Professional Documents
Culture Documents
Επισκόπηση του άρθρου 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ. - Έμφαση στο Δικαίωμα Απόλαυσης της Πολιτιστικής Ζωής ως Κανονιστικού Ερείσματος Έγερσης Αξιώσεων Συμμετοχικών Δικαιωμάτων από την Πλευρά των Μειονοτήτων και των Αυτόχθονων Λαών στην Οιονεί Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Επισκόπηση του άρθρου 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ. - Έμφαση στο Δικαίωμα Απόλαυσης της Πολιτιστικής Ζωής ως Κανονιστικού Ερείσματος Έγερσης Αξιώσεων Συμμετοχικών Δικαιωμάτων από την Πλευρά των Μειονοτήτων και των Αυτόχθονων Λαών στην Οιονεί Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Επισκόπηση του άρθρου 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ. - Έμφαση στο Δικαίωμα Απόλαυσης της Πολιτιστικής Ζωής ως Κανονιστικού Ερείσματος Έγερσης Αξιώσεων Συμμετοχικών Δικαιωμάτων από την Πλευρά των Μειονοτήτων και των Αυτόχθονων Λαών στην Οιονεί Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
REVUE HELLÉNIQUE
DES DROITS DE L'HOMME
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Έμφαση στο δικαίωμα της απόλαυσης της πολιτιστικής
ζωής ως κανονιστικού ερείσματος έγερσης αξιώσεων
συμμετοχικών δικαιωμάτων από την πλευρά των μειονοτήτων
και των αυτόχθονων λαών στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.
ΑΝΑΤΥΠΟ
812019
Επισκόπηση του άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
Έμφαση στο δικαίωμα της απόλαυσης της πολιτιστικής
ζωής ως κανονιστικού ερείσματος έγερσης αξιώσεων
συμμετοχικών δικαιωμάτων από την πλευρά των μειονοτήτων
και των αυτόχθονων λαών στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.1
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ
Διάγραμμα
1. Εισαγωγή.
2. Η διατύπωση του Άρθρου 27 και οι κριτικές της διάταξης.
3. Οι αρμοδιότητες - λειτουργίες της Ε.Α.Δ. του Δ.Σ.Α.Π.Δ.
4. Η αποσαφήνιση των ‘γκρίζων ζωνών’ του Άρθρου 27: Το Γενικό Σχόλιο Νο 23 για τα Δι-
καιώματα των Μειονοτήτων.
5. Τα Βασικά στοιχεία της πρόσληψης της έννοιας της πολιτιστικής ζωής από την Ε.Α.Δ. στο
Γενικό Σχόλιο Νο 23 και στη σχετική οιονεί νομολογία της.
6. Από το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση (Άρθρο 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ.) στο δικαίωμα των μελών
των μειονοτήτων στην απόλαυση της δικής τους πολιτιστικής ζωής (Άρθρο 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ.).
6.1. Αυτόχθονες λαοί και μειονότητες.
6.2. Η απροθυμία της Ε.Α.Δ. να επιληφθεί επί της ουσίας επί υποθέσεων που αφορούν επί-
κληση παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών.
7. Η έννοια της «αποτελεσματικής συμμετοχής» στην οιονεί νομολογία της Ε.Α.Δ.
7.1. Υπόθεση Ilmari Lansman et al. v. Finland.
7.2. Υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland.
7.3. Υπόθεση Jouni E. Lansman et al. v. Finland.
7.4. Υπόθεση Apirana Mahuika et al. v. New Zealand.
7.5. Κριτικές προσεγγίσεις της πρόσληψης της έννοιας της «αποτελεσματικής συμμετοχής»
από την Ε.Α.Δ.
8. Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη: Από την «αποτελεσματική συμμετοχή» στην «ελεύθερη,
προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση».
8.1. Η υπόθεση Ángela Poma Poma v. Peru.
8.2. Η έννοια της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης.
8.3. Η διακινδύνευση του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και η ελεύθερη, προηγούμενη
και εν πλήρει γνώσει συναίνεση.
9. Καταληκτικές Παρατηρήσεις.
9.1. Ειδικότερες επισημάνσεις ως προς το ζήτημα της μειονοτικής αποτελεσματικής συμμετοχής.
9.2. Αποτίμηση της συνεισφοράς της Ε.Α.Δ. στην αποσαφήνιση του Άρθρου 27: Θετικά στοι-
χεία και εκκρεμή ζητήματα που περιμένουν να απαντηθούν.
1. Εισαγωγή.
3. ANTOON DE BAETS, “The Impact of Universal Declaration of Human Rights on the Study
of History”, in History and Theory, Vol. 48 (2009), σ. 20.
4. PAUL HUNT, “Reflections on International Human Rights Law and Cultural Rights”, in
MARGARET WILSON/PAUL HUNT (eds.), Culture, Rights and Cultural Rights – Perspectives from the
South Pacific, Huia Publishers, Wellington 2000, σ. 35. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ετερότητα
παρά τα μειονεκτήματα που σε μια πρώτη ανάγνωση η διάταξη φαίνεται να φέρει, έχει
χαρακτηριστεί από επιφανείς διεθνολόγους ως «η πιο σημαντική εγγύηση αυτών των
δικαιωμάτων σε οικουμενικό επίπεδο και η μοναδική που συνιστά εφαρμοστέο «σκλη-
ρό» δίκαιο»5, ο «ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς δικαίου των μειονοτικών δικαιωμά-
των»6. Μια τέτοια κομβική θέση, ωστόσο, δεν προκύπτει, όπως παρατηρεί ο Scheinin7, από
το γράμμα της διάταξης, η ασαφής και διφορούμενη διατύπωση της οποίας έχει οδηγήσει
σε πολλές κριτικές εναντίον της8. Αντίθετα, είναι η ερμηνεία που υιοθετήθηκε από το αρ-
μόδιο όργανο για την επίβλεψη της εφαρμογής των διατάξεων του Συμφώνου, την Επιτρο-
πή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Α.Δ.), αφενός στο «Γενικό Σχόλιο Νο 23 για τα Δικαιώ-
ματα των Μειονοτήτων»9 και αφετέρου στην ημι-δικαιοδοτική οιονεί νομολογία της και
στις καταληκτικές παρατηρήσεις της που έπονται της εξέτασης των κρατικών εκθέσεων,
που αποσαφήνισαν πολλά από τα σκοτεινά σημεία της διάταξης και της προσέδωσαν ένα
ιδιαίτερα θετικό περιεχόμενο, που δεν απορρέει από τη γραμματική ερμηνεία της.
ως Εξουσία: Όψεις της Ελληνικής, Βαλκανικής και Ευρωπαϊκής Εμπειρίας, Αθήνα, 2002, σ. 43.
Επισημαίνεται ότι σχετικά πρόσφατα η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. ερμήνευσε στο Γενικό Σχόλιο
Νο 21 το δικαίωμα συμμετοχής του καθενός/της καθεμιάς στην πολιτιστική ζωή του Άρθρου 15
παρ. 1 (α) του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. κατά τρόπο που προσδίδει στη διάταξη ιδιαίτερη σημασία για την
προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ζωής, παρόλο που δεν περιέχει σχετική ρητή αναφορά σε
αυτή, βλ. ΓΙΟΥΨΑΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Επιτροπή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνι-
κά και Πολιτιστικά Δικαιώματα: Δικαίωμα Συμμετοχής στην Πολιτιστική Ζωή και Προστασία της
Μειονοτικής Ετερότητας», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 60 (2014), σσ. 299-340.
5. RAINER HOFMANN, “Minority Rights: Individual or Group Rights? A Comparative View on
European Legal Systems”, in German Yearbook of International Law, Vol. 40 (1997), σ. 379.
6. ULRIKE BARTON, “Article 27: A First Point of Reference”, in UGO CARUSO/RAINER HOF-
MANN (eds.), The United Nations Declaration on Minorities – An Academia Account on the Occa-
sion of its 20th Anniversary (1992-2012), Koninklijke Brill NV, Leiden/Boston 2015, σ. 46.
7. MARTIN SCHEININ, “The Right to Enjoy a Distinct Culture: Indigenous and Competing
Uses of Land”, in THEODORE S. ORLIN/ALAN ROSAS/MARTIN SCHEININ (eds.), The Jurisprudence of
Human Rights: A Comparative Interpretive Approach, Abo Akademi University, Institute for Hu-
man Rights, Turku 2000, σ. 162.
8. CHRISTIAN TOMUSCHAT, “Status of Minorities under Article 27 of the U.N. Covenant on
Civil and Political Rights”, in SATISH CHANDRA (ed.), Minorities in National and International
Laws, Deep & Deep Publications, New Delhi 1985, σ. 31.
9. Human Rights Committee, General Comment No 23: The Rights of Minorities (Art. 27),
UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, 8 April 1994.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, λοιπόν, διαστάσεις της ανάγνωσης της Ε.Α.Δ. είναι
η εισαγωγή του λεγόμενου «συμμετοχικού στοιχείου» (“participatory element”) στο πε-
δίο της κανονιστικής εμβέλειας του Άρθρου 27, η αναγνώριση δηλαδή στα μέλη των
μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών μιας «δυνατότητας» (“opportunity”) (sic) να
συμμετέχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις που αφορούν στην απόλαυση των πολιτι-
στικών τους δικαιωμάτων, η οποία εκτείνεται μέχρι του σημείου εγκαθίδρυσης υποχρέ-
ωσης των κρατικών δρώντων να αποκτούν/αποσπούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν
πλήρει γνώσει συναίνεση (‘free, prior and informed consent’), των προαναφερόμενων
ομάδων όταν ο πολιτισμός τους αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την
υπόστασή του. Μια τέτοια προωθημένη ερμηνεία δεν θα μπορούσε να συναχθεί άμεσα
από τη διατύπωση της διάταξης, αφού δεν υπάρχει σε αυτήν σχετική ρητή αναφορά10.
Παρά το θετικό αυτό, ωστόσο, βήμα υπάρχουν ακόμη αρκετά γκρίζα σημεία που η Επι-
τροπή οφείλει να αποσαφηνίσει σχετικά με τις έννοιες της «αποτελεσματικής συμμετο-
χής» και της «ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης», προκειμένου
από τη μια να τους προσδώσει σάρκα και οστά και από την άλλη να συμβάλει στην πρά-
ξη στη μειονοτική προστασία.
12. YORAM DINSTEIN, “Collective Human Rights of Peoples and Minorities”, in International
and Comparative Law Quarterly, Vol. 25 (1976), σ. 118.
13. JOHN HUMPHREY, “The United Nations Sub-Commission on Prevention of Discrimination
and Protection of Minorities”, in American Journal of International Law, Vol. 62 (1968), σ. 870.
14. MALCOLM N. SHAW, “Peoples, Territorialism and Boundaries”, in European Journal of
International Law, Vol. 3 (1997), σ. 485.
15. THOMAS BUERGENTHAL. “The Normative and Institutional Evolution of International
Human Rights”, in Human Rights Quarterly, Vol. 19 (1997), σ. 720.
16. WILL KYMLICKA, “A European Experiment in Protecting Cultural Rights”, in Human
Rights Dialogue, Vol. 12, Series 2 (2005), σ. 28.
17. MARINA A. TORRES, “Inside Looking Out: An Application of International and Regional
Linguistic Protections to the U.S. Spanish-Speaking Minority”, in Nebraska Law Review, Vol. 87
(2008), σ. 612.
18. ANIKÓ SZALAI, “Article 27 of the ICCPR in Practice, with Special Regard to the Protection
of the Roma Minority”, in Hungarian Yearbook of International and European Law (2015), σ. 116.
19. JANE WRIGHT, “Minority Groups, Autonomy, and Self-Determination”, in Oxford Journal
of Legal Studies, Vol. 19 (1999), σ. 608.
20. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ζητήματα Προστασίας των Δικαιωμάτων των Μειονο-
τήτων υπό το Φως της Διάλυσης της Πρώην Γιουγκοσλαβίας», in Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊ-
κού Δικαίου, No 21, Ειδικό Τεύχος (2001), σ. 79.
φασίσουν για την ύπαρξη ή μη μιας μειονότητας στο έδαφος τους21. Παράλληλα, η αυτή
διατύπωση φαίνεται να υπονοεί ότι μόνο οι ιστορικά εγκατεστημένες ομάδες σε ένα κρά-
τος μπορούν να διεκδικήσουν την επίσημη αναγνώρισή τους από αυτό ως μειονότητες,
αποκλείοντας έτσι από το μειονοτικό status άλλες ομάδες, όπως, λόγου χάρη, τους μετα-
νάστες22. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρόθεση της Χιλής, η οποία εισηγήθηκε την προα-
ναφερόμενη εναρκτήρια διατύπωση της διάταξης23.
Τρίτον, το Άρθρο 27 δεν προτάσσει ότι τα πρόσωπα που ανήκουν στις μειονότητες
έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα, αλλά ότι «δεν μπορούν να [τα] στερηθούν»24, δίνοντας
έτσι την εντύπωση ότι επιβάλλει στα κράτη αποκλειστικά μια παθητική δέσμευση αποχής-
μη παρέμβασης στην άσκηση των μειονοτικών πολιτιστικών δικαιωμάτων25. Έτσι, η αρνη-
τική διατύπωση της νόρμας (σε συνδυασμό και με τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργα-
σίες του σχεδιασμού της) έδωσε και εξακολουθεί να δίνει λαβή26 σε ερμηνείες που θέλουν
το Άρθρο 27 να εστιάζει, τουλάχιστον στις απαρχές του, στην ελευθερία των ατόμων να
απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική ζωή και όχι στην υποχρέωση κρατικής θετικής
δράσης για την υποστήριξη της αποτελεσματικής άσκησης αυτού του δικαιώματος27.
Τέλος, η έμφαση στα «πρόσωπα που ανήκουν» στις μειονότητες φαίνεται να υπο-
νοεί ότι η διάταξη προστατεύει αποκλειστικά τα δικαιώματα των ατόμων που είναι μέλη
μιας μειονοτικής ομάδας και όχι τα συλλογικά δικαιώματα της ομάδας ως τέτοιας28, αν
21. EMILIA PAPOUTSI, “Minorities under International Law: How Protected They Are?”,
Journal of Social Welfare and Human Rights, Vol. 2 (2014), σσ. 317, 338-339.
22. NATAN LERNER, Group Rights and Discrimination in International Law, Martinus
Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1991, σ. 16.
23. NATAN LERNER, “The Evolution of Minority Rights in International Law”, in CATHERINE
BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law,
Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 89.
24. FRANCESCO CAPOTORTI, “The Protection of Minorities under Multilateral Agreements on
Human Rights”, in Italian Yearbook of International Law, Vol. 2 (1976), σ. 21.
25. PATRICK MACKLEM, “The Law and Politics of International Cultural Rights. A review essay of
E. STAMATOPOULOU, Cultural Rights in International Law and F. FRANCIONI/M. SCHEININ (eds.), Cul-
tural Human Rights”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 493.
26. KAMAL AHMAD KHAN, “The Protection of Minorities – Whether a Neglected Field?”, in
Athens Journal of Law, Vol. 2 (2016), σσ. 42-44.
27. PATRICK THORNBERRY, “Is There a Phoenix in the Ashes?, International Law and Mino-
rity Rights”, in Texas International Law Journal, Vol. 15 (1980), σ. 449.
28. FRANCESCO CAPOTORTI, “Minorities”, in RÜDIGER WOLFRUM (ed.), United Nations: Law,
Policies and Practice, Vol II, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht 1995, σ. 898. Για μια αντίθε-
και η φράση «από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους» εισάγει μια κάποια συλλογική
διάσταση στην παρεχόμενη προστασία29. Με άλλα λόγια, το Άρθρο 27 δεν παρέχει κά-
ποιο ειδικό status στις μειονότητες ως συλλογικότητες30, πολύ μάλλον δεν τους αναγνω-
ρίζει διεθνή νομική προσωπικότητα31. Η αποφυγή παροχής συλλογικών δικαιωμάτων
στις μειονότητες έχει επικριθεί ως σοβαρό έλλειμμα από την πλευρά όσων επιχειρηματο-
λογούν για την αναγκαιότητα τους32.
Υπό το πρίσμα των αναφερόμενων παρατηρήσεων, υπάρχουν μέχρι σήμερα φωνές
στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα που υποστηρίζουν ότι «είναι αμφίβολο αν το Άρθρο
27, ενώ αποσκοπεί στο να παρέχει στις μειονότητες ειδική προστασία, προσθέτει κάτι
περισσότερο στις νόρμες της μη διάκρισης που συνιστούν τμήμα του γενικού καθεστώ-
τος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»33. Επιπλέον, υπάρχουν διεθνολόγοι που αμφισβητούν
ακόμη και τη νομική υπόσταση της διάταξης, τονίζοντας ότι η προσεκτική της διατύπω-
ση την κάνει να ομοιάζει περισσότερο με σύσταση παρά με νομικά δεσμευτική νόρμα34.
Ωστόσο, οι θέσεις αυτές παραβλέπουν ή έχουν υπερκεραστεί από το γεγονός ότι η Ε.Α.Δ.
έχει προσδώσει, μέσω του Γενικού Σχόλιου Νο 23 και της σχετικής οιονεί νομολογίας της
και των καταληκτικών παρατηρήσεών της, μια διασταλτική ερμηνεία στο δικαίωμα από-
λαυσης της πολιτιστικής ζωής, ενώ παράλληλα έχει αποσαφηνίσει αρκετά από τα διφο-
ρούμενα σημεία της διάταξης.
τη άποψη, βλ. ANTONIJA PETRIČUŠIĆ, “The Rights of Minorities in International Law”, in Croatian
International Relations Review (2005), σ. 50.
29. RÜDIGER WOLFRUM, “The Protection of Indigenous Peoples in International Law”, in
Heidelberg Journal of International Law (ZaöRV), Vol. 59 (1999), σ. 371.
30. ANTONY ANGHIE, “Human Rights and Cultural Identity: New Hope for Ethnic Peace?”,
in Harvard International Law Journal, Vol. 33 (1992), σ. 344. Για μια αντίθετη άποψη βλ. YORAM
DINSTEIN, “Cultural Rights”, in Israel Yearbook on Human Rights, Vol. 9 (1979), σ. 69.
31. LOUIS B. SOHN, “The Rights of Minorities”, in LOUIS HENKIN (ed.), The International Bill
of Rights: The Covenant on Civil and Political Rights, Columbia University Press, New York 1981,
σ. 274.
32. JENNIFER JACKSON PREECE, “National Minority Rights vs. State Sovereignty in Europe:
Changing Norms in International Relations?”, in Nations and Nationalism, Vol. 3 (1997), σ. 347.
33. ANTONY ANGHIE, “Nationalism, Development and the Postcolonial State: The Legacies
of the League of Nations”, in Texas International Law Journal, Vol. 41 (2006), σσ. 457-458.
34. FERDINANDO ALBANESE, “Ethnic and Linguistic Minorities in Europe”, in Yearbook of
European Law , Vol. 11 (1991), σ. 320.
35. THOMAS BUERGENTHAL, “The U.N. Human Rights Committee”, in Max Planck Yearbook
of United Nations Law, Vol. 5 (2001), σ. 345.
36. P. R. GHANDI, “The Human Rights Committee and the Right of Individual Communica-
tion”, in British Yearbook of International Law, LVII (1986), σ. 202.
37. LINDA CAMP KEITH, “The United Nations International Covenant on Civil and Political
rights: Does it Make a Difference in Human Rights Behavior”, in Journal of Peace Research, Vol.
36 (1999), σσ. 97-98.
38. PHILIP ALSTON, “Periodic Reporting: The International Covenant on Economic, Social
and Cultural Rights and the Convention on the Rights of Child”, in SARAH PRITCHARD (ed.), In-
digenous Peoples, the United Nations and Human Rights, Zed Books, The Federation Press, Lon-
don/Sydney 1998, σ. 142.
39. B. G. RAMCHARAN, “Fact-Finding into the Problems of Minorities”, in CATHERINE
BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in International Law,
Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 243.
40. JANUSZ SYMONIDES, “Cultural Rights”, in JANUSZ SYMONIDES (ed.), Human Rights: Con-
cepts and Standards, Aldershot, Ashgate and UNESCO, 2000, σ. 214.
41. The Hon Mr Justice Rajsoomer Lallah, “Notes on the International Covenant on Civil and
Political Rights and Some of its Case Law”, in Commonwealth Law Bulletin, Vol. 18 (1992), σ. 1280.
42. HILARY CHARLESWORTH, “Individual Complaints: An Overview and Admissibility Re-
quirements”, in SARAH PRITCHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations ands Human
Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney 1998, σ. 75.
43. ALFRED DE ZAYAS/JAKOB TH MÖLLER/TORKEL OPSHAL, “Application of the International
Covenant on Civil and Political Rights under the Optional Protocol by the Human Rights Commit-
tee”, in German Yearbook of International Law, Vol. 28 (1985), σσ. 12-13.
44. ELIZABETH EVATT, “Individual Communications under the Optional Protocol to the In-
ternational Covenant on Civil and Political Rights”, in SARAH PRITCHARD (ed.), Indigenous Peo-
ples, the United Nations and Human Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney
1998, σσ. 86-87, 106, 111.
45. A. M. DE ZAYAS, “The International Judicial Protection of Peoples and Minorities”, in
CATHERINE BRÖLMANN/RENÉ LEFEBER/MARJOLEINE ZIECK (eds.), Peoples and Minorities in Inter-
national Law, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht/Boston/London 1993, σ. 261. Όπως η ίδια η
Ε.Α.Δ. έχει δηλώσει: “[w]hile the function of the Human Rights Committee in considering individ-
ual communications is not, as such, that of a judicial body, the views issued by the Committee un-
der the Optional Covenant exhibit some important characteristics of a judicial decision. They are
arrived at in a judicial spirit, including the impartiality and independence of Committee members,
the considered interpretation of the language of the Covenant, and the determinative character of
Τέλος, στο πλαίσιο της εντολής της σύμφωνα με το Άρθρο 40 παρ. 4 του
Δ.Σ.Α.Π.Δ. να «διαβιβάζει… τα γενικά σχόλια [“general comments”] που θεωρεί κατάλ-
ληλα στα Κράτη Μέλη», η Επιτροπή υιοθετεί ‘Γενικά Σχόλια’, τα οποία αν και δεν είναι
νομικά δεσμευτικά47, θεωρούνται ως αυθεντικές ερμηνείες που συγκροτούν τη βάση ενός
consensus για την εννοιολογική σημασία και την εμβέλεια των διατάξεων του Συμφώ-
νου48. Στο πεδίο, λοιπόν, αυτής της αρμοδιότητάς της, η Επιτροπή υιοθέτησε το Γενικό
Σχόλιο Νο 23 για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, που συνέβαλε καθοριστικά στην
αποσαφήνιση του κανονιστικού περιεχομένου του Άρθρου 27.
the decisions”. Human Rights Committee, General Comment No 33, The Obligations of States
Parties Under the Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights
[Advance Unedited Version], UN Doc. CCPR/C/CG/33, 5 November 2008, παρ. 11.
46. ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΡΕΔΗΜΑΣ, «Μετανάστες-Μέλη των Μειονοτήτων – Έχουν κατά το Διεθνές
Δίκαιο τα Ίδια Δικαιώματα;», Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 28 (2005), σ. 1268.
47. HELLEN KELLER/LEENA GROVER, “General Comments of the Human Rights Committee
and Their Legitimacy”, in HELLEN KELLER GEIR ULFSTEIN (eds.), UN Human Rights Treaty Bodies:
Law and Legitimacy, Cambridge University Press, Cambridge 2012, σ. 129.
48. Βλ. CONWAY BLAKE, Normative Instruments in International Human Rights Law: Locat-
ing the General Comment, Center for Human Rights and Global Justice Working Paper, Number
17, 2008.
49. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 1. Βλ. JANUSZ SYMONIDES, “Cultural
Rights: A Neglected Category of Human Rights”, in International Social Science Journal, Vol. 158
(1998), σ. 561.
Κατά την Επιτροπή, λοιπόν, το Άρθρο 27 αντανακλά την ιδέα ότι η ταυτότητα συ-
νιστά σημαντικό παράγοντα της ευημερίας του ατόμου και συνακόλουθα τα άτομα που
είναι μέλη μειονοτικών ομάδων πρέπει να έχουν δικαίωμα στην προστασία της δικής
τους ιδιαίτερης ταυτότητας53. Καταληκτικά:
«Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να προστατεύονται ως τέτοια και δεν πρέπει να συγχέ-
ονται με άλλα ατομικά δικαιώματα που παρέχονται στον καθένα και σε όλους κατά το
54. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 9. Βλ. OLIVIER DE SCHUTTER, Interna-
tional Human Rights Law, Cambridge University Press, New York 2010, σ. 712.
55. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. GEOFF GILBERT, “Religious Mi-
norities and Their Rights; A Problem of Approach”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 5 (1997), σ. 102.
56. FELIX ERMACORA, “The Protection of Minorities before the UN”, in Recueil des Cours,
Vol. 182 (1983), σ. 299.
57. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. ELSA STAMATOPOULOU, “Moni-
toring Cultural Human Rights: The Claims of Culture on Human Rights and the Response of Cul-
tural Rights”, in Human Rights Quarterly, Vol. 34 (2012), σ. 1180.
58. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. PERRY KELLER, “Re-thinking
Ethnic and Cultural Rights in Europe”, in Oxford Journal of Legal Studies, Vol. 18 (1998), σ. 49.
59. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 5.2. Βλ. BERTRAM G. RAMCHARAN, “The
Protection of Minorities in Africa”, in GUDMUNDUR ALFREDSSON/MARIA STAVROPOULOU (eds.),
Justice Penidng: Indigenous Peoples and Other Good Cases – Essays in Honour of Erica-Irene A.
Daes, Martinus Nijhoff Publishers, The Hague/London/New York 2002, σ. 105.
Η Επιτροπή, λοιπόν, πρόκρινε μια διασταλτική ερμηνεία της διάταξης που προσπερνά
κατά πολύ την κλασική φόρμουλα κατά την οποία τα περισσότερα κράτη απαιτούν να συ-
ντρέχει το στοιχείο της ιθαγένειας για την αναγνώριση μειονοτικού status. Η ανάγνωσή της
είναι, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, συμβατή με το Άρθρο 27, γιατί η διάταξη δεν ανα-
φέρεται περιοριστικά σε πολίτες (“citizens”), όπως, λόγου χάρη, το Άρθρο 25 του
Δ.Σ.Α.Π.Δ. περί του δικαιώματος συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά γενικά σε
πρόσωπα. Μάλιστα, η πρόταση να αντικατασταθεί ο όρος persons από αυτόν του citizens
ενώπιον της Τρίτης Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης των Η.Ε. δεν ευδοκίμησε60. Στο
αυτό συμπέρασμα οδηγεί και μια συστηματική ανάγνωση του Δ.Σ.Α.Π.Δ.61. Συγκεκριμένα,
δυνάμει του Άρθρου 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. τα Κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την
απόλαυση των δικαιωμάτων του Συμφώνου σε όλα τα άτομα που υπάγονται στη δικαιοδο-
σία τους χωρίς διάκριση ως προς – μεταξύ των άλλων – το κριτήριο οποιουδήποτε status και
συνεπώς και αυτού της ιθαγένειας. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα επιτρέπονται μόνο αν
αυτές διατυπώνονται ρητά, όπως στην περίπτωση του Άρθρου 25. Σε αντίθετη περίπτωση,
όλα τα δικαιώματα του Συμφώνου, περιλαμβανομένων αυτών του Άρθρου 27, μπορούν να
ασκηθούν τόσο από τους έχοντες όσο και τους μη έχοντες την ιθαγένεια του κράτους62.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την ανάλυση, το Άρθρο 27 παρέχει ένα ‘ανθρώπινο’ δικαίωμα
παρά ένα δικαίωμα που περιορίζεται στους πολίτες του κράτους63. Συνακόλουθα, η λογική
που διακατέχει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήτοι ο σεβασμός της αξιοπρέπειας όλων των
ανθρώπων, συνηγορεί προς την κατεύθυνση ότι και οι μη πολίτες που αποτελούν ουσιαστι-
κό τμήμα της πολιτειακής οντότητας πρέπει να απολαμβάνουν τα μειονοτικά δικαιώματα64.
Παρά την ευρεία πρόσληψη της έννοιας, ωστόσο, από την Ε.Α.Δ. με τη συνακό-
λουθη υπαγωγή και των μεταναστών στο πεδίο της διάταξης, η Επιτροπή υιοθέτησε μια
μάλλον στενή προσέγγιση65 στο ζήτημα της ένταξης των καλούμενων ‘διπλών μειονοτήτων’
(“double minorities”), των ομάδων δηλαδή που αν και ανήκουν στη δεσπόζουσα εθνοτική
πλειονότητα ενός κράτους, συνιστούν αριθμητικά μειοψηφίες σε συγκεκριμένη περιοχή ή
και περιοχές αυτού66, στην εμβέλεια του άρθρου. Έτσι, αποφάνθηκε σχετικά με τον αγγλό-
φωνο πληθυσμό της κυρίαρχα γαλλόφωνης επαρχίας του Κεμπέκ στον Καναδά ότι «οι μειο-
νότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 27 είναι μειονότητες εντός του Κράτους, και όχι μειο-
νότητες εντός μιας επαρχίας του. Μια ομάδα μπορεί να συνιστά πλειονότητα σε μια επαρχία
αλλά να είναι μειονότητα μέσα σε ένα Κράτος και έτσι να δικαιούται των ωφελειών του
Άρθρου 27. Οι αγγλόφωνοι πολίτες του Καναδά δεν μπορούν να θεωρηθούν γλωσσική
μειονότητα»67. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι αναμφίβολα θετική εξέλιξη το γεγονός ότι
αν και η διάταξη δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «μειονότητα», έλλειψη που έχει οδηγήσει
σε αρκετές κριτικές, και παρά το ότι η Ε.Α.Δ. δεν αποπειράθηκε κάτι τέτοιο στο Γενικό
Σχόλιο Νο 23, ενστερνίστηκε στην πράξη έναν ευρύ ‘ορισμό εργασίας’68. Έτσι, όπως παρα-
τηρεί και ο Kymlicka, το Άρθρο 27 εφαρμόζεται «σε όλες τις εθνο-πολιτισμικές μειονότητες,
σε όλες τις ηπείρους χωρίς να έχει σημασία αν είναι μεγάλες ή μικρές, πρόσφατες ή ιστορι-
κές, εδαφικά συγκεντρωμένες ή διεσπαρμένες» και συνεπώς «μπορεί να ειδωθεί ως ένα
πραγματικά οικουμενικό πολιτιστικό δικαίωμα»69.
Περνώντας στο ζήτημα της κρατικής θετικής δράσης, η Επιτροπή έκρινε ότι παρά
την αρνητική διατύπωση της διάταξης, αυτή δεσμεύει τα κράτη όχι μόνο να σέβονται το
δικαίωμα των μελών των μειονοτήτων να απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική ζωή
αλλά και να δημιουργούν τις κατάλληλες ευνοϊκές συνθήκες που να καθιστούν την
πραγμάτωση του δικαιώματος εφικτή70. Όπως το έθεσε η Ε.Α.Δ.:
65. Economic and Social Council, Examining Possible Solutions to Problems Involving Mi-
norities, Including the Promotion of Mutual Understanding Between and Among Minorities and
Governments – Note by the Secretariat, UN Doc E/CN.4/Sub.2/A.C.5/2006/4, 15 June 2006, σ. 11.
66. NIGEL S. RODLEY, “Conceptual Problems in the Protection of Minorities: International
Legal Developments”, in Human Rights Quarterly, Vol. 17 (1995), σ. 70.
67. Human Rights Committee, Communications Nos. 359/1989 and 385/1989, John Ballan-
tyne and Elizabeth Davidson, and Gordon McIntyre v. Canada, UN Doc. CCPR/C/47/D/359/1989
and 385/1989/Rev. 1, 5 May 1993, παρ. 11.2.
68. RYSZARD CHOLEWINSKI, “Migrants as Minorities: Integration and Inclusion in the
Enlarged European Union”, in Journal of Common Market Studies, Vol. 43 (2005), σσ. 699-700.
69. WILL KYMLICKA, “National Cultural Autonomy and International Minority Rights
Norms”, in Ethnopolitics, Vol. 6 (2007), σ. 382.
70. ASBJØRN EIDE, “Good Governance, Human Rights, and the Rights of Minorities and In-
digenous Peoples”, in HANS-OTTO SANO/GUDMUNDUR ALFREDSSON with the collaboration of
«Αν και το Άρθρο 27 εκφέρεται με αρνητικούς όρους, ωστόσο, αναγνωρίζει την ύπαρ-
ξη ενός «δικαιώματος» και απαιτεί αυτό να μην τυγχάνει στέρησης. Συνακόλουθα, ένα
Κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι η ύπαρξη και η άσκηση αυτού του
δικαιώματος προστατεύονται απέναντι σε κάθε άρνηση ή παραβίαση του. Συνεπώς, θετικά
μέτρα προστασίας απαιτούνται όχι μόνο ενάντια στις πράξεις του Κράτους μέλους, [που
πραγματώνονται] μέσω είτε των νομοθετικών, δικαστικών ή διοικητικών αρχών του, αλλά
επίσης απέναντι στις πράξεις άλλων [τρίτων] προσώπων εντός του Κράτους μέλους»71.
Η Επιτροπή, λοιπόν, καθιστά απόλυτα σαφές ότι η ανοχή και η μη διάκριση, στην
οποία εστιάζουν πολλά κράτη για να υπεκφύγουν των ειδικότερων υποχρεώσεων που
έχουν απέναντι στις μειονότητές τους, δεν συνιστούν από μόνες τους επαρκή μέτρα για
την πλήρωση των απαιτήσεων του Άρθρου 2772, αλλά χρειάζονται επιπλέον θετικά μέτρα
κρατικής αρωγής για την υλοποίηση των δικαιωμάτων της διάταξης73, άποψη που σήμε-
ρα έχει καταστεί ευρύτατα αποδεκτή74. Τα μέτρα αυτά, βέβαια, πρέπει να βασίζονται σε
εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια για να μη συνιστούν διάκριση σε βάρος των μελών
της πλειονότητας ή άλλων μειονοτήτων75.
Κλείνοντας, σε ότι έχει να κάνει με την υφή των δικαιωμάτων της διάταξης, η Επι-
τροπή εξέφρασε την άποψη πως «αν και τα δικαιώματα που προστατεύονται υπό το Άρ-
θρο 27 είναι ατομικά δικαιώματα, εξαρτώνται από την ικανότητα της μειονοτικής ομάδας
ROBIN CLAPP (eds.), Human Rights and Good Governance: Building Bridges, Martinus Nijhoff
Publishers, The Hague/London/New York 2002, σ. 59.
71. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.1. Βλ. RACHEL BRETT, “The Interna-
tional Covenant on Civil and Political Rights and Minorities”, in J. CATOR/J. NIESSEN (eds.), The
Use of International Conventions to Protect the Rights of Migrants and Ethnic Minorities,
Churches’ Commission for Migrants in Europe, Strasbourg 1994, σ. 39.
72. ALEXANDRA XANTHAKI, “Against Integration, for Human Rights”, in The International
Journal of Human Rights, Vol. 20 (2016), σ. 828.
73. LUCY CLARIDGE/ALEXANDRA XANTHAKI, “Protecting the Right to Culture for Minorities
and Indigenous Peoples: An Overview of International Case Law”, in PETER GRANT (ed.), State of
the World’s Minorities and Indigenous Peoples 2016, Minority Rights Group International, London
2016, σ. 62.
74. Βλ. TIMOTHY WEBSTER, “Insular Minorities: International Law’s Challenge to Japan’s
Ethnic Homogeneity”, in North Carolina Journal of International Law and Commercial Regulation,
XXXVI (2011), σσ. 578-579. Βλ. και ΝΙΚΟΣ Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, «Χρειάζεται η Πολυπολιτισμικότητα μια
Νέα Θεωρία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 28 (2005), σ. 1208.
75. UN CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. KRISTIN HENRARD, “The Protection of
Minorities Through the Equality Provisions in the UN Human Rights Treaties: The UN Treaty Bod-
ies”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 14 (2007), σ. 157.
Οι αναφορές στη ταυτότητα της ομάδας και στην από κοινού απόλαυση των δικαι-
ωμάτων του Άρθρου 27 σε συνδυασμό με τη δυνατότητα υποβολής ομαδικών προσφυ-
γών που έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή, αρχής γενομένης με την υπόθεση Chief Bernard
Ominayak and the Lubicon Lake Band v. Canada, σε άτομα, που ισχυρίζονται ότι θίγο-
νται με τον ίδιο τρόπο79, προσδίδει ξεκάθαρα μια έντονη συλλογική διάσταση στην προ-
στασία της μειονοτικής πολιτιστικής ετερότητας, η οποία επιβεβαιώνεται συνεχώς από
τις επανειλημμένες επισημάνσεις της Επιτροπής στη σχετική οιονεί νομολογία της ότι το
δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής μπορεί να ασκηθεί κατά τρόπο ουσια-
στικό μόνο από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας80.
76. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. FEDERICO LENZERINI, “Intangible
Cultural Heritage: The Living Culture of Peoples”, in European Journal of International Law, Vol.
22 (2011), σ. 115.
77. CINDY HOLDER, “Culture as an Activity and Human Right: An Important Advance for In-
digenous Peoples and International Law”, in Alternatives, Vol. 33 (2008), σ. 22.
78. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 6.2; Βλ. GEOFF GILBERT, “The Cultural and
Political Autonomy of Minorities”, in L’ Observateur des Nations Unies, Vol. 23 (2007), σ. 226.
79. Human Rights Committee, Communication No 167/1984, Chief Bernard Ominayak and
the Lubicon Lake Band v Canada, UN Doc. CCPR/C/38/D/167/1984, 10 May 1990, par. 32.1. Βλ.
ΣΤΕΛΙΟΥ Ε. ΠΕΡΡΑΚΗ, «Τα Δικαιώματα των Λαών. Επιχειρηματολογία για Νομικές Αντιστίξεις και
Οριοθετήσεις», στο ΣΤΕΛΙΟΣ Ε. ΠΕΡΡΑΚΗΣ (επιμ.), Τα Δικαιώματα των Λαών και των Μειονοτήτων:
Μια Προβληματική σε Εξέλιξη, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σσ. 50-51.
80. ANA FILIPA VRDOLJAK, “Genocide and Restitution: Ensuring Each Group’s Contribution
to Humanity”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 32.
5. Τα Βασικά στοιχεία της πρόσληψης της έννοιας της πολιτιστικής ζωής από την
Ε.Α.Δ. στο Γενικό Σχόλιο Νο 23 και στη σχετική οιονεί νομολογία της.
Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της προσέγγισης της Ε.Α.Δ. στην ερμηνεία του Άρ-
θρου 27 είναι η αποσαφήνιση του κανονιστικού περιεχομένου της έννοιας της πολιτιστι-
κής ζωής, που κείται στην καρδιά του πεδίου της διάταξης. Εκκινώντας, λοιπόν, με την
υπόθεση Kitok v. Sweden η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη «η ρύθμιση μιας οικονομι-
κής δραστηριότητας είναι κανονικά ζήτημα του Κράτους και μόνο. Ωστόσο, όταν μια
δραστηριότητα συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής ζωής μιας εθνοτικής κοι-
νότητας, τότε η εφαρμογή της προς ένα άτομο δύναται να εμπίπτει στο Άρθρο 27»83.
Ακολουθώντας το αυτό μονοπάτι, η Επιτροπή αποφάνθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση
Ominayak and the Lubicon Lake Band v. Canada ότι «τα δικαιώματα που προστατεύονται
από το Άρθρο 27 περιλαμβάνουν το δικαίωμα των προσώπων, από κοινού με άλλους, να
διεξάγουν οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες που συνιστούν τμήμα της πολιτι-
στικής ζωής της κοινότητας στην οποία ανήκουν»84. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε
στο Γενικό Σχόλιο Νο 23 ότι το δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής «δύνα-
ται να συνίσταται σε ένα τρόπο ζωής [προσθήκη έμφασης] που συνδέεται στενά με την
[περιβάλλουσα] περιοχή και τη χρήση των πόρων της. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα
για τα μέλη των αυτόχθονων κοινοτήτων που συγκροτούν μια μειονότητα»85. Συγκεκρι-
μενοποιώντας ακόμη περισσότερο αυτή τη σκέψη της, η Ε.Α.Δ. τόνισε στην έβδομη πα-
ράγραφο του Σχολίου της ότι:
«[α]ναφορικά με την άσκηση των πολιτιστικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από
το Άρθρο 27, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πολιτιστική ζωή εκδηλώνεται με πολλές μορφές,
περιλαμβανομένου ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής [προσθήκη έμφασης] που συνδέεται με
τη χρήση των πόρων της γης, ειδικά στην περίπτωση των αυτόχθονων λαών. Το δικαίωμα
αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τέτοιες παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ψάρεμα ή κυνήγι
και το δικαίωμα διαβίωσης σε καταυλισμούς που προστατεύονται από τη νομοθεσία»86.
85. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 3.2. Βλ. ELSA STAMATOPOULOU, “Taking
Cultural Rights Seriously: The Vision of the UN Declaration on the Rights of Indigenous Peoples”,
in ALEXANDRA XANTHAKI/STEPHEN ALLEN (eds.), Reflections of the UN Declaration on the Rights
of Indigenous Peoples, Hart Publishing, Oxford 2011, σ. 397.
86. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, ό.π., παρ. 7. Βλ. SIEGFRIED WIESSNER, “The Cul-
tural Rights of Indigenous Peoples: Achievements and Continuing Challenges”, in European Jour-
nal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 133.
87. MARTIN SCHEININ, “Justiciability and the Indivisibility of Human Rights”, in J. SQUIRES/
M. LANGFORD/B. THIELE (eds.), The Road to Remedy: Current Issues in the Litigation of Economic,
Social and Cultural Rights, University of New South Wales Press, 2005, σ. 22.
88. UN Doc. CCPR/C/21/Rev. 1/Add. 5, παρ., par. 7. Βλ. MARTIN SCHEININ/MALCOLM
LANGFORD, “Evolution or Revolution? Extrapolating from the Experience of the Human Rights
Committee”, in Nordisk Tidsskrift for Menneskerettigheter, Vol. 27 (2009), σ. 108.
Συνεπώς, η Επιτροπή εισήγαγε στο κανονιστικό πεδίο του Άρθρου 27, χωρίς ωστό-
σο να διευκρινίσει επαρκώς τη θέση της, μια κρατική υποχρέωση λήψης μέτρων που να
εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των μελών των μειονοτήτων στις αποφά-
σεις που αφορούν τα πολιτιστικά τους δικαιώματα, η οποία δεν συνάγεται prima facie
από το γράμμα της διάταξης89. Αν και η Επιτροπή δεν κατέστησε σαφές ούτε στο Γενικό
Σχόλιο Νο 23 ούτε στη μετέπειτα σχετική οιονεί νομολογία της σε τι ακριβώς συνίσταται
η έννοια της συμμετοχής και δη αυτή της αποτελεσματικής, η ερμηνεία της συνιστά
αναμφίβολα ένα θετικό βήμα. Χρειάζεται, ωστόσο, να επικεντρώσει περισσότερο στο
ζήτημα γιατί το δικαίωμα στην απόλαυση της πολιτιστικής ζωής χωρίς την εξασφάλιση
των μέσων πραγμάτωσής του είναι κενό γράμμα90.
Τέλος, μια από τις ενδιαφέρουσες διαστάσεις της ανάγνωσης της Ε.Α.Δ., η οποία
απηχεί τις σύγχρονες θέσεις των κοινωνικών επιστημών που υποστηρίζουν ότι η πολιτι-
στική ζωή δεν είναι μια στατική έννοια, αλλά αντίθετα μια ζωντανή, δυναμική και διαρ-
κώς εξελισσόμενη διαδικασία με παρελθόν, παρόν και μέλλον91, είναι η θέση της ότι το
δικαίωμα στην απόλαυσή της δεν μπορεί να προσλαμβάνεται in abstracto, αλλά πρέπει
κάθε φορά να εξετάζεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Υπό αυτό το πρίσμα «[τ]ο Άρθρο
27 δεν προστατεύει μόνο τις παραδοσιακές εκφάνσεις του τρόπου ζωής των μειονοτή-
των, αλλά επιτρέπει επίσης την προσαρμογή αυτών στο σύγχρονο τρόπο ζωής και στην
ακόλουθη τεχνολογία»92. Έτσι, το γεγονός, λόγου χάρη, ότι οι Φινλανδοί Sami έχουν με
τα χρόνια προσαρμόσει τις μεθόδους βοσκής των ταράνδων και την εξασκούν πλέον με
τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας δεν τους αποκλείει από τη δυνατότητα επίκλησης
του Άρθρου 2793. Με τα λόγια της Επιτροπής στην υπόθεση Sara et al. v. Finland:
«Αν και οι Φινλανδοί Sami δεν κατέστη εφικτό να διατηρήσουν όλες τις παραδοσια-
κές μορφές βοσκής των ταράνδων, ωστόσο η πρακτική τους εξακολουθεί να είναι μια
διακριτή μορφή εκτροφής ταράνδων από τους Sami, που διεξάγεται από κοινού με άλλα
μέλη της ομάδας και υπό συνθήκες που υπαγορεύονται από το φυσικό οικοσύστημα. Τα
μοτοποδήλατα χιονιού δεν έχουν καταστρέψει αυτή τη μορφή νομαδικής βοσκής των
ταράνδων»94.
Με βάση αυτή την οπτική, λοιπόν, η χρήση ελικοπτέρων για τη βοσκή των ταράν-
δων ή σύγχρονης τεχνολογίας στην αλιεία από τους αυτόχθονες λαούς δεν τους αποκλείει
από την απόλαυση των πολιτιστικών δικαιωμάτων του Άρθρου 27, υπό την προϋπόθεση
πως αποδεικνύουν ότι οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κομμάτι του παραδοσιακού
τρόπου ζωής τους, όχι ως μουσειακού είδους, αλλά όπως έχουν εξελιχθεί στο πέρασμα
του χρόνου95.
6. Από το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση (Άρθρο 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ.) στο δικαί-
ωμα των μελών των μειονοτήτων στην απόλαυση της δικής τους πολιτιστικής
ζωής (Άρθρο 27 Δ.Σ.Α.Π.Δ.).
6.1. Αυτόχθονες λαοί και μειονότητες.
Η Ε.Α.Δ. ανάπτυξε τη νομολογία της για το Άρθρο 27 μέσω κυρίως μιας σειράς απο-
φάσεων επί προσφυγών πού υποβλήθηκαν από μέλη αυτόχθονων λαών αναφορικά με επι-
καλούμενη παραβίαση είτε αποκλειστικά (π.χ. υπόθεση Lubicon Lake Band v. Canada) είτε
μεταξύ των άλλων (π.χ. υποθέσεις Mahuika et al. v. New. Zealand και Poma Poma v. Peru)
του Άρθρου 1 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. περί του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση. Η Επι-
τροπή, λοιπόν, έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά παρουσιάζονταν στις σχε-
τικές υποθέσεις, έθεταν ζητήματα που θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο του Άρθρου 27
και συνακόλουθα αντιμετώπισε χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση στο εσωτερικό της ή στο σκεπτι-
κό των αποφάσεών της96 τους αυτόχθονες λαούς (π.χ. τους Sami των Σκανδιναβικών χωρών,
τη φυλή Lubicon του Καναδά, τους Aymara του Περού κ.ά.) ως μειονότητες, παρά το γεγο-
νός ότι κατά τις προπαρασκευαστικές διεργασίες του Άρθρου 27 μια σειρά κρατών είχε δια-
τυπώσει την άποψη ότι οι αυτόχθονες λαοί, όπως οι Ινδιάνοι της Βόρειας και Λατινικής
Αμερικής ή οι Aboriginals της Αυστραλίας, δεν είναι μειονότητες97.
Αυτή η επιλογή της Επιτροπής συνάντησε αρχικά την αντίθεση αρκετών αυτόχθο-
νων λαών και δη αυτών του Καναδά (π.χ. υπόθεση Marshall v. Canada) που πρωτοστά-
τησαν στην ανάδυση του παγκόσμιου κινήματος των αυτόχθονων λαών στις αρχές της
δεκαετίας του 1970, οι οποίοι από τις απαρχές της δυναμικής εμφάνισής τους στo διεθνές
προσκήνιο εναντιώθηκαν έντονα σε οποιαδήποτε πολιτική ετεροκαθορισμού που τους
παρουσίαζε ως μειονότητες, υποστηρίζοντας σθεναρά ότι συγκροτούν από κάθε άποψη
λαούς που νομιμοποιούνται στην άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης98. Για πα-
ράδειγμα, στην πρώτη (1984) σχετική προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής, αυτή της υπό-
θεσης AD v. Canada, ο προσφεύγων, ισχυριζόμενος ότι ενεργεί στο όνομα του λαού των
Mikmaq, υποστήριξε ότι δεν αντιπροσωπεύει μια μειονότητα υπό την έννοια του Άρθρου
27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., αλλά έναν λαό υπό την έννοια του Άρθρου 1 του Συμφώνου, απορρί-
πτοντας αφενός κατηγορηματικά την εφαρμογή του Άρθρου 27 και τονίζοντας αφετέρου
ότι η προσφυγή αφορούσε παραβίαση του Άρθρου 1 (“Article 1 is our goal, our
vision”)99. Πιο πρόσφατα (2001), οι Sami της Νορβηγίας απέρριψαν τον χαρακτηρισμό
τους ως «εθνική μειονότητα» υπό το σκεπτικό ότι ως αυτόχθων λαός έχουν αξίωση σε
πολύ πιο εκτεταμένα δικαιώματα από αυτά που παρέχουν οι μειονοτικές διατάξεις. Η
Νορβηγική κυβέρνηση σεβόμενη την επιθυμία τους δεν περιέλαβε καμία αναφορά για
αυτούς στην έκθεσή της προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης Πλαίσιο για
την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων100.
Υπάρχει, πάντως, ένα αναδυόμενο consensus που συνίσταται στην αποδοχή ότι ναι
μεν οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται, ωστόσο αλληλεπικαλύπτονται μέχρι ενός σημείου101.
Σε αυτό το πνεύμα, σύμφωνα με την πρώην Ειδική Εισηγήτρια των Η.Ε., Erica Daes,
97. Βλ. MANFRED NOWAK, U.N. Covenant on Civil and Political Rights: CCPR Commentary,
N.P. Engel, Kehl/Strasbourg/Arlington 1993, σσ. 492-493.
98. Βλ. Human Rights Committee, Communication No 205/1986, Marshall v. Canada, UN
Doc. CCPR/C/43/D/205/1986, 4 November 1991, παρ. 2.1.
99. Βλ. Human Rights Committee, Communication No R.19/78, AD v. Canada, UN Doc.
CCPR/C/22/D/R.19/78, 26 July 1984, Annex, παρ. 3, 7.3.
100. Βλ. Report submitted by Norway pursuant to Article 25, paragraph 1 of the Framework
Convention for the Protection of National Minorities, ACFC/SR(2001)001, 2 March 2001, παρ. 1.1.
101. GAETANO PENTASSUGLIA, “Reforming the UN Human Rights Machinery: What Does the
Future Hold for the Protection of Minorities and Indigenous Peoples?”, in International Journal on
Minority and Group Rights, Vol. 14 (2007), σ. 130.
102. Working Paper on the Relationship and Distinction between the Rights of Persons
Belonging to Minorities and Those of Indigenous Peoples, Paper by ERICA-IRENE A. DAES, UN
Doc. E/CN.4/Sub.2/2000, 19 July 2000, παρ. 41.
103. AMARE TESFAYE/ZELALEM KEBU, “The Protection of Linguistic Minorities: An Ap-
praisal on the Role of Multination Federalism”, Beijing Law Review, No 7 (2016), σ. 320, υποσημ. 9.
104. Βλ. FRANCESCO CAPOTORTI, Study on the Rights of Persons Belonging to Ethnic, Reli-
gious and Linguistic Minorities, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/384/Rev.1, UN Publication Sales No E.78,
XIV.1, New York 1979, σ. 96, παρ. 568.
105. Βλ. JOSÉ MARTÍNEZ Cobo, Study of the Problem of Discrimination Against Indigenous
Populations, Conclusions, Proposals and Recommendations, Volume V, UN Doc. E/CN.4/
Sub.2/1986/7/Add. 4, UN Publication Sales No E.86.XIV.3, New York 1987, σ. 29, παρ. 379.
106. Όπως έχει ορθά επισημανθεί, όλοι σχεδόν οι αυτόχθονες λαοί συνιστούν αριθμητικές
μειοψηφίες-μειονότητες στα κράτη που διαβιούν, LAURI HANNIKAINEN, “The Status οf Minorities,
Indigenous Peoples and Immigrant and Refugee Groups in Four Nordic Countries”, in Nordic
Journal of International Law, Vol. 65 (1996), σ. 3.
107. Βλ. ATHANASIOS YUPSANIS, “The Meaning of ‘Culture’ in Article 15 (1) (a) of the
ICESCR – Positive Aspects of CESCR’s General Comment No 21 for the Safeguarding of Minority
Cultures”, in German Yearbook of International Law, Vol. 55 (2012), σσ. 372-373.
108. Working Paper on the Relationship and Distinction Between the Rights of Persons Be-
longing to Minorities and Those of Indigenous Peoples, Paper by ASBJORN EIDE, UN Doc.
E/CN.4/Sub.2/2000/10, 19 July 2000, παρ. 24.
109. Working Paper by the Chairperson – Rapporteur, Mrs Erica – Irene Daes on the Con-
cept of ‘Indigenous Peoples’, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/AC.4/1996/2, 10 June 1996, παρ. 60.
110. ELSA STAMATOPOULOU, Cultural Rights in International Law – Article 27 of the Univer-
sal Declaration of Human Rights and Beyond, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden/Boston 2007,
σσ. 169-170.
111. ATHANASIOS YUPSANIS, “The International Labour Organization and its Contribution to
the Protection of the Rights of Indigenous Peoples”, in Canadian Yearbook of International Law,
Vol. 49 (2011), σσ. 146-154.
112. Βλ. A/RES/61/295, Annex, 13 September 2007.
113. Βλ. Commentary of the Working Group on Minorities to the United Nations Declaration
on the Rights of Persons Belonging to National or Ethnic, Religious and Linguistic Minorities –
Note by the Secretary General, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/AC.5/2005/2, 4 April 2005, παρ. 15.
κοινότητές τους ως τέτοιες114, είναι δηλαδή κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, συλλογικά
δικαιώματα115.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Διεθνές
Δίκαιο στους αυτόχθονες λαούς είναι σαφώς πιο ισχυρά και εκτεταμένα από ότι τα μειο-
νοτικά δικαιώματα116. Είναι λοιπόν εύλογο το ότι οι αυτόχθονες προτιμούν να τονίζουν
τη διαφορετικότητά τους από τις μειονότητες, αφού τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι
τελευταίες είναι ασθενέστερα. Από τη στιγμή, ωστόσο, που γίνεται αποδεκτό από τη μια
ότι οι κατηγορίες των «μειονοτήτων» και των «αυτόχθονων λαών» είναι μερικώς αλλη-
λεπικαλυπτόμενες και από την άλλη ότι οι αυτόχθονες μπορούν να κάνουν χρήση των
μειονοτικών νορμών117, χωρίς αυτό να συνεπάγεται εξίσωση του status τους με αυτό των
μειονοτήτων, χωρίς δηλαδή αυτή η επιλογή να σηματοδοτεί έναν αυτοπεριορισμό τους
σε ένα ατομοκεντρικό καθεστώς προστασίας που στερείται πρόνοιας για δικαιώματα επί
των πατρογονικών γαιών, είναι δυνατόν για αυτούς να επικαλούνται τις μειονοτικές δια-
τάξεις, όπως αυτή του Άρθρου 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., στο πλαίσιο μιας στρατηγικής εξα-
σφάλισης κάποιων minimum δικαιωμάτων118.
Υπό αυτό το πρίσμα, ορισμένοι αυτόχθονες λαοί παρέκαμψαν τις αρχικές τους επι-
φυλάξεις αναφορικά με τη χρήση των μειονοτικών διατάξεων και υιοθέτησαν μια πιο
ρεαλιστική στάση, όπως στην υπόθεση R.L. et al. v. Canada όπου οι προσφεύγοντες τόνι-
σαν ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 27 ότι αν και αντιλαμβάνονται τους εαυτούς
τους ως αυτόχθονα λαό και όχι ως εθνοτική ή γλωσσική μειονότητα, θεωρούν παράλλη-
λα πως οι αυτόχθονες λαοί νομιμοποιούνται να επικαλούνται και να ασκούν τα μειονοτι-
κά δικαιώματα, αφού οι δύο εννοιολογικές κατηγορίες είναι αλληλεπικαλυπτόμενες119.
114. PATRICK THORNBERRY, “Minority and Indigenous Rights at the ‘End of History’”, in
Ethnicities, Vol. 2 (2002), σ. 524.
115. Βλ. Study on Treaties, Agreements and Other Constructive Arrangements between
States and Indigenous Populations – Final Report by MIGUEL ALFONSO MARTINEZ, Special Rappor-
teur, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/1999/20, 22 June 1999, παρ. 74-75.
116. KAMRUL HOSSAIN, “Status of Indigenous Peoples in International Law”, in Miskolc
Journal of International Law, Vol. 5 (2008), σ. 24.
117. Βλ. Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection of National
Minorities, Opinion on Denmark, adopted on 22 September 2000, ACFC/INF/OP/1(2001)5, παρ. 17.
118. HEATHER A. NORTHCOTT, “Realisation of the Right of Indigenous Peoples to Natural
Resources under International Law through the Emerging Right to Autonomy”, in The Interna-
tional Journal of Human Rights, Vol. 16 (2012), σ. 80.
119. Human Rights Committee, Communication No 358/1989, R.L. et al v. Canada, UN Doc.
CCPR/C/43/358/1989, 5 November 1991, παρ. 3.7.
6.2. Η απροθυμία της Ε.Α.Δ. να επιληφθεί επί της ουσίας επί υποθέσεων που αφορούν
επίκληση παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών.
Η Ε.Α.Δ. από την πλευρά της απέφυγε, αρχής γενομένης από τις υποθέσεις σταθμό
Kitok v. Sweeden και Lubicon Lake Band v. Canada, να εξετάσει προσφυγές που επικα-
λούνταν παραβίαση του Άρθρου 1 του Συμφώνου, προκρίνοντας την απόρριψη τους για
τυπικούς λόγους, υπό το σκεπτικό ότι «τα άτομα δεν μπορούν να επικαλούνται κατά το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο ότι είναι θύματα παραβίασης του δικαιώματος της αυτοδιάθε-
σης του άρθρου 1 του Συμφώνου, το οποίο αφορά δικαιώματα που παρέχονται στους
λαούς ως τέτοιους»120. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι «αν και το Προ-
αιρετικό Πρωτόκολλο προβλέπει μια διαδικασία προσφυγής για τα άτομα που ισχυρίζο-
νται ότι τα δικαιώματά τους έχουν παραβιαστεί, το Άρθρο 1 του Συμφώνου διαπραγμα-
τεύεται δικαιώματα που παρέχονται στους λαούς ως τέτοιους»121. Συνακόλουθα, «το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο παρέχει μια διαδικασία υπό την οποία τα άτομα μπορούν να
επικαλούνται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα παραβιάστηκαν. Αυτά τα δικαιώματα τίθε-
νται στο τρίτο μέρος του Συμφώνου, ήτοι στα Άρθρα 6 με 27»122.
Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία, η Επιτροπή τόνισε στις μεταγενέστερες σχε-
τικές προσφυγές «ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου μπορεί
να λαμβάνει και να εξετάζει προσφυγές μόνο αν προέρχονται από άτομα που ισχυρίζο-
νται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα έχουν παραβιαστεί από ένα κράτος μέλος στο Προ-
αιρετικό Πρωτόκολλο»123. Στο πλαίσιο αυτό:
«Aν και όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση καθώς και το δικαίωμα
να καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό τους status, να επιδιώκουν την οικονομική, κοινω-
νική και πολιτιστική τους ανάπτυξη, και μπορούν, για τους δικούς τους σκοπούς, να
διαθέτουν ελεύθερα τον φυσικό πλούτο και πόρους τους, η Επιτροπή έχει ήδη αποφασί-
σει ότι καμία αξίωση για αυτοδιάθεση δεν μπορεί να εισαχθεί ενώπιόν της υπό το Προ-
αιρετικό Πρωτόκολλο»124.
Αυτή η αιτιολόγηση συνάντησε σκληρή κριτική από τμήματα της ακαδημαϊκής
κοινότητας. Υποστηρίχθηκε πως σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλ-
λου η Επιτροπή είναι αρμόδια να λαμβάνει και να εξετάζει προσφυγές από άτομα που
ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος εγκαθιδρύει το
Σύμφωνο. Συνακόλουθα, από τη στιγμή που το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του Άρθρου
1 του Συμφώνου συνιστά ένα από τα δικαιώματα που θεσπίζονται στο Σύμφωνο, είναι
εντός της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εξετάζει ισχυρισμούς αναφορικά με την παρα-
βίαση του125. Στο ίδιο πνεύμα επικρίθηκε η Επιτροπή γιατί η άρνησή της για τυπικούς
λόγους να εξετάσει τα σχετικά με την αυτοδιάθεση αιτήματα σήμανε ουσιαστικά ότι οι
αυτόχθονες δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως λαοί κατά το Σύμφωνο126.
Η Επιτροπή από την πλευρά της υιοθέτησε την αυτή στάση και ως προς την απο-
σαφήνιση της σχέσης μεταξύ των μειονοτικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην
αυτοδιάθεση. Έτσι, σημείωσε στην τρίτη παράγραφο του προαναφερόμενου Γενικού
Σχολίου Νο 23 (1994) ότι:
«To Σύμφωνο διακρίνει μεταξύ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και των δικαιωμά-
των που προστατεύονται από το Άρθρο 27. Το πρώτο διατυπώνεται ως δικαίωμα που
ανήκει στους λαούς και τυγχάνει ρύθμισης σε ξεχωριστό τμήμα (Part I) του Συμφώνου. Η
αυτοδιάθεση δεν είναι δικαίωμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Επιτροπής κατά το
Προαιρετικό Πρωτόκολλο. Το Άρθρο 27 από την άλλη σχετίζεται με δικαιώματα που πα-
ρέχονται στα άτομα ως τέτοια και περιλαμβάνεται, όπως και τα άρθρα που αφορούν στα
προσωπικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άτομα, στο τρίτο μέρος του Συμφώνου
και υπάγεται στη δικαιοδοσία της Επιτροπής κατά το Προαιρετικό Πρωτόκολλο»127.
124. UN Doc. CCPR/C/ 43/358/1989, ό.π., παρ. 6.2. Βλ. ALCIDIA MOUCHEBOEUF, Minority
Rights Jurisprudence Digest, Council of Europe Publishing, Strasbourg 2006, σ. 395.
125. PARMIDER BRAR, “The Practice and Procedures of the Human Rights Committee under
the Optional Protocol of the International Covenant on Civil and Political Rights”, in Indian Jour-
nal of International Law, Vol. 25 (1985), σσ. 514-515.
126. ANDREW HUFF, “Resource Development and Human Rights: A Look at the Case of the
Lubicon Cree Indian Nation of Canada”, in Colorado Journal of International Environmental Law
and Policy, Vol. 10 (1999), σ. 187.
127. UN Doc. CCPR/C/21/Rev.1/Add.5, ό.π., παρ. 3.1. Βλ. KAREN ENGLE, The Elusive Promise
of Indigenous Development: Rights, Culture, Strategy, Duke University Press, Durham 2010, σ. 117.
Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίχθηκε ότι η Επιτροπή ανθίσταται σθεναρά στη σύν-
δεση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης με αυτό των μειονοτικών δικαιωμάτων128.
Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα η Επιτροπή διατύπωσε στην υπόθεση Mahuika et al. v. New
Zealand (2000) την άποψη ότι «οι διατάξεις του Άρθρου 1 μπορεί να είναι σχετικές για
την ερμηνεία και άλλων δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύμφωνο, ιδιαίτερα
του Άρθρου 27»129. Επίσης, σε μια σειρά καταληκτικών παρατηρήσεων επί των κρατι-
κών εκθέσεων ως προς την υλοποίηση του Άρθρου 27, αρχής γενομένης με αυτή για τον
Καναδά στα τέλη του 1990130, η Επιτροπή ζήτησε από αρκετά κράτη (Καναδά, Μεξικό,
Νορβηγία, Αυστραλία, Σουηδία, Φινλανδία και Βραζιλία) να αναφέρουν για την κατά-
σταση εφαρμογής του Άρθρου 1 (κυρίως της δεύτερης παραγράφου περί της ελεύθερης
διάθεσης των φυσικών πόρων) του Συμφώνου ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση των
αυτόχθονων λαών (και όχι των μειονοτήτων stricto sensu)131. Αυτή η εκ πρώτης όψεως
μετατόπιση της Επιτροπής ερμηνεύτηκε ως ξεκάθαρη εξέλιξη στη νομολογία της σε σύ-
γκριση με την προαναφερόμενη στην τρίτη παράγραφο του Γενικού Σχόλιου Νο 23 θέση
της ότι τα δικαιώματα του Άρθρου 27 διακρίνονται σαφώς από το δικαίωμα του Άρθρου
128. JOSHUA CASTELLINO, “The Protection of Minorities and Indigenous Peoples in Interna-
tional Law: A Comparative temporal Analysis”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 17 (2010), σσ. 412-413, ο οποίος παρατηρεί επιπρόσθετα ότι η Επιτροπή είναι απρό-
θυμη να εξετάσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως δικαίωμα που παρέχεται στις μειονότητες,
παρά μόνο υπό μια ιδιαίτερα στενή πρόσληψη που αφορά τους φυσικούς πόρους που είναι απαραί-
τητοι για την επιβίωσή τους.
129. UN Doc. CCPR/C/70/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.2. Η Επιτροπή επανέλαβε στην υπόθεση
Diergaardt et al. v. Namibia ότι «οι διατάξεις του Άρθρου 1 μπορεί να είναι σχετικές για την ερμη-
νεία και άλλων δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύμφωνο, ιδιαίτερα των Άρθρων 25, 26
και 27», Human Rights Committee, Communication No 760/1997, Diergaardt et al v. Namibia, UN
Doc. CCPR/C/63/D/760/1997, 7 July 1998, παρ. 10.3.
130. Βλ. Concluding Observations of the Human Rights Committee: Canada, UN Doc.
CCPR/C/79/Add.105, 7 April 1999, παρ. 7.
131. JEREMIE GILBERT, “Indigenous Rights in the Making: The United Nations Declaration
on the Rights of Indigenous Peoples”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol.
14 (2007), σ. 220. Βλ. για παράδειγμα Concluding Observations of the Human Rights Committee:
Mexico, UN Doc. CCPR/C/MEX/CO/5, 17 May 2010, παρ. 22, όπου η Επιτροπή ζητά από το Με-
ξικό «να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική διαβούλευση
των αυτόχθονων λαών για τη λήψη αποφάσεων σε όλους τους τομείς που έχουν επίδραση στα δι-
καιώματά τους σε συμφωνία με το Άρθρο 1 παρ. 2, και Άρθρο 27 του Συμφώνου».
1132. Ειδικότερα, ο Koivurova έχει διακρίνει δύο φάσεις σε αυτή την εξέλιξη. Αρχικά και
με αφετηρία τις καταληκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής επί των εκθέσεων του Κανα-
δά (1999) και της Νορβηγίας (1999), μόνο αν ένα κράτος αντιμετώπιζε τους αυτόχθονες
της επικράτειάς τους ως λαούς, τότε η Επιτροπή ζητούσε από το κράτος αυτό να αναφέ-
ρει για την κατάστασή τους σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Συμφώνου. Σε ένα δεύτερο
στάδιο, η Επιτροπή εγκατέλειψε τη στενή αυτή προσέγγιση και άρχισε να θεωρεί ότι όλοι
οι αντιλαμβανόμενοι ευρέως από τη διεθνή κοινότητα ως αυτόχθονες λαοί υπάγονται στο
πεδίο του Άρθρου 1133. Έτσι, «τουλάχιστον κάποιοι» ή ακόμη και «αρκετοί» αυτόχθονες
λαοί στοιχειοθετούν λαούς για τους σκοπούς του Άρθρου 1 και είναι δικαιούχοι του δι-
καιώματος της αυτοδιάθεσης134. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Βankes σχολιάζοντας την
υπόθεση Mahuika et al. v. Nea Zealand, παρά τη ρητή αναφορά στην αλληλένδετη σχέση
μεταξύ των Άρθρων 1 και 27, η Επιτροπή δεν επέκτεινε περαιτέρω το συλλογισμό της
αποφεύγοντας οποιαδήποτε άλλη αναφορά στο Άρθρο 1 σχετικά με την υφή της υπόθε-
σης ή με την ερμηνεία του Άρθρου 27135. Μάλιστα, στην τελευταία σχετική υπόθεση,
αυτή της Angela Poma Poma v. Peru, η Επιτροπή όχι μόνο αρνήθηκε για τυπικούς λό-
γους να εξετάσει την καταγγελία για παραβίαση του Άρθρου 1 παρ. 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ.,
παρά το γεγονός ότι η Γενική Συνέλευση των Η.Ε. είχε υιοθετήσει προηγουμένως τη
Διακήρυξη για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών, η οποία τους αναγνωρίζει δικαί-
136. Βλ. TIMO KOIVUROVA, ‘Sovereign States and Self-Determining Peoples: Carving Out a
Place for Transnational Indigenous Peoples in a World of Sovereign States”, in International
Community Law Review, Vol. 12 (2010), σ. 202. Βλ. και ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΡΑΝΤΗ, «Διεθνής Δικαιοσύνη
και Προστασία των Αυτόχθονων Λαών. Η Περίπτωση του Διαμερικανικού Δικαστηρίου των Δικαιω-
μάτων του Ανθρώπου», in Δικαιώματα του Ανθρώπου, No 61 (2014), σ. 577.
137. Βλ. KATJA GÖCKE, “The Case of Angela Poma Poma v. Peru before the Human Rights
Committee. The Concept of Free, Prior and Informed Consent and the Application of the Interna-
tional Covenant on Civil and Political Rights to the Protection and Promotion of Indigenous
Peoples’ Rights”, in Max Planck Yearbook of United Nations Law, Vol. 14 (2010), σσ. 337 επ.
μια έκταση δέκα εκταρίων στα πλευρά του βουνού Etela-Riutusvaara, που συνιστά ιερό
τόπο για την παλιά θρησκεία των Sami, και αφετέρου μεταφοράς του μέσα από τις περιο-
χές βοσκής των ταράνδων138. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, μεταξύ των άλλων, ότι η
εξόρυξη και μεταφορά του ανορθωσίτη θα διατάρασσε τις δραστηριότητες εκτροφής των
ταράνδων και το σύνθετο σύστημα οριοθέτησης των ζωνών της βοσκής, όπως αυτές κα-
θορίζονταν από το φυσικό περιβάλλον, παραβιάζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τα δικαιώ-
ματά τους κατά το Άρθρο 27, και συγκεκριμένα το δικαίωμα να απολαμβάνουν την πολι-
τιστική τους ζωή, που παραδοσιακά ήταν και ουσιαστικά εξακολουθεί να βασίζεται στην
εκτροφή ταράνδων139.
Η Επιτροπή από την πλευρά της προέβη αρχικά στις ακόλουθες επισημάνσεις: α)
ότι οι Sami προσφεύγοντες ήταν αναμφίβολα μέλη μιας μειονότητας υπό την έννοια του
Άρθρου 27 και ως τέτοιοι είχαν το δικαίωμα να απολαμβάνουν τη δική τους πολιτιστική
ζωή, και β) ότι η εκτροφή ταράνδων είναι βασικό στοιχείο του πολιτισμού τους και ως
τέτοια δύναται να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 27. Με αυτό το σκεπτικό και αφού
πρώτα έδωσε προσοχή από τη μια στην πνευματική σημασία που εξακολουθούσε να έχει
το βουνό Riutusvaara για τον πολιτισμό των Sami και από την άλλη στην ανησυχία των
προσφευγόντων για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στην ποιότητα του κρέατος η
παρέμβαση στο περιβάλλον, η Επιτροπή δήλωσε:
«Ένα Κράτος μπορεί εύλογα να θέλει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ή να επιτρέψει
οικονομικές δραστηριότητες από εταιρείες. Η έκταση της ελευθερίας που έχει για να το
πράξει δεν σταθμίζεται με αναφορά στο μέτρο της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά με
αναφορά τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κατά το Άρθρο 27. Το Άρθρο 27 απαιτεί
ένα μέλος μιας μειονότητας να μην στερείται το δικαίωμα να απολαμβάνει την πολιτι-
στική ζωή του. Συνεπώς, μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση του δικαιώματος
δεν είναι συμβατά με τις δεσμεύσεις του Άρθρου 27. Ωστόσο, μέτρα που έχουν περιο-
ρισμένο αντίχτυπο στον τρόπο ζωής των προσώπων που ανήκουν σε μια μειονότητα δεν
στοιχειοθετούν απαραίτητα άρνηση του δικαιώματος κατά το Άρθρο 27»140.
138. Βλ. GEORGE N. BARRIE, “International Law and Indigenous Land Rights: Further Les-
sons for South Africa”, in Journal of South African Law (2005), σ. 386.
139. Βλ. SARAH PRICHARD, “The International Covenant on Civil and Political Rights and
Indigenous Peoples”, in SARAH PRICHARD (ed.), Indigenous Peoples, the United Nations and
Human Rights, Zed Books, The Federation Press, London/Sydney 1998, σ. 198.
140. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.4. Βλ. DAVID H. GETCHES, “Indigenous
Peoples’ Rights to Water under International Norms”, in Colorado Journal of International and
Environmental Law and Policy, Vol. 16 (2005), σ. 282.
Έτσι, απορρίπτοντας ρητά από τη μια πλευρά το δόγμα της κρατικής διακριτικής
ευχέρειας κατά την εφαρμογή του Άρθρου 27141, και επικυρώνοντας από την άλλη την
άποψη που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Lovelace v. Canada ότι δεν συ-
νιστά κάθε μέτρο που παρεμβαίνει στην απόλαυση του Άρθρου 27 παραβίαση της διάτα-
ξης142 και συνακόλουθα ότι όπου το δημόσιο συμφέρον επικρατεί επί μιας περιορισμένης
παρέμβασης στα μειονοτικά δικαιώματα αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό143, η Επιτροπή
έκρινε ότι το ζήτημα έγκειτο στο αν η επίδραση της εξόρυξης στο βουνό Riutusvaara
ήταν τόσο σημαντική, ώστε αποτελεσματικά να στερεί το δικαίωμα των προσφευγόντων
να απολαμβάνουν τα πολιτιστικά τους δικαιώματα στην περιοχή144. Η Επιτροπή στη συ-
νέχεια ανακάλεσε την παράγραφο 7 του Γενικού Σχόλιου της για το Άρθρο 27, σύμφωνα
με το οποίο οι μειονότητες ή οι αυτόχθονες λαοί έχουν δικαίωμα στην προστασία παρα-
δοσιακών δραστηριοτήτων, όπως το κυνήγι, το ψάρεμα ή, όπως στη συγκεκριμένη περί-
πτωση, η εκτροφή ταράνδων, και ότι θα πρέπει να λαμβάνονται [προς αυτή την κατεύ-
θυνση] μέτρα «για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των μελών των
μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν»145. Εστιάζοντας κατά
αυτό τον τρόπο στο ζήτημα της μειονοτικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, η
Επιτροπή κατέληξε ότι η εξόρυξη στις πλαγιές του βουνού Riutusvaara στην έκταση που
είχε ήδη λάβει χώρα δεν συνιστούσε άρνηση του δικαιώματος των προσφευγόντων να
απολαμβάνουν κατά το Άρθρο 27 την πολιτιστική τους ζωή.
Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε «συγκεκριμένα στο ότι τα συμφέροντα της
Επιτροπής Muotkatunturi Herdsmen και των προσφευγόντων λήφθηκαν υπόψη κατά τις
διαδικασίες που οδήγησαν στην έκδοση άδειας λατομείου, στο ότι οι προσφεύγοντες
141. MALGOSIA FITZMAURICE, “The New Developments Regarding the Saami Peoples of the
North”, in International Journal on Minority and Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 108.
142. Η Ε.Α.Δ. είχε αποφασίσει στην υπόθεση Lovelace v. Canada ότι «δεν θεωρείται κάθε
παρέμβαση άρνηση των δικαιωμάτων υπό την έννοια του Άρθρου 27», παρατηρώντας περαιτέρω
ότι «οι θεσμικοί περιορισμοί… πρέπει να έχουν εύλογη και αντικειμενική αιτιολόγηση και να είναι
συμβατοί με τις άλλες διατάξεις του Συμφώνου…», Human Rights Committee, Communication No
24/1977, Sandra Lovelace v. Canada, CCPR/C/13/D/24/1977, 30 July 1981, παρ. 15-16.
143. GEORGIE STEVENS, “The Ainu and Human Rights: Domestic and International Legal
Protections”, in Asia-Pacific Journal on Human Rights and the Law, Vol. 2 (2001), σ. 124.
144. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.5. Βλ. S. JAMES ANAYA, Indigenous
Peoples in International Law, Oxford University Press, 2004, 2η εκδ., σ. 136.
145. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.5. Βλ. PETER GRAVER/GEIR ULFSTEIN,
“The Sami People’s Right to Land in Norway”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 11 (2004), σσ. 343-344.
έτυχαν διαβούλευσης [προσθήκη έμφασης] κατά τις διαδικασίες», καθώς και στο ότι η
εκτροφή ταράνδων δεν φάνηκε να έχει επηρεαστεί αρνητικά από αυτή την εξόρυξη, όπως
αυτή είχε υλοποιηθεί146. Ως προς τις ανησυχίες των προσφευγόντων σχετικά με τις μελ-
λοντικές εξορυκτικές δραστηριότητες, η Επιτροπή παρατήρησε ότι «οι οικονομικές δραστη-
ριότητες πρέπει, προκειμένου να συνάδουν με το Άρθρο 27, να διεξάγονται κατά τέτοιο
τρόπο, ώστε οι προσφεύγοντες να εξακολουθούν να ωφελούνται από την εκτροφή των τα-
ράνδων”147. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή σημείωσε πως αν εγκρίνονταν μεγαλύτερης κλί-
μακας εξορυκτικές δραστηριότητες, τότε μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να στοιχειοθετή-
σει παραβίαση του Άρθρου 27148. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή εισήγε ένα διπλό κριτήριο,
αυτό της συμμετοχής/διαβούλευσης των μελών των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών
στις αποφάσεις που αφορούν στην απόλαυση της πολιτιστικής τους ζωής και της εξακολού-
θησης της βιωσιμότητας αυτού του τρόπου ζωής (“consultation and sustainability”)149, η
πλήρωση ή μη του οποίου πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά που γίνεται επίκληση παραβία-
σης του Άρθρου 27, προκειμένου να διαπιστώνεται ανάλογα αν υπήρξε ή όχι. Η κρίση, λοι-
πόν, της Επιτροπής, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 27 στη συγκεκριμένη υπόθεση
βασίστηκε αφενός στην εκτίμησή της ότι δεν υπήρξε ουσιώδης αντίχτυπος από τις περιορι-
σμένης κλίμακας εξορυκτικές δραστηριότητες στον τρόπο ζωής των προσφευγόντων, ώστε
146. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. S. JAMES ANAYA, “International
Human Rights and Indigenous Peoples: The Move Toward the Multicultural State”, in Arizona
Journal of International and Comparative Law, Vol. 21 (2004), σ. 31.
147. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.8. Βλ. MARIA LUNDBERG/YONG ZHOU,
“Hunting-Prohibition in the Hunters’ Autonomous Area: Legal Rights of Orogen People and the
Implementation of Regional National Autonomy Law”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 16 (2009), σ. 385.
148. UN Doc. CCPR/C/52/D/511/1992, ό.π., παρ. 9.8. Βλ. NIGEL BANKES, “Natural Re-
source Projects, Indigenous Peoples and the Role of the International Law”, in Resources, Vol. 87
(2004), σ. 5. Σημειώνεται, πάντως, ότι η Ε.Α.Δ. δεν βρήκε παραβίαση του Άρθρου 27 ούτε σε με-
ταγενέστερη ανάλογη ως προς τα πραγματικά περιστατικά προσφυγή των αυτών προσφευγόντων
που επικαλέστηκαν, μεταξύ των άλλων, τη θέση της Ε.Α.Δ. ότι μελλοντικές εξορυκτικές δραστη-
ριότητες στην αυτή ευρύτερη περιοχή μπορούν να στοιχειοθετήσουν παραβίαση της διάταξης, βλ.
Human Rights Committee, Communication No 1023/2001, Jouni Lansman, Eino Lansman and the
Muotkatunturi Herdsmen’s Committee v. Finland, CCPR/C/83/D/1023/2001,15 April 2005.
149. LEENA HEINAMAKI, “Rethinking the Status of Indigenous Peoples in International Envi-
ronmental Decision-Making: Pondering the Role of Arctic Indigenous Peoples and the Challenge
of Climate Change”, in TIMO KOIVUROVA/E. CARINA/H. KESKITALO/NIGEL BANKES (eds.), Climate,
Governance, Environment and Policy, Springer, 2009, σ. 225.
να παρεμποδίσει την εξακολούθηση της απόλαυσής του, και αφετέρου στο ότι οι αρμόδιες
αρχές είχαν προηγουμένως διεξαγάγει διαβουλεύσεις μαζί τους150, πληρώντας την ερμηνεία
του Γενικού Σχόλιου Νο 23, αναφορικά με την ανάγκη της συμμετοχής των μελών των μειο-
νοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν151.
7.2. Υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland.
Την αυτή, με την προαναφερόμενη υπόθεση, συλλογιστική ακολούθησε η Επιτρο-
πή και στην υπόθεση Äärelä and Näkkäläjärvi v. Finland, στην οποία οι προσφεύγοντες
Sami Φινλανδοί πολίτες και μέλη της Κοοπερατίβας Sallivaara με αντικείμενο τη βοσκή -
εκτροφή ταράνδων, υποστήριξαν ότι η απόφαση του Εφετείου του Rovaniemi να επιτρέ-
ψει τη ξύλευση και την κατασκευή δρόμου στην περιοχή της Kariselkä, σε μια έκταση 92
εκταρίων από τα συνολικά 286.000 εκτάρια των γαιών της Κοοπερατίβας, η οποία κατά
τους προσφεύγοντες συνιστούσε μια από τις καλύτερες περιοχές χειμερινής βοσκής των
ταράνδων, σε συνδυασμό με τη μείωση του επιτρεπτού αριθμού των ταράνδων, στοιχειο-
θετούσαν inter alia άρνηση του δικαιώματος να απολαύσουν την πολιτιστική ζωή τους
από κοινού με άλλους Sami, για τους οποίους η εξακολούθηση της εκτροφής ταράνδων
είναι θεμελιώδης, και συνακόλουθα παραβίαση του Άρθρου 27152.
Μια σημαντική διάσταση της υπόθεσης έγκειτο στο ότι η Φινλανδική κυβέρνηση επέ-
δειξε, σε συμμόρφωση με την προγενέστερη σχετική νομολογία της Επιτροπής, ιδιαίτερη
έμφαση στο γεγονός της εξασφάλισης της αποτελεσματικής συμμετοχής των ενδιαφερόμε-
νων προσώπων στις αποφάσεις που τους αφορούσαν. Συγκεκριμένα, τόνισε ότι «τα πλάνα
της Δασικής Υπηρεσίας διαμορφώθηκαν σε διαβούλευση με τους ιδιοκτήτες των ταράνδων
ως βασικών ενδιαφερομένων μερών» και ότι ως αποτέλεσμα των απόψεων που διατύπωσαν
τα μέλη της Κοοπερατίβας επήλθε μερική αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού της Δασικής
Υπηρεσίας, ώστε να επιτευχθεί, στο μέτρο του εφικτού, συμβιβασμός μεταξύ των διαφορε-
τικών συμφερόντων των δραστηριοτήτων της ξυλείας και της εκτροφής ταράνδων, ενώ πα-
ράλληλα περιορίστηκε και η έκταση της εγκρινόμενης προς ξύλευση περιοχής153.
Σχετικά με την επίκληση παραβίασης του Άρθρου 27, η Επιτροπή, αφού πρώτα
αναφέρθηκε στην προηγούμενη θέση της ότι οι προσφεύγοντες Sami είναι αναμφίβολα
μέλη μιας μειονότητας και ότι η βοσκή-εκτροφή ταράνδων είναι βασικό στοιχείο του
πολιτισμού τους, επανέλαβε ότι σε αυτές τις υποθέσεις το κομβικό ζήτημα είναι αν η
παρέμβαση στις δραστηριότητες της βοσκής είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να τεκμηριώνε-
ται ότι το κράτος έχει αποτύχει να προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα των προσφευγό-
ντων να εξακολουθούν να απολαμβάνουν την πολιτιστική τους ζωή (“sustainability
criterion”)154. Το ερώτημα, λοιπόν, εντός της Επιτροπής ήταν αν η ξύλευση στην προα-
ναφερόμενη έκταση των 92 εκταρίων στην περιοχή της Kariselkä ήταν συμβατή με αυτό
το κριτήριο155. Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε πως δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει αν η
συγκεκριμένη δραστηριότητα στοιχειοθετούσε αποτυχία του φινλανδικού κράτους να
προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα των προσφευγόντων να απολαμβάνουν την πολιτι-
στική τους ζωή κατά το Άρθρο 27. Η Επιτροπή απέδωσε την αδυναμία της να εκδώσει
απόφαση επί της ουσίας στην έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης που να την καθιστά ικα-
νή να προβεί στη συναγωγή ανεξάρτητων συμπερασμάτων για την πραγματική σημασία
της περιοχής στις δραστηριότητες της βοσκής, καθώς και για τις μακροπρόθεσμες επι-
πτώσεις της ξυλείας και της κατασκευής δρόμου στη βιωσιμότητα της βοσκής156. Παρά
τη δυστοκία της Επιτροπής να καταλήξει σε μια στέρεα κρίση, αξίζει να αναφερθεί ότι
κατά την εξέταση των επιχειρημάτων των μερών επέδειξε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός
– που το έλαβε, ωστόσο, ως δεδομένο – «ότι οι προσφεύγοντες και άλλες σημαίνουσες
ενδιαφερόμενες ομάδες, έτυχαν διαβούλευσης κατά την επεξεργασία των πλάνων ξυλεί-
ας από τη Δασική Υπηρεσία» και ότι ως αποτέλεσμα των κριτικών που ακούστηκαν,
έλαβε χώρα μερική τροποποίηση των αρχικών σχεδίων157.
154. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.5; Βλ. FRANS VILJOEN, “Fact-Finding by
UN Human Rights Complaints Bodies – Analysis and Suggested Reforms”, in Max Planck Year-
book of United Nations Law, Vol. 8 (2004), σ. 70.
155. Βλ. Report of the Human Rights Committee, Volume II, General Assembly Official
Records, Fifty-seventh Session, Supplement No 40 (A/57/40, United Nations, New York, 2002),
σ. 126.
156. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. YVONNE DONDERS, “Do Cultural
Diversity and Human Rights Make a Good Match?”, in International Social Science Journal, Vol.
199 (2010), σ. 24.
157. UN Doc. CCPR/C/73/D/779/1997, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. ALEX CONTE/RICHARD BURCHILL,
Defining Civil and Political Rights: The Jurisprudence of the Human Rights Committee, 2nd edn,
MPG Books, Bodmin, Cornwall 2009, σ. 282.
Διεύθυνσης Δασών, όπου απλά κατέστησαν δέκτες πληροφόρησης για κάποια βραχυ-
πρόθεσμα σχέδια ξυλείας. Καταληκτικά, τόνισαν με έμφαση ότι σε καμία των περιπτώ-
σεων δεν έλαβαν χώρα πραγματικές διαβουλεύσεις που να στοιχειοθετούν με οποιοδήπο-
τε τρόπο «αποτελεσματική συμμετοχή» των ενδιαφερόμενων στις σχετικές διαδικασίες,
και εξέφρασαν την επιθυμία τους για την αναγνώριση μιας πιο ουσιαστικής δυνατότητας
επηρεασμού των αποφάσεων που αφορούν την έγκριση σχεδίων ξυλείας στα εδάφη τους.
Κατά την εξέταση των μερών, η Επιτροπή, αφού πρώτα αναφέρθηκε για μια ακόμη φορά
στο προαπαιτούμενο της έβδομης παραγράφου του Γενικού Σχόλιου Νο 23 σχετικά με
την ανάγκη για την υιοθέτηση μέτρων «που να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμ-
μετοχή των μελών των μειονοτικών κοινοτήτων στις αποφάσεις που μπορεί να τους επη-
ρεάσουν»159, επισήμανε ότι:
«[ε]ίναι αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή Κτηνοτρόφων του Muotkatunturi, στην
οποία οι προσφεύγοντες ανήκουν, έτυχε διαβούλευσης κατά τη διαδικασία σχεδιασμού
των πλάνων ξυλείας και ότι κατά τη διαβούλευση η Επιτροπή Κτηνοτρόφων του
Muotkatunturi δεν αντέδρασε αρνητικά στα σχέδια ξυλείας. Το γεγονός ότι αυτή η δια-
βούλευση δεν ήταν ικανοποιητική για τους προσφεύγοντες και ήταν ικανή μεγαλύτερης
αλληλεπίδρασης δεν αλλάζει την εκτίμηση της Επιτροπής»160.
Κλείνοντας, η Ε.Α.Δ. έκρινε, μεταξύ των άλλων, ότι δεν ήταν σε θέση να αποφασί-
σει, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον της, αν οι επιπτώσεις
των σχεδίων ξυλείας θα ήταν τέτοιες που να συνιστούν άρνηση των δικαιωμάτων των
προσφευγόντων κατά το Άρθρο 27161.
159. UN Doc. CCPR/C/58/D/671/1995, ό.π., παρ. 10.4; Βλ. GAIL OSHERENKO, “Indigenous
Rights in Russia: Is Title to Land Essential for Cultural Survival?”, in Georgetown International
Environmental Law Review, Vol. 13 (2001), σ. 705.
160. UN Doc. CCPR/C/58/D/671/1995, ό.π., παρ. 10.5; Βλ. NIGEL BANKS, “International
Human Rights Law and Natural Resources Projects within the Traditional Territories of Indigenous
Peoples”, in Alberta Law Review, Vol. 47 (2010), σ. 472.
161. Βλ. APHRODITE SMAGADI, Sourcebook of International Human Rights Materials, British
Institute of International and Comparative Law, 2008, σ. 424.
162. UN Doc CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 6.2; Για μια περιεκτική παρουσίαση του
ιστορικού του ζητήματος των διαφορών μεταξύ των Maori και του κράτους της Νέας Ζηλανδίας
αναφορικά με τα αλιευτικά δικαιώματα των πρώτων, βλ. R. P. BOAST, “Maori Fisheries 1986-1998:
A Reflection”, in Victoria University of Wellington Law Review, Vol. 30 (1999), σσ. 111-134.
163. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 5.8. Βλ. DINAH SHELTON, “Human Rights and
the Environment: Jurisprudence of Human Rights Bodies”, in Environmental Policy, Vol. 32 (2002), σ. 159.
164. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., para 5.9. Βλ. J. SCOTT DAVIDSON, “Fishing for
Rights? Mahuika v New Zealand in the UN Human Rights Committee”, in International Journal on
Marine and Coastal Law, Vol. 16 (2001), σ. 681.
165. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π.,, παρ. 9.3. Βλ. ALEXANDER H. E. MORAWA, “The
Jurisprudence of the Human Rights Committee and Other Treaty Monitoring Bodies”, in European
Yearbook of Minority Issues, Vol. 1 (2001/2002), σ. 473.
συνέχεια και σε συμφωνία με την προγενέστερη νομολογία της επισήμανε ότι η διάταξη
απαιτεί να μη στερούνται τα μέλη των μειονοτήτων το δικαίωμα να απολαμβάνουν τον
πολιτισμό τους και συνεπώς ότι μέτρα που οδηγούν σε άρνηση αυτού του δικαιώματος
δεν συνάδουν με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει κατά τη διάταξη166. Σε αυτό το
πλαίσιο, η Επιτροπή επέστησε για μια ακόμη φορά την προσοχή στο Γενικό Σχόλιο Νο
23 αναφορικά με την ανάγκη αποτελεσματικής συμμετοχής των μελών των μειονοτικών
κοινοτήτων στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, τονίζοντας ότι:
«η αποδοχή των μέτρων που επιδρούν ή παρεμβαίνουν στις πολιτιστικά σημαντικές
οικονομικές δραστηριότητες μιας μειονότητας εξαρτάται από τα αν τα μέλη της συγκε-
κριμένης μειονότητας έχουν τη δυνατότητα (“opportunity”) [προσθήκη έμφασης] να
συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων σε σχέση με αυτά τα μέτρα, καθώς
και από το αν θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τις παραδοσιακές μορφές της οικο-
νομίας τους»167.
166. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9. 4. Βλ. FEDERICO LENZERINI, “The Inter-
play Between Environmental Protection and Human and Peoples’ Rights in International Law”, in
African Yearbook of International Law, Vol. 10 (2002), σ. 98.
167. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9. 5. Βλ. MILES HOOGAN, “The Nisga’a
Final Agreement and International Norms”, in International Journal on Minority and Group
Rights, Vol. 11 (2004), σ. 324.
168. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. GUDMUNDUR ALFREDSSON/ERIKA
FERRER as updated and revised by KATHRYN RAMSAY, Minority Rights: A Guide to United Nations
Procedures and Institutions, Minority Rights Group International and Raoul Wallenberg Institute
of Human Rights and Humanitarian Law, London 2004, σσ. 24-25.
169. UN Doc. CCPR/C/55/D/547/1993, ό.π., παρ. 9.6. Βλ. Report on Indigenous Fishing
Rights in the Seas with Case Studies from Australia and Norway, UN Doc E/C.19/2010/2, 8 Janu-
ary 2010, σ. 7, παρ. 21.
την άποψη ότι είχαν λάβει χώρα ευρείες διαβουλεύσεις στις οποίες επιδείχθηκε ιδιαίτερη
προσοχή στην πολιτιστική και θρησκευτική σημασία που ενέχει το ψάρεμα/η αλιεία για
τους Maori, η Επιτροπή αποφάνθηκε πως:
«[α]ν και εφιστά την προσοχή το γεγονός ότι η διευθέτηση και η διαδικασία της
προκάλεσαν διαιρέσεις μεταξύ των Maori, ωστόσο, η Επιτροπή συμπεραίνει πως το
Κράτος μέλος, συμμετέχοντας αφενός στη διαδικασία μιας ευρείας διαβούλευσης πριν
προβεί σε νομοθετικές ενέργειες και επιδεικνύοντας αφετέρου ιδιαίτερη προσοχή στη
βιωσιμότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων των Maori, πήρε τα αναγκαία μέτρα για
να εξασφαλίσει ότι η Συμφωνία για την Αλιεία και η ενεργοποίησή της μέσω της θέ-
σπισης σχετικής νομοθεσίας, περιλαμβανομένου του συστήματος διαχείρισης ποσο-
στώσεων, είναι συμβατά με το Άρθρο 27”170.
7.5. Κριτικές προσεγγίσεις της πρόσληψης της έννοιας της «αποτελεσματικής συμμε-
τοχής» από την Ε.Α.Δ.
Στις δύο τελευταίες υποθέσεις η Ε.Α.Δ. προσπέρασε κατά μία έννοια τις ενστάσεις
των προσφευγόντων αναφορικά με το ζήτημα της μη αποτελεσματικής συμμετοχής τους
στις διαδικασίες λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων171, αποδεχόμενη απλώς τα
επιχειρήματα των κρατών ότι είχαν προηγουμένως διεξαχθεί ευρείες διαβουλεύσεις, χω-
ρίς, ωστόσο, να αποσαφηνίζει λεπτομερώς τα σημεία εκείνα που την οδήγησαν στις σχε-
τικές αποφάσεις της και συνακόλουθα χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τα στοιχεία που καθι-
στούν μια διαδικασία διαβούλευσης συμβατή με τις απαιτήσεις του Άρθρου 27172. Αυτή
η στάση προκάλεσε την κριτική μέρους της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο
McGoldrick, λόγου χάρη, παρατηρεί σε ένα γενικό πλαίσιο ότι «παρόλο που η Ε.Α.Δ.
έχει υιοθετήσει μια διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της πολιτιστικής ζωής, ωστόσο
παρουσιάζει τη τάση να μη συνάγει παραβιάσεις του Άρθρου 27 με βάση τα πραγματικά
περιστατικά που παρουσιάζονται ενώπιον της»173. Στο αυτό πνεύμα η Shelton επισημαί-
νει ότι «τα τελευταία 25 χρόνια, κάθε φορά που μια πολιτιστική μειονότητα έχει προ-
σφύγει στην Ε.Α.Δ. υπό το Άρθρο 27 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. έχει αποτύχει. Σε κάθε σχεδόν πε-
ρίπτωση, η Επιτροπή κηρύσσει την προσφυγή τυπικά απαράδεκτη ή την απορρίπτει επί
της ουσίας»174. Για την Barten, η μη ευδοκίμηση των περισσότερων προσφυγών των
αυτόχθονων λαών δεν οφείλεται σε κάποια ιδιαιτερότητα – αδυναμία των επιχειρημάτων
τους, αλλά είναι συστημικής υφής, υπονοώντας σαφώς ότι κατά τη στάθμιση των έννο-
μων συμφερόντων της απόλαυσης του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και των κρα-
τικών ενεργειών που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας ως συνόλου, το
κέντρο βάρους της κρίσης της Ε.Α.Δ. κλίνει υπέρ των τελευταίων175. Αναφορικά με το
συγκεκριμένο ζήτημα της αποτελεσματικής συμμετοχής, ο Anaya σχολιάζει ότι στις
υποθέσεις Lansman η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι Sami είχαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα
στις διαφιλονικούμενες γαίες, περίπτωση κατά την οποία «μια πιο απαιτητική υποχρέω-
ση διαβούλευσης θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής»176. Για τις αυτές υποθέσεις, ο
Pentassuglia παρατηρεί ότι το «το κριτήριο της συμμετοχής της θιγόμενης ομάδας φαί-
νεται να ερμηνεύεται περισσότερο ως μια ευέλικτη παράμετρος για τον καθορισμό της
‘μη άρνησης’ [του δικαιώματος] παρά ως μια προηγούμενη στενή νομική προϋπόθεση
για την προστασία της μειονοτικής ταυτότητας»177. Ο Bankes με τη σειρά του τονίζει ότι
στην υπόθεση Mahuika η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον ισχυρισμό των
προσφευγόντων ότι η διευθέτηση δεν επεξηγήθηκε κατάλληλα στους ενδιαφερόμενους,
Χρειάζεται να επισημανθεί ότι ακόμη και στο πλαίσιο των περιφερειακών μειονο-
τικών κειμένων του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) και του Ο.Α.Σ.Ε. η πρόνοια για την
182. Report of the Committee set up to examine the representation alleging non-observance
by Ecuador of the Indigenous and Tribal Peoples Convention, 1989 (No 169), made under article 24
of the ILO Constitution by the Confederación Ecuatoriana de Organizaciones Sindicales Libres
(CEOSL) (CEOSL), Document: GB. 277/18/4, Document: GB. 282/14/2, παρα. 44.
183. Inter-American Court of Human Rights, Case of the Kichwa Indigenous People of
Sarayaku v Ecuador, Series C, No 245, Judgement of June 27, 2012, παρ. 164.
184. Ό.π., παρ. 177. Βλ. για την υπόθεση Lisi Brunner and Karla Quintana, “The Duty to
Consult in the Inter-American System: Legal Standards after Sarayaku”, in ASIL Insights, Vol. 16,
28 November 2012.
αποτελεσματική συμμετοχή των μειονοτικών μελών στις δημόσιες υποθέσεις που τους
αφορούν φαίνεται να περικλείει μια ισχυρότερη δυναμική από την ερμηνεία που έχει
προσδώσει η Ε.Α.Δ. μέσω της σχετικής οιονεί νομολογίας της στο Άρθρο 27. Έτσι, έχει
προταθεί από τους συντάκτες της Σύμβασης Πλαίσιο του ΣτΕ για την Προστασία των
Εθνικών Μειονοτήτων στο Επεξηγηματικό Υπόμνημα της Σύμβασης ότι τα μέλη μπο-
ρούν να προωθούν, στο πλαίσιο των συνταγματικών τους συστημάτων, τέτοια μέτρα, όπως
μεταξύ των άλλων, τη συμμετοχή των μειονοτικών προσώπων στην επεξεργασία, εφαρμο-
γή και αποτίμηση των εθνικών και περιφερειακών πλάνων και προγραμμάτων που είναι
πιθανόν να τους επηρεάσουν άμεσα· την εκπόνηση μελετών, σε συνεργασία με αυτά τα
πρόσωπα για την εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν σε αυτά οι σχε-
διαζόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες· την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετο-
χής τους στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ή ακόμη
και την παροχή αποκεντρωμένων ή τοπικών μορφών κυβέρνησης185. Στο ίδιο μήκος κύμα-
τος, η Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης έχει επισημάνει στο «Σχόλιο για την Απο-
τελεσματική Συμμετοχή των Προσώπων που Ανήκουν σε Εθνικές Μειονότητες στην Πολι-
τιστική, Κοινωνική και Οικονομική Ζωή και στις Δημόσιες Υποθέσεις» (2008) ότι η «απο-
τελεσματικότητα» της συμμετοχής δεν μπορεί να ορίζεται με αφηρημένους όρους και
σταθμά186 και ότι «η απλή διαβούλευση δεν συνιστά επαρκή μηχανισμό για την εξασφάλι-
ση της αποτελεσματικής συμμετοχής των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότη-
τες»187. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κράτη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η συμμετοχή των μειο-
νοτήτων «έχει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται και ότι υπάρχει, στο
βαθμό του δυνατού, μια συγκυριότητα στις λαμβανόμενες αποφάσεις»188.
Κινούμενη σε ανάλογα μονοπάτια, η Έκθεση της Γενεύης της Συνάντησης των
Εμπειρογνωμόνων για τις Εθνικές Μειονότητες της τότε Δ.Α.Σ.Ε. και νυν Ο.Α.Σ.Ε (1991)
αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στη σύσταση γνωμοδοτικών και δέσμιων οργάνων λή-
ψης αποφάσεων στα οποία να αντιπροσωπεύονται οι μειονότητες, ειδικότερα σε ότι αφο-
ρά την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τη θρησκεία· στη συγκρότηση εκλεγμένων οργά-
185. “Explanatory Memoramdum on the Framework Convention for the Protection of Na-
tional Minorities”, in Human Rights Law Journal, Vol. 16 (1995), σ. 106, παρ. 80.
186. Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection of National Mi-
norities, Commentary on the Effective Participation of Persons Belonging to National Minorities in
Cultural, Social and Economic Life and in Public Affairs, ACFC/31DOC(2008)001, 5 May 2008,
σ. 12, παρ. 18.
187. Ό.π., σσ. 7, 22, 28.
188. Ό.π., σ. 13.
νων και συνελεύσεων για τις υποθέσεις των εθνικών μειονοτήτων· στη θέσπιση αυτόνομων
διοικήσεων, όπως και στην παροχή αυτονομίας σε εδαφική βάση, περιλαμβανομένης της
ύπαρξης συμβουλευτικών, νομοθετικών και εκτελεστικών οργάνων συγκροτούμενων μέσω
ελεύθερων και περιοδικών εκλογών· στην παροχή (μη εδαφικής) αυτοδιοίκησης σε μια
εθνική μειονότητα αναφορικά με ζητήματα που άπτονται της ταυτότητάς της σε περιπτώ-
σεις που η εδαφική αυτονομία δεν εφαρμόζεται· και σε αποκεντρωμένες ή τοπικές μορφές
κυβέρνησης189. Η δέσμη αυτή κατευθυντήριων γραμμών συμπληρώθηκε από τις «Συστά-
σεις του Lund για την Αποτελεσματική Συμμετοχή των Εθνικών Μειονοτήτων στο Δημό-
σιο Βίο» (1999), όπου καλούνται τα Κράτη να υιοθετήσουν περιεκτικές και διαφανείς δια-
δικασίες διαβούλευσης εγκαθιδρύοντας, μεταξύ των άλλων, γνωμοδοτικά ή συμβουλευτικά
όργανα με τέτοια σύνθεση που να συνεισφέρουν σε μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία,
καθώς και στην αναβάθμιση των μειονοτικών συμφερόντων190. Σύμφωνα με τις Συστάσεις
του Lund, οι αρμόδιες αρχές «πρέπει να διαβουλεύονται τακτικά αυτά τα όργανα σχετικά
με τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που αφορούν τις μειονότητες, προκειμένου να συν-
εισφέρουν στην ικανοποίηση των μειονοτικών ανησυχιών»191.
Η Ε.Α.Δ. δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τα προαναφερόμενα standards, αν και πρέπει
να αναγνωριστεί ότι τόσο οι τριμερείς επιτροπές της Δ.Ο.Ε., που αποφασίζουν έχοντας ως
πυξίδα αναφοράς μια Σύμβαση στην οποία το πνεύμα της διαβούλευσης και της συμμετοχής
συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του κειμένου της192, όσο και η Συμβουλευτική Επιτροπή της
Σύμβασης Πλαίσιο, που βασίζεται σε μια διάταξη ειδικά επικεντρωμένη στο δικαίωμα των
μειονοτικών μελών να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις για τα ζητήματα που
τα αφορούν (Άρθρο 15)193, εφορμούν από ένα πολύ διαφορετικό και αναβαθμισμένο πλαί-
σιο σε σύγκριση με την Ε.Α.Δ., η οποία εκκινεί από μια πολύ πιο περιορισμένη κανονιστική
189. “Report of the CSCE Meeting of Experts on National Minorities, Geneva 19 July 1991”,
in Human Rights Law Journal, Vol. 12 (1991), σ. 333.
190. “The Lund Recommendations on the Effective Participation of National Minorities in
Public Life and Explanatory Note”, OSCE High Commissioner on National Minorities, September
1999, σσ. 7, 10.
191. Ό.π., σ. 10.
192. Βλ. TANJA JOONA, ILO Convention No 169 in a Nordic Context with Comparative
Analysis: An Interdisciplinary Approach, Juridica Lapponica 37, Lapland University Press, Univer-
sity of Lapland, Rovaniemi 2012, σ. 221.
193. Βλ. MARC WELLER, “Article 15”, in MARC WELLER (ed.), The Rights of Minorities in
Europe: A Commentary on the European Framework Convention for the Protection of National
Minorities, Oxford University Press, New York 2005, σ. 429.
βάση, αφού αποφαίνεται με βάση μια διάταξη που δεν εγκαθιδρύει, τουλάχιστον ρητά194,
μια δυνατότητα (πόσο μάλλον δικαίωμα) συμμετοχής των μελών των μειονοτήτων στις απο-
φάσεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα τους. Από τη στιγμή, ωστόσο, που η ίδια η Ε.Α.Δ.
έχει με δική της πρωτοβουλία ερμηνεύσει το Άρθρο 27 κατά τρόπο που να προϋποθέτει την
εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών
στις αποφάσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής τους ως ικανής και αναγκαίας συνθήκης για
την απόλαυση της ιδιαίτερης πολιτιστικής ζωής τους, οφείλει να ολοκληρώσει την προσέγ-
γιση της αποσαφηνίζοντας τις παραμέτρους που καθιστούν μια συμμετοχική διαδικασία
πρακτικά αποτελεσματική και συνακόλουθα την προστασία που παρέχει το Άρθρο 27 πραγ-
ματικά ουσιαστική.
194. Work of the Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights and
Human Rights Bodies with Regard to Minorities and the Right to Effective Participation: Note by
the Secretariat, UN Doc. A/HRC/FMI/2009/5, 11 November 2009, παρ. 21.
195. LORENZO NESTI, “The Mapuche - Pehuenche and the Ralco Dam on the Biobio River:
The Challenge of Protecting Indigenous Land Rights”, in International Journal on Minority and
Group Rights, Vol. 9 (2002), σ. 23.
προσφεύγουσας, από το μοναδικό μέσο της επιβίωσης και ύπαρξης τους, τη βοσκή και
εκτροφή λάμα και αιγοκαμήλων, υποσκάπτοντας σημαντικά τη ταυτότητα και τον τρόπο
ζωής τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το κράτος μέλος παραβία-
σε τα Άρθρα 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 (α), 14 παρ. 1 και 17 του Συμφώνου196.
Η Επιτροπή απέφυγε να εξετάσει τον ισχυρισμό περί παραβίασης του Άρθρου 1
παρ. 2 του Συμφώνου περί του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης επί των φυσικών πόρων για
τυπικούς λόγους, υπενθυμίζοντας την προηγούμενη πάγια θέση της σύμφωνα με την οποία
«το Προαιρετικό Πρωτόκολλο παρέχει μια διαδικασία κατά την οποία τα άτομα μπορούν
να επικαλούνται ότι τα ατομικά τους δικαιώματα έχουν παραβιαστεί, αλλά αυτά τα δικαιώ-
ματα δεν περιλαμβάνουν όσα εγκαθιδρύονται στο Άρθρο 1 του Συμφώνου»197. Αναφορικά
με την επίκληση του Άρθρου 17 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή) από την
προσφεύγουσα η Επιτροπή έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως παρουσιάζονταν
από αυτή, έθεταν ζητήματα που ενέπιπταν στο πεδίο του Άρθρου 27 και συνακόλουθα δέ-
χτηκε να εξετάσει την υπόθεση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διάταξης.
Ως προς το Άρθρο 27, λοιπόν, η Επιτροπή αφού πρώτα επισήμανε ότι η προσφεύ-
γουσα είναι μέλος μιας εθνοτικής μειονότητας και ότι η εκτροφή των λάμα είναι συστα-
τικό στοιχείο του πολιτισμού της κοινότητας των Aymara, επανέλαβε τη θέση που διατύ-
πωσε αρχικά στην πρώτη υπόθεση Lansman ότι ένα κράτος μπορεί νόμιμα να λαμβάνει
μέτρα για την προώθηση της οικονομικής του ανάπτυξης, υπό τον όρο ότι αυτά τα μέτρα
δεν υποσκάπτουν τα δικαιώματα που εγκαθιδρύει το Άρθρο 27. Σε αυτή τη γραμμή
πλεύσης, η Επιτροπή επανήλθε στη θέση που υϊοθέτησε στην υπόθεση Mahuika v. New
Zealand ότι η αποδοχή των μέτρων που παρεμβαίνουν στις σημαντικές πολιτιστικές
δραστηριότητες μιας μειονότητας «εξαρτάται από το αν τα μέλη της συγκεκριμένης κοι-
νότητας έχουν τη δυνατότητα [προσθήκη έμφασης] να συμμετέχουν στη διαδικασία λή-
ψης των αποφάσεων αναφορικά με αυτά τα μέτρα»198. Το καινοτόμο, πάντως, στοιχείο,
στην προσέγγιση της Επιτροπής σε σχέση με την προγενέστερη οιονεί νομολογία της
ήταν η επιπρόσθετη θέση ότι:
196. Human Rights Committee, Communication No 1457/2006, Ángela Poma Poma v. Peru,
UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, 27 March 2009, παρ. 1-3.4.
197. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 6.3; Βλ., επίσης, Report of the Human Rights
Committee, Volume II, Ninety-fourth Session (13-31 October 2008), Ninety-fifth Session (16
March-3 April 2009), Ninety-sixth Session (13-31 July 2009), General Assembly Official Records,
Supplement No 40 (A/64/40), σ. 221.
198. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.6. Βλ. SARAH JOSEPH, Blame it on the
WTO? A Human Rights Critique, Oxford University Press, Oxford/New York 2011, σ. 76.
Εφαρμόζοντας στη συνέχεια το διπλό σετ κριτηρίων της «διαβούλευσης και της
βιωσιμότητας», η Επιτροπή παρατήρησε από τη μια ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε η
κοινότητα στην οποία ανήκε έτυχαν διαβούλευσης ανά οιαδήποτε στιγμή από το κράτος
ως προς την κατασκευή των φραγμάτων, και από την άλλη ότι η προσφεύγουσα κατέστη
ανίκανη να εξακολουθεί να ωφελείται από τις παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες
λόγω της ξήρανσης της γης και της απώλειας των ζώων της200. Προβαίνοντας σε αυτές
τις διαπιστώσεις, που πρακτικά σήμαιναν ότι το Περού απέτυχε να συμμορφωθεί με τα
προαναφερόμενα κριτήρια, η Επιτροπή κατέληξε ότι οι ενέργειες του κράτους μέλους
παραβίασαν το δικαίωμα της προσφεύγουσας να απολαμβάνει την ιδιαίτερη πολιτιστική
ζωή της μαζί με άλλα μέλη της ομάδας της σύμφωνα με το Άρθρο 27.
199. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.6; Βλ. MELISSA CASTAN/JULIE DEBEL-
JAK,“Indigenous Peoples’ Human Rights and the Victorian Charter: A Framework for Reorienting
Recordkeeping and Archival Practice”, in Archival Science, Vol. 12 (2012), σ. 222.
200. UN Doc. CCPR/C/95/D/1457/2006, ό.π., παρ. 7.7.
201. Inter-Agency Support Group on Indigenous Issues, Report on Free, Prior and Informed
Consent, UN Doc. E/C.19/2004/11, 12 March 2004, παρ. 2.
νούνται αμοιβαία σαν τμήμα μιας διαδικασίας διευθέτησης), καθώς και πολιτικών ‘διαί-
ρει και βασίλευε’. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την απουσία απειλών αντίποινων σε
περίπτωση που το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η άρνηση των ενδιαφερομένων να
συναινέσουν σε κάποιο μέτρο-έργο202.
β) ως προηγούμενη συναίνεση μπορεί να οριστεί μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα
μέσα σε επαρκή χρονικά περιθώρια, ώστε να επιτρέπει τη συλλογή και νομή των ανα-
γκαίων πληροφοριών, περιλαμβανομένων της μετάφρασής τους στις παραδοσιακές
γλώσσες και της προφορικής διάχυσής τους, σύμφωνα με τις διαδικασίες λήψης αποφά-
σεων που επιλέγονται από τους αυτόχθονες λαούς203. Επιπλέον, η συναίνεση πρέπει να
λαμβάνει χώρα χωρίς χρονική πίεση και περιορισμούς. Ένα πλάνο ή αναπτυξιακό σχέδιο
δεν πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή πριν την πλήρη ολοκλήρωση της διαδικασίας των
διαπραγματεύσεων και την επίτευξη συμφωνίας204.
γ) εν πλήρει γνώσει συναίνεση σημαίνει ότι η συναίνεση πρέπει να βασίζεται στην
προηγούμενη, πλήρη και ακριβή παροχή όλων των σχετικών πληροφοριών, περιλαμβα-
νομένων, μεταξύ των άλλων, των λόγων, του σκοπού, της φύσης, της διάρκειας της ανα-
στρεψιμότητας και της εμβέλειας οποιουδήποτε προτεινόμενου σχεδίου ή δραστηριότη-
τας, μιας πρώτης εκτίμησης των πιθανών κινδύνων και ωφελειών, καθώς και των γεω-
γραφικών ορίων των περιοχών που θα επηρεαστούν205.
δ) τέλος, η συναίνεση συνίσταται στο δικαίωμα των αυτόχθονων λαών να αποδέχο-
νται ή να απορρίπτουν τα προτεινόμενα μέτρα. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι το δικαί-
ωμα της προηγούμενης συναίνεσης ή της απόσυρσής της δεν είναι μια επιλογή που
ασκείται εφάπαξ αλλά σε κάθε φάση του μέτρου ή αναπτυξιακής διαδικασίας206.
202. Βλ. ANDREA CARMEN, Free, Prior and Informed Consent, Expert Seminar on Indige-
nous Peoples’ Permanent Sovereignty Over Natural Resources and on Their Relation to Land (25,
26 and 27 January 2006, Palais des Nations), HR/GENEVA/IP/SEM/2006/BP.7, σ. 3.
203. Βλ. ROBERT JAMES HALES/JOHN RYNNE/GATHY HOWLETT/JAY DIVINE/VIVIAN HAUSER,
“Indigenous Free Prior Consent: A Case for Self-Determination in World Heritage Nomination
Processes”, in International Journal of Heritage Studies, Vol. 19 (2013) σ. 272.
204. Βλ. BRANT MCGEE, “The Community Referendum: Participatory Democracy and the
Right to Free, Prior and Informed Consent to Development”, in Berkeley Journal of International
Law, Vol. 27 (2009), σ. 590.
205. Βλ. PARSHURAM TAMANG, An Overview of the Principle of Free, Prior and Informed
Consent and Indigenous Peoples in International and Domestic Law and Practices, Workshop on
Free, Prior and Informed Consent (New York, 17-19 January 2005), PFII/2004/WS.2/8, παρ. 48.
206. Βλ. Report of the International Workshop on Methodologies Regarding Free, Prior and
Informed Consent and Indigenous Peoples (New York, 17-19 January 2005), UN Doc.
E/C.19/2005/3, 17 February 2005, παρ. 46-49.
8.3. Η διακινδύνευση του τρόπου ζωής των αυτόχθονων λαών και η ελεύθερη, προη-
γούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση.
Ένα άλλο ασαφές ζήτημα στην απόφαση της Ε.Α.Δ. στην υπόθεση Ángela Poma
Poma v. Peru ήταν το ότι η Επιτροπή δεν αποσαφήνισε αν τα κράτη οφείλουν να απο-
σπούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση των μειονοτήτων και
των αυτόχθονων λαών πριν από οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο ή αναπτυξιακό πλάνο
που επηρεάζει τον τρόπο ζωής τους, όπως η γραμματική ερμηνεία της σχετικής παρα-
γράφου στη συγκεκριμένη απόφαση φαίνεται καταρχήν να υπονοεί. Προκειμένου, λοι-
πόν, να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα στο θέμα είναι απαραίτητη η εξέταση των
διεθνών κειμένων που επικεντρώνουν στην προστασία των δικαιωμάτων των αυτόχθο-
νων λαών. Ξεκινώντας με το μοναδικό νομικά δεσμευτικό κείμενο που αφορά τα δικαιώ-
ματά τους, τη Σύμβαση Νο 169 της Δ.Ο.Ε., έχει τονιστεί από τις τριμελείς επιτροπές της
Οργάνωσης αναφορικά με το Άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης, που καλεί τα κράτη μέλη να
διεξάγουν διαβουλεύσεις με τους αυτόχθονες λαούς «με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας
ή συναίνεσης στα προτεινόμενα μέτρα»207, ότι «δεν υπήρχε πρόθεση να υπονοηθεί ότι οι
διαβουλεύσεις πρέπει να καταλήγουν στην απόσπαση της συμφωνίας ή συναίνεσης των
ενδιαφερομένων, αλλά περισσότερο να εκφραστεί ένας στόχος για αυτές»208. Συνεπώς, η
Σύμβαση Νο 169 δεν αναγνωρίζει δικαίωμα veto στους αυτόχθονες λαούς209.
Συνεχίζοντας με τη Διακήρυξη των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών,
κάποιος μπορεί να παρατηρήσει, μετά από μια προσεκτική ανάγνωση των διατάξεών της, ότι
αν και έξι από αυτές, τα Άρθρα 10, 11 παρ. 2, 19, 28 παρ. 1, 29 παρ. 2 και 32 παρ. 2, αναφέρο-
νται ρητά στην υπό εξέταση έννοια210, η διατύπωση μόνο δύο εξ αυτών και συγκεκριμένα των
Άρθρων 10 και 29 παρ. 2, που απαγορεύουν την εκτόπιση των αυτόχθονων λαών από τις πα-
ραδοσιακές γαίες τους και την αποθήκευση ή απόθεση επικίνδυνων υλικών σε αυτές χωρίς την
ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρη γνώση συναίνεση τους αντίστοιχα, είναι επιτακτική211.
207. Βλ. RUSSEL LAWRENCE BARSH, “An Advocate’s Guide to the Convention on Indigenous
and Tribal Peoples”, in Oklahoma City University Law Review, Vol. 15 (1990), σ. 219.
208. Document: GB. 277/18/4, Document: GB. 282/14/2, ό.π., παρ. 39.
209. LEENA HEINÄMÄKI, “Protecting the Rights of Indigenous Peoples - Promoting the Sustain-
ability of the Global Environment?”, in International Community Law Review, Vol. 11 (2009), σ. 36.
210. Report of the Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Progress Report
on the Study on Indigenous Peoples and the Right to Participate in Decision-Making, UN Doc.
A/HRC/EMRIP/2010/2, 17 May 2010, παρ. 35.
211. Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Follow-up Report on Indige-
nous Peoples and the Right to Participate in Decision-Making, with a Focus on Extractive Indus-
tries, UN Doc. A/HRC/EMRIP/2012/2, 30 April 2012, Annex, παρ. 20.
Αντίθετα, η πολύ προσεκτική διατύπωση212 των Άρθρων 19 και 32 παρ. 2, που καλούν τα
κράτη να «διαβουλεύονται και να συνεργάζονται με καλή πίστη με τους ενδιαφερόμε-
νους αυτόχθονες λαούς μέσω των αντιπροσωπευτικών θεσμών τους, προκειμένου να
αποσπάσουν την ελεύθερη και πληροφορημένη συναίνεση τους» πριν από την έγκριση
νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που μπορεί να τους επηρεάσουν (Άρθρο 19) ή πριν
από οποιοδήποτε πλάνο επιδρά στις γαίες ή εδάφη τους και στους κείμενους πόρους,
ειδικά σε σύνδεση με την ανάπτυξη, χρήση ή εκμετάλλευση των μεταλλευτικών, υδάτι-
νων ή άλλων πόρων (Άρθρο 32 παρ. 2), έχει ερμηνευτεί από επιφανείς μελετητές ότι δεν
παρέχει στους αυτόχθονες λαούς ένα γενικό δικαίωμα veto απέναντι σε οποιαδήποτε
απόφαση ή πλάνο που έχει επιδράσεις στη ζωή τους213. Η θέση αυτή απορρέει από το ότι
η διατύπωση «προκειμένου να αποκτήσουν» (“in order to obtain”) δεν φαίνεται να απαι-
τεί από τα κράτη να αποσπούν οπωσδήποτε τη συναίνεση των αυτόχθονων λαών, αλλά
μάλλον να διαβουλεύονται μαζί τους με αυτό το σκοπό, ανεξάρτητα από το αν τελικά
αυτός δεν ευοδώνεται214. Η συγκεκριμένη ερμηνεία καθίσταται ακόμη πιο στέρεα αν
κάποιος ανατρέξει στα προηγούμενα αντίστοιχα Άρθρα 20 και 30 του Σχεδίου της Δια-
κήρυξης, που εμπεριείχαν σαφώς ισχυρότερες διατυπώσεις εγκαθιδρύοντας μια απόλυτη
υποχρέωση για τα κράτη να αποσπούν τη συναίνεση των αυτόχθονων πριν από
οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο που τους αφορά. Ωστόσο, η αντίθεση των κρατών στην
εγκαθίδρυση ενός τέτοιου δικαιώματος για τους αυτόχθονες οδήγησε σε έναν αναπόφευ-
κτο συμβιβασμό, συρρικνώνοντας τη δυναμική της διατύπωσης των προαναφερόμενων
διατάξεων του Σχεδίου στην παρούσα εμφανώς πιο εξασθενημένη μορφή των Άρθρων
19 και 32 παρ. 2 της Διακήρυξης215. Υπό αυτό το πρίσμα, όπως και η Διεθνής Ένωση
Διεθνούς Δικαίου δέχεται, η διατύπωση των Άρθρων 19 και 32 παρ. 2 δεν στηρίζει την
υπόθεση ότι ένα γενικό δικαίωμα veto αναγνωρίζεται υπέρ των αυτόχθονων λαών216.
Περνώντας στην πρακτική των επιτροπών επίβλεψης της εφαρμογής των διεθνών
συμβάσεων περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συστήματος των Η.Ε.,
επισημαίνεται ότι η προσέγγισή τους στο ζήτημα δεν είναι ούτε ξεκάθαρη ούτε ενιαία. Η
Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ., λόγου χάρη, καλεί διαρκώς τα κράτη μέλη με πανομοιότυ-
πους όρους να «διαβουλεύονται και να επιδιώκουν τη συναίνεση [προσθήκη έμφασης]
των αυτόχθονων λαών πριν από την εφαρμογή… οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής τους
επηρεάζει, σε ακολουθία με τη Σύμβαση Νο 169»217. Η διατύπωση αυτή είναι αρκετά
διφορούμενη γιατί η επιδίωξη της απόσπασης της συναίνεσης δεν φαίνεται να εγκαθι-
δρύει δικαίωμα veto στους αυτόχθονες λαούς, αλλά περισσότερο θέτει έναν επιθυμητό
στόχο για τη διεξαγωγή των διαβουλεύσεων. Επιπλέον, η Σύμβαση Νο 169 δεν προϋπο-
θέτει, όπως αναλύθηκε, την προηγούμενη συναίνεση των αυτόχθονων λαών πριν τη λή-
ψη των αποφάσεων ή μέτρων που τους αφορούν218.
Η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων χαρακτηρίζεται από πα-
λινδρομήσεις ως προς τη λεκτική προσέγγιση του ζητήματος. Έτσι, αρχικά υιοθέτησε
στη Γενική Σύσταση Νο 23 (1997) μια απόλυτη διατύπωση, δηλώνοντας ότι «καμία από-
φαση άμεσα συνδεόμενη με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους [των αυτόχθονων
λαών] δεν θα λαμβάνεται χωρίς την πληροφορημένη συναίνεσή τους»219. Η Επιτροπή
χρησιμοποίησε πανομοιότυπη διατύπωση στις καταληκτικές της παρατηρήσεις επί της
κρατικής έκθεσης της Μποτσουάνα (2002)220, και τόνισε περαιτέρω στις αντίστοιχες
παρατηρήσεις για το Εκουαδόρ (2003) ότι «η απλή διαβούλευση με τις κοινότητες αυτές
πριν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων υπολείπεται των απαιτήσεων που τίθε-
νται στη γενική σύσταση XXIII της Επιτροπής για τα δικαιώματα των αυτόχθονων λα-
217. Βλ. Concluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural
Rights: Colombia, UN Doc. E/C.12/1/Add.74, 6 December 2001, παρ. 12, 33; Concluding Obser-
vations of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Brazil, UN Doc
E/C.12/1/Add.87, 26 June 2003, παρ. 58; Concluding Observations of the Committee on Economic,
Social and Cultural Rights: Ecuador, UN Doc. E/C.12/1/Add.100, 7 June 2004, παρ. 12, 35; Con-
cluding Observations of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights: Mexico, UN
Doc. E/C.12/MEX/CO/4, 9 June 2006, παρ. 28; Concluding Observations of the Committee on
Economic, Social and Cultural Rights: Colombia, UN Doc. E/C.12/COL/CO/5, 7 June 2010, παρ. 9.
218. BARTOLOMÉ CLAVERO, “The Indigenous Rights of Participation and International Devel-
opment Policies”, in Arizona Journal of International and Comparative Law, Vol. 22 (2005), σ. 46.
219. Committee on the Elimination of Racial Discrimination, General Recommendation No 23:
Indigenous Peoples, 18 August 1997, παρ. 4 (d), περιέχεται στο UN Doc. A/52/18, Annex V, σ. 122.
220. Concluding Observations of the Committee on the Elimination of Racial Discrimina-
tion: Botswana, 1 November 2002, παρ. 304, περιέχεται στο UN Doc. A/57/18, σ. 55.
ών»221. Ωστόσο, στις καταληκτικές της παρατηρήσεις του 2006 επί των εκθέσεων της
Γουατεμάλας και της Γουϊάνας η Επιτροπή φαίνεται να χαμηλώνει τον πήχη των
standards της, ζητώντας πλέον απλώς από τα κράτη να προσπαθούν να αποκτήσουν
(“endeavour to obtain”)222 ή να επιδιώκουν223 τη συναίνεση των αυτοχθόνων, μια σαφώς
ασθενέστερη εκδοχή σε σύγκριση με τις αρχικές της διατυπώσεις. Μετά την υιοθέτηση
της Διακήρυξης για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών (2007), η Επιτροπή επέλεξε
μια πιο δυναμική διατύπωση ζητώντας από μια σειρά κρατών, όπως το Εκουαδόρ (2008),
τη Χιλή (2009) και τη Γουατεμάλα (2010), να αποσπούν τη συναίνεση των αυτόχθονων
λαών, αν και όχι αναφορικά με όλες τις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, αλλά αποκλει-
στικά για αυτές που σχετίζονται με την εφαρμογή των αναπτυξιακών έργων για την εκ-
μετάλλευση των φυσικών πόρων224. Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, η προσέγγι-
ση της Επιτροπής εμφανίζει ασυνέχειες και ασυμβατότητες, αφού στις σχετικές παρατη-
ρήσεις επί της Κολομβίας (2009) η Επιτροπή ζητά απλώς από το κράτος να σέβεται τη
συναίνεση των αυτόχθονων κοινοτήτων σε συμφωνία με τη Σύμβαση Νο 169225.
Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν υφίστα-
ται στο Διεθνές Δίκαιο ένα γενικό δικαίωμα των αυτόχθονων λαών να ασκούν veto σε κάθε
απόφαση ή μέτρο που επιδρά στον τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, μπορεί στέρεα να υποστηρι-
χθεί ότι υφίσταται μια ειδική και συγκεκριμένη υποχρέωση των κρατών να αποκτούν (και
όχι απλώς να επιδιώκουν να αποσπάσουν ή να διαπραγματεύονται και να συνεργάζονται με
σκοπό να αποσπάσουν) την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεση των
αυτόχθονων λαών στις περιπτώσεις εκείνες που ο πολιτισμός τους δέχεται σοβαρές απειλές
για την υπόστασή του. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από έναν συνδυασμό της νομολογί-
ας του Δια-Αμερικανικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της οιονεί δικαιο-
δοτικής υφής των αποφάσεων της Αφρικανικής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και των Λαών και της ερμηνείας που προσέδωσε στο Άρθρο 15 παρ. 1 (α) του
Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. η αρμόδια Επιτροπή στο Γενικό Σχόλιο Νο 21. Συγκεκριμένα, το Δια-Αμε-
ρικανικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση Saramaka People v. Suriname ότι:
«αναφορικά με τα μεγάλης κλίμακας αναπτυξιακά ή επενδυτικά έργα που μπορεί να
έχουν μείζονα επίπτωση στην περιοχή των Saramaka, το Κράτος έχει την υποχρέωση,
όχι μόνο να διαβουλεύεται με τους Saramaka, αλλά επίσης να αποκτά την ελεύθερη,
προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεσή τους, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παρα-
δόσεις τους»226.
Η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. από την πλευρά της τόνισε ότι τα κράτη μέλη πρέ-
πει, στο πλαίσιο των θεμελιωδών υποχρεώσεων που έχουν ως προς την εφαρμογή του
Άρθρου 15 παρ. 1 (α) να:
«επιτρέπουν και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των προσώπων που ανήκουν σε
μειονοτικές ομάδες, αυτόχθονες λαούς ή άλλες κοινότητες κατά το σχεδιασμό και την
εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών που τους επηρεάζουν. Τα Κράτη μέλη πρέπει
να αποκτούν την ελεύθερη, προηγούμενη και εν πλήρει γνώσει συναίνεσή τους όταν η
διατήρηση των φυσικών πόρων τους, ιδιαίτερα όσων συνδέονται με τον τρόπο ζωής
τους και την πολιτιστική τους έκφραση, τελούν σε κίνδυνο.»228.
226. Inter-American Court of Human Rights, Case of the Saramaka People v. Suriname, Se-
ries C, No 172, Judgement of November 28, 2007, παρ. 134.
227. Centre for Minority Rights Development (Kenya) and Minority Rights Group Interna-
tional on Behalf of Endorois Welfare Council v. Kenya, African Commission on Human and Peo-
ples’ Rights, Communication No 276/2003, 4 February 2010, παρ. 291.
228. UN Doc. E/C.12/GC/21, ό.π., παρ. 55 (e). Βλ. AMANDA BARRATT/ASHIMIZO
AFADAMEH-ADEYEMI, “Indigenous Peoples and the Right to Culture: The Potential Significance
Όπως λοιπόν συμπεραίνει και ο Ειδικός Εισηγητής των Η.Ε., James Anaya, «μια
σημαντική και άμεση επίδραση στις ζωές και στα εδάφη των αυτόχθονων λαών γεννά
ισχυρή προσδοκία προσμονής ότι το προτεινόμενο μέτρο δεν θα προχωρήσει χωρίς τη
συναίνεση των αυτόχθονων λαών»229.
Με βάση, λοιπόν, την άνωθι ανάλυση, η αναφορά της Ε.Α.Δ. στην αναγκαιότητα της
απόσπασης της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώσει συναίνεσης των αυτόχθο-
νων λαών στην υπόθεση Poma Poma v. Peru δεν φαίνεται να εγκαθιδρύει μια γενική υπο-
χρέωση των κρατών να αποκτούν τη συναίνεση των αυτόχθονων λαών πριν από οποιαδή-
ποτε απόφαση και μέτρο που πρόκειται να επηρεάσει την απόλαυση του πολιτισμού τους,
προκειμένου η συμμετοχή τους στην όλη διαδικασία να είναι αποτελεσματική κατά τα
απαιτούμενα του Άρθρου 27, αλλά περισσότερο φαίνεται να σημαίνει ότι για την Ε.Α.Δ. «η
συναίνεση της ομάδας απαιτείται όταν οι υπό εξέταση δραστηριότητες πρόκειται να έχουν
μια συγκεκριμένη, σοβαρή και ουσιαστική επίπτωση στις γαίες των αυτόχθονων»230.
9. Καταληκτικές Παρατηρήσεις.
9.1. Ειδικότερες επισημάνσεις ως προς το ζήτημα της μειονοτικής αποτελεσματικής
συμμετοχής.
Μια από τις σημαντικότερες αναγνώσεις του Άρθρου 27 από την Ε.Α.Δ. έγκειται
στην αναγνώριση ότι οι μειονότητες και οι αυτόχθονες λαοί πρέπει να έχουν μια «δυνα-
τότητα» να συμμετέχουν στις αποφάσεις που έχουν επιπτώσεις στον τρόπο της ζωής
τους. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι επιτεύχθηκε αξιόλο-
γη πρόοδος στο ζήτημα μέσα σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο της δεκαετίας. Όταν
στο μεταίχμιο της μετάβασης από τη δεκαετία του 1980 προς αυτή του 1990 η Επιτροπή
έκρινε στην υπόθεση Lubicon Lake Band v. Canada ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου
27, το ζήτημα του αν τα μέλη της φυλής είχαν συμμετάσχει με οποιοδήποτε τρόπο στις
διαδικασίες με τις οποίες η κυβέρνηση του Καναδά έδωσε το πράσινο φως στην περιφε-
ρειακή κυβέρνηση της Alberta να απαλλοτριώσει εδάφη των προσφευγόντων και να τα
παραχωρήσει σε εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου προσπεράστηκε
for African Indigenous Communities of the Committee on Economic, Social and Cultural Rights’
General Comment 21”, in African Human Rights Law Journal, Vol. 11 (2011), σ. 585.
229. JAMES ANAYA, Report of the Special Rapporteur on the Situation of Human Rights and
Fundamental Freedoms of Indigenous People, UN Doc. A/HRC/12/34, 15 July 2009, παρ. 47.
230. GAETANO PENTASSUGLIA, “Towards a Jurisprudential Articulation of Indigenous Land
Rights”, in European Journal of International Law, Vol. 22 (2011), σ. 184.
εντελώς231, παρόλο που αποτελούσε μείζων θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευ-
ρών. Στη συνέχεια, ωστόσο, το κριτήριο της αποτελεσματικής συμμετοχής κατέστη ση-
μείο αναφοράς που πρέπει να εξετάζεται σε όλες τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο Άρθρο
27, ως κομβικό στοιχείο, η πλήρωση του οποίου είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των
απαιτήσεων της διάταξης232. Παρά την αναμφίβολα θετική αυτή εξέλιξη, ωστόσο, η Επι-
τροπή δεν έχει καθορίσει ακόμη με ακρίβεια τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν μια συμ-
μετοχική διαδικασία ουσιαστική στην πράξη και όχι απλώς στη θεωρία. Αυτή η έλλειψη
σαφήνειας έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά χαμένων υποθέσεων για τους αυτόχθονες προ-
σφεύγοντες που αδυνατούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την πολιτιστική ζωή τους
από τη στιγμή που δεν διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα για να επηρεάσουν τις αποφάσεις
που επιδρούν αρνητικά στον τρόπο της ζωής τους. Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή
την κατάσταση η Ε.Α.Δ. επιβάλλεται να προστρέξει στις προαναφερόμενες κατευθυντή-
ριες γραμμές της Έκθεσης των εμπειρογνωμόνων της Γενεύης, στις Συστάσεις του Lund
και στο Σχόλιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Σύμβασης Πλαίσιο για την αποτελε-
σματική συμμετοχή. Αυτά τα μη δεσμευτικά νομικώς κείμενα προσφέρουν μια ευρύτατη
γκάμα μορφών αποτελεσματικής συμμετοχής για τα μέλη των μειονοτήτων.
Επίσης, η Ε.Α.Δ. θα μπορούσε να εξετάσει προσεκτικότερα τη θέση που διατύπωσε
το μέλος της, Martin Scheinin, στην υπόθεση J.G.A. Diergaardt et al. v. Namibia αναφο-
ρικά με το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις (Άρθρο 25 του
Συμφώνου), ο οποίος ορθά επισήμανε ότι «υπάρχουν καταστάσεις όπου το Άρθρο 25
απαιτεί ειδικές διευθετήσεις, προκειμένου τα μέλη των μειονοτήτων και ειδικότερα των
αυτόχθονων λαών να μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα συμμετοχής. Όταν προ-
κύπτει μια τέτοια κατάσταση, η παροχή στα μέλη αυτών των κοινοτήτων του ατομικού
δικαιώματος της ψήφου στις γενικές εκλογές, δεν είναι επαρκής κατά το Άρθρο 25. Κά-
ποιες μορφές τοπικής, περιφερειακής ή πολιτιστικής αυτονομίας [προσθήκη έμφασης]
μπορεί να ζητηθούν προς συμμόρφωση με την απαίτηση για αποτελεσματικά δικαιώματα
συμμετοχής»233. Η Ε.Α.Δ. θα μπορούσε, λοιπόν, να προχωρήσει σε μια ανάλογη ανά-
231. TARA WARD, “The Right to Free, Prior and Informed Consent: Indigenous Peoples’
Participation Rights Within International Law”, in Northwestern Journal of International Human
Rights, Vol. 10 (2011), σ. 72.
232. GILLIAN TRIGGS, “Australia’s Indigenous Peoples and International Law: Validity of the Na-
tive Title Amendment Act 1998 (CTH)”, in Melbourne University Law Review, Vol. 23 (1999), σ. 415.
233. CCPR/C/69/D/760/1997, ό.π., Individual Opinion by MARTIN SCHEININ. Βλ. PATRICK
THORNBERRY, Indigenous Peoples and Human Rights, Manchester University Press, Manchester
2002, σ. 150.
γνωση του Άρθρου 27, με σκοπό να ενισχύσει τη δυναμική της διάταξης ως προς την ου-
σιαστικότερη προστασία της μειονοτικής πολιτιστικής ταυτότητας. Φυσικά, η αυτονομία δεν
συνιστά μέσο κατάλληλο και εφαρμοστέο σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά σε συγκεκριμένες
καταστάσεις αποτελεί μια πιο ασφαλή βάση εγγύησης της αποτελεσματικής συμμετοχής
των μελών των μειονοτήτων στις αποφάσεις που αφορούν τον πολιτισμό τους234.
Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα της ελεύθερης, προηγούμενης και εν πλήρει γνώ-
σει συναίνεσης, η Ε.Α.Δ. έχει αποφανθεί ότι η υποχρέωση διαβούλευσης που ενέχει το
Κράτος εκτείνεται μέχρι την απόκτηση της προαναφερόμενης συναίνεσης των ενδιαφε-
ρομένων όταν ένα προτεινόμενο μέτρο ή έργο πρόκειται να έχει προφανή αρνητική επί-
πτωση στον πολιτισμό τους. Ωστόσο, για να προσλάβει υλική υπόσταση η εγγύηση αυτή,
οφείλει η Επιτροπή να προσδιορίσει τα κριτήρια εκείνα που καθορίζουν πότε ένα μέτρο
ή έργο συνιστά σοβαρή απειλή για την ύπαρξη και διατήρηση του τρόπου ζωής μιας
μειονότητας/ενός αυτόχθονος λαού. Εξαιρετικά χρήσιμο προς αυτή την κατεύθυνση είναι
το γενικό πλαίσιο που έθεσε ο «Μηχανισμός των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Αυτόχθο-
νων Λαών». Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν:
«για την εκτίμηση του αν ένα ζήτημα ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τους αυτόχθονες
λαούς που αφορά, οι σχετικές παράμετροι περιλαμβάνουν την οπτική και τις προτεραιό-
τητες των αυτόχθονων λαών, καθώς και τη φύση του ζητήματος ή της προτεινόμενης
δραστηριότητας και του πιθανολογούμενου αντίχτυπου στους αυτόχθονες λαούς, λαμ-
βανομένων υπόψη, μεταξύ των άλλων, των αθροιστικών αποτελεσμάτων των προγενέ-
στερων καταπατήσεων, των δραστηριοτήτων και των ιστορικών ανισοτήτων που αντι-
μετώπισαν οι αυτόχθονες λαοί»235.
234. TUDOR TĂNĂSESCU, “Council of Europe and the Protection of National Minorities”, in
AGORA – International journal of Juridical Studies, Vol. 2 (2013), σσ. 201-202.
235. Report of the Expert Mechanism on the Rights of Indigenous Peoples, Final Study on
Indigenous Peoples and the Right to Participate in Decision Making, UN Doc.
A/HRC/EMRIP/2011/2, 26 May 2011, παρ. 23.
236. SIA SPILIOPOULOU, “Protection of Minorities under Article 27 of the International
Covenant on Civil and Political Rights and the Reporting System of the Human Rights Committee”,
in FRANK HORN/TUULA TERVASHONKA (eds.), Writings in Human and Minority Rights, Juridica
Lapponιca No 8, University of Lapland, Rovaniemi 1994, σ. 59.
9.2. Αποτίμηση της συνεισφοράς της Ε.Α.Δ. στην αποσαφήνιση του Άρθρου 27: Θετι-
κά στοιχεία και εκκρεμή ζητήματα που περιμένουν να απαντηθούν.
Η δυναμική και διασταλτική ερμηνεία του Άρθρου 27 από την Ε.Α.Δ. κατέστησε
τη διάταξη ανεκτίμητο πυλώνα εγγύησης κάποιων minimum standards για την εξασφά-
λιση του πολιτισμού των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών237. Για παράδειγμα, η
διάταξη θα ήταν τουλάχιστον μερικώς μη λειτουργική αν οι κρατικές υποχρεώσεις συρ-
ρικνώνονταν σε μια δέσμευση ανοχής-μη παρέμβασης στην άσκηση των μειονοτικών
πολιτιστικών δικαιωμάτων, όπως η γραμματική ερμηνεία της διάταξης υπονοεί. Αντίθε-
τα, η θετική κρατική δράση είναι επιτακτική, όπως το Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δι-
καιοσύνης ήδη από τη μεσοπολεμική περίοδο έκρινε, προκειμένου αφενός τα μέλη των
μειονοτήτων να απολαμβάνουν ισότητα στην πράξη – και όχι μόνο τυπικά ενώπιον του
νόμου – με τα μέλη της κυρίαρχης εθνοτικά πλειονότητας και αφετέρου να είναι ικανά
να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτιστική τους ταυτότητα238. Ωστόσο, η Ε.Α.Δ.
χρειάζεται να γίνει πιο συγκεκριμένη, στο βαθμό του εφικτού, δεδομένης της μεγάλης
ποικιλομορφίας των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών ανά τον πλανήτη, ως προς
το ακριβές περιεχόμενο της απαιτούμενης κρατικής αρωγής για την υποστήριξη του πο-
λιτισμού των αναφερόμενων ομάδων.
Ένα άλλο καινοτόμο στοιχείο της προσέγγισης της Επιτροπής έγκειται στο ότι πα-
ρά την ατομοκεντρική οριοθέτηση της διάταξης, την ερμήνευσε κατά ένα, έστω περιορι-
σμένο, τρόπο ως έχουσα μια κάποια συλλογική διάσταση. Μια τέτοια ανάγνωση συνιστά
αναγκαία προϋπόθεση για την απόλαυση των πολιτιστικών δικαιωμάτων239, καθώς τα
ατομικά δικαιώματα από μόνα τους όχι μόνο δεν προσφέρουν επαρκή προστασία αλλά
επιπλέον έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά κατά εργαλειακό τρόπο από όλα τα κράτη για
240. R. H. THOMPSON, “Ethnic Minorities and the Case for Collective Rights”, in American An-
thropologist, Vol. 99 (1997), σ. 787. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, «Η Νομική Προστασία των Εθνικών
Μειονοτήτων – Κριτική Φιλοσοφικών και Πολιτικών Προϋποθέσεων του Δικαίου», στο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα: μια Συμβολή
των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα 1997, σ. 131, όπου η παρατήρηση ότι «[τ]ο σχήμα εξατομίκευσης
των δικαιωμάτων καθίσταται έτσι μέσο συρρίκνωσης της νομικής προστασίας των μειονοτήτων».
241. MANFRED NOWAK, “The Right to Self-Determination and the Protection of Minorities in
Central and Eastern Europe in Light of the Case-Law of the Human Rights Committee”, in Interna-
tional Journal on Group Rights, Vol. 1 (1993), σ. 12.
242. FATIH ÖZTÜRK, “Religious Freedom and Religious Minorities: The Right to Religious
Education under the UN System”, in Human Rights Review, Vol. III (2013), σ. 72.
243. GAETANO PENTASSUGLIA, “Minority Protection in International Law: From Standard-
Setting to Implementation”, in Nordic Journal of International Law, Vol. 68 (1999), σ. 149.
μειονοτικών κοινοτήτων στην Ευρώπη απουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό από την οπτική
της Ε.Α.Δ.244. Επίσης, απουσιάζουν τα εκπαιδευτικά δικαιώματα, καθώς το Άρθρο 27 δεν
αναφέρεται ρητά στην εκπαίδευση και η Ε.Α.Δ. δεν επέδειξε κάποια προσοχή σε αυτά
στο Γενικό Σχόλιο Νο 23. Υπάρχει, ωστόσο, επείγουσα ανάγκη να τύχουν επαρκούς δια-
πραγμάτευσης στο πλαίσιο του Άρθρου 27, αφού το δικαίωμα στην απόλαυση της πολι-
τιστικής ζωής καθίσταται εν πολλοίς ανενεργό αν δεν περιέχει το δικαίωμα στην εκπαί-
δευση, που νοηματοδοτεί και τρέφει τη διατήρηση και ανάπτυξη της μειονοτικής πολιτι-
στικής ταυτότητας και γλώσσας245. Σε αυτή την κατεύθυνση συνιστά θετική εξέλιξη ότι η
Ε.Α.Δ. έκρινε πρόσφατα «ότι στο πλαίσιο του Άρθρου 27, η εκπαίδευση σε μια μειονοτι-
κή γλώσσα είναι θεμελιώδες τμήμα της μειονοτικής πολιτιστικής ζωής»246, όμως η δή-
λωση αυτή χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία.
Επιπλέον, μια ισχυρότερη έμφαση στη συλλογική διάσταση της παρεχόμενης προ-
στασίας της διάταξης είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτι-
στικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των αυτόχθονων λαών247. Υπό αυτό το πρίσμα η
πρόσφατη προσέγγιση της Επιτροπής του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. δύναται να λειτουργήσει ως χρή-
σιμη πυξίδα. Συγκεκριμένα, η τελευταία τόνισε στο Γενικό Σχόλιο Νο 21 αναφορικά με το
Άρθρο 15 παρ. 1 (α) του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ. περί του δικαιώματος συμμετοχής του καθενός/της
καθεμιάς στην πολιτιστική ζωή ότι «τα πολιτιστικά δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν από
ένα πρόσωπο α) ως άτομο, β) σε ένωση με άλλα πρόσωπα, ή γ) εντός μιας κοινότητας ή
ομάδας ως τέτοιας [προσθήκη έμφασης]»248. Η Επιτροπή του Δ.Σ.ΟΙ.Κ.Π.Δ., λοιπόν, ανα-
γνωρίζει τα πολιτιστικά δικαιώματα τόσο ως ατομικά όσο και ως συλλογικά ως προς τη
244. MORIA PAZ, “The Failed Promise of Language Rights: A Critique of the International
Language Rights Regime”, in Harvard International Law Journal, Vol. 54 (2013), σσ. 165-166.
245. R. A. BLANCHARD, “The Right to Culture in Performance-Driven American Public
Schools – Some Implications of United States Ratification of the International Covenant on Civil
and Political Rights and the Convention on Elimination of All Forms of Racial Discrimination”, in
Journal of Transformative Leadership and Policy Studies, Vol. 2 (2012), σ. 7.
246. Human Rights Committee, Communication No 1334/2004, Rakhim Mavlonon and
Shansiy Sa’di v. Uzbekistan, UN Doc. CCPR/C/95/D/1334/2004, 29 April 2009, παρ. 8.7.
247. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, «Οι Αόρατες Εθνικές Μειονότητες της Ελληνικής Έννομης Τά-
ξης», στο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Το Ανομολόγητο Ζήτημα των Μειονοτήτων στην Ελλη-
νική έννομη Τάξη, Αθήνα 2008, σ. 160.
248. UN Doc. E/C.12/GC/21, ό.π., παρ. 9. Βλ. ΒEATRIZ BARREIRO CARRIL, “The Right to Ac-
cess to Culture: An Effective Human Right for the Establishment of Consistent Cultural Policies in
Europe in the Context of the Economic Crisis?”, in Revista Española de Relaciones Internacion-
ales, Vol. 5 (2013), σ. 50.
Αθανάσιος Γιουψάνης