Professional Documents
Culture Documents
Ελευθερία της Συνένωσης και Μειονοτική Ετερότητα στη Δημοκρατική Κοινωνία - Όψεις της Νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α.
Ελευθερία της Συνένωσης και Μειονοτική Ετερότητα στη Δημοκρατική Κοινωνία - Όψεις της Νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α.
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
REVUE HELLÉNIQUE
DES DROITS DE L'HOMME
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
Ελευθερία της Συνένωσης και Μειονοτική
Ετερότητα στη Δημοκρατική Κοινωνία
Όψεις της Νομολογίας του ΕΔΔΑ
ΑΝΑΤΥΠΟ
922022
Ελευθερία της Συνένωσης και Μειονοτική
Ετερότητα στη Δημοκρατική Κοινωνία
Όψεις της Νομολογίας του ΕΔΔΑ*
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
Διάγραμμα
Α. Εισαγωγή.
Β. Η Ε.Σ.Δ.Α., οι Εθνικές Μειονότητες και το Ε.Δ.Δ.Α.
Γ. Οι Απαρχές του Νήματος: Οι Θεμελιώδεις Σκέψεις του Ε.Δ.Δ.Α. για την Ελευθερία της
Έκφρασης στη Δημοκρατική Κοινωνία.
Δ. Η Ελευθερία της Συνένωσης των “Φιλομειονοτικών” Πολιτικών Κομμάτων υπό το Πρί-
σμα της Αρχής του Πλουραλισμού της Δημοκρατικής Κοινωνίας.
Ε. Η Ελευθερία της Συνένωσης των Μειονοτικών Σωματείων στη Δημοκρατική Κοινωνία: H
«Νέα Εποχή».
ΣΤ. Η Απρόσκοπτη Σύσταση των Μειονοτικών Σωματείων ως Δείκτης Καλής Λειτουργίας της
Δημοκρατικής Κοινωνίας.
Ζ. Εδαφική Ακεραιότητα, Εθνική Ασφάλεια, Δημόσια Τάξη και Μειονοτικοί Σύλλογοι υπό το
Φως του Πολιτισμικού και Διαπολιτισμικού Πλουραλισμού.
Η. Η Ύπαρξη των Μειονοτήτων ως Ιστορικό – Πραγματικό Γεγονός και η Ανάγκη Προστασί-
ας τους στη Δημοκρατική Κοινωνία.
Θ. Το Επιχείρημα υπέρ της Προστασίας των Δικαιωμάτων και των Ελευθεριών των Τρίτων –
Η Απόκριση του Ε.Δ.Δ.Α.
Ι. Καταληκτικές Επισημάνσεις.
Α. Εισαγωγή.
1. Στη συνταγματική θεωρία, το δικαίωμα της συνένωσης υπάγεται λόγω της φύσης του, που
προϋποθέτει τη σύμπραξη ατόμων για την άσκησή του, στην ομάδα των λεγόμενων «δικαιωμάτων
συλλογικής δράσης» ή άλλως «ελευθεριών συλλογικής δράσης» ή «συλλογικών ελευθεριών» ή «συλ-
λογικών δικαιωμάτων», ΠΕΤΡΟΣ Ι. ΠΑΡΑΡΑΣ, Συνταγματικός Πολιτισμός και Δικαιώματα του Ανθρώπου,
Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε.Ε., 2η εκδ., Αθήνα, 2017, σ. 129-130. Επισημαίνεται, πάντως, πως σε ότι
αφορά ειδικότερα τις μειονότητες, το Διεθνές Δίκαιο (Δ.Δ.) δεν αναγνωρίζει συλλογικά δικαιώματα
στις μειονοτικές ομάδες per se αλλά μόνο ατομικά δικαιώματα στα μέλη τους, αν και η πρόβλεψη των
σχετικών κειμένων για τη δυνατότητα της από κοινού με άλλα πρόσωπα άσκησης των μειονοτικών
δικαιωμάτων «ενέχει αναμφίβολα, έστω και έμμεσα, και το συλλογικό στοιχείο», ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΕΡΡΑΚΗΣ,
«Προβληματισμοί για το Σύγχρονο Νομικό Καθεστώς των Μειονοτήτων υπό το Φως της Σύμβασης-
Πλαισίου για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων: Η Μετεξέλιξη του Δικαιϊκού Πλαισίου», στο
Α. ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ/Λ. Α. ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΣ (Διευθ. Εκδ.) Η Προστασία των Μειονοτήτων: Η Σύμβαση-Πλαίσιο
του Συμβουλίου της Ευρώπης, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σ. 67.
2. MAINA KIAI, “Report of the Special Rapporteur on the Rights to Freedom of Peaceful As-
sembly and of Association”, UN Doc. A/HRC/20/27, 21 May 2012, σ. 13, παρ. 51-52.
3. KONSTANTINOS TSITSELIKIS, Old and New Islam in Greece: From Historical Minorities to
Immigrant Newcomers, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden, 2011, σ. 227.
4. RAINER HOFMANN, “Implementation of the FCNM: Substantive Challenges”, στο A. VER-
STICHEL/A. ALEN, B. DE WITTE/P. LEMMENS (eds) The Framework Convention for the Protection of
National Minorities: A Useful Pan-European Instrument?, Intersentia, Antwerp/Oxford/Portland,
2008, σ. 168.
5. Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι: «[π]αν πρόσωπον έχει
δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού
συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις
συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του». Βλ. Ν.Δ. 53/1974 «Περί κυρώσεως
της εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσης Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιω-
μάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» ως και του Προσθέτου εις αυτήν Πρωτο-
κόλλου Παρισίων της 20ής Μαρτίου 1952», ΦΕΚ/256/A/20-9-1974, σ. 1612.
Αν και η εγγύηση του δικαιώματος στις σχετικές νόρμες είναι καθολική, ισχύει δη-
λαδή για όλα τα άτομα, ανεξάρτητα από το αν αυτοπροσδιορίζονται ή όχι ως μέλη μιας
μειονότητας, η απόλαυσή του έχει πρόσθετη ειδική σημασία για την προάσπιση της
μειονοτικής ετερότητας, όπως επισημαίνεται και στην Επεξηγηματική Έκθεση της Σύμ-
βασης Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων (Σύμβαση Πλαίσιο) του
Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ)6, καθώς «μια μειονοτική ομάδα δεν υφίσταται χωρίς το
δικαίωμα των προσώπων που ανήκουν σε αυτή να συνενώνονται ελεύθερα»7. Σε παρα-
πλήσια διαπίστωση έχει προβεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) υπό τη μείζονα σύνθεσή του, τονίζοντας ότι «η σύσταση ενός σω-
ματείου με σκοπό την έκφραση και προώθηση μιας ταυτότητας μπορεί να είναι καθορι-
στική στο να συνδράμει μια μειονότητα να διατηρήσει και να υποστηρίξει τα δικαιώματά
της»8. Εύλογα, λοιπόν, όλα, σχεδόν, τα σύγχρονα διεθνή και περιφερειακά κείμενα προ-
στασίας των μειονοτήτων περιλαμβάνουν σχετικές διατάξεις (Άρθρο 7 της Σύμβασης
Πλαίσιο, Άρθρο 2 παρ. 4 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των
Προσώπων που Ανήκουν σε Εθνικές ή Εθνοτικές, Θρησκευτικές και Γλωσσικές Μειονότη-
τες και παρ. 32.2 του Κειμένου της Συνάντησης της Κοπεγχάγης της τότε Διάσκεψης και
νυν Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε./Ο.Α.Σ.Ε.)),
που αναγνωρίζουν ρητά το δικαίωμα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες να συ-
στήνουν τις δικές τους ενώσεις9.
Ωστόσο, η άσκηση του δικαιώματος στην πράξη συναντά σοβαρά προσκόμματα,
ειδικά όταν επιδιώκεται δια αυτού είτε η αναγνώριση μιας πληθυσμιακής ομάδας ως ξε-
χωριστού λαού10 ή ως εθνικής μειονότητας11, είτε η ανάδειξη και καλλιέργεια μιας πολι-
τισμικής και γλωσσικής ταυτότητας12, που κατά την επίσημη κρατική και κυρίαρχη στην
κοινωνία αφήγηση δεν υφίστανται στην ιστορική πραγματικότητα ή δεν προσλαμβάνο-
νται ως τέτοιες και συνακόλουθα δεν γίνονται αποδεκτές με την ονομασία και την ορο-
λογία που οι εμφανιζόμενοι ως φορείς τους προβάλλουν για να τις προσδιορίσουν13. Σε
ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις τα εθνικά δικαστήρια προκρίνουν μια γκάμα επεμ-
βάσεων στις ελευθερίες του «συνέρχεσθαι» και «συνεταιρίζεσθαι» (διάλυση “φιλοκουρ-
δικών” κομμάτων στην Τουρκία, άρνηση εγγραφής συλλόγων με μειονοτικό πρόσημο σε
Ελλάδα, Βουλγαρία και Πολωνία, απαγόρευση συναθροίσεων σε Βουλγαρία και διάλυση
σωματείων σε Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία)14, που οι εθνικές κυβερνήσεις με τη σειρά
τους υποστηρίζουν ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. επικαλούμενες, σωρευτικά ή διαζευκτικά, λό-
γους: α) προστασίας της εθνικής ασφάλειας, β) διαφύλαξης της δημόσιας τάξης, και γ)
προάσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων15. Οι τρεις αυτοί λόγοι
αποφασίσει τη διάλυσή του ήταν αυτή για τη συνταγματική αναγνώριση της ύπαρξης του Κουρδι-
κού λαού και της άρσης των απαγορεύσεων ως προς τη γλώσσα και τον πολιτισμό του, ΕCHR,
Case of United Communist Party of Turkey and Others v. Turkey (133/1996/752/951), Strasbourg,
30 January 1998, παρ. 9, 56.
11. Για παράδειγμα, ένας από τους καταστατικούς σκοπούς του στερούμενου εγγραφής από
τα βουλγαρικά δικαστήρια σωματείου με την επωνυμία United Macedonian Organization Ilinden
ήταν «η αναγνώριση της Μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία», ECHR, Case of the United
Macedonian Organisation Ilinden and Others v. Bulgaria (Application No 59491/00), Strasbourg,
19 January 2006, παρ. 9.
12. Στην υπόθεση της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού ένας από τους ρητούς σκοπούς του
αρνούμενου εγγραφής από τα ελληνικά δικαστήρια σωματείου ήταν «η προώθηση και ανάπτυξη
του μακεδονικού πολιτισμού και η διατήρηση και ανάπτυξη της μακεδονικής γλώσσας», Ε.Δ.Δ.Α.,
Υπόθεση Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού κατά Ελλάδας (Προσφυγή Αρ. 1295/10), Στρασβούργο, 9
Ιουλίου 2015, παρ. 6.
13. JULIE RINGELHEIM, “Identity Controversies before the European Court of Human Rights:
How to Avoid the Essentialist Trap?”, 3 German Law Journal (2002), [1], https://doi.org/10.1017/
S2071832200015170.
14. Βλ. GAETANO PENTASSUGLIA, Minority Groups and Judicial Discourse in International
Law – A Comparative Perspective, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2009, σ. 38.
15. Βλ. τις πρώτες σχετικές κομβικές υποθέσεις κατά χρονολογική ακολουθία: Case of
United Communist Party, ό.π., παρ. 39· ECHR, Case of Socialist Party and Others v. Turkey
(20/1997/804/1007), Strasbourg, 25 May 1998, παρ. 33· ECHR, Case of Sidiropoulos and Others v.
Greece (57/1997/841/1047), Strasbourg, 10 July 1998, παρ. 37· ECHR, Case of Stankov and the
United Macedonian Organization Ilinden v. Bulgaria (Applications Nos. 29221/95 and 29225/95),
συνιστούν κατά το Άρθρο 11 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. θεμιτούς σκοπούς που δύνανται κα-
ταρχήν να στηρίξουν περιορισμούς στην απόλαυση των προαναφερόμενων ελευθεριών16
υπό την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι προβλέπονται από τον νόμο και είναι «αναγκαίοι»
σε μια «δημοκρατική κοινωνία», ανταποκρίνονται δηλαδή, κατά την ερμηνεία του
Ε.Δ.Δ.Α., σε μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» τελώντας παράλληλα σε σχέση αναλο-
γίας με τους νόμιμους σκοπούς17.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου από την πλευρά του ακολουθώντας τους δικανι-
κούς συλλογισμούς που έχει αναπτύξει για τα κύρια χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον
θεμελιακό πολιτειακό άξονα αναφοράς της Σύμβασης, τη δημοκρατική κοινωνία, και
προσδίδοντας μεταξύ αυτών έμφαση στην αρχή και αξία του πλουραλισμού, έχει κρίνει
στη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων τις προαναφερόμενες κρατικές αιτιάσεις
ως μη δυνάμενες να θεμελιώσουν επαρκείς και πειστικούς λόγους επέμβασης στη σωμα-
τειακή ελευθερία – ιδιαίτερα από τη στιγμή που στις σχετικές περιπτώσεις δεν συντρέχει
το στοιχείο της διέγερσης σε βία ή/και της αντίθεσης στις δημοκρατικές αρχές18 – και
συνακόλουθα ως μη ικανές να τεκμηριώσουν την ύπαρξη μιας «επιτακτικής κοινωνικής
ανάγκης» που να δικαιολογεί αναλογικά αναγκαίους περιορισμούς σε μια δημοκρατική
κοινωνία19. Διαπιστώνοντας, λοιπόν, σε όλες, σχεδόν, τις ανάλογες υποθέσεις παραβίαση
Strasbourg, 2 October 2001, παρ. 70-71· ECHR, Case of Gorzelik and Others v. Poland (Applica-
tion No 44158/98), Strasbourg, 20 December 2001, παρ. 39.
16. Η δεύτερη παράγραφος του Άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι: «[η] άσκησις των δι-
καιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου
προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν
ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος,
την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των
τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των
δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπη-
ρεσιών του Κράτους», Ν.Δ. 53/1974, ό.π., σ. 1612.
17. DIA ANAGNOSTOU, “Does European Human Rights Law Matter? Implementation and
Domestic Impact of Strasbourg Court Judgments on Minority Related Policies”, 14 The Interna-
tional Journal of Human Rights (2010), σ. 723-724.
18. ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΖΑΚΗΣ, «Η Συμβολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Αν-
θρώπου στην Αναζήτηση Ισορροπιών στις Αντιφάσεις της Πολυπολιτισμικής Κοινωνίας», στο
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΑΝΔΡΟΥΣΟΥ/ΝΕΛΛΗ ΑΣΚΟΥΝΗ (επιμ.) Πολιτισμική Ετερότητα και Ανθρώπινα Δικαιώ-
ματα, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009, σ. 87.
19. JOSEPH MARKO, “Effective Participation of National Minorities in Public Affairs in Light
of National Case Law”, 16 International Journal on Minority and Group Rights (2009), σ. 626.
20. Βλ. ενδεικτικά τις προαναφερόμενες υποθέσεις Case of United Communist Party, ό.π.,
παρ. 61· Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 54· Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 47· Case of Stankov,
ό.π., παρ. 112· Case of the United Macedonian Organisation Ilinden and Others, ό.π., παρ. 82·
Υπόθεση Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού, ό.π., παρ. 57.
21. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 41. Βλ. και LORING M. DANFORTH, “The Macedonian
Minority in Northern Greece”, στο JEAN S. FORWARD (ed.) Endangered Peoples of Europe: Strug-
gles to Survive and Thrive, Greenwood Press, Westport/Connecticut/London, 2001, σ. 96.
22. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αν και η μη αναγνώριση μιας ομάδας ως μειονότητας δη-
μιουργεί έναν βαθμό νομικής αβεβαιότητας, δεν επιφέρει, ωστόσο, συνέπειες για την απόλαυση
των δικαιωμάτων των προσφευγόντων υπό το Άρθρο 11, Case of Gorzelik (2001), ό.π., παρ. 63.
Βλ. και GAETANO PENTASSUGLIA, “Minority Issues as a Challenge in the European Court of Human
Rights: A Comparison with the Case Law of the United Nations Human Rights Committee”, 46
German Yearbook of International Law (2003), σ. 411 (υποσημ. 46).
23. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ετερότητα ως Σχέση Εξουσίας – Όψεις της Ελληνικής,
Βαλκανικής και Ευρωπαϊκής Εμπειρίας, Εκδ. Κριτική και ΚΕΜΟ, Αθήνα, 2002, σ. 190-191, ο ο-
ποίος και επισημαίνει, πάντως, ότι αυτή η εστίαση λόγω του ρόλου και της αποστολής του Δικα-
στηρίου στα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα δεν σημαίνει ότι δεν τελεί και σε γνώση της ευρύτε-
ρης εικόνας των επίδικων διαφορών.
αντιλαμβάνονται24. Αντί αυτών επικεντρώνει στο σεβασμό και εξασφάλιση όλων εκείνων
των προϋποθέσεων που καθιστούν δυνατή σε μια δημοκρατική κοινωνία την έκφραση όλων
των απόψεων περί των σχετικών ζητημάτων, ώστε μέσω της διάδρασης των ιδεών να επέλ-
θει, ενδεχομένως, εκείνη η αλληλεπίδραση προσώπων και ομάδων με διαφορετικές ταυτό-
τητες, που είναι αναγκαία για την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής25. Η τελευταία αποτελεί
έναν από τους δεδηλωμένους στόχους του ΣτΕ26 και απαιτεί για την ευόδωσή της την πραγ-
μάτωση ενός βαθμού ενσωμάτωσης όλων των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού στη
μείζονα εθνική κοινωνία, επιδίωξη, που δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την υιοθέτηση πο-
λιτικών που να διασφαλίζουν αφενός μια πλήρη και πραγματική – και όχι απλώς τυπική –
ισότητα για την ολότητα του πληθυσμού, και αφετέρου τις αναγκαίες συνθήκες για την πε-
ραιτέρω ανάπτυξη όλων των διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων27.
24. Βλ. ECHR, Case of Association of Citizens Radko and Paunkovksi v. the Former Yugo-
slav Republic of Macedonia (Application No 74651/01), Strasbourg, 15 January 2009, παρ. 76·
Case of Gorzelik (2001), ό.π., παρ. 62. Βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις στο ευσύνοπτο και πε-
ριεκτικό άρθρο της RINGELHEIM, ό.π., [2-3], [12].
25. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 92. Βλ. και JULIE RINGELHEIM, “Integrating Cultural
Concerns in the Interpretation of General Individual Rights – Lessons from the International Hu-
man Rights Case Law”, UN Doc. E/C.12/40/4, 9 May 2008, σ. 14.
26. Βλ. New Strategy and Council of Europe Action Plan for Social Cohesion, approved by
the Committee of Ministers of the Council of Europe on 7 July 2010, σ. 2, https://www.
coe.int/t/dg3/socialpolicies/socialcohesiondev/source/2010Strategy_ActionPlan_SocialCohesion.pd
f (τελευταία προσπέλαση στις 27/07/2021).
27. ASBJØRN EIDE, “Towards a Pan-European Instrument”, στο A. VERSTICHEL/A. ALEN/B.
DE WITTE/P. LEMMENS (eds) The Framework Convention for the Protection of National Minorities:
A Useful Pan-European Instrument?, Intersentia, Antwerp/Oxford/Portland, 2008, σ. 10.
28. HURST HANNUM, “The Concept and Definition of Minorities”, στο Marc Weller (ed.)
Universal Minority Rights: A Commentary on the Jurisprudence of International Courts and Treaty
Bodies, Oxford University Press, Oxford, 2007, σ. 50-51.
λαυσης των δυναμικά αναδυόμενων τότε ανθρωπίνων δικαιωμάτων [θα] συνιστούσε επαρκή
συνθήκη για την ικανοποίηση των αναγκών των ομάδων αυτών και των μελών τους29.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, η Ε.Σ.Δ.Α. δεν ενσωματώνει ειδικά δικαιώματα για τις
μειονότητες30, αλλά περιορίζεται στο να παρέχει εγγυήσεις στα μέλη τους για τη χωρίς δια-
κρίσεις άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στο κείμενό της, παρα-
βλέποντας τα δικαιώματα της ομάδας που αυτά ανήκουν ως τέτοιας31. Επιπλέον, το κέντρο
βάρους της κλίνει εμφατικά προς την εξασφάλιση της προστασίας των αστικών και πολιτι-
κών δικαιωμάτων32, ενώ είναι λιγότερο γενναιόδωρη σε ότι αφορά τα πολιτιστικά δικαιώμα-
τα33, όπως είναι, λόγου χάρη, τα γλωσσικά και τα εκπαιδευτικά, που έχουν ιδιαίτερη σημα-
σία για τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες34. Τέλος, η Σύμβαση είναι εξαιρετικά φει-
δωλή, αν όχι εκκωφαντικά σιωπηλή, ως προς τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα35.
Ουσιαστικά, η μοναδική ρητή αναφορά στο ζήτημα της μειονοτικής ετερότητας ε-
ντοπίζεται στο πλαίσιο του Άρθρου 14, που ορίζει ότι η απόλαυση των δικαιωμάτων της
Σύμβασης θα εξασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις οποιουδήποτε είδους, όπως είναι, μεταξύ
29. FRANK HORN, “Recent Attempts to Elaborate Standards on Minority Rights”, στο OVE
BRING/SAID MAHMOUDI (eds) Current International Law Issues - Nordic Perspectives: Essays in
Honour of Jerzy Sztucki, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London, 1994, σ. 81.
30. “The Commission observes that the Convention does not guarantee specific rights to mi-
norities”, ECommHR, G. and E. v. Norway (Applications Nos 9278/81 and 9415/81), Decision of 3
October 1983, σ. 35.
31. “The Convention does not provide for any rights of a linguistic minority as such, and the
protection of individual members of such minority is limited to the right not to discriminated in the
enjoyment of the Convention rights…”, ECommHR, Χ. v. Austria (Application No 8142/78), Deci-
sion of 10 October 1979, σ. 92-93.
32. PATRICK MACKLEM, “Minority Rights in International Law”, 6 International Journal of
Constitutional Law (2008), σ. 541.
33. CHARLES F. FURTADO, “Guess Who’s Coming to Dinner? Protection of National Minori-
ties in Eastern and Central Europe under the Council of Europe”, 34 Columbia Human Rights Law
Review (2002-2003), σ. 342.
34. ASBJØRN EIDE, “Cultural Rights and Minorities: Essay in Honour of Erica-Irene Daes”,
στο GUDMUNDUR ALFREDSSON/MARIA STAVROPOULOU (eds) Justice Pending: Indigenous Peoples
and Other Good Causes – Essays in Honour of Erica-Irene A. Daes, Martinus Nijhoff Publishers,
The Hague/London/New York, 2002, σ. 91.
35. ALLAN ROSAS, “The Protection of Minorities in Europe: A General Overview”, στο JOHN
PACKER/KRISTIAN MYNTTI (eds) The Protection of Ethnic and Linguistic Minorities in Europe, Åbo
Akademi University Institute for Human Rights, Turku/Abo, 1993, σ. 10.
άλλων, αυτές που βασίζονται στη συμμετοχή σε μια εθνική μειονότητα (“association with
a national minority”)36, έννοια, ωστόσο, που δεν προσδιορίζεται στο κείμενό της37. Ακό-
μη, και αυτή η διάταξη, όμως, δεν είναι αυτοδύναμη38, αλλά δύναται να τύχει επίκλησης
μόνο σε συνδυασμό με κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη της Σύμβασης και των Πρωτο-
κόλλων της39, γεγονός που της έχει προσδώσει τον χαρακτηρισμό της «παρασιτικής»40.
Επιπλέον, η απαγόρευση των διακρίσεων δεν είναι απόλυτη, αλλά αφορά μόνο τα δικαι-
ώματα που ενσωματώνει η Σύμβαση41, περιορισμός που συνεπάγεται ότι αποκλείονται
από το πεδίο προστασίας της δικαιώματα άμεσου ενδιαφέροντος και σημασίας για τις
μειονότητες42. Το συγκεκριμένο κενό φιλοδοξούσε να καλύψει η υιοθέτηση και θέση σε
ισχύ (2005) του 12ου Πρωτοκόλλου στην Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο εμπεριέχει αυτόνομη ρήτρα
απαγόρευσης των διακρίσεων, που βασίζονται, μεταξύ άλλων, στη συμμετοχή σε εθνική
μειονότητα, ως προς την απόλαυση οποιουδήποτε δικαιώματος προβλέπεται στις εθνικές
νομοθεσίες και όχι μόνο στη Σύμβαση και στα Πρωτόκολλά της43. Η προσδοκία αυτή,
36. EERO J. AARNIO, “Minority Rights in the Council of Europe: Current Developments”, στο
ALAN PHILLIPS/ALLAN ROSAS (eds) Universal Minority Rights, Åbo Akademi University Institute for
Human Rights and Minority Rights Group (International), Turku/Abo and London, 1995, σ. 124.
37. AV. A. DEMAN GÜLER, “The Protection of Minorities in the Council of Europe:
Possibilities to Use the European Convention on Human Rights for Minority Issues”, 19 Dokuz
Eylul Universitesi Hukuk Fakultesi Dergisi (2017), σ. 2462.
38. T. TĂNĂSESCU, “Council of Europe and the Protection of National Minorities”, 2 AGORA
International Journal of Juridical Sciences (2013), σ. 198.
39. ECHR, Case of Cha’are Shalom ve Tsedek v. France (Application No 27417/95), Stras-
burg, 27 June 2000, παρ. 86.
40. KRISTIN HENRARD, “Non-Discrimination and Full and Effective Equality”, στο Marc
Weller (ed.) Universal Minority Rights – A Commentary on the Jurisprudence of International
Courts and Treaty Bodies, Oxford University Press, Oxford, 2007, σ. 82.
41. MARIA AMOR MARTIN ESTÉBANEZ, “The Protection of National or Ethnic, Religious and
Linguistic Minorities”, στο NANETTE A. NEUWAHL/ALLAN ROSAS (eds) The European Union and
Human Rights, Kluwer Law International, The Hague/Boston/London, 1995, σ. 158.
42. FERDINANDO ALBANESE, “Ethnic and Linguistic Minorities in Europe”, 11 Yearbook of
European Law (1991), σ. 325.
43. ROBERTA MEDDA-WINDISCHER, “Religious and Linguistic Minorities and the European
Court of Human Rights: Between Restrictive Measures and Concerted Solutions”, 78 Europa
Ethica (2021), σ. 37.
όμως, δεν έχει μέχρι στιγμής ευοδωθεί λόγω της απροθυμίας των κρατών να το επικυρώ-
σουν, όπως καταδεικνύει ο μικρός αριθμός (μόλις 20) των προσχωρήσεών τους44.
Αυτή η «καταφανής παράλειψη»45 ρητής αναφοράς στα μειονοτικά δικαιώματα και
η συρρίκνωση της προάσπισης της μειονοτικής ετερότητας σε μια απλή και περιορισμένη
ως προς το πεδίο εμβέλειας εγγύηση τυπικής ισότητας – που δεν επαρκεί κατά τις επιταγές
του Δ.Δ. για την επίτευξη πραγματικής ισότητας, όπως ήδη από τη μεσοπολεμική περίοδο
είχε γνωμοδοτήσει το Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης (Δ.Δ.Δ.Δ.) στην υπόθεση
των ελληνικών σχολείων της Αλβανίας46 – έδωσε στο παρελθόν βάσιμη λαβή σε θέσεις στη
θεωρία ότι η Ε.Σ.Δ.Α. δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σύγχρονες απαιτήσεις της διεθνούς
προστασίας των μειονοτήτων47 ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί μόνο μερικώς
να συνεισφέρει προς αυτή την κατεύθυνση48. Σχετικές, μάλιστα, μελέτες έχουν επαρκώς
τεκμηριώσει την «επανειλημμένη αποτυχία»49 της Σύμβασης να προστατέψει αποτελεσμα-
τικά τα δικαιώματα των μειονοτικών πολιτών σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη χρήση της μητρι-
κής τους γλώσσας στην εκπαίδευση και στις διοικητικές και δημόσιες υπηρεσίες στις ελάχι-
στες υποθέσεις που εισήχθησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ενώπιον της κατηρ-
γημένης πλέον Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ε.Δ.Δ.Α.50.
Από το δεύτερο μισό, ωστόσο, της δεκαετίας του 1990 η κατάσταση άρχισε στα-
διακά να αλλάζει, καθώς η ανάδυση των μειονοτήτων στη διεθνή και ευρωπαϊκή ιδιαίτε-
ρα πραγματικότητα και η συνακόλουθη υιοθέτηση κειμένων για την προστασία τους από
τον Ο.Α.Σ.Ε., τον Ο.Η.Ε. και το ΣτΕ, όπως και η προσχώρηση των κρατών της Ανατολι-
κής Ευρώπης, που χαρακτηρίζονταν από έντονες εθνοτικές διενέξεις, στην Ε.Σ.Δ.Α.,
51. SALLY ROSA, “What Can the European Court of Human Rights Learn from the Inter-
American Court of Human Rights’ Approach to Reparation in Indigenous Peoples’ Rights Deci-
sions?”, 7 Birkbeck Law Review (2020), σ. 61.
52. PATRICK THORNBERRY, “Treatment of Minority and Indigenous Issues in the European
Convention on Human Rights”, στο Gudmundur Alfredsson and Maria Stavropoulou (eds) Justice
Pending: Indigenous Peoples and Other Good Causes – Essays in Honour of Erica-Irene A. Daes,
Martinus Nijhoff Publishers, The Hague/London/New York, 2002, σ. 165.
53. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 10 της Ε.Σ.Δ.Α. «[π]αν πρόσωπον έχει
δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης
ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων
αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας
επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών
λειτουργίας», Ν.Δ. 53/1974, ό.π., σ. 1611.
54. RAINER HOFMANN, “The Future of Minority Issues in the Council of Europe and the Or-
ganization for Security and Cooperation in Europe”, στο MARC WELLER/DENIKA BLACK-
LOCK/KATHERINE NOBBS (eds) The Protection of Minorities in the Wider Europe, Palgrave Mac-
Millan, New York, 2008, σ. 174.
55. DIA ANAGNOSTOU, “The Strasbourg Court, Democracy and the Protection of
Marginalised Individuals and Minorities”, στο Dia Anagnostou/Evangelia Psychogiopoulou (eds)
The European Court of Human Rights and the Rights of Marginalised Individuals and Minorities in
National Context, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2010, σ. 18.
56. Σε ό,τι αφορά τα μειονοτικά σωματεία, η μοναδική εξαίρεση, όπου το Δικαστήριο δεν
διαπίστωσε και μάλιστα δις, αφού η υπόθεση επανεξετάστηκε και από την ευρεία σύνθεση του
σιοποιείται σταδιακά από τις στενές λογικές «ασφαλειοποίησης» του μειονοτικού φαινομέ-
νου, προτάσσοντας το ζητούμενο της ανοιχτής και συνεκτικής κοινωνίας, όπου οι μειονο-
τικές ταυτότητες μπορούν να αποτελούν ελεύθερα αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και οι
φορείς τους να διεκδικούν την αναγνώριση και προστασία τους57.
Γ. Οι Απαρχές του Νήματος : Οι Θεμελιώδεις Σκέψεις του Ε.Δ.Δ.Α. για την Ελευ-
θερία της Έκφρασης στη Δημοκρατική Κοινωνία.
Η ύφανση της νομολογίας του Δικαστηρίου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του
1970 με αφετηρία υποθέσεις που δεν συνδέονταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα με το μειονο-
Ε.Δ.Δ.Α., παραβίαση του Άρθρου 11 ήταν αυτή στην υπόθεση Gorzelik. Η υπόθεση αφορούσε την
άρνηση των πολωνικών δικαστηρίων να εγγράψουν το αιτούν σωματείο με την επωνυμία «Ένωση του
Λαού της Σιλεσιανής Εθνικότητας», λόγω του ότι, αν και σύμφωνα με το υποβαλλόμενο προς έγκριση
καταστατικό του εμφανιζόταν ως οργάνωση της «Σιλεσιανής εθνικής μειονότητας» και αποσκοπούσε,
μεταξύ άλλων, «στην αφύπνιση και ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης των Σιλεσιανών» και στην
προστασία των εθνοτικών δικαιωμάτων τους, στην πραγματικότητα στόχευε, κατά την εκτίμηση των
πολωνικών αρχών, στην εργαλειακή εκμετάλλευση του ισχύοντος τότε εκλογικού νόμου που επιφύ-
λασσε προνομιακή μεταχείριση στην εκλογική αρένα (εξαίρεση από την υποχρέωση συγκρότησης εκλο-
γικών συνδυασμών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, καθώς και από την προϋπόθεση επίτευξης του
ελάχιστου εκλογικού ποσοστού του 5% για την είσοδο στην πολωνική Βουλή) στις αναγνωρισμένες
εθνικές μειονότητες, Case of Gorzelik (2001), ό.π., παρ. 8-9, 39-40 και Case of Gorzelik (GC), ό.π. παρ.
16, 19, 75, 83-84. Κατά την πιο πειστική ανάγνωση, πάντως, η υπόθεση δεν αφορούσε το Άρθρο 11
αυτό καθ’ αυτό «αλλά την διεκδίκηση προνομιακής μεταχείρισης από εκπροσώπους της σιλεσιανής
μειονότητας, βάσει του πολωνικού εκλογικού νόμου του 1993», ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, «Έχουν οι Μειο-
νότητες το Δικαίωμα να Αυτοπροσδιορίζονται;», 35 Δικαιώματα του Ανθρώπου (2007), σ. 845. Αυτή
φαίνεται να είναι και η εκτίμηση της ευρείας σύνθεσης του Ε.Δ.Δ.Α., Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ.
106. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει η Henrard – που και αυτή αποδίδει τη μη τυπική απόφανση
του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι στην υπόθεση υπεισέρχονταν, μεταξύ άλλων, και ζητήματα εκλογικής
νομοθεσίας, για τα οποία το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη – η
συντριπτική νομολογία του Δικαστηρίου μετά την υπόθεση Gorzelik καταδεικνύει ότι το Ε.Δ.Δ.Α. τείνει
να είναι «πολύ προστατευτικό» απέναντι σε σωματεία και κόμματα με μειονοτικό προφίλ και συνακό-
λουθα η συγκεκριμένη απόφασή του συνιστά εξαίρεση που απλά επιβεβαιώνει τον κανόνα, KRISTIN
HENRARD, “A Patchwork of ‘Successful’ and ‘Missed’ Synergies in the Jurisprudence of the ECHR”,
στο KRISTIN HENRARD/ROBERT DUNBAR (eds) Synergies in Minority Protection – European and
International Law Perspectives, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 334-338.
57. GAETANO PENTASSUGLIA, “The Strasbourg Court and Minority Groups: Shooting in the
Dark or a New Interpretive Ethos?”, 19 International Journal on Minority and Group Rights
(2012), σ. 3.
58. ECHR, Case of Handyside v. the United Kingdom (Application No 5493/72), Strasbourg,
7 December 1976, παρ. 49.
59. ECHR, Case of Klass and Others v. Germany (Application No 5029/71), Strasbourg, 6
September 1978, παρ. 59.
60. ECHR, Case of Kjeldsen, Busk Madsen and Pedersen v. Denmark (Applications No
5095/71, 5920/72 and 5926/72), Strasbourg, 7 December 1976, παρ. 53.
61. ECHR, Case of Church Scientology Moscow v. Russia (Application No 18147/02), Stras-
bourg, 5 April 2007, παρ. 74.
62. Case of Handyside, ό.π. παρ. 49. Βλ. επίσης ECHR, Case of Lingens v. Austria (Applica-
tion No 9815/82), Strasbourg, 8 July 1986, παρ. 41· ECHR, Case of Saaristo and Others v. Finland
(Application No 184/06), Strasbourg, 12 October 2010, παρ. 54· ECHR, Case of Mariya Alekhina
and Others v. Russia (Application No 38004/12), Strasbourg, 17 July 2018, παρ. 197.
σης]. Αυτές είναι οι απαιτήσεις του πλουραλισμού, της ανοχής και του ανοιχτού πνεύ-
ματος, χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται «δημοκρατική κοινωνία»63.
Για το Δικαστήριο, λοιπόν, η αρχή του πλουραλισμού, η οποία δεν αναφέρεται ρη-
τά στην Ε.Σ.Δ.Α., συνιστά θεμελιώδη αρχή της δημοκρατικής κοινωνίας και αναπόσπα-
στο στοιχείο αυτής64. Η συγκεκριμένη θέση έχει ιδιαίτερη σημασία – αν και υιοθετήθηκε
σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο – για τα μειονοτικά αυτονομιστικά ή και αποσχιστι-
κά αιτήματα που δεν μετέρχονται και δεν προτρέπουν σε χρήση βίας, καθώς, όπως επι-
σημάνθηκε αρχικά σε μια πρώϊμη κλασική μελέτη των αρχών της δεκαετίας του 1990 για
την Ε.Σ.Δ.Α. και τις εθνικές μειονότητες, και επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από τη μετα-
γενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου65, καθιστά νόμιμη την προπαγάνδισή τους εντάσ-
σοντας την ατζέντα τους στο πεδίο προστασίας του Άρθρου 10, «ακόμη κι αν το Κράτος
τα θεωρεί απειλή για την [εδαφική] ακεραιότητα και ενότητά του και η πλειονότητα του
πληθυσμού ως απειλή για τη «δική της» πολιτική κοινότητα»66. Επισημαίνεται, άλλωστε,
ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι αν και η ελευθερία της έκφρασης
υπόκειται δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 2 της Σύμβασης σε εξαιρέσεις, αυτές πρέπει να
ερμηνεύονται στενά, ενώ και η ανάγκη για οποιουσδήποτε περιορισμούς της πρέπει να
καταδεικνύεται πειστικά67.
63. Case of Handyside, ό.π., παρ. 49 Βλ. επίσης ECHR, Case of the Sunday Times v. the
United Kingdom (Application No 6538/74), Strasbourg, 26 April 1979, παρ. 65· ECHR, Case of
Open Door and Dublin Well Woman v. Ireland (Application No 14234/88; 14235/88), 29 October
1992, παρ. 71· ECHR, Case of Aksu v. Turkey (Applications Nos. 4149/04 and 41029/04),
Strasbourg 15 March 2012, παρ. 64.
64. OLGA KUDRIASHOVA, “Religious Associations as a National Security Threat: The Russian
View in Light of European Standards”, 42 Review of Central and East European Law (2017), σ.
111-112.
65. Case of Stankov, ό.π., παρ. 86, 97-98. Βλ. και FERNAND DE VARENNES, “Linguistic Iden-
tity and Minority Rights”, στο MARC WELLER (ed.) Universal Minority Rights: A Commentary on
the Jurisprudence of International Courts and Treaty Bodies, Oxford University Press, Oxford,
2007, σ. 281.
66. CHRISTIAN HILLGRUBER/MATTHIAS JESTAEDT, The European Convention on Human
Rights and the Protection of National Minorities, Verlag, Cologne, 1994, σ. 47.
67. ECHR, Case of Morice v. France (Application No 29369/10), Strasbourg, 23 April 2015,
παρ. 124· ECHR, Case of Animal Defenders International v. the United Kingdom (Application No
48876/08), Strasbourg, 22 April 2013, παρ. 100. ECHR, Case of Mouvement Raëlien Suisse v.
Switzerland (Application No 16354/06), Strasbourg, 13 July 2012, παρ. 48.
Ο πλουραλισμός, επομένως, μαζί με την ανοχή και την ευρύτητα πνεύματος συνι-
στούν συστατικές αρχές και εμβληματικές αξίες (“hallmarks”) της δημοκρατικής κοινω-
νίας, όπως το Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια στην επίσης ιστορική υπόθεση Young,
James and Webster v. the United Kingdom (1981)68, και έκτοτε επανέλαβε σταθερά στη
νομολογία του69. Στην υπόθεση αυτή, που αφορούσε παραβίαση της αρνητικής διάστα-
σης του Άρθρου 11, της ελευθερίας δηλαδή των προσφευγόντων σιδηροδρομικών υπαλ-
λήλων να απορρίψουν την υποχρεωτική συμμετοχή σε συγκεκριμένη συνδικαλιστική
οργάνωση με την οποία ο εργοδότης είχε υπογράψει σχετική αποκλειστική συμφωνία, το
Ε.Δ.Δ.Α αφενός συνέδεσε για πρώτη φορά την ελευθερία της συνένωσης με την ελευθε-
ρία της έκφρασης70 και αφετέρου τόνισε πως:
αν και τα ατομικά συμφέροντα πρέπει κατά περίσταση να υπόκεινται σε αυτά της ομά-
δας, η δημοκρατία δεν σημαίνει απλώς ότι οι απόψεις της πλειοψηφίας πρέπει πάντα να
επικρατούν· μια ισορροπία πρέπει να επιτυγχάνεται που να εξασφαλίζει τη δίκαιη και
κατάλληλη αντιμετώπιση των μειοψηφιών και να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάχρηση
της δεσπόζουσας θέσης71.
68. ECHR, Case of Young, James and Webster v. the United Kingdom (Applications Nos.
7601/76 and 7806/77), Strasbourg, 13 August 1981, παρ. 63.
69. Για παράδειγμα, ECHR, Case of S.A.S. v. France (Application No 43835/11), Strasbourg,
1 July 2014, παρ. 128· ECHR, Case of Christian Democratic People’s Party v. Moldova (Application
No 28793/02), Strasbourg, 14 February 2006, παρ. 64· ECHR, Case of Chassagnou and Others v.
France (Applications Nos. 25088/94, 28331/95 and 28443/95), Strasbourg, 29 April 1999, παρ. 112.
70. Το Ε.Δ.Δ.Α. διατύπωσε για πρώτη φορά στην υπόθεση των Young, James και Webster τη
θέση ότι το Άρθρο 11 παρά τον αυτόνομο ρόλο του και τη συγκεκριμένη σφαίρα εφαρμογής του
μπορεί να εξετάζεται και υπό το φως των Άρθρων 9 και 10 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί η προστασία της
προσωπικής άποψης που εγγυώνται οι προαναφερόμενες διατάξεις συνιστά έναν από τους σκοπούς
της ελευθερίας της συνένωσης, ό.π., παρ. 57. Έκτοτε κατέστη σταθερή σκέψη της σχετικής νομο-
λογίας του, βλ. π.χ. ECHR, Case of Sigurdur A. Sigurjónsson v. Iceland (Application No 16130/90),
Strasbourg, 30 June 1993, παρ. 37· ECHR, Case of Sørensen and Rasmussen v. Denmark (Applica-
tions Nos. 52562/99 and 52620/99), Strasbourg, 11 January 2006, παρ. 54· ECHR, Case of Vörður
Ólafsson v. Iceland (Application No 20161/06), Strasbourg, 27 April 2010, παρ. 46.
71. Case of Young, James, and Webster, ό.π. παρ. 63. Επίσης, ECHR, Case of Valsamis v.
Greece (Application No 21787/93), Strasbourg, 18 December 1996, παρ. 27· ECHR, Case of Fol-
gerø and Others v. Norway (Application No 15472/02), Strasbourg, 29 June 2007, παρ. 27· ECHR,
Case of Hyde Park and Others v. Moldova (Application No 18491/07), Strasbourg, 7 April 2009,
παρ. 51. Βλ. και KONSTANTINOS TSITSELIKIS, “Minority Mobilisation in Greece and Litigation in
Strasbourg”, 15 International Journal on Minority and Group Rights (2008), σ. 44-45. Από την
άλλη πλευρά, βέβαια, το Ε.Δ.Δ.Α. τόνισε στην υπόθεση Gorzelik ότι ο πλουραλισμός και η δημο-
κρατία βασίζονται από τη φύση των πραγμάτων σε συμβιβασμούς που απαιτούν παραχωρήσεις
από τα άτομα και τις ομάδες ατόμων, που πρέπει κάποιες φορές να είναι έτοιμα-ες να δεχτούν πε-
ριορισμούς στις ελευθερίες τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευρύτερη σταθερότητα μιας χώ-
ρας. Αν και η συγκεκριμένη θέση του Ε.Δ.Δ.Α. αφορά σαφώς μια γενικότερη πραγματικότητα,
χρειάζεται να γίνει αντιληπτή μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο και διακύβευμα της υπόθεσης, όπως
αυτό καταδείχθηκε προηγουμένως (βλ. υποσημ. 56), καθώς, όπως πρόσθεσε και το ίδιο το Δικα-
στήριο, ισχύει ιδιαίτερα σε ότι αφορά το εκλογικό σύστημα, που είναι θεμελιώδους σημασίας για
κάθε δημοκρατικό κράτος, Case of Gorzelik (2001), ό.π., παρ. 66.
72. DILEK KURBAN, “Protecting Marginalised Individuals and Minorities in the ECHR: Liti-
gation and Jurisprudence in Turkey”, στο DIA ANAGNOSTOU/EVANGELIA PSYCHOGIOPOULOU (eds)
The European Court of Human Rights and the Rights of Marginilised Individuals and Minorities in
National Context, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2010, σ. 170.
73. THOMAS JAMES PHILLIPS, “The (In-)Validity of Turkey’s Reservation to Article 27 of the
International Covenant on Civil and Political Rights”, 27 International Journal on Minority and
Group Rights (2020), σ. 69-70.
ριο74. Για τη τεκμηρίωση του αιτήματός του ο Γενικός Εισαγγελέας παρέθεσε αποσπά-
σματα του πολιτικού προγράμματος του TBKP, όπου δινόταν έμφαση, μεταξύ των άλ-
λων, στην επίτευξη μιας «ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης επίλυσης του Κουρδικού
προβλήματος» στη βάση της αρχής των ίσων δικαιωμάτων των Κούρδων και των Τούρ-
κων με προοπτική μια δημοκρατική ανοικοδόμηση που θα θεμελιωνόταν στα κοινά συμ-
φέροντά τους, ώστε να καθίστατο δυνατή η συμβίωση των δύο λαών δυνάμει της ελεύ-
θερης βούλησής τους εντός των συνόρων της Τουρκικής Δημοκρατίας75. Ειδικότερα, το
TBKP θεωρούσε ότι το «Κουρδικό πρόβλημα ήταν ένα πολιτικό ζήτημα που ανέκυπτε
από την άρνηση αναγνώρισης της ύπαρξης του Κουρδικού λαού, της εθνικής ταυτότητας
και των δικαιωμάτων του» και ζητούσε την άρση των απαγορεύσεων ως προς την κουρ-
δική γλώσσα και κουλτούρα, την ελεύθερη συζήτηση του θέματος και τη συνταγματική
αναγνώριση της ύπαρξης των Κούρδων76.
Για το Συνταγματικό Δικαστήριο από την άλλη πλευρά, το τουρκικό κράτος ήταν
ενιαίο και αδιαίρετο και διαβιούσε μόνο ένα έθνος [το τουρκικό] μέσα σε αυτό. Συνεπώς,
η θέση του TBKP περί ύπαρξης δύο εθνών και η υποστήριξή του προς τις μη τουρκικές
γλώσσες και πολιτισμούς αποσκοπούσε στη δημιουργία και άλλων μειονοτήτων – πέρα
αυτών που αναγνωρίζονται στη Συνθήκη της Λοζάνης και στη Συνθήκη Φιλίας με τη
Βουλγαρία – που, όμως, δεν υπήρχαν στην Τουρκία, κατά την επίσημη άποψη και αυτή
του Δικαστηρίου, και συνακόλουθα στην ενθάρρυνση του σεπαρατισμού και στην υπο-
νόμευση της ενότητας του τουρκικού έθνους77. Υπό αυτό το σκεπτικό το Συνταγματικό
Δικαστήριο αποφάσισε τη διάλυση του κόμματος στις 16/07/199178.
74. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 8-9. Βλ. και OLGUN AKBULUT, “Criteria De-
veloped by the European Court of Human Rights on the Dissolution of Political Parties”, 34 Ford-
ham International Law Journal (2010), σ. 48.
75. Case of United Communist Party ό.π., παρ. 9. Βλ. και HENRY J. STEINER/PHILIP
ALSTON/RYAN GOODMAN, International Human Rights in Context: Law, Politics, Morals: Text and
Materials, Oxford University Press, 3rd ed., Oxford, 2008, σ. 982.
76. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 9. Βλ. και OLGUN AKBULUT, “The State and
Political Participation of Minorities in Turkey – An Analysis under the ECHR and the ICCPR”, 12
International Journal of Minority and Group Rights (2005), σ. 378-379.
77. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 10, 55. Βλ. και DILEK KURBAN, “Confronting
Equality: The Need for Constitutional Protection of Minorities on Turkey’s Path to the European
Union”, 35 Columbia Human Rights Law Review (2003), σ. 204 (υποσημ. 239).
78. Βλ. OZAN O. VAROL, “Alien Citizens: Kurds and Citizenship in the Kurdish Constitu-
tion”, 57 Virginia Journal of International Law (2018), σ. 782-783.
Το Ε.Δ.Δ.Α. υπήγε την υπόθεση, σύμφωνα και με την πρόταση της τότε Ευρωπαϊ-
κής Επιτροπής, στο πεδίο προστασίας του Άρθρου 11 της Σύμβασης, παρατηρώντας ότι αν
και η διάταξη αναφέρεται ρητά μόνο στα επαγγελματικά σωματεία, καλύπτει αναμφίβολα
και τα πολιτικά κόμματα που συνιστούν μια μορφή ένωσης βασική για την εξασφάλιση του
πλουραλισμού και της καλής λειτουργίας της δημοκρατίας79. Η τουρκική κυβέρνηση υπο-
στήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η διάκριση μεταξύ Τούρκων και Κούρδων και η αναγνώριση της
εθνικής ταυτότητας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των τελευταίων θα υπέσκαπτε την
εθνική και εδαφική ακεραιότητα, θα κατέστρεφε την ενιαία ιδιότητα του πολίτη και θα προ-
καλούσε αναπόφευκτα υποκίνηση σε βία και εχθρότητα μεταξύ των διαφόρων τμημάτων
της Τουρκικής κοινωνίας80. Στην υπερασπιστική αυτή γραμμή επικαλέστηκε λόγους προ-
στασίας της εθνικής και δημόσιας ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας και των δικαιω-
μάτων και ελευθεριών των τρίτων για να δικαιολογήσει την επέμβαση81.
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η διάλυση του κόμματος επιδίωκε τον νόμιμο σκοπό
της προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό επανέλαβε τη θέση που διατύ-
πωσε για πρώτη φορά στην υπόθεση Young, James and Webster ότι το Άρθρο 11 πρέπει
να εξετάζεται και υπό το φως του Άρθρου 10, καθώς η προστασία των απόψεων και η
ελευθερία της έκφρασής τους συνιστούν έναν από τους σκοπούς των ελευθεριών της
συνάθροισης και της συνένωσης82. Συνδέοντας, λοιπόν, στενά, τις δυο αυτές ελευθερίες
το Ε.Δ.Δ.Α. επανήλθε στη θέση που υιοθέτησε στην υπόθεση Handyside ότι η ελευθερία
της έκφρασης είναι εφαρμοστέα όχι μόνο σε πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται ευμενώς
αποδεκτές ή θεωρούνται ως μη προσβλητικές ή αδιάφορες, αλλά και σε αυτές που προ-
σβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν83. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα το Δικαστήριο τόνισε
ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 11 πρέπει να ερμηνεύονται στενά όταν
εμπλέκονται πολιτικά κόμματα. Μόνο πειστικοί και επιτακτικοί λόγοι μπορούν να θεμε-
79. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 24-25, 43. Βλ. και GILLES DUTERTRE, Key Case-
Law Extracts - European Court of Human Rights, Council of Europe Publishing, 2003, σ. 338.
80. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 21.
81. Ό.π., παρ. 39. Βλ. και ALASTAIR MOWBRAY, Cases, Materials, and Commentary on the
European Convention on Human Rights, Oxford University Press, 3rd ed., Oxford, 2012, σ. 727.
82. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 42. Βλ. και THOMAS AVRES, “Batasuna
Banned: The Dissolution of Political Parties under the European Convention of Human Rights”, 27
Boston College International and Comparative Law Review (2004), σ. 105.
83. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 43. Βλ. και LOUISE DOSWALD-BECK, Human
Rights in Times of Conflict and Terrorism, Oxford University Press, Oxford/New York, 2011, σ. 410.
λιώσουν στην περίπτωσή τους περιορισμούς στην ελευθερία της συνένωσης84. Μάλιστα,
κατά τον καθορισμό της ύπαρξης της αναγκαιότητας μιας επέμβασης κατά την έννοια
του Άρθρου 11 παρ. 2 τα κράτη διαθέτουν μόνο ένα περιορισμένο περιθώριο εκτίμησης,
που συνοδεύεται από έναν αυστηρό ευρωπαϊκό έλεγχο, ο οποίος επικεντρώνει συγχρό-
νως στο νόμο και στις αποφάσεις που τον εφαρμόζουν, συμπεριλαμβανομένων των απο-
φάσεων ανεξάρτητων δικαστηρίων85.
Περνώντας στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο παρατή-
ρησε αρχικά ότι η διάλυση του TBKP βασιζόταν αποκλειστικά στις θέσεις του καταστα-
τικού του και του πολιτικού του προγράμματος, αφού δεν είχε προλάβει να προβεί σε
καμία δραστηριότητα. Η προσεκτική ανάγνωση, ωστόσο, των προγραμματικών θέσεων
του κόμματος οδήγησε το Δικαστήριο να διαπιστώσει πως αφενός δεν υφίστατο σε αυτές
ουδεμία αναφορά σε δικαίωμα απόσχισης των Κούρδων, αλλά αντίθετα υπήρχε αποκλει-
στική εστίαση στην αναγνώριση της ύπαρξής τους και στην ειρηνική, δημοκρατική και
δίκαιη επίλυση του ζητήματος εντός των συνόρων της Τουρκικής Δημοκρατίας, και ότι
αφετέρου προσέδιδαν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη συμφωνίας όλων των πλευρών για
αποφυγή της βίας οποιασδήποτε μορφής86. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διατύπωσε
τον ακόλουθο θεμελιώδη συλλογισμό:
[Έ]να από κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που προσφέ-
ρει να επιλύει τα προβλήματα μιας χώρας μέσω του διαλόγου, χωρίς προσφυγή στη βία,
ακόμη κι όταν αυτά είναι ενοχλητικά. Η Δημοκρατία ευδοκιμεί πάνω στην ελευθερία
της έκφρασης. Υπό αυτή την οπτική, δεν μπορεί να υπάρχει δικαιολογία για την παρε-
μπόδιση μιας πολιτικής ομάδας επειδή απλώς επιδιώκει να συζητήσει δημόσια την κα-
τάσταση κάποιου τμήματος του πληθυσμού ενός κράτους και να συμμετέχει στην πολι-
84. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 46. Βλ. και SVETLANA TYULIKNA, “Frag-
mentation in International Human Rights Law: Political Parties and Freedom of Association in the
Practice of the UN Human Rights Committee, European Court of Human Rights and Inter-
American Court of Human Rights”, 32 Nordic Journal of Human Rights (2014), σ. 165.
85. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 46. Βλ. και STEVEN GREEN, The Margin of
Appreciation: Interpretation and Discretion under the European Convention on Human Rights,
Council of Europe Publishing, 2000, σ. 38-39.
86. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 56. Βλ. και BEN SAUL/DAVID
KINLEY/JAQUELINE MOWBRAY, The International Covenant on Economic, Social and Cultural
Rights: Commentary, Cases and Materials, Oxford University Press, Oxford, 2014, σ. 513.
τική ζωή του έθνους προκειμένου να βρει, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες,
λύσεις ικανές να ικανοποιήσουν τον κάθε ενδιαφερόμενο87.
Η θέση αυτή κατέστη έκτοτε πάγια επωδός σε όλες τις σχετικές υποθέσεις που α-
φορούσαν τη διάλυση πολιτικών κομμάτων με “φιλοκουρδική” ατζέντα στην Τουρκία,
στις οποίες το Δικαστήριο ανεξαιρέτως διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου
11 της Σύμβασης88, όσο και στις εκτός Τουρκίας σχετικές υποθέσεις σωματείων με μειο-
νοτικό προσανατολισμό89.
Κλείνοντας, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι ένα μέτρο τόσο δραστικό όσο η άμεση
και μόνιμη διάλυση ενός κόμματος πριν καν ξεκινήσει τις δραστηριότητές του και επο-
μένως καταστεί δυνατόν να διαπιστωθούν δια των ενεργειών του οι εικαζόμενες μη ειρη-
νικές προθέσεις του90 είναι δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό [της προστασίας
της εθνικής ασφάλειας] και συνεπώς μη αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατα-
ληκτικά, λοιπόν, αποφάνθηκε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 11 της
Ε.Σ.Δ.Α.91.
87. Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 57. Βλ. και OLGUN AKBULUT, “A Critical
Analysis of Current Legal Developments on the Political Participation of Minorities in Turkey”, 17
International Journal on Minority and Group Rights (2010), σ. 554.
88. Ενδεικτικά κατά χρονολογική ακολουθία, Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 45· ECHR,
Case of Freedom and Democracy Party (ÖZDEP) v. Turkey (Application No 23885/94), Stras-
bourg, 8 December 1999, παρ. 44· ECHR, Case of Yazar and Others v. Turkey (Applications Nos.
22723/93, 22724/93 and 22725/93), Strasbourg, 9 April 2002, παρ. 48· ECHR, Case of HADEP
and Demir v. Turkey (Application No 28003/03), Strasbourg, 14 December 2010, παρ. 60.
89. Case of Stankov, ό.π., παρ. 88.
90. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το πολιτικό πρό-
γραμμα ενός κόμματος να υποκρύπτει σκοπούς και προθέσεις διαφορετικούς από αυτούς που δια-
κηρύσσει. Για να εξακριβωθεί όμως ότι δεν συντρέχει κάτι τέτοιο, το περιεχόμενο του προγράμμα-
τός του πρέπει να συγκριθεί με τις ενέργειες που υποστηρίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, το
πρόγραμμα του TBKP δύσκολα θα μπορούσε να διαψευστεί από κάποια πράξη, αφού διαλύθηκε
αμέσως μετά τη σύστασή του χωρίς να έχει τον χρόνο να προβεί σε κάποια ενέργεια. Συνεπώς,
αντιμετώπισε τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης για μια συμπεριφορά του που είχε να κάνει αποκλειστι-
κά με την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, Case of United Communist Party, ό.π., παρ. 58.
Βλ. και BÜLENT ALGAN, “Dissolution of Political Parties by the Constitutional Court in Turkey: An
Everlasting Conflict Between the Court and the Parliament?”, 60 Ankara Üniversitesi Hukuk
Fakültesi Dergisi (2011), σ. 827 (υποσημ. 41).
91. Βλ. EDEL HUGHES, “Political Violence and Law Reform in Turkey: Securing the Human
Rights of the Kurds?”, 26 The Journal of Social Conflicts (2006), σ. 89.
Στη συνέχεια, εξίσου σημαντική ήταν και μία καίρια σκέψη που διατύπωσε το Ε.Δ.Δ.Α.
στην παρόμοια υπόθεση του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SP) και Λοιπών κατά Τουρκίας, που
εκδόθηκε το αυτό έτος (1998). Το SP συστήθηκε στις 01/02/1988 και διαλύθηκε με απόφαση
του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 10/07/1992 έπειτα από σχετικό αίτημα του Γενικού
Εισαγγελέα του Κράτους που υποβλήθηκε στις 14/11/199192. Ο τελευταίος παρέθεσε απο-
σπάσματα από το προεκλογικό υλικό του κόμματος, καθώς και από προφορικές ομιλίες του
Προέδρου του, όπου, μεταξύ άλλων: α) δινόταν έμφαση στην ειρηνική επίλυση του Κουρδι-
κού προβλήματος, β) αναγνωριζόταν ξεχωριστό κουρδικό έθνος με δικαίωμα αυτοδιάθεσης
μέχρι του βαθμού της απόσχισης δια δημοψηφίσματος σε επίπεδο αρχών, και γ) προκρινόταν
ως επίσημη θέση του κόμματος η αναδιοργάνωση του τουρκικού κράτους σε ομοσπονδιακή
δημοκρατία με δύο ισότιμα ομόσπονδα κράτη για τα δύο έθνη93. Για το Συνταγματικό Δικα-
στήριο, οι θέσεις για την ύπαρξη κουρδικού έθνους και για τα εθνικά και πολιτιστικά δικαιώ-
ματά του, αποσκοπούσαν στη δημιουργία μειονοτήτων και σε τελικό στάδιο σε μια Κουρδο-
Τουρκική ομοσπονδία σε βάρος της ενότητας του τουρκικού έθνους και της εδαφικής ακε-
ραιότητας του τουρκικού κράτους94.
Το Ε.Δ.Δ.Α. υπήγε, κατά το προηγούμενο του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμμα-
τος, την υπόθεση στη σφαίρα προστασίας του Άρθρου 11 της Σύμβασης, ενώ η Τουρκία
επικαλέστηκε ξανά από την πλευρά της λόγους προστασίας της εθνικής και δημόσιας
ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων
για να δικαιολογήσει τη διάλυση του κόμματος95. Το Δικαστήριο δέχτηκε ως σκοπό της
επέμβασης την προστασία της εθνικής ασφάλειας και επανέλαβε όλους τους σχετικούς
συλλογισμούς στους οποίους προέβη στην υπόθεση του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμ-
ματος ως προς τη σχέση των Άρθρων 10 και 11 της Σύμβασης, τα όρια της ελευθερίας
της έκφρασης των πολιτικών ομάδων στη δημοκρατική κοινωνία και την επιτακτικότητα
και πειστικότητα που πρέπει να διέπει τους λόγους περιορισμού αυτής της ελευθερίας96.
Στη συνέχεια, κατά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης το
Δικαστήριο τόνισε ότι δεν κατέστη δυνατό να διαπιστώσει την ύπαρξη οποιουδήποτε
στοιχείου στις ομιλίες του Προέδρου του Κόμματος που να τεκμηριώνει υποκίνηση σε
χρήση βίας ή σε παραβίαση των κανόνων της δημοκρατίας97. Αντίθετα, το Δικαστήριο επι-
σήμανε ότι η συνδυαστική ανάγνωση των δηλώσεων καταδείκνυε ότι ο βασικός στόχος του
πολιτικού προγράμματος ήταν η εγκαθίδρυση, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες,
ενός ομοσπονδιακού συστήματος, όπου οι Τούρκοι και οι Κούρδοι θα αντιπροσωπεύονταν
σε ισότιμη και εθελοντική βάση98. Ακόμη και οι δηλώσεις που αναφέρονταν σε δικαίωμα
απόσχισης του κουρδικού έθνους καθιστούσαν σαφές, τοποθετούμενες στο συνολικότερο
πλαίσιο της υπόθεσης, πως δεν ενθάρρυναν την απόσχιση από την Τουρκία, αλλά επιδίωκαν
περισσότερο να δώσουν έμφαση στο ότι το προτεινόμενο ομοσπονδιακό σύστημα δεν μπο-
ρούσε να επέλθει χωρίς την ελεύθερη συναίνεση των Κούρδων που θα έπρεπε να εκφραστεί
μέσω δημοψηφίσματος, όπου όλες οι επιλογές θα ήταν δυνατές99. Στο στάδιο αυτό το Δικα-
στήριο προέβη σε έναν κομβικό συλλογισμό, που αποτέλεσε έκτοτε πάγια αναφορά σε όλες
τις σχετικές υποθέσεις που αφορούσαν το δικαίωμα συνένωσης πολιτικών κομμάτων, τονί-
ζοντας πως το γεγονός ότι ένα πολιτικό πρόγραμμα θεωρείται ασύμβατο με τις αρχές και
δομές του τουρκικού κράτους [και κατά επέκταση κάθε κράτους] δεν συνεπάγεται ότι είναι
και ασύμβατο με τους δημοκρατικούς κανόνες100, καθώς:
[ε]ίναι στην ουσία της δημοκρατίας να επιτρέπει διάφορα πολιτικά προγράμματα να προ-
τείνονται και να συζητιούνται, ακόμη και αν θέτουν υπό ερώτημα τον τρόπο που ένα κράτος
είναι οργανωμένο στο παρόν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν βλάπτουν τη δημοκρατία101.
97. Ό.π., παρ. 46, 52. Βλ. και RIZA TÜRMEN, “Freedom of Forming Political Parties and Its
Restrictions”, XVIII Id-Dritt (2002), σ. 22.
98. Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 47. Βλ. και GEOFF GILBERT, “Autonomy and Minority
Groups: A Right in International Law?”, 35 Cornell International Law Journal (2002), σ. 348.
99. Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 47. Βλ. και European Commission for Democracy
Through Law (Venice Commission), “Comments on the Constitutional and Legal Provisions Rele-
vant for the Prohibition of Political Parties in Turkey”, Opinion 489/2008, CDL(2008)137, Stras-
bourg, 4 December 2008, σ. 6.
100. Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 47. Βλ. και ERGUN ÖZBUDUN, “Party Prohibition
Cases: Different Approaches by the Turkish Constitutional Court and the European Court of Hu-
man Rights”, 17 Democratization (2010), σ. 128-129.
101. Case of Socialist Party, ό.π., παρ. 47. Βλ. και PATRICK MACKLEM, “Militant Democ-
racy, Legal Pluralism, and the Paradox of Self-Determination”, 4 International Journal of Consti-
tutional Law (2006), σ. 507.
Βέβαια, το Ε.Δ.Δ.Α. δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, όπως είχε επισημάνει και στην
υπόθεση του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος, να υπέκρυπταν οι δηλώσεις του Προ-
έδρου του SP άλλους σκοπούς από αυτούς που διακήρυσσε δημοσίως. Απουσία, ωστόσο,
συγκεκριμένων πράξεων που να διαψεύδουν το αληθές των λόγων του δεν ήταν δυνατόν
να αμφισβητηθεί η ειλικρίνειά του. Ουσιαστικά, λοιπόν, συμπέρανε το Δικαστήριο, το
SP βρέθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης αποκλειστικά για μια συμπεριφορά που αφορούσε
στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης102. Δυνάμει αυτών των διαπιστώσεων το
Ε.Δ.Δ.Α. αποφάνθηκε ομόφωνα ότι μια τόσο άμεση και δραστική επέμβαση με μόνιμο
χαρακτήρα, όπως ήταν η διάλυση του SP, τη στιγμή μάλιστα που η ηγεσία του ρητά δή-
λωνε προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς και απέρριπτε τη βία, ήταν δυσανάλογη
με τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και επομένως συνι-
στούσε παραβίαση του Άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α.103.
Οι αναφερόμενοι δικανικοί συλλογισμοί κατέδειξαν με τον πλέον κατηγορηματικό
τρόπο ότι για το Δικαστήριο «δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία χωρίς πλουραλισμό»,
όπως ρητά επισήμανε στην υπόθεση του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας
και στη συνέχεια σε όλες τις ανάλογες υποθέσεις των “φιλοκουρδικών” κομμάτων104. Ο
πλουραλισμός, λοιπόν, «που κερδήθηκε με μεγάλες θυσίες αιώνων» είναι αδιαχώριστος
για το Ε.Δ.Δ.Α. από τη δημοκρατική κοινωνία105, δικανική σκέψη που συνεπάγεται ότι
ακόμη και οι πιο προκλητικές και ενοχλητικές απόψεις πρέπει να έχουν μια ισότιμη δυ-
νατότητα για να εκφράζονται σε ένα συνεχή δημόσιο διάλογο και γόνιμη αντιπαράθεση
με τις αντίπαλες κυρίαρχες και πλειοψηφικές θέσεις106. Υπό αυτήν την πρόσληψη, το
Ε.Δ.Δ.Α. φέρεται να ενστερνίζεται μια πληθυντική σύλληψη της δημοκρατικής κοινωνί-
ας που κινείται πέρα από την τυπική πλειοψηφική εκδοχή της και αναγνωρίζει τη σημα-
107. STEPHANIE E. BERRY, “Democracy and the Preservation of Minority Identity: Fragmen-
tation within the European Human Rights Framework”, 24 International Journal on Minority and
Group Rights (2017), σ. 216.
108. MASSIMO IOVANE, “The Universality of Human Rights and the International Protection
of Cultural Diversity: Some Theoretical and Practical Considerations”, 14 International Journal on
Minority and Group Rights (2007), σ. 259-260.
109. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Το Δικαίωμα Αυτοπροσδιορισμού. Απόφαση Σιδηρό-
πουλος και Λοιποί (10.7.1998)», στο Π. ΝΑΣΚΟΥ-ΠΕΡΡΑΚΗ/Γ. ΚΤΙΣΤΑΚΙΣ (επιμ.), Οι Ελληνικές Υ-
ποθέσεις στο Στρασβούργο. Τόμος Α΄, 1991-2001, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,
2006, σ. 376-379 και κυρίως στην εξαιρετική μελέτη του ιδίου, ό.π., σ. 182-194. Επίσης, εμβριθής
ανάλυση της υπόθεσης σε ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ, «Η Εθνική και Θρησκευτική Ταυτότητα ως
Στοιχεία της Ελεύθερης Ανάπτυξης της Προσωπικότητας. Η Περίπτωση των Μειονοτήτων», Αρμε-
νόπουλος, Τεύχος 8 (2000), σ. 1049-1052.
110. ANTONIJA PETRIČUŠIĆ, “The Rights of Minorities in International Law”, Croatian
International Relations Review (2005), σ. 51· ROBERTA MEDDA-WINDISCHER, “The European Court
of Human Rights and Minority Rights”, 25 European Integration (2003), σ. 250. Όπως επισημαίνει
και η Henrard, από την υπόθεση Σιδηρόπουλου και μετά το Δικαστήριο παρήγε μια μακρά και
συνεκτική – με εξαίρεση την υπόθεση Gorzelik σε ότι αφορά τους συλλόγους – νομολογία που
δίνει έμφαση στο ότι δεν επιτρέπεται στα κράτη να περιορίζουν την ελευθερία της συνένωσης των
μελών των μειονοτήτων, επειδή θέλουν να προωθήσουν μέσω των σωματείων τους τον πολιτισμό
τους, ό.υποσημ. 56, σ. 334.
111. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 8. Βλ. και ANITA BUDZISZEWSKA, “The Concept of
Right to Culture in International Relations”, 4 Polish Journal of Political Science (2018), σ. 27
(υποσημ. 78).
112. STEPHANOS STAVROS, “The Legal Status of Minorities in Greece Today: The Adequacy
of Their Protection in the Light of Current Human Rights Perceptions”, 13 Journal of Modern
Greek Studies (1995), σ. 15.
113. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 45. Βλ. και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΡΙΣΗ, Ο Δικαστικός Έλεγχος
Νομιμότητας των Σκοπών και της Δράσης των Σωματείων, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία,
Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου, Κομοτηνή, 2007, σ. 25-26.
114. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 9. Βλ. και LANCE S. LEHNHOF, “Freedom of Religious
Association: The Rights of Religious Organizations to Obtain Legal Entity Status under the Euro-
pean Convention”, 2 Brigham Young University Law Review (2002), σ. 573.
δημιουργήσει σύγχυση, γιατί «εκ πρώτης άποψης έδινε την εντύπωση ότι αναφερόταν στον
ελληνικό πολιτισμό της Μακεδονίας, ενώ στην πραγματικότητα προσέβλεπε στον ανύπαρκτο
στο χώρο αυτό ιδιαίτερο σλαβικό πολιτισμό», διαβλέποντας εν τέλει «πρόθεση των ιδρυτών
για διάσπαση της ακεραιότητας της χώρας…»115. Τέλος, ο Άρειος Πάγος (Αποφ. 795/1994)
υιοθέτησε το «αξίωμα της απόλυτης «ανυπαρξίας σλαβικού πολιτισμού στο χώρο της ελλη-
νικής Μακεδονίας»»116 και επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου κρίνοντας ότι οι λόγοι της
αναίρεσης ήταν αόριστοι και αβάσιμοι και η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ε-
παρκώς αιτιολογημένη117.
Το Ε.Δ.Δ.Α. επισήμανε καταρχήν, σε αναλογία και με τον αντίστοιχο συλλογισμό
του στην υπόθεση του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας, ότι το δικαίωμα
σύστασης σωματείων αποτελεί εγγενές στοιχείο της ελευθερίας της συνένωσης του Άρ-
θρου 11, ακόμη και αν η διάταξη κάνει ρητή αναφορά μόνο στο δικαίωμα ίδρυσης επαγ-
γελματικών ενώσεων - συνδικάτων118. Μάλιστα, για το Ε.Δ.Δ.Α. η δυνατότητα των πολι-
τών να συστήνουν νομικές οντότητες για να μπορούν να ενεργούν συλλογικά στα πεδία
αμοιβαίου ενδιαφέροντος είναι μία από τις πιο σημαντικές διαστάσεις του δικαιώματος
στην ελευθερία της συνένωσης119, καθώς χωρίς αυτήν το δικαίωμα θα στερούνταν ο-
ποιουδήποτε νοήματος120. Για αυτόν, άλλωστε, τον λόγο
115. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 11. Βλ. και NIKOLAS KYRIAKOU, “Minority Participa-
tion in Public Life: The Case of Greece”, 8 Journal of Ethnopolitics and Minority Issues in Europe
(2009), σ. 6.
116. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, «Ο Κανόνας Δικαίου ως Έκφραση Εθνικής Ιδεολογίας.
Τα Αδιέξοδα της Νομικής Αντιμετώπισης των Μειονοτήτων στην Ελλάδα», στο Μειονότητες στην
Ελλάδα – Επιστημονικό Συμπόσιο (7-9 Νοεμβρίου 2002), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτι-
σμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 2004, σ. 475.
117. ΓΙΑΝΝΑ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, «Δικαιοσύνη και Μειονότητες», στο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙ-
ΚΗΣ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα – Μια Συμβολή των
Κοινωνικών Επιστημών, Εκδ. Κριτική, Αθήνα, 1997, σ. 255.
118. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 40. Βλ. και KERRY O’ HALLORAN/MYLES MCGREGOR/
LOWNDES KARLA W. SIMON, Charity Law and Social Policy: National and International Perspec-
tives on the Functions of the Law Relating to Charities, Springer, Dordrecht, 2008, σ. 90.
119. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 40. Βλ. και TURKULER ISIKSEL, “Corporate Human
Rights Claims under the ECHR”, 17 The Georgetown Journal of Law and Public Policy (2019), σ.
992-993.
120. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 40. Βλ. και FRANCESCO FRANCIONI, “The International
Legal Framework for Enforcement of Cultural Rights”, στο ANDRZEJ JAKUBOWSKI (ed.) Cultural
Rights as Collective Rights, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2016, σ. 264.
[ο] τρόπος με τον οποίο η εθνική νομοθεσία κατοχυρώνει την ελευθερία αυτή, κα-
θώς και η εφαρμογή της από τις αρχές στην πράξη είναι αποκαλυπτικές του επιπέδου
του δημοκρατικού πολιτεύματος της κάθε χώρας121.
121. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ 40. Βλ. και WILLIAM A. SCHABAS, The European Con-
vention on Human Rights: A Commentary, Oxford University Press, Oxford, 2015, σ. 499.
122. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 42. Βλ. και JOHAN D. VAN DER VYVER, “The Relation-
ship of Freedom of Religion or Belief Norms to Other Human Rights”, στο TORE LINDHOLM/W.
COLE DURHAM JR./BAHIA, G. TAHZIB-LIE/ELIZABETH A. SEWELL/LENA LARSEN (eds) Facilitating
Freedom of Religion or Belief: A Deskbook, Springer Science, Dordrecht, 2004, σ. 110-111.
123. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 37. Βλ. και PETER KEMPEES, A Systematic Guide to the
Case-Law of the European Court of Human Rights 1997-1998, VOL IV, Martinus Nijhoof Publish-
ers, The Hague/London/Boston, 2000, σ. 539.
124. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 31. Βλ. και ECHR, Case of Koretskyy and Others v.
Ukraine (Application No 40269/02), Strasbourg, 3 April 2008, παρ. 39· ECHR, Case of Kimlya and
Others v. Russia (Application Nos. 76836/01 and 32782/03), Strasbourg, 1 October 2009, παρ. 84·
Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 52.
125. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 39. Βλ. και ILIAS BANTEKAS, “The Authority of States
to Use Names in International Law and the Macedonian Affair: Unilateral Entitlements, Historic Title,
and Trademark Analogies”, 22 Leiden Journal of International Law (2009), σ. 570 (υποσημ. 24).
126. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 38. Βλ. και JAMES A. SWEENEY, The European Court of
Human Rights in the Post-Cold War Era: Universality in Transition, Routledge, London/New
York, 2013, σ. 213.
127. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 38. Βλ. και PAUL M. TAYLOR, Freedom of Religion –
UN and European Human Rights Law and Practice, Cambridge University Press, Cambridge,
2005, σ. 229.
128. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 40. Βλ. και DRAGAN GOLUBOVIC, “Freedom of Associa-
tion in the Case Law of the European Court of Human Rights”, 17 The International Journal of
Human Rights (2013), σ. 764. Επισημαίνεται ότι το Ε.Δ.Δ.Α. έχει διαπιστώσει παραβίαση του δι-
καιώματος στη συνένωση όταν οι αρχές, περιλαμβανομένων των δικαστικών, απολαμβάνουν μια
ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την αναγνώριση των σωματείων. Κατά το Δικαστήριο, οι νο-
μοθετικές προβλέψεις που εισάγουν περιορισμούς πρέπει να είναι επαρκώς σαφείς και να προσδιο-
ρίζουν το περιθώριο της διακριτικής ευχέρειας των αρχών και τον τρόπο της άσκησής της, βλ.
ECHR, Case of Tebieti Mühafize Cemiyyeti and Israfilov v. Azerbaijan (Application No 37083/03),
Strasbourg, 8 October 2009, παρ. 61-64· Case of Koretskyy, ό.π., παρ. 48.
129. Βλ. ECHR, Case of Magyar Keresztény Mennonita Egyház and Others v. Hungary
(Applications Nos. 70945/11, 23611/12, 26998/12, 41150/12, 41155/12, 41463/12, 41553/12,
54977/12 and 56581/12), Strasbourg, 9 April 2014, παρ. 80· ECHR, Case of Partidul Comunistilor
κοινώς αποδεκτά standards στις πολιτικές των κρατών μελών του ΣτΕ135, προσαρμόζοντας
το κείμενο της Σύμβασης στις κοινωνικές, ηθικές, τεχνολογικές και νομικές αλλαγές136,
όπως, λόγου χάρη, είναι αυτές που έλαβαν χώρα στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη με την
υιοθέτηση κειμένων για την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της/του
Δ.Α.Σ.Ε./Ο.Α.Σ.Ε. και του ΣτΕ. Έτσι, το Ε.Δ.Δ.Α. αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε εξω-
συμβατικές και δη σε μη νομικά δεσμευτικές μειονοτικές νόρμες τονίζοντας ότι:
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ιδρυτές ενός σωματείου, όπως αυτό στην παρούσα πε-
ρίπτωση, καταφάσκουν μια μειονοτική συνείδηση, το Κείμενο της Συνάντησης της Κο-
πεγχάγης της Διάσκεψης για την Ανθρώπινη Διάσταση της Δ.Α.Σ.Ε (Κεφάλαιο IV) της
29ης Ιουνίου 1990 και ο Χάρτης των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη της 21ης Νοεμβρίου
1990 – τα οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει – τους επιτρέπει να συγκροτούν ενώσεις για
να προστατεύουν την πολιτιστική και πνευματική τους κληρονομιά137.
Η αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη σε συνδυασμό με την αποδοχή εκ μέρους
του Δικαστηρίου της θέσης των προσφευγόντων ότι «[η] εδαφική ακεραιότητα, η εθνική
ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν απειλούνται από τις δραστηριότητες ενός σωματείου
που αποσκοπεί στην προώθηση του πολιτισμού μιας περιοχής, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι
στοχεύει μερικώς στην προώθηση του πολιτισμού μιας μειονότητας»138, κατέστησε για
πρώτη φορά σαφές ότι το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνωρίζει ένα ευρύ πέπλο προστασίας στα σωμα-
τεία με μειονοτικό προφίλ υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποσκοπούν στην υποκίνηση
βίας και στην καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών139.
135. ECHR, Case of Soering v. The United Kingdom (Application No 14038/88), 7 July
1989, παρ. 102.
136. ECHR, Case of Magyar Helsinki Bizottság v. Hungary (Application No 18030/11),
Strasbourg, 8 November 2016, “Concurring Opinion of Judge Sicilianos, joined by Judge Rai-
mondi”, σ. 67-68.
137. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 44. Ομοίως και στην υπόθεση της Στέγης Μακεδονικού
Πολιτισμού, ό.π., παρ. 39. Βλ. και MARÍA ELÓSEGUI ITXASO, “The Case-Law Concept of Reason-
able Accommodation: The European Court of Human Rights Facing the Governance of Cultural
and Religious Diversity in the Public Space”, στο J. ALBERTO DEL REAL ALCALA (ed.), The Rights
of Minorities: Cultural Groups, Migrants, Displaced Persons and Sexual Identity, Current and
Future Developments in Law VOL 2, Bentham Science Publishers, 2017, σ. 44.
138. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 41. Βλ. και FEDERICO LENZERINI, The Culturalization of
Human Rights, Oxford University Press, Oxford, 2014, σ. 196.
139. Βλ. σχετικές παρατηρήσεις σε ZDENKA MACHNYIKOVA/LANNA HOLLO, “The Principles
of Non-Discrimination and Full and Effective Equality and Political Participation”, στο MARC
του στις ανάλογες υποθέσεις των σωματείων της Θράκης142 και ρητά τόνισε και το ίδιο
κατά την εξέταση της υπόθεσης της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού (2015), είναι «ιδιαί-
τερα κρίσιμο», καθώς η οικεία νομολογία του «ευνοεί την εγγραφή σωματείου και όχι
τον προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητάς του, όταν το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει δια-
τάξεις που επιτρέπουν την a posteriori παρακολούθηση της δραστηριότητάς του»143.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, του κατασταλτικού δηλαδή ελέγχου, είναι
εξαιρετικά αμφίβολο, πλέον, αν θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις ενώπιον του
Ε.Δ.Δ.Α., δεδομένης της πάγιας αντίθετης νομολογίας του, η υπεράσπιση της διάλυσης
ενός μειονοτικού σωματείου, που δεν προτρέπει σε βία ή σε καταστρατήγηση των δημο-
κρατικών αρχών, για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης,
όπως κατέδειξε άλλωστε και η περίπτωση της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης (2008)144.
Επιστρέφοντας στην υπόθεση Σιδηρόπουλου, το Δικαστήριο κατέληξε ομόφωνα,
δυνάμει των προαναφερόμενων συλλογισμών, ότι η άρνηση καταχώρησης του σωματεί-
ου ήταν δυσανάλογη των επιδιωκόμενων σκοπών [της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας
τάξης] και συνεπώς συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 11 της Σύμβασης145. Μάλιστα,
λόγω της άρνησης των εθνικών δικαστηρίων να συμμορφωθούν τόσο με την ουσία του
σκεπτικού της απόφασης – παρά τη διαβεβαίωση της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι «τα
Ελληνικά Δικαστήρια θα αποφύγουν το είδος του νομικού λάθους στο οποίο βασίστηκε η
παραβίαση που διαπιστώθηκε στην εν λόγω απόφαση»146 – όσο και με το γενικότερο
142. Βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Υπόθεση Bekir Ousta και Λοιποί κατά Ελλάδας, (Προσφυγή Αριθ.
35151/05), Στρασβούργο, 11 Οκτωβρίου 2007, παρ. 45· Ε.Δ.Δ.Α., Υπόθεση Εμίν και Λοιποί κατά
Ελλάδας, (Προσφυγή Αριθ. 34144/05), Στρασβούργο, 27 Μαρτίου 2008, παρ. 31.
143. Υπόθεση Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού, ό.π., παρ. 41-42.
144. Βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης και Λοιποί κατά Ελλάδας, (Προσφυγή
Αριθ. 26698/05), Στρασβούργο, 27 Μαρτίου 2008, παρ. 51, 53, 56. Βλ. και σχετικές παρατηρήσεις
στην ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΥ ΑΣΗΜΙΝΑ, «Σκέψεις με Αφορμή την Απόφαση 4/2005 της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου: Η Αναγκαστική Διάλυση Σωματείου και το Ενδεχόμενο Προβολής Εθνικής Μειο-
νοτικής Συνείδησης εντός της Ελληνικής Επικράτειας υπό το Φως του Συντάγματος και της
ΕΣΔΑ», ΙΙ Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου (2005), Έτος ΙΗ΄, σ. 744-745.
145. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 47. Βλ. και European Commission Against Racism and
Intolerance (ECRI), “Second Report on Greece”, adopted on 10 December 1999, CRI (2000) 32,
Strasbourg, 27 June 2000, σ. 12.
146. “Appendix to Resolution DH (2000)99, concerning the Judgment of the European Court
of Human Rights of 10 July 1998 in the case of Sidiropoulos and Others against Greece, adopted by
the Committee of Ministers on 24 July 2000 at the 716th meeting of the Ministers’ Deputies”,
μενόμενη από τη στιγμή που το Ε.Δ.Δ.Α. αποδέχτηκε στην υπόθεση Σιδηρόπουλου τις
θέσεις των προσφευγόντων ότι η ύπαρξη των μειονοτήτων και των διαφορετικών πολιτι-
σμών συνιστά ιστορικό γεγονός που μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να ανέχεται και
να προστατεύει, καθώς και ότι τα σωματεία που αποσκοπούν, έστω και μερικώς, στην
προώθηση ενός μειονοτικού πολιτισμού [χωρίς να υποκινούν σε βία ή να απορρίπτουν
τις δημοκρατικές αρχές] δεν συνιστούν απειλή για τη δημοκρατική κοινωνία, την εδαφι-
κή ακεραιότητα, την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη148. Επιπρόσθετα, μάλιστα,
επιτελούν σημαντικό ρόλο για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας.
ΣΤ. Η Απρόσκοπτη Σύσταση των Μειονοτικών Σωματείων ως Δείκτης Καλής Λει-
τουργίας της Δημοκρατικής Κοινωνίας.
Η υπόθεση Σιδηρόπουλου ανέδειξε για πρώτη φορά, σε ότι αφορά τη νομική της
διάσταση, τις δυνατότητες που προσφέρει η υπαγωγή των σωματείων, και δη αυτών με
μειονοτικό πρόσημο, στη σφαίρα προστασίας του Άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. ως προς τη
νομική κατοχύρωση ενός ελάχιστου δημόσιου πεδίου ελεύθερης συλλογικής έκφρασης
και δράσης των μελών τους.
Μια άλλη ριζική εξέλιξη στην υπόθεση Σιδηρόπουλου αποτέλεσε και το γεγονός ότι
οι θέσεις που πρόβαλαν οι προσφεύγοντες και αποδέχτηκε το Δικαστήριο κατέστησαν
Individuals and Minorities in National Context, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2010,
σ. 218-219. Στην αυτή διαπίστωση καταλήγει σειρά Ελλήνων νομικών, βλ. NICHOLAS SITAROPOU-
LOS, “Implementation of the European Court of Human Rights’ Judgements Concerning National
Minorities or Why Declaratory Adjudication Does not Help”, στο NICO KRISCH/LAURI MALK-
o
SOO/MARIO PROST (eds) ESIL Conference Paper Series, Conference Paper N 4/2011, Tallin, Re-
search Forum, 26-28 May 2011, σ. 23-24· ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ετερότητα και Δημόσια
Τάξη: Η Ελευθερία Συνένωσης ως «Μειονοτικό» Δικαίωμα στη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δι-
καστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Ελληνικών Δικαστηρίων», στο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙ-
ΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Ανομολόγητο Ζήτημα των Μειονοτήτων στην Ελληνική Έννομη Τάξη, Εκδ.
Κριτική και ΚΕΜΟ, Αθήνα, 2008, σ. 176-178, 180, 184· ΜΑΝΤΖΟΥΦΑΣ, ό.π., σ. 1050, 1052· ΑΛΙ-
ΒΙΖΑΤΟΣ, ό.π., σ. 844 (υποσημ. 6). Συνοψίζοντας με τη διατύπωση του Χαρίση, «[δ]υστυχώς, η
κρίση των ελληνικών δικαστηρίων στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις υπήρξε περισσό-
τερο πολιτική, παρά νομική», ό.π., σ. 87. Για μια ευρύτερη διαπραγμάτευση της απαξίωσης της
Ε.Σ.Δ.Α. από τον Έλληνα δικαστή, βλ. ΠΕΤΡΟΣ Ι. ΠΑΡΑΡΑΣ, Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Δικαιωμά-
των του Ανθρώπου. Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2013, σ. 63-66.
148. Βλ. BORISS CILEVIČS (Rapporteur), “Minority Protection in Europe: Best Practices and
Deficiencies in Implementation of Common Standards”, PACE Committee on Legal Affairs and
Human Rights, Doc. 12109, 20 January 2010, σ. 17, παρ. 87.
στην πορεία θεμελιώδεις συλλογισμοί του σε όλες τις ανάλογες υποθέσεις, συγκροτώ-
ντας ένα στέρεο νομολογιακό προηγούμενο για την προάσπιση της μειονοτικής ετερότη-
τας. Έτσι, η θέση ότι:
[η] επίκληση της συνείδησης του ανήκειν σε μια μειονότητα και η διατήρηση και η
ανάπτυξη του πολιτισμού μιας μειονότητας δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν
απειλή για μια «δημοκρατική κοινωνία»149.
αποτέλεσε έκτοτε σταθερή αναφορά στη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., όπως, λόγου
χάρη, στις παρόμοιες υποθέσεις άρνησης εγγραφής των μειονοτικών συλλόγων της Θρά-
κης150. Μάλιστα, με αφετηρία την υπόθεση Ουράνιο Τόξο και Λοιποί κατά Ελλάδας
(2005), το Δικαστήριο εισήγε στη διατύπωση της συγκεκριμένης τοποθέτησης την προ-
σθήκη ότι αυτή ισχύει ακόμη και αν η επίκληση μιας μειονοτικής συνείδησης ή η διατή-
ρηση μιας μειονοτικής πολιτιστικής ταυτότητας μπορεί να προκαλεί εντάσεις151.
Περαιτέρω, σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος της θέσης περί του ανήκειν σε μια μειο-
νότητα, το Δικαστήριο σημείωσε στην υπόθεση της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης ότι το
δικαίωμα της έκφρασης των απόψεων μέσω της ελευθερίας της συνένωσης και η έννοια
της προσωπικής αυτονομίας υποδηλώνουν το δικαίωμα του καθενός/της καθεμιάς να
εκφράζει, στο πλαίσιο της νομιμότητας, τις πεποιθήσεις του/της ως προς την εθνική ταυ-
τότητά του/της152. Στο ζήτημα αυτό το Δικαστήριο δέχτηκε στο πρόσφατο παρελθόν κρι-
τική από μερίδα της θεωρίας, επειδή στην υπόθεση Ciubotaru v. Moldova (2010)153 απέ-
149. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 41. Βλ. και IOANNA TOURKOCHORITI, “Challenging His-
torical Facts and National Truths: An Analysis of Cases from France and Greece”, στο ULADZISLAU
BELAVUSAU/ALEKSANDRA GLISZCZYŃSKA-GRABIAS (eds) Law and Memory: Towards Legal Gov-
ernance of History, Cambridge University Press, New York, 2017, σ. 160.
150. Βλ. Υπόθεση Bekir Ousta, ό.π., παρ. 44· Υπόθεση Εμίν, ό.π., παρ. 30.
151. ΕCHR, Case of Ouranio Toxo v. Greece (Application No 74989/01), Strasbourg, 20 Oc-
tober 2005, παρ. 40. Βλ. και ANNA FONTAINE, “Commentary on Article 7 of the Framework Con-
vention for the Protection of National Minorities”, στο RAINER HOFMANN/TOVE H.
MALLOY/DETLEV REIN (eds) The Framework Convention for the Protection of National Minorities,
Brill/Nijhoff, Leiden/Boston, 2008, σ. 172.
152. Βλ. Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης, ό.π., παρ. 56. Βλ. και ECHR Research Division,
Cultural Rights in the Case-Law of the European Court of Human Rights, January 2011 (updated
17 January 2017), σ. 22, παρ. 55, https://www.echr.coe.int/documents/research_report_cultural_
rights_eng.pdf (τελευταία προσπέλαση στις 27/07/2021).
153. Βλ. ECHR, Case of Ciubotaru v. Moldova (Application No 27138/04), Strasbourg, 27
April 2010. Η υπόθεση αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος του ακαδημαϊκού Mihai Ciubotaru
κλινε από το αναδυόμενο consensus μεταξύ των διεθνών οργάνων, όπως της Επιτροπής
για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων και της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Π.)
της Σύμβασης Πλαίσιο, που προσδίδουν πρωτοκαθεδρία στον αυτοπροσδιορισμό των
ατόμων ως μέθοδο εθνοτικής κατηγοριοποίησης του πληθυσμού154, και έκρινε ότι «πρέ-
πει να αφήνεται ανοιχτή η δυνατότητα στις αρχές να αρνούνται ένα αίτημα επίσημης
καταγραφής του ανήκειν σε μια συγκεκριμένη εθνότητα, όταν αυτό βασίζεται σε απο-
κλειστικά υποκειμενική και ατεκμηρίωτη βάση»155. Υπό το πρίσμα αυτό το Ε.Δ.Δ.Α.
επισήμανε ότι η απόδειξη της ένταξης σε μια εθνότητα προϋποθέτει την ύπαρξη τόσο του
υποκειμενικού κριτηρίου, της σχετικής δηλαδή βούλησης του ενδιαφερόμενου ατόμου,
όσο και αντικειμενικών κριτηρίων, όπως, λόγου χάρη, είναι η γλώσσα και το ονοματε-
πώνυμο156. Ωστόσο, στην πλέον πρόσφατη νομολογία του (Tasev v. North Macedonia
(2019) και Molla Sali v. Greece (2018)) αχνοφαίνεται μια μετατόπιση στην προσέγγισή
του στο θέμα προς την κατεύθυνση της σύμπλευσης με αυτής των προαναφερόμενων
επιτροπών, καθώς φέρεται να προσδίδει πλέον ιδιαίτερη σημασία στο κριτήριο του αυτο-
προσδιορισμού, τονίζοντας ότι το δικαίωμα σε αυτόν [τόσο στη θετική, όσο πολύ περισ-
σότερο στην αρνητική του διάσταση που είναι απόλυτη] θεωρείται ο «ακρογωνιαίος λί-
θος» (“cornerstone”) του Δ.Δ. της προστασίας των μειονοτήτων157.
Σχετικά με το δεύτερο σκέλος της θέσης περί της καλλιέργειας του πολιτισμού μιας
μειονότητας, το Ε.Δ.Δ.Α. επισήμανε για πρώτη φορά κατά την επανεξέταση από τη μεί-
ζονα σύνθεσή του της υπόθεσης Gorzelik (GC) και έκτοτε επανέλαβε σταθερά στη νομο-
λογία του ότι:
από τις αρμόδιες Μολδαβικές αρχές για αλλαγή στα πιστοποιητικά γέννησης και γάμου του της
εθνότητάς του (“ethnicity’) από Μολδαβική σε Ρουμανική με την αιτιολογία ότι οι γονείς του δεν
είχαν εγγραφεί ως εθνοτικά Ρουμάνοι στα αντίστοιχα πιστοποιητικά τους.
154. JULIE RINGELHEIM, “Ethnic Categories and European Human Rights Law”, 34 Ethnic
and Racial Studies (2011), σ. 1688.
155. Case of Ciubotaru, ό.π., παρ. 57. Βλ. και JULIE RINGELHEIM, “Ethnic Categories and
European Human Rights Law”, στο MATHIAS MÖSCHEL/COSTANZA HERMANIN/MICHELE GRIGOLO
(eds) Fighting Discrimination in Europe: The Case for a Race-Conscious Approach, Routledge,
New York, 2013, σ. 53.
156. Case of Ciubotaru, ό.π., παρ. 58. Βλ. και ANDRÁS PAP, “Is There a Legal Right to Free
Choice of Ethno-Racial Identity? Legal and Political Difficulties in Defining Minority Communi-
ties and Membership Boundaries”, 46 Columbia Human Rights Law Review (2014-2015), σ. 201.
157. ECHR, Case of Tasev v. North Macedonia (Application Nο. 9285/13), Strasbourg, 16
August 2019, παρ. 33· ECHR, Case of Molla Sali v. Greece (Application No 20452/14), Strasbourg,
19 December 2018, παρ. 157.
τα σωματεία που συστήνονται για άλλους σκοπούς, περιλαμβανομένων αυτών της προ-
στασίας της πολιτιστικής ή της πνευματικής κληρονομιάς, της επιδίωξης κοινωνικο-
οικονομικών στόχων, της κήρυξης ή της διδαχής μιας θρησκείας, της αναζήτησης μιας
εθνοτικής ταυτότητας ή της κατάφασης μιας μειονοτικής συνείδησης είναι επίσης σημα-
ντικά για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας [προσθήκη έμφασης]158.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως επισημάνθηκε και προγενέστερα, ο τρόπος με τον
οποίο η εθνική νομοθεσία κατοχυρώνει την ελευθερία αυτή, καθώς και η εφαρμογή της
από τις αρχές στην πράξη, είναι αποκαλυπτικές του επιπέδου του δημοκρατικού πολιτεύ-
ματος της κάθε χώρας159, ενώ και σε ένα γενικότερο επίπεδο ο σεβασμός των δικαιωμά-
των των μειονοτήτων θεωρείται, στον ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, χώρο, conditio sine qua
non για μια δημοκρατική κοινωνία160. Μέσα σε αυτό το πνεύμα και στο ειδικότερο πλαί-
σιο της ελευθερίας των συναθροίσεων που προβλέπει το Άρθρο 11 παρ. 1 της Σύμβασης,
το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει, αρχής γενομένης με την υπόθεση Stankov
and the United Macedonian Organisation Ilinden v. Bulgaria (2001), που αφορούσε την
απαγόρευση δημόσιων εορτασμών ιστορικών γεγονότων από τα μέλη του στερούμενου
εγγραφής σωματείου με την επωνυμία Ilinden, ρητοί καταστατικοί σκοποί του οποίου
ήταν «η ένωση όλων των Μακεδόνων της Βουλγαρίας σε περιφερειακή και πολιτιστική
βάση» και «η αναγνώριση της Μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία», χωρίς «να
παραβιαστεί η εδαφική ακεραιότητα» της χώρας και «χωρίς τη χρήση βίαιων… ή παρά-
νομων μέσων»161, ότι:
158. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 92· Υπόθεση Bekir-Ousta, ό.π., παρ. 36· Υπόθεση Εμίν,
ό.π., παρ. 22· Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης, ό.π., παρ. 43· Βλ. και JANNEKE GERARDS, General
Principles of the European Convention on Human Rights, Cambridge University Press, New York,
2019, σ. 66.
159. ECHR, Case of Association Rhino and Others v. Switzerland, Strasbourg, 11 October 2011,
παρ. 61· Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης, ό.π., παρ. 44· Υπόθεση Bekir-Ousta, ό.π., παρ. 37· Υπόθεση
Εμίν, ό.π., παρ. 23· Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 88· Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 40.
160. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 68. Βλ. και FRANCESCO PALERMO, “Domestic Enforce-
ment and Direct Effect of the Framework Convention for the Protection of National Minorities: On the
Judicial Implementation of the (Soft?) Law of Integration”, στο A. VERSTICHEL/A. ALEN/B. DE
WITTE/P. LEMMENS (eds) The Framework Convention for the Protection of National Minorities: A
Useful Pan-European Instrument?, Intersentia, Antwerp/Oxford/Portland, 2008, σ. 200.
161. Case of Stankov, ό.π., παρ. 10. Βλ. για την υπόθεση ROBERTA MEDDA-WINDISCHER,
“The Jurisprudence of the European Court of Human Rights”, 1 European Yearbook of Minority
Issues (2001/2002), σ. 489-493.
[ο]ποιαδήποτε μέτρα παρεμβαίνουν στην ελευθερία της συνάθροισης και της έκ-
φρασης, σε καταστάσεις άλλες από εκείνες της υποκίνησης σε βία ή απόρριψης των δη-
μοκρατικών αρχών – όσο εξοργιστικές και μη αποδεκτές και αν φαίνονται ορισμένες
απόψεις ή όροι στις αρχές – προσφέρουν κακή υπηρεσία στη δημοκρατία και συχνά την
θέτουν ακόμη και σε κίνδυνο [προσθήκη έμφασης]162.
162. Case of Stankov, ό.π., παρ. 97. Βλ. επίσης ECHR, Case of Kudrevičius and Others v.
Lithuania (Application No 37553/05), Strasbourg, 15 October 2015, παρ. 145· ECHR, Case of Ta-
ramenko v. Russia (Application No 19554/05), Strasbourg, 14 May 2014, παρ. 67· ECHR, Case of
Fáber v. Hungary (Application no 40721/08), Strasbourg, 24 July 2012, παρ. 37· ECHR, Case of
Sergey Kuznetsov v. Russia (Application no 10877/04), Strasbourg, 23 October 2008, παρ. 45.
163. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 41· Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης, ό.π., παρ. 51.
Βλ. και THERESA PAPADEMETRIOU, Greece: Status of Minorities, The Law Library of Congress,
2012, σ. 21, μελέτη αναρτημένη στον ιστότοπο της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου: https://
tile.loc.gov/storage-services/service/ll/llglrd/2013417418/2013417418.pdf (τελευταία προσπέλαση
στις 27/07/2021).
από την Τουρκική – στην προκειμένη περίπτωση την Κουρδική – δια της παροχής εκπαί-
δευσης στη μητρική τους γλώσσα, ακόμη και αν αυτή η εκπαιδευτική δραστηριότητα
ευνοεί τον πολιτισμό μιας μειονότητας164.
Μάλιστα, πέρα από την ελάσσονα πρόταση που συνίσταται στην αποδοχή ότι τα
σωματεία μπορούν να προωθούν την πολιτιστική ταυτότητα μιας μειονότητας ή γενικό-
τερα τον πολιτισμό μιας περιοχής, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να μπορεί να θεωρηθεί
απειλή για την εθνική ασφάλεια165, το Δικαστήριο προχώρησε με αφορμή την προαναφε-
ρόμενη υπόθεση Stankov και στη διατύπωση της μείζονας πρότασης166 ως προς τα όρια
των πολιτικών επιδιώξεων167 των μειονοτικών συλλόγων σημειώνοντας ότι:
το γεγονός ότι μια ομάδα προσώπων ζητά αυτονομία ή ακόμη και απόσχιση τμήμα-
τος της επικράτειας της χώρας – διεκδικώντας έτσι θεμελιώδεις συνταγματικές και εδα-
φικές μεταβολές – δεν δικαιολογεί αυτόματα την απαγόρευση των συναθροίσεών της. Η
διεκδίκηση εδαφικών μεταβολών σε ομιλίες και συγκεντρώσεις δεν συνιστά αυτόματα
απειλή για την εδαφική ακεραιότητα και εθνική ασφάλεια μιας χώρας168.
Η θέση αυτή, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνωρίζει δικαίωμα απόσχι-
σης στις μειονότητες, αλλά ότι η σχετική συζήτηση για αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να
αποκλείεται από το δημόσιο διάλογο169. Για το Δικαστήριο, τα αιτήματα για τέτοιου τύ-
που μεταβολές στις συνταγματικές δομές πρέπει απλώς, όπως επανέλαβε για μια ακόμη
φορά στην υπόθεση The United Macedonian Organization Ilinden – Pirin and Others v.
Bulgaria (2005), να πληρούν δυο βασικές προϋποθέσεις, να μην υποκινούν σε βία ή
στάση και να μην απορρίπτουν τις δημοκρατικές αρχές170.
Ειδικότερα ως προς την κλασική ένσταση των κρατών (και των εθνικών δικαστηρίων)
περί διασάλευσης της δημόσιας τάξης και της κοινωνικής ειρήνης από τον ενδεχόμενο διχα-
σμό του πληθυσμού και τις συνακόλουθες εντάσεις που μπορεί να προκύψουν από την έγερ-
ση διαφόρων μορφών μειονοτικών ζητημάτων που γεννά η σύσταση των επίδικων σωματεί-
ων και όχι μόνο, το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο επί μιας σειράς υποθέσεων ανάπτυξε μια
πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζει την πιθανότητα να προκύψουν εντά-
σεις όταν μια κοινότητα, θρησκευτική ή άλλη, διαιρείται, ωστόσο θεωρεί ότι μια τέτοια εξέ-
λιξη είναι αναπόφευκτη συνέπεια του πλουραλισμού171. Σε αυτές τις περιπτώσεις,
[ο] ρόλος των αρχών δεν συνίσταται στην εξάλειψη της αιτίας των εντάσεων με την
κατάργηση του πλουραλισμού, αλλά στην επαγρύπνηση ώστε οι ανταγωνιστικές μεταξύ
τους ομάδες να ανέχονται η μία την άλλη172.
Για το Ε.Δ.Δ.Α., λοιπόν, το Άρθρο 11 της Σύμβασης εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του
Άρθρου 10, στο πλαίσιο της στενής σύνδεσής τους και συμπληρωματικής, όπως το Δικαστή-
ριο έχει επανειλημμένως τονίσει, σχέσης τους, δεν εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα ή στις
ενώσεις των οποίων οι απόψεις γίνονται ευνοϊκά αποδεκτές ή θεωρούνται ως μη προσβλητι-
κές, αλλά και σε αυτές που μπορεί να προσβάλλουν, να σοκάρουν ή να ενοχλούν173. Αυτό
169. GEOFF GILBERT, “The Burgeoning Minority Rights Jurisprudence of the European Court
of Human Rights”, 24 Human Rights Quarterly (2002), σ. 778.
170. ECHR, Case of the United Macedonian Organisation Ilinden – PIRIN and Others v.
Bulgaria (Application No 59489/00), Strasbourg, 20 October 2005, παρ. 59-60.
171. GEOFF GILBERT, “The Cultural and Political Autonomy of Minorities”, 23 L’ Obser-
vateur des Nations Unies (2007), σ. 235.
172. ECHR, Case of Serif v. Greece (Application No 38187/97), Strasbourg, 14 December
1999, παρ. 53· ECHR, Case of Metropolitan Church of Bessarabia and Others v. Moldova (Application
No 45701/99), Strasbourg, 13 December 2001, παρ. 116· Case of Ouranio Toxo, ό.π., παρ. 40.
173. ECHR, Case of Redfearn v. The United Kingdom (Application no 47335/06), Stras-
bourg, 6 November 2012, παρ. 56.
επιβάλλει η αρχή του πλουραλισμού, η οποία, κατά το Ε.Δ.Δ.Α., δεν δύναται να πραγμα-
τωθεί χωρίς την ύπαρξη σωματείων που να μπορούν ελεύθερα να εκφράζουν τις ιδέες και
τις απόψεις τους174.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την περίπτωση των μειονοτικών σωματείων ο πλουραλι-
σμός προσλαμβάνεται ως «πολιτισμικός» (“cultural pluralism”)175 και οικοδομείται,
σύμφωνα με την παραδοσιακή πλέον νομολογία του Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από
την υπόθεση Gorzelik (GC):
πάνω στην αυθεντική αναγνώριση της διαφοράς και στο σεβασμό αυτής και των δυνα-
μικών των πολιτιστικών παραδόσεων των εθνοτικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων, των
θρησκευτικών δοξασιών, των καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών και κοινωνικο-οικονομικών
ιδεών και εννοιών176.
ωση των κρατών για την αποτελεσματική απόλαυση των ελευθεριών της συνένωσης και
της συνάθροισης είναι, κατά το Δικαστήριο, ιδιαίτερα σημαντική για τα πρόσωπα που
πρεσβεύουν αντι-δημοφιλείς απόψεις ή ανήκουν σε μειονότητες/μειοψηφίες, επειδή είναι
πιο ευάλωτα στη θυματοποίηση/στοχοποίηση180.
Συνεπώς, οι δημόσιες αρχές έχουν την ευθύνη να εγγυώνται την καλή λειτουργία
ενός σωματείου ή ενός πολιτικού κόμματος, ακόμη και όταν αυτά ενοχλούν ή προσβάλ-
λουν τα πρόσωπα που αντιτίθενται προς τις νόμιμες ιδέες ή διεκδικήσεις που θέλουν να
προαγάγουν. Τα μέλη τους πρέπει να μπορούν να συνέρχονται χωρίς να χρειάζεται να
φοβούνται τις βιαιότητες που θα ασκούσαν πάνω τους οι αντίπαλοί τους. Ένας τέτοιος
φόβος θα κινδύνευε να αποθαρρύνει άλλα σωματεία ή πολιτικά κόμματα από το να εκ-
φράζονται ανοικτά πάνω σε καυτά θέματα της κοινωνίας181.
Υπό τη σκέψη αυτή και σε ότι αφορά το ειδικότερο πλαίσιο των συναθροίσεων ε-
νώσεων πολιτών που διεκδικούν μειονοτικό status, το Δικαστήριο ορμώμενο από την
προαναφερόμενη υπόθεση Stankov τόνισε πως αν κάθε πιθανότητα εντάσεων και παθια-
σμένων διαξιφισμών μεταξύ των αντίθετων ομάδων κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης
δικαιολογούσε την απαγόρευσή της, τότε η κοινωνία θα στερούνταν της δυνατότητας να
ακούει διαφορετικές απόψεις πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα προσβάλει την ευαισθησία
της γνώμης της πλειονότητας182.
Ουσιαστικά, το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνωρίζοντας τόσο την πολιτισμική διάσταση της αρ-
χής του πλουραλισμού στις σχετικές υποθέσεις που άπτονται της ελευθερίας της συνέ-
νωσης και της συνάθροισης, όσο και γενικότερα την αξία της διαφορετικότητας, όπως
υποδηλώνει σαφώς η πάγια θέση του ότι σε μια δημοκρατία «η πολυμορφία δεν μπορεί
Journalists and Others v. the United Kingdom (Applications Nos. 30668/96, 30671/96 and
30678/96), Strasbourg, 2 July 2002, παρ. 41· Case of Ouranio Toxo, ό.π., παρ. 37.
180. Case of Zhdanov, ό.π., παρ. 163· ECHR, Case of Bączkowski and Others v. Poland
(Application No 1543/06), Strasbourg, 3 May 2007, παρ. 64.
181. Case of Ouranio Toxo, ό.π., παρ. 37· Case of Zhdanov, ό.π. παρ. 162. Βλ. και European
Commission for Democracy Through Law (Venice Commission), “Guidelines on Political Party
Regulation” (2nd edition), Study No 881/2017, CDL-AD(2020)032, Strasbourg, 14 December 2020,
σ. 15, παρ. 40.
182. Case of Stankov, ό.π., παρ. 107. Βλ. και Venice Commission and OSCE/ODIHR,
“Guidelines on Freedom of Peaceful Assembly (3rd edition)”, Study No 581/2010, CDL-
AD(2019)07, Strasbourg/Warsaw, 8 July 2019, σ. 51 (υποσημ. 256).
183. ECHR, Case of Nachova and Others v. Bulgaria (Applications Nos. 43577/98 and
43579/98), Strasbourg, 6 July 2005, παρ. 145· ECHR, Case of Stoica v. Romania (Application No
42722/02), Strasbourg, 4 March 2008, παρ. 117· ECHR, Case of R.R. and R.D. v. Romania
(Application No 20649/18), 1 September 2020, παρ. 200.
184. ALEXANDRA XANTHAKI, “Multiculturalism and International Law: Discussing Universal
Standards”, 32 Human Rights Quarterly (2010), σ. 23.
185. DOMINIC MCGOLDRICK, “Multiculturalism and its Discontents”, 5 Human Rights Law
Review (2005), σ. 31.
186. ECSR, “General Comment No 21 - Right of Everyone to Take Part in Cultural Life (art.
15, para. 1 (a), of the International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights)”, UN Doc.
E/C.12/GC/21, 21 December 2009, παρ. 11.
187. Βλ. για παράδειγμα CHRISTIAN JOPPKE, “The Retreat of Multiculturalism and the Liberal
State: Theory and Policy”, 55 The British Journal of Sociology (2004), σ. 248, 250-251.
188. STEPHANIE E. BERRY, “Aligning Interculturalism with International Human Rights Law:
‘Living Together’ without Assimilation”, 18 Human Rights Law Review (2018), σ. 446.
τεία, στο βαθμό πάντα, που δεν αποσκοπούν στη βία και στην παραβίαση των δημοκρα-
τικών αρχών, ένα σημαντικό βήμα για να εκφράζουν ελεύθερα τις θέσεις τους, όσο διχα-
στικές και αν είναι αυτές, να τις κοινοποιούν στο δημόσιο βίο και να τις καταθέτουν ανε-
μπόδιστα στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου και της κρίσης της κοινωνίας των πολιτών,
ώστε δια της γόνιμης αντιπαράθεσης, της διαλεκτικής σύγκρουσης και της σταδιακής
ζύμωσης και ενδεχομένως σύνθεσης να καθίσταται δυνατή η επιθυμητή αλληλεπίδραση
προσώπων και ομάδων με διαφορετικές ταυτότητες που με τη σειρά της μπορεί υπό προ-
ϋποθέσεις να οδηγήσει στην επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή189.
Ο συλλογισμός αυτός αποτελείται από δύο αλληλένδετα σκέλη, που, αν και εξαιρε-
τικά λιτά στη διατύπωσή τους, παρουσιάζουν ζωτικό ενδιαφέρον για τη μειονοτική ετε-
ρότητα. Το πρώτο αφορά το μείζον ζήτημα της ύπαρξης μιας μειονότητας και τις διαφο-
ρετικές απόψεις που υπάρχουν πάνω σε αυτό, ενώ το δεύτερο στη δέουσα αντιμετώπιση
που πρέπει να έχει η μειονοτική ετερότητα μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ξεκινώ-
ντας με το πρώτο, είναι γεγονός ότι σε αρκετά κράτη η ύπαρξη μιας μειονότητας και συ-
νακόλουθα η υπαγωγή της στο σχετικό καθεστώς προστασίας που ορίζουν οι διατάξεις
189. ECHR, Case of Moscow Branch of the Salvation Army v. Russia (Application No
72881/01), Strasbourg, 5 October 2006, παρ. 61· Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 92· Case of
Ouranio Toxo, ό.π., παρ. 35· Case of United Macedonian Organization Ilinden and Others, ό.π.,
παρ. 58.
190. Case of Sidiropoulos, ό.π., παρ. 41· Υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης, ό.π., παρ. 51·
Case of Eğitim ve Bilim Emekçileri Sendikası, ό.π., παρ. 59. Βλ. και YVONNE DONDERS, “Do Cul-
tural Diversity and Human Rights Make a Good Match?”, 61 (199) International Social Science
Journal (2010), σ. 27.
των διεθνών και περιφερειακών κειμένων του Δ.Δ. εξαρτάται από την προηγούμενη κρα-
τική αναγνώριση της ενδιαφερόμενης ομάδας ως τέτοιας191. Υπό το πρίσμα αυτό, η επί-
σημη αναγνώριση από το κράτος καθίσταται τόσο de jure όσο και de facto απαραίτητη
συνθήκη για τη διατήρηση και την προώθηση των μειονοτικών ταυτοτήτων192. Ως απο-
τέλεσμα, μια ομάδα που διεκδικεί status μειονότητας αλλά δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια
από τις εθνικές αρχές δυσχεραίνεται πρακτικά στην απόλαυση των οικείων προβλέψεων
του Δ.Δ. (π.χ. ως προς τα απαραίτητα κρατικά θετικά μέτρα για την επίτευξη μιας πραγ-
ματικής ισότητας και για τη διαφύλαξη των χαρακτηριστικών της) και στερείται της
απαραίτητης θεσμικής νομιμοποίησης να διαπραγματεύεται πολιτικές διευθετήσεις με το
κράτος που διαβιεί193. Από την άλλη πλευρά, ορισμένα κράτη δέχονται ότι η ύπαρξη μιας
μειονότητας είναι πραγματικό γεγονός που δεν εξαρτάται από τη δική τους αναγνώρι-
ση194. Η τελευταία θέση συνάδει με τη σύγχρονη προσέγγιση μιας σειράς διεθνών και
περιφερειακών οργάνων, όπως, μεταξύ άλλων, της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ε.Α.Δ. Δ.Σ.Α.Π.Δ.),
της Σ.Ε. της Σύμβασης Πλαίσιο, του Ύπατου Αρμοστή για τις Εθνικές Μειονότητες
(Υ.Α.Ε.Μ.) του Ο.Α.Σ.Ε., και – κατά μία ερμηνεία – του Ε.Δ.Δ.Α., και καθιστά ευχερέ-
στερη, στη θεωρία τουλάχιστον, την πρόσβαση στα μειονοτικά δικαιώματα.
Ειδικότερα, υπάρχουν κράτη, για παράδειγμα η Τουρκία, που προβάλουν την ανα-
χρονιστική και για αυτό το λόγο βαλλόμενη από όλες τις αρμόδιες επιτροπές των Η.Ε.
θέση ότι οι μειονότητες υπάρχουν μόνο όταν αναγνωρίζονται ως τέτοιες από διμερείς ή
πολυμερείς συνθήκες, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, από τη Συνθήκη της Λοζά-
νης195. Άλλα, πάλι, κράτη θεωρούν, όπως σημειώνει ο Ειδικός Εισηγητής των Η.Ε. για τα
μειονοτικά ζητήματα, Fernand de Varennes, ότι από τη στιγμή που δεν υφίσταται ένας
κοινά αποδεκτός ορισμός της έννοιας, εναπόκειται στην αποκλειστική διακριτική τους
ευχέρεια να καθορίσουν μονομερώς ποιες ομάδες συνιστούν μειονότητες και ποιες όχι196.
Συγκεκριμένα, στον ευρωπαϊκό χώρο εννέα κράτη (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Γερμα-
νία, Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Σλοβακία, Σλοβενία και Σουηδία) από τα τριάντα εννέα
που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση Πλαίσιο υπέβαλαν, κατά την πράξη της υπογρα-
στην Άγκυρα αφενός να εξετάσει την άρση της επιφύλαξης που έχει διατυπώσει έναντι του Άρ-
θρου 27 του Συμφώνου και αφετέρου να προστατεύει αποτελεσματικά τα δικαιώματα όλων των
προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, HRC, “Concluding Observations on the Initial Report of
Turkey Adopted by the Committee at its 106th Session (15 October-2 November 2012)”, UN Doc.
CCPR/C/TUR/CO/1, 13 November 2012, παρ. 9. Η Επιτροπή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οι-
κονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ.) με τη σειρά της τόνισε την
απουσία ενός νομοθετικού πλαισίου για την αναγνώριση όλων των μειονοτήτων, περιλαμβανομέ-
νων των Κούρδων, των Ρομά και των Αραμαίων (Arameans) και παρότρυνε το τουρκικό κράτος να
αναγνωρίσει όλες τις μειονότητες της επικράτειάς του, CESCR, “Concluding Observations of the
Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Turkey”, UN Doc. E/C.12/TUR/CO/1, 12
July 2011, παρ. 10. Τέλος, και η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων επισήμα-
νε στην Τουρκία ότι η Συνθήκη της Λοζάνης δεν απαγορεύει ρητά την αναγνώριση και άλλων μειο-
νοτήτων και συνέστησε στο τουρκικό κράτος να αναθεωρήσει τη θέση του και να εξετάσει την ανα-
γνώριση και άλλων ομάδων που ενδεχομένως πληρούν τις προϋποθέσεις ως εθνοτικές, εθνικές ή
εθνο-θρησκευτικές μειονότητες, όπως είναι οι Κούρδοι, οι Ρομά, οι Γιεζίντις (Ezidis) και οι Καφέριοι
(Caferis), CERD, “Concluding Observations of the Combined Fourth to Sixth Periodic Reports of
Turkey”, UN Doc. CERD/C/TUR/CO/4-6, 11 January 2016, παρ. 14. Ανάλογη είναι και η αντιμετώ-
πιση της Ελλάδας από τις επιτροπές των Η.Ε., καθώς μπορεί μεν το ελληνικό κράτος να μην υιοθετεί
επίσημα μια αντίστοιχα κατηγορηματική θέση με αυτή της Τουρκίας, στην πράξη, ωστόσο, αναγνω-
ρίζει με βάση τη Συνθήκη της Λοζάνης, μια και μόνο μειονότητα θρησκευτικού αποκλειστικά χαρα-
κτήρα, ήτοι τη Μουσουλμανική στη Θράκη, βλ. HRC, “Consideration of Reports Submitted by States
Parties under Article 40 of the Covenant – Initial Report: Greece”, UN Doc. CCPR/C/GRC/2004/1, 15
April 2005, παρ. 895, 899. Βλ. τις σχετικές (επι)κριτικές παρατηρήσεις και συστάσεις των Επιτροπών
των Η.Ε., CESCR, “Concluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural
Rights: Greece”, UN Doc. E/C.12/1/Add.97, 7 June 2004, παρ. 10, 31· HRC, “Concluding Observa-
tions of the Human Rights Committee: Greece”, UN Doc. CCPR/CO/83/GRC, 25 April 2005, παρ.
20· CERD, “Concluding Observations on the Twentieth to Twenty Second Periodic Reports of
Greece”, UN Doc. CERD/C/GRC/CO/20-22, 3 October 2016, παρ. 11.
196. Human Rights Council, “Report of the Special Rapporteur on Minority Issues, Fernand
de Varennes”, UN Doc. A/74/160, 15 July 2019, σ. 8-9, παρ. 21.
φής ή της επικύρωσής της, διακήρυξη ή επιφύλαξη σύμφωνα με την οποία απαριθμούν
ονομαστικά τις μειονότητες που υπάγουν στο καθεστώς προστασίας της197. Με τον ίδιο
τρόπο άλλες έξι χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Εσθονία, Λατβία, Λουξεμβούργο και Πολω-
νία) έθεσαν τους δικούς τους ορισμούς με συνδυασμό αντικειμενικών και υποκειμενικών
κριτηρίων που πρέπει να συντρέχουν για την πλήρωση της έννοιας και συνακόλουθα για
την ένταξη μιας ομάδας στο πεδίο της Σύμβασης198. Τέλος, το Λιχνεστάιν, το Λουξεμ-
βούργο, η Μάλτα, το Σαν Μαρίνο, η Πορτογαλία και η Ισπανία δήλωσαν ότι δεν υφίστα-
νται μειονότητες στην επικράτειά τους. Αποτυπώνοντας αυτή την κατάσταση το
Ε.Δ.Δ.Α. παρατήρησε ότι η πρακτική των κρατών αναφορικά με την αναγνώριση των
μειονοτήτων διαφέρει από χώρα σε χώρα ή ακόμη και μέσα στην ίδια χώρα. Για το Δι-
καστήριο, η επιλογή της μορφής της αναγνώρισης, καθώς και του τρόπου εφαρμογής
της, μέσω π.χ. διεθνούς συνθήκης ή διμερούς συμφωνίας ή συνταγματικής διάταξης ή
ειδικού νόμου, εναποτίθεται από τη φύση των πραγμάτων στη διακριτική ευχέρεια του
κράτους, καθώς εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε χώρας199.
Από την άλλη πλευρά, η στάση αυτών των κρατών να εξαρτούν την ύπαρξη και ε-
πομένως την προστασία των μειονοτήτων από την προηγούμενη δική τους αναγνώριση
δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τη διατυπωμένη ήδη από τη μεσοπολεμική περίοδο θέση
του Δ.Δ.Δ.Δ. στην υπόθεση των ελληνο-βουλγαρικών κοινοτήτων (1930) ότι: «[η] ύπαρ-
ξη των κοινοτήτων είναι ζήτημα πραγματικό και όχι νομικό»200. Σε παραπλήσιο μήκος
κύματος πιο πρόσφατα η Ε.Α.Δ. του Δ.Σ.Α.Π.Δ. τόνισε στο Γενικό Σχόλιο Νο 23 (1994)
αναφορικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων του Άρθρου 27 του Συμφώνου ότι «[η]
ύπαρξη μιας εθνοτικής, θρησκευτικής ή γλωσσικής μειονότητας σε ένα Κράτος μέλος
197. Βλ. ACFC, “The Framework Convention: A Key Tool to Managing Diversity Through
Minority Rights - Thematic Commentary No 4: The Scope of Application of the Framework Con-
vention for the Protection of National Minorities”, ACFC/56DOC(2016)001, Strasbourg, 27 May,
2016, σ. 10-11, παρ. 19, 23.
198. MARIA TELALIAN, “European Framework Convention for the Protection of National Mi-
norities and its Personal Scope of Application”, στο GUDMUNDUR ALFREDSSON/MARIA STAVRO-
POULOU (eds) Justice Pending: Indigenous Peoples and Other Good Causes – Essays in Honour of
Erica-Irene A. Daes, Martinus Nijhoff Publishers, The Hague/London/New York, 2002, σ. 126.
199. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 67. Βλ. και OLIVIER DE SCHUTTER, International Hu-
man Rights Law. Cases, Materials, Commentary, Cambridge University Press, 3rd ed., Cambridge,
2019, σ. 358.
200. P.C.I.J., The Greco-Bulgarian “Communities”, Advisory Opinion, Series B΄, No 17, 31
July 1930, σ. 22.
δεν εξαρτάται από την απόφαση αυτού του Κράτους, αλλά χρειάζεται να θεμελιώνεται με
αντικειμενικά κριτήρια»201. Ανάλογη στην ουσία της ως προς το ζήτημα της ύπαρξης των
μειονοτήτων είναι και η σύγχρονη προσέγγιση της Σ.Ε. κατά τον έλεγχο που ασκεί για τη
διαπίστωση της συμβατότητας των κρατικών πολιτικών με τις διατάξεις της Σύμβασης
Πλαίσιο. Έτσι, η Επιτροπή έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η εφαρμογή της Σύμβασης ανα-
φορικά με μια ομάδα προσώπων δεν απαιτεί απαραίτητα την προηγούμενη επίσημη ανα-
γνώρισή της ως μειονότητας ή την ύπαρξη ορισμού για την έννοια της εθνικής μειονότη-
τας202. Συνακόλουθα, αυτό που έχει σημασία για την Σ.Ε. είναι η απόλαυση των μειονοτι-
κών δικαιωμάτων στην πράξη, ανεξάρτητα από το αν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αναγνω-
ρίζονται ή όχι στην εσωτερική έννομη τάξη203. Στη βάση αυτή η Επιτροπή ασκεί συστημα-
τικά κριτική στα κράτη εκείνα που συνδέουν την παροχή μειονοτικών δικαιωμάτων με την
εκ μέρους τους προηγούμενη επίσημη αναγνώριση μιας μειονότητας και τονίζει ότι μια τέ-
τοια στάση συνιστά εξ ορισμού πολιτική αποκλεισμού που δεν συνάδει με τις αρχές της
Σύμβασης204. Η πράξη της αναγνώρισης μπορεί, κατά την Σ.Ε., να έχει μόνο διακηρυκτικό
και όχι συστατικό χαρακτήρα και συνεπώς η πρόσβαση στα μειονοτικά δικαιώματα δεν
μπορεί να εξαρτάται από την επίσημη αναγνώριση των μειονοτήτων205.
Την άποψη περί της πραγματικής υπόστασης των μειονοτήτων ασπάζεται και η συ-
ντριπτική πλειονότητα των διεθνολόγων και δη των πλέον έγκριτων στο πεδίο206. Υπό τη
(υποσημ. 70)· LOUIS B. SOHN, “The Rights of Minorities”, στο LOUIS HENKIN (ed.) The Interna-
tional Bill of Rights, Columbia University Press, New York, 1981, σ. 272· FRANCESCO CAPOTORTI,
“The Protection of Minorities under Multilateral Agreements on Human Rights” 2 Italian Yearbook
of International Law (1976), σ. 18.
207. MAX VAN DER STOEL, “Statement of HCNM on Discussion in Greece Regarding the
Question of National Minorities, 23 August 1999”, 4 Helsinki Monitor (1999), σ. 79.
208. JAVAID REHMAN, “E. Gayim, The Concept of Minority in International Law: A Critical
Study of the Vital Elements, Rovaniemi, 2001, University of Lapland Press” (Book Review), 10
International Journal on Minority and Group Rights (2004), σ. 261-262.
209. ΓΑΡΑΤΖΙΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, «ΜονΠρωτΦλ 243/2003 (19-12-2003): Απορριπτέα η Αίτηση
Αναγνώρισης Σωματείου υπό την Επωνυμία «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού», λόγω του Κατα-
στατικού του Σκοπού, που Θέτει σε Κίνδυνο τη Δημόσια Τάξη και την Εθνική Ασφάλεια - Σχό-
λιο», ΙΙ Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου (2004), Έτος ΙΖ΄, σ. 718.
210. ZDENKA MACHNYIKOVA, “Article 7”, στο MARC WELLER (ed.) The Rights of Minorities
in Europe. A Commentary on the European Framework Convention for the Protection of National
Minorities, Oxford University Press, Oxford/New York, 2005, σ. 208.
211. PATRICK THORNBERRY, Indigenous Peoples and Human Rights, Juris Publishing and
Manchester University Press, New York/Manchester, 2002, σ. 292.
τας, όπου αυτό τίθεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι ερμηνείες των θέσεων του διίστα-
νται. Σύμφωνα με μια προηγούμενη ανάγνωση του νυν Ειδικoύ Εισηγητή των Η.Ε.
Fernand de Varennes, το Δικαστήριο δείχνει απρόθυμο να πάρει θέση σε ότι αφορά τις
περιπτώσεις συγκεκριμένων κατηγοριών μειονοτήτων και μόνο, αυτών δηλαδή που η
αναγνώρισή τους αυτόματα θα επέφερε ιδιαίτερα προνόμια κατά την εσωτερική έννομη
τάξη (π.χ. ευνοϊκή εκλογική μεταχείριση στους Σιλεσιανούς αν κατοχύρωναν καθεστώς
εθνικής μειονότητας στην υπόθεση Gorzelik). Αντίθετα,
«[σ]τις επιτεινόμενα αυξάνουσες υποθέσεις που περιλαμβάνουν Κούρδους, Ρο-
μά/Γύφτους, Σόρβους, Ρώσους, Μακεδόνες, Βάσκους, Σάμι, Μάρτυρες του Ιεχωβά,
Άθεους, Καθολικούς, Εβραίους, Μουσουλμάνους και άλλες μειονότητες…δεν υπήρξε
ποτέ καμία δυσκολία για το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την αντικειμενική, πραγματική
τους παρουσία μέσα στο κράτος, συχνά αναφερόμενο σε αυτές συγκεκριμένα ως μειο-
νότητες, ανεξάρτητα από το status τους ή την αναγνώρισή τους από το κράτος, και α-
διάφορα από το αν η Ε.Σ.Δ.Α. είναι ημι-σιωπηρή ως προς την ύπαρξη ή τα δικαιώματα
των μειονοτήτων212.
Μια άλλη προσέγγιση που έχει ως αφετηρία το παράδειγμα των Σιλεσιανών στην υπό-
θεση Gorzelik επισημαίνει ότι το Ε.Δ.Δ.Α. αποφεύγει στις υποθέσεις που τίθεται ρητά σχε-
τικό ζήτημα από τους προσφεύγοντες να αποφανθεί αν η προσφεύγουσα ομάδα προσώπων
συνιστά «εθνική μειονότητα», πόσο μάλλον να προβεί σε κάποιον ορισμό της έννοιας213. Σε
κάθε περίπτωση, πάντως, η μη αναγνώριση μιας ομάδας ως μειονότητας, δεν συνιστά για το
Δικαστήριο εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της συνένωσης, όπως
επισήμανε αρχικά στην πρώτη εξέταση της υπόθεσης Gorzelik (2001)214. Στην αυτή γραμμή
το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε πρόσφατα στην υπόθεση Macedonian Club for Ethnic Tolerance in Bul-
garia and Radonov v. Bulgaria (2020), που αφορούσε την άρνηση εγγραφής από τα βουλ-
γαρικά δικαστήρια του εν λόγω σωματείου επειδή, μεταξύ άλλων, «συνηγορούσε στην ιδέα
ότι υφίσταται μια Μακεδονική εθνοτική μειονότητα στη Βουλγαρία, που σήμαινε ότι επιδί-
ωκε να καλλιεργήσει μια τέτοια μειονότητα – από τη στιγμή που αυτή δεν υπήρχε στην
212. FERNAND DE VARENNES, “Using the European Court of Human Rights to Protect the
Rights of Minorities”, στο MARC WELLER/ALEXANDER MORAWA (eds) Minority Issues Handbook.
Mechanisms for the Implementation of Minority Rights, Council of Europe Publishing, 2004, σ. 89.
213. Case of Gorzelik (2001), ό.π., παρ. 62. Βλ. και GEOFF GILBERT, “Soft Solutions to Hard
Problem: Justiciable Minority Rights?”, 10 European Yearbook of Minority Issues (2011), σ. 185-
186 (υποσημ. 21).
214. Βλ. υποσημ. 22.
πραγματικότητα – και επομένως στρεφόταν κατά της ενότητας του έθνους», ότι ο συγκεκρι-
μένος λόγος δεν επαρκούσε για να δικαιολογήσει την επέμβαση και συνακόλουθα ότι αυτή
συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 11215.
Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο έχει δομήσει με εφαλτήριο την ελευθερία της
συνένωσης216 μια συνεκτική νομολογία που συστηματικά αναγνωρίζει στα μέλη τόσο των
αναγνωρισμένων όσο και των μη αναγνωρισμένων μειονοτήτων217, το δικαίωμά τους να
επιβεβαιώνουν την αντίληψη που έχουν για την εθνική ή εθνοτική ταυτότητα, την ιστορία
και τον πολιτισμό τους218. Η συγκεκριμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου
έχει οδηγήσει μερίδα της θεωρίας στη διατύπωση της άποψης ότι ουσιαστικά το Ε.Δ.Δ.Α.
προσπερνά το ζήτημα του ορισμού και της επίσημης αναγνώρισης μιας ομάδας ως εθνικής
μειονότητας και εστιάζει, σε συμφωνία μεταξύ άλλων, με την προαναφερόμενη προσέγγιση
της Σ.Ε. της Σύμβασης Πλαίσιο αλλά και ορισμένων εντεταλμένων οργάνων των Η.Ε., στην
ανάγκη της de facto προστασίας της μειονοτικής ετερότητας219.
215. ECHR, Case of Macedonian Club for Ethnic Tolerance in Bulgaria and Radonov v.
Bulgaria (Application No 67197/2013), Strasbourg, 28 May 2020, παρ. 24-25.
216. ENIKŐ HORVÁTH, “Cultural Identity and Legal Status: Or, the Return of the Right to
Have (Particular) Rights”, στο FRANCESCO FRANCIONI/MARTIN SCHEININ (eds) Cultural Human
Rights, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2008, σ. 178-179.
217. ASBJØRN EIDE, “Introduction: Mechanisms for Supervision and Remedial Action”, στο
MARC WELLER (ed.) Universal Minority Rights: A Commentary on the Jurisprudence of Interna-
tional Courts and Treaty Bodies, Oxford University Press, Oxford, 2007, σ. 23.
218. SOPHIE CACCIAGUIDI-FAHY, “Julie Ringelheim, Diversité Culturelle et Droit de
l’Homme – La Protection des Minorités par la Convention Européenne des Droits de l’Homme,
Bruylant, Brussels, 2006” (Book Review), 15 International Journal on Minority and Group Rights
(2008), σ. 429.
219. FRANÇOISE TULKENS/STEFANO PIEDIMONTE, “The Protection of National Minorities in
the Case - Law of the European Court of Human Rights”, Committee of Experts on Issues Relating
to the Protection of National Minorities (DH-MIN), 7th Meeting, Strasbourg, 12-13 March 2008, σ.
3-9 (παρ. 5, 9-14, 19-23), https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/Display
DCTMContent?documentId=090000168069780e (τελευταία προσπέλαση στις 27/07/2021). Στο
επίπεδο των Η.Ε. η προσέγγιση αυτή καθρεφτίζεται για παράδειγμα στη σύσταση προς την Ελλη-
νική κυβέρνηση της Ανεξάρτητης Εμπειρογνώμονος των Η.Ε. για τα Μειονοτικά Ζητήματα, Gay
McDougall, στην Έκθεσή της για την Ελλάδα «να απεγκλωβιστεί από τη διένεξη αναφορικά με το
αν υπάρχει Μακεδονική ή Τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα και να επικεντρώσει στην προστα-
σία των δικαιωμάτων του αυτοπροσδιορισμού, της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας
της συνένωσης αυτών των κοινοτήτων». Human Rights Council, “Report of the Independent Ex-
Σε ό,τι αφορά γενικότερα την θέση περί του πραγματικού της ύπαρξης των μειο-
νοτήτων, αυτή κρίνεται ως στέρεα στο βαθμό που εννοεί ότι «ο εθνικός νομοθέτης δεν
έχει τη δυνατότητα να ορίζει κυριαρχικά τις μειονότητες και να περιορίζει κατ’ αρέσκεια
τα δικαιώματά τους»220. Η σημασία, ωστόσο, της επίσημης αναγνώρισης δεν είναι δυνα-
τόν να παραγνωρίζεται, καθώς, όπως έχει επισημάνει, μεταξύ άλλων, και η πρώην Ανε-
ξάρτητη Εμπειρογνώμων των Η.Ε. για τα Μειονοτικά Ζητήματα, Gay McDougall, η
κρατική αναγνώριση που βασίζεται στον αυτοπροσδιορισμό είναι το πρώτο βήμα σε μια
διαδικασία για την εξασφάλιση των μειονοτικών δικαιωμάτων και την κατοχύρωση της
θέσης των μελών των μειονοτήτων ως ισότιμων κοινωνικών εταίρων221. Αναμφίβολα, η
αναγνώριση μπορεί να συμβάλλει στη συνολικότερη αναβάθμιση της θέσης μιας μειονό-
τητας στη μείζονα εθνική κοινωνία222, καθιστώντας την αφενός πιο ορατή στο ευρύτερο
δημόσιο πεδίο με ότι αυτό συνεπάγεται για την απαραίτητη ώσμωση με την πλειονότητα
και τη γνωριμία της τελευταίας με τον πολιτισμό, την ιστορία και τις ανάγκες της πρώ-
της, και αφετέρου παρέχοντάς της την απαραίτητη νομιμοποίηση να θέτει σε επίσημο
πλέον επίπεδο τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, οι
αρμόδιες επιτροπές των Η.Ε., όπως και η Σ.Ε. της Σύμβασης Πλαίσιο, ζητάνε συχνά από
τα κράτη να προβούν σε διαβουλεύσεις με τις ενδιαφερόμενες ομάδες με σκοπό την ανα-
γνώρισή τους ως μειονοτήτων σύμφωνα με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού223. Τα
κράτη, βέβαια, απολαμβάνουν, όπως έχει αναγνωρίσει και το Ε.Δ.Δ.Α., ένα ευρύ περι-
θώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να αναγνω-
ρίσουν τις μειονότητες που διαβιώνουν στην επικράτειά τους. Ωστόσο, «κάθε κράτος
έχει εκ του διεθνούς δικαίου την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με «καλή πίστη», που
σημαίνει ότι δεν μπορεί να αυθαιρετεί…όταν συντρέχουν αντικειμενικά στοιχεία που
δείχνουν την ύπαρξη μιας μειονότητας στο έδαφός του»224. Σε παραπλήσιο πλαίσιο υπο-
στηρίζεται ότι από την υποχρέωση των κρατών για προστασία των μειονοτήτων απορρέ-
ει και η υποχρέωση αναγνώρισης των τελευταίων225, αφού στην αντίθετη περίπτωση η
ομάδα καταδικάζεται σε θεσμική ανυπαρξία και τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτήν δεν
μπορούν να απολαύσουν τον πολιτισμό τους από τη στιγμή που η ομάδα τους και η ταυ-
τότητά της δεν υφίσταται για την έννομη τάξη.
Συνεχίζοντας, σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της υπό ανάλυση θέσης του
Ε.Δ.Δ.Α περί ανοχής και προστασίας των μειονοτήτων, είναι πέρα από σαφές ότι σε επί-
πεδο αρχών το Δικαστήριο συντάσσεται σθεναρά, ακόμη και αν έχει δεχτεί πως το σχετι-
κό αναδυόμενο consensus μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών μελών του ΣτΕ δεν έχει
καταστεί επαρκώς συνεκτικό226, με τη διατύπωση του Προοιμίου της Σύμβασης Πλαίσιο
που ορίζει ότι:
μια πλουραλιστική και αληθινά δημοκρατική κοινωνία πρέπει όχι μόνο να σέβεται
την εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα κάθε προσώπου που
ανήκει σε μειονότητα, αλλά και να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες που να καθι-
στούν δυνατή την έκφραση, τη διατήρηση και την ανάπτυξη αυτής της ταυτότητας227.
224. ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ, «Τα Προβλήματα στις Σχέσεις Ελλάδας-Π.Γ.Δ.Μ. και το Διεθνές
Δίκαιο: Η Ονομασία, η Εθνική Ταυτότητα, η Μειονότητα στην Ελλάδα», στο ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΕΡΡΑΚΗΣ (επιμ.)
Ματιές στο Σύγχρονο Τοπίο των Δυτικών Βαλκανίων, Εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 2009, σ. 42.
225. ROBERTA MEDDA-WINDISCHER, Old and New Minorities: Reconciling Diversity and
Cohesion, A Human Rights Model for Minority Integration, Nomos, Baden Baden, 2009, σ. 108·
GEOFF GILBERT, “Individuals, Collectivities and Rights”, στο NAZILA GHANEA/ALEXANDRA XAN-
THAKI (eds) Minorities, Peoples and Self-Determination: Essays in Honour of Patrick Thornberry,
Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2005, σ. 159-160.
226. ECHR, Case of Chapman v. The United Kingdom (Application No 27238/95), Stras-
bourg, 18 January 2001, παρ. 93-94. Επισημαίνεται, πάντως, ότι σχεδόν μια δεκαετία αργότερα το
Δικαστήριο αρκέστηκε να παρατηρήσει ότι υφίσταται ένα αναδυόμενο consensus στο πεδίο της
μειονοτικής προστασίας, αποφεύγοντας να προσθέσει ότι αυτό δεν είναι συνεκτικό, ECHR, Case of
Muñoz Díaz v. Spain (Application No 49151/07), Strasbourg, 8 December 2009, παρ. 60.
227. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 93. Βλ. και ALAIN ZYSSET, The ECHR and Human
Rights Theory – Reconciling the Moral and Political Conceptions, Routledge, London/New York,
2017, σ. 238.
ακολουθώντας όλους τους προαναφερόμενους συλλογισμούς του για τα όρια της ελευθε-
ρίας της έκφρασης, τα δικαιώματα των μειοψηφικών ομάδων και τη σημασία της αρχής
του πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία, υιοθέτησε, αρχής γενομένης με την
υπόθεση Stankov, μια διαφορετική θέση κρίνοντας ότι από τη στιγμή που δεν χρησιμο-
ποιούνταν παράνομα μέσα δεν ήταν αναγκαίο να περιοριστεί το δικαίωμα της συνάθροι-
σης των μελών και των φίλα προσκείμενων του στερούμενου εγγραφής σωματείου Ilin-
den, προκειμένου να προστατευτεί ο βουλγαρικός πληθυσμός της περιοχής του Πιρίν από
τον επιδιωκόμενο, κατά τη Βουλγαρική κυβέρνηση, “προσηλυτισμό” του σε μια άλλη
ταυτότητα231. Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι η επιδίωξη των προσφευγόντων να εορ-
τάσουν τη μνήμη συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων ως «Μακεδονικών», ενώ το κρά-
τος και η πλειονότητα της κοινωνίας τα θεωρούσε ως στιγμές της Βουλγαρικής ιστορί-
ας232, δεν στοιχειοθετούσε επαρκή λόγο για την απαγόρευση των σχετικών εκδηλώσεων,
αφού, όπως επισημάνθηκε, δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι συναθροίσεις τους ήταν πιθανό
να καταστούν εστίες προπαγάνδισης της βίας και απόρριψης των δημοκρατικών αρ-
χών233. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως το γεγονός ότι η
ουσία της διαφοράς στην προκειμένη υπόθεση άπτονταν των εθνικών συμβόλων και της
εθνικής ταυτότητας δεν μπορούσε να θεωρηθεί από μόνο του ότι επέτρεπε ένα ευρύτερο
περιθώριο εκτίμησης στις αρχές234. Αντίθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι:
[ο]ι εθνικές αρχές πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερη επαγρύπνηση ώστε να εξασφα-
λίζουν ότι η εθνική κοινή γνώμη δεν προστατεύεται σε βάρος των μειονοτι-
κών/μειοψηφικών απόψεων όσο αντιδημοφιλείς και αν είναι αυτές235.
Πέρα από την ελευθερία της συνάθροισης και ειδικότερα ως προς την ελευθερία
της συνένωσης, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε πιο πρόσφατα (2018) στην υπόθεση The United
Macedonian Organisation Ilinden and Others v. Bulgaria (No 3), όπου επανεξετάστηκε
το ζήτημα της πολλοστής άρνησης εγγραφής του σωματείου Ilinden από τα βουλγαρικά
δικαστήρια, υπό την επίκληση, μεταξύ άλλων, λόγων προστασίας της πλειονότητας των
Βούλγαρων πολιτών από την έκθεση στις απόψεις του που θεωρούνταν προσβλητικές,
ότι η αιτιολογία αυτή δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση εγγραφής του, καθώς
δεν υπάρχουν νεότερες εξελίξεις μετά την απόφασή του επί της υπόθεσης Stankov που να
μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των προαναφερόμενων διαπιστώ-
σεών του236. Νωρίτερα, το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει στην υπόθεση Association of
Citizens Radko & Paunkovski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia (2009) ότι
η διάλυση, για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων, του διάδικου σωματεί-
ου, το οποίο δεν έθετε, όπως επισήμανε και το ίδιο το Ε.Δ.Δ.Α., μειονοτικά αιτήματα,
αλλά έθιγε δια των σκοπών του το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας των μελών της
πλειονότητας των πολιτών της πρώην Π.Γ.Δ.Μ. και νυν Βόρειας Μακεδονίας237, προά-
γοντας ουσιαστικά την άποψη περί των βουλγαρικών καταβολών τους238, δεν μπορούσε
να θεωρηθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, από τη στιγμή που δεν καταδει-
κνυόταν ότι θα χρησιμοποιούσε παράνομα ή αντιδημοκρατικά μέσα για την επιδίωξη των
σκοπών του ή ότι απεργαζόταν την καλλιέργεια εχθρικού κλίματος, και συνακόλουθα
συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 11239.
Synod of the Bulgarian Orthodox Church (Metropolitan Inokentiy) and Others v. Bulgaria (Appli-
cation Nos. 412/03 and 35677/04), Strasbourg, 22 January 2009, παρ. 148.
236. ECHR, Case of the United Macedonian Organisation Ilinden and Others v. Bulgaria
(No 3) (Application No 29496/16), Strasbourg, 11 January 2018, παρ. 34.
237. Case of Association of Citizens Radko and Paunkovksi, ό.π., παρ. 70. “In Association of
Citizens Radko and Paunkovksi v. the former Yugoslav Republic of Macedonia…the statements had
affected the national and ethnic identity of all Macedonians”, ECHR, Case of Perinçek v. Switzer-
land (Application No 27510/08), Strasbourg, 15 October 2015, παρ. 217.
238. PETER NOORLANDER, “European Court of Human Rights Judgments on the Right to
Freedom of Expression”, X Bulletin: Freedom of Expression and Hate Speech - Human Rights
Action (2013), σ. 3-4, http://www.hraction.org/wp-content/uploads/Bulletin-X.pdf (τελευταία προ-
σπέλαση στις 27/07/2021).
239. Case of Association of Citizens Radko and Paunkovksi, ό.π., παρ. 72-78. Η εγγραφή του
σωματείου κατέστη τελικά εφικτή στις 05/10/2016 μετά από έναν δαιδαλώδη δικαστικό μαραθώ-
νιο, βλ. “Communication from “the former Yugoslav Republic of Macedonia” concerning the Case
of Association of Citizens Radko and Paunkovski v. “the former Yugoslav Republic of Macedonia”
Οι συγκεκριμένες υποθέσεις επιβεβαίωσαν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι ακόμη και η
λειτουργία των σωματείων που αμφισβητούν ευθέως την κυρίαρχη αντίληψη περί της εθνο-
τικής ταυτότητας της πλειονότητας απορρίπτοντας την επίσημη αφήγηση της ιστορίας πάνω
στην οποία η τελευταία βασίζεται, δεν μπορεί να απαγορεύεται ή να αποτρέπεται με βάση
αυτόν και μόνο τον λόγο240. Στο πλαίσιο αυτό και υπό τον όρο πάντα ότι δεν υπάρχει υποκί-
νηση σε βία ή σε καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών, το Ε.Δ.Δ.Α. δεν δέχεται ότι οι
επεμβάσεις στην ελευθερία της συνάθροισης και της συνένωσης είναι αναγκαίες για την
προστασία των δικαιωμάτων των μελών της πλειονότητας241.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τη γενικότερη και παραδοσιακή, πλέον, νομολογία του
Ε.Δ.Δ.Α:
Θα ήταν ασύμβατο με τις βασικές αξίες της Ε.Σ.Δ.Α. αν η άσκηση των δικαιωμάτων
της Σύμβασης από μια μειονοτική/μειοψηφική ομάδα εξαρτιόταν από την αποδοχή της
από την πλειονότητα, καθώς αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τα δικαιώματα μιας μειονότη-
τας/μειοψηφίας, όπως, μεταξύ άλλων, αυτά στην ελευθερία της θρησκείας, της έκφρα-
σης, της συνάθροισης και της συνένωσης θα καθίσταντο μόνο θεωρητικά παρά πραγμα-
τικά και αποτελεσματικά όπως απαιτείται από τη Σύμβαση242.
Ι. Καταληκτικές Επισημάνσεις.
Η Ευρώπη μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού άλλαξε ριζικά σε
σχέση με την εποχή που εγκαθιδρύθηκε το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό σύστημα προστασί-
(Application No 74651/01)”, 1288th meeting (June 2017) (DH) - Action Report (20/04/2017), DH-
DD(2017)459, 25/04/2017, σ. 5, παρ. 22.
240. BJÖRNSTJERN BAADE, “Historical Truth before the European Court of Human Rights”,
στο HELMUT P. AUST/ESRA DEMIR-GÜRSEL (eds) The European Court of Human Rights: Current
Challenges in Historical Perspective, Elgar Publishing, Cheltenham/Northampton, 2021, σ. 226.
241. LETO CARIOLOU, “Recent Case Law of the European Court of Human Rights Concern-
ing the Protection of Minorities”, 7 European Yearbook of Minority Issues (2007/2008), σ. 533. Βλ.
και Case of Stankov, ό.π., παρ. 105· Case of the United Macedonian Organisation Ilinden and Oth-
ers, ό.π., παρ. 78· Case of the United Macedonian Organisation Ilinden and Others (No 3), ό.π.,
παρ. 34.
242. Case of Zhdanov, ό.π., παρ. 158. Βλ επίσης, ECHR, Case of Sekmadienis LTD. v.
Lithuania (Application No 69317/14), Strasbourg, 30 January 2018, παρ. 82· ECHR, Case of Bayev
and Others v. Russia (Applications Nos. 67667/09, 44092/12 and 56717/12), Strasbourg, 20 June
2017, παρ. 70· ECHR, Case of Alekseyev v. Russia (Applications Nos. 4916/07, 25924/08 and
14599/09), Strasbourg, 21 October 2010, παρ. 81.
243. EVA BREMS, “Key Challenges for the ECHR System: Protecting and Empowering Insti-
tutions, Human Rights Defenders and Minorities” 1 European Convention on Human Rights Law
(2020), σ. 7.
244. Βλ. “Vienna Declaration of the Heads of State and Government of the Member States of
the Council of Europe on the Reform of the Control Mechanism of the ECHR, on National Minori-
ties, and on a Plan of Action against Racism”, 14 Human Rights Law Journal (1993), σ. 373.
245. Βλ. “United Nations World Conference on Human Rights: Vienna Declaration and Pro-
gramme of Action”, 32 International Legal Materials (1993), σ. 1668, Κεφ. I, παρ. 19.
246. Βλ. “Framework Convention for the Protection of National Minorities”, 16 Human
Rights Law Journal (1995), σ. 98· “Document of the Copenhagen Meeting of the Conference on the
Human Dimension of the CSCE”, 11 Human Rights Law Journal (1990), σ. 242, Κεφ. IV, παρ. 30.
247. BOUTROS BOUTROS-GHALI, An Agenda for Peace: Preventive Diplomacy, Peacemaking
and Peace-Keeping, Report of the Secretary-General pursuant to the Statement Adopted by the
Summit Meeting of the Security Council on 31 January 1992, United Nations, New York, 1992, σ.
217, παρ. 81.
248. Βλ. KLAUS FABJAN, “The Right to “Full and Effective” Equality”, στο Α.
ΜΠΡΕΔΉΜΑΣ/Λ. Α. ΣΙΣΙΛΙΆΝΟΣ (Διευθ. Εκδ.) Η Προστασία των Μειονοτήτων: Η Σύμβαση-Πλαίσιο
του Συμβουλίου της Ευρώπης, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σ. 75-80.
σμών249. Στο πλαίσιο, αυτό, δεν διαφεύγει της προσοχής ότι και το Ε.Δ.Δ.Α. συντάσσεται
σε επίπεδο αρχών με το Προοίμιο της Σύμβασης Πλαίσιο που ορίζει ότι μια πλουραλι-
στική και γνήσια δημοκρατική κοινωνία πρέπει όχι μόνο να σέβεται τη ταυτότητα κάθε
προσώπου που ανήκει σε μειονότητα, αλλά και να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες
που να καθιστούν δυνατή την έκφραση, τη διατήρηση και την ανάπτυξή της250.
Το Ε.Δ.Δ.Α. από την πλευρά του, λοιπόν, δεν έμεινε αδιάφορο απέναντι στις κο-
σμογονικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο χώρο του Δ.Δ. των μειονοτήτων και άρχισε
να γίνεται σταδιακά πιο “ευήκοο”, στο βαθμό που οι εγγενείς περιορισμοί της Ε.Σ.Δ.Α.
του το επιτρέπουν, στις φέρουσες μειονοτικό άρωμα υποθέσεις, υιοθετώντας μια πιο
“ευαίσθητη” οπτική στην ερμηνεία των διατάξεων που ενέχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για
τα μέλη των μειονοτήτων251. Κεντρική θέση μεταξύ αυτών κατέχει το Άρθρο 11 της
Σύμβασης περί του δικαιώματος στην ελευθερία της συνένωσης, που έχει καταστεί ένα
από τα κύρια οχήματα μέσω του οποίου ορισμένες ομάδες ατόμων επιδιώκουν από κοι-
νού την κατάφαση και εκδήλωση μιας μειονοτικής συνείδησης, την αναγνώριση μειονο-
τικού status ή ευρύτερα τη διαφύλαξη της εθνοτικής, πολιτισμικής, γλωσσικής κ.ά. ταυ-
τότητάς τους. Το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνώρισε την ιδιαίτερη σημασία που έχει η σωματειακή
ελευθερία για τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες και για τις μειονότητες καθαυ-
τές252 και προχώρησε στην παραγωγή μιας συνεκτικής νομολογίας που περιορίζει κατά
πολύ τα περιθώρια της διακριτικής εκτίμησης των κρατών ως προς την επίκληση των
θεμιτών καταρχήν σκοπών επέμβασης στην απόλαυσή της, όπως είναι η προστασία της
εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης και των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των
τρίτων, τονίζοντας σταθερά ότι εφόσον δεν συντρέχει προτροπή σε βία ή σε καταστρα-
249. OSWALDO RUIZ CHIRIBOGA, “The Right to Cultural Identity of Indigenous Peoples and
National Minorities: A Look from the Inter-American System”, 5 SUR – International Journal on
Human Rights (2006), σ. 63.
250. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 93 Βλ. και JOSEPH MARKO, “Constitutional Recogni-
tion of Ethnic Difference – Towards an Emerging European Minimum Standard?”, στο A. VER-
STICHEL/A. ALEN/B. DE WITTE/P. LEMMENS (eds) The Framework Convention for the Protection of
National Minorities: A Useful Pan-European Instrument?, Intersentia, Antwerp/Oxford/Portland,
2008, σ. 30.
251. JASMINA MAČKIĆ, “The European Court of Human Rights and Discriminatory Violence
Complaints”, στο JENNIFER SCHWEPPE/MARK AUSTIN WALTERS (eds) The Globalization of Hate –
Internationalizing Hate Crime?, Oxford University Press, Oxford, 2016, σ. 239.
252. Case of Gorzelik (GC), ό.π., παρ. 93. Βλ. και Jessica Almqvist, Human Rights, Culture,
and the Rule of Law, Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon, 2005, σ. 19.
τήγηση των δημοκρατικών αρχών και με εξαίρεση ειδικές περιστάσεις, όπως, λόγου χά-
ρη, είναι αυτές που αφορούν την εκλογική νομοθεσία, οι προαναφερόμενοι νόμιμοι λόγοι
δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» και συνακόλουθα να
θεμελιώσουν αναλογικά αναγκαίους περιορισμούς σε μια δημοκρατική κοινωνία. Με
άλλα λόγια, το Ε.Δ.Δ.Α. αναγνώρισε με εφαλτήριο την ελευθερία της συνένωσης τη δυ-
νατότητα δόμησης συλλογικών ταυτοτήτων υπό συνθήκες πολιτικού και πολιτισμικού
πλουραλισμού, απορρίπτοντας σθεναρά τις προσεγγίσεις που επιδιώκουν να περιορίσουν
το συγκεκριμένο πεδίο ελευθερίας με βάση επιχειρήματα περί ασφάλειας ή άλλους λό-
γους δημοσίου συμφέροντος253.
Η επισήμανση αυτή δεν συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο ενστερνίζεται στις σχετικές
υποθέσεις, που διακρίνονται σχεδόν πάντα από έντονη ιδεολογική φόρτιση, την αφήγηση
περί της εθνικής, εθνοτικής, γλωσσικής ή άλλης ταυτότητας των προσφευγόντων ή αντί-
στροφα την αντίστοιχη των εθνικών αρχών, σε ότι αφορά τη μία και μοναδική περίπτω-
ση, αυτή της υπόθεσης Gorzelik, που δεν διαπίστωσε παραβίαση της υπό εξέταση διάτα-
ξης. Αντίθετα, όπως το ίδιο έχει τονίσει δεν υπάγεται στο πεδίο της αρμοδιότητάς του
ούτε η διαιτησία επί ιστορικών ζητημάτων ούτε η ερμηνεία τους και συνεπώς δεν δύνα-
ται εκ της θέσης και του ρόλου του αλλά και δεν επιδιώκει να υποκαταστήσει τον/την
ιστορικό και ευρύτερα τον/την κοινωνικό-ή επιστήμονα254. Περιοριζόμενο από και στα
τα όρια της δικαιοδοσίας του συνεπώς το Δικαστήριο του Στρασβούργου εστιάζει απο-
κλειστικά στον έλεγχο της συμμόρφωσης των κρατών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν
από τη Σύμβαση ως προς το σεβασμό των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αυτή
περιέχει. Στο πλαίσιο αυτό, θεμελιώδης πολιτειακός και δικανικός άξονας αναφοράς
στην ερμηνευτική και αιτιολογική βάση των αποφάσεών του παραμένει σταθερά και
κύρια η αληθινά δημοκρατική πολιτεία και τα ειδοποιά στοιχεία αυτής, όπως είναι η ευ-
ρύτητα πνεύματος, ο πλουραλισμός και η ανοχή, υπό το πρίσμα των οποίων γίνεται η
εκτίμηση της αναλογικότητας των μέτρων επέμβασης στην απόλαυση των δικαιωμάτων.
Βέβαια, το Δικαστήριο προσφεύγει πλέον και σε μειονοτικά κείμενα και διατάξεις εκτός
της Ε.Σ.Δ.Α στο πλαίσιο μιας δυναμικής ανάγνωσης της Σύμβασης ως «ζωντανού κειμέ-
νου», αποδεχόμενο έτσι την αναπόφευκτη πλέον “εισβολή” κάποιων εξ αυτών των
253. GAETANO PENTASSUGLIA, “Do Human Rights Have Anything to Say About Group
Autonomy?”, στο GAETANO PENTASSUGLIA (ed.) Ethno-Cultural Diversity and Human Rights:
Challenges and Critiques, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston, 2018, σ. 131.
254. Βλ. ECHR, Case of Chauvy and Others v. France (Application No 64915/01), Stras-
bourg, 29 June 2004, παρ. 69.
standards στη δόμηση των συλλογισμών του255. Αυτές οι αναφορές του, όμως, στην
προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες αποτελούν
δευτερογενή νομικό συλλογισμό που δεν συνιστά τον άξονα της δικανικής του κρίσης
και σε κάθε περίπτωση δεν επιτελούν παρά επικουρικό ρόλο256, αν και δεν πρέπει να
παραγνωρίζεται το ειδικό βάρος τους ως προς την κατάδειξη του αξιακού στίγματος του
Δικαστηρίου αναφορικά με την αντιμετώπιση που χρειάζεται να χαίρει η μειονοτική ετε-
ρότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η αποτίμηση, συνεπώς, της νομολογίας του Δικα-
στηρίου απαιτείται να γίνεται καταρχήν υπό το πρίσμα του πολιτειακού παραδείγματος
που το ίδιο εμφατικά θέτει, εκείνης δηλαδή της αυθεντικά δημοκρατικής κοινωνίας, όπου ο
σεβασμός του δικαιώματος στην ελευθερία της συνένωσης σε συνάρθρωση με το δικαίωμα
στην ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται ότι όλες οι απόψεις και ιδέες περί εθνικών και
εθνοτικών ταυτοτήτων πρέπει να έχουν τουλάχιστον μια «επαρκή δυνατότητα να εκφράζο-
νται»257, ώστε να επιτυγχάνεται η διάδραση, η διαλεκτική αντιπαράθεση, η γόνιμη σύ-
γκρουση, ο ευγενής ανταγωνισμός και ενδεχομένως η σύνθεση. Μέσω, λοιπόν, μιας διαρ-
κούς δυναμικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης μεταξύ των πολιτών για τη διαμόρφωση
μιας κοινότητας ιδανικών και αξιών και την οικοδόμηση ενός ανοιχτού και περιεκτικού
δημοκρατικού πολιτισμού και όχι ως συνέπεια μιας εθνικής αφομοιωτικής πολιτικής, που
στην ακούσια επιβολή της δεν επιτρέπεται στο Δ.Δ. (Άρθρο 5 παρ. 2 της Σύμβασης Πλαί-
σιο), ή μιας επιφανειακής συνύπαρξης παράλληλα άκαμπτων και στατικών εθνοτικών συλ-
λογικοτήτων, που αναπαράγει το διαχωρισμό και την περιχαράκωση των ομάδων και τις
σχέσεις εξουσίας μεταξύ και εντός τους, μπορεί να επέλθει η επιθυμητή κοινωνική συνο-
χή258. Όλα αυτά, βέβαια, σε μια πραγματικά δημοκρατική πολιτεία…
Αθανάσιος Γιουψάνης