Η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης από τον 19οστον 20ό αιώνα

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 18

Η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης από τον 19ο

στον 20ό αιώνα *


Σοφία ακρίβοπούλού

Η Αγία Σοφία είναι το κεντρικότερο μνημείο της Θεσσαλονίκης και το μοναδικό στον
αρχιτεκτονικό τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς ναού με τρούλο και περίστωο1. Ιδρύ-
θηκε στη θέση δύο αρχαιότερων δρομικών κτηρίων, της λεγόμενης κωνσταντίνειας βα-
σιλικής, που ακολουθούσε την αρχαιότερη λοξή πολεοδομική οργάνωση της πόλης στην
περιοχή2, και της πεντάκλιτης βασιλικής, του μεγαλύτερου εκκλησιαστικού κτηρίου της
Θεσσαλονίκης3 (Εικ. 1). Η χρονολόγησή της δεν είναι ομόφωνη4. Η Κ. Θεοχαρίδου πρότει-
νε ίδρυση στις αρχές του 7ου αιώνα5, ενώ ο Γιώργος Βελένης στα τέλη του 8ου6. Μετατρά-
πηκε σε μουσουλμανικό τέμενος το 15247. Τέσσερις ήταν οι τελευταίες κρίσιμες στιγμές
στην ιστορία του μνημείου, που οδήγησαν σε επεμβάσεις: η πυρκαγιά το 1890, η απελευ-
θέρωση το 1912, ο βομβαρδισμός το 1941 και ο σεισμός το 1978. Εδώ θα παρουσιαστούν
οι επεμβάσεις που ακολούθησαν τα τρία πρώτα γεγονότα8.

* Όλα τα έγγραφα που αναφέρονται εδώ προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο της ΕΦΑΠΟΘ, χαρτοκιβώτιο 5
(Αγία Σοφία).
1 Κ. Θεοχαρίδου, Η αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1994, 121 κ.ε.
2 Ε. Χατζητρύφωνος, «Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης. Εικόνα, περιεχόμενο, επεμβάσεις», Μνημείο και Περιβάλλον
5 (1998-1999), 97-129.
3 Α. Μέντζος, «Συμβολή στην έρευνα του αρχαιότερου ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 21
(1981), 202-221. Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 34-39. Ε. Μαρκή, «Η Αγία Σοφία και τα προσκτίσματά της
μέσα από τα ανασκαφικά δεδομένα», Θεσσαλονικέων Πόλις 1 (1997), 54-61, ιδιαίτερα 54. Α. Μέντζος, «Αγία
Σοφία ή Άγιος Μάρκος», Βυζαντινά 21 (2000), 583-587. Α. Μέντζος, «Αγία Σοφία», στο: Αποτυπώματα. Η βυ-
ζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών (1888-1910), Θεσσαλονίκη
2012, 105-125, ιδιαίτερα 105.
4 Για την ιστορία της έρευνας και τις προτάσεις χρονολόγησης της πρώτης φάσης του κτηρίου, βλ. Θεοχαρίδου
1994, ό.π. (υποσημ. 1), 23-25 και 196-197.
5 Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 197.
6 Γ. Βελένης, «Η χρονολόγηση του ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μέσα από τα επιγραφικά δεδομένα»,
Θεσσαλονικέων Πόλις 3 (1997), 70-77. Ο ίδιος, Μεσοβυζαντινή ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2003, 70-71.
7 Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, 1430-1912, Θεσσαλονίκη
1983, 288-292.
8 Για τις επεμβάσεις στο μνημείο μετά τον σεισμό του 1978, βλ. σύντομα Κ. Θεοχαρίδου, «Αγία Σοφία», στο: Η
αναστήλωση των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων στη Θεσσαλονίκη, Έκθεση Αναστηλωτικών Ερ-
γασιών, 30 Νοεμβρίου-31 Δεκεμβρίου 1985, Θεσσαλονίκη 1985, 12-14. Για τις επεμβάσεις στον περιβάλλοντα
χώρο, βλ. Χατζητρύφωνος 1998-1999, ό.π. (υποσημ. 2).
774 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

Εικ. 1. Η Αγία Σοφία. Κάτοψη του ναού και των γύρω αρχαιοτήτων. Το γήπεδο διατηρεί ακόμη
τα παλιά όριά του, δηλώνονται όμως, οι προτεινόμενες μεταβολές (Αρχείο ΕΦΑΠΟΘ).

Εικ. 2. Charlotte Smith. Άποψη της Αγίας Σοφίας από Δ, 1834. Σχέδιο με sepia και μολύβι σε χαρτί,
20×28 εκ. (Συλλογή Αρσέν και Ρουπέν Καλφαγιάν, Θεσσαλονίκη).
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 775

Η αρχαιότερη σωζόμενη αναπαράσταση της Αγίας Σοφίας είναι ένα σχέδιο της Char-
lotte Smith, του 18349, μια άποψη από Δ (Εικ. 2). Το μνημείο αποδίδεται με σχετική ακρί-
βεια: οι ιπτάμενες αντηρίδες στον τρούλο, το τοξωτό παράθυρο στην κυβική βάση, η
σειρά τοξωτών ανοιγμάτων στο δυτικό υπερώο, η ανοιχτή στοά, τα δύο μεγάλα δέντρα
πίσω από τη φιάλη είναι στοιχεία γνωστά από μεταγενέστερες φωτογραφίες. Στα δεξιά
της σύνθεσης εικονίζονται ψηλά, μεγάλης ηλικίας κυπαρίσσια, που δεν γνωρίζουμε από
αλλού, και ανάμεσά τους ο μιναρές. Στο κέντρο εικονίζεται η φιάλη του τεμένους, κάτω
από κιονοστήρικτο στέγαστρο με κωνική κάλυψη, ανάλογη με αυτή της φιάλης στη Ροτό-
ντα που σχεδίασαν ο Fauvel και ο Cassas ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα10. Πίσω από τη
φιάλη δύο μεγάλα δέντρα, που επιβίωσαν της πυρκαγιάς του 1890, συνδέουν τα δύο μέρη
της σύνθεσης, το αριστερό με τα κτήρια και το δεξιό με τη φύση.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στα τρία προσκτίσματα στα αριστερά της σύνθεσης: τον πύρ-
γο κλιμακοστασίου με την κωνική κεραμοσκεπή, έναν μικρό τρουλαίο ναό σε υψηλότερο
επίπεδο και ένα δρομικό κτήριο με δίριχτη κεραμοσκεπή και στοά, που ορίζει τη βόρεια
πλευρά της αυλής και λειτουργεί αναλημματικά. Μόνο το πρώτο κτήριο υπάρχει ακόμη.
Οι Texier και Pullan, που περνούν από την πόλη λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα11,
μιλούν αόριστα για «σχολεία και νοσοκομεία» γύρω από τον ναό, που παλαιότερα χρησί-
μευαν ως κατοικίες «των χριστιανών ιερέων»12. Το δημοσιευμένο έγγραφο του 1502 της
μονής Διονυσίου, που αναφέρεται στην Αγία Σοφία, μιλά για ένα μονύδριον το εἰς ὄνομα
τιμώμενον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὸ συγκείμενον τῷ ναῷ τῆς ἐνυποστάτου
λόγου Θεοῦ Σοφίας, παρὰ τὸ εὐώνυμον μέρος τοῦ μάκρωνος, ἐπάνω τῶν λεγομένων σκαλί-
ων13. Το δρομικό κτήριο θα μπορούσε να είναι η πτέρυγα κατοικίας, δηλαδή ο μάκρωνας
του εγγράφου, με αριστερή πλευρά της εκκλησίας και του περιβόλου τη βόρεια.
Δυτικά της Αγίας Σοφίας υπήρχε υστεροβυζαντινός εξωνάρθηκας14, που στα βόρεια
απέληγε σε τοξωτό θυραίο άνοιγμα15. Το άνοιγμα προστατευόταν εξωτερικά από ένα
κιονοστήρικτο πρόπυλο, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε μικρό παρεκκλήσι. Η άνο-
δος της εξωτερικής στάθμης στα βόρεια, αλλά και η ανάγκη ανεξάρτητης εισόδου του
ναΐσκου, που στο έγγραφο της μονής Διονυσίου πουλιέται, μάλλον οδήγησαν στην κα-
τασκευή ορόφου. Από τον περίβολο της Αγίας Σοφίας η πρόσβαση γινόταν με κλίμακα,

9 Συλλογή Αρσέν και Ρουπέν Καλφαγιάν. Το έργο εκτέθηκε το 2012 στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στην
περιοδική έκθεση «Η Θεσσαλονίκη των συλλεκτών. Ιστορίες της πόλης». Ευχαριστώ θερμά τους αδελφούς
Καλφαγιάν και τη Σοφία Ανιπαρίδου για την άμεση παραχώρηση ψηφιακού αντιγράφου.
10 Μ. Καμπούρη-Βαμβούκου, «Το ταξίδι του Louis-François-Sébastien Fauvel στη Μακεδονία: τα σχέδιά του
για τη Ροτόντα και την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης», στο: Πόλεως λόγος, Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή
Α.-Φ. Λαγόπουλο, Θεσσαλονίκη 2011, 361-377. Α. Zambon, Aux origines de l’archéologie en Grèce : Fauvel et sa
méthode, Παρίσι 2014 (INHA). Το χαρακτικό της Ροτόντας του Fauvel δημοσιεύθηκε από τον Ε. Μ. Cousinéry,
Voyage dans la Macédoine, Παρίσι 1831, I, πίν. μεταξύ σ. 32-33. Για το σχέδιο του Louis-François Cassas
(1756-1827) στο Λούβρο ευχαριστώ θερμά την Ομάδα «Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης»: http://arts-
graphiques.louvre.fr/detail/oeuvres/2369/18857-Mosquee-a-Salonique-max.
11 Ch. Texier και R. Popplewell Pullan, Byzantine Architecture: Illustrated by Examples of Edifices Erected in the
East during the Earliest Ages of Christianity, with Historical and Archaeological Descriptions, Λονδίνο 1864.
Για τη Θεσσαλονίκη, ό.π., 111-154, για την Αγία Σοφία, ό.π., 142-145. Για την αποτίμηση των αποτυπώσεών
τους, Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 23.
12 Texier και Popplewell Pullan 1864, ό.π. (υποσημ. 11), 143. Τα «δωμάτια του μουεζίνη» που επιδιορθώνονται
το 1858-1859 θα μπορούσαν να είναι στο κτήριο αυτό. Δημητριάδης 1983, ό.π. (υποσημ. 7), 292.
13 Ε. Διονυσιάτης και Σ. Κυριακίδης, «Έγγραφα της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου αφορώντα εις ναούς της Θεσ-
σαλονίκης», Μακεδονικά 3 (1956), 363-376, ιδιαίτερα 372 κ.ε.
14 Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 40-41 και εικ. 3.
15 Χατζητρύφωνος 1998-1999, ό.π. (υποσημ. 2), εικ. 6α-β και 7α-β.
776 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

μέσα ή πάνω από το τοξωτό άνοιγμα,


όπως περίπου διαμορφώθηκε στο σημείο
η βόρεια αυλόπορτα κατά την οθωμανι-
κή ανακαίνιση του 1906-1911, μετά την
πυρκαγιά του 189016 (Εικ. 3).
Στα μέσα του 19ου αιώνα τα ψηφιδω-
τά του τρούλου της Αγίας Σοφίας ήταν
ακόμη ορατά και αναλλοίωτα, εκτός από
τη μορφή του Χριστού που ήταν επιχρι-
σμένη17. Τα πράγματα αλλάζουν λίγο
πριν από το 1890. Οι μορφές των απο-
στόλων της Ανάληψης επιζωγραφίζονται
με χρώματα λαδιού, ενώ φυλλώματα δέ-
ντρων καλύπτουν τα κεφάλια τους, ώστε
να ενοποιηθούν με τα δέντρα της σύνθε-
σης18 (Εικ. 4). Η χρονολόγηση της επέμ-
βασης είναι άγνωστη, η Ροτόντα, όμως,
ίσως μπορεί να βοηθήσει. Στα ψηφιδωτά
της έγιναν επιζωγραφίσεις από κάποιον
S. Rosi, γύρω στα 188919, που χρησιμοποί-
ησε, επίσης, χρώματα λαδιού, όπως δια-
πίστωσε αργότερα ο Εμπράρ20. Η Ροτό-
ντα, όμως, εμφανίζεται πολύ καλά ασβε-
στωμένη ήδη το 1880, σε φωτογραφία
του Σουηδού φωτογράφου Berggren21,
έχουν επομένως ξεκινήσει ήδη οι εργα-
σίες αποκατάστασής της. Στη δεκαετία
Εικ. 3. Το βορειοδυτικό τμήμα της Αγίας Σοφίας του 1880 δεν είναι απίθανο να έγιναν και
μετά την οθωμανική αποκατάσταση. Στον οι επεμβάσεις στην Αγία Σοφία, από τον
περίβολο διακρίνεται το τοξωτό άνοιγμα του
ίδιο καλλιτέχνη. Σύμφωνα με στοιχεία
κατεδαφισμένου εξωνάρθηκα και η κλίμακα
που οδηγούσε βορειότερα, στον δρόμο αλλά από οθωμανικά αρχεία που δημοσιεύθη-
και στον κατεδαφισμένο ναΐσκο του Σωτήρα. καν πρόσφατα, στα 1883 έγινε πράγματι
Κάτω αριστερά μόλις διακρίνεται το μαχφίλ, επισκευή στο τέμενος22.
που μετακινήθηκε στην αυλή μετά το 1912
Σε φωτογραφία παλαιότερη του 1890
(Αρχείο Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης).
διακρίνεται ο ναΐσκος χωρίς τον τρούλο

16 Χατζητρύφωνος 1998-1999, ό.π. (υποσημ. 2), εικ. 7γ.


17 Texier και Popplewell Pullan 1864, ό.π. (υποσημ. 11), 144.
18 M. Le Tourneau και C. Diehl, «Les mosaïques de Sainte-Sophie de Salonique», Monuments et mémoires de la
Fondation Eugène Piot 16.1 (1909), 39-60, ιδιαίτερα 40.
19 A. L. Frothingham, «Archaeological News», AJA 7 (1891), 305-341, ιδιαίτερα 331. J. Kurth, «Die Mosaïkinschrif-
ten von Salonik», AM 22 (1897), 463-472, ιδιαίτερα 464.
20 Ε. Hébrard, «Les travaux du Service Archéologique de l’Armée d’Orient à l’Arc de Triomphe de Galère et à
l’église Saint-Georges de Salonique», BCH 44 (1920), 5-40, ιδιαίτερα 33.
21 D-DAI-IST-472_8002184,01.jpg.
22 E. Eldem, «Μια νέα ματιά σε μια αρχαία πόλη: η Θεσσαλονίκη στην οθωμανική αρχαιολογία, 1832-1912», στο:
Δ. Καιρίδης (επιμ.), Θεσσαλονίκη, Μια πόλη σε μετάβαση, Θεσσαλονίκη 2015, 123-144, ιδιαίτερα 132.
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 777

Εικ. 4. Άποψη του ψηφιδωτού του τρούλου της Αγίας Σοφίας. Οι επιζωγραφίσεις
των μορφών των αποστόλων, που έγιναν κατά την επέμβαση της δεκαετίας του
1880, δεν έχουν αφαιρεθεί ακόμη. W. George, πιθανόν 1907-1909 (British Research
Fund Archive, BRF/02/01/07/130).

του, καθώς έχει μετατραπεί σε κατοικία23 (Εικ. 5). Η πυρκαγιά της 22ης Αυγούστου 1890
καταστρέφει το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης24. Με τη θερμότητα πέφτουν τα κονιά-
ματα και έτσι στο πρώην μονύδριο του Σωτήρος, κατοικία πλέον, αποκαλύπτεται παρά-
σταση Κοινωνίας των Αποστόλων25 (Εικ. 6). Με τη νέα ρυμοτόμηση, που ακολουθεί άμεσα
την πυρκαγιά, το κτήριο ισοπεδώνεται και χάνεται, για να αποκαλυφθεί ανασκαφικά το
1926-1927 από τον Ξυγγόπουλο, πάλι μετά από πυρκαγιά και νέο ρυμοτομικό26.
Το 1904 ο μονόλιθος άμβωνας του ναού, από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο – όπως οι
κίονές του –, μεταφέρεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης27. Ο σεισμός
του 1905, με επίκεντρο στη χερσόνησο του Άθω, δίνει το τελικό έναυσμα για την αποκα-
τάσταση του μνημείου28. Το 1906 οι εργασίες γίνονται υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα
του Αρχαιολογικού Μουσείου Κωνσταντινούπολης, Edhem Bey29. Ο Sam Lévy, γιος του πα-
τριάρχη της δημοσιογραφίας της Θεσσαλονίκης Σααδί Λεβί, δημοσιεύει παρατηρήσεις και

23 Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), πίν. 1α.


24 Άρθρο των Schultz και Barnsley στην εφημερίδα The Times, φύλλο της 28ης Οκτωβρίου 1890. Αναδημοσίευ-
ση στο Frothingham 1891, ό.π. (υποσημ. 19), 330-331.
25 Π. Παπαγεωργίου, «Αἱ Σέρραι καὶ τὰ προάστεια τὰ περὶ τὰς Σέρρας καὶ ἡ μονὴ Ἱωάννου τοῦ Προδρόμου», ΒΖ
3 (1894), 225-329, ιδιαίτερα 249-250. Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), πίν. 1.
26 Α. Ξυγγόπουλος, «Τὸ μονύδριον τοῦ Σωτήρος τὸ κατὰ τὸν μάκρωνα τῆς Ἀγίας Σοφίας», Μακεδονικά 3 (1956),
377-378.
27 Eldem 2015, ό.π. (υποσημ. 22), 137.
28 Δημητριάδης 1983, ό.π. (υποσημ. 7), 292.
29 Eldem 2015, ό.π. (υποσημ. 22), 138.
778 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

Εικ. 5. Άποψη της Αγίας Σοφίας από Β, πριν από την πυρκαγιά του 1890. Κάτω δεξιά μόλις
διακρίνεται η τετράρριχτη κεραμοσκεπή του ναΐσκου του Σωτήρα. Έχει μετατραπεί πλέον
σε κατοικία και έχει χάσει τον τρούλο του (Αρχείο ΕΦΑΠΟΘ).

Εικ. 6. Άποψη της Αγίας Σοφίας από ΝΔ, αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1890. Δίπλα στο
οθωμανικό προστώο, στα βόρεια (αριστερά) διακρίνονται τα ερείπια του ναΐσκου του Σωτήρα,
καθώς και η τοξωτή είσοδος του εξωνάρθηκα (Αρχείο Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης).
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 779

Εικ. 7. Άποψη του τρούλου της Αγίας Σοφίας, με την παλαιότερη οθωμανική διακόσμηση, που
καλύφθηκε αμέσως με αυτήν που σώζεται σήμερα (Paul Deschamps ή Camille Enlart. Ministère
de la culture (France), Médiathèque de l’architecture et du patrimoine, Diffusion RMN-GP.
DCH01273 / SAP01).

περιγραφές του Πέτρου Παπαγεωργίου σε τέσσερα άρθρα του στη Journal de Salonique,
τον Ιούλιο του 190830. Ο Marcel Le Tourneau, που βρίσκεται στην πόλη ήδη από το 1907 για
να μελετήσει τα βυζαντινά μνημεία με γαλλική κρατική χρηματοδότηση31, αναλαμβάνει τη
συντήρηση και αποκατάσταση των ψηφιδωτών32, ενώ παράλληλα κάνει τρεις ανασκαφικές
τομές στα δυτικά33. Οι εργασίες αποκατάστασης των ψηφιδωτών και πιθανότατα του νέου
ζωγραφικού διακόσμου ολοκληρώνονται με οικονομική υποστήριξη μιας διεθνούς επιτρο-
πής, την οποία αναφέρει αόριστα ο Κάρολος Ντηλ34. Γάλλος φωτογράφος εστιάζει, την πε-
ρίοδο των εργασιών, στον καθαρισμένο τρούλο, παίρνοντας στο κάδρο τόξα και σφαιρικά
τρίγωνα. Σε αυτή την πολύτιμη φωτογραφία διακρίνουμε μια άγνωστη οθωμανική διακό-
σμηση, με αραιά κατανεμημένα διακοσμητικά μοτίβα σε ασβεστωμένους τοίχους (Εικ. 7).

30 Le Tourneau και Diehl 1909, ό.π. (υποσημ. 18), 58-60. Ο Le Tourneau ήταν πεπεισμένος ότι το όνομα Sam
Lévy ήταν ψευδώνυμο του ίδιου του Παπαγεωργίου, ενώ αμφισβήτησε τις οποιεσδήποτε εργασίες της οθω-
μανικής διοίκησης. Τα δύο από τα τέσσερα φύλλα της Journal de Salonique διατίθενται ψηφιοποιημένα από
την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k12695818/f4.item και http://gallica.
bnf.fr/ark:/12148/bpt6k1269580v/f3.item.
31 Le Tourneau και Diehl 1909, ό.π. (υποσημ. 18), 59.
32 Σκαλωσιές και καθαρισμός πληρώνονται από τη γαλλική κυβέρνηση: Le Tourneau και Diehl 1909, ό.π.
(υποσημ. 18), 59. M. Le Tourneau, «Mosaïques de Sainte-Sophie de Salonique. Séance du 18 janvier 1908»,
Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres 52.1 (1908), 28.
33 Ch. Diehl, M. Le Tourneau και H. Saladin, Les monuments chrétiens de Salonique, Παρίσι 1918, 119.
34 Ch. Diehl, «Les églises byzantines de Salonique et leurs mosaïques. Séance du 14 mai 1909», Comptes rendus
des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres 53.5 (1909), 351-353, ιδιαίτερα 352.
780 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

Τα ευρήματα που προέκυψαν κατά


τη συντήρηση της ζωγραφικής, μετά
τους σεισμούς του 1978, επιβεβαίωσαν
την ύπαρξη δύο επάλληλων στρωμάτων
ζωγραφικού διακόσμου35. Το πρώτο εί-
ναι αυτό της γαλλικής φωτογραφίας, με
λαμπερά χρώματα και τυπικά ισλαμικά
θέματα. Μολονότι κάλυψε ολόκληρο τον
ναό, επικαλύφθηκε σχεδόν αμέσως με
τη ζωγραφική που υπάρχει σήμερα. Η
δεύτερη αυτή διακόσμηση είναι βέβαιο
ότι επηρεάστηκε από τα βυζαντινά ψη-
φιδωτά και θα πρέπει να αποδοθεί στην
επέμβαση των Γάλλων.
Η ανακαίνιση της Αγίας Σοφίας ολο-
κληρώνεται το 1911, λίγο πριν από την
επίσκεψη του Μεχμέτ Ε΄ Ρεζάτ στην
πόλη. Χαρακτηριστικό της είναι η διάκρι-
ση των ιστορικών φάσεων του μνημείου
με την εφαρμογή σε καθεμία από αυτές
ενός διαφορετικού ιστορικού στυλ: νεο-
βυζαντινό στον κυρίως ναό, νεοοθωμα-
νικό στις νεότερες προσθήκες, στοά και
Εικ. 8. H κεντρική δυτική είσοδος του αυλόγυρου πρόπυλο, εκλεκτικιστικό στην αρ νου-
της Αγίας Σοφίας, με το οθωμανικό πρόπυλο και βό καγκελόπορτα του προπύλου (Εικ. 8)
την αρ νουβό καγκελόπορτα. Το στέγαστρο της
και σε αδιάγνωστες επεμβάσεις, όπως ο
φιάλης έχει κατεδαφιστεί. Μεταξύ 1916-1925
(Αρχείο Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης). κρεμμυδόσχημος θόλος του κλιμακοστα-
σίου36 και το μπαρόκ περιθύρωμα της νό-
τιας θύρας του νάρθηκα. Ο περιβάλλων
χώρος διαμορφώθηκε ως αστικό πάρκο. Το αποτέλεσμα μάλλον τους άφησε όλους ικανο-
ποιημένους, εκτός από τους Γάλλους37.
Την επόμενη χρονιά η πόλη παραδίδεται στον ελληνικό στρατό από τον Ταχσίν Πασά.
Η ανακαίνιση της Αγίας Σοφίας αρχίζει να αποδομείται, μόνο όμως, ως προς τα κύρια
προπαγανδιστικά στοιχεία της. Το 1916-1917 έχει καθαιρεθεί το κιονοστήρικτο στέγα-
στρο της φιάλης, δίπλα στην οποία τοποθετείται το μαχφίλ από το εσωτερικό του ναού38
(Εικ. 3, 8). Μεταξύ 1917-1925 αντικαθίσταται το νεοοθωμανικό πρόπυλο. Η κατεδάφιση

35 Δ. Καμαράκη και Π. Αστρεινίδου, «Η αποκατάσταση της νεότερης ζωγραφικής διακόσμησης της Αγίας Σοφί-
ας Θεσσαλονίκης», Αρχαιολογία 45 (1992), 28-34.
36 Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 42-43. Οι Barnsley και Schultz θεωρούσαν ότι ο πύργος αυτός μπορούσε
να αποδοθεί στη Λατινοκρατία: Frothingham 1891, ό.π. (υποσημ. 19), 330.
37 Diehl, Le Tourneau και Saladin 1918, ό.π. (υποσημ. 33), 117.
38 Φωτογραφία της περιόδου της Προσωρινής Κυβέρνησης, πιθανότατα του 1917, δείχνει τους Βενιζέλο, Δα-
γκλή και Κουντουριώτη στην αυλή της Αγίας Σοφίας να κατευθύνονται προς τον ναό. Το οθωμανικό πρόπυ-
λο πίσω τους είναι ακόμη στη θέση του, η κάλυψη της φιάλης, όμως, έχει καθαιρεθεί, ενώ δίπλα στη φιάλη
έχει τοποθετηθεί το μαχφίλ. Opérateur K (στρατιωτικός φωτογράφος), Ministère de la Culture (France), Mé-
diathèque de l’Architecture et du Patrimoine - Diffusion RMN, OR139471. Ευχαριστώ θερμά τη Γιώτα Ησαϊά-
δου, από την ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», για τον εντοπισμό της φωτογραφίας.
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 781

του μιναρέ γίνεται το 1925-1926, μαζί με τους υπόλοιπους της πόλης39. Οι χριστιανικές
επεμβάσεις είναι μόλις δύο: το τέμπλο του 1912 και το νεοβυζαντινό πρόπυλο40.
Η πυρκαγιά του 1917 είχε αφήσει αλώβητη την Αγία Σοφία, αποδεικνύοντας την
αξία της ανακαίνισής της. Η πυρίκαυστη ζώνη του 1890, όμως, κάηκε και πάλι. Η νέα
ρυμοτόμηση οδήγησε στην ανασκαφή του ναΐσκου του Σωτήρος στα βόρεια. Τότε εμ-
φανίστηκε το πρόβλημα του βόρειου ορίου του περιβόλου, που σύμφωνα με το νέο
πολεοδομικό σχέδιο έπρεπε να υποχωρήσει για χάρη της διάνοιξης του δρόμου. Θα εμ-
φανιστεί ξανά τη δεκαετία του 1960.
Το 1930 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συναινεί στην κατεδάφιση του λουτρού της Αγίας
Σοφίας41 και το 1934 στη διάθεση γρανιτένιων κιόνων που κείτονταν στην αυλή του ναού
και πιθανότατα προέρχονταν από το στέγαστρο της φιάλης42. Το 1935 ο Γεννάδιος Αλεξι-
άδης, με προσωπική επιστολή του στον Ζάχο, του ζητά να σχεδιάσει τις δύο τράπεζες του
ναού43. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται η διατριβή του Μαρίνου Καλλιγά, στην οποία προ-
τείνει χρονολόγηση της Αγίας Σοφίας στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα44. Από το 1936 ως το
1948 ο ίδιος διεξάγει ανασκαφές γύρω από τον ναό, αποκαλύπτοντας αποσπασματικά τα
δύο αρχαιότερα δρομικά κτήρια (Εικ. 1).
Τον Αύγουστο του 1940 ιδρύεται το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη στην «κατακόμ-
βη»45. Τον Φεβρουάριο του 1941, η Αγία Σοφία δέχεται τρεις βόμβες στη βορειοδυτική
γωνία της46. Γίνεται αποκατάσταση της βορειοδυτικής γωνίας με δαπάνες του Υπουρ-
γείου Παιδείας47 και ενδεχομένως καθαίρεση των αντηρίδων του τρούλου, που γενικά

39 Α. Παπάζογλου, Οι μιναρέδες της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2010, 119 κ.ε.


40 Αποδόθηκε στον Ιωάννη Σιάγα: Γ. Ν. Σφενδόνης, «Ντεμπρελήδες κι αρχιτέκτονες στην παληά Θεσσαλονίκη»,
Μακεδονικό Ημερολόγιο 1977, 199-205, ιδιαίτερα 204. Η πληροφορία πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφύλα-
ξη, καθώς στο ίδιο άρθρο αποδίδονται στον Σιάγα έργα που δεν ήταν δικά του, όπως το Château mon Bon-
heur και η Casa Bianca, και τα δύο έργα του Αριγκόνι. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που δίνει ο Σφενδόνης,
είναι περισσότερο πιθανό ο Σιάγας να ανέλαβε ως εργολάβος την κατασκευή του έργου και ο σχεδιασμός να
ανήκει σε άλλον, ίσως στον Ζάχο, προσωπικό φίλο του Γεννάδιου Αλεξιάδη.
41 Έγγραφο 46451/3018/1563/30-8-1930 (υπογραφή Κ. Κουρουνιώτης, αρχείο ΑΜΘ). Π. Ασημακοπούλου-Ατζα-
κά, «Νοτίως της Αγίας Σοφίας: τα προβλήματα του χώρου», Θεσσαλονικέων Πόλις 1 (1997), 62-71, ιδιαίτερα
62, σημ. 6, εικ. 2.
42 Έγγραφο 2586/22-2-1934 της Γενικής Αποθήκης Υλικών Στρατού προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονί-
ας και απάντηση αριθ. 173/22-2-1934.
43 Επιστολή από 6 Απριλίου 1935, χωρίς πρωτόκολλο, ένδειξη «προσωπική».
44 Μ. Kalligas, Die Hagia Sophia von Thessalonike, Würzburg 1935.
45 Η κατακόμβη είχε εντοπιστεί το 1890-1892, κατά την εκσκαφή θεμελίωσης κατοικίας σύμφωνα με το νέο
ρυμοτομικό, που ακολούθησε την πυρκαγιά του 1890. Π. Παπαγεωργίου, «Ἀρχαία εἰκών τοῦ μεγαλομάρτυ-
ρος ἀγίου Δημητρίου τοῦ πολιούχου Θεσσαλονίκης ἐπὶ ἐλεφαντοστέου», BZ 1 (1892), 479-487, ιδιαίτερα 482-
483 και 485-486. Ο ίδιος, «Βυζαντινὸν ὑπόγειον προσκυνητήριον ἐν Θεσσαλονίκῃ», Εἰκονογραφημένη Ἑστία
1892, 13-14 και «Τὸ βυζαντινὸν προσκυνητήριον ἐν Θεσσαλονίκῃ», στο ίδιο, 94-95. Τη σύνδεση με το εύρημα
του Παπαγεωργίου έκανε η Φ. Δροσογιάννη, «Αγία Σοφία», ΑΔ 18 (1963), Χρονικά, 235-242, ιδιαίτερα 241.
Χατζητρύφωνος 1998-1999, ό.π. (υποσημ. 2), 107-109. Eldem 2015, ό.π. (υποσημ. 22), 132.
46 Έγγραφο 39/10-2-1941 της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μακεδονίας προς το Υπουργείο (αρχείο ΑΜΘ). Χ. Μακαρό-
νας, «Χρονικά Αρχαιολογικά», Μακεδονικά 2 (1953), 604. Γ. Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Αθήνα 2013, 28 (1η έκ-
δοση Αθήνα 1965): «Ήμαστε πια μες στο βαγόνι όταν έμαθα πως είχε πέσει βόμβα και στην Αγία Σοφία, σ’ αυτή
την παλιά βυζαντινήν εκκλησία, που φαινόταν πια έξω από κάθε χρόνο και τις περιπέτειές του, και που μόλις
το πρωί, ένα-δυο ώρες πρωτύτερα, μου ’χε δώσει, με τη σιωπή που την τύλιγε, μια τόσο απόκοσμη γαλήνη».
47 Ένταλμα πληρωμής 200 χιλιάδων δραχμών στο όνομα του Κοτζιά για επισκευές στην Αγία Σοφία
(12474/352/21-2-1941 του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Παιδείας-αρχείο ΑΜΘ) και αποστολή στο έργο του
αρχιτεχνίτη αναστήλωσης Β. Ψαρρού (έγγραφο 12335/327/18-2-1941 του Υπουργείου Θρησκευμάτων και
Παιδείας-ΑΜΘ). Έγγραφο του Befehlshaber Thessaloniki - Ägäis Verwaltung KULT 2/689 Dr./Me/Wa/7-9-1942
προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας.
782 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

θεωρούνται οθωμανικές48. Το δυτικό προστώο δεν επισκευάστηκε ποτέ, ενώ τα υαλοστά-


σια αναφέρονται αποκατεστημένα μόλις τον Ιούλιο του 1942. Τα μεταλλικά πλαίσια των
δύο παραθύρων της βορειοδυτικής γωνίας του τρούλου αντικαταστάθηκαν με ξύλινα,
καθώς υπήρχε έλλειψη σιδήρου στην αγορά. Τα έξοδα των επισκευών των υαλοστασίων,
που έφθασαν με τον πληθωρισμό το ένα εκατομμύριο δραχμές, είχε αναλάβει ανώνυμος
δωρητής49. Ωστόσο, στον Γρηγόριο Παλαμᾶ δημοσιεύθηκε επιστολή της Ισραηλιτικής Κοι-
νότητας Θεσσαλονίκης, με την οποία κατέθετε δωρεά 50 χιλιάδων δραχμών στον ίδιο τον
Γεννάδιο, ήδη από το 1941, για την επισκευή «τοῦ περικαλλοῦς καὶ πανσέπτου ναοῦ τῆς
τοῦ Θεοῦ Σοφίας»50.
Ο ναός, όμως, είχε μείνει ήδη ένα χειμώνα ανοιχτός, με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί
υγρασία στο εσωτερικό του και να ξεκινήσει η αποκόλληση ψηφίδων. Ο Χ. Μακαρόνας,
ανήμπορος να αντιδράσει, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα να στηθεί σκαλωσιά51, μετρούσε
τις ψηφίδες από το χρυσό βάθος που έπεφταν στο πάτωμα, φροντίζοντας να ανοίγει πα-
ράθυρα στα υπερώα τις μέρες με καλό καιρό, ώστε η υγρασία να εκτονωθεί52. Μόνον έτσι
τελικά το φαινόμενο περιορίστηκε53.
Το 1942 είχε ιδρυθεί και η Εφορεία Αρχαιοτήτων ΙΑ΄ Περιφέρειας, στην οποία ορίστη-
κε αναπληρωτής έφορος ο Μακαρόνας54. Την ίδια χρονιά ο Καλλιγάς διανοίγει δύο από
τα τοιχισμένα παράθυρα της δυτικής όψης και αποκαλύπτει τις τοιχογραφίες στα τόξα55.
Το 1942 ιδρύεται, επίσης, η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Β΄ Περιφέρειας, αποκτά
όμως, προϊστάμενο την επόμενη χρονιά, τον Στ. Πελεκανίδη56.

48 Στη γνωστή φωτογραφία του Σωκράτη Ιορδανίδη από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1944, με
τιμητικό άγημα του ΕΛΑΣ στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας, οι αντηρίδες δεν υπάρχουν στον τρούλο. Η Θεο-
χαρίδου [Θεοχαρίδου 1994, ό.π. (υποσημ. 1), 84, 172, 211] τις θεωρεί οθωμανικές. Σύμφωνα με τον καθηγητή
Άρη Μέντζο, θα μπορούσαν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης (τρού-
λος, δυτική όψη, πρβλ. επίσης, αντηρίδες Ροτόντας). S. Ćurčić, Architecture in the Balkans from Diocletian to
Süleyman the Magnificent, Yale University Press 2010, 195-196. Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή Άρη Μέντζο
που μοιράστηκε μαζί μου τις αδημοσίευτες παρατηρήσεις του στο θέμα.
49 Έγγραφο 155/18-7-1942 της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μακεδονίας προς το Υπουργείο Παιδείας. Έγγραφο
42054/1438/11-8-1942 της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων προς τον Befehlshaber Südgriechenlands - Referat
Kunstschütz.
50 Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 25 (1941), 29. Σ. Τερζής, Παρακολουθώντας τα τραίνα της Τελικής Λύσης. Οι Εβραίοι της
Θεσσαλονίκης και ο Μητροπολίτης Γεννάδιος Αλεξιάδης, Θεσσαλονίκη 2017, 122-123.
51 Έγγραφο 42054/1438/11-8-1942 της Διεύθυνσης Αρχαιολογίας προς τον Befehlshaber Südgriechenlads - Re-
ferat Kunstschütz, με το οποίο ζητά διάθεση ξυλείας. Έγγραφο του Ν. Παπαδάκη, προϊσταμένου της Διεύθυν-
σης Αρχαιολογίας που κοινοποιείται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονίας (19491/19521/16-9-1942), από
το οποίο προκύπτει ότι η μόνη δυνατότητα προμήθειας ξυλείας ήταν από την ελεύθερη αγορά, κάτι πρακτικά
αδύνατο. Η κυβέρνηση Κατοχής είχε προφανώς αρνηθεί να διαθέσει στρατιωτική ξυλεία.
52 Αναφορά Μ. Καλλιγά 19-8-1942 (διαβιβάζεται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονίας με το
43301/1529/1095/29-8-1942 έγγραφο της Διεύθυνσης Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας). Στην αναφορά
αυτή ο Καλλιγάς, εκτός από το θέμα των ψηφιδωτών, αναφέρεται και στο οθωμανικό προστώο. Δεν προκρί-
νει τη δαπάνη επισκευής του, καταδικάζοντάς το έτσι σε ερείπωση και προδιαγράφοντας τη μελλοντική
καθαίρεσή του.
53 Έγγραφο 171/4-8-1942 της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μακεδονίας προς τη Διεύθυνση Αρχαιολογίας.
54 Π.Δ. 1521/1942 (ΦΕΚ 182/Α/21-7-1942). Μακαρόνας 1953, ό.π. (υποσημ. 46), 592. Ο Κοτζιάς φαίνεται αποσπα-
σμένος στην Αθήνα ήδη από το 1941.
55 Μακαρόνας 1953, ό.π. (υποσημ. 46), 606. Σ. Πελεκανίδης, «Νέαι ἔρευναι εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν Θεσσαλονίκης
καὶ ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἀρχαίας αὐτῆς μορφῆς», στο: Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρί-
ου, Θεσσαλονίκη 12-19 Απριλίου 1953, Αθήναι 1955, Α΄, 398-407.
56 Η Εφορεία Βυζαντινών Β΄Περιφέρειας είχε ιδρυθεί το 1939, ΑΝ 1947/1939 (ΦΕΚ 366/Α/6-9-1939). Το 1942
επανιδρύεται με την προσθήκη της Θάσου, Π.Δ. 1521/1941 (ΦΕΚ 182/Α/21-7-1942). Μακαρόνας 1953, ό.π.
(υποσημ. 46), 592.
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 783

Το 1946 ο Πελεκανίδης ζητά από το υπουργείο άδεια εσωτερικής πλακόστρωσης του


ναού και κατεδάφισης της οθωμανικής στοάς57. Η κατεδάφιση αποφασίζεται το 194858,
οπότε ο Καλλιγάς επεκτείνει την ανασκαφή εκεί59. Το 1950 γίνεται καθαίρεση των κο-
νιαμάτων της δυτικής όψης. Αποκαλύπτονται τα υπόλοιπα τοιχισμένα ανοίγματα του
ισογείου και οι τοιχογραφίες τους60, ενώ εγκρίνεται η αντικατάσταση του εσωτερικού
δαπέδου61. Το 1958 απομακρύνεται από το ιερό το μινμπάρ62. Η εφαρμογή του νέου πολε-
οδομικού σχεδίου διεκδικεί τμήμα του γηπέδου για τη διαπλάτυνση του δρόμου στα ανα-
τολικά του ναού. Το 1961-1962 καθαιρούνται τα κονιάματα της ανατολικής όψης, η τοι-
χοποιία χαμηλά ελευθερώνεται από τις επιχώσεις, ενώ μέρος του ιερού της πεντάκλιτης
βασιλικής ανασκάπτεται σε σωστική ανασκαφή λίγο βορειότερα, στο οικόπεδο Βακούρα
στην οδό Πρίγκηπος Νικολάου 163 (Εικ. 1).
Το 1959 ξεκινά η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια εξωτερικής διαμόρφωσης των βυ-
ζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης. Το έργο αναλαμβάνει ο αρχιτέκτονας Ιωάννης
Λυγίζος, ο οποίος ξεκινά πιλοτικά με τρία μνημεία, την Αγία Σοφία, τον Προφήτη Ηλία
και την Αγία Αικατερίνη64. Στην Αγία Σοφία ξεκινούν από το ανατολικό τμήμα, το οποίο
ρυμοτομείται65. Κατασκευάζεται η νέα γραμμή του περιβόλου, είσοδος με διπλή κλίμακα
και αναλημματικός τοίχος, όλα επενδεδυμένα με λιθοδομή (Εικ. 9). Η μελέτη προέβλεπε,
επίσης, βοηθητικούς χώρους και διαμόρφωση πρασίνου (Εικ. 10).
Ωστόσο, μετά από αυτοψία με επικεφαλής τον ίδιο τον υπουργό Προεδρίας, τον Μάρ-
τιο του 1961, διαμορφώνονται σοβαρές αντιρρήσεις για το έργο. Τον Μάιο ο Λυγίζος,
πληροφορημένος για το αρνητικό κλίμα, υποβάλλει γραπτώς την παραίτησή του. Τον
Ιούλιο η μελέτη περνά στη Σουζάνα Αντωνακάκη66, αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης Αναστή-

57 Το αίτημα πλακόστρωσης είχε φέρει η Εκκλησιαστική Επιτροπή, που είχε την πρόθεση να χρηματοδοτήσει το
νέο δάπεδο. Ο ίδιος εκφράζει ενδοιασμούς στο θέμα της πλακόστρωσης, γιατί στο δάπεδο είχαν χρησιμοποι-
ηθεί πλάκες από την αρχική ορθομαρμάρωση του ναού, που θα καταστρέφονταν αν απομακρύνονταν. Για το
προστώο, αντίθετα, υποστηρίζει άμεση απομάκρυνση, επικαλούμενος και την παλαιότερη αναφορά Καλλιγά
από 19-8-1942 (βλ. υποσημ. 52). Έγγραφο αριθ. 68/11-5-1946 της Εφορείας Βυζαντινών Β΄ Περιφέρειας προς
τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων.
58 Έγγραφο 32/1-8-1948 της Τοπικής Επιτροπής Τουρισμού Θεσσαλονίκης, με το οποίο συστήνεται επιτροπή
για την κατεδάφιση. Στην επιτροπή συμμετέχει ο Ηρακλής Λεοντίδης, ο αρχιτέκτονας που ολοκλήρωσε την
αναστήλωση του Αγίου Δημητρίου μετά τον θάνατο του Λώρη Θανόπουλου.
59 Μακαρόνας 1953, ό.π. (υποσημ. 46), 606.
60 Έγγραφο 2/27-1-1950 της Εφορείας Βυζαντινών Β΄ Περιφέρειας προς το υπουργείο Παιδείας. Έγγραφο
17141/293/12-5-1950 του υπουργείου Παιδείας (Διεύθυνση Αναστήλωσης). Έγγραφο 63/2-8-1950 της Εφορεί-
ας Βυζαντινών Β΄ Περιφέρειας προς την Εκκλησιαστική Επιτροπή της Αγίας Σοφίας. Πελεκανίδης 1955, ό.π.
(υποσημ. 55), 404 κ.ε.
61 Έγγραφο 34231/351/26-7-1950 του υπουργείου Παιδείας προς την Υπηρεσία Μελετών της Γενικής Γραμματεί-
ας Τουρισμού. Για τα ευρήματα κατά την πλακόστρωση, Μακαρόνας 1953, ό.π. (υποσημ. 46), 606-607.
62 Έγγραφο 144962/6222/4459/29-11-1958 του υπουργείου Παιδείας προς την Εφορεία Β΄ Περιφέρειας (αριθ.
Εφορείας 359/3-12-1958). Έγγραφο 364/8-12-1958 της Εφορείας Βυζαντινών Β΄ Περιφέρειας προς την Εκκλη-
σιαστική Επιτροπή της Αγίας Σοφίας.
63 Σ. Πελεκανίδης, «Αγία Σοφία», ΑΔ 17 (1961-1962), 253-256, ιδιαίτερα 256 και σχέδ. 3.
64 Λυτός φάκελος με χειρόγραφη κεφαλίδα, χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου, στο αρχείο της ΕΦΑΠΟΘ. Περιέχει τις
επιστολές του Λυγίζου προς τον Πελεκανίδη, σχολιασμένες φωτογραφίες των εργασιών και σχέδια. Η Αγία
Αικατερίνη και ο Προφήτης Ηλίας, που συμπεριλήφθηκαν μαζί με την Αγία Σοφία στην πρώτη ομάδα, ήταν
τα πρώτα μνημεία που αποκαταστάθηκαν μεταπολεμικά υπό την επίβλεψη του Πελεκανίδη. Ε. Κουρκουτί-
δου-Νικολαΐδου, «Οι αναστηλώσεις των βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονικέων Πόλις 1
(1997), 46-53, ιδιαίτερα 49.
65 Φ. Δροσογιάννη, ΑΔ 18 (1963), Χρονικά, 235-242, ιδιαίτερα 235.
66 Εξερχόμενο Διεύθυνσης Αναστήλωσης, αριθ. 9316/29-7-1961.
784 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

Εικ. 9. Μελέτη Λυγίζου. Φωτογραφίες με σχόλια από την κατασκευή των αναλημματικών τοίχων
στα ανατολικά της Αγίας Σοφίας. Το όριο του περιβόλου έχει μεταβληθεί, το γήπεδο περιορίζεται
προκειμένου να γίνει διάνοιξη του δρόμου ανατολικότερα (Αρχείο ΕΦΑΠΟΘ).

λωσης και μαθήτρια του Άρη Κωνσταντινίδη, τότε προϊσταμένου του τμήματος Μελετών
του ΕΟΤ. Το 1962 η Αντωνακάκη σχεδιάζει την Αγία Τράπεζα της Ροτόντας67.
Από την επιστολή παραίτησης του Λυγίζου προκύπτουν οι ιδεολογικές διαφορές μετα-
ξύ των δύο μερών. Η άποψη ὅτι δὲν πρέπει νὰ θίγουμε τὶς βαρβαρικὲς παραποιήσεις τῶν
μνημείων μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, διότι ἡ ἀφαίρεσίς τους δημιουργεῖ διάφορα δυσεπίλυτα
προβλήματα, τον βρίσκει κάθετα αντίθετο. Καμία από τις δύο πλευρές δεν βλέπει στις
οθωμανικές επεμβάσεις τέχνη ή ιστορικότητα. Ο Λυγίζος θεωρεί ότι πρέπει να αφαιρε-
θούν, όπως και ο Πελεκανίδης, ενώ οι άλλοι απλώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το
κενό που θα προκύψει.
Παράλληλα με τα θεωρητικά έτρεχαν και τα πρακτικά, δηλαδή ο επανακαθορισμός
των βόρειων ορίων του γηπέδου, χώρος στον οποίο είχαν ήδη αποκαλυφθεί αρχαιότη-
τες από τον Καλλιγά και ήταν ορατές. Βρέθηκε τελικά συμβιβαστική λύση, μάλλον εις
βάρος του δρόμου. Η Αντωνακάκη προέβλεψε επένδυση όλου του υπόλοιπου περιβόλου
με λιθοδομή άλλου τύπου (Εικ. 11). Προέκυψε, όμως, θέμα ασφάλειας και αποφασίστηκε
να τοποθετηθεί κιγκλίδωμα, το οποίο σχεδίασε μια άλλη αρχιτέκτονας της Διεύθυνσης
Αναστήλωσης, η Γ. Καμήλη, το 1964. Τόσο οι λιθοδομές της Αντωνακάκη, χαρακτηριστικό
δείγμα του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού, όσο και το κιγκλίδωμα της Καμήλη

67 Τηλεγράφημα της Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων, αριθ. πρωτ. 12287/17-9-1962.


Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 785

Εικ. 10. Η πρόταση του Λυγίζου για τη διαμόρφωση του ανατολικού τμήματος του περιβάλλοντος
χώρου της Αγίας Σοφίας, η οποία τελικά δεν εφαρμόστηκε (Αρχείο ΕΦΑΠΟΘ).

καθιερώθηκαν στην πόλη για τις επόμενες δεκαετίες. Το κιγκλίδωμα αυτό εφαρμόστηκε
και σε άλλα εκκλησιαστικά κτήρια, όπως στην Παναγία Δεξιά και τον Άγιο Αθανάσιο68.
Οι τρεις ιστορικές τομές που παρουσιάστηκαν συνοπτικά εδώ, η πυρκαγιά του 1890,
η απελευθέρωση του 1912 και ο βομβαρδισμός του 1941, λειτούργησαν καταλυτικά, αν
και εντελώς διαφορετικά, στη διαμόρφωση του μνημείου. Η πυρκαγιά του 1890 οδήγη-
σε στην οθωμανική ανακαίνιση, την πιο ολοκληρωμένη από όλες, παρά τις ενστάσεις
που διατυπώθηκαν ήδη από τότε για το αποτέλεσμα. Η επέμβαση αυτή ήρθε μετά από 15
χρόνια ερείπωσης και παρακμής του κτηρίου, οπότε ήταν δυνατός ο επανακαθορισμός
του συνόλου. Παρ’ όλα αυτά, τα διασωθέντα στοιχεία του, όπως οι κορμοί των κιόνων
του ισογείου, διατηρήθηκαν ακόμη και με προσπάθεια, σε μεγάλο βαθμό. Καθοριστικά
για τη σημερινή μορφή του μνημείου στοιχεία της επέμβασης αυτής, όπως η εσωτερική
ζωγραφική, τα νέα αρχιτεκτονικά μέλη, που σχεδιάστηκαν με βάση τα κατεστραμμένα,
τα πλαίσια των ανοιγμάτων, στα οποία έγινε προσπάθεια ομαδοποίησης αρχιτεκτονικών
φάσεων, και τα υαλοστάσια, σε τύπο του συρμού από τα τέλη του 19ου αιώνα, επιζούν
ακόμη. Κύριος στόχος ήταν η αποκατάσταση της προγενέστερης μορφής, αυτής που είχε
το μνημείο όταν κάηκε το 1890, και όχι της «αρχικής», όπως συχνά αναφέρεται.
Από αυτό το πλαίσιο ξέφυγαν λίγα πράγματα, όπως ο εκλεκτικιστικός τρούλος του
κλιμακοστασίου και οι επεμβάσεις των Γάλλων, οι οποίες πράγματι είχαν στόχο την «αρ-
χική μορφή». Οι καθαρισμοί στα ψηφιδωτά και πιθανότατα η εσωτερική ζωγραφική που
ακολούθησε χρηματοδοτήθηκαν άλλωστε – καθόλου τυχαία – από τους ίδιους. Η διάρκεια
του έργου ήταν σχετικά σύντομη, και έτσι δεν δημιουργήθηκαν στυλιστικά χάσματα.

68 Απαντά σε σημεία των ναών (στα βορειοανατολικά της Παναγίας Δεξιάς, στα νότια-νοτιοδυτικά του Αγίου Αθα-
νασίου), δεν αποκλείεται επομένως να πρόκειται για μέρη του κιγκλιδώματος της Αγίας Σοφίας που απομακρύν-
θηκαν, όπως η ανατολική αυλόπορτα που αντικαταστάθηκε με ψηλότερη, και επαναχρησιμοποιήθηκαν.
786 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

Εικ. 11. Το βόρειο τμήμα του περιβόλου κατά τη διάρκεια της κατασκευής
και πριν από την οριστική διαμόρφωση της οδού Κεραμοπούλου (Αρχείο
Σ. Αντωνακάκη, την οποία ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση
της φωτογραφίας).

Απασχόλησε την πόλη, ενώ ήταν ανοιχτό στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η δημο-
σιότητα του έργου είναι, άλλωστε, ο λόγος που σώζεται τόσο μεγάλη τεκμηρίωσή του σε
διεθνή αρχεία.
Οι νεοελληνικές επεμβάσεις μπορούν να διακριθούν σε δύο περιόδους, με όριο τον
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την στελέχωση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Β΄ Πε-
ριφέρειας, το 1943. Στην πρώτη φάση, που αναπτύσσεται σε μια – από κάθε άποψη – δύ-
σκολη περίοδο, οι ενέργειες είναι λίγες. Ο ναός πρώτα αποκτά τέμπλο και στη συνέχεια,
απαλλάσσεται από εμφανή οθωμανικά στοιχεία. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μινμπάρ
απομακρύνθηκε μόλις το 1958 με πρωτοβουλία του Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, δι-
αδόχου του Γεννάδιου Αλεξιάδη, ενώ η τράπεζα ήταν φορητή ως το 1935 τουλάχιστον.
Οι λίγες αυτές επεμβάσεις συμβαδίζουν στυλιστικά με το κτήριο. Το νεοβυζαντινό
πρόπυλο σχεδιάζεται και κατασκευάζεται με χαρακτηριστική εναλλαγή κόκκινων και
λευκών μερών, όπως τα τόξα της οθωμανικής στοάς, για την οποία μάλλον δεν γινόταν
καμία σκέψη κατεδάφισης. Στο τέλος της περιόδου ξεκινούν οι αρχαιολογικές έρευνες.
Οι έρευνες αυτές, που δεν δημοσιεύονται ποτέ επαρκώς, κάτι όχι ασυνήθιστο τη δύσκολη
εκείνη εποχή, αποτελούν τον προθάλαμο της επόμενης περιόδου, που έχει σαφέστερο
ιδεολογικό πλαίσιο και εντονότερη δραστηριότητα.
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 787

Το 1941-1942 γίνονται σωστικές επεμβάσεις, η αποκατάσταση της τοιχοποιίας του


τρούλου στη βορειοδυτική γωνία του τυμπάνου, η αποκατάσταση των υαλοστασίων στην
προγενέστερη μορφή, καθώς και η πιθανολογούμενη κατεδάφιση των αντηρίδων. Η δεύ-
τερη φάση επεμβάσεων στην Αγία Σοφία ξεκινά το 1946, με τα αιτήματα πλακόστρωσης
και κατεδάφισης της στοάς, και σταματά συμβατικά το 1978. Οι επεμβάσεις κορυφώνο-
νται στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στη συνέχεια λιγοστεύουν σταδιακά, ενώ λίγα
χρόνια πριν από τον σεισμό η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει, η εμπειρία έχει αρχίσει να
αποδίδει κι η ιδεολογία δίνει τη θέση της στη θεωρία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970
ξεκινά νέα αποτύπωση και έρευνα της κατάστασης του κελύφους, που οδηγεί στις πρώ-
τες σύγχρονες αναστηλωτικές επεμβάσεις. Όλα αυτά, όμως, θα τα διακόψει ο σεισμός. Η
δεκαετία αυτή αποτελεί τον προθάλαμο για την επόμενη περίοδο που δεν εξετάζεται εδώ.
Οι επεμβάσεις της μεταπολεμικής περιόδου, αν και εκτελούνται αποσπασματικά, φαί-
νεται να έχουν δύο μακροπρόθεσμους στόχους, τους οποίους θα μπορούσαμε συμβατικά
να ονομάσουμε «αρχές»: την πλήρη απαλλαγή του μνημείου από τα οθωμανικά κατάλοιπα
και την αποκατάσταση της «αρχικής», καθαρής του μορφής. Την περίοδο αυτή καθορίζει
η προσωπικότητα του Πελεκανίδη, που βρίσκεται στην κεφαλή της Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων σχεδόν 20 χρόνια, από το 1943 ως το 1962, που εκλέγεται στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο. Οι αποκαταστάσεις της Αγίας Αικατερίνης, του Προφήτη Ηλία, αλλά και του
Αγίου Δημητρίου, έχουν ήδη ολοκληρωθεί με την επίβλεψη ή τη συμμετοχή του. Ο τίτλος της
ανακοίνωσής του στο 9ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο69, που έγινε στη Θεσσαλονίκη
το 1953, στην επέτειο των 500 χρόνων από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αρκεί για
να γίνει κατανοητή η ιδεολογία των επεμβάσεων: η αναζήτηση της «αρχικής μορφής», αυτής
που είχε απασχολήσει τόσο πολύ τον Σωτηρίου στην πρώτη περίοδο αναστήλωσης του Αγίου
Δημητρίου, ήταν ο πρωταρχικός στόχος. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και για το νεοβυ-
ζαντινό πρόπυλο είχε προταθεί αντικατάσταση: ήταν τόσο καλά δεμένο με τα εξωτερικά,
νεοοθωμανικά στοιχεία του ναού, ώστε τελικά να τα θυμίζει ενοχλητικά70.
Η σημαντικότερη επέμβαση της δεύτερης περιόδου ήταν η κατεδάφιση της δυτικής στο-
άς, που έγινε δύο χρόνια μετά την πρώτη αίτησή της, χωρίς σοβαρές παλινδρομήσεις. Η χα-
ρακτηριστικότερη, όμως, από κάθε άποψη επέμβαση είναι η διαμόρφωση του περιβόλου,
που επιβλήθηκε από την εφαρμογή του νέου πολεοδομικού σχεδίου. Εκεί εξαντλήθηκαν η
επιφύλαξη, η κριτική και η αμφιβολία, μολονότι η επέμβαση δεν μπορούσε να αποφευχθεί
και τελικά ήταν πολύ μικρότερης σημασίας από την κατεδάφιση της δυτικής στοάς.
Η δυτική πλευρά του γηπέδου παρέμεινε ως είχε. Η χάραξη της νότιας πλευράς δια-
φοροποιήθηκε ελάχιστα, ενώ η βόρεια κινδύνευσε να περιοριστεί πολύ και διασώθηκε
μόνο μετά από μεγάλο αγώνα του Πελεκανίδη. Σημαντικό μέρος της ανατολικής πλευράς
παραχωρήθηκε, όμως, για τη διάνοιξη του δρόμου (Εικ. 1). Η ανακατασκευή του περιβό-
λου ήταν επομένως επιβαλλόμενη και αναγκαία. Τόσο ο Λυγίζος όσο και η Αντωνακάκη
ακολούθησαν περισσότερο τις τάσεις της εποχής παρά τις ανάγκες του μνημείου, κάτι
απόλυτα δικαιολογημένο, αν αναλογιστεί κανείς τις προκαταλήψεις για τις οθωμανικές
επεμβάσεις και την ελάχιστη σημασία που δινόταν τότε στην πρόσφατη ιστορία των μνη-
μείων. Σε ανάλογο πλαίσιο το υπουργείο έδωσε τελικά χώρο στην πολυμορφία. Οι αντα-

69 Πελεκανίδης 1955, ό.π. (υποσημ. 55).


70 Χατζητρύφωνος 1998-1999, ό.π. (υποσημ. 2), 113.
788 Σ ο φ ί α Ακ ρι β ο π ο ύλο υ

γωνισμοί των εμπλεκόμενων φορέων, οι ξαφνικές διακοπές του έργου για διάφορους
λόγους και οι συχνές αλλαγές προσώπων είναι χαρακτηριστικές για την εποχή.
Τελικά, μέχρι σήμερα ο περίβολος μετρά εννέα φάσεις. Αρχαιότερη είναι η κεντρική,
αρ-νουβό καγκελόπορτα του δυτικού προπύλου, μοναδικό απομεινάρι της οθωμανικής
αποκατάστασης. Ακολουθεί το νεοβυζαντινό πρόπυλο, μεταξύ 1917-1925. Το ανατολικό
τμήμα του περιβόλου με τον αναλημματικό τοίχο σχεδιάζεται και κατασκευάζεται το
1961 από τον Λυγίζο, οι μακριοί τοίχοι και ο δυτικός, καθώς και το εσωτερικό του πε-
ριβάλλοντος χώρου το 1961-1962 από την Αντωνακάκη, το βόρειο κιγκλίδωμα το 1964
από την Καμήλη. Το 1980 οι φρουριακές σιδερένιες θύρες των πλάγιων εισόδων του δυ-
τικού προπύλου εξαφανίζονται, τα ανοίγματα τοιχίζονται και μετατρέπονται σε σημεία
κηραφής. Εν τω μεταξύ, το κιγκλίδωμα που σχεδίασε η Καμήλη είχε επεκταθεί και στην
ανατολική και τη νότια πλευρά, ενώ ένα άλλο, οπωσδήποτε μετά το 1980, συμπλήρωσε
τη νότια πλευρά έως τη νότια είσοδο και απέκοψε από εκεί την ελεύθερη πρόσβαση στα
ανατολικά. Ομοίως, η πρόσβαση από τη βόρεια πλευρά, όπου και ο αρχαιολογικός χώρος,
είχε αποκλειστεί από την Εφορεία με εργοταξιακά πλέγματα.
Τα αδύναμα σημεία της δεύτερης περιόδου αποκατάστασης της Αγίας Σοφίας ήταν
δύο. Η αναζήτηση της «αρχικής μορφής» αποδείχθηκε όχι απλώς αδύνατη, αλλά οδήγησε
σε σημαντικές παρανοήσεις. Έτσι, στα ανοίγματα που εμφανίστηκαν μετά την κατεδάφι-
ση της στοάς και τις αποτοιχίσεις Καλλιγά και Πελεκανίδη στη δυτική όψη, τοποθετήθη-
καν ανιστόρητα υαλοστάσια, ενώ ήδη από τους Barnsley και Schultz, τον 19ο αιώνα, είχε
γίνει η παρατήρηση ότι τα ανοίγματα αυτά ήταν αρχικά εσωτερικά, καθώς έφεραν τοι-
χογραφίες στα εσωρράχια71. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των επεμβάσεων, ειδικά σε
ένα μνημείο που είχε παραδοθεί στο ελληνικό κράτος μόλις ολοκληρωμένο από όλες τις
πλευρές, ήταν ο δεύτερος μεγάλος εχθρός. Η αποσπασματικότητα αυτή μπορεί να δικαιο-
λογηθεί τόσο από τα πολύ κακά οικονομικά της δεκαετίας του 1940 και του 1950 όσο και
από τη διαρκή εμπλοκή άλλων φορέων με αιτήματα ποικίλα (Εκκλησιαστική Επιτροπή,
Δήμος Θεσσαλονίκης, συναρμόδια υπουργεία στα πολεοδομικά ζητήματα). Τις δύο αυτές
αδυναμίες της δεύτερης περιόδου, που ουσιαστικά αποτελούν όψεις του ίδιου προβλή-
ματος, τις συναντούμε πίσω από τα κυριότερα ζητήματα του μνημείου, κάθε φορά που
επιχειρήθηκαν να δοθούν λύσεις, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα.
Η πράξη οδήγησε τελικά στη θεωρία και η περίπτωση της Αγίας Σοφίας ήταν μία από
πολλές. Η συσσωρευμένη εμπειρία που οδηγεί σήμερα σε μια εύκολη κριτική δεν μπορεί
παρά να υποχωρήσει μπροστά στο βάρος της ιστορικής συγκυρίας, που έπεσε στις πλάτες
όλων αυτών που τόλμησαν να δράσουν σε εποχές πραγματικά δύσκολες και ασαφείς, από
όλες τις απόψεις. Οι προσπάθειές τους, οι ιδέες τους και οι πρωτοβουλίες τους έδωσαν
λύσεις και παρά τα λάθη έχτισαν τελικά τη βάση για τη δική μας θεώρηση. Με αυτό εννοώ
ότι η πρόσφατη ιστορία των μνημείων δεν πρέπει για άλλη μια φορά να ξεχαστεί ή να
απαξιωθεί. Της αξίζει να κατανοηθεί και να μετρηθεί.

71 Frothingham 1891, ό.π. (υποσημ. 19). Πελεκανίδης 1955, ό.π. (υποσημ. 55).
Η Αγ ία Σοφία Θε σσαλονίκης από τον 19ο στον 20ό αιώ να 789

Abstract
Hagia Sophia of Thessaloniki from the 19th to the 20th Century
Sofia akrivopoulou

The modern history of Hagia Sophia in Thessaloniki begins with the fire of 1890 and
the restoration that followed about 15 years later. Prior to the fire, the complex included
buildings known mostly from written sources, such as the “macron”, a residential build-
ing on the northern side of the courtyard, and the chapel of the Savior, built over the
northern porch of the narthex (Fig. 2).
Restoration work began in 1906. The interior of the church was whitewashed and
decorated with typical Ottoman motifs (Fig. 7). However, the engagement of Charles Die-
hl with the monument determined its final interior form: the wall decoration that had
already been applied was covered by the one preserved today, strongly affected by the
Byzantine mosaics and marble elements of the church. The mosaics remained visible;
the marble columns and capitals of the ground floor, though tainted by the fire, were
preserved, while the new ones designed for the galleries copied the Byzantine originals.
The surrounding area was transformed into an urban park, surrounded by an ashlar en-
closure with a typical Ottoman portico in the middle of the west facade. This deliberate
eclectic restoration was finished by the time Mehmed V Reşâd visited the city in 1911.
During the period 1912-1943, few interventions took place: the canopy of the phiale
and the minaret were demolished, the latter, together with the rest of the city minarets.
The mahfil was moved from the nave into the courtyard, the Ottoman porch in the west-
ern facade of the enclosure was replaced by a new one, rendered in Byzantine style, and
a templon was added in front of the altar. During the 1930s, the dissertation of Marinos
Calligas was published and the excavation on the surroundings begun.
The bombing of the monument in 1941 gave rise to its release from the last Ottoman
elements, such as the flying buttresses on the dome, and the portico in the western fa-
cade. The new planning of the surrounding area made the restriction of the land and the
rebuild of the enclosure compulsory (Figs. 1, 9, 11). The demand of an ideal restoration
of the “original” form arose, reinforced by the late discoveries in the excavated area
and in the building itself. This goal was not an easy one to achieve; it actually led to
interventions poorly documented, while the fragmented approach of the shaping of the
surrounding space and the enclosure led to an exaggerated result.

You might also like