Professional Documents
Culture Documents
2.1. Βασικό κείμενο μελέτης
2.1. Βασικό κείμενο μελέτης
2.1. Βασικό κείμενο μελέτης
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 2η
«ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 1η
«ΟΡΙΣΜΟΣ – ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ»
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία
Ψυχολόγος
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .............................................................................................................................. 2
Διαταραχή Διαγωγής................................................................................................................6
Κατάθλιψη .............................................................................................................................10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................................................15
1
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Εισαγωγή
Η παρούσα υποενότητα παρουσιάζει αρχικά την έννοια της προσαρμογής και τις
υποκατηγορίες της ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής προσαρμογής. Στη συνέχεια
αναπτύσσει τους ορισμούς των προβλημάτων συμπεριφοράς και τα είδη ταξινόμησής τους.
Αναφέρεται στη διάκριση της προβληματικής συμπεριφοράς από τη φυσιολογική και εισάγει
τους επιμορφούμενους/νες στα προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης τα οποία θα
αναπτυχθούν λεπτομερώς στις επόμενες συνεδρίες.
Σκοπός:
Στόχος η κατανόηση της έννοιας της προβληματικής συμπεριφοράς και παράλληλα απώτερος
σκοπός η διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά.
Ευαγγελία Μαμαλάκη
Ψυχολόγος ΚΕΣΥ Ρόδου, MSc
2
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Σε όλη τη ζωή τους τα άτομα καλούνται να προσαρμοστούν σε μια ατέρμονη αλυσίδα από
μεταβαλλόμενα γεγονότα (βιολογικά και ψυχολογικά), καταστάσεις και πρόσωπα. Ο
Αμερικανός ψυχίατρος Karl Menninger ορίζει την ομαλή συμπεριφορά ως την προσαρμογή
στο περιβάλλον -φυσικό και ανθρώπινο- με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα και
με τη μεγαλύτερη ατομική ευτυχία (Herbert, 1998).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσαρμογή έχει δύο όψεις: τη διαπροσωπική, η οποία
αναφέρεται στις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους και την ενδο-προσωπική προσαρμογή,
η οποία αναφέρεται στις σχέσεις του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το άτομο για να θεωρηθεί ότι έχει ικανοποιητική διαπροσωπική προσαρμογή, θα πρέπει να
ζει αρμονικά με τους άλλους, να έχει αποκτήσει δεξιότητες που το βοηθούν να
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινωνικής ομάδας, καθώς και στις διαπροσωπικές του
σχέσεις με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους του, και να έχει αναπτύξει συναισθήματα
συναντίληψης με τους άλλους, να χαλιναγωγεί τις παρορμήσεις του και να ελέγχει τις
συναισθηματικές του αντιδράσεις.
Το άτομο για να θεωρηθεί ότι έχει ικανοποιητική ενδοπροσωπική προσαρμογή, θα πρέπει
να ζει αρμονικά με τον εαυτό του, να νιώθει ευχαριστημένο με τον εαυτό του, να πιστεύει
ότι αξίζει, να έχει θετική στάση απέναντι στη ζωή, να νιώθει ευτυχισμένο-καταξιωμένο, να
έχει ενισχυμένο αυτοσυναίσθημα, και να είναι αισιόδοξο. Δηλαδή, με λίγα λόγια να τα έχει
«βρει» με τον εαυτό του και να βιώνει μια εσωτερική ικανοποίηση και ηρεμία
(Παρασκευόπουλος & Γιαννίτσας, 1999).
Το άτομο που δεν κατορθώνει να αναπτύξει αυτή τη διττή προσαρμογή -τη διαπροσωπική
(να τα πηγαίνει καλά με τους άλλους) και την ενδοπροσωπική (να τα πηγαίνει καλά με τον
εαυτό του)- θεωρείται ότι εκδηλώνει προβληματική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τους Παρασκευόπουλο και Γιαννίτσα (1999, σελ. 10), «κάθε μορφή
συμπεριφοράς που έχει αρνητικές επιπτώσεις είτε στη διαπροσωπική προσαρμογή (οδηγεί
το παιδί σε υιοθέτηση ανεπιτυχών κοινωνικών ρόλων, σε έλλειψη αυτοκυριαρχίας, σε
3
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Ο ορισμός που προτείνεται από την IDEA (Alber & Heward, 2000) για τα προβλήματα
συμπεριφοράς εστιάζεται σε τρεις παραμέτρους: τη διάρκεια εκδήλωσης των
προβληματικών συμπεριφορών, την σοβαρότητά τους και την παράμετρο που λαμβάνει
υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα παιδιά στο σχολείο.
Συγκεκριμένα παρατηρείται:
1. Ανικανότητα για μάθηση, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διανοητικούς,
αισθητηριακούς ή ιατρικούς παράγοντες
2. Ανικανότητα για την ανάπτυξη και διατήρηση σε ικανοποιητικό βαθμό σχέσεων
αλληλεπίδρασης με τους συμμαθητές και τους εκπαιδευτικούς
3. Αποκλίνουσες συμπεριφορές και συναισθήματα σε καταστάσεις οι οποίες είναι
φυσιολογικές
4. Επικράτηση μιας διάθεσης δυσαρέσκειας και κατάθλιψης
5. Τάση για εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων και φόβων, τα οποία σχετίζονται με
προσωπικά προβλήματα ή προβλήματα στο σχολείο.
Στον όρο εμπεριέχεται και η σχιζοφρένεια. Ο όρος δεν αναφέρεται σε παιδιά που δεν
μπορούν να επιτύχουν μια ομαλή κοινωνική ένταξη, εκτός κι αν αυτά παρουσιάζουν μια
συναισθηματική διαταραχή (Alber & Heward, 2000). Αν και ο συγκεκριμένος ορισμός
φαίνεται να είναι αρκετά σαφής, μια πιο προσεκτική θεώρησή του αφήνει αρκετά
ερωτηματικά για τον βαθμό στον οποίο υπεισέρχονται σε αυτόν οι προσωπικές γνώμες
4
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
1. Συμπεριφορές, οι οποίες διαφέρουν από τις αναμενόμενες ανάλογα με την ηλικία, τις
πολιτισμικές ή τις εθνικές νόρμες, και οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τη σχολική
απόδοση, καθώς τις κοινωνικές, επαγγελματικές και προσωπικές ικανότητες.
Η προβληματική συμπεριφορά είναι κάτι περισσότερο από μια παροδική, αναμενόμενη
αντίδραση σε μια στρεσογόνα περιβαλλοντική κατάσταση. Παρατηρούνται αποκλίνουσες
συμπεριφορές - διαχείριση κρίσεων στο σχολείο, μόνιμα εμφανιζόμενη σε δυο διαφορετικά
πλαίσια (ένα εκ των οποίων είναι το σχολείο) που δεν ανταποκρίνεται σε άμεση παρέμβαση
στο σχολικό περιβάλλον ή οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται στο σχολικό περιβάλλον για
την αντιμετώπισή της δεν επαρκούν (Ερευνητικό Πρόγραμμα Ο.ΕΠ.ΕΚ., 2008):
Προβλήματα εξωτερίκευσης
5
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι συχνά να αποκλείονται από τους συμμαθητές τους από
ομαδικές δραστηριότητες (Stein, Walker, Hazen, & Forde, 1997).
Στα προβλήματα εξωτερίκευσης συγκαταλέγονται η εναντιωματική προκλητική διαταραχή
και η διαταραχή διαγωγής, οι οποίες θα αναπτυχθούν σε επόμενη συνεδρία. Οι δύο αυτές
διαταραχές αρχικά θεωρούνταν ότι αποτελούν ένα συνεχές. Η εναντιωματική διαταραχή
υποστηρίζεται ότι είναι μια ηπιότερη μορφή ή προπομπός της διαταραχής διαγωγής.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά ευρήματα που υποστηρίζουν ότι οι δύο διαταραχές είναι δύο
διακριτές οντότητες (Wilmshurst, 2011).
Τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι πολύ συχνά στην παιδική ηλικία. Η πιο συχνή
διαταραχή συμπεριφοράς στην προσχολική ηλικία είναι η εναντιωματική προκλητική
διαταραχή. Είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατομικών χαρακτηριστικών ( όπως για
παράδειγμα η δυσκολία στον έλεγχο των συναισθημάτων) και δυσμενών περιβαλλοντικών
συνθηκών (δυσλειτουργικό γονεϊκό στυλ, ψυχοπαθολογία γονέων, κοινωνικο-οικονομικά
προβλήματα ή οικογενειακές συγκρούσεις).
Η εναντιωματική προκλητική διαταραχή περιγράφεται ως ένα επαναληπτικό και επίμονο
μοτίβο αντιδραστικής και διαταρακτικής συμπεριφοράς, καθώς και ανυπακοής απέναντι
στα πρόσωπα εξουσίας. Τα συμπτώματα αυτά επιμένουν για τουλάχιστον έξι μήνες (ICD-
10). Η εναντιωματική προκλητική διαταραχή δεν περιλαμβάνει τις πιο επιθετικές πλευρές
της διαταραχής διαγωγής που έχουν ως στόχο τους ανθρώπους, τα ζώα και την ιδιοκτησία.
Συχνά παρουσιάζει συννοσηρότητα με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και
Υπερκινητικότητας (Granero, Louwaars & Ezpeleta, 2015).
Διαταραχή Διαγωγής
6
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
τραυματικές συνθήκες ζωής. Πολλά παιδιά που εκδηλώνουν τις διαταραχές αυτές
παρουσιάζουν συννοσηρότητα με τις διαταραχές διάθεσης, διαταραχές μετατραυματικού
άγχους, μαθησιακά προβλήματα, χρήση ουσιών, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και
υπερκινητικότητας, οι οποίες επίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν. Χωρίς παρέμβαση, πολλοί
έφηβοι με διαταραχή διαγωγής δεν είναι σε θέση να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της
ενήλικης ζωής και συνεχίζουν να έχουν προβλήματα στις σχέσεις τους και τη διατήρηση της
εργασίας τους (American Academy of Child and Adolescent Psychiatry - AACAP, 2019). Η
διαταραχή διαγωγής αποτελεί μια από τις πιο συχνές μορφές ψυχοπαθολογίας και από τις
διαταραχές που είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν καθώς οι έφηβοι παρουσιάζουν
εκτεταμένες δυσκολίες. Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται η ιδιοσυγκρασία, η
υπερκινητικότητα, οι γονεϊκές συγκρούσεις, η κακοποίηση του παιδιού και η ψυχιατρική
ασθένεια των γονέων (APA, 1994; AACAP, 2019).
Προβλήματα εσωτερίκευσης
7
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Όλα σχεδόν τα παιδιά εκδηλώνουν άγχος ή φόβους κατά την πορεία της ανάπτυξής
τους, για διαφορετικούς λόγους. Η σοβαρότητα και η διάρκεια αυτών των
συναισθημάτων, όμως, ποικίλλει, καθώς διαφοροποιούνται ως προς τη μορφή και
τη ποιότητα, ανάλογα με την ηλικία. Θεωρούνται παθολογικά όταν δημιουργούν
προβλήματα στην καθημερινή λειτουργικότητα και στη συναισθηματική ηρεμία του
παιδιού. Ο φόβος ορίζεται συνήθως ως μια φυσιολογική αντίδραση σε μία
περιβαλλοντική απειλή. Είναι προσαρμοστικός και ακόμη περισσότερο, αναγκαίος
για την επιβίωση, επειδή προειδοποιεί το άτομο ότι μια κατάσταση μπορεί να είναι
σωματικά ή ψυχολογικά επιβλαβής. Οι αγχώδεις διαταραχές διακρίνονται από τους
φόβους με κριτήριο την έντασή τους, η οποία είναι δυσανάλογη προς την
κατάσταση, τη δυσπροσαρμοστικότητα τους και την εμμονή τους. Είναι πέρα από
τον ακούσιο έλεγχο και δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν ή να ξεπεραστούν με τη
λογική σκέψη.
Η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους στα παιδιά είναι αρκετά υψηλή και
ο αριθμός των προβλημάτων που τα συνοδεύουν μεγάλος (Κανελλάκη, 2010). Το
άγχος αποτελεί ένα γνώριμο και οικείο συναίσθημα για όλους τους ανθρώπους.
Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά βιώνουν άγχος, ανησυχία ή φόβο σε ορισμένες
καταστάσεις. Το άγχος είναι ένα λειτουργικό συναίσθημα, το οποίο συχνά μας
διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή
μας θέτοντας μας σε κατάσταση ετοιμότητας. Με αυτήν την έννοια, το άγχος
αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας του ατόμου που
οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία. Όταν όμως το βίωμα του άγχους είναι
υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και
επίμονο στο χρόνο, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη κάποιας αγχώδους
διαταραχής. Στην περίπτωση αυτή το άγχος χάνει τη λειτουργικότητά του και
μετατρέπεται σε στοιχείο που παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του ατόμου,
διότι αντί να προετοιμάζει τον οργανισμό για την αντιμετώπιση της δύσκολης
κατάστασης, τον προτρέπει στην αποφυγή της. Το αποτέλεσμα της συνεχούς
8
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
9
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Κατάθλιψη
10
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
11
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
12
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
13
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
14
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
Βιβλιογραφία
Achenbach, T. M., Howell, C. T., Quay, H. C., & Conners, C. K. (1991). National survey of
problems and competencies among four-to sixteen-year-olds: parents' reports for normative
and clinical samples. Monographs of the Society for Research in Child Development.
Alber, S. R., & Heward, W. L. (2000). Teaching students to recruit positive attention: A review
and recommendations. Journal of Behavioral Education, 10(4), 177-204.
American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 2019.
https://www.aacap.org/AACAP/Families_and_Youth/Facts_for_Families/FFF-Guide/Conduct-
Disorder-033.aspx
American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical Manual of Mental Disorders (1994)
-4th edition. Washington, D.C.
Deci, E. L., & Ryan, R. M. (1987). The support of autonomy and the control of behavior. Journal
of Personality and Social Psychology, 53(6), 1024-1037.
Goodman, R., & Scott, S. (1997). Child and Adolescent Psychiatry. USA: Wiley-Blackwell.
Granero, R., Louwaars, L., & Ezpeleta, L. (2015). Socioeconomic status and oppositional defiant
disorder in preschoolers: parenting practices and executive functioning as mediating variables.
Frontiers in Psychology, 24(6), 1412.
Herbert, M. (1999). Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, Εφαρμοσμένη Ψυχολογία 3.
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σελ. 22.
Karapetsas, A.V. & Zygouris, N. (2008). Charting the maturation of the prefrontal lobes at
school aged children and adolescents, using Event Related Potentials. Annals of General
Psychiatry, 7(1), 355.
Kolvin, I., & Sadowski, H. (2001). Childhood depression: clinical phenomenology and
classification. The depressed child and adolescent, 119-142.
Poulou, M. S. (2015). Emotional and behavioural difficulties in preschool. Journal of Child and
Family Studies, 24(2), 225-236.
Sadock, B. J., Sadock, V. A., & Kaplan, H. I. (2009). Kaplan and Sadock's concise textbook of
child and adolescent psychiatry. Lippincott Williams & Wilkins.
Silverman, W. K., Kurtines, W. M., Ginsburg, G. S., Weems, C. F., Rabian, B., & Serafini, L. T.
(1999). Contingency management, self-control, and education support in the treatment of
childhood phobic disorders: A randomized clinical trial. Journal of Consulting and Clinical
Psychology, 67(5), 675.
Stein, M. B., Walker, J. R., Hazen, A. L., & Forde, D. R. (1997). Full and partial posttraumatic
stress disorder: findings from a community survey. The American journal of psychiatry.
Studio Press.
Wenar, C., & Kerig, K. P. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Από τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2011) Εξελικτική Ψυχοπαθολογία (μια αναπτυξιακή προσέγγιση). Αθήνα:
Gutenberg.
Ανδριανάκου, Α., Γεωργαρά, Γ., & Καμπουρά, Ε. (2015). Άγχος αποχωρισμού και σχολική
προσαρμογή. Διπλωματική εργασία. Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας.
15
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com
16