταν όρθιος επάνω στο δάπεδο. Το αγγείο
χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και είναι υστερότερο από τα αγγεία της ανακοµιδής. Εποµένως,
θα ήταν αναµενόµενο να συνοδεύει κάποια πρωτογενή ταφή, που πραγµατοποιήθηκε µετά τον
παραµερισµό των παλαιότερων ταφών. Κοντά του όµως δεν υπήρχαν οστά ή άλλα ευρήµατα που
να πιστοποιούν αυτήν την υπόθεση. Παρόλα αυτά υπάρχει µία µικρή πιθανότητα στο σηµείο αυτό
να µην έγινε τόσο προσεκτική και ολοκληρωµένη αποκάλυψη των ορίων του νότιου τοιχώµατος
του θαλάµου, ή απλώς τα οστά δεν είχαν διατηρηθεί.
Συνοψίζοντας, ο τάφος 1 είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
Οι παλαιότερες ταφές του θαλάµου που ήταν τουλάχιστον έξι, είχαν παραµεριστεί σε σωρό οστών
και χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Ένα ακόµη ανεξάρτητο
αγγείο, το οποίο ακουµπούσε στο νότιο τοίχωµα του θαλάµου, ήταν υστερότερο της ανακοµιδής
και χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Αυτό ανήκε ίσως σε πρωτογενή ταφή που αποτέθηκε στον
θάλαµο µετά τον παραµερισµό των παλαιότερων ταφών, αλλά µε τα υπάρχοντα ανασκαφικά
στοιχεία δεν υπάρχει η δυνατότητα της στήριξης αυτής της υπόθεσης.
142
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.145-εικ. 158c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Papazoglou-
Manioudaki 1994, 187, αρ. 1-εικ. 9 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 389, αρ. 66 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 154, αρ. 306 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.526 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου
2008, Τ1/Π4282 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
143
σώµα, ακριβώς κάτω από τον ώµο οµάδα λεπτότεχνων ταινιών περιορίζονται από δύο πλατύτερες. Μία
ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει την κάτω κοιλία, ενώ πολύ εξίτηλα ίχνη µιας ακόµη ταινίας αποµένουν
γύρω από την εξωτερική περιφέρεια κατά βάσης.
FS 174. FM 64 (φυλλοφόρος ταινία, εν είδει µικρών κάθετων γραµµιδίων).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.403-εικ. 101h-I (Kλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ1), PM.798-εικ. 103c (Τείχος ∆υµαίων,
ΥΕ ΙΙΙΒ2). Mountjoy 1999, 422, αρ. 82 (YE ΙΙΓ Πρώιµη). Petropoulos 2007, T4/λάκκος 6/Π42, εικ. 71a-b
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 4, αρ. 2–εικ. 11, εικ. 16 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 31-πιν 24 (Σπαλιαρέικα, Κατά2/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 22-πιν. 3 (Κατά1/21, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Paschalidis, Ph. Mc
George 2009α, εικ. 8α (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση/φάση 2). Mountjoy 1999, 154, αρ. 310 (Αργολίδα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 346, αρ. 100 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 690. αρ. 212 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.620 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), Α.Ε.Β.699, Α.Ε.Β.700 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη, σύµφωνα µε Μόσχο
2009α, 350), Α.Ε.Β.861 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.949 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1041 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.1042 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη) και άλλα. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
144
Τ1/Α5 (Π16289): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή Α. Πίν. 102.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα. Ελλιπής σε µικρά τµήµατα του ανώτερου και
του κατώτερου σώµατος, σε τµήµα του δίσκου και του χείλους και σε ολόκληρη τη
µία λαβή. Πηλός ροδόχρωµος (Munsell 2,5YR 6/6), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο
(7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (2,5YR 5/8 και 2,5/1). Ύψος 0,113 µ.,
διάµετρος 0,107 µ. και διάµετρος δίσκου 0,033 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε απόφυση στο κέντρο, χείλος χωνοειδές, λαιµοί κυλινδρικοί,
του στοµίου ελαφρώς λοξός κατά τα εµπρός, η σωζόµενη λαβή κάθετη και
ταινιωτή, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση χαµηλή δακτυλιόσχηµη και κωνική
εξωτερικά.
Η διακόσµηση εξίτηλη και δυσδιάκριτη σε κάποια σηµεία. Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι. Το χείλος
βαµµένο στην ανώτερη επιφάνεια και σε µικρό βάθος εσωτερικά. Η σωζόµενη λαβή πιθανώς ολόβαφη.
∆ακτύλιοι περιβάλλουν κατά βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον ώµο µικροί ρόµβοι µε κεντρική
στιγµή, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλοι τρεις στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα τέσσερις πλατιές ταινίες
ορίζουν τρεις ζώνες που γεµίζουν µε κατά λεπτότεχνες. Μία ακόµη πιθανή πολύ εξίτηλη ταινία στο
κατώτερο σώµα και τέλος µία άλλη περιβάλλει την περιφέρεια κατά βάσης εξωτερικά.
FS 174. FM 73/ο (ρόµβος).
Πρβλ. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 4-πιν. 2 (Κατά1/3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 154, αρ.
311 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 770, αρ. 147 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 776, αρ. 185 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 690, αρ. 213 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.417 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), Α.Ε.Β.524 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
145
περιβάλλει το κάτω άκρο του σώµατος µέχρι τη χαµηλή βάση, που πιθανώς είναι άβαφη.
FS 175. FM 75 (µετόπη).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.411a-εικ. 224f, 107g-h (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.961-εικ. 225c και 116i
(άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis, McGeorge 2009, 94, εικ. 10b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση/φάση 3). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 80, 75, αρ. 4-πιν. 15 (Κατά4/4, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Mountjoy 1999, 428, αρ. 98 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.578 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), A.E.B.1068 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
Τ1/Α8 (Π16292): Ψευδόστοµος αµφορέας. Ανακοµιδή Α (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 103.
Ελλιπής στο ανώτερο τµήµα του στοµίου. Πηλός κιτρινωπός-λαδί (Munsell
10YR 7/4), αλείφωµα αχνοκίτρινο (10YR 8/2), βαφή καστανοµέλανη (10YR 4/3
και 2/1) και σε κάποια σηµεία ερυθρή (Munsell 10R 4/8). Σε µερικά σηµεία
διατηρήθηκαν ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,127 µ και διάµετρος 0,117 µ.
∆ίσκος στενός, µε ελαφρώς κοίλη επιφάνεια, λαιµός του ψευδοστοµίου
αµφίκοιλος, του στοµίου πλατύτερος κατά διαφαίνεται από το σωζόµενο κάτω
άκρο, δύο κάθετες ταινιωτές λαβές, σώµα απιόσχηµο, το οποίο απολήγει σε πόδι
και δισκοειδή βάση, που είναι δακτυλιόσχηµη και µε κεντρική κοιλότητα (torus-
disk).στην κάτω επιφάνεια.
146
Ο δίσκος διασώζει λίγα ίχνη βαφής, πιθανώς από σπείρα. Οι ράχες των λαβών ολόβαφες, µε µικρό
εξηρηµένο τρίγωνο στην κορυφή κατά κατά, που διατηρήθηκε καλύτερα. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν κατά
βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου, που ακουµπούν µεταξύ κατά σχηµατίζοντας 8. Στον ώµο διακόσµηση µε
µυκηναϊκά άνθη, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα τρία στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα ταινιωτή
διακόσµηση, από δύο οµάδες λεπτότεχνων ταινιών, που ορίζονται από πλατύτερες, µία κάτω από τον ώµο
και µία κάτω από τη µεγάλη διάµετρο, ενώ µεταξύ κατά αναπτύσσεται και µία ανεξάρτητη λεπτή ταινία. Το
κάτω τµήµα του ποδιού και η εξωτερική επιφάνεια κατά βάσης είναι ολόβαφα, ενώ προηγείται σε µικρή
απόσταση πιο πάνω κατά λεπτός δακτύλιος.
FS 167. FM 18/120: µυκηναϊκό άνθος µε σιγµοειδές εσωτερικά.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.794-εικ. 95g, 209c (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΑ2b;), PM.796-εικ. 209d
(Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Papadopoulos 1976, BE.675 (YE IIIB1). Mountjoy 1999, 137, αρ. 248
(Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 146, αρ. 285 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 340, αρ. 81 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 450, αρ. 15
(Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΒ), 547, αρ. 221 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 559, αρ. 283 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ πρώιµη), 672,
αρ. 130 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1017, αρ. 86 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας 1998, A.E.B.697 (ΥΕ ΙΙΙΒ1),
A.E.B.698 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), τα οποία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη (βλ. Μoschos 2009, 350).
Βικάτου 2008, Κατά20/Π4408 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Κατά33/Π4591 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ1.
Τ1/Α9 (Π16293): Κυλινδρικό κύπελλο. Ανακοµιδή Α (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 103.
Συγκολληµένο από πολλά όστρακα Ελλιπές σε λίγα όστρακα του χείλους.
Αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία κοντά κατά συγκολλήσεις. Πηλός καστανόχρωµος
ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο (7,5YR 8/3), βαφή
καστανοµέλανη (7,5YR 4/2 και 2,5/1). Ύψος 0,066 µ, διάµετρος χείλους 0,088-0,09
µ. και διάµετρος βάσης 0,08 µ.
Σώµα κυλινδρικό µε αµφίκοιλο περίγραµµα, βάση ελαφρώς καµπύλη, µία κάθετη,
µικρή, ταινιωτή λαβή, ωτόσχηµη, περίπου στη µέση του σώµατος. Στη µέση του σώµατος δύο εγχάρακτοι
δακτύλιοι ορίζουν έναν πλαστικό.
Στο σώµα δύο διακοσµητικές ζώνες, που ορίζονται από τρεις πλατιές ταινίες και γεµίζουν µε U
αναποδογυρισµένα U. Η λαβή ολόβαφη στη ράχη κατά, κατά ολόβαφο και το εσωτερικό του σώµατος. Στην
αθέατη επιφάνεια κατά βάσης οµόκεντροι κύκλοι, δύο κοντά στην περιφέρεια και άλλοι τέσσερις γύρω από
το κέντρο.
FS 225. FM 45/7: θέµατα U, ανεστραµµένα.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 412, αρ. 34 (Αχαΐα/Βρυσάριο, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 536, αρ. 174 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 668, αρ.
93 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 758, αρ. 60 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 844, αρ. 79 (Θεσσαλία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1089, αρ. 30
(Κως, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.871 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2.
147
Τ1/Α10 (Π16294):Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή Α (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 104.
Θραυσµένος ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ελλιπής σε αρκετά µεγάλο τµήµα του
σώµατος, στη µία κάθετη λαβή και στο στόµιο. Πηλός καστανόχρωµος
ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο (10YR 8/3), βαφή
καστανοµέλανη (7,5YR 5/3 και 4/3 και 3/3 και 2,5/1). Ύψος 0,092 µ.,
διάµετρος κοιλίας 0,106 µ., διάµετρος δίσκου 0,023 µ.
∆ίσκος ελλειπτικός και επίπεδος, λαιµός του ψευδοστοµίου κυλινδρικός και µε
µείωση κατά τα επάνω, λαβές κάθετες και ελλειπτικής διατοµής, σώµα
πιεσµένο σφαιρικό-αµφικωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Στον δίσκο οµόκεντροι κύκλοι µε κεντρικό οφθαλµό. Οι ράχες των λαβών ολόβαφες, µε εξηρηµένο τρίγωνο
στην κορυφή κατά µιας. Πιθανή θηλιά γύρω από κατά βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον ώµο ενωµένα
ηµικύκλια. Στο σώµα δύο οµάδες λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από πλατύτερες, ενώ µία ακόµη πλατιά
ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και την εξωτερική περιφέρεια κατά βάσης.
FS 179. FM 42/17-20 (ενωµένα ηµικύκλια).
Πρβλ. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 11-πιν. 18, 86 (Κατά5/9, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Mountjoy 1999, 1020, αρ.
96, (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 411, αρ. 45 (Αχαΐα/Αίγιο, ΥΕ ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ1.
T1/M1 (Μ5481): Χάντρες από γυαλί και µία από ήλεκτρο. Ανακοµιδή Α. Πίν. 104.
13 χάντρες από γυαλί: Εννέα µικρές και µέτριες στρογγυλές και δύο ακόµη του ίδιου τύπου θραυσµένες. ∆ύο
σφαιρικές, η µία εκ των οποίων σπασµένη. Μία σε σχήµα κωδίας µήκωνος. Επιπλέον µία κυλινδρική µε
διακόσµηση εγχάρακτου δικτυωτού.
Μία χάντρα ηλέκτρου, τύπου Τίρυνθος, µήκους 0,014µ. και πάχους 0,005 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση.
148
Ευρήµατα δρόµου:
Τ1/δρόµος/ΟΜ.1 (α΄ ταµπάνι). Πίν. 105.
1) Τµήµα κύλικας µε ψηλό στέλεχος. µικρό τµήµα κατά βάσης και τµήµα κατά κωνικής γάστρα. Πηλός µε
πορτοκαλόχρωµο πυρήνα (Munsell 5YR 6/8) και καστανόχρωµα άκρα (7,5YR 7/6). Αλείφωµα όµοιο µε το
δεύτερο. Ολόβαφο καστανοµέλανο εσωτερικά και εξωτερικά.
2) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα κύλικας, µε τµήµα του στελέχους και τµήµα κατά κωνικής γάστρας. Πηλός
ανοµοιογενούς όπτησης, κυµαινόµενος, µε γκρίζο πυρήνα και εξωτερικά ροδόχρωµος (Munsell 5YR 6/6).
Αλείφωµα καστανοκίτρινο (Munsell 7,5YR 7/6). Βαφή ερυθροµέλανη. Εσωτερικά ολόβαφο. Εξωτερικά
ερυθροί δακτύλιοι περιβάλλουν το κάτω τµήµα κατά γάστρας, ενώ το στέλεχος είναι ολόβαφο ή
διακοσµείται µε πλατιές µελανές ταινίες.
3) Όστρακο επίπεδης βάσης και κατώτερου σώµατος, ίσως κυλινδρικού κυπέλλου. Πηλός ανοιχτός
καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/4). Αλείφωµα καστανοκίτρινο (Munsell 10YR 8/4). Χωρίς εµφανή
διακόσµηση. Πέντε ακόµη όστρακα σώµατος, ίσως συνανήκοντα µε αυτό.
4) Όστρακο έξω νεύοντος γωνιώδους χείλους, ανοιχτού αγγείου. Πηλός ανοιχτός καστανόχρωµος, αλείφωµα
κιτρινωπό. Ερυθροµέλανη ταινία στο εσωτερικό του χείλους, η οποία εξέρχεται µέχρι την εξωτερική
επιφάνεια αυτού.
5) Μικρό όστρακο έξω νεύοντος χείλους. Ίχνη πολύ δυσδιάκριτης µελανής βαφής εξωτερικά.
6) Όστρακο έσω νεύοντος λεπτότεχνου ανοιχτού αγγείου, ίσως κύλικας ή γωνιώδους κυπέλλου. ∆υσδιάκριτη
επιφάνεια, λόγω των αλάτων, αλλά χωρίς εµφανή ίχνη διακόσµησης.
7) Τέσσερα συνανήκοντα όστρακα σώµατος. Πηλός ροδόχρωµος (Munsell 5YR 7/4) και αλείφωµα όµοιο.
Ολόβαφα εξωτερικά και χωρίς εµφανή ίχνη διακόσµησης εσωτερικά.
8) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος, αλειφώµατος κιτρινωπού, µε ίχνη δυσδιάκριτης µελανής βαφής
εξωτερικά.
9) Όστρακο σώµατος, ολόβαφο εσωτερικά και µε µελανή ταινία εξωτερικά.
149
3) Όστρακο σώµατος, πηλού κιτρινωπού και αλειφώµατος οµοίου. ∆υσδιάκριτη επιφάνεια και διακόσµηση
λόγω των αλάτων.
4) Τρία όστρακα σώµατος λεπτότεχνου αγγείου, πηλού καστανοκίτρινου και οµοίου αλειφώµατος. ∆εν
υπάρχουν εµφανή ίχνη διακόσµησης.
5) Τέσσερα ακόµη όστρακα σώµατος, που συνανήκουν ανά δύο.
150
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 1 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ανακοµιδή Α Τ1/Α1: ∆ίωτος Τ1/Μ1: Χάντρες ΥΕ ΙΙΙΑ1 –
αµφορίσκος περιδεραίου ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
Τ1/Α2: Μικρή πρόχους Τ1/Μ2: Μέση
Τ1/Α3, Α5, Α8, Α10: Σφραγιδόλιθος από
Ψευδόστοµοι αχάτη
αµφορίσκοι
Τ1/A4: Αρτόσχηµο
αλάβαστρο
Τ1/Α7: Αρύταινα
Τ1/Α9: Κυλινδρικό
κύπελλο
151
ΤΑΦΟΣ 2 (Γεωργ.-Τ2) (σχέδ. 12Α-12Β, πίν. 107-123)
Θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, προσανατολισµένος περίπου ανατολικά-δυτικά. Αποτελείται
από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ακανόνιστου τετράπλευρου σχήµατος (σχέδ. 12Α-
12Β). Βρίσκεται σε µικρή απόσταση (0,70 µ.) στα νοτιοανατολικά του τάφου 1, µε το µεγαλύτερο
τµήµα του θαλάµου του να υπεισέρχεται στο διπλανό οικόπεδο, ιδιοκτησίας Αλεξανδρίδη.
Ο δρόµος (πίν. 107) έχει αποκοπεί από εκσκαφικό µηχάνηµα, σε µικρό τµήµα στην αρχή
του και έχει σωζόµενο µήκος επί δαπέδου 3,57 µ. και πλάτος 0,65 µ. στο δυτικό σωζόµενο άκρο και
1,12 µ. στη βάση κατά πρόσοψης. Το δάπεδο έχει έντονη κατηφορική κλίση κατά την είσοδο. Τα
πλευρικά τοιχώµατα και η πρόσοψη συγκλίνουν έντονα κατά τα επάνω και κατά το εσωτερικό
αντίστοιχα. Ο δρόµος ήταν καλυµµένος µέχρι επάνω µε ερυθρωπή αργιλώδη επίχωση. Η επίχωση
αυτή περιείχε µερικά όστρακα κυρίως από κύλικες, σκύφους και κρατήρες, ένα από τα οποία είχε
διακόσµηση οκταποδόσχηµου άνθους και πορφύρας καθώς και ένα θραύσµα πυριτόλιθου (πίν. 118-
123). Η επίχωση του δρόµου ήταν σκληρότερη κοντά στα τοιχώµατα και κατά στην τελευταία
στρώση επάνω από το δάπεδο, ενδείξεις που οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα µέρη αυτά δεν
αφαιρέθηκαν κατά την επαναχρησιµοποίηση του τάφου.
Η πρόσοψη του τάφου είναι τραπεζιόσχηµη και έχει ύψος 2,70 µ. και πλάτος 1,12 µ. στη
βάση και 0,62 µ. στην κορυφή. Στη βάση κατά ανοίγεται µικρή τοξωτή είσοδος (πίν. 107), ύψους
0,80 µ. και πλάτους 0,73 µ. στο κατώφλι, που είναι τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα και κοντύτερα στο
δεξί (νότιο) τοίχωµα.
Το στόµιο έχει µήκος 1,00 µ και το πλάτος του µειώνεται λίγο και διευρύνεται πάλι κατά το
εσωτερικό του θαλάµου, ακολουθώντας την καµπύλωση των τοιχωµάτων, που συγκλίνουν και µετά
αποκλίνουν. Το δάπεδό του είναι ήπια κατηφορικό, σε οµαλή συνέχεια κατά κλίσης του δαπέδου
του δρόµου. Τόσο η είσοδος όσο και το στόµιο σε όλο του το βάθος είχαν φραχθεί µε καλοχτισµένη
ξερολιθιά (πίν. 107), αποτελούµενη από αργούς λίθους κατά περιοχής µετρίου µεγέθους, οι οποίοι
µάλιστα εξείχαν λίγο (κατά 0,34 µ.) κατά το εσωτερικό του θαλάµου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα τετράπλευρο, µε στρογγυλεµένες γωνίες και διαστάσεις 2,98 µ. Χ
2,30 µ. Ανοίγεται λίγο έκκεντρα σε σχέση µε τον κατά µήκος άξονα, µε το µεγαλύτερο τµήµα του
στα αριστερά κατά εισόδου (βόρεια). Η οροφή σώζεται σε ύψος 2,90 µ., το οποίο κατά δεν είναι το
αρχικό, λόγω κατά µεγάλης εσωτερικής καταστροφής που έχει υποστεί, ιδίως στο βορειοανατολικό
τµήµα. Από τα εναποµείναντα στοιχεία συµπεραίνουµε ότι πιθανώς είχε θολωτό σχήµα. Το δάπεδο
του θαλάµου αποτελεί οµαλή προέκταση του δαπέδου του στοµίου, χωρίς µεσολάβηση
σκαλοπατιού. Εξαιτίας των καταρρεύσεων του πετρώµατος, το εσωτερικό του θαλάµου είχε
152
ΣΧΕ∆ΙΟ 12Α
ΓΕΩΡΓ.-Τ2: ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
153
ΣΧΕ∆ΙΟ 12Β
154
καλυφθεί µε επίχωση µεγάλου πάχους (0,50-1,70 µ.) που έφθανε µέχρι το επίπεδο του ταφικού
στρώµατος.
Το ταφικό στρώµα περιελάµβανε δύο πρωτογενείς ταφές και µία ανακοµιδή οστών, που
είχαν αποτεθεί επάνω στο δάπεδο. Στο βόρειο τµήµα του θαλάµου βρίσκονταν οι ταφές Α και Β, οι
οποίες ήταν σχεδόν παράλληλες µεταξύ τους και προσανατολισµένες ανατολικά-δυτικά µε τα
κρανία προς το βάθος του θαλάµου (ανατολικά). Οι ταφές Α και Β (πιν. 108) είχαν διατηρηθεί σε
ελλιπή και άσχηµη κατάσταση. Η ταφή Α διέσωζε το θραυσµένο κρανίο, τεµάχια από τα δύο
βραχιόνια και από τα πόδια τα δύο µηριαία. Από την τοποθέτηση των χεριών παράλληλα µε το
σώµα συµπεραίνουµε ότι η στάση του άνω κορµού θα ήταν ύπτια, ενώ το κακοδιατηρηµένο κρανίο
πιθανώς ήταν κατ΄ενώπιον. Τα σκέλη είχαν πέσει λοξά µε φορά προς νότια. Η ταφή Β διέσωζε µόνο
το θραυσµένο κρανίο και οστά των σκελών. Το κρανίο και τα δύο µηριαία είχαν φορά προς βορρά,
ενώ οι κνήµες είχαν «ανοίξει» και πέσει σε αντίθετες κατευθύνσεις, µία προς βορρά και η άλλη
προς νότο. Για τη στάση του άνω κορµού δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά από την θέση των δύο
µηριαίων µε µεγάλο κενό µεταξύ τους, εικάζουµε ότι µπορεί να ήταν επίσης ύπτια.
Στο διάστηµα ανάµεσα στα κρανία των δύο ταφών και πολύ κοντά στη βορειοανατολική
γωνία του θαλάµου αποκαλύφθηκε οµάδα πέντε αγγείων (πιν. 108, 112-113), που ήταν τρεις
ψευδόστοµοι αµφορίσκοι Τ2/Α1-Α2-Α5, δίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο Τ2/Α3 και δίωτο
κυλινδρικό αλάβαστρο Τ2/Α4. Τα αγγεία ακουµπούσαν όρθια επάνω στο δάπεδο. Κάτω ακριβώς
από το Τ2/Α4 υπήρχε και ένα σφονδύλι Τ2/Μ1 (πίν. 113). Η µελέτη των αγγείων κατέδειξε ότι
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, µε την εξαίρεση του Τ2/Α2 που ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση. Αυτές είναι οι φάσεις πραγµατοποίησης των ταφών Α και Β. Υποθέτουµε ότι κατά την
εναπόθεση της υστερότερης από αυτές στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, προστέθηκε και ο προαναφερθείς
ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ2/Α2 στην οµάδα των ήδη υπαρχόντων κτερισµάτων.
Πολύ κοντά στο πίσω (ανατολικό) τοίχωµα του θαλάµου αποκαλύφθηκαν δύο µικρά αγγεία,
που ήταν ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ2/Α6 και δίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο Τ2/Α7 (πίν. 109, 113).
Τα αγγεία ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Πιθανώς δεν βρίσκονταν στην αρχική τους θέση,
καθώς η µεσολάβηση λεπτής στρώσης κιµιλοχώµατος µεταξύ αυτών και του δαπέδου αποτελεί
ένδειξη παραµερισµού τους. Το πρώτο ήταν όρθιο και το δεύτερο κεκλιµένο στο πλάι. Κοντά τους
δεν υπήρχαν σκελετικά κατάλοιπα, είναι όµως πιθανό ότι αυτά κατέληξαν στην ανακοµιδή οστών
του νότιου τοιχώµατος.
Κατά µήκος του νότιου τοιχώµατος είχε αποτεθεί η ανακοµιδή Α (πίν. 109-110), που
περιελάµβανε σκελετικά κατάλοιπα τουλάχιστον πέντε παραµερισµένων ταφών και κατελάµβανε
έκταση 1,67 Χ 0,86 µ., ενώ υψωνόταν κατά 0,10-0,33 µ. από το δάπεδο. Μέσα από αυτήν
συλλέχθηκαν πέντε κρανία, τα δύο από τα οποία ήταν εµφανή στην επιφάνεια, τµήµα λεκάνης και
155
πολλά µακρά οστά. Στις ταφές της ανακοµιδής Α αποδίδονται δέκα αγγεία, τα οποία βρέθηκαν σε
διάφορα σηµεία ως εξής (πίν. 109-111, 114-117): Σε µικρή απόσταση (0,25 µ.) στα ανατολικά του
σωρού και κοντά στο ανατολικό τοίχωµα βρέθηκαν δύο αγγεία, που ήταν τρίωτο αρτόχηµο
αλάβαστρο Τ2/Α8 και ψευδόστοµος αµφορίσκος Τ2/Α9, από τα οποία το πρώτο είχε µικρή κλίση
και το δεύτερο ήταν γυρισµένο ανάστροφα. Πέντε αγγεία ακόµη ήταν εµφανή µεταξύ των οστών
της ανώτερης επιφάνειας του σωρού (πιν. 110), τρίωτο σφαιρικό αλάβαστρο Τ2/Α10 και τέσσερις
ψευδόστοµοι αµφορίσκοι Τ2/Α11-Α14. Μαζί τέλος µε τα κατώτερα κατάλοιπα οστών επάνω στο
δάπεδο υπήρχαν άλλα τρία αγγεία (πιν. 111), που ήταν δύο ψευδόστοµοι αµφορίσκοι Τ2/Α15 και
Α17 και ένα µικρό δίωτο αλάβαστρο Τ2/Α16, από τα οποία όρθιο στεκόταν µόνο το Τ2/Α16, ενώ
τα άλλα δύο ήταν πεσµένα στο πλάι ή αναποδογυρισµένα. Τα παραπάνω αγγεία χρονολογούνται
στις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΥΕ ΙΙΙΒ1, ΥΕ ΙΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, κατά τις οποίες
πραγµατοποιήθηκαν οι παραµερισµένες ταφές της ανακοµιδής. Μεταξύ των αγγείων Τ2/Α10 και
Α12 της ανώτερης επιφάνειας του σωρού βρέθηκε ακόµη και µία ακέραιη χάλκινη τριχολαβίδα
Τ2/Χ2 (πιν. 111).
Συνοψίζοντας, ο τάφος είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ, µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση, βάσει των αγγείων που περιλαµβάνονταν στο ταφικό στρώµα. Οι παλαιότερες ταφές του
θαλάµου βρέθηκαν παραµερισµένες στην ανακοµιδή οστών Α δίπλα στο νότιο τοίχωµα και
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΥΕ ΙΙΙΒ µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη. Πιθανώς µάλιστα
φθάνουν µέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, εάν τελικά ανήκαν σε αυτές δύο ακόµη αγγεία
Τ2/Α6-Α7, που βρέθηκαν σε κάποια απόσταση από τον σωρό. Τελευταίες έγιναν στον θάλαµο οι
δύο πρωτογενείς ταφές Α και Β, οι οποίες χρονολογούνται στις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση και
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
156
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Γεωργ.-Τ2 (*)
(Ο κατάλογος ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων)
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ2/Α1 (Π16295): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ταφές Α και Β. Πίν. 112.
Ακέραιος µε µικρές αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός µπεζ-λαδί
(Munsell 10YR 7/4), αλείφωµα κρεµ-κίτρινο (10YR 8/4). Ύψος 0,122 µ και
διάµετρος 0,116 µ., διάµετρος δίσκου 0,028 µ και διάµετρος βάσης 0,05 µ.
∆ίσκος επίπεδος, χείλος χωνοειδές, λαιµοί του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος, µε
αύξηση στο επάνω τµήµα και του στοµίου κυλινδρικός και µε µικρή κλίση
προς τα εµπρός, λαβές κάθετες και ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση
δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική-κωνική εξωτερικά.
Στον δίσκο σπείρα µε παχύ κεντρικό οφθαλµό. Το χείλος βαµµένο εσωτερικά,
µε την βαφή να εξέρχεται λίγο και στην εξωτερική επιφάνεια. Οι ράχες των
λαβών ολόβαφες, ενώ δακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις αυτών, καθώς και του στοµίου και του
ψευδοστοµίου. Στον ώµο πολλαπλοί καµπύλοι µίσχοι, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλοι τρεις στην
απέναντι ζώνη. Στο σώµα πέντε πλατιές ταινίες ορίζουν τέσσερις συνεχείς ζώνες που γεµίζουν µε
λεπτότεχνες ταινίες. Πλατιά ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και την εξωτερική
περιφέρεια της βάσης, µε την εξαίρεση του κυλινδρικού άκρου αυτής, που παραµένει άβαφο.
FS 174. FM 19/31 (πολλαπλοί καµπύλοι µίσχοι).
Πρβλ. Giannopoulos 2008, αρ. 33-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, αρ. 6-πιν. 7 (Τ2/6, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 422, αρ. 77 (Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.782 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1121 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.103 (ΥΕ
ΙΙΙΒ2), Α.Ε.Β.581 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
157
µηνοειδές σχήµα, που επιστέφεται από λεπτή ταινία οριζόντιων αµειβόντων. Στο σώµα δύο οµάδες
περιθεουσών ταινιών, τέσσερις κάτω από τον ώµο και άλλες τρεις γύρω από τη µεγάλη διάµετρο του
αγγείου. Άλλη µία πλατιά ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και την εξωτερική περιφέρεια
της βάσης.
FS 175. FM. 73/y: δικτυωτός ρόµβος και FM 57/2: δικτυωτό.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.411a-εικ. 224f, 107g-h (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Petropoulos 2007,
Τ4/λάκκος 6/Π50, 263, εικ. 81a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Paschalidis, McGeorge 2009, 94, εικ.10b (Κλάους, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ 4-πιν. 15, 75 (Τ4/4, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999,
167, αρ. 349 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 229, αρ. 178 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 397, αρ. 100 (Ηλεία, ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη), 428, αρ. 96 και 98 (Αχαΐα/Καλλιθέα και άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 461, αρ. 64
(Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 782, αρ. 254 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.258 (ΥΕ ΙΙΙΓ),
Α.Ε.Β.578 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.793 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1068 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008,
Τ32/Π4583 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
158
Τ2/Α4 (Π16298): ∆ίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Ταφές Α και Β. Πίν. 112.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/4),
αλείφωµα όµοιο, βαφή ερυθροµέλανη (2,5YR 5/8 και 2,5/1). Ύψος 0,103 µ.,
διάµετρος 0,127 µ. και διάµετρος λαιµού 0,08 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός χαµηλός, κυλινδρικός και ελαφρώς κωνικός
κοντά στο χείλος, ώµος µικρός, επικλινής και ελαφρώς κυρτός, σώµα ψηλό
κυλινδρικό, βάση επίπεδη, λαβές οριζόντιες επάνω στην ακµή του ώµου.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και οι ράχες των λαβών, µε
ευθείες γραµµές να ενώνουν τις δύο ρίζες τους. Στον ώµο δικτυωτό, που
διακόπτεται από τη µεσολάβηση των λαβών. Στο άνω άκρο του κυλινδρικού σώµατος, δύο πλατιές ταινίες
σε µικρή απόσταση µεταξύ τους. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει την εξωτερική περιφέρεια της βάσης,
αγγίζοντας και την αθέατη επιφάνεια αυτής. Εδώ η διακόσµηση είναι δυσδιάκριτη, λόγω της ύπαρξης
στρώµατος αλάτων και είναι εµφανή µόνο λίγα ίχνη οµόκεντρων κύκλων.
FS 96. FM 57/2: δικτυωτό.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, AM.54-εικ. 144f (Καλλιθέα Αιγίου, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 344, αρ. 93
(Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 419, αρ. 70 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
557, αρ. 273 (Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 729, αρ.4 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 731, 22 και 26 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 764, αρ. 94 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 846, αρ. 97 (Θεσσαλία/Σουφλί Μαγούλα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1014, αρ. 82
και 1037, αρ. 169 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, αντίστοιχα). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.878 (ΥΕ
ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
159
FS 174. FM 64 (µικρά κάθετα γραµµίδια).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.403-εικ. 101h-i (Kλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ1), PM.798-εικ. 103c (Τείχος ∆υµαίων,
ΥΕ ΙΙΙΒ2). Mountjoy 1999, 422, αρ. 82 ( YE IIIΓ Πρώιµη), Petropoulos 2007, T4/λάκκος 6/Π42, εικ. 71a-b
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 4, αρ. 2–εικ. 11, εικ. 16 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 31-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 22-πιν. 3 (Τ1/21, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Paschalidis, McGeorge,
2009α, εικ. 8α (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση/φάση 2). Mountjoy 1999, 154, αρ. 310 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 346, αρ. 100 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 690, αρ. 212 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.620 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), Α.Ε.Β.699 και ΑΕΒ.700 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), σύµφωνα µε
Μόσχο, Vienna 2009α, 350, Α.Ε.Β.861 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.949 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1041 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1042 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη) κ.ά. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
160
Τ2/Α7 (Π16301): ∆ίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Πιθανή παραµερισµένη ταφή. Πίν. 113.
Ακέραιο µε λεπτές αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος
(Munsell 5YR 6/4), αλείφωµα καστανόχρωµο ανοιχτό (7,5YR 7/4), βαφή
καστανοµέλανη (7,5YR 5/3 και 4/3 και 2,5/1), µε κάποια ίχνη στίλβωσης. Ύψος
0,085 µ. και διάµετρος 0,095 µ.
Χείλος µικρό και κοφτό, λαιµός αµφίκοιλος-κωνικός, ώµος ευρύς, ευθύς και
επικλινής, δύο µικρές οριζόντιες λαβές στην ακµή του ώµου, σώµα κυλινδρικό µε
µικρή µείωση των πλευρών προς τα κάτω, βάση ελαφρώς καµπύλη, µε κεντρική βάθυνση.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και η ανώτερη επιφάνεια του χείλους, καθώς και οι ράχες των
λαβών. Ο ώµος, µε την παρεµβολή πλατιάς ταινίας, διαχωρίζεται σε δύο τµήµατα, το ανώτερο από τα οποία
διακοσµείται µε πέντε λεπτότεχνες ταινίες, ενώ το κατώτερο είναι αδιακόσµητο. Στο κυλινδρικό σώµα, δύο
πλατιές ταινίες στα άκρα, ενώ στο διάστηµα µεταξύ αυτών και κοντύτερα στη δεύτερη δύο ακόµη
λεπτότερες ταινίες. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης πέντε οµόκεντροι κύκλοι γύρω από το κέντρο.
FS 96.
Πρβλ. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 36, αρ. 9-πιν. 2 (Τ1/8, ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση). Mountjoy 1999, 419, αρ. 70
(Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 731, αρ.27-28 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998,
Α.Ε.Β.877 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
161
(Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 707, αρ. 43 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Papazoglou-Manioudaki, 1994, 194, αρ. 7-εικ. 21
(Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Giannopoulos 2008, αρ. 60-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 61, αρ. 4-πιν. 10 (Τ3/4, ΥΕ ΙΙΙΑ1 Όψιµη). Κολώνας 1998, A.E.B.454 (ΥΕ
ΙΙΙΒ1). Βικάτου 2008, Τ10/Π4361 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2/YE ΙΙΙΒ1.
162
µεγάλη διάµετρο. Τρεις ακόµη ταινίες στο κάτω άκρο του σώµατος και στη µετάβαση προς την αθέατη
επιφάνεια της βάσης, όπου µε µεγάλη δυσκολία διακρίνονται και κάποιοι πολύ εξίτηλοι οµόκεντροι κύκλοι
γύρω από το κέντρο.
FS 85. FM 58/33 και 34: οριζόντιοι αµείβοντες.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 266, αρ. 81 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 481, αρ. 10 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΒ). Papadopoulos
1978-79, AM. 16-εικ. 135α (Αχλαδιές Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.984 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.682
(ΥΕ ΙΙΙΒ1). Βικάτου 2008, Τ31/Π4559 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2/YE ΙΙΙΒ (πιο πιθανά στην
ΥΕ ΙΙΙΒ).
163
Τ2/Α12 (Π16306): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 115.
Συγκολληµένος και ελλιπής σε µερικά όστρακα της κοιλίας. Πηλός
αχνοκίτρινος-λαδί (Munsell 2,5Y 8/2), αλείφωµα όµοιο, βαφή καστανοµέλανη
(7,5YR 5/6 και 5/4 και 2,5/1). Ύψος 0,098 µ., µέγ.διάµετρος 0,119 µ. και διάµ.
δίσκου 0,028 µ.
Η επιφάνεια του δίσκου ελαφρώς κοίλη, µε ανεπαίσθητη απόφυση στο κέντρο,
το χείλος εσωτερικά χωνοειδές και εξωτερικά δακτυλιοειδές και σε επαφή µε
τον δίσκο. Ο λαιµός του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος, µε µικρή κλίση προς τα
εµπρός και του στοµίου κυλινδρικός και µε µικερή κλίση προς τα πίσω. Λαβές κάθετες και ελλειπτικής
διατοµής. Σώµα πιεσµένο σφαιρικό-κωνικό, βάση χαµηλή δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική εξωτερικά.
Στον δίσκο εξίτηλοι οµόκεντροι κύκλοι. Το χείλος περιβάλλεται από δυσδιάκριτο δακτύλιο εξωτερικά, ενώ
πολύ λίγα ίχνη βαφής αποµένουν στην ανώτερη επιφάνεια και στο εσωτερικό του. Οι ράχες των λαβών
επίσης πολύ εξίτηλες, πιθανότατα ολόβαφες, ενώ τις βάσεις τους καθώς και του ψευδοστοµίου και στοµίου
περιβάλλουν δακτύλιοι. Στον ώµο διπλή σειρά γραµµιδίων (φυλλοφόρος ταινία). Στο σώµα δύο οµάδες
λεπτότεχνων ταινιών, που ορίζονται από πλατύτερες. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει το κατώτερο
άκρο του σώµατος και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 180. FM 64 (διπλή φυλλοφόρος ταινία).
Πρβλ. Papadopoulos 1976, Τ2/BE.592-πιν. 13, 5 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Mountjoy 1999, 665, αρ. 88 (Βοιωτία, ΥΕ
ΙΙΙΑ2, διπλή και τριπλή), 709, αρ. 51 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 905, αρ. 78 (Μήλος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1002, αρ. 40
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.615 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1). Βικάτου 2008, Τ20/Π4390 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ), Τ20/Π4411 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1.
164
FS 179. FM 18/122-132 (µυκηναϊκό άνθος µε άγκιστρο εσωτερικά).
Πρβλ. Papadopoulos 1976, BE.612-πιν. 19, 7-9 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, Τ2/Π27 257, εικ. 51a-b (ΥΕ
ΙΙΙΒ). Mountjoy 1999, 547, αρ. 228 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 674, αρ. 132 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1018, αρ. 91
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ). Βικάτου 2008, Τ8/Π11070 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Kanta 1980, 211, εικ. 86.5-6 (Ρέθυµνο, εισηγµένο
µυκηναϊκό). Tsipopoulou 1997, εικ. 14k (Πετράς-Σητείας, προέλευση από κυρίως Ελλάδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ1.
165
Τ2/Α15 (Π16309): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή οστών (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 116.
Ελλιπής σε τµήµα του χείλους. Ραγισµένος στο κατώτερο σώµα.
Συγκολληµένος στη βάση του στοµίου. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR
7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο (10YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (10YR 2/1 και
5/3). Ύψος 0,105 µ., διάµετρος κοιλίας 0,109 µ.
∆ίσκος µε χαµηλή κεντρική απόφυση, χείλος εσωτερικά χωνοειδές και στην
εξωτερική επιφάνεια δακτυλιοειδές, λαιµοί κυλινδρικοί, του στοµίου µε κλίση
προς τα εµπρός, λαβές κάθετες και ελλειπτικής διατοµής, σώµα πιεσµένο
σφαιρικό, βάση χαµηλή, στην κάτω επιφάνεια ελαφρώς υπόκοιλη µε χαµηλό
κεντρικό έξαρµα και στην εξωτερική περιφέρεια κυλινδρική.
Πολύ εξίτηλη και δυσδιάκριτη διακόσµηση. Στον δίσκο σπείρα (;). Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει το
εξωτερικό του χείλους και εισχωρεί λίγο εσωτερικά. Οι ράχες των λαβών ολόβαφες µε εξηρηµένα τρίγωνα
στις κορυφές τους. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον ώµο κάθετοι
αµείβοντες, δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλοι τρεις στην απέναντι ζώνη. Στο σώµα έξι πλατιές ταινίες
ορίζουν πέντε ζώνες, οι οποίες εναλλάξ γεµίζουν µε λεπτότεχνες ταινίες ή είναι αδιακόσµητες. Πλατιά ταινία
περιβάλλει την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS 171. FM 58 (κάθετοι αµείβοντες).
Πρβλ. Papadopoulos 1976, Τ4/BE.641-642-πιν. 30, 11 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, Τ2/Π39, εικ. 46a-b,
256 (ΥΕ ΙΙΙΑ). Mountjoy 1999, αρ. 188, 123 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), αρ. 94, 268 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), αρ.
114, 219 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), αρ. 103, 765 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ2/Α16 (Π16310): Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ανακοµιδή οστών (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 116.
Συγκολληµένο στο κάτω τµήµα του λαιµού και µε µικρές αποκρούσεις σε διάφορα
σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα µπεζ-κίτρινο
(7,5YR 8/3), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 5/8 και 5/6 και 2,5/1). Ύψος 0,072 µ.,
διάµετρος κοιλίας 0,078 µ.
Χείλος έξω νεύον, πολύ στενό, ευθύ και επικλινές (κοφτό), λαιµός ψηλός και αµφίκοιλος-
κωνικός, σώµα κωνικό-καµπύλο (µε σχήµα «πουγκιού»), βάση καµπύλη και στραβοφτιαγµένη µε
αποτέλεσµα να µην έχει ευστάθεια το αγγείο, λαβές οριζόντιες και κυλινδρικές επάνω στον ώµο.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά µέχρι την ανώτερη επιφάνεια του ώµου, το χείλος, καθώς και οι
ράχες των λαβών. Στον ώµο πλατιά, συνεχής, κυµατοειδής γραµµή, που συνεχίζει κάτω από τις λαβές. Στο
κάτω σώµα δύο πλατιές ταινίες ορίζουν ζώνη, που γεµίζει µε δύο λεπτότερες. Στην αθέατη επιφάνεια της
βάσης πολύ πλατύς κεντρικός οφθαλµός περιβαλλόµενος από πλατύ δακτύλιο.
FS 85. FM 53/15: κυµατοειδής γραµµή.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM. 344-εικ. 133f (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Mountjoy 1999, 481,
αρ. 11 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 764, αρ. 93 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 846, αρ. 92 (Θεσσαλία, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.842 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, ΤIV/Π6368 (ΥΕ ΙΙΙΒ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ.
166
Τ2/Α17 (Π16311): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή οστών (επάνω στο δάπεδο). Πίν. 117.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και µε αποκρούσεις και αποφλοιώσεις σε διάφορα σηµεία. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κρεµ-κίτρινο (10YR 8/4), βαφή καστανοµέλανη
(5YR 4/4 και 2,5/1), µε µερικά ίχνη στίλβωσης.
∆ίσκος µε χαµηλή κεντρική απόφυση, χείλος εσωτερικά χωνοειδές και στην εξωτερική επιφάνεια
δακτυλιοειδές, λαιµοί του ψευδοστοµίου αµφίκοιλος και του στοµίου κυλινδρικός και µε κλίση προς τα
πίσω, λαβές κάθετες ελλειπτικής διατοµής, σώµα πιεσµένο κωνικό, βάση χαµηλή δακτυλιόσχηµη και
κυλινδρική εξωτερικά.
∆ιακόσµηση εξίτηλη και σε µερικά σηµεία δυσδιάκριτη. Στον δίσκο πολύ εξίτηλοι πιθανοί οµόκεντροι
κύκλοι. Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει την εξωτερική επιφάνεια του χείλους και εισχωρεί λίγο και εσωτερικά.
Οι ράχες των λαβών ολόβαφες και στις βάσεις αυτών δακτύλιοι. Θηλιά περιβάλλει τις βάσεις ψευδοστοµίου
και στοµίου. Στον ώµο µυκηναϊκά άνθη µε γλωσσίδια εσωτερικά και περιγεγραµµένα µε στιγµές, δύο
εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα δύο στην απέναντι ζώνη, τα τελευταία από τα οποία γεφυρώνονται µε
κάθετους αµείβοντες. Στο σώµα δύο οµάδες λεπτότεχνων ταινιών, που ορίζονται από πλατύτερες, µία κάτω
από τον ώµο και µία ακόµη κάτω από τη µεγάλη διάµετρο του αγγείου. Μία ακόµη πλατιά ταινία περιβάλλει
την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS 181. FM 18/112 (µυκηναϊκό άνθος µε γλωσσίδιο).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.796-εικ. 209d (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, Τ2/Π26
257, εικ. 50a-b (ΥΕ ΙΙΙΒ). Mountjoy 1999, 139, αρ. 252 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 382, αρ. 44 (Ηλεία, ΥΕ
ΙΙΙΑ2), 549, αρ. 232 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 674, αρ. 131 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.415 (ΥΕ
ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.608 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Βικάτου 2008, Τ33/Π4591 (ΥΕ ΙΙΙΒ1, FS.167). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ1.
Ευρήµατα δρόµου:
Τ2/δρόµος/ΟΜ.1. Πυριτολιθικό εργαλείο (Μ5485). Καθαρισµός τοιχωµάτων. Πίν. 117.
Μικρό εργαλείο από πυριτόλιθο χρώµατος σοκολατί. Σχήµα ακανόνιστο, µε πολύ αιχµηρό το άνω άκρο.
Μήκος 0,016 µ. και πάχος 0,009 µ.
167
Τ2/επιφανειακό στρώµα (επάνω από τον δρόµο του τάφου).
8 όστρακα.
1) ∆ύο συγκολλώµενα όστρακα από µικρή λαβή, ελλειπτικής διατοµής, πηλού καστανόχρωµου.
2) Όστρακο ελαφρώς έξω νεύοντος χείλους, ανοιχτού λεπτότεχνου αγγείου. Πηλός κιτρινωπός. Πολύ
δυσδιάκριτη µελανή βαφή εσωτερικά και εξωτερικά. Πιθανώς ολόβαφο εσωτερικά και ίσως εξωτερικά
λεπτή ταινία κάτω από το χείλος.
3) Όστρακο σώµατος γκρίζου πηλού, πολύ λείο εξωτερικά και εσωτερικά ίσως ολόβαφο, αλλά η επιφάνεια
γενικά πολύ δυσδιάκριτη λόγω των αλάτων.
4) Όστρακο σώµατος πηλού καστανόχρωµου, µε καστανοκίτρινο αλείφωµα. ∆υσδιάκριτη µελανή βαφή
εξωτερικά.
5) Όστρακο σώµατος χειροποίητου πηλού.
6) Όστρακο σώµατος πηλού κιτρινωπού, µε πολύ λειασµένη επιφάνεια. Πιθανώς άβαφο. Η επιφάνεια
εσωτερικά πολύ δυσδιάκριτη, λόγω των αλάτων.
7) Όστρακο σώµατος, µε ελαφρά γωνίωση. Πηλός πορτοκαλόχρωµος. Πιθανώς άβαφο. Η επιφάνεια
εσωτερικά πολύ δυσδιάκριτη, λόγω των αλάτων.
168
11) Όστρακο σώµατος καστανοκίτρινου πηλού. Εσωτερικά δυσδιάκριτη επιφάνεια, πιθανώς ολόβαφη
µελανή. Εξωτερικά δυσδιάκριτη µελανή ταινία.
12) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα σώµατος πηλού κιτρινοκάστανου.
13) ∆έκα ακόµη όστρακα σώµατος και χείλους, από διάφορα αγγεία.
169
T2/δρόµος/ΟΜ.1 (στρ.1, δ΄ στρώση). Πίν. 119.
1) Όστρακο δακτυλιόσχηµης βάσης και κατώτερου σώµατος, µεγάλου αγγείου, ίσως κρατήρα. Πηλός
κιτρινωπός (2,5Y 8/2). Πολύ δυσδιάκριτα ίχνη µελανής βαφής εξωτερικά. Εσωτερικά ίσως άβαφο, ή πολύ
εξίτηλο.
2) Όστρακο δακτυλιόσχηµης βάσης ανοιχτού αγγείου. Πηλός καστανοκίτρινος (7,5YR 6/6). Εσωτερικά
ολόβαφο µε καστανοµέλανη βαφή. Εξωτερικά ίχνη εξίτηλης καστανόχρωµης βαφής.
3) ∆ύο συγκολλώµενα όστρακα ανοιχτού αγγείου. Πηλός καστανόχρωµος. Ολόβαφο µε καστανοµέλανη
βαφή εσωτερικά και εξωτερικά.
4) Όστρακο έξω νεύοντος χείλους ανοιχτού αγγείου. Πηλός πορτοκαλόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
Εσωτερικά ολόβαφο µε ερυθρή βαφή. Εξωτερικά εξίτηλη καστανοµέλανη βαφή, όπου ήταν επίσης πιθανώς
ολόβαφο.
5) Όστρακο σώµατος χειροποίητου πηλού.
6) Όστρακο σώµατος µε τµήµα της οριζόντιας κυλινδρικής λαβής, πιθανώς από σκύφο. Πηλός
καστανόχρωµος (7,5YR 7/6). Εσωτερικά ολόβαφο µε ερυθροµέλανη βαφή. Εξωτερικά επίσης ολόβαφο
µελανό. Ένα ακόµη µικρό όστρακο σώµατος, πιθανότατα συνανήκον µε το παραπάνω, αλλά µη
συγκολλώµενο.
170
4) Όστρακο σώµατος µε τη ρίζα οριζόντιας κυλινδρικής λαβής, πιθανώς σκύφου. Πηλός πορτοκαλόχρωµος
(5YR 6/6), αλείφωµα καστανοκίτρινο (7,5YR 7/6). Ολόβαφο µε εξίτηλη καστανοµέλανη βαφή εσωτερικά
και εξωτερικά. Ένα µικρό όστρακο σώµατος πιθανώς συνανήκον.
5) Όστρακο µικρής ταινιωτής λαβής.
6) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα µη συγκολλώµενα. Το ένα πιθανώς κοντά στη βάση, που είναι επίπεδη, ενώ
είναι διακριτή και πιθανή ρίζα ποδιού(;). Εξωτερικά ίχνη από ερυθρές ταινίες, ενώ εσωτερικά είναι µάλλον
άβαφο. Το δεύτερο όστρακο είναι κοντά στο λαιµό, µε ίχνη από ερυθρή διακόσµηση εξωτερικά.
7) Όστρακο σώµατος, πολύ επίπεδο, µε πολύ δυσδιάκριτη επιφάνεια, λόγω των αλάτων.
171
8) Έξι ακόµη µικρά όστρακα σώµατος από διάφορα αγγεία.
172
2) Ένα ακόµη όστρακο βάσης, µικρότερου αγγείου, που ίσως πρόκειται για τεµάχιο δισκοειδούς βάσης
κύλικας, µε την αρχή του στελέχους. Πηλός καστανοκίτρινος (7,5YR 6/4). Η επιφάνεια πολύ δυσδιάκριτη,
τόσο εξωτερικά όσο και εξωτερικά, λόγω της επικάλυψής της µε στρώµα αλάτων.
3) ∆ύο όστρακα µικρών λαβών. Το ένα ταινιωτής λαβής, ολόβαφο µε ερυθρή βαφή. Το δεύτερο ελλειπτικής
λαβής, ολόβαφο µε καστανοµέλανη βαφή.
4) Τρία µικρά όστρακα σώµατος, µη συνανήκοντα, εκ των οποίων το ένα αποτελείται από χειροποίητο πηλό.
173
εξωτερικά.
2) Όστρακο επίπεδης βάσης, πιθανώς από κάποιο κυλινδρικό κύπελλο. Πηλός καστανοκίτρινος. Ολόβαφο
µελανό εσωτερικά και εξωτερικά.
3) Όστρακο σώµατος, από µεγάλο αγγείο. Πηλός κιτρινωπός (2,5Y 8/2) Εσωτερικά πολύ δυσδιάκριτη
επιφάνεια, λόγω των αλάτων. Εξωτερικά πολύ δυσδιάκριτες ταινίες.
4) Όστρακο έξω νεύοντος και γωνιώδους χείλους. Πηλός καστανόχρωµος. Χωρίς ίχνη βαφής, ούτε
εσωτερικά ούτε εξωτερικά.
5) ∆ύο συγκολλώµενα όστρακα ψευδοστοµίου, όπου σώζεται ο λαιµός ακέραιος, µε µικρό τµήµα του
ανώτερου σώµατος και ο δίσκος. Πηλός ροδόχρωµος. Βαφή ερυθρή (5YR 6/6). ∆ιακρίνουµε πιθανούς
οµόκεντρους κύκλους στον δίσκο και δακτύλιο γύρω από τη βάση του λαιµού.
6) Όστρακο κυλινδρικής λαβής. Πηλός καστανοκίτρινος, χωρίς ίχνη βαφής.
7) Όστρακο χείλους, µε τµήµα της οριζόντιας κυλινδρικής λαβής. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (7,5YR 6/6).
Ορατή ταινία στο εσωτερικό και εξωτερικό του χείλους.
8) ∆ύο συνανήκοντα όστρακα έξω νεύοντος χείλος, λεπτότεχνου αγγείου.
9) Πέντε ακόµη όστρακα σώµατος.
174
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 2 ΤΟΥ ΟΙΚ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ταφές Α, Β Τ2/Α1, A2, Α5: Τ2/Μ1: Λίθινο ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη –
Ψευδόστοµοι σφονδύλι ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
αµφορίσκοι
Τ2/Α3: Αρτόσχηµο
αλάβαστρο
Τ2/Α4: Κυλινδρικό
αλάβαστρο
Παραµερισµένη Τ2/Α6: Ψευδόστοµος ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη/
ταφή αµφορίσκος Μέση
Τ2/Α7: Κυλινδρικό
αλάβαστρο
Ανακοµιδή Τ2/Α8, Α9, Α10, A16: Τ2/Χ2: Χάλκινη ΥΕ ΙΙΙΑ2 –
Αρτόσχηµα αλάβαστρα τριχολαβίδα ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ
Τ2/Α11, Α12, Α13, Πρώιµη
Α14, Α15, Α17:
Ψευδόστοµοι
αµφορίσκοι
Από τον δρόµο 15 οµάδες οστράκων
175
ΙΙ.2. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΣΧΕ∆ΙΟ 13
176
ΤΑΦΟΣ 1 (Αγ.Κων.Α-Τ1) (σχέδ. 14, πίν. 125-127)
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, προσανατολισµένος βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά
µε τον θάλαµο στα βορειοανατολικά. Η επέµβαση µηχανικού εκσκαφέα κατά τη διάνοιξη του
αγροτικού δρόµου, έχει προκαλέσει καταστροφή του µεγαλύτερου τµήµατος της οροφής και
µέρους των τοιχωµάτων του θαλάµου, καθώς και τµήµατος του στοµίου του τάφου.
Ο τάφος 1 (σχέδ. 14) εντάσσεται σε σύµπλεγµα διπλού τάφου µαζί µε τον τάφο 2 και µπορεί
να θεωρηθεί ως πλευρικός παραθάλαµος αυτού, µε τους άξονες των δύο τάφων να είναι κάθετοι
µεταξύ τους. Συγκεκριµένα η είσοδος του τάφου 1 ανοίγεται στην αρχή του βόρειου πλευρικού
τοιχώµατος του δρόµου του τάφου 2 και ήταν φραγµένη µε ξερολιθιά (πίν. 125). Η είσοδος του
τάφου 1 ακολουθείται από «δρόµο» µήκους 1,55 µ. και πλάτους 0,70 µ. Ο «δρόµος» αυτός
παρουσιάζει µικρή κατωφέρεια προς το βορειοανατολικό άκρο, όπου είχε καταστραφεί κατά το
ανώτερο τµήµα των τοιχωµάτων του. Η µετάβαση από τον «δρόµο» προς τον θάλαµο γίνεται µε
δεύτερη µικρή εσωτερική είσοδο και µικρό καθοδικό σκαλοπάτι, ύψους 0,20 µ. Μέσα στην
επίχωση του «δρόµου» περιέχονταν µερικά οστά και ένα κρανίο Τ1/ΟΣ.2, ενώ κατά την αφαίρεση
των λίθων της ξερολιθιάς συγκεντρώθηκαν τα όστρακα Τ1/ΟΜ.2.
Ο θάλαµος σχήµατος ακανόνιστου τετράπλευρου, έχει διαστάσεις 2,80 µ. Χ 2,50 µ. και
σωζόµενο ύψος 1,70 µ. Ήταν γεµάτος µε επίχωση, που ξεκινούσε σε βάθος 0,50 µ. κάτω από τη
σωζόµενη οροφή. Η επίχωση αυτή περιείχε τεµάχια κιµιλιάς που είχαν καταρρεύσει από την οροφή
και τα τοιχώµατα. Όπως διαπιστώθηκε είχε αναµοχλευθεί κατά τη λαθρανασκαφή και το ταφικό
στρώµα είχε διαταραχτεί εντελώς. Από την επίχωση του θαλάµου προήλθαν µερικά όστρακα
Τ1/ΟΜ.1, µερικά οστά Τ1/ΟΣ.1 και ένα πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι, ακέραιο Τ1/Π1 (πίν. 127).
Επάνω στο δάπεδο, στη νότια γωνία του τάφου, είχε αποµείνει µόνο µία µικρή σφαιρική
πρόχους Τ1/Π2 (σχέδ. 14, πίν. 126-7), της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης. Πιθανώς βρέθηκε στη θέση
της ή κοντά σε αυτήν, χωρίς αυτό να είναι σίγουρο, γιατί δεν υπάρχουν ξεκάθαρα ανασκαφικά
στοιχεία.
177
ΣΧΕ∆ΙΟ 14
178
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Αγ.Κων.Α-Τ1 (*)
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 1 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Α ΤΟΥ ΑΓ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Μερικά οστά Τ1/Π2: Μικρή σφαιρική Τ1/Π1: Πήλινο ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη –
τα πρόχους αµφικωνικό ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
διατεραγµένες Τ1/ΟΜ.1: Όστρακα σφονδύλι
επιχώσεις του
θαλάµου
Μέσα από τα Τ1/ΟΜ.2: Όστρακα
λίθους τα
ξερολιθιάς
(*Ο κατάλογος ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανασκαφής και των ταφικών συνόλων).
179
ΤΑΦΟΣ 2 (Αγ.Κων.Α-Τ2) (σχέδ. 15Α, Β, Γ, πίν. 128-132)
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, προσανατολισµένος νοτιοανατολικά-βορειοδυτικά,
µε το θάλαµο προς νοτιοανατολικά. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο
ακανόνιστου τετράπλευρου σχήµατος (σχέδ. 15Α). Η είσοδός του είχε παραβιαστεί και ο θάλαµος
είχε διαταραχθεί και συληθεί.
Ο δρόµος πλάτους 0,50-1,10 µ. και µήκους 2,00 µ. στην επιφάνεια της κιµιλιάς,
παρουσιάζει ήπια κατηφορική κλίση προς την είσοδο. Στο βορειοανατολικό πλευρικό τοίχωµα του
δρόµου του τάφου 2 υπάρχει άνοιγµα εισόδου, που οδηγεί προς τον τάφο 1 (βλ. ανωτέρω). Η
επίχωση που είχε επικαλύψει τον δρόµο του τάφου 2 περιείχε µερικά όστρακα Τ2/ΟΜ.1.
Η πρόσοψη έχει ύψος 2,00 µ. και στη βάση της ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος,
ύψους 0,80 µ. και πλάτους 0,53 µ. στο κατώφλι και 0,50 µ. στο ανώφλι. Η είσοδος ήταν φραγµένη
µε ξερολιθιά (σχέδ. 15Β, πίν. 128). Μερικοί λίθοι της ξερολιθιάς βρέθηκαν στη θέση τους,
διατηρούµενοι µέχρι ύψος 0,48 µ., ενώ οι υπόλοιποι είχαν µετακινηθεί κατά τη λαθρανασκαφή.
Μέσα από τους λίθους που είχαν αποµείνει συγκεντρώθηκαν µερικά όστρακα Τ2/ΟΜ.3.
Το στόµιο έχει µήκος 0,75 µ., περίπου σταθερό πλάτος 0,55 µ. και το δάπεδό του είναι
σχεδόν επίπεδο. Η µετάβαση από το στόµιο προς τον θάλαµο γίνεται µε µικρό κατηφορικό
σκαλοπάτι ύψους 0,35 µ.
Ο θάλαµος έχει διαστάσεις 2,80 µ. Χ 2,50 µ. Τα τοιχώµατα έχουν καταστραφεί κατά τη
νοτιοανατολική και νοτιοδυτική πλευρά, µε αποτέλεσµα το σχήµα του να είναι λίγο συγκεχυµένο.
Υποθέτουµε όµως ότι θα µπορούσε να είναι τετράπλευρο, µε βάση τη διαµόρφωση των δύο άλλων
πλευρών του (βορειοανατολική και βορειοδυτική), όπου αυτά διατηρούνται καλά. Η οροφή του
θαλάµου έχει διασωθεί στο µεγαλύτερο τµήµα της σε µέγιστο ύψος 1,82 µ. (σχέδ. 15Β). Πιθανώς
είχε σχήµα θολωτό, ή σαµαρωτό, αφού στις σηµειώσεις του ηµερολογίου περιγράφεται ως καµάρα.
Σε µερικά σηµεία των τοιχωµάτων του θαλάµου διασώθηκαν ίχνη εργαλείων πλάτους 0,02 µ.-0,05
µ.
Ο θάλαµος είχε επικαλυφθεί µε επίχωση µεγάλου ύψους (σχέδ. 15Γ), που ξεκινούσε σε
βάθος 0,95 µ. κάτω από την οροφή. Αυτή είχε δηµιουργηθεί από τις καταρρεύσεις του πετρώµατος
και είχε αναµοχλευθεί κατά τη λαθρανασκαφή µέχρι το δάπεδο. Στα ανώτερα στρώµατα της
επίχωσης (από βάθος 0,95 µ. µέχρι 1,20 µ. περίπου), περιέχονταν σε αυτήν πολλά τεµάχια οστών
ΟΣ.1, κυρίως άκρων, που ανήκαν στις διαταραγµένες ταφές του θαλάµου. Επίσης και µία λαβή από
ψευδόστοµο αµφορέα Τ2/ΟΜ.2. Στα βαθύτερα στρώµατα βρέθηκαν ένα πήλινο αµφικωνικό
σφονδύλι στο κεντρικό τµήµα του χώρου Τ2/Π4 (πίν. 132) και ένα όστρακο από την αποκάλυψη
του δαπέδου στο βόρειο τµήµα του θαλάµου Τ2/ΟΜ.5.
180
ΣΧΕ∆ΙΟ 15Α
181
ΣΧΕ∆ΙΟ 15Β
ΑΓ. ΚΩΝ. Α-Τ2: ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΤΟΜΕΣ, ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
182
ΣΧΕ∆ΙΟ 15Γ
30
Τα δακτυλιόσχηµα συµπεριελήφθηκαν στην πρώτη δηµοσίευση του τάφου από τον Γιαννόπουλο (Giannopoulos
2008, 125-127), ενώ τότε υπήρχε δυσκολία εντοπισµού των υπόλοιπων ευρηµάτων του θαλάµου. Τα ευρήµατα
183
γωνίας του θαλάµου συγκεντρώθηκαν τα όστρακα της οµάδας Τ2/ΟΜ.4.
Στο ίδιο περίπου επίπεδο µε τα παραπάνω (βάθος 1,30 µ. µέχρι 1,45 µ.) και κοντά στο
βόρειο και στο νοτιονατολικό τοίχωµα, βρίσκονταν έξι ακόµη κρανία Κ2, Κ3, Κ5, Κ6, Κ7, Κ8,
µαζί µε λίγα µακρά οστά σε µερικά σηµεία (πίν. 130). Ανατολικά του Κ7, στη νότια γωνία του
τάφου, τρία αγγεία Τ2/Π5-Π7 (πίν. 130, 132), που ήταν αλάβαστρο και δύο πρόχοι, ακουµπούσαν
όρθια σε βάθος 1,35 µ., µε την εξαίρεση του T2/Π6 που είχε γείρει στο πλάι.
Κατώτερο ταφικό στρώµα: Το β΄ ταφικό στρώµα (σχέδ. 15Α) εκτεινόταν επάνω στο δάπεδο,
σε βάθος 1,82 µ. από την οροφή. Από αυτό το ταφικό στρώµα διέφυγαν της προσοχής των
αρχαιοκαπήλων λίγα, αλλά πολύ σηµαντικά ευρήµατα (πίν. 131): Κοντά στην ανατολική γωνία του
θαλάµου αποκαλύφθηκε ξίφος τύπου Naue II Τ2/X1 (πίν. 131), που ακουµπούσε στο δάπεδο, σε
βάθος 1,75 µ. Μαζί µε το ξίφος βρέθηκαν µερικά αντικείµενα µικροτεχνίας: τρία µικρά χάλκινα
καρφιά Τ2/Χ2, τα οποία ανήκαν πιθανώς σε κάποιο εξάρτηµα του ξίφους. Ελεφαντοστέινο
επίµηκες αντικείµενο Τ2/Λ1, τετράγωνης διατοµής, διάτρητο κατά µήκος, µε εγχάρακτη
διακόσµηση µικρών οµόκεντρων κύκλων. Μικρό χάλκινο πλακοειδές αντικείµενο, στρογγυλό, µε
κεντρική οπή Τ2/Χ3. Στην ίδια περιοχή, κοντά στην ανατολική γωνία, υπήρχε ένα κρανίο
Κ4/ΟΣ.4, το οποίο πατούσε σε βάθος 1,87 µ. Μπορεί να θεωρηθεί ως το µόνο οστεολογικό
κατάλοιπο της ταφής του πολεµιστή του ξίφους, τα υπόλοιπα οστά της οποίας πιθανώς είχαν
αποµακρυνθεί από το σηµείο κατά τη σύληση του τάφου.
Συνοψίζοντας, η σύληση του τάφου 2 είχε ως αποτέλεσµα να αναµοχλευθεί η επίχωση του
θαλάµου µέχρι το δάπεδο και να διαταραχθούν τα δύο επάλληλα ταφικά στρώµατα που αυτός
περιελάµβανε. Η διαταραχή των σκελετικών λειψάνων ήταν µεγάλη και καµία ταφή δεν είχε
αποµείνει στη θέση της πλήρης. Εξαίρεση αποτέλεσαν µερικά κρανία και λοιπά οστά που ήταν
διατεταγµένα κοντά στα τοιχώµατα, στο πλαίσιο του ανώτερου στρώµατος. Επίσης και ένα ακόµη
κρανίο του κατώτερου στρώµατος, που βρέθηκε επάνω στο δάπεδο κοντά στην ανατολική γωνία
του τάφου. Επιπλέον, τα περισσότερα από τα ευρήµατα είχαν συληθεί, εκτός από έξι αγγεία του
ανώτερου στρώµατος που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, αποτελώντας
τη µόνη σωζόµενη χρονολογική ένδειξη για τη χρήση του τάφου. Από τη σύληση είχε διαφύγει και
ένα ακόµη πολύ σηµαντικό εύρηµα. Ήταν ένα ξίφος τύπου Naue II, που είχε αποµείνει επάνω στο
δάπεδο κοντά στην ανατολική γωνία του θαλάµου. Μαζί µε το ξίφος υπήρχαν µερικά ευρήµατα
µικροτεχνίας, όχι όµως και αγγεία που θα βοηθούσαν στη χρονολόγησή του. Παρόλα αυτά, µε
βάση τα σωζόµενα αγγεία του ανώτερου ταφικού στρώµατος, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ
αυτά βρέθηκαν όµως στο µεταξύ, κατά τις εργασίες µεταφοράς του αρχαιολογικού υλικού από το παλαιό στο νέο
µουσείο της Πάτρας. Κατόπιν συνεννόησης µε τον συνάδελφο Θ. Γιαννόπουλο, παρατίθενται στο πλαίσιο της
παρούσας µελέτης, ώστε να υπάρχει πλέον µία πιο ολοκληρωµένη εικόνα του τάφου και του ταφικού στρώµατος.
184
Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι το ξίφος θα ήταν έστω και λίγο
πρωιµότερο από αυτά. Εποµένως, ενδέχεται να χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ2/Π1 (Π10568): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Αν. γωνία του τάφου. Πίν. 132.
Ακέραιος. Μικρές αποκρούσεις σε διάφορα σηµεία. Απολεπίσεις στην κάτω
επιφάνεια της βάσης. Λίγο ελλιπής στο χείλος, όπου έχει γίνει µικρή
συµπλήρωση. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (Munsell 5YR 7/6), αλείφωµα
καστανόχρωµο ανοιχτό (7,5YR 7/3), βαφή ερυθρή (2,5YR 5/8.) Ύψος 0,097
µ., διάµετρος 0,099 µ. και διάµετρος δίσκου 0,031 µ.
Χείλος στενό και χωνοειδές, δίσκος κυκλικός και επίπεδος µε πολύ χαµηλό
κεντρικό κοµβίο, λαιµοί παράλληλοι µε µικρή διαπλάτυνση προς τα επάνω,
δύο κάθετες, στενές ταινιωτές λαβές, σώµα σχήµατος σφαιρικού, βάση χαµηλή δακτυλιόσχηµη και στην
εξωτερική περιφέρεια κυλινδρική.
Στον δίσκο πιθανή εξίτηλη σπείρα. Στην ανώτερη επιφάνεια του σωζόµενου χείλους πολύ αχνά ίχνη βαφής.
Στις λαβές δύο κάθετες ταινίες κοσµούν τις άκρες, ενώ η κεντρική επιφάνεια είναι άβαφη. Τις βάσεις
ψευδοστοµίου και στοµίου περιβάλλει θηλιά. Σε κάθε τεταρτοκύκλιο του ώµου από τέσσερις σειρές
παράλληλων, οριζόντιων, κυµατοειδών γραµµών. Στην απέναντι ζώνη, πίσω από τις λαβές, αναπτύσσεται το
ίδιο θέµα, αλλά σε µεγαλύτερη έκταση. Στο σώµα ταινιωτή διακόσµηση από δύο οµάδες ταινιών, τρεις
λεπτές στο άνω τµήµα και άλλες δύο λίγο πλατύτερες κάτω από την µεγάλη διάµετρο. Μία ακόµη πλατιά
ταινία περιβάλλει το κάτω άκρο του σώµατος και την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 53/18 (οριζόντια κυµατοειδής γραµµή).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.233-εικ. 106c, 220g, PM.1391-εικ.220h, 115c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ
ΙΙΙΒ2;). Petropoulos 2007, T2/Π14, εικ. 37a-b, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 14
(Σπαλιαρέικα, Τ1/ΟΜ.3, αρχές της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης). Mountjoy 1999, 573, αρ. 352 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 776, αρ. 185-6 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.266 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.839 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
185
Τ2/Π5 (Π10575): Κυλινδρικό αλάβαστρο. Πίν. 132.
Συγκολληµένο από πολλά όστρακα. Με συµπληρώσεις σε τµήµα του άνω σώµατος και του χείλους, καθώς
και µικρότερες στο κάτω σώµα και στην αθέατη επιφάνεια της βάσης. Πηλός γκρι-λαδί (Munsell 10YR 6/2,
6/3), αλείφωµα πολύ ανοιχτό γκρι-λαδί (10YR 7/2), βαφή καστανοµέλανη. Ύψος 0,065 µ και διάµετρος
0,074 µ.
Λαιµός ευρύς και αµφίκοιλος, µε απλό, κυκλικό χείλος, ώµος ευθύς και επικλινής, σώµα σχήµατος
κυλινδρικού, βάση ελαφρώς καµπύλη. ∆εν υπάρχουν ίχνη λαβών. Στη µία πλευρά του σώµατος ηµικυκλική
εσοχή, όπου πιθανώς είναι το σηµείο ένωσης µε ένα δεύτερο όµοιο αλάβαστρο. Ίσως το εν λόγω κυλινδρικό
αλάβαστρο αποτελεί το ένα από τα δύο τµήµατα σύνθετου (διπλού) αγγείου.
Η διακόσµηση είναι πολύ εξίτηλη και δυσδιάκριτη. Ελάχιστα ίχνη διατηρήθηκαν στο εσωτερικό του λαιµού,
που ίσως ήταν ολόβαφος. ∆ύο ταινίες περιβάλουν την εξωτερική επιφάνεια του λαιµού, µία στο ύψος του
χείλους και µία ακόµη σε µικρή απόσταση πιο κάτω, η οποία φθάνει µέχρι τη βάση του. Ακολουθεί η ζώνη
του ώµου, όπου αναπτύσσεται πολύ δυσδιάκριτη κυµατοειδής γραµµή. Το κυλινδρικό σώµα του αγγείου
διακοσµείται µε δύο πλατιές ταινίες, τοποθετηµένες στα δύο άκρα του, ενώ µεταξύ αυτών το µεγαλύτερο
τµήµα της κοιλίας παραµένει άβαφο. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης δε σώθηκαν ίχνη βαφής.
FS 96. FM 53/19 (οριζόντια κυµατοειδής γραµµή).
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.181-εικ. 144d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ2), το ίδιο η Mountjoy το
χρονολογεί στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη (419, αρ. 67). Giannopoulos 2008, αρ. 34-πιν. 25 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.4,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 391, αρ. 76 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 731, αρ. 23 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 913, αρ. 124 (Μήλος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ20/Π4389 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
186
195-197, αρ. 22-εικ. 24 (FS.114, αρχές της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.585 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/Χ1 (Μ4654α και Μ5432): Ξίφος τύπου Naue II. Πίν. 133.
Ξίφος Naue II µε θραυσµένη και συγκολληµένη τη λαβή. Η τοµή του αντικειµένου βρίσκεται στο
σηµείο σύνδεσης του φυλακτήρα µε την λαβή και τέµνει διαγωνίως τον ήλο της. Οι κνώδοντες σε
σχήµα χελιδονοουράς έχουν έντονη κύρτωση. Ο γλωσσοειδής σκελετός της λαβής έχει ένα
ελαφρώς κυρτό περίγραµµα και στενεύει λίγο στο σηµείο σύνδεσης µε τον φυλακτήρα. Οι ώµοι του
τελευταίου ολισθαίνουν µε µια ελαφρά καµπύλωση. Το περιχείλωµα της λαβής είναι έντονο και
διαµορφώθηκε πιθανώς στο ίδιο το καλούπι. Στην απόληξη της λαβής το περιχείλωµα συνεχίζεται
ως την εξωτερική πλευρά των κνωδόντων, ενώ προς την περιοχή του φυλακτήρα απολήγει ήπια.
Στον γλωσσοειδή σκελετό της λαβής υπάρχουν τρεις οπές ήλων, σε δύο εκ των οποίων υπάρχουν
ακόµη οι ήλοι. Ο ήλος από την σπασµένη τρίτη οπή σωζόταν χωριστά και επανατοποθετήθηκε µετά
τη συντήρηση. Οι ήλοι είναι κυκλικής διατοµής και είναι, καθώς φαίνεται, επιπλέον
σφυρηλατηµένοι, αφού έχουν µια έντονα διαµορφωµένη κεφαλή µε ελαφρώς κυρτή επιφάνεια. Οι
οπές των ήλων διανοίχθησαν στον γλωσσοειδή σκελετό της λαβής µε έναν τρυπητήρα, κάτι που
διακρίνεται καθαρά στην κεντρική οπή και σε αυτήν προς την κατεύθυνση του φυλακτήρα, όπου
187
διακρίνονται εξογκώµατα στο µέταλλο. Η οπή που τέµνεται στο σηµείο θραύσης είναι κωνική,
δηλαδή η διάτρηση έγινε από την µία πλευρά. Και σε αυτή διακρίνονται εξογκώµατα στο µέταλλο.
Στην επιφάνεια της τοµής διακρίνεται µια κοίλανση, η οποία βρίσκεται στην αρχή του
περιχειλώµατος, εισέρχεται, όµως, και στην περιοχή της λαβής. Η κοίλανση έχει µήκος 0,22 εκ. και
εσωτερικό πάχος 0,075 εκ. Στο σηµείο που βρίσκεται η λαβή έχει πάχος 0,26 εκ. Στην περιοχή του
φυλακτήρα διακρίνονται τέσσερις οπές ήλων µαζί µε τους ήλους. Η πλατιά κεντρική νεύρωση, που
απολήγει γωνιωδώς στην λεπίδα, δεν φέρει διακόσµηση αυλακώσεων ή περιχειλώµατος. Το πλάτος
της νεύρωσης συνιστά το 55% του πλάτους τη λεπίδας. Το ξίφος φαίνεται να έχει υποστεί έντονο
ακόνισµα, διότι κάτω από τον φυλακτήρα παρατηρείται µια κοίλανση των δύο κόψεων. Περαιτέρω,
η απόσταση των κόψεων από την κεντρική νεύρωση είναι στο σηµείο αυτό σαφώς µικρότερη από
ό,τι στην πλατύτερη κεντρική περιοχή της λεπίδας. Εντούτοις, η κεντρική νεύρωση έχει στην
ανώτερη, στενότερη περιοχή πλάτος 1,55 εκ., ενώ στο κεντρικό πλατύτερο κοµµάτι πλάτος 1,61
εκ., ως εκ τούτου το περίγραµµα της λεπίδας, σε σχήµα φύλλου ιτιάς, δεν ανάγεται αποκλειστικά
στο εκ των υστέρων ακόνισµα.
Μήκος 53,4 εκ, απόσταση από την ανώτερη απόληξη των κνωδόντων ως την απόληξη του
φυλακτήρα 9,5 εκ., µέγιστο πάχος κνωδόντων 3,44 εκ., πάχος του γλωσσοειδούς σκελετού της
λαβής στο σηµείο θραύσης 0,255 εκ., πάχος του γλωσσοειδούς σκελετού της λαβής στο σηµείο
σύνδεσης µε τον φυλακτήρα 0,17 εκ., µέγιστο πλάτος του γλωσσοειδούς σκελετού της λαβής 2,35
εκ., διάµετρος των κυκλικής διατοµής ήλων της λαβής 0,4-0,44 εκ., διάµετρος της κεφαλής των
ήλων της λαβής 0,6-0,7 εκ., πλάτος στην επάνω απόληξη του φυλακτήρα (στο σηµείο θραύσης) 2
εκ., µέγιστο πλάτος φυλακτήρα 4,9 εκ., µέγιστο πάχος φυλακτήρα 0,6 εκ., πλάτος λεπίδας στο
στενότερο σηµείο 2,5 εκ. και στο πλατύτερο σηµείο 2,8 εκ. Το κέντρο βάρους του ξίφους βρίσκεται
περίπου 25,4 εκ. από το σηµείο σύνδεσης της λαβής µε τον φυλακτήρα (υπολογίστηκε µε τη
βοήθεια µιας πλάκας και µε ασυγκόλλητη τη λαβή). Βάρος 417,61 γρ., βάρος λεπίδας και φυλα-
κτήρα 384 γρ., βάρος λαβής µαζί µε τους συνανήκοντες ήλους (σε µη συντηρηµένη κατάσταση)
33,61 γρ., βάρος του πεσµένου από τη θέση του ήλου της λαβής (ασυντήρητου και µε ίχνη
οργανικών καταλοίπων επάνω του) 2,56 γρ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη.
188
ίσως σηµαίνει ότι έχουν γίνει µε κάποιο εργαλείο. ∆ιατηρήθηκαν κυρίως στο ένα άκρο του
αντικειµένου, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια παρουσιάζει φθορές. Σε µερικά σηµεία διασώθηκαν ίχνη
καστανοπράσινης πατίνας. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Μικρό χάλκινο πλακοειδές αντικείµενο µε µικρή κεντρική οπή, πιθανώς ανάρτηµα. Σχήµα
ακανόνιστο τετράπλευρο, µε το ένα άκρο λίγο αιχµηρό. Μήκος 0,015 µ., πλάτος 0,013 µ. και πάχος
0,002 µ. Η οπή µε διάµετρο 0,005 µ. Χ 0,003 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη.
189
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 2 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Α ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Αφαίρεση της Τ2/Π4: Πήλινο
επίχωσης του σφονδύλι
θαλάµου –
Κεντρικό
τµήµα του
τάφου
Ανώτερο Τ2/Π1: Ψευδόστοµος ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
ταφικό αµφορίσκος
στρώµα – Τ2/Π2-Π3:
Ανατολική ∆ακτυλιόσχηµα αγγεία
γωνία του
τάφου
Ανώτερο Τ2/Π5: Κυλινδρικό ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη –
ταφικό αλάβαστρο ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
στρώµα – Τ2/Π6-Π7: Πρόχοι Μέση
Νότια γωνία
του τάφου
Κατώτερο Τ2/Χ1: Ξίφος Naue II T2/X2: Χάλκινα ΥΕ ΙΙΙΒ/
ταφικό καρφιά ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
στρώµα – Τ2/Χ3: Χάλκινο
Ταφή του αντικείµενο µε οπή
ξίφους Τ2/Λ1:
Ελεφαντοστέινο
αντικείµενο
Από τον Τ2/ΟΜ.1, ΟΜ.3:
δρόµο και την Όστρακα
ξερολιθιά
190
ΤΑΦΟΣ 3 (Αγ.Κων.Α-Τ3) (σχέδ. 16Α-Β, πίν. 134-139)
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µικρού µεγέθους, προσανατολισµένος νοτιοανατολικά-βορειοδυτικά
µε το θάλαµο προς νοτιοανατολικά. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο
ακανόνιστου κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 16Α). Κατά τη διάνοιξη του αγροτοδασικού δρόµου ο
µηχανικός εκσκαφέας προκάλεσε καταστροφή του τάφου, µε αποτέλεσµα να καταρρεύσει η θόλος
και µεγάλο τµήµα των τοιχωµάτων του θαλάµου.
Ο δρόµος έχει µήκος 2,90 µ. και πλάτος 0,60 µ. (στην αρχή) µέχρι 0,90 µ. (στη βάση της
πρόσοψης). Το δάπεδο του δρόµου έχει ήπια κατηφορική κλίση προς την είσοδο. Επάνω στο βόρειο
πλευρικό τοίχωµα και σε απόσταση 0,60 µ. από το µέτωπο, διανοίγεται είσοδος που οδηγεί προς
τον τάφο 3α (σχέδ. 16Α), η οποία ήταν φραγµένη µε ξερολιθιά. Η επίχωση που είχε επικαλύψει τον
δρόµο του τάφου 3 περιείχε µερικά όστρακα Τ3/ΟΜ.1, Τ3/ΟΜ.2, Τ3/ΟΜ.3, Τ3/ΟΜ.5, το άνω
τµήµα κύλικας Τ3/Π4 και ένα λίθινο σφονδύλι Τ3/Λ1 (πίν. 139).
Η πρόσοψη του τάφου 3 έχει ύψος 1,30 µ. και σταθερό πλάτος 0,90 µ. στην κορυφή και στη
βάση της. ∆ιαθέτει µικρή είσοδο µε τοξωτό ανώφλι, που έχει ύψος 0,90 µ. και πλάτος 0,64 µ. στο
κατώφλι και 0,57 µ. στο επάνω άκρο. Ακολουθεί το στενό στόµιο µήκους 1,10 µ. και σταθερού
πλάτους 0,55 µ., που διαθέτει δάπεδο µε οµαλή κατηφορική κλίση προς τον θάλαµο. Η µετάβαση
από το στόµιο προς τον θάλαµο είναι οµαλή χωρίς µεσολάβηση σκαλοπατιού. Τόσο η είσοδος όσο
και το στόµιο σε όλο του το βάθος είχαν φραχθεί µε ξερολιθιά (σχέδ. 16Β, πίν. 134-135), από τον
καθαρισµό της οποίας προήλθαν τα όστρακα της Τ3/ΟΜ.4.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ακανόνιστα κυκλικό και διαστάσεις 2,20 µ. Χ 2,30 µ. Η οροφή του
είχε καταρρεύσει. Τα τοιχώµατα διατηρήθηκαν σε µέγιστο ύψος 1,50 µ., στην βορειοδυτική πλευρά
κοντά στην είσοδο. Ο θάλαµος ήταν γεµάτος µε επιχώσεις, λόγω της καταστροφής του.
Το ταφικό στρώµα (σχέδ. 16Α, πίν. 136) εκτείνονταν επάνω στο δάπεδο του τάφου και
περιελάµβανε µία ανακοµιδή οστών και τρεις διαταραγµένες ταφές. Κατά µήκος του νοτιοδυτικού
τοιχώµατος είχε αποτεθεί ανακοµιδή οστών που χαρακτηρίζεται ως ΟΣ.1 (πίν. 138). Είχε
διαστάσεις 1,30 Χ 0,40 µ. και αποτελείτο από έξι κρανία Κ1, Κ2, Κ4, Κ5, Κ6, Κ7, µαζί µε πολλά
οστά άκρων. Στην ανακοµιδή ανήκε ένα αλάβαστρο Τ3/Π2 της ΥΕ ΙΙΙΒ που βρέθηκε στο νότιο
άκρο του σωρού, καθώς και µία φλάσκη Τ3/Π3 της ΥΕ ΙΙΙΑ2, που αποκαλύφθηκε κάτω από τα
οστά να ακουµπά ανάποδα επάνω στο δάπεδο (πίν. 138).
Στο κεντρικό και στο βορειοανατολικό τµήµα του θαλάµου είχαν διατηρηθεί σκελετικά
λείψανα τριών διαταραγµένων ταφών. Η πρώτη από νοτιοδυτικά, µε την ένδειξη ΟΣ.3 (πίν. 137),
βρισκόταν πολύ κοντά στον σωρό των οστών. Είχε διατηρηθεί το κρανίο Κ8 κοντά στο πίσω
191
τοίχωµα, ο ένας
ΣΧΕ∆ΙΟ 16A
192
ΣΧΕ∆ΙΟ 16B
193
βραχίονας και οστά των συνεσταλµένων σκελών, πιθανώς στη θέση τους. Η δεύτερη ταφή ΟΣ.2
(πίν. 137) βρισκόταν σε µικρή απόσταση προς τα βορειοανατολικά και είχε διατηρηθεί καλύτερα.
∆ιασώθηκε το κρανίο Κ3 προς το πίσω τοίχωµα, τα οστά των χεριών τεντωµένα κατά µήκος του
σώµατος και τα δύο µηριαία. Πιθανώς ο σκελετός ήταν τοποθετηµένος µε τον άνω κορµό σε ύπτια
στάση, αλλά εφόσον δε διατηρήθηκαν οι κνήµες δεν µπορούµε να συµπεράνουµε τη συνολική
στάση των ποδιών. Επάνω στο άνω τµήµα του κορµού και δίπλα στο κρανίο υπήρχαν µετακινηµένα
τεµάχια µακρών οστών. Σε µικρή απόσταση στα βόρεια της ταφής ΟΣ.2, υπήρχε ένα ακόµη κρανίο
Κ9 µαζί µε λίγα µακρά οστά ΟΣ.4 (πίν. 136), που πιθανώς ανήκαν σε κάποια άλλη παραµερισµένη
ταφή. Ένας ψεδόστοµος αµφορίσκος Τ3/Π1 (πίν. 139) της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης αποκαλύφθηκε πολύ
κοντά στις δύο παραπάνω ταφές ΟΣ.2 και ΟΣ.4, να στέκεται όρθιος επάνω στο δάπεδο και θα
µπορούσε να αποδοθεί είτε στην µία είτε στην άλλη.
Συνοψίζοντας, ο τάφος 3 είχε επιχωµατωθεί πλήρως, λόγω της καταστροφής που υπέστη η
θόλωσή του κατά τη διάνοιξη του αγροτοδασικού δρόµου. Επάνω στο δάπεδο υπήρχαν σκελετικά
κατάλοιπα µιας ανακοµιδής και τριών διαταραγµένων ταφών, µαζί µε λίγα ευρήµατα, τα οποία
αποτελούσαν το εναποµείναν ταφικό στρώµα. Η εικόνα των διαταραγµένων ταφών και των
µετακινηµένων οστών και ο µικρός αριθµός των ευρηµάτων αποτελούν ενδείξεις ότι ο τάφος είχε
υποστεί αναµόχλευση. Παρόλα αυτά, στο ηµερολόγιο δεν υπάρχει αναφορά για ενδείξεις σύλησης.
Με βάση τα διασωθέντα ευρήµατα, ο τάφος 3 είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση.
194
περιβάλλουν τις βάσεις αυτών καθώς και του στοµίου και ψευδοστοµίου. Σε κάθε τεταρτοκύκλιο του ώµου
από µία οµάδα οµόκεντρων ηµικυκλίων αµελώς αποδοσµένων, ενώ στην απέναντι ζώνη αναπτύσσονται δύο
ακόµη όµοια θέµατα, που γεφυρώνονται µεταξύ τους µε οριζόντια παράλληλα γραµµίδια. Στο σώµα τρεις
ισοπαχείς ταινίες στο άνω τµήµα κάτω από τον ώµο και µία ακόµη, αρκετά εξίτηλη, λίγο κάτω από τη
µεγάλη διάµετρο. Τέλος πλατιά ταινία περιβάλλει το κατώτερο άκρο του σώµατος και το µεγαλύτερο τµήµα
από την εξωτερική περιφέρεια της βάσης, αφήνοντας άβαφο το κατώτερο άκρο αυτής.
FS 175. FM 43 (οµόκεντρα ηµικύκλια). Οριζόντια παράλληλα γραµµίδια, τα οποία χρησιµοποιούνται για τη
γεφύρωση των ηµικύκλιων.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.52-εικ. 215d, 94f (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Petropoulos 2007,
262, Τ4/Π55-εικ. 27 και 86a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Mountjoy 1999, 422, αρ. 78 (Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη) 428, αρ. 97 (Αχαΐα/Αιγείρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.422 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.975 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1097 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση:ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
195
λαβές που φύονται στη µέση περίπου του λαιµού και απολήγουν στον ώµο, βάση χαµηλή, κυλινδρική.
Η διακόσµηση διατηρήθηκε σε µέτρια κατάσταση και είναι ελλιπής. Ο λαιµός περιβάλλεται από δύο πλατείς
δακτυλίους εξωτερικά, έναν στη βάση του και έναν ακόµη στο ανώτερο τµήµα του. Ο δεύτερος συνέχιζε
καλύπτοντας και το χείλος, αλλά προεκτεινόµενος µέχρι και το εσωτερικό του λαιµού σε µικρό βάθος. Οι
ράχες των λαβών ολόβαφες. Το σφαιρικό σώµα του αγγείου διακοσµείται στη µία πλευρά µε τρεις
οµόκεντρους κύκλους, που η διάµετρός τους µειώνεται σταδιακά από την περιφέρεια προς το κέντρο, όπου
καταλήγουν σε πλατύ κεντρικό οφθαλµό. Μεταξύ των κύκλων αναπτύσσονται τρεις διακοσµητικές ζώνες, η
πρώτη και η τρίτη από τις οποίες γεµίζουν µε λεπτότερους δακτυλίους, ενώ η δεύτερη παραµένει
αδιακόσµητη. Στην άλλη πλευρά του αγγείου επαναλαµβάνεται η ίδια διακόσµηση, µε µικρή
διαφοροποίηση, µόνο στο ότι οι οµόκεντροι κύκλοι είναι δύο, όπως και οι ζώνες που οριοθετούνται µεταξύ
τους. Στις πλαϊνές επιφάνειες του σώµατος, αναπτύσσονται τριπλές τρέχουσες σπείρες, οι οποίες εξωτερικά
περικλείονται από οκτώσχηµο. Η βάση του αγγείου ολόβαφη.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, AM.23-εικ. 161c (Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2b). Μountjoy 1999, 531, αρ. 154
(Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 665, αρ. 89 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1002, αρ. 41 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1089, αρ. 28 (Κως,
ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ3/Λ1 (Μ5883): Λίθινο σφονδύλι. Από τον δρόµο του τάφου. Πιν. 139.
Τµήµα λίθινου αµφικωνικού σφονδυλιού από µαύρο στεατίτη. Σωζόµενο ύψος 0,017 µ. και σωζόµενη
διάµετρος βάσης 0,023 µ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 3 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Α ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
∆ιαταραγµένη Τ3/Π1: Ψευδόστοµος ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
ταφή (ΟΣ.2 ή αµφορίσκος
ΟΣ.4)
196
ΤΑΦΟΣ 3α (Αγ.Κων.Α-Τ3α) (σχέδ. 17)
Ο τάφος 3α είναι πλευρικός παραθάλαµος του τάφου 3 και είναι κάθετος σε αυτόν, µε
προσανατολισµό βορειοανατολικό-νοτιοδυτικό και µε το θάλαµο προς βορειοανατολικά (σχέδ. 17).
Η επέµβαση µηχανικού εκσκαφέα κατά τη διάνοιξη του αγροτικού δρόµου, έχει προκαλέσει την
καταστροφή της θόλου και µεγάλου µέρους των τοιχωµάτων του θαλάµου.
Ο τάφος 3α δε διαθέτει δικό του δρόµο, αλλά η είσοδός του είναι ανοιγµένη στο βόρειο
τοίχωµα του δρόµου του τάφου 3 και σε απόσταση 0,60 µ. από το µέτωπο αυτού. Η είσοδος έχει
ύψος 0,96 µ. και πλάτος 0,60 µ. Η είσοδος ακολουθείται από στενό στόµιο µήκους 0,85 µ.-1,00 µ.
και πλάτους που διευρύνεται λίγο προς το εσωτερικό από 0,50 µ.-0,55 µ. Το δάπεδό του έχει
κατηφορική κλίση προς τον θάλαµο. Το εξωτερικό άκρο του στοµίου διαθέτει µικρή βαθµίδα
ανόδου προς τον δρόµο του τάφου 3, ύψους 0,17 µ. Η είσοδος του τάφου ήταν φραγµένη µε
ξερολιθιά, που συνέχιζε σε όλο το βάθος του στοµίου. Μερικοί από τους λίθους των εξωτερικών
στρώσεων είχαν µετακινηθεί κατά τη λαθρανασκαφή και βρέθηκαν πεσµένοι µέσα στον δρόµο του
τάφου 3. Οι υπόλοιποι που παρέµειναν στη θέση τους ήταν πολύ σφηνωµένοι και στάθηκε δύσκολο
να αφαιρεθούν.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ελλειπτικό και διαστάσεις 2,45 µ. Χ 1,70 µ. Η οροφή έχει
καταρρεύσει. Τα τοιχώµατα σώθηκαν σε µέγιστο ύψος 1,40 µ. στη νοτιοανατολική πλευρά, όπου
διατηρήθηκε και η αρχή της θόλωσης και σε ελάχιστο 0,40 µ. στη βόρεια πλευρά. Ο θάλαµος είχε
επιχωµατωθεί στο σύνολό του µε ασβεστώδεις επιχώσεις, µέσα στις οποίες περιέχονταν µεγάλοι
όγκοι κιµιλιάς που προήλθαν από την καταστροφή του πετρώµατος. Αυτές έφθαναν σε µεγάλο
βάθος, µέχρι ένα τελευταίο στρώµα γκριζοκάστανης επίχωσης, που είχε επικαλύψει το δάπεδο και
είχε πάχος 0,15 µ.-0,35 µ.
Ο τάφος ήταν εντελώς κενός ευρηµάτων και σκελετικών λειψάνων. Αυτό σε συνδυασµό µε
το πολύ γερό κτίσιµο των λίθων της ξερολιθιάς, πιθανώς σηµαίνουν ότι κατασκευάστηκε, αλλά δε
χρησιµοποιήθηκε ποτέ.
197
ΣΧΕ∆ΙΟ 17
ΑΓ. ΚΩΝ. Α-Τ3α: ΚΑΤΟΨΗ, ΤΟΜΕΣ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ
198
ΙΙ.2.2. ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ – ΘΕΣΗ Β (Γενική φωτογραφία: πίν. 140).
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µετρίου µεγέθους, µε προσανατολισµό βόρειο-νότιο και την είσοδο
προς νότο. Αποτελείται από δρόµο, είσοδο, στόµιο και θάλαµο κυκλικού σχήµατος (σχέδ. 18). Ο
δρόµος του δεν ερευνήθηκε, διότι κατευθύνεται κάτω από το οδόστρωµα της αγροτοδασικής οδού,
αλλά διανοίχθηκε µόνο στο τµήµα µπροστά από την πρόσοψη.
Στη βάση της πρόσοψης ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος (πίν. 141), ύψους 0,99 µ.
και πλάτους 0,90 µ. στο κατώφλι και 0,67 µ. στο ανώφλι. Το στόµιο στην προέκταση της εισόδου,
µε βάθος 0,85-1,22 µ., είναι στενό και κατωφερές προς τον θάλαµο. Η είσοδος και το στόµιο είχαν
φραχθεί µε ξερολιθιά, που αποτελούνταν από αργούς λίθους της περιοχής (πίν. 141). Αυτή είχε
παραβιαστεί κατά τη σύληση και οι περισσότεροι από τους λίθους της είχαν καταρρεύσει στο
εσωτερικό του θαλάµου, µε την εξαίρεση µόνο τεσσάρων που είχαν παραµείνει στη θέση τους στο
αριστερό τµήµα του στοµίου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα κυκλικό και διαστάσεις 2,81 µ. Χ 2,75 µ. και η οροφή του σώζεται
σε µέγιστο ύψος 1,78 µ. Ήταν καλυµµένος µε παχιά στρώση ασβεστώδους επίχωσης, που είχε
αναµοχλευθεί από τους αρχαιοκάπηλους. Η επίχωση αυτή περιείχε πολλά τεµάχια σπασµένων
αγγείων και πλήθος οστών, που βρέθηκαν διάσπαρτα σε διάφορα σηµεία και βάθη, µετακινηµένα
από την αρχική τους θέση. Αυτά τα ευρήµατα συνιστούσαν άλλοτε το ταφικό στρώµα (σχέδ. 18),
που είχε διαταραχθεί πλήρως.
Από την αναµοχλευµένη επίχωση προήλθαν τα εξής (πίν. 144): Όστρακα µεγάλου
τετράωτου αµφορέα, ολόβαφου Τ1/F1 της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης. Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι Τ1/F2.
Όστρακα µελαµβαφούς κυαθίου Τ1/F3 της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2. Όστρακα χείλους και τµήµατος κοιλίας
ανοιχτού αγγείου, κρατήρα (;). Όστρακα χειροποίητης πρόχου Τ1/F4. Μία ακέραιη χειροποίητη
πρόχους Τ1/F5. Πολλά ακόµη όστρακα αγγείων, µεταξύ των οποίων ψευδόστοµου αµφορίσκου µε
διακόσµηση ενάλληλων τριγώνων και άλλων µε πολλές περιθέουσες ταινίες στο σώµα. Τρία
κωνικά σφονδύλια από στεατίτη Τ1/F6, Τ1/F7, Τ1/F11.
Τα µόνα ευρήµατα που διέφυγαν της προσοχής των αρχαιοκαπήλων και παρέµειναν στη
θέση τους, ήταν δύο ψευδόστοµοι αµφορίσκοι Τ1/F8, Τ1/F9 (πίν. 143, 146) και ένα κωνικό
σφονδύλι Τ1/F10. Βρέθηκαν κοντά στην αριστερή εσωτερική παραστάδα του στοµίου,
επικαλυµµένα µε πολύ συµπαγή µάζα κιµιλιάς, η οποία φαίνεται ότι τα προστάτευσε από τη
σύληση. Τα δύο αγγεία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη και πιθανώς µαζί µε το σφονδύλι
αποτελούσαν κτερίσµατα κάποιας ταφής. Ίσως θα µπορούσαν να ανήκουν στην ταφή του λάκκου,
που ακολουθεί προς βόρεια, χωρίς αυτό να µπορεί να αποδειχθεί, λόγω της έλλειψης επαρκών
199
ανασκαφικών στοιχείων.
ΣΧΕ∆ΙΟ 18
200
Κατά µήκος του ανατολικού τοιχώµατος του θαλάµου υπάρχει επιµήκης πλακοσκεπής
λάκκος (πίν. 142), διαστάσεων 1,40 µ. Χ 0,30 µ. και µε βάθος 0,60 µ., ο οποίος είχε παραβιαστεί
κατά τη λαθρανασκαφή. Οι δύο από τις τρεις µεγάλες καλυπτήριες πλάκες του λάκκου είχαν
µετακινηθεί. Ένα τεµάχιο µόνο της µίας από τις καλυπτήριες είχε παραµείνει στη θέση του στο
βόρειο άκρο του λάκκου. Στο εσωτερικό του λάκκου αποκαλύφθηκαν µερικά διαταραγµένα
σκελετικά λείψανα που ανήκαν σε µία ταφή.
Συνοψίζοντας, η αποσπασµατική διατήρηση πολλών από τα ευρήµατα δεν επέτρεψε τη
λεπτοµερή µελέτη και χρονολόγησή τους. Ωστόσο, βάσει αυτών µπορούµε τουλάχιστον να
συµπεράνουµε ότι ο τάφος είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη. Πρέπει ακόµη να σηµειωθεί, ότι στο διαταραγµένο περιεχόµενο του τάφου 1
περιλαµβάνονταν και δύο χειροποίητες πρόχοι, µία θραυσµένη Τ1/F4 και µία ακέραιη Τ1/F5. Τα
αγγεία αυτά χρονολογούνται στην Υποµυκηναϊκή εποχή και αποτελούν ένδειξη για τη χρήση του
τάφου µέχρι αυτήν την περίοδο.
Τ1/F3 (Π16384). Όστρακα κύαθου µε υπερυψωµένη λαβή. Αναµοχλευµένη επίχωση. Πίν. 144
Πέντε συνανήκοντα όστρακα µικρού κυάθου, µε υπερυψωµένη λαβή, από το άνω σώµα, το χείλος και τη
201
λαβή που σώθηκε ακέραιη. Πηλός καστανοκίτρινος. Ολόβαφο µελανό εσωτερικά και εξωτερικά.
Πρβλ. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.723. Βικάτου 2008, Τα10/Π4366 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2). Mountjoy 1999, 412, αρ.
36-37 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ1/F5 (Π15722): Χειροποίητη πρόχους. Αναµοχλευµένη επίχωση, κοντά στο αριστερό τοίχωµα. Πίν. 144.
Ακέραιη, µε συγκόλληση στην ανώτερη επιφάνεια τα λαβής. Πηλός χειροποίητος, σκούρος καστανόχρωµος,
αλείφωµα όµοιο. Ύψος 0,066 µ. Σώµα σφαιρικό, λαιµός αµφίκοιλος, µία κάθετη και ελαφρώς υπερυψωµένη
λαβή, χείλος ελαφρώς τα τα έξω νεύον, βάση καµπύλη. Χρονολόγηση: Υποµυκηναϊκή (;).
T1/F8 (Π10438): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Κοντά στην αριστερή παραστάδα. Πίν. 146.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα. Συµπληρωµένος σε τµήµα του
χείλους και σε µικρό τµήµα του ώµου. Αποκρούσεις σε διάφορα
σηµεία του σώµατος, κοντά τα συγκολλήσεις και στην περιφέρεια
τα βάσης. Πηλός καστανορόδινος (Munsell 5YR 6/6), αλείφωµα
µπεζ-κίτρινο (7,5YR 8/3). Ύψος 0,146 µ., διάµετρος 0,159 µ. και
διάµετρος δίσκου 0,043 µ.
∆ίσκος κυκλικός, ευρύς, µε χαµηλή κεντρική απόφυση, χείλος
χωνοειδές, λαιµοί αµφίκοιλου περιγράµµατος, σχεδόν παράλληλοι
µεταξύ τα, λαβές κάθετες και ταινιωτές, σώµα κωνικό µε ώµο ευθύ
και επίπεδο, βάση δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
∆ιακόσµηση ακριβής και καλοσχεδιασµένη. Στον δίσκο οµόκεντροι
κύκλοι, µε κεντρικό οφθαλµό, εξίτηλο. Λεπτός δακτύλιος
περιβάλλει την εξωτερική επιφάνεια του χείλους. Τα ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. Τα βάσεις αυτών,
καθώς και του ψευδοστοµίου και στοµίου περιβάλλουν δακτύλιοι. Στο ένα τεταρτοκύκλιο του ώµου η
διακόσµηση είναι πολύ δυσδιάκριτη, λόγω τα συµπλήρωσης. Στο άλλο εξίτηλα οξυκόρυφα οµόκεντρα
202
ηµικύκλια, περιγεγραµµένα µε στιγµές. Στο ηµικύκλιο, µία οριζόντια µετόπη αµειβόντων, εκτείνεται ψηλά
µεταξύ των δύο λαβών και από αυτήν κρέµονται τέσσερα ανεστραµµένα οµόκεντρα ηµικύκλια, που
περιγράφονται µε στιγµές, εκ των οποίων τα δύο κεντρικά είναι λίγο µεγαλύτερα από τα δύο ακραία. Στη
βάση του ηµικυκλίου ακολουθεί µοτίβο συνεχής κυµατοειδής γραµµή. Στο σώµα τα σχεδόν ισοπαχείς
ταινίες, που αφήνουν µικρό κενό διάστηµα στο κάτω τµήµα. Πλατιά ταινία περιβάλλει την εξωτερική
περιφέρεια τα βάσης.
FS 175. FM 43/i: στιγµωτά οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 58/33: οριζόντια µετόπη αµειβότων. FM 53/18:
οριζόντια κυµατοειδής γραµµή.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.212-εικ. 218b, 85g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Giannopoulos
2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τα2/0Μ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ.
11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 4). Βασιλογάµβρου 2000, 55, εικ. 7. Κολώνας 1998. Α.Ε.Β.394,
Α.Ε.Β.380, Α.Ε.Β.858, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη κ.ά. Βικάτου 2008, Τα32/Π4582
(ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
T1/F9 (Π10437). Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Κοντά στην αριστερή παραστάδα. Πίν. 146.
Ψευδόστοµος αµφορίσκος, συγκολληµένος στη µία κάθετη λαβή, µε συµπληρώσεις στο ανώτερο τµήµα του
στοµίου και στο χείλος και σε µικρό τµήµα τα κοιλίας. Πηλός πορτοκαλόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/6),
αλείφωµα κιτρινωπό (7,5YR 8/3 και 10YR 8/4), βαφή καστανοµέλανη (7,5YR 5/4 και 2,5/1). Ύψος 0,118 µ,
διάµετρος 0,118 µ. και διάµετρος δίσκου 0,035 µ.
∆ίσκος κυκλικός µε µικρή κοιλότητα στο κέντρο, χείλος ευρύ, χωνοειδές σε µικρή απόσταση από τον δίσκο,
λαιµοί κυλινδρικοί µε διαπλάτυνση τα τα επάνω και του στοµίου µε πολύ µικρή κλίση τα τα εµπρός, λαβές
κάθετες, στενές, ταινιωτές, σώµα σφαιρικό-κωνικό, βάση δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική (;) εξωτερικά.
Στον δίσκο του ψευδοστοµίου οµόκεντροι κύκλοι, που καταλήγουν σε κεντρικό οφθαλµό. Τα ράχες των
λαβών εγκάρσιες γραµµές. Θηλιά περιβάλλει τα βάσεις του ψευδοστοµίου και του στοµίου, που ενώνεται µε
δακτύλιο ο οποίος διαγράφει τη βάση του στοµίου. Στον ώµο άτεχνα οµόκεντρα ηµικύκλια διακοσµούν το
τεταρτοκύκλιο στα αριστερά του στοµίου. Στα δεξιά αυτού διατηρήθηκαν κάποια ίχνη πολύ εξίτηλων
οριζόντιων γραµµιδίων, που ίσως αποτελούν σχηµατοποιηµένη φυτική διακόσµηση. Το ηµικύκλιο πίσω από
τα λαβές αδιακόσµητο. Στο άνω σώµα οκτώ περιθέουσες ταινίες και στη συνέχεια, µετά από τη µεσολάβηση
στενής αδιακόσµητης ζώνης, ακολουθεί το ολόβαφο κάτω τµήµα, µε την εξαίρεση τα εξωτερικής
περιφέρειας τα βάσης.
FS.175. FM.43: οµόκεντρα ηµικύκλια.
Πρβλ. Papadopoulos PM.215-εικ. 90a (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή). Petropoulos 2007,
Τα4/λάκκος 6/ Π44, 261, εικ. 74a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Giannopoulos 2008, αρ. 44-πιν. 29
(Σπαλιαρέικα, Τα2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 77, αρ. 9-πιν. 15 (Τα4/9, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Mountjoy 1999, 788, αρ. 281 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.547
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.593 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση;), Α.Ε.Β.1127 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
Βικάτου 2008, Τα33/Π5044 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη) κ.ά. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
203
Τ1/F10 (M5508). Κωνικό σφονδύλι. Κοντά στην αριστερή παραστάδα.
Κωνικό σφονδύλι, από γκριζόµαυρο στεατίτη. Θραυσµένο σε δύο τµήµατα και συγκολληµένο. Κατακόρυφη
διαµπερής οπή. Ύψος 0,011 µ. και διάµετρος βάσης 0,018 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
T1/F11 (Μ5625): Κωνικό σφονδύλι από γκριζόµαυρο στεατίτη. Αναµοχλευµένη επίχωση. Πίν. 146.
Μικρή απόκρουση στην περιφέρεια τα βάσης και κατακόρυφη διαµπερής οπή. Ύψος 0,011 µ., διάµετρος
βάσης 0,018 µ.
204
ανώτερου τµήµατος του στοµίου. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο. Στον δίσκο λεπτότεχνη
σπείρα. Θηλιά γύρω από τα βάσεις στοµίου και ψευδοστοµίου. Στον ώµο διακόσµηση εξίτηλων ενάλληλων
γωνιών (τριγώνων). Πρβλ. Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.746, Α.Ε.Β.1319. Βικάτου 2008, Τα20/Π4397 και
Τα20/Π4399 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
3) Τέσσερα όστρακα σώµατος ψευδόστοµων αµφορίσκων µε διακόσµηση µελανών ταινιών. Τα δύο πιθανώς
συνανήκουν, ενώ τα άλλα δύο ανήκουν σε άλλα αγγεία. Το ένα διασώζει και τµήµα του ώµου, όπου
διαφαίνεται λίγο η αρχή τα διακόσµησης από είδος δικτυωτού. Πιθανή χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
4) Όστρακο σώµατος κοντά στο χείλος, λεπτότεχνου αγγείου, πιθανώς ανοιχτού. Πηλός ροδόχρωµος,
αλείφωµα γκριζωπό. Λεπτή µελανή ταινία στο άνω άκρο εξωτερικά.
5) Πέντε συνανήκοντα όστρακα σώµατος ψευδόστοµου αµφορίσκου, από τα οποία τα δύο συγκολλώνται.
Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο. Εξωτερικά διακόσµηση µε τα ισοπαχείς καστανοµέλανες
ταινίες, οι οποίες αφήνουν κενό διάστηµα στο κάτω σώµα. Μία δακτυλιόσχηµη βάση πιθανώς συνανήκει µε
όστρακα τα προηγούµενης οµάδας, διαθέτοντας µία ταινία γύρω από την περιφέρειά τα εξωτερικά, ενώ την
αθέατη επιφάνεια τα διαγράφει κατά πλάτος πλατιά ταινία. Πιθανή χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
6) Όστρακο σώµατος ψευδόστοµου αµφορίσκου, όπου διασώθηκε τµήµα τα ζώνης του ώµου και του
ανώτερου σώµατος. Στον ώµο πολύ δυσδιάκριτη διακόσµηση, πιθανώς οµόκεντρων ηµικυκλίων και στο
σώµα τα ισοπαχείς ταινίες εξίτηλες.
7) Όστρακο κυλινδρικής βάσης ανοιχτού αγγείου, µαζί µε το κάτω άκρο του σώµατος Πηλός
καστανοκίτρινος και αλείφωµα περίπου όµοιο. Ολόβαφο ερυθρό εσωτερικά και εξωτερικά.
8) Όστρακο έξω νεύοντος γωνιώδους χείλους µεγάλου ανοιχτού αγγείου, πιθανότατα κρατήρα. Πηλός
ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο. Ολόβαφο µε καστανοµέλανη βαφή εξωτερικά, ίχνη τα τα βαφής
στην ανώτερη επιφάνεια αυτού καθώς και στο εσωτερικό.
9) Τέσσερα συνανήκοντα, αλλά µη συγκολλώµενα όστρακα πιθανώς ψευδόστοµου αµφορίσκου. Το ένα τα
ταινιωτής λαβής, το άλλο του χείλους του στοµίου και τα άλλα δύο του σώµατος. Η λαβή ολόβαφη µε
ερυθροµέλανη βαφή, µε εξηρηµένο τρίγωνο στην κορυφή τα. Το στόµιο ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά,
µε ερυθροµέλανη βαφή. Τα όστρακα του σώµατος ολόβαφα εξωτερικά µε την ίδια βαφή.
10) ∆ύο συνανήκοντα και συγκολλώµενα όστρακα κλειστού αγγείου, πιθανώς πρόχου, από το χείλος, τον
λαιµό και τµήµα του ανώτερου σώµατος. Πηλός καστανοκίτρινος, αλείφωµα όµοιο, εξωτερικά ολόβαφο µε
µελανή βαφή.
11) Ένα όστρακο κοιλίας, πιθανώς κλειστού αγγείου. Ολόβαφο µελανό εξωτερικά.
12) Όστρακο έξω νεύοντος χείλους µεγάλου αγγείου και ένα ακόµη µικρό όστρακο συνανήκον. Πηλός
ροδόχρωµος, αλείφωµα όµοιο πιο ανοιχτό. Ολόβαφο καστανοµέλανο µέσα και έξω.
13) Μερικά ακόµη όστρακα σώµατος διαφόρων αγγείων, χωρίς διακόσµηση. Ένα µε ίχνη µελανών ταινιών
εξωτερικά και ολόβαφο εσωτερικά και ένα ακόµη ολόβαφο µε ερυθρή βαφή εσωτερικά.
Π10591: Μία οµάδα µε όστρακα µε αυτό το νούµερο καταγραφής. Οι ενδείξεις τα πινακίδας είχαν σβήσει
και δεν φαινόταν από ποιόν τάφο προήλθαν. Πιθανώς είναι του τάφου 1.
1) Ένα όστρακο από µεγάλο αγγείο, πιθανώς ανοιχτό διότι είναι ολόβαφο εσωτερικά. Σώζεται τµήµα τα
205
οριζόντιας κυλινδρικής λαβής, που διαγράφεται στη βάση τα µε ηµικύκλιο, ενώ ακολουθεί ταινιωτή
διακόσµηση, από την οποία είναι εµφανείς δύο ταινίες. Πιθανώς πρόκειται για µεγάλο σκυφοειδή κρατήρα.
Επτά ακόµη όστρακα σώµατος συνανήκοντα µε το παραπάνω. Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα όµοιο, βαφή
καστανοµέλανη. Ολόβαφη η εσωτερική επιφάνεια.
2) Όστρακο κυλινδρικής λαβής, που είναι µικρότερης διαµέτρου από την προηγούµενη και για αυτό πρέπει
να ανήκει σε άλλο αγγείο.
3) Όστρακο δακτυλιόσχηµης βάσης, µεγάλου αγγείου, πιθανώς ανοιχτού, διότι είναι ολόβαφο εσωτερικά.
Πηλός ροδόχρωµος, ανοµοιογενούς όπτησης, αλείφωµα καστανοκίτρινο. Εσωτερικά ολόβαφο µε
ερυθροµέλανη βαφή. Την εξωτερική περιφέρεια τα βάσης περιβάλλει µελανή ταινία.
4) Πολλά ακόµη µικρά όστρακα από διάφορα αγγεία, συνανήκοντα και µη.
206
Πηλός ροδόχρωµος, αλείφωµα καστανοκίτρινο.
7) Όστρακο έξω νεύοντος γωνιώδους χείλους, ανοιχτού αγγείου, πιθανώς κρατηρίσκου. Πηλός ροδόχρωµος.
Η εσωτερική επιφάνεια ολόβαφη ερυθροκάστανη. Στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους µοτίβο λεπτότεχνων
εγκάρσιων γραµµιδίων. Πλατιά περιβάλλουσα ταινία γύρω από την εξωτερική επιφάνεια του χείλους.
8) Μερικά ακόµη όστρακα σώµατος διαφόρων αγγείων.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 1 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Β ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Αναµοχλευµένη Τ1/F1: Όστρακα Τ1/F2: Πήλινο ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2
επίχωση του τετράωτου αµφορέα σφονδύλι –
θαλάµου Τ1/F3: Όστρακα Τ1/F6, F7, F11: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη –
µελαµβαφούς κυαθίου Σφονδύλια από Υποµυκηναϊκή (;)
Τ1/F4: Όστρακα στεατίτη
χειροπoίητης πρόχου
Τ1/F5: Χειροποίητη
πρόχους
Π10587, Π10591:
Όστρακα
Κοντά στην Τ1/F8, F9: Τ1/F10: Σφονδύλι ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
αριστερή Ψευδόστοµοι από στεατίτη
παραστάδα τα αµφορίσκοι
εισόδου, ίσως
µε την ταφή
του λάκκου
207
ΤΑΦΟΣ 2 (Αγ.Κων.Β-Τ2) (σχέδ. 19, πίν. 147-159)
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µεγάλου µεγέθους, προσανατολισµένος βόρεια-νότια µε το στόµιο τα
νότια. Βρίσκεται στα νοτιoδυτικά του τάφου 1, στο πρανές του λόφου. Αποτελείται από δρόµο,
πρόσοψη, είσοδο, στόµιο και θάλαµο ελλειπτικού σχήµατος (σχέδιο 19).
Ο δρόµος δεν ερευνήθηκε διότι κατευθύνεται κάτω από το οδόστρωµα τα αγροτοδασικής
οδού. Οι αρχαιοκάπηλοι διάνοιξαν το τα την είσοδο τµήµα αυτού, προκειµένου να εισέλθουν στον
θάλαµο, το οποίο στη συνέχεια επιχωµάτωσαν για να καλύψουν τα ίχνη τα. Από την
αναµοχλευµένη επίχωση του δρόµου συγκεντρώθηκαν µερικά όστρακα.
Στη βάση τα πρόσοψης ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος, που ακολουθείται από
στενό στόµιο και κατωφερές προς τον θάλαµο (πίν. 147). Τόσο η είσοδος όσο και το στόµιο είχαν
φραχθεί µε ξερολιθιά, αποτελούµενη από ακατέργαστους λίθους, η οποία είχε παραβιαστεί κατά τη
λαθρανασκαφή. Μερικοί από τα λίθους τα ξερολιθιάς είχαν καταρρεύσει τα το εσωτερικό του
θαλάµου. Άλλοι λίθοι, αναµεµιγµένοι µε χώµα, είχαν χρησιµοποιηθεί από τα αρχαιοκάπηλους
προκειµένου να καλύψουν την οπή που διανοίχθηκε στον δρόµο µπροστά από την είσοδο. Τέσσερις
µόνο από τα είχαν παραµείνει στη θέση τα, στο εσωτερικό τµήµα του στοµίου.
Ο θάλαµος (σχέδιο 19), σχήµατος κυκλικού-ελλειπτικού και µεγάλου µεγέθους, έχει
διαστάσεις 3,60 µ. Χ 3,15 µ. Η οροφή σώζεται σε µέγιστο ύψος 1,90 µ. Η εσωτερική επιφάνεια τα
και των τοιχωµάτων παρουσιάζουν φθορές, που οφείλονται σε εσωτερικές καταρρεύσεις του
πετρώµατος. Ο θάλαµος ήταν επικαλυµένος µε επιχώσεις µεγάλους ύψους, που είχαν αναµοχλευθεί
κατά τη σύλησή του.
Το περιεχόµενο του ταφικού στρώµατος (σχέδιο 19) είχε εν µέρει διαταραχθεί κατά τη
σύληση, η οποία φαίνεται ότι περιορίστηκε στο κεντρικό και βορειοανατολικό τµήµα, ενώ στο
βόρειο και βορειοδυτικό δύο ταφές και µία ανακοµιδή οστών είχαν παραµείνει στη θέση τα µαζί µε
τα κτερίσµατά τα. ∆ίπλα στο δυτικό τοίχωµα του θαλάµου κείτονταν οι πρωτογενείς ταφές Α και Β
(πίν. 148). Είχαν τοποθετηθεί κατά τον άξονα βόρεια-νότια, αλλά µε αντίθετη φορά, δηλ. η µεν
ταφή Α µε το κρανίο τα βορρά, ενώ η ταφή Β µε το κρανίο τα νότο. Η ταφή Α βρισκόταν πολύ κοντά
στο δεξί (δυτικό) τοίχωµα, σε στάση υπτίως οκλάζουσα. Η διατήρηση των σκελετικών τα λειψάνων
ήταν αρκετά καλή, καθώς είχαν διασωθεί το θραυσµένο κρανίο, οι δύο ωµοπλάτες, οστά των
πλευρών και τα σπονδυλικής στήλης, τµήµα τα λεκάνης και τα άνω και κάτω άκρα. Κοντά στην
ταφή Α δεν υπήρχαν κτερίσµατα και είτε ήταν ακτέριστη, είτε συληµένη. Η ταφή Β βρισκόταν
δίπλα και στα ανατολικά τα προηγούµενης. Η διατήρηση των οστών δεν ήταν πολύ
208
ΣΧΕ∆ΙΟ 19
209
καλή, λόγω της πίεσης τεµαχίων του παράπλευρου τοιχώµατος που κατέρρευσαν και τα
καταπλάκωσαν. Εικάζεται ότι η στάση εναπόθεσης του νεκρού ήταν όµοια µε της προηγούµενης
ταφής. Από τον σκελετό είχαν διασωθεί το κρανίο, οι ωµοπλάτες, µερικοί σπόνδυλοι, πλευρά και τα
άνω και κάτω άκρα. Κοντά στην ταφή Β υπήρχαν τρία αγγεία, δηλ. πιθάριο µε αποφύσεις Τ2/F3
κοντά στο κρανίο και δύο µόνωτοι αβαθείς κύαθοι Τ2/F4-F5 κοντά στα οστά των ποδιών (πίν. 151-
152). Το µεν πιθάριο µε τις αποφύσεις Τ2/F3 χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και πιθανώς
είναι το µόνο αγγείο που σχετίζεται τελικά µε την ταφή Β. Οι δύο κύαθοι χρονολογούνται στην ΥΕ
ΙΙΙΑ2 Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΑ2. Λόγω της χρονολογικής τους πρωιµότητας υποθέτουµε ότι τα δύο
τελευταία αγγεία δεν αποτελούν κτερίσµατα της ταφής Β, αλλά πιθανώς σχετίζονται µε την
παραπλεύρως κείµενη ανακοµιδή οστών του βόρειου τοιχώµατος. Στην ταφή Β επίσης αποδίδονται
ίσως και δύο πήλινα αµφικωνικά σφονδύλια, το Τ2/F6 που βρέθηκε κάτω από το κρανίο και το
Τ2/F7 που ήταν κοντά στα κάτω άκρα (πίν. 152).
Κατά µήκος του πίσω (βόρειου) τοίχωµατος του θαλάµου υπήρχε µεγάλος σωρός έντεκα
τουλάχιστον παραµερισµένων ταφών (σχέδ. 19). Τα οστά πατούσαν σε επίχωση µεγάλου ύψους (1
µ.) από το δάπεδο, η οποία ίσως σχηµατίστηκε κατά τη διάρκεια της µερικής κατακρήµνισης των
τοιχωµάτων, πριν από τον παραµερισµό τους. Οι παραµερισµένες ταφές του σωρού συνοδεύονταν
από πολλά και πλούσια κτερίσµατα. Τα ευρήµατα αυτά βρίσκονταν µεταξύ των οστών και
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη (πίν. 148-150, 152-159):
Τ2/F10: Στεάτινο κωνικό σφονδύλι.
Τ2/F11: 395 ψήφοι περιδεραίου από κορναλίνη, αµέθυστο, χαλκό, γυαλί και οστό. Με το ίδιο
νούµερο και ένα σφονδύλι από στεατίτη.
Τ2/F12: Τµήµα του κυλινδρικού αυλού χάλκινης λόγχης.
Τ2/F13: Μικρή πρόχους της ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ2/F14: Θραύσµατα χάλκινης ταινίας, πιθανώς διαδήµατος, που πλαισίωναν το κρανίο ∆.
Τ2/F15: Μικρή σφαιρική πρόχους της ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1.
Τ2/F16: Βαθύς κύαθος µε γωνίωση της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης.
Τ2/F17: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΒ.
Τ2/F18-F19: ∆ύο στεάτινα κωνικά σφονδύλια.
Τ2/F20: Χάλκινο µαχαίρι της ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµης.
Τ2/F21: Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ2/F22: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ1.
Τ2/F23-F24: ∆ύο σφονδύλια, κάτω από το µαχαίρι F20.
Τ2/F25-F26: ∆ύο σφονδύλια, κοντά στο κρανίο Ζ.
210
Τ2/F27: Χάντρες από γυαλί και κορναλίνη.
Τ2/F28: Ψευδόστοµος αµφορίσκος της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης.
Τ2/F29: Χάλκινα ελάσµατα.
Τ2/F30: Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ2, κοντά στο κρανίο Θ.
Τ2/F31: Χάλκινος δακτύλιος κοντά στο κρανίο Θ.
Τ2/F32: Τραπεζιόσχηµο ακόνι.
Τ2/F33-F34: ∆ύο κωνικά στεάτινα σφονδύλια.
Τ2/F35: Χάλκινος δακτύλιος µε σπείρα.
Τ2/F36: Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης.
Τ2/F37: Μόνωτος κύαθος της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης/ΥΕ ΙΙΙΑ2, που βρέθηκε ανεστραµµένος επάνω
στο δάπεδο.
Τ2/F38: Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι.
Τ2/F39: Κωνικός πιθαµφορέας, της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης κοντά στα κρανία Λ και Μ.
Στο κεντρικό και βορειοανατολικό τµήµα του θαλάµου, η διαταραχή του ταφικού
στρώµατος ήταν πλήρης. Από τις αναµοχλευµένες επιχώσεις συνελέγησαν πολλά µετακινηµένα
οστά, τρία σφονδύλια Τ2/F8, Τ2/F9, Τ2/F40 (πίν. 152) και ένα χάλκινο δακτυλίδι. Ψευδόστοµος
αµφορέας, µε εγκάρσιες γραµµές στις λαβές και οµόκεντρα ηµικυκλία στον ώµο Τ2/F1, της ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερης. Ψευδόστοµος αµφορίσκος, µε οµόκεντρα ηµικύκλια στον ώµο, εγκάρσιες γραµµές
στις λαβές και περιθέουσες ταινίες στο υπόλοιπο σώµα Τ2/F2, επίσης της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης (πίν.
151). Μερικά ακόµη τεµάχια θραυσµένων αγγείων.
Συνοψίζοντας, ο τάφος είχε διάρκεια χρήσης από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη. Οι παλαιότερες ταφές του θαλάµου είχαν παραµεριστεί σε µεγάλη ανακοµιδή οστών κατά
µήκος του πίσω (βόρειου) τοιχώµατος και χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη, µε βάση τα ευρήµατα που τους ανήκαν. Στη συνέχεια πραγµατοποίηθηκαν οι δύο ταφές Α
και Β, που αποτέθηκαν δίπλα στο δυτικό τοίχωµα, εκ των οποίων η δεύτερη χρονολογείται στην ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη, ενώ η πρώτη δε συνοδευόταν από κτερίσµατα και είναι δύσκολο να χρονολογηθεί.
Όλα τα σκελετικά κατάλοιπα και τα κτερίσµατα του υπόλοιπου κεντρικού και βορειοανατολικού
τµήµατος του θαλάµου είχαν εντελώς διαταραχθεί και βρέθηκαν µετακινηµένα και ανακατωµένα
µέσα στις αναµοχλευµένες επιχώσεις. Από αυτές προήλθαν οι ψευδόστοµοι αµφορείς Τ2/F1-F2 της
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης, καθώς και µερικά όστρακα αγγείων, µεταξύ των οποίων κάποια που µπορούν να
χρονολογηθούν από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, τα οποία δίνουν µια µικρή
ένδειξη για την χρονολόγηση των ταφών, που θα υπήρχαν σε αυτό το τµήµα του τάφου.
211
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Αγ.Κων.Β-Τ2 (*)
(*Ο κατάλογος των ευρηµάτων ακολουθεί την αρίθµηση του ηµερολογίου της ανσκαφής και των ταφικών συνόλων).
Ευρήµατα θαλάµου:
Τ2/F1 (Π10567): Ψευδόστοµος αµφορέας. Αναµοχλευµένη επίχωση. Πίν. 151.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και µε µικρές συµπληρώσεις
σε διάφορα σηµεία του σώµατος. Πηλός καστανόχρωµος πολύ
ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3), αλείφωµα αχνοκίτρινο (10YR 8/2).
Ύψος 0,198 µ. και διάµετρος 0,199 µ. και διάµετρος δίσκου 0,054
µ.
∆ίσκος κυκλικός ευρύς, επίπεδος µε κεντρικό κωνικό κοµβίο,
χείλος ευρύ και χωνοειδές, λαιµοί κυλινδρικοί, του στοµίου µε
διαπλάτυνση στο επάνω τµήµα και µε µικρή κλίση προς τα εµπρός.
∆ύο κάθετες στενές και ταινιωτές λαβές, σώµα αµφικωνικό, βάση
δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
∆ιακόσµηση καλοσχεδιασµένη, πολύ εξίτηλη και δυσδιάκριτη.
Στον δίσκο πιθανώς σπείρα, που απολήγει σε κεντρικό οφθαλµό.
Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει την εσωτερική, την ανώτερη και την εξωτερική επιφάνεια του χείλους. Στις
ράχες των λαβών εγκάρσιες γραµµές. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου.
Εκατέρωθεν του στοµίου πολύ εξίτηλα οµόκεντρα ηµικύκλια. Στην απέναντι ζώνη του ηµικυκλίου, τρία
ακόµη όµοια θέµατα, το πρώτο από τα οποία έχει µεγαλύτερη διάµετρο, από τα άλλα δύο. Στο σώµα πολλές
συµµετρικές ταινίες, των οποίων το πλάτος αυξάνει από τη µεγάλη διάµετρο προς τα κάτω, όπως και τα
µεταξύ τους διαστήµατα. Η κατώτερη κοιλία άβαφη. Πλατιά ταινία περιβάλλει και την εξωτερική
περιφέρεια της βάσης.
FS 175. FM 43.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.212-εικ. 85g-h, 218b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Mountjoy 1999, 436, αρ. 123
(Αχαΐα/ Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1334 (YE IIIΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.597 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη;). Βικάτου 2008, Τ33/Π5044 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
212
συµπέρασµα για τον τύπο της. Στην περιφέρεια του δίσκου γραµµή ζικ-ζακ και στην εσωτερική του
επιφάνεια δύο οµόκεντροι κύκλοι που απολήγουν σε κεντρική στιγµή. Η εξωτερική περιφέρεια του χείλους
διαγράφεται µε πολύ λεπτό δακτύλιο που φθάνει µέχρι το εσωτερικό του. Στις ράχες των λαβών εγκάρσιες
γραµµές. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις των λαβών και του στοµίου, ενώ η βάση του ψευδοστοµίου είναι
εντελώς εξίτηλη και δεν είναι σίγουρο εάν ήταν διακοσµηµένη. Στη ζώνη του ώµου, στα τεταρτοκύκλια από
µία οµάδα οξυκόρυφων οµόκεντρων ηµικυκλίων που περιγράφονται µε κοντά κρόσσια, ενώ στην απέναντι
ζώνη δύο όµοιες οµάδες πλαισιώνουν δύο κάθετες κυµατοειδείς γραµµές. Στο σώµα πολλές συµµετρικές
ταινίες που φθάνουν µέχρι το κατώτερο άκρο.
FS 175. FM 43: οµόκεντρα ηµικύκλια. FM 53/39: κυµατοειδής γραµµή.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.72-εικ. 215b, 87c-d (Μικρός Ποντιάς-Λοµποκά, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Mountjoy
1999, 193, αρ. 463 (Αργολίδα, Υποµυκηναϊκή). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.399 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τ2/F3 (Π16353): Πιθάριο µε τρεις µαστοειδείς αποφύσεις. Με την ταφή Β. Πίν. 151.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις στην ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3), αλείφωµα κιτρινωπό (7,5YR 8/3).
Βαφή ερυθροµέλανη και κατά τόπους καστανοµέλανη, µε ίχνη στίλβωσης σε µερικά
σηµεία. Ύψος 0,08 µ. και διάµετρος 0,105 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός κυλινδρικός, σώµα σχήµατος «πουγκιού» µε τη µεγάλη
διάµετρο χαµηλά, ώµος ευθύς και επικλινής, κατώτερο σώµα και βάση καµπύλα, τρεις µαστοειδείς
αποφύσεις πάνω στον ώµο.
Η διακόσµηση διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση. Ο λαιµός ολόβαφος εσωτερικά, µε τη βαφή να φθάνει
µέχρι την αρχή της εξωτερικής επιφάνειας του χείλους. ∆ακτύλιος περιβάλλει τη βάση του λαιµού
εξωτερικά. Μία ταινία διατρέχει τη ζώνη του ώµου. Αµέσως από κάτω οι τρεις αποφύσεις περιβάλλονται
από κύκλους. Ακολουθούν δύο ταινίες περίπου στη µέση της κοιλίας, σε πολύ µικρή απόσταση µεταξύ τους.
∆ύο οµόκεντροι κύκλοι, είναι λίγο ορατοί στο κάτω άκρο του σώµατος και κοσµούν την αθέατη επιφάνεια
της βάσης.
FS 86.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, εικ. 136. Paschalidis, McGeorge 2009, 85, εικ. 6 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ
Πρώιµη/φάση 1). Mountjoy 1999, 417, αρ.63 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Giannopoulos 2008, αρ. 27-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.650
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
213
Τ2/F4 (Π10570): Αβαθής κύαθος µε υπερυψωµένη λαβή. Κοντά στα πόδια της ταφής Β. Πίν. 152.
Ακέραιος, µε µικρές αποκρούσεις στο χείλος και στη λαβή. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/3), αλείφωµα κρεµ-κίτρινο (10YR
8/4), βαφή µελανή στιλπνή. Ύψος 0,023 µ.-0,047 µ. (µαζί µε τη λαβή) και
διάµετρος κοιλίας 0,056 µ.
Ρηχό σώµα, µε σιγµοειδές-κωνικό περίγραµµα, χείλος στενό, έξω νεύον και λίγο επικλινές, στενή και
χαµηλή βάση, υπόκοιλη στην κάτω επιφάνεια και κυλινδρική εξωτερικά, µία κάθετη ταινιωτή και
υπερυψωµένη λαβή επάνω στο χείλος.
Το αγγείο ολόβαφο µελανό εσωτερικά και εξωτερικά, µε την εξαίρεση της αθέατης επιφάνειας της βάσης.
FS 238.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.268-εικ. 181c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Mountjoy 1999, 384,
αρ. 49 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν.233, Α.Ε.Β.284 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 πρώιµη), Α.Ε.Β.723 (ΥΕ ΙΙΙΑ1;).
Βικάτου 2008, Τ10/Π4366 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
Τ2/F5 (Π15723): Αβαθής κύαθος µε υπερυψωµένη λαβή. Κοντά στην ταφή Β. Πίν. 152.
Συγκολληµένος από δύο τεµάχια. Βαφή καστανή. Ύψος 0,048 µ. και διάµετρος χείλους 0,076 µ.
Χείλος έξω νεύον. Σώµα µε ελαφρά γωνίωση στο κάτω µέρος. Χρονολόγηση: YE IIIA2.
Τ2/F7 (M5510): Πήλινο κωνικό σφονδύλι. .Με την ταφή Β. Πίν. 152.
Ακέραιο, µε εκετεταµένη απολέπιση της επιφάνειάς του. Κωνική βάση και κατακόρυφη διαµπερής οπή
Πηλός καστανέρυθρος, χειροποίητος και επιφάνεια καστανοµέλανη, µε ίχνη στίλβωσης. Ύψος 0,016µ. και
διάµετρος 0,022µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη (;).
214
Τ2/F10 (M5512): Λίθινο κωνικό σφονδύλι. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 152.
Ακέραιο, µε µικρές αποκρούσεις. Από γκριζόµαυρο στεατίτη Ύψος 0,013 µ. και διάµετρος βάσης 0,021 µ.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F12 (Μ5515): Τµήµα του κυλινδρικού αυλού χάλκινης λόγχης. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 153.
Η λόγχη διατηρείται µόνο κατά το ήµισυ περίπου του κυλινδρικού αυλού της. Αυλός κυλινδρικός,
κατασκευασµένος από λεπτό έλασµα χαλκού, µε δύο ρωγµές κατά µήκος, που πιθανώς σχετίζονται µε
προϋπάρχουσες διακοσµητικές ραβδώσεις ή αυλακώσεις στα σηµεία αυτά όπου το µέταλλο «άνοιξε». Στο
άκρο ο αυλός απολήγει σε ενισχυτικό δακτύλιο. Σε απόσταση 0,018 µ. πιο µέσα από τον δακτύλιο
διασώθηκε µικρή διαµπερής οπή, διαµέτρου 0,006 µ., για την προσήλωση µικρού καρφιού, που στερέωνε
τον ξύλινο στειλεό. ∆ιακρίνονται δύο λεπτές εγχάρακτες γραµµές, κατά µήκος της επιφάνειας του
αντικειµένου.
Αυλός: σωζόµενο µήκος 0,092 µ., σωζόµενη διάµετρος 0,029 µ., πάχος ελάσµατος 0,001/0,0015 µ.
Ενισχυτικός δακτύλιος: Πλάτος 0,004 µ. και πάχος 0,002 µ.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΑ1 µέχρι ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
215
Τ2/F13 (Π10572). Μικρή πρόχους µε κωνικό λαιµό. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 154.
Ελλιπής σε µικρό τµήµα του ανώτερου λαιµού, όπου έχει γίνει συµπλήρωση. Η επιφάνεια
απολεπισµένη σε µεγάλη έκταση. Πηλός κιτρινωπός γκρι-λαδί πολύ ανοιχτός (Munsell
10YR 7/2), αλείφωµα αχνοκίτρινο (10YR 8/3 και 8/2), βαφή κυµαινόµενη ερυθροµέλανη
και καστανοµέλανη. Ύψος 0,075 µ. (πάνω στη λαβή) και διάµετρος 0,073 µ.
Απλό, κυκλικό χείλος, λαιµός στενός κωνικός, σώµα σφαιρικό-αµφικωνικό µε τη µεγάλη
διάµετρο χαµηλά, βάση χαµηλή και στενή, υπόκοιλη, µία κάθετη λαβή, ελλειπτικής διατοµής, φύεται από το
χείλος και απολήγει στον ώµο.
Λίγα ίχνη βαφής στην εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια του λαιµού. ∆ύο πολύ εξίτηλες λεπτές ταινίες
περιβάλλουν τη βάση του λαιµού εξωτερικά. Στο άνω σώµα αναπτύσσονται µεµονωµένες σπείρες µε
στέλεχος, από τις οποίες είναι εµφανείς οι δύο πρώτες, ενώ αποµένουν ελάχιστα ίχνη από δύο ακόµη.
Αµέσως από κάτω ακολουθούν δύο λεπτές ταινίες. Στο κάτω άκρο του σώµατος ταινιωτή ζώνη, που ορίζεται
από δύο πλατιές ταινίες και περιέχει εσωτερικά δύο λεπτότεχνες. Τη ράχη της λαβής διακοσµούν εγκάρσια
γραµµίδια, ενώ τη βάση αυτής περιβάλλει δακτύλιος.
FS 114. FM 49 (σπείρα µε καµπυλωµένο στέλεχος).
Πρβλ. Mountjoy 1999, 117, αρ. 160-161 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 217, αρ. 108 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2.
Τ2/F14 (Μ5504): Χάλκινα θραύσµατα. Ανακοµιδή οστών, γύρω από το κρανίο ∆. Πίν. 154.
110 θραύσµατα χάλκινου ταινιωτού ελάσµατος, που ίσως αποτελούσε διάδηµα. Η επιφάνεια των
θραυσµάτων διαθέτει µικρά εξογκώµατα λόγω της έντονης οξείδωσης. ∆εν υπήρχαν εµφανή ίχνη
διακόσµησης.
Το µήκος των θραυσµάτων κυµαίνεται από 2-3 χιλιοστά µέχρι 1,5-2 εκατοστά (0,002/0,003 µ.-0,015/0,02 µ.)
και το πλάτος από 9 χιλιοστά µέχρι 2 εκατοστά και 2 χιλιοστά (0,009 µ.-0,022 µ.).
Εννέα από τα θραύσµατα διασώζουν το ένα άκρο της ταινίας αλλά όχι και το δεύτερο, ώστε να
συµπεράνουµε το συνολικό πλάτος του ευρήµατος.
Μαζί µε τα ελάσµατα βρέθηκαν και 14 µικρά θραύσµατα κρανίου(;), που ξεκινούν από πολύ µικρό µήκος
ενός εκατοστού (0,01 µ.) και τα µεγαλύτερα φθάνουν στα δυόµιση εκατοστά (0,025 µ.). Τα περισσότερα από
αυτά φέρουν ίχνη πράσινης οξείδωσης χαλκού, αποτελώντας ένδειξη ότι το «διάδηµα» πατούσε επάνω τους.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
216
Τ2/F15 (Π10580). Μικρή σφαιρική πρόχους. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 154.
Ακέραιη πλην µικρών αποκρούσεων στην περιφέρεια του χείλους εξωτερικά και
στα άκρα της λαβής. Αποφλοιώσεις του αλειφώµατος και της βαφής σε διάφορα
σηµεία. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 7/4) και αλείφωµα κρεµ-
κιτρινωπό (7,5YR 8/4). Βαφή καστανοµέλανη. Ύψος 0,082 µ. (χείλος), 0,088 µ.
(λαβή), διάµετρος κοιλίας 0,096 µ.
Χείλος µικρό, έξω νεύον γωνιώδες, οριζόντιο και µε µικρή κλίση προς τα µέσα.
Λαιµός στενός και αµφίκοιλος. Σώµα σφαιρικό, βάση επίπεδη. Μία κάθετη ταινιωτή, υπερυψωµένη λαβή,
ξεκινά στη βάση του λαιµού και απολήγει στη µετάβαση ώµου-σώµατος.
Η διακόσµηση διατηρήθηκε αρκετά καλά, µε λίγες φθορές και είναι καλοσχηµατισµένη. Ολόβαφα ο λαιµός
εξωτερικά και εσωτερικά σε µικρό βάθος, η ανώτερη επιφάνεια του χείλους και η ράχη της λαβής. Στη ζώνη
του ώµου αναπτύσσεται τρέχουσα σπείρα, που αποτελείται από τέσσερα επιµέρους τµήµατα και έχει φορά
δεξιόστροφη. Ακολουθούν δύο λεπτές ισοπαχείς ταινίες πάνω στην κοιλία, ενώ δύο ακόµη, λίγο πλατύτερες,
περιβάλλουν το κατώτερο σώµα και την περιφέρεια της βάσης εξωτερικά.
FS 87. FM 46/51 (τρέχουσα σπείρα).
Πρβλ. Papadopoulos 1976, BE.662-πιν. 62, (Τ5, ΥΕ ΙΙΒ), BE.698-πιν. 79 (Τ6, ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Mountjoy
1999, 99, αρ. 80 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΒ), 107, αρ. 113 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 812, αρ. 6 (Φθιώτιδα, ΥΕ ΙΙΒ),
832, αρ. 30 (Θεσσαλία, ΥΕ ΙΙΒ). Petropoulos 2007, Τ4/λάκκος 6/Π47, 261, εικ. 78 (ΥΕ ΙΙΒ). Κολώνας 1998,
Α.Ε.Β.288 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.1070 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΑ1.
217
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
218
υλικό (ίχνη ήλων ή επένδυσης δεν έχουν διατηρηθεί). Η λεπίδα έχει ελαφρώς κοίλη κόψη και αιχµηρή ακή.
Επιπλέον στο προς τη λαβή άκρο της λεπίδας διαµορφώνεται γωνίωση, για τη στερέωση του αντίχειρα.
Παρόλη την οξείδωση φαίνεται πως η επιφάνεια κόψης ήταν καλοτροχισµένη και κοφτερή.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, P.M.X. 312-εικ. 308c (Καλλιθέα, Τάφος Β, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ), K36-εικ. 308d
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.110 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β. 111 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη). Giannopoulos 2008, αρ. 20-πιν. 23 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη ή Μέση), αρ. 49-πιν. 32 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Ύστερη). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
219
ξίτηλη ταινιωτή διακόσµηση, από δύο ταινίες στο ανώτερο σώµα, ακριβώς κάτω από τον ώµο και δύο
ταινίες στο κάτω άκρο του σώµατος, η δεύτερη από τις οποίες αγγίζει και την περιφέρεια της αθέατης
επιφάνειας της βάσης. Σε αυτήν τρεις ακόµη οµόκεντροι κύκλοι γύρω από το κέντρο.
FS 93. FM 57/2: δικτυωτό.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 326, αρ. 36 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 17 (Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 519, αρ.
104 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 658, αρ. 61 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 24 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Giannopoulos
2008, αρ. 4-πιν. 75 (Μονοδένδρι, ΤΙΙ/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.919 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.1336
(ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ6/Π4300 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2), Τ6/Π4301 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2), Τ7/Π4324 (ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1.
Τ2/F23 (Μ5519): Πήλινο αµφικωνικό σφονδύλι. Ανακοµιδή οστών, κάτω από το µαχαίρι F20. Πίν. 156.
Ακέραιο, µε αποκρούσεις στα άκρα της διαµπερούς οπής. Kατακόρυφη διαµπερής οπή. Πηλός δυσδιάκριτος,
ερυθροκάστανος, επιφάνεια καστανοµέλανη. Ύψος 0,017 µ. και διάµετρος 0,022 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F24 (Μ5520): Λίθινο κωνικό σφονδύλι. Ανακοµιδή οστών, κάτω από το µαχαίρι F20. Πίν. 156
Ακέραιο, εκτός από πολύ µικρές αποκρούσεις. Γκριζόµαυρος στεατίτης. Ύψος 0,016 µ. και διάµετρος βάσης
0,026 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F25 (Μ5521): Πήλινο κωνικό σφονδύλι. Ανακοµιδή οστών, κοντά στο κρανίο Ζ. Πίν. 156.
Συγκολληµένο από δύο τεµάχια και ελλιπές. Κωνική βάση και κατακόρυφη διαµπερής οπή. Πηλός
καστανοκίτρινος, επιφάνεια πολύ φθαρµένη, µε υπολείµµατα καστανοµέλανης βαφής. Ύψος 0,023 µ. και
διάµετρος 0,033 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F26 (Μ4243): Λίθινο δισκοειδές σφονδύλι, από µαύρο στεατίτη. Ανακοµιδή οστών, κοντά στο κρανίο
Ζ. Πίν. 156.
Ακέραιο, πλην µικρών αποκρούσεων στην περιφέρεια της βάσης και στην κορυφή της διαµπερούς οπής.
∆ιαθέτει κατακόρυφη διαµπερή οπή. Ύψος 0,013 µ. και διάµετρος βάσης 0,022 µ. Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F27 (Μ5615): Μία αµυγδαλόσχηµη χάντρα από κορναλίνη και µία µικρή πιεσµένη σφαιρική, από
γυαλί Ανακοµιδή οστών. Πίν. 156.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
220
Τ2/F28 (Π16357): Ψευδόστοµος αµφορίσκος. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 157.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και συµπληρωµένος σε µερικά τµήµατα
της κάτω κοιλίας. Πηλός καστανόχρωµος (Munsell 7,5YR 6/6), αλείφωµα
όµοιο λίγο πιο ανοιχτό (7,5YR 7/4). Βαφή ερυθροµέλανη. Ύψος 0,146 µ.,
διάµετρος 0,127 µ. και διάµετρος δίσκου 0,027 µ.
∆ίσκος κυκλικός, στενός, µε χαµηλό κεντρικό κοµβίο, χείλος χωνοειδές. Ο
λαιµός του ψευδοστοµίου στενός και αµφίκοιλος και του στοµίου
κυλινδρικός, µε διαπλάτυνση προς τα επάνω και λίγο λοξός προς τα εµπρός.
∆ύο κάθετες, στενές, ταινιωτές λαβές. Σώµα σφαιρικό µε κωνικό κάτω τµήµα.
Βάση χαµηλή δακτυλιόσχηµη και κωνική εξωτερικά.
Το σχέδιο λεπτότεχνο και προσεκτικό. Στον δίσκο λεπτότεχνη σπείρα µε παχύ
κεντρικό οφθαλµό. Λεπτός δακτύλιος περιβάλλει την εσωτερική και την
ανώτερη επιφάνεια του χείλους, αγγίζοντας λίγο και την εξωτερική. Οι ράχες των λαβών ολόβαφες, µε
εξηρηµένα τρίγωνα στις κορυφές τους. ∆ακτύλιοι περιβάλλουν τις βάσεις ψευδοστοµίου και στοµίου. Στον
ώµο λεπτότεχνοι αµειβόντες που απολήγουν σε µικρό άγκιστρο, ένας σε κάθε τεταρτοκύκλιο. ∆ύο ακόµη
αµείβοντες στο ηµικύκλιο εκατέρωθεν δύο λεπτότεχνων ροδάκων που είναι περιγεγραµµένοι µε στιγµές ενώ
διαθέτουν και κεντρική στιγµή εσωτερικά. Στο σώµα, δύο ζώνες λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από
πλατύτερες, αναπτύσσονται η µια ψηλά κάτω από τον ώµο και η άλλη στην αρχή της κάτω κοιλίας, ενώ στο
διάστηµα µεταξύ αυτών υπάρχουν και δύο λεπτές ταινίες ανεξάρτητες. Πλατιά ταινία περιβάλλει το κάτω
άκρο του σώµατος µαζί µε την εξωτερική περιφέρεια της βάσης.
FS 174. FM 58/24 (αµείβοντες µε άγκιστρο). FM 27/31 (θαλάσσια ανεµώνη). Papadopoulos 1976,
αρ.ΒΕ.589-πιν. 5a-b (ΤΑ, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ1α), Mountjoy 1999, 422, αρ. 77 YE IIIΓ Πρώιµη. Giannopoulos,
2008, αρ. 18-πιν. 22 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.2, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 422, αρ. 81
(Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 573, αρ. 350 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 595, αρ. 450 (Αττική, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση), 679, αρ. 159 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 733, αρ. 39 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 770, αρ. 146
(Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 782, αρ. 249 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 847, αρ. 102 (Θεσσαλία, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας,
1998, Α.Ε.Β.702 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη-φάση 1, σύµφωνα µε Moschos 2009, σελ.350), Α.Ε.Β.1314 (ΥΕ
ΙΙΙΒ;). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
221
Τ2/F30 (Π16358). Τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο. Ανακοµιδή οστών, κοντά στο κρανίο Θ. Πίν. 157.
Ελλιπές στη µία οριζόντια λαβή, που έχει συµπληρωθεί και µε µικρές αποκρούσεις στην περιφέρεια του
χείλους εξωτερικά, καθώς και στο σώµα. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4) και
αλείφωµα δυσδιάκριτο, µπεζ-κίτρινο (10YR 8/3). Βαφή καστανοµέλανη. Ύψος 0,062 µ.-0,065 µ. και µέγ.
διάµετρος 0,092 µ.
Χείλος µικρό έξω νεύον, γωνιώδες και λίγο επικλινές, λαιµός στενός και ψηλός, αµφίκοιλος-κωνικός, ώµος
επικλινής, κάτω σώµα καµπύλο και βάση επίπεδη. Τρεις οριζόντιες κυλινδρικές λαβές ψηλά στον ώµο.
Ολόβαφα ο λαιµός εσωτερικά και εξωτερικά και οι ράχες των λαβών. Σε µικρή απόσταση κάτω από τη βάση
του λαιµού ακολουθεί λεπτή ταινία. Στο σώµα αναπτύσσεται συνεχές βραχώδες κόσµηµα και ακολουθεί
λεπτή ταινία στο κάτω άκρο αυτού. Στην αθέατη επιφάνεια της βάσης τρεις οµόκεντροι κύκλοι περίπου στο
µέσον της επιφάνειας από την περιφέρεια προς το κέντρο.
FS 85. FM 32: βραχώδες κόσµηµα.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, PM.599-εικ. 130b (Πάτρα, ΥΕ ΙΙΙΒ1;). Mountjoy 1999, 664, αρ. 76 (Βοιωτία,
ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.867 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ6/Π4302 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ
ΙΙΙΑ2.
Τ2/F31 (Μ5617): Χάλκινο δακτυλίδι. Ανακοµιδή οστών, κοντά στο κρανίο Θ. Πίν. 157.
Χάλκινο δακτυλίδι θραυσµένο σε τρία τεµάχια. Αποτελείται από λεπτό ταινιωτό έλασµα πλάτους 0,003 µ.
Το µεγαλύτερο τεµάχιο έχει λυγίσει και στρεβλωθεί. Το πιο µικρό τεµάχιο συστρέφεται στο άκρο του
(σπείρα;).
Πρβλ. Κολώνας 1998, πιν. 255, Α.Ε.Β 53 (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F33-34 (Μ5619-Μ5620): ∆ύο µικρά λίθινα κωνικά σφονδύλια. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 158.
Ακέραια µε µικρές αποκρούσεις. Από γκριζόµαυρο στεατίτη. Με κατακόρυφη διαµπερή οπή. Το µεγαλύτερο
έχει ύψος 0,011 µ. και διάµετρο βάσης 0,019 µ. και το πιο µικρό ύψος 0,01 µ. και διάµετρο βάσης 0,018 µ.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
222
Τ2/F35 (Μ5621): Χάλκινο δακτυλίδι και χάλκινα ελάσµατα. Ανακοµιδή οστών. Πίν. 158.
∆ύο µικρά τεµάχια χάλκινου δακτυλιδιού. Είναι κατασκευασµένο από πολύ λεπτό κυλινδρικό σύρµα. Το ένα
από τα σωζόµενα θραύσµατα απολήγει σε σπειροειδές άκρο.
Επτά µικρά θραύσµατα χάλκινου αντικειµένου, από πολύ λεπτό ταινιωτό έλασµα.
Πρβλ: Παπαδόπουλος 1981, 30 (Καλλιθέα, τάφος Ο). Παπαδόπουλος 1976, πιν. 7ιβ'. Giannopoulos 2008,
188-190 (Μονοδένδρι τάφος Ι). Ιακωβίδης 1970, Β, 293. Κολώνας 1998, πιν. 255, Α.Ε.Β 1173 (ΥΕ ΙΙΙΓ),
591 (νεκροταφείο Πορτών Αχαΐας). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/F36 (Π16359): Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο. Ανακοµιδή οστών, από το δάπεδο στον χώρο του
σωρού. Πίν. 158.
Συγκολληµένο και µε µικρή συµπλήρωση στο σώµα. Μία ρωγµή διατρέχει το σώµα
διαγωνίως, από το χείλος µέχρι τη βάση του. Λεπτές αποκρούσεις στην περιφέρεια
του χείλους και σε µερικά σηµεία του σώµατος. Πηλός καστανόχρωµος ανοιχτός
(Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα λίγο ανοιχτότερο (7,5YR 8/4), βαφή
καστανοµέλανη. Ύψος 0,087 µ., διάµετρος κοιλίας 0,104 µ.
Χείλος έξω νεύον, καµπύλο και λίγο επικλινές, λαιµός κωνικός, ώµος ευρύς, ευθύς
και επικλινής και τρεις οριζόντιες λαβές πάνω σε αυτόν, σώµα κυλινδρικό, βάση λίγο καµπύλη.
Λαιµός ολόβαφος εσωτερικά και εξωτερικά, όπως και η επιφάνεια του χείλους και οι ράχες των τριών
λαβών. Στον ώµο δικτυωτό κόσµηµα, στα διαστήµατα µεταξύ των λαβών, ενώ κάτω από αυτές τριπλές
ενάλληλες γωνίες. Στο κυλινδρικό σώµα δύο πλατιές ταινίες καταλαµβάνουν τα άκρα, ενώ στον ενδιάµεσο
χώρο αναπτύσσονται τρεις ισοπαχείς ταινίες, λίγο πιο λεπτές από τις πρώτες. Στην αθέατη επιφάνεια της
βάσης επτά οµόκεντροι κύκλοι αναπτύσσονται από το κέντρο προς την περιφέρεια. Ύψος 0,086 µ. και
διάµετρος 0,103 µ.
FS 94. FM 57: δικτυωτό. FM 61A: ενάλληλα τρίγωνα ή γωνίες.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 658, αρ. 61 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 266, αρ. 85 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 326, αρ. 36
(Μεσσηνία, ΥΕΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.348. Giannopoulos, 2008, αρ. 1-πιν. 63 (Λεόντιο, ΤΙΙ, ΥΕ
ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
Τ2/F37 (Π16360): Μόνωτος κύαθος, µε υπερυψωµένη λαβή. Ανακοµιδή οστών, πάνω στο δάπεδο,
ανεστραµµένος. Πίν. 158.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και ελλιπής σε µικρό όστρακο του σώµατος.
Πολλές µικρές αποκρούσεις στην περιφέρεια του χείλους και στη λαβή. Πηλός
καστανόχρωµος ανοιχτός (Munsell 7,5YR 7/4), αλείφωµα κρεµ-κιτρινωπό (7,5YR
8/4), βαφή καστανοµέλανη, κατά τόπους εξίτηλη, µε ίχνη στίλβωσης σε µερικά σηµεία. Ύψος 0,042 µ. και
0,07 µ. (µε τη λαβή). ∆ιάµετρος χείλους 0,083 µ.
Σώµα βαθύ κωνικό, µε µικρή γωνίωση στο επάνω τµήµα, χείλος στενό και έξω νεύον µε µικρή κλίση προς
223
τα µέσα, βάση ψηλή, διαµορφωµένη σαν πόδι, υπόκοιλη και εξωτερικά κωνική στο κάτω τµήµα, λαβή
κάθετη ταινιωτή, δακτυλιοειδής και υπερυψωµένη πάνω στο χείλος.
Το αγγείο ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, µε την εξαίρεση της αθέατης επιφάνειας της βάσης.
FS 238.
Πρβλ. Mountjoy 1999, 412, αρ. 37 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Giannopouloς 2008, αρ. 1-πιν.
54 (Σπαλιαρέικα, Τ10/ΟΜ.1, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 233-234, Α.Ε.Β.921 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.757
(ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ7/Π4345 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη/ΥΕ ΙΙΙΑ2.
T2/F39 (Π16361): Τρίωτος κωνικός πιθαµφορέας. Ανακοµιδή οστών, κοντά στα κρανία Λ και Μ. Πίν.
159.
Συγκολληµένος από πολλά όστρακα και µε αρκετές συµπληρώσεις σε
διάφορα σηµεία. Ελλιπής σε µικρό όστρακο του χείλους. Εκτεταµένες
απολεπίσεις της εσωτερικής επιφάνειας του λαιµού. Πηλός ροδόχρωµος
µέχρι πορτοκαλόχρωµος (Munsell 2,5YR 6/6 και 5YR 6/6) και αλείφωµα
κρεµ-κίτρινο (Munsell 10YR 8/4). Βαφή ερυθρή. Ύψος 0,182 µ. και
διάµετρος 0,154 µ.
Χείλος έξω νεύον, γωνιώδες και οριζόντιο µε πολύ µικρή κλίση, λαιµός
αµφίκοιλου περιγράµµατος, ώµος επικλινής και λίγο καµπύλος και τρεις
οριζόντιες λαβές πάνω σε αυτόν, σώµα κωνικό που καταλήγει σε πόδι και
στενή βάση, η οποία είναι χαµηλή δακτυλιόσχηµη και εξωτερικά κωνική.
Ελάχιστα εναποµείναντα ίχνη βαφής στο εσωτερικό του λαιµού, όπως λίγα ακόµη πολύ δυσδιάκριτα στην
ανώτερη επιφάνεια του χείλους. Ο λαιµός ολόβαφος εξωτερικά, όπως και οι ράχες των τριών λαβών. Στη
ζώνη του ώµου δικτυωτό κόσµηµα, που διακόπτεται από τη µεσολάβηση των λαβών. Στο σώµα οµάδες
ταινιών, δύο κάτω από τον ώµο, δύο ακόµη στο µέσον της κοιλίας και άλλες δύο στο κατώτερο σώµα. Το
πόδι και η χαµηλή βάση του αγγείου είναι ολόβαφα.
FS 44. FM 57: δικτυωτό κόσµηµα.
Papadopoulos 1978-79, PM.444-εικ. 122g (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2b). Papazoglou-Manioudaki
1994, αρ. 16-εικ. 20 (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, αρ.3- εικ.7 ( ΥΕ
ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 1-πιν. 23 (Τ6/1, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β 875 (ΥΕ
ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β 932 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ28/Π4521 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Mountjoy 1999, 333, αρ. 62
(Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 379, αρ.29 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. (Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 658, αρ. 53
(Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 702, αρ. 25 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
224
Τ2/F40 (Μ4242): Σφονδύλι. Αναµοχλευµένη επίχωση.
Μικρό αµφικωνικό πήλινο σφονδύλι. Ελλιπές, σε µεγάλο τµήµα του σώµατος. ∆ιαθέτει κατακόρυφη
διαµπερή οπή. Πηλός χειροποίητος καστανόχρωµος. Επιφάνεια πολύ απολεπισµένη. Σωζόµενο ύψος 0,013
µ. και διάµετρος 0,02 µ.
(Μ5623β): Πέντε τεµάχια χάλκινου ταινιωτού ελάσµατος. Έξι τεµάχια χάλκινου δακτυλιδιού, που
αποτελείται από έλασµα ελλειπτικής διατοµής.
Πρβλ. Papadopoulos 1978-79, εικ. 280a, PMX 643b, PMX 517 (Καγκάδι, Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ). Κολώνας 1998,
πιν. 255, Α.Ε.Β 589β (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βλαχόπουλος 2006, αρ. 3561-πιν. 42.
(M5624): Τρία συνανήκοντα θραύσµατα χάλκινου αντικειµένου, επίπεδου ελάσµατος. Ένα ακόµη θραύσµα
από άλλο χάλκινο αντικείµενο, επιµήκους σχήµατος, που πιθανώς ανήκει στη λόγχη F12.
Όστρακα από την αναµοχλευµένη επίχωση του θαλάµου και του δρόµου:
Τ2/3-10-90
1) Όστρακο δακτυλιόσχηµης βάσης και κατώτερου σώµατος. Πηλός γκριζωπός χειροποίητος µε πολλές
φθορές στην εξωτερική του επιφάνεια. Πιθανώς συνανήκει µε όστρακο της επίχωσης του τάφου Τ1/25-9-90
(αρ.3).
2) Τέσσερα συνανήκοντα όστρακα ψευδόστοµου αµφορίσκου. Ένα δακτυλιόσχηµης βάσης, η οποία
περιβάλλεται από ταινία εξωτερικά. ∆ύο σώµατος, µε ταινιωτή διακόσµηση. Όστρακο του ώµου µε
διακόσµηση ενάλληλων τριγώνων. Πιθανότατα συνανήκουν µε όστρακα του τάφου Τ1/25-9-90 (αρ.2).
3) Όστρακο σώµατος πιθανώς ψευδόστοµου αµφορέα, στην επιφάνεια του οποίου διαφαίνονται τρεις
µελανές ταινίες.
4) Όστρακο ταινιωτής λαβής.
5) ∆ύο ακόµη όστρακα σώµατος, µη συνανήκοντα.
Τ2/8-10-90
Όστρακο χείλους του στοµίου, ψευδόστοµου αµφορίσκου. Πηλός και αλείφωµα καστανοκίτρινα. Λεπτή
µελανή ταινία γύρω από την περιφέρεια του χείλους.
225
Π10584
1) Το κατώτερο τµήµα του σώµατος και η δακτυλιόσχηµη βάση ψευδόστοµου αµφορίσκου. Πηλός
καστανοκίτρινος και αλείφωµα όµοιο. Στην εξωτερική επιφάνεια διακόσµηση µε πολλές συµµετρικές
ταινίες, που εξαντλούνται στο κατώτερο άκρο. Ένα ακόµη µικρό όστρακο σώµατος που συγκολλάται µε το
παραπάνω. Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
2) Όστρακο σώµατος άλλου ψευδόστοµου αµφορίσκου, που φέρει ταινιωτή διακόσµηση, από συστήµατα
λεπτότεχνων και πιο πλατιών ταινιών. Πηλός καστανοκίτρινος και όµοιο αλείφωµα. Βαφή ερυθροµέλανη.
Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ/ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Τ2/9-10-90
Όστρακο σώµατος ψευδόστοµου αµφορίσκου, πιθανώς συνανήκον µε το παραπάνω από 25-9-90 (αρ.2), µε
συστήµατα ερυθροµέλανων ταινιών.
226
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 2 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Β ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Ταφή Β Τ2/F3: Πιθάριο µε Τ2/F6-F7: Πήλινα ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
αποφύσεις σφονδύλια
Τ2/F4-F5: Αβαθείς YE IIIΑ2
κύαθοι
Ανακοµιδή Τ2/F13: Μικρή Τ2/F12: Τµήµα του Τ2/F10, Τ2/F18- ΥΕ ΙΙΒ/IIIA1 -
οστών πρόχους αυλού χάλκινης F19, Τ2/F33-F34, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
Τ2/F15: Μικρή λόγχης F23-F26, F38:
σφαιρική πρόχους Τ2/F20: Χάλκινο Σφονδύλια
Τ2/F16: Βαθύς κύαθος µαχαίρι Τ2/F11: Χάντρες
µε γωνίωση περιδεραίου και
Τ2/F17, F22. F36: σφονδύλι
Κυλινδρικά αλάβαστρα Τ2/F14:
Τ2/F21, F30: Θραύσµατα
Αρτόσχηµα αλάβαστρα χάλκινης ταινίας
Τ2/F28: Ψευδόστοµος (διαδήµατος)
αµφορίσκος Τ2/F27: Χάντρες
Τ2/F37: Μόνωτος Τ2/F29: Χάλκινα
κύαθος ελάσµατα
Τ2/F39: Κωνικός Τ2/F31: Χάλκινο
πιθαµφορέας δακτυλίδι
Τ2/F32: Ακόνι
T2/F35: Χάλκινο
δακτυλίδι µε
σπείρα
Αναµοχλευµένη Τ2/F8, F9, F40:
επίχωση Σφονδύλια
Μ5623α: Χάντρες
Μ5623β:
Θραύσµατα
ελάσµατος και
δακτυλιδιού
Μ5424: Χάλκινα
ελάσµατα
227
ΤΑΦΟΣ 3 (Αγ.Κων.Β-Τ3) (πίν. 160-163)
Συληµένος θαλαµωτός τάφος µικρού µεγέθους, προσανατολισµένος βόρεια-νότια µε την είσοδο
προς νότο, ο οποίος βρίσκεται δίπλα και δυτικά του τάφου 2. Αποτελείται από δρόµο, πρόσοψη,
είσοδο, στόµιο και θάλαµο ελλειπτικού σχήµατος (πίν. 160).
Ο δρόµος του δεν ερευνήθηκε, διότι βρίσκεται κάτω από το οδόστρωµα της αγροτοδασικής
οδού, αλλά διανοίχθηκε µόνο στο τµήµα του µπροστά από την είσοδο. Στη βάση της πρόσοψης
ανοίγεται µικρή τραπεζιόσχηµη είσοδος (πίν. 160), που έχει ύψος 0,85 µ. και πλάτος 0,71 µ. Μετά
από την είσοδο ακολουθεί το στενό και λίγο κατωφερές προς τον θάλαµο στόµιο (πίν. 161). Η
ξερολιθιά που έφρασσε την είσοδο και το στόµιο είχε παραβιαστεί κατά τη λαθρανασκαφή και από
τους λίθους της είχαν αποµείνει στη θέση τους µόνο λίγοι στη βάση του στοµίου.
Ο θάλαµος έχει σχήµα ελλειπτικό, µε διαστάσεις 1,85 µ. Χ 2,30 µ. Η οροφή σώζεται σε
µέγιστο ύψος 1,65 µ., αλλά έχει υποστεί µεγάλη εσωτερική κατάρρευση στο πίσω τµήµα. Από
αυτήν προήλθε µεγάλος όγκος κιµιλιάς που ήταν εµφανής στην επιφάνεια της πυκνής ασβεστώδους
επίχωσης του θαλάµου (πίν. 162).
Κατά τη λαθρανασκαφή διαταράχτηκαν πλήρως οι επιχώσεις του θαλάµου και το ταφικό
στρώµα. Τίποτα δεν είχε µείνει στη θέση του, εκτός από µία χάλκινη φυλλόσχηµη λόγχη Τ1/F1
(πιν. 162-3), που βρέθηκε δίπλα στο πίσω (βόρειο) τοίχωµα. Μέσα από την αναµοχλευµένη
επίχωση συγκεντρώθηκαν και λίγα όστρακα, αλλά δεν παρέχουν σαφή χρονολογικά στοιχεία.
228
Πρβλ: Avila 1983, 63, αρ. 134-πιν. 18 (∆ιακάτα Κεφαλλονιάς). Souyoudzoglou-Haywood 1999, 78, αρ.
Α915-πιν. 21, αρ. 7-πιν. J.1 (∆ιακάτα Κεφαλονιάς, ΥΕ ΙΙΙΓ) και της ίδιας 78, χωρίς αριθµό-πιν. 21, αρ. 10-
πιν. J.3 (Μαζαρακάτα Κεφαλονιάς, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ). Papadopoulos 1978-79, 163, Athens 10183-εικ. 316e (ΥΕ
ΙΙΙΒ-Γ). Χρονολόγηση: ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ.
Τ3/8-10-90.
Τέσσερα όστρακα από την επίχωση του θαλάµου.
1) ∆ύο συγκολλώµενα όστρακα ανώτερου σώµατος και αρχής του χείλους. Πηλού καστανοκίτρινου και
όµοιου αλειφώµατος. Ολόβαφα εσωτερικά µε εξίτηλη µελανή βαφή.
2) ∆ύο ακόµη όστρακα σώµατος από άλλα αγγεία, το ένα από τα οποία ολόβαφο µε ερυθρή βαφή εσωτερικά
και εξωτερικά.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΑΦΟΥ 3 ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ Β ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
∆εν Τ3/3-10-90 και Τ3/F1: Χάλκινη ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ
συλλέχθηκαν Τ3/8-10-90: Όστρακα λόγχη
οστά από τις
αναµοχλευµένες
επιχώσεις του θαλάµου
229
230
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
31
Ιακωβίδης 1970, Β, 3.
32
Ιακωβίδης 1970, Β, 3-4.
231
Καλλιθέα, Βούντενη, Πόρτες, Κλάους)33, στην Αγία Τριάδα Ηλείας34 και σε άλλα νεκροταφεία της
Ηλείας35, στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας36, στην Κεφαλλονιά37, στο Αλωνάκι της Ελάτειας38. Το ίδιο
συµβαίνει και στα νεκροταφεία της Αργολίδας (Μυκήνες, Πρόσυµνα, Ασίνη), στη Θήβα και στη
Ρόδο39. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις εµφανίζονται τοιχώµατα µε πολύ ήπια κλίση ή ακόµη και
σχεδόν παράλληλα µεταξύ τους40.
Ο Παπαδηµητρίου υποστηρίζει ότι οι δρόµοι των θαλαµοειδών τάφων ακολούθησαν µία
τυπολογική εξέλιξη, αποκτώντας σταδιακά µεγαλύτερο µήκος και πιο πλήρη διαµόρφωση41. Ο ίδιος
µελετητής παρατηρεί ότι οι δρόµοι των πρώιµων µυκηναϊκών τάφων, της ΜΕ/ΥΕ Ι εποχής, στην
Αργολίδα, Μεσσηνία, Λακωνία και Βοιωτία, είχαν συνήθως µικρό µήκος, ενώ οι µακρύτεροι
δρόµοι άρχισαν να εµφανίζονται από τα τέλη της ΥΕ Ι42. Οι Cavanagh και Mee αναφέρουν ότι οι
µακρείς και στενοί δρόµοι µε έντονα συγκλίνοντα και ευθύγραµµα πλευρικά τοιχώµατα,
καθιερώθηκαν στους τάφους της Αργολίδας και Κορινθίας στην ΥΕ ΙΙΙ περίοδο, ενώ κατά την ΥΕ
Ι-ΙΙ οι δρόµοι των τάφων στις περιοχές αυτές ήταν κοντοί και πλατείς και διέθεταν οµαλώς
συγκλίνοντα και ελαφρώς καµπύλα τοιχώµατα43.
33
Papadopoulos 1978-79, 51. Κολώνας 1998, 459. Μόσχος 2002, 292. Πασχαλίδης 2013, 133.
34
Βικάτου 2008, 347.
35
Νικολέντζος 2009 (2011), 171.
36
Σαλαβούρα 2007, 305.
37
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 49.
38
∆ηµάκη 2003, 322.
39
Βιβλιογραφία παρατίθεται από τον Ιακωβίδη 1970, Β, 3, παραποµπή αρ. 1.
40
Π.χ. Ιακωβίδης 1970, Β, 4. Papadopoulos 1978-79, 51. Πασχαλίδης 2013, 133. Βικάτου 2008, 347.
41
Papadimitriou 2015, 71-72, 104, εικ. 1
42
Papadimitriou 2015, 83-85, 104.
43
Cavanagh, Mee 1998, 65.
232
τοιχωµάτων και του δαπέδου (Μακρ.-Τ2, Μακρ.-Τ3).
Το χαρακτηριστικό των τραπεζιόσχηµων προσόψεων και µετώπων απαντάται στους
περισσότερους θαλαµοειδείς τάφους και οφείλεται στη σύγκλιση των πλευρικών τοιχωµάτων των
δρόµων. Ενδεικτικά αναφέρουµε µερικά παραδείγµατα από την Περατή Αττικής44, την Καλλιθέα
και τη Βούντενη Πατρών45, τις Πόρτες Αχαΐας46, την Αγία Τριάδα Ηλείας47, το Παλαιόκαστρο
Αρκαδίας48, το Αλωνάκι της Ελάτειας49. Φαινόµενα κλίσης των επιφανειών των προσόψεων, είτε
προς τα εµπρός, είτε προς τα πίσω, παρατηρήθηκαν στα νεκροταφεία της Περατής50 και της
Βούντενης51.
44
Ιακωβίδης 1970, Β, 6.
45
Παπαδόπουλος 1978α, 97. Παπαδόπουλος 1991α, 32. Κολώνας 1998, 462.
46
Μόσχος 2002, 292.
47
Βικάτου 2008, 351.
48
Σαλαβούρα 2007, 305.
49
∆ηµάκη 2003, 323.
50
Ιακωβίδης 1970, Β, 6.
51
Κολώνας 1998, 462.
233
Ποικιλία σχηµάτων και µεγεθών παρουσιάζουν οι είσοδοι στους τάφους των νεκροταφείων
της Αχαΐας52, της Κεφαλονιάς53, της Αγίας Τριάδας Ηλείας54 και άλλων νεκροταφείων της Ηλείας55,
του Παλαιοκάστρου Αρκαδίας56, του Αλωνακίου της Ελάτειας57, αλλά οι µικρές και χαµηλές
είσοδοι είναι µάλλον συχνότερες. Στην Περατή οι είσοδοι είναι συνήθως µικρές και τετράπλευρες
και µειούµενες προς τα επάνω58. Στο νεκροταφείο της Περατής τα περισσότερα από τα πλευρικά
τοιχώµατα των στοµίων διευρύνονται προς το εσωτερικό, λιγότερα έχουν περίπου σταθερό πλάτος
και ακόµη πιο λίγα µειώνονται προς τα µέσα59. Ανάλογες αποκλίσεις, σταθερότητα πλάτους, ή
συγκλίσεις παρουσιάζουν τα πλευρικά τοιχώµατα των στοµίων σε διάφορα νεκροταφεία της
Αχαΐας60 και στην Αγία Τριάδα Ηλείας61, ενώ στο Αλωνάκι της Ελάτειας τα τοιχώµατα ήταν
παράλληλα µεταξύ τους62. ∆ιαµορφώσεις κατωφλιών παρόµοιες µε των τάφων της Κρήνης
απαντώνται στα νεκροταφεία της Αχαΐας63 και στην Κεφαλονιά64. Κατώφλια επενδυµένα µε λίθους
συναντούµε στην Καλλιθέα Πατρών65, στον τάφο 26 της Βούντενης Πατρών66, στον τάφο Α των
Μεταξάτων Κεφαλονιάς67 και σε τάφους του Καµινιού και των Απλωµάτων Νάξου68.
52
Papadopoulos 1978-79, 52. Κολώνας 1998, 463. Μόσχος 2002, 292. Πασχαλίδης 2013, 134.
53
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 49.
54
Βικάτου 2008, 351-2.
55
Νικολέντζος 2009 (2011), 171.
56
Σαλαβούρα 2007, 305-6.
57
∆ηµάκη 2003, 323.
58
Ιακωβίδης 1970, Β, 7.
59
Ιακωβίδης 1970, Β, 8-9.
60
Papadopoulos 1978-79, 52. Κολώνας 1998, 464.
61
Βικάτου 2008, 352.
62
∆ηµάκη 2003, 323.
63
Papadopoulos 1978-79, 52. Κολώνας 1998, 464.
64
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 50.
65
Σύµφωνα µε πληροφορία του καθηγητή Θ. Παπαδόπουλου.
66
Κολώνας 1998, 464.
67
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 50.
68
Βλαχόπουλος 2006, Α, 85.
234
µεγαλύτεροι. Σπανιότερα στα υλικά είχαν συµπεριληφθεί και τεµάχια κιµιλιάς, που προέρχονταν
από τις εργασίες λάξευσης των τάφων (π.χ. Μακρ.-Τ1, Μακρ.-Τ3). Οι ξερολιθιές αποτελούνταν
από πολλές επάλληλες σειρές λίθων. Οι λίθοι της εξωτερικής σειράς συνιστούσαν έναν χαλαρό και
ακατάστατο σωρό και εξείχαν λιγότερο ή περισσότερο προς το εσωτερικό του δρόµου και προς τα
πλάγια, λειτουργώντας ως αντιστήριγµα του υπόλοιπου εσωτερικού τοιχίου. Ακολούθως, οι λίθοι
της πρώτης εσωτερικής σειράς εφάρµοζαν ακριβώς µέσα στο πλαίσιο της εισόδου και ήταν
διευθετηµένοι σε περίπου κανονικές στρώσεις, αποτελώντας ουσιαστικά την κύρια όψη της
κατασκευής. Ακολουθούσαν βέβαια και οι υπόλοιπες εσωτερικές σειρές, που κάλυπταν τις
περισσότερες φορές όλο το βάθος του στοµίου. Στην πρώτη εσωτερική σειρά λίθων της ξερολιθιάς
του τάφου Μακρ.-Τ3 διαπιστώθηκαν δύο διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις, που
αντιστοιχούσαν σε δύο περιόδους χρήσης του τάφου.
Ανάλογοι τρόποι κατασκευής των ξερολιθιών ακολουθούνται και σε άλλα νεκροταφεία
εντός69, ή εκτός Αχαΐας70. Ο κύριος σκοπός της ξερολιθιάς ήταν προφανώς το φράξιµο του στοµίου,
ώστε να επιτευχθεί η στατικότητα του ανωφλιού και να αποφευχθεί η εισαγωγή των χωµάτων του
δρόµου µέσα στον θάλαµο.
69
Papadopoulos 1978-79, 52. Κολώνας 1998, 464-465. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 144-145. Πασχαλίδης
2013, 134-135.
70
Ιακωβίδης 1970, Β, 9. Βικάτου 2008, 352-353.
71
Πεταλόσχηµοι θάλαµοι απαντώνται στα νεκροταφεία της Καλλιθέας (π.χ. Παπαδόπουλος 1996, ΤΧΙΙΙ, 45-46), του
Κλάους (π.χ. Παπαδόπουλος 1994, ΤΘ, 81), του Γυµνασίου Αιγίου (Papadopoulos 1976, 34), της Βούντενης
(Κολώνας 1998, 468) και των Πορτών Αχαΐας (Μόσχος 2002, 292).
235
Οι θάλαµοι των θαλαµοειδών τάφων παρουσιάζουν ποικιλία µεγεθών, γενικά όµως οι
περισσότεροι έχουν περιορισµένο µέγεθος, όπως παρατηρείται στα νεκροταφεία της Αχαΐας72, στην
Αγία Τριάδα Ηλείας73 και σε άλλα νεκροταφεία της Ηλείας74, στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας75, στο
Αλωνάκι Ελάτειας76 και στην Περατή Αττικής77. Οι θάλαµοι µεγαλύτερων µεγεθών είναι γενικά πιο
σπάνιοι78.
Για την επιλογή του σχήµατος των θαλαµοειδών τάφων σηµαντικό ρόλο πρέπει να έπαιζε η
σύσταση του εδάφους. Οι θάλαµοι µε κυκλικά, ή ακανόνιστα κυκλικά σχήµατα φαίνεται ότι είναι
επικρατέστεροι στην Αχαΐα79 και στην Ηλεία80. Αντίθετα στο νεκροταφείο της Περατής81 και στη
Νάξο82 στην πλειονότητά τους είναι τετράπλευροι. Τετράπλευρο σχήµα εµφανίζουν και ορισµένοι
θάλαµοι στα νεκροταφεία της Καλλιθέας83 και της Βούντενης Πατρών84, του Γυµνασίου Αιγίου85,
στην Αγία Τριάδα Ηλείας86, στο Παλαιόκαστρο Αρκαδίας87, στην Κεφαλονιά88, στο Αλωνάκι
Ελάτειας89 και σε πολλές ακόµη περιοχές, όπως στην Αργολίδα, στη Θήβα, στη Λακωνία, στη
Μεσσηνία και στην Αττική90. Υποστηρίζεται ότι το τετράπλευρο σχήµα αποτελούσε προσπάθεια
αποµίµησης του σχήµατος ενός πραγµατικού σπιτιού και είχε στόχο να εξασφαλίσει στους νεκρούς
καλές συνθήκες για τη µεταθανάτια ζωή τους91. Στους θαλάµους των τάφων του νεκροταφείου της
Βούντενης, που έχουν διασωθεί σε καλή κατάσταση, µπορεί κανείς να παρακολουθήσει ποικιλία
σχηµάτων, καθώς και τους συνδυασµούς τους µε διάφορα σχήµατα οροφών92.
72
Papadopoulos 1978-79, 53. Κολώνας 1998, 465-6. Μόσχος 2004, 268. Πασχαλίδης 2013, 135.
73
Βικάτου 2008, 355-6.
74
Νικολέντζος 2009 (2011), 169.
75
Σαλαβούρα 2007, 307.
76
∆ηµάκη 2003, 323.
77
Ιακωβίδης 1970, Β, 11-2.
78
Kontorli-Papadopoulou 1975, 256. Κολώνας 2008β, 16, 28: τάφος 4 και τάφος 75 της Βούντενης Πατρών, µε
διαστάσεις 4,62 Χ 5,93 µ. και 7,97 Χ 4,14 µ. αντίστοιχα. Βικάτου 2008, 356, τάφος 25 και ΤΧ της Αγίας Τριάδας
Ηλείας, µε διάµετρο 4,50 µ. και 4,60 µ. αντίστοιχα.
79
Papadopoulos 1978-79, 53. Κολώνας 1998, 466. Μόσχος 2002, 292. Πασχαλίδης 2013, 135.
80
Νικολέντζος 2009 (2011), 170. Βικάτου 2008, 355.
81
Ιακωβίδης 1970, Β, 12.
82
Βλαχόπουλος 2006, Α, 85 και 2012, Β, 32.
83
π.χ. Παπαδόπουλος 1981, ΤΝ, ΤΞ, ΤΟ, Παπαδόπουλος 1996, ΤΧΙ, 44-5.
84
Κολώνας 1998, 467.
85
Papadopoulos 1976, 34.
86
Βικάτου 2008, 355-6.
87
Σαλαβούρα 2007, 306.
88
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 52.
89
∆ηµάκη 2003, 323.
90
Kontorli-Papadopoulou 1975. 255.
91
Kontorli-Papadopoulou 1987, 147.
92
Κολώνας 1998, 466-9. Κολώνας 2008β, 13. Κολώνας 2012, 351.
236
Τ3, Μακρ.-Τ5, Μακρ.-Τ7, Γεωργ.-Τ1, Γαλ.-Τ1). Οι οροφές τεσσάρων τάφων είχαν διατηρηθεί, των
Γαλ.-Τ2, Γαλ.-Τ3, Γεωργ.-Τ2, και Αγ. Κων. Α-Τ2. Ο πρώτος διέθετε θάλαµο κυκλικού σχήµατος, ο
δεύτερος ήταν ιδιότυπος πεταλόσχηµος και οι άλλοι δύο διέθεταν τετράπλευρους θαλάµους. Με
βάση τις σηµειώσεις των ηµερολογίων, οι οροφές τους ήταν θολωτές. Το στοιχείο αυτό όµως δεν
µπορεί να επιβεβαιωθεί, διότι έλειπαν µερικά σχέδια ή φωτογραφίες των συγκεκριµένων τάφων,
αλλά και επιπλέον διότι προβλήµατα εσωτερικών καταρρεύσεων καθιστούσαν ασαφές το συνολικό
σχήµα των οροφών τους. Το ύψος των παραπάνω τεσσάρων διατηρηµένων οροφών, κυµαινόταν
από 1,03 µ. µέχρι 2,90 µ., συνυπολογίζοντας και τις µικρότερες ή µεγαλύτερες προκληθείσες
φθορές του πετρώµατος. Από την άλλη µεριά, είχαν επίσης διασωθεί και οι οροφές των τριών
τάφων της θέσης Β του Αγίου Κωνσταντίνου (Αγ. Κων. Β-Τ1, Τ2, Τ3), για τις οποίες όµως δεν
έχουν καταγραφεί στοιχεία σχετικά µε το σχήµα ή το ύψος τους.
Οι οροφές των θαλάµων σπάνια διατηρούνται σε ακέραιη κατάσταση, λόγω προβληµάτων
στατικότητας του πετρώµατος, που έχουν ως αποτέλεσµα είτε τη συνολική τους καταβύθιση, είτε
διάφορες εσωτερικές αποφλοιώσεις και καταρρεύσεις. Οι οροφές είναι οριζόντιες (Περατή
Αττικής93, Κεφαλονιά94, Αλωνάκι Ελάτειας95), θολωτές ή θολοειδείς (Βούντενη Πατρών96, Κλάους
Πατρών97, Αγία Τριάδα Ηλείας98, Παλαιόκαστρο Αρκαδίας99, Κεφαλονιά100, Αλωνάκι Ελάτειας101
και Βολιµίδια Μεσσηνίας, Μυκήνες, Πελλάνα Λακωνίας102), σαµαρωτές (Καλλιθέα103 και
Βούντενη Πατρών104), δικλινείς (Καλλιθέα Πατρών105, Αργολίδα και Βοιωτία106), τετράριχτες,
µαστοειδείς, ή οξυκόρυφες107. Οι περισσότερες από τις διασωθείσες οροφές έχουν σχετικά
περιορισµένο ύψος.
93
Ιακωβίδης 1970, Β, 17.
94
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 52.
95
∆ηµάκη 2003, 323.
96
Κολώνας 1998, 468,
97
Πασχαλίδης 2013, 135-136.
98
Βικάτου 2008, 357.
99
Σλαβούρα 2007, 309.
100
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 51.
101
∆ηµάκη 2003, 323.
102
Kontorli 1987, 145.
103
Παπαδόπουλος 1978, 197. Παπαδόπουλος 1980α, 122.
104
Κολώνας 1998, 467.
105
Παπαδόπουλος 1999, 122-3, 125.
106
Kontorli 1987, 147.
107
Κολώνας 1998, 466-467.
237
δάπεδα των θαλάµων είναι συνήθως σαθρά και ανώµαλα. Ωστόσο, εξαιρέσεις αποτελούν οι τάφοι
Μακρ.-Τ1 και Μακρ.-Τ5, που διαθέτουν λεία και οριζόντια δάπεδα. Ιδιάζουσα είναι η περίπτωση
του τάφου Γαλ.–Τ1, το δάπεδο του οποίου είχε επιστρωθεί µε λεπτή στρώση επίχωσης, πάχους 0,10
µ., µε σκοπό την εξοµάλυνσή του. Σε αρκετούς τάφους της Κρήνης (επτά παραδείγµατα), το
δάπεδο του θαλάµου βρισκόταν λίγο βαθύτερα από αυτό του στοµίου, µε τη µεσολάβηση µικρού
καθοδικού σκαλοπατιού, ύψους 0,17 µ.-0,40 µ. Σε άλλες όµως περιπτώσεις (πέντε παραδείγµατα),
η µετάβαση γινόταν απευθείας χωρίς µεσολάβηση σκαλοπατιού.
Η λάξευση οµαλών και επίπεδων δαπέδων είναι δυνατή στα νεκροταφεία όπου υπάρχουν
καλά και συνεκτικά πετρώµατα. Τέτοια στοιχεία διαπιστώνονται σε τάφους των νεκροταφείων της
Βούντενης Πατρών108, της Αγίας Τριάδας Ηλείας109 και της Περατής Αττικής110. Επιστρώσεις
δαπέδων µε λεπτό στρώµα χώµατος, µε σκοπό την καλύτερη εξοµάλυνσή τους, παρατηρήθηκαν σε
τάφους της Περατής Αττικής111, στον τάφο Α του Γυµνασίου Αιγίου112, ενώ σε τάφο της Βροχίτσας
Ηλείας το µεγαλύτερο τµήµα του δαπέδου ήταν πλακόστρωτο και το υπόλοιπο στρωµένο µε λεπτό
στρώµα από γλίνα και άµµο113. Η µεσολάβηση σκαλοπατιού µικρού ύψους µεταξύ του στοµίου και
του θαλάµου είναι ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που το συναντάµε επίσης και σε άλλα νεκροταφεία
της Αχαΐας114 και σε τάφους της Κεφαλονιάς115.
238
του στο βόρειο άκρο του λάκκου.
Ο λάκκος του συληµένου τάφου Αγ. Κων. Α-Τ2 αποτελεί µία ξεχωριστή περίπτωση.
Ενδείξεις για την παρουσία του στο πλαίσιο του ανώτερου ταφικού στρώµατος και κατά µήκος του
βορειοανατολικού τοιχώµατος του θαλάµου, προσφέρουν τρεις πλακοειδείς λίθοι, που
αποκαλύφθηκαν στον χώρο αυτό, ελαφρώς µετακινηµένοι λόγω της σύλησης. Παρόλο που δεν
είχαν διασωθεί στοιχεία για τον ίδιο τον λάκκο, υποθέτουµε ότι θα ήταν διανοιγµένος µέσα στην
επίχωση του θαλάµου, που είχε επικαλύψει το κατώτερο ταφικό στρώµα, έχοντας προέλθει από
εσωτερικές καταρρεύσεις του πετρώµατος.
Εποµένως, τα σηµαντικότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία που αφορούν στους λάκκους των
τάφων της Κρήνης συνοψίζονται στα εξής: 1) Ο αριθµός τους είναι µικρός, καθώς υπάρχουν µόνο
τρεις σε σύνολο 20 τάφων. 2) Είναι τοποθετηµένοι στις άκρες των δαπέδων, δηλαδή δίπλα στα
πλευρικά τοιχώµατα (Αγ. Κων. Β-Τ1, Αγ. Κων. Α-Τ2), ή µπροστά από την είσοδο των θαλάµων
(Μακρ.-Τ6). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εξοικονόµηση ελεύθερου χώρου για τις υπόλοιπες
ταφές επί του δαπέδου. 3) Όπως συµπεραίνουµε από τη χρονολόγηση των κτερισµάτων, οι λάκκοι
δε λαξεύτηκαν εξαρχής, αλλά κατά τη διάρκεια της χρήσης των θαλάµων116.
Οι λάκκοι πρωτογενών ταφών στα νεκροταφεία της Αχαΐας117 και της Ηλείας118 είναι
συνήθως πλακοσκεπείς, ενώ λιγότεροι παραµένουν ακάλυπτοι και σκεπάζονται µόνο µε χώµα.
Μερικές φορές διαθέτουν περιµετρική ανθύρωση για την προσαρµογή των καλυπτήριων λίθων119.
Οι περισσότεροι έχουν στενόµακρο σχήµα, που άλλοτε πλησιάζει προς το ελλειπτικό, άλλοτε προς
το ωοειδές. Παρουσιάζουν ποικιλία µεγεθών, από 0,77 µ. Χ 0,50 µ. (Καλλιθέα-τάφος Σ, λάκκος
Ι120) µέχρι 2,12 µ. Χ 1,05 µ. (Σπαλιαρέικα-τάφος 2, λάκκος 3121). Επίσης ποικίλα είναι και τα βάθη
τους και φθάνουν τα 0,40 µ.-1,00 µ. (νεκροταφείο Βούντενης Πατρών122, Αγ. Τριάδα Ηλείας123).
Στην Κεφαλονιά124, όπου το έθιµο των ταφικών λάκκων επιχωριάζει ιδιαίτερα, αυτοί έχουν
µεγαλύτερες διαστάσεις, που συνήθως κυµαίνονται από 1,75 µ. µέχρι 2 µ. Επίσης και τα βάθη τους
είναι µεγαλύτερα. Σε µερικούς µάλιστα τάφους του τύπου ΙΙ της Κεφαλονιάς το βάθος τους φθάνει
τα 2,50 µ. ή ακόµη και τα 2,80 µ. Σχολιασµός για τη διάδοση του εθίµου των λάκκων γίνεται στο
κεφάλαιο των ταφικών εθίµων.
116
Οµοίως και στο νεκροταφείο της Βούντενης: Κολώνας 1998, 475.
117
Papadopoulos 1978-79, 54-55 (∆ροσιά, Κλάους, ∆ερβένι, Καλλιθέα). Κολώνας 1998, 471. Πασχαλίδης 2013, 137.
118
Νικολέντζος 2009 (2011), 170. Βικάτου 2008, 361.
119
Κολώνας 1998, 471. Βικάτου 2008, 362. Πασχαλίδης 2013, 137.
120
Παπαδόπουλος 1999, 124.
121
Giannopoulos 2008, 104, πιν. 6.
122
Κολώνας 1998, 471.
123
Βικάτου 2008, 361.
124
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 53.
239
ΙΙΙ.1.9. ΚΙΒΩΤΙΟΣΧΗΜΟΣ ΤΑΦΟΣ
Στο εσωτερικό του τάφου Γαλ.-Τ3 αποκαλύφθηκε µικρός κιβωτιόσχηµος τάφος, διαστάσεων 1,56
µ. Χ 0,62 µ., που είχε στηθεί επάνω στο δάπεδο, κατά µήκος του πίσω τοιχώµατος του θαλάµου. Οι
πλευρές του ήταν επενδεδυµένες µε σχιστολιθικές πλάκες τοποθετηµένες κατακόρυφα, ενώ άλλες
τρεις σε οριζόντια διάταξη αποτελούσαν την κάλυψή του. Ωστόσο, από τις καλυπτήριες είχε
αποµείνει στη θέση της µόνο µία (η βόρεια), ενώ οι άλλες είχαν υποχωρήσει προς το εσωτερικό, ή
µετακινηθεί λίγο µακρύτερα από τον τάφο, κατά τη σύληση. Ο θαλαµοειδής τάφος Γαλ.-Τ3, που
περιελάµβανε τον κιβωτιόσχηµο, ήταν ηµιτελώς λαξευµένος, καθώς διέθετε µόνο έναν πεταλοειδή
θάλαµο, χωρίς δρόµο ούτε κανονική είσοδο. Επιπλέον, είναι πιθανό ότι το πίσω τοίχωµα του
θαλάµου έλαβε ευθύγραµµη διαµόρφωση, µε σκοπό την καλύτερη εφαρµογή του κιβωτιόσχηµου
τάφου επάνω στην επιφάνειά του. Σύµφωνα µε τις υπάρχουσες, πενιχρές ωστόσο ενδείξεις, η
κατασκευή του κιβωτιόσχηµου τάφου πιθανώς πραγµατοποιήθηκε κατά την Υποµυκηναϊκή-
Πρωτογεωµετρική εποχή125.
Οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι µπορούν να διακριθούν σε δύο διαφορετικούς τύπους, εκ των
οποίων ο ένας διαθέτει πλευρές επενδεδυµένες µε κάθετες πλάκες και ο άλλος έχει κτιστές
πλευρές126. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα και των δύο τύπων εµφανίζονται στο νεκροταφείο των
Πορτών Αχαΐας127. Οι διαστάσεις των κιβωτιόσχηµων τάφων είναι κατά µέσο όρο µέτριες128.
Παρόλα αυτά υπάρχουν και παραδείγµατα κιβωτιόσχηµων τάφων µεγαλύτερων διαστάσεων, όπως
αυτό της κεντρικής κτιστής «θήκης» του θολωτού τάφου των Τζαννάτων Πόρου Κεφαλονιάς, που
είχε διαστάσεις 2,15 Χ 0,68 Χ 1,60 µ.129.
ΙΙΙ.1.10. «ΘΡΑΝΙΟ»
Στον τάφο Γαλ.-Τ2 και κατά µήκος του βορειοδυτικού τοιχώµατος του θαλάµου, υπήρχε χωµάτινο
«θρανίο», ύψους 0,12 µ.-0,35 µ., το οποίο ακολουθώντας το καµπύλο περίγραµµα των τοιχωµάτων
κατελάµβανε έκταση µήκους 2,35 µ. και πλάτους 0,50 µ. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τεχνητό
αναβαθµό, που αποτελούνταν από συµπαγή και πολύ συµπιεσµένα τεµάχια κιµιλιάς, προερχόµενα
από καταρρεύσεις της οροφής και των τοιχωµάτων. Στην επιφάνεια του «θρανίου» είχε αποτεθεί
µεγάλη ανακοµιδή οστών (Ανακοµιδή 1), που περιελάµβανε 15 παραµερισµένες ταφές, µε βάση
την οστεολογική µελέτη130. Μαζί µε τα οστά, σε διάφορα σηµεία και βάθη του σωρού, είχαν
παραµεριστεί και τα κτερίσµατα των ταφών, που ήταν κυρίως αγγεία και µερικά σφονδύλια.
125
Εκτενέστερος σχολιασµός στα ταφικά έθιµα, σελ. 225.
126
Cavanagh, Mee 1998, 62.
127
Κολώνας 2008, 40.
128
Cavanagh, Mee 1998, 62.
129
Κολώνας 1997, 155.
130
Ναυπλιώτη, παράρτηµα, 14.
240
Αρκετά και αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα «θρανίων» έχουν προέλθει από τάφους του
Γυµνασίου Αιγίου131, Αγίας Τριάδας Ηλείας132, των Μυκηνών133, της Πρόσυµνας134, της ∆ειράδας
Άργους135, της Βραυρώνας Αττικής136 και της Πυλώνας Ρόδου137. Όπως φαίνεται από τα
παραδείγµατα αυτά τα «θρανία» είχαν ποικίλες χρήσεις. Πολύ συχνά έφεραν πρωτογενείς ταφές,
ενώ άλλοτε χρησίµευαν για την εναπόθεση ανακοµιδών, ή και κτερισµάτων.
ΙΙΙ.1.11. ΠΑΡΑΘΑΛΑΜΟΙ
Οι έξι αποκαλυφθέντες τάφοι της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης είναι διατεταγµένοι σε
διπλά συµπλέγµατα (τάφοι: 1-2, 3-3α, 4-4α). Το κάθε σύµπλεγµα διαθέτει έναν κύριο τάφο και έναν
κάθετο προς αυτόν παραθάλαµο, που διανοίγεται στο πλευρικό τοίχωµα του δρόµου. Οι τρεις
κύριοι τάφοι έχουν προσανατολισµό ΝΑ-Β∆, µε τους θαλάµους στα ΝΑ, ενώ οι παραθάλαµοι είναι
κάθετοι προς τους πρώτους και έχουν προσανατολισµό ΒΑ-Ν∆. Υποθέτουµε ότι η ιδιότυπη αυτή
διάταξη, οφειλόταν στη µικρή έκταση του πετρώµατος σε αυτό το σηµείο του νεκροταφείου και
στη συνεπακόλουθη προσπάθεια για τη µέγιστη δυνατή εξοικονόµηση χώρου. Οι προαναφερθέντες
παραθάλαµοι επικοινωνούν µε τους δρόµους των κύριων τάφων, στους οποίους υπάγονται.
∆ιαθέτουν αυτόνοµα στόµια µεγάλου µήκους (0,85 µ.-1,40 µ.), τα οποία στους δύο από αυτούς
είχαν φραχθεί µε ξερολιθιά στο σύνολό τους. Αντίθετα στον τάφο 1 η ξερολιθιά έφραζε µόνο το
εξωτερικό άκρο του στοµίου, δηλ. προς τον δρόµο του τάφου 2.
Λόγω της σύλησης των τάφων του Αγίου Κωνσταντίνου και της διαταραχής των ταφικών
στρωµάτων, δεν είναι εύκολο να βγουν συµπεράσµατα σχετικά µε το περιεχόµενο των
παραθαλάµων. Έτσι στον τάφο 1 είχαν αποµείνει ελάχιστα µετακινηµένα σκελετικά λείψανα µέσα
στις διαταραγµένες επιχώσεις και µία πρόχους επάνω στο δάπεδο. Ο τάφος 3α ήταν εντελώς κενός
και πιθανώς δε χρησιµοποιήθηκε ποτέ. Στο εσωτερικό δε του παραθαλάµου 4α υπήρχε ανακοµιδή
οστών στην ανατολική πίσω γωνία, χωρίς άλλα ευρήµατα138.
Η πρωιµότερη εµφάνιση θαλαµοειδών τάφων µε παραθαλάµους ανιχνεύεται στα Κύθηρα,
στη Φυλακωπή και στην Κνωσό κατά τη ΜΜ ΙΙ περίοδο, ή και ακόµη νωρίτερα στην Κύπρο κατά
την ΠΚ Ι περίοδο139. Στη Μυκηναϊκή εποχή οι παραθάλαµοι συνέχισαν να είναι σε χρήση µε
σποραδικό τρόπο, σε διάφορες περιοχές. Στην Αχαΐα, διθάλαµοι τάφοι απαντώνται στα νεκροταφεία
131
Papadopoulos 1976, 35.
132
Βικάτου 2008, 357, 361.
133
Wace 1932, 136.
134
Blegen 1937, 245.
135
Deshays 1966, 102, πιν. ΧΙ.1.
136
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 119, µε βιβλιογραφία.
137
Καράντζαλη 1999, 292.
138
Πετρόπουλος 2004, 267-268.
139
Kontorli-Papadopoulou 1987, 148.
241
του Κλάους140 και της Βούντενης Πατρών141, καθώς και των Πορτών142. Άλλα παραδείγµατα
τάφων µε παραθαλάµους έχουν προέλθει από το Αλποχώρι143 και την Αγία Τριάδα Ηλείας144, καθώς
και την Ελάτεια Φθιώτιδας145, από τις Μυκήνες146, την Πρόσυµνα147, τη Μεσσηνία148, τη
Λακωνία149, την Αττική150, τη Ρόδο151 και άλλες περιοχές152.
Ο τρόπος διάταξης των παραθαλάµων ποικίλει. Έτσι σε κάποιες περιπτώσεις αυτοί
βρίσκονται στο πλάι ή στο πίσω µέρος του κυρίως θαλάµου153. Άλλοτε όµως διανοίγονται σε ένα
από τα πλευρικά τοιχώµατα του δρόµου, όπως ακριβώς συµβαίνει µε τους παραθαλάµους των
τάφων της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης, που εξετάζουµε. Τέτοιου είδους
παραθαλάµοι, απαντώνται επίσης στη Βούντενη Πατρών154, στην Περατή Αττικής155, στα
Βολιµίδια Μεσσηνίας και στην Επίδαυρο Λιµηρά Λακωνίας156.
Από τα ευρήµατα των ανασκαφών διαπιστώνουµε ότι οι παραθάλαµοι είχαν ποικίλες
χρήσεις. Περιείχαν πρωτογενείς ταφές, ή ανακοµιδές οστών, ή σε άλλες περιπτώσεις
λειτουργούσαν ως οστεοφυλάκια157. Εποµένως είναι πιθανό ότι αποτελούσαν συµπληρώµατα των
κυρίως θαλάµων, µετά την πλήρωση του χώρου τους.
Ο τάφος Γαλ.-Τ3 είναι ένας ιδιότυπος τάφος, ηµιτελώς διαµορφωµένος. ∆ε διαθέτει ούτε δρόµο
ούτε κανονική είσοδο, αλλά µόνο µικρό θάλαµο πεταλοειδούς σχήµατος, διαστάσεων 1,60 Χ 1,73
µ. και σωζόµενου ύψους 1,03 µ. Η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται από τη δυτική πλευρά, µέσω ενός
ακανόνιστου ανοίγµατος. Ο θάλαµος ήταν συληµένος και στο εσωτερικό του, ανάµεσα στις
διαταραγµένες επιχώσεις, βρέθηκαν µόνο διάσπαρτα µετακινηµένα οστά. Κατά µήκος του πίσω
τοιχώµατος υπήρχε µικρός κιβωτιόσχηµος, πλακοσκεπής τάφος, επίσης συληµένος και
διαταραγµένος, αναλυτική αναφορά στον οποίο έγινε. Η χρονολόγηση του θαλαµοειδούς τάφου 3,
140
Παπαδόπουλος 1993, 54. Παπαδόπουλος 1995, 56.
141
Κολώνας 1998, 460-461.
142
Μόσχος 2002, 292.
143
Νικολέντζος 2009 (2011), 170.
144
Βικάτου 2008, 364-365.
145
∆ηµάκη 2003, 324.
146
Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985, 59, 61, 93, 127, 220.
147
Blegen 1937, 242.
148
Dickinson 1977 (µετάφραση Παπαδόπουλος), 104.
149
Οµοίως µε την προηγούµενη παραποµπή.
150
Kontorli-Papadopoulou 1987, 148.
151
Karantzali 2001, 15-6.
152
Kontorli-Papadopoulou 1975, 264i-j. Gallou 2005, 73-74, 76-81, µε βιβλιογραφία.
153
Χαρακτηριστικά παραδείγµατα παραθαλάµων, που ανοίγονται στο πίσω µέρος ή στο πλάι του κυρίως θαλάµου,
στην Αγία Τριάδα Ηλείας (Βικάτου 2008, 364). Επίσης και στις Πόρτες Αχαΐας (Μόσχος 2002, 292).
154
Κολώνας 1998, 461.
155
Ιακωβίδης 1970, Β, 5.
156
Dickinson 1977 (µετάφραση Παπαδόπουλος), 104.
157
Kontorli-Papadopoulou 1987, 148. Βικάτου 2008, 366.
242
καθώς και του κιβωτιόσχηµου τάφου που περιελάµβανε στο εσωτερικό του, ανάγεται πιθανώς στην
Υποµυκηναϊκή-Πρωτογεωµετρική εποχή, µε βάση της υπάρχουσες λιγοστές ενδείξεις158.
Θαλαµοειδής τάφος χωρίς δρόµο έχει επίσης ανευρεθεί στη θέση Σπηλιές της Αγίας Τριάδας
Ηλείας159. Παρόµοιοι τάφοι χωρίς δρόµους υπήρχαν και στη Λακκίθρα Κεφαλονιάς, στο ∆ερβένι
Αχαΐας, στο Λιθοβούνι Αιτωλίας, στο Τέµενος των ∆ελφών και στους Μύλους της Αίγινας, χωρίς
ωστόσο να υπάρχουν πλήρεις πληροφορίες για όλες τις περιπτώσεις160.
Εν κατακλείδι, οι τάφοι των νεκροταφείων της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου της
Κρήνης ακολουθούν τους κοινούς κανόνες κατασκευής των θαλαµοειδών τάφων, που επικρατούν
και σε νεκροταφεία άλλων περιοχών. Παρατηρήθηκαν ωστόσο και µερικά στοιχεία ιδιαιτεροτήτων
και αποκλίσεων µεταξύ των επιµέρους νεκροταφείων της Κρήνης. Μία βασική πρωτοτυπία του
νεκροταφείου της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου είναι ότι όλοι οι αποκαλυφθέντες µέχρι σήµερα
σε αυτό τάφοι διαθέτουν πλευρικούς παραθαλάµους. Άλλες αποκλίσεις, που αφορούν στο
νεκροταφείο της Ζωητάδας, είναι η εµφάνιση ενός ιδιότυπου σχήµατος θαλάµου, µε νεφροειδή
κάτοψη (Γεωργ.-Τ1), καθώς και η ύπαρξη κιβωτιόσχηµου τάφου στο εσωτερικό του θαλαµοειδούς
τάφου Γαλ.-Τ3. Τέλος, η παρουσία «θρανίου» στο εσωτερικό του τάφου Γαλ.-Τ2, που χρησίµευσε
για την εναπόθεση ανακοµιδής στην επιφάνειά του.
158
Εκτενέστερος σχολιασµός του θέµατος στο κεφάλαιο των ταφικών εθίµων.
159
Βικάτου 2008, 368.
160
Kontorli-Papadopoulou 1987, 154. Μαρινάτος 1934, 19, εικ.19 (Λακκίθρα Κεφαλονιάς).
243
ΙΙΙ.2. ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Τα ταφικά έθιµα της Μυκηναϊκής εποχής έχουν αποτελέσει θέµα πολλών µελετών. Η µελέτη τους
προσφέρει σηµαντικές πληροφορίες για τις κρατούσες κατά τη Μυκηναϊκή εποχή ταφικές
συνήθειες και µεταθανάτιες δοξασίες. Επιπλέον, φωτίζει πολλές πτυχές της καθηµερινής ζωής των
ανθρώπων και οδηγεί σε ενδιαφέροντα συµπεράσµατα σχετικά µε το βιοτικό επίπεδο, τις εργασίες
και ασχολίες τους, την κοινωνική διαστρωµάτωση, ακόµη και για το διοικητικό ή το πολιτικό
σύστηµα µιας περιοχής.
Ακολούθως παρατίθενται τα πιο αντιπροσωπευτικά ταφικά έθιµα, που απαντώνται στους
θαλαµοειδείς τάφους των νεκροταφείων της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης. Η
παρουσίασή τους γίνεται σε σύγκριση µε τις συνήθειες, που επικρατούσαν σε άλλα νεκροταφεία
της Αχαΐας ή άλλων περιοχών του µυκηναϊκού κόσµου.
Το παρόν κεφάλαιο χωρίζεται σε δύο µέρη. Το πρώτο αφορά στις ταφές και στους τρόπους
ενταφιασµού των νεκρών, ενώ το δεύτερο πραγµατεύεται τα είδη και τους τρόπους απόδοσης των
κτερισµάτων.
ΙΙΙ.2.1. ΤΑΦΕΣ
Οι ταφές που προήλθαν από τους 18 µελετηθέντες τάφους υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν τις 100.
Οι 46 από αυτές αποτέλεσαν αντικείµενο οστεολογικής µελέτης, της Α. Ναυπλιώτη, που
παρατίθεται σε παράρτηµα στο τέλος της διατριβής (Παράρτηµα αρ. 3). Οι σκελετοί που
εξετάσθηκαν προέρχονται από τους τάφους Γαλ.-Τ1, Γαλ.-Τ2 και από τον τάφο Αγ. Κων. Β-Τ2.
Πρέπει να σηµειωθεί ότι ο υπολογισµός του συνολικού αριθµού των ταφών σε 100 περίπου,
έχει γίνει προς το παρόν µε βάση το άθροισµα των αναγνωρίσιµων κρανίων161. Είναι δε πιθανόν ότι
θα τροποποιηθεί µετά την ολοκλήρωση της µελέτης και του υπόλοιπου οστεολογικού υλικού, που
δε συµπεριελήφθηκε επί του παρόντος. Επιπλέον, ελπίζουµε ότι µε την ολοκλήρωση της
οστεολογικής µελέτης θα αναδειχθούν και άλλα ζητήµατα των ταφικών εθίµων της περιοχής της
Κρήνης.
Ο µοναδικός τρόπος ταφής που απαντάται στους τάφους της Κρήνης είναι ο απλός
ενταφιασµός. Οι περισσότερες από τις ταφές είχαν αποτεθεί απευθείας επάνω στα δάπεδα των
θαλάµων, ή πιο σπάνια είχαν ενταφιαστεί µέσα σε ταφικούς λάκκους (Μακρ.-Τ6, Αγ. Κων. Α-Τ2,
Αγ. Κων. Β-Τ1). Ο ενταφιασµός των νεκρών είναι ο συνηθέστερος τρόπος ταφής καθ’ όλη τη
161
Ο τρόπος αυτός δεν µπορεί να θεωρηθεί απολύτως ασφαλής, λόγω της συγκεχυµένης κατάστασης που επικρατεί
στις ανακοµιδές. Σε αυτές υπάρχουν µερικές φορές τµήµατα πολύ κατεστραµµένων κρανίων, που δεν µπορούν να
αναγνωριστούν από µη ειδικούς. Επίσης δεν µπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόµενο να έχουν αποµείνει στις
ανακοµιδές σκελετικά λείψανα ταφών χωρίς κρανία, ως αποτέλεσµα της προσπάθειας αποσυµφόρησης των
θαλάµων.
244
διάρκεια της Μυκηναϊκής εποχής162. Ακόµη και στους ύστερους χρόνους της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου ο
ενταφιασµός συνεχίζει να κυριαρχεί, παρά τη σποραδική εµφάνιση του εθίµου της καύσης των
νεκρών163.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΑΦΩΝ
Τα ευρήµατα των ανασκαφών καταδεικνύουν ότι οι θαλαµοειδείς τάφοι δέχονταν πολλούς νεκρούς
στο εσωτερικό τους και έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό ότι ήταν οικογενειακοί164. Εκφράζονται
ωστόσο και διαφορετικές απόψεις, που θέλουν τους θαλαµοειδείς τάφους να είναι ενίοτε
προσβάσιµοι σε οµάδες ευρύτερες των οικογενειών165.
Οι τάφοι της Κρήνης περιείχαν από πέντε µέχρι 19 νεκρούς. Εξαίρεση αποτελεί ο τάφος
Μακρ.-Τ1, που περιείχε µία µόνο ταφή, πιθανώς διότι η χρήση του διακόπηκε απότοµα λόγω της
κατακρήµνισης της οροφής του. Σε άλλα νεκροταφεία θαλαµοειδών τάφων της Αχαΐας οι τάφοι
περιείχαν κατά µέσο όρο από τρεις µέχρι πέντε ταφές, υπήρχαν δε και κάποιοι τάφοι µε
µεµονωµένες ταφές, καθώς και τάφος στο ∆ερβένι που περιελάµβανε περισσότερους από 47
νεκρούς166. Στο νεκροταφείο της Περατής Αττικής ο αριθµός των ταφών κυµαίνεται από δύο µέχρι
δέκα και στους περισσότερους τάφους από δύο µέχρι τέσσερις167. Παρόµοιος µε της Περατής, είναι
ο αριθµός των νεκρών και στους τάφους των ∆ωδεκανήσων, αλλά και της Νάξου168.
Στον πίνακα που ακολουθεί (σελ 246) καταγράφεται ο αριθµός των πρωτογενών και
δευτερογενών ταφών, καθώς και ο συνολικός αριθµός των ταφών σε κάθε τάφο της Κρήνης. Οι
πρωτογενείς ταφές ήταν γενικά λιγότερες από τις ταφές των ανακοµιδών και δεν ξεπερνούσαν τα 1-
2 παραδείγµατα ανά τάφο. Αντίθετα στους τάφους Μακρ.-Τ3, Τ6 και Τ7 και στον τάφο Γαλ.-Τ1, οι
πρωτογενείς ταφές αποτελούσαν την πλειονότητα, φθάνοντας στις πέντε-έξι.
162
Ιακωβίδης 1970, Περατή Β, 29. Papadopoulos 1978-79, 55 (για τους τάφους της Αχαΐας). Κολώνας 1998, 474
(Βούντενη). Σαλαβούρα 2007, 339 (Αρκαδία). Βικάτου 2008, 373 (Αγ. Τριάδα Ηλείας). Νικολέντζος 2009 (2011),
222 (Ηλεία). Βλαχόπουλος 2012, Α, 89 (Νάξος). Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 121 (Βραυρώνα
Αττικής). Πασχαλίδης 2013, 778 (Κλάους).
163
Cavanagh-Mee 1998, 93. Βλαχόπουλος 2012, Β, 44.
164
Ιακωβίδης 1970, Β, 28. Papadopoulos 1978-79, 55. Βλαχόπουλος 2012, Β, 47.
165
Cavanagh, Mee 1998, 92.
166
Papadopoulos 1978-79, 55.
167
Ιακωβίδης 1970, Β, 28.
168
Βλαχόπουλος 2012, Β, 47. Benzi 1992, 230.
245
Αύξων Τάφος Πρωτογενείς ∆ευτερογενείς Συνολικός
αριθµός ταφές ταφές αριθµός ταφών
1. Μακρ.-Τ1 1 - 1
2. Μακρ.-Τ2 2 6 8
3. Μακρ.-Τ3 3 πρωτογενείς και 2 8
3 διαταραγµένες
4. Μακρ.-Τ5 ∆ε διατηρήθηκαν οστά, ίσως λόγω της 0
σύστασης του εδάφους.
5. Μακρ.-Τ6 6 1 7
6. Μακρ.-Τ7 5 - 5
7. Γεωργ.-Τ1 - 6 6
8. Γεωργ.-Τ2 2 5 7
9. Γαλ.-Τ1 5 4 9
10. Γαλ.-Τ2 2 17 19
11. Γαλ.-Τ3 ∆ιάσπαρτα θραυσµένα οστά και τρία 3-4
κρανία, κατόπιν της σύλησης.
12. Αγ. Κων. Α-Τ1 Μερικά οστά από τις αναµοχλευµένες ;
επιχώσεις του θαλάµου.
13. Αγ. Κων. Α-Τ2 Πλήθος οστών στις αναµοχλευµένες 8 ταφές και άνω
επιχώσεις του θαλάµου και οκτώ κρανία
µαζί µε µερικά µακρά οστά στο πλαίσιο
του ταφικού στρώµατος
14. Αγ. Κων. Α-Τ3 2 7 9
15. Αγ. Κων. Α-Τ3α Κενός από ταφές και ευρήµατα 0
16. Αγ. Κων. Β-Τ1 Πλήθος µετακινηµένων οστών στις ;
αναµοχλευµένες επιχώσεις του θαλάµου
και διαταραγµένη ταφή του λάκκου
17. Αγ. Κων. Β-Τ2 2 11 13
18. Αγ. Κων.Β-Τ3 Πλήρως αναµοχλευµένες επιχώσεις. ;
Ανεπάρκεια πληροφοριών σχετικά µε τα
οστά του θαλάµου, ελλείψει σηµειώσεων
ηµερολογίου.
169
Η χρήση στρώµατος πηλού συνηθίζεται σε άλλα νεκροταφεία της Αχαΐας: Μόσχος 2002, 292 (Πόρτες Αχαΐας).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 149 (Μιτόπολη Αχαΐας). Giannopoulos 2008, 233 (Σπαλιαρέικα-Λουσικών).
Κολώνας 1998, 474 (Βούντενη Πατρών) και του ιδίου 2012, 351. Υπάρχουν επίσης κάποιες ενδείξεις για την
διάδοση του εθίµου σε άλλες περιοχές: Ιακωβίδης 1970, Β, 29 (Περατή). Deshayes 1966, 245 (Άργος). Στον τάφο 6
της Αγ. Τριάδας Ηλείας αναφέρεται ότι υπήρχε φορείο από φθαρτό υλικό µε πήλινους βραχίονες (Βικάτου 2008,
382).
246
Οι περισσότερες από τις πρωτογενείς ταφές των τάφων της Κρήνης ανήκαν στην ΥΕ ΙΙΙΓ
περίοδο. Υπήρχαν όµως και λίγες εξαιρέσεις πρωιµότερων ταφών, όπως η ταφή Β του τάφου
Μακρ.-Τ2, που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ, καθώς και οι ταφές Α, Β, Γ, ∆, Ε του τάφου Μακρ.-Τ7,
που ανάγονται χρονολογικά στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2 περίοδο. Και στους δύο αυτούς τάφους ο
παραµερισµός των εν λόγω ταφών απετράπη, λόγω των προβληµάτων στατικότητας του
πετρώµατος, που επέβαλαν τη µεταφορά του ταφικού στρώµατος ψηλότερα (Μακρ.-Τ2), ή την
εγκατάλειψη του θαλάµου (Μακρ.-Τ7).
Οι περισσότερες από τις πρωτογενείς ταφές του νεκροταφείου της Βούντενης, καθώς και
όλες οι πρωτογενείς ταφές του γειτονικού µε την Κρήνη νεκροταφείου του Κλάους χρονολογούνται
στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο170. Σε άλλα µυκηναϊκά νεκροταφεία της Αχαΐας είναι γενικά σπάνιες οι
πρωτογενείς ταφές που εµπίπτουν σε πρωιµότερες της ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδους171.
170
Paschalidis, McGeorge 2009α, 81. Πασχαλίδης 2013, 778. Κολώνας 1998, 474.
171
Παπαδόπουλος 1995, 58, (Καλλιθέα, ΤVIII, ταφή ∆, που ανήκε σε πολεµιστή). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1999,
270 (Βρυσάρι, Τ2/τελευταία ταφή). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 147 (Μιτόπολη, Τ1/∆: ταφή πολεµιστή της
ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περιόδου).
172
Η ταφή αυτή προς το παρόν δεν έχει εξετασθεί από ειδικό οστεολόγο. Στο ηµερολόγιο της ανασκαφής
σηµειώνεται ότι πρόκειται πιθανώς για παιδί ή έφηβο, λόγω των λεπτών οστών του κρανίου.
173
Η τοποθέτηση των κτερισµάτων εξωτερικά των λάκκων, είναι αρκετά συνηθισµένη και σε άλλα νεκροταφεία της
Αχαΐας, όπως στην Καλλιθέα, στο Κλάους (π.χ. Παπαδόπουλος 1999, 124, Παπαδόπουλος 1994, 83), στη
Μιτόπολη (Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 34) και στη Βούντενη (Κολώνας 1998, 475).
174
Πανοµοιότυπη προσφορά και τρόπος εναπόθεσης επάνω στις καλυπτήριες πλάκες, παρατηρείται στο νεκροταφείο
του Κλάους, για τον νεκρό του λάκκου Ι του τάφου Β (Πασχαλίδης 2013, 795).
247
λάκκου.
Ο λάκκος του συληµένου τάφου Αγ. Κων. Β-Τ1 περιελάµβανε τα διαταραγµένα σκελετικά
λείψανα µιας ταφής. Με την ταφή αυτή πιθανώς σχετίζονται δύο ψευδόστοµοι αµφορίσκοι (F8-F9)
και ένα στεάτινο σφονδύλι (F10), που είχαν αποµείνει στη θέση τους µετά τη σύληση, κοντά στην
αριστερή παραστάδα της εισόδου. Η έλλειψη στοιχείων για την ακριβή απόσταση των παραπάνω
ευρηµάτων από τον λάκκο, δυσχεραίνει την επιβεβαίωση της απόδοσής τους σε αυτόν και στην
ταφή του.
Το έθιµο της διάνοιξης λάκκων στο εσωτερικό θαλαµοειδών τάφων, για την
πραγµατοποίηση ξεχωριστών ενταφιασµών σε αυτούς, ή πιο σπάνια για την εναπόθεση
δευτερογενών ταφών, επιχωριάζει ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, ενώ απαντάται επίσης και στις ακτές
της δυτικής και βορειοδυτικής Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Ηλεία, Αχαΐα)175. Επιπλέον, είναι
διαδεδοµένο σε πολλές ακόµη περιοχές, όπως στην Αρκαδία176, στη Λακωνία και στην Αργολίδα177,
στην Περατή178, στη Βραυρώνα Αττικής179, στο Καµίνι Νάξου180, στην Ιαλυσό Ρόδου181, στην
Ελάτεια Φθιώτιδας182 και αλλού.
Στην Κεφαλονιά οι θάλαµοι περιλαµβάνουν συνήθως πολλούς λάκκους, καθώς οι ταφές
πραγµατοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά µε αυτόν τον τρόπο183. Ο αριθµός τους φθάνει κατά µέσο
όρο στους 8-10, ή µερικές φορές ακόµη και στους 12-15 ανά θάλαµο. Σε άλλες περιοχές οι λάκκοι
συνυπάρχουν συνήθως µε τους απλούς ενταφιασµούς επάνω στο δάπεδο και ο αριθµός τους είναι
µικρότερος184.
Στην Αχαΐα λάκκοι στο εσωτερικό θαλαµοειδών τάφων υπάρχουν στα νεκροταφεία της
Καλλιθέας185, του Κλάους186, των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών187, του Ελαιοχωρίου188, της
Μιτόπολης189, των Πορτών190, της Βούντενης191, του Αγίου Βασιλείου Χαλανδρίτσας192, του Αιγίου
175
Σχετικά µε τις περιοχές διάδοσης του εθίµου των λάκκων: Kontorli-Papadopoulou 1975, 306 και της ιδίας 1987,
149. Papadopoulos 1995, 203.
176
Σαλαβούρα 2007, 338-339.
177
Kontorli-Papadopoulou 1987, 149.
178
Ιακωβίδης 1970, Β, 29.
179
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 119.
180
Βλαχόπουλος 2006, Α, 87. Βλαχόπουλος 2012, B, 38.
181
Benzi 1992, 229.
182
∆ακορώνια 1990α, 65.
183
Kontorli-Papadopoulou 1987, 149.
184
Kontorli-Papadopoulou 1987, 149-150.
185
Παπαδόπουλος 1981, 29. Παπαδόπουλος 1996, 47. Παπαδόπουλος 1999, 123-125. (Καλλιθέα: 9 λάκκοι).
186
Παπαδόπουλος 1991α, 36. Παπαδόπουλος 1990, 51, 54. Παπαδόπουλος 1994, 81, 83. Παπαδόπουλος 1995, 54,
56. Πασχαλίδης 2013, 782 (Κλάους: 12 λάκκοι).
187
Giannopoulos 2008, 103-4, πιν. 6. (Σπαλιαρέικα: 2 λάκκοι).
188
Βασιλογάµβρου 2000, 47.
189
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 34. (Μιτόπολη: 2 λάκκοι).
190
Μόσχος 2002, 292.
191
Κολώνας 1998, 475-6. (Βούντενη: 15 λάκκοι). Κολώνας 2012, 351.
192
Σταυροπούλου-Γάτση, Πετρόπουλος 1995, 136, σχ. 11.
248
και της ∆ροσιάς193. Η εµφάνιση των λάκκων στα νεκροταφεία αυτά είναι πάντως σποραδική και ο
αριθµός τους συνήθως µικρός. Εξαίρεση αποτελεί ο τάφος 4 των Νικολεΐκων Αιγίου, που διέθετε
επτά λάκκους επί του δαπέδου194. Επίσης, ιδιοτυπία παρουσιάζει ένας θαλαµοειδής τάφος στο
∆ερβένι, στα σύνορα Αχαΐας-Κορινθίας, µε 14 συνολικά πλακοσκεπείς λάκκους στο εσωτερικό
του195. Στους λάκκους του ∆ερβενίου είχαν αποτεθεί πρωτογενείς ταφές, ως επί το πλείστον
µεµονωµένες, µε την εξαίρεση µερικών λάκκων µε δύο νεκρούς και ενός ακόµη µε πέντε νεκρούς.
Ο µεγάλος αριθµός των λάκκων του ∆ερβενίου µπορεί να συγκριθεί µόνο µε εκείενους των τάφων
της Κεφαλονιάς και ίσως οφείλεται σε κεφαλληνιακή επίδραση196.
Στη γειτονική Ηλεία εµφανίζονται επίσης λάκκοι µέσα σε θαλαµοειδείς τάφους197. Ο
Νικολέντζος198 επισηµαίνει ότι η εξάπλωσή τους είναι µεγαλύτερη στη νότια και κεντρική Ηλεία
και πιο περιορισµένη στη βορειοανατολική. Θεωρεί µάλιστα ότι η εικόνα της βορειοανατολικής
Ηλείας είναι διαφορετική, λόγω της γειτνίασης της περιοχής αυτής µε τη Αχαΐα, όπου οι λάκκοι δεν
ήταν πολύ διαδεδοµένοι. Από την άλλη µεριά, στα νεκροταφεία της Αρκαδίας οι λάκκοι στους
θαλαµοειδείς τάφους ήταν σπάνιοι199.
Υποστηρίζεται ότι το έθιµο του ενταφιασµού σε λάκκους προέρχεται από τους
µεσοελλαδικούς κιβωτιόσχηµους τάφους200. Κατά µία εκδοχή κυριάρχησε στην Κεφαλονιά, λόγω
του έντονου συντηρητισµού της περιοχής, που επέβαλε την χρήση παλαιότερων τύπων τάφων κατά
τη Μυκηναϊκή εποχή201. Σύµφωνα µε τον Παπαδόπουλο η εµφάνιση των λάκκων στην Κεφαλονιά
και στις ακτές της δυτικής Ελλάδας, αποτελεί έναν συνδετικό κρίκο ανάµεσα στα ταφικά έθιµα των
περιοχών αυτών202.
193
Papadopoulos 1978-79, 56.
194
Petropoulos 2007, 260-261, εικ. 7-8 (Νικολέικα: 7 λάκκοι).
195
Βερδελής 1959, 11-12, εικ. 22-24. Papadopoulos 1978-79, 54. Giannopoulos 2008, 93-94.
196
Cavanagh-Mee 1998, 66.
197
Βικάτου 2008, 363.
198
Νικολέντζος 2009 (2011), 199.
199
Σαλαβούρα 2007, 306, παραποµπή 1458.
200
Papadopoulos 1995, 203.
201
Kontorli-Papadopoulou 1987, 150.
202
Papadopoulos 1995, 203.
249
αγγείο, τεµάχια του οποίου εντοπίστηκαν σε διάφορα σηµεία (στο εσωτερικό του κιβωτιόσχηµου, ή
από την αποκάλυψή του, ή επάνω στο δάπεδο του θαλάµου). Το αγγείο αυτό δεν έχει εντοπιστεί και
συνεπώς δεν µπορεί να γίνει χρονολόγησή του. Μία έµµεση χρονολογική ένδειξη ίσως να
προέρχεται από τον κοντινό τάφο Γαλ.-Τ1, στον δρόµο του οποίου είχε αποτεθεί µικρή
οπισθότµητη πρόχους της Υποµυκηναϊκής-Πρωτογεωµετρικής εποχής. Το συγκεκριµένο εύρηµα
πιστοποιεί τη συνέχεια της χρήσης του νεκροταφείου της Ζωητάδας µέχρι την παραπάνω περίοδο,
στην οποία το έθιµο των κιβωτιόσχηµων τάφων άρχισε να επικρατεί.
Η παρουσία κιβωτιόσχηµων τάφων στο εσωτερικό θαλαµοειδών είναι σπάνια. Ένα
παράδειγµα προέρχεται από έναν θαλαµοειδή τάφο στο Βρυσάρι Αχαΐας (ή Κάτω Γουµένιτσα
Καλαβρύτων)203. Ο Κυπαρίσσης δίνει την πληροφορία ότι από τον εν λόγω τάφο του Βρυσαρίου
προήλθε µία µυκηναϊκή κύλικα µε ψηλό πόδι, χωρίς όµως να δίνονται στοιχεία για την ακριβή θέση
του ευρήµατος, ή για µία πιο συγκεκριµένη χρονολόγησή του.
Σε άλλες περιπτώσεις κιβωτιόσχηµοι τάφοι εντάσσονται στο εσωτερικό θολωτών. Για
παράδειγµα, ο θολωτός τάφος στα Τζαννάτα του Πόρου Κεφαλονιάς διέθετε τρεις κιβωτιόσχηµους
τάφους204, που χρονολογούνται από τους µυκηναϊκούς χρόνους µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή205.
Ο θολωτός τάφος της Σταµνάς Μεσολογγίου περιελάµβανε επίσης έναν κιβωτιόσχηµο τάφο στο
εσωτερικό του206. Ο τελευταίος χρονολογείται στην Πρωτογεωµετρική εποχή και καταδεικνύει τη
επαναχρησιµοποίηση του θολωτού τάφου της Σταµνάς κατ’ αυτήν την περίοδο207.
Οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι αποτέλεσαν συνήθη τύπο τάφου της Μεσοελλαδικής εποχής208.
Είχαν απλή κατασκευή και προορίζονταν συνήθως για τον ενταφιασµό ενός νεκρού, ενώ
σπανιότερα µπορεί να δέχονταν δύο ή τρεις ταφές µαζί209. Η χρήση τους συνεχίστηκε και στους
µυκηναϊκούς χρόνους, µε την εµφάνιση λίγων µεµονωµένων παραδειγµάτων210. Σύµφωνα µε τον
Dickinson η επιβίωση των κιβωτιόσχηµων τάφων σε αυτήν την περίοδο οφείλεται κυρίως σε βαθιά
ριζωµένες τοπικές παραδόσεις, ή ίσως ακόµη και στην πιο φθηνή κατασκευή τους211.
Οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής βρίσκονταν συνήθως µέσα σε νεκροταφεία
θαλαµοειδών τάφων, αλλά µερικές φορές εντάσσονταν στο εσωτερικό άλλων τάφων, θολωτών ή
203
Κυπαρίσσης 1929, 130-131. Papadopoulos 1978-79, 54.
204
Κολώνας 1997, 155-157.
205
Ο Κολώνας πιστεύει ότι η θήκη που βρισκόταν στο πίσω τµήµα του χώρου ήταν υστερότερη από τις άλλες. Ο
Μόσχος υποστηρίζει ότι χρονολογείται στην Υποµυκηναϊκή εποχή (Moschos 2009α, 246).
206
Moschos 2009α, 246. Πετρόπουλος, Σαράντη, Χριστακοπούλου 2004, 231. Σταυροπούλου-Γάτση 2008, 377.
207
Moschos 2009α, 246. Κολώνας 2013, 2ο ∆ιεθνές Αρχαιολογικό και Επιστηµονικό Συνέδριο «Το Αρχαιολογικό
Έργο στην Αιτωλοακαρνανία και στη Λευκάδα», Μεσολόγγι 2013 (υπό έκδοση).
208
Desborough 1964, 33. Papadopoulos 1978-79, 59.
209
Vermeule 1964 (µετάφραση Θ. Ξένος), 85.
210
Desborough 1964, 33. Papadopoulos 1978-79, 59.
211
Dickinson 1977 (µετάφραση Παπαδόπουλος), 96.
250
θαλαµοειδών212. Η διάδοσή τους ανά την Ελλάδα κατά τη περίοδο αυτή ήταν ανοµοιογενής. Για
παράδειγµα στην Αργολίδα και στην Αττική υπήρχαν µεγαλύτερες συγκεντρώσεις, ενώ σε άλλες
περιοχές, όπως στην υπόλοιπη Πελοπόννησο και στη Βοιωτία, η εµφάνισή τους ήταν σποραδική213.
Αντίθετα στην Ήπειρο και στη βόρειο Ελλάδα ο κιβωτιόσχηµος αποτέλεσε τον επικρατέστερο τύπο
τάφου της ΥΕ εποχής214. Στην Αχαΐα κιβωτιόσχηµοι τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής απαντώνται σε
διάφορες θέσεις. Παραδείγµατα της ΜΕ-ΥΕ Ι περιόδου έχουν αποκαλυφθεί στη Θέα Πατρών215 και
στην οδό Σµύρνης και Λασκάρεως στην Πάτρα216. Επιπλέον µεταγενέστεροι κιβωτιόσχηµοι τάφοι
της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περιόδου προέρχονται από το νεκροταφείο των Πορτών Αχαΐας217 και από την
περιοχή Σκούρα Αχαΐας218.
Στους µεταµυκηναϊκούς χρόνους η χρήση των κιβωτιόσχηµων τάφων άρχισε να γενικεύεται,
ώστε κατά την Υποµυκηναϊκή-Πρωτογεωµετρική εποχή αποτέλεσαν και πάλι έναν από τους
κύριους τρόπους ταφής219. Αντιπροσωπευτικό και αξιόλογο παράδειγµα αυτής ακριβώς της
περιόδου αποτελεί ο κιβωτιόσχηµος τάφος του Κουβαρά Αιτωλοακαρνανίας, ο οποίος
περιελέµβανε σηµαντική ταφή πολεµιστή µε ιδιαιτέρως πλούσια κτερίσµατα220.
Μερικοί µελετητές θεωρούν ότι η επαναφορά του εθίµου των κιβωτιόσχηµων τάφων κατά
την Υποµυκηναϊκή-Πρωτογεωµετρική επχοή θα πρέπει να συσχετιστεί µε την άφιξη φυλετικών
οµάδων εκτός του µυκηναϊκού κόσµου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η συνήθεια ταφής σε ατοµικούς
κιβωτιόσχηµους τάφους, καθιερώθηκε σε µία εποχή περιπλανήσεων (µέσα 11ου αι. π.Χ.), όταν δεν
υπήρχε µόνιµος τόπος κατοικίας της οικογένειας221.
212
Cavanagh-Mee 1998, 62.
213
Dickinson 1977 (µετάφραση Παπαδόπουλος), 95. Cavanagh-Mee 1998, 62.
214
Cavanagh-Mee 1998, 62. Παπαδόπουλος 1976, 277.
215
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1999, 272, εικ. 14-16. Μόσχος 2007, 24 (Ροδίτσα Θέας).
216
Μόσχος 2007, 24.
217
Κολώνας 2008, 35, 40, 44, 47. Moschos 2000, 13-14.
218
Papadopoulos 1978-79, 59.
219
Desborough 1972α, 107. Γκαδόλου 2008, 245-246 (Αχαΐα). Χριστακοπούλου 2006, 512-513, εικ. 3 (Σταµνά
Αιτ/νίας).
220
Σταυροπούλου-Γάτση, Jung, Mehofer 2012, 249-266. Σταυροπούλου-Γάτση 2013, 261-262.
221
Σχετική βιβλιογραφία για τις παραπάνω απόψεις παραθέτει η Γκαδόλου (2008, 246).
251
Αγίου Κωνσταντίνου Β/Ν. Σε λίγες περιπτώσεις είχαν τοποθετηθεί εγκάρσια προς τον κατά µήκος
άξονα (Μακρ.-Τ3/ταφές Α, Β, Μακρ.-Τ6/ταφή του λάκκου, Μακρ.-Τ7/ταφή Ε). Αυτός ο
προσανατολισµός των νεκρών και η τάση να κοιτάζουν προς την είσοδο, συνηθίζεται και στα
νεκροταφεία της Χαλανδρίτσας222, του Αιγίου223, του Κλάους224, των ∆ριµαλεΐκων Κρήνης225, της
Βούντενης226 και της Αγίας Τριάδας Ηλείας227. Στην Περατή όµως δεν υπήρχε καµία συγκεκριµένη
προτίµηση για τον προσανατολισµό των νεκρών228.
Για τη χωροθέτηση των ταφών στους τάφους της Κρήνης προτιµήθηκαν πολύ συχνά τα
τµήµατα κοντά στα πλαϊνά τοιχώµατα του θαλάµου. Επιπλέον, όταν υπήρχαν πολλές κατά χώραν
ταφές, αυτές διατάσσονταν συνήθως προς το βάθος του θαλάµου, παράλληλα και σε µικρές
αποστάσεις µεταξύ τους (Μακρ.-Τ6/ταφές Γ, ∆, Ε, Μακρ.-Τ7/ ταφές Α, Β, Γ, ∆). H εναπόθεση των
νεκρών κοντά στα πλαϊνά τοιχώµατα, ή στον χώρο προς το βάθος του θαλάµου, παρατηρείται και
στα νεκροταφεία της Χαλανδρίτσας229, του Αιγίου230, του Κλάους231, της Βούντενης232 και της
Αγίας Τριάδας Ηλείας233.
222
Papadopoulos 1978-79, 56.
223
Ό.π
224
Πασχαλίδης 2013, 779.
225
Papazoglou-Manioudaki 1994, 176.
226
Κολώνας 1998, 475.
227
Βικάτου 2008, 381.
228
Ιακωβίδης 1970, Β, 29.
229
Papadopoulos 1978-79, 56.
230
Ό.π
231
Πασχαλίδης 2013, 779-780.
232
Κολώνας 1998, 475.
233
Βικάτου 2008, 381.
234
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
235
Πασχαλίδης 2013, 780.
236
Papadopoulos 1978-79, 56, παραποµπή 5.
237
Ό.π.
238
Παπαδόπουλος 1978, 198. Παπαδόπουλος 1980α, 122. Παπαδόπουλος 1991α, 33. Παπαδόπουλος 1995, 58.
252
Αττικής242.
Μεταξύ των πρωτογενών ταφών της Κρήνης η µόνη που είχε διατηρήσει αναλλοίωτη την
υπτίως οκλάζουσα στάση της, ήταν η ταφή του λάκκου του τάφου Μακρ.-Τ6. Στην περίπτωση αυτή,
η διατήρηση της αρχικής θέσης των ποδιών οφείλεται στη στήριξή τους επάνω στα πλαϊνά
τοιχώµατα του λάκκου. Παρόµοια ήταν και η περίπτωση µιας αδιατάραχτης ταφής του τάφου 111β
της Περατής. Όπως αναφέρει ο Ιακωβίδης, η ταφή αυτή είχε διατηρήσει την υπτίως οκλάζουσα
στάση της, διότι είχε τοποθετηθεί ανάµεσα σε τεµάχια της βυθισµένης οροφής, τα οποία εµπόδισαν
τη µετακίνηση των οστών και τα συγκράτησαν στην αρχική τους θέση243.
Τέσσερις από τους νεκρούς των τάφων της Κρήνης είχαν τοποθετηθεί σε πλαγίως
συνεσταλµένη στάση. Ο Παπαδόπουλος έχει υποστηρίξει ότι αυτή είναι η πιο συχνή στάση των
νεκρών στα νεκροταφεία της Αχαΐας, κρίνοντας από τα στοιχεία των τάφων του Βρυσαρίου, της
Χαλανδρίτσας, του ∆ερβενίου, του Καταρράκτη και του Αιγίου244. Με βάση νεώτερα ανασκαφικά
στοιχεία, η πλαγίως συνεσταλµένη στάση εµφανίζεται και στα νεκροταφεία της Καλλιθέας245, του
Κλάους246 και της Βούντενης Πατρών247, ενώ είναι διαδεδοµένη και σε άλλες περιοχές, όπως στην
Περατή, στην Πρόσυµνα και στην Ασίνη248, καθώς και στη Βραυρώνα Αττικής249.
Η εκτεταµένη στάση απουσιάζει από τους τάφους της Κρήνης που µελετήθηκαν. Σε άλλα
νεκροταφεία της Αχαΐας, η συγκεκριµένη τοποθέτηση των νεκρών είναι γενικά σπάνια και
αντιπροσωπεύεται µε λίγα παραδείγµατα από τα νεκροταφεία της Καλλιθέας250 και της Βούντενης
Πατρών251. Το ίδιο σπάνια είναι η παρουσία του εθίµου στο νεκροταφείο της Περατής252, ενώ
αντίθετα είναι πιο συχνή στους τάφους της Πρόσυµνας, της Ασίνης και του Άργους253.
Η τοποθέτηση των χεριών των νεκρών στους τάφους της Κρήνης είχε γίνει µε διάφορους
τρόπους. Πέντε από αυτούς είχαν τα χέρια λυγισµένα και τοποθετηµένα παράλληλα µεταξύ τους
επάνω στην κοιλιακή χώρα (Μακρ.-Τ2/ταφή Β, Μακρ.-Τ3/ταφή Α, Μακρ.-Τ7/ταφή Β, Γαλ.-
Παπαδόπουλος 1996, 45-46. Παπαδόπουλος 1999, 122, 124, 126. Παπαδόπουλος 2002, 65-67. Παπαδόπουλος
2003, 71-72.
239
Παπαδόπουλος 1993, 51-53. Παπαδόπουλος 1994, 83. Παπαδόπουλος 1995, 54, 56-57. Πασχαλίδης 2013, 780.
240
Κολώνας 1998, 474.
241
Βικάτου 2008, 381.
242
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 121.
243
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
244
Papadopoulos 1978-79, 56.
245
Παπαδόπουλος 1978, 197. Παπαδόπουλος 1991α, 34. Παπαδόπουλος 1996, 46. Παπαδόπουλος 1999, 122, 126.
Παπαδόπουλος 2003, 72. Παπαδόπουλος 2005, 61.
246
Παπαδόπουλος 1993, 53. Παπαδόπουλος 1994, 80-81, 83. Παπαδόπουλος 1995, 57. Πασχαλίδης 2013, 780.
247
Κολώνας 1998, 474.
248
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
249
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 121.
250
Παπαδόπουλος 2003, 72, Καλλιθέα Λαγανιδιά ΤΧΧΙΙ.
251
Κολώνας 1998, 474 (12 περιπτώσεις στο νεκροταφείο της Βούντενης).
252
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
253
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
253
Τ1/ταφή Α, Γαλ.-Τ2/ταφή 1). Άλλοι πέντε νεκροί είχαν τα χέρια τεντωµένα παράλληλα µε το σώµα
(Μακρ.-Τ6/ταφές Γ, ∆, Ε, Μακρ.-Τ7/ταφή Α, Αγ. Κωνσταντίνος Α-Τ3/ΟΣ. 2). ∆ύο ακόµη είχαν το
δεξί χέρι τεντωµένο παράλληλα µε το σώµα και το αριστερό λυγισµένο επάνω στην κοιλία (Μακρ.-
Τ6/ταφή του λάκκου, Γαλ.-Τ2/ταφή 2). Στην περίπτωση της ταφής ∆ του τάφου Γαλ.-Τ1 το µεν δεξί
χέρι, έχοντας έντονη κάµψη, κατέληγε στον αντίστοιχο ώµο, ενώ το αριστερό ακουµπούσε επάνω
στην κοιλία. Οι παραπάνω τρόποι τοποθέτησης των χεριών είναι γνωστοί και σε άλλα νεκροταφεία,
όπως στη Χαλανδρίτσα254, στο Αίγιο255, στο Κλάους256, στη Βούντενη257, καθώς και στην Περατή
Αττικής258.
254
Papadopoulos 1978-79, 56.
255
Ό.π.
256
Πασχαλίδης 2013, 781.
257
Κολώνας 1998, 474.
258
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
259
Papadopoulos 1978-79, 56, παραποµπές 15-16.
260
Ό.π.
261
Papadopoulos 1978-79, 56, παραποµπή 16. Παπαδόπουλος 1978, 197-199. Παπαδόπουλος 1980α, 123.
254
επίσης στην Περατή Αττικής265 και στην Αγία Τριάδα Ηλείας266.
Οι ανακοµιδές στους τάφους της Κρήνης, ήταν γενικά µικρές και αποτελούνταν από δύο
µέχρι επτά το πολύ παραµερισµένες ταφές. ∆ύο µόνο από αυτές ήταν µεγαλύτερες και
περιελάµβαναν 11 (Αγ. Κων. Β-Τ2/σωρός οστών), ή ακόµη και 17 ταφές (Γαλ.-Τ2/ανακοµιδή 1).
Επιπλέον στον τάφο Μακρ.-Τ6 υπήρχε ανακοµιδή µιας µεµονωµένης ταφής.
Ο παραµερισµός των ταφών είχε γίνει µε άτακτο και αµελή τρόπο. Οι σκελετοί είχαν
φυσικά χάσει την αρχική µορφή και συνοχή τους και τα οστά είχαν αναµιχθεί. Τα κτερίσµατα
κατελάµβαναν τυχαίες θέσεις µεταξύ των οστών και µερικά από αυτά είχαν σπάσει, ή ήταν ελλιπή.
Το ταφικό έθιµο του άτακτου παραµερισµού των πρωιµότερων ταφών και των κτερισµάτων τους,
επικρατεί στους θαλαµοειδείς τάφους της Μυκηναϊκής εποχής, αποτελώντας τον γενικό κανόνα. Η
συνήθεια αυτή ακολουθείται στα νεκροταφεία της Καλλιθέας267, του Κλάους268, των Πορτών269,
της Βούντενης270, του Γυµνασίου Αιγίου271, της Αγίας Τριάδας Ηλείας272, των Μυκηνών273, της
Πρόσυµνας274, της Περατής275 και της Βραυρώνας Αττικής276.
Το έθιµο αυτό αντανακλά κάποιες µεταθανάτιες δοξασίες, σύµφωνα µε τις οποίες η επίδειξη
σεβασµού προς τους νεκρούς ήταν αναγκαία, για όσο διάστηµα διατηρούνταν το σώµα277.
Αντίθετα, µετά την αποσύνθεση, η περίοδος του «φόβου» και του σεβασµού των νεκρών τελείωνε.
Επιπλέον, γίνεται αντιληπτό ότι το ενδιαφέρον των ζωντανών προς τους νεκρούς µειωνόταν λίγο-
λίγο, καθώς η ψυχή αποµακρυνόταν προς τον κάτω κόσµο, ενώ µετά τη µετάστασή της έπαυε
πλέον οριστικά278.
∆ΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΤΑΦΕΣ
Μερικές από τις πρωτογενείς ταφές των θαλάµων εµφανίζουν ίχνη αναστάτωσης, µετακίνησης ή
Παπαδόπουλος 1991α, 33-34. Παπαδόπουλος 1995, 58. Παπαδόπουλος 1996, 46-47. Παπαδόπουλος 1999, 122,
126. Παπαδόπουλος 2002, 66-67. Παπαδόπουλος 2003, 72. Παπαδόπουλος 2005, 61-62.
262
Παπαδόπουλος 1993, 51. Παπαδόπουλος 1995, 55-56. Πασχαλίδης 2013, 810.
263
Μόσχος 2002, 292.
264
Κολώνας 1998, 476.
265
Ιακωβίδης 1970, Β, 69.
266
Βικάτου 2008, 391.
267
Παπαδόπουλος 1978, 197-198. Παπαδόπουλος 1980α, 123. Παπαδόπουλος 1991α, 34. Παπαδόπουλος 1996, 46.
Παπαδόπουλος 1999, 126. Παπαδόπουλος 2002, 66-67.
268
Παπαδόπουλος 1993, 52. Παπαδόπουλος 1994, 83. Παπαδόπουλος 1995, 56. Πασχαλίδης 2013, 810.
269
Μόσχος 2002, 292.
270
Κολώνας 1998, 476.
271
Papadopoulos 1976, 36.
272
Βικάτου 2008, 391.
273
Wace 1932, 137, 144-145. Mylonas 1966, 113.
274
Blegen 1937, 247.
275
Ιακωβίδης 1970, Β, 70.
276
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 122.
277
Ιακωβίδης 1970, Β, 77. Βιβλιογραφία για το θέµα παρατίθεται από την Kontorli-Papdopoulou 1975, 453-454.
278
Ιακωβίδης 1970, Β, 78.
255
ακόµη και αφαίρεσης κάποιων οστών. Πρόκειται για τις ταφές Α και Β του τάφου Μακρ.-Τ6, τις
ταφές Γ, ∆, Ε του τάφου Μακρ.-Τ7 και για την ταφή ∆ του τάφου Γαλ.-Τ1. Τα δεδοµένα των
ανασκαφών καταδεικνύουν ότι οι σκελετοί αυτοί αναστατώθηκαν κατά την πραγµατοποίηση
νεώτερων ταφών, µε πιθανό σκοπό την εξοικονόµηση χώρου µέσα στους θαλάµους. Στις
περιπτώσεις αυτές η πλήρης αποµάκρυνση των σκελετών δεν πραγµατοποιήθηκε, διότι οι θάλαµοι
διέθεταν µάλλον ακόµη κάποιο κενό χώρο, αλλά ίσως και λόγω του πρόσφατου σχετικά θανάτου
των συγκεκριµένων νεκρών και της ανάγκης επίδειξης σεβασµού προς αυτούς279.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις προαναφερθείσες διαταραγµένες ταφές της Κρήνης δεν
µπορούν να υποστηρίξουν την εκδοχή της διάνοιξης των θαλάµων στα ενδιάµεσα των κηδειών,
όπως έχει διαπιστωθεί ότι συνέβαινε στο νεκροταφείο της Περατής280. Η άσχηµη κατάσταση
διατήρησης πολλών από τους σκελετούς, δεν επέτρεψε τη συλλογή ακριβέστερων στοιχείων
σχετικά µε αυτό το θέµα.
279
Ιακωβίδης 1970, Β, 76 (διαταραγµένη ταφή του τάφου Σ3).
280
Ιακωβίδης 1970, Β, 75.
281
Παπαδόπουλος 1980α, 123. Παπαδόπουλος 1991α, 33. Παπαδόπουλος 1995, 57. Παπαδόπουλος 1996, 44.
Παπαδόπουλος 1999, 122. Παπαδόπουλος 2002, 67. Παπαδόπουλος 2003, 72.
282
Papazoglou-Manioudaki 1994, 173.
283
Κολώνας 1998, 478.
284
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 151-152.
285
Ιακωβίδης 1970, Β, 19, 76.
286
Βικάτου 2008, 392.
287
Ιακωβίδης 1970, Β, 76. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 151-152. Κολώνας 1998, 479.
256
«ΤΑΦΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ»
Με τον όρο «ταφές πολεµιστών» χαρακτηρίζονται εκείνες που συνοδεύονται από όπλα και άλλα
κτερίσµατα µε πολεµικό χαρακτήρα και συµβολισµό288. Στα νεκροταφεία της περιοχής της Κρήνης
υπήρξαν ταφές, που έφεραν σηµαντικά χάλκινα όπλα, όπως ξίφη τύπου Naue II και λόγχες. Η
απόδοση ωστόσο της ιδιότητας του πολεµιστή σε αυτές τις ταφές είναι συµβατική και δεν µπορεί
να τεκµηριωθεί σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς είναι άγνωστη η ακριβής χρήση των
συγκεκριµένων όπλων στη διάρκεια της ζωής των κατόχων τους (π.χ. πόλεµος, µονοµαχίες, κυνήγι,
τελετές, ιερουργίες κ.ά)289. Είναι ωστόσο πιθανό ότι µέσω των σηµαντικών αυτών κτερισµάτων η
κοινότητα επιχειρεί να αποδόσει τιµή σε κάποια ξεχωριστά µέλη της. Ακολουθεί αναλυτική
αναφορά των «ταφών πολεµιστών» της Κρήνης:
1) Η ταφή ∆ του τάφου 3 των ∆ριµαλεΐκων Κρήνης αποτελεί το καλύτερα διατηρηµένο
παράδειγµα, που έχει µελετηθεί και δηµοσιευτεί από την Παπάζογλου-Μανιουδάκη290. Η
σηµαντική αυτή ταφή συνοδευόταν από δύο όπλα, δηλαδή ξίφος Naue II και λόγχη, που είχαν
τοποθετηθεί παράλληλα στη δεξιά πλευρά του σώµατος. Μαζί µε το ξίφος είχε διατηρηθεί και η
θήκη του, που ήταν ξύλινη µε επένδυση δέρµατος και διέθετε επίθετη χάλκινη διακόσµηση. Στην
ίδια ταφή είχαν επίσης αποδοθεί χάλκινο σπειροειδές κόσµηµα, ελεφάντινη κτένα και ασηµένιο
δακτυλίδι, που ήταν περασµένο στον δείκτη του δεξιού χεριού. Η Παπάζογλου-Μανιουδάκη θεωρεί
ότι ο πλούτος των κτερισµάτων πιστοποιεί το αυξηµένο κύρος και την ανώτερη στρατιωτική και
(/ή) κοινωνική θέση του νεκρού291. Με βάση την αναφορά της, η ταφή σχετίζεται µε τα υστερότερα
αγγεία του τάφου και χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση292, ενώ η Deger-Jakoltzy προτείνει ότι
ανήκει στη φάση ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση/αναπτυσσόµενη (developed)293.
2) Μία δεύτερη «ταφή πολεµιστή» έχει προέλθει από τον συληµένο τάφο Αγ. Κων. Α-Τ2, η
οποία περιλαµβάνεται στην παρούσα δηµοσίευση (ανωτ. σελ. 183-184). Η σύληση του τάφου
αυτού είχε ως αποτέλεσµα να διαταρραχθούν οι επιχώσεις και το περιεχόµενο του θαλάµου.
Παρόλα αυτά, επάνω στο δάπεδο και κοντά στην ανατολική γωνία είχε αποµείνει το σηµαντικότερο
εύρηµα, δηλ. ένα ξίφος τύπου Naue II (Τ2/Χ1), το οποίο αποτελεί καθοριστική ένδειξη για την
ύπαρξη «ταφής πολεµιστή» εντός του τάφου294. Το ξίφος αυτό ήταν µεν ακέραιο αλλά είχε
διαχωριστεί σε δύο τµήµατα, του κυρίως σώµατος (Μ4654α) και της λαβής (Μ5432), τα οποία
τελικά συγκολλήθηκαν. Κοντά του αποκαλύφθηκαν µερικά αντικείµενα µικροτεχνίας, που είχαν
288
Deger-Jalkotzy 2006, 152. Βλαχόπουλος 2012, Β, 60.
289
Βλαχόπουλος 2012, Β, 60-61.
290
Papazoglou-Manioudaki 1994, 172 και εξής.
291
Papazoglou-Manioudaki 1994, 186, 200. Papadopoulos 1999, 271.
292
Papazoglou-Manioudaki 1994, 181, 187-193.
293
Deger-Jalkotzy 2006, 157.
294
Η απόδοση του όρου «ταφή πολεµιστή» σε ταφές που συνοδεύονται από ξίφος έχει γίνει γενικότερα αποδεκτή
(Driessen, McDonald 1984, 56, Deger-Jakoltzy 2006, 169).
257
επίσης διαφύγει τη σύληση, καθώς και ένα κρανίο (Τ2/Κ4). Άλλα κτερίσµατα και κυρίως αγγεία
δεν υπήρχαν εκεί κοντά. Σύµφωνα µε τις µόνες υπάρχουσες χρονολογικές ενδείξεις, που
λαµβάνουµε από τέσσερα διασωθέντα αγγεία του ανώτερου ταφικού στρώµατος, η εν λόγω ταφή
πραγµατοποιήθηκε κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, ή και ακόµη νωρίτερα γύρω στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ
περιόδου.
3) Μία ακόµη «ταφή πολεµιστή», δευτερογενής αυτή τη φορά, περιλαµβανόταν σε µεγάλη
ανακοµιδή οστών του συληµένου τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2. Ένα αξιόλογο εύρηµα που υποδηλώνει την
ύπαρξη «ταφής πολεµιστή» σε αυτήν την ανακοµιδή, αποτελεί τµήµα του κυλινδρικού αυλού µιας
χάλκινης λόγχης (Μ5515). Στην ίδια ανακοµιδή υπήρχαν ωστόσο και άλλα ευρήµατα, που θα
µπορούσαν να ανήκουν στον εξοπλισµό «πολεµιστών», ή να αποτελούν σύµβολα κύρους. Αυτά
ήταν χάλκινο µαχαίρι (Μ5518), λίθινη τραπεζιόσχηµη ακόνη (Μ5618), θραύσµατα χάλκινου
«διαδήµατος» (Μ5504), πιθανώς ακόµη και κάποιο (/α) από τα χάλκινα δακτυλίδια της ανακοµιδής
(Μ5617, Μ5621). Στην προκειµένη περίπτωση, η απόδοση της λόγχης, ή άλλων ευρηµάτων του
σωρού σε συγκεκριµένη ταφή ήταν αδύνατη, καθώς όλοι οι σκελετοί και τα κτερίσµατά τους είχαν
αναµιχθεί και παραµεριστεί µε άτακτο τρόπο. Επιπλέον, ήταν αδύνατος ο καθορισµός µιας
ακριβούς χρονολόγησης είτε της λόγχης, είτε οποιουδήποτε άλλου χάλκινου αντικειµένου της
ανακοµιδής. Αντίθετα, όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο, από την
ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, σύµφωνα µε τις ενδείξεις των αγγείων του σωρού.
4) Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η πιθανότητα της ταύτισης της ταφής Α του τάφου Γαλ.-
Τ1 µε «πολεµιστή». Κτέρισµα του νεκρού αυτού ήταν µία χάλκινη λόγχη, που βρέθηκε κοντά στα
κάτω άκρα του σώµατος, έχοντας καταπλακωθεί από µεγάλο ογκόλιθο της οροφής (Μ5492). Η
ταφή Α δε διέθετε ωστόσο άλλα κτερίσµατα πέρα από τη λόγχη, που θα µπορούσαν να της
προσδώσουν τον χαρακτήρα και το κύρος ενός «πολεµιστή». Αντίθετα, συνοδευόταν µόνο από
οµάδα λίγων αγγείων της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης και έδινε την εντύπωση ενός προσώπου χωρίς ιδιαίτερη
κοινωνική θέση, όπως εξάλλου και οι υπόλοιποι ενταφιασθέντες στον ίδιο τάφο.
5) Τέλος, ένας ακόµη «πολεµιστής» είχε ενταφιασθεί στον συληµένο τάφο Αγ. Κων. Β-Τ3.
Στο εσωτερικό του τάφου αυτού είχε αποµείνει στη θέση της µετά τη σύληση µόνο µία ακέραιη
χάλκινη λόγχη (Μ5626), που ακουµπούσε επάνω στο δάπεδο στο πίσω τµήµα του θαλάµου. Όλα τα
υπόλοιπα ευρήµατα και τα οστεολογικά λείψανα είχαν αποµακρυνθεί εντελώς από τον τάφο.
Αντιλαµβανόµαστε εποµένως ότι η ταύτιση της ταφής αυτής µε «πολεµιστή» παραµένει µία
επισφαλής υπόθεση. Η χρονολόγηση της λόγχης στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο βασίζεται αποκλειστικά
στη µορφολογία του αντικειµένου.
Οι περισσότεροι µελετητές τείνουν να αποδεχτούν την άποψη ότι οι ταφές που
258
συνοδεύονταν από ξίφος (ή εγχειρίδιο) ανήκαν σε «πολεµιστές»295. Οι γνώµες, ωστόσο, διίστανται
σχετικά µε τις ταφές που συνοδεύονταν µόνο από λόγχες. Μερικοί έχουν θέσει υπό αµφισβήτηση
τον συσχετισµό των λογχών µε την έννοια του πολεµιστή, επισηµαίνοντας ότι η χρήση των
αντικειµένων αυτών δεν ήταν αποκλειστικά στρατιωτική, αλλά ότι συνδέονταν και µε το κυνήγι296.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι οι λόγχες ανήκαν µεν σε πολεµιστές, αλλά κατώτερων βαθµίδων της
ιεραρχίας297. Ανεξάρτητα πάντως από τα παραπάνω, η προσφορά όπλων στους νεκρούς είχε κυρίως
συµβολική διάσταση, υποδηλώνοντας το υψηλό κοινωνικό κύρος των προσώπων που
συνόδευαν298. Υπό αυτή την έννοια, οι λόγχες ως σηµαντικά ταφικά κτερίσµατα αποτελούν, όπως
ακριβώς και τα ξίφη, σύµβολα κύρους και αποδίδουν ιδιαίτερη τιµή σε εξέχοντα πρόσωπα της
τοπικής κοινότητας299.
Στο πλαίσιο µιας γενικότερης ανάλυσης, «ταφές πολεµιστών» εµφανίζονται στους
µυκηναϊκούς τάφους ήδη από τις πρώιµες φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής. Τα πρωιµότερα
παραδείγµατα, της περιόδου των Κάθετων Λακκοειδών τάφων, αλλά και της ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΑ, είναι
αρκετά και σηµαντικά300. Στη συνέχεια όµως, κατά τη διάρκεια των Ανακτορικών χρόνων της ΥΕ
ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ περιόδου, το φαινόµενο δείχνει να περιορίζεται301. Σύµφωνα µε τους µελετητές αυτό ίσως
είναι αποτέλεσµα των γενικευµένων συλήσεων που υπέστησαν οι θολωτοί, ή άλλοι ηγεµονικοί
τάφοι αυτής της εποχής302.
Ο αριθµός των «ταφών πολεµιστών» µέσα στους µυκηναϊκούς τάφους αυξάνει σηµαντικά
κατά την Μετανακτορική εποχή, δηλαδή κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο. Μία από τις σηµαντικότερες
περιοχές όπου παρατηρείται η αύξηση αυτή είναι η βορειοδυτική Πελοπόννησος και ειδικότερα η
Αχαΐα303. Οι «ταφές πολεµιστών» στην περιοχή αυτή συνδέονται ιδιαίτερα µε τα ξίφη τύπου Naue
II, στα οποία γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο της µεταλλοτεχνίας. Το φαινόµενο των «ταφών
πολεµιστών» στην Αχαΐα της ΥΕ ΙΙΙΓ έχει θεωρηθεί ότι υποδηλώνει τις αυξηµένες ανάγκες του
τοπικού πληθυσµού για προστασία και άµυνα304. Επίσης έχει συνδεθεί µε την άφιξη στην περιοχή
295
Σύµφωνα µε τον McDonald «Τα ξίφη προορίζονταν κυρίως για πόλεµο …και ….µία ζωή συνδεδεµένη µε τον
πόλεµο είναι πιο πιθανή για τους άνδρες που είχαν ενταφιασθεί µαζί µε τα ξίφη και τα εγχειρίδιά τους, καθώς οι
κύριες χρήσεις τους είναι περιορισµένες» (Driessen, McDonald 1984, 56). Deger,-Jakoltzy 2006, 169.
296
Driessen, McDonald 1984, 56, παραποµπή 52. Deger, Jakoltzy 2006, 169.
297
Driessen, McDonald 1984, 56-58,παραποµπή 63. Kilian-Dirlmeier 1988, 163. Papazoglou-Manioudaki 1994, 186.
Papadopoulos 1999, 269.
298
Deger-Jakoltzy 2006, 152
299
Deger-Jalkotzy 2006, 172.
300
Vermeule 1964 (µετάφραση Θ. Ξένος 1983), 94-95. Driessen, McDonald 1984, 56 (για τους πολεµιστές της
περιόδου ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΑ). Kilian-Dirlmeier 1988 (κάθετοι λακκοειδείς τάφοι). Deger-Jalkotzy 2006, 152.
301
Deger-Jakoltzy 2006, 152.
302
Cavanagh-Mee 1998, 126-127. Deger-Jakoltzy 2006, 152.
303
Papazoglou-Manioudaki 1994, 200. Papadopoulos 1999, 273. Deger-Jakoltzy 2006, 168. Βλαχόπουλος 2012, Β,
60.
304
Papadopoulos 1999, 273. Moschos 2002, 29.
259
µεταναστών από τα κατεστραµµένα µυκηναϊκά κέντρα305. Η περιοχή της Πάτρας, ευρισκόµενη σε
στρατηγική θέση, µε έντονο δυτικό προσανατολισµό, θα µπορούσε πράγµατι να έχει αποτελέσει
µαγνήτη για εγκατάσταση, κατά την περίοδο αυτή, καθώς µάλιστα ήδη από τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ,
είχαν αρχίσει να εντείνονται οι επαφές του µυκηναϊκού κόσµου µε τη ∆ύση306.
Από την άλλη µεριά έχουν διατυπωθεί και άλλες ερµηνείες που αποσυνδέουν την εµφάνιση
των «πολεµιστών» στην Αχαΐα της ΥΕ ΙΙΙΓ από υποθέσεις µετανάστευσης και τη συσχετίζουν µε
τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς µετασχηµατισµούς307. Σηµαντικό επιχείρηµα υπέρ αυτής της
άποψης είναι η παρατήρηση ότι οι καλύτερα διατηρηµένες «ταφές πολεµιστών» έχουν βρεθεί σε
θαλαµοειδείς τάφους, που ήταν ήδη σε χρήση από προηγούµενες φάσεις της Μυκηναϊκής
εποχής308. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόµενο των ταφών πολεµιστών της ΥΕ ΙΙΙΓ στην
βορειοδυτική Πελοπόννησο, το οποίο έχει ήδη αποτελέσει θέµα αρκετών µελετών και
εµπλουτίζεται διαρκώς από νέα ευρήµατα, θα συνεχίσει να απασχολεί τους ερευνητές και στο
µέλλον.
305
Vermeule 1960, 18-19. Papazoglou-Manioudaki 1994, 200. Papadopoulos 1999, 273. Πετρόπουλος 2000, 72.
Μόσχος 2007, 8.
306
Eder, Jung 2005, 486-487.
307
Moshos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Giannopoulos 2008, 245-252.
308
Giannopoulos 2008, 241-242.
309
Για τα έθιµα κτέρισης από την Νεολιθική εποχή βλ. Cavanagh-Mee 1998, 109-110.
310
Ιακωβίδης 1970, Β, 60-61. Βλαχόπουλος 2012, Β, 50 και εξής. Βικάτου 2008, 386. Cavanagh, Mee 1998, 108-109
(ξεχωριστή αναφορά σε αντικείµενα σχετικά µε την πρόθεση του σώµατος και σε αφιερώµατα προς τους νεκρούς).
311
Cananagh, Mee 1998, 115 (σχετικά µε τη χρήση ρυτών και κυλίκων για την πραγµατοποίηση σπονδών στους
τάφους). Για τις χρήσεις των υπόλοιπων «τελετουργικών αγγείων» βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο της κεραµικής.
260
ταφικές τελετές, ενώ εν συνεχεία τοποθετούνταν συνήθως δίπλα στους νεκρούς, ώστε
λειτουργούσαν εν τέλει ως κτερίσµατα.
Η απόδοση κτερισµάτων στους νεκρούς οφειλόταν στην επικρατούσα κατά τους
µυκηναϊκούς χρόνους αντίληψη ότι ο άνθρωπος µετά τον θάνατό του συνέχιζε - για όσο διάστηµα
διαρκούσε το «µεταθανάτιο ταξίδι» - να έχει ανάγκη από τα απαραίτητα καθηµερινά του
αντικείµενα312. Το έθιµο όµως του παραµερισµού των παλαιότερων ταφών και των κτερισµάτων
τους σχετίζεται µε µία άλλη αντίληψη, ότι οι ανάγκες του ανθρώπινου σώµατος έπαυαν µετά την
αποσάθρωσή του και την τελική ανάπαυση της ψυχής στον κόσµο των νεκρών313. Ακολούθως
γίνεται αναφορά στα κτερίσµατα των τάφων της Κρήνης:
ΠΗΛΙΝΑ ΑΓΓΕΙΑ
Τα πήλινα αγγεία αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία κτερισµάτων και αριθµούνται
συνολικά στα 133314. Σε αυτά περιλαµβάνονται 63 ψευδόστοµοι αµφορείς, 19 αρτόσχηµα
αλάβαστρα, 14 κυλινδρικά αλάβαστρα, πέντε στενόλαιµες πρόχοι ή λήκυθοι, πέντε µικρές πρόχοι
των F.S. 114-115, τέσσερα άωτα πιθάρια, ένα πιθάριο µε αποφύσεις, δύο µικρές πρόχοι του F.S. 87,
τρεις δίωτοι αµφορίσκοι, δύο τετράωτοι αµφορείς, µία µεγάλη πρόχους ή λήκυθος του F.S. 121, µία
µεγάλη πρόχους του F.S. 106, ένας πτηνόσχηµος ασκός, ένα δακτυλιόσχηµο αγγείο, ένα σύνθετο
αγγείο, ένας κωνικός πιθαµφορέας, µία οπισθότµητη πρόχους, ένας κάλαθος, µία αρύταινα, ένα
κυλινδρικό κύπελλο, ένας βαθύς κύαθος µε γωνίωση, τρία κυάθια µε υπερυψωµένη λαβή.
312
Ιακωβίδης 1970, Β, 77.
313
Ιακωβίδης 1970, Β, 78.
314
Η κεραµική αποτελεί τη συχνότερη κατηγορία κτερισµάτων και στα υπόλοιπα νεκροταφεία της Αχαΐας, αλλά και
στην Περατή Αττικής (Papadopoulos 1978-79, 56. Ιακωβίδης 1970, Β, 61).
315
Ιακωβίδης 1970, Β, 87.
316
Βλαχόπουλος 2012, Β, 51, όπου αναφέρονται παραδείγµατα από το νεκροταφείο των Αρµένων Ρεθύµνου
(Tzedakis-Martlew 2002, 33, αρ. 6, 176, αρ. 168).
261
οι όποιες ερµηνείες για τη χρήση των διαφόρων ταφικών αγγείων δεν µπορούν να επιβεβαιωθούν.
Αυτό βέβαια ισχύει και για τα αγγεία της Κρήνης, δεδοµένου ότι δεν έχουν πραγµατοποιηθεί
αναλύσεις του περιεχοµένου τους. Προτείνεται λοιπόν ο διαχωρισµός τους σε τρεις βασικές
κατηγορίες:
1) Αγγεία αποθήκευσης υγρών ή στερεών προϊόντων: ψευδόστοµοι αµφορείς, αρτόσχηµα
αλάβαστρα, κυλινδρικά αλάβαστρα, πρόχοι ή λήκυθοι διαφόρων µεγεθών, τετράωτοι αµφορείς,
κωνικός πιθαµφορέας, κάλαθος.
2) Αγγεία πιθανών τελετουργικών ή άλλων ειδικών χρήσεων: πτηνόσχηµος ασκός,
δακτυλιόσχηµο αγγείο, σύνθετο αγγείο.
3) Αγγεία πόσεως ή άντλησης-έγχυσης υγρών: κύπελλο, κύαθοι διαφόρων τύπων, αρύταινα.
Τα δεδοµένα των ανασκαφών και των αναλύσεων καταδεικνύουν ότι πολλά από τα ταφικά
αγγεία προσφέρονταν στους νεκρούς γεµάτα µε τρόφιµα, φρούτα, κρασί, λάδι ή ακόµη ίσως και µε
αρώµατα. Περιείχαν δηλαδή όλες τις προσφορές που ήταν απαραίτητες για να αντιµετωπίσουν τις
ανάγκες τους στη διάρκεια του «µεταθανάτιου ταξιδιού». Για παράδειγµα τρία αγγεία στην Περατή
είχαν διατηρήσει στο εσωτερικό τους οστά ζώων (προβάτου ή αίγας, πτηνού και µικρού ζώου), που
ήταν προφανώς υπολείµµατα προσφοράς κρέατος317. Επιπλέον, σύµφωνα µε τις αναλύσεις,
ορισµένα αγγεία από τους Αρµένους Ρεθύµνου περιείχαν λάδι, υλικό ζωικής προέλευσης, φρούτα,
όσπρια, κρασί318.
Από την άλλη µεριά ταφικά αγγεία µε πρωτότυπα σχήµατα και ιδιαίτερη κατασκευή
ερµηνεύονται συνήθως ως τελετουργικά σκεύη. Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται για
παράδειγµα οι πτηνόσχηµοι ασκοί, τα δακτυλιόσχηµα, τα ρυτά, οι κέρνοι (σύνθετα αγγεία), αλλά
ακόµη και κύλικες, κύαθοι µε υπερυψωµένες λαβές, αρύταινες κ.λ.π.319. Ο τελετουργικός
χαρακτήρας αυτών των σκευών συνάγεται κυρίως από την ιδιαιτερότητα του σχήµατός τους και
επιπρόσθετα από κάποιες ανασκαφικές ενδείξεις320.
317
Ιακωβίδης 1970, Β, 59.
318
Tzedakis-Martlew 2002, 32-33, αρ. 6, 58, αρ. 29, 114, αρ. 88-89, 176, αρ. 168.
319
Βλαχόπουλος 2012, Β, 50. Βικάτου 2008, 386.
320
Για τις σπονδές στους µυκηναϊκούς τάφους, βλ. Cavanagh-Mee 1998, 115.
321
Ο µέσος όρος αγγείων στην Περατή είναι δύο αγγεία κατά ταφή (Ιακωβίδης 1970, Β, 61).
262
περισσότερες από τις ταφές είναι ενδεικτικός για το χαµηλό βιοτικό επίπεδο του τοπικού
πληθυσµού. Αντίθετα, τα µεγαλύτερα σύνολα αγγείων, που αποδίδονταν σε πολύ λίγες ταφές,
καταδεικνύουν ότι οι εύποροι ήταν λίγοι.
ΨΕΥ∆ΟΣΤΟΜΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ
Οι ψευδόστοµοι αµφορείς αποτελούν τον πιο κοινό τύπο αγγείου στα νεκροταφεία της Κρήνης.
Συγκεκριµένα αριθµούνται στους 63 και αποτελούν το 47,36% του συνόλου των αγγείων. Κατά την
ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο οι ψευδόστοµοι αµφορείς διαδίδονται ευρέως και αποτελούν τον πιο συνηθισµένο
τύπο αγγείου στα νεκροταφεία της Αχαΐας322, στην Αγία Τριάδα Ηλείας323, στην Περατή324, στη
Νάξο325
Ο Βλαχόπουλος υποστηρίζει ότι οι πιο πλούσια διακοσµηµένοι ψευδόστοµοι αµφορείς της
Νάξου αποτέλεσαν αντικείµενα επίδειξης του πλούτου και της κοινωνικής θέσης των ιδιοκτητών
τους326. Οµοίως και οι ψευδόστοµοι αµφορείς της Κρήνης, που ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Ύστερη και ξεχωρίζουν για την ποσότητα και ποιότητά τους, συνδέονται πιθανώς µε κάποιους
ευκατάστατους νεκρούς.
322
Papadopoulos 1978-79, 71. Κολώνας 1998, 493.
323
Βικάτου 2008, 408.
324
Ιακωβίδης 1970, Β, 153.
325
Βλαχόπουλος 2006, Α, 110-111.
326
Βλαχόπουλος 2006, Α, 93. Βλαχόπουλος 2012, Β, 50.
263
πολυετούς χρήσης των τάφων. Μία πιθανή διαρπαγή υποκρύπτεται ίσως στην περίπτωση της
χάλκινης λόγχης Τ2/F12 (Μ5515), από την οποία ανευρέθηκε µόνο τµήµα του αυλού στο
εσωτερικό της ανακοµιδής του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2. Σηµαντικές ενδείξεις για τέτοιου είδους
ενέργειες παρατηρήθηκαν επίσης στον τάφο 4 της Βούντενης Πατρών και στον τάφο Χ της Αγίας
Τριάδας Ηλείας327.
Σε αντίθεση µε τα κοσµήµατα και άλλα πολύτιµα αντικείµενα, οι «κωνίσκοι» (ή
«σφονδύλια») αποτέλεσαν ένα κοινό κτέρισµα στους τάφους της Κρήνης, αριθµούµενοι στους 47.
Ο µεγάλος αριθµός τους οφείλεται στην ευρεία χρήση τους ως εξαρτηµάτων της ενδυµασίας, όπως
επιβεβαιώνεται από τις ενδείξεις τάφων της Κρήνης ή άλλων περιοχών328. Επιπλέον, τα ευτελή
υλικά των «κωνίσκων», που ήταν ο πηλός και ο στεατίτης, τους καθιστούσαν προσβάσιµους ακόµη
και στις κατώτερες και φτωχότερες κοινωνικές τάξεις του πληθυσµού.
327
Κολώνας 1998, 478. Βικάτου 2008, 387.
328
Ιακωβίδης 1970, Β, 279. Παπαδόπουλος 1995, 59. Επίσης και παρούσα µελέτη: κεφάλαιο Μεταλλοτεχνίας-
Μικροτεχνίας-Κοσµηµάτων.
329
Περίπου ίδια είναι η τοποθέτηση των αγγείων και στα νεκροταφεία της Περατής, της Νάξου, του Κλάους, της
Βούντενης Πατρών και της Αγίας Τριάδας Ηλείας (Ιακωβίδης 1970, Β, 61, Βλαχόπουλος 2006, Α, 95-96,
Πασχαλίδης 2013, 794-5. Κολώνας 1998, 478. Βικάτου 2008, 387).
330
Moschos 2009α, 249.
331
Moschos 2009α, 249.
264
παραδείγµατα). Τα όρθια αγγεία είχαν διατηρήσει προφανώς την αρχική τους τοποθέτηση332. Η
στάση όµως των κεκλιµένων και των αναποδογυρισµένων αγγείων προκαλεί προβληµατισµό,
καθώς δε γνωρίζουµε εάν ήταν η αρχική. Αντίθετα, είναι µάλλον πιθανότερο ότι η κλίση τους ήταν
τυχαία και οφειλόταν είτε σε σεισµική δραστηριότητα, είτε στις πιέσεις που ασκήθηκαν κατά την
επιχωµάτωση των θαλάµων. Σύµφωνα πάντως µε τον Ιακωβίδη, µερικά κεκλιµένα ή
αναποδογυρισµένα αγγεία στους τάφους της Περατής είχαν αποδεδειγµένα τοποθετηθεί κατά αυτόν
τον τρόπο εξαρχής333.
Τα λιγοστά κοσµήµατα των πρωτογενών ταφών της Κρήνης ήταν φορεµένα επάνω στους
νεκρούς κατά τους εξής τρόπους:
1) ∆ύο περιδέραια, αποτελούµενα από πολυάριθµες χάντρες από κορναλίνη και γυαλί και λίγες από
στεατίτη (Μ5445-Μ5446) ήταν περασµένα γύρω από τον λαιµό της ταφής Β του τάφου Μακρ.-Τ2,
καταλαµβάνοντας όλο το αριστερό τµήµα του κορµού. Επίσης δύο ψέλλια από κορναλίνη (Μ5451-
Μ5452) περιέβαλλαν τους καρπούς των χεριών της ίδιας ταφής.
2) ∆ύο µικροί θραυσµένοι χάλκινοι δακτύλιοι (Μ5470-Μ5471) ακουµπούσαν στην περιοχή της
λεκάνης και σε µικρή απόσταση από τα χέρια της ταφής Β του τάφου Μακρ.-Τ7. Επιπλέον µερικές
χάντρες από κορναλίνη (Μ5472) ήταν περασµένες γύρω από τον λαιµό της ταφής αυτής.
3) Ένας θραυσµένος χάλκινος δακτύλιος (Μ5477) εντοπίστηκε στο ύψος των µηρών της ταφής Γ
του τάφου Μακρ.-Τ7. Επίσης µερικές χάντρες από κορναλίνη (Μ5476) βρέθηκαν στον λαιµό της
ίδιας ταφής.
4) Χάλκινο ταινιωτό έλασµα (Μ5486), θραυσµένο σε πολλά τεµάχια, βρισκόταν σε απόσταση 0,08
µ. στα βόρεια του κρανίου της παιδικής ταφής Γ του τάφου Γαλ.-Τ1.
5) ∆ύο χάλκινα δακτυλίδια (Μ5488-Μ5489), το ένα ακέραιο και το άλλο θραυσµένο, ήταν
φορεµένα στον δείκτη και τον παράµεσο του αριστερού χεριού της γυναικείας ταφής ∆ του τάφου
Γαλ.-Τ1.
Άλλα πολύτιµα κτερίσµατα, όπως σφραγίδες και σκαραβαίοι, είχαν αποτεθεί κοντά στα
κρανία ή στα σώµατα των νεκρών ως εξής:
1) Φακοειδής στεάτινη σφραγίδα (Μ5450), ακριβώς δίπλα στο κρανίο Κ8 του τάφου Μακρ.-Τ2.
2) Αιγυπτιακός σκαραβαίος από φαγεντιανή (Μ5277), δίπλα στο δεξί γόνατο της ταφής Β του
τάφου Μακρ.-Τ7, υπερκαλυµµένος από µικρό πλακοειδή λίθο.
Κοντά στα σώµατα των νεκρών είχαν επίσης τοποθετηθεί και τρία χάλκινα όπλα κατά τους
παρακάτω τρόπους:
1) Χάλκινο ξίφος Naue II (Μ4654α, Μ5432), επί του δαπέδου του συληµένου τάφου Αγ. Κων. Α-
332
Ιακωβίδης 1970, Β, 61.
333
Ιακωβίδης 1970, Β, 61.
265
Τ2, κοντά στο ΒΑ πλευρικό τοίχωµα και παράλληλα προς αυτό. Λόγω της σύλησης του τάφου τα
οστεολογικά λείψανα της ταφής του ξίφους είχαν αποµακρυνθεί από το σηµείο, πλην τεµαχίου ενός
κρανίου (Κ4) που εντοπίστηκε κοντά στο πίσω τοίχωµα (ΝΑ) του θαλάµου.
2) Χάλκινη λόγχη (Μ5492), κοντά στα πόδια της ταφής Α του τάφου Γαλ.-Τ1, καταπλακωµένη από
µεγάλο ογκόλιθο.
3) Χάλκινη αιχµή βέλους (Μ5490), ακριβώς κάτω από το κρανίο της παιδικής ταφής Γ του τάφου
Γαλ.-Τ1.
Τρεις µόνο από τους 47 συνολικά «κωνίσκους» (ή «σφονδύλια») της Κρήνης σχετίζονταν
µε πρωτογενείς ταφές και ήταν τοποθετηµένοι ως εξής:
1) Πήλινος κωνίσκος (Μ5460), σε µικρή απόσταση από τα πόδια της ταφής Β του τάφου Μακρ.-Τ3
και κοντά στον ψευδόστοµο αµφορίσκο Π16246.
2) ∆ύο πήλινοι κωνίσκοι (Μ5509-Μ5510), ο ένας κάτω από το κρανίο και ο άλλος κοντά στα άκρα
της ταφής Β του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2.
Οι ενδείξεις για την τοποθέτηση των περονών των πρωτογενών ταφών της Κρήνης είναι
πενιχρές. Προέρχονται από δύο θραυσµένες περόνες, µία χάλκινη (Μ5448) και µία οστέινη
(Μ5453), που ανήκαν στην ταφή Β του τάφου Μακρ.-Τ2. Σύµφωνα µε το ηµερολόγιο της
ανασκαφής η πρώτη περόνη βρέθηκε κατά το κοσκίνισµα του χώµατος και η δεύτερη κατά την
αφαίρεση των οστών της ταφής. Συµπεραίνουµε εποµένως ότι και οι δύο είχαν πιθανότατα
τοποθετηθεί επάνω στο σώµα του νεκρού. ∆εν υπήρχαν ωστόσο στοιχεία για την ακριβή τους θέση
σε σχέση µε τον σκελετό. Από την άλλη µεριά η µόνη τριχολαβίδα που σχετιζόταν µε πρωτογενή
ταφή ήταν η Μ5463, η οποία είχε αποδοθεί στην ταφή Α του τάφου Μακρ.-Τ2 και βρισκόταν δίπλα
και σε επαφή σχεδόν µε την αριστερή λεκάνη του νεκρού.
Παρόµοιοι τρόποι διευθέτησης κτερισµάτων παρατηρήθηκαν και σε άλλα µυκηναϊκά
νεκροταφεία, όπως της Περατής334, της Νάξου335, της Καλλιθέας336 και του Κλάους Πατρών337, της
Αγίας Τριάδας Ηλείας338 και άλλων νεκροταφείων της Ηλείας339.
334
Ιακωβίδης 1970, Β, 60-61.
335
Βλαχόπουλος 2006, Α, 95-96.
336
Παπαδόπουλος 1978, 198. Παπαδόπουλος 1980α, 123. Παπαδόπουλος 1991α, 33. Παπαδόπουλος 1999, 123.
337
Παπαδόπουλος 1993, 52. Παπαδόπουλος 1994, 81-83. Παπαδόπουλος 1995, 54, 57. Πασχαλίδης 2013, 796-7.
338
Βικάτου 2008, 389-390.
339
Νικολέντζος 2009 (2011), 203.
266
τον τρόπο συνέβη κατά την πραγµατοποίηση της υστερότερης από τις παράπλευρες ταφές και είχε
στόχο την εξοικονόµηση χώρου µέσα στον θάλαµο. Η συγκεκριµένη διάταξη ακολουθείται στις
εξής περιπτώσεις:
1) Στον τάφο Μακρ.-Τ6 οµάδα 12 αγγείων (Π16258-Π16269) κατελάµβανε τον χώρο δίπλα στο
κρανίο της ταφής ∆. Eίχαν περίπου κυκλική διάταξη και εκτείνονταν σε δύο επάλληλες στρώσεις.
Μεταξύ τους υπήρχαν πέντε ψευδόστοµοι αµφορείς, τέσσερις λήκυθοι, µία τριποδική λήκυθος,
ένας πτηνόσχηµος ασκός και ένα δακτυλιόσχηµο αγγείο. Τα αγγεία της οµάδας αυτής ανήκαν στην
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Είναι πιθανό ότι η συγκέντρωσή τους πραγµατοποιήθηκε
κατά την εναπόθεση της τελευταίας ταφής του τάφου, που ήταν ίσως η ταφή ∆ και ανήκε στην ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη. Στην οµάδα όµως είχαν προφανώς συµπεριληφθεί και κάποια αγγεία πρωιµότερων
ταφών, όπως για παράδειγµα της παράπλευρης ταφής Γ, που εµφανιζόταν ακτέριστη.
2) Στον τάφο Γεωργ.-Τ2 οµάδα πέντε αγγείων (Π16295-Π16299) και ενός στεάτινου «κωνίσκου»
(Μ5484) είχε αποτεθεί µεταξύ των κρανίων των ταφών Α και Β. Πιο συγκεκριµένα στα αγγεία
περιλαµβάνονταν τρεις ψευδόστοµοι αµφορίσκοι, ένα δίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο και ένα δίωτο
κυλινδρικό αλάβαστρο, που ακουµπούσαν σε όρθια θέση επάνω στο δάπεδο. Η χρονολόγησή τους
κατέδειξε ότι τέσσερα από αυτά ανήκαν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, ενώ ένα µόνο (Π16296)
υπαγόταν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Συµπεραίνουµε εποµένως ότι το τελευταίο αγγείο προστέθηκε στην
οµάδα κατά την πραγµατοποίηση της υστερότερης από τις δύο ταφές, που δεν είναι σαφές ποια
ήταν.
3) Στον τάφο Γαλ.-Τ1 οµάδα έξι αγγείων (Π16312-Π16316) και ενός πήλινου αµφικωνικού
«κωνίσκου» (Μ5491) είχε συγκεντρωθεί στον χώρο µεταξύ των κρανίων των ταφών Α, Β, Γ.
Επρόκειτο για τέσσερις ψευδόστοµους αµφορείς, µία µεγάλη ευρύστοµη πρόχου και έναν δίωτο
αµφορίσκο µαζί µε τη βάση µιας κύλικας που αποτελούσε το πώµα του. Τα αγγεία χρονολογούνταν
στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Προφανώς αποτελούσαν κτερίσµατα των τριών
ταφών Α, Β, Γ, οι οποίες πιθανότατα πραγµατοποιήθηκαν κατά τις προαναφερθείσες φάσεις.
4) Στον τάφο Γαλ.-Τ2 οµάδα ευρηµάτων, αποτελούµενη από 10 αγγεία (Π16335, Π16336-Π16340,
Π16341-Π16344), επτά «κωνίσκους» (Μ5494-Μ5499, Μ5500) και θραύσµατα δύο χάλκινων
βελονών (Μ5501), εκτεινόταν δίπλα και κατά µήκος του σώµατος της ταφής 2 (βλ. και ανωτέρω).
Τα αγγεία της οµάδας χρονολογούνταν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη και αποτελούσαν κτερίσµατα των δύο
παραπλεύρως κείµενων ταφών 1 και 2, που ήταν πιθανώς σύγχρονες.
Με παρόµοιο τρόπο ήταν επίσης διατεταγµένα και τα κτερίσµατα των ταφών του ανώτερου
ταφικού στρώµατος του τάφου 3 των ∆ριµαλεΐκων Κρήνης. Πιο συγκεκριµένα αυτά είχαν
στοιβαχθεί σε σωρό στο βάθος του θαλάµου, ενώ δίπλα στους σκελετούς των ταφών δεν είχαν
αποµείνει άλλα κτερίσµατα, πλην των σηµαντικών όπλων που συνόδευαν την ταφή του
267
πολεµιστή340.
340
Papazoglou-Manioudaki 1994, 173, εικ. 2.
341
Paschalidis, McGeorge 2009, 95-96, εικ. 16. Πασχαλίδης 2013, 704-705, 797-8.
342
Ό.π.
343
Βλαχόπουλος 2006, Α, 144-145.
344
Ό.π.
345
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 74, 76, πιν. 15, 7-8.
346
Κολώνας 1998, 98, 102-103.
347
Βικάτου 2008, 175, 543.
268
Όπως προκύπτει από τα ευρήµατα των ανασκαφών οι κάλαθοι προορίζονταν για χρηστικές
αλλά και ταφικές λειτουργίες. Σχετικά µε την ταφική τους χρήση έχει υποστηριχθεί ότι ήταν
τελετουργικά σκεύη348. Με βάση καλάθους της Περατής και της Αίγινας που περιείχαν οστά
πτηνών, θεωρείται πιθανό ότι µία από τις χρήσεις των σκευών αυτών ήταν η µεταφορά τροφίµων
στους τάφους349. Τα εδέσµατα αυτά αποτελούσαν ίσως προσφορές προς τους νεκρούς, ή αλλιώς
χρησίµευαν στα νεκρόδειπνα350. Ένας χάλκινος κάλαθος από τα Σπαλιαρέικα-Λουσικών Αχαΐας
περιείχε τέφρα, µάλλον από καύση νεκρού351. Παρόλα αυτά δεν έχουν γίνει γνωστοί άλλοι κάλαθοι
µε χρήση τεφροδόχων. Εποµένως, η χρήση του συγκεκριµένου καλάθου ως τεφροδόχου ίσως είχε
σχέση µε τον ιδιαίτερο και πολύτιµο χαρακτήρα αυτού του σκεύους και λιγότερο µε το είδος του
αγγείου352.
Από την άλλη µεριά οι κάλαθοι που περιείχαν µικρότερα αγγεία στο εσωτερικό τους είναι
πιο δύσκολο να ερµηνευθούν. Τίθεται το ερώτηµα µήπως η εναπόθεση των αγγείων στο εσωτερικό
των καλάθων αποτελεί έναν συγκεκριµένο τρόπο κτέρισης, που επικράτησε στην Αχαΐα και άλλες
περιοχές. Κρίνοντας όµως από τα ανασκαφικά δεδοµένα του καλάθου της Κρήνης, δεν µπορεί να
αποκλειστεί ότι η αρχική χρήση των καλάθων που περιείχαν µικρότερα αγγεία ήταν στο πλαίσιο
τελετουργιών, νεκροδείπνων ή προσφορών προς τους νεκρούς. Είναι ακόµη ενδεχόµενο ότι µετά το
τέλος των ταφικών τελετών ακολουθούσε η τακτοποίηση των υπόλοιπων σκευών στο εσωτερικό
των καλάθων, που θα είχε σαν στόχο την καλύτερη οµαδοποίηση των κτερισµάτων ή την
εξοικονόµηση χώρου δίπλα στις ταφές.
348
Kanta 1980, 285.
349
Κεραµόπουλος 1910, 207. Ιακωβίδης 1970, Β, 59, 86.
350
Βλαχόπουλος 2006, Α, 145.
351
Πετρόπουλος 2000, 68, 75. Giannopoulos 2008, 223, πιν. 23.
352
Βλαχόπουλος 2006, Α, 145, παραποµπή αρ. 271.
269
µε τις πρωτογενείς ταφές 1 και 2 του θαλάµου. Τίθεται λοιπόν το ερώτηµα ποιά ήταν η χρήση του
σηµαντικού αυτού κτερίσµατος, που αποτέλεσε πιθανώς την τελευταία προσφορά του τάφου, χωρίς
όµως να έχει εµφανή σχέση µε κάποια ταφή. Για την ερµηνεία της χρήσης του προτείνονται οι
παρακάτω δύο εκδοχές: 1) Ο τετράωτος αµφορέας Π16331 και ο ψευδόστοµος αµφορίσκος
Π16332, ανήκαν στις πρωτογενείς ταφές 1 και 2, αλλά άγνωστο γιατί είχαν τοποθετηθεί λίγο
µακρύτερα από την υπόλοιπη οµάδα των κτερισµάτων αυτών των ταφών (Π16335-Π16344,
Μ5494-Μ5499, Μ5501). Πρέπει να σηµειωθεί ότι η οµάδα αυτών των κτερισµάτων περιελάµβανε
αγγεία της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης. 2) Ο τετράωτος αµφορέας ήταν τεφροδόχος και περιείχε την καύση
του τελευταίου νεκρού του τάφου. Αυτό το ενδεχόµενο όµως δεν µπορεί να επιβεβαιωθεί, καθώς το
περιεχόµενο του αγγείου δεν εξετάσθηκε.
Το έθιµο της επικάλυψης µεγάλων αµφορέων µε µικρότερα αγγεία εµφανίζεται και σε άλλα
νεκροταφεία της περιοχής των Πατρών, όπως στις Σπέντζες-Καλλιθέας353 και στη Βούντενη354, από
την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή, ενώ είναι επίσης διαδεδοµένο και στο
Παλαιόκαστρο της Αρκαδίας355. Αξιοσηµείωτο είναι ότι κάλυψη µε άλλα αγγεία διέθεταν
τεφροδόχα αγγεία, που βρέθηκαν σε ταφικούς τύµβους της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης-Ύστερης, στη θέση
Χάνια-Μοναστηράκι κοντά στις Μυκήνες και στο Άργος356.
353
Παπαδόπουλος 1978α, 96-98. Παπαδόπουλος 1998α, 37-39.
354
Moschos 2009α, 249, εικ. 35.
355
Σαλαβούρα 2007, 377. Σπυρόπουλος 1997, 16. Σπυρόπουλος 2000, 14.
356
Eder, Jung 2005, 492.
270
απαντάται επίσης και σε άλλα νεκροταφεία της δυτικής Αχαΐας, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση.
Συγκεκριµένα από τον τάφο 2 των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών Αχαΐας έχει προέλθει τετράωτος
αµφορέας (Π12417) της φάσης αυτής, που ήταν φραγµένος στο στόµιό του µε βάση κύλικας. Οι
µελετητές του αµφορέα των Σπαλιαρεΐκων υποστηρίζουν µάλιστα ότι ήταν τεφροδόχος, παρόλο
που τα στοιχεία του περιεχοµένου του καταστράφηκαν κατά τον καθαρισµό του357. Υπάρχει επίσης
και ένας ακόµη τετράωτος αµφορέας της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης από τον τάφο 1 της Μιτοπόλης Αχαΐας
(Π16102), που πιθανολογείται ότι διέθετε τον ίδιο τρόπο κάλυψης358. Η χρήση βάσεων κυλίκων σε
θέση πώµατος άλλων αγγείων είναι επίσης διαδεδοµένη και στην Αγία Τριάδα Ηλείας359 και στο
Παλαιόκαστρο Αρκαδίας360. Υπάρχουν µάλιστα κάποιες ενδείξεις ότι ο τετράωτος αµφορέας
Π4293 του τάφου 26 της Αγίας Τριάδας Ηλείας, που διέθετε κάλυψη αυτού του είδους, ήταν
τεφροδόχος361.
Παρατηρείται ότι οι δύο προαναφέρθεντες τρόποι κάλυψης, που αφορούν κυρίως τους
µεγάλους ταφικούς αµφορείς αλλά ενίοτε και αγγεία άλλων τύπων, ήταν διαδεδοµένοι στην Πάτρα,
στη δυτική Αχαΐα, σε περιοχές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και στην Αργολίδα, από την ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή. Είναι επίσης σαφές ότι σε κάποιες περιπτώσεις αυτού
του είδους τα ιδιότυπα πώµατα αποδίδονταν σε τεφροδόχα αγγεία. Παρόλα αυτά δεν µπορεί να
υποστηριχθεί ότι η σχέση τους µε τα τεφροδόχα αγγεία ήταν αποκλειστική, τουλάχιστον µε τα
µέχρι στιγµής δεδοµένα. Αντιθέτως είναι πιθανό ότι προορίζονταν για αγγεία διαφόρων χρήσεων362.
357
Πετρόπουλος 2000, 68, 75, εικ. 23. Giannopoulos 2008, 223-224, πιν. 21, πιν. 37.
358
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 32, πιν. 2-5.
359
Βικάτου 2008, 387-388. Αραπογιάννη 1997, 117.
360
Σαλαβούρα 2007, 377, 380-381.
361
Βικάτου 2008, 387-388.
362
Moschos 2009α, 249.
363
Cavanagh, Mee 1998, 93. Eder, Jung 2005, 492. Βλαχόπουλος 2012, Β, 48.
364
Eder, Jung 2005, 492-3. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
365
Ιακωβίδης 1970, Β, 31-57. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
366
Benzi 1992, 230. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
271
και συγκεκριµένα από τα νεκροταφεία Καλλιθέας367, του Κλάους368, της Βούντενης Πατρών369 και
των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών370. Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο το έθιµο της καύσης των νεκρών είχε
διαδοθεί επιπλέον και σε άλλες περιοχές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, όπως στο
Παλαιόκαστρο Αρκαδίας371, στο Αγραπιδοχώρι Ηλείας372 πιθανώς και στην Αγία Τριάδα Ηλείας373,
ενώ η διάδοσή του είχε φθάσει και στο νεκροταφείο της Ελάτειας Φθιώτιδας374. Ένα ή δύο
παραδείγµατα έχουν ακόµη αποκαλυφθεί και στο νεκροταφείο των Απλωµάτων Νάξου375.
Ορισµένοι µελετητές υποστηρίζουν ότι το έθιµο της καύσης και της χρήσης τεφροδόχων
αγγείων είχε µικρασιατική προέλευση και αυτήν την άποψη τείνει να αποδεχτεί ο Ιακωβίδης,
τουλάχιστον αναφορικά µε το νεκροταφείο της Περατής376. Από την άλλη µεριά, οι Eder και Jung
επεσήµαναν την οµοιότητα που παρουσιάζουν οι τύµβοι τεφροδόχων αγγείων του Άργους και των
Χανίων-Μυκηνών µε τους σύγχρονους µε αυτούς ιταλικούς τύµβους µε καύσεις στη Narde και στο
Fondo Zanotto κοντά στη Frattesina στην κοιλάδα του Πάδου της Ιταλίας377. Με βάση αυτή τη
διαπίστωση κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι οι καύσεις του Άργους και των Μυκηνών πιθανώς
ακολούθησαν ιταλικά πρότυπα378.
Λαµβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω προκύπτει προβληµατισµός σχετικά µε την προέλευση
του εθίµου των καύσεων στα νεκροταφεία της περιοχής των Πατρών και της δυτικής Αχαΐας. Κατά
µία άποψη το έθιµο µεταδόθηκε διαµέσου της ανατολικής Κρήτης, όπου παρουσιάζει µεγάλη
συχνότητα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο379. Οι στενές επαφές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου–
συµπεριλαµβανόµενης και της δυτικής Αχαΐας- µε την Κρήτη κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ
περιόδου, τεκµηριώνονται από την παρουσία µίας κατηγορίας κεραµικής κρητικών προτύπων,
ντόπιας κατασκευής, σε νεκροταφεία της περιοχής380. Τα ευρήµατα αυτά µάλιστα αποτέλεσαν την
αφορµή για την διατύπωση σκέψεων σχετικά µε τη µετεγκατάσταση Κρητών στην περιοχή381.
Κατά µία δεύτερη εκδοχή η εφαρµογή της πρακτικής των καύσεων στα νεκροταφεία των
Πατρών και της δυτικής Αχαΐας οφείλεται σε ιταλικές επιρροές382. Κατά τη διάρκεια του 12ου αι.
367
Παπαδόπουλος 1981, 30. Παπαδόπουλος 1991, 71. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
368
Παπαδόπουλος 1995, 57. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49. Πασχαλίδης 2013, 784 κ. εξής.
369
Αδηµοσίευτο εύρηµα, Κολώνας προσεχώς και Moschos 2009α, 248.
370
Πετρόπουλος 2000, 68, 75, εικ. 23. Giannopoulos 2008, 223-224, πιν. 21, πιν. 37.
371
Σαλαβούρα 2007, 339. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
372
Παρλαµά 1972, 54 και εξής, πιν. ΛΒ, α.
373
Βικάτου 2008, 387-388. Αραπογιάννη 1997, 117.
374
∆ακορώνια 1993, 37. ∆ακορώνια, Deger-Jakoltzy 1993α, 232. Βλαχόπουλος 2012, Β, 49.
375
Βλαχόπουλος 2006, Α, 89. Βλαχόπουλος 2012, Β, 50.
376
Ιακωβίδης 1970, Β, 57. Cavanagh, Mee 1998, 93. Πασχαλίδης 2013, 787.
377
Eder, Jung 2005, 492-493. Giannopoulos 2008, 223-224.
378
Ό.π.
379
Βλαχόπουλος 2012, 49. Πασχαλίδης 2013, 787.
380
Βλαχόπουλος 2012, 234-235. Πασχαλίδης 2013, 787-788.
381
Ό.π.
382
Πασχαλίδης 2013, 790-791.
272
π.Χ., σε ολόκληρη την Ευρώπη µέχρι και την περιοχή Terramare της βόρειας Ιταλίας, επικρατούσε
το έθιµο των τεφροδόχων αγγείων, µε αποτέλεσµα η περίοδος αυτή να έχει λάβει την ονοµασία
Urnenfelderkultur, δηλαδή «Πολιτισµός των Νεκροταφείων των Τεφροδόχων»383. Την ίδια περίοδο
η Πάτρα αναπτύσσει στενές επαφές µε την Ιταλία, όπως φαίνεται κυρίως από τα πολυάριθµα
χάλκινα όπλα και εργαλεία ιταλικής τυπολογίας που έχουν βρεθεί στα νεκροταφεία της περιοχής384.
Είναι λοιπόν εξίσου λογικό να υποτεθεί ότι η εξοικείωση µε το έθιµο των καύσεων και η µεταφορά
της ιδέας στην Πάτρα προέκυψε ίσως κατά τη διάρκεια έµµεσων ή ακόµη και άµεσων επαφών µε
την ιταλική χερσόννησο385. Πάντως τα µέχρι στιγµής διαθέσιµα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να
µας οδηγήσουν σε οριστικά συµπεράσµατα σχετικά µε την τελική αποσαφήνιση του θέµατος της
προέλευσης των καύσεων, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά περίπλοκο και χρήζει περαιτέρω
µελέτης.
383
Ιακωβίδης 1970, Β, 48-49.
384
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 86 κ. εξής.
385
Πασχαλίδης 2013, ό.π.
386
Wardle 1972, εικ. 58. Moschos 2009α, 278, εικ. 8-10. Κολώνας 1998, 224-225 (Α.Ε.Β 678, ΥΕ ΙΙΙΑ1;).
273
περιόδου. Συνεπώς, µπορεί να υποτεθεί ότι η εναπόθεση της οπισθότµητης πρόχου στον δρόµο του
τάφου Γαλ.-Τ1 ήταν περίπου σύγχρονη µε την πραγµατοποίηση ορισµένων ενταφιασµών στο
εσωτερικό του τάφου Γαλ.-Τ3 και µε την τελευταία περίοδο χρήσης του νεκροταφείου στην
Υποµυκηναϊκή-Πρωτογεωµετρική εποχή.
Ο Κορρές αναφέρει ένα παρόµοιο εύρηµα από τον θολωτό τάφο «α» 1 του ταφικού κύκλου
Α του Γουβαλάρη Κουκουνάρας Μεσσηνίας387. Πρόκειται για έναν µεγάλο αµφορέα της
Υποµυκηναϊκής-Πρωτογεωµετρικής εποχής, που είχε αποτεθεί στο ανώτερο σηµείο των επιχώσεων
της πεσµένης θόλου του τάφου αυτού. Το αγγείο ερµηνεύεται ως προσφορά των µεταγενέστερων
προς τους γενάρχες της περιοχής και θεωρείται µάλιστα παράδειγµα ταφικής λατρείας.
387
Κορρές 1981-1982, 398.
274
δύο περόνες, χάλκινη (Μ5448) και οστέινη (Μ5453) και ένα τρίωτο αρτόσχηµο αλάβαστρο
(Π16242).
Λόγω του µικρού αριθµού των διαθέσιµων δειγµάτων δεν µπορούν να εξαχθούν σηµαντικά
συµπεράσµατα για τον συσχετισµό των κτερισµάτων µε το φύλο ή την ηλικία των νεκρών. Για
παράδειγµα, η απόδοση κοσµηµάτων σε γυναικείες ταφές, που συµβαίνει εδώ, δεν αποτελεί γενικό
κανόνα. Αντιθέτως είναι γνωστό ότι κοσµήµατα αποδίδονταν και σε ανδρικές ταφές, ακόµη
µάλιστα και σε «ταφές πολεµιστών»388. Οι περόνες επίσης συνόδευαν κυρίως γυναικείες ταφές389,
παρόλα αυτά µία περόνη από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας βρέθηκε µέσα στον αυλό της λόγχης
ταφής πολεµιστή390. Οι «κωνίσκοι» ακόµη, µε χρήση εξαρτηµάτων ενδυµασίας, που εδώ
εξυπηρετούν µία ανδρική ταφή, σε άλλες περιπτώσεις χρησίµευαν σε γυναικείες ταφές391.
388
Kilian-Dirlmeier 1988, 163-165. Papazoglou-Manioudaki 1994, 184-185.
389
Kilian-Dirlmeier 1988, 163. Konstantinidi 2001, 25, 28. Βλαχόπουλος 2006, Α, 273.
390
Demakopoulou-Crouwel 1998, 274, εικ. 9 - Β5.
391
Ιακωβίδης 1970, Β, 279 (σε γυναικεία ταφή).
392
Ναυπλιώτη, παράρτηµα διατριβής,
393
Ναυπλιώτη, παράρτηµα διατριβής, πιν. 4.
394
Karo 1930, 62, αρ. 146, πιν. LIII. Mylonas 1966, 91 (τάφος ΙΙΙ ταφικού κύκλου Α). Mylonas 1957, εικ. 62-3
(ταφικός κύκλος Β). Βλαχόπουλος 2006, Α, 92-3, 97-8, 276 κ.ε.
275
αποτελώντας όλα µαζί κτερίσµατα των ταφών Α, Β και Γ. Στα κτερίσµατα παιδικών ταφών
περιλαµβάνονται αγγεία διαφόρων τύπων. Στα νεκροταφεία της Περατής Αττικής, και του Καµινιού
Νάξου οι παιδικές ταφές συνοδεύονται συνήθως µε θήλαστρα ή µερικές φορές µε αγγεία µικρού
µεγέθους395. Στα Γλυκά Νερά Ατικής τους είχαν προσφερθεί µικκύλα αγγεία396.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ∆ΡΟΜΩΝ
Μέσα στην αµµώδη επίχωση των δρόµων των τάφων της Κρήνης («κιµιλόχωµα») και κατά κύριο
λόγο κοντά στο µέτωπο, περιέχονταν συνήθως όστρακα διαφόρων ειδών. Τα περισσότερα από αυτά
ανήκαν σε ανοιχτά αγγεία, όπως κύλικες, κρατήρες, σκύφοι και κύαθοι και λιγότερα σε κλειστά,
όπως αµφορείς, ψευδόστοµοι αµφορείς, ή πρόχοι.
Τα όστρακα των ανοιχτών αγγείων αποτελούν τα πιο συνηθισµένα ευρήµατα τους δρόµους
395
Ιακωβίδης 1970, Β, 66-67. Βλαχόπουλος 2006, Α, 92-93.
396
Κακαβογιάννης 1999-2001, 60-64.
397
Ιακωβίδης 1970, Β, 70-71.
398
Παπαδόπουλος 1978, 198-199.
399
Παπαδόπουλος 1993, 52-53.
400
Κολώνας 1998, 477.
401
Βικάτου 2008, 390-391.
402
Ιακωβίδης 1970, Β, 75.
403
Κολώνας 1998, 478.
404
Βικάτου 2008, 392.
276
των θαλαµοειδών τάφων. Σύµφωνα µε την επικρατούσα ερµηνεία, τα σκεύη αυτά χρησίµευαν σε
νεκρόδειπνα και σπονδές και στη συνέχεια ακολουθούσε η τελετουργική θραύση τους µπροστά από
την είσοδο του τάφου405. Θεωρείται µάλιστα πιθανό ότι η θραύση των αγγείων συµβόλιζε τον
τελικό αποχωρισµό των συγγενών από τον νεκρό406. Όστρακα από ανοιχτά αγγεία έχουν επίσης
βρεθεί σε δρόµους τάφων των ∆ριµαλεΐκων-Κρήνης407, της Καλλιθέας408, του Κλάους409 του
Αιγίου410, της Αγίας Τριάδας Ηλείας411, των Μεταξάτων Κεφαλονιάς412 και της Βραυρώνας
Αττικής413. Επιπλέον, η συνεύρεση οστράκων µε κάρβουνα και οστά ζώων, σε δρόµους τάφων στα
Σπαλιαρέικα-Λουσικών Αχαΐας, θεωρείται ότι αποτελεί ένδειξη για την παρασκευή του γεύµατος
των νεκροδείπνων επί τόπου414. Παρόµοια ταφικά έθιµα διαπιστώθηκαν και στο νεκροταφείο της
Πυλώνας Ρόδου, όπου στους δρόµους περιέχονταν όστρακα σπασµένων κυλίκων, µεγάλων αγγείων
και µαγειρικών σκευών415.
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι τα όστρακα των δρόµων στους τάφους της Κρήνης
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Συνεπώς, το έθιµο της θραύσης
των αγγείων είναι ενεργό καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης των νεκροταφείων της περιοχής.
Υπάρχουν µερικές ενδείξεις από άλλες περιοχές ότι το συγκεκριµένο έθιµο είχε ξεκινήσει ήδη από
την Πρώιµη Μυκηναϊκή εποχή416.
Πιο σπάνια στους δρόµους των τάφων της Κρήνης υπήρχαν άλλου είδους ευρήµατα. Λίγα
πυριτολιθικά εργαλεία προήλθαν από τους δρόµους των τάφων Μακρ.-Τ2, Μακρ.-Τ6, Γεωργ.-Τ2
και Γαλ.-Τ2. Αυτά προφανώς προορίζονταν για τις εργασίες λάξευσης των θαλαµοειδών τάφων. Τα
εργαλεία ήταν µικρά και είχαν ακανόνιστο σχήµα, µε αιχµηρό άκρο και οδοντώσεις στις πλευρές.
Επιπλέον το εργαλείο Μ5493, από τον δρόµο του τάφου Γαλ.-Τ2 ήταν επίµηκες και έµοιαζε µε τον
τύπο της λεπίδας. Στους δρόµους των τάφων Μακρ.-Τ7 και Αγ. Κων. Α-Τ3 περιέχονταν ακόµη και
µερικοί «κωνίσκοι», που είχαν πιθανώς προέλθει από το εσωτερικό των θαλάµων.
405
Papadopoulos 1978-79, 57. Βλαχόπουλος 2012, Β, 69.
406
Cavanagh, Mee 1998, 115.
407
Papazoglou-Manioudaki 1994, 198-199.
408
Παπαδόπουλος 2002, 67.
409
Παπαδόπουλος 1995, 55.
410
Papadopoulos 1978-79, 57.
411
Βικάτου 1999, 250. Σχοινάς 1999, 257.
412
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 57.
413
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou, 2014, 122.
414
Πετρόπουλος 2000, 66.
415
Karantzali 2001, 23.
416
Papadimitriou 2015, 93, 102.
277
ΙΙΙ.3. ΚΕΡΑΜΙΚΗ
ΨΕΥ∆ΟΣΤΟΜΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ
Οι ψευδόστοµοι αµφορείς κατάγονται από την Κρήτη, όπου έκαναν την εµφάνισή τους κατά την
ΜΜ ΙΙΙ περίοδο417. Στην ηπειρωτική Ελλάδα υιοθετήθηκαν στην ΥΕ ΙΙΑ, µε τον τύπο FS 169418 και
συνέχισαν να είναι σε χρήση µέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Σε πινακίδες γραµµικής
γραφής Β, από την Κνωσό και την Πύλο, αναφέρονται ως ka-ra-re-we (κλαρήες)419. Όπως
προκύπτει από στοιχεία χηµικών αναλύσεων, η κύρια χρήση των ψευδόστοµων αµφορέων ήταν
πιθανώς η αποθήκευση και µεταφορά λαδιού και κρασιού420. Ο Ιακωβίδης όµως θεωρεί ότι
περιείχαν αρωµατικά έλαια και τους κατατάσσει στην κατηγορία των αρωµατοδοχείων421. ∆ιέθεταν
ένα ψευδοστόµιο στο κέντρο του ώµου και µία κανονική προχοή, τοποθετηµένη λίγο έκκεντρα, µε
σκοπό να επιτυγχάνεται η εκροή του περιεχοµένου τους µε φειδώ και να µην εξατµίζεται422. Είναι ο
πιο διαδεδοµένος τύπος αγγείου στην Αχαΐα423, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας424.
Από την Κρήνη έχουν προέλθει 63 ψευδόστοµοι αµφορείς. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία
του πίνακα, ο αριθµός των ψευδόστοµων αµφορέων της Κρήνης αυξάνεται σταδιακά από την ΥΕ
ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και κορυφώνεται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Από αυτήν την
κλιµάκωση θα πρέπει να εξαιρεθεί η προχωρηµένη φάση της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, η οποία στα
νεκροταφεία της Κρήνης αντιπροσωπεύεται µε πολύ µικρό αριθµό καραµικών ευρηµάτων425. Με
βάση αυτή τη διαπίστωση µπορεί να υποτεθεί ότι ανάλογη θα ήταν και η εξέλιξη της πληθυσµιακής
και της πολιτιστικής ανάπτυξης που σηµειώθηκε στην περιοχή της Κρήνης µε το πέρασµα του
χρόνου. Η σύγκριση µε µελέτες από άλλα γνωστά νεκροταφεία θα µπορούσε να δείξει, εάν αυτό
ισχύει γενικότερα για την ευρύτερη περιφέρεια της δυτικής Αχαΐας.
417
Furumark 1972, 19. Νικολέντζος 2009 (2011), 505-6.
418
Furumark 1972, εικ. 5.
419
Ιακωβίδης 1970, B, 85. Κουντούρη 2003, µε βιβλιογραφία για την πινακίδα Κ778 της Κνωσσού και Fr1184 της
Πύλου.
420
Tzedakis, Martlew 2002, παρ. 6, 165, 180, από τους Αρµένους, το Καστέλι Χανίων και το θρησκευτικό κέντρο των
Μυκηνών.
421
Ιακωβίδης 1970, Β, 85.
422
Ιακωβίδης 1970, Β, 85. Βικάτου 2008, 444.
423
Ο Παπαδόπουλος (Papadopoulos 1978-79, 71), κατέγραψε 371 ψευδόστοµους αµφορείς. Στο νεκροταφείο της
Βούντενης βρέθηκαν 392 (Κολώνας 1998, 493). Ο συνολικός αριθµός τους πρέπει να ξεπερνάει τους 1000, αν
προσθέσουµε και το υλικό από άλλα νεκροταφεία της περιοχής: βλ. Πασχαλίδης 2013, 563. Ακτύπη 2014, 21.
Κολώνας 1998, 493. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 115.
424
Desborough 1964, 10. Ιακωβίδης 1970, Β, 153. Βλαχόπουλος 2006, Α, 110. Βικάτου 2008, 415.
425
Το ίδιο παρατηρείται και στο νεκροταφείο της Βούντενης: Κολώνας 1998, 609-610.
278
ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΨΕΥ∆ΟΣΤΟΜΩΝ ΑΜΦΟΡΕΩΝ
ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1 Πιεσµένοι ψευδόστοµοι 7 παραδείγµατα
FS 171, 179-180
ΥΕ ΙΙΙΒ1 Απιόσχηµος ψευδόστοµος 1 παράδειγµα
FS 167
ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Σφαιρικοί ψευδόστοµοι 11 παραδείγµατα
Πρώιµη & ΥΕ ΙΙΙΓ FS 173-174
Πρώιµη-Μέση
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση Σφαιρικοί-κωνικοί ψευδόστοµοι & 13 παραδείγµατα
ψευδόστοµος µε πόδι FS 175
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
279
1α) Πεσµένος σφαιρικός (FS 171): Π16309.
1β) Πιεσµένος σφαιρικός-αµφικωνικός (FS 179): Π16294.
1δ) Πιεσµένος σφαιρικός-κωνικός (FS 180): Π16307, Π16305, Π16306, Π16308.
1ε) Πιεσµένος κωνικός µε ευθύ ώµο (FS 181): Π16311.
428
Furumark 1972, εικ. 3-4.
429
Ο Stubbings (1951, 16) θεωρεί ότι κατάγονται από µινωικά πρότυπα, ενώ ο Furumark, (1972, 25) υποστηρίζει ότι
ακολουθούν ξεχωριστή µυκηναϊκή εξέλιξη. Βenzi 1992, πιν. 5e, 7b, 19i, 41f, 46c, 68a, 86e κ.ά. Karantzali 2001,
εικ. 31-33. Stubbings 1951, 16, πιν. IV (Ιαλυσός). Mountjoy 1999, 1000, αρ. 35-36 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1017, αρ. 86
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1089, αρ. 24 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1093, αρ. 45 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΒ). Κanta 1980,
244-5, εικ. 8.1, 8.3, 20.3, 23.11, 25.5, 26.4, 27.6, 27.9, 28.3, 36.4-6, 36.9, 37.3, 37.5 κ.ά.
430
Ο Παπαδόπουλος καταγράφει εννέα απιόσχηµους ψευδόστοµους (Papadopoulos 1978-79, 72, εικ. 118). Άλλοι δύο
προέρχονται από το νεκροταφείο της Βούντενης: Κολώνας 1998, 504, πιν. 145, Α.Ε.Β.97 (ΥΕ ΙΙΙ1Α1), Α.Ε.Β 978
(ΥΕ ΙΙΙΒ). Σύµφωνα µε πληροφορία του Θ. Παπαδόπουλου υπάρχουν ακόµη µερικοί από την ανασκαφή του
Μαστροκώστα στο Αίγιο 1967 (υπό δηµοσίευση).
431
Furumark 1972, εικ. 6.
432
Papadopoulos 1978-9, 71, εικ. 201e. Papadopoulos 1976, B.E.589-πιν. 5. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 1,
11, 12-πιν. 2, αρ. 22-πιν. 3, αρ. 5-πιν. 7, αρ. 4-πιν. 15, αρ. 4-πιν. 26. Giannopoulos 2008, αρ. 13, 18-πιν. 22, αρ. 31,
32, 33-πιν. 24, αρ. 36, 37-πιν. 25. Petropoulos 2007, εικ. 71, 73, 76. Paschalidis, McGeorge 2009, εικ. 6, 7, 8a-b.
Πασχαλίδης 2013, 569-570. Κολώνας 1998, 496, πιν. 85-98 της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης. κ.ά.
433
Mountjoy 1999, 421, εικ. 148, αρ. 77-82.
280
ψηλώνουν λίγο, αλλά σε γενικές γραµµές το µέγεθος είναι µικρό (ύψος του µεγαλύτερου 0,144 µ.).
Κατατάσσονται στις επόµενες υποκατηγορίες:
3α) Σφαιρικός-ωοειδής (FS 173): Π16346434.
3β) Σφαιρικός-µε χαµηλή µέγιστη διάµετρο (FS 174): Π16249, Π16299, Π16357.
3γ) Σφαιρικός-µε χαµηλή µέγιστη διάµετρο και λίγο πιεσµένος (FS 174): Π16287.
3δ) Σφαιρικός-µε χαµηλή µέγιστη διάµετρο και µε κωνικό κάτω τµήµα (FS 174): Π16289, Π16295,
Π16300, Π16345, Π16317.
3ε) Ιδιότυπο σχήµα, πιθανώς FS 174, µε αµφικωνικό περίγραµµα: Π16246. Σπάνια παραλλαγή του
σχήµατος435.
434
Παράλληλα από τη Φούρκα Σκύρου, την Ιαλυσό Ρόδου, την Τουρλωτή και τον Πετρά Σητείας, που
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ2-ΙΙΙΓ Πρώιµη, ενώ υπάρχουν σχετικά παραδείγµατα και από την Πρόσυµνα.
Mountjoy 1999, 733, αρ .42. Benzi 1992, πιν. 108c. Kanta 1980, εικ. 67.9. Paschalidis, McGeorge 2009α, 25, αρ.
4028, εικ. 40-42. Ο Πασχαλίδης κάνει την υπόθεση της προέλευσης του ψευδόστοµου της Τουρλωτής από
εργαστήριο της Αργολίδας ή του Αιγαίου. Το ίδιο πιθανότατα ισχύει και για τον ψευδόστοµο Π16346 της Κρήνης.
435
Το «βαρύ» σώµα και η διακόσµησή του αγγείου µε δύο συνεχείς οµάδες λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από
πλατύτερες, είναι στοιχεία που το κατατάσσουν στο FS 174 της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης. Παράλληλο: Κολώνας
1998, πιν. 90, Α.Ε.Β.780 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
436
Furumark 1972, εικ. 6.
437
Papadopoulos 1978-79, 71, εικ. 201d. Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 9-10, εικ. 17-18. Petropoulos 2007,
Τ4/Π36-εικ. 15, Τ4/Π55-εικ. 27, Τ4/Π58-εικ. 29, Τ4/λάκκος 6/Π43-εικ. 73. Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 14, αρ.
13-πιν. 22. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 14, 16-πιν. 3, αρ. 6-πιν. 15. Paschalidis, McGeorge 2009, εικ. 10.
Πασχαλίδης 2013, 579-581. Κολώνας 1998, 496, πιν. 85-98.
438
Mountjoy 1999, 427-9, αρ. 96-101.
281
4β) Πιεσµένος σφαιρικός-αµφικωνικός: Π16245, Π16387.
4γ) Σφαιρικός-κωνικός: Π16257, Π16259, Π16270, Π10566.
Η µεγάλη διάµετρος βρίσκεται στα 2/3 του ύψους. Πρόκειται για το δειλό ξεκίνηµα των
«κωδωνόσχηµων» ψευδόστοµων439, που επικράτησαν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
4δ) Αµφικωνικός: Π16255, Π16296.
Ίσως το πρώτο αγγείο ανήκει στον τύπο FS 176440.
4ε) Ψευδόστοµος µε πόδι: Π17061.
Αποτελεί παραλλαγή του σφαιρικού-κωνικού ψευδόστοµου (FS 175) ο οποίος διαθέτει πόδι.
Ψευδόστοµοι αµφορείς αυτού του τύπου απαντώνται στη δυτική Αχαΐα441 και στην Ηλεία442. Βάσει
αυτών των παραδειγµάτων η Mountjoy θεωρεί ότι οι ψευδόστοµοι αµφορείς µε πόδι αποτελούν
χαρακτηριστικό της κεραµικής της δυτικής Πελοποννήσου443. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η
επινόηση του συγκεκριµένου σχήµατος οφείλεται σε ένα «µινωικό εργαστήριο», το οποίο σύµφωνα
µε αυτούς τους µελετητές δραστηριοποιούνταν στην κοιλάδα του Κλαδέου Ηλείας444.
439
Βλ. κατωτέρω, στον τύπο 5.
440
Furumark 1972, εικ. 6.
441
Mountjoy 1999, 428, αρ. 96 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 35-πιν. 25 (Σπαλιαρέικα,
ΥΕ ΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 6-πιν. 15 (Μιτόπολη, Τ4/6, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας
1998, πιν. 94, 125, Α.Ε.Β.846, 910 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
442
Βικάτου 2008, Τ34/Π4602, Τ34/Π4595 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
443
Mountjoy 1999, 427.
444
Moschos 2009, 356, παραποµπή αρ. 61. Μόσχος 2012, 306. Πασχαλίδης 2013, 581.
445
Furumark 1972, εικ. 6.
446
Moschos 2002, 22, εικ. 4.
447
Mountjoy 1999, 436, αρ. 121 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 109, 124, Α.Ε.Β.487 (ΥΕ
ΙΙΙΓ-φάση 2), Α.Ε.Β.844 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη).
282
Π16275, Π16280. 11 παραδείγµατα ανήκουν στην κλασική µορφή του τύπου FS 175. Πολυάριθµα
παραδείγµατα προέρχονται και από τα υπόλοιπα νεκροταφεία της Αχαΐας448.
5β) Κωνικός µε πιεσµένο ώµο: Π16279, Π10438.
Μικρή διαφοροποίηση σε σχέση µε τα αγγεία της προηγούµενης υποκατηγορίας µόνο στον ώµο,
που είναι πιεσµένος και ευθύς. Ένα παρόµοιο παράδειγµα προέρχεται από το νεκροταφείο της
Χαλανδρίτσας449.
5γ) Αµφικωνικός (FS 177): Π16261, Π16263, Π16313, Π16321, Π10567.
5δ) Σφαιρικός-κωνικός µικρού µεγέθους: Π16323, Π16260, Π10437, Π16386, Π16240, Π16278,
Π16332, Π16335, Π16343.
5ε) Ιδιότυπο σχήµα: Π16338.
5στ) Σφαιρικός: Π16315, Π16333, Π16334. Ο συγκεκριµένος τύπος αποτελεί επιβίωση του
σφαιρικού σχήµατος πρωιµότερων περιόδων.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Η µελέτη της διακόσµησης των ψευδόστοµων αµφορέων από την Κρήνη αναδεικνύει ορισµένα από
τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα ενός ιδιαίτερου τοπικού διακοσµητικού ρυθµού, που επικράτησε
στην περιοχή της δυτικής Αχαΐας450, αλλά και τις αλληλεπιδράσεις µεταξύ αυτού και τοπικών
στοιχείων άλλων περιοχών. Παράλληλα γίνονται φανερές οι τεχνοτροπικές αλλαγές που
σηµειώθηκαν µε την πάροδο των χρόνων.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΩΜΟΥ:
1. ∆ιακοσµητικά θέµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΥΕ ΙΙΙΒ.
Η διακόσµηση του ώµου των ψευδόστοµων της ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΥΕ ΙΙΙΒ, ακολουθεί τον γενικό κανόνα
οµοιοµορφίας που χαρακτηρίζει τη µυκηναϊκή κεραµική αυτής της περιόδου σε ολόκληρο τον
αιγαιακό χώρο, καθώς οι διάφοροι τοπικοί ρυθµοί δεν είχαν ακόµη διαµορφωθεί451.
Τα θέµατα που διακοσµούν τους πιεσµένους αλλά και τον απιόσχηµο ψευδόστοµο της
448
Mountjoy 1999, 436, αρ. 120, 122, 124 (Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Άλλα παραδείγµατα από την Αχαΐα είναι:
Papadopoulos 1978-79, PM.283-εικ. 72a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.80-εικ. 78a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ
ΙΙΙΓ1α) και πολλά άλλα. Βασιλογάµβρου 2000, 55, εικ. 7. Giannopoulos 2008, αρ. 53-πιν. 33 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Ύστερη). Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Πασχαλίδης 2013, 600-602.
Κολώνας 1998, πιν. 79, 102, 104-105, Α.Ε.Β.397 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Α.Ε.Β.381, 261, 396 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη)
και πολλά άλλα.
449
Mountjoy 1999, 437, αρ. 126 (Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
450
Papadopoulos 1978-79, 81. Moschos 2002, 21.
451
Desborough 1964, 1.
283
Κρήνης, απαντούν τόσο στην ανατολική (Νικολέικα, Αίγιον), όσο και στη δυτική Αχαΐα (Βούντενη,
Μιτόπολη). Μερικά βρίσκουν τα πρότυπά τους στην Αργολίδα, ενώ η προέλευση άλλων
ανιχνεύεται σε περιοχές της ανατολικής Ελλάδας, όπως π.χ. στη Ρόδο. Επιπλέον η χρήση κάποιων
θεµάτων καταδεικνύει πιθανές αλληλεπιδράσεις µεταξύ της Αχαΐας και της Ηλείας, ή ακόµη και µε
την Αττική και τη Βοιωτία. Ακολουθεί αναλυτική παρουσίασή τους:
452
Papadopoulos 1976, 11, Τ4/BE.641-642-πιν. 30 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, 256, Τ2/Π39, εικ. 46a-b (ΥΕ ΙΙΙΑ).
Mountjoy 1999, 268, αρ. 94 (Λακωνία/Μελάθρια ΥΕ ΙΙΙΑ2, FS 171), 219, αρ. 114 (Νέα Κόρινθος ΥΕ ΙΙΙΑ2), 765,
αρ. 103 (Φωκίδα/Κρίσα, ΥΕ ΙΙΙΒ). Kanta 1980, εικ. 59.2-3.
453
Mountjoy 1999, 123, αρ. 188 (Αργολίδα/Μυκήνες ΥΕ ΙΙΙΑ2, FS 171).
454
Mountjoy 1999, 1020, αρ. 96 (Ρόδος/Βάτι, ΥΕ ΙΙΙΒ). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 86, αρ. 11-πιν. 18
(Μιτόπολη, Τ5/9, ΥΕ ΙΙΙΒ1).
455
Papadopoulos 1976, T3/BE.612-πιν. 19 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, Τ2/Π27-εικ. 51a-b (ΥΕ ΙΙΙΒ). Mountjoy
1999, 547, αρ. 228 (Αττική/Σπάτα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 674, αρ. 132 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1018, αρ. 91
(Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΒ). Kanta 1980, εικ. 86.5-6, 91.8. Βικάτου 2008, Τ8/Π11070 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
456
Papadopoulos 1978-79, PM.796-εικ. 209d (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Petropoulos 2007, Τ2/Π26, εικ. 50a-b (ΥΕ
ΙΙΙΒ). Mountjoy 1999, 139, αρ. 252 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 549, αρ. 232 (Αίγινα/Κολώνα, ΥΕ ΙΙΙΒ1),
674, αρ. 131 (Βοιωτία/Τανάγρα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 382, αρ. 44 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 149-
150, Α.Ε.Β.415 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.608 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
457
Mountjoy 1999, 137, αρ. 248 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 146, αρ. 285 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 559, αρ. 283 (Αττική, ΥΕ
ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
458
Mountjoy 1999, 549, αρ. 232 (Κολώνα , ΥΕ ΙΙΙΒ1).
284
θέµατος, που θα επικρατήσει αργότερα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο459. Μπορούν επίσης να
παραλληλιστούν µε τους πολλαπλούς καµπύλους µίσχους (FM 19), που εµφανίζονται συχνά να
διακοσµούν πιεσµένους ψευδόστοµους. Σε αυτήν την περίπτωση το Π16305 µπορεί να
παραλληλιστεί µε ψευδόστοµο άγνωστης προέλευσης από την Αχαΐα και έναν ακόµη από τη
Θήβα460.
ε) Φυλλοφόρος ταινία (FM 64): Π16306.
Η φυλλοφόρος ταινία αποτελεί απλοποιηµένη απόδοση µυκηναϊκών ανθέων461. Στο αγγείο Π16306
έχει τη µορφή διπλής σειράς λεπτότεχνων γραµµιδίων. Το θέµα εµφανίζεται στο νεκροταφείο της
Βούντενης και στην Αγία Τριάδα Ηλείας462. Άλλα παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 προέρχονται από
Ρόδο, Μήλο, Μάνικα της Εύβοιας και Θήβα463. Το πλησιέστερο παράλληλο για το Π16306
αποτελεί ψευδόστοµος αµφορίσκος από το Αίγιο464.
στ) Ρόδακας (FM 27/24): Π16308.
Μικροί ρόδακες µε κεντρική στιγµή εναλλάσσονται µε κυµατοειδείς γραµµές, σε ακτινωτή
διάταξη. Παραδείγµατα πιεσµένων ψευδόστοµων µε διακόσµηση ροδάκων απαντούν σε Αχαΐα και
Ηλεία465. Το θέµα είναι διαδεδοµένο και στην Κρήτη466.
285
Μεσσηνία, Αττική, Φωκίδα και Βοιωτία. Επιπλέον ο ψευδόστοµος Π16346 µε ακόσµητο ώµο
πιθανώς είναι εισηγµένος από την Αργολίδα ή το Αιγαίο (βλ. ανωτέρω τύπος 3α).
468
Μountjoy 1999, 139, αρ. 254 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 168, αρ. 357 (Αργολίδα/Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση),
182, αρ. 408 (Αργολίδα/Ασίνη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 382, αρ. 43 (Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 683, αρ. 180
(Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 733, αρ. 41-2 (Σκύρος/Φούρκα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 89, 95,
Α.Ε.Β.661 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.943 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ2/Π4264 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
469
Mountjoy 1999, 422, αρ. 81, (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Giannopoulos 2008, αρ. 18-πιν. 22 (Σπαλιαρέικα,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
470
Mountjoy, 1999, 595, αρ. 450 (Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 782, αρ. 249 (Μεδεώνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
471
Papadopoulos 1978-79, PM.419-εικ. 211c, 111g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ2;). Papadopoulos 1976,
ΒΕ.589-πιν. 5a-b (ΤΑ, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 573, αρ. 350, (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 679, αρ. 159
(Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 733, αρ. 39 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 770, αρ. 146 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 847, αρ. 102
(Θεσσαλία ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας 1998, πιν. 119, 140, Α.Ε.Β.702 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη, σύµφωνα µε Moschos 2009,
350), ΑΕΒ.1314 (ΥΕ ΙΙΙΒ).
472
Giannopoulos 2008, αρ. 32-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 53, αρ. 5-
πιν. 7 (Μιτόπολη Τ2/5, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
473
Κολώνας 1998, πιν. 85, 91, Α.Ε.Β.103, 782.
474
Giannopoulos 2008, αρ. 33-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 53, αρ. 6-
πιν. 7 (Μιτόπολη, Τ2/6, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 95, 98, 116, Α.Ε.Β.1121, 581 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), Α.Ε.Β.956 (ΥΕ ΙΙΙΒ2;).
475
Papadopoulos 1978-79, PM.798-εικ. 103c (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΒ2). Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 4, 2–εικ.
286
Πλησιέστερο παράλληλο του Π16299 αποτελεί ψευδόστοµος από το νεκροταφείο του Κλάους476.
Το θέµα εµφανίζεται πιο σπάνια στην ανατολική Αχαΐα477, ή σε άλλες περιοχές (Αργολίδα,
Μεσσηνία, Βοιωτία)478.
στ) Συνδυασµός οριζόντιας κυµατοειδούς γραµµής (FM 53/18) και οµόκεντρων ηµικυκλίων (FM 43):
Π16249.
Το θέµα των οριζόντιων κυµατοειδών γραµµών απαντάται σε ψευδόστοµους αµφορείς από διάφορα
νεκροταφεία της Αχαΐας (∆ριµαλέικα, Νικολέικα, Σπαλιαρέικα, Βούντενη) αλλά και στην Αττική
και Φωκίδα479. Ο συνδυασµός τους µε λεπτότεχνα οµόκεντρα ηµικύκλια, όπως εδώ, είναι µάλλον
ασυνήθιστος και πρόκειται για το πρώτο γνωστό παράδειγµα.
ζ) Μικροί ρόµβοι µε κεντρική στιγµή (FM 73o): Π16289.
Ακριβές παράλληλο του θέµατος των µικρών ρόµβων µε κεντρική στιγµή βρίσκεται σε
ψευδόστοµο από τις Μυκήνες της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης480. Τα δύο αγγεία διαθέτουν µάλιστα παρόµοια
διακόσµηση σώµατος, από συνεχείς ζώνες λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από πλατύτερες.
η) Πλοχµός (FM 48), θαλάσσια ανεµώνη διαγραµµισµένη εσωτερικά µε σταυρό (FM 27/2): Π16317.
Ίδιος συνδυασµός µοτίβων δε βρέθηκε. Τα πλησιέστερα παράλληλα του Π16317, αποτελούν δύο
ψευδόστοµοι αµφορείς της Βούντενης, που ο ένας διαθέτει διακόσµηση µε διαγραµµισµένες
ανεµώνες και ο άλλος πλοχµό σε οριζόντια διάταξη481. Μερικά ακόµη παραδείγµατα των δύο
θεµάτων προέρχονται από την Αχαΐα482 ή και εκτός αυτής483.
θ) Κρεµάµενα γραµµίδια (FM 72/14): Π16345.
Το θέµα των κρεµάµενων γραµµιδίων εµφανίζεται πολύ σπάνια για τη διακόσµηση του ώµου
ψευδόστοµων αµφορέων και το παράδειγµα της Κρήνης είναι το πρώτο γνωστό από την Αχαΐα.
Χρησιµοποιείται κυρίως για τη διακόσµηση πρόχων αλλά και άλλων αγγείων σε όλη τη διάρκεια
11, 16 (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 31-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 22-πιν. 3 (Μιτόπολη, Τ1/21, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Paschalidis,
McGeorge 2009, 87, εικ. 8a (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Πασχαλίδης 2013, 567. Κολώνας 1998, πιν. 93, 95,
97, 137, 151, Α.Ε.Β.620 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), Α.Ε.Β.861, 949, 1041, 1042 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη) κ.ά.
476
Mountjoy 1999, 422, αρ. 82 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
477
Petropoulos 2007, T4/λάκκος 6/Π42, 260, εικ. 71a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
478
Mountjoy 1999, 154, αρ. 310 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 346, αρ. 100 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 690,
αρ. 212 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
479
Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 6-εικ. 14, (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Petropoulos 2007, T2/Π14,
255, εικ. 37a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 14 (Σπαλιαρέικα, αρχές της ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέσης). Mountjoy 1999, 573, αρ. 352 (Αττική/Λιγόρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 776, αρ. 185-6 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 85, 93, Α.Ε.Β.266, 839 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
480
Mountjoy 1999, 154, αρ. 311 (Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
481
Κολώνας 1998, πιν.87, 96, Α.Ε.Β.420 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1026 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
482
Papadopoulos 1978-79, PM.104-εικ. 218h, 69e/f (Χαλανδρίτσα/Αγ. Βασίλειος, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Petropoulos 2007,
Τ4/Π58-εικ. 29, 279, 262 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 11-πιν. 2 (Τ1/10, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.950 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
483
Mountjoy 1999, 167, αρ. 350 (Αργολίδα/Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
287
της ΥΕ ΙΙΙΓ484 και απαντάται στην Αττική, αλλά και στην Αργολίδα και σε πολλές άλλες περιοχές.
484
Mountjoy 1999, 575, αρ. 355 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 588, αρ. 421 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 609, αρ. 538
(Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 178, αρ. 387-8, 391 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
485
Papadopoulos 1978-79, PM.670-εικ. 92 (Υποµυκηναϊκή).
486
Papadopoulos 1978-79, PM.307-εικ. 66e-f (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
αρ. 12-πιν. 2, (Τ1/11, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), αρ. 14-15-πιν. 3, (Τ1/13-14, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και Πρώιµη-Μέση).
Κολώνας 1998, πιν. 97, 107, 133, Α.Ε.Β.421 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1065 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1008
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.1009 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Πασχαλίδης 2013, 585.
288
ρυθµός της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης, που χρησιµοποιεί θέµατα όπως διαγραµµισµένες µετόπες, δικτυωτές
ζώνες και δικτυωτούς ρόµβους σε πυκνή διάταξη487. Σε αυτόν είναι σαφείς οι επιδράσεις του
πυκνού ρυθµού. Σχετικά παραδείγµατα έχουν προέλθει από τα νεκροταφεία του Κλάους, της
Μιτόπολης και της Βούντενης488. Τα πλησιέστερα παράλληλα του Π16290 αποτελούν ψευδόστοµοι
αµφορείς από το Κλάους489. Υπάρχει µάλιστα πιθανότητα η κατασκευή του αγγείου να έχει γίνει σε
κοινό εργαστήριο µε αυτούς.
δ) Mετόπες οριζόντιες ή κάθετες που γεµίζουν εσωτερικά µε εγκάρσια γραµµίδια (FM 75/36),
οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές (FM 53/18), κάθετες κυµατοειδείς γραµµές (FM 53/39): Π16245.
Συνδυασµός µετόπης µε σειρές οριζόντιων κυµατοειδών γραµµών διαπιστώνεται σε αγγεία που
προέρχονται από το Κλάους και τη Βούντενη490. Απλές κάθετες κυµατοειδείς γραµµές διακοσµούν
ψευδόστοµους αµφορίσκους αυτής της φάσης από τα ∆ριµαλέικα της Κρήνης και τη
Χαλανδρίτσα491.
ε) ∆ικτυωτός ρόµβος (FM 73y), δικτυωτό (FM 57/2): Π16296.
Οριζόντιες ζώνες που γεµίζουν µε δικτυωτό εµφανίζονται σε ψευδόστοµους από το Κλάους και τη
Βούντενη492. Το θέµα των δικτυωτών ρόµβων είναι σε χρήση στα πλαίσια του αναφερόµενου
διακοσµητικού ρυθµού, αλλά και σε αγγεία µε πιο απλή διακόσµηση. Πολυάριθµα παραδείγµατα
προέρχονται από την Αχαΐα493, την Ηλεία494 και άλλες περιοχές495.
στ) Καµπύλη ταινία µε κρόσσια (δεν ταυτίζεται µε κάποιο µοτίβο του Furumark) και περίστικτα
οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43i): Π16256.
Η καµπύλη διαµόρφωση της κροσσωτής ταινίας είναι σπάνια και πιθανώς παραπέµπει σε
σχηµατοποιηµένο πλοκάµι, υποδεικνύοντας επίδραση του πολυποδικού ρυθµού496. Τα περίστικτα
487
Ο Πασχαλίδης αναφερόµενος σε ανάλογα παραδείγµατα του Κλάους, περιγράφει αυτήν την τεχνοτροπία (βλ.
Paschalidis, McGeorge 2009, 93-94, εικ.10b. Πασχαλίδης 2013, 586, 588, 591-592.
488
Papadopoulos 1978-79, PM.411a-εικ. 224f, 107g-h (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.961-εικ. 225c, 0116i (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis, McGeorge, 2009, 94, εικ. 10b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-φάση 3).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 75, 80, αρ. 4-πιν. 15, (Τ4/4, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 88, 93, 137,
Α.Ε.Β.578 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), A.E.B.855 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), A.E.B.1068 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
489
Papadopoulos 1978-79 και Paschalidis, McGeorge 2009, ως ανωτέρω στην προηγούµενη παραποµπή.
490
Paschalidis, McGeorge 2009, 94, εικ. 10b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση-φάση 3). Πασχαλίδης 2104, 588, 591-592.
Κολώνας 1998, πιν. 137, Α.Ε.Β.1068 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
491
Papadopoulos 1978-79, PM.113-εικ. 221a, 100d-e (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Papazoglou-Manioudaki 1994, 919,
παρ. 9-10-εικ. 17-18, (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
492
Papadopoulos 1978-79, PM.411a-εικ. 224f, 107g-h (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Κολώνας 1998, πιν. 137, Α.Ε.Β.1068
(ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
493
Papadopoulos 1978-79, PM.411a-εικ. 224f, 107g-h (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Paschalidis, McGeorge 2009, 94, εικ.
10b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-φάση 3). Πασχαλίδης 2013, 588, 591-592. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 4-
πιν. 15, 75 (Τ4/4, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Mountjoy 1999, 428, αρ. 96 (Αχαΐα/Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Petropoulos
2007, Τ4/λάκκος 6/Π50, 263, εικ. 81a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 91, 101, Α.Ε.Β.258 (ΥΕ ΙΙΙΓ),
Α.Ε.Β.793 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
494
Μountjoy 1999, 397, αρ. 100 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Βικάτου 2008, Τ32/Π4583 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
495
Mountjoy 1999, 167, αρ. 349 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 229, αρ. 178 (Κορινθία/Κοράκου, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 461, αρ. 64 (Κεφαλονιά/Λακκίθρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 782, αρ. 254 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
496
Μountjoy 1999, 164, αρ. 341 (Αργολίδα/παλαιά Επίδαυρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 590, αρ. 440 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση),
289
οµόκεντρα ηµικύκλια είναι πολύ προσφιλές θέµα του διακοσµητικού ρυθµού της δυτικής Αχαΐας497
και η χρήση τους στην περιοχή ξεκινά από την ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση. Συνδυασµός παρόµοιων θεµάτων
απαντάται σε ψευδόστοµο άγνωστης προέλευσης από την Αχαΐα498.
ζ) Κρεµαστές κροσσωτές καµπύλες ταινίες, οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43), κρεµάµενα γραµµίδια (FM
72/14), οριζόντια κυµατοειδής γραµµή (FM 53/18),: Π16270.
Έξι κροσσωτές καµπύλες ταινίες ξεκινούν από τη βάση του ψευδοστοµίου και ανοίγονται ανά τρεις
µε αντίθετη φορά µέσα στο ηµικύκλιο, αποτελώντας πιθανώς προσπάθεια απόδοσης
σχηµατοποιηµένου χταποδιού (βλ. προηγούµενο παράδειγµα). Παρόµοιες εµφανίζονται σε
ψευδόστοµο αµφορέα από τη Χαλανδρίτσα499.
η) Σχηµατοποιηµένη «αχιβάδα» ή περίτεχνα τόξα (FM 25 ή FM 43), πλοχµός (FM 48/22), ενωµένα
ηµικύκλια ή κροσσοπετάλια (FM 42/8): Π16248.
Τα τεταρτοκύκλια του στοµίου φέρουν κοσµήµατα σχηµατοποιηµένων «αχιβάδων», µε τη µορφή
µεγάλων διπλών τόξων που περιέχουν άλλα µικρότερα, αντίθετης φοράς και περίστικτα500. Το θέµα
υιοθετείται από τα κεραµικά εργαστήρια της δυτικής Αχαΐας κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, όπως
φαίνεται από παραδείγµατα προερχόµενα από διάφορα νεκροταφεία της περιοχής501. Επίσης
διαπιστώνεται η διάδοσή του κατά τη φάση αυτή µέχρι την Ηλεία502. Λίγο πρωιµότερο παράδειγµα
της ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµης έχει προέλθει από την Τουρλωτή Σητείας503. Τα πλησιέστερα παράλληλα
του Π16248 αποτελούν οι ψευδόστοµοι Α.Ε.Β.846 και Α.Ε.Β.344 του νεκροταφείου της
Βούντενης504. Λόγω της µεγάλης οµοιότητας υποθέτουµε ότι τα αγγεία προέρχονται µάλλον από
κοινό εργαστήριο.
θ) Σχηµατοποιηµένες «αχιβάδες» ή περίτεχνα τόξα (FM 25, FM 43), οριζόντιοι καµπύλοι αµείβοντες
(FM 58): Π16255.
Πολύ λίγα αγγεία διαθέτουν αµείβοντες µε καµπύλο περίγραµµα, διαχωρισµένους σε δύο ή τρεις
1052, αρ. 190 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Πασχαλίδης 2013, 585. Σχετικά µε τον πολυποδικό ρυθµό
και την τοπική παραγωγή κεραµικής κρητικών προτύπων στην ευρύτερη περιφέρεια της δυτικής Πελοποννήσου,
βλ. Βλαχόπουλος 2012, 233-237, Σαλαβούρα 2007, 409-418, Βικάτου 2008, 701-704, Moschos 2009a 355-356.
497
Η παρατήρηση αυτή έχει γίνει από τον καθηγητή Παπαδόπουλο, βλ. 1978-79, 81, αλλά επιβεβαιώνεται και από τις
πιο πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή. Για το ίδιο θέµα βλ. Moschos 2002, 24. Παραδείγµατα: Papadopoulos
1978-79, PM.207-εικ. 208f, 71c-d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.234-εικ. 218g, 106g-h (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.212-εικ. 218b και 85g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1a). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, αρ. 35-πιν. 4 (Τ1/34, ΥΕ ΙΙΙΑ2;). Κολώνας 1998, πιν. 86, 104, Α.Ε.Β.407 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση),
Α.Ε.Β.380 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.381 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη) και πολλά άλλα.
498
Papadopoulos 1978-79, PM.234-εικ. 218g, 106g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1a).
499
Papadopoulos 1978-79, PM.82- εικ. 69c-d.
500
Papadopoulos 1978-79, 77, αρ. 6, όπου σχολιάζει το µοτίβο.
501
Papadopoulos 1978-79, PM.380-εικ. 225a, 72e-f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.946-εικ. 225b, 96a-b (Καγκάδι, ΥΕ
ΙΙΙΓ1α). Κολώνας 1998, πιν. 86, 125, Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.344 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Πασχαλίδης
2013, 586.
502
Μountjoy 1999, 392, αρ. 79 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Βικάτου 2008, Τ1/Π4281 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), σε ληκύθιο.
503
Paschalidis, McGeorge 2009α, SM.5073, 13, εικ. 17 (YE IIIB/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Θεωρείται εισηγµένο από τη Ρόδο.
504
Κολώνας 1998, πιν. 86, 125, Α.Ε.Β.344 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
290
οµάδες και µε οριζόντια διάταξη, όπως στην προκειµένη περίπτωση505. Η σχεδιαστική απόδοση
των µοτίβων παρουσιάζει µεγάλη οµοιότητα µε τα αγγεία Α.Ε.Β.846 και Α.Ε.Β.925 της
Βούντενης506.
ι) ∆ιαγραµµισµένα τρίγωνα χωρίς περίγραµµα (FM 61A), θαλάσσια ανεµώνη µε κρόσσια και κεντρική
στιγµή (FM 27/11), σχηµατοποιηµένες «αχιβάδες» ή περίτεχνα τόξα (FM 25, FM 43): Π17061.
Στη ζώνη πίσω από τις λαβές αναπτύσσονται δύο µεγάλα διαγραµµισµένα τρίγωνα χωρίς
περίγραµµα και µεταξύ αυτών µικρή ανεµώνη µε κρόσσια και κεντρική στιγµή. Κατά µία τολµηρή
ερµηνεία η ανεµώνη συµβολίζει τον ήλιο και τα ανοιχτά τρίγωνα τους κυµατισµούς της θάλασσας,
συνθέτοντας κατά αυτόν τον τρόπο θαλασσινό τοπίο, στο οποίο ταιριάζουν οι «αχιβάδες» της
απέναντι πλευράς. Συνδυασµός ανοιχτών τριγώνων και κροσσωτών κύκλων διαπιστώνεται σε δύο
ακόµη ψευδόστοµους από τα νεκροταφεία της Χαλανδρίτσας και του Κλάους507.
ια) Οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές (FM 53/18): Π16387.
Η διακόσµηση µε οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές έχει ξεκινήσει από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση
στην Αχαΐα. Λίγα ακόµη παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης εµφανίζουν πολλαπλές σειρές τέτοιων
γραµµών508.
ιβ) Οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π10566.
Τα ηµικύκλια είναι ιδιαίτερα αγαπητά στην Αχαΐα και απαντούν σε όλες τις φάσεις της ΥΕ ΙΙΙΓ509.
Η γεφύρωση των ηµικυκλίων µε µικρές οριζόντιες γραµµές, είναι σπάνιος τύπος διακόσµησης κατά
τη φάση αυτή. Μπορεί να δοθεί ως παράλληλο ένας ψευδόστοµος άγνωστης προέλευσης από την
Αχαΐα, στον οποίο όµως τα ηµικύκλια γεφυρώνονται µε µικρές κυµατοειδείς γραµµές510.
ιγ) Κροσσωτά οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π16257.
Τα κροσσωτά οµόκεντρα ηµικύκλια είναι πιθανό ότι προέρχονται από ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΒ φυτικά
µοτίβα511. Είναι ένα από τα πιο αγαπητά και διαδεδοµένα θέµατα για τη διακόσµηση του ώµου των
ψευδόστοµων αµφορέων της δυτικής Αχαΐας και θεωρούνται χαρακτηριστικά του τοπικού
διακοσµητικού ρυθµού512. Η χρήση τους τόσο στην Αχαΐα όσο και σε άλλες περιοχές ξεκινά από
505
Mountjoy 1999, 391, αρ. 75 (Ηλεία/Κλαδέος, ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση).
506
Κολώνας 1998, πιν. 125, 127, Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.925 (ΥΕ ΙΙΙ1Γ1β).
507
Papadopoulos 1978-79, PM.54, PM.211-εικ. 208d-e, 96c, 71e-f (Χαλανδρίτσα, Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b και ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
508
Papadopoulos 1978-79, PM.1391-εικ. 220h, 115c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ2;). Giannopoulos 2008, αρ. 2-
πιν. 14 (Σπαλιαρέικα, Τ1/ΟΜ.3, αρχές της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης). Πασχαλίδης 2013, 588.
509
Papadopoulos 1978-79, PM.455-εικ. 213f, 103a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Petropoulos 2007,
Τ4/Λ6/Π42-εικ. 71a/b (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), Τ4/Π55-εικ. 27, 86a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 87,
96, 123, 138, Α.Ε.Β.422 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.795 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.975 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Α.Ε.Β.1097 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Πασχαλίδης 2013, 584.
510
Papadopoulos 1978-79, PM.52-εικ. 215d, 94f (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
511
Papazoglou-Manioudaki 1994, 191. Kanta 1980, εικ. 43.2 και 4.
512
Την παρατήρηση κάνει ο Παπαδόπουλος στο Myc.Achaea 1978-79, 81. Σχετική αναφορά γίνεται και από τον
Μόσχο, στο Moschos 2002, 24.
291
την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και Μέση513, αλλά γενικεύεται από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη και εξής.
513
Papadopoulos 1978-79, PM.285-εικ. 216d, 91a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Papazoglou-Manioudaki
1994, 189, αρ. 7, (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Μountjoy 1999, 428, αρ. 98 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 16-πιν. 3 (Τ1/15, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Πασχαλίδης 2013, 567, 585. Mountjoy
1999, 788, αρ. 284 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη;), 1058, αρ. 216-7 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση),
1133, αρ. 21, (Κάλυµνος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας, 1998, πιν. 93, Α.Ε.Β.862 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
514
Papadopoulos 1978-79, 81. Moschos 2002, 21.
515
Papadopoulos 1978-79, PM.309-εικ. 82d-e, 223h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.398-εικ.223g, 83g-h
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Πασχαλίδης 2013, 612. Giannopoulos 2008, αρ. 13-πιν. 22 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.2, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 78, 103, 117, Α.Ε.Β.262 (YE IIIΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.341 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Νεότερη), Α.Ε.Β.612, ΥΕ ΙΙΙΓ1α, πιν. 132, Α.Ε.Β.1002 (ΥΕ ΙΙΙΓ-φάση 2).
516
Mountjoy 1999, 181, 182, αρ. 399, 411 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 292, αρ.241 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη),
616, αρ. 562, 618, και αρ. 568 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 461, αρ. 62-63 (Κεφαλονιά, Υ Ε ΙΙΙΓ Ύστερη), 789, αρ.
286, 290 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 960, αρ. 74-5 (Νάξος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1058, αρ. 216 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση). Βικάτου 2008, Τ33/Π11088 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
292
άκρες (FM 71/9): Π16323.
Το περιγραφόµενο θέµα έχει προέλθει από τον πυκνό ρυθµό της Αργολίδας517. Στη δυτική Αχαΐα
κάνει την εµφάνισή του κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη, µε παραδείγµατα από το Κλάους, τη
Βούντενη και τα Σπαλιαρέικα518. Ενίοτε εµφανίζεται και σε άλλες περιοχές519.
γ) ∆ιαποίκιλτα τρίγωνα, περιγεγραµµένα µε κρόσσια, που γεµίζουν εσωτερικά µε φολιδωτό και
παράλληλες γραµµές (FM 42/32): Π16278.
Τα φολιδωτά τρίγωνα έχουν επίσης προέλθει από τον πυκνό ρυθµό520. Στη δυτική Αχαΐα
υιοθετούνται κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη, αποτελώντας ένα από τα συνήθη θέµατα του
τοπικού διακοσµητικού ρυθµού521. Η διάδοσή τους φθάνει και στην Ηλεία522, απαντούν όµως και
σε άλλες περιοχές523. Ο συνδυασµός φολιδωτού κοσµήµατος και κάθετων ή οριζόντιων γραµµιδίων
εµφανίζεται σε ένα ακόµη αγγείο από το νεκροταφείο της Βούντενης524.
δ) Περίτεχνα ηµικύκλια που γεµίζουν εσωτερικά µε λοξά γραµµίδια (FM 43 ή FM 71): Π16314.
Το αναφερόµενο θέµα κατάγεται επίσης από τον πυκνό ρυθµό525. Η τοξωτή παραλλαγή του
θέµατος είναι σπάνια και εκτός του αγγείου της Κρήνης απαντάται σε έναν ακόµη ψευδόστοµο
άγνωστης προέλευσης από την Αχαΐα526. Η τριγωνική παραλλαγή είναι πολύ πιο συχνή και
εµφανίζεται στην Αχαΐα527, αλλά και σε άλλες περιοχές528.
ε) Περίτεχνα ηµικύκλια που γεµίζουν µε άλλα µικρότερα αντίθετης φοράς (FM 25 ή FM 43): Π16341.
Τα περιγραφόµενα περίτεχνα ηµικύκλια αποτελούν παραλλαγή των σχηµατοποιηµένων
«αχιβάδων» της προηγούµενης φάσης. Παρατηρείται διαφοροποίηση στην απόδοση των
εσωτερικών ηµικυκλίων, τα οποία δεν είναι πλέον περίστικτα αλλά απλά. Εσωτερικά ηµικύκλια
χωρίς στιγµές ή κρόσσια εµφανίζονται και σε ψευδόστοµους από το Κλάους Πατρών και από την
517
Mountjoy 1999, 167 αρ. 348 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
518
Papadopoulos 1978-79, PM.397-εικ. 224a, 80c-d (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.396-εικ. 224b, 86h-i (Κλάους, ΥΕ
ΙΙΙΓ1b). Giannopoulos 2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν.
77, 83, 111, Α.Ε.Β.246, Α.Ε.Β.537, Α.Ε.Β.963 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
519
Mountjoy 1999, 292, αρ. 240 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 590, αρ. 439 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
520
Mountjoy 1999, 166, αρ. 342 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
521
Papadopoulos 1978-79, BE.4-εικ. 88f, 211j, (Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.80-εικ. 78a-b, 212f (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.76-εικ. 85d-e, 213a (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b) και πολλά άλλα. Mountjoy
1999, 436, αρ. 120 (Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Πασχαλίδης 2013, 607 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
Giannopoulos, 2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 106, 111,
142, 144, Α.Ε.Β.406, A.E.B.539, Α.Ε.Β.1028, Α.Ε.Β.1335, Α.Ε.Β.1326 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη) και πολλά άλλα.
522
Βικάτου 2008, Τ32/Π4578 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
523
Mountjoy 1999, 620, αρ. 569 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 690, αρ. 214 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1070, αρ. 270
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
524
Κολώνας 1998, πιν. 99, Α.Ε.Β.250 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
525
Mountjoy 1999, 167, αρ. 348 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
526
Papadopoulos 1978-79, PM.80-εικ. 212f, 78a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
527
Giannopoulos 2008, αρ. 53-πιν. 33 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 77, 99-
100, Α.Ε.Β.246 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.257 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.247 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη), και άλλα.
528
Mountjoy 1999, 292, αρ. 240 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 788, αρ. 282 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 1071, αρ. 281
(Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/Υποµινωική). Βικάτου 2008, Τ16/Π5350 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη;).
293
Αγία Τριάδα Ηλείας529.
στ) ∆ιακόσµηση µε συστήµατα οµόκεντρων τόξων (FM 43/32): Π16337, Π16340, Π16279.
Η διακόσµηση µε συστήµατα οµόκεντρων τόξων αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικούς
τρόπους του πυκνού ρυθµού530. Στον ψευδόστοµο Π16337, στη ζώνη του ηµικυκλίου τέσσερα
οµόκεντρα ηµικύκλια γεφυρώνονται ανά δύο µε οριζόντιες γραµµές και ακολούθως µε άλλα
οµόκεντρα ηµικύκλια. Στους ψευδόστοµους Π16340, Π16279 γίνεται συνδυασµός γεφυρωµένων
ηµικυκλίων στην πίσω ζώνη, µε διαποίκιλτα τρίγωνα εκατέρωθεν του στοµίου. Παρόµοια
παραδείγµατα µε τα παραπάνω έχουν προέλθει από τη Βούντενη, το Κλάους, από άλλα
νεκροταφεία της Αχαΐας και από την Αγία Τριάδα Ηλείας531.
ζ) Περίστικτος δικτυωτός ρόµβος που απολήγει σε δύο άγκιστρα (FM 73ae) και κροσσωτές ταινίες
(δεν ταυτίζεται µε µοτίβο του Furumark): Π16315.
Οι κροσσωτές ταινίες εµφανίζονται σε ψευδόστοµους αµφορείς της δυτικής Αχαΐας και Ηλείας
κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση και Ύστερη532. Παρόµοια ακτινωτή διάταξη παρουσιάζουν αυτές σε
παραδείγµατα από την Αγία Τριάδα Ηλείας533. Ακριβές παράλληλο του Π16315 βρίσκεται σε
ψευδόστοµο από το Αγραπιδοχώρι της Ηλείας που διαθέτει πανοµοιότυπο δικτυωτό ρόµβο534.
η) Ενάλληλοι ρόµβοι κροσσωτοί στην περιφέρεια απολήγουν στα άκρα σε δύο σπείρες (FM 73/i, ab,
ac): Π16260.
Περίτεχνοι ρόµβοι αποτυπώνονται κατά την περίοδο αυτή και σε άλλους ψευδόστοµους αµφορείς
από την περιοχή της δυτικής Αχαΐας535. Τέτοιου είδους θέµατα προέρχονται από τον πυκνό ρυθµό
της Αργολίδας536. ∆ιαπιστώνεται όµως η διάδοσή τους µέχρι και τη Ρόδο537.
θ) Σπείρες (FM 46, 51 και 52/8): Π16240, Π16333.
Η σπείρα συµπεριλαµβάνεται στο θεµατολόγιο του πυκνού ρυθµού538. Για τη χρήση της στην Αχαΐα
529
Πασχαλίδης 2013, 624. Βικάτου 2008, Τ20/Π4393 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Τ29/Π4526 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
530
Mountjoy 1999,166, αρ. 343 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
531
Papadopoulos 1978-79, PM.396-εικ. 224b, 86h-i (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.214-εικ. 213b, 80a-b (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.384-εικ. 216c, 77e-f (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Πασχαλίδης 2013, 606 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Ύστερη). Giannopoulos 2008, αρ. 43-πιν. 28 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Βασιλογάµβρου
2000, 55, εικ. 7. Κολώνας 1998, πιν. 77, 105, Α.Ε.Β.248, (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), πιν. 99, 134, Α.Ε.Β.249 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.1016 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), πιν. 78, 105, Α.Ε.Β.268 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη;), Α.Ε.Β.400
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), πιν. 116, Α.Ε.Β.591 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Βικάτου 2008, Τ20/Π4394 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη).).
532
Papadopoulos 1978-79, PM.305-εικ. 219b, 110g-h (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Moschos 2009α, 281, 257,
εικ. 17-8 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, Μιτόπολη Τ1/35 αρ. 36-πιν. 4 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Νεότερη). Mountjoy 1999, 396, αρ. 95 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 86, 153,
Α.Ε.Β.408 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Α.Ε.Β.768 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
533
Βικάτου 2008, Τ10/Π4363 και Τ20/Π4388.
534
Mountjoy 1999, 397, αρ. 100 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
535
Papadopoulos 1978-79, PM.546-εικ. 219f, 97c-d (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Πασχαλίδης 2013, 615.
536
Mountjoy 1999, 164, αρ. 340 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
537
Mountjoy 1999, 1055, αρ. 207 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
538
Mountjoy 1999, 167, αρ. 345 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
294
πιθανολογείται επίδραση από την Κεφαλονιά, λόγω της µεγάλης οµοιότητας των αχαϊκών539 µε τα
κεφαλληνιακά παραδείγµατα540.
ι) Περίτεχνες αντιθετικές σπείρες (FM 50): Π16336.
Η χρήση των περίτεχνων αντιθετικών σπειρών για τη διακόσµηση ψευδόστοµων αµφορέων είναι
σπάνια, καθώς πέραν του αγγείου της Κρήνης είναι γνωστά λίγα παραδείγµατα (Κλάους Πατρών
και Αγία Τριάδα Ηλείας)541. Το θέµα είναι συνηθέστερο για τη διακόσµηση κρατήρων και βαθέων
σκύφων σε όλη τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ542.
ια) Τρίγλυφο (FM 75): Π16338.
Το θέµα του τριγλύφου χρησιµοποιείται σπάνια για τη διακόσµηση του ώµου ψευδόστοµων
αµφορέων. Υπάρχουν µερικά ακόµη παραδείγµατα από την Αχαΐα543 και την Αττική544, που
χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη. Το θέµα επιβιώνει
µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, όπως φαίνεται από παραδείγµατα αγγείων της φάσης αυτής που το
φέρουν, όπως είναι π.χ. ψευδόστοµος από το Κλάους Πατρών και λήκυθος από τις Πόρτες
Αχαΐας545.
ιβ) Περίστικτα οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43i): Π16269, Π16275, Π16320, Π10438.
Ως γνωστόν,τα περίστικτα ηµικύκλια είναι προσφιλές θέµα του διακοσµητικού ρυθµού της δυτικής
Αχαΐας και η χρήση τους στην περιοχή ξεκινά κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, αλλά επικρατούν από την
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη και εξής. Οι ψευδόστοµοι αµφορείς Π16275 και Π16269 διαθέτουν
διακόσµηση περίστικτων ηµικυκλίων που διευθετούνται από ένα εκατέρωθεν του στοµίου και τρία
στην απέναντι ζώνη. Στον ψευδόστοµο Π16320 παρεµβάλλεται φολιδωτό τρίγωνο µεταξύ των
στιγµωτών ηµικυκλίων στη ζώνη πίσω από τις λαβές. Στην περίπτωση του Π10438, υπάρχει
πρωτότυπη διακόσµηση στη ζώνη του ηµικυκλίου, όπου τέσσερα ανισοµεγέθη περίστικτα
ηµικύκλια «κρέµονται» από στενή ζώνη οριζόντιων αµειβόντων. Παράλληλα των παραπάνω
θεµάτων προέρχονται από τη Βούντενη και το Κλάους546.
539
Papadopoulos 1978-79, PM.223-εικ. 220a, 99a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.222-εικ. 220d, 67g-h
(άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Κολώνας 1998, πιν.108, 143, Α.Ε.Β.456 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.1332 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση).
540
Mountjoy 1999, 458, αρ. 58, αρ. 59 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Souyoudzoglou-Haywood 1999, A1440-πιν. 16
(Μεταξάτα), Α1488, Α1048-πιν. 17.
541
Πασχαλίδης 2013, 625. Βικάτου 2008, Τ2/Π4246 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
542
Papadopoulos 1978-79, εικ. 197, αρ. 28-31 (σε τετράωτους αµφορείς). Mountjoy 1999, 227, αρ. 159 (Κορινθία,
ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 361, αρ. 140 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 389, αρ. 72 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 599, αρ.
481 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 791, αρ. 296 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 913, αρ. 127 (Μήλος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
1033, αρ. 151 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
543
Giannopoulos 2008, αρ. 39-41-πιν. 26 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 92,
Α.Ε.Β.803 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
544
Mountjoy 1999, 595, αρ. 452 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
545
Πασχαλίδης 2013, 625 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Moschos 2009α, 283, εικ. 25 (Πόρτες ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική).
546
Κολώνας 1998, πιν. 104, Α.Ε.Β.380, Α.Ε.Β.381 (ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση-Nεότερη), πιν. 81, 135, Α.Ε.Β.546, Α.Ε.Β.1028
(ΥΕ ΙΙΙΓ Mέση-Nεότερη), πιν. 79, Α.Ε.Β.394. Πασχαλίδης 2013, 624.
295
ιγ) Κροσσωτά οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43p): Π16342, Π16386, Π16332, Π16334.
Τα κροσσωτά οµόκεντρα ηµικύκλια αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα θέµατα του
τοπικού διακοσµητικού ρυθµού της δυτικής Αχαΐας547. Εµφανίζονται στην περιοχή ήδη από την ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, αλλά η χρήση τους γενικεύεται πλέον από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη και
εξής548. Ο ψευδόστοµος αµφορίσκος Π16386 διαθέτει κροσσωτά ηµικύκλια µε οξυκόρυφη
διαµόρφωση που αποδίδονται µε τρόπο αµελή και βιαστικό, ενώ αυτά της πίσω ζώνης πλαισιώνουν
δύο κάθετες κυµατοειδείς γραµµές. Ο ψευδόστοµος Π16332 διαθέτει κακοσχεδιασµένα ηµικύκλια
στη ζώνη του στοµίου, τα οποία έχουν πολύ µεγάλα κρόσσια. Επιπλέον, στη ζώνη του ηµικυκλίου
άτεχνες κυµατοειδείς γραµµές πλαισιώνονται από οµάδες ηµικυκλίων και πολλαπλών καµπύλων
µίσχων. Παράλληλα για τα παραπάνω προέρχονται από την Αχαΐα και άλλες περιοχές549.
ιδ) Οξυκόρυφα οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π16321, Π16313, Π16335, Π16343, Π16263.
Ο ψευδόστοµος Π16321 φέρει στη ζώνη πίσω από τις λαβές οµόκεντρα ηµικύκλια που πλασιώνουν
στήλη κατακόρυφων αµειβόντων. Στους ψευδόστοµους Π16313 και Π16335 τα οµόκεντρα
ηµικύκλια πλαισιώνουν κάθετες κυµατοειδείς γραµµές. Στον δε ψευδόστοµο αµφορέα Π16343
υπάρχουν δύο ηµικύκλια εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα τρία στην πίσω ζώνη. Παράλληλα
ανευρίσκονται σε νεκροταφεία της δυτικής Αχαΐας, στην Ηλεία και στην Αργολίδα550.
ιε) Απλά οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π16261, Π10567, Π10437.
Ο ψευδόστοµος αµφορίσκος Π16261 διαθέτει διακόσµηση απλών άτεχνων ηµικυκλίων, που είναι
διευθετηµένα από δύο εκατέρωθεν του στοµίου και άλλα δύο στη ζώνη πίσω από τις λαβές. Ο
ψευδόστοµος αµφορέας Π10567 φέρει ηµικύκλια καλοσχεδιασµένα, η διάµετρος των οποίων
µειώνεται σταδιακά στη ζώνη πίσω από τις λαβές. Στον ψευδόστοµο Π10437 γίνεται ένας
ασυνήθιστος συνδυασµός ακόσµητου ώµου και µικρών άτεχνων ηµικυκλίων. Παρόµοια
παραδείγµατα προέρχονται από την Αχαΐα και την Ηλεία551
547
Την παρατήρηση κάνει ο Παπαδόπουλος στο Myc.Achaea 1978-79, 81. Σχετική αναφορά γίνεται και από τον
Μόσχο, στο Moschos 2002, 24.
548
Papadopoulos 1978-79, PM.279-εικ. 216a, 76c-d (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α), PM.284-εικ. 216b, 68d (Kλάους, ΥΕ
ΙΙΙΓ1b). Giannopoulos, 2008, αρ. 1, 3-πιν. 69 (Λεόντιο, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Paschalidis, McGeorge 2009, 97, εικ.
12α-β (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη/φάση 4). Πασχαλίδης 2013, 608, 623 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη και Ύστερη).
Κολώνας 1998, πιν. 104-5, 110, Α.Ε.Β.387 (ΥΕ ΙΙΙΓ), Α.Ε.Β.395 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.496 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη) και πολλά άλλα.
549
Papadopoulos 1978-79, PM.95-εικ. 113f, 215e (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή), PM.72-εικ. 87c-d, 215b
(Μικρός Ποντιάς- Λοµποκά, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Moschos 2009α, 256-7, εικ. 21, 25. Κολώνας 1998, πιν. 105, Α.Ε.Β.399
(ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη). Mountjoy 1999, 193 αρ. 463 (Ασίνη, Υποµυκηναϊκή). Paschalidis, McGeorge 2009, όπως στην
προηγούµενη παραποµπή.
550
Papadopoulos 1978-79, PM.75-εικ. 84c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.72-εικ. 215b, 87c (Μικρός
Ποντιάς- Λοµποκά, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Mountjoy 1999, 193, αρ. 463 (Ασίνη, Υποµυκηναϊκή). Βασιλογάµβρου 2000, 55,
εικ. 7. Moschos 2009α, εικ. 14 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Τελική/φάση 6α). Κολώνας 1998, πιν. 139, Α.Ε.Β.571, πιν. 141,
Α.Ε.Β.1317 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), πιν. 80, 109, 141, Α.Ε.Β.481 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.487 (ΥΕ
ΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.1317 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), πιν. 105, Α.Ε.Β.399 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη). Βικάτου 2008,
Τ33/Π4588 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), Τ20/Π4402 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Πασχαλίδης 2013, 625.
551
Papadopoulos 1978-79, PM.215-εικ. 90a (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή), PM.212-εικ. 85g-h, 218b
296
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ:
Ο τρόπος διακόσµησης των ψευδόστοµων αµφορέων της Κρήνης περνάει από διάφορα στάδια
αλλαγών µε την πάροδο των χρόνων. Κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ επικρατεί η διακόσµηση µε δύο
συστήµατα λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από πλατύτερες, τοποθετηµένα στο άνω και στο
κάτω τµήµα του σώµατος (Π16305, Π16294, Π16306, Π16311, Π16292)552. Σε µερικές
περιπτώσεις εµφανίζονται συνεχείς ζώνες τέτοιων συστηµάτων (Π16307 και Π16309)553.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση οι δύο προαναφερθέντες διακοσµητικοί τρόποι συνεχίζουν (α:
Π16299, Π16287, Π16300, Π16246 - β: Π16346, Π16357, Π16289, Π16295, Π16317)554, ενώ
παράλληλα κάνει δειλά την εµφάνισή του ένας ακόµη, σύµφωνα µε τον οποίο δύο οµάδες περίπου
ισοπαχών ταινιών µοιράζονται στο άνω και στο κάτω τµήµα του σώµατος (Π16249, Π16345)555.
Ο συγκεκριµένος διακοσµητικός τύπος, µε δύο οµάδες περίπου ισοπαχών ταινιών, συνεχίζει
και επικρατεί πλέον στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση (Π16256, Π16290, Π16245, Π16387, Π16257, Π16270,
Π10566, Π16255, Π16296, Π17061)556. Χαρακτηριστική στην περίοδο αυτή είναι επίσης και η
χρήση κροσσοπεταλίων µεταξύ των δύο ανώτερων ταινιών κάτω ακριβώς από τον ώµο (Π16248,
Π16255), στοιχείο που έχει προέλθει από τον πυκνό ρυθµό της Αργολίδας και διαδίδεται στην
περιοχή της Πάτρας και αλλού557. Παράλληλα, στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση ανήκει και ένας ψευδόστοµος
µε ολόβαφο σώµα (Π16254). Το παράδειγµα αυτό αποτελεί ένδειξη, µαζί µε άλλα σχετικά
παραδείγµατα558, ότι το χαρακτηριστικό του ολόβαφου σώµατος ξεκινά να είναι σε χρήση ήδη από
(άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1a). Mountjoy 1999, 436, αρ. 123 (Αχαΐα/ Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας
1998, πιν. 88, Α.Ε.Β.597 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη;), πιν. 131, 155, Α.Ε.Β.953 (ΥΕ ΙΙΙΙΓ/φάση 2), Α.Ε.Β.1000 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, T33/Π4588 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
552
Είναι ο πιο συνηθισµένος τύπος διακόσµησης του σώµατος των ψευδόστοµων πιεσµένου τύπου. Papadopoulos
1976, BE.641-642-πιν. 30 (ΥΕ ΙΙΙΒ1) κ.ά. Κολώνας 1998, πιν. 147-148 κ.ά. Βικάτου 2008, ΤΙΙΙ/Π6375 (ΥΕ ΙΙΙΒ1),
Τ6/Π4293 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1) κ.ά. Εµφανίζεται και σε απιόσχηµους ψευδόστοµους, όπως Papadopoulos 1978-79,
PM.314-εικ. 118c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ1).
553
Τα δύο αγγεία της Κρήνης αποτελούν παραδείγµατα της πρώιµης εµφάνισης αυτής της διακόσµησης κατά την ΥΕ
ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ. Άλλα πρώιµα παραδείγµατα προέρχονται από την Αργολίδα, Αττική και Φωκίδα (Mountjoy 1999, 123,
αρ. 188, 529, αρ. 151, 765, αρ. 103, ΥΕ ΙΙΙΒ) και από την Καλλιθέα Αιγίου (Papadopoulos 1976, ΒΕ.702-πιν. 96,
ΥΕ ΙΙΙΒ1).
554
Οµοιώς και σε ψευδόστοµους αµφορείς της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης από το Κλάους (Πασχαλίδης 2013,
555
Η Παπάζογλου-Μανιουδάκη (Papazoglou-Manioudaki 1994, 193, εικ. 16), σχολιάζει ανάλογη διευθέτηση ταινιών
σώµατος στον ψευδόστοµο αµφορίσκο υπ’ αριθµ. 2, από τον τάφο 3 των ∆ριµαλεΐκων, που θεωρεί ότι πιθανώς
προσεγγίζει την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Ο ίδιος διακοσµητικός τρόπος απαντάται και σε ψευδόστοµους της ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµης-Μέσης από το Κλάους (Πασχαλίδης 2013, 571).
556
Ο Πασχαλίδης αναφέρεται σε παρόµοιας ταινιωτής διακόσµησης αγγεία της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης από το Κλάους
(Πασχαλίδης 2013, 584).
557
Papadopoulos 1978-79, PM.946- εικ. 96a-b (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 428, αρ. 96-7 (Αχαΐα/Καλλιθέα
και Αιγείρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 164-166, αρ. 340-345 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 590, αρ. 439 (Αττική/Περατή, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση), 782, αρ. 249 (Φωκίδα/Μεδεώνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Κολώνας 1998, πιν. 86, 125, Α.Ε.Β.344 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), Α.Ε.Β.846 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ3/Π4248 (ΥΕ ΙΙΙΒ/IIIΓ).
558
Mountjoy 1999, 954, αρ. 46 και 48 (Νάξος/Καµίνι, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 154, Α.Ε.Β.798 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη). Πασχαλίδης 2013, 584 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
297
την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και δεν ανήκει αποκλειστικά σε υστερότερες φάσεις559. Τέλος σε ένα αγγείο της
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης γίνεται συνδυασµός λίγων ταινιών στο άνω σώµα µε ολόβαφο κάτω τµήµα
(Π16259)560.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη επικρατεί η διακόσµηση σώµατος από πολλές συµµετρικές ταινίες (27
ψευδόστοµοι). Ο τύπος αυτός αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του διακοσµητικού
ρυθµού της δυτικής Αχαΐας, που καθιερώνεται από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη561. Η διακόσµηση µε
πολλές συµµετρικές ταινίες είχε επίσης διάδοση και επίδραση και στην περιοχή της γειτονικής
Ηλείας, όπως φαίνεται για παράδειγµα από το υλικό του νεκροταφείου της Αγίας Τριάδας, που
περιλαµβάνει πολυάριθµα παραδείγµατα562. Σε κάποιες περιπτώσεις αγγεία µε πολλές συµµετρικές
ταινίες έχουν επίσης προέλθει και από την ανατολική Αχαΐα563, ή άλλες περιοχές564. Τα αγγεία αυτά
αποτελούν άλλοτε προϊόντα εισαγωγής από τη δυτική Αχαΐα και άλλοτε τοπικές αποµιµήσεις των
αχαϊκών. Μεταξύ των ψευδόστοµων αµφορέων της Κρήνης της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης υπάρχουν και δύο
παραδείγµατα που διαθέτουν ολόβαφο σώµα (Π16240, Π16332).
559
Ο Παπαδόπουλος (1978-79, 81) θεωρεί ότι τα αχαϊκά ολόβαφα παραδείγµατα τοποθετούνται στην Υποµυκηναϊκή
περίοδο. ∆ιαβλέπει µάλιστα σχέση µε τα κεφαλληνιακά αντίστοιχα παραδείγµατα. Papadopoulos 1978-79, PM.308-
εικ. 93i (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή). Petropoulos 2007, Τ2/Λ2/Α/Π68, 256, εικ. 44 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
Mountjoy 1999, 436, αρ. 119 (Αχαΐα/Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 458, αρ. 55, 59 (Κεφαλονιά/Μεταξάτα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 471, αρ. 5 (Ιθάκη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 788, αρ. 279-280, 282 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
560
Οµοίως και σε ψευδόσοτµος της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης από το Κλάους (Πασχαλίδης 2013, 384).
561
Papadopoulos 1978-79, 81. Moschos 2002, 24. Πασχαλίδης 2013 600-601.
562
Βικάτου 2008, Τ2/Π4251, Τ20/Π4394, Τ20/Π4403, Τ20/Π4404, Τ31/Π4549.
563
Petropoulos 2007, Τ4/Π39-εικ.56a-b, Τ4/Π34-εικ.59a-b.
564
Mountjoy 1999, 183, αρ. 412-3 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 193, αρ. 460 (Αργολίδα, Υποµυκηναϊκή), 299
(Αρκαδία), 471, αρ. 4 (Ιθάκη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 789, αρ. 291-292 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 805, αρ. 37 (Αιτ/νία,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Kanta 1980, εικ. 68.5. Πασχαλίδης 2013, 604 (σύνολο αγγείων από τον θολωτό τάφο 1 της
Τραγάνας Μεσσηνίας, στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
298
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΒΩΝ:
Οι λαβές των πιο πρώιµων ψευδόστοµων της Κρήνης της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ περιόδου, που είναι οι
πιεσµένοι και ο απιόσχηµος, είναι ολόβαφες µε εξηρηµένα τρίγωνα στις κορυφές τους. Ο ίδιος
διακοσµητικός τρόπος συνεχίζει µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση στους σφαιρικούς ψευδόστοµους
αυτής της περιόδου.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση ολόβαφες λαβές απαντούν σε τρεις από τους ψευδόστοµους (Π16259,
Π10566, Π16296). Στα περισσότερα όµως παραδείγµατα αυτές είναι διακοσµηµένες µε δύο
κατακόρυφες ταινίες κατά µήκος των άκρων µε την ενδιάµεση επιφάνεια άβαφη (Π16248, Π16254,
Π16290, Π16245, Π16387, Π16255, Π17061). Υπάρχουν και δύο ψευδόστοµοι που διαθέτουν
λαβές διακοσµηµένες µε τρεις κατακόρυφες ταινίες ή µε οφιοειδείς γραµµές αντίστοιχα (Π16256,
Π16270). Ένας µόνο από τους ψευδόσοτµους της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης (Π16257) έχει λαβές µε
εγκάρσιες γραµµές.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη οι ράχες των λαβών όλων των αγγείων είναι πλέον διακοσµηµένες µε
εγκάρσιες γραµµές. Εξαιρούνται δύο αγγεία (Π16334, Π16338), που διαθέτουν δύο κατακόρυφες
ταινίες κατά µήκος των άκρων, στοιχείο της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης, που επιβιώνει σε αυτή τη φάση.
ΑΡΤΟΣΧΗΜΑ ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ
Τα αρτόσχηµα αλάβαστρα κατατάσσονται στους τύπους FS 80-86565. Υποστηρίζεται ότι η αρχική
καταγωγή του σχήµατος ανάγεται σε αιγυπτιακά λίθινα πρότυπα, τα οποία εισήχθηκαν στην Κρήτη
κατά τη ΜΜ ΙΙΙΒ περίοδο566. Από αυτά προέκυψε αρχικά ο τύπος του µινωικού πήλινου
αλαβάστρου µε ψηλό ωοειδές σώµα. Για την περαιτέρω όµως εξέλιξη του σχήµατος στην
ηπειρωτική Ελλάδα συνέβαλε και η ντόπια παράδοση µε αποτέλεσµα να επικρατήσει η πιεσµένη
αρτόσχηµη παραλλαγή του. Ο Ιακωβίδης υποστηρίζει ότι τα αλάβαστρα προορίζονταν για τη
φύλαξη αρωµάτων και αρωµατικών αλοιφών567. Ωστόσο, χηµικές αναλύσεις κατέδειξαν ότι ένα
αλάβαστρο από τους Αρµένους Ρεθύµνου περιείχε φρούτα, πέταλα, ή φύλλα568. Με βάση αυτό το
παράδειγµα γίνεται εποµένως σαφές, ότι τα αλάβαστρα, µεγαλύτερου µεγέθους τουλάχιστον,
χρησίµευαν κάποιες φορές για τη φύλαξη και άλλων αγαθών εκτός των αρωµάτων. Τα αρτόσχηµα
αλάβαστρα της Αχαΐας αποτελούν το δεύτερο σε συχνότητα σχήµα του τοπικού «κεραµικού
565
Furumark 1972, εικ. 11.
566
Furumark 1972, 39-40. Βικάτου 2008, 477.
567
Ιακωβίδης 1970, B, 87.
568
Tzedakis-Martlew 2002, 114, αρ. 88.
299
ρεπερτορίου», µετά τους ψευδόστοµους αµφορείς569. Είναι επίσης διαδεδοµένα σε ολόκληρη την
Ελλάδα570, µέχρι τη Ρόδο571, την Κύπρο572 και την Ανατολή573.
Από τα νεκροταφεία της Κρήνης συλλέχθηκαν 19 αρτόσχηµα αλάβαστρα. Επτά από αυτά
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη, τέσσερα στην ΥΕ ΙΙΙΑ2, δύο στην ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1,
τρία στην ΥΕ ΙΙΙΒ και τρία ακόµη στην ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση.
Παρατηρούµε ότι ο αριθµός τους είναι ο µέγιστος στην αρχική περίοδο χρήσης τους, που είναι η
ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη. Στη συνέχεια δε µειώνεται στις επόµενες φάσεις µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη-Μέση, κατά την οποία τελικά η εµφάνισή τους διακόπτεται. Το µέγεθός τους είναι γενικά
µικρό (µε ύψος από 0,052 µ. µέχρι 0,085 µ.), αλλά υπάρχουν και δύο µεγαλύτερα παραδείγµατα (µε
ύψος 0,138 µ. και 0,15 µ.).
569
Την παρατήρηση αυτή κάνει ο Παπαδόπουλος, µε βάση το υλικό από τις παλαιότερες ανασκαφές της Αχαΐας
(Papadopoulos 1978-79, 85). Το ίδιο ισχύει και για τα αλάβαστρα του νεκροταφείου της Βούντενης (Κολώνας
1998, 525).
570
Mountjoy 1999, 86, αρ. 29-33 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΑ), 99, αρ. 73-78 (Αργολίδα/Ασίνη,
Πρόσυµνα, Κόκλα, Καζάρµα, ΥΕ ΙΙΒ), 107 αρ. 110-11 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 117, αρ. 149-153
(Αργολίδα/Μυκήνες, Πρόσυµνα, Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 133, αρ. 230-231 (Αρολίδα/Μπερµπάτι, Πρόσυµνα, ΥΕ
ΙΙΙΒ1), 146, αρ. 279 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 373, αρ. 3 (Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ Ι), 375, αρ. 13-14
(Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ ΙΙΑ), 379, αρ. 32 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 386, αρ. 54-57 (Ηλεία/Σαµικό,
Αγραπιδοχώρι, Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 389, αρ. 67-8 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιµη) κ.ά.
571
Mountjoy 1999, 991, αρ. 7 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 995, αρ. 24-25 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1014, αρ. 80-81
(Ρόδος/Ιαλυσός, Σιάνα, ΥΕ ΙΙΙΒ).
572
Stubbings 1951, αρ. 4-πιν. VI. Lubsen-Admiraal 2004, αρ. 283 (1450-1200 π.Χ.).
573
Stubbings 1951, αρ. 6-πιν. XV (Παλαιστίνη).
300
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
574
Fururmark 1972, εικ. 11. Mountjoy 1999, 260, αρ. 59, 62 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 16 (Αχαΐα/άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 21 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Papadopoulos 1978-79, PM.435-εικ. 129g (Χαλανδρίτσα,
ΥΕ ΙΙΙΑ2α), PM.17-εικ. 130c (Βρυσάριον, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 19-πιν. 11 (ΥΕ ΙΙΙΑ1
Όψιµη). Κολώνας 1998, πιν. 190, 192, Α.Ε.Β.893 (ΥΕ ΙΙΙΑ2) και Α.Ε.Β.1054 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη). Βικάτου 2008,
Τ31/Π455 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2).
575
Το ευρύ οριζόντιο και γωνιώδες χείλος των αλαβάστρων FS 84 της ΥΕ ΙΙΙΑ1, απαντάται και σε άλλους τύπους
αγγείων στην ίδια φάση, όπως κυλινδρικά αλάβαστρα, άωτα πιθάρια και πιθαµφορείς (Mountjoy 1999, 406, αρ. 9,
13, 17, Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Πιθανώς αυτά τα χαρακτηριστικά συνεχίζουν µέχρι το πρώιµο τµήµα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 σε
µερικές περιπτώσεις.
576
Furumark 1972, εικ. 11.
577
Mountjoy 1999, 117, αρ. 149 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 189, Α.Ε.Β.865, Α.Ε.Β.867
(ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ6/Π4302 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
578
Μountjoy 1999, 117, αρ. 153 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 379, αρ. 37 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 754, αρ. 40
(Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 995, αρ. 25 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 182, Α.Ε.Β.6 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ33/Π4619 (YE IIIA2), Τ20/Π4413 (YE IIIA2).
579
Το κεκλιµένο χείλος είναι χαρακτηριστικό των αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙΙΑ2 και αφορά και άλλους τύπους αγγείων,
όπως κυλινδρικά αλάβαστρα, πιθαµφορείς, άωτα πιθάρια (Mountjoy 1999, 409, αρ. 21, 22, 27, Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
Bλ. και παραδείγµατα 117, αρ. 149-153 (Αργολίδα) , 754, αρ. 40 (Φωκίδα).
580
Η Mountjoy 1999, 410, αναφέρει ότι τα αλάβαστρα αυτής της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου έχουν συνήθως ψηλό και στενό
λαιµό.
581
Όπως και στο παράδειγµα 117, αρ. 153 (Mountjoy 1999, Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
301
Τύπος 3: Αλάβαστρα µεγάλου µεγέθους της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ.
Τα αλάβαστρα Π16302 και Π16304 χρονολογούνται στη µετάβαση από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 στην ΥΕ
ΙΙΙΒ. Κατατάσσονται στον τύπο FS 85582 και συµφωνούν µε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των
αρτόσχηµων αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙΙΑ2 που αναλύθηκαν παραπάνω, καθώς το πρώτο έχει σχήµα
κωνικό-καµπύλο583 και το δεύτερο πιο σφαιρικό584. Το στοιχείο που τα διαφοροποιεί από τα
χαρακτηριστικά της ΥΕ ΙΙΙΑ2 είναι το σχήµα του χείλους. Αυτό έχει µεν κλίση προς τα κάτω, αλλά
είναι πιο παχύ στην κάτω επιφάνεια και κατ’ αυτόν τον τρόπο πλησιάζει στα χαρακτηριστικά της
ΥΕ ΙΙΙΒ585. Επιπλέον τα αγγεία διαθέτουν τρεις οριζόντιες λαβές επάνω στον ώµο. Το µέγεθός τους
είναι λίγο µεγαλύτερο από το συνηθισµένο, µε ύψος από 0,138 µ. µέχρι 0,15 µ.
Τα αλάβαστρα µεγάλου µεγέθους είναι αρκετά δηµοφιλή στη δυτική Αχαΐα, παρόλο που η
συχνότητά τους είναι γενικά µικρή586. Είναι επίσης διαδεδοµένα στην Ηλεία587 και σε πολλές
ακόµη περιοχές588.
582
Furumark 1972, εικ. 11.
583
Παράλληλα του σχήµατος: Mountjoy 1999, 664, αρ. 74 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ10/Π4361 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1).
584
Mountjoy 1999, 664, αρ. 75 (Βοιωτία/Τανάγρα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 187, Α.Ε.Β.682 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
Βικάτου 2008, Τ31/Π4559 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ).
585
Mountjoy 1999, 386 αρ. 54 (Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ ΙΙΙΒ), 414, αρ. 40 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ), 481 αρ.
8 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ).
586
Mountjoy 1999, 414, αρ. 40 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ), 417, αρ. 59-61 (Αχαΐα/άγνωστης
προέλευσης, Κλάους, Τσαπλανέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη;). Κολώνας 1998, A.E.B.270 (YE IIIA2), Α.Ε.Β.274 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.454 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.682 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.725 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.864 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.942
(ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.984 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Α.Ε.Β.1078 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.1113 (ΥΕ ΙΙΒ).
587
Mountjoy 1999, 379, αρ. 34-36 (Ηλεία/Σαµικό, Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 386, αρ. 54 (Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ ΙΙΙΒ), 389,
αρ. 67-68 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, 480, ΤΙΙΙ/Π6373 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), ΤIV/Π6374 (ΥΕ ΙΙΙΒ),
ΤVI/Π6371 (ΥΕ ΙΙΙΒ), Τ10/Π4361 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1), ΤΙΙΙ/Π6379 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Τ6/Π4297 (ΥΕ ΙΙΙΒ/ ΙΙΙΓ Πρώιµη),
Τ20/Π4409 (ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη), Τ31/Π4559 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ), Τ11/Π4367 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), Τ34/Π4610 (ΥΕ ΙΙΙΒ).
588
Mountjoy 1999, 117, αρ. 151 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 266, αρ. 78 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 456,
αρ. 37 (Κεφαλονιά/Μαζαρακάτα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 481, αρ. 8 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ), 569, αρ. 327
(Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 664, αρ. 73-74 (Βοιωτία/Τανάγρα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 707, αρ. 43-4 (Εύβοια/Χαλκίδα,
Μίστρος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 830, αρ. 12-13 (Θεσσαλία/Ιωλκός, ΥΕ ΙΙΒ), 837, αρ. 54-5 (Θεσσαλία/Ιωλκός, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 841,
αρ. 66, 68 (Θεσσαλία/Ιωλκός, Χασάµπαλι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 859, αρ. 3 (Σκόπελος, ΥΕ ΙΙΒ).
589
Fururmark 1972, FS 85 της ΥΕ ΙΙΙΒ, εικ. 11. Mountjoy 1999, 481, αρ. 11 της Ζακύνθου
302
διαφοροποιήσεις και στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των αλαβάστρων αυτής της περιόδου.
Καταρχάς αλλάζει το σχήµα του χείλους και γίνεται µικρό και «κοφτό», οριζόντιο ή µε κλίση προς
τα κάτω590. Επίσης ο λαιµός ψηλώνει, στενεύει και αποκτά κωνικό σχήµα. Οι λαβές συνεχίζουν να
είναι τρεις οριζόντιες, τοποθετηµένες στον ώµο.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Η διακόσµηση των αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙΙΑ1 και ΥΕ ΙΙΙΑ2 από την Κρήνη δεν ξεφεύγει από το
πλαίσιο της οµοιοµορφίας που χαρακτηρίζει την κεραµική της περιόδου αυτής σε ολόκληρο τον
µυκηναϊκό κόσµο596. Από τα τέλη όµως της ΥΕ ΙΙΙΒ µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση ακολουθεί
τις ιδιαίτερες τάσεις και προτιµήσεις του τοπικού κεραµικού ρυθµού της δυτικής Αχαΐας.
590
Η Mountjoy περιγράφει αυτό το σχήµα µε τον όρο cut off rim. Mountjoy 1999, 386 αρ. 55-56
(Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, Σαµικό, ΥΕ ΙΙΙΒ), 414 αρ. 40-41 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΒ), 481 αρ. 11
(Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ).
591
Furumark 1972, FS 86, εικ. 11. Mountjoy 1999, 417, αρ. 62 (Αχαΐα/Βραχνέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 481, αρ. 13
(Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 569, αρ. 326-7 (Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 683, αρ. 174
(Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 814, αρ. 17-8 (Φθιώτιδα/Βαρδάτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 848, αρ. 104
(Θεσσαλία/Πτελεός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1101, αρ. 74 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη) κ.ά
592
Τα χαρακτηριστικά των αχαϊκών αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης περιγράφονται από τη Mountjoy 1999, 418.
593
Papadopoulos 1978-79, τύπος 4, 86-7. ∆ε συµπεριλαµβάνεται από τον Furumark. Paschalidis, McGeorge 2009,
85, εικ. 6 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη/φάση 1). Mountjoy 1999, 417, αρ. 63 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Giannopoulos 2008, αρ. 27-πιν. 24 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998,
πιν. 187, Α.Ε.Β.650 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
594
Μountjoy 1999, 481, αρ. 13 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), µε σχετικό σχόλιο στη σ.483.
595
Είναι χαρακτηριστικός τύπος λαιµού των αλαβάστρων µε αποφύσεις, όπως σηµειώνεται και από τον
Παπαδόπουλο, Papadopoulos 1978-79, 86, τύπος 4. Ας σηµειωθεί όµως ότι απαντούν και πιο κωνικοί και ψηλοί
λαιµοί.
596
Desborough 1964, 1.
303
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ:
1. ∆ιακοσµητικά θέµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµης.
Τα περισσότερα από τα αλάβαστρα του FS 84 της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµης είναι διακοσµηµένα µε
βραχώδες κόσµηµα. Απαντάται επίσης το ιδιότυπο θέµα των µεγάλων εσωτερικά στιγµωτών
τριγώνων και το δικτυωτό κόσµηµα.
597
Papadopoulos 1978-79, 86. Επίσης Κολώνας 1998, 526. Βικάτου 2008, 471.
598
Furumark 1972, FM 32/23-24 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1), FM 32/26 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Μountjoy 1999, 107, αρ. 110 (Αργολίδα, ΥΕ
ΙΙΙΑ1), 409, αρ. 23 (Αχαΐα/Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 803, αρ. 18, 27 (Αιτ/νία, ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998,
πιν. 190, 192, Α.Ε.Β.893 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.1055 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ31/Π4555 (ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2), Τ5/Π4291 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
599
Σχετικά µε τα κυλινδρικά αλάβαστρα βλ. Mountjoy 1999, 408, όπου σηµειώνεται ότι το ίδιο ισχύει για τα
αρτόσχηµα αλάβαστρα και τους πιθαµφορείς.
600
Papadopoulos 1978-79, 87. Κολώνας 1998, 527. Βικάτου 2008, 476.
601
Papadopoulos 1978-79, PM.347-εικ. 129i (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α), PM.702-εικ. 131f (άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 7-πιν. 18 (Τ5/5, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, πιν.
184, 192, 194, Α.Ε.Β.1054 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), Α.Ε.Β.1080 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.274 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
602
Mountjoy 1999, 379, αρ. 32 (Ηλεία /Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
304
Ηλείας603, αλλά γενικά είναι µάλλον σπάνιο. Σχετικά µε το µεγάλος πλάτος της διακοσµητικής
ζώνης των αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµης, βλ. στο προηγούµενο παράδειγµα.
603
Βικάτου 2008, Τ18/Π4373 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2), Τ34/Π4609 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
604
Σχολιασµός για την ευρύτατη χρήση του βραχώδους κοσµήµατος στη διακόσµηση των αρτόσχηµων αλαβάστρων
γίνεται ανωτέρω. Άλλα παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 είναι: Mountjoy 1999, 117 αρ. 150, 153 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2),
266 αρ. 80 (Λακωνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 524 αρ. 130 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 754 αρ. 40 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998,
πιν. 182, Α.Ε.Β.6 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ33/Π4619, Τ20/Π4413 (ΥΕ ΙΙΙΑ2). κ.ά
605
Mountjoy 1999, 414, αρ. 40 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΒ), 481, αρ. 8 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ) κ.ά.
606
Mountjoy 1999, 229, αρ. 173 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 417 αρ. 59 (Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 545, αρ. 214
(Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 1014, αρ. 80 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΒ).
607
Mountjoy 1999, 379, αρ. 36 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 664, αρ. 75 (Βοιωτία/Τανάγρα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 707, αρ. 43
(Εύβοια/Χαλκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 185, Α.Ε.Β.454 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
608
Mountjoy 1999, 266, αρ. 81 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 481, αρ. 10 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ).
609
Papadopoulos 1978-79, ΑΜ.16-εικ. 135a (Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2a). Κολώνας 1998, πιν. 191, Α.Ε.Β.948 (ΥΕ
ΙΙΙΒ1).
305
4. ∆ιακοσµητικά θέµατα της ΥΕ ΙΙΙΒ.
Στην ΥΕ ΙΙΙΒ το βραχώδες κόσµηµα δεν αντιπροσωπεύεται πλέον µε κανένα παράδειγµα, αλλά
παρουσιάζονται νέα θέµατα όπως η φυλλοφόρος ταινία, η οριζόντια κυµατοειδής γραµµή και οι
κάθετες καµπύλες γραµµές. Η διακόσµηση των αλαβάστρων αυτής της περιόδου αναπτύσσεται σε
ζώνη περιορισµένου πλάτους, που είναι τοποθετηµένη ψηλά στον ώµο µεταξύ των λαβών, τάση
που όπως ήδη σηµειώθηκε ξεκίνησε από τις αρχές αυτής της περιόδου (βλ. τα αλάβαστρα του
αµέσως προηγούµενου τύπου).
306
αυτή στην Αχαΐα και άλλες περιοχές.
α) Κρεµάµενα γραµµίδια (ή θυσάνος) (FM 72/12), ή φυλλοφόρος ταινία (FM 64): Π16303.
Το θέµα των κρεµάµενων γραµµιδίων χρησιµοποιείται πολύ σπάνια για τη διακόσµηση
αρτόσχηµων αλαβάστρων, ενώ συχνότερα εµφανίζεται να διακοσµεί πρόχους ή άλλα αγγεία617. Ως
παράλληλα του Π16303 µπορούν να παρατεθούν αλάβαστρα µε διακόσµηση φυλλοφόρου ταινίας,
από το Τείχος ∆υµαίων, το Μονοδένδρι Πατρών, την Αγία Τριάδα Ηλείας και την Αγριλιά
Θεσσαλίας που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη618.
β) Ακόσµητος ώµος: Π16297, Π16353.
Η εµφάνιση αλαβάστρων µε ακόσµητο ώµο και απλή γραµµική διακόσµηση στο σώµα είναι
συνήθης κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη. Σχετικά παραδείγµατα προέρχονται από την Αχαΐα, Αττική,
Βοιωτία και Φθιώτιδα619.
617
Mountjoy 1999, 575, αρ. 355 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 588, αρ. 421 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 609, αρ. 538
(Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 178, αρ. 387-8, 391 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
618
Papadopoulos 1978-79, PM.892-εικ. 135f (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΒ2). Mountjoy 1999, 846, αρ. 92
(Θεσσαλία/Αγριλιά, ΥΕ ΙΙΙΒ). Giannopoulos 2008, αρ. 5-πιν. 75 (Μονοδένδρι, ΤΙΙ/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Βικάτου 2008, Τ34/Π4607 (ΥΕ ΙΙΙΒ).
619
Mountjoy 1999, 417, αρ. 63 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 569, αρ. 327 (Αττική/Περατή, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), 683, αρ. 174 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 814, αρ. 18 (Φθιώτιδα/Βαρδάτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
Μέση).
307
ΚΥΛΙΝ∆ΡΙΚΑ ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ
Τα κυλινδρικά αλάβαστρα κατατάσσονται στους τύπους FS 90-96620. Το σχήµα εµφανίστηκε στην
ΥΕ Ι-ΙΙΑ περίοδο, αποτελώντας παραλλαγή των αρτόσχηµων αλαβάστρων µε ευθείες τις
πλευρές621. Υποθέτουµε ότι η χρήση των αγγείων αυτών ήταν ανάλογη µε των αρτόσχηµων
αλαβάστρων και ότι λειτουργούσαν ως αρωµατοδοχεία, ή, τουλάχιστον τα µεγαλύτερα από αυτά,
προορίζονταν για τη φύλαξη διαφόρων αγαθών, όπως τροφίµων. Έτσι, µε βάση χηµικές αναλύσεις,
ένα κυλινδρικό αλάβαστρο από τους Αρµένους Ρεθύµνου περιείχε λάδι και όσπρια (φακές)622. Είναι
επίσης πιθανό ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα κυλινδρικά αλάβαστρα αποτελούσαν υποκατάστατα
πυξίδων από πηλό623, ή από άλλα πολύτιµα υλικά όπως ελεφαντοστό ή αλάβαστρο624.
Τα κυλινδρικά αλάβαστρα της Αχαΐας συγκαταλέγονται µεταξύ των πιο συνηθισµένων
σχηµάτων της τοπικής κεραµικής625. Ευρεία ήταν επίσης η διάδοσή τους σε ολόκληρη την
Ελλάδα626, µέχρι τη Νάξο627, τη Ρόδο628, την Κύπρο629 και την Ανατολή630. Τα κυλινδρικά
αλάβαστρα της Κρήνης είναι 14. Από αυτά τρία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1, τέσσερα στην ΥΕ
ΙΙΙΑ2 Πρώιµη, ένα στην ΥΕ ΙΙΙΑ2, δύο στην ΥΕ ΙΙΙΒ, τρία στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση και ένα
στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη. Το µέγεθος των αλαβάστρων σε γενικές γραµµές είναι µικρό και το
ύψος τους κυµαίνεται από 0,051 µ. µέχρι 0,103 µ.
620
Furumark 1972, εικ. 12.
621
Furumark 1972, 43, εικ. 12, FS 89 (ΥΕ Ι). Η Βικάτου (2008, 486), θεωρεί ότι εισήχθησαν κατά την ΥΕ ΙΙΑ.
622
Tzedakis, Martlew 2002, 114, αρ. 89.
623
Αλεξίου 1954, 402-3, πίν. Ζ΄, πήλινη πυξίδα από τον ΥΜ ΙΙΙ τάφο Παχυάµµου Κρήτης περιείχε κοσµήµατα.
624
Αναφέρουµε το παράδειγµα αλαβάστρινης πυξίδας του νεκροταφείου του Κλάους Πατρών (Π1052), που φέρει
ανάγλυφη παράσταση ναυτίλων (YE IIIB), Papadopoulos 1978-79, 151, PM.1052-εικ. 301a-b.
625
Η παρατήρηση αυτή γίνεται από τον Παπαδόπουλο, Papadopoulos 1978-79, 90, ο οποίος έχει καταγράψει 74
κυλινδρικά αλάβαστρα. Ο αριθµός έχει αυξηθεί κατά πολύ κατόπιν πιο πρόσφατων ανασκαφών σε άλλα µυκηναϊκά
νεκροταφεία, π.χ. Κολώνας 1998, 528.
626
Mountjoy 1999, 88, αρ. 37 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΑ), 99, αρ. 82 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΒ), 107, αρ. 114-
116 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, Μπερµπάτι, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 117, αρ. 154-156 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 133, αρ.
232 (Αργολίδα/Μπερµπάτι, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 162, αρ. 331 (Αργολίδα/Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 379, αρ. 39
(Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 386, αρ. 58 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 394, αρ. 83-88 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 456,
αρ. 39-40 (Κεφαλονιά/Λακκίθρα, Μαζαρακάτα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη) κ.ά.
627
Βλαχόπουλος 2006, Α, σχέδιο 19, αρ. 1744, 1780, 1716, 1796, 931. Για τα ίδια βλ. Mountjoy 1999, 947, αρ. 22-26
(Νάξος/Καµίνι και Απλώµατα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
628
Benzi 1992, T17/25-πιν. 27, Τ37/4-5-πιν. 67f-g, T42/4-πιν. 73d, T61/10e-f-πιν. 95c-d, T85/3-πιν. 109e κ.ά.
Mountjoy 1999, 991, αρ. 8 (Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 995, αρ. 26 (Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1037, αρ. 165-173 (Ιαλυσός,
Λίνδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1067, αρ. 261-262 (Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1086, αρ. 21-22 (Κως/Ελαιώνα,
Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1101, αρ. 75-78 (Κως, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1111, αρ. 123-127 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
629
Stubbings 1951, αρ. 4-5-πιν. ΧΙΙΙ. Lubsen-Admiraal 2004, αρ. 282, 138 (1300-1200 π.Χ.).
630
Stubbings 1951,αρ. 7-πιν. XV (Παλαιστίνη), αρ. 3-πιν. XVII (Παλαιστίνη).
308
ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΥΛΙΝ∆ΡΙΚΩΝ ΑΛΑΒΑΣΤΡΩΝ
ΥΕ ΙΙΙΑ1 Τρίωτα κυλινδρικά αλάβαστρα 3 παραδείγµατα
FS 93
ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη Τρίωτα κυλινδρικά αλάβαστρα 4 παράδειγµατα
FS 94
ΥΕ ΙΙΙΑ2 Τρίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο 1 παράδειγµα
FS 94
ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΥΕ ΙΙΙΒ Τρίωτα κυλινδρικά αλάβαστρα 2 παραδείγµατα
FS 94
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη- ∆ίωτα κυλινδρικά αλάβαστρα 3 παραδείγµατα
Μέση FS 96
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση- ∆ίωτο κυλινδρικό αλάβαστρο 1 παράδειγµα
Ύστερη FS 96
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
631
Furumark 1972, εικ. 12 (FS.93).
632
Αυτό είναι χαρακτηριστικό σχήµα χείλους της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου και απαντά και σε άλλους τύπους αγγείων, όπως
αρτόσχηµα αλάβαστρα, άωτα πιθάρια και πιθαµφορείς. Για παράλληλα βλ. Mountjoy 1999, 326, αρ. 36
(Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 17 (Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 519, αρ. 105 (Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 24
(Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
633
Furumark 1972, FS 94, εικ. 12.
309
προς τα κάτω634. Επιπλέον οι βάσεις είναι λίγο καµπύλες και οι τρεις λαβές οριζόντιες και
τοποθετηµένες επάνω στον ώµο.
634
Σχολιασµό για το σχήµα του χείλους της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου κάνει η Mountjoy 1999, 116-7, αναφερόµενη στα
παραδείγµατα 154-156 της Αργολίδας.
635
Furumark 1972, FS 94, εικ. 12.
636
Mountjoy 1999, 117, αρ. 154-156 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 25, 27 (Αχαΐα/Αιγείρα, Αίγιον, ΥΕ
ΙΙΙΑ2) κ.ά.
637
Το ύψος της ζώνης του ώµου των δύο υπό εξέταση αλαβάστρων δεν είναι πολύ µικρό και µοιάζει πιο πολύ µε αυτό
των παραδειγµάτων της ΥΕ ΙΙΙΑ2 παρά της ΥΕ ΙΙΙΒ, διότι κατά την τελευταία µπορεί να στενεύει ακόµη πιο πολύ,
όπως στα Mountjoy 1999, 386, αρ. 58 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 450, αρ. 14 (Κεφαλονιά/Μεταξάτα, ΥΕ ΙΙΙΒ),
481, αρ. 12 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ).
638
Παραδείγµατα για το σχήµα του χείλους της ΥΕ ΙΙΙΒ δίνονται από τη Mountjoy 1999, 386, αρ. 58 (Ηλεία, ΥΕ
ΙΙΙΒ), 450, αρ. 14 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΒ), 481, αρ. 12 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 545, αρ. 215 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 764,
αρ. 94-97 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ).
639
Furumark 1972, FS 96, εικ. 12.
640
Βλ. παραδείγµατα του FS 96, Mountjoy 1999, 419, αρ. 65-70 (Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 569, αρ. 329-332 (Αττική,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 731, αρ. 22-28 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
310
προέκταση του λαιµού (Π16298), όπως συνηθίζεται κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη641. Ο αριθµός των
λαβών µειώνεται σε δύο και αυτές ακουµπούν στη µετάβαση ώµου-σώµατος και έχουν κλίση προς
τα έξω.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
311
υπόλοιπα θέµατα εµφανίζονται από µία φορά το καθένα.
α) ∆ικτυωτό κόσµηµα (FM 57/2) και κυµατοειδής γραµµή (FM 53/10): Π16252, Π16356.
Το δικτυωτό κόσµηµα είναι συχνό θέµα για τη διακόσµηση των κυλινδρικών αλαβάστρων
διαχρονικά, µε πολλά παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου645.
β) Κυµατοειδείς γραµµές (FM 53/13): Π16350.
Το διακοσµητικό θέµα των οριζόντιων κυµατοειδών γραµµών εµφανίζεται σε λίγες περιπτώσεις σε
κυλινδρικά αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙΙΑ1, µε κάποια τέτοια πρώιµα παραδείγµατα να έχουν προέλθει
από την Αθήνα και τη Ρόδο646. Συνεχίζει να είναι σε χρήση κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ, αλλά µερικές
φορές µέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο647.
α) ∆ικτυωτό (FΜ 57) και ενάλληλα τρίγωνα ή γωνίες (FM 61A): Π16329, Π16359, Π16241.
Τρία από τα κυλινδρικά αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης είναι διακοσµηµένα µε δικτυωτό
κόσµηµα, το οποίο συνεχίζει και σε αυτήν τη φάση να είναι συχνό θέµα648. Το µεγάλο ύψος της
645
Σύµφωνα µε τον Παπαδόπουλο, το δικτυωτό είναι το δεύτερο συχνότερο θέµα για τη διακόσµηση των
κυλινδρικών αλαβάστρων της Αχαΐας. Papadopoulos 1978-79, 89, PM.39-εικ. 137c (άγνωστης προέλευσης, YE
IIIA1), PM.700-εικ. 140d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1) κ.ά. Mountjoy 1999, 326, αρ. 36 (Μεσσηνία/Πύλος,
ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 17 (Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 658, αρ. 61 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 24
(Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Giannopoulos 2008, αρ. 4- πιν. 75 (Μονοδένδρι, ΤΙΙ/ΟΜ.3, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας
1998, πιν. 200, 203, Α.Ε.Β.919 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), A.Ε.Β.1336 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ6/Π4300 (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2),
Τ6/Π4301 (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2), Τ7/Π4324 (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2).
646
Mountjoy 1999, 519, αρ. 104 (Αθήνα/Αγορά, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 991, αρ. 8 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
647
Mountjoy 1999, 117, αρ. 154 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 450, αρ. 14 (Κεφαλονιά/Μεταξάτα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 481,
αρ. 12 (Ζάκυνθος/Καµπί, ΥΕ ΙΙΙΒ), 803, αρ. 32 (Αιτολωακαρανανία/Αγ. Ηλίας, ΥΕ ΙΙΙΒ), 846, αρ. 96
(Θεσσαλία/Χασάµπαλι, ΥΕ ΙΙΙΒ). Βικάτου 2008, Τ34/Π4613 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), Τ20/Π4389 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Τ7/Π4316
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
648
Papadopoulos 1978-79, AM.9-εικ. 142a (Αχλαδιές Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Mountjoy 1999, 117, αρ. 155
(Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 266, αρ. 83 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 524, αρ. 132 (Αθήνα/Αγορά, ΥΕ
312
διακοσµητικής ζώνης είναι χαρακτηριστικό της κεραµικής της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου649. Η εµφάνιση
ενάλληλων γωνιών κάτω από τις λαβές, στα δύο από τα αλάβαστρα, αποτελεί διακοσµητική τάση
της κεραµικής της δυτικής Πελοποννήσου (Ηλεία, Μεσσηνία, Αχαΐα), επίσης κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ1
περίοδο650. Όπως φαίνεται από τα τρία περιγραφόµενα κυλινδρικά αλάβαστρα της Κρήνης, το
µεγάλο ύψος της διακοσµητικής ζώνης, αλλά και οι ενάλληλες γωνίες γωνίες κάτω από τις λαβές,
είναι χαρακτηριστικά που ξεκινούν µεν στην ΥΕ ΙΙΙΑ1, αλλά συνεχίζουν µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ2
Πρώιµη.
β) Φυλλοφόρος ταινία (FM 64/22) και ενάλληλα τρίγωνα ή γωνίες (FM 61A): Π16238.
Η φυλλοφόρος ταινία αποτελεί συχνό θέµα για τη διακόσµηση των κυλινδρικών αλαβάστρων, µε
πολλά παραδείγµατα από την Αχαΐα651 και άλλες περιοχές652. Τα πλησιέστερα παράλληλα του
Π16238 αποτελούν δύο αλάβαστρα από το νεκροταφείο της Βούντενης653 και την Εύβοια654, που
διαθέτουν τον ίδιο τύπο διακοπτόµενης φυλλοφόρου ταινίας. Για τη χρήση ενάλληλων γωνιών
στους χώρους κάτω από τις λαβές, βλ. το προηγούµενο παράδειγµα.
ΙΙΙΑ2). ). Giannopoulos 2008, αρ. 1-πιν. 63 (Λεόντιο, ΤΙΙ, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 196-7, 202, Α.Ε.Β.348
(ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.653 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.1100 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη).
649
Mountjoy 1999, 408.
650
Mountjoy 1999, 406, αρ. 8, 10 (Αχαΐα, ΥΕ ΙΙΙΑ1) και σχόλιο στη σ.408, επίσης 379 αρ. 29, 32 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1),
322, 326, αρ. 33, 36 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
651
Ο Παπαδόπουλος (Papadopoulos 1978-79, 89) σηµειώνει ότι είναι το πιο δηµοφιλές θέµα για τη διακόσµηση των
αχαϊκών κυλινδρικών αλαβάστρων.
652
Mountjoy 1999, 117, αρ. 156 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 217, αρ. 103 (Νέα Κόρινθος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 266, αρ.
86 (Λακωνία/Πελάννα, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 335, αρ. 66 (Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 28
(Αχαΐα/Βραχνέικα, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 524, αρ. 133 (Αττική/Φάληρο, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 754, αρ. 42 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ2),
843, αρ. 72 (Θεσσαλία/Αχίλλειον, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1086, αρ. 23 (Κως/Ελαιώνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
653
Κολώνας 1998, πιν. 200, Α.Ε.Β.918 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
654
Mountjoy 1999, 707, αρ. 47 (Εύβοια, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
655
Οι κάθετοι αµείβοντες συνηθίζονται περισσότερο για τη διακόσµηση του ώµου των ψευδόστοµων αµφορέων της
ίδιας περιόδου.
656
Papadopoulos 1978-79, AM.14-εικ. 141a (Αχλαδιές Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Mountjoy 1999, 266, αρ. 84
(Λακωνία/Μελάθρια, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 26 (Αχαΐα, Αχλαδιές/Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1086, αρ. 21-22 (Κως/Λαγκάδα,
ΥΕ ΙΙΙΑ2). Κολώνας 1998, πιν. 201, Α.Ε.Β.1046 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
657
Mountjoy 1999, 409 ,αρ. 26-27. Στη σ. 410 αναφέρεται ότι η στενότερη διακοσµητική ζώνη διαφοροποιεί τα
κυλινδρικά αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 από αυτά της προηγούµενης φάσης ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2 Πρώιµης.
313
4. ∆ιακοσµητικά θέµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ
Στην ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ απαντώνται δύο θέµατα, οι κατακόρυφες γραµµές ζικ-ζακ και το δικτυωτό
κόσµηµα.
658
Papadopoulos 1978-79, AM.13-εικ. 142c (Αχλαδιές Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2α). Mountjoy 1999, 266, αρ. 82
(Λακωνία/Μελάθρια, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Επίσης και ένα πρωιµότερο παράδειγµα, 832, αρ. 31 (Θεσσαλία/άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΒ).
659
Papadopoulos 1978-79, PM.370-εικ. 139e (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Mountjoy 1999, 386, αρ. 58 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΒ), 545,
αρ. 215 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 729, αρ. 4 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΒ), 764, αρ. 94 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 846, αρ. 97 (Θεσσαλία,
ΥΕ ΙΙΙΒ). Κολώνας 1998, πιν. 198, Α.Ε.Β.719 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
660
Mountjoy 1999, 344, αρ. 93 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 557, αρ. 273 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη),
1037, αρ. 169 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 200, Α.Ε.Β.878 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
661
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 9-πιν.2 (Τ1/8, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 200, Α.Ε.Β.877 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη).
314
την Αχαΐα και µε ένα ακόµη από τη Σκύρο662.
662
Mountjoy 1999, 419, αρ. 70 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 731, αρ. 27 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη).
663
Mountjoy 1999, 395, αρ. 84 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
664
Mountjoy 1999, 358, αρ. 132 (Μεσσηνία/Τραγάνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 456, αρ. 40 (Κεφαλονιά/Μαζαρακάτα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη).
665
Η διακόσµηση αυτή ξεκινά κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 και συνεχίζει στην ΥΕ ΙΙΙΒ. Για ανάλογα παραδείγµατα βλ.
Mountjoy 1999, 117, αρ. 155-156 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 25, 28 (Αχαΐα/Αιγείρα, Βραχνέικα,
ΥΕ ΙΙΙΑ2), 764, αρ. 95 (Φωκίδα/Ιτέα, ΥΕ ΙΙΙΒ) κ.α.
666
Σχετική παρατήρηση γίνεται από τη Mountjoy 1999, 408, αναφερόµενη στο παράδειγµα 17 από το Αίγιον. Βλ
επίσης και Mountjoy 1999, 107 αρ. 115 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
667
Mountjoy 1999, 658, αρ. 60-61 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
668
Παραδείγµατα εξ’ ολοκλήρου ολόβαφα: Papadopoulos 1978-79, PM.617-εικ. 144e (Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
Mountjoy 1999, 569, αρ. 333 (Περατή Αττικής, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 731, αρ. 21 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 913, αρ.
125 (Φυλακωπή Μήλου, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Παραδείγµατα µε ολόβαφο κάτω σώµα: Mountjoy 1999, 394, παρ. 84
(Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 358, αρ. 132 (Μεσσηνία/Τραγάνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 606, αρ. 526
(Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 203, Α.Ε.Β.1118 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
315
ΣΤΕΝΟΛΑΙΜΕΣ ΠΡΟΧΟΙ 'Η ΛΗΚΥΘΟΙ ΤΩΝ FS 118 και FS 122
Οι στενόλαιµες πρόχοι ή λήκυθοι των FS 118 και FS 122669 είναι πολύ συγγενικά σχήµατα, που
διαφέρουν στην τοποθέτηση της λαβής, η οποία ξεκινά είτε από την επιφάνεια του χείλους, είτε
λίγο κάτω από αυτή670. Ο Ιακωβίδης υποστηρίζει ότι οι λήκυθοι πιθανώς είχαν χρήση
αρωµατοδοχείων, λόγω του µικρού µεγέθους και του πολύ στενού στοµίου τους671.
Οι στενόλαιµες πρόχοι ή λήκυθοι αυτών των τύπων είναι αρκετά συχνές στην Αχαΐα. Οι
περισσότερες από αυτές ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΓ-Υποµυκηναϊκή εποχή672. Σε άλλες περιοχές της
Ελλάδας η εµφάνιση του τύπου FS 118 ήταν πρωιµότερη, µε αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα της
ΥΕ ΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου να έχουν προέλθει από την Αργολίδα και την Αγία Τριάδα
Ηλείας673. Από την άλλη µεριά ο τύπος FS 122 έκανε την εµφάνισή του αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΓ
περίοδο. Είναι γεγονός πάντως ότι και οι δύο τύποι επιβίωσαν µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή674.
Από το νεκροταφείο της Ζωητάδας της Κρήνης έχουν προέλθει πέντε στενόλαιµες πρόχοι
του τύπου FS 118 (Π16276, Π16266, Π16262, Π16265, Π16344), µία λήκυθος του τύπου FS 122
(Π16264) και ένα τριποδικό ληκύθιο (Π16267). Τα παραπάνω αγγεία χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη. Έχουν όλα µικρό µέγεθος, µε ύψος από 0,094 µ. µέχρι 0,115 µ.
669
Furumark 1972, εικ. 6.
670
Σχετικά µε την ορολογία χαρακτηρισµού των αγγείων αυτών έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Furumark 1972,
602-3: στενόλαιµη πρόχους. Papadopoulos 1978-79, 91: στενόλαιµη πρόχους. Κολώνας 1998, 537, πιν. 212-4:
ληκύθια. Βικάτου 2008, 518: ληκύθια. Mountjoy 1999, 431 αρ. 108 (FS 118): στενόλαιµη πρόχους και 433 αρ. 110-
2 (FS 122): λήκυθοι.
671
Ιακωβίδης 1970, Β, 86.
672
Papadopoulos 1978-79, 91, 93, πιν. 147-9. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, Μιτόπολη, πιν. 1 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
Μέση), αρ. 10-πιν. 2 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), αρ. 2-πιν. 26 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Paschalidis, McGeorge 2009, 88, εικ. 8b,
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 98, εικ. 13, (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Petropoulos 2007, 276, εικ. 11,
(Νικολέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Moschos 2009α, εικ. 24-5 (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/Τελική Μυκηναϊκή), εικ. 38
(Βούντενη, Υποµυκηναϊκή). Κολώνας 1998, 537, πιν. 212-4.
673
Mountjoy 1999, 99, αρ. 83 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΒ). Βικάτου 2008, 520, Τ20/Π4410 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
674
Mountjoy 1999, 191 αρ. 456-8 (Αργολίδα, Υποµυκηναϊκή), 630, αρ. 627-2 (Αττική, Υποµυκηναϊκή), 794 αρ. 306
(Φωκίδα, Υποµυκηναϊκή).
316
Τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ Λήκυθος 1 παράδειγµα
Ύστερης FS 122
Τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ Τριποδική λήκυθος 1 παράδειγµα
Ύστερης
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
675
Σχετικά παραδείγµατα: Mountjoy 1999, 431 αρ. 108 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.550 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
317
επίµηκες676. Επιπλέον το αγγείο διαθέτει δακτυλιόσχηµη βάση µε κωνική εξωτερική διαµόρφωση
και λαβή ελλειπτικής διατοµής. Το στόµιο είναι αµφίκοιλο και απολήγει σε ευρύ και χωνοειδές
χείλος.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Η διακόσµηση των στενόλαιµων πρόχων και ληκυθίων της Κρήνης ακολουθεί ανάλογους τρόπους
µε των ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης. Στον ώµο γίνεται χρήση παρόµοιων
θεµάτων και στο σώµα υιοθετούνται ανάλογοι τρόποι ταινιωτής διακόσµησης, ενώ παράλληλα
εµφανίζονται και ολόβαφα παραδείγµατα.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΩΜΟΥ:
α) Αχιβάδα (FM 25) ή οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π16276.
Η στενόλαιµη πρόχους Π16276 φέρει στον ώµο σχηµατοποιηµένες «αχιβάδες», δηλαδή µεγάλα
τριπλά τόξα που γεµίζουν εσωτερικά µε άλλα µικρότερα και αντίθετης φοράς. Το θέµα εµφανίζεται
συχνότερα σε ψευδόστοµους αµφορείς (βλ. ανωτέρω στη διακόσµηση των ψευδόστοµων της ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερης). Παρόλα αυτά µερικές φορές χρησιµοποιείται για τη διακόσµηση και των
676
Mountjoy 1999, 433, αρ. 111 (Αχαΐα/Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.448, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη).
677
Papadopoulos 1978-79, 90, PM.151-εικ. 119a, PM.263, 355-εικ. 146 a-b, PM. 362-εικ. 166a, PM. 750-εικ. 169e.
678
Papadopoulos 1978-79, PM.1387-εικ. 149a (Υποµυκηναϊκή). Mountjoy 1999, 191, αρ. 458 (Μυκήνες,
Υποµυκηναϊκή).
318
ληκυθίων679.
β) Ρόµβος (FM 73): Π16266.
Η στενόλαιµη πρόχους Π16266 είναι διακοσµηµένη µε αλυσίδα ενάλληλων ρόµβων. Το
συγκεκριµένο θέµα είναι γενικά σπάνιο, όχι µόνο στις στενόλαιµες πρόχους αλλά και σε άλλους
τύπους αγγείων. Απαντάται σε κυλινδρικό αλάβαστρο της Σκύρου της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης680. Σε
άλλες περιπτώσεις εµφανίζονται πολλαπλοί ενάλληλοι ρόµβοι, αλλά απλοί και όχι σε αλυσίδα681.
γ) Οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43) και µετόπη (FM 75): Π16264.
Η λήκυθος Π16264 διαθέτει διακόσµηση από οµόκεντρα ηµικύκλια και κάθετες µετόπες. Τα
οµόκεντρα ηµικύκλια είναι σε χρήση στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη για τη διακόσµηση του ώµου ληκυθίων
στην Αχαΐα682 και σε άλλες περιοχές683. Πιο σπάνια φαίνεται να είναι η χρήση των κάθετων
µετοπών684. Ο συνδυασµός και των δύο θεµάτων εµφανίζεται σε ληκύθιο της τελικής φάσης της
Μυκηναϊκής εποχής από τις Πόρτες Αχαΐας685. Τα δύο παραπάνω θέµατα, που διακοσµούν τον ώµο
της ληκύθου Π16264, αποδίδονται µε τρόπο άτεχνο και αµελή. Στο παράδειγµα αυτό ακολουθείται
η τεχνοτροπία της «διάλυσης», που συνηθίζεται προς τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής686.
δ) Οµόκεντρα ηµικύκλια, συµπιεσµένα και ανισοµεγέθη (FM 43).
Η τριποδική λήκυθος Π16267 είναι διακοσµηµένη στον ώµο µε τέσσερις πυκνοτοποθετηµένες
οµάδες οµόκεντρων ηµικυκλίων. Τα ηµικύκλια αυτά είναι ανισοµεγέθη και σχεδιασµένα µε άτεχνο
τρόπο, όπως συνηθίζεται προς τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής687
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ:
α) ∆ιακόσµηση µε πολλές συµµετρικές ταινίες: Π61276, Π16266, Π16264, Π16267.
Πολλαπλές συµµετρικές ταινίες καλύπτουν τα σώµατα των τεσσάρων ληκυθίων της Κρήνης. Το
συγκεκριµένο διακοσµητικό στοιχείο αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του τοπικού διακοσµητικού
ρυθµού της δυτικής Αχαΐας κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη και εµφανίζεται σε πολυάριθµους
ψευδόστοµους αµφορείς, πρόχους, ληκύθους688 και άλλους τύπους αγγείων. Επιπλέον τα τέσσερα
679
Papadopoulos 1978-79, PM.244-εικ. 147a-b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Βικάτου 2008, Τ1/Π4281 (ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση).
680
Mountjoy 1999, 731, αρ. 25 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
681
Ιακωβίδης 1970, Β, 246, Τ108/792. Papadopoulos 1978-79, PM.674-εικ. 107d (Καγκάδι, Υποµυκηναϊκή).
682
Paschalidis, McGeorge 2009, 98, εικ. 13 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 5). Papadopoulos 1978-79, PM.424-εικ
149d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1b).
683
Mountjoy 1999, 178, αρ. 387 (Αργολίδα/Άργος, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 396, αρ. 94 (Ηλεία/Γούµερο, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη,
εισηγµένο από Αχαΐα), 786, αρ. 273, 276 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 794, αρ. 306 (Φωκίδα/∆ελφοί,
Υποµυκηναϊκή). Βικάτου 2008, Τ32/Π4573 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
684
Ιακωβίδης 1970, Β, Τ92/719, 246.
685
Moschos 2009α, 283, εικ. 25, (Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙΓ Tελική/φάση 6α).
686
Για το διακοσµητικό στυλ της «Tελικής Mυκηναϊκής εποχής», βλ. Moschos 2009α, 256-7.
687
Βλ. προηγούµενη παραποµπή.
688
Mountjoy 1999, 396, αρ. 94, εισηγµένο από την Αχαΐα (Ηλεία/Γούµερο, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 431, αρ. 108
319
αναφερόµενα παραδείγµατα διαθέτουν λαβές διακοσµηµένες µε εγκάρσιες γραµµές, ενώ τις βάσεις
λαβών και λαιµών περιβάλλουν δακτύλιοι.
β) Ολόβαφο σώµα: Π16262, Π16265, Π16344.
Το σώµα άλλων τριών ληκυθίων είναι ολόβαφο. Ανάλογα παραδείγµατα προέρχονται από την
Αχαΐα689 και άλλες περιοχές όπως Αργολίδα, Ηλεία και Ζάκυνθο690.
(Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 786, αρ. 273, 276 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 794, αρ.
306 (Φωκίδα/∆ελφοί, Υποµυκηναϊκή). Πασχαλίδης 2013, 659, 663.
689
Papadopoulos 1978-79, PM.537-εικ. 147i (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Κολώνας, 1998, Α.Ε.Β.579 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Πασχαλίδης 2013, 660.
690
Mountjoy 1999, 178, αρ. 382 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 394, αρ. 90 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 481, αρ. 14
(Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
691
Furumark 1972, FS 112-115, εικ. 5-6.
692
Ιακωβίδης 1970, Β, 87.
693
Tzedakis, Martlew 2002, 176, αρ. 168.
694
Αυτές ανήκουν στην κατηγορία των γκρίζων µινυακού τύπου αγγείων. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1999, αρ. 3-εικ.
12-13 (Βρυσάρι, ΥΕ ΙΙ). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, αρ. 25-εικ. 15 (Πετρωτό, Πρώιµη Μυκηναϊκή εποχή).
695
Κολώνας 1998, πιν. 209, Α.Ε.Β.1339, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
696
Mountjoy 1999, 117, αρ. 158-166 (Αργολίδα/Μυκήνες, Πρόσυµνα, Μπερµπάτι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 178, αρ. 380-1
(Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 191, αρ. 453-4 (Αργολίδα/Μυκήνες, Άργος, Υποµυκηναϊκή), 221, αρ. 125
(Κορινθία/Κοράκου, ΥΕ ΙΙΙΒ), 268, αρ. 87-90 (Λακωνία/Πελλάνα, Μελάθρια, Αγ. Στέφανος, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 292, αρ.
236 (Λακωνία/Επίδαυρος Λιµηρά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 344, αρ. 95 (Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 394,
αρ. 89 (Ηλεία/Καυκανιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 527, αρ. 136-8 (Αττική/Φάληρο, Κολώνα, Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 545, αρ.
216 (Αττική/Βουρβάτσι, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 571, αρ. 340-1 (Αττική/Κολώνα, Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 588, αρ. 423
(Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 608, αρ. 531-2 (Αθήνα/Ποµπήιον, Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 774, αρ. 180
(Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 786, αρ. 271-2 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη) κ.ά από πολλές άλλες
περιοχές.
697
Mountjoy 1999, 948, αρ. 29 (Νάξος/Καµίνι, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
320
προέρχονται πέντε πρόχοι των τύπων FS 114-115. Μία από αυτές χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2,
δύο στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση και άλλες δύο στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη. Τα αγγεία έχουν µικρό
µέγεθος, µε ύψος από 0,075 µ. µέχρι 0,10 µ.
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
698
Mountjoy 1999, 995, αρ. 27 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1039, αρ. 176-7 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
699
Lubsen–Admiraal 2004, 139, αρ. 284 (Κύπρος, 1450-1200 π.Χ.).
700
Stubbings 1951, αρ. 3-πιν. XV (Ρας Σάµρα), αρ. 5- πιν. XVII (Παλαιστίνη).
701
Furumark 1972, εικ. 6, FS 114, ΥΕ ΙΙΙΑ2l. Mountjoy 1999, 118 αρ. 166 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Ύστερη).
702
Σηµειώνεται από τον Furumark 1972, 33, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι πρόχοι του FS 114 έχουν σώµα «βαρύ».
703
Για το χαρακτηριστικό των στενών-επίπεδων βάσεων των πρόχων των ΥΕ ΙΙΙΑ/ΙΙΙΒ περιόδων βλ. Πασχαλίδης
2013, 655.
704
Πρόκειται για χαρακτηριστικό της αχαϊκής κεραµικής της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης, βλ. Μountjoy 1999, 419, αρ. 74
(Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
321
είτε κυλινδρική (Π16286) είτε κωνική (Π16318) εξωτερική επιφάνεια.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
705
Papadopoulos 1978-79, PM.535-εικ. 154a (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.353-εικ. 154b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ2a).
Κολώνας, 1998, πιν. 209, Α.Ε.Β.1339 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
706
Mountjoy 1999, 117, αρ. 160-161 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, Μπερµπάτι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 217, αρ. 108 (Νέα Κόρινθος, ΥΕ
ΙΙΙΑ2).
707
Papadopoulos 1978-79, PM.352-εικ. 152b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ2b), PM.175-εικ. 153b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ
ΙΙΙΑ2α) κ.ά.
708
Βικάτου 2008, Τ2/Π4255, Τ3/Π4247, Τ20/Π5745 κ.ά.
709
Mountjoy 1999, 733, αρ. 35 (Σκύρος/Φούρκα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1101 αρ. 80-82 (Κως, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
710
Μountjoy 1999, 786, αρ. 271 (Φωκίδα,/∆ελφοί ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
322
είναι και πρωιµότερο. Επίσης µία πρόχους από τον τάφο του πολεµιστή της Κρήνης711, που
διακοσµείται µε παρεµφερές θέµα λεπτότεχνης φυλλοφόρου ταινίας. Η διακόσµηση µε λεπτότεχνα
γραµµικά θέµατα αποτελεί χαρακτηριστική διακοσµητική τάση, που επικρατεί στην ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη στην περιοχή της δυτικής Αχαΐας. Η διακόσµηση αυτού του είδους εµφανίζεται και σε
άλλους τύπους αγγείων, όπως ψευδόστοµους αµφορείς και αλάβαστρα712.
β) Ολόβαφο σώµα: Π16318.
Το ολόβαφο σώµα αποτελεί τον πιο συνηθισµένο τρόπο διακόσµησης των µικρών πρόχων FS 112-
115, µε πολλά παραδείγµατα από την Αχαΐα713 και άλλες περιοχές714, που είναι σε χρήση από την
ΥΕ ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Το ολόβαφο σώµα συντελεί στην ενίσχυση της µεταλλικής
όψης των αγγείων. Ως παράλληλα µπορούν να παρατεθούν ολόβαφες πρόχοι της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης
από το νεκροταφείο της Βούντενης715.
711
Papazoglou-Manioudaki 1994, αρ. 22-εικ. 24, αρχές ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης.
712
Βλ. ανωτ. τα σχετικά παραδείγµατα ψευδόστοµων αµφορέων και αλαβάστρων της Κρήνης της ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης.
Επίσης και Papazoglou-Manioudaki 1994, 194.
713
Papadopoulos 1978-79, 94, πιν. 152-154. Κολώνας 1998, 534-5. Πασχαλίδης 2013, 656.
714
Βικάτου 2008, 515. Souyoudzoglou-Haywood 1999, πιν. 7. Mountjoy 1999, 109, αρ. 118 (Αργολίδα/Πρόσυµνα,
ΥΕ ΙΙΙΑ1), 117, αρ. 165-6 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 178, αρ. 381 (Αργολίδα/Μυκήνες/, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη)
κ.ά από άλλες περιοχές της Ελλάδας.
715
Κολώνας 1998, πιν. 206, ΑΕ.Β.282 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β.660 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
716
Κολώνας 1998, πιν. 209, Α.Ε.Β.1339 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ32/Π4575 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
717
Papadopoulos 1978-79, PM.535-εικ. 154a (Καγκάδι, ΥΕ ΙΙΙΓ1b), PM.1382-εικ. 154c (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ
ΙΙΙΑ2b;). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.1339 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
718
Mountjoy 1999, 117 αρ. 159 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
323
συνδυασµό και µε την υπόλοιπη διακόσµηση του αγγείου, καθιστά πιθανή την προέλευσή του από
την περιοχή της Αργολίδας. Η πρόχους Π16286 διαθέτει ολόβαφη λαβή, όπως συνηθίζεται στην ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση719. Το αγγείο Π16322, µε ολόβαφο µόνο το κάτω σώµα, διαθέτει επιπλέον µία
λεπτή ταινία γύρω από τη βάση του λαιµού.
ΑΩΤΑ ΠΙΘΑΡΙΑ
Τα άωτα πιθαρία αποτελούν εξέλιξη του ρυτού σχήµατος αυγού στρουθοκαµήλου, που ήταν σε
χρήση στην Κρήτη τουλάχιστον από τη ΜΜ ΙΙI περίοδο720. Λόγω αυτής της ιδιαίτερης προέλευσής
τους υποστηρίζεται ότι τα αγγεία αυτά είχαν τελετουργική χρήση721. Η εµφάνισή τους στην
ηπειρωτική Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε στην ΥΕ ΙΙΑ περίοδο, µε τον τύπο FS 76722. Το σχήµα
εξελίχθηκε περαιτέρω και επικράτησε στην ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1, µε τον τύπο FS 77723. Η χρήση των
άωτων πιθαρίων συνεχίστηκε µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ περίοδο, µε τον τύπο FS 78724.
Τα άωτα πιθάρια ήταν ιδιαίτερα διαδεδοµένα στην Αχαΐα725, στην Ηλεία726, και στη
Φωκίδα727. Επίσης ήταν σε χρήση και σε πολλές άλλες περιοχές728. Στην Αργολίδα η ταφική τους
χρήση ήταν σπάνια και τα περισσότερα παραδείγµατα προέρχονται από οικιακά σύνολα729.
Από τα νεκροταφεία της Κρήνης έχουν συλλεχθεί τέσσερα άωτα πιθάρια (Π16253, Π16325,
Π16243, Π16328) και ένα πιθάριο µε αποφύσεις (Π16247), τα δύο από τα οποία χρονολογούνται
στην ΥΕ ΙΙΙΑ1, τα άλλα δύο στην ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ και το τελευταίο στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη. Τα αγγεία
719
Mountjoy 1999, 419 αρ. 74 (Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
720
Furumark 1972, 72-3. Papadopoulos 1978-79, 85. Βικάτου 2008, 467.
721
Athenian Agora ΧΙΙΙ, 137.
722
Furumark 1972, 73, εικ. 5, FS 76
723
Furumark 1972, 73, FS 77, εικ. 5. Mountjoy 1999, 207, αρ. 39-40 (Κορινθία, ΥΕ ΙΙΒ), 878, αρ. 52 (Κέα/Αγ.
Ειρήνη, ΥΕ ΙΙΒ). Papadopoulos 1978-79, 85. Βικάτου 2008, 467.
724
Furumark 1972, 73. FS 78-79. Mountjoy 1999, 266, αρ. 76 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 409, αρ. 22
(Αχαΐα/Αχλαδιές-Χατζή, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 754, αρ. 39 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 764, αρ. 90 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ
ΙΙΙΒ). Κολώνας 1998, πιν. 179, Α.Ε.Β.651 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
725
Ο Παπαδόπουλος (Papadopoulos 1978-79, 85) αναφέρει ότι ο αριθµός των αχαϊκών παραδειγµάτων είναι
εντυπωσιακός σε σύγκριση µε άλλες περιοχές. Ο αριθµός αυτός έχει αυξηθεί σύµφωνα µε τις νεώτερες µελέτες:
Papazoglou-Manioudaki 1994, Κρήνη, 194, εικ. 19 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, θολωτός τάφος
Πετρωτού Πατρών, αρ. 17-εικ. 11 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Giannopoulos 2008, Λεόντιο, αρ. 4-πιν.65 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, Μιτόπολη, αρ. 9-πιν. 23 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Paschalidis, McGeorge 2009, εικ. 4
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ). Κολώνας 1998, 523.
726
Βικάτου 2008, 469: σχολιάζει τη µεγάλη διάδοση του σχήµατος στην Ηλεία και υποθέτει ότι υπήρχε τοπικό
εργαστήριο παραγωγής που κάλυπτε όλη τη Β∆. Πελοπόννησο. Mountjoy 1999, 379, αρ. 30-1 (Ολυµπία/Άσπρα
Σπίτια, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
727
Mountjoy 1999, 751, αρ. 18-20 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 754, αρ. 39 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 764, αρ.
90 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΒ).
728
Mountjoy 1999, 107, αρ. 109 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 260, αρ. 55 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 517,
αρ. 97-8 (Αττική/Ελευσίνα, Κοπρέζα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 659, γίνεται αναφορά σε πιθάρια από τη Βοιωτία της ΥΕ ΙΙΙΑ1,
803, αρ. 15 (Αιτ/νία, Αγ. Ηλίας, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 837, αρ. 51-53 (Θεσσαλία/Αχίλλειον, Βόλος, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 903, αρ. 55
(Φυλακωπή Μήλου, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 991, αρ. 6 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Άωτο πιθαριο από το οστεοφυλάκιο του
θολωτού τάφου στα Τζαννάτα Πόρου Κεφαλονιάς: βλ. Κολώνας 1998, 523. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 62.
729
Mountjoy 1999, Αργολίδα, 106 (ευρήµατα στον αποθέτη του Ατρέως).
324
έχουν µικρό µέγεθος (ύψος από 0,086 µ. µέχρι 0,134 µ.).
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
730
Furumark 1972, εικ. 5.
731
Χαρακτηριστικό σχήµα χείλους της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου, που συνηθίζεται και σε άλλους τύπους αγγείων, όπως
αρτόσχηµα, κυλινδρικά αλάβαστρα και απιόσχηµους πιθαµφορείς. Mountjoy 1999, Αχαΐα 406, αρ. 8, 15, 17.
732
O Furumark 1972, 197, εικ. 5 απεικονίζει µόνο τους τύπους FS 76-77 της ΥΕ ΙΙ και ΥΕ ΙΙΙΑ1, όµως στη σελ. 73
και 597 αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν και µεταγενέστεροι τύποι, που έχουν τα νούµερα FS 78-79. Επίσης η
Mountjoy 1999, κατατάσσει στο FS 78 τα πιθάρια 409, αρ. 22, και 754, αρ. 39, της ΥΕ ΙΙΙΑ2 από την Αχαΐα και τη
Φωκίδα. Papadopoulos 1978-79, 84, εικ. 231c-d.
325
και επίπεδες (Π16243), είτε αποκτούν δακτυλιόσχηµη διαµόρφωση (Π16328). Αλλάζει και το
σχήµα του χείλους, που συνεχίζει να νεύει προς τα έξω, αλλά είναι στενό και πολύ έντονα
επικλινές, κατά τη συνήθεια της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου733.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
733
Mountjoy 1999, αλάβαστρο 481-2, αρ. 11 (Ζάκυνθος, ΥΕ ΙΙΙΒ), όπου χαρακτηρίζεται ως cut-off rim.
734
Furumark 1972, 597.
735
Papadopoulos 1978-79, 87.
736
Mountjoy 1999, 417 αρ. 63 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 419 αρ. 71 (Αχαΐα/άγνωστης
προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
737
Mountjoy 1999, 417 αρ. 58 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
αρ.3-πιν. 26, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη. Κολώνας 1998, πιν. 192, 195, Α.Ε.Β.1045, Α.Ε.Β.1116 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
738
Papadopoulos 1978-79, 85. Papazoglou-Manioudaki 1994, 194, αρ. 15-εικ. 19 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Παπάζογλου-
Μανιουδάκη 2003, θολωτός τάφος Πετρωτού Πατρών, αρ. 17-εικ. 11 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, 406, αρ. 11
(Αχαΐα/Άνω Συχαινά, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 103, 105, αρ. 9-πιν. 23, (Τ6/9, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
Κολώνας 1998, 524. Πασχαλίδης 2013, 668.
739
Mountjoy 1999, 379, αρ. 30 (Ηλεία/Ολυµπία, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, 467.
740
Mountjoy 1999, 260, αρ. 55 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 517, αρ. 98 (Αττική/Κοπρέζα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 751, αρ. 18
(Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 837, αρ. 53 (Θεσσαλία/Βόλος, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 991, αρ. 6 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
741
Papadopoulos 1978-79, PM.170-εικ. 120a (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, τα παραδείγµατα
από Αττική, Φωκίδα, Θεσσαλία και Ρόδο της προηγούµενης παραποµπής. Βικάτου 2008, Τ31/Π4543 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
326
ενώ στο Π16325 οµάδες περίπου ισοπαχών ταινιών742.
742
Mountjoy 1999, 517 αρ. 97 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΑ1) κ.ά. Κολώνας 1998, πιν. 178, Α.Ε.Β.287 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Βικάτου
2008, Τ33/Π4590.
743
Papadopoulos 1978-79, 85. Κολώνας 1998, 523. Πασχαλίδης 2013, 668.
744
Mountjoy 1999, 379, παρ. 31 (Ηλεία/Άσπρα Σπίτια, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, 467.
745
Μountjoy 1999, 751, αρ. 19 (Φωκίδα/Μεδεών, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
746
Papadopoulos 1978-79, PM.169-εικ. 124i (Λεόντιο, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, πιν. 179, Α.Ε.Β.651 (ΥΕ ΙΙΙΒ1).
Βικάτου 2008, Τ6/Π4296 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
747
Papadopoulos 1978-79, 85. Κολώνας, 1998, 524. Βικάτου 2008, 467.
748
Papadopoulos 1978-79, ΒΕ.12-εικ. 125a (Άνω Συχαινά, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
749
Βικάτου 2008, ΤVΙ/Π6369 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
750
Mountjoy 1999, 751, αρ. 20 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1). Mountjoy 1999, 106 αναφέρεται παράδειγµα από τις Μυκήνες.
751
Βικάτου 2008, ΤΙΙ/Π5023 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
752
Βλ. την προηγούµενη παραποµπή.
327
είναι σε χρήση αυτήν την περίοδο σε κυλινδρικά αλάβαστρα και αµφορίσκους από την Αχαΐα753.
753
Mountjoy 1999, 419 αρ. 67 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Giannopoulos 2008, πιν. 22, 24-25,
αρ. 15, 28, 34 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
754
Furumark 1972, 42, εικ. 11.
755
Mountjoy 1999, 450 αρ. 11-13 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΒ), 456 αρ. 38 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 786 αρ. 269
(Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
756
Papadopoulos 1978-79, 94.
757
Papadopoulos 1978-79, 94, εικ. 155c, d, e. Papadopoulos 1976, BE.655, BE.672-πιν. 45 (ΥΕ ΙΙΒ), ΒΕ.662-πιν. 52
(ΥΕ ΙΙΒ), ΒΕ.698-πιν. 76 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, αρ. 11-13-εικ. 10 (Πετρωτό, ΥΕ
ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1999, εικ. 22, 25 (Βρυσάρι Καλαβρύτων, ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Petropoulos 2007,
T4/Π27-εικ. 57 (ΥΕ ΙΙΒ), Τ4/λάκκος 6/Π47-εικ. 78 (ΥΕ ΙΙΒ). Κολώνας 1998, 532, πιν. 204.
758
Mountjoy 1999, 409 αρ. 24 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
328
ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΠΡΟΧΩΝ
ΥΕ ΙΙΒ Μικρή σφαιρική πρόχους µε 1 παράδειγµα
σφαιρικό σώµα, χαµηλό-ευρύ
λαιµό, απλό-κυκλικό χείλος.
FS 87 (Υποκατηγορία 1)
ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 Μικρή σφαιρική πρόχους µε 1 παράδειγµα
σφαιρικό σώµα, ψηλό-στενό λαιµό,
µικρό-γωνιώδες χείλος
FS 87 (Υποκατηγορία 2)
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
2. Υποκατηγορία 2
Η πρόχους Π10580 φαίνεται ότι ανήκει σε λίγο πιο εξελιγµένο χρονολογικό στάδιο της ΥΕ
ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 περιόδου. Στοιχεία διαφοροποίησης σε σχέση µε το προηγούµενο παράδειγµα είναι:
Καταρχάς ο λαιµός που γίνεται ψηλότερος και στενότερος και αποκτά αµφίκοιλο σχήµα. Επίσης
και η διαµόρφωση µικρού και γωνιώδους χείλους µε µικρή κλίση προς τα µέσα. Επιπλέον και η
τοποθέτηση της κάθετης λαβής ψηλότερα επάνω στον ώµο. Παρόµοιες πρόχοι της ΥΕ ΙΙΙΑ1
προέρχονται από την Αργολίδα760 και από το νεκροταφείο της Βούντενης761.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
α) Κισσός (FM 12/25) ή πολλαπλοί µίσχοι (FM 19/7): Π16250.
Το σώµα της πρόχου Π16250 διακοσµείται µε τρεις οµάδες τριών κυµατοειδών γραµµών. Οι
759
Για το σχήµα του σώµατος βλ. Mountjoy 1999, 99, αρ. 80 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΒ), 406, αρ. 3
(Αχαΐα/Αίγιον, ΥΕ ΙΙΒ), 832, αρ. 26 (Θεσσαλία/Πευκάκια, ΥΕ ΙΙΒ).
760
Mountjoy 1999, 107, αρ. 113 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
761
Κολώνας 1998, πιν. 204, Α.Ε.Β.1070 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
329
κυµµατοειδείς γραµµες φύονται από τον λαιµό και, αγκαλιάζοντας οφιοειδώς το σώµα, απολήγουν
χαµηλά λίγο επάνω από τη βάση σε εξίτηλα και ασαφή άκρα. Πιθανώς πρόκειται για πολλαπλούς
καµπύλους µίσχους µε απλά άκρα, ή λιγότερο πιθανά για εξίτηλα κισσόφυλλα ή κρίνα µε καµπύλα
στελέχη. Παρόµοια θέµατα είναι σε χρήση για τη διακόσµηση πρόχων του τύπου FS 87 κατά την
ΥΕ ΙΙΒ περίοδο762.
β) Τρέχουσα σπείρa (FM 46/52): Π10580.
Στην κύρια διακοσµητική ζώνη της πρόχου Π10580 αναπτύσσεται τρέχουσα σπείρα, που
αποτελείται από τέσσερα επιµέρους τµήµατα και έχει δεξιόστροφη φορά. Πρόχοι διακοσµηµένες µε
τρέχουσα σπείρα απαντώνται κατά την ΥΕ ΙΙΒ και την ΥΕ ΙΙΙΑ1763.
ΑΜΦΟΡΙΣΚΟΙ
Οι δίωτοι αµφορίσκοι κατατάσσονται στους τύπους FS 59-62764. Ο Fururmark υποστηρίζει ότι το
σχήµα τους έχει δεχτεί επιδράσεις τόσο από τους απιόσχηµους πιθαµφορείς των τύπων FS 48-49,
όσο και από τα ύστερα δίωτα αλάβαστρα του τύπου FS 86765. Η πρωιµότερη εµφάνιση των δίωτων
αµφορίσκων πραγµατοποιήθηκε στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο766. Φαίνεται όµως ότι επικράτησαν κυρίως
στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο767. Όσον αφορά στις χρήσεις των δίωτων αµφορίσκων, υποθέτουµε ότι ήταν
κατάλληλοι για τη φύλαξη διαφόρων προϊόντων, υγρών ή στερεών. Οι χηµικές αναλύσεις
κατέδειξαν µάλιστα, ότι ένας αµφορίσκος από τους Αρµένους Ρεθύµνου περιείχε λάδι ελιάς ή
762
Mountjoy 1999, 210, αρ. 45 (Κορινθία/Κοράκου, ΥΕ ΙΙΒ), 406, αρ. 3-4 (Αχαΐα/Αίγιο, ΥΕ ΙΙΒ), 653, αρ. 26
(Βοιωτία/Ορχοµενός ΥΕ ΙΙΒ), 749, αρ. 5 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΒ), 832, αρ. 28-30 (Θεσσαλία/Πευκάκια,
Αχίλλειον, ΥΕ ΙΙΒ).
763
Papadopoulos 1976, BE.662-πιν. 62 (Τ5, ΥΕ ΙΙΒ), ΒΕ.698-πιν. 79 (Τ6, ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1). Petropoulos
2007,Τ4/λάκκος 6/Π47-εικ. 78, 261 (ΥΕ ΙΙΒ). Mountjoy 1999, 99, αρ. 80 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΒ), 107, αρ.
113 (Αργολίδα/Σχοινοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 812, αρ. 6 (Φθιώτιδα, ΥΕ ΙΙΒ), 832, αρ. 30 (Θεσσαλία/Αχίλλειον, ΥΕ ΙΙΒ).
Κολώνας 1998, πιν. 204, Α.Ε.Β.288 (ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1).
764
Furumark 1972, εικ. 8-9.
765
Furumark 1972, 38.
766
Mountjoy 1999, 133, αρ. 227 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 146, αρ. 276 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΒ2).
767
Mountjoy 1999, 154, αρ. 303-6 (Αργολίδα/Μυκήνες, Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 160, αρ. 324-7 (Αργολίδα/Ασίνη,
Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 176, αρ. 372-4 (Αργολίδα/Μυκήνες, Ασίνη, Άργος, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 566, αρ. 309-315
(Αττική/Περατή, Μαρκόπουλο, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 582, αρ. 394-9 (Αττική/Περατή, Στυρία, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 604,
αρ. 504-515 (Αττική, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 626, αρ. 608-618 (Αθήνα, Σαλαµίνα, Υποµυκηναϊκή) κ.ά. Desborough
1964, 8.
330
φυτικό768.
Οι δίωτοι αµφορίσκοι παρουσίαζουν µεγάλη διάδοση στην Αχαΐα769 και σε άλλες περιοχές
της δυτικής Ελλάδας, όπως στην Κεφαλονιά και στην Αρκαδία770. Ωστόσο τα µέχρι στιγµής
ανευρεθέντα παραδείγµατα στην Ηλεία είναι µάλλον λίγα771. Πολυάριθµοι δίωτοι αµφορίσκοι της
ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου έχουν επίσης προέλθει και από τη Ρόδο772.
Οι τρεις δίωτοι αµφορίσκοι της µελέτης από την Κρήνη (Π16244, Π16285, Π16316) έχουν
σχετικά µικρό µέγεθος (ύψος 0,083 µ. µέχρι 0,18 µ.). Οι δύο από αυτούς ανήκουν στον τύπο FS 59,
µε οριζόντιες λαβές και ο τρίτος στον τύπο FS 62, µε κάθετες λαβές.
768
Tzedakis, Martlew 2002, 113, αρ. 87.
769
Θεωρούνται ως το τρίτο σε συχνότητα αχαϊκό σχήµα, Papadopoulos 1978-79, 95. Κολώνας 1998, 514, πιν. 166-
171.
770
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 64-5 πιν. 3. Mountjoy 1999, 453, αρ. 21-34 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
Σαλαβούρα 2007, 385.
771
Βικάτου 2008, 507. Νικολέντζος 2009 (2011), 432. Επίσης Mountjoy 1999, 389, αρ. 65-6 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι,
Κλαδέος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 391, αρ. 74 (Ηλεία/Κλαδέος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 392, αρ. 81-2 (Ηλεία/Κλαδέος,
Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Υστερη).
772
Ο Desborough (1964, 8) έχει υποστηρίξει ότι το σχήµα κατάγεται από τα ∆ωδεκάννησα. Mountjoy 1999, 1033, αρ.
136-151 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), αλλά και του τύπου FS 61, αρ. 152-9 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση) και
FS 62, αρ. 160-1 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1067, αρ. 257-260 (Ρόδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1100, αρ. 69-72
(Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1111, αρ. 121-2 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
331
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
773
Papadopoulos 1978-79, PM.144-εικ. 156e (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Mountjoy 1999, 417 αρ. 55
(Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 167 ( Α.Ε.Β.441, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
774
Mountjoy 1999, 389, αρ. 65 (Ηλεία/Αγραπιδοχώρι, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 154, αρ. 305 (Αργολίδα/Τίρυνθα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 683, αρ. 171 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1033, αρ. 137 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
Βικάτου 2008, Τ1/Π4282 (ΥΕ ΙΙΙΒ2-ΙΙΙΓ Πρώιµη).
775
Papazoglou-Manioudaki 1994, 187, αρ. 1-εικ. 9 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
776
Κολώνας 1998, πιν. 167, Α.Ε.Β.520 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ1/Π4282 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
777
Mountjoy 1999, 154, αρ. 306 (Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Η Mountjoy σηµειώνει ότι ο ψηλός και αµφίκοιλος
λαιµός του αγγείου είναι χαρακτηριστικό της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης. Mountjoy 1999, 391, αρ. 74 (Ηλεία/Κλαδέος, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση).
778
Furumark 1972, εικ. 8.
332
που αντιπροσωπεύεται µε λίγα παραδείγµατα από τη Λακωνία, Μεσσηνία, Κεφαλονιά, Αττική,
Ρόδο, Κω779. Ο εν λόγω αµφορίσκος είναι ο πρώτος του συγκεκριµένου τύπου από την Αχαΐα.
Το σχήµα του αγγείου διαφοροποιείται λίγο σε σχέση µε το προηγούµενο παράδειγµα και
ανήκει σε πιο εξελιγµένη χρονολογική βαθµίδα της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης. Το κάτω σώµα παραµένει
σφαιρικό, ενώ ο ώµος αποκτά κοιλότητα και µεταβαίνει οµαλά στον αµφίκοιλο λαιµό. Ο λαιµός
είναι πλέον ψηλότερος και κατ’ αυτόν τον τρόπο το σχήµα αποκτά περισσότερη ισορροπία και
κοµψότητα. Η βάση είναι επίσης ψηλότερη και επιπλέον δακτυλιόσχηµη και κυλινδρική στην
εξωτερική της επιφάνεια.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
779
Mountjoy 1999, 281, αρ. 183 (Λακωνία/Αγ. Στέφανος ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 354, αρ. 118 (Μεσσηνία/Κορυφάσιον, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), 453, αρ. 33-4 (Κεφαλονιά/Μαζαρακάτα, Λακκίθρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 566, αρ. 319 (Αττική/Περατή,
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1035, αρ. 160-1 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1100, αρ. 73 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη).
780
Papadopoulos 1978-79, PM.144-εικ. 156e (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΓ1α). Κολώνας 1998, πιν. 167,
Α.Ε.Β.441 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
781
Mountjoy 1999, 154, αρ. 305-6 (Αργολίδα/Τίρυνθα, Μυκήνες ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 731, αρ. 12-6 (Σκύρος, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 850, αρ. 114 (Θεσσαλία/Πτελεός, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
782
Papazoglou-Manioudaki 1994, 187, αρ. 1-εικ. 9 (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, αρ. 21-πιν. 3 (Τ1/20, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 167, Α.Ε.Β.526, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη).
783
Βικάτου 2008, Τ1/Π4282 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
784
Mountjoy 1999, 1033, αρ. 149 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
333
Ηλεία, Θεσσαλία, Ρόδο)785.
ΤΕΤΡΑΩΤΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ
Οι τετράωτοι αµφορείς δεν ταυτίζονται απόλυτα µε κάποιο σχήµα του Furumark, αλλά πλησιάζουν
λίγο στον τύπο FS 58 (δίωτος αµφορέας)786. Πρόκειται για αγγεία µεγάλου µεγέθους, που
χρησίµευαν για την αποθήκευση υγρών ή στερεών προϊόντων787. Όπως αποδεικνύεται από τις
χηµικές αναλύσεις, ένας αµφορέας από το θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών περιείχε κρασί και
λάδι788. Το σχήµα έχει Μεσοελλαδική καταγωγή, αναβίωσε στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο και συνέχισε
µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή789.
Οι τετράωτοι αµφορείς παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση στη δυτική Αχαΐα, από όπου
προέρχονται περισσότερα παραδείγµατα σε σύγκριση µε άλλες περιοχές790. Ορισµένοι µελετητές
υποστηρίζουν µάλιστα ότι το σχήµα αποτελεί αχαϊκή ιδιοτυπία791. Ωστόσο, οι τετράωτοι αµφορείς
είναι επίσης διαδεδοµένοι και σε άλλες περιοχές της δυτικής Ελλάδας όπως στην Ηλεία792, στην
Αρκαδία793 και στην Κεφαλονιά794, αποτελώντας ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της
«δυτικής µυκηναϊκής κοινής»795. Αξιοσηµείωτη όµως είναι η απουσία τους από την ανατολική
Αχαΐα796. Τετράωτοι αµφορείς εµφανίζονται και σε άλλες περιοχές αλλά µε µικρότερη συχνότητα,
όπως στη Φωκίδα797, στην Ελάτεια798, στην Αργολίδα799, στη Βοιωτία800, στη Θεσσαλία801, στη
785
Mountjoy 1999, 850, αρ. 113 (Θεσσαλία/Πτελεός, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Benzi 1992 , T61/2 -πιν. 94b. Κολώνας, 1998,
πιν. 169, Α.Ε.Β.794 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Βικάτου 2008, Τ3/Π4256 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση).
786
Furumark, 1972, 594, εικ. 8.
787
Βλαχόπουλος 2006, Α, 112. Κολώνας 1998, 518.
788
Tzedakis, Martlew 2002, 197, αρ. 183.
789
Papadopoulos 1978-79, 70.
790
Papadopoulos 1978-79, 69-70. Κολώνας 1998, 518, πιν. 172-7. Κολώνας 2008, 36, πιν. 48. Giannopouloς 2008,
πιν. 2. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, πιν. 2, πιν. 16. Πασχαλίδης 2013, 642, 644.
791
Desborough 1964, 14 και 99. Κολώνας 1998, 521.
792
Βικάτου 2008, 497.
793
Σαλαβούρα 2007, 381-384.
794
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 65, πιν. 9 (Α1266). Mountjoy 1999 , 453, αρ.20 (Λακκίθρα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
795
Papadopoulos 1995, 205. Βικάτου 2008, 497.
796
Papadopoulos 1978-79, 68.
797
Mountjoy 1999, 794, αρ. 300 (Φωκίδα/Ιτέα, Υποµυκηναϊκή περίοδος).
334
Μακεδονία802, στη Νάξο803 και στην Κω804.
Οι δύο από τους τετράωτους αµφορείς της Κρήνης, που έχουν βρεθεί σε τάφους της
Ζωητάδας, σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ένας ακόµη, από τον συληµένο τάφο 2 της θέσης
Β του Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν σπασµένος σε πολλά τεµάχια. Το ύψος των δύο ακέραιων αγγείων
είναι 0,338 µ. και 0,415 µ.
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
798
Deger-Jalkotzy 1999, 198, εικ. 6.
799
Mountjoy 1999, 159, αναφέρονται παραδείγµατα τετράωτων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης, από τις Μυκήνες και
τα Χάνια Αργολίδας.
800
Mountjoy 1999, 691, αρ. 222 (Βοιωτία/Λουκίσια, Υποµυκηναϊκή περίοδος).
801
Mountjoy 1999, 850, αρ. 110 (Πτελεός, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
802
Ανδρέου 2003, 194, εικ. 8.
803
Mountjoy 1999, 943, αρ. 2 (Νάξος/Καµίνι, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Βλαχόπουλος 2006, Α, 112-3, αρ. 1748 (πιν. 69).
804
Mountjoy 1999, 1109, αρ. 119 (Κως/Σεράλιο, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
805
Papadopoulos 1978-79, PM.3-εικ. 56a (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1α) και PM.271-εικ. 56b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1α).
Κολώνας 1998, πιν. 173, Α.Ε.Β.352 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη;).
806
Βικάτου 2008, Τ34/Π4598 (YE IIIΓ Μέση).
335
Τύπος 2: Τετράωτος αµφορέας της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης.
Ο τετράωτος Π16331 έχει σώµα ωοειδές, ψηλό και στενό λαιµό µε αµφίκοιλο περίγραµµα, χείλος
ευρύ έξω νεύον γωνιώδες και οριζόντιο. Οι τέσσερις λαβές είναι οριζόντιες, κυλινδρικές και
τοποθετηµένες οι δύο στη µέγιστη διάµετρο και οι άλλες δύο στον ώµο. Το αγγείο διαθέτει επίπεδη
βάση µε κωνική εξωτερική διαµόρφωση.
Παράλληλα του σχήµατος αποτελούν τετράωτος αµφορέας άγνωστης προέλευσης από την
Αχαΐα807, ένας ακόµη από τη Χαλανδρίτσα808, καθώς και δύο από τη Βούντενη809. Τα παραδείγµατα
αυτά διαθέτουν, όπως και ο τετράωτος της Κρήνης, σώµα ωοειδούς σχήµατος, χαρακτηριστικό που
εµφανίζεται κυρίως προς τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης και συνεχίζει µέχρι την Υποµυκηναϊκή
εποχή810.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΩΜΟΥ:
α) Τρίγωνα µε δικτυωτό (FM 61A/5). ∆ιαποίκιλτο τρίγωνο (FM 71/9). Μετόπη κυµατοειδών
γραµµών (FM 75): Π16273.
Τα δικτυωτά τρίγωνα είναι σε χρήση για τη διακόσµηση του ώµου δίωτων και τετράωτων
αµφορέων από την ΥΕ ΙΙΙΓ µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή. Παραδείγµατα προέρχονται από την
Αχαΐα811 και άλλες περιοχές812. ∆ιαποίκιλτα τρίγωνα παρόµοιας µορφής µε του παραδείγµατος της
Κρήνης, διαγραµµισµένα εσωτερικά µε ηµικύκλια, διακοσµούν τετράωτο αµφορέα από το
νεκροταφείο των Πορτών Αχαΐας813. Το θέµα επικρατεί στην Αχαΐα στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, κυρίως
στους ψευδόστοµους αµφορείς αυτής της περιόδου814. Για τις µετόπες κάθετων κυµατοειδών
γραµµών υπάρχει παράλληλο από το Κλάους, που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη815, ενώ
παρεµφερείς κάθετες γραµµές ζικ-ζακ εναλλάσσονται µε κροσσωτά ροµβοειδή σε έναν τετράωτο
της Αγίας Τριάδας Ηλείας της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης816.
807
Papadopoulos 1978-79, PM.132-εικ. 54b (άγνωστης προέλευσης, Υποµυκηναϊκή).
808
Papadopoulos 1978-79, PM.1-εικ. 52a (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1b).
809
Κολώνας 1998, πιν.176, 177, Α.Ε.Β.1040, Α.Ε.Β.1340 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
810
Moschos 2009α, εικ. 35-36 (Βούντενη, Υποµυκηναϊκή/φάση 6b). Mountjoy 1999, 691, αρ. 222
(Βοιωτία/Λουκίσια, Υποµυκηναϊκή), 794, αρ. 300 (Φωκίδα/Ιτέα, Υποµυκηναϊκή).
811
Papadopoulos 1978-79, PM.201-εικ. 63b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b). Κολώνας 1998, πιν. 172, Α.Ε.Β.351 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Νεότερη).
812
Mountjoy 1999, 191, αρ. 452 (Αργολίδα/Άργος, Υποµυκηναϊκή), 354, αρ. 122 (Μεσσηνία/Πισάσκιον, ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση), 362, αρ. 143 (Μεσσηνία/Νιχώρια, Υποµυκηναϊκή), 691, αρ. 222 (Βοιωτία, Υποµυκηναϊκή).
813
Κολώνας 2008, Πόρτες Αχαΐας, 36, εικ. 48.
814
Βλ. ανωτέρω στη διακόσµηση των ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης.
815
Moutnjoy 1999, 431, αρ. 102 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
816
Βικάτου 2008, Τ34/Π4594 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
336
β) Οξυκόρυφα οµόκεντρα ηµικύκλια (FM 43): Π16331.
Παρόµοια οξυκόρυφα ηµικύκλια εµφανίζονται σε δύο τετράωτους αµφορείς από τη
Χαλανδρίτσα817 και από τη Βούντενη Αχαΐας818. Η οξυκόρυφη διαµόρφωση των οµόκεντρων
ηµικυκλίων είναι χαρακτηριστικό που επικρατεί µάλλον προς τα τέλη ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης, όπως
φαίνεται κυρίως από τα παραδείγµατα των ψευδόστοµων αµφορέων αυτής της περιόδου819.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ:
α.) ∆ιακόσµηση µε δύο οµάδες ταινιών: Π16273
Η διακόσµηση του σώµατος των τετράωτων αµφορέων µε δύο οµάδες ταινιών επικρατεί στην ΥΕ
ΙΙΙΓ Mέση820. Στην περίπτωση του τετράωτου Π16273 ο αριθµός της οµάδας των ταινιών του άνω
σώµατος φθάνει στις 10. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει πιθανώς ότι το αγγείο «µεταβαίνει» προς
την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, κατά την οποία τελικά οι ταινίες γεµίζουν ολόκληρο το σώµα821.
β) Ολόβαφο σώµα: Π16331
Το ολόβαφο σώµα στους τετράωτους αµφορείς εµφανίζεται αρκετά συχνά στην Αχαΐα822.
Παραδείγµατα έχουν προέλθει επίσης από την Ηλεία και την Κεφαλονιά823. Φαίνεται ότι αυτός ο
διακοσµητικός τρόπος είναι σε χρήση από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή.
817
Papadopoulos 1978-79, PM.1-εικ. 52a, (Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ1b).
818
Κολώνας 1998, πιν. 177, Α.Ε.Β.1340 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη).
819
Βλ. ανωτέρω στη διακόσµηση των ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης.
820
Mountjoy 1999, 426 αρ. 85 (Αχαΐα/Χαλανδρίτσα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Βικάτου 2008, Τ29/Π4523 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
821
Mountjoy 1999, 431, αρ. 103 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 173, Α.Ε.Β.460 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη).
822
Papadopoulos 1978-79, εικ. 52a-b, 53a, 54a-b-c-d, 55a, 58a-b, 60a, 61c, 62d, της ΥΕ ΙΙΙΓ1b και Υποµυκηναϊκής.
Κολώνας 1998, πιν. 172, 174, 177, Α.Ε.Β.461 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.1340 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.54
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
823
Mountjoy 1999, 392, αρ. 77 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 453, αρ. 20 (Κεφαλονιά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Βικάτου 2008,
Τ34/Π4594, Τ31/Π4550, της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης.
337
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΧΟΙ
824
Furumark 1972, 32, εικ. 6.
825
Tzedakis, Martlew 2002, 176, αρ. 168.
826
Papadopoulos 1978-79, PM.348, 391, 1326, 779 (εικ. 150), της ΥΕ ΙΙΙΓ1a και ΙΙΙΓ1b. Χριστακοπούλου-Σωµάκου
2010, αρ. 18-πιν. 3 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Giannopoulos 2008, αρ. 47, πιν. 31, Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 210-2, Τ4/12, Τ8/7, Τ9/7, Τ10/18, Τ10/20, Τ25/71, Τ27/28. Τ43/25, Τ4/13, που
χρονολογούνται σε όλες τις φάσεις της ΥΕ ΙΙΙΓ.
827
Mountjoy 1999, 120, αρ. 167 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 135, αρ. 235 (Αργολίδα/Μπερµπάτι, ΥΕ ΙΙΙΒ1),
146, αρ. 280 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 221, αρ. 126 (Κορινθία/Ζυγουριές, ΥΕ ΙΙΙΒ), 260, αρ. 43
(Λακωνία/Συκέα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 268, αρ. 91 (Λακωνία/Τσάσι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 340, αρ. 79 (Μεσσηνία/Ριζόµυλο, ΥΕ ΙΙΙΒ),
354, αρ. 119 (Μεσσηνία/Πισάσκιον, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 431, αρ. 109 (Αχαΐα/Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 545, αρ. 217
(Αττική/Βουρβάτσι, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 559, αρ. 79 (Αττική/Αθήνα νότια κλιτύς, ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη), 588, αρ. 424
(Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 672, αρ. 124 (Βοιωτία/Ορχοµενός, ΥΕ ΙΙΙΒ), 683, αρ. 177 (Βοιωτία/Θήβα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη), 913, αρ. 126-8 (Μήλος/Φυλακωπή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 1017, αρ. 84 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1039,
αρ. 178 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1111, αρ. 130-2 (Κως/Λαγκάδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Στη σ.847
αναφέρεται παράδειγµα της Θεσσαλίας από την Άργισσα, της ΥΕ ΙΙΙΒ. Souyoudzoglou-Haywood 1999, A1478-
πιν. 8 (Κεφαλονιά/Μεταξάτα). Βικάτου 2008, Τ28/Π4514 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Τ20/Π4396 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη),
Τ29/Π4535 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), Τ4/Π4285 (ΥΕ ΙΙΙΒ2) και δύο αποσπασµατικές πρόχοι Τ27/Π5945, Τ27/Π5967.
338
Το αγγείο αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα παραδείγµατα του είδους, µε ύψος 0,316 µ. και
διάµετρο 0,277 µ. Το σφαιρικό-κωνικό σχήµα του σώµατος ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέσης, που έχουν επισηµανθεί σε σχέση µε τους ψευδόστοµους αµφορείς αυτής της
περιόδου828. Επίσης το σχήµα της βάσης, που είναι δακτυλιόσχηµη στη κάτω επιφάνεια και κωνική
εξωτερικά, είναι σύνηθες στην ίδια περίοδο. Ο λαιµός του αγγείου είναι στενός και αµφίκοιλος και
το χείλος χωνοειδές. Η κάθετη και ταινιωτή λαβή ξεκινά λίγο κάτω από το χείλος και απολήγει
στον ώµο
Επιπλέον, κριτήρια για τη χρονολογική τοποθέτηση του αγγείου στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
αποτελούν και τα εξής διακοσµητικά στοιχεία: α) Ο συνδυασµός ποικίλων θεµάτων στη ζώνη του
ώµου. β) Η χρήση θεµάτων, όπως µεγάλων σχηµατοποιηµένων «αχιβάδων» (FM 25), φολιδωτών
τριγώνων (FM 42/28) και διπλών τόξων µε διαγραµµίσεις (FM 43), που προέρχονται ή έχουν δεχτεί
επιδράσεις από τον πυκνό ρυθµό της Αργολίδας829. γ) Η διακόσµηση της ράχης της λαβής µε δύο
κάθετες ταινίες στις άκρες, µε την εσωτερική επιφάνεια να παραµένει άβαφη830. δ) Η διακόσµηση
του σώµατος µε δύο οµάδες πλατιών ταινιών. ∆εδοµένου µάλιστα ότι οι ταινίες του ανώτερου
σώµατος είναι πολλές, επτά σε αριθµό, µπορεί να υποτεθεί ότι το αγγείο ανήκει στο προχωρηµένο
τµήµα της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης. Πρέπει ακόµη να σηµειωθεί ότι και τα συνευρήµατα της πρόχου, τα
αγγεία Τ1/Ε4, Ε6, ανήκουν επίσης στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση, ενισχύοντας έτσι την τοποθέτησή της σε
αυτήν την περίοδο.
828
Βλ. ανωτέρω στους ψευδόστοµους αµφορείς σφαιρικού-κωνικού σχήµατος της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης.
829
Βλ. στο αντίστοιχο κεφάλαιο, όπου αναλύονται τα µοτίβα των ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης και
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης-Ύστερης.
830
Βλ. στο κεφάλαιο των ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης.
831
Furumark 1972, 34, εικ. 7.
832
Mountjoy 1999, 117, αρ. 157 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 133, αρ. 233 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΒ1),
154, αρ. 307 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 162, αρ. 333 (Αργολίδα/Ασίνη, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 289, αρ. 233
(Λακωνία/Επίδαυρος Λιµηρά, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 571, αρ. 336 (Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 586. αρ. 414-9
(Αττική/Σπάτα-Περατή-Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), αρ. 527-530 (Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 712, αρ. 67
(Εύβοια/Λευκαντί, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 910, αρ. 102 (Μήλος/Φυλακωπή, ΥΕ ΙΙΙΒ), 948, αρ. 27-8 (Νάξος/Απλώµατα-
Καµίνι, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1039, αρ. 174-5 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), 1067, αρ. 263
(Ρόδος/Καλαβάρδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
339
Η πρόχους Π16324 της Κρήνης (Γαλ.-Τ1/Ε17) ανήκει στον τύπο FS 106. Το αγγείο διαθέτει
πλοχµωτή λαβή, ένα στοιχείο που αποτελεί αχαϊκή ιδιαιτερότητα και απαντά και σε άλλους τύπους
αγγείων (βλ. ανωτέρω τον τετράωτο αµφορέα Π16273).
Στη στενή διακοσµητική ζώνη του ώµου αναπτύσσονται σε συµµετρικά διαστήµατα
τέσσερις θύσανοι (FM 72). Το θέµα είναι αρκετά σύνηθες για τη διακόσµηση αγγείων αυτού του
τύπου, µε παραδείγµατα από την Αργολίδα, την Αττική και την Εύβοια833. Για τη διακόσµηση του
σώµατος γίνεται χρήση πολλών συµµετρικών ταινιών. Πρόκειται για χαρακτηριστική τεχνοτροπική
τάση της αχαϊκής κεραµικής της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης-Ύστερης, που απαντάται στους πολυάριθµους
ψευδόστοµους αµφορείς αυτής της περιόδου. Εποµένως, µε βάση τη χρήση της ταινιωτής
διακόσµησης αυτού του τύπου, η υπό µελέτη πρόχους χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη.
Η χρονολόγηση αυτή υποστηρίζεται και από τα συνευρήµατα του αγγείου, που είναι τα Τ1/Ε11-
Ε16.
ΠΤΗΝΟΣΧΗΜΟΣ ΑΣΚΟΣ
Οι πτηνόσχηµοι ασκοί κατάγονται από τον µυκηναϊκό ασκό του τύπου FS 194834. Το σχήµα τους
αποτελεί έναν συνδυασµό αγγείου και πήλινου ειδωλίου πτηνού835. Ο V. Desborough έχει
διατυπώσει την άποψη ότι τα πτηνόσχηµα αγγεία είχαν κατά βάση τη χρήση των δοχείων έγχυσης
κρασιού ή νερού836. Ο ίδιος µελετητής υποστηρίζει ότι τα σκεύη αυτά ήταν µεν κατάλληλα ως
νεκρικά κτερίσµατα, καθώς απαντώνται συνηθέστερα σε τάφους, ίσως όµως να εξυπηρετούσαν και
άλλες µη ταφικές χρήσεις, όπως φαίνεται από την έστω και σπάνια παρουσία τους σε οικισµούς και
ιερά837. Ο Βλαχόπουλος αποδέχεται την χρήση των πτηνόσχηµων ασκών ως ρυτών µε ξεχωριστή
λειτουργική και συµβολική σηµασία838. Άλλοι πάλι µελετητές, προσπαθώντας να ερµηνεύσουν τη
χρήση των πτηνόσχηµων αγγείων, επισηµαίνουν ότι σε µερικές περιπτώσεις σχετίζονταν µε
παιδικές ταφές839.
Η αρχική εµφάνιση των πτηνόσχηµων αγγείων ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ. και
εντοπίζεται κυρίως στην Κύπρο άλλα και στις Κυκλάδες840. Το σχήµα αναβίωσε στους Ύστερους
Μυκηναϊκούς χρόνους (τέλη 12ου αι. π.Χ.- Υποµυκηναϊκή εποχή), παρουσιάζοντας ευρεία διάδοση
833
Mountjoy 1999, 176, αρ. 378 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 586, αρ. 414-5 (Αττική/Σπάτα, Περατή, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση), 712, αρ. 67 (Εύβοια/Λευκαντί, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
834
Furumark 1972, 68, εικ. 20. Desborough 1972, 245-6.
835
Papadopoulos 1978-79, 103.
836
Desborough 1972, 274.
837
Ό.π.
838
Βλαχόπουλος 2012, Β, 116.
839
Πασχαλίδης 2013, 689, αναφέρεται σε παράδειγµα του νεκροταφείου του Κλάους και παραθέτει βιβλιογραφία.
840
Desborough 1972, 245. Βλαχόπουλος 2012, Β, 116.
340
από την ηπειρωτική χώρα (Αχαΐα841, Αρκαδία842, Ηλεία843, Αττική και Λευκαντί844, Ερέτρια845 και
Αργολίδα846), µέχρι τα νησιά του Αιγαίου (Νάξο847, Ρόδο848), την Κύπρο και την Κρήτη849.
Οι πτηνόσχηµοι ασκοί της Αχαΐας είναι προϊόντα τοπικών εργαστηρίων και διακρίνονται για
την καλή ποιότητα και κατασκευή τους850. Με βάση τη µορφολογία τους κατατάσσονται στον τύπο
Ια του Desborough851. Αριθµώντας τους 18 αποτελούν το µεγαλύτερο σύνολο του είδους στον
µυκηναϊκό κόσµο852. Ο αριθµός τους αυξάνεται ακόµη περισσότερο, εάν συνυπολογιστούν και τα
δείγµατα από το Παλαιόκαστρο της Γορτυνίας853 και την Ηλεία854, που τεκµηριώνουν τη διάδοση
του σχήµατος στην ευρύτερη περιφέρεια της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Σχετικά µε τη
χρονολόγηση των αχαϊκών πτηνόσχηµων αγγείων, τα πρώτα στοιχεία της έρευνας είχαν οδηγήσει
τον Παπαδόπουλο στο συµπέρασµα ότι ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη ή µέχρι την Υποµυκηναϊκή
εποχή855. Ωστόσο, µε βάση νεώτερα ευρήµατα από το νεκροταφείο του Κλάους, ο Πασχαλίδης
ισχυρίζεται ότι η εµφάνιση των πτηνόσχηµων αγγείων στην περιοχή της Αχαΐας ξεκινά λίγο
νωρίτερα, ίσως ήδη από τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης προς την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη856.
Έχοντας πραγµατοποιήσει µία πρώτη διεξοδική µελέτη των πτηνόσχηµων ασκών της ΥΕ
ΙΙΙΓ και Υποµυκηναϊκής περιόδου, ο Desborough κατέληξε στο συµπέρασµα ότι έχουν κυπριακή
προέλευση857. Από την άλλη µεριά, ο Catling υποστήριξε ότι κατάγονται από το Αιγαίο858, ενώ ο
Rutter θεώρησε ότι ίσως προήλθαν από τη Νάξο859. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι η
συγκεκριµένη γενιά πτηνόσχηµων αγγείων έχει προέλευση από την Αχαΐα860. Η άποψη αυτή
841
Papadopoulos 1978-79, 103.
842
Σαλαβούρα 2007, 400-1.
843
Βικάτου 2008, 531-533.
844
Desborough 1972, αρ. κατ. 43-5 (Αττική) και αρ. κατ. 46 (Λευκαντί).
845
Καλτσάς, Fachard, Ψάλτη, Γιαννοπούλου 2010, 95, εικ. 14.
846
Blegen 1937, εικ. 100:391, 235: 469, 307:695. Wace 1932, 173, πιν. XXII:I, 14.
847
Βλαχόπουλος 2006, Α, 131-4 (Καµίνι και Απλώµατα).
848
Benzi 1992, 252-3, πιν. 17i.
849
Desborough 1972, αρ. κατ. 1-27 (Κύπρος) και αρ.κατ. 28-41 (Κρήτη).
850
Papadopoulos 1978-79, 103.
851
Desborough 1972, 254-6, αρ. κατ. 47-53.
852
Papadopoulos 1978-79, 103, εικ. 163-8 (επτά πτηνόσχηµα από Κλάους και Καγκάδι). Πετρόπουλος 2000, 75, 89,
εικ. 34, Π10435 και Giannopoulos 2008, αρ. 46-πιν. 30 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.6, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας, 1998,
πιν. 218, Α.Ε.Β.449 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.838 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). ∆ύο ακόµη παραδείγµατα εκτίθενται
στο Μουσείο Πατρών, το ένα από τα Αγιοβλασίτικα στην αίθουσα του Ιδιωτικού Βίου και ένα ακόµη από τη
νεώτερη αδηµοσίευτη ανασκαφή της Βούντενης στην αίθουσα της Νεκρόπολης. Paschalidis, McGeorge 2009, 99,
εικ. 14 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Πασχαλίδης 2013, 685-6, αναφέρει τέσσερα ακόµη παραδείγµατα (δύο από τα
Ραµπαντάνια της Καλλιθέας, ένα από τη συλλογή Σαρµά και ένα άγνωστης προέλευσης).
853
Σαλαβούρα 2007, 400-402.
854
Βικάτου 2004, 232, πιν. 95γ (Κλαδέος Ηλείας, ΥΕ ΙΙΙΓ). Βικάτου 2008, 531-533, Τ35, Π4624 (Αγ. Τριάδα, ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη).
855
Papadopoulos 1978-79, 103.
856
Πασχαλίδης 2013, 688.
857
Desborough 1972, 275.
858
Catling 1974, 95.
859
Rutter 1985, 17.
860
Giannopoulos 2008, 165.
341
βασίζεται στις έντονες οµοιότητες µεταξύ των ευρηµάτων από την Αχαΐα και αυτών από την Αττική
και την Εύβοια. Τα τελευταία αυτά δείγµατα χρονολογούνται στην Υποµυκηναϊκή και Πρώιµη
Πρωτογεωµετρική περίοδο των περιοχών αυτών και ενδέχεται πράγµατι, αν δεν είναι σύγχρονα, να
είναι κάπως µεταγενέστερα από την αρκετά πολυπληθή και ιδιαίτερα ώριµη οµάδα των
πτηνόσχηµων της Αχαΐας861. Ωστόσο, η θεωρία της αχαϊκής καταγωγής του τύπου έχει τεθεί υπό
αµφισβήτηση µε βάση τον πτηνόσχηµο ασκό ΜΝ 1735 από το Καµίνι της Νάξου, που
χρονολογείται µε ασφάλεια στην φάση ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση/Προχωρηµένη (Advanced) και είναι, όπως
υποστηρίζεται, πρωιµότερος των αχαϊκών παραδειγµάτων862. Λαµβάνοντας όµως υπ’ όψιν τη
µετάθεση της αρχικής εµφάνισης των αχαϊκών πτηνόσχηµων αγγείων γύρω στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέσης, σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα πρόσφατα ευρήµατα του Κλάους Πατρών, αλλά και την
αναµφισβήτητη αριθµητική τους υπεροχή σε σχέση µε σύνολα άλλων περιοχών, θεωρούµε ότι
ενισχύεται η πιθανότητα της αχαϊκής τους καταγωγής. Ελπίζουµε ότι περισσότερα και πιο
διαγνωστικά ευρήµατα θα αποσαφηνίσουν αυτό το ζήτηµα στο µέλλον.
Ο πτηνόσχηµος ασκός Π16258 της Ζωητάδας Κρήνης κατατάσσεται στον τύπο Ια του
Desborough863. Το ασκοειδές σώµα στηρίζεται σε τρία ταινιωτά πόδια, ένα µπροστά και δύο πίσω.
∆ιαθέτει δύο στόµια, ένα πτηνόσχηµο στην προέκταση του κεφαλιού και ένα απλό στη ράχη του
πτηνού. Από τη βάση του απλού στοµίου ξεκινά η καλαθόσχηµη ταινιωτή λαβή, που απολήγει στο
άκρο της ράχης επάνω στην ουρά. Η διακόσµηση περιορίζεται στο άνω µισό του σώµατος, όπου
υπάρχουν οµάδες παράλληλων γραµµιδίων µε εναλλάξ κάθετη και οριζόντια φορά. Η πολύ πυκνή
διάταξη δίνει την εντύπωση του πτερώµατος.
Το αγγείο ανήκει στον πιο συχνό αχαϊκό τύπο πτηνόσχηµων αγγείων, που διαθέτουν
ταινιωτά πόδια864. Υπάρχουν ωστόσο και παραδείγµατα µε σωληνωτά πόδια865. Ως παράλληλα για
το πτηνόσχηµο της Κρήνης µπορούν να παρατεθούν δύο πτηνόσχηµα αγγεία από το Κλάους866 και
ένα ακόµη από την Αγία Τριάδα Ηλείας867. Τα αγγεία αυτά διαθέτουν επίσης ταινιωτά πόδια,
φέρουν γραµµική διακόσµηση και χρονολογούνται πιθανώς στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη. Βάσει αυτών
των παραδειγµάτων στηρίζεται η χρονολόγηση και του Π16258 της Ζωητάδας Κρήνης στην ίδια
861
Giannopoulos 2008, 164.
862
Βλαχόπουλος 2006, Α, 133, πιν. 47.
863
Desborough 1972, 246-7.
864
Papadopoulos 1978-79, PΜ.261-εικ.164a (Κλάους), PM.262-εικ. 165a-b (Κλάους), PM.362-εικ. 166a-b (Κλάους),
PM.541-εικ. 167a-b (Καγκάδι), PM.548-εικ. 168a-b (Καγκάδι). Giannopoulos, 2008, αρ. 46-πιν. 30 (Σπαλιαρέικα,
Τ2/ΟΜ.6). Βικάτου 2008, Τ35/Π4614 (ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
865
Papadopoulos 1978-79, PM.260-εικ. 163a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b-Υποµυκηναϊκή). Paschalidis, McGeorge 2009,
99, εικ. 14 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Πασχαλίδης 2013, 683-684 (Γ9, ∆21). Κολώνας 1998, πιν. 218, Α.Ε.Β.449
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη), Α.Ε.Β.838, (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
866
Papadopoulos 1978-79, PM.262-εικ. 165a-b (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1b/Υποµυκηναϊκή), PM.362-εικ. 166a-b (Κλάους,
YE IIIΓb/Υποµυκηναϊκή).
867
Βικάτου 2008, 531-3.
342
περίοδο. Ενισχυτικό στοιχείο για αυτήν την χρονολόγηση είναι και ορισµένα από τα συνευρήµατά
του.
∆ΑΚΤΥΛΙΟΣΧΗΜΟ ΑΓΓΕΙΟ
Τα δακτυλιόσχηµα αγγεία κατατάσσονται από τον Furumark στον τύπο FS 196 και θεωρούνται
συγγενικά µε τους ασκούς868. Τα ευρήµατα των ανασκαφών καταδεικνύουν ότι η ποσότητα των
δακτυλιόσχηµων αγγείων ήταν µικρή γενικά και προορίζονταν κυρίως για ταφικές χρήσεις. Παρόλα
αυτά ήταν διαδεδοµένα σε πολλές περιοχές και σε διάφορες περιόδους869.
Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά µε τη χρήση των δακτυλιόσχηµων αγγείων. Κατά τον
Παπαδόπουλο870 προορίζονταν για τη φύλαξη κάποιου υγρού, όπως λαδιού ή αρώµατος, ενώ ο
Blegen871 υποστηρίζει ότι ίσως είχαν χρήση λυχναριών. Σύµφωνα µε άλλους µελετητές η σηµασία
τους µέσα στους τάφους ήταν συµβολική και χρησίµευαν για την πραγµατοποίηση σπονδών ή για
την κτέριση παιδικών ταφών872. Τα δακτυλιόσχηµα είναι αρκετά διαδεδοµένα στους τάφους της
Αχαΐας873. Είναι προϊόντα τοπικής κατασκευής και χρονολογούνται σε όλες τις φάσεις της ΥΕ ΙΙΙΓ
περιόδου874.
Το δακτυλιόσχηµο αγγείο Π16268 της Κρήνης διαθέτει απλό δακτυλιόσχηµο σώµα και
επίπεδη βάση. Η λαβή του είναι κάθετη, ταινιωτή και γωνιώδης, σχεδόν τριγωνικού σχήµατος και
ξεκινώντας από το χείλος καταλήγει στη βάση του λαιµού875.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ: Απλή κυµατοειδής γραµµή (FM 53/19). Πολλαπλά ζικ-ζακ (FM 61/18).
Κυµατοειδής γραµµή διακοσµεί τη ζώνη του ώµου του δακτυλιόσχηµου Π16268, ενώ πολλαπλά
ζικ-ζακ αναπτύσσονται στο ανώτερο σώµα του αγγείου. Το θέµα της κυµατοειδούς γραµµής
εµφανίζεται σε δακτυλιόσχηµα αγγεία από το Κλάους και τη Βούντενη Πατρών876, την Αγία Τριάδα
868
Furumark 1972, 68, εικ. 20.
869
Για τη διάδοσή τους στην Προδυναστική Αίγυπτο, Κύπρο, δυτ. Ανατολία, Κρήτη, Κυκλάδες και στην γεωµετρική
και αρχαϊκή κεραµική της Ελλάδας, βλ. Furumark 1972, 69.
870
Papadopoulos 1978-79, 105.
871
Blegen, Rowson 1966, 329, αρ. 1148.
872
Βικάτου 2008, 523, όπου παραθέτει σχετική βιβλιογραφία.
873
Τα µέχρι σήµερα γνωστά παραδείγµατα φθάνουν τουλάχιστο στα είκοσι. Papadopoulos 1978-79, 104 εικ. 169-170,
Κλάους, Μάνεσι και Καγκάδι κ.ά. Κολώνας 2008, Πόρτες, 36, εικ. 46. Μoschos 2009α, 282, εικ. 26 (Πόρτες, ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη/φάση 6α). Papazoglou-Manioudaki 1994, 190, αρ. 8 (Κρήνη/∆ριµαλέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 75 (Μονοδένδρι, ΤΙΙ, ΟΜ.1, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Παπαδόπουλος 1978α, 97
(Καλλιθέα). Παπαδόπουλος 1992, 59 και 61 (Καλλιθέα). Παπαδόπουλος 1992α, 28 (Κλάους). Paschalidιs,
McGeorge 2009, (Κλάους, 96, εικ. 11, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη/φάση 4). Κοκκοτάκη 1996, 147, πιν. 71δ. Κολώνας
1998, 541-2, πιν. 216.
874
Papadopoulos 1978-79, 105.
875
Ο Παπαδόπουλος (Papadopoulos 1978-79, 104), αναφέρει ότι στην Αχαΐα απαντούν δύο βασικοί τύποι
δακτυλιόσχηµων, που ο ένας διαθέτει καλαθόσχηµη οριζόντια λαβή, ενώ ο άλλος κάθετη λαβή. Σηµειώνει ότι ο
δεύτερος τύπος είναι πιο σπάνιος και βρίσκει λίγα παράλληλα σε άλλες περιοχές.
876
Papadopoulos 1978-79, PM.357-εικ. 170d-e (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1a). Κολώνας 1998, πιν. 216, Α.Ε.Β.800 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη/όψιµοι χρόνοι).
343
Ηλείας877 και την Περατή Αττικής878. Τα πολλαπλά ζικ-ζακ απαντούν σε δακτυλιόσχηµα από το
Κλάους879, την Αγία Τριάδα Ηλείας880 και την Κεφαλονιά881. Βάσει των παραπάνω παραδειγµάτων
γίνεται σαφές ότι η κυµατοειδής γραµµή είναι σε χρήση για τη διακόσµηση δακτυλιόσχηµων
αγγείων σε λίγο πρωιµότερο στάδιο (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και Μέση), ενώ τα πολλαπλά ζικ-ζακ
εµφανίζονται πιθανώς λίγο αργότερα (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη και Ύστερη). Εποµένως, µε βάση τα
υστερότερα παραδείγµατα µε τα πολλαπλά ζικ-ζακ, το δακτυλιόσχηµο Π16268 χρονολογείται στην
ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη. Ενισχυτικό στοιχείο για την τοποθέτησή του σε αυτήν την περίοδο είναι
και η διακόσµηση της λαβής µε δικτυωτό κόσµηµα, όπως συµβαίνει και µε παραδείγµατα
ψευδόστοµων αµφορέων της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης882.
ΣΥΝΘΕΤΟ ΑΓΓΕΙΟ
Τα σύνθετα αγγεία κατατάσσονται από τον Furumark στους τύπους FS 324-332883. Η χρήση των
σύνθετων αγγείων ξεκίνησε ήδη στην Πρώιµη εποχή του Χαλκού στην Κύπρο884, στις Κυκλάδες885
και στην κυρίως Ελλάδα886. Επίσης γνώρισαν διάδοση στην Κρήτη σε διάφορες περιόδους887.
Ωστόσο ο Μυκηναϊκός τύπος θεωρείται ότι ακολούθησε ανεξάρτητη πορεία διαµόρφωσης και
ανέπτυξε τον δικό του πρωτότυπο χαρακτήρα888.
Σχετικά µε τη χρήση των σύνθετων αγγείων έχει υποστηριχθεί ότι ήταν είτε οικιακά889 είτε
τελετουργικά σκεύη890. Η δεύτερη εκδοχή ίσως να είναι πιθανότερη, καθώς τα περισσότερα
παραδείγµατα προέρχονται από ιερά και τάφους και λιγότερα από οικισµούς891. Παρόλα αυτά δεν
µπορεί να αποκλειστεί ότι εξυπηρετούσαν ενίοτε και οικιακές χρήσεις.
Τα σύνθετα αγγεία της Αχαΐας έχουν προέλθει από διάφορα νεκροταφεία της περιοχής892.
877
Βικάτου 2008, Τ3/Π4254 (ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη;).
878
Ιακωβίδης 1970, Β, 249, αρ. 420, ΥΕ ΙΙΙΓ1.
879
Papadopoulos 1978-79, PM.358-εικ. 170b-c (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1a).
880
Βικάτου 2008, Τ20/Π4398 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
881
Mountjoy 1999, 461 αρ. 67 (Κεφαλονιά/Μαζαρακάτα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη).
882
Mountjoy 1999, 438 αρ. 129 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 102, Α.Ε.Β.260 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη).
883
Furumark 1972, 641-2, εικ. 20.
884
Καραγιώργης 1978, 31, εικ. 39 (Χαλκολιθική περίοδος), εικ. 61 (Πρώιµη Χαλκοκρατία ΙΙΙ), εικ. 92 (αρχές
Ύστερης Χαλκοκρατίας).
885
Ντούµας 1984, αρ. 169 (τετράδυµο αγγείο, Πρωτοκυκλαδική ΙΙ).
886
Πρωτοελλαδικής εποχής παραδείγµατα στο Ελαιοχώρι Αχαΐας (Βασιλογάµβρου 2000, εικ. 4.) και αλλού.
887
Furumark 1972, 69. υποσηµείωση 6, ΠΜ Ι-ΙΙ µέχρι την ΥΜ ΙΙΙΒ2.
888
Furumark 1972, 70.
889
Papadopoulos 1978-79, 107, παραθέτει την άποψη του Nilsson, ότι τα σύνθετα αγγεία ήταν «αλατοπιπεριέρες».
890
Furumark 1972, 70
891
Βικάτου 2008, 526, όπου δίνεται σχετική βιβλιογραφία.
892
Papadopoulos 1978-79, εικ. 172-3. Paschalidis, McGeorge 2009, 83, εικ. 4 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ-Β).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 19-πιν. 3 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση). Petropoulos 2007, Τ2/10-εικ. 33 ( ΥΕ ΙΙΙΓ
Μέση-Ύστερη), Τ4/Λάκκος 6/Π45-εικ. 75a-b (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 1998, πιν. 237, Α.Ε.Β.656 (ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), Α.Ε.Β.936 (ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
344
Συνήθως αποτελούνται από δύο µέχρι τέσσερα όµοια αγγεία, όπως κυλινδρικά ή αρτόσχηµα
αλάβαστρα, πιθαµφορίσκους ή αµφορίσκους. Τα επιµέρους µέρη ενώνονται µεταξύ τους µε
συνδέσµους πηλού. ∆ιαθέτουν µία καλαθόσχηµη, ταινιωτή λαβή.
Το σύνθετο αγγείο Π16282 της Κρήνης ανήκει στον τύπο FS 327893 και αποτελείται από
τέσσερα τρίωτα αρτόσχηµα αλάβαστρα. Τα επιµέρους αλάβαστρα κατατάσσονται στο FS 85 της
ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου, καθώς διαθέτουν σώµα κωνικό-καµπύλο, λαιµό ψηλό και στενό και χείλος
στενό, έξω νεύον και λίγο επικλινές894.
ΠΙΘΑΜΦΟΡΕΑΣ
Ο Furumark κατατάσσει τους µυκηναϊκούς πιθαµφορείς στους τύπους FS 27-51898. Τους διαχωρίζει
σε τρεις επιµέρους κατηγορίες που έχουν διαφορετική προέλευση αλλά και εξέλιξη. Το ιδιαίτερο
σχήµα των πιθαµφορέων, που διαθέτουν ευρύ χαµηλό λαιµό και ευρύ στόµιο, τους καθιστά
κατάλληλους για την αποθήκευση και µεταφορά τόσο στερεών όσο και υγρών προϊόντων899. Οι
πιθαµφορείς εµφανίζονται αρκετά συχνά στους τάφους της Αχαΐας900. Μεταξύ των διαφόρων τύπων
φαίνεται ότι επικρατέστεροι είναι οι τύποι FS 44-45901.
Ο πιθαµφορέας Π16321 της Κρήνης διαθέτει τα χαρακτηριστικά του FS 44 της ΥΕ
893
Furumark 1972, 642.
894
Βλ. ανωτέρω στα χαρακτηριστικά του τύπου 2 των αρτόσχηµων αλαβάστρων της Κρήνης (της ΥΕ ΙΙΙΑ2).
895
Κολώνας 1998, πιν. 189, Α.Ε.Β.867 (ΥΕ ΙΙΙΑ2)
896
Βικάτου 2008, Τ31/Π4555 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2).
897
Βλ. ανωτέρω στον τύπο 1 των αρτόσχηµων αλαβάστρων της Κρήνης.
898
Fururmark 1972, 24-5, εικ. 3-4.
899
Ο Ιακωβίδης τους κατατάσσει στα δοχεία υγρών (1970, Β, 87). Επίσης βλ. Κολώνας 1998, 510 και Βικάτου 2008,
463, µε βιβλιογραφία.
900
Papadopoulos 1978-79, 82. Κολώνας 1998, 510, πιν. 157-166.
901
Papadopoulos 1978-79, εικ. 120-2. Papazoglou-Manioudaki 2003, θολωτός τάφος Πετρωτού, αρ. 2-3, εικ .7 (ΥΕ
ΙΙΒ-ΙΙΙΑ1) κ.ά. Κολώνας 1998, πιν. 159, 161, Α.Ε.Β.525 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.875 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.876 (ΥΕ ΙΙΙΑ1)
κ.ά.
345
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµης, που είναι στενό και γωνιώδες άνω σώµα και κωνικό κάτω τµήµα902.
Ενισχυτικό αυτής της χρονολογικής τοποθέτησης είναι και το σχήµα του χείλους, που είναι
γωνιώδες, σχεδόν οριζόντιο και µε πολύ µικρή κλίση903. Επιπλέον το αγγείο διαθέτει ευρύ και ψηλό
λαιµό και τρεις οριζόντιες λαβές επάνω στον ώµο.
ΚΑΛΑΘΟΣ Ή ΛΕΚΑΝΗ
Οι κάλαθοι κατατάσσονται από τον Furumark στους τύπους FS 290-291, 300-301909. Το σχήµα
τους µιµείται µεταλλικά πρότυπα, που κατασκευάζονταν στην Κρήτη ήδη από την ΥΜ Ι περίοδο910.
Αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο, το σχήµα µεταφέρθηκε σε πηλό. Στο εξής η χρήση των πήλινων
καλάθων συνεχίστηκε µέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής, ενώ παράλληλα αλλά πιο σπάνια
εξακολούθησαν να κατασκευάζονται και χάλκινα παραδείγµατα911.
Όπως αποδεικνύεται από τα ευρήµατα των ανασκαφών οι κάλαθοι προορίζονταν για
οικιακές ή για ταφικές χρήσεις. Σε ό,τι αφορά στην ταφική τους χρήση υποστηρίζεται ότι
902
Mountjoy 1999, Αχαΐα, 406, αρ. 10 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
903
Χαρακτηριστικό σχήµα χείλους της ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης, που απαντά και σε άλλους τύπους αγγείων όπως
αρτόσχηµα και κυλινδρικά αλάβαστρα και άωτα πιθάρια (Mountjoy 1999, 406, αρ. 10, 13, 17).
904
Papadopoulos 1978-79, 83. Κολώνας 1998, 513.
905
Βικάτου 2008, 463.
906
Mountjoy 1999, 333, αρ. 62 (Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 379, αρ. 29 (Ηλεία/Σαµικό, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406,
αρ. 10 (Αχαΐα/άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 702, αρ. 25 (Εύβοια/Μάνικα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
907
Mountjoy 1999, 406, αρ. 8-10 (Αχαΐα/Αίγιον, Χαλανδρίτσα,άγνωστης προέλευση, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
908
Mountjoy 1999, 333, αρ. 62 (Μεσσηνία, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), 379, αρ. 29 (Ηλεία, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 406, αρ. 10 (Αχαΐα,
ΥΕ ΙΙΙΑ1). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.875 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
909
Furumark 1972, εικ. 15.
910
Furumark, 1972, 52. Ιακωβίδης 1970, Β, 254.
911
Βικάτου 2008, 544. Πετρόπουλος 2000 68, 75, εικ. 25-7 (χάλκινος κάλαθος Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών).
346
λειτουργούσαν ως τελετουργικά σκεύη912. Επιπλέον, µε βάση καλάθους από την Περατή και την
Αίγινα, που περιείχαν οστά πτηνών, διαπιστώνουµε ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα αγγεία αυτά
εξυπηρετούσαν τη µεταφορά τροφίµων στους τάφους913. Τα τρόφιµα αυτά ήταν ίσως προσφορές
προς τους νεκρούς, ή αλλιώς αποτελούσαν το φαγητό των νεκροδείπνων914.
Η ερµηνεία των ταφικών καλάθων που περιείχαν άλλα µικρότερα αγγεία στο εσωτερικό
τους, όπως ο κάλαθος Π16274 της Κρήνης, είναι πιο δύσκολη915. Μπορεί να υποτεθεί ότι και αυτοί
οι κάλαθοι είχαν ως βασικό τους προορισµό τη µεταφορά τροφίµων στους τάφους. Τίθεται επίσης
το ερώτηµα µήπως µετά τα νεκρόδειπνα ακολουθούσε η τακτοποίηση των υπόλοιπων σκευών στο
εσωτερικό των καλάθων, προκειµένου να προσφερθούν όλα µαζί σε κάποιες πλούσιες ταφές.
Μία ακόµη σηµαντική µαρτυρία σχετικά µε τις πιθανές ταφικές χρήσεις των καλάθων
προσφέρει ο χάλκινος κάλαθος των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών Αχαΐας. Το αγγείο αυτό περιείχε
τέφρα από καύση νεκρού και αποτελεί ένα από τα σπάνια παραδείγµατα ταφικών καλάθων, που
λειτούργησαν ως τεφροδόχοι916. Κάλαθοι έχουν προέλθει από διάφορα νεκροταφεία της Αχαΐας917,
αλλά και από το Τείχος ∆υµαίων918.
Ο κάλαθος Π16274 της Κρήνης περιείχε οµάδα πέντε αγγείων, που ήταν τέσσερις
ψευδόστοµοι και ένα κυλινδρικό αλάβαστρο. Φαίνεται ότι ήταν µία αδιατάραχτη οµάδα της ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερης, που βρέθηκε στη θέση της, αποτελώντας κτέρισµα της ταφής λακκοειδούς τάφου
µπροστά από την είσοδο του θαλάµου.
Ο κάλαθος Π16274 κατατάσσεται στον τύπο FS 291919. ∆ιαθέτει κυλινδρικό κάτω σώµα και
κωνικό-ευθύγραµµο άνω τµήµα, επίπεδη βάση, δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατοµής στο µέσον
περίπου του σώµατος, χείλος µικρό, γωνιώδες, επίπεδο και µε µικρή κλίση προς τα µέσα.
Παρατηρώντας την εξέλιξη του σχήµατος βλέπουµε, ότι από τις πιο καµπύλες φόρµες της ΥΕ ΙΙΙΑ2
και ΥΕ ΙΙΙΒ (FS 290)920, περνάµε σε πιο κωνικές στην ΥΕ ΙΙΙΓ (FS 291)921. Εποµένως, η έντονα
912
Kanta 1980, 285. Βλαχόπουλος 2006, Α, 145.
913
Ιακωβίδης 1970, Β, 59, 86, Τ110/795. Κεραµόπουλλος 1910, 207.
914
Βλαχόπουλος 2006, Α, 145.
915
Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
Τ4/7-8, πιν. 15, αρ. 7-8 (Μιτόπολη, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη). Βλαχόπουλος 2006, Α, 145, λάκκος Ε. Κολώνας
1998, Α.Ε.Β.455, 447 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη). Βικάτου 2008, Τ20/Π4395-4394 (ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
916
Πετρόπουλος 2000, 68, 75, εικ. 25-7.
917
Papadopoulos 1978-79, 110, εικ. 175-6. Moschos 2009α, 279, εικ. 13 (Πόρτες, Τελική Μυκηναϊκή/φάση 6α) και
287, εικ. 37 (Βούντενη, Υποµυκηναϊκός). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 7-πιν. 15 (Τ4/7, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
Νεότερη), του FS.300. Giannopoulos, 2008, αρ. 19-πιν. 23 (Σπαλιαρέικα, Τ2/ΟΜ.2, ΥΕ ΙΙΙΑ/Β, χάλκινο
τεφροδόχο). Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Κολώνας 1998, πιν. 220-
221.
918
Papadopoulos 1978-79, 110, παρ. 75, PM.952, PM.953, A/A 803.
919
Furumark 1972, εικ. 15.
920
Mountjoy 1999, 551, αρ. 252 (Αττική/Μενίδι, ΥΕ ΙΙΙΒ1). Σχετική βιβλιογραφία για πρώιµα παραδείγµατα
καλάθων του FS.290 αναφέρει και η Βικάτου (2008, 545).
921
Mountjoy 1999, 157, αρ. 319 (Αργολίδα/Μυκήνες-citadel house, YE IIIΓ Πρώιµη), 173, αρ. 369-370
(Αργολίδα/Μυκήνες-citadel house, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 191, αρ. 448-450 (Αργολίδα/Ασίνη-Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΓ
347
κωνική διαµόρφωση του άνω σώµατος του αγγείου της Κρήνης αποτελεί κριτήριο για την
τοποθέτησή του σε αυτήν την περίοδο922.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ: H διακόσµηση καλάθου Π16274 φαίνεται να έχει ξεπεράσει το στάδιο της ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµης, κατά την οποία επικρατούν απλά και συνήθως γραµµικά θέµατα. Στη ζώνη του ώµου
υπάρχει διαδοχή ποικίλων θεµάτων, όπως τρέχουσα κροσσωτή σπείρα, δικτυωτοί ρόµβοι, τρίγλυφα
και µετόπες. Την επιφάνεια του χείλους διακοσµούν επίσης πυκνά και ποικίλα θέµατα, όπως
κάθετες γραµµές, οριζόντιες κυµατοειδείς γραµµές, αλυσίδα δικτυωτών ρόµβων και οµόκεντρα
ηµικύκλια. Ως παράλληλα µπορούν να παρατεθούν δύο κάλαθοι του νεκροταφείου της Βούντενης
µε διακόσµηση µεµοµωµένων κροσσωτών σπειρών923, ενώ οµοιάζει κάπως και ο κάλαθος του
Κλάους µε διακόσµηση µετοπών924. Τα παραδείγµατα αυτά χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Συνεπώς, στην ίδια περίοδο πιθανότατα τοποθετείται και ο κάλαθος της Κρήνης, µε βάση µάλιστα
και τα συνευρήµατά του, που ήταν τα πέντε αγγεία που περιείχε.
ΑΡΥΤΑΙΝΑ
Η αρύταινες κατατάσσονται από τον Fururmark στον τύπο FS 236925. Πρόκειται για ένα σχήµα ΜΕ
καταγωγής, που συνεχίζει να είναι σε χρήση, σχεδόν µετάβλητο, µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο. Η
ιδιαίτερη µορφολογία των αρύταινων, δηλ. το ηµισφαιρικό σώµα και η υπερυψωµένη λαβή,
καταδεικνύει ότι προορίζονταν για την άντληση υγρών από µεγάλα αγγεία926. Η χρήση τους αυτή
υποστηρίζεται και από τη συνεύρεσή τους ενίοτε µε κρατήρες ή πίθους927. Σχετικά µε τις ταφικές
αρύταινες, θεωρείται πιθανό ότι προορίζονταν για τελετουργικές χρήσεις ή για τα νεκρόδειπνα928.
Η παρουσία των αρύταινων στα νεκροταφεία της Αχαΐας δεν είναι ιδιαίτερα συχνή και τα
µέχρι σήµερα δηµοσιευµένα παραδείγµατα είναι λίγα929. Μεταξύ του υλικού ξεχωρίζουν δύο
Ύστερη), 195, αρ. 472-4 (Αργολίδα/Ασίνη, Υποµυκηναϊκή), 289, αρ. 226 (Λακωνία/Πελλάνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 356,
αρ. 129 (Μεσσηνία/Πισάσκιον, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 580, αρ. 382 (Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 601, αρ. 497-9
(Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 624, αρ. 602-3 (Αττική/Περατή, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 781, αρ. 244 (Φωκίδα/∆ελφοί, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 1063, αρ. 243-4 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση) κ.ά. Βικάτου 2008, 54, ένα παράδειγµα του
τύπου FS 291.
922
Papadopoulos 1978-79, PM.259-εικ. 176a (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ1a), PM.682-εικ. 176b (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ
ΙΙΙΓ1b) κ.ά.
923
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.292 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη), Α.Ε.Β.455 (ΥΕ ΙΙΙΓ Νεότερη).
924
Paschalidis, McGeorge 2009, 96, εικ. 11 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη).
925
Furumark 1972, 47, εικ. 13-14.
926
Ιακωβίδης 1970, Β, 258. Βικάτου 2008, 584.
927
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 68. Κολώνας 1998, 561, η αρύταινα του τάφου 7 της Βούντενης µπορεί να
συσχετιστεί µε κρατήρα. Ιακωβίδης 1970, Β, 258, η αρύταινα Τ123/879 βρέθηκε στον ίδιο τάφο µε τον κρατήρα
Τ123/875.
928
Karantzali 2001, 34.
929
Giannopoulos 2008, αρ. 5-πιν. 63 (Λεόντιο/ΤΙΙ, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Σταυροπούλου-Γάτση 1998, εικ. 10δ-ε (Παγώνα).
Paschalidis, McGeorge 2009, 83, εικ. 4, (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ/Β). Κολώνας 1998, πιν. 236, Α.Ε.Β.336α-β (ΥΕ ΙΙΙΒ),
Α.Ε.Β.983 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1).
348
χάλκινες αρύταινες από το νεκροταφείο της Βούντενης930. Υποθέτουµε ότι η κατασκευή τέτοιων
σπάνιων αντικειµένων γινόταν σε λίγες περιπτώσεις, µε σκοπό να προσφερθούν σε κάποιους
εξέχοντες νεκρούς.
Η αρύταινα Π16291 της Κρήνης διαθέτει σώµα ηµισφαιρικό µε µαστοειδή απόληξη, χείλος
ελαφρώς έξω νεύον και µία κάθετη υπερυψωµένη λαβή. Τα χαρακτηριστικά αυτά ταιριάζουν µε
παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1 περιόδου931. Γενικά το σχήµα των αρύταινων επιδέχεται µικρές
αλλαγές µε την πάροδο των χρόνων και για αυτό δεν είναι εύκολο να χρονολογηθούν.
Παρατηρείται πάντως ήπια µεταβολή των χαρακτηριστικών τους ως εξής: Τα πρωιµότερα
παραδείγµατα, της ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1932, έχουν πολύ ξέβαθο σώµα και λαβή µικρή και δακτυλιόσχηµη.
Στην ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1933 το σώµα βαθαίνει και γίνεται ηµισφαιρικό, η λαβή είναι πολύ υπερυψωµένη
και το χείλος νεύει προς τα έξω µε σχετικά ήπια κλίση. Γύρω στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ934 παρατηρείται
µεγαλύτερη κλίση του χείλους προς τα έξω. Τέλος στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη το σώµα αποκτά ελαφρά
γωνίωση935.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ: Η αρύταινα Π16291 διαθέτει απλή γραµµική διακόσµηση. Πιο συγκεκριµένα µία
ταινία περιβάλλει το χείλος και λίγες ακόµη το κάτω τµήµα του σώµατος. Επιπλέον η εσωτερική
επιφάνεια του χείλους διακοσµείται µε κουκίδες. Ο συγκεκριµένος διακοσµητικός τύπος επικρατεί
στις αρύταινες της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1 περιόδου, στην οποία χρονολογείται και η αρύταινα της
Κρήνης936.
ΚΥΛΙΝ∆ΡΙΚΟ ΚΥΠΕΛΛΟ
Τα κυλινδρικά κύπελλα των τύπων FS 225-229937 ακολουθούν τα µεταλλικά πρότυπα των
κυπέλλων τύπου Βαφειού938. Η πρωιµότερη εµφάνιση των κυπέλλων αυτού του σχήµατος
πραγµατοποιήθηκε στην ΥΕ ΙΙΙΑ1 περίοδο939, η χρήση τους συνεχίστηκε στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 και ΥΕ
930
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.707-708 (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Οι αρύταινες συγκαταλέγονται µεταξύ των κτερισµάτων της ταφής
ενός πολεµιστή, στην οποία ανήκαν επίσης και χάλκινο εγχειρίδιο και άλλα χάλκινα αντικείµενα. Ο Μόσχος
(Moschos 2009, 350) χρονολογεί την ταφή αυτή στην ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη.
931
Mountjoy 1999, 538, αρ. 178 (Αττική/Βουρβάτσι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 549, αρ. 239 (Αττική/Θίσβη, ΥΕ ΙΙΙΒ1).
932
Mountjoy 1999, 703, αρ. 37 ( Εύβοια/Χαλκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
933
Βλ. παραδείγµατα παραποµπής αρ. 361.
934
Μountjoy 1999, 149, αρ. 289 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ2).
935
Mountjoy 1999, 284, αρ. 193 (Λακωνία/Αγ. Στέφανος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 915, αρ. 142 (Μήλος/Φυλακωπή, ΥΕ
ΙΙΙΓ Πρώιµη).
936
Mountjoy 1999, 142, αρ. 262-3 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 549, αρ. 239 (Αττική/Θίσβη, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 883, αρ.
72 (Κέα, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1006, αρ. 54 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
937
Fururmark 1972, εικ. 15.
938
Papadopoulos 1978-79, 124. Βλαχόπουλος 2006, Α, 136. Σακελλαράκης, Ντούµας, Ιακωβίδης, Σακελλαράκη
1994, 258-261, αρ. 42-45. Βικάτου 2008, 560.
939
Mountjoy 1999, 112, αρ. 128 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ1), αρ. 69 (Λακωνία/Αγ. Στέφανος, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 330, αρ.
47-50 (Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 524, αρ. 118 (Αττική/Βουρβάτσι, ΥΕ ΙΙΙΑ1), αρ. 69-70 (Βοιωτία/Ορχοµενός,
ΥΕ ΙΙΙΑ1).
349
ΙΙΙΒ940, αλλά µερικές φορές επιβίωσαν µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και Μέση941. Η χρήση των
κυπέλλων ως αγγείων πόσεων είναι προφανής. Σύφµωνα µε χηµικές αναλύσεις µάλιστα
αποδείχτηκε ότι ένα κύπελλο από τις Μυκήνες περιείχε υδρόµελο (κρασί και µέλι)942.
Υποστηρίζεται επίσης ότι τα κύπελλα µέσα στους τάφους εξυπηρετούσαν τελετουργικές χρήσεις943,
ή λειτουργούσαν ίσως ως δοχεία µέτρησης υγρών944. Η εµφάνισή τους στα νεκροταφεία της Αχαΐας
είναι σπάνια και ο αριθµός των µέχρι σήµερα δηµοσιευµένων παραδειγµάτων είναι µικρός945.
Το κύπελλο Π16293 διαθέτει κυλινδρικό-αµφίκοιλο σώµα, βάση ελαφρώς καµπύλη και µία
µικρή κάθετη λαβή. Φέρει πλαστικό δακτύλιο στη µέση περίπου του σώµατος, χαρακτηριστικό που
το κατατάσσει στον τύπο FS 225946. Επιπλέον η ήπια κλίση των πλευρών του ταιριάζει µε
παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδου947.
∆ΙΑΚΟΣΜΗΣΗ: Ο διαχωρισµός της διακοσµητικής επιφάνειας του σώµατος σε δύο ζώνες
συνηθίζεται στη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου. Η χρήση του θέµατος των αναποδογυρισµένων U
είναι σπάνια. Παρεµφερές παράδειγµα µε µοτίβα U, στην κανονική τους µορφή, εµφανίζεται στη
Βοιωτία και χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο948.
940
Mountjoy 1999, (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 142, αρ. 259-260 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ1), 149, αρ. 288
(Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 221, αρ. 134-5 (Κορινθία./Κοράκου, ΥΕ ΙΙΙΒ), αρ. 105-6 (Λακωνία/Αγ. Στέφανος,
ΥΕ ΙΙΙΑ2), αρ. 174-7 (Αττική/Κολώνα, Βουρβάτσι, Ελευσίνα, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 549, αρ. 237-8 (Αττική/Αθήνα, Κολώνα,
ΥΕ ΙΙΙΒ1), 555, αρ. 261-2 (Αθήνα, ΥΕ ΙΙΙΒ2), 668, αρ. 92 (Βοιωτία/Σχηµατάρι, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 677, αρ. 141-2
(Βοιωτία/Τανάγρα, Σχηµατάρι, ΥΕ ΙΙΙΒ), αρ. 79-80 (Θεσσαλία/Πτελεός, Πευκάκια, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 910, αρ. 108-9
(Μήλος/Φυλακωπή, ΥΕ ΙΙΙΒ), 1006, αρ. 49-50 (Ρόδος/Ιαλυσός, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 1024, αρ. 103-5 (Ρόδος/Βάτι, Ιαλυσός,
Πυλώνα, ΥΕ ΙΙΙΒ) κ.ά.
941
Mountjoy 1999, 577, αρ. 367-370 (Αττική/Περατή, Στυρία, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 715, αρ. 70 (Εύβοια/Λευκαντί, ΥΕ
ΙΙΙΓ Μέση), 915, αρ. 140-1 (Μήλος/Φυλακωπή, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), 958, αρ. 59 (Νάξος/Καµίνι, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση),
1060, αρ. 226-8 (Ρόδος/Ιαλυσός, Λάρδος, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση), αρ. 87-8 (Κως/Λαγκάδα, Σεράλιο, ΥΕ ΙΙΙΓ
Πρώιµη), 1123, αρ. 164 (Κως, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση), 1135, αρ. 28 (Κάλυµνος/Πόθια, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
942
Tzedakis, Martlew 2002, 168:157).
943
Ένα κύπελλο από την Αγία Τριάδα Ηλείας µε οπή στη βάση του έχει ερµηνευθεί ότι χρησίµευε σε ταφικές
πρακτικές (Βικάτου 2008, 561). Πιθανώς το ίδιο ισχύει και για κύπελλο από την Πυλώνα Ρόδου, που περιείχε
µικρή αρύταινα (Καράντζαλη 1999, 292-3).
944
Mountjoy 1993, 123.
945
Papadopoulos 1978-79, PM.198-εικ. 186a (Βρυσάριο, ΥΕ ΙΙΙΑ2b). Giannopoulos 2008, αρ. 37-πιν. 19
(ΣπαλιαρέικαΤ2/ΟΜ.8, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, πιν. 229, Α.Ε.Β.438 (ΥΕ ΙΙΙΑ2/Β), Α.Ε.Β.871 (ΥΕ
ΙΙΙΑ2), Α.Ε.Β.433 (ΥΕ ΙΙΙΒ), Α.Ε.Β.781 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
946
Furumark 1972, 623. Mountjoy 1994, 90.
947
Mountjoy 1999, 412 αρ. 34 (Αχαΐα/Βρυσάριο, ΥΕ ΙΙΙΑ2), 536 αρ. 175 (Αττική/Βουρβάτσι, ΥΕ ΙΙΙΑ2) κ.ά.
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.871 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
948
Mountjoy 1999, 668, αρ. 93 (Βοιωτία, ΥΕ ΙΙΙΑ2).
949
Furumark 1972, εικ. 15.
350
τάφους των Μυκηνών950. Κατά µία άποψη αποτελούν εξέλιξη των κυπέλλων τύπου Βαφειού ή
Κεφτιού951, ενώ κατά µία άλλη προήλθαν από τα κωδωνόσχηµα κύπελλα952. Η µορφολογία αυτών
των σκευών, µε βαθύ ανοιχτό σώµα και κάθετη λαβή, καταδεικνύει τον προφανή προορισµό τους
ως αγγεία πόσεως. ∆εν µπορεί όµως να αποκλειστεί και το ενδεχόµενο της τελετουργικής χρήσης
τους µέσα στους τάφους953.
Παλαιότερα είχε επικρατήσει η άποψη ότι οι κύαθοι αυτού του τύπου έκαναν την εµφάνισή
τους για πρώτη φορά στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο954. Βάσει όµως νεώτερων δεδοµένων αποδεικνύεται
ότι απαντούν ήδη από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 στα φρεάτια της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, στην
Πρόσυµνα, στην Πύλο, στην Τανάγρα, στη Χαλκίδα και άλλες περιοχές955. Υπάρχει µάλιστα και
ένα ακόµη πρωιµότερο παράδειγµα της ΥΕ ΙΙΑ από την Αγία Ειρήνη της Κέας, που αποτελεί µία
από τις πρώτες προσπάθειες απόδοσης του σχήµατος956. Οι βαθείς κύαθοι µε γωνίωση δεν είναι
πολύ συχνοί στην περιοχή της Αχαΐας957.
Ο βαθύς κύαθος Π16354 διαθέτει κωδωνόσχηµο σώµα µε ήπια κοιλότητα στις πλευρές. Το
χαρακτηριστικό αυτό ταιριάζει µε παραδείγµατα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης958. Το διακοσµητικό θέµα
των µεγάλων αµειβόντων (ή γωνιώδους φυλλοφόρου ταινίας), βρίσκει ακριβή παράλληλα σε δύο
ακόµη κυάθους από την περιοχή της Πάτρας, ο ένας εκ των οποίων έχει βρεθεί στο γειτονικό
νεκροταφείο του Κλάους και ο άλλος είναι άγνωστης προέλευσης959. Η µεγάλη οµοιότητα της
διακόσµησης των τριών κυάθων καθιστά πιθανή την προέλευσή τους από κοινό εργαστήριο.
Είναι προφανές ότι η περαιτέρω καταγωγή του εν λόγω διακοσµητικού θέµατος ανάγεται σε
µεταλλικά πρότυπα. Κάθετοι αµείβοντες διακοσµούν την κάτω ζώνη χρυσού κυπέλλου από τον
λακκοειδή ΤV του περιβόλου Α των Μυκηνών, που χρονολογείται στον 16ο αι. π.Χ.960. Παραλλαγή
του θέµατος, µε την µορφή των κάθετων καµπύλων ταινιών, απαντά σε κυάθιο της Αργολίδας που
χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1961. Το θέµα φαίνεται ότι ήταν σε χρήση για µακρά χρονική περίοδο
950
Σακελλαράκης, Ντούµας, Ιακωβίδης, Σακελλαράκη 1994, εικ. 53, εικ. 59.
951
Papadopoulos 1978-79, 122.
952
Mountjoy 1999, 877, αρ. 46 (Αγ. Ειρήνη Κέας, ΥΕ ΙΙΑ). Βικάτου 2008, 568.
953
Papadopoulos 1978-79, 123.
954
Fururmark 1972, 55.
955
Mountjoy 1999, 112 αρ. 129-131 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 330, αρ. 51-2 (Μεσσηνία/Πύλος, ΥΕ ΙΙΙΑ1),
524 αρ. 119-122 (Αθήνα/ φρεάτια της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, ΥΕ ΙΙΙΑ1), 661 αρ. 71 (Βοιωτία/Τανάγρα, ΥΕ
ΙΙΙΑ1), 703 αρ. 36 (Εύβοια/Χαλκίδα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
956
Mountjoy 1999, 878 αρ. 46 (Αγ. Ειρήνη, ΥΕ ΙΙΑ).
957
Papadopoulos 1978-79, 121-2, τύποι 1a-1b, εικ. 184-5. Giannopoulos 2008, αρ. 6-πιν. 63 (Λεόντιο, ΤΙΙ, ΥΕ ΙΙΑ2).
Paschalidis, McGeorge 2009, 83, εικ. 4, (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ-Β). Κολώνας 1998, πιν. 232, Α.Ε.Β.324 (ΥΕ ΙΙΙΑ2),
Α.Ε.Β.886 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη).
958
Mountjoy 1999, 126 αρ. 201 (Αργολίδα/Μυκήνες, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Αυτό σε αντιδιαστολή µε το παράδειγµα αρ. 200 της
ΥΕ ΙΙΙΑ2 Ύστερης, που παρουσιάζει µεγαλύτερη κοιλότητα στις πλαυρές.
959
Papadopoulos 1978-79, PM.363-εικ. 184d (άγνωστης προέλευσης, ΥΕ ΙΙΙΑ2b). Paschalidis, McGeorge 2009, 83,
εικ. 4 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ-Β).
960
Σακελλαράκης, Ντούµας, Ιακωβίδης, Σακελλαράκη εικ. 53.
961
Mountjoy 1999, 112, αρ. 131 (Αργολίδα/Πρόσυµνα, ΥΕ ΙΙΙΑ1).
351
και γιαυτό δεν µπορεί να αποτελέσει χρονολογικό κριτήριο. Επιπλέον η στρωµατογραφία του
τάφου του κυάθου Π16354 δεν προσφέρει σαφείς ενδείξεις. Για αυτό για τη χρονολόγηση του
αγγείου βασιζόµαστε κυρίως στην τυπολογία του σχήµατος, που το τοποθετεί πιθανότατα στην ΥΕ
ΙΙΙΑ2 Πρώιµη.
352
τοποθετούν στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη. Ως παράλληλα µπορούν να παρατεθούν κύαθοι από
τα Σπαλιαρέικα και τη Βούντενη Αχαΐας970, καθώς και από την Αγία Τριάδα Ηλείας971, που
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη. Η χρονολόγηση αυτή υποστηρίζεται και από τα
συνευρήµατα του κυαθίου Π16281 (Μακρ.-Τ7/Ε4-Ε5), που ανήκουν επίσης στην ίδια περίοδο.
Π10570.
Το καµπύλο-κοίλο περίγραµµα, το έξω νεύον και λίγο επικλινές χείλος και η χαµηλή κυλινδρική
βάση του κυαθίου Π10570 είναι στοιχεία που ταιριάζουν στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη. Ως παράλληλα
παρατίθενται δύο κυάθια από τα νεκροταφεία της Βούντενης και της Αγίας Τριάδας Ηλείας972, που
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη. Το κυάθιο Π10570 ανήκει σε ανακοµιδή και έτσι η
ταφική του συνάφεια δεν προσφέρει ενδείξεις για την ακριβή του χρονολόγηση.
Π16360
Το κυάθιο Π16360 τοποθετείται τρίτο στη χρονολογική σειρά, διότι διαθέτει πιο κωνικό κάτω
σώµα, σε σχέση µε τα δύο προηγούµενα και πιθανώς ανήκει σε λίγο πιο εξελιγµένο χρονολογικό
στάδιο της ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµης-ΥΕ ΙΙΙΑ2. Παράλληλα του ανευρίσκονται σε κυάθια από τα
Σπαλιαρέικα Αχαΐας και από την Αγία Τριάδα Ηλείας973, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2
Πρώιµη-ΥΕ ΙΙΙΑ2. Το αγγείο ανήκε σε ανακοµιδή µαζί µε ευρήµατα διαφόρων εποχών και γιαυτό
δεν υπάρχουν σαφή στρωµατογραφικά δεδοµένα για τη στήριξη αυτής της χρονολόγησης.
970
Giannopoulos 2008, αρ. 2-πιν. 54 (Σπαλιαρέικα, Τ10, ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη). Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.715 (ΥΕ ΙΙΙΑ1).
971
Βικάτου 2008, Τ34/Π4606 (ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2).
972
Κολώνας 1998, Α.Ε.Β.284 (ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη), Α.Ε.Β.723 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, Τ10/Π4366, ΥΕ
ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2.
973
Giannopoulos 2008, αρ. 1-πιν. 54 (Σπαλιαρέικα/Τ10, ΟΜ.1, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Βικάτου 2008, Τ7/Π4345 (ΥΕ ΙΙΙΑ2).
353
ΙΙΙ.4. ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ-ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ
ΙΙΙ.4.1. ΟΠΛΑ
ΞΙΦΟΣ NAUE II
Χάλκινο ξίφος Μ4654α και Μ5432 (Αγ. Κων. Α-Τ2/Χ1) (πιν. 133)
Το χάλκινο ξίφος µε αρ. καταγραφής Μ4654α και Μ5432 προέρχεται από τον συληµένο τάφο 2
της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης974. Κατατάσσεται στην οµάδα Ι του Catling975, ή
στην παραλλαγή 2 της οµάδας Α της Kilian Dirlmeier976. Τα ξίφη αυτής της κατηγορίας
χαρακτηρίζονται από την απόληξη της λαβής τους σε χελινοδοουρά, που σχηµατίζεται µεταξύ των
δύο ακραίων κερατόσχηµων κνωδόντων και αποτελούν τον αρχικό τύπο στη σειρά της τυπολογικής
εξέλιξης των ξιφών Naue II977. Αντιστοιχούν επίσης µε τους τύπους Nenzingen της Κεντρικής
Ευρώπης978 και Cetona της Ιταλίας979. Η εµφάνιση των ξιφών αυτών στην περιοχή του Αιγαίου
έγινε περίπου στην ΥΕ ΙΙΙΒ Μέση, δηλαδή γύρω στα µέσα του 13ου αι. π.Χ., µε βάση το
πρωιµότερο ασφαλώς χρονολογηµένο παράδειγµα, το οποίο έχει προέλθει από το θρησκευτικό
κέντρο των Μυκηνών980.
Η µελέτη της ιδιαίτερης µορφολογίας του ξίφους του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης µας
οδηγεί στο συµπέρασµα της πρώιµης χρονολόγησής του. Τα πιο σηµαντικά χαρακτηριστικά του,
πέρα από το σχήµα της λαβής, είναι το µήκος του που φθάνει τα 0,534 µ., ο αριθµός των ήλων που
είναι τρεις στη λαβή και άλλοι τέσσερις στον φυλακτήρα και η διαµόρφωση µιας ιδιαιτέρως
πλατιάς κεντρικής νεύρωσης που απολήγει γωνιωδώς προς τις κόψεις της λεπίδας. Παρόµοια
µορφολογία παρουσιάζει ξίφος από τον τάφο 21 της Λαγκάδας της Κω, που χρονολογείται στην ΥΕ
ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ Πρώιµη, το οποίο έχει παραπλήσιο µήκος (0,595 µ.), αλλά και τον ίδιο αριθµό ήλων σε
λαβή και φυλακτήρα981. Σε διερεύνηση µάλιστα της βιβλιογραφίας διαπιστώνουµε ότι πρόκειται
974
Έχει προηγηθεί η παρουσίαση του σηµαντικού αυτού ευρήµατος από τον Θ. Γιαννόπουλο σε συνεργασία µε την
γράφουσα. Το σχετικό άρθρο συµπεριλαµβάνεται σε συλλογικό υπό έκδοση τόµο, (επιµέλεια Jung, Μόσχος,
Mehofer). Όπως µε πηλροφόρησε ο R. Jung, η ανάλυση του χαλκού του ξίφους του Αγ. Κωνσταντίνου κατέδειξε
ότι πιθανώς δεν είναι προϊόν µυκηναϊκού εργαστηρίου.
975
Catling 1961, 119, εικ. 2.
976
Kilian-Dirlmeier 1993, 95, πιν. 34, αρ. 228.
977
Catling 1961, 119.
978
Cowen 1956, 63.
979
Bianco-Peroni 1970, 62-64, πιν. 19-20.
980
Πρόκειται για τις ελεφάντινες πλάκες ενός ξίφους Naue II, αδιευκρίνιστου τύπου: Jung, Mehofer 2005-2006, 123.
Krzyszkowska 1997, 147, LVIII:k.
981
Kilian-Dirlmeier 1993, 95, πιν. 34, αρ. 228.
354
ουσιαστικά για το πλησιέστερο παράλληλο του ξίφους του Αγίου Κωνσταντίνου και θεωρούµε ότι
υποστηρίζει την ένταξή του στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο, δηλαδή στην ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Πολύ σηµαντικές είναι επίσης και οι πληροφορίες που αντλούµε από τον ίδιο τον τάφο 2 της
θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου, που περιείχε το ξίφος Μ4654α και Μ5432 και κυρίως από τα
ευρήµατα, που είχαν αποµείνει στο εσωτερικό του, µετά τη σύληση και διατάραξή του. Όπως
περιγράφεται αναλυτικά στο δεύτερο µέρος της παρούσας µελέτης, το εν λόγω ξίφος είχε αποτεθεί
επάνω στο δάπεδο και δίπλα του υπήρχαν µόνο µερικά αντικείµενα µικροτεχνίας, όχι όµως αγγεία
που θα βοηθούσαν στη χρονολόγησή του. Χρονολογικές ενδείξεις παρείχαν, ωστόσο, λίγα
διασωθέντα αγγεία του ανώτερου ταφικού στρώµατος, που ακολουθούσε µετά από τη µεσολάβηση
επίχωσης πάχους 0,30 µ.-0,40 µ. ∆ύο από αυτά, τα δακτυλιόσχηµα Τ2/Π2-Π3 (Π10569, Π10576),
έχουν ήδη δηµοσιευτεί από τον Γιαννόπουλο, αλλά δεν είναι χρονολογήσιµα λόγω της κακής
κατάστασης διατήρησής τους982. Τα άλλα τέσσερα αγγεία όµως, τα οποία εντοπίστηκαν κατά τις
εργασίες µεταφοράς των ευρηµάτων από το Παλαιό στο Νέο Μουσείο Πατρών, είναι πιο
καλοδιατηρηµένα και σαφέστερα. Συγκεκριµένα πρόκειται για τον ψευδόστοµο αµφορίσκο Τ2/Π1
(Π16387), το αλάβαστρο Τ2/Π5 (Π16388) και τις πρόχους Τ2/Π6-Π7 (Π10565, Π10581), τα οποία
χρονολογούνται στις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη και ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση983. Εποµένως, γίνεται κατανοητό
ότι τα αγγεία αυτά αποτελούν την πρωιµότερη σωζόµενη χρονολογική ένδειξη του ανώτερου
ταφικού στρώµατος, ενώ παράλληλα θέτουν το terminus ante quem για το κατώτερο ταφικό
στρώµα και για το ξίφος, το οποίο εντάσσεται σε αυτό. Τα συµπεράσµατα αυτά αποτελούν
σηµαντικά στοιχεία για τη στήριξη της χρονολόγησης του ξίφους στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, ή ίσως και
λίγο νωρίτερα εντός των ορίων της ΥΕ ΙΙΙΒ. Μπορούν µάλιστα να θεωρηθούν σχετικά ασφαλή,
παρόλη τη διατάραξη που υπέστησαν τα αρχαιολογικά στρώµατα κατά τη σύληση του τάφου.
Η χρονολόγηση του ξίφους Μ4654α, Μ5432 στην ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ Πρώιµη σηµαίνει ότι
αποτελεί το πρωιµότερο παράδειγµα ξίφους Naue II, µεταξύ των 16 ξιφών αυτής της κατηγορίας,
που είναι ως τώρα γνωστά από την Αχαΐα.
Τα ξίφη τύπου Naue II εµφανίστηκαν στον αιγαιακό χώρο γύρω στα µέσα του 13ου αι.
π.Χ.984 και από τότε αντικατέστησαν σταδιακά τους πρωιµότερους τύπους µυκηναϊκών ξιφών, λόγω
της τεχνολογικής τους ανωτερότητας. Πράγµατι, τα νέα αυτά ξίφη ήταν ισχυρότερα και διέθεταν
ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα, καθώς λόγω των παράλληλων κόψεών τους προσέφεραν τη
δυνατότητα όχι µόνο της νύξης αλλά και της κοπής985. Η χρήση τους συνεχίστηκε µέχρι τους
982
Giannopoulos 2008, 125-127, πιν. 59.
983
Τα αγγεία περιγράφονται αναλυτικά στο δεύτερο µέρος της διατριβής, που περιλαµβάνει τα ανασκαφικά δεδοµένα
των τάφων και περιγραφή των ευρηµάτων.
984
Jung, Mehofer 2005-2006, 123. Krzyszkowska 1997, 147, 58:k.
985
Catling 1956, 102. Jung, Mehofer 2005-2006, 123. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 94.
355
Μεταµυκηναϊκούς χρόνους, κατά τους οποίους κατασκευάζονταν πλέον από σίδηρο986. Η ονοµασία
τους οφείλεται στον πρώτο µελετητή τους, τον J. Naue, ο οποίος συνέταξε σχετικό κατάλογο987.
Η ευρωπαϊκή καταγωγή των ξιφών νύξης και κοπής έχει γίνει αποδεκτή ήδη από τα πρώτα
χρόνια της έρευνας και παραµένει αδιαµφισβήτητη µέχρι τις µέρες µας988. Οι προδροµικές µορφές
τους, οι τύποι Boiu-Keszthely και Sprockhoff Ia και Ιb, εµφανίστηκαν στην κεντρική Ευρώπη και
τη βόρεια Ιταλία ήδη από τον 15ο και 14ο αι. π.Χ.989. Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτηµα ποιες
ήταν οι ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες προκάλεσαν την εισαγωγή τους στη µυκηναϊκή Ελλάδα των
ύστερων ανακτορικών χρόνων στα µέσα του 13ου αι. π.Χ. Σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις τα χρόνια
αυτά προκλήθηκαν αναταραχές και επικράτησε µία γενικότερη κρίση, που οδήγησε τελικά στην
κατάρρευση των ανακτορικών κρατών της κυρίως Ελλάδας και των σύγχρονων µεγάλων
πολιτισµών της Ανατολικής Μεσογείου990. Η θεωρία του Catling991 σχετικά µε την εισαγωγή των
ξιφών από Ευρωπαίους µισθοφόρους, που εργάστηκαν στις υπηρεσίες των βασιλέων της Ελλάδας,
προκειµένου να συνδράµουν στην αντιµετώπιση του κινδύνου, προσεγγίζεται µε θετικό τρόπο από
τους περισσότερους µελετητές992. Υποστηρίζεται µάλιστα ότι υπάρχουν ενδείξεις για την άφιξη
µεταναστών από την κεντρική Μεσόγειο (κυρίως από την ιταλική χερσόνησο) κατά την περίοδο
αυτή και για την ενσωµάτωσή τους στη µυκηναϊκή κοινωνία993. Η παρουσία των µεταναστών
θεωρείται ότι τεκµηριώνεται µε βάση µία κατηγορία κεραµικής, την χειροποίητη στιλβωµένη
κεραµική «ιταλικού τύπου», που πρωτοεµφανίζεται σε στρώµατα της ΥΕ ΙΙΙΒ σε διάφορα
µυκηναϊκά κέντρα994.
Επιπλέον, την ίδια περίπου περίοδο µε τα ξίφη Naue II έκαναν την εµφάνισή τους στην
Ελλάδα και άλλοι νέοι τύποι µεταλλικών αντικειµένων, όπως π.χ. διάφοροι τύποι πορπών995,
εγχειρίδια τύπου Pertosa996, ξυράφι τύπου Soglio del Tonno997, αλλά και µία µήτρα για την
κατασκευή διπλού πελέκεως από τις Μυκήνες998, που έχουν ιταλική προέλευση. Εάν λοιπόν
986
Snodgrass 1964, 93-110. Catling 1968, 98. Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984, 224, παραποµπή αρ. 32.
Γκαδόλου 2008, αρ. 59-60 (Κάτω Μαυρίκι Αχαΐας , πιθανώς από ταφικό σύνολο). Foltiny 1964, 255, αναφέρεται
σε σιδερένιο ξίφος από τον Κεραµεικό της Αθήνας, που χρονολογείται στον 10ο αι. π.Χ. και θεωρείται ότι έχει
εισαχθεί πιθανώς από την Κύπρο.
987
Naue J. 1903.
988
Catling 1961, 118. Papadopoulos 1978-79, 166. Harding 1984, 163. Jung, Mehofer 2005-2006, 134.
989
Foltiny 1964, 249-252.
990
Catling 1956, 122. Foltiny 1964, 254. Jung, Mehofer 2005-2006, 135.
991
Catling 1961, 121.
992
Sandars 1963, 142-3. Foltiny 1964, 254. Desborough 1964, 70. Papadopoulos 1984, 223. Jung, Mehofer 2005-6,
134.
993
Eder, Jung 2005, 486. Jung, Mehofer 2005-2006, 134. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 94.
994
Eder, Jung 2005, 486. Jung, Mehofer 2005-2006, 134. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 94.
995
Desborough 1964, 70, πιν. 21. Jung, Mehofer 2005-2006, 134.
996
Eder, Jung 2005, 486. Jung, Mehofer 2005-2006, 134.
997
Παπαδόπουλος 1994, 80 (Κλάους, τάφος Η). Paschalidis, McGeorge 2009, 85 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 95.
998
Foltiny 1964, 254. Eder, Jung 2005, 486. Jung, Mehofer 2005-2006, 134.
356
αποδεχθούµε ότι τα ξίφη εισήχθησαν από µισθοφόρους, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά
την περίοδο της κρίσης των τελευταίων ανακτορικών χρόνων, τότε τα παραπάνω αποτελούν
ενδείξεις για την προέλευση των µισθοφόρων και εποµένως και των ξιφών από την Ιταλία999.
Σύµφωνα µε µία διαφορετική ερµηνεία η υιοθέτηση των νέων τύπων, µεταξύ των οποίων
και τα ξίφη Naue II, ήταν αποτέλεσµα ανταλλαγής αγαθών και προέκυψε κατόπιν της στροφής των
εµπορικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων προς τις αγορές της ∆ύσης, ήδη από τα τέλη της
Ανακτορικής εποχής, αλλά και κατά τη διάρκεια του 12ου και 11ου αι. π.Χ.1000. Εκτός αυτού, η
υπόθεση ότι η εισαγωγή των ξιφών έγινε κατά τη διάρκεια βαρβαρικών εισβολών έχει απορριφθεί
από τον Catling1001 και αντιµετωπίζεται µε επιφύλαξη από άλλους µελετητές1002, καθώς όσα
παραδείγµατα ξιφών έχουν γίνει γνωστά µέχρι στιγµής προέρχονται από µυκηναϊκά στρώµατα1003.
Πάντως µετά την εισαγωγή τους στην Ελλάδα, µε όποιον τρόπο και εάν έγινε, τα ξίφη Naue IΙ στην
πορεία του χρόνου άρχισαν να αναπαράγονται από τα τοπικά εργαστήρια µεταλλοτεχνίας, τα οποία
διέθεταν την κατάλληλη εµπειρία και τεχνογνωσία για να το πραγµατοποιήσουν1004.
Όσον αφορά στην πορεία εξάπλωσης των ξιφών Naue II από την Κεντρική Ευρώπη προς τα
νότια, θεωρείται πιθανό ότι η διασπορά αυτή έλαβε χώρα κατά µήκος των ακτών της Αδριατικής
και στη συνέχεια µέσω θαλάσσιων δικτύων ως στην Ελλάδα, ίσως µέσω του Κορινθιακού
Κόλπου1005. Αµέσως µετά την εµφάνισή τους στην Ελλάδα τα ξίφη της οµάδας Ι του Catling
άρχισαν να διαδίδονται σε µια ευρεία περιοχή εντός και εκτός του Αιγαίου, η οποία µε βάση τα
γνωστά παραδείγµατα περιλαµβάνει τις Μυκήνες1006, την Ιθάκη1007, την Κω1008, την Κρήτη1009, την
Κύπρο1010 και την Ουγκαρίτ της Συρίας1011. Όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση που
προηγήθηκε, στην οµάδα Ι του Catling κατατάσσεται πλέον και το ξίφος του Αγ. Κωνσταντίνου
Κρήνης της παρούσας µελέτης, αποτελώντας ένδειξη ότι µεταξύ των περιοχών διάδοσης των
πρώιµων ξιφών αυτής της οµάδας ήταν και η Αχαΐα.
Θα πρέπει ακόµη να επισηµάνουµε, ότι η Αχαΐα πιθανότατα αποτέλεσε σηµαντικό σταθµό για
999
Eder, Jung 2005, 486-7. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 94.
1000
Jung, Mehofer 2005-2006, 134. Βλαχόπουλος 2006, Α, 261.
1001
Catling 1961, 121.
1002
Foltiny 1964, 254. Harding 1984, 165.
1003
Desborough 1964, 68.
1004
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984, 224, «τα αιγαιακά παραδείγµατα είναι τοπικά προϊόντα».
Papazoglou-Manioudaki 1994, 180. Eder, Jung 2005, 487, «τα νέα όπλα πολύ γρήγορα συµπεριελήφθησαν στην
τοπική παραγωγή της αιγαιακής βιοτεχνίας όπλων».
1005
Catling 1961, 121. Foltiny 1964, 254. Desborough 1964, 68. Harding 1984, 165. Papazoglou-Manioudaki 1994,
177. Eder, Jung 2005, 487.
1006
Jung, Mehofer 2005-2006, 123-126.
1007
Kilian-Dirlmeier 1993, αρ. 228A, πιν. 34.
1008
Jung, Mehofer 2005-2006, 123. Kilian-Dirlmeier 1993, 95, αρ. 228, πιν. 34 (Λαγκάδα Κως, Τ21, ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ1).
1009
Kilian-Dirlmeier 1993, 95, αρ. 230, πιν. 34 (Μουλιανά, ΥΜ ΙΙΙΓ).
1010
Catling 1956, 105, εικ. 2. Catling 1961, πιν. XVIa. Jung, Mehofer 2005-6, 123-4.
1011
Jung, Mehofer 2005-2006, 111-135.
357
την εξάπλωση των ξιφών Naue II στον ελλαδικό χώρο1012. Το συµπέρασµα αυτό απορρέει κυρίως
από τον εντυπωσιακό πραγµατικά αριθµό των αχαϊκών παραδειγµάτων, που φθάνουν πλέον τα 16
και έτσι είναι σχεδόν ισάριθµα µε το σύνολο των ξιφών από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα1013. Τα ξίφη
Naue II από την Αχαΐα συνδέονται στενά µε το φαινόµενο των «ταφών πολεµιστών» της ΥΕ ΙΙΙΓ
στην περιοχή αυτή, στο οποίο γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο των ταφικών εθίµων.
Παρατίθεται αναλυτική λίστα των ξιφών Naue II από την Αχαΐα, που έχουν γίνει γνωστά
µέχρι σήµερα:
1. Ξίφος του τάφου Α της Καλλιθέας1014.
2. Ξίφος του τάφου Β της Καλλιθέας1015
3. Ξίφος από το Κλάους, της ανασκαφής Κυπαρίσση του 19381016.
4. Ξίφος από τον τάφο Θ του Κλάους1017.
5. Ξίφος των ∆ριµαλεΐκων της Κρήνης1018.
6. Ξίφος του Αγίου Κων/νου της Κρήνης (τάφος 2 της θέσης Α)1019.
7. Ξίφος από το Καγκάδι1020.
8. Ξίφος από τα Σπαλιαρέικα - Λουσικών1021.
9. ∆εύτερο ξίφος από τα Σπαλιαρέικα - Λουσικών1022.
10-13. Τέσσερα ξίφη από την αδηµοσίευτη ανασκαφή της Βούντενης (από τους τάφους 67, 69
και 75, κατά πληροφορία του Κολώνα, τρία από τα οποία εκτίθενται στο Μουσείο Πατρών).
14. Ξίφος από τις Πόρτες Αχαΐας1023.
15. Ξίφος από το Ελαιοχώρι–Λουσικών (κατά πληροφορία της Βασιλογάµβρου).
16. Ξίφος από τα Νικολέικα Αιγιαλείας1024.
1012
Βλαχόπουλος 2006, Α, 260. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 95.
1013
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 86 (για τα ξίφη της Αχαΐας). Kilian-Dirlmeier 1993, 9-153 (για τα ξίφη της
υπόλοιπης Ελλάδας). Μόσχος 2012, 307.
1014
Yalouris 1960, 43.
1015
Yalouris 1960, 44.
1016
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984, εικ. 2, 223-224.
1017
Παπαδόπουλος 1994, 81 (Κλάους τάφος Θ, ταφή Α). Paschalidis, McGeorge 2009, 89, εικ. 9.
1018
Papazoglou-Manioudaki 1994, 170 κ.έ.
1019
Συλλογικός τόµος υπό έκδοση (επιµέλεια Jung, Μόσχος, Mehofer) και παρούσα µελέτη.
1020
Papadopoulos 1978-79, 166, PMX.292-εικ. 320c.
1021
Πετρόπουλος 2000, 68, εικ. 41. Giannopoulos 2008, 171, πιν. 34.
1022
Πετρόπουλος 2000, 71, εικ. 41. Giannopoulos 2008, πιν. 32.
1023
Κολώνας 2008, 43, εικ. 58.
1024
Petropoulos 2007, 257, θαλαµοειδής τάφος 4, εικ. 87.
358
ΛΟΓΧΕΣ
1025
Avila 1983, 46-48, αρ. 101-102, πιν. 15 (Τρουµπές, Καλλιθέα).
1026
Παπαδόπουλος 1994, 81 (Κλάους, τάφος Θ, ταφή Α). Paschalidis, McGeorge 2009, 91-92.
1027
Aνωτέρω παραποµπή αρ. 1015.
1028
Lorimer 1950, 254-255. Höckmann 1980, E296. Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984, 223.
1029
Lorimer 1950, 254. Avila 1983, 10-11, πιν. 2-3. Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984, 223.
1030
Lorimer 1950, 255. Γκαδόλου 2008, 212, 226-7, αρ. 146-147 (Κιούπια-Καλαβρύτων). Snodgrass 1964, 116.
Papadopoulos 1978-79, AM.37b-d-εικ. 318b (Τράπεζα/Χατζή, ΥΕ-εποχή του Σιδήρου).
1031
Avila 1983, 67. Papazoglou-Manioudaki 1994, 184. Demakopoulou-Crowel 1998, 275.
1032
Höckmann 1980, E296. Harding 1984, 165.
359
2) Χάλκινη λόγχη Μ5626 (Αγ. Κων. Β-Τ3/F1) (πιν. 163)
Η λόγχη Μ5626 ανήκε στον συληµένο τάφο Αγ. Κων. Β-Τ3. Πρόκειται για µία λόγχη µικρού
µεγέθους, µε µήκος 0,17 µ., η οποία διαθέτει ιδιαιτέρως κοντό και ολόχυτο αυλό και φυλλόσχηµη
αιχµή µε πολύ αιχµηρή ακή και επιπλέον µε ευθύγραµµες πτέρνες και κεντρική νεύρωση
κυλινδρικής διατοµής. Η απουσία σχισµής στον αυλό υποδηλώνει τη µονοκόµµατη κατασκευή της,
που πραγµατοποιήθηκε προφανώς µε την χύτευση του µετάλλου σε µήτρα1033. Με βάση τα
χαρακτηριστικά αυτά γίνεται σαφές ότι κατατάσσεται στην οµάδα Κ του Ηöckmann1034. Επίσης
οµοιάζει µε τα χαρακτηριστικά των «διαφόρων» λογχών του Avila (κυρίως αρ. 133-134)1035.
Η µεγάλη µορφολογική ποικιλία των λογχών αυτής της κατηγορίας καθιστά δύσκολη την
εξεύρεση ακριβούς παραλλήλου για την λόγχη Μ5626. Πάντως οµοιότητες µε αυτήν παρουσιάζουν
η λόγχη αρ. 134 του Avila από τα ∆ιακάτα Κεφαλονιάς1036, µία λόγχη από τα Μαζαρακάτα
Κεφαλονιάς1037 και άλλη µία από το νεκροταφείο του Κλάους Πατρών1038. Σύµφωνα µε τα
παραπάνω παραδείγµατα, η υπό µελέτη λόγχη χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο. Το
χρονολογικό της πλαίσιο όµως δεν µπορεί να γίνει πιο συγκεκριµένο, ούτε να υποστηριχθεί από τα
ανασκαφικά στοιχεία. Αυτό οφείλεται στο ότι προέρχεται από έναν ολοκληρωτικά συληµένο τάφο,
στο εσωτερικό του οποίου είχαν αποµείνει µόνο λίγα όστρακα µεταξύ των διαταραγµένων
επιχώσεων, τα οποία δεν παρείχαν επαρκείς χρονολογικές ενδείξεις.
Οι κοντές λόγχες µε ενιαίους αυλούς κατά κοινή αποδοχή δεν ανήκουν στην
κρητοµυκηναϊκή παράδοση όπλων και το πρόβληµα της προέλευσής τους είναι προς το παρόν υπό
διερεύνηση. Το βέβαιο είναι ότι εµφανίστηκαν στον αιγαιακό χώρο γύρω στα τέλη του 13ου αι.
π.Χ.1039 και έκτοτε επεκτάθηκαν σε ευρεία περιοχή του µυκηναϊκού κόσµου1040. Αξιοσηµείωτo
είναι επιπλέον το γεγονός ότι οι λόγχες µε ενιαίους αυλούς συνυπάρχουν σε αρκετές περιπτώσεις
µε τα ξίφη τύπου Naue II, όπως διαπιστώνεται π.χ. στα Μουλιανά της Κρήτης1041, στην Έγκωµη
της Κύπρου1042, στη Λαγκάδα της Κω1043, στη Νάξο1044 και στην Αχαΐα1045. Επιπλέον υποστηρίζεται
1033
Παπαδόπουλος 1976, 312.
1034
Höckmann 1980, E300-301, εικ. 77g. Höckmann 1987, 352.
1035
Avila 1983, 62-63, πιν.18.
1036
Avila 1983, 63, αρ. 134-πιν. 18. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 78, αρ. Α915- πιν. 21, αρ. 7- πιν. J.1. (ΥΕ ΙΙΙΓ).
1037
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 78, χωρίς αριθµό στον πιν. 21, αρ. 10-πιν. J.3. (ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ).
1038
Papadopoulos 1978-79, 163, Athens 10183-εικ. 316e (ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ).
1039
Sandars 1963, 142. Παπαδόπουλος 1976, 314. Harding 1984, 166.
1040
Harding 1984, 166.
1041
Sandars 1963, 135, 142.
1042
Sandars 1963, 142. Avila 1983, 77, αρ. 160Ι- πιν. 21. Catling 1964, 121, εικ. 14.8 (Θησαυρός των όπλων, ΥΕ ΙΙΙΓ1,
α΄ µισό του 12ου αι. π.Χ.).
1043
Sandars 1963, 142. Avila 1983, 61, αρ. 129-πιν. 18 (τάφος 21, ΥΕ ΙΙΙΓ1).
1044
Βλαχόπουλος 2006, Α, 263.
1045
Sandars 1963, 142. Yalouris 1960, 44, εικ. 31 (Καλλιθέα τάφος Β). Papadopoulos 1978-79, 163, P.M.X. 310-εικ.
316c.
360
πως το ίδιο συµβαίνει και στις Μυκήνες1046, παρόλο που οι ενδείξεις στην περίπτωση αυτή δεν
είναι ξεκάθαρες1047. Η Sandars πολύ σωστά επισηµαίνει ότι η συνύπαρξη των λογχών αυτού του
τύπου και των ξιφών Naue II δεν είναι τυχαία. Επανέρχεται µάλιστα στη γνωστή θεωρία των
«µισθοφόρων» του Catling και θεωρεί ότι αυτοί πιθανώς εισήγαγαν στην Ελλάδα και τους δύο
νέους τύπους όπλων1048.
Το θέµα της προέλευσης των λογχών µε ενιαίους αυλούς µελετάται και αρχίζει πλέον να
αποσαφηνίζεται. Η Sandars διατύπωσε την άποψη της «βόρειας» καταγωγής τους1049. Ο Höckmann
επίσης παρατηρεί ότι ο ενιαίος αυλός αποτελεί χαρακτηριστικό των βαλκανικών και
κεντροευρωπαϊκών λογχών και θεωρεί µάλιστα ότι οι µυκηναϊκές λόγχες του δικού του τύπου Κ,
που διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό, σχετίζονται πιθανώς µε µεταναστεύσεις βαρβάρων
πολεµιστών από τον βορρά1050. Ο Avila παραθέτει στην σχετική µελέτη του παραδείγµατα λογχών
αυτής της κατηγορίας από διάφορες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. «ηπειρωτική» οµάδα, ή λόγχες από
τα νησιά του Ιονίου). Προτείνει µάλιστα ότι οι επιµέρους τυπολογικές παραλλαγές δέχτηκαν
επιδράσεις από διάφορες περιοχές, όπως τα βόρεια Βαλκάνια, την περιοχή της Αδριατικής, την
Ιταλία, ή τη νότια κεντρική Ευρώπη1051. Επιπλέον, ο Jung σε πρόσφατη µελέτη του ανάγει σε
ιταλικά πρότυπα την προέλευση δύο γνωστών στην έρευνα λογχών, που προέρχονται από τη
Μιτόπολη Αχαΐας και από τον Τ21 της Λαγκάδας της Κω1052. Λαµβάνοντας υπ’ όψιν τα
παρασπάνω, γίνεται κατανοητή η µορφολογική ποικιλία και η ευρεία διάδοση των λογχών µε
ενιαίους αυλούς και στην Ελλάδα.
1046
Sandars 1963, 142.
1047
Avila 1983, 56, αρ. 120- πιν. 17 (Ακρόπολη Μυκηνών 1890, χωρίς ένδειξη όµως για το ακριβές σηµείο ευρέσεώς
της).
1048
Sandars 1963, 142-3.
1049
Sandars 1963, 142.
1050
Höckmann 1987, 352.
1051
Avila 1983, 61, 63,67.
1052
Jung 2006, 53-4.
1053
Avila 1983, 67. Papazoglou-Manioudaki 1994, 184. Demakopoulou-Crowel 1998, 275.
361
διατήρησής της. Με επιφύλαξη προτείνουµε ότι πιθανώς πλησιάζει στις λόγχες αρ. 95-αρ. 96 του
Avila από τις Μυκήνες και την Ελευσίνα1054, που διαθέτουν παρόµοιου τύπου αυλούς, µικρού
σχετικά µήκους, διαχωρισµένους και µε διακοσµητικές ραβδώσεις ή εγχαράξεις κατά µήκος. Θα
πρέπει όµως να σηµειωθεί ότι για τα παραδείγµατα αυτά δεν αναφέρονται στοιχεία ακριβούς
χρονολόγησης. Ούτε όµως και η χρονολόγηση της λόγχης Μ5515 µπορεί να καθοριστεί µε
ακρίβεια, διότι ανήκε σε µεγάλη ανακοµιδή που περιλάµβανε ευρήµατα όλων των διαδοχικών
φάσεων από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Από τα ανασκαφικά δεδοµένα προκύπτει ότι οι χάλκινες λόγχες κατά τη Μυκηναϊκή εποχή
εµφανίζονται στους τάφους ως κτερίσµατα, αποτελώντας είτε το µοναδικό όπλο της εξάρτυσης1055
είτε σε συνδυασµό και µε άλλα όπλα, όπως π.χ. ξίφη ή εγχειρίδια1056. Στη δεύτερη περίπτωση οι
νεκροί ερµηνεύονται συνήθως όχι απλώς ως πολεµιστές, αλλά και ως αξιωµατούχοι ή άρχοντες1057.
∆εν υπάρχει ανάλογη οµοφωνία για την ερµηνεία των ταφών που συνοδεύονται µόνο από λόγχη,
καθώς άλλοι µελετητές θεωρούν ότι και σε αυτή την περίπτωση έχουµε να κάνουµε µε πολεµιστές,
ενώ άλλοι πιστεύουν ότι αυτό µπορεί να λεχθεί µε βεβαιότητα µόνο σε σχέση µε ταφές που
συνοδεύονται και από αµιγώς πολεµικά όπλα, όπως το ξίφος και το εγχειρίδιο1058.
Σηµαντικές πληροφορίες για τις λόγχες της Μυκηναϊκής εποχής λαµβάνουµε από τα
Οµηρικά έπη1059. Στις σκηνές των µονοµαχιών των ηρώων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας
περιγράφονται δύο διαφορετικοί τύποι λογχών, τα δόρατα και τα ακόντια, που χρησίµευαν για τη
νύξη του αντιπάλου από κοντά σε µάχη σώµα-µε σώµα, ή για ρίψη από µακριά αντιστοίχως. Στις
περιγραφές αυτές όµως δεν αποσαφηνίζεται εάν οι όροι δόρυ και έγχος, που µας παραδίδονται ως
χαρακτηρισµοί των λογχών, αντιστοιχούν ακριβώς στις δύο παραπάνω χρήσεις τους1060.
Η ταύτιση µιας λόγχης µε δόρυ ή ακόντιο εξαρτάται κυρίως από το µέγεθος και το βάρος
της, καθώς αντιλαµβανόµαστε ότι τα ακόντια πρέπει να ήταν µικρότερα και ελαφρύτερα
προκειµένου να διευκολύνεται η ρίψη τους από µακριά. Ο Höckmann παρατηρεί ότι η χρήση των
ακοντίων εντάθηκε κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο και θεωρεί ότι το φαινόµενο αυτό σχετίζεται µε
εκτεταµένες αλλαγές στις τεχνικές µάχης, που πρέπει να έλαβαν χώρα στην Ύστερη Μυκηναϊκή
1054
Avila 1983, 42-43, αρ. 95-96, πιν. 15.
1055
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 73, αρ. 1-πιν. 15 (Μιτόπολη Αχαΐας). Βλαχόπουλος 2006, Α, 262, πιν. 72
(Καµίνι της Νάξου). Κολώνας 1998, 568-9, πιν. 241 (Βούντενη Πατρών).
1056
Papazoglou-Manioudaki 1994, 182-4, εικ. 7 (∆ριµαλέικα Κρήνης, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Πετρόπουλος 2000, 68-71.
Giannopoulos 2008, 103-4, πιν. 32, πιν. 34 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Yalouris 1960, 43-44 (Καλλιθέα,
τάφος Α και τάφος Β). Παπαδόπουλος 1978α, 98 (τάφος Θ της Καλλιθέας). Papadopoulos 1984, 221-4 (Κλάους).
Παπαδόπουλος 1994, 81, Paschalidis, McGeorge 2009, 90-91 (Κλάους/τάφος Θ). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010,
33-4, αρ. 28-31-πιν. 4 (Μιτόπολη Αχαΐας). Κολώνας 2008, 43, εικ. 58, (Πόρτες Αχαΐας, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση).
Demakoloulou-Crouwel, 1998, 275, εικ. 6-8 (Παλαιόκαστρο Αρκαδίας).
1057
Papazoglou-Manioudaki 1994, 200. Papadopoulos 1999, 271. MacDonald 1984, 68.
1058
Για τις διάφορες απόψεις Deger-Jakoltzy 2006, 169.
1059
Lorimer 1950, 258-261.
1060
Lorimer 1950, 259.
362
εποχή1061. Αφήνει µάλιστα να εννοηθεί ότι οι κοντές λόγχες µε ενιαίους αυλούς, που έκαναν την
εµφάνισή τους αυτήν ακριβώς την περίοδο, χρησιµοποιούνταν κατ’ επιλογήν είτε ως αιχµές
δοράτων είτε ως αιχµές ακοντίων.
Στις υπάρχουσες δηµοσιεύσεις καταγράφονται λίγα παραδείγµατα λογχών που ταυτίζονται
µε κυνηγετικά ακόντια (σιγύνες)1062. Στις περιπτώσεις αυτές βασικό κριτήριο των µελετητών
αποτελεί το µικρό µέγεθος των λογχών1063. Παρατηρούµε όµως ότι µορφολογικά δε διαφέρουν από
τους υπόλοιπους γνωστούς τύπους. Συνεπώς προκύπτει το ερώτηµα µήπως στην πραγµατικότητα
δεν υπήρχε διαχωρισµός µεταξύ κυνηγετικών και πολεµικών ακοντίων, καθώς τα ίδια θα
µπορούσαν να έχουν χρήση και στο κυνήγι και στον πόλεµο. Σε αυτή την περίπτωση θα µπορούσε
να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι οι ταφές που συνοδεύονται µόνο από λόγχες µπορούν να
χαρακτηριστούν κι αυτές ως «ταφές πολεµιστών».
ΑΙΧΜΗ ΒΕΛΟΥΣ
1061
Höckmann 1980, E301.
1062
Marinatos 1937, 190, εικ. 1β (θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας). Ιακωβίδης 1970, Β, 359 (λόγχη Μ 153 της
Περατής). Παπαδόπουλος 1995, 54 (Κλάους, τάφος Λ). Κολώνας 1998, πιν. 241, Α.Ε.Β.295 (Βούντενη Πατρών).
1063
Marinatos 1937, 190. Ιακωβίδης 1970, Β, 359. Κολώνας 1998, 569.
1064
Avila 1983, 103, αρ. 692- πιν. 27, 109, αρ. 750- πιν. 28.
1065
Lorimer 1950, 289-290.
363
απεικονίζονται σε χρυσό δακτυλίδι από τον λακκοειδή τάφο IV των Μυκηνών, όπως επίσης και σε
εγχειρίδιο διακοσµηµένο µε την τεχνική της νιελογραφίας από τον ίδιο τάφο1066. Από την άλλη
µεριά απεικονίσεις πολεµικών τόξων έχουν διασωθεί επάνω στο ασηµένιο ρυτό της πολιορκίας από
τον λακκοειδή τάφο IV των Μυκηνών1067, καθώς και σε θραύσµα στεάτινου αγγείου από την
Κνωσό1068.
Η χρήση αιχµών βελών ως ταφικών κτερισµάτων δεν είναι ιδιαίτερα συχνή. Επιπλέον
σπάνιο, αλλά όχι άγνωστο είναι το φαινόµενο της συγκέντρωσης πολλών αιχµών βελών µαζί µέσα
σε ορισµένους τάφους. Το έθιµο αυτό απαντάται κυρίως στην περιοχή της Μεσσηνίας1069, αλλά
αντιπροσωπεύεται και µε ένα ακόµη παράδειγµα από τον τάφο Ι της Λαγανιδιάς Καλλιθέας
Πατρών1070. Υποστηρίζεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η ρίψη και συγκέντρωση των βελών
πραγµατοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ταφικών τελετουργιών, που έγιναν προς τιµήν κάποιου ήρωα
ή άλλου σηµαντικού προσώπου1071.
Σύµφωνα µε τον Avila, οι χάλκινες αιχµές βελών έκαναν την εµφάνισή τους στον αιγαιακό
χώρο στις αρχές της Μυκηναϊκής εποχής, ενώ µέχρι τότε επικρατούσαν οι λίθινες. Συσχετίζει
µάλιστα την εµφάνισή τους µε τον ανερχόµενο πλούτο των Μυκηναϊκών χρόνων και µε τη
δυνατότητα των φορέων του µυκηναϊκού πολιτισµού να έχουν στη διάθεσή τους µεγαλύτερες
ποσότητες χαλκού και κασσίτερου1072. Πάντως η χρήση των λίθινων αιχµών βελών συνεχίστηκε και
κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής εποχής1073, ενώ οι χάλκινες ήταν γενικά σπάνιες1074.
Τα λιγοστά χάλκινα αχαϊκά παραδείγµατα έχουν προέλθει από τα µυκηναϊκά νεκροταφεία
της Καλλιθέας1075 και της Βούντενης Πατρών1076, ενώ ένα ακόµη αδηµοσίευτο από την ανασκαφή
του οικισµού της Βούντενης, εκτίθεται στο Μουσείο της Πάτρας1077. Επίσης λίθινη αιχµή βέλους
προέρχεται από το νεκροταφείο της Καλλιθέας1078.
1066
Σακελλαράκης, Ντούµας, Ιακωβίδης, Σακελλαράκη 1994, Μυκηναϊκή Τέχνη, αρ. 80 και αρ. 30. Papadopoulos
1998, 10, πιν. 5.37.
1067
Hood 1987, 197, εικ. 154-5.
1068
Lorimer 1950, 279, εικ. 35.
1069
Kontorli-Papadopoulou 1995, 118, παραποµπή αρ. 36. Κορρές 1975, 444, 477.
1070
Kontorli-Papadopoulou 1995, 118, παραποµπή αρ. 37.
1071
Kontorli-Papadopoulou 1995, 118. Κορρές 1979, 20-1, 32. Μαρινάτος 1961, 205. Demakopoulou 1990, 122.
1072
Avila 1983, 117.
1073
Buchholz 1962, 1-58. Avila 1983, 117.
1074
Hammond 1967, 338.
1075
Παπαδόπουλος 1991α, 35 (Λαγανιδιά Καλλιθέας).
1076
Κολώνας 1998, πιν.243, Α.Ε.Β.117, Α.Ε.Β.117δ, Α.Ε.Β.1174, Α.Ε.Β.1196, Α.Ε.Β.1205.
1077
Υπό δηµοσίευση από τον Κολώνα.
1078
Παπαδόπουλος 1999, 124 (Ραµπαντάνια ή Σπέντζες, τάφος Σ), αιχµή βέλους από πυριτόλιθο.
364
ΙΙΙ.4.2. ΕΡΓΑΛΕΙΑ
ΧΑΛΚΙΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ
1079
Sandars 1955, 175
1080
Papadopoulos 1978-79, K.36-εικ.308d, Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ.
1081
Κολώνας 1998, πιν. 245, Α.Ε.Β. 111, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Νεότερη.
1082
Papadopoulos 1978-79, P.M.X. 312-εικ. 308c (Καλλιθέα Πατρών τάφος Β, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ).
1083
Πετρόπουλος 2000, 75. Giannopoulos 2008, 103, 180-1, αρ. 20-πιν. 23, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη ή Μέση.
1084
Sandars 1955, 177. Papadopoulos 1978-79, 157.
1085
Sandars 1955, 175.
1086
Sandars 1955, 175.
365
συγκεκριµένου µαχαιριού είναι η έλλειψη γωνίωσης στο σηµείο µετάβασης από τη λαβή στη
λεπίδα. Λαµβάνοντας µάλιστα υπ΄ όψιν ότι η γωνίωση εµφανίζεται στους ύστερους χρόνους της ΥΕ
ΙΙΙΒ-Γ περιόδου1087, αντιλαµβανόµαστε ότι το υπό µελέτη µαχαίρι, που δε διαθέτει αυτό το
χαρακτηριστικό, είναι πρωιµότερο και ότι χρονολογείται µε υστερότερο όριο την ΥΕ ΙΙΙΒ
περίοδο1088.
Το µαχαίρι του ΒΕ 1540 µπορεί να συγκριθεί µε δύο άλλα µαχαίρια χωρίς γωνίωση, που
προέρχονται από ανακοµιδή του τάφου 40 της Βούντενης1089 και από τον τάφο 6 της Μιτόπολης
Αχαΐας1090. Τα παραδείγµατα αυτά χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ και ΥΕ ΙΙΙΑ αντίστοιχα και
αποτελούν επιπλέον µαρτυρίες για την πρωιµότητα των µαχαιριών που δε διαθέτουν το
χαρακτηριστικό της γωνίωσης.
Τα µονόκοπα µαχαίρια µε ευθύγραµµη ράχη κατατάσσονται στην κατηγορία 1 της
Sandars1091. Επιπλέον η κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε δύο επιµέρους τύπους, 1a και 1b, οι
οποίοι περιλαµβάνουν µαχαίρια µε λαβές απλές χωρίς περιχείλωµα, ή άλλα στα οποία οι λαβές
έχουν διαµορφωµένο περιχείλωµα. Τα µαχαίρια του τύπου 1a πρωτοεµφανίστηκαν στην Κρήτη στη
Μεσοµινωική περίοδο, ή ίσως και νωρίτερα ακόµη1092. Γνωρίζουµε ότι ήταν σε διαρκή χρήση από
τους Μυκηναϊκούς χρόνους µέχρι την εποχή του Σιδήρου1093. Κατά τους χρόνους αυτούς µάλιστα η
διάδοσή τους ήταν ευρύτατη και περιελάµβανε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο, την Κύπρο, την
Ανατολία, την Ανατολή και στα δυτικά έφθανε µέχρι την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα1094. Από την
άλλη µεριά τα µαχαίρια της δεύτερης παραλλαγής, του τύπου 1b, εµφανίστηκαν λίγο αργότερα,
στην Πρώιµη Μυκηναϊκή εποχή1095 και συνέχισαν επίσης να είναι σε διαρκή χρήση µέχρι την
εποχή του Σιδήρου1096.
Τα µαχαίρια µε ευθύγραµµη ράχη αποτελούν την πλειονότητα µεταξύ όλων των υπόλοιπων
τύπων µαχαιριών, που απαντώνται στον αιγαιακό χώρο κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους1097.
Κρίνοντας από τη µορφολογία τους, αντιλαµβανόµαστε ότι ήταν κατάλληλα για διάφορες εργασίες
όπως π.χ. η µαγειρική, το κυνήγι και η κοπή δερµάτων, ήταν δηλαδή µαχαίρια γενικής χρήσης1098.
Ο Foltiny επισηµαίνει ότι το µαχαίρι είναι ένα από τα παλαιότερα εργαλεία του ανθρώπου1099.
1087
Sandars 1955, 177. Papadopoulos 1978-79, 157.
1088
Papadopoulos 1978-79, 157.
1089
Κολώνας 1998, 578, πιν. 247, Α.Ε.Β.1299, ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ.
1090
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, αρ. 13-πιν. 24, ΥΕ ΙΙΙΑ.
1091
Sandars 1955, 175. Αντιστοιχούν επίσης στην κατηγορία Α του Παπαδόπουλου (1978-79, 157).
1092
Sandars 1955, 176.
1093
Sandars 1955, 177.
1094
Sandars 1955, 177. Souyoudzoglou-Haywood 1999, πιν. 63c (Κεφαλονιά).
1095
Sandars 1955, 177.
1096
Γκαδόλου 2008, 203, αρ. 57-εικ. 153 (Κάτω Μαυρίκι Αχαΐας). Desborough 1964, 61.
1097
Desborough 1964, 59. Ιακωβίδης 1970, Β, 343. Το ίδιο ισχύει και στην Αχαΐα (Papadopoulos 1978-79, 157).
1098
Ιακωβίδης 1970, Β, 343. Βικάτου 2008, 774.
1099
Foltiny 1980, E 271.
366
Επιπλέον υποστηρίζει ότι τα µαχαίρια αποτέλεσαν ουσιαστικά την αρχική βαθµίδα µιας
τυπολογικής εξέλιξης, που οδήγησε από αυτά στα εγχειρίδια και στη συνέχεια στα ξίφη. Προκύπτει
εποµένως το ερώτηµα εάν τα µαχαίρια της Μυκηναϊκής εποχής µπορούσαν κάποιες φορές να έχουν
πολεµική χρήση. Στα οµηρικά έπη ωστόσο δεν περιλαµβάνεται καµία τέτοια πληροφορία, αντίθετα
τα µαχαίρια περιγράφονται να εξυπηρετούν κυρίως καθηµερινές εργασίες ή λατρευτικούς
σκοπούς1100. Από την άλλη µεριά η παρουσία χάλκινων µαχαιριών σε σύνολα κτερισµάτων που
συνοδεύουν «ταφές πολεµιστών» στους µυκηναϊκούς τάφους είναι αρκετά συχνή, καθώς
πολυάριθµα τέτοια παραδείγµατα εµφανίζονται στον ταφικό κύκλο Α των Μυκηνών1101, καθώς
επίσης και σε τάφους της Αχαΐας1102 και άλλων περιοχών1103. Όµως ακόµη και σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν µπορεί να τεκµηριωθεί η χρήση των µαχαιριών ως όπλων. Πιθανότερο δε είναι ότι
χρησίµευαν στους πολεµιστές- κατόχους τους κυρίως για την εξυπηρέτηση διαφόρων καθηµερινών
αναγκών, ενώ σε πιο σπάνιες περιπτώσεις ίσως λειτουργούσαν ως βοηθητικά πολεµικά εργαλεία.
ΛΙΘΙΝΗ ΑΚΟΝΗ
1100
Foltiny 1980, E 240-1.
1101
Karo 1930, 443, 445, 447, πιν. XCVII (µαχαίρι από τον λακκοειδή τάφο IV των Μυκηνών, αποκαλείται από τον
Karo µαχαίρι µάχης).
1102
Papazoglou-Manioudaki 1994, 200, παραποµπή 178 (∆ριµαλέικα Κρήνης). Παπαδόπουλος 1994, 81 και
Paschalidis, McGeorge 2009, 90-92 (Κλάους, τάφος Θ, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Κολώνας 2008, 43, εικ. 58 (Πόρτες
Αχαΐας). Παπαδόπουλος 1978α, 98 (Λαγανιδιά Καλλιθέας, τάφος Θ, 14ος – 13ος αι. π.Χ.). Χριστακοπούλου-
Σωµάκου 2010, αρ. 28-πιν. 4 (Μιτόπολη, τάφος 1, ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ2). Yalouris 1960, 48 (Σπέντζες Καλλιθέας, τάφος
Β). Giannopoulos 2008, 181, αρ. 49-πιν. 32 (Σπαλιαρέικα Λουσικών, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη) και αρ. 58-πιν. 35
(ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-Ύστερη). Petropoulos 2007, 262 (Νικολέικα Αχαΐας). Κολώνας 1998, πιν. 246 (Βούντενη, Τ21/16,
ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη). Αδηµοσίευτη ταφή του τάφου 69 της Βούντενης, που εκτίθεται στο Μουσείο Πατρών.
1103
Ιακωβίδης 1970, ΒD, 359. Βλαχόπουλος 2006, Α, 269 (Νάξος). Demakopoulou, Crouwel 1998, 275, πιν. 52γ
(Παλαιόκαστρο Αρκαδίας).
1104
Papadopoulos 1978-79, 160, εικ. 311a (Βρυσάριο, ΥΕ ΙΙΙΑ).
1105
Κολώνας 1998, 25, πιν. 248 (Τ2/11, ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ).
367
περίοδο.
Από την άλλη µεριά η ακόνη της Κρήνης χρονολογείται στην περίοδο από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1
µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, όπως ορίζουν τα κεραµικά ευρήµατα της ανακοµιδής στην οποία ανήκε.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η συνεύρεση µε αυτήν µέσα στην ίδια ανακοµιδή, ενός χάλκινου
µαχαιριού (Μ5518) και τµήµατος µιας χάλκινης λόγχης (Μ5515), ο σχολιασµός των οποίων
προηγήθηκε. Θεωρούµε µάλιστα ότι τα συνευρήµατα αυτά αποτελούν µαρτυρίες για τη χρήση του
συγκεκριµένου πλακιδίου ως εργαλείου λείανσης. Ανάλογα φαινόµενα, συνεύρεσης των ακονών µε
χάλκινα όπλα και εργαλεία, παρατηρούνται σε πολλούς ακόµη µυκηναϊκούς τάφους τόσο της
Αχαΐας1106 όσο και άλλων περιοχών1107.
Οι ακόνες της Μυκηναϊκής εποχής έχουν συνήθως τη µορφή µικρών λίθινων τετράπλευρων
ή τραπεζιόσχηµων πλακιδίων, υπάρχουν όµως και ακατέργαστα παραδείγµατα1108. Αρκετά συχνά
διαθέτουν µικρή οπή στο άκρο τους, η οποία, κατά την άποψη του Ιακωβίδη1109, χρησίµευε για την
ανάρτησή τους από τη ζώνη του κατόχου τους. Τέτοιου είδους λίθινα εργαλεία είναι γνωστά ήδη
από τη ΜΕ εποχή και την περίοδο των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, επιβιώνουν καθ’ όλη τη
διάρκεια της Μυκηναϊκής εποχής και συνεχίζουν να είναι σε χρήση µέχρι την εποχή του
Σιδήρου1110, διατηρώντας σταθερή τη µορφολογία τους σε όλη αυτή τη µακρά χρονική περίοδο.
Οι περισσότεροι µελετητές ερµηνεύουν τα λίθινα πλακίδια αυτής της µορφής ως ακόνες,
κυρίως λόγω της συχνής συνεύρεσής τους µέσα στους τάφους µε όπλα και εργαλεία1111. Μία
διαφορετική ερµηνεία των πλακιδίων αυτών, ως βαριδιών για τα δίχτυα, προτείνει ο Βλαχόπουλος,
κρίνοντας από τα ευρήµατα των τάφων του Καµινιού της Νάξου, όπου αυτά έχουν βρεθεί µαζί µε
µολύβδινα βαρίδια διχτυού1112. Επιπλέον ο Foltiny, µε βάση παραδείγµατα από την Κεντρική
Ευρώπη, υποστηρίζει ότι οι «ακόνες» αποτελούσαν εµβλήµατα εξουσίας και κύρους, τουλάχιστον
όταν συνόδευαν νεκρούς υψηλής κοινωνικής τάξης1113. Υπό αυτήν την έννοια οι ακόνες που
ανήκουν στα κτερίσµατα εξεχόντων νεκρών µέσα στους µυκηναϊκούς τάφους θα µπορούσαν επίσης
1106
Παπαδόπουλος 1978, 197 (Καλλιθέα, τάφος Γ). Παπαδόπουλος 1978α, 98 (Καλλιθέα, τάφος Ι). Παπαδόπουλος
1995, 58 (Καλλιθέα, τάφος VIII). Παπαδόπουλος 1999, 123 (Καλλιθέα, τάφος Ρ). Πετρόπουλος 2000, 75.
Giannopoulos 2008, 115-116, 197, πιν. 22, πιν. 39 (Σπαλιαρέικα, τάφος 2, ΟΜ.2). Κολώνας 1998, 580 Α.Ε.Β. 120,
Α.Ε.Β 58, Α.Ε.Β. 1279.
1107
Ιακωβίδης 1970, Β, 348 (τάφος 123/Λ237). Βλαχόπουλος 2006, Α, 324 (Καµίνι και Απλώµατα Νάξου). Βικάτου
2008, 778 (Αγ. Τριάδα Ηλείας, τάφος 6/∆341).
1108
Πιθανώς ακατέργαστη είναι η ακόνη Λ237 της Περατής (Ιακωβίδης 1970, Β, 348 και πιν. 128γ). Ο Κολώνας
επίσης αναφέρει δύο αδιαµόρφωτες ακόνες από το νεκροταφείο της Βούντενης (Κολώνας 1998, 579, Α.Ε.Β 1353,
1354).
1109
Ιακωβίδης 1970, Β, 349.
1110
Ο Παπαδόπουλος αναφέρεται στη διάρκεια χρήσης και στην πιθανή χρήση των ακονών, παραθέτοντας σχετική
βιβλιογραφία (Papadopoulos 1978-79, 160).
1111
Ιακωβίδης 1970, Β, 348. Papadopoulos 1978-79, 160. Κολώνας 1998, 579.
1112
Βλαχόπουλος 2006, Α, 324. Ο Βλαχόπουλος αναφέρεται και στην ανάλογη περίπτωση τάφου της Αστυπάλαιας
(Ντούµας 1983, 372).
1113
Foltiny 1961, 290. Ιακωβίδης 1970, Β, 349.
368
να έχουν ανάλογη συµβολική σηµασία. Ένα τέτοιο αντιπροσωπευτικό παράδειγµα προέρχεται από
τον τάφο 2 των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών Αχαΐας, όπου συγκεκριµένα δύο λίθινες ακόνες ανήκαν
στην οµάδα του χάλκινου κάλαθου Μ4639, που περιείχε την τέφρα κάποιου σηµαντικού
προσώπου1114. Η απόδοση της ακόνης της Κρήνης σε κάποιον νεκρό της άρχουσας κοινωνικής
τάξης είναι επίσης πιθανή, διότι στην ίδια ανακοµιδή µε αυτή και µεταξύ των συνευρηµάτων της
υπήρχαν και άλλα πολύτιµα κτερίσµατα (χάλκινο µαχαίρι και τµήµα χάλκινης λόγχης, θραύσµατα
χάλκινου διαδήµατος και πολλές χάντρες περιδεραίων).
ΧΑΛΚΙΝΕΣ ΒΕΛΟΝΕΣ
1114
Πετρόπουλος 2000, 68. Giannopoulos 2008, 103, 197-198 (Σπαλιαρέικα, τάφος 2/24-25).
1115
Banks 1976, 57-60, 420-427, πιν.3, 13 (Λέρνα, Πρωτοελλαδική ποχή). Marangou, Renfrew, Dumas, Gavalas 2006,
213-4, 215, εικ. 8.24, πιν. 52c (Μαρκιανή, ΠΕ εποχή). Tripathi 1988, 50, 248, πιν. 27 (ΠΕ περίοδος).
1116
Για τον τρόπο κατασκευής των βελονών βλ. Ιακωβίδης 1970, Β, 352.
1117
Σχετική βιβλιογραφία παρατίθεται από τον Ιακωβίδη (1970, 353) και τη Βικάτου (2008, 781).
369
διατήρησή τους σε ακέραιη κατάσταση, ενώ συνήθως σπάζουν σε τεµάχια1118. Μερικές φορές
µάλιστα η ταύτιση τους είναι αβέβαιη, καθώς συγχέονται µε τις περόνες που έχουν παρόµοια
µορφολογία1119.
Το σχήµα και οι διαστάσεις των βελονών ποικίλουν και εξαρτώνται από τις διάφορες
χρήσεις τους. Με βάση τις βελόνες του νεκροταφείου της Βούντενης ο Κολώνας υποστηρίζει ότι οι
φαρδύτερες ήταν κατάλληλες για σκληρά υλικά (προβιές και δέρµατα), ενώ οι πιο λεπτές για
λεπτότερες εργασίες1120. Οι βελόνες της Μυκηναϊκής εποχής είναι ως επί το πλείστον χάλκινες.
Σπάνια εξαίρεση αποτελεί ελεφαντοστέινη βελόνη από τις Μυκήνες, που προοριζόταν προφανώς
για το ράψιµο αραιοϋφασµένων υφασµάτων1121. Αναφέρεται επίσης και οστέινη βελόνη από την
Περατή Αττικής1122.
Πέραν των βελονών της Κρήνης, άλλες χάλκινες βελόνες από την Αχαΐα έχουν προέλθει από
τα νεκροταφεία της Καλλιθέας1123 και της Βούντενης Πατρών1124.
ΙΙΙ.4.3. ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
Τα κοσµήµατα αποτελούν πολύτιµα αντικείµενα και είναι σαφές ότι σχετίζονται µε πλούσιες και
σηµαντικές ταφές. Η παρουσία τους στους µυκηναϊκούς τάφους δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, όπως
σπάνια είναι και η διατήρησή τους σε ακέραιη κατάσταση. Αυτό οφείλεται στο ότι τα πολυτιµότερα
και πιο καλοδιατηρηµένα υλικά τους αφαιρούνταν πολύ συχνά κατά τις ύστερες φάσεις χρήσης των
τάφων, προκειµένου να ανακυκλωθούν ή ακόµη και να χρησιµοποιηθούν αυτούσια.
Τα κοσµήµατα διατηρούν σταθερή τη µορφολογία τους για µακρά χρονική περίοδο και
ασφαλώς µπορούν να χρησιµοποιούνται επί γενιές. Εποµένως ο προσδιορισµός του χρόνου
κατασκευής τους είναι δύσκολος, έστω και εάν έχουν σαφή συνευρήµατα.
1118
Ιακωβίδης 1970, Β, 352.
1119
Κολώνας 1998, 574. Βικάτου 2008, 780.
1120
Κολώνας 1998, 575.
1121
∆ηµακοπούλου 1988, 247-8- αρ. 253.
1122
Ιακωβίδης 1970, Β, 381.
1123
Παπαδόπουλος 2005, 62 (Καλλιθέα, τάφος ΧΧΙΙΙ).
1124
Κολώνας 1998, 574-575, πιν. 244.
370
ΠΕΡΙ∆ΕΡΑΙΑ
Από το σύνολο των χαντρών που συλλέχθηκαν από τους τάφους της Κρήνης κατέστη δυνατή η
ταύτιση επτά τουλάχιστον περιδεραίων και δύο ψελίων. Σε µερικές περιπτώσεις τα ευρήµατα αυτά
είχαν διατηρηθεί στην αρχική τους θέση επάνω στους σκελετούς των νεκρών, ή άλλοτε
περιλαµβάνονταν σε ανακοµιδές. Το πιο καλοδιατηρηµένο τέτοιο παράδειγµα αφορά στην
πρωτογενή ταφή Β του τάφου Μακρ.-Τ2. Όπως περιγράφεται αναλυτικά στο µέρος της περιγραφής
των ανασκαφικών δεδοµένων, τα περιδέραια Μ5445 και Μ5446 (πιν. 40), από πολυάριθµες
χάντρες κυρίως από κορναλίνη (330) και γυαλί (95 ακέραιες και 130 τεµάχια ή ελλιπείς χάντρες)
και λίγες από στεατίτη, κατελάµβαναν όλο το αριστερό τµήµα του θώρακα της νεκρής. Επιπλέον τα
ψέλια Μ5451 και Μ5452 (πιν. 40), από χάντρες κορναλίνης (50 και 66 αντίστοιχα) και λίγες
γυάλινες, ήταν περασµένα γύρω από τους καρπούς των χεριών. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η ταφή
Β, στην οποία ανήκαν τα κοσµήµατα αυτά, χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο.
Από τον τάφο Μακρ.-Τ7 συλλέχθηκαν δύο οµάδες χαντρών από κορναλίνη, µε αριθµούς
καταγραφής Μ5472 και Μ5476 (πιν. 92-93), οι οποίες ήταν περασµένες γύρω από τους λαιµούς
των πρωτογενών ταφών Β και Γ. Ο αριθµός τους είναι βέβαια µικρός (7 και 37 αντιστοίχως).
Κρίνοντας όµως από τη θέση τους συµπεραίνουµε ότι πιθανότατα ανήκαν σε περιδέραια, τα οποία
πιθανώς δεν είχαν διατηρηθεί ακέραια. Οι δύο ταφές Β και Γ, που έφεραν τα περιδέραια,
χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 πρώιµη.
Μία ακόµη οµάδα πολυάριθµων χαντρών, µε αριθµό καταγραφής Μ5513 (πιν. 153), ανήκε
στην ανακοµιδή του συληµένου τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2. Η οµάδα αυτή περιλαµβάνει 373 χάντρες
από κορναλίνη, καθώς και άλλες µεµονωµένες από χαλκό, αµέθυστο, γυαλί και οστό. Οι χάντρες
συλλέχθηκαν από το εσωτερικό της ανακοµιδής και είχαν αποµακρυνθεί από την αρχική τους θέση.
Γι’ αυτό δεν µπορούµε να ξέρουµε εάν ανήκαν σε ένα µεγάλο ή σε περισσότερα περιδέραια, ή και
σε ψέλια. Τα αγγεία που περιλαµβάνονταν στην ίδια ανακοµιδή καθορίζουν ένα ευρύ χρονολογικό
πλαίσιο από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Η ύπαρξη περιδεραίων µπορεί να τεκµηριωθεί και σε δύο ακόµη περιπτώσεις. Πρόκειται
καταρχάς για ένα σύνολο 14 χαντρών (Μ5481), εκ των οποίων 13 γυάλινες και 1 από ήλεκτρο, που
συλλέχθηκαν µέσα από την ανακοµιδή του τάφου Γεωργ.-Τ1. (πιν. 104). Η παρουσία της χάντρας
του ηλέκτρου στο σύνολο αυτό, σε συνδυασµό µε δύο ακόµη σπάνιους τύπους γυάλινων χαντρών,
µιας σωληνωτής µε διακόσµηση εγχάρακτου δικτυωτού και µιας ακόµη σε σχήµα κωδίας µήκωνος
(καρπού παπαρούνας), καταδεικνύουν την ιδιαιτερότητα της µορφολογίας του περιδεραίου στο
οποίο ανήκαν. Επίσης σε περιδέραιο ανήκε πιθανώς ένα ακόµη σύνολο από 12 γυάλινες χάντρες
(Μ5465) και άλλες δύο χρυσές στον τύπο του εξάφυλλου ρόδακα (Μ5466 α,β), που βρέθηκαν
371
δίπλα στο κρανίο Κ10 του τάφου Μακρ.-Τ3 (πιν. 56). Η χρονολόγηση των δύο παραπάνω οµάδων
δεν είναι πολύ συγκεκριµένη, λόγω του ευρέος πλαισίου που ορίζουν τα αγγεία της ανακοµιδής
στην πρώτη περίπτωση και οι ελλιπείς ανασκαφικές ενδείξεις στη δεύτερη περίπτωση.
Περιδέραια που διατηρήθηκαν στην αρχική τους θέση, επάνω στους σκελετούς των νεκρών
ή κοντά σε αυτούς, αναφέρονται επίσης από την Περατή Αττικής1125, από τα νεκροταφεία της
Καλλιθέας και του Κλάους Πατρών1126, των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών1127 και της Μιτόπολης
Αχαΐας1128, της Ελάτειας Φθιώτιδας1129, από τις Μυκήνες, την Πρόσυµνα κ.ά.
ΧΑΝΤΡΕΣ
Οι χάντρες των υπό µελέτη τάφων αριθµούνται στις 1090. Σε αυτές συµπεριλαµβάνονται οι χάντρες
των προαναφερθέντων περιδεραίων, αλλά και µερικές ακόµη που είχαν διασκορπιστεί σε διάφορα
σηµεία των θαλάµων. Με βάση το σχήµα τους κατατάσσονται στους παρακάτω τύπους:
3. Τύπος στρογγυλός:
Περιδέραιο Μ5445 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Γυάλινες χάντρες
1125
Ιακωβίδης 1970, Β, 303-4.
1126
Παπαδόπουλος 1999α, 33 (Καλλιθέα-τάφος Ι, ταφή Β και ταφή Γ). Παπαδόπουλος 1993, 52 (Κλάους-τάφος Ε,
ταφή Α). Παπαδόπουλος 1994, 82 (Κλάους-τάφος Θ, ταφή Β). Παπαδόπουλος 1995 (Καλλιθέα-τάφος VIII, ταφή
∆). Παπαδόπουλος 1999 (Καλλιθέα-τάφος ΙΙ, ταφή Θ).
1127
Πετρόπουλος 2000, 73, 76, 79. Giannopoulos 2008, 110, πιν. 15 (Σπαλιαρέικα-τάφος 1, Μ4655), 122, πιν. 53
(Σπαλιαρέικα-τάφος 4, Μ4150, 4152, 4153, 4659), 122, πιν. 55 (Σπαλιαρέικα-τάφος 10, Μ4149, 4159, 4154, 4135).
1128
Χριστακοπούλου- Σωµάκου 2010, 32, πιν. 2 (Μιτόπολη, τάφος 1, Τ1/5).
1129
∆ηµάκη 1999, 203-4, 207.
372
4. Τύπος στρογγυλός που τείνει προς κυλινδρικό:
Περιδέραιο Μ5446 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Χάντρες από κορναλίνη.
5. Τύπος σφαιρικός-πιεσµένος:
Περιδέραιο Μ5445 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Γυάλινες χάντρες.
7. Τύπος σφαιρικός-απιόσχηµος:
Περιδέραιο Μ5445 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Μία γυάλινη χάντρα.
9. Τύπος ατρακτοειδής:
Περιδέραιο Μ5445 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Γυάλινες χάντρες.
373
14. Τύπος σωληνωτός µε κοµµένα και επίπεδα άκρα:
Περιδέραιο Μ5445 (Μακρ.-Τ2/Ε4). Γυάλινες χάντρες.
Βάσει του παραπάνω καταλόγου γίνεται σαφές ότι πιο συχνές είναι οι χάντρες µε απλά
γεωµετρικά σχήµατα, όπως κυρίως οι δακτυλιόσχηµες, αλλά και οι στρογγυλές και οι σφαιρικές. Οι
τύποι αυτοί επικρατούν επίσης και σε άλλα µυκηναϊκά νεκροταφεία, όπως στην Περατή
Αττικής1130, στα νεκροταφεία της Αχαΐας1131, στην Αγία Τριάδα Ηλείας1132, στις Μυκήνες1133, στη
Νάξο1134, στην Κεφαλονιά1135 κ.ά.
Ακολουθούν οι χάντρες που µιµούνται θέµατα του φυσικού περιβάλλοντος. Συγκεκριµένα
πιο συχνός τύπος είναι ο αµυγδαλόσχηµος, ενώ ο φακόσχηµος αντιπροσωπεύεται µε ένα
1130
Ιακωβίδης 1970, Β, 304.
1131
Papadopoulos 1978-79, 142. Κολώνας 1998, 593,
1132
Βικάτου 2008, 740.
1133
Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985, 292, τύπος 1, 2, 295, τύπος 31-32.
1134
Βλαχόπουλος 2006, Α, 317.
1135
Souyoudzoglou- Haywood 1999, 84.
374
παράδειγµα και ο βαλανόσχηµος µε δύο. Πρόκειται για κοινούς τύπους της Μυκηναϊκής εποχής, η
συχνότητα των οποίων ποικίλει στις διάφορες περιοχές και εξαρτάται από τις τοπικές προτιµήσεις.
Παράλληλα προέρχονται από διάφορα µυκηναϊκά νεκροταφεία1136.
Μία από τις χάντρες της Κρήνης έχει ιδιότυπο σχήµα καρπού παπαρούνας (ή κωδίας
µήκωνος). Αποτελούσε τµήµα του περιδεραίου Μ5481 (πιν. 104), που συλλέχθηκε µέσα από την
ανακοµιδή του τάφου Γεωργ.-Τ1. Κατά την άποψη του Ιακωβίδη η οµοιότητα των χαντρών αυτού
του σχήµατος µε το άνθος της µήκωνος της υπνοφόρου, τους προσέδιδε ιδιότητες φυλακτών1137.
Επιπλέον η Hughes- Brock υποστηρίζει ότι το κόκκινο χρώµα της κορναλίνης, που αποτελούσε ένα
από τα βασικότερα υλικά κατασκευής των κωδιόσχηµων χαντρών, συµβολίζει το χρώµα του
άνθους που αποµιµούνται1138. Ωστόσο η χρήση της κορναλίνης για τις κωδιόσχηµες χάντρες δεν
ήταν αποκλειστική, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις κατασκευάζονταν από διαφορετικά υλικά, όπως
συµβαίνει εξάλλου µε τη χάντρα της Κρήνης, που αποτελείται από γυαλί. Η προέλευση του τύπου
της κωδιόσχηµης χάντρας πιθανώς θα πρέπει να αναζητηθεί στην Αίγυπτο1139. Η διάδοσή του
περιλαµβάνει την Αττική, τα νησιά του Αιγαίου, τα ∆ωδεκάννησα1140 και επιπλέον φθάνει σε θέσεις
της δυτικής Ελλάδας, όπως η Αγία Τριάδα Ηλείας, η παρούσα περίπτωση της Κρήνης και άλλα
νεκροταφεία της Αχαΐας1141 και η Κεφαλονιά1142. Πέρα από τις χάντρες, τα άνθη των µηκώνων
προσλαµβάνουν συµβολικό χαρακτήρα σε αναπαραστάσεις θεοτήτων στην τέχνη, των οποίων
αποτελούν εµβλήµατα των θεραπευτικών ιδιοτήτων. Χαρακτηριστικές τέτοιες απεικονίσεις
αποτελούν οι θεές από το Γάζι1143, καθώς και θεότητα από το περίφηµο χρυσό σφραγιστικό
δακτυλίδι των Μυκηνών1144.
Στα ιδιότυπα σχήµατα συγκαταλέγεται µία ακόµη χάντρα σωληνωτού τύπου µε εγχάρακτο
δικτυωτό, που είναι κατασκευασµένη από γυαλί. Ανήκε στο ίδιο περιδέραιο Μ5481 (πιν. 104) µε
την κωδιόσχηµη χάντρα. Γενικά πρόκειται για έναν σπάνιο τύπο, παραδείγµατα ωστόσο έχουν
προέλθει από τις Μυκήνες1145 από την Αχαΐα1146, την Κεφαλονιά1147, τον θησαυρό της Τίρυνθας1148.
Η µοναδική χάντρα ηλέκτρου της Κρήνης προέρχεται επίσης από το ίδιο περιδέραιο
1136
Higgins 1980, 76. Konstantinidi 2001, 22. Ξενάκη- Σακελλαρίου 1985, 294, 296-7, τύποι 21, 35 και 50. Ιακωβίδης
1970, Β, 305-6. Papadopoulos 1978-79, 142. Βλαχόπουλος 2006, Α, 318. Κολώνας 1998, 593-4. Βικάτου 2008,
740-1.
1137
Ιακωβίδης 1970, Β, 307.
1138
Βλαχόπουλος 2006, Α, 318. Hughes-Brock 1999, 280, 285, εικ. 2. Ιακωβίδης 1970, Β, 306. Βικάτου 2008, 742.
1139
Ιακωβίδης 1970, Β, 308. Βικάτου 2008, 742, µε σχετική βιβλιογραφία.
1140
Ιακωβίδης 1970, Β, 308. Βλαχόπουλος 2006, Α, 318.
1141
Papadopoulos 1978-79, 142. Βικάτου 2008, 742.
1142
Souyoudzoglou- Haywood 1999, 84.
1143
Μαρινάτος 1956, 287-8.
1144
Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, Μυκηναϊκή τέχνη, 286, αρ. 78.
1145
Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985, 295, τύπος 28.
1146
Papadopoulos 1978-79, 142, εικ. 325.6, Κολώνας 1998, 593.
1147
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 84.
1148
Buchholz, Karageorghis 1973, εικ. 1307.
375
(Μ5481) µε τις δύο προαναφερθείσες χάντρες (πιν. 104). Ανήκει στον λεγόµενο «τύπο Τίρυνθος»,
καθώς έχει σχήµα ακανόνιστο, πιεσµένο κυλινδρικό, που διογκώνεται περίπου στο µέσον1149. Οι
χάντρες αυτού του σχήµατος εµφανίζονται στους χρυσούς τροχούς του θησαυρού της Τίρυνθας,
στους οποίους οφείλουν την ονοµασία τους1150. Η εισαγωγή τους στην Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε
γύρω στο 1200 π.Χ. και ακολούθησε η ευρεία διάδοσή τους κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ και την
Υποµυκηναϊκή εποχή1151. Την ίδια περίοδο ο τύπος εµφανίζεται επίσης και στην Ιταλία, τη Βοσνία,
τη ∆αλµατία και την Αλβανία1152. Η χάντρα Μ5481 της Κρήνης, µπορεί να συγκριθεί µε χάντρες
ηλέκτρου του ίδιου τύπου από την Κεφαλονιά1153 και από την περιοχή Torre Castellucia της
Ιταλίας1154. Επιπλέον τα συνευρήµατα της εν λόγω χάντρας την εντάσσουν στο χρονολογικό
πλαίσιο από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση. Καθότι όµως ο τύπος Τίρυνθας
απαντάται στους ύστερους χρόνους µετά το 1200 π.Χ., αντιλαµβανόµαστε ότι η χρονολόγησή της
περιορίζεται αποκλειστικά στην ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση περίοδο. Επιπλέον αναρρωτιόµαστε µήπως
τελικά αυτή η χάντρα ηλέκτρου ορίζει τη χρονολόγηση και της κωδιόσχηµης και της σωληνωτής
χάντρας, µε τις οποίες ανήκε πιθανότατα στο ίδιο περιδέραιο (M5481) όπως προαναφέρθηκε.
Οι ανάγλυφοι τύποι χαντρών είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου απόντες, µε την εξαίρεση δύο
µόνο παραδειγµάτων. Πρόκειται για δύο µικρές χρυσές ροδακόσχηµες χάντρες, µε αριθµό
καταγραφής Μ5466 α,β (πιν. 56), που συνόδευαν το κρανίο Κ10 του κατώτερου ταφικού
στρώµατος του τάφου Μακρ.-Τ3. Οι συγκεκριµένες χάντρες αποτελούνται από δύο φύλλα χρυσού,
ενωµένα, µε το µεταξύ τους διάστηµα κενό. Η άνω επιφάνεια φέρει ανάγλυφη διακόσµηση
εξάφυλλου ρόδακα, που έχει διαµορφωθεί προφανώς µε σφραγίδα, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι
επίπεδη1155. Η χρονολόγηση των δύο ραδάκων της Κρήνης δεν είναι τόσο σαφής, καθώς δε
διέθεταν κεραµικά συνευρήµατα. Υποθέτουµε ωστόσο ότι, επειδή συνόδευαν το µεµονωµένο
κρανίο Κ10, πιθανώς σχετίζονται µε την ανακοµιδή Α του τάφου και εποµένως χρονολογούνται
στην ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 περίοδο, όπως ορίζουν τα ευρήµατα της ανακοµιδής αυτής. Οι ροδακόσχηµες
χάντρες αποτελούν τον συχνότερο τύπο ανάγλυφων χαντρών. Αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα
προέρχονται από την Κνωσό, τις Μυκήνες, το Ηραίο του Άργους, την Πρόσυµνα, τα ∆ενδρά1156,
την Περατή Αττικής1157, την Αχαΐα1158, την Κεφαλονιά1159, τη Νάξο1160 κ.ά.
1149
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155.
1150
Harding 1984, 82-84, εικ. 22.
1151
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155. Harding 1984, 82-85.
1152
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155. Harding 1984, 82-85.
1153
Μαρινάτος 1935, εικ. 43, αρ. 8.
1154
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155, εικ. 6, αρ. 26.
1155
Για τη µέθοδο κατασκευής των ανάγλυφων χαντρών, βλ. Higgins 1980, 77. Konstantinidi 2001, 22.
1156
Higgins 1980, 77.
1157
Ιακωβίδης 1970, Β, 309.
1158
Papadopoulos 1978-79, 142.
1159
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 83.
376
Σχετικά µε τα υλικά κατασκευής των χαντρών της Κρήνης, καθώς και µε τη συχνότητα
χρήσης τους, µπορούν να γίνουν οι παρακάτω παρατηρήσεις. Επικρατούν οι χάντρες από
κορναλίνη (930). Ακολουθούν αυτές από γυαλί (149) και στεατίτη (4). Σπανιότερη είναι η χρήση
άλλων υλικών, όπως ο χρυσός (2), ο χαλκός (1), το ήλεκτρο (1), ο αµέθυστος (1), ο πηλός (1) και το
οστό (1). Τα περισσότερα από τα παραπάνω υλικά δεν ήταν τοπικά προϊόντα, αλλά είχαν εισαχθεί
από άλλες περιοχές, σε µερικές περιπτώσεις µακρινές. Η παρουσία τους εποµένως στα νεκροταφεία
της Κρήνης είναι σηµαντική και ενδεικτική για τη συµµετοχή της περιοχής σε εµπορικές
δραστηριότητες ποικίλων κατευθύνσεων.
Κατά την άποψη ορισµένων µελετητών ο χρυσός της Μυκηναϊκής εποχής προερχόταν κατά
κύριο λόγο από την Αίγυπτο1161. Θεωρείται επίσης πιθανό ότι την ίδια περίοδο, ή ίσως και ακόµη
νωρίτερα1162, ο χρυσός εισαγόταν και από άλλες περιοχές, όπως από τα µεταλλεία χρυσού της
Μακεδονίας και της Θράκης, µερικών νησιών του Αιγαίου, της Αρκαδίας και της Αττικής1163, αλλά
ίσως και από πιο µακρινές περιοχές, όπως η Συρία, ο Καύκασος και η Τρανσυλβανία1164. Οι τάφοι
της Κρήνης απέδωσαν µόνο δύο µικρές χρυσές χάντρες (Μ5466 α,β) (πιν. 56), του τύπου του
εξάφυλλου ρόδακα. Αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα χρυσών χαντρών και περιδεραίων της Αχαΐας
προέρχονται κυρίως από τα νεκροταφεία της Βούντενης1165, της Μιτόπολης1166 και του
Καγκαδίου1167, υπάρχουν ωστόσο και µεµονωµένα παραδείγµατα από το νεκροταφείο των
Σπαλιαρεΐκων- Λουσικών1168.
Η κορναλίνη και ο αµέθυστος κατά τη Μυκηναϊκή εποχή εισάγονταν πιθανότατα από την
Αίγυπτο1169. Οι χάντρες από κορναλίνη επικρατούν µεταξύ των άλλων υλικών στα νεκροταφεία της
Κρήνης, ενώ πολυάριθµα παραδείγµατα έχουν επίσης προέλθει και από τα υπόλοιπα νεκροταφεία
της Αχαΐας1170. Ο πρόχειρος και βιαστικός τρόπος κατασκευής των αχαϊκών χαντρών κορναλίνης,
αποτελεί ένδειξη ότι παράγονταν από τοπικά εργαστήρια λιθοτεχνίας1171. Στο υλικό των υπό µελέτη
τάφων υπήρχε µία χάντρα αµεθύστου, που ανήκε στο περιδέραιο Μ5513 (πιν. 153), του τάφου Αγ.
1160
Βλαχόπουλος 2006, Α, 317.
1161
Ιακωβίδης 1970, Β, 375. Ο Ιακωβίδης αναφέρει σχετική βιβλιογραφία.
1162
Βασιλάκης 1996, 48-49, για την προέλευση του χρυσού του Αιγαίου στην Πρώιµη εποχή του Χαλκού.
1163
Ιακωβίδης 1970, Β, 375. Konstantinidi 2001, 6.
1164
Konstantinidi 2001, 6.
1165
Κολώνας 1998, 592, 137-Α.Ε.Β 1358, πιν. 258-Α.Ε.Β 244κ, πιν. 259-Α.Ε.Β 1176, Α.Ε.Β 1177.
1166
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 36-πιν. 2.6 (Τ1/5), 52-πιν. 7.1-2 (Τ2/1-2), 54-πιν. 7.9 (Τ2/11), 61-πιν. 10.1
(Τ3/1), 62-πιν. 10.8 (Τ3/8), 64-πιν. 11.23 (Τ3/17), 88-πιν.19.20-23 (Τ5/16-19), 88-πιν. 20.24 (Τ5/20).
1167
Papadopoulos 1978-79, 141.
1168
Πετρόπουλος 2000, 73 (Τ1/µ4657). Giannopoulos 2008, 110.
1169
Ιακωβίδης 1970, Β, 386. Konstantinidi 2001, 8.
1170
Μιτόπολη, Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 140. Σπαλιαρέικα, Πετρόπουλος 2000, 73, 76, 79. Giannopoulos
2008, 110, 122. Καλλιθέα και Κλάους Πατρών, Παπαδόπουλος 1978-2006 και Paschalidis, McGeorge 2009, εικ.
15. Βούντενη, Κολώνας 1998, 595.
1171
Ο Παπαδόπουλος θεωρεί ότι η κατεργασία των χαντρών από κορναλίνη γινόταν σε τοπικά εργαστήρια
(Papadopoulos 1978-79, 145). Το ίδιο συµβαίνει και στη Βούντενη (Κολώνας 1998, 593).
377
Κων. Β-Τ2. Γενικότερα το υλικό αυτό είναι σπανιότατο στην περιοχή της Αχαΐας, δεδοµένου ότι
εκτός από τη χάντρα της Κρήνης έχει ανευρεθεί µόνο ένα παράδειγµα ακόµη στη Βούντενη
Πατρών1172. Όπως επισηµαίνει ο Ιακωβίδης, η χρήση αυτού λίθου επικρατεί στην Ελλάδα κυρίως
κατά την ΥΕ Ι-ΙΙ περίοδο ενώ στη συνέχεια εµφανίζεται σπανιότερα και σποραδικά1173.
Το ήλεκτρο είναι οργανικό απολίθωµα ρητίνης κωνοφόρων δέντρων της Ηωκαίνου και
Ολιγοκαίνου περιόδου. Το ιδιαίτερο αυτό υλικό απαντάται κυρίως σε περιοχές της βόρειας
Ευρώπης, από την ανατολική ακτή της Αγγλίας, µέχρι τη Βαλτική, τη βόρεια Γερµανία, την
Πολωνία, τη Ρωσία και τη Μαύρη θάλασσα1174. Από την άλλη µεριά κάποιες νοτιότερες πηγές του
εντοπίζονται στη Σικελία, στα νησιά του Αιόλου, στον Λίβανο και στη Βιρµανία1175.
Ο Beck υποστηρίζει ότι η µεγαλύτερη ποσότητα ηλέκτρου της Ελλάδας της Μυκηναϊκής
εποχής έχει βαλτική προέλευση και θεωρεί ότι λίγα µόνο παραδείγµατα αποτελούν αποδεδειγµένα
µη βαλτικά προϊόντα1176. Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτηµα πότε και πώς κατέφθασε το υλικό
αυτό στη µυκηναϊκή Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας αποδεικνύεται ότι η πρωιµότερη
εµφάνισή του έγινε στα τέλη της ΜΕ εποχής. Ακολούθως κατά την Πρώιµη Μυκηναϊκή εποχή (ΥΕ
Ι-ΙΙ) το ήλεκτρο εισήχθη στα µεγάλα µυκηναϊκά κέντρα της Πελοποννήσου1177. Τα εντυπωσιακά
κοσµήµατα από ήλεκτρο των κάθετων λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, αλλά και του Κακόβατου,
της Περιστεριάς και της Πύλου, ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Ο συσχετισµός του
ηλέκτρου µε τις πλούσιες-ηγεµονικές ταφές της περιόδου αυτής είναι προφανής1178. Ο Harding
υποθέτει ότι το ήλεκτρο της πρώιµης περιόδου πιθανώς είχε προέλευση από τη Βρετανία και
µεταφέρθηκε στην Ελλάδα µέσω της θάλασσας. Επίσης υποστηρίζει ότι η περαιτέρω διακίνηση του
ηλέκτρου εντός της µυκηναϊκής σφαίρας είχε ίσως τη µορφή µιας αλυσίδας ανταλλαγών
αντικειµένων κύρους µεταξύ ευγενών προσώπων1179.
Στους ύστερους χρόνους της ΥΕ ΙΙΙΓ και της Υποµυκηναϊκής εποχής το ήλεκτρο γνωρίζει
εκ νέου ευρεία γεωγραφική εξάπλωση. Αξιοσηµείωτη είναι η εµφάνιση και διάδοσή του κατά την
περίοδο αυτή σε περιοχές της δυτικής και βορειοδυτικής Ελλάδας όπως στην Κεφαλονιά, όπου
παρουσιάζονται οι µεγαλύτερες συγκεντρώσεις, στην Αχαΐα, στην Αιτωλία και στην Ήπειρο1180.
Υποστηρίζεται µάλιστα ότι αυτές ακριβώς οι περιοχές αποτέλεσαν πλέον τα νέα σηµεία εισαγωγής
1172
Κολώνας 1998, 593.
1173
Ιακωβίδης 1970, Β, 386.
1174
Ιακωβίδης 1970, Β, 383. Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 170. Konstantinidi 2001, 10. Γιαννόπουλος 2012,
161.
1175
Ιακωβίδης 1970, Β, 383. Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 156, 171. Konstantinidi 2001, 10.
1176
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 145, 170, 171.
1177
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 147-149. Harding 1984, 81.
1178
Γιαννόπουλος 2012, 162.
1179
Harding 1984, 80, 82.
1180
Παπαδόπουλος 1978α, 98. Παπαδόπουλος 1976, 290-1. Harding 1984, 86.
378
του ηλέκτρου στην Ελλάδα1181. Την ίδια περίοδο το ήλεκτρο επεκτάθηκε µε πιο σποραδικό τρόπο
και προς τα ανατολικά, σε θέσεις της Στερεάς, µέχρι την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο1182. Η
ανεύρεση κοινών τύπων ηλέκτρου κατά τους ύστερους αυτούς χρόνους στην Ελλάδα, στην Ιταλία,
στην Αλβανία και στη Γιουγκοσλαβία, αποτελεί ένδειξη για τη διενέργεια εµπορίου κατά µήκος της
Αδριατικής. Είναι πιθανό ότι την περίοδο αυτή το ήλεκτρο έφθανε στην κορυφή της Αδριατικής
από τη Βαλτική µέσω της κεντρικής Ευρώπης1183.
Η µοναδική χάντρα ηλέκτρου της Κρήνης σχολιάστηκε αναλυτικά ανωτέρω. Στην Αχαΐα το
ήλεκτρο εµφανίζεται σε διάφορες θέσεις, κυρίως στα µυκηναϊκά νεκροταφεία της περιοχής, αλλά
και στην Ακρόπολη του Τείχους ∆υµαίων1184. Η ποσότητα των χαντρών ηλέκτρου της Αχαΐας είναι
µικρή, όπως εξάλλου µικρό είναι και το µέγεθός τους1185. Τα ανευρεθέντα παραδείγµατα
χρονολογούνται από την Πρώιµη µέχρι την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή.
Το γυαλί είναι µία συνθετική ύλη, που ήταν σε χρήση στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταµία
τουλάχιστον από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.1186. Το αρχαίο γυαλί αποτελούνταν από ένα µίγµα
υλικών, µε βασικότερο την άµµο, σε συνδυασµό µε άσβεστο και αλκάλια (σόδα ή ποτάσα). Τα
υλικά αυτά ψήνονταν σε πολύ υψηλές θερµοκρασίες (1050-1150° C) και υγροποιούνταν,
προκειµένου να καταστεί δυνατή η σχηµατοποίηση συγκεκριµένων αντικειµένων1187. Το γυαλί της
Κρητοµυκηναϊκής εποχής περιγράφεται συχνά ως «υαλόµαζα» και το βασικό χαρακτηριστικό του
είναι η αδιαφάνεια1188. Σύµφωνα µε τους µελετητές οι γυάλινες χάντρες πρωτοεµφανίστηκαν στην
Κρήτη τον 16ο αι. π.Χ. και ήταν σε χρήση σε όλη τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού1189.
Επιπλέον θεωρείται πιθανό ότι η αρχική επινόησή τους έγινε στην Αίγυπτο από όπου διαδόθηκαν
στον αιγαιακό χώρο1190. Από την άλλη µεριά, οι ανάγλυφες χάντρες και τα γυάλινα πλακίδια
εµφανίστηκαν στα µυκηναϊκά νεκροταφεία λίγο αργότερα, τον ύστερο 15ο αι. π.Χ.1191. Σχετικά µε
την κατασκευή των διαφόρων τύπων, υποστηρίζεται ότι οι απλές γυάλινες χάντρες σχηµατίζονταν
από τον τεµαχισµό γυάλινων ράβδων σε ποικίλα σχήµατα (π.χ. σφαιρικές, µακρόστενες,
1181
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 153.
1182
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 150-153. Harding 1984, 82, 86.
1183
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 153. Harding 1984, 86.
1184
Papadopoulos 1978-79, 144, Παραλίµνη-Τείχος ∆υµαίων, Λεόντιο, Χαλανδρίτσα. Harding, Hughes-Brock 1974,
160, 166 (δείγµατα από τη Χαλανδρίτσα και το Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΓ). Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 13
χάντρες από το νεκροταφείο της Μιτόπολης, Τ13/11, πιν. 11/17. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, 438 (θολωτός
τάφος Πετρωτού Πατρών, ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΑ1). Παπαδόπουλος 1980, 185 (Καλλιθέα). Παπάζογλου-Μανιουδάκη
1993, 209 (θαλαµωτός τάφος Γερµανού Πατρών). Κολώνας 1998, 592, 13 χάντρες ήλεκτρου από το νεκροταφείο
της Βούντενης, πιν. 258, πιν. 260-261, Α.Ε.Β.519 (ΥΕ ΙΙΙΑ1), Α.Ε.Β.1199 (ΥΕ ΙΙΙΓ), Α.Ε.Β.1250 (ΥΕ ΙΙΙΓ).
1185
Papadopoulos 1978-79, 144.
1186
Τριανταφυλλίδης 2000, 58. Ο Ιακωβίδης όµως υποστηρίζει ότι το γυαλί ήταν γνωστό στην Αίγυπτο και
Μεσοποταµία ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ.
1187
Ιακωβίδης 1970, Β, 379. Τριανταφυλλίδης 2000, 34-36. Παπαδόπουλος 2002α, 29. Konstantinidi 2001, 10.
1188
Konstantinidi 2001, 10. Επίσης ο Ιακωβίδης διαχωρίζει τους όρους γυαλί και υαλόµαζα (Ιακωβίδης 1970, Β, 379)
1189
Papadopoulos 1978-79, 145. Higgins 1980, 42. Παπαδόπουλος 2002α, 29.
1190
Ό.π
1191
Higgins 1980, 42. Παπαδόπουλος 2002α, 31.
379
δισκοειδείς, φακόσχηµες), ενώ οι ανάγλυφες χάντρες µορφοποιούνταν σε λίθινες µήτρες, συνήθως
ανοιχτές και πιο σπάνια διπλές1192.
Οι γυάλινες χάντρες της Κρήνης είναι δεύτερες σε συχνότητα µετά την κορναλίνη και
αντιπροσωπεύονται µε 149 παραδείγµατα. Στην Αχαΐα αποτελούν ίσως την πολυπληθέστερη
κατηγορία χαντρών1193. Η χρήση των γυάλινων χαντρών φαίνεται ότι επικράτησε κυρίως κατά την
ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, ενώ παράλληλα άρχισαν να σπανίζουν οι χάντρες από χρυσό και πολύτιµους
λίθους, των οποίων αποτέλεσαν προφανώς φθηνά υποκατάστατα1194.
Ο στεατίτης είχε προέλευση κυρίως από την Κρήτη, ενώ άλλες πηγές του εντοπίζονταν
επίσης στην Εύβοια και στην Τήνο1195. Ήταν ένα υλικό ιδανικό για την κατασκευή χαντρών και
κοσµηµάτων, διότι ήταν µαλακό και προσφερόταν για εύκολη και φθηνή κατεργασία1196. Οι τρεις
στεάτινες χάντρες της Κρήνης περιλαµβάνονταν στην οµάδα Μ5457, µαζί µε µερικές ακόµη
χάντρες κορναλίνης και προήλθαν από τον καθαρισµό του δαπέδου του Τ2 του οικοπέδου
Μακρυγιάννη.
1192
Ιακωβίδης 1970, Β, 310. Konstantinidi 2001, 10. Παπαδόπουλος 2002α, 31.
1193
Papadopoulos 1978-79, 142. Αποτελούν τις πολυπληθέστερες χάντρες του νεκροταφείου της Βούντενης Πατρών
(Κολώνας 1998, 592) και της Μιτόπολης Αχαΐας (Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 140).
1194
Ιακωβίδης 1970, Β, 310. Papadopoulos 1978-79, 145. Παπαδόπουλος 2002α, 34.
1195
Ιακωβίδης 1970, Β, 388.
1196
Ιακωβίδης 1970, Β, 145.
380
ΧΑΛΚΙΝΑ ΕΛΑΣΜΑΤΑ
1197
Ως παράλληλο µπορεί να παρατεθεί χάλκινο διάδηµα του απλού ταινιωτού τύπου από το νεκροταφείο της Αγίας
Τριάδας Ηλείας που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 (Βικάτου 2008, 754).
381
πιθανώς λόγω της ιδιαίτερης χρήσης του. Στην επιφάνεια φέρει διακόσµηση τριών παράλληλων
σειρών από έκτυπες στιγµές ανάµεσα στις οποίες µεσολαβούν δύο πολύ λεπτές αυλακώσεις.
Οι µικρές διαστάσεις και το σχήµα του ελάσµατος παραπέµπουν σε ταινία µικρών
διαστάσεων. Το σηµείο εύρεσής του, σε µικρή απόσταση από το κρανίο της παιδικής ταφής Γ του
τάφου Γαλ. –Τ1 µπορεί να υποστηρίξει την υπόθεση της ταύτισής του µε νεκρική ταινία στολισµού
της κόµης του νεκρού1198. Η «νεκρική ταινία» Μ5486 χρονολογείται µε βάση τα συνευρήµατά του
στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη.
Τα διαδήµατα και οι ταινίες αποτελούν πανάρχαιους τύπους κοσµηµάτων και παρουσιάζουν
µακρά παράδοση στον αιγαιακό χώρο. Η πρωιµότερη εµφάνισή τους στην περιοχή αυτή έγινε ήδη
κατά την 3η χιλιετία π.Χ., στην οποία ανάγονται τα γνωστά διαδήµατα από τους ΠΜ τάφους του
Μόχλου της Κρήτης1199 και από τους ΠΚ τάφους της Σύρου και της Αµοργού1200. Στην ίδια περίοδο
ανήκει επίσης και ένα χρυσό διάδηµα από την Ακρόπολη του Άνω Εγγλιανού Μεσσηνίας1201, καθώς
και µερικά θραύσµατα από τις Ζυγουριές που ταυτίζονται ίσως µε διαδήµατα1202. Στη Μ.Ε.Χ η
χρήση των διαδηµάτων συνεχίστηκε, επεκτάθηκε µάλιστα πέρα από την Κρήτη και τις Κυκλάδες
και στην κυρίως Ελλάδα. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα της περιόδου αυτής αποτελούν τα
διαδήµατα από τα Καλαθιανά και τη Λεβήνα της Κρήτης και την Αγ. Ειρήνη της Κέας, καθώς και
άλλα που έχουν ανευρεθεί σε τάφους της Ασίνης και της Λέρνας και στον βασιλικό λακκοειδή τάφο
της Αίγινας1203. Επιπλέον στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής ανήκουν τα διαδήµατα που
συµπεριλαµβάνονταν στον θησαυρό της Αίγινας1204.
Η µεσοελλαδική παράδοση της κατασκευής διαδηµάτων συνεχίστηκε στους Πρώιµους
Μυκηναϊκούς χρόνους και εκφράστηκε µέσα από περίτεχνα δηµιουργήµατα, όπως τα φηµισµένα
χρυσά διαδήµατα από τους κάθετους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών1205. Στην Ύστερη
Μυκηναϊκή εποχή τα διαδήµατα ήταν πλέον σπανιότερα και απλούστερα1206. Στις περισσότερες
περιπτώσεις είχαν τη µορφή απλών ταινιών µε οπές στα άκρα, όπως δύο διαδήµατα από την Ιαλυσό
της Ρόδου1207, θραύσµατα ενός ακόµη πιθανού διαδήµατος από την Κεφαλονιά1208 καθώς και
1198
Μπορεί να γίνει παραλληλιµσός µε χρυσή νεκρική ταινία από τον τάφο Α του Καµινιού της Νάξου, η οποία έχει
επίσης µικρό µέγεθος µε µήκος µόλις 0,10 µ. και διαθέτει παρόµοια διακόσµηση από παράλληλες σειρές στιγµών
(Βλαχόπουλος 2006, Α, 275, πιν. 23).
1199
Davaras 1975, 101-114. Hood 1987, 228, εικ. 185.
1200
Hood 1987, 231, 233, εικ. 188. Hendrix 2003, 421, εικ. 7.
1201
Blegen 1973, 16, εικ. 108 (a-d).
1202
Hood 1987, 233.
1203
Σχετικά µε τα διαδήµατα της Μ.Ε.Χ. βλ. Kilian-Dirlmeier 1997, 56. O ∆αβάρας αναφέρει και άλλες θέσεις στην
Κρήτη που έχουν δώσει διαδήµατα της Μ.Ε.Χ. (Davaras 1975, 108).
1204
Higgins 1957, 49, πιν. 13α.
1205
Kilian-Dirlmeier 1997, 57. Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, Μυκηναϊκή Τέχνη, αρ. 35,
αρ. 72. Hood 1987, 240-1, εικ. 96.
1206
Higgins 1980, 74. Konstantinidi 2001, 25.
1207
Higgins 1980, 74.
382
νεκρική ταινία από το Καµίνι της Νάξου1209. Ο Higgins θεωρεί ότι τα ύστερα διαδήµατα και οι
ταινίες αυτής της µορφής διαµορφώθηκαν κατόπιν Κυπριακής επίδρασης ή ακόµη και
εισαγωγής1210.
Στους Ύστερους Μυκηναϊκούς χρόνους απαντώνται επιπλέον διαδήµατα ενός ιδιόµορφου
τύπου, τα οποία αποτελούνται από γυάλινα πλακίδια φερόµενα συνήθως σε σειρές γύρω από το
µέτωπο1211. Παραδείγµατα αυτού του τύπου έχουν προέλθει από τάφους του Κλαδέου και της
Καυκανιάς Ηλείας, τα οποία µάλιστα βρέθηκαν στη θέση τους επάνω στα κρανία των νεκρών1212.
Όπως υποστηρίζει ο Γιαλούρης τα διαδήµατα αυτά αποτελούσαν αποµιµήσεις άλλων
πολυτιµότερων κατασκευασµένων από χρυσά πλακίδια1213. Η χρήση των διαδηµάτων δε σταµάτησε
µετά το τέλος των Μυκηναϊκών χρόνων, αλλά συνεχίστηκε µέχρι τη Γεωµετρική1214 και την
Αρχαϊκή εποχή1215.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά µε τα διαδήµατα και τις ταινίες υπάρχουν σε
εικονογραφικές αναπαραστάσεις σε τοιχογραφίες1216, εικονιστικά αγγεία1217 και ειδώλια1218. Στις
περισσότερες από αυτές οι φέροντες διαδήµατα ερµηνεύονται από τους µελετητές ως ιερείς (-ειες),
ή λατρευτές (-τριες), ή ακόµη και ως θεότητες, που απεικονίζονται κατά τη συµµετοχή τους σε
επίσηµες δηµόσιες εκδηλώσεις όπως θρησκευτικές εορτές και τελετουργίες. Μέσω αυτών των
απεικονίσεων αναδεικνύεται, εποµένως, ο συµβολικός ρόλος των διαδηµάτων, όπως επίσης και ο
συσχετισµός τους µε πρόσωπα σηµαντικά που ανήκαν στην κοινωνική και (/ή) θρησκευτική
ελίτ1219. Γίνεται επίσης σαφές ότι τα διαδήµατα µπορούσαν να φορεθούν τόσο από γυναίκες όσο
και από άνδρες1220.
Τα ευρήµατα των ανασκαφών επιβεβαιώνουν τη χρήση των διαδηµάτων και των ταινιών, ως
ταφικών κτερισµάτων κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Η παρουσία τους, ωστόσο, µέσα στους τάφους
της περιόδου αυτής δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, πιθανώς ως αποτέλεσµα της απόδοσής τους κυρίως
σε πλούσιες ταφές που αποτελούν τη µειοψηφία. Επιπλέον, η χρήση από τους ανασκαφείς
διαφόρων όρων χαρακτηρισµού των ευρηµάτων αυτών, ως διαδήµατα, ταινίες, ή απλώς ελάσµατα,
1208
Hood 1987, 248.
1209
Βλαχόπουλος 2006, Α, 275-6.
1210
Higgins 1980, 74.
1211
Konstantinidi 2001, 25 (τύπος C).
1212
Για τα διαδήµατα από γυάλινα πλακίδια της Ηλείας βλ. Βικάτου 2008, 755.
1213
Yalouris 1968, 9-16, εικ. 4-6.
1214
Γκαδόλου 2008, αρ.104-107- εικ.161 (Ρακίτα, αποθέτης ιερού).
1215
Βοκοτοπούλου κ.ά 1985, 44, 64, 69, 78, 108 (Σίνδος).
1216
Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, Μινωική τέχνη, 205, εικ.89 (πρίγκιπας µε τα κρίνα).
Μυκηναϊκή τέχνη, 234-235, εικ.7, 8, 9 (τοιχογραφίες Τίρυνθας και Μυκηνών).
1217
Karantzali 2001, 34, εικ. 28, παράσταση ανδρικής µορφής µε διάδηµα (πότις θηρών).
1218
∆ηµακοπούλου 1988-89, εικ. 2, εικ. 25. Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, Μινωική τέχνη,
εικ. 23, 24, 25 (ειδώλια θεοτήτων από την Κρήτη).
1219
Davaras 1975, 112, 114. Konstantinidi 2001, 24.
1220
Konstantinidi 2001, 24. Higgins 1980, 61.
383
ανταποκρίνεται τόσο στην πολυµορφία τους, όσο και στους ποικίλους τρόπους µε τους οποίους
εφέροντο επάνω στα σώµατα των νεκρών. Έτσι σε µερικές περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί ότι
δένονταν γύρω από το µέτωπο1221, άλλοτε όµως υπάρχουν ενδείξεις ότι στόλιζαν την κόµη ή τα
ενδύµατα1222, ή ότι χρησιµοποιήθηκαν ως επιστόµια1223.
ΧΑΛΚΙΝΑ ∆ΑΚΤΥΛΙ∆ΙΑ
Στο υλικό αυτής της µελέτης συµπεριλαµβάνονται οκτώ συνολικά δακτυλίδια, που είναι όλα
χάλκινα. Από αυτά ακέραιο έχει διασωθεί µόνο το Μ5488, ενώ τα υπόλοιπα είναι θραυσµένα και
µερικά από αυτά ελλιπή.
Τα δακτύλιδια Μ5488, Μ5470, Μ5471, Μ5477, Μ5617, Μ5623β έχουν σχήµα απλού
κρίκου. Αποτελούνται από λεπτά ελάσµατα χαλκού, η διατοµή των οποίων ποικίλει και είναι
ταινιόσχηµη, ελλειπτική, τετράπλευρη, ή κυλινδρική. Τα άκρα των δακτυλιδιών δεν είναι πάντοτε
σαφή, λόγω της ελλιπούς κατάστασης διατήρησής τους. Πιθανώς ήταν ως επί το πλείστον απλά και
ενωµένα µεταξύ τους, όπως συµβαίνει µε το ακέραιο δακτυλίδι Μ5488. Από την άλλη µεριά το
δακτυλίδι Μ5477 διαθέτει µικρή οπή στο σωζόµενο άκρο του, η οποία προφανώς καταδεικνύει πως
στην περίπτωση αυτή τα δύο άκρα στερεώνονταν µε τη βοήθεια µικρού ήλου αντίστοιχης
διαµέτρου.
Το δακτυλίδι Μ5621 ανήκει στον τύπο των δακτυλιδιών που διαθέτουν διακόσµηση διπλής
σπείρας. Αποτελείται από πολύ λεπτό χάλκινο σύρµα. Παρόλο που σώθηκε σε εντελώς
αποσπασµατική κατάσταση είναι σαφές ότι ένα από τα θραύσµατά του απολήγει σε σπειροειδές
άκρο.
1221
∆ιαδήµατα του Κλαδέου και της Καυκανιάς Ηλείας (Βικάτου 2008, 755).
1222
Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, 24) θεωρεί ότι µερικές ταινίες από τους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών
ήταν στολίδια της ενδυµασίας.
1223
Μεταλλικά ελάσµατα από την Κύπρο µε αναπαραστάσεις χειλιών είχαν χρήση επιστοµίων (Davaras 1975, 114).
384
Το δακτύλιδι Μ5489 διαφοροποιείται επίσης από τους απλούς κρίκους, καθώς δύο από τα
σωζόµενα θραύσµατά του φέρουν µικρά εξογκώµατα. Η χρήση των συγκεκριµένων εξογκωµάτων
παραµένει ασαφής, λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης του ευρήµατος. Υποθέτουµε ότι ίσως
προορίζονταν για τη στερέωση σφενδόνης από άλλο υλικό1224, ή αλλιώς αποτελούσαν τµήµα
κάποιου είδους διακόσµησης1225.
Τα πέντε πρώτα από τα παραπάνω δακτυλίδια είναι χρονολογηµένα µε ακρίβεια, καθώς
σχετίζονται µε πρωτογενείς ταφές. Τα δακτυλίδια Μ5488-5489 αποδίδονται στην ταφή ∆ του τάφου
Γαλ.-Τ1 και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση. Τα δακτυλίδια Μ5470-5471 και Μ5477 ανήκαν
στις ταφές Β και Γ αντίστοιχα του τάφου Μάκαρ.-Τ7 και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2
Πρώιµη. Τα υπόλοιπα τρία δακτυλίδια, Μ5617, Μ5621 και Μ5623β, συλλέχθηκαν µέσα από την
ανακοµιδή του συληµένου τάφου Αγ.Κων. Β-Τ2 και χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 µέχρι
την ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη, όπως ορίζουν τα συνευρήµατά τους.
Τα δακτύλιδια του τύπου του απλού κρίκου πρωτοεµφανίστηκαν στην Κρήτη στην ΠΜ
εποχή, όπως γίνεται αντιληπτό µε βάση παραδείγµατα της περιόδου αυτής που έχουν προέλθει από
το νεκροταφείο του Μόχλου1226. Η χρήση τους συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της εποχής του
Χαλκού1227. Στους Μυκηναϊκούς χρόνους τα δακτυλίδια αυτού του τύπου έγιναν πολύ δηµοφιλή
και διαδόθηκαν σε πολλές περιοχές1228. Παραδείγµατα έχουν προέλθει φυσικά και από την
Αχαΐα1229.
Πολλοί µελετητές έχουν υποστηρίξει την κεντροευρωπαϊκή προέλευση των δακτυλιδιών µε
σπειροειδή άκρα1230. Είναι γεγονός ότι αποτέλεσαν χαρακτηριστικό τύπο δακτυλιδιού κυρίως στην
ευρωπαϊκή Μέση εποχή του Χαλκού (Hügelgräberzeit, 1600 – 1300 π.Χ.), ενώ σταδιακά βγήκαν
από τη µόδα κατά τη µετάβαση στη Νεώτερη εποχή του Χαλκού (Urnenfelderzeit, 1300 - 800
π.Χ.)1231. Με βάση τα δεδοµένα της έρευνας η εµφάνιση των δακτυλιδιών µε σπειροειδή άκρα στην
Ελλάδα έγινε αρκετά αργότερα σε σχέση µε την αρχική τους εµφάνιση στην Ευρώπη, δηλ. στην ΥΕ
ΙΙΙΓ περίοδο. Παραδείγµατα αυτής της περιόδου έχουν προέλθει από την Περατή Αττικής, την
1224
Ιακωβίδης 1970, Β, 292, πιν. 107γ.
1225
Benzi 1992, πιν.184g.
1226
Konstantinidi 2001, 30. Hood 1987, 231.
1227
Konstantinidi 2001, 30.
1228
Ιακωβίδης 1970, B, 291. Benzi 1992, πιν. 184f. Κarantzali 2001, πιν. 47e και πιν. 48a. Μαρινάτος 1935, 93, εικ.
42. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 81. Βοκοτοπούλου 1970, 187-8, πιν. 24α. Παπαδόπουλος 1976, 287, πιν. 7.
Βλαχόπουλος 2006, Α, 298-299, πιν. 24, πιν. 42, πιν. 54. Βικάτου 2008, 759-760.
1229
Papadopoulos 1978-79, 140, PMX 643b, PMX 517, BE 412-εικ. 280a (Καγκάδι, Κλάους, Αίγιον, ΥΕ ΙΙΙΓ).
Παπαδόπουλος 1978, 198. Παπαδόπουλος 1980, 185. Παπαδόπουλος 1980α, 124. Παπαδόπουλος 1994, 82.
Παπαδόπουλος 1996, 45, 47. Παπαδόπουλος 1999, 123. Παπαδόπουλος 2003, 71 (Νεκροταφεία Καλλιθέας και
Κλάους). Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1993, 209 (Γερµανού). Κολώνας 1998, 590-591, πιν. 255-256, A.E.B 589β
(ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιµη), Α.Ε.Β 1208 (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ), Α.Ε.Β 1352 (ΥΕ ΙΙΙΑ2-Γ).
1230
∆άκαρης 1959, 125. Βοκοτοπούλου 1970, 188. Ιακωβίδης 1970, Β, 293. Παπαδόπουλος 1976, 287. Giannopoulos
2009, 122.
1231
Giannopoulos 2009, 122.
385
Αµφίκλεια Λοκρίδος, τον Εξάλοφο Θεσσαλίας, τον Ελαφότοπο Ζαγορίου1232, καθώς επίσης και από
τα νεκροταφεία της Καλλιθέας1233 και της Βούντενης Πατρών1234. Ιδιάζουσα είναι η περίπτωση
ενός ακόµη δακτυλιδιού µε σπειροειδή άκρα, που βρέθηκε στον τάφο Ι του Μονοδενδρίου
Πατρών1235. Ο Γιαννόπουλος, που έχει πραγµατοποιήσει µελέτη του δακτυλιδιού αυτού και των
συνθηκών εύρεσής του, θεωρεί ότι υπάρχει αρκετά µεγάλη πιθανότητα να σχετίζεται µε κεραµική
της ΥΕ ΙΙΙΑ περιόδου1236. Ο ίδιος καταλήγει στο συµπέρασµα ότι πρόκειται για το πρωιµότερο
δείγµα δακτυλιδιού µε σπειροειδή άκρα από την Ελλάδα και εποµένως ότι παρέχει τη χρονολογική
γέφυρα ανάµεσα στα ευρωπαϊκά και στα ελληνικά παραδείγµατα1237. Παρατηρεί όµως ότι η
χρονολόγηση του δακτυλιδιού του Μονοδενδρίου στην ΥΕ ΙΙΙΑ δεν είναι απολύτως επιβεβαιωµένη,
λόγω της καταστροφής που υπέστη όλο το δυτικό τµήµα του τάφου στον οποίο ανήκε και
σηµειώνει ότι δεν µπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα της ένταξής του ακόµη και στην ΥΕ ΙΙΙΓ
περίοδο1238.Υπάρχουν αναφορές για δύο ακόµη δακτυλίδια µε σπειροειδή άκρα από τα νεκροταφεία
των Πορτών Αχαΐας1239 και των Τρυπών Κλαδέου Ηλείας1240. Η χρήση του τύπου στην Ελλάδα
συνεχίστηκε και µετά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, τουλάχιστον µέχρι τον 7ο/6ο αι. π.Χ.1241.
Η εµφάνιση των δακτυλιδιών µε σπειροειδή άκρα τον ύστερο 13ο αι. π.Χ. φαίνεται εύλογη,
καθώς την ίδια περίπου περίοδο έφθασαν σταδιακά στην Ελλάδα πολλοί νέοι τύποι µεταλλικών
κυρίως αντικειµένων, όπως ξίφη Naue II, λόγχες µε ολόχυτους αυλούς, εγχειρίδια τύπου Pertosa,
ξυράφι τύπου Soglio del Tonno κ.λ.π., που έχουν επίσης κεντροευρωπαϊκή/ιταλική προέλευση1242.
Οι µελετητές θεωρούν ότι η εµφάνιση των νέων τύπων συνδέεται µε την εντατικοποίηση των
εµπορικών επαφών και σχέσεων της µυκηναϊκής Ελλάδας µε τη ∆ύση, που συνέβη στους χρόνους
µετά την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων1243. Σύµφωνα µε τον Γιαννόπουλο όµως το
δακτυλίδι του Μονοδενδρίου Πατρών επιβεβαιώνει την πρωιµότερη εισαγωγή των δακτυλιδιών µε
σπειροειδή άκρα στην Ελλάδα ήδη από την ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο1244. Εάν η χρονολόγηση του
ευρήµατος αυτού στην ΥΕ ΙΙΙΑ είναι σωστή, τότε αποτελεί µία από τις λίγες εξαιρέσεις
αντικειµένων κεντροευρωπαϊκής προέλευσης που έφθασαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των
1232
Βοκοτοπούλου 1970, 188. Ιακωβίδης 1970, Β, 293. Παπαδόπουλος 1976, 287, πιν. 7 (ιβ: 3297).
1233
Παπαδόπουλος 1981, 30.
1234
Κολώνας 1998, 326-7, πιν. 255, Α.Ε.Β 1173 (ΥΕ ΙΙΙΓ).
1235
Παπαποστόλου 1980, 489. Giannopoulos 2008, 188. Giannopoulos 2009, 122.
1236
Giannopoulos 2009, 123.
1237
Giannopoulos 2009, 123.
1238
Giannopoulos 2009, 125.
1239
Κολώνας 1998, 591.
1240
Βικάτου 2008, 760. Βικάτου 2000, 177-8.
1241
Kilian-Dirlmeier 1982, 259. Γκαδόλου 2008, 206, εικ. 158 (ναός Αρτέµιδος Ρακίτας).
1242
Eder, Jung 2005, 486, 489. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 86, 91, 95. Παπαδόπουλος 1994, 80 (Κλάους, τάφος Η).
Paschalidis, McGeorge 2009, 85. Giannopoulos 2009, 119.
1243
Eder-Jung 2005, 486-487. Giannopoulos 2009, 120.
1244
Giannopoulos 2009, 123.
386
ανακτορικών χρόνων. Με βάση τέτοιου είδους ευρήµατα θα µπορούσε να υποτεθεί ότι ήδη από
τους χρόνους αυτούς είχαν αρχίσει να γίνονται τα πρώτα δειλά βήµατα και να δηµιουργούνται οι
προϋποθέσεις για τις µεταγενέστερες εξελίξεις των µετανακτορικών χρόνων, κατά τους οποίους το
το µυκηναϊκό εµπόριο στράφηκε προς τη δύση1245.
Η χρήση των δακτυλιδιών ως ταφικών κτερισµάτων είναι αρκετά συχνή στη Μυκηναϊκή
εποχή. Από τα ευρήµατα των ανασκαφών επιβεβαιώνεται µάλιστα ότι κοσµούσαν τόσο γυναικείες
όσο και ανδρικές ταφές. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το δακτυλίδι Μ5488 της παρούσας
µελέτης, που ήταν φορεµένο στο δάκτυλο της γυναικείας ταφής ∆ του τάφου Γαλ.-Τ1. Θα πρέπει
βέβαια να σηµειωθεί ότι η ταύτιση του φύλου της συγκεκριµένης νεκρής είναι ασφαλής, καθώς
βασίζεται στην οστεολογική µελέτη1246. Από την άλλη µεριά η απόδοση δακτυλιδιών σε ανδρικές
ταφές υποστηρίζεται µε βάση την παρουσία τους σε «ταφές πολεµιστών», όπως είναι οι
«πολεµιστές» των ∆ριµαλεΐκων της Κρήνης, του τάφου Β των Μουλιανών της Κρήτης και του
υποµυκηναϊκού τάφου της Τίρυνθας1247. Τα παραδείγµατα αυτά αφορούν δακτυλίδια µε απλή
µορφή κρίκων, ενώ για τα σπειροειδή δακτυλίδια έχει υποστηριχθεί η απόδοσή τους αποκλειστικά
σε γυναικείες ταφές1248. Ωστόσο, µε βάση νεώτερα στοιχεία της έρευνας, που προκύπτουν από το
νεκροταφείο της Καλλιθέας Πατρών, αποδεικνύεται ότι και τα σπειροειδή δακτυλίδια σχετίζονταν
ενίοτε µε ανδρικές ταφές1249
ΙΙΙ.4.4. ΣΦΡΑΓΙ∆ΟΛΙΘΟΙ
1245
Eder, Jung 2005, 485. Giannopoulos 2009, 120.
1246
Ναυπλιώτη, παράρτηµα 4.
1247
Papazoglou-Manioudaki 1994, 184-185, υποσηµειώσεις 76-77.
1248
Giannopoulos 2008, 188, µε σχετική βιβλιογραφία. Του ιδίου 2009, 122.
1249
Οφείλω την πληρροφορία στον ανασκαφέα καθηγητή Παπαδόπουλο. Επίσης του ίδιου: Παπαδόπουλος 1981, 30.
1250
Η ταύτιση της παράστασης και η χρονολόγηση του σφραγιδολίθου M5482 έγινε από τον I. Pini.
1251
CMS I – αρ. 185 (Μιδέα, ΥΕ ΙΙΙΑ1), αρ. 252 (Βαφειό Λακωνίας, ΥΕ ΙΙΑ). CMS II – αρ. 129 (Κατσµπάς, ΥΕ
ΙΙΙΑ1).
387
στοιχεία της ανασκαφής ο σφραγιδόλιθος Μ5482 συλλέχθηκε µέσα από την ανακοµιδή του τάφου
Γεωργ.-Τ1. Πιο συγκεκριµένα είχε αποτεθεί επάνω στο δάπεδο στο βάθος της ανακοµιδής, µαζί µε
οµάδα τεσσάρων αγγείων της ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ1 περιόδου1252. Η αποµάκρυνση του σφραγιδόλιθου
από την αρχική του θέση και η απόρριψή του στην ανακοµιδή, καθιστούν αδύνατη τη εξαγωγή
συµπερασµάτων σχετικά µε τον τρόπο τοποθέτησής του επάνω ή κοντά στο σώµα κάποιας ταφής.
1252
Ο καθηγητής I. Pini εκτιµά ότι ίσως ο σφραγιδόλιθος είναι πρωιµότερος και ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙΑ1.
1253
Younger 1973, 439. Βλαχόπουλος 2006, A, 314.
1254
C.M.S. I – αρ. 029 (Ακρόπολη Μυκηνών, ΥΕ ΙΙΙΑ/Β) και C.M.S. IS – αρ. 004 (θαλαµοειδής τάφος Μυκηνών, ΥΕ
ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ).
1255
C.M.S. VS2 – αρ. 94 (Ελάτεια Φθιώτιδας, YE IIIA2/IIIB).
1256
Βλαχόπουλος 2006, A, 313-314, πιν. 54.
1257
Κολώνας 1998, 597, πιν. 275, 277, 281, Α.Ε.Β. 631, Α.Ε.Β. 670, Α.Ε.Β. 1365.
1258
Βικάτου 2008, 767-770, ∆320, ∆322, ∆316, ∆321.
1259
Hood 1987, 253-259.
388
κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για τις µεταγενέστερες εξελίξεις1260. Στους Μυκηναϊκούς
χρόνους η χρήση των σφραγίδων συνεχίστηκε. Η µυκηναϊκή σφραγιδογλυφία έχοντας προσλάβει
όλα τα στοιχεία της µινωικής παράδοσης, εξελίχθηκε σταδιακά, βρήκε νέους τρόπους έκφρασης και
απέκτησε το δικό της προσωπικό ύφος1261.
Σχετικά µε τη χρήση των σφραγίδων έχουν προταθεί διάφορες ερµηνείες. Ο ρόλος τους
βέβαια ως κοσµηµάτων είναι προφανής, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που ήταν κατασκευασµένες
από χρυσό ή λαµπερούς ηµιπολύτιµους λίθους. Καθώς µάλιστα διέθεταν διαµπερή οπή ανάρτησης
εικάζεται ότι προορίζονταν να φορεθούν στον λαιµό ή στον καρπό του χεριού, µόνες ή µαζί µε
άλλες χάντρες και περίαπτα1262. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν τρεις σφραγίδες από τον
τάφο 11 του νεκροταφείου της Αγίας Τριάδας Ηλείας, που βρέθηκαν στην αρχική τους θέση επάνω
στα οστά των καρπών του νεκρού1263.
∆ε θα πρέπει όµως να παραβλεφθεί ο βασικός προορισµός των σφραγίδων, που ήταν φυσικά
η αποτύπωση ενός προσωπικού συµβόλου ιδιοκτησίας επάνω σε περιουσιακά στοιχεία και
αγροτικά προϊόντα, µε σκοπό να υποδηλωθεί η γνησιότητά τους και να αποτραπεί η παραβίαση και
κλοπή τους1264. Τα σύµβολα των σφραγίδων, µε τις µαγικές και αποτροπαϊκές δυνάµεις τους,
προκαλούσαν φόβο και έδιωχναν µακριά τους κινδύνους. Από την άλλη µεριά οι σφραγίδες
αποτέλεσαν πολύτιµα φυλακτά των ιδιοκτητών τους, καθώς µάλιστα µερικές φορές έφεραν
παραστάσεις θεοτήτων και δαιµόνων1265.
Οι περισσότερες σφραγίδες έχουν προέλθει από ανασκαφές τάφων, διότι υπήρχε η συνήθεια
να τις αποδίδουν στους νεκρούς ως ταφικά κτερίσµατα. Σε µερικές περιπτώσεις µάλιστα υπάρχουν
ενδείξεις συσχετισµού τους µε πλούσιες ταφές εξεχόντων προσώπων, των οποίων αποτέλεσαν
προφανώς σύµβολα της εξουσίας. Η Βικάτου αναφέρει το παράδειγµα της ταφής του τάφου 11 της
Αγίας Τριάδας Ηλείας, που ανήκε σε κάποιον σηµαντικό νεκρό, καθώς διέθετε διάδηµα από
πλακίδια στο µέτωπο και χάλκινη λόγχη και θεωρεί ότι οι σφραγίδες του νεκρού αυτού αποτέλεσαν
σύµβολα της δύναµης που είχε εν ζωή1266. Παρόλα αυτά οι σφραγίδες γενικά συνδέονταν µε
ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων και επαγγελµάτων1267.
Η µυκηναϊκή σφραγιδογλυφία, σε όλη τη µακραίωνη πορεία της από τον 16ο αι. π.Χ. µέχρι
τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής, δεν έµεινε στατική αλλά µετασχηµατίστηκε σταδιακά
πειραµατιζόµενη µε νέους τρόπους έκφρασης και στυλιστικές τάσεις. Η φυσιοκρατία της πρώιµης
1260
Hood 1987, 264.
1261
Hood 1987, 272-281. Σακελλαρίου 1966, 104-111.
1262
Papadopoulos 1978-79, 149-150.
1263
Βικάτου 2008, 764.
1264
Hood 1987, 253. Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, 226.
1265
Papadopoulos 1978-79, 151. Σακελλαρίου 1966, πιν. 1ζ, 3γ, 5ε, 6α, 8γ κ.λ.π.
1266
Βικάτου 2008, 772.
1267
Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, 226.
389
περιόδου, που εξαρτήθηκε από µινωικά πρότυπα, ακολουθήθηκε από µία αυξανόµενη
σχηµατοποίηση µορφών και σχηµάτων, τα οποία τελικά κατέληξαν σε πλήρη «διάλυση» κατά τους
Ύστερους Μυκηναϊκούς χρόνους1268. Γίνεται εποµένως αντιληπτό ότι οι δύο σφραγίδες της Κρήνης
της παρούσας µελέτης αποτελούν αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα των δύο αυτών βασικών
τεχνοτροπικών ρευµάτων της µυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας. Η µεν σφραγίδα Μ5482, ανήκοντας
στην ΥΕ ΙΙΙΑ1 περίοδο, αποτελεί δείγµα της φυσιοκρατίας της πρώιµης φάσης, ενώ η Μ5450, που
χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη-Μέση, αντιπροσωπεύει τη σχηµατοποίηση των ύστερων
χρόνων.
ΙΙΙ.4.5. ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ
1268
Σακελλαράκης, Ντούµας, Σακελλαράκη, Ιακωβίδης 1994, µυκηναϊκή τέχνη, 226.
1269
Τα µέρη του σκαραβαίου περιγράφονται από τον Newberry 1906, 70.
1270
Ευχαριστώ πολύ για αυτές τις ερµηνευτικές παρατηρήσεις τον Αιγυπτιολόγο Β. Χρυσικόπουλο.
1271
Tufnell 1984, 14, 100 πιν. XL, αρ. 2619 (ε), Tell El-Ajjul, τετράγωνο G.
1272
Για τη αιγυπτιακή χρονολόγηση βλ. Hornung, Krauss, Warburton 2006, σελ. 493 (18η ∆υναστεία: 1539-1292 π.Χ).
1273
Hall 1929, 9 (εικ. 24-26), 11.
390
ακριβέστερη ένταξη του σκαραβαίου στην ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη-ΥΕ ΙΙΙΑ2, δηλ. στον 14ο αι.
π.Χ., καθώς το εύρηµα ανήκε στα κτερίσµατα της ταφής Β του τάφου Μακρ.-Τ7.
Οι σκαραβαίοι εισάγονταν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο ή άλλες περιοχές της Ανατολής.
Τα αντικείµενα αυτά ήταν φυλακτά, καθώς αναπαριστούσαν τον ιερό σκαραβαίο, το έµβληµα του
θεού Khepera, που ήταν πατέρας των θεών και δηµιουργός του σύµπαντος1274. Οι µικρότεροι
σκαραβαίοι έφεραν διαµπερή οπή και συνήθως περνούσαν σε σχοινί µαζί µε χάντρες περιδεραίων,
ενώ σε άλλες περιπτώσεις αποτελούσαν σφενδόνες δακτυλιδιών1275.
Από τις αρχές της 12ης ∆υναστείας επικράτησε η σφραγιστική χρήση των σκαραβαίων. Τα
σφραγιστικά σύµβολα των σκαραβαίων παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλία και περιλαµβάνουν
γεωµετρικά και φυτικά σχέδια, µορφές ανθρώπων και ζώων, επιγραφές για καλή τύχη,
αναπαραστάσεις θεών. Επίσης πολύ συχνά είναι τα ονόµατα διαφόρων βασιλέων, αξιωµατούχων,
ιδιωτών και θεοτήτων1276. Τα παραπάνω σύµβολα επικρατούν κατά περιόδους και αποδίδονται µε
διάφορους τρόπους, ώστε να αποτελούν χρονολογικά κριτήρια. Το ίδιο όµως συµβαίνει και µε την
επάνω όψη των σκαραβαίων, που µεταπλάθεται µε το πέρασµα του χρόνου1277.
Για την κατασκευή των σκαραβαίων χρησιµοποιήθηκαν ποικίλα υλικά, κυρίως λίθοι
διαφόρων τύπων, όπως ο στεατίτης, ή διάφοροι ηµιπολύτιµοι λίθοι, αλλά και η φαγεντιανή. Πιο
σπάνια είναι άλλα υλικά, όπως µέταλλο, γυαλί, ξύλο, ελεφαντόδοντο, ήλεκτρο κ.λ.π. Οι ιδιαίτερες
προτιµήσεις υλικών της κάθε εποχής συντελούν µαζί µε άλλα κριτήρια στη χρονολόγηση των
σκαραβαίων1278.
Στην Ελλάδα σκαραβαίοι εισάγονταν σε διάφορες περιόδους, όπως για παράδειγµα κατά
την 12η ∆υναστεία (περ. 1939-1760 π.Χ.) και κατά την 18η ∆υναστεία (περ. 1539-1292 π.Χ.).
Εισαγωγές πραγµατοποιήθηκαν επίσης και στους Ύστερους Μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και
αργότερα στους Σκοτεινούς αιώνες και στην Αρχαϊκή εποχή1279. Παραδείγµατα της Μυκηναϊκής
εποχής έχουν προέλθει από την Κρήτη, τη Ρόδο, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, τις Μυκήνες1280.
Επίσης από την Περατή1281, τη Βραυρώνα1282, τη Βάρκιζα Βάρης1283, και τον Άγιο Ηλία
Μεσολογγίου1284. Σε αυτά τα παραδείγµατα προστίθενται τρία ακόµη από την περιοχή της Αχαΐας,
που περιλαµβάνουν τον σκαραβαίο της Κρήνης, καθώς και δύο σκαραβαίους από τα νεκροταφεία
1274
Newberry 1906, 63. Hall 1929, 2.
1275
Newberry 1906, 62. Hall 1929, 2.
1276
Newberry 1906, 76-80. Hall 1929, 4-6.
1277
Newberry 1906, 70-76. Hall 1929, 6-10.
1278
Newberry 1906, 83-85. Hall 1929, 10-12.
1279
Hall 1929, 13-14.
1280
Newberry 1906, 69. Hall 1929, 13. Benzi 1992, πιν. 122a (Τ61/13).
1281
Ιακωβίδης 1970, Β, 314-315, εικ. 130-133.
1282
Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 59, 159-160, πιν. 45 (∆21).
1283
Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1995, 14, 102, πιν. 6.
1284
Μαστροκώστας (ΠΑΕ) 1966, 204, πιν. 167γ-δ.
391
της Μιτόπολης1285 και της Βούντενης1286. Σύµφωνα µε µία πιθανή ερµηνεία οι σκαραβαίοι
αγοράζονταν από Έλληνες ταξιδιώτες στις µακρινές αγορές της Αιγύπτου και της Ανατολής, για να
αποτελέσουν τα αναµνηστικά του ταξιδιού τους, αλλά παράλληλα για να χρησιµοποιηθούν και ως
φυλακτά1287.
Η εισαγωγή του σκαραβαίου της Κρήνης πραγµατοποιήθηκε κατά της διάρκεια της
Ανακτορικής εποχής (14ος αι. π.Χ.), ενόσω οι εξωτερικές σχέσεις των µυκηναϊκών ανακτορικών
κέντρων ήταν προσανατολισµένες κατά βάση προς την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο1288. Η
συµµετοχή της Αχαΐας σε αυτά τα δίκτυα επαφών επιβεβαιώνεται όχι µόνο από τους σκαραβαίους,
αλλά και από άλλα αντικείµενα ανατολικής προέλευσης που έχουν ανευρεθεί σε µυκηναϊκά
νεκροταφεία της περιοχής1289. Η ενεργητική παρουσία της Αχαΐας σε αυτές τις δραστηριότητες
είναι πολύ σηµαντική και υποδηλώνει πως δεν ήταν αµέτοχη στις διεθνείς εξελίξεις εκείνης της
εποχής.
1285
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 141-142.
1286
Ο σκαραβαίος της Βούντενης εκτίθεται στο Μουσείο της Πάτρας, (Κολώνας-Γάτση, υπό έκδοση οδηγός
Μουσείου Πατρών).
1287
Ιακωβίδης 1970, Β, 315. Giannopoulos 2008, 192 (αναφέρεται σε ανάλογες περιπτώσεις σφραγιδοκυλίνδρων).
1288
Eder, Jung 2005, 485.
1289
Πετρόπουλος 2000, 66 (σφραγιδοκύλινδρος από τον τάφο 4 των Σπαλιαρεΐκων-Λουσικών και δύο
σφραγιδοκύλινδροι από τον τάφο Ι του Μονοδενδρίου). Για τα ίδια βλ. και Giannopoulos 2008, 192.
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 67, 143 (Μιτόπολη). Κολώνας 1998, 596 (σφραγιδοκύλινδρος από τη Βούντενη).
392
ΙΙΙ.4.6. ΕΙ∆Η ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ
ΧΑΛΚΙΝΕΣ ΤΡΙΧΟΛΑΒΙ∆ΕΣ
1290
Catling 1964, 228.
1291
Ιακωβίδης 1970, Β, 284-5.
1292
Ιακωβίδης 1970, Β, 284. Desborough 1964, 59. Papadopoulos 1978-79, 149.
1293
Ιακωβίδης 1970, Β, 284. Παπαδόπουλος 1976, 286, πιν. 5 (∆ωδώνη). Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 1984,
227, εικ. 5 (Καλάβρυτα). Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985, τάφος 10 (2386 1α), τάφος 69 (2929, 11) (Μυκήνες). Benzi
1992, πιν. 181e-f, Τ32/63, Τ65/2 (Ιαλυσός). Souyoudzoglou-Haywood 1999, 79 (Μαυράτα Κεφαλονιάς).
∆ηµακοπούλου 1988-89, 248 (Τίρυνθα). Lubsen-Admiraal 2004, 254, αρ. 518 (Κύπρος). Βλαχόπουλος 2006, Α,
393
Παρατηρείται µάλιστα ότι τα περισσότερα παραδείγµατα αποτελούν κτερίσµατα σε τάφους, ενώ
σπανιότερα προέρχονται από οικισµούς1295.
Ο Catling1296, µε βάση υλικό από την Κύπρο, διαχώρισε δύο βασικούς τύπους τριχολαβίδων.
Ο πρώτος περιλαµβάνει τριχολαβίδες µε «κλειστή» κορυφή σχήµατος θηλιάς και ο δεύτερος αυτές
µε «ανοιχτή» κορυφή. Οι τύποι αυτοί απαντώνται φυσικά και στον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο πέραν
της Κύπρου. Λόγω της έλλειψης µιας διεξοδικής µελέτης για τις τριχολαβίδες, δεν υπάρχουν
στοιχεία που να υποστηρίζουν τον χρονολογικό διαχωρισµό των δύο τύπων, ενώ για το θέµα αυτό
έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις1297. Πιθανή φαίνεται να είναι η παράλληλη χρήση τους
τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου1298.
Οι περισσότεροι µελετητές θεωρούν ότι οι τριχολαβίδες αποτελούσαν αντικείµενα
καλλωπισµού, δηλ. όπως υποδηλώνει και το όνοµά τους χρησίµευαν για την αποµάκρυνση των
τριχών από το σώµα1299. Το γεγονός µάλιστα της συχνής συνεύρεσής τους µε ξυράφια µέσα στους
µυκηναϊκούς τάφους πράγµατι υποστηρίζει τη λειτουργία τους αυτή ως αντικειµένων
καλλωπισµού1300. Από την άλλη µεριά υπάρχουν ενδείξεις ότι οι τριχολαβίδες θα µπορούσαν να
εξυπηρετούν και διάφορες άλλες χρήσεις και να λειτουργούν π.χ. ως εργαλεία τεχνιτών1301 ή ως
ιατρικές λαβίδες1302. Συναφής φαίνεται ότι ήταν και ο ρόλος των τριχολαβίδων που
συµπεριλαµβάνονται σε σύνολα κτερισµάτων ταφών πολεµιστών1303, καθώς κατά µία πιθανή
εκδοχή στις περιπτώσεις αυτές αποτέλεσαν λαβίδες για την αφαίρεση των βελών από τα τραύµατα.
271 (Καµίνι Νάξου). Βικάτου 2008, 731-2 (Αγ. Τριάδα Ηλείας), όπου δίνεται περεταίρω βιβλιογραφία και για
άλλες θέσεις.
1294
Papadopoulos 1978-79, 148, εικ. 297a-b (Τείχος ∆υµαίων, Καλλιθέα, Κλάους). Παπαδόπουλος 1993, 52
(Καλλιθέα, τάφος Ε). Παπαδόπουλος 1994, 81 (Κλάους, τάφος Θ). Παπαδόπουλος 1996, 47 (Καλλιθέα, τάφος
XIV). Παπαδόπουλος 2003, 72 (Καλλιθέα, τάφος XXII). Paschalidis, McGeorge 2009, 92-3 (Κλάους, τάφος Θ).
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 103, 135 (Μιτόπολη, τάφος 6). Πετρόπουλος 2000, 75 και Giannopoulos 2008,
183. Κολώνας 1998, 582 (18 τριχολαβίδες από τη Βούντενη).
1295
Wace 1932, 191, παραδείγµατα από δύο θέσεις οικισµών της Εύτρησης και των Ζυγουριών. Walberg 1994, 40, εικ.
63 (Ακρόπολη Μιδέας). Επίσης τριχολαβίδα του Τείχους ∆υµαίων της προηγούµενης παραποµπής.
1296
Catling 1964, 228.
1297
Persson 1931, 89-90. Wace 1932, 191. Κολώνας 1998, 583.
1298
Στο νεκροταφείο της Βούντενης το µοναδικό δείγµα τριχολαβίδας µε ανοιχτή κορυφή δε διαφοροποιείται
χρονολογικά από τα υπόλοιπα. Πρόκειται για την τριχολαβίδα Α.Ε.Β 1255 (Τ34/46), που χρονολογείται στην ΥΕ
ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΓ Πρώιµη (Κολώνας 1998, 583, πιν. 251).
1299
Ιακωβίδης 1970, Β, 284. Papadopoulos 1978-79, 148. Βλαχόπουλος 2006, Α, 271.
1300
Ιακωβίδης, Β, 284 (Μ16, Μ156). Benzi 1992, 182. Πετρόπουλος 2000, 75. Giannopoulos 2008, 116, 183, αρ. 22-
23/πιν. 23 (Σπαλιαρέικα Τ2/ΟΜ.2, ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη). Κολώνας 1998, 421, πιν. 251, Α.Ε.Β. 1277 (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β), 425,
Α.Ε.Β. 1282 (ΥΕ ΙΙΙΑ1). Βικάτου 2008, 731, Τ6/Μ1482 (ΥΕ ΙΙΙΑ).
1301
Deshayes 1966, 202. Walberg 1994, 40, εικ. 63 (Ακρόπολη Μιδέας).
1302
Κολώνας 1998, 583, (παραποµπή αρ. 680). Arnott 1999, 503.
1303
Yalouris 1960, 44 (Καλλιθέα, τάφος Β). Παπαδόπουλος 1994, 81 και Paschalidis, McGeorge 2009, 93 (Κλάους,
τάφος Θ). Eder, Jung 2005, 490, πιν. CVII (Frattesina Narde, τάφοι 168 και 227). Deger-Jalkotzy 2006, 156 σηµ. 7
(Ελάτεια, τάφος L), πιν. 9.1, 9.3. Επιπλέον βιβλιογραφία στο Paschalidis, McGeorge 2009, 93. Κολώνας 1998, 237,
583, πιν. 250 (Βούντενη, Τ21/15, µαζί µε εγχειρίδιο).
394
ΠΕΡΟΝΕΣ
1304
Papadopoulos 1978-79, 140. Dickinson 1977 (µετάφραση Παπαδόπουλος), 125.
1305
Κολώνας 1998, 585, πιν. 252, Α.Ε.Β. 362 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β. 474 (ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β 1295
(ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ).
1306
Κολώνας 1998, 585, πιν. 252, Α.Ε.Β. 831 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη), Α.Ε.Β. 1157 (ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη).
1307
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 62, 140, πιν. 10.7.
1308
Ιακωβίδης 1970, Β, 288. Κολώνας 1998, 584. Βικάτου 2008, 733.
1309
Hood 1987, 227, 232. Higgins 1980, 62. Konstantinidi 2001, 28.
1310
Hood 1987, 232, εικ. 187 (περόνες της Πρώιµης και Μέσης εποχής του Χαλκού από Κυκλάδες, Κρήτη και κυρίως
Ελλάδα).
1311
Papadopoulos 1978-79, 140. Βλαχόπουλος 2006, Α, 272.
1312
Γκαδόλου 2008, 200, 207, 215-7, αρ. 18-19, εικ. 145 (∆ρέπανο, ταφικός πίθος 1, ΠΓ περίοδος), αρ. 93-98, εικ. 159
(Άνω Μαζαράκι-Ρακίτα, ΠΓ περίοδος).
1313
Ιακωβίδης 1970, Β, 288. Papadopoulos 1978-79, 139. Κολώνας 1998, 584, πιν. 252. Βικάτου 2008, 733.
1314
Hood 1987, 242, εικ. 198-9.
395
χρόνων χαρακτηρίζονται για την απλότητά τους1315.
Οι αιγαιακοί τύποι περονών και η πιθανή προέλευσή τους έχουν συζητηθεί από τους
Sandars, Desborough, Ιακωβίδη, Παπαδόπουλο, Harding, κ.ά. Υποστηρίζεται ότι οι οστέινες
περόνες αποτελούν τοπικά µυκηναϊκά προϊόντα1316, ενώ η καταγωγή διαφόρων τύπων χάλκινων
περονών αναζητάται στην Ασία1317, στα βόρεια της Ελλάδας1318, ή στην κεντρική Ευρώπη1319.
Με βάση τα ευρήµατα των ανασκαφών γίνεται σαφές ότι οι περόνες µπορούσαν να
χρησιµοποιηθούν κατά δύο διαφορετικούς τρόπους, αφενός για τον στολισµό της κόµης και
αφετέρου για τη στερέωση των ενδυµάτων1320. Ιδιαιτέρως διαφωτιστικά είναι τα ευρήµατα από
τους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών, καθώς έχει υποστηριχθεί ότι οι περόνες από τον ταφικό
κύκλο Α χρησίµευαν για την κόµη1321, ενώ άλλες από τον ταφικό κύκλο Β ήταν περόνες
ενδυµάτων1322. Επιπλέον ο Ιακωβίδης ερµήνευσε τις περόνες από την Περατή ως περόνες για τα
µαλλιά1323 και ο Παπαδόπουλος θεώρησε ότι οι περόνες από την Αχαΐα είχαν άλλοτε τον ένα και
άλλοτε τον άλλο ρόλο1324. Ο Hood εξέφρασσε την άποψη ότι οι περόνες από τον αιγαιακό χώρο
χρησιµοποιήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού για τη στερέωση των ενδυµάτων,
δεν παρέβλεψε ωστόσο πως µερικές από αυτές λειτούργησαν ως περόνες κόµης1325. Η Kilian-
Dirlmeier αποδέχεται ότι οι περόνες είχαν παράλληλη χρήση στην κόµµωση και στην ένδυση και
υποστηρίζει ότι χρησιµοποιούνταν επιπλέον για τη στερέωση του σαβάνου, ή για τη συγκράτηση
του καλύµµατος της κεφαλής, ή ότι είχαν τελετουργική χρήση στη λατρεία των νεκρών1326. Την
ταφική και τελετουργική χρήση των περονών αποδέχεται και η ∆ακορώνια µε βάση ανασκαφικά
δεδοµένα του νεκροταφείου της Ελάτειας1327. Υποστηρίζεται ακόµη ότι οι περόνες συνόδευαν
κυρίως γυναικείες ταφές1328. Παρόλα αυτά είναι αξιοσηµείωτο το παράδειγµα χάλκινης περόνης
από το Παλαιόκαστρο Αρκαδίας, που εντάσσεται σε σύνολο κτερισµάτων που συνόδευαν ταφή
πολεµιστή1329. Από την Αχαΐα έχουν µέχρι σήµερα προέλθει λίγα παραδείγµατα περονών1330.
1315
Hood, Huxley, Sandars 1958-59, 235.
1316
Ιακωβίδης 1970, Β, 289. Papadopoulos 1978-79, 140.
1317
Hood, Huxley, Sandars 1958-59, 237.
1318
Desborough 1964, 54. Παπαδόπουλος 1976, 289.
1319
Harding 1984, 137.
1320
Παπαευθυµίου-Παπανθίµου 1979, 207. Konstantinidi 2001, 28.
1321
Karo 1930, 172. Marinatos 1967, 26. Βλαχόπουλος 2006, Α, 272.
1322
Μυλωνάς 1972, 178, 182, 203, 327, 346. Βλαχόπουλος 2006, Α, 272.
1323
Ιακωβίδης 1970, Β, 289.
1324
Papdopoulos 1978-79, 140.
1325
Goldstream, Hood 1968, 214.
1326
Kilian-Dirlmeier 1984, 37.
1327
∆ακορώνια 1992, 292-297.
1328
Kilian-Dirlmeier 1988, 163. Konstantinidi 2001, 25, 28. Βλαχόπουλος 2006, Α, 273.
1329
Demakopoulou-Crouwel 1998, 274, εικ. 9-Β5. Η περόνη ήταν τοποθετηµένη µέσα στον αυλό της λόγχης Β2.
1330
Papadopoulos 1978-79, εικ.279b, καταγράφονται πέντε οστέινες και µία χάλκινη περόνη. Παπαδόπουλος 1991α,
33, 35. Κολώνας 1998, 584, πιν.252, από το νεκροταφείο της Βούντενης έχουν προέλθει οκτώ χάλκινες και δύο
οστέινες περόνες.
396
ΙΙΙ.4.7. ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ ΕΝ∆ΥΜΑΣΙΑΣ
397
28. M5508 Αγ. Κων. Β-Τ1/F10 Στεατίτης πιν.
29. Μ5626 Αγ. Κων. Β-Τ1/F11 Στεατίτης πιν. 146
30. Μ5512 Αγ. Κων. Β-Τ2/F10 Στεατίτης πιν. 152
31. Μ5514 Αγ. Κων. Β-Τ2/F11 Στεατίτης πιν. 153
32. Μ5516 Αγ. Κων. Β-Τ2/F18 Στεατίτης πιν. 155
33. M5517 Αγ. Κων. Β-Τ2/F19 Στεατίτης πιν. 155
34. Μ5520 Αγ. Κων. Β-Τ2/F24 Στεατίτης πιν. 156
35. M5619-M5620 Αγ. Κων. Β-Τ2/F33- Στεατίτης πιν. 158
F34
36. M4243 Αγ. Κων. Β-Τ2/F26 Στεατίτης πιν. 156
Οι όροι σφονδύλια ή κοµβία έχουν επικρατήσει για τον χαρακτηρισµό των κωνικού, αµφικωνικού,
ή άλλου σχήµατος διάτρητων µικροαντικειµένων, που βρίσκονται πολύ συχνά µέσα στους
µυκηναϊκούς τάφους. Παρόλα αυτά η ουδέτερη ονοµασία κωνίσκοι1331, που προτείνεται από
άλλους µελετητές, ανταποκρίνεται καλύτερα στη λειτουργία τους, καθώς εξυπηρετούσαν
πολλαπλές χρήσεις και όχι µόνο αυτές των σφονδυλιών ή των κοµβίων.
Οι 47 «κωνίσκοι» αυτής της µελέτης έχουν συγκεντρωθεί µέσα από 10 τάφους της
Ζωητάδας και της θέσης Β του Αγ. Κωνσταντίνου Κρήνης. 29 από αυτούς είναι κατασκευασµένοι
από πηλό και άλλοι 18 από στεατίτη. Έχουν µικρό µέγεθος, και διαστάσεις που κυµαίνονται από
0,01 µ. Χ 0,018 µ. ο µικρότερος, µέχρι 0,03 µ. Χ 0,035 µ. ο µεγαλύτερος. Με βάση το σχήµα τους
κατατάσσονται στους εξής τύπους:
1. Αµφικωνικός.
Ο αµφικωνικός τύπος υπερτερεί αριθµητικά, καθώς περιλαµβάνει 27 παραδείγµατα. Από αυτά τα
περισσότερα είναι πήλινα (25) και λιγότερα στεάτινα (µόνο 2).
2. Κωνικός.
Ο κωνικός τύπος περιλαµβάνει 19 παραδείγµατα. Στην περίπτωση αυτή περισσότερα είναι τα
στεάτινα (15) και λιγότερα τα πήλινα ( µόλις 4).
3. ∆ισκοειδής.
Στον δισκοειδή τύπο κατατάσσεται µόνο ο «κωνίσκος» Μ4243 (Αγ. Κων. Β, Τ2/F26), που διαθέτει
µάλιστα και περιχείλωµα στην άνω απόληξή του.
Η χρήση πολλών «κωνίσκων» της Κρήνης παραµένει ασαφής, διότι στις περισσότερες
1331
Iakovidis 1977, 113. Βλαχόπουλος 2006, Α, 320-321. Giannopoulos 2008, 195.
398
περιπτώσεις είχαν απορριφθεί σε ανακοµιδές, ή είχαν υποστεί µεγαλύτερες ή µικρότερες
µετακινήσεις. Τρεις µόνο από τους αυτούς σχετίζονται µε πρωτογενείς ταφές: o Μ5460, από τον
τάφο Μακρ.-Τ3, που βρέθηκε κοντά στα πόδια της ταφής Β και οι Μ5509 και Μ5510, από τον
τάφο Άγ. Κων. Β-Τ2, που ήταν κάτω από το κρανίο και κοντά στα πόδια της ταφής Β του τάφου
αυτού αντιστοίχως. Οι θέσεις των «κωνίσκων» αυτών, κοντά στα πόδια ή κάτω από το κρανίο των
νεκρών, δεν προσφέρουν ξεκάθαρες ενδείξεις σχετικά µε τη χρήση τους. Υποθέτουµε µάλιστα ότι
ίσως είχαν µετακινηθεί ελαφρώς, χωρίς ωστόσο να απέχουν πολύ από την αρχική τους θέση. Εάν
βέβαια µπορούσε να επιβεβαιωθεί ο συσχετισµός τους είτε µε τα πόδια είτε µε το κρανίο των
νεκρών, τότε θα µπορούσαν να ερµηνευθούν ως βαρίδια για τον ποδόγυρο των υφασµάτων στην
πρώτη περίπτωση, ή ως κουµπιά για το κλείσιµο του πίσω και επάνω µέρους του ενδύµατος στη
δεύτερη περίπτωση.
Αξιοσηµείωτη είναι η συνύπαρξη µερικών «κωνίσκων» της Κρήνης µε αγγεία και µάλιστα
µε ψευδόστοµους αµφορείς. Πρόκειται για τους «κωνίσκους» Μ5487 (Γαλ. Τ1/Ε14), Μ5491 (Γαλ.
Τ1/Ε26), Μ5494-Μ5498 (Γαλ. Τ2/Ε10), Μ5500 (Γαλ. Τ2/Ε16), Μ5469 (Μακρ. Τ6/Ε29), Μ5467-
Μ5468 (Μακρ. Τ6/Ε27-Ε28), Μ5508 (Αγ. Κων. Β, Τ1/F10). Οι «κωνίσκοι» αυτοί βρέθηκαν είτε
κάτω είτε πολύ κοντά στους ψευδόστοµους και ήταν µάλιστα ενταγµένοι σε ταφικές οµάδες
ευρηµάτων που αποδίδονται σε πρωτογενείς ταφές. Αυτό όµως δε σηµαίνει απαραίτητα ότι είχαν
αποµείνει στην αρχική τους θέση, αλλά αντίθετα είναι πιθανό να είχαν µετακινηθεί κατά την
πραγµατοποίηση νέων ταφών, όπως συµβαίνει συχνά στους µυκηναϊκούς τάφους. Στις
συγκεκριµένες περιπτώσεις εποµένως δεν υπάρχουν αποδείξεις συσχετισµού των «κωνίσκων» µε
τους ψευδόστοµους αµφορείς. ∆εν µπορεί ωστόσο να αποκλειστεί το ενδεχόµενο οι αποδείξεις
αυτές να προκύψουν από άλλες µελλοντικές ανασκαφές.
Οι «κωνίσκοι», ή αλλιώς «σφονδύλια» ή «κοµβία», αποτελούν ένα από τα συνηθέστερα
µικροευρήµατα των µυκηναϊκών τάφων1332, βρίσκονται όµως και σε οικισµούς1333. Τα αντικείµενα
αυτά έχουν µικρό µέγεθος και είναι διάτρητα, καθώς προορίζονταν για ανάρτηση. Τα περισσότερα
ήταν κατασκευασµένα από πηλό, ή στεατίτη, ή άλλους µαλακούς λίθους και πιο σπάνια από άλλα
υλικά, όπως οστό, ελεφαντοστό, υαλόµαζα και ορεία κρύσταλλο1334. Στις εξαιρέσεις ανήκουν
ελάχιστα παραδείγµατα που είναι πήλινα και φέρουν επικάλυψη µε φύλλο χρυσού1335.
Οι «κωνίσκοι» κατατάσσονται σε πέντε βασικούς τύπους, που έχουν σχήµα αµφικωνικό,
ηµισφαιρικό, κωνικό, µε στέλεχος και δισκοειδές-κοµβιόσχηµο1336. Οι Persson, Wace, Blegen,
1332
Iakovidis 1977, 113.
1333
Βλαχόπουλος 2006, Α, 320.
1334
Iakovidis 1977, 113
1335
Iakovidis 1977, 114.
1336
Ιακωβίδης 1970, Β, 280, εικ. 123. Iakovidis 1977, 113-114, εικ. 1.
399
Furumark και Ιακωβίδης έχουν επιχειρήσει χρονολόγηση των διαφόρων τύπων, παρατηρώντας ότι
εξελίσσονται από τον ένα στον άλλο, µε τη σειρά που προαναφέρθηκαν1337. Θεωρούν ότι ο
αµφικωνικός τύπος ήταν ο πρωιµότερος όλων και ότι ο κωνικός εµφανίστηκε στην ΥΕ ΙΙΙΑ1, στη
συνέχεια δε ακολούθησε ο τύπος µε το στέλεχος από την ΥΕ ΙΙΙΑ2 και τελικά πραγµατοποιήθηκε η
διαµόρφωση του δισκοειδούς τύπου στα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Υποστηρίζεται επίσης ότι οι
πρώιµοι «κωνίσκοι» της ΥΕ Ι-ΙΙ κατασκευάζονταν από πηλό, ενώ η χρήση του λίθου ξεκίνησε από
την ΥΕ ΙΙΙ και εξής1338. Μία ακόµη σηµαντική παρατήρηση είναι ότι κανένας τύπος δεν
καταργήθηκε, αλλά συνέχισαν να χρησιµοποιούνται όλοι ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ
περιόδου.
Σχετικά µε τις χρήσεις των «κωνίσκων» έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Ο Τσούντας
τους ερµήνευσε ως κουµπιά, βασιζόµενος στην ανακάλυψη 160 τέτοιων αντικειµένων, µέσα σε
έναν θαλαµοειδή τάφο των Μυκηνών1339 και την άποψή του ακολούθησαν πολλοί µελετητές1340. Ο
Μαρινάτος θεώρησε ότι οι «κωνίσκοι» προορίζονταν για να δεθούν στις άκρες των ζωνών των
ενδυµάτων. Στο συµπέρασµα αυτό κατέληξε κατόπιν µελέτης µιας τοιχογραφίας της Θήρας µε
παράσταση γυναικείας µορφής, η ζώνη της οποίας απολήγει σε ιδιότυπο τριγωνικό άκρο, το οποίο
ταύτισε µε «κωνίσκο»1341. Ο Deshayes ερµήνευσε τα αντικείµενα αυτά ως σφονδύλια ή χάντρες,
κρίνοντας από τα δεδοµένα του τάφου XXIV της ∆ειράδας Αργολίδας1342 και ο Hood θεώρησε ότι
ήταν σφονδύλια αδραχτιού, µε βάση τους τάφους των Γυψάδων Κνωσού1343.
Ο Ιακωβίδης από την άλλη µεριά υποστήριξε ότι οι «κωνίσκοι» αποτελούσαν βαρίδια για
τον ποδόγυρο των ενδυµάτων, λαµβάνοντας υπ’ όψιν τις σηµαντικές ενδείξεις του τάφου 16 της
Περατής, όπου 11 από αυτούς περιέβαλαν τα σφυρά µιας αδιατάραχτης γυναικείας ταφής1344.
Παρόµοια διευθέτηση παρατηρήθηκε εξάλλου και στον τάφο ΙΘ της Ναυπλίας1345. Κατά τον
Ιακωβίδη η εκδοχή αυτή υποστηρίζεται από παραστάσεις σφραγίδων και τοιχογραφιών, όπου
απεικονίζονται γυναίκες ενδεδυµένες µε µακριές φούστες, στον ποδόγυρο των οποίων κρέµονται
αντικείµενα που οµοιάζουν µε «κωνίσκους»1346.
Νεώτερα ανασκαφικά δεδοµένα, που προέκυψαν κατά τα τελευταία χρόνια, ρίχνουν
1337
Ιακωβίδης 1970, Β, 280. Iakovidis 1977, 113.
1338
Ιακωβίδης 1970, Β, 281. Iakovidis 1977, 113.
1339
Τσούντας 1893, 66. Tsountas, Manatt 1897, 174.
1340
Iakovidis 1977, 115, υποσηµείωση 22.
1341
Iakovidis 1977, 115, πιν. 25b.
1342
Deshayes 1966, 66, 68, 209.
1343
Hood, Huxley, Sandars, Werner 1958-59, 197, 246, εικ. 35, XII.1.
1344
Ιακωβίδης 1970, Β, 279.
1345
Iakovidis 1977, 118 (αναφέρεται σε σχετική πληροφορία της ∆εϊλάκη).
1346
Iakovidis 1977, 118-9, πιν. 24a-b, 25a (σε δύο σφραγίδες του Βαφειού και σε τοιχογραφία του θρησκευτικού
κέντρου των Μυκηνών).
400
περισσότερο φως στις λειτουργίες αυτών των αντικειµένων. Σε τάφους της Νέας Ιωνίας Βόλου1347
και της Καλλιθέας Πατρών1348 φαίνεται ότι οι «κωνίσκοι» είχαν χρήση κουµπιών, καθώς στην
πρώτη περίπτωση τρεις από αυτούς είχαν τοποθετηθεί επάνω στους ώµους του νεκρού, ενώ στη
δεύτερη περίπτωση ένας βρέθηκε κάτω από τον αυχένα αδιατάραχτης ταφής. Ο τάφος 36 της
Βούντενης Πατρών προσφέρει ένα µοναδικό µέχρι στιγµής παράδειγµα, όπου οι «κωνίσκοι» είχαν
τοποθετηθεί σε παράταξη γύρω από το κρανίο πρωτογενούς ταφής, υποδεικνύοντας πιθανώς ότι
κρέµονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο από το άκρο του πέπλου1349.
Μία διαφορετική χρήση των «κωνίσκων» αναδεικνύεται µέσα από ευρήµατα των
νεκροταφείων της ανατολικής Λοκρίδας1350 και του τάφου 34α της Βούντενης Πατρών1351, όπου
αυτοί ήταν περασµένοι γύρω από τον λαιµό ή τα χέρια των νεκρών αποτελώντας πιθανώς χάντρες
περιδεραίων. Θα πρέπει ακόµη να σηµειωθεί ότι οι «κωνίσκοι» του µυκηναϊκού οικισµού της
Αιγείρας ερµηνεύονται ως σφονδύλια από τους ανασκαφείς αυτής της θέσης1352. Οι ίδιοι θεωρούν
ότι αυτή ήταν η λειτουργία γενικά όλων των «κωνίσκων» στους οικισµούς.
Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνουµε ότι οι «κωνίσκοι» ήταν αντικείµενα πολλαπλών
χρήσεων1353. Αποτέλεσαν εξαρτήµατα της ενδυµασίας όπως βαρίδια για τη στερέωση των
πτυχώσεων στον ποδόγυρο των ενδυµάτων, ή στα άκρα του πέπλου, ή επίσης κουµπιά για το
κλείσιµο των νεκρικών ενδυµάτων (σαβάνων). Σε άλλες περιπτώσεις βρέθηκαν περασµένοι µέσα
σε περιδέραια ή ψέλια, αποτελώντας εναλλακτικούς τύπους χαντρών. Επιπλέον η χρήση τους ως
σφονδύλια υποδηλώνεται κυρίως από ευρήµατα οικισµών, αλλά όχι µόνο. Η πορεία της έρευνας
ίσως αποσαφηνίσει και άλλες άγνωστες χρήσεις των αινιγµατικών αυτών αντικειµένων.
1347
Μπάτζιου-Ευσταθίου 1991, 57, σχ. 2.
1348
Παπαδόπουλος 1995, 59.
1349
Κολώνας 1998, 589.
1350
∆ακορώνια 1990, 176-178.
1351
Κολώνας 1998, 589.
1352
Alarm-Stern, Deger-Jakoltzy 2006, 130 κ. εξής.
1353
Papadopoulos 1978-79, 147-παραποµπή 47.Βλαχόπουλος 2006, Α, 323.
401
402
ΜΕΡΟΣ ΙV
ΣΥΝΘΕΣΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
Θέµα της παρούσας εργασίας υπήρξε η µελέτη δύο µυκηναϊκών νεκροταφείων, που βρίσκονται
στις θέσεις Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος της Κρήνης Πατρών. Όπως αναφέρθηκε στο
κεφάλαιο Ι, η θέση Κρήνη βρίσκεται έξι χιλιόµετρα περίπου στα νότια της Πάτρας, σε µία
ηµιορεινή έκταση στους πρόποδες του Παναχαϊκού όρους. Πρόκειται για µια περιοχή µε πολλούς
φυσικούς λόφους, που προσφέρουν το πλεονέκτηµα της εποπτείας όλης της γειτονικής πεδινής
έκτασης µέχρι την παραλία Πατρών, καθώς και του δυτικού τµήµατος του Πατραϊκού κόλπου µέχρι
το ακρωτήριο του Αράξου. Εξίσου καλή ορατότητα υπάρχει και προς την ενδοχώρα της Πάτρας
που εκτείνεται βορειότερα, καθώς και προς τη σηµαντική µυκηναϊκή εγκατάσταση της
Βούντενης1354. Επιπλέον πρόκειται για µία εύφορη περιοχή µε πλούσιες πηγές νερού και
χειµάρρους1355, στην οποία ευδοκιµεί η καλλιέργεια του αµπελιού και των ελαιοδέντρων µέχρι
σήµερα, ενώ παράλληλα προσφέρεται και για κτηνοτροφικές εργασίες.
Ο ευνοηµένος από τη φύση αυτός τόπος κατοικήθηκε συστηµατικά κατά τη Μυκηναϊκή
εποχή, όπως φαίνεται από σηµαντικά µνηµεία της περιόδου αυτής που έχουν έλθει στο φως από τις
ανασκαφές των τελευταίων χρόνων. Τα νεκροταφεία θαλαµοειδών τάφων του Κλάους1356, της
Κρήνης1357 και της Καλλιθέας1358, οι θολωτοί τάφοι του Πετρωτού1359 και της Λαγανιδιάς
Καλλιθέας1360, οι µυκηναϊκοί οικισµοί στις θέσεις Μυγδαλιά1361 και Σκοντρέικα Πετρωτού1362,
Κιβούρι ή Σκαµνιά1363 και Πουρναράκια Καλλιθέας1364, αποτελούν αξιόλογα ευρήµατα και
ταυτόχρονα µαρτυρίες για την παρουσία στην περιοχή αυτή ενός σηµαντικού µυκηναϊκού
1354
Κολώνας 2008β, 6. Κολώνας 2012, 350-351.
1355
Οι χείµαρροι Φίλιουρας και Ξεροπόταµος πλαισιώνουν τον λόφο της Μυγδαλιάς (Παπάζογλου- Μανιουδάκη
2014, 533, Papazoglou-Manioudaki 2009, 502). Στην περιοχή της Κρήνης βρίσκονται και οι ονοµαστές πηγές
Κεφαλοβρύσου Πατρών.
1356
Παπαδόπουλος 1991α-1995. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 67-74. Paschalidis, McGeorge
2009, 79-113. Πασχαλίδης 2013.
1357
Παπαποστόλου 1988, 166. Κολώνας. Πετρόπουλος 1995, 131-133. Papazoglou-Manioudaki 1994, 171-200.
Χρυσάφη 1999, 234-236. Κασκαντίρη 2012, 1-18.
1358
Yalouris 1960, 42-67. Παπαδόπουλος 1978-2006. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 67-74.
1359
Πετρόπουλος 1995, 132-133. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, 433-453. Papazoglou-Manioudaki 2009, 507-517.
1360
Παπαδόπουλος 1991, 69-72. Papazoglou-Manioudaki 2009, 514-515.
1361
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2014, 532-535. Papazoglou-Manioudaki 2009, 502-504.
1362
Κολώνας 1998α, 481. Μόσχος 2007, 24.
1363
Κολώνας 1998α, 482. Μόσχος 2007, 24.
1364
Παπαδόπουλος 2005, 62-63.
403
κέντρου1365. Είναι µάλιστα πιθανό ότι η συγκεκριµένη περιφέρεια στα νότια των Πατρών ανήκε
στην επικράτεια της αρχαίας Άνθειας1366.
Τα νεκροταφεία θαλαµοειδών τάφων της Κρήνης είναι οργανωµένα σε συστάδες, που βρίσκονται
στις θέσεις Ζωητάδα, Άγιος Κωνσταντίνος και ∆ριµαλέικα, ενώ στην περιοχή δεν υπάρχει ένα
µεγάλο και ενιαίο νεκροταφείο1367. Οι θαλαµοειδείς τάφοι των νεκροταφείων της Ζωητάδας και του
Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης, που αποτελούν αντικείµενο αυτής της µελέτης, ανέρχονται στους 18.
Η κατασκευή τους ακολουθεί τους συνηθισµένους κανόνες των θαλαµοειδών τάφων, που
συναντούµε και σε άλλα νεκροταφεία. Τα τοπικά πετρώµατα της κιµιλιάς, στα σηµεία όπου έχουν
διανοιχθεί οι τάφοι της Κρήνης, παρουσιάζουν κατά τόπους σαθρές φλεβώσεις και έλλειψη
συνεκτικότητας. Ως αποτέλεσµα, πολλές από τις οροφές των θαλάµων έχουν κατακρηµνιστεί, ενώ
ακόµη και όσες διατηρήθηκαν έχουν υποστεί σηµαντικές εσωτερικές καταρρεύσεις και το αρχικό
τους σχήµα έχει αλλοιωθεί. Στη σαθρότητα του τοπικού πετρώµατος οφείλεται και η τραχιά και
ανοµοιόµορφη επιφάνεια που έχουν συνήθως τα δάπεδα και τα τοιχώµατα των δρόµων και των
θαλάµων.
Τα βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των τάφων της Κρήνης µπορούν να συνοψιστούν στα
ακόλουθα: α) Οι δρόµοι των τάφων είναι ως επί το πλείστον βραχείς. Τα δάπεδά τους παρουσιάζουν
συνήθως οµαλή κατηφορική κλίση προς την είσοδο και τα πλευρικά τους τοιχώµατα συγκλίνουν
σταδιακά προς τα επάνω. β) Οι είσοδοι είναι διανοιγµένες στο κάτω τµήµα της πρόσοψης. Οι
περισσότερες είναι µικρές και έχουν τραπεζιόσχηµο σχήµα, ενώ υπάρχουν και κάποιες µε τοξωτά
ανώφλια. Συνήθως τα κατώφλια των εισόδων είναι απλά, λαξευµένα στο πέτρωµα, ενώ ένα µόνο
διέθετε επένδυση από δύο λίθους τριγωνικού σχήµατος (Γαλ.-Τ2). γ) Τις εισόδους όλων των τάφων
έφρασσαν ξερολιθιές, που κάλυπταν πολλές φορές όλο το βάθος των στοµίων. Οι ξερολιθιές
αποτελούνταν από αργούς λίθους της περιοχής, µεσαίου µεγέθους κυρίως, µεταξύ τους δε είχαν
ενίοτε συµπεριληφθεί µερικά τεµάχια κιµιλιάς. δ) Οι περισσότεροι από τους θαλάµους της Κρήνης
έχουν µέτριο ή ακόµη και µικρό µεγέθος. Ως προς τον τύπο επικρατούν κυρίως οι θάλαµοι µε
ακανόνιστα κυκλικό σχήµα, υπάρχουν ωστόσο και τετράπλευροι ή ελλειπτικοί θάλαµοι. Στις
σπάνιες και ιδιότυπες περιπτώσεις συγκαταλέγονται δύο θάλαµοι του νεκροταφείου της Ζωητάδας,
που έχουν νεφροειδές και πεταλόσχηµο σχήµα αντίστοιχα (Γεωργ.-Τ1, Γαλ.-Τ3). ε) Μία ακόµη
1365
Papadopoulos 1978-79, 28 (‘…..a rich Mycenaean settlement was founded in this region, though it has not yet been
identified’).
1366
O Πετρόπουλος υποστηρίζει ότι η σηµερινή Θέα Πατρών ταυτίζεται µε την αρχαία Άνθεια, τη µία από τις τρεις
ιωνικές πολίχνες που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (Πετρόπουλος 2007,
49 -62).
1367
Η οργάνωση σε συστάδες είναι πολύ συχνή κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (Kontorli-Papadopoulou 1987, 145).
404
ιδιοτυπία, που αφορά στο νεκροταφείο της θέσης Α του Αγίου Κωνσταντίνου, είναι ότι όλοι οι
αποκαλυφθέντες µέχρι σήµερα σε αυτό τάφοι διαθέτουν παραθαλάµους.
IV. 3. 1. ΤΑΦΕΣ
Τα πιο χαρακτηριστικά ταφικά έθιµα που επικρατούν στα νεκροταφεία της Κρήνης, είναι τα εξής:
Οι θαλαµοειδείς τάφοι της περιοχής χρησίµευσαν για πολλαπλές ταφές (κατά προσέγγιση από
πέντε µέχρι 19). Οι νεκροί ενταφιάζονταν επάνω στο δάπεδο του θαλάµου και πιο σπάνια σε
ταφικούς λάκκους (Μακρ.-Τ6, Αγ. Κων. Α-Τ2, Αγ. Κων. Β-Τ1)1368. Στο εσωτερικό δε του
θαλαµοειδούς τάφου Γαλ.-Τ3 απαντάται η ιδιοτυπία του ενταφιασµού σε κιβωτιόσχηµο τάφο της
Υποµυκηναϊκής-Πρωτογεωµετρικής εποχής1369.
Οι πρωτογενείς ταφές είχαν ως επί το πλείστον τοποθετηθεί σύµφωνα µε τον κατά µήκος
άξονα του δρόµου και µε τα κρανία προς το βάθος του θαλάµου, ώστε να αντικρίζουν την είσοδο.
Ήταν δηλαδή προσανατολισµένες Α/∆, Β∆/ΝΑ, ή Β/Ν, ανάλογα µε τα επιµέρους νεκροταφεία. Για
τη χωροθέτησή τους προτιµήθηκαν τα σηµεία κοντά στα τοιχώµατα ή προς το βάθος των
θαλάµων1370. Οι περισσότεροι νεκροί (17) είχαν στάση ύπτια κατά τον άνω κορµό, ενώ τα σκέλη
τους ήταν συνεσταλµένα και πεσµένα είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά του σώµατος. Αυτή
η στάση συµπίπτει πιθανότατα µε την υπτίως οκλάζουσα, αλλά τα σκέλη κατέληξαν να καταπέσουν
για διάφορους λόγους1371. Ένας µόνο από τους νεκρούς, η ταφή του λάκκου του τάφου Μακρ.-Τ6,
είχε διατηρήσει αναλλοίωτη την υπτίως οκλάζουσα στάση της. Λιγότεροι νεκροί (4) είχαν
τοποθετηθεί σε πλαγίως συνεσταλµένη στάση1372. Οι περισσότερες πρωτογενείς ταφές της Κρήνης
ανήκαν στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο1373. Λίγες ήταν οι εξαιρέσεις πρωιµότερων πρωτογενών ταφών που
ανάγονταν στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΑ2 και στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο (Μακρ.-Τ7/ταφές Α-Ε, Μακρ.-Τ2/ταφή
Β).
Οι ανακοµιδές οστών στους υπό µελέτη τάφους περιείχαν κατά κανόνα από δύο µέχρι επτά
ταφές. ∆ύο µόνο από τις ανακοµιδές ήταν µεγαλύτερες και περιελάµβαναν 11 ή ακόµη και 15
νεκρούς (Αγ. Κων. Β-Τ2/σωρός οστών, Γαλ.-Τ2/ανακοµιδή). Τα οστά των ανακοµιδών
1368
Σχετικά µε τις περιοχές διάδοσης του εθίµου των λάκκων: Kontorli-Papadopoulou 1987, 149. Papadopoulos 1995,
203. Βλαχόπουλος 2012, 38-39.
1369
Κυπαρίσσης 1929, 130-131. Papadopoulos 1978-79, 54. Cavanagh-Mee 1998, 62.
1370
Papadopoulos 1978-79, 56. Κολώνας 1998, 475. Βικάτου 2008, 381.
1371
Ιακωβίδης 1970, Β, 30.
1372
Papadopoulos 1978-79, 56. Παπαδόπουλος 1978, 197. Παπαδόπουλος 1991α, 34. Παπαδόπουλος 1996, 46.
Παπαδόπουλος 1999, 122, 126. Παπαδόπουλος 2003, 72. Παπαδόπουλος 2005, 61. Παπαδόπουλος 1993, 53.
Παπαδόπουλος 1994, 80-81, 83. Παπαδόπουλος 1995, 57. Ιακωβίδης 1970, Β, 30. Κολώνας 1998, 474.
1373
Το ίδιο: Paschalidis, McGeorge 2009, 81 (Κλάους). Κολώνας 1998, 474 (Βούντενη).
405
συγκεντρώνονταν συνήθως κοντά στα πλαϊνά τοιχώµατα ή προς το πίσω τοίχωµα του θαλάµου1374.
Σε σπάνιες περιπτώσεις η εναπόθεση των ανακοµιδών είχε γίνει µε διαφορετικούς τρόπους, για
παράδειγµα επάνω σε ογκόλιθο του εδάφους (Γαλ.-Τ1), επάνω σε τεχνητό χωµάτινο «θρανίο»
(Γαλ.-Τ2), ή επάνω σε επίχωση ύψους 1 µ. από το δάπεδο (Αγ. Κων. Β-Τ2). Οι δευτερογενείς ταφές
των ανακοµιδών παραµερίζονταν µε άτακτο και αµελή τρόπο, µε αποτέλεσµα να µην έχει
διατηρηθεί η αρχική µορφή και συνοχή των σκελετών1375. Τα κτερίσµατα ήταν ανακατωµένα
µεταξύ των οστών και δε στάθηκε δυνατός ο συσχετισµός τους µε συγκεκριµένες ταφές.
Σε τρεις από τους τάφους της Κρήνης υπήρχαν δύο ή και τρία επάλληλα ταφικά στρώµατα,
που διαχωρίζονταν µεταξύ τους µε επιχώσεις πάχους 0,20 µ. - 0,85 µ.1376. Η δηµιουργία των
επάλληλων ταφικών στρωµάτων ήταν αποτέλεσµα της κατάρρευσης όγκων κιµιλιάς από την οροφή
και τα τοιχώµατα, οι οποίοι στη συνέχεια ισοπεδώνονταν και οι ταφές µεταφέρονταν σε ανώτερο
επίπεδο.
1374
Papadopoulos 1978-79, 56, παραποµπές 15-16. Παπαδόπουλος 1978, 197-199. Παπαδόπουλος 1980α, 123.
Παπαδόπουλος 1991α, 33-34. Παπαδόπουλος 1995, 55-6, 58. Παπαδόπουλος 1996, 46-47. Παπαδόπουλος 1999,
122, 126. Παπαδόπουλος 2002, 66-67. Παπαδόπουλος 2003, 72. Παπαδόπουλος 2005, 61-62. Παπαδόπουλος 1993,
51. Κολώνας 1998, 476.
1375
Παπαδόπουλος 1978, 197-198. Παπαδόπουλος 1980α, 123. Παπαδόπουλος 1991α, 34. Παπαδόπουλος 1996, 46.
Παπαδόπουλος 1999, 126. Παπαδόπουλος 2002, 66-67. Παπαδόπουλος 1993, 52. Παπαδόπουλος 1994, 83.
Παπαδόπουλος 1995, 56. Κολώνας 1998, 476. Βικάτου 2008, 391.
1376
Παπαδόπουλος 1980α, 123. Παπαδόπουλος 1991α, 33, 36. Παπαδόπουλος 1995, 57. Παπαδόπουλος 1996, 44.
Παπαδόπουλος 1999, 122. Παπαδόπουλος 2002, 67. Παπαδόπουλος 2003, 72. Παπαδόπουλος 1993, 53.
Papazoglou-Manioudaki 1994, 173. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 151-152. Ιακωβίδης 1970, Β, 19, 76.
Κολώνας 1998, 478. Βικάτου 2008, 392.
1377
Papazoglou-Manioudaki 1994, 171-200.
1378
Σύµφωνα µε τον McDonald «Τα ξίφη προορίζονταν κυρίως για πόλεµο …και ….µία ζωή συνδεδεµένη µε τον
πόλεµο είναι πιο πιθανή για τους άνδρες που είχαν ενταφιασθεί µαζί µε τα ξίφη και τα εγχειρίδιά τους, καθώς οι
κύριες χρήσεις τους είναι περιορισµένες» (Driessen, McDonald 1984, 56).
1379
Driessen, McDonald 1984, 56, παραποµπή 52. Deger, Jakoltzy 2006, 169.
406
πολεµιστές χαµηλότερων βαθµίδων της ιεραρχίας1380. Ανεξάρτητα πάντως από την πραγµατική
χρήση των όπλων αυτών στη διάρκεια της ζωής των κατόχων τους (πόλεµος, κυνήγι, τελετές,
ιερουργίες)1381, είναι πιθανό ότι προσφέρθηκαν µε σκοπό την απόδοση τιµής σε κάποια εξέχοντα
µέλη της κοινότητας, αποτελώντας σύµβολα του κύρους τους1382.
IV. 3. 3. ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ
Η προσφορά κτερισµάτων στους νεκρούς αποτελεί πανάρχαια συνήθεια, που ήταν ευρέως
διαδεδοµένη κατά τους µυκηναϊκούς χρόνους. Στους τάφους της Κρήνης τα πήλινα αγγεία
αποτέλεσαν τα πολυπληθέστερα κτερίσµατα (133 παραδείγµατα). Ο αριθµός των αγγείων κατά
ταφή ήταν ως επί το πλείστον µικρός (συνήθως ένα ή δύο) και ενδεικτικός των περιορισµένων
δυνατοτήτων του µεγαλύτερου µέρους του πληθυσµού. Επίσης περιορισµένη ήταν και η παρουσία
πολύτιµων ευρηµάτων, όπως κοσµηµάτων, σφραγίδων, όπλων και άλλων µεταλλικών αντικειµένων
στους τάφους, καθώς τέτοιου είδους κτερίσµατα αποδίδονταν συνήθως σε λίγους και σηµαντικούς
νεκρούς. Επιπλέον αρκετά από αυτά διαρπάζονταν κατά τη διάρκεια της πολυετούς χρήσης των
τάφων.
Μεταξύ των κεραµικών κτερισµάτων ξεχωρίζει µεγάλος πήλινος κάλαθος πολύ καλής
κατασκευής, που περιείχε πέντε µικρότερα αγγεία στο εσωτερικό του (Π16274, Μακρ.-Τ6, λάκκος,
ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη)1383. Οι κάλαθοι αποτελούν σηµαντικά ευρήµατα των µυκηναϊκών τάφων και
σχετίζονται µε προσφορές τροφίµων και µε τελετουργικές χρήσεις1384. Πιθανώς λοιπόν η
τακτοποίηση των µικρότερων αγγείων στο εσωτερικό του καλάθου της Κρήνης έλαβε χώρα µετά
την πραγµατοποίηση ταφικών τελετών προς τιµήν του νεκρού της συγκεκριµένης προσφοράς (παιδί
ή έφηβος, µε βάση της σηµειώσεις του ηµερολογίου της ανασκαφής).
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν και δύο παραδείγµατα ιδιότυπων τρόπων επικάλυψης
αγγείων. Πρόκειται για την επικάλυψη ενός µεγάλου τετράωτου αµφορέα µε ψευδόστοµο
αµφορίσκο (Π16331-Π16332, Γαλ.-Τ2, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη) και επίσης ενός δίωτου αµφορίσκου µε τη
βάση µιας σπασµένης κύλικας (Π16316, Π17062, Γαλ.-Τ1, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση). Το συγκεκριµένο έθιµο
ήταν διαδεδοµένο στις περιοχές της δυτικής Αχαΐας, της Ηλείας, της Αρκαδίας και της Αργολίδας,
από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή1385. Μερικές φορές παρόµοιοι τρόποι
1380
Driessen, McDonald 1984, 56-58,παραποµπή 63. Kilian-Dirlmeier 1988, 163. Papazoglou-Manioudaki 1994, 186.
Papadopoulos 1999, 269.
1381
Βλαχόπουλος 2012, Β, 61.
1382
Deger, Jakoltzy 2006, 152, 172.
1383
Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 77, εικ. 95. Paschalidis, McGeorge 2009, 95-96, εικ. 16.
Βλαχόπουλος 2006, Α, 144-145. Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 74, 76, πιν. 15, 7-8. Κολώνας 1998, 98, 102-
103. Βικάτου 2008, 175, 543.
1384
Kanta 1980, 285. Βλαχόπουλος 2006, Α, 145.
1385
Παπαδόπουλος 1978α, 96-98. Παπαδόπουλος 1999α, 37-39. Moschos 2009α, 249, εικ. 35. Σπυρόπουλος 1997, 16.
407
κάλυψης αποδίδονταν σε τεφροδόχα αγγεία.
Στους δρόµους των τάφων της Κρήνης και συνήθως κοντά στο µέτωπο, βρέθηκαν όστρακα
διαφόρων τύπων, κυρίως από ανοιχτά αγγεία, όπως κύλικες, κρατήρες, σκύφοι και κύαθοι και
λιγότερο από κλειστά αγγεία, όπως αµφορείς, ψευδόστοµοι αµφορείς και πρόχοι. Τα όστρακα των
ανοιχτών αγγείων αποτελούν ενδείξεις για την πραγµατοποίηση τελετών έγχυσης και πόσεως
µπροστά από τις εισόδους των τάφων. Συνδέονται δε µε το τελετουργικό της θραύσης των αγγείων,
που συµβολίζει τον τελικό αποχωρισµό των συγγενών από τους νεκρούς1386.
IV. 4. ΚΕΡΑΜΙΚΗ
Από τη µελέτη των 133 αγγείων, που αποτελούν το µεγαλύτερο µέρος των κινητών ευρηµάτων των
τάφων, προκύπτουν τα ακόλουθα συµπεράσµατα: Καταρχάς η χρονολόγηση των αγγείων αυτών
από την ΥΕ ΙΙΒ µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, αλλά ενίοτε µέχρι και την Υποµυκηναϊκή εποχή,
αποτελεί σηµαντική ένδειξη για τη διάρκεια της χρήσης των νεκροταφείων της Κρήνης κατά τις
αντίστοιχες περιόδους. Τα αγγεία ανήκουν σε 23 διαφορετικά σχήµατα, εκ των οποίων µάλιστα τα
17 είναι κλειστά και άλλα πέντε ανοιχτά. Οι ψευδόστοµοι αµφορείς αποτελούν το πιο κοινό σχήµα,
αριθµώντας τους 63 (47,36% του συνόλου)1387. Ένα ακόµη συµπέρασµα που προκύπτει από τη
µελέτη της κεραµικής είναι ότι αυτή υπόκειται σε µία διαδικασία διαρκούς εξέλιξης, µε διαδοχικές
αλλαγές που αφορούν τόσο στην τυπολογία όσο και στη διακόσµηση των αγγείων.
408
επικρατούν το βραχώδες και το δικτυωτό κόσµηµα. Για τη διακόσµηση του ώµου των
ψευδόστοµων αµφορέων χρησιµοποιούνται θέµατα όπως µυκηναϊκά άνθη, φολιδωτό κόσµηµα,
φυλλοφόρος ταινία, πολλαπλοί καµπύλοι µίσχοι, ροζέτες, στήλες κατακόρυφων αµειβόντων1389. Τα
θέµατα αυτά απαντώνται τόσο στη δυτική Αχαΐα (Βούντενη, Μιτόπολη) όσο και στην ανατολική
Αχαΐα (Νικολέικα, Αίγιον) και επιπλέον σε µερικές περιπτώσεις καταδεικνύουν αλληλεπιδράσεις µε
άλλες περιοχές, όπως η Ηλεία, η Αργολίδα, η Αττική (Αίγινα), η Βοιωτία και η Ρόδος. Το σώµα των
ψευδόστοµων αµφορέων διακοσµείται µε δύο συστήµατα λεπτότεχνων ταινιών που ορίζονται από
πλατύτερες, ή πιο σπάνια µε συνεχείς ζώνες τέτοιων συστηµάτων.
1389
Mountjoy 1999, 409, 414-415.
1390
Mountjoy 1999, 421-2, εικ. 148 αρ. 77-82.
1391
Papazoglou-Manioudaki 1994, 192.
1392
Papazoglou-Manioudaki 1994, 192. Mountjoy 1999, 421-422, αρ. 80-82.
409
ώµου και από άλλες περιοχές όπως η ανατολική Αχαΐα, η Ηλεία, η Μεσσηνία, η Αργολίδα, η
Φωκίδα, η Αττική και η Βοιωτία.
1393
Το πόδι είναι χαρακτηριστικό της κεραµικής της δυτικής Πελοποννήσου. Mountjoy 1999, 427.
1394
Moschos 2002, 21.
1395
Mountjoy 1999, 427, εικ. 150-151. Ανωτέρω στο κεφάλαιο της κεραµικής.
410
IV. 4. 4. ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΥΕ ΙΙΙΓ ΥΣΤΕΡΗΣ
Κατά ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη η κεραµική παραγωγή βρίσκεται σε άνθηση. Την περίοδο αυτή ο αριθµός
των ψευδόστοµων αµφορέων κορυφώνεται (31 παραδείγµατα). Επικρατούν οι ψευδόστοµοι του FS
175, µε σφαιρικό-κωνικό σχήµα, µεγάλη διάµετρο στα 2/3 του ύψους, ευρύ ώµο και καµπύλη και
κοµψή µετάβαση από αυτόν προς το κάτω τµήµα του σώµατος1396. Απαντώνται όµως και άλλες
παραλλαγές του ψευδόστοµου αµφορέα (όπως π.χ. ο αµφικωνικός, ιδιότυπα σχήµατα και η
επαναβίωση του σφαιρικού σχήµατος). Επιπλέον στους τάφους της Κρήνης εµφανίζονται πολλοί
νέοι τύποι αγγείων. Οι στενόλαιµες πρόχοι ή λήκυθοι FS 118, 122, ο τετράωτος αµφορέας, η
µεγάλη πρόχους (µε πλοχµωτή λαβή) FS 106, που αποτελεί το πρώτο παράδειγµα του είδους από
την Αχαΐα, το δακτυλιόσχηµο αγγείο FS 196, ο κάλαθος FS 291 και ο πτηνόσχηµος ασκός του
τύπου Ιa του Desborough, µε ταινιωτά πόδια και καλαθόσχηµη ταινιωτή λαβή. Απαντώνται ακόµη
µερικά τελευταία δείγµατα αγγείων, που συνεχίζουν από προηγούµενες φάσεις, όπως η µικρή
σφαιρική πρόχους FS 115 και το κυλινδρικό αλάβαστρo του τύπου FS 96 µε δύο λαβές.
Ο τοπικός διακοσµητικός ρυθµός φθάνει πλέον στην πλήρη διαµόρφωσή του. Ιδιαίτερα
αισθητή είναι η επίδραση του πυκνού ρυθµού µε την υιοθέτηση θεµάτων για τη διακόσµηση του
ώµου όπως τα διαποίκιλτα τόξα, διαποίκιλτα και φολιδωτά τρίγωνα, συστήµατα οµόκεντρων τόξων
και σπείρες. Παράλληλα τα στιγµωτά και κροσσωτά ηµικύκλια συνεχίζουν να είναι από τα πιο
αγαπητά και διαδεδοµένα θέµατα1397. Μία από τις χαρακτηριστικές διακοσµητικές τάσεις της ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερης προτιµά τη συµµετρία και την ακρίβεια στην απόδοση του σχεδίου. Από την άλλη
µεριά, προς τα τέλη κυρίως αυτής της περιόδου, αναδεικνύεται ένας ακόµη διακοσµητικός τρόπος
που οδηγεί τα θέµατα σε σχηµατοποίηση και «διάλυση».
Όσον αφορά στην διακόσµηση του σώµατος, επικρατεί το σύστηµα των πολλών
συµµετρικών ταινιών. Αυτό µάλιστα αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό του τοπικού ρυθµού
από την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη µέχρι την Υποµυκηναϊκή εποχή1398. Η συγκεκριµένη διακόσµηση
διαδίδεται σε ολόκληρη τη δυτική Αχαΐα, αλλά και στην περιοχή της Ηλείας, από όπου έχουν
επίσης προέλθει πολυάριθµα παραδείγµατα1399. Σε µερικές περιπτώσεις αγγεία µε τέτοια ταινιωτή
διακόσµηση απαντώνται και σε άλλες περιοχές, όπως ανατολική Αχαΐα, Αρκαδία, Ιθάκη,
Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Αργολίδα, αλλά ακόµη και στην Κρήτη1400, τα οποία αποτελούν
1396
Moschos 2002, 22, εικ. 4.
1397
Τα χαρακτηριστικά του αχαϊκού ρυθµού της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης-Ύστερης περιγράφονται από τη Mountjoy 1999, 433
και εικ. 155-156. Ανωτέρω στο κεφάλαιο της κεραµικής.
1398
Papadopoulos 1978-79, 81. Moschos 2002, 24.
1399
Βικάτου 2008, Τ2/Π4251, Τ20/Π4394, Τ20/Π4403, Τ20/Π4404, Τ31/Π4549.
1400
Petropoulos 2007, Τ4/Π39- εικ. 56a-b, Τ4/Π34- εικ. 59a-b. Mountjoy 1999, 183, αρ. 412-413 (Αργολίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερη), 193, αρ. 460 (Αργολίδα, Υποµυκηναϊκή), 299 (Αρκαδία), 471, αρ. 4 (Ιθάκη, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 789, αρ.
411
πιθανώς εισαγωγές από τη δυτική Αχαΐα, ή τοπικές αποµιµήσεις αυτών.
Ο αριθµός των µεταλλικών ευρηµάτων και των πολύτιµων αντικειµένων µικροτεχνίας, όπως τα
κοσµήµατα και οι σφραγίδες, στους τάφους της Κρήνης ήταν περιορισµένος. Πιο συγκεκριµένα,
στα χάλκινα όπλα συγκαταλέγονται ένα ξίφος, τρεις λόγχες και µία αιχµή βέλους. Το χάλκινο ξίφος
Μ4654α και Μ5432 (Άγ. Κων. Α-Τ2/Χ1), ανήκει στον κεντροευρωπαϊκής προέλευσης τύπο Naue
II1401. Όπως συνάγεται από τα συνευρήµατά του, αποτελεί το πρωιµότερο παράδειγµα του είδους
από την Αχαΐα, προσθέτοντας έτσι έναν σηµαντικό κρίκο στην αλυσίδα της έρευνας. Το σπουδαίο
αυτό εύρηµα θεωρείται ότι αποτελεί έµβληµα κύρους και τεκµηριώνει ότι ο κάτοχός του ανήκε σε
ανώτερη κοινωνική τάξη1402.
Οι δύο από τις χάλκινες λόγχες της Κρήνης (Μ5492, Μ5515) ανήκουν στον λεγόµενο
Κρητοµυκηναϊκό τύπο λογχών, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία σχισµής κατά µήκος
του µακρού-κυλινδρικού αυλού1403. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λόγχη M5626 (Άγ. Κων.
Β-T3), η οποία διαθέτει ολόχυτο αυλό και ανήκει στον - ευρωπαϊκής ή βαλκανικής προέλευσης -
τύπο K του Höckmann1404, ενώ οµοιάζει και µε τις «διάφορες» λόγχες του Avila (αρ. 133-134)1405.
Ο συσχετισµός των παραπάνω λογχών µε «ταφές πολεµιστών» δεν είναι απολύτως βέβαιος, καθώς
δε γνωρίζουµε εάν η χρήση τους ήταν κυνηγετική ή πολεµική1406.
Μεταξύ των ευρηµάτων υπήρχαν ακόµη λιγοστά εργαλεία, που ήταν δύο χάλκινα µαχαίρια,
µία λίθινη ακόνη και τρεις χάλκινες βελόνες. Η λίθινη ακόνη Μ5618 (Άγ. Κων. Β-Τ2) είχε ίσως
χρήση εργαλείου λείανσης, καθώς µάλιστα στην ίδια ανακοµιδή µε αυτή ανήκε ένα χάλκινο µαχαίρι
(Μ5518). Η ιδιαίτερη σηµασία της ακόνης έγκειται στον συµβολισµό που έχουν µερικές φορές τα
αντικείµενα αυτά ως εµβλήµατα κύρους1407.
Τα κοσµήµατα αποτελούν µία κατηγορία πολύτιµων κτερισµάτων και προσφέρονται σε
µέλη εύπορων οικογενειών. Από τους τάφους της Κρήνης προήλθαν 1090 συνολικά χάντρες από
διάφορα υλικά, κυρίως από κορναλίνη και γυαλί, λιγότερες από στεατίτη, δύο από χρυσό και
µεµονωµένες από ήλεκτρο, αµέθυστο, χαλκό, οστό και πηλό. Στο παραπάνω σύνολο χαντρών
291-292 (Φωκίδα, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), 805, αρ. 37 (Αιτ/νία, ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη). Kanta 1980, εικ. 68.5.
1401
Catling 1961, 118. Papadopoulos 1978-79, 166. Harding 1984, 163. Jung, Mehofer 2005-2006, 134.
1402
Για τη σύνδεση των χάλκινων όπλων µε νεκρούς ανώτερης κοινωνικής τάξης, βλ. Papazoglou-Manioudaki 1994,
186, 200. Papadopoulos 1999, 269-271. Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 151-152.
1403
Avila 1983, 67. Papazoglou-Manioudaki 1994, 184. Demakopoulou-Crowel 1998, 275.
1404
Höckmann 1987, 352.
1405
Avila 1983, 62-63, πιν. 18.
1406
Driessen-Mc Donald 1984, 56.
1407
Foltiny 1961, 290. Ιακωβίδης 1970, Β, 349.
412
συµπεριλαµβάνονταν επτά περιδέραια και δύο ψέλια, τα οποία συνδέονται µε πρωτογενείς ταφές ή
µε ανακοµιδές.
Οι χάντρες της Κρήνης κατατάσσονται σε 21 διαφορετικούς τύπους. Συνηθέστερες είναι
αυτές που έχουν απλά γεωµετρικά σχήµατα ή αυτές που µιµούνται θέµατα του φυσικού
περιβάλλοντος. Σπανιότερα απαντώνται άλλοι τύποι, µεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ιδιαίτερα ο
τύπος Τίρυνθας από ήλεκτρο (Μ5481, Γεωργ.-Τ1)1408. Πολλά από τα υλικά κατασκευής των
χαντρών εισάγονταν από µακρινές περιοχές, όπως η Αίγυπτος (χρυσός, κορναλίνη, αµέθυστος)1409
και η Βαλτική (ήλεκτρο)1410.
Στην κατηγορία των κοσµηµάτων ανήκουν επίσης και δύο χάλκινα ταινιωτά ελάσµατα και
οκτώ χάλκινα δακτυλίδια. Το Μ5504 (Αγ. Κων. Β-Τ2) ταυτίζεται µε νεκρική ταινία ή διάδηµα και
το Μ5486 (Γαλ.-Τ1) µε µικρή ταινία στολισµού της κόµης. Τα διαδήµατα είναι σηµαντικά και
σπάνια ευρήµατα και σχετίζονται πιθανώς µε πρόσωπα της κοινωνικής και (/ή) θρησκευτικής
ελίτ1411. Τα χάλκινα δακτυλίδια της Κρήνης έχουν σχήµα απλού κρίκου, εκτός από το Μ5621 (Άγ.
Κων, Β-Τ2), το οποίο ακολουθεί έναν σπάνιο τύπο µε σπειροειδείς απολήξεις, κεντροευρωπαϊκής
προέλευσης1412
Στα πολύτιµα αντικείµενα µικροτεχνίας ανήκουν δύο σφραγιδόλιθοι και ένας αιγυπτιακός
σκαραβαίος. Οι σφραγιδόλιθοι Μ5482 (Γεωργ.-Τ1/Μ2) και Μ5450 (Μακρ.-Τ2/Ε7) υπάγονται σε
δύο διαφορετικές περιόδους, της ΥΕ ΙΙΙΑ1 και ΥΕ ΙΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµης-Μέσης. Φέρουν
εικονιστικά θέµατα ζώων, τα οποία αποδίδονται µε φυσιοκρατικό και σχηµατοποιηµένο τρόπο
αντιστοίχως.
Ο σκαραβαίος Μ5277 (Μακρ.-Τ7/Ε9) αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα ευρήµατα της
Κρήνης. Χρονολογείται στην περίοδο της 18ης ∆υναστείας (14ος αι. π.Χ.)1413 και πιθανώς είναι
αιγυπτιακός1414. Υποθέτουµε ότι αποκτήθηκε µέσω του εµπορίου στις µακρινές αγορές της
Αιγύπτου, ή σε κάποιο άλλο µέρος της ανατολικής Μεσογείου. Η σφραγιστική επιφάνεια φέρει
παράσταση λέοντος, που είναι µία δυνατή, µαγική εικόνα µε αποτροπαϊκό χαρακτήρα1415.
Αποτέλεσε πιθανώς το προσωπικό φυλακτό του κατόχου του εν ζωή. Τοποθετήθηκε κατά τον
θάνατό του δίπλα του, για να του προσφέρει προστασία στο µεταθανάτιο ταξίδι, όπως ακριβώς και
στους Αιγυπτίους.
1408
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155.
1409
Ιακωβίδης 1970, Β, 375. 386. Konstantinidi 2001, 8.
1410
Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 145, 170, 171. Παπαδόπουλος 1976, 291.
1411
Davaras 1975, 112, 114. Konstantinidi 2001, 24.
1412
∆άκαρης 1959, 125. Βοκοτοπούλου 1970, 188. Ιακωβίδης 1970, Β, 293. Παπαδόπουλος 1976, 287. Giannopoulos
2009, 122.
1413
Για τη χρονολόγηση του σκαραβαίου της Κρήνης βλ. ανωτέρω στο κεφάλαιο της Μεταλλοτεχνίας-Μικροτεχνίας.
1414
Την άποψη αυτή εκφράζουν οι Αιγυπτιολόγοι J. Phillips και G. Martin, που µελέτησαν τον σκαραβαίο της Κρήνης.
1415
Για την ερµηνεία αυτή ευχαριστώ πολύ τον Αιγυπτιολόγο Β. Χρυσικόπουλο.
413
Τα ευρήµατα της Κρήνης περιλαµβάνουν και κάποια αντικείµενα, που συνδέονται µε τον
καλλωπισµό ή µε την ενδυµασία των νεκρών. Πρόκειται για τρεις χάλκινες τριχολαβίδες, δύο
περόνες, καθώς και για 47 πήλινους ή στεάτινους «κωνίσκους» ή σφονδύλια»1416.
Συνοψίζοντας, η µελέτη των µυκηναϊκών νεκροταφείων της Ζωητάδας και του Αγίου
Κωνσταντίνου Κρήνης προσέφερε ενδιαφέρουσες πρόσθετες πληροφορίες για την κατοίκηση στην
περιοχή αυτή κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Σηµαντικά στοιχεία έχουν επίσης προέλθει και
από τους ερευνηθέντες τάφους των ∆ριµαλεΐκων Κρήνης. Ο τάφος 3 του νεκροταφείου αυτού
απέδωσε µία από τις πιο καλοδιατηρηµένες «ταφές πολεµιστών» της περιοχής των Πατρών1417. Τα
πολύτιµα κτερίσµατα της ταφής αυτής (ξίφος Naue II, ξύλινη θήκη µε επικάλυψη δέρµατος, λόγχη,
ελεφάντινη κτένα, ασηµένιο δακτυλίδι, χάλκινο σπειροειδές κόσµηµα), αρµόζουν στην ανώτερη
στρατιωτική και (/ή) κοινωνική θέση του νεκρού που συνόδευαν1418.
Τα ταφικά ευρήµατα που µελετήθηκαν σε αυτήν την εργασία χρονολογούνται από την ΥΕ
ΙΙΒ µέχρι τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης, σε λίγες περιπτώσεις µέχρι και την Υποµυκηναϊκή εποχή
(περίπου 1430-1050 π.Χ.)1419. Οι περισσότεροι από τους 18 µελετηθέντες τάφους ήταν εν χρήσει
από την ΥΕ ΙΙΙΑ µέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ, ενώ σε δύο µόνο περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι η χρήση τους
είχε ξεκινήσει από την ΥΕ ΙΙΒ περίοδο (Μακρ.-Τ3, Αγ. Κων. Β-Τ2).
Όσον αφορά στη χρονολογική διασπορά των ευρηµάτων, από τη µελέτη της κεραµικής
προκύπτει ότι οι φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ1 και ΥΕ ΙΙΙΓ αντιπροσωπεύονται πιο ισχυρά απ’ ό,τι η ΥΕ
ΙΙΙΒ περίοδος. Το φαινόµενο αυτό, δηλαδή η σχετική µείωση των αρχαιολογικών στοιχείων κατά
την προχωρηµένη ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, έχει παρατηρηθεί και σε άλλες θέσεις της περιοχής των
Πατρών, όπως στη Βούντενη1420 και στο Κλάους1421, αποτελεί όµως ταυτόχρονα ένα παν-αιγαιακό
φαινόµενο1422. Αντιθέτως, από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη προέρχεται η µεγάλη
πλειονότητα των κεραµικών ευρηµάτων, για να επέλθει µια νέα µικρή κάµψη προς το τέλος της ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερης. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ανάλογη ήταν ενδεχοµένως και η πορεία της
πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής της Κρήνης.
Η µελέτη των ταφικών ευρηµάτων παρέχει στοιχεία και ως προς τις εξωτερικές επαφές των
τοπικών οικισµών της Κρήνης. Σηµαντική µαρτυρία για τις επαφές αυτές κατά τη διάρκεια των
Ανακτορικών χρόνων (ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ) αποτελούν ο αιγυπτιακός σκαραβαίος Μ5277 (Μακρ.-Τ7),
1416
Τσούντας 1893, 66. Iakovidis 1977, 113. Papadopoulos 1978-79, 146-147.
1417
Papazoglou-Manioudaki 1994, 173-186. Papadopoulos 1999, 271. Επίσης και κεφάλαιο ταφικών εθίµων της
εργασίας αυτής.
1418
Papazoglou-Manioudaki 1994, 186.
1419
Χρονολογικός πίνακας στο Mountjoy 1999, 17, πιν. 1.
1420
Κολώνας 1998, 609-610.
1421
Πασχαλίδης 2013, 563.
1422
Για την Αργολίδα βλ. Voutsaki 1998, 48. Για τις καταστροφές του τέλους της ΥΕ ΙΙΙΒ βλ. Catling 1956, 122.
Foltiny 1964, 254. Jung, Mehofer 2005-2006, 135. Βλαχόπουλος 2012, 307-311 (Αργολίδα), 321 (Μεσσηνία), 323
(Λακωνία), 326 (Βοιωτία), 328 (Αττική), 346 (Νάξος), 350 (∆ωδεκάννησα).
414
καθώς και κάποια από τα υλικά των χαντρών, όπως ο χρυσός, η κορναλίνη, ο αµέθυστος και ο
αχάτης του ενός εκ των δύο σφραγιδολίθων, τα οποία πιθανώς προέρχονται επίσης από την
Αίγυπτο1423. Μέσα από τέτοιου είδους ευρήµατα αναδεικνύεται η διασύνδεση της περιοχής µε τα
υφιστάµενα δίκτυα εµπορικών σχέσεων της εποχής, που ήταν κατά βάση προσανατολισµένα προς
τις αγορές της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου1424.
Πιο έντονες έγιναν οι εξωτερικές επαφές της περιοχής της Κρήνης κατά τη Μετανακτορική
εποχή (τέλος ΥΕ ΙΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος). Ορίσµενα από τα ευρήµατα, όπως το ξίφος τύπου
Naue II Μ4654α και Μ5432 (Άγ. Κων. Α-Τ2), η λόγχη του τύπου Κ του Höckmann Μ5626 (Άγ.
Κων. Β-Τ3), το χάλκινο δακτυλίδι µε σπειροειδείς απολήξεις Μ5621 (Άγ. Κων. Β-Τ2), η χάντρα
ηλέκτρου τύπου Τίρυνθος Μ5481 (Γεωργ.-Τ1), καταδεικνύουν επιδράσεις ή ακόµη και εισαγωγές
από περιοχές, όπως η κεντρική Ευρώπη, η Ιταλία και η περιοχή της Βαλτικής1425.
Όσον αφορά στην κοινωνική δοµή, το µικρό µέγεθος και η απλή κατασκευή των τάφων της
Κρήνης δηµιουργούν την εντύπωση ότι ανήκαν σε ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική θέση.
Παρόλα αυτά στους ίδιους λιτούς τάφους ενταφιάζονταν επίσης και οι νεκροί που συνοδεύονταν
από κτερίσµατα κύρους ή άλλα πολύτιµα αντικείµενα, όπως π.χ. οι πολεµιστές µε τα χάλκινα ξίφη
Naue II, ή άλλα πολύτιµα κτερίσµατα (κοσµήµατα, σφραγίδες, σκεραβαίος, λόγχες). Η επιλογή
απλών τάφων οφείλεται ίσως στις επικρατούσες ταφικές παραδόσεις της περιοχής. Η ύπαρξη
πάντως των σηµαντικών αυτών ευρηµάτων καθιστά σαφές ότι στους τοπικούς οικισµούς υπήρχε
κοινωνική διαστρωµάτωση, ενώ κάποια από τα µέλη της κοινότητας ανήκαν πιθανώς στην τοπική
άρχουσα τάξη.
Όπως αναλύθηκε στο κεφάλαιο της µεταλλοτεχνίας και σε αυτό των ταφικών εθίµων, η
Κρήνη είναι µία από τις θέσεις της Αχαΐας, στα νεκροταφεία της οποίας εµφανίζονται «ταφές
πολεµιστών». Ιδίως οι ταφές που συνοδεύονται από ξίφη Naue II (∆ριµαλέικα, Άγιος
Κωνσταντίνος, θέση Α) εντάσσονται στο ευρύτερο φαινόµενο της µεγάλης αύξησης των
ευρηµάτων αυτών στην Αχαΐα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ1426. Στις περισσότερες µελέτες οι «πολεµιστές»
που συνοδεύονται µε ξίφη Naue II ερµηνεύονται ως άτοµα µε κοινωνικό κύρος, τα οποία
συγκέντρωναν τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία1427. Οι ξιφοφόροι αυτοί «πολεµιστές»
αποτελούσαν πιθανώς τους επικεφαλής µικρών «αυτόνοµων» κοινοτήτων1428, χωρίς να αποκλείεται
και το ενδεχόµενο κάποιοι από τους οικισµούς αυτούς να υπάγονταν παράλληλα και στην
1423
Ιακωβίδης 1970, Β, 375, 386. Konstantinidi 2001, 6, 8.
1424
Eder, Jung 2005, 485.
1425
Eder, Jung 2005, 486-7.
1426
Η µεγαλύτερη συγκέντρωση «πολεµιστών» βρίσκεται στην περιοχή των Πατρών και της ∆ύµης.
1427
Papadopoulos 1999, 269. Deger-Jakoltzy 2006, 175-6. Giannopoulos 2008, 239-241.
1428
Η υπόθεση της αυτονοµίας/ανεξαρτησίας των τοπικών κοινοτήτων στηρίζεται στην παρουσία «ταφών
πολεµιστών» σε πολλές θέσεις της δυτικής Αχαΐας (Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 169).
415
επικράτεια ενός πιο σηµαντικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής1429.
Μέσα από την ανάλυση όλων των παραπάνω ευρηµάτων από τα νεκροταφεία της Κρήνης
προκύπτει η εικόνα ενός συγκροτηµένου µυκηναϊκού οικιστικού πυρήνα, που διατηρούσε επαφές
µε τα υπόλοιπα κέντρα της δυτικής Αχαΐας, ενώ οι επαφές επεκτείνονταν συχνά και προς άλλες
περιοχές της δυτικής κυρίως Ελλάδας. Η παρουσία µεταξύ των κτερισµάτων αντικειµένων από τις
µακρινές περιοχές της Αιγύπτου, της Βαλτικής, της κεντρικής Ευρώπης και της Ιταλίας
καταδεικνύει πως οι τοπικές κοινωνίες ήταν ανοιχτές στην επικοινωνία, στις αλληλεπιδράσεις και
στην πρόοδο. Επιπλέον, γίνεται αντιληπτό ότι οι µικρές κοινότητες της περιοχής της Κρήνης
έπαιζαν τον δικό τους σηµαντικό ρόλο µέσα στα υφιστάµενα δίκτυα επαφών, που αναπτύσσονταν
τόσο εντός της Αχαΐας όσο και στον ευρύτερο µυκηναϊκό κόσµο.
Σε ό,τι αφορά την ονοµασία της περιοχής της Κρήνης κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, οι
πρόσφατες ανασκαφές ενός ιερού της Ύστερης Γεωµετρικής έως Ελληνιστικής εποχής στη
γειτονική Θέα Πατρών αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία, που οδηγούν στην πιθανή ταύτιση
του οικιστικού αυτού πυρήνα µε την αρχαία Άνθεια1430. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να απαντηθεί το
ερώτηµα εάν το τοπωνύµιο Άνθεια χρησιµοποιούνταν ήδη και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή για να
περιγράψει κάποιο τµήµα της περιοχής αυτής στα νότια της µεταγενέστερης Πάτρας.
1429
Papadopoulos 1978-79, 28.
1430
Πετρόπουλος 2007, 49-59. Παπαχατζής 1991, Παυσανίου Αχαϊκά, κεφ. VII, 3-6.
416
ΜΕΡΟΣ V
ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1431
Βλ. τις περιπτώσεις βέβαιας τοπογραφικής συσχέτισης των ναξιακών ΥΕ ΙΙΙΓ νεκροταφείων εν σχέσει προς το
σύγχρονο άστυ της Νάξου (Βλαχόπουλος 2006, 77-79, 2012, 27-28) ή του νεκροταφείου της Βραυρώνος εν σχέσει
προς τον οικισµό στην οµώνυµη ακρόπολη (Papadopoulos, Kontorli-Papadopoulou 2014, 5). Για τη σαφή
χωροθέτηση των βασικών χαρακτηριστικών της µυκηναϊκής εγκατάστασης της Βούντενης (οικισµός, νεκροταφείο,
λιµάνι), βλ. Κολώνας 1998, 607, Κολώνας 2008β, 6-8.
417
Η µελέτη ενός νεκροταφείου οφείλει να περιλαµβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για
τους νεκρούς, που στην επίγεια ζωή τους, διέµεναν στους κοντινούς µε αυτό οικισµούς. Πολύτιµη
προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συνδροµή των ανθρωπολογικών µελετών και άλλων σύγχρονων
αναλύσεων (π.χ. ισότοπα στροντίου, ανάλυση DNA, χρονολόγηση µε ραδιενεργό άνθρακα C14). Οι
µέθοδοι αυτές εφαρµόζονται στην επιστήµη της αρχαιολογίας τις τελευταίες δεκαετίες1432 και έχουν
συµβάλει ουσιαστικά στον εµπλουτισµό των αρχαιολογικών δεδοµένων.
Σχετικά µε τα δύο νεκροταφεία της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης, που
εξετάζονται στην παρούσα εργασία, η οστεολογική ανάλυση περιέλαβε µικρό αριθµό ταφών (46
σκελετούς), κατέληξε ωστόσο σε σηµαντικά συµπεράσµατα1433. Σύµφωνα µε την ανάλυση: O
µέσος όρος της ηλικίας θανάτου των ανθρώπων που εξετάσθηκαν, δεν υπερέβαινε τα 40 έτη1434,
ήταν δηλαδή ανάλογος µε άλλων νεκροταφείων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού1435. ∆ιάφορες
ασθένειες και διατροφικές ελλείψεις αποτέλεσαν αιτίες θανάτου ορισµένων ατόµων και ιδιαίτερα
παιδιών. Η σκελετική υγεία των ανθρώπων ήταν γενικά καλή. Παρόλα αυτά υπήρχαν µερικά
δείγµατα οστεοαρθρίτιδας, περιοστίτιδας, καταγµάτων και άλλων βλαβών, που σχετίζονται ίσως µε
τις κοπιαστικές εργασίες της καθηµερινής ζωής. Η διατροφή της πλειονότητας του πληθυσµού
πιθανώς ήταν πλούσια σε υδατάνθρακες, δεδοµένου ότι οι άνθρωποι είχαν γενικά κακή οδοντική
υγεία1436. Οι άνδρες, που εξετάσθηκαν, για τους οποίους υπάρχουν συγκρίσιµα στοιχεία, διέθεταν
µέγιστο ανάστηµα 1,69 µ.1437. Ωστόσο, ανάµεσα στους νεκρούς υπήρχε και νέος άνδρας (Αγ. Κων.
Β-Τ2/ταφή 1), υψηλότερου αναστήµατος 1,74 µ. και µε πολύ καλή οδοντική υγεία, η οποία
συνδέεται ίσως µε µία πλούσια σε πρωτεΐνες διατροφή. Τα παραπάνω στοιχεία ξεχωρίζουν τον
νεκρό αυτό και ίσως έχουν σχέση µε την κοινωνική του θέση.
Ο αριθµός των 70 περίπου νεκρών, που προήλθε από εννέα ασύλητους τάφους του
νεκροταφείου της Ζωητάδας (και ενταφιάσθηκαν µέσα σε διάστηµα 300 χρόνων περίπου, από την
ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη), αντιστοιχεί µάλλον σε µία ολιγάριθµη τοπική κοινότητα. Σύµφωνα
µε στοιχεία πρόσφατων δηµοσιεύσεων, 15 τάφοι του νεκροταφείου του Κλάους απέδωσαν 130
1432
Υπό την επίδραση της σχολής της Νέας ή ∆ιαδικαστικής Αρχαιολογίας και µε την εφαρµογή των αρχών του
θετικισµού. Για τη σχολή της Νέας ή ∆ιαδικαστικής Αρχαιολογίας, βλ. Ζιώτα 2007, 325-330, µε εκτενή
βιβλιογραφία. Επίσης Renfrew, Bahn 1991, 2013, 39, 488-491. Johnson 1999, 20-33.
1433
Βλ. Ναυπλιώτη, Παράρτηµα 3 της διατριβής.
1434
Σύµφωνα µε τη Ναυπλιώτη το 76% του εξετασθέντος πληθυσµιακού συνόλου ήταν νεαροί ενήλικες (18-35 ετών),
ενώ το 10% και το 14% ήταν άτοµα ηλικίας 35-45 ετών και µεγαλύτερης των 40 ετών αντιστοίχως.
1435
Μυλωνάς 1975, 308, πιν. ΙΙΙ (οστεολογική µελέτη του Angel: Ελευσίνα: περίπου 35 έτη και υπόλοιπη Ελλάδα:
περίπου 36,6 έτη). Paschalidis, Mc George 2009, 103 (Κλάους: 33,25 έτη για τους άνδρες και 25,26 έτη για τις
γυναίκες).
1436
Η Ναυπλιώτη επισηµαίνει ότι, ενώ η συχνότητα της τερηδόνας είναι µικρή (8%), η συχνότητα της προθανάτιας
απώλειας δοντιών είναι σχετικά µεγάλη (25%).
1437
Μυλωνάς 1975, 308, πιν. ΙΙΙ (οστεολογική µελέτη του Angel: Ελευσίνα: µέσο ανάστηµα 168,1 µ., υπόλοιπη
Ελλάδα: 166,3 µ.). Paschalidis, Mc George 2009, 103 (Κλάους: µέσο ανάστηµα ανδρών 168,32). Βικάτου 2008,
847 (Αγία Τριάδα: µέσο ανάστηµα ανδρών 167,49 µ.).
418
νεκρούς1438, ενώ 34 τάφοι του νεκροταφείου της Βούντενης περιείχαν 222 νεκρούς1439. Η τελευταία
περίπτωση αποτελεί ένδειξη ότι υπήρχαν πιθανώς στην ευρύτερη περιοχή µεγαλύτεροι ή
πολυπληθέστεροι οικισµοί. Υπήρξε ιδιαιτέρως σηµαντικό συµπέρασµα της οστεολογικής µελέτης
για τους νεκρούς της Κρήνης, ότι άτοµα από διαφορετικούς τάφους των δύο υπό εξέτασιν
νεκροταφείων έχουν βιολογική οµοιότητα και ίσως κατάγονται από κοινούς προγόνους1440,
δεδοµένο που αποτυπώνει τη στενή «διασύνδεση» των οικογενειών της κοινότητας.
Τα µυκηναϊκά νεκροταφεία της περιοχής της Κρήνης παρουσιάζουν την ιδιοτυπία της
οργάνωσής τους σε συστάδες. Μέχρι στιγµής έχουν αποκαλυφθεί και εν µέρει ανασκαφεί τρία
νεκροταφεία, στις θέσεις Ζωητάδα, Άγιος Κωνσταντίνος και ∆ριµαλέικα1441. Η διάταξη των
µυκηναϊκών νεκροταφείων σε συστάδες αποτελεί πολύ συχνό φαινόµενο στην Αχαΐα και σε άλλες
περιοχές, ενώ πιο σπάνια είναι τα ενιαία νεκροταφεία µεγάλης έκτασης1442. Το φαινόµενο αυτό
επιδέχεται δύο τουλάχιστον διαφορετικές ερµηνείες, που δεν αντικρούουν η µία την άλλη, αλλά
µπορούν να συνδυαστούν. Από τη µία µεριά, ο σχηµατισµός των συστάδων µπορεί να αποδοθεί σε
τοπικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, που είναι η έλλειψη από την περιοχή µεγάλης έκτασης
κατάλληλου πετρώµατος και η παρουσία µικρότερων σχηµατισµών κιµιλιάς1443. Από την άλλη
µεριά, θεωρείται πιθανό οι συστάδες των τάφων να εξυπηρετούσαν µικρές τοπικές κοινωνικές
οµάδες (γένη), αποτελώντας οριοθετηµένες περιοχές ενταφιασµού των µελών τους1444. Οι τοπικοί
οικισµοί, που αντιστοιχούν στα επί µέρους νεκροταφεία της Κρήνης, δεν έχουν προς το παρόν
εντοπισθεί. Παρόλα αυτά, λαµβάνοντας υπ’ όψιν τον διαχωρισµό των νεκροταφείων (κατά
συστάδες), είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι οικισµοί της περιοχής θα είχαν τη µορφή µικρών,
γειτονικών και διάσπαρτων στο τοπίο κοινοτήτων.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους µυκηναϊκούς οικισµούς της περιοχής των
Πατρών, που έχουν ανασκαφεί ή απλώς εντοπισθεί. Τέτοιες είναι π.χ. οι περιπτώσεις των οικισµών
1438
Πασχαλίδης 2013, 777.
1439
Κολώνας 1998, 474.
1440
Το συµπέρασµα αυτό βασίζεται σε µη-µετρικά κρανιακά µορφολογικά χαρακτηριστικά. Είναι απαραίτητο,
ωστόσο, να τεκµηριωθεί και µε τη µέθοδο της εξέτασης του DNA.
1441
Τα νεκροταφεία της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου Κρήνης εξετάζονται στην παρούσα εργασία. Για τους
τάφους των ∆ριµαλεΐκων βλ. Παπαποστόλου 1988, 166 και Papazoglou-Manioudaki 1994, 171-200.
1442
Σε συστάδες είναι οργανωµένα και τα µυκηναϊκά νεκροταφεία της Καλλιθέας Πατρών, στις θέσεις Λαγανιδιά και
Ραµπαντάνια ή Σπέντζες. Για το θέµα των συστάδων βλ. Kontorli-Papadopoulou 1987, 145. Βλαχόπουλος 2012,
27.
1443
Μία τέτοια ερµηνεία, καθώς εστιάζει σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, εκλαµβάνοντας την ανθρώπινη δράση ως
απόκριση στις προκλήσεις του περιβάλλοντος, µπορεί να ενταχθεί στη θεωρητική παράδοση της ∆ιαδικαστικής
Αρχαιολογίας (βλ. και ανωτέρω παραποµπή αρ. 1432).
1444
Σε αυτή την περίπτωση, έχουµε να κάνουµε µε µία ερµηνεία που είναι ίσως πιο κοντά στην παράδοση της
λεγόµενης «Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας», καθώς αποδίδει σηµασία σε συγκεκριµένες κοινωνικές αντιλήψεις.
Για τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία, βλ. Ζιώτα 2007 330-336. Renfrew, Bahn 1991, 2013. 505-511. Johnson
1999, 99-115.
419
της Βούντενης (στις θέσεις Μπόρτζι1445 και Αγία Κυριακή Συχαινών1446), του Κάστρου Πατρών1447,
της Παγώνας1448, του Κλάους (εγκαταστάσεις οινοποιείου, ή στα ανατολικά του σύγχρονου
οικισµού1449), του Πετρωτού (στις θέσεις Μυγδαλιά1450 και Σκοντρέικα Πετρωτού1451), της
Καλλιθέας (στις θέσεις Πουρναράκια Καλλιθέας1452 και Κιβούρι ή Σκαµνιά Άνω Καλλιθέας1453),
περαιτέρω της Χαλανδρίτσας (στη θέση Σταυρός1454), του Καταρράκτη (στις θέσεις Άγιος
Αθανάσιος και ∆ρακότρυπα1455) και στην περιοχή των Βραχνεΐκων (θέση Μελίσσια-∆ρέστενα1456)
και των Τσουκαλεΐκων (λόφος Αχλάδα1457). Περισσότερες ενδείξεις προέρχονται βέβαια από τα
πολυάριθµα µυκηναϊκά νεκροταφεία της περιοχής1458, τα οποία συµπληρώνουν την εικόνα για την
ύπαρξη πολλών, κοντινών µεταξύ τους κοινοτήτων1459. Πρόκειται για ένα ολόκληρο πλέγµα
οικισµών εγκατεστηµένων: α) Γύρω από τη σηµερινή πόλη των Πατρών (όπου η Βούντενη, το
Κάστρο και η Παγώνα). β) στην ηµιορεινή περιοχή στα νότια της πόλης (όπου το Κλάους, η Κρήνη
και η Καλλιθέα). γ) στον δρόµο προς τα Καλάβρυτα (µέσω της Χαλανδρίτσας και του
Καταρράκτη). δ) στην παραλιακή ζώνη προς τη ∆ύµη (µέσω των Βραχνεΐκων και των
Τσουκαλεΐκων).
Η µελέτη της αρχιτεκτονικής των θαλαµοειδών τάφων της Κρήνης καταδεικνύει ότι αυτοί
στην πλειονότητά τους έχουν λιτή κατασκευή, µέτριο ή µικρό µέγεθος και απλό, κυκλικό σχήµα, µε
την εξαίρεση δύο µόνο τάφων µεγαλύτερων διαστάσεων (Μακρ.-Τ3, Αγ. Κων. Α-Τ2). Τα δεδοµένα
αυτά θα µπορούσαν να συσχετισθούν µε τη σύσταση του τοπικού πετρώµατος, της κιµιλιάς, που
δεν είναι αρκετά συνεκτική και σταθερή, ώστε να επιτρέπει την κατασκευή µεγαλύτερων και
επιτηδευµένων µνηµείων1460. Ερµηνεύοντας το ζήτηµα αυτό και από µία διαφορετική σκοπιά, είναι
1445
Κολώνας 1998α, 479. Κολώνας 2008β, 9-11. Μόσχος 2007, 20. Rizio 2011, 16.
1446
Μόσχος 2007, 20. Moschos 2009, 347. Rizio 2011, 20-22.
1447
Papadopoulos 1978-79, 28. Κολώνας 1998α, 479-480. Μόσχος 2007, 22. Rizio 2011, 14-15.
1448
Σταυροπούλου-Γάτση 1998, 514-522. Κολώνας 1998α, 480. Μόσχος 2007, 20. Rizio 2011, 15.
1449
Papadopoulos 1978-79, 27. Κολώνας 1998α, 476. Μόσχος 2007, 22. Rizio 2011, 19.
1450
Μόσχος 2007, 22. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2014, 532-535. Papazoglou-Manioudaki 2009, 502-503. Πασχαλίδης
2013, 21-22.
1451
Κολώνας 1998α, 481. Μόσχος 2007, 24. Rizio 2011, 19.
1452
Παπαδόπουλος 2005, 60-63. Μόσχος 2007, 24.
1453
Κολώνας 1998α, 482. Μόσχος 2007, 24. Rizio 2011, 20.
1454
Papadopoulos 1978-79, 29. Κολώνας, Γκαζής 2006, 25-30. Κολώνας 2008, 7-13. Rizio 2011, 11.
1455
Papadopoulos 1978-79, 30-31. Κολώνας 1998α, 483. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 65. Rizio
2011, 12.
1456
Papadopoulos 1978-79, 26. Κολώνας 1998α, 475. Μόσχος 2007, 24.
1457
Rizio 2011, 19.
1458
Για τα µυκηναϊκά νεκροταφεία των Πατρών, βλ. Papadopoulos 1978-79, 26-33. Κολώνας 1998α, 476-483, 491-
492. Μόσχος 2007, 17-24.
1459
Papazoglou-Manioudaki 1994, 199-200 («the population lived in scattered settlements»). Moschos 2002, 32
(«….in western Achaea, where settlements were scattered). Μόσχος 2007, 13, 17. Rizio 2011, 9 («µικρές γειτονικές
κοινότητες-συνοικισµούς»). Arena 2015, 36 («network of close interrelated small chifdoms»).
1460
Η ερµηνεία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της οπτικής της ∆ιαδικαστικής Αρχαιολογίας, η οποία ερµηνεύει την
ανθρώπινη δράση ως ανταπόκριση στα δεδοµένα του περιβάλλοντος.
420
δυνατόν να θεωρηθεί ότι το περιορισµένο µέγεθος και η απλή µορφή των τάφων της Κρήνης
παραπέµπουν στο µικρό ανθρώπινο δυναµικό και στο χαµηλό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων που
«φιλοξενούσαν». Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται και από τα συµπεράσµατα της οστεολογικής
ανάλυσης, µε βάση την οποία η πλειονότητα των νεκρών είχε πράγµατι χαµηλό βιοτικό επίπεδο.
Πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι µέσα στους ίδιους λιτούς τάφους ενταφιάζονταν ακόµη και οι
εξέχουσες προσωπικότητες των τοπικών οικισµών, όπως επί παραδείγµατι ο µεγαλόσωµος άνδρας
του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2, ή και άλλοι νεκροί που συνοδεύονταν από κτερίσµατα κύρους. Κατά
συνέπεια, η απλή µορφή των τάφων της Κρήνης συνδέεται και µε τις επικρατούσες στην περιοχή
ταφικές παραδόσεις, οι οποίες δεν επέτρεπαν την επίδειξη πλούτου και δύναµης µε την κατασκευή
πολυτελών µνηµείων1461.
Συγκρίνοντας τους θαλαµοειδείς τάφους της Κρήνης µε τους τάφους άλλων σηµαντικών
νεκροταφείων της περιοχής των Πατρών, διαπιστώνουµε ότι η κατασκευαστική λιτότητα αποτελεί
τον κανόνα. Υπάρχουν όµως ορισµένοι µεγαλύτεροι ή πιο επιµεληµένοι τάφοι, που χρονολογούνται
από την Πρώιµη Μυκηναϊκή (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΑ) και την Μυκηναϊκή Ανακτορική περίοδο (ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ),
όπως είναι οι θολωτοί τάφοι του Πετρωτού1462, της Καλλιθέας1463 και του Καταρράκτη1464 και οι
µνηµειώδεις θαλαµοειδείς τάφοι Τ4 και Τ75 του νεκροταφείου της Βούντενης1465. Οι περιπτώσεις
αυτές αφορούν προφανώς σε σηµαντικούς τοπικούς άρχοντες1466, που υποθέτουµε ότι ξεχώριζαν ως
πρώτοι µεταξύ ίσων, από τους ηγέτες άλλων γειτονικών τους κέντρων. Είναι πιθανό ότι οι τοπικοί
αυτοί παράγοντες είχαν την ισχύ και την αυτοπεποίθηση να αντιπαρέρχονται τις κατά τα άλλα
συντηρητικές ταφικές πρακτικές. Επιπροσθέτως, τα παραπάνω στοιχεία µας οδηγούν στην υπόθεση
ότι υπήρχε ενδεχόµενη ιεράρχηση µεταξύ των µυκηναϊκών οικισµών της περιοχής των Πατρών1467.
Η ύπαρξη κυρίου κέντρου ελέγχου και διοίκησης της ευρύτερης περιοχής είναι πιθανή,
χωρίς όµως να µπορούµε προς το παρόν να ορίσουµε την ακριβή θέση του1468. Γεγονός είναι ότι
δεν έχει αποκαλυφθεί ανακτορικό συγκρότηµα ή έστω κάποιο µεγαρόσχηµο κτήριο, σε όσες
1461
Η ερµηνεία αυτή αξιοποιεί την έµφαση της µεταδιαδικαστικής θεωρητικής παράδοσης (π.χ. τους
προβληµατισµούς της νεοµαρξιστικής σχολής) για τον ιδεολογικό ρόλο του υλικού πολιτισµού.
1462
Πετρόπουλος 1995, 132-133. Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2014, 434. Papazoglou-Manioudaki 2009, 507-517.
Μόσχος 2012.
1463
Παπαδόπουλος 1991, 69-72. Papazoglou-Manioudaki 2009, 514-515. Μόσχος 2012, 304.
1464
Papadopoulos 1978-79, 31. Κολώνας 1998α, 483. Κολώνας 2008, 14-17. Papazoglou-Manioudaki 2009, 514-515.
Μόσχος 2012, 304.
1465
Κολώνας 1998, 607-608. Κολώνας 1998α, 478. Κολώνας 2008β, 8. Κολώνας 2012, 351.
1466
Για τη σύνδεση των διακεκριµένων τάφων µε τους εκπροσώπους της τοπικής άρχουσας τάξης βλ. Papazoglou-
Manioudaki 1994, 200 και Arena 2015, 12-14.
1467
Arena 2015, 36 (....«net of close interrelated small chiefdoms, perhaps developing in a hierarchy of sites centered
on something like a primary center»).
1468
Moschos 2002, 30 (The previously existing central power and administration, whatever that was and wherever was
located, must have been destroyed……). Arena 2015, 36 («The Patras area could be a potential candidate for this
picture, but currently we have to suspend judgment on this subject»).
421
ανασκαφές µυκηναϊκών οικισµών έχουν µέχρι σήµερα πραγµατοποιηθεί στην περιοχή των Πατρών
αλλά και της ∆ύµης (οικισµοί της Βούντενης – Μπόρτζι και Αγία Κυριακή Συχαινών - της
Παγώνας, της Μυγδαλιάς Πετρωτού, του Σταυρού Χαλανδρίτσας, του Καταρράκτη - Άγιος
Αθανάσιος και ∆ρακότρυπα – και του Τείχους ∆υµαίων)1469.
Άλλο ακόµη σηµαντικό θέµα, που αναδεικνύεται µέσα από τη µελέτη των νεκροταφείων της
Κρήνης, είναι η συµµετοχή των ζώντων κατά τις ταφικές τελετουργίες1470. Ο ρόλος των ζώντων
γίνεται καταρχάς ορατός στον στολισµό του σώµατος του νεκρού µε κοσµήµατα, περόνες, πόρπες,
χάλκινες ταινίες και διαδήµατα κ.ά, που γινόταν µάλλον σε χώρο µακριά από τον τάφο και
συνδεόταν µε την πρόθεση της σορού1471. Ο ρόλος αυτός διαπιστώνεται επίσης στον ενταφιασµό
του σώµατος (πρωτογενείς και δευτερογενείς αποθέσεις), αλλά και στην εναπόθεση κτερισµάτων
προς τους νεκρούς1472. Ο ρόλος των ζώντων γίνεται αισθητός και στη συµµετοχή τους σε τελετές
πόσεως και έγχυσης υγρών, που πραγµατοποιούνταν συνήθως εκτός του τάφου, ακολουθούµενες
από την τελετουργική θραύση των αγγείων µπροστά στις εισόδους των τάφων1473. Το ζητούµενο
είναι, κατά πόσον από τις παραπάνω ανθρώπινες πράξεις και εθιµικές συµπεριφορές προκύπτουν
συµπεράσµατα για την κοινωνία της εποχής. Το περιορισµένο µέγεθος των περισσότερων από τους
τάφους της Κρήνης αποτελεί ένδειξη ότι ο αριθµός των ατόµων, που είχαν πρόσβαση στο
εσωτερικό των µνηµείων, ήταν συνήθως µικρός και συνεπώς η δυνατότητα δράσης των
συµµετεχόντων σε µία κηδεία εντός του τάφου ήταν µάλλον περιορισµένη1474. Εποµένως, η
δυνατότητα πρόσβασης στο εσωτερικό των µνηµείων προϋποθέτει κάποια ιεραρχία, δεδοµένου ότι
ορισµένοι µπορεί να στέκονταν στον θάλαµο, άλλοι στον δρόµο και άλλοι έξω από τον τάφο. Ο
βαθµός της συγγένειας πιθανόν να καθόριζε τη θέση των συµµετεχόντων, ενώ πρωταγωνιστικό
ρόλο ενδεχοµένως έπαιζε ο αρµόδιος «ιερέας», ή φροντιστής της ταφής.
Τα κτερίσµατα των τάφων της Κρήνης αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την τοπική
κοινωνία και τους κατοίκους της περιοχής. Τα περισσότερα συµπεράσµατα προέρχονται από το
νεκροταφείο της Ζωητάδας, οι τάφοι του οποίου ήταν ασύλητοι. Ο µικρός αριθµός των
κτερισµάτων στις περισσότερες από τις ταφές της Κρήνης οφείλεται πιθανώς στο χαµηλό βιοτικό
επίπεδο της πλειονότητας των ανθρώπων. Τα µεγαλύτερα σύνολα κτερισµάτων, που αποδίδονταν
σε λίγους νεκρούς, καταδεικνύουν ότι οι άνθρωποι µε µεγαλύτερη ευµάρεια ήταν λίγοι. Βεβαίως,
υπήρχαν και ταφές που ξεχώριζαν λόγω των πολύτιµων ή «εξωτικών» κτερισµάτων τους, όπως:
1469
Πολλές µάλιστα από τις ανασκαφές αυτές δεν έχουν ολοκληρωθεί.
1470
Boyd 2002, 90-99.
1471
Βλ. «κρατήρα της πρόθεσης» της Αγίας Τριάδας, Βικάτου 2008, 643 κ. εξής. Ο κ. Γ. Κορρές µε πληροφόρησε ότι ο
Σπ. Μαρινάτος είχε στοιχεία για την επί τόπου διακόσµηση του σώµατος.
1472
Cavanagh, Mee 1998, 49-55, 69-76, 93-95. Boyd 2002, 94-95.
1473
Cavanagh, Mee 1998, 55, 72, 74, 94. Boyd 2002, 95.
1474
Boyd 2002, 94.
422
1) Η γυναικεία ταφή Β του τάφου Μακρ.-Τ2 της ΥΕ ΙΙΙΒ (δύο περιδέραια και δύο ψέλια από
κορναλίνη και γυαλί). 2) Η παιδική ή εφηβική ταφή του λάκκου του τάφου Μακρ.-Τ6 της ΥΕ ΙΙΙΓ
Ύστερης (κάλαθος µε πέντε αγγεία στο εσωτερικό του, λήκυθος και τετράωτος αµφορέας). 3) Η
ταφή Β του τάφου Μακρ.-Τ7 µε τον αιγυπτιακό σκαραβαίο της 18ης ∆υναστείας - 14ου αι. π.Χ.
4) Ο «πολεµιστής» µε τη λόγχη του τάφου Γαλ.-Τ1 της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης. 5) Η ταφή της ανακοµιδής
Α του τάφου Γεωργ.-Τ1 της ΥΕ ΙΙΙΑ1 (σφραγιδόλιθος από αχάτη, µε παράσταση λέοντος που
επιτίθεται σε βοοειδές). 6) Άλλη ταφή της ίδιας ανακοµιδής της ΥΕ ΙΙΙΓ (περιδέραιο από χάντρες
ηλέκτρου και γυαλιού). 7) Ο «πολεµιστής» µε το ξίφος Naue II του τάφου Αγ. Κων. Α-Τ2 της ΥΕ
ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµης. 8) Ταφές της ανακοµιδής του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2 (395 ψήφοι περιδεραίου,
τµήµα χάλκινης λόγχης, θραύσµατα χάλκινου διαδήµατος, χάλκινο µαχαίρι, τµήµα χάλκινου
σπειροειδούς δακτυλιδιού). 9) Η ταφή µε τη λόγχη του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ3 της ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ.
Οι νεκροί αυτοί ανήκαν προφανώς σε εύπορες οικογένειες, ή ακόµη και σε ανώτερη
κοινωνική τάξη, εφόσον στα κτερίσµατά τους συµπεριλαµβάνονταν πολύτιµα αντικείµενα και
σηµαντικά εµβλήµατα κύρους, όπως είναι τα χάλκινα όπλα1475. Η εικόνα ίσως να ήταν λίγο
διαφορετική, εάν το νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου δεν είχε συληθεί, προσφέροντας και
άλλα πολύτιµα κτερίσµατα, συνδυασµένα µε άθικτες-πρωτογενείς ταφές. Με βάση πάντως τα
διαθέσιµα στοιχεία συµπεραίνουµε ότι στις τοπικές κοινότητες της Κρήνης υπήρχε κοινωνική
ιεραρχία και κάποιοι τοπικοί αρχηγοί και µάλιστα τουλάχιστον από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, µε βάση τα
ευρήµατα των τάφων1476. Ο τοπικός αρχηγός, ως διοικητής κοινότητας της περιοχής, λογικά θα
ήταν υπεύθυνος για θέµατα δικαιοσύνης, ασφάλειας της σοδειάς, άµυνας απέναντι σε κινδύνους και
κυρίως για τις συνεννοήσεις µε άλλους τοπικούς άρχοντες, ίσως ακόµη και για τη διακίνηση των
προϊόντων της περιοχής µέσω του εµπορίου. Επιπλέον, η παρουσία τοπικών αρχηγών αποτελεί
ένδειξη για τη δυνατότητα σχετικής αυτονοµίας των κοινοτήτων της Κρήνης και κατ’ επέκτασιν και
των υπόλοιπων κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής των Πατρών1477.
Τα κεραµικά ευρήµατα της Κρήνης και η χρονολόγησή τους από την ΥΕ ΙΙΒ µέχρι την ΥΕ
ΙΙΙΓ Ύστερη και σπάνια στην Υποµυκηναϊκή περίοδο (περίπου 1440/30-1060 π.Χ.), αποτελούν
µαρτυρία για τη διάρκεια χρήσης των νεκροταφείων της περιοχής. Ασφαλώς, τα στοιχεία και άλλων
1475
Για τη σηµασία των πολύτιµων κτερισµάτων και των χάλκινων όπλων και τη σύνδεσή τους µε νεκρούς ανώτερης
κοινωνικής τάξης, βλ. Papazoglou-Manioudaki 1994, 186, 200. Papadopoulos 1999, 269-271. Moschos 2002, 30.
Deger-Jakoltzy 2006, 151-152.
1476
Ο Arena (2015, 33-34), προτείνει τον όρο «chieftain», δηλ. «φύλαρχος» και αναφέρει ότι τοπικοί αρχηγοί αυτού
του χαρακτήρα υπήρχαν στην Αχαΐα από την Πρώιµη Μυκηναϊκή εποχή.
1477
Moschos 2002, 30 («independence to an unkonown degree and autonomy of these local communities»). Deger-
Jakoltzy 2006, 169 («small autonomous polities»). Ο Arena (2015, 34-35) εκφράζει την άποψη ότι οι κοινότητες
της Αχαΐας ταυτίζονται µε την έννοια της «φυλαρχίας» («chiefdom»).
423
µυκηναϊκών νεκροταφείων των Πατρών συµφωνούν µε αυτό το χρονικό εύρος1478. Ωστόσο,
περισσότερα δεδοµένα -κυρίως από ανασκαφές οικισµών- καθιστούν σαφές ότι η κατοίκηση στην
περιοχή των Πατρών είχε ξεκινήσει νωρίτερα από τους µυκηναϊκούς χρόνους. Πιο συγκεκριµένα,
στον λόφο Καταρράχι ή Μπόρτζι της Βούντενης, εντοπίζεται προϊστορικών χρόνων εγκατάσταση,
µε διάρκεια κατοίκησης από τη Μεσοελλαδική µέχρι την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή1479. Η
εγκατάσταση αυτή συνδέεται µε το γνωστό µυκηναϊκό νεκροταφείο θαλαµωτών τάφων της
περιοχής. Ίχνη Μεσοελλαδικής κατοίκησης, κατά τα βαθύτερα στρώµατα, διαθέτει επίσης και ο
γειτονικός µε τη Βούντενη µυκηναϊκός οικισµός στη θέση Αγία Κυριακή Άνω Συχαινών1480.
Περαιτέρω, προς τα βόρεια, στη θέση Κοτρώνι Πατρών, έχει αποκαλυφθεί εκτεταµένος
Πρωτοελλαδικός οικισµός, η ανασκαφή του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη1481.
Λίγο νοτιότερα από το Βυζαντινό Κάστρο της πόλης, στην περιοχή της Παγώνας Πατρών,
υπάρχει προϊστορική εγκατάσταση, που διαθέτει στρώµατα της Πρωτοελλαδικής, Μεσοελλαδικής
και Μυκηναϊκής εποχής1482. Σε οικόπεδο των οδών Σµύρνης και Λασκάρεως στην Πάτρα,
αποκαλύφθηκαν κιβωτιόσχηµοι τάφοι της µεταβατικής ΜΕ ΙΙΙ/ΥΕ Ι1483. Κιβωτιόσχηµοι τάφοι της
ίδιας περιόδου έχουν επίσης ανασκαφεί και στις θέσεις Ροδίτσα Θέας και Αγραπιδιές
Χαλανδρίτσας, οι τελευταίοι από τους οποίους εντάσσονταν σε τύµβο1484. Στην περιοχή στα νότια
της Πάτρας και κοντά στο µυκηναϊκό νεκροταφείο του Κλάους, στη θέση Μυγδαλιά Πετρωτού,
έχει αποκαλυφθεί µυκηναϊκός οικισµός, που θεµελιώθηκε στη µεταβατική φάση ΜΕ ΙΙΙ/ΥΕ Ι και
κατοικήθηκε συστηµατικά µέχρι το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδου1485. Περαιτέρω, στον Καταρράκτη,
στις θέσεις ∆ρακότρυπα και Άγιος Αθανάσιος, έχουν ερευνηθεί οικίες, η κατοίκηση των οποίων
ανάγεται στη Μεσοελλαδική και Μυκηναϊκή περίοδο1486. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία,
διαπιστώνουµε ότι η κατοίκηση µερικών τουλάχιστον µυκηναϊκών οικισµών της περιοχής των
Πατρών συνεχίστηκε από την Ύστερη Μεσοελλαδική εποχή, αν όχι ίσως και από την
Πρωτοελλαδική. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι τα πρώτα µυκηναϊκά νεκροταφεία θαλαµοειδών
τάφων της περιοχής λειτούργησαν από την ΥΕ ΙΙΒ περίοδο, ενώ προηγουµένως οι ενταφιασµοί των
1478
Παπαδόπουλος 1978, 199, 1991α, 35, 2002, 68 (Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΒ-τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ). Πασχαλίδης 2013, 827
(Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ1-τέλος ΥΕ ΙΙΙΓ). Κολώνας 2012, 351 (Βούντενη, ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕΙΙΙΓ/Υποµυκηναϊκή εποχή). Ακτύπη
2014, 36 (Άγ. Βασίλειος Χαλανδρίτσας, ΥΕ ΙΙΙΑ-τέλος ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου). Μόσχος 2012, 305.
1479
Κολώνας 1998, 607. Κολώνας 1998α, 479. Μόσχος 2007, 20. Rizio 2011, 16. Μόσχος 2012, 302. Κολώνας 2012,
350.
1480
Μόσχος 2007, 20. Rizio 2011, 20.
1481
Σταυροπούλου 1989, 125, πιν. 78β. Αλεξοπούλου 2002, 282, Αλεξοπούλου 2004, 262, Αλεξοπούλου 2013, 351-2.
Παπακώστα 2014, 416-417. Ακτύπη 2011-2013 (Χρονικά του Α∆ υπό έκδοση).
1482
Σταυροπούλου-Γάτση 1998, 516. Κολώνας 1998α, 480. Μόσχος 2007, 20-21. Rizio 2011, 15. Μόσχος 2012, 302.
1483
Ριζάκης, Πετρόπουλος 2005, 6. Μόσχος 2007, 20. Μόσχος 2012, 303.
1484
Μόσχος 2007, 24, 32.
1485
Μόσχος 2007, 22. Papazoglou-Manioudaki 2009, 503. Πασχαλίδης 2013, 21.
1486
Papadopoulos 1978-79, 30-31. Μόσχος 2007, 34. Rizio 2011, 12. Μόσχος 2012, 303.
424
νεκρών πραγµατοποιούνταν σε άλλους τύπους τάφων, όπως οι κιβωτιόσχηµοι ή οι τύµβοι.
Η ποσοτική κατανοµή των αγγείων της Κρήνης στις επιµέρους περιόδους ποικίλλει, καθώς
ελάχιστα είναι τα δείγµατα της ΥΕ ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1, που συνιστά την αρχική φάση χρήσης των
νεκροταφείων της περιοχής. Στη συνέχεια, τα αγγεία πληθαίνουν κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ1/ΙΙΙΑ2 Πρώιµη
και την ΥΕ ΙΙΙΑ2/ΙΙΙΒ, στις οποίες εντάσσεται η λεγόµενη «Ανακτορική» περίοδος. Ακολούθως,
σηµειώνεται αιφνίδια µείωση του κεραµικού υλικού στην Προχωρηµένη ΥΕ ΙΙΙΒ. Ωστόσο, η
µεγάλη πλειονότητα της κεραµικής της Κρήνης προέρχεται από την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο και ιδιαίτερα
µάλιστα από την ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση και την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη, ενώ νέα µικρή κάµψη παρατηρείται προς
το τέλος της εποχής. Εποµένως, µε την εξαίρεση της ΥΕ ΙΙΙΒ Προχωρηµένης, είναι σαφές ότι ο
αριθµός των αγγείων της Κρήνης αυξάνεται σταθερά µε το πέρασµα των χρόνων, ωσότου τελικά
κορυφώνεται στην ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη και παρουσιάζει και πάλι πτώση στα τέλη της περιόδου.
Υποθέτουµε µάλιστα πως ανάλογη ήταν ενδεχοµένως και η πορεία της πληθυσµιακής και
πολιτιστικής ανάπτυξης των τοπικών κοινοτήτων της Κρήνης1487. Παρόµοια µε της Κρήνης είναι τα
ποσοτικά στοιχεία του κεραµικού υλικού από το νεκροταφείο του Κλάους1488, µε βάση τα οποία το
συµπέρασµα για την πορεία της ανάπτυξης της περιοχής επεκτείνεται και σε άλλες κοινότητες.
Η µείωση των αρχαιολογικών στοιχείων κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ Προχωρηµένη παρατηρείται
επίσης και σε άλλα νεκροταφεία των Πατρών, όπως π.χ. στη Βούντενη1489 και στο Κλάους1490, ενώ,
σύµφωνα µε τη Βουτσάκη, το ίδιο ισχύει και για άλλες περιοχές, όπως η Αργολίδα1491. Το
φαινόµενο αυτό εντάσσεται σε περίοδο γενικευµένης κρίσης και αναταραχών, που κατέληξε τελικά
στην καταστροφή των µεγάλων ανακτορικών κέντρων της κυρίως Ελλάδας και των σύγχρονων
πολιτισµών της ανατολικής Μεσογείου1492. Την ίδια περίοδο σηµειώνονται εξάλλου καταστροφές
(από πυρκαγιά) και σε µερικούς από τους ανεσκαµµένους οικισµούς της δυτικής Αχαΐας, όπως στο
Τείχος ∆υµαίων1493, στην Αγία Κυριακή Συχαινών, που σχετίζεται µε το νεκροταφείο της
1487
Η ερµηνεία αυτή µπορεί να ενταχθεί στο θεωρητικό πλαίσιο του λειτουργισµού της διαδικαστικής σχολής, µε
βάση τον οποίο ο πολιτισµός είναι ένα ζωντανός οργανισµός µε επιµέρους όργανα, που βρίσκονται σε
αλληλεπίδραση µεταξύ τους.
1488
Πασχαλίδης 2013, 563.
1489
Κολώνας 1998, 609-610. Moschos 2002, 32.
1490
Πασχαλίδης 2013, 827.
1491
Voutsaki 1998, 48.
1492
Catling 1956, 122. Foltiny 1964, 254. Jung, Mehofer 2005-2006, 135. Οι καταστροφές της φάσης αυτής έχουν
συνδεθεί µε την κάθοδο των ∆ωριέων, ή έχουν αποδοθεί σε φυσικά αίτια, ή ακόµη και στην ανατροπή της
ισορροπίας των δυνάµεων στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, µε βάση διαφορετικές κάθε φορά ερµηνευτικές
οπτικές, όπως της παραδοσιακής, της διαδικαστικής ή της µεταδιαδικαστικής σχολής αντιστοίχως. Για τις
καταστροφές αυτής της περιόδου βλ. και Βλαχόπουλος 2012, 307-311 (Αργολίδα), 321 (Μεσσηνία), 323
(Λακωνία), 326 (Βοιωτία), 328 (Αττική), 346 (Νάξος), 350 (∆ωδεκάννησα).
1493
Papadopoulos 1978-79, 24. Moschos 2002, 31. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 58. Moschos
2009, 346-7. Γκαζής 2010, 242. Κολώνας 2012, 359.
425
Βούντενης1494, αλλά και στην Παγώνα της Πάτρας1495. Οι καταστροφές αυτές σηµατοδοτούν
πιθανώς το τέλος µίας εποχής, την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης και την ανέλιξη νέας ισχυρής
άρχουσας τάξης στις τοπικές κοινότητες της δυτικής Αχαΐας1496.
Η κάµψη προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής συνδέεται µε µία ακόµη περίοδο «κρίσης»,
κατά την οποία το Τείχος ∆υµαίων υπέστη δεύτερη καταστροφή από πυρκαγιά1497. Την ίδια περίοδο
παρατηρείται συρρίκνωση πληθυσµού ή ακόµη και εγκατάλειψη των περισσότερων µυκηναϊκών
οικισµών, µε βάση τα στοιχεία που διαθέτουµε από τις ανασκαφές των νεκροταφείων της
Καλλιθέας1498 του Κλάους1499, της Κρήνης1500, του οικισµού της Μυγδαλιάς Πετρωτού1501, αλλά
και του οικισµού στον Σταυρό Χαλανδρίτσας1502. Λίγοι ήταν οι οικισµοί, που κατόρθωσαν τελικά
να επιβιώσουν. Στις εξαιρέσεις αυτές συγκαταλέγεται η Βούντενη, το νεκροταφείο της οποίας
συνέχισε να είναι σε χρήση στην Υποµυκηναϊκή περίοδο και µάλιστα παρέχει ενδείξεις ευηµερίας
της περιοχής κατά τους χρόνους αυτούς1503. Τα πρώτα στοιχεία των ανασκαφών του οικισµού της
Αγίας Κυριακής, που συνδέεται µε την εγκατάσταση της Βούντενης, επιβεβαιώνουν το
συµπέρασµα για τη συνέχεια της κατοίκησης κατά τους Υποµυκηναϊκούς χρόνους1504. Ίσως εδώ
υποκρύπτονται οι απαρχές του «συνοικισµού» και της «αστικοποίησης», µε τη σταδιακή
συρρίκνωση µικρότερων οικισµών και τη δηµιουργία νέου αστικού πυρήνα στην περιοχή της
σύγχρονης Πάτρας.
Η µελέτη των ταφικών ευρηµάτων παρέχει σηµαντικές πληροφορίες και ως προς τις εξω-
αιγαιακές επαφές των οικισµών της Κρήνης. Σηµαντική µαρτυρία για τις επαφές αυτές κατά τη
διάρκεια των Ανακτορικών χρόνων (ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ) αποτελεί ο αιγυπτιακός σκαραβαίος Μ5277. Το
αντικείµενο αυτό είναι ενδεικτικό για τις διασυνδέσεις της περιοχής της Κρήνης µε το δίκτυο των
διεθνών σχέσεων των µυκηναϊκών ανακτόρων, που ως γνωστόν ήταν προσανατολισµένες κυρίως
προς την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο1505. Επιπλέον, ενδείξεις σχετικά µε αυτές τις διασυνδέσεις
παρέχουν και ορισµένα από τα υλικά των χαντρών, όπως ο χρυσός, η κορναλίνη και ο αµέθυστος,
1494
Moschos 2009, 347.
1495
Σταυροπούλου-Γάτση 1998, 516, 518 (χρονολογεί τα στρώµατα καταστροφής στην ΥΕ ΙΙΙΑ και ΥΕ ΙΙΙΒ1). Όµως
ο Μόσχος θεωρεί ότι η καταστροφή στην Παγώνα χρονολογείται µάλλον στη µεταβατική ΥΕ ΙΙΙΒ2/ΙΙΙΓ Πρώιµη
(Moschos 2009, 347).
1496
Papadopoulos 1999, 273. Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 168-169.
1497
Papadopoulos 1978-79, 24. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 58. Μόσχος 2007, 26. Moschos
2009α, 242. Γκαζής 2010, 242. Κολώνας 2012, 359.
1498
Παπαδόπουλος 1978, 199, 1991α, 35, 1999, 68 (Καλλιθέα, ΥΕ ΙΙΒ-τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ).
1499
Πασχαλίδης 2013, 827 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΑ1-τέλος ΥΕ ΙΙΙΓ).
1500
Βλ. ανωτέρω, σελ. 423 (Κρήνη, ΥΕ ΙΙΒ-ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη και σπάνια µέχρι Υποµυκηναϊκή εποχή).
1501
Papazoglou-Manioudaki 2009, 503. Πασχαλίδης 2013, 21 (Μυγδαλιά, ΜΕ ΙΙΙ/ΥΕ Ι-τέλος ΥΕ ΙΙΙΓ).
1502
Μόσχος 2007, 34. Moschos 2009α, 243.
1503
Moschos 2009α, 242-244. Rizio 2011, 20-21.
1504
Moschos 2009α, 242-243. Rizio 2011, 21.
1505
Eder, Jung 2005, 485.
426
καθώς και ο αχάτης του ενός εκ των δύο σφραγιδολίθων, τα οποία πιθανώς προέρχονται επίσης από
την Αίγυπτο.
Πιο έντονες έγιναν οι εξωτερικές επαφές της περιοχής της Κρήνης κατά την Ύστερη ΥΕ
ΙΙΙΒ και κυρίως κατά τη φάση ΥΕ ΙΙΙΓ, που εντάσσονται στη Μετανακτορική εποχή. Ορισµένα από
τα πιο σηµαντικά ευρήµατα των τάφων της Κρήνης, που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ,
φανερώνουν επιδράσεις ή ακόµη και εισαγωγές από µακρινές περιοχές, όπως η κεντρική Ευρώπη, η
Ιταλία και η περιοχή της Βαλτικής1506. Συγκεκριµένα, το ξίφος Naue II Μ4654α, Μ5432 της ΥΕ
ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµης από τον Άγιο Κωνσταντίνο και η λόγχη του τύπου Κ του Höckmann Μ5626 της
ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ από την ίδια θέση, ανήκουν σε τύπους κεντροευρωπαϊκής καταγωγής, που πιθανώς
εισήχθησαν στην Ελλάδα µέσω της Ιταλίας1507. Το χάλκινο δακτυλίδι µε σπειροειδείς απολήξεις
Μ5621, επίσης από τον Άγιο Κωνσταντίνο, ακολουθεί και αυτό τύπο κεντροευρωπαϊκής-ιταλικής
προέλευσης1508. Η χάντρα ηλέκτρου του τύπου Τίρυνθος Μ5481 από τη Ζωητάδα αποτελείται από
υλικό βαλτικής προέλευσης, και βρίσκει παράλληλα σε χάντρες του ίδιου τύπου από την
Κεφαλονιά και την Ιταλία1509. Με βάση τα ευρήµατα αυτά διαπιστώνουµε ότι οι µικρές κοινότητες
της περιοχής της Κρήνης συµµετείχαν στο µυκηναϊκό εµπόριο, τόσο κατά τους ανακτορικούς όσο
και κατά τους µετανακτορικούς χρόνους, προφανώς ως απόρροια της προνοµιακής εν σχέσει προς
τη ∆ύση θέσης των παράκτιων περιοχών του Πατραϊκού κόλπου.
Τα στοιχεία, που προκύπτουν τα τελευταία χρόνια, από τη δηµοσίευση σηµαντικών
ανασκαφών της ευρύτερης περιοχής, καθιστούν σαφές ότι το συµπέρασµα σχετικά µε τις
εξωτερικές επαφές και την εµπορική διακίνηση των αγαθών, αφορά και στους υπόλοιπους
µυκηναϊκούς οικισµούς, που ήταν ανεπτυγµένοι στην περιοχή των Πατρών, αλλά και σε ολόκληρη
την περιφέρεια της δυτικής Αχαΐας. Ενδεικτικά ευρήµατα της Ανακτορικής εποχής, που
τεκµηριώνουν αυτή τη θέση, έχουν προέλθει: 1) Από το νεκροταφείο της οδού Γερµανού (στην
πόλη της Πάτρας), τέσσερις ψευδόστοµοι αµφορίσκοι της ΥΜ ΙΙΙΒ, οι δύο από τους οποίους είναι
εισηγµένοι από την Κρήτη και οι άλλοι δύο εισηγµένοι από την Αργολίδα1510ּ 2) από τη Βούντενη,
λουτήρας-ασάµινθος µε διακόσµηση χταποδιού και ψαριών της ΥΕ ΙΙΙΒ, επικασσιτερωµένα αγγεία
της ΥΕ ΙΙΙΑ και σφραγιδόλιθοι µε παραστάσεις µεταφοράς νεκρού ήρωα από δαίµονα, κυρίου
1506
Eder, Jung 2005, 486-7.
1507
Για τα ξίφη Naue II, βλ. Catling 1961, 121. Foltiny 1964, 254. Desborough 1964, 68. Harding 1984, 165.
Papazoglou-Manioudaki 1994, 177. Eder, Jung 2005, 487. Για τις λόγχες τύπου Κ, βλ. Höckmann 1980, E300-301,
εικ. 77g. Höckmann 1987, 352. Avila 1983, 61, 63, 67.
1508
∆άκαρης 1959, 125. Βοκοτοπούλου 1970, 188. Ιακωβίδης 1970, Β, 293. Παπαδόπουλος 1976, 287. Giannopoulos
2008, 188. Giannopoulos 2009, 122.
1509
Μαρινάτος 1935, εικ. 43, αρ. 8. Harding, Hughes-Brock, Beck 1974, 155, εικ. 6, αρ. 26.
1510
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1993, 211, εικ. 2.α,β-γ,δ (Μ.Π. 3945, Μ.Π. 3950), πιν. 23 (Μ.Π. 3945, 3950, 3946),
πιν.24b (Μ.Π. 3949).
427
θηρών και Μινώταυρου της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β, ευρήµατα τα οποία σύµφωνα µε τον Κολώνα φανερώνουν
Κρητική επίδραση ή ακόµη και προέλευση1511ּ 3) από τη Βούντενη, επίσης, σφραγιδοκύλινδρος
της ΥΕ ΙΙΙΑ1512ּ 4) από την Καλλιθέα, πολεµιστής της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου µε χάλκινο σταυρόσχηµο
ξίφος, λόγχη, µαχαίρι, ξυράφι, διπλό πέλεκυ, λίθινη ακόνη, χάντρες περιδεραίου και αλάβαστρο1513,
αλλά και σφραγιδόλιθος µε παράσταση δαίµονα1514ּ 5) από την Κρήνη, τρίωτη πυξίδα της ΥΕ
ΙΙΙΑ2, εισηγµένη από την Αργολίδα1515ּ 6) από το Κλάους, αλαβάστρινη πυξίδα µε ανάγλυφους
ναυτίλους της ΥΕ ΙΙΙΒ, εισηγµένη από την Κρήτη ή την Αργολίδα1516ּ 7) από τη Στενωσιά
Μονοδενδρίου, δακτυλίδι µε σπειροειδείς απολήξεις της ΥΕ ΙΙΙΑ2, κεντροευρωπαϊκής
τυπολογίας1517 και δύο ασσυριακοί σφραγιδοκύλινδροι εποχής Mitanni της ΥΕ ΙΙΙΑ21518ּ 8) από τα
Σπαλιαρέικα Λουσικών, γυάλινο συροαιγυπτιακό µυροδοχείο της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β1519 και ασσυριακός
σφραγιδοκύλινδρος εποχής Mitanni ΥΕ ΙΙΙΑ11520ּ 9) από τη Μιτόπολη, ασσυριακός
σφραγιδοκύλινδρος περιόδου Mitanni της ΥΕ ΙΙΙΑ11521 και αιγυπτιακός σκαραβαίος από
κορναλίνη1522.
Η παρουσία στους αχαϊκούς τάφους «εξωτικών» αντικειµένων µε προέλευση από την Εγγύς
Ανατολή και την Αίγυπτο, αλλά και άλλων εισηγµένων από την Κρήτη και την Αργολίδα, αποτελεί
µαρτυρία για τη ικανότητα των τοπικών ηγετών, να συµµετέχουν στα υφιστάµενα δίκτυα
ανταλλαγών των µυκηναϊκών ανακτόρων, τα οποία είχαν ως βάση τους τις εµπορικές διασυνδέσεις
µε τους «ίσους» µεγάλους βασιλείς της ανατολικής Μεσογείου1523. Επιπλέον, το δακτυλίδι µε
σπειροειδείς απολήξεις, εισηγµένο από την Κεντρική Ευρώπη ή τη Β. Ιταλία, που βρέθηκε στον ΥΕ
ΙΙΙΑ τάφο της Στενωσιάς Μονοδενδρίου, καθιστά δυνατή την εικασία ότι η Πάτρα και η δυτική
Αχαΐα έπαιζαν ήδη από την Ανακτορική περίοδο µεσάζοντα ρόλο για τη διασύνδεση των
ανταλλαγών του Αιγαίου και της δυτικής Μεσογείου1524.
Από το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ και κυρίως κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, η ποσότητα
της κεραµικής στους µυκηναϊκούς τάφους της Πάτρας αυξάνεται και η ποιότητα βελτιώνεται. Την
1511
Κολώνας 1998, 609.
1512
Κολώνας 1998, 331 (Τ27/34, Α.Ε.Β. 1133, ΥΕ ΙΙΙΑ), πιν. 279-280.
1513
Παπαδόπουλος 1995, 58. Μόσχος 2007, 24. Μόσχος 2012, 306.
1514
Κατά πληροφορία του καθηγητή Θ. Παπαδόπουλου. Ο σφραγιδόλιθος εκτίθεται στο Μουσείο της Πάτρας
(αίθουσα ∆ηµόσιου Βίου, ενότητα Θρησκείας).
1515
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1993, 212.
1516
Papadopoulos 1978-79, 151.
1517
Giannopoulos 2008, 188-190. Giannopoulos 2009, 122.
1518
Giannopoulos 2008, 190-192, πιν. 77.2-3.
1519
Πετρόπουλος 2000, 66 (τάφος 5).
1520
Πετρόπουλος 2000, 66 (τάφος 4). Giannopoulos 2008, 190-192, πίν. 52.2, 77.1.
1521
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010, 67, πιν. 13.37 (τάφος 3).
1522
Χριστακοπουλου-Σωµάκου 2010, 87, πιν. 19.16 (τάφος 5).
1523
Eder, Jung 2005, 485. Giannopoulos 2009, 120.
1524
Giannopoulos 2009, 122-124. Arena 2015, 17.
428
περίοδο αυτή, η κεραµική των τάφων, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά του τοπικού κεραµικού
ρυθµού της δυτικής Αχαΐας (π.χ. σχήµατα όπως τετράωτοι αµφορείς, ταινιωτή διακόσµηση του
σώµατος, κυριαρχία ηµικυκλίων στην απλή, στιγµωτή ή κροσσωτή παραλλαγή τους, κ.ά.)1525,
ενσωµατώνεται σε µια κοινή κεραµική παράδοση µε ευρεία διάδοση. Πρόκειται για µια
τεχνοτροπία που εµφανίζεται και σε άλλες περιοχές της δυτικής Ελλάδας, όπως στη γειτονική
Ηλεία και στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά και στην Ιθάκη, ενίοτε και στην Αιτωλοακαρνανία και
στη Φωκίδα1526.
Παράλληλα, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, οι εξωτερικές επαφές πληθαίνουν και
προσανατολίζονται πλέον κυρίως προς τη ∆ύση1527. Η Πάτρα αποκτά τον ρόλο της Πύλης, ή του
ενδιάµεσου σταθµού, για τις εµπορικές διασυνδέσεις µεταξύ Αιγαίου, Αδριατικής, Ιταλίας και
Ευρώπης1528. Τα παραπάνω συνάγονται από τον µεγάλο αριθµό αντικειµένων ιταλικής ή
κεντροευρωπαϊκής τυπολογίας, τα οποία έχουν προέλθει από τα µυκηναϊκά νεκροταφεία των
Πατρών και της δυτικής Αχαΐας1529. Κυρίαρχα µεταξύ αυτών 16 ξίφη τύπου Naue II1530, που
αποτελούν το µεγαλύτερο σύνολο του είδους στην ανατολική Μεσόγειο, φανερώνουν ότι η Αχαΐα
υπήρξε σηµαντικός σταθµός για την εξάπλωσή τους στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Επιπλέον,
στους τάφους της περιοχής απαντώνται και λόγχες µε ενιαίους αυλούς, τύπος που παρουσιάζει
διάδοση στα Βαλκάνια, στην Αδριατική, στην Ιταλία και στη νότια Κεντρική Ευρώπη1531. Στον
κατάλογο των αντικειµένων µπορούν επίσης να προστεθούν: 1) εγχειρίδιο τύπου Pertosa από το
Τείχος ∆υµαίων1532 και 2) ξυράφι τύπου Soglio del Tonno από το νεκροταφείο του Κλάους1533, τα
οποία ανήκουν στη µεταβατική φάση ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη.
Ιταλικές-ευρωπαϊκές επιρροές διαπιστώνονται όµως και σε συµπληρώµατα ενδυµασίας και
σε κοσµήµατα της ΥΕ ΙΙΙΓ, όπως βιολόσχηµες πόρπες1534 και δακτυλίδια µε σπειροειδείς
απολήξεις1535. Σηµαντικά ευρήµατα, όπως οι κνηµίδες µε συρµάτινες απολήξεις από τoν τάφο Α της
1525
Papadopoulos 1978-79, 81. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 75-82. Moschos 2002, 21-25.
1526
Papadopoulos 1995, 204-7. Βλαχόπουλος 2012, 387-388.
1527
Eder, Jung 2005,486-487. Μόσχος 2012, 307.
1528
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 95. Giannopoulos 2009, 119.
1529
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 85-86.
1530
Αναλυτικός κατάλογος των ξιφών Naue II από την Αχαΐα παρατίθεται στη σελ 358 του διδακτορικού (Κεφ.
Μεταλλοτεχνία -Μικροτεχνία). Μόσχος 2012, 307.
1531
Avila 1983, 61, 63, 67.
1532
Μαστροκώστας (Έργον) 1966α, 104, εικ.130α. Papadopoulos 1978-79, 168, εικ. 322d. Moschos 2009, 351.
Γκαζής 2010, 243.
1533
Παπαδόπουλος 1994, 80 (Κλάους, τάφος Η). Paschalidis, McGeorge 2009, 85 (Κλάους, ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ Πρώιµη).
Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 95.
1534
Papadopoulos 1978-79, 139, εικ. 123α (Τείχος ∆υµαίων, ΥΕ ΙΙΙΓ). Παπαδόπουλος 1981, 30. Παπαδόπουλος,
Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, σελ. 85, εικ. 103 (Καλλιθέα-Ραµπαντάνια, τάφος Ο).
1535
Παπαδόπουλος 1981, 30 (Καλλιθέα-Ραµπαντάνια, τάφος Ο). Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003,
σελ. 85, εικ. 103. Επίσης και το θραυσµένο δακτυλίδι Μ5621 από την ανακοµιδή του τάφου Αγ. Κων. Β-Τ2, βλ.
παρούσα µελέτη.
429
Καλλιθέας και τον τάφο 3 των Πορτών Αχαΐας, ανήκουν σε τύπο διαδεδοµένο από την Κύπρο µέχρι
την Ιταλία1536. Ο µεγάλος αριθµός, η ποικιλία και η καλή ποιότητα των χάλκινων αντικειµένων της
Αχαΐας, αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων µεταλλοτεχνίας σε αυτήν1537.
Επιπλέον, οι χάντρες ηλέκτρου κάνουν την εµφάνισή τους την περίοδο αυτή τόσο στα µυκηναϊκά
νεκροταφεία της Αχαΐας, όσο και στην Ακρόπολη του Τείχους ∆υµαίων1538. Πρόκειται για υλικό
βαλτικής προέλευσης, το οποίο κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου διακινείται µέσω του
εµπορίου στις ακτές της Αδριατικής (Ιταλία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία) και στη βορειοδυτική και
δυτική Ελλάδα (Ήπειρο, Κεφαλονιά, Αιτωλία, Αχαΐα)1539.
Πιο συνοπτικά, η µελέτη των νεκροταφείων της Ζωητάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου
Κρήνης και η προσπάθεια ερµηνείας των αρχαιολογικών δεδοµένων που προήλθαν από αυτά, µας
οδηγεί σε µία χρήσιµη, ελπίζουµε, προσέγγιση αναπαράστασης για τους µυκηναϊκούς οικισµούς
της περιοχής και τη ζωή των κατοίκων σε αυτούς. Επιπλέον, από τα ταφικά ευρήµατα της Κρήνης
και µε τη σύγκρισή τους µε ευρήµατα άλλων ανεσκαµµένων νεκροταφείων και οικισµών, είναι
δυνατόν να προκύψουν ενδιαφέροντες θεωρητικοί προβληµατισµοί, αλλά και νέα δεδοµένα, τα
οποία αφορούν γενικότερα στη µυκηναϊκή τοπογραφία και στην κοινωνική και διοικητική
οργάνωση της δυτικής Αχαΐας και κυρίως της ευρύτερης περιοχής των Πατρών.
Όπως προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες και τις συστηµατικές µελέτες των τελευταίων
40 ετών, η Αχαΐα κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους ήταν διαχωρισµένη -µε φυσικό όριο την
οροσειρά του Παναχαϊκού- σε δύο ξεχωριστές γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες, στη δυτική
και στην ανατολική1540. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα, η περιοχή της ανατολικής Αχαΐας (Αιγιάλεια)
ήταν προσανατολισµένη πολιτιστικά και δεχόταν επιρροές από την Αργολιδοκορινθία1541.
Αντιθέτως, η δυτική Αχαΐα παρουσίαζε κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά µε τις περιοχές της
Ηλείας, της Β∆ Αρκαδίας, της Αιτωλοακαρνανίας, της Φωκίδας και των Ιονίων νήσων,
αποτελώντας µέρος ευρύτερου πολιτιστικού φαινοµένου, που χαρακτηρίζεται ως «δυτική ή ιονική
1536
Jung, Μόσχος, Mehofer, 2008, 90 (Έγκωµη Κύπρου µέχρι Καλαβρία νότιας Ιταλίας). Οικονοµίδης 2009, 99-104
(Λοµβαρδία Ιταλίας-θέση Malpensa και Άγιος Ιάκωβος Κύπρου). Μόσχος 2012, 307, εικ.602.
1537
Papadopoulos 1978-79, 183. Papazoglou-Manioudaki 1994, 180. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003,
83. Eder, Jung 2005, 487.
1538
Papadopoulos 1978-79, 144, Παραλίµνη-Τείχος ∆υµαίων, Λεόντιο, Χαλανδρίτσα, για τις ίδιες περιπτώσιες βλ.
Harding, Hughes-Brock 1974 149. Παπαδόπουλος 1980, 185 (Καλλιθέα, χωρίς χρονολόγηση από τον ανασκαφέα).
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1993, 209 (θαλαµοειδής τάφος Γερµανού Πατρών, χωρίς χρονολόγηση από τη
µελετήτρια). Κολώνας 1998, 592, από το νεκροταφείο της Βούντενης, πιν. 260-261, Α.Ε.Β.1199 (ΥΕ ΙΙΙΓ),
Α.Ε.Β.1250 (ΥΕ ΙΙΙΓ).
1539
Παπαδόπουλος 1978α, 98. Παπαδόπουλος 1976, 290-1. Harding 1984, 86. Harding, Hughes-Brock, Beck 1974,
153. Harding 1984, 86.
1540
Papadopoulos 1978-79, 182. Moschos 2002, 15. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 90.
1541
Papadopoulos 1978-79, 182. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 90. Μόσχος 2012, 300,
430
κοινή»1542. Σηµαντικό τµήµα της δυτικής Αχαΐας συνιστούσε η περιοχή γύρω από τη σύγχρονη
πόλη των Πατρών, η µυκηναϊκή τοπογραφία της οποίας µας απασχολεί σε αυτό το κεφάλαιο.
Τα ευρήµατα των ανασκαφών επιβεβαιώνουν ότι η κατοίκηση της περιοχής αυτής έχει
ξεκινήσει πριν από τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μερικοί µάλιστα από τους ήδη ανεσκαµµένους
µυκηναϊκούς οικισµούς θεµελιώθηκαν κατά τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής1543, ενώ άλλοι
συνέχισαν να κατοικούνται ακόµη και από την Πρωτοελλαδική εποχή1544. Συνεπώς, η πολιτιστική
ανάπτυξη της περιοχής βασίστηκε σε µεσοελλαδικές παραδόσεις1545 και ακολούθησε εξελικτική
πορεία σηµειώνοντας την πρώτη άνθηση κατά τη διάρκεια της Ανακτορικής περιόδου (ΥΕ ΙΙΙΑ-
ΙΙΙΒ)1546 και φθάνοντας στη µέγιστη ακµή της στη Μετανακτορική περίοδο (ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος)1547.
Οι µυκηναϊκοί οικισµοί των Πατρών είχαν τη µορφή µικρών ή µεγαλύτερων γειτονικών,
διάσπαρτων στο τοπίο κοινοτήτων ή κωµών1548. Οι οικιστικοί αυτοί πυρήνες ήταν πιθανώς
οργανωµένοι κατά γένη, υπό τη διοίκηση ενός τοπικού αρχηγού, που µπορεί να ήταν µέλος της πιο
πλούσιας οικογένειας1549. Σύµφωνα µε τα στοιχεία των δηµοσιεύσεων, ορισµένοι από τους
οικισµούς ξεχώριζαν, λόγω του µεγάλου πληθυσµού τους ή του πλούτου τους (π.χ. Βούντενη,
Καλλιθέα, Χαλανδρίτσα), συνιστώντας πιθανώς τα σηµαντικότερα κέντρα της περιοχής.
Η επιβεβαιωµένη -από τα ευρήµατα των νεκροταφείων- παρουσία τοπικών αρχόντων,
αποτελεί ένδειξη για τη δυνατότητα αυτονοµίας άγνωστου βαθµού των επιµέρους µυκηναϊκών
κοινοτήτων της περιοχής1550. Παρόλα αυτά, άλλα αξιόλογα ευρήµατα µας οδηγούν στο
συµπέρασµα ότι υπήρχε κάποιου είδους ιεράρχηση των οικισµών και ότι ορισµένοι από τους ηγέτες
διέθεταν εξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία (π.χ. άρχοντες των θολωτών τάφων της
Καλλιθέας1551, του Πετρωτού1552 και του Καταρράκτη1553 και των τάφων Τ4 και Τ75 της
1542
Papadopoulos 1995, 208. Σε συζήτηση και επανεξέταση των δεδοµένων της πολιτιστικής «δυτικής» ή «ιονικής
κοινής» προχώρησε ο Βλαχόπουλος 2012, 314, 387-391, εντοπίζοντας µέσα σε εκείνη µία µικρότερης εµβέλειας
«κοινή της κεντροδυτικής Πελοποννήσου».
1543
Κολώνας 1998α, 479, Μόσχος 2007, 20 (Μπόρτζι-Βούντενης). Rizio 2011, 20 (Αγία Κυριακή Συχαινών).
Papazoglou-Manioudaki 2009, 503, Πασχαλίδης 2013, 21 (Μυγδαλιά-Πετρωτού).
1544
Σταυροπούλου-Γάτση 1998, 514 (Παγώνα Πατρών).
1545
Arena 2015, 20-21.
1546
Κολώνας 1998, 609 (Βούντενη). Κολώνας 1998α, 489. Moschos 2002, 32.
1547
Κολώνας 1998α, 489. Papadopoulos 1999, 273. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Giannopoulos 2008, 245. Giannopoulos
2009, 115. Πασχαλίδης 2013, 827.
1548
Σύµφωνα µε τον Στράβωνα (8. C386), οι Ίωνες ζούσαν «κωµηδόν». Moschos 2002, 32. Ριζάκης, Πετρόπουλος,
2005, 10. Rizio 2011, 14. Βλαχόπουλος 2012, 66. Για το ίδιο θέµα βλ. Κολώνας-Γάτση, υπό έδοση Οδηγός
Μουσείου Πατρών.
1549
Eder, Jung, 2005, 491. Giannopoulos 2008, 242-243.
1550
Moschos 2002, 30. Eder, Jung 2005, 486. Deger,-Jakoltzy 2006, 169.
1551
Παπαδόπουλος 1991, 69-72. Papazoglou-Manioudaki 2009, 514-515. Arena 2015, 13.
1552
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003, 433-441. Papazoglou-Manioudaki 2009, 507-517. Arena 2015, 13.
1553
Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 67-70. Κολώνας 2008, 14-17. Papazoglou-Manioudaki 2009,
514-515. Arena 2015, 13.
431
Βούντενης1554). Είναι µάλιστα πιθανό ότι υπήρχε κύριο κέντρο ελέγχου και διοίκησης της
ευρύτερης περιοχής, πιθανώς ήδη από την Ανακτορική περίοδο (ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ)1555. Ανακτορικό
συγκρότηµα, ωστόσο, δεν έχει αποκαλυφθεί στην περιοχή των Πατρών και της ∆υµαίας Χώρας, σε
όσους από τους οικισµούς έχουν ανασκαφεί µέχρι σήµερα1556.
Όσον αφορά στην ευρύτερη περιφέρεια της δυτικής Αχαΐας, δεν µπορεί να παραβλεφθεί η
σηµασία της οχυρωµένης ακρόπολης του Τείχους ∆υµαίων, κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής
εποχής1557. Η στρατηγική αυτή θέση είχε τον έλεγχο της πεδινής έκτασης στα σύνορα Ηλείας-
Αχαΐας (∆υµαία Χώρα), αλλά και των θαλάσσιων διαδροµών από το Ιόνιο και την Ιταλία προς τον
Πατραϊκό κόλπο1558, αποτελώντας –πιθανότατα– κοµβικό λιµένα υποδοχής και απόπλου των
εµπορικών πλοίων της εποχής1559. Η θέση κατοικήθηκε συνεχώς από τη Νεολιθική εποχή, σε όλες
τις φάσεις της Εποχής του Χαλκού και στη συνέχεια µέχρι την περίοδο της Ενετοκρατίας1560,
γεγονός που καταδεικνύει τη σπουδαιότητά της και τη µεγάλη αµυντική της αξία1561.
Οι µέχρι σήµερα πραγµατοποιηθείσες ανασκαφές στο εσωτερικό του χώρου δεν
αποκάλυψαν ίχνη ανακτορικού συγκροτήµατος, ή έστω µεγαρόσχηµου κτιρίου1562. Το
συγκεκριµένο θέµα προκαλεί προβληµατισµό, θα πρέπει ωστόσο να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές
προκειµένου να δοθούν τελικές απαντήσεις1563. Η κυκλώπεια οχύρωση κατασκευάστηκε πιθανώς
κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, αν και αυτή η χρονολόγηση δεν έχει προς το παρόν επιβεβαιωθεί
ανασκαφικά1564. Η καταστροφή, ωστόσο, που συνέβη στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ, ήταν αναπόφευκτη1565.
Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της Μετανακτορικής εποχής (ΥΕ ΙΙΙΓ), είναι πιθανό ότι ο ήδη
σηµαντικός ρόλος του Τείχους ∆υµαίων απέκτησε νέα διάσταση, µέσα στις ιδιαίτερα ευνοϊκές για
τη δυτική Αχαΐα συνθήκες που επικράτησαν1566. ∆ιασφαλίζοντας την προστασία των πληθυσµών
που κατοικούσαν στην πεδινή ∆υµαία Χώρα και παράλληλα λειτουργώντας ως σταθµός ελέγχου
1554
Κολώνας 1998α, 478. Moschos 2002, 32. Κολώνας 2008β, 17, 29. Μόσχος 2012, 304. Arena 2015, 13.
1555
Moschos 2002, 30. Μόσχος 2012, 304. Arena 2015, 36.
1556
Moschos 2002, 31. Μόσχος 2007, 26. Arena 2015, 14.
1557
Papadopoulos 1978-79, 24. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 90. Moschos 2007, 26. Κολώνας
2008α, 6-9. Giannopoulos 2008, 23 κ. εξής, 251-2. Γκαζής 2010. Rizio 2011, 25. Βλαχόπουλος 2012, 314.
1558
Κολώνας 2008α, 8-9. Γκαζής 2010, 247. Κολώνας 2012, 356.
1559
Papadopoulos 1978-79, 175. Βλαχόπουλος 2012, 313-314. Μόσχος 2012, 303-304.
1560
Papadopoulos 1978-79, 24. Μόσχος 2007, 26. Κολώνας 2008α, 9-11. Giannopoulos 2008, 26, 28. Γκαζής 2010,
238. Μόσχος 2012, 302. Κολώνας 2012, 356, 359.
1561
Papadopoulos, ό.π., Giannopoulos 28.
1562
Μόσχος 2007, 26. Κολώνας 2008α, 19. Γκαζής 2010, 243. Arena 2015, 11.
1563
Moschos 2007, 31 (…µήπως λειτουργούσε ως καταφύγιο του πληθυσµού σε περίπτωση κινδύνου, όπως και άλλες
ακροπόλεις χωρίς ανάκτορα, του Γλα και της Κρίσας).
1564
Μόσχος 2007, 26. Κολώνας 2008α, 9. Giannopoulos 2008, 28 (όχι πρωιµότερη από την ΥΕ ΙΙΙΒ). Γκαζής 2010,
244. Κολώνας 2012, 358.
1565
Papadopoulos 1978-79, 24. Moschos 2002, 31. Παπαδόπουλος, Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 58. Moschos
2009, 346-7. Γκαζής 2010, 242. Κολώνας 2012, 359.
1566
Giannopoulos 2008, 251 (προϊόν της ακµής της Αχαΐας της ΥΕ ΙΙΙΓ).
432
της διακίνησης του εµπορίου από και προς τα λιµάνια της ∆ύσης1567, αποτέλεσε ένα πολύ ισχυρό
προπύργιο τόσο για την Αχαΐα, αλλά και για τον ευρύτερο µυκηναϊκό κόσµο1568. Η επιβλητική
µορφή της κυκλώπειας οχύρωσης και η κυριαρχία της µέσα στο περιβάλλον οδηγούν στην υπόθεση
ότι αποτέλεσε πιθανώς σύµβολο της εξουσίας της νέας άρχουσας τάξης που επικράτησε στη δυτική
Αχαΐα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο1569.
Με βάση πάντως τα µέχρι σήµερα διαθέσιµα ανασκαφικά στοιχεία, υποθέτουµε ότι, κατά τη
διάρκεια της Ανακτορικής εποχής (ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ), οι αχαϊκοί οικισµοί δεν απέκτησαν ανακτορική
οργάνωση, αλλά διατήρησαν απλούστερη οργανωτική µορφή, η οποία αποτελούσε παράδοση της
Μεσοελλαδικής - Πρώιµης Μυκηναϊκής εποχής1570. Η Αχαΐα παρέµεινε στην περιφέρεια των
ανακτορικών κέντρων και πιθανώς ήταν ανεξάρτητη από τον διοικητικό τους έλεγχο1571. Ωστόσο,
οι ηγεµόνες της Αχαΐας δεν αποµονώθηκαν, εξαιτίας του µονοπωλίου των ανακτόρων, από το
υφιστάµενο δίκτυο ανταλλαγών. Αντίθετα, συµµετείχαν στο εµπόριο, καθώς «εξωτικά» αντικείµενα
από τις µακρινές περιοχές της Αιγύπτου, της Εγγύς Ανατολής, αλλά και –σπανιότερα- της
Κεντρικής Ευρώπης, έφθαναν στην Αχαΐα, µέσω των εµπορικών δρόµων από ξηρά και από
θάλασσα1572.
Το τέλος του ανακτορικού συστήµατος είχε ευεργετική επίδραση στην εξέλιξη των αχαϊκών
κοινοτήτων κατά τη διάρκεια της Μετανακτορικής περιόδου (ΥΕ ΙΙΙΓ). Τα ευρήµατα των
ανασκαφών επιβεβαιώνουν τη συνέχεια της κατοίκησης των υφιστάµενων οικισµών1573, την
πληθυσµιακή αύξηση1574 και την οικονοµική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής1575.
Ταυτόχρονα, σηµειώθηκαν σηµαντικές αλλαγές στην κοινωνική και διοικητική οργάνωση, µε την
ανέλιξη νέας άρχουσας τάξης, οι εκπρόσωποι της οποίας ήταν σπουδαίοι «πολεµιστές»1576. Η
συγκέντρωση των ταφών πολεµιστών της ΥΕ ΙΙΙΓ, στους τάφους της δυτικής Αχαΐας είναι
πραγµατικά εντυπωσιακή, αποτελώντας τη µεγαλύτερη γνωστή στο Αιγαίο1577.
Οι ανερχόµενοι ηγέτες είχαν ενταφιαστεί –κατά κύριο λόγο- σε απλούς, θαλαµοειδείς
1567
Moschos 2009, 347. Γκαζής 2010, 245-247. Arena 2015, 11.
1568
Papadopoulos 1999, 272 (...one of the last strongholds of the Mycenaean world). Moschos 2002, 32.
1569
Giannopoulos 2008, 251. Γκαζής 2010, 245.
1570
Giannopoulos 2008, 244. Arena 2015, 20, 34.
1571
Arena 2015, 33.
1572
Eder, Jung 2005, 485. Giannopoulos 2009, 122-124. Arena 2015, 17.
1573
Papadopoulos 1978-79, 172-173. Μόσχος 2007, 20, 22, 32-34. Moschos 2009α, 243-244. Rizio 2011, 15-16, 20-
21. Arena 2015, 30.
1574
Papadopoulos 1978-79, 175. Κολώνας 1998, 610. Moschos 2002, 30. Πασχαλίδης 2013, 827. Arena 2015, 30.
1575
Papadopoulos 1999, 275. Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Giannopoulos 2008, 245-246.
Βλαχόπουλος 2012, 315. Arena 2015, 30.
1576
Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltsy 2006, 169. Giannopoulos 2008, 201 κ.έ. Giannopoulos 2009, 118. Βλαχόπουλος
2012, 66, 315.
1577
Papazoglou-Manioudaki 1994, 200. Papadopoulos 1999, 273. Moschos 2002, 29. Deger-Jakoltzy 2006, 168-169.
Giannopoulos 2008, 256. Giannopoulos 2009, 118. Arena 2015, 30.
433
τάφους, µαζί µε πρωιµότερες ταφές, ακόµη και της ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ, συνηθισµένων ανθρώπων1578.
Συνεπώς, αφενός είχαν τοπική προέλευση και αφετέρου η εξουσία τους πιθανότατα δεν
κληρονοµήθηκε από την προηγούµενη περίοδο, αλλά βασίστηκε στα προσωπικά στρατιωτικά τους
προσόντα και κατορθώµατα1579. Η παρουσία δύο αλληλοδιάδοχων ταφών πολεµιστών της ΥΕ ΙΙΙΓ
στον τάφο Τ2 των Σπαλιαρεΐκων Λουσικών Αχαΐας1580 δεν αναιρεί οπωσδήποτε αυτά τα
συµπεράσµατα.
Σε µία περίοδο αναταραχών και µετακινήσεων, οι νέοι ηγέτες της Αχαΐας είχαν τη
δυνατότητα να προστατεύσουν τις κοινότητές τους από κινδύνους, χάρις στις στρατιωτικές και
διοικητικές τους ικανότητες1581. Σηµαντικότερη ακόµη ήταν ενδεχοµένως η συµβολή τους στην
προστασία της διακίνησης των αγαθών και στην προώθηση των επαφών µεταξύ Αιγαίου και ∆ύσης,
οι οποίες απέκτησαν µεγάλη σηµασία κατά την Μετανακτορική περίοδο1582. Μαρτυρία για τις
επαφές αυτές αποτελεί η υιοθέτηση νέων τύπων χάλκινων όπλων και εργαλείων, ιταλικής –
κεντροευρωπαϊκής τυπολογίας, τα οποία συµπεριλαµβάνονταν στον εξοπλισµό τους1583.
Υποστηρίζεται ότι ο ρόλος των «πολεµιστών» - «πολεµάρχων» της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, είναι
δυνατόν να παραλληλισθεί µε τον ρόλο των βασιλέων των µυκηναϊκών ανακτόρων, τον οποίο
περιγράφουν οι πινακίδες Γραµµικής Β (qa-si-re-we)1584. Θεωρείται µάλιστα ότι ίσως κατά τη
διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου οι άρχοντες αυτοί σταδιακά µετεξελίχθηκαν στους βασιλείς της
εποχής του Σιδήρου1585.
Στα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής οι οικισµοί των Πατρών διήλθαν νέα περίοδο κρίσης και
οι περισσότεροι από αυτούς συρρικνώθηκαν πληθυσµιακά ή εγκαταλείφθηκαν1586. Η περιοχή
ωστόσο συνέχισε να κατοικείται, αλλά και να ακµάζει κατά της διάρκεια των Υποµυκηναϊκών
χρόνων, όπως φαίνεται από τις ανασκαφές του οικισµού της Αγίας Κυριακής Συχαινών1587 και του
κοντινού σε αυτόν εκτεταµένου νεκροταφείου της Βούντενης1588. Είναι πιθανόν ότι η συρρίκνωση
των µικρών, περιφερειακών κοινοτήτων υποκρύπτει είδος σταδιακού «συνοικισµού», που οδήγησε
1578
Moschos 20002, 30. Giannopoulos 2008, 241-242. Giannopoulos 2009, 118. Βλαχόπουλος 2012, 315.
1579
Moschos 2002, 30. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Giannopoulos 2008, 243. Giannopoulos 2009, 118.
1580
Moschos 2002, 30. Giannopoulos 2009, 118 (υποσηµείωση 12). Ανάλογη περίπτωση δύο αλληλοδιάδοχων ταφών
πολεµιστών της ΥΕ ΙΙΙΓ απαντάται και στον Τ67 της Βούντενης, βλ: 1) Κολώνας προσεχώς και 2) Jung, Μόσχος,
Mehofer, προσεχώς.
1581
Papadopoulos 1999, 273. Moschos 2002, 29.
1582
Eder, Jung 2005, 486. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Giannopoulos 2009, 119. Μόσχος 2012, 307. Arena 2015, 30.
1583
Papadopoulos 1999, 273. Deger-Jakoltzy 2006, 169. Jung, Μόσχος, Mehofer 2008, 86. Giannopoulos 2008, 246-
247. Giannopoulos 2009, 119.
1584
Deger-Jakoltzy 2006, 169.Giannopoulos 2008, 244-245. Βλαχόπουλος 2012, 66.
1585
Deger-Jakoltzy 2006, 169, 176. Giannopoulos 2008, 244-245. Βλαχόπουλος 2012, 66. Arena 2015, 37.
1586
Moschos 2009α, 240.
1587
Moschos 2009α, 242-243.
1588
Moschos 2009α, 244.
434
στην οργάνωση αρχικού άστεως γύρω από τη σηµερινή Πάτρα1589. Το αντίστοιχο φαινόµενο
«αστικοποίησης», συµβαίνει κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο σε πολλά ακόµη ελλαδικά
(Τίρυνθα, Μυκήνες, Άργος, Αθήνα1590) και νησιωτικά (Νάξος, Ρόδος1591) κέντρα.
Απόηχος των γεγονότων αυτών έχει διασωθεί στις µυθολογικές παραδόσεις της περιοχής,
όπως αυτές αποτυπώνονται στις γραπτές πηγές. Ο Παυσανίας, στα Αχαϊκά του, αναφέρει ότι η
ίδρυση της Πάτρας υπήρξε αποτέλεσµα της συνένωσης τριών µικρότερων πολιχνών, της Αρόης,
της Άνθειας και της Μεσάτιδος1592. Ο ίδιος αποδίδει την πρωτοβουλία του επιδιωχθέντος
«συνοικισµού» στον Σπαρτιάτη, Αχαιό Πατρέα, τον γιο του Πρευγένη και θεωρεί ότι συνέβη «την
περίοδο κατά την οποία οι Αχαιοί εξεδίωξαν από την περιοχή τους Ίωνες»1593. Λαµβάνοντας υπ’
όψιν τις υπάρχουσες αρχαιολογικές πληροφορίες είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ο
«συνοικισµός» της πόλεως των Πατρών άρχισε σταδιακά να πραγµατοποιείται από τα τέλη της
Μυκηναϊκής εποχής. Χωρίς να γνωρίζουµε προς το παρόν τον ακριβή τρόπο µε τον οποίο έγινε,
αναµένουµε ότι περισσότερα ανασκαφικά στοιχεία θα διαφωτίσουν το πολύ ενδιαφέρον αυτό
ζήτηµα στο µέλλον1594.
Ανεξαρτήτως πάντως του ζητήµατος του «συνοικισµού» της πόλεως των Πατρών, θεωρούµε
ότι µέσα από την παρούσα εργασία αναδείχθηκε η ιδιαίτερη σηµασία της πολιτιστικής εξέλιξης της
ευρύτερης περιοχής των µεταγενέστερων Πατρών κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα ευρήµατα που
παρουσιάσθηκαν, καθώς και οι αποπειραθείσες ερµηνείες τους, συνηγορούν στο ότι κατά την
Ύστερη Εποχή του Χαλκού η περιοχή αυτή ανέπτυξε τη δική της ιδιαίτερη πολιτιστική δυναµική,
στηριζόµενη εν µέρει στις ίδιες βάσεις, στις οποίες βασίστηκε η ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη
και στις µετέπειτα περιόδους της αρχαιότητας και των ιστορικών χρόνων.
1589
Βλαχόπουλος 2012, 66.
1590
Βλαχόπουλος 2012, 329 (Αθήνα, 12ος αι. π.Χ.), 312 (Μυκήνες, Τίρυνθα, Άργος, 12ος αι. π.Χ.). Για το
φαινόµενο του “συνοικισµού” κατά τον 12ο αι. βλ. Βλαχόπουλος 2012, 391-393.
1591
Βλαχόπουλος 2012, 349 (Γρόττα-Νάξου, ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση developed), 351 (Σεράγια-Κω). Για το ίδιο θέµα βλ.
και Βλαχόπουλος 2012, 391-393 και Vlachopoulos-Georgiadis 2015, 357-358.
1592
Παυσανίας, Αχαϊκά (επιµ. Ν. Παπαχατζής) 1991, κεφ. VII, 18, 3-6. Πετρόπουλος 2001-2002, 402-403. Ριζάκης,
Πετρόπουλος, 2005, 10. Πετρόπουλος 2007, 49. Rizio 2011, 13-14. Πετρόπουλος 2012, 308.
1593
Παυσανίας, Αχαϊκά (επιµ. Ν. Παπαχατζής) 1991, κεφ. VII, 18, 5. Ριζάκης, Πετρόπουλος 2005, 5. Rizio 2011, 13.
Πετρόπουλος 2012, 308.
1594
Για το θέµα του συνοικισµού, βλ. Ριζάκης, Πετρόπουλος 2005, 10 και Πετρόπουλος 2012, 308-309, όπου
εκφράζεται η άποψη ότι ο συνοικισµός και η δηµιουργία της πόλης των Πατρών έλαβε χώρα σε πολύ
µεταγενέστερη περίοδο, στο δεύτερο µισό του 5ου αι. π.Χ.
435
436
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1Α: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-∆ΡΟΜΟΙ ΤΑΦΩΝ
437
Αύξων Τάφος Μήκος Πλάτος ∆άπεδο Πλευρικά Πρόσοψη
αριθµός τοιχώµατα
4. Μακρ.-Τ5 Μήκος 3,80 µ. 1,35 µ. (στην Παρουσιάζει έντονη Συγκλίνουν Τραπεζιόσχηµη, ύψους 2,70µ.
Σώζεται ακέραιος αρχή του) κατηφορική κλίση προς την σταδιακά προς τα και πλάτους 1,50 µ. στη βάση
µέχρι είσοδο επάνω και 0,80 µ. στην κορυφή
1,50 µ. στη
βάση της
πρόσοψης
438
Αύξων Τάφος Μήκος Πλάτος ∆άπεδο Πλευρικά Πρόσοψη
αριθµός τοιχώµατα
8. Γεωργ.-Τ2 Σωζόµενο Πλάτος 0,65 µ. Παρουσιάζει έντονη Παρουσιάζουν Τραπεζιόσχηµη πρόσοψη,
Καταστροφή µήκος 3,57 µ. (στην αρχή κατηφορική κλίση προς την έντονη σύγκλιση ύψους 2,70 µ. και πλάτους
µικρού τµήµατος του) και 1,12 µ. είσοδο προς τα επάνω 1,12 µ. στη βάση και 0,62 µ.
στην αρχή του (στη βάση της στην κορυφή.
δρόµου πρόσοψης) Παρουσιάζει έντονη κλίση
προς το εσωτερικό.
9. Γαλ.-Τ1 Μήκος 4,50 µ. Πλάτος 1,10 µ. Πρόσοψη ύψους 2,65 µ.
(την αρχή του)
10. Γαλ.-Τ2 Μήκος 4,88 µ. Πλάτος 1,03 µ. Παρουσιάζει οµαλή Συγκλίνουν προς τα Τραπεζιόσχηµη πρόσοψη,
(στην αρχή κατηφορική κλίση, που επάνω και προς την ύψους 2,45 µ. και πλάτους
του) και 1,30 µ. ‘σβήνει’ µπροστά από την πρόσοψη. 1,30 µ. στη βάση και 0,77 µ.
(στη βάση της είσοδο. Η επιφάνειά τους στην κορυφή.
πρόσοψης) Η επιφάνειά του αδρώς είναι τραχιά, λόγω
λαξευµένη της
περιεκτικότητας
του πετρώµατος σε
µικρούς λίθους.
11. Αγ. Κων. Α-Τ1 Μήκος 2,00 µ. Πλάτος 0,50 µ. Παρουσιάζει ήπια κατηφορική Τραπεζιόσχηµη πρόσοψη,
(Τ2) (στην αρχή κλίση προς την είσοδο ύψους 1,80 µ. και πλάτους
του) και 1,10 µ. 1,10 µ. στη βάση της και 0,60
(στη βάση της µ. στην κορυφή της.
πρόσοψης)
12. Αγ. Κων. Α-Τ3 Μήκος 2,90 µ. Πλάτος 0,60 µ. Παρουσιάζει ήπια κατηφορική Περίπου τετράπλευρη (;),
(Τ3α) (στην αρχή κλίση προς την είσοδο ύψους 1,30 µ. και σταθερού
του) και 0,90 µ. πλάτους περίπου 0,90 µ. στη
(στη βάση της κορυφή και στη βάση της.
πρόσοψης)
439
440
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1Β: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΕΙΣΟ∆ΟΙ ΤΑΦΩΝ
441
Αύξων Τάφος Σχήµα ∆ιαστάσεις Θέση
αριθµός
10. Γαλ.-Τ2 Μικρή είσοδος Ύψος 0,77 µ. και Στο κάτω τµήµα της
µε τοξωτό πλάτος 0,70 µ. (στο πρόσοψης
ανώφλι κατώφλι) και 0,62
µ. (στο ανώφλι)
11. Αγ. Κων. Β-Τ1 Μικρή Ύψος 0,99 µ. και Στη βάση της πρόσοψης
τραπεζιόσχηµη πλάτος 0,90 µ. (στο
είσοδος κατώφλι) και 0,67
µ. (στο ανώφλι)
12. Αγ. Κων. Β-Τ2 Μικρή Στη βάση της πρόσοψης
τραπεζιόσχηµη
είσοδος
13. Αγ. Κων. Β-Τ3 Μικρή Ύψος 0,85 µ. και Στη βάση της πρόσοψης
τραπεζιόσχηµη πλάτος 0,71 µ.
είσοδος
14. Αγ. Κων. Α-Τ1 Στην αρχή του Β.
πλευρικού τοιχώµατος του
δρόµου του Τ2 και στη
βάση αυτού
15. Αγ. Κων. Α-Τ2 Μικρή Ύψος 0,80 µ. και Στη βάση της πρόσοψης
τραπεζιόσχηµη πλάτος 0,53 (στο και περίπου στο µέσον
είσοδος κατώφλι) και 0,50 αυτής
µ. στο ανώφλι
16. Αγ. Κων. Α-Τ3 Μικρή είσοδος Ύψος 0,90 µ. και Λίγο έκκεντρα και
µε τοξωτό πλάτος 0,64 µ. (στο κοντύτερα στο αριστερό
ανώφλι κατώφλι) και 0,57 τοίχωµα
µ. (στο ανώφλι)
17. Αγ. Κων. Α- Μικρή Ύψος 0,65 µ. και Στο Β. πλευρικό τοίχωµα
Τ3α τραπεζιόσχηµη πλάτος0,50 µ. (στο του δρόµου του Τ3, και
είσοδος κατώφλι) και 0,40 στη βάση αυτού, σε
µ. (στο ανώφλι) απόσταση 0,60 µ. από το
µέτωπο.
442
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1Γ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΣΤΟΜΙΑ
443
Αύξων Τάφος Μήκος Πλάτος ∆άπεδο
αριθµός
444
Αύξων Τάφος Μήκος Πλάτος ∆άπεδο
αριθµός
17. Αγ. Κων. Α- 0,85 µ -1,00 µ.. Το πλάτος Το δάπεδο µε οµαλή
Τ3α διευρύνεται λίγο κατηφορική κλίση προς τον
προς το εσωτερικό θάλαµο. Στο εξωτερικό άκρο
από 0,50-0,55 µ. διέθετε βαθµίδα ανόδου προς
τον δρόµο του Τ3, ύψους
0,17 µ.
445
446
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1∆: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΞΕΡΟΛΙΘΙΕΣ
Αύξων Τάφος Εξωτερική όψη Εσωτερική όψη Υλικά ∆ιαστάσεις και σειρές
αριθµός
1. Μακρ.-Τ1 Στην εξωτερική όψη, υπήρχαν λίγοι Ντόπιοι αργοί λίθοι Υπήρχαν και άλλες
ακατάστατα και αραιά (γκριζωπός εσωτερικές σειρές λίθων.
τοποθετηµένοι λίθοι, µέσα σε ασβεστόλιθος) και λίγα Οι λίθοι έφρασσαν την
κιµιλόχωµα. Τρεις από αυτούς, στη κοµµάτια κιµιλιάς είσοδο και το στόµιο σε
βάση της κατασκευής, εξείχαν κατά όλο του το βάθος.
0,20 µ. προς το εσωτερικό του
δρόµου.
2. Μακρ.-Τ2 Η εξωτερική όψη, χαλαρή Ντόπιοι αργοί ποταµίσιοι Υπήρχαν και άλλες
κατασκευή, ως µικρός ακατάστατος αµµόλιθοι και εσωτερικές σειρές λίθων.
σωρός, που στένευε προς τα επάνω ασβεστόλιθοι, που ήταν Οι λίθοι έφρασσαν την
και εδραζόταν επάνω σε επίχωση όλοι σχεδόν φυσικοί είσοδο και το στόµιο σε
µέγιστου ύψους 0,30 µ., εξείχε δε πλακοειδείς. Ανάµεσά όλο του το βάθος.
προς το εσωτερικό του δρόµου τους υπήρχαν και λίγα
κατά 0,35 µ. και προς τα πλάγια όστρακα.
φθάνοντας µέχρι τα πλευρικά
τοιχώµατα.
3. Μακρ.-Τ3 Η εξωτερική όψη, χαλαρή Η εσωτερική σειρά λίθων Ντόπιοι αργοί λίθοι, Υπήρχαν και άλλες
κατασκευή, µικρός ακατάστατος εφάρµοζε ακριβώς µέσα πλακοειδείς κυρίως, αλλά εσωτερικές σειρές λίθων.
σωρός που στένευε προς τα επάνω στο πλαίσιο της εισόδου. και µικροί στρογγυλοί, Οι λίθοι έφρασσαν την
και εδραζόταν επάνω σε επίχωση Αποτελείτο από δύο και από γκριζωπό είσοδο και όλο το βάθος
ύψους 0,43 µ., εξείχε δε προς το τρεις στρώσεις λίθων, που ασβεστόλιθο, σχιστόλιθο του στοµίου, προεξέχοντας
εσωτερικό του δρόµου για 0,44 µ., κατελάµβαναν τα άκρα και λίγα τεµάχια κιµιλιάς λίγο προς το εσωτερικό του
αλλά και προς τα πλάγια. κοντά στο κατώφλι και στο θαλάµου.
ανώφλι αντίστοιχα, ενώ
µεταξύ τους µεσολαβούσε
στρώση χώµατος 0,25 µ.
Ο τρόπος αυτός
κατασκευής καταδεικνύει
δύο διαφορετικές χρήσεις
του τάφου
447
α/α Τάφος Εξωτερική όψη Εσωτερική όψη Υλικά ∆ιαστάσεις και σειρές
4. Μακρ.-Τ5 ∆ύο στρώσεις λίθων, Η εσωτερική σειρά λίθων Αργοί λίθοι της περιοχής Μόνο οι δύο
τοποθετηµένοι πλαγιαστά, που εφάρµοζε ακριβώς στο προαναφερθείσες σειρές.
εδράζονταν επάνω σε επίχωση πλαίσιο της εισόδου. Οι λίθοι εισχωρούσαν στο
ύψους 0,24 µ. από το δάπεδο και Αποτελείτο από πέντε στόµιο µέχρι βάθος 0,37 µ.
εξείχαν προς το εσωτερικό του στρώσεις λίθων, στις οποίες
δρόµου κατά γινόταν εναλλαγή, µιας
0,57 µ.. στρώσης µεσαίων λίθων
και µιας στρώσης από έναν
µεγάλο λίθο. Εδραζόταν
επάνω επίχωση µέγ. ύψους
0,20 µ από το ανώφλι
5. Μακρ.-Τ6 Χαλαρός σωρός από µεγαλύτερους Η εσωτερική σειρά λίθων Αργοί στρογγυλοί και Υπήρχαν και άλλες
λίθους κάτω και µικρότερους σφράγιζε µε ακρίβεια την πλακοειδείς λίθοι, εσωτερικές σειρές λίθων.
επάνω. Οι κατώτεροι λίθοι εξείχαν είσοδο. Αποτελείτο από µεσαίου διαµετρήµατος, Οι λίθοι έφρασσαν την
κατά το µέγιστο 0,50 µ. προς το εννεά στρώσεις λίθων, από γκριζωπό είσοδο και όλο το βάθος
εσωτερικό του δρόµου και 0,20 µ. µεσαίου διαµετρήµατος, µε ασβεστόλιθο της του στοµίου, προεξέχοντας
εκατέρωθεν του στοµίου. µικρότερους να σφραγίζουν περιοχής. λίγο προς το εσωτερικό του
τα κενά σα σφήνες. ∆όµηση θαλάµου.
γερή, χωρίς κενά. Εξείχε
κατά το µέγιστο 0,15 µ.
προς το εσωτερικό του
δρόµου
6. Μακρ.-Τ7 Καλοκτισµένη. Υπήρχαν και άλλες
10 τακτοποιηµένες στρώσεις λίθων. εσωτερικές σειρές λίθων.
Στο κάτω άκρο, λίγοι λίθοι Οι λίθοι έφρασσαν την
προεξείχαν για 0,20 µ. προς το είσοδο και όλο το βάθος
εσωτερικό του δρόµου, στηρίζοντας του στοµίου, προεξέχοντας
το σύνολο. λίγο προς το εσωτερικό του
θαλάµου
448
Αύξων Τάφος Εξωτερική όψη Εσωτερική όψη Υλικά ∆ιαστάσεις και σειρές
αριθµός
449
Αύξων Τάφος Εξωτερική όψη Εσωτερική όψη Υλικά ∆ιαστάσεις και σειρές
αριθµός
11. Αγ. Κων.Β-Τ1 Η ξερολιθιά είχε παραβιαστεί κατά Ντόπιοι αργοί λίθοι
τη σύληση του τάφου και από τους
λίθους είχαν αποµείνει στη θέση
τους µόνο λίγοι, στο αριστερό και
κάτω τµήµα του στοµίου, ενώ οι
υπόλοιποι είχαν καταρρεύσει στο
εσωτερικό του θαλάµου.
12. Αγ. Κων. Β-Τ2 Η ξερολιθιά είχε παραβιαστεί κατά Ντόπιοι αργοί λίθοι.
τη σύληση. Στη θέση τους είχαν
αποµείνει µόνο τέσσερις λίθοι, στο
εσωτερικό τµήµα του στοµίου.
Μερικοί από τους λίθους είχαν
καταρρεύσει προς το εσωτερικό.
Κάποιοι άλλοι αναµεµιγµένοι µε
χώµα είχαν χρησιµοποιηθεί από
τους αρχαιοκάπηλους, για την
κάλυψη της οπής της εισόδου.
13. Αγ. Κων. Β-Τ3 Η ξερολιθιά είχε παραβιαστεί κατά
τη λαθρανασκαφή. Από τους λίθους
είχαν αποµείνει στη θέση τους µόνο
λίγοι στη βάση του στοµίου.
12. Αγ. Κων. Α- Τ1 Ξερολιθιά δύο στρώσεων έφρασσε
τη µικρή είσοδο του δρόµου του
τάφου 1, που αποτελούσε
ουσιαστικά παραθάλαµο του τάφου
2.
13. Αγ. Κων. Α-Τ2 Μερικοί λίθοι της ξερολιθιάς είχαν
αποµείνει στη θέση τους,
διατηρούµενοι µέχρι ύψους
0,50 µ., ενώ οι υπόλοιποι είχαν
µετακινηθεί κατά τη
λαθρανασκαφή.
450
Αύξων Τάφος Εξωτερική όψη Εσωτερική όψη Υλικά ∆ιαστάσεις και σειρές
αριθµός
451
452
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1E: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΘΑΛΑΜΟΙ
Αύξων Τάφος Σχήµα και διαστάσεις Συµµετρία θαλάµου Οροφή Τοιχώµατα και δάπεδο
αριθµός θαλάµου
1. Μακρ.-Τ1 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Ανοίγεται έκκεντρα σε Η οροφή έχει καταρρεύσει Μεγάλα τµήµατα των τοιχωµάτων
µε διαµέτρους 2,30 Χ 1,87 µ. σχέση µε τον κατά συνολικά έχουν καταρρεύσει και σώθηκαν σε
(µικρού µεγέθους). µήκος άξονα, µε το ύψος 0,78 µ., στο Β∆ τµήµα κοντά
µεγαλύτερο τµήµα στα στην είσοδο.
δεξιά της εισόδου ∆άπεδο οριζόντιο, 0,40 µ. βαθύτερα
από του στοµίου µε σκαλοπάτι
2. Μακρ.-Τ2 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Ανοιγµένος συµµετρικά Η οροφή του έχει καταρρεύσει ∆άπεδο σχετικά ανώµαλο. Σε βάθος
µε διαµέτρους 2,55 Χ 2,40 µ. σε σχέση µε τον κατά στο ∆. προς κεντρικό τµήµα, ενώ 0,30 µ. από του στοµίου, µε
(µετρίου µεγέθους). µήκος άξονα. στο Α. (πίσω) τµήµα σώζεται σε µεσολάβηση σκαλοπατιού.
ύψος 2,73 µ. πάνω από το
δάπεδο, όπου παρόλη τη
διάβρωση διαπιστώνεται το
θολωτό σχήµα της.
3. Μακρ.-Τ3 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικού Ανοιγµένος έκκεντρα Η οροφή του έχει καταρρεύσει Τα πίσω τοιχώµατα διατηρήθηκαν
σχήµατος, µε διαµέτρους 3,48 σε σχέση µε τον κατά στο Ν∆. τµήµα, κοντά στο καλά και έχουν κοίλη επιφάνεια, σε
Χ 2,85 µ. (µεγάλου µεγέθους). µήκος άξονα, µε το στόµιο, ενώ στο πίσω τµήµα συνέχεια του θολωτού σχήµατος
µεγαλύτερο τµήµα του σώζεται σε ύψος 2,67 µ. πάνω της οροφής.
στα δεξιά. από το δάπεδο και έχει θολωτό ∆άπεδο έχει επιφάνεια ανώµαλη µε
σχήµα. µικρή κλίση προς Α. Βρίσκεται σε
0,20 µ. βαθύτερα από του στοµίου,
µε µεσολάβηση µικρού
σκαλοπατιού.
4. Μακρ.-Τ5 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Ανοιγµένος λίγο Η οροφή έχει καταρρεύσει στο ∆. Τα τοιχώµατα έχουν καταστραφεί
µε διαµέτρους 2,67 Χ 2,28 µ. έκκεντρα, σε σχέση µε άκρο και σε τµήµα του στοµίου, σε µεγάλο βαθµό και στην πλευρά
(µετρίου µεγέθους). τον κατά µήκος άξονα, ενώ στο πίσω (Α.) τµήµα σώζεται της εισόδου είναι αποδυναµωµένα,
µε το µεγαλύτερο σε ύψος 2,57 µ. και έχει θολωτό ενώ το εσωτερικό τοίχωµα του
τµήµα του στα σχήµα. στοµίου έχει υποστεί µεγάλη
αριστερά. καταστροφή.
∆άπεδο πολύ καλά οριζόντιο και
λείο, αποτελεί οµαλή συνέχεια του
δαπέδου του δρόµου, χωρίς
µεσολάβηση σκαλοπατιού
453
Αύξων Τάφος Σχήµα και διαστάσεις Συµµετρία θαλάµου Οροφή Τοιχώµατα και δάπεδο
αριθµός θαλάµου
5. Μακρ.-Τ6 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Ανοιγµένος λίγο Η οροφή έχει καταστραφεί Η επιφάνεια των τοιχωµάτων
µε διαµέτρους 2,90 Χ 2,65 µ. έκκεντρα σε σχέση µε συνολικά. παρουσιάζει πολλές φθορές,
(µετρίου µεγέθους). τον κατά µήκος άξονα, εξαιτίας µικρότερων ή µεγαλύτερων
µε το µεγαλύτερο εσωτερικών καταρρεύσεων.
τµήµα του στα Το δάπεδο έχει επιφάνεια ανώµαλη
αριστερά και τραχιά, που βρίσκεται 0,17 µ.
βαθύτερα από του στοµίου, µε τη
µεσολάβηση µικρού σκαλοπατιού.
6. Μακρ.-Τ7 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Ανοιγµένος περίπου Το τµήµα της οροφής και τα Κατεστραµµένα ανώτερα
µε διαµέτρους 2,05 Χ 2,10 µ. συµµετρικά, σε σχέση ανώτερα τοιχώµατα έχουν τοιχώµατα
(µικρού µεγέθους). µε τον κατά µήκος καταστραφεί κατά τις εκσκαφικές Το δάπεδο έχει επιφάνεια ανώµαλη
άξονα του τάφου. εργασίες, ενώ στο σωζόµενο Ν. και σαθρή, όπως και τα τοιχώµατα
τµήµα της είναι θολωτή. και αποτελεί οµαλή συνέχεια του
δαπέδου του στοµίου, χωρίς
µεσολάβηση σκαλοπατιού.
7. Γεωργ.-Τ1 Θάλαµος σχήµατος Ανοιγµένος έκκεντρα, Το Ν. τµήµα της οροφής Εσωτερική επιφάνεια τοιχωµάτων
ακανόνιστου νεφροειδούς, µε σε σχέση µε τον κατά έχει καταστραφεί ολοσχερώς από τραχιά.
διαµέτρους 2,60 Χ 1,57 µ. µήκος άξονα, µε το το µηχάνηµα, ενώ το Β. τµήµα Το δάπεδο αποτελεί οµαλή
(µικρού µεγέθους) µεγαλύτερο τµήµα του της σώζεται σε ύψος 1,46 µ. από συνέχεια του δαπέδου του στοµίου,
στα αριστερά (Β.) της το δάπεδο και έχει σχήµα θολωτό. χωρίς µεσολάβηση σκαλοπατιού
εισόδου. Η Η εσωτερική επιφάνεια οροφής και έχει επιφάνεια σαθρή, όπως και
ατροφικότητα στου και τοιχωµάτων αρκετά τραχιά, τα τοιχώµατα.
δεξιού τµήµατος λόγω της κακής ποιότητας του
οφείλεται στη δυσκολία εδάφους και λόγω των µικρών
κατά τη λάξευση, λόγω εσωτερικών καταρρεύσεων.
της περιεκτικότητας
του εδάφους σε
µεγάλους φυσικούς
λίθους.
454
Αύξων Τάφος Σχήµα και διαστάσεις Συµµετρία θαλάµου Οροφή Τοιχώµατα και δάπεδο
αριθµός θαλάµου
8. Γεωργ.-Τ2 Θάλαµος σχήµατος Ανοιγµένος λίγο Η οροφή σώθηκε και έχει σχήµα Επιφάνεια τοιχωµάτων µε τοπικές
τετράπλευρου, µε έκκεντρα, σε σχέση µε θολωτό. Η επιφάνεια οροφής και φθορές
στρογγυλευµένες γωνίες, µε τον κατά µήκος άξονα, τοιχωµάτων παρουσιάζουν Το δάπεδο είναι σκληρό και
διαµέτρους 2,98 Χ 2,30µ. µε το µεγαλύτερο τοπικές φθορές, λόγω των ανισόπεδο και έχει κυµαινόµενο
(µετρίου µεγέθους) τµήµα του στα εσωτερικών καταρρεύσεων. Το βάθος. Αποτελεί οµαλή συνέχεια
αριστερά της εισόδου. ύψος του θαλάµου, 2,90 µ., δεν του στοµίου, χωρίς µεσολάβηση
αντιστοιχεί στο αρχικό, αλλά στη σκαλοπατιού.
διαµόρφωση µετά τις πτώσεις της
οροφής.
9. Γαλ.-Τ1 Θάλαµος σχήµατος ακανόνιστα Η οροφή έχει καταρρεύσει Τα τοιχώµατα σώθηκαν σε αρκετό
κυκλικού, µε διαµέτρους 2,50 Χ σχεδόν συνολικά, εκτός από ύψος, αλλά η επιφάνειά τους
2,50 µ. (µετρίου µεγέθους) µικρό τµήµα στο Ν/Ν∆. άκρο, παρουσιάζει µεγάλη φθορά, λόγω
πάνω από την ξερολιθιά, όπου της σαθρότητας του πετρώµατος.
διατηρήθηκε σε µέγ. ύψος 1,95 µ. Επικάλυψη του δαπέδου µε λεπτή
στρώση επίχωσης, πάχους 0,10 µ.
10. Γαλ.-Τ2 Θάλαµος ακανόνιστα κυκλικός, Η οροφή του τάφου είχε Μαζί µε την οροφή είχαν
µε διαµέτρους 2,35 Χ 2,47 µ. διατηρηθεί εξωτερικά, αλλά στο καταρρεύσει και τµήµατα των
(µετρίου µεγέθους) εσωτερικό είχε προκληθεί µεγάλη τοιχωµάτων, τα οποία διασώθηκαν
καταστροφή της θόλωσης. σε µέγ. ύψος 0,50 µ. µαζί µε την
απαρχή της θόλωσης., στο Β.
τµήµα.
11. Γαλ.-Τ3 Θάλαµος ακανόνιστα Θολωτή οροφή. Σωζόταν σε ύψος Ρηγµατώσεις και εσωτερικές
πεταλόσχηµος, µε διαµέτρους 1,03 µ. φθορές των τοιχωµάτων. Σώζονταν
1,60 Χ 1,73 µ. (µικρός). σε µέγ. ύψος 1,03 µ.
12. Αγ. Κων. Β- Θάλαµος σχήµατος κυκλικού, Η οροφή του σώζεται σε µέγιστο
Τ1 µε διαστάσεις ύψος 1,78 µ. επάνω από το
2,81 Χ 2,75 µ. (µετρίου δάπεδο
µεγέθους)
455
Αύξων Τάφος Σχήµα και διαστάσεις Συµµετρία θαλάµου Οροφή Τοιχώµατα και δάπεδο
αριθµός θαλάµου
13. Αγ. Κων. Β- Θάλαµος σχήµατος Η οροφή σώζεται σε µέγιστο Εσωτερική φθορά των τοιχωµάτων
Τ2 ελλειπτικού, µε διαστάσεις 3,60 ύψος 1,90 µ., αλλά η εσωτερική
Χ 3,15 µ. (µεγάλου µεγέθους) επιφάνεια αυτής και των
τοιχωµάτων παρουσιάζουν
φθορές, που οφείλονται σε
εσωτερικές καταρρεύσεις.
14. Αγ. Κων. Β- Θάλαµος σχήµατος Η οροφή του σώζεται σε µέγιστο
Τ3 ελλειπτικού, µε διαστάσεις 1,85 ύψος 1,65 µ., αλλά έχει υποστεί
Χ 2,30µ. (µικρού µεγέθους) µεγάλη εσωτερική κατάρρευση
στο πίσω τµήµα.
15. Αγ. Κων. Α- Θάλαµος ακανόνιστου Η οροφή του είχε καταρρεύσει Μεταξύ στοµίου και θαλάµου
Τ1 τετράπλευρου σχήµατος, µε και ο θάλαµος σωζόταν µέχρι µεσολαβεί µικρό σκαλοπάτι
διαστάσεις 2,80 Χ 2,50 µ. µέγιστο ύψος 1,70 µ. στο πίσω καθόδου, ύψους 0,20 µ.
(µετρίου µεγέθους) (Β. ) τοίχωµα.
16. Αγ. Κων. Α- Θάλαµος συγκεχυµένου Η οροφή του διατηρήθηκε και Η µετάβαση από το στόµιο προς
Τ2 σχήµατος, πιθανώς έχει θολωτό ή σαµαρωτό σχήµα τον θάλαµο γίνεται µε µικρό
τετράπλευρου, µε διαστάσεις και ύψος 1,85 µ. κατηφορικό σκαλοπάτι, 0,35 µ.
2,80 Χ 2,50 µ. (µετρίου
µεγέθους)
17. Αγ. Κων. Α- Θάλαµος σχήµατος ακανόνιστα Η οροφή είχε καταρρεύσει. Τα τοιχώµατα διατηρήθηκαν σε
Τ3 κυκλικού, µε διαστάσεις 2,20 Χ µέγιστο ύψος 1,50 µ., στη Β∆.
2,30 µ. (µικρού µεγέθους). πλευρά, κοντά στην είσοδο.
Η µετάβαση από το στόµιο προς
τον θάλαµο γίνεται µε µικρό
σκαλοπάτι καθόδου, 0,30 µ.
18. Αγ. Κων. Α- Θάλαµος σχήµατος Η οροφή του έχει καταρρεύσει. Τα τοιχώµατα σώθηκαν σε µέγιστο
Τ3α ελλειπτικού, µε διαστάσεις 2,45 ύψος 1,40 µ., στη ΝΑ. πλευρά,
Χ 1,70 µ. (µικρού µεγέθους) όπου διατηρήθηκε η αρχή της
θόλωσης.
Η µετάβαση από το στόµιο προς
τον θάλαµο είναι οµαλή, χωρίς
σκαλοπάτι.
456
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ΣΤ: ΛΑΚΚΟΙ
Αύξων Τάφος Τοποθέτηση Σχήµα ∆ιαστάσεις Κάλυψη
αριθµός
1. Μακρ.-Τ6 Μπροστά Επίµηκες 1,75 Χ 0,60 µ. και Από 5 πλακοειδείς
από την βάθος 0,60 µ. λίθους, που βρέθηκαν
είσοδο στη θέση τους.
Από πάνω σφράγισµα
µε στρώση άοπτου
πηλού.
2. Αγ. Κων. Β- Κατά µήκος Επίµηκες 1,40 Χ 0,30 µ. και Από πλακοειδείς
Τ1 του ∆. βάθος 0,60 µ. λίθους, από τους
Τοιχώµατος. οποίους στη θέση του
είχε αποµείνει µόνο ο
βορειότερος µετά τη
σύληση.
3. Αγ. Κων. Α- ∆ίπλα στο Β. Τρεις µετακινηµένοι
Τ2 τοίχωµα του πλακοειδείς λίθοι
θαλάµου,
σκαµµένος
στο πλαίσιο
του
ανώτερου
ταφικού
στρώµατος
457
458
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2Α: ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΤΑΦΕΣ ΖΩΗΤΑ∆ΑΣ, ΑΓ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αύξων Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
αριθµός ταφής χρονολόγηση
1. Μακρ. Τ1 Μερικά οστά Πολύ κοντά στο Β. Κακή
χωρίς συνοχή τοίχωµα (αριστερά ΥΕ ΙΙΙΑ1-
σκελετού. της εισόδου) ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη
2. Μακρ. Τ2 Ταφή Α Πολύ κοντά στο Ν. Πλαγίως συνεσταλµένη Α/∆, µε το κρανίο προς Αποσπασµατική το κρανίο
(ανώτερο τοίχωµα (στα δεξιά (µε το κρανίο και τα το βάθος του θαλάµου θραυσµένο η κάτω γνάθος ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
ταφικό της εισόδου) συνεσταλµένα σκέλη (Α). µετακινηµένη ελαφρώς Ύστερη
στρώµα) να έχουν φορά προς Β.)
3. Μακρ. Τ2 Ταφή Β Πολύ κοντά στο Β. Υπτίως συνεσταλµένη, Α/∆, µε το κρανίο προς Μέτρια Γυνακεία (µε βάση
(κατώτερο τοίχωµα τα σκέλη µε φορά προς το βάθος του θαλάµου την παρατήρηση των
ταφικό (στα αριστερά της Ν., τα χέρια λυγισµένα (Α.) οστών)
στρώµα) εισόδου) στους αγκώνες ΥΕ ΙΙΙΒ
ακουµπούσαν
παράλληλα µεταξύ
τους πάνω στην
κοιλιακή χώρα
4. Μακρ. Τ3 Ταφή Α Κοντά στο Ν. Υπτίως συνεσταλµένη, Β/Ν, µε το κρανίο προς Μέτρια, ελλιπής
(ανώτερο τοίχωµα τα σκέλη µε φορά προς Ν. ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
ταφικό (στα δεξιά της Α., χέρια λυγισµένα,
στρώµα) εισόδου) ακουµπούσαν
παράλληλα µεταξύ
τους πάνω στην
κοιλιακή χώρα
5. Μακρ. Τ3 Ταφή Β Άσχηµη, το κρανίο
(ανώτερο ″ ″ ″ µετακινηµένο ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
ταφικό Μέση
στρώµα)
459
α/α Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
ταφής χρονολόγηση
6. Μακρ. Τ3 Ταφή Α Ν. τµήµα του Πλαγίως Α/∆., µε το κρανίο προς Άσχηµη και
(κατώτερο θαλάµου συνεσταλµένη, τα το βάθος του θαλάµου αποσπασµατική ΥΕ ΙΙΙΑ1-
ταφικό σκέλη µε φορά προς Β., (Α.). ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
στρώµα) το σωζόµενο δεξί χέρι
ελαφρώς λυγισµένο
στον αγκώνα
7. Μακρ. Τ6 Ταφές Α και Κοντά στο Β. ∆ιαταραγµένες
Β τοίχωµα ταφές ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
8. Μακρ. Τ6 Ταφή Γ Πίσω και κεντρικό Ασαφής, πιθανώς Α/∆., µε το κρανίο προς Άσχηµη
τµήµα του θαλάµου υπτίως συνεσταλµένη, το βάθος του θαλάµου ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
τα σκέλη µε φορά προς (Α.) Ύστερη
Β. και τα χέρια
τεντωµένα παράλληλα
µε το σώµα
9. Μακρ. Τ6 Ταφή ∆ Ασαφής, πιθανώς Άσχηµη
″ υπτίως συνεσταλµένη, ″ ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
τα σκέλη µε φορά προς Ύστερη
Ν. και τα χέρια
παράλληλα µε τον
κορµό, το δεξί µε
ελαφρά κάµψη στον
αγκώνα
10. Μακρ. Τ6 Ταφή Ε Πίσω και Ν. τµήµα Ύπτια µε έντονα Μέτρια, µε θραυσµένο το
του θαλάµου συνεσταλµένα σκέλη, ″ κρανίο ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
τα οποία είχαν φορά
προς Β., τα χέρια
τεντωµένα παράλληλα
µε το σώµα
460
Αύξων Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
αριθµός ταφής χρονολόγηση
11. Μακρ. Τ6 Ταφή του Στο δάπεδο του Υπτίως οκλάζουσα, µε Β/Ν., µε το κρανίο προς Αποσπασµατική Πιθανώς
λάκκου λάκκου τα γόνατα ψηλά Β. παιδί ή έφηβος
(οκλαδόν), το δεξί χέρι (µε βάση την
τεντωµένο και το παρατήρηση των
αριστερό λυγισµένο και οστών)
ακουµπισµένο πάνω ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
στην κοιλία Ύστερη
12. Μακρ. Τ7 Ταφή Α Πίσω και Β. τµήµα Υπτίως συνεσταλµένη, Α/∆., µε το κρανίο προς Μέτρια
του θαλάµου τα σκέλη µε φορά προς το βάθος του θαλάµου ΥΕ ΙΙΙΑ1-
Β., τα χέρια τεντωµένα (Α.) ΥΕ ΙΙΙΑ2 Πρώιµη
παράλληλα µε τον
κορµό
461
Αύξων Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
αριθµός ταφής χρονολόγηση
16. Μακρ. Τ7 Ταφή Ε Ν. τµήµα του Ασαφής Β/Ν., µε το κρανίο προς Εντελώς αποσπασµατική
θαλάµου, πιο Ν. και διαταραγµένη ΥΕ ΙΙΙΑ2
µπροστά από τις
άλλες ταφές
17. Γεωργ. Τ2 Ταφές Α και Β. τµήµα του Υπτίως συνεσταλµένες, Α/∆., µε το κρανίο προς Άσχηµη, πολύ ελλιπείς
Β θαλάµου σύµφωνα µε τις το βάθος του θαλάµου σκελετοί ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη-
ενδείξεις (Α.) Μέση
18. Γαλ. Τ1 Ταφή Α Ν. τµήµα του Υπτίως συνεσταλµένη, Α/∆., µε το κρανίο προς Μέτρια και ελλιπής
θαλάµου τα σκέλη µε φορά προς το βάθος του θαλάµου ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
Ν., τα χέρια διπλωµένα (Α.)
πάνω στην κοιλιακή
χώρα
19. Γαλ. Τ1 Ταφή Β Ν. τµήµα του Ύπτια κατά τον άνω Α/∆., µε το κρανίο προς Αποσπασµατική και Γυναίκα (;)
θαλάµου κορµό και ασαφής ως το βάθος του θαλάµου διαταραγµένη < 25 ετών
προς τη στάση των (Α.)
ποδιών, σωζόµενο ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
αριστερό χέρι ύστερη
τεντωµένο κατά µήκος
του σώµατος
20. Γαλ. Τ1 Ταφή Γ Πίσω και κεντρικό Ύπτια συνεσταλµένη, Α/∆., µε το κρανίο προς Άσχηµη και ελλιπής Παιδί (αδιάγνωστου
τµήµα του θαλάµου, τα σκέλη µε φορά προς Α. φύλου)
πολύ κοντά στο Α. Ν., το σωζόµενο δεξί 5 ετών (± 1,5)
τοίχωµα βραχιόνιο κατά µήκος
του σώµατος ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη
462
Αύξων Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
αριθµός ταφής χρονολόγηση
21. Γαλ. Τ1 Ταφή ∆ Κατά µήκος του Β. Ύπτια κατά τον άνω Α/∆., µε το κρανίο προς Μέτρια, ελλιπής ως προς Γυναίκα
τοιχώµατος κορµό, τα σκέλη ελλιπή το βάθος του θαλάµου τις κνήµες 20-25 ετών
ως προς τις κνήµες, το (Α.) ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση
δεξί χέρι µε ισχυρή
κάµψη κατέληγε στον
αντίστοιχο ώµο, ενώ το
αριστερό κατέληγε
επάνω στην κοιλιά
22. Γαλ. Τ1 Ταφή Ε Κατά µήκος του Β∆. Πλαγίως Μέτρια, λίγο διαταραγµένη ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
τοιχώµατος συνεσταλµένη, τα ″ Ύστερη
σκέλη µε φορά προς
ΝΑ., το αριστερό χέρι
λυγισµένο στο πλάι σε
γωνία 90ο και το
υπερκείµενο δεξί
πεσµένο µε τον αγκώνα
προς το κέντρο του
θαλάµου
23. Γαλ. Τ2 Ταφή 1 Κεντρικό τµήµα του Πλαγίως Α/∆., µε το κρανίο προς Μέτρια Άνδρας,
θαλάµου συνεσταλµένη, τα το βάθος του θαλάµου > 40 ετών
σκέλη µε φορά προς Β., (Α.)
τα χέρια λυγισµένα ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση-
παράλληλα µεταξύ Ύστερη
τους µπροστά από το
στήθος
463
Αύξων Τάφος Ταφή Τοποθέτηση Στάση εναπόθεσης Προσανατολισµός Κατ. ∆ιατήρ. Φύλο, ηλικία,
αριθµός ταφής χρονολόγηση
ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιµη
28 Αγ. Κων. Α/ Ταφή Πίσω και κεντρικό Ασαφής, µε τα σκέλη Β∆/ΝΑ., µε το κρανίο Ελλιπής και διαταραγµένη
Τ3 (ΟΣ. 3) τµήµα του θαλάµου συνεσταλµένα προς το βάθος του
θαλάµου (ΝΑ.)
29. Αγ. Κων. Α/ Ταφή Πίσω και κεντρικό Ύπτια κατά τον άνω Ελλιπής και διαταραγµένη ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση (;)
Τ3 (ΟΣ. 2) τµήµα του θαλάµου, κορµό, ελλιπής και ″
δίπλα και στα ΒΑ. ασαφής ως προς τα
της προηγούµενης σκέλη, χέρια τεντωµένα
κατά µήκος του
σώµατος
30. Αγ. Κων. Α/ Ταφή Πίσω και αριστερό Παραµερισµένη (;) Ελλιπής και διαταραγµένη ΥΕ ΙΙΙΓ Μέση (;)
Τ3 (ΟΣ. 4) (ΒΑ.) τµήµα του
θαλάµου
464
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2Β: ∆ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΤΑΦΕΣ ΖΩΗΤΑ∆ΑΣ, ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
465
Αύξων Τάφος Ανακοµιδή Τοποθέτηση ∆ιαστάσεις Σύνολο Φύλο
αριθµός ανακοµιδής παραµερισµένων ταφών και ηλικία
νεκρών
9. Γαλ.-Τ2 Ανακοµιδή 1 Επάνω σε τεχνητό Έκταση µήκους 13 ενήλικες και 2 παιδιά 3 άνδρες ηλικίας 25-
θρανίο, κατά µήκος 2,34 µ. Συνολικά 15 35, 30-35, 40-45
του Β. τοιχώµατος ετών.
2 άνδρες µεγαλύτεροι
των 45 ετών.
4 άνδρες µικρότεροι
των 25 ετών.
4 γυναίκες 20-25, 20-
30, 25-35 ετών.
2 παιδιά, ηλικίας 5
ετών (±1,5 ) και το
δεύτερο ίσως νεότερο
466
Αύξων Τάφος Ανακοµιδή Τοποθέτηση ∆ιαστάσεις Σύνολο Φύλο
αριθµός ανακοµιδής παραµερισµένων ταφών και ηλικία
νεκρών
13. Αγ. Κων. Α- ΟΣ. 1 Κατά µήκος του 1,30 µ. Χ Έξι
Τ3 δεξιού (Ν∆.) 0,40 µ.
τοιχώµατος του
θαλάµου
467
468
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2Γ: ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ ΤΑΦΩΝ, ΑΝΑΚΟΜΙ∆ΩΝ
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
1. Μακρ. Τ1 Οστά χωρίς ∆ύο αλάβαστρα (Τ1/Ε1-Ε2)
συνοχή σκελετού και 3 σφονδύλια (Τ1/Ε3-Ε5)
2. Μακρ. Τ2 Ταφή Α Ψευδόστοµος αµφορίσκος
(ανώτερο ταφικό (Τ2/Ε1), σε µικρή απόσταση
στρώµα) απέναντι από το κρανίο, σχεδόν
όρθιος, µε µικρή κλίση
3. Μακρ. Τ2 Ανακοµιδή οστών Χάλκινη τριχολαβίδα (Τ2/Ε11)
(ενδιάµεσο
ταφικό στρώµα)
4. 2 συνανήκοντα όστρακα
" " (Τ2/ΟΜ.7)
5. ∆ίωτος αµφορίσκος (Τ2/Ε6),
" " σε µικρή απόσταση στα Ν. του
σωρού, επάνω σε επίχωση
µικρού ύψους από το δάπεδο
6. Μακρ. Τ2 Κρανίο Κ8 Φακοειδής σφραγιδόλιθος
(ενδιάµεσο (Τ2/Ε7), ακριβώς δίπλα στο
ταφικό στρώµα) κρανίο
7. Μακρ. Τ2 Ταφή Β γυναίκα ∆ύο περιδέραια (Τ2/Ε4) από
(κατώτερο κορναλίνη και γυαλί,
ταφικό στρώµα) περασµένα στον λαιµό, που
κατελάµβαναν όλο το αριστερό
τµήµα του κορµού.
8. ∆ύο ψέλλια από κορναλίνη
" " (Τ2/Ε8-Ε9), ήταν περασµένα
γύρω από τους καρπούς των
χεριών.
9. Χάλκινη περόνη (Μ5448), από
" " το κοσκίνισµα του χώµατος
10. Οστέινη περόνη (Τ2/Ε10),
" " βρέθηκε κατά την αφαίρεση
των οστών
469
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
470
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
30. Μακρ. Τ6 Ταφές Γ και ∆ Οµάδα 12 αγγείων, σε κυκλική
περίπου διάταξη και σε δύο
επάλληλες στρώσεις. Τα
περισσότερα χρονολογούνται
στην ΥΕ ΙΙΙΓ ύστερη-τελική.
Περιλαµβάνονται και δύο λίγο
πρωιµότερα, της ΥΕ ΙΙΙΓ µέσης
και ΥΕ ΙΙΙΓ µέσης-ύστερης, τα
οποία µετακινήθηκαν από
άλλες πρωιµότερες οµάδες,
κατά την πραγµατοποίηση της
τελευταίας (-ων) ταφής (-ών).
31. Μακρ. Τ6 Ταφή Ε Ψευδόστοµος αµφορίσκος
(Τ6/Ε17), δίπλα στον αριστερό
βραχίονα του νεκρού, πεσµένος
στο πλάι
471
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
472
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
473
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
474
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
475
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
476
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
85. Αγ. Κων. Β., Ταφή Β Άνδρας > 35 Αλάβαστρο µε αποφύσεις (F3),
Τ2 ετών κοντά στο κρανίο
86. 2 αβαθείς κύαθοι (F4-F5),
" " κοντά στα οστά των ποδιών,
που προέρχονται όµως ίσως
από την ανακοµιδή
∆ύο πήλινα σφονδύλια (F6-F7),
κάτω από το κρανίο της ταφής
Β και κοντά στα άκρα αυτής
αντίστοιχα.
87. Αγ. Κων. Β., Ανακοµιδή Οκτώ ενήλικες 11 αγγεία, 9 σφονδύλια,
Τ2 (-2 άνδρες 25- χάλκινη αιχµή δόρατος (F12)
35, 30-40, θραύσµατα χάλκινης ταινίας
-γυναίκα 35- (F14), 2 χάλκινοι δακτύλιοι
45 (F31, F35), χάλκινο µαχαίρι
(F20), τραπεζιόσχηµο ακόνι
-γυναίκα 25- (F32), 395 ψήφοι περιδεραίου
35, (F11)
-γυναίκα
νεότερη των
30,
-άνδρας 25-
30,
και τρία
παιδιά
(παιδί 7 ετών
±2)
88. Αγ. Κων. Α., Αναµοχλευµένη Μερικά όστρακα (ΟΜ.1) και
Τ1 επίχωση ένα πήλινο αµφικωνικό
σφονδύλι (Π1)
89. Μόνωτη πρόχους (Τ1/Π2),
" " πάνω στο δάπεδο στη Ν. γωνία
του τάφου
90. Αγ. Κων. Α., Αναµοχλευµένη Λαβή ψευδόστοµου
Τ2 επίχωση, πλήθος αµφορίσκου (ΟΜ.2), πήλινο
οστών αµφικωνικό σφονδύλι (Π4),
όστρακο από την αποκάλυψη
του δαπέδου (ΟΜ.5)
91. Αγ. Κων. Α., Ανώτερο ταφικό Ψευδόστοµος αµφορίσκος (Π1)
Τ2 στρώµα και 2 δακτυλιόσχηµα αγγεία
7 κρανία µαζί µε (Π2-Π3), στην Α. γωνία του
λίγα µακρά οστά, τάφου, επάνω σε πλακοειδή
περιµετρικά των λίθο
τοιχωµάτων
92. 3 αγγεία (Π5, Π6, Π7) στη Ν.
" " γωνία του τάφου, ανατολικά
του Κ7
477
Αύξων Τάφος Ταφή Φύλο και Κτερίσµατα
αριθµός ηλικία νεκρού
93. Αγ. Κων. Α., Κατώτερο ταφικό Χάλκινο ξίφος Naue II (Χ1)
Τ2 στρώµα, κρανίο και µαζί µε αυτό 3 µικρά
Κ4 καρφάκια (Χ2), µικρό χάλκινο
αντικείµενο µε κεντρική οπή
(Χ3) και οστέινο ανάρτηµα
(Λ1)
94. Αγ. Κων. Α., Ανακοµιδή οστών Έξι νεκροί Αλάβαστρο (Π2) στο Ν. άκρο
Τ3 του σωρού και φλάσκη (Π3)
κάτω από τα οστά,
ακουµπισµένη ανάποδα επάνω
στο δάπεδο
95. Αγ. Κων. Α., Ταφή ΟΣ. 3
Τ3
96. Αγ. Κων. Α., Ταφές ΟΣ. 2 και Ψευδόστοµος αµφορίσκος (Π1)
Τ3 ΟΣ. 4 κοντά στις δύο ταφές
478
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
1. Εισαγωγή
479
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
480
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
3. Αποτελέσµατα
Πρωτογενής Ταφή Β:
Το κρανίο (15% πλήρες) ανήκει πιθανόν σε νεαρό ενήλικο άτοµο
αδιάγνωστου φύλου, ενώ η µορφολογία της πυέλου (αριστερή ισχυακή εντοµή) που
συνδέεται µε το άτοµο αυτό πιθανόν καταδεικνύει γυναίκα. Με βάση το βαθµό
συνοστέωσης της λαµβδοειδούς (κρανιακής) ραφής και τη µορφολογία της ωτιαίας
επιφάνειας στο αριστερό ανώνυµο οστό (πύελος) ο θάνατος του ατόµου πιθανόν
επήλθε σε ηλικία µικρότερη των 25 ετών.
Σκελετική Παθολογία
Πάχυνση των κρανιακών τοιχωµάτων και υπερτροφία της διπλόης µε
συνακόλουθη λέπτυνση του έσω και έξω πετάλου και που παρατηρήθηκε σε
θραύσµατα βρεγµατικού οστού (ΕΙΚ.1) πιθανόν συνδεέται µε αναιµία, συγκεκριµένα
µεσογειακή αναιµία ή µεγαλοβλαστική αναιµία λόγω έλλειψης βιταµίνης Β12 (Ortner
2003: 89; Walker et al. 2009), ενώ ελαφρά πορώτητα σε τµήµα της δεξιάς
οφθαλµικής κόγχης πιθανόν καταδεικνύει έλλειψη βιταµινών (Walker et al. 2009).
481
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Πρωτογενής Ταφή Γ:
Η ταφή ανήκει σε παιδί του οποίου η ηλικία θανάτου προσδιορίστηκε περίπου
στα 5 ±1,5 έτη, µε βάση δεδοµένα για την οδοντική ανάπτυξη (Ubelaker 1989)
(ΕΙΚ.2).
∆εν παρατηρήθηκαν παθολογικές αλλοιώσεις στα οστά της ταφής Γ, γεγονός
που πιθανόν συνδέεται (εν µέρει τουλάχιστον) µε την φτωχή διατήρηση των οστών
και την απουσία σκελετικής πληρότητας.
Πρωτογενής Ταφή ∆:
Ο πιο πλήρης σκελετός (κρανίο: 80% πλήρες, µετακρανιακός σκελετός: ≤
30%) στον Τάφο 1 ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 20-25 ετών.
Οδοντική Παθολογία
Τερηδόνα δεν καταγράφηκε σε κανένα από τα δεκαεπτά δόντια που
εξετάσθηκαν, ενώ στον κάτω αριστερό κυνόδοντα παρατηρήθηκαν ίχνη υποπλασίας
αδαµαντίνης. Η υποπλασία αδαµαντίνης αντικατροπτίζει διαταραχές στην ανάπτυξη
της αδαµαντίνης των δοντίων (αδαµαντινογένεση), η οποία συνήθως παίρνει τη
µορφή οριζόντιων γραµµών/αυλακώσεων ή µικρών ακανόνιστων κοιλοτήτων στην
οδοντική µύλη. Η παρουσία της δηλώνει συνήθως διατροφικές ανωµαλίες, ασθένειες
ή άλλες µορφές καταπόνησης του οργανισµού κατά την ηλικία ανάπτυξης των
δοντίων (Ortner 2003, 595). Με βάση δεδοµένα για την οδοντική ανάπτυξη (Ubelaker
1989), το συγκεκριµένο άτοµο πιθανόν βίωσε κάποιο/α από τα παραπάνω περίπου
στην ηλικία των 4 ετών.
482
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
επίσης απούσα από τις αρθρικές επιφάνειες σπονδυλικού σώµατος που ελέγχθησαν.
Σε πέντε περιπτώσεις (12%) καταγράφηκαν όζοι του Schmorl σε αρθρικές επιφάνειες
σώµατος οσφυϊκών (1) και κυρίως θωρακικών (4) σπονδύλων (ΕΙΚ.5). Η παρουσία
τους καταδεικνύει έντονες πιέσεις στο κάτω τµήµα της σπονδυλικής στήλης, αλλά δεν
είναι δυνατόν να προσδιοριστεί µε µεγαλύτερη ακρίβεια η αιτία δηµιουργίας τους
(Waldron 2009,45).
Επίσης, καταγράφηκε επουλωµένο κάταγµα δεξιάς κλείδας (ΕΙΚ.6).
Τέλος, ο χρωµατισµός που παρατηρήθηκε σε φάλαγγα χεριού (ΕΙΚ.7) που
πιθανόν συνδέεται µε το άτοµο αυτό, πιθανόν οφείλεται σε επαφή µε οξειδωµένα
χάλκινα αντικείµενα.
Ανακοµιδή 1:
Τα οστά της ανακοµιδής 1 ανήκουν σε δύο τουλάχιστον άτοµα. Η διατήρηση
των οστών είναι φτωχή και η φθορά του υπο-περιόστεου καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη
την παρατήρηση παθολογικών σκελετικών αλλοιώσεων.
Με βάση συγκεκριµένα χαρακτηριστικά της κρανιακής µορφολογίας, το
βαθµό συνοστέωσης των κρανιακών ραφών καθώς και τα οδοντικά δεδοµένα,
ταυτοποιήθηκαν ένας άνδρας ηλικίας περίπου 20-30 ετών και δεύτερο άτοµο, πιθανόν
επίσης άνδρας της ίδιας ηλικίας περίπου µε τον πρώτο (ίσως λίγο νεώτερος). Με τις
εκτιµήσεις αυτές γενικά συµφωνούν και τα αποτέλεσµατα της εξέτασης του
µετακρανιακού σκελετού.
Λαµβδοειδή οστάρια (µη-µετρικά κρανιακά µορφολογικά χαρακτηριστικά)
είναι παρόντα και στα δύο κρανία της ανακοµιδής 1 (Πίνακας 1).
483
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Οδοντική παθολογία
Σε θραύσµα κάτω γνάθου που πιθανόν συνδέεται µε το κρανίο 4, δύο από τα
τέσσερα δόντια είχαν χαθεί πριν το θάνατο του ατόµου.
Σκελετική παθολογία
∆εν παρατηρήθηκαν ενδείξεις παθολογίας σε κανένα από τα δύο κρανία, ούτε
εκφυλιστικές αλλοιώσεις σε καµία από τις αρθρικές επιφάνειες του µετακρανιακού
σκελετού που εξετάσθηκαν.
Περιοστίτιδα καταγράφηκε στην έσω πλευρά του κάτω 1/3 της διάφυσης της
αριστερής περόνης που συνδέεται µε το κρανίο 5. Η περιοστίτιδα είναι από τις
περισσότερο συνηθισµένες σκελετικές αλλοιώσεις µολυσµατικής προέλευσης. Είναι
η φλεγµονή του περιόστεου εξαιτίας βακτηριακής λοίµωξης ή κάκωσης και η
δηµιουργία νέου οστού (Ortner & Putschar 1981, 132; White and Folkens 2000, 392).
Στη συγκεκριµένη περίπτωση, ο σχηµατισµός νέου ακανόνιστου οστού πιθανόν
οφείλεται σε έντονη καταπόνηση των τενόντων που προσφύονται σε αυτό το σηµείο
και της µεσόστεου µεµβράνης κατά την εκτέλεση φυσικών δραστηριοτήτων (Mann &
Murphy 1990: 121; White &Folkens 2000: 245).
484
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
485
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Άτοµο 1α:
Άνδρας ηλικίας µεγαλύτερης των 40 ετών (Κρανίο Α: 80% πλήρες).
Μετακρανιακά οστά πιθανόν συνδεόµενα µε το άτοµο αυτό αντιπροσωπεύουν
λιγότερο από το 25% πλήρους µετακρανιακού σκελετού.
Οδοντική παθολογία
Προχωρηµένη οστική απορρόφηση της άνω γνάθου συνδέεται πιθανότατα µε
την προθανάτια απώλεια δοντιών. Σε διάστηµα αρκετά προγενέστερο του θανάτου
του, είχε απωλέσει τουλάχιστον επτά από τα δέκα δόντια της άνω γνάθου για τα
οποία ήταν δυνατή η σχετική παρατήρηση. Επιπροσθέτως σηµειώνεται ότι ο
αριστερός άνω κυνόδοντας της µόνιµης οδοντοστοιχίας βρίσκεται εκτός του
οδοντικού τόξου (εκτοπισµός) (ΕΙΚ.8).
486
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Σκελετική Παθολογία
Στο µετωπιαίο οστό του κρανίου της ταφής 1α, στην ευθεία του βρέγµατος και
σε απόσταση 5 εκ. κάτω από αυτό, καταγράφηκε ένα πιθανό επουλωµένο εµπίεστο
κάταγµα. Η φθορά του υπο-περιόστεου δεν επιτρέπει περαιτέρω παρατηρήσεις.
Υπερτροφία της διπλόης µε συνακόλουθη λέπτυνση του έσω και έξω πετάλου των
κρανιακών οστών πιθανόν συνδεέται µε αναιµία, συγκεκριµένα µεσογειακή αναιµία ή
µεγαλοβλαστική αναιµία λόγω έλλειψη βιταµίνης Β12 (Ortner 2003, 89; Walker et al.
2009), ενώ ελαφρά πορώτητα σε τµήµα της δεξιάς οφθαλµικής κόγχης πιθανόν
καταδεικνύει έλλειψη βιταµινών (Walker et al. 2009).
Παρά την παρουσία οστεόφυτων στην κοτύλη στο δεξί (ΕΙΚ.9) και το
αριστερό ανώνυµο οστό της πυέλου, οστεοαρθρίτιδα δεν διαγνώστηκε σε καµία από
τις δύο αρθρώσεις του ισχίου, λόγω απουσίας επιπλέον εκφυλιστικών αλλοιώσεων
στην αρθρική επιφάνεια (e.g. Rogers & Waldron 1995: 26; Waldron 2009:27.) Στην
περίπτωση αυτή η παρουσία των οστεόφυτων µάλλον δε συνιστά ένδειξη σκελετικής
παθολογίας και πιθανόν συνδέεται µε την ηλικία του ατόµου (Rogers & Waldron
1995: 25). Σκελετικές ενδείξεις οστεοαρθρίτιδας απουσιάζουν επίσης από την άνω
επίφυση του αριστερού βραχιόνιου.
Άτοµο 1β:
Γυναίκα νεότερη των 25 ετών (Κρανίο Β: 60% πλήρες). Κανένα από τα
µετακρανιακά οστά τα οποία συλλέχθηκαν ως πρωτογενής ταφή 1 δε συνδέεται µε
βεβαιότητα µε το άτοµο αυτό.
Οστάρια (λαµδοειδή) είναι παρόντα τόσο στο δεξί όσο και στο αριστερό
ήµισυ της λαµβοειδούς (κρανιακής) ραφής, καθώς και στο δεξί ήµισυ της
στεφανιαίας ραφής (Πίνακας 2). ∆εν παρατηρήθηκε καµία παθολογική κρανιακή
αλλοίωση.
Άτοµο 1γ:
Άνδρας ηλικίας περίπου 20-30 ετών (Κρανίο Γ: 30% πλήρες). Ένα ελλιπές
δεξί µηριαίο πιθανόν ανήκει στο άτοµο αυτό.
Οδοντική παθολογία
Σε τµήµα της άνω γνάθου (25%) καταγράφηκε προθανάτια απώλεια δύο
487
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
δοντιών, ενώ ένα τρίτο δόντι πιθανόν χάθηκε µετά το θάνατο του ατόµου.
Σκελετική Παθολογία
∆εν καταγράφηκαν παθολογικές αλλοιώσεις στα οστά του κρανίου.
Άτοµο 1δ:
Πιθανόν νεαρή γυναίκα, ηλικίας 20-25 ετών (Κρανίο ∆: 35% πλήρες). Ο
µετακρανιακός σκελετός που συνδέεται µε το άτοµο αυτό είναι ελλιπής (<25%) και
φτωχής διατήρησης.
Οδοντική παθολογία
∆εν καταγράφηκαν παθολογικές αλλοιώσεις σε κανένα από τα τα είκοσι-ένα
δόντια που εξετάσθηκαν.
Σκελετική Παθολογία
Καµία παθολογική αλλοίωση δεν παρατηρήθηκε σε οστά του κρανίου ή του
µετακρανιακού σκελετού. Λόγω της νεαρής ηλικίας του ατόµου, η πλήρης απουσία
αλλοιώσεων συνδεόµενων µε οστεοαρθρίτιδα από τις πέντε αρθρικές επιφάνειες
µακρών οστών που καταγράφηκαν δε µας προβληµατίζει (Waldron 2009: 28). Πρέπει
ωστόσο να σηµειωθεί ότι λόγω φθοράς του υπο-περιόστεου, ιδίως όσον αφορά στα
µετακρανιακά οστά, είναι δύσκολη η καταγραφή αλλοιώσεων του είδους αυτού.
488
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Πρωτογενής Ταφή 2:
Με βάση συγκεκριµένα χαρακτηριστικά της κρανιακής µορφολογίας, το
βαθµό συνοστέωσης των κρανιακών ραφών, δεδοµένα για την προθανάτια απώλεια
δοντιών και µορφολογικές αλλοιώσεις στην δεξιά ωτιαία επιφάνεια της πυέλου, το
άτοµο αυτό ταυτοποιήθηκε ως γυναίκα άνω των 40 ετών. Συγκριτικά µε τους
υπόλοιπους σκελετούς από τον Τάφο 2, ο µετακρανιακός σκελετός του ατόµου αυτού
είναι αρκετά πλήρης (~70%).
Λαµβοειδές οστάριο είναι παρόν στο δεξί ήµισυ της λαµβοειδούς ραφής.
Οδοντική παθολογία
∆ε διατηρήθηκε κανένα δόντι από αυτό το άτοµο προκειµένου για την
καταγραφή παθολογικών αλλοιώσεων. Είχε χάσει δεκαέξι δόντια πριν το θάνατό της,
ενώ τρία επιπλέον έχουν χαθεί µεταθανάτια. Για τα υπόλοιπα δεκατρία δόντια δεν
υπάρχει δυνατότητα παρατηρήσεων λόγω ελλιπούς διατήρησης των οστών της άνω
και κάτω γνάθου.
Σκελετική Παθολογία
Οστεόφυτα καταγράφηκαν σε τµήµα (<30%) της κοτύλης του δεξιού και του
αριστερού ανώνυµου οστού της πυέλου. Τα οστεόφυτα είναι µεγαλύτερου µεγέθους
στην αριστερή πλευρά (ΕΙΚ.11), ενώ και από τις δύο πλευρές απουσιάζουν επιπλέον
αλλοιώσεις της αρθρικής επιφάνειας. Οστεόφυτα είναι επίσης παρόντα στην άνω
αρθρική επιφάνεια (κεφαλή) του αριστερού και του δεξιού µηριαίου, την κάτω
αρθρική επιφάνεια του δεξιού µηριαίου, καθώς και στην άνω αρθρική επιφάνεια της
αριστερής κνήµης. Τα οστεόφυτα είναι µικρού έως µεσαίου µεγέθους, και όπως και
στην περίπτωση των οστών της πυέλου, απουσιάζουν από τις αντίστοιχες αρθρικές
επιφάνειες επιπλέον εκφυλιστικές αλλοιώσεις προκειµένου για τη διάγνωση
οστεοαρθρίτιδας. Η παρουσία των οστεόφυτων πιθανόν συνδέεται µε την
προχωρηµένη ηλικία του ατόµου και δε συνιστά παθολογική ένδειξη (Rogers &
Waldron 1995:25).
Όσον αφορά στη σπονδυλική στήλη, παθολογικές αλλοιώσεις στις αρθρικές
επιφάνειες των σπονδύλων συνδεόµενες µε οστεοαρθρίτιδα, καταγράφηκαν σε
ποσοστό 0%, 16% και 12% των αρθρικών επιφανειών των αυχενικών, θωρακικών
(ΕΙΚ.12) και οσφυϊκών σπονδύλων, αντίστοιχα. Επίσης, καταγράφηκε παρουσία
489
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
οστεόφυτων (σπονδυλική οστεοφύτωση) στο 30% των άνω και 25% των κάτω
αρθρικών επιφανειών σπονδυλικού σώµατος που εξετάσθηκαν.
Στην έξω πλευρά τµήµατος (κάτω 1/3) της διάφυσης της δεξιάς κνήµης, πάνω
από την άρθρωση µε την περόνη, καταγράφηκε παρουσία νέου ακανόνιστου οστού σε
επιφάνεια 12x10 εκ (ΕΙΚ.13). Ανάλογες αλλοιώσεις καταγράφηκαν επίσης στο κάτω
1/3 της διάφυσης της δεξιάς περόνης. Η παρουσία περιοστίτιδας στα δύο οστά
πιθανόν συνδέεται µε έντονη καταπόνηση των τενόντων που προσφύονται στα
σηµεία αυτά και της µεσόστεου µεµβράνης κατά την εκτέλεση φυσικών
δραστηριοτήτων (Mann & Murphy 1990: 121; White & Folkens 2000: 245). Λόγω µη
σκελετικής πληρότητας δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί η αριστερή κνήµη και περόνη
για ανάλογες σκελετικές αλλοιώσεις.
Η Ταφή 2 είναι πιθανόν η τελευταία ταφή στον Τάφο 2 και ίσως σύγχρονη µε
εκείνη του Ατόµου 1α.
Συνοψίζοντας σχετικά µε τις πρωτογενείς ταφές 1 και 2, οστεοαρθρίτιδα δε
διαγνώστηκε σε καµία από τις δεκαεπτά αρθρικές επιφάνειες µακρών οστών που
εξετάσθηκαν. Υγιής είναι επίσης η δεξιά και η αριστερή άρθρωση του ισχίου για δύο
από τα παραπάνω άτοµα, µε βάση την κατάσταση της αριστερής και της δεξιάς
κοτύλης. Τέλος, η συχνότητα περιοστίτιδας σε µακρά οστά των ανωτέρω ατόµων
είναι χαµηλή (22%). Σηµειώνουµε ότι λόγω φθοράς του υπο-περιόστεου δεν ήταν
δυνατό να καταγραφεί η παρουσία/απουσία περιοστίτιδας σε όλα τα οστά που
εξετάσθηκαν.
Ανακοµιδή 1:
Η ανακοµιδή 1 περιλαµβάνει οστά του µετακρανιακού σκελετού, κρανία,
γνάθους και δόντια, είτε γοµφωµένα στις τελευταίες είτε σωζόµενα εκτός φατνίου, τα
οποία αντιπροσωπεύουν εξαρθωµένους και ελλιπείς ανθρώπινους σκελετούς. Με
βάση το συχνότερα απαντώµενο ανατοµικό στοιχείο στην ανακοµιδή 1, δηλαδή την
αριστερή κνήµη, ο ελάχιστος αριθµός αντιπροσωπευόµενων ατόµων υπολογίστηκε σε
δεκαέξι (16) ενήλικες και ένα (1) παιδί. Η παρουσία ενός δεύτερου παιδιού στο ίδιο
σύνολο µαρτυρείται από κρανιακά υπολείµµατα.
Όσον αφορά στα άτοµα της ανακοµιδής 1, µε µεγαλύτερη ακρίβεια
προσδιορίστηκε η ηλικία θανάτου και το βιολογικό φύλο για όσους
αντιπροσωπεύονται από κρανιακά οστά. Συγκεκριµένα, µε βάση τα οστά του
κρανίου, ταυτοποιήθηκαν δεκατρία (13) ενήλικα άτοµα και δύο (2) παιδιά. Σύµφωνα
490
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Οδοντική παθολογία
491
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
492
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
περόνες, στην έσω επιφάνεια του κάτω 1/3 της διάφυσης των οστών. Η εναπόθεση
νέου ακανόνιστου οστού σε αυτή τη θέση, πάνω από την αρθρική επιφάνεια, πιθανόν
συνδέεται µε έντονη καταπόνηση των τενόντων που προσφύονται στη θέση αυτή και
της µεσόστεου µεµβράνης (Mann & Murphy 1990, 121; White & Folkens 2000, 245).
Ανάλογης αιτιολογίας είναι και οι αλλοιώσεις παρόµοιου τύπου σε µια από τις έξι
κερκίδες του συνόλου.
Με εξαίρεση ένα επουλωµένο κάταγµα αυχενικού σπονδύλου, δεν
παρατηρήθηκαν κακώσεις στα υπόλοιπα οστά της ανακοµιδής 1.
493
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
494
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Οδοντική παθολογία
Καµία παθολογική αλλοίωση δεν καταγράφηκε στα δόντια του ατόµου αυτού,
ενώ η διατήρηση της αδαµαντίνης είναι γενικά καλή και συµφωνεί µε την ηλικία του,
όπως προσδιορίστηκε µε βάση µορφολογικές αλλοιώσεις στην ηβική σύµφυση της
πυέλου και το βαθµό συνοστέωσης των κρανιακών ραφών.
Σκελετική Παθολογία
Ένα επουλωµένο κρανιακό κάταγµα, σε σχήµα επιµηκυσµένου κύκλου και µε
διαστάσεις 2,3x1,5εκ, είναι παρόν στην οβελιαία ραφή σε απόσταση 2,5 εκ. από το
λάµβδα (ΕΙΚ.14). Πιθανόν προήλθε από χτύπηµα µε ένα µη-αιχµηρό όργανο. Ένα
πιθανό δεύτερο επουλωµένο κρανιακό κάταγµα καταγράφηκε στο αριστερό πρόσθιο-
άνω βρεγµατικό οστό. Λόγω µεταθανάτιας φθοράς και ελλιπούς διατήρησης των
κρανιακών οστών δεν υπάρχει δυνατότητα περισσότερων παρατηρήσεων.
Οστεοαρθρίτιδα δεν καταγράφηκε σε καµία από τις οκτώ αρθρικές επιφάνειες
µακρών οστών που εξετάσθηκαν. Καταγράφηκαν µόνο µικρού µεγέθους οστεόφυτα
στα όρια των αρθρικών επιφανειών στο δεξί βραχιόνιο (άνω άρθρωση), το αριστερό
µηριαίο (άνω και κάτω άρθρωση), καθώς και σε τµήµα της κοτύλης στο δεξί ανώνυµο
οστό της πυέλου και της γληνοειδούς κοιλότητας στη δεξιά ωµοπλάτη. Ελλείψει
συγκεκριµένων επιπλέον αλλοιώσεων στην αρθρική επιφάνεια, η παρουσία των
οστεόφυτων στις παραπάνω τέσσερις περιπτώσεις δε συνιστά παθολογική ένδειξη
(Waldron 2009: 27).
Όσον αφορά στη σπονδυλική στήλη, οστεοαρθρίτιδα διαγνώστηκε σε τρεις
από τις σαράντα-επτά (6%) αρθρικές επιφάνειες θωρακικών σπονδύλων που
εξετάσθηκαν (EIK.15), ενώ είναι απούσα από τις δεκαεννέα και τις είσοσι αρθρικές
495
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Πρωτογενής Ταφή 2:
Το κρανίο (40% πλήρες) που συνδέεται µε αυτή την ταφή ανήκει σε άνδρα
µεγαλύτερο των 35 ετών σύµφωνα µε την κρανιακή µορφολογία, το βαθµό
συνοστέωσης των κρανιακών ραφών, καθώς και µε δεδοµένα για την αποτριβή της
αδαµαντινής των δοντιών καθώς και την προθανάτια απώλεια κάποιων άλλων.
Τα µετακρανιακά οστά ανήκουν σε δύο τουλάχιστον άτοµα. Πιθανότατα το
δεύτερο άτοµο αντιπροσωπεύει δευτερογενή/παραµερισµένη ταφή, οστά της οποίας
συλλέχθηκαν µε την Ταφή 2.
Οδοντική παθολογία
∆ύο από τα δεκαπέντε δόντια του έχουν τερηδόνα, ενώ η µύλη τρίτου (άνω
δεξιός 1ος προγόµφιος) πιθανότατα καταστράφηκε πλήρως επίσης από τερηδόνα. Η
παρουσία οδοντικού αποστήµατος στην άνω γνάθο (ΕΙΚ.18) σε σχέση µε αυτό το
δόντι (δεξιός 1ος προγόµφιος) οφείλεται πιθανόν σε µόλυνση συνδεόµενη µε την
προχωρηµένη τερηδόνα: καταστροφή της αδαµαντίνης και υποκείµενης οδοντίνης της
οδοντικής µύλης µε επακόλουθη αποκάλυψη και µόλυνση του οδοντικού πολφού
(Ortner & Putschar 1981, 439).
496
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Μέτρια έως προχωρηµένη οστική απορρόφηση της άνω και κάτω γνάθου
συνδέεται πιθανότατα µε την προθανάτια απώλεια δοντιών (ΕΙΚ.19). Σε διάστηµα
αρκετά προγενέστερο του θανάτου του, είχε απωλέσει τουλάχιστον τέσσερα από τα
είκοσι-τέσσερα δόντια του για τα οποία ήταν δυνατή η σχετική παρατήρηση. Τέλος,
σε µια περίπτωση (άνω δεξιός κυνόδοντας) σηµειώνεται ασύµµετρη αποτριβή
αδαµαντίνης, δηλαδή η τελευταία είναι πιο προχωρηµένη στη γλωσσική επιφάνεια.
Τούτο πιθανόν συνδέεται µε εξειδικευµένη χρήση των δοντιών επιπλέον εκείνης της
µάσησης.
Σκελετική Παθολογία
Εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην έσω αρθρική επιφάνεια δεξιάς κλείδας
(δηλαδή οστεόφυτα και πορώτητα) µαρτυρούν οστεοαρθρίτιδα στην άρθρωση µε το
στέρνο, ενώ οστεόφυτα στα όρια αρθρικών επιφανειών καταγράφηκαν σε µια ακόµη
περίπτωση: τη γληνοειδή κοιλότητα της αριστερής ωµοπλάτης. Οστεοαρθρίτιδα δε
διαγνώστηκε σε καµία από τις τρεις αρθρώσεις µακρών οστών που εξετάσθηκαν.
∆ηµιουργία νέου οστού στην έσω επιφάνεια του κάτω 1/3 της διάφυσης
δεξιάς περόνης, πάνω από την αρθρική επιφάνεια, πιθανόν καταδεικνύει καταπόνηση
του µυοσκελετικού συστήµατος.
Όσον αφορά στη σπονδυλική στήλη, οστεοαρθίτιδα καταγράφηκε στο 9%
(1/11) των αρθρικών επιφανειών θωρακικών σπονδύλων που εξετάσθηκαν, ενώ είναι
απούσα τόσο από τους αυχενικούς (0/26) όσο και τους οσφυϊκούς (0/2) σπονδύλους.
Οστεοφύτωση παρατηρήθηκε στο 38% των αρθρικών επιφάνειων σώµατος των
αυχενικών σπονδύλων, καθώς και στο σώµα του µοναδικού οσφυϊκού σπονδύλου
αυτής της ταφής, ενώ είναι απούσα από τους θωρακικούς σπονδύλους που
εξετάσθηκαν. Όσον αφορά στον οσφυϊκό σπόνδυλο συγκεκριµένα, τα οστεόφυτα
είναι µεγάλου µεγέθους, και παρατηρείται επίσης δηµιουργία νέου οστού στη δεξιά
πλευρά του σπονδυλικού σώµατος που θυµίζει αρχικό στάδιο σκελετικών
αλλοιώσεων συνδεόµενων µε αγκυλωτική υπερόστωση ή διάχυτη ιδιοπαθή σκελετική
υπερόστωση (DISH) (Rogers & Waldron 1995: 49). Ωστόσο, ελλείψει των υπόλοιπων
οσφυϊκών σπονδύλων του ατόµου είναι αδύνατη η ανωτέρω διάγνωση.
Ανακοµιδές οστών:
Ανακοµιδές οστών στο τάφο 2 στον Αγ. Κωνσταντίνο συλλέχθηκαν ως
τέσσερα σύνολα: α) «Κρανία Λ και Μ», β) «Οστά και Κρανίο Ζ. Από τα
497
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
αναµοχλευµένα χώµατα στο πίσω µέρος του θαλάµου», και γ) «Τάφος Σ1» και δ)
«Τάφος Σ2». Τα σύνολα αυτά περιλαµβάνουν οστά του µετακρανιακού σκελετού,
κρανία, γνάθους και δόντια, και αντιπροσωπεύουν εξαρθρωµένους και ελλιπείς
ανθρώπινους σκελετούς. Στο σύνολο τους γενικά διαφέρουν ως προς το χρώµα από
τα οστά των πρωτογενών ταφών 1 και 2, γεγονός που πιθανόν αντικατροπτίζει
ταφονοµικές διαφορές. Επειδή από την εξέταση του υλικού δεν διαπιστώθηκε σχέση
µεταξύ του συνόλου α) και των συνόλων β), γ) και δ), ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι τα
τρία τελευταία έχουν σχέση µεταξύ τους, στην παρούσα µελέτη θα παρουσιαστούν
χωριστά ώς Σύνολο Α (σύνολο α) και Σύνολο Β (σύνολα β, γ, δ).
Σύνολο Α
Με βάση το συχνότερα απαντώµενο ανατοµικό στοιχείο στο Σύνολο Α των
ανακοµιδών, δηλαδή το δεξί µηριαίο, ο ελάχιστος αριθµός αντιπροσωπευόµενων
ατόµων υπολογίστηκε σε τέσσερις ενήλικες και ένα παιδί (10 ± 2 ετών).
Όσον αφορά στα άτοµα αυτού του συνόλου, µε µεγαλύτερη ακρίβεια
προσδιορίστηκε η ηλικία θανάτου και/ή το βιολογικό φύλο για όσους
αντιπροσωπεύονται από οστά του κρανίου και/ή της πυέλου. Συγκεκριµένα, µε βάση
χαρακτηριστικά της κρανιακής µορφολογίας και το βαθµό συνοστέωσης των
κρανιακών ραφών, ταυτοποιήθηκαν δύο πιθανόν άνδρες ηλικίας 25 – 35 ετών και 30-
40, και τρίτο ενήλικο άτοµο, αδιάγνωστου φύλου. Τα δεδοµένα από την εξέταση της
µορφολογίας των οστών της πυέλου γενικά συµφωνούν και συµπληρώνουν τις
παραπάνω εκτιµήσεις: Ταυτοποιήθηκε, µεταξύ άλλων, πιθανόν γυναίκα 35-45 ετών
στην οποία θα µπορούσε να ανήκει το κρανίο του ανωτέρω τρίτου ενήλικου ατόµου
αδιάγνωστου φύλου.
Με τη χρήση της εξίσωσης του Trotter (1970) κατέστη δυνατό να υπολογιστεί
µε βάση το µήκος του βραχιόνιου το ύψος ενός εκ των ανωτέρω ατόµων. Επειδή
όµως πρόκειται για αναµοχλευµένες ταφές, για τους λόγους που δόθηκαν παραπάνω
σε σχέση µε τα οστά της Ανακοµιδής 1 στον Τάφο 1 στη Ζωιτάδα, δίδονται
ακολούθως δύο εναλλακτικές τιµές. Αν το βραχιόνιο ανήκει σε γυναίκα, το ανάστηµά
της υπολογίζεται σε 1.66µ, ενώ αν πρόκειται για άνδρα, το ανάστηµά του ήταν 1,69
µ.
Οδοντική Παθολογία
Μια ελλιπής κάτω γνάθος που ανήκει στον ηλικιακά µεγαλύτερο από τους
498
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
δύο πιθανούς άνδρες (κρανίο ΛΜ1) του Συνόλου 1 διατηρεί τον αριστερό 3ο γοµφίο.
Οι αριστεροί 2ος και 1ος γοµφίοι έχουν χαθεί πριν το θάνατο. Με την προθανάτια
απώλεια δοντιών πιθανόν συνδέεται και η παρατηρηθείσα προχωρηµένη οστική
απορρόφηση της γνάθου.
Σκελετική Παθολογία
Ελαφρά πορώτητα σε τµήµα της δεξιάς και αριστερής οφθαλµικής κόγχης
(ΕΙΚ.19) του κρανίου ΛΜ1 (πιθανόν άνδρας 30-40 ετών) πιθανόν συνδέεται µε
έλλειψη βιταµινών (Walker et al. 2009).
Εκφυλιστικές αλλοιώσεις πιθανόν συνδεόµενες µε οστεοαρθρίτιδα
καταγράφηκαν σε µία από τις οκτώ αρθρώσεις µακρών οστών, καθώς και σε µια από
τις αρθρώσεις ισχίου (ΕΙΚ.20) σε ελλιπείς πυέλους που εξετάσθηκαν.
Οστεόφυτα στα όρια αρθρικών επιφανειών καταγράφηκαν σε αριστερό
µηριαίο (κάτω άρθρωση), σε δεξί βραχιόνιο (άνω άρθωση), σε δεξιά ωλένη (άνω
άρθρωση), σε δεξιά κοτύλη ελλιπούς πυέλου, σε αριστερή πτέρνα και στην
οδοντοειδή απόφυση άξονα (2ος αυχενικός σπόνδυλος) (ΕΙΚ.21). Επειδή όµως από τις
αρθρικές επιφάνειες απουσιάζουν συγκεκριµένες επιπλέον σκελετικές αλλοιώσεις,
δεν είναι δυνατή η διάγνωση οστεοαρθρίτιδας.
Περιοστίτιδα καταγράφηκε σε δύο µόνο οστά του Συνόλου Α: στην έσω
επιφάνεια του άνω 1/3 της διάφυσης µιας δεξιάς κνήµης και την έξω επιφάνεια του
κάτω 1/3 της διάφυσης µιας αριστερής κνήµης, αντίστοιχα.
Σύνολο Β
Με βάση τα συχνότερα απαντώµενα οστά του µετακρανιακού σκελετού στο
Σύνολο Β των ανακοµιδών, δηλαδή την αριστερή κνήµη (µέσο 1/3 της διάφυσης) και
το δεξί βραχιόνιο (κάτω 1/3 της διάφυσης) ο ελάχιστος αριθµός αντιπροσωπευόµενων
ατόµων υπολογίστηκε σε τέσσερις ενήλικες. Στους τέσσερις ενήλικες θα πρέπει να
προστεθούν και δύο παιδιά που επίσης ανήκουν στο Σύνολο Β και
αντιπροσωπεύονται από οστά του κρανίου.
Όσον αφορά στα άτοµα αυτού του συνόλου, µε µεγαλύτερη ακρίβεια
προσδιορίστηκε η ηλικία θανάτου και/ή το βιολογικό φύλο για όσους
αντιπροσωπεύονται από οστά του κρανίου και/ή της πυέλου. Με βάση συγκεκριµένα
χαρακτηριστικά της κρανιακής µορφολογίας και το βαθµό συνοστέωσης των
κρανιακών ραφών, ταυτοποιήθηκαν µια γυναίκα ηλικίας 25-35 ετών και µία ακόµη
499
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
πιθανή γυναίκα νεότερη των 30, πιθανόν ένας άνδρας 25-30 ετών και δύο παιδιά. Με
βάση δεδοµένα για την οδοντική ανάπτυξη (Ubelaker 1989), το ένα παιδί (κρανίο Ζ3)
πιθανόν απεβίωσε σε ηλικία περίπου 7 ετών (7±2), ενώ το δεύτερο για το οποίο δεν
είναι διαθέσιµα τέτοιου είδους στοιχεία, ήταν πιθανόν λίγο µεγαλύτερο.
Τα δεδοµένα από την εξέταση της µορφολογίας των οστών της πυέλου γενικά
συµφωνούν και συµπληρώνουν τις παραπάνω εκτιµήσεις: Μεταξύ των τεσσάρων
ενήλικων ατόµων που ταυτοποιήθηκαν ανήκουν πιθανόν δύο γυναίκες ετών 30-35 και
µεγαλύτερη των 40, ένας άνδρας 25-30 ετών, και ένα πιθανόν νεαρό ενήλικο άτοµο
(<25) αδιάγνωστου φύλου.
Με τη χρήση της εξίσωσης του Trotter (1970) κατέστη δυνατό να υπολογιστεί
µε βάση το µήκος του βραχιόνιου το ύψος δύο εκ των ανωτέρω ατόµων. Ακολούθως
δίνονται δύο εναλλακτικές τιµές: Στην περίπτωση που τα δύο οστά ανήκουν σε
γυναίκες, το ανάστηµά τους υπολογίζεται σε 1,56µ. και 1,57µ., ενώ αν ανήκουν σε
άνδρες, το ανάστηµά τους πιθανόν ήταν 1,60 και 1,61 µ, αντίστοιχα.
Οδοντική Παθολογία
Μόνο ένα από τους ενήλικες (κρανίο Ζ1) του Σύνολο Β σώζει τµήµα της κάτω
γνάθου. Τερηδόνα δεν παρατηρήθηκε στο µοναδικό δόντι που διατηρείται στη γνάθο.
Καταγράφηκε, ωστόσο, υποπλασία αδαµαντίνης που πιθανόν συνδέεται µε
διατροφικές ανωµαλίες, ασθένειες ή άλλες µορφές καταπόνησης του οργανισµού
στην πρώτη παιδική ηλικία του ατόµου (περίπου στην ηλικία των τριών ετών)
(Ubelaker 1989; Ortner 2003: 595). Επίσης, σηµειώνονται η προθανάτια απώλεια
ενός δοντιού (αριστερός 1ος γοµφίος) και η προχωρηµένη οστική απορρόφηση της
κάτω γνάθου.
Σκελετική Παθολογία
Ελαφρά πορώτητα καταγράφηκε σε τµήµα της δεξιάς οφθαλµικής κόγχης
(ΕΙΚ.22) του κρανίου Ζ3 του ενός από τα δύο παιδιά, καθώς επίσης και στο δεξί
κροταφικό και το σφηνοειδές οστό. Τούτο πιθανόν οφείλεται σε έλλειψη βιταµινών,
ίσως συγκεκριµένα σε σκορβούτο.
Οστεοαρθρίτιδα δε διαγνώστηκε σε καµία από τις δεκατρείς εξετασθείσες
αρθρικές επιφάνειες µακρών οστών. Σε πέντε περιπτώσεις ωστόσο παρατηρήθηκε η
ανάπτυξη οστεόφυτων στα όρια των παραπάνω αρθρικών επιφανειών. Περιορισµένης
έκτασης δηµιουργία νέου οστού (περιοστίτιδα) καταγράφηκε µόνο σε δύο ελλιπείς
500
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
κνήµες και σε ένα θραύσµα περόνης από τα δεκαοκτώ µακρά οστά που εξετάσθηκαν.
Πιθανές ενδείξεις οστεοαρθρίτιδας σε άρθρωση ισχίου καταγράφηκαν σε ένα
από τα επτά ανώνυµα οστά που η παρατήρηση εκφυλιστικών αλλοιώσεων στην
κοτύλη ήταν δυνατή, ενώ οστεόφυτα (ΕΙΚ.23) στα όρια της κοτύλης καταγράφηκαν
σε τέσσερα επιπλέον ανώνυµα οστά. Οστεόφυτα καταγράφηκαν επίσης στα όρια της
γληνοειδούς κοιλότητας σε µια από τις τρεις ωµοπλάτες που εξετάσθηκαν.
Εκφυλιστικές αλλοιώσεις συνδεόµενες µε οστεοαρθρίτιδα (ΕΙΚ.24)
καταγράφηκαν σε ένα από τα τρία ιερά οστά του Συνόλου Β, στην δεξιά άνω αρθρική
επιφάνεια. Παρόµοιες αλλοιώσεις (ΕΙΚ.25) παρατηρήθηκαν στη δεξιά κάτω αρθρική
επιφάνεια του 5ου οσφυϊκού σπονδύλου που αρθρώνεται µε το συγκεκριµένο ιερό
οστό.
501
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
4. Συµπεράσµατα
502
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
503
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Πίνακας 4. ∆εδοµένα για το βιολογικό φύλο, την ηλικία θανάτου, και βασικές παθολογικές σκελετικές αλλοιώσεις για 36 από τα άτοµα του νεκροταφείου της Κρήνης που
εξετάσθηκαν.
Θ?=Θήλυ, Α=Άρρεν, ΟΑ=Οστεοαρθρίτιδα, ΑΜ=Ante-mortem, √ = Παρουσία.
Τάφος Ταφή/Άτοµο Φύλο Ηλικία Οδοντική Παθολογία Κρανιακή Παθολογία Μετακρανιακού Κατάγµατα
Παθολογία Σκελετού Κρανίου/Μετα-
Τερηδόνα Απώλεια Υποπλασία ΟΑ ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙ∆Α κρανιακού σκελετού
δοντιών Αδαµαντίνης
ΑΜ
Ζωιτάδα, Ιδ. Πρωτογενής Ταφή Θ? < 25 - - √
Γαλανού, Τάφος 1 Β
Πρωτογενής Ταφή Αδιάγνωστο 5 ± 1,5
Γ
Πρωτογενής Ταφή Θ 20-25 √ √ δεξιά κλείδα
∆
Ανακοµιδή 1, Α? 20-30 - √ -
κρανίο 4
Ανακοµιδή 1, Α 20-30 - - - √
κρανίο 5
Ζωιτάδα, Ιδ. Πρωτογενής Ταφή Α > 40 - √ - √ Κρανίο
Γαλανού, Τάφος 2 1, Άτοµο 1α
Πρωτογενής Ταφή Θ < 25 - - - - -
1, Άτοµο 1β
504
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Τάφος Ταφή/Άτοµο Φύλο Ηλικία Οδοντική Παθολογία Κρανιακή Παθολογία Μετακρανιακού Κατάγµατα
Παθολογία Σκελετού Κρανίου/Μετα-
Τερηδόνα Απώλεια Υποπλασία ΟΑ ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙ∆Α κρανιακού σκελετού
δοντιών Αδαµαντίνης
ΑΜ
Ζωιτάδα, Ιδ. Πρωτογενής Ταφή Α 20-30 - √ - - -
Γαλανού, Τάφος 2 1, Άτοµο 1γ
Πρωτογενής Ταφή Θ? 20-25
1, Άτοµο 1δ
Πρωτογενής Ταφή Θ > 40 - √ - √ √
2
Ανακοµιδή 1, Α 25-35 √ √
Κρανίο 1
Ανακοµιδή 1, Α? 25-35 √ √ √
Κρανίο 2
Ανακοµιδή 1, Θ? 20-30 - - -
Κρανίο 3
Ανακοµιδή 1, Α? 30-35 √ √
Κρανίο 4
Ανακοµιδή 1, Θ? 25-35 √ √
Κρανίο 5
505
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Τάφος Ταφή/Άτοµο Φύλο Ηλικία Οδοντική Παθολογία Κρανιακή Παθολογία Μετακρανιακού Κατάγµατα
Παθολογία Σκελετού Κρανίου/Μετα-
Τερηδόνα Απώλεια Υποπλασία ΟΑ ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙ∆Α κρανιακού σκελετού
δοντιών Αδαµαντίνης
ΑΜ
Ζωιτάδα, Ιδ. Ανακοµιδή 1, Α > 45 - - - √
Γαλανού, Τάφος 2 Κρανίο 6
Ανακοµιδή 1, Α? < 25 √
Κρανίο 7
Ανακοµιδή 1, Α 40-45 - - -
Κρανίο 8
Ανακοµιδή 1, Θ? 20-25 - - -
Κρανίο 9
Ανακοµιδή 1, Α 25-35 √ √ √
Κρανίο 10
Ανακοµιδή 1, Α > 45 - - -
Κρανίο 11
Ανακοµιδή 1, Θ? 20-25 - - -
Κρανίο 12
Ανακοµιδή 1, Α? < 30 - - -
Κρανίο 13
506
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Τάφος Ταφή/Άτοµο Φύλο Ηλικία Οδοντική Παθολογία Κρανιακή Παθολογία Μετακρανιακού Κατάγµατα
Παθολογία Σκελετού Κρανίου/Μετα-
Τερηδόνα Απώλεια Υποπλασία ΟΑ ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙ∆Α κρανιακού σκελετού
δοντιών Αδαµαντίνης
ΑΜ
Ζωιτάδα, Ιδ. Ανακοµιδή 1, Αδιάγνωστο 5 ± 1,5 √
Γαλανού, Τάφος 2 Κρανίο 14
Ανακοµιδή 1, Αδιάγνωστο <5
Κρανίο 15
Κεφαλόβρυσο, Αγ. Πρωτογενής Ταφή Α 25-35 √ √ Κρανίο, ιερό οστό
Κων/νος, Τάφος 2 1
Πρωτογενής Ταφή Α > 35 √ √
2
Ανακοµιδές Α? 30-40 √ √
Σύνολο Α, Κρανίο
ΛΜ1
Ανακοµιδές Α? 25-35 - - -
Σύνολο Α, Κρανίο
ΛΜ2
Ανακοµιδές Αδιάγνωστο Ενήλικας - - -
Σύνολο Α, Κρανίο (Θ?)
Στ’
Ανακοµιδές Αδιάγνωστο 10 ± 2 - - - -
Σύνολο Α, ΑΚ-
ΑΝ 4
507
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Τάφος Ταφή/Άτοµο Φύλο Ηλικία Οδοντική Παθολογία Κρανιακή Παθολογία Μετακρανιακού Κατάγµατα
Παθολογία Σκελετού Κρανίου/Μετα-
Τερηδόνα Απώλεια Υποπλασία ΟΑ ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙ∆Α κρανιακού σκελετού
δοντιών Αδαµαντίνης
ΑΜ
Κεφαλόβρυσο, Αγ. Ανακοµιδές Θ 25-35 √ √
Κων/νος, Τάφος 2 Σύνολο Β, Κρανίο
Ζ1
Ανακοµιδές Α? 25-30 - - -
Σύνολο Β, Κρανίο
Ζ2
Ανακοµιδές Αδιάγνωστο 7±2 √
Σύνολο Β, Κρανίο
Ζ3
Ανακοµιδές Αδιάγνωστο >7
Σύνολο Β, Κρανίο
Ζ4
Ανακοµιδές Θ? < 30
Σύνολο Β, Κρανίο
Ζ5
508
ΑΡΓΥΡΩ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗ
Βιβλιογραφία
Brooks, S., & Suchey, J.M. 1990. Skeletal age determination based on the os pubis: A comparison of
the Acsadi-Nemeskeri and Suchey – Brooks methods. Human Evolution, 5: 227-238.
Brothwell, D.R. 1981. Digging Up Bones. Ithaka. New York: Cornell University Press.
Buikstra, J. E., & Ubelaker, D.H. 1994. Standards for Data Collection from Human Skeletal Remains.
Fayetteville, Arkansas: Arkansas Archaeological Survey Report Number 44.
Howells, W.W.1973. Cranial Variation in Man: A Study by Multivariate Analysis of Patterns of
Difference among Recent Human Populations. Harvard University, Papers of the Peabody
Museum of Archaeology and Ethnology, 67.
Krogman, W.M, & Đşcan, M.Y. 1986. The Human Skeleton in Forensic Medicine. Springfield, Illinois:
C.C. Thomas.
Lovejoy, C.O., Meindl, R.S, Pryzbeck, T.R, & Mensforth, R.P. 1985. Chronological metamorphosis of
the auricular surface of the ilium: A new method for the determination of adult skeletal age at
death. American Journal of Physical Anthropology, 68: 1-14.
Mann, R.W. & Murphy, S.P. 1990. Regional Atlas of Bone Disease: A Guide to Pathologic and Normal
Variation in the Human Skeleton. Springfield, IL.
Molnar, S. 1971. Human Tooth Wear, Tooth Function and Cultural Variability. American Journal of
Physical Anthropology, 34: 175-90.
Nafplioti, A. 2007. Population Bio-cultural History in the South Aegean during the Bronze Age. PhD
dissertation, University of Southampton.
Ortner, D.J. 2003. Identification of Pathological Conditions in Human Skeletal Remains. San Diego.
San Diego: Academic Press.
Rogers, J. & Waldron, T. 1995. A Field Guide to Joint Disease in Archaeology. Chichester: John Wiley
& Sons.
Saunders, S. R. 1989. Nonmetric skeletal variation. In M.Y. Iscan & K.A.R. Kennedy (eds),
Reconstruction of Life from the Skeleton, pp. 95-108. New York: Alan R. Liss.
Trotter, M. 1970. Estimation of stature from intact long bones. In T.D. Stewart (Ed), Personal
Identification in Mass Disasters, pp.71–83. Washington, D.C.: Smithsonian Institution Press.
Tyrell, A. J., & Chamberlain, A. T., 1988, Non-metric Trait Evidence for Modern Human Affinities and
the distinctiveness of Neanderthals, Journal of Human Evolution, 34: 549-554.
Ubelaker, D.H. 1989. Human Skeletal Remains. Washington: Taraxacum Press.
Waldron, T. 2009. Palaeopathology. Cambridge: Cambridge University Press.
Walker, P. L., Bathurst, R.R., Richman, R., Gjerdrum, T. & Andrushko, V.A. 2009. The causes of porotic
hyperostosis and cribra orbitalia: a reappraisal of the iron-deficiency-anemia hypothesis.
American Journal of Physical Anthropology 139: 109–25.
White, T.D. & Folkens, P.A. 2000. Human Osteology (2η έκδοση). San Diego: Academic Press
509
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
511
Ακτύπη 2011
Κ. Ακτύπη, Παρατηρήσεις στα τοπογραφικά δεδοµένα της δυτικής Αχαΐας κατά την Ύστερη εποχή του
Χαλκού - Χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόµοι επικοινωνίας. ΠΡΟ-ΪΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 4 (2011), 1-23. ∆ιαθέσιµο στον
ιστότοπο:
https://proistoria.wordpress.com/pro-istorimata
Ακτύπη 2014
Κ. Ακτύπη, Το µυκηναϊκό νεκροταφείο του Αγίου Βασιλείου Χαλανδρίτσας. Τα πρώτα αποτελέσµατα..
ΠΡΟ-ΪΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 6 (2014), 1-42. ∆ιαθέσιµο στον ιστότοπο:
https://proistoria.wordpress.com/pro-istorimata
Αλεξίου 1954
Σ. Αλεξίου, Υστεροµινωικός τάφος Παχυάµµου. Κρητικά Χρονικά Η΄ – Τεύχος Ι (Ηράκλειο 1954),
399-412, πίν. Ε΄ - Η΄.
Αλεξοπούλου 2002
Γ. Αλεξοπούλου, ΣΤ΄ ΕΠΚΑ, Έργα αποχέτευσης, Προκοπίου και πάροδος Προκοπίου 25, Α∆ 52 (1997),
Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2002), 282.
Αλεξοπούλου 2004
Γ. Αλεξοπούλου, ΣΤ΄ ΕΠΚΑ, Έργα αποχέτευσης, Προκοπίου και πάροδος Παροκοπίου 25, Α∆ 53 (1998),
Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2004), 262.
Αλεξοπούλου 2013
Γ. Αλεξοπούλου, Κάτω Συχαινά, Οδός Αγ. Κυριακής 34, Οδός Μυρτιώτισσας, Οδός Προκοπίου 33, Α∆ 60
(2005), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2013), 351-352.
Ανδρέου 2003
Σ. Ανδρέου, Η µυκηναϊκή κεραµική και οι κοινωνίες της κεντρικής Μακεδονίας κατά την Ύστερη εποχή του
Χαλκού. Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Μ. Παπακωνσταντίνου (επιµ.), Β΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο:
Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 26-30 Σεπτεµβρίου 1999 (Αθήνα 2003), 191-210.
512
Αραπογιάννη 1997
Ξ. Αραπογιάννη, Αγία Τριάδα, Παλιοµπουκουβίνα. Α∆ 47 (1992), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 1997), 116-118.
Arena 2015
E. Arena, Mycenaean Peripheries during the Palacial Age. The Case of Achaia. Hesperia 84 (2015), 1-46.
Arnott 1999
R. Arnott, War Wounds and their Treatment in the Aegean Bronze Age. R. Laffineur (επιµ.), Polemos. Actes
de la 7e Rencontre égéenne internationale: Le Context Guerrier en Égée à l’ Âge du Bronze, “Aegaum”-19,
Université de Liège, 14-17 Avril 1998 (Liège 1999), 499-506.
Avila 1983
R. Avila, Bronzene Lanzen- und Pfeilspitzen der griechischen Bronzezeit, PBF V, 1 (München 1983).
Banks 1976
E. C. Banks, Τhe Early and Middle Helladic Small Objects from Lerna, University Cincinnati, PH. D. 1967,
(Ann Arbor, Michigan 1976).
Βασιλάκης 1996
Αντ. Βασιλάκης, Ο χρυσός και ο άργυρος στην Κρήτη κατά την Πρώιµη περίοδο του Χαλκού (Ηράκλειο
1996).
Βασιλογάµβρου 2000
Αδ. Βασιλογάµβρου, Υστεροελλαδικές επεµβάσεις σε Πρωτοελλαδικό νεκροταφείο στο Καλαµάκι
Ελαιοχωρίου-Λουσικών. Α. ∆. Ριζάκης (επιµ.), ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 29, Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ. ∆ύµη και ∆υµαία Χώρα,
43-63 (Αθήνα 2000).
Benzi 1992
M. Benzi, Rodi e la Civiltà Micenea, Τ. Ι-ΙΙ (Roma 1992).
Βερδελής 1959
Ν. Βερδελής, Ανασκαφαί µεµονωµένων µυκηναϊκών τάφων. ΑΕ 1956, Χρονικά (Εν Αθήναις 1959), 11-12.
513
Βικάτου 1999
Ο. Βικάτου, Το µυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας Ηλείας. Φ. ∆ακορώνια (επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές
∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 25-29 Σεπτεµβρίου 1994 (Λαµία
1999), 237-255.
Βικάτου 2000
Ο. Βικάτου, Αγία Τριάδα. Α∆ 50 (1995), Β΄1, 177-178 (Αθήνα 2000).
Βικάτου 2008
Ο. Βικάτου, Το µυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας Ηλείας. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή
Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων (Ιωάννινα 2008).
Βλαχόπουλος 1997
Α. Βλαχόπουλος, Ψεuδόστοµος αµφορέας του Πολυποδικού ρυθµού στο Μουσείο της Πύλου. ΑΕ 1995
(Αθήνα 1997) 247-256.
Blegen 1937
C. W. Blegen, Prosymna. The Helladic Settlement Preceding the Argive Heraeum, Τ. Ι-ΙΙ (Cambridge 1937).
Βοκοτοπούλου 1970
Ι. Π. Βοκοτοπούλου, Νέοι κιβωτιόσχηµοι τάφοι της ΥΕ ΙΙΒ-Γ περιόδου εξ Ηπείρου. ΑΕ 1969, Μελέται (Εν
514
Αθήναις 1970), 179-207, πιν. 23-30.
Boyd 2002
M. Boyd, Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices in the Southern and Western
Peloponnese, BAR IS 1009, Oxford Archaeopress 2002.
Buchholz 1962
H. G. Buchholz, Der Pfeilglätter aus dem 6. Schachtgrab von Mykene und die helladischen Pfeilspitzen. JdI
77 (1972), 1-58.
Catling 1956
H. W. Catling, Bronze Cut-and-Thrust Swords in the Eastern Mediterranean. PPS ΧΧΙΙ (1956), 102-125.
Catling 1961
H. W. Catling, A new Bronze Sword from Cyprus. Antiquity XXXV (1961), 115-122.
Catling 1964
H. W. Catling, Cypriot Bronzework in the Mycenaean World (Oxford 1964).
Catling 1968
H. W. Catling, Late Minoan Vases and Bronzes in Oxford. BSA 63 (1968), 89-131.
Catling 1974
H. W. Catling, The Bomford Horse-and-Rider. RDAC (Nicosia: Department of Antiquities 1974), 95-111.
515
Γιαννόπουλος 2012
Θ. Γ. Γιαννόπουλος, «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήµης και η παρούσα
κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισµού (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης,
πρώτη έκδοση ∆εκέµβριος 2012, πρώτη ανατύπωση Μάρτιος 2013).
Γκαδόλου 2008
Α. Γκαδόλου, Η Αχαΐα στους Πρώιµους Ιστορικούς Χρόνους. Κεραµική παραγωγή και έθιµα ταφής.
∆ιδακτορική ∆ιατριβή Πανεπιστηµίου Αθηνών (Τ.Α.Π., Αρ. ∆ηµοσιεύµατος 101, Αθήνα 2008).
Γκαζής 2010
Μ. Γκαζής, Η προϊστορική ακρόπολη του Τείχους ∆υµαίων. Σε αναζήτηση ταυτότητας. Ν. Μερούσης, Ε.
Στεφανή, Μ. Νικολαΐδου (επιµ.), Ίρις, µελέτες στη µνήµη της καθηγήτριας Αγγελικής Πιλάλη-Παπαστεργίου
(Εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2010), 237-255.
Cowen 1956
J. D. Cowen, Eine Einführung in die Geschichte der bronzenen Griffzungenschwerter in Süddeutschland und
den angrenzenden Gebieten, BerRGK 36 (1955), Berlin 1956, 52-155.
∆άκαρης 1959
Σ. ∆άκαρης. Προϊστορικοί τάφοι παρά το Καλµπάκι Ιωαννίνων. ΑΕ 1956 (Εν Αθήναις 1959), 114-153.
∆ακορώνια 1990
Φ. ∆ακορώνια, Ελάτεια. Α∆ 40 (1985), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 1990), 171.
∆ακορώνια 1990α
Φ. ∆ακορώνια, Ελάτεια. Μυκηναϊκό νεκροταφείο. Α∆ 41 (1986), Χρονικά (Αθήνα 1990), 65-68.
∆ακορώνια 1992
Φ. ∆ακορώνια, Χρήση και προέλευση µακρών περονών ΥΜ και ΠΓ εποχής. Κυπραίου (επιµ.), Πρακτικά του
516
∆ιεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Θεσσαλία, Βόλος 29 Οκτωβρίου – 1 Νοεµβρίου 1987 (Τ.Α.Π., Αθήνα
1992), 292-297.
∆ακορώνια 1993
Φ. ∆ακορώνια, Ελάτεια. Φωκικά Χρονικά 5 (Άµφισσα 1993), 25-39.
∆άρµος 2007
Κ.Π. ∆άρµος, «Οι αρχαίοι Ποταµοί της Πελοποννήσου». Ανοιχτή Πόλη, Αθήνα 2007.
Davaras 1975
C. Davaras, Early Minoan Jewellery from Mochlos. BSA 70 (1975), 101-114.
Deger-Jakoltzy 1999
S. Deger-Jakoltzy, Elateia and Problems of Pottery Chronology. Φ. ∆ακορώνια (επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές
∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 25-29 Σεπτεµβρίου 1994 (Λαµία
1999), 195-202.
Deger-Jakoltzy 2006
S. Deger-Jakoltzy, Late Mycenaean Warrior Tombs. S. Deger-Jakoltzy, I. S. Lemos (επιµ.), Ancient Greece:
From the Mycenaean Palaces to the Age of Homer (Edinburgh University Press 2006), 151-179.
∆ηµακοπούλου 1988-1989
Κ. ∆ηµακοπούλου (επιµ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσµος. Πέντε αιώνες πρώιµου ελληνικού πολιτισµού 1600-1100
π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 15.12.88 – 31.3.89 (Αθήνα, Υπουργείο Πολτισµού, Ελληνικό Τµήµα
ICOM, 1988).
Demakopoulou 1990
K. Demakopoulou, The Burial Ritual in the Tholos Tomb at Kokla, Argolid. R. Ηägg, G.. C. Nordquist
(επιµ.), Proceedings of the Sixth International Symposium at the Swedish Institute at Athens: Celebrations of
Death and Divinity in the Bronze Age Argolid, Athens 11-13 June 1988 (Paul Åströms Förlag, Stockholm
1990), 113-123.
517
Desborough 1964
V. R. d’A. Desborough, The Last Mycenaeans and their Successor. An Archaological Surney c. 1200 –
c. 1000 B.C. (Oxford, Clarendon Press 1964).
Desborough 1972
V. R. d’A. Desborough, Bird Vases. Κρητικά Χρονικά 24 (Ηράκλειο1972), 245-277.
Desborough 1972α
V. R. d’A. Desborough, The Greek Dark Ages (London 1972).
Deshayes 1966
J. Deshayes, Argos. Les Fouilles de la Deiras. Études Peloponnésiennes, IV (Paris 1966).
∆ηµάκη 1999
Σ. ∆ηµάκη, Νεκροταφείο Ελάτειας: Περιδέραια από στεατίτη. Φ. ∆ακορώνια (επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές
∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 25-29 Σεπτεµβρίου 1994 (Λαµία
1999), 203-214.
∆ηµάκη 2003
Σ. ∆ηµάκη, Η αρχιτεκτονική των Υστεροελλαδικών τάφων της Ελάτειας. Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Μ.
Παπακωνσταντίνου (επιµ.), Β΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου,
Λαµία, 26-30 Σεπτεµβρίου 1999 (Αθήνα 2003), 321-337.
Dickinson 1977
O.T.P.K Dickinson, The Origins of Mycenaean Civilisation. SIMA XLIX (Paul Åstroms Förlag, Göteborg
1977).
O.T.P.K Dickinson, Η προέλευση του Μυκηναϊκού Πολιτισµού. Ινστιτούτο του Βιβλίου Καρδαµίτσα,
Μετάφραση Αθ. Παπαδόπουλος (Αθήνα 1992).
518
2004 (Liège 2005), 485-495.
Ζιώτα 2007
Χρ. Ζιώτα, Ταφικές Πρακτικές και Κοινωνίες της Εποχής του Χαλκού στη ∆υτική Μακεδονία. Τα Νεκροταφεία
στην Κοιλάδα και στις Γούλες Κοζάνης. ∆ιδακτορική διατριβή Α.Π.Θ 2007.
Foltiny 1961
S. Foltiny, Athens and the East Hallstatt Region: Cultural Interrelations at the Dawn of the Iron Age. AJA 65-
3 (1961), 283-297.
Foltiny 1964
S. Foltiny, Flange-Hilted Cutting Swords of Bronze in Central Europe, Northeast Italy and Greece. AJA 68-3
(1964), 247-257.
Foltiny 1980
S. Foltiny Schwert, Dolch und Messer. H.-G. Buchholz (επιµ.), Archaeologia Homerica, Band I, Kapitel E,
Kriegswesen, Teil 2, Angriffswaffen: Schwert, Dolch, Lanze, Speer, Keule (Göttingen 1980), E 231-274.
Furumark 1972.
A. Furumark, Mycenaean Pottery, I: Analysis and Classification (1-2), II: Chronology, III: Plates (Svenska
Institutet I Athen, Paul Åströms Förlag, Stockholm 1972).
Gallou 2005.
Chr. Gallou, The Mycenaean Cult of the Dead. BAR International Series 1372 (Oxford: Archaeopress, 2005).
Georgiev 1958
V. Gerorgiev, Die Altgriechieschen Flussnamen. Sofia 1958.
Giannopoulos 2008
Th. G. Giannopoulos, Die letzte Elite der mykenischen Welt. Achaia in mykenischer Zeit und das Phänomen
der Kriegerbestattungen im 12.-11. Jahrhundert v. Chr. Dissertation Universität Heidelberg (Habelt, Bonn
2008).
Giannopoulos 2009
Th. Giannopoulos, “One ring to bind them”. The chamber tomb I of Monodendri in Achaea and the missing
piece of an interesting puzzle. E. Borgna – P. Càssola Guida (επιµ.), From the Aegean to the Adriatic: Social
Organizations, Modes of Exchange and Interaction in the Postpalatial Times (12th-11th C. B.C.). Acts of the
519
International Seminar, Udine, December 1st-2nd 2006 (Roma 2009), 115-128.
Hall 1929.
H. R. Hall, Scarabs. British Museum (London: British Museum 1929).
Hammond 1967
N. G. L. Hammond, Epirus: the geography, the ancient remains, the history and the topography of Epirus
and adjacent areas (Oxford: Clarendon Press 1967).
Harding 1984
A. F. Harding, The Mycenaeans and Europe (London, Orlando: Academic Press 1984).
Hendrix 2003.
E. A. Hendrix. Painted Early Cycladic Figures: An Exploration of Context and Meaning. AJA 72, No 4 (Oct.-
Dec. 2003), 405-446.
Higgins 1957
R. A. Higgins, The Aegina Treasure Reconsidered. BSA 52 (1957), 42-57.
Higgins 1980
R. A. Higgins, Greek and Roman Jewellery (Berkeley: University of California Press 1980).
Höckmann 1980
O. Höckmann, Lanze und Speer. H.-G Buchholz (επιµ.), Archaeologia Homerica, Band I, Kpitel E,
Kriegswesen Teil 2,. Angriffswaffen: Schwert, Dolch, Lanze, Speer, Keule (Göttingen 1980), Ε 275 κ.ε.
Ηöckmann 1987
O. Höckmann, Lanzen und Speere der Ägäischen Bronzezeit und des Übergangs zur Eisenzeit.: H. G.
Buchholz (επιµ.), Ägäische Bronzezeit. Unter Mitwirkung von zahlreicher Fachgelehrter der In- und
Auslands (Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschalft 1987), 329-358.
520
Hood 1987
S. Hood, Η τέχνη στην προϊστορική Ελλάδα. Μετάφραση Μ. Παντελίδου, Θ. Ξένος (Εκδόσεις Καρδαµίτσα,
Αθήνα 1987).
Hughes-Brock 1999.
H. Hughes-Brock, Mycenaean Beads: Gender and Social Contexts. OJA 18.3, 277-296.
Θωµόπουλος 1950
Στ. Θωµόπουλος, Ιστορία της πόλεως των Πατρών, από των Αρχαιοτάτων χρόνων µέχρι του 1821. Έκδοσις
Β΄ (επιµέλεια Κ. Τριανταφύλλου, Καγιάφας Χ., Πάτραι 1950).
Ιακωβίδης 1969-70.
Σπ. Ιακωβίδης, Περατή. Το νεκροταφείον, τόµοι Α-Γ (Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Εν Αθήναις
1969-70).
Iakovidis 1977.
Sp. Iakovidis, On the use of Mycenaean ‘Buttons’. BSA 72 (1977), 113-119.
Johnson 1999
M. Johnson, Archaeological Theory. An Introduction (εκδόσεις Blackwell, U.S.A. 1999).
Jung 2006.
R. Jung, Χρονολογία Comparata: Vergleichende Chronologie von Südgriechenland und Süditalien von ca.
1700/1600 bis 1000 v. u. Z. Österreichische Akademie der Wissenschaften (Wien 2006).
521
Γιαννοπούλου (επιµ.), Πολιτισµική Αλληλογονιµοποίηση Νότιας Ιταλίας και ∆υτικής Ελλάδας µέσα από την
Ιστορία (Περιφέρεια ∆υτ. Ελλάδος, Πάτρα 2008), 85-107.
Κακαβογιάννης 1999-2001.
Ευάγγ. Κακαβογιάννης, Μυκηναϊκό νεκροταφείο στον λόφο Φούρεσι του ∆ήµου των Γλυκών Νερών
Αττικής. ΑΑΑ ΧΧΧΙΙ-ΧΧΧIV (1999-2001), 55-70.
Kanta 1980.
A. Kanta, The Late Minoan III Pottery in Crete: A Survey of Sites, Pottery and their Destribution. SIMA
LVIII (Paul Åströms Förlag, Göteborg 1980).
Καραγιώργης 1978.
Β. Καραγιώργης, Αρχαία Κύπρος. Από τη Νεολιθική εποχή ως το τέλος της Ρωµαϊκής (Μορφωτικό Ίδρυµα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978).
Καράντζαλη 1999.
Ε. Καράντζαλη, Νέοι µυκηναϊκοί τάφοι Ρόδου. Φ. ∆ακορώνια (επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο:
Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου. Λαµία, 25-29 Σεπτεµβρίου 1994 (Λαµία 1999), 285-300.
Karantzali 2001.
E. Karantzali. The Mycenaean cemetery at Pylona on Rhodes. BAR International Series 988 (Archaeopress,
Oxford 2001).
Karo 1930.
G. H. Karo, Die Schachtgräber von Mykenae (F. Bruckmann, München 1930).
Κασκαντίρη 2012.
Σ. Κασκαντίρη, Τα µυκηναϊκά νεκροταφεία στις θέσεις Ζωητάδα και Άγιος Κωνσταντίνος στην Κρήνη
Πατρών. ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 5, 2012, 1–18. ∆ια θέσιµο στον ιστότοπο:
https://proistoria.wordpress.com/pro-istorimata
522
Κεραµόπουλλος 1910.
Α. Κεραµόπουλλος, Μυκηναϊκοί τάφοι εν Αιγίνη και εν Θήβαις. ΑΕ 1910 (Αθήνησιν 1910), 178-250.
Kilian-Dirlmeier 1982
I. Kilian-Dirlmeier, Bemerkungen zu den Fingerringen mit Spiralenden. JbRGZM 27 (1980), Mainz 1982,
249-269.
Kilian-Dirlmeier 1984
I. Kilian-Dirlmeier, Nadeln der frühhelladischen bis archaischen Zeit von der Peloponnes. PBF XIII, 8
(München 1984).
Kilian-Dirlmeier 1988
I. Kilian-Dirlmeier, Jewellery in Mycenaean and Minoan ‘Warrior Graves’. E. B. French, K.A. Wardle
(επιµ.), Problems in Greek Prehistory. Papers Presented at the Centenary Conference of the British School of
Archaeology at Athens, Manchester, April 1986 (Bristol 1988), 161-172.
Kilian-Dirlmeier 1993
I. Kilian-Dirlmeier, Die Schwerter in Griechenland (außerhalb der Peloponnes), Bulgarien und Albanien.
PBF IV, 12 (Franz Steiner, Stuttgart 1993).
Kilian-Dirlmeier 1997
I. Kilian-Dirlmeier, Das Mittelbronzezeitliche Schachtgrab von Ägina. JbRGZM, Alt Ägina IV, 3 (Mainz
1997).
Κοκοτάκη 1996
Ν. Κοκοτάκη, Σπαλιαρέικα Λουσικών. Α∆ 46 (1991), Χρονικά, Β΄1 (Αθήνα 1996), 147-8.
Κολώνας 1995
Λ. Κολώνας, Άγιος Κωνσταντίνος. Α∆ 45 (1990), Χρονικά, Β΄1 (Αθήνα 1995), 131-2.
Κολώνας 1997
Λ. Κολώνας, Τζαννάτα Πόρου. Α∆ 47 (1992), Χρονικά, Β΄1 (Αθήνα 1997), 154-7.
523
Κολώνας 1998
Λ. Κολώνας, Βούντενη. Ένα σηµαντικό µυκηναϊκό κέντρο της Αχαΐας. Υπό εκτύπωση διδακτορική διατριβή
Πανεπιστηµίου Κρήτης (Ρέθυµνο 1998).
Κολώνας 1998α
Λ. Κολώνας, Νεώτερη µυκηναϊκή τοπογραφία της Αχαΐας. Πρακτικά του Ε΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου
Πελοποννησιακών Σπουδών, Άργος-Ναύπλιον 6-10 Σεπτεµβρίου 1995- Τόµος Β (Αθήνα 1998), 468-496.
Κολώνας 2008
Λ. Κολώνας, ∆ίκτυο επισκέψιµων µυκηναϊκών οικισµών και νεκροταφείων επαρχίας Πατρών. Χαλανδρίτσα,
Καταρράκτης, Μιτόπολη, Σπαλιαρέικα, Ελαιοχώρι, Πόρτες. ΥΠΠΟ, Τ.∆.Π.Ε.Α.Ε. (Αθήνα 2008).
Κολώνας 2008α
Λ. Κολώνας, Τείχος ∆υµαίων. ΥΠΠΟ, Τ.∆.Π.Ε.Α.Ε. (Αθήνα 2008)
Κολώνας 2008β
Λ. Κολώνας, Βούντενη. Ένα σηµαντικό κέντρο της µυκηναϊκής Αχαΐας. ΥΠΠΟ, Τ.∆.Π.Ε.Α.Ε. (Αθήνα 2008).
Κολώνας 2012
Λ. Κολώνας, Βούντενη, Τείχος ∆υµαίων. Α. Βλαχόπουλος (επιµ.), Αρχαιολογία, Πελοπόννησος.
Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα (Αθήνα 2012), 350-351, 356-359.
Κολώνας 2013
Λ. Κολώνας 2013, Θολωτός τάφος στη Σταµνά Αιτωλοακαρνανίας. 2ο ∆ιεθνές Αρχαιολογικό και
Επιστηµονικό Συνέδριο «Το Αρχαιολογικό Έργο στην Αιτωλοακαρνανία και στη Λευκάδα», Μεσολόγγι 2013
(υπό εκτύπωση).
Konstantinidi 2001.
E. M. Konstantinidi, Jewellery revealed in the burial contexts of the Greek Bronze Αge. BAR International
Series 912 (Oxford 2001).
Kontorli-Papadopoulou 1975
L. Kontorli-Papadopoulou, Mycenaean Chamber Tombs: Construction and Burial Customs. Αδηµοσίευτη
524
∆ιδακτορική ∆ιατριβή Πανεπιστηµίου του Λονδίνου (1975).
Kontorli-Papadopoulou 1987
L. Kontorli-Papadopoulou, Some αspects concerning local peculiarities of the Mycenaean Chamber Tombs.
R. Laffineur (επιµ.), Thanatos: Les Coutumes Funéraires en Egée a l’ Âge du Bronze. Actes du Colloque de
Liège 21-23 Avril 1986, Aegaum I (Liège 1987), 145-160, πίν. XL-XLVIII, .
Kontorli-Papadopoulou 1995
L. Kontorli-Papadopoulou, Mycenaean tholos tombs: Some thoughts on burial customs and rites. Ch. Morris
(επιµ.), Klados: Essays in Honor of J. N. Coldstream, BICS (London 1995), 111-122.
Κορρές 1975
Γ. Στ. Κορρές, Ανασκαφαί Πύλου. ΠΑΕ 1975, 428-514.
Κορρές 1981-1982
Γ. Στ. Κορρές, Η προβληµατική δια την µεταγενεστέραν χρήσιν των µυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας.
Πρακτικά του Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτραι, 25-31 Μαΐου 1980 (Εν Αθήναις
1981-1982), Τόµος Β΄, 363-450.
Κορρές 1979
Γ. Στ. Κορρές, Το χρονικόν των ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς. Ο τύµβος της Βοϊδοκοιλιάς και η γένεσις του
τύπου του θολωτού τάφου της ηπειρωτικής Ελλάδος. Αρχαιολογικαί διατριβαί επί θεµάτων της Εποχής του
Χαλκού. «ΑΘΗΝΑ»: Περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστηµονικής Εταιρείας, Σειρά ∆ιατριβών και
Μελετηµάτων 21, (Εν Αθήναις 1979), 11-83.
Κουντούρη 2003
Ε. Κουντούρη, Η Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ κεραµική από το νεκροταφείο των Βολιµιδίων Χώρας και η σύγχρονη
κεραµική παραγωγή της Μεσσηνίας. Αδηµοσίευτη ∆ιδακτορική ∆ιατριβή Πανεπιστηµίου Αθηνών (Αθήνα
2003).
Krzyszkowska 1997
O. Krzyszkowska, Cult and Cruft: Ivories from the Citadel House Area, Mycenae. R. Laffineur, Ph. P.
Betancourt (επιµ.), Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age: Aegeum 16,
Proceedings of the 6th International Aegean Conference, Philadelphia, Temple University, 18-21 April 1996,
(Liège 1997), 145-150.
525
Κυπαρίσσης 1929
Ν. Κυπαρίσσης, Ανασκαφαί της Κάτω Γουµενίτσης των Καλαβρύτων. ΠΑΕ 1926 (Εν Αθήνιας 1929), 130-
131.
Lorimer 1950
H. L. Lorimer, Homer and the Monuments (London 1950).
Lubsen-Admiraal 2004
St. Μ. Lubsen-Admiraal, Ancient Cypriot Art. The Thanos Zintilis collection. N. P. Goulandris Foundation –
Museum of Cycladic Art (Athens 2004).
Μαρινάτος 1934
Σπ. Μαρινάτος, Αι ανασκαφαί Goekoop εν Κεφαλληνία. AE 1932 (Εν Αθήναις 1934), 1-47.
Μαρινάτος 1935
Σπ. Μαρινάτος, Αι ανασκαφαί Goekoop εν Κεφαλληνία. ΑΕ 1933 (Εν Αθήναις 1935), 68-100.
Μαρινάτος 1956
Σπ. Μαρινάτος, Αι µινωικαί θεαί του Γάζι, ΑΕ 1937, τόµος εκατονταετηρίδος, µέρος τρίτον (1956), 278-291.
Μαρινάτος 1961
Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω. ΠΑΕ 1956 (Εν Αθήναις 1961), 202-206.
Marinatos 1937
Sp. Marinatos, Σιγύνη. BSA 37 (1936/1937), 187-191.
Marinatos 1967
Sp. Marinatos, Kleidung, Haar und Barttracht. F. Matz, H. G. Buchholz (επιµ.): Archaeologia Homerica,
Band I, Kapitel A-B (Göttingen 1967).
Μαστροκώστας 1966
Ευθ. Μαστροκώστας, Ανασκαφή Αγίου Ηλία Μεσολογγίου Ιθωρίας. ΠΑΕ 1963 (Εν Αθήναις 1966), 203-217.
526
Μαστροκώστας 1966α
Ευθ. Μαστροκώστας, Αχαΐα, Τείχος ∆υµαίων. Έργον 1965 (Αθήναι 1966), 94-105, εικ. 118-130.
Μπάτζιου-Ευσταθίου 1991
Α. Μπάτζιου-Ευσταθίου, Μυκηναϊκά από τη Νέα Ιωνία Βόλου. Α∆ 40 (1985), Μελέτες A΄ (Αθήνα 1991),
17-70, σχεδ. 1-29, πίν. 13-30.
Μόσχος 2002
Ι. Μόσχος, Πόρτες. Α∆ 52 (1997), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2002), 292-293.
Μόσχος 2004
Ι. Μόσχος, Πόρτες. Α∆ 53 (1998), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2004), 268-269.
Μόσχος 2007
Ι. Μόσχος, Οι Μυκηναίοι στην Αχαΐα. Λ. Κολώνας (επιµ.), Φαίδιµος 1, Εταιρεία Μελετών Μυκηναϊκής
Αχαΐας (Πάτρα 2007).
Μόσχος 2012
Ι. Μόσχος, Αχαΐα. Ιστορικό και αρχαιολογικό περίγραµµα. Α. Βλαχόπουλος (επιµ.), Αρχαιολογία,
Πελοπόννησος. Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα (Αθήνα 2012), 300-307.
Moschos 2000
I. Moschos, Prehestoric Tumuli at Portes in Achaea. First Preliminary Report. Proceedings of the Danish
Institute at Athens (Αθήνα 2000).
Moschos 2002
I. Moschos, Western Achaea during the LH IIIC period. Approaching the latest excavation evidence.
Emanuele Greco (επιµ.), Gli Achei e l’ identità etnica degli Achei d’Occidente. Atti del Convegno
Internazionale di Studi (Paestum, 23-25 Febbraio 2001-Atene 2002), 15-40.
Moschos 2009
I. Moschos, Evidence of Social Re-organization and Reconstruction in Late Helladic IIIC Achaea and Modes
of Contacts and Exchange via the Ionian and Adriatic Sea. E. Borgna e Paola Càssola Guida (επιµ.), From
the Aegean to the Adriatic: Social Organizations, Μodes of Εxchange and Interaction in Postpalatial Times
(12th-11th Cent. B.C.), Acts of the International Seminar, Udine, December 1st-2nd 2006 (Roma 2009),
527
345-414.
Moschos 2009α
I. Moschos, Western Achaea during the Succeeding LH IIIC Late period - The Final Mycenaean Phase and
the Submycenaean Period. S. Deger-Jakoltzy, M. Zavadil (επιµ.), LH IIIC Chronology and Synchronisms:
LH IIIC Late and the Transition to the Early Iron Age (Wien 2009), 235-288.
Mountjoy 1993
P. A. Mountjoy, Mycenaean Pottery: An Introduction (Oxford 1993).
Mountjoy 1994
P. Α. Mountjoy, Μυκηναϊκή Γραπτή Κεραµική. Οδηγός Ταύτισης. Μετάφραση ∆. Γ. Γόντικα (Ινστιτούτο του
Βιβλίου Καρδαµίτσα, Αθήνα 1994).
Mountjoy 1999
P. A. Mountjoy, Regional Mycenaean Decorated Pottery, vols. I-II. D.A.I (Rahden/Westf. 1999).
Μυλωνάς 1972
Γ. Μυλώνας, Ο ταφικός κύκλος Β των Μυκηνών, τ. A-B. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας αρ. 73 (Εν Αθήναις 1972).
Μυλωνάς 1975
Γ. Μυλωνάς, Το δυτικόν νεκροταφείον της Ελευσίνος. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία: Εκδοτική
Αθηνών (Εν Αθήναις 1975).
Mylonas 1957
G. Mylonas, Ancient Mycenae. The Capital City of Agamemnon (Princeton University Press 1957).
Mylonas 1966
G. Mylonas, Mycenae and the Mycenaean Age (Princeton University Press 1966).
Naue 1903
J. Naue, Die vorrömischen Schwerter in Kupfer, Bronze und Eisen. Text-Album (München 1903).
528
Ντούµας 1983
Χρ. Ντούµας, Αστυπάλαια, Α∆ 30 (1975), Χρονικά Β΄ 2 (Αθήνα 1983) , 372, πίν 272.
Ντούµας 1984
Χρ. Ντούµας, Κυκλαδική Τέχνη. Αρχαία Γλυπτική και Κεραµική από τη Συλλογή Ν. Π. Γουλανδρή (Αθήνα
1984).
Newberry 1906
P. E. Newberry, Scarabs: an introduction to the study of Egyptian seals and signet rings, with forty-four
plates. University of Liverpool, Institute of Archaeology (London 1906).
Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985
Α. Ξενάκη-Σακελλαρίου, Οι θαλαµωτοί τάφοι των Μυκηνών ανασκαφής Χρ. Τσούντα (1887-1898), (Paris
1985).
Οικονοµίδης 2009
Στ. Οικονοµίδης, Οι χάλκινες περικνηµίδες της Malpensa και οι πρώιµες περικνηµίδες από τον ελλαδικό,
βαλκανικό και κυπριακό χώρο. Μία προσπάθεια τυπολογικής προσέγγισης. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ
Αθηνών, τόµος 40-41 (2007-2008), 99-114.
Παπαδόπουλος 1976
Θ. Ι. Παπαδόπουλος, Η εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο. ∆ωδώνη 5 (1976), 271-338.
Παπαδόπουλος 1978
Αθ. Ι. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή ΥΕ νεκροταφείου Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1976-τεύχος Α΄ (Εν Αθήναις
1978), 196-199, πίν. 129-131.
Παπαδόπουλος 1978α
Αθ. Ι. Παπαδόπουλος, Πάτραι. Καλλιθέα, Έργον 1977 (Αθήναι 1978), 96-98, εικ. 58.
Παπαδόπουλος 1980
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή ΥΕ νεκροταφείου Καλλιθέας Πατρών, ΠΑΕ 1977 (Εν Αθήναις 1980), 184-
186, πίν. 112-114.
Παπαδόπουλος 1980α
Θ. Ι. Παπαδόπουλου, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1978 (Εν Αθήναις 1980), 122-124, πίν. 100-101.
529
Παπαδόπουλος 1981
Αθ. Ι. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. Έργον 1980 (Αθήναι 1981), 29-30, εικ. 57-58.
Παπαδόπουλος 1983
Θ. Ι. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1981- Τεύχος Α΄ (Εν Αθήναις 1983), 184, πίν.
147.
Παπαδόπουλος 1991
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1987 (Αθήναι 1991), 69-72, πίν. 58-63.
Παπαδόπουλος 1991α
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας – Κλάους Πατρών. ΠΑΕ 1988 (Αθήναι 1991), 32-36, πίν. 25-30.
Παπαδόπουλος 1992
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1989 (Αθήναι 1992), 59-61
Παπαδόπουλος 1993
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας και Κλάους Πατρών. ΠΑΕ 1990 (Αθήναι 1993), 50-55, πίν. 27-30.
Παπαδόπουλος 1994
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Κλάους Πατρών. ΠΑΕ 1991 (Αθήναι 1994), 79-84, πίν. 46-49.
Παπαδόπουλος 1992α
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Κλάους Πατρών. Έργον 1991 (Αθήναι 1992), 25-28, ει. 38-40.
Παπαδόπουλος 1995
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας και Κλάους Πατρών. ΠΑΕ 1992 (Αθήναι 1995), 53-59, πίν. 17-19.
Παπαδόπουλος 1996
Θ. Ι. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1993 (Αθήναι 1996), 44-47., πίν. 22-24
Παπαδόπουλος 1999
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή µυκηναϊκού νεκροταφείου Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1997 (Αθήναι 1999),
121-126, πίν. 69-72.
530
Παπαδόπουλος 2000
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή µυκηναϊκού νεκροταφείου Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1998 (Αθήναι 2000), 83-
87, πίν. 32-35.
Παπαδόπουλος 1999α
Θ. Παπαδόπουλος, Καλλιθέα Πατρών. Έργον 1998 (Αθήνα 1999), 37-39, εικ. 28-30.
Παπαδόπουλος 2002
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 1999 (Αθήναι 2002), 65-68, πίν. 42-45.
Παπαδόπουλος 2003
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 2000 (Αθήναι 2003), 71-73, πίν. 38-40.
Παπαδόπουλος 2005
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 2002 (Αθήναι 2005), 61-63, πίν. 49-50.
Παπαδόπουλος 2006
Θ. Παπαδόπουλος, Ανασκαφή Καλλιθέας Πατρών. ΠΑΕ 2003 (Αθήναι 2006), 49.
Παπαδόπουλος 2002α
Αθ. Παπαδόπουλος, Η χρήση του γυαλιού στην Κρητοµυκηναϊκή εποχή. Στο Π. Θέµελης (επιµ.), Το γυαλί
από την Αρχαιότητα εώς σήµερα. Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών (Αθήνα 2002), 29-37.
Papadopoulos 1976
A. J. Papadopoulos, Excavation at Aigion – 1970. SIMA XLVI (Paul Åströms Förlag, Göteborg 1976).
Papadopoulos 1978-79
Th. J. Papadopoulos, Mycenaean Achaea, P. I-II. SIMA LV:1 (Paul Åströms Förlag, Göteborg 1978-79).
531
Papadopoulos 1995
Th. Papadopoulos, A Late Mycenaean Koine in Western Greece and the Adjacent Ionian Islands. Chr. Morris
(επιµ.), Klados. Essays in Honor of J. N. Coldstream (BICS Supplement 63, London 1995), 201-208.
Papadopoulos 1998
Th. Papadopoulos, The Late Bronze Age Daggers of the Aegean I. The Greek Mainland. PBF VI, 11 (Franz
Steiner Verlag, Stuttgard 1998).
Papadopoulos 1999
Th. Papadopoulos, Warrior Graves in Achaean Mycenaean Cemeteries. R. Laffineur (επιµ.), Polemos. Le
Context Guerrier en Égée á l’ Âge du Bronze, Actes de la 7e Recontre Égéenne Internationale, Université de
Liège, 14-17 Avril 1998, (“Aegaum”-19), Liège 1999, 267-274.
Papadimitriou 2015
N. Papadimitriou, The Formation and Use of Dromoi in Early Mycenaean Tombs. BSA 110 (2015), 71-120.
Παπαευθυµίου-Παπανθίµου 1979
Α. Παπαευθυµίου-Παπανθίµου, Σκεύη και σύνεργα του καλλωπισµού στον κρητοµυκηναϊκό χώρο.
∆ιδακτορική ∆ιατριβή Α.Π.Θ 1979. Επιστηµονική Επετηρίδα Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, παράρτηµα αρ.
23 (Θεσσαλονίκη 1979).
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1993
Λ. Παπάζογλου-Μανιουδάκη, Εισηγµένη κεραµεική στους µυκηναϊκούς τάφους της Πάτρας. C. Zerner, P.
Zerner, J. Winder (επιµ.), Wace and Blegen: Pottery as Evidence for Trade in the Aegean Bronze Age 1939-
1989. Proceedings of the International Conference held at the American School of Classical Studies at
Athens, Athens, December 2-3, 1989 (Amsterdam 1993), 209-215, πίν. 23-24.
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 1999
Λ. Παπάζογλου-Μανιουδάκη, Πήλινα και χάλκινα της Πρώιµης Μυκηναϊκής εποχής από την Αχαΐα. Φ.
∆ακορώνια (επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία,
25-29 Σεπτεµβρίου 1994 (Λαµία 1999), 269-283.
532
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2003
Λ. Παπάζογλου-Μανιουδάκη, Ο θολωτός τάφος του Πετρωτού Πατρών. Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας. Ν.
Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Μ. Παπακωνσταντίνου (επιµ.), Β΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η
Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 26-30 Σεπτεµβρίου 1999 (Αθήνα 2003), 433-453.
Παπάζογλου-Μανιουδάκη 2014
Λ. Παπάζογλου-Μανιουδάκη, Ανασκαφή στον λόφο της Μυγδαλιάς Πατρών. Α∆ 63 (2008), Χρονικά Β΄1
(Αθήνα 2014), 532-535, εικ. 80-86.
Papazoglou-Manioudaki 1994
L. Papazoglou-Manioudaki, A Mycenaean Warrior’s Tomb at Krini near Patras. BSA 89 (1994), 171-200, πίν.
23-36.
Papazoglou-Manioudaki 2009
L. Papazoglou-Manioudaki, Dishonouring the dead: the plundering of the tholos tombs in the Early Palatial
period and the case of the tholos tomb at Mygdalia Hill (Petroto) in Achaea. H. Cavanagh, W. Cavanagh, J.
Roy (επιµ.), Honouring the Dead in the Peloponnes: Proceedings of the Conference held at Sparta 23-25
April 2009 (University of Nottingham, Center for Spartan and Peloponnesian Studies, Online Publication 2).
501-520.
Παπακώστα 2014
Λ. Παπακώστα, Κοτρώνι Πατρών - πάροδος Προκοπίου, οικόπεδο Καραθανάση και οικόπεδο Γκίκα. Α∆ 64
(2009), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2014), 416-417, εικ. 2.
Παπαποστόλου 1980
Ι. Α. Παπαποστόλου, Περισυλλογή αρχαίων στην Αχαΐα. ΠΑΕ 1977 ( Εν Αθήναις 1980), 485-490, πίν. 245-
249.
Παπαποστόλου 1988
Ι. Α. Παπαποστόλου, Κρήνη. Α∆ 36 (1981), Χρονικά Β΄1 ( Αθήναι 1988), 166.
Παπαχατζής 1991
Ν. ∆. Παπαχατζής, Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Αχαϊκά και Αρκαδικά. Εκδοτική Αθηνών 1991.
Παρλαµά 1972
Λ. Παρλαµά, Θαλαµοειδής τάφος εις Αγραπιδοχώρι Ηλείας. ΑΕ 1971, Χρονικά (Εν Αθήναις 1972), 52-60,
πίν. ΚΘ΄-ΛΓ΄.
533
Πασχαλίδης 2013
Κ. Πασχαλίδης, Το µυκηναϊκό νεκροταφείο του Κλάους Πατρών, τ. Α-Β. Υπό έκδοση διδακτορική διατριβή
Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων, Φεβρουάριος 2013.
Πετρόπουλος 1995
Μ. Πετρόπουλος, Θολωτός τάφος Πετρωτού Πατρών. Α∆ 44 (1989), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 1995), 132-133,
σχ. 9.
Πετρόπουλος 1995α
Μ. Πετρόπουλος, Κρήνη Πατρών. Οικισµός Μονοδενδρίου, θέση Άγιος Κωνσταντίνος. Α∆ 45 (1990),
Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 1995), 132-133.
Πετρόπουλος 2004
Μ. Πετρόπουλος, Κρήνη Πατρών. Θέση Άγιος Κωνσταντίνος. Α∆ 53 (1998), Χρονικά Β΄1 (Αθήνα 2004),
267-268, σχέδ. 7.
Πετρόπουλος 2000
Μ. Πετρόπουλος, Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Σπαλιαρέικα των Λουσικών. Α. ∆. Ριζάκης (επιµ.),
ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 29: Αχαϊκό τοπίο ΙΙ. ∆ύµη και ∆υµαία χώρα (Αθήνα 2000), 65-92.
Πετρόπουλος 2001-2002
Μ. Πετρόπουλος, Η αρχαία Μεσάτις της Πάτρας. Πρακτικά του ς΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών
Σπουδών, Τόµος Β΄, Τρίπολις 24-29 Σεπτµβρίου 2000, (Αθήνα 2001-2002), 399-422.
534
Πετρόπουλος, Σαράντη, Χριστακοπούλου 2004
Μ. Πετρόπουλος, Ε. Σαράντη, Ο. Χριστακοπούλου, ΣΤ΄ ΕΠΚΑ, Σωστικές ανασκαφές στο πλαίσιο των
έργων ζεύξης Ρίου – Αντιρρίου και δυτικού άξονα (Νοµός Αιτωλοακαρνανίας). Χ. Μπακιρτζής (επιµ.),
Αρχαιολογικές έρευνες και µεγάλα δηµόσια έργα: Αρχαιολογική συνάντηση εργασίας, Επταπύργιο
Θεσσαλονίκης, 18-20 Σεπτεµβρίου 2003 (Θεσσαλονίκη, ΥΠΠΟ 2004), 144-145.
Πετρόπουλος 2007
Μ. Πετρόπουλος, Η αρχαία Άνθεια της Πάτρας. Πρακτικά του Ζ΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών
Σπουδών, Τόµος Β΄ , Πύργος-Γαστούνη-Αµαλιάδα 11-17 Σεπτεµβρίου 2005, (Αθήνα 2007), 49-62.
Πετρόπουλος 2012
Μ. Πετρόπουλος, Αχαΐα, Ιστορικοί χρόνοι. Α. Βλαχόπουλος (επιµ.), Αρχαιολογία, Πελοπόννησος.
Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα (Αθήνα 2012), 308-313.
Petropoulos 2007
M. Petropoulos, A Mycenaean Cemetery at Nikoleika near Aigion of Achaia. S. Deger-Jakoltzy, M. Zavadil,
LH IIIC Chronology and Synchronisms II: LH IIIC Middle. Proceedings of the International Workshop Held
at the Austrian Academy of Sciences at Vienna, October 29th and 30th 2004 (Wien 2007), 253-285.
Persson 1931
A. W. Persson, The Royal Tombs at Dendra near Midea (Lund 1931).
Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1995
Ν. Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα, Το µυκηναϊκό νεκροταφείο της Βάρκιζας Βάρης. Α∆ 43 (1988), Μελέτες
(Αθήνα 1995), 1-108, σχ. 1-12, πίν. 1-56.
Renfrew 1972
C. Renfrew, The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in the Third Millenium B.C.
(London 1972).
535
Renfrew, Bahn 2013
C. Renfrew, P. Bahn, Αρχαιολογία. Θεωρίες, Μεοθοδολογία και Πρακτικές Εφαρµογές. Ινστιτούτο τυο
βιβλίου – Α. Καρδαµίστα, µετάφραση Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου (Αθήνα 2013, Νέα Έκδοση).
Rizio 2011
A. Rizio, Μυκηναϊκοί οικισµοί Αχαΐας. Λ. Κολώνας (επιµ.), Φαίδιµος 3, Εταιρεία Μελετών Μυκηναϊκής
Αχαΐας, Πάτρα 2011.
Rutter 1985
J. B. Rutter, An Exercise in Form vs. Function: The Significance of the Duck Vase. “Aspects of Aegean
Pottery in the Middle Bronze Age”. Temple University, Aegean Symposium 10 (Philadelphia 1985), 16-41.
Σακελλαρίου 1966
Α. Σακελλαρίου, Μυκηναϊκή σφραγιδογλυφία. ∆ηµοσιεύµατα του Αρχαιολογικού ∆ελτίου αρ. 8 (Αθήναι
1966).
Sandars 1955
N. K. Sandars, The Antiquity of the One-edged Bronze Knife in the Aegean. PPS 21 (1955), 174-197.
Sandars 1963
N. K. Sandars, Later Aegean Bronze Swords. AJA 67, Nο 2 (April 1963), 117-153.
Snodgrass 1964
A. M. Snodgrass, Early Greek Armour and Weapons from the End of the Bronze Age to 600 B.C. (Edinburg:
University Press 1964).
536
Souyoudzoglou-Haywood 1999
Chr. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and the Early Iron Age, 3000-800 B.C.
(Liverpool, University Press 1999).
Σπυρόπουλος 1997
Θ. Γ. Σπυρόπουλος, Το Παναρκαδικό Αρχαιολογικό Μουσείο Τριπόλεως και η αρχαιολογική έρευνα της
Αρκαδίας (Τρίπολη 1997).
Σπυρόπουλος 2000
Θ. Γ. Σπυρόπουλος, Γ. Θ. Σπυρόπουλος, Αρχαία Αρκαδία. Έκδοση Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αρκαδίας,
Τρίπολη 2000.
Σταυροπούλου-Γάτση 1998
Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Οικισµός της εποχής του Χαλκού στην Παγώνα της Πάτρας. Πρακτικά του Ε΄
∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Τόµος Α΄, Άργος – Νάυπλιον 6-10 Σεπτεµβρίου 1995
(Αθήναι 1998), 514-533.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008
Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Τοπωνυµικές επιβιώσεις για την Οµηρική Ιθάκη στην Αιτωλοακαρνανία και
αρχαιολογικά τεκµήρια για τη Μυκηναϊκή εποχή. X. Παπαδάτου-Γιαννοπούλου (επιµ.), ∆ιεθνές Συνέδριο
αφιερωµένο στον Wilhelm Dörpfeld, υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟ, Λευκάδα 6-11 Αυγούστου 2006 (Πάτρα,
περί τεχνών 2008), 373-388.
Σταυροπούλου-Γάτση 2013
Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Νεώτερα µυκηναϊκά δεδοµένα Ακαρνανίας και Λευκάδας. F. Lang, P. Funke, L.
Kolonas, E-L. Schwandner, Inderdisziplinäre Forschungen in Akarnanien (∆ιεπιστηµονικές Έρευνες στην
537
Ακαρνανία), Bonn 2013.
Stubbings 1951
F. H. Stubbings, Mycenaean Pottery from the Levant (Cambridge, University Press 1951).
Σχοινάς 1999
Χρ. Σχοινάς, Εικονιστική παράσταση σε όστρακα κρατήρα από την Αγία Τριάδα Ηλείας. Φ. ∆ακορώνια
(επιµ.), Α΄ ∆ιεθνές ∆ιεπιστηµονικό Συµπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Λαµία, 25-29
Σεπτεµβρίου 1994 (Ι∆΄ ΕΠΚΑ, Λαµία 1999), 257-262.
Τριαναταφυλλίδης 2000
Π. Τριανταφυλλίδης, Ροδιακή Υαλουργία Ι: τα εν θερµώ διαµορφωµένα διαφανή αγγεία πολυτελείας,
(Υπουργείο Αιγαίου, ΚΒ΄ ΕΠΚΑ , Αθήνα 2000).
Τριανταφύλλου 1959
Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικό λεξικό των Πατρών. Η Ιστορία της πόλεως και επαρχίας Πατρών από της
Αρχαιότητος έως σήµερον κατά αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν (Πάτραι 1959).
Β΄ έκδοσις αναθεωρηµένη και εικονογραφηµένη (Πάτραι 1980).
Tripathi 1988
D. N. Tripathi, Bronzework of Mainland Greece from c. 2600 B.C to c. 1450 B.C. SIMA (Paul Åströms
Förlag, Göteborg 1988).
Τσούντας 1893
Χρ. Τσούντας, Μυκήναι και µυκηναίος πολιτισµός (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνησιν 1893).
Tsipopoulou 1997
M. Tsipopoulou, Late Minoan III Reoccupation in the Area of the Palatial Building at Petras, Siteia. E.
Hallager and B.R. Hallager (επιµ.), Late Minoan III Pottery: Chronology and Terminology. Acts of a meeting
held at the Danish Institute at Athens, August 12-14, 1994 (Athens 1997).
538
National Archaeological Museum, 12 July-27 November 1999 (Kapon Editions, Athens 2002).
Ελληνική έκδοση: Μινωιτών και Μυκηναίων γεύσεις. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 12 Ιουλίου-27
Νοεµβρίου 1999 (Αθήνα 1999).
Vermeule 1960
E. Vermeule, The Mycenaeans in Achaea. AJA 64, No 1 (1960), 1-21.
Vermeule 1983
E. Vermeule, Greece in the Bronze Age, University of Chicago Press (Chicago 1964).
Eλληνική έκδοση: Ελλάς, Εποχή του Χαλκού. Μετάφραση Θ. Ξένος, Εκδόσεις Καρδαµίτσα (Αθήνα 1983).
Voutsaki 1998
S. Voutsaki, Moutuary Evidence, Symbolic Meanings and Social Change: A Comparison between Messenia
and the Argolid in the Mycenaean Period. K. Branigan (επιµ.), Cemetery and Society in the Aegean Bronze
Age. Sheffield: Academic Press 1998, 41-58.
Wace 1932
A. J. B. Wace, Chamber Tombs at Mycenae, Archaeologia LXXXII (Oxford 1932).
Wardle 1972
K. A. Wardle, The Greek Bronze Age west of Pindus: A Study of the Period ca. 3000 BC-1000 BC, in Epirus,
Aetolo-Akarnania, the Ionian Islands and Albania with reference to the Aegean, Adriatic and Balkan
Regions, vlms: I-III, (London 1972).
539
Yalouris 1960
N. Yalouris, Mykenische Bronzeschutzwaffen. AM 75 (1960), 42-67.
Yalouris 1968
N. Yalouris, An Unreported Use for some Mycenaean Glass Paste Beads. Journal of Glass Studies 10, The
Corning Museum of Glass, Corning Glass Center (New York 1968), 9-16.
Younger 1973
J. Younger, Towards the Chronology of Aegean Glyptic in the Late Bronze Age: a thesis submitted for the
degree of Ph. D., University of Cincinnati 1973, vlms: I-III.
Χριστακοπούλου 2006
Γ. Χριστακοπούλου, Σωστικές ανασκαφές στη Σταµνά και στο Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας. Ντ.
Ζαφειροπούλου (επιµ.), Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Nότιας και ∆υτικής Ελλάδος. ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών
και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996 (Αθήνα
2006), 511-518.
Χριστακοπούλου-Σωµάκου 2010
Γ. Χριστακοπούλου-Σωµάκου, Μυκηναϊκό νεκροταφείο Μιτόπολης Αχαΐας. Λ. Κολώνας, Ι. Μόσχος (επιµ.),
Φαίδιµος 2, Εταιρεία Μελετών Μυκηναϊκής Αχαΐας (Πάτρα 2010).
Χρυσάφη 1999
Α. Χρυσάφη, Κρήνη Πατρών, Περιφέρεια Ζωιτάδας (οικόπεδο Γεωργίου Γαλανού). Α∆ 49 (1994), Χρονικά
Β΄ 1 (Αθήνα 1999), 234-236.
Υπό έκδοση:
Jung, Moschos, Mehofer, Krieg und Frieden zwischen Italien und westgriechenland, Importe und Eniflüsse
aus Italien im mykenischen Achaia, in Ätolien und auf Kefalonia. Veröffentlichungen der mykenischen
Komission mit SCIEM 2000-Εταιρεία ΜελετώνΜυκηναϊκής Αχαΐας. Wien-Patras.
Μουτάφη Ιωάννα, Towards a Social Bioarchaeology of the Mycenaean Period: A Multideciplinary analysis
of Funerary Remains from the LH ChT Cemetery of Voundeni Achaea Greece (αδηµοσίευτη διδακτορική
540
διατριβή Πανεπιστηµίου του Sheffield).
Παπαδοπούλου Ε., Το µυκηναϊκό νεκροταφείο της Καλλιθέας Πατρών (αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή
Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων).
541
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3
ΜΕΡΟΣ Ι 7
Τα µυκηναϊκά νεκροταφεία θαλαµοειδών τάφων της Κρήνης Πατρών και η τοπογραφία της περιοχής 7
ΜΕΡΟΣ ΙΙ 11
Τα ανασκαφικά δεδοµένα 11
542
ΙΙΙ.1.7. Τοιχώµατα και δάπεδα θαλάµων (Παράρτηµα 1Ε) 237
ΙΙΙ.1.8. Ταφικοί λάκκοι (Παράρτηµα 1ΣΤ) 238
ΙΙΙ.1.9. Κιβωτιόσχηµος τάφος 240
ΙΙΙ.1.10. «Θρανίο» 240
ΙΙΙ.1.11. Παραθάλαµοι 241
ΙΙΙ.1.12. Ηµιτελής θαλαµοειδής τάφος 242
543
ΙΙΙ.4. Μεταλλοτεχνία-µικροτεχνία 354
ΙΙΙ.4.1. Όπλα 354
Ξίφος Naue II 354
Λόγχες 359
Αιχµή βέλους 363
ΙΙΙ.4.2. Εργαλεία 365
Χάλκινα µαχαίρια 365
Λίθινη ακόνη 367
Χάλκινες βελόνες 369
ΙΙΙ.4.3. Κοσµήµατα 370
Περιδέραια 371
Χάντρες 372
∆ιαδήµατα και ταινίες Σφάλµα! ∆εν έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
Χάλκινα δακτυλίδια 384
ΙΙΙ.4.4. Σφραγιδόλιθοι 387
ΙΙΙ.4.5. Σκαραβαίος 390
ΙΙΙ.4.6. Είδη καλλωπισµού 393
Χάλκινες τριχολαβιδες 393
Περόνες 395
ΙΙΙ.4.7. Εξαρτήµατα ενδυµασίας 397
ΜΕΡΟΣ ΙV 403
ΜΕΡΟΣ V 417
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 511
544
545
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΣΚΑΦΗ
ΘΑΛΑΜΟΣ ΤΑΦΟΥ 1
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ
ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΓΑΛΑNOY
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΤΑΦΟΣ 1-ΘΑΛΑΜΟΣ
ΤΑΦΟΣ 1-ΔΡΟΜΟΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ
ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΓΑΛΑΝΟΥ
ΠΙΝΑΚΑΣ 5
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 6
ΤΑΦΕΣ Α ΚΑΙ Β
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤAΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 7
ΤΑΦΗ Δ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 8
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ 1
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ 2
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 9
Γαλ.-Τ1/Ε1
Γαλ.-Τ1/Ε4
Γαλ.-Τ1/Ε6-7
Γαλ.-Τ1/Ε28
Γαλ.-Τ1/Ε5
Γαλ.-Τ1/Ε3
Γαλ.-Τ1/Ε2
Γαλ.-Τ1/Ε9
Γαλ.-Τ1/Ε10
Γαλ.-Τ1/E23 Γαλ.-Τ1/Ε24
Γαλ.-Τ1/Ε11
Γαλ.-Τ1/Ε12
Γαλ.-Τ1/E13
Γαλ.-Τ1/Ε14
Γαλ.-Τ1/Ε15
Γαλ.-Τ1/E17
Γαλ.-Τ1/E16
Γαλ.-Τ1/Ε18
Γαλ.-Τ1/Ε19 Γαλ.-Τ1/E20
Γαλ.-Τ1/Ε21 Γαλ.-Τ1/Ε22
Γαλ.-Τ1/Ε27
Γαλ.-Τ1/Ε29
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1/ΔΡΟΜΟΣ
(Κλίμακα 1:3)
ΠΙΝΑΚΑΣ 17
Γαλ.-Τ1/Ε30
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ1/ΔΡΟΜΟΣ
(Κλίμακα 1:3)
ΠΙΝΑΚΑΣ 18
ΤΑΦΕΣ 1-2
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ 1
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 19
T2/E5-E6
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ2: ΤΕΤΡΑΩΤΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ ΜΕ ΠΩΜΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 20
Γαλ.-Τ2/Ε6
Γαλ.-Τ2/Ε5
Γαλ.-Τ2/Ε7
Γαλ.-Τ2/Ε8
Γαλ.-Τ2/Ε9
Γαλ.-Τ2/Ε10
Γαλ.-Τ2/Ε11
Γαλ.-Τ2/Ε12
Γαλ.-Τ2/Ε13
Γαλ.-Τ2/Ε14
Γαλ.-Τ2/Ε15
Γαλ.-Τ2/Ε16
Γαλ.-Τ2/Ε17
Γαλ.-Τ2/Ε18
Γαλ.-Τ2/Ε19
Γαλ.-Τ2/Ε20
Γαλ.-Τ2/Ε21
Γαλ.-Τ2/Ε22
Γαλ.-Τ2/Ε23
Γαλ.-Τ2/Ε24
Γαλ.-Τ2/Ε25
Γαλ.-Τ2/Ε26 Γαλ.-Τ2/Ε27
Γαλ.-Τ2/Ε28 Γαλ.-Τ2/Ε29
Γαλ.-Τ2/Ε30
Γαλ.-Τ2/Ε1
Γαλ.-Τ2/Ε2
Γαλ.-Τ2/Ε3
Γαλ.-Τ2: ξερολιθιά
Γαλ.-Τ2/E4
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΑΛ.-Τ3:
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΒΩΤΙΟΣΧΗΜΟ ΤΑΦΟ
ΠΙΝΑΚΑΣ 30
Τ1/Ε1-Ε5
ΠΙΝΑΚΑΣ 34
Μακρ.-Τ1/Ε1
Μακρ.-Τ1/Ε2
Μακρ.-Τ1/Ε3-5
ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 36
ΤΑΦΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 38
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
ΤΑΦΗ Β
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 39
Μακρ.-Τ2/Ε1
Μακρ.-Τ2/Ε2
Μακρ.-Τ2/Ε3
Μακρ.-Τ2/Ε5
Μακρ.-Τ2/Ε4
Μακρ.-Τ2/Ε8-9
Μακρ.-Τ2/Μ5448
Μακρ.-Τ2/Μ5447
Μακρ.-Τ2/Ε10
Μακρ.-Τ2/Μ5449
Μακρ.-Τ2/E14
Μακρ.-Τ2/E12-13
Μακρ.-Τ2/E6
Μακρ.-Τ2/E7
Μακρ.-Τ2/E11
Μακρ.-Τ2/ΔΡ./Μ5458-5459
Μακρ.-Τ2/ΔΡ./ΟΜ.1,επιφανεικό στρώμα
Μακρ.-Τ2/ΔΡ./OM.1, 0,48-0,78 μ.
Μακρ.-Τ2/ΔΡ./OM.1, 0,78-1,86 μ.
Μακρ.-Τ2/Ξ/ξερολιθιά
Μακρ.-Τ2/Θ/ΟΜ.7
ΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΣΟΔΟΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ3
ΠΙΝΑΚΑΣ 49
ΕΠΙΧΩΣΗ ΘΑΛΑΜΟΥ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ3
ΠΙΝΑΚΑΣ 50
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ3
ΠΙΝΑΚΑΣ 51
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ3
ΠΙΝΑΚΑΣ 52
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ3
ΠΙΝΑΚΑΣ 53
Μακρ.-Τ3/E1
Μακρ.-Τ3/E2
Μακρ.-Τ3/E3
Μακρ.-Τ3/E4
Μακρ.-Τ3/E5
Μακρ.-Τ3/E6
Μακρ.-Τ3/E7
Μακρ.-Τ3/E8
Μακρ.-Τ3/E9
Μακρ.-Τ3/E10
Μακρ.-Τ3/E11
Μακρ.-Τ3/E13
Μακρ.-Τ3/E12
Μακρ.-Τ3/E14
Μακρ.-Τ3/E15
ΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΣΟΔΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΤΟΜΙΟΥ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ5
ΠΙΝΑΚΑΣ 63
ΕΠΙΧΩΣΗ ΘΑΛΑΜΟΥ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ5
ΠΙΝΑΚΑΣ 64
ΤΑΦΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
Τ5/Ε1
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ5
ΠΙΝΑΚΑΣ 65
Μακρ.-Τ5/Ε1
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ5
(Κλίμακα 1:3)
ΠΙΝΑΚΑΣ 66
ΤΑΦΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ6
ΠΙΝΑΚΑΣ 68
ΤΑΦΕΣ Γ, Δ, Ε
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ6
ΠΙΝΑΚΑΣ 69
ΛΑΚΚΟΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ6
ΠΙΝΑΚΑΣ 70
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ6
ΠΙΝΑΚΑΣ 71
Μακρ.-Τ6/Ε1
Μακρ.-Τ6/Ε2
Μακρ.-Τ6/Ε27-29
Μακρ.-Τ6/Ε3
Μακρ.-Τ6/Ε4
Μακρ.-Τ6/Ε5
Μακρ.-Τ6/Ε6
Μακρ.-Τ6/Ε7
Μακρ.-Τ6/Ε8
Μακρ.-Τ6/Ε9
Μακρ.-Τ6/Ε10
Μακρ.-Τ6/Ε11
Μακρ.-Τ6/Ε12
Μακρ.-Τ6/Ε13
Μακρ.-Τ6/Ε14
Μακρ.-Τ6/Ε15
Μακρ.-Τ6/Ε16
Μακρ.-Τ6/Ε17
Μακρ.-Τ6/Ε18
Μακρ.-Τ6/Ε19
Μακρ.-Τ6/Ε20
Μακρ.-Τ6/Ε21
Μακρ.-Τ6/OM.6
Μακρ.-Τ6/E22
Μακρ.-Τ6/E23
Μακρ.-Τ6/Ε24
Μακρ.-Τ6/Ε25
Μακρ.-Τ6/Ε26
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.1, στρώμα 2
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, βάθος 1,33 -1,68 μ.
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, βάθος 1,80 -1,90 μ.
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, άσπρο χαλίκι
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, βάθος 2,06 -2,15 μ.
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, βάθος 1,90 -2,06 μ.
Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3, Μακρ.-Τ6/ΔΡ./ΟΜ.3,
στρώμα 4, μάρτυρας στρώμα 4, βάθος 2,15 -2,33 μ.
ΔΡΟΜΟΣ-ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
ΠΙΝΑΚΑΣ 89
ΤΑΦΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
ΠΙΝΑΚΑΣ 90
ΤΑΦΕΣ Α, Β, Γ, Δ
ΤΑΦΗ Α
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
ΠΙΝΑΚΑΣ 91
ΤΑΦΗ Β
ΤΑΦΕΣ Γ, Δ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
ΠΙΝΑΚΑΣ 92
Μακρ.-Τ7/Ε1
Μακρ.-Τ7/Ε2
Μακρ.-Τ7/Ε3 Μακρ.-Τ7/Ε4
Μακρ.-Τ7/Ε5 Μακρ.-Τ7/Ε6
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
(Μικροτεχνία σε κλίμακα 1:1. Κεραμική σε κλίμακα 1:3)
ΠΙΝΑΚΑΣ 93
Μακρ.-Τ7/Ε7-Ε8
Μακρ.-Τ7/Ε9
Μακρ.-Τ7/Ε11
Μακρ.-Τ7/Ε12
Μακρ.-Τ7/Ε10
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΜΑΚΡ.-Τ7
(Kλίμακα 1:1)
ΠΙΝΑΚΑΣ 94
Μακρ.-Τ7/ΔΡ./Ε1 Μακρ.-Τ7/ΔΡ./Ε2
Μακρ.-Τ7/ΔΡ./ΟΜ.1
Μακρ.-Τ7/ΔΡ./ΟΜ.2
ΔΡΟΜΟΣ-ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 97
ΔΡΟΜΟΣ-ΘΑΛΑΜΟΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 98
ΤΑΦΙΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 99
ΑΓΓΕΙΑ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 100
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ Β ΦΑΣΗ
ΑΓΓΕΙΑ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ1
ΠΙΝΑΚΑΣ 101
Γεωργ.-Τ1/Α1
Γεωργ.-Τ1/Α2
Γεωργ.-Τ1/Α3
Γεωργ.-Τ1/Α4
Γεωργ.-Τ1/Α5
Γεωργ.-Τ1/Α6
Γεωργ.-Τ1/Α7
Γεωργ.-Τ1/Α8
Γεωργ.-Τ1/Α9
Γεωργ.-Τ1/Α10
Γεωργ.-Τ1/Μ1
Γεωργ.-Τ1/Μ2
Γεωργ.-Τ1/ΔΡ/ΟΜ.2 Γεωργ.-Τ1/ΔΡ/ΟΜ.3
(ξερολιθιά) (ξερολιθιά)
ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ
ΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΣΟΔΟΣ
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 108
ΤΑΦΕΣ Α-Β
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 109
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
Τ2/Α6-Α7
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 110
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
Τ2/Α10-Α11-Α12
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 111
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ Β ΦΑΣΗ
Τ2/Α15-Α16-Α17
Τ2/Χ2
ΚΡΗΝΗ-ΖΩΗΤΑΔΑ, ΓΕΩΡΓ.-Τ2
ΠΙΝΑΚΑΣ 112
Γεωργ.-Τ2/Α1
Γεωργ.-Τ2/Α2
Γεωργ.-Τ2/Α3
Γεωργ.-Τ2/Α4
Γεωργ.-Τ2/Μ1
Γεωργ.-Τ2/Α5
Γεωργ.-Τ2/Α6
Γεωργ.-Τ2/Α7
Γεωργ.-Τ2/Α8
Γεωργ.-Τ2/Α9
Γεωργ.-Τ2/Α10
Γεωργ.-Τ2/Α11
Γεωργ.-Τ2/Α12
Γεωργ.-Τ2/Α13
Γεωργ.-Τ2/Α14
Γεωργ.-Τ2/Α15
Γεωργ.-Τ2/Α16
Γεωργ.-Τ2/Α17
Γεωργ.-Τ2/X2
Γεωργ.-Τ2/ΔΡ./ΟΜ.1(Μ5485)
Γεωργ.-Τ2/ΔΡ/ΟΜ.1 (μάρτυρας)
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ. ΚΩΝ. Α
Γενική άποψη της θέσης και του δασικού δρόμου
ΠΙΝΑΚΑΣ 125
ΕΙΣΟΔΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΤΟΜΙΟΥ
ΛΑΚΚΟΣ
ΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΠΛΑΚΑ
Τ1/F8-F9
T1/F5
ΕΙΣΟΔΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΤΟΜΙΟΥ
ΤΑΦΕΣ Α-Β
Τ2/F17-F21
T2/F36
Τ2/F39
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Μικροτεχνία κλίμακα 1:3 και 1:1. Χάλκινη λόγχη κλίμακα 1:2)
ΠΙΝΑΚΑΣ 154
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κλίμακα 1:3)
ΠΙΝΑΚΑΣ 155
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κεραμική κλίμακα 1:3. Μικροτεχνία κλίμακα 1:1. Μαχαίρι κλίμακα 1:2)
ΠΙΝΑΚΑΣ 156
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κεραμική κλίμακα 1:3. Μικροτεχνία κλίμακα 1:1)
ΠΙΝΑΚΑΣ 157
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κεραμική κλίμακα 1:3. Μικροτεχνία κλίμακα 1:1)
ΠΙΝΑΚΑΣ 158
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κεραμική κλίμακα 1:3. Ακόνι κλίμακα 1:3. Μικροτεχνία κλίμακα 1:1)
ΠΙΝΑΚΑΣ 159
Αγ.Κων.Β-Τ2/F38
Αγ.Κων.Β-Τ2/F39
ΚΡΗΝΗ-ΑΓ.ΚΩΝ.Β-Τ2: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
(Κεραμική κλίμακα 1:3. Μικροτεχνία κλίμακα 1:1)
ΠΙΝΑΚΑΣ 160
ΘΑΛΑΜΟΣ
ΕΠΙΧΩΣΗ ΘΑΛΑΜΟΥ
Τ3/F1
T3/F1