ΕΠΤΑ ΜΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 28

ΕΠΤΑ ΜΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ


Νικόλαος Γ. Κουνινιώτης
Επτά μήνες για το πραξικόπημα και την εισβολή
© 2012, Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ
Επιμέλεια: Γιούλα Κουγιά
Σχεδιασμός, σελιδοποίηση: Βίβιαν Γιούρη
Εκτύπωση: Μητρόπολις AΕ

Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ
Ξενοκράτους 48, 106 76 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629
www.potamos.com.gr, info@potamos.com.gr

ΙSBN: 978-960-545-005-2

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς
και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με
τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται
η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτο-
τυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ
ΠΡΕΣΒΥΣ ΕΠΙ ΤΙΜΗ

Επτά μήνες
για το πραξικόπημα
και την εισβολή
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ:
ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΕΣ
ΤΙΣ ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ
ΗΜΕΡΕΣ

ΑΘΗΝΑ 2012
Στον Γιάννη και στον Γιούρυ
για να μάθουν και για να θυμούνται…
«Φρουροί οι νέοι. Αυτοί έχουν το δικαίωμα να μας ρωτήσουν: Γιατί; Πώς έγιναν όλα αυτά;
Πώς εφτάσαμε εκεί; Τι πήρατε και τι παραδώσατε;
»Η Ιστορία μπορεί να τους δώσει την πικρή απάντηση. Πέρα από την ευθύνη, πέρα
από την τιμωρία, υπάρχει το μάθημα. Αυτό το μάθημα πρέπει να το προσέξουν οι νέοι.
Και να σταθούν καλύτεροι από εμάς. Το έθνος ήτανε πλούσιο και το επτωχεύσαμε. Ήτανε
απέραντο και το εξοφλήσαμε. Ποιος φταίει; Φταίνε οι εχθροί; Ποιοι εχθροί; Εμείς οι ίδιοι.
Και μερικοί φίλοι. Οι εχθροί ήταν φυσικό να κάνουν ό,τι έκαναν.
»Μπροστά στην καταστροφή οι Έλληνες στέκονται όρθιοι. Αρχίζουν να ξανακερδίζουν
το παρόν. Αυτό που υπάρχει. Αυτό που απέμεινε. Ό,τι όμως χάθηκε δεν ξανακερδίζεται.
Ό,τι έφυγε δεν ξαναγυρίζει».
Χ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς
Διπλωματικό Τρίπτυχο, 1978
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Α.Ε.Δ. Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων
ΓΕΕΦ Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (Κύπρου)
Α/ΓΕΕΦ Αρχηγός Γεν. Επιτελείου Εθν. Φρουράς (Κύπρου)
Ε.Σ.Α. Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία
ΕΟΚΑ Β΄ Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών Β΄
ΕΛΔΥΚ Ελληνική Δύναμις Κύπρου
ΕΣΕΑ Επιτροπή Συντονισμού Ενωτικού Αγώνα
Κ.Υ.Π. Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών
Μ.Ε.Ο. Μεικτή Επιτελική Ομάδα
ΤΟΥΡΔΥΚ Τουρκική Δύναμις Κύπρου
Υ.Ε.Α. Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 13
Ι. Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974: ώρα 0 29
ΙI. Ξεκινώντας στην Α2 Διεύθυνση του Υπουργείου 35
IIΙ. Η αρχή του δράματος 41
ΙV. Η πρώτη ρήξη του ΥΠΕΞ με το Α.Ε.Δ. 53
V. Τα τρία έγγραφα του ΥΠΕΞ προς το Α.Ε.Δ. 81
Το «κατηγορώ» του Μακαρίου
VΙ. Η κρίση κορυφώνεται. Πρώτη παραίτηση Τετενέ 115
VIΙ. Το τέλος ενός δράματος. Η αρχή μιας τραγωδίας 139
Επίλογος 159
Παράρτημα Α´ 163
Παράρτημα Β´ 172
Παράρτημα Γ´ 178
Παράρτημα Δ´ 179
Παράρτημα Ε´ 181
Παράρτημα ΣΤ´ 184
Παράρτημα Ζ´ 185
Eυρετήριο ονομάτων 187
Εισαγωγή

Γ ια δύο λόγους θεώρησα ότι έπρεπε να γράψω αυτό το βιβλίο. Πρώτον,


διότι πιστεύω ότι είναι χρέος, είναι καθήκον να συμπληρώνει κανείς την
παρουσίαση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων όταν διαθέτει τα απα-
ραίτητα στοιχεία. Με τη συνεισφορά του αυτήν συμβάλλει και η ιστορική
πραγματικότητα να παρουσιάζεται πληρέστερα και επακριβέστερα, και τα
συμπεράσματα να στηρίζονται σε καλύτερα θεμελιωμένες βάσεις και έτσι τα
διδάγματα να είναι πλέον ασφαλή. Και το καθήκον αυτό είναι ακόμη μεγα-
λύτερο όταν πρόκειται για ιστορικά γεγονότα τα οποία στοίχισαν ανθρώ-
πινες ζωές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και σαν πρόσχημα
για να προσβληθεί η ανεξαρτησία ενός κυρίαρχου κράτους, να καταλυθεί
η εδαφική ακεραιότητά του, να χαθούν ακόμη περισσότερες ζωές και άνθρω-
ποι να γίνουν πρόσφυγες στα ίδια τους τα σπίτια.
Δεύτερον, διότι πιστεύω πως είναι πλέον καιρός να παρουσιαστούν
άγνωστοι αγώνες και αγωνίες που έδινε και βίωνε καθημερινά το Υπουργείο
Εξωτερικών, έχοντας να αντιμετωπίσει την άφρονα πολιτική που επέμεναν
να εφαρμόζουν στην Κύπρο οι στρατιωτικοί της Χούντας. Πολιτική που
κατέληξε στο πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακα-
ρίου, στις 15 Ιουλίου 1974, και έφερε τους Τούρκους στο Νησί.
Δεν νομίζω ότι έχει γραφτεί κάτι για τον ρόλο που ειδικά αυτό το Υπουρ-
γείο έπαιξε εκείνη την περίοδο τη συγκεκριμένη και για τις προσπάθειες που
έκανε για να αποτραπεί η κρίση. Και πρέπει να γραφτεί. Είναι χρέος απέναντι
στην Ιστορία. Αλλά και απέναντι στην ιστορία του Υπουργείου και στην

13
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

ιστορία όλων εκείνων των διπλωματών, οι οποίοι από καίριες θέσεις που
κατείχαν το κράτησαν ψηλά.
Πολύ νέος στην Υπηρεσία, βρέθηκα να υπηρετώ σε μια θέση που μου
έδινε τη δυνατότητα να είμαι ενημερωμένος για γεγονότα που έγιναν πριν
από το πραξικόπημα και μέχρι την εισβολή των Τούρκων και τα οποία σχε-
τίζονταν με το Υπουργείο μας. Υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία αφενός
δεν υπάρχει λόγος να παραμένουν ακόμη άγνωστα, αφετέρου μπορούν και
πρέπει να παρουσιαστούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους τώρα, ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια,
επιχειρώ να κάνω την ιστορική αυτήν αναδρομή και –στο μέτρο του δυνα-
τού– να ξαναζήσω εκείνη την τραγική περίοδο. Το κάνω με συναίσθηση
ευθύνης και έπειτα από πολύ προσεκτική επιλογή των όσων πρόκειται να
παρουσιάσω. Το διάστημα αυτό, μια καταστροφική περίοδος για την ιστο-
ρία μας και κυρίως για την ιστορία του κυπριακού ελληνισμού, φαίνεται ότι
προσφέρεται σε μια τέτοιου είδους συμπλήρωση.
Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι το βιβλίο αυτό δεν έχει να κάνει με το τι έγινε
και τι δεν έγινε, με το τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να γίνει, κατά το συγκεκρι-
μένο διάστημα που εξετάζουμε, για να επιλυθεί αυτό καθαυτό το κυπριακό
πρόβλημα. Ούτε έχει να κάνει με το ποιοι είχαν ή δεν είχαν δίκιο όσον αφορά
την αντιμετώπισή του, κατά τον έναν ή κατά τον άλλον τρόπο. Ασχολείται
αποκλειστικά και μόνο με το είδος της πολιτικής που η στρατιωτική Αθήνα
ανεπίσημα, αλλά στην πράξη, επέλεξε να εφαρμόσει απέναντι στη Λευκωσία
και ιδιαίτερα απέναντι στον Πρόεδρο, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, μέχρις ότου
φτάσουμε στο προδοτικό πραξικόπημα, που κατέληξε στην εισβολή.
Η ιδιαιτερότητα των σελίδων που ακολουθούν έγκειται πιστεύω και στο
γεγονός ότι μέσα από αυτές παρουσιάζονται, «εκ των ένδον», αναλυτικά
και όχι αποσπασματικά, άγνωστα «πράγματα και καταστάσεις» μιας ολό-
κληρης περιόδου, όχι μόνον όπως τα έζησε αυτός ο διπλωμάτης, δεκαπέντε
μόλις μηνών στην Υπηρεσία, που υπηρετούσε στο Τμήμα Κύπρου της τότε
Α2 Διεύθυνσης Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, αρμό-
διας για Κύπρο και Τουρκία, αλλά και όπως ο ίδιος τα βίωνε προσωπικά, από
τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων μέσα του.

14
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Ο διπλωμάτης αυτός μόλις είχε αρχίσει να υπηρετεί σε ένα υπουργείο


που, ανέκαθεν, ήταν υψηλά στην κρατική δομή. Ένα υπουργείο που υποτί-
θεται ότι είχε σημαντικό μέχρι και αποφασιστικό ρόλο να διαδραματίζει στη
χάραξη και εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Που η άποψή
του ήταν σεβαστή, καθοριστική, πολλές φορές, για την άσκηση συγγενών
τομέων πολιτικής από άλλα υπουργεία. Που είχε κύρια αποστολή, μέσω
των ανθρώπων που το υπηρετούσαν, να προάγει τις διμερείς και πολυμερείς
σχέσεις της χώρας και να προσπαθεί να πείθει τους ξένους συνομιλητές γιατί
η εξωτερική πολιτική της ήταν σωστή.
Ο διπλωμάτης όμως αυτός, με την είσοδό του στην Υπηρεσία, διαπίστωνε
μια άλλη ωμή πραγματικότητα: το Υπουργείο να έχει τεθεί στο περιθώριο
από τους στρατιωτικούς που κυβερνούσαν όσον αφορά την πολιτική ένα-
ντι της Κύπρου, αλλά αναμφίβολα και όσον αφορά τα θέματα της εν γένει
εξωτερικής πολιτικής, να αγνοείται στις σχετικές κρίσιμες αποφάσεις που
ελάμβαναν. Να περιπαίζεται. Να πληροφορείται από τον Τύπο γεγονότα που
θα έπρεπε να του έχουν περιέλθει μέσω της υπηρεσιακής οδού.
Εδώ να σημειώσω ότι στη Διεύθυνση, για την καλύτερη ενημέρωσή μας,
είχαμε γίνει οι «πιστότεροι» αναγνώστες της καλά ενημερωμένης και θαρ-
ραλέας Athens Daily News, η οποία, προοριζόμενη για τους ξένους τουρίστες
και στο πλαίσιο της υποτιθέμενης «ελευθεροτυπίας» της εποχής εκείνης,
μερικές φορές έδινε και κάποιες ειδήσεις που δεν είχαν δει το φως της δημο-
σιότητας από το κρατικό ραδιόφωνο, την τηλεόραση και φυσικά από τις
υπόλοιπες λογοκρινόμενες εφημερίδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και
δεν ήταν αρεστή στους κυβερνητικούς κύκλους, οι οποίοι απλώς και μόνον
την ανέχονταν, αποδεικνύοντας τη «δημοκρατία» που επικρατούσε στην
Ελλάδα… Έτσι, επωφελούμεθα και εμείς, φροντίζαμε μάλιστα να την αγο-
ράζουμε με τρόπο κατά προτίμηση «διακριτικό», γιατί δεν ήξερες ποιος σε
έβλεπε στα περίπτερα, κυρίως γύρω από το Σύνταγμα, όπου κυκλοφορούσε,
και τι προβλήματα θα μπορούσες ενδεχομένως να έχεις στη συνέχεια…
Στη χρονική περίοδο που αναφερόμαστε και για το συγκεκριμένο θέμα
διακρίνουμε τρεις πρωταγωνιστές: το Υπουργείο Εξωτερικών, τον Αρχιεπί-
σκοπο Μακάριο και το στρατιωτικό καθεστώς - κυβέρνηση των Αθηνών.

15
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

Το Υπουργείο Εξωτερικών
Μεταξύ άλλων, βασική επιδίωξή του ήταν να επισημαίνει στην «κυβέρνηση»
ποια ήταν η πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί έναντι του Μακαρίου αλλά
και τι είδους συνέπειες επέφερε η πολιτική που το καθεστώς στην πραγμα-
τικότητα ακολουθούσε.
Ειδικότερα:
Έπρεπε να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ανακόπτεται η φοβερή
έξαψη παθών στην Κύπρο, την οποία πυροδοτούσε αλλά κυρίως συντη-
ρούσε η Αθήνα. Έξαψη παθών που οδηγούσε τους Ελληνοκυπρίους σε τρα-
γικά σφάλματα, σε πολιτικής φύσεως δολοφονίες, σε αλληλοσπαραγμό· με
λίγα λόγια, στην αυτοκαταστροφή.
Έπρεπε να φροντίζει ώστε, από την αλλοπρόσαλλη αυτήν πολιτική των
στρατιωτικών, να μη διαταράσσεται η πολιτική που η χώρα μας από καιρό
ακολουθούσε, όσον αφορά αυτό καθαυτό το κυπριακό πρόβλημα, απέναντι
στην Τουρκία, η οποία φυσικά καραδοκούσε στη γωνία για το μεγάλο και
μοιραίο λάθος.
Έπρεπε να φροντίζει να μη διαταράσσεται μια πολιτική η οποία αφορούσε
μεν τον κυπριακό ελληνισμό, αλλά, ταυτόχρονα, επηρέαζε το τρίγωνο των
σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας, τις ευρύτερες ελληνοτουρκικές σχέ-
σεις και έμμεσα τις σχέσεις της χώρας μας κυρίως με τις ΗΠΑ.
Έπρεπε, τέλος, να φροντίζει οι σχέσεις του με τον Μακάριο να είναι τέτοιες
ώστε να το βοηθούν στις προσπάθειες που κατέβαλλε να εκτονωθεί η κατά-
σταση στη Μεγαλόνησο. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της Υπηρεσίας ήταν
να προσπαθεί να πείθει τον Αρχιεπίσκοπο να σκέπτεται δύο φορές προτού απο-
φασίσει τα μέτρα τα οποία κάθε φορά θεωρούσε αναγκαίο να πάρει έναντι των
Αθηνών. Και ήταν αρκετές αυτές οι περιπτώσεις και πάντα εξαιρετικά δύσκολες.
Το να επιτευχθούν όλοι αυτοί οι στόχοι δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Πρώτον, διότι η Χούντα δεν ζητούσε τη γνώμη του Υπουργείου. Αλλά
ακόμη και όταν, χωρίς να του τη ζητήσει, το Υπουργείο έκανε σαφή τη θέση
του, στην ουσία οι στρατιωτικοί δεν την ελάμβαναν υπ’ όψιν. Απλώς την
αγνοούσαν. Μερικές φορές έδειχναν ότι, σε γενικές γραμμές, συμμερίζονταν
τις θέσεις του αλλά, στην πράξη, έκαναν αυτό που εκείνοι ήθελαν. Τι και αν

16
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

ο Υπουργός έκανε δηλώσεις στον Τύπο για «μετριοπάθεια» και άλλα τέτοια.
Οι συγκεκριμένοι επιτελείς της Εθνοφρουράς στην Κύπρο, Έλληνες αξιω-
ματικοί, τους οποίους είχε κατονομάσει ο Μακάριος και είχαμε τα ονόματά
τους, προφανώς άλλες οδηγίες έπαιρναν από την «πραγματική» Αθήνα και
σύμφωνα μόνο με αυτές τις οδηγίες ενεργούσαν.
Έτσι, το Υπουργείο είχε να αντιμετωπίσει όχι μια απλή πολιτική, αλλά μια
διπλή πολιτική και μάλιστα συντεταγμένη και συνεπή: αυτήν που αποσκο-
πούσε στην απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τη θέση του
Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας με κάθε τρόπο.
Δεύτερον, είχε να αντιμετωπίσει ένα ακόμη πρόβλημα: την υποτιθέμενη,
αλλά στην ουσία προσχηματική «διαφοροποίηση», σε σπάνιες, φυσικά, στιγ-
μές, μεταξύ της πολιτικής της «κυβέρνησης», διάβαζε «Ανδρουτσόπουλου»,
και της πολιτικής των στρατιωτικών. Ο Μακάριος, έμμεσα, το είχε επισημά-
νει στην Πρεσβεία μας στη Λευκωσία: δεν τα είχε τόσο με την «κυβέρνηση»,
όσο κυρίως με τη Χούντα, προφανώς διότι εκεί ήταν η εξουσία. Το είχαμε
όμως διαπιστώσει και εμείς, ιδιαίτερα κατά τη συνάντηση Ανδρουτσόπου-
λου με τους Πρέσβεις Λαγάκο*, Μεταξά**, της 5ης Ιουλίου, στην οποία στη

* Ευστάθιος Λαγάκος (1921-2004), Πρέσβυς, Ευρωβουλευτής 1989-1994. Γεννήθηκε στην


Αθήνα. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εισήλθε στη Διπλωματική
Υπηρεσία το 1949. Πληρεξούσιος Υπουργός Β΄ το 1969. Πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ το 1975.
Στην Εξωτερική Υπηρεσία υπηρέτησε: το 1952 ως Υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο Παρισίων
και παράλληλα ως Γραμματέας Πρεσβείας Γ΄ στη μόνιμη αντιπροσωπεία στο ΝΑΤΟ στο Παρίσι,
το 1956 ως Πρόξενος στο γενικό προξενείο Κωνσταντινουπόλεως, το 1960 στην Πρεσβεία Λευ-
κωσίας ως Γραμματέας Πρεσβείας Α΄ και ως Σύμβουλος Πρεσβείας Α΄ και το 1967 ως Σύμβουλος
Πρεσβείας Α΄ στην πρεσβεία Λονδίνου. Ως επικεφαλής (πληρεξούσιος Υπουργός Β΄) υπηρέτησε
το 1972 στην Πρεσβεία Λευκωσίας, το 1976 ως πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ στη μόνιμη αντιπρο-
σωπεία στο ΝΑΤΟ και το 1979 στην Πρεσβεία Λονδίνου. Το 1983 παρητήθη από την Υπηρεσία.
Στην Κεντρική Υπηρεσία υπηρέτησε: στη Διεύθυνση Προσωπικού, στις πολιτικές Διευθύνσεις
Α2, Α1, Α4, Α3, στην Α6 Διεύθυνση ΝΑΤΟ, στο Γραφείο Υπουργού, στη Β2 Διεύθυνση Διμερών
Οικονομικών Σχέσεων και στη Γενική Επιθεώρηση. Συγγραφικό έργο: Λογοτεχνία: Ο Σεφέρης
και η Κύπρος, κριτική, Ίκαρος, 1984. Διπλωματικό δοκίμιο: Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα,
ανασκόπηση, Σιδέρης, 1996. Το Κυπριακό (1950-1974): Μια ενδοσκόπηση, από κοινού με τους
Πρέσβεις Μενέλαο Αλεξανδράκη και Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1987.
Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική, από κοινού με τους Πρέσβεις Βύρωνα
Θεοδωρόπουλο, Γεώργιο Παπούλια και Ιωάννη Τζούνη, Σιδέρης / ΕΛΙΑΜΕΠ, 1996 .
** Ανδρέας Μεταξάς, Πρέσβυς. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εισήλθε στη Διπλωματική Υπηρεσία το 1954. Πληρεξούσιος Υπουρ-

17
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

συνέχεια θα αναφερθούμε. Κατά συνέπεια, οσάκις το Υπουργείο θεωρούσε


απαραίτητο να κάνει εισηγήσεις για μια συγκεκριμένη πολιτική κίνηση
έναντι της Λευκωσίας ή για κάποιο διάβημα προς τον Αρχιεπίσκοπο, στο
ΑΕΔ απευθυνόταν. Και εδώ υπήρχε ένα ακόμη πρόβλημα: το Υπουργείο δεν
εγνώριζε ποιοι ακριβώς στρατιωτικοί αποτελούσαν την εξουσία. Δεν είχε
απέναντί του αυτούς που πραγματικά κυβερνούσαν τη χώρα, τον σκληρό
πυρήνα της Χούντας, για να συζητήσει μαζί τους και να τους εξηγήσει,
απευθείας, για ποιο λόγο αυτά που έκαναν ήταν καταστροφικά. Επίσης,
δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με ποιον τρόπο και μέσα από ποια κανάλια
και ποια φίλτρα οι εισηγήσεις της Υπηρεσίας παρουσιάζονταν στη συνέχεια
στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας και κυρίως ποια αποτελέσματα η παρου-
σίαση αυτή επέφερε στη χάραξη της τελικής πολιτικής. Και ο φόβος για
το «είδος» της τελικής αυτής πολιτικής ήταν πάντοτε πολύ μεγάλος, διότι
οι άνθρωποι εστερούντο πολιτικής κρίσης και αισθητηρίου. Έτσι το Υπουρ-
γείο, γενόμενο δέκτης τελικών κακών αποφάσεων της «εξουσίας», απαξιω-
νόταν ακόμη περισσότερο και δεν είχε κάποια πιθανότητα να διαδραματίσει
έστω και μικρό, ενδιάμεσο ρόλο μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Βέβαια όλα
αυτά είχαν γίνει αντιληπτά από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Και μολονότι η Υπηρεσία ουσιαστικά είχε τεθεί στο περιθώριο και δεν
έπαιζε κάποιον ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των βασικών γραμμών
της πολιτικής των Αθηνών έναντι της Λευκωσίας, παρ’ όλα αυτά δεν μπο-
ρούσε παρά να προσπαθεί, κάθε φορά, να συγκρατεί από κάθε παραλογισμό
ανθρώπους υποτίθεται υπεύθυνους, οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα
ήταν ανεύθυνοι και επικίνδυνοι. Να φανταστεί κανείς ότι σε στιγμές υψηλής
γός το 1973. Πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ το 1981. Πρέσβυς το 1990. Στην Κεντρική Υπηρεσία
υπηρέτησε: το 1957 ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο Αλεξανδρείας, το 1960 ως Γραμματέας
Πρεσβείας Β΄ στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στο ΝΑΤΟ στο Παρίσι, το 1967 ως Σύμβουλος Πρε-
σβείας Β΄ στην Πρεσβεία Βελιγραδίου. Ως επικεφαλής (πληρεξούσιος Υπουργός Β΄) υπηρέτησε
το 1975 στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στο Γραφείο του ΟΗΕ στη Γενεύη και στους άλλους διεθνείς
Οοργανισμούς, και το 1979 στην πρεσβεία Μόσχας. Στην Κεντρική Υπηρεσία υπηρέτησε: στη
Διεύθυνση Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων, στην Α΄ Πολιτική Διεύθυνση, στο Γραφείο
Υπουργού, στη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, στη Διεύθυνση ΝΑΤΟ, στην 5η Διεύθυνση,
ως Διευθυντής του Γραφείου του Αναπληρωτού Υπουργού, ως Διευθυντής της 2ας Διευθύν-
σεως Πολιτικών Υποθέσεων και ως Διευθυντής της Διευθύνσεως Διεθνών Οργανισμών, οπότε,
με αίτημά του, ετέθη στη διάθεση του Υπουργού, για να αποχωρήσει από την Υπηρεσία το 1990.

18
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

έντασης με την Τουρκία λόγω υφαλοκρηπίδας, δεν δίσταζαν να αναγγέλ-


λουν στους διαδρόμους του Υπουργείου ότι «σε πέντε μέρες θα πάρουμε την
Πόλη»… Και όλα αυτά συνέβαιναν μέσα σε καταβαράθρωση κάθε έννοιας
σοβαρότητας και αξιοπρέπειας του κράτους, που είχε καταλήξει να κυβερ-
νάται από άτομα τα οποία ναι μεν είχαν προσληφθεί στο ελληνικό Δημόσιο,
πλην όμως για άλλη εργασία –την οποία και αυτήν, αργότερα, φάνηκε ότι δεν
ήξεραν να κάνουν– και που, πάντως, δεν είχαν προσληφθεί για να καταλύ-
σουν το σύνταγμα, στο οποίο, αντίθετα, είχαν ορκιστεί πίστη και υπακοή…
Χαρακτηριστικά να επισημάνω ότι στις 20 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία
άρχιζε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 241 κυπριακό τάγμα πεζικού, που
ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του, επληροφορείτο από τον ασύρματο ότι ήδη
«τα ελληνικά άρματα μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη»…
Οι σχέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών με τον Μακάριο, κατά κανόνα,
δεν εγνώρισαν πολλές ιδιαίτερες δυσχέρειες, για τον απλό λόγο ότι ο Αρχι-
επίσκοπος είχε διαπιστώσει πως το Υπουργείο αφενός μεν διαφωνούσε με
την πολιτική των στρατιωτικών απέναντί του, πλην όμως εγνώριζε ότι είχε
όχι απλώς περιορισμένο, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτο ρόλο ούτε στη δια-
μόρφωση, αλλά ούτε και στη συνδιαμόρφωση των πραγματικών σχέσεων
Λευκωσίας-Αθηνών, αφού δεν υπολογιζόταν από τους στρατιωτικούς.
Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη στάση του αυτήν, άσχετα με το εάν έφερε ή δεν
έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Σε διάφορες μάλιστα ευκαιρίες είχε τονίσει ότι
εκτιμούσε τον Υπουργό και τον Λαγάκο, Πρέσβυ μας στη Λευκωσία, αλλά
και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς (Α/ΓΕΕΦ)
στρατηγό Γεώργιο Ντενίση. Να επισημάνω ότι ο στρατηγός Ντενίσης, συμ-
μαθητής του Παπαδόπουλου στη Σχολή Ευελπίδων, τοποθετημένος από
τον ίδιο στη θέση του Α/ΓΕΕΦ, έπαιξε, παρ’ όλα αυτά, θετικότατο ρόλο σε
όλη την επισκοπούμενη περίοδο, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εκτίμηση
της Πρεσβείας και του Αρχιεπισκόπου, όχι όμως και των κρατούντων στην
Αθήνα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Το τραγικότερο όλων όμως ήταν ότι, εμπιστευτικά, είχε και ο ίδιος
ο Μακάριος διερωτηθεί πώς ήταν δυνατόν ο Πρέσβυς Ευστάθιος Λαγάκος
να φέρει εις πέρας την αποστολή του, όταν ήταν υποχρεωμένος να ενεργεί

19
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

στο πλαίσιο όχι συγκεκριμένης, αλλά διπλής πολιτικής που ακολουθούσε


η Αθήνα… Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την τραγική θέση στην οποία βρί-
σκεται ένας Πρέσβυς –και μάλιστα ο παραδοσιακά «πανίσχυρος» Πρέσβυς
της Ελλάδας στη Λευκωσία– να καταλαβαίνει ότι έχει γίνει από όλους αντι-
ληπτό, μάλιστα και από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στον
οποίον ήταν διαπιστευμένος και που, ειδικά στην Κύπρο, ήταν ο άμεσος
συνομιλητής του, ότι η ίδια η πατρίδα του, στην αποστολή του, του «τρα-
βούσε το χαλί κάτω από τα πόδια» και τον άφηνε μετέωρο, χωρίς αυτός να
μπορεί να κάνει κάτι άλλο πέραν του να προσποιείται ότι όλα έβαιναν καλώς
και δεν υπήρχε πρόβλημα…
Φυσικά το Υπουργείο φρόντιζε ιδιαίτερα να μη δίνει αφορμή για να θεω-
ρηθεί ως «φιλομακαριακό», αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε αποτυχία στην απο-
στολή του. Αντίθετα, μέσω της πρεσβείας μας στη Λευκωσία, δεν δίσταζε να
υπογραμμίζει τις ευθύνες του Αρχιεπισκόπου, όπου αυτές υπήρχαν, μερικές
μάλιστα φορές με τόνο αρκετά έντονο και πιεστικό. Πάντα προσπαθούσε,
χωρίς όμως αποτέλεσμα, να οδηγεί τα πράγματα προς την κατεύθυνση που
αυτό έκρινε εθνικά σκόπιμο· κατεύθυνση που δεν ήταν βέβαια η ίδια με
εκείνη των στρατιωτικών.

Ο Αρχιεπίσκοπος
Για να παρουσιάσει κανείς την προσωπικότητα του Μακαρίου θα πρέπει να
γράψει ολόκληρο βιβλίο. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου.
Ο Μακάριος, οπωσδήποτε, δεν ήταν χωρίς σφάλματα. Είναι ανθρώ-
πινο εξάλλου. Έντονη και φιλόδοξη προσωπικότητα, με ισχυρές απόψεις,
με ενεργό ρόλο στην πορεία του Κυπριακού, από τότε που αυτό ξεκίνησε,
ήταν φυσικό να έχει δημιουργήσει φανατικούς φίλους αλλά και φανατι-
κούς εχθρούς. Το ίδιο μέσα και στο δικό μας Υπουργείο. Δεν θα εξηγήσουμε
τους λόγους. Ούτε ποιος ούτε ποιοι είχαν δίκιο ή άδικο. Γεγονός είναι ένα
και δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς, εάν θα είχε ζήσει τα πράγματα από
κοντά: σε αυτούς τους συγκεκριμένους επτά μήνες που επισκοπούμε είδαμε
τον Μακάριο να δέχεται όλων των ειδών τις επιθέσεις και προκλήσεις και
να καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να αποτρέψει την επερχόμενη

20
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

καταστροφή. Οι σχέσεις του με τη Χούντα των Αθηνών δεν ήταν οι καλύ-


τερες. Οι στρατιωτικοί μας τον κατηγορούσαν ότι αποτελούσε εμπόδιο για
την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και για τον λόγο αυτόν του είχαν
κηρύξει πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1970 είχε γίνει στόχος δολοφονικής επί-
θεσης, όταν το ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε εβλήθη από το έδαφος. Από
τα έγγραφα που κατασχέθηκαν στοιχειοθετήθηκαν βαρύτατες ευθύνες της
Αθήνας των στρατιωτικών για την απόπειρα αυτήν. Έκτοτε οι σχέσεις τους
πέρασαν πολλές δοκιμασίες, για να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο, όταν
ο Στρατηγός Γρίβας έφτασε μυστικά στην Κύπρο, τον Σεπτέμβριο του 1971,
και οργάνωσε την παράνομη ΕΟΚΑ Β΄, με σκοπό να ανατρέψει τον Μακάριο.
Να σημειώσουμε επίσης ότι και για τον Φεβρουάριο του 1972 είχε σχεδι-
αστεί απόπειρα δολοφονίας του, η οποία όμως απέτυχε, λόγω διαρροής των
σχετικών σχεδίων, ενώ τον Αύγουστο του 1973, όπως θα αναφέρουμε πιό
κάτω, κατασχέθηκε έγγραφο της ΕΟΚΑ Β΄σύμφωνα με το οποίο τμήματα
της Εθνικής Φρουράς θα μετείχαν σε επιχείρηση δολοφονίας του Αρχιεπι-
σκόπου (Επιχείρηση «Απόλλων»). Τέλος να υπενθυμίσουμε οτι τον Οκτώ-
βριο του 1973 σημειώθηκε έκρηξη μπροστά απο το αυτοκίνητο στο οποίο
επέβαινε ο ίδιος, καθ΄οδόν προς το χωριό Άγιος Σέργιος, όπου επρόκειτο
να λειτουργήσει.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον ο Μακάριος, στις σχέσεις του
με τους στρατιωτικούς, θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση, με αποτέλε-
σμα, ενδεχομένως, να μην επέλθει η καταστροφή. Φυσικά, εκ των υστέρων,
σε τέτοια ερωτήματα υπάρχει πάντα η καλύτερη και η σοφότερη απάντηση.
Ίσως είναι προτιμότερο να αφήσουμε το θέμα αυτό για πιο κάτω, κάπου στον
επίλογο. Έχοντας κανείς διαβάσει το βιβλίο, θα μπορούσε να απαντήσει από
μόνος του στο ερώτημα που θέτουμε.

Οι στρατιωτικοί
Κατ’ αρχάς, μια διευκρίνιση: όταν αναφερόμαστε στους «στρατιωτικούς»
είναι βέβαιο ότι αναφερόμαστε στη Χούντα των στρατιωτικών που κυβερ-
νούσε την Ελλάδα. Είναι εξίσου βέβαιο ότι μεγάλο μέρος του σώματος των
αξιωματικών ευρέθηκε αντίθετο στη δικτατορία, ενώ σημαντικός αριθμός

21
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

από τις τάξεις του συμμετείχε και υπέφερε τα πάνδεινα στον αγώνα για την
ανατροπή του καθεστώτος.
Απ’ όσα λοιπόν διαπιστώναμε, τόσο από την αλληλογραφία όσο και
από τις ελάχιστες συσκέψεις που έγιναν σε επίπεδο πολιτικού διευθυντού
- στρατηγού, οι στρατιωτικοί του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (Α.Ε.Δ.),
που εχειρίζοντο τον Κυπριακό Φάκελο, φυσικά φερέφωνα της Χούντας,
είχαν έναν πρωτόγονο, «ρηχό» τρόπο σκέψης και μεγάλες παρωπίδες. Είχαν
ιδέες προκαθορισμένες αλλά και αμετάβλητες, χωρίς βάθος σκέψεως, χωρίς
ισχυρές βάσεις, χωρίς κάποια ευλυγισία στην ανάπτυξή τους, με κανέναν
βαθύτερο προβληματισμό και συλλογισμό για το κατά πόσον αυτά που έλε-
γαν ήταν πράγματι λογικά, ή ήταν αυτά που απλώς τους είχαν πει να λένε,
ή άρεσε στους ίδιους να ακούνε.
Άγνωστος σε αυτούς ο ρόλος του «δικηγόρου του διαβόλου». Ο στό-
χος τους μόνον ένας: πώς να ανατρέψουν τον «κομμουνιστή» Μακάριο...
Δεν τους απασχολούσε ούτε το κατά πόσον αυτό που εσκέπτοντο ήταν
σωστό, ούτε πολύ περισσότερο τους απασχολούσε το «μετά». Ή, εάν τους
απασχολούσε, φαίνεται δεν τους ανησυχούσε. Ήταν σίγουροι για όλα
(«σε πέντε ημέρες θα πάρουμε την Πόλη»). Μόνιμες κατηγορίες τους σε
βάρος του Αρχιεπισκόπου ήταν ότι παρεσύρετο από τους συνεργάτες του
και δεν κρατούσε «σωστή στάση έναντι της Εθνοφρουράς». Για τον λόγο
αυτόν και μόνον, κατά τη λογική τους, θα έπρεπε να τον εξαφανίσουν…
Έτσι απλά. Δεν καταλάβαιναν ότι δεν εξαφανίζονται έτσι οι άνθρωποι και
ότι ο Μακάριος, είτε το ήθελαν είτε όχι, ήταν ο Εθνάρχης που συσπείρωνε
τη μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού ελληνισμού και η εξουδετέρωσή του
μόνον δεινά θα επέφερε στην Κύπρο, στην εθνική υπόθεση και όχι μόνον…
Όσο για ορισμένους από τους εκπροσώπους τους στην Κύπρο, ο βίος
και η πολιτεία τους ήταν πέρα από κάθε σκέψη. Χωρίς κάποιον δισταγμό ή
την παραμικρή αναστολή, έχοντας κακές σχέσεις με την πρεσβεία και υπο-
νομεύοντας το έργο του Πρέσβυ Ευστάθιου Λαγάκου, είχαν απροκάλυπτα
μετατραπεί σε ενεργό υποστηρικτή του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ Β΄ που
αντιμαχόταν ενεργά μια κυβέρνηση η οποία, όμως, είχε εκλεγεί από τον
κυπριακό λαό.

22
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Δεν δίσταζαν να ενεργούν με κάθε τρόπο που απέβλεπε στην υπονό-


μευση του Μακαρίου. Κατεδίωκαν κάθε Κύπριο στρατιώτη που έτρεφε
σεβασμό στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου, ενώ αντίθετα προστάτευαν
κάθε καταδιωκόμενο από τις κυπριακές Αρχές, μη διστάζοντας να χρησι-
μοποιούν για τη διάσωσή του ακόμη και αυτοκίνητα της Εθνοφρουράς με
τα ελληνικά εθνικά χρώματα – πράξη ασφαλώς παράνομη. Με λίγα λόγια,
η συμπεριφορά τους, όχι όλων, αλλά, πάντως, πολλών, ήταν απροκάλυπτα
αντιμακαριακή και πέραν των ορίων νομιμότητας, ξεπερνώντας φανερά τα
όρια εκείνα μέσα στα οποία θα έπρεπε να ενεργούν ως αποτρεπτική δύναμη
εναντίον κάθε εξωτερικής απειλής που θα αντιμετώπιζε η Κύπρος. Αυτός
που εξάλλου ήταν ο λόγος για τον οποίον είχαν τοποθετηθεί στην Κύπρο…
Δυστυχώς είχαμε κατά πολύ ξεπεράσει τα όρια και είχαμε φτάσει σε κάτι
παραπάνω από ντροπή…
Αυτά σαν πρόγευση των όσων στη συνέχεια θα αναφέρουμε.
Η εισαγωγή αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να κλείσει χωρίς ιδιαίτερη αναφορά
τιμής σε ορισμένα πρόσωπα του Υπουργείου, που λόγω της θέσης τους
είχαν το βάρος αλλά και την ευθύνη να αντιμετωπίσουν την αλλοπρόσαλλη
πολιτική της Χούντας απέναντι στον Μακάριο εκείνη την περίοδο. Αυτοί
οι διπλωμάτες δεν δίστασαν όχι απλώς να παρουσιάσουν, αλλά εγγράφως
να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, όσο και εάν αυτές δεν ήταν αρεστές εις
τους κρατούντες και, ακόμα περισσότερο, να υπογράψουν και συγκεκριμένα
έγγραφα που περιποιούν τιμή στα πρόσωπά τους.
Ήσαν συγκεκριμένα στελέχη που, λόγω και προσωπικότητας, αποτελού-
σαν την κινητήρια δύναμη του Υπουργείου εκείνη την εποχή, όσον αφορά
ιδιαίτερα Κύπρο και Τουρκία: αναφερόμαστε στον Γενικό Γραμματέα του
Υπουργείου, Πρέσβυ Άγγελο Βλάχο* και στον Πολιτικό Διευθυντή Πρέσβυ
* (1915-2003) Πρέσβυς, Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Εξωτερικών, Υφυπουργός Προεδρίας
Κυβερνήσεως (1963, στη μεταβατική κυβέρνηση Πιπινέλη), Υπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ
για θέματα Τύπου (1974, στην κυβέρνηση Καραμανλή), ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε το 1915 στην
Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εισήλθε στη Διπλωματική
Υπηρεσία το 1939. Πληρεξούσιος Υπουργός Β΄ το 1964. Πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ το 1970.
Πρέσβυς το 1973. Στην Εξωτερική Υπηρεσία υπηρέτησε: το 1946 ως Πρόξενος στο Γενικό Προ-
ξενείο Κωνσταντινουπόλεως, το 1948 ως Τμηματάρχης Β΄ στην πρεσβεία Αγκύρας, το 1950 στην
πρεσβεία Ρώμης. Ως επικεφαλής υπηρέτησε ως διευθύνων το 1955 το Γενικό Προξενείο Ιερο-

23
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

Ιωάννη Τζούνη*, που δεν ευρίσκονται πλέον ανάμεσά μας. Πρόσωπα από τα
οποία ξεκινούσαν αλλά και μέσω των οποίων διυλίζοντο τα πιο σημαντικά
έγγραφα που έφευγαν από το Υπουργείο σχετικά με Κύπρο και Τουρκία και
όχι μόνον. Αυτά τα δύο πρόσωπα είχαν την τελική ευθύνη να παρουσιάζουν
σχέδια εγγράφων και να ζητούν από τον Υπουργό να τα υπογράψει.
Πολύτιμους συνεργάτες είχαν:
τον Πρέσβυ στη Λευκωσία Ευστάθιο Λαγάκο, που επίσης δεν ευρίσκεται
ανάμεσά μας, ο οποίος, ευρισκόμενος σε φανερά δύσκολη θέση, είχε αφ’
ενός μεν να επισημαίνει στο Κέντρο τις τραγικές συνέπειες οι οποίες προέ-
κυπταν από την πραγματική πολιτική που η Αθήνα ακολουθούσε απέναντι
στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και αφ’ ετέρου να προσποιείται, έναντι όλων,
ότι όλα έβαιναν καλώς στις ελληνο-κυπριακές σχέσεις,

σολύμων, το 1956 ως διευθύνων το Γενικό Προξενείο Λευκωσίας, το 1959 ως Γενικός Πρόξενος


Γενεύης, το 1962 ως μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ στη Γενεύη, το 1963 στο
Γενικό Προξενείο της Γενεύης, το 1968 ως επικεφαλής της Πρεσβείας στη Μόσχα. Στην Κεντρική
Υπηρεσία υπηρέτησε: κατά τα διαστήματα 1939-1942, 1944-1946, 1954-1955, 1958-1959. Το 1963
υπήρξε επί βραχύ Υφυπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως στη μεταβατική κυβέρνηση Πιπινέλη,
ενώ το 1973 διορίσθηκε μετακλητός Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, θέση από
την οποία παρητήθη τον Ιούνιο του 1974, για να επανέλθει σε αυτήν τον Αύγουστο του 1974
και στη συνέχεια να αποχωρήσει λόγω κατάργησής της. Το 1974 διορίσθηκε Υπουργός παρά τω
Πρωθυπουργώ, στην κυβέρνηση Κ. Καραμανλή. Διακρίθηκε για το πλουσιότατο έργο του από
το 1945, στην πεζογραφία, την ποίηση, το θεατρικό σενάριο, την ταξιδιωτική λογοτεχνία και τη
μετάφραση. Για το έργο αυτό απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και της Ακαδημίας
Αθηνών, μέλος της οποίας εξελέγη το 1985.
* (1929-2007) Πρέσβυς, Ευρωβουλευτής: 1984-1989, Υφυπουργός Εξωτερικών Απρίλιος - Αύγου-
στος 1992. Γεννήθηκε στο Βουκουρέστι. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Εισήλθε στη Διπλωματική Υπηρεσία το 1947. Πληρεξούσιος Υπουργός Β΄ το 1967. Πλη-
ρεξούσιος Υπουργός Α΄ το 1973. Πρέσβυς το 1976. Στην Εξωτερική Υπηρεσία υπηρέτησε: το 1951
ως Υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο Αγίου Φραγκίσκου, το 1955 στην Πρεσβεία Ουάσιγκτον,
το 1962 στην Πρεσβεία Μόσχας και το 1965 στην Πρεσβεία Λονδίνου. Ως επικεφαλής υπηρέτησε
στις Πρεσβείες Αγκύρας (1969) και Ουάσιγκτον (1979). Στην Κεντρική Υπηρεσία υπηρέτησε: στην
Α΄ Πολιτική Διεύθυνση, στη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, στο γραφείο Υφυπουργού,
στη Διεύθυνση Δικαστικών Υποθέσεων, στη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, στη Δ΄ Πολι-
τική Διεύθυνση και ως Γενικός διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων από 17/12/1973 έως 6/7/1974,
οπότε παρητήθη των καθηκόντων του, για να επανέλθει στη θέση αυτήν στις 24/7/1974, με την
αποκατάσταση της δημοκρατίας και να παραμείνει έως τις 8/12/1979. Συγγραφικό έργο: Σκέψεις
και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική, από κοινού με τους Πρέσβεις Βύρωνα Θεο-
δωρόπουλο, Γεώργιο Παπούλια και Ευστάθιο Λαγάκο, Σιδέρης / ΕΛΙΑΜΕΠ, 1996.

24
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

τον Πρέσβυ Ανδρέα Μεταξά, Διευθυντή μιας τέτοιας Διεύθυνσης σαν


την Α2 Πολιτική, που έπρεπε να προετοιμάζει σειρά σκέψεων και προβλη-
ματισμών, μέσα από τους οποίους θα επρόβαλαν οι στόχοι της Υπηρεσίας
και οι καλύτεροι τρόποι για την επίτευξή τους.
Και φυσικά ήταν αυτός που δεν εδίσταζε να βάζει την υπογραφή του σε
έγγραφα όπως αυτά προς τον Ανδρουτσόπουλο και τον στρατηγό Μπονάνο
και να υποβάλει δύο παραιτήσεις ο αείμνηστος Υπουργός Εξωτερικών, Πρέ-
σβυς Σπύρος Τετενές*.
Όλοι αυτοί ήταν οι άνθρωποι που προσπάθησαν να κάνουν πολλά
πράγματα ταυτόχρονα: να πείσουν τους στρατιωτικούς ότι η θύελλα την
οποία έσπερναν ήταν επί θύραις. Να τους επισημάνουν ότι οι προβλεπτές
συνέπειες της πολιτικής που ακολουθούσαν ήταν μόνον οδυνηρές τόσο
για τη χώρα και τα συμφέροντά της όσο και για τον κυπριακό ελληνισμό.
Να πείσουν επίσης τον Μακάριο ότι, στις αντιδράσεις του, θα έπρεπε να χρη-
σιμοποιεί σωστό «μέτρο». Να προσπαθούν να μετατρέψουν την επίσημα δια-
κηρυγμένη πολιτική των Αθηνών σε πολιτική προς εφαρμογή στην Κύπρο.
Να προσπαθούν να προασπίζουν διεθνώς το κύρος της χώρας μας· όσο της
είχε απομείνει. Να έχουν, τέλος, να αντιπαλέψουν μεταξύ της διαφύλαξης
της δικής τους αξιοπρέπειας αλλά και της εκπλήρωσης του καθήκοντός τους
απέναντι στη χώρα, σε μια τραγική περίοδο της ιστορίας της.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον παλαιό Διευθυντή μου,
σε εκείνη την «ηρωική» Α2 Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων, Πρέσβυ
κ. Ανδρέα Μεταξά, που με τη γνώμη του συνέβαλε στη συγγραφή αυτού του
* (1908-1977) Πρέσβυς, Υπουργός Εξωτερικών 25/11/1973 - 08/7/1974. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις
19 Φεβρουαρίου 1908. Σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμια Βουκουρεστίου και Παρισίων. Εισήλθε
στη Διπλωματική Υπηρεσία το 1939. Απελύθη στις 27 Οκτωβρίου 1941 και ανεκλήθη στην Υπηρεσία
την 1/3/1945. Πληρεξούσιος Υπουργός Β΄ το 1964. Πληρεξούσιος Υπουργός Α΄ το 1971. Πρέσβυς
το 1974. Στην Εξωτερική Υπηρεσία υπηρέτησε: τo 1943 στην Πρεσβεία Καΐρου, το 1944 στο γενικό
προξενείο Βηρυτού, το 1946 στην Πρεσβεία Βηρυτού, το 1947 υπηρέτησε ως πρόξενος στο Σουέζ,
το 1948 ως επιτετραμμένος στην Πρεσβεία Αντίς Αμπέμπα, το 1951 ως Γραμματέας Πρεσβείας Α΄
στην Πρεσβεία Ουάσιγκτον και το 1957 ως Σύμβουλος Πρεσβείας Β΄ στην Πρεσβεία Βόννης. Ως
επικεφαλής (πληρεξούσιος Υπουργός Β΄) υπηρέτησε το 1957 στην Πρεσβεία Βελιγραδίου. Στην
Κεντρική Υπηρεσία υπηρέτησε: στη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων, στη Διεύθυνση Εκκλη-
σιών και ως Διευθυντής στη Διεύθυνση Μορφωτικών Σχέσεων - Αποδήμου Ελληνισμού και Οικο-
νομικών Υπηρεσιών. Αφυπηρέτησε το 1974, όταν παρητήθη από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών.

25
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

βιβλίου. Τον γνωστό, έγκριτο δημοσιογράφο κ. Στάθη Ευσταθιάδη, ανάδοχο


αυτού του έργου κατά τον τίτλο και για τις πολύ πρακτικές συμβουλές του.
Τέλος, τον εκδοτικό οίκο «Ποταμός», που έκανε πραγματικότητα την επι-
θυμία μου να υλοποιηθεί αυτό το έργο.
Το ανά χείρας βιβλίο δεν στηρίζεται και δεν παραπέμπει σε βιβλιογραφία.
Δεν χρησιμοποιεί βιβλιογραφία, διότι απλούστατα αποσκοπεί στο να παρου-
σιάσει στοιχεία τα οποία δεν έχουν δημοσιευθεί. Και βέβαια δεν υπάρχει
βιβλιογραφία για άγνωστα στοιχεία. Φυσικά, έχουν δημοσιευθεί διάφορες
πληροφορίες, εντυπώσεις ή και γνώμες τρίτων για τα θέματα στα οποία
αναφερόμαστε.
Άλλο όμως πληροφορίες, εντυπώσεις και γνώμες τρίτων και άλλο,
βέβαια, πραγματικά, πρωτογενή στοιχεία, τα οποία δεν επιδέχονται αμφι-
σβητήσεις, αφού προέρχονται «από την πηγή» και αποτελούν μαρτυρία και
προσωπική εμπειρία ενός ανθρώπου που έτυχε να εργαστεί κοντά στα τέσ-
σερα πρόσωπα που προαναφέραμε, τα οποία χειρίστηκαν το πρόβλημα, και
να γίνει αποδέκτης των μηνυμάτων τους και των εντολών τους. Σκοπός
μας, επίσης, δεν είναι η σύνθεση, ούτε και η σύνδεση με άλλες δημοσιεύσεις,
ούτε πολύ περισσότερο η κριτική τους ή η αντιπαράθεση με αυτές. Όπως
προαναφέραμε, σκοπός αυτού του βιβλίου είναι τα ήδη γνωστά γεγονότα
απλώς να συμπληρωθούν με στοιχεία που είναι ακόμη άγνωστα.
Αλλά πιστεύω δεν είναι η συμπλήρωση, μόνη αυτή, που έχει την αξία της.
Είναι, νομίζω, εξίσου σημαντικό, μέσω της συμπλήρωσης, να επιβεβαιώνονται
ή, ενδεχομένως, και να μην επιβεβαιώνονται, κατά τρόπο έστω και έμμεσο,
a contrario, στοιχεία που έχουν ήδη δημοσιευθεί. Αίφνης, έχει επανειλημ-
μένα γραφεί ότι στην περίφημη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου, στο Πεντάγωνο,
έλαβαν επίσης μέρος ο Πρέσβυς Λαγάκος και ο στρατηγός Ντενίσης. Λοι-
πόν, δ ε ν έ λ α β α ν μ έ ρ ο ς στην εν λόγω σύσκεψη. Γιατί εξάλλου να
ελάμβαναν; Μήπως ήταν με αυτούς που οργάνωναν το πραξικόπημα εις
βάρος του Αρχιεπισκόπου;
Προσπάθησα να γράψω σε γλώσσα όχι σαν αυτήν που επί τριάντα πέντε
χρόνια χρησιμοποιούσαμε στο Υπουργείο. Δεν ήταν καθόλου εύκολο και δεν
τα κατάφερα απόλυτα. Θα προτιμούσα, μάλιστα, ούτε να το είχα επιχειρήσει.

26
ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Έτσι, θα ένιωθα «μέσα στα νερά μου», συνεπής στα όσα μάθαμε στο Υπουρ-
γείο όλα αυτά τα χρόνια που κύλησαν στην υπηρεσία του… Αλλά, βλέπετε,
αυτές οι συμβουλές, για προσαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα, όλο
και κάποιο ίχνος αφήνουν... Όμως, ας μην κρυβόμαστε. Είναι και αναγκαία.
Θυμάμαι, τις πρώτες ημέρες στο γραφείο, διάβαζα ένα τηλεγράφημα με το
οποίο εδίδοντο οδηγίες σε πρεσβεία μας να προβεί σε ορισμένες ενέργειες.
Το τηλεγράφημα έκλεινε (με διαφορετική βέβαια στίξη) ως εξής: «Παρα-
καλούμε τηλεγραφήσητε, ως οίον τε τάχιον». «Το συντομότερο δυνατόν»
εσήμαινε. Πού να το γράψεις αυτό σήμερα…
Έκανα πάντως κάθε προσπάθεια να εύρω τις σωστές λέξεις που θα απει-
κόνιζαν τα γεγονότα, κατά τον πιστότερο δυνατό τρόπο. Και αυτό νομίζω
είναι σημαντικό, δεδομένου ότι, πέραν των άλλων, οι ίδιες λέξεις, πολλές
φορές, χρησιμοποιήθηκαν στην πραγματικότητα.
Το βιβλίο έχει γραφτεί βάσει των όσων σημειώσεων ήταν δυνατόν να
κρατά κανείς σε μια περίοδο κατά την οποία ελάχιστα περιθώρια μας έμεναν
για άλλη ενασχόληση, αλλά και βάσει των όσων μου είναι δυνατόν τώρα
να θυμηθώ από τα γεγονότα που «πέρασαν» από τη Διεύθυνση, στην οποία
είχα την τιμή αλλά και την πολλαπλή τύχη να υπηρετήσω.
Το ότι θεωρώ τιμή να έχω υπηρετήσει σε ένα τέτοιο Τμήμα και μάλιστα
εκείνη την περίοδο είναι προφανές σε ποιους λόγους οφείλεται. Το ότι όμως
θεωρώ και «πολλαπλή τύχη» να έχω υπηρετήσει σε αυτό οφείλεται στο ότι,
πέραν των άλλων, είχα την τιμή και το προνόμιο να εργασθώ, μέχρι τον
Μάρτιο του 1975, δίπλα στον Πρέσβυ Ανδρέα Μεταξά, που μου έδωσε τα
βασικά μαθήματα «χρέους», «καθήκοντος» και «διπλωματίας», τα οποία μου
συμπλήρωσε, αργότερα, όταν συνέπεσε να υπηρετήσουμε και πάλι μαζί στη
Μόσχα τέσσερα ακόμη χρόνια.
Τον ευχαριστώ πολύ.
Απρίλιος 2012

Σημ.: Μου επισημάνθηκε ότι στα βιβλία πριν από τα ονόματα δεν προτάσσεται η λέξη «κύριος»
(κ.) ακόμη και για τους εν ζωή. Με μεγάλες ενοχές και τελείως άβολα ακολουθώ τη συμβουλή
αυτήν, διατηρώντας τον βαθύτατο σεβασμό και την εκτίμησή μου, τουλάχιστον για τα περισσό-
τερα από αυτά στα οποία κάνω αναφορά.

27
-Ι-
Ώρα μηδέν
Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974

Α πό τις 7 η ώρα το πρωί ήμαστε όλοι στο γραφείο. Στην Α2 Διεύθυνση


του Υπουργείου Εξωτερικών, αρμόδια για Κύπρο και Τουρκία.
Περιμέναμε με ανυπομονησία τις εξελίξεις εκείνης της ημέρας, με τη
σύσκεψη που είχε προγραμματισθεί να γίνει υπό τον Πρόεδρο της Δημο-
κρατίας Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Θα μετείχε ο Πρωθυπουργός Αδαμά-
ντιος Ανδρουτσόπουλος και διάφοροι στρατιωτικοί. Από το Υπουργείο μας
θα ήταν ο νέος Υπουργός (μόλις ολίγων ημερών) Κωνσταντίνος Κυπραίος
και ο Πρέσβυς μας στη Λευκωσία, Ευστάθιος Λαγάκος. Επίσης θα μετείχε
και ο στρατηγός Γεώργιος Ντενίσης, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της
Εθνικής Φρουράς της Κύπρου.
Δεν γνωρίζαμε τι ώρα ακριβώς και πού επρόκειτο να γίνει η σύσκεψη
αυτή. Θα μας ειδοποιούσαν, είχαν ειπεί, μάλλον από το αρχηγείο των Ενό-
πλων Δυνάμεων (Α.Ε.Δ.).
Τι μπορούσαμε, άραγε, να περιμένουμε από αυτήν τη σύσκεψη εκεί που
είχαν φτάσει τα πράγματα;
Γιατί, όντως, είχαμε φτάσει σε μεγάλο αδιέξοδο, με τα όσα είχαν καταφέ-
ρει να δημιουργήσουν στην Κύπρο οι στρατιωτικοί που μας κυβερνούσαν,
έχοντας οδηγήσει τον Μακάριο στη γνωστή επιστολή του από 2 Ιουλίου
προς Γκιζίκη και στη συνέντευξή του στον κυπριακό Τύπο της 5ης Ιουλίου,
πραγματικές κραυγές διαμαρτυρίας και απόγνωσης. Θα πρυτάνευε επιτέ-
λους η λογική στη Χούντα, για να επανέλθει η ηρεμία και η νομιμότητα στην
Κύπρο, ή όχι;

29
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ

Υπήρχε ήδη μια πρόταση που είχε υποβάλει, τρεις ημέρες πριν, στον
Πρέσβυ μας στη Λευκωσία, ο Γιαννάκης Χριστοφίδης, Υπουργός των Εξω-
τερικών της Κύπρου, εξ ονόματος του Μακαρίου και του Υπουργικού Συμ-
βουλίου, για να αρθεί το αδιέξοδο. Πρόταση που το Υπουργείο θεωρούσε
λογική. Θα συμφωνούσαν άραγε οι στρατιωτικοί; Άγνωστο. Θεωρητικά,
μάλλον απίθανο. Θα βλέπαμε τι θα προέκυπτε από τη σύσκεψη, που όλοι
περιμέναμε εκείνο το πρωί να γίνει.
Ήδη, από το απόγευμα της Παρασκευής, 12 Ιουλίου, είχε φθάσει στην
Αθήνα ο Πρέσβυς Λαγάκος.
Τον περιμέναμε να έλθει στο γραφείο νωρίς, για να είναι ανά πάσα στιγμή
έτοιμος να φύγει για τη σύσκεψη.
Σε λίγο ήλθε.
Κλείστηκαν στο γραφείο, με τον Διευθυντή μας Πρέσβυ Ανδρέα Μεταξά
για μια τελευταία ανασκόπηση της καταστάσεως.
Αν και την είχαν ήδη κάνει το Σάββατο.
Το προηγούμενο μάλιστα βράδυ, της Παρασκευής, είχαν δειπνήσει μαζί
στην Κηφισιά, στο Blue Pine. Αναγνωρίσθηκαν από γύρω πρόσωπα και δεν
μπόρεσαν να συζητήσουν. Το έκαναν την επομένη.
Το συμπέρασμά τους, όπως έμαθα, ήταν ότι η πρόταση Χριστοφίδη ήταν
λογική, δύσκολο όμως να γίνει αποδεκτή από τους στρατιωτικούς μας, γιατί
θα έπρεπε να αλλάξουν εντελώς ρότα… Και κάτι τέτοιο ήταν μάλλον έξω
από τη λογική τους.
Η ώρα περνούσε και τηλεφώνημα για τη σύσκεψη δεν έφθανε…
Αλλά, ξαφνικά, διαπιστώσαμε και κάτι άλλο.
Πολύ περίεργο.
Δεν μας είχαν έλθει ακόμη τηλεγραφήματα από το Κρυπτογραφικό του
Υπουργείου.
Κάναμε υπομονή. Ήταν πρωί. Ασφαλώς θα έρχονταν σε λίγο.
Όμως δεν έρχονταν.
Τους τηλεφωνήσαμε να μάθουμε τι συνέβαινε και δεν μας είχαν έλθει,
ακόμη, «εισερχόμενα».
Μας είπαν ότι δεν υπήρχε τίποτα για τη Διεύθυνσή μας!

30

You might also like