Professional Documents
Culture Documents
362799
362799
362799
Γεωργία Δουραμάνη, Δρ. Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού Α.Π.Θ
Για την Δύση η νεωτερικότητα ήταν μια μακρά εξελικτική διαδικασία στα
πλαίσια της οποίας η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και η ισχυροποίηση
του κράτους ως βασικού φορέα άσκησης εξουσίας περιόρισαν την ισχύ
της θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού απομακρύνοντας τους δύο
θεσμούς. Η ανάπτυξη της επιστήμης και του καπιταλισμού ως οικονομική
θεωρία έθεσαν τη θρησκεία εκτός της σφαίρας προσδοκιών του
νεωτερικού κόσμου[1].
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι, ενώ η θρησκευτική ελευθερία και η τοποθέτηση της
θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου είναι κομβικής σημασίας για τη Δύση και
την εξέλιξη της κοινωνίας και των θεσμών της, στην τουρκική νεωτερικότητα η
θρησκεία χειραγωγήθηκε χωρίς να επιτευχθεί ομαλά η τοποθέτηση της στο χώρο
των ιδιωτικών επιλογών και να καταστεί σαφής ο διαχωρισμός του ιδιωτικού από
το δημόσιο χώρο. Ο χειρισμός αυτός συνέβαλε σημαντικά ώστε η κεμαλική
μεταρρυθμιστική πολιτική να επιβάλει την ισχύ της σε όλους τους τομείς της
τουρκικής κοινωνίας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι κρίσιμες κοινωνικές μεταβλητές
για πραγματική μεταρρύθμιση δε λειτούργησαν εξελικτικά και σε βάθος χρόνου,
όπως συνέβη στη Δύση, ώστε να ενσωματωθεί όλη τουρκική κοινωνία σε αυτούς
με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα χάσμα ανάμεσα στην κοσμική κεμαλική ελίτ
και τον απλό λαό. Στην πορεία το ίδιο το κεμαλικό δόγμα κατέληξε να γίνει μια
«πολιτική θρησκεία», ένα θρησκευτικό υποκατάστατο, που επικεντρώθηκε στην
απομάκρυνση των ισλαμικών στοιχείων από την κοινωνική και κρατική δομή της
χώρας υπηρετώντας το όραμα ενός σύγχρονου κράτους που θα είναι σε θέση να
συνομιλεί με τη νεωτερική Δύση. Η συγκρότηση ενός κράτους όμως σε αυτές τις
βάσεις δεν δύναται να προωθήσει τη δημοκρατία ούτε και την κοινωνία των
πολιτών που αποτελούν σημαίες της δυτικής νεωτερικότητας[4].
Επομένως, ενώ ο Κεμαλισμός εμπνεόταν από το δυτικό μοντέλο νεωτερικότητας,
εξελίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο μίγμα , τα δομικά στοιχεία του οποίου διαμόρφωσαν
ένα κοσμικής ταυτότητας κράτος στο οποίο ο τουρκικός εθνικισμός ως κυρίαρχο
σχήμα της πολιτικής θεωρίας εμπλεκόταν με την δημοκρατική πράξη. Ο
τουρκικός εθνικισμός ανέλαβε θεμελιακό ρόλο στην αποκατάσταση της
κοινωνικής τάξης και ταυτότητας που διασαλεύτηκε λόγω της μεταβολής του
status της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Τουρκική πλέον Δημοκρατία και του
περιορισμού των ορίων της. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ακριβώς ο κεμαλικής
έμπνευσης τουρκικός εθνικισμός έφερε στην επιφάνεια τις πολλαπλές ταυτότητες
της τουρκικής κοινωνίας αφού δεν κατάφερε να διασφαλίσει τα δημοκρατικά
δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών που κατοικούσαν στα όρια της και να
αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα παρόλη την διαφορετική πολιτιστική και
θρησκευτική τους ταυτότητα όπως συνέβαινε στις δυτικές δημοκρατίες το
μοντέλο των οποίων προσπαθούσε να εφαρμόσει. Για την
OθωμανικήAυτοκρατορίατα πράγματα ήταν απλά, ο θρησκευτικός διαχωρισμός
των πολιτών της δεν αποτέλεσε πρόβλημα ώστε να εφαρμοστεί ένα διοικητικό
σύστημα ενοποίησης της κοινωνίας που στηριζόταν στην ταυτότητα του
Οθωμανού πολίτη μόνο.[5]
Επιπροσθέτως ,«στο προ- εθνικό κράτος απαιτείται αφοσίωση του πολίτη μόνο
στην κοινότητα και την θρησκεία ενώ στο νέο εθνικό κράτος ζητούμενο είναι η
αφοσίωση σε ένα ευρύ σώμα που τα μέλη του αναπτύσσουν σχέσεις σε μια
«φαντασιακή κοινότητα» εθνικού -κρατικού χαρακτήρα και όχι τοπικού-
κοινοτικού και θρησκευτικού»[8]. Αν αυτή η μετάβαση ήταν επιτυχής θα
εξασφαλιζόταν η ενότητα και η νέα εθνική ταυτότητα του τούρκου πολίτη που θα
επέτρεπε την διεκδίκηση για την ένταξη στην ευρωπαϊκή Οικογένεια. Κατά τον Β.
Lewis «το ισλάμ που κυριαρχεί στην Τουρκία δεν διαθέτει την έννοια του κράτους
αλλά του ηγέτη, η σεριάτ δεν έχει αναπτύξει κοινωνικό κώδικα, τα συλλογικά
πρόσωπα δεν αναγνωρίζονται και το βασικότερο, η πόλη δεν θεωρείται νομική ή
πολιτική οντότητα»[9]. Συνεπώς η παραδοσιακή ισλαμική κοινωνία δεν διέθετε
την δυτική αντίληψη της έννοιας της «πόλης» και επομένως δεν μπορούσε να την
ενσωματώσει στην καθημερινότητα της πράγμα που οδήγησε σε διάσταση την
κεμαλική κοσμοθεωρία από εκείνη των λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου που
διακρίνεται για την θρησκευτικότητα της και όπου το παραδοσιακό ισλάμ
αποτελούσε δομικό κομμάτι της κοινωνίας. Το πρόβλημα της ενιαίας ταυτότητας
έμενε άλυτο.
Πρακτικά η επικράτηση του κεμαλικού δόγματος έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία
να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο δυτικού τύπου κράτος. Με δομικές μεταρρυθμίσεις
προσαρμοσμένες στο δυτικό αναπτυξιακό μοντέλο άρχισε το έργο της
αναδιοργάνωσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Στα πλαίσια αυτά
καταργήθηκε το χαλιφάτο το 1924, το Υπουργείο θρησκευτικών Υποθέσεων και
Βακουφίων, των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ισλαμικών διδακτηρίων
και αντικαταστάθηκαν με δυτικού τύπου δομές. Ο Κεμάλ φιλοδοξούσε να
προωθήσει την ιδέα της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και όχι της ισλαμικής
οθωμανικής για αυτό καθοριστική ήταν η κατάργηση από το Σύνταγμα της χώρας
του άρθρου που ανέφερε ότι «Θρησκεία του Τουρκικού κράτους είναι το Ισλάμ»
καθώς και η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου με ένα άλλο εμπνευσμένο
από το λατινικό το 1928[10]. Η Τουρκία απομακρυνόταν από το οθωμανικό
παρελθόν της και ταχύτατα δενόταν στο άρμα της Δύσης στο όνομα του
εκσυγχρονισμού χωρίς όμως να διαθέτει το απαραίτητο δημοκρατικό ιστορικό
υπόβαθρο.
Το Ισλάμ έπαψε να αποτελεί την ταυτότητα του Τούρκου πολίτη η οποία
καθορίστηκε πλέον από τα εθνικά όρια του σύγχρονου κράτους. Στην Τουρκική
Δημοκρατία το Ισλάμ έπρεπε να εργάζεται για την «ηθική διαπαιδαγώγηση των
πολιτών»[11]. Στο χρονικό διάστημα 1924-1972 το Ισλάμ δεν έπαιξε κανένα
πολιτικό ρόλο κινούνταν στο περιθώριο της ζωής της τουρκικής δημοκρατίας
ακολουθώντας κατά το δυνατόν την δυτική αντίληψη για τις σχέσεις κράτους
θρησκείας. Ήταν η εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ που έβλεπε την
Τουρκία ως σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη. Η ιστορία ωστόσο έδειξε ότι το Ισλάμ
ποτέ δεν έχασε την ουσιαστική ισχύ του στην χώρα, έτσι το 1969 ο Ερμπακάν
εξελέγη ως πρόεδρος της χώρας αφού έλαβε την υποστήριξη της ισλαμικής
αδελφότητας Νακσιμπεντί.[12] Έκτοτε η παρουσία ισλαμικών κομμάτων ήταν
διαρκής στην πολιτική ζωή της χώρας, έστω και αν ήταν ισχνή. Τα πράγματα
άλλαξαν από το 1991 όταν το ισλαμικό κόμμα ανασυντάχθηκε και οι προτάσεις
του έγιναν αποδεχτές από το εκλογικό σώμα.[13] Ωστόσο σε όλη την πορεία της
Τουρκικής Δημοκρατίας τη βαρύνουσα παράμετρο της πολιτικής ζωής του τόπου
δεν αποτελεί η θρησκεία αλλά ο στρατός ο οποίος από τη μια πλευρά δείχνει
ανοχή στην αναζωπύρωση του Ισλαμισμού από την άλλη επεμβαίνει όταν το
πολίτευμα δείχνει να εκτρέπεται σε ισλαμικού τύπου θεοκρατία, πράγμα που δεν
συναντάται πουθενά στα γνήσια δημοκρατικά δυτικά πολιτεύματα όπου ο θεσμικός
ρόλος του στρατού είναι καθορισμένος και δεν εμπλέκεται με την εφαρμογή της
δημοκρατίας.
Για την μοντέρνα Τουρκία το Ισλάμ είναι δομικό κομμάτι της λειτουργίας της
κοινωνίας, που δεν αντιλαμβάνεται την θρησκεία με δυτικούς όρους, όπως αυτό
του λειτουργικού υποκατάστατου ή μιας ακόμα από τις πολλές προτάσεις στα
πλαίσια μιας πλουραλιστικής, ανοιχτής κοινωνίας. Αντίθετα το Ισλάμ είναι
καθημερινό βίωμα και αντιπροσωπεύει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής των
τούρκων πολιτών. Μια ματιά στο μωσαϊκό που συνθέτει τις τουρκικές
μεγαλουπόλεις είναι αρκετή για να αποδείξει ότι η ισλαμική παράδοση
συνδυάζεται άνετα με τον δυτικό τρόπο ζωής, έτσι τζαμιά και μαχαλάδες
συνυπάρχουν με γυάλινους ουρανοξύστες, πολυτελή εμπορικά κέντρα και
τελευταίας τεχνολογίας ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Η μοντέρνα πόλη του 21ου αιώνα
συναντά το παραδοσιακό της ισλαμικό παρελθόν στα στενά σοκάκια και στις
πλατείες με καφενέδες που το τζαμί αποτελεί ακόμα το κέντρο της τοπικής
κοινότητας. Η πόλεις έχουν δυτικού τύπου υποδομές αλλά αποπνέουν ισλαμικό
αέρα.[16]
Στη μετανεωτερική Τουρκία σημειώνεται μια δυναμική επάνοδος του Ισλάμ στην
πολιτική σκηνή της χώρας που σηματοδοτείται από την ενίσχυση της δύναμης των
συντηρητικών κομμάτων ήδη από το 1970, παράλληλα η ενίσχυση του
«εσωτερικού στοιχείου του ισλάμ» επετεύχθη και σε κοινοτικό- τοπικό επίπεδο
τόσο από τα ιερά κηρύγματα όσο και από τις αντισιιτικές κοινότητες των
σουφιστών. Στα πλαίσια αυτά πολλαπλασιάστηκαν τα ιεροσπουδαστήρια στην
τουρκική επικράτεια. Για παράδειγμα, το 1970 υπήρχαν 40 από αυτά και το 1990
έφτασαν να λειτουργούν 390, το πρόγραμμα των οποίων ακολουθούσε το 15% του
δυναμικού της Μέσης Εκπαίδευσης.[17] Τη δεκαετία του 1980 η έντονη
αναζωπύρωση του Ισλάμ στην Τουρκία αποσκοπούσε στην επανεκπαίδευση της
κοινωνίας με ισλαμικούς όρους προκειμένου να αναστηθεί ο τουρκικός διεθνισμός
έτσι όπως εκδηλώθηκε στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Νέες
αδελφότητες που αγωνίζονται να εκριζώσουν κάθε δυτικό και νεωτερικό στοιχείο
από την ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας εμφανίστηκαν δυναμικά, όπως οι
Σουλευμαντζί και Νουρτζού. Η επιτυχία τους ήταν τόση ώστε κατάφεραν να
διεισδύσουν σε κάθε δομή της τουρκικής δημοκρατίας ενώ προέβαιναν και σε
τρομοκρατικές ενέργειες. Να σημειωθεί εδώ ότι η επίσημη πολιτική εξουσία που
έχει τον έλεγχο όλων ισλαμικών θεσμικών οργάνων της χώρας φαίνεται να
συναινούσε στον εξισλαμισμό της κοινωνίας, αφού η «Διεύθυνση θρησκευτικών
υποθέσεων» από την οποία περνάει ο έλεγχος των ισλαμικών ιδρυμάτων είναι σε
άμεση επαφή και συνεννόηση με το γραφείο του πρωθυπουργού της χώρας.[18]
Η πολιτική σκηνή της Τουρκίας στα χρόνια αυτά απέκτησε θρησκευτικό χρώμα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κατάργησης της διδασκαλίας της
θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου στα σχολεία της χώρας.[19] Στη
μετανεωτερική πραγματικότητα της Τουρκίας το Ισλάμ προβάλλεται ως ανώτερο
αξιακό σύστημα, αφού το κεμαλικό εθνικιστικό μοντέλο διοίκησης του κράτους
δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα προβλήματα της τουρκικής κοινωνίας.
Επιπροσθέτως, καταδικάζεται ως κακέκτυπο της δυτικής χριστιανικής
κουλτούρας που δεν έχει ουσιαστικά ερείσματα στην τουρκική κοινωνία.
Προτείνεται λοιπόν η αντικατάσταση του από τον ισλαμικό εθνικισμό.[20]
Από το 2000 και έπειτα το Ισλαμιστικό κόμμα της Ευημερίας κέρδισε σημαντικό
κομμάτι του εκλογικού σώματος, το ίδιο και τα κεντροδεξιά κόμματα, ενώ τα
κόμματα που ασπάζονται το κεμαλικό κοσμικό δόγμα φαίνεται να μην έχουν
ανταπόκριση στις πλατιές μάζες. Καθοριστικό στοιχείο της τουρκικής ύστερης
νεωτερικότητας αποτέλεσε η αποδοχή της χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα στο Ελσίνκι το 1999.Τότε θεωρήθηκε ότι ο εκδυτικισμός της χώρας ως
αναπόσπαστο κομμάτι του εκσυγχρονισμού της μέσα από συγκεκριμένους θεσμούς
θα οδηγούσε τη χώρα σε αληθινή δημοκρατία. Στις δυτικές δημοκρατίες
προστατεύονται τα θρησκευτικά δικαιώματα και αν αυτό γινόταν κτήμα του
τουρκικού λαού, τότε ο ισλαμισμός θα έβρισκε κατάλληλο χώρο να εκφραστεί
χωρίς να υποστεί περιορισμό από την κεμαλική κοσμικότητα και το στρατό που
τον θεωρούσε επικίνδυνο για τη διολίσθηση του πολιτεύματος σε Θεοκρατία
ιρανικού τύπου. Το κόμμα της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τον ενθουσιασμό για την προοπτική
ένταξης στην ευρωπαϊκή Οικογένεια υποστηρίζοντας την απομάκρυνση της
θρησκείας από την πολιτική σκηνή αν και προερχόταν από την διάσπαση του
Ισλαμιστικού κόμματος.[22]
Αρχικά η οικονομική άνοδος και η φιλοδυτική πολιτική του Ερντογάν έθεσαν την
ισχύ της θρησκείας εκτός πεδίου συζητήσεως για την ταυτότητα του τούρκου
πολίτη που πλέον διεκδικούσε την ένταξη του στην ευρωπαϊκή οικογένεια με τους
όρους ενός δυτικού δημοκράτη πολίτη. Ωστόσο μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου
του 2016 παρατηρείται έντονη η προβολή της ισλαμικής ταυτότητας της
Τουρκίας η οποία επιχειρεί να ξανασυστηθεί ως μια μεγάλη ισλαμική περιφερειακή
δύναμη που διεκδικεί ρόλο παγκόσμιου ηγέτη. Στις μέρες μας η δυσχερής
οικονομική κατάσταση της Τουρκίας αποτέλεσε αιτία μέγιστης δυσαρέσκειας από
την τουρκική κοινωνία που δοκιμάζεται από τη φτώχεια και βλέπει την τουρκική
κεμαλική δημοκρατία να μετασχηματίζεται σε μια νεοοθωμανικού τύπου
αναθεωρητική δύναμη. Το σκηνικό ευνοεί την κυβέρνηση ώστε να
εντατικοποιήσει την προσπάθεια για ενοποίηση της κοινωνίας κάτω από την
ισλαμική ταυτότητα, διαφοροποιώντας την κάθετα από την δυτική χριστιανική
ιμπεριαλιστική κοινωνία που ευθύνεται για την πτώση του βιοτικού της επιπέδου.
Η σύγχρονη δυτική αντίληψη που πρεσβεύει τη ρευστότητα και την αποδοχή των
ιδιαίτερων ταυτοτήτων βρίσκεται στον αντίποδα της τουρκικής για ενιαία
ταυτότητα και μάλιστα με θρησκευτικό ισλαμικό χαρακτήρα. Ο πρόεδρος της
Τουρκικής δημοκρατίας ανέφερε χαρακτηριστικά σε ομιλία του στο συνέδριο
Επικοινωνίας των χωρών μελών του οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας ότι «
πρέπει να εξηγήσουμε καλύτερα τη στέρηση δικαιωμάτων στον κόσμο. Από την
Παλαιστίνη μέχρι το Κασμίρ, από την Κύπρο ως τη Δυτική Θράκη δεν μπορούμε να
ξεπεράσουμε τις επιθέσεις χωρίς να αυξήσουμε τις συνεργασίες» εφόσον «οι
ρατσιστικές επιθέσεις και η ρητορική μίσους κατά του μουσουλμανικού κόσμου
αυξάνονται»[23].
Παραπομπές:
[7]Οπ.π., σ.206
[11]DavidShankland,Οπ.π., σ. 55
[24]ΠιέρροςΤζανετάκοςhttp://www.ertnewsgr. 13/8/22
[25]Reporter.gr/Diethnh/Diethneis-Eidhseis