2.1. Βασικό κείμενο μελέτης

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 17

«Σχολική Ψυχολογία»

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 2η
«ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»

ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 1η
«ΟΡΙΣΜΟΣ – ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ»

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία

Ψυχολόγος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ © 2019-2020


Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .............................................................................................................................. 2

ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ (ΕΝΔΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ-ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΗ) ............................................................ 3

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ .............................................................................. 4

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗΣ ................................................................................................... 5

Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή ...................................................................................6

Διαταραχή Διαγωγής................................................................................................................6

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗΣ ................................................................................................... 7

Αγχώδεις διαταραχές και φοβίες .............................................................................................8

Κατάθλιψη .............................................................................................................................10

ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ .................................................................14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................................................15

1
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Εισαγωγή

Η παρούσα υποενότητα παρουσιάζει αρχικά την έννοια της προσαρμογής και τις
υποκατηγορίες της ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής προσαρμογής. Στη συνέχεια
αναπτύσσει τους ορισμούς των προβλημάτων συμπεριφοράς και τα είδη ταξινόμησής τους.
Αναφέρεται στη διάκριση της προβληματικής συμπεριφοράς από τη φυσιολογική και εισάγει
τους επιμορφούμενους/νες στα προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης τα οποία θα
αναπτυχθούν λεπτομερώς στις επόμενες συνεδρίες.

Σκοπός:

Στόχος η κατανόηση της έννοιας της προβληματικής συμπεριφοράς και παράλληλα απώτερος
σκοπός η διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά.

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

✓ Η εξοικείωση με την έννοια της προβληματικής συμπεριφοράς


✓ Η γνώση των συστημάτων ταξινόμησης των προβλημάτων συμπεριφοράς
✓ Η εισαγωγή στα προβλήματα συμπεριφοράς που αναπτύσσονται στις επόμενες συνεδρίες

Έννοιες κλειδιά: προβλήματα συμπεριφοράς, προβλήματα εσωτερίκευσης, προβλήματα


εξωτερίκευσης

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης

Ευαγγελία Μαμαλάκη
Ψυχολόγος ΚΕΣΥ Ρόδου, MSc

2
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Ορισμός προσαρμογής (ενδοπροσωπική-διαπροσωπική)

Σε όλη τη ζωή τους τα άτομα καλούνται να προσαρμοστούν σε μια ατέρμονη αλυσίδα από
μεταβαλλόμενα γεγονότα (βιολογικά και ψυχολογικά), καταστάσεις και πρόσωπα. Ο
Αμερικανός ψυχίατρος Karl Menninger ορίζει την ομαλή συμπεριφορά ως την προσαρμογή
στο περιβάλλον -φυσικό και ανθρώπινο- με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα και
με τη μεγαλύτερη ατομική ευτυχία (Herbert, 1998).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσαρμογή έχει δύο όψεις: τη διαπροσωπική, η οποία
αναφέρεται στις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους και την ενδο-προσωπική προσαρμογή,
η οποία αναφέρεται στις σχέσεις του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το άτομο για να θεωρηθεί ότι έχει ικανοποιητική διαπροσωπική προσαρμογή, θα πρέπει να
ζει αρμονικά με τους άλλους, να έχει αποκτήσει δεξιότητες που το βοηθούν να
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινωνικής ομάδας, καθώς και στις διαπροσωπικές του
σχέσεις με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους του, και να έχει αναπτύξει συναισθήματα
συναντίληψης με τους άλλους, να χαλιναγωγεί τις παρορμήσεις του και να ελέγχει τις
συναισθηματικές του αντιδράσεις.
Το άτομο για να θεωρηθεί ότι έχει ικανοποιητική ενδοπροσωπική προσαρμογή, θα πρέπει
να ζει αρμονικά με τον εαυτό του, να νιώθει ευχαριστημένο με τον εαυτό του, να πιστεύει
ότι αξίζει, να έχει θετική στάση απέναντι στη ζωή, να νιώθει ευτυχισμένο-καταξιωμένο, να
έχει ενισχυμένο αυτοσυναίσθημα, και να είναι αισιόδοξο. Δηλαδή, με λίγα λόγια να τα έχει
«βρει» με τον εαυτό του και να βιώνει μια εσωτερική ικανοποίηση και ηρεμία
(Παρασκευόπουλος & Γιαννίτσας, 1999).

Ορισμός προβληματικής συμπεριφοράς

Το άτομο που δεν κατορθώνει να αναπτύξει αυτή τη διττή προσαρμογή -τη διαπροσωπική
(να τα πηγαίνει καλά με τους άλλους) και την ενδοπροσωπική (να τα πηγαίνει καλά με τον
εαυτό του)- θεωρείται ότι εκδηλώνει προβληματική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τους Παρασκευόπουλο και Γιαννίτσα (1999, σελ. 10), «κάθε μορφή
συμπεριφοράς που έχει αρνητικές επιπτώσεις είτε στη διαπροσωπική προσαρμογή (οδηγεί
το παιδί σε υιοθέτηση ανεπιτυχών κοινωνικών ρόλων, σε έλλειψη αυτοκυριαρχίας, σε

3
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

συναισθήματα αδιαφορίας ή εχθρότητας για τους άλλους) είτε στην ενδο-προσωπική


προσαρμογή (συντείνει στη δημιουργία συναισθήματος αναξιότητας, απαισιόδοξης στάσης
και ανίας) θεωρείται, εξ ορισμού, προβληματική συμπεριφορά».

Ταξινόμηση προβλημάτων συμπεριφοράς

Οι Goodman και Scott (1997) κατατάσσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς σε τρεις βασικές


κατηγορίες: σε συναισθηματικά (άγχος, κατάθλιψη), σε διασπαστικά (π.χ. διαταραχή
ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας) ή σε εξελικτικά (καθυστέρηση στην
ανάπτυξη λόγου και ομιλίας, καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ικανότητας για ανάγνωση,
διαταραχή αυτιστικού φάσματος και νοητική υστέρηση).

Ο ορισμός που προτείνεται από την IDEA (Alber & Heward, 2000) για τα προβλήματα
συμπεριφοράς εστιάζεται σε τρεις παραμέτρους: τη διάρκεια εκδήλωσης των
προβληματικών συμπεριφορών, την σοβαρότητά τους και την παράμετρο που λαμβάνει
υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα παιδιά στο σχολείο.
Συγκεκριμένα παρατηρείται:
1. Ανικανότητα για μάθηση, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διανοητικούς,
αισθητηριακούς ή ιατρικούς παράγοντες
2. Ανικανότητα για την ανάπτυξη και διατήρηση σε ικανοποιητικό βαθμό σχέσεων
αλληλεπίδρασης με τους συμμαθητές και τους εκπαιδευτικούς
3. Αποκλίνουσες συμπεριφορές και συναισθήματα σε καταστάσεις οι οποίες είναι
φυσιολογικές
4. Επικράτηση μιας διάθεσης δυσαρέσκειας και κατάθλιψης
5. Τάση για εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων και φόβων, τα οποία σχετίζονται με
προσωπικά προβλήματα ή προβλήματα στο σχολείο.

Στον όρο εμπεριέχεται και η σχιζοφρένεια. Ο όρος δεν αναφέρεται σε παιδιά που δεν
μπορούν να επιτύχουν μια ομαλή κοινωνική ένταξη, εκτός κι αν αυτά παρουσιάζουν μια
συναισθηματική διαταραχή (Alber & Heward, 2000). Αν και ο συγκεκριμένος ορισμός
φαίνεται να είναι αρκετά σαφής, μια πιο προσεκτική θεώρησή του αφήνει αρκετά
ερωτηματικά για τον βαθμό στον οποίο υπεισέρχονται σε αυτόν οι προσωπικές γνώμες

4
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

ατόμων που έρχονται σε επαφή με τα παιδιά, αμφισβητώντας έτσι την αντικειμενικότητα


της αξιολόγησής τους.
Ένας δεύτερος ορισμός που προτάθηκε από το «Συμβούλιο για Παιδιά με Προβλήματα
Συμπεριφοράς» (Council for Children with Behavioral Disorders – CCBD) (Alber & Heward,
2000) αποδίδει στα προβλήματα συμπεριφοράς τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1. Συμπεριφορές, οι οποίες διαφέρουν από τις αναμενόμενες ανάλογα με την ηλικία, τις
πολιτισμικές ή τις εθνικές νόρμες, και οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τη σχολική
απόδοση, καθώς τις κοινωνικές, επαγγελματικές και προσωπικές ικανότητες.
Η προβληματική συμπεριφορά είναι κάτι περισσότερο από μια παροδική, αναμενόμενη
αντίδραση σε μια στρεσογόνα περιβαλλοντική κατάσταση. Παρατηρούνται αποκλίνουσες
συμπεριφορές - διαχείριση κρίσεων στο σχολείο, μόνιμα εμφανιζόμενη σε δυο διαφορετικά
πλαίσια (ένα εκ των οποίων είναι το σχολείο) που δεν ανταποκρίνεται σε άμεση παρέμβαση
στο σχολικό περιβάλλον ή οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται στο σχολικό περιβάλλον για
την αντιμετώπισή της δεν επαρκούν (Ερευνητικό Πρόγραμμα Ο.ΕΠ.ΕΚ., 2008):

2. Ενδέχεται να συνυπάρχουν με άλλες δυσκολίες

3. Ενδέχεται να εμπεριέχονται σε αυτές αγχώδεις διαταραχές και προβλήματα


προσαρμογής. Παρόλο που κανένας ορισμός μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να καλύπτει
πλήρως όλο το φάσμα των προβλημάτων συμπεριφοράς, είναι κοινά αποδεκτό ότι
απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως αποκλίνουσας ή
προβληματικής είναι να διαφέρει σημαντικά και σε βάθος χρόνου από τις τρέχουσες
κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες (Alber & Heward, 2000).

Προβλήματα εξωτερίκευσης

Ο πιο συνηθισμένος τύπος προβληματικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν τα παιδιά είναι


η αντικοινωνική ή «εξωτερικευμένη» συμπεριφορά προσαρμογής. Στο πλαίσιο της τάξης τα
παιδιά αυτά κατά βάση εκδηλώνουν έντονο θυμό, προβλήματα αυτορρύθμισης,
επιθετικότητα, αρνητισμό, πρόβλημα συγκέντρωσης, σηκώνονται από τη θέση τους,
αντιμιλούν, ενοχλούν τους συμμαθητές τους, χτυπάνε και τσακώνονται (Achenbach et al,
1991). Επιπλέον, δεν ανταποκρίνονται στις οδηγίες των εκπαιδευτικών, διαφωνούν και
διαμαρτύρονται υπερβολικά ενώ δεν ολοκληρώνουν τις εργασίες που τους ανατίθενται.

5
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι συχνά να αποκλείονται από τους συμμαθητές τους από
ομαδικές δραστηριότητες (Stein, Walker, Hazen, & Forde, 1997).
Στα προβλήματα εξωτερίκευσης συγκαταλέγονται η εναντιωματική προκλητική διαταραχή
και η διαταραχή διαγωγής, οι οποίες θα αναπτυχθούν σε επόμενη συνεδρία. Οι δύο αυτές
διαταραχές αρχικά θεωρούνταν ότι αποτελούν ένα συνεχές. Η εναντιωματική διαταραχή
υποστηρίζεται ότι είναι μια ηπιότερη μορφή ή προπομπός της διαταραχής διαγωγής.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά ευρήματα που υποστηρίζουν ότι οι δύο διαταραχές είναι δύο
διακριτές οντότητες (Wilmshurst, 2011).

Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή

Τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι πολύ συχνά στην παιδική ηλικία. Η πιο συχνή
διαταραχή συμπεριφοράς στην προσχολική ηλικία είναι η εναντιωματική προκλητική
διαταραχή. Είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατομικών χαρακτηριστικών ( όπως για
παράδειγμα η δυσκολία στον έλεγχο των συναισθημάτων) και δυσμενών περιβαλλοντικών
συνθηκών (δυσλειτουργικό γονεϊκό στυλ, ψυχοπαθολογία γονέων, κοινωνικο-οικονομικά
προβλήματα ή οικογενειακές συγκρούσεις).
Η εναντιωματική προκλητική διαταραχή περιγράφεται ως ένα επαναληπτικό και επίμονο
μοτίβο αντιδραστικής και διαταρακτικής συμπεριφοράς, καθώς και ανυπακοής απέναντι
στα πρόσωπα εξουσίας. Τα συμπτώματα αυτά επιμένουν για τουλάχιστον έξι μήνες (ICD-
10). Η εναντιωματική προκλητική διαταραχή δεν περιλαμβάνει τις πιο επιθετικές πλευρές
της διαταραχής διαγωγής που έχουν ως στόχο τους ανθρώπους, τα ζώα και την ιδιοκτησία.
Συχνά παρουσιάζει συννοσηρότητα με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και
Υπερκινητικότητας (Granero, Louwaars & Ezpeleta, 2015).

Διαταραχή Διαγωγής

Οι διαταραχές διαγωγής αναφέρονται σε μια ομάδα επαναληπτικών και επίμονων


προβλημάτων συμπεριφοράς καθώς και συναισθηματικών δυσκολιών στους νέους. Τα
παιδιά και οι έφηβοι με τη διαταραχή έχουν μεγάλη δυσκολία να ακολουθήσουν κανόνες,
να σεβαστούν τα δικαιώματα των άλλων, να αναπτύξουν ενσυναίσθηση και να
συμπεριφερθούν με ένα κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Στους αιτιολογικούς παράγοντες
συγκαταλέγονται η παιδική κακοποίηση, γενετικοί παράγοντες, η σχολική αποτυχία και οι

6
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

τραυματικές συνθήκες ζωής. Πολλά παιδιά που εκδηλώνουν τις διαταραχές αυτές
παρουσιάζουν συννοσηρότητα με τις διαταραχές διάθεσης, διαταραχές μετατραυματικού
άγχους, μαθησιακά προβλήματα, χρήση ουσιών, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και
υπερκινητικότητας, οι οποίες επίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν. Χωρίς παρέμβαση, πολλοί
έφηβοι με διαταραχή διαγωγής δεν είναι σε θέση να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της
ενήλικης ζωής και συνεχίζουν να έχουν προβλήματα στις σχέσεις τους και τη διατήρηση της
εργασίας τους (American Academy of Child and Adolescent Psychiatry - AACAP, 2019). Η
διαταραχή διαγωγής αποτελεί μια από τις πιο συχνές μορφές ψυχοπαθολογίας και από τις
διαταραχές που είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν καθώς οι έφηβοι παρουσιάζουν
εκτεταμένες δυσκολίες. Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται η ιδιοσυγκρασία, η
υπερκινητικότητα, οι γονεϊκές συγκρούσεις, η κακοποίηση του παιδιού και η ψυχιατρική
ασθένεια των γονέων (APA, 1994; AACAP, 2019).

Προβλήματα εσωτερίκευσης

Τα παιδιά με προβλήματα εσωτερίκευσης εμφανίζουν ελάχιστη κοινωνική


συναναστροφή με άλλα παιδιά, συμπεριφέρονται ανώριμα και επιλέγουν την
απομόνωση. Δεν αποτελούν απειλή για τους υπόλοιπους όπως τα παιδιά με
προβλήματα εξωτερίκευσης και υιοθετούν μια στάση η οποία εμποδίζει την
ευρύτερη ανάπτυξη και εξέλιξή τους (Stein, Walker, Hazen, & Forde, 1997).
Τα προβλήματα εσωτερίκευσης χαρακτηρίζονται από συμπτώματα όπως αναστολή,
άγχος, δειλία, κατάθλιψη και κοινωνική απόσυρση. Συγκεκριμένα, τα παιδιά αυτά
σπάνια θα επιλέξουν να παίξουν με συνομηλίκους τους, καθώς συνήθως δεν έχουν
τις απαιτούμενες κοινωνικές δεξιότητες για την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων
(Achenbach et al, 1991). Συγχρόνως φαίνεται να αναλώνονται σε ονειροπόληση και
φαντασιώσεις και κάποια αντιμετωπίζουν με φόβο διάφορες καταστάσεις, χωρίς
όμως προφανή λόγο, ενώ συχνά παραπονούνται ότι είναι άρρωστα ή ότι πονάνε. Οι
παραπάνω συμπεριφορές λειτουργούν αποτρεπτικά για τη συμμετοχή του παιδιού
σε σχολικές δραστηριότητες, ενώ περιορίζουν και τις ευκαιρίες του για μάθηση
(Alber & Heward, 2000).

7
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Αγχώδεις διαταραχές και φοβίες

Όλα σχεδόν τα παιδιά εκδηλώνουν άγχος ή φόβους κατά την πορεία της ανάπτυξής
τους, για διαφορετικούς λόγους. Η σοβαρότητα και η διάρκεια αυτών των
συναισθημάτων, όμως, ποικίλλει, καθώς διαφοροποιούνται ως προς τη μορφή και
τη ποιότητα, ανάλογα με την ηλικία. Θεωρούνται παθολογικά όταν δημιουργούν
προβλήματα στην καθημερινή λειτουργικότητα και στη συναισθηματική ηρεμία του
παιδιού. Ο φόβος ορίζεται συνήθως ως μια φυσιολογική αντίδραση σε μία
περιβαλλοντική απειλή. Είναι προσαρμοστικός και ακόμη περισσότερο, αναγκαίος
για την επιβίωση, επειδή προειδοποιεί το άτομο ότι μια κατάσταση μπορεί να είναι
σωματικά ή ψυχολογικά επιβλαβής. Οι αγχώδεις διαταραχές διακρίνονται από τους
φόβους με κριτήριο την έντασή τους, η οποία είναι δυσανάλογη προς την
κατάσταση, τη δυσπροσαρμοστικότητα τους και την εμμονή τους. Είναι πέρα από
τον ακούσιο έλεγχο και δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν ή να ξεπεραστούν με τη
λογική σκέψη.

Η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους στα παιδιά είναι αρκετά υψηλή και
ο αριθμός των προβλημάτων που τα συνοδεύουν μεγάλος (Κανελλάκη, 2010). Το
άγχος αποτελεί ένα γνώριμο και οικείο συναίσθημα για όλους τους ανθρώπους.
Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά βιώνουν άγχος, ανησυχία ή φόβο σε ορισμένες
καταστάσεις. Το άγχος είναι ένα λειτουργικό συναίσθημα, το οποίο συχνά μας
διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή
μας θέτοντας μας σε κατάσταση ετοιμότητας. Με αυτήν την έννοια, το άγχος
αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας του ατόμου που
οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία. Όταν όμως το βίωμα του άγχους είναι
υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και
επίμονο στο χρόνο, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη κάποιας αγχώδους
διαταραχής. Στην περίπτωση αυτή το άγχος χάνει τη λειτουργικότητά του και
μετατρέπεται σε στοιχείο που παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του ατόμου,
διότι αντί να προετοιμάζει τον οργανισμό για την αντιμετώπιση της δύσκολης
κατάστασης, τον προτρέπει στην αποφυγή της. Το αποτέλεσμα της συνεχούς

8
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

αποφυγής των αγχογόνων καταστάσεων είναι η κορύφωση και η γενίκευση του


άγχους ακόμα και όταν απουσιάζουν τα ερεθίσματα που το προκαλούν.
Συγκεκριμένα, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό μοτίβο αντιδράσεων που όλοι οι
άνθρωποι εμφανίζουν όταν έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που θεωρούν
τρομακτικές ή δύσκολες. Επομένως, το άγχος αποτελεί μια λειτουργική αντίδραση,
αφού θέτει το άτομο σε κατάσταση ετοιμότητας (Μάνος, 1997).
Οι αγχώδεις διαταραχές αποτελούν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες διαταραχές κατά
την παιδική ηλικία. Συγκεκριμένα, η συχνότητα εμφάνισης στον παιδικό πληθυσμό
κυμαίνεται μεταξύ 3-18%. Οι διαταραχές άγχους χαρακτηρίζονται από έντονο και
χρόνιο άγχος, το οποίο ορίζεται ως ένα πολύπλοκο μοτίβο κινητικών, υποκειμενικών
και φυσιολογικών αντιδράσεων απέναντι σε μια αληθινή ή υποτιθέμενη απειλή
(Κάκουρος, & Μανιαδάκη, 2002). Οι αγχώδεις διαταραχές εμφανίζονται συχνότερα
στα κορίτσια. Τα περισσότερα παιδιά βιώνουν το άγχος και φόβους κατά τη
διάρκεια της ομαλής ανάπτυξής τους. Ένα παιδί που έχει κάποια φοβία
αντιμετωπίζει έντονα συμπτώματα άγχους. Το άγχος αυτό πυροδοτείται από
συγκεκριμένες καταστάσεις που το φοβίζουν και τις οποίες τείνει να αποφύγει. Το
συναίσθημα του άγχους σε αυτήν την περίπτωση έχει μεγάλη ένταση, η οποία είναι
δυσανάλογη σε σχέση με το ερέθισμα που την προκαλεί και επιπλέον έχει διάρκεια
στο χρόνο. Έτσι, το άγχος γίνεται ανασταλτικό με αποτέλεσμα το παιδί να προσπαθεί
συνεχώς να αποφύγει την κατάσταση που το προκαλεί. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην
κορύφωση και την γενίκευση του άγχους, ακόμη και όταν η κατάσταση αυτή
απουσιάζει (Κάκουρος, & Μανιαδάκη, 2002).
Μέχρι τώρα δεν έχει δοθεί η ανάλογη βαρύτητα στη διάγνωση και αντιμετώπισή
τους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα συμπτώματα αυτών των
διαταραχών δεν γίνονται συνήθως εύκολα αντιληπτά, δεδομένου μάλιστα ότι δεν
προκαλούν ενόχληση στο περιβάλλον ούτε φαίνεται να έχουν επιβλαβείς συνέπειες
για τους άλλους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της
εναντιωματικής προκλητικής διαταραχής (Albano et al., 1996).
Επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση που τα συμπτώματα είναι ορατά, δεν είναι
πάντα εύκολο για τους γονείς να διακρίνουν αν πρόκειται για φυσιολογικές ή
παθολογικές εκδηλώσεις άγχους και φόβου. Αυτό που κάνει τις αγχώδεις

9
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

διαταραχές τόσο «δυσανάγνωστες» είναι ότι συχνά οι γονείς δεν μπορούν να


καταλάβουν αν τα παιδιά τους έχουν άγχος με αποτέλεσμα να μη αναγνωρίζονται
εύκολα τα συμπτώματα. Το άγχος βιώνεται από το παιδί σαν ένα δυσάρεστο
συναίσθημα αόριστου/ απροσδιόριστου κινδύνου που επίκειται και συνοδεύεται
από σωματικά συμπτώματα, ιδιαίτερα σε παιδιά που δυσκολεύονται να εκφράσουν
λεκτικά τα συναισθήματα τους. Ενδεικτικά σωματικά συμπτώματα είναι τα εξής
(Ε.Δ., 2012):
• Κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι
• Αναπνευστική δυσφορία, ταχυκαρδίες
• Πόνος στο στομάχι
• Εφίδρωση
• Απώλεια αυτοελέγχου
• Αίσθημα αστάθειας
• Δυσκολίες στη συγκέντρωση/προσοχή του παιδιού και στον ύπνο (π.χ αϋπνίες,
εφιάλτες)

Κατάθλιψη

Μείζων καταθλιπτική διαταραχή (επίσης γνωστή ως κλινική κατάθλιψη ή


μονοπολική διαταραχή) είναι μια ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από
διάχυτη και επίμονη χαμηλή διάθεση που συνοδεύεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση
και από την απώλεια του ενδιαφέροντος ή της ευχαρίστησης σε συνήθεις
ευχάριστες δραστηριότητες. Ο όρος «κατάθλιψη» χρησιμοποιείται με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους. Συνήθως αναφέρεται στη διαταραχή αλλά μπορεί και να
αναφέρεται και σε άλλες διαταραχές της διάθεσης. Η μείζων καταθλιπτική
διαταραχή είναι μια εξουθενωτική κατάσταση που επηρεάζει αρνητικά την
οικογένεια, την εργασία ενός ατόμου ή τη σχολική ζωή, τον ύπνο και τις διατροφικές
συνήθειες, καθώς και τη γενική υγεία (Sadock, Sadock & Kaplan, 2009).
Αν και η έρευνα για την κατάθλιψη των παιδιών και εφήβων έχει κάνει
αξιοσημείωτη πρόοδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ωστόσο σε

10
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

σύγκριση με την ψυχιατρική των ενηλίκων δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς.


Παραμένουν πολλά κενά στη μελέτη των συμπτωμάτων και στη συσχέτισή τους με
τις αναπτυξιακές φάσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Πολλές φορές τα
συμπτώματα της κατάθλιψης καταγράφονται ως μία αγχώδης συμπτωματολογία. Οι
μελέτες που επικεντρώνονται στις λεπτές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ
κατάθλιψης και άγχους βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της παιδικής και της
εφηβικής ψυχοπαθολογίας. Τα παιδιά και οι πρώιμοι έφηβοι συχνά παρουσιάζουν
κατάθλιψη με συμπτώματα άγχους αποχωρισμού, φοβίας και προβλημάτων
συμπεριφοράς (Kolvin, & Sadowski, 2001). Σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους
εφήβους, που συνήθως εμφανίζουν συναίσθημα δυσφορίας, ανηδονία,
αυτοκτονικό ιδεασμό και γενικευμένες δυσκολίες στη λειτουργικότητα (Deci, & Ryan
1987).
Η κατάθλιψη ως ψυχολογική διαταραχή, αναφέρεται σε μία παθολογική
κατάσταση, στην οποία πέρα από την παρατεταμένη θλίψη, συνυπάρχουν
ταυτόχρονα και άλλα συμπτώματα, με περισσότερο χαρακτηριστικά την απώλεια
ενδιαφερόντων και ευχαρίστησης σε καθημερινές δραστηριότητες, μειωμένη
ενεργητικότητα ή δραστηριότητα, μειωμένη συγκέντρωση και προσοχή, έντονη
κόπωση μετά από ελαφρά προσπάθεια, μειωμένη αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη
στον εαυτό, ιδέες αναξιότητας και ενοχής, απαισιόδοξες προοπτικές για το μέλλον,
ιδέες και πράξεις αυτοκαταστροφής, διαταραγμένος ύπνος, μειωμένη όρεξη
(Γρηγοριάδου, 1999). Είναι σαφές ότι η καταθλιπτική διαταραχή απέχει πολύ από
μία υποκειμενική μελαγχολική διάθεση και επηρεάζει την λειτουργικότητα του
ατόμου.

Διαχωρισμός φυσιολογικής θλίψης και κατάθλιψης στην εφηβεία

Ο καθορισμός των ορίων μεταξύ παθολογικής και φυσιολογικής συμπεριφοράς


αποτελεί δίλημμα στην παιδοψυχιατρική διάγνωση και ιδιαίτερα στις ηλικίες που
σχετίζονται με την έναρξη της εφηβείας, επειδή οι γνωστικές και σωματικές αλλαγές
επιδρούν και στο συναίσθημα κατά το διάστημα αυτής της ηλικιακής περιόδου.
Αυτό δυσκολεύει το διαχωρισμό των φυσιολογικών εσωτερικών συναισθηματικών

11
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

αντιδράσεων από την καταθλιπτική διαταραχή. Αξιοσημείωτο είναι ότι η παιδική


κατάθλιψη αναγνωρίστηκε επίσημα ως νοσολογική οντότητα μόλις το 1975 (Η.Π.Α.,
National Institute of Mental Health Conference on Depression in Childhood). Στην
τρίτη αναθεωρημένη έκδοση του διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου της

Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Ένωσης, DSM-III (1980) συμπεριλήφθηκε διαγνωστική


ταξινόμηση για την παιδική και την εφηβική κατάθλιψη με κριτήρια ίδια με εκείνα
των ενηλίκων. Οι επόμενες αναθεωρήσεις του DSM επίσης χρησιμοποίησαν τα ίδια
κριτήρια για τη διάγνωση της κατάθλιψης στους ενήλικες και στα παιδιά.
Από την αναδίφηση της βιβλιογραφίας εντοπίστηκε ότι τα συμπτώματα της

κατάθλιψης σε παιδιά κι εφήβους είναι παρόμοια μ’ αυτά των ενηλίκων, όπως


προαναφέρθηκε, με κυρίαρχο τη δυσθυμία, την ανηδονία, το αίσθημα της μοναξιάς
και της ευερέθιστης συμπεριφοράς που συνοδεύονται και από σωματικές
διαταραχές.
Η αποδοχή της κατάθλιψης ως πρόβλημα που ενδεχόμενα βιώνεται από παιδιά και
εφήβους έγινε τα τελευταία χρόνια, καθώς η επιστημονική κοινότητα λανθασμένα
είχε επηρεαστεί από την ψυχαναλυτική θεωρία. Η άρνηση αυτή βασίστηκε στην
άποψη ότι τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει το υπερεγώ τους και το επακόλουθο
συναίσθημα της ενοχής και ότι πολλά από τα συμπτώματα καταθλιπτικής διάθεσης
συνιστούσαν φυσιολογικές και προσωρινές αντιδράσεις στο πλαίσιο των
αναπτυξιακών σταδίων της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας (Κάκουρος &
Μανιαδάκη, 2006· Poulou, 2013· Karapetsas, & Zygouris, 2008).

Παράλληλα, επικρατούσε και η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η κατάθλιψη στα


παιδιά εμφανίζεται με έμμεσο τρόπο χωρίς να παρουσιάζουν αρνητικά
συναισθήματα ή γνωστικο-σωματικά συμπτώματα κατάθλιψης, αλλά
«καταθλιπτικά ισοδύναμα» τα οποία μετουσιώνονται ως υπερκινητικότητα,
μαθησιακές δυσκολίες, νυχτερινή ενούρηση, επιθετικότητα κ.α. Αντίθετα, τα
πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα επιβεβαίωσαν ότι η παιδική κατάθλιψη δεν είναι
συγκαλυμμένη, αλλά ενέχει δυσκολία αναγνώρισης, διότι ενδέχεται να συνυπάρχει
με προβλήματα εμφανέστερα όπως η διαταραχή διαγωγής ή να μην θορυβεί γονείς
και ειδικούς, καθώς ερμηνεύεται ως δείγμα υπερβολικής ντροπαλότητας ή

12
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

περιορισμένης κοινωνικότητας (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006· Herbert, 1999·


Poulou, 2013).
Σε κάθε περίπτωση η κατάθλιψη συνιστά μια διαταραχή με σοβαρές επιπτώσεις στη
λειτουργικότητα και την αναπτυξιακή πορεία των παιδιών και των εφήβων (Πήττα
& Σταύρου, 2015).
Οι αγχώδεις διαταραχές και η κατάθλιψη αναπτύσσονται αναλυτικά στις δύο
επόμενες συνεδρίες.

13
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Αν επιθυμείτε να μελετήσετε περαιτέρω ζητήματα που αφορούν τα προβλήματα


συμπεριφοράς, παρακαλώ ανατρέξτε στο ακόλουθο παράλληλο κείμενο.

Νικολάου, Ε. (2018). Η οικολογική προσέγγιση στην πρόληψη και τον σχεδιασμό


παρεμβάσεων για τα προβλήματα συμπεριφοράς των παιδιών σχολικής ηλικίας, Στο Α.
Κοντάκος, & Φρ. Καλαβάσης (Επιστ. Επιμ. Σειράς), Θέματα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού,
"Μοντέλα Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Μονάδων: Εφαρμογές της Συστημικής Προσέγγισης
και η Εκπαιδευτική Μηχανική της" τ.10, σελ. 72-84, Αθήνα: Διάδραση.

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας

Στο παρόν κείμενο διατυπώθηκαν οι ορισμοί των προβλημάτων συμπεριφοράς και τα


κριτήρια αξιολόγησης της προβληματικής συμπεριφοράς. Επίσης, αναπτύχθηκε το ζήτημα
της ταξινόμησης των προβλημάτων συμπεριφοράς και παρουσιάστηκαν οι κατηγορίες των
προβλημάτων συμπεριφοράς (προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης). Η συνεδρία
έκανε αναφορά στα περισσότερο συχνά παρουσιαζόμενα προβλήματα τα οποία
εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες και ταυτόχρονα έκανε μια εισαγωγή στα
προβλήματα εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης. Τα πιο συχνά προβλήματα εξωτερίκευσης
είναι η εναντιωματική προκλητική διαταραχή και η διαταραχή διαγωγής. Στα προβλήματα
εσωτερίκευσης συγκαταλέγονται η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές, τα οποία
αναπτύσσονται λεπτομερώς στις επόμενες συνεδρίες.

14
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Βιβλιογραφία
Achenbach, T. M., Howell, C. T., Quay, H. C., & Conners, C. K. (1991). National survey of
problems and competencies among four-to sixteen-year-olds: parents' reports for normative
and clinical samples. Monographs of the Society for Research in Child Development.
Alber, S. R., & Heward, W. L. (2000). Teaching students to recruit positive attention: A review
and recommendations. Journal of Behavioral Education, 10(4), 177-204.
American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 2019.
https://www.aacap.org/AACAP/Families_and_Youth/Facts_for_Families/FFF-Guide/Conduct-
Disorder-033.aspx
American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical Manual of Mental Disorders (1994)
-4th edition. Washington, D.C.
Deci, E. L., & Ryan, R. M. (1987). The support of autonomy and the control of behavior. Journal
of Personality and Social Psychology, 53(6), 1024-1037.
Goodman, R., & Scott, S. (1997). Child and Adolescent Psychiatry. USA: Wiley-Blackwell.
Granero, R., Louwaars, L., & Ezpeleta, L. (2015). Socioeconomic status and oppositional defiant
disorder in preschoolers: parenting practices and executive functioning as mediating variables.
Frontiers in Psychology, 24(6), 1412.
Herbert, M. (1999). Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, Εφαρμοσμένη Ψυχολογία 3.
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σελ. 22.
Karapetsas, A.V. & Zygouris, N. (2008). Charting the maturation of the prefrontal lobes at
school aged children and adolescents, using Event Related Potentials. Annals of General
Psychiatry, 7(1), 355.
Kolvin, I., & Sadowski, H. (2001). Childhood depression: clinical phenomenology and
classification. The depressed child and adolescent, 119-142.
Poulou, M. S. (2015). Emotional and behavioural difficulties in preschool. Journal of Child and
Family Studies, 24(2), 225-236.
Sadock, B. J., Sadock, V. A., & Kaplan, H. I. (2009). Kaplan and Sadock's concise textbook of
child and adolescent psychiatry. Lippincott Williams & Wilkins.
Silverman, W. K., Kurtines, W. M., Ginsburg, G. S., Weems, C. F., Rabian, B., & Serafini, L. T.
(1999). Contingency management, self-control, and education support in the treatment of
childhood phobic disorders: A randomized clinical trial. Journal of Consulting and Clinical
Psychology, 67(5), 675.
Stein, M. B., Walker, J. R., Hazen, A. L., & Forde, D. R. (1997). Full and partial posttraumatic
stress disorder: findings from a community survey. The American journal of psychiatry.
Studio Press.
Wenar, C., & Kerig, K. P. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Από τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2011) Εξελικτική Ψυχοπαθολογία (μια αναπτυξιακή προσέγγιση). Αθήνα:
Gutenberg.
Ανδριανάκου, Α., Γεωργαρά, Γ., & Καμπουρά, Ε. (2015). Άγχος αποχωρισμού και σχολική
προσαρμογή. Διπλωματική εργασία. Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας.

15
Γκολέμη Παναγιώτα-Ευγενία, Ψυχολόγος, ΚΕΣΥ Email: pangkolemi@gmail.com

Γρηγοριάδου, Α. (1999). Ανίχνευση καταθλιπτικών εκδηλώσεων σε παιδιά σχολικής ηλικίας


και διερεύνηση της επιδρασής τους στη σχολική επίδοση, την κοινωνική λειτο.. (Doctoral
dissertation, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Επιστημών
Αγωγής. Τμήμα Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης).
Ειδική Διαπαιδαγώγηση (2012). Αγχώδεις διαταραχές και φοβίες στα παιδιά. Ανακτήθηκε
στις 01/09/2019 από http://eidikidiapaidagogisi.blogspot.com/2012/09/
Ελληνική Πύλη Παιδείας, ημερομηνία άρθρου: 16/05/2010. Ανακτήθηκε από www.
Eduportal.gr, στις 05/09/2019.
Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2015). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα:
Εκδόσεις Τυπωθήτω-Δαρδάνος.
Κανελλάκη, Γ. (2010). Άγχος στην παιδική ηλικία. Διπλωματική εργασία, Τμήμα Μονάδας
Υγείας και Πρόνοιας, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας.
Καραγιώτα, Β. (2005). Θεωρητική προσέγγιση για το άγχος-stress-φοβία: μια παρεμβατική
πρόταση για παιδιά του δημοτικού (Διπλωματική εργασία). Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής
Εκπαίδευσης, Σχολή Επιστημών του Ανθρώπου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio
Press.
Ο.ΕΠ.ΕΚ. (2008) Αποκλίνουσες Συμπεριφορές - Διαχείριση Κρίσεων στο Σχολείο. Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη. Ανακτήθηκε από
http://www.oepek.gr/pdfs/meletes/oepek_meleth_13, στις 02/02/2019.

Παρασκευόπουλος, Ι., Ν. & Γιαννίτσας Ν., Δ. (1999). Ερωτηματολόγιο Διαπροσωπικής και


Ενδοπροσωπικής Προσαρμογής (ΕΔΕΠ), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πήττα, Δ., & Σταύρου, Κ. (2015). Κατάθλιψη παιδιών & εφήβων ως αποτέλεσμα κακοποίησης
& παραμέλησης από το γονεïκό περιβάλλον. Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημών Εκπαίδευσης,
1243-1253.

16

You might also like