Tucholsky

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Οι παρρησιαστές της Βαϊμάρης

Ο Κουρτ Τουχόλσκι (1890-1935), δημοσιογράφος, εκδότης, ποιητής και κριτικός του


γερμανικού Μεσοπολέμου, αντιπροσωπεύει μια συγγραφική «γενιά»
παραγνωρισμένη πια, και όχι μόνο στα καθ’ ημάς, η οποία ωστόσο υπήρξε στον
τομέα του πολιτισμού ο μεγαλύτερος ίσως ηττημένος της καταστροφής του 20 ού
αιώνα που κορυφώθηκε με την επικράτηση του ναζισμού, με τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και με το Ολοκαύτωμα. Εξέχον μέλος –μαζί με τους Καρλ φον Οσιέτσκι,
Ζίγκφριντ Γιάκομπσον, Βάλτερ Κράιζερ, Άρνολντ Τσβάιχ, Έριχ Μύζαμ και άλλους–
της λεγόμενης «άστεγης αριστεράς», που, από τις στήλες της εβδομαδιαίας
επιθεώρησης Die Weltbühne («Η παγκόσμια σκηνή»), έβλεπε με καχυποψία τους
κομμουνιστές (με τους οποίους όμως συμμαχούσε κατά καιρούς) και με ανοιχτή
εχθρότητα την κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία, ο γόνος εύπορων Γερμανοεβραίων
Τουχόλσκι, γνήσιο τέκνο της ξέφρενης δεκαετίας του 1920, υπήρξε ένας από τους
συνεπέστερους επικριτές του γερμανικού μεσοπολεμικού εκσυγχρονισμού και,
μοιραία, ένας από τους πρώτους διωχθέντες από το ναζιστικό καθεστώς, εξαιτίας του
οποίου κατέληξε πένητας στη Σουηδία όπου και αυτοκτόνησε. Ο μικρός δίγλωσσος
τόμος με τίτλο Σούρουπο ή χάραμα; Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντισημιτισμός,
σάτιρα, συλλογικό πόνημα έξι μεταφραστριών από το Σωματείο Μεταπτυχιακών
Σπουδών Γερμανικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας, τον συστήνει στην Ελλάδα με
τέσσερα ενδεικτικά άρθρα του, από τις πρώτες και τις τελευταίες μέρες της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, χωρίς επομένως να καταπιάνεται με την περίοδο της
κύριας συγγραφικής του παραγωγής. Το ύφος του πάντως παραμένει απολύτως
αναγνωρίσιμο και εδώ, σε αυτό το φροντισμένο βιβλιαράκι που αποτελεί κάτι
παραπάνω από ευπρόσδεκτη πρώτη γνωριμία με τον συγγραφέα.
«Εθνική οικονομία είναι να αναρωτιέται ο κόσμος γιατί δεν έχει χρήματα.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό, οι πιο καλοί είναι οι επιστημονικοί, οι οποίοι
ωστόσο μπορούν να αντικατασταθούν από αναγκαστικά διατάγματα» (σελ. 61),
αποφαίνεται ο Τουχόλσκι, δίνοντας ένα σπαρταριστό δείγμα γραφής με στόχο μια
χειμαζόμενη γερμανική οικονομία που, κάτω από την πένα του, κρίνεται πέραν πάσης
σωτηρίας. Το ίδιο απολαυστικός αποδεικνύεται όταν μιλά για τη γενέτειρά του,
παραμερίζοντας αγέρωχα κάθε τεχνοκρατικό ενθουσιασμό όσο και κάθε αναδίπλωση
σε αρχέγονους δρυμούς: «Το Βερολίνο συνδυάζει τα μειονεκτήματα μιας
αμερικανικής μεγαλούπολης με εκείνα μιας γερμανικής επαρχιακής πόλης. Τα
πλεονεκτήματά του θα τα βρείτε στον ταξιδιωτικό οδηγό» (σελ. 51). Γίνεται
περισσότερο υπαρξιακός όταν δηλώνει ότι «η εποχή των αστών έχει περάσει», και,
στο δίλημμα «μπολσεβικισμός ή πρωσισμός, επανάσταση ή σταθερότητα», αντιτείνει
το μόνο πράγμα που γνωρίζει για την εποχή του: «Είμαστε τα εργαλεία της, και
πιστεύω ότι αυτός που δεν ορθώνει το ανάστημά του απέναντί της είναι το καλύτερο
εργαλείο της» (σελ. 29-31). Γιατί το πεδίο που αναδεικνύει περισσότερο απ’ όλα την
ιδιαιτερότητα του Τουχόλσκι είναι η σάτιρα, η οποία χρήζει ακλόνητης υπεράσπισης
μπροστά στη λαίλαπα της πολιτικής ορθότητας της εποχής του, τον μικροαστισμό.
Παράδειγμα προς μίμηση θεωρεί το θρυλικό περιοδικό Simplicissimus, που «όταν
δικαίως έφερε ακόμα το μεγάλο κόκκινο μπουλντόγκ ως έμβλημα, τόλμησε να θίξει
τα γερμανικά ιερά και όσια: τον υπαξιωματικό που έδερνε, τον μουχλιασμένο
γραφειοκράτη, τον δάσκαλο με τη βέργα, το κορίτσι του δρόμου, τον αχόρταγο
επιχειρηματία, τον αξιωματικό που μιλάει ένρινα» (σελ. 83).
Ακριβώς η έγνοια για τη σάτιρα είναι που μας οδηγεί στην ουσία του
χαρακτήρα του Τουχόλσκι και των ομοϊδεατών του (όπως του νομπελίστα Ειρήνης
1
Οσιέτσκι, μεταξύ των πρώτων επιφανών θυμάτων του ναζισμού, που φυλακίστηκε
για εσχάτη προδοσία επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης επειδή αποκάλυψε τον
παράνομο επανεξοπλισμό της Γερμανίας, και με τον οποίο συμπαρατάχθηκε μέχρι
τέλους ο Τουχόλσκι). Χρωστάμε στον Μισέλ Φουκώ την επικαιροποίηση της αρχαίας
έννοιας της παρρησίας και του εκφραστή της, του παρρησιαστή, ο οποίος, πριν από
την ύστερη πλατωνική μεταμόρφωσή του στον σύμβουλο που μιλάει έξω απ’ τα
δόντια στην εξουσία της οποίας είναι έμπιστος, ήταν εκείνος που, σε μια ταραγμένη
δημόσια σφαίρα ίσων, έπαιρνε το ρίσκο να πει, απερίφραστα και βέβηλα, την αλήθεια
για την ίδια αυτή δημόσια σφαίρα, αποδεχόμενος τις –συνήθως σοβαρότατες–
συνέπειες που επέσυρε «το δικαίωμα ενός ειλικρινούς άνδρα να μαστιγώνει την
εποχή», όπως το θέτει χιλιετίες αργότερα ο Τουχόλσκι. Ο κύκλος του Τουχόλσκι
είναι σαν να κατάγεται από αυτούς τους παρρησιαστές της αρχαιότητας, μοιάζοντας
να ξεθάβει σαν απολύτως μοντέρνο στοιχείο μια μνήμη από το μακρινό παρελθόν σε
ένα παρόν που είχε ήδη αρχίσει να υπερηφανεύεται δυσοίωνα ότι η νεωτερικότητά
του ήταν η αμνημόνευτη αρχαιότητα (της ιστορίας, της φυλής, του αίματος). Το
μήνυμα αυτό, που ακούγεται αχνά από το μεσονύχτι του περασμένου αιώνα, αποκτά
εκκωφαντικό αντίλαλο σήμερα, αξιώνοντας, εκτός από την αφύπνιση των νικητών
ζωντανών, και τη δικαίωση των ηττημένων νεκρών.

Γιώργος Καράμπελας

You might also like