Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 774

∆ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

“ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ”

∆ιδακτορική ∆ιατριβή στην Εγκληματολογία

Φωτεινής Ριζάβα του Αντωνίου

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Αθανασία Συκιώτου

Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή

Επίκουρη Καθηγήτρια, Αθανασία Συκιώτου

Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιωάννης Μπέκας

Αναπληρωτής Καθηγητής, Στυλιανός Παπαγεωργίου – Γονατάς


I

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος

Το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολυσύνθετο εγκληματικό


φαινόμενο, το οποίο μεταλλάσσεται διαρκώς προσαρμοζόμενο στις διάφορες
ευκαιρίες για κέρδος που παρουσιάζονται, αλλά και στις ευρύτερες κοινωνικές
και οικονομικές εξελίξεις. Οι τεράστιοι οικονομικοί πόροι που διαθέτει
μεταφράζονται και σε δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης ιδιαίτερα
εξελιγμένων, τεχνολογικά, μέσων για την επίτευξη των εγκληματικών στόχων
του, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σαν να βρίσκεται συνεχώς «ένα βήμα
μπροστά» από τις όποιες προσπάθειες κατασταλτικής αντιμετώπισής του.
Έτσι, η όποια επιχειρησιακή επιτυχία εναντίον συγκεκριμένων εγκληματικών
οργανώσεων φαντάζει σχεδόν μάταιη, καθώς, άμεσα, άλλες εγκληματικές
οργανώσεις εμφανίζονται για να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε.
Σε διεθνές επίπεδο, εξάλλου, γίνεται άμεση ή έμμεση αναφορά στο
οργανωμένο έγκλημα και στα εγκλήματα που συνάπτονται με αυτό, όπως
είναι ιδίως, η διαφθορά και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στην πλειοψηφία
των διεθνών κειμένων της τελευταίας τουλάχιστον εικοσαετίας.
Επόμενο είναι, λοιπόν, η βιβλιογραφία σχετικά με το οργανωμένο
έγκλημα να είναι ασύλληπτο σε όγκο και πληροφορίες, αφού όλος ο πλανήτης
φαίνεται να ασχολείται με τη διερεύνηση της φύσης, του τρόπου δράσης, αλλά
και της αντιμετώπισής του.
∆εδομένων των τεράστιων αυτών δυσχερειών, το πρώτο μέλημα και ο
στόχος της παρούσας εργασίας, θα πρέπει να είναι η επίτευξη ισορροπίας
ανάμεσα στην προσπάθεια περιορισμού της έκτασης της σχετικής ανάλυσης
και στην απαιτούμενη πληρότητα.
Για να καταφέρουμε να επιτύχουμε τον διπλό αυτό στόχο, οφείλουμε
να προσδιορίσουμε την έννοια της πληρότητας. Από ποιες παραμέτρους
προσδιορίζεται, δηλαδή, μια πλήρης ανάλυση για το οργανωμένο έγκλημα;
Είναι βέβαιο ότι η ανάλυση αυτή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει,
αρχικά, την ιστορική προσέγγιση του φαινομένου, η οποία προσδοκούμε να
μας διαφωτίσει για τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που
II

επέτρεψαν, αν όχι ενθάρρυναν την εμφάνισή του. Για να είναι, όμως, σχετικά
ασφαλή τα όποια συμπεράσματα προκύψουν, θα πρέπει να τα ελέγξουμε
μέσα από μια συγκριτική ιστορική προσέγγιση. Για το σκοπό αυτό, θα
αναφερθούμε στην Ιταλική Mafia, την Αμερικανική Cosa Nostra, τις Κινέζικες
Triads και τις Tongs, καθώς και στην Ιαπωνική Yakuza, που αποτελούν τις
πιο διαρκείς, ιστορικά, εγκληματικές οργανώσεις.
Κατόπιν, θα πρέπει να εφαρμόσουμε τα πορίσματά μας αυτά στην
Ελλάδα, η οποία αποτελεί ασφαλώς και το διαρκές σημείο αναφοράς μας,
προσπαθώντας να δώσουμε μια νηφάλια απάντηση στο ερώτημα εάν
δημιουργήθηκε στη χώρα μας οργανωμένο έγκλημα ή όχι και σε ποιες
συνθήκες οφείλεται η εξέλιξη αυτή.
Η ιστορική προσέγγιση και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από
αυτή, προσδοκούμε να αποτελέσουν αρωγό στην επόμενη προσπάθειά μας,
που θα είναι η προσπάθεια ορισμού του φαινομένου, αλλά και η διάκρισή του
από τα συγγενή εγκληματικά φαινόμενα της τρομοκρατίας και του οικονομικού
εγκλήματος. Το έργο αυτό είναι ιδιαιτέρως δυσχερές, ιδιαίτερα αν ληφθεί
υπόψη η διαρκώς μεταλλασσόμενη φύση τόσο του οργανωμένου εγκλήματος
όσο και της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος.
Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας, για παράδειγμα, τη δράση της RAF στη
Γερμανία ή των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία μπορούμε, χωρίς ιδιαίτερη
προσπάθεια, να εντοπίσουμε κάποιες σημαντικές ομοιότητες, αλλά και
κάποιες θεμελιακές διαφορές σε σχέση, ας πούμε, με τη Mafia.
Η διαδικασία, όμως, αυτή διαφοροποιείται πάραυτα, αν
προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τις σύγχρονες τρομοκρατικές με τις
αντίστοιχες εγκληματικές οργανώσεις. Στην περίπτωση αυτή, παρουσιάζεται
μια ποικιλία επιπέδων συνεργασίας και αντιπαλότητας και μια τόσο
εκτεταμένη διαποίκιλση των μεθόδων δράσης και των στόχων που τα
θεωρητικά κριτήρια διάκρισης μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου
εγκλήματος που ίσχυαν στην προηγούμενη περίπτωση, να καθίστανται
ανεπαρκή.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της προσπάθειας διάκρισης
μεταξύ οργανωμένου και οικονομικού εγκλήματος. Οι διαστάσεις που τείνει να
προσλάβει το οικονομικό έγκλημα, σήμερα, φαίνονται να είναι εκρηκτικές.
Εμφανίζεται με περίτεχνες μορφές και τρόπους, ιδιαίτερα δύσκολα
III

ανιχνεύσιμους, οι οποίοι θα ήταν αδιανόητοι στο παρελθόν. Το ίδιο το


«χρήμα», εξάλλου, έχει πλέον αποκτήσει διφυή χαρακτήρα, καθώς αφενός,
εξακολουθεί να αποτελεί καθεαυτό αυτοτελή σκοπό και αφετέρου,
μετεξελίσσεται σε όργανο για την περαιτέρω ανάπτυξη της εγκληματικής
δραστηριότητας, μέσω της αποσταθεροποίησης και της διαφθοράς της
πολιτικής ζωής και της εισροής παρανόμων κεφαλαίων στο χώρο των
νόμιμων οικονομικών συναλλαγών.
Ταυτόχρονα, και στην περίπτωση του οικονομικού εγκλήματος δεν
υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, ενώ μια σειρά πολιτικών,
οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, όπως το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση και η επανάσταση των επικοινωνιών και της
πληροφορικής, έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες τόσο για την
μετεξέλιξη των δύο υπό σύγκριση εγκληματικών φαινομένων, όσο και για την
ανάπτυξη μεταξύ τους διαφόρων επιπέδων και μορφών συνεργασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, οφείλουμε να
περιοδολογήσουμε το οργανωμένο έγκλημα με αναφορά σε κάποιο χρονικό
σημείο τομής, μετά από το οποίο να παρατηρείται ποιοτική μετεξέλιξη των
«ιστορικών» εγκληματικών οργανώσεων σε «σύγχρονες» ή
«παγκοσμιοποιημένες» εγκληματικές οργανώσεις και η όποια σύγκριση ή τα
όποια συμπεράσματα κάθε φορά προκύπτουν θα πρέπει να προσεγγίζεται
μέσα από αυτό το πρίσμα.
Απαραίτητη για την κατανόηση του οργανωμένου εγκλήματος, εξάλλου,
είναι και η αναφορά τόσο στους τρόπους που κατεξοχήν επιλέγονται από τις
εγκληματικές οργανώσεις για την στρατολόγηση μελών, τη διατήρηση
πειθαρχίας στο εσωτερικό τους, την αποφυγή των διωκτικών μηχανισμών και
την πραγματοποίηση κερδών. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο οι εγκληματικές
οργανώσεις καταφέρνουν να πραγματοποιήσουν κέρδη απαιτεί λίγη
περισσότερη εμβάθυνση, ακριβώς γιατί το οικονομικό όφελος αποτελεί τον
κύριο στόχο του οργανωμένου εγκλήματος, με αναφορά σε τρία συγκεκριμένα
παραδείγματα, την εμπορία ναρκωτικών, που ίσως είναι η πιο σοβαρή και
προσοδοφόρα δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος, την παροχή
«προστασίας», που αποτελεί την πλέον παραδοσιακή μορφή οργανωμένης
εγκληματικής δραστηριότητας και η οποία, αν και έχει ταυτιστεί με την Mafia,
εντούτοις τελείται ακόμη και σήμερα από την πλειοψηφία των εγκληματικών
IV

οργανώσεων και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που είναι ο κοινός


παρονομαστής και ο απαραίτητος όρος επιβίωσης κάθε εγκληματικής
οργάνωσης. Η ανάλυση αυτή, την οποία αντιμετωπίζουμε ως υποβοηθητική
για τον αναγνώστη, θα είναι κατ’ ανάγκην περιορισμένη σε έκταση και
ασφαλώς, όχι εξαντλητική.
Περαιτέρω, για να είναι η ανάλυσή μας για το οργανωμένο έγκλημα
πλήρης, δεν μπορούμε να παραλείψουμε την αντίστροφη όψη του, αυτή του
θύματος. Εξάλλου, η αιτιολόγηση των νομοθετικών κειμένων που εισάγουν
διατάξεις με στόχο την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος,
αναφέρεται πάντα στην προστασία της ασφάλειας των πολιτών. Αν θα
πρέπει, λοιπόν, να κατανοήσουμε τη σχετική νομοθεσία και να δούμε τα όριά
της, οφείλουμε να δώσουμε μια συγκεκριμένη απάντηση και στο ερώτημα αν
και σε ποιο βαθμό απειλούνται οι πολίτες από το οργανωμένο έγκλημα.
Το γεγονός ότι τα δομικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος
διαφοροποιούνται ανάλογα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές
συνθήκες που επικρατούν, μας υποχρεώνει να διαγνώσουμε ποιες
συγκεκριμένες συνθήκες και με ποιον τρόπο επηρεάζουν τελικά το
οργανωμένο έγκλημα.
Η εμβάθυνση αυτή στην ουσία του φαινομένου, θα πρέπει ασφαλώς
να εκτείνεται στα τρία επίπεδα που προσδιορίζουν κάθε ιστορική εποχή,
δηλαδή το κοινωνικό, το οικονομικό και το πολιτικό. Επιπροσθέτως,
οφείλουμε να το εξετάσουμε και από εγκληματολογική σκοπιά τόσο υπό το
πρίσμα των «κλασικών» θεωρητικών ρευμάτων της Εγκληματολογίας, δηλαδή
της Θετικιστικής Σχολής, που πρώτη αναφέρθηκε σ’ αυτό, της
Κοινωνιολογικής Σχολής και της Κριτικής Εγκληματολογίας, όσο και μέσω της
κριτικής παρουσίασης των νέων θεωριών.
Τελικά, κάθε έγκλημα συνδέεται άρρηκτα με τις προσπάθειες
αντιμετώπισής του. Το ιδιαίτερα πολύπλοκο εγκληματικό φαινόμενο που
εξετάζουμε είναι επόμενο να συγκεντρώνει πάνω του «τα πυρά» τόσο
υπερεθνικών οργανισμών όσο και εθνικών κυβερνήσεων. Ο υπερεθνικός
χαρακτήρας, εξάλλου, που τείνει να προσλάβει το οργανωμένο έγκλημα,
φαίνεται να δικαιολογεί το αυξημένο ενδιαφέρον για συνεργασία σε επίπεδο
πολυμερούς συνεργασίας, αλλά και διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών.
Πράγματι, οι δράσεις για την αντιμετώπισή του είναι εκ των πραγμάτων εξίσου
V

ή και περισσότερο πολύπλοκες από το ίδιο, εξελίσσονται σε πλανητικό


επίπεδο και αφορούν τόσο την συγκρότησή του, όσο και τα επιμέρους
εγκλήματα που διαπράττονται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, τα
οποία στοχεύουν είτε στην πραγματοποίηση κέρδους, είτε στην αποφυγή των
κατασταλτικών προσπαθειών, είτε στη διατήρηση της θέσης των
εγκληματικών οργανώσεων στην αγορά. Εξάλλου, μια ιδιαίτερη όψη της
αντεγκληματικής πολιτικής αποτελεί η εμπέδωση της δικαστικής και της
αστυνομικής συνεργασίας, η οποία φαίνεται να διευρύνεται τόσο σε επίπεδο
ανταλλαγής πληροφοριών, όσο και σε επίπεδο κοινών αστυνομικών
επιχειρήσεων.
Η πολυπλοκότητα των δράσεων και η ιδιαίτερα μεγάλη σημασία τους,
μας υποχρεώνει να αφιερώσουμε ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο τμήμα της
εργασίας μας στον τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής. Η προσέγγιση αυτή
θα γίνει σε τρία επίπεδα, δηλαδή σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Το διεθνές επίπεδο θα συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά τις σχετικές Συμβάσεις
που έχουν υπογραφεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αλλά και τις δράσεις που
επιχειρούνται στο πλαίσιο του. Το ευρωπαϊκό επίπεδο θα αναλυθεί σε σχέση
τόσο με τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και με αυτές του
Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ, θα αφιερωθεί ένα ιδιαίτερο κομμάτι στη
νομολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου,
ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητας των αποφάσεών του. Ιδιαίτερη
έμφαση, τέλος, θα δοθεί στο εθνικό επίπεδο, καθώς το οργανωμένο έγκλημα
μας ενδιαφέρει πρωτίστως σε σχέση με τη χώρα μας και επομένως, μέλημα
μας είναι να αναλύσουμε τις διατάξεις ουσιαστικού, αλλά και δικονομικού
χαρακτήρα που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική έννομη τάξη, με στόχο την
αντιμετώπισή του.
Ακριβώς επειδή η μελέτη ως στόχο έχει την ανάδειξη των νομικών
προβλημάτων από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής, δεν θα εμβαθύνουμε
σε ζητήματα δογματικού ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου, παρά
το γεγονός ότι σε ορισμένα από τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν, θα
λάβουμε ενδεχομένως προσωπική θέση. Υπό την έννοια αυτή, η ανάλυση του
πλέγματος των διατάξεων για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος
δεν μπορεί και δεν θα είναι πλήρης.
VI

Συντομογραφίες

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ

Α.Ν. = Αναγκαστικός Νόμος


ΑΠ = Άρειος Πάγος
Απόφ. = Απόφαση
αρ. = αριθμός
άρθ. = άρθρο
Αρμεν. = Αρμενόπουλος
ΑρχΝ = Αρχείον Νομολογίας
ΑΦΟΙ = Αδελφοί
Βλ. = βλέπετε
γνωμ = γνωμοδότηση
ΓΣΕΕ = Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας
∆∆ικ = ∆ιοικητική ∆ίκη
∆ΕΤ = ∆ελτίο Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών
∆ιακ. = ∆ιακοπών
∆ΣΑ = ∆ικηγορικός Σύλλογος Αθηνών
∆ΦΟΡΝ = ∆ελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας
εδ. = εδάφιο
Ε∆∆Α = Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου
ΕΕ = Ευρωπαϊκή Ένωση
ΕΕΝ = Εφημερίς Ελλήνων Νομικών
ΕΕΠ∆ = Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου
Εισ = Εισαγγελία
ΕΚ = Ευρωπαϊκή Κοινότητα
εκδ. = έκδοση/ -εις/ εκδοτικός οίκος
ΕΚΕΜ = Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών
Ελλ∆κνη = Ελληνική ∆ικαιοσύνη
ενν. = εννοείται
ΕΟΚ = Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα
επ. = επόμενα
επιμ = επιμέλεια / επιμελητής
ΕΣ∆Α = Ευρωπαϊκή Σύμβαση ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου
ΕΤΡΑΞΧΡ∆ = Επιθεώρηση Τραπεζικού, Αξιογραφικού, Χρηματιστηριακού
∆ικαίου
Εφ = Εφετείο
εφ. = εφημερίδα
ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Κ.Ν.Ν. = Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά
ΚΝοΒ = Κώδικας Νομικού Βήματος
ΚΠ∆ = Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας
Ν. = Νόμος
Ν.∆. = Νομοθετικό ∆ιάταγμα
ΝοΒ = Νομικό Βήμα
ΟΗΕ = Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών
Ολ = Ολομέλεια
ΟΟΣΑ = Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
VII

όπ.παρ. = όπως παραπάνω


παρ. = παράγραφος
Π.∆. = Προεδρικό ∆ιάταγμα
περ. = περίπτωση
περιθ. = περιθώριο
Πλημ = Πλημμελειοδικείο
ΠΝ = Ποινικός Νόμος
ΠΚ = Ποινικός Κώδικας
Ποιν∆ικ = Ποινική ∆ικαιοσύνη
ΠοινΛογ = Ποινικός Λόγος
ΠοινΧρ = Ποινικά Χρονικά
ΠράξΛογ = Πράξη και Λόγος του Ποινικού ∆ικαίου
Πρβλ. = παράβαλε
π.χ. = παραδείγματος χάριν
Σ = Σύνταγμα
ΣΕΕ = Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
σελ. = σελίδα
ΣΕΣΣ = Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen
σ.μ. = σημείωση του μεταφραστή
στοιχ. = στοιχείο
Συμβ. = Συμβούλιο
ΣυστΕρμΠΚ = Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα
τευχ. = τεύχος
τομ. = τόμος
Τριμ = Τριμελές
Υπ. = Υπουργική
υπ’ αριθμ. = υπ’ αριθμόν
ΥΠΕΡ = Υπεράσπιση
υποσημ. = υποσημείωση
χ.ε. = χωρίς εκδότη
χ.ό. = χωρίς όνομα
ΧΡΙ∆ = Χρονικά Ιδιωτικού ∆ικαίου
χ.χ. = χωρίς χρονολογία

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ

ASEAN = Association of South East Asian Nations


ASQ = Administrative Science Quarterly
BKA = Bundeskriminalamt
CND = The Commission on Narcotic Drugs
Co. = Cooperation
DELSA = Directorate for Employment, Labour and Social Affairs (DELSA) of
the Organisation for Economic Co-operation and Development (OECD)
DNA = Deoxyribonucleic Acid
ed, eds = editor /editors
EMCDDA = European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction
ETS = European Treaty Series
EU = European Union
EuGRZ = Europäische Grundrechte Zeitschrift
VIII

Europol = European Police Office


FATF = Financial Action Task Force on Money Laundering
FFI = Norwegian Defence Research Establishment
FOA = Swedish Defence Research Establishment
GAO = United States General Accounting Office
GCST = Global Consortium on Security Transformation
GRECO = Group of States against Corruption
GRETA = Group of Experts on Action against Trafficking in Human Beings
HEUNI = The European Institute for Crime Prevention and Control, affiliated
with the United Nations
ICPC = International Criminal Police Commission
IMF = International Monetary Fund
Inc = incorporation
Interpol = International Criminal Police Organization
ISPAC = International Scientific and Professional Advisory Council of the
United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme
LIA = Legalize International Association (∆ιεθνής Αντιαπαγορευτική Κίνηση)
Ltd = Limited
no. = number
OCTA = Organised Crime Threat Assessment
OECD = Organisation for Economic Co-operation and Development
OED = World Bank Operations Evaluation Department
R = Recommendation
SAARC = Southern African Association for Regional Co-operation
SECI = Southeast European Cooperative Initiative
SEDERI = Spanish and Portuguese Society for English Renaissance Studies
SIS = Schengen Information System
StGB = Strafgesetzbuch
TREVI = Terrorisme, Radicalisme et Violence International
UN = United Nations
UNAFEI = United Nations Asia and Far East Institute
UNECE = United Nations Economic Commission for Europe
UNGASS =United Nations General Assembly Special Session (on the World
Drug Problem)
UNICRI = United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute
UNODC = United Nations Office on Drugs and Crime
USA = United States of America
vol. = volume
WCO = World Customs Organization
ZStW = Zeitschrift für die gesamte Strafrechtswissenschaft
IX

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος I

Συντομογραφίες VI

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ιστορική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος 1

1. Οι ιστορικές ρίζες του φαινομένου 3

2. Η Mafia και οι Ιταλικές εγκληματικές οργανώσεις 6

3. H Αμερικανική Cosa Nostra 29

4. Οι Κινέζικες Triads και οι Tongs 45

5. Η Ιαπωνική Yakuza 54

6. Η μορφολογία του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα 66

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ερμηνεία του φαινομένου 81

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: Εννοιολογική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος 81

Ενότητα 1: Οι προσπάθειες ορισμού του φαινομένου 87

1.1. Οι προσπάθειες ορισμού από τη θεωρία 87

1.2. Οι προσπάθειες ορισμού από τη νομοθεσία 96

Ενότητα 2: Εννοιολογική διάκριση του οργανωμένου εγκλήματος από άλλες 105


συγγενείς περιπτώσεις

2.1. ∆ιάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με την τρομοκρατία 111

2.1.1. ∆ιάκριση σε σχέση με την παραδοσιακή τρομοκρατία 116


X

2.1.2. ∆ιάκριση σε σχέση με την παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία 123

2.2. ∆ιάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με το οικονομικό 134


έγκλημα

Ενότητα 3: Το modus operandi των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων 145

3.1. Καθοριστικά ερωτήματα για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος 148

3.1.1. ∆ιατήρηση πειθαρχίας 148

3.1.2. Ανθρώπινο δυναμικό 150

3.1.3. Παράκαμψη κατασταλτικών λειτουργιών 151

3.1.4. Πραγματοποίηση κερδών 153

3.2. Παραδείγματα τρόπου δράσης του οργανωμένου εγκλήματος 155

3.2.1. Εμπορία ναρκωτικών 157

3.2.2. Παροχή «προστασίας» 163

3.2.3. Ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος 167

Ενότητα 4: Ιδιαιτερότητες του θύματος του οργανωμένου εγκλήματος 173

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Θεωρητική προσέγγιση του φαινομένου 177

Ενότητα 1. Κοινωνιολογική και οικονομική προσέγγιση 180

Ενότητα 2. Πολιτική προσέγγιση 205

Ενότητα 3. Εγκληματολογική προσέγγιση 216

3.1. Η Θετικιστική Σχολή 216

3.2. Η Κοινωνιολογική Σχολή 221

3.3. Η Κριτική Εγκληματολογία 227

3.4. Οι νέες θεωρίες 228


XI

∆ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 249

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε ∆ιεθνές 250


επίπεδο

Ενότητα 1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες 251

Ενότητα 2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο δράσης 263

Ενότητα 3. Πρωτοβουλίες σε επιχειρησιακό επίπεδο 268

Ενότητα 4. Πρωτοβουλίες σε περιφερειακό επίπεδο 272

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε Ευρωπαϊκό 274


επίπεδο

Ενότητα 1. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης 277

1.1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες 277

1.2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας 298

Ενότητα 2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης 313

1.1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες 313

1.2. Νομολογία του Ε∆∆Α 326

Ενότητα 3. Λοιπές πρωτοβουλίες σε περιφερειακό επίπεδο 330

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε Εθνικό 332


επίπεδο

Ενότητα 1. Ιστορική αναδρομή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας 334

Ενότητα 2. Οι ισχύουσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση του ο.ε. 348

2.1. Η τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης 360

2.2. Οι προσπάθειες ματαίωσης της δίωξης με βία ή δωροδοκία 383

2.3. H συμμορία για τη διάπραξη κακουργήματος 396


XII

2.4. H συμμορία για τη διάπραξη πλημμελήματος 402

2.5. Εδαφική δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων 409

Ενότητα 3. Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες 412

3.1. Η τυποποίηση του ξεπλύματος «βρώμικου» χρήματος 437

3.2. Η «ποινική» ευθύνη των νομικών προσώπων 562

Ενότητα 4. Ειδικά μέτρα «επιείκειας» και προστασίας 590

4.1. Τα «μέτρα επιείκειας» του άρθρου 187Β ΠΚ 590

4.2. Η προστασία μαρτύρων 604

4.3. Η προστασία άλλων προσώπων 618

Ενότητα 5. Ειδικά δικονομικά ζητήματα σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα 623

5.1. Ο αποκλεισμός των ενόρκων 624

5.2. Η σύντμηση της ποινικής διαδικασίας 625

5.3. Επιτρεπτές και ανεπίτρεπτες ανακριτικές μέθοδοι 629

5.3.1. Οι διαφορές των γενικών από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις 633

5.3.2. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις στην ελληνική έννομη τάξη 636

5.4. Η ιδιαιτερότητα της εξέτασης του DNA 657

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 665

Βιβλιογραφία 679

Αλφαβητικό Ευρετήριο

Παράρτημα Ι Νομολογία Ε∆∆Α

Παράρτημα ΙΙ Νομολογία Ελληνικών ∆ικαστηρίων


1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ιστορική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος

Το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο, που για να


είναι δυνατό να το γνωρίσει κανείς και ενδεχομένως να προχωρήσει σε ερμηνείες
και προτάσεις σχετικά με τη γέννηση και την αντιμετώπισή του, οφείλει να
ακολουθήσει έναν διϊστορικό και συνάμα διατοπικό τρόπο προσέγγισης1.
Η Mafia2 και ιδιαίτερα η σικελική της εκδοχή, αποτελεί την «αρχετυπική»
μορφή3 επιχείρησης του οργανωμένου εγκλήματος και παράδειγμα προς μίμηση
διάφορων άλλων εγκληματικών οργανώσεων.
Εξάλλου, η εμβέλεια του μύθου4 που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη
δράση της Mafia υπονοείται και από τη συχνότατη χρήση του όρου «μαφία»5, ως
επιθετικού προσδιορισμού για το αλβανικό6, το ρωσικό, το ασιατικό ή το

1
Με εξαιρετική εμβρίθεια ο Γιάννης Πανούσης, ∆υνητικός και επικίνδυνος κόσμος και εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1075, παρατηρεί ότι: «Για να μελετήσουμε ένα
φαινόμενο και προκειμένου να κατανοήσουμε την παρούσα δυναμική του πρέπει να έχουμε
εικόνα για όλη την ιστορική του πορεία και όλες τις πτυχές του. Τα κοινωνικά πεδία είναι
συστήματα που περιπλέκονται με κοινωνικούς χώρους, τα κοινωνικά όρια (μετα)κινούνται και οι
αιτιακές σχέσεις επηρεάζουν όλα τα επίπεδα (μέσω των ετεραρχιών – heterarchies, δηλαδή
πολύπλοκων μητρών διασύνδεσης)».
2
Η λέξη «mafia» συναντάται στη φλωρεντινή διάλεκτο με την έννοια της φτώχειας και της
εξαθλίωσης, ενώ στο Πιεμόντε η λέξη «mafiun» σημαίνει ανθρωπάκος. Στη Σικελία,
χρησιμοποιείται με τελείως διαφορετική έννοια, σημαίνοντας ανωτερότητα και ανδρισμό. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες για αραβική καταγωγή της λέξης.
Για μια πλήρη καταγραφή των απόψεων για την καταγωγή και τη σημασία των λέξεων «mafia»
και «mafioso» βλ. Henner Hess, Mafia and Mafiosi: The Structure of Power, Saxon
House/Lexington Books, (μετάφραση από τα Γερμανικά Ewald Osers), England, 1979, σελ. 1-3.
3
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Cusson. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη
Εγκληματολογία, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2002, σελ. 160.
4
Για την αναγκαιότητα να διαχωρισθεί ο μύθος από την πραγματικότητα του οργανωμένου
εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli, Comparative Synthesis of Part 1, στο
των ιδίων (eds), Organised crime in Europe – Concepts, Patterns and Control Policies in the
European Union and Beyond, Springer, Dordrecht, 2004, σελ. 227.
5
Βλ. και Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, στο Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli (eds), Organised crime in Europe – Concepts,
Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Springer, Dordrecht, 2004, σελ.
263, σύμφωνα με την οποία, ναι μεν οι οργανώσεις της Mafia της νότιας Ιταλίας θεωρούνται ως
παράδειγμα ή ακόμη και ταυτίζονται με την έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος», στην
πραγματικότητα, όμως, «η Ιταλική Mafia αποτελεί ένα ανεπαρκές παράδειγμα για αυτό που
κατανοείται σήμερα ως οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη».
6
Για τη σχέση του αλβανικού οργανωμένου εγκλήματος με τις εξελίξεις στην πολιτική σκηνή της
Αλβανίας, βλ. ιδίως, Jana Arsovska, Organised Crime and the Balkan Political Context: the Case
of Albania, στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
2

κολομβιανό οργανωμένο έγκλημα. Σύμφωνα με τον Lea7, η εξοικείωση με τον


τρόπο λειτουργίας και δράσης της, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η μελέτη
μιας περιφερειακής ιδιοσυγκρασίας ή μιας μορφής καθυστερημένης ανάπτυξης, η
οποία αναμένει τη νεωτερικότητα, αλλά ως υπόδειγμα μιας μορφής
«οπισθοδρόμησης» που προορίζεται να επανεμφανίζεται με νέες μορφές, καθώς
η διαδικασία της νεωτερικότητας θα τείνει να εξαντληθεί και θα ανακαλύπτει νέες
μεθόδους για να αποφεύγει τη δυναμική του αντεγκληματικού ελέγχου, πολύ
μακριά από την αρχική της καταγωγή.
Άλλες σημαντικές επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος, στις οποίες
θα αναφερθούμε στην επόμενη ανάπτυξη είναι το αμερικανικό οργανωμένο
έγκλημα, γνωστό και ως Cosa Nostra, το οποίο έχει θεωρηθεί ότι στα αρχικά του
τουλάχιστον στάδια αποτέλεσε προϊόν της διακρατικής μετεμφύτευσης της
ιταλικής Mafia8, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι αναπτύχθηκε εντελώς
διαφορετικά σε σχέση με αυτή. Η αιτία για τη διαφορετική αυτή εξέλιξη είναι
άμεσα συνυφασμένη με τις διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και
πολιτισμικές σύνθηκες, που επικρατούσαν στη Βόρεια Αμερική. Θα
αναφερθούμε, επίσης, στις κινέζικες Triads και την ιαπωνική Yakuza, οι οποίες
μαζί με τη Mafia αποτελούν τις πιο διαρκείς εγκληματικές οργανώσεις.
Στο τέλος της ιστορικής προσέγγισης θα επιχειρήσουμε να
παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, η
οποία πολιτισμικά και κοινωνικά παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη γειτονική
της Σικελία. Η σύγκριση που αναγκαστικά θα προκύψει θα μας επιτρέψει να
δοκιμάσουμε με μετρήσιμα στοιχεία την ισχύ της βασικής υπόθεσης εργασίας
μας ότι δηλαδή το οργανωμένο έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο, θα πρέπει να
διέπεται από τους ίδιους νόμους που καθορίζουν την εξέλιξη της κοινωνίας και
συνεπώς, ο τρόπος που κάθε φορά εμφανίζεται εξαρτάται από την οικονομική,
πολιτική και κοινωνική δομή9 της συγκεκριμένης κοινωνίας.

http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 8 – 35.
7
Βλ. John Lea, Crime and Modernity-Continuities in Left Realist Criminology, Sage Publications,
London, 2002, σελ. 70.
8
Βλ. αντί άλλων, Jay Albanese, North American Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1,
2004, σελ. 11 και Howard Abadinsky, Organized Crime, (9th edition), Wadsworth, Belmont,
California, 2010, σελ. 58 επ.
9
Για την αναγκαιότητα υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών που υφίστανται μεταξύ των
διαφορετικών επιστημονικών πεδίων και ιδίως μεταξύ των οικονομικών επιστημών και των
κοινωνικών επιστημών, προκειμένου να επιτευχθεί μια «εύρωστη γνωστική βάση», βλ. Nicholas
3

1. Οι ιστορικές ρίζες του φαινομένου

Στην Κεντρική Ευρώπη του 15ου αιώνα συναντούμε είτε ληστρικές


συμμορίες που λυμαίνονταν τις αγροτικές περιοχές και τις πόλεις είτε
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες10, που δρούσαν κατά κύριο λόγο μέσα στις
πόλεις.
Στο γερμανόφωνο χώρο, ειδικότερα, η δράση οργανωμένων ληστρικών
συμμοριών με έντονο προσωποπαγή χαρακτήρα, εντοπίζεται ήδη κατά το
μεσαίωνα και φθάνει σε μεγάλη έξαρση στα τέλη του 18ου αιώνα11. Πιο κοντά,
όμως, στη σύγχρονη δομή του οργανωμένου εγκλήματος ήταν μάλλον οι
οργανωμένες ομάδες προαγωγών και σωματεμπόρων, που έδρασαν κυρίως στις
γερμανικές, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις στις αρχές του
περασμένου αιώνα και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου12.
Ο κατεξοχήν χώρος δράσης της κάθε εγκληματικής συμμορίας
προσδιόριζε αφενός, τις εγκληματικές προτιμήσεις της και αφετέρου, τις
δυνατότητες κεφαλαιακής συσσώρευσης ή όχι, κάτι που αποτελεί κομβικό
στοιχείο για το πέρασμα από την αρπακτική ληστεία σε πιο οργανωμένες και
σύνθετες μορφές εγκληματικής δράσης. Φρονούμε ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί
να εξηγηθεί πειστικά το γεγονός ότι διαφορετικές μορφές εγκληματικής
οργάνωσης μπορούσαν να υπάρξουν κατά την ίδια χρονική περίοδο σε
συγκεκριμένο χώρο. Στη συνέχεια της ανάπτυξης, μέσα από κάποια επιλεγμένα
παραδείγματα, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε τη διαφοροποίηση στη δομή και
στους στόχους, που προκαλούσε η δράση εντός αστικού περιβάλλοντος.

Dorn, Ponzi finance and state capture – The crisis of financial market regulation, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 235 επ.
10
Οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, λόγω της χαλαρής δομής, αλλά και του τρόπου δράσης
τους, προσομοιάζουν περισσότερο στο «σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα». Παρατήρηση που μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για ένα είδος «αταβισμού», αλλά μάλλον για απόδειξη
ότι η ιστορική πορεία ποτέ δεν είναι ευθύγραμμη και ότι κάλλιστα χαρακτηριστικά στοιχεία του
«παλιού» μπορούν να συναντηθούν και στο «νέο» με διαφορετική ενδεχομένως σημασιοδότηση.
11
Οι ληστρικές συμμορίες, ως έκφανση της οργανωμένης εγκληματικότητας, συναντώνται και
στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα. Επιμέρους στοιχεία για τον τρόπο οργάνωσης και δράσης
τους, αλλά και για τον τρόπο που επηρεάστηκαν καθοριστικά από τις κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες της περιόδου θα εισφέρουμε στο τέλος της ιστορικής προσέγγισης του
οργανωμένου εγκλήματος.
12
Βλ. Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα: Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 300.
4

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική περίπτωση οργανωμένης εγκληματικής ομάδας,


με πεδίο αναφοράς το αστικό περιβάλλον της περιόδου και μια αρκετά εξελιγμένη
επιχειρηματική δομή, αποτελεί, για παράδειγμα, το άρτιο δίκτυο κλοπών
πολύτιμων αντικειμένων που είχε αναπτύξει στο Λονδίνο η Mary Frith13, μεταξύ
των ετών 1620-1630, καθώς λειτουργούσε ταυτόχρονα, με τη βοήθεια των
συνεργατών της, που δούλευαν μόνο γι’ αυτήν και αμείβονταν με ποσοστά, ως
κλέφτης, ντετέκτιβ, μεσάζων και ιδιότυπη ασφαλίστρια14. Αυτή είναι η περίοδος
της πρώτης εμφάνισης του οργανωμένου εγκλήματος στο Λονδίνο και συμπίπτει
χρονικά με την εξάπλωση του εμπορίου και την ανακάλυψη νέων αγορών, την
εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη συρροή του πληθυσμού στις πόλεις.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που θα συναντήσουμε και στην
περίπτωση της Mafia, είναι η χρησιμοποίηση, κατά το 18ο αιώνα, των γνωστών
κλεφτών και εγκληματιών ως ατελώς αναπτυχθέντων παραγόντων
αντεγκληματικού ελέγχου από το ίδιο το Αγγλικό κράτος15. Χαρακτηριστική
περίπτωση αυτού του υβριδικού συνδυασμού είναι αυτή του Jonathan Wild, που
συνδύαζε ταυτόχρονα τις ιδιότητες του κλέφτη, αλλά και του διώκτη κλεφτών16.
Παρά την έντονη αστικοποίηση και την επέκταση των πόλεων, που βίωσε
η Αγγλία κατά το 19ο αιώνα, αλλά και ανεξάρτητα από το γεγονός της υποδοχής

13
Η Mary Frith (1684-1659) έγινε γνωστή ως “Moll Cutpurse”, “The Roaring Girl”, “Mad Moll”,
“Merry Meg” ή “Long Meg of Westminster”. Βλ. Wikipedia, Mary Frith,
http://en.wikipedia.org/wiki/Mary_Frith και Patricia Shaw, Mad Moll and Merry Meg: the roaring
girl as popular heroine in Elizabethan and Jacobean writings, στο Santiago González Fernández-
Corugedo / Emma Lezcano / Francisco Martín (eds), Sederi Yearbook VII, Spanish and
Portuguese Society for English Renaissance Studies (SEDERI) — Universidade da Coruña,
Coruña, 1996, σελ. 129 – 139.
14
Βλ. Patricia Gartenberg, An Elizabethan Wonder Woman: The Life and Fortunes of Long Meg
of Westminster, The Journal of Popular Culture, vol. 17, no., 3, 1983, σελ. 54, Gustav Ungerer,
Mary Frith, Alias Moll Cutpurse, in Life and Literature,
http://www.thefreelibrary.com/Mary+Frith,+Alias+Moll+Cutpurse,+in+Life+and+Literature-
a067530774, σελ. 16. Εξάλλου, ο Mikalachki εστίασε τη μελέτη του στις παράνομες
δραστηριότητες της «performer» Moll. Βλ. αναλυτικά, Jodi Mikalachki, Gender, Cant, and Cross-
talking in The Roaring Girl, Renaissance Drama and the Law, vol. 25, 1994, σελ. 119 – 143.
15
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 70. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Shore, κατά
την περίοδο αυτή, η συνήθης πρακτική των αστυνομικών να βασίζονται στην τοπική κοινωνία και
στις διαπροσωπικές σχέσεις, τηρώντας μια κάποια διακριτικότητα στις επαφές τους, ερχόταν σε
ρήξη με την πιο τυπική αποστολή και τα ιδανικά της νέας, επαγγελματικής αστυνομικής δύναμης.
Βλ. Heather Shore, “Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal “Underworld”,
Crimes and Misdemeanours, vol. 1, no. 1, 2007, σελ. 63.
16
Ο Rock θεωρεί ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αναλογία με τη σικελική
Mafia αναφορικά με την ικανότητά της να παρέχει υπηρεσίες ως αναγνωρισμένος και
απαραίτητος ενδιάμεσος μεταξύ της αδύναμης κοινότητας και της αδύναμης κυβέρνησης. Βλ.
Paul Rock, Law, order and power in late seventeenth and early eighteenth century England, στο
Stanley Cohen / Andrew Scull (eds), Social Control and the State. Historical and comparative
essays, Martin Robertson, Oxford, 1983, σελ. 216.
5

κάποιων μεταναστευτικών ρευμάτων17, ουδέποτε μπόρεσαν να αναπτυχθούν


στις Αγγλικές μεγαλουπόλεις οι συνθήκες εθνικού ανταγωνισμού και οι
πελατειακές σχέσεις, οι οποίες ήταν χαρακτηριστικές των αμερικανικών
μεγαλουπόλεων εκείνης της περιόδου και ευνόησαν την εκεί ανάπτυξη ισχυρών
εγκληματικών οργανώσεων18.
Η πρώιμη εκβιομηχάνιση, η εμπέδωση ενός ισχυρού, συγκεντρωτικού
κράτους, η παγίωση της άρχουσας τάξης, παρά τη μεταβατική περίοδο
αδυναμίας που είχε προηγηθεί, και η πρώιμη ανάπτυξη οργανωμένης
εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, δεν άφησαν χώρο για την ανάπτυξη
κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, που να προσομοιάζουν με αυτές της
Σικελικής Mafia. Έτσι, η εγκληματικότητα στην Αγγλία, αλλά και γενικότερα στη
Βόρεια Ευρώπη, οδηγήθηκε κυρίως προς την κατεύθυνση του «οικονομικού
εγκλήματος», ενώ οι μέθοδοι και ο τρόπος οργάνωσης της Mafia επιβίωσαν μόνο
σε μικροσκοπική, εντελώς επιτόπια κλίμακα19. Στο πλαίσιο αυτό, οι
παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες που είναι συνδεδεμένες με το
οργανωμένο έγκλημα, όπως το λαθρεμπόριο παράνομων αγαθών, η τοκογλυφία
και η παροχή προστασίας αφομοιώθηκαν είτε από χαλαρότερες μορφές
επαγγελματικής εγκληματικής οργάνωσης, είτε από την εγκληματικότητα του
«λευκού περιλαιμίου». Πράγματι, η δραστηριότητα αυτών των μοντέρνων
επαγγελματιών κακοποιών20 στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σε
συνδυασμό με την εξάρθρωση των παλαιότερων εγκληματικών αδελφοτήτων,
υπήρξε η ιστορική συνέχεια των αρπακτικών ληστών και δεν είχε κάποια σχέση
με τη Mafia.

17
Για τους παράγοντες αυτούς που άλλαζαν τα «χωρικά» δεδομένα, βλ. Heather Shore,
“Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal “Underworld”, Crimes and
Misdemeanours, όπ.παρ., σελ. 45.
18
Για τις πελατειακές σχέσεις ως κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη του Αμερικανικού
οργανωμένου εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Phil Williams, Transnational Criminal Networks, στο
John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and
Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh,
2001, σελ. 62.
19
Μία θεωρητική πιθανότητα θα ήταν η, εξαιτίας της αναπτυγμένης μορφής των θεσμών της
βιομηχανικής κοινωνίας, ανάπτυξη υπερ-οργανωμένων εγκληματικών οργανώσεων, που θα είχαν
τη μορφή συνδικάτων του εγκλήματος, κάτι, όμως, που ιστορικά δεν συνέβη, με αποτέλεσμα το
οργανωμένο έγκλημα να επιβιώσει ως σχετικά αδύναμο και τοπικό φαινόμενο, χωρίς
διασυνδέσεις με την εθνική ή την τοπική κυβέρνηση ούτε με τα όργανα άσκησης της εργατικής
πολιτικής.
20
Η εγκληματική τους δράση κατευθύνεται απλά στην απόκτηση χρημάτων. Υιοθετούν ευέλικτες
και προσωρινές μορφές οργάνωσης, στα πλαίσια ενός υποκόσμου με χαλαρές σχέσεις, με
κάποιο ρόλο ενδεχομένως για οικογενειακές δομές, αλλά με ελάχιστες ή και μηδενικές
διασυνδέσεις με το πολιτικό σύστημα.
6

2. Η Mafia και οι Ιταλικές εγκληματικές οργανώσεις

Το φαινόμενο21, που οι Ιταλοί αποκαλούν Mafia, είναι στενά συνδεδεμένο


με την πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη της Σικελίας. Η πρώτη εμφάνιση της
Mafia συναρτάται με την αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση στη Σικελία του 128222 κατά
του ζυγού των Γάλλων φεουδαρχών, οι οποίοι είχαν κατακτήσει τη νήσο το 1268.
Η εξέγερση αυτή κράτησε περίπου ένα μήνα και είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή
των Γάλλων και την εκδίωξή τους από τη Σικελία. Κατόπιν, οι φεουδάρχες, που
πήραν μέρος στην εξέγερση, ενθρόνισαν τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Γ΄,
τον οποίο ακολούθησαν οι Αψβούργοι της Ισπανίας και τέλος οι Βουρβώνοι. Στις
αρχές του 19ου αιώνα, το κράτος των Βουρβώνων προσπάθησε να περιορίσει
την ισχύ της παραδοσιακής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων καταργώντας τη
φεουδαρχία το 181223. Η κίνηση αυτή δημιούργησε συγκρούσεις ανάμεσα στην
κυβέρνηση και τους γαιοκτήμονες, που ήθελαν να ελέγχουν τη γη και τους
χωρικούς. Οι γαιοκτήμονες στρατολόγησαν τους «gabelloti»24 ή «mafiosi»25, οι
οποίοι ήταν οπλισμένοι Σικελοί χωρικοί στους οποίους ανατέθηκε όχι μόνο να

21
Σύμφωνα με τον Albini, οι έρευνες καταλήγουν στο ότι ο όρος Mafia αναφέρεται στο ρόλο του
μαφιόζου στην κοινωνία της Σικελίας και όχι σε κάποια οργάνωση. Η Mafia είναι ένα σύστημα
πελατειακών σχέσεων που προσιδιάζει στη σικελική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American
Mafia: Genesis of a Legend, Appleton, Crofts, New York, 1971, σελ. 135. Πρβλ. Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 264,
σύμφωνα με την οποία, ο όρος “mafia” μπορεί να γίνει κατανοητός με τέσσερις τρόπους: 1) ως
μια «μυστική κοινωνία» (“secret society”), 2) ως «ατομική στάση και τρόπος συμπεριφοράς», 3)
ως «επιχείρηση» και 4) ως «εγκληματική οργάνωση.
22
Βλ. Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο έγκλημα: θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 300.
23
Βλ. αναλυτικά, Carola Reiners, Erscheinungsformen und Ursachen Organisierter Kriminalität in
Italien, den USA und der Bundesrepublik Deutschland, Peter Lang, Frankfurt am Main, 1989, σελ.
15 – 102.
24
Ο όρος «gabelloti» προέρχεται από τη λέξη «gabelle», που σημαίνει ενοίκια, και κατά συνέπεια
αναφέρεται στα άτομα που ήταν επιφορτισμένα από τους γαιοκτήμονες με την είσπραξη των
ενοικίων από τους χωρικούς.
25
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική ασφάλεια και κοινωνία του ελέγχου, εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ,
Αθήνα, 2001, σελ. 21.
7

επιβλέπουν τους συντοπίτες τους, αλλά και να προστατεύουν τους γαιοκτήμονες


τόσο από τους χωρικούς, όσο και από το κράτος26.
Στις απαρχές της ιταλικής Ένωσης, η ύπαρξη της Mafia είναι
αποδεδειγμένη. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διαιώνισαν την παράδοση
στρατολογώντας οπλισμένους φύλακες, που προέρχονταν από τους κύκλους
των πιο βίαιων και θαρραλέων εγκληματιών της περιοχής27, προκειμένου να
προστατεύουν τις απέραντες ιδιοκτησίες τους (“latifundia”)28. Στο πλαίσιο των
καθηκόντων τους σκότωναν τους ζωοκλέφτες, εξανάγκαζαν τους μισθωτές των
αγροτεμαχίων, με εκβιασμούς και απειλές να δεχθούν ιδιαίτερα επαχθή
μισθωτήρια και εκτελούσαν την βεντέτα του γαιοκτήμονα.
Με τον τρόπο αυτό, ο “mafioso” επιβλήθηκε στην κοινωνία, στην αρχή, ως
προστάτης του γαιοκτήμονα, και στη συνέχεια, ως πελάτης του, αφού του
ζητούσε διάφορα ανταλλάγματα για την καταπίεση των χωρικών29. Αποτελούσε,
όμως, ταυτόχρονα και προστάτη του χωρικού, στον οποίο εξασφάλιζε εργασία
και συνέχιση των συμβάσεων με το γαιοκτήμονα30. Ο ρόλος του, δηλαδή, ήταν να
μεσολαβεί αφενός, ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και την ασθενή κεντρική

26
Οι έρευνες καταλήγουν στο ότι η Mafia αναφέρεται στο ρόλο του μαφιόζου στην κοινωνία της
Σικελίας και όχι σε κάποια οργάνωση. Η Mafia είναι ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων που
προσιδιάζει στη σικελική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend,
όπ.παρ., σελ. 135.
27
Το ίδιο ακριβώς κριτήριο χρησιμοποιούνταν και για την πρόσληψη της ένοπλης αγροτικής
αστυνομίας (campieri), όπου το γεγονός ότι κάποιος είχε διαπράξει έναν ή περισσότερους
φόνους αποτελούσε ένα αποφασιστικά θετικό στοιχείο του βιογραφικού του σημειώματος. Βλ.
Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 192. Πρβλ. Eric Hobsbawm, Primitive
Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries, (3rd
edition), Manchester University Press, Manchester, 1971, σελ. 37-38, σύμφωνα με τον οποίο, οι
αρχηγοί όλων των μαφιόζικων οικογενειών ήταν και εξακολουθούν να είναι ευκατάστατοι
άνθρωποι. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Mafia αρχικά ήταν ένα αγροτικό φαινόμενο, το γεγονός αυτό
σηματοδοτεί την έναρξη μιας επανάστασης. Η ραχοκοκαλιά της Mafia ήταν οι gabelloti –
ευκατάστατα άτομα της μεσαίας τάξης, τα οποία πλήρωναν στους απόντες γαιοκτήμονες ένα κατ’
αποκοπή ποσό ως ενοίκιο για ολόκληρο το κτήμα και στη συνέχεια το υπενοικιάζαν στους
χωρικούς, υποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τους γαιοκτήμονες ως η πραγματική άρχουσα
τάξη. Η άνοδος της Mafia, συνεπώς «σηματοδοτεί μια μεταβίβαση εξουσίας στο “παράλληλο
σύστημα” από τη φεουδαρχική στην αγροτική μεσαία τάξη, ένα επεισόδιο στην άνοδο του
αγροτικού καπιταλισμού».
28
Σύμφωνα με τον Catanzaro, τα latifundia ήταν οργανωμένα σύμφωνα με ένα κοινωνικό
σύστημα που αποτελούνταν από πέντε τάξεις: τους γαιοκτήμονες, τους gabelloti, τους borgesi,
τους χωρικούς και τους εργάτες γης, βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History
of the Sicilian Mafia, Free Press, New York, 1992, σελ. 64.
29
Βλ. Anton Blok, The Mafia of a Sicilian Village (1860 – 1960), Harper and Row, New York,
1974, σελ. 99 – 102, όπου προσφυώς αναλύει το ρόλο των μαφιόζων στην καταπίεση των
χωρικών. Και συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι παρεμπόδιζαν την «κινητικότητα» (“mobilisation”)
των χωρικών με δύο τρόπους, αφενός, με την άμεση καταστολή οποιασδήποτε συλλογικής τους
διεκδίκησης και αφετέρου, με τη δημιουργία δυνατοτήτων κοινωνικής ανόδου, κάτι που εξ
ορισμού τείνει να αποδυναμώνει τις ταξικές συγκρούσεις.
30
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 133.
8

εξουσία, η οποία προσπαθούσε να μεταρρυθμίσει το παλιό σύστημα, επειδή


κινδύνευε απ’ αυτό, και αφετέρου, μεταξύ των γαιοκτημόνων και των χωρικών,
τους οποίους προσπαθούσε η κυβέρνηση να απαλλάξει από την εκμετάλλευση.
Έτσι, στην πραγματικότητα, υποκαταστάθηκε το κράτος και η κεντρική εξουσία,
που απορρέει απ’ αυτό, από ένα εξω-κρατικό σύστημα οργάνωσης εξουσίας και
οικονομικής δραστηριότητας31, με ισχυρότατα ερείσματα στον τοπικό
πληθυσμό32. Από την άλλη μεριά, το αδύναμο κεντρικό κράτος ανεχόταν αυτή
την κατάσταση, τόσο λόγω πραγματικής αδυναμίας, όσο και επειδή
απαλλασσόταν, με τον τρόπο αυτό, από τις ευθύνες του για αστυνόμευση.
Όταν κατά την περίοδο 1812-1838, η κεντρική εξουσία αφαίρεσε τα
προνόμια από τους γαιοκτήμονες, αυτοί ανταπάντησαν με την ανάπτυξη ενός
δικτύου πελατειακών σχέσεων33 που συμπεριελάμβανε έναν αριθμό, νόμιμων και
παράνομων υπηρεσιών, οι οποίες απευθύνονταν σε μια ποικιλία πελατών34, το
οποίο και τους εδραίωσε στο κοινωνικό σύστημα.
Η μαζική δομική αλλαγή στην πολιτική οικονομία της Σικελίας κατά τη
μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, η οποία από την μια μεριά
βίωνε την ιδιωτικοποίηση της γης και τη μετατροπή της σε ανταλλάξιμο προϊόν,
στο πλαίσιο της εισαγωγής ενός συστήματος σχέσεων αγοράς, και από την άλλη,

31
Βλ. αντί άλλων, Stergios Skaperdas, The Political Economy of Organized Crime: Providing
Protection When the State Does Not, Economics of Governance, vol. 2, no. 3, 2001, σελ. 173 –
202.
32
Η αντίληψη ότι η Mafia αποτελεί μια φυσιολογική όψη της ζωής στη Σικελία ως δύναμη που
προάγει την κοινωνική σταθερότητα και τη δικαιοσύνη, έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεάσει τους
συντηρητικούς Ιταλούς πολιτικούς. Βλ. σχετικά, Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The
business of private protection, Harvard University Press, Cambridge - Massachusetts, 1993, σελ.
5 και Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli, Comparative Synthesis of Part 1, όπ.παρ., σελ. 227 – 228.
33
Η ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων δεν καθορίζεται από νομικούς κανόνες, αλλά, τουναντίον,
βασίζεται σε κοινωνικούς κανόνες, για τους οποίος υπάρχει μια κοινά αποδεκτή πίστη ανάμεσα
στα δύο συμμετέχοντα μέρη, τον «προστάτη» και τον «πελάτη», ότι ο καθένας θα εκτελέσει το
τμήμα της συμφωνίας που του αναλογεί. Οι δυνάμεις εξουσίας δε, που αναπτύσσονται μεταξύ
του «προστάτη» και του «πελάτη» υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές και διευρύνσεις, σε τέτοιο
βαθμό, που το πελατειακό σύστημα μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο ως ένα σύστημα
αλληλεπίδρασης, που λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, ενώ, περιλαμβάνει
σταθερά εναλλασσόμενες θέσεις εξουσίας. Περαιτέρω, επειδή και τα δύο συμμετέχοντα μέρη
επωφελούνται από την ύπαρξη της σχέσης και αμοιβαία κερδίζουν σε ισχύ, το πελατειακό
σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αμοιβαία ενισχυτικό σύστημα. Βλ. Joseph Albini / Roy
Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie Anderson, Russian
Organized Crime. Its History, Structure and Function, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand
Oaks, 1997, σελ. 160 – 161.
34
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Σικελίας, σύμφωνα με τον Hobsbawm, «ήταν η απόλυτη
υπερίσχυση των πελατειακών σχέσεων και η ουσιαστική απουσία οποιασδήποτε άλλης σταθερής
μορφής εξουσίας». Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social
Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 33 και 37.
9

την κρατική ανεπάρκεια στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων
στην ιδιοκτησία, οδήγησε, σύμφωνα με τον Gambetta35, στην ανάπτυξη της
Mafia, που ήρθε να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό κρατικής προστασίας, ως «μια
βιομηχανία παροχής ιδιωτικής προστασίας». Η «ιδιωτική αστυνομία» από
«mafiosi» ή «gabellotti», που δημιούργησαν οι γαιοκτήμονες, τους παρείχε την
ευχέρεια να απειλούν ή και να ασκούν βία ενάντια σε όσους τους αντιστέκονταν.
Όταν, το δικαίωμα ψήφου απέκτησε γενική εφαρμογή στην Ιταλία, οι
γαιοκτήμονες, μέσω του δικτύου πελατειακών σχέσεων, που είχαν ήδη
δημιουργήσει, ήταν σε θέση να «παζαρεύουν» ψήφους36 με αντάλλαγμα την
προστασία του γαιοκτήμονα και των πελατών του από το νόμο37.
Ιδιαίτερα από το 1860 και μετά, με εξαίρεση τη φασιστική περίοδο και τα
τελευταία χρόνια, το Κράτος αποδέχονταν σιωπηρά ότι η Mafia, στην περιοχή
ευθύνης της, εμφανίζονταν ως μία de facto εγκληματική ιδιωτική αστυνομία38, η
οποία διεκδικούσε από την κεντρική εξουσία το μονοπώλιο στη χρήση βίας39.
Πράγματι, οι γαιοκτήμονες και οι τοπικές αρχές είχαν την παράδοξη
σύλληψη να αγωνισθούν ενάντια στο έγκλημα δια μέσου του εγκλήματος. Με τον
τρόπο, όμως, αυτό διαιώνισαν την επικίνδυνη εγγύτητα των κακοποιών με τις
δυνάμεις της τάξης που ήταν επιφορτισμένες με την καταπολέμησή τους40.
Ήδη μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα νεοπαγή ισχυρά εθνικά Κράτη δεν
επέτρεπαν την παράλληλη δράση συμμοριών, οι οποίες σταδιακά εξέλιπαν.
Εξαίρεση αποτελούν χώρες και περιοχές με ελλιπή κρατικό έλεγχο, όπως η Νότια

35
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 10.
36
Για τον τρόπο λειτουργίας αυτού του δικτύου σε σχέση με τον έλεγχο των ψηφοφόρων, βλ.
Judith Chubb, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy – A Tale of Two Cities, Cambridge
Studies in Modern Political Economies, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σελ. 71
επ.
37
Υποστηρίζεται ότι οι εγκληματικές «αδελφότητες», που εμφανίστηκαν το 18ο αιώνα στη Σικελία,
αφενός για να πολεμήσουν τους Βουρβώνους και αφετέρου για να επωφεληθούν από τις κλοπές
και τους εκβιασμούς, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, που
είναι γνωστό, ως Mafia, από το 1860 και μετά, όταν η καθιέρωση του γενικού δικαιώματος
ψήφου, παρείχε το τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Mafia, ως μεθόδου δράσης, την επιδίωξη
πολιτικής προστασίας και κάλυψης των εγκληματικών της δραστηριοτήτων. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 36-37 και 43-44, Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev /
Vladimir Moiseev / Julie Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 157 και Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 263.
38
Ήδη από το έτος 1848 η σύζευξη Mafia και αστυνομίας ήταν ορατή. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 36.
39
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 193.
40
Θα μπορούσε να υποστηριχθέι, εξάλλου, ότι η Mafia παραμένει ακόμη και σήμερα μια
εγκληματική οργάνωση, που πολεμά το έγκλημα με εγκληματικές μεθόδους.
10

Ιταλία. Τα εγκληματικά δίκτυα της Mafia, όπως: η Mafia στη Σικελία, η Camorra
στη Νάπολη41 και την Καμπανία, η ‘Ndragheta στην Καλαβρία και η Sacra
Corona Unitá στην Πούλια μπόρεσαν μετεξελισσόμενα να επιβιώσουν και να
επεκταθούν στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν.
Εντούτοις, η ταυτοποίηση μεταξύ των εννοιών Mafia και οργανωμένο
έγκλημα, στη δημόσια σφαίρα, ολοκληρώθηκε περί τα μέσα της δεκαετίας του
1980, καθώς μέχρι τότε πολύ συχνά ετίθετο υπό αμφισβήτηση, η οποία έφτανε
άκομη και μέχρι το σημείο της κατηγορηματικής άρνησης της ύπαρξης μιας
ενιαίας εγκληματικής οργάνωσης με το όνομα Mafia. Πράγματι, αρκετοί
κοινωνικοί επιστήμονες που υλοποίησαν τις πρώτες έρευνες πεδίου στη Σικελία
μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατέληξαν
στο συμπέρασμα ότι η Mafia είναι απλά μια μορφή συμπεριφοράς και ισχύος42
και οι Mafiosi είναι άτομα που έχουν ενσωματώσει καθορισμένες υπο-
πολιτισμικές αξίες και διεκπεραιώνουν συγκεκριμένες λειτουργίες στο πλαίσιο
των κοινοτήτων τους, αλλά δεν υφίσταται κανενός είδος οργάνωσης της Mafia ως
τέτοια43. Ήδη κατά το έτος 1988, ο Arlacchi δηλώνει ότι44 «η κοινωνική έρευνα
στο ερώτημα σχετικά με τη Mafia έχει πλέον πιθανώς φθάσει στο σημείο όπου
μπορούμε να πούμε ότι η Mafia, όπως ο όρος γίνεται κοινά κατανοητός, δεν
υπάρχει».
Περαιτέρω, μια ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία, που αποτελεί
χαρακτηριστικό της ιταλικής Mafia και διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της, είναι η
εμπέδωση σχέσεων με τους πολίτες, οι οποίες ενέχουν αντιποίηση, εκ μέρους
των μαφιόζων, των αστυνομικών και δικαστικών αρχών του κράτους45.

41
Η Camorra γεννήθηκε στη Νάπολη το 1820 από έναν μυστικό πολιτικό σύνδεσμο. Ο Cesare
Lombroso αναφέρει, μάλιστα, ότι παρά το γεγονός ότι στην πρώτη διάταξη του εσωτερικού
κώδικα της Camorra προβλέπεται ότι τα μέλη της πρέπει να αποφεύγουν κάθε σχέση με την
αστυνομία, μετά από απόφαση του υπουργού Κιμπέριο, οι καμορριστές ανέλαβαν στη Νάπολη
αστυνομικά καθήκοντα. Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, τόμ. Β’, 1876,
(μετάφραση Έλλης Αλεξίου-Πρωταίου), εκδ. Ψίχαλου, Αθήνα, χ.χ., σελ. 202.
42
Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η Mafia αποτελεί «το είδος του κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος
τείνει να αναπτύσσεται πάντα σε κοινωνίες χωρίς αποτελεσματική δημόσια τάξη ή σε κοινωνίες
στις οποίες οι πολίτες θεωρούν τις αρχές ως ολικώς ή μερικώς εχθρικές». Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 32.
43
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 19.
44
Βλ. Pino Arlacchi, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford
University Press, 1988, σελ. 3.
45
Βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 22 επ.
11

Η υπονόμευση των κοινωνικών σχέσεων ελέγχου του εγκλήματος


συνίσταται στη μερική οικειοποίηση από τη Mafia μιας ανταγωνιστικής μορφής
νομιμοποίησης. Πολλοί, μάλιστα, συγγραφείς έχουν φτάσει να τη χαρακτηρίζουν
ακόμη και σαν μια μορφή διακυβέρνησης από τα κάτω46. Αυτή είναι και η
ιδεολογική βάση στην οποία στηρίζεται η αντιμετώπιση της Mafia, ως ενός
χαρακτηριστικού γνωρίσματος της σικελικής ζωής. Μέσα από μια διαδικασία
μυθοποίησης παρουσιάζεται μάλλον σαν μια δύναμη κοινωνικής σταθερότητας
και δικαιοσύνης, σαν μια «παράλληλη νομική τάξη», παρά σαν μια μορφή
εγκληματικότητας47.
Η Mafia, μέσα από τη λειτουργία υποκατάστασης ορισμένων κρατικών
λειτουργιών, αποτελεί, στην ουσία, μια «υβριδική» εκδοχή διακυβέρνησης, η
οποία βρίσκεται μεταξύ της σύγχρονης και της φεουδαρχικής48, κατά την οποία, η
εκτεταμένη ιδιωτική οικογένεια, που καθοδηγείται από ισχυρούς ανθρώπους
προετοιμασμένους να χρησιμοποιήσουν ανελέητη βία, στρέφεται εξωτερικά, με
κατεύθυνση την ειρήνευση άλλων στοιχείων της κοινωνίας, κυρίως των χωρικών
και της εργατικής τάξης49.
Η στρατηγική της Mafia δεν συνίσταται τόσο στη διακυβέρνηση, παρά
στοχεύει στην ειρήνευση των μαζών μέσα από ένα χοντροκομμένο είδος
κυριαρχίας. ∆εν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Mafia διαθέτει μια αναπτυγμένη
αντίληψη διακυβέρνησης της κοινωνίας ως μιας σύνθετης ολότητας με τη δικιά
της δυναμική. Όλες οι ενέργειές της, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι
εντάσσονται στο πεδίο της «κοινωνικής πολιτικής», όπως διάφορα δώρα,
εξυπηρετήσεις και φιλανθρωπίες, υποτάσσονται αυστηρά στην επίτευξη

46
Βλ. σχετικά, Pat O' Malley / Lorna Weir / Clifford Shearing, Governmentality, criticism, politics,
Economy and Society, vol. 26, no. 4, 1997, σελ. 501-517, Kevin Stenson, Beyond histories of the
present, Economy and Society, vol. 27, no. 4, 1998, σελ. 333-352 και του ιδίου, Crime Control,
Governmentality and Sovereignty, στο Russell Smandych (ed), Governable Places: Readings on
governmentality and crime control, Dartmouth, Aldershot, 1999, σελ. 45-73.
47
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 71-75. Εξάλλου, σύμφωνα με τον
Catanzaro, «η Σικελική mafia αποτελεί μάλλον έναν τρόπο σκέψης και ηθικής, παρά μια
οργάνωση, ένα είδος υπερβολής των τεκμαιρομένων ιδιοτήτων του σικελικού χαρακτήρα». Βλ.
Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 7.
48
Η στρατηγική διακυβέρνησης που ακολουθήθηκε από τα περισσότερα μοντέρνα Κράτη, είχε
σαν επίκεντρο την αναγνώριση της σημασίας του να διατηρηθεί η αυτονομία της κάθε ξεχωριστής
οικογένειας, ως μιας σφαίρας ιδιωτικής εξουσίας. Ωστόσο, αυτή η εξουσία στρέφονταν εσωτερικά,
προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, κάτι που έρχονταν σε αντίθεση με την προηγηθείσα
φεουδαρχική αντίληψη για την ενάσκηση εξουσίας, που θεωρούσε την διακυβέρνηση της
κοινωνίας ως προέκταση της οικογένειας και τον άρχοντα ως πατριάρχη.
49
Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th
and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 38.
12

συναίνεσης διαμέσου του φόβου. Η Mafia παρεμβαίνει και εξουδετερώνει


νεωτερικούς θεσμούς, όπως η αγορά και η οργανωμένη κοινωνική πρόνοια, με
την ανάπτυξη των παλαιότερων παραδόσεων της πελατειακής νοοτροπίας και
της ατομικής εξυπηρέτησης, με αντάλλαγμα τη νομιμοφροσύνη. Ακριβώς για το
λόγο αυτό, η Mafia θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα δομικά προ-νεωτερικό
φαινόμενο, άμεσα συνυφασμένο με τις παλιότερες μεθόδους κυριαρχίας, παρά το
γεγονός της αποκεντρωτικής και ανοιχτά βίαιης μορφής της. Αυτή, όμως, η
αποκεντρωτική φύση της Mafia, ενέχει τη δυναμική και τη δυνατότητά της να
μετεξελιχθεί ταχύτατα και να οικειοποιηθεί τρόπους διακυβέρνησης νεωτερικούς,
αλλά ακόμη και μεταμοντέρνους.
Όσον αφορά την οργανωτική δομή της Mafia, σύμφωνα με στοιχεία50, που
μέχρι σήμερα έχουν γίνει γνωστά, η Mafia και οι οργανώσεις της γενικότερα,
χαρακτηρίζονται οργανωτικά από αυστηρά ιεραρχική δομή51, που η βάση τους,
την οποία συγκροτούν οι «άνδρες τιμής»52 (“uomini d’ onore” ή “uomini di
rispetto”) ή «στρατιώτες», στηρίζεται από την «οικογένεια» (“cosca”). Η
«οικογένεια», είναι μια ολιγομελής φατρία συγγενών και φίλων εγκατεστημένη σε
μια επικράτεια. Μια σικελική μαφιόζικη οικογένεια ανάμεσα στο 1860 και στο
1950, για παράδειγμα, σπάνια ξεπερνούσε τα 20 μέλη. Έκτοτε, ορισμένες
οικογένειες έφτασαν να αριθμούν μέχρι και 200 «άνδρες τιμής»53.

50
Βλ. Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70 – Εγκληματολογική και
Σωφρονιστική προσέγγιση, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 424.
51
Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα ανάλυση των Leeson και Rogers, οι διαφορές στο βαθμό
διεκδίκησης (“contestability”) των επιμέρους παράνομων αγορών, παίζει κρίσιμο ρόλο στον
τρόπο που οργανώνονται οι «παραγωγοί» στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Έτσι «σε πιο
ανταγωνιστικές εγκληματικές βιομηχανίες, οι παραγωγοί χρησιμοποιούν την οργανωτική ιεραρχία
ως μια τεχνολογία για να επιβάλλουν τη συνεννόηση και να διατηρήσουν τα κέρδη τους». «Σε
λιγότερο ανταγωνιστικές εγκληματικές βιομηχανίες, στις οποίες το κέρδος των παραγωγών από
τη συνεννόηση είναι μικρότερο», το κόστος της ιεραρχικής δομής είναι μεγαλύτερο από τα
προσδοκώμενα οφέλη, με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, «οι παραγωγοί να οργανώνονται
“επίπεδα” (“flatly”)». Βλ. Peter Leeson / Douglas Rogers, Organizing Crime, 2009, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://www.peterleeson.com/Organizing_Crime.pdf, σελ. 4 επ.
52
Οι «άνδρες τιμής» είναι, συνήθως, διαρθρωμένοι σε επιχειρησιακές ομάδες των δέκα ατόμων,
οι οποίες υπόκεινται άμεσα στις εντολές των «δεκάρχων» (“capi decina”), η θέση των οποίων
ιεραρχικά βρίσκεται μεταξύ της βάσης και του αρχηγού της «οικογένειας». Υπάρχει πάντα και το
δεξί χέρι του αρχηγού, «ο υπαρχηγός» (“sotto capo”), άνθρωπος απολύτου εμπιστοσύνης και,
συνήθως, εξαιρετικών οργανωτικών, διοικητικών και εκτελεστικών ικανοτήτων. Βλ. Howard
Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 143 – 144, Peter Leeson / Douglas Rogers,
Organizing Crime, όπ.παρ., σελ. 12 – 16 και Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία, όπ.παρ.,
σελ. 424.
53
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 104.
13

Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη54 ότι η οργανωτική δομή της σικελικής


Mafia προσομοιάζει μάλλον σε ένα δίκτυο επάλληλων κύκλων, στο οποίο
κυριαρχούν οι αμοιβαίες σχέσεις, η συνενοχή και η σιωπή, κάτι που δεν
εμποδίζει την κατά περίπτωση ύπαρξη «αρχηγού», του οποίου, όμως, η εξουσία
είναι αβέβαιη, προσωρινή και αμφισβητούμενη, παρά σε μια πυραμίδα, που
λόγω της συγκέντρωσης της εξουσίας στην κορυφή, θα καθιστούσε την
οργάνωση ιδιαίτερα ευάλωτη στις διώξεις των οργάνων της τάξης55. Η εσωτερική
συνοχή της «οικογένειας» οφείλεται κυρίως στους δεσμούς αίματος, στην ικανή
ηγεσία του αρχηγού, στον εκφοβισμό και στην αμοιβαία συμπαράσταση.
Περαιτέρω, η ατομική ελευθερία δράσης του κάθε μέλους δεν αναιρείται από την
ύπαρξη πειθαρχίας στο εσωτερικό της οργάνωσης.
Η ιεραρχία μεταξύ των μελών, είναι δύο ειδών.56 Από τη μια μεριά,
υπάρχει η επίσημη ιεραρχία, που συνίσταται σε μια αυστηρά καθορισμένη εκ των
προτέρων γραμμή εξουσίας57. Και από την άλλη, η ανεπίσημη ιεραρχία, η οποία
βασίζεται στην προσωπικότητα των μελών και στη συμπεριφορά του ενός
απέναντι στους υπολοίπους. Στην ουσία, όλα τα μέλη του ιδίου βαθμού δεν είναι
ίσα μεταξύ τους. Η ανεπίσημη ιεραρχία σημαίνει επίσης, πολλές φορές, αίγλη και
σεβασμό. Στην παραδοσιακή ιταλική κουλτούρα, ο «σεβασμός» (“rispetto”)
προσδίδεται στην ηλικία, στο βαθμό συγγενείας, στην εξουσία και στο κύρος.
Οι μαφιόζικες οικογένειες είναι αυτόνομες και ανεξάρτητες η μία από την
άλλη, γεγονός που δεν τις εμποδίζει να διατηρούν σχέσεις μεταξύ τους, να
συμμαχούν ευκαιριακά και να ανταλλάσσουν υπηρεσίες. Έτσι, οι άνδρες τιμής
διαφορετικών οικογενειών γίνονται δεκτοί οι μεν από τους δε, αλληλοβοηθούνται,
συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες. Όμως, η κάθε οικογένεια

54
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 163 – 164.
55
Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières années de la mafia, Gallimard, Paris, 1987, σελ. 103.
56
Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2004, σελ. 472.
57
Οι ιεραρχικά δομημένες οργανώσεις, εξάλλου, συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον δύο επίπεδα
εξουσίας. Το πρώτο επίπεδο αποτελείται από άτομα που μπορούν αυτόνομα να λαμβάνουν
αποφάσεις και τα οποία χρησιμοποιούν βία ή απειλή βίας, προκειμένου να ρυθμίσουν τη
συμπεριφορά των ατόμων που κατέχουν κατώτερη ιεραρχικά θέση. Στο δεύτερο επίπεδο, το
οποίο είναι κατώτερο ιεραρχικά, εντάσσοναι τα άτομα που διευθύνονται από πιο υψηλόβαθμους
εγκληματίες και η συμπεριφορά των οποίων υπόκειται σε συνεχή παρακολούθηση και κρίση,
προκειμένου να ανταμειφθούν ή να τιμωρηθούν. Βλ. Peter Leeson / Douglas Rogers, Organizing
Crime, όπ.παρ., σελ. 2.
14

δυσπιστεί έναντι των άλλων οικογενειών και κάθε μία συγκρατεί τις βλέψεις των
άλλων με το φόβο58.
Οι αρχηγοί των διαφόρων «οικογενειών» της ίδιας επαρχίας αναδεικνύουν
τον «επαρχιακό εκπρόσωπο». Οι «επαρχιακοί εκπρόσωποι» συγκροτούν τη
«νομαρχιακή επιτροπή» ή «δι-επαρχιακή επιτροπή» (“commissione regionale” ή
“coupola”), η οποία έχει παρουσιαστεί σαν το πραγματικό όργανο διακυβέρνησης
της Mafia59. Στην πραγματικότητα, δεν είναι πλέον ισχυρή, καθώς συνέρχεται
περιστασιακά και η εξουσία της δεν ξεπερνά εκείνη των μελών της, όταν
καταφέρνουν να συνεννοηθούν60. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστά «μια
ομοσπονδία φεουδαρχών»61.
Η αυτονομία των οικογενειών, εξάλλου, είναι αναπόφευκτη από τη στιγμή
που κάθε μία πρέπει να είναι διαχωρισμένη για να αποφύγει τη διάδοση των
μυστικών της και για να εξασφαλίσει την παρανομία της. Η τελείως σχετική
ενότητα της Mafia, έγκειται σε παρόμοια τελετουργικά μύησης, σε περιστασιακές
ανταλλαγές υπηρεσιών και στο αίσθημα, που έχουν τα μέλη της, ότι ανήκουν σε
μια διαφορετική κάστα62. Ο περίφημος κώδικας της Mafia μοιάζει περισσότερο με
ένα παραπέτασμα, παρά με ένα σύστημα υποχρεώσεων63. Οι βασικές αρχές64
που τον διέπουν σχετίζονται άμεσα με τη μυστικότητα των υποθέσεων και την
ασφάλεια της οργάνωσης65.

58
Οι σχέσεις ανάμεσα στις μαφιόζικες οικογένειες μοιάζουν πολύ με τις σχέσεις που
αναπτύσσονται σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ανάμεσα σε κυρίαρχα Κράτη, τα οποία δεν
εξαιρούν τη δυνατότητα να διεξαγάγουν πόλεμο μεταξύ τους.
59
Στην πραγματικότητα, οι επαρχιακές επιτροπές είναι ένα όψιμο εφεύρημα, χρονολογούνται από
τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και δεν διαθέτουν πολλές εξουσίες. Βλ. Letizia Paoli, Organised
Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 272.
60
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 162.
61
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Padovani. Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières
années de la mafia, όπ.παρ., 1987, σελ. 72.
62
Η ενότητα αυτή, που σύμφωνα με τον Durkheim ονομάζεται «μηχανική αλληλεγγύη»
(“mechanical solidarity”), προκύπτει από την αντιγραφή των συντεχνιακών και πολιτισμικών
προτύπων». Βλ. Emile Durkheim, The Division of Labor in Society, The Free Press, New York,
1964, σελ. 176 – 177.
63
Βλ. Pino Arlacchi, Addio Cosa Nostra: la vita di Tommaso Buscetta, Rizzoli, Milano, 1994, σελ.
15.
64
Οι πιο βασικές του αρχές είναι ότι: 1) κάθε ζήτημα ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανόνες
συμπεριφοράς, 2) η «οικογένεια» προέχει έναντι πάντων, 3) όλοι οφείλουν να προστατεύουν την
τιμή και την «οικογένεια» και 4) όλοι υποχρεούνται να τηρούν το «νόμο της σιωπής» (omertá) για
ο,τιδήποτε αφορά την «οικογένεια». Βλ. αναλυτικά, Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος,
όπ.παρ., σελ. 195 – 196.
65
Σύμφωνα με τους Leeson και Skarbek, το σύνολο σχεδόν των εγκληματικών οργανώσεων
βασίζεται σε «συντάγματα» (“constitutions”) εξαιτίας τριών σημαντικότατων λειτουργιών που
επιτελούν: 1) προάγουν τη «συναίνεση» (“consensus”) μέσω της παραγωγής κοινής γνώσης
μεταξύ των εγκληματιών σχετικά με τις προσδοκίες της οργάνωσης από αυτούς, αλλά και σχετικά
με τις προσδοκίες του ενός μέλους από το άλλο, 2) ρυθμίζουν συμπεριφορές οι οποίες είναι κατά
15

Στη Σικελία, η Mafia, στην προσπάθειά της να αποφύγει μια κατά μέτωπο
σύγκρουση με το Κράτος, βρίσκει σημαντικό έρεισμα στην “omertá”, η οποία δεν
αποτελεί απλά την εξύμνηση της σιωπής. Αποτελεί, ακόμη και σήμερα, τον
αποδεκτό από πολυάριθμους Σικελούς κανόνα, ο οποίος ορίζει ότι, όταν κάποιος
υφίσταται προσβολή ή επίθεση ή γίνεται θύμα κλοπής, είναι άτιμο να προσφύγει
στην αστυνομία ή στα δικαστήρια66. Ο καθένας οφείλει να αποδίδει ο ίδιος
δικαιοσύνη και να «κοιτάζει τη δουλειά του», χωρίς να ανακατεύεται στις
υποθέσεις των άλλων. Προπαντός, οφείλει να αποφεύγει με κάθε τρόπο να
επικοινωνήσει με τους αστυνομικούς και τους δικαστές, οι οποίοι αποτελούν τα
αντικείμενα μιας βαθιάς περιφρόνησης.
Η αρχαϊκή πολιτισμική δομή από την οποία χαρακτηρίζονται πολλά χωριά
της δυτικής Σικελίας, αγνοεί παντελώς αφηρημένες ιδέες, όπως ο Νόμος και το
Κράτος. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα φόνο και μια τιμωρία, ανάμεσα σε ένα
μαφιόζο και έναν αστυνομικό, ανάμεσα στη μαφιόζικη παρέμβαση και τη
δικαιοσύνη, δεν είναι πάντα και για όλους σαφής και αυτονόητη. ∆εν γνωρίζει
παρά μόνο τις προσωπικές σχέσεις, που σημαδεύονται από την κυριαρχία, την
αναγνώριση, τον καταναγκασμό και το φόβο67. Η δύναμη είναι αντικείμενο
θαυμασμού, σε βάρος της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Μέσα σ’ αυτή την
πολιτισμική δομή, η βία αναγνωρίζεται ως νόμιμο μέσον, για να πάρει κάποιος
εκδίκηση ή για να αμυνθεί. Πράγματι, σε μια κοινωνία, που τη μαστίζουν οι φόνοι
και οι ληστείες, η λατρεία του ατόμου και η γενική απαγόρευση προσφυγής στις
δημόσιες αρχές, καθιστούν απαραίτητες την αυτοάμυνα, τη βεντέτα και το
ξεκαθάρισμα λογαριασμών68. Άμεση απόρροια του γενικότερου αυτού κλίματος,
είναι η μεγαλύτερη ανοχή των πολιτών στις διαπραττόμενες βιαιοπραγίες, αλλά
και στην ίδια τη Mafia, η οποία εκμεταλλεύεται αυτή την κοινωνική και πολιτιστική
πραγματικότητα και μέσα από τη συμμαχία της με ευεπίφορους πολιτικούς69,

κύριο λόγο επικερδείς για τα άτομα, αλλά επιζήμιες για την οργάνωση ως σύνολο και 3)
παρέχουν πληροφορίες για τα παραπτώματα των μελών και συντονίζουν την επιβολή των
κανόνων που αποτρέπουν τέτοιες συμπεριφορές. Οι λειτουργίες αυτές διευκολύνουν την
συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών, με άμεση συνέπεια να αυξάνονται τα εγκληματικά κέρδη.
Βλ. αναλυτικά, Peter Leeson / David Skarbek, Criminal constitutions, Global Crime, vol. 11, no. 3,
2010, σελ. 279 – 297.
66
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 171.
67
Βλ. Βλ. Giorgio Bocca, L’ enfer. Enquête au pays de la mafia, Payot, Paris, 1993, σελ. 103.
68
Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières années de la mafia, όπ.παρ., σελ. 34 – 35.
69
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293 και Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 141 –
143.
16

συχνά καταφέρνει να στέφει με αποτυχία τις αστυνομικές επιχειρήσεις και τις


ενέργειες της δικαιοσύνης εναντίον της.
Όχι μόνο χωρίς την ενεργό συνεργασία των πολιτών, αλλά
αντιμετωπίζοντας και την ανοικτή τους εχθρότητα, η αστυνομία και η δικαιοσύνη
είναι καταδικασμένες να παραλύσουν. Εξάλλου, ακόμη και όταν επιτυγχάνονται
κάποια αστυνομικά ή δικαστικά πλήγματα στη Mafia, οι ιθύνοντες αστυνομικοί ή
δικαστές συνήθως μετατίθενται, υποβιβάζονται ή εκτελούνται. Επομένως, είναι
αναμενόμενο η πλειοψηφία τους να επιδιώκει απλά να επιβιώσει, κάποιοι
επιλεγούν να συνεργασθούν με τη Mafia και μια ακόμη μικρότερη μειοψηφία, την
πολεμά70.
Τα επόμενα στοιχεία είναι απολύτως ενδεικτικά της αποτελεσματικότητας
των μεθόδων, που χρησιμοποιεί η Mafia και των ευρύτερων επιπτώσεων της
επικράτησης του «νόμου της σιωπής» (omertá) στη Σικελία. Από το 1986 και
μετά, ο ιταλικός Άρειος Πάγος ακύρωσε 480 καταδικαστικές αποφάσεις
μαφιόζων, ενώ το 1990 διαλευκάνθηκε μόνο το 23% των ανθρωποκτονιών, που
διαπράχθηκαν στη Σικελία, ενώ στην υπόλοιπη χώρα το αντίστοιχο ποσοστό
διαλεύκανσης ανέρχονταν σε ποσοστό 70%71.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης ιστορίας της Mafia, υπήρξαν, ασφαλώς,
και κάποιες σοβαρές προσπάθειες αντιμετώπισής της. Έτσι, στα μέσα της
δεκαετίας του 1920, ο Μουσολίνι εξαπέλυσε ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό στη
Νότια Ιταλία και τη Σικελία προσπαθώντας να εξαλείψει το φαινόμενο της Mafia72.
Στα τέλη του 1925, ο Mussolini διόρισε Νομάρχη του Palermo τον Cesare Mori, ο
οποίος σήκωσε το κύριο βάρος της εκστρατείας εκκαθάρισης της Ιταλικής Mafia.
Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη εκστρατεία είχε τόσο διπρόσωπο,
αιμοσταγή και διεφθαρμένο χαρακτήρα, που η φύση της κατέληξε να είναι η ίδια
εγκληματική73. Η δυναμική αυτή παρέμβαση του επίσημου Ιταλικού κράτους
προκάλεσε έντονες εσωτερικές διαμάχες στη Mafia και εξανάγκασε αρκετά από

70
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 173.
71
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 265 και Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 173
72
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader,
Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 5. Εξάλλου, για τη βαθύτερη δυναμική αυτής της
επιλογής, βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in
the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 47.
73
Βλ. John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, Hodder and Stoughton, London,
2004, σελ. 172 – 191.
17

τα μέλη της να εγκαταλείψουν την Ιταλία μεταναστεύοντας σε τρίτες χώρες, για να


σωθούν από τον ασφυκτικό κλοιό, που δημιουργούσε γύρω τους τόσο η πολιτική
κρατικής καταστολής, όσο και τα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα που αυτή προκάλεσε.
Η εξάπλωση της Mafia και η επικράτησή της, ως ρυθμιστή των
κοινωνικών, πολιτικών, αλλά και οικονομικών σχέσεων, κυρίως στην περιοχή της
Σικελίας, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, έχει άμεση σχέση με τις
πολιτικές επιλογές μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες
διευκόλυναν τη δημιουργία των διεθνών της σχέσεων και τη συνακόλουθη
διεθνοποιημένη δράση της.
Η άμεση εμπλοκή της Αμερικανικής Cosa Nostra στη συμμαχική απόβαση
στη Σικελία έχει επαρκώς αποδειχθεί74. Η στήριξη της Mafia ήταν τέτοιας
έκτασης, που η στρατιωτική συμμαχική κυβέρνηση, η οποία διόρισε τους
Σικελούς δημάρχους, επέλεξε δημάρχους που σε ποσοστό της τάξης του 90%
ήταν μαφιόζοι αρχηγοί75 ενώ, ακόμη και ο Max Morani, γνωστός διακινητής
ναρκωτικών της εποχής, διορίστηκε θεματοφύλακας των αμερικανικών
φαρμακευτικών αποθηκών στη Σικελία76!
Εκτός από την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ, κατά την περίοδο της
συμμαχικής απόβασης στη Σικελία, η ενδυνάμωση και εξάπλωση της Mafia
συνδέθηκε τόσο με την ίδια την πολιτική κατάσταση στη Σικελία εκείνης της
περιόδου, στην οποία εκδηλώθηκαν αυτονομιστικές τάσεις77, τουλάχιστον μέχρι
το 1948, όσο και με την εκμετάλλευση των κρατικών επιχορηγήσεων που
δόθηκαν για την αγροτική και οικιστική ανασυγκρότηση της περιοχής. Στην
πραγματικότητα, οι Mafiosi χρησιμοποιούνταν από την κυβέρνηση ως

74
Σύμφωνα με τον Giannuli, Το Μάρτιο του 1942 στις ΗΠΑ, η Oss προσέφυγε στον αρχιμαφιόζο
Lucky Luciano, για να του ζητήσει να απελευθερώσει το λιμάνι της Νέας Υόρκης από τους
Γερμανούς κατασκόπους. Στη συνέχεια, στη συμμαχική απόβαση στη Σικελία, στις 9 Ιουλίου
1943, συμμετείχαν και οι Vittorio Genovese και Lucky Luciano. Ενώ, μια ομάδα πρακτόρων της
Oss, υπό την καθοδήγηση των Corvo και Scamporrino, αποβιβάστηκε στη Favignana και
απελευθέρωσε την ομάδα των μαφιόζων αρχηγών. Κατόπιν, ο Calogero Vizzini έγινε αρχηγός της
Mafia. Βλ. Aldo Giannuli, Lo stato parallelo. Cronologia 1942-1992, supplemento ad
“Avvenimenti”, no. 9, 4 marzo 1992, σελ. 18 επ., Giovanni Falcone / Marcelle Padovani, Cose di
Cosa Nostra, Rizzoli, Milan, 1991, σελ. 170, Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of
private protection, όπ.παρ., σελ. 229 και Tom Behan, The Camorra, Routledge, London and New
York, 1996, σελ. 36 επ. Πρβλ. John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 235 – 239, σύμφωνα με τον οποίο ολόκληρη η συγκεκριμένη θεωρία, είναι ένα μύθευμα και
ακόμη μία «συνωμοσιολογική» θεωρία, η οποία προσπαθεί να μας πείσει ότι η αναγέννηση της
Mafia μετά την πτώση του Φασισμού οφείλεται κατά κύριο λόγο στην Αμερικανική κυβέρνηση.
75
Βλ. Aldo Giannuli, Lo stato parallelo, όπ.παρ., σελ. 18 επ.
76
Βλ. Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70, όπ.παρ., σελ. 423,
υποσημ. 32.
77
Κάτι όχι ξένο με την μακρά ιστορική και πολιτική παράδοση της Σικελίας.
18

φοροεισπράκτορες και αποτελούσαν τους αποδέκτες των κυβερνητικών


κατασκευαστικών συμβολαίων. Εκατοντάδες πολιτικών από τη Ρώμη και το
Παλέρμο συνεργάζονταν με τους αρχηγούς της Mafia. Η Mafia, πράγματι, ήκμασε
όταν κατάφερε να συνδεθεί με την πολιτική ηγεμονία των
Χριστιανοδημοκρατών78.
Κατά τη δεκαετία του ’70 η διαδικασία μετάλλαξης και εκσυγχρονισμού των
εγκληματικών οργανώσεων έγινε ορατή στους τομείς δραστηριότητας, στον
τρόπο εσωτερικής λειτουργίας, αλλά και στις σχέσεις τους με το κράτος και τη
νόμιμη οικονομία.
Έτσι, η σικελική Mafia, από τις οικοδομικές δραστηριότητές της79 αμέσως
μετά τον πόλεμο και την ανάμειξή της σε νόμιμες δραστηριότητες, μεταπήδησε
στην πλήρη παρανομία των δραστηριοτήτων της και αναμείχθηκε με τη χημική
επεξεργασία και το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών80, καθώς και με την παράνομη
διακίνηση μεταναστών. Στη συνέχεια, και εξαιτίας των τεραστίων ποσοτήτων
βρώμικου χρήματος, που εισέρρευσαν στα ταμεία της, επεκτάθηκε και στον

78
Βλ. Robert Kelly / Rufus Schatzberg / Patrick Ryan, Primitive Capitalist Accumulation – Russia
as a Racket στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 179, Judith
Chubb, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy, όπ.παρ., σελ. 55 επ., Alexander Stille,
Excellent Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, Jonathan Cape,
London, 1995, σελ. 143 επ. και Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 199, ο οποίος αναφέρει ότι
«ένας αξιόλογος αριθμός πολιτικών προσωπικοτήτων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος,
που κυριάρχησε στην Ιταλική δημόσια ζωή για περισσότερα από 40 χρόνια, αποδείχθηκε ότι
χρηματοδοτούνταν συστηματικά από τους αρχηγούς της Μαφίας».
79
Από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν η Mafia δημιούργησε τις δικές της κατασκευαστικές
εταιρίες και άρχισε ευθέως να εμπλέκεται σε κατασκευαστικές δραστηριότητες. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στο Παλέρμο στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Mafia ήλεγχε σχεδόν το
σύνολο της κατασκευαστικής βιομηχανίας. Η στρατηγική της διείσδυσης στο χώρο του
κατασκευαστικού τομέα ήταν τόσο επιτυχής που η Mafia κατάφερε να κερδίσει υπεργολαβίες στα
περισσότερα, αν όχι σε όλα, τα μεγάλα δημόσια έργα που κατασκευάζονταν στην περιοχή της.
Ταυτόχρονα, οι εταιρίες της έχουν ένα σημαντικό μερίδιο από την κατασκευή αυθαίρετων σπιτιών,
ιδίως στη νότια Ιταλία. Η αγορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, για παράδειγμα, μεταξύ των ετών
1994-1998 χτίστηκαν 232.000 αυθαίρετα σπίτια, τα οποία κάλυπταν συνολικά 32,5 εκατομμύρια
τετραγωνικά μέτρα και η αξία τους στην αγορά ακινήτων ανέρχονταν στα 15 δισεκατομμύρια
Ευρώ. Βλ. σχετικά, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception
and Normality, όπ.παρ., σελ. 285 – 286 και René Seindal, Mafia, Money and Politics in Sicily
1950 – 1997, Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, Denmark, 1998, σελ. 73 –
90.
80
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου, ο βασικός λόγος που εμπόδισε τη σικελική Mafia μέχρι τις
αρχές της δεκαετίας του ’70 να κατακτήσει μια σημαντική θέση στο διεθνές εμπόριο ηρωίνης,
ήταν οι υψηλές τιμές ορισμένων απαγορευμένων και συνεπώς παράνομων πρώτων υλών και η
ακριβή τεχνολογία που απαιτείται για την παραγωγή αντίστοιχων προϊόντων, που δημιουργούσαν
πρόσθετα προσκόμματα στην αύξηση των κερδών. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική
Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 114 – 115. Βλ. Επίσης σχετικά, Diego
Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 235 επ. και Peter
Leeson / Douglas Rogers, Organizing Crime, όπ.παρ., σελ. 18 – 22.
19

τομέα του ξεπλύματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δεκάδων ιδιωτικών


τραπεζών σε σικελικό έδαφος, που ως κύριο στόχο είχαν αυτή τη δραστηριότητα.
Η Mafia, με τον τρόπο αυτό, ήρθε, εκ των πραγμάτων, σε επαφή με ανώτερους
οικονομικούς κύκλους και άρχισε να αναμιγνύεται και με το παράνομο εμπόριο
όπλων.
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό αποτέλεσμα υπήρξε η ανεξαρτητοποίηση της
Mafia, λόγω της σχετικής οικονομικής της ισχυροποίησης, από τους πολιτικούς
και η χρησιμοποίηση του εξαιρετικά οργανωμένου δικτύου διαφθοράς και
χειραγώγησης ψηφοφόρων, που, όπως αναφέραμε ήδη, είχε με επιμέλεια χτίσει
κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, για την εκλογή των «δικών της» πολιτικών81, οι
οποίοι έδιναν τις μέγιστες εγγυήσεις, λόγω της εκλεκτικής προσωπικής τους
συγγένειας με την ίδια τη Mafia, για τη συνέχιση του σχεδόν απόλυτου ελέγχου
στη ροή των δημοσίων κονδυλίων82. Έτσι, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι
μικρές τοπικές συμμορίες που συνδέονταν με τη Mafia, κατάφεραν να εξελιχθούν
σε έναν ισχυρό εταίρο του τοπικού πολιτικού συστήματος, δημιουργώντας
«χαραμάδες και υποδιαιρέσεις»83. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Mafia είχε
πλέον εξελιχθεί σε μια διεθνή οργάνωση, με διασυνδέσεις και επαφές στα πλέον
υψηλά κλιμάκια της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Όταν το εμπόριο ναρκωτικών έγινε η πιο προσοδοφόρα δραστηριότητά
της και οι ομάδες της Mafia μπήκαν σε τροχιά σύγκρουσης μεταξύ τους για να
αποκτήσει κάποια από αυτές τον απόλυτο έλεγχο, οι ιστορικά συμβιωτικές
σχέσεις μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών και των μελών της κυβέρνησης
άρχισαν να διαρρηγνύονται84. Η ιταλική Mafia και η κυβέρνηση, κατά τη δεκαετία
του ’80, βρίσκονταν σε σύγκρουση, που οδήγησε σε έξαρση της βίας και των
δολοφονιών ενάντια «στους πρώην σιωπηλούς συνεταίρους και τους προστάτες
του υποκόσμου»85. Η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των εγκληματικών

81
Για τη σχέση της Mafia, αλλά και των υπόλοιπων εγκληματικών οργανώσεων της Ιταλίας με
τους πολιτικούς, βλ. ιδίως, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets –
Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293, Judith Chubb, Mafia and Politics: The Italian
State Under Siege, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1989, σελ. 5 – 70, της ιδίας,
Patronage, Power and Poverty in Southern Italy, όπ.παρ., σελ. 138 – 150 και René Seindal,
Mafia, Money and Politics in Sicily 1950 – 1997, όπ.παρ., σελ. 117 – 155.
82
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina, Global
Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 392.
83
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση των Saija και Irrena, ibid, σελ. 392.
84
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 242.
85
Βλ. Robert Kelly/ Rufus Schatzberg / Patrick Ryan, Primitive Capitalist Accumulation, όπ.παρ.,
σελ. 179.
20

οργανώσεων διαφοροποίησε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις της Mafia με το


πολιτικό προσωπικό. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η Mafia άρχισε να
απαιτεί υψηλότερες τιμές σε αντάλλαγμα για τις ψήφους και μια αύξηση στον
αριθμό και την ποιότητα των συναλλαγών που γίνονταν προς εξυπηρέτηση των
συμφερόντων της86.
Ταυτόχρονα, κατά την ίδια περίοδο, αναπτύχθηκε μια δυναμική
σύγκρουσης των νεότερων με τις παλαιότερες ομάδες του οργανωμένου
εγκλήματος87. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη δεκαετία του ’80 έλαβε χώρα μια
μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του συνασπισμού των οικογενειών Greco και
Corleone και του συνασπισμού των Inzerillo, Bontade και Badalamenti. Ο
πρώτος συνασπισμός συγκροτούνταν από εγκληματικές ομάδες, οι οποίες
προέρχονταν από τις αγροτικές περιοχές και τα περίχωρα του Παλέρμο και, υπό
αυτή την έννοια, εκπροσωπούσε την «παλαιά Mafia». Οι ομάδες αυτές
υπερτερούσαν σε σχέση με τις εγκληματικές οργανώσεις του δεύτερου
συνασπισμού, ο οποίος είχε συγκροτηθεί από ομάδες της πόλης του Παλέρμο
και των δυτικών περιοχών της και ως εκ τούτου, αποτελούσε τη «νέα Mafia». Η
σύγκρουση αυτή έληξε με την εξουδετέρωση του συνασπισμού της «νέας
Mafia»88, κυρίως λόγω των επαφών που είχε η «παλαιά Mafia» με τον κρατικό
μηχανισμό89.
Η Mafia, σήμερα, αποτελεί μια σημαντική υπερεθνική εγκληματική
οργάνωση, που αριθμεί περί τα 40.000-50.000 μέλη, τα οποία διαμοιράζονται
μεταξύ 130 γνωστών οικογενειών. Ασχολείται κυρίως με εκβιασμούς90, με το

86
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 393.
87
Η δυναμική της σύγκρουσης μεταξύ «νέων» και «παλιών» ομάδων του οργανωμένου
εγκλήματος της Mafia δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά μπορεί να ανιχνευθεί ιστορικά ήδη στα
τέλη του 19ου αιώνα. Βλ. αναλυτικά, Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms
of Social Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 46 – 47.
88
Βλ. σεχτικά, Gaia Servadio, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present Day,
Stein and Day, Briarcliff Manor, New York, 1976, σελ. 175 επ., Alexander Stille, Excellent
Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, όπ.παρ., σελ. 141 επ. και
Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 156
επ.
89
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ, σελ. 123.
90
Σύμφωνα με τους Caneppele και Calderoni, «η εκβίαση, όταν διαπράττεται από οργανώσεις
τύπου Mafia, αποτελεί ταυτόχρονα ένα εργαλείο χωρικού (territorial) ελέγχου και μια έκφραση
αυτού». Βλ. Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion rackets in Europe: An
exploratory comparative study, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey /
Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 328.
21

εμπόριο όπλων και ναρκωτικών91, με την παράνομη μετανάστευση, το


λαθρεμπόριο τσιγάρων και πλαστών προϊόντων, την παραγωγή και διακίνηση
πλαστών χαρτονομισμάτων92 ενώ, ιδιαίτερα από το έτος 2000 και μετά93,
επιδεικνύει ιδιαίτερη ροπή προς την εκμετάλλευση των κρατικών και των
διαθέσιμων ευρωπαϊκών οικονομικών πόρων, μέσω της συμμετοχής της σε
διάφορους δημόσιους διαγωνισμούς94. Έχει έντονη παρουσία στη Βόρεια και
Νότια Αμερική, όπου συνεργάζεται με την Cosa Nostra των ΗΠΑ, τα Κολομβιανά
Καρτέλ (“Cartel”), τη Ρωσική Mafiya και τις Κινέζικες Τριάδες (“Triads”). Στην
Ευρώπη, οι γνωστές διασυνδέσεις της φθάνουν στο Βέλγιο, την Αγγλία, τη
Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, ενώ, συνεργάζεται και με χώρες, όπως η
Βραζιλία, η Τουρκία και η Ταϊλάνδη, αποτελώντας ένα χαρακτηριστικότατο
παράδειγμα εξέλιξης του εθνικού οργανωμένου εγκλήματος σε υπερεθνικό95.
Εκτός από τη Mafia, στην Ιταλία δρουν και άλλες ελάσσονος σημασίας
εγκληματικές οργανώσεις, όπως η ‘Ndragheta στην Καλαβρία, η Camorra στη
Νάπολη και την Καμπανία και η Sacra Corona Unitá στην Πούλια96.

91
Σύμφωνα με υπολογισμούς, που παρουσιάστηκαν σε ένα συνέδριο οικονομολόγων στη Ρώμη,
στις αρχές του 1999, τα συνδικάτα του εγκλήματος ελέγχουν το 15% έως 18% των χώρων
εστίασης, ενώ η Mafia της Σικελίας κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο. Περαιτέρω, η Mafia εισπράττει
περί τα 20 δισ. δολάρια το χρόνο από τη διακίνηση ναρκωτικών, τα παράνομα στοιχήματα και την
πορνεία. Υπολογίζεται, τέλος, ότι οι παράνομες οργανώσεις ελέγχουν το 1/5 των τραπεζικών
λογαριασμών, το 70% των οικοδομικών εταιριών και πολλές άλλες επιχειρήσεις στην Ιταλία, από
εστιατόρια έως ταξιδιωτικά γραφεία, οίκους ευγηρίας και συνεργεία αυτοκινήτων. Βλ. Γεωργίου
Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2005, σελ. 249.
92
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, European Police Office,
Netherlands, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.europol.europa.eu/publications/European_Organised_Crime_Threat_Assessment_%2
8OCTA%29/OCTA2009.pdf, σελ. 14.
93
Από το 2000 και εντεύθεν παρατηρήθηκε και μια ουσιώδης αλλαγή στρατηγικής στον τρόπο
παροχής εκβιαστικής προστασίας. Η Mafia επέλεξε να μειώσει το ύψος των χρηματικών
ανταλλαγμάτων που ζητούσε, έτσι ώστε να εμπλέξει στη διαδικασία αυτή ακόμη περισσότερες
επιχειρήσεις. Η κίνηση αυτή της απέφερε τριπλό όφελος. Πρώτον, μείωσε τον κίνδυνο
καταγγελίας στις αστυνομικές αρχές. ∆εύτερον, αύξησε τον έλεγχό της στην περιοχή. Και τρίτον,
επαύξησε ακόμη περισσότερο τα κέρδη της από τη συγκεκριμένη παράνομη δραστηριότητα. Βλ.
Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion rackets in Europe: An exploratory
comparative study, όπ.παρ., σελ. 328.
94
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 2000 – 2006 διατέθηκαν
9.000.000.000 Ευρώ από κρατικούς πόρους και επιπλέον 5.000.000.000 Ευρώ από ευρωπαϊκά
κονδύλια, μέσω της Ατζέντας 2000, στις περιοχές της Σικελίας και της Καλαβρίας. Ένας «άνδρας
της τιμής», χωρίς να γνωρίζει ότι μαγνητοφωνείται, καταγράφηκε να δηλώνει: «μας λένε ότι δεν
πρέπει να κάνουμε φασαρία, μας συστήνουν να αποφεύγουμε να κάνουμε θόρυβο και να
τραβάμε την προσοχή, επειδή πρέπει να πάρουμε όλη αυτή την Ατζέντα 2000». Βλ. εφημερίδα
“La Republica”, 6 Φεβρουαρίου 2001.
95
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
246.
96
Συνεπώς, όπως υπογραμμίζει ο Calderoni, το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία, δεν αποτελεί
ένα τυπικό φαινόμενο της Νότιας Ιταλίας, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εθνικό
22

Η ύπαρξη της ‘Ndragheta, που η επιχειρησιακή της βάση βρίσκεται στην


Καλαβρία, είναι επιβεβαιωμένη ιστορικά ήδη από τα μέσα του 188097. Μοιράζεται
την ίδια οργανωτική δομή με τη Mafia, ενώ, και αυτή, όπως η Mafia, ήδη από τη
δεκαετία του 1950 έχει δημιουργήσει ένα ανώτερο συντονιστικό όργανο, στο
οποίο συμμετέχουν οι πιο σημαντικοί αρχηγοί οικογενειών, το οποίο είναι γνωστό
με τον τίτλο «Επιτροπή». Η συνεργασία μεταξύ των δύο αυτών διαφορετικών
οργανώσεων φαντάζει δεδομένη, αφ’ ης στιγμής μοιράζονται κοινούς
πολιτιστικούς κώδικες και την ίδια οργανωτική δομή.
Στην πραγματικότητα, η Mafia και η ‘Ndragheta, ακολουθούν ένα μοντέλο
αρκετά συχνό στις προ-νεωτερικές κοινωνίες συνιστώντας «τμηματικές
κοινωνίες» (“segmentary societies”), που βασίζονται σ’ αυτό που ο Durkheim έχει
αποκαλέσει «μηχανική αλληλεγγύη» (“mechanical solidarity”)98, η οποία απορρέει
από την αντιγραφή των συνεταιρικών και των πολιτιστικών προτύπων. Ένα
ακόμη κοινό δεδομένο μεταξύ των δύο οργανώσεων είναι το γεγονός ότι
στρατολογούν αποκλειστικά άτομα που προέρχονται από τη Σικελία ή την
Καλαβρία ή τα οποία ανήκουν σε μια οικογένεια που έχει ήδη αναπτύξει στενές
σχέσεις μαζί τους ενώ, εξασκούν μια παρόμοια μορφή εξουσίας στις κοινότητες
τις οποίες ελέγχουν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέλη τόσο της Mafia όσο και
της ‘Ndragheta όχι μόνο απολαμβάνουν υψηλού επιπέδου πολιτικές
διασυνδέσεις μέχρι και σήμερα, αλλά και το ίδιο το Ιταλικό κράτος μοιράζεται την
εξουσία του με το οργανωμένο έγκλημα σε σημαντικά τμήματα της Σικελίας και
της Καλαβρίας, ενώ, η ισχύς των οργανώσεων αυτών έχει γίνει αντικείμενο
αποδοχής, ακόμη και νομιμοποίησης από κυβερνητικούς εκπροσώπους99.
Σύμφωνα με υπολογισμούς η ‘Ndragheta100 αριθμεί σήμερα περί τα 5.600 μέλη
διαμοιρασμένα σε 144 περίπου «οικογένειες», ενώ κερδίζει ένα αυξανόμενο
μέρος των κερδών της από την άσκηση τοπικής πολιτικής κυριαρχίας. Η άσκηση

πρόβλημα. Βλ. την εξαιρετική εμπερική έρευνα του Francesco Calderoni, Where is the mafia in
Italy? Measuring the presence of the mafia across Italian provinces, Global Crime, vol. 12, no. 1,
2011, σελ. 41 επ., ιδίως σελ. 66.
97
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 20 – 24.
98
Βλ. Emile Durkheim, The Division of Labor in Society, όπ.παρ., σελ. 176 – 177.
99
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 22.
100
Σύμφωνα με την Paoli, τόσο τόσο η Mafia όσο και η ‘Ndragheta κατά τις αρχές της δεκαετίας
του ’80 αποτελούνταν από 100 «οικογένειες» η καθεμία και είχαν περίπου 3.000 – 5.000 μέλη,
βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality,
όπ.παρ., σελ. 272.
23

συστηματικού εκβιασμού στις κοινότητες της επιρροής της, σε συνδυασμό με τον


εκφοβισμό και τις δολοπλοκίες με διεφθαρμένους πολιτικούς, την έχουν
καταστήσει ικανή να ελέγχει την αγορά των δημοσίων έργων στην περιοχή
ευθύνης της. Περαιτέρω, από το 1990 και μετά, χάριν στα εκτεταμένα δίκτυά της
στη Βόρεια Ιταλία και στο εξωτερικό, κατάφερε να παίξει έναν σημαντικό ρόλο
στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, εισάγοντας μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και χασίς
από τη Λατινική Αμερική και τη Βόρεια Αφρική, αν και πλέον αντιμετωπίζει
αυξανόμενο ανταγωνισμό101 στο συγκεκριμένο πεδίο από αλλοδαπές
εγκληματικές οργανώσεις ή Ιταλούς διακινητές, που έχουν πιο άμεσες επαφές με
τις χώρες παραγωγής ή διέλευσης ναρκωτικών ουσιών. Σύμφωνα με την Paoli102,
τόσο η ‘Ndragheta όσο και η Mafia, παρά το γεγονός ότι κινούνται με επιτυχία
στην παράνομη αγορά, δεν έχουν κατορθώσει να την ελέγξουν ολοκληρωτικά.
Έτσι, παρότι τα τελευταία τριάντα χρόνια οι συγκεκριμένες εγκληματικές
οργανώσεις έχουν καταφέρει να αναμιχθούν με επιτυχία στο λαθρεμπόριο
ναρκωτικών, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν κατάφεραν να διαφοροποιήσουν το
προσωπικό τους, συναντούν αυξανόμενες δυσκολίες στη διατήρηση της θέσης
τους στην αγορά ναρκωτικών103 και στην αξιοποίηση άλλων αγορών, όπως το
λαθρεμπόριο όπλων.
Περαιτέρω, η Camorra104 αποτελείται από μια ποικιλία ανεξάρτητων
εγκληματικών ομάδων και συμμοριών, που δεν έχουν όλες κοινή οργανωτική
δομή και επιρροή105 και οι οποίες, σύμφωνα με υπολογισμούς, αριθμούν περί τα
6.700 μέλη διαμοιρασμένα σε 100 οργανώσεις. Πολύ συχνά οι ανωτέρω
ετερόκλητες ομάδες, προκειμένου να ενδυναμώσουν τη νομιμοποίηση και τη

101
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 275.
102
Βλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, Oxford University Press,
Oxford, 2003, σελ. 221.
103
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 275 – 276.
104
Για μια καταγραφή της ιστορικής διαδρομής της Camorra, των μεταπολεμικών εξελίξεων και
του τρόπου λειτουργίας της, βλ. Tom Behan, The Camorra, Routledge, London and New York,
1996, ιδίως σελ. 31 επ.
105
Σύμφωνα με τον Varese, υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές της Camorra σε σχέση με τη
Σικελική Mafia, καθώς οι οργανώσεις της σχηματίζουν πολύ χαλαρές και πρόχειρες συμμαχίες και
δεν φαίνεται να μοιράζονται έναν κοινό κώδικα κανόνων και συμπεριφοράς. Εξάλλου, κάθε
οργάνωση αποτελεί μια εκτεταμένη ομάδα συγγενείας, σε αντίθεση με τις Σικελικές οικογένειες
που φαίνεται να αποθαρρύνουν την άμεση εμπλοκή των στενών συγγενών τους στις
εγκληματικές οργανώσεις τους. Βλ. Federico Varese, The Camorra closely observed, Global
Crime, vol. 10, no. 3, 2009, σελ. 265 – 266.
24

συνοχή τους, προσφεύγουν στα σύμβολα και τα τελετουργικά106, που


χρησιμοποιούσε η Camorra κατά το δέκατο ένατο αιώνα.
Η αρχαία Camorra μοιραζόταν αρκετές ομοιότητες με τις οργανώσεις της
Σικελίας και της Καλαβρίας, αλλά το χαρακτηριστικό που τη διαχώριζε από αυτές
ήταν η συγκέντρωσή της στην πόλη της Νάπολης και το πληβειακό υπόβαθρό
της107.
Η σύγχρονη, όμως, Camorra, σε αντίθεση με τη Mafia και την ‘Ndragheta,
δεν κατάγεται ευθέως από την προκάτοχό της του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τη
χαρακτηριστική διατύπωση του Sales108, «αν Camorra σημαίνει την εγκληματική
οργάνωση που διαφέντευε πάνω στα λαϊκά και πληβειακά στρώματα της
Νάπολης, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι ξεκίνησε και τελείωσε στο 19ο
αιώνα». Η Camorra «ξαναγεννήθηκε» κατά τη δεκαετία του 1960 χάρη στην
εξάπλωση του λαθρεμπορίου καπνικών ειδών και αργότερα ναρκωτικών109. Κατά
τη δεκαετία του 1980, αρκετές οργανώσεις και ομάδες που εντάσσονται στην
Camorra και κυρίως η “Nuova Camorra Organizzata” και η “Nuova Famiglia”,
κέρδισαν τεράστια χρηματικά ποσά και ισχύ, μέσω της οικειοποίησης των
κρατικών κονδυλίων, τα οποία εισέρευσαν και επενδύθηκαν στην περιοχή της
Καμπανίας μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1980110. Εντούτοις, παρά την
εκτεταμένη διάβρωση της νόμιμης οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης, οι
οργανώσεις της σύγχρονης Camorra δεν κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν
σταθερούς μηχανισμούς συντονισμού, που να συγκρίνονται με τους αντίστοιχους
της Camorra του 19ου αιώνα ή με την Mafia και την ‘Ndragheta, με αποτέλεσμα η

106
Τα τελετουργικά αυτά αποτελούν ένδειξη μιας οργάνωσης που ήταν σχεδιασμένη να δίνει
έμφαση στο διαχωρισμό των μελών της από τους συνηθισμένους πολίτες. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 54 και Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception
and Normality, όπ.παρ., σελ. 277.
107
Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι δεν είναι ορθό η Camorra να θεωρείται ως ένα είδος
«κοινωνικής κίνησης», αλλά ως «μια εγκληματική σέκτα ή αδελφότητα», καθώς «δεν
εκπροσωπούσε ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα επαγγελματικά συμφέροντα μιας ελίτ
εγκληματιών». Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social
Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 53 – 54.
108
Βλ. Isaia Sales, Camorra, στην Enciclopedia Treccani (ed), Appendice, Rome – Treccani,
2000, σελ. 468.
109
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278.
110
Βλ. Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 60 – 75 και Letizia Paoli, Italian Organized
Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 24.
25

Καμπανία να κατέχει την πρώτη θέση στα ποσοστά ανθρωποκτονιών και βίαιων
εγκλημάτων111 σ’ ολόκληρη την Ιταλία, για περισσότερο από μια δεκαετία112.
Μεταξύ των ετών 1981 και 1984 διεξήχθη, επίσης, ευρείας κλίμακας
σύγκρουση στην Καμπανία, γνωστή ως «πόλεμος της Camorra». Συγκεκριμένα,
ο Raffaele Cutolo αρχηγός της «Οργάνωσης της Νέας Καμόρρα» (“Nuova
Camorra Organizzata”)113, προσπάθησε να επιβάλει φόρο 15% στο λαθρεμπόριο
τσιγάρων και ναρκωτικών στην περιοχή της Νάπολης, την οποία
εκμεταλλεύονταν αντίπαλες εγκληματικές οργανώσεις και να ελέγξει με τον τρόπο
αυτό όλες τις εγκληματικές οργανώσεις της πόλης. Ο «πόλεμος της Camorra»
έληξε με την ήττα του Raffaele Cutolo και την προσωρινή υπερίσχυση της Nuova
Famiglia, η οποία κατακερματίσθηκε και αυτή στη συνέχεια σε μικρότερες
εγκληματικές ομάδες, που ανταγωνίζονταν τις ομάδες που είχαν προκύψει από
τη Nuova Camorra Organizzata114.
Η ετερογένεια και η αναρχία που κυριαρχούν στον εγκληματικό υπόκοσμο
της Καμπανίας αποδεικνύεται επίσης από τη μεγάλη ποικιλία επιχειρησιακών
δραστηριοτήτων με τις οποίες εμπλέκονται οι τοπικές οργανώσεις115. Οι πιο
ισχυρές συμμορίες της Camorra είναι ακόμη σε θέση να επηρεάζουν σε βάθος
την τοπική νόμιμη οικονομία, παρά το γεγονός των συντριπτικών ερευνών που
διεξήγαγαν οι διωκτικές αρχές κατά τη δεκαετία του 1990. Οι μικρότερες
οργανώσεις και οι διάφορες συμμορίες, που εντάσσονται στην Camorra,
111
Μεταξύ των ετών 1979-2005 η Camorra ήταν υπεύθυνη για 3.656 ανθρωποκτονίες. Το 1982
ήταν χρονιά κορύφωσης με 262 ανθρωποκτονίες ενώ, η πιο «ήσυχη» χρονιά ήταν το 2002 με
μόλις 63 ανθρωποκτονίες. Για να γίνει εμφανές το μέγεθος της βίας που αντιπροσωπεύουν αυτοί
οι αριθμοί, αξίζει να σημειωθεί ότι οι θάνατοι που οφείλονται στην τρομοκρατία στην Ιταλία για τη
χρονική περίοδο από 1969-1980 ήταν μόλις 362 σε ολόκληρη την Ιταλική επικράτεια. Βλ. Valeria
Pizzini-Gambetta, Women in Gomorrah, Global Crime, vol. 10, no. 3, 2009, σελ. 267.
112
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278. Οι συμμαχίες των εγκληματικών οργανώσεων που συναπαρτίζουν
την Camorra, εξάλλου, είναι πρόχειρες και χαλαρές και το γεγονός αυτό οδηγεί σε πολύ
συχνότερες και πιο βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις. Βλ. σχετικά, Federico Varese, The Camorra
closely observed, όπ.παρ., σελ. 265.
113
Η “Nuova Camorra Organizzata” μεταξύ των ετών 1978 και 1984 αριθμούσε πάνω από 2.000
νεαρούς, οι οποίοι ήταν κατανεμημένοι σε 50 συμμορίες και διοικούνταν από μια μικρή ελίτ
μεγαλύτερων επαγγελματιών εγκληματιών. Οι νεαροί δε αυτοί χρησιμοποιούνταν κυρίως ως
ομάδες κρούσης εναντίον άλλων οργανώσεων. Βλ. σχετικά, Luca Rossi, Camorra. Reportage aus
Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984, σελ. 42 επ.,
Pino Arlacchi, Camorra und Gesellschaft in Kampanien, επίλογος στο Luca Rossi, Camorra.
Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984,
σελ. 165 επ. και Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 52 επ.
114
Βλ. Adolfo Beria Di Argentine, The Mafias in Italy, στο Ernesto Ugo Savona (ed), Mafia Issues,
ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the United Nations Crime
Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 1993, σελ. 19 – 30.
115
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278.
26

ασχολούνται με κάθε είδους εγκληματική δραστηριότητα, όπως είναι οι εκβιασμοί,


οι απάτες, η διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, η τοκογλυφία, η πλαστογραφία
και η εκμετάλλευση της πορνείας116, ενώ, βρίσκονται σε μόνιμη ετοιμότητα για
χρήση βίας, σε περίπτωση που αισθανθούν ότι τα κέρδη και οι δραστηριότητές
τους απειλούνται117.
Το οργανωμένο έγκλημα της Πούλιας έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του
1970, όταν η συγκεκριμένη περιοχή έγινε το σημαντικότερο κέντρο της Ιταλίας για
το λαθρεμπόριο καπνικών ειδών, με αποτέλεσμα να «αποικισθεί» από διάφορες
γειτονικές οργανώσεις της Mafia και της Camorra118. Τα επόμενα χρόνια
εμφανίστηκαν γηγενείς οργανώσεις και συμμορίες εγκατεσπαρμένες σε διάφορα
σημεία της Πούλιας. Η πιο σημαντική οργάνωση από αυτές είναι η Sacra Corona
Unita της Βόρειας Πούλιας, που ιδρύθηκε το 1983 και αποτελεί έναν
συνεταιρισμό περίπου δέκα με δεκαεπτά οργανώσεων, που αριθμούν συνολικά
περίπου 1.000 μέλη119. Στην πραγματικότητα, παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις των
μέσων ενημέρωσης, η Sacra Corona Unitá ουδέποτε ήλεγχε το σύνολο του
οργανωμένου εγκλήματος της Πούλιας και παρότι κατέβαλε προσπάθειες να
μιμηθεί τη δομή και τις εσωτερικές τελετουργίες της ‘Ndragheta, η συνοχή και η
σταθερότητά της υπήρξαν ανέκαθεν πολύ χαμηλότερου επιπέδου120. Στις μέρες
μας, μετά την αποσκίρτηση αρκετών από τους αρχηγούς της και τη σύλληψη των
περισσοτέρων από τα μέλη της, η Sacra Corona Unitá δεν υφίσταται πλέον ως
μεμονωμένη, βιώσιμη οργάνωση121.
Παρά την παρακμή της Sacra Corona Unitá, οι δραστηριότητες του
οργανωμένου εγκλήματος στην Πούλια συνεχίζονται. Μέχρι πρότινος, το
λαθρεμπόριο τσιγάρων ήταν η κύρια πηγή εισοδήματος για τις περισσότερες
εγκληματικές οργανώσεις της Πούλιας. Από τις αρχές, όμως, της δεκαετίας του
116
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 32 – 33.
117
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 25.
118
Σύμφωνα με τη Europol, τόσο η Camorra όσο και το οργανωμένο έγκλημα της Πούλιας έχουν
εγκαθιδρύσει εκτεταμένες επαφές με το κινέζικο οργανωμένο έγκλημα, προκειμένου να
παράγουν, να μεταφέρουν και να διαθέτουν προϊόντα «μαϊμού». Βλ. Europol, EU Organised
Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 33.
119
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278. Εξάλλου, για μια εκτενή ανάλυση σχετικά με την ίδρυση και τις
δραστηριότητες της Sacra Corona Unita, βλ. Monica Massari, La Sacra Corona Unitá: potere e
segreto, Laterza, 1998, ιδίως σελ. 13 επ.
120
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278.
121
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 25.
27

1990, έχουν διαφοροποιήσει τις επενδύσεις τους, στην προσπάθειά τους να


εκμεταλλευθούν τη στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση που κατέχουν για το
λαθρεμπόριο ναρκωτικών και την παράνομη διακίνηση μεταναστών μέσω των
γειτονικών Βαλκανικών χωρών, ενώ, λόγω της έντασης της διασυνοριακής
συνεργασίας των ιταλικών διωκτικών αρχών με τις αντίστοιχες αλβανικές, οι
εγκληματικές οργανώσεις της Πούλιας αναγκάστηκαν να στραφούν και προς τον
εκβιασμό, την τοκογλυφία, τις ληστείες και την πλαστογραφία, για να
ισοσκελίσουν τις απώλειες στα κέρδη τους122.
Τέλος, κάποιες μικρότερης σημασίας εγκληματικές οργανώσεις και
συμμορίες, που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική και Νότια Σικελία και στη
Βόρεια Καλαβρία, όπως η “Stidda” στις επαρχίες του Agrigento και της
Caltanissetta ή οι “Laudani”, “Cursoti” και “Pillera-Cappello” στην Catania,
αναφέρονται συχνά ως οργανωμένο έγκλημα ή mafia123. Αν και η εσωτερική τους
συνοχή και οι οικονομικές και πολιτικές τους διασυνδέσεις124 είναι πολύ
χαμηλότερες από εκείνες των οικογενειών της Mafia και της ‘Ndragheta, σε
αρκετές περιπτώσεις έχουν κατορθώσει να απειλήσουν την υπεροχή των
τοπικών οικογενειών της Mafia, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού μελών τους
τοπικά και της μεγάλης ετοιμότητάς τους στη χρήση βίας125.
Σε οικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία του κεντρικού Ινστιτούτου
Στατιστικής της Ιταλίας, του έτους 1990, τα έσοδα μόνο της Mafia ανέρχονταν
κατά προσέγγιση στο ποσό των 3,5 έως 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο
έναντι συνόλου 10 έως 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που ήταν ο συνολικός
κύκλος εργασιών του συνόλου των εγκληματικών οργανώσεων της Ιταλίας. Αξίζει
να σημειωθεί ότι το δυσθεώρητο ποσό του ετήσιου κύκλου εργασιών του
οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία δεν εκφράζει παρά μόνο το 50% περίπου
των ετήσιων καθαρών κερδών που αποφέρει η οικονομική εγκληματικότητα στην
Ιταλία126.

122
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 279.
123
Ibid.
124
Εντούτοις, οι εγκληματικές αυτές οργανώσεις έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν διεθνείς
διασυνδέσεις, που κατά περίπτωση φθάνουν μέχρι τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία, την
Πορτογαλία, τη Βόρεια Αφρική, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Κολομβία.
125
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 25 – 26.
126
Βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 199.
28

Περαιτέρω, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών της


Ιταλίας, του έτους 1993, τα εκτιμηθέντα έσοδα του οργανωμένου εγκλήματος
στην Ιταλία ανήλθαν στο ποσό των 47 δισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου μόνο
από τις λαθρεμπορικές πράξεις, την τοκογλυφία, τα παράνομα παίγνια και την
πορνεία, χωρίς να έχουν συνυπολογιστεί τα έσοδα από απάτες, ληστείες,
εκβιάσεις και απαγωγές ούτε τα έσοδά τους από τη λειτουργία νόμιμων
επιχειρήσεων, οι οποίες συνήθως λειτουργούν ως «βιτρίνες»127.
Σε πολιτικό επίπεδο, η τεράστια οικονομική μεγέθυνση των εγκληματικών
οργανώσεων και οι συνεχιζόμενες προσπάθειές τους να ελέγξουν τις πολιτικές
αποφάσεις και την κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα, κάτι που κατά το μάλλον ή
ήττον έχουν καταφέρει τουλάχιστον στο τοπικό πολιτικό επίπεδο, εξανάγκασε την
κεντρική πολιτική εξουσία της Ιταλίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις
αρχές της δεκαετίας του ’90 να επιδοθεί σε έναν ανοιχτό πόλεμο κατά των
οργανώσεων της Mafia και των εγκληματικών οργανώσεων γενικότερα, που ως
επίδικο είχε, σε τελευταία ανάλυση, την μη άλωσή της από το οργανωμένο
έγκλημα. Αρκετοί δικαστές και πολιτικοί δολοφονήθηκαν στην προσπάθεια αυτή,
εντούτοις, για πρώτη φορά, οι δικαστικές έρευνες κατόρθωσαν να αποκαλύψουν
την ταυτότητα των αρχηγών της Mafia και τις δολοπλοκίες τους με το πολιτικό
σύστημα. Μετά την αρχική σταθερή κρατική αντίδραση, όμως, η ηττημένη Mafia
αναδιοργανώθηκε ταχύτατα128. Ήδη περί το έτος 1998, η Mafia είχε κατορθώσει
να προστατεύσει επιτυχώς τις νόμιμες δραστηριότητές της και να επανεπενδύσει
τα κεφάλαιά της, ενώ, άρχισε να ξαναχτίζει τους δεσμούς της με την πολιτική
εξουσία. Όπως υπογραμμίζουν οι Saija και Irrena129, «είναι ακριβώς το γεγονός
ότι η διασταύρωση μεταξύ της νόμιμης και της παράνομης οικονομίας λαμβάνει
χώρα σε τόσο υψηλό, αόρατο επίπεδο, που καθιστά το φαινόμενο τόσο
φθοροποιό και τόσο επίμονο».
Η πολιτική εξουσία είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο «αδύναμος κρίκος».
Περαιτέρω, επί του παρόντος, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί η έκταση που η
πολιτική ηγεσία της Σικελίας αποτελεί μια άμεση έκφραση της Mafia ή αν οι
σχέσεις είναι περιορισμένες απλά σε κάποιες συμφωνίες. Το βέβαιο είναι ότι

127
Βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 199.
128
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 394.
129
Ibid, σελ. 395.
29

τόσο οι μέθοδοι, όσο και η επιρροή των εγκληματικών οργανώσεων στη σικελική
κοινωνία έχουν αλλάξει. Η εγκληματική διάβρωση έχει γίνει πιο επικίνδυνη σε
σχέση με το παρελθόν, καθώς έχει γίνει «δομική», υπό την έννοια ότι δεν
συνδέεται με συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των αρχηγών και των πολιτικών,
αλλά αποτελεί ένα τμήμα της δομής της εξουσίας130. Με άλλα λόγια,
περιλαμβάνει τεράστια τμήματα της κοινωνίας, στα οποία παρέχει μια λύση, έστω
και βίαιη ή παράνομη, σε υπαρκτές και ουσιώδεις ανάγκες. Η σύγχρονη Mafia
δεν τρέφει κανένα σεβασμό για τους πολιτικούς και την πολιτική, αλλά έχει
καταλάβει μια ολόκληρη περιοχή, στην οποία έχει εγκαθιδρύσει τους δικούς της
κανόνες. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καμιά ανάγκη από φίλους, επειδή έχει
καταφέρει να πείσει για την ικανότητά της να θέτει τα πάντα υπό την επιρροή και
τον έλεγχό της131. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν θέτουν ως
προτεραιότητά τους, ούτε κατορθώνουν να δώσουν βιώσιμες λύσεις στα
υπαρκτά και πιεστικά, τις περισσότερες φορές, κοινωνικά προβλήματα,
δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση σ’ ολόκληρη την περιοχή της
βίαιης ισχύος της Mafia και τη νομιμοποίησή της στις συνειδήσεις των πολιτών132.

3. H Αμερικανική Cosa Nostra

Το μεταναστευτικό ρεύμα μεταξύ των ετών 1870 – 1920 από τη Σικελία


προς τις ΗΠΑ έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί για την ανάπτυξη του
οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική. Είναι, όμως, μάλλον εύκολο και ανέξοδο
να στιγματίζονται οι μετανάστες για την άνοδο της εγκληματικότητας σε μια
δεδομένη περιοχή και να μη διερευνώνται εις βάθος οι υλικές κοινωνικές και
οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του φαινομένου του
οργανωμένου εγκλήματος στη συγκεκριμένη και όχι σε κάποια άλλη περιοχή.
Η δράση εγκληματικών οργανώσεων στις ΗΠΑ εντοπίζεται ιστορικά ήδη
αμέσως μετά την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου, στις δραστηριότητες των

130
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 396.
131
Ibid, σελ. 397.
132
Ibid, σελ. 396. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που συστρατεύεται η κοινωνία με πολιτικούς
ταγμένους στον αγώνα κατά της Mafia, όπως στην περίπτωση της σικελικής πόλης Gela, τότε
μπορούν να υπάρξουν απτά αποτελέσματα. Βλ. Stefano Becucci, Criminal infiltration and social
mobilisation against the Mafia. Gela: a city between tradition and modernity, Global Crime, vol.
12, no. 1, 2011, σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 15 επ.
30

οργανωμένων ομάδων πειρατών133, ενώ κορύφωση μορφής οργανωμένου


εγκλήματος με προσωποπαγή, μάλλον, χαρακτήρα, αποτελούν οι συμμορίες
«παρανόμων» (“outlaws”) της «άγριας δύσης»134, οι οποίες έδρασαν κυρίως κατά
τα έτη 1850-1890. Ταυτόχρονα, το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να ανευρεθεί και
κατά την Περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ των Βορείων και των Νοτίων
Πολιτειών της Αμερικής135. Περαιτέρω, εκτός από τις μεγάλης κλίμακας απάτες
και τη συλλογική καθημερινή βία ενάντια στους γηγενείς και τους αφρο-
αμερικανούς, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ύπαρξη Αμερικανικού
οργανωμένου εγκλήματος επιβεβαιωμένα προηγείται του Ιταλο-Αμερικανικού
οργανωμένου εγκλήματος. Σύμφωνα με την έρευνα του Gilfoyle136 στον τομέα
της παράνομης πορνείας και της χαρτοπαιξίας στη Νέα Υόρκη, υπήρχαν και
λειτουργούσαν βίαιες Αμερικανικές και Ιρλανδικές εγκληματικές οργανώσεις ήδη
από τις απαρχές του 19ου αιώνα. Ενώ, και ο Albini αναφέρει επιχειρήσεις σχετικές
με την πορνεία κατά τη δεκαετία του 1850 στο Σικάγο137.
Πράγματι, στις ΗΠΑ, η οργανωμένη εγκληματική δράση ξεκίνησε πολύ
πριν την άφιξη των Ιταλών μεταναστών, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου
αιώνα, με τους οποίους συνήθως συνδέεται. Τα οργανωμένα σε ιεραρχική βάση
συνδικάτα του εγκλήματος της Αμερικής του μεσοπολέμου δεν οφείλονται αιτιακά
στο κύμα Ιταλών μεταναστών που χρονικά προηγήθηκε, παρά το γεγονός ότι
είναι μάλλον διαδεδομένη η αντίληψη ότι «οι ΗΠΑ με κάποιον τρόπο εισήγαγαν
μία mafia από την Ιταλία και ότι πολλοί μετανάστες ήταν εγκληματίες»138.
Εξάλλου, εάν υποτεθεί ότι όντως το ιταλικό μεταναστευτικό ρεύμα προς
την Αμερική ευθύνεται για την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στην
Αμερική, δεδομένου ότι το μεταναστευτικό ρεύμα από τη Σικελία δεν

133
Για την οργανωμένη δράση των πειρατών και τον τρόπο που αυτή εξελισσόταν επηρεασμένη
τόσο από τις συνθήκες που επικρατούσαν στις τοπικές κοινωνίες όσο και από την
«αυτοκρατορική» καταστολή βλ. Arne Bialuschewski, Pirates, markets and imperial authority:
economic aspects of maritime depredations in the Atlantic World, 1716 – 1726, Global Crime, vol.
9, no. 1 & 2, 2008, σελ. 52 – 65.
134
Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο έγκλημα: θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 300.
135
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 159.
136
Βλ. Timothy Gilfoyle, City of Eros: New York City, Prostitution and the Commercialization of
Sex, 1790-1920, W.W. Norton, 1992, σελ. 27.
137
Βλ. Michael Woodiwiss, Review Article – The World of Organized Crime, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 232, όπου αναφέρεται ότι ο Roger Plant, ο οποίος είχε μεταναστεύσει από την
Αγγλία, διηύθυνε κατά τη δεκαετία του 1850 τα «σπίτια» του στο Chicago με τη βοήθεια φονιάδων
και τη συνενοχή της αστυνομίας.
138
Βλ. Jay Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 11.
31

περιορίστηκε μόνο στη Βόρεια Αμερική, αλλά κατευθύνθηκε, επίσης, με μαζικούς


όρους προς τη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Αγγλία, θα έπρεπε να είχε
παρατηρηθεί αντίστοιχα μεγάλη ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος και σ’
αυτές τις περιοχές και θεαματική εμφάνιση ατόμων ιταλικής καταγωγής στα
«οργανογράμματα» μελών τους. Αυτή, όμως, η υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται από
την εμπειρική πραγματικότητα. Όπως παρατηρεί ο Della Cava139, στη Βραζιλία
και την Αργεντινή όχι μόνο οι Ιταλοί και οι απόγονοί τους σπανίως συνδέονται με
την επαγγελματική εγκληματικότητα, αλλά ακόμη και το ίδιο το οργανωμένο
έγκλημα υφίσταται σε μια εξαιρετικά μειωμένη κλίμακα. Ενώ, και ο Albini, με βάση
έρευνα που διεξήγαγε στη Μεγάλη Βρετανία, σημειώνει ότι οι Ιταλοί είναι
πρακτικά ανύπαρκτοι, ως μια κεφαλαιώδης δύναμη στην οργανωμένη
εγκληματική δραστηριότητα140.
Οι Σικελοί δεν υπήρξαν σε τίποτα διαφορετικοί στο επίπεδο της μεθόδου
δράσης τους ή στην οργανωτική τους δομή, σε σχέση με άλλες εθνικές ομάδες,
αν συγκριθούν με όρους επιτυχίας στις οργανωμένες εγκληματικές τους
επιχειρήσεις στην Αμερική. Απλά, κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών,
οι Σικελοί μετατράπηκαν σε τηλεοπτικό σόου, το οποίο παρακολουθούσε
εναγωνίως ολόκληρη η Αμερική141, σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της

139
Βλ. Ralph Della Cava, The Italian immigrant experience: Views of a Latin – Americanist, στο
Silvano M. Tomasi (ed), Perspectives in Italian immigration and ethnicity: proceedings of the
symposium held at Casa Italiana, Columbia University, May 21-23, 1976, Center for Migration
Studies, New York, 1977, σελ. 197.
140
Βλ. Joseph Albini, Organized crime in Great Britain and the Caribbean, στο Robert Kelly (ed),
Organized Crime: A global perspective, MD: Rowman & Littlefield, Lanham, 1986, σελ. 95 – 122.
141
Το 1951, συστάθηκε εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση του φαινομένου του οργανωμένου
εγκλήματος (υπό την προεδρία του Γερουσιαστή Estes Kefauver), η οποίακατέληξε σε τέσσερα
συμπεράσματα: 1) Υπάρχει ένα πανεθνικό εγκληματικό συνδικάτο γνωστό ως Mafia, που τα
πλοκάμια του βρίσκονται σε πολλές μεγάλες πόλεις. Έχει διεθνή παρακλάδια που φαίνονται πιο
καθαρά στη διακίνηση ναρκωτικών. 2) Οι αρχηγοί της βρίσκονται συνήθως να ελέγχουν τις πιο
προσοδοφόρες επιχειρήσεις στις πόλεις τους. 3) Υπάρχουν ενδείξεις μιας κεντρικής διεύθυνσης
και ελέγχου αυτών των παρανόμων επιχειρήσεων, αλλά η αρχηγία φαίνεται να διαμοιράζεται σε
μια ομάδα παρά να την κατέχει ένα άτομο. 4) Η Mafia είναι το τσιμέντο που βοηθά στη σύνδεση
του συνδικάτου των Costello – Adonis – Lansky της Νέας Υόρκης και του συνδικάτου των
Accardo – Guzic – Fischetti του Σικάγο, όπως επίσης και των μικρότερων εγκληματικών
συμμοριών και μεμονωμένων εγκληματιών σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αυτές οι ομάδες διατήρησαν
επαφή με τον Charlie (Lucky) Luciano μετά την απέλασή του από τη χώρα. Στις αρχές της
επόμενης δεκαετίας, το 1963, συστάθηκε και δεύτερη σχετική εξεταστική επιτροπή, η «Senate
Permanent Subcommittee on Investigations», (υπό την προεδρία του Γερουσιαστή John L.
McClellan), στην οποία κατέθεσαν γνωστοί αρχιμαφιόζοι σε απευθείας τηλεοπτική αναμετάδοση.
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 8.
Η επιτροπή Kefauver και ο Kefauver προσωπικά κατηγορήθηκαν ότι για να τραβήξουν την
προσοχή των πολιτών μακριά από τα άμεσα, καθημερινά και πιεστικά προβλήματα που
αντιμετώπιζαν, και για να συσκοτίσουν τα ελαττώματα και τις παταγώδεις αποτυχίες της
κυβέρνησης, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Τρούμαν, δημιούργησαν την ομώνυμη
επιτροπή, οι καταθέσεις της οποίας αναμεταδίδονταν τηλεοπτικά. Στην πραγματικότητα, δεν
32

ότι η πραγματική απειλή που θέτει το οργανωμένο έγκλημα, βρίσκεται έξω από
τα σύνορά της και αυτό που βιώνει είναι μια μορφή εισβολής των ξένων και της
μυστικής κρυφής τους κοινωνίας142.
Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι οργανωμένοι
εγκληματίες, πολλές φορές, μεταναστεύουν. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση
ορισμένων Σικελών μαφιόζων. Αυτό, όμως, που φέρνουν μαζί τους είναι απλά
και μόνο οι εγκληματικές τους αξίες και η τεχνική τους. Σε καμιά περίπτωση δεν
μπορούν να μεταθέσουν χωρικά ένα ολόκληρο πολιτισμικό σύστημα αξιών, το
οποίο ευνόησε, όπως εκθέσαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, στη
συγκεκριμένη χώρα την ανάπτυξη της Mafia. Συνεπώς, η δομή του οργανωμένου
εγκλήματος και η δυνατότητα των εγκληματιών να την εφαρμόσουν σε κάθε μια
δεδομένη χώρα, εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες και το κοινωνικό και
οικονομικό σύστημα αυτής της χώρας, που ενδέχεται είτε να ενθαρρύνουν την
εμφάνισή του, είτε να σταματήσουν εν τη γενέσει την ανάπτυξή του143. Αντίθετα
με τις λαϊκές πεποιθήσεις, οι συγκεκριμένες εθνικές ομάδες δεν είναι σε θέση
ούτε να δημιουργήσουν, ούτε να αποφασίσουν, αν θα υπάρξει η Mafia, αφού οι
κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες είναι αυτοί που στήνουν το
«σκηνικό» για την εμφάνιση και την επιτυχία της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι στην ιστορία των
Ηνωμένων Πολιτειών μέλη από σχεδόν κάθε εθνική ομάδα βρέθηκαν να
συμμετέχουν στο οργανωμένο έγκλημα και ότι η μέθοδος που ακολουθούσαν
ήταν κοινή. Προκειμένου να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός, μάλλον, θα πρέπει να
απομακρύνουμε την εστίασή μας από τις πολιτισμικές διαφορές, τις διαφορετικές
εγκληματικές κουλτούρες και την οργανωτική δομή των ομάδων του
οργανωμένου εγκλήματος και να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο
γεγονός ότι η Αμερική ανέκαθεν υπήρξε η χώρα των μεγάλων ευκαιριών για την
ανάπτυξη και την επιτυχία του οργανωμένου εγκλήματος. Η ύπαρξη μιας
εκτεταμένης και συνεχώς ανανεώσιμης αγοράς με ανάγκες και απαιτήσεις για

πέτυχαν μόνο τον αρχικό τους στόχο, αλλά κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ολόκληρο
κοινωνικό στερεότυπο, έναν σύγχρονο μύθο γύρω από το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική και
τη «Μαφία». Βλ. Joseph Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 64 και Howard Abadinsky, Organized
Crime, όπ.παρ., σελ. 62 επ.
142
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 155.
143
Ibid, σελ. 154 και 159.
33

παράνομα αγαθά, που υποκρύπτονται κάτω από έναν μανδύα άκαμπτης ηθικής,
έχει δημιουργήσει ένα σύστημα, που στο πλαίσιό του μπορεί να αποκτηθεί
τεράστιος οικονομικός πλούτος, δεδομένου ότι κάποιος θέλει να αναλάβει την
προσωπική διακινδύνευση ενός πιθανού εγκλεισμού ή του ενδεχόμενου θανάτου
του ή και των δύο και έχει την εξυπνάδα να αποκτήσει πολιτική προστασία για τις
παράνομες επιχειρήσεις του είτε μέσω εκδουλεύσεων για τους προστάτες του,
είτε μέσω της απευθείας πληρωμής τους144.
Το φαινόμενο της ερμηνείας του οργανωμένου εγκλήματος με όρους που
σχετίζονται με την εθνική καταγωγή των μελών του, αντί με βάση την ίδια την
οργανωμένη εγκληματική συμπεριφορά, αποκαλείται «παγίδα της αγάπης για το
έθνος» (“ethnicity trap”). Η υπερβολικά στενή αυτή θεώρηση οδηγεί σε
αδικαιολόγητες στερεοτυπικές απεικονίσεις των εθνικών ομάδων, αγνοεί το
γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα διαπράττεται από ομάδες στις οποίες
συμμετέχουν πολλές και διαφορετικές εθνικές ομάδες και ότι η δημόσια ζήτηση
παράνομων αγαθών και υπηρεσιών είναι αυτή που καθοδηγεί στην ανάπτυξη
οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.
Υπό αυτή την έννοια, η κατηγοριοποίηση με βάση την εθνική καταγωγή, μπορεί
να αποτελέσει παγίδα145 κατά τη διαδιακασία κατανόηση της παρουσίας ή της
απουσίας του οργανωμένου εγκλήματος146.
Το αμερικάνικο οργανωμένο έγκλημα, γνωστό ως Αμερικανική mafia ή
Cosa Nostra, διατήρησε δεσμούς με τη γεωγραφική περιφέρεια της
νεωτερικότητας, λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων που
υποδέχθηκαν τα αμερικάνικα αστικά κέντρα, εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού
εκβιομηχάνισης. Η μαζική μετανάστευση δεν αποτέλεσε την αιτία, αλλά έναν από
τους ουσιώδεις όρους ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος. Ταυτόχρονα, οι
διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Σικελίας και της
Αμερικής, αναμενόμενα, προσέδωσαν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά στην
Cosa Nostra.

144
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 155.
145
Σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας, η ενδιάμεση θέση φαίνεται να είναι η ορθή, αφού αφενός,
οι διωκτικοί μηχανισμοί οφείλουν να ξανασκεφθούν τον τρόπο κατηγοριοποίησης, ενώ
αφετέρου,η ανίχνευση των τάσεων ανάμεσα στις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, μπορεί να
παράσχει χρήσιμες κατευθύνσεις στην αντεγκληματική πολιτική. Βλ. Aili Malm / Gisela Bichler /
Rebecca Nash, Co-offending between criminal enterprise groups, Global Crime, vol. 12, no. 2,
2011, σελ. 112 επ., ιδίως σελ. 128.
146
Βλ. Jay S. Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 11.
34

Και συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα στην


Αμερική των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν σε πλεονεκτική θέση, σε
σχέση με τον αδύναμο τοπικό μηχανισμό του κράτους, που προσπαθούσε να
αναπτυχθεί σε συνθήκες ταχύτατης αστικοποίησης, και ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι κατάφερνε σε κάποια έκταση να αποφεύγει την εγκληματοποίηση
στις τοπικές κοινότητες δυνάμει μιας ανταγωνιστικής νομιμοποίησης, με ανάλογο
τρόπο με την παραδοσιακή σικελική εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος, η
Cosa Nostra ακύρωνε τις κοινωνικές σχέσεις ελέγχου του εγκλήματος πιο πολύ
με τη δυνατότητά της να ελέγχει επαρκείς οικονομικούς πόρους για να δωροδοκεί
ή να διαφθείρει την κρατική μηχανή ή και να εκφοβίζει οποιοδήποτε μέλος των
κρατικών αρχών προτίθετο να καταθέσει στοιχεία εναντίον της. Αυτή η πρακτική
της την έφερνε σε αντίθεση με την μόνιμη επιδίωξη σεβασμού και νομιμοποίησης
που διακατείχε τον παραδοσιακή σικελική Mafia147. Καθώς οι μηχανισμοί του
σύγχρονου κράτους άρχισαν να εδραιώνονται, η διαφθορά148 και όχι η
υποκατάσταση του κράτους, έγινε το κυρίαρχο στοιχείο του τρόπου δράσης του
αμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος149.
Πράγματι, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, σε σχέση με την αγροτική σικελική
εκδοχή, η αμερικανική Mafia από το 1920 και εντεύθεν ενδυνάμωσε τον
οικονομικό της ρόλο. Η χρήση εγκληματικής βίας αναπτύχθηκε ως ένας τρόπος
«αναγκαστικής εισόδου» από την περιφέρεια στη διαδικασία της νεωτερικότητας,
καθώς ένας μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων μεταναστών μπορούσε να
παρακάμπτει τους νόμους της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, διαδικασία που
επιταχύνθηκε από το ρόλο του οργανωμένου εγκλήματος στην παραγωγή και
διακίνηση παράνομων οινοπνευματωδών ποτών κατά την περίοδο της
Ποτοαπαγόρευσης της δεκαετίας του 1920150.

147
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ.185.
148
Βλ. και A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing Office, Washington D.C.,
1967, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.ncjrs.govpdffiles1nij42.pdf., σελ. 191 και 193.
149
Βλ. Frank Pearce, Crimes of the powerful. Marxism, Crime and Deviance, εκδ. Pluto Press,
1976, σελ. 129 επ., όπου παρατίθεται η πολύ χαρακτηριστική άποψη του Allsop, ενός σύγχρονου
του Al Capone, για το ζήτημα της υποκατάστασης της τοπικής εξουσίας από το οργανωμένο
έγκλημα. ∆ηλώνει, λοιπόν, ο Allsop: «ο Capone και οι άλλοι πίστευαν ότι κυβερνούσαν την πόλη,
αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι το έκαναν. Ήταν τα εκτελεστικά όργανα και οι τεχνικοί. Η πόλη
κυβερνούνταν από τους πολιτικούς και από το ∆ημαρχείο και τα μεγάλα αφεντικά δεν
ενδιαφέρονταν, αν οι γκάγκστερς σκοτώνονταν μεταξύ τους, αρκεί να εξακολουθούσαν να τους
παραδίδουν τα χρήματα».
150
Πριν την ποτοαπαγόρευση υπήρχαν διάσπαρτες διάφορες μαφιόζικες ομάδες στην Αμερική,
που κατάγονταν από τις μυστικές εταιρίες της Ιταλίας του Νότου και παρά την κοινή καταγωγή και
35

Αποτέλεσμα της διαφοροποίησης της προς τα έξω εμφάνισης του


οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο, στην αμερικανική εκδοχή του, προέκρινε
ξεκάθαρα το χρηματικό όφελος έναντι του κοινωνικού κύρους και της διαιτησίας,
ήταν η αλλαγή των σχέσεων με την κοινότητα, σε σύγκριση με την παραδοσιακή
σικελική Mafia. Ο κακοποιός, πλέον, άρχισε να χάνει την κοινωνική του θέση και
τη νομιμοποίησή του στην τοπική κοινότητα. Αφ’ ης στιγμής, ο mafioso δεν
εκπλήρωνε καμιά απαραίτητη προστατευτική ή διαιτητική λειτουργία, στο πλαίσιο
του κοινωνικού συστήματος, δεν κατείχε και καμιά νομιμοποίηση στην τρέχουσα
κοινωνική ηθική. Έτσι, έπαψε να είναι “Mafioso” και έγινε απλώς εγκληματίας.
Ειδικότερα, το 1920, ψηφίστηκε ο νόμος “Volstead Act”151 ή αλλιώς
“National Prohibition Act”, ο οποίος απαγόρευε την παραγωγή, πώληση,
μεταφορά, εισαγωγή και εξαγωγή αλκοόλ από τις ΗΠΑ. Η απαγόρευση όχι μόνο
δεν επηρέασε τη ζήτηση, αλλά έδωσε έναυσμα για την ανάπτυξη οργανωμένης
παραγωγής και εμπορίας οινοπνευματωδών ποτών152. Οι ομάδες που
δημιουργήθηκαν, δεν είχαν τον τύπο του «συνδικάτου», αλλά λειτούργησαν ως
εμπορικές επιχειρήσεις προσαρμοσμένες στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες
κάθε περιοχής, σε στενή «συνεργασία» με την αστυνομία153.
Με την Ποτοαπαγόρευση το οργανωμένο έγκλημα μετασχηματίσθηκε σε
συστατικό στοιχείο της δημόσιας ζωής στις ΗΠΑ154. Αρκεί να αναφερθεί ότι κατά
την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης, περίπου το 80% των ατόμων του ποινικού

τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς που συνέδεαν τα μέλη τους, δρούσαν ανεξάρτητα η μία
από την άλλη. Στην πράξη, η κάθε ομάδα διαφέντευε σε κάποιον τομέα, που συχνά είχε
καταφέρει να κατακτήσει με τη βία. Οι πιο ισχυροί επικρατούσαν των άλλων, με αποτέλεσμα να
δημιουργηθούν στην πορεία μεγαλύτερες ομάδες, με πιο εκτεταμένο πεδίο δράσης και
συνακόλουθα μεγαλύτερα κέρδη. Η κατά το έτος 1920 «ποτοαπαγόρευση» παρέσχε το ιδεώδες
έδαφος για την ανάπτυξη και εξάπλωση των ήδη υπαρχουσών παράνομων επιχειρήσεων, αλλά
και για την ανάδειξη νέων εγκληματικών προσωπικοτήτων και μορφών οργάνωσης. Εκείνη την
περίοδο, κυρίως με τη δράση του Al Capone, το οργανωμένο έγκλημα εισέρχεται δυναμικά στο
εγκληματικό προσκήνιο των ΗΠΑ. Βλ. αντί άλλων, Howard Abadinsky, Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 58 επ.
151
Από το όνομα του Andrew Volstead, βουλευτή του Κογκρέσου, από τη Μινεσότα και βασικού
εισηγητή της National Prohibition Act, καθώς και της 18ης αναθεώρησης του Συντάγματος (16-2-
1920) των ΗΠΑ. Με το σκεπτικό ότι πολλά εργατικά ατυχήματα οφείλονταν στη χρήση αλκοόλ,
απαγορεύτηκε, τελικά, η παραγωγή, διακίνηση, χρήση, εισαγωγή ή εξαγωγή οινοπνευματωδών
ποτών στις ΗΠΑ.
152
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 104.
153
Βλ. Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 70 – 75.
154
Ο Al Capone επιγραμματικά είχε πει: «Βγάζω χρήματα ικανοποιώντας ένα λαϊκό αίτημα. Εάν
παραβιάζω το νόμο, τότε οι πελάτες μου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται εκατοντάδες
από τους πιο γνωστούς και ευυπόληπτους πολίτες του Chicago, είναι τόσο ένοχοι όσο κι εγώ. Η
μόνη διαφορά ανάμεσά μας είναι ότι εγώ πουλάω, ενώ αυτοί αγοράζουν. Όλοι με αποκαλούν
κακοποιό, αλλά εγώ χαρακτηρίζω τον εαυτό μου επιχειρηματία». Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το
εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, όπ.παρ., σελ. 768.
36

μηχανισμού συνεργάσθηκε με τις εγκληματικές επιχειρήσεις155. Οι περισσότερες,


μάλιστα, ηγετικές φυσιογνωμίες του οργανωμένου εγκλήματος, που κυριάρχησαν
τα επόμενα 30 – 40 χρόνια, είχαν ξεκινήσει την «καριέρα» τους ως λαθρέμποροι
οινοπνευματωδών ποτών.
Πράγματι, η περίοδος της Ποτοαπαγόρευσης αποτέλεσε το κομβικό
σημείο τομής, που έδωσε την καθοριστική ώθηση, λόγω των νέων κοινωνικών
συνθηκών που δημιούργησε156, για τη δημιουργία των μεγάλων οικογενειών
μαφιόζων της Αμερικής. Αυτή η νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα
οδήγησε και στον εξοντωτικό «πόλεμο» των συμμοριών157 στα τέλη της δεκαετίας
του 1920, στον οποίο συμμετείχαν διαφορετικές εθνικά εγκληματικές οργανώσεις,
μεταξύ των οποίων και η «Unione Siciliano»158. Η σύγκρουση αυτή ονομάστηκε
«Castellammare War»159 και άνοιξε το δρόμο για τη στρατηγική συμμαχία, που

155
Βλ. James Ostrowski, The Moral and Practical Case for Drug Legislation, Hofstra Law Review,
vol. 18, no. 3, 1990, σελ. 640 – 652.
156
Αφού εξαιτίας της διαμορφώθηκαν νέα μεγάλα πεδία κερδοφορίας για το οργανωμένο
έγκλημα, το οποίο ήλεγχε σε απόλυτο βαθμό το λαθρεμπόριο αλκοόλ.
157
Για την περίοδο διαμόρφωσης και μετεξέλιξης του ιταλοαμερικανικού οργανωμένου
εγκλήματος 1890-1931 δεν υπάρχουν συστηματοποιημένα και ακριβή στοιχεία και πολύ συχνά τα
γεγονότα αυτής της περιόδου και ιδιαίτερα όσα συνέβησαν κατά την κομβική περίοδο από τον
Ιούνιο του 1930 έως τον Απρίλιο του 1931, που διήρκεσε ο “Castellammare War”, κινούνται στο
χώρο του μύθου, ενώ, οι αναφορές στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι πολύ συχνά
αντιφατικές. Βλ. ιδίως τη σχετική κριτική του Alan Block, Space, Time and Organized Crime, (2nd
Edition), Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1994, σελ. 4 – 16.
Σύμφωνα με τον Cressey, εξάλλου, «δεν έχουμε μια χρονολόγηση των μαχών, για να μην
αναφέρουμε τις ερμηνείες για την αιτιολόγηση που αφορούν την τακτική, τη στρατηγική και τις
ειρηνευτικές συμφωνίες», παρά το γεγονός ότι «η σύγκρουση του 1930-1931 και η συμφωνία
ειρήνης του 1931 είχαν άμεσα αποτελέσματα στις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις του
έθνους». Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation: The structure and operations of organized
crime in America, Harper and Row, New York, 1969, σελ. 36 – 45 και σελ. 47.
158
Η «Unione Siciliano» ως πρότυπο είχε την οργανωτική δομή της Mafia. Τα ηνία της ανέλαβε το
1931 ο Charlie (“Lucky”) Luciano, ο οποίος επιχείρησε και εν πολλοίς κατάφερε να αναπτύξει
στρατηγικές συμμαχίες σε πανεθνικό επίπεδο δημιουργώντας μια μορφή εγκληματικής
«συνομοσπονδίας». Σταμάτησε την αντιπαράθεση και συμμάχησε με τον Al Capone στο Σικάγο
και με τον Joe Adonis στο Μπρούκλυν, ενώ, συμμάχησε προσωπικά στις επιχειρήσεις του
αλκοόλ με τους ισχυρότατους μαφιόζους Meyer Lansky και Bugs Siegel. Βλ. Σχετικά, Donald R.
Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 7, όπου αναφέρει
μια εξαιρετική κατάθεση του 1939 του Davis ενός πρώην γενικού εισαγγελέα, ο οποίος αν και είχε
αναλάβει τη δίωξη μιας εγκληματικής οργάνωσης στη Νέα Υόρκη, στη συνέχεια, έγινε στέλεχός
της καταλαμβάνοντας τη θέση του «διαφθορέα» (“Corrupter”) της οργάνωσης, αλλά, κατόπιν,
αλλάζοντας στρατόπεδο εκ νέου, κατέθεσε υπέρ του κράτους.
159
Οι ηγετικές προσωπικότητες σ’ αυτή τη σύγκρουση ήταν ο Salvatore Maranzano, αρχηγός της
εγκληματικής οικογένειας του Μπρούκλυν στη Νέα Υόρκη, ο οποίος συνήψε συμμαχίες και με
άλλες οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να αντιμετωπίσει με πολεμικό τρόπο τον «Αρχηγό
των Αρχηγών» (“boss of bosses”) Giuseppe Masseria, με στόχο τον έλεγχο του ιταλικού
εγκληματικού υποκόσμου της Νέας Υόρκης. Η ομάδα του Maranzano αντιπροσώπευε την
παραδοσιακή «αριστοκρατική» τρόπον τινά Mafia της Σικελίας, που είχε ακόμη στενές επαφές με
το φεουδαρχικό παρελθόν της και ενδιαφερόταν να συγκαλύπτει τα εγκλήματα κάτω από το
μανδύα του «Άνδρα της Τιμής». Η ομάδα του Masseria από την άλλη, που ήταν πιο γειωμένη με
την αμερικανική πραγματικότητα των αναπτυσσόμενων βιομηχανικών μεγαλουπόλεων και
37

επιτεύχθηκε το 1930-1931160, μεταξύ των ιταλικών και σικελιάνικων συμμοριών


που κατάφεραν να βρουν νικήτριες από την αιματηρή αυτή διαμάχη και
αποκαλούνταν στο εξής «the Mafia»161. Αυτή ήταν η χρονική στιγμή που
«πέθανε» ο προ της Ποτοαπαγόρευσης Υπόκοσμος και δημιουργήθηκε μια νέα
εγκληματική πραγματικότητα. Οι οικονομικές και οργανωτικές τάσεις της
προηγούμενης περιόδου επιταχύνθηκαν, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν νέες
διοικητικές αρχές και πολιτικές που ανταποκρίνονταν καλύτερα στην νέα
αμερικανική οικονομική πραγματικότητα162. Ο “Castellammare War” δεν
σηματοδότησε απλά την υποκατάσταση ενός συστήματος εξουσίας από ένα
άλλο, όπως συμβαίνει σε ένα πραξικόπημα, αλλά οδήγησε στην αντικατάσταση

αποτελούσε γέννημα θρέμμα της ίδιας της οικονομικής της εξέλιξης, αντιπροσώπευε το
ευρισκόμενο στα σπάργανα ακόμη, αλλά ιδιαίτερα δυναμικό από τη φύση του βιομηχανοποιημένο
οργανωμένο έγκλημα. Τελικά, ο Masseria προδόθηκε από τους στενότερους συνεργάτες του και
δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 1931. Ο Maranzano, μετά την εξέλιξη αυτή, κατέστη
αδιαφιλονίκητος ηγέτης και απήλαυσε μια τεράστια, ίσως και μοναδική στα χρονικά του
οργανωμένου εγκλήματος, επιρροή σε όλες τις οικογένειες του αμερικανικού οργανωμένου
εγκλήματος. Λόγω εσωτερικών εντάσεων και φιλοδοξιών δολοφονήθηκε, όμως και αυτός το
Σεπτέμβριο του 1931 από τον Lucky Luciano. Βλ. αναλυτικά, David Critchley, Buster, Maranzano
and the Castellammare War, 1930 – 1931, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 43 – 78 και
Humbert Nelli, The Business of Crime: Italians and Syndicate Crime in the United States, Oxford
University Press, New York, 1976, σελ. 199 – 206.
160
Σύμφωνα με τον Cressey, μετά το πέρας του Castellammare War, τον Σεπτέμβρη του 1931
διενεργήθηκαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαρίσεις στα ηγετικά κλιμάκια (40 δολοφονίες αρχηγών)
των εμπλεκόμενων εγκληματικών οργανώσεων, για το λόγο αυτό την περίοδο αυτή την ονομάζει
«Ημέρα Εκκαθάρισης» (“Purge Day”). Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation, όπ.παρ., σελ.
44 – 45, Joseph L. Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime – An
Evaluation, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 23. Πρβλ.
Humbert Nelli, The Business of Crime: Italians and Syndicate Crime in the United States,
όπ.παρ., σελ. 183 και 200 – 203 και Alan Block, History and Study of Organized Crime, Harper
and Row, New York, 1971, σελ. 460, σύμφωνα με τους οποίους η «Ημέρα Εκκαθάρισης»
αποτελεί έναν μύθο. Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Maas, παρά το γεγονός ότι η λίστα των θανάτων
που μπορούν να αποδοθούν άμεσα ή έμμεσα στο θάνατο του Maranzano, μπορεί να διευρυνθεί,
σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει στα επίπεδα των ξέφρενων αιματοχυσιών που
περιγράφει ο σχετικός μύθος. Βλ. Peter Maas, Underboss: Sammy the Bull Gravano's story of life
in the Mafia, HarperCollins Publishers, New York, 1997, σελ. 33.
161
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 4.
162
Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα για τη Σικελική Mafia, είναι αναμενόμενες οι
συγκρούσεις ανάμεσα σε εγκληματικές οργανώσεις που εκπροσωπούν το «παλιό» και σε άλλες
που εκπροσωπούν το νέο. Στην περίπτωση του Castellammare War, τα δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα έλαβαν το όνομα “Greasers” το πρώτο και “Americanisers” το δεύτερο. Ο όρος
«Greaser» στην κυριολεξία σημαίνει λιπαντής, γρασαδόρος και στη συγκεκριμένη περίπτωση
αναδεικνύει την ιδιότητα του μετανάστη, ο οποίος συνήθως αναλαμβάνει χειρωνακτικές εργασίες.
Ενώ, ο όρος «Americanisers» σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως
«αμερικανάκια» και υποδεικνύει τον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων αυτών
στην αμερικανική κοινωνία. Βλ. σχετικά και David Critchley, Buster, Maranzano and the
Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 67 επ.
38

ενός τύπου εξουσίας από έναν άλλο163. Έτσι, τέθηκε, εκ των πραγμάτων, υπό
αμφισβήτηση η απόλυτη εξουσία του «Αρχηγού των Αρχηγών» (“Boss of
Bosses”) και, μέσα από παζάρια και υποχωρήσεις, γεννήθηκε η εποχή της
συνομοσπονδίας εγκληματικών οργανώσεων και της «Επιτροπής» (“the
Commission”)164.
Τα αποτελέσματά του φάνηκαν και στο ζήτημα της στρατολόγησης μελών.
Έτσι, πριν το 1930, η βάση στρατολόγησης ήταν υπερβολικά στενή, καθώς η
διαδικασία ένταξης ακολουθούσε τρεις οδούς: 1. επιλέγονταν άτομα πρώην μέλη
της «μητρικής» οργάνωσης στη Σικελία, 2. επιλέγονταν άτομα που είχαν σχέση
με οικογένειες που υποστήριζαν ενεργά τις επιχειρήσεις της σικελικής Mafia165
και 3. επιλέγονταν άτομα που ήταν ήδη μέλη μιας συμμορίας των γκέτο του Νέου
Κόσμου166.
Με το τέλος της σύγκρουσης το 1931, η διεύρυνση των εμπλεκομένων
προσώπων, το άνοιγμα των πεδίων δραστηριοποίησης και η μεγέθυνση των
κερδών των εγκληματικών οργανώσεων έκανε την επιλογή των συνεργατών και
μελών τους πιο ελαστική, όσον αφορά το θέμα της φυλετικής καταγωγής και
προέταξε, ως κυρίαρχα κριτήρια, τις ατομικές εγκληματικές ικανότητες και την
προσωπική στάση ζωής του καθενός. Το νέο αίμα άρχισε να προέρχεται σχεδόν
αποκλειστικά από αμερικανικές πηγές, ιδίως από τις ομάδες των νεαρών
παραβατών που μεγάλωναν σε γειτονιές που κυριαρχούνταν από τη Mafia και
είχαν ως πρότυπά τους, τους «φτιαγμένους» μαφιόζους167. Έτσι, οι νεαροί Ιταλοί
βγήκαν από τα γκέτο τους και άρχισαν να συνεταιρίζονται με τα άλλα μέλη της

163
Βλ. Robert J. Kelly, Trapped in the Folds of Discourse – Theorizing About the Underworld, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 42 – 44.
164
Η «Επιτροπή» (“The Commission”) συστάθηκε από τους αρχηγούς των πέντε «οικογενειών»
της Νέας Υόρκης, δηλαδή από τους αρχηγούς των «οικογενειών» Bonnano, Columbo, Gambino,
Genovese και Lucchese, προκειμένου να διευθετεί ειρηνικά τις διαφορές μεταξύ τους και να
οργανώνει πιο αποτελεσματικά την αντιπαράθεσή τους με άλλες «οικογένειες», καθώς και τις
«επιχειρήσεις» τους. Βλ. αναλυτικά, David Amoruso, The Commission, Gangsters Incorporated,
http://gangstersinc.tripod.com/thecommission.html. και David Critchley, Buster, Maranzano and
the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 75.
165
Ακριβώς επειδή η συγγένεια μπορεί να βοηθήσει την συνοχή μιας «Οικογένειας», βλ. αντί
άλλων John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 49 - 52.
166
Βλ. David Critchley, Buster, Maranzano and the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 52 – 53.
167
Βλ. Thomas Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 74. Εξάλλου, σύμφωνα με τον
Critchley, η ανάμιξη των εγκληματικών μορφών «παλαιάς κοπής» με τα νεότερα μέλη των
οικογενειών ήταν κυρίαρχη και ιδιαίτερα προσοδοφόρα κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.
Βλ. David Critchley, Buster, Maranzano and the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 70.
39

αμερικανικής κοινωνίας. Οι συμμαχίες αυτές επηρέασαν βαθιά την ιστορία του


εγκλήματος στις ΗΠΑ.
Εξάλλου, η «σύγκρουση» ενδυνάμωσε την τάση για αυτοδιοίκηση και
αποκοπή των δραστηριοτήτων των Αμερικανικών οικογενειών από εκείνες των
οικογενειών της Σικελίας, σηματοδοτώντας την πλήρη «αμερικανοποίηση» του
Ιταλο-Αμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος.
Τέλος, μετά τον Castellammare War, η οργανωτική δομή που επιβλήθηκε
σε όλες τις Ιταλο-Αμερικανικές επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος ήταν
αυτή της «Unione Siciliano»168. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη δεκαετία του ’30
κυριαρχούσαν πέντε μεγάλες μαφιόζικες οικογένειες στη Νέα Υόρκη169, οι οποίες
είχαν διαμοιράσει μεταξύ τους τις ζώνες επιρροής τους και η καθεμιά από αυτές
είχε έναν τοπικό αρχηγό, που ονομαζόταν «compare», δηλαδή «νονός»,
ορισμένοι εκ των οποίων συμμετείχαν στα «ανώτατα συμβούλια» της «Unione
Siciliano», υπό την ηγεσία του Charlie (“Lucky”) Luciano.
Η δομή που παγιώθηκε από το 1931 και μετά, όπως σκιαγραφήθηκε με
σαφήνεια από την κατάθεση του πρώην γενικού εισαγγελέα Davis170, όταν
αποφάσισε να αποσκιρτήσει από τη μαφιόζικη οικογένεια με την οποία
συνεργαζόταν, ακολουθούσε το ιεραρχικό μοντέλο171. Το υψηλότερο διευθυντικό

168
Για αρκετές δεκαετίες η ύπαρξη μιας ισχυρής εγκληματικής οργάνωσης, που τα δίχτυα της
απλώνονταν σ’ ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια ήταν αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης,
είτε επειδή αρκετοί επιφορτισμένοι με τη δίωξή της κρατικοί αξιωματούχοι είχαν ήδη διαφθαρεί
είτε επειδή ήταν ευκολότερη η μέθοδος του στρουθοκαμηλισμού σε σχέση με τις τεράστιες
δυσκολίες του εγχειρήματος της αντιμετώπισής της. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η προσπάθεια
υποβάθμισης των κινδύνων που εμπεριέχει το οργανωμένο έγκλημα στη δήλωση του Υπουργού
∆ικαιοσύνης της Αμερικής (1965-1967) Ramsey Clark, σύμφωνα με την οποία, «∆ε θα κάνουμε
πιο ασφαλείς τους δρόμους ή πιο ήσυχη την κοινωνία μας με την εξολόθρευση του οργανωμένου
εγκλήματος από όσο θα μπορούσαμε να κάνουμε τις θάλασσες πιο ασφαλείς από καρχαρίες
εξολοθρεύοντας ψαράκια» σε Charles Rogovin / Frederick Martens, The evil that men do, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 31. Πρβλ. A Report by the President’s
Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, The Challenge of Crime in a
Free Society, όπ.παρ, σελ. 187 – 188.
169
Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, όπ.παρ., σελ. 471 και
472.
170
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 8
επ.
171
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 1986, συνεστήθη μία ακόμη επιτροπή για τη διερεύνηση του
οργανωμένου εγκλήματος, η οποία απέρριψε τη γραφειοκρατική αντίληψη των ευρημάτων της
επιτροπής Katzenbach του 1967 και υιοθέτησε την πιο αποκεντρωμένη εκδοχή, που υποστήριζαν
οι Albini, Ianni και Abadinsky, χωρίς, όμως, να αναφερθεί στο γεγονός ότι η δομή κάθε
εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία τόσο του «γραφειοκρατικού» όσο και του
«πελατειακού» μοντέλου ερμηνείας. Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized
crime in Chicago, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 93.
40

κλιμάκιο της συνομοσπονδίας172 εγκληματικών οργανώσεων, που είχε


δημιουργηθεί, ήταν η «Επιτροπή» (“the Commission”). Αυτό το σώμα χρησίμευε
σαν μια ομάδα διοίκησης που συνδύαζε λειτουργίες όπως η διεύθυνση των
επιχειρήσεων, η «νομοθέτηση», καθώς και δικαστικές και διαιτητικές λειτουργίες,
με κυρίαρχες τις τελευταίες, αφού αποτελούσε τον τελευταίο βαθμό
«δικαιοδοσίας» για τις διαφορές που αναφύονταν μεταξύ των μελών173. Η
«Επιτροπή» συνίστατο από τους αρχηγούς των πιο ισχυρών οικογενειών των
μεγάλων πόλεων. Σύμφωνα με την Αναφορά της Επιτροπής Katzenbach174, η
οποία συντάχθηκε το 1967, τα μέλη της κυμαίνονταν μεταξύ 9 και 12175. Τα μέλη
της «Επιτροπής» δεν ήταν ισότιμα μεταξύ τους, αλλά η ακριβής εσωτερική
ιεραρχία δεν ήταν πλήρως ξεκαθαρισμένη.
Κάτω από την «Επιτροπή» υπήρχαν 24 «οικογένειες»176, η καθεμιά με το
δικό της αρχηγό. Η οικογένεια αποτελούσε το πιο σημαντικό επίπεδο της

172
Λίγο καιρό μετά την κατάθεση της αναφοράς του στην επιτροπή του Κογκρέσου για τη
διερεύνηση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική, υπό το Γερουσιαστή
McClellan, στην οποία ο Cressey συμμετείχε ως επιστημονικός σύμβουλος, άλλαξε την ορολογία
που χρησιμοποιούσε και αντί για τον όρο «συνομοσπονδία» (“Confederation”) άρχισε να
χρησιμοποιεί τον όρο «Cosa Nostra». Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the
study of organized crime, όπ.παρ., σελ. 21.
173
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
Hoover Institution Press, Stanford University, Stanford, California, 1979, σελ. 33.
174
Η επιτροπή Katzenbach, η οποία συνεστήθη ad hoc, το 1967, διαπίστωσε τη νομοθετική
ανεπάρκεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος,
το οποίο στο μεταξύ είχε λάβει γιγαντιαίες διαστάσεις. Βάσει των προτάσεων της επιτροπής
Katzenbach, εξεδόθη τελικά το 1970 ο νόμος «Organized Crime Control Act», ο οποίος περιείχε
μια σειρά σημαντικών ρυθμίσεων δικονομικού αλλά και ουσιαστικού ποινικού δικαίου, με στόχο
την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Ειδικότερα, θεσπίστηκε με ειδικές διατάξεις, που
περιλαμβάνονται σε νομοθετική πράξη, τη γνωστή ως RICO (Racketeer Influenced and Corrupt
Organizations Act), λεπτομερής περιγραφή αξιόποινων συμπεριφορών, που τιμωρούνται
ιδιαίτερα, ως εκφάνσεις της ειδικής υποστάσεως της οργανωμένης εγκληματικότητας, ενώ
τυποποιήθηκε για πρώτη φορά η «οργάνωση παράνομης επιχείρησης» (“racketeering”), πράξη
για την οποία απειλούνταν ποινές φυλάκισης έως και 20 χρόνων. Περαιτέρω, ενδυνάμωσε το
ποινικό οπλοστάσιο της πολιτείας κατά των οργανωμένων εγκληματιών και με τις προβλέψεις του
για τη συνάφεια και τη δυνατότητα χρήσης, ως νόμιμων στοιχείων ενώπιον του δικαστηρίου,
διαφόρων μαγνητοφωνημένων συνομιλιών ενώ, παρείχε και τη δυνατότητα αμνηστίας και ένταξης
στο απολύτως επιτυχές Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων σε όσους συνεργάζονταν με τις
αρχές. Η νομοθετική πράξη RICO συμπληρώθηκε το 1984 με τις περί δημεύσεως σχετικές
διατάξεις, που προβλέπονται στο νόμο “Comprehensive Crime Control Act”. Για τις προτάσεις της
Επιτροπής βλ. αναλυτικά, A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 200 – 209. Για
τα βραχυπρόθεσμα, αλλά και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της επιτροπή Katzenbach, βλ.
ιδίως, Laurie Robinson (ed), Symposium on the 30th Anniversary of the President's Commission
on Law Enforcement and Administration of Justice (19-21 June 1997, Washinghton D.C.), The
Challenge of Crime in a Free Society: Looking Back Looking Forward, U.S. Department of
Justice, 1998, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.ncjrs.govpdffiles1nij170029.pdf, σελ. 1 – 180.
175
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193 – 195.
176
Ibid, σελ. 192.
41

οργάνωσης και τη μεγαλύτερη μονάδα της εγκληματικής οργάνωσης στο πλαίσιο


της οποίας οφειλόταν τυφλή υπακοή σε έναν άνθρωπο, τον «Αρχηγό»
(“Boss”)177. Η πρωταρχική λειτουργία του «Αρχηγού» ήταν να διατηρεί την τάξη
στο εσωτερικό της οικογένειας και ταυτόχρονα να μεγεθύνει τα κέρδη. Η εξουσία
του, σε σχέση με τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ήταν απόλυτη, παρά το
γεγονός ότι πάντοτε ενυπήρχε ο κίνδυνος να υποσκελιστεί ο ίδιος από την
«Επιτροπή». Ήταν ο τελικός διαιτητής για όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με το
δικό του «υποκατάστημα» της «συνομοσπονδίας».
Στις πιο μεγάλες οικογένειες, η επόμενη βαθμίδα ιεραρχικά
καταλαμβανόταν από τον «Υπαρχηγό» (“Underboss” ή “Sottocapo”), ενώ, σε
αρκετές περιπτώσεις, προβλεπόταν και θέση «Συμβούλου» (“Counselor” ή
ιταλικά “Consigliere” ή “Consulieri”). Το επόμενο επίπεδο της ιεραρχίας το
καταλάμβανε ο «Λοχαγός» (“Lieutenant” ή ιταλικά “Capodecina” ή
“Caporegima”).
Ο βαθμός του «Στρατιώτη» (“soldier” ή “button-man”) ήταν ιεραρχικά η
κατώτατη βαθμίδα μιας οικογένειας. Ο αριθμός «Στρατιωτών» μιας οικογένειας
ποίκιλλε, μεταξύ 20 και 700 ατόμων178. Σύμφωνα με τον Cressey179, σε
πανεθνική κλίμακα οι «Στρατιώτες» αριθμούσαν περίπου 2.000-4.000 άτομα. Στο
πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, ένας «Στρατιώτης» μπορούσε να διευθύνει μια
επιχείρηση για τον «Αρχηγό» ή μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης
και να πληρώνει κάποιο ποσό στον «Αρχηγό» για «προστασία». Συχνές ήταν και
οι συνεργασίες στο επιχειρησιακό πεδίο μεταξύ περισσότερων «Στρατιωτών» ή
«Στρατιωτών» και «Λοχαγών» ή ακόμη και «Στρατιωτών» και του «Αρχηγού»180.
Οι εγληματικές οργανώσεις συνεργάζονταν και με άτομα που δεν ήταν
μέλη τους181, αλλά ήταν απαραίτητοι γιατί εκτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της

177
Ibid, σελ. 193.
178
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193.
179
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 10.
180
Ένας αριθμός από βιογραφίες πρώην μαφιόζων, που έχουν εκδοθεί στην Αμερική, καθώς και
καταθέσεις μαφιόζων σε σχετικές δίκες, επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές αυτό το οργανωτικό
μοντέλο του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική. Βλ. Charles Rogovin / Frederick Martens,
The evil that men do, όπ.παρ., σελ. 32 – 34.
181
Εξάλλου, εκτός της επίσημης οργανωτικής δομής ήταν και οι θέσεις του «∆ιαφθορέα»
(“Corrupter”) και του «Επιβάλλοντος» (“Enforcer”), θέσεις απαραίτητες για δύο ζωτικής σημασίας
λειτουργίες της εγκληματικής οργάνωσης, αφενός, της διαφθοράς και αφετέρου, της επιβολής
πειθαρχίας. Σύμφωνα με την Αναφορά της Επιροπής Katzenbach, «με το να συμπεριλάβει τις
θέσεις αυτές στο πλαίσιο της οργανωτικής του δομής κάθε εγκληματικό καρτέλ ή οικογένεια εκτός
από επιχείρηση γίνεται επίσης κυβέρνηση». Βλ. A Report by the President’s Commission on Law
42

«δουλειάς στους δρόμους». Τα άτομα αυτά δεν διέθεταν «Ενδιάμεσους»


(“Buffers”)182, ούτε άλλες μορφές μόνωσης από την αστυνομία και αποτελούσαν
τρόπον τινά το ανειδίκευτο προσωπικό183.
Ιδιαίτερα σημαντικό, για την ανάπτυξη του αμερικανικού οργανωμένου
εγκλήματος, ήταν το γεγονός ότι στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες πόλεις της
Βόρειας Αμερικής των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, είχαν δημιουργηθεί
τοπικά κενά εξουσίας, στα οποία μπορούσαν να παρεισφρήσουν οργανώσεις
εθνικής αναφοράς, ως έμποροι ψήφων, με αντάλλαγμα πόρους για τις υπηρεσίες
της κοινωνικής πρόνοιας και θέσεις εργασίας για την τοπική οικονομία184. Έτσι, οι
οργανωμένες σε εθνική βάση εγκληματικές ομάδες, άρχισαν να λειτουργούν ως
πολιτικοί «μηχανισμοί» δημιουργώντας πελατειακές δομές, όπου οι απλοί
άνθρωποι μπορούσαν να προστρέξουν για λύσεις στα προβλήματα ανεργίας ή
εμπλοκής με το νόμο, που αντιμετώπιζαν, ή να διεκδικήσουν οφέλη από την
κοινωνική πρόνοια, με αντάλλαγμα τις ψήφους τους185.
Ειδικά όσον αφορά τον κόσμο των επιχειρήσεων εκείνης της περιόδου,
ιδιαίτερα εκείνους τους τομείς που εμπλέκονταν με την παροχή αστικών
υπηρεσιών και τις κατασκευές, η ύπαρξη διεφθαρμένων σχέσεων με τις τοπικές
πολιτικές αρχές, λειτουργούσε ως ένας χρήσιμος εξισορροπητικός μηχανισμός,
καθώς, έτσι, αποφευγόταν ο υπερβολικός ανταγωνισμός για τα δημόσια
συμβόλαια, επιτυγχάνονταν ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις και διασφαλιζόταν η
ύπαρξη ενός συγκαταβατικού και πειθήνιου εργατικού δυναμικού. Η Cosa Nostra,
σε συνεργασία και με άλλες εγκληματικές οργανώσεις εθνικής αναφοράς,
λειτουργούσε ως μεσίτης σ’ αυτή τη διαδικασία ανταλλαγής.

Enforcement and Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ,
σελ. 193.
182
Κάποιοι «Λοχαγοί» αναλάμβαναν τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του «Ενδιάμεσου» (“Buffer”), ο
οποίος φρόντιζε να διακινούνται όλες οι εντολές, οι πληροφορίες και τα χρήματα μεταξύ των
ανώτατων και των κατώτατων κλιμακίων της οργάνωσης. Ενώ, κάποιοι άλλοι ήταν αρχηγοί μιας
επιχειρησιακής μονάδας. Η θέση αυτή ήταν ανάλογη με τη θέση ενός διευθυντή εργασίας ή ενός
διευθυντή πωλήσεων. Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193.
183
Ibid.
184
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του John Morrissey, ο οποίος εξαιτίας της
«προστασίας» που παρείχε στον Tammany Hall, τον οποίο υποστήριζαν οι συμπατριώτες του
Ιρλανδοί ψηφοφόροι, κατάφερε να εκλεγεί Γερουσιαστής στη Νέα Υόρκη, όπως επίσης και
αντιπρόσωπος στο Αμερικανικό Κογκρέσσο. Μ’ αυτές τις θέσεις που κατέλαβε ήταν πλέον σε
θέση να καλύπτει με πολιτική προστασία τις δικές του οργανωμένες εγκληματικές
δραστηριότητες. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a legend, όπ.παρ., σελ. 186
– 189.
185
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
43

Μία άλλη εξίσου σημαντική όψη της ιστορίας του οργανωμένου


εγκλήματος στην Αμερική, ήταν η σχέση του με το αναδυόμενο εργατικό
κίνημα186 στην αντιπαράθεσή του με την κεντρική εξουσία. Η πολιτική διάσταση
της ανομίας γινόταν όλο και πιο περίπλοκη και έκδηλη στις σχέσεις ανάμεσα στο
εργατικό κίνημα και στα δημοκρατικά κόμματα στον 19ο και στις αρχές του 20ου
αιώνα, στο πέρασμα από τους εργατικούς αγώνες (απεργίες, απαγορευμένοι
συνασπισμοί, αθέμιτοι συνεταιρισμοί) στην πολιτική επανάσταση. Μια ολόκληρη
σειρά από παράνομες πράξεις εντάσσονταν σε αγώνες, όπου ο καθένας ήξερε
ότι θα αντιμετωπίσει το νόμο και ταυτόχρονα την κοινωνική τάξη, που τον έχει
επιβάλλει. Η σκληρή νομοθεσία και οι αβάσταχτοι κανονισμοί, σε συνδυασμό με
τις ολοένα και στυγνότερες τεχνικές επιτήρησης, ωθούσαν προς την αντίθετη
πλευρά του νόμου πολυάριθμα άτομα, τα οποία, κάτω από διαφορετικές
συνθήκες, δεν θα είχαν περιπέσει σε μια εξειδικευμένη μορφή εγκληματικότητας
και βοηθούσαν να αναπτυχθεί μια εργατική αλητεία που πολύ συχνά
διασταυρωνόταν με τη γνήσια εγκληματικότητα. Ολόκληρη σειρά από παράνομες
πρακτικές, που κατά τον 18ο αιώνα, είχαν δείξει τάσεις αποδιοργάνωσης και
αποσύνδεσης η μια από την άλλη, φαίνονταν να συνενώνονται εκ νέου,
σχηματίζοντας, έτσι, μια καινούρια απειλή187. Στον ορίζοντα των παράνομων
αυτών πράξεων, που πολλαπλασιάζονταν συνεχώς κατά τη συγκεκριμένη
περίοδο, εξαιτίας μιας νομοθεσίας ολοένα και πιο κατασταλτικής, διαφαίνονταν
πλέον αγώνες καθαρά πολιτικοί, που σαφώς δεν υποκινούνταν στο σύνολό τους
από την επιθυμία μιας ενδεχόμενης ανατροπής της εξουσίας, αλλά ένα μεγάλο
μέρος τους μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για συνολικές πολιτικές αναμετρήσεις,
και μερικές φορές, μάλιστα, να οδηγήσει άμεσα σ’ αυτές.
Σ’ αυτές τις συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, με απόλυτη
επίγνωση από την κυρίαρχη τάξη, το οργανωμένο έγκλημα χρησιμοποιήθηκε, ως
δύναμη κρούσης188 κατά της ανόδου του αναδυόμενου κοινωνικού

186
Βλ. αντί άλλων, Gennaro Vito / Jeffrey Maahs / Ronald Holmes, Criminology – Theory,
Research and Policy, (2nd edition), Jones & Bartlett Publishers Inc., Ontario, London, 2007, σελ.
408.
187
Βλ. σχετικά, το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τη σύνδεση της ανομίας με την εγκληματικότητα
σε Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία – Η Γέννηση της Φυλακής, (μετάφραση Κ. Χατζηδήμου
– Ι. Ράλλη), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 340 επ., ιδίως σελ. 359 – 365.
188
Βλ. αντί άλλων, Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 190 – 191 και
Gennaro Vito / Jeffrey Maahs / Ronald Holmes, Criminology – Theory, Research and Policy,
όπ.παρ., σελ. 408.
44

ριζοσπαστισμού, κερδίζοντας ως αντάλλαγμα την ουσιαστική του ασυλία. Η


εγκληματικότητα και δη, το οργανωμένο έγκλημα, σ’ αυτή του τη λειτουργία
αποτελεί ένα όργανο της ανομίας που υποκινείται από την ίδια την άσκηση της
εξουσίας. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η πολιτική χρησιμοποίηση των
εγκληματιών, με τη μορφή των χαφιέδων, των καταδοτών και των
προβοκατόρων, ήταν ήδη πραγματικότητα πριν από το 19ο αιώνα189. Από τη
Γαλλική Επανάσταση, όμως, και μετά, η πρακτική αυτή πήρε ολότελα
διαφορετικές διαστάσεις. Η διάβρωση των πολιτικών κομμάτων και των
εργατικών συνεταιρισμών, η επιστράτευση τραμπούκων ενάντια στους απεργούς
και τους στασιαστές, η οργάνωση μιας υπο-αστυνομίας, που ήταν στενά
συνδεδεμένη με τη νόμιμη αστυνομία και είχε τη δυνατότητα να μετατραπεί τελικά
σε βοηθητική δύναμη, η ανάδειξη, τελικά, μιας εξω-νόμιμης λειτουργίας της
εξουσίας, εξασφαλίστηκαν, κατά ένα μεγάλο μέρος, από την εύχρηστη κινητή
μάζα των εγκληματιών190. Έτσι, οι εγκληματίες, στην πράξη συνέστησαν μια
παράνομη αστυνομία και έναν εφεδρικό στρατό της εξουσίας.
Η μεταπολεμική αισιοδοξία, η οικονομική ανασυγκρότηση και η απότομη
είσοδος της πλειοψηφίας του πληθυσμού των αναπτυγμένων βιομηχανικά
Κρατών στην οικονομική παραγωγή, σε συνδυασμό με τη δικαιότερη αναδιανομή
του κοινωνικού πλούτου, που απέρρεε από την κεϋνσιανή θεωρία191 για το
κράτος πρόνοιας και πρωτοεφαρμόσθηκε με την πολιτική του “New Deal” του
Theodor Roosevelt, είχαν άμεσες συνέπειες στον τρόπο οργάνωσης των

189
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 368, όπου αναφέρεται και το
γεγονός ότι η συγκεκριμένη τάση εκτροπής της ανομίας προς επωφελείς για την εξουσία διόδους
έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την εποχή της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία και την
κατάκτηση της εξουσίας από το Λουδοβίκο Ναπολέοντα.
190
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η δράση του Al Capone κατά
τη δεκαετία του ’20 στο Σικάγο, ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί για τη διάλυση των απεργιών και τη
δολοφονία πρωτοπόρων εργατών της εποχής διασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την
μακροημέρευση των «επιχειρηματικών» του δραστηριοτήτων. Για περισσότερα στοιχεία τόσο για
τη δράση του Al Capone όσο και για τη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία και τη δικαιοσύνη, βλ.
ενδεικτικά Frank Pearce, Crimes of the powerful, όπ.παρ., σελ. 129 επ.
191
Η Κεϋνσιανή θεωρία ή αλλιώς κεϋνσιανισμός αποτελεί μια μακροοικονομική θεωρία, η οποία
βασίζεται στις αντιλήψεις του Άγγλου οικονομολόγου John Maynard Keynes. Σύμφωνα με αυτή τη
θεωρία, οι αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα ορισμένες φορές οδηγούν σε ανεπαρκή
μακροοικονομικά αποτελέσματα και για το λόγο αυτό, προτείνει την ενεργή ανταπόκριση από το
δημόσιο τομέα. Η ανταπόκριση αυτή συμπεριλαμβάνει τόσο πράξεις νομισματικής πολιτικής από
την κεντρική τράπεζα όσο και κινήσεις δημοσιονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση που ως
στόχο θα έχουν τη σταθεροποίηση της εξόδου από τον οικονομικό κύκλο. Οι θεωρίες που
μορφοποίησαν τη βάση της οικονομικής αντίληψης του Keynes παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά
στο βιβλίο του “The General Theory of Employment, Interest and Money”, το οποίο δημοσιεύθηκε
το 1936. Βλ. συνοπτικά, Wikipedia, Keynesian economics,
http://en.wikipedia.org/wiki/Keynesian_economics
45

κοινωνικών τάξεων, στις δυνατότητες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας της


πλειοψηφίας των πολιτών με νόμιμο τρόπο, αλλά και στην εμπέδωση νέων
προτύπων συμπεριφοράς και επιτυχίας, με την αποθέωση του καταναλωτισμού
ως μαζικής κουλτούρας192.
Όλα αυτά, είχαν άμεσες επιπτώσεις και στις οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες, οι οποίες απώλεσαν τον κοινωνικό διαιτητικό ρόλο τους και
συνακόλουθα την κοινωνική αποδοχή των εγκλημάτων τους και τη γενικότερη
συνενοχή του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, έχασαν και ένα μεγάλο μέρος της βάσης
στρατολόγησής τους193. Η νεωτερικότητα έμοιαζε να έχει δώσει τη χαριστική βολή
στο οργανωμένο έγκλημα, όπως, τουλάχιστον, ήταν ιστορικά γνωστό, το οποίο
ήταν υποχρεωμένο, πλέον, να μεταλλαχθεί και να υιοθετήσει νέους τρόπους
απόκρυψης, κινητικότητας και ρευστότητας της ίδιας της οργάνωσης, για να
καταφέρει να διαφύγει της σύλληψης. Αυτή η διαδικασία φθοράς και
αναγκαστικής μετάλλαξης παρατηρείται τόσο στη σικελική Mafia, όσο και στην
αμερικανική Cosa Nostra.
Η Cosa Nostra, ασχολείται, σήμερα, κυρίως, με το εμπόριο ναρκωτικών
και όπλων, την εκβιαστική απόσπαση χρημάτων από πλήθος επιχειρήσεων, την
τοκογλυφία, τις απάτες, τα παράνομα παίγνια και την πορνεία. Οι διεθνείς της
διασυνδέσεις είναι πολύ ισχυρές, καθώς δεν συνδέεται μόνο με τη Mafia της
Σικελίας, αλλά και με τα κολομβιανά καρτέλ και τη ρωσική mafiya194.

4. Οι Κινέζικες Triads και οι Tongs

Ο όρος «Τριάδα» (“Triad”)195 δόθηκε από την κυβέρνηση του Χόνγκ Κονγκ
σε κινέζικες «μυστικές κοινωνίες»196, εξαιτίας του τριγωνικού συμβόλου197 που

192
Για τις διαδικασίες της νεωτερικότητας και τη σχέση που είχαν με την αναγκαστική μετάλλαξη
του οργανωμένου εγκλήματος τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις υπό ανάπτυξη χώρες βλ.
John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 86 – 93.
193
∆εν είναι τυχαίο ότι η ηλικία των σικελών μαφιόζων, που οδηγήθηκαν σε δίκες κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του ’60 ήταν όλο και μεγαλύτερη, κάτι που συμβολικά υπογράμμιζε τη σταδιακή
γήρανση της Mafia εκείνης της περιόδου.
194
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
246 – 247.
195
Σύμφωνα με τον Kong Chu, ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν ευρέως από τα μέσα του 19ου
αιώνα, ενώ η πατρότητά του αποδίδεται στον Dr William Milne, ο οποίος τον χρησιμοποίησε σε
εργασία του για τις κινέζικες μυστικές εταιρείες το 1821. Σύμφωνα με τον μύθο των Σαολίν, η
ονομασία «Τριάδες» υιοθετήθηκε επειδή η Τριάδα “Tiandihui” ιδρύθηκε σε τοποθεσία κοντά στους
Τρεις Ποταμούς. Βλ. αναλυτικά και για άλλες εκδοχές, Yiu Kong Chu, The Triads as Business,
Routledge, London, 2000, σελ. 13.
46

ήταν κάποτε αντιπροσωπευτικό τους. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις


διακλαδώσεις των κινέζικων εγκληματικών οργανώσεων που έχουν ως βάση
τους το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο, την ηπειρωτική Κίνα, αλλά και περιοχές όπως η
Μαλαισία, η Σιγκαπούρη, η Ταϋλάνδη, η Αμερική και ο Καναδάς, όπου υπάρχουν
σημαντικοί κινέζικοι πληθυσμοί198.
Οι «Τριάδες» (“Triads”)199 δημιουργήθηκαν αρχικά στην Κίνα ως πολιτικές
οργανώσεις200 και αναπτύχθηκαν μέσα στο κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης του
ντόπιου πληθυσμού για τους Άγγλους αποικιοκράτες, με σκοπό την ανατροπή
της δυναστείας των Τσινγκ201 και την παλλινόρθωση της δυναστείας των
Μινγκ202. Μετά τη νίκη των εθνικιστών κατά των Τσινγκ και την ίδρυση της

196
Σύμφωνα με την Pan, οι «μυστικές κοινωνίες» (“secret societies”) αποτελούν ενδημικό
φαινόμενο στην Κίνα. Βλ. Lynn Pan, Sons of the Yellow Emperor: A History of the Chinese
Diaspora, Kodasha America Inc, New York, 1994, σελ. 338.
197
Το σύμβολο αυτό είναι ο κινέζικος χαρακτήρας “hung” εγκλεισμένος σε ένα τρίγωνο και
αντιπροσωπεύει την ένωση του ουρανού, της γης και του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό οι Τριάδες
ακόμη και σήμερα αποκαλούνται «Κοινωνία του Hung» (“Hung Society”) ή «Κοινωνία του
Ουρανού και της Γης» (“Heaven and Earth Society”). Βλ. Carlo DeVito, Triads, στην του ιδίου
(ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc.,
New York, 2005, σελ. 314.
198
Βλ. Wikipedia, Triad (underground Society),
http://en.wikipedia.org/wiki/Triad_%28underground_society%29.
199
Βλ. James J. McKenna Jr., Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 206 και John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, Transanational Organized Crime in a Shrinking World, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 214. Για τις ευνοϊκές, για την
περαιτέρω εξάπλωση του κινεζικού οργανωμένου εγκλήματος, εξελίξεις, που ακολούθησαν μετά
την αλλαγή του καθεστώτος στο Χονγκ Κονγκ το 1997 βλ. Bertil Lintner, Chinese Organized
Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, ιδίως σελ. 90 – 96 και Ming Xia, Assessing and
Explaining the Resurgence of China’s Underworld, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 151 –
175. Ειδικά για τον τρόπο που λειτουργεί η βία και η «έντιμη» συμπεριφορά στις εγκληματικές
οργανώσεις εθνικής αναφοράς, βλ. Jana Arsovska / Mark Craig, “Honourable” Behaviour and the
Conceptualisation of Violence in Ethnic-Based Organised Crime Groups: An Examination of the
Albanian Kanun and the Code of the Chinese Triads, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 214 –
246.
200
Η ιστορία των Τριάδων αποτελεί μια μείξη μύθου και πραγματικότητας. Υποτίθεται ότι
δημιουργήθηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα από μια ομάδα Σαολίν μοναχών, με σκοπό να
ανατρέψουν την αλλοδαπή δυναστεία των Τσινγκ και να παλλινορθώσουν την κινέζικη δυναστεία
των Μινγκ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο αυτοκράτορας Kangxi (1622-1722) στρατολόγησε 128
Σαολίν μοναχούς για να καταστείλει την επανάσταση των Xilu, οι σύμβουλοί του, όμως, του
πρότειναν να καταστρέψει το Ναό των Σαολίν, γιατί πίστευαν ότι οι Σαολίν μοναχοί θα
στρέφονταν εναντίον του. Έτσι, ο αυτοκράτορας διέταξε να καεί εκ θεμελίων ο Ναός τους. Από τη
φωτιά διασώθηκαν μόνο πέντε άτομα οι «Πέντε Πρόγονοι» (“Five Ancestors”) των σύγχρονων
Τριάδων. Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 11 και Carlo DeVito, Triads,
όπ.παρ., σελ. 314.
201
Οι Τσινγκ, ως Ματζουριανοί, θεωρούνταν ως εισβολείς από τον ντόπιο πληθυσμό. Βλ.
Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ.
202
Η δυναστεία των Μινγκ βασίλευσε στην Κίνα από το 1368 έως το 1644. Ηττήθηκε από τους
Μαντσού, οι οποίοι ίδρυσαν τη δυναστεί των Τσίνγκ. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Ming Dynasty,
http://en.wikipedia.org/wiki/Ming_Dynasty.
47

∆ημοκρατίας της Κίνας, το 1911, το κίνημα των Τριάδων συνεχίστηκε, όχι, όμως,
πλέον ως πολιτικό, πατριωτικό κίνημα, αλλά ως κέλυφος για την επιδίωξη
οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Εντούτοις, οι σχέσεις των
Τριάδων με τη νέα κυβέρνηση ήταν πολύ στενές. Ενδεικτικό αυτής της
συνεργασίας είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση, κατά τη δεκαετία του ’30,
χρησιμοποιούσε ανοιχτά τις Τριάδες για τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων
και τη φίμωση των κομμουνιστών ενώ, κατά τη δεκαετία του ’40 η σχέση αυτή
έγινε τόσο στενή που κυβερνητικοί αξιωματούχοι έφτασαν στο σημείο να ιδρύουν
νέες Τριάδες, όπως ήταν, για παράδειγμα η 14Κ203, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν τους κομμουνιστές πιο αποτελεσματικά204. Στη συνέχεια, η
Κομμουνιστική Επανάσταση στην ενδοχώρα της Κίνας εξανάγκασε, κατά το έτος
1949, αρκετά μέλη των Τριάδων να καταφύγουν στο Χονγκ Κονγκ. Τα σκληρά
μέτρα της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ στα τέλη της δεκαετίας του ’50,
εξανάγκασαν τις Τριάδες να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ μέχρι το 1967, όταν
η τεράστια οικονομική άνθηση του Χονγκ Κονγκ, σε συνδυασμό με τις πολιτικές
αναταραχές, οι οποίες απασχολούσαν κατεξοχήν την αστυνομία, έδωσαν τη
δυνατότητα στις Τριάδες να επανέλθουν δριμύτερες στο εγκληματικό προσκήνιο.
Τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τη δεκαετία του ’70 με σκοπό τον
περιορισμό της διαφθοράς205, ανάγκασαν τις Τριάδες σε προσαρμογή206 και
αλλαγή πλεύσης. Έτσι, σύμφωνα με τους Broadhurst και King Wa207, οι στόχοι
τους έγιναν πιο «επιχειρηματικοί» (“corporatised”)208 και άρχισαν να
απομακρύνονται από το παραδοσιακό αρπακτικό έγκλημα δρόμου, την εκβίαση
και τη διακίνηση ναρκωτικών, κινούμενοι προς την κατεύθυνση των «γκρίζων»209

203
Η 14Κ ιδρύθηκε από τον Στρατηγό της Kuomintang Kot Sio Wong και πήρε το όνομά της από
τη διέθυνση του πρώτου αρχηγείου της στο Guangzhou. Βλ. Bertil Lintner, Chinese Organised
Crime, όπ.παρ., σελ. 88.
204
Βλ. Bertil Lintner, Chinese Organised Crime, όπ.παρ., σελ. 88.
205
Βλ. αναλυτικά, T. Wing Lo, Minimizing crime and corruption in Hong Kong, στο Roy Godson
(ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around the World, Transaction
Publishers, New Jersey, 2003, σελ. 231 – 256.
206
Βλ. Howard Aldrich / Martin Ruef, Organizations Evolving, (2nd edition), Sage Publications,
London, 2006, σελ. 132 – 155.
207
Βλ. Roderic Broadhurst / Lee King Wa, The Transformation of Triad “Dark Societies” in Hong
Kong: The impact of Law Enforcement, Socio-Economic and Political Change, Security
Challenges, vol. 5, no. 4, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.securitychallenges.org.au/ArticlePDFs/vol5no4BroadhurstandLee.pdf, σελ. 2.
208
Βλ. Yiu Kong Chu, Hong Kong Triads After 1997, Trends in Organized Crime, vol. 8, no. 3,
2005, σελ. 5 – 12 και Ko-Lin Chin, Heijin: Organized Crime, Business and Politics in Taiwan, M.
E. Sharpe, Armonk, London, 2003, σελ. 63 επ.
209
Ο όρος «γκρίζες» επιχειρηματικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται με την έννοια την ανάμιξης
νόμιμου και παράνομου εμπορίου σε έναν συγκλίνοντα κόσμο. Για τις «συμβιωτικές» σχέσεις που
48

επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη διακίνηση


πάσης φύσεως αγαθών, διάφορες προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας,
προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, διαδικτυακά εγκλήματα, απάτες και
δραστηριότητες νομιμοποίησης βρώμικου χρήματος.
Κατά τη δεκαετία του 1990 εισήχθησαν αρκετοί απαγορευτικοί νόμοι210,
ενώ, το 1994211, τυποποιήθηκε ως παράνομη πράξη η συμμετοχή στις
Τριάδες212. Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι οι Τριάδες δεν είναι αποκλειστικά
εγκληματικές οργανώσεις, αλλά πολυσχιδείς αδελφότητες που έχουν τη μορφή
χαλαρών κοινοπραξιών, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους μέσω κοινωνικών και
οικονομικών δεσμών213.
Πράγματι, η οργανωτική δομή των Τριάδων χαρακτηρίζεται από απόλυτα
χαλαρούς δεσμούς, παρά το γεγονός ότι υπάρχει κάποια ιεραρχία στην ηγεσία
τους214. Τα μέλη απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων και οι
δραστηριότητες των διάφορων μικρών συμμοριών, που αποτελούν τη βάση της
δομής τους215, πολύ σπάνια διευθύνονται από τους αρχηγούς μιας Τριάδας216. Η
πιο σημαντική σχέση που συναντάται σε όλες τις Τριάδες είναι αυτή μεταξύ
«μεγάλου αδελφού» (“dai-lo”) και «μικρού αδελφού» (“sai-lo”)217. Η δομή τους218

αναπτύσοονται μεταξύ νόμιμου και παράνομου κόσμου βλ. ιδίως, την έρευνα στις εγκληματικές
καριέρες 1623 υπόπτων για εμπλοκή σε 120 υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος των Edward
Kleemans / Henk Van de Bunt, Organised crime, occupations and opportunity, Global Crime, vol.
9, no. 3, 2008, σελ. 185 – 197, ιδίως σελ. 195. Βλ. επίσης, Federico Varese, The Camorra closely
observed, όπ.παρ., σελ. 263 – 266 και Antonius Johannes Gerhardus Tijhuis, Transnational
Crime and the Interface between Legal and Illegal Actors: The Case of the Illicit Art and
Antiquities Trade, Wolf Legal Publishers, Nijmegen, 2006, σελ. 15 – 110.
210
Εκτός από τα καθαρά κατασταλτικά μέτρα έχουν ληφθεί, επίσης, σοβαρές πρωτοβουλίες, οι
οποίες κινούνται σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, στο πλαίσιο του «Σχεδίου για την
Αποκήρυξη των Τριάδων» (“Triad Renunciation Scheme”). Βλ. αναλυτικά, Ahmed Shafiqul
Huque, Renunciation, De-Stigmatisation and Prevention of Crime in Hong Kong, The Howard
Journal of Criminal Justice, vol. 33, no. 4, 1994, σελ. 338 – 351.
211
Σύμφωνα με τον Morgan, στις 8 Ιανουαρίου 1845, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την
εκχώρηση του Χονγκ Κονγκ στη Μεγάλη Βρετανία, το πρώτο διάταγμα που επιβλήθηκε
αφορούσε την καταστολή των Τριάδων και των άλλων μυστικών κοινωνιών, βλ. W. P. Morgan,
Triad Societies in Hong Kong, Hong Kong Government Press, Hong Kong, 1960, σελ. 59.
212
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι, σε αντίθεση με τη Mafia και την Cosa Nostra, τα
περισσότερα μέλη των Τριάδων δεν είναι εγκληματικά ενεργά. Έτσι, για παράδειγμα, τα μέλη μιας
Τριάδας μπορεί να ανέρχονται σε 20.000, αλλά από αυτά μόνο τα 2.000 να είναι εγκληματικά
ενεργά. Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 314.
213
Βλ. ιδίως, Letizia Paoli, The Paradoxes of Organized Crime, Crime, Law and Social Change,
vol. 37, no. 1, 2002, ιδίως σελ. 52 και 63.
214
Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
215
Βλ. Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ.
216
Εντούτοις τα κέρδη κινούνται από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας
με τη μορφή χρηματικών και άλλων δώρων. Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
217
Οι «μεγάλοι αδελφοί» παρέχουν εργασία, προστασία και συμβουλές στους «μικρότερους
αδελφούς», οι οποίοι με τη σειρά τους παρέχουν ως αντάλλαγμα νομιμοφροσύνη, υποστήριξη και
49

συμπεριλαμβάνει κάποιες θέσεις, (οι οποίες δεν είναι γνωστό σε τι έκταση


χρησιμοποιούνται πλέον), οι οποίες αναφέρονται και κωδικά με τη χρήση
αριθμών219. Ο αρχηγός στην ιεραρχία των Τριάδων ονομάζεται “Mountain Lord”
(«Άρχοντας των Ορέων»), “First Route Marshal” («Στρατάρχης του Πρώτου
∆ρόμου») ή “Dragon Head” («Κεφαλή του ∆ράκου»). Κατόπιν προβλέπονται
τρεις θέσεις ίδιου βαθμού, ο “Assistant Mountain Lord” («Βοηθός του Άρχοντα
των Ορέων»), ο οποίος είναι στην ουσία ο υπαρχηγός, ο “Incense Master”
(«Άρχοντας των Θυμιαμάτων») και ο “Vanguard” («Πρωτοπόρος»), οι οποίοι
είναι υπεύθυνοι για την τήρηση των τελετουργικών των Τριάδων. Επόμενοι στη
σειρά είναι οι “Red Poles” («Κόκκινοι Πόλοι»), οι οποίοι ήταν αρχικά αρχηγοί
στρατιωτικών μονάδων, ενώ πλέον έχουν μετατραπεί σε αρχηγούς συμμοριών.
Κάθε “Red Pole” μπορεί να έχει υπό τας διαταγάς του περίπου 50 άνδρες και
είναι υπεύθυνος για τις «βρωμοδουλειές» της οργάνωσης. Στην ίδια ιεραρχικά
βαθμίδα με τους “Red Poles” βρίσκονται οι “White Paper Fan” («Ανεμιστήρες των
Λευκών Χαρτιών»), οι οποίοι είναι διοικητικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι τηρούν τα
βιβλία της οργάνωσης, επενδύουν τα χρήματά της και αποφασίζουν τη νομική
της στρατηγική και οι “Straw Sandal” («Άνθρωποι με τα Αχυρένια Σανδάλια»), οι
αγγελιοφόροι της οργάνωσης. Την κατώτατη ιεραρχικά βαθμίδα, τέλος,
καταλαμβάνουν τα απλά μέλη των Τριάδων.
Οι Τριάδες έχουν υιοθετήσει ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό τελετουργικό
μύησης220 για τα νέα μέλη τους, κατά τη διάρκεια του οποίου οι υποψήφιοι δίνουν

χρήματα. Βλ. Carlo DeVito, Triad Organization, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 315
– 316.
218
Βλ. ιδίως, W. P. Morgan, Triad Societies in Hong Kong, όπ.παρ., σελ. 95 επ. και Yiu Kong
Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 22 – 40.
219
Όλες οι θέσεις ξεκινούν από τον αριθμό 4, ο οποίος αντιπροσωπεύει τους 4 ωκεανούς που
υποτίθεται ότι περικύκλωναν την Κίνα κατά τα αρχαία χρόνια και ως εκ τούτου σημαίνει το
σύμπαν. Ο αρχηγός δηλώνεται με τον αριθμό 489, μία σειρά θέσεων ακριβώς κάτω από τον
Αρχηγό δηλώνεται με τον αριθμό 438, οι λοχαγοί της οργάνωσης δηλώνονται με τον αριθμό 426
(στην ίδια ιεραρχικά σειρά επίσης βρίσκονται και αξιωματούχοι που εκτελούν διοικητικές
λειτουργίες και χαρακτηρίζονται από τον αριθμό 415 και οι αγγελιοφόροι της οργάνωσης που
φέρουν τον αριθμό 432). Τα απλά μέλη της οργάνωσης δηλώνονται με τον αριθμό 49. Ο αριθμός
25, τέλος, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν κατάσκοπο ή κεκαλυμμένα δρώντα αστυνομικό.
Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ. και Carlo DeVito, Triad
Organization, όπ.παρ., σελ. 316.
220
Το τελετουργικό μύησης, σύμφωνα με τον DeVito, πριν 20 χρόνια διαρκούσε 6 περίπου ώρες,
αλλά οι τελετές αυτές πλέον διαρκούν περίπου 15 λεπτά. Για το τελετουργικό μύησης των
Τριάδων, βλ. αναλυτικά, Carlo DeVito, Triad Initiation Ceremonies, στην του ιδίου (ed), The
encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York,
2005, σελ. 316 – 317. Το γεγονός ότι έχει εκλείψει πλέον σε μεγάλο βαθμό ο πατριωτισμός και το
ιδιαίτερο τελετουργικό μύησης έχει αντικατασταθεί από έναν απλοποιημένο συμβολισμό, τείνει να
50

τους 36 όρκους221 πίστης και αφοσίωσης που προβλέπονται από το


τελετουργικό.
Η συμμετοχή σε μια Τριάδα παρέχει πολλά πλεονεκτήματα σε κάποιον
που επιθυμεί να εμπλακεί σε εγκληματικές δραστηριότητες222, καθώς αποκτά
άμεσα μεγαλύτερη πρόσβαση σε πόρους και είναι εύκολο να συνεταιρισθεί με
άλλα μέλη της Τριάδας για να πραγματοποιήσει τους εγκληματικούς του
στόχους223. Εξάλλου, και τα θύματα των εγκληματικών του ενεργειών
αποθαρρύνονται να τον καταγγείλουν, όταν γνωρίζουν ότι βρίσκεται υπό την
προστασία των ισχυρών Τριάδων.
Σήμερα, οι Τριάδες στην πλειοψηφία τους έχουν ως βάση το Χονγκ Κονγκ
και έχουν αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών με τους τόπους παραγωγής
ηρωίνης στη Νοτιοανατολική Ασία, το επονομαζόμενο και «Χρυσό Τρίγωνο»
(“Golden Triangle”)224. Αποτελούνται από 57 γνωστές ομάδες υπερεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος, με πιο σημαντικές και πολυπληθείς τη Σουν Γι Ον,
που ιδρύθηκε το 1921, την 14Κ και την Ομοσπονδία Γου225, αλλά συναντώνται
και στην Ταϊβάν, με κυριότερες τα Ενωμένα Μπαμπού και τη Συμμορία των 4

εξαλείψει τις διαφορές ανάμεσα στις καθημερινές δρατηριότητες των Τριάδων σε σχέση με αυτές
νεανικών συμμοριών ή των συμμοριών του δρόμου. Βλ. Kin-Wa Lee / Roderic Girth Broadhurst /
Philip Beh, Triad-related homicides in Hong Kong, Forensic Science International, vol. 162, no. 1-
3, 2006, σελ. 183.
221
Για μια πλήρη λίστα των 36 όρκων βλ. αντί άλλων, Bertil Lintner, Blood Brothers: the Criminal
Underworld of Asia, Palgrave Macmillan, New York, 2003, σελ. 388 – 391 και Carlo DeVito, The
36 Oaths, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime
Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 317 – 319.
222
Εξάλλου, από τη στιγμή που σύμφωνα με τους κανόνες των Τριάδων τα μέλη τους είναι
υποχρεωμένα να αλληλοβοηθούνται, τα θύματά τους είναι κατεξοχήν μη μέλη των Τριάδων. Έτσι,
για να αποφύγει τη θυματοποίησή της μια οργάνωση που δεν ανήκει στις Τριάδες μπορεί να
εξαναγκαστεί να μετατραπεί σε Τριάδα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «τριαδοποίηση»
(“triadisation”). Βλ. αναλυτικά, Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 19 – 21. Η
«τριαδοποίηση» αιτιολογεί, επίσης, και την εμπλοκή αρκετών ατόμων με τις Τριάδες. Βλ. W. P.
Morgan, Triad Societies in Hong Kong, όπ.παρ., σελ. 67 και 89.
223
Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
224
Για την τάση να κυριαρχήσει στην συγκεκριμένη περιοχή το εμπόριο μεταμφεταμινών σε
σχέση με το εμπόριο ηρωίνης, βλ. Ιδίως, Ko-Lin Chin, The golden triangle: inside Southeast
Asia’s drug trade, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009, σελ. 132 επ.
225
Σύμφωνα με τον Kong Chu, μετά από επανειλημμένες συμπλοκές για τον έλεγχο περιοχών, το
1909 ο Yung Yee Tong, αρχηγός κάποιας από τις εμπλεκόμενες εγκληματικές οργανώσεις,
πρότεινε την ενοποίηση όλων των τοπικών οργανώσεων. Κατά τη συνάντηση αυτή τα μέλη
συμφώνησαν να συμμαχήσουν, προκειμένου να αποφύγουν την προσφυγή στη βία για την
επίλυση των διαφορών τους και για να δηλώσουν την απόφασή τους αυτή αποφάσισαν να
προσθέσουν τη λέξη “Wo” («ειρήνη») πριν από το όνομα της καθεμιάς οργάνωσης. Με τον τρόπο
αυτό σχηματίστηκε η πρώτη συνομοσπονδία Τριάδων. Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as
Business, όπ.παρ., σελ. 18.
51

Θαλασσών. Αριθμούν πάνω από 100.000 μέλη226, ενώ, αξιωματούχοι της


αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ, ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό στα 300.000 άτομα,
από τα οποία τα 60.000 είναι μέλη της Σουν Γι Ον στο Χονγκ Κονγκ. Σύμφωνα με
τον McKenna227, ένας στους είκοσι κατοίκους του Χονγκ Κονγκ είναι μέλος ή
συνδέεται με τις Τριάδες. Σε γενικές γραμμές, οι Τριάδες έχουν εξαπλωθεί στη
ζώνη της Ασίας και του Ειρηνικού μέχρι την Αυστραλία, ενώ υπάρχουν
οργανωμένα δίκτυά τους στη Βόρεια Αμερική και τον Καναδά και
νεοεμφανιζόμενα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα, στη Βρετανία228, τη Γαλλία, τη
Γερμανία, την Ολλανδία και την Ισπανία, τα οποία διακινούν κυρίως
ναρκωτικά229. Στην Ιαπωνία, οι Τριάδες ελέγχουν το 60% της διακίνησης
ηρωίνης, ενώ, εμπλέκονται και σε δραστηριότητες όπως οι ληστείες, τα
παράνομα παίγνια και οι εκβιασμοί230.
Οι Τριάδες δραστηριοποιούνται άμεσα τόσο στον τομέα της παράνομης
οικονομίας με δραστηριότητες όπως, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, όπλων,
κλεμμένων αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών συσκευών, η παράνομη διακίνηση
μεταναστών, η, σε μεγάλη έκταση, πειρατεία κασετών και βιντεοκασετών, τα
παράνομα παίγνια, οι εκβιασμοί, η τοκογλυφία, η πορνεία και η πορνογραφία,
όσο και στον τομέα της «γκρίζας» οικονομίας, όπως είδαμε και πιο πάνω. Οι
δραστηριότητές τους αυτές περιλαμβάνουν διάφορες μορφές εκλπετυσμένης
απάτης, καθώς επίσης και τη δημιουργία νόμιμων εργοστασιακών μονάδων, τη
δραστηριοποίηση στο χώρο των κατασκευών, της δημόσιας στέγασης και της
εσωτερικής διακόσμησης, την εμπλοκή τους με διάφορους τρόπους στα σχολεία,
στις φυλακές, στα γυμναστήρια και στις διάφορες δραστηριότητες αναψυχής, τη

226
Πρβλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315, σύμφωνα με τον οποίο, στο Χονγκ Κονγκ
υπάρχουν 50 Τριάδες με τουλάχιστον 80.000 μέλη συνολικά, εκ των οποίων οι 15 είναι
εγκληματικά ενεργές.
227
Βλ. James J. McKenna Jr., Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
όπ.παρ., σελ. 206.
228
Ειδικά για τα κινέζικα οργανωμένα δίκτυα προώθησης παράνομων μεταναστών στη Βρετανία,
η δράση των οποίων έγινε αισθητή ιδίως από το 2000 και εντεύθεν, βλ. Daniel Silverstone, From
Triads to snakeheads: organised crime and illegal migration within Britain’s Chinese community,
Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 93 – 11.
229
Βλ. James J. McKenna Jr, Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
όπ.παρ., σελ. 206 – 213 και ιδιαίτερα τον πίνακα με τις γνωστές Τριάδες στη σελ. 208 και
Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 247.
230
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά το έτος 1994, οι Κινέζοι ήταν υπεύθυνοι για
περίπου 4.500 υποθέσεις εγκλημάτων στην Ιαπωνία, δηλαδή για το 40% των εγκλημάτων που
είχαν διαπράξει εκείνη τη χρονιά αλλοδαποί στην Ιαπωνία. Βλ. John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, όπ.παρ., σελ. 215 και 218.
52

διαχείριση πάρκινγκ ενώ, τέλος, θεωρείται ότι ελέγχουν περίπου και το 80-90%
της εγχώριας βιομηχανίας του κινηματογράφου231.
Οι “Tongs” δημιουργήθηκαν, αρχικά, ως εταιρείες αμοιβαίας
αλληλοβοήθειας, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες καταπίεσης που βίωνε
η πλειοψηφία των Κινέζων μεταναστών στις χώρες της ∆ύσης. Οι Tongs
στρατολόγησαν, στη συνέχεια, οπλισμένους άνδρες για να εξασφαλίσουν την
ασφάλεια των καταγωγίων, των καπνιστηρίων οπίου και των πορνείων των
«Chinatowns»232 και μετατράπηκαν με τον τρόπο αυτό, σε εγκληματικές
οργανώσεις. Οι Tongs, σήμερα, αποτελούν ένα είδος συνεταιρισμού εταιριών, με
αποτέλεσμα ορισμένες από αυτές να είναι καθ’ όλα νόμιμες οργανώσεις
επιχειρήσεων (που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν ανάμεσα στα μέλη
τους και κάποιους εγκληματίες) ενώ, άλλες να είναι αποκλειστικά εγκληματικές
οργανώσεις και να έχουν άμεσους δεσμούς και συνεργασία με τις Τριάδες233.
Η δράση των Tongs στην Αμερική, για παράδειγμα, ξεκίνησε στα τέλη του
ου
19 αιώνα234. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα τα μέλη των Tongs

231
Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 7 – 8.
232
Ο Sellin ανέλυσε με όρους πολιτισμικής σύγκρουσης, ανάμεσα στους πολιτισμικούς κώδικες
της Ανατολής και της ∆ύσης, την εγκληματικότητα των Ανατολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και
υπό αυτό το πρίσμα εξήγησε και τη μετεξέλιξη των οργανώσεων χωρικών σε “tongs”, «που
εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες, ειδικότερα στην ανηθικότητα και τα ναρκωτικά».
Βλ. Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και έγκλημα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-
∆ασκαλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2003, σελ. 101 επ.
233
Σύμφωνα με τον Davidson, το ασιατικό οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική λειτουργεί σε
πέντε τουλάχιστον επίπεδα: 1) Το πρώτο επίπεδο συμπεριλαμβάνει τις διεθνείς ασιατικές
εγκληματικές οργανώσεις (κατά κύριο λόγο τις Τριάδες), 2) Το δεύτερο επίπεδο αφορά τις
εγχώριες Tongs, οι οποίες είναι εγκληματικά επηρεασμένες από τις Τριάδες και συνάπτουν με
αυτές συμφωνίες για ακατέργαστη ηρωίνη σε μια βάση «ανά επιχείρηση», 3) Το τρίτο επίπεδο
αφορά τη διανομή της ηρωίνης από τις εγκληματικές Tongs στις ασιατικές συμμορίες δρόμου, 4)
Στο τέταρτο επίπεδο, η διακίνηση της ηρωίνης φθάνει σε άλλες εθνικές οργανωμένες
εγκληματικές ομάδες και στο 5) λαμβάνει χώρα η τοπική διακίνηση. Βλ. Robert Davidson, Asian
Gangs and Asian Organized Crime in Chicago, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand
Oaks, 1997, σελ. 109 – 114.
Ειδικά για το προφίλ των ατόμων που συμμετέχουν στις συμμορίες δρόμου, τα δομικά τους
χαρακτηριστικά, το μέγεθος, την εσωτερική πειθαρχία, τις λειτουργίες και τις σχέσεις που
αναπτύσσουν με τις εγκληματικές οργανώσεις, βλ. Ko-Lin Chin, Gang Characteristics, στο Sue
Mahan / Katherine O’ Neil (eds), Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage
Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. 57 – 83.
Στην πραγματικότητα, οι Ασιατικές ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική
λειτουργούν ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα και στις
εγχώριες συμμορίες δρόμου. Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη ότι αυτή η τάση μπορεί να
οδηγήσει από τη μια μεριά, στην μείωση της δύναμης των συνδυασμένων οργανωμένων
ασιατικών εγκληματικών ομάδων και των συμμοριών δρόμου και από την άλλη, στην ανάπτυξη
μιας εγκληματικής οργάνωσης με διεθνή και συνολική εμπειρία. Βλ. John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, όπ.παρ., σελ. 218.
234
Η πρώτη Tong στην Αμερική ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1874. Βλ. Carlo DeVito, Tongs –
Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New York, στην του ιδίου (ed), The
53

ήταν κυρίως έμποροι, εργάτες πλυντηρίων και χειρώνακτες, οι οποίοι πλήρωναν


κάποιο ποσό στην Tong, για να διασφαλίσουν την οικονομική της υποστήριξη,
αλλά και τη φυσική τους προστασία από ανταγωνιστές, καθώς και από την
αστυνομία235. Οι Tongs σταδιακά εξελίχθηκαν σε οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες, οι οποίες από τη μια μεριά, εισέπρατταν χρήματα από τα μέλη τους για
«προστασία» και από την άλλη, κέρδιζαν χρήματα από τη διακίνηση ναρκωτικών,
την πορνεία και τα παράνομα παίγνια236.
Η αναγκαιότητα για την εμφάνιση Tongs στην Αμερική οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό στις απαγορευτικές πρακτικές της δημόσιας διοίκησης των ΗΠΑ, οι οποίες
συντέλεσαν στην ακόμη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση των Κινέζων, οι οποίοι
ήταν ήδη περιθωριοποιημένοι237, λόγω του γεγονότος της άγνοιας ή της
ελάχιστης χρήσης της αγγλικής γλώσσας και τους εξώθησαν στην ακόμη
μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους στις επονομαζόμενες «Chinatowns» («κινέζικες
πόλεις»). Η πρακτική της τοπικής συγκέντρωσής τους δεν τους προστάτεψε από
τις άπειρες γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες που τους δημιουργούσαν η δημόσια
διοίκηση και η αστυνομία και τους κατέστησε εύκολα θύματα εκμετάλλευσης και
εκβιασμού από το οργανωμένο έγκλημα.
Ειδικότερα, το 1896, η αμερικανική κυβέρνηση ψήφισε το νόμο για τον
«Αποκλεισμό των Κινέζων» (“Chinese Exclusion Act”), που παρέμεινε σε ισχύ
μέχρι το 1942, ο οποίος αφενός, απαγόρευε στους Κινέζους να αποκτήσουν την
αμερικανική υπηκοότητα και αφετέρου, απαγόρευε την είσοδο Κινέζων στη χώρα,
εκτός εάν αυτοί αποδείκνυαν ότι ήταν ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες υψηλότατης
εξειδίκευσης ή ιδιαιτέρως πλούσιοι238. Ενώ, στη συνέχεια, το 1924, το

encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York,
2005, σελ. 309.
235
Βλ. Carlo DeVito, Tongs – Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New York,
όπ.παρ., σελ. 309.
236
Ibid.
237
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους εξαθλιωμένους μετανάστες από το Βιετνάμ (το πρώτο
«κύμμα» έφθασε στην Αμερική το 1975, ενώ κατά τη δεκαετία του ’80 εκδηλώθηκε και ένα
δεύτερο κύμμα μετανάστευσης), οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις, μετά τη βαναυσότητα και την
απόλυτη ένδεια που είχαν βιώσει στη χώρα καταγωγής τους, και την αδιαφορία έως και
εχθρότητα που συνάντησαν στις ΗΠΑ, ενεπλάκησαν με τις εγκληματικές δραστηριότητες. Βλ.
αναλυτικά, Ken Sanz / Ira Silverman, The evolution and future direction of Southeast Asian
criminal organizations, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 220 –
226.
238
Βλ. Carlo DeVito, Tom Lee and the On Leong Tong, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 310.
54

Αμερικανικό Κοινοβούλιο απαγόρευσε στις Κινέζες να παραμένουν συνεχώς στις


Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, που
επικρατούσαν στα κινέζικα γκέτο, επέτρεψαν στις Τριάδες να βρουν πρόσφορο
πεδίο δράσης και περαιτέρω ανάπτυξης των παράνομων δραστηριοτήτων και
διασυνδέσεών τους με τη Βόρεια Αμερική239. Πράγματι, οι ρατσιστικοί και
απαγορευτικοί νόμοι εκείνης της περιόδου ενάντια στη νόμιμη μετανάστευση των
Κινέζων, έδωσαν τεράστια ώθηση στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και στη
διακίνηση παράνομων μεταναστών, εγκληματικές επιχειρήσεις που πολύ συχνά
εμφανίζονταν διαπλεκόμενες, ενώ, οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι εγκληματίες πίεζαν με
διάφορους τρόπους για τη διαιώνιση των απαγορευτικών νόμων και των
ξενοφοβικών πολιτικών, καθώς από αυτές εξαρτώνταν η μεγιστοποίηση των
κερδών τους240. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πρακτικών αποτελεί το γεγονός ότι
η «προστασία» και οι εκβιάσεις μαστίζουν ακόμη και σήμερα, πολλές κινέζικες
συνοικίες της Βόρειας Αμερικής241.

5. Η Ιαπωνική Yakuza

Η ιαπωνική Yakuza θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η συμμαχία242


πολύ υψηλά οργανωμένων, ιεραρχικά δομημένων παν-ιαπωνικών εγκληματικών

239
Βλ. την εξαιρετική σχετική ανάλυση του Jeffrey Scott McIllwain, Organizing Crime in
Chinatown: Race and Racketeering in New York City, 1890-1910, McFarland and Company,
North Carolina 2004, σελ. 60 επ.
240
Ibid.
241
Μια έρευνα πάνω σ’ αυτό το θέμα σε ένα δείγμα 603 Κινέζικων επιχειρήσεων στη Νέα Υόρκη
έδειξε ότι το 55% αυτών υπήρξαν θύματα εκβιασμού. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 186 – 187, όπου, επίσης αναφέρονται αναλυτικά και οι τέσσερις
διαφορετικοί τύποι εκβιασμού, που προέκυψαν από τη μελέτη των στοιχείων, με τα αντίστοιχα
στον καθένα ποσοστά θυματοποίησης.
242
Τα μεγάλα Ιαπωνικά εγκληματικά συνδικάτα λειτουργούν με έναν τρόπο ανάλογο με το
“franchise” («άδεια για παροχή υπηρεσιών ή πώληση αγαθών υπό συγκεκριμένο όνομα») ή το
φεουδαρχικό σύστημα. Οι συμμορίες πληρώνουν κάποιο ποσό κάθε μήνα για να ανήκουν στο
συνδικάτο και εκμεταλλεύονται τη συλλογική εικόνα της οργάνωσης. Παρότι οι οργανώσεις-μέλη
είναι υποχρεωμένες να υπακούουν στους κανόνες και τις κατευθύνσεις που θέτει η επικεφαλής
οργάνωση, εντούτοις, έχουν αυτονομία όσον αφορά τη δικιά τους οικονομική δραστηριότητα
εντός της περιοχής τους. Οι συμμορίες μπορούν είτε να εξαναγκαστούν να συμμετάσχουν είτε να
το επιλέξουν εθελοντικά, αλλά, συνήθως, συγκροτούνται στο εσωτερικό των συνδικάτων, όταν τα
μέλη τους έχουν στρατολογήσει ικανό αριθμό ατόμων που τους επιτρέπει να σχηματίσουν μια
ξεχωριστή υποομάδα στο εσωτερικό του συνδικάτου. Βλ. Peter Hill, The Japanese Mafia:
Yakuza, Law, and the State, Oxford University Press, Oxford, 2003, σελ. 18, Carlo DeVito,
Boryokundan, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά
Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 35 και Masayuki Tamura, The Yakuza
55

συνδικάτων243, τα οποία έχουν, συνήθως, πολύ μεγάλο αριθμό μελών, ο οποίος


κυμαίνεται μεταξύ 70 και 17.900 ατόμων και βρίσκονται σε συμβιωτική σχέση244
τόσο με τους φορείς της επίσημης πολιτικής και τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς, όσο και με τις οικονομικές ελίτ της χώρας τους. Τα τρία τέταρτα
των μελών των οργανώσεων της Yakuza ανήκουν στα τρία μεγάλα εθνικά
εγκληματικά συνδικάτα, δηλαδή στις οργανώσεις “Yamaguchi-gumi”, “Inagawa-
Kai” και “Sumiyoshi-Kai”.
Ειδικότερα, κάθε εγκληματική οργάνωση της Yakuza είναι δομημένη
ιεραρχικά και βασίζεται στη σχέση “Oyabun”-“Kobun” («πατέρα»-«παιδιού»)245. O
“Oyabun” ή “Kumicho” είναι ο αργηχός της «φυλής» και οι οπαδοί του είναι τα
«παιδιά» του (“Kobun”)246. Οι «φυλές» αυτές χαρακτηρίζονται από «ημίαιμες»
(“quasi-blood”)247 σχέσεις, παρόμοιες με αυτές του παλιού φεουδαρχικού
ιαπωνικού συστήματος. Κάθε αρχηγός ελέγχει έναν αριθμό υποομάδων. Ο
“Saiko-Komon” είναι ένας ηλικιωμένος σύμβουλος, ο οποίος έχει ταυτόχρονα τη
δική του (ή τις δικιές του) συμμορία «παιδιών» και είναι υπεύθυνος για τη
γραφειοκρατία της (συνολικής) οργάνωσης. Ο αξιωματούχος αυτός έρχεται
απευθείας σε επαφή με τους δικηγόρους και τους λογιστές της οργάνωσης248.
Από πλευράς εξουσίας, το νούμερο δύο της οργάνωσης της Yakuza είναι ο
“Waka-Gashira”, ο οποίος εκτελεί απευθείας εντολές από τον αρχηγό (“Oyabun”).
Ο “Shatei-Gashira” κατέχει τυπικά υψηλότερα ιεραρχική θέση από τον “Waka-
Gashira”, αλλά είναι εξοπλισμένος με λιγότερες εξουσίες. Στον αξιωματούχο αυτό

and Amphetamine Abuse in Japan, στο Harold Traver / Mark Gaylord (eds), Drugs, Law and the
State, Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1992, σελ. 99.
243
Οι αστυνομικές αρχές αναφέρονται στη “Yakuza” ως “Boryokundan”, που σημαίνει «οι βίαιοι».
Βλ. Carlo DeVito, Boryokundan, όπ.παρ., σελ. 34.
244
Βλ. Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
Southern Illinois University Press, Illinois, 1997, σελ. 33.
245
Για την εσωτερική δομή της Yakuza, βλ. αναλυτικά, David Harold Stark, The Yakuza:
Japanese crime incorporated, University of Michingan Press, Michingan, 1981, σελ. 62 επ.,
Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, series: Criminal Justice Illuminated,
Jones and Bartlett Publishers Inc., Sudbury, 2007, σελ. 120 και Carlo DeVito, Yakuza, στην του
ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File
Inc., New York, 2005, σελ. 343 επ., ιδίως σελ. 347.
246
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
247
Σύμφωνα με το άρθρο 725 του Αστικού Κώδικα των Meiji οι συγγενείς χωρίζονταν γενικά σε
τέσσερις τάξεις: 1) τους εξ αίματος (“ketsusoku”), 2) τους «ημίαιμους» (“jun-ketsu-zoku”), 3) τις
συζύγους (“haigū-sha”) και 4) τους εξ αγχιστείας (“inzoku”). Ως «ημίαιμες» (“quasi-blood”) σχέσεις
χαρακτηρίζονταν οι σχέσεις εξ αίματος που συνέδεαν άτομα, τα οποία δεν είχαν φυσική
συγγένεια, αλλά μόνο νομική, όπως είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των θετών γονέων και
των θετών παιδιών. Βλ. Petra Schmidt, Family Law, στο Wilhelm Röhl (ed), History of Law in
Japan since 1868, Brill, Leiden, 2005, σελ. 285, υποσημ. 187.
248
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
56

αναφέρονται οι “Kyodai” («μεγαλύτεροι αδελφοί»). Οι «νεότεροι αδελφοί»


ονομάζονται “Shatei”, ενώ, οι νεαροί αρχηγοί είναι γνωστοί ως “Wakashu”. Τα
«παιδιά», εξάλλου, μπορούν να είναι αρχηγοί της δικής τους «φυλής» και με τον
τρόπο αυτό η «φυλή» γίνεται μια οργάνωση που συνίσταται από πολλές «υπο-
οικογένειες».
Η δομή της εγκληματικής οργάνωσης “Sumiyoshi-Kai” διαφέρει από τις
άλλες οργανώσεις της Yakuza249, καθότι διαθέτει μια δαιδαλώδη οργανωτική
δομή, στο πλαίσιο της οποίας αρκετοί αρχηγοί από τις πιο ισχυρές οργανώσεις
της σχηματίζουν μια ομοσπονδία, με πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται.
Για την εισδοχή κάποιου νέου μέλους στη Yakuza προβλέπεται ειδικό
τελετουργικό, κατά το οποίο ο αρχηγός και το υποψήφιο μέλος πίνουν “sake”250
ενώ, στη συνέχεια, ο υποψήφιος δίνει τους έξι όρκους πίστης και αφοσίωσης στη
Yakuza251.
Όλα τα μέλη της Yakuza οφείλουν τυφλή υπακοή στον αρχηγό τους.
Προκειμένου να επιτευχθεί η εσωτερική πειθαρχία και η απρόσκοπτη εκτέλεση
των εντολών, προβλέπονται τέσσερα είδη τιμωρίας252: 1) ο θάνατος για τις πολύ
σοβαρές παραβάσεις (κατά την άποψη του αρχηγού), 2) ο ακρωτηριασμός του
δαχτύλου στο ύψος κάποιας ένωσης (“yubitsume”)253, 3) η επιβολή περιορισμού
(“zetsuem”) στην πρόσβαση στον αρχηγό, η οποία μπορεί να αρθεί μετά από ένα

249
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
250
Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 344 και Elmer Hubert Johnson, Criminalization and
Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts, όπ.παρ., σελ. 37.
251
1) Να μην αποκαλύψει ποτέ τα μυστικά της οργάνωσης, 2) να μην προσβάλει ποτέ τη σύζυγo
ή τα παιδιά κάποιου άλλου μέλους, 3) να μην υπεξαιρέσει χρήματα της «φυλής», 4) να μην
αποτύχει στις εντολές των ανωτέρων του, 5) να μην εμπλακεί με τα ναρκωτικά και 6) να μην
προσφύγει στο νόμο ή στην αστυνομία. Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized
Crime, όπ.παρ., σελ. 121.
Ειδικά για το όρκο της μη εμπλοκής με τα ναρκωτικά, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται
τουλάχιστον παρόδοξος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ιαπωνία είναι μάλλον σπάνια η χρήση
ναρκωτικών και παραισθησιογόνων, καθώς χρησιμοποιούνται κυρίως διεγερτικά. Η επιλογή αυτή
έχει βαθιές πολιτισμικές ρίζες και συνδέεται με την αντίληψη ότι η χρήση ναρκωτικών μπορεί να
οδηγήσει στην απώλεια της εθνικότητας, όπως συνέβη στην Κίνα κατά τη διάρκεια των Πολέμων
για το Όπιο. Εξάλλου, τα διεγερτικά θεωρούνται ως λιγότερο επικίνδυνα και η δράση τους ως
ουσιών ταιριάζει περισσότερο στο προφίλ εργασιομανών ατόμων, όπως στην πλειοψηφία τους
είναι οι Ιάπωνες. Βλ. αναλυτικά, Masayuki Tamura, The Yakuza and Amphetamine Abuse in
Japan, όπ.παρ., σελ. 103 – 104.
252
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120 – 121.
253
Η πράξη αυτή αποτελεί ένα είδος αίτησης συγνώμης προς τον αρχηγό στον οποίο
παρουσιάζεται το αποκομμένο δάχτυλο ως μόνιμη ανάμνηση του λάθους του συγκεκριμένου
μέλους. Αυτή η μορφή τιμωρίας αποτελούσε ένα έθιμο των «χαρτοπαικτών» (“bakuto”) και
σηματοδοτούσε την αποδυνάμωση του χεριού και συνακόλουθα την ικανότητα του χειρισμού του
σπαθιού. Ibid.
57

ορισμένο χρονικό διάστημα και 4) η οριστική αφαίρεση της ιδιότητας του μέλους
(“hamon”) από οποιαδήποτε συμμορία της Yakuza.
Η πρωτοτυπία της Yakuza, σε σχέση με τις εγκληματικές οργανώσεις που
εξετάσαμε στην προηγούμενη ανάπτυξη, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν αποτελεί
μυστική οργάνωση, ένα είδος παράλληλης «μυστικής κοινωνίας», αλλά
λειτουργεί ανοιχτά, διαθέτει γραφεία ενώ, τα μέλη της μοιράζονται κοινά
αναγνωριστικά στοιχεία254, όπως είναι τα κομμένα δάχτυλα, τα tattoo,
συγκεκριμένους τρόπους ένδυσης και ομιλίας255, καθώς και τυπωμένα σημάδια
της Yakuza στις κάρτες τους, τα οποία είναι ευρέως αναγνωρίσιμα από το μέσο
Ιάπωνα.
Η σύγχρονη Yakuza προέρχεται από δύο διαφορετικούς «προγόνους»,
τους «χαρτοπαίκτες» (“bakuto”) και τους «περιοδεύοντες μικροπωλητές»
(“tekiya”)256, αν και η ετυμολογία του γενικού όρου «Yakuza», έχει μία καθαρά
χαρτοπαικτική προέλευση, καθώς αναφέρεται σε έναν «χαμένο γύρο» (“losing
hand”) ενός ιαπωνικού παιχνιδιού με χαρτιά (ya, οκτώ, ku, εννιά, sa ή za τρία)257.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου “Tokugawa” (1600 – 1867) οι ομάδες αυτές
υπέφεραν από περιοδικά κατασταλτικά ξεσπάσματα, αν και τυπικά οι αρχές
υιοθετούσαν μια πραγματιστική στάση, αφ’ ης στιγμής τις αντιμετώπιζαν ως
χρήσιμους παράγοντες κατά την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου και ως πηγές
πληροφοριών258. Περαιτέρω, οι αρχηγοί των χαρτοπαικτικών συμμοριών, πολύ
συχνά λειτουργούσαν ως μεσίτες εργατικής δύναμης για τα φιλόδοξα κυβερνητικά

254
Βλ. Georgios Antonopoulos, Yakuza, στο Frank Shanty / Patit Paban Mishra (eds), Organized
Crime – An International Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism, vol. 2, ABC-CLIO Inc.,
California, 2008, σελ. 469, Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
121, Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
όπ.παρ., σελ. 38 και Carlo DeVito, Boryokundan, όπ.παρ., σελ. 35.
255
Ο παραδοσιακός τρόπος εμφάνισης των μελών της Yakuza συνίσταται στα κολλημένα μαλλιά,
τα διαμαντένια δαχτυλίδια και τα χρυσά περικάρπια ενώ, οδηγούν, συνήθως, “Mercedes-Benz”,
εμφάνιση που τα τελευταία, όμως, χρόνια τείνει να διαφοροποιηθεί, με αποτέλεσμα οι αρχηγοί της
Yakuza να ομοιάζουν πλέον με υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων. Βλ. Peter Hill, The Changing
Face of the Yakuza, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 112 – 113.
256
Ibid, σελ. 97.
257
Σύμφωνα με τον Lafayette De Mente, το παιχνίδι αυτό ήταν παρόμοιο με το “Blackjack”
(«21»), το νικητήριο, όμως, χαρτί είχε άθροισμα 19. Οι παίκτες τραβούσαν μόνο τρία φύλλα και
κέρδιζε όποιος είχε άθροισμα πιο κοντά στο 19. Το άθροισμα yakuza (8+9+3=20) σηματοδοτούσε
τον ηττημένο. Με την υιοθέτηση του ονόματος αυτού για τους ίδιους, «οι χαρτοπαίκτες
προειδοποιούσαν κυριολεκτικά τις αρχές και κάθε άλλο άτομο για το ότι ήταν σκληροί άνδρες και
ότι “δεν σήκωναν πολλά”». Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters,
στο του ιδίου (ed), Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms That Explain The Attitudes and
Behavior of The Japanese, Tuttle Publishing, Boston, Rutland, Vermont, Tokyo, 2004, σελ. 308.
258
Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα πρώιμο παράδειγμα της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ
οργανωμένου εγκλήματος και κράτους στην Ιαπωνία. Βλ. Peter Hill, The Japanese Mafia:
Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 37.
58

κατασκευαστικά έργα259, ενώ οι τοπικοί αρχηγοί των περιοδευόντων


μικροπωλητών ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση της εκμίσθωσης των
περιπτέρων στις διάφορες γιορτές που διεξάγονταν στην περιοχή τους.
Με τη βαθμιαία αποδυνάμωση της ισχύος του κράτους των “Tokugawa”
και την εμφάνιση μιας πλούσιας τάξης εμπόρων, οι οποίοι διέθεταν χρήματα για
σπατάλη, οι οργανώσεις που ασχολούνταν με την χαρτοπαιξία, απήλαυσαν μια
περίοδο δυναμικής ενίσχυσης260 και κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών και
πολιτικών αναταραχών, που χαρακτήριζαν την περίοδο της παλλινόρθωσης των
“Meiji” (1868 – 1912)261, οι αρχηγοί των παιγνίων ήταν σε θέση να παρατάξουν
σημαντικούς αριθμούς πολεμιστών προς υποστήριξη είτε των καινοφανών, είτε
των παλαιότερων πολιτικών κομμάτων262.
Μετά την παλινόρθωση των “Meiji” και την εμπέδωση ισχυρής κεντρικής
διοίκησης, οι οργανώσεις που ήλεγχαν τα παίγνια βίωσαν για ακόμη μια φορά μια
περίοδο κυβερνητικής καταστολής και ο αριθμός των μελών τους έφθινε
προσωρινά263. Εντούτοις, η εκβιομηχάνιση των αρχών του 20ου αιώνα, σε
συνδυασμό με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και τις
ιαπωνικές «βίαιες αναταραχές για το ρύζι» του 1918 (“Rice Riots”) υποχρέωσαν
τη βιομηχανική και πολιτική ηγεσία της Ιαπωνίας να προσφύγει στη βοήθεια
αυτών ακριβώς των οργανώσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο εργατικός

259
Σύμφωνα με τον Hill, ο παραδοσιακός τίτλος για τις χαρτοπαικτικές λέσχες είναι “kashimoto”,
που σημαίνει «πηγή δανείων», κάτι που είναι ενδεικτικό για τον τρόπο που λειτουργούσαν οι
αρχηγοί των χαρτοπαικτικών συμμοριών. Ειδικότερα, από τη μια μεριά, οι οργανώσεις
αμοίβονταν με κάποιο ποσοστό από τον μισθό των εργατών, ως μεσίτες εργατικής δύναμης και
από την άλλη μεριά, οι χαρτοπαικτικές τους δραστηριότητες προσέλκυαν υποψήφιους εργάτες, οι
οποίοι μετά τη δουλειά έχαναν συνήθως και τον υπόλοιπο μισθό τους. Ταυτόχρονα, ο αρχηγός
μπορούσε να δανείσει χρήματα σε κάποιον χαρτοπαίκτη, ο οποίος, σε περίπτωση που τα έχανε,
εξαναγκάζονταν να δουλέψει ως εργάτης, για να ξεπληρώσει το δάνειο. Βλ. Peter Hill, The
Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 37 – 38.
260
Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 308.
261
Η περίοδος των Meiji εκτείνεται από το 1868 έως το 1912 και αντιπροσωπεύει το πρώτο μισό
της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Το 1866 επιτεύθηκε η συμμαχία μεταξύ των περιοχών
“Satsuma-Chōshū”. Οι αρχηγοί τους Saigō Takamori και Kido Takayoshi, αντίστοιχα,
υποστήριξαν τον Αυτοκράτορα Kōmei (πατέρα του Αυτοκράτορα Meiji) στην επιτυχή διεκδίκηση
της εξουσίας από το Σογκουνάτο των Tokugawa. Μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Kōmei, στις
30-1-1867, τον διαδέχθηκε ο γιος του Αυτοκράτορας Meiji. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε τη
μετάβαση της Ιαπωνίας από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Βλ. αντί άλλων, Wikipedia, Meiji
Restoration, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_Restoration και στην ίδια, Meiji Period,
http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_period. Για τη διαδικασία σχηματισμού του κράτους των Meiji,
εξάλλου, βλ. αναλυτικά, Eiko Maruko Siniawer, Ruffians, Yakuza, nationalists: the violent politics
of modern Japan 1860 – 1960, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009, σελ. 11 επ.
262
Βλ. αναλυτικά, Peter Hill, The Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 40.
263
Το 1884 η κυβέρνηση των “Meiji” επέβαλε το «∆ιάταγμα για την Αντιμετώπιση των
Χαρτοπαικτικών Εγκλημάτων» (“Ordinance for the Treatment of Gambling Crimes”), το οποίο είχε
ως αποτέλεσμα μαζικές συλλήψεις χαρτοπαικτών. Ibid.
59

αναβρασμός και η απειλή ανόδου του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Το 1919, το


Υπουργείο Εσωτερικών της Ιαπωνίας δημιούργησε τη “Dai-Nippon Kokusui-kai”,
μια παν-Ιαπωνική οργάνωση, που αποτελούνταν από τις ομάδες της Yakuza, η
οποία ως σκοπό είχε τη διάλυση των απεργιών και των αριστερών διαμαρτυριών.
Τελικά, η συμμαχία αυτή διαλύθηκε εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και δεν
κατάφερε να εκπληρώσει τις προσδοκίες των εμπνευστών της.
Αν και αρκετές οργανώσεις της Yakuza έπαιξαν ενεργό ρόλο στο πλαίσιο
των κινημάτων της ακροδεξιάς264 κατά τη δεκαετία του 1930, από τη στιγμή που
εγκαθιδρύθηκε εκ νέου μια ισχυρή, αυταρχική κυβέρνηση, οι οργανώσεις αυτές
μπήκαν ξανά στο στόχαστρο ανανεωμένων πειθαρχικών μέτρων. Η ήττα της
Ιαπωνίας στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1945, η οποία καταρράκωσε την
επίσημη οικονομία, αποδυνάμωσε τις αστυνομικές δυνάμεις και δημιούργησε μια
στρατιά εξαθλιωμένων ανέργων, οι οποίοι ήταν εξασκημένοι στην άσκηση βίας
και είχαν αποθηριωθεί από τον πόλεμο και έδωσε τεράστια ώθηση στην
ανάπτυξη μιας εύρωστης «μαύρης αγοράς», υπό την κηδεμονία των αρχηγών
τοπικών εγκληματικών οργανώσεων και των υποστηρικτών τους. Οι
μαυραγορίτικες αυτές ομάδες ονομάζονταν “gurentai”265, που σημαίνει εκβιαστές
ή τραμπούκοι. Αν και δεν συνίσταντο απαραιτήτως από παραδοσιακές
οργανώσεις της Yakuza, οι πιο ισχυρές ομάδες των gurentai είτε είχαν
απορροφήσει συμμορίες της Yakuza, είτε είχαν υιοθετήσει αρκετά από τα
πολιτισμικά της σύμβολα και δικές της μορφές συμπεριφοράς, όπως, για
παράδειγμα, τα διακριτικά ολόσωμα tattoo και τη χρήση της αποκοπής του
δακτύλου είτε ως τιμωρίας, είτε ως εκδήλωσης μετανοίας. Κατά την ίδια χρονική
περίοδο, εξαιτίας της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων στη σφαίρα της οικονομίας,
αρκετές χαρτοπαικτικές συμμορίες εξαναγκάστηκαν να εγκολπωθούν τις, μέχρι
τότε εξευτελιστικές, επαγγελματικές δραστηριότητες των gurentai.
Με την ανάκαμψη της ιαπωνικής οικονομίας, η αρχική οικονομική
ιεράρχηση αυτών των ομάδων άλλαξε266. Η αναπτυσσόμενη βιομηχανία της
φιλοξενίας, που συμπεριλάμβανε τα μπαρ, τα κλαμπ, τα εστιατόρια και τις
επιχειρήσεις παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών, παρείχε μια νέα πηγή χρημάτων
264
Για τη σχέση της Yakuza με την ακροδεξιά, βλ. ιδίως, David Kaplan / Alec Dubro, Yakuza -
Japan’s Criminal Underworld, (expanded edition), University of California Press, Berkeley, Los
Angeles, 2003, σελ. 56 – 82.
265
Βλ. αναλυτικά, Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 345.
266
Βλ. Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
όπ.παρ., σελ. 39 – 40.
60

μέσω της παροχής «προστασίας». Την ίδια περίοδο, αρκετές οργανώσεις της
Yakuza λειτουργούσαν, επίσης, ως μεσίτες εργατικής δύναμης (“tehaishi”),
παρέχοντας εργάτες στις κατασκευαστικές εταιρίες και στις εταιρίες
δεξαμενισμού, κάτι που συντέλεσε στην τεράστια αύξηση της επιρροής του
οργανωμένου εγκλήματος σ’ αυτούς τους οικονομικούς τομείς267. Οι
προσπάθειες για έλεγχο αυτών των διευρυνόμενων και προσοδοφόρων
ευκαιριών της αγοράς οδήγησαν στο «πόλεμο των συμμοριών» των ετών 1950 –
1963.
Παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή είχαν ενεργοποιηθεί διάφοροι
νόμοι για να αναχαιτίσουν αυτό το ξέσπασμα βίας, η Yakuza σε γενικές γραμμές
γινόταν ανεκτή αφενός, λόγω της αδυναμίας της αστυνομίας και αφετέρου, λόγω
των στενών σχέσεων που είχε αναπτύξει με τους πολιτικούς268, τόσο σε τοπικό
όσο και σε εθνικό επίπεδο269. Η διαδεδομένη ανασφάλεια των κυρίαρχων ελίτ,
εξαιτίας της ανόδου του αριστερού πολιτικού ριζοσπαστισμού270, ενάντια στον
οποίο η Yakuza θεωρούνταν ως ένα αποτελεσματικότατο εργαλείο271, υπήρξε,
εξάλλου, μια σημαντική παράμετρος που δημιουργούσε επιπρόσθετα
προσκόμματα στην επιβολή του νόμου. Παράλληλα, και το γεγονός ότι οι
εγκληματικές οργανώσεις βοηθούσαν ευθέως την αστυνομία με την παροχή
κρίσιμων, για την επιτέλεση του έργου της, πληροφοριών και στη συνέχεια, αφ’
ης στιγμής κατόρθωναν να εγκαταστήσουν ένα τοπικό μονοπώλιο, τηρούσαν μια

267
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Yakuza
αριθμούσε περισσότερες από 2.000 εγκληματικές οργανώσεις στην Ιαπωνία, οι οποίες είχαν
συνολικά περισσότερα από 100.000 μέλη. Η επιρροή του οργανωμένου εγκλήματος σ’ αυτούς
τους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων διευρύνθηκε, εξάλλου, και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, κατά την περίοδο αυτή, άρχισαν να αγοράζουν μαζικά
μετοχές των συγκεκριμένων εταιριών. Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable
Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309.
268
Χαρακτηριστική περίπτωση υψηλά ιστάμενου πολιτικού που συνεργαζόταν άμεσα με τη
Yakuza, ήταν η περίπτωση του Tokutaro Kimura, ο οποίος μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου έγινε Υπουργός ∆ικαιοσύνης και στη συνέχεια, Αρχηγός Στρατού. Το άτομο που τον είχε
προτείνει για τις αυτές θέσεις ήταν ο Yoshio Kodama, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς
της Yakuza. Ως αντάλλαγμα ο Kimura χρησιμοποίησε τις θέσεις αυτές για να βοηθάει γενικά τη
Yakuza και για να επιτυγχάνει τη γρήγορη απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της. Βλ. Carlo
DeVito, Kimura Tokutaro, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime,
σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 178 – 179.
269
Βλ. Sue Mahan / Katherine O’ Neil, Discussion: The Yakuza, στο των ιδίων (eds), Beyond The
Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New
Delhi, 1998, σελ. 84.
270
Βλ. Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
όπ.παρ., σελ. 32.
271
Για τη σχέση της Yakuza με τη δεξιά, βλ. ιδίως, Eiko Maruko Siniawer, Ruffians, Yakuza,
nationalists, όπ.παρ., σελ. 139 – 174.
61

πολύ προσεκτική στάση σιγής, αποτελεί ένα στοιχείο που θα πρέπει να


συνεκτιμηθεί.
Το 1963, ως απάντηση στις αυξανόμενες δημόσιες διαμαρτυρίες ενάντια
στη βία της Yakuza και την ανικανότητα της αστυνομίας, η κυβέρνηση επέβαλε
την πρώτη «στρατηγική κορυφής» (“summit strategy”), η οποία περιελάμβανε
μαζικές συλλήψεις των μελών της Yakuza, ιδιαίτερα των κορυφαίων αρχηγών
της. Η επιχείρηση αυτή διευκολύνθηκε με την αλλαγή της νομοθεσίας για τα
παίγνια, η οποία κατέστησε δυνατή την σύλληψη με την ύπαρξη μόνο μιας
επιβαρυντικής μαρτυρικής κατάθεσης. Η πολιτική αυτή κατάφερε να μειώσει τον
αριθμό των αναγνωρισμένων μελών της Yakuza από 180.000 το 1963 σε
120.000 στα τέλη της ίδιας δεκαετίας272 και οδήγησε στην εξάρθρωση αρκετών
προβεβλημένων εγκληματικών οργανώσεων, ωστόσο είχε ως παρενέργεια την
εδραίωση της θέσης των μεγαλύτερων, πιο πολύπλοκων και με
διαφοροποιημένα επαγγελματικά συμφέροντα, εγκληματικών οργανώσεων σε
βάρος των μικρών, τοπικών, παραδοσιακών χαρτοπαικτικών οργανώσεων273.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρκετά μέλη της Yakuza, που είχαν
συλληφθεί κατά την προηγούμενη περίοδο, αφέθηκαν ελεύθερα και
επανασύστησαν τις εγκληματικές οργανώσεις τους. Οι αρχηγοί, προκειμένου να
προστατευθούν από ένα νέο κίνδυνο σύλληψης, επέβαλαν ένα σύστημα μηνιαίας
πληρωμής συνεισφοράς (“jōnōkin”) στην εγκληματική οργάνωση από τα
κατωτέρα ιεραρχικά μέλη της. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις της Yakuza
διευρύνθηκαν στο πεδίο της διακίνησης αμφεταμινών, ενώ, δημιουργήθηκαν και
ομάδες που υποτιθέμενα προωθούσαν ακροδεξιές πολιτικές απόψεις (“ese
uyoku”) ή κοινωνικά θέματα (“ese Dōwa”).
Την ίδια περίοδο η Yakuza άρχισε, επίσης, να ασχολείται συστηματικά με
τη “sōkaiya”, δηλαδή τον εκβιασμό εταιριών274. Οι εταιρίες αναγκάζονταν να

272
Πρβλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309,
σύμφωνα με τον οποίο το 1978 η Yakuza αποτελούνταν περίπου 2.500 εγκληματικές
οργανώσεις, οι οποίες είχαν συνολικά περίπου από 110.000 μέλη.
273
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 118, σύμφωνα με
τον οποίο οι μικρότερες εγκληματικές οργανώσεις απορροφήθηκαν από τρεις μεγαλύτερες
οργανώσεις της Yakuza, την Yamaguchi-gumi, την Sumigoshi-Kai και την Ingawa-Kai, με
αποτέλεσμα πάνω από 60% των συνολικών μελών της Yakuza να ανήκουν σ’ αυτές τις
οργανώσεις.
274
Βλ. ιδίως, Kennet Szymkowaik, Sōkaiya Criminal Group and the Conflict for Corporate Power
in Postwar Japan, Asia Profile, vol. 20, no. 4, 1992, σελ. 297 – 308, του ιδίου, Sōkaiya: An
Examination of the Social and Legal Development of Japan's Corporate Extortionist, International
Journal of the Sociology of Law, vol. 22, no. 2, 1994, σελ. 123 – 143, Frank Baldwin, Sōkaiya, the
62

πληρώνουν κάποιο ποσό, είτε για να μην εισέλθει κάποιος στις ετήσιες γενικές
συνελεύσεις τους και κάνει "στενόχωρες ερωτήσεις" (κάτι που σε άλλες χώρες θα
μπορούσε να θεωρηθεί μια κανονική μετοχική συμπεριφορά)275, είτε για να
προστατέψει την εταιρία από την υποβολή τέτοιων ενοχλητικών ερωτήσεων.
Η αναμόρφωση του Ιαπωνικού Εμπορικού Κώδικα του 1982, κατάφερε να
μειώσει δραματικά αυτή την εκβιαστική δραστηριότητα της Yakuza, καθώς,
σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας, ο αριθμός των ταυτοποιημένων ως
sōkaiya μειώθηκε από 6.738 το 1982 σε 1.682 το επόμενο έτος. Θα πρέπει να
σημειωθεί, όμως, ότι η Yakuza την ίδια στιγμή μεταλλάχθηκε, καθώς στη μάχη
του εκβιασμού έριξε τα ακροδεξιά παρακλάδια που είχε δημιουργήσει, όπως
είδαμε παραπάνω. Ένα άλλο παράπλευρο αποτέλεσμα της αντι-sōkaiya
νομοθεσίας ήταν η δραματική αύξηση του “minbō”, της βίαιης δηλαδή
μεσολάβησης σε αστικής φύσεως υποθέσεις.
Η πιο συνηθισμένη χρήση του minbō στην πράξη είναι στις περιπτώσεις
τροχαίων ατυχημάτων, για τα οποία η προβλεπόμενη νομική διαδικασία στην
Ιαπωνία είναι ιδιαίτερα αργή και πολυέξοδη και είναι προς το συμφέρον των
αντιτιθέμενων μερών να προστρέξουν στη βοήθεια της Yakuza, προκειμένου να
διευθετηθεί η διαφορά τους εξωδικαστικά, εύκολα και γρήγορα. Εννοείται ότι,
κατά τη διαδικασία αυτού του τύπου επίλυσης της διαφοράς δεν έχουν τόση
σημασία τα πραγματικά περιστατικά όσο το ποιος είναι αυτός που νοίκιασε τις
υπηρεσίες της Yakuza και σε περίπτωση που και τα δύο μέρη έχουν προσφύγει
σ’ αυτή, το ποιος νοίκιασε την πιο ισχυρή οργάνωση. Άλλες εφαρμογές του
minbō αφορούν την είσπραξη οφειλών, τον οικονομικό και εταιρικό εκβιασμό και
τη «διαχείριση κρίσεων» (“crisis management”).
Παρά την παρασιτική και εγγενώς βίαιη φύση του minbō η ποινική του
δίωξη είναι σχεδόν ανέφικτη276, αφενός γιατί η Ιαπωνική ποινική νομοθεσία δεν
προβλέπει το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση -και δη στη

Idiom of Contemporary Japan, Japan Interpreter, vol. 8, no. 4, 1974, σελ. 502 – 509 και Carlo
DeVito, Ogawa Kaoru, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime,
σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 225.
275
Για τα προβλήματα στην εφαρμογή του νόμου που εγείρει ο εντελώς διαφορετικός Ιαπωνικός
πολιτισμικός κώδικας, βλ. ιδίως, Gary Fontaine / Laurence Severance, Intercultural Problem in
the Interpretation of Evidence: A Yakuza Trial, International Journal of Intercultural Relations, vol.
14, no. 2, 1990, σελ. 163 – 176.
276
Για τον τρόπο που επηρεάζει ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης περιόδου τόσο τις νομικές
ρυθμίσεις όσο και την αντίληψη των ανθρώπων για το δίκαιο και το φαινόμενο της ετερότητας των
«νομικών πολιτισμών», βλ. ευρύτερα, Γιώτας Κραβαρίτου, Σχέση ∆ικαίου και Πολιτισμού: Όψεις
της Σύγχρονης Προβληματικής, ΝοΒ, 2004, σελ. 1673 – 1694.
63

Yakuza- και αφετέρου, επειδή η πολιτισμική υποκουλτούρα της, ίδιως τα κοινά


αναγνωριστικά στοιχεία των μελών της, στα οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω, είναι
ευρέως αναγνωρίσιμα από το μέσο Ιάπωνα και κατά συνέπεια, η προσφυγή στον
εκφοβισμό δεν είναι ανάγκη να γίνει με άμεσο τρόπο, αφού ο εκφοβισμός είναι
στοιχείο συνυφασμένο με αυτή τούτη τη συμμετοχή στη Yakuza, με αποτέλεσμα
να μην μπορεί να στοιχειοθετηθεί πράξη εκφοβισμού.
Περαιτέρω, μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις της Yakuza, κατά
τη δεκαετία του 1980, ήταν η εκμετάλλευση της γης (“jiage”)277. Η Ιαπωνική
νομοθεσία για τα ακίνητα θέτει μια σειρά σοβαρά εμπόδια στην εμπέδωση των
όρων της ελεύθερης αγοράς σ’ αυτόν τον οικονομικό τομέα. Έτσι, για
παράδειγμα, οι τεράστιες προσπάθειες που απαιτούνται για την έξωση των
ενοικιαστών ή οι αρνήσεις μικροϊδιοκτητών να μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία τους,
κοστίζουν τεράστια χρηματικά ποσά στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις, οι οποίες
εξωθούνται στη συνεργασία με τη Yakuza, προκειμένου να επιτύχουν τους
σκοπούς τους εύκολα και γρήγορα.
Το 1991 ψηφίστηκε ομόφωνα από την Ιαπωνική Βουλή ο πρώτος νόμος
ενάντια στις δραστηριότητες της Yakuza (“bōtaihō”), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το
επόμενο έτος278. Σε σύγκριση με τη νομοθετική αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, ο “bōtaihō” υιοθετεί μια
μάλλον ήπια προσέγγιση ρυθμιστικού χαρακτήρα, καθώς επικεντρώνεται,
πρωτίστως, στο κλείσιμο των νομικών «παραθύρων» που αξιοποιεί η Yakuza
κατά την εφαρμογή του “minbō”. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του “bōtaihō”, οι
τοπικές Επιτροπές ∆ημόσιας Ασφάλειας αποκτούν τη δυνατότητα να
χαρακτηρίζουν μια οργάνωση της Yakuza ως εγκληματική, υπό την προϋπόθεση
ότι: 1) περισσότερα μέλη της από μια συγκεκριμένη αναλογία έχουν ποινικό
μητρώο, 2) η οργάνωση έχει ιεραρχική δομή και 3) τα μέλη της οργάνωσης
χρησιμοποιούν τη φήμη της για να κερδίσουν χρήματα. Περαιτέρω, αφ’ ης
στιγμής μία οργάνωση «χαρακτηριστεί» κατά τα ανωτέρω, χάνει το δικαίωμα να

277
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ishii Susumu υπαρχηγού αρχικά και κατόπιν
αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης “Inagawa-kai”, ο οποίος μετά την απόλυσή του από τις
φυλακές το 1985, δημιούργησε μια σειρά κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων, μία εκ των οποίων, η
“Hokushō Sangyō”, μέσα σε ένα μόλις χρόνο κατάφερε να αυξήσει τον κύκλο εργασιών της από
1,48 εκατομμύρια δολάρια το 1986 σε 84,1 εκατομμύρια δολάρια. Ενώ, ασχολήθηκε και με τη
χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, με τεράστιο οικονομικό όφελος. Βλ. Peter Hill, The Changing
Face of the Yakuza, όπ.παρ., σελ. 101.
278
Βλ. Peter Hill, The Changing Face of the Yakuza, όπ.παρ., σελ. 102 – 104.
64

προβάλλει «βίαιες απαιτήσεις», οι οποίες σύμφωνα με το νόμο, ορίζονται ως


απαιτήσεις ή παρακλήσεις που προβάλλονται κατά την εκμετάλλευση της φήμης
της Yakuza, για χρήση βίας.
Όταν κάποιος υπόκειται σε τέτοιου είδους απαιτήσεις από τη Yakuza,
μπορεί να αποταθεί είτε στην αστυνομία, είτε στην Επιτροπή ∆ημόσιας
Ασφάλειας, για να της απευθύνει μια διοικητική εντολή να εγκαταλείψει τη
συγκεκριμένη προσπάθεια. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί αυτή η εντολή, τότε
επιβάλλεται στον δράστη της παράβασης πρόστιμο ύψους έως ένα εκατομμύριο
Γιέν ή φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή συνδυασμός και των δύο ποινών.
Ο “bōtaihō” έδωσε, επίσης, τη δυνατότητα στις τοπικές Επιτροπές
∆ημόσιας Ασφάλειας, να διατάσσουν το κλείσιμο των επίσημων γραφείων των
εγκληματικών οργανώσεων σε περιόδους «δια-συμμοριακών», και μετά την
αναθεώρηση του 1997279, και «ενδο-συμμοριακών» διενέξεων, για χρονικό
διάστημα μέχρι τριών μηνών, το οποίο μπορεί να επεκταθεί το πολύ για άλλους
τρεις μήνες. Οι τοπικές Επιτροπές ∆ημόσιας Ασφάλειας έχουν, ακόμη, τη
δυνατότητα να εκδίδουν διαταγές, που να απαγορεύουν τη δημόσια επίδειξη των
διακριτικών σημείων των οργανώσεων της Yakuza στα επίσημα γραφεία τους,
όπως επίσης και την υιοθέτηση συμπεριφορών σε γειτονικούς χώρους, που κατά
την κρίση της Επιτροπής ∆ημόσιας Ασφάλειας, μπορούν να προκαλέσουν
ανησυχία στον πληθυσμό.
Τέλος, ο “bōtaihō” προέβλεψε τη δημιουργία, υπό την αιγίδα των τοπικών
Επιτροπών ∆ημόσιας Ασφάλειας, τοπικών κέντρων για το «ξερίζωμα» της
Yakuza, που ως στόχο έχουν τη διενέργεια δημόσιων εξορμήσεων για την
ενημέρωση του κοινού, την εκπαίδευση ατόμων, που ανήκουν σε «επικίνδυνες»
πληθυσμιακές ομάδες για παρενόχληση από τις οργανώσεις της Yakuza, έτσι

279
Τα αποτελέσματα, όμως, των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων έγιναν ορατά, καθώς στο
δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, ο αριθμός των εγκληματικών οργανώσεων της Yakuza έπεσε
κάτω από τις 2.000 και τα συνολικά τους μέλη μειώθηκαν στις 70.000. Εντούτοις, η ισχύς της
Yakuza και η σχέση της με την πολιτική ζωή της Ιαπωνίας παρέμεινε σημαντική. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση της Yakuza μετά τον καταστροφικό σεισμό στην
πόλη Kobe στις 17-1-1995. Σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή, η τοπική Yakuza
«κινητοποίησε τις εντυπωσιακές δυνάμεις της για να παράσχει φαγητό, ρουχισμό και άλλα είδη
πρώτης ανάγκης στις χιλιάδες των κατοίκων που είχαν χάσει τα πάντα. Τα μέσα ενημέρωσης που
κάλυψαν αυτό το ασυνήθιστο γεγονός εστίασαν στο γεγονός ότι η Yakuza ήταν μακράν πιο
αποτελεσματική από την εθνική κυβέρνηση και τις τοπικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των
πρώτων εβδομάδων που ακολούθησαν της καταστροφής, γιατί ήταν οργανωμένη. Τα μέσα
ενημέρωσης σημείωσαν, επίσης, ότι τα αντικείμενα που δώρισε η Yakuza είχαν αποκτηθεί από
ντόπιους εμπόρους και επιχειρήσεις, οι οποίοι “δεν τόλμησαν να αρνηθούν τις παρακλήσεις
τους”». Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309.
65

ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται επιτυχώς τις «βίαιες απαιτήσεις» και την


ενθάρρυνση των μελών της Yakuza να εγκαταλείψουν τις συμμορίες τους και να
επιστρέψουν στη νόμιμη κοινωνία.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπήρξε η απάντηση των οργανώσεων της Yakuza
σ’ αυτά τα νομοθετικά μέτρα εναντίον της. Η μεγαλύτερη οργάνωση της χώρας, η
“Yamaguchi-gumi”280 έλαβε ενεργά μέτρα για την αποφυγή του νόμου281. ∆ιέταξε
τις υποομάδες της να απομακρύνουν τα διακριτικά γνωρίσματά τους από τα
γραφεία τους, δημιούργησε ομάδες μελέτης των συγκεκριμένων νομοθετικών
προβλέψεων, βελτίωσε τις σχέσεις της με τις άλλες γειτονικές οργανώσεις και
δημιούργησε μια εταιρία «βιτρίνα»282. Ακόμη, διέταξε όλες τις συμμορίες της να
σταματήσουν άμεσα κάθε συνεργασία με την αστυνομία και τους προέτρεψε να
ζητούν την επίδειξη εντάλματος για την πρόσβασή της στα επίσημα γραφεία
τους. Τέλος, οι πιο πολλές οργανώσεις της Yakuza, συμπεριλαμβανομένων της
“Yamaguchi-gumi” και της “Aizu-kotetsu”, άσκησαν μια πληθώρα αγωγών ενάντια
στην εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, οι οποίες τελικά απορρίφθηκαν στο
σύνολό τους, προβάλλοντας ως επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ότι καταστρατηγούσε
τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του συνεταιρισμού και υπονόμευε την
αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου283.
Μια συνηθισμένη πρακτική της Yakuza, τέλος, στην προσπάθειά της να
αποφύγει την επιβολή του νόμου είναι η προσεκτική φιλοτέχνηση ενός καθαρά

280
Για την οργάνωση αυτή, βλ. αναλυτικά, Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 346 – 347.
281
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που τα κατασταλτικά μέτρα ελάχιστα την «άγγιξαν» σε
σύγκριση με άλλες οργανώσεις της Yakuza. Ο άλλος λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί στους
ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς του αρχηγού της με σημαντικούς πολιτικούς. Βλ. σχετικά, Stephen
Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 118.
282
Προκειμένου να αποφύγουν την επιβολή των μέτρων τα τρία μεγαλύτερα εγκληματικά
συνδικάτα της Ιαπωνίας προσπάθησαν να συγχωνευθούν εντός κάποιας νόμιμης εταιρίας
«βιτρίνας» και να εμφανιστούν ως βιομηχανικές, πολιτικές, ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις.
Έτσι, η “Yamaguchi-gumi” «μετατράπηκε» σε μη κυβερνητική φιλανθρωπική οργάνωση, την
«Εθνική Ένωση για τον Εξαγνισμό της Γης» (“National League to Purify the Land”), που ως
στόχο είχε την καταπολέμηση των ναρκωτικών! Η “Sumiyoshi-kai” μετατράπηκε σε “Hori
Enterprises” και η “Inagawa-kai” έγινε “Inagawa Industries”. Βλ. Carlo DeVito, Boryokundan,
όπ.παρ., σελ. 36. Ενώ, η “Yamaguchi-gumi” έφθασε έως του σημείου να δημοσιεύσει και να
διανείμει στα μέλη της ένα βιβλίο με τίτλο «Πώς να Αποφύγετε με επιδεξιότητα το Νόμο» (“How to
Evade the Law”)! Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 344.
Για την τάση να διεισδύσει όλα και περισσότερο η Yakuza στις νόμιμες επιχειρηματικές
δραστηριότητες βλ. και Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 123
και 128.
283
Παγκόσμιας πρωτοτυπίας είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι υπήρξαν και άτομα (μη μέλη της
Yakuza), όπως 130 δικηγόροι, καθηγητές και θρησκευτικοί λειτουργοί, που διαδήλωσαν κατά των
νόμων εναντίον της, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά ήταν αντισυνταγματικά, καθώς
παραβίαζαν το δικαίωμα στο συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία επιλογής επαγγέλματος και το
δικαίωμα στην ιδιοκτησία! Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 347.
66

επιχειρηματικού και φιλανθρωπικού προφίλ. Τα υψηλόβαθμα στελέχη της πολύ


συχνά δωρίζουν σημαντικά ποσά σε παγκοσμίου κύρους φιλανθρωπικές
οργανώσεις284 ή εξαγοράζουν ευθέως σημαντικές αλλοδαπές επιχειρήσεις285, μ’
αυτόν τον σκοπό. Η αποδεδειγμένη εμπλοκή της Yakuza στη βιομηχανία του
κινηματογράφου286, εξάλλου, θα πρέπει να ειδωθεί υπό αυτό το πρίσμα.

6. Η μορφολογία του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα

Η ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία παρουσιάζει σημαντικές


αναλογίες με την αντίστοιχη της Σικελίας287. Οι πολιτισμικοί μάλιστα δεσμοί
μεταξύ τους παραμένουν ακόμη και σήμερα ισχυροί. Ποιοι ήταν, όμως οι
συγκεκριμένοι παράγοντες που οδήγησαν σε τελείως διαφορετική εξέλιξη τους
Έλληνες «ληστές» σε σχέση με τους Ιταλούς “mafiosi”; Γιατί στην Ελλάδα δεν
γεννήθηκε κάποια εγκληματική οργάνωση αντίστοιχη με τη σικελική “Mafia”;
Η θέση της μελέτης είναι ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις συγκεκριμένες
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες288 που επικρατούσαν στην
Ελλάδα κατά τη χρονική αυτή περίοδο, οι οποίες δεν επέτρεπαν την κεφαλαιακή
συσσώρευση και την μετεξέλιξη των «προσωπαπαγών» ληστρικών συμμοριών
σε «πραγματοπαγές» οργανωμένο έγκλημα.

284
Ο Ιάπωνας επιχειρηματίας, για παράδειγμα, Ryoichi Sasakawa, που υποτίθεται ότι έχει
άμεσες σχέσεις με τη Yakuza, έχει δωρίσει χρήματα σε διάφορα Αμερικανικά πανεπιστήμια και
ινστιτούτα, καθώς και στη βιβλιοθήκη του Προέδρου Jimi Carter ενώ, έχει χρηματοδοτήσει το
Αμερικανο-ιαπωνικό Ίδρυμα με 48 εκατομμύρια δολάρια, το Ίδρυμα Nippon και τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας. Βλ. σχετικά, Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 125 – 126.
285
Η “West Tsusho”, μια κτηματομεσιτική εταιρία με έδρα το Τόκυο, για παράδειγμα, εξαγόρασε
δύο Αμερικανικές εταιρίες, την “Quantum Access”, μια εταιρία λογισμικού με έδρα το Χιούστον και
την “Asset Management International Financing and Settlement”, μια εταιρία με έδρα τη Νέα
Υόρκη, με τη μεσολάβηση του Prescott Bush Jr. (μεγαλύτερου αδελφού του Αμερικανού
Προέδρου Bush), ο οποίος έλαβε ως αμοιβή 250.000 δολάρια και άλλες 250.000 δολάρια για την
παροχή συμβουλών για μια τριετία. Η “West Tsusho”, όμως, ήταν παρακλάδι μαις εταιρίας που
διηύθυνε ο αρχηγός της “Inagawa-Κai”, Ishii Susumu. O Prescott Bush Jr. αγνοούσε ότι είχε
διαμεσολαβήσει σε επένδυση της Yakuza. Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 348.
286
Βλ. αναλυτικά, Federico Varese, The Secret History of Japanese Cinema: The Yakuza
movies, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 105 – 124.
287
Βλ. αντί άλλων, Thomas Gallant, Brigandage, Piracy, Capitalism, and State-Formation:
Transnational Crime from a Historical World-Systems Perspective, στο Josiah McConnell
Heyman (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers, Oxford, New York, 1999, σελ. 42.
288
Βλ. και Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses
on Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean, στο Fernando Coronil / Julie Skurski
(eds), States of Violence, The Comparative Studies in Society and History Book Series,
University of Michingan Press, Michingan, 2006, σελ. 260, σύμφωνα με τον οποίο, η ληστεία είναι
«μια επιθετική μορφή παρανομίας και μια οπορτουνιστική κεφαλαιακή συσσώρευση», που
συναντάται στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνιών και υπό την έννοια αυτή, αποτελεί «ένα προϊόν
της πολιτικής οικονομίας».
67

Η δομική διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί


κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως μια μορφή «αυτοάμυνας»
απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους και της εξουσίας του, διατηρήθηκαν
αλώβητες στη συνέχεια ενώ, εξακολουθούν να επιβιώνουν ακόμη και σήμερα289.
Οι παράμετροι αυτές, όπως είδαμε και παραπάνω ιδίως στην περίπτωση της
Mafia, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που επιτρέπουν αν όχι ενθαρρύνουν
τη δημιουργία οργανωμένων εγκληματικών ομάδων. Στην περίπτωση, όμως, της
Ελλάδας το ίδιο το κράτος υιοθέτησε τις πελατειακές σχέσεις και «κατέστη ο
μεγαλύτερος πάτρωνας»290 γεγονός που οδήγησε, σύμφωνα με τον Batalas, σε
μια «αντίστροφη σχέση εκβιασμού» (“inverse racketeering relationship”) μεταξύ
κράτους και ληστρικών συμμοριών291.
Εάν η άποψή μας αυτή είναι ορθή, θα πρέπει να διερευνηθεί ο λόγος που
εισήχθη ειδική νομοθεσία στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος, το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί ένα περιθωριακό
φαινόμενο.
Η άποψη της μελέτης είναι ότι η συγκεκριμένη νομοθετική αντιμετώπιση
του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είχε ταυτόχρονα «στρατηγικό και
γνωστικό»292 χαρακτήρα και σχεδιάστηκε με τρόπο που να υποβοηθά την
εκσυγχρονιστική διαδικασία που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια.
∆εδομένης, όμως, της μικρής πραγματικής απειλής και της ασθενούς σχέσης
ανάμεσα στην απειλή αυτή και την υιοθέτηση της συγκεκριμένης πολιτικής για

289
Βλ. σχετικά, Richard Clogg, A Concise History of Greece, (2nd edition), Cambridge University
Press, Cambridge, 2002, σελ. 3 – 4. Εξάλλου, σύμφωνα με στοιχεία του 2009, η Ελλάδα στο
ζήτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς κατέλαβε την 71η θέση μεταξύ 180 χωρών, ενώ
εμφάνιζε την χαμηλότερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process, στο
Stoycho Stoychev (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk Monitor
Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 75.
290
Βλ. Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, στο Diane Davis / Anthony
Pereira (eds), Irregular Armed Forces and their Role in Politics and State Formation, Cambridge
University Press, Cambridge, 2003, σελ. 152, σύμφωνα με τον οποίο, «η υιοθέτηση των
κυρίαρχων πελατειακών σχέσεων είχε μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα στην
συγκεντροποίηση και εμπέδωση του κράτους, καθόσον το κράτος κατέστη ο μεγαλύτερος
πάτρωνας στην σύγχρονη Ελλάδα».
291
Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ.153.
292
Οι όροι “strategic” (στρατηγικός) και “cognitive” (γνωστικός) χρησιμοποιούνται με την έννοια ο
μεν «στρατηγικός» της στρατηγικής αποδοχής των εξωτερικά προερχόμενων προτύπων από την
κρατική ελίτ, η οποία έχει υλικά κίνητρα για να το κάνει, ο δε «γνωστικός» με την έννοια της
αποδοχής ενός εξωτερικού προτύπου μετά την εσωτερίκευσή του σε ικανό βαθμό.
68

την αντιμετώπισή της, φρονούμε ότι η νομοθεσία αυτή αποτελεί πρωταρχικά,


έναν ακόμη μηχανισμό διακυβέρνησης293.
Κατά την υπό εξέταση περίοδο έγκλημα γενικά, ασφαλώς και υπήρχε και
μάλιστα διάχυτο και εκτεταμένο σε όλες τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις της
εποχής.
Οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις294 εμπλέκονταν κατεξοχήν με το
εγκληματικό φαινόμενο που συνολικά ονομάστηκε «ληστοκρατία» και διήρκεσε
περίπου έναν αιώνα (1835-1936). Η «ληστοκρατία» χωρίζεται σε τρεις
περιόδους295: 1) 1835-1870, περίοδος που συμπίπτει με τη βασιλεία του Όθωνα
(1833-1967), όπου έχουμε την εμφάνιση και την έξαρση του φαινομένου296, 2)
1870-1920, περίοδος παγίωσης του φαινομένου που συνδέεται με την ανάπτυξη
των εδαφών της Ελλάδας, την παγίωση του αστικού καθεστώτος, τον Α’
παγκόσμιο πόλεμο και τον «εθνικό διχασμό» και 3) 1921-1936, περίοδος που
σφραγίζεται από τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής και κατά την
οποία παρατηρείται η εκ νέου έξαρση, αλλά και η εξάλειψη του φαινομένου.
Οι εύρωστες οικονομικά τάξεις, οι οποίες σχετίζονταν έμμεσα ή άμεσα με
την πολιτική εξουσία, εμπλέκονταν κυρίως σε μια οικονομικής φύσης
εγκληματικότητα σχετιζόμενη τόσο με την «καταλήστευση»297 των δύο δανείων

293
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 366.
294
Σύμφωνα με τον Blok, οι ληστές ήταν συνήθως ορεσίβιοι νέοι μεταξύ 20 και 30 χρονών που
ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους. Για πολλούς από αυτούς
η ληστεία, όπως και η κλοπή ζώων, δεν αποτελούσε ένα ασυνήθιστο τόλμημα, αλλά μάλλον μια
αναπόφευκτη πρακτική. Βλ. Anton Blok, Honour and Violence, Polity Press – Blackwell
Publishers Ltd., Cambridge, Oxford 2001, σελ. 24.
295
Βλ. Λεωνίδα Χρηστάκη, Ληστές. Παγκόσμια Ιστορία της Ληστείας, εκδ. Όμβρος, Αθήνα, 1999,
σελ. 105 – 130.
296
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό συμβάν αυτής της περιόδου ήταν η απαγωγή και ομηρεία κοντά
στον Μαραθώνα τον Απρίλιο του 1870 μιας ομάδας Άγγλων αριστοκρατών και διπλωματών από
τον Τάκο Αρβανιτάκη και τη συμμορία του, η οποία αποτελούνταν από 21 ληστές. Το συμβάν
αυτό, που προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο, έληξε με τη δολοφονία τεσσάρων από τους
ομήρους, η οποία έγινε γνωστή ως «οι φόνοι του ∆ίλεσσι». Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός
ότι ενώ αρχικά οι ληστές ζήτησαν την καταβολή 50.000 λιρών στερλινών (ποσό που στη συνέχεια
μείωσαν στις 35.000 λίρες στερλίνες), απαίτηση που έγινε δεκτή, στη συνέχεια, απαίτησαν και τη
χορήγηση αμνηστίας για όλους τους από την κυβέρνηση και το Βασιλιά Γεώργιο, αίτημα που δεν
έγινε δεκτό και οδήγησε στην υποχώρησή τους προς την ελληνοτουρκική μεθόριο και την
καταδίωξή τους από τις αστυνομικές δυνάμεις. Βλ. αναλυτικά, Walter Christmas, King George of
Greece, Elibron Classics series, Adamant Media Corporation, London, 2005, σελ. 85 – 92 και
Robert Eisner, Travelers to an Antique Land – The History and Literature of Travel to Greece,
University of Michingan Press, Michingan, 1993, σελ. 173.
297
Για το ιστορικό του εξωτερικού δανεισμού της Ελλάδας και τις συνακόλουθες πτωχεύσεις της
βλ. το εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού «ΙΧΝΕΥΤΗΣ – Βιβλία και Στατιστικές», Μαφία και
Ανάπτυξη, Μάρτιος 2008, Αθήνα, σελ. 87 – 94.
69

της Ανεξαρτησίας (1824 και 1825)298 και των επόμενων εννέα εξωτερικών
δανείων299, τα οποία συνήφθησαν στη συνέχεια, αρχής γενομένης από το
1879300, όσο και με την υφαρπαγή των εθνικών πόρων και την μετατροπή τους
σε ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η γέννηση της «ληστοκρατίας» συνδέεται άμεσα με τον τρόπο
συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους
Τούρκους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης του ’21 ήταν ότι αυτή είχε
ως αποτέλεσμα αφενός, την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους301, υπό την
κηδεμονία των τότε Μεγάλων ∆υνάμεων302 και αφετέρου, το γεγονός ότι σε
κοινωνικό επίπεδο άφησε άλυτα βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως
αυτό της διανομής των εθνικών γαιών διατηρώντας, παράλληλα, άθικτα τα
προνόμια των κοτσαμπάσηδων και τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην αγροτική
οικονομία.
Στην πραγματικότητα το φαινόμενο της «ληστοκρατίας» συγγενεύει με
αυτό του «οργανωμένου εγκλήματος», χωρίς, όμως, να ταυτίζεται με αυτό.
Πρόκειται στην ουσία για τη συλλογική ονομασία προσωποπαγών ληστρικών
ομάδων, που ουδέποτε κατάφεραν να ξεπεράσουν τα στενά όρια της αρπακτικής
ληστείας και να μετεξελιχθούν σε εγκληματικές επιχειρήσεις. Οι λεγόμενοι
«ιππότες των ορέων», ήταν στην πλειοψηφία τους χωρικοί, αγρότες και
κτηνοτρόφοι303, που η κοινωνική αδικία με βάση τη δική τους αντίληψη, τους

298
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 2.800.000 λίρες που ήταν τα δύο πρώτα δάνεια της
Ανεξαρτησίας, στα χέρια των Ελλήνων έφθασαν μόλις οι 530.000 λίρες. Βλ. «ΙΧΝΕΥΤΗΣ – Βιβλία
και Στατιστικές», Μαφία και Ανάπτυξη, όπ.παρ., σελ. 90.
299
Από το συνολικό ποσό των 640.000.000 χρυσών φράγκων που δανείστηκε η Ελλάδα με τα
εννέα αυτά δάνεια, στο ελληνικό δημόσιο έφθασαν μόλις 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ibid, σελ.
91.
300
Η «καταλήστευση» των δανείων αυτών συντέλεσε καίρια στις τρεις κατά σειρά πτωχεύσεις της
Ελλάδας, που έγιναν η πρώτη επί Ιωάννη Καποδίστρια η δεύτερη επί Όθωνα και η τρίτη επί
Χαριλάου Τρικούπη το 1893. Ibid.
301
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το ελληνικό κράτος χρησιμοποιούσε ευθέως τις υπηρεσίες
των ληστών για να παρενοχλεί τις Τουρκικές δυνάμεις χωρίς να χρειαστεί να εμπλακεί σε έναν
ακόμη άμεσο και αιματηρό πόλεμο. Βλ. αναλυτικά, Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders
than Frequent Adulteries”: Discourses on Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean,
όπ.παρ., σελ. 232 – 233. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Charles Jelavich και Barabara Jelavich και
επιφανείς πολιτικοί, όπως ο Κωλέττης, χρησιμοποιούσαν τους ληστές για να τρομοκρατούν την
αντιπολίτευση. Βλ. Charles Jelavich / Barabara Jelavich, The Establishment of the Balkan
National States, 1804 – 1920, A History of East Central Europe, vol. 8, University of
Washinghton Press, Seattle, London, 1986, σελ. 77.
302
Βλ. αντί άλλων, Kostas Messas, Greece, στο Constantine Danopoulos / Cynthia Watson (eds),
The Political Role of the Military – An International Handbook, Greenwood Press, Westport,
Connecticut, 1996, σελ. 155.
303
Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, στο David Levinson (ed), Encyclopedia of Crime and
Punishment, vol. 1, Sage Publications, Thousand Oaks, California, 2002, σελ. 99.
70

ανάγκαζε «να βγουν στο κλαρί»304. Στη βία αντέτασσαν τη βία. Ήταν τηρουμένων
των αναλογιών οι συνεχιστές των «κλεφτών και αρματολών»305 της
προεπαναστατικής περιόδου και ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετάσχει και
στον αγώνα για την Ανεξαρτησία, γεγονός που έτεινε να δημιουργεί σύγχυση
ανάμεσα στα όρια νομιμότητας και παρανομίας306.
Οι ληστές αυτοί ήταν οργανωμένοι σε ομάδες 10-20 ατόμων, οι οποίες
ενωνόταν συνήθως και με συγγενικούς δεσμούς. Η συμμορία συνεργαζόταν,
αλλά και προστατευόταν από ένα ιδιαίτερα οργανωμένο δίκτυο
πληροφοριοδοτών, τροφοδοτών, κλεπταποδόχων και φίλων307. Στην ιεραρχία
των ομάδων αυτών διακρινόταν ο καπετάνιος ή λήσταρχος, το
«πρωτοπαλλήκαρο», οι απλοί ληστές και τα «τσιράκια». Συχνά ο καπετάνιος
συναποφάσιζε με τους παλιούς ληστές για σοβαρά ζητήματα, ενώ η μοιρασιά
είχε και αυτή την ιεραρχία της, έτσι, για παράδειγμα, ο καπετάνιος έπαιρνε το
1/10, ενώ οι παλιοί μοιράζονταν το 1/3 της λείας. Η πειθαρχία στις αποφάσεις
ήταν απαράβατη και κάθε παράβαση σήμαινε θάνατο ή ακρωτηριασμό308. Η
σκληρότητα στην «τιμωρία» προς τους «εχθρούς» στην περίπτωση που τους
πρόδιδαν ή φέρονταν άπιστα, αλλά και προς τα θύματα τους, στις περιπτώσεις
που οι οικείοι τους δεν κατέβαλαν τα απαιτούμενα λύτρα309 ή στις απόπειρες να

304
Για μια ανάλυση του απαραίτητου κοινωνικού υποβάθρου για την εμφάνιση «των κοινωνικών
ληστών» (“social bandits”), βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of
Social Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., ιδίως σελ. 22 – 26. Πρβλ. την κριτική
του Anton Blok, Honour and Violence, όπ.παρ., σελ. 14 – 28, σύμφωνα με τον οποίο, οι ληστές
δεν μπορούν να εκληφθούν ούτε ως αντιπρόσωποι ούτε ως προστάτες των χωρικών, καθώς η
ληστεία έχει την τάση να εμποδίζει και να καταστέλλει την κίνηση των χωρικών είτε μέσω της
χρήση τρομοκρατικών τακτικών είτε μέσω της ανακοπής των δυνατοτήτων τους για ανοδική
κοινωνική κινητικότητα.
305
Σύμφωνα με τους Koliopoulos / Veremis, «αν οι παράνομοι των ορέων κατά την περίοδο μετά
την Ανεξαρτησία ήταν οι σε ευθεία γραμμή διάδοχοι των προεπαναστατικών ληστών, οι εχθροί
τους – οι αρμόδιες κρατικές αρχές – δεν ήταν ποιοτικά διαφορετικοί από τις Οθωμανικές αρχές».
Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Greece – The Modern Sequel: From 1821 to the
Present, C. Hurst & Co. Publishers Ltd., London, 2004, σελ. 214. Βλ. επίσης σχετικά, William
Harrison Ainsworth, Modern Greece, στο του ιδίου (ed), The New Monthly Magazine, vol. 136,
no. 542, Chapman and Hall, London, 1866, σελ. 134 και Victor Roudometof, Nationalism,
Globalization and Orthodoxy – The Social Origins of Ethnic Conflict in the Balkans, Greenwood
Press, Westport, Connecticut 2001, σελ. 104.
306
Βλ. Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ. 154.
307
Βλ. Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses on
Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean, όπ.παρ., σελ. 246.
308
Για το ρόλο της βίας ή της απειλής βίας από τις ληστρικές συμμορίες ως «παρεμπόδισης» και
«αναχαίτισης», βλ. αντί άλλων, Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 101.
309
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Sarafis για την απαγωγή κατά τη δεκαετία
του 1930 κάποιου πλούσιου άνδρα από τη ∆εσκάτη, ο οποίος σώθηκε αφού η οικογένειά του
πλήρωσε τα λύτρα που απαιτούσαν οι ληστές. Μετά την απελευθέρωσή του, οι ληστές, σύμφωνα
με τη μαρτυρία της κόρη του, απείλησαν ότι «αν κάποιο μέλος της οικογένειας μιλήσει στην
71

δραπετεύσουν, ήταν ιδαίτερα σκληρή. Συνήθως δρούσαν εποχιακά, από την


άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο310 ενώ, το υπόλοιπο διάστημα κρύβονταν ή
παριστάνοντας τους εμπόρους έφθαναν μέχρι και τη Ρουμανία.
Θύματά τους ήταν, συνήθως, ευπρόσβλητα άτομα, όπως οι βοσκοί, οι
χωρικοί, οι εποχιακοί εργάτες, οι τεχνίτες και οι ταξιδιώτες. Η κλοπή από ιδαίτερα
πλούσιες οικογένειες ήταν μάλλον εξαιρετική, καθώς οι οικογένειες αυτές
κατοικούσαν έξω από την ακτίνα δράσης των ληστών311.
Η ύπαρξη «Κώδικα Σιωπής», αντίστοιχου με την ιταλική «omertá», ο
οποίος εξακολουθεί να επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της
Ελλάδας, όπως στη Μάνη και στην Κρήτη αποτελεί πιθανότατα ένδειξη έναρξης,
μιας ανολοκλήρωτης τελικά, διαδικασίας γέννησης οργανωμένου εγκλήματος
στην Ελλάδα.
Οι βασικές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες312 που στάθηκαν εμπόδιο
στην ποιοτική μετεξέλιξη της «ληστοκρατίας» σε οργανωμένο έγκλημα είναι
άμεσα συνυφασμένες αφενός, με την οικονομική υστέρηση313 της Ελλάδας και

αστυνομία για ότι κάναμε, δεν θα αφήσουμε ούτε ένα άτομο που να φέρει το οικογενειακό σας
όνομα ζωντανό. Ούτε καν κάποιον συγγενή κοντινό ή μακρινό». Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το
γεγονός ότι λίγες ημέρες αργότερα κάποιο άτομο από το γειτονικό χωριό της Κρανιάς κατέδωσε
τους ληστές και με ενέδρα της η αστυνομία συνέλαβε πέντε ληστές και σκότωσε δύο. Όταν η
αστυνομία πληροφορήθηκε από τον απαχθέντα για το γεγονός της απαγωγής του, συνέλαβε
αυτόν και το γιο του και τους ξυλοκόπησε γιατί δεν είχε καταγγείλει νωρίτερα το περιστατικό! Οι
εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει ο απαχθείς ήταν μάταιες. Η μαρτυρία της κόρης του
περιγράφει ανάγλυφα την στάση των θυμάτων των ληστών απέναντι στην αστυνομία: «δεν
εμπιστευόμασταν την αστυνομία. ∆εν μας προστάτευε από τους ληστές και μετά μας τιμωρούσε
γιατί ήμασταν θύματα της ληστείας». Βλ. Lee Sarafis, The Policing of Deskati, 1942 – 1946, στο
Mark Mazower (ed), After the war was over: Reconstructing the Family, Nation and State in
Greece, 1943 – 1960, Princeton University Press, Princeton, New Yersey, 2000, σελ. 211 – 212.
310
Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 99.
311
Βλ. Anton Blok, Honour and Violence, όπ.παρ., σελ. 24 και Paul Sant Cassia, “Better
Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses on Banditry, Violence and Sacrifice in
the Mediterranean, όπ.παρ., σελ. 225.
312
Σύμφωνα με τον Cassia, η ληστεία συνδέεται με την ανικανότητα του κράτους να ελέγξει την
περιφέρεια, αλλά είναι μάλλον απλουστευτικό να αποδίδεται η παρακμή της ληστείας στην
ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου στη βία. «Η επιμονή και η παρακμή της ληστείας εξαρτάται
από μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταβλητών, που συμπεριλαμβάνουν την κοινωνική δομή και
την πολιτική οικολογία μιας συγκεκριμένης περιοχής, τη φύση και την κατανομή της ιδιοκτησίας
και της κεφαλαιακής συσσώρευσης (εάν είναι ακίνητη ή κινητή και επισφαλής, όπως το ζωικό
κεφάλαιο), καθώς και τα διαθέσιμα μέσα για τη νομιμοποίησή της, την παρουσία ή απουσία της
πίστης (trust) και τη σχέση της με την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας, την ύπαρξη
υποανάπτυκτων εκλογικών διαδικασιών που μπορούν να ενθαρρύνουν τη χρήση βίας και τη
μόνιμη ανασφάλεια παρά τη μόνιμη αθλιότητα ως βασικών αιτίων, καθώς η πρώτη μπορεί να
οδηγήσει πιο εύκολα στη ληστεία». Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 99 και 100.
313
Για μια γλαφυρή περιγραφή της οικονομικής υστέρησης της Ελλάδας, που γινόταν φανερή,
μεταξύ άλλων, από την έλλειψη οδικού δικτύου, την άναρχη δόμηση, το «προβληματικό» κράτος
και τη βαθιά διεφθαρμένη τάξη των πολιτικών. Βλ. ιδίως, William Harrison Ainsworth, Modern
Greece, όπ.παρ., σελ. 138 – 140.
72

αφετέρου, με την εμπέδωση μιας ισχυρής κεντρικής κρατικής εξουσίας, η οποία


δεν άφηνε περιθώρια εμπέδωσης δυαδικών μορφών εξουσίας.
Ειδικότερα, στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση δεν υπήρχε
επίσημη ελληνική νομισματική μονάδα και όλες οι συναλλαγές γίνονταν με
νόμισμα Βενετίας, ενώ η αρχαία δραχμή επισήμως επαναβίωσε το 1834.
Περαιτέρω, δεν υπήρχε καν κεντρική ελληνική τράπεζα, αφού η Τράπεζα της
Ελλάδος δημιουργήθηκε μόλις το 1927. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα άλλο
κεντρικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας,
αποτελούσε η «στρεβλή ανάπτυξη» του ελληνικού καπιταλισμού314, με το
αυξημένο ειδικό βάρος των αγροτικών και γενικότερα των μεσαίων στρωμάτων
και τη συνολική καθυστέρηση της εκβιομηχάνισης. Ιδιαίτερα παραστατικό, για την
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά την απελευθέρωση, είναι το γεγονός
ότι μέχρι το 1860 σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια δεν υπήρχε ούτε μία
γνωστή βιομηχανία, ενώ οι καθημερινές λαϊκές ανάγκες καλύπτονταν από μικρά
βιοτεχνικά εργαστήρια315. Όλα αυτά τα συγκεκριμένα οικονομικά χαρακτηριστικά
δεν παρείχαν τη δυνατότητα κεφαλαιακής συσσώρευσης στις υπάρχουσες
εγκληματικές ομάδες και κατ’ επέκταση, τους αφαιρούσαν ουσιαστικά τη
δυνατότητα να μετεξελιχθούν ποιοτικά σε πραγματοπαγείς εγκληματικές
οργανώσεις.
Σε πολιτικό επίπεδο, το νεοπαγές ελληνικό κράτος ήταν εθνικά σχετικά
ομοιογενές316 και με ισχυρή, συγκεντρωτική διοίκηση317, που έφτανε μέχρι και τις
παρυφές της ελληνικής επικράτειας.

314
Η «στρεβλή» αυτή ανάπτυξη, κατά την άποψή μας, δεν αποτελούσε προϊόν της «εξάρτησης»
του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά απέρρεε άμεσα από τους ιστορικά διαμορφωμένους κοινωνικούς
συσχετισμούς από την επανάσταση του 1821-1829, οι οποίοι παρεμπόδιζαν την γρήγορη
απαλλοτρίωση των μικρών ιδιοκτητών γης από τους μεγάλους, καθυστερώντας, με τον τρόπο
αυτό, τη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου.
315
Βλ. William Harrison Ainsworth, Modern Greece, όπ.παρ., σελ. 138, σύμφωνα με τον οποίο
(εν έτει 1868), «υπάρχει πλέον ένα χυτήριο σιδήρου στον Πειραιά, μερικές βιοτεχνίες μεταξιού
στην Αθήνα και την Πάτρα ενώ, αρχίζουν να κατασκευάζονται έπιπλα, άμαξες και μερικά ακόμη
πράγματα» και Παναγιώτη Κουνάδη, Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά – Μια διαδρομή
στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, Γ.Σ.Ε.Ε., Αθήνα, 2000, σελ. 18.
316
Σύμφωνα με τους Koliopoulos / Veremis, ο ρόλος του σύγχρονου κράτους με την
«ομοιόμορφη» (“uniform”) εκπαίδευση ήταν πρωταρχικής σημασίας όσον αφορά το σχηματισμό
εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Η σχέση ανάμεσα στο ελληνικό έθνος και το κράτος (τους
ανθρώπους και το θεσμό) κυμαίνονταν από την απόλυτη ταύτιση έως μια περίοδο βραχείας
αποξένωσης, μετά την κατάρρευση του ελληνικού αλυτρωτισμού «εξαιτίας της αδυναμίας του
αποτυχημένου κράτους το 1897». Από το 1922 και μετά το ελληνικό έθνος συνέκλινε με το
ελληνικό κράτος σε μια τελική συμβίωση, μέσα από την ενοποίηση με την Ελλάδα περιοχών που
κατοικούνταν από Έλληνες και την ενσωμάτωση των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών που
αναζητούσαν καταφύγιο στο εθνικό κέντρο. Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Modern
73

Οι κυβερνήσεις, κατά την υπό εξέταση περίοδο, με την εισαγωγή ειδικής


νομοθεσίας, με την καλύτερη οργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών (η
«χωροφυλακή» συνεστήθη το 1833) και τη συνολική αναδιάρθρωση του στρατού,
κατάφερναν να εξαλείψουν εν τη γενέσει της οποιαδήποτε εγκληματική απειλή
ικανή να αμφισβητήσει την εξουσία και τη «νομιμοποίησή» τους.
Ειδικότερα, προκειμένου να καταπολεμηθεί η «ληστοκρατία» εισήχθη μια
σειρά νόμων με πιο σημαντικούς τον νόμο περί αμνηστίας, που ετέθη εν ισχύει
στις 28 Απριλίου 1836 και εξαιρούσε ρητά από τις ρυθμίσεις του 16 διαβόητους
«λήσταρχους»318, κάτι που συνέβαλε στο σημαντικό περιορισμό των ληστειών, οι
οποίες αναζωπυρώθηκαν, όμως από το 1845 και μετά, για πολιτικούς κυρίως
λόγους. Την πραγματικότητα αυτή ήρθε να ρυθμίσει ο ΤΟ∆’ της 27 Φεβρουαρίου
1871, «περί καταδιώξεως της ληστείας», ο οποίος μεταξύ άλλων έθεσε σε
εφαρμογή το μέτρο της επικήρυξης των ληστών και της εκτόπισης όλων όσων
τους υπέθαλπαν και τους πρόσφεραν κάλυψη. Παρά τις δεκάδες συλλήψεις και
εκτελέσεις τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά, γεγονός που κυοφόρησε το
νομοθετικό διάταγμα για την ίδρυση στις πρωτεύουσες κάθε νομού «Επιτροπής
επί της ∆ημοσίας Ασφαλείας» (21/4/1924), η οποία ως σκοπό είχε την «τελεία
αποκατάσταση της δημοσίας ασφαλείας και τάξεως», καθώς και το Νομοθετικό
∆ιάταγμα «Περί αμνηστίας ληστών φονευόντων ληστήν κλπ» (14/11/1925).
Ενόψει των ανωτέρω, δεν υπήρχε κενό εξουσίας, το οποίο θα καλούνταν
να καλύψουν με τη διαφθορά, τον εκφοβισμό και τη δημιουργία ανταγωνιστικών
μορφών οργάνωσης της εξουσίας, οι εγκληματικές οργανώσεις, με αποτέλεσμα η
αρπακτική ληστεία και οι προσωποπαγείς ομάδες να μονοπωλήσουν το ζωτικό
χώρο, που δυνητικά θα μπορούσε να καλύψει το ελληνικό οργανωμένο έγκλημα
και ταυτόχρονα, να μην καταφέρουν ποτέ να εξέλθουν από το περιθώριο των
εξελίξεων στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ιστό του ελληνικού κράτους και

Greece – A History since 1821, A New History of Modern Europe series, Wiley – Blackwell,
Malden, Oxford, West Sussex, 2010, σελ. 4. Για το ρόλο της «Μεγάλης Ιδέας» ως ιδεολογικού
μηχανισμού, ο οποίος εξυπηρετούσε την εμπέδωση της συγκεντρωτικής διοίκησης και τη
δημιουργία ενός ομοιογενούς αυτόχθονος πληθυσμού, βλ. αντί άλλων, Achilles Batalas, Send a
Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of Irregular Military Formations in Mid-
Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ. 153.
317
Κατά το γαλλικό πρότυπο της «συγκεντρωτικής διοίκησης» (“centralized administration”), κάτι
που ερχόταν, όμως, σε αντίθεση με το δίκτυο προεστών που είχε δημιουργήσει η Οθωμανική
Αυτοκρατορία για την είσπραξη των τοπικών φόρων και οι οποίοι αποτελούσαν «περιφερειακές
πηγές εξουσίας». Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Modern Greece – A History since
1821, όπ.παρ., σελ. 7 και 30.
318
Για την σύνδεση των εξοντωτικών ποινών με την αντίληψη ότι οι ληστές αποτελούν σύμπτωμα
υπανάπτυξης της περιφέρειας, βλ. Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 98.
74

να αποτελέσουν, με τον τρόπο αυτό, έναν υπολογίσιμο παράγοντα στις


κυοφορούμενες αλλαγές στην οργάνωση του ελληνικού κράτους.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι εγχώριο οργανωμένο έγκλημα δεν
δημιουργήθηκε ούτε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας
του 1990319, η αντιμετώπισή του να μην έχει αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας
συζήτησης320. Εξάλλου, και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 το
οργανωμένο έγκλημα ήταν μάλλον ένα περιθωριακό φαινόμενο321, το οποίο
άρχισε να ερευνάται αυτοτελώς, εξαιτίας των διεθνών δεσμεύσεων της Ελλάδας
για κατάρτιση ετήσιων εκθέσεων για το Οργανωμένο Έγκλημα από το έτος 1998
και εξής. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη
συγκριτική μελέτη του Κουράκη322 για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στην
Ελλάδα μεταξύ των ετών 1980 – 1997, αν και η βαριά εγκληματικότητα, που

319
Από το 1989 παρατηρήθηκε μια σχετική αύξηση στις δραστηριότητες του οργανωμένου
εγκλήματος, που εκτείνονταν από το ξέπλυμα χρήματος μέσω των καζίνο και των παρανόμων
στοιχημάτων, τις επιχειρήσεις «προστασίας», την παράνομη διακίνηση γυναικών και παιδιών με
σκοπό τη βίαιη εξώθησή τους στην πορνεία, την παράνομη διακίνηση μεταναστών και τα
«ξεκαθαρίσματα» λογαριασμών μεταξύ των διαφόρων συμμοριών, παρ’ όλ’ αυτά ο γενικός
εγκληματικός δείκτης της Ελλάδας ήταν πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά και διεθνή
πρότυπα, με αποτέλεσμα όλες αυτές οι δραστηριότητες να μην περιγράφονται ως «μεγάλη
απειλή». Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The
Case of Greece, όπ.παρ., σελ. 352. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Papanicolaou και Antonopoulos,
ειδικά στην αγορά κλεμμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, καθώς και στην παράνομη
διακίνηση μεταναστών στην Ελλάδα, «οι μορφές οργάνωσης και οι δραστηριότητες που πλέον
συσχετίζονται με το “οργανωμένο έγκλημα”, δεν αποτελούν παρά μια όψη της ευρύτερης
“βρώμικης οικονομίας”». «Η ταμπέλα “οργανωμένο έγκλημα” προκαλεί μια εντελώς διεστραμμένη
εικόνα για τη σύνθεση των παραγόντων και των πράξεων στη “βρώμικη οικονομία”. Κάτι που με
τη σειρά του προκαλεί μια σειρά δυσανάλογων, και εντούτοις, αναποτελεσματικών απαντήσεων»
σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής. Βλ. Georgios Papanicolaou / Georgios Antonopoulos,
“Organised crime” and migrants in the labour market – The economic significance of human
smuggling and trafficking in Greece, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie
Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 277 και Georgios Antonopoulos / Georgios Papanicolaou, “Gone in 50 seconds”: the social
organization and political economy of the stolen cars market in Greece, στο Petrus van Duyne /
Stefano Donati / Almir Maljevic / Jackie Harvey / Klaus von Lampe (eds), Crime, Money and
Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2009, σελ.
141 επ.
320
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, όπ.παρ., σελ. 348.
321
Βλ. και Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
413, όπου αναφέρει, ότι σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση του «εισαγγελέα ειδικών
υποθέσεων», Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, δεν έχουν διαπιστωθεί διασυνδέσεις της σχετικής
εγχώριας εγκληματικής δράσης με ομάδες του εξωτερικού, με μόνη εξαίρεση, κάποιες
περιπτώσεις σωματεμπορίας από μικρά κυκλώματα ημεδαπών, που μεταβαίνουν σε χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για να φέρουν στην Ελλάδα γυναίκες, με σκοπό τη σεξουαλική τους
εκμετάλλευση, ενώ, στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα συνέβαλε το
μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα, στους «κόλπους του οποίου υπάρχουν αλλοδαπά
κακοποιά στοιχεία».
322
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα,
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 239 επ.
75

σχετίζεται με εγκλήματα βίας, κατά της ιδιοκτησίας και παραβάσεις του νόμου
κατά των ναρκωτικών, σημείωσε έντονη ανοδική πορεία, τα δευτερεύοντα
αδικήματα, κατά την ίδια χρονική περίοδο, παρουσίασαν μεν ανοδικές τάσεις,
αλλά πολύ μικρότερης κλίμακας ενώ, σε επίπεδο στατιστικής τελεσιδίκως
καταδικασθέντων ατόμων, οι αριθμοί εμφάνιζαν από στασιμότητα ως και μειωτική
τάση. Αλλά, ακόμη και με την έντονη αυξητική τάση στο χώρο της βαριάς
εγκληματικότητας ο μέσος όρος εγκλημάτων ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα
για το 1994 ήταν 3.000 και υπολειπόταν σημαντικά από τον αντίστοιχο μέσο όρο
της Γερμανίας, που ήταν 8.000 και της Γαλλίας, που ήταν 6.800 και σαφώς
υπολειπόταν από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ιταλίας, που ήταν 3.800. Ενώ, αν
και άρχισε να παρατηρείται μια ποιοτική μετεξέλιξη της εγκληματικότητας στην
Ελλάδα με την εμφάνιση μορφών οικονομικού εγκλήματος και ενίοτε
οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας323, οι περιπτώσεις αυτές ήταν
μάλλον περιθωριακές και δεν ήταν σε θέση να αποτελέσουν την αιτιολογική βάση
για την άμεση εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν.
Η Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα το 1998324,
που προετοιμάστηκε από το Υπουργείο ∆ημόσιας Τάξης σε συνεργασία με τη
∆ιεύθυνση ∆ημόσιας Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας είναι εξόχως
διαφωτιστική για τις πραγματικές διαστάσεις του συγκεκριμένου εγκληματικού
φαινομένου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όταν αναφέρει ότι «… κατά το έτος
1998 έδρασαν και πάλι στη χώρα μας εγκληματικές ομάδες, αποτελούμενες από
Έλληνες, Ρώσους, Τούρκους, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Γιουγκοσλάβους,
Ιρακινούς και άλλων εθνικοτήτων με μικρότερη συμμετοχή», οι οποίες, όμως,
«προσπάθησαν να διαπεράσουν τον οικονομικό ιστό και σε ορισμένες
περιπτώσεις τον κοινωνικό ιστό και να δημιουργήσουν μόνιμες δομές», κάτι που
τελικά δεν κατάφεραν, αφού «μετά τον εντοπισμό και τη σύλληψη των μελών
τους, έπαψαν κατά κανόνα να συνεχίζουν τη δράση τους».
Είναι προφανές, ακόμη και μετά από μια απλή ανάγνωση των
προεκτεθέντων χαρακτηριστικών, ότι οι συγκεκριμένες ομάδες, σε καμιά
περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν στον ορισμό του οργανωμένου

323
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα,
όπ.παρ., σελ. 239 επ.
324
Βλ. Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 871.
76

εγκλήματος, τουλάχιστον όπως αυτός έχει παγιωθεί από το 2000 και μετά από τη
Σύμβαση του Παλέρμο κατά του Υπερεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος325.
Η Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα στη
συνέχειά της γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική αναφορικά με το τι ακριβώς
χαρακτηρίζει ως οργανωμένο έγκλημα. Έτσι, «οι ως άνω ομάδες ήταν
ολιγομελείς συμμορίες με προσωποπαγή χαρακτήρα, αποτελούνταν
κυρίως από δύο (2) έως δέκα (10) το πολύ άτομα326, με ασαφή ιεραρχία
κάτω από τον αρχηγό, τα οποία ενώθηκαν με σκοπό να διαπράξουν από
κοινού εγκληματικές πράξεις, με στόχο οικονομικό κυρίως όφελος. Τα πρόσωπα
που συνέθεσαν τις ομάδες αυτές προέρχονταν άλλοτε από μία εθνικότητα και
άλλοτε από περισσότερες. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε δράση
των ομάδων αυτών με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση»327!
Η κατάσταση αυτή, εξάλλου, δεν άλλαξε δραματικά ούτε το 2004.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα του
έτους 2004, από τις 178 έρευνες328 σε αντίστοιχες υποθέσεις που πληρούν τα
χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος «προέκυψε ότι 63 εγκληματικές
οργανώσεις παρουσίαζαν ιεραρχική δομή, 89 επίπεδη και σε 26 υποθέσεις η
δομή τους δεν εξακριβώθηκε»329. «Οι περισσότερες από τις παραπάνω
οργανώσεις παρουσιάζουν μερικά γενικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, δεν
έχουν την δομή των μεγάλων, διεθνικών330 και άρτια στελεχωμένων οργανώσεων

325
Η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του ∆ιακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστή ως Σύμβαση
του Παλέρμο, εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2000 και άνοιξε προς υπογραφή κατά τη ∆ιάσκεψη του
Παλέρμο της Ιταλίας στις 12-15 ∆εκεμβρίου 2000. Σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. α’ ως
«οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται «μια δομημένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων
προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να
τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την
παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό
όφελος».
326
Σύμφωνα με τους Papanicolaou και Antonopoulos, αν ο αριθμός μελών μιας εγκληματικής
οργάνωσης αποτελεί μια ένδειξη για το μέγεθος της απειλής από το οργανωμένο έγκλημα, τότε
οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι «η εικόνα των ισχυρών μυστικών εγκληματικών οργανώσεων
που εξορκίζεται σε επίσημες ομιλίες φαίνεται να είναι αδικαιολόγητη». Βλ. Georgios Papanicolaou
/ Georgios Antonopoulos, “Organised crime” and migrants in the labour market – The economic
significance of human smuggling and trafficking in Greece, όπ.παρ., σελ. 295.
327
Βλ. Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα, όπ.παρ., σελ. 871 –
872.
328
Από τις 178 εγκληματικές οργανώσεις «οι 52 ήταν εγχώριες-ελληνικές, οι 76 αλλοδαπές και οι
45 αλλοδαπές και εγχώριες μαζί». Βλ. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα
έτους 2004 – Ανοικτή Έκδοση,
http://www.astynomia.gr/images/stories/STATS/Attachment14438_ekthesi_2004.pdf, σελ. 6.
329
Ibid, σελ. 5.
330
Ο όρος «διεθνικός» αποτελεί κακή μετάφραση του αγγλικού όρου “transnational”, καθώς
αφενός, οι διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεσμεύουν
77

που στρατολογούν εύκολα τα μέλη τους και αναπληρώνουν τα τυχόν κενά


οποιαδήποτε στιγμή, ώστε να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη διάρκεια στη δράση
τους. Αντίθετα διαλύονται σχετικά εύκολα εξαιτίας έλλειψης ισχυρής συνοχής και
αυστηρής ιεραρχικής διάρθρωσης»331.
Εξάλλου, ακόμη και κατά το έτος 2010 που είχαν ήδη γίνει ορατές και στην
Ελλάδα οι συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που συντέλεσε (αν όχι
προκάλεσε) και τη διεθνοποίηση του οργανωμένου εγκλήματος, ο
Παπαχαραλάμπους332 παρατηρεί ότι φαίνεται να εμφανίζεται στην Ελλάδα ένα
ευρύτερο εγκληματικό δίκτυο, το οποίο αποτελείται από αλλοδαπούς
οργανωμένους εγκληματίες, περιθωριακές ομάδες, «νεοεισερχόμενους» στην
τρομοκρατική σκηνή και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Είναι
πολυεθνικό, ενδεχομένως διασυνοριακό και εδαφικά πανταχού παρόν.
Αφ’ ης στιγμής η σχετική νομοθεσία, που προωθήθηκε ιδιαίτερα από το
2001 και μετά δεν εισήχθη για να ρυθμίσει ένα υπαρκτό, ορατό και με σημαντικές
υλικές διαστάσεις κοινωνικό φαινόμενο στην Ελλάδα, εγείρεται το ερώτημα κατά
πόσο τελικά ήταν κρίσιμες οι διεθνείς πιέσεις, που, αποδεδειγμένα333, ασκήθηκαν
και στην Ελλάδα, στη διαμόρφωση της νομοθετικής βούλησης και στην τελική
εισαγωγή της συγκεκριμένης νομοθεσίας334, λαμβανομένων υπόψη και των
τεραστίων σε έκταση και διάρκεια κοινωνικών αντιδράσεων ενάντια στην
εισαγωγή της335.

Κράτη και όχι έθνη και αφετέρου, το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσει τις επιχειρήσεις του μεταξύ
κρατών και όχι εθνών. Συνεπώς, η ορθή μετάφραση είναι «διακρατικός» ή σε κάποιες
περιπτώσεις (όχι σε σχέση με διεθνείς συμβάσεις) «υπερεθνικός».
331
Βλ. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2004, όπ.παρ., σελ. 6.
332
Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process, όπ.παρ., σελ.
76.
333
Για μία λεπτομερή ανάλυση των θεσμικών και εξωθεσμικών πιέσεων που ασκήθηκαν στην
ελληνική πολιτική ηγεσία τόσο από ευρωπαϊκά όσο και από αμερικανικά κέντρα, με κεντρικό
διακύβευμα την εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας κατά του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία. Ερμηνεία του Ν. 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα.
Σχετικά κείμενα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 8 – 9 και Sappho Xenakis,
International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of Greece, όπ.παρ., σελ. 359
– 365.
334
Για την υπονόμευση των δύο παραδοσιακών λειτουργιών του Ποινικού ∆ικαίου, δηλαδή της
προστατευτικής των εννόμων αγαθών και της εγγυητικής των ατομικών ελευθεριών με την
ανάπτυξη μιας τρίτης λειτουργίας του, αυτής της διεθνούς ασφάλειας, που αποτελεί ουσιαστικά
τον «κοινό παρανομαστή διαφορετικών μεταξύ τους εισαγόμενων νομοθετικών προϊόντων» βλ.
Ιωάννη Γιαννίδη, Η νέα νομιμοποίηση του Ποινικού ∆ικαίου και το τέλος της κλασικής δογματικής,
ΠοινΧρ, 2007, σελ. 769 επ.
335
Εκτός από τις μεγάλης μαζικότητας, έντασης και συχνότητας διαδηλώσεις ενάντια στην
ψήφιση του Ν. 2928/2001, χαρακτηριστική και ενδεικτική του κλίματος και των εντάσεων της
περιόδου ήταν η αποχώρηση από τη σχετική νομοπαρασκευαστική επιτροπή της πλειοψηφίας
των καθηγητών που συμμετείχαν, γεγονός που αναφέρεται ακόμη και στην Εισηγητική Έκθεση
78

Η ανάλυση που θεωρεί τις διεθνείς θεσμικές και εξωθεσμικές πιέσεις ως


τον μοναδικό παράγοντα που οδήγησε στην εισαγωγή τελικά της ειδικής
νομοθεσίας ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα336, δεν φαίνεται
πειστική, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς το τεράστιο ηθικό και πολιτικό κόστος
που κλήθηκαν να πληρώσουν οι αρχιτέκτονες αυτής της πολιτικής στην
εσωτερική πολιτική αρένα337.
Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι οι κυβερνητικοί θεσμοί που
συναπαρτίζουν το κράτος δεν καταλαμβάνουν παρά έναν μερικότερο ρόλο στο
ελληνικό εποικοδόμημα, καθώς εντάσσονται σε ένα ευρύτερο μπλοκ εξουσίας,
στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι οικονομικών συμφερόντων, ιδιοκτήτες
μέσων ενημέρωσης, δημοσιογράφοι, θρησκευτικοί ταγοί και επαγγελματίες
πολιτικοί και επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική είναι απόλυτα
συνυφασμένη με την προσπάθεια για διασφάλιση κατά κύριο λόγο των πολιτικών
και οικονομικών συμφερόντων των δυο πιο σημαντικών συμμάχων της, της
Αγγλίας και των ΗΠΑ338, ακόμη και σε βάρος της εγχώριας αστικής τάξης. Η
συνηθισμένη και ευρέως γνωστή αυτή πρακτική του ελληνικού πολιτικού
προσωπικού έχει δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις της με τον λαϊκό παράγοντα,
τον οποίο καλείται να κυβερνήσει, το οποίο σε περιόδους κρίσης τείνει να γίνει
χάσμα, με αποτέλεσμα γενικευμένες κοινωνικές αναταραχές και την εντεινόμενη
προσπάθεια των κοινωνικών φορέων να καταστήσουν αντικείμενο ευρύτερης

του νόμου (!), αλλά και η ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου μόνο από 20 βουλευτές σε σύνολο
300, εκ των οποίων οι 12 βουλευτές ανήκαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ καταψηφίσθηκε
από 2 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και υπερψηφίσθηκε από τους υπόλοιπους 8! Βλ.
ιδίως, Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1573-1574, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 1-17, Στυλιανού Παπαγεωργίου-Γονατά, Προβληματισμοί
στα νέα πεδία εφαρμογής του Ποινικού ∆ικαίου, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 841 και Νικολάου Λίβου,
Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, Τόμος Ι: ∆ογματική του οργανωμένου
εγκλήματος, Τεύχος α’: Ο εγκληματολογικο-δογματικός φαινότυπος του οργανωμένου
εγκλήματος, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007, όπ.παρ., σελ. 82.
336
Βλ. Φωτίου Κουβέλη, Εισήγηση ως ειδικού Αγορητή του Συνασπισμού της Αριστεράς και της
Προόδου, στο Πρακτικό της ∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και
∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1591.
337
Για ένα τυπικό παράδειγμα της άποψης ότι οι πολιτικές αλλαγές που γίνονταν κατόπιν διεθνών
πιέσεων είχαν κόστος στην νομιμοποίηση της ελληνικής πολιτικής ελίτ, βλ. Christopher Lazakis,
The Steering of Greece in the last Fifty Years – From the Epoch of the Civil War to the Epoch of
Neoliberalism, Ciel Trappe Books, Isle Au Haut, 1996, σελ. 57 επ.
338
Για την προσπάθεια διασφάλισης της αγγλικών και αμερικανικών οικονομικών και πολιτικών
συμφερόντων από το ελληνικό κράτος, βλ. Nikos Mouzelis, Modern Greece: Facets of
Underdevelopment, Macmillan, London, 1978, σελ. 137 – 140.
79

συναίνεσης τις διάφορες κεντρικές νομοθετικές επιλογές, γεγονός που δημιουργεί


αμφιβολίες τόσο για την σκοπιμότητα, όσο και για τη νομιμότητά τους. Κατά
συνέπεια, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πολιτικά και ηθικά φορτισμένων
νομοθετημάτων, η νομιμοποίηση της εκάστοτε κυβέρνησης τείνει να κλονιστεί,
ενώ, στην ελληνική πολιτική ιστορία έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις που
η σκληρή λαϊκή αντιπαράθεση σε συγκεκριμένες νομοθετικές επιλογές οδήγησε,
τελικά, σε παραιτήσεις κυβερνήσεων339.
Πιο πειστική φαίνεται η ανάλυση, που στηρίζεται στις απόψεις του
Weber340 για τις κρατικές και τις κοινωνικές σχέσεις, σύμφωνα με την οποία, οι
κρατικές ελίτ επιτυγχάνουν τη νομιμοποίησή τους όταν οι αξίες τους
ανταποκρίνονται στις αξίες εκείνων τους οποίους κυβερνούν, στις περιπτώσεις
δε, που η νομιμοποίηση αυτή απειλείται, οι κυβερνητικές ελίτ είναι πολύ πιθανό
να γίνουν πιο δεκτικές στα διεθνή πρότυπα341.
Η εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, παρά
το γεγονός της σχετικά περιθωριακής φύσης αυτής της μορφής εγκληματικότητας
στην Ελλάδα, όπως είδαμε παραπάνω, αποτέλεσε μια ευκαιρία για το ελληνικό
κράτος να ενδυναμώσει την ηγεμονία και την κοινωνική του νομιμοποίηση,
καθώς από τη μια μεριά ευθυγραμμιζόμενο πλήρως με τις διεθνείς επιταγές
κέρδιζε μεγαλύτερη διεθνή εμβέλεια και αναβάθμιζε τη στρατηγική του θέση ενώ,
από την άλλη, στο εσωτερικό μέτωπο, υπό την επίφαση της καταπολέμησης της
εγκληματικότητας, κατάφερνε να παρουσιαστεί ως ένας ουδέτερος και
«καθαρός» οργανισμός που ο κύριος στόχος του ήταν η προαγωγή του κοινού
καλού342.

339
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της νεότερης ιστορίας αποτελούν οι προσπάθειες των ελληνικών
κυβερνήσεων για αλλαγές στην ασφαλιστική νομοθεσία από τις αρχές του 1990 και μετά, που
οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 και στην απόσυρση του σχετικού
νομοσχεδίου από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Σημίτη το 2001.
340
Βλ. Max Weber, The Theory of Social and Economic Organization, Talcott Parsons (ed),
Simon & Schuster Inc., New York, 1997, σελ. 324 επ.
341
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, όπ.παρ., σελ. 346-347.
342
Πρβλ. Χριστίνας Ζαραφωνίτου, Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου:
Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 2051, η οποία,
εκκινώντας από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, καθώς αναφέρεται στο χαμηλό ποσοστό
καταγγελίας των αδικημάτων στην αστυνομία, παρατηρεί ότι: «ο κλονισμός αυτός της
εμπιστοσύνης των πολιτών αντανακλά, αρκετά συχνά, και τη γενικότερη περί κρατικής αδυναμίας
εντύπωση και θέτει, άρα, σε αμφισβήτηση το ίδιο το κράτος το οποίο έχει την ευθύνη εγγύησης
και διασφάλισης της ατομικής και κοινωνικής ασφάλειας των πολιτών. Η κρατική αυτή ευθύνη
γίνεται περισσότερο αισθητή στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όταν “η ουσιαστική
ισότητα συρρικνώνεται και η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται, οπότε ένα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού αποσύρει την κοινωνική και πολιτική του συναίνεση, έστω και αν πρόκειται για
80

Εξάλλου, το «οργανωμένο έγκλημα» διαθέτει τεράστια δύναμη συμβολικής


απειλής για το κράτος και την κοινωνία, αφού αμφισβητεί τις αρχές και τους
νόμους της οικονομίας, την κρατική οικονομική διαχείριση, αλλά και την ηθική του
κράτους343. Επιπροσθέτως, το «οργανωμένο έγκλημα» αποτελεί κορυφαίο
ζήτημα επικοινωνιακής σημασίας για το κράτος και το πολιτικό σύστημα, διότι
ανήκει σε μια ιδιότυπη μορφή εγκληματικότητας που κινείται μεταξύ μύθου και
πραγματικότητας, ενώ, ταυτόχρονα, λόγω της σοβαρότητάς του συνιστά
«κοινωνικό πρόβλημα»344. Σε κατηγορίες όπως το «οργανωμένο έγκλημα» δεν
υπάρχουν διαβαθμίσεις. Από τη στιγμή που θα καταγραφεί η οργανωμένη
εγκληματικότητα, παρωθεί σε μια γενίκευση και υπερβολή.
Οι πληροφορίες για το οργανωμένο έγκλημα διαθέτουν επικοινωνιακή αξία
γιατί διατηρούνται στη μνήμη, δημιουργούν αναταραχή και τροφοδοτούν τη
συζήτηση διαρκώς με την προσθήκη νέων στοιχείων. Περαιτέρω, η λειτουργία
του «μύθου» για το οργανωμένο έγκλημα συνίσταται στην επεξεργασία των
συλλογικών φόβων που προκύπτουν από ορισμένες καταστάσεις με το να τις
καθιστούν κατανοητές και σαφείς ενώ, ταυτόχρονα, τις συσκοτίζουν345. Η ουσία
του «μύθου» για το οργανωμένο έγκλημα εδράζεται στην απειλή κινδύνου της
κοινωνίας συνολικά, μια απειλή που με τη γενικότητά της αφήνει ελεύθερο πεδίο
στη δημιουργία σεναρίων συνομωσίας και αποδιοπομπαίων τράγων.
Μια υποθετική τέλεια λειτουργία του συστήματος θα οδηγούσε
ενδεχομένως στην απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών. Η απειλή κινδύνου
συνδέει με τον ίδιο τρόπο που η πλήρης ανταπόκριση στις προσδοκίες
αποδεσμεύει παρωθώντας σε παραβιάσεις. Η εμπέδωση του αισθήματος της
ανασφάλειας346 και του κινδύνου είναι ο μηχανισμός που τείνει να ενδυναμώνει
τους δεσμούς με το μηχανισμό που τη μειώνει347.

μειοψηφία”. Στην περίπτωση αυτή, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος λήψης μέτρων ανελευθερίας κατά
των πολιτών ή ακόμα και δημιουργίας κινδύνων ικανών να αποσπάσουν την απαιτούμενη
συναίνεση για την εφαρμογή παρόμοιων πολιτικών. Στο εν λόγω πλαίσιο, το ποινικό δίκαιο
χρησιμοποιείται ουσιαστικά για τη διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων, όπως προκύπτει και
από την εφαρμογή των σύγχρονων τάσεων αντεγκληματικής πολιτικής…».
343
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 170.
344
Ibid, σελ. 169.
345
Ibid, σελ. 169 – 170.
346
Για τη σύνδεση του αισθήματος ανασφάλειας με την πρόληψη, η οποία κατανοείται σχεδόν ως
καταναγκαστική, βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Κοινωνίες σε «κίνδυνο» και αίσθημα ανασφάλειας,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 556 επ.
347
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ.,
σελ. 171.
81

Υπό αυτή την έννοια, το «οργανωμένο έγκλημα» λειτουργεί


σταθεροποιητικά για το πολιτικό σύστημα και το κράτος, αφού όσο πιο
πολύπλοκος γίνεται ο κίνδυνος και αυξάνεται η «ενδεχομενικότητα»348, τόσο
μεγαλύτερη είναι η απαίτηση του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες για
πίστη, αφοσίωση και αποδοχή των επιλογών του.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο: Εννοιολογική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος

Ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τη


δεκαετία του ’20 στην Αμερική349, έχει κατεξοχήν πολιτικό και αστυνομικό
χαρακτήρα και αρχικά αφορούσε τις διάφορες εθνικές ομάδες (“ethnic groups”)
που εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες, ενώ εννοιολογικά συνδέεται με
τις διάφορες εγκληματικές οργανώσεις τύπου mafia. Σε μεγάλη έκταση άρχισε να
χρησιμοποιείται διεθνώς στα τέλη της δεκαετίας του ’80350.
Στην Αμερική ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» αποτελεί συνώνυμο όλων
των μορφών εγκλημάτων, που σχετίζονται τόσο με τη δραστηριότητα συνδικάτων
(“syndicates”) και κοινοπραξιών (“cartels”), όσο και με παράνομες συμφωνίες και
συνεννοήσεις μεταξύ νόμιμων εταιριών, κάτι που υπονοεί ότι το οργανωμένο
έγκλημα στις ΗΠΑ ουδέποτε υπήρξε αποκλειστικά το προνομιακό πεδίο δράσης
του υποκόσμου και των μεταναστών, αλλά ανέκαθεν ήταν πολύ καλά εδραιωμένο
και στον κόσμο των επιχειρηματιών, των πολιτικών και της διοίκησης. Αντίθετα,
στην Ευρώπη, όπου υπάρχει διαφορετική εμπειρία, η λέξη «οργανωμένο»

348
Η «ενδεχομενικότητα» στο πλαίσιο της «συστημικής θεωρίας» αναφέρεται στην ανταπόκριση
και προσαρμογή σε ερεθίσματα από το στενό ή ευρύτερο περιβάλλον ενός συστήματος, τόσο στο
επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των οντοτήτων ή των υποσυστημάτων που συναπαρτίζουν την
ολότητα ενός συστήματος, όσο και στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης με άλλα συστήματα. Οι
βαθμοί ενδεχομενικότητας που προσδιορίζουν κάθε σύστημα συναρτώνται με την περιπλοκότητα
που το χαρακτηρίζει, δηλαδή το βαθμό της πολυμορφίας, της διαπλοκής (δηλαδή της αμοιβαίας
εξάρτησης μεταξύ των μερών καθώς και μεταξύ μέρους και όλου) και το φόρτο των
συνεπακόλουθων σε ένα πεδίο αποφάσεων. Η πολυμορφία σημαίνει το βαθμό της λειτουργικής
διαφοροποίησης ενός συστήματος και τον αριθμό των σημαντικών επιπέδων αναφοράς του. Βλ.
αντί άλλων, Helmut Willke, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετάφραση Νικολάου Λίβου), εκδ.
Κριτική, Αθήνα, 1996, σελ. 42 – 43 και 48 – 49 και ∆ημητρίου Παπαγεωργίου / Θωμά Μαυροφίδη,
Πολιτιστική αναπαράσταση και νέες τεχνολογίες: προβλήματα και προοπτικές, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, www.cultural-representation.com, σελ. 6.
349
Βλ. Michael Woodiwiss Organized crime, U.S.A.: changing perceptions from prohibition to the
present day, British Association for American Studies, Brighton, 1990, σελ. 6.
350
Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime, όπ.παρ.,
σελ. 17.
82

χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός, προκειμένου να προβάλλει


κυρίως τη σημασία του τρόπου τέλεσης του οργανωμένου εγκλήματος351.
Ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» έχει δεχθεί δριμύτατη κριτική από
αρκετούς θεωρητικούς352. Ο Sellin αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο συγκεκριμένος
όρος δεν είναι ακριβής, επειδή ο όρος «οργανωμένο» είναι επιδεκτικός πολλών
ερμηνειών και υποστηρίζει ότι το οργανωμένο έγκλημα «έχει καταστεί συνώνυμο
οικονομικών επιχειρήσεων που οργανώνονται με σκοπό τη διεξαγωγή
παράνομων δραστηριοτήτων και οι οποίες ακόμη και όταν διενεργούν νόμιμες
δραστηριότητες κάνουν χρήση παράνομων μεθόδων»353, ενώ, και ο Schneider354
επισημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο προσδιορισμός του βαθμού
οργανωτικότητας και οργάνωσης των εγκληματικών ομάδων.
Σύμφωνα με τον Carter355, το οργανωμένο έγκλημα έχει έναν
επιχειρηματικό χαρακτήρα και υποστηρίζει ότι ο όρος «οργανωμένο έγκλημα»
αποτελεί περισσότερο έναν ευφημισμό του ευρύτερου προβλήματος.
Ο Albini χρησιμοποιεί τον όρο «εγκληματικό συνδικάτο» (“syndicated
crime”), επειδή θεωρεί ότι οι δευτερεύουσες παραβατικές σημειολογήσεις του
όρου «Mafia» μπορούν να παραποιήσουν την ανάλυσή του356.

351
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Η γεωπολιτική του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης από παράνομες
δραστηριότητες, Σύγχρονα Θέματα Εμπορικού ∆ικαίου, τεύχος 5, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,
1998, σελ. 40, Γεωργίου Χλούπη, Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου
εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1033-1034 και Willy Bruggeman, Η καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και ευκαιρίες, με ειδικότερη έμφαση στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 316, σύμφωνα με
τον οποίο, «το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του όρου “οργανωμένο έγκλημα” είναι αυτό που
υποδηλώνει μία διαδικασία ή μέθοδο διάπραξης εγκλημάτων και όχι έναν προσδιορισμένο τύπο
εγκλήματος, αλλά ούτε και έναν προσδιορισμένο τύπο εγκληματία. Η “διαδικασία” είναι το στοιχείο
που προσδίδει επιπρόσθετα επίπεδα κινδύνου και κοινωνικής απειλής».
352
Η διαμάχη για τον χρησιμοποιούμενο όρο δεν είναι άσχετη με την προϊούσα αδυναμία για έναν
κοινά αποδεκτό ορισμό του φαινομένου, καθώς, όπως εύστοχα παρατηρούν οι van Duyne και
van Dijck, «η διαδικασία ορισμού των εμπειρικών φαινομένων μπορεί να θεωρηθεί ως μια
γλωσσολογική αλληλεπίδραση μεταξύ των λέξεων και της “πραγματικότητας”». Βλ. Petrus van
Duyne / Maarten van Dijck, Assessing Organised Crime: The Sad State of an Impossible Art, στο
Frank Bovenkerk / Michael Levi (eds), The Organized Crime Community – Essays in Honor of
Alan A. Block, Springer, New York, 2007, σελ. 105.
353
Βλ. Thorsten Sellin, Organized Crime: A Business Enterprise, στο Bruce J. Coben (ed), Crime
in America – Perspectives on Criminal and Delinquent Behavior, F.E. Peacock Publishers, Inc.
ITASCA, Illinois, 1970, σελ. 309 – 310.
354
Βλ. Hans Joachim Schneider, Einführung in die Kriminologie, (3te Auflage), Walter de Gruyter,
Berlin, New York, 1993, σελ. 132.
355
Βλ. David Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in Entrepreneurial Crime,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 139.
356
Βλ. Joseph Albini, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, στο Francis
Ianni / Elizabeth Reuss-Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in
83

Ο Block αντί του όρου «οργανωμένο έγκλημα» χρησιμοποιεί τον όρο


«παράνομες επιχειρήσεις» (“illegal enterprises”)357 ενώ, οι Passas358, Levi και
van Duyne προτιμούν τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα» (“enterprise crime”). Ο
van Duyne359 αιτιολογεί την επιλογή του αυτή με το επιχείρημα ότι ο
συγκεκριμένος όρος είναι λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένος και δεν
παραπέμπει ευθέως στη Mafia ή τη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ, ταυτόχρονα,
καταδεικνύει τον επιχειρηματικό δυναμικό χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων.
Ενώ, ο Levi360 επιλέγει τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα», επειδή θεωρεί ότι δεν
είναι πλέον δόκιμη η παραδοσιακή διαφοροποίηση ανάμεσα στο οργανωμένο
έγκλημα και στο έγκλημα του «λευκού κολάρου».
Στην ελληνική βιβλιογραφία, ο Αλεξιάδης θεωρεί ότι ο όρος «οργανωμένο
έγκλημα» δεν είναι ορθός, γιατί ενδέχεται να παραπέμπει στον τρόπο οργάνωσης
της τέλεσης μιας και μόνης εγκληματικής πράξης, που τελείται πολύ καλά
«οργανωμένη» και δεν περιλαμβάνει οπωσδήποτε τις οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες στις οποίες, μάλιστα, κατεξοχήν αναφέρεται. Για το λόγο αυτό προκρίνει
τη χρήση του όρου «οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα»361.
Ο Μυλωνάς362 ασκεί δριμύτατη κριτική στον όρο «οργανωμένο έγκλημα»,
τον οποίο θεωρεί ανακριβή και παραπλανητικό και προκρίνει τη διατύπωση
«ιδιαίτερες μορφές εμφάνισης της οργανωμένης εγκληματικότητας», η οποία,
κατά το συγγραφέα, δίνει τη δυνατότητα να ερευνηθούν σύγχρονοι τρόποι
τέλεσης εγκλημάτων, που αφορούν κυρίως την τρομοκρατία, το εμπόριο

America, New American Library, New York, 1976, σελ. 24. Πρβλ. Ivan Light, The ethnic vice
industry 1880 – 1944, American Sociological Review, vol. 42, no. 3, 1977, σελ. 464, σύμφωνα με
τον οποίο, ο όρος “syndicated crime” εξαιρεί τις μικρές, ανεξάρτητες εγκληματικές επιχιερήσεις.
357
Βλ. Alan Block, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, Criminology, vol. 17,
no. 1, 1979, σελ. 76.
358
Βλ. Nikos Passas Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Nikos Passas (eds), Upperworld and Underworld in
Cross-border Crime, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2002, σελ. 16.
359
Βλ. Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, Crime,
Law and Social Change, 20, no. 2, 1993, σελ. 100.
360
Βλ. Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: the view from Britain,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 61.
361
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, (δ’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2004, σελ. 216.
362
Βλ. Μυλωνά Ιπποκράτη, Σκέψεις σχετικά με τον όρο «οργανωμένο έγκλημα», ΥΠΕΡ, 1999,
σελ. 495.
84

ναρκωτικών και το οικονομικό έγκλημα. Σύμφωνα με άλλες απόψεις363, τέλος,


ορθότερη κρίνεται η χρήση του όρου «οργανωμένη εγκληματικότητα».
Κατά την άποψή μας, ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» έχει καθιερωθεί στο
συλλογικό υποσυνείδητο, σημαίνοντας ακριβώς τις οργανώσεις τύπου mafia ανά
τη υφήλιο και για το λόγο αυτό, η χρήση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης, η
οποία θα απέδιδε ενδεχομένως ακριβέστερα το περιεχόμενο του φαινομένου, δεν
θα κατάφερνε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των εμπνευστών της και θα
δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση.
Η έλλειψη ασφαλούς και επί εμπειρικών ερευνών θεμελιωμένης γνώσεως
σχετικά με την πραγματικότητα του οργανωμένου εγκλήματος νομιμοποιεί, αν όχι
την αμφισβήτηση της ύπαρξης του συγκεκριμένου φαινομένου, σε κάθε
περίπτωση πάντως την αμφισβήτηση της έκτασης και του μεγέθους του στη
συνολική εικόνα της εγκληματικότητας364. Ο συνωμοτικός τρόπος δράσης, η
αδιαφάνεια και η μυστικότητα, εμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό την αποκάλυψη της
εσωτερικής του δομής και του εύρους των δραστηριοτήτων του365.
Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Zachert ότι «η οργανωμένη
εγκληματικότητα που γίνεται αντιληπτή είναι απλώς μια ανεπιτυχώς οργανωμένη
εγκληματικότητα, η οποία δεν έχει ακόμα επιτύχει να φθάσει στο τελικό της
στάδιο»366, να γίνει δηλαδή «αόρατη».
Η σύγχυση επιτείνεται ακόμη περισσότερο367, καθώς, παρά τη σημαντική
νομοθετική και επιστημονική δραστηριότητα στην κατεύθυνση του ορισμού του

363
Για τις απόψεις αυτές βλ. αναλυτικά, Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα
γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και
προσφάτων εκδηλώσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 500.
364
Βλ. ιδίως, Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black Markets, Illegal Finance and the
Underworld Economy, Cornell University Press, Ithaca, New York, 2002, σελ. 19 επ.
365
Βλ. Hans-Ludwig Zachert, Allgemeine Kriminalität – Organisierte Kriminalität. Ein Überblick
über aktuelle Befunde und Bewertungen, Kriminalistik, 1995, σελ. 690 και Hans-Jürgen Kerner,
Organisiertes Verbrechen, στο Günther Kaiser / Hans-Jürgen Kerner / Fritz Sack / Hartmut
Schellhoss (eds), Kleines Kriminologisches Wörterbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 377.
366
Βλ. Hans-Ludwig Zachert, Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik Deutschland.
Strukturen, Bedrohungspotential, Bekämpfungsprobleme, στο Bundeskriminalamt (ed),
Organisierte Kriminalität in einem Europa durchlässiger Grenzen. Arbeitstagung des
Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 6 – 9 November 1990, BKA – Vortragsreihe Bd. 36,
Wiesbaden, 1991, σελ. 42.
367
Ακριβώς γιατί ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας ζήτημα
για την κατανόησή του και επιτρέπει την ορθότερη υπαγωγή των διαφορετικών ανθρώπινων
εγκληματικών συμπεριφορών. Βλ. σχετικά, Margaret Beare, Criminal Conspiracies, Organized
Crime in Canada, Nelson, Canada, 1996, σελ. 219.
85

«οργανωμένου εγκλήματος»368, δεν υπάρχει, ακόμη τουλάχιστον, ένας κοινά


αποδεκτός ορισμός369, με αποτέλεσμα, η αξία του κάθε ορισμού να συναρτάται
άμεσα με την κανονιστική ισχύ του νομικού κειμένου στο οποίο έχει διατυπωθεί.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, είναι εμφανής η τάση να υποβαθμίζεται το
πρόβλημα του ορισμού με τη λογική ότι «το προφανές δεν χρειάζεται να
οριστεί»370.
Ταυτόχρονα, επειδή έχει γίνει ιδεολογικά ανεκτή και πρακτικά αποδεκτή η
άποψη ότι για να παταχθεί το οργανωμένο έγκλημα πρέπει να υπάρξει και μια
αντιστοιχία όπλων πολιτείας και εγκλήματος371, ο χώρος καταστολής του
εξελίσσεται σε ένα πεδίο εξαιρέσεων από τα εγγυητικώς παραδεδεγμένα και
καθίσταται χώρος πειραματισμού σε επίπεδο νέων κατασταλτικών μεθόδων και
εφαρμογών. Με τον τρόπο αυτό, «η ορισμοδότηση του οργανωμένου εγκλήματος
ξεφεύγει πρακτικά από τη μεθοδολογική και κυρίως διαγνωστική απεικόνιση του
φαινομένου με αξιώσεις αντικειμενικότητας και γίνεται μία συνειδητή οριοθέτηση
της εξαιρετικής καταστολής»372.
Πράγματι, οι εκκλήσεις για αποτελεσματική αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος συνοδεύονται, συνήθως, από προτάσεις για τη
διεύρυνση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων σε «προστάδια» του εγκλήματος και
τη θέσπιση νόμων για την επέκταση των προληπτικών ελέγχων373 για την

368
Για μια καταγραφή των διαφόρων ορισμών, που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το οργανωμένο
έγκλημα, καθώς και για τη σχέση του με άλλες παρεμφερείς έννοιες, βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη,
Το οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001,
ιδίως σελ. 26 επ. και Klaus von Lampe, Definitions of Organized Crime, www.organized-
crime.de/OCDEF1.htm
369
Ο Naylor, κάνει σκωπτικά λόγο για «οργανωμένο έγκλημα, αποδιοργανωμένοι ορισμοί»
(“organized crime, disorganized definitions”). Βλ. Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black
Markets, Illegal Finance and the Underworld Economy, όπ.παρ., σελ. 14.
370
Βλ. τη σχετική κριτική του Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the
Formal Economy, Working Papers Series, no. 4, Global Consortium on Security Transformation
(GCST), July, 2010, http://www.securitytransformation.org/gc_publications.php, σελ. 1.
371
Για το ζήτημα, εξάλλου, της κατανομής των απαραίτητων πόρων για την αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος και για τον τρόπο που οι πόροι αυτοί είχαν χρησιμοποιηθεί στο
παρελθόν στις προσπάθειες αντιμετώπισης και ελέγχου του, βλ. τη σχετική μονογραφία του
Michael Maltz, Measuring the effectiveness of organised crime control effort, Monograph 9, Office
of International Criminal Justice, University of Illinois at Chicago, Chicago, 1990.
372
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά – ∆ογματικά και Ερμηνευτικά Προβλήματα των Ποινικών
∆ιατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - Κ.Ν.Ν./ Ν. 3459/2006, (3η έκδοση), εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2008, αρ. περιθ. 450, όπου επίσης εύστοχα επισημαίνει ότι: «ο ορισμός του
οργανωμένου εγκλήματος είναι τελικά το όριο της επιτάσεως της καταστολής, αποτελώντας και
ένα σημείο τριβής μεταξύ της φιλελεύθερης λειτουργίας του ποινικού δικαίου σε σχέση με την
εργαλειακή αποτελεσματικότητά του».
373
Σύμφωνα με τον Hassemer, «όταν μιλάμε σήμερα για “πρόληψη”, αναφερόμαστε όλο και
συχνότερα και στην επιτήρηση͘ παραδοσιακά εντούτοις συνδέουμε την πρόληψη κυρίως με την
τιμωρία. Είναι ίσως ένα χαρακτηριστικό του “μοντέρνου” ελέγχου του εγκλήματος να ακολουθεί
86

αποτροπή της βαριάς εγκληματικότητας γενικώς374. Οι διεθνείς αυτές τάσεις


έχουν κατηγορηθεί για μια επικίνδυνη ανάκαμψη των αυταρχικών αντιλήψεων
του «Αντιδιαφωτισμού» (“Gegenaufklärung”) στο Ποινικό ∆ίκαιο375, που, σε
τελική ανάλυση, ως στόχο έχουν τη διεύρυνση και την ένταση, του διά του
Ποινικού ∆ικαίου ασκούμενου κοινωνικού ελέγχου376.
Στην κατεύθυνση αυτή, τα ιδιαίτερα επαχθή κατασταλτικά μέτρα που
υιοθετούνται και ο περιορισμός των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών,
που αυτά συνεπάγονται, επιχειρείται να παρουσιαστούν ως μέτρα προάσπισης
της ίδιας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και εντέλει, ως μέτρα
προστασίας των ίδιων των πολιτών. Εντούτοις, εκτιμάται ότι η «δίωξη και η
ανάσχεση του εγκλήματος επιβαρύνουν τον πολίτη περισσότερο από όσο το ίδιο
το έγκλημα», ενώ τείνουν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας, που
θα αποτελείται από υπόπτους ή σχεδόν υπόπτους (“Vorverdächtige”)377.
Συνεπώς, η εργασία στην κατεύθυνση του ορισμού του οργανωμένου
εγκλήματος, θα πρέπει να ειδωθεί και ως προσπάθεια για την προάσπιση της
δημοκρατίας και των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Στην επόμενη
ανάπτυξη θα επιχειρήσουμε να συμβάλλουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση μέσα από
την παρουσίαση και την ανάδειξη των αντιφάσεων των ορισμών που έχουν
προταθεί από τη θεωρία και αυτών που έχουν υιοθετηθεί τόσο από σημαντικά
διεθνή νομοθετικά κείμενα, όσο και από την ελληνική έννομη τάξη.

τους στόχους του μέσα από “ευφυή” παρατήρηση αντί μέσα από “βάναυση” τιμωρία, να βρίσκεται
στον τόπο του εγκλήματος πριν τον δράστη, να μην αφήνει καν να διαπραχθεί το έγκλημα – όλο
το λεκτικό και οι έννοιες μέσα από την εργαλειοθήκη της επιτήρησης και όχι της τιμωρίας». Βλ.
Winfried Hassemer, «Επιτήρηση αντί τιμωρίας» - Παρατηρήσεις, ερωτήσεις, ταξινομήσεις,
παραδείγματα, θέσεις και άλλα, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 9.
374
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
100 και Νικολάου Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις στα όρια της νομιμότητας, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 15. Για τη σύγχρονη
τάση να δικαιολογούνται επεμβάσεις στην ελευθερία του ατόμου, προκειμένου να μην εκδηλωθεί
παραβατική συμπεριφορά, βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιτήρηση και ποινική καταστολή, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 1.
375
Βλ. Peter – Alexis Albrecht, Das Strafrecht im Zugriff populistischer Politik, StV, 1994, σελ.
270.
376
Βλ. Heribert Ostendorf, Organisierte Kriminalität – eine Herausforderung für die Justiz, JZ,
1991, σελ. 63.
377
Βλ. Hans Heiner Kühne, Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ποινική ∆ικονομία και στο Αστυνομικό
∆ίκαιο της Γερμανίας για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, ΠοινΧρ, 1999,
σελ. 101 επ.
87

Ενότητα 1: Οι προσπάθειες ορισμού του φαινομένου

1.1. Οι προσπάθειες ορισμού από τη θεωρία

Αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον σχετικά με το «οργανωμένο έγκλημα»


άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 κυρίως στις ΗΠΑ. O
Cressey, κατά το έτος 1969378, όρισε το οργανωμένο έγκλημα ως μια ιεραρχικά
δομημένη οργάνωση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τυπικών κανόνων
και αποτελείται από άτομα με συγκεκριμένες και εντελώς εξειδικευμένες
λειτουργίες εντός της ιεραρχίας. Κατά συνέπεια, λίγες οικογένειες και άτομα
συγκεντρώνουν και συντονίζουν το σύνολο των οργανωμένων εγκληματικών
δραστηριοτήτων. Η προσέγγιση αυτή εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να έχει
υποστηρικτές379 μεταξύ των θεωρητικών για το οργανωμένο έγκλημα, όπως ο
Abadinsky380, ο οποίος αντί άλλου ορισμού, κατάρτισε έναν πίνακα με τα
χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, τα οποία όλα θα πρέπει να
συντρέχουν για να υπάρχει οργανωμένο έγκλημα381. Και συγκεκριμένα, το

378
Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation, όπ.παρ., σελ. 304 – 319, του ιδίου, The Functions
and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 14. Βλ. επίσης τον ορισμό που είχε δώσει ο
Cressey το 1967 στην αναφορά του προς την Επιτροπή Katzenbach, στο του ιδίου, The
Functions and Structures of Criminal Syndicates, στο Task Force Report: Organized Crime,
President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, Challenge of Crime
in a Free Society, Government Printing Office, Washington D.C., 1967, appendix A, σελ. 58,
σύμφωνα με τον οποίο, το οργανωμένο έγκλημα χαρακτηρίζεται από μια ολοκληρωτική δομή.
Έχει αυστηρή ιεραρχική πειθαρχία και είναι οργανωμένο σε μόνιμη βάση με περιεχόμενο που
εκτείνεται πέρα από τις ζωές των ατόμων, ενώ, υπάρχει ανεξάρτητα από οποιονδήποτε
συγκεκριμένο αξιωματούχο.
379
Ο Weigend, αναφερόμενος στις προσπάθειες του επιστημονικού συμβουλίου της ∆ιεθνούς
Εταιρίας Ποινικού ∆ικαίου να οριοθετήσει την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, επισημαίνει
ότι αν και συνειδητά απέφυγε να το ορίσει, συγκέντρωσε καταλόγους από διακριτικά γνωρίσματα,
όμοια μεταξύ τους κατά το περιεχόμενο, τα οποία θεωρούνταν ως χαρακτηριστικά του
οργανωμένου εγκλήματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά, στο επίπεδο της οργανωτικής μορφής,
συμπεριλαμβάνουν την ύπαρξη ιεραρχικής δομής, τον επαγγελματισμό και τη συγκάλυψη της
ατομικής ευθύνης, στο επίπεδο των σκοπών, την απόκτηση οικονομικής ισχύος και πολιτικής
επιρροής και στο επίπεδο των χρησιμοποιούμενων μέσων, την άσκηση βίας και τρομοκρατίας, τη
διαφθορά και τη δημιουργία μιας κατ’ επίφαση νομιμότητας. Βλ. Thomas Weigend, Το
οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, (μετάφραση Οβαδδία Ναμία), στα
Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη
σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 4 – 5.
Για τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος στα οποία κατέληξε το 16ο Συνέδριο της
∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου, που έγινε στη Βουδαπέστη, από 5 έως 11 Σεπτεμβρίου
1999, βλ. ∆ιονυσίου Σπινέλλη (επιμ), Το 16ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ποινικού ∆ικαίου, ΠοινΧρ, 1999,
σελ. 74.
380
Βλ. Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 3.
381
Πρβλ. την κριτική του Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 140 – 141, σύμφωνα με τον οποίο, στον ορισμό αυτό μπορεί κανείς με ευκολία να
αναγνωρίσει την αμερικανική Cosa Nostra, όχι όμως απαραιτήτως και κάθε άλλη μορφή του
εγκλήματος αυτού. Ενώ, στα μειονεκτήματα του ορισμού αυτού εγγράφει το γεγονός ότι στις
88

οργανωμένο έγκλημα δεν έχει πολιτικούς στόχους, είναι ιεραρχικά δομημένο, έχει
περιορισμένο ή κλειστό αριθμό μελών, συνθέτει μια μοναδική υποκουλτούρα,
διαιωνίζει τον εαυτό του, παρουσιάζει ετοιμότητα στη χρήση παράνομης βίας,
έχει μονοπωλιακό χαρακτήρα και διοικείται μέσα από ρητούς κανόνες και
συμφωνίες. Ενώ και ο Schneider382 μεταξύ των υπολοίπων χαρακτηριστικών383
φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ιεραρχική δομή του οργανωμένου
εγκλήματος.
Στην Ελλάδα, η Σπινέλλη384 επιλέγει να δώσει το βάρος κυρίαρχα στο
σκοπό και στη δομή μιας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία κατά την άποψή της

θεωρήσεις που εντάσσονται στο ιεραρχικό πρότυπο γενικότερα, υπάρχει ως υπόρρητο στοιχείο η
παραδοχή ότι «αν επιφέρει κανείς καίριο πλήγμα στην ιεραρχική οργάνωση των συγκεκριμένων
εγκληματικών ομάδων, θα τις εξαρθρώσει ή τουλάχιστον θα τις καταστήσει ελάχιστα πλέον
απειλητικές», κάτι, που, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, δεν συμβαίνει. Εξάλλου, για άλλους
συγγραφείς που έχουν υιοθετήσει τον ορισμό του Abadinsky, βλ. Michael Lyman / Gary Potter,
Organized Crime, Prentice Hall, Upper Saddle River, New Jersey, 1997, σελ. 7 – 8.
382
Βλ. ιδίως, Hans Joachim Schneider, Das organisierte Verbrechen, Jura, 1984, σελ. 169 επ.,
του ιδίου, Kriminologie, Walter de Gruyter, Berlin, New York, 1987, σελ. 51 επ. και του ιδίου,
Neuere kriminologische Forschungen zum organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen
Welp (eds), Beiträge zur Rechtswissenschaft: Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels
zum 70. Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 813 επ.
383
Συνοπτικά, ως βασικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, ο Schneider αναφέρει:
1) την ικανοποίηση αναγκών του πληθυσμού σε αγαθά και υπηρεσίες, 2) τον ορθολογικό
σχεδιασμό και την επιλογή εγκληματικών δραστηριοτήτων με χαμηλό ρίσκο και υψηλά κέρδη, 3)
την ύπαρξη διαφορετικών ομάδων, εντός των οποίων υπάρχει καταμερισμός εργασίας, για την
παραγωγή, διαμετακόμιση και διανομή παράνομων αγαθών και την προσφορά παράνομων
υπηρεσιών, 4) τον επαγγελματισμό των μελών του, 5) την αυστηρή καθοδήγηση από μία κεντρική
ομάδα σχεδιασμού, η οποία ανακαλύπτει τις δυνατότητες για εγκληματική δράση, σταθμίζει τους
κινδύνους, το κόστος και το όφελος και επιτηρεί την εκτέλεση των εγκληματικών σχεδίων, 6) την
ύπαρξη εγκληματικών προτύπων, όπως ο άγραφος νόμος της απόλυτης πίστης, 7) την
στεγανοποίηση της ηγετικής ομάδας από τους διωκτικούς μηχανισμούς, μέσω της αυστηρής
πειθαρχίας στο εσωτερικό της οργάνωσης και της συστηματικής διαφθοράς 8) τη χρήση βίας, 9)
το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και 10) τον υπερεθνικό χαρακτήρα του. Βλ. Hans Joachim
Schneider, Das organisierte Verbrechen, όπ.παρ., σελ. 169 – 170, του ιδίου, Kriminologie,
όπ.παρ., σελ. 51 – 52 και του ιδίου, Neuere kriminologische Forschungen zum organisierten
Verbrechen, όπ.παρ., σελ. 815 – 819.
384
Η Σπινέλλη έχει καταγράψει πέντε στοιχεία, παραθέτοντας τα βασικότερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα αυτού του εγκληματικού φαινομένου, εκ των οποίων, τα τρία τελευταία δεν είναι
απαραίτητα, αλλά συνήθως συνοδεύουν την οργανωμένη εγκληματική δράση: 1. Συστηματικός
παράνομος προσπορισμός οικονομικού οφέλους, που προέρχεται από εξειδικευμένες και σε
μεγάλη κλίμακα δραστηριότητες. 2. Ιεραρχική δομή στο πλαίσιο ενός συστήματος καθορισμένων
σχέσεων με αμοιβαίες υποχρεώσεις και προνόμια, καθώς και καταμερισμός εργασίας. 2. Χρήση
πραγματικών ή απειλούμενων πράξεων βίας, τόσο προς το εσωτερικό της οργάνωσης, για τη
διατήρηση της πειθαρχίας, όσο και προς τα έξω για την επίτευξη στόχων. 3. Μονοπωλιακός
έλεγχος ή δημιουργία ζωνών επιρροής σε διάφορες επιχειρήσεις ή γεωγραφικές περιοχές. 4.
∆ιασυνδέσεις με πολιτικούς, εφαρμοστές των ποινικών νόμων, επιχειρηματίες, δικηγόρους,
συνδικαλιστές και κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς, με σκοπό αφενός την προστασία των
μελών του οργανωμένου εγκλήματος από το νόμο και αφετέρου την επίτευξη των στόχων της
οργάνωσης. Βλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1985, σελ. 109 –
110.
89

είναι ιεραρχική,385 και δευτερευόντως στα μέσα που χρησιμοποιεί για την
επίτευξη των σκοπών της και τη διασφάλιση της ατιμωρησίας των μελών της.
Ο Κουράκης386 υποστηρίζει και αυτός ότι οι οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες χαρακτηρίζονται από διαρθρωμένη ιεραρχία, αυστηρή κατανομή
καθηκόντων και εσωτερικό μηχανισμό επιβολής εξοντωτικών κυρώσεων, καθώς
και ορθολογικό σχεδιασμό των δραστηριοτήτων τους.
Η ιεραρχική αυτή προσέγγιση δέχθηκε σκληρή κριτική από αρκετούς
συγγραφείς387, επειδή θεωρήθηκε ότι απηχούσε αποκλειστικά τις απόψεις των
διωκτικών αρχών, στις οποίες προσέδιδε θεωρητική νομιμοποίηση και
επιστημονική αξιοπιστία, παρά το γεγονός ότι βασιζόταν σε στοιχεία που οι
διωκτικές αρχές δημοσιοποιούσαν επιλεκτικά388. Μετά από χρόνια έρευνας
πεδίου, ο Chambliss389 συμπέρανε χαρακτηριστικά ότι: «δεν πιστεύω ότι το
οργανωμένο έγκλημα διοικείται και ελέγχεται από ένα εθνικό συνδικάτο με μια
“επιτροπή” ή από “μια ομάδα διευθυντών”, οι οποίοι εξασκούν ένα είδος
φεουδαρχικού ελέγχου πάνω σε υποτακτικούς σκορπισμένους σ’ ολόκληρη την
επικράτεια». Ενώ και ο ανθρωπολόγος Francis Ianni390, μέσα από την έρευνά

385
Ιδιαίτερα σημαντική σ’ αυτό το σημείο είναι η επισήμανση της συγγραφέως ότι με το
οργανωμένο έγκλημα ανατρέπονται οι καθιερωμένες αξιολογήσεις της βαρύτητας ενός
εγκλήματος, επειδή «η μεθόδευση, η γραφειοκρατική οργάνωση και η έκταση – σε ύψος κερδών,
σε αριθμό εμπλεκομένων προσώπων και ακόμη σε εδαφική περιοχή – ορισμένων εγκληματικών
δραστηριοτήτων, είναι στοιχεία σημαντικότερα από το είδος του απειλούμενου έννομου αγαθού ή
τη βαρύτητα του εγκλήματος». Ως εκ τούτου, «η εντόπιση γνωρισμάτων οργανωμένου
εγκλήματος σε μια εγκληματική πράξη συντελεί και στην αποτελεσματικότερη πρόληψη και
καταστολή του». Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, όπ.παρ., σελ. 112.
386
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος και
δυνατότητες αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 173 επ. (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 1999,
σελ. 1017 επ.)
387
Βλ. ιδίως, Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 155 επ.,
του ιδίου, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, όπ.παρ., σελ. 24, Dwight
C. Smith Jr., Wickersham to Sutherland to Katzenbach: Evolving an “Official” Definition for
organized crime, Crime, Law and Social Change, vol. 16, issue 2, 1991, σελ. 135 επ., James
Calder, Al Capone and the International Revenue Service: State-Sanctioned Criminology of
Organized Crime?, Crime, Law and Social Change, vol. 17, no. 1, σελ. 1 – 23, Alan Block, Space,
Time and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 10 – 13 και Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia –
An Alternative View, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 57.
388
Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime, όπ.παρ.,
σελ. 16 – 25.
389
Βλ. William Chambliss, On the Take: From Petty Crooks to Presidents, Indiana University
Press, Bloomington, 1978, σελ. 9.
390
Βλ. Francis Ianni, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime, Russell
Sage Foundation, New York, 1972, σελ. 151 επ. και του ιδίου, Black Mafia: Ethnic Succession in
Organized Crime, Simon and Schuster, New York, 1974, ιδίως σελ. 282 – 293.
90

του με τη μέθοδο της «συμμετοχικής παρατήρησης» σε μια «οικογένεια»


μαφιόζων στο Μπρούκλυν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σημαντικότερο
στοιχείο είναι η ευελιξία στις κινήσεις (“flexible networking”)391 και η ευελιξία αυτή
φαίνεται να εξασφαλίζει στην ομάδα μια άλλη δομή, που προϋποθέτει λιγότερο ή
καθόλου την ιεραρχία. Η ίδια η εγκληματική ομάδα, εξάλλου, σύμφωνα με τον
συγγραφέα, στηρίζεται, κυρίως, αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα, στον τοπικό,
εθνοτικό ή πολιτισμικό σύνδεσμο των μελών μεταξύ τους.
Έχοντας υπόψη αυτές τις αντιφάσεις392, θα επιχειρήσουμε να
ταξινομήσουμε τους πιο γνωστούς ορισμούς σε κατηγορίες ανάλογα με το
στοιχείο ή τη μεταβλητή που προκρίνουν ως πιο σημαντική. Έτσι, κάποιοι
ορισμοί αντιμετωπίζουν ως καθοριστικά, αμιγώς ποσοτικά κριτήρια, όπως είναι,
για παράδειγμα, ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται στις δραστηριότητες
μιας εγκληματικής οργάνωσης ή η κλίμακα των παράνομων επιχειρήσεών της. Ο
ορισμός του Johnson393, σύμφωνα με τον οποίο ο αριθμός των εμπλεκόμενων
ατόμων είναι το αποφασιστικό στοιχείο για τον βαθμό οργάνωσης αυτής της
ομάδας394, θα πρέπει να ενταχθεί σ’ αυτή την κατηγορία, όπως επίσης και οι
προσεγγίσεις των Fijnaut, Bovenkerk, Bruinsma και Van de Bunt395, οι οποίοι

391
Βλ. σχετικά και Ernesto Savona, Rechtstradition und Verbrechenswirklichkeit. Wandel und
Kontinuität der Rechtsinstrumente zur Bekämpfung der Organisierten Kriminalität, στο
Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität. Vorträge und Diskussionen bei der
Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 19 – 22 November 1996, BKA –
Forschungsreihe: Bd. 43, Wiesbaden, 1997, σελ. 182 – 183.
392
Εξάλλου, ο von Lampe εύστοχα παρατηρεί ότι ένας ορισμός δεν βοηθήσει εάν δεν
κατανοήσουμε τους εσωτερικούς δεσμούς «που υποτίθεται ότι συνδέουν τις διαφορετικές όψεις
του κοινωνικού σύμπαντος που στεγάζεται κάτω από την ταμπέλα του “οργανωμένου
εγκλήματος”. Μέχρι τότε όλες οι προσπάθειες να οριστεί το οργανωμένο έγκλημα θα είναι
αναγκαστικά αυθαίρετες και θα αντιτίθενται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις υπάρχουσες
αντιλήψεις για το οργανωμένο έγκλημα». Βλ. Klaus von Lampe, Not a process of enlightenment:
The conceptual history of organized crime in Germany and The United States of America, στο
Pino Arlacchi / Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and
Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf., σελ. 113.
393
Βλ. Earl Johnson, Organized Crime: Challenge to the American Legal System, Criminal Law,
Criminology and Police Science, vol. 53, no. 4 , 1962, σελ. 1 – 29.
394
Πρβλ. και το ποιοτικό κριτήριο που προτείνει ο Ruggiero, σύμφωνα με τον οποίο, η
εγκληματική βιομηχανία δεν είναι δυνατό να περιορίσει τη βάση της στρατολόγησής της
αποκλειστικά στο χώρο των «ειδικευμένων» εγκληματιών, αλλά αναγκαστικά χρειάζεται και έναν
μεγάλο αριθμό ανειδίκευτων εργατών. Συνεπώς, ο επαγγελματισμός και η ανειδίκευτη εργασία
συνυπάρχουν στο οργανωμένο έγκλημα και η διάγνωση της ταυτόχρονης παρουσίας τους
αποτελεί ένδειξη ότι πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα. Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized
Crime Between the Informal and the Formal Economy, όπ.παρ., σελ. 4.
395
Βλ. Dutch Parliamentary Committee, Cyrille Fijnaut / Frank Bovenkerk / Gerben Bruinsma /
Henk Van De Bunt, Eindrapport Onderzoeksgroep Fijnaut, Second Chamber, 1995 – 1996,
Documents 24072/16 και Frederick Jansen / Gerben Bruinsma, Policing organized crime – A new
91

δίνουν έμφαση στο συστηματικό τρόπο με τον οποίο διαπράττονται τα διάφορα


εγκλήματα, με απώτερο στόχο την αποκόμιση όσο το δυνατόν περισσότερων
κερδών, του Moore, ο οποίος θεωρεί ότι το οργανωμένο έγκλημα διαφοροποιείται
από το συμβατικό ενόψει της μεγαλύτερης κλίμακας των δραστηριοτήτων του396
και του Albini, σύμφωνα με τον οποίο, «μπορούμε να ορίσουμε το οργανωμένο
έγκλημα ως οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει δύο
ή περισσότερα άτομα, εξειδικευμένα ή μη, περικλείει κάποια μορφή κοινωνικής
δομής, με κάποια μορφή ηγεσίας, χρησιμοποιεί συγκεκριμένους τρόπους
λειτουργίας, στην οποία ο απώτατος στόχος της οργάνωσης ανευρίσκεται στις
επιχειρήσεις της συγκεκριμένης ομάδας»397.
Κάποιοι άλλοι ορισμοί επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο σε ένα χρονικό
κριτήριο. Έτσι, σύμφωνα με τον Albanese398 «το οργανωμένο έγκλημα λαμβάνει
χώρα διαμέσου εγκληματικών επιχειρήσεων με διάρκεια, που υπάρχουν για να
επωφελούνται πρωτίστως από το έγκλημα» και «δεν υπάρχει ως ένας ιδανικός
τύπος, αλλά μάλλον ως ένας “βαθμός” εγκληματικής δραστηριότητας ή ως ένα
σημείο στο “φάσμα της νομιμότητας”».
Στην Ελλάδα, η άποψη του Αλεξιάδη, η οποία φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη
βαρύτητα στο στοιχείο της προγραμματισμένης διάρκειας στο χρόνο, θα πρέπει
να ενταχθεί σ’ αυτή την κατηγορία. Ειδικότερα, ο Αλεξιάδης προβαίνει κατ’ αρχήν,
σε μια διάκριση μεταξύ «συμμοριών»399 και «εγκληματικών οργανώσεων». Οι
εγκληματικές οργανώσεις, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αποτελούν ομάδες
τριών ή περισσοτέρων εγκληματιών, που διακρίνονται από το στοιχείο της
προγραμματισμένης διάρκειάς τους στο χρόνο, την οργανωμένη δομή τους και

direction, European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 5, no. 4, Kugler Publications,
Amsterdam – New York, RDC, The Hague, 1996 – 1997, σελ. 87 – 88.
396
Βλ. Mark Moore, Organized Crime as a Business Enterprise, στο Herbert Edelhertz (ed), Major
Issues in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-
26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987, σελ. 51
επ.
397
Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 37.
398
Βλ. Jay Albanese, Organized Crime in America, (3rd edition), Anderson Publishing, Cincinnati,
Ohio, 1996, σελ. 5 – 6.
399
Οι «συμμορίες», σύμφωνα με τον Αλεξιάδη, διακρίνονται για την έλλειψη οργανωτικής δομής
και πειθαρχίας. Η ιεράρχηση των μελών στην ομάδα στηρίζεται περισσότερο στη σωματική
δύναμη, παρά σε άλλες ικανότητες. Η ενδεχόμενη, όμως, εκ των πραγμάτων μακρόχρονη δράση
τους επιφέρει κάποιον καταμερισμό ειδικοτήτων και καθηκόντων, ώστε να μη μπορεί να
αποκλεισθεί εκ προοιμίου η μετεξέλιξη των συμμοριών σε εγκληματικές οργανώσεις. Βλ. Στέργιου
Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 216.
92

την επιδίωξη της διάπραξης περισσοτέρων του ενός, όχι κατ’ ανάγκη
προσδιορισμένων, σοβαρών εγκλημάτων400.
Τέλος, στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η άποψη του Κωστάρα401,
σύμφωνα με τον οποίο, για να υπαχθεί μία ομάδα στην κατηγορία του
οργανωμένου εγκλήματος, θα πρέπει να υπάρχει συνένωση επί το αυτό δύο
τουλάχιστον προσώπων, που να εκτείνεται σε έναν ορίζοντα αορίστου χρονικού
βάθους ή πάντως να συντελείται για ένα ορισμένο μεν, αλλά μεγάλο, ασφαλώς,
χρονικό διάστημα.
Η αντίληψη του Ianni402, αποτελεί μια ενδιάμεση θέση, καθώς φαίνεται να
βασίζεται ταυτόχρονα στο ποσοτικό και το χρονικό κριτήριο. Ο Ianni περιγράφει
τις εγκληματικές «οικογένειες» ως συνδεδεμένες μεταξύ τους σε ένα είδος
«σύνθετης φυλής» μέσω ενός περίπλοκου δικτύου σχέσεων. Κάποιες φυλές
σχηματίζουν συμπαγείς, αλληλοσυνδεόμενες τοπικές ομάδες με κοινούς
στόχους. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακριβώς επειδή αυτό το είδος
φυλετικής οργάνωσης κάνει τις εγκληματικές ομάδες να φαίνονται σχεδόν ίδιες,
αρκετοί ερευνητές έχουν οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το
οργανωμένο έγκλημα είναι πολύ δομημένο.
Οι επιστήμονες που εστιάζουν την προσοχή τους στα δομικά
χαρακτηριστικά, παρατηρούν ότι το οργανωμένο έγκλημα λειτουργεί μέσα από
ευέλικτες και εξειδικευμένες ομάδες403 και οφείλει, ενώ εξακολουθεί να παραμένει
μια «μυστική» οργάνωση, ταυτόχρονα να επιδεικνύει δημόσια τη δύναμη
εξαναγκασμού που διαθέτει. Συνεπώς, απαιτείται η επίτευξη μιας ισορροπίας
ανάμεσα στη δημοσιότητα και τη μυστικότητά του, κάτι που μόνο μια σύνθετη
δομή είναι σε θέση να διασφαλίσει404. Σε ένα άλλο επίπεδο, είναι απαραίτητη η

400
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 216.
401
Εξ αντιδιαστολής, ο Κωστάρας θεωρεί ότι στην έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, δεν
υπάγεται η συνένωση για τη διάπραξη μεμονωμένων ή εκτεινόμενων σε μικρό χρονικό ορίζοντα,
εγκληματικών πράξεων. Βλ. Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των
κυρώσεων του οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 74.
402
Βλ. Francis Ianni, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 172.
403
Βλ. ενδεικτικά, Cameron McIntosh / Austin Lawrence, Spatial mobility and organised crime,
Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 161 – 162.
404
Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου – Καστανίδου, το σημείο σύγκλισης στις προσπάθειες ορισμού
του οργανωμένου εγκλήματος φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται στη δράση ισχυρών εγκληματικών
οργανώσεων, με επιχειρηματική δομή, που είναι προσανατολισμένες στην επιδίωξη κέρδους,
ενώ, δραστηριοποιούνται σαν κανονικές επιχειρήσεις στην παράνομη αγορά και αναπτύσσονται
σε διακρατικό ή παγκόσμιο επίπεδο, διασφαλίζοντας την ισχύ τους με τη βία και τη διαφθορά. Βλ.
93

εξουδετέρωση των διωκτικών αρχών είτε μέσω της “omertá” (της συνωμοσίας
της σιωπής), είτε μέσω της διαφθοράς405, είτε μέσω της εξαπόλυσης αντιποίνων.
Το οργανωμένο έγκλημα, τέλος, οφείλει να διατηρήσει την εσωτερική του τάξη,
κάτι που επιτυγχάνει τόσο μέσα από την ανάπτυξη συγκεκριμένων μορφών
επίλυσης των διαφορών, όσο και χρησιμοποιώντας την εξωτερική του νομιμότητα
για να προσφέρει εργασιακές και κοινωνικές ευκαιρίες στα μέλη του406.
Η προσέγγιση των Bassiouni και Vetere θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να
ενταχθεί στην κατηγορία των ορισμών που εστιάζουν κατεξοχήν στη δομή της
εγκληματικής οργάνωσης, καθώς διακρίνουν407 μεταξύ ιστορικού408 και

Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες


εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 42 – 43.
405
Ο Maltz εξετάζοντας τη βαρύτητα των ήδη διαπιστωμένων από διάφορες έρευνες
χαρακτηριστικών, τα ιεραρχεί κατά σειρά σπουδαιότητας με πρώτη τη διαφθορά, ενώ έπονται η
χρήση βίας, η ακολουθούμενη περίτεχνη στρατηγική (”sophistication”), η διάρκεια και η δομή της
οργάνωσης, η πειθαρχία των μελών, η ύπαρξη ή όχι ιδεολογίας, η πολλαπλότητα των
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η εμπλοκή της οργάνωσης σε νόμιμες επιχειρήσεις, με
τελευταίο στοιχείο τις τελετές μύησης στην οργάνωση (“bonding”). Βλ. ιδίως, Michael Maltz,
Defining Organized Crime, στο Robert Kelly / Ko-Lin Chin / Rufus Schatzberg (eds), Handbook of
Organized Crime in the United States, Greenwood Press, London, 1994, σελ. 21 επ. και του
ιδίου, On defining organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Organised Crime, Dartmouth,
Aldershot, 1995, σελ. 340 επ. Η διαφθορά αποτελεί κομβικό στοιχείο και στην ανάλυση του
Bruggeman, σύμφωνα με τον οποίο, «το κύριο εργαλείο που χρησιμοποιείται από τις
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και τις οργανώσεις μαφιόζικου τύπου δεν είναι η βία, αλλά η
διαφθορά», επειδή η άσκηση βίας κάνει την παρουσία τους ορατή, καταδεικνύει την
επικινδυνότητά τους και προκαλεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γι’ αυτές. Αντίθετα, με τη
διαφθορά και τον εκφοβισμό μπορούν να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα με πολύ πιο μικρό
ρίσκο, ενώ καταφέρνουν να απειλήσουν εκ των έσω τους δημόσιους οργανισμούς. Βλ. Willy
Bruggeman, Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και
ευκαιρίες, όπ.παρ., σελ. 325.
406
Βλ. Albert Cohen, The Concept of Criminal Organization, The British Journal of Criminology,
vol. 17, no. 2, 1977, σελ. 97 – 111.
407
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική, στο επίπεδο αυτό, είναι η επισήμανσή τους ότι, αν και οι
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες χαρακτηρίζονται από μια προσαρμοστικότητα τόσο ως προς
τα χαρακτηριστικά τους όσο και ως προς την εγκληματική τους δραστηριότητα, αφού
προσπαθούν να εκμεταλλευθούν στο μέγιστο δυνατό τις διάφορες ευκαιρίες, που
παρουσιάζονται, για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους, εντούτοις, εγκληματικές οργανώσεις,
όπως η Mafia, η Camorra, η ‘Ndragheta και η Cosa Nostra, (οι «αρχετυπικές» δηλαδή
οργανώσεις του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, κατά την άποψη της παρούσας μελέτης),
διατηρούν τα παραδοσιακά τους χαρακτηριστικά και προσαρμόζονται δυσκολότερα. Βλ. Cherif
Bassiouni / Eduardo Vetere, Organized Crime and its Transnational Manifestations, στο Cherif
Bassiouni (ed), International Law (2nd edition), vol. 1, Ardsley, Transnational Publishers, Inc., New
York, 1999, σελ. 886 επ.
408
Οι ομάδες αυτές ανεξάρτητα από τη δομή, το μέγεθος ή το συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσής
τους μοιράζονται (όλα ή ορισμένα από αυτά) δώδεκα χαρακτηριστικά. 1. Οι συμμέτοχοι
συνδέονται αποσκοπώντας σε εγκληματική δράση σε μια περισσότερο ή λιγότερο συνεχή βάση.
2. Ο απώτερος στόχος τους είναι η επιδίωξη κέρδους με τη χρήση παράνομων μέσων. 3.
Στηρίζονται στον εκφοβισμό και τη βία τόσο στο εσωτερικό της ομάδας όσο και για την επιδίωξη
των σκοπών της. 4. Η χρήση της διαφθοράς αποτελεί μέρος του modus operandi τους. 5.
Μεγιστοποιούν τα κέρδη τους με απάτες στην πληρωμή φόρων και με μονοπωλιακές και
ληστρικές πρακτικές. Εξάλλου, χρησιμοποιούν τις επιρροές που ελέγχουν μέσω της διαφθοράς
για να διεισδύσουν και να υπονομεύσουν τις νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες. 6.
94

σύγχρονου409 οργανωμένου εγκλήματος και περιγράφουν τα ιδιαίτερα


χαρακτηριστικά της κάθε οργάνωσης.
Στην Ελλάδα, ανάλογες θέσεις υποστηρίζει ο Λίβος410, σύμφωνα με τον
οποίο, η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος περιλαμβάνει απαραιτήτως τρία
στοιχεία. Πρώτον, είναι εγκληματική οργάνωση επιχειρηματικού χαρακτήρα, η
οποία δεν χρειάζεται να είναι ιεραρχικά δομημένη, αλλά αρκεί να έχει
συγκροτήσει ένα εγκληματικό δίκτυο. Αποτελείται από πέντε τουλάχιστον μέλη,
έτσι ώστε εκ των πραγμάτων να υφίσταται κάποιος καταμερισμός καθηκόντων
και η διάρκειά της είναι μεγάλη, έστω και αν συνεστήθη για την τέλεση μιας μόνο
αξιόποινης πράξης411. ∆εύτερον, δραστηριοποιείται στην παράνομη αγορά, τα δε
προϊόντα, που διακινεί και οι υπηρεσίες που προσφέρει, είναι παράνομα ή
συνιστούν από μόνα τους αξιόποινη πράξη412. Και τρίτον, προκειμένου να
δραστηριοποιηθεί στην παράνομη αγορά, χρησιμοποιεί κάθε μορφή βίας ή

Χρησιμοποιούν το ξέπλυμα για την ανακύκλωση και επαύξηση των κερδών τους. 7. Ενεργούν
κυρίως εντός εθνικών ορίων, ακόμη και όταν παρουσιάζουν υπερεθνικές διασυνδέσεις και
δραστηριότητες. 8. Η παρουσία και η δράση των ομάδων αυτών επηρεάζει αρνητικά την κοινωνία
στο πλαίσιο της οποίας δραστηριοποιούνται, καθώς απειλεί τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και
άλλα κοινωνικά και οικονομικά έννομα αγαθά. 9. Συχνά, αλλά όχι πάντα, οι ομάδες αυτές είναι
οργανωμένες με ιεραρχική δομή. 10. Από τα κατώτερα στην ιεραρχία μέλη απαιτείται αφοσίωση
στην οργάνωση, που ενισχύεται με την επιβολή αυστηρής πειθαρχίας και κυρώσεων που
φθάνουν ακόμη και στο θάνατο, σε περιπτώσεις αποτυχίας, ανυπακοής ή έλλειψης αφοσίωσης.
11. Η συμμετοχή βασίζεται σε δοκιμασίες αφοσίωσης και σκληρότητας των μελών, ενώ σε
«συναδελφικές» (“con-fraternal”) οργανώσεις συνοδεύεται και από μυστική μύηση και 12. Η
μυστικότητα αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους. Βλ. Cherif Bassiouni / Eduardo Vetere,
Organized Crime and its Transnational Manifestations, όπ.παρ., σελ. 883 επ.
409
Σε σχέση με το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, οι Bassiouni και Vetere υποστηρίζουν ότι
εκδηλώνει ροπές προς μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στην οργάνωση αντανακλώντας τη
δυναμική των μοντέρνων κοινωνιών και του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος. Υπό
αυτή την έννοια, θεωρούν ότι το οργανωμένο έγκλημα, θα πρέπει να εξετάζεται περισσότερο ως
«σύστημα», που εμπεριέχει τέσσερα χαρακτηριστικά, παρά ως οργάνωση. Τα χαρακτηριστικά
αυτά είναι: 1. Η συστηματική οργάνωση των εγκληματικών και μη εγκληματικών στοιχείων. 2. Η
ύπαρξη διαφορετικών τύπων σχέσεων μεταξύ των στοιχείων του συστήματος και των διαφόρων
υποσυστημάτων. 3. Η ενότητα των σκοπών και 4. Τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Ibid, σελ. 886
επ.
410
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα
από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000,
σελ. 51 επ.
411
Κατά τη γνώμη μας, η θέση αυτή του Λίβου φαίνεται να αντιφάσκει με τη γενικότερη θεώρησή
του για μια «πραγματοπαγή» οργάνωση επιχειρηματικού χαρακτήρα.
412
Εξάλλου, ο Λίβος δεν αντιμετωπίζει το οργανωμένο έγκλημα απλώς ως μια επιχείρηση, που
λειτουργεί για να καλύπτει τις ανάγκες συγκεκριμένης αγοράς σε αγαθά και υπηρεσίες, που είτε
απαγορεύονται ολοσχερώς είτε η διακίνησή τους υπόκειται σε προκαθορισμένους περιορισμούς,
αλλά τονίζει ότι: «το εγκληματικόν της δράσης του συγκεκριμένου εγκληματικού φαινομένου
συνίσταται αντίθετα στην ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας διά της οργανωμένης
καταπατήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και
Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 226.
95

απειλής ενώ, για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο εξάρθρωσης, χρησιμοποιεί τη


διαφθορά.
Σύμφωνα με τον Παύλου, το οργανωμένο έγκλημα έχει οργανωτικό, έστω
και χαλαρό, σχήμα με συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων και με ύπαρξη
κάποιας κεντρικής κατευθυντήριας ομάδας, με κατανομή ρόλων και κύριο στόχο
την αποκόμιση σταθερών οικονομικών εσόδων, τη μεγιστοποίηση των οποίων
επιδιώκει και με τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων413.
Κάποιοι άλλοι συγγραφείς επικεντρώνονται στην πελατεία του
οργανωμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, το οργανωμένο έγκλημα
ταυτίζεται με μια οργάνωση που αναμιγνύεται με τη δημόσια παροχή αγαθών, τα
οποία είναι παράνομα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό ένα υπαρκτό κενό της
αγοράς σε αγαθά ή υπηρεσίες414.
Σύμφωνα με την άποψη της μελέτης, ο προσδιορισμός της έννοιας του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί ζητούμενο, αλλά δεν πιστεύουμε ότι ένας
κοινά αποδεκτός ορισμός μπορεί να χωρέσει το εύρος και την ποικιλομορφία
όλων των εγκληματικών οργανώσεων. Φρονούμε, λοιπόν, ότι κρίσιμο στοιχείο
αποτελεί ο προσδιορισμός του τύπου της απειλής που συνιστά η κάθε ξεχωριστή
εγκληματική οργάνωση, έτσι ώστε να είναι δυνατό να δοθούν οι αρμόζουσες
λύσεις αντεγκληματικής πολιτικής415. Η ανάλυση της σχέσης που αναπτύσσει το
οργανωμένο έγκλημα με τη νόμιμη οικονομία αποτελεί το πεδίο που μπορεί,
όντως, να δώσει ουσιαστικά στοιχεία για την ταξινόμηση και το χαρακτηρισμό της
κάθε ξεχωριστής εγκληματικής οργάνωσης και για το λόγο αυτό, θα πρέπει να
αποτελέσει το κατεξοχήν πεδίο έρευνας και μελέτης αναφορικά με το
οργανωμένο έγκλημα.

413
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 442.
414
Βλ. Günther Kaiser, Kriminologie. Ein Lehrbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1996, σελ. 410, §
38.3, αρ. περιθ. 16, Robert J. Kelly, Trapped in the Folds of Discourse, όπ.παρ., σελ. 41, Mark
Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 53 – 56 και Hans-Jürgen
Kerner, Moderne Formen von Gruppenkriminalität und Konsequenzen für kriminalpolizeiliche
Ermittlungen, Der Kriminalist, 1979, σελ. 16, όπου διατύπωσε για πρώτη φορά την αρχή αυτή,
σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι πλέον ο
δράστης, αλλά ο πελάτης εκείνος που καθορίζει το είδος της τελούμενης αξιόποινης πράξης.
415
Σύμφωνα με την Longo, η ακαδημαϊκή κοινότητα οφείλει να αναζητήσει έναν θεωρητικό ορισμό
του οργανωμένου εγκλήματος, ο οποίος να παρέχει χρηστικές γνώσεις και να στοχεύει στην
αύξηση της αποτελεσματικότητας των διωκτικών αρχών. Βλ. Francesca Longo, Organised crime:
towards a two level analysis, στο Fellia Allum / Francesca Longo / Daniela Irrena / Panos
Kostakos (eds), Defining and Defying Organised Crime – Discourse, perceptions and reality,
Routledge, London – New York, 2010, σελ. 15 – 16.
96

1.2. Οι προσπάθειες ορισμού από τη νομοθεσία

Σε επίπεδο διεθνών νομοθετικών πρωτοβουλιών, για πρώτη φορά, έγινε


απόπειρα ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος, στη διακρατική συμφωνία
μεταξύ Ελβετίας και ΗΠΑ περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε θέματα
Ποινικού ∆ικαίου της 25ης Μαΐου 1973416. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό,
οργανωμένη εγκληματική ομάδα είναι μία ένωση ή ομάδα προσώπων, η οποία
συγκροτήθηκε για ένα μεγάλο ή αορίστου διαρκείας χρονικό διάστημα, με σκοπό
να επιτύχει με, εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν, παράνομα μέσα, την εξασφάλιση
εσόδων ή άλλων χρηματικών αξιών ή οικονομικών οφελών για λογαριασμό δικό
της ή τρίτων και να αποτρέψει την ποινική δίωξη των παράνομων ενεργειών της.
Για να επιτύχει τους σκοπούς της χρησιμοποιεί, τουλάχιστον εν μέρει, πράξεις
βίας ή εκφοβίζει τρίτους με τη διάπραξη ή την απειλή διάπραξης αξιοποίνων
πράξεων ενώ, ταυτόχρονα, επιδιώκει την απόκτηση πολιτικής και οικονομικής
επιρροής.
Η Σύμβαση του ΟΗΕ417 κατά του διακρατικού οργανωμένου
εγκλήματος418, αποτελεί την πιο σημαντική προσπάθεια, σε υπερεθνικό επίπεδο,

416
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 40 – 41.
417
Η ∆ιεθνής Συμβάσεως του ΟΗΕ κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος
(“transnational organized crime”), γνωστή ως Σύμβαση του Παλέρμο συνοδεύεται από τρία
Πρωτόκολλα και άνοιξε προς υπογραφή στις 12-15 ∆εκεμβρίου 2000. Η Σύμβαση του Παλέρμο
έχει υπογραφεί από 163 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της
διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών» έχει υπογραφεί από 146 Κράτη. Το
Πρωτόκολλο «κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα»
έχει υπογραφεί από 129 Κράτη και το Πρωτόκολλο «κατά της παράνομης κατασκευής και
διακίνησης όπλων και πυρομαχικών» έχει υπογραφεί από 89 Κράτη. Η Ελλάδα κύρωσε τη
Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά της με τον Ν. 3875/2010
(ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
418
Η εμφάνιση μιας παγκόσμιας εμβέλειας εγκληματικής απειλής που μπορεί να αντιμετωπιστεί
με την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας, δε φαίνεται να γίνεται καθολικά αποδεκτή. Όπως
χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Edwards και Gill υπάρχει ελάχιστη συμφωνία σχετικά με το
χαρακτήρα ή ακόμη και με την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους παγκόσμιας απειλής, με αποτέλεσμα
να υποστηρίζονται δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Η
πρώτη στηρίζεται στα στοιχεία για τις υπερεθνικές εγκληματικές δραστηριότητες. Έτσι, για
παράδειγμα, η Jamieson υποστηρίζει ότι στα μέσα τη δεκαετίας του ’90 υπήρχαν ελάχιστες
περιοχές στον κόσμο που ήταν «ανέγγιχτες» (“untouched”) από τη Mafia. Ενώ, η δεύτερη
υποστηρίζει ότι η εμβέλεια του οργανωμένου εγκλήματος παραμένει περιορισμένη σε επιτόπια
κλίμακα. Ο Hobbs, μεταξύ άλλων, τονίζει τον τοπικό χαρακτήρα των πραγματικών σχέσεων
μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών παρά την υπερεθνική μορφή τους. Βλ. Adam Edwards /
Pete Gill, Crime as enterprise? The case of “transnational organized crime”, Crime, Law and
Social Change, vol. 37, no. 3, 2002, σελ. 207, Alison Jamieson, Τhe Transnational Dimension of
Italian Organized Crime, Transnational Organized Crime, vol. 1, no. 2, 1995, σελ. 151 επ. και
Dick Hobbs, Going Down the Glocal: The Local Context of Organised Crime, The Howard Journal
of Criminal Justice, vol. 37, no. 4, 1998, σελ. 407 – 422.
97

για την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού419. Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθ. 2 εδ. α’, ως «οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται μια δομημένη
ομάδα420 τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική
περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά
εγκλήματα ή αδικήματα421, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα,
οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχικά είχε επιχειρηθεί, ιδίως με τη
Συνθήκη Schengen (Ν. 2514/1997, άρθρα 40 § 7 και 41 § 4) και τη Σύμβαση
Europol (N. 2605/1998), να οριστεί η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος κατά
πλάτος, μέσω της εξαντλητικής περιγραφής όλων των μορφών βαριάς διεθνούς
εγκληματικής δράσης422. Σε ένα τέτοιο σχήμα, οι αξιόποινες πράξεις που
συνιστούν την κύρια εγκληματική δράση της ομάδας μπορεί να είναι οποιαδήποτε
(σοβαρά) αδικήματα, των οποίων η τέλεση εμφανίζεται ενίοτε κατά τρόπο
οργανωμένο.
∆εν θα πρέπει να διαλανθάνει, όμως, της προσοχής μας το γεγονός ότι η
διακρατική συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεν
μπορεί να στηριχτεί σε τέτοιου είδους λίστες απαρίθμησης αξιοποίνων πράξεων,
ακριβώς γιατί εκ της φύσεώς τους υπόκεινται σε συνεχείς τροποποιήσεις, αφού
εμπειρικά οφείλουν να καταγράφουν τις αλλαγές που σημειώνονται στην
οργανωμένη εγκληματική δράση. Η λύση αυτή, συνεπώς, δε θα μπορούσε de
facto να αποτελέσει την κυρίαρχη αντίληψη και ένα μάχιμο εργαλείο της ΕΕ
απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Απέδωσε, όμως, καρπούς σε ένα άλλο

419
Ιδιαίτερα σημαντική για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι, επίσης, η
Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της ∆ιαφθοράς του 2003, η οποία αποτελεί το μοναδικό παγκόσμιας
εμβέλειας νομικά δεσμευτικό εργαλείο για την καταπολέμησή της. Η σύμβαση αυτή έχει
υπογραφεί από 140 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία την έχει κυρώσει με το Ν.
3666/2008.
420
Σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. γ’, Ο όρος «δομημένη ομάδα» σημαίνει «μια ομάδα που δεν
σχηματίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος και που δεν χρειάζεται να έχει επίσημα
ορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια της ιδιότητας των μελών της ή αναπτυγμένη δομή».
421
Ο όρος «σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”), σημαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. β’,
«συμπεριφορά που αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας
τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με πιο σοβαρή ποινή». Πρβλ. την κριτική των van Duyne και van
Dijck, σύμφωνα με τους οποίους η υιοθέτηση τέτοιων όρων φανερώνει μια τάση
υπεραπλούστευσης και στενεύει αδικαιολόγητα το πεδίο ανάλυσης. Βλ. Petrus van Duyne /
Maarten van Dijck, Assessing Organised Crime: The Sad State of an Impossible Art, όπ.παρ.,
σελ. 104.
422
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου, αυτός ο τρόπος προσέγγισης της έννοιας του οργανωμένου
εγκλήματος ως στόχο είχε να προσδοθεί συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο σε μια γενική
έννοια που ευρύτερα λειτουργεί, μάλλον, ως υποκατάστατο για το χαρακτηρισμό κάθε ασαφούς
απειλής κατά των δομών της οικονομίας και της κοινωνίας. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική
Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 25.
98

επίπεδο. Μέσω κυρίως, του σοβαρότατου νομικού εργαλείου των Αποφάσεων-


πλαίσιο423, βοήθησε στην προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των Kρατών-
μελών στα σοβαρά εγκλήματα που διαπράττονται συνήθως κατά τρόπο
οργανωμένο, με την παράλληλη νομική πρόβλεψη για επιβολή βαρύτερης
ποινής, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα
διαπράχθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.
Μια άλλη κατεύθυνση, ήταν αυτή που ακολούθησε το Συμβούλιο της ΕΕ
από το έτος 1994. Η ΕΕ ήδη από το 1993 είχε αρχίσει να ασχολείται με πιο
συστηματικό τρόπο με το οργανωμένο έγκλημα, καθώς τότε, μετά από σχετικό
αίτημα των Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, μια ομάδα
ειδικών εκπόνησε σχετική αναφορά με ορισμένες συστάσεις424. Στην έκθεση για
το οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο,
διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί και ασάφειες, καθώς από τις
αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες των Κρατών-μελών χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί
ορισμοί, κριτήρια και παράμετροι για την ταξινόμηση του οργανωμένου
εγκλήματος, αφ’ ης στιγμής δεν υπήρχε ένας κοινός μηχανισμός για τη
συστηματική συλλογή και ανάλυση των πληροφοριών, που ως συνέπεια είχε να
μειώνεται σημαντικά η αξιοπιστία και η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων425.
Το Συμβούλιο έκρινε τότε ότι θα έπρεπε να εφαρμοσθούν
αποτελεσματικότερες μέθοδοι, έτσι ώστε η ΕΕ να αποκτήσει ένα κοινό και
ομοιογενές σύστημα συστηματικής συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών426.
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, οι εμπειρογνώμονες που
συνεδρίασαν στη Χάγη, το ∆εκέμβριο του 1994, κατάρτισαν ένα έγγραφο, στο

423
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές σ’ αυτό το επίπεδο είναι: η από 19/7/2002 Απόφαση-πλαίσιο του
Συμβουλίου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (2002/629/∆ΕΥ, L 203-1 επ. της 1-8-
2002) ή η πρόταση Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων
σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν
στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (COM 2001 τελικό – Βρυξέλλες, 23-5-2001).
Για το ζήτημα της ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις των Αποφάσεων –
Πλαίσιο που υιοθετούνται κατ’ άρθρον 34 § 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γ’
Πυλώνας) ενώ, στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται θέματα αστυνομικής και δικαστικής
συνεργασίας η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να είναι επιπροσθέτως σύμφωνη και με τις διατάξεις της
ΕΣ∆Α, βλ. Υπόθεση C – 105/2003, Απόφαση της 16-6-2005 του ∆ικαστηρίου Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων (∆ΕΚ), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 52 επ., με Παρατηρήσεις ∆ημητρίου Ζημιανίτη.
424
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το ποινικό
δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 540 επ.
425
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
49.
426
ENFOPOL 108, 16 Νοεμβρίου 1995, «Έκθεση για την κατάσταση του οργανωμένου
εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1994».
99

οποίο τέθηκαν τα θεμέλια, στα οποία θα βασίζονταν οι νέες εθνικές εκθέσεις,


καθορίζοντας δύο κατευθύνσεις427: 1. Προσδιορίσθηκαν τα ελάχιστα κοινά
χαρακτηριστικά των εγκληματικών ομάδων για την ταξινόμησή τους στο
οργανωμένο έγκλημα, με την απαρίθμηση 11 χαρακτηριστικών ή δεικτών που
περιγράφουν τις οργανωμένες ομάδες, έτσι ώστε να βοηθηθούν τα Κράτη-μέλη
κατά τη σύνταξη των σχετικών εθνικών εκθέσεων και 2. Θεσπίστηκε κοινός
μηχανισμός για τη συλλογή στοιχείων σχετικών με τις εγκληματικές ενέργειες των
ομάδων, βασικός άξονας του οποίου ήταν ένα νέο ερωτηματολόγιο, ευρύτερο και
καλύτερα διαρθρωμένο από το παλαιό του 1993, με παράλληλη σύσταση να
συμμορφώνονται οι εθνικές εκθέσεις, κατά το δυνατόν, προς τα κεφάλαια και τις
παραγράφους του.
Ο καταρτισθείς κατάλογος από ενδείκτες περιέχει τα ακόλουθα έντεκα
χαρακτηριστικά στοιχεία428: 1. Συνεργασία μεταξύ περισσοτέρων των δύο
προσώπων. 2. Καταμερισμός καθηκόντων. 3. Μεγάλη ή απροσδιόριστη χρονική
διάρκεια. 4. Κάποια μορφή πειθαρχίας. 5. Υπόνοιες διάπραξης σοβαρών
ποινικών εγκλημάτων. 6. Εγκληματική επιχείρηση σε διεθνές επίπεδο. 7. Χρήση
βίας ή άλλων κατάλληλων μέσων για εκφοβισμό. 8. Χρήση εμπορικών ή
επιχειρηματικών δομών. 9. Εμπλοκή σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). 10. Άσκηση επιρροής στους πολιτικούς, τα
ΜΜΕ, τη δημόσια διοίκηση, τις δικαστικές αρχές και την οικονομία και 11. Ως
βασικός στόχος η επιδίωξη του κέρδους ή και της δύναμης.
Επειδή όλες οι ομάδες δεν παρουσιάζουν το σύνολο των ανωτέρω
χαρακτηριστικών, χωρίς ωστόσο να παύουν να είναι οργανωμένες,
συμφωνήθηκε αρχικά ότι προκειμένου να υπαχθεί μια εγκληματική ομάδα στο
οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό, πρέπει να συντρέχουν
τουλάχιστον έξι από τα χαρακτηριστικά του καταλόγου, μεταξύ των οποίων
απαραίτητα τα στοιχεία υπ’ αριθμόν 1, 5 και 11 (συνεργασία δύο ή πλέον ατόμων
που είναι ύποπτα για σοβαρά ποινικά αδικήματα και επιδιώκουν την απόκτηση
κέρδους ή εξουσίας). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά
που αναφέρονται στον υπό εξέταση κατάλογο είναι είτε γενικά και αόριστα, όπως
τα υπ’ αριθμ. 10 και 11 (για την άσκηση επιρροής στα ΜΜΕ, τους πολιτικούς, τη

427
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
49 – 52.
428
Περιέχεται στο Παράρτημα Γ΄ του εγγράφου E.U. Doc 12247 / 1 / 94, REV 1 ENFOPOL 161.
100

δημόσια διοίκηση κλπ, καθώς και η έννοια της επικέντρωσης των


δραστηριοτήτων της οργάνωσης στην απόκτηση κέρδους ή εξουσίας) είτε
επαναλαμβανόμενα, όπως τα υπ’ αριθμ. 5, 7 και 9 (υπόνοιες διάπραξης
σοβαρού αδικήματος, χρήση βίας ή άλλων μέσων εκφοβισμού και ανάμιξη στη
νομιμοποίηση παράνομων εσόδων)429. Πέραν των στοιχείων 1, 5 και 11,
προστέθηκε το έτος 1999, ως υποχρεωτικό για την ταξινόμηση μιας εγκληματικής
ομάδας στο οργανωμένο έγκλημα και το στοιχείο υπ’ αριθμ. 3 (μεγάλη ή αόριστη
διάρκεια), ενώ ορίστηκε ότι η εγκληματική ομάδα θα πρέπει να αποτελείται από
τρία (αρχικά δύο) τουλάχιστον άτομα. Εκτός από αυτά τα τέσσερα υποχρεωτικά
χαρακτηριστικά, απαιτούνται, επιπλέον, τουλάχιστον δύο από τα υπόλοιπα επτά
ενδεικτικά χαρακτηριστικά430.
Με τον ανωτέρω κατάλογο ενδεικτών, επί τη βάσει του οποίου
συντάσσουν κάθε χρόνο εκθέσεις για το επίπεδο του οργανωμένου εγκλήματος
στην επικράτειά τους τα Κράτη-μέλη, η ΕΕ θεωρεί την έννοια της οργανωμένης
εγκληματικότητας ως έννοια τύπου (Typusbegriff)431, μη υποκείμενη σε πλήρη
ορισμό, γι’ αυτό προβαίνει σε απαρίθμηση ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών
του, τα οποία λειτουργούν ως ενδείκτες και από τα οποία μερικά, τουλάχιστον, θα
πρέπει να συντρέχουν, ούτως ώστε να συγκροτηθεί με τον τρόπο αυτό μια έννοια
βάθους432. Στα χαρακτηριστικά αυτά συμπεριλαμβάνεται πρωτίστως ο σκοπός
οικονομικού οφέλους, αλλά και ο έλεγχος αγορών και περιοχών, η διείσδυση
στην οικονομική ζωή, η κατανομή της εργασίας, η διαπλοκή με τη δημόσια
διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τους παράγοντες της οικονομίας και της
πολιτικής ζωής, καθώς και η εξουδετέρωση της πολιτειακής αντίδρασης με
εκφοβισμό ή διαφθορά433. Στην περίπτωση αυτή, ως βασική εγκληματική
δραστηριότητα εξαίρεται η συμμετοχή στην εγκληματική ομάδα με κύριο
ζητούμενο τη δυνατότητα ποινικοποίησης της συμμετοχής σε αξιολογικά

429
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 32.
430
ENFOPOL 35 αναθ. 2.
431
Σχετικά με το περιεχόμενο της «έννοιας τύπου», βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Οργανωμένο
Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2000, σελ. 106 επ. και του ιδίου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 793.
432
Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 793-795.
433
Πρβλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 20, σύμφωνα με τον οποίο, τα αυστηρά ταξινομητικά κριτήρια των νομικών
ορισμών αφήνουν ελάχιστο χώρο για πιο «εκλεπτυσμένες» μελέτες.
101

ουδέτερες πράξεις διαφόρων κατηγοριών επαγγελματιών, οι οποίες, όμως,


καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική και κοινωνικώς βλαπτική λειτουργία της
οργάνωσης434.
Το επόμενο στάδιο, στην προσπάθεια της ΕΕ να προσεγγίσει την έννοια
του οργανωμένου εγκλήματος και υπό αυτό το πρίσμα, να εκπονήσει την πλέον
κατάλληλη αντεγκληματική πολιτική, ήταν να δώσει έναν αυθεντικό ορισμό της
έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης και να διευρύνει τα όρια του αξιοποίνου,
που προβλέπονταν ήδη για τις διάφορες επιμέρους εγκληματικές συμπεριφορές
και στο πεδίο της απλής συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Έτσι, ήδη από
το έτος 1998, υπό το καθεστώς της Συνθήκης του Maastricht, εξεδόθη η από
21/12/1998 Κοινή ∆ράση 98/733/∆ΕΥ435, σε σχέση με το αξιόποινο της
συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Σύμφωνα με την Κοινή ∆ράση
98/733/∆ΕΥ τα Κράτη-μέλη αναλάμβαναν την υποχρέωση να μεριμνήσουν για
την ποινικοποίηση των συμπεριφορών που αυτή περιέγραφε, έτσι ώστε να
διευκολυνθεί η δικαστική συνεργασία στο στάδιο των ερευνών και της δίωξης των
σχετικών αξιόποινων πράξεων.
Περαιτέρω, η ΕΕ με Κοινή Θέση της στις 29/3/1999, ζήτησε από τα Κράτη-
μέλη της να φροντίσουν, ώστε οι διατάξεις του τότε Σχεδίου Σύμβασης του ΟΗΕ
για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος να είναι συμβατές με την
Κοινή ∆ράση για το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση
98/733/∆ΕΥ436. ∆ηλωτικό της σημασίας της είναι το γεγονός ότι ακόμη και μετά τη
θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Amsterdam, η ΕΕ συνέχισε να την επικαλείται για
να στηρίξει στο περιεχόμενό της αρμοδιότητες νέων οργάνων της, που
αποβλέπουν στο συντονισμό της δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος, είναι η
Eurojust, ή για να επιβάλλει στα Κράτη-μέλη υποχρεώσεις για αυστηρότερη
434
Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 794.
435
98/733/∆ΕΥ, L 351/1-2 της 29/12/1998.
436
Η Κοινή ∆ράση του 1998 στην οποία στηρίχθηκε αποφασιστικά και η Σύμβαση των Ηνωμένων
Εθνών για την καταπολέμηση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος του 2000 (Σύμβαση του
Παλέρμο), επέλεξε να συνθέσει με τις επιλογές της τις ετερόκλητες αντιλήψεις που επικρατούν
στα διάφορα ποινικά συστήματα των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος. Έτσι, προσπάθησε να συγκεράσει τις αντιλήψεις της ηπειρωτικής Ευρώπης για τη
θεμελίωση αξιοποίνου με βάση τη συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις, με το χαλαρό και
εξαιρετικά ανοικτό σχήμα της αγγλοσαξωνικής «conspiracy», όπου η συμφωνία δύο ατόμων για
τέλεση αξιόποινων πράξεων είναι ήδη αρκετή για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης, με τον
προφανή στόχο της μεγιστοποίησης της υπερεθνικής κάλυψης των δραστηριοτήτων που
συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. ιδίως, Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η έννοια του
οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το ποινικό δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των
πολιτών, όπ.παρ., σελ. 542.
102

ποινική αντιμετώπιση μορφών εγκλημάτων, που διαπράττονται συχνά κατά


τρόπο οργανωμένο437. Συνεπώς, η συγκεκριμένη Κοινή ∆ράση είχε βαρύνουσα
σημασία, αφού έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ΕΕ, αναφορικά με τη
διερεύνηση του τρόπου που η ΕΕ θέλει να αντιλαμβάνεται το οργανωμένο
έγκλημα.
Η στάση αυτή της ΕΕ έδωσε μια ευθεία και ξεκάθαρη απάντηση και για το
ζήτημα της νομικής δεσμευτικότητας της συγκεκριμένης Κοινής ∆ράσης. Παρά το
γεγονός ότι οι Κοινές ∆ράσεις προέρχονται από το προ της Συνθήκης του
Amsterdam καθεστώς και δεν συναντώνταν ως νομικό εργαλείο του Τρίτου
Πυλώνα, όσον αφορά την προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων των Κρατών-
μελών, για την οποία προβλέπονταν οι αποφάσεις-πλαίσιο ή οι συμβάσεις, είναι
πέραν κάθε αμφισβήτησης το γεγονός ότι η ΕΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα
εξακολουθούσε να θεωρεί τη συγκεκριμένη Κοινή ∆ράση εν ισχύει, αφού
στηρίζονταν ρητά σ’ αυτή σε διάφορα μεταγενέστερα νομικά της κείμενα, όπως
αναφέρουμε ανωτέρω, τα οποία σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα.
Το νομικό και ουσιαστικό πρόβλημα που γεννήθηκε από αυτή την τακτική
ήταν ότι οι Κοινές ∆ράσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στα νομικά εργαλεία
του Τρίτου Πυλώνα, δεν μπορούσαν να υπαχθούν, σύμφωνα με το άρθ. 35 ΣΕΕ,
στην αρμοδιότητα του ∆ΕΚ για έλεγχο του κύρους τους και για ερμηνεία.
Συνεπώς, η Κοινή ∆ράση 98/733/∆ΕΥ, παρότι ίσχυσε για μεγάλο χρονικό
διάστημα και παρήγαγε διάφορα πρακτικά αποτελέσματα στο χώρο ευθύνης της
ΕΕ, ρητά εξαιρούνταν από το δικαστικό έλεγχο και εάν ληφθεί υπόψη ο ρόλος
που εξακολουθεί να παίζει η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος στη
γενικότερη πολιτική της ΕΕ, η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί έως και επικίνδυνη.
Οι προβληματισμοί αυτοί κατέστησαν άνευ αντικειμένου με τη ρητή
κατάργηση της Κοινής ∆ράσης 98/733/∆ΕΥ, στις 11-11-2008 και την
αντικατάστασή της από την απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της
24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος438.

437
Χαρακτηριστική είναι η ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση-πλαίσιο της 19/7/2002 για την
καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.
438
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 11-11-2008, L 300, σελ.
45.
103

Σύμφωνα με το άρθ. 1 της Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ για την


καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος439, ως «εγκληματική οργάνωση»
νοείται «η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση440
περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να
τελέσουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της
ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας
τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν,
άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος».
Η ΕΕ στοχεύοντας σε μια κατά το δυνατόν ενιαία αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος στο χώρο ευθύνης της, έστρεψε πρωτίστως την
προσοχή της προς τις αξιόποινες συμπεριφορές που είναι λειτουργικά
απαραίτητες για τη δημιουργία και την επιβίωση των οργανωμένων εγκληματικών
ομάδων και όχι προς τα διάφορα επιμέρους εγκλήματα, που συνιστούν την κύρια
δράση τους441. Αυτή η επικέντρωση της προσοχής στην ποινική αντιμετώπιση
της οργανωμένης εγκληματικής δράσης ήδη κατά το προστάδιο τέλεσης
συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων (“proactive policing”)442, δεν αποτελεί απλά
μια νίκη των αρχών της σκοπιμότητας και της αποτελεσματικότητας της ποινικής
δίωξης σε βάρος της φιλελεύθερης, εγγυητικής όψης του ποινικού δικαίου, αλλά
συνιστά και τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο διακρατικής συνεργασίας. Αυτό
συμβαίνει γιατί η έναρξη της διακρατικής συνεργασίας των διαφόρων εθνικών
439
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 11-11-2008, L 300, σελ.
42 – 45.
440
Ως «διαρθρωμένη ένωση» ορίζεται «η ένωση που δεν συγκροτείται τυχαία για την άμεση
τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, ούτε χρειάζεται να έχει επίσημα καθορισμένους ρόλους για τα
μέλη της, συνέχεια στη συμμετοχή των μελών αυτών ή ανεπτυγμένη διάρθρωση».
441
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ∆ιεθνής ∆ιυπουργική ∆ιάσκεψη του Λονδίνου,
που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της ΕΕ και συμμετοχή των κρατών της Νοτιοανατολικής
Ευρώπης και διεξήχθη στο Λονδίνο στις 25 Νοεμβρίου 2002, με θέμα «Το Οργανωμένο Έγκλημα
στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και κυρίως στα Βαλκάνια», στο τελικό της ανακοινωθέν, γνωστό ως
«The London Statement», καθόρισε τρεις καθαρά πρακτικούς στόχους για την
αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Και συγκεκριμένα: 1) Την
καταπολέμηση του εγκλήματος στην πηγή του, δηλαδή την εξάρθρωση και σύλληψη των
οργανωμένων εγκληματιών στην έδρα τους (τόπο παραγωγής του προϊόντος της εγκληματικής
δράσης), 2) Την καταπολέμηση του εγκλήματος στην κίνησή του, δηλαδή την εξάρθρωση των
δικτύων διακίνησης (μεταφοράς του προϊόντος της εγκληματικής δράσης από τον τόπο
παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης) προς την Ευρώπη και 3) Την καταπολέμηση του
εγκλήματος στον προορισμό του, δηλαδή την εξάρθρωση και σύλληψη των εγκληματιών που
συμμετέχουν στη διανομή του προϊόντος (στον τόπο της κατανάλωσης). Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 229.
442
Με τον τρόπο αυτό, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Νίκος Παρασκευόπουλος, «περιορισμοί των
ελευθεριών, που άλλοτε χωρούσαν μόνον κατασταλτικά προτάσσονται σε προληπτική βάση». Βλ.
Νικολάου Παρασκευόπουλου, Το Corpus Juris στα πλαίσια της διεθνούς αντεγκληματικής
πολιτικής στη στροφή του 2000, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 614.
104

υπηρεσιών, δεν εξαρτάται από το διπλό αξιόποινο μιας τεράστιας σειράς


αδικημάτων, τα οποία μπορούν να σχετισθούν με τη δράση των οργανωμένων
εγκληματικών ομάδων και έτσι, αρκεί η εισαγωγή σε όλες τις εθνικές ποινικές
νομοθεσίες ενός γενικού εγκληματικού τύπου, που να καταλαμβάνει το
προπαρασκευαστικό στάδιο των επιμέρους αξιόποινων πράξεων με την
τυποποίηση ως αξιόποινης της δράσης της οργανωμένης υποστηρικτικής
ομάδας και συνακόλουθα της συμμετοχής σ’ αυτήν.
Ο Έλληνας νομοθέτης, τέλος, με το Ν. 2928/2001443, επέλεξε να
αντικαταστήσει το άρθ. 187 για τη «σύσταση και συμμορία» του Ειδικού Μέρους
του ΠΚ, το οποίο μετονόμασε σε «εγκληματική οργάνωση»444. Η «εγκληματική
οργάνωση» οριοθετείται μέσω της χρήσης τριών κριτηρίων «ενός ποιοτικού, ενός
προσωπικού και ενός χρονικού»445. Έτσι, για να υπαχθεί κάποια εγκληματική
ομάδα στην έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος», θα πρέπει να είναι
«δομημένη», να αποτελείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα και να έχει διαρκή
δράση, με την οποία να αποβλέπει στην τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων,
από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη της § 1 του άρθ. 187 ΠΚ
κακουργήματα446.
Κεντρικό εννοιολογικό χαρακτηριστικό του ορισμού αυτού αποτελεί η
«διαρκής δράση» της ομάδας, στοιχείο που επιτρέπει την κρίση ότι και μόνο από

443
Ο Ν. 2928/2001 προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις και ακαδημαϊκές διαμάχες, οι οποίες
εκκινούσαν από την ανάγκη επιμέρους βελτιώσεών του και έφθαναν έως το σημείο αμφισβήτησης
της ίδιας της αναγκαιότητάς του αναφορικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Ενδεικτικό και μάλλον ασυνήθιστο γεγονός, που καταδεικνύει την έκταση που έλαβε η
επιστημονική αντιπαράθεση, αποτελεί η παραίτηση, σε διάφορα χρονικά σημεία, πέντε μελών της
Επιτροπής για την επεξεργασία του σχεδίου νόμου. Βλ. αναλυτικά Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 54 – 55.
444
Από την ελληνική θεωρία είχαν προταθεί δύο λύσεις αναφορικά με τον ορισμό του
οργανωμένου εγκλήματος. Σύμφωνα με την πρώτη, έπρεπε να δημιουργηθεί μία γενική διάταξη
περί οργανωμένου εγκλήματος, στο πρότυπο του άρθ. 13 στοιχ. στ’ ΠΚ για την κατ’ επάγγελμα
τέλεση, η οποία να εμπεριέχει έναν αυθεντικό προσδιορισμό της έννοιας του οργανωμένου
εγκλήματος. Ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, θα έπρεπε να επιλεγεί ένα κεφάλαιο του Ειδικού
Μέρους του Ποινικού Κώδικα στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί μία νέα διάταξη για το
οργανωμένο έγκλημα.
445
Κατά τη διατύπωση της Εισηγητικής Έκθεσης. Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με
τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για
την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ.
1575.
446
Στην πραγματικότητα, ο Ν. 2928/2001 υιοθετεί ένα τμήμα του ορισμού του οργανωμένου
εγκλήματος της Σύμβασης του Παλέρμο, αφού δεν συμπεριέλαβε στα εννοιολογικά στοιχεία του
οργανωμένου εγκλήματος τον σκοπό προσπορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους,
ενδεχομένως, για να μπορεί να αντιμετωπιστεί με το ίδιο άρθρο και το φαινόμενο της
τρομοκρατίας, του οποίου ο σκοπός είναι πρωτίστως πολιτικός. Βλ. σχετική κριτική, Αριστομένη
Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, ΠοινΧρ, 2001, σελ.
1016 – 1017.
105

την απλή ύπαρξη της εγκληματικής οργάνωσης τίθεται υπό αμφισβήτηση η


ειρηνευμένη κατάσταση ορισμένων εννόμων αγαθών447.

Ενότητα 2. Εννοιολογική διάκριση του οργανωμένου εγκλήματος από


άλλες συγγενείς περιπτώσεις

Οι σημαντικές δυσχέρειες448 να προσεγγισθεί και να οριοθετηθεί το


οργανωμένο έγκλημα έχουν ήδη αναπτυχθεί ανωτέρω. Το γεγονός ότι δεν
υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός δημιουργεί το επιπρόσθετο πρόβλημα
της διάκρισής του από συγγενείς με αυτό έννοιες, όπως είναι ιδίως η τρομοκρατία
και το οικονομικό έγκλημα.
Ταυτόχρονα και στην περίπτωση της τρομοκρατίας δεν υπάρχει ένας
κοινά αποδεκτός ορισμός449. Έτσι, με τον όρο αυτό έχουν κατά καιρούς

447
Πρβλ. Σταμάτη ∆ασκαλόπουλου, ∆ιλήμματα για την άμυνα στο οργανωμένο έγκλημα (Το
«έλλειμμα της πολιτείας και η συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων), ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1024,
σύμφωνα με τον οποίο, η εισαγωγή εξαιρετικών ρυθμίσεων, ενίοτε αμφίβολης συνταγματικότητας,
από την πολιτεία, επιλέγεται προκειμένου να εξισορροπηθεί το έλλειμμα στο επίπεδο
εξειδίκευσης και οργανωτικής υποδομής των διωκτικών αρχών.
448
Σύμφωνα με τη Συκιώτου, η «έννοια του οργανωμένου εγκλήματος είναι δύσκολα
προσεγγίσιμη γιατί αλλάζει διαρκώς με την πάροδο του χρόνου» και υποστηρίζει ότι «πρόκειται
για κοινωνική κατασκευή που καθρεφτίζει μορφές εγκληματικής δράσης που θεωρούνται ιδιαίτερα
επικίνδυνες από την κοινωνία και η οποία επηρεάζεται από διαφορετικά πολιτικά και θεσμικά
ενδιαφέροντα». Κατά συνέπεια, «το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια δυναμική που αλλάζει και
προσαρμόζεται σε νέες ευκαιρίες για έγκλημα». Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση –
Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική
σχέση, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 203.
449
Η πολιτική – ιστορική καταγωγή του όρου «τρομοκρατία» ανάγεται στην εποχή της Γαλλικής
επανάστασης. Ετυμολογικά «τρομοκρατώ» σημαίνει ότι επικρατώ με τη δημιουργία τρόμου σε
κάποιον άλλο. Βλ. σχετικά, Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας,
Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 59, όπου αναφέρεται ότι ο όρος «τρομοκρατία» (“terrorism”), ως πολιτική
πρακτική, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τους Ιακωβίνους ηγέτες της περιόδου 1793 –
1794, της ιδίας, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003,
σελ. 310 – 311 και Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες – Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά
Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 10 – 11, όπου σημειώνει
χαρακτηριστικά ότι «ανάλογα με τις εκάστοτε ιδεολογικοπολιτικές εκτιμήσεις της πολιτικής
εξουσίας και την αντίστοιχη οπτική γωνία της κάθε ενδιαφερόμενης κοινωνικής ομάδας, η
τρομοκρατία, εσωτερική και εξωτερική, παίρνει εκ διαμέτρου διαφορετικό περιεχόμενο». Ενώ,
«…και στο επίπεδο των κοινωνικοηθικών εκτιμήσεων, οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις είναι
συνήθως ιδιαίτερα σημαντικές και υπερβαίνουν τα απλά όρια νομικών διχογνωμιών».
Για μια καταγραφή και αξιολόγηση των ορισμών της τρομοκρτίας βλ. ιδίως, Σοφίας Βιδάλη, Η
τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70 – Εγκληματολογική και Σωφρονιστική
προσέγγιση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 3-28, Walter Laqueur,
Terrorism, Weidenfeld & Nicolson, London, 1977, σελ. 5 επ., Alex Schmid, Political Terrorism: A
Research Guide to Concepts, Theories, Data Bases and Literature, Transaction Books, New
Brunswick, 1984, σελ. 3 επ., Paul Wilkinson, Terrorism and the Liberal State, New York
University Press, New York, 1986, ιδίως σελ. 23 – 68 και Alex Schmid / Albert Longman, Political
Terorism: A New Guide to Actors, Authors, Concepts, Data Bases, Theories and Literature,
Transaction Publishers, New Brunswick, 2005, σελ. 1 – 38.
106

χαρακτηρισθεί φαινόμενα που δεν παρουσιάζουν κατ’ ανάγκη ομοιότητα ούτε ως


προς τις κοινωνικές συνθήκες που τα γέννησαν, ούτε ως προς τους
επιδιωκόμενους στόχους, με άμεση συνέπεια, ο όρος να καταλήγει να σημαίνει
την ποιότητα της πράξης450.
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι μετά τις 11 Σεπτέμβρη 2001451,
εμφανίζεται μία αξιοσημείωτη σύγκλιση452 σε διεθνές επίπεδο, αναφορικά με τα
βασικά στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της τρομοκρατίας. Η διεθνής
κοινότητα453 φαίνεται να προτιμά την εννοιολογική οδό του οργανωμένου
εγκλήματος, με βάση το οποίο προσδιορίζεται η τρομοκρατία, καθώς το

450
Ο Παπαχαραλάμπους επισημαίνει ότι «η έννοια δεν χαίρει της παραδοσιακής καταξίωσης,
που διαθέτει η αντίστοιχη του πολιτικού εγκλήματος και εισέρχεται στην ποινική ορολογία ως
προϊόν ενός εξωνομικού και πολιτικά αμφιλεγόμενου “common sense”. Επί πλέον, η πολιτική
διάσταση, τουλάχιστον σε σχέση με τη διεθνή της εκδοχή, υπήρξε ο καταλυτικό παράγοντας της
αδυναμίας να ευρεθεί κοινώς αποδεκτός ορισμός». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 313. Για μια σύντομη παρουσίαση των
διαφορετικών συμπεριφορών που έχουν ιστορικά λάβει το χαρακτηρισμό της «τρομοκρατίας», βλ.
Αγλαϊας Τρωιάνου-Λουλά, Τρομοκρατία–Ένα εννοιολογικό περίγραμμα, Νέστορα Κουράκη,
Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, όπ.παρ., σελ. 96 επ. Εξάλλου, ελλείψει ενός κοινά αποδεκτού
ορισμού της τρομοκρατίας από τις χώρες μέλη του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ έχουν διατυπώσει πολλούς
ορισμούς, έναν εκ των οποίων, ήδη από το έτος 1983, χρησιμοποιεί το State Department, ως τον
πλέον δόκιμο. Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτό τον ορισμό, ο όρος «τρομοκρατία» σημαίνει
προμελετημένη βία με πολιτικά κίνητρα, που διαπράττεται εναντίον πολιτών από εθνικές ομάδες
ή μυστικούς πράκτορες, προτιθέμενη συνήθως να επηρεάσει ένα ακροατήριο. Ο όρος «διεθνής
τρομοκρατία» σημαίνει τρομοκρατία που εμπλέκει πολίτες ή τις επικράτειες περισσοτέρων της
μίας χωρών. Ο όρος «τρομοκρατική ομάδα», τέλος, σημαίνει οποιαδήποτε ομάδα που εξασκεί, η
διαθέτει σημαντικές υποομάδες που εξασκούν, διεθνή τρομοκρατία. Βλ. Μαίρης Μπόση,
Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2004, σελ. 44, υποσημ. 75.
451
Για τις παρατυπίες που σημειώθηκαν κατά την ψήφιση του αμερικανικού αντιτρομοκρατικού
νόμου “PATRIOT Act” (“Providing Appropriate Tools Required to Intercept and Obstruct
Terrorism”) του 2001, βλ. ∆ημήτρη Γιαννουλόπουλου, Τρομοκρατία και ατομικές ελευθερίες στις
Η.Π.Α. μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1386.
Εξάλλου, ο νόμος Patriot Act (Public Law 107-56) αποτέλεσε προσθήκη στον παλαιότερο
Antiterrorism and Effective Death Penalty Act του 1996, γνωστότερο ως νόμο Χελμς – Μπάρτον.
Για μια ανάλυση του νόμου Χελμς – Μπάρτον, βλ. Μαίρης Μπόση, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα
Τάξη Πραγμάτων, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1999, σελ. 74 – 76.
Για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει πλέον το Ποινικό ∆ίκαιο, βλ. ιδίως, Jakobs Günther, Το
Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού (μετάφραση Κωνσταντίνου Βαθιώτη),
Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 868 επ. και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας»: Από την σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό ∆ίκαιο του
Εχθρού», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010, ιδίως σελ. 193 επ.
452
Ο Παπαχαραλάμπους τονίζει ότι η γενική αμηχανία που προξένησαν τα γεγονότα της
11/9/2001 οδήγησε σε γρήγορες και δυστυχώς βεβιασμένες νομοθετικές αντιδράσεις. Ενώ, η
Μπόση ορθά επισημαίνει ότι «η έκπληξη, ο φόβος, ο τρόμος, ο πανικός αλλά και η απορία για την
αναίτια επίθεση, έδωσαν τη θέση τους σε πολιτική και στρατηγική πρακτική που άφησε
ερωτηματικά για την αμεσότητά της». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό
δίκαιο του «εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική
νομοθεσία στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 189 και Μαίρης Μπόση, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία –
Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον, όπ.παρ., σελ. 36.
453
Για μια πλήρη παρουσίαση των νομοθετικών κειμένων που αφορούν την τρομοκρατία, βλ.
Χαράλαμπου ∆ημόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου (επιμ), Νομοθετικά Κείμενα περί
Τρομοκρατίας, (2η έκδοση), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010.
107

οργανωμένο έγκλημα δεν βαρύνεται με τις «ιδεολογικές διχοστασίες» της


τρομοκρατίας454, η πρακτική, όμως, αυτή τείνει να συγχέει455 τα δύο φαινόμενα,
να συγκαλύπτει τις πραγματικές τους διαστάσεις και να παραγκωνίζει τα
διαφορετικά επίπεδα αλληλεπίδρασης και κοινής δράσης που μπορεί να
εμφανίζονται.
Όσον αφορά το οικονομικό έγκλημα456 οι διαστάσεις που τείνει να
προσλάβει φαίνονται να είναι εκρηκτικές457, καθώς εμφανίζεται με περίτεχνες

454
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του ∆ημόπουλου. Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου,
Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006, σελ. 25. Εξάλλου,
υποστηρίζονται και απόψεις, όπως αυτή του ∆ημητρίου, ότι «πηγή της τρομοκρατίας δεν είναι ο
άλλος, αλλά το ίδιο το σύστημα». Βλ. Σωτήρη ∆ημητρίου, Μορφές Βίας, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα,
2003, σελ. 218.
455
Ο Κουράκης φαίνεται να υιοθετεί έναν διευρυμένο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και
θεωρεί ότι και η τρομοκρατία μπορεί, ως φαινόμενο, να συνεξεταστεί μαζί του. Αν και δέχεται ότι
και η αντίθετη άποψη είναι υποστηρίξιμη. Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα:
Φαινομενολογία του προβλήματος και δυνατότητες αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, όπ.παρ.,
σελ. 178 – 180. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πορίσματα του συνεδρίου στο Bellagio, που
διοργανώθηκε στις 4-7 Μαΐου 1989 από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης της Ιταλίας και το Εθνικό
Κέντρο Προλήψεως και Κοινωνικής Αμύνης του Milano, οι εγκληματικές και οι τρομοκρατικές
οργανώσεις χαρακτηρίζονται από πέντε κοινά στοιχεία: 1) πρόκειται περί εγκλημάτων κατεξοχήν
συλλογικών, 2) στη συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας κυριαρχεί η αλληλεγγύη
«εγκληματικής ενώσεως προσώπων» και υπάρχουν δεσμοί μεταξύ των ατόμων, για σκοπούς
που προσιδιάζουν στην ομάδα αυτή, 3) η εν λόγω εταιρική εγκληματικότητα προϋποθέτει μία
εξέλιξη της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία φθάνει, ενίοτε, μέχρι σημείου ιδιάζουσας
λειτουργικής ολοκλήρωσης, 4) πρόκειται περί εγκληματικότητας που συνυπάρχει με την εξουσία,
τόσο οικονομική και πολιτική και 5) τόσο η οργανωμένη εγκληματικότητα όσο και η τρομοκρατία
παρουσιάζουν μια εγκληματολογική φαινομενολογία, η οποία χρησιμοποιεί μέσα δράσεως, που
αρνούνται καθ’ ολοκληρία το μηχανισμό του δημοκρατικού consensus. Βλ. Κωνσταντίνου
Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία,
όπ.παρ., σελ. 500 και 503. Πρβλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 111 –
112, σύμφωνα με την οποία, οι ενέργειες των τρομοκρατικών οργανώσεων, ακόμη και όταν
παραβιάζουν συγκεκριμένους ποινικούς νόμους, δεν αποτελούν οργανωμένο έγκλημα, με
ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους την επιδίωξη οικονομικού οφέλους.
456
Το οικονομικό έγκλημα μπορεί να προσεγγισθεί στη βάση της διάκρισης μεταξύ δύο αγορών:
1) της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, όπου υπάγονται κατεξοχήν οι τελωνειακές παραβάσεις,
τμήμα των οποίων αποτελούν και οι πάσης φύσεως λαθρεμπορίες, τα οικονομικά εγκλήματα που
σχετίζονται με τις κρατικές εισπράξεις, οι απάτες σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, τα τυχηρά παίγνια, η «πειρατεία», το ηλεκτρονικό έγκλημα και
το έγκλημα στο διαδίκτυο και 2) της αγοράς χρήματος, εντάσσονται οι χρηματιστηριακές
παραβάσεις, η δημιουργία «πυραμίδων», το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τα εγκλήματα που
σχετίζονται με κρατικές παροχές, ο σφετερισμός των προμηθειών και η πλαστογραφία. Βλ.
Γρηγορίου Λάζου, Το οικονομικό έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα. «Σκληρά» δεδομένα και
βασικές συντεταγμένες, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 655-663 και Νέστορα Κουράκη, Το οικονομικό
έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 645. Ο Kaiser, εξάλλου, προτείνει την
κατάταξη των οικονομικών εγκλημάτων σε τέσσερις κατηγορίες: 1) στα εγκλήματα κατά των
τραπεζών, του χρηματιστηρίου, των πιστώσεων, των ασφαλειών, του ανταγωνισμού, των
ευρεσιτεχνιών και των εμπορικών σημάτων, 2) στα εγκλήματα φορολογικού και τελωνειακού
περιεχομένου, τις χρηματοδοτικές απάτες και τη δωροδοκία, 3) στα εγκλήματα που αφορούν τον
καταναλωτή, τα τρόφιμα, τη νεότητα, το περιβάλλον, την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση και
4) στην απάτη και την τοκογλυφία. Βλ. Günther Kaiser, Ο Ποινικός Έλεγχος της Βαριάς
Οικονομικής Εγκληματικότητας, (μετάφραση Λεωνίδα Κοτσαλή), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1983, σελ. 30 – 32. Ενώ, ο Λίβος ορίζει το οικονομικό έγκλημα ως την «προσβολή
(μιας ή περισσότερων όψεων) της οικονομικής τάξης της χώρας, η οποία εξωτερικεύεται με την
108

μορφές και τρόπους, ιδιαίτερα δύσκολα ανιχνεύσιμους458, οι οποίοι όχι μόνο θα


ήταν αδιανόητοι στο παρελθόν, αλλά και μετά βίας κάποιες φορές μπορούν να
θεωρηθούν ότι πληρούν τη νομοτυπική υπόσταση ενός από τα προβλεπόμενα
στην ποινική νομοθεσία αδικήματα459. Η άποψη αυτή, όμως, είναι ιδιαίτερα
δύσκολο να ελεγχθεί εμπειρικά για την ακρίβειά της, καθώς η έννοια του
οικονομικού εγκλήματος δεν έχει, επίσης, οριοθετηθεί460 με σαφήνεια στο πλαίσιο

απόκτηση οικονομικών πλεονεκτημάτων προερχομένων είτε από την ανάπτυξη μιας αθέμιτης
οικονομικής δραστηριότητας είτε από την καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής ισχύος».
Βλ. Νικολάου Λίβου, ∆ικονομικά ζητήματα σχετικά με την καταπολέμηση της οικονομικής
παραβατικότητας / εγκληματικότητας εκ μέρους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.), στο
Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ,
(3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 451. Ειδικά για το οικονομικό
έγκλημα στην αγορά χρήματος, βλ. Βασιλείου Χριστιανού, Η προστασία του επενδυτή ως
καταναλωτή στο Κοινοτικό ∆ίκαιο: Από την απαγόρευση εκμετάλλευσης εμπιστευτικών
πληροφοριών στην απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, Ελλ∆κνη, 2002, σελ. 1563 – 1564.
Ειδικά, τέλος, για το λαθρεμπόριο τσιγάρων, εξαιρετική είναι η ανάλυση του Griffiths, η οποία
βασίζεται σε έρευνα πεδίου τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που έχουν στο λαθρεμπόριο τσιγάρων παράγοντες που δεν
συνδέονται παραδοσιακά με το οργανωμένο έγκλημα, όπως η πολυεθνικές επιχειρήσεις
τσιγάρων, οι ελβετικές Τράπεζες και οι υπηρεσίες ασφαλείας αρκετών βαλκανικών κρατών. Βλ.
Hugh Griffiths, Smoking Guns: European Cigarette Smuggling in the 1990’s, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 185 – 200.
457
Εντούτοις, η αυξητική τάση που εμφανίζεται στις εγκληματολογικές στατιστικές όσον αφορά τα
οικονομικά εγκλήματα, δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, καθώς είναι πιθανό να οφείλεται στην
εισαγωγή νέων νομοθετικών μέτρων ή στη σύσταση νέων σωμάτων δίωξης του οικονομικού
εγκλήματος και στη συνακόλουθη εντατικοποίηση της αντιμετώπισής τους. Βλ. και Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ο Ποινικός Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και
Προοπτικές, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 10.
458
Ειδικά για τη δόλια χρήση της πιστωτικής κάρτας στις διαδικτυακές συναλλαγές, βλ. και Ελένης
Αθανασίου, Πιστωτική κάρτα και ∆ιαδίκτυο, Ελλ∆κνη, 2006, σελ. 990 – 995. Ενώ, για την απάτη
με ηλεκτρονικό υπολογιστή, τη σχετική νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 386Α ΠΚ στην Ελλάδα
και τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση της χωρίς δικαίωμα χρήσης των
κωδικών καρτών αυτόματης τραπεζικής ανάληψης και της χωρίς δικαίωμα χρήσης των
συστημάτων πληρωμών στο διαδίκτυο, βλ. Γιώργου Νούσκαλη, Απάτη με ηλεκτρονικό
υπολογιστή (Η/Υ): Το παρελθόν και το μέλλον του άρθρου 386Α ΠΚ, ιδίως υπό το πρίσμα των
εξελίξεων στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 178 –
189.
459
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα μιας έρευνας γενικού πληθυσμού που διεξήχθη σε
δείγμα 1.167, σύμφωνα με τα οποία: 1. Οι πολίτες δεν έχουν σαφή γνώση του νόμου σε ποσοστό
90%, αν και γνώριζαν και εκτιμούσαν στο σύνολό τους (99%) για ποιες πράξεις προβλέπεται
ποινή. 2. Οι πολίτες απέχουν σημαντικά στις εκτιμήσεις τους από το νόμο ως προς το ποια ποινή
θα πρέπει να επιβάλλεται, αφού μόνο το 9% έδωσε την ίδια ποινή με το νόμο και 3. Οι πολίτες
τείνουν να αποδίδουν γενικά σαφώς μικρότερες ποινές σε σχέση με το νόμο, δεν αξιοποιούν την
εναλλακτική ποινή, αλλά λειτουργούν κυρίως με τον εγκλεισμό και το πρόστιμο, με μόνη εξαίρεση
την τοκογλυφία στην οποία αποδίδουν σαφώς μεγαλύτερη ποινή από το νόμο. Βλ. Γρηγορίου
Λάζου, Εστίαση στα οικονομικά εγκλήματα – Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα, σε Αντώνη
Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004,
σελ. 520 (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 949).
460
Για τις ανάγκες της μελέτης θα υιοθετήσουμε τον ορισμό των Sjögren και Skogh, σύμφωνα με
τον οποίο, οικονομικό έγκλημα είναι αυτό που διαπράττεται στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα
νόμιμης επιχείρησης, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Το έγκλημα αυτό μπορεί να προκαλέσει
ζημία σε ιδιώτες, επιχειρήσεις και /ή στο δημόσιο τομέα. Βλ. Hans Sjögren / Göran Skogh,
Introduction, στο των ιδίων (eds), New Perspectives on economic crime, Edward Elgar
Publishing, Cheltenham – Massachusetts, 2004, σελ. 1.
109

της επιστήμης461 και η αθέατη εγκληματικότητα σ’ αυτό τον τομέα εγκληματικής


δραστηριότητας είναι πολύ μεγάλη.
Το ίδιο το «χρήμα» έχει πλέον αποκτήσει διφυή χαρακτήρα, καθώς
αφενός, εξακολουθεί να αποτελεί καθεαυτό αυτοτελή σκοπό και αφετέρου,
μετεξελίσσεται σε όργανο για την περαιτέρω ανάπτυξη της εγκληματικής
δραστηριότητας, μέσω της αποσταθεροποίησης και της διαφθοράς της πολιτικής
ζωής και της εισροής παράνομων κεφαλαίων στο χώρο των νόμιμων
οικονομικών συναλλαγών462.
Το ήδη δύσκολο έργο της διάκρισης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος,
της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο,
εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μια σειρά πολιτικών, οικονομικών και
τεχνολογικών εξελίξεων463, όπως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η
παγκοσμιοποίηση και η επανάσταση των επικοινωνιών και της πληροφορικής464,

461
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Ανδρουλάκης ορίζει το οικονομικό έγκλημα ως την «επιδίωξη και
επίτευξη μεγάλου, άμετρου οικονομικού οφέλους, “βρώμικου χρήματος”, με αντίστοιχα μεγάλη
(άμεση ή έμμεση) βλάβη πολλών» ενώ, ο Κωστάρας το ορίζει ως «μια παθολογική έκφραση των
μηχανισμών του οικονομικού συστήματος, που εκμεταλλεύεται τις θεσμικές ή λειτουργικές
ανεπάρκειες και αδυναμίες του συστήματος αυτού, για να εκτρέψει την κατά τα άλλα νόμιμη
επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο ορισμένης παράνομης, ποινικά δηλαδή
αποδοκιμαζόμενης συμπεριφοράς», Βλ. Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, Γύρω από την οικονομική
εγκληματικότητα, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού
∆ικαίου, με θέμα το Οικονομικό Έγκλημα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ.
11 και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
462
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 241, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η
εγκληματολογική προβληματική των σύγχρονων οικονομικών εγκλημάτων, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989, σελ. 122 επ. και Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην ελληνική πραγματικότητα;, ΝοΒ, 2002, σελ.
824.
463
Σύμφωνα με τον Τάκη, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις δημιούργησαν «μια νέα αχανή
“χωρική” διάσταση του κόσμου, εντός της οποίας η αποθηκευμένη ή διακινούμενη πληροφορία
“υπάρχει” με έναν τρόπο μεταφυσικά προκλητικό». Βλ. Ανδρέα Τάκη, Κοινωνία της Πληροφορίας
και Σύνταγμα – Μια πρώτη προσέγγιση, ΝοΒ, 2002, σελ. 30.
464
Για τη σύνδεση της τρομοκρατίας, εγκλημάτων του κοινού Ποινικού ∆ικαίου και ∆ιαδικτύου βλ.
αναλυτικά, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009, σελ. 74 επ., Peter Grabosky / Russell Smith, Crime in the
Digital Age: Controlling Telecommunications and Cyberspace Illegalities, (3rd edition), Transaction
Publishers, New Jersey, 2009, σελ. 47 επ. και Michele Zanini / Sean Edwards, The Networking of
Terror in the Information Age, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars –
The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa
Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 29 επ. Για τη χρήση του ∆ιαδικτύου ως εργαλείο για τον
επηρεασμό της εξωτερικής πολιτικής στις περιπτώσεις της «κυβερνοτρομοκρατίας»
(“cyberterrorism”), βλ. αναλυτικά, Dorothy Denning, Activism, Hacktivism, and Cyberterrorism:
The Internet as a tool for influencing foreign policy, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds),
Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research
Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 239 επ. Για τις νέες δυνατότητες
για διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων που παρέχει η πληροφορική, βλ. Γρηγορίου Λάζου,
Πληροφορική και Έγκλημα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001, ιδίως σελ. 121 – 137 και ∆ημητρίου
110

έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες τόσο για την μετεξέλιξη465 αυτών των
εγκληματικών φαινομένων όσο και για την ανάπτυξη μεταξύ τους διαφόρων
επιπέδων και μορφών συνεργασίας.

Κιούπη, Ηλεκτρονικά Οικονομικά Εγκλήματα, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ),
Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 405-434. Για συγκεκριμένα παραδείγματα της «εγκληματικότητας στον
κυβερνοχώρο» και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρμόδιες διωκτικές αρχές εξαιτίας
της φύσης του ∆ιαδικτύου, βλ. Peter Grabosky, The Global Dimension of Cybercrime, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 146 – 157. Για το σύνηθες modus operandi των “hackers” και μια
συνοπτική παρουσίαση της ποινικής αντιμετώπισης του “hacking”, βλ. Νικολάου Φαραντούρη,
Σύγχρονες εγκληματικές δράσεις στο ∆ιαδίκτυο – Εννοιολογική προσέγγιση και ποινική
αντιμετώπιση του Hacking και του φαινομένου της μόλυνσης με ιούς, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 192 –
193. Για τα προβλήματα που δημιουργεί η έλλειψη επαρκών τεχνικών γνώσεων στην απονομή
δικαιοσύνης ειδικά αναφορικά με τα παίγνια στο διαδίκτυο, βλ. Ιωάννη Αγγελή, Ηλεκτρονικό
έγκλημα και απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1065, ο οποίος, σύμφωνα με
πορίσματα έρευνα που προσωπικά διενήργησε σε είκοσι περιπτώσεις εφαρμογής του Ν.
3037/2002, με παρόντα τον κατηγορούμενο, δεν υπήρξε ούτε μία καταδικαστική απόφαση,
γεγονός που αποδίδει στην αδυναμία κατανόησης της ουσίας της υπόθεσης, λόγω έλλειψης
ειδικών γνώσεων και στην επιλογή της «εύκολης λύσης» της αθωωτικής απόφασης, η οποία δεν
χρήζει αιτιολογίας. Για την δημιουργία και την εξέλιξη της Κοινωνίας των Πληροφοριών, καθώς και
το υπό εξέλιξη σχετικό κανονιστικό πλαίσιο και την αναγκαιότητα τα κατοχυρωμένα στον off-line
κόσμο δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών να κατοχυρώνονται με την ίδια εάν όχι με
μεγαλύτερη ένταση και στον on-line κόσμο, βλ. Αναστασίας Σπηλιοπούλου / Ιωάννη Χοχλιούρου,
Σύγχρονες προκλήσεις από την παράλληλη ανάπτυξη κανονιστικών παρεμβάσεων και μέτρων
αυτορρύθμισης στους τομείς των καινοτομιών και προηγμένων εφαρμογών και υπηρεσιών
ηλεκτρονικής επικοινωνίας στο ∆ιαδίκτυο, ΝοΒ, 2004, σελ. 1866 – 1882. Για την πιθανότητα και
τις συνέπειες δημιουργίας ενός «παγκόσμιου ψηφιακού Πανοπτικού», βλ. Jochen Bung, Πόσον
Φουκώ χρειάζεται η εγκληματολογία σήμερα;, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 229 επ., ιδίως σελ. 238 επ.
Τέλος, για μια προσιτή στο μη εξειδικευμένο κοινό παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών
του ∆ιαδικτύου, βλ. Gordon Graham, Internet – Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, (μετάφραση
Χρύσας Μαρίνου), εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 2001, σελ. 41 επ.
465
Οι Williams και Godson σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι το οργανωμένο έγκλημα «έχει φθάσει
σε τέτοια επίπεδα στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο που έχει εκπλήξει ακόμη και προσεκτικούς
παρατηρητές». Βλ. Phil Williams / Roy Godson, Anticipating organized and transnational crime,
Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 4, 2002, σελ. 311. Για τον τρόπο που χρησιμοποιείται
η πληροφορική τεχνολογία από το οργανωμένο έγκλημα, βλ. Phil Williams, Crime, Illicit Markets,
and Money Laundering, στο P. J. Simmons / Chantal de Jonge Oudraat (eds), Managing Global
Issues: Lessons Learned, Carnegie Endowment for International Peace, Washington DC, 2001,
σελ. 112 – 113. Ενδιαφέρουσα, εξάλλου, είναι η αναλογία που προτείνει ο Albanese, η οποία
αναδεικνύει τη μετεξέλιξη των εγκληματικών οργανώσεων. Έτσι, σύμφωνα με τον Albanese, ο
τοπικός «τζόγος» έχει εξελιχθεί σε «τζόγο» μέσω του διαδικτύου, η διακίνηση ηρωίνης και
κοκαϊνης έχει εξελιχθεί σε διακίνηση συνθετικών ναρκωτικών, των οποίων η διακίνηση δεν
διατρέχει τους ίδιους κινδύνους παρεμπόδισης, η πορνεία του πεζοδρομίου έχει γίνει είτε
βασισμένη στο διαδίκτυο εκπόρνευση είτε διακίνηση ανθρώπων μ’ αυτό το σκοπό, η εκβίαση
τοπικών επιχειρήσεων για την παροχή «προστασίας» έχει μετατραπεί σε εκβίαση μεγαλύτερων
επιχειρήσεων, κοινοπραξιών και σε απαγωγή διευθυντικών στελεχών, η τοκογλυφία εξελίχθηκε
στο ξέπλυμα χρήματος, πολύτιμων λίθων και εμπορευμάτων ενώ, η κλεπταποδοχή έχει εξελιχθεί
σε κλοπή ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας και πλαστογράφηση CD, DVD και λογισμικού. Βλ. Jay
Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 16, πίνακα υπ’ αριθμόν 3. Για τις
αλλαγές στις εγκληματικές οργανώσεις, που προκαλούνται από το μεταβαλλόμενο περιβάλλον
στο οποίο δραστηριοποιούνται, βλ. Gary Potter, Criminal Organisations, Vice, Racketeering and
Politics in an American City, Waveland Press Inc., Prospect Heights, 1994, σελ. 19. Για μια
ενδιαφέρουσα ανάλυση των αλλαγών που επισυνέβησαν από το 1990 και εντεύθεν στον τρόπο
οργάνωσης του εμπορίου κοκαϊνης, βλ. Menno Vellinga, Some Observations on Changing
Business Practices in Drug Trafficking: The Andean experience, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4,
111

2.1. ∆ιάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με την τρομοκρατία

Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία θεωρούνται γενικά ως δύο


διαφορετικές μορφές εγκλήματος466. Εντούτοις, η χρήση του όρου «ναρκο-
τρομοκρατία» (“narco-terrorism”)467, από τη δεκαετία του ’80 και μετά,
υποδεικνύει ότι ίσως να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ τους468.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη συνακόλουθη παρακμή της
κρατικά χρηματοδοτούμενης τρομοκρατίας469, η εμπλοκή με την οργανωμένη

2004, σελ. 374 επ. Σύμφωνα με τους Paoli και Fijnaut, τέλος, «αυτές οι ευρύτερες κοινωνικές
διεργασίες επηρέασαν όχι μόνο την οργάνωση και τη ροή των παράνομων αγορών, ιδιαίτερα στις
χώρες που ανήκαν στο πρώην κομμουνιστικό μπλόκ, αλλά επίσης τη γενική αντίληψη (“general
perception”) για το οργανωμένο έγκλημα». Βλ. Letizia Paoli / Cyrille Fijnaut, Organised Crime and
Its Control Policies, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, vol. 14, no. 3,
2006, σελ. 307.
466
Ενδεικτικό αυτού του διαχωρισμού είναι το γεγονός ότι ο Wilkinson επέλεξε να εξαιρέσει από
την τυπολογία του την «εγκληματική τρομοκρατία» (“criminalterrorism”), την οποία ορίζει ως τη
«συστηματική χρήση τρομοκρατικών πράξεων για την απόκτηση ιδιωτικού υλικού οφέλους». Βλ.
Paul Wilkinson, Political Terrorism, Wiley, New York, 1974, σελ. 33.
467
Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Πρόεδρο του Περού Belaunde Terry,
για να περιγράψει τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της αστυνομίας κατά των ναρκωτικών. Βλ.
Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil Williams /
Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and Motives:
Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism, Research
Report no. 211207, U.S. Department of Justice, 2005, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/211207.pdf, σελ. 16.
Για τη σχέση μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων, των καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών και
ορισμένων κρατών, βλ. ιδίως Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on
Drugs and the War on Terror, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 305 – 324. Για τα
αποτελέσματα των εμπειρικών ερευνών των Pollard και Brown που αποδεικνύουν τη σχέση αυτή
βλ. Neal Pollard, Terrorism and Transnational Organized Crime: Implications of Convergence,
September 1997 Essay, The Terrorism Research Center website,
www.terrorism.com/terrorism/crime.htm, σελ. 1 επ., Michael Brown, Transnational Organised
Crime and Terrorism, September 1997 Essay, The Terrorism Research Center,
www.terrorism.com/terrorism/crime.htm, σελ. 1 επ. και Rensselaer W. Lee III, The White
Labyrinth. Cocaine and Political Power, Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey,
1989, σελ. 155 – 190.
468
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, στο Alex Schmid
(ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2005,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/Forum/V05-
81059_EBOOK.pdf, σελ. 4.
469
Μια τακτική που ακολουθούσαν οι μεγάλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις δικές τους ζώνες επιρροής μειώνοντας ταυτόχρονα την
επιρροή των αντιπάλων τους, ήταν η απευθείας χρηματοδότηση ανταρτών και η υλική συντήρηση
τοπικών συρράξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρηματοδότηση της Αλ Κάιντα και
του Οσάμα Μπιν Λάντεν από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Αφγανιστάν με τη
Ρωσία. Σχετικά με την αντίληψη της «κρατικά χρηματοδοτούμενης τρομοκρατίας, βλ. Brynjar Lia /
Katja Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, FFI
Research Report No. 2004/04307, Norwegian Defence Research Establishment, Norway, 2005,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά www.rapporter.ffi.no/rapporter/2004/04307.pdf., σελ. 53 – 55 και σελ.
57 – 58 και Βλ. Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed, στο
Alex Schmid (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication,
New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf, σελ. 36.
112

εγκληματική δραστηριότητα κατέστη όρος επιβίωσης για αρκετές οργανωμένες


τρομοκρατικές ομάδες470. Η παραδοσιακή τρομοκρατία χρησιμοποιώντας
εποικοδομητικά την προηγούμενη εμπειρία της «ναρκο-τρομοκρατίας», όπως
αυτή εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία του 1980, μετεξελίχθηκε
στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη μορφή της, με προεξάρχουσα αιτία την
εμπέδωση της χρήσης του εγκλήματος471.
Η αντίληψη αυτή για την εδραίωση ενός «συνδέσμου» (“nexus”)472 μεταξύ
εγκλήματος και τρόμου473, έχει υιοθετηθεί από αρκετούς συγγραφείς. Ενδεικτικό
είναι το γεγονός ότι αρκετές μονογραφίες τόσο για την τρομοκρατία, όσο και για
το οργανωμένο έγκλημα, αφιερώνουν ολόκληρα κεφάλαια στο άλλο φαινόμενο
και στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους474. Ο Schmid475 επισημαίνει ότι:
«παρά το γεγονός ότι είναι ξεχωριστά φαινόμενα που δεν θα πρέπει να

470
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism: A
Theory of Malevolent International Relations, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 22, Frank
Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 7 και Alex
Schmid, The links between transnational organized crime and terrorist crimes, Transnational
Organized Crime, vol. 2, no. 4, 1996, σελ. 69.
471
Σύμφωνα με τη Ehrenfeld, οι τρομοκράτες πάντα αναζητούσαν ευκαιρία να ονομαστεί αυτό
που κάνουν πολιτικό ενώ, οι έμποροι ναρκωτικών πάντα θεωρούνταν αποκλειστικά ως
εγκληματίες. «Με τη συνεργασία τους, οι τρομοκρατικές οργανώσεις επωφελούνται από το
εμπόριο ναρκωτικών χωρίς να χάνουν σε κύρος ενώ, οι έμποροι ναρκωτικών που σφυρηλάτησαν
μια συμμαχία με τρομοκράτες γίνονται πιο αξιοσέβαστοι και κερδίζουν πολιτική επιρροή». Βλ.
Rachel Ehrenfeld, Narco-Terrorism, Basic Books, New York, 1990, σελ. 19.
472
Με τον όρο «σύνδεσμος» (“nexus”) στην αλλοδαπή βιβλιογραφία εξηγείται ολόκληρη η
ποικιλία σχέσεων και αλληλεπίδρασης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας. Όταν ερμηνεύεται στενά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει στο συγκεκριμένο
επίπεδο τη σχέση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας, που παρατείνεται σε
βάθος χρόνου, σε αντιδιαστολή με τις ad hoc αλληλεπιδράσεις ή τους «γάμους ευκολίας».
473
Ο σύνδεσμος μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας (“crime-terror nexus”)
καθίσταται φανερός στις περιπτώσεις εγκλημάτων, όπως η «φορολόγηση» του εμπορίου
ναρκωτικών ή η εμπλοκή σε απάτες με πιστωτικές κάρτες, ως πηγή χρηματοδότησης από
οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες. Η ύπαρξη αυτού του συνδέσμου χρησιμοποιείται, επίσης,
για να συσχετίσει και να αιτιολογήσει τη σύναψη συμμαχιών μεταξύ εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων. Οι δύο αυτές μορφές συσχέτισης σκιαγραφούν τα βασικά
συστατικά του συνδέσμου μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, ο οποίος,
όμως, αν αναλυθεί σε βάθος, είναι πολύ πιο περίπλοκος.
474
Οι Lyman και Potter, για παράδειγμα, αφιέρωσαν ένα ειδικό κεφάλαιο στην τρομοκρατία, όπου
επισημαίνουν ότι η επιδίωξη πολιτικών στόχων και το κίνητρο του κέρδους «μπορούν να
αποτελούν παράλληλες μεταβλητές σε πολλές τρομοκρατικές πράξεις». Ενώ, ο Laqueur, ο
οποίος, επίσης, συμπεριέλαβε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τη συνεργασία μεταξύ τρομοκρατίας
και οργανωμένου εγκλήματος, υπογραμμίζει ότι «σε αρκετές περιπτώσεις έχει επέλθει μια
συμβίωση μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος, η οποία δεν υπήρχε πριν». Βλ.
Michael D. Lyman / Gary W. Potter, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 307 και Walter Laqueur, The
New Terrorism: Fanaticism and the Arms of Mass Destruction, Phoenix Press, London, 1999,
σελ. 211.
475
Βλ. Alex Schmid (ed), Links Between Terrorist and Organized Crime Networks: Emerging
Patterns and Trends, ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the
United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 2004, σελ.191 και του
ιδίου, The links between transnational organized crime and terrorist crimes, όπ.παρ., σελ. 42 επ.
113

συγχέονται» υπάρχουν κάποιες επαφές, «ένα κοινό έδαφος». Οι επαφές αυτές,


σύμφωνα με τον Schmid, μπορούν να πάρουν τη «μορφή του συνεταιρισμού, της
συμμαχίας, της συνεργασίας, της συμβολής, της σύγκλισης ή της συμβίωσης».
Κάποιοι άλλοι συγγραφείς476 υποστηρίζουν ακόμη και τη θεωρητική πιθανότητα
ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η τρομοκρατία μπορεί να μετατραπεί σε
οργανωμένο έγκλημα και το αντίθετο.
Η Makarenko477 ανέπτυξε ένα γραμμικό μοντέλο προσέγγισης των
σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και
τρομοκρατίας, το οποίο κατηγοριοποιεί τις διαφορετικές μορφές συνεργασίας που
διαμορφώνονται και παρέχει επαρκή αιτιολόγηση για τη σύναψη συμμαχιών στο
πλαίσιο κάθε διαφορετικής μορφής συνεργασίας. Ιδιαίτερα σημαντική, εξάλλου,
είναι η επισήμανσή της ότι η δύναμη του δεσμού μεταξύ των δύο τύπων
οργανώσεων μπορεί να αλλάζει με την πάροδο του χρόνου.
Ο Dishman478 υποστηρίζει ότι υπάρχει υπό εξέλιξη μια διαδικασία
επαναστατικού μετασχηματισμού, που κάνει δυνατή την εξέλιξη οι τρομοκρατικές
οργανώσεις να παίρνουν τη μορφή εγκληματικών οργανώσεων και να
λειτουργούν «ως πολιτικές την ημέρα και εγκληματικές τη νύχτα».
Ο Williams479 επικεντρώνει την ανάλυσή του σε τρία συνεργατικά μοντέλα
μεταξύ των σύγχρονων εγκληματικών οργανώσεων και των
παγκοσμιοποιημένων τρομοκρατικών ομάδων. Έτσι, σύμφωνα με τον Williams,
μπορεί να υπάρξει είτε πλήρης ενοποίησή τους σε ένα ενιαίο φαινόμενο, είτε ένας
στρατιωτικού τύπου δεσμός, είτε, τέλος, μια μορφή επιρροής, την οποία μπορεί
να εξασκήσει η μία οργάνωση στην επιχειρησιακή προσέγγιση της άλλης.

476
Βλ. ιδίως, Phil Williams / Ernesto Ugo Savona (eds), The United Nations and Transnational
Organized Crime, Frank Cass & Co Ltd, London, 1996, σελ. 13, Phil Williams / Roy Godson,
Anticipating organized and transnational crime, Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 4,
2002, σελ. 320, Glenn Schweitzer/ Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and
Weapons of Mass Destruction, Plenum Press, New York, 1998, σελ. 288.
477
Βλ. Tamara Makarenko, “The ties that bind”: uncovering the relationship between organized
crime and terrorism, στο Dina Siegel / Henk van de Bunt / Damian Zaitch (eds), Global Organized
Crime: Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, The Netherlands,
2003, 159 – 170.
478
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, Studies in Conflict and Terrorism,
vol. 24, no. 1, σελ. 43.
479
Βλ. Phil Williams, Terrorism and organized crime: convergence, nexus or transformation?, στο
Gunnar Jervas (ed), FOA Report on Terrorism, Defence Research Establishment, Stockholm,
1998, σελ. 69 – 92.
114

Ο Picarelli480 αξιοποιώντας την αντίληψη του «μεταδιεθνισμού»


(“postinternationalism”)481 του Rosenau482, εστιάζει την ανάλυσή του στη
δυναμική των οργανωμένων μελών τόσο των εγκληματικών όσο και των
τρομοκρατικών οργανώσεων, τα οποία, σε τελική ανάλυση, επιλέγουν τον τρόπο
δράσης και τα είδη των συμμαχιών, που μπορούν να αποβούν επωφελείς για
αυτά ενώ, προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ «κυριαρχικών» (“sovereign-bound”)
και «φιλελεύθερων» (“sovereign-free”) οργανώσεων483.
484
Σύμφωνα με τους Bovenkerk και Chakra , είναι πολύ πιθανό ο τύπος
της τρομοκρατίας να αποτελεί το αποφασιστικό στοιχείο για το εάν θα υπάρξει
συνεργασία ή όχι με το οργανωμένο έγκλημα. «Η πιθανότητα συνεργασίας είναι
μεγαλύτερη στην περίπτωση τρομοκρατικών οργανώσεων με πολιτικά κίνητρα
παρά, για παράδειγμα, στις “τρελές” ομάδες». Εξάλλου, κατά την άποψή τους, το
οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία συνεργάζονται πιο εύκολα στις
περιπτώσεις που υποστηρίζονται, ενθαρρύνονται ή βοηθούνται με κάποιον
τρόπο από κάποια Κυβέρνηση ή από τμήματά της, όπως είναι οι Υπηρεσίες
Πληροφοριών.

480
Βλ. John Picarelli, More Than Just Family Ties: Postinternational Perspectives of
Transnational Organized Crime, Paper presented at the annual meeting of the International
Studies Association, Hilton Hawaiian Village, Honolulu, Hawaii, 5-3-2005,
http://www.allacademic.com/meta/p70573_index.html
481
Ο όρος “postinternationalism” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Rosenau το 1990 για
να περιγράψει «μια προφανή τάση κατά την οποία όλο και περισσότερες από τις
αλληλεπιδράσεις που στηρίζουν την παγκόσμια πολιτική αναπτύσσονται χωρίς την άμεση
εμπλοκή εθνών και κρατών». Βλ. James Rosenau, Turbulence in World Politics: A Theory of
Change and Continuity, Princeton University Press, Princeton – New Jersey, 1990, σελ. 6.
482
Σύμφωνα με τον «μεταδιεθνισμό» (“postinternationalism”), που αποκαλείται επίσης «θεωρία
της αναταραχής» (“turbulence theory”), ζωτικής σημασίας είναι η λήψη υπόψη μιας ευρείας
σειράς ατόμων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των σύγχρονων διεθνών σχέσεων. Επίσης
κεντρικό στοιχείο αυτής της θεώρησης αποτελεί το διακλαδούμενο σύστημα εντός του οποίου τα
άτομα αυτά υπάρχουν, οι τρεις κύριες παράμετροι στο πλαίσιο των οποίων αλληλεπιδρούν και η
αναταραχή που οι αλληλεπιδράσεις αυτές προκαλούν και βοηθούν να συντηρηθεί. Βλ. αναλυτικά,
James Rosenau, Turbulence in World Politics, όπ.παρ., σελ. 21–46, του ιδίου, Citizenship in a
changing global order, στο James Rosenau / Ernst Otto Czempiel (eds), Governance without
government: order and change in world politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992,
σελ. 272 επ., του ιδίου, Along the Domestic–Foreign Frontier: Exploring Governance in a
Turbulent World, Cambridge University Press, Cambridge, 1997, ιδίως σελ. 38 επ., του ιδίου,
Beyond Postinternationalism, στο Heidi Hobbs (ed), Pondering Postinternationalism: a paradigm
for the twenty-first century?, State University of New York Press, Albany, New York, 2000, σελ.
219–237 και του ιδίου, Distant Proximities: Dynamics Beyond Globalization, Princeton University
Press, Princeton, 2003, σελ. 11–16.
483
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 1 – 24.
484
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 8
–9.
115

Ενώ, οι ανωτέρω αναφερόμενοι συγγραφείς συμφωνούν σε γενικές


γραμμές στο γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει και όντως υπάρχει ένας σύνδεσμος
μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, κάποιοι άλλοι
θεωρούν εκ προοιμίου αδύνατη την σε μόνιμη βάση διασύνδεση μεταξύ
οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας. Ο Naylor485, για παράδειγμα,
προτείνει ένα εξελικτικό μοντέλο για τη διασύνδεση μεταξύ οργανωμένων
εγκληματιών και τρομοκρατών, εστιάζοντας στην εγκληματική δραστηριότητα ως
την πρωταρχική πηγή δυνητικών δεσμών μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος
και της τρομοκρατίας, αλλά αντιμετωπίζει μάλλον με σκεπτικισμό τη δυνατότητα
σταθερής και μόνιμης διασύνδεσης μεταξύ τους, καθώς, όπως τονίζει, οι
εγκληματικές οργανώσεις διαπράττουν εγκλήματα για το κέρδος ενώ, οι
τρομοκρατικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν το έγκλημα, ως έναν ακόμη, από
αρκετούς άλλους μηχανισμούς, για να κερδίσουν χρήματα.
Η επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι συγγραφείς που δεν δέχονται τη
δυνατότητα να υπάρξει μια μόνιμη διασύνδεση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος
και τρομοκρατίας, θα μπορούσε σχηματικά να ενταχθεί σε τρία επίπεδα
ανάλυσης486. Πρώτον, σε ατομικό επίπεδο, η έλλειψη εμπιστοσύνης και κοινού
στόχου μεταξύ των τρομοκρατών και των οργανωμένων εγκληματιών λειτουργεί
ως φραγμός για τη διαμόρφωση ενός μόνιμου «συνδέσμου» (“nexus”) ενώ, και οι
στενοί δεσμοί που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των συγκεκριμένων
οργανώσεων αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα που προκρίνει τις
βραχυπρόθεσμες ή απόμακρες επαφές. Οι υφιστάμενες διαφορές, εξάλλου,
μεταξύ των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων απλά δυναμιτίζουν
ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες μόνιμης συνεργασίας.
∆εύτερον, στο καθαρά οργανωτικό επίπεδο και ειδικότερα σε σχέση με τον
τρόπο που λαμβάνονται και εκτελούνται οι αποφάσεις στο πλαίσιο των
εγκληματικών και τρομοκρατικών ομάδων, παρατηρούν ότι και οι δύο τύποι
οργανώσεων είναι «υψηλής διακινδύνευσης» και καθώς και οι δύο προσπαθούν
να μειώσουν τη διακινδύνευση, καταλήγουν να είναι απρόθυμοι στην προοπτική
μιας μακροπρόθεσμης συνεργασίας, η οποία θα τους επιβάρυνε με επιπλέον
διακινδύνευση. Κατά συνέπεια, είναι μάλλον πιο πιθανό οι οργανώσεις αυτές να

485
Βλ. Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black Markets, Illegal Finance and the
Underworld Economy, όπ.παρ., σελ. 44 – 87.
486
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 4 – 5.
116

προβαίνουν σε βραχυπρόθεσμους «γάμους ευκολίας» στις περιπτώσεις που τα


δυνητικά αμοιβαία οφέλη θα υπερακόντιζαν την αυξημένη έκθεση στον
κίνδυνο487.
Και τρίτον, σε διεθνές επίπεδο, κατά το οποίο εξετάζεται η δραστηριότητα
του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, ως παραγόντων στη διεθνή
πολιτική σκηνή, οι δομικές διαφορές στα κίνητρα δράσης τους, αν και σε κάποιες
περιπτώσεις επικαλύπτονται, δημιουργούν σοβαρά προσκόμματα στη
μακροπρόθεσμη συνεργασία μεταξύ τους.

2.1.1. ∆ιάκριση σε σχέση με την παραδοσιακή τρομοκρατία

Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, στις οποίες


αναλυτικά αναφερθήκαμε ανωτέρω έχουν αλλάξει το χαρακτήρα, τη δυναμική,
ακόμη και τους στόχους του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Συνεπώς, κάθε προσπάθεια διάκρισής τους υπόκειται αναγκαστικά σε μια
χρονική μεταβλητή. Κατά την άποψη της μελέτης, η σύγκριση αυτή θα ήταν
δόκιμη μόνο σε σχέση με εγκληματικά φαινόμενα της ίδιας ιστορικής περιόδου.
Για το λόγο αυτό, στην παράγραφο αυτή, θα συγκρίνουμε το ιστορικό
οργανωμένο έγκλημα με την παραδοσιακή τρομοκρατία ενώ, στην επόμενη θα
αναφερθούμε στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ σύγχρονου οργανωμένου
εγκλήματος και παγκοσμιοποιημένης τρομοκρατίας.
Συγκρίνοντας το ιστορικό οργανωμένο έγκλημα με την παραδοσιακή
τρομοκρατία διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κάποιες σημαντικές ομοιότητες, αλλά
και αρκετές θεμελιακές διαφορές.
Την πιο προφανή ομοιότητα συνιστά η παρατήρηση ότι τόσο οι ομάδες
του οργανωμένου εγκλήματος, όσο και οι τρομοκρατικές ομάδες θεωρούνται
«εγκληματικές»488 στο πλαίσιο του διεθνούς νόμου, ανεξαρτήτως από το αν τα
κίνητρα των δραστηριοτήτων τους είναι πολιτικά ή οικονομικά.

487
Ο Schmid στην εγκληματολογική του ανάλυση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και
τρομοκρατίας, θεωρεί τη διακινδύνευση ως έναν από τους τρεις λόγους, εξαιτίας των οποίων ο
σύνδεσμος μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας (“the crime-terror nexus”) είναι
απίθανο να εξελιχθεί πέρα από βραχυπρόθεσμες επιχειρησιακές διευθετήσεις. Βλ. Alex Schmid,
The links between transnational organized crime and terrorist crimes, όπ.παρ., σελ. 40 – 82.
488
Σε καθαρά νομοτεχνικό επίπεδο, εξάλλου, για τη σύσταση τρομοκρατικής ή εγκληματικής
οργάνωσης απαιτείται η σύμπραξη τουλάχιστον τριών ατόμων.
117

Όπως ακριβώς οι εγκληματικές, έτσι και οι τρομοκρατικές οργανώσεις


δίνουν έμφαση στη μυστικότητα και την αποφυγή των διωκτικών μηχανισμών,
αφ’ ης στιγμής αυτό είναι ένα ζωτικό στοιχείο για την επιβίωση της οργάνωσης,
αλλά και των μελών της ατομικά.
Ακόμη, λόγω του εγκληματικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους και
τα δύο είδη οργανώσεων υποχρεώνονται να λειτουργούν στο πιο ζοφερό τμήμα
της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και να
αυξάνονται, έτσι, οι πιθανότητες αλληλεπίδρασης μεταξύ των οργανώσεων από
αυτή τούτη τη συνύπαρξή τους.
Σημαντική ομοιότητα παρατηρείται και στο επίπεδο της οργανωτικής τους
δομής και διάρθρωσης489. Και στις δύο μορφές εγκληματικής δραστηριότητας
υπάρχει συστηματική και σταθερή δράση, διαθέτουν πολύ συχνά κάποια
ιεραρχία και κάνουν χρήση βίας490 για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Ειδικότερα, τόσο το οργανωμένο έγκλημα, όσο και η τρομοκρατία
χαρακτηρίζονται σε γενικές γραμμές από μία κάθετη, ιεραρχική δομή,
τουλάχιστον στα ηγετικά τους κλιμάκια, ενώ, συχνά μια πιο οριζόντια διάρθρωση
χρησιμοποιείται για τα μεσαία και κατώτερα στρώματά τους491.
Η χρήση διασπαρμένων «πυρήνων», που αποτελούνται από λίγα άτομα,
τα οποία ως στόχο έχουν την εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων των
οργανώσεων αποτελεί, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό.
Η «πυρηνική δομή», στο επιχειρησιακό επίπεδο, φανερώνει το κοινό
ενδιαφέρον και των δύο ειδών οργάνωσης να δώσουν προβάδισμα στην
ασφάλεια, καθώς σε περιπτώσεις συλλήψεων, το μέγεθος της διαρροής κρίσιμων
πληροφοριών προς τις διωκτικές αρχές θα είναι περιορισμένο και ως εκ τούτου, η
μακροημέρευση της οργάνωσης πιο πιθανή492.

489
Το γεγονός της διεθνοποίησης των δομών και των δραστηριοτήτων, εξαιτίας της
παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα από το 1990 και εντεύθεν, συνιστά μία ακόμη σημαντική ομοιότητα,
αλλά λόγω των τεραστίων και θεμελιακών της επιπτώσεων στο σύνολο των σχέσεων μεταξύ των
δύο φαινομένων, θα εξεταστεί αναλυτικά στην επόμενη ενότητα.
490
Σύμφωνα με τον Κυριακάκη, η χρήση βίας περιλαμβάνει είκοσι ελιγμούς, μεταξύ των οποίων
είναι ο αιφνιδιασμός, η «αποκοίμιση του στόχου», η προσποίηση, η γενική και ειδική εξαπάτηση,
η λήψη μέτρων «εσωτερικής ασφαλείας και η χρήση ανταποδοτικών μέτρων. βλ. αναλυτικά,
Σπύρου Κυριακάκη, Modus operandi (τρόπος ενέργειας) των ενόπλων εγκληματικών ομάδων,
Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 435 επ.
491
Βλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, όπ.παρ., σελ. 308 – 309.
492
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 7
– 8.
118

Επιπροσθέτως, η σύναψη συμμαχιών μεταξύ τους είναι αρκετά πιθανή,


στο επίπεδο του αμοιβαίου κέρδους, καθώς εξαιτίας του ίδιου του modus
operandi τους οι οργανώσεις και των δύο τύπων χρειάζονται την παροχή
συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών, όπως τα όπλα, τα πλαστά διαβατήρια και
η παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών σχετικά με το ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, τα οποία μπορούν να αποκτηθούν μέσω της εμπορίας ή ακόμη και της
διαμοίρασης των πόρων μεταξύ των οργανώσεων493. Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι οι παράνομες οργανώσεις χρειάζονται διασυνδέσεις και επαφές με
προμηθευτές και εξειδικευμένες υπηρεσίες, καταφύγια και διεφθαρμένους
αξιωματούχους, για να διασφαλίσουν την επιτυχία των δραστηριοτήτων τους και
την ασφάλεια των μελών τους, και αυτού του είδους οι πληροφορίες και οι
επαφές μπορούν να καταστούν αντικείμενο ανταλλαγής ή διαμοίρασης494.
Περαιτέρω, είναι σχετικά συχνή στην πράξη η χρήση της εξειδικευμένης πείρας
στο επιχειρησιακό επίπεδο, η οποία διαμοιράζεται μεταξύ των δύο τύπων
οργανώσεων, κατόπιν επωφελών και για τους δύο τύπους οργάνωσης
συμφωνιών. Έτσι, για παράδειγμα, το οργανωμένο έγκλημα είναι εξειδικευμένο
στις μεθόδους και στους δρόμους για την παράνομη μεταφορά των διαφόρων
φορτίων του και αυτού του είδους η πληροφόρηση, μπορεί να αποδειχθεί
εξαιρετικά χρήσιμη για τις τρομοκρατικές οργανώσεις όσον αφορά τη
μετεγκατάσταση των υλικών και των ανθρώπων τους495. Ενώ, από την άλλη
μεριά, η άριστη γνώση των στρατιωτικών τακτικών, του σύγχρονου εξοπλισμού
και της χρήσης των εκρηκτικών υλών από τις τρομοκρατικές οργανώσεις
μπορούν να αντληθούν επωφελώς, ως πακέτο έτοιμων γνώσεων, από το
οργανωμένο έγκλημα496.

493
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 19.
494
Η Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 63,
υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της τρομοκρατίας δεν γίνεται χρήση εμπορικών ή
επιχειρησιακών δομών, κάτι που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και αιτία της αυξημένης
απαξίας του οργανωμένου εγκλήματος. Η θέση αυτή θα μπορούσε να ισχύει όσον αφορά το
ιστορικό φαινόμενο της τρομοκρατίας. Φρονούμε, όμως, ότι ιδιαίτερα στην μετά το 1990 εποχή,
δεν μπορεί να ευσταθήσει αυτή η διάκριση.
495
Βλ. ιδίως Neal Pollard, Terrorism and Transnational Organized Crime: Implications of
Convergence, όπ.παρ., σελ. 4.
496
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Pablo Escobar, ο οποίος προσέτρεξε το 1993 στις
υπηρεσίες του National Liberation Army (ELN), για την παγίδευση αυτοκινήτων με εκρηκτικά,
επειδή η οργάνωσή του δεν είχε τέτοιου είδους πείρα. Βλ. Chris Dishman, The Leaderless Nexus:
When Crime and Terror Converge, Studies in Conflict and Terrorism, vol. 28, no. 3, 2005, σελ.
246.
119

Κατόπιν της ανωτέρω ανάλυσης διαπιστώνεται ότι υπάρχουν, όντως,


σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των ιστορικών εγκληματικών και των
τρομοκρατικών οργανώσεων ενώ, φαίνεται, επίσης, ότι υπάρχει ικανός αριθμός
σημείων σύγκλισης μεταξύ τους, στα οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει μια
συνεργασία. Εντούτοις, αν κάποιος κοιτάξει πέρα από τη δομή των οργανώσεων,
τα μέσα λειτουργίας, τις ανάγκες και τις πρακτικές απαιτήσεις, θα διαπιστώσει ότι
έρχονται στο φως και σημαντικότατες διαφορές497.
Κάποιες από τις διαφορές οφείλονται, παραδόξως, στις ομοιότητές τους
και δημιουργούν προβλήματα στην απρόσκοπτη αλληλεπίδραση και συνεργασία
μεταξύ τους, καθώς και οι δύο τύποι οργανώσεων, με όλες τις πιθανές
παραλλαγές τους, βασίζονται συχνά στους ίδιους προμηθευτές, μέσα μεταφοράς,
υποδομές και πηγές εισοδήματος και ως εκ τούτου, είναι πιθανό αντί να
οδηγηθούν στη συνεργασία να καταλήξουν σε ανηλεή ανταγωνισμό498.
Τη δομική ένταση μεταξύ των δύο τύπων οργανώσεων εντείνει και το
γεγονός της μεγάλης ποικιλίας στο επίπεδο των αντικειμενικών τους στόχων.
Εκτός από τις ένοπλες συμπλοκές για τον έλεγχο των πηγών, πολύ συχνά, ο
επιδιωκόμενος τελικός στόχος τους, που αποτελεί και τη ratio της εμπλοκής τους
με τις εγκληματικές δραστηριότητες, αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ
τους499.

497
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τόσο η τρομοκρατία όσο και το οργανωμένο έγκλημα στρέφονται
κατά της ασφάλειας του κράτους και της διεθνούς ασφάλειας, οι σημαντικότατες διαφορές μεταξύ
των δύο φαινομένων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αντενδείκνυται η από κοινού νομοτεχνική
αντιμετώπισή τους. Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το Σχέδιο του Υπουργείου
∆ικαιοσύνης για το Οργανωμένο Έγκλημα: “Aberratio ictus” με ανυπολόγιστες “παράπλευρες
ζημίες”, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 285 επ. Πρβλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of
the War on Drugs and the War on Terror, όπ.παρ., σελ. 305 επ., Chris Dishman, The Leaderless
Nexus: When Crime and Terror Converge, όπ.παρ., σελ. 246 επ. και Tamara Makarenko, The
Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and
Terrorism, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 129 – 145, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η
προσπάθεια αποκοπής τους από τις πηγές ανεφοδιασμού και από τις δυνατότητες «ξεπλύματος»
βρώμικου χρήματος, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρότατο πλήγμα και για τους δύο τύπους
οργανώσεων.
498
Βλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, όπ.παρ., σελ. 311, όπου αναφέρονται και αρκετά γλαφυρά παραδείγματα τέτοιου είδους
ανταγωνισμών και συγκρούσεων μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατικών
ομάδων στη Λατινική Αμερική.
499
O Carter υποστηρίζει ότι αν και το οργανωμένο έγκλημα και οι τρομοκρατικές οργανώσεις
μοιράζονται κάποια κοινά ενδιαφέροντα, όπως το λαθρεμπόριο όπλων, εκκινούν, όμως, από
εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Ενώ, περαιτέρω, θεωρεί ότι η απειλή που συναρτάται με τη
τρομοκρατική δράση είναι πολύ μικρότερη, σε σχέση με την απειλή που απορρέει από το
οργανωμένο έγκλημα. Βλ. David L. Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in
Entrepreneurial Crime, όπ.παρ., σελ. 142.
120

Για μια τρομοκρατική οργάνωση δεν αποτελεί πρωτογενή στόχο ο


προσπορισμός οικονομικού οφέλους και η τυχόν διάπραξη εγκλημάτων500 προς
αποκόμιση οικονομικών ωφελημάτων συνάπτεται με την προσπάθειά της για
«αυτοχρηματοδότηση» των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της, που στην ουσία
τους είναι πολιτικές επιδιώξεις501. Ενώ, στην περίπτωση του οργανωμένου
εγκλήματος η επιδίωξη κέρδους είναι ο πρωταρχικός και κυρίαρχος στόχος502.
Ακριβώς λόγω των διαφορών τους στα κίνητρα503 οι εγκληματικές
οργανώσεις συνιστούν διαφορετικού τύπου απειλή για την ασφάλεια, σε σχέση
με τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Τα κίνητρα μιας οργάνωσης υπαγορεύουν, σε
τελική ανάλυση, για ποιον και για τι ακριβώς αποτελεί η οργάνωση αυτή απειλή,
καθώς η επιλογή στόχων και οι επιχειρησιακές προτεραιότητες, συνάπτονται
άμεσα με τα ενυπάρχοντα κίνητρα δράσης504. Έτσι, είναι λίαν πιθανό μια
τρομοκρατική οργάνωση, που εξικνείται από πολιτικά κίνητρα, να επιλέξει
στόχους που συνδέονται με το status quo της εξουσίας, όπως είναι διάφοροι
συμβολικοί, πολιτικά, στόχοι, πολιτικοί οργανισμοί ή προβεβλημένα πολιτικά
πρόσωπα. Κατά συνέπεια, αυτή τούτη η επιλογή στόχων ενδεικνύει το βασικό
προσανατολισμό μιας συγκεκριμένης οργάνωσης.
Στη σχέση τους με το κράτος, η διαφορά μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος
και τρομοκρατίας γίνεται ακόμη πιο εμφανής. Έτσι, η πολιτική ισχύς, που
αποκτάται με την άσκηση επιρροής σε κόμματα και πολιτικούς, αποτελεί μεν
στόχο του οργανωμένου εγκλήματος, που προσπαθεί να ελέγξει και να
εξουδετερώσει συγκεκριμένους μηχανισμούς του, όπως η δικαιοσύνη και η

500
Βλ. αναλυτικά, Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed,
όπ.παρ., σελ. 36 – 40.
501
Βλ. Bruce Hoffman, Inside Terrorism, Columbia University Press, New York, 1998, σελ. 42,
όπου χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «Ενδεχομένως πιο θεμελιακά, ο εγκληματίας δεν ενδιαφέρεται
να επηρεάσει ή να επιδράσει στην κοινή γνώμη˙ απλά ζητά να διαφύγει με τα χρήματά του ή να
εκπληρώσει έναν ιδιοτελή σκοπό με τον πιο γρήγορο και εύκολο δυνατό τρόπο, έτσι ώστε να
καταφέρει να δρέψει την ανταμοιβή του και να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του.
Αντίθετα, ο πρωταρχικός στόχος της τρομοκρατικής βίας είναι να αλλάξει τελικά “το σύστημα” -
κάτι για το οποίο ο συνηθισμένος εγκληματίας δεν θα μπορούσε να ενδιαφέρεται λιγότερο».
Πρβλ. όμως και σελ. 169 – 180, όπου ο Hoffman αναφέρει ότι οι προσωπικές βιογραφίες
τρομοκρατών συχνά αποκαλύπτουν πόσο πολύ απολαμβάνουν τη δόξα και την εξουσία.
502
Πρβλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ., σελ. 151-
154, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος, η δίψα για εξουσία,
ιδιαίτερα για τοπική εξουσία, είναι ενδεχομένως μια πιο σημαντική κινητήρια δύναμη από την
απλή επιθυμία για πλουτισμό.
503
Βλ. Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed, όπ.παρ., σελ.
32.
504
Βλ. Louise Shelley / John Picarelli, Methods not Motives: Implications of the Convergence of
International Organized Crime and Terrorism, Police Practice and Research, vol. 3, no. 4, 2002,
σελ. 314 – 315.
121

αστυνομία, αλλά όχι και κίνητρο της δράσης του, καθώς δεν προβαίνει σε
ενεργητικές προκλήσεις του συνόλου της κρατικής δομής505. Οι τρομοκρατικές
οργανώσεις, όμως, δεν προσπαθούν απλώς να ελέγξουν επιμέρους τμήματα και
λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας, αλλά επιθυμούν να
αναμορφώσουν ριζικά το κράτος και την κοινωνική διαστρωμάτωση, σύμφωνα με
τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Η τρομοκρατία, δηλαδή, έχει βαθύτερο ιδεολογικό υπόβαθρο506 και
επιδιώκει, μέσω της χρήσης βίας, την αμφισβήτηση ή και την αποσταθεροποίηση
του υπάρχοντος πολιτικού και πολιτειακού συστήματος507. Ενώ, το οργανωμένο
έγκλημα, σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, αφενός, γιατί
ενστερνίζεται απόλυτα τη λογική και τη φιλοσοφία του υπάρχοντος
συστήματος508, αποτελώντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και «στυλοβάτη»
του509, και αφετέρου, γιατί αποτελεί ένα «υποπροϊόν» του συστήματος, αφού
γεννιέται από την ίδια τη δομή του, κάτι που προσδιορίζει ως πεδίο δράσης του

505
Υπό αυτή την έννοια το οργανωμένο έγκλημα είναι «συντηρητικό». Βλ. Frank Bovenkerk /
Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 12.
506
Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1016, υποσημ. 3.
507
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 30,
σύμφωνα με τον οποίο, «η τρομοκρατία, που υποκινείται εν όλω ή εν μέρει από θρησκευτικά
κίνητρα χρησιμοποιεί εξτρεμιστική βία ως ένα προφητικό καθήκον ή ως μια μυσταγωγική ενέργεια
κι εναγκαλίζεται διαφορετικά μέσα νομιμοποίησης και δικαιολόγησης από την κοσμική
τρομοκρατία. Τα διακριτικά γνωρίσματά της συνίστανται στη μεγαλύτερη δυνατή αιματοχυσία και
καταστροφή».
508
∆εν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι σε πολλά κράτη οι υπηρεσίες πληροφοριών
χρησιμοποιούν τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, για να διεκπεραιώσουν άλλες δικές
τους παράνομες μεταφορές. Χαρακτηριστική περίπτωση, εν προκειμένω, αποτελεί το σκάνδαλο
της BCCI, που ενώ είχε τη φήμη της πρωτοπόρας ιδιωτικής τράπεζας, καθώς μέσα σε 18 χρόνια
από τη δημιουργία της κατάφερε να ανέλθει στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης των
τραπεζών, τόσο σε δύναμη κεφαλαίου όσο και σε αξία μεταφορών, κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε
η παράλληλη ανάμειξή της τόσο με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος όσο και με τον
κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε ότι η CIA τη χρησιμοποιούσε για
να χρηματοδοτεί εταιρίες του Πακιστάν την εποχή της Ρωσο – Αφγανικής πολεμικής εμπλοκής,
κάτι που έκαναν τόσο η αγγλική ΜΙ-5 όσο και οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες σε σχέση με το
Ιράν. Ενώ, παράλληλα, μεταξύ των επωνύμων πελατών της εμφανίζονταν ο τρομοκράτης
Marcos, ο Duvalier, ο δικτάτορας Somosa, ο Sadam Hussein, ο Manuel Noriega και τα
κολομβιανά καρτέλ ναρκωτικών Medellin και Cali. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο το 1991 και η BCCI
κατέρρευσε, ως «χάρτινος πύργος», αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κλασικό
«πλυντήριο χρημάτων», ενώ, ταυτόχρονα, η διεθνής κοινή γνώμη βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιο
παταγώδη κατάρρευση τράπεζας σ’ ολόκληρη την οικονομική ιστορία. Βλ. Ντράγκαν
Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής,
(μετάφραση – προσαρμογή κειμένου στα Ελληνικά Vesna Micić / Νίκου Αρβανίτη), Ελλ∆κνη,
1995, σελ. 298 και Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 115 και 116.
509
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Pearce. Βλ. Frank Pearce, Crimes of the powerful,
όπ.παρ., σελ. 126 επ., όπου αναλύεται διεξοδικά η αντίληψη του οργανωμένου εγκλήματος ως
«υπηρέτη» του συστήματος (“underworld as servant”).
122

την παράνομη αγορά, όπου είτε προσφέρει απαγορευμένα από το νόμο αγαθά
και υπηρεσίες, είτε διακινεί νόμιμα αγαθά με παράνομο τρόπο510.
Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα Κράτη διαπραγματεύονται με
αντιπροσώπους πολιτικών ομάδων με ένοπλη δράση, που έχουν ήδη
χαρακτηριστεί τρομοκρατικές, στο πλαίσιο ενός πνεύματος αναγνώρισης της
ύπαρξης τέτοιων πολιτικών ομάδων, πολύ συχνά λόγω πειθαναγκασμού, κάτι
που τους προσδίδει μια μορφή νομιμοποίησης. Η απευθείας διαπραγμάτευση,
όμως, τόσο ως αποτέλεσμα, όσο και ως πολιτική πρακτική, είναι εντελώς
αδιανόητη στις περιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος511.
Σε επίπεδο μικροσκοπικής ανάλυσης, στην περίπτωση μιας
τρομοκρατικής ομάδας ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ των περισσοτέρων
προσώπων έχει προσωποπαγή χαρακτήρα, η επιλογή, δηλαδή, των συνεργατών
για τη συγκρότηση της τρομοκρατικής ομάδας γίνεται πάντοτε με κριτήρια, που
αποδίδουν σημασία στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ατόμου, που θα ενταχθεί
στην ομάδα. Τα κριτήρια, βέβαια, αυτά μπορεί να είναι πολλά, διατηρούν, όμως,
σε κάθε περίπτωση τον προσωποπαγή τους χαρακτήρα. Στην περίπτωση, όμως,
του οργανωμένου εγκλήματος η σύνδεση των περισσοτέρων ατόμων στο πλαίσιο
της οργάνωσης είναι, κατά κανόνα, πραγματοπαγής, δεν έχει δηλαδή, συνήθως,
σημασία το πρόσωπο που εκτελεί, αλλά το εκτελούμενο σχέδιο, του οποίου η
εφαρμογή θα μπορούσε να είχε ανατεθεί και σε άλλους, αδιάφορο ποιους,
εκτελεστές512. Παρά το γεγονός ότι στις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος
πολύ συχνά παρατηρείται κάποια εσωτερική διάρθρωση και υπάρχει ιεραρχία,
δεν αναιρείται ο πραγματοπαγής τους χαρακτήρας, καθώς, και αν ακόμη
ελλείπουν αυτά τα στοιχεία, η εγκληματική οργάνωση εξακολουθεί να υπάρχει.
Τα μέλη, τέλος, μιας τρομοκρατικής οργάνωσης έχουν πολύ πιο στενές σχέσεις
510
Για τη θεμελιακή διαφορά μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας στο επίπεδο των
κινήτρων. Βλ. την εξαιρετική ανάλυση του ειδικού σε θέματα τρομοκρατίας Bruce Hoffman, Inside
Terrorism, όπ.παρ., ιδίως σελ. 42 επ.
511
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
79.
512
Βλ. όμως και Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 9 και 12, όπου επισημαίνουν ότι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι και οι δύο
τύποι οργανώσεων τείνουν να στρατολογούν τα μέλη τους «από την ίδια δεξαμενή περιθωριακών
τμημάτων του πληθυσμού, τα οποία υπόκεινται σε κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική
απογοήτευση. Και οι δύο τύποι οργανώσεων αποτελούνται από ανθρώπους που είναι
προετοιμασμένοι να διακινδυνεύσουν, να ευχαριστηθούν την έξαψη και τις συγκινήσεις και να
περιφρονήσουν τους κανόνες της κανονικής κοινωνίας». Υπάρχει, όμως και μια σημαντική
διαφορά. Τα άτομα που συμμετέχουν στο οργανωμένο έγκλημα προέρχονται από τις
χαμηλότερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις ενώ, δεν είναι ασυνήθιστο οι τρομοκράτες να
προέρχονται από τη μεσαία τάξη.
123

μεταξύ τους513, επειδή τα ενώνει η κοινή ιδεολογική αντίληψη, σε αντίθεση με τα


μέλη μιας οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, τα οποία συνενώνονται μόνο υπό
τη σκέπη της κοινής επιδίωξης του κέρδους και της ατιμωρησίας.

2.1.2. ∆ιάκριση σε σχέση με την παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία

Από πολλές απόψεις, όπως είδαμε παραπάνω, η εμφάνιση του


σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος κατά τη δεκαετία του 1990 και η
μετεξελισσόμενη φύση της τρομοκρατίας παρήγαγαν μια νέα πραγματικότητα,
όπου δύο παραδοσιακά ξεχωριστά κοινωνικά φαινόμενα άρχισαν να
συγκλίνουν514 εμφανίζοντας πολλές επιχειρησιακές και οργανωτικές
ομοιότητες515.
Έτσι, τόσο το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, όσο και η
παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία είναι πολύ συχνά πυρηνικά και δικτυακά
οργανωμένα, χρειάζονται καταφύγια, καθώς και την υποστήριξη των διάφορων
μεταναστευτικών κοινοτήτων, διεξάγουν επιχειρήσεις κατασκοπίας και
αντικατασκοπίας, στηρίζονται σε παρόμοιες τεχνικές συγκάλυψης, όπως είναι η
χρήση πλαστών εγγράφων, χρησιμοποιούν εξειδικευμένες τεχνολογικές και
επιστημονικές γνώσεις και διεξάγουν διασυνοριακές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο
αυτό, το ζήτημα της ασφάλειας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία σύνθεση
παραδοσιακών και νεοεμφανιζόμενων απειλών, οι οποίες αλληλεπιδρούν και
μερικές φορές συγκλίνουν, αλλά ως μια εντελώς νέα πραγματικότητα.
Οι σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ του σύγχρονου οργανωμένου
εγκλήματος και της σύγχρονης τρομοκρατίας δεν είναι στατικές, αλλά έχουν
εξελιχθεί σε ένα συνεχές, το οποίο δομικά αναζητά με ποιον τρόπο η οργανωτική
δυναμική και η επιχειρησιακή φύση και των δύο φαινομένων αλλάζει χρόνο με το
χρόνο. Ο «σύνδεσμος» μεταξύ εγκλήματος και τρόμου τοποθετείται σε ένα

513
Το έντονο προσωπικό στοιχείο, που υπάρχει πάντα στα «εγκλήματα οργανώσεως», στις
περιπτώσεις της τρομοκρατίας τείνει να γίνεται εντονότερο, λόγω του έντονου ιδεολογικού
χαρακτήρα της σχέσεως.
514
Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 11, σύμφωνα με τους οποίους, «η διάκριση μεταξύ των δύο τύπων είναι ιδιαίτερα
ασαφής στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις φυλακές και σε περιοχές ενόπλων συγκρούσεων,
όπου δεν υπάρχει αποτελεσματική κυβέρνηση».
515
Ibid, σελ. 14, όπου εύστοχα παρατηρούν οι συγγραφείς ότι η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των
δύο μορφών μπορεί να συμβεί ακόμη και χωρίς καμιά προηγούμενη συνεργασία μεταξύ τους.
124

συνεχές, ακριβώς επειδή απεικονίζει το γεγονός ότι μία συγκεκριμένη οργάνωση


μπορεί να διολισθήσει πάνω ή κάτω στη διαβάθμιση ανάμεσα στο φαινόμενο
που παραδοσιακά αναφέρεται ως οργανωμένο έγκλημα και στην τρομοκρατία,
ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί516. Το οργανωμένο έγκλημα και
οι τρομοκρατικές οργανώσεις αλληλοεπηρεάζονται και φαίνεται να διδάσκονται
από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του άλλου. Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε
συνθήκες υποστηρικτικές, όπως είδαμε ανωτέρω, για την μετάλλαξη των
εγκληματικών και των τρομοκρατικών ομάδων σε αυξανόμενα εξειδικευμένες και
διεθνοποιημένες οντότητες, οι οποίες φτάνουν σε σημείο να διεκδικήσουν ακόμη
και διεθνή πολιτικό ρόλο ως μη κρατικές συνιστώσες. Η τάση που διαφαίνεται
είναι ότι όλο και περισσότερες εγκληματικές και τρομοκρατικές οργανώσεις θα
μεταλλάσσονται σε «υβριδικές οργανώσεις»517, κάτω από την επιρροή της
αλληλεπίδρασης μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής τους ισχύος.

Σύγκλιση
Οργανωμένο------+----------------+----------+------------/-------+----------+----------+-----Τρομοκρατία
έγκλημα 1. 2. 3. 4. 3. 2. 1.
Συμμαχία Χρήση τρομοκρα- Εγκληματικές Συμμαχία με
με τρομοκρατική τικών τακτικών για Σύνδρομο δραστηριότητες εγκληματική
ομάδα (1) επιχειρησιακούς «Μαύρης Τρύπας» για επιχειρησια- ομάδα (1)
σκοπούς (2) (4) κούς σκοπούς (2)

Πολιτικό Εμπορική
Έγκλημα (3) Τρομοκρατία (3)

518
(ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ)

516
Βλ. την εξαιρετική σχετική ανάλυση της Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum:
Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 129 –
145.
517
Ο Nikos Passas υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις όπου τα οικονομικά και τα πολιτικά κίνητρα
μιας εγκληματικής δράσης είναι ισόρροπα, πρόκειται για μια «υβριδική» μορφή εγκλήματος, η
οποία τοποθετείται μεταξύ του «επιχειρηματικού» και του «πολιτικού» εγκλήματος. Στις
περιπτώσεις αυτές, η διαπλοκή κράτους, οργανωμένου εγκλήματος, διεθνούς πολιτικής και
διαφθοράς φθάνει σε τέτοιο σημείο, που τα δίκτυα του εγκλήματος είναι πιθανό να
συμπεριλαμβάνουν ταυτόχρονα εγκληματίες, νόμιμους επιχειρηματίες, υψηλόβαθμους δημοσίους
υπαλλήλους και πολιτικά πρόσωπα. Βλ. Nikos Passas, Cross-border crime and the interface
between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 18. Ανάλογη άποψη εκφράζει και η Makarenko
ονομάζοντας το σημείο σύγκλισης τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος «σύνδρομο της
μαύρης τρύπας». Βλ. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139.
518
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 131, όπου η αναφερόμενη
σχηματική απεικόνιση.
125

Όπως γίνεται φανερό στην ανωτέρω σχηματική απεικόνιση, το


οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και θα
μπορούσαν θεωρητικά να συγκλίνουν σε ένα κεντρικό σημείο. Το οργανωμένο
έγκλημα είναι τοποθετημένο στο τελευταίο σημείο αριστερά ενώ, η παραδοσιακή
τρομοκρατία στο τελευταίο σημείο δεξιά κατέχοντας και τα δύο διακριτές και
ξεχωριστές θέσεις. Στο κέντρο του συνεχούς βρίσκεται το σημείο «σύγκλισης»,
στο οποίο τοποθετείται μια ομάδα που εκδηλώνει ταυτόχρονα εγκληματικά και
τρομοκρατικά χαρακτηριστικά. Προσεγγίζοντας τα διάφορα επίπεδα σχέσεων
που αναπτύσσονται μεταξύ εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων,
σύμφωνα με την Makarenko519, διακρίνουμε επτά (7) κατηγορίες, η καθεμιά
από τις οποίες, τοποθετείται σε διακριτό σημείο πάνω στο συνεχές. Οι επτά
αυτές (7) κατηγορίες, θα μπορούσαν να διαμοιραστούν σε τέσσερις (4)
γενικές ομάδες: 1. στις συμμαχίες, 2. στα επιχειρησιακά κίνητρα, 3. στη
σύγκλιση και 4. στη «μαύρη τρύπα».
Το πρώτο επίπεδο σχέσης μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και
τρομοκρατίας είναι η συμμαχία, που μπορεί να επιδιώξει είτε η εγκληματική, είτε
η τρομοκρατική οργάνωση. Η φύση των συμμαχιών αυτού του είδους μπορούν
να ποικίλλουν μεταξύ της ad hoc συμμαχίας και της ανάπτυξης
βραχυπρόθεσμων έως μακροπρόθεσμων σχέσεων.
Ακόμη, οι συμμαχίες μπορούν να συμπεριλαμβάνουν δεσμούς που
αναπτύχθηκαν για διάφορους λόγους, όπως στις περιπτώσεις που χρειάζονται
ειδικές γνώσεις520 ή επιχειρησιακή υποστήριξη521. Οι συμμαχίες αυτές είναι από
πολλές απόψεις παρόμοιες μ’ αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ των νομίμων
επιχειρήσεων. Αυτό που επιδιώκουν και οι δύο ομάδες, μέσω της συμμαχίας
τους, είναι η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος που να εξυπηρετεί τους στόχους
και τις ανάγκες και των δύο.

519
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 131.
520
Κάτι τέτοιο συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις ξεπλύματος, πλαστογραφίας ή δημιουργίας
βομβών. Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 37.
521
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η συμμαχία των Ερυθρών Ταξιαρχιών με την Camorra στις
αρχές της δεκαετίας του ’80. Βλ. αναλυτικά, Chris Dishman, Terrorism, Crime and
Transformation, όπ.παρ., σελ. 53 επ.
126

Πράγματι, η συνεργασία του οργανωμένου εγκλήματος με τους


τρομοκράτες μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επωφελής για το οργανωμένο έγκλημα,
καθώς η πολιτική αποσταθεροποίηση στρέφει την καταστολή σε άλλα μονοπάτια
και δημιουργεί προσκόμματα στη διεθνή συνεργασία. Ταυτόχρονα, η
αποσταθεροποίηση ευνοεί και τα συμφέροντα των τρομοκρατών, καθώς μειώνει
την πολιτική εμβέλεια των κυβερνήσεων στους τοπικούς πληθυσμούς, με
αποτέλεσμα οι τρομοκράτες να αποκτούν ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες στη διεθνή βιβλιογραφία συμμαχίες είναι
αυτές που αναπτύσσονται στη σφαίρα επιρροής του διεθνούς εμπορίου
ναρκωτικών522. Συνεπώς, εκτός από την ανάπτυξη άμεσων συμμαχιών που
βασίζονται στην παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών, έχουν εμφανιστεί και πολύ
πιο περίπλοκες σχέσεις, οι οποίες γίνονται εμφανείς στις διεθνείς επιχειρήσεις
διακίνησης και λαθρεμπορίας μιας σειράς προϊόντων523 από παράνομες
ναρκωτικές ουσίες και όπλα μέχρι ανθρώπινες υπάρξεις μεταξύ χωρών, ακόμη
και ηπείρων524.

522
Όπως αναφέρει η Makarenko, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμμαχία του Ρωσικού
οργανωμένου εγκλήματος, που προμηθεύει όπλα στην Κολομβία, με αντάλλαγμα φορτία
κοκαΐνης. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 132. Εξαιρετικά επικερδής,
εξάλλου, σχέση, αποδείχθηκε αυτή μεταξύ της Αλβανικής mafia και του Απελευθερωτικού
Στρατού του Κοσόβου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Κόσοβο. Μετά την πτώση της
Αλβανικής κυβέρνησης το 1997, η Αλβανική mafia διασφάλισε την εξουσία της στους δρόμους
διακίνησης ηρωίνης μέσω των Βαλκανίων ενώ, την ίδια χρονική περίοδο ιδρύθηκε ο
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου για να επιδιώξει την ανεξαρτητοποίηση από τη Σερβία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Washington Times της 4ης Ιουνίου 1999, αναπτύχθηκε μία πολύ
συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της πολιτικής πτέρυγας του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου,
το Εθνικό Μέτωπο του Κοσόβου, και του αλβανικού οργανωμένου εγκλήματος, σύμφωνα με την
οποία τα κέρδη από το καρτέλ της Πρίστινα, διοχετεύονταν στον Απελευθερωτικό Στρατό του
Κοσόβου, που τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει όπλα, πολύ συχνά στο πλαίσιο συμφωνιών
«ναρκωτικά για όπλα». Για τη σχέση του εμπορίου όπλων με την ανάπτυξη οργανωμένου
εγκλήματος στη Σεβρία, βλ. επίσης, Nemanja Nenadic, Constitutional Systems, Governments and
Key Developments in Serbia 1980 – 2010, στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the
Balkan Political Context, Risk Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 98 επ., ιδίως σελ. 103 – 107.
523
Για μια ανάλυση των δικτύων που διευκολύνουν τη μεταφορά πυρηνικών υλικών, για
παράδειγμα, και τις σχέσεις που αναπτύσσονται σ’ αυτό το πεδίο μεταξύ εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων, βλ. Louise Shelley, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and
Terrorists, Global Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 – 560.
524
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στρατηγική συμμαχία που συνήψε η Ισλαμική Κίνηση
του Ουζμπεκιστάν με την Αφγανική mafia των ναρκωτικών και τις οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες της Κεντρικής Ασίας, για να διασφαλίσει ότι τα φορτία ηρωίνης θα μεταφέρονταν με
ασφάλεια μέσω του Αφγανιστάν, της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του Καυκάσου. Βλ. Tamara
Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational
Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 132.
Ειδικά για την περίπτωση της καλλιέργειας, παραγωγής και διακίνησης οπιοειδών στο
Αφγανιστάν, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μετά την σημαντική πτώση που σημειώθηκε, εξαιτίας
127

Παρά την ύπαρξη επικερδών συμμαχιών μεταξύ του οργανωμένου


εγκλήματος και της τρομοκρατίας, από το 1990 και μετά έγινε εμφανές ότι
καθεμιά από τις ομάδες αυτές επιδιώκει να αποφεύγει τη σύναψη συμμαχιών
όταν αυτό είναι δυνατό και επιλέγει «τη μετεξέλιξη της ίδιας της δομής και της
οργάνωσής της, για να μπορέσει να αναλάβει έναν μη παραδοσιακό, οικονομικό
ή πολιτικό ρόλο, παρά να συνεργαστεί με ομάδες που είναι ήδη αποτελεσματικές
σ’ αυτές τις δραστηριότητες»525. Έτσι, τόσο το οργανωμένο έγκλημα όσο και η
τρομοκρατία, έχουν αναπτύξει την ικανότητα να εμπλέκονται ταυτόχρονα σε
εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες526, με αποτέλεσμα το
οργανωμένο έγκλημα να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις πολιτικές
δραστηριότητες527 στην προσπάθειά του να χειριστεί επιδέξια τις επιχειρησιακές

της απαγόρευσής τους από την κυβέρνηση των Ταλιμπάν κατά το έτος 2000 και τον πόλεμο που
διεξήγαγαν κατά του Αφγανιστάν οι ΗΠΑ το 2001, η παραγωγή και διακίνησή τους μέχρι και το
2007 κάθε χρόνο αυξάνονταν θεαματικά. Κατά την περίοδο 2007-2009 η παγκόσμια παραγωγή
οπίου παρουσίασε τάση μείωσης (από 8,890 μετρικοί τόνοι σε 7,754 μετρικοί τόνοι), παρά το
γεγονός ότι παρέμεινε σημαντικά πάνω από την τεκμαρτή παγκόσμια ζήτηση, η οποία
ανέρχονταν στους 5,000 μετρικούς τόνους περίπου. Το 2009, το Αφγανιστάν παρήγαγε 6.900
μετρικούς τόνους οπιοειδών, που μεταφράζεται σε 89% της ετήσιας συνολικής παγκόσμιας
παραγωγής. Εξάλλου, η παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν παρουσίασε αύξηση κατά 150% το
2009 σε σχέση με το 1998. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, United Nations Publications, New York, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/unodc/en/data-and-analysis/WDR-2010.html, σελ. 20 και 32.
525
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, όπ.παρ., σελ. 43.
526
Η πραγματικότητα αυτή περιγράφεται με τον όρο «οικειοποίηση δραστηριότητα» (“activity
appropriation”). Βλ. Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia
Craig-Hart / Phil Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill,
Methods and Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International
Terrorism, όπ.παρ., σελ. 36.
527
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έχει αποδειχθεί η συμμετοχή των μαφιόζικων
οργανώσεων της Νότιας Ιταλίας σε τρεις τουλάχιστον συνωμοσίες που είχαν οργανωθεί από
ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά η Mafia ευθύνεται
για την εκτέλεση δεκάδων αστυνομικών, δικαστικών λειτουργών και πολιτικών. Το 1992
δολοφόνησε τους δικαστές Giovanni Falcone και Paolo Borsellino ενώ, η απευθείας σύγκρουση
με το κράτος κορυφώθηκε το 1993 με τη σειρά βομβιστικών ενεργειών στη Ρώμη, τη Φλωρεντία
και το Μιλάνο. Όπως σημειώνει η Jamieson, «οι παραδοσιακές οργανώσεις της Mafia έχουν
μάθει να χρησιμοποιούν τον μεγεθυντικό φακό της συμβολικής βίας για να προσεγγίσουν ένα
ευρύτερο ακροατήριο. Το 1993 η σικελική Mafia εκτέλεσε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων με τη
χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων στην ιταλική ενδοχώρα κοντά σε ιστορικές τοποθεσίες, όπως
είναι οι Uffizi Galleries στη Φλωρεντία και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού στη Ρώμη˙
είχαν καταστρωθεί σχέδια για την ανατίναξη του Κεκλιμένου Πύργου της Πίζας. Ο στόχος δεν
ήταν να εξολοθρεύσουν έναν εχθρό, αλλά να τρομοκρατήσουν την κοινή γνώμη και το
Κοινοβούλιο, για να ανακαλέσει την προσφάτως εισαχθείσα νομοθεσία κατά της Mafia». Κατά
συνέπεια, οι τρομοκρατικές τακτικές χρησιμοποιήθηκαν από τη Mafia για να στείλει ένα μήνυμα
και να προκαλέσει ανοιχτά την κυρίαρχη πολιτική ελίτ, ούτως ώστε να υπονομεύσει τις ενέργειες
και τη νομοθεσία εναντίον της. Συγκρινόμενη με οποιαδήποτε τρομοκρατική ομάδα, η Mafia
ενεπλάκη με τον τρόμο, ως ένα τακτικό εργαλείο για να πιέσει την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί
και να συμβιβαστεί μαζί της. Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and
Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 22, της ιδίας, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia
αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 275, Alexander Stille, Excellent
Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, όπ.παρ., σελ. 103 επ. και Alison
128

συνθήκες που επικρατούν σε έναν αριθμό αδύναμων Κρατών528 και οι


τρομοκρατικές ομάδες να επικεντρώνονται όλο και περισσότερο σε εγκληματικές
δραστηριότητες529.
Η βασική αιτία για την εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην
αναζήτηση της επιχειρησιακής επιτυχίας και της εσωτερικής οργανωτικής
ασφάλειας, καθώς, μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγονται τα δομικά προβλήματα
των συμμαχιών, όπως η διαφορά στις προτεραιότητες και τη στρατηγική, η
έλλειψη εμπιστοσύνης, ο κίνδυνος της αποσκίρτησης και η πιθανότητα
δημιουργίας ενός ισχυρού ανταγωνιστή.
Περαιτέρω, το σημείο της σύγκλισης αναφέρεται στην περίπτωση που οι
εγκληματικές και οι τρομοκρατικές οργανώσεις μπορούν να συγκλίνουν σε μία και
μόνο οντότητα, που αρχικά εμφανίζει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά και των δύο
ομάδων, αλλά δύναται να μετασχηματίζεται σε μια οντότητα τοποθετημένη στο
αντίθετο άκρο από εκείνο στο οποίο αρχικά ήταν τοποθετημένη. Ο
μετασχηματισμός αυτός, μάλιστα, συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό που «οι απώτεροι
στόχοι και τα κίνητρα της οργάνωσης έχουν στην πραγματικότητα αλλάξει. Σ’

Jamieson, Transnational organized crime: a European perspective, Studies in Conflict and


Terrorism, vol. 24, 2001, σελ. 379.
Για έναν εξαιρετικό απολογισμό του «πολέμου» της Ιταλίας κατά του οργανωμένου εγκλήματος,
βλ. Alison Jamieson, The Antimafia: Italy’s Fight Against Organized Crime, Macmillan, London,
2000, σελ. 1 – 235.
Σχετικά με την εμφάνιση της ιστορικής Mafia, σε μια εποχή αδυναμίας του κεντρικού κράτους και
το ρόλο που έπαιξε η σχετικά επιτυχημένη αντεγκληματική ιταλική πολιτική, που στόχευσε στη
διάρρηξη των παραδοσιακών πελατειακών σχέσεων της Mafia με το σικελικό πληθυσμό, βλ.
Louise Shelley, Mafia and the Italian State: The Historical Roots of the Current Crisis,
Sociological Forum, vol. 9, no. 4, 1994, σελ. 661 επ.
Κάτι ανάλογο συνέβη, τέλος, και στη Βραζιλία, όταν τον Απρίλιο 2002 το οργανωμένο έγκλημα
εξαπέλυσε ένα κύμα βίας, που ως αποτέλεσμα είχε την απονομή ασυλίας στους συλληφθέντες
αρχηγούς του και την απρόσκοπτη συνέχιση των εγκληματικών τους επιχειρήσεων. Βλ. Tamara
Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational
Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 134.
528
Phil Williams / Ernesto Ugo Savona (eds), The United Nations and Transnational Organized
Crime, όπ.παρ., σελ. 11. Βλ. επίσης, Roy Godson, The Political-Criminal Nexus and Global
Security, στο του ιδίου (ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around the
World, Transaction Publishers, New Jersey, 2003, σελ. 1 – 26.
529
Σύμφωνα με το Dishman, οι τρομοκράτες που εμπλέκονται με το έγκλημα «φαινομενικά
διατηρούν υπέρτερες πολιτικές επιδιώξεις, και μ’ αυτό τον τρόπο, τα παρανόμως κτηθέντα
χρήματα εξυπηρετούν μόνο ως μέσο για την αποτελεσματική εκπλήρωση των πολιτικών τους
στόχων». Η πιο συνηθισμένη εγκληματική δραστηριότητα των τρομοκρατικών οργανώσεων είναι
η εμπλοκή τους με το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, αλλά ασχολούνται επίσης με την τέλεση
μιας μεγάλης ποικιλίας εγκλημάτων, όπως η απάτη, η πλαστογραφία, η διακίνηση προϊόντων
«μαϊμού» και η εμπορία ανθρώπων σε όλες της τις μορφές. Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime
and Transformation, όπ.παρ., σελ. 47.
129

αυτές τις περιπτώσεις, οι ομάδες δεν διατηρούν πια τα προσδιοριστικά σημεία


που τις έκαναν μέχρι τώρα μια πολιτική ή μια εγκληματική ομάδα»530.
Στην πιο βασική του μορφή, το σημείο σύγκλισης συμπεριλαμβάνει
δύο ανεξάρτητες, αν και συνδεδεμένες, συνιστώσες. Πρώτον, ενσωματώνει
εγκληματικές ομάδες που εμφανίζουν πολιτικά κίνητρα531 και δεύτερον,
αναφέρεται σε τρομοκρατικές οργανώσεις που ενδιαφέρονται εξίσου για την
επίτευξη εγκληματικών κερδών, αλλά σε τελική ανάλυση αρχίζουν να
χρησιμοποιούν την πολιτική τους ρητορεία ως ένα προπέτασμα μόνο και μόνο
για να διαπράξουν εγκλήματα532. Η πρώτη κατηγορία μπορεί να διαιρεθεί
περαιτέρω σε δύο μέρη.
Το πρώτο περιλαμβάνει τις ομάδες που έχουν χρησιμοποιήσει
τρομοκρατικές τακτικές για να κερδίσουν πολιτική εξουσία, η οποία εκφράζεται
ως άμεση εμπλοκή τους στην πολιτική διαδικασία και στους κρατικούς θεσμούς,
κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα του πολιτικού ελέγχου τους.
Το δεύτερο περιλαμβάνει εγκληματικές οργανώσεις που αρχικά
χρησιμοποιούσαν την τρομοκρατία για να εγκαθιδρύσουν ένα μονοπώλιο σχετικά
με προσοδοφόρους οικονομικούς τομείς ενός κράτους. Μέσα, όμως, από τον
έλεγχο ολόκληρων οικονομικών τομέων, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικής
σημασίας φυσικών αποθεμάτων, και οικονομικών θεσμών, αυτές οι οντότητες
προβαίνουν τελικά στην απόκτηση πολιτικού ελέγχου πάνω στο ίδιο το
κράτος533.
Η διαδικασία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι στον σύγχρονο κόσμο, που
κυριαρχείται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, η οικονομική δύναμη

530
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, όπ.παρ., σελ. 48.
531
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μορφής, σύμφωνα με την Makarenko, αποτελούν οι
Ρωσικές και οι Αλβανικές εγκληματικές οργανώσεις. Σε αρκετές περιοχές της Ρωσικής
Ομοσπονδίας και της Αλβανίας οι οργανωμένοι εγκληματίες έχουν αντιληφθεί ότι προκειμένου να
κινητοποιήσουν αρκετές δυνάμεις για να αντισταθούν στο κράτος, θα πρέπει να μετακινήσουν τις
οργανώσεις τους πέραν από το χώρο της καθαρής εγκληματικότητας, που ελκύει ελάχιστα τους
πολίτες και να προσθέσουν στοιχεία πολιτικής διαμαρτυρίας. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime
– Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and
Terrorism, όπ. παρ., σελ. 136.
532
Βλ. και Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 10 – 11, όπου υποστηρίζουν ότι η διάκριση στη βάση των κινήτρων μεταξύ
τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί πλέον μια πολύ περιοριστική προσέγγιση, η
οποία μπορεί να είναι παραπλανητική.
533
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 26-27 και σελ. 232 και Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the
Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 136.
130

αποτελεί το προφανές προαπαιτούμενο για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και


συνακόλουθα, η πολιτική εξουσία υποστηρίζει τόσο τη μακροημέρευση της
οργάνωσης όσο και τις δραστηριότητές της, είτε αυτές είναι εγκληματικές είτε
πολιτικές534.
Η δεύτερη συνιστώσα του σημείου σύγκλισης αφορά τις τρομοκρατικές
οργανώσεις που έχουν εμπλακεί με τις εγκληματικές δραστηριότητες σε τέτοιο
βαθμό, που απλά διατηρούν την πολιτική τους ρητορεία ως ένα προπέτασμα για
τη διάπραξη εγκληματικών δραστηριοτήτων535 σε ευρύτερη κλίμακα.
Χωρίς να καθοδηγούνται πλέον από μια πολιτική ημερήσια διάταξη, αλλά
από τα προϊόντα του εγκλήματος, αυτές οι πρώην παραδοσιακές τρομοκρατικές
οργανώσεις συνεχίζουν να εμπλέκονται με τη χρήση των τρομοκρατικών
τακτικών για δύο, κυρίως, λόγους: 1) για να κρατήσουν την κυβέρνηση και τους
κατασταλτικούς μηχανισμούς επικεντρωμένους στα πολιτικά προβλήματα, έτσι
ώστε να μην διεξαχθούν ενδελεχείς εγκληματικές έρευνες και 2) για να
επιβληθούν έναντι των ανταγωνιστικών εγκληματικών οργανώσεων.
Επιπροσθέτως, συνεχίζοντας να επιδεικνύουν την πολιτική τους
συνιστώσα στο δημόσιο βίο, αυτές οι τρομοκρατικές οργανώσεις επιτυγχάνουν
να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους το δίκτυο υποστήριξης που είχαν θέσει
σε λειτουργία στο παρελθόν. Έτσι, επικεντρωμένες ταυτόχρονα σε εγκληματικούς
και πολιτικούς στόχους, οι οργανώσεις αυτές δύνανται να χρησιμοποιούν δύο
δικτυακά σύνολα, που τους επιτρέπουν να αλλάζουν εστίαση από τη μια
τρομοκρατική επιχείρηση σε άλλη, ή να εκτελούν πολλαπλές επιχειρήσεις
ταυτοχρόνως536.

534
Βλ. σχετικά και την εισήγηση του Orlando, τότε ∆ημάρχου Παλέρμο, σε Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους / Όλγας Τσόλκα, Οργανωμένο Έγκλημα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα,
ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 686, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «Πριν από κάποια χρόνια ο αγώνας
κατά του οργανωμένου εγκλήματος και της Mafia ήταν αδύνατος. Η Mafia ήλεγχε όλη τη χώρα.
Υπήρχε μια έντονη διαπλοκή πολιτικής και Mafia, καθώς και πολιτικής και δικαιοσύνης, που είχε
ως επακόλουθο τη δύναμη και τη βία. Στόχος δεν ήταν μόνο τα χρήματα, αλλά η δύναμη και η
εξουσία, η απόκτηση των οποίων διευκολυνόταν με την άσκηση ενός δραστικού οικονομικού
ελέγχου. ∆εδομένου ότι υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες σημαντικά στελέχη της Mafia ήταν
παράλληλα και σημαντικά κομματικά στελέχη, διαμορφώθηκε στην κοινωνία η πεποίθηση ότι τα
κόμματα αποτελούσαν στην ουσία εγκληματικές ενώσεις».
535
Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται από την αλλοδαπή βιβλιογραφία ο όρος «εγκληματική
τρομοκρατία» (“criminal terrorism”). Για τον όρο αυτό βλ. αντί άλλων Dennis Pluchinsky,
Terrorism in the Former Soviet Union: A Primer, a Puzzle, a Prognosis, Studies in Conflict and
Terrorism, vol. 21, no. 2, 1998, σελ. 123 – 124.
536
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αποτελούν η Ισλαμική Κίνηση του
Ουζμπεκιστάν και ο Abu Sayyaf. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing
the Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 137.
131

Η «μαύρη τρύπα» αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αδύναμα


ή «αποτυχημένα» Κράτη υποθάλπουν τη σύγκλιση μεταξύ του
παγκοσμιοποιημένου οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και
δημιουργούν καταφύγια για τη μακροημέρευση των επιχειρήσεων των νέων
«υβριδικών» οργανώσεων537.
Το «σύνδρομο της μαύρης τρύπας» συμπεριλαμβάνει δύο καταστάσεις.
Πρώτον, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα αρχικά κίνητρα των οργανώσεων
που συμμετείχαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο μετεξελίσσονται από την προσπάθεια
επίτευξης πολιτικών στόχων στην πρωταρχική εστίαση στην επίτευξη
εγκληματικών σκοπών. Και δεύτερον, τις περιπτώσεις εμφάνισης ενός κράτους
«μαύρης τρύπας», ενός κράτους δηλαδή που έχει ήδη καταληφθεί και ελέγχεται
στις βασικές του λειτουργίες από μία «υβριδική», κατά τα ανωτέρω,
οργάνωση538.
Το κοινό στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι ότι αποτελούν τον απόλυτο
κίνδυνο στις δυνατότητες σύγκλισης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας, καθώς αποκαλύπτουν ακόμη και τη δυνατότητα εκκίνησης ή
προαγωγής μιας κατάστασης εμφυλίου ή τοπικού πολέμου539, με σκοπό τη
διασφάλιση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος συγκεκριμένων έκνομων
συμφερόντων.

537
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Το Πολυεθνικό Έγκλημα – ∆ομή και Προοπτική, Νομικά
Χρονικά ∆ικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Μαγκλαρά, τεύχος 2ο, Ιούνιος
2001, σελ. 5, όπου υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να μιλάμε πλέον για «οργανωμένο έγκλημα»,
που ως μορφή είναι ξεπερασμένη ιστορικά, αλλά για «πολυεθνικό έγκλημα», το οποίο είναι
εντελώς διάφορο ποιοτικά, καθώς «τα ίδια τα κράτη παράγουν και πωλούν έγκλημα, με εθνική
συστηματικότητα και κινητοποίηση των ιδίων των κρατικών δομών, θεσμών και λειτουργιών».
Εξάλλου, για τις περιπτώσεις που το έγκλημα οργανώνεται από κρατικούς μηχανισμούς και
πολλές φορές αποτελεί άτυπη κρατική πολιτική, παραβιάζοντας συγχρόνως την έννομη τάξη, βλ.
William Chambliss, State – Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Transnational Crime,
Dartmouth, Aldershot, 1998, σελ. 255 επ.
538
Η Makarenko αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης το κράτος της
Βόρειας Κορέας και το κράτος του Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών
στρατευμάτων το 1989 και την κατάληψη της εξουσίας από τους πολέμαρχους της Βόρειας
Συμμαχίας, οι οποίοι μέσω της άμεσης κατάληψης της πολιτικής εξουσίας υποστήριζαν τις
επιχειρήσεις τους στον τομέα της παραγωγής και της διακίνησης οπιοειδών, στο λαθρεμπόριο
όπλων και της παράνομη διακίνηση μιας σειράς νομίμων προϊόντων. Βλ. Tamara Makarenko,
The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime
and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139. Ειδικά για την άμεση εμπλοκή του κράτους της Βόρειας
Κορέας με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ιδιαίτερα ηρωίνης και μεταμφιταμινών και τη σχέση του
με την εγκληματική οργάνωση που είναι γνωστή ως “Bureau 39”, βλ. ιδίως, Raphael Perl, State
Crime: The North Korean Drug Trade, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 117 – 128.
539
Για το ρόλο που παίζει η πολιτική αστάθεια στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, βλ.
United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ.
232.
132

Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η δυναμική των εμφυλίων πολέμων, όπως


ακριβώς και η δυναμική του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, έχει
αλλάξει. Έχουν μετεξελιχθεί από πολέμους που διεξάγονταν για ιδεολογικούς ή
θρησκευτικούς σκοπούς σε πολέμους που εκβιάζονται από εγκληματικά
συμφέροντα και περιφρουρούνται από τρομοκρατικές τακτικές. Οι εμφύλιοι
πόλεμοι που ξεσπούν και φαίνονται να έχουν πολιτικούς στόχους
μεταλλάσσονται σε διαμάχες στις οποίες τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά
συμφέροντα παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο. Ενώ η ιδεολογία και η ταυτότητα
παραμένουν σημαντικές για την κατανόηση της διαμάχης, στην πραγματικότητα,
μπορεί να μην αποκαλύπτουν το εύρος ολόκληρης της αλήθειας540.
Έτσι, εγκληματικές οργανώσεις με πολιτικά κίνητρα ή «οικονομικές»
τρομοκρατικές οργανώσεις541 διαιωνίζουν την ύπαρξη και τις δραστηριότητές
τους προωθώντας την εγχώρια ή τοπική αποσταθεροποίηση. Ανεξαρτήτως του
γεγονότος, ότι οι πολιτικοί στόχοι μπορεί να έπαιξαν κάποιο ρόλο στην αρχική
έκρηξη της αστάθειας, μετά από μικρό χρονικό διάστημα καθίσταται σαφές ότι τα
οικονομικά κίνητρα προηγούνται.
Οι τρομοκρατικές τακτικές χρησιμοποιούνται για να υποστηρίξουν
εγκληματικές δραστηριότητες και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πολλοί
εμφύλιοι πόλεμοι υπό εξέλιξη ενδύονται μια ιδεολογική ρητορεία, προκειμένου να
διασφαλίσουν μια κάποια νομιμοποίηση και να δημιουργήσουν μια μόνιμη
δεξαμενή νέων στρατολογήσεων. Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι
αυτοί οι μη κρατικοί παράγοντες δημιουργούν εναλλακτικές οικονομικές και
πολιτικές δομές542, όταν δεν υπάρχει ένα ισχυρό κεντρικό κράτος543. Συχνά, οι

540
Όπως ορθά επισημαίνουν οι Bovenkerk και Chakra «όσον αφορά την έκθεση στον πειρασμό,
μακροπρόθεσμα η απληστία τείνει να είναι πιο ισχυρή από την ιδεολογία». Βλ. Frank Bovenkerk /
Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 13 και Brynjar Lia / Katja
Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, όπ.παρ.,
σελ. 51, οι οποίες σημειώνουν ότι πιο πιθανή από τη στενή συνεργασία οργανωμένου
εγκλήματος και τρομοκρατίας είναι ο μετασχηματισμός της τρομοκρατίας σε οργανωμένο
έγκλημα.
541
Ο όρος που χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις από την αλλοδαπή βιβλιογραφία είναι
«οικονομική τρομοκρατία» (“economic terrorism”). Για τον όρο αυτό βλ. Glenn Schweitzer /
Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and Weapons of Mass Destruction,
όπ.παρ., σελ. 35.
542
Το νέο αυτό στοιχείο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως «κοινωνικός αταβισμός», αφού ένα
χαρακτηριστικό στοιχείο του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, αυτό της αντιποίησης
ορισμένων κρατικών λειτουργιών και της εμπέδωσης, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, μιας
δυαδικής μορφής εξουσίας, το οποίο φαινόταν να έχει εκλείψει στις νέες μορφές οργανώσεων,
όπως έχουμε ήδη αναδείξει στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο της παρούσας μελέτης, επανεμφανίζεται
δυναμικά. Στην πραγματικότητα, οι ιστορικές συνθήκες στις οποίες επανεμφανίζεται είναι
διαφορετικές και συνεπώς και η εσωτερική του λειτουργία διαφοροποιημένη σε σχέση με το
133

εγκληματικές και οι τρομοκρατικές οργανώσεις που δρουν στο πλαίσιο ασθενών


κρατικών δομών544, έχουν ήδη επιτύχει να εγκαταστήσουν de facto κυβερνήσεις,
οι οποίες μιμούνται τα χαρακτηριστικά των επίσημων κρατικών δραστηριοτήτων,
παρά το γεγονός ότι διαιωνίζουν την εμπλοκή τους με δραστηριότητες που
θεωρούνται παράνομες από τις επίσημες κρατικές δομές545.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η άποψη του συνδρόμου της «μαύρης
τρύπας» αποτελεί τη φυσική μετεξέλιξη των πολιτικών εγκληματικών
οργανώσεων και των εμπορικών τρομοκρατικών ομάδων, που καταφέρνουν να
κερδίσουν τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο πάνω σε ένα τμήμα της
επικράτειας κάποιου συγκεκριμένου κράτους ή και πάνω σε ολόκληρο το κράτος.
Στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα περιβάλλον που να βοηθά τις
εγκληματικές τους δραστηριότητες, αυτές οι οντότητες μπορεί να επιδιώξουν να
προκαλέσουν την αστάθεια546 και τον όλεθρο στις περιοχές όπου διεξάγουν τις
κύριες επιχειρήσεις τους.
Εντούτοις, μια επιτυχημένη εγκληματική οργάνωση με πολιτικά
ενδιαφέροντα, ή μια εμπορική τρομοκρατική οργάνωση, θα προκαλέσει τη
νομιμοποίηση του κράτους και εντέλει, θα επιδιώξει να υποκαταστήσει το κράτος
σε πολλές, αν όχι όλες, τις λειτουργίες του547. Έτσι, οι οργανώσεις που
αναπτύσσονται μέσα στο περιβάλλον μιας «μαύρης τρύπας» υποκινούνται
εξίσου από την οικονομική συσσώρευση, τον έλεγχο της περιοχής και των
ανθρώπων της, την ελευθερία κίνησης και δράσης και τη νομιμοποίηση. Όλα

παρελθόν. Εν κατακλείδι, αντί για «κοινωνικό αταβισμό» αποτελεί μάλλον απόδειξη της
διαλεκτικής υπέρβασης του προηγούμενου σταδίου.
543
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 139 – 140, όπου αναφέρονται
αναλυτικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα και υπάρχουν εκτενείς βιβλιογραφικές
παραπομπές.
544
Για τα «αδύναμα κράτη» και τη σχέση τους με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα,
βλ. Brynjar Lia / Katja Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the
Literature, όπ.παρ., σελ. 61 – 63.
545
Για τη σύγχυση της διάκρισης μεταξύ εγκλήματος, κατασκοπίας και πολιτικής δεξιοτεχνίας,
που από σποραδική λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος, τείνει να καταστεί βασική του
πολιτική, βλ. Mark Galeotti, Introduction: Global Crime Today, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 6 – 7.
546
Για τη σχέση των ένοπλων συγκρούσεων και της τρομοκρατίας, βλ. ιδίως, Brynjar Lia / Katja
Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, όπ.παρ.,
σελ. 63 – 70.
547
∆ε θα πρέπει να μας διαφεύγει και η επιρροή που οι όποιες συμμαχίες με εγκληματικές
οργανώσεις ασκούν στο ίδιο το κράτος, το οποίο τείνει να «εγκληματοποιείται» τόσο αναφορικά
με τις κρατικές υπηρεσίες όσο και με τα πολιτικά του κόμματα. Χαρακτηριστική σ’ αυτό το επίπεδο
είναι η περίπτωση της Ινδονησίας, βλ. αναλυτικά Romain Bertrand, “Behave Like Enraged Lions”:
Civil Militias, the Army and the Criminalisation of Politics in Indonesia, Global Crime, vol. 6, no. 3
& 4, 2004, σελ. 325 – 344.
134

αυτά τα στοιχεία μαζί αναπαριστούν μια χρησιμοποιήσιμη δύναμη, τη δύναμη του


προσδιορισμού και της κατανομής των αξιών και των πλουτοπαραγωγικών
πηγών σε μια δεδομένη κοινωνική δομή.

2.2. ∆ιάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με το οικονομικό


έγκλημα

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έδωσε νέες ευκαιρίες για τη διάπραξη


εγκλημάτων548, ενώ, οι νέες τεχνολογίες κατέστησαν δυνατή τη διαμόρφωση
εγκληματικών δικτύων χωρίς καν την ανάγκη φυσικής επαφής μεταξύ των
εγκληματιών549. Οι εξελίξεις αυτές, κατά την άποψή μας, ενδέχεται να οδηγήσουν
στη συγκρότηση «εικονικών συμμοριών» (“virtual gangs”) στο άμεσο μέλλον, των
οποίων τα μέλη δεν θα βρίσκονται απλά σε κάποια άλλη πόλη, αλλά μπορεί να
κατοικούν ακόμη και σε άλλη χώρα, χωρίς ουδέποτε να έχουν συναντηθεί μεταξύ
τους. Αν, ταυτόχρονα, ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το οικονομικό έγκλημα
διαπράττεται όλο και περισσότερο σε οργανωμένη βάση550, η διάκρισή του από
το οργανωμένο έγκλημα καθίσταται ακόμη πιο δυσχερής551.
Εξάλλου, υποστηρίζεται552 ότι οι δραστηριότητες του οργανωμένου
εγκλήματος ενθαρρύνονται από την ύπαρξη μεγάλων περιοχών ανεπίσημης
οικονομίας ενώ, μπορεί να ευνοούνται και από τη χρήση ανορθόδοξων
πρακτικών, οι οποίες κυριαρχούν στην επίσημη οικονομία. Υπό αυτή την έννοια,
το οργανωμένο έγκλημα «δεν διαφθείρει τις αγορές, αλλά διαφθείρεται από
αυτές», καθώς παρατηρείται ένας αριθμός ανταλλαγών και «αμοιβαίας

548
Βλ. αναλυτικά, Mark Findlay, The Globalisation of Crime: Understanding Transitional
Relationships in Context, Cambridge University Press, Cambridge, 1999, ιδίως σελ. 94 επ.
549
Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 21
και 79 και Peter Grabosky, The Global Dimension of Cybercrime, όπ.παρ., σελ. 146 – 155.
550
Όπως ορθά οι di Nicola και Scartezzini επισημαίνουν, ότι όσο πιο περίπλοκο είναι το
επιχειρησιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι εγκληματίες, τόσο μεγαλύτερη επαγγελματική
εμπειρία χρειάζονται οι ίδιοι και τόσο πιο εκτεταμένη οργανωτική δομή απαιτείται για να
διαπράξουν τα εγκλήματά τους. Συνεπώς, ο λόγος που τα οικονομικά εγκλήματα μεγάλης
κλίμακας χρειάζονται οργάνωση είναι γιατί με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα
αποτελέσματα και να μειωθεί η διακινδύνευση. Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini,
When economic crime becomes organized: the role of information technologies. A case study,
Criminal Justice Journal of the Institute of Criminology, University of Sydney, Faculty of Law, vol.
11, no. 3, 2000, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
www.eprints.biblio.unitn.it/archive/00000188/01/Economic_crime.pdf, σελ. 2.
551
Ibid, σελ. 1.
552
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 25.
135

επιχειρησιακής προαγωγής», όταν το οργανωμένο έγκλημα έρχεται σε επαφή με


το οικονομικό έγκλημα553.
Μια πρώτη σύγκριση των εννοιών, μας οδηγεί ευχερώς στη διαπίστωση
της βασικής ομοιότητας που υπάρχει ανάμεσα στο οργανωμένο και το οικονομικό
έγκλημα. Η ομοιότητα αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι και οι δυο αυτές μορφές
εγκληματικής δράσης εκδηλώνονται στο έδαφος της οικονομικής ζωής. Σε γενικές
γραμμές, η ίδια επιχειρηματική αντίληψη διαπερνά και τις δυο αυτές εγκληματικές
εκφάνσεις, οι οποίες μοιράζονται τον κοινό στόχο της επίτευξης του μέγιστου
δυνατού κέρδους.
Περαιτέρω, και οι δυο εγκληματικές μορφές εκδηλώνονται και ακμάζουν
ως παρασιτικά οικονομικά φαινόμενα, αφού δεν δημιουργούν υπεραξία ενώ,
τείνουν να διαβρώνουν τους οικονομικούς τομείς που θεωρούνται ιδιαίτερα
επικερδείς554.
Εξάλλου, με εξαίρεση τη χρήση βίας555 από την πλευρά του οργανωμένου
εγκλήματος, χρησιμοποιούνται και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια μέσα και οι ίδιες
μέθοδοι δράσης (εξαγορά, αθέμιτες παροχές, εκμαυλισμός συνειδήσεων). Τόσο
το οικονομικό όσο και το οργανωμένο έγκλημα στηρίζονται σε δίκτυα με επαφές
στο χώρο της νόμιμης οικονομίας, σχεδιάζουν τα εγκλήματά τους με λογικό
τρόπο προσπαθώντας να ζυγίσουν τα οφέλη και τους κινδύνους, σε σχέση με το
πλεονέκτημα που θα επιτύχουν στην αγορά ενώ, για την τέλεση των εγκλημάτων
αυτών απαιτείται επαγγελματισμός556 και εξειδίκευση557.
Οι σημαντικές ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο μορφών εγκληματικής
δράσης, έχουν οδηγήσει μερίδα της θεωρίας στη διατύπωση της άποψης, ότι δεν

553
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 22.
554
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
555
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και αυτή η ποιοτική διαφορά του οργανωμένου εγκλήματος
σε σχέση με το οικονομικό έγκλημα τείνει να αρθεί, καθώς το χρήμα αποτελεί όλο και
περισσότερο, εκτός από στόχο, και μέσο των εγκληματικών οργανώσεων για την ανάπτυξη και
την περαιτέρω εξάπλωση των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να
διευρύνεται όλο και περισσότερο η προσφυγή τους στη διαφθορά. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 223 επ. ιδίως σελ. 235 – 242.
556
Για τον κρίσιμο ρόλο του επαγγελματισμού για την εκμετάλλευση από το οργανωμένο έγκλημα
των δυνατοτήτων που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, βλ. Sabrina Adamoli /
Andrea di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World, HEUNI,
(The European Institute for Crime Prevention and Control, affiliated with the United Nations),
Helsinki, 1998, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.heuni.fi/uploads/mmadzpnix.pdf., σελ. 10.
557
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
136

υπάρχουν σήμερα, ουσιώδεις τουλάχιστον, διαφορές ανάμεσα στο οργανωμένο


και το οικονομικό έγκλημα558, με άμεση συνέπεια να μην ενδείκνυται ο
διαχωρισμός τους, ως δύο διαφορετικών εγκληματικών μεγεθών, αφ’ ης στιγμής
και τα δύο αντλούν τη δύναμή τους από την παρανομία στο πλαίσιο της
οικονομικής ζωής.
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, το χρήμα και η ισχύς, η οποία
συναρτάται άμεσα μαζί του, τα οποία αποκτώνται με την ελαχιστοποίηση της
κρατικής παρέμβασης, κατέχουν την κεντρική θέση, ενώ είναι μάλλον αδιάφορος
ο τρόπος απόκτησής τους. Κατά συνέπεια, η αντεγκληματική πολιτική θα πρέπει
να περιστρέφεται γύρω από το με ποιον τρόπο θα ανακοπεί η εισροή του
χρήματος στα χέρια ανθρώπων, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα
αποκτήσουν τέτοια δύναμη559, η οποία θα είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο ακόμη
και τα θεμέλια της κοινωνικής δομής560.
Παρά τον πυρήνα αλήθειας που ενέχει η ανωτέρω θεώρηση, και το
γεγονός ότι υπογραμμίζει την επικινδυνότητα του οικονομικού εγκλήματος και
των εγκλημάτων του «λευκού περιλαιμίου» (“white collar crimes”)561, είναι μάλλον
ισοπεδωτική562, καθώς, κατά την άποψή μας, διαφορές ανάμεσα στο
οργανωμένο και το οικονομικό έγκλημα υπάρχουν και μάλιστα σημαντικές563.

558
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 50, Γεωργίου Χλούπη,
Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 1033 – 1035,
Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, όπ.παρ., σελ.
100 και Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: the view from Britain,
όπ.παρ., σελ. 61.
559
Η «διεθνής διάσταση» που αποτελεί πολύ συχνό πλέον χαρακτηριστικό των εγκληματικών
οργανώσεων, ήλθε να εμπλουτίσει μια έννοια ήδη πλούσια και να της προσδώσει στοιχεία
διεθνούς συνωμοσίας. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 157.
560
Υποστηρίζεται ότι παρατηρείται ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μια τάση να
προσδίδεται στο οργανωμένο έγκλημα μια δύναμη διάβρωσης των θεσμών του σύγχρονου
κράτους, που στην πραγματικότητα δεν διαθέτει. Η αντιμετώπισή του, εξάλλου, σε πολλές
δικαιοταξίες εντάσσεται στο πλαίσιο των ζητημάτων Εθνικής Ασφάλειας, καθώς του έχει
προσδοθεί μια συμβολική λειτουργία αντίστοιχη με αυτή της «Αυτοκρατορίας του Κακού» στα
χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Βλ. ενδεικτικά, John Broome, Transnational Crime in the 21st
century, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational
Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000, www.aic.gov.au. Πρβλ. Thomas
Weigend, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 2, ο
οποίος επισημαίνει ότι: «μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το γεγονός ότι η
οργανωμένη εγκληματικότητα υπερτονίζεται και δαιμονοποιείται, αναγόμενη ενίοτε στη,
μεγαλύτερη απειλή του κοινωνικού και οικονομικού μας βίου»
561
Για το ιστορικό υπόβαθρο της διάκρισης αυτής βλ. Dwight C. Smith Jr., Wickersham to
Sutherland to Katzenbach: Evolving an “Official” Definition for organized crime, όπ.παρ., σελ.
144.
562
Βλ. σχετικά Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
563
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
123, ο οποίος τονίζει ότι το οικονομικό έγκλημα είτε έχει ευρύτερο περιεχόμενο από το
137

Αρχικά, σε επίπεδο ορολογίας, οι όροι «οικονομικό έγκλημα» και


«οργανωμένο έγκλημα» αναφέρονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Ο πρώτος,
χαρακτηρίζει τομείς δραστηριοτήτων και κατηγορίες πράξεων, ενώ, ο δεύτερος,
χαρακτηρίζει έναν τρόπο δράσης564. Εξάλλου, το γεγονός ότι η οικονομική ζωή
αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις ένα πεδίο δράσης του οργανωμένου
εγκλήματος, λόγω της δυνατότητας υψηλής κερδοφορίας, δεν τις καθιστά
ταυτόσημες έννοιες.
Περαιτέρω, σε επίπεδο οργανωτικής δομής, το οργανωμένο έγκλημα
απαιτεί τη σύμπραξη περισσοτέρων ανθρώπων565, ενώ το οικονομικό έγκλημα
μπορεί να τελεστεί και από ένα μόνο άτομο. Εξ αυτού του λόγου, το μέγεθος της
επικινδυνότητας διαφοροποιείται σφόδρα, όταν αντιπαρατίθεται η μεμονωμένη
δράση στην ομαδική εγκληματική δραστηριότητα. Εξάλλου, σε αντίθεση με ότι
συμβαίνει στο οικονομικό έγκλημα, οι ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος
αποβλέπουν σε μια αδιάκοπη διάρκεια, και σχεδόν ποτέ δεν αποτελούν τυχαία
συνεύρεση ή ad hoc σύμπραξη κακοποιών.
Ακόμη, τα άτομα που εμπλέκονται στο οικονομικό έγκλημα, σε αντίθεση με
τους οργανωμένους εγκληματίες, δεν συνδέονται με δεσμούς πίστης με τους
συνεργάτες τους και ως εκ τούτου, η δικτύωσή τους είναι ανεξάρτητη από την
εθνική ή πολιτισμική εγγύτητά τους. Εξάλλου, η παράνομη διαχείριση των
πληροφοριών είναι πιο εύκολη για το οικονομικό έγκλημα σε σχέση με το
οργανωμένο έγκλημα, ακριβώς λόγω της εμπλοκής της πλειοψηφίας των
οικονομικών εγκληματιών με τις νόμιμες επιχειρήσεις566.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το οικονομικό έγκλημα ως χώρο δράσης έχει
τη νόμιμη αγορά, της οποίας εκμεταλλεύεται τις κανονιστικές ή άλλες αδυναμίες,

οργανωμένο έγκλημα (π.χ. η επιχειρηματική δομή δεν είναι πάντοτε αναγκαία για την τέλεση
οικονομικών εγκλημάτων, αφού αυτά μπορούν να διαπραχθούν και από μεμονωμένους δράστες)
είτε στενότερο, αφού το οργανωμένο έγκλημα στις επί μέρους εκφάνσεις του δεν εξαντλείται στις
τυπικές μορφές του οικονομικού εγκλήματος, αλλά περιλαμβάνει ex definitione δραστηριότητες,
όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και η διαφθορά. Βλ. επίσης σχετικά, Günther Kaiser,
Kriminologie, όπ.παρ., σελ. 412 – 413, § 38.3, αρ. περιθ. 19 και David Nelken, White-Collar
Crime, στο Mike Maguire / Rod Morgan / Robert Reiner (eds), The Oxford Handbook of
Criminology, (2nd edition), Claredon Press, Oxford, 1997, σελ. 898 – 890, ο οποίος υποστηρίζει
ότι το οικονομικό αποτελεί μια ειδικότερη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος.
564
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 49.
565
Τουλάχιστον τριών (3) σύμφωνα με την τυποποίησή του στα διάφορα νομοθετικά κείμενα ή
τουλάχιστον πέντε (5), όπως υποστηρίζει ο Νικόλαος Λίβος, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και
δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 52.
566
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
138

καθώς και τα όποια θεσμικά κενά της567, προκειμένου να επιτευχθούν οι


επιχειρηματικοί του στόχοι, με αποτέλεσμα, από αυτή την οικονομική
δραστηριότητα να παράγονται μεν νόμιμα αγαθά, αλλά για τη διάθεσή τους να
επιλέγεται η παρανομία. Από την άλλη μεριά, το οργανωμένο έγκλημα κινείται
εξολοκλήρου στο χώρο της παράνομης αγοράς568, ενώ, παράγει ως προϊόντα
του τα ίδια τα εγκλήματα, τα οποία συντηρούν και αναπαράγουν τον εγκληματικό-
επιχειρηματικό του ιστό. Συνεπώς, το οργανωμένο έγκλημα διαπράττεται από
παράνομες επιχειρήσεις και απευθύνεται, πρωτίστως, στην εγκληματική αγορά
και μόνο δευτερευόντως, στη νόμιμη αγορά. Ενώ, αντίθετα, το οικονομικό
έγκλημα διαπράττεται από νόμιμες επιχειρήσεις και απευθύνεται κατ’ αρχήν, στη
νόμιμη αγορά και μόνο δευτερευόντως, στην παράνομη αγορά569. Συνεπώς,
παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση ως προς τους επιδιωκόμενους
σκοπούς. Έτσι, στόχος του οργανωμένου εγκλήματος είναι η κεφαλαιοποίηση
του κέρδους από τις παράνομες επιχειρήσεις του, σε αντίθεση με το οικονομικό
έγκλημα, για το οποίο δεν αποτελεί στόχο η παραβίαση του νόμου570.
Από μια άλλη οπτική, το οργανωμένο έγκλημα εισέρχεται στο χώρο των
νόμιμων αγορών, προκειμένου να βελτιώσει τη θέση του στην παράνομη αγορά,
ενώ, οι νόμιμες επιχειρήσεις παραβιάζουν το νόμο για να βελτιώσουν τη θέση
τους στη νόμιμη αγορά571.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Paoli572, η ίδια η παράνομη αγορά θέτει
συγκεκριμένα όρια στη δράση του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς από τη
στιγμή που τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχει είναι απαγορευμένα, οι
προμηθευτές των παράνομων αγορών δεν δύνανται να καταφύγουν στις κρατικές
αρχές για να επιβάλλουν τα συμβόλαια που έχουν συνάψει ούτε μπορούν να
επιτύχουν τη δίωξη των παραβάσεων αυτών των συμβολαίων573, με αποτέλεσμα
τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα να προστατεύονται ελάχιστα, τα συμβόλαια εργασίας

567
Βλ. Klaus Tiedemann, Wirtschafts-strafrecht. Einführung und Allgemeiner Teil mit wichtigen
Rechtstexten, (3te Auflage), Reihe: Academia iuris, Carl Heymann Verlag, Köln, 2010, σελ. 15
επ.
568
Βλ. Μαρίνου Σκανδάμη, Η Τοκογλυφία. ∆ιαχρονική – εγκληματολογική προσέγγιση, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 108.
569
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, στο Hans Sjögren / Göran Skogh (eds),
New Perspectives on economic crime, Edward Elgar Publishing, Cheltenham – Massachusetts,
2004, σελ. 13.
570
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 13.
571
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 13.
572
Βλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ., σελ. 225.
573
Βλ. σχετικά και Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
139

να μην μπορούν να τυποποιηθούν και να αποθαρρύνεται ισχυρά η ανάπτυξη


μεγάλων, τυπικά οργανωμένων και διαρκών εγκληματικών εταιριών.
Το οικονομικό έγκλημα, τέλος, έχει σχετικά περιορισμένο πεδίο δράσης σε
σύγκριση με τον απεριόριστο ή πάντως ευρύτερο χώρο δραστηριοποίησης του
οργανωμένου εγκλήματος.

Συμπέρασμα 2ης Ενότητας

Στην ανάπτυξη που προηγήθηκε, παρουσιάσαμε αναλυτικά τις σημαντικές


δυσχέρειες που ενέχει η οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και των
συγγενών με αυτό, φαινομένων της τρομοκρατίας και του οικονομικού
εγκλήματος. Για κανένα από τα τρία αυτά εγκληματικά φαινόμενα δεν έχει
καταστεί δυνατή η διατύπωση ενός οικουμενικά αποδεκτού ορισμού.
Το ήδη δύσκολο έργο της διάκρισης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος,
της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος, φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο,
εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μια σειρά πολιτικών, οικονομικών και
τεχνολογικών εξελίξεων, όπως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η
παγκοσμιοποίηση και η επανάσταση των επικοινωνιών και της πληροφορικής,
έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, τόσο για την μετεξέλιξη αυτών των
εγκληματικών φαινομένων, όσο και για την ανάπτυξη μεταξύ τους, διαφόρων
επιπέδων και μορφών συνεργασίας.
Η ιστορικότητα των ανωτέρω εγκληματικών φαινομένων είναι δεδομένη.
Οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, εξάλλου, στις οποίες οφείλεται
η μετεξέλιξη και η εμφάνιση νέων επιπέδων και μορφών συνεργασίας, αλλά και
αντίθεσης μεταξύ τους και στις οποίες αναφερθήκαμε αναλυτικά στην
προηγηθείσα ανάπτυξη, αποτελούν αδιαμφισβήτητα και ιστορικές εξελίξεις. Έτσι,
προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση και η διάκριση μεταξύ του
οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος,
αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε μια χρονική μεταβλητή. Ως χρονικό σημείο
τομής δεχθήκαμε574 το έτος 1990, από το οποίο και εντεύθεν, έγιναν ευρέως
αντιληπτά τα αποτελέσματα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και της
επανάστασης της πληροφορικής και ονομάσαμε τις προ του 1990 εγκληματικές

574
Με τη σχετική αυθαιρεσία, ομολογουμένως, που διέπει κάθε προσπάθεια ιστορικής
περιοδολόγησης.
140

οργανώσεις, «ιστορικές» ή «παραδοσιακές», ενώ, τις μετά το 1990 αντίστοιχες


οργανώσεις, «σύγχρονες» ή «παγκοσμιοποιημένες». Κατόπιν, η σύγκριση που
επιχειρήσαμε έγινε σε δύο χρονικά επίπεδα, το «ιστορικό» και το «σύγχρονο».
Από την προσέγγιση αυτή, αναφάνηκαν ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές,
ιδίως, κατά την σύγκριση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Στην περίπτωση, όμως, της σύγκρισης μεταξύ οργανωμένου και οικονομικού
εγκλήματος, οι διαφοροποιήσεις δεν ήταν τόσο σημαντικές, αφού και τα δύο αυτά
εγκληματικά φαινόμενα εκδηλώνονται στο έδαφος της οικονομικής ζωής και
φάνηκαν να επηρεάζονται με ανάλογο τρόπο από τις ευρύτερες οικονομικές,
κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Εξαιτίας της ομόρροπης εξέλιξης και των δύο
αυτών φαινομένων δεν φάνηκαν να επηρεάζονται, τουλάχιστον με δραματικό
τρόπο, οι δυνατότητες και οι τρόποι επαφής μεταξύ τους.
Ειδικότερα, από τη σύγκριση των «ιστορικών» εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων, προέκυψε ότι τα κοινά στοιχεία που μοιράζονται τα
δύο φαινόμενα είναι καταρχήν, ότι και οι δύο τύποι οργανώσεων θεωρούνται
«εγκληματικοί» στο πλαίσιο του διεθνούς νόμου. Σε επίπεδο οργανωτικής δομής,
και στις δύο μορφές εγκληματικής δραστηριότητας υπάρχει συστηματική και
σταθερή δράση και παρατηρείται, συχνά, κάποια ιεραρχία, τουλάχιστον στα
ηγετικά τους κλιμάκια. Εξάλλου, μια πιο οριζόντια διάρθρωση χρησιμοποιείται,
συνήθως, για τα μεσαία και κατώτερα στρώματά τους. Η χρήση βίας για την
επίτευξη των στόχων τους, αποτελεί, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό. Σε
επιχειρησιακό επίπεδο, χρησιμοποιείται, συνήθως, «πυρηνική δομή», στοιχείο
που αναδεικνύει εμφαντικά την κοινή προσπάθεια να αποφευχθεί η αποκάλυψη
των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους από τις διωκτικές αρχές.
Το γεγονός ότι και τα δύο είδη οργανώσεων υποχρεώνονται να
λειτουργούν στο πιο ζοφερό τμήμα της κοινωνίας, συνεπάγεται αυξημένες
πιθανότητες επαφής και αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Έτσι, η σύναψη
συμμαχιών μεταξύ τους φαίνεται αρκετά πιθανή, τουλάχιστον, στο επίπεδο του
αμοιβαίου κέρδους, καθώς, εξαιτίας του modus operandi τους, οι οργανώσεις και
των δύο τύπων χρειάζονται την παροχή συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών,
όπως τα όπλα, τα πλαστά διαβατήρια και η παροχή εξειδικευμένων
πληροφοριών σχετικά με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τα οποία μπορούν να
αποκτηθούν μέσω της εμπορίας ή ακόμη και της διαμοίρασης των πόρων μεταξύ
των οργανώσεων. Εξάλλου, είναι σχετικά συχνή, στην πράξη, η χρήση της
141

εξειδικευμένης πείρας στο επιχειρησιακό επίπεδο, η οποία διαμοιράζεται μεταξύ


των δύο τύπων οργανώσεων, κατόπιν επωφελών και για τους δύο τύπους
οργάνωσης συμφωνιών.
Η μεγάλη ποικιλία αντικειμενικών στόχων, όμως, που χαρακτηρίζει και
τους δύο τύπους οργανώσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βασίζονται,
συχνά, στους ίδιους προμηθευτές, μέσα μεταφοράς, υποδομές και πηγές
εισοδήματος, δημιουργεί, εκτός από δυνατότητες συνεργασίας, και μια δομική
ένταση, η οποία ενδέχεται να καταλήξει σε ανηλεή ανταγωνισμό.
Ο επιδιωκόμενος τελικός στόχος των δύο τύπων οργανώσεων αποτελεί
την ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους. Έτσι, για μια τρομοκρατική οργάνωση, δεν
αποτελεί πρωτογενή στόχο ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους και η τυχόν
διάπραξη εγκλημάτων προς αποκόμιση οικονομικών ωφελημάτων, συνάπτεται
άμεσα με την προσπάθειά της για «αυτοχρηματοδότηση» των τρομοκρατικών
δραστηριοτήτων της, οι οποίες, στην ουσία τους, είναι πολιτικές επιδιώξεις. Ενώ,
στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος η επιδίωξη κέρδους αποτελεί τον
πρωταρχικό και κυρίαρχο στόχο.
Οι διαφορές στα κίνητρα συνεπάγονται ότι οι δύο τύποι οργανώσεων
συνιστούν διαφορετικού τύπου απειλή για την ασφάλεια, αφού τα κίνητρα μιας
οργάνωσης υπαγορεύουν, σε τελική ανάλυση, για ποιον και για τι ακριβώς η
οργάνωση αυτή αποτελεί απειλή, καθώς η επιλογή στόχων και οι επιχειρησιακές
προτεραιότητες, συνάπτονται άμεσα με τα ενυπάρχοντα κίνητρα δράσης.
Στη σχέση τους με το κράτος, η διαφορά μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος
και τρομοκρατίας γίνεται ακόμη πιο εμφανής. Έτσι, η πολιτική ισχύς, που
αποκτάται με την άσκηση επιρροής σε κόμματα και πολιτικούς, αποτελεί μεν,
στόχο του οργανωμένου εγκλήματος, στην προσπάθειά του να ελέγξει και να
εξουδετερώσει συγκεκριμένους μηχανισμούς, αλλά δεν αποτελεί κίνητρο της
δράσης του. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όμως, δεν προσπαθούν απλώς να
ελέγξουν επιμέρους τμήματα και λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και της
κοινωνίας, αλλά επιθυμούν μέσα από ριζικές αλλαγές να αναμορφώσουν το
κράτος και την κοινωνική διαστρωμάτωση, σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους
πεποιθήσεις.
Συνεπώς, η τρομοκρατία έχει βαθύτερο ιδεολογικό υπόβαθρο και
επιδιώκει, μέσω της χρήσης βίας, την αμφισβήτηση ή και την αποσταθεροποίηση
του υπάρχοντος πολιτικού και πολιτειακού συστήματος. Ενώ, το οργανωμένο
142

έγκλημα, σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο, αφενός, γιατί


ενστερνίζεται απόλυτα τη λογική και τη φιλοσοφία του υπάρχοντος συστήματος,
αποτελώντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και «στυλοβάτη» του, και αφετέρου,
γιατί αποτελεί ένα «υποπροϊόν» του.
Ακόμη, τα Κράτη διαπραγματεύονται, σε κάποιες περιπτώσεις, με
αντιπροσώπους πολιτικών ομάδων με ένοπλη δράση. Η απευθείας
διαπραγμάτευση, όμως, τόσο ως αποτέλεσμα, όσο και ως πολιτική πρακτική,
είναι εντελώς αδιανόητη στις περιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος.
Σε επίπεδο μικροσκοπικής ανάλυσης, τέλος, στις τρομοκρατικές
οργανώσεις, ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ των περισσοτέρων προσώπων έχει
προσωποπαγή χαρακτήρα, ενώ, στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος,
η σύνδεση των περισσοτέρων ατόμων στο πλαίσιο της οργάνωσης είναι, κατά
κανόνα, πραγματοπαγής. Επόμενο είναι, λοιπόν, τα μέλη μιας τρομοκρατικής
οργάνωσης να έχουν πολύ πιο στενές σχέσεις μεταξύ τους, αφού τα ενώνει η
κοινή ιδεολογική αντίληψη, σε αντίθεση, με τα μέλη μιας οργανωμένης
εγκληματικής ομάδας, τα οποία συνενώνονται μόνο υπό τη σκέπη της κοινής
επιδίωξης του κέρδους και της ατιμωρησίας.
Οι διαφορές ανάμεσα στο «ιστορικό» οργανωμένο έγκλημα και την
τρομοκρατία, στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω, δημιούργησαν την κοινή
πεποίθηση ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές μορφές εγκλήματος.
Εντούτοις, η χρήση του όρου «ναρκο-τρομοκρατία» (“narco-terrorism”), από τη
δεκαετία του ’80 και μετά, υποδεικνύει ότι κατά την ιστορική τους εξέλιξη άρχισε
να διαφαίνεται μια κάποια σύνδεση μεταξύ τους.
Εξάλλου, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη συνακόλουθη
παρακμή της κρατικά χρηματοδοτούμενης τρομοκρατίας, η εμπλοκή με την
οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα κατέστη όρος επιβίωσης για αρκετές
οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες. Έτσι, η ιστορική τρομοκρατία,
χρησιμοποιώντας εποικοδομητικά την προηγούμενη εμπειρία της «ναρκο-
τρομοκρατίας», όπως αυτή εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία
του 1980, μετεξελίχθηκε στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη μορφή της, με
προεξάρχουσα αιτία την εμπέδωση της χρήσης του εγκλήματος.
Γεγονός είναι ότι η εμφάνιση του «σύγχρονου» οργανωμένου εγκλήματος
κατά τη δεκαετία του 1990 και η μετεξελισσόμενη φύση της τρομοκρατίας
παρήγαγαν μια νέα πραγματικότητα, όπου δύο παραδοσιακά ξεχωριστά
143

εγκληματικά φαινόμενα άρχισαν να συγκλίνουν εμφανίζοντας πολλές


επιχειρησιακές και οργανωτικές ομοιότητες.
Έτσι, τόσο το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, όσο και η
παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία, είναι, πολύ συχνά, πυρηνικά και δικτυακά
οργανωμένα, χρειάζονται καταφύγια, καθώς και την υποστήριξη των διάφορων
μεταναστευτικών κοινοτήτων, διεξάγουν επιχειρήσεις κατασκοπίας και
αντικατασκοπίας, στηρίζονται σε παρόμοιες τεχνικές συγκάλυψης, όπως είναι,
για παράδειγμα η χρήση πλαστών εγγράφων, χρησιμοποιούν εξειδικευμένες
τεχνολογικές και επιστημονικές γνώσεις και διεξάγουν διασυνοριακές
επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της ασφάλειας δεν θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται ως μία σύνθεση παραδοσιακών και νεοεμφανιζόμενων απειλών,
οι οποίες αλληλεπιδρούν και μερικές φορές συγκλίνουν, αλλά ως μια εντελώς νέα
πραγματικότητα.
Εξάλλου, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του σύγχρονου
οργανωμένου εγκλήματος και της σύγχρονης τρομοκρατίας δεν είναι στατικές,
αλλά η δύναμη του δεσμού μεταξύ των δύο τύπων οργανώσεων μπορεί να
αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Ο «σύνδεσμος» μεταξύ τους, τοποθετείται σε
ένα συνεχές, προκειμένου να απεικονιστεί η δυνατότητα διολίσθησης μιας
συγκεκριμένης οργάνωσης προς τη μία ή την άλλη πλευρά, δηλαδή, είτε προς το
φαινόμενο που παραδοσιακά αναφέρεται ως οργανωμένο έγκλημα, είτε προς την
τρομοκρατία, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί.
Η διαφαινόμενη τάση είναι ότι όλο και περισσότερες εγκληματικές και
τρομοκρατικές οργανώσεις θα μεταλλάσσονται σε «υβριδικές οργανώσεις», κάτω
από την επιρροή της αλληλεπίδρασης μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής
τους ισχύος.
Ειδικότερα, οι σχέσεις που αναπτύσσονται, πλέον, μεταξύ οργανωμένου
εγκλήματος και τρομοκρατίας, μπορούν, σχηματικά να ενταχθούν σε ένα
συνεχές, τα δύο άκρα του οποίου καταλαμβάνουν το οργανωμένο έγκλημα και η
τρομοκρατία. Προσεγγίζοντας τα διάφορα επίπεδα σχέσεων που αναπτύσσονται
μεταξύ τους, διακρίνουμε επτά (7) κατηγορίες, η καθεμιά από τις οποίες,
τοποθετείται σε διακριτό σημείο πάνω στο συνεχές. Οι επτά αυτές (7) κατηγορίες,
θα μπορούσαν να διαμοιραστούν σε τέσσερις (4) γενικές ομάδες: 1. στις
συμμαχίες, 2. στα επιχειρησιακά κίνητρα, 3. στη σύγκλιση και 4. στη «μαύρη
τρύπα».
144

Το πρώτο επίπεδο σχέσης μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και


τρομοκρατίας είναι η συμμαχία, την οποία μπορεί να επιδιώξει είτε η εγκληματική,
είτε η τρομοκρατική οργάνωση. Η φύση των συμμαχιών αυτού του είδους
μπορούν να ποικίλλουν μεταξύ της ad hoc συμμαχίας και της ανάπτυξης
βραχυπρόθεσμων έως μακροπρόθεσμων σχέσεων. Έτσι, εκτός από την
ανάπτυξη άμεσων συμμαχιών που βασίζονται στην παροχή συγκεκριμένων
υπηρεσιών, έχουν εμφανιστεί και πολύ πιο περίπλοκες σχέσεις, οι οποίες
γίνονται εμφανείς στις διεθνείς επιχειρήσεις διακίνησης και λαθρεμπορίας μιας
σειράς προϊόντων, ιδίως ναρκωτικών.
Από το 1990, όμως και εντεύθεν, έγινε εμφανές ότι και οι δύο τύποι
οργανώσεων τείνουν να αποφεύγουν τη σύναψη συμμαχιών, όταν είναι δυνατή η
μετεξέλιξη της ίδιας της δομής και της οργάνωσής τους, που θα τους επιτρέψει να
αναλάβουν έναν μη παραδοσιακό, οικονομικό ή πολιτικό ρόλο. Έτσι, τόσο το
οργανωμένο έγκλημα, όσο και η τρομοκρατία, έχουν αναπτύξει την ικανότητα να
εμπλέκονται, ταυτόχρονα, σε εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες, με
αποτέλεσμα το οργανωμένο έγκλημα να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις
πολιτικές δραστηριότητες στην προσπάθειά του να χειριστεί επιδέξια τις
επιχειρησιακές συνθήκες που επικρατούν σε έναν αριθμό αδύναμων Κρατών και
οι τρομοκρατικές ομάδες να επικεντρώνονται όλο και περισσότερο σε
εγκληματικές δραστηριότητες.
Η βασική αιτία για την εξέλιξη αυτή, έχει σχέση με τα επιχειρησιακά
κίνητρα και την αναζήτηση της εσωτερικής οργανωτικής ασφάλειας, αφού, με τον
τρόπο αυτό, αποφεύγονται τα δομικά προβλήματα των συμμαχιών, όπως είναι,
για παράδειγμα, η διαφορά στις προτεραιότητες και τη στρατηγική, η έλλειψη
εμπιστοσύνης, ο κίνδυνος της αποσκίρτησης και η πιθανότητα δημιουργίας ενός
ισχυρού ανταγωνιστή.
Περαιτέρω, η σύγκλιση αναφέρεται στην περίπτωση που οι εγκληματικές
και οι τρομοκρατικές οργανώσεις μπορούν να συγκλίνουν σε μία και μόνο
οντότητα, η οποία, αρχικά, εμφανίζει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά και των δύο
ομάδων, αλλά δύναται να μετασχηματίζεται σε μια οντότητα τοποθετημένη στο
αντίθετο άκρο από εκείνο στο οποίο αρχικά ήταν τοποθετημένη. Ο
μετασχηματισμός αυτός, μάλιστα, συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που οι απώτεροι
στόχοι και τα κίνητρα της οργάνωσης έχουν στην πραγματικότητα αλλάξει. Σ’
145

αυτές τις περιπτώσεις, οι ομάδες δεν διατηρούν πια τα προσδιοριστικά σημεία


που τις έκαναν μέχρι τότε εγκληματικές ή τρομοκρατικές.
Στην πιο βασική του μορφή, το σημείο σύγκλισης συμπεριλαμβάνει δύο
ανεξάρτητες, αν και συνδεδεμένες, συνιστώσες. Η πρώτη συνιστώσα
συμπεριλαμβάνει εγκληματικές οργανώσεις που εμφανίζουν πολιτικά κίνητρα
ενώ, η δεύτερη, αναφέρεται σε τρομοκρατικές οργανώσεις που ενδιαφέρονται
εξίσου για την επίτευξη εγκληματικών κερδών και χρησιμοποιούν την πολιτική
τους ρητορεία, ως προπέτασμα, μόνο και μόνο για να διαπράξουν εγκλήματα.
Η «μαύρη τρύπα», τέλος, αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες αδύναμα ή
«αποτυχημένα» Κράτη υποθάλπουν τη σύγκλιση μεταξύ οργανωμένου
εγκλήματος και τρομοκρατίας και δημιουργούν καταφύγια για τη μακροημέρευση
των επιχειρήσεων των νέων «υβριδικών» οργανώσεων.
Το «σύνδρομο της μαύρης τρύπας» συμπεριλαμβάνει δύο καταστάσεις.
Πρώτον, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα αρχικά κίνητρα των οργανώσεων, οι
οποίες συμμετείχαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μετεξελίσσονται από την
προσπάθεια επίτευξης πολιτικών στόχων στην πρωταρχική εστίαση στην
επίτευξη εγκληματικών σκοπών. Και δεύτερον, τις περιπτώσεις εμφάνισης ενός
κράτους «μαύρης τρύπας», ενός κράτους, δηλαδή, που έχει ήδη καταληφθεί και
ελέγχεται στις βασικές του λειτουργίες από μία «υβριδική», κατά τα ανωτέρω,
οργάνωση.
Το κοινό στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι ότι αποτελούν τον απόλυτο
κίνδυνο στις δυνατότητες σύγκλισης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας, καθώς αποκαλύπτουν ακόμη και τη δυνατότητα εκκίνησης ή
προαγωγής μιας κατάστασης εμφυλίου ή τοπικού πολέμου, με σκοπό τη
διασφάλιση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος συγκεκριμένων έκνομων
συμφερόντων.

Ενότητα 3: Το modus operandi των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων

Το modus operandi ενός οργανωμένου εγκληματία δεν μπορεί να είναι


ανεξάρτητο από τον τρόπο που επιλέγει να δρα η εγκληματική οργάνωση στην
οποία συμμετέχει. Πράγματι, η ατομική εγκληματική δράση βρίσκεται σε
διαλεκτική σχέση με τη δράση της συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης,
146

καθώς το άτομο και η δράση του συγκαθορίζει αλλά και συγκαθορίζεται από τις
συλλογικές επιλογές.
Επίσης, ο τρόπος δράσης μιας εγκληματικής οργάνωσης δεν θα
μπορούσε να εξεταστεί αυτόνομα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η εγκληματική
οργάνωση αποτελεί μια επιμέρους στιγμή ενός ευρύτερου συνόλου, των
επιχειρήσεων του οργανωμένου εγκλήματος. Το σύνολο αυτό έχει αποκτήσει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λειτουργίας και δράσης, τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν
μέσα από την πολυετή λειτουργία και εμπειρία του, σε σημείο που θα μπορούσε
να υποστηριχθεί, ότι έχει συγκροτηθεί πλέον μια έννοια γένους.
Αν ο όρος “mafia” δεν γίνει αντιληπτός ως μία συγκεκριμένη εγκληματική
οργάνωση575, αλλά, όπως προτείνει ο Albini576, ως μία μέθοδος ή ένας τρόπος
δράσης, που συγκροτείται από τρία βασικά χαρακτηριστικά: 1) τη χρήση βίας,
εκφοβισμού ή απειλών, 2) τη δόμηση μιας ομάδας ο στόχος της οποίας είναι η
παροχή παράνομων υπηρεσιών, με την τήρηση της μυστικότητας αυτών των
ενεργειών εκ μέρους των συνεργατών της577 και 3) τη διασφάλιση της
απαραίτητης πολιτικής προστασίας από τους διωκτικούς μηχανισμούς για τη
συνέχιση των επιχειρήσεών της, η άμεση λογική παραδοχή στην οποία θα
καταλήγαμε, θα ήταν ότι η mafia, ως μέθοδος, μπορεί να ανευρεθεί οπουδήποτε
οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της επιτρέψουν να εμφανιστεί και να
ριζώσει.
Εξάλλου, ακριβώς τα στοιχεία του παράνομου και μυστικού χαρακτήρα, σε
συνδυασμό με το στόχο για μεγιστοποίηση των κερδών, θέτουν επί τάπητος

575
Σύμφωνα με την Paoli, ο όρος “mafia” μπορεί να γίνει κατανοητός με τέσσερις τρόπους: 1) ως
μια «μυστική κοινωνία» (“secret society”), 2) ως «ατομική στάση και τρόπος συμπεριφοράς», 3)
ως «επιχείρηση» και 4) ως «εγκληματική οργάνωση. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy:
Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 264.
576
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 88.
577
Η έννοια της «εμπιστοσύνης» μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών φαίνεται να είναι
δομική, στην πραγματικότητα, όμως, ιδιαίτερα στις σύγχρονες εγκληματικές οργανώσεις, η
«εμπιστοσύνη» λειτουργεί ως ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, που αντιστέκεται σθεναρά στις
εύκολες εξηγήσεις, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η «εμπιστοσύνη» δεν είναι ικανή να παράσχει μια
απόλυτη αιτιολογία, καθώς η συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών μπορεί να λάβει χώρα και με
την πλήρη απουσία της ή ακόμη περισσότερο ανάμεσα σε άτομα που δεν εμπιστεύονται το ένα
το άλλο. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που η «εμπιστοσύνη» αποτελεί μια συγκολλητική δύναμη
για τις εγκληματικές σχέσεις που αναπτύσσονται, τα θεμέλια πάνω στα οποία έχει χτιστεί αυτή η
«εμπιστοσύνη» μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικά, ενώ, και η απάντηση στην παραβίαση αυτής
της «εμπιστοσύνης» δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις δραστική. Για μια εξαιρετική ανάλυση της
συγκεκριμένης θεματικής βασισμένη σε ανέκδοτα ερευνητικά στοιχεία από την έρευνά τους στις
παράνομες αγορές της Νορβηγίας και της Γερμανίας, βλ. Klaus von Lampe / Per Ole Johansen,
Organized Crime and Trust: On the conceptualization and empirical relevance of trust in the
context of criminal networks, Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 159 – 184.
147

βασικά πρακτικά προβλήματα που κάθε εγκληματική οργάνωση καλείται να


επιλύσει. Τα προβλήματα αυτά, τα οποία θα εξετάσουμε αναλυτικά στην επόμενη
ενότητα, είναι τέσσερα: 1) η επιλογή μιας οργανωτικής δομής, που αφενός, να
διασφαλίζει την πειθαρχία στο εσωτερικό της οργάνωσης και αφετέρου, να την
προφυλάσσει από τις διωκτικές αρχές, 2) η εξασφάλιση μιας «δεξαμενής»
στρατολόγησης κατάλληλων συνεργατών, 3) η ανάπτυξη στρατηγικών επιβίωσης
από τις κατασταλτικές λειτουργίες του κράτους και 4) η μεγιστοποίηση των
κερδών της παρά τα μειονεκτήματα της μυστικής λειτουργίας της.
Περαιτέρω, το οργανωμένο έγκλημα, όπως είδαμε σε προηγούμενη
ενότητα, έχει απεριόριστο πεδίο δράσης578, μεταλλάσσεται διαρκώς579 και
επιλέγει τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, ανάλογα με το νόμο της προσφοράς
και της ζήτησης. Ο στόχος της μεγιστοποίησης των κερδών, όμως, σε
συνδυασμό με τα διαθέσιμα στοιχεία για τη δράση συγκεκριμένων εγκληματικών
οργανώσεων580, αποδεικνύουν ότι ορισμένες εγκληματικές συμπεριφορές, όπως
η εμπορία ναρκωτικών, η παροχή «προστασίας»581 και το ξέπλυμα χρήματος,
είναι απολύτως συνυφασμένες με την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος. Για
το λόγο αυτό, στην επόμενη ανάπτυξη θα δώσουμε έμφαση σ’ αυτές ακριβώς τις
συμπεριφορές, προσπαθώντας αφενός, να κατανοήσουμε τον τρόπο δράσης
των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων και αφετέρου, να παρουσιάσουμε
στοιχεία χρήσιμα για την κατασταλτική αντιμετώπισή τους.

578
Σύμφωνα με τη Europol, οι πιο σημαντικοί τομείς δράσης του οργανωμένου εγκλήματος είναι η
εμπορία ναρκωτικών, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων και παράνομων μεταναστών, η απάτη, η
παραχάραξη και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, European Police Office, Netherlands, 2009, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά
http://www.europol.europa.eu/publications/European_Organised_Crime_Threat_Assessment_%2
8OCTA%29/OCTA2009.pdf, σελ. 5.
579
Για τις δομικές αλλαγές του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος και τις τάσεις οικονομικής
μεγέθυνσής του, βλ. αναλυτικά, André Standing (rapporteur), Transnational Organized Crime and
the Palermo Convention: A Reality Check, International Peace Institute, New York, 2010,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.humansecuritygateway.com/documents/IPI_TransnationalOrganizedCrimeandthePale
rmoConvention_ARealityCheck.pdf, σελ. 2 – 4.
580
Όπως είδαμε αναλυτικά ανωτέρω στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο, για την ιστορική προσέγγιση του
οργανωμένου εγκλήματος.
581
Οι εκβιαστικές πρακτικές, εξάλλου, αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές πηγές εισοδήματος
για το οργανωμένο έγκλημα της νότιας Ιταλίας. Σύμφωνα με στοιχεία του 1992, υπολογιζόταν ότι
η εγκληματική αυτή δραστηριότητα απέφερε στις εγκληματικές οργανώσεις της νότιας Ιταλίας
(δηλαδή στη Mafia, αλλά και σε άλλες μικρότερες και λιγότερο σημαντικές οργανώσεις) 700
εκατομμύρια Ευρώ το χρόνο. Βλ. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal
Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 282.
148

3.1. Καθοριστικά ερωτήματα για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος

Όλες οι εγκληματικές οργανώσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διάρκεια


και η κερδοφορία των εγκληματικών επιχειρήσεων και το ασύλληπτο των μελών
τους, οφείλουν να απαντήσουν σε τέσσερα βασικά ερωτήματα582, τα οποία
αφορούν τη διατήρηση της πειθαρχίας στο εσωτερικό τους, τη στρατολόγηση
μελών, την παράκαμψη των κατασταλτικών λειτουργιών και την πραγματοποίηση
κερδών. Οι απαντήσεις που κάθε φορά θα επιλέξουν οι εγκληματικές
οργανώσεις, θα καθορίσουν, τελικά, και τον συγκεκριμένο τρόπο δράσης τους.

3.1.1. ∆ιατήρηση πειθαρχίας

Κάθε εγκληματική οργάνωση καλείται να δώσει λύση στο ζήτημα της


διατήρησης της πειθαρχίας και της ομόνοιας στους κόλπους της, παρά το
γεγονός ότι αποτελείται από μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι αποδεδειγμένα δεν
έχουν ηθικούς ενδοιασμούς583. Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση ιεραρχικής δομής στο
εσωτερικό της, την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις επιθέσεις στην κορυφή της
πυραμίδας και οι σύγχρονες εγκληματικές οργανώσεις, για το λόγο αυτό, τείνουν
να την αποφεύγουν.
Η δικτυακή συγκρότηση584, η οποία δεν έχει κεντρική εξουσία και στην
οποία κυριαρχούν οι αμοιβαίες σχέσεις585 φαίνεται να είναι η λύση στο ζήτημα

582
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 160 επ.
583
Συνεπώς θα πρέπει να σχεδιάζει τη δομή της με τέτοιο τρόπο ώστε ταυτόχρονα να
ανταποκρίνεται στις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος και να διατηρεί την εσωτερική της
συνοχή. Βλ. σχετικά, Henry Mintzberg, The Structuring of Organizations: A Synthesis of the
Research, Prentice Hall, Englewood – Cliffs, New Jersey, London, 1979, σελ. 65 επ.
584
Σε πολλές περιπτώσεις, το εγκληματικό δίκτυο επεκτείνεται σε άλλες περιοχές, προκειμένου
να ελέγξει τις αγορές προορισμού, χρησιμοποιώντας τη λογική του “franchise” («παροχή
ονόματος εταιρίας»). Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15. Ειδικά για τον τρόπο συγκρότησης και το ρόλο των εγκληματικών δικτύων
στην αποφυγή των κατασταλτικών προσπαθειών, βλ. ιδίως, Phil Williams, Transnational Criminal
Networks, όπ.παρ., σελ. 61 επ. και 74 επ. Για τη σύνδεση της δικτυακής συγκρότησης με την
εξάπλωση των νέων τεχνολογιών, βλ. John Arquilla / David Ronfeldt, The Advent of Netwar
(Revisited), στο των ιδίων (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and
Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh,
2001, σελ. 1 επ.
585
Και όταν υπάρχει κάποιος αρχηγός, πράγμα συχνό στην πράξη, η εξουσία που κατέχει είναι
μάλλον μια εξουσία αβέβαιη, προσωρινή και αμφισβητούμενη, σε σημείο που η όποια φυσική ή
νομική εξόντωσή του, να μην αντιστοιχεί στην εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου και να είναι
εύκολα και άμεσα αντικαταστατός ανά πάσα στιγμή. Βλ. και Sabrina Adamoli / Andrea di Nicola /
Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World, όπ.παρ., σελ. 11 – 12.
149

του τρόπου οργάνωσης. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι σύγχρονες
εγκληματικές οργανώσεις υιοθετούν κατεξοχήν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης.
Ένα εγκληματικό δίκτυο θα μπορούσε σχηματικά να αντιπροσωπευθεί
από τρεις κύκλους σχέσεων. Ο πρώτος κύκλος συναθροίζει σε ένα συμπαγές
σύνολο έναν μικρό αριθμό συγγενών, φίλων και στενών συνεργατών, που
ενώνονται μεταξύ τους με δεσμούς τόσο περισσότερο ισχυρούς, όσο πιο βαθιά
συνδυάζονται και εφαρμόζονται οι σχέσεις συγγένειας, φιλίας, εξουσίας και
συνεργασίας. Ο δεύτερος κύκλος συντίθεται από σχέσεις μάλλον αραιές με
διάφορους προστατευόμενους ή οργανωμένους εγκληματίες που ανήκουν σε
άλλες οργανώσεις και αφορά σχέσεις προστασίας, φιλοξενίας, ανταλλαγές
υπηρεσιών και περιστασιακές συνεργασίες586. Ο τρίτος κύκλος, τέλος,
αποτελείται από τις εξωτερικές, αλλά απαραίτητες, σχέσεις των οργανωμένων
εγκληματιών με εμπόρους, δικηγόρους, γιατρούς, πολιτικούς, οικονομικούς και
θρησκευτικούς παράγοντες, καθώς και με απλούς επαγγελματίες. Οι σχέσεις που
αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτού του κύκλου συνίστανται, κυρίως, στην
ανταλλαγή υπηρεσιών, δώρων, πληροφοριών ή αποτελούν απλά εμπορικές
σχέσεις.
Εξάλλου, η ομόνοια, η πειθαρχία και η συνοχή της εγκληματικής
οργάνωσης επιτυγχάνεται μέσα από την εμπέδωση των σχέσεων αμοιβαιότητας
του πρώτου κύκλου και όταν αυτό δεν καθίσταται εφικτό, μέσα από τη χρήση
ωμής βίας. Οι εσωτερικοί κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι ανευρίσκονται με
διαφορετικές μορφές στο σύνολο των εγκληματικών οργανώσεων, αποτελούν
κρίσιμο στοιχείο, καθώς διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών
μεγιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό τα κέρδη της εγκληματικής οργάνωσης587.
Ο δεύτερος και ο τρίτος κύκλος, που εμπεριέχουν δεσμούς χαλαρούς,
ωφελιμιστικούς και όχι συχνούς, ενσωματώνουν δύο ζωτικής σημασίας, για την
επιβίωση και την επέκταση της εγκληματικής οργάνωσης, λειτουργίες. Χάρη στις
διασυνδέσεις που αποκτά η εγκληματική οργάνωση με τον κόσμο των πλουσίων
και των ισχυρών, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους κύκλους εξουσίας και
επιρροής, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να συνάψει συμμαχίες, να αποκτήσει
καίριες πληροφορίες και να διευρύνει τη δεξαμενή στρατολόγησης, πέρα και έξω

586
Στη Σικελία, αυτός ο τύπος σχέσεων ενώνει άμεσα ή έμμεσα όλους τους μαφιόζους του
νησιού.
587
Βλ. Peter Leeson / David Skarbek, Criminal constitutions, όπ.παρ., σελ. 281.
150

από τους κύκλους των κοινών, περιθωριακών και καταγεγραμμένων


εγκληματιών. Συνάμα, οι έστω αραιές αυτές σχέσεις υφαίνουν ένα
αποτελεσματικό και συχνά αδιαπέραστο δίχτυ προστασίας γύρω από τον
πυρήνα και τις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης588.

3.1.2. Ανθρώπινο δυναμικό

Το δεύτερο ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση κάθε


εγκληματική οργάνωση είναι ποια θα είναι η ανθρώπινη δεξαμενή που θα είναι
ικανή να την προμηθεύει σταθερά με ανθρώπους έτοιμους να διαπράξουν
οποιοδήποτε βίαιο έγκλημα τους ζητηθεί. Τα υποψήφια μέλη, επιπροσθέτως, θα
πρέπει να συνδυάζουν, ως στοιχεία του χαρακτήρα τους, τις ιδιαίτερες
επαγγελματικές ικανότητες, τον αυτοέλεγχο, τη νομιμοφροσύνη και τη
διακριτικότητα.
Στην ιστορική Mafia οι στρατολογήσεις γίνονταν πρώτα στους κόλπους
των εξ αίματος οικογενειών589. Έπειτα, και παρά την έκδηλη περιφρόνηση των
μαφιόζων έναντι των κοινών εγκληματιών590, στρατολογούσαν και διάφορους
κλέφτες, ληστές ή δολοφόνους, ιδίως όταν φημίζονταν για τις ιδιαίτερες
επαγγελματικές τους ικανότητες. Τέλος, σε περίπτωση, που κάποιοι εγκληματίες
του κοινού ποινικού δικαίου κινούνταν ανάμεσά τους, υπήρχαν μόνο δύο
επιλογές ή να τους σκοτώσουν ή να τους στρατολογήσουν.
Στο οργανωμένο έγκλημα γενικά, η στρατολόγηση «συνεργατών» γίνεται
σε δύο επίπεδα591. Το πρώτο επίπεδο, αφορά τα εκτελεστικά όργανα της
οργάνωσης, τα οποία προέρχονται συνήθως από φτωχές κοινότητες592. Οι

588
Για τις σχέσεις της Mafia με διάφορους πολιτικούς και τα άμεσα οφέλη της από αυτές τις
συνεργασίες, βλ. ιδίως Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets –
Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293.
589
Σύμφωνα με την Paoli, οι αυστηροί κανόνες στρατολόγησης που ισχύουν στη Mafia,
αποτελούν πρόσκομμα στην επέκτασή της. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd
Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 276.
590
Βλ. ιδίως Pino Arlacchi, Men of dishonor: inside the Sicilian Mafia: an account of Antonino
Calderone / (interviewed by) Pino Arlacchi, (translated from the Italian by Marc Romano) Morrow,
New York, 1993, σελ. 25 επ.
591
Τα επίπεδα αυτά θυμίζουν την εργασιακή δομή των σύγχρονων επιχειρήσεων, όπου κυριαρχεί
ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ απλών υπαλλήλων και στελεχών γραμμής.
592
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας των Kleemans και de Poot, που στηρίχθηκε στην
ανάλυση της εγκληματικής καριέρας 1.000 ατόμων που είχαν εμπλακεί σε 80 υποθέσεις που
σχετίζονταν με το οργανωμένο έγκλημα, η «δομή της κοινωνικής ευκαιρίας» (“social opportunity
structure”), η οποία ορίζεται ως οι κοινωνικοί δεσμοί που παρέχουν πρόσβαση σε επικερδείς
εγκληματικές ευκαιρίες, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αιτιολόγηση της εμπλοκής με το
151

κακοπληρωμένες και χωρίς καμιά προοπτική κοινωνικής ανόδου ευκαιρίες


νόμιμης απασχόλησης593 στις κοινότητες αυτές δεν καθιστούν δυνατή την
ατομική διαφυγή από τη φτώχεια προς μια σταθερή νόμιμη εργασία, αλλά μάλλον
ωθούν προς τον τομέα της εγκληματικής και ανεπίσημης οικονομίας594. Το
δεύτερο επίπεδο στρατολόγησης αφορά την αναζήτηση μορφωμένων ατόμων, τα
οποία διαθέτουν εξειδίκευση στους τομείς της οικονομίας ή των νέων
τεχνολογιών. Οι νέες τεχνολογίες, όπως είδαμε αναλυτικά και σε προηγούμενη
ενότητα, αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για τη δικτύωση και την κερδοφορία των
σύγχρονων εγκληματικών οργανώσεων. Κατά συνέπεια, τα άτομα αυτά
αποτελούν κρίσιμους κρίκους για τη λειτουργία μιας οργανωμένης εγκληματικής
ομάδας και ως εκ τούτου, σ’ αυτούς και μόνο τους «συνεργάτες» παρέχει πλέον
το οργανωμένο έγκλημα σημαντικές ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου και γρήγορου
πλουτισμού.
3.1.3. Παράκαμψη κατασταλτικών λειτουργιών
Η επιβίωση από τις κατασταλτικές λειτουργίες του Κράτους αποτελεί,
αυτονόητα, βασικό μέλημα κάθε εγκληματικής οργάνωσης. Συνεπώς, η

οργανωμένο έγκλημα, καθώς μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο συγκεκριμένοι παραβάτες
«προχωρούν» προς συγκεκριμένες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος ενώ, κάποιοι άλλοι
εμπλέκονται πολύ αργότερα. Μπορεί να αιτιολογήσει, εξάλλου, πειστικά την εμπλοκή αυτών που
«ξεκινούν αργά» (“late starters”), καθώς και τις περιπτώσεις ατόμων με συμβατικές εργασίες, οι
οποίοι κάνουν αλλαγή στην καριέρα τους. Βλ. αναλυτικά, Edward Kleemans / Christianne de
Poot, Criminal Careers in Organized Crime and Social Opportunity Structure, European Journal
of Criminology, vol. 5, no. 1, 2008, σελ. 69 – 98.
593
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι ανειδίκευτοι αυτοί εργάτες, σε αντίθεση με το ρόλο
που έπαιζε η εμπλοκή με το οργανωμένο έγκλημα στο παρελθόν, έχουν πλέον ελάχιστη
πιθανότητα κοινωνικής προαγωγής. Στην πραγματικότητα, πολλές φορές τα έσοδα που
πραγματοποιούν μέσω της εγκληματικής εμπλοκής τους είναι συγκριτικά ελάχιστα σε σχέση με
τον τεράστιο κίνδυνο δίωξης και σύλληψης, που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Συνεπώς κρίσιμο
στοιχείο για αυτή την επιλογή τους αποτελεί η έλλειψη οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής
προοπτικής, το κοινωνικό και επαγγελματικό αδιέξοδο δηλαδή στο οποίο βρίσκονται και
ενδεχομένως η επιδίωξη απόκτησης ενός κάποιου «κοινωνικού status». Βλ. και Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 276
– 277.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Lombardo, κάποιος μαφιόζος, ο οποίος συνελήφθη το 1988, είχε
δηλώσει ότι βασικό του καθήκον ήταν να μαζεύει «φόρους του δρόμου» (“street taxes”) για το
οργανωμένο έγκλημα του Chicago, την «Outfit». Ο μισθός του ανερχόταν στα 2.000 $ το μήνα.
Παρότι τα χρήματα που κέρδιζε από τις παράνομες δραστηριότητές του δεν ήταν αρκετά,
συνέχισε να δουλεύει για την «Outfit», επειδή «το κοινωνικό status που παρέχεται από την
ιδιότητα του μέλους είναι συχνά πιο σημαντικό από τα οικονομικά οφέλη που παρέχει». Βλ.
Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ. 98.
594
Γενικά για τους καθοριστικούς παράγοντες εμπλοκής με το έγκλημα, βλ. αντί άλλων, Steven
Levitt, Understanding Why Crime Fell in the 1990’s: Four Factors that Explain the Decline and Six
That Do Not, Journal of Economic Perspectives, vol. 18, no. 1, 2004, σελ. 163-190, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://pricetheory.uchicago.edu/levitt/Papers/LevittUnderstandingWhyCrime2004.pdf
και Edward Glaeser / Bruce Sacerdote / Jose Scheinkman, Crime and Social Interactions,
Quarterly Journal of Economics, vol. 111, no. 2, 1996, σελ. 507 - 548
152

απάντηση σ’ αυτό το ζωτικής σημασίας ερώτημα, καθορίζει την ίδια την εξέλιξη
της οργάνωσης.
Η διάρκεια και η αντοχή της Mafia στο χρόνο, για παράδειγμα, οφείλεται
βασικά στις σχέσεις συγκάλυψης που αυτή μπόρεσε να συνάψει με τον σικελικό
πληθυσμό και το κράτος595. Κάθε μαφιόζικη οικογένεια βρίσκεται
περιτριγυρισμένη από μια διπλή προστατευτική ζώνη σιωπής, συνενοχής και
συμπαράστασης. Η πρώτη ζώνη αποτελείται από φίλους, συγγενείς, συμμάχους,
θαυμαστές, οφειλέτες, πελάτες ή συνενόχους596. Ενώ, η δεύτερη, που είναι
ευρύτερη, συγκεντρώνει όσους είτε συναινούν, είτε δεν τολμούν να αντιτεθούν
ανοικτά στη δράση της οργάνωσης και οι οποίοι, με την παθητικότητα και τη
σιωπή τους, την προστατεύουν αποτελεσματικά597.
Η συναινετική αυτή στάση μεγάλου αριθμού ανθρώπων, όχι άμεσα ή
έμμεσα σχετιζόμενων με τις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης, είναι
το αποτέλεσμα μιας πανέξυπνης στρατηγικής εκ μέρους της mafia, που διαχέεται
σε τρία επίπεδα και αποτελεί την πεμπτουσία της «μαφιόζικης μεθόδου».
Αρχικά, ουδετεροποιεί τις προσπάθειες ελέγχου της δράσης της και
εξάρθρωσής της από την πλευρά της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, μέσα από
τον έλεγχο των διαθέσεων του τοπικού πληθυσμού και την παντελή αποκοπή του
από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους598.
Στην αποκοπή του ντόπιου πληθυσμού από τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς του κράτους βοηθά και η επιλογή εκ μέρους της εγκληματικής
οργάνωσης της αμοιβαιότητας ή αλλιώς του εμπορίου599 αντί της αρπαγής600.
Ακριβώς επειδή η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί μια δραστηριότητα

595
Βλ. σχετικά και Gaia Servadio, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present
Day, όπ.παρ., σελ. 29 επ.
596
Ο Schneider τον προστατευτικό κύκλο από συμβούλους, υποστηρικτές και προστάτες τον
αποκαλεί «ζώνη ασφαλείας» και υπογραμμίζει ότι τα άτομα αυτά μπορεί κανείς να τα συναντήσει
στην αστυνομία, την οικονομία και την πολιτική. Βλ. Hans Joachim Schneider, Neuere
kriminologische Forschungen zum organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen Welp
(eds), Beiträge zur Rechtswissenschaft : Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels zum
70. Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 818.
597
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 170 – 171.
598
Το οργανωμένο έγκλημα είναι σε θέση να επιτύχει κάτι τέτοιο με τη συστηματική χρήση βίας
και εκφοβισμού, αλλά και με την καλλιέργεια της επιρροής του στις τοπικές κοινωνίες και
οικονομίες. Βλ. σχετικά, Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009,
όπ.παρ., σελ. 15.
599
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 175 – 177.
600
Οι μορφές εγκληματικότητας που χαρακτηρίζονται από αρπακτική διάθεση, εμπεριέχουν όλες
τις προσβολές κατά του προσώπου και της ιδιοκτησίας. Στις περιπτώσεις αυτές, πάντα υπάρχει
κάποιο θύμα, που εξεγείρεται και είναι πολύ πιθανό να προστρέξει στη βοήθεια των αρμόδιων
κρατικών αρχών.
153

βασικά οικονομική, οι πρωταγωνιστές της δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως


επιτιθέμενοι, ούτε ως θύματα, αλλά μάλλον ως πωλητές και αγοραστές, κάτι, που
επιπρόσθετα, τους προσδίδει μια ιδιόρρυθμη κοινωνική καταξίωση ενώ,
ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της τάξης δεν φαίνονται να έχουν έναν σαφή ρόλο σ’
αυτή τη διαδικασία. Συνεπώς, η αμοιβαιότητα συνεπιφέρει σύγχυση μεταξύ των
ορίων του θύτη και του θύματος και εξουδετερώνει τις διαθέσεις του πληθυσμού
για συνεργασία με τις αρχές.
Τέλος, η αφειδής διανομή δώρων, εύνοιας και προστασίας, υφαίνει με
επιμέλεια ένα προστατευτικό δίκτυο φίλων και υπόχρεων της εγκληματικής
οργάνωσης. Έτσι, με τη γενναιοδωρία του κάθε οργανωμένος εγκληματίας
κερδίζει το σεβασμό και την αναγνώριση του ευρύτερου περιβάλλοντος.

3.1.4. Πραγματοποίηση κερδών

Το τελευταίο ιδιαίτερα σημαντικό ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει


απάντηση κάθε εγκληματική οργάνωση είναι με ποιον τρόπο θα καταφέρει να
πραγματοποιήσει κέρδη, παρά τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η, απαραίτητη
για την επιβίωσή της, μυστική λειτουργία601. Τα μειονεκτήματα602 αυτά603 γίνονται
προφανή αν ληφθεί υπόψη ότι η μυστικότητα σημαίνει ταυτόχρονα την αδυναμία
της εγκληματικής οργάνωσης να προβεί σε διαφήμιση των προϊόντων και των
υπηρεσιών της, να προσλάβει μεγάλο αριθμό υπαλλήλων και να επωφεληθεί στο
έπακρο από τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες.
Πράγματι, το γεγονός ότι μια εγκληματική οργάνωση κινείται στο χώρο της
παράνομης αγοράς την εξαναγκάζει, για λόγους ασφαλείας, να περιβάλλεται από
μυστικά και να είναι κλεισμένη στην παρανομία της. Έτσι, είναι υποχρεωμένη να

601
Για τις παράνομες αγορές βλ. ιδίως, Dwight Smith Jr., Paragons, Pariahs and Pirates: A
Spectrum – Based Theory of Enterprise, Crime and Delinquency, vol. 26, no. 3, 1980, σελ. 358 –
386, Pino Arlacchi, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, Leviathan, 15, 1987, σελ. 544 –
561, του ιδίου, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian
Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge,
London and New York, 1998, σελ. 203 επ., Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of
the Visible Hand, MIT Press, Massachusetts – Cambridge, 1983, σελ. 176 επ. και Roger Lewis,
Drugs, war and Illegal enterprise in the Post – Soviet Balkans, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel
South / Ian Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe,
Routledge, London and New York, 1998, σελ. 216 – 229.
602
Βλ. σχετικά και Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ.,
σελ. 225 επ. και Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
603
Όπως είδαμε και πιο πριν, κατά τη διάκριση του οργανωμένου από το οικονομικό έγκλημα.
154

περιορίζει στο ελάχιστο δυνατό το γραπτό λόγο604, τις «προσλήψεις» και το


πελατολόγιό της. Είναι αυτονόητο ότι η διαφήμιση των προϊόντων και των
υπηρεσιών της, είναι απαγορευμένη. Όλα αυτά περιορίζουν την ομάδα των
κακοποιών σε μια περιορισμένη εδαφική έκταση, εμποδίζουν την εξάπλωση των
επιχειρήσεών της, την αποκόπτουν από τη σύγχρονη τεχνολογία και καθιστούν
απαγορευτική γι’ αυτή την ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας605.
∆ρώντας σε τέτοιο περιβάλλον, η εγκληματική οργάνωση δεν έχει κανένα
συμφέρον να εξειδικευτεί ή να επενδύσει σε έναν μόνο τομέα, που θα
δημιουργούσε και επιπρόσθετα προβλήματα αποκάλυψης της δράσης της, αλλά,
ως φυσικό επακόλουθο, επιλέγει τη διαφοροποίηση και διαποίκιλση606 των
πηγών των εσόδων της607.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την επιλογή των
διαπραττόμενων εγκλημάτων είναι το μέγεθος της οργάνωσης608, οι συμμαχίες
της με άλλες εγκληματικές οργανώσεις και οι επαφές της με τον χώρο της
νόμιμης οικονομίας, της πολιτικής και της δικαιοσύνης.
Μια νεοεμφανιζόμενη οργανωμένη εγκληματική ομάδα τείνει να ασχολείται
αρχικά, με πιο «ήπιες» και «ανώδυνες» μορφές εγκληματικότητας, όπως η
παροχή «προστασίας», ο τοκογλυφικός δανεισμός και τα παράνομα στοιχήματα.
Σε επόμενο στάδιο, όταν εμπεδωθούν οι επαφές της με άλλες εγκληματικές
οργανώσεις και με τους κρατικούς μηχανισμούς και καταστεί οικονομικά δυνατό,
τότε μόνο επεκτείνεται σε τομείς όπως το εμπόριο ναρκωτικών, τα κλεμμένα
αυτοκίνητα και η πορνεία, που απαιτούν μεγαλύτερο αρχικό κεφάλαιο,
ισχυρότερες διασυνδέσεις και μια ήδη διαμορφωμένη «καλή» φήμη της
οργάνωσης. Αν μια οργάνωση επιβιώσει από τον ανταγωνισμό και το βίαιο
ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που είναι συχνό φαινόμενο στο δεύτερο στάδιο, τότε

604
Για τους κανόνες της εσωτερικής επικοινωνίας των εγκληματιών βλ. ιδίως, Diego Gambetta,
Codes of the Underworld: How Criminals Communicate, Princeton University Press, Princeton,
2009, ιδίως σελ. 149 – 274.
605
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 189 – 190.
606
Κατά συνέπεια, οι εγκληματικές οργανώσεις χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να φτάσουν στον
σκοπό τους, εκμεταλλευόμενες καιροσκοπικά κάθε ευκαιρία κέρδους, με αποτέλεσμα να είναι
αδύνατος ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος μόνο από τη φύση των ενεργειών του ή από
την προέλευση των χρημάτων του.
607
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 189.
608
Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις το μέγεθος της εγκληματικής οργάνωσης φαίνεται να
αποτελεί αποτέλεσμα του επιχειρησιακού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργεί και αποτελεί,
ενδεχομένως, έδνειξη μιας σχετικής επιτυχίας στην εκμετάλλευση μιας παράνομης αγοράς. Βλ.
Martin Bouchard / Frédéric Ouellet, Is small beautiful? The link between risks and size in illegal
drug markets, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 83 – 86.
155

είναι δυνατό να περάσει και στο επόμενο, όπου το στοιχείο των διεθνών
διασυνδέσεων υψηλού επιπέδου είναι απολύτως απαραίτητο στοιχείο, κάτι που
θα της επιτρέψει να ασχοληθεί με παράνομες πράξεις, όπως το παράνομο
εμπόριο όπλων, πυρηνικών και τοξικών αποβλήτων και αρχαιολογικών
θησαυρών.

3.2. Παραδείγματα τρόπου δράσης του οργανωμένου εγκλήματος

Η εμπορία ναρκωτικών αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές και


προσοδοφόρες δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος609. Σύμφωνα με
την Πολιτική ∆ιακήρυξη της 20ης Ειδικής Συνεδρίασης για τα Ναρκωτικά της
Γενικής Συνέλευσης ΟΗΕ610, «τα ναρκωτικά αποτελούν θανάσιμη απειλή για την
υγεία611 και την ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας, για την ανεξαρτησία των
Κρατών, τη δημοκρατία, τη σταθερότητα, την κοινωνική δομή, καθώς και για την
αξιοπρέπεια και την ελπίδα εκατομμυρίων ανθρώπων και των οικογενειών τους».
Στη Συνεδρίαση αυτή, που έγινε το 1998 (χωρίς να έχει μέχρι σήμερα
μεσολαβήσει άλλη Ειδική Συνεδρίαση), ελήφθησαν σοβαρότατες αποφάσεις για
την καταπολέμηση της εμπορίας ναρκωτικών612, καθώς και για την αναγκαιότητα
μείωσης της ζήτησής τους613.
Στα δώδεκα χρόνια, όμως, που μεσολάβησαν, η καλλιέργεια ναρκωτικών
όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά σημείωσε αύξηση, που στην περίπτωση του οπίου

609
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά, το εμπόριο οπιοειδών
αποφέρει κάθε χρόνο 65 δισ. δολάρια εκ των οποίων τα 55 δισ. δολάρια προέρχονται από το
εμπόριο ηρωίνης, ενώ, η διακίνηση κοκαΐνης αποφέρει 88 δισ. δολάρια. Το 2009 το Αφγανιστάν
παρήγαγε το 89% της ετήσιας συνολικής παγκόσμιας παραγωγής οπιοειδών. Τα χρήματα που
έφτασαν τελικά στα χέρια των Αφγανών καλλιεργητών ήταν μόλις 0,4 δισ. δολάρια. Βλ. United
Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ. 20, 35 και
42.
610
Βλ. Political Declaration on Global Drug Control, United Nations General Assembly Twentieth
Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/poldecla.htm, σελ. 1.
611
Υπολογίζεται ότι 15 εκατομμύρια άνθρωποι είναι εξαρτημένοι από όπιο, μορφίνη και ηρωίνη.
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ.
37.
612
Βλ. Measures to enhance international cooperation to counter the world drug problem, United
Nations General Assembly Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/coop.htm#E
613
Βλ. Declaration on the Guiding Principles of Drug Demand Reduction, United Nations General
Assembly Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/demand.htm
156

φθάνει το 78%614! Στην περίπτωση των ναρκωτικών υπάρχει σταθερή ζήτηση


στην αγορά, καθώς η χρήση των περισσότερων ναρκωτικών ουσιών συνδέεται
με την εξάρτηση και τα περιθώρια κέρδους είναι τεράστια για τους διακινητές615.
Η παροχή «προστασίας», εξάλλου, αποτελεί την πλέον παραδοσιακή
μορφή οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, έχει ταυτιστεί με την ιστορική
Mafia616, αλλά τελείται ακόμη και σήμερα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από
την πλειοψηφία των εγκληματικών οργανώσεων617. Η εγκληματική αυτή
δραστηριότητα φέρνει το οργανωμένο έγκλημα σε άμεση επαφή με τις τοπικές
κοινωνίες, οι οποίες υπό το κράτος του φόβου και του εκβιασμού αρνούνται να
συνεργαστούν με τις διωκτικές αρχές, με αποτέλεσμα οι κατασταλτικές
προσπάθειες συχνά να αποτυγχάνουν.
Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τέλος, αποτελεί τον «κοινό
παρονομαστή»618 όλων των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Ως
διαδικασία, είναι απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση της μυστικότητας των
εγκληματικών οργανώσεων, καθώς επιτρέπει την απόκρυψη της παράνομης
πηγής των εγκληματικών κερδών, τα οποία εμφανίζει ως προερχόμενα από
νόμιμες πηγές619. Η επανάσταση στην πληροφορική τεχνολογία επέδρασε
καθοριστικά στην απόκρυψη και τη διακίνηση των εγκληματικών κερδών620, τάση

614
Από 4.346 μετρικούς τόνους το 1998 σε 7.754 μετρικούς τόνους το 2009. Το μέγεθος του
παραγόμενου οπίου υπερκαλύπτει σημαντικά τη σχετική ζήτηση και εκτιμάται ότι ακόμη και αν
σταματούσε απόλυτα η παραγωγή του σήμερα, οι υπάρχουσες ποσότητες θα έφθαναν για να
καλυφθεί η ζήτηση για τουλάχιστον δύο χρόνια. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime
(UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ. 12.
615
Ibid, σελ. 232.
616
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Gambetta, η Mafia ήρθε να καλύψει ακριβώς
το κενό κρατικής προστασίας, ως «μια βιομηχανία παροχής ιδιωτικής προστασίας». Βλ. Diego
Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 10.
617
Ορισμένοι ερευνητές, όπως οι Konrad και Skaperdas, θεωρούν την παροχή «προστασίας» ως
μια «προσδιοριστική» (“defining”) δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος. Ενώ, κάποιοι
άλλοι, όπως ο Varese, θεωρούν ότι δεν αποτελεί το «προσδιοριστικό του χαρακτηριστικό»
(“defining feature”). Βλ. Kai Konrad / Stergios Skaperdas, Extortion, Economica, vol. 65, no. 260,
1998, σελ. 462 και Federico Varese, How mafias migrate: The case of the ‘Ndrangheta in
Northern Italy, Law and Society Review, vol. 40, no. 2, 2006, σελ. 412.
618
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της Europol. Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49. Βλ. επίσης, Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Εισαγωγή – Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως
προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως «στόχος»;, στο Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2011, σελ. 1.
619
Βλ. ενδεικτικά, Peter Grabosky / Russell Smith, Crime in the Digital Age, όπ.παρ., σελ. 175.
620
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Πληροφορική και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 132 και βλ. Sabrina Adamoli /
Andrea di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
157

η οποία αναμένεται να ενταθεί στο μέλλον. Ο κυβερνοχώρος αποτελεί ακόμη ένα


σχετικά ασφαλές καταφύγιο, όπου λαμβάνουν χώρα εκατομμύρια συναλλαγές, οι
οποίες είναι πρακτικά αδύνατο να ελεγχθούν621. Η αποτελεσματικότητα του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μεγιστοποιεί τα διαθέσιμα μερίδια των
παράνομων κερδών και ως εκ τούτου, οι εγκληματικές οργανώσεις επενδύουν
σημαντικούς πόρους για την ανάπτυξη τεχνικών νομιμοποίησης εσόδων, οι
οποίες ξεκινούν από την αγορά χρυσών και πολυτελών αντικειμένων και
φθάνουν ως την ανάπτυξη ιδιαίτερα σύνθετων και πολυεπίπεδων τεχνικών622.
Η νόμιμη οικονομία και το επίσημο τραπεζικό σύστημα παίζουν κυρίαρχο
ρόλο στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με
το UNODC623, για παράδειγμα, από τα 65 δισεκατομμύρια δολάρια που αποφέρει
το εμπόριο οπιοειδών (οπίου, μορφίνης και ηρωίνης) μόνο το 5-10% περίπου,
δηλαδή 3-5 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεπλένεται μέσω ανεπίσημων τραπεζικών
συστημάτων, ενώ, τα υπόλοιπα ξεπλένονται είτε μέσω νόμιμων εμπορικών
δραστηριοτήτων, είτε μέσω του επίσημου τραπεζικού συστήματος.

3.2.1. Εμπορία ναρκωτικών

Η εμπορία ναρκωτικών ουσιών αποτελεί μια εγκληματική εμπορική


δραστηριότητα άρτια οργανωμένη, που συμπεριλαμβάνει τους τομείς της
εισαγωγής, της διάθεσης αλλά και της παραγωγής ναρκωτικών624. Η τεχνολογία
αποτελεί τον παράγοντα κλειδί, καθώς, κατά το στάδιο της παραγωγής,
χρησιμοποιείται ειδικός εξοπλισμός ενώ, και στα επόμενα στάδια της διακίνησης
και της διάθεσης των ναρκωτικών ουσιών, η ανώνυμη διαδικτυακή επικοινωνία
και οι ηλεκτρονικές διατραπεζικές συναλλαγές διευκολύνουν σημαντικά την

621
Βλ. Kern Alexander Jr. / Robert Munro, Cyberpayments: Internet and Electronic Money
Laundering: Countdown to the Year 2000, Journal of Financial Crime, vol. 4, no. 2, 1996, σελ.
159.
622
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49.
623
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Addiction, crime and insurgency –
The transnational threat of Afghan opium, United Nations Office on Drugs and Crime, Vienna,
2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Afghanistan/Afghan_Opium_Trade_2009_web.pdf, σελ. 7.
624
Σε έρευνά του για την αγορά ναρκωτικών και την οργανωμένη απάτη στην Ευρώπη, ο van
Duyne διαπίστωσε ότι ενώ, οι εγκληματικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις απάτες
επηρεάζονται άμεσα από τις εξελίξεις στο χώρο της ευρωπαϊκής αγοράς, αντίθετα, η αγορά
ναρκωτικών δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. Petrus
van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, European Journal of Criminal Policy
and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 10 – 30.
158

επίτευξη συμφωνιών, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, σοβαρά προσκόμματα στις


διωκτικές αρχές625.
Στην Ευρώπη, η παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών διεξάγεται,
κατεξοχήν, από εγχώριες εγκληματικές οργανώσεις. Κατά το έτος 1998, για
παράδειγμα, το 40% των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων στη Γερμανία, το
72% στην Αγγλία και το 59% στην Ισπανία, είχαν ως κύρια δραστηριότητα την
εμπορία ναρκωτικών626.
Στην πράξη, η δυνατότητα προσφοράς εισοδημάτων σε εκατοντάδες
άτομα, τα οποία δεν είναι αναγκαστικά βίαια ούτε προδιατεθειμένα προς το
έγκλημα, αλλά καθίστανται με τον τρόπο αυτό συμμέτοχοι ή και φίλα
προσκείμενοι στους οργανωμένους εγκληματίες, υφαίνουν ένα προστατευτικό
δίχτυ ασφαλείας γύρω από την εγκληματική οργάνωση και τα υψηλόβαθμα
στελέχη της, με αποτέλεσμα οι πιο πολλές αστυνομικές έρευνες και η άσκηση
συναφών ποινικών διώξεων να συναντούν ένα τείχος σιωπής, συνενοχής και
συμπαράστασης και να μην είναι σε θέση να τους αγγίξουν. Εκτός αυτού, οι
ιθύνοντες των εγκληματικών οργανώσεων, ενδυναμώνουν τους δεσμούς τους με
τα μέλη και τους συνεργάτες τους, οι οποίοι έναντι του καθημερινού κέρδους δεν
φοβούνται ιδιαίτερα μια πιθανή σύλληψη627, αφού τα αφεντικά τους όχι μόνο είναι
σε θέση να παράσχουν πλήρη νομική βοήθεια και κάλυψη των βιοτικών αναγκών
του συλληφθέντος και των οικείων του, αλλά και λόγω της εγκληματικής φήμης
της οργάνωσης, μπορούν εύκολα να εξασφαλίσουν τη σιωπή των μαρτύρων και
την ενδεχόμενη απαλλαγή των μελών ή συνεργατών τους στα δικαστήρια.

625
Βλ. Petrus van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 20.
626
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, The Hague, 2007,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Serious_Crime_Overviews/EuropolUNGASSAssessm
ent.PDF, σελ. 23.
627
Πράγματι, οι «λιανοπωλητές» διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο σύλληψης, λόγω υψηλής της
θεατότητας των δραστηριοτήτων τους και προκειμένου να τον μειώσουν, αν όχι να τον
αποφύγουν, συνήθως διαθέτουν το προϊόν σε έναν περιορισμένο, πολύ κλειστό κύκλο
ανθρώπων, τους οποίους γνωρίζουν ήδη αρκετό καιρό.
Για τις διαφαινόμενες τάσεις αλλαγής στον τρόπο παραγωγής και διακίνησης κοκαΐνης, που
σταδιακά απομακρύνεται από την εποχή των «βαρόνων ναρκωτικών» και τα «καρτέλ» και
εισέρχεται στην εποχή των προσεκτικών και χαμηλού προφίλ διακινητών, που κάνουν εμπόριο με
έναν «ανεπίσημο» τρόπο, βλ. ιδίως, Menno Vellinga, Some Observations on Changing Business
Practices in Drug Trafficking: The Andean experience, όπ.παρ., σελ. 374 – 386 και Michael
Kenney, The Architecture of Drug Trafficking: Network Forms of Organisation in the Colombian
Cocaine Trade, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007, σελ. 233 – 259.
159

Ειδικότερα, η επιχείρηση της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών είναι


οργανωμένη σαν οποιαδήποτε εισαγωγική – χονδρεμπορική – λιανική
επιχείρηση628. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο υψηλότερο επίπεδό
της βρίσκονται οι εισαγωγείς χονδρέμποροι629. Οι τιμές αγοράς, στο επίπεδο
αυτό, ποικίλλουν ανάλογα με την εγγύτητα της αγοράς κατανάλωσης και την
επάρκεια των αποθεμάτων της για την κάλυψη της ζήτησης. Έτσι, για
παράδειγμα, το 2008630, η τιμή χονδρικής για ένα κιλό ηρωίνης στο Αφγανιστάν
(χώρα παραγωγής) έφθανε τα 2.400 δολάρια, στην Τουρκία (διαμετακομιστικό
κέντρο) ήταν 10.300-11.800 δολάρια ενώ, στη ∆υτική και Κεντρική Ευρώπη
(αγορές προορισμού) ανέρχονταν σε 44.300 δολάρια631.
Η εμπορία ναρκωτικών θεωρείται ότι αποφέρει τεράστια κέρδη στους
συμμετέχοντες. Τα ερευνητικά πορίσματα, όμως, δεν φαίνεται να επαληθεύουν
αυτή την υπόθεση, καθώς το κόστος λειτουργίας μιας επιχείρησης διακίνησης
ναρκωτικών είναι ιδιαιτέρως υψηλό632. Έτσι, για παράδειγμα, σε μια χώρα όπως
η Σουηδία, η οποία δεν αποτελεί χώρα παραγωγής ναρκωτικών, η μεταφορά και
η αποθήκευση αποτελούν σημαντικά έξοδα. Υπάρχει, εξάλλου, η δυνατότητα να
καλυφθούν τα έξοδα μεταφοράς από τον αποστολέα, η επιλογή, όμως, αυτή,
συνεπάγεται υψηλότερη τιμή πώλησης633. Κατά τη μεταφορά, εκτός από τα
πραγματικά έξοδα, που συνίστανται στις τιμές των απαιτούμενων εισιτηρίων και
τις ενδεχόμενες διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχείο, θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη
τόσο για το χρησιμοποιούμενο μέσο, όσο και για την αμοιβή του ατόμου που θα

628
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ., σελ. 189.
629
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 10
– 11.
630
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 150.
631
Σύμφωνα με τον Tamura, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε άλλο προϊόν, η τιμή
προσαυξάνεται σε κάθε επίπεδο του συστήματος διακίνησης. Έτσι, σε κάθε βήμα της διακίνησης
από τον εισαγωγέα προς τον μικροπωλητή του δρόμου, η τιμή ανεβαίνει σημαντικά. Εξάλλου, σε
κάθε επίπεδο διακίνησης, η τιμή εξαρτάται, επίσης, από το μέγεθος της συναλλαγής και από την
καθαρότητα της ναρκωτικής ουσίας. Βλ. Masayuki Tamura, The Yakuza and Amphetamine
Abuse in Japan, όπ.παρ., σελ. 110.
632
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 194 επ. και Johanna Skinnari / Lars Korsell, Swedish
international casinos: A nest of organised crime or just a place for ordinary tax cheaters?, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken
/ Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 230.
633
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 198.
160

αναλάβει να φέρει εις πέρας τη μεταφορά. Στις περιπτώσεις που


χρησιμοποιούνται αυτοκίνητα, αυτά είτε είναι νοικιασμένα, είτε είναι ιδιοκτησίας
κάποιου ατόμου διαφορετικού από τον έμπορο ναρκωτικών634.
Για λόγους ασφαλείας, τα άτομα που πραγματοποιούν τη μεταφορά είναι,
συνήθως, άσχετα με την εγκληματική οργάνωση ή βρίσκονται στην περιφέρεια
αυτής και γνωρίζουν μόνο όσα χρειάζεται για να εκτελέσουν την αποστολή τους.
Η ελάχιστη σχέση τους με την εγκληματική οργάνωση συνεπάγεται ότι τα κίνητρά
τους είναι, σχεδόν πάντα, οικονομικά και πληρώνονται με μετρητά635. Η αμοιβή
τους, στη Σουηδία, κυμαίνεται μεταξύ 100 – 5.500 Ευρώ ανά ταξίδι, ενώ, η
πλειοψηφία των μεταφορέων αμείβεται με 700 – 2.500 Ευρώ ανά ταξίδι636. Οι πιο
υψηλά αμειβόμενοι μεταφορείς είναι αυτοί που είναι ήδη καλά εδραιωμένοι στη
νόμιμη οικονομία, όπως οι οδηγοί φορτηγών, οι υπάλληλοι στον τουριστικό τομέα
και, σε κάποιες περιπτώσεις, οι συνταξιούχες γυναίκες, ομάδες ατόμων που
θεωρείται ότι δεν τραβούν την προσοχή των αξιωματούχων στα τελωνεία637.
Προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος της αποκάλυψης, συχνά, χρησιμοποιούνται
και λιγότερο δαπανηροί τρόποι, όπως είναι, για παράδειγμα, η αποθήκευση των
ναρκωτικών σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες στα αυτοκίνητα ή η χρήση άλλων
φορτίων ως προκάλυψης638.
Η ανάγκη τακτής πληρωμής για την ολοκλήρωση των συναλλαγών,
δημιουργεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στους ναρκέμπορους. Αρκετές φορές, οι
πληρωμές πραγματοποιούνται, όπως είδαμε και πιο πάνω, μέσω ηλεκτρονικών
διατραπεζικών συναλλαγών, αλλά το γεγονός ότι οι συναλλαγές αυτές πάντα
αφήνουν κάποια ίχνη, οδηγεί αρκετούς ναρκέμπορους στην επιλογή της
πληρωμής με μετρητά. Η αμοιβή κάποιου μεταφορέα, στην περίπτωση αυτή
ανέρχεται περίπου σε ποσοστό 5% επί του μεταφερόμενου ποσού639.
Περαιτέρω, οι έμποροι ναρκωτικών αποφεύγουν να αποθηκεύουν οι ίδιοι
τα ναρκωτικά και συνήθως η αγορασθείσα ποσότητα μοιράζεται σε πολλά
μικρότερα κομμάτια και αποθηκεύεται σε διαφορετικές τοποθεσίες, ή πωλείται
σχεδόν άμεσα.

634
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., 198.
635
Ibid, σελ. 199.
636
Ibid.
637
Ibid.
638
Ibid, σελ. 199 – 200.
639
Ibid, σελ. 200.
161

Η προσπάθεια για άμεση πώληση των ναρκωτικών συνδέεται με την


ανάγκη παροχής πίστωσης σε κάποιους πελάτες. Όταν, όμως, οι πελάτες αυτοί
δεν τηρούν τους όρους της συμφωνίας τους, τότε είναι απαραίτητη η άμεση λήψη
συγκεκριμένων μέτρων. Στις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλεται ιδιαίτερη
προσπάθεια να επιλυθεί ομαλά το ζήτημα, αφού η χρήση βίας ή απειλών μπορεί
να τραβήξει την προσοχή των διωκτικών αρχών. Είναι μάλλον συνηθισμένο
φαινόμενο να χρησιμοποιούνται «επαγγελματίες εισπράκτορες», οι οποίοι είτε
πληρώνονται με μετρητά, είτε τους εκχωρείται ολόκληρο το χρέος έναντι κάποιου
ποσού και κατόπιν, το εισπράττουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Ταυτόχρονα,
στις παράνομες αγορές και ιδίως σε αυτή των ναρκωτικών, λειτουργεί ένα
σύστημα διασποράς φημών αναφορικά με την αξιοπιστία κάθε πιθανού
συνεργάτη ή πελάτη, έτσι ώστε να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι
«ριψοκίνδυνες» συνεργασίες και συναλλαγές640.
Οι κίνδυνοι που ενυπάρχουν τόσο στη μεταφορά ναρκωτικών, όσο και
στην αποθήκευσή τους, οδηγούν ορισμένους εμπόρους ναρκωτικών στην
επιλογή της «ασφαλισμένης μεταφοράς ναρκωτικών» (“insured drug
consignments”), κάτι που συνεπάγεται την πληρωμή σχεδόν διπλάσιας τιμής
αγοράς641.
Το εισόδημα από την εμπορία ναρκωτικών παρουσιάζει μεγάλες
αποκλίσεις ακόμη και για το ίδιο άτομο. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το
2010 στη Σουηδία642, είναι απολύτως πιθανό να κερδίσει κάποιος μέχρι και
100.000 Ευρώ σε έναν μήνα, αλλά η διαχείριση τόσο μεγάλων φορτίων
ναρκωτικών σημαίνει ότι δεν μπορούν να κλείνονται συχνά τέτοιες συμφωνίες, με
αποτέλεσμα το εισόδημα να είναι μηδενικό για κάποιους μήνες. Ταυτόχρονα, οι
επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας στην εμπορία ναρκωτικών είναι μάλλον
ασυνήθιστο φαινόμενο, καθώς είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να αποκρυπτούν.
Εξάλλου, το εισόδημα δεν σημαίνει απαραιτήτως χρήματα, αντιθέτως, οι
διακινητές που βρίσκονται κοντά στο τέλος της αλυσίδας διακίνησης, είναι πολύ
πιθανό να αμείβονται με διάφορα κλεμμένα αγαθά643, ενώ, κάποιοι άλλοι, μπορεί

640
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 203
– 205.
641
Ιbid, σελ. 201 – 202.
642
Ibid, σελ. 195.
643
Και έτσι εκτός από διακινητές ναρκωτικών ουσιών να καθίστανται και κλεπταποδόχοι. Βλ.
αναλυτικά, Paul Cromwell / James Olson / D’ Aunn Avary, Who buys stolen property? A new look
at criminal receiving, Journal of Crime and Justice, 1993, vol. 16, no. 1, σελ. 75 – 95.
162

να παρακρατούν, ως αμοιβή, κάποια ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας για


προσωπική χρήση.
Στην εμπορία ναρκωτικών δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο να
υπάρχουν και κάποιες πηγές νόμιμου εισοδήματος. Οι πιο συνηθισμένοι τομείς
στους οποίους εργάζονται οι έμποροι ναρκωτικών που διαθέτουν και νόμιμα
εισοδήματα, είναι σχεδόν αποκλειστικά οι αποκαλούμενοι τομείς υψηλού
κινδύνου για οικονομικό έγκλημα, δηλαδή οι κατασκευαστικές εταιρίες, τα
εστιατόρια, τα συνεργεία καθαρισμού και τα συνεργεία οχημάτων644. Εξάλλου, οι
εταιρίες εισαγωγών – εξαγωγών και οι μεταφορικές εταιρίες ενέχουν κάποια
φυσική διασύνδεση με την εμπορία ναρκωτικών, ενώ, η βιομηχανία παροχής
υπηρεσιών μπορεί να συσχετιστεί με την λιανική πώληση ναρκωτικών645.
Ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων που κερδίζονται από την πώληση
ναρκωτικών καταναλώνεται άμεσα για την αγορά πολυτελών αντικειμένων, όπως
κοσμήματα, ωρολόγια και αυτοκίνητα, ένα άλλο επανεπενδύεται στην αγορά
ναρκωτικών και ό,τι απομένει επενδύεται, συνήθως, στην αγορά κάποιων
ακινήτων646.
Τα έξοδα που συνεπάγεται η ομαλή λειτουργία μια επιχείρηση πώλησης
ναρκωτικών, σε συνδυασμό με τον πολυέξοδο τρόπο ζωής των ναρκεμπόρων,
δεν αφήνει διαθέσιμα μεγάλα χρηματικά ποσά. Ως εκ τούτου, το ξέπλυμα
χρήματος στην αγορά ναρκωτικών, σε αντίθεση με ότι υποστηρίζεται από τους
διάφορους διεθνείς φορείς ενάντια στο ξέπλυμα, δεν αποτελεί συχνό
φαινόμενο647. Το κόστος του ξεπλύματος, που κυμαίνεται μεταξύ 5-25% επί του
νομιμοποιούμενου ποσού, η εμπλοκή και άλλων ατόμων, η οποία αυξάνει τον
κίνδυνο αποκάλυψης και η έλλειψη, στις περισσότερες περιπτώσεις, καλής
γνώσης του επίσημου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποτελούν
απαγορευτικούς παράγοντες για την πελιοψηφία των εμπόρων ναρκωτικών648.

644
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 198,
η οποία, επίσης, επισημαίνει ότι «δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες των
ναρκωτικών στήνουν τις δικές τους επιχειρήσεις στον τομέα των εστιατορίων», καθώς «ο τομέας
αυτός τους είναι οικείος εξαιτίας του τρόπου ζωής τους και είναι ίσως βολικό να ασχοληθούν με
ένα οικείο είδος επιχείρησης».
645
Ibid.
646
Προκειμένου να μην τραβήξουν την προσοχή των διωκτικών αρχών, οι έμποροι ναρκωτικών,
συχνά, αγοράζουν τα ακίνητά τους στο όνομα άλλων ατόμων, έχουν στην κατοχή τους
νικηφόρους αριθμούς λαχείων ή, ορισμένες φορές, συνάπτουν ακόμη και δάνεια με
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ibid, σελ. 208.
647
Ibid, σελ. 211.
648
Ibid, σελ. 208 – 209.
163

Προκειμένου να μειωθούν τα συνολικά έξοδα της επιχείρησης, τέλος, σε


πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η διαφθορά. Οι διεφθαρμένες σχέσεις με
αστυνομικούς, εξάλλου, μπορούν είτε να προστατέψουν κάποια εγκληματική
επιχείρηση από μια πιθανή δίωξη, είτε να χρησιμοποιηθούν ως όπλο ενάντια σε
ανταγωνιστές649.

3.2.2. Παροχή «προστασίας»

Η εκβίαση και η παροχή «προστασίας» αποτελούν έννοιες αλληλένδετες,


οι οποίες, συχνά, αλληλοεπικαλύπτονται650. Βασικό κριτήριο στην προσπάθεια
διάκρισής τους, αποτελεί το γεγονός ότι η εκβίαση συνίσταται σε μια «αρπακτική»
(“predatory”) πράξη, η οποία συμπεριλαμβάνει πάντα κάποιο θύμα, ενώ, η
παροχή «προστασίας» αποτελεί μια συμφωνία αμοιβαία επωφελή για τα
συμμετέχοντα μέρη651.
Με τις επισημάνσεις αυτές, αναφέρουμε ειδικότερα, ότι μια μορφή
προστασίας αποτελεί η άμεση εκβίαση652 του ιδιοκτήτη ενός καταστήματος,
συνήθως κέντρου νυχτερινής διασκεδάσεως653, από τον οποίο οι οργανωμένοι
εγκληματίες ζητούν κάποιο χρηματικό ποσό, που θα πρέπει να πληρώνεται σε
εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση, προκειμένου να μην δημιουργούνται προβλήματα
στην επιχείρησή του654. Στη συνέχεια, αν δεν πεισθεί, από την έμμεση εκτόξευση
απειλών εναντίον του, προβαίνουν σε διάφορες πράξεις βίας και φθορές της

649
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 210.
650
Για μια αναλυτική εικόνα της κατάστασης της παροχής «προστασίας» στην Ευρώπη, βλ. ιδίως,
την συγκριτική έρευνα σε 27 Κράτη-μέλη της ΕΕ των Stefano Caneppele / Francesco Calderoni,
Extortion rackets in Europe: An exploratory comparative study, όπ.παρ., σελ. 309 – 335.
651
Για τη διάκριση αυτή, βλ. αναλυτικά, Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion
rackets in Europe: An exploratory comparative study, όπ.παρ., σελ. 310 – 311.
652
Για το έγκλημα της εκβίασης, όπως τυποποιείται στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, βλ. ∆ιονυσίου
Σπινέλλη, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Εγκλήματα κατά
περιουσιακών εννόμων αγαθών, τεύχος Β’ (άρθρα 385 – 387 ΠΚ), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
1985, σελ. 66 επ., Βασιλείου Αλεξανδρή, Το έγκλημα της εκβίασης – Συμβολή στην ερμηνεία του
άρθρου 385 ΠΚ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 151 επ. και Γιάννη Μπέκα, Η
γραμματική ερμηνεία ως εργαλείο προσέγγισης του άρθρου 385 § 1 β’ ΠΚ (Με αφορμή το
ΒουλΣυμΠλημΧαλκίδας 700/96), ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 201 επ.
653
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του 2003, πρώην «πορτιέρηδες» συνέστησαν επτά
συμμορίες «νονών της νύχτας», οι οποίες συνεργάζονται μεταξύ τους και διαθέτουν κάποιες
σχέσεις με την αστυνομία. Βλ. αναλυτικά, Efis Lambropoulou, Criminal “organizations” in Greece
and public policy: from non-real to hyper-real?, International Journal of the Sociology of Law, vol.
31, no. 1, 2003, σελ. 69 – 87.
654
Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Η εκβιαστική «προστασία» επιχειρήσεων (άρθρο 385 § 1 β’ ΠΚ) ως
μορφή οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 373.
164

ιδιοκτησίας του, έτσι ώστε να του αποδείξουν ότι η επιχείρησή του όντως χρήζει
προστασίας. Το κλίμα βίας, που φροντίζουν να συντηρούν σε τακτή βάση
διώχνει, συνήθως, τους πελάτες του καταστήματος και δημιουργεί στον ιδιοκτήτη
μια πραγματική ανάγκη προστασίας, καθώς μόνο οι οργανωμένοι εγκληματίες
είναι πλέον σε θέση να ελέγχουν τους ανθρώπους του υποκόσμου και να τους
απομακρύνουν και μαζί μ’ αυτούς όλες τις άσχημες συνέπειες για τον ίδιο και την
επιχείρησή του. Έτσι, ο επιχειρηματίας τελικά υποκύπτει στον εκβιασμό και
πληρώνει τα ποσά που του ζητούν οι οργανωμένοι εγκληματίες, με αντάλλαγμα
την ανάκτηση μιας ορισμένης ηρεμίας.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις, που η επιχείρηση παροχής
«προστασίας» δημιουργείται μέσω μιας συμβιωτικής σχέσης, που παράγουν οι
επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες655. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι ο
εγκληματίας αυτός που επιβάλλει την παροχή «προστασίας» στον ιδιοκτήτη
κάποιας επιχείρησης, αλλά, αντιθέτως, ο επιχειρηματίας, ο οποίος λαμβάνοντας
υπόψη την πραγματική ανάγκη κάποιας προστασίας σε ένα περιβάλλον όπου η
κλοπή είναι ανεξέλεγκτη, αναζητά προστάτες και συμφωνεί να καταστεί αυτός και
η επιχείρησή του αντικείμενο προστασίας για κάποια τιμή.
Ο δεύτερος τύπος προστασίας, ο οποίος είναι πιο σύνθετος και
επικίνδυνος από τον πρώτο, δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την είσπραξη
χρημάτων από κάποιον έντιμο έμπορο ή επιχείρηση, αλλά επιδιώκει τον πλήρη
και αποκλειστικό έλεγχο του συγκεκριμένου χώρου656, προκειμένου η
εγκληματική οργάνωση να μπορέσει να αναπτύξει περαιτέρω τις παράνομες
δραστηριότητές της, όπως τη διάθεση ναρκωτικών, την πορνεία, την παράνομη
πώληση λαχνών και τον τοκογλυφικό δανεισμό χρημάτων.
Για να καταφέρει να διεισδύσει στους χώρους αυτούς, η εγκληματική
οργάνωση, δίνει εντολή στα μέλη της να προσεγγίσουν τον ιδιοκτήτη και με τη
χρήση απειλών ή βίας να αρχίσουν να του αποσπούν κάποιο χρηματικό ποσό
κάθε εβδομάδα ή μήνα για παροχή προστασίας657. Στη συνέχεια, οι απαιτήσεις

655
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 168 και Αδάμ Παπαδαμάκη, Η εκβιαστική
«προστασία» επιχειρήσεων (άρθρο 385 § 1 β’ ΠΚ) ως μορφή οργανωμένου εγκλήματος,
όπ.παρ., σελ. 379.
656
Βλ. αναλυτικά, A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 190.
657
Σ’ αυτή την περίπτωση η εβδομαδιαίες ή μηνιαίες εισπράξεις χρηματικών ποσών από τους
οργανωμένους εγκληματίες δεν αποτελούν τον κύριο στόχο, αλλά επιτελούν τη λειτουργία του
μέσου προς σκοπό.
165

κλιμακώνονται και οι οργανωμένοι εγκληματίες ζητούν από τον ιδιοκτήτη την


πρόσληψη ως διαχειριστή και ως μελών του προσωπικού, άτομα έμπιστα στην
οργάνωση658, με σκοπό τον άμεσο έλεγχο του τι γίνεται στην επιχείρηση. Όταν οι
άνθρωποι της εγκληματικής ομάδας προσληφθούν, η εγκληματική οργάνωση
μπορεί πιο εύκολα πλέον να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της, αποκτώντας
ταυτόχρονα ένα μονοπώλιο659.
Ο ρόλος του «έμπιστου» στην εγκληματική οργάνωση προσωπικού είναι
κρίσιμος για τη συνέχιση και τη διεύρυνση των παρανόμων δραστηριοτήτων της,
καθώς καλείται, εκ των πραγμάτων, να δέχεται πολλά τηλεφωνήματα και
μηνύματα για τα μέλη της ομάδας, καθώς και αντικείμενα και φακέλους που
περιέχουν πληρωμές. Στην ουσία, το πρόσωπα αυτά γίνονται μάρτυρες, αν όχι
συμμέτοχοι, σε μια παράνομη δραστηριότητα που είναι σχεδόν συνεχής.
Εν τέλει, στην περίπτωση αυτή, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης που
υποκύπτει στις πιέσεις των εγκληματιών, όχι μόνο χάνει τον έλεγχο της
επιχείρησής του, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και την ίδια την
επιχείρηση660, καθώς είτε λόγω της κακής φήμης, που στο μεταξύ θα έχει
αποκτήσει, μπορεί να του αφαιρεθούν διοικητικά οι νόμιμες άδειες λειτουργίας,
είτε γιατί οι ίδιοι οι εγκληματίες θα τον πιέσουν να την πωλήσει, σε εξευτελιστική,
συνήθως, τιμή, στο άτομο που θα του υποδειχθεί661.
Μια τρίτη μορφή προστασίας, που προσιδιάζει περισσότερο στην
παραδοσιακή Mafia662 και την ιστορική καταγωγή της και σε επίπεδο
αποτελεσμάτων είναι η πιο επικίνδυνη από τις τρεις, έγκειται στην προσπάθεια
κάποιων ατόμων να αποκτήσουν την εξουσία να ρυθμίζουν τις τύχες και να
επιλύουν τα προβλήματα άλλων ατόμων, φτάνοντας μέχρι και την υποκατάσταση
των αστυνομικών και δικαστικών αρχών663. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο μαφιόζος

658
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 284.
659
Καθώς μόνο η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση έχει πλέον το δικαίωμα, για παράδειγμα,
να διακινεί ναρκωτικά και κλεμμένα αντικείμενα, να οργανώνει παράνομα παιχνίδια ή να συνάπτει
τοκογλυφικά δάνεια στο συγκεκριμένο χώρο.
660
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 59.
661
Πολλές φορές την αγοράζουν οι ίδιοι οι «προστάτες» χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα, κάτι
που τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο ακόμη και ολόκληρων συνοικιών.
662
Βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 22 επ.
663
Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι η Mafia αποτελεί ένα αυτόνομο, πολιτικό – πολιτισμικό και
οικονομικό σύστημα, που έρχεται σε αντιπαράθεση με το επίσημο κράτος και παρέχει τις ίδιες
ακριβώς υπηρεσίες, ενώ, ταυτόχρονα αξιώνει και έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει την εξουσία
της, τη δική της ηθική, την υποταγή και την υπακοή, όπως το επίσημο κράτος. Βλ. σχετικά Σοφίας
166

παρέχει μια καταπληκτική ποικιλία υπηρεσιών, που δεν είναι αποτιμητές σε


χρήμα και γίνεται απαραίτητος μετατρέποντας τη βία του σε ασφάλεια, για τους
πολίτες που προστρέχουν στις διαιτητικές του υπηρεσίες664. Οι ευχαριστημένοι
πελάτες, εξάλλου, είναι αυτονόητο ότι θα τον προστατέψουν με τη σιωπή τους.
Πράγματι, αυτή η μορφή προστασίας αποτελεί την άριστη χρήση του
ιδιάζοντος μέσου που διαθέτει ο μαφιόζος, του βίαιου εγκλήματος. Έτσι, παρέχει
ιδιωτική προστασία ενάντια σε κάθε λογής εγκληματίες, βρίσκει τα κλοπιμαία και
τα επιστρέφει στους ιδιοκτήτες665, δημιουργεί και επιβάλλει λύσεις σε κάθε είδους
συγκρούσεις και διαφορές, ανοσοποιεί διάφορους επαγγελματίες έναντι του
ανταγωνισμού, των κλοπών και των απεργιών, αλλά, επίσης, εγγυάται τη
σιγουριά των συναλλαγών και των συμβολαίων.
Απέναντι στην αμέλεια του κράτους ο μαφιόζος παρέχει μια εντελώς
πραγματική, υλική προστασία, που χρειάζεται πολύ λιγότερο χρόνο από το
επίσημο σύστημα δικαιοσύνης και συνήθως αποκαθιστά πολύ καλύτερα τα
πράγματα, εγγίζοντας την έννοια της δικαιοσύνης που υπάρχει στη λαϊκή
συνείδηση, αφού ο μαφιόζος είναι σε θέση να είναι εξαιρετικά πληροφορημένος
για τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Ο μαφιόζος, στην περίπτωση αυτή, καθίσταται ταυτόχρονα αστυνομικός,
ειρηνοδίκης και αστικός και ποινικός δικαστής. Είναι, όμως, την ίδια στιγμή,
δικαστής και δήμιος, αφού εκτελεί ο ίδιος τις αποφάσεις, που εκδίδει. Και φυσικά,
η δικαιοσύνη, που απονέμει, είναι μια δικαιοσύνη με συνοπτικές διαδικασίες και
χωρίς δεύτερο βαθμό.
Η υπέρτατη διορατικότητα και πονηριά του μαφιόζου, σ’ αυτή τη μορφή
προστασίας, συνίσταται στο γεγονός ότι παραγκωνίζει και αντιποιείται τις
δυνάμεις της τάξης προσφέροντας προστασία στους συμπολίτες του, με σκοπό
να αποκαταστήσει τον κοινωνικό δεσμό, που είχε διακοπεί εξαιτίας της δικής του

Βιδάλη, Η πολιτική διαφθορά ως μία εκ των καλών τεχνών, Χρονικά, τεύχος 7, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 46 και τις οικείες παραπομπές.
664
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ.180.
665
Ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο αυτό έδωσε στην κατάθεσή του ο Giovanni Brusca, ο οποίος
θεωρούνταν ο διάδοχος του Toto Riina (αρχηγού της Mafia), αλλά μετά από τη σύλληψή του το
1994 συνεργάσθηκε με τις αρχές καταθέτοντας στοιχεία κατά της Mafia. Στην κατάθεσή του αυτή,
μεταξύ άλλων, τόνισε ότι ο ίδιος βοήθησε πολλούς ανθρώπους να ξαναβρούν τα αυτοκίνητά τους.
Εξάλλου, εάν το συγκεκριμένο αυτοκίνητο που αναζητούσε είχε ήδη μετατραπεί σε ανταλλακτικά,
έβαζε τους άνδρες του να κλέψουν άλλο ίδιου μοντέλου και χρώματος, έτσι ώστε να ικανοποιήσει
το άτομο που είχε προστρέξει στη βοήθεια της Mafia. Βλ. Saverio Lodato, Ho ucciso Giovanni
Falcone. La confessione di Giovanni Brusca, Mondadori, Milan, 1999, σελ. 73.
167

βίαιης συμπεριφοράς και μέσω της κατάκτησης μιας αξιότιμης θέσης εντός της
κοινωνίας, διασφαλίζει το ακαταδίωκτο και την ατιμωρησία του.

3.2.3. Ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος

Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος666 είναι ένα εξαιρετικά δυναμικό και


συνεχώς μεταβαλλόμενο φαινόμενο, που επηρεάζεται καίρια από τις αλλαγές
στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ενώ συνδέεται άμεσα με τη
λεγόμενη «αθέατη», «γκρίζα» ή «σκιώδη» οικονομία667. Στo πλαίσιο της
προσπάθειας κατανόησής του έχει κατασκευαστεί ένα θεωρητικό μοντέλο, που
διακρίνει τρία στάδια κατά τη διαδικασία του ξεπλύματος. Την «τοποθέτηση»
(“placement stage”), το «στρώσιμο-άπλωμα» (“layering stage”) και την
«ενσωμάτωση-ενοποίηση» (“integration stage”)668. Μερικοί ιδιαίτερα
χαρακτηριστικοί τρόποι ξεπλύματος είναι η «ανάμιξη νόμιμων και παράνομων
εσόδων», το «ξέπλυμα μέσω του κυβερνοχώρου», η εκμετάλλευση των
«φορολογικών παραδείσων» και, ιδίως στην Κολομβία και στο εμπόριο κοκαΐνης,
η «μαύρη αγορά ανταλλαγής πέσο».
Η ανάμιξη αποτελεί μία από τις παλαιότερες μεθόδους για ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος. Στην περίπτωση αυτή, η εγκληματική οργάνωση χρειάζεται
μία εταιρία που να δραστηριοποιείται νόμιμα στην αγορά. Η εταιρία αυτή ανήκει
συνήθως σε πρόσωπο που συνδέεται με την εγκληματική οργάνωση669, μπορεί,
όμως, να είναι και μία ανεξάρτητη επιχείρηση. Το βρώμικο τμήμα εισφέρεται στην
εταιρία και αναμιγνύεται με τα νόμιμα έσοδά της σε τακτή βάση, ενώ, ο
τραπεζικός λογαριασμός του συγκεκριμένου νομικού προσώπου χρησιμοποιείται

666
Στην Ελλάδα έχει θεσπιστεί ο Ν. 3691/2008 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η τρίτη
κοινοτική οδηγία για το ξέπλυμα. Η νομοθεσία για το ξέπλυμα στην Ελλάδα και η νομολογιακή της
εφαρμογή θα εξεταστεί αναλυτικά στο 3ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους της παρούσας
εργασίας.
667
Ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του «ξεπλύματος» αποτελεί η άμεση σύνδεσή του με τη
διαφθορά, καθώς θεωρείται ότι ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους, για τον οποίο ξεκίνησε το
«ξέπλυμα» κατά τη δεκαετία του 1920 στην Αμερική, ήταν η επιδίωξη των εγκληματικών
οργανώσεων να αποκρύπτουν το μέγεθος των εσόδων τους από διεφθαρμένους αστυνομικούς,
οι οποίοι αξίωναν ποσοστά για να προσφέρουν αστυνομική «προστασία» και κάλυψη των
εγκληματικών δραστηριοτήτων τους. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 242.
668
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49 και
Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση Παύλου
Τοπαλνάκου – Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 883.
669
Ο επιχειρηματίας συνδέεται με την εγκληματική οργάνωση είτε εκβιαστικά είτε οικειοθελώς,
προκειμένου να κερδίσει μέρος του χρηματικού ποσού που ξεπλένεται με τη βοήθειά του.
168

στη διαδικασία ένταξης του βρώμικου χρήματος στο νόμιμο οικονομικό σύστημα.
Περαιτέρω, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας μεταφέρει, σύμφωνα με τις οδηγίες που
λαμβάνει από την εγκληματική οργάνωση, τα χρήματα σε άλλα νομικά πρόσωπα,
τα οποία επίσης εμπλέκονται στη διαδικασία του ξεπλύματος, ενώ, πολύ συχνά
υποχρεώνεται να πληρώνει για εικονικά αγαθά ή υπηρεσίες, να συνομολογεί
δάνεια ή να συνάπτει χρέη, προκειμένου να δοθεί μια νομιμοφανής υπόσταση
στα μεταφερόμενα βρώμικα κεφάλαια670.
Οι εγκληματικές οργανώσεις για λόγους ασφαλείας αλλάζουν πολύ συχνά
τις εταιρίες που χρησιμοποιούν για τα ξέπλυμα των χρημάτων τους. Τα κριτήρια
επιλογής μιας συγκεκριμένης νόμιμης εταιρίας που διασφαλίζουν ένα minimum
ασφάλειας για τις εγκληματικές οργανώσεις είναι να παρέχουν κάποιας μορφής
άϋλες υπηρεσίες, να έχουν διευρυμένο και ακανόνιστο πελατολόγιο, να
πληρώνονται, συνήθως, σε μετρητά για τις υπηρεσίες τους, να μην εκδίδουν
τιμολόγια και να τηρούν νόμιμα βιβλία για τις δημοσιονομικές αρχές671.
Περαιτέρω, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσω του κυβερνοχώρου672
συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή κίνησης
κεφαλαίων και καλύπτει κάθε τεχνική που χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες,
ιδίως το διαδίκτυο, ως μέσο πληρωμών.
Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους ξεπλύματος είναι η
κατάχρηση των συστημάτων πληρωμής μέσω διαδικτύου. Στην περίπτωση αυτή,
τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εφοδιάζουν τους πελάτες τους με ηλεκτρονικά
χρήματα (“e-cash”), τα οποία χρησιμοποιούνται για συναλλαγές ανάμεσα σε
επιχειρηματίες ή ανάμεσα σε επιχειρηματίες και τους πελάτες τους. Ταυτόχρονα,
τους παρέχεται το κατάλληλο λογισμικό, το οποίο μπορεί να «αποθηκεύει»
χρήματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή των δύο συναλλασσόμενων μόλις αυτοί
συνδεθούν με τις τράπεζές τους, με αποτέλεσμα, για να πληρώσουν για αγαθά ή
υπηρεσίες, να χρειάζεται απλά η μεταφορά των αξιών αυτών από τον έναν
ηλεκτρονικό υπολογιστή στον άλλο.

670
Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 890.
671
Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 890 –
891, όπου αναφέρονται επίσης και συγκεκριμένα παραδείγματα «ιδανικών» επιχειρήσεων
στόχων για το οργανωμένο έγκλημα και αναλύονται τα βασικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
της συγκεκριμένης μεθόδου για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος τόσο για τις εγκληματικές
οργανώσεις όσο και για τους εμπλεκόμενους ιδιοκτήτες των νομίμων εταιριών.
672
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Πληροφορική και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 132 – 134. και Wojciech
Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 888 – 889.
169

Για τον ίδιο σκοπό, χρησιμοποιούνται, επίσης, οι «αποθηκευτικές κάρτες


αξιών» (“store value cards” ή “smart cards” ή “e-wallets”), οι οποίες είναι
πλαστικές κάρτες, στο μέγεθος πιστωτικής κάρτας, που έχουν ενσωματωμένο
έναν μικροεπεξεργαστή και μνήμη και μπορούν να αποθηκεύουν χρήματα στη
μνήμη χωρίς όριο, με αποτέλεσμα να είναι δυνατό να μεταφερθούν χρήματα από
έναν τραπεζικό λογαριασμό απευθείας στην «αποθηκευτική κάρτα αξιών».
Η εκμετάλλευση των «φορολογικών παραδείσων» (“tax ή fiscal
heavens”)673 αποτελεί συνηθισμένη και σχεδόν ιδανική μέθοδο για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος στο δεύτερο και το τρίτο στάδιο του ξεπλύματος, δηλαδή στα
στάδια του «στρωσίματος-απλώματος» και της «ενσωμάτωσης-ενοποίησης»674,
καθώς αφενός, βοηθούν να παρακαμφθεί η γραφειοκρατία και αφετέρου,
αποκρύπτεται με επιτυχία η αληθινή ταυτότητα των προσώπων που έχουν
εμπλακεί σε παράνομες δραστηριότητες, τα έσοδα από τις οποίες
νομιμοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο και επανεπενδύονται χωρίς κανένα
πρόβλημα, πλέον, στη νόμιμη οικονομία.
Στη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούνται συνήθως «υπεράκτιες ή εξωχώριες
εταιρίες» (“off-shore”)675, οι οποίες έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα να έχουν

673
Οι «φορολογικοί παράδεισοι» εμφανίστηκαν ως απόρροια της εκρηκτικής δημιουργίας
«εικονικού κεφαλαίου» κατά τη δεκαετία του 1960 στις ευρωπαϊκές αγορές, που μεταγενέστερα
δημιούργησε την αναγκαιότητα γεωπολιτικής ανακατανομής και εγκατάστασής του. Πρόκειται για
αγορές πέρα από τη ρυθμιστική δικαιοδοσία της εθνικής οικονομίας καταγωγής, που
χαρακτηρίζονται από ελλιπή ή έστω χαλαρή φορολόγηση στα περισσότερα εισοδήματα, όποια
και αν είναι η προέλευσή τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι το τραπεζικό και εμπορικό
απόρρητο, η έλλειψη ελέγχου του εισρέοντος σε αυτές συναλλάγματος, η παροχή διευκολύνσεων
για την ίδρυση ή την απόκτηση ασφαλιστικών ή άλλων εταιριών και τραπεζών ενώ, βασικό τους
στοιχείο αποτελεί η πολιτική και νομισματική τους σταθερότητα και τα εξελιγμένα συστήματα
επικοινωνίας. Βλ. Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1052. Ευρύτερα για τον τρόπο που οι «φορολογικοί παράδεισοι»
επιτρέπουν σε σημαντικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά και σε εγκληματίες να
λειτουργούν με έναν «κυριαρχικό» (“sovereign”) τρόπο, βλ. Alain Deneault, Tax Havens and
Criminology, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007, σελ. 260 – 270.
674
Ήδη κατά το έτος 2000 υπολογιζόταν ότι οι επενδύσεις σε off-shore εταιρίες ανέρχονταν σε 5
τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου στο 3% του παγκόσμιου πλούτου και υπήρχε η
εκτίμηση ότι μέσω off-shore εταιριών διακινούνταν το 50% των κεφαλαίων διεθνώς. Βλ.
∆ημητρίου Ζιούβα, Φορολογικά Αδικήματα – Νομοθετικοί άξονες, συστηματική θεμελίωση και
βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του ελληνικού φορολογικού ποινικού δικαίου, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 26 και υποσημ. 33.
675
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, όπ.παρ., σελ. 646 και
Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, όπ.παρ.,
σελ. 1051 – 1054, όπου αναφέρει ότι οι υπεράκτιες εταιρίες επιτρέπουν τη μεταφορά κερδών από
υψηλά σε χαμηλά φορολογούμενες χώρες και επιπλέον, έχουν ελάχιστο χρόνο σύστασης,
ευέλικτο τρόπο λειτουργίας (το ∆.Σ. τους μπορεί να συνέλθει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου)
και μικρό, σχετικά, διαχειριστικό κόστος.
170

έδρα σε χώρες στις οποίες δεν ασκούν την οικονομική τους δραστηριότητα και
δη, σε «φορολογικούς παραδείσους», όπου το νομικό και φορολογικό καθεστώς
είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό676.
Το εκτεταμένο και περιπλεγμένο δίκτυο των «φορολογικών παραδείσων»,
οι οποίοι αποφεύγουν με επιδεξιότητα τους εξωτερικούς ελέγχους, επιβάλλουν
την ελάχιστη δυνατή εσωτερική επιθεώρηση και εξωτερική εξέταση των
λογιστικών βιβλίων και υιοθετούν την μυστικότητα, δίνει τη δυνατότητα στις
νόμιμες επιχειρήσεις, αλλά, επίσης, και στους εγκληματίες και στις κρατικές
υπηρεσίες, που εμπλέκονται σε «βρώμικες δουλειές», να αναζητήσουν τα
μεγαλύτερα οικονομικά πλεονεκτήματα με την ελάχιστη δυνατή εποπτεία677.
Θα πρέπει να επισημανθεί, όμως, ότι τα σκοπίμως δημιουργημένα
«παραθυράκια» και οι ελκυστικές αδυναμίες του διεθνούς τραπεζικού
συστήματος υπάρχουν, πρωτίστως, για να διευκολύνουν τις ίδιες τις κυβερνήσεις
και την άρχουσα τάξη678 να εκτελέσουν διάφορες κρυφές και παράνομες
πράξεις679, κάτι που εξηγεί και τη συνέχιση της ύπαρξής τους, ενώ, μόνο σε ένα
δευτερεύον επίπεδο, επεξηγούν την ευκολία, με την οποία οι απατεώνες και το

Για τον τρόπο ίδρυσης και λειτουργίας των «υπεράκτιων εταιριών», βλ. αναλυτικά, Ιωάννη
Βοσκού, Ίδρυση, λειτουργία, κατηγορίες και θέματα εξωχωρίων εταιρειών,
http://www.syneemp.gr/?pgtp=1&aid=1235640800.
676
Στους «φορολογικούς παραδείσους» ο φόρος εισοδήματος είναι συγκριτικά ασήμαντος,
υπολογίζεται επί του καθαρού κέρδους και είναι ο μόνος που επιβάλλεται για τη συγκεκριμένη
οικονομική δραστηριότητα της εταιρίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η διπλή φορολόγηση.
Ταυτόχρονα, οι υπεράκτιες εταιρίες μπορούν να συνιστώνται από έναν μόνο μέτοχο,
διασφαλίζουν πλήρη ανωνυμία των μετόχων και τραπεζικό απόρρητο, δεν υπόκεινται στο «πόθεν
έσχες» για αγορά ακινήτου ή σκάφους, δεν φορολογούνται για εισοδήματα αποκτώμενα στο
εξωτερικό (π.χ. σε περίπτωση που οι υπεράκτιες εταιρίες έχουν κυριότητα ακινήτων, δεν
καταβάλλεται φόρος μεταβίβασης, κληρονομίας, γονικής παροχής ή δωρεάς ούτε υπάρχει
υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων˙ η φορολογία αφορά μόνο τα εισοδήματα
που αποκτώνται από ακίνητα, ενώ, καταβάλλεται και φόρος μεταβίβασης ακινήτου κατά την
αγορά τούτου).
677
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
126.
678
Σύμφωνα με τη Ζέρβα, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αγγλίας, η οποία
αφενός, συμμετέχει σε όλες τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και αφετέρου, ελέγχει την πλειοψηφία των
υπεράκτιων κέντρων. Για παράδειγμα, όταν η Αγγλία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το
1973, διευκρίνισε ότι η Συνθήκη δεν θα εφαρμοζόταν στο Γιβραλτάρ αναφορικά με τα τελωνεία, το
φορολογικό καθεστώς και την αγροτική πολιτική. Το Γιβραλτάρ, το 1991 είχε 42.000 εταιρίες σε
μια έκταση μόλις 6 τετραγωνικών μέτρων! Το δε μέσο κόστος σύστασης μιας υπεράκτιας εταιρίας
ήταν 1.000 περίπου λίρες Αγγλίας, ενώ, το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο ήταν μόλις 2.000 λίρες
Αγγλίας ή Αμερικάνικα δολάρια. Βλ. Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων
από παράνομες ενέργειες, όπ.παρ., σελ. 1053 και 1054,
679
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
115.
171

οργανωμένο έγκλημα εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους προσφέρονται από


το σύστημα.
Στην Ελλάδα οι «υπεράκτιες εταιρίες» χρησιμοποιούνται ολοένα και
περισσότερο για την αγορά ακίνητης περιουσίας και σκαφών και τη διενέργεια
εμπορικών πράξεων, όπως η διαμεσολάβηση σε εισαγωγές και η αγοραπωλησία
εμπορευμάτων, με σκοπό να επιτυγχάνεται η ελάχιστη δυνατή φορολόγηση,
αλλά, ταυτόχρονα, αποτελούν και το ιδανικό περιβάλλον για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος680.
Η μαύρη αγορά ανταλλαγής πέσο, τέλος, αποτελεί, στην ουσία της, ένα
παράδειγμα υπόγειων ή παράλληλων τραπεζικών υπηρεσιών. Η μέθοδος αυτή
ακολουθείται κατεξοχήν από τα κολομβιανά καρτέλ ναρκωτικών681, που αφού
παράξουν τα ναρκωτικά τα εισάγουν λαθραία, συνήθως διά θαλάσσης, στις ΗΠΑ
και τα πωλούν εκεί αποκομίζοντας τεράστια έσοδα σε δολάρια. Στη συνέχεια, το
πρόσωπο-κλειδί αυτής της μεθόδου, ο «μεσίτης πέσο» αγοράζει δολάρια από τα
καρτέλ στις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας πέσο, σε μια συμφωνημένη τιμή ελαφρώς
χαμηλότερη από την επίσημη τιμή. Ολόκληρη η συναλλαγή αυτή γίνεται με τη
χρήση των σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών δυνατοτήτων682. Για να διευκολυνθεί
η ολοκλήρωση της διαδικασίας, πρέπει να συμμετάσχει και ένα άλλο πρόσωπο,
ο «λαθρέμπορος», ο οποίος αγοράζει διάφορα αγαθά στις ΗΠΑ, τα μεταφέρει
στην Κολομβία και τα πουλά εκεί. Ο λαθρέμπορος βρίσκεται στην ακριβώς
αντίστροφη θέση με τα καρτέλ, καθώς χρειάζεται δολάρια ΗΠΑ για να κάνει τις
αγορές του, αλλά στην κατοχή του έχει μόνο πέσο, τα οποία προέρχονται από το
λαθρεμπόριο στην Κολομβία. Ο ρόλος του μεσίτη πέσο είναι να αντιστοιχήσει την
προσφορά των καρτέλ σε δολάρια με τη ζήτηση του λαθρέμπορου για αυτά.
Πρόκειται για ένα αλληλοσυμπληρωματικό σύστημα, που στηρίζεται στη βασική
αρχή της προσφοράς και της ζήτησης.

680
Ειδικά για τους συνήθεις τρόπους ξεπλύματος στην Ελλάδα, βλ. Φίλιππου Μανώλαρου,
Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 201 – 202, ιδίως σελ. 202, όπου αναφέρει ότι «τα ποσά των παράνομων χρημάτων που
νομιμοποιούνται στην Ελλάδα και λευκαίνονται ξεπερνούν, τουλάχιστον, τα 15 τρισεκατομμύρια
δραχμές, ενώ, από αυτά το 60% προέρχεται από το εμπόριο λευκού θανάτου».
681
Σύμφωνα με τη DEA (Drug Enforcement Agency) υπολογίζεται ότι με τη μέθοδο αυτή
νομιμοποιούνται περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες
τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 886.
682
Σύμφωνα με τον Filipkowski, υπάρχουν 200 ενεργοί μεσίτες πέσο στην Κολομβία, αν και οι εν
λόγω μεσίτες δραστηριοποιούνται και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής, οι οποίοι κατέχουν
διάφορες ποσότητες πέσο και προσφέρουν διαφορετικές τιμές συναλλάγματος. Bλ. Wojciech
Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ, σελ. 886
172

Ο λαθρέμπορος, όμως, για λόγους ασφαλείας, δεν μπορεί να πάρει τα


δολάρια των καρτέλ σε μετρητά. Για το λόγο αυτό ο μεσίτης πέσο, αφού πάρει τα
δολάρια, τα καταθέτει σε προϋπάρχοντες τραπεζικούς λογαριασμούς και
συντονίζει μια ομάδα ατόμων, που αποκαλούνται «στρουμφάκια» (“smurfs”), η
οποία με τη σειρά της καταθέτει στους λογαριασμούς αυτούς ποσά κάτω από το
θεσμοθετημένο όριο που ενεργοποιεί τα τραπεζικά συστήματα για την
αντιμετώπιση του ξεπλύματος683. Αυτοί οι τραπεζικοί λογαριασμοί ανοίγονται από
πρόσωπα που έχουν προσληφθεί επί τούτου έναντι μικρής αμοιβής, τα οποία
λαμβάνουν επιταγές ή άλλους οικονομικούς τίτλους πληρωτέους από τους
συγκεκριμένους λογαριασμούς, τους οποίους υπογράφουν «εν λευκώ» και τους
παραδίδουν στο μεσίτη πέσο. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι τίτλοι πωλούνται
στο λαθρέμπορο, ο οποίος, στη συνέχεια, πληρώνει μ’ αυτούς τους
χονδρεμπόρους για τα προϊόντα που αγόρασε.
Ολόκληρη η διαδικασία διεξάγεται πολύ γρήγορα. Σχηματικά, ο μεσίτης
πέσο περιμένει την προσφορά του λαθρεμπόρου, για να είναι βέβαιος για τα
χρήματα που προτίθεται να ξοδέψει. Στη συνέχεια, επικοινωνεί με τον
αντιπρόσωπο του καρτέλ και προτείνει την τιμή του συναλλάγματος και την
ποσότητα των δολαρίων που μπορεί να αγοράσει και σε περίπτωση που η
απάντηση του καρτέλ είναι θετική, τα δολάρια κατατίθενται σε τραπεζικούς
λογαριασμούς, εκδίδονται οι επιταγές και δίνονται στο λαθρέμπορο ενώ, τα πέσο
δίνονται στο καρτέλ στην Κολομβία.
Η μέθοδος αυτή είναι επικερδής για κάθε συμμέτοχο, αφού ο μεσίτης πέσο
λειτουργεί ως κλασικός μεσίτης συναλλάγματος κερδίζοντας από την αγορά και
την πώληση συναλλάγματος σε τιμή μικρότερη από την επίσημη. Το καρτέλ έχει
άμεσα διαθέσιμα τα κέρδη του σε πέσο στην Κολομβία, χωρίς να είναι
υποχρεωμένο να τα εισαγάγει λαθραία από τα σύνορα των ΗΠΑ ή μέσω του
επίσημου οικονομικού συστήματος. Ο λαθρέμπορος, τέλος, καταφέρνει να
αποφύγει την καταστρατήγηση των φορολογικών και συναλλαγματικών
διατάξεων της πατρίδας του684.

683
Bλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ, σελ. 887.
684
Τα αδύνατα σημεία αυτής της μεθόδου, σύμφωνα με τον Filipkowski, είναι ότι το βρώμικο
χρήμα είναι εύκολα ανιχνεύσιμο στο στάδιο της τοποθέτησης, επειδή βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά
στην παράνομη προέλευσή του, απαιτούνται κρυψώνες για να συγκεντρωθεί το χρήμα, που τα
«στρουμφάκια», στη συνέχεια, θα αναλάβουν να καταθέσουν και η πιθανότητα ανίχνευσης, τέλος,
από την τράπεζα του χονδρέμπορου του ύποπτου και ασυνήθιστου τρόπου πληρωμής για την
αγορά εμπορευμάτων από μια δέσμη επιταγών πληρωτέων από διαφορετικούς τραπεζικούς
173

Ενότητα 4. Ιδιαιτερότητες του θύματος του οργανωμένου εγκλήματος

Στις κοινωνικές αναπαραστάσεις, αλλά και στις διωκτικές πρακτικές


παρατηρείται μια πόλωση ανάμεσα στις έννοιες του «δράστη» και του
«θύματος», η οποία, σε τελική ανάλυση, υποβαθμίζει τις πολυεπίπεδες,
αλληλένδετες και διαδραστικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο συμμετέχοντα «μέρη»
του εγκλήματος685. Αντικείμενο της Θυματολογίας686 δεν είναι η απονομή ενοχής
στη μία ή στην άλλη πλευρά, αλλά η διερεύνηση και η τεκμηρίωση των
συνεπιδράσεων του θύματος πριν και κατά τη διάρκεια της τέλεσης της εναντίον
του στρεφόμενης άδικης πράξης, με αντικειμενικό στόχο τη δημιουργία
στρατηγικών και μέτρων για τον περιορισμό της ζημίας και την αποτροπή της
θυματικής κλιμάκωσης. Στο πλαίσιο αυτό, «η διάπραξη ενός εγκλήματος», όπως
ιδιαίτερα εύστοχα παρατηρεί ο ∆ημόπουλος687, «δεν είναι ένα απομονωμένο
συμβάν, αλλά η κορύφωση μιας διαδικασίας, κατά την οποία επέδρασαν πολλοί
παράγοντες. Το θύμα δεν είναι ένα απλό, ακίνητο αντικείμενο, αλλά ένα
ενεργητικό στοιχείο στη δυναμική της παραβίασης του ποινικού νόμου».
Πράγματι, η σχέση ανάμεσα στον «κίνδυνο» (“danger”), ο οποίος προέρχεται
κατεξοχήν από το εξωτερικό περιβάλλον και αναφέρεται σε ζητήματα που
μπορούν να ανακύψουν στο μέλλον και τα οποία δεν οφείλονται στις πράξεις και
τις επιλογές εκείνου που τα υφίσταται και τη «διακινδύνευση» (“risk”), η οποία
αναφέρεται στην προσωπική επιλογή κάποιου που προσδοκά κάποιο όφελος,

λογαριασμούς. Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 887.
685
Για τη διαφορετική πρόσληψη του θύματος στην Αμερική και στην Ευρώπη και τις
συνακόλουθες διαφοροποιήσεις στα αποτελέσματα στην σχέση μεταξύ δράστη και θύματος, βλ.
ενδεικτικά, Βασιλικής Βλάχου, Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου αιώνα –
Κριτικές Παρατηρήσεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 69 – 73.
686
Για γενικά έργα που αναδεικνύουν από διαφορετική οπτική γωνία το ρόλο του θύματος στη
διαδικασία της θυματοποίησής του, βλ. αντί άλλων, Hans von Hentig, The Criminal and his
Victim, Yale University Press, New Haven, Connecticut, 1948, Marvin Wolfgang, Patterns in
Criminal Homicide, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 1958, Richard Quinney, Who
is the Victim?, στο Israel Drapkin / Emilio Viano (eds), Victimology, Lexincton Books,
Massachusets, Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974, σελ. 103 επ., Eduard Ziegenhagen,
Victims, crime, and social control, Praeger, New York, 1977, Albert Reiss / Michael Tonry (eds),
Communities and crime, University of Chicago Press, Chicago, 1986, Emilio Viano (ed), Critical
issues in victimology – International Perspectives, Springer Publishing Co., New York, 1992,
Ezzat Fattah, Understanding Criminal Victimization, Prentice Hall, Ontario, Scarborough, 1991,
του ιδίου (ed), Towards a critical victimology, St. Martin's Press, New York, 1992, Jim
Consedine, Restorative justice. Healing the effects of crime, N.Z.: Ploughshares Publications,
Lyttelton, 1995, Robert Meadows, Understanding violence and victimization, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1998.
687
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Εισαγωγή στη Θυματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006,
σελ. 18.
174

φωτίζει με ενάργεια τη σύγχρονη συζήτηση για την εσωτερική ασφάλεια και τις
διάφορες μορφές πρόληψης688.
Στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος η κατηγορία του
«θύματος» δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρη και σαφής689. Ο κανόνας μάλιστα
είναι οι διαδραστικές σχέσεις και οι συνεχείς εναλλαγές ρόλων. Έτσι, το «θύμα»
σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται και ως «θύτης». Και αυτό συμβαίνει, γιατί,
παρά την εκτατική εξάπλωση των δραστηριοτήτων του οργανωμένου
εγκλήματος, το όλο σύστημα είναι κλειστό, με άμεση συνέπεια και ο κύκλος των
θυμάτων του να είναι κλειστός και να μπορεί να οριστεί ως τέτοιος μόνο στο
πλαίσιο της εσωτερικής δομής του οργανωμένου εγκλήματος.
Με κριτήριο ταξινόμησης τις σχέσεις που αναπτύσσονται αφενός, στο
εσωτερικό των εγκληματικών οργανώσεων και αφετέρου, στις εξωτερικές τους
σχέσεις, υπάρχουν δύο κατηγορίες θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος, η
«εσωτερική» και η «εξωτερική».
Οι ομάδες του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, με κυρίαρχο
παράδειγμα τη σικελική Mafia, αποτελούν προνεωτερικά φαινόμενα, τα οποία
μετεξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στα νέα κοινωνικά και οικονομικά

688
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 53.
Βλ. επίσης, Michael Walter, Πρόληψη του εγκλήματος στην τοπική κοινότητα – Πού θα οδηγήσει;,
(μετάφραση Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1304, σύμφωνα με τον οποίο, από το
παλαιότερο περιεχόμενο της πρόληψης παραμένει μόνο η αναφορά στο έγκλημα ενώ, έχει
εγκαταλειφθεί τόσο η σύνδεση με μία συγκεκριμένη πράξη που έχει ήδη τελεστεί, όσο και ο
περιορισμός σε ποινικές κυρώσεις. Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Neumann, σήμερα υπάρχει ο
κίνδυνος «να επικρατήσει στο ποινικό δίκαιο το δόγμα της πρόληψης στο βωμό της
αποτελεσματικότητας, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επιστροφή στη “σοφία των απόλυτων
θεωριών” να εμφανίζεται πια ως απαίτηση των καιρών. Η επικράτηση του προληπτικού ποινικού
δικαίου επέφερε πολλές διαστρεβλώσεις στο σύστημα των ποινικών κανόνων, τόσο στο επίπεδο
των ειδικών υποστάσεων όσο και σ’ αυτό των νομικών συνεπειών». Βλ. Ulfrid Neumann, Η
ποινική ευθύνη του συμμετέχοντος στην αγορά – σχετικά με τη διάχυση του Ποινικού ∆ικαίου στο
προληπτικό Ποινικό ∆ίκαιο, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη / Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 200.
689
Η Βλάχου θεωρεί ότι η θυματοποίηση που προκύπτει από τη δράση του οργανωμένου
εγκλήματος, συνιστά «δομική θυματοποίηση», η οποία αντιδιαστέλλεται με τις παραδοσιακές
εξατομικευμένες μορφές της θυματοποίησης, ακριβώς λόγω της σχέσης του οργανωμένου
εγκλήματος με την οικονομική, πολιτική και οικονομική δομή της κοινωνίας και τις διαδικασίες της
παγκοσμιοποίησης. Βλ. Βασιλικής Βλάχου, Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου
αιώνα, όπ.παρ., σελ. 69.
Η θέση αυτή, κατά την άποψή μας, είναι λανθασμένη γιατί τείνει να παραγνωρίσει την
πραγματικότητα του κάθε ξεχωριστού θύματος, το οποίο θυματοποιείται από τις επιμέρους
δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος και αγνοεί τα επίπεδα σχέσεων που είχαν
αναπτυχθεί μεταξύ του συγκεκριμένου θύματος και της εγκληματικής οργάνωσης. Περαιτέρω,
συγχέει τους παράγοντες γένεσης και μετεξέλιξης του οργανωμένου εγκλήματος, που ασφαλώς
είναι οι επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες με τις διαδικασίες θυματοποίησης, η οποία
υπακούει σε δικούς της εσωτερικούς νόμους.
175

δεδομένα, εμπεριέχουν, όμως, στην ίδια τη δομή τους επιβιώσεις των


μεσαιωνικών και φεουδαρχικών νομικών προτύπων, που αγνοούσαν την ποινή,
ως αντίδραση και επιβολή του κοινωνικού συνόλου και αναγνώριζαν την
ουσιαστική νομιμότητα της ιδιωτικής επίλυσης των διαφορών και μάλιστα, το
δικαίωμα του θύματος μιας παράνομης πράξης σε ιδιωτική αντεκδίκηση. Έτσι, οι
διαφορές που ανακύπτουν στο εσωτερικό τους επιλύονται ιδιωτικά και συνήθως
με βίαιο και αιματηρό τρόπο. Συνεπώς, η εσωτερική θυματοποίηση που
ανακύπτει ακολουθεί την ιεραρχική δομή της οργάνωσης, με κατεύθυνση από
πάνω προς τα κάτω και όταν εκδηλώνεται όλοι είναι ταυτόχρονα θύτες και
θύματα ανάλογα με την οπτική γωνία αναφοράς.
Όσον αφορά την εξωτερική θυματοποίηση αυτή απευθύνεται και αγγίζει τα
άτομα που έρχονται σε επαφή με τις επιχειρήσεις των οργανωμένων
εγκληματικών ομάδων είτε επειδή συμμετέχουν ως εξωτερικοί συνεργάτες, είτε
επειδή πληρώνουν μερίδια «προστασίας»690.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Europol691, οι οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες που υιοθετούν μια «στρατηγική επιρροής»692 σε κλειστές, μη απόλυτα
ενσωματωμένες, τοπικές κοινωνίες, έχει ως αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό των
μελών αυτών των κοινοτήτων να χρησιμοποιούν τόσο τις εγκληματικές, όσο και
τις μη εγκληματικές υπηρεσίες τους693. Στην περίπτωση της χρήσης των
εγκληματικών υπηρεσιών, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, σε κάποιες
περιπτώσεις, εξαναγκάζονται να αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες694 από το
οργανωμένο έγκλημα ενώ, σε άλλες, μέσω αυτής της καταναγκαστικής σχέσης,
θυματοποιούνται οι ίδιοι, όπως στην περίπτωση του εξαναγκασμού σε πορνεία,
της διακίνησης ναρκωτικών στο δρόμο («βαποράκια») ή του δανεισμού
χρηματικών ποσών από το οργανωμένο έγκλημα.
Σε κοινωνίες, όμως, που δεν παρατηρούνται φαινόμενα μη ενσωμάτωσης,
οι περισσότερες δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος λαμβάνουν χώρα

690
Μία ακόμη συμβολική επιβίωση και αναφορά στις φεουδαρχικές κοινωνίες.
691
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 50.
692
Σύμφωνα με την τυπολογία που χρησιμοποιεί η Europol η στρατηγική αυτή αναφέρεται ως
«IN-SO», βλ. αναλυτικά για τη στρατηγική αυτή, Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 41 – 43.
693
Στις περιπτώσεις αυτές τα άτομα εξαναγκάζονται να γίνονται πελάτες στις νόμιμα
λειτουργούσες επιχειρήσεις των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.
694
Όπως είναι, για παράδειγμα, η αγορά προϊόντων από τη «μαύρη αγορά», η παράνομη
οικογενειακή συνένωση (με συγγενείς που από την άφιξή τους γίνονται αντικείμενο
εκμετάλλευσης από το οργανωμένο έγκλημα), η παράνομη χαρτοπαιξία και η χρήση σεξουαλικών
υπηρεσιών.
176

στο ημίφως και με άτομα αμφισβητούμενης εντιμότητας. Στις περιπτώσεις αυτές,


η θυματοποίηση κάποιου καθ’ όλα νόμιμου πολίτη βρίσκεται εκτός
περιβάλλοντος και φαντάζει εξαιρετικά επικίνδυνη και ως εκ τούτου, θα «πρέπει
να υπάρχει ένα είδος υποχρέωσης για να γίνει κάποιος θύμα»695.
Πράγματι, οι αθώοι και αμέτοχοι άνθρωποι, στις περιπτώσεις αυτές,
σπάνια γίνονται θύματα των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος. Οι
αθώοι και άσχετοι άνθρωποι ασφαλώς μπορούν να καταστούν θύματα ληστειών
και διαρρήξεων, αλλά πολύ σπάνια γίνονται θύματα εκβιασμών ή βίας, που να
διαπράττονται από ομάδα του οργανωμένου εγκλήματος696.
Η «υποχρέωση» δημιουργείται είτε μέσω της εθελοντικής συμμετοχής
κάποιου σε κάποια από τις δραστηριότητες της οργανωμένης εγκληματικής
ομάδας, είτε στις περιπτώσεις που κάποιος προστρέχει σ’ αυτήν για βοήθεια είτε
τέλος, όταν η παρούσα κοινωνική και οικονομική του επιτυχία οφείλεται τρόπον
τινά σε κάποια παρελθοντική εμπλοκή του με τις δραστηριότητες της
εγκληματικής οργάνωσης.
Ενόψει των ανωτέρω, η ασφάλεια των πολιτών δεν φαίνεται να απειλείται
από το οργανωμένο έγκλημα, τουλάχιστον στο βαθμό που πιστεύεται γενικά. Οι
πολίτες μάλλον κινδυνεύουν περισσότερο από τις πάσης φύσεως κοινές
εγκληματικές πράξεις που διαπράττονται εναντίον τους. Το γεγονός αυτό είναι
γνωστό στους νομοθέτες, οι οποίοι ακριβώς για να διευρύνουν τα ανεκτά όρια
δράσης και την κοινωνική νομιμοποίηση των δικών τους ενεργειών και αυτών της
αστυνομίας697, σκοπίμως συνδέουν την οργανωμένη εγκληματικότητα με το κοινό
έγκλημα698.

695
Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ.
104 – 105.
696
Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ.
104.
697
Ο Bigo διερωτάται ευθέως, μήπως οι αστυνομικοί έχουν συμφέρον να αποδίδουν υπερβολική
σημασία στην απειλή από το οργανωμένο έγκλημα, καθώς αν πειστεί η εξουσία για τη δύναμη
του οργανωμένου εγκλήματος, τότε θα κληθεί και θα είναι πρόθυμη να χρηματοδοτήσει μια
δύναμη κρούσης στα μέτρα του. Βλ. Didier Bigo, Pertinence et limites de la notion de crime
organisé, Relations internationales et stratégiques, no 20, 1995, σελ. 134 – 138. Ο Albini,
εξάλλου, μέσα από την ανάλυση της δημιουργίας ενός ευρύτερα αποδεκτού «μύθου», συγκρίνει
την κατασκευή του «ηθικού πανικού» σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα με τη συμβολική
χρησιμοποίηση του Κακού και του ∆ιαβόλου, ο οποίος ενσωματώνει τις ιδιότητες του Κακού, και
την αντίστοιχη κατασκευή «ηθικού πανικού» σχετικά με τις δραστηριότητες και τα «εγκλήματα»
των «σατανιστών». Βλ. Joseph Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common,
όπ.παρ., σελ. 63 – 70.
698
Βλ. Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την ειδική συνεδρίαση στο Τάμπερε της
Φιλανδίας, 15-16 Οκτωβρίου 1999, με θέμα τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και
177

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Θεωρητική προσέγγιση του φαινομένου

Το φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος συναρτάται άμεσα με τις


οικονομικές δομές μιας δεδομένης κοινωνίας και μάλιστα, σε δύο επίπεδα
ταυτόχρονα. Από τη μια μεριά, οριοθετούνται σχεδόν καταναγκαστικά από
κοινωνικούς παράγοντες, που στη βάση τους έχουν οικονομική αιτιολογία, τα
άτομα που έχουν μεγάλες πιθανότητες εμπλοκής στις συνολικές δραστηριότητες
του οργανωμένου εγκλήματος, είτε ως μέλη, είτε ως πελάτες είτε, ακόμη, ως
σιωπηλή πλειοψηφία, που συγκρατεί και ακυρώνει τις πρωτοβουλίες των
μηχανισμών καταστολής, ενώ, από την άλλη, τα πεδία δράσης του οργανωμένου
εγκλήματος, όπως εκθέσαμε και σε προηγούμενη ενότητα, συναρτώνται άμεσα
με τις εξελίξεις στη νόμιμη οικονομική σφαίρα και τις ευκαιρίες πραγματοποίησης
κέρδους, που παρουσιάζονται699. Συνάμα, η μορφή και οι δομές του
οργανωμένου εγκλήματος αλλάζουν ευθέως ανάλογα με τις αλλαγές που
συνεπιφέρει στην κοινωνική οργάνωση η αλλαγή των οικονομικών δομών μιας
δεδομένης ιστορικά κοινωνίας700.
Η μεταστροφή από μια απλώς αιματηρή εγκληματικότητα σε μια
εγκληματικότητα οικονομικής απάτης και εκμετάλλευσης όλων των ευκαιριών για
πραγματοποίηση κέρδους αποτελεί μέρος ενός περίπλοκου μηχανισμού, που τα
κυριότερά του στοιχεία είναι η συνολική ανάπτυξη της παραγωγής, η αύξηση του
κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, η πιο εντατική νομική και ηθική αξιολόγηση

δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως συμπέρασμα υπ’ αριθμ. 6,


http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/91400.pdf
699
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνάρτησης αποτελεί η κρίση του παγκόσμιου
χρέους της δεκαετίας του 1980, που προκάλεσε πτώση της τιμής των πρώτων υλών και δραστική
μείωση των εσόδων των υποανάπτυκτων χωρών. Τα οικονομικά μέτρα, που επέβαλε η
Παγκόσμια Τράπεζα και το ∆ιεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ανόρθωση της οικονομίας αυτών
των χωρών, απλώς διεύρυναν την κρίση της νόμιμης αγοράς και η παράνομη οικονομία εκ των
πραγμάτων κατέλαβε το κενό που δημιουργήθηκε από την πτώση των εθνικών αγορών. Βλ.
Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 240 –
241.
700
Αυτή η θέση επαληθεύεται με την απλή παρατήρηση και ανάλυση των ιστορικών φάσεων
εμφάνισης και οργάνωσης του φαινομένου σε σχέση με την κατάσταση (δομές, αγορές, διεθνικές
σχέσεις, κέρδη) στη σφαίρα των οικονομικών δομών της εκάστοτε εξεταζόμενης εποχής. Ένα
πολύ καλό παράδειγμα των ποιοτικών αλλαγών που συνεπιφέρει και προκαλεί η αλλαγή στις
ίδιες τις οικονομικές δομές, αποτελεί το «παγκοσμιοποιημένο έγκλημα» στην εποχή της
«παγκοσμιοποίησης» σε σχέση με τις οργανωμένες μαφίες των αρχών του εικοστού αιώνα, στο
οποίο το πλαίσιο αναφοράς δεν αποτελεί πλέον ένας οριοθετημένος με σαφήνεια τομέας ή μία
συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αλλά μέσα από διαδικασίες υπέρβασης αυτής της
γεωγραφίας, πεδίο δράσης και αναφοράς καθίσταται ολόκληρη η παγκόσμια αγορά. Βλ.
Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την αγγλοσαξωνική
βιβλιογραφία), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 149 επ.
178

των σχέσεων ιδιοκτησίας, η εισαγωγή πιο αυστηρών μεθόδων παρακολούθησης,


η στενότερη παρακολούθηση του πληθυσμού, καθώς και η εμπέδωση πιο
εξειδικευμένων τεχνικών ανίχνευσης, σύλληψης και πληροφόρησης. Υπό αυτή
την έννοια, η μετατόπιση των παράνομων πράξεων αντιστοιχεί σε πιο
εκτεταμένες και οξύτερες κολαστικές μεθόδους701.
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει νόημα η διϊστορική οικονομική και
κοινωνιολογική ανάλυση του οργανωμένου εγκλήματος, όχι μόνο για λόγους
εμβάθυνσης στην ίδια την ουσία του φαινομένου, τη γένεση, την εξέλιξη και τη
λειτουργία του, αλλά κυρίως για να γίνει δυνατή η σχετικά ασφαλής επιστημονική
πρόβλεψη και η πρόταση μιας πρωτότυπης, συνεκτικής και αποτελεσματικής
αντεγκληματικής πολιτικής.
Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου, σε
συνδυασμό με την όλο και πιο επεισοδιακή ενάσκηση κρατικής εξουσίας σε
διάφορες περιοχές του σύγχρονου κόσμου, έχει επιτρέψει την επανάκαμψη
ορισμένων από τις παλαιότερες ιστορικά μορφές εγκληματικού καταφυγίου702. Η
γενίκευση της χρήσης του διαδικτύου τείνει να «κανονικοποιήσει» το έγκλημα,
καθώς η διαφορά μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας δείχνει να χάνεται μέσα
στον όγκο των εκατομμυρίων αστραπιαίων ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Οι αλλαγές στη φυσιογνωμία του σύγχρονου κράτους, εξάλλου, το οποίο
εξακολουθεί να υιοθετεί πελατειακές πρακτικές, συνδέονται με την ενδυνάμωση
του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και της διαφθοράς, η οποία γίνεται όλο και
πιο επικίνδυνη για την προοπτική των ίδιων των κοινωνιών.
Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα εξετάσουμε αναλυτικά τον τρόπο με τον
οποίο οι πολιτικοί αυτοί παράγοντες επιδρούν στην ανάπτυξη και την εξάπλωση
του οργανωμένου εγκλήματος.
Η οργανωμένη εγκληματική δράση, όπως αναδείχθηκε εναργώς στο
Εισαγωγικό Κεφάλαιο, δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Η αιτιολογία του
οργανωμένου εγκλήματος, εξάλλου, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί
επίδικο ζήτημα. Η Θετικιστική Σχολή και ιδιαίτερα ο Lombroso703 με την ανάλυσή

701
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 104.
702
Βλ. αντί άλλων, John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150 επ.
703
Για μια κριτική αποτίμηση της θεωρητικής συνεισφοράς του Lombroso, βλ. Γιάννη Πανούση, Ο
Lombroso και ο εγκληματομορφισμός – Μια διαχρονική σχέση, στο του ιδίου (επιμ),
Εγκληματογενείς και Εγκληματογόνοι Κίνδυνοι, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 163 –
172. Εξάλλου, για τον βιολογικό ντετερμινισμό με τον οποίο φαίνεται να γειτνιάζουν οι θεωρητικές
απόψεις του Lombroso, βλ. Ζήση Παπαδημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός – Εισαγωγή στο
179

του για τους εγκληματικούς συνεταιρισμούς και ο Garofalo με τις θέσεις του για
την «επικινδυνότητα», περισσότερο από έναν αιώνα πριν, προσπάθησαν να το
προσεγγίσουν και να το ερμηνεύσουν. Οι θεωρητικοί της Κοινωνιολογικής
Σχολής με τις σχετικές αναλύσεις τους, παρέχουν ενδιαφέροντα και χρήσιμα
εργαλεία για την κατανόηση του οργανωμένου εγκλήματος, κάποια από το οποία
έχουν τύχει και ερευνητικής επαλήθευσης. Η Κριτική Εγκληματολογία
ασχολήθηκε μάλλον ευκαιριακά με το ζήτημα, κυρίως στο επίπεδο της σχέσης
του οργανωμένου εγκλήματος με την εξουσία, αλλά και της ανακολουθίας μεταξύ
των πόρων που διατίθενται για την καταπολέμησή του και τις πιθανότητες
θυματοποίησης του μέσου πολίτη, οι οποίες, όπως επισημάνθηκε σε
προηγούμενη ενότητα, είναι μηδαμινές.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, η αιτιολογία του οργανωμένου
εγκλήματος έχει εισέλθει δυναμικά στο χώρο της ακαδημαϊκής ανάλυσης και
έρευνας, με αποτέλεσμα παλαιότερα ερμηνευτικά εργαλεία όπως, για
704
παράδειγμα, διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας» (“conspiracy theories”) ή
υποθέσεις για ύπαρξη «εθνικών συνδικάτων»705 του εγκλήματος, να τείνουν
σταδιακά να χάσουν τη σπουδαιότητά τους και να αντικατασταθούν από νέες
προσεγγίσεις και θεωρίες706, οι οποίες χρησιμοποιούν για την υποστήριξη των
προτάσεών τους τα αναλυτικά εργαλεία, όχι μόνο της κοινωνιολογίας και της
πολιτικής επιστήμης, αλλά και της ψυχολογίας και των οικονομικών

Φυλετικό Μίσος – Ιστορική, Κοινωνιολογική και Πολιτική Μελέτη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
2000, σελ. 259 – 271.
704
Η «θεωρία της συνωμοσίας» συνδέεται με το ιεραρχικό ή γραφειοκρατικό πρότυπο, σύμφωνα
με το οποίο το «οργανωμένο» έγκλημα τελείται από συγκεκριμένες εγκληματικές ομάδες, οι
οποίες έχουν αυστηρώς ιεραρχική δομή, λειτουργεί άκρως συνωμοτικά, οι αποφάσεις
λαμβάνονται μόνο από τον αρχηγό, ενώ οι επιχειρήσεις καθοδηγούνται από τον ίδιο και μια
ομάδα υπαρχηγών, τα μέλη της δε, συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς και έχουν καθήκον
απόλυτης εχεμύθειας (“omertà”).
705
Σύμφωνα με το «εθνικό μοντέλο» προσέγγισης, οι εγκληματικές οργανώσεις είναι ιεραρχικά
δομημένες και έχουν συσταθεί από άτομα με κοινή εθνική και πολιτισμική καταγωγή. Τα άτομα,
σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, διαθέτουν αυτονομία στη δράση τους και συγκροτούν ομάδες,
που λειτουργούν είτε με χρονικό ορίζοντα βάθους είτε κατά περίπτωση. Οι εγκληματικές
οργανώσεις, τέλος, δεν ανήκουν σε κάποιο «εθνικό συνδικάτο», το οποίο τις καθοδηγεί και τις
ελέγχει. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ.,
σελ. 157 – 158, υποσημ. 3.
706
Σύμφωνα με τον Albanese, οι επιμέρους θεωρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος μπορούν
να ομαδοποιηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: 1) σε εκείνη, στην οποία προέχει η ιεραρχική
δομή της οργάνωσης, 2) σε εκείνη, στην οποία δίνεται έμφαση σε τοπικούς, εθνικούς ή
πολιτισμικούς συνδέσμους και 3) σε εκείνη, στην οποία η έμφαση δίνεται στην οικονομική φύση
της εγκληματικής δραστηριότητας. Βλ. σχετικά, Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα:
Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 302. Βλ.
επίσης, Cherif Bassiouni / Eduardo Vetere, Organized Crime and its Transnational
Manifestations, όπ.παρ., σελ. 885 και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία
του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 103.
180

επιστημών707. Στην τελευταία Ενότητα του παρόντος Κεφαλαίου, θα


επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις πιο σημαντικές από τις υποστηριζόμενες
απόψεις και να διαγνώσουμε τα όρια και τις ενδεχόμενες αντιφάσεις τους,
προκειμένου να συμβάλλουμε με τον τρόπο αυτό, στην όσο το δυνατόν πιο
σφαιρική κατανόηση του φαινομένου.

Ενότητα 1. Κοινωνιολογική και οικονομική προσέγγιση

Κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, η εγκληματικότητα εμφανιζόταν ως


«κοινωνικό έγκλημα», καθώς ολόκληρες κοινότητες βασίζονταν στο έγκλημα και
τις κοινωνικές του συνέπειες, μέσα από μια γενικευμένη εμπέδωση της
«ανομίας», για να επιβιώσουν. Ενώ, στο στόχαστρο της ποινικής καταστολής
έμπαιναν ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες, υπό τη σκέπη του ιδεολογικά
φορτισμένου όρου των «επικίνδυνων τάξεων». Το οργανωμένο έγκλημα, μέσα σ’
αυτές τις συνθήκες, είχε στη διάθεσή του μια τεράστια δεξαμενή στρατολόγησης
από τα πιο φτωχά και περιθωριοποιημένα στρώματα τις κοινωνίας. Αν
αναλογιστούμε ότι η ίδια η ταξική τους θέση καθιστούσε τους φτωχούς prima
facie ύποπτους, αν όχι εγκληματίες, η επιλογή για άμεση και ενεργό εμπλοκή με
τις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος μάλλον αποτελούσε κοινωνική
αναβάθμιση και ευκαιρία κοινωνικής ανόδου, παρά προσωπική επιλογή
στιγματισμού και κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Σημαντικότατος για την κοινωνική ανοχή, αν όχι συνενοχή και
επιδοκιμασία, που απολάμβανε το οργανωμένο έγκλημα εκείνης της περιόδου,
ήταν ο κοινωνικός ρόλος που επιτελούσε παράλληλα με τις εγκληματικές του
δραστηριότητες. Η ασθενής κεντρική εξουσία, που είχε ως συνέπεια
κατασταλτικούς μηχανισμούς μάλλον ασαφείς και χωρίς πραγματική δυνατότητα
επιβολής της τάξης, τουλάχιστον στις αγροτικές και απομακρυσμένες από το
κέντρο περιοχές, δημιούργησε την ανάγκη για κάλυψη του υπαρκτού κενού
εξουσίας από μια άλλη αντιπαραθετική μορφή εξουσίας, με αποτέλεσμα, όπως
εκθέσαμε αναλυτικά στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο, να γεννηθούν και να ανδρωθούν
φαινόμενα τύπου «Mafia». Οι μαφιόζοι και οι εγκληματικές οργανώσεις αυτής της

707
Βλ. ιδίως, Klaus von Lampe, The Interdisciplinary Dimensions of the Study of Organized
Crime, Trends in Organized Crime, vol. 9, no. 3, 2006, σελ. 77 – 95, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.organized-crime.de/kvlInterdiscDimStudyOC-TOC-9-3-2006.pdf.
181

περιόδου, αρχικά, έπαιζαν τόσο το ρόλο του προστάτη των γαιοκτημόνων, όσο
και αυτόν του προστάτη των χωρικών στους οποίους εξασφάλιζαν εργασία και
συνέχιση των συμβάσεων με τους γαιοκτήμονες ενώ, στη συνέχεια, οι μαφιόζοι
χρησιμοποιήθηκαν ως μια μορφή ιδιωτικής αστυνομίας και με τον τρόπο αυτό,
διαιωνίστηκε η επικίνδυνη εγγύτητα των κακοποιών με τις δυνάμεις της τάξης, οι
οποίες ήταν επιφορτισμένες με την καταπολέμησή τους708. Αποτέλεσμα της
πρακτικής αυτής ήταν η δημιουργία ενός εξω-κρατικού συστήματος οργάνωσης
της εξουσίας και των οικονομικών δραστηριοτήτων, με ισχυρότατα ερείσματα
στον τοπικό πληθυσμό και η υφαρπαγή μιας ανταγωνιστικής προς το κράτος
μορφής κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η εντελώς πραγματική και υλική προστασία που παρείχαν τα μέλη των
εγκληματικών οργανώσεων, επέτρεψε, μέσα από μια διαδικασία μυθοποίησης,
την αποκάθαρση των εγκληματικών οργανώσεων και των μελών τους από τα
εγκλήματα που διέπρατταν και την εμφάνισή τους ως μια δύναμη κοινωνικής
σταθερότητας και δικαιοσύνης, ως μια «παράλληλη νομική τάξη»709.
Στη συνέχεια, οι διαδικασίες της νεωτερικότητας, που χαρακτηρίζονταν
από την οικονομική μεγέθυνση, το γενικευμένο κράτος πρόνοιας και την
εμπέδωση αποτελεσματικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη
απασχόληση, την ανοδική κοινωνική κινητικότητα των χαμηλών και μεσαίων
κοινωνικών στρωμάτων και τη γενίκευση των συλλογικών πολιτικών λύσεων στα
κοινωνικά προβλήματα, έτειναν να καταστήσουν το οργανωμένο έγκλημα ένα
περιθωριακό φαινόμενο και έμοιαζαν να έχουν δώσει τη χαριστική βολή στις
αυξητικές τάσεις των εγκληματολογικών στατιστικών.
Η αισιοδοξία των θεωρητικών της νεωτερικότητας, που δυστυχώς ιστορικά
δεν επιβεβαιώθηκε, βασιζόταν στην υπόθεση ότι η οικονομική επέκταση και οι

708
Η θεσμική διασύνδεση της αστυνομίας με την εγκληματικότητα ίσως τελικά να μην αποτελεί
ένα παράδοξο, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Ο Φουκώ, στο: Επιτήρηση και Τιμωρία,
όπ.παρ., σελ. 371 – 372, υποστηρίζει ότι είναι μια διαδικασία που αναπτύχθηκε στα πρώτα
τριάντα ή σαράντα χρόνια του 19ου αιώνα. Μια πολύ χαρακτηριστική ιστορική μορφή που
ενσωματώνει αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρξε ο Vidocq, που μετά από πάμπολλα αδικήματα και
ύποπτες έως παράνομες συναλλαγές και αφού εξέτισε τις ποινές του στο κάτεργο, διορίστηκε
αρχηγός της αστυνομίας! Όπως υποστηρίζει ο Φουκώ, «η εγκληματικότητα στο πρόσωπο του
Vidocq απέκτησε φανερά τη διφορούμενη κατάσταση του αντικειμένου και του οργάνου ενός
συστήματος που την καταπολεμά και ταυτόχρονα συνεργάζεται μαζί της. Ο Vidocq σημειώνει τη
στιγμή που η εγκληματικότητα, διαχωρισμένη από τις άλλες παρανομίες, εντάσσεται στην
εξουσία, και αντιστρέφεται. Είναι η εποχή όπου πραγματοποιείται η άμεση και θεσμική
διασύνδεση της αστυνομίας και της εγκληματικότητας. Συγκλονιστική στιγμή όπου η
εγκληματικότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό της εξουσίας».
709
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 71.
182

θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης, που εισήγαγε το κεϋνσιανό κράτος, θα


υπέσκαπτε την κοινωνική βάση στρατολόγησης του οργανωμένου εγκλήματος,
ενώ, η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση θα έδινε ένα τέλος στις αρχαϊκές
πελατειακές σχέσεις710, οι οποίες ήταν χαρακτηριστικό των εγκληματικών
οργανώσεων τύπου «mafia», με αποτέλεσμα να χάσουν την όποια κοινωνική και
πολιτική επιρροή διέθεταν τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Ακόμη,
υποστήριζαν, ότι η εξάπλωση της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας θα
αποτελούσε σοβαρό πλήγμα ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, καθώς πολλές
από τις ανάγκες που κάλυπτε το οργανωμένο έγκλημα θα εξαφανίζονταν ή θα
νομιμοποιούνταν.
Τα κρισιακά φαινόμενα, όμως, που αντιμετώπισε και εξακολουθεί μέχρι και
σήμερα να αντιμετωπίζει η οικονομία, η αποσύνθεση του κράτους πρόνοιας, που
υπήρξε άμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, η άνοδος της ανεργίας και η
εξάπλωση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης711, ακόμη και στην καρδιά
των βιομηχανικών Κρατών, έδωσε το έναυσμα, ιδιαίτερα στις φτωχές κοινότητες,
να αρχίσουν την αναζήτηση πηγών εισοδήματος διάφορων του μισθού εργασίας.
Πράγματι, «η αποστέρηση και η ανέχεια, όταν συνδυάζονται με ανισότητα
παρεχόμενων ευκαιριών, οδηγεί σε “ανομικό χάος”»712. Οι στρατηγικές επιβίωσης
των φτωχών κοινοτήτων αύξησαν εκ νέου την ηγεμονία των εγκληματικών
οργανώσεων, που άρχισαν να δρουν ταυτόχρονα ως υποστηρικτές και ως
καταστροφείς της κοινωνικής δομής713.

710
Οι πελατειακές σχέσεις και η κατανόησή τους αποτελούν κομβικό στοιχείο στην ανάλυση του
Abadinsky για το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. ιδίως, Howard Abadinsky, The criminal elite:
Professional and Organized crime, Greenwood Press, Westport, Connecticut, 1983, σελ. 165 επ.
711
Ο Szabo ιδιαίτερα εύστοχα υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της περιθωριοποίησης μεγάλων
τμημάτων των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο πηγάζει από τη γενικότερη οικονομική κρίση,
υποδεικνύει ότι η σύγχρονη «υπο-τάξη» (under class) «εγκαθίσταται σε μια παρασιτική διαβίωση,
δίπλα, απέναντι, αντίθετα και σε κατάσταση συμβίωσης με το υπόλοιπο της κοινωνίας… Αυτό το
κοινωνικό σύμπλεγμα, οργανωμένο γύρω από τα ναρκωτικά, την πορνεία και όλων των ειδών
τους εκβιασμούς μετέχει στο οργανωμένο έγκλημα και στην Αυλή των Θαυμάτων. Έχει την τάση
να εμφανίζεται παντού όπου ορισμένα όρια της κοινωνικής ισορροπίας έχουν ξεπεραστεί … Η
ύπαρξη της “υπο-τάξης” των πλούσιων μεταβιομηχανικών κοινωνιών αντιπροσωπεύει ένα πάρα
πολύ μεγάλο έλλειμμα όσον αφορά την ποιότητα ζωής αυτών των κοινωνιών». Βλ. Denis Szabo,
Από την Ανθρωπολογία στην Συγκριτική Εγκληματολογία – Τέσσερα μαθήματα στο κολλέγιο της
Γαλλίας, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003, σελ. 94.
712
Βλ. Γιάννη Πανούση, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (σε συνθήκες
παγκοσμιοποίησης), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 416.
713
Βλ. Pino Arlacchi, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South
/ Ian Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe,
Routledge, London and New York, 1998, σελ. 203.
183

Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα οργάνωσης, που στηρίζεται από τη


γένεσή του στην καταστροφική, για τους ανθρώπους και τη φύση, αναπαραγωγή
του κεφαλαίου, έχει εισέλθει πλέον σε ένα νέο τρίτο, μετά τον «ιμπεριαλισμό»,
στάδιο, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», το
οποίο χαρακτηρίζεται από την εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής σε ολόκληρο τον πλανήτη, το βαθύτατα καταστροφικό για τις
ανθρώπινες ανάγκες και τη φύση χαρακτήρα της ανάπτυξης, την καθολική
υπαγωγή στην κερδοφορία της διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας714, αυτής
τούτης της ανθρώπινης ύπαρξης, της φύσης, του διεθνούς συστήματος, του
συνόλου του κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, την εκτεταμένη χρήση βίας
κατά «εσωτερικών» και «εξωτερικών» εχθρών και την οργανική διαπλοκή του
οικονομικού καταναγκασμού με την πολιτική και ιδεολογική βία.
Οι δομικές αυτές αλλαγές μεταλλάσσουν συνακόλουθα και την κοινωνική
λειτουργία του εγκλήματος, που δεν αφορά, πλέον, αποκλειστικά και μόνο τους
φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους, αλλά επηρεάζει όλο και περισσότερο
και το ίδιο το κεφάλαιο, που βυθίζει ολόκληρες περιοχές του πλανήτη στην
ανέχεια και την περιβαλλοντική υποβάθμιση και αποδομεί κάθε έννοια κοινωνικής
πρόνοιας και δημοσίων παροχών715. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η
δημιουργία της κοινωνίας του 1/5716, η οποία συνεπάγεται την καταδίκη των
υπόλοιπων 4/5 του ανθρώπινου πληθυσμού σε πλήρη και αμετάκλητη
αποστέρηση717. Με τον τρόπο αυτό υπονομεύεται η βάση της κοινωνικής
συνοχής, ως μέρους της κανονικής «νόμιμης» διαδικασίας οικονομικής

714
Σύμφωνα με τον Günther, το πολιτικό σύστημα «εξαρτάται από την εσωτερική
παραγωγικότητα, την τεράστια δύναμη, την οποία καταβάλει κάθε Εγώ, ώστε να ζήσει την δική
του ζωή, σε κάθε κατάσταση να γίνεται αυτός ή αυτή που θέλει να είναι και επίσης να
οργανώνεται κοινωνικά παραγωγικά. Αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω μίας οργάνωσης της
ελευθερίας, η οποία δημιουργεί ευκαιρίες και κίνητρα για μια μόνιμη ενεργοποίηση του Εγώ». Βλ.
Klaus Günther, Επιτήρηση και τιμωρία: Οι συνέπειες της ηθικής εκμετάλλευσης και της
προσβολής του «Εγώ» σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 213
715
Για το ρόλο των κοινωνικών παροχών, ιδίως στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της
στέγασης τόσο στη συγκράτηση της φτώχειας όσο και στη αύξηση της ανοδικής κοινωνικής
κινητικότητας, βλ. ιδίως, Kate Wilcox / Edward Whitehouse (eds), Growing unequal – Poverty and
incomes over 20 years, DELSA Newsletter, no. 7, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/13/54/42255285.pdf, σελ. 4.
716
Βλ. Γιάννη Πανούση, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, Ποιν∆ικ, 2004, σελ
1154.
717
Βλ. Γιάννη Πανούση, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, όπ.παρ., σελ.
1162, του ιδίου, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα», όπ.παρ., σελ. 412 και
Κώστα Κοσμάτου, Οι «ευπαθείς» ή «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες του πληθυσμού ως
θύματα της εμπορευματοποίησης οργάνων, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 353.
184

ανάπτυξης. Κατά την τελευταία εικοσαετία, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ του
έτους 2009718, τόσο η οικονομική ανισότητα, όσο και η φτώχεια έχουν αυξηθεί
σημαντικά επηρεάζοντας το 75% των χωρών του ΟΟΣΑ. Η αύξηση της
οικονομικής ανισότητας, μάλιστα, δεν παρατηρείται μόνο κατά την σύγκριση του
10% των πιο πλούσιων με το 10% των πιο φτωχών, αλλά, σε κάποιες χώρες,
όπως ο Καναδάς, η Φιλανδία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ, το άνοιγμα της
«ψαλίδας» παρατηρείται και κατά τη σύγκριση των πλούσιων με τη μεσαία
τάξη719. Μεταξύ των ετών 1985 – 2005 το σύνολο των φτωχών στις χώρες του
ΟΟΣΑ αυξήθηκε από 9,3% σε 10,6%. Εννοείται ότι ο αριθμός αυτός είναι
διαφορετικός, εάν εξετάσουμε τα στοιχεία της κάθε χώρας ξεχωριστά. Έτσι, για
παράδειγμα, κατά το έτος 2005, ήταν φτωχοί το 20% των Μεξικάνων, το 17%
των Τούρκων και των Αμερικανών και το 15% των Ισπανών720. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας
Τράπεζας721, το 2001 1,1 δισεκατομμύριο άνθρωποι (δηλαδή το 21% του
παγκόσμιου πληθυσμού) ζούσαν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα!
Η τεράστια ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, σε
συνδυασμό με την οργανική διαπλοκή των νέων μορφών απόσπασης σχετικής
και απόλυτης υπεραξίας, οδηγεί σε έναν βίαιο, δομικό και μόνιμο σφετερισμό και
μια ριζική υποτίμηση της ανερχόμενης ιστορικής αξίας της εργατικής δύναμης, σε
κρίση του νόμου της ανταλλακτικής αξίας στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και
σε μια τάση γενικότερης κρίσης του νόμου της αξίας. Η εξέλιξη αυτή και η
ποιοτικά ανώτερη «υποδούλωση» της εργατικής τάξης αναδεικνύουν, σε τελική
ανάλυση, τον τυπικό και πλασματικό χαρακτήρα της ατομικής ελευθερίας της
ελεύθερης διάθεσης της εργατικής δύναμης.
Στη σύγχρονη εποχή, που χαρακτηρίζεται από τις αυξανόμενες κοινωνικές
ανισότητες και την κοινωνική περιθωριοποίηση, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού
και του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, φαντάζει ως δεδομένη και μπορούμε να
συναντήσουμε εύγλωττα παραδείγματα στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων

718
Βλ. Kate Wilcox / Edward Whitehouse (eds), Growing unequal – Poverty and incomes over 20
years, όπ.παρ., σελ. 2.
719
Ibid.
720
Επειδή η φτώχεια είναι κάτι σχετικό λαμβάνονται υπόψη τα εθνικά επίπεδα διαβίωσης και η
φτώχεια ορίζεται ως «ένα εισόδημα κάτω από το μισό του εθνικού μέσου όρου». Ibid.
721
Βλ. World Bank Operations Evaluation Department (OED), 2004 Annual Review of
Development Effectiveness – The World Bank’s Contributions to Poverty Reduction, World Bank,
Washinghton D.C., 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/23/17/35280107.pdf, σελ. 1.
185

ή σε υπό ανάπτυξη χώρες, όπως η Βραζιλία ή η Κολομβία. Οι συνθήκες αυτές


παρέχουν στο οργανωμένο έγκλημα τη δυνατότητα στρατολόγησης ατόμων από
τις παράνομες ομάδες νεαρών, τα οποία είναι πρόθυμα να παράσχουν
οποιαδήποτε υπηρεσία722. Ιδιαίτερα έυγλωττο είναι το παράδειγμα της Νότιας
Ιταλίας, όπου, οι άσχημες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη
δεκαετία του ’70 και ο καταστροφικός σεισμός του ’80, ο οποίος κόστισε τη ζωή
σε 3.000 άτομα και τη στέγη σε 300.000, είχε ως αποτέλεσμα την πρωτοφανή
αύξηση των μελών των εγκληματικών ομάδων723.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι «νεωτεριστικές» δραστηριότητες των εγκληματιών
φαντάζουν, από μια άλλη σκοπιά, όλο και περισσότερο ως κανονικές
συμπεριφορές. ∆εν αποτελούν απλά και μόνο μια κανονική και οικεία κατηγορία
κινδύνων προς διαχείριση στις εγκληματολογικές στατιστικές, αλλά είναι δομικά
«κανονικές» συμπεριφορές, καθώς εκφράζουν τις γενικότερες τάσεις του ίδιου
του συστήματος724. Είναι πιο πολύ όψεις της μορφής που έχει προσλάβει η
οικονομική ανάπτυξη, παρά διακοπές της. Μ’ αυτή μας τη θέση, δεν υπονοούμε
ότι το έγκλημα σήμερα έχει γίνει λιγότερο επικίνδυνο όσον αφορά τα ευρύτερα
αποτελέσματά του, αλλά ότι οι εγκληματικές δραστηριότητες γίνονται όλο και
περισσότερο χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο στηρίζεται
σ’ αυτές και τις ενσωματώνει στην καρδιά της δυναμικής του και, σε καμιά
περίπτωση, δεν τις αντιμετωπίζει ως δυσλειτουργικές και αποκλίνουσες
συμπεριφορές725. ∆εν θα πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σε
πολλές περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της «Outfit» της
εγκληματικής οργάνωσης του Σικάγο, το αμέτοχο στις εγκληματικές πράξεις κοινό

722
Βλ. Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT Press,
Massachusetts – Cambridge, 1983, σελ. 133.
723
Βλ. Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 60 – 75 και Letizia Paoli, Italian Organized
Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 24.
724
Οι Mahan και O’ Neil υποστηρίζουν ότι: «Υπάρχει μια έμφυτη τάση στις επιχειρήσεις, στους
μηχανισμούς ποινικής καταστολής και στην πολιτική να εμπλέκονται σε συστηματική εγκληματική
συμπεριφορά. Και αυτό δε συμβαίνει γιατί υπάρχουν υπερβολικά πολλοί νόμοι, αλλά μάλλον
επειδή η εγκληματική συμπεριφορά είναι καλή δουλειά, έχει λογική, και είναι κατά πολύ ο
καλύτερος, ο πιο αποτελεσματικός και ο πιο επικερδής τρόπος για να οργανώσει κανείς τις
λειτουργίες των πολιτικών γραφείων, τις επιχειρήσεις, τις υπηρεσίες νομικού καταναγκασμού και
τα εργατικά σωματεία σε μια καπιταλιστική δημοκρατία». Βλ. Sue Mahan / Katherine O’ Neil,
Introduction: Organized Crime in the Americas, στο των ιδίων (eds), Beyond the Mafia –
Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi,
1998, σελ. X.
725
Χαρακτηριστική είναι η σχετική διατύπωση του ∆ημόπουλου: «Το έγκλημα σταδιακά
ενσωματώνεται στο Σύστημα, γίνεται μέρος και λειτουργία του». Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου,
Το Πολυεθνικό έγκλημα. ∆ομή και προοπτική, όπ.παρ., σελ. 7.
186

όχι μόνο δεν είναι ενάντιο και εχθρικό, αλλά αποδέχεται το οργανωμένο έγκλημα,
αν δεν το ενθαρρύνει ενεργά, αντιμετωπίζοντάς το ως «τμήμα της αποδεκτής
δομής της κοινωνίας του»726.
Σε ένα άλλο επίπεδο, το οργανωμένο έγκλημα ως δομικά «κανονικό»
οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο, τείνει να ενσωματώνει και να αναπαράγει
όλους τους οικονομικούς νόμους, που ισχύουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή,
αναπαραγωγή, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου727, οξύνοντας,
όμως, στο έπακρο τις αντιθέσεις και καταστρέφοντας ακόμη και μέχρι τότε
εύρωστους οικονομικά ανταγωνιστές. Ιδιαίτερα εύγλωττο είναι το παράδειγμα της
βιομηχανίας παραγωγής και διακίνησης παράνομων αντιγράφων728, που δεν
εξαντλείται μόνο στην παράνομη αναπαραγωγή έργων τέχνης, μουσικών
αρχείων ή προϊόντων λογισμικού, αλλά επεκτείνεται και στην παραγωγή
φαρμάκων, ειδών διατροφής, ειδών ρουχισμού, καλλυντικών, κοσμημάτων,
παιχνιδιών και ανταλλακτικών για κάθε είδους μεταφορικό μέσο. Στην περίπτωση
αυτή, ο δείκτης είναι ολοταχώς ανοδικός, λόγω της τεράστιας ζήτησης, σε σημείο
που η βιομηχανία παραγωγής αντιγράφων να θεωρείται ήδη η πιο κερδοφόρα
επιχείρηση του μέλλοντος. Υπολογίζεται δε, ότι η διακίνηση προϊόντων
αντιγραφής καλύπτει ήδη το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου, ενώ τα κέρδη της
βιομηχανίας παραγωγής και διακίνησης παράνομων αντιγράφων είναι ήδη πολύ
μεγαλύτερο από αυτό του εμπορίου ναρκωτικών ουσιών729. Η εξήγηση γι’ αυτό

726
Βλ. Τα πορίσματα της έρευνας στην «Outfit» του Chicago του Robert M. Lombardo, The social
organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ. 91 – 106 και ιδιαίτερα για το ζήτημα
της στάσης του κοινού απέναντι στις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, τις σελ. 100 και
105.
727
Για την ακριβή σημασιοδότηση των όρων αναπαραγωγή, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση
του κεφαλαίου και για τους νόμους που ισχύουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, βλ. Κάρλ
Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμοι І, II και III (ιδίως τους τόμους II και III), (μετάφραση Παναγιώτη
Μαυρομμάτη), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978.
728
Για μια συνοπτική παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας της πνευματικής
ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, βλ. Σωκράτη Βασιλειάδη, Η πνευματική ιδιοκτησία στην Ελλάδα και η
ανεπαρκής ποινική προστασία της κατά το Ν. 2121/1993, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 137 – 144,
Μιχαήλ – Θεοδώρου Μαρίνου, Η έννοια της αναπαραγωγής στο σύγχρονο δίκαιο της
πνευματικής ιδιοκτησίας – κλασική και ψηφιακή αναπαραγωγή, Ελλ∆κνη, 2002, σελ. 1258 – 1268
και Γεωργίου Νούσκαλη, Αδικήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας – Η Ποινική Προστασία των
Πρωτοτύπων Έργων Λόγου, Τέχνης και Επιστήμης και των Συγγενικών ∆ικαιωμάτων κατά το
Νόμο 2121/1993, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα,
Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 377 –
403.
729
Βλ. Τίνας Κουλουφάκου, Στο κρησφύγετο των «μαϊμούδων», Έψιλον, Τεύχος 796, 16-7-2006,
σελ. 24 – 36 και Ευάγγελου Στεργιούλη, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 212, σύμφωνα με τον οποίο, τα έσοδα από το εμπόριο παραποιημένων
ειδών στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 450 δισεκατομμύρια Ευρώ ετησίως, ποσό
που αντιστοιχεί στο 9% του παγκόσμιου εμπορίου.
187

είναι μάλλον πολύ απλή, καθώς η αγορά αντιγράφων μεγαλώνει γιατί η


επένδυση, που απαιτείται, είναι μικρή, η απόδοση του κεφαλαίου υψηλή και το
ρίσκο ελάχιστο. Η άμεση επίπτωση αυτής της πραγματικότητας είναι η ασφυκτική
οικονομική πίεση, ακόμη και σε οικονομικά μεγαθήρια, τα οποία αφενός,
εξαναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν προς τα κάτω τις τιμές των προϊόντων
τους και αφετέρου, χάνουν, ενδεχομένως ανεπιστρεπτί, ένα μεγάλο τμήμα της
αγοράς των προϊόντων τους, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, πωλούνται
περισσότερα αντίγραφα από ότι γνήσια προϊόντα.
«Το οργανωμένο έγκλημα, σήμερα, δεν είναι απλά μια μεγάλη δουλειά,
είναι μέρος της μεγάλης δουλειάς», τονίζει χαρακτηριστικά ο Lea730. Υπολογίζεται
ότι περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το «Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν» του
οργανωμένου εγκλήματος το καθιστούσε τον εικοστό πιο πλούσιο «οργανισμό»
στον κόσμο πιο πλούσιο ακόμη και από 150 κυρίαρχα Κράτη. Αν
συνυπολογίσουμε και δραστηριότητες όπως, οι απάτες κατά των συμφερόντων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι απάτες με υπολογιστές, η εμπορία ανθρώπων και
το λαθρεμπόριο αγρίων ζώων, το παγκόσμιο «Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν»
εκτινάσσεται στο ιλιγγιώδες ποσοστό του 20% επί του παγκόσμιου εμπορίου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με στοιχεία του Wharton Econometrics Forecasting
Associates731, το «οργανωμένο έγκλημα» στην Αμερική, κατά το έτος 1986,
κέρδιζε περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο και προκαλούσε ετήσιο
κόστος στην αμερικανική οικονομία 18,2 δισεκατομμύρια δολάρια στην
οικονομική παραγωγή, 414.000 θέσεις εργασίας και 77,20 δολάρια στο κατά
κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα732.

730
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του John Lea: “Organized crime today is not only big
business, it is part of big business”, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 144, απ’ όπου έχουν
ληφθεί και τα αριθμητικά στοιχεία που αναφέρονται. Σύμφωνα, δε, με άλλους υπολογισμούς, που
προκύπτουν από δύο εκθέσεις του ∆ιεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα έσοδα από το παγκόσμιο
οργανωμένο έγκλημα κυμαίνονται σε 500 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως, σε ποσοστό
δηλαδή 2% της παγκόσμιας οικονομίας. Βλ. Willy Bruggeman, Υπερεθνικό έγκλημα: Οργανωμένο
έγκλημα, πρόσφατες τάσεις και μελλοντικές προοπτικές, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη),
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 113.
731
Η εταιρία Wharton Econometrics Forecasting Associates Inc. (WEFA Inc.) δημιουργήθηκε το
1969 από τον νομπελίστα Dr. Lawrence Klein και μέχρι την συγχώνευσή της το 2001 με την Data
Resources Inc. (DRI), αποτελούσε έναν παγκοσμίου φήμης οργανισμό οικονομικών προβλέψεων
και παροχής συμβουλών. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Wharton Econometrics Forecasting
Associates, http://en.wikipedia.org/wiki/Wharton_Econometric_Forecasting_Associates.
732
Thomas A. Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 71.
188

Στη Ρωσία733, σύμφωνα με στοιχεία του 1994, το οργανωμένο έγκλημα


ελέγχει περίπου το 40% του παραγόμενου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της
Ρωσίας και εναγκαλίζεται 41.000 οικονομικούς φορείς, οι οποίοι
συμπεριλαμβάνουν 1.500 κρατικές επιχειρήσεις, 4.000 μετοχικές εταιρίες, 500
κοινοπραξίες και 550 τράπεζες. Ενώ, περίπου 700 οικονομικοί και εμπορικοί
οργανισμοί δημιουργήθηκαν από το οργανωμένο έγκλημα με σκοπό το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος734.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της FATF, κάθε χρόνο ξεπλένεται, μέσω των
παγκόσμιων οικονομικών συστημάτων, ένα ποσό της τάξης του μισού
τρισεκατομμυρίου δολαρίων735, ενώ άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν αυτό το ποσό
στο 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια736. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το οργανωμένο

733
Βλ. Michael Waller / Victor Yasmann, Russia’s Great Criminal Revolution – The Role of the
Security Services στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 189.
734
Ο όρος «ξέπλυμα» έχει τις ρίζες του στην πρακτική των αμερικανών «διυλιστών» και
διανομέων αλκοόλ, που κατά την Ποτοαπαγόρευση νομιμοποιούσαν το βρώμικο χρήμα τους
μέσω της αγοράς και εκμετάλλευσης πλυντηρίων. Βλ. Lode Van Outrive, La lutte contre le
blanchiment de l’ argent, un emplâtre sur une jambe de bois?, Déviance et Société, 1995, vol. 19,
no. 4, σελ. 371 και Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ισχύουσες ρυθμίσεις και
διαγραφόμενες προοπτικές σε επίπεδο Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1467. Για
τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βλ. αντί άλλων,
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002, σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 457, του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του, ΠοινΧρ, 2003, σελ.
193 επ., του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
ΠοινΧρ, 2006, σελ. 342 επ. και του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995)
δεν μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με αφορμή
και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ.
735
Η FATF υπολόγισε κατά το 1990 ότι οι ετήσιοι πρόσοδοι του διεθνούς οργανωμένου
εγκλήματος μόνο από τη διακίνηση ναρκωτικών κυμαίνονταν μεταξύ 120 και 500
δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ενώ, το κόστος του ξεπλύματός τους έφθανε στο 25% των
νομιμοποιούμενων ποσών, δηλαδή 90 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου εισέρχονταν ως έσοδα
στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Tο ∆ιεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπολόγισε το 1993 ότι
τα ποσά που νομιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο κυμαίνονταν μεταξύ 700 και 1.000
δισεκατομμυρίων δολαρίων, με έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 10% περίπου. Βλ.
Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 197. Πρβλ. όμως, Jacky Harvey, Controlling the flow of money or
satisfying the regulators?, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James
Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 44, σύμφωνα με την οποία, υπάρχουν
ελάχιστα εμπειρικά δεδομένα για το συνολικό μέγεθος του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Υπάρχουν διάφοροι υπολογισμοί για το μέγεθος του προβλήματος, ενώ, ταυτόχρονα, διάφορα
διεθνή σώματα παραπέμπει το ένα στους υπολογισμούς του άλλου και τα στοιχεία αυτά
αναπαράγονται συνεχώς χωρίς να επαληθεύονται ή να αμφισβητούνται, με αποτέλεσμα να
αποκτούν εντέλει ένα κάποιο είδος στατιστικής ακρίβειας.
736
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ.παρ., σελ.
212.
189

έγκλημα, εκτός από τη χρήση των νόμιμων τραπεζικών υπηρεσιών, στην


προσπάθειά του για νομιμοποίηση των εσόδων του από παράνομες
δραστηριότητες, αλλά και προκειμένου να διασφαλίσει με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο τις οφειλόμενες πληρωμές, έχει αναπτύξει παράλληλα και ένα υπόγειο
προφορικό τραπεζικό σύστημα, που είναι γνωστό ως “hawala”737, το οποίο
βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων μερών και στο
πλαίσιό του δεν τηρούνται κανενός είδους γραπτά αρχεία738. Εξάλλου, οι όλο και

737
Σύμφωνα με τον Duaij, ο όρος “hawala” προέρχεται από την αραβική λέξη “ha-wil” ή από τα
σύμφωνα της λέξης αυτής “h-w-l” που σημαίνει μετατρέπω ή αλλάζω. Βλ. Abdulrahman Duaij,
Hawala: The Main Facilitator for Middle Eastern Organized Crime Groups, George Mason
University, Terrorism, Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710, 2009,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/Al-
Khalifa_Hawala.pdf, σελ. 5. Το σύστημα της “hawala” έχει τις ρίζες του στην Ινδική χερσόνησο και
αποτελεί ένα από τα πολλά ανεπίσημα σύστημα μεταφοράς αξίας που λειτουργούν παγκοσμίως.
Οι μεταφορές γίνονται σε μετρητά γρήγορα, φθηνά και βολικά, σε περιοχές που οι τραπεζικές
υπηρεσίες είτε δεν είναι διαθέσιμες, είτε είναι ακριβές, είτε είναι αναξιόπιστες. Βλ. Nikos Passas,
Formalizing the Informal? Problems in the National and International Regulation of Hawala, στο
International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department, Regulatory
Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems, International Monetary Fund,
Washington D.C., 2005, σελ. 8, Saeed Al-Hamiz, Hawala: A U.A.E. Perspective, στο International
Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For
Hawala and Other Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005,
σελ. 30 επ.
738
Βλ. σχετικά, Jay Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 15, όπου επίσης
αναφέρει ως παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας της “hawala”, την περίπτωση που οι πληρωμές
κατατίθενται σε μια χώρα σε έναν έμπιστο «μεσίτη» (“broker”) και κατά την ίδια μέρα γίνεται
ανάληψη μέσω ενός άλλου μεσίτη, που βρίσκεται σε μια άλλη χώρα. Η αντιμετώπιση, εξάλλου,
των δικτύων της hawala, σύμφωνα με τον Passas, βρίσκεται αντιμέτωπη με ιδιαίτερα μεγάλες
προκλήσεις. Ειδικότερα: 1) συχνά δεν υπάρχει αδιάλειπτο, σαφές λογιστικό ίχνος, 2) θα είναι
ίσως δύσκολο έως αδύνατο να ερμηνευθούν τα ιδιόμορφα αρχεία της hawala, 3) η συσχέτιση της
hawala με άλλες δραστηριότητες κάνει δύσκολο το ξεμπέρδεμα των συναλλαγών και εύκολη την
απόκρυψη παράνομων δραστηριοτήτων, 4) η διασύνδεση με την γκρίζα/μαύρη αγορά κάνει
δυσκολότερη την επιτήρηση της hawala και παρέχει ευκαιρίες για απόκρυψη συναλλαγών, 5)
προκειμένου να αποφευχθεί η βλάβη αθώων παραγόντων από τις λεπτομερειακές ρυθμίσεις και
τους στόχους των διωκτικών αρχών, απαιτείται η μελέτη και εκτίμηση των εθνικών, πολιτισμικών,
πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών ιδιαιτεροτήτων, 6) για να διασφαλιστεί η ισορροπημένη
προσέγγιση και η κατάλληλη ρύθμιση του επίσημου τομέα απαιτείται η σύλληψη και υιοθέτηση
κατάλληλων κανόνων για πολύ διαφορετικούς παράγοντες, τρόπους δράσης και παραδόσεις και
7) τελικά, η εκτίμηση και η καταμέτρηση των μέτρων και των πολιτικών που σχετίζονται με τη
hawala είναι δύσκολη, δεδομένης της διαθεσιμότητας μιας ευρείας ποικιλίας άλλων ανεπίσημων
μεθόδων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από εκείνους που είναι αποφασισμένοι να
αποφύγουν τη ρύθμιση. Έτσι, η μειωμένη δραστηριότητα της hawala μπορεί να μην είναι
απαραίτητα μια θετική εξέλιξη, στο βαθμό που οι δραστηριότητες μετατίθενται σε ανεπίσημες
μεθόδους μεταφοράς αξίας λιγότερο διαφανείς και λιγότερο κατανοητές. Επιπροσθέτως, η
προσπάθεια ελέγχου της hawala μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα
προσπαθεί να επιλύσει και ιδιαίτερα: 1) μείωση των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων από τα
εργατικά εμβάσματα, 2) θα είναι διαθέσιμες λιγότερες και πιο ακριβές επιλογές εμβασμάτων
στους απόδημους, 3) περιττή ποινικοποίηση νόμιμων παραγόντων, 4) μεγαλύτερο ανθρώπινο
κόστος στις οικογένειες των μεταναστών, 5) αποξένωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που
θα ήταν χρήσιμα σε συνασπισμούς ενάντια στην τρομοκρατία και 6) μετακινήσεις σε λιγότερο
γνωστές ανεπίσημες μεθόδους μεταφοράς αξίας και ως εκ τούτου, λιγότερη διαφάνεια και
ανιχνευσιμότητα των συναλλαγών. Βλ. Nikos Passas, Formalizing the Informal? Problems in the
National and International Regulation of Hawala, όπ.παρ., σελ. 12 και 13-14. Για τα προβλήματα
190

πιο δημοφιλείς «κυβερνοπληρωμές» (“cyberpayments”), στις οποίες


χρησιμοποιείται «ψηφιακό χρήμα» (“digital cash” ή “electronic cash” ή “e-cash”)
για να αποφευχθούν τα προβλήματα ασφάλειας που προκύπτουν από τη χρήση
πιστωτικών καρτών, αποτελούν, όπως εκθέσαμε και σε προηγούμενη ενότητα,
ιδιαίτερα ελκυστικό τρόπο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος από τις επιχειρήσεις
του οργανωμένου εγκλήματος739. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή τα δύο εγγενή
χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου πληρωμής είναι η αυξημένη ιδιωτικότητα και η
σχεδόν τέλεια ανωνυμία του χρήστη740 και επιπροσθέτως, γιατί τα τραπεζικά
ιδρύματα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο χώρο του ∆ιαδικτύου, όπως
είναι, για παράδειγμα, η “Mark Twain Bank”741, βρίσκονται σε ένα ασαφές
καθεστώς πιστοποίησής τους στα αρμόδια κρατικά όργανα, με αποτέλεσμα να
μην υπάγονται στις υποχρεωτικές ρυθμίσεις στις οποίες υπάγονται οι
παραδοσιακές τράπεζες742.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ743, το κόστος της εγκληματικής βιομηχανίας
ναρκωτικών για τα Κράτη μέλη του αυξήθηκε σε ποσοστό 32% το 2003 σε

που συνάπτονται με την αντιμετώπιση της hawala, βλ. και Samuel Munzele Maimbo, Challenges
of Regulating and Supervising the Hawaladars of Kabul, στο International Monetary Fund,
Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For Hawala and Other
Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ. 47 επ.
739
Πρβλ. όμως, Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-
brothers, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds),
The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 5, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχουν
διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση και Ton (Antonius
Adrianus Petrus) Schudelaro, Electronic payment systems and money laundering: beyond the
internet hype, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, 2005, σελ. 86 – 87.
740
Για το ζήτημα ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμής δεν είναι ούτε τόσο ανώνυμα ούτε
τόσο τρόπο δύσκολα ανιχνεύσιμα, όσο πιστεύεται γενικά, βλ. ιδίως, Ton (Antonius Adrianus
Petrus) Schudelaro, Electronic payment systems and money laundering: beyond the internet
hype, όπ.παρ. σελ. 65 – 84 και του ιδίου, Electronic Payment Systems and Money Laundering –
Risks and Countermeasures in the Post-Internet Hype Era, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands, 2003, σελ. 15 επ.
741
Η “Mark Twain Bank” είναι διαθέσιμη στο ∆ιαδίκτυο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
URL:http://www.marktwain.com/.
742
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,
Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 405.
743
Βλ. OECD, Drug Spending in OECD countries up by nearly a third since 1998, according to
new OECD data,
http://www.oecd.org/document/25/0,3343,en_2649_201185_34967193_1_1_1_1,00.html.
Σύμφωνα, εξάλλου, με τους υπολογισμούς του UNODC, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που
χρησιμοποίησαν ναρκωτικά τουλάχιστον μία φορά κατά το έτος 2008, κυμαίνονται από 155 έως
250 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή σε ποσοστό 3,5 έως 5,7% του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας
από 15-64 ετών. Οι χρήστες κάνναβης ανέρχονται σε 129-190 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως.
Οι εξαρτημένοι χρήστες αντιπροσωπεύουν το 10-15% του συνόλου των χρηστών, δηλαδή 16 έως
191

σύγκριση με το 1998, φθάνοντας το ποσό των 450 δισεκατομμυρίων δολαρίων το


χρόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο χώρο της Ευρώπης, τα «συνθετικά
ναρκωτικά»744, όπως, είναι για παράδειγμα, η μεταμφεταμίνη745 ή τα χάπια
ecstacy, τείνουν να υποκαταστήσουν τα πιο παραδοσιακά ναρκωτικά, επειδή η
παρασκευή τους είναι ιδιαίτερα εύκολη και τα περιθώρια κέρδους τεράστια746.
Στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη Europol747, το 2006 ανακαλύφθηκαν 83
εργαστήρια παρασκευής συνθετικών ναρκωτικών, εκ των οποίων 47 στην
Ολλανδία748. Κατά μέσο όρο στο χώρο της ΕΕ εξαρθρώνονται κάθε χρόνο 70-90
τέτοια εργαστήρια749. Μια μέση μηχανή παραγωγής χαπιών έχει τη δυνατότητα

38 εκατομμύρια άτομα. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, όπ.παρ., σελ. 12.
744
Ενώ, τα περισσότερα ναρκωτικά που καταναλώνονται προέρχονται από φυτά και παράγονται
με τη χρήση λίγων μόνο χημιών ουσιών, τα συνθετικά ναρκωτικά παράγονται σχεδόν
εξολοκλήρου με τη χρήση χημικών ουσιών. Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the
European Union 1998 – 2007. Europol contribution to the Expert Consultations for the UNGASS
assessment, όπ.παρ., σελ. 13.
745
Η μεταμφεταμίνη είναι ίσως το πιο διαδεδομένο συνθετικό διεγερτικό παγκοσμίως. Η
υπερίσχυσή του οφείλεται και σε ιστορικούς παράγοντες. Η μεταμφεταμίνη, αρχικά, ήταν μια
νόμιμη ουσία, που χρησιμοποιούνταν πειραματικά ως φάρμακο. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
χρησιμοποιούνταν ως διεγερτικό και ενισχυτικό της απόδοσης των πιλότων της Πολεμικής
Αεροπορίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ήταν ένα νόμιμο προϊόν ευρείας κατανάλωσης, το
οποίο συνταγογραφούνταν εκτεταμένα ως φάρμακο. Από τη δεκαετία του ’70, τέλος, και μετά
αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη ναρκωτική ουσία που παράγεται και διακινείται παρανόμως.
Βλ. αναλυτικά, EMCDDA–Europol joint publications, Methamphetamine – Α European Union
perspective in the global context, Office for Official Publications of the European Communities,
Luxembourg, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Joint_publications_on_illicit_drugs/Methamphetamine.
pdf, σελ. 5 και 8 – 10 και United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, όπ.παρ., σελ. 95.
746
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 19 και
Europol, 2004 European Union Organised Crime Report, Open Version – December 2004, Office
for Official Publications of the European Communities, Luxembourg, 2004, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.europol.europa.eu/publications/Organised_Crime_Reports-
in_2006_replaced_by_OCTA/EUOrganisedCrimeSitRep2004.pdf, σελ. 5, όπου χαρακτηρίζει την
παραγωγή και διακίνηση συνθετικών ναρκωτικών ως «υψηλού κέρδος – χαμηλής
διακινδύνευσης» (“high profits – low risk”).
747
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, όπ.παρ., σελ. 20.
748
Πρβλ. Tom Blickman, The ecstasy industry in the Netherlands in a global perspective, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised
Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands, 2005, σελ. 231, σύμφωνα με τον οποίο, «δεν είναι σαφές σε ποια βάση έγινε
αυτή η συνεπαγωγή» και επιπροσθέτως τα διαθέσιμα στοιχεία στα οποία στηρίζεται είναι
αποσπασματικά.
749
Σύμφωνα με τα πορίσματα εμπειρικής έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκε η
συμπεριφορά εγκληματικών οργανώσεων που παράγουν και διακινούν ecstacy στην Ολλανδία
για τη χρονική περίοδο 1997 – 2006, οι οργανώσεις αυτές κατάφερναν με επιτυχία να
προσαρμόζονται στις μεθόδους και τις τακτικές της Ολλανδικής αστυνομίας, αλλά η βασική αιτία
της αδιάλειπτα συνεχιζόμενης παραγωγής ecstacy, θα πρέπει να αναζητηθεί στην άμεση
δυνατότητα αντικατάστασης των παλιών από νέες εγκληματικές οργανώσεις. Βλ. αναλυτικά,
Toine Spapens, Interaction between criminal groups and law enforcement: the case of ecstacy in
the Netherlands, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 19 – 40.
192

να παράγει 40.000 χάπια ecstacy την ώρα, που σημαίνει ότι μια εγκληματική
επιχείρηση παρασκευής ναρκωτικών χαπιών μπορεί εύκολα να παράγει πάνω
από ένα εκατομμύριο χάπια την εβδομάδα750. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το έτος
2008 τα εργαστήρια παρασκευής συνθετικών ναρκωτικών αυξήθηκαν κατά 20%,
ενώ, κατά το ίδιο έτος, ανιχνεύθηκαν από τις αστυνομικές αρχές 8.432 τέτοια
εργαστήρια751.
Οι χρήστες συνθετικών ναρκωτικών, για το έτος 2009, υπολογίζονταν από
14 έως 53 εκατομμύρια άτομα (0,3% έως 1,2% του παγκόσμιου πληθυσμού
ηλικίας από 15-64 ετών) παγκοσμίως, δηλαδή ο αριθμός τους υπερέβαινε το
συνολικό αριθμό των χρηστών οπιοειδών και κοκαΐνης μαζί752.
Η εγκληματική οικονομία, σήμερα, είναι ένα σύνθετο σύστημα εμπορίου,
που αφορά την παροχή υπηρεσιών, τη διακίνηση μιας τεράστιας ποικιλίας
ετερόκλητων εμπορευμάτων753 και την παραγωγή ποικίλων αγαθών, κυρίως,
ναρκωτικών. ∆ιεξάγεται, δε, τόσο σε διαπλανητικό επίπεδο, όσο και σε εντελώς
επιτόπια κλίμακα, στο κέντρο των πόλεων και των τόπων διασκέδασης και
πολλές φορές, συμπεριλαμβάνει στον κύκλο εργασιών του και ολόκληρες
περιοχές της νόμιμης οικονομίας754.
Η ποικιλία των «ταυτοτήτων» της σύγχρονης εποχής, η αυξανόμενη τάση
νομιμοποίησης στο συλλογικό υποσυνείδητο της χρήσης ναρκωτικών, η
επιθετικότητα και ο ατομικισμός, σήμαναν το τέλος της υποκουλτούρας του
περιθωρίου και αφομοίωσαν τις «διεφθαρμένες» ανάγκες στο κοινωνικό status
του τρόπου ζωής755. Το έγκλημα, η χρήση και η κατανάλωση παράνομων

750
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, όπ.παρ., σελ. 20.
751
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 22 – 23.
752
Ibid, σελ. 100 και 214.
753
Συνήθως διακινεί όπλα, ναρκωτικά, πυρηνικά υλικά, ανθρώπινα όργανα και ιστούς,
μετανάστες, θύματα σωματεμπορίας, σπάνια ζώα, πολύτιμα έργα τέχνης κ.ά. Βλ. αντί άλλων,
Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια– Θύμα, δράστης και κατασταλτικές
στρατηγικές, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 89.
754
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία για το Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν στην Ελλάδα, που
δημοσιεύτηκαν στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 11-2-2007, για το έτος 2006, που
σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς υπολογίζεται σε δύο δισεκατομμύρια ευρώ,
δηλαδή σε ποσοστό 1% επί του ΑΕΠ της Ελλάδας και προκύπτει από την παράνομη διακίνηση
ναρκωτικών, την παροχή «προστασίας» σε νυχτερινά κέντρα, την πορνεία και το λαθρεμπόριο
τσιγάρων και ποτών.
755
∆εν είναι τυχαία η έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 στη διακίνηση
ναρκωτικών ουσιών, στην πορνεία και στην εξάπλωση της πορνογραφίας, που έγιναν μέρος του
«λάιφσταϊλ» της μεσαίας και ανώτερης τάξης και βοηθήθηκαν τα μέγιστα από την εξάπλωση της
193

υπηρεσιών και προϊόντων, ως στοιχείο του τρόπου ζωής των πλουσίων, είναι η
μια όψη του νομίσματος. Η άλλη, αφορά την εξάπλωση της φτώχειας και της
κοινωνικής ανισότητας, που έχει καταστήσει τις φτωχές κοινότητες βορά του
οργανωμένου εγκλήματος, ιδιαίτερα όσον αφορά το εμπόριο λιγότερο
«εκλεπτυσμένων» ναρκωτικών ουσιών, όπως το χασίς, το κρακ και η ηρωίνη. Το
παράδοξο, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι ότι ο παράνομος τομέας της
οικονομίας, δρα ταυτόχρονα και ως προστατευτικό μαξιλάρι ενάντια στη φτώχεια
και τη συνολική οικονομική κατάρρευση αυτών των κοινοτήτων756, αφού με το να
καθιστά ορισμένες υπηρεσίες και προϊόντα επικερδή, δίνει σε πολλές οικογένειες
τη μοναδική ίσως ρεαλιστική επιλογή επιβίωσης757.
Περαιτέρω, η παράνομη εισαγωγή «ναρκοδολαρίων» στις χώρες
παραγωγής ναρκωτικών ουσιών εξισορροπεί σε έναν βαθμό τα οικονομικά
αποτελέσματα της μαζικής εξαγωγής των κερδών που πραγματοποιούν οι
αλλοδαπές εταιρείες και οι επενδυτές. Σε ένα επόμενο χρονικά στάδιο, οι
προσπάθειες «ξεπλύματος» του βρώμικου χρήματος, που εισρέει στα ταμεία του
οργανωμένου εγκλήματος, με την επένδυσή τους σε πρόσφατα
ιδιωτικοποιημένες κρατικές εταιρείες, εδραιώνει τη νομιμοποίησή του στη
συνείδηση της φτωχής πλειοψηφίας. Εξάλλου, οι διαδικασίες νομιμοποίησης των
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υποστηρίζουν την ανάπτυξη των
εξωχώριων τραπεζικών υπηρεσιών, που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να
συνεχίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία τους, με δραματικές κοινωνικές
συνέπειες στις ήδη πάμφτωχες οικονομικές ζώνες, στις οποίες
δραστηριοποιούνται. Με παρόμοιο τρόπο, η οικονομική λειτουργία των κερδών
από το εμπόριο ναρκωτικών, τόσο στις χώρες παραγωγής, όσο και στις χώρες
κατανάλωσης ναρκωτικών, ως πηγή κεφαλαίου και πίστωσης για τις νόμιμες

νέας τεχνολογίας και του διαδικτύου. Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα
θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 55 – 57 και 79 – 89.
756
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η δήλωση ενός Ούγγρου αντιπροσώπου της Interpol: «To
λαθρεμπόριο και η μαύρη αγορά οινοπνεύματος, τσιγάρων και ηλεκτρονικών είναι η θεμελιακή
οικονομία για το οργανωμένο έγκλημα στην Ουγγαρία. Είναι δύσκολο να τα ελέγξεις, γιατί οι
άνθρωποι επιθυμούν αυτά τα αγαθά. Είναι επίσης δύσκολο να τα ελέγξεις γιατί, με τις κακές
οικονομικές συνθήκες της χώρας, ακόμη και η παράνομη οικονομία προσθέτει θέσεις εργασίας».
Αναφέρεται σε David L. Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in
Entrepreneurial Crime, όπ.παρ., σελ. 142.
757
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα παραγωγής κοκαΐνης, που έχει διασώσει από την πλήρη
εξαθλίωση τεράστιες γεωγραφικές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, καθώς η καλλιέργειά της
μειώνει στις συγκεκριμένες οικονομίες την επίδραση της παγκόσμιας δραματικής πτώσης των
τιμών των αγροτικών προϊόντων και των πρώτων υλών.
194

επιχειρήσεις, ειδικά τις μικρομεσαίες, παρέχει στο οργανωμένο έγκλημα νέες


δυνατότητες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος758.
Σε καμιά περίπτωση δεν προτιθέμεθα να υποστηρίξουμε ότι το
οργανωμένο έγκλημα και τα καρτέλ ναρκωτικών διοικούνται από φιλάνθρωπους,
που επενδύουν τα χρήματά τους στις φτωχές κοινότητες αδιαφορώντας για τους
νόμους της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Η πραγματικότητα είναι πολύ ζοφερή.
Τα ναρκωτικά διακινούνται στα διεθνή σύνορα759 από ανειδίκευτους, χαμηλά
αμειβόμενους μεταφορείς, πολύ συχνά γυναίκες του Αναπτυσσόμενου Κόσμου,
που γίνονται αντικείμενα βάναυσης εκμετάλλευσης και συχνά προωθούνται στην
πορνεία στις χώρες προορισμού. Ταυτόχρονα, η άνοδος της συχνότητας των
εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, με απώτερο στόχο την αγορά ναρκωτικών
ουσιών, αποτελεί διαλυτικό παράγοντα των φτωχών κοινοτήτων. Εξάλλου, τόσο
οι καλλιεργητές κόκας στην Κολομβία760 ή παπαρούνας στην Ασία, όσο και οι
μικροδιακινητές του δρόμου761, αμείβονται εξευτελιστικά σε σύγκριση με τα
ασύλληπτα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών του εγκλήματος, ενώ και τα
τεράστια κέρδη από το εμπόριο ναρκωτικών είναι όλο και λιγότερο πιθανό να
επανεπενδυθούν σε τοπικές δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, και
κατευθύνονται, όλο και πιο συχνά, στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές.
Περαιτέρω, καθώς το οργανωμένο έγκλημα επεκτείνει διαρκώς τα πεδία
δραστηριοποίησής του, η εργασιακή δομή του762 τείνει να προσομοιάζει όλο και

758
Πρακτικά δεν υπάρχει κανένα κράτος στον κόσμο, στο οποίο να μην υπάρχει νομιμοποιητικός
μηχανισμός εκνόμων οικονομικών εισροών. Η δε σχέση των επίσημων κρατών με το παράνομο
χρήμα συμπεριλαμβάνει μια ποικιλία στάσεων, οι οποίες εκτείνονται από την ανεκτικότητα,
φθάνουν στην επιδοκιμασία και την ενεργό κρατική συμμετοχή και κάποιες φορές αγγίζουν την
επιλεκτική απώθηση. Βλ. Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου
Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 295 επ.
759
Εξάλλου, τα ίδια τα σύνορα των κρατών, εξαιτίας της παγκομιοποίησης, μοιάζουν να έχουν
όλο και περισσότερο, συμβολικό χαρακτήρα, αφού η κρατική κυριαρχία μειώνεται διαρκώς χωρίς
η ευημερία να αυξάνει ισόρροπα. Βλ. Γεωργίου Σταυρόπουλου, Ο ρόλος του δικαστή στο
περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, ΝοΒ, 2003, σελ. 1346.
760
Η μακροχρόνια θεσμική αδυναμία των περισσοτέρων κρατών της Λατινικής Αμερικής και της
Καραϊβικής σε συνδυασμό με την ύπαρξη του εξαιρετικά κερδοφόρου για το οργανωμένο έγκλημα
λαθρεμπορίου ναρκωτικών στη ∆ύση, έχει καταστήσει τις συγκεκριμένες περιοχές ιδιαίτερα
ελκυστικούς στόχους για τις παγκοσμιοποιημένες εγκληματικές επιχειρήσεις. Για μια ανάλυση του
συγκεκριμένου ζητήματος, βλ. Bruce Bagley, Globalisation and Latin American and Caribbean
Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 32 – 53.
761
Για τις πιο συνηθισμένες μεθόδους στρατολόγησης μικροδιακινητών ναρκωτικών, βλ. Αντί
άλλων, Martín Meráz García, “Narcoballads”: The Psychology and Recruitment Process of the
“Narco”, όπ.παρ., σελ. 200 – 213.
762
Οι ομοιότητες στη δομή, τον καταμερισμό καθηκόντων και τη διοίκηση της ροής των αγαθών
από το σημείο παραγωγής στο σημείο κατανάλωσης [που στην αλλοδαπή βιβλιογραφία
αναφέρεται ως «Εφοδιαστική» (“Logistics”)], έκανε τον Petrus van Duyne να αναρωτηθεί: «Τι είναι
το οργανωμένο έγκλημα χωρίς την οργάνωση κάποιου είδους εγκληματικού εμπορίου; Χωρίς της
195

περισσότερο με αυτή της νόμιμης απασχόλησης. Έτσι, οι ανειδίκευτοι εργάτες


του δρόμου, σε αντίθεση με τον ρόλο που έπαιζε η εμπλοκή με το οργανωμένο
έγκλημα στο παρελθόν, έχουν πλέον μια ελάχιστη πιθανότητα κοινωνικής
προαγωγής. Στην πραγματικότητα, πολλές φορές τα έσοδα που
πραγματοποιούν μέσω της εγκληματικής εμπλοκής τους είναι συγκριτικά
ελάχιστα σε σχέση με τον τεράστιο κίνδυνο δίωξης και σύλληψης, που
αντιμετωπίζουν καθημερινά, κάτι που μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι η
επιδίωξη απόκτησης ενός κάποιου «κοινωνικού status», μέσα από μια
διαστρεβλωμένη και ιδεοληπτική ενίοτε πρόσληψη της πραγματικότητας, είναι
αυτό που τους οδηγεί τελικά στη συγκεκριμένη επιλογή τους763. Ταυτόχρονα, οι
κακοπληρωμένες και χωρίς καμιά προοπτική κοινωνικής ανόδου ευκαιρίες
νόμιμης απασχόλησης764 στις φτωχές κοινότητες, δεν καθιστούν δυνατή την
ατομική διαφυγή από τη φτώχεια προς μια σταθερή νόμιμη εργασία765, αλλά

πώληση και την αγορά απαγορευμένων αγαθών και υπηρεσιών σε ένα οργανωτικό πλαίσιο; Η
απάντηση είναι απλή: τίποτα». Βλ. Petrus van Duyne, Organized Crime, Corruption and Power,
Crime, Law and Social Change, vol. 26, no. 3, 1997, σελ. 203.
763
Ο Lombardo αναφέρει ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό περιστατικό. Ένας μαφιόζος, ο Gerald
Scarpelli, ο οποίος συνελήφθη το 1988, δήλωσε ότι το βασικό του καθήκον ήταν να μαζεύει
«φόρους του δρόμου» (“street taxes”) για την «Outfit», το οργανωμένο έγκλημα του Chicago. Ο
μισθός του ανερχόταν στα 2.000 $ το μήνα. Παρότι τα χρήματα που κέρδιζε από τις παράνομες
δραστηριότητές του δεν ήταν αρκετά, συνέχισε να δουλεύει για την «Outfit», επειδή «το κοινωνικό
status που παρέχεται από την ιδιότητα του μέλους είναι συχνά πιο σημαντικό από τα οικονομικά
οφέλη που παρέχει». Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in
Chicago, όπ.παρ., σελ. 98.
764
Βλ. σχετικά, Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της – Η δύση του παγκόσμιου
εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά την αγορά εποχής, (μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο),
εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996, σελ. 219 – 304, Lester Thurow, Το μέλλον του
καπιταλισμού – Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο,
(μετάφραση Ελένης Αστερίου), εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1997, σελ. 49 – 54, 243 –
245 και 263 – 265 και Manuel Castells, The Rise of the Network Society – The Information Age:
Economy, Society, and Culture, vol. 1, (2nd edition), Wiley – Blackwell, Cambridge,
Massachusets, 2010, ιδίως σελ. 281 – 302.
765
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Bauman ότι στο μέτρο που η παρουσία των
ανθρώπων στο σύστημα της κοινωνικής εργασίας είναι εξαιρετικά επισφαλής, η σχεδίαση του
μέλλοντος γίνεται, εν πολλοίς, αδύνατη και η ζωή περιορίζεται σε προσωρινές και εφήμερες
ρυθμίσεις. Βλ. Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, (μετάφραση-πρόλογος
Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2002, σελ. 79. Βλ. επίσης Edgardo
Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling Organized Crime and Corruption in the Public Sector, στο
Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 3,
no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004 διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 7, σύμφωνα με τους οποίους, «σε αρκετές
περιπτώσεις η φτώχεια και η ανεργία δεν παρέχουν απλά ένα μεγαλύτερο απόθεμα δυνητικής
παράνομης εργασίας για τις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά δημιουργούν,
επίσης, ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την εκμετάλλευση του κοινωνικού ιστού κρατών από τους
εγκληματίες (σ.μ. και τη μετατροπή του) σε θεμέλιο λίθο για το οργανωμένο έγκλημα. Σε
ορισμένες περιπτώσεις (στον Ιταλικό νότο, για παράδειγμα) το οργανωμένο έγκλημα πιέζει τις
νόμιμες επιχειρήσεις να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας, με αντάλλαγμα κάποια αμοιβή που
καταβάλλεται στα εγκληματικά συνδικάτα της περιοχής. Συνεπώς, το οργανωμένο έγκλημα παίζει
στην πραγματικότητα ένα θετικό κοινωνικό ρόλο ως κέντρο υπηρεσιών. Εξάλλου, το οργανωμένο
196

μάλλον ωθούν προς τον τομέα της εγκληματικής και ανεπίσημης οικονομίας.
Πολύ συχνά, μάλιστα, τα δίκτυα εύρεσης νόμιμης εργασίας766 τυγχάνει να
διαθέτουν πληροφορίες για τις ευκαιρίες εκκίνησης μιας εγκληματικής καριέρας ή
για τη διαθεσιμότητα ναρκωτικών ουσιών ή φθηνών, κλεμμένων αγαθών!
Το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα διασφαλίζει εισόδημα για τους
συνεργάτες και τα μέλη του και υπηρεσίες για τους πελάτες του, δεν σημαίνει ότι
δεν είναι διαλυτικό φαινόμενο, ότι δεν καταστρέφει ζωές και ήδη εξουθενωμένες
κοινότητες, μέσω της βίας και του εθισμού στα ναρκωτικά. Όμως, τηρουμένων
των αναλογιών, και ο νόμιμος καπιταλισμός, ως σύστημα οικονομικής και
κοινωνικής οργάνωσης, προκαλεί ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα σε μεγαλύτερο
βάθος χρόνου και με έναν λιγότερο βίαιο και άμεσο τρόπο, ασφαλώς, μέσω της
πλήρους καθυπόταξης του ανθρώπινου χρόνου στην κερδοφορία του κεφαλαίου,
την ολοσχερή αποδόμηση των κοινωνικών σχέσεων, τη δημιουργία και την
επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της
καταστροφής του αστικού περιβάλλοντος767.
Υποστηρίζεται768, εξάλλου, ότι όλες γενικά οι οικονομικές δραστηριότητες
κινούνται σ’ ένα φάσμα νομιμότητας και παρανομίας. Η νομιμότητα αποτελεί ένα
τυχαίο σημείο αυτού του φάσματος, το οποίο μπορεί να μετακινηθεί με την
εισαγωγή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων ή με τη χρήση παράνομων πρακτικών,
που αφορούν είτε τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού, είτε τα

έγκλημα αναπτύσσεται, επίσης, ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του Κράτους να εφοδιάσει με


μηχανισμούς επίλυσης διαφορών σε εργατικά ζητήματα ή ήταν το Κράτος αποτυγχάνει να
διασφαλίσει την πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες ή στην οικονομική αγορά».
766
Η ειδησεογραφία των εφημερίδων συχνά αποκαλύπτει τέτοιες διαπλοκές. Ενδεικτικά
αναφέρουμε το άρθρο του Κυριάκου Ντελέζου, ∆ουλέμποροι και επιχειρηματίες κερδίζουν από
τους λαθρομετανάστες. Η Ελλάδα κατέχει το ρεκόρ ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ στους
παράνομους αλλοδαπούς εργαζόμενους, ΤΑ ΝΕΑ, 3-5-1994, σελ. 24-25.
767
Βλ. σχετικά και Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιτήρηση και ποινική καταστολή, όπ.παρ., σελ. 4 – 5.
768
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ, σελ. 105.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την ιδιαίτερα χαρακτηριστική μεταφορά του van Duyne, «η εμπορική
δραστηριότητα και το (οργανωμένο) έγκλημα έχουν μια αδέξια σχέση, σαν δύο ετεροθαλείς
αδελφοί – ένας εκ των οποίων έχει γεννηθεί εκτός γάμου. Είναι διαφορετικοί, μα, επίσης, έχουν
υπερβολικά κοινά μεταξύ τους για να μπορούν να αρνηθούν τη σχέση τους, αν και ο νόμιμος
αδελφός ματαίως προσπαθεί να το κάνει (ή είναι υποχρεωμένος, ακουσίως, να το παραδεχθεί).
Χρόνος και ξανά τα μονοπάτια τους διασταυρώνονται: αρκετές φορές ο νόμιμος οικονομικός
αδελφός βρίσκει τον ευατό του να θυματοποιείται, κάποιες φορές αποκτά ένα πλεονέκτημα από
τον ετεροθαλή αδελφό του, και κάποιες άλλες φορές συμπεριφέρεται με τρόπους όμοιους με
εκείνους του συγγενή του. Εξάλλου, οικογένεια είναι και μοιράζονται μια νόμιμη – παράνομη
διασύνδεση». Βλ. Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-
brothers, όπ.παρ., σελ. 1.
197

χρησιμοποιούμενα μέσα769. Η δυναμική της αγοράς είναι εκείνη που κάνει τα όρια
της νομιμότητας ρευστά770, δημιουργώντας το βασικό πλαίσιο δράσης του
παράνομου επιχειρηματία. Κατά συνέπεια, η διάκριση είναι εντελώς ρευστή.
Το οικονομικό έγκλημα ομοιάζει όλο και περισσότερο με τη νόμιμη
οικονομική λειτουργία, γιατί, στην πραγματικότητα, σημαντικά τμήματα της
τελευταίας ομοιάζουν όλο και περισσότερο με το έγκλημα771. Έτσι, μια
πολυεθνική επιχείρηση μπορεί πολύ εύκολα να παράξει εγκληματικά
αποτελέσματα και μάλιστα με οργανωμένο τρόπο, κάτι που αυξάνει την
επικινδυνότητα διάπραξης εκ μέρους της σοβαρών εγκλημάτων772, καθώς
συνεπικουρείται στη δράση της από το ήδη υπάρχον προσωπείο της
νομιμότητας, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις και διάφορες κρατικές υπηρεσίες
παίζουν ενεργητικό ρόλο, για την επίτευξη ίδιων στόχων773, με τη στήριξη ή και

769
Ταυτόχρονα, «οι νόμιμες αγορές, που είναι νομικά δομημένες από ένα πυκνό δίκτυο κανόνων,
οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για να προστατέψουν μια ποικιλία συμφερόντων, παρέχουν έναν
εξίσου μεγάλο αριθμό εγκληματικών ευκαιριών. Αυτές οι ευκαιρίες δεν εμφανίζονται πάντα στο
περιθώριο, αλλά συχνά καταμεσίς και συχνά με την πλήρη επίγνωση (αν όχι συνενοχή) των υπό
προστασία συμμετόχων στην αγορά, είτε επιχειρηματιών είτε καταναλωτών». Βλ. Petrus van
Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers, όπ.παρ., σελ. 8 – 9.
770
Για μια εμβάθυνση στη θέση αυτή μέσα από την ανάλυση του βαθμού δεκτικότητας ενός
οικονομικού τομέα, και συγκεκριμένα του τομέα των ναυλωμένων χερσαίων μεταφορών, στο
έγκλημα, βλ. Tom Vander Beken / Karen Verpoest / Annemie Bucquoye / Melanie Defruytier, The
vulnerability of economic sectors to (organised) crime: the case of the European road freight
transport sector, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 19 – 42.
771
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Deneault, «το έγκλημα θα πρέπει να γίνεται πλέον
αντιληπτό ως αξεδιάλυτο από τις επιχειρήσεις των παραδοσιακών εταιριών». Βλ. Alain Deneault,
Tax Havens and Criminology, όπ.παρ., σελ. 270. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας
που διεξήχθη στη Σουηδία, «η γκρίζα οικονομία φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική και
εξαπλωμένη από την εγκληματική οικονομία και ως εκ τούτου, αποφέρει πιο σημαντικά χρηματικά
ποσά για έναν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σε σύγκριση με την εγκληματική οικονομία». Βλ.
Johanna Skinnari / Lars Korsell, Swedish international casinos: A nest of organised crime or just
a place for ordinary tax cheaters?, όπ.παρ., σελ. 230.
772
Όπως σημειώνει η Snider, τα θύματα της Mafia και του καρτέλ Cali είναι ελάχιστα σε σύγκριση
με τα εγκλήματα των ισχυρών στη νόμιμη οικονομία. «Η παγκόσμια οικονομία και το διαδίκτυο
έχουν καταστήσει το εταιρικό έγκλημα δυνητικά πιο προσοδοφόρο από ποτέ, καθώς οι ευκαιρίες
να κερδίσει δυσθεώρητες περιουσίες μέσω της απάτης, της παραπλάνησης, της ψευδούς
διαφήμισης και των παραπειστικών αξιώσεων έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια». Βλ. Laureen
Snider, Researching Corporate Crime, στο Steve Tombs / Dave Whyte (eds), Unmasking the
Crimes of the Powerful: Scrutinizing States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York,
2003, σελ. 64 – 65. Σύμφωνα, εξάλλου, με την Gelemerova, τα δημοκρατικά κράτη βρίθουν από
«υπερ-απάτες» (mega-frauds”) και τεράστια σχέδια διαφθοράς, όπως είναι οι περιπτώσεις της
Enron και της Siemens, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «εγκλήματα των ελίτ» (“elit
crimes”). Βλ. Liliya Gelemerova, Fighting foreign bribery: the stick or the carrot?, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 17 επ.
773
Βλ. Nikos Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
198

την απόκρυψη της παρανομίας774. Συνάμα, το μόνο που χρειάζεται για να


περάσει μια νόμιμη επιχείρηση τη λεπτή διαχωριστική γραμμή με τις επιχειρήσεις
του οργανωμένου εγκλήματος, είναι η διαφοροποίηση της εκμετάλλευσης των
ήδη υπαρχουσών δομών και δικτύων διανομής, που διαθέτει, καθώς και της
θέσης της στην αγορά775.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, σ’ αυτό το επίπεδο, είναι το οικονομικό
σκάνδαλο, που ξέσπασε το 1982 στην Ιταλία και οδήγησε στην κατάρρευση της
μεγαλύτερης μέχρι τότε ιδιωτικής τράπεζας της Ιταλίας, της Banco
Ambrosiano776. Στο πλαίσιο του τεράστιου αυτού οικονομικού και πολιτικού
σκανδάλου, αποδείχθηκε ότι η Banco Ambrosiano, που είχε ιδρυθεί το 1896 από
έναν καθολικό ιερέα, ως αντίβαρο στις «λαϊκές» ή «μη – Καθολικές» τράπεζες, οι
οποίες, στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ιταλία, πολύ συχνά σχετίζονταν με τον
ελευθεροτεκτονισμό, και κατά κύριο λόγο ο ∆ιευθυντής της, Roberto Calvi,
αξιοποίησε τις προνομιακές του σχέσεις με το ανεξάρτητο κρατίδιο του Βατικανού
και την Τράπεζα του Βατικανού (IOR), τις οποίες χρησιμοποίησε περίπου ως
τοπικό «φορολογικό παράδεισο», για να αναπτύξει ένα δίκτυο σκιωδών
υπεράκτιων εταιριών, τις οποίες χρησιμοποιούσε για να παρακάμπτει τη
νομοθεσία της Ιταλίας χειραγωγώντας την εσωτερική οικονομική αγορά, αλλά και
εξαγοράζοντας παράνομα διάφορες μεγάλες ιταλικές εταιρίες. Σ’ αυτό το
κερδοσκοπικό, αλλά και εγκληματικό από κάποια στιγμή και έπειτα, παιχνίδι,
εκτός από το Βατικανό, συμμετείχαν γνωστοί εκπρόσωποι της ιταλικής Mafia, ο
ιδρυτής της Μασονικής Στοάς Ρ2 (Propaganda Due)777, και σχεδόν ακαταδίωκτος

774
Βλ. Steve Tombs / Dave Whyte (eds), Unmasking the Crimes of the Powerful: Scrutinizing
States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York, 2003, σελ. 266, οι οποίοι
υπογραμμίζουν την ανάγκη «να χρησιμοποιηθούν τα κράτη – μέσω ρυθμιστικών υπηρεσιών,
νόμων, πρόσβασης σε συγκεκριμένα είδη πληροφοριών – στους αγώνες για να ελέγξουν ή να
μετριάσουν τις βλαβερές δραστηριότητες των εταιριών».
775
Ιδιαίτερα γλαφυρό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Baker για τον τρόπο εκμετάλλευσης
της οικονομικής βοήθειας των δυτικών χωρών προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου από τις
νόμιμες επιχειρήσεις, που λειτουργώντας σε «ένα ηθικό λυκόφως φοροαποφυγής και διαφθοράς»
(“…in a moral twilight of tax evasion and corruption…”), καταφέρνουν για κάθε δολάριο ξένης
βοήθειας που εισρέει στα ταμεία των φτωχών χωρών να παίρνουν πίσω, κάτω από το τραπέζι,
δέκα δολάρια!. Βλ. Raymond Baker, Capitalism’s Achilles Heel – Dirty Money and How to Renew
the Free-Market System, John Wiley and Sons, London, 2005, σελ. 248.
776
Βλ. την εξαιρετικά τεκμηριωμένη ανάλυση του Maurice Punch, Bandit Banks – Financial
Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 115 – 130.
777
Η συγκεκριμένη μασονική στοά είχε ιδρυθεί το 1877 στο Τορίνο με το όνομα "Propaganda
Massonica". Το όνομά της άλλαξε σε "Propaganda Due" μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1971,
ο Μέγας ∆ιδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, Lino Salvini, ανέθεσε στον Licio Gelli την
αναδιοργάνωση της στοάς. Ήδη από το έτος 1974 υπήρχαν προτάσεις να διαγραφεί η
"Propaganda Due" από τη λίστα των Στοών της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας. Μετά από
199

για τις εγκληματικές της δραστηριότητες, Licio Gelli778, πολιτικοί, δημοσιογράφοι


και διάφοροι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες.
Η απόλυτη κυριαρχία της «κρυμμένης δύναμης» (“potere occulto”), που,
τουλάχιστον, στην Ιταλία θεωρείται πιο ισχυρή από την «ορατή» εξουσία,
εκδηλώθηκε απερίφραστα όταν, το 1978, αιχμές του σκανδάλου της Banco
Ambrosiano, άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια. Το 1978 η Τράπεζα της
Ιταλίας, που ήταν υπεύθυνη για την επιθεώρηση 1.000 περίπου τραπεζών,
έστειλε ένα κλιμάκιο 12 επιθεωρητών για να ελέγξουν τις δραστηριότητες της
Banco Ambrosiano. Η 500 σελίδων αναφορά, που συνέταξαν, ήταν
συνταρακτική. Εν συντομία, εκδήλωνε ανησυχία για την έλλειψη πληροφοριών
και τις αδυναμίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν άλλες τράπεζες και
υποψίες για την αλυσίδα ελέγχου, την αδυναμία της οργανωτικής δομής, το
επίπεδο χαμηλής κεφαλαιοποίησης, την ενδεχόμενη παραβίαση της τραπεζικής
νομοθεσίας και για τους «ατάραχους και συναινετικούς ελεγκτές των βιβλίων»
της, ενώ, κατέληγε στην αναγκαιότητα της αναδόμησής της εκ βάθρων779. Μετά
τη σύνταξη της συγκεκριμένης έκθεσης, συνέβη κάτι εντελώς απροσδόκητο. Η

παράκληση του Licio Gelli, η Μεγάλη Ανατολή ανέστειλε τις δραστηριότητές της τελικά το 1976,
χωρίς όμως να τη διαγράψει οριστικά. Το 1981 το μασονικό δικαστήριο απεφάνθη ότι η αρνητική
ψηφοφορία του 1974 σήμαινε ότι η στοά είχε ήδη πάψει να υπάρχει και ότι η όποια δράση της
έκτοτε ήταν απολύτως παράνομη. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Propaganda Due,
http://en.wikipedia.org/wiki/Propaganda_Due
778
Ο Licio Gelli ήταν συνδεδεμένος με τις μυστικές υπηρεσίες, τους δικτάτορες της Λατινικής
Αμερικής και τα «τάγματα θανάτου», με το λαθρεμπόριο όπλων και με την ακροδεξιά
τρομοκρατία. Η φήμη του ως «αρχιχειραγωγητή» του προσέδωσε το παρατσούκλι “Puppet
Master”. Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας οι αρχές ξεσκέπασαν μια λίστα μελών της
Ελευθεροτεκτονικής στοάς Ρ2, στην οποία ο Gelli ήταν Μέγας ∆ιδάσκαλος. Αποδείχθηκε ικανός
να παρασύρει 962 τόσο εξέχοντα άτομα, που όταν δημοσιεύτηκαν τα ονόματά τους, θορυβήθηκε
ακόμη και το ιταλικό κοινό. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 3 μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, 40
Βουλευτές, οι επικεφαλείς όλων των Ενόπλων ∆υνάμεων, ο επικεφαλής της υπηρεσίας
Πληροφοριών και ανώτεροι αξιωματούχοι σε τράπεζες και οργανισμούς και ο διευθυντής της
Banco Ambrosiano, Roberto Calvi, που έγινε μέλος ήδη από το 1975. Μετά το ξέσπασμα του
σκανδάλου της Banco Ambrosiano και την αποκάλυψη των «μυστικών φακέλων» δραπέτευσε
από την Ιταλία και συνελήφθη στην Ελβετία, όπου μεταμφιεσμένος προσπαθούσε να κάνει
ανάληψη 100 εκατομμυρίων δολλαρίων. Φυλακίστηκε και ενώ, περίμενε να εκδοθεί, κατάφερε να
δραπετεύσει από τις φυλακές «υψίστης ασφαλείας» του Cham Dollan, κοντά στη Γενεύη, αφού
δωροδόκησε έναν φρουρό και με τη βοήθεια ενός ελικοπτέρου, που είχε νοικιάσει ο λαθρέμπορος
όπλων Adnan Kashoggi. Στην όλη επιχείρηση της απελευθέρωσής του ενεπλάκησαν και οι
ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ, στη συνέχεια, όταν κατέφυγε στη Γαλλία, τον προστάτευαν οι
γαλλικές μυστικές υπηρεσίες από τον κίνδυνο σύλληψης από τους Ιταλούς αξιωματούχους που
τον καταδίωκαν. Παραδόθηκε το 1987 στις Ελβετικές αρχές και παρά το γεγονός ότι είχε
καταδικαστεί ήδη σε 18 χρόνια κάθειρξη στην Ιταλία, για την εμπλοκή του στο «λουτρό αίματος»
της Μπολόνια, όπου το 1980 μετά από μια ακροδεξιά τρομοκρατική επίθεση στο σιδηροδρομικό
σταθμό, έχασαν τη ζωή τους 85 άτομα, απολύθηκε υπό όρους από τη φυλακή «λόγω
προβλημάτων υγείας». Πιστεύεται, μάλιστα, ότι έχει επανασυστήσει μία νέα Ρ2. Βλ. Maurice
Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 122. Για τα πιο σημαίνοντα ονόματα στη λίστα μελών της Ρ2,
βλ. Wikipedia, Propaganda Due, όπ.παρ.
779
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 124.
200

στρατιωτικού τύπου ιταλική αστυνομία, οι «Carabinieri», εισέβαλλαν στην


Κεντρική Τράπεζα και συνέλαβαν τον αρχιεπιθεωρητή της υπόθεσης της Banco
Ambrosiano, με το πρόσχημα ότι σε μια προηγούμενη υπόθεση είχε αποκρύψει
στοιχεία, ενώ, μόνο η προχωρημένη ηλικία του ∆ιευθυντή της Τράπεζας τον
έσωσε από έναν παρόμοιο εξευτελισμό. ∆εδομένου, ότι όλες οι τράπεζες στην
Ιταλία έχουν διαμορφωμένες πολιτικές συμμαχίες και η αυστηρή επιθεώρηση θα
δημιουργούσε εχθρούς, η πράξη αυτή θεωρήθηκε ότι ήταν «μια αντεπίθεση για
να διδάξει ένα μάθημα στην τράπεζα» ενώ, ταυτόχρονα, και «ο επιθεωρητής
φιμώθηκε»780.
Ο δημόσιος έπαινος της Banco Ambrosiano και των ιθυνόντων της, τους
οποίους αποκαλούσαν «ιδιοφυίες, καινοτόμους και σωτήρες της ιταλικής
οικονομίας» για αρκετά χρόνια διάφορα κυβερνητικά στελέχη και η συνακόλουθη
γενική και παγκόσμια δημόσια τιμή και αναγνώρισή τους, άλλαξε φυσικά άρδην,
όταν το σκάνδαλο της Banco Ambrosiano ξέσπασε με δριμύτητα. Τότε μόνο, οι
πρωτεργάτες του από «σωτήρες» μετατράπηκαν φραστικά σε «αφελείς» και η
συγκεκριμένη υπόθεση αν και επονείδιστη, θεωρήθηκε περιθωριακό φαινόμενο
της ιταλικής οικονομικής σκηνής. Η διαδικασία αυτή, σε συμβολικό επίπεδο,
αναδεικνύει την ουσία της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ νομιμότητας και
παρανομίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού, ανταγωνιστικού συστήματος. Οι
ακραίες, «γκρίζες ζώνες» της νομιμότητας αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και το
«καθαρόαιμο» έγκλημα απολαμβάνουν την υπόθαλψη, αν όχι ακόμη και την
ενθάρρυνση, από την πλευρά του κράτους, που εξυπηρετεί μέσα από την
εμπέδωση του «λυγίσματος» των δικών του κανόνων δικαίου ίδιους μη –
σύννομους σκοπούς781. Η περιθωριοποίηση και η καταστολή δεν αποτελούν την
πρωταρχική επιλογή του κράτους σ’ αυτές τις περιπτώσεις και εφαρμόζονται
μόνο ως «ultimum refugium» («έσχατο καταφύγιο»), όταν οι ρωγμές που
προκαλούνται στη συνοχή του και στη γενικότερη νομιμοποίηση των
οικονομικών, χρηματοπιστωτικών, αλλά και πολιτικών λειτουργιών του, είναι

780
Βλ. Rupert Cornwell, God’s Banker: An account of the life and death of Roberto Calvi, εκδ.
Unwin, London, 1984, σελ. 99 και 101.
781
Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρουμε την πώληση των πυραύλων «Exocet» στην
Αργεντινή, μέσω της παράνομης αγοράς όπλων, κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Φώκλαντς, τις
δραστηριότητες των δυτικών μυστικών υπηρεσιών, με ή χωρίς ευθεία πολιτική κάλυψη, την
υπόθαλψη των δεξιών, αλλά και των αριστερών τρομοκρατών από κυβερνήσεις και πολιτικούς
της Ανατολής και της ∆ύσης και την υλική και ηθική υποστήριξη δικτατορικών καθεστώτων και
των «ταγμάτων θανάτου» τους.
201

τέτοιας έκτασης, που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες για τη μακροημέρευσή


του.
Ταυτόχρονα, η σφυρηλάτηση ενός επικίνδυνου δικτύου σχέσεων, που
συνδέει «υπόγεια» την οικονομία, την πολιτική, τη θρησκεία, τις πολιτικές
ιδεολογίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την τρομοκρατία, το λαθρεμπόριο
όπλων και ναρκωτικών, τις μυστικές υπηρεσίες, τα δεξιά, αλλά και τα αριστερά
πολιτικά κόμματα και το οργανωμένο έγκλημα προάγει, σε τελευταία ανάλυση, τις
νέες «πολυεθνικές» του εγκλήματος, που από αγροτικές εγκληματικές κοινότητες,
όπως ιστορικά ήταν η Mafia, έχουν μετεξελιχθεί σε σύνθετες εταιρίες με
εκτεταμένα διεθνώς «πλοκάμια», οι οποίες είναι σε θέση να επωφελούνται από
αυτή την εγκληματική αλυσίδα της οικονομίας, της πολιτικής και του διεθνούς
εγκλήματος, ακριβώς γιατί είναι χρήσιμες και στις δύο πλευρές του ιδεολογικού
διαχωρισμού, αφού μπορούν να λειτουργήσουν ως έμποροι, διακινητές,
«ξεπλυντές», πληροφοριοδότες, εκφοβιστές, διαρρήκτες και εκτελεστές782.
Το οργανωμένο έγκλημα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι αποτελεί
οικονομικά μάλλον μία έκφανση του «ανυπόμονου κεφαλαίου», καθώς λειτουργεί
υπό συνθήκες, όπου η βία και ο εξαναγκασμός στο άμεσο μέλλον αποτελούν τις
ζωτικές πηγές της πραγματοποίησης κέρδους, το οποίο μπορεί εκ των υστέρων
να νομιμοποιηθεί μέσω του τραπεζικού συστήματος και των χρηματιστηριακών
αγορών και έχει εκ της φύσεώς του μονοπωλιακό χαρακτήρα783, αφού ο
απόλυτος έλεγχος της αγοράς αποτελεί ζωτικό παράγοντα για την ευόδωση του
βασικού στόχου του, της μεγιστοποίησης των κερδών784.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρατήρηση ότι το οργανωμένο έγκλημα785 δεν
διεισδύει απλά στον τομέα των νόμιμων επιχειρήσεων, αλλά παρεισφρύει,
επίσης, και στην εγκληματικότητα του «λευκού περιλαιμίου»786, όπως, είναι για
παράδειγμα, η διάθεση τοξικών αποβλήτων, οι χρηματιστηριακές απάτες και το

782
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 128.
783
Πρβλ. Klaus von Lampe, Beg, Steal or Borrow – The Study of Organized Crime and the
Infusion of Concepts and Theories from Other Disciplines, Paper presented at the annual
meeting of the American Society of Criminology (ASC), Toronto, Canada, 18 November 2005,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/ASC2005-kvl.pdf, σελ. 7, σύμφωνα με τον
οποίο, η «εμπειρική έρευνα, φυσικά, υπαινίσσεται ότι η συζήτηση αυτή είναι κυρίως θεωρητική,
επειδή τα μονοπώλια φαίνεται να είναι η εξαίρεση, παρά ο κανόνας στις παράνομες αγορές».
784
Βλ. ιδίως, Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ.,
σελ. 6 – 7 και Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 3.
785
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 146.
786
Για το ζήτημα των εγκλημάτων του «λευκού περιλαιμίου», ως μορφή του οργανωμένου
εγκλήματος και συνακόλουθα απειλή για το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, βλ. Alan Wright,
Organised Crime, Devon Willan, Cullompton, 2006, σελ. 48 επ.
202

«πληροφορικό έγκλημα»787. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η


παρατηρούμενη μετακίνηση των μαφιόζικων οικογενειών σε ΗΠΑ και Ιταλία, από
την παραδοσιακή τους ενασχόληση με τα ναρκωτικά, την πορνεία και την
«προστασία» σε πιο εκλεπτυσμένες μορφές οικονομικής απάτης, όπως είναι οι
ασφαλιστικές απάτες788. ∆εν θα ήταν, λοιπόν, υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το
οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια «εξειδικευμένη» εγκληματικότητα, σύμφωνα
με την αντίληψη του Φουκώ789, και ως τέτοια αναπτύσσει διαδραστικές σχέσεις
με τον κόσμο των νόμιμων επιχειρήσεων. Συνεπώς, η πιστοποίηση και η
οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος, ως φαινομένου σχετιζόμενου με έναν
εγκληματικό υπόκοσμο, ο οποίος είναι εντελώς διάφορος και παρασιτικός, σε
σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού, είναι καταρχήν
εσφαλμένη.
Οι νόμιμες επιχειρήσεις επιτείνουν την πίεσή τους προς τις κυβερνήσεις
για να μειώσουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις790 όχι μόνο μέσω των απειλών για
μεταφορά σε άλλο μέρος των δραστηριοτήτων τους, αλλά και υιοθετώντας τις
τακτικές «ξεπλύματος» του οργανωμένου εγκλήματος791. Εντέλει, το εγκληματικό

787
Πολύ συχνά παρατηρείται σύγχυση μεταξύ των όρων «διαδικτυακό έγκλημα», «πληροφορικό
έγκλημα» και «ηλεκτρονικό έγκλημα». Ο όρος «πληροφορικό έγκλημα» είναι μάλλον ευρύτερος,
καθώς αναφέρεται σε εγκλήματα, τα οποία τελούνται με τη χρήση οποιουδήποτε συστήματος
πληροφοριών είτε είναι γνωστό σήμερα, είτε θα δημιουργηθεί στο μέλλον. Βλ. Αθανασίας
Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 18.
788
Για την κοινή δράση και τη συνεργασία νόμιμων και παράνομων «επιχειρηματιών» βλ. Nikos
Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 17
και Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers,
όπ.παρ., σελ. 4 και 7 – 8. Εξάλλου, για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα σύμπλευσης
νόμιμων και παράνομων επιχειρηματιών ιδίως στο χώρο του κατασκευαστικού τομέα στην
Ολλανδία, βλ. Petrus van Duyne / Mark Houtzager, Criminal sub-contracting in the Netherlands:
the Dutch “koppelbaas” as crime-entrepreneur, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe /
Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime
markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 163 επ.
789
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 366.
790
Σε κάθε νόμιμη εταιρία απασχολούνται πλέον «Lobbyists», που μοναδική τους ενασχόληση
είναι η προσπάθεια επηρεασμού των κυβερνητικών αποφάσεων. Έτσι, διαμορφώνεται ένα
περιβάλλον αποφάσεων όχι απλά «μη-δημοκρατικό», αλλά ενεργά «αντιδημοκρατικό», καθώς η
πολιτική δύναμη, σε καμιά περίπτωση, δεν ελέγχεται από το λαό. Χαρακτηριστική είναι η θέση
του Ole Krarup για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: «Αυτό που έχουμε εδώ είναι η απόλυτη
τεχνοκρατία, που αποτελεί τον πιο κοντινό ιστορικό παραλληλισμό με τις απόλυτες μοναρχίες του
17ου και του 18ου αιώνα». Βλ. Ole Krarup, The democratic “No” and its legal meaning, στο
Vincenzo Ruggiero (ed), Citizenship, human rights and minorities: rethinking social control in the
new Europe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σελ. 82.
791
Η περίπτωση της AMERICAN EXPRESS, που δημιούργησε την υπηρεσία «money Grant», η
οποία συλλέγει στοιχεία μέχρι το άθροισμα των 10.000 $, είναι πολύ χαρακτηριστική, ιδιαίτερα αν
λάβουμε υπόψη ότι στις ΗΠΑ και σε κάθε αμερικανική τράπεζα γενικά υπάρχει μια σειρά
πολλαπλών διατυπώσεων για πληρωμές σε μετρητά άνω των 10.000 $. Βλ. Ντράγκαν
Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ.,
σελ. 297.
203

κεφάλαιο νομιμοποιεί το νόμιμο κεφάλαιο, στην προσπάθειά του να το


ανταγωνιστεί μέσω της υπέρβασης της «επιβάρυνσης» για πληρωμή έστω και
ελάχιστων φόρων.
Ο χαρακτήρας του οργανωμένου εγκλήματος, ως δομικά παρασιτικού, ως
μίας έκφανσης του «αθέμιτου ανταγωνισμού», όπου ο εξαναγκασμός των
μονοπωλίων, μέσω της δωροδοκίας και της βίας, αυξάνει το κόστος, δημιουργεί
αβεβαιότητα και αστάθεια της αγοράς και εκτρέπει το παραγωγικό κεφάλαιο σε
βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές ενέργειες, που στοχεύουν στην
πραγματοποίηση υψηλότερων κερδών. Αυτή είναι μια όλο και πιο σημαντική και
εμφανής τάση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος της εποχής της
παγκοσμιοποίησης, υπό καταστρεπτικές συνθήκες αναπαραγωγής και αν δεν
ελεγχθεί, το αποτέλεσμα θα είναι μια νέα εποχή βαρβαρότητας χαρακτηριζόμενη
από μια αναρχία διαρκείας. Σε μια τέτοια κατάσταση, η ποινική τιμωρία θα έχανε
τη θεμελιακή της δυνατότητα να διαχωρίζει, να κατανέμει και να χρησιμοποιεί
επωφελώς τις ίδιες τις παραβάσεις (σύμφωνα με τη λογική του Φουκώ), έτσι
ώστε να επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμα η κοινωνική ειρήνη792. Στο ίδιο, μάλιστα,
εφιαλτικό σενάριο, η αποκλειστική κοινωνική λειτουργία των μηχανισμών
καταστολής, θα ήταν η διεξαγωγή του πολέμου κατά των όποιων ανταγωνιστών.
Περαιτέρω, η αλληλεπίδραση μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και
των νόμιμων επιχειρήσεων αντανακλάται και στο επίπεδο της οργανωτικής
δομής. Αντί το οργανωμένο έγκλημα να εξασθενίσει, όπως προέβλεπαν οι
θεωρητικοί της νεωτερικότητας, αντίθετα εκμοντερνίσθηκε και πήρε τη μορφή
μιας επέκτασης του «επιχειρηματικού εγκλήματος»793, το οποίο χαρακτηρίζεται

792
Για το σκοπό της τιμωρίας, βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 358 –
359, όπου υποστηρίζει ότι: «Θα έπρεπε τότε να υποθέσουμε πως η φυλακή, και, χωρίς
αμφιβολία, γενικότερα οι τιμωρίες δεν έχουν σκοπό να καταργήσουν τις παραβάσεις˙ αλλά
μάλλον να τις διαχωρίσουν, να τις κατανείμουν, να τις χρησιμοποιήσουν˙ πως στόχος τους είναι
όχι τόσο να καθυποτάξουν εκείνους που είναι έτοιμοι να παραβιάσουν τους νόμους, αλλά πως
τείνουν να εντάξουν την παράβαση των νόμων σε μια γενική τακτική καθυπόταξης. Το ποινικό
σύστημα θα αποτελούσε έτσι έναν τρόπο να ρυθμίζονται οι ανομίες, να χαράζονται όρια ανοχής,
να δείχνεται μια σχετική ανεκτικότητα για ορισμένες, να ασκείται πίεση σε άλλες, να
απορρίπτονται μερικές από αυτές, άλλη να χρησιμοποιείται, ορισμένες να εξουδετερώνονται και
άλλες να τις εκμεταλλεύονται επωφελώς. Κοντολογίς, στόχος του ποινικού συστήματος δε θα
ήταν να «καταστέλλει» απλώς τις ανομίες, αλλά και να τις «διαφοροποιεί», και να εξασφαλίζει τη
γενική «οικονομία» τους.
793
Τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα» (“enterprise crime”), όπως είδαμε στην 1η Ενότητα του
Εισαγωγικού Κεφαλαίου, αντί για τον όρο «οργανωμένο έγκλημα» χρησιμοποιούν οι Nikos
Passas, Michael Levi και Petrus van Duyne. Βλ. ιδίως, Nikos Passas, Transnational Crime,
Aldershot, England: Dartmouth, 1998 και του ιδίου, Cross-border crime and the interface between
legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 16, Michael Levi, The extent of cross – border crime in
Europe: The view from Britain, European Journal on Criminal Policy and Research, όπ.παρ., σελ.
204

από ρευστές και μετακινούμενες δομές, στις οποίες δεν υπάρχουν πρόσωπα –
κλειδιά, αρχηγοί ή νονοί794. Αποτελεί πλέον μια μορφή συνεταιρισμού, στον
οποίο μια σειρά προσωρινών κοινωνικών διευθετήσεων, δίνει τη δυνατότητα σε
μια διαρκώς εναλλασσόμενη ομάδα ατόμων να αποκερδαίνει χρήματα από τις
υπάρχουσες εγκληματικές ευκαιρίες. Η οργανωτική δομή του «επιχειρηματικού
εγκλήματος», που στόχος του είναι να συσσωρεύει κέρδη, είναι ακριβώς η ίδια με
αυτή των μοντέρνων, «μεταφορντικών»795 επιχειρήσεων, οι οποίες είναι
οργανωμένες έτσι ώστε, από τη μια μεριά, να δύνανται να ανταποκρίνονται στις
μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και από την άλλη, να αποφεύγουν με
επιδεξιότητα τις φορολογικές αρχές των εθνικών Κρατών.
Το οργανωμένο έγκλημα επιτελεί, τέλος, μια σημαντική συμβολική
λειτουργία, καθώς ταυτίζεται στερεοτυπικά με την προσωποποίηση του
απόλυτου κακού, ενώ, απολύτως συνειδητά, αναπαρίσταται από το κράτος, ως
μία εξωτική και παράνομη οικονομική επιχείρηση796, η οποία μπορεί να ελεγχθεί,
αν απομονωθούν και αχρηστευθούν οι προσωπικότητες – κλειδιά της
οργανωτικής της δομής. Η απεικόνιση αυτή δεν αποτελεί, φυσικά, απτή
πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα φαινόμενο που
γεννάται και αναπαράγεται διαρκώς λόγω των κοινωνικών και οικονομικών
συνθηκών που επικρατούν και όλα τα άτομα που συμμετέχουν είναι, eo ipso,
αναλώσιμα και εύκολα αντικαταστατά, αλλά και γιατί η ίδια η ριζική καταστολή
του, όχι μόνο δεν είναι επιθυμητή, καθώς θα μπορούσε να λειτουργήσει
αποσταθεροποιητικά για το ίδιο το σύστημα, αλλά είναι και εντελώς αδύνατη.

61 και Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, όπ.παρ.,
σελ. 100.
794
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 68.
795
Σύμφωνα με τον Παυλίδη, «ένα σύνολο θεωριών που δομούνται πάνω στην ιδέα του
μεταφορντισμού ερμηνεύουν τις αλλαγές στην εργασία ως διαδικασία υπέρβασης του φορντικού
παραγωγικού μοντέλου, το οποίο ταυτίζεται με τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων
σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες». Ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μεταφορντικής εποχής,
αναφέρονται η στροφή προς την ευέλικτη εξειδίκευση της εργασιακής διαδικασίας, η έμφαση στην
ικανοποίηση εξατομικευμένων καταναλωτικών αναγκών, ο περιορισμός του ποσοστού των
χειρωνακτών εργατών και η αύξηση του υπαλληλικού προσωπικού και των εργαζομένων στις
υπηρεσίες, η διάδοση της ευέλικτης εργασίας, αλλά και της ημιαπασχόλησης, η κυριαρχία των
πολυεθνικών στην οικονομία, η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστικών αγορών, η εμφάνιση νέων
κοινωνικών διαχωρισμών, η παρακμή των συλλογικών ταυτοτήτων, ο πλουραλισμός των τρόπων
ζωής και ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων. Βλ. Περικλή Παυλίδη, Η εργασία ως
πολιτισμός – Για τη μορφωτική διάσταση του κοινωνικού ιδεώδους, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.ntua.gr/MIRC/5th_conference/ergasies/14ΠΑΥΛΙ∆ΗΣΠΕΡΙΚΛΗΣ.pdf, σελ. 4.
796
Βλ. Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The New European Criminology –
Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 7 επ.
205

Στην πραγματικότητα, το επιθυμητό αντικείμενο καταστολής στην


περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι τα επιμέρους εγκλήματα που
διαπράττονται στο πλαίσιό του, αλλά η ευθεία αμφισβήτηση της ίδιας της
αυθεντίας της εξουσίας και η πολιτική λειτουργία που επιτελεί, ως μια δυαδική
μορφή εξουσίας, στις περιπτώσεις, ασφαλώς, που μπορεί να πιστοποιηθεί κάτι
τέτοιο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Mafia.
Οι προσπάθειες καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος, εξάλλου,
ενδέχεται να στοχεύουν και στην άνευ όρων επαναδιαπραγμάτευση της
κατανομής των τεραστίων κεφαλαίων που διαχειρίζεται και διακινεί.
Η αξιοποίηση του στερεοτυπικής απεικόνισης του οργανωμένου
εγκλήματος, τέλος, το οποίο εμφανίζεται ως συλλογική αναπαράσταση του ίδιου
του «κακού»797, οδηγεί στην επικέντρωση των στρατηγικών κρατικού ελέγχου
πέρα και μακριά από τη διερεύνηση της υπάρχουσας και βιωμένης
πραγματικότητας των ύποπτων πρακτικών των νόμιμων επιχειρήσεων σε
παγκόσμιο επίπεδο και των γραφειοκρατικών συμβιβασμών, οι οποίοι
επιτρέπουν και αναπαράγουν αυτό το φαινόμενο. Με τον τρόπο αυτό
εξατομικεύεται η απειλή, αφού γίνονται ατομικά τα κίνητρά της, αναπτύσσονται
πιο εκσυγχρονισμένες τεχνικές ελέγχου και το κράτος βγαίνει, τουλάχιστον
προσωρινά, από το αδιέξοδο της άμεσης και αποτελεσματικής ανάληψης δράσης
απέναντι στο ζήτημα αμφισβήτησης της εξουσίας του, το οποίο ενυπάρχει ως
δομικό χαρακτηριστικό στο ιστορικό, τουλάχιστον, οργανωμένο έγκλημα798.

Ενότητα 2. Πολιτική προσέγγιση


Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου που
παρατηρείται στη σημερινή εποχή, σε συνδυασμό με την όλο και πιο επεισοδιακή

797
Όπως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εύστοχα σημειώνει ο Γιάννης Πανούσης για τη σχέση
εγκλήματος και ποινής και το ρόλο που παίζει η μορφή του εγκληματία στο σύστημα αυτό,
«∆ίχως να ξέρουμε “τι πράγμα είναι το δίκαιο”, ζητάμε εξηγήσεις και δεν ψάχνουμε αιτίες.
Κρίνουμε “βάσει των φαινομένων” ξεχνώντας ότι είναι προτιμότερο να γίνονται αδικίες παρά να
αίρονται οι αδικίες με άνομο τρόπο», βλ. Γιάννη Πανούση, Εγκληματολογικοί αναστοχασμοί: Το
έγκλημα – Ο εγκληματίας – Η τιμωρία, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 183.
798
Το ότι η ουσιαστική διακύβευση, που εντείνει τις προσπάθειες αντιμετώπισης του
οργανωμένου εγκλήματος από τις υπηρεσίες εφαρμογής του νόμου είναι, στην πραγματικότητα η
άμεση και ευθεία προσβολή της εξουσίας, διαφαίνεται ξεκάθαρα στην επισήμανση του Willy
Bruggeman: «Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες το οργανωμένο έγκλημα σήμερα αποτελεί μία κατά
μέτωπο επίθεση προς τις πολιτικές εξουσίες, διαλύοντας θεσμούς και γενικά υπονομεύοντας την
εμπιστοσύνη προς το κράτος, τις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά και το γράμμα του νόμου». Βλ.
Willy Bruggeman, Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και
ευκαιρίες, όπ.παρ., σελ. 319.
206

και δειγματοληπτική ενάσκηση κρατικής εξουσίας, σε έναν αυξανόμενο αριθμό


περιοχών από το εσωτερικό των αστικών κέντρων στις αχανείς, ακυβέρνητες
περιοχές του Αναπτυσσόμενου Κόσμου, δημιουργεί χώρους στους οποίους οι
μορφές εγκληματικής διακυβέρνησης μπορούν να μετακινηθούν από την
περιφέρεια, στην οποία οι θεωρητικοί της νεωτερικότητας ήλπιζαν να τις
περιορίσουν, στο επίκεντρο των εξελίξεων799.
Οι εγκληματικές οργανώσεις, σύμφωνα με τον Lea800, χρησιμοποιούν
τρεις στρατηγικές, προκειμένου να προκαλέσουν τους μηχανισμούς καταστολής
του μοντέρνου κράτους και να διατηρήσουν ή να επαυξήσουν τη δύναμη και την
αυτονομία τους. Είτε οικειοποιούνται τις λειτουργίες των μηχανισμών νομικού
καταναγκασμού, ως ένα ανταγωνιστικό σύστημα διακυβέρνησης και κυριαρχίας,
είτε εξουδετερώνουν τις ενέργειές τους με τη διαφθορά και τον εκφοβισμό των
αξιωματούχων των μηχανισμών καταστολής ή των πολιτικών ηγετών, σε τοπικό
και εθνικό επίπεδο, είτε απλά αποδυναμώνουν συνολικά την πρόσβαση σ’
αυτούς της κρατικής εξουσίας, με την υποχώρησή τους σε περιοχές όπου ο
κρατικός έλεγχος δεν φθάνει.
Η αδυναμία του κράτους και η έλλειψη απόλυτης κυριαρχίας στο σύνολο
της επικράτειάς του, στα πρώτα στάδια της νεωτερικότητας801, ήταν
σημαντικότατοι παράγοντες για την ενδυνάμωση και την επιβίωση των
οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, που σε τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές
συνθήκες, μπορούσαν να διασφαλίσουν εύκολα καταφύγια και τόπους διαφυγής
σε περιοχές όπου είχαν μπορέσει να έρθουν σε κάποια συνεννόηση με τον
ντόπιο πληθυσμό, είτε γιατί ήταν σε θέση να του παρέχουν κάποιες ουσιώδεις
υπηρεσίες είτε γιατί είχαν συμφωνήσει να κρατούν τις εγκληματικές τους
δραστηριότητες μακριά από την «κοινότητα καταφύγιο», σε αντάλλαγμα για την
άρνηση του ντόπιου πληθυσμού να παράσχει οποιαδήποτε υπηρεσία στους

799
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 149 – 150.
800
Ibid, σελ. 150.
801
Ο όρος «μοντερνισμός» εκφράζει το επαναστατικό καλλιτεχνικό ρεύμα, που ανέτρεψε στο
πρώτο μισό του 20ου αιώνα τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ ο
όρος «νεωτερικότητα» εκφράζει μια εποχή. Υποδηλώνει, συγκεκριμένα, την ιστορική εκείνη
περίοδο, που ξεκινά στις αρχές του 18ου αιώνα με τις φιλοσοφικές ιδέες του ∆ιαφωτισμού, οι
οποίες κυοφόρησαν στον 20ο αιώνα το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα του μοντερνισμού. Βλ.
σχετικά, Χριστίνας ∆εληγιάννη-∆ημητράκου, Συγκριτικό ∆ίκαιο και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις,
ΝοΒ, 2006, σελ. 33 – 34.
207

μηχανισμούς δίωξης802. Σε άλλες περιπτώσεις, το οργανωμένο έγκλημα


εξασφάλιζε καταφύγιο εγκαθιστώντας, επιπλέον, ένα σύστημα εγκληματικής
διακυβέρνησης είτε σε αντιπαράθεση με το κράτος, όπως συνέβαινε με την
περίπτωση του παράκτιου λαθρεμπορίου, στο οποίο ολόκληρες τοπικές
κοινότητες ήταν άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενες με μια οικονομία βασισμένη στο
έγκλημα, είτε μέσα από διάφορες μορφές δοσοληψιών με το κράτος, όπως
συνέβαινε, κυρίως, στην περίπτωση της σικελικής Mafia803.
Το μοντέρνο κράτος που ιστορικά ακολούθησε, με την ισχυρή κεντρική
εξουσία και τη δημιουργία μηχανισμών καταναγκασμού, οι οποίοι μπορούσαν να
φθάσουν σε κάθε γωνιά της εθνικής επικράτειας, εξασθένισε τη δυνατότητα
δημιουργίας καταφυγίων τόσο στην αγροτική περιφέρεια, όσο και στο εσωτερικό
των μεγάλων αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα οι παλιές εγκληματικές
αδελφότητες να οδηγηθούν σε παρακμή και να αναδυθούν νέες μορφές
«επιχειρηματικού εγκλήματος»804, το οποίο προτιμούσε τη χρήση στρατηγικών
μεταμφίεσης και αποφυγής του κράτους μέσω της διαφθοράς ή του εκφοβισμού,
παρά την κατά μέτωπο σύγκρουση με την κρατική μηχανή805.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας είναι η
επανάκαμψη ορισμένων από τις παλαιότερες ιστορικά μορφές εγκληματικού
καταφυγίου. Ο διαχωρισμός γενικά του αστικού περιβάλλοντος σε «ασφαλή» και
«επικίνδυνα» μέρη, η αναζήτηση της ασφάλειας, ως ατομικού εννόμου αγαθού,
μέσα από κλειδωμένες πόρτες, κάμερες παρακολούθησης και ιδιωτικές
αστυνομίες, έχει αφήσει ευδιάκριτα κομμάτια του αστικού, δομημένου χώρου,
που αποτελούν το σημερινό αντίστοιχο των βικτοριανών υποβαθμισμένων
προαστίων, στο έλεος των εγκληματιών, οι οποίοι πολύ εύκολα τα μετατρέπουν
σε καταφύγια806. Εγκληματικό καταφύγιο αποτελούν και οι τεράστιες γεωγραφικές
εκτάσεις παγκοσμίως, που βουλιάζουν στην υπανάπτυξη και αποτελούν μόνο

802
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάλυση του Φουκώ για την ειδική λειτουργία που επιτελούσε η
παρανομία, κατά την περίοδο αυτή, στην απρόσκοπτη αναπαραγωγή της πολιτικής και
οικονομικής ζωής. Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 110 – 112.
803
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
804
Όπως είδαμε και σε προηγούμενη ανάπτυξη, τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα» (“enterprise
crime”) αντί για τον όρο «οργανωμένο έγκλημα» χρησιμοποιούν οι Nikos Passas, Michael Levi
και Petrus van Duyne. Βλ. ιδίως, Nikos Passas, Transnational Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998
και του ιδίου, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ.
16, Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: The view from Britain, όπ.παρ.,
σελ. 61 και Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe,
όπ.παρ., σελ. 100.
805
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
806
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
208

κατ’ ευφημισμό κρατικές οντότητες, υπό την έννοια της ισχυρής κεντρικής
εξουσίας και της δυνατότητας επιβολής των αποφάσεών της807.
Οι κατά μέτωπο συγκρούσεις του οργανωμένου εγκλήματος με το κράτος
για τον έλεγχο και την υπεράσπιση γεωγραφικών περιοχών, όπου το κράτος
απουσιάζει, εξαιτίας των διαφόρων στρατηγικών διαφθοράς και εξουδετέρωσης ή
επειδή ως περιοχές είναι πλέον ασύμφορες για την αξιοποίηση του κεφαλαίου,
γίνονται όλο και πιο βίαιες808. Πολύ συχνά, μάλιστα, το οργανωμένο έγκλημα
συναντάται και με τις καθαυτό πολεμικές αναμετρήσεις, είτε ως ουσιώδης
σύμμαχος, που παρέχει τα απαιτούμενα οπλικά συστήματα, με αντάλλαγμα τη
διασφάλιση των δρόμων διακίνησης ναρκωτικών, είτε ως μια από τις συνιστώσες
που συμμετέχουν στην πολεμική αναμέτρηση και της οποίας τις πρακτικές
αντιγράφουν όλοι οι υπόλοιποι, με μαζικές δολοφονίες και βιασμούς του άμαχου
πληθυσμού809. Το έγκλημα, μ’ αυτόν τον τρόπο, «κανονικοποιείται», ως ένα
ουσιώδες στοιχείο της στρατιωτικής στρατηγικής. Η διάκριση, εντέλει, ανάμεσα
στην οικονομική εγκληματικότητα και τους πολιτικούς στόχους απελευθέρωσης
μπορεί εύκολα να διαπλακεί με τις διαμάχες για την πρόσβαση στο πετρέλαιο και
τους πετρελαιαγωγούς, όπως επίσης και με τους εγκληματικούς δρόμους για τα
ναρκωτικά, τα όπλα και τους παράνομους μετανάστες810.
∆εν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας ότι μαζί με τις παλιές
μορφές καταφυγίου που επανεμφανίζονται, δημιουργούνται και νέες, ποιοτικά
διάφορες. Έτσι, μια εντελώς νέα μορφή καταφυγίου για το οργανωμένο έγκλημα,

807
Βλ. Susan George, The Lugano Report: on Preserving Capitalism in the Twenty-first Century,
Pluto Press, London, 1999, σελ. 13.
808
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 154.
809
Ο Nikos Passas υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις όπου τα οικονομικά και τα πολιτικά κίνητρα
μιας εγκληματικής δράσης είναι ισόρροπα, πρόκειται για μια «υβριδική» μορφή εγκλήματος, η
οποία τοποθετείται μεταξύ του «επιχειρηματικού» και του «πολιτικού» εγκλήματος. Βλ. Nikos
Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 18.
Ανάλογη άποψη υποστηρίζει και η Makarenko στην ανάλυσή της για την τρομοκρατία,
ονομάζοντας το σημείο σύγκλισης τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος «σύνδρομο της
μαύρης τρύπας». Βλ. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139.
810
Ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της κομμουνιστικής
κυβέρνησης της Βουλγαρίας, η οποία είχε κατηγορηθεί ότι συνέστησε μια κρατική επιχείρηση με
την επωνυμία «Kintex», η οποία πωλούσε όπλα στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και δεχόταν
ως πληρωμή ναρκωτικά. Με την καθοδήγηση υψηλόβαθμων υπαλλήλων των υπηρεσιών
ασφαλείας, οι οποίες ήταν επικεφαλείς της, η επιχείρηση έπαιξε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο
διαθέτοντας όπλα σε Παλαιστινιακές και Τουρκικές οργανώσεις. Βλ. Claire Sterling, Thieves’
World, Simon and Schuster, New York, 1994, σελ. 159.
209

είναι το διαδίκτυο. Σύμφωνα με τον Castells811, «η τεχνολογική και οργανωτική


δυνατότητα δημιουργίας παγκόσμιων δικτύων, έχει μεταλλάξει και ενδυναμώσει
το οργανωμένο έγκλημα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θεμελιώδης στρατηγική
του ήταν να παρεισφρύει στους τοπικούς και εθνικούς οργανισμούς, προκειμένου
να προστατέψει τις δραστηριότητές του», κάτι που και σήμερα εξακολουθεί να
αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο στις επιχειρησιακές διαδικασίες του
οργανωμένου εγκλήματος, καθώς, μόνο μέσω του εκφοβισμού και της διαφθοράς
των κρατικών αξιωματούχων και οργανισμών, μπορεί να επιβιώσει812. Η
παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, όμως, προκάλεσε μια απρόσμενη αλλαγή
πορείας στην καθιερωμένη στρατηγική του οργανωμένου εγκλήματος. «Η υψηλή
κινητικότητα και η απίστευτη ρευστότητα των δικτύων έκανε δυνατή την
αποδυνάμωση των εθνικών κανονισμών και των αυστηρών διαδικασιών στη
διεθνή αστυνομική συνεργασία»813.
Οι νέες, ελαστικές μορφές εγκληματικής οργάνωσης και οι απόλυτα
εναρμονισμένες με τα νέα ταχύτατα παγκόσμια δίκτυα μέθοδοι δράσης του
οργανωμένου εγκλήματος, ανακαλύπτουν νέες μορφές απόκρυψης μέσα από
εκλεπτυσμένες τεχνικές ξεπλύματος και ένα είδος εικονικού κρησφύγετου στις
ρωγμές της οικουμενικής κοινωνίας των εθνικών Κρατών και των μηχανισμών
καταστολής814. Η νόμιμη και η παράνομη πράξη φαίνονται να χάνουν τη σαφή
διάκρισή τους όταν αφορούν μια στιγμιαία δράση ανάμεσα σε μυριάδες
αστραπιαίες συναλλαγές στο διαδίκτυο και στις παγκόσμιες αγορές χρήματος.
Μέσα από τα δίκτυα η εγκληματικότητα έχει «κανονικοποιηθεί». Εγκαταβιεί στις
νέες παγκόσμιες «γκρίζες ζώνες», όπου η διάκριση μεταξύ νομιμότητας και
παρανομίας εξατμίζεται, λόγω της απουσίας του κράτους. Οι κοινωνικές και
πολιτικές συνθήκες της Σικελίας του 19ου αιώνα αναπαράγονται με νέα μορφή
στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη, διαδικτυακή κοινωνία815.

811
Βλ. Manuel Castells, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and Culture,
vol. 3, Blackwell Publishers, Oxford, 1998, σελ. 202.
812
Βλ. επίσης αντί άλλων, Petrus van Duyne, Organized Crime, Corruption and Power, όπ.παρ.,
σελ. 201 – 238.
813
Βλ. Manuel Castells, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and Culture,
όπ.παρ., σελ. 202.
814
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 151.
815
Βλ. Luigi Cavallaro, Il Modello Mafioso Nell ‘Economia Globalizzata, La Revista del Manifesto,
vol. 23, Dicembre 2001, σελ. 18 – 21.
210

Η αποδυνάμωση του εθνικού κράτους816, ως γενικού ρυθμιστή των


κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης817 και
της οικονομικής απορρύθμισης, έχει επιτρέψει και, υπό μια έννοια, νομιμοποιήσει
την επανεμφάνιση των πελατειακών σχέσεων818 και της διαφθοράς819 των
κυβερνητικών αξιωματούχων820, που φαίνεται να αποτελούν δομικό στοιχείο
συνολικά του πολιτικού συστήματος821, όχι μόνο στις χώρες του
Αναπτυσσόμενου Κόσμου, αλλά και στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες της

816
Σύμφωνα με τον van Creveld, τα εθνικά κράτη ως τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας σταδιακά
τείνουν να εκλείψουν και να αντικατασταθούν από άλλους οργανισμούς, κυρίως διεθνούς
υποστάσεως, μια διαδικασία η οποία βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη και η πλήρης σημασία της δεν
είναι δυνατό να καταστεί αντικείμενο πρόβλεψης. Βλ. Martin van Creveld, The Fate of the State
Revisited, Global Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 329 – 350.
817
Σύμφωνα με τον Robb, η έλευση μιας οικουμενικής οικονομικής και υλικής υπερδομής
κινητοποιεί ταυτόχρονες διεργασίες μετάλλαξης της τρομοκρατίας, του αντάρτικου πολέμου και
των εθνικών κρατών. Το έθνος-κράτος έχει εισέλθει στη δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία
μετασχηματισμού του σε μια νέα μορφή διακυβέρνησης, που αποκαλείται «κράτος της αγοράς»
(“market-state”), προκειμένου να αντισταθεί και να καταφέρει να ευημερήσει στις πιέσεις της
παγκοσμιοποίησης. Η διαδικασία, όμως, αυτή περιπλέκεται από την εμφάνιση ενός επιθετικού
ασύμμετρου ανταγωνιστή, που έχει τη μορφή του «εικονικού κράτους» (“virtual state”) και πηγές
εσόδων του τις τεράστιες κεφαλαιακές ροές της παγκόσμιας εγκληματικής οικονομίας. Βλ.
αναλυτικά John Robb, Nation-states, Market-states and Virtual-states, Global Crime, vol. 7, no. 3
& 4, 2006, σελ. 351 – 364.
818
Βλ. σχετικά και Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2005, σελ. 190 και Petrus van Duyne, Will “Caligula” go transparent? Corruption in acts and
attitudes, στο Pino Arlacchi / Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum
on Crime and Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf, σελ. 90 – 91.
819
Η Ελλάδα έχει κυρώσει: 1) τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τη διαφθορά με τον Ν. 3666/2008, 2) με
τον 2957/2001 τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα Αστικού ∆ικαίου περί
διαφθοράς 3) με τον Ν. 3560/2007 τη Σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης
για τη διαφθορά και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο σ’ αυτή, 4) με το Ν. 2656/1998 τη Σύμβαση του
ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς
επιχειρηματικές συναλλαγές και 5) με το Ν. 2803/2000 την Ευρωπαϊκή Σύμβαση σχετικά με την
προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τέλος, με το Ν. 3886/2010 για τη «∆ικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων»
εναρμονίστηκε με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και την Οδηγία
92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 (L 76), όπως τροποποιήθηκαν με την
Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης ∆εκεμβρίου
2007.
820
Σύμφωνα με έρευνα των Buscaglia και van Dijk, η διάβρωση των κρατικών θεσμών από το
οργανωμένο έγκλημα ονομάζεται «κρατική άλωση» (“state capture”). Το οργανωμένο έγκλημα
«αλώνει» συνήθως το Κράτος μέσω του σφετερισμού δημοσίων θεσμών. «Σε αντίθεση με τις
συνηθισμένες μορφές διαφθοράς, η διαφθορά υψηλού επιπέδου αποτελεί μια πιο εκλεπτυσμένη,
πιο ολέθρια μορφή, η οποία συχνά οδηγεί στη θέσπιση “βολικών” κρατικών αποφάσεων
δημιουργώντας μια απόκλιση στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών». Τα
αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι η «κρατική άλωση» και το οργανωμένο έγκλημα
έχουν πολύ ισχυρή σύνδεση, καθώς «τα υψηλότερα επίπεδα κρατικής άλωσης σχετίζονται με την
εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Edgardo Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling
Organized Crime and Corruption in the Public Sector, όπ.παρ., σελ. 9.
Για τη σύνδεση διαφθοράς – οργανωμένου εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 236 επ., του ιδίου, Προς μία νέα γενιά «Κοινώς Επικίνδυνων
Εγκλημάτων»; Το παράδειγμα της διαφθοράς, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1021 επ. και Petrus van
Duyne, Will “Caligula” go transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 76.
821
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 152 – 153.
211

πρώτης γραμμής822. Η όλο και περισσότερο πελατειακή δομή του σύγχρονου


κράτους ενδυναμώνει σε τέτοιο βαθμό το οργανωμένο έγκλημα, όσο ακριβώς
επιτρέπει η δύναμη διείσδυσής του σε μια κατά τα άλλα «καθαρή» κυβέρνηση. Η
ενδυνάμωση του οργανωμένου εγκλήματος φαίνεται να είναι, μάλλον, το
αποτέλεσμα της παρακμής του κράτους, παρά η αιτία της823.
Σύμφωνα με τους della Porta και Vannucci824, η διαφθορά μάλλον έχει
αυξηθεί825 – υιοθετώντας νέες μορφές – παρά μειώθηκε ή εξαλείφθηκε και

822
Σύμφωνα με τον Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, ο τελικός σκοπός του οργανωμένου εγκλήματος δεν
είναι η δωροδοκία κάποιων ή των περισσοτέρων πολιτικών, αλλά η απαίτηση (μέρους έστω)
πολιτικής επιρροής. Αναφερόμενος, μάλιστα, σε εμπιστευτική και απόρρητη προσωπική του
πληροφόρηση για τους σκοπούς του οργανωμένου εγκλήματος προβλέπει ότι: «Το οργανωμένο
κατευθυνόμενο έγκλημα θα προσλάβει μια πιο περιεκτική σύνθεση ενός εντελώς καινούριου
παγκόσμιου συστήματος, πρόβλεψη που έχει να κάνει με τη διαπίστωση της σύνδεσης των
νομίμων και παρανόμων δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων με τον κόσμο της πολιτικής» και
συνεχίζει σημειώνοντας ότι «παρατηρούμε “τρύπες” στον κανονισμό για χρηματοδότηση
κομμάτων ή πολιτικών ομάδων, με προβλεπόμενες διευκολύνσεις, που προδίδουν εισροές
παράνομου χρήματος ή και δωροδοκία». Βλ. Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» -
Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 296 και 298.
Εξάλλου, ο van Duyne υποστηρίζει ότι η διαφθορά «σχετίζεται άμεσα με τη διακριτική ευχέρεια ή
με την ισχύ στη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Βλ. Petrus van Duyne, Will “Caligula” go
transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 74.
823
Βλ. John Broome, Transnational Crime in the 21st century, εισήγηση σε συνέδριο του
Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, www.aic.gov.au, σελ. 4, όπου τονίζει χαρακτηριστικά: «∆εν θεωρώ
το διασυνοριακό έγκλημα σαν μια σοβαρή απειλή για το Εθνικό Κράτος στις λειτουργικά ώριμες
δημοκρατίες. Αν και θα αποτελέσει μια πραγματική απειλή για την εμφάνιση των δημοκρατικών
κυβερνήσεων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Είναι το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της
κυβέρνησης όχι η αιτία». Ανάλογη θέση υιοθετεί και η Jamieson, σύμφωνα με την οποία, «η
ανάπτυξη της Mafia… συνδέεται οργανικά με τον εκφυλισμό στην άσκηση της πολιτικής
εξουσίας… Η αποκήρυξη της ηθικής από την Ιταλική πολιτική έχει δημιουργήσει ένα κενό στο
οποίο η εγκληματικότητα έχει επεκτείνει την επιρροή της… Το οργανωμένο έγκλημα είναι το
αποτέλεσμα, όχι η αιτία αυτής της παρακμής». Βλ. Alison Jamieson, Mafia and political power
1943 – 1989, International Relations, vol. 10, no. 1, 1990, σελ. 28.
824
Βλ. Donatella della Porta / Alberto Vannucci, Corrupt Exchanges: Actors, Resources and
Mechanisms of Political Corruption, Aldine de Gruyter, New York, 1999, σελ. 7. Εξάλλου,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διαφθοράς, η della Porta υποστηρίζει ότι « από
τη στιγμή που η διαφθορά αποτελεί έναν τρόπο να αγοράσει κάποιος πρόσβαση στη δημόσια
διοίκηση, αποθαρρύνεται από όλες τις αλλαγές που υιοθετούνται στην κατεύθυνση της
διαφάνειας και της απλοποίησης των διοικητικών διαδικασιών». Η τιμωρία της διαφθοράς,
εξάλλου, «θα πρέπει να είναι αρκετά αυστηρή, ούτως ώστε να αποθαρρύνει τη διεφθαρμένη
συμπεριφορά, αλλά οι υψηλότερες ποινές μπορούν να προκαλέσουν την αύξηση του μεγέθους
των δώρων, προκειμένου να υπάρξει αποζημίωση για τον υψηλότερο κίνδυνο. Η τιμωρία θα
πρέπει να είναι βέβαιη, αλλά υπάρχει, επίσης, η ανάγκη για προβλέψεις που σπάνε τη
“συνωμοσία της σιωπής” ανάμεσα στο διαφθορέα και στο διαφθειρόμενο». Βλ. Donatella della
Porta, Corruption and Anti-corruption Policies: Some Lessons from the Italian Case, Conference
on Democratic Transition and Consolidation, Working Group 4: Anti-Corruption Measures,
Coordinator: Susan Rose-Ackerman, 2001, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.google.gr/#hl=el&source=hp&q=Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&btnG=%CE%91%CE%BD%
CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7+Google&oq=Donatella+della
+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&aq=f&aqi=&aql=&gs_sm=s&
212

παρεισφρύει πλέον στις όλο και πιο σύνθετες σχέσεις μεταξύ κράτους και
αγοράς826. Την ενδυναμώνουν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες που δημιουργούνται
από τους νέους μηχανισμούς σχηματισμού πολιτικής συναίνεσης827 και η κρίση
του πολιτικού ακτιβισμού ενώ, παράλληλα, εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνικές
διαμεσολάβησης και διαχείρισης των οικονομικών πόρων.
Έρευνα των Buscaglia και van Dijk828 ανέδειξε ότι υπάρχουν πέντε
επίπεδα διάβρωσης του δημόσιου τομέα. Το πρώτο επίπεδο συμπεριλαμβάνει
σποραδικές πράξεις δωροδοκίας829 ή κατάχρησης της δημόσιας υπηρεσίας
χαμηλόβαθμων αξιωματούχων από το οργανωμένο έγκλημα. Το δεύτερο

gs_upl=1936l1936l0l2655l1l1l0l0l0l0l243l243l2-
1l1l0&bav=on.2,or.r_gc.r_pw.&fp=94692319ea939fe9&biw=1280&bih=892, σελ. 1 και 2.
825
Για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ερευνητική προσέγγιση της διαφθοράς, βλ. αντί άλλων,
Minna Viuhko / Martti Lehti / Kauko Aromaa, The Rules of the Game – A qualitative study of
corruption on the Finnish-Russian border, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 44 επ. Για μια συνοπτική παρουσίαση των απόψεων σχετικά με την αιτιολογία της
διαφθοράς, βλ. Gudrun Vande Walle / Arne Dormaels, Understanding the aetiology of corruption:
The first step to tailor-made anti-corruption for the Belgian Customs Office, στο Petrus van Duyne
/ Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands 2010, σελ. 70 επ.
826
O van Duyne βασισμένος στην αντίληψή του για άμεση σχέση της διαφθοράς με την εξουσία
για λήψη αποφάσεων, υποστηρίζει ότι υπάρχουν άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις (“decision
makers”) στο δημόσιο τομέα, στον ιδιωτικό τομέα και στην πολιτική. Έτσι, «ανάμεσα και εντός του
πλαισίου αυτών των τομέων μπορούν να αναπτυχθούν ανάρμοστες σχέσεις ανταλλαγής, οι
οποίες διαφθείρουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Βλ. Petrus van Duyne, Will “Caligula” go
transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 76. Εξάλλου, στην περίπτωση της
διαφθοράς δεν φαίνεται ότι μπορούν να εφαρμοστούν «λογικά μοντέλα» (“rational models”). Βλ.
Petrus van Duyne / Elena Stocco / Miroslava Milenović / Milena Todorova, Searching for the
contours of the anti-corruption policy in Serbia, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 89. Ειδικά για το ζήτημα της διαφθοράς στον τομέα της ανάθεσης έργων και των κρατικών
προμηθειών, βλ. Ιωάννη Ανδρουλάκη, Αδικήματα ∆ιαφθοράς στον Οικονομικό Τομέα – ∆ιαφθορά
στον οικονομικό τομέα με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάθεση έργων και προμηθειών, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 341 – 365.
827
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Παπαχαραλάμπους, η σχέση της διαφθοράς με την πολιτική, ειδικά
όσον αφορά την Ελλάδα, έχει βαθιές ρίζες και σχετίζεται με: 1) τα προβλήματα δημοκρατικής
νομιμοποίησης της ποινικής νομοθεσίας, η οποία συχνά χρησιμοποιείται για την επίτευξη
πολιτικών στόχων, 2) τη γενική κοινωνική αδιαφορία και την παρακμή της αστικής αρετής, 3) τον
επιθετικό και κτητικό ατομισμό, τον καταναλωτισμό και την αναζήτηση της ισχύος χωρίς ηθικούς
φραγμούς. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process,
όπ.παρ., σελ. 78.
828
Βλ. Edgardo Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling Organized Crime and Corruption in the
Public Sector, όπ.παρ., σελ. 23 – 24.
829
Για μια ανάλυση της διαφθοράς στη Ρωσία, βασισμένη σε ερευνητικά δεδομένα, σύμφωνα με
τα οποία, ενώ η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτών θεωρεί ότι δημόσιες υπηρεσίες είναι
διεφθαρμένες, στην πραγματικότητα μόνο μια μειοψηφία δωροδοκεί, βλ. Richard Rose / William
Mishler, Experience versus perception of corruption: Russia as a test case, Global Crime, vol. 11,
no. 2, 2010, σελ. 145 – 163.
213

επίπεδο περιλαμβάνει συχνές πράξεις διαφθοράς, όπως είναι η τακτή πληρωμή


χαμηλόβαθμων αξιωματούχων από το οργανωμένο έγκλημα. Το τρίτο επίπεδο
καταφάσκεται στις περιπτώσεις που το οργανωμένο έγκλημα διαβρώνει τη
διοίκηση των δημόσιων υπηρεσιών στην προσπάθειά του να προκαταλάβει, για
παράδειγμα, την πρόσληψη κρατικών υπαλλήλων που θα ευνοήσουν τις
δραστηριότητές του. Στο τέταρτο επίπεδο διάβρωσης, το οργανωμένο έγκλημα
εξαναγκάζει σε συμβιβασμό τους αρχηγούς των υπηρεσιών που είναι, άμεσα ή
έμμεσα, επιφορτισμένες με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος830 ή
μπορεί να συμπεριλαμβάνει περιπτώσεις υπηρεσιών που μπορούν να
παράσχουν μακροπρόθεσμα οφέλη σε μια εγκληματική οργάνωση, όπως είναι,
για παράδειγμα, τα τελωνεία831. Αυτό το επίπεδο διαφθοράς έχει
μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην ικανότητα του Κράτους να εξαλείψει
τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα. Το πέμπτο επίπεδο διαφθοράς, τέλος,
σηματοδοτεί την άλωση των κρατικών πολιτικών από το οργανωμένο έγκλημα, το
οποίο είναι σε θέση να κατευθύνει τη νομοθετική λειτουργία, τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς, ακόμη και τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις. Αυτός ο τύπος
διαφθοράς συμπεριλαμβάνει υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, των
οποίων τις πολιτικές εκστρατείες πολύ συχνά χρηματοδοτεί το οργανωμένο
έγκλημα. Ο τύπος αυτός αποτελεί το πιο υψηλό επίπεδο διαφθοράς του
δημόσιου τομέα και ανοίγει το δρόμο για την μεγέθυνση και εδραίωση του
υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
Οι κοινωνικές σχέσεις ελέγχου του εγκλήματος, που στο παρελθόν, μέσα
από τη συνεργασία κράτους και τοπικής κοινότητας, ήταν σε θέση να παρέχουν
ξεκάθαρους ορισμούς του εγκλήματος και να επιτυγχάνουν την ποινική δίωξη
των εγκληματιών, τώρα πλέον καταρρέουν σε ένα αντιφατικό πλέγμα σχέσεων,
που αφήνει ελεύθερο το κράτος να εκπονεί τις δικές του δράσεις κατά του
εγκλήματος, με πιο πρακτικό, ελεύθερο και ελαστικό τρόπο, ενώ οι κοινωνικές

830
Για μια ουσιώδη και ενδελεχή ανάλυση των παραγόντων που ενδυναμώνουν τη διαφθορά
στην αστυνομία, βλ. ιδίως Hubert Williams, Core factors of police corruption across the world, στο
Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 2,
no. 1, United Nations Publication, New York, 2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum2vol2.pdf, σελ. 85 – 97.
831
Για τη σχέση της διαφθοράς στα τελωνεία με την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, βλ.
και Kristiina Kangaspunta, Mapping the inhuman trade: Preliminary findings of the database on
trafficking in human beings, στο Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds),
Forum on Crime and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 93.
214

σχέσεις αντεγκληματικού ελέγχου μεταξύ του κράτους και των τοπικών


κοινοτήτων αποσυνδέονται όλο και περισσότερο832.
Όσον αφορά ειδικά τον «πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος»,
πολύ συχνά, υπάρχει η αίσθηση ότι κανενός είδους στρατιωτικής έμπνευσης
πόλεμος εναντίον των εγκληματικών συνδικάτων δεν θα είναι αποτελεσματικός
ενώ, ταυτόχρονα, η αστυνόμευση του οργανωμένου εγκλήματος, σε πολλές
περιπτώσεις, ταυτίζεται με τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Κρατών833. Τα αιτήματα
αντεγκληματικού ελέγχου καθορίζονται από τη διεθνή πολιτική834 και τα
απαγορευτικά μέτρα που θα μπορούσαν να πλήξουν καίρια το οργανωμένο
έγκλημα, όπως ο έλεγχος της φοροδιαφυγής και των «υπεράκτιων» (“off shore”)
εταιριών, εφαρμόζονται αποσπασματικά και με ιδιαίτερη προσοχή, προκειμένου
να μη θίξουν τα συμφέροντα των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα όψη του «πολέμου κατά του οργανωμένου
εγκλήματος» είναι ότι ο στόχος τελικά της καταστολής δεν είναι τόσο οι επιμέρους
εγκληματικές πράξεις και η απαξία που αυτές ενέχουν, αλλά η ίδια η ύπαρξη της
δομής των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων. Υπάρχουν δύο εξηγήσεις γι’
αυτή την πρακτική835. Αφενός, η ύπαρξη οργάνωσης, αλλά και τα ισχυρά πολλές
φορές κοινωνικά ερείσματα των συνδικάτων του εγκλήματος στον ντόπιο
πληθυσμό, καθιστούν τις διαπραττόμενες ανομίες μη ελέγξιμες και γι’ αυτό
επικίνδυνες για το ίδιο το σύστημα. Και αφετέρου, η δράση του οργανωμένου
832
Όπως εύστοχα υπογραμμίζει η Γκμπάντι, «μια αντεγκληματική πολιτική που προσπαθεί να
εξαλείψει τα κοινωνικά αίτια της εγκληματικότητας και εμπλέκει τις τοπικές κοινωνίες στην
πρόληψη του εγκλήματος είναι επίπονη και μακροπρόθεσμη. Αντίθετα η πολιτική διαχείριση του
προβλήματος της εγκληματικότητας που κυριαρχεί στις μέρες μας, επιζητεί λύσεις εντυπωσιακές
και άμεσες, έστω και αν υπηρετεί μόνο το “φαίνεσθαι”». Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Μοντέλα
επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 64.
833
Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίπτωση της δράσης
της εναντίον των κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών, που τελικά κατέληξε σε συμμαχία μαζί τους
εναντίον της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης και του αριστερής κατεύθυνσης κολομβιανού
αντάρτικου κινήματος FARC. Για τη σχέση των κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών με την πολιτική
σκηνή και τις δραπραγματεύσεις που διεξάγουν με κράτη, βλ. ιδίως, Rensselaer W. Lee III, The
White Labyrinth. Cocaine and Political Power, όπ.παρ., σελ. 120 – 154.
834
Ειδικά για την αλλαγή και τις νέες προοπτικές της στρατηγικής αντίληψης των ΗΠΑ για τον
πόλεμο, ως ζητήματος εθνικής ασφάλειας, και τη διαπλοκή του με την αντιμετώπιση της
τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. Robert Bunker, Matt Begert, Overview:
Defending Against Enemies of the State, Global Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 308 – 328.
835
Μια τρίτη εξήγηση προτείνει ο von Lampe, σύμφωνα με τον οποίο, η μεγαλύτερη απειλή
αναφορικά με το οργανωμένο έγκλημα, δεν σχετίζεται με την ύπαρξη των εγκληματικών
οργανώσεων, αλλά «με την προθυμία των ελίτ της εξουσίας να δημιουρήσουν συμμαχίες με
εγκληματικά στοιχεία». Βλ. Klaus von Lampe, Organised Crime in Europe: Conceptions and
Realities, Policing: A Journal of Policy and Practice, vol. 2, no. 1, 2008, σελ. 7, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/KlausvonLampeOCEuropePolicing2008.pdf
215

εγκλήματος, ως αντιπαραθετικής στην κυρίαρχη, μορφής εξουσίας θέτει ευθέως


το ζήτημα της πολιτικής κυριαρχίας και καθιστά το οργανωμένο έγκλημα, υπό
αυτή την έννοια, πολιτικά επικίνδυνο και «άχρηστο» πια, ως μορφή ελεγχόμενης
εγκληματικότητας, για τη ρύθμιση συνολικά των «ανομιών».
Το δημόσιο πρόσωπο, εξάλλου, «του πολέμου κατά του οργανωμένου
εγκλήματος» τείνει να είναι αποκλειστικά «ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών»836, ο
οποίος δεν προσκρούει ευθέως στα συμφέροντα των ισχυρών Κρατών και των
νομίμων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό την προστασία τους. Αυτή είναι η
μοναδική περιοχή γύρω από την οποία επιτυγχάνεται ουσιαστικά η απαραίτητη
συναίνεση και η οικουμενική συνεργασία μεταξύ των διωκτικών μηχανισμών. Σε
πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, κάποιοι μεγαλέμποροι ναρκωτικών εξυψώνονται
στη θέση του επίσημου συνομιλητή ή και του άμεσου συνεργάτη Κρατών, με
στόχο τη διατήρηση της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων. Πολύ
χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Noriega στον Παναμά και του Khun Sa
στο Χρυσό Τρίγωνο837, με τους οποίους συνεργάστηκε η κυβέρνηση των ΗΠΑ,
μέσω της CIA, και τους επέτρεπε να διακινούν ναρκωτικά με αντάλλαγμα
πληροφορίες838.
Αυτή η προσωρινή και αποσπασματική προσπάθεια επιβολής
αναπαράγεται και σε τοπικό επίπεδο, όπου οι αποστερημένες, από υλικά αγαθά
και προοπτικές, κοινότητες, οι οποίες έχουν τεθεί άμεσα υπό εγκληματική
διακυβέρνηση, τυγχάνει να είναι οι πιο αποκλεισμένες και αποστερημένες με
οικονομικούς όρους περιοχές, με αποτέλεσμα να μη διαθέτουν οποιαδήποτε
δυνατότητα άσκησης πολιτικών πιέσεων. Η αστυνόμευση των οργανωμένων

836
Όσον αφορά το κόστος του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» μέσα σε 12 χρόνια (1981-1993)
οι ετήσιες δαπάνες των σχετικών ομοσπονδιακών διωκτικών υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1.300%
(από 950 εκατ. δολάρια το 1981 σε 13 δισ. δολάρια το 1993). Το μέσο ετήσιο κόστος του
«πολέμου κατά των ναρκωτικών» αυξήθηκε από 30 εκατ. δολάρια το 1971, σε 3,2 δισ. δολάρια
την περίοδο 1982-1988, σε 10,5 δισ. δολάρια το διάστημα 1989-1992 και σε 30,2 δισ. δολάρια το
διάστημα 1994-1996. Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη,
όπ.παρ., σελ. 771 – 772. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Morselli, Turcotte και Tenti, «μπορεί να
αναφερόμαστε σ’ αυτόν ως πόλεμος κατά των ναρκωτικών, αλλά το γεγονός παραμένει ότι ούτε η
αστυνομία ούτε οποιοσδήποτε πολιτικός έχει ποτέ έστω και μία πιθανότητα να κερδίσει αυτό τον
“πόλεμο”». Βλ. Carlo Morselli / Mathilde Turcotte / Valentina Tenti, The mobility of criminal
groups, Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 184.
837
Ειδικά για το λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών στο Χρυσό Τρίγωνο, βλ. John Boote, A
Criminal Heaven: The Tri-Border Area of South America, George Mason University, Terrorism,
Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710-009, 2009, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://policy-traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/John%20Boote-
%20A%20Criminal%20Haven.pdf, σελ. 7 επ.
838
Joseph L. Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, όπ.παρ., σελ. 65.
216

εγκληματικών ομάδων καθίσταται, με τον τρόπο αυτό, μια έκφανση της


προσωρινής λεηλασίας των φτωχών κοινοτήτων, οι οποίες παρά το γεγονός ότι
καλοδέχονται την αστυνομία, εξαιτίας της τρομοκρατίας που βιώνουν από τους
οργανωμένους εγκληματίες, είναι απίθανο να συνεργαστούν με τις αρχές σε
επίπεδο σταθερής παροχής πληροφοριών.

Ενότητα 3. Εγκληματολογική προσέγγιση

3.1. Η Θετικιστική Σχολή

Ο Lombroso θεωρείται από τους πρώτους θετικιστές839 που οδηγήθηκε


στην ιεράρχηση του οργανωμένου εγκλήματος, ως ενός από τα πιο σημαντικά
φαινόμενα στον κύκλο του εγκλήματος. Σε μια εποχή, που μόνο πρωτόλειες
μορφές του, κυρίως προσωποπαγούς φύσης, είχαν κάνει την εμφάνισή τους, ο
Lombroso ήταν σε θέση να παρατηρήσει ότι «το φαινόμενο του συνεταιρισμού,
για κακούργους σκοπούς, είναι από τα πιο σπουδαία στον κύκλο του
εγκλήματος, όχι μονάχα γιατί πιστοποιείται και στο κακό η μεγάλη δύναμη των
συνεταιρισμών, αλλά και γιατί η συνένωση αυτή δημιουργεί πραγματικό φαύλο
κύκλο, που ζωογονεί τις εκ γενετής άγριες τάσεις»840. Όσον αφορά την
επικινδυνότητα του οργανωμένου εγκλήματος παρατηρεί ότι: «Κι ακόμα με
κάποιο είδος πειθαρχίας και με τη ματαιοδοξία του εγκληματία, (ενν. ο
συνεταιρισμός) τον σπρώχνει σε ωμότητες, που μονάχος του, δε θα τις
έκανε»841. Και στη συνέχεια, αναλύοντας τη σχέση των παράνομων με τις
νόμιμες επιχειρήσεις, συμπεραίνει με ιδιαίτερα διεισδυτικό τρόπο ότι: «οι τέτοιοι
συνεταιρισμοί γίνονται εκεί που πλεονάζουν οι κακούργοι. Αλλά με αυτό το
εξαιρετικό, ότι στις πολιτισμένες χώρες η αγριότητα ελαττώνεται, και πολλές
φορές, παίρνουν τη μορφή μιας εμπορικής εταιρίας ύποπτης εντιμότητας.
Σκοπός των κακοποιών συνεταιρισμών είναι πάντοτε η κλοπή της ξένης
περιουσίας. Γι’ αυτό συμπράττουν πολλοί, για να αντιμετωπίσουν τη νόμιμη

839
Για μια συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων σχολών του νομικού θετικισμού, βλ. αντί άλλων,
Πέτρου Γέμτου, Αξιολογική ουδετερότητα στη Νομική Επιστήμη: Το πείραμα του Νομικού
Θετικισμού, ΝοΒ, 2004, σελ. 353 – 371.
840
Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ. 186.
841
Ibid.
217

άμυνα»842. Αναφορικά με τη δομή των εγκληματικών επιχειρήσεων υποστηρίζει


ότι: «Παρατηρήθηκε ότι πολλές συμμορίες έχουν ολότελα ιδιαίτερο κοινωνικό
μηχανισμό, όλες έχουν αρχηγό με δικτατορική εξουσία, αλλά όπως γίνεται στους
άγριους αυτό είναι ανάλογο με το χαρακτήρα του αρχηγού. Και όλες οι συμμορίες
έχουν και συνεταίρους έξω από τον κύκλο τους, αλλά και προστάτες για ώρα
κινδύνου. Μερικές φορές, στις μεγάλες συμμορίες παρουσιάζεται και
καταμερισμός δουλειάς. (…) Όλες οι συμμορίες παραδέχονται και τηρούν ένα
είδος κώδικα, που αν και αυτοσχέδια και απρόσωπα έχει καταρτιστεί και είναι
άγραφος, είναι όμως σεβαστός και τηρείται μάλιστα κατά γράμμα από τους πιο
πολλούς», ενώ για να γίνει κάποιος μέλος οφείλει να περάσει επιτυχώς διάφορες
δοκιμασίες, που αποτελούν αποδείξεις της γενναιότητας και της αξιοπιστίας
του843. Έτσι, ο Lombroso, κατάφερε ήδη από το έτος 1876, να σκιαγραφήσει έναν
αυθεντικό ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος, που θα ανταποκρινόταν με
ακρίβεια σε όλη του την έκταση αρκετές δεκαετίες αργότερα, και ο οποίος
διατηρεί, τρόπον τινά, την επικαιρότητά του μέχρι και σήμερα.
Ο Lombroso, επιπροσθέτως, προσπάθησε να περιγράψει τόσο τη σικελική
Mafia όσο και τη ναπολιτάνικη Camorra, η οποία θεωρεί ότι ρυθμίζεται από έναν
«τέλειο οργανισμό», καθώς «παντού φτιάχνει μικρές ομάδες φυλακισμένους ή
πρώην φυλακισμένους, ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά πειθαρχικές στην
ιεραρχία»844, για να μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα αλληλοβοήθειας και
αποδράσεων των ανθρώπων της που τυγχάνει να φυλακιστούν. Έχει σαφή
εσωτερική ιεραρχία με πολλούς βαθμούς και προβλέπει διάφορες δοκιμασίες για
την προαγωγή από τον έναν στον άλλο βαθμό.
Σκιαγραφώντας το προφίλ του οργανωμένου εγκληματία, ο Lombroso
αναφέρει ότι είναι συνήθως νέοι άνδρες, συχνά κάτω των 25 ετών, ανύπαντροι,
και συχνά νόθοι και αγράμματοι, ενώ, οι γυναίκες εμπλέκονται συνήθως ως
κλεπταποδόχοι, σκοποί ή ερωμένες845. Ειδικά στην περίπτωση της
ναπολιτάνικης Camorra, τα μέλη της είναι, επιπροσθέτως, ιδιαίτερα βίαια και
αμείλικτα στην έχθρα τους, φέρουν συχνά ιδιαίτερα στίγματα846 στο σώμα τους,

842
Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ., 186.
843
Ibid, σελ. 187 – 194.
844
Ibid, σελ. 189.
845
Ibid, σελ. 186 – 187.
846
«Τα στίγματα που γίνονται για διάκριση του βαθμού, είναι είτε αριθμοί είτε γραμμές ή τελείες,
χαραγμένες στην πίσω επιφάνεια του χεριού ή ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη. Τα τέτοια
στίγματα θυμίζουνε την τηλεγραφική γραφή. Έτσι τον καμορριστή τον παρουσιάζουνε με μια
218

που αποδεικνύουν την ιδιότητά τους και οφείλουν επί ποινή θανάτου, αν
ρωτηθούν από το δικαστή, αν είναι μέλη της Camorra, να το ομολογήσουν
πάραυτα. Ενώ, όταν είναι έξω από τη φυλακή, δεν έχουν το δικαίωμα να
αρνηθούν να λάβουν μέρος σε οποιοδήποτε έγκλημα, διαφορετικά
καθαιρούνται847.
Η Mafia, κατά τον Lombroso848, αποτελεί παραλλαγή και παρακλάδι της
αρχαίας Camorra στη Σικελία, «που ριζώθηκε και αναπτύχθηκε χάρη στο πνεύμα
της εχεμύθειας και στη μεγάλη εμμονή στο απόρρητο». Κατανοώντας, εξάλλου,
απόλυτα τη διεισδυτικότητα του οργανωμένου εγκλήματος στις ανώτερες τάξεις,
υπογραμμίζει ότι «η στερέωση του συνεταιρισμού στη Σικελία οφείλεται και στο
μεγάλο ξάπλωμά του στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ιδιαίτερα στους
δικηγόρους και δικολάβους»849. Θεωρεί, ακόμη, ότι η εξάπλωσή της οφείλεται,
κατά ένα μεγάλο μέρος, και στην τιμαριωτική υπεροχή και εξουσία, καθώς τα
μέλη της Mafia διασώζουν πολλά έθιμα του τιμαριωτισμού, που γίνονται φανερά
στα ονόματα των βαθμών, στον τρόπο ένδυσής τους και στη γενικότερη αγέρωχη
στάση τους.
Ο Lombroso, τέλος, με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, παρατηρεί850 ότι «σε πολλές
ληστρικές συμμορίες και σε πολλές άγριες φυλές, οι αρχηγοί ανανεώνονται και
καθαιρούνται, χωρίς γι’ αυτό να πάψει να υπάρχει ο συνεταιρισμός. … Όταν
υπάρχουν στην ίδια χώρα, πολλές μικροομάδες κακοποιοί, ανώνυμες και
ακέφαλες, είναι κατά τη γνώμη μου δείγμα πολύ σοβαρότερο, παρά η διοίκηση
και η εξάρτηση όλων αυτών από έναν αρχηγό, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση
μπορούν να παρασύρονται στο έγκλημα και να μένουν σ’ αυτό με την τολμηρή
πρωτοβουλία ενός μονάχα και όταν λείψει αυτός να χαθούν κι αυτοί. Ενώ όπου οι
ομάδες υπάρχουν χωρίς αρχηγούς, αυτό σημαίνει ότι η απαίσια ροπή για το
έγκλημα είναι διαδεδομένη, και είναι κοινωνική αρρώστια της χώρας που το
φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται». Οι απόψεις του αυτές θα μπορούσαν να

γραμμή και τρεις τελείες. Η ίδια γραμμή και δυο τελείες σημαίνουνε το δεύτερο βαθμό. Τέλος η
ίδια γραμμή και μια τελεία φανερώνει τον τρίτο βαθμό. Οι κατώτεροι βαθμοί παρασταίνονται με
τελείες μόνο ή με μικρή γραμμή». «Πέντε τελείες στο δεξί χέρι είναι ο ανώτατος βαθμός». Ενώ, «ο
αρχηγός της Camorra έχει τα αρχικά των λέξεων με το νόημα όποτε με καλέσει ο αστυνόμος θα
τον σκοτώσω». Πολύ συχνά δε «χαράζουνε μεγάλες επιγραφές, που συμβολίζουνε πάντα το
μίσος τους κατά της δικαιοσύνης και της αστυνομίας». Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας
Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ. 18 και 22 – 23.
847
Ibid, σελ. 194.
848
Ibid, σελ. 194 – 195.
849
Ibid.
850
Ibid, σελ. 198 – 199.
219

θεωρηθούν ιδιοφυής σύλληψη για την εποχή του, αφού διαβλέπει την περίπου
κατά έναν αιώνα αργότερα μετεξέλιξη του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος
στο σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα.
Στο πλαίσιο της θεώρησης του Raffaele Garofalo851 για το οργανωμένο
έγκλημα, ο οργανωμένος εγκληματίας, που διαπράττει πολλές φορές βίαια
εγκλήματα με σκοπό το κέρδος, αποτελεί «πραγματικό εγκληματία», καθώς μέσα
από τη γενικότερη συμπεριφορά του προσβάλλει καίρια τα θεμελιώδη
συναισθήματα της φιλαλληλίας, την «αγαθότητα» και τη «δικαιότητα» και υπό το
πρίσμα αυτό, διαπράττει «πραγματικό έγκλημα»852. ∆εν διαπράττει εγκλήματα
λόγω της οικονομικής του ανέχειας, αλλά λόγω της απληστίας του, αφού ήδη
διαθέτει αρκετά οικονομικά μέσα για να ζει άνετα, ανεξάρτητα από τις
εγκληματικές του δραστηριότητες853. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρατήρηση ότι
ο επαγγελματίας εγκληματίας, αποτελεί ένα κανονικό ψυχολογικά άτομο, το
οποίο, όμως, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί τις πράξεις του τις διαπράττει έπειτα
από ψυχρό υπολογισμό854. Εξάλλου, κατά τον Garofalo855, «η περίπτωση των
επαγγελματιών εγκληματιών θα πρέπει να ειδωθεί από μια διαφορετική σκοπιά.
Από τους παραβάτες αυτής της περιγραφής, οι πιθανότητες να αποφύγουν την
τιμωρία είναι υπολογισμένες με έναν σημαντικό βαθμό ακρίβειας. Αντιμετωπίζουν
άφοβα τον κίνδυνο, επειδή σ’ αυτή τη δουλειά, όπως και σε κάθε άλλη, θα πρέπει
να διατρεχθεί κάποιος κίνδυνος, και υπάρχουν πολύ περισσότερο επικίνδυνες
εργασίες από τις οποίες δεν ελλείπουν οι τεχνίτες. Και σ’ αυτή την περίπτωση,
όπως και σε άλλες, όσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος και πιο βέβαιη η ανταμοιβή,
τόσο μεγαλύτερος είναι ο εφοδιασμός σε νεοσύλλεκτους. Και αυτό συμβαίνει πιο
πολύ ως αποτέλεσμα. Η νομοθεσία όταν ασχολείται με τέτοιους παραβάτες,
συνεπώς, δεν μπορεί να επιτύχει πολλά στον δρόμο της πρόληψης. Ο
πρωταρχικός της σκοπός στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να είναι η εξάλειψη.
Κανένας νόμος, οποιοδήποτε και αν είναι το σχέδιο λειτουργίας του, δεν μπορεί
να αναμένεται να προκαλέσει πλήρη διακοπή της εργασίας ή πλήρη
αποθάρρυνση των εργαζομένων. Το πραγματικό αντικείμενο οποιουδήποτε

851
Βλ. Raffaele Garofalo, Criminology, (translated by Robert Wyness Millar), The Modern
Criminal Science Series, Published under the Auspices of The American Institute of Criminal Law
and Criminology, Little Brown and Company, Boston, 1914, σελ. 319 – 320.
852
Για την ταξινόμηση των «πραγματικών εγκλημάτων» από τον Garofalo, ibid, ιδίως σελ. 40-45.
853
Ibid, σελ. 151.
854
Ibid, σελ. 192.
855
Ibid.
220

πραγματικά αποτελεσματικού ποινικού μέτρου, θα έπρεπε να είναι να μειώσει


τον αριθμό των παραβατών με την καταστολή εκείνων που έχουν συλληφθεί και
καταδικαστεί». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον Garofalo, η ενδεδειγμένη ποινή
στις περιπτώσεις των οργανωμένων εγκληματιών είναι είτε η ισόβια κάθειρξη,
είτε η υπερπόντια εκτόπισή τους856.
Η κοινή συνισταμένη των εκπροσώπων του ιταλικού θετικισμού συνίσταται
στη διαπίστωση ότι το παραδοσιακό ποινικό δίκαιο χρεοκόπησε, γιατί συνδέθηκε
πάρα πολύ στενά με το δόγμα της ελευθερίας της βούλησης και με την αρετή του
εκφοβισμού. Όπως ιδιαίτερα εύστοχα επισημαίνει ο Marc Ancel «η αταβιστική
εγκληματικότητα του “εκ γενετής εγκληματία” είναι για το Lombroso το
αποτέλεσμα μιας βιολογικής παρακμής˙ η κλασική ποινή συνεπώς δεν μπορεί να
εξασφαλίσει, στο κοινωνικό επίπεδο, μια αποτελεσματική προστασία ενάντια
στην “επικινδυνότητα” του εγκληματία, την οποία διαπιστώνει ο Garofalo»857.
Ο Franz Von Liszt, τέλος, στην οριστική μορφή της θεωρίας του, που έγινε
γνωστή και ως «Μαρβούργειο Πρόγραμμα»858 ή αλλιώς «εκσυγχρονισμένη
κατεύθυνση», επεδίωξε τη σύζευξη της ιταλικής θετικής σχολής με την κλασσική
σχολή του ποινικού δικαίου, αφού απομακρύνθηκε από τη θέση ότι ο ποινικός
νόμος πρέπει να αποτελεί σκοπό καθεαυτό και πρότεινε ότι ο νόμος πρέπει να
χρησιμοποιείται ως μέσο μάλλον παρά σκοπός, η δε ποινική δογματική, οφείλει
να «προσγειωθεί», ούτως ώστε να λαμβάνει υπόψη και πιο πρακτικά
ζητήματα859. Σε επίπεδο κυρώσεων, ο Liszt υποστηρίζει την εισαγωγή ενός
«διπολικού συστήματος κυρώσεων», στο οποίο να συνυπάρχουν τόσο οι ποινές,
για εκφοβιστικούς κυρίως λόγους, όσο και τα μέτρα ασφαλείας, ως δύο
αυτόνομες, αν και αλληλοσυμπληρούμενες, μορφές κυρώσεως. Κατά το σύστημα
αυτό, οι ποινές θα πρέπει να προσδιορίζονται ως προς τη διάρκειά τους σε
αφηρημένο επίπεδο από το νόμο και σε συγκεκριμένο, από την ενοχή του
δράστη, ενώ, τα μέτρα ασφαλείας, που επιβάλλονται σε επικίνδυνους
εγκληματίες θα πρέπει να έχουν αόριστη διάρκεια και να διαρκούν για όσο
διάστημα το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια.

856
Βλ. Raffaele Garofalo, Criminology, όπ.παρ., ιδίως σελ. 225 και 326.
857
Βλ. Marc Ancel, Η Νέα Κοινωνική Άμυνα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου – ∆ασκαλάκη),
(έκδοση 3η), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995, σελ. 145.
858
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Ποινική Καταστολή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997,
σελ. 194 – 196.
859
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Κριτική Εγκληματολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 30.
221

3.2. Η Κοινωνιολογική Σχολή

Από τη δεκαετία του 1920 άρχισε η προώθηση της κοινωνιολογίας στη


μελέτη του εγκλήματος και της απόκλισης και πολύ σύντομα, αρχικά στις ΗΠΑ,
πήρε τον πρώτο ρόλο σε σχέση με την ψυχολογία και τη βιολογία.
Ο πρώτος θεωρητικός που ασχολήθηκε με το οργανωμένο έγκλημα ήταν
ο Landesco, ο οποίος, κατά τη δεκαετία του ’20, περιέγραψε τη δομή, το
πολιτιστικό υπόβαθρο και τις εγκληματικές επιχειρήσεις του οργανωμένου
εγκλήματος στο Σικάγο, αναδεικνύοντας τους δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί
στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος μεταξύ αφενός, του οργανωμένου
εγκλήματος και αφετέρου, της αστυνομίας, των νόμιμων επιχειρηματιών και των
πελατών που προμηθεύονταν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι
οργανωμένοι εγκληματίες860.
Το 1938 ο Merton επιχείρησε να αιτιολογήσει την εμπλοκή με το έγκλημα
ως έναν εναλλακτικό δρόμο για την επιτυχία για όσους δεν διαθέτουν τα νόμιμα
μέσα για κάτι τέτοιο861. Ενώ και ο Bell στη συνέχεια, επέμεινε σ’ αυτόν τον τρόπο
προσέγγισης διατυπώνοντας την εμβληματική πλέον φράση, το οργανωμένο
έγκλημα είναι μια «ιδιόρρυθμη οδός κοινωνικής αναρρίχησης» (“a queer ladder of
social mobility”)862 και δίνοντας έμφαση στην «ηρωοποίηση» των οργανωμένων
εγκληματιών από τις αποστερημένες κοινωνικές τάξεις863.
Στη συνέχεια, ο Sutherland, μe της θεωρία της «διαφορικής
συναναστροφής» (“differential association theory”), έδωσε έμφαση στη
διαδικασία της εγκληματικής κοινωνικοποίησης και στη διαμόρφωση
«εγκληματικών υποκουλτούρων» (“criminal subcultures”)864, υποστηρίζοντας ότι

860
Βλ. John Landesco, Organized Crime in Chicago: Part III of the Illinois Crime Survey, (reprint)
(1st edition 1929), University of Chicago Press, Chicago,1968, σελ. 277.
861
Βλ. Robert Merton, Social Theory and Social Structure, Free Press, New York, 1968, σελ. 198.
862
Βλ. Daniel Bell, Crime as an American way of life: A queer ladder of social mobility, στο του
ιδίου, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with "The
Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000, σελ. 127.
863
Ibid, σελ. 129.
864
Βλ. ιδίως, Edwin Sutherland / Donald Cressey / David Luckenbill, Principles of Criminology,
(11th edition), General Hall – Rowman & Littlefield Publishers Inc., Lanham, Oxford, 1992, σελ.
86 επ. Βλ. επίσης, Clifford Shaw / Henry McKay, Juvenile delinquency and urban areas,
University of Chicago Press, Chicago, 1942, σελ. 73, η μελέτη των οποίων σε υποβαθμισμένες
περιοχές του Σικάγο ανέδειξε ότι η εγκληματικότητα εμφανίζει μια κανονικότητα και σταθερότητα
μέσα σε ορισμένα «φυσικά» όρια. Υποστήριξαν δε, ότι υπάρχει μια αιτιολογική σχέση ανάμεσα
στην «παρουσία ενός μεγάλου αριθμού ενηλίκων εγκληματιών σε συγκεκριμένες περιοχές», οι
οποίοι λειτουργούν ως εγκληματικά πρότυπα, και στο γεγονός ότι καθώς «τα παιδιά είναι σε
222

οι άνθρωποι γίνονται «μαφιόζοι» επειδή είχαν μεγαλώσει σε κοινότητες που


κυριαρχούνται από τη Mafia και οι «μαφιόζοι» αποτελούν τα κυρίαρχα πρότυπα
ρόλων τους. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα
στοιχεία που αναφέρουν στις αυτοβιογραφίες τους αρκετοί πρώην «μαφιόζοι», οι
οποίοι τονίζουν με γλαφυρό τρόπο ότι μεγάλωσαν σε γειτονιές που
κυριαρχούνταν από το οργανωμένο έγκλημα και οι οργανωμένοι εγκληματίες
αποτελούσαν τα πρότυπά τους865.
Ο Sellin866, με τη θεωρία της «πολιτισμικής σύγκρουσης», προσπάθησε
να περιγράψει τη συγκρουσιακή διαδικασία, που δημιουργείται στο επίπεδο των
ηθικών επιλογών ενός ατόμου, εξαιτίας των διαφορετικών μεταξύ τους αξιακών
συστημάτων που το συγκαθορίζουν. Τα φαινόμενα «πολιτισμικής σύγκρουσης»
είναι είτε «παράγωγα μιας διαδικασίας πολιτισμικής ανάπτυξης» είτε
«αποτέλεσμα της μετακίνησης κανόνων συμπεριφοράς από ένα συγκρότημα ή
από έναν τομέα της πολιτισμικής δομής σε κάποιον άλλο» οποιοσδήποτε, όμως,
κι αν είναι ο τρόπος με τον οποίο τα φαινόμενα αυτά παρήχθησαν, «μελετώνται
καμιά φορά ως διανοητικές συγκρούσεις και μερικές φορές ως η βάση
πολιτισμικών κωδίκων»867. Έτσι, το οργανωμένο έγκλημα, τουλάχιστον στην
ιταλοαμερικανική του εκδοχή θα μπορούσε να εξηγηθεί με όρους μετανάστευσης
μιας «πολιτισμικής ζώνης» σχετικά ομοιογενούς σε μια εντελώς διαφορετική
«πολιτισμική ζώνη», που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια και αποδιοργάνωση,
κάτι που αναπόφευκτα προκαλεί «πολιτισμικές συγκρούσεις».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη «θεωρία του ελέγχου» το έγκλημα προκαλείται
εξαιτίας της αποξένωσης του ατόμου από τους υπάρχοντες κοινωνικούς θεσμούς
κοινωνικοποίησης και ελέγχου. Ο Hirschi υποστηρίζει ότι «οι παραβατικές
πράξεις επακολουθούν όταν ο δεσμός ενός ατόμου με την κοινωνία είναι

επαφή με το έγκλημα σαν καριέρα και με τον εγκληματικό τρόπο ζωής» πολύ συχνά και φυσικά,
μπαίνουν από νεαρή ηλικία και αυτά στον κόσμο του εγκλήματος.
865
Βλ. Thomas Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 76, όπου τονίζει ότι: «Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το έγκλημα έχει τις ρίζες του στη φτώχεια,
την απόγνωση και στην κατάρρευση των κοινωνικών θεσμών. Οι αναμνήσεις, εντούτοις,
υποδηλώνουν ότι οι αιτίες του Ιταλοαμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος είναι περισσότερο
πολιτισμικές παρά κοινωνικοοικονομικές».
866
Βλ. ιδίως, Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 37 – 72 και του
ιδίου, Organized Crime: A Business Enterprise, The ANNALS of the American Academy of
Political and Social Science, vol. 347, no. 1, 1963, σελ. 12 – 19.
867
Βλ. Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 70.
223

ασθενής ή διαρρηγμένος»868. Ο Lombardo, που, κατά το έτος 1991, προσπάθησε


να εφαρμόσει τη «θεωρία του ελέγχου» στην περίπτωση του οργανωμένου
εγκλήματος, υπογραμμίζει ότι το οργανωμένο έγκλημα είναι ως κοινωνικό
φαινόμενο το αποτέλεσμα των αδύναμων κοινοτήτων869.
Το 1967 ο Cressey έκανε τομή στην εγκληματολογική έρευνα στην
Αμερική, φέρνοντας στο επίκεντρο της έρευνας και της ακαδημαϊκής
αντιπαράθεσης το φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος. Επηρεασμένος από
την ιδέα της «γραφειοκρατίας», που σπερματικά ανευρίσκεται στον Weber870,
επιχείρησε να το οριοθετήσει προτείνοντας ένα «γραφειοκρατικό μοντέλο»871, το
οποίο εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στην ιταλική εκδοχή του οργανωμένου
εγκλήματος. Το 1969, με το έργο του «Theft of the Nation», εμβάθυνε τη
σύλληψή του σκιαγραφώντας μια εγκληματική οργάνωση, την «Cosa Nostra»872,
η οποία, κατά τη γνώμη του, αποτελούσε την πεμπτουσία και τον πιο εξελιγμένο
τύπο του αμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος. Η Cosa Nostra, σύμφωνα με
τον συγγραφέα, είναι μια απόλυτα ορθολογικά δομημένη οργάνωση, με σαφή
ιεραρχία873, καταμερισμό καθηκόντων και επιμελώς κατανεμημένους ρόλους στο
εσωτερικό της874, η οποία έχει κατορθώσει να οργανώσει μια ολόκληρη

868
Βλ. Travis Hirschi, Causes of delinquency, University of California Press, Berkeley, 1971, σελ.
16.
869
Βλ. Rombert Lombardo, Organized crime: A Control Theory, Criminal Organizations, vol. 2,
no. 6, 1991, σελ. 8 – 13, ιδίως σελ. 12.
870
Για την ιδέα της «γραφειοκρατίας», βλ. ιδίως, Max Weber, The Theory of Social and Economic
Organization, Talcott Parsons (ed), Simon & Schuster Inc., New York, 1997, σελ. 329 επ., του
ιδίου, Bureaucracy, στο Guenther Roth / Claus Wittich (eds), Max Weber Economy and Society:
an outline of interpretive sociology, vol. 1, Bedminster Press, New York, 1968, σελ. 956 – 1005
και Hans Gerth / Charles Wright Mills (eds), From Max Weber: Essays in Sociology, Series:
Classics in Sociology, Routledge, London, 1991, σελ. 51 επ. και 196 επ.
871
Μετά την εμπειρία των δύο εξεταστικών επιτροπών που είχαν συσταθεί για τη διερεύνηση του
φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος ο Cressey συνέταξε το «Task Force Report: Organized
Crime by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice», το
οποίο χρησίμευσε ως βάση για το μνημειώδες έργο του, Theft of the Nation: The structure and
operations of organized crime in America, Harper and Row, New York, 1969 και για το Criminal
Organization: Its Elementary Forms, Harper and Row, New York, 1972.
872
Ο Cressey άλλοτε αναφέρεται στην Cosa Nostra και άλλοτε στη Mafia εννοώντας πάντοτε το
αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα. Η σύγχυση αυτή στην ορολογία πιθανότατα προέρχεται από
την υιοθέτηση από το συγγραφέα της κυρίαρχης στην εποχή του άποψης ότι το αμερικανικό
οργανωμένο έγκλημα αποτελούσε προϊόν διεθνικής μετεμφύτευσης της ιταλικής Mafia.
873
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περικοπή του Cressey για τη συγκέντρωση της εξουσίας στην
κορυφή του τομέα λήψης αποφάσεων: «η λήψη αποφάσεων (στη Mafia) είναι συγκεντρωμένη
στην κορυφή της ιεραρχίας (…) ένα μέλος κατωτέρου επιπέδου αναμένεται να παραδώσει τη δική
του θέληση στην εξουσία των ανωτέρων του και να θέσει τον εαυτό του σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν
στη διάθεση των ανωτέρων για να χρησιμοποιηθεί όπως θεωρούν οι τελευταίοι ότι αρμόζει». Βλ.
Donald Cressey, Theft of the Νation, όπ.παρ., σελ. 225.
874
Σύμφωνα με τον Weber, η ισχύς της γραφειοκρατίας είναι τεράστια, καθώς «η έλλογα
οργανωμένη και διευθυνόμενη πράξη είναι ανώτερη από κάθε είδος συλλογικής συμπεριφοράς,
224

παράλληλη «μυστική εγκληματική κοινωνία». Έτσι, η Cosa Nostra αποτελεί


ταυτόχρονα μια εγκληματική κυβέρνηση του υποκόσμου και μια δομημένη
επιχείρηση.
Σχετικά με την άνοδο στην ιεραρχία της εγκληματικής οργάνωσης,
επηρεασμένος, επίσης, από τον Weber875, υποστηρίζει ότι «η ιστορία του
οργανωμένου εγκλήματος από το 1931 φανερώνει μια τάση να μετακινηθεί από
ένα σύστημα στο οποίο ήταν κυρίαρχη η εξουσία κατά σειρά προτεραιότητας, σε
ένα σύστημα στο οποίο η εξουσία που βασίζεται στην εμπειροτεχνία καθίσταται
εξίσου σημαντική» και συμπεραίνει ότι «οι αρχηγοί του οργανωμένου εγκλήματος
το θεώρησαν σημαντικό να αναγνωρίσουν και να ανταμείψουν τα ιδιαίτερα είδη
της τεχνικής επάρκειας τα οποία κατέχονται από άνδρες, οι οποίοι επανδρώνουν
τις διάφορες θέσεις που συνιστούν την οργάνωση»876.
Ο Albini, χρησιμοποιώντας στοιχεία από μαρτυρίες ατόμων που ήταν μέλη
ή ήταν κοντά σε εγκληματικές οργανώσεις, στοιχεία από τις διωκτικές αρχές και
τεράστιο αρχειακό υλικό, ανέπτυξε ένα θεμελιώδες μοντέλο ερμηνείας του
οργανωμένου εγκλήματος, θεωρώντας το ως παράγωγο των κοινωνικών και
οικονομικών συνθηκών που κυριαρχούσαν στην αμερικανική κοινωνία σε
δεδομένες ιστορικές περιόδους877. Οι θέσεις που υποστήριξε ήρθαν σε πλήρη
αντίθεση με τις απόψεις που κυριαρχούσαν σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα
στην εποχή του, καθώς αρνήθηκε τις δύο βασικές παραδοχές των νομοθετών και
των κυβερνητικών αξιωματούχων, που επιδρούσαν στη θέσπιση των νόμων για
την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή, αφενός, την ύπαρξη

όπως επίσης και από κάθε κοινωνική δράση που της αντιτίθεται. Όπου η διοίκηση έχει πλήρως
γραφειοκρατικοποιηθεί, το σύστημα κυριαρχίας που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι πρακτικά
ακατάλυτο». Βλ. Max Weber, Economy and Society: an outline of interpretive sociology, όπ.παρ.,
σελ. 987.
875
Ο Max Weber υποστήριζε ότι στις σύγχρονες γραφειοκρατίες οι υποψήφιοι επιλέγονται στη
βάση των τεχνικών τους προσόντων. Ακόμη, στις σύγχρονες γραφειοκρατίες στα άτομα
παρέχεται μόνο η δύναμη και το status, που είναι σύμφυτα με τη θέση που καταλαμβάνουν. Βλ.
αναλυτικά, Max Weber, Economy and Society: an outline of interpretive sociology, όπ.παρ., σελ.
958 – 963.
876
Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Νation, όπ.παρ., σελ. 224.
877
Ο Albini στην κριτική του κατά του «γραφειοκρατικού μοντέλου» ερμηνείας, το χαρακτηρίζει ως
«εξελικτικό» (“evolutional”), καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η άποψη αυτή υποθέτει ότι το
ιταλοαμερικανικό οργανωμένο έγκλημα αποτελεί προϊόν μετεξέλιξης της σικελικής Mafia, ενώ, τη
δική του αντίληψη, χαρακτηρίζει ως «αναπτυξιακή» (“developmental”), ακριβώς γιατί θεωρεί ότι το
οργανωμένο έγκλημα αναδύεται από τις κοινωνικές συνθήκες και τους παράγοντες που δρουν
μέσα στην ίδια την αμερικανική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a
legend, όπ.παρ., σελ. 155.
225

ενός εθνικού εγκληματικού καρτέλ και αφετέρου, τη γραφειοκρατική διάρθρωση,


με ιδιαίτερα σαφή ιεραρχία, των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων878.
Κατά την άποψη του Albini, «αντί να διέπεται από μια αυστηρή, μεθοδικά
δομημένη οργάνωση με συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς, το
εγκληματικό συνδικάτο περιγράφεται καλύτερα (…) ως ένα σύστημα από χαλαρά
δομημένες πελατειακές σχέσεις στις οποίες οι ρόλοι, οι προσδοκίες και τα κέρδη
των συμμετεχόντων βασίζονται στη συμφωνία ή στην υποχρέωση και του οποίου
το μέγεθος και η λειτουργία καθορίζεται βασικά από τη δραστηριότητα στην
οποία εμπλέκεται»879. Κατά συνέπεια, κάθε διαφορετικό εγκληματικό συνδικάτο
μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο της ίδιας της δικής του ανάπτυξης,
καθώς οι πελατειακές σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των εγκληματικών
συνδικάτων εμφανίζονται με ένα πλήθος παραλλαγών. Ο Albini, επομένως,
θεωρούσε την Cosa Nostra ως μια οργάνωση ομπρέλα, που αποτελείται από
ετερόκλητους εγκληματίες, οι οποίοι αυτοοργανώνονται σε συμμορίες σε μια ad
hoc βάση για συγκεκριμένες δουλειές και απλά προσβλέπουν στην οργάνωση
για την προστασία των νώτων τους σ’ αυτές τους τις προσπάθειες, ενώ, ως
εργαλείο ερμηνείας του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, φαίνεται να
προέκρινε τη μελέτη των πελατειακών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι αρκετές
φορές κατηγορήθηκε ότι αρνείται την ύπαρξη των μαφιόζων εγκληματιών, στην
πραγματικότητα η επιμονή του να μη γίνουν οι όροι “Mafia” και “Cosa Nostra”
συνώνυμοι του οργανωμένου εγκλήματος, οφειλόταν στο φόβο του ότι μ’ αυτό
τον τρόπο θα διαστρεβλωνόταν η πραγματικότητα ότι το οργανωμένο έγκλημα
αποτελεί κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας880.
O Abadinsky, παρά το γεγονός, ότι διαπίστωσε την ύπαρξη κανόνων και
άλλων σημείων, που επιβεβαίωναν την ύπαρξη επίσημης εγκληματικής
οργάνωσης, διαφώνησε με το «γραφειοκρατικό μοντέλο», τονίζοντας ότι τα
πελατειακά δίκτυα σχέσεων, συμφωνώντας στο σημείο αυτό με την ανάλυση του
Albini, μπορούν να περιγράψουν καλύτερα τη δομή του οργανωμένου
εγκλήματος, σε σχέση με τις γραφειοκρατικές αναλογίες881. Για παράδειγμα, ο

878
Βλ. Michael Woodiwiss, Review Article – The World of Organized Crime, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 232.
879
Βλ. Joseph Albini, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, όπ.παρ., σελ.
24.
880
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 328.
881
Βλ. Howard Abadinsky, The criminal elite: Professional and Organized crime, όπ.παρ., σελ.
165.
226

Abadinsky υποστηρίζει ότι οι Στρατιώτες μιας οργανωμένης εγκληματικής


οικογένειας λειτουργούν σαν αφεντικά σε σχέση με τους πελάτες, που δεν είναι
μέλη, είτε αυτοί είναι νόμιμοι, είτε είναι εγκληματίες. Ο Στρατιώτης, με τη σειρά
του, αποτελεί έναν πελάτη σε σχέση με το υψηλότερο στην ιεραρχία μέλος της
οργάνωσης, το Λοχαγό. Οι Λοχαγοί είναι πελάτες του Αρχηγού, ο οποίος μαζί με
άλλους Αρχηγούς σχηματίζει ένα χαλαρό δίκτυο σχέσεων, βασισμένο στη
συγγένεια, τη φιλία, τα αμοιβαία ενδιαφέροντα και την παράδοση882.
Στο πλαίσιο της ίδιας θεώρησης με τον Albini και τον Abadinsky, ο Ianni883,
υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει επίσημη οργάνωση ή συνομοσπονδία των
Ιταλοαμερικανών στο οργανωμένο έγκλημα που να αποκαλείται Mafia, Cosa
Nostra ή οτιδήποτε άλλο. Υπάρχουν πολλοί Ιταλοαμερικανοί που εμπλέκονται
στο οργανωμένο έγκλημα. (…) Αλλά δεν παραμένουν ενωμένοι εξαιτίας μιας
οργάνωσης με εθνικό σώμα μελών με ένα διευθύνον συμβούλιο ή έστω κάποια
κοινή συνωμοσία στο έγκλημα». Εξάλλου, σύμφωνα με τον Ianni, οποιαδήποτε
και αν είναι η δομή της Mafia, καθορίζεται από «την πιο χαλαρή μορφή
υποχρεώσεων και προστασίας του συστήματος της οικογένειας και της
συγγένειας της νότιας Ιταλίας», επομένως, το κατάλληλο εργαλείο κατανόησης
του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος είναι η μελέτη του πολιτισμού και
της συγγένειας των εμπλεκόμενων σ’ αυτό εθνικών ομάδων. Το πιο κοντινό
μοντέλο, εξάλλου, για να περιγραφεί το οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με τον
συγγραφέα, «είναι κάποιο φεουδαρχικό, όπου ένα μέλος ορκίζεται ολοκληρωτική
πίστη, αποκτά προστασία και παρέχει τις υπηρεσίες του για να προστατεύσει
άλλους όταν του ζητηθεί».
Η θεμελιώδης διαφορά της αντίληψης αυτής συνίστατο στην άρνηση της
ύπαρξης ορθολογισμού στην οργάνωση της Mafia, κάτι που, αν ίσχυε, θα την
καθιστούσε ανάλογη με τη δομή και τη λειτουργία των νομίμων επιχειρήσεων και
περαιτέρω, στη θεώρηση της Mafia, ως ενός πατρογονικού δικτύου κοινωνικών
σχέσεων στο πλαίσιο μιας, κατά κύριο λόγο, παραδοσιακής δομής.

882
Βλ. Howard Abadinsky, The criminal elite: Professional and Organized crime, όπ.παρ., σελ.
108.
883
Βλ. Francis Ianni, The Mafia and the web of kinship, στο Francis Ianni / Elizabeth Reuss –
Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in America, New American
Library, New York, 1976, σελ. 55.
227

3.3. Η Κριτική Εγκληματολογία

Η Κριτική Εγκληματολογία ασχολήθηκε μάλλον ευκαιριακά με το ζήτημα


του οργανωμένου εγκλήματος, όπως έχουμε ήδη αναφερεί, κυρίως στο επίπεδο
της σχέσης του με την εξουσία και της ανακολουθίας μεταξύ των κρατικών
πόρων που διατίθενται για την καταπολέμησή του και τις πιθανότητες
θυματοποίησης του μέσου πολίτη.
Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του «καταργητισμού»
(“abolitionismus”)884, ως ερμηνευτικού εργαλείου στο ζήτημα της ερμηνείας και
αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, πολύ χαρακτηριστική είναι η θέση
που υποστηρίζει ο Hulsman, σύμφωνα με τον οποίο «μια άλλη αιτία της
σημερινής ανάπτυξης της ποινικοποίησης αποτελεί επίσης το γεγονός ότι, σε
πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, ολοένα και περισσότερες δυνάμεις της
αστυνομίας και των διωκτικών αρχών διατίθενται για την καταπολέμηση αυτού
που ονομάζουμε “οργανωμένο έγκλημα” αντί για την αντιμετώπιση των
καθημερινών προβλημάτων του μέσου πολίτη. ∆εν είναι και πολύ σαφές ωστόσο
τι σημαίνει ο όρος “οργανωμένο έγκλημα”. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους
που μας δυσκολεύουν να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα των επίσημων
δραστηριοτήτων στον τομέα αυτό. Ένα συνηθισμένο πεδίο ανάπτυξης του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί η διακίνηση παράνομων ψυχότροπων
ουσιών. Το πρόβλημα αυτό οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πολιτική που
ακολουθείται στο ζήτημα των ναρκωτικών. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις πως
αυτό που ονομάζουμε γενικά “πρόβλημα του οργανωμένου εγκλήματος” θα
μπορούσε μάλλον να οριστεί ως “πρόβλημα αναποτελεσματικής και
εξωπραγματικής διευθέτησης” κάποιου τομέα της ζωής»885.

884
Η «καταργητική τάση» (“abolitionismus”) εμφανίστηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είτε
ως αντίδραση απέναντι στη μορφή, τα μέτρα, την αναποτελεσματικότητα, αλλά και τις
καταχρήσεις του ποινικού δικαίου, είτε ως αντίδραση, που εκδηλώθηκε στο χώρο των φυλακών.
Ο Mathiensen κατά το έτος 1974 έδωσε το στίγμα όλης της κίνησης, που γενικεύτηκε κατόπιν ως
τάση κατάργησης ολόκληρου του ποινικού συστήματος, με γνωστότερους εκπροσώπους τον
Hulsman στην Ολλανδία, τον Plack στη ∆υτική Γερμανία και τον Landreville στον Καναδά. Βλ.
αναλυτικά, Γρηγορίου Λάζου, Κριτική Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 241 – 252 και René van
Swaaningen, Abolitionism in History, another way of thinking, δημοσιευμένο στα ελληνικά με τον
τίτλο, Ο καταργητισμός στις Κάτω Χώρες – Ιστορίες θρησκευτικής ποικιλίας και ανθρωπιστικής
ανοχής, (μετάφραση Μαρίας Αρχιμανδρίτου), ΥΠΕΡ, 1992, σελ. 763 επ.
885
Βλ. Louk Hulsman / Jacqueline Bernat de Celis, Άστοχες Ποινές–Το Ποινικό Σύστημα Υπό
Αμφισβήτηση, (μετάφραση Γιώργου Νικολόπουλου), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1997, σελ.
26 – 27.
228

Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τα όρια του καταργητικού εγχειρήματος


είναι αρκετά σαφή, καθώς αφορά μάλλον τα μικρής κλίμακας «εγκληματικά
επεισόδια», όπου εμπλέκονται ολιγάριθμες ομάδες ανθρώπων, εύκολα
αναγνωρίσιμες και με περιορισμένης εμβέλειας δυναμική στις αλληλοδράσεις
τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έργο που αφορά τη «μικρογεωγραφία της
εγκληματικότητας», η οποία εμφανίζει ένα απτό εμπειρικό πεδίο ανάπτυξης της
καταργητικής στρατηγικής. Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος παρουσίασης της
σύγχρονης πραγματικότητας μέσα στα κείμενα των καταργητικών φαίνεται να
αγνοεί τις δομικές διαφορές εξουσίας ελαχιστοποιώντας, με τον τρόπο αυτό, την
κλίμακα ανάλυσης των ποινικοποιημένων συγκρουσιακών σχέσεων, κάτι που
κατατάσσει τον καταργητισμό στην κατηγορία των «θεωριών μέσης εμβέλειας»
(“middle range theories”). Όπως ορθά τονίζει ο Γιώργος Νικολόπουλος886,
«παραμένει ζητούμενο της εγκληματολογικής έρευνας η δυνατότητα εφαρμογής
της καταργητικής στρατηγικής και στο πλαίσιο περισσότερο σύνθετων μορφών
οργάνωσης, πράγμα που εξαρτάται καταρχήν απ’ την απόδειξη της ισομορφίας
ανάμεσα σε “μικροσυστήματα δραστηριοτήτων και διακανονισμών” (οικογένεια,
διυποκειμενικές σχέσεις, γειτονιά) και σε πεδία δράσης με παγκόσμια εμβέλεια
και πολύπλοκη δικτύωση (διασυνοριακό έγκλημα, παγκόσμια οργανωμένο
έγκλημα)».

3.4. Οι νέες θεωρίες

Η παρατήρηση ότι οι διαρκώς αυξανόμενες νέες ανάγκες για αγαθά και


υπηρεσίες, που δεν καλύπτουν οι νόμιμες αγορές, συμβάλλουν στην ανάπτυξη
των παράνομων αγορών887, σε συνδυασμό με τα κενά που προέκυψαν από

886
Βλ. Εισαγωγή Γιώργου Νικολόπουλου σε Louk Hulsman / Jacqueline Bernat de Celis, Άστοχες
Ποινές, όπ.παρ., σελ. 22 – 23.
887
Από τους βασικούς αναλυτές των παράνομων αγορών είναι οι Arlacchi, Reuter και Lewis. Βλ.
Ιδίως, Pino Arlacchi, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, όπ.παρ., σελ. 544 – 561, του
ιδίου, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford University Press,
1988, σελ. 135 επ., του ιδίου, Some observations on illegal markets, όπ.παρ., σελ. 203 επ., Peter
Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT Press, Massachusetts –
Cambridge, 1983, ιδίως 150 επ. και Roger Lewis, Drugs, war and Illegal enterprise in the Post –
Soviet Balkans, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The new European
criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ.
216 – 229.
Για την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας των παράνομων αγορών βλ. ιδίως, Dwight Smith Jr.,
Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 –
386, Alan Block, The Business of Crime. A Documentary Study of Organized Crime in the
229

έρευνες με βάση το «ιεραρχικό» ή «γραφειοκρατικό» και το «εθνικό» μοντέλο,


ανάγκασε τους θεωρητικούς να στρέψουν τις αναζητήσεις και τους
προβληματισμούς τους στην οργάνωση της αγοράς για την κάλυψη των αναγκών
της.
Οι Αμερικανοί Thomas Schelling888 και Dwight Smith Jr.889, είναι οι πρώτοι
επιστήμονες, που επιχείρησαν να ερμηνεύσουν με συστηματικό τρόπο το
οικονομικό πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Smith εφάρμοσε πρώτος τη γενική θεωρία των οργανώσεων στο πεδίο
του οργανωμένου εγκλήματος. Κεντρικό συμπέρασμα των ερευνών του ήταν ότι
στο οργανωμένο έγκλημα ισχύουν οι ίδιοι βασικοί κανόνες που κατευθύνουν τη
δράση των νόμιμων επιχειρήσεων, η ανάγκη, δηλαδή, διατήρησης και ανάπτυξης
της επιχείρησης. Στο έργο του “Mafia Mystique”890, αλλά και στις επόμενες
μελέτες του891, ο Smith διατύπωσε τη «φασματική θεωρία της επιχείρησης»

American Economy, Westview Press, Boulder, Colo, 1991, σελ. 29 επ., του ιδίου, Space, Time
and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 71 επ. και 203 επ., Vincenzo Ruggiero, Organized Crime
and Corporate Crime in Europe. Offers That Can’t be Refused, Dartmouth, Aldershot, 1996, σελ.
25 επ., Andreas Schloenhardt, Organised Crime and Miggrant Smuggling: Australia and the Asia-
Pacific, Research and Public Policy Series, no. 44, Australian Institute of Criminology, Canberra,
2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.aic.gov.au/documents/9/7/E/%7B97EFC2BE-3D43-
4E9B-B9D0-4AC71800B398%7Drpp44.pdf, σελ. 16 επ. και του ιδίου, Migrant Smuggling: Illegal
Migration and Organised Crime in Australia and the Asia Pacific Region, Martinus Nijhoff
Publishers, Leiden, 2003, σελ. 106 επ. Συνοπτικά, στις παράνομες αγορές αναπτύσσουν δράση
ανάλογου τύπου οργανώσεις που λειτουργούν ως εμπορικές επιχειρήσεις. Ως παράνομη αγορά
ορίζεται ο τόπος και ταυτόχρονα το σύνολο των κανόνων στα όρια των οποίων πραγματοποιείται
μια διαρκής ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, των οποίων η παραγωγή, διακίνηση και χρήση
απαγορεύονται ή ρυθμίζονται πολύ αυστηρά από τη νομοθεσία. Συνεπώς, η παράνομη αγορά
προκύπτει από τη σύμπτωση προσφοράς και ζήτησης παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών.
Παράλληλα, αναπτύσσονται και αντίστοιχες παράνομες πρακτικές, που μπορούν να αφορούν είτε
τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού είτε τα χρησιμοποιούμενα μέσα. Ακριβώς
όπως στις νόμιμες έτσι και στις παράνομες αγορές, επιδιώκεται η διατήρηση ενός σταθερού
ποσοστού κατανάλωσης, για να δικαιολογείται ο κίνδυνος και να υπάρχουν κέρδη. Προκειμένου
να αυξηθούν τα κέρδη, επιδιώκεται αφενός, η διεύρυνση των παρεχόμενων αγαθών και των
τομέων δράσης της επιχείρησης και αφετέρου, ο περιορισμός του ανταγωνισμού.
Ειδικά δε, για την επιδίωξη διατήρησης ενός σταθερού ποσοστού κατανάλωσης, για να
δικαιολογείται ο κίνδυνος και να υπάρχουν κέρδη, βλ. Dennis Jay Kenney / James O.
Finckenauer, Organized Crime in America, Wadsworth Publishers Co., Belmont, 1995, σελ. 41
επ.
888
Βλ. Thomas Schelling, What is the Business of Organized Crime?, Journal of Public Law,
1971, σελ. 1 – 32.
889
Βλ. Dwight Smith Jr., The Mafia Mystique, (with a new preface), University Press of America,
Lanham, MD, 1990, σελ. 62 επ., του ιδίου, Organized Crime and Entrepreneurship, International
Journal of Criminology and Penology, vol. 6, 1978, σελ. 161 – 177 και του ιδίου, Paragons,
Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 – 386.
890
Βλ. Dwight Smith Jr., Mafia Mystique, όπ.παρ, ιδίως σελ. 62 επ.
891
Dwight Smith Jr., Organized Crime and Entrepreneurship, όπ.παρ., σελ. 161 – 177, του ιδίου,
Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 –
386 και του ιδίου, Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the Nineties, στο Robert
Kelly / Ko-lin Chin / Rufus Schatzberg (eds), Handbook of Organized Crime in the United States,
Greenwood Press, Westport, Conn., London, 1997, σελ. 121 – 150.
230

(“spectrum-based theory of enterprise”). Σύμφωνα με τις αναλύσεις του, οι


εγκληματικές επιχειρήσεις δημιουργούνται και αναπτύσσονται στην αγορά, όπως
και οι νόμιμες επιχειρήσεις, επιδιώκοντας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των
πελατών τους και να ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους. Η μόνη διαφορά με
αυτές είναι ότι οι επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος ασχολούνται με
παράνομα προϊόντα.
Μετά τον Dwight Smith, πολλές έρευνες χρησιμοποίησαν τη θεωρία της
επιχείρησης για την ανάλυση της οργανωμένης εγκληματικότητας.
Η Adler, στην έρευνά της με τη μέθοδο «της συμμετοχικής παρατήρησης»
για το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών σε νοτιοδυτική Πολιτεία των ΗΠΑ892,
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο συγκεκριμένο πεδίο δρούσαν κυρίως
«μεμονωμένοι επιχειρηματίες» και μικρές εγκληματικές οργανώσεις, που
τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους, είχαν χαλαρή δομή και σε καμιά
περίπτωση δεν αποτελούσαν συμπαγείς και ιεραρχικά οργανωμένες
γραφειοκρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούσαν μονοπωλιακό έλεγχο στην
αγορά.
Ο Reuter, η συμβολή του οποίου στο μοντέλο της επιχείρησης είναι
ιδιαίτερα σημαντική, σε μια έρευνα για τοκογλύφους και οργανωτές παράνομων
παιχνιδιών, που έκανε στη Νέα Υόρκη, παρατήρησε ότι οι εγκληματικές ομάδες
που εμφανίζονται στην αγορά με την απαγόρευση ενός προϊόντος είναι πολλές
και κατά συνέπεια, ο έλεγχος και η μονοπώληση της αγοράς από μία επιχείρηση
είναι ιδιαίτερα δύσκολος893.
Σύμφωνα με τη θεωρία της επιχείρησης, οι οργανωμένες εγκληματικές
δραστηριότητες στηρίζονται στα κοινά οικονομικά συμφέροντα και όχι στις
προσωπικές σχέσεις, λόγω της κοινής φυλετικής ή εθνικής καταγωγής. Η
εγκληματική επιχείρηση χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία ανάμεσα σε διάφορες
εθνότητες και τη μη άσκηση βίας, καθώς με τον τρόπο αυτό αυξάνουν τα κέρδη
της. Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα του ιστορικού Alan Block, για τις
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, που δρούσαν στην πόλη της Νέας Υόρκης,
στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Block, αν και οι Εβραίοι
κυριαρχούσαν στο εμπόριο κοκαΐνης, συνεργάζονταν με Ιταλούς, Έλληνες,

892
Βλ. Patricia Adler, Wheeling and Dealing. An Ethnography of an Upper Level Drug Dealing
and Smuggling Community, Columbia University Press, New York, 1985, σελ. 80 – 82.
893
Βλ. Reuter Peter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 176.
231

Ιρλανδούς και Αφροαμερικανούς894. Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξε και ο


English στην έρευνα που διενήργησε το 1990 για τις συμμορίες των Ιρλανδών,
που δρουν στη ∆υτική Όχθη του Μανχάταν, σύμφωνα με την οποία, οι συμμορίες
αυτές συνεργάζονταν περιστασιακά με ομάδες της Cosa Nostra, προκειμένου να
προωθήσουν αμοιβαία συμφέροντα895. Ανάλογα αποτελέσματα είχαν, τέλος, όχι
μόνο αμερικανικές, αλλά και ευρωπαϊκές έρευνες.
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της θεωρίας της επιχείρησης
στην Ευρώπη, είναι ο Ολλανδός Petrus van Duyne896. Στις έρευνές του στον
τομέα των ναρκωτικών, των καυσίμων και του οργανωμένου «επιχειρηματικού
εγκλήματος» (“business crime”), διαπίστωσε ότι: 1) Οι επικεφαλής των
εγκληματικών οργανώσεων θεωρούν τους εαυτούς τους «επιχειρηματίες» και
μεταχειρίζονται καλά το προσωπικό τους. 2) Συνήθως δεν χρησιμοποιείται βία
για τον έλεγχο των συναλλαγών, ακόμη και στην περίπτωση του εμπορίου
ναρκωτικών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που
διατηρούν την εσωτερική πειθαρχία και τη θέση τους στην αγορά με την άσκηση
βίας και εξαναγκασμού. 3) Επιχειρήσεις που συγκροτήθηκαν με βάση την κοινή
εθνική καταγωγή, ήταν διαρθρωμένες σε «οικογένειες», οι οποίες λειτουργούσαν,
ως επί το πλείστον, ως «θύλακες» ασφάλειας. Στις περιπτώσεις αυτές η
αδυναμία ή η δόλια αποφυγή εκ μέρους των οφειλετών να εκπληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους απέναντι στις εγκληματικές επιχειρήσεις, αποτελούσε θέμα
τιμής και είχε υπολογίσιμες συνέπειες.
Παράλληλα, ο van Duyne, όπως και ο Reuter στις ΗΠΑ, παρατήρησε ότι οι
εγκληματικές επιχειρήσεις στη Βορειοδυτική Ευρώπη είναι συνήθως «χαοτικές
οργανώσεις»897 ή σύμφωνα με το σύγχρονο management «μη οργανώσεις»898.
Οι διάφορες ομάδες συγκροτούν έναν τύπο μικρών συνεταιρισμών όσον αφορά

894
Βλ. Alan Block, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, όπ.παρ., σελ. 75 – 99.
895
Βλ. T. J. English, The Westies: Inside the Hell’s Kitchen Irish Mob, Putnam, New York, 1990,
σελ. 136 – 178.
896
Βλ. ιδίως, Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe,
όπ.παρ., σελ. 99 – 111 και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του
Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 108 – 109.
897
Χαοτικές είναι εκείνες οι οργανώσεις των οποίων η δομή δεν είναι προβλέψιμη, αλλά
αναπτύσσεται από το ίδιο το σύστημα και ακολουθεί τη δομή των συστημάτων του χάους. Βλ.
σχετικά, Georg Turnheim, Chaos and Management (2nd edition), Gabler, Wiesbaden, 1993, σελ.
179 επ.
898
Βλ. Petrus van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 10,
Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 132 επ. και
του ιδίου, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, National Institute of Justice,
University Press of the Pacific, Washington D.C., 2004, σελ. 1 – 60.
232

τα προϊόντα που προωθούν, ενώ δρουν ως επιχειρήσεις συνεργασίας και


ελίσσονται από τον ένα τομέα στον άλλο, με τη χρήση ενός εκτεταμένου δικτύου
ανθρώπων, οι οποίοι υποβοηθούν τη δράση τους. Στην πραγματικότητα, οι
προσωπικές σχέσεις σε συνδυασμό με τις πρακτικές ανάγκες, δημιουργούν ένα
ευέλικτο πλέγμα συμφερόντων, εντός του οποίου κινούνται οι εγκληματικές
επιχειρήσεις.
Οι «επιχειρηματίες του εγκλήματος» (“crime entrepreneurs”) αντιδρούν
γρήγορα στις ανάγκες της αγοράς και εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους
παρουσιάζονται, ως ευέλικτοι και ριψοκίνδυνοι επιχειρηματίες. Υπάρχει, δηλαδή
μια «επιχείρηση οργάνωσης του εγκλήματος», σύμφωνα με τους Block και
Chambliss899, και όχι οργανωμένο έγκλημα, ως μονολιθικός οργανισμός, που
απειλεί να ελέγξει την κοινωνία900.
Το κρίσιμο στοιχείο στην ανάλυση των εγκληματικών επιχειρήσεων είναι ο
εντοπισμός εκείνων των στοιχείων της δομής τους, που επιτρέπουν την επιβίωση
και την συνέχεια της δράσης τους901, καθώς η οργανωτική δομή είναι αυτή που
καθορίζει τους τυπικούς συντονιστικούς μηχανισμούς, τα πρότυπα
αλληλεπίδρασης, την κατανομή των στόχων και την ιεραρχία902.
Τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής δομής είναι η
«συγκέντρωση εξουσίας» (“centralization”) στη λήψη αποφάσεων, η
«περιπλοκότητα ή συνθετότητα» (“complexity”) και η «τυποποίηση»
903
(“formalization”) . Η «συγκέντρωση εξουσίας» προσδιορίζεται από την
κατανομή εξουσίας σε κάθετο και οριζόντιο επίπεδο και από τη θέση που πρέπει
να έχει κάποιος στην ιεραρχία, προκειμένου να συμμετέχει στη λήψη

899
Βλ. Alan Block / William Chambliss, Organizing Crime, Elsevier, New York, London, 1981, σελ.
115. Για τις συχνές και ευέλικτες μετατοπίσεις στο πεδίο δράσης των εγκληματικών επιχειρήσεων
βλ. επίσης, Nicholas Dorn / Nigel South, Drug Markets and Law Enforcement, British Journal of
Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 171 – 188 και Nicholas Dorn / Karim Murji / Nigel South,
Traffickers: Drug Markets and Law Enforcement, Routledge, London, 1992, σελ. 31 – 62.
900
Βλ. Petrus Van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 11.
901
Βλ. Frank Capra, Wendezeit – Bausteine für ein neues Weltbild, (16η διευρυμένη έκδοση),
Bern, München, Wien, 1987, σελ. 298 και Alexa Providoli, Die Organisationstheorie am
Bifurkationspunkt. Die epistemologische Umorientierung in der Organisationstheorie, Peter Lang,
Frankfurt am Main, 1998, σελ. 84 – 88.
902
Βλ. σχετικά, Stephen Robbins, Organization Theory: Structure, Design and Applications, (2nd
edition), Prentice Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1987, σελ. 204 επ.
903
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
Journal of Contemporary Justice, vol. 9, no. 3, 1993, σελ. 252 – 257 και Νικολάου Μιχαλόπουλου,
Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των αποφάσεων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1994, σελ. 22 – 52.
233

στρατηγικών αποφάσεων904. Αφορά, δηλαδή, το επίπεδο και την ποικιλία των


ομάδων που λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις, σε σχέση με τον συνολικό
αριθμό των ομάδων της οργάνωσης905. Η «περιπλοκότητα» μιας οργάνωσης906
προσδιορίζεται από το βαθμό καταμερισμού εργασίας και την εξειδίκευση των
μονάδων της επιχείρησης και των υπαλλήλων της. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις
έχουν μια σχετικά απλή δομή. Οι στόχοι τους δε, είναι ανταλλάξιμοι και
μεταβαλλόμενοι, ενώ η εκπλήρωσή τους δεν απαιτεί, σε γενικές γραμμές,
ιδιαίτερες ικανότητες ή εκπαίδευση907. Η τυποποίηση, τέλος, αναφέρεται στη
σαφήνεια των κανόνων δράσης της επιχείρησης και των διαδικασιών908 που
πρέπει να ακολουθηθούν, προκειμένου να εκπληρωθεί ένας στόχος909. Είναι, με
άλλα λόγια, η πολιτική και τα προγράμματα δράσης μιας οργάνωσης910.
Ο Firestone911 στην προσπάθειά του να συγκεράσει το ιεραρχικό μοντέλο
με τη θεωρία της επιχείρησης υποστηρίζει ότι, με βάση την ανάλυση των
διαφόρων αυτοβιογραφικών κειμένων πρώην «μαφιόζων», η αλήθεια φαίνεται να
είναι κάπου στη μέση. «Η Mafia είναι υψηλά δομημένη, ίσως περισσότερο από
οποιαδήποτε άλλη εγκληματική οργάνωση». Την ίδια στιγμή, εντούτοις, οι

904
Βλ. Roger Mansfield, Bureaucracy and Centralization: An Examination of Organizational
Structure, ASQ, vol. 18, no. 4, 1973, σελ. 477 – 488.
905
Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας
των αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 44 – 47. Βλ. επίσης Jerald Hage, Theories of Organizations:
form, process, and transformation, John Wiley, New York, 1980, σελ. 53 επ.
906
Σύμφωνα με την κλασική οργανωτική θεωρία, η περιπλοκότητα μιας οργάνωσης κρίνεται με
βάση την κάθετη, οριζόντια και εδαφική διαφοροποίησή της. Η κάθετη και οριζόντια
διαφοροποίηση εξαρτάται από το είδος της επιχείρησης και η μεν κάθετη, αφορά τον αριθμό
θέσεων εργασίας μεταξύ του επικεφαλή της επιχείρησης και των εργαζομένων, η δε οριζόντια,
αναφέρεται στον καταμερισμό του οργανωτικού έργου σε αντίστοιχα τμήματα και καθήκοντα. Η
εδαφική διαφοροποίηση, τέλος, προσδιορίζεται από την εδαφική κατανομή των αρμοδιοτήτων και
των λειτουργιών της οργάνωσης σε διαφορετικές περιοχές. Βλ. Derek Pugh / David Hickson /
Bob Hinings / Christopher Turner, Dimensions of Organization Structure, ASQ, Vol. 13, 1968,
σελ. 78, Richard Hall, Organizations: Structures, Processes, Outcomes, Prentice Hall, Englewood
Cliffs, New Jersey, 1987, σελ. 60, Joseph Reitz, Behavior in Organizations, (3rd edition), Richard
Irwin Inc., Homewood, 1987, σελ. 510, Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο
πλαίσιο της θεωρίας των αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 38 – 41 και Έφης Λαμπροπούλου,
Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 140 – 141.
907
Πρβλ. Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 35 – 41.
908
Βλ. Derek Pugh / David Hickson / Bob Hinings / Christopher Turner, Dimensions of
Organization Structure, όπ.παρ., σελ. 65 επ.
909
Βλ. Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 41 – 44. Βλ. επίσης ευρύτερα Peter Michael Blau / Marshall Meyer,
Bureaucracy in Modern Society, Random House, New York, 1987, σελ. 89 επ. και Charles
Perrow, Complex Organizations: A Critical Essay, Scott Foresman, Glenview, 1972, σελ. 160 επ.
910
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 255 επ., Joseph Reitz, Behavior in Organizations, όπ.παρ., σελ. 512 και Michel
Crozier, The Bureaucratic Phenomenon, University of Chicago Press, Chicago, 1964, σελ. 187.
911
Βλ. Thomas A. Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 81.
234

αναμνήσεις των μαφιόζων στα αυτοβιογραφικά τους κείμενα, αποκαλύπτουν ότι


το να χαρακτηρίζεται η Mafia ως μία σύγχρονη εταιρία ή μια γραφειοκρατία είναι
ακατάλληλο για δύο λόγους. Πρώτον, από τη Mafia ελλείπει η συγκέντρωση της
δύναμης, ο συντονισμένος σχεδιασμός και η λειτουργική διαφοροποίηση, που
χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες επιχειρήσεις. ∆εύτερον, οι σχέσεις μεταξύ των
μαφιόζων χαρακτηρίζονται από προνεωτερικές διακρίσεις θέσης912, κατά τις
οποίες οι ανώτεροι δεν αντιμετωπίζονται απλά ως περισσότερο έμπειροι ή
περισσότερο εξειδικευμένοι, όπως σε μια σύγχρονη γραφειοκρατία, αλλά μάλλον,
όπως στη βασιλεία, τους απονέμεται ένα σχεδόν υπεράνθρωπο status το οποίο
επαναβεβαιώνεται μέσα από θεατρινίστικες επιδείξεις σεβασμού.
Ο Haller913, προσπάθησε, επίσης, να συμφιλιώσει τις δύο αυτές
διαφορετικές θεωρήσεις για το οργανωμένο έγκλημα υποστηρίζοντας ότι και οι
δύο αυτοί τρόποι ανάλυσης είναι ορθοί, απλώς αναφέρονται σε διαφορετικές
δομές. Έτσι, η «γραφειοκρατική» θεώρηση αναλύει, κατ’ εξοχήν την κοινωνική
δομή του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία ενέχει μία σκιώδη διακυβέρνηση και
διάφορες υπηρεσίες στο πλαίσιο του υποκόσμου, ενώ η θεωρία της επιχείρησης
προσπαθεί να κατανοήσει και να περιγράψει την οικονομική δομή και λειτουργία
του. Σύμφωνα με τον Haller, η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος ως
παράνομης επιχείρησης μπορεί να διευρύνει το υπό εξέταση πεδίο με τη μελέτη
άλλων εγκληματικών ομάδων, οι οποίες δεν έχουν αναπτύξει παρά στοιχειώδη
δομή, αλλά μόνο οι ομάδες τύπου Mafia θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως
«οργανωμένο έγκλημα»914. Περαιτέρω, θεωρεί ότι ο ιταλοαμερικανικός
υπόκοσμος αποτελεί μοναδικό φαινόμενο, όχι μόνο γιατί κατάφερε να
δημιουργήσει τη μεγαλύτερη σε έκταση εγκληματική επιχείρηση, αλλά, κυρίως,
γιατί οι «οικογένειες» κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δομή επαφών,
αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και ημι-κυβερνητικών λειτουργιών, που παρέχουν
τεράστια βοήθεια στις οικονομικές επιχειρήσεις των μελών τους, κάτι που δεν

912
Ο Ken Jowitt υποστηρίζει ότι τα προνεωτερικά συστήματα, που βασιζόταν στην κοινωνική
θέση, χαρακτηρίζονταν από προσβλητικές διακρίσεις μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης και
των έξω από αυτή. Τονίζει, περαιτέρω, ότι σε τέτοια συστήματα οι ευρισκόμενοι πιο πάνω στην
κοινωνική ιεραρχία πολλές φορές απαιτούσαν την πληρωμή φόρων υποτέλειας και θεατρινίστικες
επιδείξεις σεβασμού ως αναγνώριση της ανώτερης κοινωνικής τους θέσης. Βλ. Ken Jowitt, Soviet
neo-traditionalism: The political concept of a Leninist regime, Soviet Studies, vol. 35, no. 7, 1983,
σελ. 275 – 297.
913
Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 52 – 57.
914
Βλ. Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 56 και Peter
Reuter, Disorganized crime: The economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 175.
235

έχουν καταφέρει οι άλλες εγκληματικές ομάδες, οι οποίες σε γενικές γραμμές


λειτουργούν χωρίς την ύπαρξη τέτοιας υποστηρικτικής δομής.
Οι Sieber και Bögel ανέπτυξαν την «εφοδιαστική» (“Logistic”) θεωρία για
το οργανωμένο έγκλημα915. Βασικό στοιχείο της θεωρίας αυτής συνιστά η
υπόθεση ότι ο τρόπος δομής και λειτουργίας μιας εγκληματικής οργάνωσης στα
βασικά της χαρακτηριστικά ομοιάζει με τον τρόπο δομής και λειτουργίας των
επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στη νόμιμη αγορά. Οι ομοιότητες
αφορούν την τεχνική και «έμψυχη» υποδομή των εγκληματικών οργανώσεων, οι
οποίες ενσωματώνουν στη δράση τους τις νέες τεχνολογίες και στρατολογούν
ειδικευμένο προσωπικό ενώ, ταυτόχρονα, δημιουργούν δίκτυο κοινωνικού
ελέγχου, που ως στόχο έχει την προώθηση των συμφερόντων της οργάνωσης
στον ανταγωνισμό της με άλλες εγκληματικές οργανώσεις, την συγκάλυψη των
δραστηριοτήτων της και την αποδυνάμωση των μηχανισμών δίωξης της κρατικής
εξουσίας. Ειδικά, σε σχέση με την αποδυνάμωση των μηχανισμών καταστολής,
οι εγκληματικές οργανώσεις χρησιμοποιούν τόσο τις παραδοσιακές μεθόδους της
τήρησης μυστικότητας και της επιβολής του «νόμου της σιωπής», όσο και πιο
σύγχρονους και ενδεχομένως πιο αποτελεσματικούς, όπως είναι η
αντικατάσταση μεσαίων και κατώτερων μελών του εγκληματικού δικτύου, η
διαφθορά και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος916.
Οι Lawrence και Lorsch το 1967, υιοθέτησαν ως μέθοδο ερμηνείας του
οργανωμένου εγκλήματος το «μοντέλο του σχεδιασμού με βάση την
ενδεχομενικότητα» (“contingency model”). Σύμφωνα με τη «θεωρία της
ενδεχομενικότητας» (“contingency theory”), η μορφή που παίρνει τελικά μια
οργάνωση καθορίζεται από το περιβάλλον της. Όσο πιο ομοιογενές και σταθερό

915
Βλ. Ulrich Sieber / Marion Bögel, Logistik der Organisierten Kriminalität. Wirtschafts-
wissenechaftlicher Forschungsansatz und Pilotstudie zur internationalen Kfz-Verschiebung, zur
Ausbeutung von Prostitution, zum Menschenhandel und zum illegalen Glückspiel,
Bundeskriminalamt – Forschungsreihe: Bd. 28, Wiesbaden 1993 και Marion Bögel, Strukturen
und Systemanalyse der organisierten Kriminalität in Deutschland, Duncker und Humblot, Berlin,
1994, σελ. 107 επ. Εξάλλου, για τη θεωρία των Sieber και Bögel, βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία,
Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα: Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 303, Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό
Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 71 – 72 και Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα:
Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 45 επ., όπου αναφέρεται στην
«Εγκληματολογική Εφοδιαστική», καθώς και στις έρευνες των Sieber και Bögel.
916
Ορθά παρατηρεί ο van Duyne ότι «δεν υπάρχει διαφθορά χωρίς ξέπλυμα». Βλ. Petrus van
Duyne, (Crime-)money, corruption and the state, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos
/ Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border
crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands
2010, σελ. 4.
236

είναι το περιβάλλον, τόσο πιο κατάλληλη θα είναι μια τυπική και ιεραρχική δομή.
Όσο πιο πολυποίκιλο και μεταβαλλόμενο είναι το περιβάλλον, τόσο πιο
κατάλληλη είναι μια λιγότερο τυπική, συστηματοποιημένη δομή. Με απλά λόγια, η
συγκεκριμένη θεώρηση υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει ένας τέλειος τρόπος για να
οργανωθεί το έγκλημα. Όλες οι οργανώσεις έχουν ευέλικτες δομές, οι οποίες
μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους.
Οι εγκληματικές επιχειρήσεις δρουν, συνήθως, σε δυναμικό περιβάλλον,
γεγονός που τις εμποδίζει να τυποποιήσουν τις διαδικασίες τους και να
αναπτυχθούν917. Παράλληλα, ο βαθμός εχθρικότητας του περιβάλλοντος
επηρεάζει τη δομή τους, καθώς η μεγάλη εχθρικότητά του συνεπάγεται συνήθως
τη συγκέντρωση της λήψης αποφάσεων στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια της
οργάνωσης. Θεωρείται, όμως, ότι θα αποβεί μοιραίο για την οργάνωση εάν,
δρώντας σε εχθρικό περιβάλλον, αναγκαστεί να λειτουργεί συγκεντρωτικά για
μεγάλο χρονικό διάστημα918. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις, γενικά, δρουν σε
κυμαινόμενης εχθρικότητας περιβάλλοντα, τα οποία προσδιορίζονται αφενός,
από το προϊόν και τις υπηρεσίες που προσφέρουν και αφετέρου, από τις
μεταβαλλόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, πολιτικές δίωξης και στάσεις της κοινής
γνώμης919.
Η θεωρία αυτή βρήκε την ερευνητική της επιβεβαίωση το 1979, στην
εργασία, της Graebner-Anderson, σύμφωνα με την οποία, το οργανωμένο
έγκλημα έχει ιεραρχική δομή παρόμοια με αυτή που περιέγραψε ο Donald
Cressey, αν και όχι τόσο σύνθετη920. Η Graebner-Anderson παρατήρησε, όμως,
ότι πέρα από την ύπαρξη των επίσημων θέσεων μιας εγκληματικής οργάνωσης,
υπήρχε και μια πληθώρα «συνεργατών» (“associates”), που αν και δεν ήταν οι
ίδιοι μέλη, εκτελούσαν πολλές δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για την επιτυχία
της ομάδας, διευθύνοντας συνήθως νόμιμες επιχειρήσεις προκάλυψης, αλλά και,
ενίοτε, παράνομες επιχειρήσεις για λογαριασμό της εγκληματικής ομάδας921.
Ενώ, επιπλέον, η ποιότητα των σχέσεων αυτών των «συνεργατών» με τα «μέλη»

917
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 259 επ.
918
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 260.
919
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 149
– 150.
920
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
όπ.παρ., σελ. 2 και 32 – 38.
921
Ibid, σελ. 39 – 41.
237

της οργάνωσης προσομοίαζαν σε διευθετήσεις πελατειακού χαρακτήρα922. Κατά


συνέπεια, με τα ευρήματά της αυτά, κατάφερε να γεφυρώσει, ερευνητικά
τεκμηριωμένα, το χάσμα μεταξύ του «γραφειοκρατικού» και του «πελατειακού»
μοντέλου ερμηνείας του οργανωμένου εγκλήματος, στα οποία αναφερθήκαμε
αναλυτικά ανωτέρω.
Η «θεωρία των αυτοποιητικών ή αυτοαναφορικών συστημάτων»923, για
την ερμηνεία της οργάνωσης των εγκληματικών επιχειρήσεων924 δίνει βάρος και
στο εσωτερικό περιβάλλον τους και ως εκ τούτου, οι εγκληματικές οργανώσεις
δεν προσδιορίζονται μόνο από το εξωτερικό τους περιβάλλον, αλλά και από το
εσωτερικό τους. Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει το γεγονός ότι οι εγκληματικές
οργανώσεις δεν αποτελούν «ανοικτά συστήματα»925, όπως προτείνει το «εθνικό

922
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
όπ.παρ., σελ. 43 – 44.
923
Η «θεωρία των αυτοποιητικών ή αυτοαναφορικών συστημάτων», διατυπώθηκε θεωρητικά από
το Niklas Luhmann για τα κοινωνικά συστήματα γενικά, σε συνέχεια της θεωρίας της αυτοποίησης
των Χιλιανών βιολόγων Humberto Maturana και Francisco Varela, οι οποίοι είχαν περιγράψει τον
τρόπο που τα ζώντα συστήματα, οι ζώντες οργανισμοί, αναπαράγουν την ύπαρξή τους. Βλ.
ιδίως, Humberto Maturana / Francisco Varela, Autopoietische Systeme: eine Bestimmung der
lebendingen Organisation, στο Humberto Maturana (ed), Erkennen: Die Organisation und
Verkörperung von Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen Epistemologie, (2η
έκδοση), Vieweg, Braunschweig, 1985, σελ. 170 – 235, των ιδίων, Το δέντρο της γνώσης. Οι
βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, (μετάφραση Σπύρου Μανουσέλη), εκδ. Κάτοπτρο,
Αθήνα, 1992, σελ. 99 – 103, Milan Zelený, Autopoiesis. A theory of Living Organization, North
Holland, New York, 1981, ιδίως σελ. 119 επ., Niklas Luhmann / Karl – Eberhard Schorr,
Reflexionsprobleme im Erziehungssystem, Klett – Cotta, Stuttgart, 1979, Niklas Luhmann,
Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie, Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1984, σελ.
23 επ., 58 επ., 191 – 241 και 399 – 404, του ιδίου, Organization, στο Willi Küpper / Günther
Ortmann (eds), Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele in Organizationen, Westdeutscher
Verlag, Opladen, 1988, σελ. 173, Niklas Luhmann, Moderne Systemtheorie als Form
gesamtgesellschaftlicher Analyse, στο Jürgen Habermas / Niklas Luhmann, Theorie der
Gesellschaft oder Sozialtechnologie. Was leistet die Systemforschung?, Suhrkamp, Frankfurt am
Main, 1971, σελ. 7 – 24, του ιδίου, Symbiotische Mechanismen, Soziologische Aufklärung 3.
Soziales System, Gesellschaft, Organization, Westdeutscher Verlag, Opladen, 1981, σελ. 228 –
244, του ιδίου, Ökologische Kommunikation (3η έκδοση), Westdeutscher Verlag, Opladen, 1990,
σελ. 194 – 209 και Peter Hejl, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self-
Maintenance, Self-Reference, and Syn-Reference, στο Hans Ulrich / Gilbert Probst (eds), Self-
Organization and Management of Social Systems. Insights, Promises, Doubts, and Questions,
Springer – Verlag, Berlin – New York, 1984, σελ. 60 – 78.
924
Για την εφαρμογή της αυτοποιητικής θεωρίας στη θεωρία των οργανώσεων, βλ. Παναγιώτη
Καρκατσούλη, Αυτοποίηση και θεωρία των οργανώσεων, στο Ιωάννας Τσιβάκου (επιμ), ∆ράση
και Σύστημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των οργανώσεων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1995,
ιδίως σελ. 350 – 360.
925
Παραδοσιακά στη συστημική θεωρία γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «κλειστά» και σε «ανοικτά»
συστήματα και η υπέρβαση που επιχειρείται στο πλαίσιο της θεώρησης του Luhmann, είναι η
προσπάθεια η κλειστότητα να αντιμετωπιστεί ως ένας τρόπος διερεύνησης των δυνατοτήτων
επαφής του συστήματος με το εξωτερικό περιβάλλον. Υπό το πρίσμα αυτό, η κλειστότητα ενός
συστήματος αυξάνει την ανοικτότητά του προς το εξωτερικό περιβάλλον. Η αυτοαναπαραγωγή
ενός συστήματος δεν είναι απλώς η σχέση ενός συστήματος με το περιβάλλον του. Σύμφωνα με
τον Luhmann, «δεν πρόκειται για προσαρμογή στο περιβάλλον, δεν πρόκειται για μεταβολισμό,
αλλά για έναν μοναδικό τρόπο εξαναγκασμού σε αυτονομία, ο οποίος προκύπτει από το ότι το
238

μοντέλο»926 ή μια πρώτη ανάγνωση της «θεωρίας της επιχείρησης», σύμφωνα με


την οποία προσπαθούν απλώς να προσαρμοστούν στο περιβάλλον
επεξεργαζόμενες τις επιρροές του. ∆εν αποτελούν, εξάλλου, ούτε «κλειστά
συστήματα» όπως προτείνει το «ιεραρχικό μοντέλο», επειδή ο τρόπος
λειτουργίας τους είναι προσανατολισμένος στην αυτοαναπαραγωγή τους και δεν
υπόκεινται σε άμεσες επιδράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος.
Στην πραγματικότητα, οι επιδράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος
αποτελούν αφορμή για εσωτερική δράση της οργάνωσης. Επομένως, η
προσαρμογή της εγκληματικής οργάνωσης στο περιβάλλον μέσα από την
αλλαγή της δομής της, δεν είναι μια κατευθυνόμενη από αυτή διαδικασία, αλλά
μάλλον μια ικανότητα της αυτόνομης συντήρησης του συστήματος, υπό την
έννοια της διάθεσης εκ μέρους του ενός δικτύου επεξεργασίας των
ερεθισμάτων927.
Στην περίπτωση μιας επιχείρησης του οργανωμένου εγκλήματος,
επομένως, δεν έχει σημασία μόνο το εξωτερικό περιβάλλον με το διαφορετικό
βαθμό εχθρικότητάς του, τη μεταβαλλόμενη δυναμική της αγοράς και τις
ευκαιρίες που παρέχει για την ανάπτυξη της δράσης της οργάνωσης, αλλά εξίσου
κρίσιμο στοιχείο αποτελεί και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η
εγκληματική επιχείρηση τα ερεθίσματα, προκειμένου να τα αντιμετωπίσει με τα
μέσα που διαθέτει.
Η κινητικότητα των «επιχειρηματιών» του οργανωμένου εγκλήματος, η
διορατικότητά τους στην εκμετάλλευση των «αναγκών» των πελατών και στην
αναπαραγωγή νέων «αναγκών», καθώς και οι ευέλικτες δομές των σύγχρονων
εγκληματικών επιχειρήσεων, τείνουν, κατά την άποψή μας, να προσεγγίζουν τον
τύπο των «αυτοποιητικών ή αυτοαναφορικών συστημάτων».
Μια από τις πιο επεξεργασμένες εικόνες του οργανωμένου εγκλήματος ως
οργανωμένης δραστηριότητες, με βάση τη θεωρία των οργανώσεων, έχει δώσει

σύστημα θα έπαυε να υπάρχει, εάν δεν εφοδίαζε τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται με
ικανότητα επαφής με το περιβάλλον, ώστε να μπορεί να τα αναπαράγει». Βλ. Niklas Luhmann,
Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie, όπ.παρ., σελ. 28 επ. και 63.
926
Βλ. Βλ. Francis Ianni, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 72.
927
Βλ. Peter Hejl, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self- Maintenance,
Self-Reference, and Syn-Reference, όπ.παρ., σελ. 60 – 78 και Humberto Maturana / Francisco
Varela, Το δέντρο της γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, όπ.παρ., σελ. 99 –
103.
239

ο Albert Cohen στη μελέτη του “The Concept of Criminal Organization”928. Στη
μελέτη αυτή, 1) περιγράφει το γενικό χαρακτήρα και το σκοπό της εγκληματικής
οργάνωσης ως στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τους επί μέρους τύπους της,
2) δίνει έμφαση στο γεγονός ότι μία εγκληματική οργάνωση περιλαμβάνει τόσο
«δομές δράσης» (“structures of activity”) όσο και «δομές ένωσης» (“structures of
association”), 3) καθιστά σαφές ότι μία εγκληματική οργάνωση δεν περιορίζεται
στην ανάπτυξη ειδικά εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά εκτείνεται σε όλα τα
είδη κοινωνικής δράσης κατά την τέλεση εγκλημάτων και 4) καταδεικνύει ότι τα
λειτουργικά προβλήματα των ανθρώπινων συστημάτων διαφοροποιούνται στην
εγκληματική οργάνωση και η διαφορά αυτή δικαιολογεί την ξεχωριστή μελέτη της
εγκληματικής οργάνωσης929.
Σύμφωνα με τον Cohen τις δομές δράσης τις αντιλαμβανόμαστε μέσα από
το ερώτημα «γιατί γίνεται αυτό τώρα;», ενώ τις δομές ένωσης, μόλις
κατανοήσουμε το «πώς» της δράσης. Έτσι, στις δομές δράσης η έμφαση έγκειται
στη διαδικασία διάδρασης των διαφόρων συμβάντων, ενώ στις δομές ένωσης, η
προσοχή εστιάζεται στην εσωτερική δομή μιας ομάδας, στους κανόνες
λειτουργίας της, στους κώδικες επικοινωνίας των μελών, τον καταμερισμό
καθηκόντων και τη βιωσιμότητά της. Η διάκριση αυτή αποτελεί, κατά τον Cohen,
ένα πρώτο βήμα για την κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί μια εγκληματική
οργάνωση. Συνεπώς, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η διάκριση μεταξύ
εγκληματικών και άλλου είδους οργανώσεων, είναι μάλλον αναλυτικού
χαρακτήρα, παρά απτή», αφού «αυτό που είναι γνωστό ως δομή παράνομων
ευκαιριών δεν είναι παρά η δομή των νόμιμων ευκαιριών ιδωμένη από μιαν άλλη
σκοπιά», αφού «κάθε νόμιμη επιχείρηση συνιστά μια πρόσκληση για την
εγκληματική εκμετάλλευσή της εκ μέρους των insiders»930.
Ενόψει αυτής της παραδοχής, ο συγγραφέας οδηγήθηκε στο συμπέρασμα
ότι «οι οργανώσεις που δρουν στην παράνομη αγορά έχουν να αντιμετωπίσουν
τα ίδια λειτουργικά προβλήματα με κάθε άλλη οργάνωση. Κάθε οργάνωση,
εγκληματική ή μη, έχει ταυτόχρονα να επιλύσει τα προβλήματα της εξασφάλισης
και της κατανομής πόρων, της επάνδρωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού
της, της αλληλεγγύης, της πειθαρχίας, της διάθεσης των εκροών της, της

928
Βλ. Albert Cohen, The Concept of Criminal Organization, The British Journal of Criminology,
vol. 17, 1977, σελ. 97 επ.
929
Ibid, σελ. 111.
930
Ibid, σελ. 100 και 101.
240

νομιμοφροσύνης, της σύγκλισης αντιμαχόμενων στόχων και συμφερόντων


κλπ»931. Επομένως, η οργάνωση, ως κοινωνικό μόρφωμα, σημαίνει κυρίαρχα τον
έλεγχο της ροής των πληροφοριών και, ενδεχομένως, τον αποκλεισμό της
πρόσβασης σε αυτές ή την απόκρυψή τους και την παραπλάνηση άλλων.
Το γεγονός, όμως, ότι η εγκληματική οργάνωση κινείται στην αγορά,
σχετικοποιεί τη δραστικότητα των εσωτερικής φύσης μέτρων που λαμβάνει για τη
διάσπαση της ροής των πληροφοριών και εξ αυτού του λόγου, απαιτείται η λήψη
πρόσθετων μέτρων εξουδετέρωσης της εξιχνίασης της δράσης της, όπως, για
παράδειγμα, η δι’ απειλών ή διά μικρής αποζημίωσης αποτροπή του θύματος να
στραφεί κατά της οργάνωσης (“cooling the mark out”), η δωροδόκηση των
προσώπων που ασκούν κοινωνικό έλεγχο (“the fix”) και, ασφαλώς, η καλύτερη
δυνατή νομική υποστήριξη και υπεράσπιση από εξειδικευμένα δικηγορικά
γραφεία όσων μελών της οργάνωσης, παρά τις προφυλάξεις, εμπλακούν με τη
δικαιοσύνη932.
Οι Stier και Richards933, τέλος, συνεισέφεραν στην ακαδημαϊκή συζήτηση
ένα ενδιαφέρον εξελικτικό μοντέλο της εγκληματικής ανάπτυξης, που ξεκινά με τις
αρπακτικές συμμορίες των δρόμων934, ωριμάζει μέσα σε παρασιτικούς τύπους
εγκληματικής συμπεριφοράς και κατόπιν εξελίσσεται σε πιο πολύπλοκες
συμβιωτικές ομάδες, στάδιο κατά το οποίο οι συμμορίες ενσωματώνονται πλέον
στο νόμιμο οικονομικό σύστημα.
Κατά την άποψή μας, θα ήταν λάθος να αναλυθεί το πολυδύναμο
φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος αποκλειστικά και μόνο από μια μάλλον
«οικονομίστικη» σκοπιά, ως αποτέλεσμα δηλαδή αποκλειστικά της αύξησης της
ζήτησης και της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Το οργανωμένο έγκλημα
είναι παράλληλα παρενέργεια των προσπαθειών του σύγχρονου κράτους και του
διεθνούς δικαίου να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διεθνή
ειρήνη. Οι παράνομες αγορές αποτελούν σε μεγάλο βαθμό νομικές κατασκευές

931
Βλ. Albert Cohen, The Concept of Criminal Organization, όπ.παρ., σελ. 103.
932
Ibid, σελ. 105 – 107.
933
Βλ. Edwin Stier / Peter Richards, Strategic decision making in organized crime control: the
need for a broadened perspective, στο Herbert Edelhertz (ed), Major Issues in Organized Crime
Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-26/1986, US Department Of
Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987, σελ. 65 – 80.
934
Ειδικά για την τάση μετεξέλιξης των νεανικών συμμοριών δρόμου της Κεντρικής Αμερικής σε
πιο σύνθετες εγκληματικές οργανώσεις παροχής «προστασίας» με υπερεθνικούς δεσμούς, βλ.
José Miguel Cruz, Central American maras: from youth street gangs to transnational protection
rackets, Global Crime, vol. 11, no. 4, 2010, σελ. 379 – 398.
241

και αναπτύχθηκαν παράλληλα με το σύγχρονο κοινωνικό κράτος και το διεθνές


δίκαιο μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους935.
Οι πολυμερείς συμφωνίες για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, οι διεθνείς συμβάσεις για την κατάργηση της δουλείας, την
απαγόρευση των ναρκωτικών και των άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών, για την
απαγόρευση της χρήσης συγκεκριμένων όπλων και οι διεθνείς κανόνες για τον
περιορισμό της πώλησης πολεμικών εξοπλισμών, είναι μερικά χαρακτηριστικά
παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο οι προσπάθειες για την προστασία
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς ειρήνης συνέβαλαν στη
δημιουργία των παράνομων αγορών936. Πράγματι, το δίκτυο των απαγορεύσεων
και των ρυθμίσεων, που άρχισε να γίνεται όλο και πιο πυκνό μετά το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν υπερβολικά τα κέρδη των
εμπορευόμενων τα απαγορευμένα είδη και έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την
εμφάνιση νέων εγκληματικών επιχειρήσεων και νέων πεδίων κερδοφορίας937.
Οι παράνομες αγορές διαθέτουν πολλές ομοιότητες με τις νόμιμες. Τα
κίνητρα δράσης νόμιμων και παράνομων επιχειρηματιών είναι η μεγιστοποίηση
του κέρδους και οι παραγωγικές επενδύσεις και προκειμένου να το επιτύχουν
μετέρχονται κάθε μέσου. Παντού υπάρχουν αγοραστές και πωλητές, μικρέμποροι
και μεγαλέμποροι, υπάρχει ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, όπως
επίσης υπάρχει και ο ολιγοπωλιακός τομέας. Ακόμη, τόσο ο ανταγωνιστικός, όσο
και ο ολιγοπωλιακός τομέας είναι διαρθρωμένοι σε μερικότερους υποτομείς, ο
αριθμός των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ανάγκη
διατήρησης ενός σταθερού επιπέδου ποιότητας των εμπορευμάτων, ο έλεγχος
για την είσοδο στην αγορά, η εχεμύθεια και η αξιοπιστία938.

935
Για μια συνοπτική ιστορική αναδρομή στη γέννηση των παράνομων αγορών λόγω των
απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβλήθηκαν για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και της διεθνούς ειρήνης, βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και
Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 110 επ.
936
Βλ. Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν, Αντιαπαγορευτική πολιτική: Κυριαρχία των νόμων της αγοράς ή
κυριαρχία του κοινωνικού ελέγχου;, στο ∆ιεθνής Αντιαπαγορευτική Κίνηση (LIA), Ναρκωτικά: η
άλλη πρόταση, Πρακτικά Συνεδρίου, 22 – 24 Νοεμβρίου 1990, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1991, σελ. 159 – 160.
937
Βλ. Robin Thomas Naylor, Hot Money and the Politics of Debt. From Watergate to Irangate,
from Afghanistan to Zaire (2nd edition), Black Rose Books, Montreal, Québec, 1994, ιδίως σελ.
115 επ. και John Stanley / Maurice Pearton, The International Trade in Arms, International
Institute for Strategic Studies, London, 1972, σελ. 65 επ.
938
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 112
– 113.
242

Υπάρχουν, όμως, και σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη νόμιμη


οικονομία. Έτσι, οι εγκληματικές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ολιγοπωλιακό
τομέα έχουν πολυδύναμο χαρακτήρα939, διαθέτουν δηλαδή πρόσβαση σε
διάφορες πλουτοπαραγωγικές πηγές και για το λόγο αυτό έχουν την ικανότητα να
χρησιμοποιούν προς όφελός τους ταυτόχρονα οικονομικές (πρόσβαση σε πηγές
πρώτων υλών, χρηματιστήριο), πολιτικές (χρηματισμός πολιτικών, εξουδετέρωση
κρατικής αντίδρασης) και στρατιωτικές (όπλα, πυρηνικό υλικό) πηγές. Εξάλλου,
οι σχέσεις στο εσωτερικό των ολιγοπωλιακών εγκληματικών επιχειρήσεων και οι
σχέσεις με το εξωτερικό τους περιβάλλον δεν είναι μονοδιάστατες, δεν έχουν
δηλαδή μόνο το χαρακτήρα εμπορικής, πολιτικής ή στρατιωτικής συναλλαγής,
αλλά είναι σύνθετες και πολύπλευρες. Στις παράνομες αγορές κυριαρχούν τα
μυστικά δίκτυα, εξαιτίας του υψηλού κινδύνου που υπάρχει και σχετίζεται με τη
συχνότητα διανομής του προϊόντος, το είδος του εμπορευόμενου αγαθού, τη
μορφή των απαραίτητων για τη διακίνησή του εμπορικών σχέσεων και την
εφαρμοζόμενη κρατική πολιτική σε σχέση με το συγκεκριμένο αγαθό940. Ο
κίνδυνος επιτείνεται, επίσης, λόγω του γεγονότος ότι στις παράνομες αγορές δεν
υπάρχει τυπικός μηχανισμός, που να δύναται να εγγυηθεί την ασφαλή ανταλλαγή
των εμπορευμάτων και την τήρηση των συμφωνιών941.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των παράνομων αγορών, εξάλλου, είναι η
υπερεμπορευματοποίηση των κοινωνικών, ατομικών και φυσικών αγαθών. Έτσι,
αγαθά όπως η ανθρώπινη ζωή, η υγεία, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των
κρατικών υπηρεσιών και της δικαιοσύνης, οι πληροφορίες και οι φυσικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές, που αν και εξ ορισμού δεν έχουν τέτοια υπόσταση,
και αποτελούν κρίσιμα αγαθά για την πολιτική σταθερότητα και την ασφάλεια των
πολιτών, εντούτοις, μετατρέπονται σε εμπορεύματα942.

939
Βλ. Smith Dwight Jr., Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the Nineties,
όπ.παρ., σελ. 132 επ.
940
Βλ. Κλεάνθη Γρίβα, Οπιούχα. Μορφίνη – Ηρωίνη – Μεθαδόνη, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1995, σελ. 203 – 255 και του ιδίου, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά». Τα
«Ναρκωτικά» ως εργαλείο της Αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, Νέα Σύνορα –
Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1997, σελ. 52 – 168.
941
Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ. 1
– 60.
942
Βλ. Κλεάνθη Γρίβα, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά», όπ.παρ., σελ. 79 – 81. Βλ. επίσης
Michael Walzer, Spheres of Justice. A Defense of Pluralism and Equality, Basic Books, New
York, 1983, σελ. 95 επ.
243

Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι παράνομες επιχειρήσεις


χρειάζονται κεφάλαια, δραστικό μηχανισμό επιβολής ισχύος και εξουδετέρωση
του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
Η διάθεση κεφαλαίων αυτονόητα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, προκειμένου
να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις παράνομες αγορές. Η
ανάπτυξη κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 των υπεράκτιων
χρηματοοικονομικών κέντρων διεύρυνε εντυπωσιακά τις δυνατότητες
νομιμοποίησης των παράνομων προσόδων και η δημιουργία αποθεμάτων
ρευστού κεφαλαίου έδωσε έναυσμα σε ακόμη πιο έντονη επιχειρηματική
δραστηριότητα από την πλευρά του οργανωμένου εγκλήματος943.
Παρά το γεγονός ότι η άσκηση βίας εκ μέρους των εγκληματικών
οργανώσεων δεν έχει αποδειχθεί ερευνητικά944, εντούτοις, η δυνατότητα χρήσης
της θεωρείται συστατικό στοιχείο για τη λειτουργία των παράνομων αγορών και
της οργανωμένης εγκληματικότητας945. Η χρήση βίας οφείλεται κυρίως στο
γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι στις παράνομες αγορές δεν έχουν τη δυνατότητα να
προσφύγουν σε κάποιον εξωτερικό μηχανισμό καταναγκασμού, όπως είναι η
αστυνομία ή τα δικαστήρια, προκειμένου να διευθετήσουν τις διαφορές τους, ενώ,
ακόμη και τα θύματα της βίας διστάζουν να απευθυνθούν στις αρχές για βοήθεια,
καθώς, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν υποχρεωμένα να παράσχουν
πληροφορίες για υποθέσεις στις οποίες είναι και τα ίδια εμπλεκόμενα946.

943
Βλ. Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (money
laundering), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996, σελ. 173 επ. Βλ. επίσης William Gilmore, Βρώμικο
Χρήμα. Η ανάπτυξη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση
Νέστορα Κουράκη), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1999, σελ. 52 επ.
944
Η Annelise Anderson, για παράδειγμα, στην έρευνά της σε μια εγκληματική «οικογένεια»
(“crime family”), δε διαπίστωσε χρήση βίας κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεών της ούτε άσκηση
φυσικού καταναγκασμού για την είσπραξη των οφειλόμενων σ’ αυτήν ποσών. Βλ. Annelise
Anderson Graebner, The Business of Organized Crime. A Cosa Nostra Family, όπ.παρ., σελ. 66
και 117. Ο Ronald Goldstock και οι συνεργάτες του, στην έρευνά τους για τη διείσδυση του
οργανωμένου εγκλήματος στον κλάδο των κατασκευαστικών εταιριών στη Νέα Υόρκη,
παρατήρησαν ότι στη χρήση βίας κατέληγαν σε μόνο εξαιρετικές περιπτώσεις. Συμπέρασμα στο
οποίο κατέληξε και ο Peter Reuter στην έρευνά του για τις παράνομες επιχειρήσεις με τις
αυτόματες μηχανές πώλησης. Βλ. Ronald Goldstock / Martin Marcus / Thomas Thacher / James
B. Jacobs, Corruption and Racketeering in the New York City Construction Industry, Final Report
to Governor Mario M. Cuomo from the New York State Organized Crime Task Force, New York
University Press, New York, 1990, σελ. 31 και Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics
of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 132 επ.
945
Βλ. Sabrina Adamoli / Andrea Di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime
Around the World, όπ.παρ., σελ. 4 – 10.
946
Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ.
50 επ.
244

Έχει παρατηρηθεί ότι κατά την πρώτη φάση συγκρότησης μιας


παράνομης αγοράς, οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων χαρακτηρίζονται γενικά από
αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη ενώ, στη δεύτερη φάση ανάπτυξής της, η
παράνομη αγορά βασίζεται σε πιο αυστηρές μορφές ελέγχου για την τήρηση των
συμφωνιών. Παράλληλα, οι ποινικοποιήσεις και η αυστηρότερη αντίδραση του
επίσημου μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου συνδέονται με τη χρήση συχνότερης ή
πιο έντονης βίας στις παράνομες αγορές947.
Η ένταση της βίας και η δυνατότητα χρήσης της εξαρτάται τόσο από την
κοινωνική ανοχή, όσο και από ποικίλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες,
όπως είναι, για παράδειγμα, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και του άτυπου
κοινωνικού ελέγχου, ιδίως μετά από μεγάλες φυσικές καταστροφές.
Εξάλλου, η βία κατεξοχήν χρησιμοποιείται από τις εγκληματικές
οργανώσεις για τη διατήρηση του μονοπωλίου στην αγορά και για την
εξουδετέρωση του ανταγωνισμού, αλλά η χρήση της βίας ακόμη και γι’ αυτό το
σκοπό τείνει να μειώνεται, καθώς απαιτείται μεγάλη κινητοποίηση ατόμων για την
άσκησή της, κάτι που αυξάνει συνολικά το κόστος της επιχείρησης, ενώ,
παράλληλα, πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες να επέμβει η αστυνομία. Εξαίρεση
αποτελούν εκείνες οι περιπτώσεις που η βία συνιστά το παρεχόμενο προϊόν της
εγκληματικής οργάνωσης ή αποτελεί αναπόφευκτο συστατικό της παράνομης
δράσης. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι εγκληματικές επιχειρήσεις τείνουν μάλλον
να χρησιμοποιούν τη φήμη που έχουν καλλιεργήσει ότι μπορούν να
χρησιμοποιήσουν βία948, παρά να ασκούν φυσική βία στην πραγματικότητα, ενώ,
παράλληλα, προσπαθούν να αναπτύξουν διάφορους τύπους ενδοομαδικής
επίλυσης διαφορών949.

947
Αυτά ήταν τα συμπεράσματα του εθνολόγου Roger Lewis για τις αγορές ναρκωτικών στο
Λονδίνο και τη Ρώμη. Βλ. Pino Arlacchi, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of
Capitalism, όπ.παρ., σελ. 270 επ.
948
Ακόμη και η φήμη, σύμφωνα με τον Reuter, μπορεί να αποδειχθεί «δίκοπο μαχαίρι» για τις
εγκληματικές επιχειρήσεις, καθώς μπορεί να εμποδίζει τη σύγκρουση αντίπαλων συμμοριών,
δίνει, όμως, στόχο στους φορείς επιβολής του νόμου, τους οποίους δεν είναι σε θέση να
παρακάμψουν οι οργανωμένοι εγκληματίες. Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal
Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ. 57.
949
Στις εγκληματικές επιχειρήσεις, ιδίως σ’ αυτές που ασχολούνται με την παροχή «προστασίας»,
έχουν αναπτυχθεί μορφές αυτορύθμισης των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηριστικό είναι
το παράδειγμα των βίαιων συγκρούσεων των Tongs στις Chinatowns των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου
αιώνα, για τον έλεγχο και την παροχή «προστασίας» στις μικρές επιχειρήσεις των ομοεθνών
τους, που τελικά οδήγησαν στη σταδιακή ανάπτυξη ειρηνικών μορφών επίλυσης των
συγκρούσεων.
245

Περαιτέρω, η εξουδετέρωση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου αποτελεί


απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των επιχειρήσεων του οργανωμένου
εγκλήματος και επιχειρείται συνήθως είτε με τη διαφθορά, είτε με την
εκμετάλλευση του πελατειακού συστήματος διακυβέρνησης είτε, τέλος, με τη
δημιουργία αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων με εκπροσώπους της
επίσημης εξουσίας.
Αν και η δωροδοκία δεν αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ νόμιμων
και παράνομων επιχειρήσεων950, αφού και οι νόμιμες τη χρησιμοποιούν ευρέως
για την επίτευξη των στόχων τους951, εντούτοις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί
ότι παίζει σημαντικότερο ρόλο στις παράνομες επιχειρήσεις, γιατί αυτές
αντιμετωπίζουν τον επιπρόσθετο κίνδυνο εξάρθρωσής τους. Σύμφωνα με
στοιχεία από τις λίγες σχετικές έρευνες που έγιναν στις παράνομες επιχειρήσεις,
η έμφαση φαίνεται να δίδεται στη δωροδοκία της αστυνομίας952. Ορισμένες
μελέτες έδειξαν, εξάλλου, ότι η δωροδοκία των αστυνομικών ως κύριο στόχο είχε

950
Βλ. Ενδεικτικά, Matti Joutsen (ed), Five issues in European Criminal Justice: Corruption,
women in the criminal justice system, criminal policy indicators, community crime prevention, and
computer crime. Proceedings of the 6th European Colloquium on Crime and Criminal Policy,
Helsinki 10 – 12 December 1998, HEUNI, (The European Institute for Crime Prevention and
Control, affiliated with the United Nations), Helsinki, 1999, σελ. 22 – 89, Gianluca Fiorentini /
Stefano Zamagni (eds), The economics of corruption and illegal markets: The economics of
corruption, vol. 1, Edward Elgar, Cheltenham, Northampton, 1999, των ιδίων, The economics of
corruption and illegal markets: The economics of illegal activities, vol. 2, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999, των ιδίων, The economics of corruption and illegal markets:
The economics of illegal markets and organized crime, vol. 3, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999, Anna Alvazzi del Frate / Giovanni Pasqua (eds), Responding to
the challenges of corruption: Acts of the International Conference, Milan, 19 – 20 November
1999, United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute (UNICRI), UNICRI
publication no. 63, Milan, Rome, 2000, ιδίως σελ. 334 επ., Κλεομένη Κουτσούκη, Η παθολογία
της πολιτικής. Όψεις της διαφθοράς στο νεοελληνικό κράτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998, σελ.
32 επ., Αλεξάνδρας Νικολοπούλου (επιμ), Κράτος και ∆ιαφθορά, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα, 1998, σελ.
56 επ. και Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, όπ.παρ., σελ. 99 επ.
951
Το σκάνδαλο της υπόθεσης Siemens, που ξέσπασε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2008,
σύμφωνα με το οποίο υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης χειρίζονταν τα «μαύρα ταμεία» της,
τα οποία περιείχαν τεράστια ποσά και των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν η εξαγορά
συνειδήσεων πολιτικών και διαφόρων ιθυνόντων, προκειμένου η Siemens να προτιμάται από
άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε διάφορους δημόσιους διαγωνισμούς, αποτελεί ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό παράδειγμα.
952
Ο Schelling, το 1967 ανέλυσε την αγορά παράνομων στοιχημάτων, όπως περιγράφηκε από
την Επιτροπή Kefauver, η οποία μεταξύ των ετών 1950 – 1951 είχε πραγματοποιήσει έρευνες για
τη δράση των οργανωμένων ιταλικών εγκληματικών ομάδων και με βάση τα συμπεράσματα της
οποίας επικράτησε η άποψη ότι η Mafia είναι μια μεγάλη ιεραρχικά δομημένη εγκληματική
οργάνωση. Σύμφωνα με τα πορίσματα της Επιτροπής, η ίδια η αστυνομία λειτουργούσε σε
ορισμένες περιοχές ως πράκτορας συλλογής χρημάτων από παράνομα στοιχήματα. Θα πρέπει
να σημειωθεί, όμως, ότι φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς της αστυνομίας καταγράφηκαν μόνο
στις περιπτώσεις που ο απόλυτος έλεγχος μιας περιοχής ανήκε σε μία υπηρεσία και δεν υπήρχαν
άλλες συναρμόδιες αρχές. Βλ. Thomas Schelling, Economic Analysis of Organized Crime, στο
President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, Task Force Report:
Organized Crime, Government Printing Office, Washington D.C., 1967, appendix D.
246

τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας της εγκληματικής επιχείρησης και όχι τον
μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς953.
Ένας δεύτερος τρόπος για την εξουδετέρωση της κρατικής παρέμβασης
είναι η διασφάλιση της συναίνεσης ευρέων τμημάτων του πληθυσμού για τη
δράση της εγκληματικής οργάνωσης και η «μεταπώληση» της συναίνεσης αυτής
με διάφορα ανταλλάγματα στους πολιτικούς954.
Πράγματι, η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης σε συνδυασμό με το
πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης αποτελούν όρους για τη δημιουργία
σχέσεων εύνοιας, που διευκολύνουν τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος,
ενώ, παράλληλα διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαφυγή από τη σύλληψη και
τιμωρία των μελών του.
Ένας τρίτος, τέλος, τρόπος εξουδετέρωσης του μηχανισμού του επίσημου
κοινωνικού ελέγχου είναι η δημιουργία από το οργανωμένο έγκλημα αμοιβαίων
οικονομικών συμφερόντων με εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας, για τη
μονοπώληση μιας νόμιμης πηγής εσόδων, όπως είναι, για παράδειγμα, η
προμήθεια πολεμικού υλικού ή η εκτέλεση δημοσίων έργων955.
Η πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό αυτονοήτως εξασφαλίζει στις
συγκεκριμένες εγκληματικές οργανώσεις ένα προβάδισμα στον επιχειρηματικό
τομέα έναντι άλλων εγκληματικών οργανώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι
οικονομικά πιο εύρωστες ή αριθμητικά μεγαλύτερες από τις άλλες956.
Από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά συνηθισμένη είναι957, εξάλλου, και
η συμμετοχή εγκληματικών οργανώσεων σε «παράνομα δίκτυα συμφερόντων»,
τα οποία δρουν με την κάλυψη ευρύτερων «δικτύων ισχύος», που αποτελούνται
από σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και δημόσιας ζωής και
ως εκ τούτου, διαθέτουν μεγάλη δύναμη, τα οποία ως στόχο έχουν την υπέρβαση

953
Βλ. Peter Reuter / Jonathan Rubinstein, Illegal Gambling in New York, National Institute of
Justice, Washington D.C., 1982, σελ. 130 επ.
954
Βλ. Alan Weisman, Dangerous Days in Macarena, περιοδικό New York Times Magazine, 23 -
4 -1989, σελ. 40 – 48.
955
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 121.
956
Βλ. Letizia Paoli, The Integrations of the Italian Scene, European Journal of Crime, Criminal
Law and Criminal Justice, vol. 2, no. 3, 1994, σελ. 212 – 238.
957
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της μασονικής στοάς P2 (Propaganda
Due). Εκτενής αναφορά γίνεται στην Ενότητα 1 του 2ου Κεφαλαίου για την κοινωνιολογική και
οικονομική προσέγγιση του φαινομένου.
247

των χρονικών και τοπικών περιορισμών που χαρακτηρίζουν την «πολιτική


μηχανή» (“political machine”) 958.
Συνοψίζοντας, η διάθεση κεφαλαίων, η άσκηση βίας και η εξουδετέρωση
του επίσημου μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου αποτελούν κρίσιμα
χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με την εγκληματική
επιχείρηση. Εξάλλου, η διαφορετική δυνατότητα πρόσβασης σε αγαθά,
υπηρεσίες, οδούς, πληροφορίες και έμψυχο δυναμικό τείνει να δημιουργεί έναν
συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών εγκληματικών οργανώσεων, που
συμβάλει σε μια διαρκή αναδόμηση των σχέσεων, των διασυνδέσεων, των
συμμαχιών και στη διαρκή ανακατανομή της ισχύος.
Οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι σύγχρονες εγκληματικές οργανώσεις
είναι συνήθως μικρές, με χαλαρή δομή και λειτουργούν μάλλον ως δίκτυα και
διασυνδέσεις φίλων και γνωστών, με εξαίρεση τις εγκληματικές οργανώσεις
ορισμένων μειονοτικών, εθνικών ομάδων ή ομάδων μεταναστών που ζουν στις
διάφορες χώρες959. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι οικογενειακές960,

958
«Πολιτική μηχανή» (“political machine”) είναι μια ομάδα επαγγελματιών πολιτικών με ισχύ, την
οποία διατηρούν με συνωμοτικές και διεφθαρμένες μεθόδους. Αυτή η ομάδα μπορεί να επιβάλει
άτομα της αρεσκείας της σε δημόσιες θέσεις, ενώ θέτει τα προσωπικά της συμφέροντα και οφέλη
πάνω από τα συμφέροντα του κόμματος. Βλ. Edward McChesney Sait, Machine, Political, στο A.
Johnson (ed.), Encyclopedia of the Social Sciences, Selingman, E.R.A., vol. 9, (12th edition),
MacMillan, New York, 1957, σελ. 657. Ο Robert Merton ως χαρακτηριστικά της «πολιτικής
μηχανής» θεωρεί την πολιτική πατρωνεία, το νεποτισμό, τη δωροδοκία, τη διαφθορά και την
προστασία του εγκλήματος. Βλ. σχετικά, Robert Merton, On Theoretical Sociology, στο Social
Theory and Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 123 – 136,
ιδίως σελ. 125 και του ιδίου, The Self – Fulfilling Prophecy, στο του ιδίου, Social Theory and
Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 475 – 477. Σύμφωνα,
τέλος, με τον Scott, η «πολιτική μηχανή» δεν ταυτίζεται με το πειθαρχημένο κόμμα, τα μέλη του
οποίου ενώνει η κοινή ιδεολογία, το κοινό πρόγραμμα δράσης και οι κοινοί ταξικοί δεσμοί, αλλά
είναι εκείνη η μη ιδεολογική οργάνωση, η οποία ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση και διατήρηση
των αξιωμάτων και των θέσεων για τους αρχηγούς της και την οικονομική ανταμοιβή όσων
εργάζονται γι’ αυτή. Βλ. James Scott, Corruption, Machine Politics and Political Change,
American Political Sciences Review, vol. 63, no. 4, 1969, σελ. 1144.
959
Βλ. Erich Rebscher / Werner Vahlenkamp, Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik
Deutschland, BKA, Wiesbaden, 1988, σελ. 163 επ. και Eugen Weschke / Karla Heine – Heiß /
Peter Erich, (eds), Organisierte Kriminalität als Netzstruktur-kriminalität, Teil 1, Befragung von
Kriminalbeamten in Berlin (West) zu Straftätergruppierungen, Publikationen der Fachhochschule
für Verwaltung und Rechtspflege (Bd. 70), Berlin, 1990, σελ. 178 επ.
960
Βλ. Francis Ianni, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, όπ.παρ., ιδίως σελ. 297
επ.
248

προσαρμοσμένες στις χώρες δράσης τους961, έχουν όμως διατηρήσει γενικά τον
τρόπο λειτουργίας που ισχύει στη χώρα καταγωγής τους962.
Τα πορίσματα αυτά αμφισβητούν ευθέως την διαδεδομένη άποψη για το
οργανωμένο έγκλημα, που επικρατούσε στην Αμερική963, σύμφωνα με την οποία,
υπάρχουν ισχυρά, ιεραρχικά δομημένα «συνδικάτα του εγκλήματος», τα οποία
διοικούνται από μια ομάδα αρχηγών και ελέγχουν την αγορά, άποψη που έχει
χρησιμοποιηθεί και στην Ευρώπη ως σημείο αναφοράς για την πραγματοποίηση
συγκρίσεων με τις ΗΠΑ964. Οι συγκρίσεις, όμως, αυτές παρακάμπτουν ή και
αγνοούν το γεγονός ότι η έμφαση που δόθηκε στην Αμερική στις εγκληματικές
οικογένειες της Cosa Nostra ήταν, όπως υποστηρίζεται, εν μέρει τεχνητή και
πολιτικά υποκινούμενη965, ενώ η υποτιθέμενη δύναμη των οργανώσεων αυτών
έχει αποδειχθεί, σε έναν μεγάλο βαθμό, μύθος966.
Τα πορίσματα των ερευνών, εξάλλου, αποδεικνύουν ότι το οργανωμένο
έγκλημα δεν ελέγχεται σήμερα από μία οργάνωση ούτε από μεγάλες εθνικές
ομάδες967. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις λειτουργούν πλέον μάλλον ως
συνεργασίες γύρω από συγκεκριμένα «προγράμματα»968. Είναι μικρές
οργανώσεις (“short hierarchies”), με σχετικά περιορισμένη εξειδίκευση και
τυποποίηση, ενώ η συγκρότησή τους βασίζεται στην κοινωνικοποίηση των μελών
τους στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου συστήματος αξιών, με βασικό
χαρακτηριστικό την ομαδική αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Εξάλλου, εάν
υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν στις σύγχρονες συνθήκες να υπάρξουν τόσο
μεγάλες οργανώσεις, όπως αυτές της στερεοτυπικής τους απεικόνισης στο
συλλογικό υποσυνείδητο, οι οποίες θα είχαν το απαιτούμενο εξειδικευμένο

961
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 261.
962
Βλ. Petrus van Duyne, The phantom and threat of organized crime, Crime Law and Social
Change, vol. 24, no. 4, 1996, σελ. 348 – 356 και Mittie Southerland / Gary Potter, Applying
Organization Theory to Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 263 επ.
963
Πρβλ. Jay Albanese, Organized Crime in America, όπ.παρ., σελ. 75 – 130.
964
Βλ. John A. Mack / Hans Jürgen Kerner, Professional and Organized Crime – A Comparative
Approach, International Journal of Criminology and Penology, vol. 4, 1976, σελ. 113 – 128 και
Cyrille Fijnaut, Organized Crime. A Comparison between the United States of America and
Western Europe, British Journal of Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 321 – 340.
965
Βλ. Philip Jenkins / Gary Potter, The Politics and Mythology of Organized Crime. A
Philadelphia Case – Study, Journal of Criminal Justice, vol. 15, no. 6, 1987, σελ. 473 – 484.
966
Βλ. Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 156
και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 17 –
58.
967
Βλ. Rensselaer W. Lee III, The White Labyrinth. Cocaine and Political Power, όπ.παρ., σελ.
103 επ.
968
Βλ. Mark Moore, Organized Crime as a Business Enterprise, όπ.παρ., σελ. 51 – 64.
249

προσωπικό και θα μπορούσαν να δρουν αυτοτελώς σε μεγάλη ακτίνα και να


παρέχουν μια ποικιλία προϊόντων και υπηρεσιών, θα ήταν υποχρεωμένες να
λειτουργούν ως «μεγάλες επιχειρήσεις», με όλη τη γραφειοκρατία που κάτι τέτοιο
συνεπάγεται. Η προοπτική, όμως, αυτή θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια τους την
ύπαρξη. Συνεπώς, η αντοχή στο χρόνο και η εξάπλωση της οργανωμένης
εγκληματικής δράσης, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το οργανωμένο έγκλημα
μετεξελίσσεται ανταποκρινόμενο στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές
συνθήκες που κάθε φορά επικρατούν.

∆ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Το οργανωμένο έγκλημα, όπως είδαμε αναλυτικά στα προηγούμενα


κεφάλαια, παρουσιάζει έναν καταπληκτικό βαθμό οργάνωσης και ανήκει κατά
μεγάλο μέρος στην σκοτεινή εγκληματικότητα, ιδίως στις περιπτώσεις που
εντάσσεται σε οικονομικά κυκλώματα ιδιαίτερα σύνθετων δικτύων που εμπλέκουν
τις δραστηριότητες μιας ολόκληρης αλυσίδας ενδιάμεσων969. Ο διεθνής, εξάλλου,
χαρακτήρας του δημιουργεί μια πλειάδα νομικών και αντικειμενικών δυσχερειών
στην αντιμετώπισή του970, όπως είναι ιδίως η ασυνέχεια της κατασταλτικής
δράσης και η ανομοιογένεια των συστημάτων που τη θεμελιώνουν, με
αποτέλεσμα να απαιτείται ο συνδυασμός δράσεων τόσο σε οριζόντιο, όσο και σε
κάθετο επίπεδο971.
Ταυτόχρονα, η πολυσύνθετη και πολυσχιδής φύση του αποκλείει εκ
προοιμίου την προσπάθεια για αντιμετώπισή του με ένα και μόνο συνεκτικό
νομοθέτημα. Πέρα από το ιδιαιτέρως δυσχερές ζήτημα του ορισμού και της
οριοθέτησης του οργανωμένου εγκλήματος, στο οποίο αναφερθήκαμε αναλυτικά
στο Πρώτο Μέρος, τις συνεχώς διευρυνόμενες και ανανεούμενες εγκληματικές
προτιμήσεις του και τη διαπλοκή του με τους πλέον ισχυρούς παράγοντες της
οικονομίας, της πολιτικής και της δικαιοσύνης, ζητήματα όπως η υιοθέτηση νέων
ανακριτικών μεθόδων και τεχνικών, που σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκονται σε

969
Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 89.
970
Όπως ορθά επισημαίνει η Συκιώτου, «όσο περισσότερο ανοίγουν τα πραγματικά σύνορα,
τόσο η αντίσταση των νομικών συνόρων αποδεικνύεται καταστροφική, μέχρι του σημείου να
προσφέρει στους εγκληματίες πραγματικό καταφύγιο». Ibid.
971
Ibid, σελ. 90.
250

μια γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και η προστασία των
μαρτύρων στις σχετικές δίκες, τίθενται εκ των πραγμάτων επί τάπητος και
χρήζουν άμεσης επίλυσης με το μικρότερο δυνατό δικαιοκρατικό κόστος.
Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις
πρωτοβουλίες, τόσο νομοθετικού, όσο και επιχειρησιακού περιεχομένου, που
έχουν ληφθεί αρχικά σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, έπειτα σε ευρωπαϊκό
επίπεδο και τέλος, στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε ∆ιεθνές


επίπεδο

Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος έχει, εδώ και δεκαετίες,


ιεραρχηθεί ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας από το σύνολο της διεθνούς
κοινότητας972. Το πρώτο μέλημα των ετερόκλητων αυτών πρωτοβουλιών
υπήρξε, ορθά κατά τη γνώμη μας, η προσπάθεια για προσέγγιση των εθνικών
νομοθεσιών στο ζήτημα του ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος και σε
επόμενο στάδιο η υιοθέτηση από όλα τα Κράτη-μέλη τους συγκεκριμένων
διατάξεων που να στοχεύουν στην καταπολέμησή του στην πηγή του, δηλαδή
στον τόπο παραγωγής του προϊόντος της εγκληματικής δράσης, στην κίνησή του,
μέσω της εξάρθρωσης των δικτύων διακίνησης και στον προορισμό του, μέσω
της εξάρθρωσης και σύλληψης των εγκληματιών που συμμετέχουν στη διανομή
του προϊόντος. Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, το οποίο αποτελεί τον αιμοδότη
του οργανωμένου εγκλήματος, έχει θεωρηθεί από το σύνολο των διεθνών
οργανισμών και πρωτοβουλιών ως μείζονος σημασίας ζήτημα, με αποτέλεσμα να
έχει υιοθετηθεί μια πλειάδα διεθνών κειμένων που στοχεύουν στην αντιμετώπισή
του973.

972
Βλ. Letizia Paoli / Cyrille Fijnaut, Organised Crime and Its Control Policies, όπ.παρ., σελ. 323
επ. και André Standing (rapporteur), Transnational Organized Crime and the Palermo
Convention: A Reality Check, όπ.παρ., σελ. 1. Το οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με την Paoli,
τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 θεωρούνταν ότι αφορούσε κάποιες
συγκεκριμένες χώρες, όπως η Αμερική, η Ιταλία, η Κολομβία, η Ιαπωνία και η Κίνα, ενώ οι
υπόλοιπες χώρες δεν είχαν επηρεαστεί (“unaffected”) από αυτό. Η αντιμετώπιση αυτή έκτοτε έχει
αλλάξει δραματικά. Για μια ανάλυση των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτή την αλλαγή αντίληψης, βλ.
Letizia Paoli, Organized Crime: New Label, New Phenomenon or Policy Expedient?, Annales
Internationales de Criminologie, vol. 42, no. 1 – 2, 2008, σελ. 37 επ., ιδίως σελ. 38 – 42.
973
Βλ. συνοπτικά, αντί άλλων, Gert Vermeulen / Tom Vander Beken, International /regional legal
framework for combating organized crime, στο Brice De Ruyver / Gert Vermeulen / Tom Vander
Beken (eds), Strategies for the EU and the US in Combating Transnational Organized Crime,
251

Η αντιμετώπιση, όμως, του πολυσύνθετου φαινομένου του οργανωμένου


εγκλήματος δεν αποτελεί απλά και μόνο ένα ζήτημα ποινικής καταστολής974 και
απαιτείται, επιπροσθέτως, η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας στρατηγικής975. Για το
λόγο αυτό, οι διεθνείς οργανισμοί έχουν κάνει σοβαρά βήματα στην κατεύθυνση
της προώθησης της διεθνούς και διασυνοριακής αστυνομικής συνεργασίας, της
ανταλλαγής πληροφοριών, της διασύνδεσης όλων των σχετικών διωκτικών
αρχών και της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων976.

Ενότητα 1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες

Στο πλαίσιο των γενικότερων και συνεχώς εντεινόμενων προσπαθειών για


την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος το Οικονομικό και Κοινωνικό
Συμβούλιο του ΟΗΕ, στοχεύοντας σε μια ποιοτικά ανώτερη σύγκλιση μεταξύ των
μελών του Οργανισμού, ζήτησε από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ τη σύγκλιση
μιας ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης σε Υπουργικό επίπεδο κατά του ∆ιακρατικού
Οργανωμένου Εγκλήματος και τη συμπερίληψη στην ημερήσια διάταξή της, ως
ειδικότερου θέματος, της «εξέτασης της δυνατότητας κατάρτισης διεθνούς
σύμβασης κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος».
Πράγματι, η Παγκόσμια Υπουργική Συνδιάσκεψη για το Οργανωμένο
∆ιακρατικό Έγκλημα, σε επίπεδο Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Εσωτερικών
(∆ημόσιας Τάξης), έλαβε χώρα από 21 – 23 Νοεμβρίου 1994 στη Νάπολη και
συμμετείχαν 142 συνολικά χώρες. Καρπός της Συνδιάσκεψης υπήρξε η λήψη
απόφασης για την έναρξη των σχετικών διαδικασιών, με τελικό στόχο την

Maklu, Antwerpen, 2002, σελ. 201 – 225. Εξάλλου, παρά την διενέργεια μιας σειράς
επιστημονικών ερευνών για το οργανωμένο έγκλημα και την τεράστια σχετική βιβλιογραφία,
εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρατηρείται έλλειψη εμπειρικών ερευνών στο πεδίο της
ανάλυσης του τρόπου με τον οποίο ασκείται η πολιτική και των λύσεων που κάθε φορά επιλέγει
να υιοθετήσει σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. σχετικά, John Spencer / Rose Broad,
Lifting the veil on SOCA and the UKHTC – Policymaking responses to organised crime, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken
/ Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 261 επ.
974
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 245.
975
Βλ. σχετικά, Phil Williams, Crime, Illicit Markets, and Money Laundering, όπ.παρ., σελ. 106 επ.
976
Σύμφωνα με τον Schreier, θα πρέπει να εμπεδωθεί, επίσης, η συνεργασίας μεταξύ των
διωκτικών αρχών και των υπηρεσιών πληροφοριών, βλ. Fred Schreier, Fighting the Pre-eminent
Threats with Intelligence-led Operations, Occasional Paper no. 16, Geneva Centre for the
Democratic Control of Armed Forces (DCAF), Geneva, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.isn.ethz.ch/isn/Digital-Library/Publications/Detail/?ots591=cab359a3-9328-19cc-a1d2-
8023e646b22c&lng=en&id=99600, σελ. 90 επ.
252

κατάρτιση της Σύμβασης, ενώ εκδόθηκε και η σημαντικότατη Πολιτική ∆ιακήρυξη


και το Παγκόσμιο Σχέδιο ∆ράσης κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος977.
Η ξεχωριστή σημασία της Συνδιάσκεψης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι
αποτέλεσε την απαρχή μιας σειράς διεθνών διασκέψεων και εντατικών
προσπαθειών978, με σημαντικό σταθμό την ψήφιση του προσχεδίου της
Σύμβασης από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, οι οποίες κατέληξαν στην
υπογραφή της κεφαλαιώδους σημασίας ∆ιεθνούς Συμβάσεως του ΟΗΕ κατά του
διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος (“transnational organized crime”),
γνωστής ως Σύμβασης του Παλέρμο.
Η Σύμβαση στην τελική της μορφή περιλαμβάνει 41 άρθρα και
συνοδεύεται από τρία Πρωτόκολλα979, το πρώτο για την πρόληψη, καταστολή και
τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων980, το δεύτερο για την αντιμετώπιση της

977
Η Πολιτική ∆ιακήρυξη και το Παγκόσμιο Σχέδιο ∆ράσης κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος
(E/CONF. 88/L.4) εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατά την 49η Σύνοδό της με την
απόφαση Α/49/606 της 23ης ∆εκεμβρίου 1994. Βλ. σχετικά και Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 224 – 225.
978
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η υπ’ αριθμ. 53/111 της 9ης ∆εκεμβρίου 1998 Απόφαση της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με την οποία αποφασίστηκε η ίδρυση μιας ad hoc διακυβερνητικής
επιτροπής για την επεξεργασία μιας Σύμβασης κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος,
καθώς και της δυνατότητας χρήσης των διεθνών νομικών εργαλείων για την καταπολέμηση της
εμπορίας γυναικών και παιδιών, της παράνομης διακίνησης μεταναστών, καθώς και της
παράνομης διακίνησης όπλων και πυρομαχικών.
979
Λόγω των τεχνικών και πολιτικών δυσχερειών που ανέκυψαν κατά τις προπαρασκευαστικές
εργασίες και διαβουλεύσεις σχετικά με το ζήτημα της παράνομης κατασκευής και διακίνησης
όπλων και πυρομαχικών, αποφασίστηκε να διαχωριστεί το τρίτο σχετικό Πρωτόκολλο, το οποίο,
σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς, θα συνόδευε το τελικό κείμενο της Σύμβασης, ούτως
ώστε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διαβουλεύσεων η τελική διατύπωση των διατάξεών
του. Τελικά, η όλη διαδικασία αναφορικά με το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο ολοκληρώθηκε εντός
του 2001 και άνοιξε προς υπογραφή για τα Κράτη-μέλη.
980
Για μια κριτική παρουσίαση των διατάξεων του συγκεκριμένου Πρωτοκόλλου, βλ. Αθανασίας
Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές,
όπ.παρ., σελ. 123 – 126.
Για το ισχύον νομικό καθεστώς στην Ελλάδα, αναφορικά με την αντιμετώπιση της εμπορίας
ανθρώπων, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εμπορία ανθρώπων. Οι διεθνείς
κατευθύνσεις, το ισχύον ποινικό δίκαιο και το νομοσχέδιο του Υπουργείου ∆ημόσιας Τάξης,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 424 επ., της ιδίας, Εμπορία ανθρώπων: Ειδικά μέτρα αντιμετώπισης και
προβλήματα εφαρμογής τους, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 234 επ., της ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση της
εμπορίας ανθρώπων ως μορφής του οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον
καθηγητή Λάμπρο Κοτσίρη, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην
ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007,
σελ. 345 επ., δημοσιευμένο και στο της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες
εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 345 επ. της ιδίας, Οι ποινικές
διατάξεις για την εμπορευματοποίηση ανθρώπινων οργάνων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 304 – 308 και
Λάμπρου Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για την καταπολέμηση της εμπορίας
ανθρώπων και την αρωγή σε θύματα εγκλημάτων οικονομική εκμετάλλευσης της γενετήσιας
ζωής. Εύστοχες ρυθμίσεις ή άστοχες παρεμβάσεις;, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 181 επ.
Για το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων ευρύτερα, βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων
στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 17 επ., της ιδίας, Η
έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 684 – 693, της ιδίας,
253

παράνομης διακίνησης μεταναστών981 διά ξηράς, θαλάσσης και αέρος και το


τρίτο, για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης όπλων και

Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη


δυναμική – διαλεκτική σχέση, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 200 επ., της ιδίας, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο
όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 79 – 89, της ιδίας, Trafficking in human beings: Internet
recruitment – Misuse of Internet for the recruitment of victims of trafficking in human beings,
Directorate General of Human Rights and Legal Affairs, Council of Europe, Strasbourg, 2007,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.coe.int/t/dg2/trafficking/campaign/Source/THB_Internetstudy_en.pdf, σελ. 7 επ.,
Κώστα Κοσμάτου, Οι «ευπαθείς» ή «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες του πληθυσμού ως
θύματα της εμπορευματοποίησης οργάνων, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 348 επ., Γεωργίου Χλούπη,
Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής εγκληματικής δράσης, Ποιν∆ικ, 2006,
σελ. 922 επ., Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου, Εμπορία ανθρώπων, θυματολογικές όψεις και
προθεσμία περίσκεψης κατά το Ν. 3386/2005, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 1428 επ., ∆ημητρίου Κιούπη,
Εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων – Ένα παγκόσμιο εγκληματικό φαινόμενο και ο ρόλος του
∆ιαδικτύου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1629 επ. και Ματίνας Παπαγιαννοπούλου, Το φαινόμενο της
διεθνικής σωματεμπορίας στην Ελλάδα και διεθνώς, Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών,
Αθήνα, 2007, σελ. 3 επ.
981
Για την αντιμετώπιση και τα ζητήματα που συνάπτονται με την παράνομη μετανάστευση, βλ.
ευρύτερα, Αθανασίας Συκιώτου, Εγκληματικότητα προσφύγων και μεταναστών, στο Κώστα
Βγενόπουλου / Φωτεινής Ταμβίσκου (επιμ), Πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελληνική αγορά
εργασίας, Πρακτικά συνεδρίου του ΕΚΕΜ στην Αθήνα, στο Αμφιθέατρο Υπουργείου
Εξωτερικών,στις 13 Ιουλίου 1998, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998, σελ. 103 – 114, Βασίλη
Καρύδη, Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα – Ζητήματα Θεωρίας και
Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1996, σελ. 13 επ., του ιδίου, Η
εγκληματικότητα των μεταναστών: Μύθος και Πραγματικότητα, στο Σωτήρη ∆ημητρίου (επιμ),
Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και μηχανισμοί παραγωγής του, εκδ. Ιδεοκίνηση, Αθήνα, 1997,
σελ. 143 – 151, του ιδίου, Όψεις κοινωνικού ελέγχου στην Ελλάδα – Ηθικοί Πανικοί, Ποινική
∆ικαιοσύνη, (πρόλογος Γιάννη Πανούση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2010, σελ. 15 επ.,
Κωνσταντίνου Μαγκλιβέρα, Μετανάστευση, διεθνές δίκαιο και ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών,
στο Τζένης Καβουνίδη / Βασίλη Καρύδη / Ηρώς Νικολακοπούλου-Στεφάνου / Λίλυς Στυλιανούδη
(επιμ), Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές – Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ. ΙΜΕΠΟ,
Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf,
σελ. 14 – 29, Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Καταστολή της λαθρομετανάστευσης και
κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, στο Τζένης
Καβουνίδη / Βασίλη Καρύδη / Ηρώς Νικολακοπούλου-Στεφάνου / Λίλυς Στυλιανούδη (επιμ),
Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές – Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ. ΙΜΕΠΟ,
Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf,
σελ. 84 – 97, του ιδίου, Η ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της
κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, Ποιν∆ικ, 2007, σελ.
1434 επ., Βλ. Georgios Papanicolaou / Georgios Antonopoulos, “Organised crime” and migrants
in the labour market – The economic significance of human smuggling and trafficking in Greece,
όπ.παρ., σελ. 277 επ., Chisato Yoshida, Illegal Immigration and Economic Welfare, Physica –
Verlag, Heidelberg, New York, 2000, σελ. 1 επ., Claude – Valentin Marie, Preventing Illegal
Immigration: Juggling Economic Imperatives, Political Risks and Individual Rights, Council of
Europe Publishing, Strasbourg, 2004, ιδίως σελ. 15 επ., Frank Düvell (ed), Illegal Immigration in
Europe: Beyond Control?, Palgrave Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 2006, ιδίως
σελ. 14 επ., Linda Mooney / David Knox / Caroline Schacht, Understanding Social Problems, (7th
edition), Wadsworth – Cengage Learning, Belmont, 2010, σελ. 320 επ., Carol Miller Swain (ed),
Debating immigration, Cambridge University Press, Cambridge, 2007, σελ. 100 επ., Kenneth Lee,
Huddled Masses, Muddled Laws – Why Contemporary Immigration Policy Fails to Reflect Public
Opinion, Praeger Publishers, Westport, 1998, σελ. 1 επ., Rita Dulci Rahman / José Miguel
Andreu, Responsible Global Governance: A Programme for World Stability and Institutional
Reform, Academic Foundation, New Delhi, 2004, σελ. 113 επ., Steven Camarota / Mark
Krikorian, The Impact of Immigration on the US Labor Market, στο Albert Fishlow / Karen Parker
(eds), Growing Apart: The Causes and Consequences of Global Wage Inequality, Council on
254

πυρομαχικών982. Το τελικό σχέδιό της εγκρίθηκε το Νοέμβριο και άνοιξε προς


υπογραφή στις 12-15 ∆εκεμβρίου 2000983, κατά τη ∆ιάσκεψη του Παλέρμο της
Ιταλίας, ενώ, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με την υπ’ αριθμ. 55/25
Απόφασή της ενέκρινε το κείμενο της «Σύμβασης του ΟΗΕ κατά του ∆ιακρατικού
Οργανωμένου Εγκλήματος»984.
Η Σύμβαση του Παλέρμο σηματοδότησε τη μετάβαση από το στάδιο της
διατύπωσης πολιτικών διακηρύξεων, στο στάδιο της συμμόρφωσης σε ένα
κανονιστικό διεθνές κείμενο, το οποίο κατατείνει στην εναρμόνιση και προσέγγιση
των εθνικών νομοθεσιών τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού, όσο και σε επίπεδο
δικονομικού δικαίου και στην περαιτέρω προώθηση της διακρατικής συνεργασίας
για την καταστολή της οργανωμένης εγκληματικότητας985.
Στο οριστικό κείμενο της Σύμβασης του Παλέρμο986, επιλέχθηκε, ως
προσφορότερη, η ενασχόληση με την εξέταση και κατανόηση της δομής και
λειτουργίας των οργανωμένων ομάδων, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να
διαφοροποιούν το πεδίο της εγκληματικής τους δραστηριοποίησης ανάλογα με το
ποια δραστηριότητα αποδίδει τα μεγαλύτερα κέρδη, χωρίς να περιορίζεται με τον
τρόπο αυτό το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Αποφασίστηκε, επίσης, ότι ο
κατάλογος των εγκλημάτων, είτε ενδεικτικός είτε περιοριστικός, δεν θα έπρεπε να
συμπεριληφθεί στο κείμενο της Σύμβασης987.

Foreign Relations Press, New York, 1999, σελ. 149 επ. και Andreas Schloenhardt, Organised
Crime and Miggrant Smuggling: Australia and the Asia-Pacific, όπ.παρ., σελ. 25 επ.
982
Για την παράνομη διακίνηση όπλων και πυρομαχικών, βλ. ευρύτερα, Γιάννη Μπέκα, Όπλα –
Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, Ο νόμος 2168/1993 και η Υπ. Απόφ. αρ. 3009/2/23α/1994, εκδ. Π.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 34 επ., A Project of the Graduate Institute of International and
Development Studies, Geneva, Small Arms Survey 2010: Gangs, Groups and Guns, Cambridge
University Press, Cambridge, 2010, σελ. 88 επ., Rachel Stohl / Suzette Grillot, War and Conflict
in The Modern World – The International Arms Trade, Polity Press, Cambridge, 2009, σελ. 92
επ., Gideon Burrows, The No-Nonsense Guide to the Arms Trade, Verso, London, 2002, σελ. 36
επ. και Denise Garcia, Small Arms and Security – New Emerging International Norms, Routledge,
Abingdon, New York, 2006, σελ. 38 επ. και 198 επ.
983
Η Σύμβαση του Παλέρμο έχει υπογραφεί από 163 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «για την πρόληψη,
καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών» έχει
υπογραφεί από 146 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη
γη, τη θάλασσα και τον αέρα» έχει υπογραφεί από 129 Κράτη και το Πρωτόκολλο «κατά της
παράνομης κατασκευής και διακίνησης όπλων και πυρομαχικών» έχει υπογραφεί από 89 Κράτη.
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά της
με τον Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
984
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 225.
985
Βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 313.
986
Για τα κείμενα της Σύμβασης του Παλέρμο και των Πρωτοκόλλων της, βλ.
http://www.unodc.org/documents/treaties/UNTOC/Publications/TOC Convention/TOCebook-e.pdf
987
∆ιατυπώθηκε και η άποψη ο κατάλογος εγκλημάτων να τεθεί είτε ως παράρτημα της
Σύμβασης είτε στην επεξηγηματική της έκθεση, σε περίπτωση που τα Κράτη – μέλη της
255

Στο άρθ. 1 της Σύμβασης του Παλέρμο ορίζεται ότι σκοπός είναι «η
προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και
καταπολέμηση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος». Στο άρθ. 2 εδ. α’, ως
«οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται «μια δομημένη ομάδα τριών η
περισσοτέρων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και
ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή
αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να
προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Ο όρος
«σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”)988, που χρησιμοποιείται, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθ. 2 εδ. β’, σημαίνει «συμπεριφορά που αποτελεί αδίκημα που
τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με
πιο σοβαρή ποινή».
Ο όρος «δομημένη ομάδα», σύμφωνα με το άρθ. 2 εδ. γ’, σημαίνει «μια
ομάδα που δεν σχηματίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος και που δεν
χρειάζεται να έχει επίσημα ορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια της
ιδιότητας των μελών της ή αναπτυγμένη δομή».
Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης καθορίζεται στο άρθ. 3, το οποίο
αναφέρει ότι η Σύμβαση ισχύει για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των
αδικημάτων που θα θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθ. 5, που αφορά την
ποινικοποίηση της συμμετοχής σε εγκληματική ομάδα, 6 και 8, που αφορούν την
ποινικοποίηση του ξεπλύματος χρήματος και της διαφθοράς και 23, που
αναφέρεται στην ποινικοποίηση της παρακώλυσης της δικαιοσύνης σχετικά με
την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Επιπροσθέτως, το
πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του Παλέρμο διευρύνεται και καλύπτει και τις
περιπτώσεις των «σοβαρών εγκλημάτων» του άρθ. 2, όταν το αδίκημα είναι
διακρατικής φύσεως και αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα.

κατάφερναν να συμφωνήσουν τόσο για τον αριθμό όσο και για το είδος των εγκλημάτων που θα
έπρεπε να συμπεριληφθούν. Τελικά, η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε και δεν διατυπώθηκε κάποιος
σχετικός κατάλογος αδικημάτων. Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό
Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 43.
988
Ο όρος «σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”), κατά τη διάρκεια των εργασιών προετοιμασίας
της Σύμβασης, καθοριζόταν από τη χρονική διάρκεια της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής
που επιβάλλεται, τη φύση του αδικήματος, τον υπερεθνικό του χαρακτήρα, καθώς και από άλλα
στοιχεία χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος. Τελικά, όμως, επιλέχθηκε να συσχετισθεί
μόνο με το ύψος της απειλούμενης ποινής.
256

Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε περιορίζει την εφαρμογή της


Σύμβασης του Παλέρμο μόνο στα σοβαρά εγκλήματα με διακρατικό989
χαρακτήρα, που διαπράττονται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες990, και
συνεπώς, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της διεθνούς τρομοκρατίας991.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 3, η οργανωμένη εγκληματικότητα
προσλαμβάνει υπερεθνικό ή άλλως διασυνοριακό χαρακτήρα, στις περιπτώσεις
που η τέλεση του εγκλήματος έχει γίνει σε περισσότερα από ένα Κράτη ή όταν
ναι μεν, το έγκλημα έχει τελεστεί σε ένα κράτος, αλλά οι προπαρασκευαστικές
του πράξεις ή οι πράξεις ελέγχου ή καθοδήγησης της εγκληματικής συμπεριφορά
έχουν γίνει σε άλλο κράτος ή ακόμη όταν η ουσιαστική επενέργεια της
εγκληματικής συμπεριφοράς έχει επέλθει σε κράτος διαφορετικό από το κράτος
τελέσεως. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας καταφάσκεται, τέλος, όταν, η
δραστηριοποίηση της εγκληματικής οργάνωσης γενικά εκτείνεται σε περισσότερα
από ένα Κράτη. Για την καταστολή των διακρατικών μορφών της οργανωμένης
εγκληματικότητας, τα Κράτη-μέλη δεσμεύονται, σύμφωνα με το άρθ. 4, από τις
αρχές της κυριαρχικής ισοτιμίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της μη
παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων Κρατών.
Ειδικότερα όσον αφορά την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθ. 5, η Σύμβαση καλεί τα Κράτη-
μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να τυποποιηθούν ως
ποινικά αδικήματα: 1) η συμφωνία με ένα ή περισσότερα πρόσωπα για τη
διάπραξη σοβαρού αδικήματος, με σκοπό τον πορισμό οικονομικού ή άλλου
υλικού οφέλους, 2) η συμπεριφορά ενός προσώπου, το οποίο εν γνώσει του

989
Ο όρος που χρησιμοποιείται στην επίσημη ελληνική μετάφραση είναι «διεθνικό». Η χρήση,
όμως, του όρου «διεθνικό» στην περίπτωση αυτή ως μετάφρασης του όρου «transnational» είναι
εντελώς εσφαλμένη. Αφενός, γιατί οι Συμβάσεις δεσμεύουν Κράτη και όχι έθνη και αφετέρου, γιατί
οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες δρουν μεταξύ Κρατών και όχι εθνών. Βλ. και Αθανασίας
Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία
ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική σχέση, όπ.παρ., σελ. 206.
990
Σύμφωνα με τον αυθεντικό ορισμό που δίδεται από το άρθρο 2 εδάφιο α’ για την έννοια της
«οργανωμένης εγκληματικής ομάδας».
991
Τόσο στον πρόλογο του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, όσο και στην υπ’ αριθμ.
55/25 της 15ης Νοεμβρίου 2000 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ γίνεται ιδιαίτερη μνεία
στην ολοένα αυξανόμενη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας. Στο κείμενο,
όμως, της Σύμβασης του Παλέρμο επιλέχθηκε να απομονωθεί το ζήτημα του διακρατικού
οργανωμένου εγκλήματος, ενδεχομένως, για λόγους ασφάλειας δικαίου και λόγω των εντελώς
διαφορετικών προσεγγίσεων που υπάρχουν για το ζήτημα αυτό στις εκάστοτε έννομες τάξεις τα
Κρατών-μελών του ΟΗΕ και να ρυθμιστεί με μια σειρά άλλων νομικών κειμένων το ζήτημα της
τρομοκρατίας. Βλ. ιδίως, Foreword, σελ. iii και General Assembly Resolution 55/25 of 15
November 2000, σελ. 2 και 3 στο
http://www.unodc.org/documents/treaties/UNTOC/Publications/TOC Convention/TOCebook-e.pdf
257

σκοπού και της εν γένει εγκληματικής δραστηριότητας μιας οργανωμένης


εγκληματικής ομάδας ή της πρόθεσής της να διαπράξει τα συγκεκριμένα
εγκλήματα, αναλαμβάνει ενεργό ρόλο σε δραστηριότητες της ομάδας και 3) η
οργάνωση, η καθοδήγηση, η συνδρομή, η συνέργεια, η διευκόλυνση ή η παροχή
συμβουλών στη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος που έχει τελεστεί από
εγκληματική οργάνωση992.
Περαιτέρω, για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, εκτός της τυποποίησής της σύμφωνα με το άρθ.
6, η Σύμβαση αξιώνει τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη δημιουργία ενός
εθνικού κανονιστικού και εποπτικού καθεστώτος για τα τραπεζικά και μη
τραπεζικά οικονομικά ιδρύματα, το οποίο θα δίνει έμφαση στην εξακρίβωση των
στοιχείων των πελατών, την τήρηση αρχείων και την καταγραφή των ύποπτων
συναλλαγών. Επίσης, τα Κράτη-μέλη καλούνται να διασφαλίσουν τη δυνατότητα
συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο,
μεταξύ των αρμοδίων για την καταστολή του «ξεπλύματος» αρχών, καθώς και να
εξετάσουν τη δυνατότητα σύστασης μονάδων οικονομικών πληροφοριών, που
θα λειτουργούν ως εθνικά κέντρα συλλογής, ανάλυσης και διανομής
πληροφοριών, καθώς και τη λήψη άμεσων και ουσιαστικών μέτρων για τον
εντοπισμό της κίνησης ύποπτων χρηματικών ποσών και διαπραγματεύσιμων
τίτλων.
Σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, το
άρθ. 8, περιγράφει ως ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά την υπόσχεση,
προσφορά ή παροχή σε δημόσιο υπάλληλο, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, «μη
οφειλόμενου ωφελήματος» (“undue advantage”), προκειμένου να προβεί σε
υπηρεσιακή ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, κατά την εκτέλεση των
υπηρεσιακών του καθηκόντων. Στο ίδιο πνεύμα, ποινικοποιείται και η απαίτηση ή
αποδοχή ωφελήματος από δημόσιο υπάλληλο για την κατά τα ως άνω πράξη ή
παράλειψή του.

992
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
47 – 48 και ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 315. Για την έννοια του συναγόμενου δόλου από
αντικειμενικές πραγματικές καταστάσεις (“dolus extre”), που εισάγεται με το άρθρο 5 της
Σύμβασης, στο πλαίσιο της προβληματικής του «Ποινικού ∆ικαίου του Εχθρού», βλ. Günther
Jakobs, Το Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού, (μετάφραση
Κωνσταντίνου Βαθιώτη), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 868 επ. και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά
διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»: Από την σανίδα του Καρνεάδη στο
«Ποινικό ∆ίκαιο του Εχθρού», όπ.παρ., ιδίως σελ. 347 επ.
258

Το άρθ. 23 περιέχει κατασταλτικές προβλέψεις για την παρακώληση


∆ικαιοσύνης. Έτσι, τα Κράτη-μέλη καλούνται να υιοθετήσουν νομοθετικά και
άλλα μέτρα, πρώτον, για την ποινική καταστολή πράξεων που κατατείνουν στη
χρήση φυσικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού ή στην υπόσχεση, προσφορά ή
παροχή «μη αρμόζοντος ωφελήματος» (“undue advantage”), με σκοπό την
παρακίνηση σε ψευδομαρτυρία ή την αθέμιτη παρέμβαση κατά την εμμάρτυρο
και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, που σχετίζεται με πράξη που εμπίπτει
στις διατάξεις της Σύμβασης και δεύτερον, για την καταστολή πράξεων, οι οποίες
διά της χρήσης φυσικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού, κατατείνουν στην αθέμιτη
παρέμβαση κατά την εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων από δικαστικό ή
αστυνομικό υπάλληλο.
Εν συνεχεία, με τη διάταξη του άρθ. 10 της Σύμβασης, καθιερώνεται η
ευθύνη των νομικών προσώπων που εμπλέκονται σε δραστηριότητες
οργανωμένης εγκληματικότητας είτε πρόκειται για εγκληματικές οργανώσεις per
se είτε για νόμιμες εταιρίες, οι οποίες προσδίδουν επίφαση νομιμότητας σε
οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Η συγκεκριμένη διάταξη, όπως
διαμορφώθηκε τελικά και συμπεριλήφθηκε στο κείμενο της Σύμβασης,
καταδεικνύει τα προβλήματα που ανέκυψαν σχετικά με τη δυνατότητα κατάφασης
αμιγούς ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων993, με αποτέλεσμα να
προβλέπεται ρητά ότι η ευθύνη των νομικών προσώπων μπορεί να είναι είτε
ποινική είτε αστική είτε διοικητική, ενώ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των
Κρατών-μελών ο προσδιορισμός και η εξειδίκευση της νομικής φύσης της
επιβαλλόμενης κύρωσης, σύμφωνα με τις αρχές των νομικών τους συστημάτων.
Η υποχρέωση των Κρατών-μελών να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα
μέτρα, ανάμεσα στα οποία είναι και η μεταξύ τους συνεργασία, προκειμένου να
καταστεί δυνατή η κατάσχεση των εσόδων που προέρχονται από οργανωμένη
εγκληματική δραστηριότητα και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων, εξοπλισμού
ή άλλων οργάνων, που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν
για τη διάπραξη των τιμωρούμενων από τη Σύμβαση αξιοποίνων πράξεων,
επιβάλλεται από τα άρθρα 12-14 της Σύμβασης.
Ακόμη, η έκδοση, ως βασική μορφή διακρατικής συνεργασίας για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, χωρεί, εφόσον πληρούται η αρχή

993
Βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 316.
259

του διπλού αξιοποίνου, σύμφωνα με το άρθ. 16 § 1, ενώ η ίδια η Σύμβαση


μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για την έκδοση για πράξεις που
προβλέπονται σ’ αυτήν, στην περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική διμερής ή
πολυμερής Σύμβαση. Ειδικότερα, η παράδοση του εκζητουμένου υπόκειται
στους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις εσωτερικές
νομοθεσίες ή τις εφαρμοζόμενες Συμβάσεις Εκδόσεως. Θα πρέπει να σημειωθεί,
ότι δεν αποκλείεται η δυνατότητα έκδοσης για φορολογικά αδικήματα ούτε φυσικά
η επιτάχυνση και απλούστευση των σχετικών διαδικασιών της εσωτερικής
νομοθεσίας του κάθε κράτους-μέλους. Τέλος, στις §§ 10, 11 και 12 του άρθ. 16,
παρατίθεται ένα πλαίσιο εναλλακτικών δυνατοτήτων για την αποφυγή της
ατιμωρησίας των εγκληματιών στις περιπτώσεις που δεν επιτυγχάνεται η έκδοσή
τους, εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν την ιθαγένεια του κράτους προς το οποίο
στρέφεται η αίτηση έκδοσης. Έτσι ακολουθείται καταρχήν το αξίωμα “aut dedere
aut judicare” με την πρόβλεψη ότι μετά την απόρριψη του αιτήματος έκδοσης, το
κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει, κατόπιν αιτήσεως του
εκζητούντος κράτους, να υποβάλει την υπόθεση, χωρίς υπερβολική
καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό τη δίωξη του εκζητούμενου
προσώπου. Η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα που προβλέπεται, είναι η
παράδοση του ημεδαπού στο εκζητούν κράτος για να δικαστεί για την αξιόποινη
πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, υπό τον όρο της επιστροφής του στο
κράτος ιθαγενείας του για την έκτιση της ποινής που θα του επιβληθεί. Σε
περίπτωση δε, που η έκδοση ζητείται για την έκτιση ήδη επιβληθείσης ποινής, η
Σύμβαση προβλέπει ότι μετά την άρνηση εκδόσεως από το κράτος ιθαγενείας
του εκζητουμένου, κατόπιν αιτήσεως του εκζητούντος κράτους και εφόσον η
εσωτερική νομοθεσία του το επιτρέπει, το κράτος προς το οποίο στρέφεται η
αίτηση μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα έκτισης της ποινής από τον
εκζητούμενο στην επικράτειά του.
Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ των Κρατών, την οποία
προωθεί η Σύμβαση στο άρθ. 18 § 3, ως αναγκαίο μέτρο για τη συντονισμένη
αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, περιλαμβάνει τη λήψη μαρτυρικών
καταθέσεων ή δηλώσεων από πρόσωπα, την κοινοποίηση δικαστικών
εγγράφων, την εκτέλεση ερευνών, κατασχέσεων και δημεύσεων, την εξέταση
αντικειμένων και χώρων, την παροχή πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων και
εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, την παροχή πρωτοτύπων ή επικυρωμένων
260

αντιγράφων και αρχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και δημόσια,


τραπεζικά και οικονομικά αρχεία, καθώς και αρχεία επιχειρήσεων, την
εξακρίβωση ή τον εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος, περιουσιακών στοιχείων,
εγγράφων ή άλλων μέσων για αποδεικτικούς σκοπούς, τη διευκόλυνση της
εθελοντικής εμφάνισης προσώπων στο αιτών Κράτος ή οποιαδήποτε άλλη
μορφή συνδρομής που δεν αντίκειται στις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας
του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 18 § 21, το αίτημα για παροχή δικαστικής
συνδρομής μπορεί να απορριφθεί: α) όταν δεν υποβάλλεται βάσει των όσων
προβλέπονται σχετικώς στη Σύμβαση, β) όταν το Κράτος προς το οποίο
απευθύνεται η αίτηση θεωρεί ότι η εκτέλεσή του δύναται να διακυβεύσει την
κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη συμφέροντά του, γ)
όταν εκκρεμεί στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Κράτους προς το οποίο
απευθύνεται το αίτημα ανακριτική, διωκτική ή δικαστική διαδικασία για παρόμοια
με την αναγραφόμενη σ’ αυτό πράξη και δ) όταν η συγκεκριμένη συνδρομή είναι
αντίθετη με το νομικό σύστημα του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται το
αίτημα. Ακόμη, στη διάταξη του άρθ. 18 § 8, επισημαίνεται ρητά ότι τα Κράτη-
μέλη σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αρνηθούν την παροχή δικαστικής
συνδρομής επικαλούμενα το τραπεζικό απόρρητο, ενώ στη διάταξη του άρθ. 18 §
10 καθιερώνεται η δυνατότητα μεταφοράς κρατουμένων μεταξύ των Κρατών-
μελών, προκειμένου να παράσχουν τη συνδρομή τους με οποιονδήποτε τρόπο
στις εν εξελίξει ποινικές διαδικασίες στο αιτών Κράτος. Ειδικότερα, προβλέπεται
ότι πρόσωπο που κρατείται ή εκτίει ποινή στην επικράτεια ενός Κράτους-μέλους,
και του οποίου η παρουσία ζητείται σε άλλο Κράτος για εξακρίβωση ταυτότητας,
μαρτυρική κατάθεση ή παροχή συνδρομής στην απόκτηση αποδεικτικών
στοιχείων σχετικών με έρευνες, διώξεις ή ποινικές διαδικασίες, μπορεί να
μεταφερθεί προσωρινά στο αιτών Κράτος, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι
ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο πρόσωπο παρέχει ελεύθερα τη
συγκατάθεσή του και β) οι αρμόδιες αρχές των δύο Κρατών συμφωνούν για τις
προϋποθέσεις που τα Κράτη αυτά εκτιμούν ως κατάλληλες.
Η Σύμβαση εκτός από την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή,
προβλέπει και άλλες μορφές διεθνούς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις,
όπως η μεταφορά κρατουμένων, στο άρθ. 17 και η διαβίβαση ποινικών
διαδικασιών μεταξύ των Κρατών-μελών, όταν κρίνεται ότι με αυτή προάγεται το
261

συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, κυρίως στις περιπτώσεις


ύπαρξης πολλαπλών συντρεχουσών δικαιοδοσιών, σύμφωνα με το άρθ. 21.
Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθ. 20 της Σύμβασης υπάρχει ειδική
ρύθμιση, η οποία, με την επιφύλαξη της συμφωνίας με τις βασικές αρχές των
νομικών συστημάτων και τις προϋποθέσεις των εθνικών νομοθεσιών των
Κρατών-μελών, καλεί τα Κράτη-μέλη να κάνουν χρήση ειδικών ανακριτικών
μεθόδων για την έρευνα των αξιόποινων πράξεων των εγκληματικών
οργανώσεων, όπως είναι η ηλεκτρονική ή με άλλους τρόπους παρακολούθηση,
η αστυνομική διείσδυση και η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Ενώ, σε
περιπτώσεις που οι έρευνες, οι διώξεις ή οι δικαστικές διαδικασίες λαμβάνουν
χώρα σε περισσότερα του ενός Κράτη-μέλη, προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθ.
19, η δυνατότητα σύστασης κοινών ανακριτικών σωμάτων απαρτιζόμενων από
ανακριτικούς υπαλλήλους των εμπλεκομένων Κρατών, υπό τον όρο του πλήρους
σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας.
Επιπλέον, η Σύμβαση, ως μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους για
την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αναγνωρίζει την
αποτελεσματική προστασία των μαρτύρων. Έτσι, το άρθ. 24 προβλέπει τη
θεσμοθέτηση μέτρων για την αποτροπή αντιποίνων ή ενεργειών εκφοβισμού των
μαρτύρων κατά την ποινική διαδικασία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η
φυσική προστασία, η μετεγκατάσταση και, όπου κρίνεται αναγκαίο, η μη
αποκάλυψη της ταυτότητας και του τόπου διαμονής τους. Επίσης, προβλέπεται η
θέσπιση κανόνων αποδεικτικής διαδικασίας που να δίνουν τη δυνατότητα στο
μάρτυρα να καταθέσει κάνοντας χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών της
επικοινωνίας.
Τέλος, η διάταξη του άρθ. 26 για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος καλεί στη λήψη μέτρων για την προώθηση της συνεργασίας με τις
αστυνομικές αρχές και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την εξέταση της δυνατότητας
αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης ατόμου το οποίο έχει παράσχει
ουσιώδη συνδρομή στη δίωξη ή την έρευνα αξιόποινης πράξης, η οποία εμπίπτει
στις διατάξεις της Σύμβασης και την επιβολή ελαττωμένης ποινής σε περίπτωση
που το συγκεκριμένο άτομο κατηγορείται για διάπραξη ή συμμετοχή στη
διάπραξη της σχετικής αξιόποινης πράξης.
Εξάλλου, ως μεγάλης εμβέλειας προσπάθειες για την πρόληψη και την
καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, μπορούν να χαρακτηριστούν οι
262

προσπάθειες του ΟΗΕ, που ξεκίνησαν ήδη από την Πέμπτη ∆ιάσκεψη επί της
Προλήψεως του Εγκλήματος και της Μεταχείρισης των Εγκληματιών, που έγινε
το Σεπτέμβρη του 1975 στη Γενεύη και κατά την οποία άρχισε να εστιάζεται η
προσοχή σε διάφορες μορφές διασυνοριακών εγκλημάτων. Οι προσπάθειες
αυτές συνεχίστηκαν κατά την Έκτη Σύνοδο του 1980 στο Καράκας, την Έβδομη
του 1985 στο Μιλάνο, την Όγδοη του 1990 στην Αβάνα994 και την Ένατη του
1995 στο Κάιρο, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων υπήρξε η επανειλημμένη
επισήμανση της αναγκαιότητας για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής διεθνούς
συνεργασίας για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας.
Όλες αυτές οι πολυετείς προσπάθειες οδήγησαν στην υπογραφή της
Σύμβασης κατά της διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών,
που υπογράφηκε στη Βιέννη το 1988995 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν.
1990/1991. Το διεθνές κατασταλτικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των
ναρκωτικών συμπληρώνουν η Ενιαία Σύμβαση του ΟΗΕ του 1961 για τις
ναρκωτικές ουσίες, όπως τροποποιήθηκε με το από 25-3-1972 Πρωτόκολλο996,
καθώς και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τις ψυχότροπες ουσίες του 1971, η οποία
κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 348/1976.
Ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί, επίσης, η Σύμβαση κατά της διαφθοράς που
υπογράφηκε στη Μερίντα του Μεξικού το 2003997. Η Σύμβαση αυτή αποτελεί το
μοναδικό παγκόσμιο νομικά δεσμευτικό εργαλείο ενάντια στη διαφθορά998. Η

994
Για μια συνοπτική παρουσίαση των ζητημάτων που ανεφύησαν και των πορισμάτων των
προπαρασκευαστικών συνεδρίων που διεξήχθησαν στα πλαίσια του ΟΗΕ από το 1985 έως το
1995, βλ. Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία
και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και προσφάτων εκδηλώσεων
διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 501 – 505.
995
Για την στρατηγική του ΟΗΕ κατά των ναρκωτικών και τον τρόπο εφαρμογής των διεθνών
συνθηκών κατά των ναρκωτικών, ιδίως της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διακίνησης ναρκωτικών
φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών του 1988, βλ. ιδίως, International Narcotics Control Board
(INCB), Report of the International Narcotics Control Board (INCB) for 2009, United Nations
Publications, Vienna, 2010, σελ. 1 επ.
996
Η Ενιαία Σύμβαση του ΟΗΕ του 1961 για τις ναρκωτικές ουσίες κυρώθηκε από την Ελλάδα με
το Ν∆ 1105/1972, ενώ το τροποποιητικό της Πρωτόκολλο κυρώθηκε με το Ν. 1549/1985.
997
Το σχέδιο της Σύμβασης για την καταπολέμηση της διαφθοράς υιοθετήθηκε από τη Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με την απόφαση 58/4 της 31ης Οκτωβρίου 2003. Η Σύμβαση
του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς άνοιξε προς υπογραφή από τις 9 έως τις 11 ∆εκεμβρίου 2003 στην
Μερίντα του Μεξικού.
998
Για μια συνεκτική επιθεώρηση των διεθνών προσπαθειών για την καταπολέμηση της
διαφθοράς, βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, όπ.παρ., ιδίως σελ. 63 – 97. Εξάλλου, η
καταπολέμηση της διαφθοράς μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το συνδυασμό διεθνών και εθνικών
πρωτοβουλιών. Καθοριστικό παράγοντα επιτυχία των όποιων μέτρων λαμβάνονται, αποτελεί η
αμέριστη υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών. Για μια ανάλυση της προβληματικής αυτής μέσα
263

ευρύτητα και ο επιτακτικός χαρακτήρας των ρυθμίσεών της την καθιστά


αναντικατάστατο εργαλείο για την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας στρατηγικής κατά
της διαφθοράς. Η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς καλύπτει πέντε βασικά
ζητήματα: την πρόληψη, την ποινικοποίηση και τα μέτρα νομικού
καταναγκασμού999, τη διεθνή συνεργασία, την επιστροφή περιουσιακών
στοιχείων που αποκτήθηκαν από διαφθορά, την τεχνική υποστήριξη και την
ανταλλαγή πληροφοριών. Η Ελλάδα υπέγραψε τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της
διαφθοράς στις 10-12-2003 και την κύρωσε στις 17-9-2008 με το Ν. 3666/2008.

Ενότητα 2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο δράσης

Κατ’ εφαρμογή του άρθ. 32 της Σύμβασης του Παλέρμο, συστάθηκε η


«Σύνοδος των Κρατών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Παλέρμο»
(“Conference of the Parties to the United Nations Convention against
Transnational Organized Crime and its Protocols – CTOC/COP”), με στόχο
αφενός, την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος
και αφετέρου, την προαγωγή υλοποίησης της Σύμβασης. Η Σύνοδος αυτή έχει
συνεδριάσει πέντε φορές μέχρι σήμερα στη Βιέννη και έχει λάβει ιδιαίτερα
σημαντικές αποφάσεις1000 σε επίπεδο ανάλυσης και συντονισμού της δράσης
των Κρατών-μελών.

από συγκεκριμένα παραδείγματα, βλ. Holger Moroff / Diana Schmidt – Pfister, Anti-corruption
movements, mechanisms, and machines – an introduction, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010,
σελ. 89 επ., Sebastian Wolf, Assessing Europe’s anti-corruption performance: views from the
Council of Europe, OECD, and Transparency International, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010,
σελ. 99 επ., Lili Di Puppo, Anti-corruption interventions in Georgia, Global Crime, vol. 11, no. 2,
2010, σελ. 220 επ. και Ǻse Berit Grødeland, Elite perceptions of anti-corruption efforts in Ukraine,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 237 επ. Για μια ανάλυση, τέλος, των επιπτώσεων της
«θεσμοποίησης» (“institutionalisation”) σε παγκόσμιο επίπεδο των προσπαθειών για την
καταπολέμηση της διαφθοράς, βλ. Steven Sampson, The anti-corruption industry: from
movement to institution, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 261 επ.
999
Η ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της Σύμβασης, η οποία
υποχρεώνει τα Κράτη-μέλη να τυποποιήσουν, εκτός από κλασσικές, και νέες μορφές διαφθοράς,
όπως είναι η εξαγορά επιρροής και το ξέπλυμα περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από τη
διαφθορά. Τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται, επίσης, να πατάξουν πράξεις συγγενούς
εγκληματικότητας για την παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. Η Σύμβαση αναφέρεται, τέλος και στην
διαφθορά που αφορά τον ιδιωτικό τομέα. Για μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών ρυθμίσεων
της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού / ∆ημητρίου Βλάσση, Η
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της ∆ιαφθοράς ως μεταίχμιο και σημείο αναφοράς των
σχετικών πρωτοβουλιών και δράσεων της διεθνούς κοινότητας, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 723 επ.,
ιδίως 725 επ.
1000
Ειδικότερα, η Σύνοδος των Κρατών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Παλέρμο έχει
συνεδριάσει από 28/6 έως 9/7/2004, από 10-21/10/2005, από 9-18/10/2006, από 8-17/10/2008
264

Το Γραφείο του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το έγκλημα (UNODC) έχει


ιδιαιτέρως εκτεταμένες δραστηριότητες στον τομέα της καταπολέμησης του
υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, που καλύπτουν τόσο τον τομέα της
έρευνας και ανάλυσης των τάσεων του οργανωμένου εγκλήματος, όσο και πιο
εξειδικευμένες δράσεις ενάντια στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στη διάδοση
των ναρκωτικών1001, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά και στον τομέα
προστασίας των μαρτύρων στις σχετικές υποθέσεις1002.
Ειδικότερα, στο επίπεδο της μελέτης των τάσεων του οργανωμένου
εγκλήματος, το UNODC προσπαθεί να παράσχει ακριβή και λεπτομερειακή
πληροφόρηση και τεχνική βοήθεια στα Κράτη-μέλη, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν αναφορικά με την
αντιμετώπιση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος. Για το σκοπό αυτό, έχει
εκπονήσει μέχρι σήμερα δύο περιφερειακές έρευνες. Η πρώτη έρευνα καλύπτει
την περιοχή της Κεντρικής Ασίας και εστιάζει ιδιαίτερα στα Κράτη του Καζακστάν,
Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν και στη ∆ημοκρατία του Κιργιστάν. Η δεύτερη έρευνα
καλύπτει την περιοχή της ∆υτικής Αφρικής και ιδίως την Ακτή του Ελεφαντοστού,
τη Σενεγάλη, τη Γκάνα, τη Νιγηρία και τη Σιέρρα Λεόνε, ενώ, σχεδιάζει να
πραγματοποιήσει αντίστοιχες έρευνες και για τις περιοχές της Ανατολικής
Αφρικής και της Νότιας Ασίας.
Περαιτέρω, η «Ομάδα νομικού καταναγκασμού, οργανωμένου εγκλήματος
και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος του UNODC» (“The Law Enforcement,
Organized Crime and Anti-Money-Laundering Unit of UNODC”) είναι υπεύθυνη
για την εκπόνηση του Παγκοσμίου Προγράμματος1003 ενάντια στο ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, στα προϊόντα του εγκλήματος και στη χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας. Το Πρόγραμμα αυτό ως στόχο έχει την υποβοήθηση των Κρατών-

και από 18-22/10/2010 στη Βιέννη. Για τα έγγραφα και τις αποφάσεις αυτών των Συνόδων βλ.
αναλυτικά, http://www.unodc.org/unodc/en/treaties/CTOC/CTOC-COP.html?ref=menuside
1001
Με την καταπολέμηση των ναρκωτικών ασχολείται, επίσης, η Επιτροπή του ΟΗΕ για την
Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική ∆ικαιοσύνη, καθώς και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα
ναρκωτικά (The Commission on Narcotic Drugs – CND).
1002
Για τις δράσεις του UNODC και τις μελέτες που εκπονούνται υπό την αιγίδα του, βλ.
αναλυτικά την ιδιαίτερα ενημερωμένη ιστοσελίδα του,
http://www.unodc.org/unodc/index.html?ref=menutop
1003
Το Πρόγραμμα αυτό εγκαθιδρύθηκε το 1997 κατόπιν της εντολής που δόθηκε στο UNODC
από τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών
του 1988, η οποία ενδυναμώθηκε από την Πολιτική ∆ιακήρυξη του 1998 και από τα μέτρα ενάντια
στο ξέπλυμα που υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατά την 20η ειδική
συνεδρίαση, τα οποία διεύρυναν το πεδίο της εντολής προς το UNODC ούτως ώστε να καλύπτει
πλέον όλα τα σοβαρά εγκλήματα και όχι μόνο τις παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.
265

μελών τόσο σε σχέση με την υιοθέτηση μέτρων ενάντια στο ξέπλυμα και στη
χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όσο και σε πρακτικό επίπεδο1004, παρέχοντας
τεχνική υποστήριξη κατά τον εντοπισμό, την κατάσχεση και τη δήμευση
προϊόντων του εγκλήματος.
Το UNODC λόγω και του ειδικού ρόλου1005 που έπαιξε κατά την εκπόνηση
και διαπραγμάτευση της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς του 2003
αποτελεί το θεματοφύλακά της. Μέσω του Θεματικού του Προγράμματος κατά
της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος λειτουργεί ως πηγή βοήθειας για
τα Κράτη-μέλη όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των προβλέψεων της
Σύμβασης. Βοηθά ιδιαίτερα τα Κράτη-μέλη που έχουν ευάλωτες ή μεταβατικές
οικονομίες στην εφαρμογή μέτρων κατά της διαφθοράς στον δημόσιο και τον
ιδιωτικό τομέα. Παρέχει την απαραίτητη τεχνική βοήθεια, η οποία αναγνωρίζεται
μέσω των εκθέσεων που υποβάλουν τα Κράτη-μέλη, αναλύει τα κενά στην
εφαρμογή της Σύμβασης κατά της διαφθοράς και με τον τρόπο αυτό θέτει
προτεραιότητες για την παροχή τεχνικής βοήθειας και προτείνει τις ανάλογες
λύσεις.
Το UNODC έχει αναπτύξει, επίσης, μια σειρά από εργαλεία για να
βοηθήσει τα Κράτη-μέλη να αναπτύξουν και να θέσουν σε εφαρμογή
προγράμματα προστασίας μαρτύρων. Μία από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες
του σ’ αυτό το πεδίο είναι η εκπόνηση ενός εγχειριδίου1006 τον Φεβρουάριο του
2008, το οποίο παρέχει μια πλήρη εικόνα των διαθέσιμων μέτρων προστασίας
μαρτύρων και προτείνει τρόπους για την υιοθέτηση και την ενσωμάτωση των
μέτρων αυτών στις εσωτερικές έννομες τάξεις των Κρατών-μελών. Οι προτάσεις
αυτές αναπτύχθηκαν σε μια σειρά περιφερειακών συναντήσεων με την ενεργό
συμμετοχή αντιπροσώπων των διωκτικών αρχών των Κρατών-μελών
(συμμετείχαν περισσότερα από 60 Κράτη-μέλη) και απηχούν την εμπειρία από

1004
Κάποιες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πλευρές της πρακτικής βοήθειας που παρέχει το Παγκόσμιο
Πρόγραμμα στα Κράτη-μέλη αποτελεί η εκπαίδευση των επιφορτισμένων με την έρευνα και τη
δίωξη αξιωματούχων σε ζητήματα έρευνας και δίωξης πολυσύνθετων οικονομικών εγκλημάτων, η
ενδυνάμωση της διεθνούς και περιφερειακής συνεργασίας μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών
και αμοιβαίας νομικής βοήθειας, αλλά και η γενικότερη αρωγή των Κρατών-μελών σε νομικό,
επιχειρησιακό, αλλά και οικονομικό επίπεδο.
1005
Το UNODC εκπόνησε το Σχέδιο της Σύμβασης κατά της διαφθοράς, υπήρξε ο
διαπραγματευτής της εκ μέρους του ΟΗΕ, ορίστηκε Γραμματεία της ∆ιάσκεψης των Κρατών-
μελών της Σύμβασης και αποτελεί τον μηχανισμό ελέγχου της εφαρμογής της.
1006
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Good Practices in the Protection of
Witnesses in Criminal Proceedings Involving Organized Crime, New York, 2008, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/organized-crime/Witness-protection-manual-
Feb08.pdf
266

διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και νομικά συστήματα. Κατά την εκπόνηση


του εγχειριδίου αυτού το UNODC συνεργάστηκε, επίσης, με τη Europol, τη
Eurojust, το ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο, το ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο για την
πρώην Γιουγκοσλαβία, το ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο για τη Ρουάντα, το Ειδικό
∆ικαστήριο της Σιέρρα Λεόνε, την Interpol, τη SECI, το UNAFEI και το UNICRI.
Ιδιαίτερης μνείας αξίζει και η ανάπτυξη από το UNODC ενός «μοντέλου
νόμου» (“model law”) για την προστασία μαρτύρων στις χώρες της Λατινικής
Αμερικής τον Οκτώβριο του 2007. Το μοντέλο αυτό έγινε αντικείμενο
επεξεργασίας από μια ομάδα ειδικών που συνεδρίασε στο Σαντιάγο της Χιλής με
τη συμμετοχή αξιωματούχων από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την
Κολομβία, το Εκουαδόρ, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, τις Ονδούρες, τον
Παναμά, το Περού, τη ∆ιεθνή Ένωση Εισαγγελέων, το ∆ιεθνές Ποινικό
∆ικαστήριο και τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών. Το μοντέλο αυτό
χρησιμοποιείται ήδη στις Ονδούρες και υπάρχει η πρόθεση να γενικευθεί η
χρήση του.
Η FATF (Financial Action Task Force on Money Laundering), τέλος,
αποτελεί ένα ανεξάρτητο διεθνές σώμα, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του
ΟΟΣΑ και αποτελείται από 32 συμμετέχουσες χώρες1007, συνιστώντας ένα
παράδειγμα διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, ιδιαίτερα όσον αφορά τις οικονομικές του
1008
εκφάνσεις . Η διακυβερνητική αυτή επιτροπή, δημιουργήθηκε στο Παρίσι τον
Ιούλιο του 1989, με απόφαση των επτά ισχυρότερων οικονομικά Κρατών (G-7),
με διακηρυγμένο στόχο της την ανάπτυξη και προώθηση πολιτικών, σε διεθνές
και εθνικό επίπεδο, για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου

1007
Στη FATF συμμετέχουν οι κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Αυστραλίας, της Αυστρίας, του
Βελγίου, της Βραζιλίας, του Καναδά, της ∆ανίας, της Φιλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της
Ελλάδας, του Χονγκ-Κονγκ, της Κίνας, της Ισλανδίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας,
του Λουξεμβούργου, του Μεξικού, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της
Πορτογαλίας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Νότιας Αφρικής, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της
Ελβετίας, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, καθώς και δύο περιφερειακοί
οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) και τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου
Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council).
1008
Στο ερώτημα τι ακριβώς είναι απαντά η ίδια ότι: «Η FATF είναι ένα διακυβερνητικό σώμα του
οποίου ο σκοπός είναι η ανάπτυξη και προαγωγή πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές
επίπεδο, για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος. Η Ομάδα ∆ράσης συνεπώς είναι ένα
«σώμα δημιουργίας πολιτικής», το οποίο εργάζεται για να γενικεύσει την απαραίτητη πολιτική
βούληση για εισαγωγή νομοθετικών και ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να
καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της
«βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 351, υποσημ. 3.
267

χρήματος1009. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από το έτος 1990 προώθησε 40 συστάσεις,
που έκτοτε έχουν αναθεωρηθεί, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι οποίες αφορούν το σύστημα
απονομής ποινικής δικαιοσύνης και τις διωκτικές αρχές, το οικονομικό σύστημα
και τη ρύθμισή του, καθώς και τη διεθνή συνεργασία.
Η διατύπωση συστάσεων και συναφών ερμηνευτικών υποσημειώσεων
από την άτυπη αυτή διακυβερνητική Επιτροπή εκφράζει, σε κάθε περίπτωση, τη
συνισταμένη των βουλήσεων των κυβερνήσεων και των περιφερειακών
οργανισμών που συμμετέχουν, αλλά επ’ ουδενί οι συστάσεις αυτές δεν μπορεί να
θωρηθεί ότι αποτελούν «διεθνές νομικό μέσο»1010 ή ότι ενέχουν έναν βαθμό
υποχρεωτικότητας για λήψη συγκεκριμένων μέτρων1011.
Οι κυριότερες δραστηριότητες της FATF1012 είναι η παρακολούθηση της
προόδου που σημειώνουν τα μέλη της στον τομέα της εισαγωγής μέτρων ενάντια
στο ξέπλυμα, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μιας διφυούς διαδικασίας, δηλαδή,
αφενός, μέσω της ετήσιας αυτό-αποτίμησης των μελών και αφετέρου, μέσω μιας
πιο εμπεριστατωμένης αμοιβαίας εκτίμησης, η οποία συνίσταται στην
ανασκόπηση των τάσεων στο ξέπλυμα χρήματος, των τεχνικών που
χρησιμοποιούνται, καθώς και του αντίκτυπου που αυτές έχουν στα μέτρα
καταπολέμησής του, καθώς και στις 40 Συστάσεις του σώματος. Εξάλλου,

1009
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 352.
1010
Όπως ορθά επισημαίνει ο ∆ημήτραινας, «…δεν προκύπτει ούτε ο τρόπος με τον οποίο
δόθηκαν στη FATF οι αρμοδιότητες να συστήνει διαδικασίες και κατευθύνσεις εναρμόνισης του
ποινικού δικαίου των μελών της ούτε αν οι αρμοδιότητες αυτές είναι ειδικές ή γενικές, ούτε αν είναι
περιορισμένες ή απεριόριστες. Πολύ περισσότερο δεν προκύπτει αν η διαδικασία αυτή και οι
συστάσεις που αποτυπώνονται σέβεται τις αποτυπωμένες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση
∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου βασικές αρχές του νομικού μας πολιτισμού, αρχές με συνταγματική
κατοχύρωση στα περισσότερα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 352, υποσημ. 10, Βλ. επίσης, του
ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις
δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό
το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών
στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 954, υποσημ. 59. Βλ.
τέλος και Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers,
όπ.παρ., σελ. 4, σύμφωνα με τον οποίο, «Η ισχύς που διαθέτει η FATF στο ζήτημα του
ξεπλύματος χρήματος ξεπερνά ο,τιδήποτε θα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν ανεπίσημο
όμιλο. Μπορεί να βάλει στη μαύρη λίστα χώρες και περιοχές επειδή δεν συμμορφώνονται με τις
συστάσεις της, αν και αυτή η μεταχείριση (χωρίς δικαίωμα έφεσης) φαίνεται να επιφυλάσσεται
μόνο για εκείνους που δεν είναι μέλη».
1011
Κατά συνέπεια, η υιοθέτηση των συστάσεων της FATF, συνιστά συγκεκριμένη νομοθετική
επιλογή και όχι προσαρμογή εθνικής νομοθεσίας σε διεθνές νομικό μέσο.
1012
Για τις αρμοδιότητες και τη δράση της FATF, βλ. συνοπτικά, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η
∆ιαφθορά, όπ.παρ., σελ. 90 – 94.
268

εμφανής είναι ο στόχος να προαχθεί η υιοθέτηση και εφαρμογή των Συστάσεών


της από χώρες μη μέλη της. Οι δραστηριότητες της FATF δεν περιορίζονται μόνο
στο χώρο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά ήδη από τον
Οκτώβριο του 2001 έχουν επεκταθεί, μέσω των ειδικών συστάσεων που
υιοθέτησε και στη αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Οφείλουμε να
τονίσουμε, περαιτέρω, ότι η FATF, μέσω του ελέγχου της συμμορφώσεως των
Κρατών με τα θεσπισμένα πρότυπα στο χώρου ελέγχου της χρηματοδοτήσεως
τρομοκρατικών ενεργειών, έχει ήδη από το 2001 αποκτήσει τη δυνατότητα να
αναλαμβάνει δράση και στο επίπεδο της εφαρμογής των εν λόγω προτύπων, με
τη μορφή της διατύπωσης προτάσεων για το ποιες κυρώσεις θα πρέπει να
επιβάλλονται σε χώρες που δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα που
εξέδωσε1013.

Ενότητα 3. Πρωτοβουλίες σε επιχειρησιακό επίπεδο

Η Interpol1014 δημιουργήθηκε το 1923, έχει 188 Κράτη-μέλη και αποτελεί


έναν «sui generis» διεθνή οργανισμό αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των
αστυνομικών αρχών των Κρατών-μελών της1015. ∆εν στηρίζεται σε διεθνή
σύμβαση, που να ρυθμίζει τις θέσεις, τις επιδιώξεις και τις υποχρεώσεις των

1013
Βλ. Hans Jörg Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση
της Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, (μετάφραση Στέφανου Καρεκλά), Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 985,
όπου, επίσης, αναφέρει ότι οι συστάσεις που εξέδωσε η FATF κατά τη συνάντησή της το διήμερο
29-30 Οκτωβρίου 2001 για τον έλεγχο της διεθνούς τρομοκρατίας, επικεντρώνονται κυρίως «στη
διεύρυνση των δυνατοτήτων παγώματος λογαριασμών και κατασχέσεως περιουσιακών
στοιχείων, στην εναρμόνιση των ποινικών νόμων που αφορούν στη χρηματοδότηση της διεθνούς
τρομοκρατίας, καθώς και στη δημιουργία και εφαρμογή προτύπων κατά της νομιμοποιήσεως
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω εναλλακτικών συστημάτων μεταφοράς κεφαλαίων
(όπως η Habalah)». Βλ επίσης Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1480
– 1481.
1014
Η Interpol διαθέτει τέσσερα όργανα. Τη Γενική Συνέλευση, την Εκτελεστική Επιτροπή, τα
εθνικά Εγκληματολογικά Γραφεία και τη Γενική Γραμματεία. Επίσημες γλώσσες της είναι η
γαλλική, η αγγλική, η ισπανική και η αραβική. Βλ.http://www.interpol.int/public/icpo/default.asp
1015
Η διεθνής αστυνομική συνεργασία δεν αποτελεί ένα νέο φαινόμενο. Ήδη από το έτος 1888 το
Βέλγιο, η Ολλανδία και η Αυστρία είχαν αποφασίσει στο Αμβούργο να δημιουργήσουν ένα
συνδεδεμένο κέντρο πληροφοριών, με σκοπό να συλλέγουν στοιχεία για τους εγκληματίες που
λειτουργούν στις διάφορες χώρες. Ενώ και η Ιταλία, ως απάντηση στις επιθέσεις των αναρχικών
επέλεξε να διοργανώσει μια συνάντηση, το 1898, στη Ρώμη, για να βελτιώσει τη συνεργασία
μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων. Ο στόχος αυτής της συνάντησης ήταν να ιδρύσει ένα σώμα,
που θα συγκέντρωνε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την αναρχία. Βλ. Lode van
Outrive, European Parliament Committee on civil liberties and internal affairs working document
on police cooperation, στο Vincenzo Ruggiero, Citizenship, Human Rights and Minorities:
Rethinking Social Control in the New Europe (XX Conference of the European Group for the
study of Deviance and Social Control, Padova 3 – 6 September 1992), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 41 – 42.
269

μελών της, κάτι που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των Κρατών που συμμετέχουν
δεν δεσμεύονται ως προς τη συνεργασία. ∆εν έχει χαρακτήρα διεθνούς
οργάνωσης και αποτελεί φορέα μη κυβερνητικό. Εντούτοις, διαθέτει πολλά από
τα χαρακτηριστικά μιας διεθνούς οργάνωσης, καθώς η πράξη προσχώρησης
κάποιας χώρας, στηρίζεται σε κυβερνητική απόφαση, οι δαπάνες συντήρησης και
λειτουργίας της καλύπτονται από τα μέλη, οι εκπρόσωποι στις γενικές
συνελεύσεις διορίζονται από την κυβέρνησή τους και είναι αναγνωρισμένος
φορέας από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο της
Ευρώπης1016. Η συμφωνία συνεργασίας, μάλιστα, που συνήψε με το Οικονομικό
και Κοινωνικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, το έτος 1971, προσέδωσε στην
Interpol το κύρος της αναγνώρισης από τον ΟΗΕ ως ενός σώματος που
ρυθμίζεται από το διεθνές δίκαιο1017. Η ειδική αυτή σχέση με τον ΟΗΕ
ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας
μεταξύ των δύο οργανισμών τον Οκτώβριο του 19961018. Οι λόγοι αυτοί
οδήγησαν τους μελετητές στο χαρακτηρισμό της ως «μορφής διεθνούς δημόσιας
υπηρεσίας διακρατικού οργανισμού de facto» ή ως «διεθνή οργανισμό sui
generis»1019.
Στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας της Interpol λειτουργούν ο τομέας
πολιτικής και διαχείρισης, ο τομέας μελέτης και έρευνας, ο τομέας της
αστυνομίας, ο διοικητικός τομέας και ο τομέας υποστήριξης. Είναι προφανές από
τη ίδια τη δομή, αλλά και από τους διακηρυγμένους στόχους της ότι δεν έχει
επιχειρησιακό χαρακτήρα και δεν επεμβαίνει στην καταδίωξη εγκλημάτων, αλλά
αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ένα δίκτυο ροής και επεξεργασίας αστυνομικών

1016
Στη 16η Γενική Συνέλευση της Interpol, που έγινε το 1947 στο Παρίσι, συζητήθηκε το θέμα
των σχέσεών της με τον ΟΗΕ και αποφασίστηκε ότι: «Η Interpol (…) θεωρεί επιθυμητό το να
διατηρήσει σχέσεις με τον ΟΗΕ σε συμβουλευτικό επίπεδο, ενώ, ταυτόχρονα, θα διατηρεί την
ανεξαρτησία της» . Βλ. International Criminal Police Commission (ICPC) Review, (2nd year), no. 9,
1947, σελ. 20.
1017
Βλ. Lode van Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs
working document on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 56 – 57.
1018
Η συμφωνία συνεργασίας μεταξύ ΟΗΕ και Interpol δίνει το status του παρατηρητή κατά τις
Γενικές Συνελεύσεις τους σε αντιπρόσωπο του κάθε οργανισμού και υπογραμμίζει ως πεδίο
συνεργασίας τους την ανταπόκριση στις ανάγκες της διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση
του εγκλήματος, την υποβοήθηση των Κρατών στην μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος,
την θέση σε εφαρμογή των αποφάσεων των διεθνών δικαστικών σωμάτων, την υλοποίηση
κοινών ερευνών (joint investigations) με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης και την εγκαθίδρυση
κοινών βάσεων δεδομένων για ποινικά ζητήματα. Βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/ICPO/IntLiaison/UN.asp
1019
Βλ. Κωνσταντίνου Γαρδίκα, Η διεθνής των αστυνομικών συνεργασία. Η Interpol, ΠοινΧρ,
1962, σελ. 473.
270

ειδήσεων και πληροφοριών1020 από και προς τα κατά τόπους Κεντρικά


Εγκληματολογικά Γραφεία1021, το οποίο επιδιώκει να εναρμονίσει τη δράση και
την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αστυνομικών υπηρεσιών των Κρατών-μελών
της Interpol1022.
Οι κυριότερες εγκληματικές δραστηριότητες1023 με τις οποίες ασχολείται
είναι τα εγκλήματα κατά προσώπων, κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας, το
οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, η
διαφθορά, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, η παραχάραξη νομισμάτων, η
πλαστογραφία και τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος.
Το τμήμα της Interpol που από το 1986 ασχολείται με το οργανωμένο
έγκλημα έχει δημιουργήσει στρατηγικής σημασίας επαφές με διάφορους
1020
Η Interpol διαθέτει ένα ασφαλές δίκτυο αστυνομικής επικοινωνίας, το οποίο είναι γνωστό ως I-
24/7 και δίνει τη δυνατότητα στις αστυνομικές αρχές των 188 Κρατών-μελών της να μοιράζονται
δεδομένα και πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο. Το 2008 ανταλλάχθηκαν 11,2 εκατομμύρια
μηνύματα μεταξύ του Αρχηγείου της Γενικής Γραμματείας στη Λυών της Γαλλίας και των Εθνικών
Κεντρικών Γραφείων, ενώ, το 2009 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 12,5 εκατομμύρια μηνύματα. Τα
μηνύματα αυτά πολύ συχνά περιέχουν ζωτικής σημασίας και επείγοντος χαρακτήρα αστυνομικές
πληροφορίες που είναι κρίσιμες για την εξέλιξη αστυνομικών επιχειρήσεων και ερευνών. Βλ.
Interpol, Annual Report 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.interpol.int/Public/ICPO/InterpolAtWork/iaw2009.pdf, σελ. 30.
1021
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, η Interpol, κάτω από τη γαλλική πίεση, ήταν πολύ επιφυλακτική
προς κάθε «ευρωποίηση» (“Europeanization”). Το 1982, όταν εκλέχθηκε η Γερμανία στην
Εκτελεστική Επιτροπή, πρότεινε τη δημιουργία ενός τοπικού γραφείου της Interpol στην Ευρώπη.
Έτσι, το 1982, δημιουργήθηκε μια τεχνική επιτροπή για τη συνεργασία στην Ευρώπη, με σκοπό
την έρευνα των υπαρχόντων δικτύων συνεργασίας για την καταπολέμηση του ευρωπαϊκού
εγκλήματος και την επεξεργασία προτάσεων για τη βελτίωση αυτής της συνεργασίας. Το 1986,
ιδρύθηκε επίσης μία Τοπική Ευρωπαϊκή Γραμματεία (Eusec) στο αρχηγείο της Interpol. Βλ. Lode
van Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs working
document on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 57 – 58.
1022
Η επίσημη σύνδεση της Ελλάδας με την Interpol έγινε με το Ν. 3640/1956 «περί συμμετοχής
της Ελλάδος εις την ∆ιεθνή Επιτροπήν Εγκληματολογικής Αστυνομίας». Σύμφωνα με το άρθρο 2
του Ν. 1481/1984 συστάθηκε, ως κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου ∆ημόσιας Τάξης ο «Κλάδος
Αστυνομίας Ασφαλείας», ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 1481/1984, περιλαμβάνει
«∆ιεύθυνση διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας», με αρμοδιότητα τη «συνεργασία με διεθνείς
αστυνομικούς οργανισμούς και τις αστυνομίες ξένων χωρών». Με τα άρθρα 23 και 24 § ζ’ του Π∆
582/1984 ανατέθηκε στο «Τμήμα ∆ιεθνών Σχέσεων» της ανωτέρω ∆ιεύθυνσης, «η εξασφάλιση
της επικοινωνίας των αστυνομικών, δικαστικών και λοιπών αρχών του Κράτους με τη Γενική
Γραμματεία του ∆ιεθνούς Οργανισμού Εγκληματολογικής Αστυνομίας και των εθνικών κεντρικών
γραφείων των χωρών μελών του, σύμφωνα με το Ν. 3640/1956 και το καταστατικό του ∆ιεθνούς
Οργανισμού Εγκληματολογικής Αστυνομίας, για την πρόληψη και την αποτελεσματικότερη δίωξη
και καταστολή του εγκλήματος», ενώ περαιτέρω, με το άρθρο 24 § ε’ του Π∆ 582/1984,
προβλέφθηκε «η εισήγηση για τη λήψη μέτρων προαγωγής της διεθνούς αστυνομικής
συνεργασίας και αρωγής».
1023
Η οριοθέτηση του αντικειμένου της ενασχόλησής της αποτέλεσε επίδικο ζήτημα ήδη από την
ίδρυσή της. Στο αστυνομικό συνέδριο της Βιέννης, το 1923, επιΚράτησε η άποψη ότι η διεθνής
συνεργασία δεν θα έπρεπε να εκτείνεται σε κάθε περίπτωση εγκληματία, αλλά θα έπρεπε να
περιορίζεται στους «διεθνείς» εγκληματίες και στα «διεθνή» εγκλήματα, ενώ καταβλήθηκε
προσπάθεια και για να οριστεί η έννοια του «διεθνούς» εγκληματία. Στο 4ο συνέδριό της το κλίμα
αυτό άλλαξε και θεωρήθηκε ότι οι έννοιες του «διεθνούς» εγκλήματος και του «διεθνούς»
εγκληματία ήταν ασαφείς και δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα, ο
περιορισμός της συνεργασίας μόνο σ’ αυτό το επίπεδο, φάνταζε αδικαιολόγητα στενός.
271

οργανισμούς και ινστιτούτα αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός συνεχώς


ενημερωμένου ηλεκτρονικού αρχείου με πληροφορίες για άτομα και οργανώσεις
με διεθνείς διασυνδέσεις, τα οποία εμπλέκονται σε διαρκείς εγκληματικές
δραστηριότητες, στη διασταύρωση και την ανάλυση των πληροφοριών, που
προέρχονται από τα Κράτη-μέλη, στη διοχέτευση των σχετικών πληροφοριών με
αλληλογραφία και τη δημοσίευσή τους σε σχετικές αναφορές και τέλος, στο
σχεδιασμό της συντονισμένης δράσης, την οργάνωση και συγκρότηση
συσκέψεων και ομάδων εργασίας για συγκεκριμένα θέματα σχετικά με το
οργανωμένο έγκλημα1024. Με τον τρόπο αυτό, βοηθά τα Κράτη-μέλη να
δημιουργούν επαφές με ειδικούς στον τομέα της καταπολέμησης του
οργανωμένου εγκλήματος, να αναγνωρίζουν τις μεγάλης βαρύτητας εγκληματικές
απειλές1025, οι οποίες μπορεί να έχουν ακόμη και παγκόσμιο αντίκτυπο, να
βρίσκουν λύσεις σε πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη δίωξη των
συναφών εγκλημάτων, ενώ παρέχει και υποστήριξη στα Κράτη-μέλη σε υπό
εξέλιξη διεθνείς έρευνες1026.
Υπό την αιγίδα της Interpol βρίσκονται υπό εξέλιξη πέντε σχετικά
προγράμματα. Το «Πρόγραμμα της Χιλιετίας» (“Project Millennium”), που ως
στόχο έχει τις ευρασιατικές εγκληματικές οργανώσεις, το «Πρόγραμμα AOC»
(“Project AOC”), το οποίο ασχολείται με τις ασιατικές εγκληματικές οργανώσεις,
το «Πρόγραμμα Κραυγή» (“Project Scream”) για τους κατ’ εξακολούθηση
δολοφόνους και βιαστές, το «Πρόγραμμα Bada» (“Project Bada”) για τη
θαλάσσια πειρατεία και το «Πρόγραμμα Ροζ Πάνθηρες» (“Project Pink Panthers”)
για τις ένοπλες ληστείες κοσμημάτων που διαπράχθηκαν από υπηκόους της
πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Στον τομέα της διακίνησης των ναρκωτικών ο κύριος στόχος της Interpol
είναι η ανίχνευση νέων τάσεων και ο εντοπισμός εγκληματικών οργανώσεων που
λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο, καθώς και η υποβοήθηση όλων των υπηρεσιών
που ασχολούνται με την παραγωγή, εμπορία και διακίνηση των ναρκωτικών1027.

1024
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
441.
1025
Η συμμετοχή της Interpol σ’ αυτό το επίπεδο, δίνει τη δυνατότητα συσχετισμού φαινομενικά
άσχετων μεταξύ τους υποθέσεων οργανωμένου εγκλήματος.
1026
Βλ. http://www.interpol.int/Public/OrganisedCrime/default.asp
1027
Για τη δράση της Interpol στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών, βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/Drugs/default.asp
272

Περαιτέρω, η Interpol έχει αναπτύξει ενεργό ρόλο στον τομέα της


καταπολέμησης της διαφθοράς ήδη από το έτος 1998, όταν διοργάνωσε την
Πρώτη ∆ιεθνή ∆ιάσκεψη για τα εγκλήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά.
Έκτοτε ίδρυσε την «Ομάδα Ειδικών της Interpol για τη ∆ιαφθορά» (IGEC) το
1998 και είναι στη διαδικασία ανάπτυξης του «Γραφείου κατά της διαφθοράς»
(IACO), με στόχο την υποστήριξη δράσεων κατά της διαφθοράς, μέσω της
καθιέρωσης πολιτικών και προτύπων, την παροχής εκπαίδευσης και της
υποβοήθησης ερευνών για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων1028.

Ενότητα 4. Πρωτοβουλίες σε περιφερειακό επίπεδο

Η περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, κατά τα τελευταία χρόνια, βιώνει,
σύμφωνα με τους τοπικούς πολιτικούς ηγέτες, τους διπλωμάτες και τους ειδικούς
αναλυτές μια διαδικασία σύνθετης και ραγδαίας αλλαγής στα ζητήματα της
ασφάλειας, καθώς η οικονομική κρίση που συναρτάται με την πολιτική κρίση σε
διάφορες κρατικές οντότητες της περιοχής, οι πάσης φύσεως τοπικοί πόλεμοι και
η αυξανόμενη δραστηριότητα του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος
δημιουργούν ένα σκηνικό κάθε άλλο παρά σταθερό και προβλέψιμο. Αποτέλεσμα
αυτής της σύνθετης κατάστασης είναι η διαμόρφωση ενός δικτύου διμερών και
πολυμερών σχέσεων μεταξύ των Κρατών της περιοχής, με πρωταρχικό στόχο
την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, την ανάπτυξη της προληπτικής
διπλωματίας και την αποτελεσματικότερη δυνατή διαχείριση των κρίσεων1029. Στο
πλαίσιο αυτό, η ASEAN (Association of South East Asian Nations)1030 σε
συνεργασία με το ARF (ASEAN Regional Forum)1031 έχουν αναπτύξει
πολυμερείς θεσμικούς τοπικούς μηχανισμούς ασφαλείας τόσο επίσημα, σε

1028
Για τη δράση της Interpol στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς, βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/Corruption/corruption.asp
1029
Βλ. John McFarlane, International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track
Mechanisms, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology, με τίτλο
“Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη
ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
1030
Η ASEAN αποτελείται από το συνασπισμό των χωρών Μπρουνέι, Καμπότζη, Ινδονησία,
Λάος, Μαλαισία, Μυανμάρ (Μπούρμα), Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ.
1031
Στο ARF συμμετέχουν σε επίπεδο «διαλογικών εταίρων» (“dialogue partners”), εκτός από τις
χώρες της ASEAN, και η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ινδία, η
Ιαπωνία, η Μογγολία, η Νέα Ζηλανδία, η Παπούα Νέα Γουινέα, η Ρωσία, η Νότια Κορέα και οι
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
273

επίπεδο υπουργών (First Track)1032, όσο και σε ανεπίσημο επίπεδο (Second


Track)1033. Η Aseanapol1034 και η FANC (Foreign Anti Narcotic Community)1035,

1032
Το ενδιαφέρον των υπουργών για την καταπολέμηση του υπερεθνικού οργανωμένου
εγκλήματος, έχει εκδηλωθεί επανειλημμένως. Χαρακτηριστική είναι η ∆ήλωση στο πλαίσιο του
3ου ASEAN Regional Forum τον Ιούλιο του 1996, ότι θα πρέπει να γίνει αντικείμενο σοβαρής
σκέψης το ζήτημα «της διακίνησης ναρκωτικών και τα σχετικά διακρατικά ζητήματα, όπως τα
οικονομικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένου του ξεπλύματος χρήματος, τα οποία θα
μπορούσαν να συνιστούν απειλές για την ασφάλεια των χωρών της περιοχής». Πολύ σημαντικές
υπήρξαν, επίσης, η ∆ήλωση της Μανίλα για το υπερεθνικό έγκλημα της 20ης ∆εκεμβρίου 1997, η
∆ήλωση της Μανίλα της 25ης Μαρτίου 1998 για την παρεμπόδιση και τον έλεγχο του υπερεθνικού
εγκλήματος και η υιοθέτηση του Σχεδίου ∆ράσης της ASEAN για την Καταπολέμηση του
∆ιακρατικού Εγκλήματος, που αποφασίστηκε στην Γιανγκόν του Μυανμάρ στις 23 Ιουνίου 1999.
Βλ. John McFarlane, International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track
Mechanisms, όπ.παρ., σελ. 7.
1033
Η πιο φιλόδοξη πρωτοβουλία της ASEAN σε ανεπίσημο επίπεδο (second track mechanism),
υπήρξε η ίδρυση του Συμβουλίου για τη Συνεργασία σε θέματα Ασφαλείας στην Ασία και τον
Ειρηνικό (Council for Security Cooperation in the Asia-Pacific – CSCAP). Κατά τη διάρκεια μιας
συνάντησης ινστιτούτων στρατηγικών σπουδών από δέκα χώρες της περιοχής της Ασίας και του
Ειρηνικού, που έγινε στη Σεούλ από 1-3 Νοεμβρίου 1992, προτάθηκε η δημιουργία ενός μόνιμου
δικτύου ανάπτυξης του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών της περιοχής, που να
λειτουργεί περίπου ως “think tank” για την κατανόηση και αποτελεσματική αντιμετώπιση κρίσιμων
ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας, μεταξύ των οποίων και το υπερεθνικό οργανωμένο
έγκλημα. Η πρωτοβουλία αυτή στέφθηκε με επιτυχία, καθώς το CSCAP ιδρύθηκε επισήμως στην
Κουάλα Λουμπούρ, στις 8 Ιουνίου 1993. Στο CSCAP συμμετέχουν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο
Καναδάς, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ινδονησία, η Ινδία ως συνδεδεμένο μέλος, η Ιαπωνία, η
Μαλαισία, η Μογγολία, η Νέα Ζηλανδία, η Βόρεια Κορέα, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες, η Ρωσία,
η Σιγκαπούρη, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Επίσης έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να
συμμετάσχουν και οι Καμπότζη και η Παπούα Νέα Γουϊνέα. Το CSCAP καθοδηγείται από μια
Οργανωτική Επιτροπή (Steering Committee), που συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο, κάθε Ιούνιο
και ∆εκέμβριο και στο πλαίσιό του έχουν δημιουργηθεί Ομάδες Εργασίας για τη ναυτιλιακή
συνεργασία, για την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη μέτρων ασφαλείας, για την περιεκτική και
συνεργατική ασφάλεια, για το Βόρειο Ειρηνικό και για το διασυνοριακό έγκλημα. Το ∆εκέμβριο
του 1996 δημιουργήθηκε η Ομάδα Εργασίας για το διακρατικό έγκλημα με στόχους την
εμβάθυνση της κατανόησης, την επίτευξη μιας γενικότερης συμφωνίας όσον αφορά τις κυριότερες
τάσεις του διακρατικού εγκλήματος στο σύνολο της περιοχής, την μελέτη συγκεκριμένων
πρακτικών μέτρων που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν, την ενθάρρυνση των χώρων της
περιοχής να υιοθετήσουν τις Συμβάσεις και τα Πρωτόκολλα του ΟΗΕ για το διακρατικό
οργανωμένο έγκλημα και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των διωκτικών μηχανισμών.
Αποτέλεσμα των εργασιών της Ομάδας αυτής υπήρξε η επίτευξη συμφωνίας σε μια λίστα
δεκαεννέα «εγκληματικών τύπων», που επηρεάζουν το σύνολο της περιοχής, ενώ περαιτέρω,
συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της παράνομης
διακίνησης όπλων, της παραχάραξης, της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών, των διεθνών
εγκληματικών δραστηριοτήτων του λευκού περιλαιμίου, του ξεπλύματος χρήματος, της
παράνομης διακίνησης πυρηνικών υλικών και των εγκλημάτων τεχνολογίας. Βλ. John McFarlane,
International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track Mechanisms, όπ.παρ.,
σελ. 3 και 4. Για λεπτομέρειες της ∆ήλωσης της Κουάλα Λουμπούρ και του Καταστατικού Χάρτη
του CSCAP, βλ. http://www.cscap.org
1034
Η Aseanapol ιδρύθηκε στο πλαίσιο της ASEAN με πρότυπο τη Europol, έχει, όμως, μια
εντελώς διαφορετική βάση και δεν έχει ακόμη αναπτύξει ένα αποτελεσματικό μηχανισμό που να
καλύπτει ολόκληρη την περιοχή αναφοράς της, δηλαδή την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η
Aseanapol συγγενεύει μάλλον περισσότερο με τo forum της «∆ιάσκεψης των Επιτρόπων»
(“Commissioner’s Conference forum”) και σε καμιά περίπτωση δεν απολαμβάνει της ίδιας
κρατικής υποστήριξης και καθοδήγησης σε σχέση με τη Europol.
1035
Η FANC είναι ένας διεθνής οργανισμός, που ιδρύθηκε το 1978 έχει έδρα την Ταϊλάνδη και
στον οποίο συμμετέχουν 22 αρχές, μεταξύ των οποίων η Interpol και το UNODC, από 18
διαφορετικές χώρες. Η επιτυχία της στην καταπολέμηση των ναρκωτικών στην περιοχή
δημιούργησαν την ανάγκη να ιδρυθεί και η FANC Νοτιοδυτικής Ασίας, στη οποία συμμετέχουν 14
274

για παράδειγμα, μπορεί να αποτελούν λιγότερο προβεβλημένες πρωτοβουλίες


σε σύγκριση με τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και της ΕΕ, δεν παύουν,
όμως, να είναι ιδιαίτερα σημαντικές,, καθώς παρέχουν σημαντικές τοπικές
ιδεολογικές πλατφόρμες, οι οποίες διευκολύνουν τη συνεργασία των διωκτικών
αρχών1036. Ιδιαίτερα σημαντική για την περιοχή είναι, εξάλλου, και η δράση της
Ομάδας για το Ξέπλυμα Χρήματος στην Ασία και τον Ειρηνικό (Asia-Pacific
Group on Money Laundering).
Περαιτέρω, στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού γίνεται ένας αριθμός
ετήσιων συνδιασκέψεων των τοπικών διωκτικών αρχών, μεταξύ των οποίων η
Συνδιάσκεψη για το Οργανωμένο Έγκλημα, η Σύσκεψη των διωκτικών αρχών
ενάντια στα ναρκωτικά στην Ασία και τον Ειρηνικό, η Συνδιάσκεψη για το
Ασιατικό Οργανωμένο έγκλημα και η Συνάντηση των Αξιωματικών Συνδέσμων
(Liaison Officers) ενάντια στα ναρκωτικά για τη διεθνή συνεργασία1037.
Η Αραβική Επιτροπή Υπουργών (Arab Council of Ministers) και η
Νοτιοαφρικανική Ένωση για την Τοπική Συνεργασία (Southern African
Association for Regional Co-operation-SAARC), τέλος, λειτουργούν
επικεντρώνοντας την προσοχή τους στη συγκεκριμένη περιοχή ευθύνης τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο: Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε


Ευρωπαϊκό επίπεδο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδείξει ιδιαίτερα έντονο νομοθετικό


ενδιαφέρον στο επίπεδο αντιμετώπισης του φαινομένου του οργανωμένου
εγκλήματος1038. Εξάλλου, η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας αποτέλεσε για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ήδη από τα μέσα της
δεκαετίας του ’70, κυρίως όμως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και μέχρι

αρχές από 13 διαφορετικές χώρες, οι οποίες συνεργάζονται στο επίπεδο της έγκαιρης παροχής
πληροφοριών και μεθοδολογίας σχετικά με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Βλ.
Mick Palmer, International Collaboration by Law Enforcement Agencies, εισήγηση σε συνέδριο
του Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au, σελ. 8.
1036
Ibid, σελ. 4.
1037
Η Συνάντηση των Αξιωματικών Συνδέσμων ενάντια στα ναρκωτικά για τη διεθνή συνεργασία
αποτελεί ένα forum, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στους αντιπροσώπους της Ασίας και του
Ειρηνικού, αλλά συμμετέχουν σ’ αυτό και οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Γερμανία, η
Ολλανδία, η Γαλλία και η Ρουμανία.
1038
Για έναν πλήρη κατάλογο των νομοθετικών κειμένων της ΕΕ στο πεδίο της αντιμετώπισης του
οργανωμένου εγκλήματος, βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on International and
European Criminal Law, (6th edition), Maklu, Antwerpen, 2010.
275

σήμερα, τη δικαιολογητική βάση για την υιοθέτηση μιας σειράς πρωτοβουλιών


στο χώρο του ποινικού δικαίου1039 και μάλιστα σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη
μεταβιβαστεί ποινική εξουσία στα ευρωπαϊκά όργανα, παίζοντας το ρόλο
«ενοποιητικών μοχλών ή κινητηρίων αξόνων» για την ανάπτυξη κοινών
πολιτικών στον ευρύτερο τομέα της πρόληψης και της καταστολής του
εγκλήματος1040.
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος προσαρμόζεται στην πολυπλοκότητα του
φαινομένου1041 και έχει ως στόχο την εμπορία ανθρώπων και την παράνομη
διακίνηση (όπλα, ναρκωτικά), καθώς και τα οικονομικά και δημοσιονομικά
εγκλήματα, τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Καλύπτει επίσης
τις νέες διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος και ιδίως την εγκληματικότητα
στον κυβερνοχώρο και τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος1042.
Η ολοκληρωμένη προσέγγιση που καθοδηγεί τη δράση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης εκτείνεται από την πρόληψη έως την καταστολή. Η προσέγγιση αυτή

1039
Τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές αυτού του είδους της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας
είχαν ήδη σκιαγραφήσει διάφορες συνελεύσεις του ΟΗΕ περιφερειακές συνελεύσεις, αλλά και
συνθήκες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, που σχετίζονταν με τον έλεγχο
του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος, της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, του οικονομικού εγκλήματος, της παράνομης μετανάστευσης και της αφανούς
οικονομίας. Βλ. αναλυτικά Μαίρης Μπόση, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές
Περιβάλλον, όπ.παρ., σελ. 45 επ. και Hans Jörg Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η
Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση της Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 985.
1040
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την
αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 191 και
της ιδίας, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος, Εισήγηση στο πλαίσιο τριήμερου σεμιναρίου για το οργανωμένο έγκλημα που
διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Σπουδών του ΑΠ∆ τον ∆εκέμβριο του
2005, διαθέσιμη ηλεκτρονικά,
http://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum1/p025037_%28kastanidou%29.pdf, σελ. 1-
32. Ο Albrecht, εξάλλου, υποστηρίζει ότι αυτές οι κοινές πολιτικές, που συνδυάζουν νόμους για τη
μετανάστευση, την αστυνόμευση, τις μυστικές υπηρεσίες και τις τηλεπικοινωνίες, το ουσιαστικό
και το δικονομικό ποινικό δίκαιο, οικονομικούς νόμους, νόμους για τη δημόσια τάξη, αλλά και τη
νομοθεσία που θεσπίζει συγκεκριμένες εξουσίες για τον έλεγχο επαγγελμάτων σε ευαίσθητους
τομείς δραστηριότητας, αποτελούν τμήμα μιας νομοθεσίας, την οποία εύστοχα χαρακτηρίζει
«νομοθεσία ασφαλείας». Το χαρακτηριστικό μάλιστα αυτής της πολυσχιδούς νομοθεσίας είναι ότι
καταλήγει να εφαρμόζει συμβολικές, κατά κύριο λόγο, πολιτικές απαλλασσόμενη από κάθε έλεγχο
αποτελεσματικότητας και ορθολογικής χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής. Βλ. Hans Jörg
Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση της
Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 984 και 987.
1041
Βλ. αναλυτικά, Massimo Fichera, Organised crime: developments and challenges for an
enlarged European Union, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 159 – 191.
1042
Βλ. σχετικά,
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/fight_against_organised_crime/i
ndex_el.htm
276

στηρίζεται κυρίως στην αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών των


Κρατών-μελών, ιδίως των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, καθώς και στην
ανταλλαγή πληροφοριών και στην αμοιβαία συνδρομή σε θέματα κατασχέσεων ή
δημεύσεων. Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος έχει σφαιρικό
χαρακτήρα και αφορά διάφορους τομείς δράσης και πολιτικών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης1043.
Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι το κείμενο της ΕΣ∆Α δεν περιέχει ad hoc
διατάξεις για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ωστόσο
εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος. Το Ευρωπαϊκό
∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε∆∆Α), μάλιστα, έχει εκδώσει αρκετές
καταδικαστικές αποφάσεις για Κράτη-μέλη του, λόγω παραβίασης των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων κρατουμένων που κατηγορούνταν ή είχαν
καταδικαστεί ως μέλη οργανωμένων εγκληματικών ομάδων. Το Συμβούλιο της
Ευρώπης, εξάλλου, έχει επεξεργαστεί και προωθήσει προς ψήφιση μια σειρά
από ιδιαίτερα σημαντικές Συμβάσεις, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος1044.
Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα αναφερθούμε αρχικά, στις
πρωτοβουλίες, νομοθετικές, επιχειρησιακές και άλλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και κατόπιν, στην Ενότητα 2, στις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Συμβουλίου της
Ευρώπης και στις θέσεις που έχει λάβει το Ε∆∆Α σε ορισμένες σημαντικές, για το
ζήτημα που εξετάζουμε, αποφάσεις. Τέλος, το Κεφάλαιο αυτό θα κλείσει με μια
σύντομη αναφορά σε κάποιες άλλες πρωτοβουλίες ενάντια στο οργανωμένο
έγκλημα της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

1043
Σύμφωνα με την Συμεωνίδου-Καστανίδου, οι σχετικές κοινές πρωτοβουλίες που
αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να καταταχθούν σχηματικά
σε πέντε επιμέρους άξονες: 1) στην ενοποίηση της αστυνομικής δράσης, 2) στην ενεργό
κινητοποίηση ομάδων ιδιωτών, όπως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι συμβολαιογράφοι και οι
δικηγόροι, που απέκτησαν ρόλο και αναγκαστική συμμετοχή στη διαδικασία δίωξης πράξεων είτε
τρομοκρατίας είτε σχετιζόμενων με το οργανωμένο έγκλημα, 3) στην προσέγγιση των κυρωτικών
κανόνων, 4) στην εντατικοποίηση των ενεργειών για εντοπισμό και δήμευση των προϊόντων του
εγκλήματος και 5) στην ανάπτυξη της δικαστικής συνεργασίας. Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας
και του οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 191 – 195.
1044
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 230.
277

Ενότητα 1. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες

Ορισμένες όψεις του οργανωμένου εγκλήματος, όπως η απάτη διεθνούς


κλίμακας, η εμπορία ανθρώπων και το λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών
αναφέρονται ήδη από τις αρχές του 19921045 στις ∆ιατάξεις του Τρίτου Πυλώνα
(δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις) και συγκεκριμένα, στο άρθ. Κ. 1 στ. 5 και
9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την επονομαζόμενη και Συνθήκη του
Maastricht1046.
Με τη Συνθήκη του Maastricht1047 η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός από
οικονομική και νομισματική, που ήταν ως τότε, μετατράπηκε και σε πολιτική
ένωση1048. Στα διακυβερνητικά σχήματα του ∆ευτέρου και Τρίτου Πυλώνα1049
δεν ίσχυαν οι θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης, όπως η αρχή της
υπεροχής και της αμεσότητας, αλλά κυριαρχούσε η αρχή της πρωταρχίας του
διεθνούς δικαίου1050.

1045
Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος είχε μάλιστα
διαφανεί και λίγο πιο νωρίς, με την υπ’ αριθμ. 61/308 Οδηγία της 10ης Ιουνίου 1991 της (τότε)
ΕΟΚ, που αφορούσε την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για
τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Οδηγία αυτή στηρίζονταν στα
άρθρα 57 παρ. 2 και 100Α της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΟΚ και διαπνεόταν από την
αντίληψη ότι όταν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί χρησιμοποιούνται για
τη νομιμοποίηση του προϊόντος παράνομων δραστηριοτήτων, μπορεί, σε τελική ανάλυση, να
κλονισθεί όχι μόνο η φερεγγυότητά τους, αλλά και η αξιοπιστία και η σταθερότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα που πρότεινε ήταν η
υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών οργανισμών να
απαιτούν από τους πελάτες τους την απόδειξη της ταυτότητάς τους με επίσημα αποδεικτικά
έγγραφα κατά την εκτέλεση συναλλαγών, την άρση του τραπεζικού απορρήτου και την
υποχρέωσή τους να αναφέρουν κάθε ύποπτη συναλλαγή, που υποπίπτει στην αντίληψή τους,
στις αρμόδιες διωκτικές αρχές.
1046
Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη του Maastricht δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση,
προκειμένου να στεγαστούν ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύο περιοχές συνεργασίας
μεταξύ των Κρατών-μελών, για τις οποίες δεν υπήρχε ακόμη τότε η πολιτική βούληση για την
πλήρη ένταξή τους στην κοινοτική έννομη τάξη, αν και ήταν επιθυμητό κάτι περισσότερο από τον
απλό συντονισμό, αφενός το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και
αφετέρου αυτό της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
1047
Η Συνθήκη του Maastricht κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2077 / 1992.
1048
Βλ. Π. ∆. ∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Maastricht – Μια κριτική ανάλυση,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 20 επ.
1049
Τον Πρώτο Πυλώνα αποτελούσαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Για την Ευρωπαϊκή πολιτική
στο πλαίσιο του Τρίτου Πυλώνα, την εναρμόνιση και την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών σε
ποινικά ζητήματα, βλ. Francesco Calderoni, Organized Crime Legislation in the European Union:
Harmonization and Approximation of Criminal Law, National Legislations and the EU Framework
Decision on the Fight Against Organized Crime, Springer Verlag, New York, 2010, σελ. 7 επ.
1050
Βλ. Νικολάου Σκανδάμη, Ευρωπαϊκό δίκαιο: θεσμοί και έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, (3η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 41.
278

Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος εισέβαλε με τον τρόπο


αυτό στην ημερήσια διάταξη ως θέμα πρώτης γραμμής και ιεραρχήθηκε από την
ΕΕ ως μία από τις πρώτες προτεραιότητές της, αφού η δράση του θεωρήθηκε
απειλητική για τις δομές της. Χαρακτηριστικά σ’ αυτό το επίπεδο είναι δύο
Ψηφίσματα. Το Ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου της 7ης ∆εκεμβρίου 1998
σχετικά με το σχέδιο Ψηφίσματος του Συμβουλίου για τη θέσπιση
κατευθυντηρίων γραμμών και μέτρων πρόληψης του οργανωμένου εγκλήματος,
ενόψει της καθιέρωσης μιας ευρείας στρατηγικής για την καταπολέμησή του1051
και το Ψήφισμα του Συμβουλίου της 21ης ∆εκεμβρίου 1998 για την πρόληψη του
οργανωμένου εγκλήματος, ενόψει της καθιέρωσης μιας ευρείας στρατηγικής για
την καταπολέμησή του1052.
Η Κοινή ∆ράση 98/733/∆ΕΥ1053 της 21ης ∆εκεμβρίου 1998, που
θεσπίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με το αξιόποινο
της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, οριοθετούσε την έννοια της «εγκληματικής οργάνωσης», ως μία διαρκή
συνένωση περισσοτέρων των δύο ατόμων, η οποία ενεργεί από κοινού, με
σκοπό τη διάπραξη εγκλημάτων ή άλλων παραβάσεων, που τιμωρούνται με
ποινές στερητικές της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με αυστηρότερες
ποινές, όταν τα εγκλήματα ή οι παραβάσεις αποτελούν σκοπό ή μέσα για την
απόκτηση κερδών και αν είναι απαραίτητο, για την άσκηση επιρροής στη
λειτουργία των δημοσίων αρχών1054.
Οι σημαντικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στο πεδίο του Τρίτου
Πυλώνα (δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις) κατά τα χρόνια που
ακολούθησαν προς την κατεύθυνση της «κοινοτικοποίησής» του1055, έχουν
νομική αντανάκλαση στη Συνθήκη του Amsterdam, η οποία περιέχει για πρώτη
φορά expressis verbis ρυθμίσεις σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα. Οι χαλαρές

1051
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 7-12-1998, C 379, σελ. 44.
1052
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 2-12-1998, C 408, σελ. 1 – 4.
1053
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 29-12-1998, L 351.
1054
Πρβλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
52, όπου ασκεί έντονη κριτική για το γεγονός ότι, πέραν του στοιχείου της διαφθοράς, ουδέν άλλο
ποιοτικό στοιχείο συμπεριλαμβάνεται στην προσπάθεια αυτή ορισμού της «εγκληματικής
οργάνωσης», με αποτέλεσμα το πεδίο ποινικοποίησης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης να
είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο.
1055
Βλ. Π. ∆. ∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam – Μια κριτική ανάλυση,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 38 επ. και Γιώργου Παπαδημητρίου, Το
ποινικό φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 131 επ.
279

μορφές συνεργασίας των Κρατών-μελών που προβλέπονταν στη Συνθήκη του


Maastricht, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Amsterdam γνωρίζουν εξέλιξη και η
διακρατική συνεργασία εξοπλίζεται με νέα, αποτελεσματικότερα νομικά
1056
εργαλεία .
Ειδικότερα, η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις
(Τίτλος IV) αφιερώνεται και θεσμικά στην πρόληψη και την καταπολέμηση της
οργανωμένης εγκληματικότητας με συγκεκριμένες προβλέψεις. Έτσι, στο άρθ. Κ.
3 στ. ε’ της Συνθήκης του Amsterdam προβλέπεται ότι η από κοινού δράση για τη
δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την
προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων, που θα
αφορούν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων και
τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και
της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών.
Ακόμη, η νέα ποιοτική υπέρβαση της Συνθήκης του Amsterdam γίνεται
φανερή από το διακηρυγμένο στόχο της Ένωσης να παρέχει στους πολίτες της
υψηλό επίπεδο προστασίας, μέσα σ’ έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και
δικαιοσύνης (άρθ. 2 ΣΕΕ), που τον κατανοεί και τον επιδιώκει μέσω της ποινικής
συνεργασίας των Κρατών-μελών, τοποθετώντας σε κεντρική θέση το ζήτημα του
οργανωμένου εγκλήματος1057. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο, σύμφωνα με το
Νικολόπουλο, «σήμανε την έναρξη μιας διαδικασίας μερικής “κοινοτικοποίησης”
προγενέστερων σχημάτων ποινικής καταστολής, τα οποία είχαν δοκιμασθεί στο
πλαίσιο διακυβερνητικών συνεργασιών, με σημαντικότερα ανάμεσά τους την
ομάδα TREVI, τις Συνθήκες Schengen και τον Τρίτο Πυλώνα της Συνθήκης του
Maastricht. ∆ιαμορφώθηκε, έτσι, ένα πλαίσιο που επέτρεψε την ανάπτυξη
πρωτοβουλιών και τη θέσπιση ρυθμίσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση
της ασφάλειας, προκαλώντας, όμως, ταυτόχρονα, ιδιαίτερα προβληματικές
καταστάσεις από την άποψη της δικαιοπολιτικής τους νομιμοποίησης και της
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών»1058.

1056
Για τις πράξεις του Τρίτου Πυλώνα, βλ. Πέτρου Στάγκου / Ευγενίας Σαχπεκίδου, ∆ίκαιο των
Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ.
225 – 330.
1057
Όπως γίνεται φανερό από τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31 ΣΕΕ.
1058
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 324 – 325.
280

Ειδικότερα, με τη Συνθήκη του Amsterdam ενσωματώθηκε1059 για πρώτη


φορά, σε έναν ορίζοντα πενταετίας, το «κεκτημένο Σένγκεν» (“acquis
Schengen”)1060, το οποίο αποτελούσε το πλαίσιο μιας συνεργασίας μεταξύ των
περισσοτέρων Κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη βαθμιαία
κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, και είχε εξελιχθεί εκτός του θεσμικού
πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο
διακυβερνητικής συνεργασίας1061. Με τον τρόπο αυτό, εντάχθηκε στην κοινοτική
έννομη τάξη το σύνολο των τομέων που αφαιρέθηκαν από τη διακυβερνητική
συνεργασία του Τρίτου Πυλώνα, με στόχο να προωθηθεί ο στόχος της πολιτικής
ένωσης της ΕΕ, μέσω της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης στη
δικαιοσύνη, την ασφάλεια και την προσωπική ελευθερία των πολιτών της
Ένωσης και άμεση συνέπεια, την βαθμιαία υποχώρηση της αρχής της
εδαφικότητας, ως γνήσιας έκφρασης της κρατικής κυριαρχίας1062.
Πράγματι, η Συμφωνία Schengen1063, όπως θα δούμε αναλυτικά στην
επόμενη παράγραφο, είχε ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία στην εμπέδωση της

1059
Με πρωτόκολλα, τα οποία προσαρτήθηκαν στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
1060
Η επιλογή της ΕΕ να ενσωματώσει στο κοινοτικό κεκτημένο την Συμφωνία Schengen, μάλλον
αποτελεί προσπάθεια να υπερκεραστεί η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των διαδικασιών του Τρίτου
Πυλώνα και των διαδικασιών στο πλαίσιο της διακρατικής Συμφωνίας Schengen. Αξίζει να
σημειωθεί ότι και μετά την ενσωμάτωση του κεκτημένου Schengen στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη,
η Συνθήκη Schengen εξακολουθούσε, ασφαλώς, να αναπτύσσει ενέργεια και εκτός κοινοτικού
πλαισίου στις περιπτώσεις χωρών, όπως η ∆ανία, που δεν ήταν ταυτόχρονα Κράτη-μέλη της ΕΕ.
Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, (Annual policy paper on the
interrelation between internal and external security of the future Europe, D38c/Team 23), Paper
presented at the tenth Biennal International Conference Organized by the European Union
Studies Association on the 17-19 May 2007 in Montreal Canada, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά,
http://aei.pitt.edu/7953/1/luif-p-10h.pdf, σελ. 7 – 8.
1061
Ως συνέπεια της «κοινοτικοποιήσεως» σημαντικού μέρους των περιοχών δικαιοσύνης και
εσωτερικών υποθέσεων υιοθετήθηκε ένας νέος τίτλος IV, που έλαβε θέση στη Συνθήκη της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας αμέσως μετά τον τίτλο ΙΙΙ για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων,
υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στον Τρίτο Πυλώνα, μετά από αυτή την εξέλιξη, παραμένει πλέον
μόνο η διακρατική αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, που ρυθμίζεται
για το λόγο αυτό όχι στη ΣυνθΕΚ, αλλά στη ΣυνθΕΕ. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Π. ∆.
∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam, όπ.παρ., σελ. 36 – 40.
1062
Βλ. Ιωάννη Μπακόπουλου, Ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και συνεργασίας των Κρατών
μελών στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ελλ∆κνη, 2004, ιδίως σελ. 1000 και 1005.
1063
Η Συμφωνία Schengen, που υπογράφηκε με απόλυτη μυστικότητα στις 14-6-1985, πριν
ενσωματωθεί στο «κοινοτικό κεκτημένο» αποτέλεσε, αρχικά, ένα φορέα διακυβερνητικής
συνεργασίας και προέβλεπε τη σταδιακή κατάργηση όλων των συνοριακών και τελωνειακών
διατυπώσεων εντός των εσωτερικών συνόρων της περιοχής που καλύπτονταν από τις χώρες
που είχαν προσχωρήσει σ’ αυτήν. Στη συνέχεια, στις 19-6-1990 τα ιδρυτικά Κράτη-μέλη
υπέγραψαν την Συμπληρωματική Συμφωνία Schengen, η οποία αποτελούσε μία περαιτέρω
επεξεργασία της αρχικής Συμφωνίας και περιελάμβανε όλα τα αντισταθμιστικά μέτρα που
απαιτούνταν, προκειμένου αφενός, να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και
αφετέρου, να διαφυλαχθεί η ασφάλεια και να παρεμποδιστεί η παράνομη μετανάστευση από
τρίτες χώρες. Οι συμφωνίες αυτές είναι οι πρώτες, που συνήφθησαν στο πλαίσιο της ΕΕ, και δεν
281

αστυνομικής1064 και της δικαστικής συνεργασίας, ενώ, εισήγαγε για πρώτη φορά
ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Κρατών-μελών, στο πλαίσιο
μιας κοινής βάσης δεδομένων.
Η αστυνομική συνεργασία διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο με τη
Σύμβαση Prüm1065, που έγινε γνωστή και ως Schengen III1066 και η οποία
αντανακλά σε έναν βαθμό την περίπλοκη δομή του Χώρου Ελευθερίας,
Ασφάλειας και ∆ικαιοσύνης, ο οποίος μοιράζεται μεταξύ του Πρώτου και του
Τρίτου Πυλώνα, καθώς και του «κεκτημένου Schengen»1067, καθώς αποτελεί ένα
μείγμα νεωτερισμών, τους οποίους θα εξετάσουμε αναλυτικά στην επόμενη
παράγραφο, όπως είναι, για παράδειγμα, η αυτοματοποιημένη έρευνα στις

προτάσσουν ως στόχο την οικονομική, αλλά την πολιτική ενοποίηση των Κρατών-μελών.
Επομένως, θα έπρεπε να ομιλούμε όχι για Συμφωνία, αλλά για Συμφωνίες Schengen, έχει, όμως,
επικρατήσει να αναφερόμαστε σε αυτές, ως Συμφωνία Schengen. Η Ελλάδα προσχώρησε στις
Συμφωνίες αυτές στις 6-11-1992 και στη συνέχεια τις κύρωσε με το Ν. 2514/1997 (ΦΕΚ Α’
140/1997). Βλ. αντί άλλων, Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική»
ασφάλεια, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 59.
1064
Για πρώτη φορά στην ιστορία της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας δημιουργήθηκε ένα
συμβατικό θεσμικό πλαίσιο υλοποίησής της, παρά τις όποιες ασάφειες και τα εγγενή προβλήματά
του. Βλ. σχετικά, Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική» ασφάλεια,
όπ.παρ., σελ. 60. Για τους τρόπους με τους οποίους αναπτύχθηκε η ευρωπαϊκή αστυνομική
συνεργασία από το 1970 και μετά μέσω μιας σειράς ad hoc εξελίξεων και δημιουργίας διαφόρων
δομών, οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, τείνουν να αλληλοεπικαλύπτονται, βλ. Willy
Bruggeman, Η διεθνής συνεργασία για την εφαρμογή του νόμου: Μία κριτική προσέγγιση,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1064 επ.
1065
Η Σύμβαση Prüm υπεγράφη στις 27 Μαΐου 2005 στο Prüm της Γερμανίας από επτά χώρες,
τη Γερμανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Ενώ, στη συνέχεια, στις 5 ∆εκεμβρίου 2006, υπεγράφη στις Βρυξέλλες, η ∆ιοικητική και Τεχνική
Συμφωνία Εφαρμογής της Σύμβασης Prüm. Η Σύμβαση αυτή υπήρξε κατά ένα μέρος
αποτέλεσμα των διεθνών αντιδράσεων στην βομβιστική επίθεση του 2004 στη Μαδρίτη και κατά
ένα άλλο μέρος οφείλεται σε πρωτοβουλία που ανέλαβε στα μέσα του 2003 ο τότε Υπουργός
Εσωτερικών της Γερμανίας Otto Schily, για στενότερη συνεργασία στον τομέα της ∆ικαιοσύνης
και των Εσωτερικών Υποθέσεων. Επειδή η Γερμανία θεωρούσε ότι το «κεκτημένο Schengen»
που είχε ήδη ενσωματωθεί, όπως είδαμε, στην κοινοτική έννομη τάξη, καθώς και τα εργαλεία του
Τρίτου Πυλώνα δεν επαρκούσαν να διαφυλάξουν την γερμανική έννομη τάξη από την απειλή του
διακρατικού εγκλήματος, έκρινε ως απαραίτητη τη δημιουργία θεσμών στενότερης αστυνομικής
συνεργασίας με τις όμορες χώρες της. Για το λόγο αυτό πρότεινε στη Γαλλία, το Βέλγιο και το
Λουξεμβούργο τη δημιουργία ενός κοινού αστυνομικού κέντρου με έδρα το Λουξεμβούργο. Στη
συνέχεια, στις συνομιλίες αυτές κλήθηκε να συμμετάσχει και η Ολλανδία. Επειδή η Γαλλία είχε
συνταγματικό κώλυμα, το Νοέμβριο του 2003 κλήθηκε να συμμετάσχει η Αυστρία, η οποία και
αποδέχθηκε. Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, όπ.παρ., σελ. 3 και 8 –
9 και Wikipedia, Prüm Convention, http://en.wikipedia.org/wiki/Pr%C3%BCm_Convention
Για το πλήρες κείμενο της Σύμβασης Prüm, βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on
International and European Criminal Law, όπ.παρ., σελ. 17 – 45.
1066
Με τη Σύμβαση Prüm φαίνεται να επαναλαμβάνεται η διαδικασία κατάρτισης των δύο
Συμβάσεων Schengen, οι οποίες προορίζονταν να λειτουργήσουν πιλοτικά στο επίπεδο της
διακυβερνητικής συνεργασίας, με τον απώτερο στόχο να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής τους και
να ενταχθεί, τελικά, στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και για το λόγο αυτό, αποκαλείται και Schengen III.
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, σελ. 195.
1067
Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, όπ.παρ., σελ. 13.
282

βάσεις δεδομένων των άλλων συμβαλλόμενων Κρατών και πράξεων, οι οποίες


ήταν ήδη δυνατές κατά το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο του Κάρντιφ, που διεξήχθη στις 15 και 16
Ιουνίου 1998, τόνισε τη σημασία της αποτελεσματικής δικαστικής συνεργασίας
για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος και εξέφρασε την ανησυχία
του για την απειλή που δέχεται η κοινωνία από τα ναρκωτικά1068.
Εξάλλου, η ουσία της κατασταλτικής πολιτικής της ΕΕ, όπως προέκυψε
από το Τάμπερε, συνοψίζεται στο τρίπτυχο «ελευθερία, ασφάλεια,
δικαιοσύνη»1069, όπου η ασφάλεια, αναδεικνύεται σε κέντρο βάρους,
μετριάζοντας και οριοθετώντας τη σημασία των δύο άλλων όρων, με αποτέλεσμα
να ανάγεται, τελικά, σε εγγυητή της συνολικής ισορροπίας του συστήματος1070.
Η έννοια της «διασυνοριακότητας» απέκτησε κομβική σημασία, τόσο σε
σχέση με τις μορφές της εγκληματικότητας, που θεωρούνται ότι αποτελούν
απειλή για την ΕΕ, όσο και σε σχέση με τις μορφές αντίδρασης που προτείνεται
να υιοθετηθούν1071. Στο πλαίσιο αυτό, η ασφάλεια προσεγγίζεται, κυρίως, ως
ανεμπόδιστη διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την επιβολή του
νόμου και διέπεται από την «αρχή της διαθεσιμότητας» των πληροφοριών μεταξύ
των Κρατών-μελών. Η ελευθερία κατανοείται αποκλειστικά και μόνο
ωφελιμιστικά, ως ακώλυτη κυκλοφορία των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων και
των πολιτών των Κρατών-μελών, ανάγνωση που έρχεται σε αντίθεση με την
επιθυμία των πολιτών που προέρχονται από τρίτες, εκτός ΕΕ, χώρες, να
εισέλθουν στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους φέρνει αντιμέτωπους με
την «Ευρώπη-Φρούριο». Ενώ, η δικαιοσύνη, τέλος, προσεγγίζεται καθαρά
τεχνικά, ως διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ως δικαστική

1068
Βλ. Γεωργίου Παπαγεωργίου, Ο ρόλος του τρίτου πυλώνα στη δημιουργία της Ένωσης – Το
παράδειγμα του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 435.
1069
Σύμφωνα με τον Τσάτσο όταν ανακύπτουν ερμηνευτικά προβλήματα λόγω της ταυτόχρονης
εφαρμογής των αρχών της ασφάλειας και της ελευθερίας είτε στις περιπτώσεις που η μία αξιακή
αρχή εμπεριέχεται σε κανόνες διαφορετικών εννόμων τάξεων, θα πρέπει να χωρεί στάθμισή τους
και να αναζητάται επισταμένα μια σύνθεση, η οποία θα κρίνεται εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη
περίπτωση. Βλ. ∆ημητρίου Τσάτσου, Το αξιακό νομικό καθεστώς του Ενωσιακού Ευρωπαϊκού
∆ικαίου – Προλεγόμενα στην ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Θεσσαλονίκη, ∆ημοκρατία
- Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 433 επ.
1070
Βλ. Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1484.
1071
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 327.
283

συνεργασία και ως πλήρης εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης των


δικαστικών αποφάσεων.
Στη συνέχεια, η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία εντασσόταν
στο φιλόδοξο πολυετές Πρόγραμμα της Χάγης (2005-2009)1072, επανατέθηκε
στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου
20041073, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να ενισχυθεί ο μηχανισμός
καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και για το λόγο αυτό, υπήρχε η
αναγκαιότητα υιοθέτησης1074 μιας νέας Απόφασης-πλαίσιο1075, με στόχο την
επίτευξη της ουσιαστικής προσέγγισης του ορισμού των εγκλημάτων και των
κυρώσεων όσον αφορά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, την πρόβλεψη μιας
ειδικής αξιόποινης πράξης για τη «διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης», τον
ορισμό των ιδιαίτερων επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων και την
πρόβλεψη διατάξεων που θα διευκολύνουν τη συνεργασία και θα συντονίζουν τη
δράση μεταξύ των δικαστικών αρχών.
Τα νέα δεδομένα που εισήγαγε, τελικά, η Απόφαση-πλαίσιο του 20081076
για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος1077 αφορούν τη γενικευμένη
επίταση των απειλούμενων ποινών για όλο το φάσμα των εγκλημάτων που
αποτελούν αντικείμενο της δραστηριότητας μιας εγκληματικής οργάνωσης,
καθώς απαιτεί οι αξιόποινες πράξεις που τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής
οργάνωσης να τιμωρούνται εξ αυτού του λόγου με ποινές στερητικές της
1072
Το Πρόγραμμα της Χάγης αφορούσε τις δράσεις της ΕΕ που αναλήφθηκαν κατά την
πενταετία 2005 – 2009 στον Τομέα ∆ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και αποτελεί
συνέχεια των κατευθύνσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε του έτους 1999. Βλ.
Πρόγραμμα της Χάγης: Ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 3-3-2005, C 053, σελ. 0001 – 0014. Βλ. επίσης
σχετικά, ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το τεκμήριο της
αθωότητας, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 778 και τις οικείες παραπομπές. Βλ. επίσης Νίκου Βούτσα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1483 – 1484.
1073
Βλ. Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2004, Επίσημη Εφημερίδα
ΕΚ, COM (2004) 221.
1074
Για μια εμπεριστατωμένη κριτική ανάλυση των επιμέρους προτεινόμενων ρυθμίσεων της
συγκεκριμένης Απόφασης-πλαίσιο και τις υποχρεώσεις της ελληνικής έννομης τάξης, βλ. Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου εγκλήματος στην
Ε.Ε. – Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1435 – 1446.
1075
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 11-11-2008, L 300, σελ.
42 – 45.
1076
Για μια κριτική ανάλυση της συγκεκριμένης Απόφασης-πλαίσιο, βλ. Francesco Calderoni,
Organized Crime Legislation in the European Union: Harmonization and Approximation of
Criminal Law, National Legislations and the EU Framework Decision on the Fight Against
Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 35 επ. και 170 επ.
1077
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 11-11-2008, L 300, σελ.
42 – 45.
284

ελευθερίας αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο για τις
αντίστοιχες πράξεις.
Περαιτέρω, παρά τον σημαντικό περιορισμό της οργανωμένης
εγκληματικής δραστηριότητας σε πράξεις που αποβλέπουν σε προσπορισμό
οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους και την «απαγκίστρωση από το μοντέλο της
αγγλοσαξωνικής έννοιας της “συνωμοσίας” (“conspiracy”), σαφής είναι στην
προσέγγιση αυτή της ΕΕ η υπερίσχυση του στόχου της αποτελεσματικότητας
στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο ορίζεται με τέτοια
ευρύτητα που να εξυπηρετεί με σαφήνεια τις διωκτικές αρχές»1078.
Σύμφωνα με το άρθ. 1 της Απόφασης-πλαίσιο για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, ως «εγκληματική οργάνωση» ορίζεται «η
εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων
των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν
αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο
ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων
ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα,
οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Ενώ, ως «διαρθρωμένη ένωση» θεωρείται «η
ένωση που δεν συγκροτείται τυχαία για την άμεση τέλεση μιας αξιόποινης
πράξης» και η οποία δεν απαιτείται «να έχει επίσημα καθορισμένους ρόλους για
τα μέλη της, συνέχεια στη συμμετοχή των μελών αυτών ή ανεπτυγμένη
διάρθρωση».
Στο άρθ. 2 ορίζονται οι αξιόποινες πράξεις που θα πρέπει να
τυποποιηθούν από τις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών της ΕΕ1079. Ειδικότερα,
στο στοιχ. α’ του άρθ. 2 περιγράφεται «η συμπεριφορά προσώπου, το οποίο εκ
προθέσεως και εν γνώσει, είτε του σκοπού και της εν γένει δραστηριότητας της
εγκληματικής οργάνωσης, είτε της πρόθεσής της να τελέσει τις εν λόγω
αξιόποινες πράξεις, συμμετέχει ενεργά στις εγκληματικές δραστηριότητές της,
περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών ή υλικών μέσων, της
στρατολόγησης νέων μελών, καθώς και κάθε μορφής χρηματοδότησης των
δραστηριοτήτων της, ενώ γνωρίζει ότι η συμμετοχή του θα συμβάλλει στην
τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης» ενώ, στο στοιχ. β’

1078
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου
εγκλήματος στην Ε.Ε. – Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 1444.
1079
Στα Κράτη-μέλη παρέχεται η δυνατότητα να τυποποιήσουν τη μία ή και τις δύο
περιγραφόμενες συμπεριφορές.
285

του ιδίου άρθρου περιγράφεται «η συμπεριφορά προσώπου η οποία συνίσταται


σε συμφωνία με ένα ή περισσότερα πρόσωπα ότι θα αναπτυχθεί δραστηριότητα
η οποία, αν υλοποιηθεί, θα συνίσταται στην τέλεση αξιόποινων πράξεων που
αναφέρονται στο άρθ. 1, ακόμη και αν το εν λόγω πρόσωπο δεν συμμετέχει στην
εκτέλεση της δραστηριότητας αυτής».
Είναι εμφανής η προσπάθεια όλες οι ανωτέρω εντελώς διαφορετικής
απαξίας συμπεριφορές να αντιμετωπισθούν ενιαία1080. Σε σχέση με την πρόταση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής1081, η Απόφαση-πλαίσιο δεν υιοθέτησε, ορθά κατά
τη γνώμη μας1082, ως τυποποιούμενη πράξη υπό στοιχείο α’ τη διεύθυνση της
εγκληματικής οργάνωσης, αλλά αναρίθμησε σε στοιχείο α’ το στοιχείο β’ της
πρότασης και διεύρυνε ακόμη περισσότερο τα όρια του αξιοποίνου με τις
προβλέψεις του στοιχείου β’, η τυποποίηση του οποίου εγγίζει τα όρια της
τυποποίησης του εγκληματικού φρονήματος, αφού ο μόνος ουσιαστικός όρος
που απαιτείται για την κατάγνωση της ενοχής του δράστη είναι η επίτευξη
συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, χωρίς να απαιτείται η
τέλεση οποιουδήποτε εγκλήματος και χωρίς καν να απαιτείται η συμμετοχή στην
τέλεσή του, σε περίπτωση που όντως γίνει κάποιο έγκλημα.
Εξάλλου, τα εγκλήματα στα οποία κατατείνει η εγκληματική οργάνωση ή η
συμφωνία παραμένουν ασαφή και περιορίζονται μόνο από το κίνητρο του
δράστη, ο οποίος θα πρέπει να επιδιώκει την απόκτηση ενός άμεσου ή έμμεσου
υλικού οφέλους, με αποτέλεσμα να μην είναι ευδιάκριτο το έννομο αγαθό, το
οποίο πλήττεται από την πράξη. Έτσι, δεν καθίσταται σαφές στα Κράτη-μέλη
ποια ακριβώς συμπεριφορά θα πρέπει να ποινικοποιήσουν1083.

1080
Το γεγονός ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν περιορίζεται σε εγκληματικές οργανώσεις με κάποια
ήδη στοιχειώδη δομή, την οδηγεί στην υπέρβαση του επιτρεπτού μέτρου όσον αφορά την
πραγματική κοινωνική βλαπτικότητα του οργανωμένου εγκλήματος και δημιουργεί
προβληματισμούς για τη συμβατότητά της με την αρχή της αναλογικότητας. Βλ. European
Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, Ποιν∆ικ,
2010, σελ. 74.
1081
Πρβλ. Πρόταση του Συμβουλίου για Απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος (υποβληθείσα από την Επιτροπή), Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 19-1-
2005, COM(2005) 6 τελικό, 2005/0003 (CNS).
1082
Στο ζήτημα αυτό ήταν εμφανής η επιρροή από το νομικό κεκτημένο για την αντιμετώπιση της
τρομοκρατίας. Οι διαφορές, όμως, μεταξύ των δύο αυτών φαινομένων, όπως αναλυτικά είδαμε
στην § 2 του Πρώτου Μέρους της παρούσας εργασίας, δεν επιτρέπει την ταύτιση στην
αντιμετώπισή τους. Ειδικά ως προς το στοιχείο της διεύθυνσης της οργάνωσης, οι σύγχρονες
εγκληματικές οργανώσεις είναι πραγματοπαγείς, με αποτέλεσμα είτε να μην υπάρχει επί της
ουσίας αρχηγός είτε η σύλληψή του να μην ασκεί ουσιώδη επιρροή στο εγκληματικό πρόγραμμα
της οργάνωσης.
1083
Βλ. European Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική
Πολιτική, όπ.παρ., σελ. 73, σύμφωνα με το οποίο, εξ αυτού του λόγου προσβάλλεται η αρχή της
286

Τα προτεινόμενα πλαίσια ποινής είναι σαφώς πιο ευνοϊκά σε σχέση με


αυτά της πρότασης της Επιτροπής, αφού είναι φυλάκιση από 2 έως 5 χρόνια,
ενώ η Επιτροπή είχε προτείνει για την πράξη της διεύθυνσης της εγκληματικής
οργάνωσης, πρόταση που δεν υιοθετήθηκε στο κείμενο της Απόφασης-πλαίσιο,
όπως είδαμε ανωτέρω, στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 10 ετών και
για τις πράξεις του επόμενου στοιχείου στερητική της ελευθερίας ποινή
τουλάχιστον 5 ετών.
Στη διάταξη του άρθ. 3 § 2 της Απόφασης-πλαίσιο προβλέπεται ότι: «Κάθε
Κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε το γεγονός ότι οι αξιόποινες
πράξεις που αναφέρονται από το άρθ. 2, όπως τις ορίζει το εν λόγω Κράτος
μέλος, έχουν τελεσθεί στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, να μπορεί να
θεωρηθεί επιβαρυντική περίσταση.» Η προτεινόμενη επίταση του αξιοποίνου
έρχεται σε άμεση αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, ως απαγορευμένη
διπλή αξιολόγηση, αφού η επίταση της ποινής και ως προς το τελούμενο
έγκλημα στο πλαίσιο της οργάνωσης δεν έρχεται να καλύψει μια επιπρόσθετη
απαξία που δεν απαντιέται σε επίπεδο ποινής1084.
Η Απόφαση-πλαίσιο, τέλος, περιλαμβάνει ευνοϊκά μέτρα για τους
συνεργαζόμενους «μετανοηθέντες», διατάξεις για την ευθύνη και τις κυρώσεις
κατά των νομικών προσώπων και μία διάταξη ευνοϊκή για τα θύματα του
οργανωμένου εγκλήματος, αφού η άσκηση ποινικής δίωξης γίνεται αυτεπάγγελτα
και δεν εξαρτάται από καταγγελία ή κατηγορία προερχόμενη από θύμα1085.
Με την εκπνοή του Πολυετούς Προγράμματος της Χάγης1086, η ΕΕ
αναζήτησε την ενδεικνυόμενη οδό αναφορικά με τη χάραξη των πολιτικών στον

«χρηστής διοίκησης» (“good governance”). Σύμφωνα με τον Σοφό, εξάλλου, «η έννοια του
εννόμου αγαθού δεν επιτελεί μόνον μία δογματική λειτουργία κατά την ερμηνεία των ποινικών
διατάξεων, αλλά συνιστά συνάμα ένα κριτήριο καθοδήγησης του ποινικού νομοθέτη και
οριοθέτησης της νομοθετικής πολιτικής, κατά τον καθορισμό της σύνθετης κοινωνικής αποστολής
κάποιου κλάδου του δικαίου και των σκοπών του». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2011, σελ. 134 – 135.
1084
Βλ. ορθή όμοια κριτική στην αντίστοιχη διάταξη της πρότασης της Επιτροπής, Μαρίας Καϊάφα
– Γκμπάντι, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ε.Ε. –
Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 1437.
1085
Ειδικά για την προστασία των θυμάτων έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο Απόφαση-πλαίσιο
για την προστασία τους. Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/∆ΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου
2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 22-
3-2001, L 82, σ. 1 επ.
1086
Βλ. Πρόγραμμα της Χάγης: Ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 3-3-2005, C 053, σελ. 0001 – 0014.
287

ευρωπαϊκό χώρο ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας, συγκροτώντας, το


έτος 2007, δύο Συμβουλευτικές Ομάδες Υψηλού Επιπέδου, την πρώτη, για το
μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της ∆ικαιοσύνης και τη δεύτερη, για
το μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα των Εσωτερικών Υποθέσεων.
Οι Συμβουλευτικές αυτές ομάδες εντόπισαν και ανέδειξαν ζητήματα και
εισηγήθηκαν προτάσεις αποτελεσματικής ανταπόκρισης σε ορίζοντα
πενταετίας1087. Ειδικά για το οργανωμένο έγκλημα η Συμβουλευτική Ομάδα για το
μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της ∆ικαιοσύνης πρότεινε: 1) την
εφαρμογή ενός ευρωπαϊκού εντάλματος αποδείξεων γενικής εφαρμογής, με
βάση την αξιολόγηση της εφαρμογής της σχετικώς υιοθετηθείσας Απόφασης-
πλαίσιο, 2) την ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας, ιδίως με την προσφυγή
στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό ∆ίκτυο και τη Eurojust, την υπέρβαση των
προσκομμάτων της συνεργασίας και την τακτική έρευνα σκοπιμότητας θέσπισης
νέας νομοθεσίας, 3) την αξιοποίηση της νομικής βάσης που παρέχουν οι
Συνθήκες για την έναρξη διαλόγου με τρίτα Κράτη και την κατάληξη σε
συμφωνίες με αυτά σε θέματα όπως η ανάπτυξη συστήματος συλλογής αμοιβαία
αποδεκτών αποδείξεων και 4) την παροχή αποτελεσματικής προστασίας σε
πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο, λόγω της εμπλοκής τους σε σχετικές
υποθέσεις1088.
Με βάση τις προτάσεις των Συμβουλευτικών αυτών ομάδων εκπονήθηκε
το Πολυετές Πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2010 – 2014)1089. Στο πολυετές αυτό
Πρόγραμμα προκρίνονται οι βασικοί άξονες της εφαρμοστέας πολιτικής της ΕΕ
στο χώρο ∆ικαιοσύνης, Ασφάλειας και Ελευθερίας1090. Έναν από τους
ειδικότερους τομεακούς στόχους του Πολυετούς Προγράμματος της

1087
Βλ. συνοπτικά, ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Ο Ευρωπαϊκός χώρος ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και
Ασφάλειας μετά τη λήξη του Πολυετούς Προγράμματος της Χάγης. Οι προτάσεις των
Συμβουλευτικών Ομάδων Υψηλού Επιπέδου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1107 επ.
1088
Ibid, σελ. 1109.
1089
Το Πρόγραμμα αυτό υιοθετήθηκε στις 11 ∆εκεμβρίου 2009 υπό τη Σουηδική Προεδρία. Βλ.
αναλυτικά, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης – Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί
και προστατεύει του πολίτες, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 4-5-2010, C 115, σελ. 1 – 38.
1090
Για το χώρο ∆ικαιοσύνης, Ασφάλειας και Ελευθερίας, βλ. Alicia Hinarejos, Law and order and
internal security provisions in the Area of Freedom, Security and Justice: before and after Lisbon,
στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security
and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 249
επ. και Ramses Wessel / Luisa Marin / Claudio Matera, The external dimension of the EU’s Area
of Freedom, Security and Justice, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime
within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge
University Press, Cambridge, 2011, σελ. 301 επ.
288

Στοκχόλμης1091 αποτελεί η οργάνωση μιας συνολικής στρατηγικής ασφάλειας, η


διαχείριση της ροής των πληροφοριών, η χρήση και εκμετάλλευση των
αναγκαίων τεχνολογικών μέσων, η αποτελεσματική πρόληψη του εγκλήματος, η
καλύτερη χρήση των στατιστικών και η προστασία έναντι του σοβαρού και
οργανωμένου εγκλήματος.
Σε ένα άλλο επίπεδο, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπως είδαμε και σε
επίπεδο διεθνών οργανισμών, αποτελεί στοιχείο ζωτικής σημασίας για το
οργανωμένο έγκλημα1092. Αναμενόμενα, λοιπόν, η αντιμετώπισή του αποτέλεσε
κορυφαία πολιτική προτεραιότητα της ΕΕ1093 επί σειρά ετών1094.

1091
Βλ. ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης: Πολιτικές και προοπτικές του
ευρωπαϊκού χώρου ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας για το διάστημα 2010 – 2014,
Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 350.
1092
Για τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος χρήματος βλ. ενδεικτικά,
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ., Σταύρου Κάτσιου, “Mundus vult
decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των
εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 397, Γεωργίου
Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και
τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369, Νικολάου Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής
του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 374 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1247 επ. Πρβλ. την
ατεκμηρίωτη στην ουσία της άποψη, αφού το σύνολο της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα
εξαντλείται στο ότι αφού δεν υπάρχει γενικώς αποδεκτός ορισμός για το οργανωμένο έγκλημα,
νομικά ο όρος αυτός είναι κενός περιεχομένου, του Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη
νομολογία), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1136, ο οποίος συνοψίζοντας τονίζει «η υποχρεωτική σύνδεση
του εγκλήματος που περιγράφεται στο άρθρο 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το “οργανωμένο έγκλημα” ή
ο,τιδήποτε μπορεί να εννοείται με αυτό τον όρο, είναι τουλάχιστον αυθαίρετη. Μπορεί να λεχθεί
ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα του
“Ξεπλύματος”. Μπορεί να λεχθεί ότι το “Ξέπλυμα” αποτελεί βασικό τομέα έκφρασης της
οργανωμένης εγκληματικής δράσης (όπως και αν νοείται αυτή) και βασικό τρόπο
ανατροφοδότησής της. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να λεχθεί είναι ότι “Ξέπλυμα” γίνεται
αποκλειστικά και μόνο από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και μόνο με οργανωμένο τρόπο
δράσης, διότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κοινωνική ούτε στη νομική
πραγματικότητα».
1093
Η ανάγκη προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από καταχρήσεις και ο φόβος ότι
η πιθανή εφαρμογή διαφορετικών μέτρων σε κάθε έννομη τάξη θα μπορούσε να υπονομεύσει την
απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αποτέλεσαν, εξάλλου, για την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή τη νομική βάση σύμφωνα με τη Συνθήκη, για την πρόταση θέσπισης αντίστοιχης
κοινοτικής νομοθεσίας. Βλ. Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές
πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες – Οι νεότερες εξελίξεις, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 369.
1094
Η Κοινή ∆ράση 98/699/∆ΕΥ της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 που ως στόχο είχε την αντιμετώπιση
του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την
κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, άνοιξε το δρόμο για
μια σειρά ευρωπαϊκών νομοθετικών πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Τα Κράτη-μέλη συμφώνησαν να θεωρούν όλα τα σοβαρά
εγκλήματα, που ορίζονται στη συγκεκριμένη Κοινή ∆ράση, ως βασικά αδικήματα, όταν
συναρτώνται με το αξιόποινο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
289

Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα σημαντική στο επίπεδο της δραστικής


αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος ήταν η Οδηγία 2001/97/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
γνωστή ως δεύτερη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα, που τροποποίησε την
Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη
της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής της
για να καλύψει, εκτός από τη νομιμοποίηση εσόδων που προέκυψαν από την
παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, και τις υπόλοιπες περιπτώσεις
αδικημάτων, οι οποίες, σύμφωνα με την αναθεώρηση του 1996 των σαράντα
(40) Συστάσεων της FATF, πληρούν τις προϋποθέσεις του ορισμού της
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ οριοθέτησε τους
όρους της υπαγωγής στις διατάξεις της συγκεκριμένης Οδηγίας των
συμβολαιογράφων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, ιδίως όταν
συμμετέχουν εκ του επαγγέλματός τους σε χρηματοοικονομικές ή εταιρικές
συναλλαγές1095.
Στο άρθ. 1 περίπτωση Γ η Οδηγία 2001/97/ΕΚ ορίζει ότι νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συνιστά όταν τελείται από πρόθεση: «1.
Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από
παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη
δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης
προέλευσής τους, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη
δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των
πράξεών του, 2. Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη
φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή

Εξάλλου, στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής του Τάμπερε (15-16 Οκτωβρίου 1999), το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε πως η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες
αποτελεί το θεμελιώδες στοιχείο του οργανωμένου εγκλήματος και ότι απαιτείται η εκρίζωσή του
όπου εμφανίζεται. Θα πρέπει δε, να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τον εντοπισμό, τη
δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των κερδών του εγκλήματος. Βλ. Συμπέρασμα υπ’
αριθμ. 51 σε Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την ειδική συνεδρίαση στο Τάμπερε
της Φιλανδίας, 15-16 Οκτωβρίου 1999, με θέμα τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας
και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/91400.pdf
Βλ. σχετικά και Ester Herlin-Karnell, The EU’s anti-money laundering agenda: built on risks?, στο
Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and
Justice – A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 76 επ.
1095
Για το πλήρες κείμενο της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ και τη ∆ήλωση της Επιτροπής, βλ.
Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 118 – 130.
290

ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν


γνώσει του ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή
από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, 3. Η απόκτηση, η κατοχή
ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του
γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή
από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα και 4. Η συμμετοχή σε μια
από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση
οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η
υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση
της τέλεσης της πράξης». Περαιτέρω, ορίζεται ότι: «η γνώση, η πρόθεση ή ο
σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που προαναφέρθηκαν,
μπορούν να συνάγονται από τις πραγματικές περιστάσεις». Ενώ, «νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη και αν οι
δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμοποίηση περιουσιακά
στοιχεία, έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου Κράτους μέλους ή τρίτης χώρας».
Σύμφωνα με το άρθ. 1 περ. ∆ της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ «περιουσία»
αποτελούν τα «περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά
ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που
αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων
περιουσιακών στοιχείων».
Ενώ, «παράνομη δραστηριότητα», σύμφωνα με τον ορισμό, που δίδεται
στο άρθ. 1 περ. Ε της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ, συνιστά «κάθε είδους παράνομη
ανάμειξη στην διάπραξη σοβαρού εγκλήματος». «Ως σοβαρά εγκλήματα
λογίζονται τουλάχιστον: 1. οποιοδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται στο
άρθ. 3 § 1 στοιχείο α’ της σύμβασης της Βιέννης, 2. οι δραστηριότητες των
εγκληματικών οργανώσεων, όπως ορίζονται στο άρθ. 1 της Κοινής ∆ράσης
98/733/∆ΕΥ, 3. η απάτη, τουλάχιστον βαρείας μορφής, όπως ορίζεται στο άρθ. 1
§ 1 και άρθ. 2 της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 4. η δωροδοκία, 5. αδίκημα το οποίο μπορεί να
αποφέρει ουσιώδεις προσόδους και το οποίο, σύμφωνα με την ποινική
νομοθεσία του κράτους μέλους, τιμωρείται με σοβαρή ποινή φυλάκισης».
Η τρίτη Κοινοτική Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 «σχετικά με την πρόληψη της
χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση
291

εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της


τρομοκρατίας», τέλος, κατάργησε την Οδηγία 91/308/ΕΟΚ, όπως αυτή
τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2001/97/ΕΚ1096 και αποτελεί κωδικοποίηση της
μέχρι σήμερα κοινοτικής νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος.
Οι πιο σημαντικές αλλαγές που εισήγαγε η τρίτη κοινοτική Οδηγία για το
ξέπλυμα είναι η υποχρέωση αναφοράς των ύποπτων συναλλαγών για
χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων
και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να εξακριβώνουν τον «πραγματικό
δικαιούχο»1097. Όλα τα πρόσωπα και οι φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής της υποχρεούνται, εξάλλου, να θεσπίσουν επαρκείς και κατάλληλες
πολιτικές και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αναφοράς
ύποπτων συναλλαγών, φύλαξης αρχείων, εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης της
συμμόρφωσης και επικοινωνίας, καθώς και αξιολόγησης και διαχείρισης του
κινδύνου1098. Τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται, τέλος, να εποπτεύουν την
συμμόρφωση των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας1099.

1096
Η ελληνική νομοθεσία ενσωμάτωσε την τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα με το Ν.
3691/2008 τις διατάξεις του οποίου θα αναλύσουμε κριτικά παρουσιάζοντας και τη σχετική
νομολογία στην Ενότητα 3 του 3ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
1097
Βλ. σχετικά, Antoinette Verhage, The anti money laundering complex on a crime control
continuum: perceptions of risk, power and efficacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen
Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya
Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control,
Governance of Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland,
2010, σελ. 152 επ. Η θεσπισμένη υποχρέωση αναφοράς σε συνδυασμό με την απειλή υψηλών
προστίμων, δημιουργεί τον «παράπλευρο» κίνδυνο της «υπεραναφοράς» (“excessive reporting”),
δηλαδή της αναφοράς «ελαφρώς» ύποπτων συναλλαγών, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν τελικά
με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και οι οποίες τείνουν να σχετικοποιούν τη συνολική αξία των
αναφορών. Για μια ανάλυση της προβληματικής αυτής, βλ. Előd Takáts, A Theory of "Crying
Wolf": The Economics of Money Laundering Enforcement, IMF Working Paper WP/07/81,
International Monetary Fund, 2007, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2007/wp0781.pdf, σελ. 4 επ. Πρβλ. Daniel Vesterhav,
Measures against money laundering in Sweden – The role of the private sector, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 175, σύμφωνα με τον οποίο, η «υπεραναφορά» είναι
πιθανή, αλλά δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται ως πρόβλημα, καθώς ολόκληρο το σύστημα
ενάντια στο ξέπλυμα «βασίζεται στις πληροφορίες και απαιτείται μια μεγάλη εισροή αναφορών για
να δουλέψει. Συνεπώς, θα πρέπει να προτιμάται η υπεραναφορά από μία χαμηλή στάθμη
αναφορών».
1098
Βλ. σχετικά, Maria Bergström, EU anti-money laundering regulation: multilevel cooperation of
public and private actors, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 97 επ.
1099
Βλ. αναλυτικά Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1470 – 1471 και
Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής
292

Περαιτέρω, η Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ θεωρείται ιδιαίτερα


σημαντική1100, παρά το γεγονός της μη ψήφισής της από βασικές ευρωπαϊκές
δικαιοταξίες, όπως πρωτίστως η Γαλλία και δευτερευόντως η Ολλανδία1101.
Ενδεικτικό της κεφαλαιώδους σημασίας της είναι το γεγονός ότι σε περίπτωση
που τεθεί σε ισχύ, θα παύσει άμεσα η διακυβερνητική συνεργασία στους τομείς
της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας και θα επέλθει «κοινοτικοποίησή»
τους1102.

Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες –
Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ. 370 – 373.
1100
Για μια συνεκτική παρουσίαση του νέου πλαισίου που δημιουργεί το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού
Συντάγματος ιδίως όσον αφορά τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των
ποινικών υποθέσεων, βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος
και οι προκλήσεις για το ποινικό δίκαιο στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 567 –
581, ιδίως σελ. 581, όπου η συγγραφέας σημειώνει ότι: «Η ένταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών
∆ικαιωμάτων στο Σχέδιο της Συνταγματικής Συνθήκης και η αναγνώριση ατομικής προσφυγής
στους πολίτες, σε όποιο μέτρο έχει τούτη προβλεφθεί, αποτελούν μια πολύ σημαντική πρόοδο
ειδικά για το πεδίο του ποινικού δικαίου. Ωστόσο η πρόοδος αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί με
την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣ∆Α…» και υπογραμμίζει ότι: «Το Σχέδιο της Συνταγματικής
Συνθήκης καταγράφει μια σημαντική προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή (εννοεί στην προστασία
των ελευθεριών των πολιτών) με τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος στη νομοθετική
διαδικασία και τη θεσμική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων».
1101
Κατά τη γνώμη μας, η Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ αποτελεί σχεδόν «μονόδρομο» για το
μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο που καλείται να διατηρήσει εάν όχι να βελτιώσει τις θέσεις του και
την κερδοφορία του στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ο οποίος παροξύνεται λόγω της οικονομικής
παγκοσμιοποίησης, και ως τέτοια ήρθε για να μείνει, ανεξαρτήτως της ήδη αρνητικά
εκπεφρασμένης βούλησης των λαών της Ευρώπης. Πρβλ. Ιωάννα Λελούδα –
Καραγιαννοπούλου, Ποιός θα είναι ο κύριος στόχος της ΕΕ κατά την ολοκλήρωσή της;, ΝοΒ,
2006, σελ. 1235 – 1246, η οποία αφενός, συσκοτίζει τον αρνητικό ρόλο της ΕΕ για τα οικονομικά,
κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, την επικίνδυνη πρόταξη του
κατασταλτικού της χαρακτήρα, τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων και
ψευδεπίγραφα χρησιμοποιεί τον όρο «Ευρωπαϊκή Επανάσταση» για να αποκρύψει την
ολοκληρωτική νοοτροπία που εμπεριέχει η ισχνά μειοψηφική διακυβερνητική διαβούλευση η
οποία τείνει να επιβάλλεται με όρους ενός ανύπαρκτου «συλλογικού συμφέροντος» στις κάθετα
αντίθετες και βάναυσα πληττόμενες κοινωνικές πλειοψηφίες, ενώ αφετέρου, η όποια κριτική
στρέφεται κατά του Ευρωσυντάγματος, χαρακτηρίζεται από βουλησιοκρατία, άγνοια της ιστορίας
και των νόμων της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης και εντέλει αντιεπιστημονικότητα, κάτι που
γίνεται ιδιαίτερα φανερό όταν αναφέρεται στην ύπαρξη κάποιας «οικονομικής ιδεολογίας» στην
οποία μπορεί και πρέπει να αντιπαρατεθεί ο πολιτισμός και οι όποιες εθνικές πολιτισμικές
ιδιαιτερότητες (σελ. 1244), προφανώς ως κάτι αυτόνομο από τις οικονομικές και κοινωνικές
συνθήκες μιας κοινωνίας, που ενέχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται αυτοδύναμα σε σχέση με τα
υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν την κοινωνική δομή και, δεν φθάνει αυτό, να επιβάλλεται και
σε όλα αυτά ανατρέποντας διά του δέοντος όλους τους ισχύοντες νόμους της κοινωνικής εξέλιξης!
Η πιο εντυπωσιακή και πρωτότυπη θέση που υποστηρίζεται στο συγκεκριμένο κείμενο (σελ.
1241-1242) μεταφέρεται αυτούσια ασχολίαστη. «Το “Ευρωσύνταγμα” διά των διατάξεών του
θεμελιώνει μια “άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς” (laissez faire, laissez
passer) με μεθόδους σοσιαλιστικές…»!!!
1102
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία στα πλαίσια του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1071. Για το ζήτημα της «κοινοτικοποίησης» βλ.
ιδίως, Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη
(επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, ΠοινΧρ, 2004, σελ.
961 – 978, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ. σελ. 20 επ.
και Στυλιανού Παπαγεωργίου-Γονατά, “Jus Criminale Internationale”: Ρεαλιστικός ή ανέφικτος
στόχος;, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 205 επ., ιδίως σελ. 209 επ.
293

Τα άρθρα ΙΙΙ-172 και ΙΙΙ-175 του τέταρτου τμήματός της αφορούν το


«διασυνοριακό έγκλημα». Συγκεκριμένα, το άρθ. ΙΙΙ-172 § 1 προβλέπει ότι οι
ευρωπαϊκοί νόμοι-πλαίσιο1103 μπορούν να καθιερώσουν ελάχιστους κανόνες
αναφορικά με τον ορισμό των αξιόποινων πράξεων και των κυρώσεων στις
περιοχές ιδιαζόντως σοβαρών εγκλημάτων με διασυνοριακές διαστάσεις που
είναι αποτέλεσμα της φύσης ή της επίδρασης των εγκλημάτων αυτών ή της
ιδιαίτερης ανάγκης να καταπολεμηθούν από κοινού. Οι περιοχές αυτές της
εγκληματικότητας είναι η τρομοκρατία, η εμπορία ανθρώπων και η γενετήσια
εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, η παράνομη εμπορία ναρκωτικών, η
παράνομη εμπορία όπλων, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, η διαφθορά1104, η πλαστογράφηση μέσων πληρωμής, η
εγκληματικότητα που σχετίζεται με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το
οργανωμένο έγκλημα.
Παρά το γεγονός της περιοριστικής απαρίθμησης των εγκλημάτων με
διασυνοριακές διαστάσεις, η επόμενη παράγραφος της Συνθήκης για το
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, προβλέπει ότι, λόγω της εξέλιξης της εγκληματικότητας,
μπορεί στο μέλλον το Συμβούλιο των Υπουργών, με σύμφωνη γνώμη του
Ευρωκοινοβουλίου, να εντοπίσει και άλλες περιοχές εγκληματικότητας, οι οποίες
αντικατοπτρίζονται στα κριτήρια που έχουν τεθεί και επομένως να εντάξει και
άλλες εγκληματικές δραστηριότητες στην κατηγορία των σοβαρών εγκλημάτων
με διασυνοριακή διάσταση.

1103
Οι οποίοι αντικαθιστούν τις Αποφάσεις-πλαίσιο.
1104
Ειδικά για την πολιτική της ΕΕ αναφορικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς, βλ. ιδίως,
Patrycja Szarek-Mason, The European Union policy against corruption in the light of international
developments, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of
Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 43 – 75 και Tanja Börzel / Andreas Stahn / Yasemin Pamuk, The
European Union and the fight against corruption in its near abroad: can it make a difference?,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 122 – 144. Εξάλλου, η διαφθορά στις υποψήφιες προς
ένταξη στην ΕΕ χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποτελούσε έναν σημαντικότατο
παράγοντα ανησυχίας και για το λόγο αυτό, ως βασική προϋπόθεση για την ένταξή τους είχε τεθεί
η εισαγωγή συγκεκριμένων μέτρων κατά της διαφθοράς. Εντούτοις, παρά την εισαγωγή των
μέτρων αυτών, αλλά και την υπογραφή όλων των διεθνών συνθηκών κατά της διαφθοράς, η
κατάσταση της διαφθοράς σε κάποιες από τις χώρες αυτές, όπως η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η
Ρουμανία, δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί, ενώ, σε κάποιες άλλες, όπως η Πολωνία,
υπάρχουν δείγματα σταδιακής βελτίωσης. Βλ. αναλυτικά, Agnes Batory, Post-accession malaise?
EU conditionality, domestic politics and anti-corruption policy in Hungary, Global Crime, vol. 11,
no. 2, 2010, σελ. 164 – 177, Kalin Ivanov, The 2007 accession of Bulgaria and Romania: ritual
and reality, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 210 – 219 και Kaja Gadowska, National and
international anti-corruption efforts: the case of Poland, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ.
178 – 209.
294

Από την προηγούμενη ανάλυση καθίσταται φανερό ότι παρά την έλλειψη
ρητής ποινικής αρμοδιότητας, η ΕΕ λαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και
ασκεί πολιτικές που περιέχουν ένα σαφώς κατασταλτικό περιεχόμενο1105, κάτι
που υποδηλώνει την πρόθεσή της να αποκτήσει και πραγματικές ποινικές
εξουσίες. Η μέθοδος παρέμβασης στη διαμόρφωση των ποινικών πολιτικών των
Κρατών-μελών της είναι όλο και πιο άμεσος, αφού τα Κράτη-μέλη επιλέγουν
μόνο τον τρόπο εφαρμογής και δεν είναι στην διακριτική τους ευχέρεια η ίδια η
παρέμβαση. Η μόνη διαφορά που μπορεί να εντοπιστεί είναι ότι οι Κανονισμοί
είναι εξοπλισμένοι με άμεση εφαρμογή, ενώ, οι Οδηγίες και οι Αποφάσεις-
πλαίσιο προβλέπουν κάποιο χρονικό περιθώριο ενσωμάτωσης. Έτσι, οι αξίες και
τα συμφέροντα που πρέπει να προστατευθούν καθορίζονται αρχικά, σε
ευρωπαϊκό επίπεδο και στη συνέχεια, τα Κράτη-μέλη αναλαμβάνουν την πολιτική
δέσμευση να προχωρήσουν στην ποινική τους τυποποίηση και να εφαρμόσουν
σε εθνικό επίπεδο τους ποινικούς κανόνες που θα δημιουργηθούν μέσω αυτής
της διαδικασίας1106. ∆ημιουργείται, λοιπόν, το παράδοξο η ποινικά αναρμόδια ΕΕ

1105
Σύμφωνα με την εύστοχη κριτική του Σοφού, είναι ευχερώς διαπιστώσιμη η ροπή προς τις
δύο κεντρικές κατευθύνσεις της παρεμβατικότητας προς τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη, «δηλαδή
της εξασφάλισης των προϋποθέσεων κοινής αντεγκληματικής πολιτικής διά της απαξίωσης
συμπεριφορών ήδη από το στάδιο της προπαρασκευαστικής πράξης αφενός, και της δημιουργίας
των όρων αποτροπής της αρνητικής εκμετάλλευσης λειτουργικών συστημάτων». «Οι Οδηγίες και
οι Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στερούνται εννοιολογικής σύγκλισης, αφού δεν εκδίδονται συστηματικά θεμελιούμενες σε ένα
ενιαίο σύνολο αξιών και κανόνων. Πρόκειται ουσιαστικά για μία προσπάθεια εργαλειοποίησης
των ουσιαστικών, δικαιϊκών και ηθικών διαθετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπόδειξη και επίτευξη κοινών οικονομικών
και πολιτικών στόχων μεταξύ των κρατών μελών της, οι οποίες χωρίς το περιεχόμενό τους να
ερείδεται σε ένα παραδεδομένο ενιαίο πολιτισμικό σύστημα αξιών, που προσδιορίζει τί
επιτάσσεται και τί απαγορεύεται ως μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, προστάζει τα κράτη μέλη
να υιοθετήσουν το περιεχόμενό τους στην εσωτερική έννομη τάξη τους. Κύριο χαρακτηριστικό
των ρυθμίσεων αυτών είναι ο πλούτος των διατάξεων και η πενία των ιδεών τους». Βλ.
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 83.
1106
Ειδικά όσον αφορά τη δυνατότητα για έκδοση έλληνα πολίτη σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να
τονίσουμε ότι είναι αντισυνταγματική, αφού το άρθρο 5 § 3 Σ απαγορεύει ρητά την έκδοση έλληνα
πολίτη. Η εξαίρεση υπέρ των ημεδαπών θεωρήθηκε ότι δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης στη βάση
της αρχής της ιθαγένειας της Ένωσης. Το επιχείρημα, όμως, αυτό δεν μπορεί να επιφέρει
ουσιαστική λύση, καθώς την ευρωπαϊκή ιθαγένεια την έχουν οι Έλληνες πολίτες ενόψει της
ιδιότητάς τους ως ελλήνων πολιτών. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη / Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι,
Παρατηρήσεις στην πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο
σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1108, όπου ορθά υποστηρίζεται
ότι υπάρχει «αδυναμία μιας απόφασης πλαισίου του Γ’ πυλώνα να δεσμεύσει ένα κράτος μέλος
καθ’ υπέρβαση των συνταγματικών του κανόνων».
Παρά την αντισυνταγματικότητα της έκδοσης ημεδαπού, που έχει αναλυθεί και διακηρυχθεί σε
όλους τους τόνους από μια σημαντική μερίδα αξιόλογων επιστημόνων ελλήνων νομικών, βλ.
ενδεικτικά, Π. ∆. ∆αγτόγλου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, Ατομικά ∆ικαιώματα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 315, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,
295

να επηρεάζει σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό την ποινική εξουσία των Κρατών-
μελών της, τα οποία παρότι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αποδυναμώνονται,
ενισχύουν, σε τελική ανάλυση, την κατασταλτική τους λειτουργία και το πεδίο
δράσης της «νόμιμης βίας της εξουσίας». Με τον τρόπο αυτό, πιστοποιείται μια
αναδιανομή αρμοδιοτήτων και ένας επιμερισμός λειτουργιών ανάμεσα στα εθνικά
Κράτη και την ΕΕ στο πεδίο ανάπτυξης των διαδικασιών κοινωνικού ελέγχου1107.
Η «τιμωρία» του εγκλήματος φαίνεται να παραμένει αυστηρά κρατική
υπόθεση1108 και δηλωτικό σύμβολο της κρατικής εξουσίας, ενώ ο «έλεγχος» του
εγκλήματος μετατίθεται σε μια περιοχή «πέρα» ή, για την ακρίβεια, «πάνω» από
το κράτος, την ΕΕ1109.

όπ.παρ., σελ. 202, Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: Οι ρυθμίσεις του Ν.
3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1302,
Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Νομιμοποιητική βάση και όρια δικαιοδοσίας του ∆ιεθνούς
Ποινικού ∆ικαστηρίου, ΝοΒ, 2003, σελ. 420, της ιδίας Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης των γερμανικών αρχών σε βάρος ημεδαπού (γνωμ), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1313 – 1314,
της ιδίας, Έκδοση Ελλήνων πολιτών: η πολιτική ευθύνη ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης,
Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 449 επ., Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του
«εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία
στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 190 και Χρήστου Μυλωνόπουλου, Έκδοση ημεδαπού και εκτέλεση
ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά ημεδαπού, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 751 επ., έχουν υπάρξει
περιπτώσεις «παράδοσης» (ουσιαστικά έκδοσης) ημεδαπού για να δικαστεί σε ξένη χώρα, βλ.
ενδεικτικά το βούλευμα ΣυμβΑΠ 591/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 550 – 552, με το οποίο
«παραδόθηκε» ένας κρητικός ιερέας στην Ισπανία, όπου είχε τελεστεί η πράξη κατά την περίοδο
2001-2002, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης,
προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος του και να δικαστεί για αποπλάνηση παιδιού
κατ’ εξακολούθηση. Για μια κριτική στο βούλευμα αυτό, βλ. ιδίως, Αλέξανδρου Παπαδόπουλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΑΠ 591/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 553-557 και Ελισάβετ Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και παράδοσης ημεδαπών με σκοπό δίωξης (με
αφορμή την ΣυμβΑΠ 591/2005), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 587-590, η οποία μέσα από μια πληθώρα
διαφορετικών και ορθών, κατά τη γνώμη μας, επιχειρημάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το
συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν θα έπρεπε να εκτελεστεί, ενώ στη σελ. 590,
προτείνει και λύσεις de lege ferenda που θα βοηθούσαν στην αποσαφήνιση του συγκεχυμένου,
και γι’ αυτό επικίνδυνου, νομικού πλαισίου που διέπει το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Πρβλ.
contra, υπέρ του σκεπτικού του συγκεκριμένου βουλεύματος του ΑΠ, ∆ημητρίου Ζημιανίτη,
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 837-839.
1107
Η κατεύθυνση των ευρωπαϊκών καταναγκασμών αφορά μάλλον τον προσανατολισμό και το
περιεχόμενο λειτουργίας των εθνικών θεσμικών οργάνων, παρά αποβλέπει στην υποκατάστασή
τους ή στην προσβολή της αυτοτέλειας και της ιδιαιτερότητάς τους. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου,
Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το
«Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου,
όπ.παρ., σελ. 328 επ.
1108
Αλλά όχι ακριβώς, αφού η ΕΕ ορίζει τόσο το είδος της κύρωσης όσο και το ύψος των
απειλούμενων ποινών.
1109
Βλ. David Garland, The limits of the sovereign state. Strategies of Crime Control in
Contemporary Society, The British Journal of Criminology, 1996, σελ. 445 – 471, ιδίως σελ. 459,
όπου υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «τιμωρία του εγκλήματος» (“the
punishment of crime”) και στον «έλεγχο του εγκλήματος» (“the control of crime”), στο πλαίσιο των
σύγχρονων τάσεων για μεταβίβαση της ευθύνης για την πρόληψη του εγκλήματος από την
κεντρική εξουσία προς μη κυβερνητικού φορείς, οργανώσεις και άτομα.
296

Οι εξελίξεις στον τομέα της «δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές


υποθέσεις», και ιδιαίτερα, οι Αποφάσεις-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την
«αντιμετώπιση της τρομοκρατίας»1110 και το «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης»1111,
βάλλουν ευθέως κατά του ίδιου του πυρήνα της ποινικής εξουσίας των Κρατών-
μελών1112, αφ’ ης στιγμής δεν περιορίζονται, πλέον, μόνο στο επίπεδο του
ελέγχου του εγκλήματος, αλλά υπεισέρχονται και σε ζητήματα τιμωρίας1113.

1110
Βλ. σχετικά, Christina Eckes, The legal framework of the European Union’s counter-terrorist
policies: full of good intentions?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime
within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge
University Press, Cambridge, 2011, σελ. 127 επ.
1111
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, COM 2001/522 της 22/6/2002 και COM 2001/521 της 18/7/2002
αντίστοιχα. Ειδικά για τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη από την εφαρμογή του
Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τα οποία κατά κύριο λόγο αναφέρονται στα κυριαρχικά
δικαιώματα της χώρας, αλλά και στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη, καθώς και για τις εγγενείς
δυσχέρειες που εμπεριέχει ο συγκεκριμένος θεσμός, βλ. Cian Murphy, The European Evidence
warrant: mutual recognition and mutual (dis)trust?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides
(eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 224 επ., Γρηγορίου Καλφέλη, Το Ευρωπαϊκό
ένταλμα σύλληψης (Μονοδιάστατη ενοποίηση των ευρωπαϊκών κατασταλτικών μηχανισμών;),
Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 199 επ., Ευαγγέλου Βασιλακάκη, 9+1 σκέψεις για το ευρωπαϊκό ένταλμα
συλλήψεως, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 204 επ., Ευτύχη Φυτράκη, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε
εφαρμογή: Νέες εξελίξεις, νέες ανησυχίες, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 210 επ. και Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ΠοινΛογ, 2003, σελ. 2259 επ., ο οποίος τονίζει,
στη σελ. 2259, ότι «οι ρυθμίσεις του, που αποβλέπουν στην αποτελεσματικότερη δίωξη του
εγκλήματος, εγκαταλείπουν πλήρως τη φιλοσοφία του δικαίου της έκδοσης και καταργούν
βασικούς θεσμούς αυτής, με αποτέλεσμα να θέτουν σειρά προβλημάτων, η αντιμετώπιση των
οποίων δεν είναι ευχερής».
1112
Σύμφωνα με το άρθ. 34 § 2 περ. β’ Συνθ.ΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να υιοθετεί αποφάσεις
πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των Κρατών
μελών. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν τα Κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,
αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων, ενώ
βέβαια δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Ειδικά σε σχέση με τον «ευρωτρομονόμο»
δημιουργείται ζήτημα αν μια απόφαση πλαίσιο, το περιεχόμενο της οποίας θεμελιώνει ή διευρύνει
το ήδη υπάρχον αξιόποινο, μπορεί να δεσμεύσει ενόψει του Αρ. 7 § 1 Σ την ελληνική πολιτεία, βλ.
Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Παρατηρήσεις στο αρχικό σχέδιο της πρότασης
της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με την καταπολέμηση
της τρομοκρατίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1112 – 1113 και Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και
οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού
ποινικού δικαίου στο ελληνικό, όπ.παρ., σελ. 961 – 978.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η προσέγγιση του ζητήματος της τρομοκρατίας μέσω των
συγκεκριμένων Αποφάσεων–πλαίσιο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται να είναι
μετριοπαθέστερη σε σχέση με το οιονεί πολεμικό μοντέλο, που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ με
νομοθετικά εργαλεία όπως η PATRIOT Act. Για την προσέγγιση του ζητήματος από τις ΗΠΑ, βλ.
αντί άλλων, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ.,
σελ. 92 και 172-173. Για τον τρόπο διασφάλισης μιας δίκαιης δίκης στις περιπτώσεις της διεθνούς
τρομοκρατίας, βλ. Ηλία Αναγνωστόπουλου, ∆ίκαιη δίκη και διεθνής τρομοκρατία (Με αφορμή την
απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού στην υπόθεση El Motassadeq), ΠοινΧρ, 2004, σελ. 1030 –
1031, όπου και αναφορές στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου ∆ικαιωμάτων του
Ανθρώπου.
1113
Και υπό την έννοια αυτή «κοινοτικοποιείται» το ποινικό δίκαιο. Για την έννοια αυτή, βλ. ιδίως,
Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη
(επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, όπ.παρ., σελ. 961 επ.
297

Με τη θέση σε ισχύ, τέλος, της Συνθήκης της Λισσαβόνας1114 για την


τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί
Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την 1η ∆εκεμβρίου 2009, η οποία
αποτέλεσε το πρώτο διαρθρωτικό πλαίσιο αλλαγών στις δομές της αστυνομικής
και δικαστικής συνεργασίας1115, διαμορφώθηκε ένα εντελώς νέο πλαίσιο
διεργασιών και προοπτικών της ευρωπαϊκής εσωτερικής ασφάλειας1116.
Πράγματι, η Συνθήκη της Λισσαβόνας επέφερε θεαματικές αλλαγές στο
καθεστώς εναρμόνισης των εθνικών ποινικών νομοθεσιών1117, αφού ενίσχυσε
θεαματικά τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παράγει πρωτογενώς
ποινικό δίκαιο εις βάρος των κυριαρχικών εξουσιών των Κρατών-μελών1118.
Οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισσαβόνας αναγνωρίζουν πλέον με
σαφήνεια την ευρεία εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίζει κανόνες
ποινικού δικαίου δεσμεύοντας τους εθνικούς νομοθέτες τόσο ως προς την
τυποποίηση των εγκληματικών συμπεριφορών, όσο και ως προς τις ελάχιστες
επιβαλλόμενες κυρώσεις. Με τον τρόπο αυτό ετέθη ένα τέρμα στην αέναη
1114
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 17-12-2007, C 306. Εξάλλου, για την πολύπλοκη και μακρά
διαδικασία κύρωσης της Συνθήκης της Λισσαβώνας, βλ. ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Θεσμικές
ανακατατάξεις και προοπτικές του ευρωπαϊκού χώρου ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας
υπό το πρίσμα της «Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης», Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 907 επ.
1115
Η απαρχή των αλλαγών αυτών θα πρέπει να αναζητηθεί στις διατάξεις της Συνθήκης του
Maastricht του έτους 1993. Πρβλ. Wendy De Bondt / Gert Vermeulen, Appreciating
Approximation. Using common offence concepts to facilitate police and judicial cooperation in the
EU, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers /
Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde
Vynckier (eds), EU and International Crime Control, Governance of Security Research Paper
Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 34, σύμφωνα με τους οποίους:
«Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία έχει περάσει το στάδιο της παιδικής ηλικίας, αλλά είναι
ακόμη μακριά από την ενηλικίωση. Η τρέχουσα χαοτική ανάπτυξη αποκαλύπτει την έλλειψη μιας
πολιτικής με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».
1116
Σύμφωνα με την Καϊάφα – Γκμπάντι, ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης έχει
αποκτήσει με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας υπερκρατική ταυτότητα και έχει αναχθεί σε έναν από
τους βασικούς στόχους της, αποτελώντας το τρίτο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό σχέδιο προς την
πορεία ολοκλήρωσης της ΕΕ, μετά την εσωτερική αγορά και την οικονομική και νομισματική
ένωση. Βλ. Μαρίας Καϊάφα Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό Ποινικό ∆ίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας –
Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 6 – 7. Για τις αλλαγές αυτές, βλ. επίσης, Ευαγγέλου
Στεργιούλη, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής ασφάλειας της Συνθήκης της
Λισσαβόνας, Ποιν∆ικ και Εγκληματολογία, 2010, σελ. 24 επ. και ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Νέες
τάσεις της εντατικής δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στον ευρωπαϊκό χώρο
∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας, υπό το πρίσμα της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
Αναζητώντας μια νέα συνισταμένη;, ΠοινΧρ, 2010, σελ. 89 επ.
1117
Βλ. Maria Fletcher, EU criminal justice: beyond Lisbon, στο Christina Eckes / Theodore
Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European
Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 10 επ.
1118
Βλ. Ιωάννας Κυριτσάκη, Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της θέσπισης
μέτρων ποινικού χαρακτήρα, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 473 και Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο
και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού
ποινικού δικαίου στο ελληνικό, όπ.παρ., σελ. 961 επ.
298

διαμάχη των κοινοτικών οργάνων αναφορικά με την ύπαρξη κοινοτικής


αρμοδιότητας στο χώρο της ποινικής καταστολής1119, προς όφελος της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής1120.

1.2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας

Με την Συμφωνία Schengen, όπως είδαμε παραπάνω, εμπεδώθηκε


κατεξοχήν, η αστυνομική1121 και δευτερευόντως, η δικαστική συνεργασία στο
χώρο της Ευρώπης.
Ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθ. 40 § 7 και 41 § 41122 της Συμφωνίας
Schengen, που αφορούν την αστυνομική συνεργασία, περιέχεται ένας
αναλυτικός κατάλογος εγκλημάτων1123, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη δράση
του οργανωμένου εγκλήματος, για τα οποία επιτρέπεται η διασυνοριακή
παρακολούθηση και η καταδίωξη από τις αστυνομικές δυνάμεις ενός
συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου μέρους.
Κατά τη διασυνοριακή παρακολούθηση, επιτρέπεται στις αστυνομικές
υπηρεσίες ενός Κράτους-μέλους η συνέχιση της παρακολούθησης πέραν των

1119
Βλ. ∆ιονυσίου Μουζάκη, Επί της ποινικής αρμοδιότητας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
ΠοινΧρ, 2004, σελ. 485 επ.
1120
Βλ. Ιωάννας Κυριτσάκη, Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της θέσπισης
μέτρων ποινικού χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 473 – 474.
1121
Για μια συνοπτική παρουσίαση της διάρθρωσης της αστυνομικής συνεργασίας στην Ευρώπη
και των Σχεδίων ∆ράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνέτειναν σ’ αυτό το αποτέλεσμα, βλ.
Willy Bruggeman, Σχέση μεταξύ Αστυνομικών και ∆ικαστικών Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 568 επ. Για την τάση επέκτασης της
αστυνόμευσης του ευρωπαϊκού χώρου μέσω της δικτύωσης των φορέων σε διακρατικό επίπεδο,
βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 218 επ.
1122
Βλ. Νικολάου Καρόλου Σακελλαρίου, Το Σύστημα Πληροφοριών Schengen, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1995, σελ. 51 επ.
1123
Ειδικότερα, το άρθρο 40 § 7 της Συμφωνίας Schengen προβλέπει τη δυνατότητα της
διασυνοριακής παρακολούθησης για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, του
βιασμού, του εμπρησμού, της παραχάραξης, της διακεκριμένης κλοπής και κλεπταποδοχής, του
εκβιασμού, της απαγωγής και ομηρίας, του δουλεμπορίου, της παράνομης διακίνησης
ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, της παράβαση των διατάξεων για τα όπλα και τα
εκρηκτικά, των καταστροφών με εκρηκτικά και της παράνομης μεταφοράς τοξικών και βλαβερών
αποβλήτων. Για την παράνομη διακίνηση επικίνδυνων και τοξικών αποβλήτων στην Ιταλία κατά
την τελευταία δεκαετία και τον ιδιαίτερο ρόλο των οργανώσεων της Mafia και άλλων νόμιμων και
παράνομων παραγόντων και για μια σειρά παραδειγμάτων για τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές
αναφορικά με την παράνομη διαχείριση και διακίνηση τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων, βλ.
Monica Massari / Paola Monzini, Dirty Businesses in Italy: A Case-study of illegal Trafficking in
Hazardous Waste, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 285 – 304. Περαιτέρω, για μια
ανάλυση των δικτύων που διευκολύνουν τη μεταφορά πυρηνικών υλικών και τις σχέσεις που
αναπτύσσονται σ’ αυτό το πεδίο μεταξύ εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, βλ.
Louise Shelley, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and Terrorists, Global Crime, vol. 7,
no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 – 560.
299

συνόρων του άλλου Κράτους-μέλους, εφόσον συμφωνεί το Κράτος στο οποίο


συνεχίζεται η παρακολούθηση και εφόσον πληρούνται οι αυστηρές
προϋποθέσεις του άρθ. 40 § 7 ΣΕΣΣ, δηλαδή, όταν προϋπάρχει δικαστική
έρευνα και το παρακολουθούμενο άτομο είναι ύποπτο συμμετοχής σε αξιόποινη
πράξη που συνεπάγεται έκδοση1124.
Η δυνατότητα διασυνοριακής καταδίωξης1125, εξάλλου, σύμφωνα με το
άρθ. 41 § 4 ΣΕΣΣ, προβλέπεται στην περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος, για
όλα τα εγκλήματα που προβλέπονται στον κατάλογο του άρθ. 40 § 7, καθώς
στην περίπτωση του αδικήματος της φυγής κατόπιν δυστυχήματος, το οποίο
προκάλεσε θάνατο ή σοβαρούς τραυματισμούς. Καταδίωξη, τέλος, προβλέπεται
και για όλες τις αξιόποινες πράξεις, που δύνανται να επισύρουν την έκδοση
προσώπου.
Το πιο σημαντικό, ίσως, κεφάλαιο1126 της Συμφωνίας Schengen, το οποίο
είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων όταν έγινε γνωστό, είναι αυτό που αφορά τη
δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών Schengen (SIS). Πρόκειται για ένα
σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, στο πλαίσιο μιας κοινής βάσης
δεδομένων1127, την οποία ενημερώνουν τα Κράτη-μέλη με στοιχεία που αφορούν

1124
Ειδικά, για τις περιπτώσεις που προβλέπεται έκδοση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
βλ. ιδίως, Theodore Konstadinides, The Europeanisation of extradition: how many light years
away to mutual confidence?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within
the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University
Press, Cambridge, 2011, σελ. 192 – 223.
1125
Φυσικά, καθώς η διασυνοριακή καταδίωξη προϋποθέτει την ύπαρξη κοινών χερσαίων
συνόρων, δεν θα μπορούσε να έχει τυπικά δυνατότητα εφαρμογής στην Ελλάδα. Εντούτοις,
εφαρμόζεται στα διεθνή θαλάσσια ύδατα της Ελλάδας, με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων
Εθνών για το ∆ίκαιο της Θάλασσας (Ν. 1990/1991) και το άρθρο 17 της ∆ιεθνούς Σύμβασης της
Βιέννης του 1988 για την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (Ν.
2321/1995).
1126
ΤΙΤΛΟΣ ΙV ΣΕΣΣ.
1127
Σε σχέση με τα πρόσωπα που καταχωρούνται στη βάση δεδομένων του Συστήματος
Πληροφοριών Schengen αναφέρονται, σύμφωνα με το άρθρο 94 ΣΕΣΣ, το όνομα και το
επώνυμο, τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά, που είναι αντικειμενικά και αναλλοίωτα, το πρώτο
γράμμα του δευτέρου επωνύμου, εφόσον υπάρχει, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης, το φύλο,
η εθνικότητα, η ένδειξη ότι τα συγκεκριμένα άτομα είναι οπλισμένα, η ένδειξη ότι τα συγκεκριμένα
άτομα είναι βίαια, ο λόγος της καταχώρησής τους και η αντιμετώπιση που επιβάλλεται in
concreto. Σύμφωνα με το άρθρο 95 ΣΕΣΣ, οι καταχωρίσεις στο σύστημα πληροφοριών που
έγιναν με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με την αίτηση
προσωρινής σύλληψης για την έκδοση και τη δικαστική συνδρομή. Για τον προβληματισμό
σχετικά με την καταχώρηση δεδομένων στο SIS, βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση –
Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική
σχέση, όπ.παρ, σελ. 200 επ. και Γεωργίου Πίττου, Η προστασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα στα πλαίσια του συστήματος πληροφοριών Schengen, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 784 – 789.
Για το ζήτημα της διαβίβασης δεδομένων σε ποινικές υποθέσεις, βλ. ευρύτερα, Els De Busser /
Gert Vermeulen, Towards a coherent EU policy on outgoing data transfers for use in criminal
matters? The adequacy requirement and the framework decision on data protection in criminal
300

καταζητούμενα ή εξαφανισθέντα πρόσωπα, ανεπιθύμητους αλλοδαπούς,


κλεμμένα ή απωλεσθέντα οχήματα, όπλα και έγγραφα ταυτότητας1128. Το
σύστημα αυτό εξελίχθηκε κατά το έτος 2008 σε SIS II για τεχνικούς, κυρίως,
λόγους1129, καθώς το SIS I δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του μεγάλου
αριθμού των χωρών που συμμετείχαν1130.
Παρά το γεγονός, ότι στα άρθρα 102 επ. και 126 επ., ρυθμίζεται το ζήτημα
της ασφάλειας των καταχωρηθέντων δεδομένων από κινδύνους διαρροής,
υποκλοπής, καταστροφής ή αλλοίωσής τους1131, όπως και το ζήτημα του
δικαιώματος σε εύλογη χρηματική ικανοποίηση των προσώπων που υπέστησαν
ζημία, λόγω εσφαλμένης καταχώρησης, έχει διατυπωθεί σχετικά σωρεία
επιφυλάξεων1132.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική, στο επίπεδο αυτό, είναι η επισήμανση της
Λαμπροπούλου1133, σύμφωνα με την οποία, «η ιδεολογία της “εσωτερικής”
ασφάλειας, από την οποία διαπνέονται οι Συνθήκες, δεν συνοδεύεται από τους

matters. A transatlantic exercise in adequacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen
Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya
Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control,
Governance of Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland,
2010, σελ. 95 – 122.
1128
Το σύστημα αποτελείται από ένα εθνικό τμήμα εγκατεστημένο στο έδαφος κάθε
συμβαλλόμενου μέρους και από ένα τμήμα τεχνικής υποστήριξης, που είναι εγκατεστημένο στο
Στρασβούργο. Η λειτουργία και χρήση του SIS οριοθετείται από ρητές διατάξεις της Σύμβασης
Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen (ΣΕΣΣ) και ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 93
επ. Το άρθρο 93 ΣΕΣΣ, μάλιστα, ορίζει ότι τα καταχωρούμενα στοιχεία αποβλέπουν αποκλειστικά
στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
1129
Για το SIS II βλ. αντί άλλων, Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας
αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 173.
1130
∆ηλαδή των 27 χωρών που συμμετέχουν ως Κράτη-μέλη (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο
Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Αυστρία, Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία,
Ελβετία, ∆ανία, Ισλανδία, Νορβηγία, Εσθονία, ∆ημοκρατία της Τσεχίας, Ουγγαρία, Λεττονία,
Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία), καθώς και της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου
Βασιλείου, που δεν συμμετέχουν πλήρως στο σύστημα. Η επιλογή αυτή της Ιρλανδίας θα
μπορούσε να ερμηνευθεί ως βούληση να διατηρήσει την «Κοινή Περιοχή Ταξιδίου» (“Common
Travel Area”) με το Ηνωμένο Βασίλειο. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Franklin Dehousse / Diane Sifflet,
Les nouvelles perspectives de la cooperation de Schengen: le Traité de Prüm, Studia
Diplomatica, vol. 49, no. 2, 2006, σελ. 202.
1131
Η Ελλάδα ευθυγραμμιζόμενη με τις συμβατικές της υποχρεώσεις ψήφισε το Ν. 2472/1997
(ΦΕΚ Α’ 50/10-4-1997) για την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα».
1132
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επανειλημμένα εξέφρασε τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις του
για τον τρόπο επίτευξης των συγκεκριμένων συμφωνιών, που παρουσίαζε σημαντικότατο
«δημοκρατικό έλλειμμα» και για τους κίνδυνους, που ενείχαν για παραβίαση των ατομικών
δικαιωμάτων, όπως, επίσης, και για τη διαφαινόμενη υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας και
της προάσπισης της «ελευθερίας» έναντι της «ασφάλειας». Βλ. ενδεικτικά, Ψήφισμα του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Β3-583/89, συνέλευση της 23-11-1989, σχετικά με την υπογραφή της
Συμπληρωματικής Συμφωνίας Schengen.
1133
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική» ασφάλεια, όπ.παρ.,
σελ. 63.
301

αντίστοιχους μηχανισμούς δικαιοκρατικής τους υλοποίησης και δημοκρατικού


ελέγχου». Έτσι, δημιουργούνται σοβαρότατα προβλήματα, που σχετίζονται με
τον κίνδυνο «ηλεκτρονικού διασυρμού» των πολιτών και με τις προσβολές των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους1134.
Εξάλλου, στην οργάνωση αυτού του τύπου των βάσεων δεδομένων,
όπως εύστοχα παρατηρεί ο Νικολόπουλος1135, είναι φανερή η επίδραση της
”διαχειριστικής δικαιοσύνης” (“actuarial justice”), η οποία προτείνει μια
διαβάθμιση στην ποινική αντίδραση, ανάλογα με το βαθμό διακινδύνευσης, που
αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένος παραβάτης ή κοινωνική ομάδα που
θεωρείται παραβατική. Πρόκειται για μια πολιτική ελέγχου που δεν θεμελιώνεται
θεωρητικά σε κάποιο πρότυπο επιστημονικής γνώσης1136, αλλά «αποβλέπει,
κυρίως, στη συγκρότηση ενός “πεδίου τεκμηρίωσης” (“champ documentaire”), το
οποίο μπορεί να περιορισθεί σε ορισμένους συνοπτικούς δείκτες (ανεξάρτητα
από την ενδεχόμενη πολυπλοκότητα των τεχνικών συλλογής των δεδομένων),
όπως η ηλικία, η εθνική προέλευση και το αστυνομικό και δικαστικό
παρελθόν»1137.
Οι εξελίξεις αυτές τείνουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την έννοια
της επικινδυνότητας1138, η οποία φαίνεται να απομακρύνεται από τις
παραδοσιακές κλινικές αναφορές της σε υποκειμενικούς παθολογικούς
παράγοντες και να στρέφεται σε περισσότερο “αντικειμενικοποιημένες” ιδιότητες

1134
Για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βλ.
ιδίως, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ.
114 επ.
1135
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 331.
1136
Για το ζήτημα του προληπτικού ελέγχου λόγω ασφαλείας, βλ. ιδίως, Αθανασίας Συκιώτου, Το
∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 169 επ.
1137
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 331.
1138
Εξάλλου, για τις κρατικές αντιλήψεις ελέγχου, τιμωρίας και σωφρονισμού στη Γερμανία, οι
οποίες είναι εμπνευσμένες από την έννοια της επικινδυνότητας και στοχεύουν στην αποφυγή
αξιόποινων πράξεων εφαρμόζονται δε, μέσα από ένα μείγμα δικαίου δημόσιας τάξης,
αντιμετώπισης κινδύνων και ποινικού δικαίου, βλ. Michael Jasch, Ελεγκτικές Κυρώσεις: Τιμωρία
χωρίς ποινή; - Ο σημαντικός ρόλος της αστυνομίας ως δείκτη ενός νέου δικαίου ασφάλειας,
(μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 53 – 62.
302

ομάδων πληθυσμού, οι οποίες θεωρείται ότι θέτουν σε διακινδύνευση τη δημόσια


τάξη1139.
Τέλος, η Συμφωνία Schengen περιέχει και διατάξεις1140 που αφορούν τη
δικαστική συνεργασία, με κύρια κατεύθυνση την βελτίωσή της σε τομείς, όπως η
έκδοση, το δεδικασμένο, η δικαστική συνδρομή και η μεταβίβαση εκτέλεσης των
ποινικών αποφάσεων.
Η αστυνομική συνεργασία, ιδίως με τη μορφή της ανταλλαγής
πληροφοριών, διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο με την Σύμβαση Prüm1141, η
οποία είναι γνωστή και ως Schengen III. Η Σύμβαση αυτή δίνει τη δυνατότητα
στα συμβαλλόμενα μέρη να ανταλλάσσουν πληροφορίες1142 μεταξύ των εθνικών
τους βάσεων για γενετικά δεδομένα (DNA), δακτυλικά αποτυπώματα και
αριθμούς καταχώρησης οχημάτων1143, ενώ, περιέχει και διατάξεις που
προβλέπουν τη σύσταση οπλισμένου σώματος «σερίφηδων αέρος» (“sky
marshals”) σε πτήσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων Κρατών, κοινές αστυνομικές
περιπολίες, την είσοδο οπλισμένων αστυνομικών δυνάμεων στο έδαφος άλλου
κράτους για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου (“hot pursuit”), καθώς και την
συνεργασία σε περιπτώσεις μαζικών καταστροφών και γεγονότων.
Ειδικότερα, με την Σύμβαση Prüm γίνεται προσπάθεια να αποτραπούν οι
τρομοκρατικές απειλές μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών για συγκεκριμένα
άτομα, όταν λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών πιθανολογείται βάσιμα ότι τα
άτομα αυτά θα τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις, καθώς και με τη σύσταση
οπλισμένου σώματος «σερίφηδων αέρος» (“sky marshals”), οι οποίοι θα είναι

1139
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 332.
1140
Η δικαστική συνεργασία προβλέπεται στα άρθρα 49-69 ΣΕΣΣ.
1141
Η Σύμβαση Prüm αποτελείται από οκτώ κεφάλαια. Τα κεφάλαια αυτά είναι: 1) Γενικές όψεις,
2) προφίλ γενετικών δεδομένων και αποτυπωμάτων και άλλα δεδομένα, 3) μέτρα για την
αποτροπή τρομοκρατικών αδικημάτων, 4) μέτρα για την καταπολέμηση της παράνομης
μετανάστευσης, 5) άλλες μορφές συνεργασίας, 6) Γενικές προβλέψεις, 7) Γενικές προβλέπεις για
την προστασία των δεδομένων, 8) Εφαρμογή και τελικές προβλέψεις.
1142
Η προστασία των δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Εβδόμου Κεφαλαίου, πρέπει να
είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη που παρέχεται από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων του 1981, καθώς και του συμπληρωματικού σ’ αυτή τη Σύμβαση Πρωτοκόλλου της 8ης
Νοεμβρίου 2001.
1143
Βλ. Wikipedia, Prüm Convention, όπ.παρ. Εξάλλου, η ίδια η Σύμβαση Prüm αναφέρει στο
Προοίμιό της ότι «τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να διαδραματίσουν έναν ρόλο πρωτοπόρου
στην εγκαθίδρυση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου συνεργασίας, ιδιαίτερα μέσω της
αναβαθμισμένης ανταλλαγής πληροφοριών». βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of
Schengen?, όπ.παρ., σελ. 10.
303

επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των πτήσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων


Κρατών.
Ιδιαίτερα σημαντική για την ενδυνάμωση της αστυνομικής συνεργασίας
είναι η πρόβλεψη της δυνατότητας «κοινών αστυνομικών επιχειρήσεων» (“joint
operations”). Σε επείγουσες περιπτώσεις, μάλιστα, είναι δυνατόν οι αστυνομικοί
ενός συμβαλλόμενου Κράτους να περάσουν τα σύνορα άλλου συμβαλλόμενου
Κράτους (“hot pursuit”), χωρίς τη συγκατάθεσή του και να λάβουν όλα τα
απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή άμεσου κινδύνου για την σωματική
ακεραιότητα ατόμων1144.
Σε περιπτώσεις καταστροφών και σοβαρών ατυχημάτων, εξάλλου,
προβλέπεται η παροχή αμοιβαίας βοήθειας και συμπαράστασης. Η βοήθεια αυτή
μπορεί να παρασχεθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 27 της Σύμβασης Prüm,
και κατόπιν αιτήματος στις περιπτώσεις: 1) της ταυτοποίησης των ιδιοκτητών και
οδηγών πάσης φύσεως οχημάτων, 2) της παροχής πληροφοριών για άδειες
οδήγησης των ανωτέρω οχημάτων, 3) της ανάγκης επιβεβαίωσης των κινήσεων
και του τόπου διανομής κάποιων ατόμων, 4) του ελέγχου της άδειας διαμονής, 5)
της επιβεβαίωσης της ταυτότητας τηλεφωνικών συνδρομητών, 6) της
επιβεβαίωσης των στοιχείων ταυτότητας ατόμων, 7) της προσπάθειας για
ανεύρεση της πηγής κάποιων περιουσιακών στοιχείων, όπως όπλων,
μηχανοκίνητων οχημάτων και σκαφών, 8) της ανάγκης στοιχείων από τα
αστυνομικά αρχεία και τις βάσεις δεδομένων, καθώς και στοιχείων από επίσημα
αρχεία στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό, 9) της δημοσίευσης επείγουσας
προειδοποίησης σχετικά με όπλα και εκρηκτικά, πλαστά χαρτονομίσματα και
ασφαλιστικές απάτες, 10) της παροχής πληροφοριών κατά την πρακτική
εφαρμογή της παρακολούθησης ή και της καταδίωξης σε έδαφος άλλου
συμβαλλόμενου κράτους, καθώς και των ελεγχόμενων παραδόσεων (“controlled
deliveries”) και 11) της εξακρίβωσης της βούλησης κάποιου ατόμου να δώσει
κατάθεση1145.
Εξάλλου, στο επίπεδο της αστυνομικής συνεργασίας, ιδιαίτερα σημαντική
για τη θεσμική θωράκιση ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα θεωρείται η

1144
Αυτή είναι η περίπτωση της εισόδου οπλισμένων αστυνομικών δυνάμεων στο έδαφος άλλου
κράτους για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου (“hot pursuit”) και προβλέπεται από το άρθρο 25
§ 1 της Σύμβασης Prüm.
1145
Βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on International and European Criminal Law,
όπ.παρ., σελ. 29 – 30.
304

Europol1146, η οποία, σύμφωνα με τον Storbeck, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί


ως «μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και Υποστήριξης εκ
μέρους των υπηρεσιών εφαρμογής του νόμου των Κρατών-μελών καθώς και
συνεργασίας, μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, με υπηρεσίες ασφαλείας»1147.
Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία1148 ιδρύθηκε με τη Σύμβαση
Europol1149, δυνάμει της από 26ης Ιουλίου 1995 Πράξεως του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης1150 και ως κύριο στόχο1151 έχει την καταπολέμηση του

1146
Η Europol αποτελεί μετεξέλιξη ενός άλλου φορέα αστυνομικής συνεργασίας, της ομάδας
TREVI. Στο πλαίσιο της ομάδας TREVI δημιουργήθηκαν έξι ομάδες εργασίας με το γενικό
καθήκον να προάγουν τη συνεργασία σε ζητήματα δημόσιας ασφάλειας. Οι πρωτοβουλίες της
ομάδας TREVI και οι Κοινές ∆ράσεις (Joint Actions) της 20ης Μαρτίου 1995 και της 16ης
∆εκεμβρίου 1996, έθεσαν τις βάσεις για την ουσιαστική έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής
Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Βλ. σχετικά, Wendy De Bondt / Gert Vermeulen, Appreciating
Approximation. Using common offence concepts to facilitate police and judicial cooperation in the
EU, όπ.παρ., σελ. 26 – 27 και Alexandra De Moor / Gert Vermeulen, Shaping the competence of
Europol. An FBI perspective, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven
Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen /
Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control, Governance of
Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 64 –
65. Για τη δημιουργία της ομάδας TREVI και τις δραστηριότητες της, βλ. αντί άλλων, Γεωργίου
Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 443 και Lode van
Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs working document
on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 49 – 51.
1147
Βλ. Jürgen Storbeck, Η Europol και η καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 505.
1148
Τις απαρχές της Europol τις συναντούμε τον Ιούνιο του 1991, στη συνάντηση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Λουξεμβούργο, όπου οι αρχηγοί των Κρατών-μελών πρότειναν τη
δημιουργία ενός Κεντρικού Εγκληματολογικού Γραφείου Πληροφοριών. Το ∆εκέμβριο του ιδίου
έτους στο Maastricht, λήφθηκε η απόφαση να δημιουργηθεί η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία.
Στη συνέχεια, το άρθρο Κ1 στοιχείο 9 της Συνθήκης του Maastricht, το οποίο προέβλεπε την
«(…)αστυνομική συνεργασία για την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του
λαθρεμπορίου ναρκωτικών και άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας,
συμπεριλαμβανομένων εν ανάγκη, ορισμένων πτυχών τελωνειακής συνεργασίας, σε συνδυασμό
με τη διοργάνωση σε επίπεδο Ένωσης, ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο
της Αστυνομικής Συνεργασίας (Europol) (…)», αναγόρευσε τον τομέα της αστυνομικής
συνεργασίας σε θέμα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η
Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 578. Εξάλλου, για μια
συνοπτική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της Europol μέχρι την πλήρη ανάληψη των
καθηκόντων της κατά το έτος 1999, βλ. του ιδίου, Έκθεση δραστηριοτήτων της Μονάδας
Ναρκωτικών της Ευρωπόλ για το 1998, Ποι∆ικ, 1999, σελ. 883 επ. Για τη δομή και λειτουργία της
Europol πριν την αναβάθμισή της σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Γρηγορίου
Λαζαράκου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομία (Europol) και η ανάγκη ελέγχου της, Ποιν∆ικ, 1999, σελ.
1145 επ., Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Σημαντικές
όψεις και προοπτικές εξέλιξης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 187 επ. και
∆ονάτου Παπαγιάννη, Ο ευρωπαϊκός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 257 επ.
1149
Και με τον τρόπο αυτό, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Νικολόπουλου, προστέθηκε
«μια υπερκρατική δομή στη λειτουργία ενός ήδη πολύπλοκου διακρατικού συστήματος». Βλ.
Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 218.
1150
Βλ. Πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 95/C 316/01 της 26ης Ιουλίου 1995,
Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 27-11-1995, C 316, σελ. 1 – 32.
305

διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος1152. Στις 15 Ιανουαρίου 1998, η Ισπανική


αντιπροσωπεία παρουσίασε πρόταση για την επέκταση της δράσης της
Europol1153 και στον τομέα της τρομοκρατίας1154 από 1ης Ιανουαρίου 1999,
πρόταση που κυρώθηκε τελικά από το Συμβούλιο στις 28 Μαρτίου 19991155. Στη
συνέχεια, οι αρμοδιότητες της Europol διευρύνθηκαν με τη Συνθήκη του

1151
Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 της Σύμβασης Europol, ο σκοπός της Europol είναι «η
συνεργασία κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της παράνομης
διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς
εγκληματικότητας, εφόσον υφίστανται ενδείξεις για την ύπαρξη εγκληματικής δομής ή
οργάνωσης». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 2 εδ. α’ της Σύμβασης
Europol, προβλέπεται ότι: «Για τη σταδιακή επίτευξη των σκοπών, των αναφερομένων στην
παράγραφο 1, η Europol θα έχει κατ’ αρχάς ως αποστολή την πρόληψη και την καταπολέμηση
της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, των πυρηνικών και
ραδιενεργών ουσιών, των κυκλωμάτων λαθρομετανάστευσης, της εμπορίας ανθρώπων, του
εμπορίου κλαπέντων οχημάτων». Ενώ, στο τέλος της Σύμβασης, εμπεριέχεται Παράρτημα με
κατάλογο εγκλημάτων, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, εντάσσονται στις
μορφές της βαριάς διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας.
Τα εγκλήματα που προβλέπονται σήμερα στο Παράρτημα της Σύμβασης Europol, είναι τα
ακόλουθα: 1) Εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας
(ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη, παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων
οργάνων και ιστών, αρπαγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία και ρατσισμός και
ξενοφοβία) 2) Εγκλήματα κατά της ξένης περιουσίας, των δημοσίων αγαθών και απάτη
(οργανωμένες ληστείες, παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των
έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων, υπεξαιρέσεις και απάτες, «προστασία» έναντι χρημάτων,
απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, νοθεία κρατικών εγγράφων και εμπορία πλαστών,
παραχάραξη, νοθεία μέσων πληρωμής, εγκλήματα στον τομέα πληροφορικής και δωροδοκία) 3)
Παράνομη εμπορία και καταστροφή του περιβάλλοντος (λαθρεμπόριο όπλων, πυρομαχικών και
εκρηκτικών υλών, λαθρεμπόριο απειλούμενων ειδών ζώων, λαθρεμπόριο απειλούμενων φυτικών
ειδών και φυτικών αποσταγμάτων, εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος και
λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων). Τέλος, τόσο στο άρθρο 3,
όσο και στο Παράρτημα, ορίζεται ότι η Europol είναι εξίσου αρμόδια για την αντιμετώπιση του
σχετιζόμενου με τις ανωτέρω μορφές εγκληματικότητας ξεπλύματος χρημάτων, καθώς και των
συναφών προς αυτές αδικημάτων.
1152
Η Σύμβαση Europol κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2605/1998. Για το κείμενο του Ν.
2605/1998, βλ. Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 515 - 524. Η Σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε σε αρκετά βασικά
σημεία της με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 2003 στις Βρυξέλλες και
κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 3294/2004.
1153
Για τις συνεχείς επεκτάσεις των αρμοδιοτήτων της Europol, βλ. αναλυτικά, Alexandra De
Moor / Gert Vermeulen, Shaping the competence of Europol. An FBI perspective, όπ.παρ., σελ.
66 – 70.
1154
Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Νικολόπουλου, «η τρέχουσα εννοιολόγηση του
οργανωμένου εγκλήματος σε επιχειρησιακά κείμενα και διακηρύξεις αντεγκληματικής πολιτικής
εμφανίζεται εξαιρετικά διευρυμένη, κατά τρόπο που η οικονομική στοχοθεσία να μην αποτελεί
πλέον το κυρίαρχο γνώρισμά της, αλλά να προέχουν οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές
επιδιώξεις των σχετικών ομάδων. Σ’ αυτή την προοπτική το “οργανωμένο έγκλημα” σχετίζεται
άμεσα με φαινόμενα όπως η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η αίτηση ασύλου, κλπ,
σηματοδοτώντας, έτσι, μια διευρυμένη αλλαγή “παραδείγματος”, στο πλαίσιο της γενικότερης
τάσης συσχετισμού ανάμεσα στην εθνότητα και την εγκληματικότητα». Βλ. Γεωργίου
Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα
της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 232.
1155
Η Europol έχει έδρα τη Χάγη της Ολλανδίας και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά της από την
1η Ιανουαρίου 1999. Για μια γενική παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου ίδρυσης και λειτουργίας
της Europol, βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία – Europol, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003, σελ. 20 επ.
306

Amsterdam1156. Η ποιοτική τομή στην μετεξέλιξή της, όμως επήλθε με την από
6ης Απριλίου 2009 απόφαση του Συμβουλίου1157, η οποία κατέστησε την Europol
από 1ης Ιανουαρίου 2010 υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης1158 και ως εκ
τούτου, έχει, πλέον, απωλέσει το χαρακτήρα του διακυβερνητικού οργάνου και
αποτελεί βασικό πυλώνα της εσωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής
Ένωσης1159.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 69 Ζ της Συνθήκη της Λισσαβόνας1160,
αποστολή της Europol είναι η στήριξη και η ενίσχυση της δράσης των
αστυνομικών αρχών και των άλλων αρχών επιβολής του νόμου των Κρατών-
μελών, καθώς και της αμοιβαίας συνεργασίας τους στην πρόληψη και
καταπολέμηση των σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή
περισσότερα Κράτη-μέλη, της τρομοκρατίας και των μορφών εγκληματικότητας
που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της
Ένωσης.
Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας
σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, έχουν τη
δυνατότητα να καθορίζουν ως καθήκοντα της Europol τη συλλογή, αποθήκευση,
επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τον συντονισμό,
τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή ερευνών και επιχειρησιακών δράσεων, από
κοινού με τις αρμόδιες αρχές των Κρατών-μελών ή στο πλαίσιο κοινών ομάδων
ερευνών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οποιαδήποτε επιχειρησιακή δράση της
Europol, θα πρέπει να διεξάγεται σε συνεργασία και σε συμφωνία με τις αρχές
του Κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου διεξάγεται, ενώ, δεν έχει τη

1156
Άρθρο Κ2 της Συνθήκης του Amsterdam. Βλ. σχετικά και Alexandra De Moor / Gert
Vermeulen, Shaping the competence of Europol. An FBI perspective, όπ.παρ., σελ. 65 – 66.
1157
Βλ. Απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής
Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 15-5-2009, L 121, σελ. 37.
1158
Βλ. Maria Fletcher / Robin Lööf / Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, Edward Elgar
Publishing Ltd, Cheltenham, Northampton, 2008, σελ. 77 επ.
1159
Συνεπώς, για την διοικητική της λειτουργία εφαρμόζονται, πλέον, οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν
και για τις λοιπές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι αποφάσεις για τα
καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Europol λαμβάνονται με πλειοψηφία των 2/3
των Κρατών-μελών. Η χρηματοδότησή της γίνεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και όχι από τα Κράτη-μέλη. Συνεπώς, εφαρμόζονται και στην περίπτωση της Europol οι
οικονομικοί κανονισμοί της ΕΕ και διασφαλίζεται και με την ενεργό συμμετοχή του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, μεγαλύτερη διαφάνεια στα οικονομικά της. Η Προεδρία, τέλος, του ∆Σ της, ασκείται
στο εξής για περίοδο 18 μηνών με πρόεδρο που εκλέγεται από τα τρία Κράτη-μέλη που
αποτελούν κάθε φορά την αποκαλούμενη «τρόικα» στην προεδρία της ΕΕ.
1160
Άρθρο 88 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
307

δυνατότητα να ενεργεί συλλήψεις, ανακριτικές πράξεις ή οποιαδήποτε άλλη


προκαταρκτική ή προανακριτική ενέργεια.
Επομένως, η Europol, και υπό το νέο καθεστώς, συνεχίζει να λειτουργεί
εστιάζοντας σε καθήκοντα συντονιστικής, κυρίως, φύσης, μέσω της ανταλλαγής
πληροφοριών, της λειτουργίας και αξιοποίησης βάσεων εγκληματολογικών
δεδομένων και της ανάπτυξης τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης, έτσι ώστε
να μπορεί να υποστηρίζει τις έρευνες των Κρατών-μελών αναφορικά με την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Άξιο ερμηνείας είναι, τέλος, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη της
Λισσαβόνας, η επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία υπόκειται στην αρχή της
ομοφωνίας. Κατά τη γνώμη μας, η διάταξη αυτή αναδεικνύει εμφαντικά τη
διστακτικότητα των Κρατών-μελών1161 να παραχωρήσουν αρμοδιότητες που
άπτονται ευαίσθητων θεμάτων εθνικής κυριαρχίας1162.
Περαιτέρω, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος
προϋποθέτει τον συντονισμό των ανακρίσεων. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει
η «Ευρωπαϊκή Μονάδα ∆ικαστικής Συνεργασίας» (Eurojust)1163, η οποία
συστάθηκε ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόφαση1164 του

1161
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 περ. γ’ εδ. β’ της Ενοποιημένης Απόδοσης της
Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εθνικά κοινοβούλια συμβάλλουν ενεργά στην καλή
λειτουργία της Ένωσης με την σύμπραξή τους στον πολιτικό έλεγχο της Europol και την
αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust σύμφωνα με τα άρθρα 88 και 85 της ΣΕΕ.
1162
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής ασφάλειας της
Συνθήκης της Λισαβόνας, όπ.παρ., σελ. 25.
1163
Η πρόβλεψη για την «Ευρωπαϊκή Μονάδα ∆ικαστικής Συνεργασίας» (Eurojust) είχε
συμπεριληφθεί στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε του
1999 (σημείο 46) και απέβλεπε στην «ενίσχυση της καταπολέμησης των σοβαρών μορφών
οργανωμένου εγκλήματος». Σε υλοποίηση της απόφασης αυτής, το Συμβούλιο Υπουργών
προχώρησε στις 14 ∆εκεμβρίου 2000 στη σύσταση της «Προσωρινής Μονάδας ∆ικαστικής
Συνεργασίας» (Pro-Eurojust) (με την Απόφαση 2000/799/∆ΕΥ, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 21-12-
2000, L 324), η οποία άρχισε να λειτουργεί την 1η Μαρτίου 2001 στις Βρυξέλλες. Βλ. Γεωργίου
Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα
της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 290 – 291.
Για τις πρωτοβουλίες που προηγήθηκαν της ίδρυσης της Eurojust και για τη σύσταση της
«Προσωρινής Μονάδας ∆ικαστικής Συνεργασίας», βλ. αναλυτικά, Maria Fletcher / Robin Lööf /
Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, όπ.παρ., σελ. 65, Ευαγγέλου Στεργιούλη, Eurojust: Η
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ∆ικαστικής Συνεργασίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 299 επ., Ευστρατίου
Παπαθανασόπουλου, Νέες προοπτικές δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ για την καταπολέμηση
του σοβαρού εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 670 επ., του ιδίου, Η προσωρινή μονάδα Eurojust
στο ευρύτερο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας στα ποινικά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, ΠράξΛογ, 2003, σελ. 131 επ. και Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και
επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες – Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ.
379.
1164
Για το ζήτημα της επιλογής του νομικού εργαλείου, της απόφασης, δηλαδή, από το
Συμβούλιο, αντί της κατάρτισης Σύμβασης, όπως είχε γίνει στην περίπτωση της Europol, βλ.
308

Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 20021165 και ως στόχο έχει τη βελτίωση του
συντονισμού των ποινικών ερευνών και διώξεων στα διάφορα Κράτη-μέλη,
καθώς και τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών τους
αρχών1166. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Eurojust διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
όχι μόνο στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και στην
καταπολέμηση της τρομοκρατίας1167.
Με τη Συνθήκη της Νίκαιας, η Eurojust αναβαθμίστηκε σε συστατικό
στοιχείο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης1168. Ιδιαίτερης μνείας
αξίζει η τροποποίηση του άρθ. 31 ΣΕΕ1169, στο οποίο προβλέπεται θεσμικά η
δημιουργία της Eurojust1170, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 31 § 1 περ.

Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του οργανωμένου


εγκλήματος στην ΕΕ: Από τον αστυνομικό (Europol) στον δικαστικό (Eurojust) συντονισμό – Η
προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 172. Ειδικά για τα
προβλήματα που δημιουργούνται από τη δημιουργία ίδιων συντονιστικών οργάνων της ΕΕ, όπως
η Europol και η Eurojust, βλ. σελ. 177, όπου η Καϊάφα-Γκμπάντι προτείνει ως ελάχιστη
διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων στους κόλπους της ΕΕ, είτε την προσχώρηση της ΕΕ
στην ΕΣ∆Α είτε την απόδοση δεσμευτικής ισχύος στο Χάρτη Θεμελιωδών ∆ικαιωμάτων του
ευρωπαίου πολίτη και την αναγνώριση της δυνατότητάς του για ατομική προσφυγή στο ∆ΕΚ και
τον Γ’ Πυλώνα.
Η ΕΕ προσχώρησε τελικά στην ΕΣ∆Α με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας (άρθρο 6 § 2 ΣΕΕ) και
αναγνώρισε ως δεσμευτική την ισχύ του Χάρτη Θεμελιωδών ∆ικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 6 § 1
ΣΕΕ). Για το προηγούμενο καθεστώς, βλ. Νικολάου Φραγκάκη, Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και
Ευρωπαϊκή Ενοποίηση – Από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου στον Χάρτη
Θεμελιωδών ∆ικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΝοΒ, 2002, σελ. 91 επ., ιδίως σελ. 1419-
1425. Συμπληρωματικά για τα θεμελιώδη ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των
πολιτών ιδιαίτερα σε σχέση με την καθοριστικότητα του ευρωπαϊκού ενωσιακού επιπέδου για τις
εθνικές έννομες τάξεις, βλ. Γιώτας Κραβαρίτου, Κοινωνικά ∆ικαιώματα και Κοινωνική Ιδιότητα του
Πολίτη, ΝοΒ, 2002, σελ. 1426 – 1430.
1165
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-3-2002, L 63, σελ. 1.
1166
Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής για τη νομική μεταφορά της απόφασης του
Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 για τη σύσταση της Eurojust, η Επιτροπή ζήτησε από τα
Κράτη-μέλη να αναθέσουν στο εθνικό τους μέλος Eurojust τις δικαστικές και/ή ανακριτικές
εξουσίες που συνήθως ανατίθενται σε εισαγγελέα, δικαστή ή αστυνομικό αντίστοιχης
αρμοδιότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 § 3, τα
Κράτη-μέλη διατηρούσαν, ακόμη, τη διακριτική ευχέρεια να προσδιορίσουν την ακριβή έκταση
των εξουσιών αυτών, εκτός από την περίπτωση της πρόσβασης στις πληροφορίες, αυτές θα
έπρεπε να έχουν χαρακτήρα που να επιτρέπει στη Eurojust την εκπλήρωση της αποστολής της
και την επίτευξη των στόχων της απόφασης. Βλ. Έκθεση της Επιτροπής για τη νομική μεταφορά
της απόφασης του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 για τη σύσταση της Eurojust
προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος, Επίσημη
Εφημερίδα ΕΚ, 6-7-2004, COM (2004) 457 τελικό, σελ. 5.
1167
Απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί, για παράδειγμα, η απόφαση του Συμβουλίου της
19ης ∆εκεμβρίου 2002, η οποία προβλέπει τον διορισμό εθνικών ανταποκριτών Eurojust για τα
ζητήματα τρομοκρατίας. Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 22-1-2003, L 16, σελ. 68.
1168
Βλ. άρθρο 29 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1169
Για μια κριτική ανάλυση του άρθρου 31 ΣΕΕ, βλ. αντί άλλων, Maria Fletcher / Robin Lööf / Bill
Gilmore, EU Criminal Law and Justice, όπ.παρ., σελ. 33 επ. και 66.
1170
Η Eurojust δημιουργήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2002/187/∆ΕΥ απόφαση του Συμβουλίου της
28ης Φεβρουαρίου 2002, βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-3-2002, L 63.
Σε σχέση με την ανάγκη δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, το νομικό καθεστώς
και την αποστολής της, το εφαρμοστέο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο και τις εγγυήσεις
309

ε’, «η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία περιλαμβάνει (…)


προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα
στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές
στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της
παράνομης διακίνησης ναρκωτικών».
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Παπαθανασόπουλος1171, με τη δημιουργία της
Eurojust, που πολλοί στο ξεκίνημά της την χαρακτήρισαν ως μια ευρωπαϊκή
αρχή “version light”, δεν υπάρχει μια κατασταλτική παρέμβαση της ευρωπαϊκής
κοινοτικής βαθμίδας, καθώς πρόκειται για οριζόντια διάσταση της προσπάθειας
για αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, σε αντίθεση με το Corpus Juris
και την Πράσινη Βίβλο1172, όπου επιχειρείται καθετοποίηση της δράσης1173.
Στη Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα1174 γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη
Eurojust. Βαρύνουσας σημασίας είναι το άρθ. ΙΙΙ-174, όπου γίνεται αναφορά στην
αποστολή της Eurojust και το άρθ. ΙΙΙ-175, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα

για την αποτελεσματική προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη σχετική πρόταση της
Επιτροπής και τη λύση που υιοθετήθηκε τελικά από τη Συνέλευση και συμπεριελήφθη στη
Συνταγματική Συνθήκη βλ. την κριτική ανάλυση του Βασιλείου Φλωρίδη, Η Ευρωπαϊκή
Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Α’) – Συμβολή στην συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 613 – 620 και του ιδίου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Β’) – Συμβολή στην
συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 756 – 764, ο οποίος αντιμετωπίζει
συνολικά το εγχείρημα της ίδρυσης Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής θετικά και στη σελ. 764
τονίζει ότι οι όποιες αντιδράσεις ενάντια σ’ αυτή όσο και ενάντια γενικά στη Συνταγματική
Συνθήκη «προέρχονται πάντοτε από αγκυλώσεις σε μία εθνοκεντρική σύλληψη του κράτους και
είναι εν πολλοίς αναίτιες». Περαιτέρω, για μια συνοπτική και περιεκτική ανάλυση της ιστορίας της
Eurojust και των διαγραφόμενων προοπτικών της ιδιαίτερα σε σχέση με το συντονισμό της με τις
χώρες των ∆υτικών Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον τομέα της
καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. και Λάμπρου Πατσαβέλλα, Ο ρόλος της
Eurojust στη δικαστική συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Η συνεργασία με τις χώρες της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 780 – 788.
1171
Βλ. Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου, Πρωτοβουλίες υπό εξέλιξη στον τομέα της δικαστικής
συνεργασίας σε ποινικά θέματα – Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1131.
1172
Η ιδιαίτερα διεισδυτική κριτική της Καϊάφα-Γκμπάντι, εν έτει 2001, για τα προβλήματα που
δημιουργούσε η προσπάθεια ένταξης της ποινικής συνεργασίας των κρατών – μελών της ΕΕ από
τον Τρίτο στον Πρώτο Πυλώνα, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να διατηρεί την επικαιρότητά της.
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η Πρόταση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη
δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής και το σχεδιασμό των εγκλημάτων κατά των
οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας στα πλαίσια του Α’ Πυλώνα – ∆ιάλογος με την
Πράσινη Βίβλο, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 563 επ., ιδίως σελ. 571.
1173
Για την καθετοποίηση της δράσης της ΕΕ βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Νέες εξελίξεις στην
ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του
Corpus Juris και η προοπτική μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, όπ.παρ., σελ. 389 επ.
1174
Όπως ορθά επεσήμανε ο Νικολόπουλος, οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής
Συνταγματικής Συνθήκης προανήγγειλαν μια «επαναδιαπραγμάτευση» του ρόλου και της
λειτουργίας της Eurojust στο πλαίσιο της γενικότερης θεσμικής αναδιαμόρφωσης του ευρωπαϊκού
ενωσιακού οικοδομήματος. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας
αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 292.
310

ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Γραφείου Γενικού Εισαγγελέα,1175 προκειμένου να


καταπολεμηθεί το «σοβαρό έγκλημα με διασυνοριακή διάσταση».
Στο πρόγραμμα της Χάγης του Νοεμβρίου του 20041176, το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να μελετήσει τη μελλοντική ανάπτυξη της
Eurojust. Τον Οκτώβριο του 2007, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο και στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακοίνωση σχετικά με το ρόλο της Eurojust και του
Ευρωπαϊκού ∆ικαστικού ∆ικτύου1177 στην καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος και της τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα συμπεράσματα
της ανακοίνωσης αναφέρεται ότι η τροποποίηση της απόφασης για την Eurojust
θα της επιτρέψει να αναπτύξει το δυναμικό της στον τομέα της συνεργασίας και
να καθιερωθεί ακόμη περισσότερο ως βασικός παράγοντας για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στην
Ευρώπη1178.
Η απόφαση για τη σύσταση της Eurojust τροποποιήθηκε, τελικά, στις 16
∆εκεμβρίου 2008 με την υπ’ αριθμ. 2009/426/∆ΕΥ απόφαση του Συμβουλίου για
την ενίσχυση της Eurojust1179. Έτσι, σύμφωνα με το άρθ. 13 § 7 στοιχ. α’ της

1175
Αυτός ήταν και ο σκοπός του Corpus Juris, με επέκταση της αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού
Εισαγγελέα σε όλα τα είδη της σοβαρής εγκληματικότητας. Βλ. αντί άλλων, Αθανασίας Συκιώτου,
Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ΠοινΧρ, 2000,
σελ. 389 επ., ιδίως σελ. 403. Για το Corpus Juris, βλ. ιδίως, Mirreile Delmas-Marty, Προς έναν
ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο: Corpus Juris ποινικών διατάξεων για την προστασία των
οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (μετάφραση Αθανασίας Συκιώτου), Αντ. Ν.
Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 10 επ., Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Το Ευρωπαϊκό
εγχείρημα διαμόρφωσης κοινών ποινικών κανόνων. Οι ουσιαστικές διατάξεις του “Corpus Juris”
κατά το νέο τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 97 επ.,
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του
διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 98, του ιδίου, Η εικόνα του
ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 809 επ. και του ιδίου,
∆ιαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα του ποινικού δικαίου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 11 επ.
1176
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 3-3-2005, C 53, σελ. 1.
1177
Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό ∆ίκτυο είναι προγενέστερο της Eurojust (ιδρύθηκε με την Κοινή
∆ράση 98/428/∆ΕΥ της 29ης Ιουνίου 1998, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 7-7-1998, L 191) και αποτελεί
οριζόντια διακρατική μορφή συνεργασίας και επικοινωνίας ανάμεσα στις δικαστικές αρχές των
Κρατών-μελών, ενώ η Eurojust εντάσσεται σε υπερκρατικό επίπεδο και αποτελεί φορέα της
ευρωπαϊκής κοινοτικής βαθμίδας εξουσίας. Αποβλέπει δε, στον άνωθεν συντονισμό, κυρίως στο
στάδιο της προδικασίας, των εθνικών δικαστικών αρχών στις περιπτώσεις του διασυνοριακού
εγκλήματος. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής
πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 293.
1178
Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά
με το ρόλο της Eurojust και του Ευρωπαϊκού ∆ικαστικού ∆ικτύου στο πλαίσιο της καταπολέμησης
του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη
Εφημερίδα ΕΚ, 23-10-2007, COM (2007) 644 τελικό, σελ. 10.
1179
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ , 4-6-2009, L 138, σελ. 14.
311

απόφασης 2002/187/∆ΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 20021180,


όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει, η Eurojust θα πρέπει να ενημερώνεται για
υποθέσεις στις οποίες έχει ανακύψει ή ενδέχεται να ανακύψει σύγκρουση
δικαιοδοσίας. Εξάλλου, μια υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στη Eurojust
οιαδήποτε στιγμή, εφόσον τουλάχιστον μία από τις αρμόδιες αρχές που
συμμετέχουν στις απευθείας διαβουλεύσεις το κρίνει σκόπιμο1181.
Τα καθήκοντα της Eurojust διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο με το άρθ.
69∆ της Συνθήκη της Λισσαβόνας1182, σύμφωνα με το οποίο, αποστολή της
Eurojust είναι η στήριξη και η ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας
μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών
εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα Κράτη-μέλη ή
απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και
πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των Κρατών-μελών και την
Europol. Η δομή, η λειτουργία, το πεδίο δράσης και τα καθήκοντα της Eurojust
αποφασίζονται, πλέον, κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, με κανονισμούς
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και μπορούν να
περιλαμβάνουν την έναρξη και τον συντονισμό ποινικών ερευνών, την εισήγηση
για την κίνηση ποινικών διώξεων1183 που διεξάγονται από τις αρμόδιες εθνικές
αρχές και την επίλυση συγκρούσεων δικαιοδοσίας, σε συνεργασία με το
Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό ∆ίκτυο.
Το άρθ. 69Ε της Συνθήκης της Λισσαβόνας1184, τέλος, εισήγαγε μια
ιδιαίτερα ουσιαστική αλλαγή καθηκόντων, αφού είναι η διάταξη που προβλέπει τη
δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εκ της Eurojust1185, για την καταπολέμηση
των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του ιδίου άρθρου, η Ευρωπαϊκή
Εισαγγελία είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή

1180
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-3-2002, L 63, σελ. 1.
1181
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2009/948/∆ΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και τον διακανονισμό
συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 15-12-2009, L 348,
σελ. 43 στοιχ. 14.
1182
Άρθρο 85 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1183
Σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του ιδίου άρθρου, οι επίσημες διαδικαστικές πράξεις
διενεργούνται από τους αρμόδιους εθνικούς υπαλλήλους.
1184
Άρθρο 86 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1185
Βλ. σχετικά, Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 91 – 92. Ενώ, για τις προσπάθειες δημιουργίας Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας με την Συνταγματική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Maria Fletcher / Robin
Lööf / Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, όπ.παρ., σελ. 67 επ.
312

ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών
συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασκεί δε, ενώπιον των αρμόδιων
δικαστηρίων των Κρατών-μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 του ιδίου άρθρου, οι όροι άσκησης των
καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν
τις δραστηριότητές της και το παραδεκτό των αποδείξεων και οι κανόνες που
ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών της πράξεων κατά την
άσκηση των καθηκόντων της, καθορίζονται με κανονισμούς, κατά τη συνήθη
νομοθετική διαδικασία. Η διάταξη της § 4, τέλος, δίνει τη δυνατότητα στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας και στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με
διασυνοριακή διάσταση.
Μετά την προηγηθείσα ανάλυση, έχει καταστεί φανερό ότι η ΕΕ
προσπαθεί να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα μέσα από ένα πλέγμα
κανονιστικών πράξεων και επιχειρησιακών πρωτοβουλιών, οι οποίες άλλοτε,
κινούνται στην σωστή κατεύθυνση και άλλοτε, φαίνεται να αποτελούν υπέρβαση
των δημοκρατικών ορίων, θέτοντας σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου για μια
Ευρώπη της «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»1186.

1186
Ιδιαίτερα διεισδυτική και οξεία είναι η κριτική του Μανωλεδάκη, σύμφωνα με τον οποίο, «για
την αντιμετώπιση της κοινωνικής έκρηξης που έρχεται, οι ισχυροί της Γης χρειάζονται μία
αυστηρή και σκληρή ποινική νομοθεσία και δικαιοσύνη, προκειμένου – όχι βέβαια να
αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο και οι ίδιοι πολλές φορές υποθάλπουν – αλλά
να τιθασεύσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις και να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους της νέας
τάξης πραγμάτων. Αυτούς έχει ως στόχο η επιχειρούμενη και σχεδιαζόμενη σήμερα σε
ευρωπαϊκό επίπεδο ένταση της ποινικής καταστολής και σ’ αυτούς θα εφαρμοστούν οι νέοι
αυστηροί ποινικοί νόμοι για την αντιμετώπιση (δήθεν) του οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Το Σχέδιο Νόμου για το οργανωμένο έγκλημα και η νέα παγκόσμια τάξη, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 465. Εξάλλου, για τις επιχειρούμενες προσπάθειες για εκ πλαγίου παραβίαση του
νόμου μέσα από θεωρητικές και ερμηνευτικές «υπερβάσεις». Βλ. του ιδίου, Τρομοκρατία και
νομοκρατία (η τήρηση της νομιμότητας ως απάντηση στην τρομοκρατία), Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 65 –
69. Εξάλλου, για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης ασφάλειας και ελευθερίας με
γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και δημιουργίας νέων κανόνων και θεσμικών εργαλείων
«με παγκοσμιοποιημένη πρόσληψη και λειτουργία» που να ανταποκρίνονται στο νέο
παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, βλ. Γιώργου Παπαδημητρίου, Η
συνάρθρωση της εθνικής, της διεθνούς και της ενωσιακής προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Ευρώπη, ΝοΒ, 2004, σελ. 1137 επ., ιδίως σελ. 1142. Για τη σχέση ιδεολογίας
και Ποινικού ∆ικαίου και την επίδραση που ασκούν οι διαφορετικές θεμελιακές παραδοχές στην
υιοθέτηση κατασταλτικών θεσμών και πρακτικών, βλ. Nils Jareborg, Ιδεολογίες εγκλήματος,
(μετάφραση Γιώργου Καρανικόλα), Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1030 – 1038. Οι πολιτικές της ασφάλειας,
εξάλλου, έχουν τεθεί σε τέτοιο σημείο στο επίκεντρο των κυβερνητικών πολιτικών, που ορισμένοι
αναφέρονται σε «διακυβέρνηση μέσω του εγκλήματος». Βλ. Pierre Landreville, Από την
κοινωνική ένταξη στη διαχείριση κινδύνων; Οι πολιτικές και οι πρακτικές στο κεφάλαιο των
ποινών, (μετάφραση Αντώνη Μαγγανά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1463 και τις οικείες παραπομπές.
313

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα μας για τις πρωτοβουλίες ενάντια στο


οργανωμένο έγκλημα στον ευρωπαϊκό χώρο, οφείλουμε να αναφερθούμε και στο
Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο έχει προχωρήσει σε ιδιαίτερα κρίσιμες
πρωτοβουλίες και έχει υιοθετήσει μια σειρά σημαντικών Συμβάσεων κατά του
οργανωμένου εγκλήματος. Στρατηγικής, εξάλλου, σημασίας είναι η Σύσταση R
(2001) 11 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία
περιέχει γενικές αρχές για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Το
Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου, εξάλλου, έχει εκδώσει μια
σειρά ιδιαίτερα σημαντικών αποφάσεων σε υποθέσεις που σχετίζονται με το
οργανωμένο έγκλημα, οι οποίες δίνουν πραγματικό νόημα στην έννοια του
κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και των
πιο στυγνών εγκληματιών. Οι αποφάσεις αυτές, στις οποίες θα αναφερθούμε
αναλυτικά κατωτέρω, θα ήταν ευχής έργο να αποτελέσουν μια δημοκρατική
πυξίδα τόσο για το νομοθέτη, όσο και για τους διωκτικούς μηχανισμούς που είναι
επιφορτισμένοι με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

Ενότητα 2. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης

1.1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες

Το Συμβούλιο της Ευρώπης1187 έχει επεξεργαστεί και προωθήσει προς


ψήφιση μια σειρά από Συμβάσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του
Συμβουλίου της Ευρώπης που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα είναι:
1. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Έκδοση της 13ης ∆εκεμβρίου 19571188
(ETS 24)1189.

1187
Για μια ιστορική αναδρομή της ίδρυσης και των στόχων του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλ.
Paul Evans / Paul Silk (eds), The Parliamentary Assembly: practice and procedure, (10th edition),
Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2008, σελ. 21 επ.
1188
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 4165/1961.
1189
Προκειμένου να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των υπό έκδοση προσώπων σε
Κράτη μη μέλη της ΕΣ∆Α, το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση No R (80) 9/27-6-
1980, που συνιστά στα Κράτη μέλη του «να μην ικανοποιούν το αίτημα προς έκδοση όταν τούτο
προέρχεται από κράτος μη μέρος στην ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και
όπου υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που δείχνουν ότι το αίτημα έχει υποβληθεί για το σκοπό της
δίωξης ή της τιμωρίας του προσώπου στο οποίο αναφέρεται λόγω της φυλής, της θρησκείας, της
εθνικότητας ή πολιτικών πεποιθήσεων, ή ότι η θέση του μπορεί να δυσχερανθεί για
οποιονδήποτε από αυτούς τους λόγους». Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής
314

2. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Έκδοση της


15ης Οκτωβρίου 19751190 (ETS 86).
3. Το ∆εύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την
Έκδοση της 17ης Μαρτίου 19781191 (ETS 98).
4. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις της
20ης Απριλίου 19591192 (ETS 30).
5. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία
Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις της 17ης Μαρτίου 19781193 (ETS 99).
6. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη Μεταφορά ∆ιαδικασίας σε Ποινικές
Υποθέσεις της 15ης Μαΐου 19721194 (ETS 73).
7. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Καταστολή της Τρομοκρατίας1195 της 27ης
Ιανουαρίου 19771196 (ETS 90).
8. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την
Πληροφόρηση για το Αλλοδαπό ∆ίκαιο της 15ης Μαρτίου 19781197 (ETS
97).

Πολιτικής – Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, (ε’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,


2006, σελ. 130.
1190
Το Πρωτόκολλο αυτό έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1191
Το Πρωτόκολλο αυτό έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1192
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.∆. 4218/1961.
1193
Το Πρωτόκολλο αυτό κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1129/1981.
1194
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1195
Σχετικά με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει, επίσης,
υιοθετήσει τη ∆ιακήρυξη για την Τρομοκρατία της 23ης Νοεμβρίου 1978, την Απόφαση (74) 3/25-
1-1974 για τη διεθνή τρομοκρατία, που επιμένει στο ζήτημα της έκδοσης των τρομοκρατών
ιδιαίτερα όταν με τις πράξεις τους «προκαλούν συλλογικό κίνδυνο στην ανθρώπινη ζωή,
ελευθερία ή ασφάλεια, όταν επηρεάζουν αθώα πρόσωπα ξένα προς τα κίνητρα που βρίσκονται
πίσω τους και όταν σκληρά ή αισχρά μέτρα χρησιμοποιούνται κατά την εκτέλεση τέτοιων
πράξεων» και τη Σύσταση R (82) 1/15-1-1982 για τη διεθνή συνεργασία στη δίωξη και τιμωρία
των πράξεων τρομοκρατίας, η οποία προβλέπει μέτρα για τη βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας
στον τομέα της δίωξης τρομοκρατικών πράξεων, για τη διευκόλυνση των διαδικασιών της
αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, την εμπέδωση και διεύρυνση της ανταλλαγής σχετικών
πληροφοριών, καθώς και τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη δίωξη και εκδίκαση
τρομοκρατικών εγκλημάτων με διεθνή χαρακτήρα. Για τα κείμενα αυτά, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 77 – 78 και 145 – 148. Εξάλλου, για μια
ολοκληρωμένη συλλογή των νομοθετικών κειμένων που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ευρώπης, με στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, βλ. Council of Europe,
The fight against terrorism: Council of Europe standards, (4th edition), Council of Europe
Publishing, Strasbourg, 2007. Ειδικά, για το ζήτημα της προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων των τρομοκρατών, ιδίως όσον αφορά την απαγόρευση χρήσης βασανιστηρίων και
την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, βλ. Committee of Ministers of the Council of Europe,
Human rights and the fight against terrorism: the Council of Europe guidelines, Council of Europe
Publishing, Strasbourg, 2005, σελ. 7 επ.
1196
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1789/1988.
1197
Η Ελλάδα κύρωσε το Πρωτόκολλο αυτό με το Ν. 1709/1987. Είχε, εξάλλου, ήδη κυρώσει τη
βασική Σύμβαση με το Ν. 593/1977 «περί κυρώσεως της εν Λονδίνω την 7ην Ιουνίου 1968
υπογραφείσης Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί της πληροφορήσεως επί του αλλοδαπού δικαίου».
315

9. Η Σύμβαση για το Ξέπλυμα, την Έρευνα, την Κατάσχεση και τη ∆ήμευση


των Προσόδων του Εγκλήματος της 8ης Νοεμβρίου 19901198 (ETS 141).
10. Η Συμφωνία για την παράνομη Κυκλοφορία δια θαλάσσης, προς
συμπλήρωση του Άρθρου 17 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά
της Παράνομης ∆ιακίνησης Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων
Ουσιών της 31ης Ιανουαρίου 19951199 (ETS 156)1200,
11. Η Σύμβαση για την Προστασία του Περιβάλλοντος δια του Ποινικού
∆ικαίου της 4ης Νοεμβρίου 19981201 (ETS 172).
12. Η Ποινική Σύμβαση κατά της ∆ιαφθοράς της 27ης Ιανουαρίου 19991202
(ETS 173).
13. Η Σύμβαση για το Κυβερνοέγκλημα της 23ης Νοεμβρίου 20011203 (ETS
185) και
14. Η Σύμβαση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων της 16ης Μαΐου 20051204 (ETS
197).
Ειδικότερα, το ενδιαφέρον του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εις βάθος
ανάλυση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων μορφών της
εγκληματικότητας είχε αναφανεί, ήδη, από το έτος 1957, όταν η Επιτροπή
Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ίδρυσε την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή για
τα Προβλήματα του Εγκλήματος/ Οργανωτική Επιτροπή για τα Προβλήματα του
Εγκλήματος» (“European Committee on Crime Problems /Steering Committee for
Crime Problems” – ECCP/SCCP)1205. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που,
αρχικά, είχε γίνει δεκτό, κάλυπτε έναν αριθμό εκφάνσεων της κατασταλτικής
πολιτικής. Συγκεκριμένα, προέβλεπε την παροχή βοήθειας στην υιοθέτηση μιας

1198
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2655/1998.
1199
Η Συμφωνία αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1200
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το Συμβούλιο της
Ευρώπης υιοθέτησε την ιδιαίτερα ανθρωπιστική για τους χρήστες, Απόφαση (73) 6/19-1-1973 για
τις ποινικές πλευρές της κατάχρησης ναρκωτικών, η οποία σε σχέση με τους διακινητές προτείνει
ότι «το κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να δημιουργήσει μια κεντρική υπηρεσία, με την οποία θα
συνεργάζονται όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου για τη συλλογή και διάδοση πληροφοριών
σχετικά με την παράνομη κυκλοφορία και τους διακινητές ναρκωτικών». Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 64.
1201
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1202
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3560/2007.
1203
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1204
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1205
Πρόκειται για μια επιτροπή ειδικών, η οποία αποτελείται από υψηλόβαθμους αξιωματούχους
προερχόμενους από τις σχετικές εθνικές υπηρεσίες, δηλαδή από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, τις
εισαγγελίες και τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Οι εργασίες της, μάλιστα, οδήγησαν στην
υιοθέτηση μιας σειράς Συστάσεων προς τα Κράτη μέλη από την Επιτροπή Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης.
316

προληπτικής, αλλά και κατασταλτικής πολιτικής που να καλύπτει τις τρέχουσες


κοινωνικές ανάγκες, την ενθάρρυνση της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της
πρόληψης και της καταστολής του εγκλήματος και στην αντιμετώπιση των
εγκληματιών, την παροχή υποστήριξης για την εναρμόνιση των προσπαθειών
των Κρατών-μελών στο επίπεδο της παραγωγής μιας κατανοητής πολιτικής για
τον έλεγχο του εγκλήματος και την κοινωνική προστασία, καθώς και την
ενθάρρυνση για την κριτική αποτίμηση μιας τέτοιας πολιτικής και για την
ανάπτυξή της, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και ερευνητικών
δεδομένων1206.
Ακόμη, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον στο
επίπεδο της ανάλυσης των διαφόρων πλευρών και εκφάνσεων του οργανωμένου
εγκλήματος, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις οικονομικές του προεκτάσεις, δηλαδή το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τις απάτες, τη διαφθορά και τη διαπλοκή του με το
οικονομικό έγκλημα, ενώ έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με την εμπορία
ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει υιοθετήσει αρκετές Αποφάσεις1207 και
Συστάσεις1208, οι οποίες χαράζουν σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για την
αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, με βασικό γνώμονα τη νομοθετική
αποτελεσματικότητα και την εμπέδωση της διεθνούς συνεργασίας και έχει πάρει
την πρωτοβουλία της επεξεργασίας και της υπογραφής αρκετών σχετικών
διεθνών συμβάσεων.
Έτσι, στο επίπεδο της κοινής δράσης κατά της διαφθοράς και του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της
Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση R (97) 24, η οποία περιέχει είκοσι γενικές αρχές
με στόχο την καταπολέμηση της διαφθοράς, επεξεργάστηκε και έθεσε στη
διαδικασία της υπογραφής την Ποινική Σύμβαση κατά της ∆ιαφθοράς της 27ης
Ιανουαρίου 19991209 (ETS 173) και έλαβε την πρωτοβουλία της επίτευξης

1206
Βλ. Lode van Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs
working document on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 44.
1207
Το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδιδε Αποφάσεις μέχρι το έτος 1978. Έκτοτε εκδίδει Συστάσεις.
1208
Για μια ιδιαίτερα επιμελημένη επιλογή των Αποφάσεων και των Συστάσεων ποινικού και
εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών, το κυρίως
διευθυντικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα
Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ.
1209
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3560/2007. Η Ελλάδα, εξάλλου, έχει
κυρώσει και τη Σύμβαση για τη ∆ιαφθορά στις Αστικές Υποθέσεις της 4ης Νοεμβρίου 1999 (ETS
174) με το Ν. 2957/2001.
317

συμφωνίας μεταξύ των Κρατών-μελών, με την οποία ιδρύθηκε η Ομάδα Κρατών


κατά της ∆ιαφθοράς» (“Group of States against Corruption-GRECO”)1210.
Ιδιαίτερα σημαντική, σε σχέση με την καταπολέμηση του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος, ήταν η δημιουργία, υπό την αιγίδα της ECCP/SCCP, μιας
επιτροπής ειδικών, η οποία ως στόχο είχε την ενασχόληση με την ανακάλυψη,
την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος. Η επιτροπή αυτή
ανέλαβε να διεκπεραιώσει τη συγκριτική μελέτη ολόκληρου του φάσματος των
εθνικών νομοθεσιών1211 πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο και η προσπάθεια
αυτή κατέληξε στην υπογραφή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το ξέπλυμα, την
έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από
εγκληματικές δραστηριότητες της 8ης Νοεμβρίου 1990 (ETS 141), που είναι
περισσότερο γνωστή, ως «Σύμβαση του Στρασβούργου».
Με τη Σύμβαση του Στρασβούργου διευρύνθηκε το πεδίο αναφοράς της
Σύμβασης της ΟΗΕ του 1988 σχετικά με τα ναρκωτικά1212, στην οποία
αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ενότητα και επεκτάθηκε πέραν από τις σχετικές
με τα ναρκωτικά δραστηριότητες, σε όλες τις παράνομες δραστηριότητες γενικά.
Περιέχει ακόμη, σημαντικές διατάξεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ προωθεί και διάφορες μεθόδους ανίχνευσης,
κατάσχεσης και δήμευσης τέτοιων εσόδων και καθιερώνει τη διεθνή συνεργασία
και την αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις.

1210
Η ομάδα GRECO αποτελεί έναν μηχανισμό εκτίμησης της υλοποίησης της Ποινικής
Σύμβασης κατά της ∆ιαφθοράς. Στην ομάδα GRECO συμμετέχουν 46 ευρωπαϊκά Κράτη και οι
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Για τις δραστηριότητες και τα πορίσματά της, βλ. αναλυτικά, Group
of States against Corruption-GRECO, General Activity Report for 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1622225
1211
Στην προετοιμασία της Σύμβασης αυτής συμμετείχαν όλα τα Κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός από
την Ιρλανδία, ενώ και η ίδια η ΕΕ, ως οργανισμός, αντιπροσωπευόταν από την Επιτροπή, που
έστειλε έναν παρατηρητή σε όλες τις συναντήσεις από το Σεπτέμβριο του 1989 και εντεύθεν. Η
Σύμβαση του Στρασβούργου, άνοιξε για υπογραφή στις 8 Νοεμβρίου 1990, στο Στρασβούργο,
ενώ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2655/1998. Για το πλήρες κείμενο της Σύμβασης βλ.
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 970 – 977. Περαιτέρω, για τη σημασία της διατυπωθείσας από την Ελλάδα
Επιφύλαξης στο άρθρο 6 της Σύμβασης του Στρασβούργου και τα προβλήματα που
δημιουργούνται μετά την εισαγωγή του Ν. 3424/2005 για την «τροποποίηση, συμπλήρωση και
αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και προσαρμογή της ελληνικής
νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την
πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις», βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 359 – 360.
1212
Πρόκειται για τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων
και ψυχοτρόπων ουσιών, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 20-12-1988 και κυρώθηκε από την
Ελλάδα με το Ν. 1190/1991.
318

Περαιτέρω, το άρθ. 42 § 2 της Σύμβασης του Στρασβούργου, το οποίο


αναφέρεται στη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των μερών ως προς την
ερμηνεία ή την εφαρμογή της, προβλέπει ως εναλλακτικό μέτρο των
διαπραγματεύσεων για υπαγωγή της διαφοράς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα
προβλήματα του Εγκλήματος ή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο, τη σύσταση και
λειτουργία διαιτητικών δικαστηρίων, οι αποφάσεις των οποίων θα είναι
δεσμευτικές για τα μέρη που έχουν τέτοιες διαφορές. Προς εξειδίκευση του ως
άνω άρθρου, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε τη
Σύσταση R (91) 12 της 9ης Σεπτεμβρίου 19911213, η οποία περιέχει συγκεκριμένες
οδηγίες επί της διαδικασίας συστάσεως διαιτητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το
άρθ. 42 § 2 της Σύμβασης του Στρασβούργου.
Σχετική με τη λήψη μέτρων ενάντια στο ξέπλυμα σε συνεργασία με τις
τράπεζες είναι η Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της
Ευρώπης R (80) 10 της 27ης Ιουνίου 19801214, η οποία συνιστά να ληφθούν
αυστηρά μέτρα για τον έλεγχο της ταυτότητας των πελατών όταν «ανοίγεται ένας
λογαριασμός ή κατάθεση ασφαλείας, όταν ανοίγεται θυρίδα ασφαλείας, όταν
πραγματοποιούνται μετακινήσεις χρημάτων περιλαμβανομένων ποσών
σημαντικού ύψους, λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας τμηματικών
ενεργειών και όταν γίνονται ενδοτραπεζικές μεταφορές περιλαμβανομένων
ποσών σημαντικού ύψους, λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας τμηματικών
ενεργειών». Επίσης, συνιστά να παρέχεται η κατάλληλη εκπαίδευση στους ταμίες
και να τηρούνται κατάλογοι των τραπεζογραμματίων που έχουν διατεθεί.
Σημαντικής εμβέλειας προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί η εμπορία
ανθρώπων1215, αποτελεί η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της
Εμπορίας Ανθρώπων της 16ης Μαΐου 20051216 (ETS197). Η Σύμβαση αυτή
τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2008 και το αμέσως επόμενο έτος
δημιουργήθηκε η «Ομάδα Ειδικών για τη ∆ράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων»
(“Group of Experts on Action against Trafficking in Human Beings – GRETA”) και

1213
Για το πλήρες κείμενο της Σύστασης στην ελληνική γλώσσα, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα
Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 252 – 254.
1214
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 131 – 133.
1215
Το Συμβούλιο της Ευρώπης με μια σειρά πρωτοβουλιών δραστηριοποιείται στην
καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων από το 1980 και εντεύθεν. Για τις πρωτοβουλίες αυτές,
βλ. αναλυτικά, Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια– Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 126 – 131.
1216
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
319

η «Επιτροπή των Μερών» (“Committee of the Parties”), οι οποίες αποτελούν


έναν διπολικό μηχανισμό παρακολούθησης της υλοποίησης των διατάξεων της
Σύμβασης1217.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Ευρώπης εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι
«σε ορισμένους τομείς εγκληματικότητας, όπως το οργανωμένο έγκλημα και το
έγκλημα μέσα στην οικογένεια, υπάρχει ένας αυξημένος κίνδυνος οι μάρτυρες1218
να υποστούν εκφοβισμό» και αναγνωρίζοντας την κρισιμότητα αρκετών
καταθέσεων για την εξασφάλιση της καταδίκης, ιδίως κατηγορούμενων για
εγκλήματα που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα, θεώρησε απαράδεκτο
«το ενδεχόμενο της αποτυχίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να
οδηγήσει τους κατηγορούμενους σε δίκη και να εκδοθεί εναντίον τους
καταδικαστική απόφαση επειδή οι μάρτυρες αποθαρρύνονται να δώσουν
ελεύθερη και αληθή μαρτυρική κατάθεση», με αποτέλεσμα να υιοθετήσει τη
Σύσταση R (97) 13 της 10ης Σεπτεμβρίου 19971219 για τον εκφοβισμό των
μαρτύρων και τα δικαιώματα υπεράσπισης, στην οποία προβλέπονται πέντε
Γενικές Αρχές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Σύσταση αυτή, θα πρέπει να λαμβάνονται τα
κατάλληλα νομοθετικά και πρακτικά μέτρα, που θα επιτρέπουν την ελεύθερη
κατάθεση, χωρίς εκφοβισμό, των μαρτύρων. Εξάλλου, θα πρέπει να
προστατεύεται η ζωή και η προσωπική ασφάλεια των μαρτύρων, των συγγενών
τους και άλλων προσώπων με τα οποία συνδέονται, πριν, κατά τη διάρκεια και
μετά τη δίκη1220 και να ποινικοποιούνται είτε ως χωριστά εγκλήματα, είτε ως

1217
Η GRETA είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της υλοποίησης της Σύμβασης και
επιφορτισμένη με την περιοδική έκδοση «Αναφορών» (“Reports”) στις οποίες εκτιμά τα μέτρα
που έχουν ληφθεί. Η Επιτροπή των Μερών, από την άλλη μεριά, αποτελείται από τους
αντιπροσώπους στην Επιτροπή Υπουργών, καθώς και από τους αντιπροσώπους των Μερών
που δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και στη βάση των Αναφορών και
συμπερασμάτων της GRETA μπορεί να κάνει συστάσεις σε κάποιο Μέρος αναφορικά με τα μέτρα
που θα πρέπει να λάβει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της GRETA. Βλ. σχετικά, Ministers’
Deputies Notes on the Agenda, CM/Notes/1047/11.1, 13 Ιανουαρίου 2009, δημοσιευμένο
ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1393065 και Council of Europe, Note to
editors – 221(2008), δημοσιευμένο ηλεκτρονικά https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1382451
1218
Στο Προσάρτημα της συγκεκριμένης Σύστασης δίνεται ο ορισμός της έννοιας του «μάρτυρα»,
σύμφωνα με τον οποίο «εννοείται κάθε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το καθεστώς του /της κατά το
εθνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, που κατέχει πληροφορίες σχετικές με ποινική διαδικασία. Αυτός
ο ορισμός περιλαμβάνει επίσης πραγματογνώμονες καθώς και διερμηνείς».
1219
Το κείμενο της συγκεκριμένης Σύστασης έχει δημοσιευτεί μεταφρασμένο στην ελληνική
γλώσσα στο βιβλίο του Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 337
– 340.
1220
Στο κείμενο της Σύστασης αναφέρεται ότι η άγνοια των στοιχείων της ταυτότητας του μάρτυρα
από την υπεράσπιση, δεν θίγει το δικαίωμα της υπεράσπισης να εξετάσει τον μάρτυρα και να
320

τμήμα του εγκλήματος της χρήσης παράνομης απειλής, οι πράξεις εκφοβισμού


των μαρτύρων. Επίσης, το δικονομικό δίκαιο θα πρέπει να δίνει στα δικαστήρια
τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση του εκφοβισμού στις μαρτυρίες
και οι μάρτυρες, τέλος, θα πρέπει να ενθαρρύνονται, μέσω της υποβολής τους
στα προνόμια του νόμου, να αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές κάθε πληροφορία
που αφορά εγκλήματα και να συμφωνούν να καταθέτουν στο δικαστήριο.
Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη και την παράλληλη δημιουργία της
ενιαίας αγοράς στη ∆υτική Ευρώπη, το Συμβούλιο της Ευρώπης εκτιμώντας ότι
«τέτοιες αλλαγές είχαν, και θα συνεχίσουν να έχουν, μείζονες συνέπειες σε
διεθνές, εθνικό και ατομικό επίπεδο»1221 και διαβλέποντας τους κινδύνους που
εγκυμονούσε αυτή η εξέλιξη για άνοδο και μετάλλαξη της εγκληματικότητας,
προσπάθησε να θέσει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση
του οργανωμένου και του οικονομικού εγκλήματος, παράλληλα με την έμπρακτη
υποστήριξη των θυμάτων1222 και την ενεργή και διαρκή προστασία των
μαρτύρων σε σχετικές δίκες, υιοθετώντας την στρατηγικής σημασίας Σύσταση
της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης R (96) 8 της 5ης
Σεπτεμβρίου 1996 για την αντεγκληματική πολιτική στην Ευρώπη σε μια εποχή
αλλαγής.
Η συγκεκριμένη Σύσταση περιλαμβάνει έναν κατάλογο σαράντα δύο (42)
μέτρων και προτάσεων που θα πρέπει να υιοθετηθούν από τις κυβερνήσεις των
Κρατών-μελών για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση του οικονομικού και του
οργανωμένου εγκλήματος, μεταξύ των οποίων η στρατηγική ανάλυση σε διεθνές
επίπεδο της σύγχρονης εγκληματικότητας, η δημιουργία, η εκπαίδευση και ο
συντονισμός ειδικά επιφορτισμένων οργάνων τόσο στο επίπεδο της ανακάλυψης,

αμφισβητήσει την μαρτυρική του κατάθεση, που προβλέπεται από την ΕΣ∆Α, καθώς στο κείμενο
της ΕΣ∆Α δεν προβλέπεται η πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση μεταξύ του μάρτυρα και του
κατηγορουμένου. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 338.
1221
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 311 – 318.
1222
Η δικαιοσύνη εξαρτάται όχι μόνο από την δυνατότητα των Κρατών να διώξουν τους
αυτουργούς ενός εγκλήματος, αλλά και από την ικανότητά τους να αποκαταστήσουν τα θύματά
του. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας ενιαίας νομικά περιοχής,
βασισμένης στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της νομοκρατίας.
Από τη δεκαετία του 1980 δραστηριοποιείται και στο πεδίο της προστασίας και αποκατάστασης
των θυμάτων και έχει προωθήσει μια σειρά νομικών εργαλείων, προκειμένου να υποβοηθήσει τα
Κράτη-μέλη του στην προσπάθειά τους να επιληφθούν των αναγκών των θυμάτων εγκλήματος.
Για μια συνεκτική παρουσίαση των νομικών κειμένων που έχει υιοθετήσει, βλ. ιδίως, Council of
Europe, Victims – Support and Assistance, (2nd edition), Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2007.
321

όσο και στο επίπεδο της δίωξης των σχετικών αξιόποινων πράξεων, η
παράλληλη ενεργοποίηση των νομικών εργαλείων του διοικητικού, του
εμπορικού, του φορολογικού και του αστικού δικαίου, η άρση του τραπεζικού
απορρήτου, η αποδοχή ύπαρξης ποινικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα1223, η
ποινικοποίηση της συμμετοχής ή της υποστήριξης εγκληματικής οργάνωσης, η
προστασία των μαρτύρων, η εμπέδωση της διεθνούς διοικητικής υποστήριξης και
της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, που οφείλει να
περιλαμβάνει και τη συλλογή και χρήση «ευαίσθητων» προσωπικών δεδομένων
και η χρήση των ειδικών ανακριτικών πράξεων της αστυνομικής διείσδυσης και
των ελεγχόμενων παραδόσεων.
Αναφορικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς σε συσχέτιση με την
αντιμετώπιση του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, οι υπουργοί
∆ικαιοσύνης των Κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υιοθέτησαν κατά
την 21η ∆ιάσκεψή τους στην Πράγα, τον Ιούνιο του 1997, τη Σύσταση R 1 για
τους δεσμούς ανάμεσα στη διαφθορά και στο οργανωμένο έγκλημα, ενώ
ιδιαίτερα σημαντική ήταν τόσο η Τελική ∆ιακήρυξη, όσο και το Σχέδιο ∆ράσης
που υιοθετήθηκαν κατά τη 2η Σύνοδο των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων,
που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο τον Οκτώβριο του 1997, με την οποία

1223
Ειδικά για την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων η Επιτροπή Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση R (88) 18 της 20ης Οκτωβρίου 1988 για την
ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων που έχουν νομική προσωπικότητα για εγκλήματα που
τελούνται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, η οποία ρητά εξέφρασε την επιθυμία «να
ξεπεραστούν οι δυσκολίες, με σκοπό να καταστούν οι επιχειρήσεις καθαυτές υποκείμενα ποινικής
ευθύνης, χωρίς να αποκλείονται της ευθύνης τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στο έγκλημα,
και να καθιερωθούν κατάλληλες κυρώσεις και μέτρα που να εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις, έτσι
ώστε να επιτυγχάνεται η αρμόζουσα τιμωρία των παράνομων δραστηριοτήτων, η πρόληψη των
περαιτέρω εγκλημάτων και η αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται». Στο Παράρτημά της,
περιέχει εκτός των άλλων και προτεινόμενες κυρώσεις, οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται
μόνες ή σε συνδυασμό, με ή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα, ως κύριες ή ως παρεπόμενες.
Ειδικότερα, η Σύσταση αυτή προτείνει την εισαγωγή των μέτρων: 1. της προειδοποίησης,
επίκλησης, εγγύησης, 2. της δυνατότητας απαγγελίας απόφασης που να διακηρύσσει την ευθύνη,
χωρίς να απαγγέλλει ποινή, 3. της επιβολής προστίμου ή άλλης χρηματικής ποινής, 4. της
δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την τέλεση του εγκλήματος
ή που παριστούν κέρδη που αποκτήθηκαν από την παράνομη δραστηριότητα, 5. της
απαγόρευσης ορισμένων δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα του αποκλεισμού από συναλλαγές με
δημόσιες αρχές, 6. του αποκλεισμού από φορολογικά πλεονεκτήματα και επιχορηγήσεις, 7. της
απαγόρευσης διαφήμισης αγαθών ή υπηρεσιών, 8. της ακύρωσης αδειών, 9. της παύση
διευθυντών, 10. του διορισμού προσωρινής διοίκησης από δικαστική αρχή, 11. της διακοπής των
εργασιών της επιχείρησης, 12. του κλεισίματος της επιχείρησης, 13. της αποζημίωσης και /ή
αποκατάστασης του θύματος, 14. της επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση, και 15. της δημοσίευση της απόφασης που επιβάλλει κύρωση ή μέτρο. Βλ. σχετικά,
Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 236 – 239.
322

κλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρώπης να προχωρήσει σε δράση κατά της


διαφθοράς, του ξεπλύματος χρήματος και του οργανωμένου εγκλήματος1224.
Ειδικά για το οργανωμένο έγκλημα, κατά την 765η συνάντηση της
Επιτροπής Υπουργών, στις 19 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο της Ευρώπης
υιοθέτησε τη Σύσταση R (2001) 11 που περιέχει «γενικές αρχές προς
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος»1225.
Ήδη στο προοίμιό της η συγκεκριμένη Σύσταση τονίζει ότι «το
οργανωμένο έγκλημα, με την οικονομική δύναμή του, τους διεθνείς δεσμούς και
τις εξελιγμένες τεχνικές και μεθόδους του, συνιστά μια σοβαρή απειλή για την
κοινωνία, για τη νομιμότητα και για τη δημοκρατία, στην οποία τα Κράτη πρέπει
να αντιδράσουν με κοινή στρατηγική». Περαιτέρω, στο Παράρτημά της δίνει τους
ορισμούς της «ομάδας οργανωμένου εγκλήματος», του «σοβαρού εγκλήματος»
και της «υπηρεσίας εφαρμογής του νόμου». Έτσι, «ομάδα οργανωμένου
εγκλήματος σημαίνει μια οργανωμένη ομάδα τριών ή περισσότερων, που
υπάρχει για μια περίοδο χρόνου και δρα σε συμφωνία με το σκοπό της
διάπραξης ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων, επιδιώκοντας να
αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα, κάποιο οικονομικό ή υλικό όφελος». Ο όρος
«σοβαρό έγκλημα σημαίνει συμπεριφορά που συνιστά έγκλημα τιμωρούμενο με
μέγιστη στέρηση της ελευθερίας για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια ή με
αυστηρότερη ποινή». Ενώ «υπηρεσία εφαρμογής του νόμου σημαίνει κάθε
δημόσιο όργανο στο οποίο είναι ανατεθειμένη η έρευνα και/ή η δίωξη αξιόποινων
πράξεων σύμφωνα με την κατά νόμο αρμοδιότητά του».
Στη συνέχεια, η Σύσταση R (2001) 11 αναφέρεται σε επτά αρχές σχετικές
με τη γενική πρόληψη, οι οποίες στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση της
δυνατότητας πραγματοποίησης του παράνομου οικονομικού οφέλους εκ μέρους
των επιχειρήσεων του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ, ταυτόχρονα, καινοτόμα
προτείνεται η διενέργεια τακτικών δοκιμασιών ελέγχου της αντοχής της ίδιας της
σχετικής νομικής θωράκισης κάθε Κράτους-μέλους από ανεξάρτητους ελεγκτές.
Ειδικότερα, η Σύσταση R (2001) 11 προβλέπει ότι τα Κράτη-μέλη θα
πρέπει να παίρνουν μέτρα: 1) για να προλαμβάνουν την από νομικά ή φυσικά
πρόσωπα κάλυψη της μετατροπής των προϊόντων του εγκλήματος σε άλλα
περιουσιακά στοιχεία προσφεύγοντας σε χρήση άμεσων πληρωμών με μετρητά

1224
Bλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 389.
1225
Για το πλήρες κείμενο της Σύστασης στην ελληνική γλώσσα, ibid, σελ. 388 – 397.
323

και σε ανταλλαγές αλλοδαπών νομισμάτων, 2) για να προλαμβάνουν τη χρήση


οικονομικών κέντρων και διευκολύνσεων έξω από τα χωρικά ύδατα (off-shore)
για ξέπλυμα χρήματος και διεξαγωγή παράνομων οικονομικών συναλλαγών1226,
3) για να αναφέρονται οι ύποπτες συναλλαγές1227 σε περιπτώσεις «τρωτών»
επαγγελμάτων, 4) για να προσδιορίζουν στη νομοθεσία τους εκείνες τις
ρυθμίσεις, των οποίων κάνουν ή μπορεί να κάνουν κατάχρηση οργανωμένες
εγκληματικές ομάδες1228 και να παίρνουν μέτρα για ενίσχυση της νομοθεσίας και
πρόληψη των καταχρήσεων1229, 5) για να εξασφαλίζουν η αυξανόμενη χρήση της
πληροφορικής τεχνολογίας στον οικονομικό τομέα1230 να συνοδεύεται από
κατάλληλα στοιχεία ασφάλειας, τα οποία θα προλαμβάνουν ή θα μειώνουν τις
ευκαιρίες για παράνομη χρήση, 6) για να καθιερώσουν κοινούς κανόνες καλής
διαχείρισης και οικονομικής πειθαρχίας που θα προωθούν τη διαφάνεια και την
υπευθυνότητα στη δημόσια διοίκηση και θα ενθαρρύνουν την υιοθέτηση κωδίκων
συμπεριφοράς για να προλαμβάνουν παράνομες πρακτικές, τέτοιες όπως η
διαφθορά, στους τομείς του εμπορίου και της οικονομίας, περιλαμβανομένων και
των δημόσιων προμηθειών και 7) για να ενθαρρύνουν την καλλιέργεια
συλλογικής κουλτούρας θεμελιωμένης στην υπευθυνότητα και τη μηδενική ανοχή
vis-à-vis παράνομων πρακτικών. Ιδιαίτερα, τα Κράτη-μέλη οφείλουν να
καθιερώσουν κανόνες προστασίας αυτών που καταγγέλλουν τη διαφθορά ή
άλλες ύποπτες εγκληματικές δραστηριότητες που τελούνται για λογαριασμό ή
εντός νομικών προσώπων1231.
Όσον αφορά τις αλλαγές που θα πρέπει να υιοθετηθούν στο σύστημα της
ποινικής δικαιοσύνης1232, η Σύσταση R (2001) 11 προβλέπει ότι θα πρέπει να
ποινικοποιηθεί η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, το ξέπλυμα

1226
Προς το σκοπό αυτό, τα Κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν, inter alia, τον έλεγχο
οικονομικών συναλλαγών οι οποίες δεν έχουν προφανή εμπορικό σκοπό και να απαιτούν την
εξακρίβωση των άμεσων ή τελικών μερών που εμπλέκονται σχετικά.
1227
Ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες ενεργούν ως οικονομικοί διαμεσολαβητές για
λογαριασμό πελατών τους.
1228
Ιδίως σε τομείς όπως οι εξαγωγές, οι εισαγωγές, η χορήγηση αδειών, οι οικονομικοί και
τελωνειακοί κανονισμοί.
1229
Ιδιαίτερα, τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν αμοιβαία συνέπεια των ρυθμίσεων και
θα πρέπει οι εν λόγω ρυθμίσεις να δοκιμάζονται τακτικά από ανεξάρτητους ελεγκτές προκειμένου
να εκτιμάται η “αντίστασή” τους σε κατάχρηση.
1230
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις των ηλεκτρονικών πληρωμών ή των
συναλλαγές διαμέσου ηλεκτρονικών τραπεζών.
1231
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 390 – 392.
1232
Ibid, σελ. 392 – 394.
324

οποιουδήποτε είδους προσόδων εγκλήματος1233 και η σκόπιμη παράλειψη


αναφοράς υπόπτων οικονομικών συναλλαγών, όταν τελούνται από εκείνα τα
τραπεζικά και μη-τραπεζικά ιδρύματα και επαγγέλματα1234, τα οποία έχουν
υποχρέωση προς αναφορά. Επίσης, τα Κράτη-μέλη οφείλουν να εισαγάγουν
διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων, στις περιπτώσεις που
τελούνται για λογαριασμό τους εγκλήματα συνδεόμενα με το οργανωμένο
έγκλημα. Περαιτέρω, η Σύσταση επιστά την προσοχή των Κρατών-μελών στις
περιπτώσεις φορολογικών ή οικονομικών εγκλήματα, τα οποία ενδέχεται να
συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα1235. Σύμφωνα με τη Σύσταση, τα Κράτη-
μέλη οφείλουν, επίσης, να καθιερώσουν ανακριτικές στρατηγικές που να
στοχεύουν αφενός, στα περιουσιακά στοιχεία των ομάδων οργανωμένου
εγκλήματος και να δίνουν, ιδίως, τη δυνατότητα της άμεσης άρσης του
τραπεζικού απορρήτου και αφετέρου, να δίνουν τη δυνατότητα στις υπηρεσίες
εφαρμογής του νόμου να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς, κατά τη διάρκεια της
ανακριτικής διερεύνησης, τις δραστηριότητες των ομάδων οργανωμένου
εγκλήματος, με ανακριτικές μεθόδους, όπως η παρακολούθηση, η παρεμβολή
στις επικοινωνίες, οι μυστικές επιχειρήσεις, οι ελεγχόμενες παραδόσεις και η
χρήση πληροφοριοδοτών1236.
Σε σχέση με τη δράση των αστυνομικών αρχών, η Σύσταση προβλέπει ότι
θα πρέπει να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι αστυνομικής εργασίας με τη χρήση της
εγκληματοανάλυσης και τη δημιουργία ειδικευμένων πολυεπιστημονικών
ομάδων, με σκοπό την έρευνα και τη δίωξη του οικονομικού και του
οργανωμένου εγκλήματος και να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον από την

1233
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη Σύσταση, τα Κράτη-μέλη θα πρέπει, τηρώντας τις
θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, να προβλέψουν νομοθετικά μέτρα για την επισήμανση, το
πάγωμα, την κατάσχεση και τη δήμευση ή απώλεια των περιουσιακών στοιχείων που
αποκτήθηκαν από οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Η δυνατότητα δήμευσης ή απώλειας
περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα, μάλιστα, θα πρέπει να
γίνεται διαμέσου δικαστικών διαδικασιών οι οποίες μπορεί να είναι ανεξάρτητες από άλλες
διαδικασίες και, κατ’ εξαίρεση, μπορεί να περιλαμβάνουν μείωση του βάρους της απόδειξης
αναφορικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων.
1234
Για την ηθική απαξία της «σύπραξης» δικηγόρων στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που
έχουν τελέσει ή πρόκειται να τελέσουν οι πελάτες τους, βλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά,
Το Μεγαλείο και η ηθική απαξία του δικηγορικού επαγγέλματος, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 597 – 598.
Εξάλλου, για την άμεση εμπλοκή δικηγόρων στη διαφθορά δικαστικών λειτουργών, βλ.
Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, ∆ικαιοσύνη και ακεραιότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 600.
1235
Στις περιπτώσεις αυτές, τα Κράτη-μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι τα εγκλήματα αυτά θα
διερευνώνται και θα διώκονται κατά αποτελεσματικό τρόπο.
1236
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή τέτοιων τεχνικών, εξυπακούεται ότι τα Κράτη-
μέλη θα πρέπει να προμηθεύσουν τις υπηρεσίες εφαρμογής του νόμου με την απαιτούμενη
τεχνολογία και την κατάλληλη εκπαίδευση.
325

κατασταλτική στην προληπτική αστυνόμευση. Η επίτευξη των στόχων αυτών


εξαρτάται από την προώθηση του συντονισμού της επικοινωνίας και της
ανταλλαγής πληροφοριών μέσα στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης και με
άλλες σχετικές δημόσιες αρχές.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Σύσταση R (2001) 11, τα Κράτη-μέλη
οφείλουν να παρέχουν αποτελεσματική, φυσική ή άλλη, προστασία σε μάρτυρες
ή συνεργάτες της δικαιοσύνης, οι οποίοι ζητούν τέτοια προστασία, επειδή έχουν
δώσει ή συμφώνησαν να δώσουν πληροφορίες και /ή να δώσουν κατάθεση ή
άλλη απόδειξη σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα. Παρομοίως, τέτοια μέτρα
προστασίας θα πρέπει να προσφέρονται σε εκείνους οι οποίοι συμμετέχουν ή
έχουν συμφωνήσει να συμμετάσχουν στην έρευνα ή τη δίωξη του οργανωμένου
εγκλήματος, καθώς επίσης στους συγγενείς και τους συνεργάτες των ατόμων
που ζητούν προστασία. Η προστασία αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζεται τόσο
εντός, όσο και εκτός της χώρας της δίκης, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την
ποινική διαδικασία.
Η Σύσταση R (2001) 11, τέλος, δίνει μεγάλη σημασία στη διεθνή
συνεργασία, στη συλλογή στοιχείων και την έρευνα, καθώς και στην εκπαίδευση
των εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και δείγματα μακρόπνοου
σχεδιασμού και εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής ενάντια στο
οργανωμένο έγκλημα είναι οι τρεις αρχές σχετικά με τη συλλογή στοιχείων, την
έρευνα και την εκπαίδευση, που αναφέρουν ότι: 1) θα πρέπει να εξασφαλίζεται
ότι τα στοιχεία που αφορούν τις εγκληματικές δραστηριότητες, την οργάνωση,
την οικονομική διάσταση, τη γεωγραφική προοπτική των ομάδων οργανωμένου
εγκλήματος και τους δεσμούς τους με άλλες εγκληματικές ομάδες,
συγκεντρώνονται και αναλύονται συστηματικά1237, 2) θα πρέπει να ενισχύεται η
έρευνα και τα ιδρύματα που διεξάγουν έρευνες για το οργανωμένο έγκλημα και 3)
θα πρέπει να παρέχονται τα αναγκαία μέσα για την εκπαίδευση των υπηρεσιών
εφαρμογής του νόμου, στο πεδίο των οικονομικών ερευνών και των νέων
μεθόδων έρευνας1238.

1237
Εξυπακούεται ότι τα εθνικά συστήματα συλλογής στοιχείων και εγκληματολογικής στατιστικής
θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος και να
διαθέτουν κατάλληλους πόρους και προσωπικό.
1238
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 396.
326

1.2. Νομολογία του Ε∆∆Α

Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταγράφηκε με την ΕΣ∆Α μια


μορφή διεθνοποίησης του ποινικού δικαίου, η οποία «κινήθηκε γύρω από τον
άξονα της ταυτότητάς του ως μέτρου ελευθερίας των πολιτών»1239. Η
προσπάθεια να ενωθούν τα Κράτη της Ευρώπης υπό τη σκέπη των αρχών του
κράτους δικαίου και του σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών αποκτά κομβική
σημασία σήμερα, που οι τάσεις για πρόταξη των ασφάλειας, ιδίως όσον αφορά
την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, φαίνεται
να έχουν αποκτήσει το προβάδισμα1240.
Σε έρευνά μας στη νομολογία του Ε∆∆Α κατά την περίοδο 1989-2010
εντοπίσαμε είκοσι καταδικαστικές αποφάσεις για Κράτη-μέλη, οι οποίες
αφορούσαν, αμέσως ή εμμέσως1241, το οργανωμένο έγκλημα1242. Έτσι, έχουν
εκδοθεί καταδικαστικές για Κράτη-μέλη αποφάσεις για παραβίαση του
1243
δικαιώματος στη ζωή (άρθ. 2 ΕΣ∆Α) , της απαγόρευσης των βασανιστηρίων
(άρθ. 3 ΕΣ∆Α)1244, του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια

1239
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Η πρόσφατη νομολογία του Ε∆∆Α για την αστυνομική
διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 59. Εξάλλου, ευρύτερα για το
ζήτημα της παρέμβασης υπερκατικών οργανισμών στον τομέα της ποινικής καταστολής, η οποία
θα πρέπει να αξιολογείται ως μέτροόχι μόνο προστασίας εννόμων αγαθών, αλλά και ως μέτρο
ελευθερίας των πολιτών, βλ. της ιδίας, Ευρωπαϊκό Ποινικό ∆ίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας –
Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπ.παρ., σελ.
3 επ.
1240
Για την προβληματική της σύγκρουσης μεταξύ των εννόμων αγαθών της ασφάλειας και της
ελευθερίας. Βλ. αντί άλλων, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία,
όπ.παρ., σελ. 14 – 20 και Νέστορα Κουράκη, Ασφάλεια και Ελευθερία τα μεταξύ τους Στατικά και
∆υναμικά Όρια, ΝοΒ, 2006, σελ. 1217 – 1226.
1241
∆ύο από τις αποφάσεις αφορούν την τρομοκρατία και μία εξετάζει ειδικά το ζήτημα της
έκδοσης.
1242
Ενόψει του αυξημένου ειδικού βάρους και του κύρους των αποφάσεων του Ε∆∆Α το σύνολο
των αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη παρουσιάζεται μετά το τέλος της παρούσας εργασίας σε
ειδικό Παράρτημα. Αναφέρουμε μόνο εδώ τα στοιχεία των καταδικαστικών εις βάρος Κρατών-
μελών αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη.
1243
Βλ. Dzieciak κατά Πολωνίας, (αριθμ. προσφυγής 77766/01), Απόφαση του 4ου Τμήματος της
ης
9 ∆εκεμβρίου 2008.
1244
Βλ. Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 14038/88), Απόφαση της
Ολομέλειας της 7ης Ιουλίου 1989, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής
22414/93), Απόφαση της Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Assenov κλπ. κατά Βουλγαρίας,
(αριθμ. Υπόθεσης 90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998,
Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης
Ιουλίου 1999, Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της
6ης Απριλίου 2000, Indelicato κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 31143/96), Απόφαση του 2ου
Τμήματος της 18ης Οκτωβρίου 2001, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006 και Khider κατά Γαλλίας, (αριθμ.
προσφυγής 39364/05), Απόφαση του 5ου Τμήματος της 9ης Ιουλίου 2009.
327

(άρθ. 5 § 1 ΕΣ∆Α)1245, του δικαιώματος για παραπομπή σε δίκη σε εύλογο


χρονικό διάστημα (άρθ. 5 § 3 ΕΣ∆Α)1246, του δικαιώματος δικαστικού ελέγχου
νομιμότητας της κράτησης σε σύντομη προθεσμία (άρθ. 5 § 4 ΕΣ∆Α)1247, του
δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθ. 6 § 1 ΕΣ∆Α)1248, του δικαιώματος σεβασμού της
ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθ. 8 ΕΣ∆Α)1249, της ελευθερίας έκφρασης
(άρθ. 10 ΕΣ∆Α)1250, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (άρθ. 11
ΕΣ∆Α)1251, του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής (άρθ. 13 ΕΣ∆Α)1252, του
δικαιώματος για ελεύθερες εκλογές (άρθ. 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
ΕΣ∆Α)1253 και της ελευθερίας κυκλοφορίας και επιλογής τόπου διαμονής (άρθ. 2
του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α)1254.
Η θέση του Ε∆∆Α, ακόμη και σε υποθέσεις που σχετίζονται με το
οργανωμένο έγκλημα, είναι ρητή και αδιαπραγμάτευτη. Έτσι, το Ε∆∆Α, κατά

1245
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000 και A. κλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της
Ολομέλειας της 19ης Φεβρουαρίου 2009.
1246
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000, Adamiak κατά Πολωνίας, (αριθμ. προσφυγής 20758/03), Απόφαση του 4ου
Τμήματος της 19ης ∆εκεμβρίου 2006 και Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006.
1247
Βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση της
Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006 και A. κλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου,
(αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της Ολομέλειας της 19ης Φεβρουαρίου 2009.
1248
Βλ. Teixeira de Castro κατά Πορτογαλίας, (αριθμ. προσφυγής 25829/94), Απόφαση της
Ολομέλειας της 9ης Ιουνίου 1998, Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94),
Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Ιουλίου 1999, Soto Sanchez κατά Ισπανίας, (αριθμ.
προσφυγής 66990/01), Απόφαση του 4ου Τμήματος της 25ης Νοεμβρίου 2003, Caveni κλπ. κατά
Τουρκίας, (αριθμ. προσφυγής 40395/98), Απόφαση του 1ου Τμήματος της 10ης Νοεμβρίου 2004,
Musumeci κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 33695/96) Απόφαση του 4ου Τμήματος της 11ης
Ιανουαρίου 2005, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00), Απόφαση του 3ου
Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006, Ramanauskas κατά Λιθουανίας, (αριθμ. προσφυγής
74420/01), Απόφαση της Ολομέλειας της 5ης Φεβρουαρίου 2008 και Bannikova κατά Ρωσίας,
(αριθμ. Προσφυγής 18757/06), Απόφαση του 1ου Τμήματος της 4ης Νοεμβρίου 2010.
1249
Βλ. Messina κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 25498/94), Απόφαση του 2ου Τμήματος της
ης
28 Σεπτεμβρίου 2000, Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της
Ολομέλειας της 6ης Απριλίου 2000 και Musumeci κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 33695/96),
Απόφαση του 4ου Τμήματος της 11ης Ιανουαρίου 2005.
1250
Perna κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 48898/99), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης Μαΐου
2003.
1251
Βλ. Bozgan κατά Ρουμανίας, (αριθμ. προσφυγής 35097/02), Απόφαση του 3ου Τμήματος της
ης
11 Οκτωβρίου 2007.
1252
Βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση της
Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Assenov κλπ κατά Βουλγαρίας, (αριθμ. υπόθεσης
90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998 και Messina κατά
Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 25498/94), Απόφαση του 2ου Τμήματος της 28ης Σεπτεμβρίου 2000.
1253
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000.
1254
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000.
328

πάγια, πλέον, νομολογία, δηλώνει με ευθεία αναφορά στο οργανωμένο έγκλημα


και όχι μόνο σε επιμέρους αδικήματα που σχετίζονται με αυτό, όπως είναι, για
παράδειγμα, η διαφθορά1255, ότι: «το ∆ικαστήριο αναγνωρίζει γενικά ότι η αύξηση
του οργανωμένου εγκλήματος απαιτεί τη λήψη των κατάλληλων μέτρων. Παρά
ταύτα, με συνέπεια επαναλαμβάνει συνεχώς ότι το δικαίωμα σε μια δίκαιη
δίκη1256, από το οποίο συνάγεται η αξίωση για αρμόζουσα διαχείριση της
δικαιοσύνης, εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους εγκλημάτων, από τα πιο απλά
έως τα πιο σύνθετα. Το δικαίωμα στη δίκαιη διαχείριση της δικαιοσύνης κατέχει
τόσο προεξέχουσα θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία που δεν μπορεί να
θυσιάζεται για χάρη της σκοπιμότητας»1257.
Στο πεδίο της εκτέλεσης των ποινών, ειδικά όταν εμπλέκονται οργανώσεις
τύπου Mafia, γίνεται δεκτό από το Ε∆∆Α ότι είναι νόμιμο να επιβάλλονται ειδικά
μέτρα, όπως η απομόνωση από τους υπόλοιπους κρατούμενους και η
αυστηρότερη επιτήρηση. Χαρακτηριστικό είναι το σκεπτικό στην υπόθεση
Messina κατά Ιταλίας1258, σύμφωνα με το οποίο, «το ∆ικαστήριο σημειώνει ότι το
καθεστώς που θεσπίστηκε με τις διατάξεις των άρθ. 41 επ. είναι σχεδιασμένο για
1255
Για το ζήτημα της διαφθοράς (σε μετάφραση δική μας), βλ. ιδίως Ramanauskas κατά
Λιθουανίας, (αριθμ. προσφυγής 74420/01), Απόφαση της Ολομέλειας της 5ης Φεβρουαρίου 2008,
σκέψεις υπ’ αριθμ. 49 και 50, σύμφωνα με τις οποίες: «Το ∆ικαστήριο παρατηρεί εξαρχής ότι
γνωρίζει τις εγγενείς δυσκολίες στο καθήκον της αστυνομίας να αναζητήσει και να συλλέξει
στοιχεία με στόχο την ανίχνευση και έρευνα των αδικημάτων. Προκειμένου να εκτελέσει αυτό το
καθήκον, όλο και πιο συχνά απαιτείται η χρήση μυστικών αστυνομικών, πληροφοριοδοτών και
συγκαλυμμένων πρακτικών, ιδίως για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της
διαφθοράς. Εξάλλου, η διαφθορά – συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς στο χώρο της
δικαιοσύνης – έχει καταστεί μείζον πρόβλημα σε πολλές χώρες, όπως δηλώνεται επισήμως από
την Σύμβαση Ποινικού ∆ικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ζήτημα αυτό. Το εργαλείο
αυτό επιτρέπει τη χρήση ειδικών ανακριτικών τεχνικών, όπως είναι οι μυστικοί αστυνομικοί, οι
οποίοι μπορεί να είναι απαραίτητοι για τη συλλογή στοιχείων στον τομέα αυτό, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από διεθνείς
πολυμερείς συμβάσεις και αφορούν “ειδικά ζητήματα”, για παράδειγμα, τα ανθρώπινα
δικαιώματα».
1256
Ως εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης» απαριθμούνται στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 ΕΣ∆Α: 1) Η
δημοσιότητα της διαδικασίας και η δημόσια απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο, 2) Η
ανεξαρτησία και η αμεροληψία του δικαστηρίου και 3) Η εκδίκαση και η έκδοση της απόφασης
μέσα σε εύλογη προθεσμία. Για το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 6 § 1 ΕΣ∆Α και τη
σχετική νομολογία του Ε∆∆Α, βλ. ιδίως, Στέφανου Ματθία / Γιάννη Κτιστάκι / Λουκίας Σταυρίτη /
Καλλιόπης Στεφανάκη, Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη (Με βάση τη
νομολογία του δικαστηρίου του Στρασβούργου), ∆ΣΑ, Αθήνα, σελ. 64 – 96.
1257
Βλ. με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό, το οποίο μεταφέρουμε εδώ (σε μετάφραση δική μας),
Teixeira de Castro κατά Πορτογαλίας, (αριθμ. προσφυγής 25829/94), Απόφαση της Ολομέλειας
της 9ης Ιουνίου 1998, σκέψη υπ’ αριθμ. 36, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής
59696/00), Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006, σκέψη υπ’ αριθμ. 129,
Ramanauskas κατά Λιθουανίας, (αριθμ. προσφυγής 74420/01), Απόφαση της Ολομέλειας της 5ης
Φεβρουαρίου 2008, σκέψη υπ’ αριθμ. 53 και Bannikova κατά Ρωσίας, (αριθμ. Προσφυγής
18757/06), Απόφαση του 1ου Τμήματος της 4ης Νοεμβρίου 2010, σκέψη υπ’ αριθμ. 33.
1258
Messina κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 25498/94), Απόφαση του 2ου Τμήματος της 28ης
Σεπτεμβρίου 2000, σκέψεις υπ’ αριθμ. 66 και 67 (σε μετάφραση δική μας).
329

να αποκόπτει τους δεσμούς μεταξύ των κρατουμένων και του προηγούμενου


εγκληματικού τους περιβάλλοντος, ούτως ώστε να μειωθεί η διακινδύνευση να
διατηρήσουν επαφές με τις εγκληματικές οργανώσεις. Σημειώνει, ιδίως, όπως
υπογράμμισε η Κυβέρνηση, ότι πριν την εισαγωγή του ειδικού καθεστώτος
κράτησης τα φυλακισμένα μέλη της Mafia μπορούσαν να διατηρούν τις θέσεις
τους στο πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης, να ανταλλάσσουν πληροφορίες
με άλλους κρατούμενους και με τον έξω κόσμο και να οργανώνουν και να
προαγάγουν την τέλεση σοβαρών αδικημάτων τόσο μέσα, όσο και έξω από τις
φυλακές τους. Υπό αυτή την έννοια, το ∆ικαστήριο λαμβάνει υπόψη την
ιδιάζουσα φύση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, ιδιαίτερα των
οργανώσεων τύπου Mafia, στο οποίο οι οικογενειακές σχέσεις συχνά έχουν
κομβική σημασία. Επιπροσθέτως, πολλά Κράτη-μέλη της Σύμβασης διαθέτουν
καθεστώτα υψηλής ασφαλείας για επικίνδυνους κρατούμενους. Τα καθεστώτα
αυτά βασίζονται, επίσης, στο διαχωρισμό από την κοινότητα της φυλακής και
συνοδεύονται από αυστηρότερη επιτήρηση. Υπό αυτή την έννοια, το ∆ικαστήριο
θεωρεί ότι το Ιταλικό νομοθετικό σώμα θα μπορούσε εύλογα να θεωρήσει,
δεδομένων των κρίσιμων περιστάσεων υπό τις οποίες διεξάγονται οι έρευνες για
τη Mafia από τις Ιταλικές αρχές, ότι τα μέτρα για τα οποία παραπονείται (σ.μ. ο
προσφεύγων) ήταν απαραίτητα προκειμένου να επιτευχθεί ο νόμιμος σκοπός».
Περαιτέρω, σε σχέση με τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και
εξευτελιστική μεταχείριση, κατά πάγια νομολογία, το Ε∆∆Α θεωρεί ότι: «το άρθρο
3 διαφυλάττει μια από τις πιο θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών.
Ακόμη και στις πιο δύσκολες περιστάσεις, όπως είναι η καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η Σύμβαση απαγορεύει με
απόλυτους όρους τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική
μεταχείριση ή τιμωρία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ουσιώδεις διατάξεις της
Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων υπ’ αριθμ. 1 και 4, το άρθρο 3 δεν περιέχει
καμιά πρόβλεψη για εξαιρέσεις και καμιά απομείωση της ισχύος του δεν είναι
δυνατή σύμφωνα με το άρθρο 15 § 2, ακόμη και σε περίπτωση δημόσιας
έκτακτης ανάγκης που επαπειλεί τη ζωή ενός έθνους. Η Σύμβαση απαγορεύει με
απόλυτους όρους τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική
μεταχείριση ή τιμωρία, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του θύματος. Η φύση
330

του αδικήματος που φέρεται ότι τελέστηκε από τον προσφεύγοντα ήταν κατά
συνέπεια, άσχετο με τους σκοπούς του άρθρου 3»1259.
Όπως είδαμε παραπάνω, οι επεξεργασίες του Ε∆∆Α χαράσσουν
δημοκρατικές «κόκκινες γραμμές» πέραν των οποίων καμιά σκοπιμότητα δεν
μπορεί να γίνει δεκτή. Η ουσία της δημοκρατίας έγκειται στο σεβασμό των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ακόμα και των τρομοκρατών και των
οργανωμένων εγκληματιών. Αν αυτή η θέση δεν επικρατήσει και στην
καθημερινή διωκτική πρακτική, ο αγώνας, όποια και αν είναι η σημαία κάτω από
την οποία διεξάγεται, θα είναι μάταιος.

Ενότητα 3. Λοιπές πρωτοβουλίες σε περιφερειακό επίπεδο

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των πρωτοβουλιών για την


αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οφείλουμε
να αναφερθούμε και στη «Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία
Συνεργασίας» (Southeast European Cooperative Initiative – SECI)1260 για την
πρόληψη και την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, καθώς και στο
Περιφερειακό Κέντρο για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος1261

1259
Βλ. (σε μετάφραση δική μας) Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση
της Ολομέλειας της 6ης Απριλίου 2000, σκέψη υπ’ αριθμ.119, Assenov κλπ κατά Βουλγαρίας,
(αριθμ. υπόθεσης 90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998,
σκέψη υπ’ αριθμ. 93 και Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94), Απόφαση της
Ολομέλειας της 28ης Ιουλίου 1999, σκέψεις υπ’ αριθμ. 95 και 96. Ειδικά για την τρομοκρατία, με το
ίδιο σκεπτικό, βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση
της Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, σκέψεις υπ’ αριθμ. 79 και 80 και A. κλπ κατά
Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της Ολομέλειας της 19ης
Φεβρουαρίου 2009, σκέψη υπ’ αριθμ. 126. Ειδικά για το ζήτημα της έκδοσης, με όμοιο σκεπτικό,
βλ., Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 14038/88), Απόφαση της Ολομέλειας
της 7ης Ιουλίου 1989, ιδίως σκέψεις υπ’ αριθμ. 87 και 88.
1260
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την SECI βλ. την ιστοσελίδα:
http://www.unece.org/seci/.
1261
Η έννοια του διασυνοριακού εγκλήματος δεν είναι εντελώς σαφής. Σημαίνει προφανώς, μέσω
της γραμματικής προσέγγισής του, μια εγκληματική πράξη που τελείται κατά μήκος των συνόρων
των Κρατών και στην τέλεσή του εμπλέκονται χωρικά τουλάχιστον δύο όμορες έννομες τάξεις,
εντούτοις. στα διάφορα διεθνή κείμενα που εμπεριέχουν το συγκεκριμένο όρο, αυτός εμφανίζεται
με διττό περιεχόμενο σημαίνοντας άλλοτε μια «έννοια γένους», η οποία συμπεριλαμβάνει
διάφορες υποκατηγορίες και άλλοτε μια «έννοια είδους», ως υποκατηγορία δηλαδή είτε του εν
γένει «εγκλήματος» είτε του «οργανωμένου εγκλήματος» είτε ακόμη και αυτού τούτου του
«διασυνοριακού εγκλήματος». Βλ. για τη σχετική προβληματική αναλυτικά Στέφανου Παύλου, Το
διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την
αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 777 – 778. Βλ. επίσης, Αριστοτέλη
Χαραλαμπάκη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του διασυνοριακού
εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 97, ο οποίος διερωτάται αν υπάρχει πράγματι
κάποια ξεχωριστή κατηγορία αξιοποίνων πράξεων, που να μπορεί να περιγραφεί με τον όρο
331

(SECI CENTER), που κατά τρόπο άμεσο αφορούν και την Ελλάδα. Η
«Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Συνεργασίας» αποτελεί την πρώτη
σημαντική οργανωμένη πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του διασυνοριακού,
αλλά και του οργανωμένου εγκλήματος, στον ευαίσθητο χώρο της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης1262. Η συμφωνία αυτή υπεγράφη στις 26 Μαΐου 1999
στο Βουκουρέστι1263 και μέλη της είναι η Ελλάδα1264, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η
Μολδαβία, η Ουγγαρία, η ΠΓ∆Μ, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το
Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Σλοβενία η Αλβανία και η Τουρκία. Αφετηρία αυτής της
πρωτοβουλίας υπήρξε η κοινή επιθυμία για την προστασία του νομίμου εμπορίου
από τις επιπτώσεις του διασυνοριακού και του οργανωμένου εγκλήματος. Οι
χώρες SECI1265, κατά τα πρότυπα της Europol και της Interpol, ανταλλάσσουν
πληροφορίες για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην πρόληψη, την
έρευνα, την αναζήτηση και τη δίωξη των διασυνοριακών εγκλημάτων, ενώ,
συνεργάζονται άμεσα με την Interpol, τη Europol, την Οικονομική Επιτροπή για
την Ευρώπη του ΟΗΕ (UNECE), με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον

«διασυνοριακό έγκλημα», καθώς όλα σχεδόν τα εγκλήματα θα μπορούσαν να έχουν και έναν
«διασυνοριακό» τρόπο τέλεσης
1262
Βλ. συνοπτικά, Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 231 – 235.
1263
Στο άρθρο 1 εδ. β’ της Συμφωνίας του Βουκουρεστίου γίνεται μια απόπειρα ορισμού της
έννοιας του «διασυνοριακού εγκλήματος». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο όρος «διασυνοριακό
έγκλημα» αφορά όλες τις παραβάσεις ή τις απόπειρες παράβασης των εθνικών νόμων και
κανονισμών, οι οποίες έχουν ως σκοπό την οργάνωση, διεύθυνση, βοήθεια ή διευκόλυνση
διεθνών εγκληματικών δραστηριοτήτων. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χαραλαμπάκης, «είναι
προφανές, ότι και ο ορισμός αυτός ελάχιστα διευκολύνει στον προσδιορισμό της έννοιας του
“διασυνοριακού εγκλήματος”, διότι ουσιαστικά υποκαθιστά αυτήν με μία επίσης σχετικά αόριστη
έννοια, την έννοια “διεθνείς εγκληματικές δραστηριότητες”». Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη,
Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος από το
Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 97.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις νομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτή τη
Συμφωνία και το πεδίο συνεργασίας μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν, βλ. Στέφανου Παύλου,
Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την
αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, όπ.παρ., σελ. 777 – 778.
1264
Στην Ελλάδα η συμφωνία αυτή και ο καταστατικός χάρτης οργάνωσης και λειτουργίας του
Περιφερειακού Κέντρου της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
κυρώθηκαν με το Ν. 2865/2000 (ΦΕΚ Α’ 271 της 19-12-2000). Βλ. επίσης την Εισηγητική Έκθεση
του Ν. 2865/2000, ΚΝοΒ, 2000, σελ. 2703 επ. Σχετικοί με την καταπολέμηση του προβλήματος
της διασυνοριακής εγκληματικότητας, εξάλλου, είναι ο Ν. 2622/1998 για τις Υπηρεσίες
Συνοριακής Φύλαξης και το Π∆ 310/17-9-1998 για την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία
Κεντρικής και Περιφερειακών Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης του Υπουργείου ∆ημόσιας Τάξης.
1265
Σε επίπεδο λειτουργίας, κάθε κράτος μέλος ορίζει μία εθνική αρχή, για να διαβιβάζει και να
δέχεται αιτήματα και να μεταδίδει τις λεπτομέρειες της επαφής, μέσω της γραμματείας του
Κέντρου SECI, το οποίο είναι εγκατεστημένο στο Βουκουρέστι και λειτουργεί σύμφωνα με
καταστατικό χάρτη, ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τα μέρη και έχει ενσωματωθεί στη συμφωνία. Η
δραστηριότητα του Κέντρου SECI, συντονίζεται από την Κοινή Επιτροπή Συνεργασίας, που
αποτελεί το ανώτατο θεσμικό όργανο, είναι εγκατεστημένη στο Βουκουρέστι και αποτελείται από
εκπροσώπους των αρχών, που έχουν καθορίσει τα Κράτη μέλη ενώ ως μόνιμοι σύμβουλοι
υπηρετούν και από ένας εκπρόσωπος της Interpol και του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων.
332

Έλεγχο των Ναρκωτικών και για την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) και με
τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τελωνείων (WCO).
Ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2001, που το Κέντρο SECI ανέλαβε
αρμοδιότητες, έχουν συσταθεί ομάδες εργασίας για την αντιμετώπιση των
περιβαλλοντικών εγκλημάτων, του οικονομικού εγκλήματος και των εγκλημάτων
με υπολογιστές, της λαθρεμπορίας, της απάτης, της κλοπής οχημάτων, της
διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και όπλων, της εμπορίας ανθρώπων και της
τρομοκρατίας1266.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο: Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος σε Εθνικό


επίπεδο

Όπως έχει γίνει ήδη κατανοητό, η εισαγωγή ειδικών νομοθεσιών για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά
ενέχει, όπως και το ίδιο το οργανωμένο έγκλημα, μια ιστορικότητα. Πιστεύουμε
ακράδαντα ότι δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί πλήρως το ισχύον πλέγμα
διατάξεων κατά του οργανωμένου εγκλήματος αν αποκοπεί πρώτον, από το
διεθνές πλαίσιό του και δεύτερον, από τις ιστορικές του ρίζες.
Στο διεθνές πλαίσιο έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς στα δύο προηγούμενα
Κεφάλαια. Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα αφιερώσουμε την πρώτη Ενότητα
στο ιστορικό παρελθόν της ελληνικής νομοθεσίας για το οργανωμένο έγκλημα και
θα επανερχόμαστε στο παρελθόν, όπου κρίνεται σκόπιμο και στις επόμενες
Ενότητες με την αντιπαραβολή της ισχύουσας σε σχέση με την προϊσχύσασα
ρύθμιση.
Στη δεύτερη και τρίτη Ενότητα θα εξετάσουμε αναλυτικά την ισχύουσα
ελληνική νομοθεσία αναφορικά με την τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης
και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, τις θέσεις που
έχει λάβει η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Το πλαίσιο των διατάξεων
αυτών είναι τόσο εκτεταμένο και δύσκολα προσεγγίσιμο ερμηνευτικά, που, στην
πράξη αποδείχθηκε, ότι ήταν εντελώς αδύνατο να παρουσιαστεί απλά και μόνο
περιγραφικά. Εξάλλου, από την εκτεταμένη έρευνά μας στις σχετικές
επιστημονικές μελέτες διαπιστώθηκε κάποιο κενό, καθώς, με κάποιες εξαιρέσεις,

1266
Βλ. αναλυτικά, http://www.secicenter.org/p129/Brief_history
333

δεν υπάρχει συστηματική ερμηνεία όλων των σχετικών διατάξεων. Ασφαλώς, η


ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων ουσιαστικού ποινικού και ποινικού
δικονομικού χαρακτήρα που θα επιχειρήσουμε στις επόμενες ενότητες, οι οποίες
ενέχουν ταυτόχρονα όλα τα προβλήματα του Γενικού και του Ειδικού Μέρους του
Ποινικού Κώδικα, θα επιχειρηθεί στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής,
οπότε λογικό και αναμενόμενο είναι να μην είναι πλήρης, αν εξεταστεί υπό το
πρίσμα της δογματικής ποινικής και δικονομικής ανάλυσης.
Εξάλλου, όπως είδαμε και στο Πρώτο Μέρος, έχει γίνει ιδεολογικά ανεκτή
και πρακτικά αποδεκτή η άποψη ότι για να παταχθεί το οργανωμένο έγκλημα
πρέπει να υπάρξει και αντιστοιχία όπλων πολιτείας και εγκλήματος, με
αποτέλεσμα ο χώρος καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος να εξελίσσεται
σε ένα πεδίο εξαιρέσεων από τα εγγυητικώς παραδεδεγμένα και να καθίσταται
χώρος πειραματισμού σε επίπεδο νέων κατασταλτικών μεθόδων και εφαρμογών,
οι οποίες τείνουν να διευρύνουν τις αστυνομικές αρμοδιότητες σε «προστάδια»
του εγκλήματος και να επεκτείνουν γενικώς τους προληπτικούς ελέγχους για την
αποτροπή της βαριάς εγκληματικότητας1267.
∆εδομένου, λοιπόν, του σχετικού κενού, αλλά και της θέσης μας ότι η
ερμηνεία και η θεωρητική οριοθέτηση των διατάξεων αυτών συνάπτεται άμεσα με
την προάσπιση της δημοκρατίας και των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων,
στη δεύτερη και τρίτη Ενότητα, δεν θα παρουσιάσουμε απλώς τις διατάξεις και τις
θέσεις που έχει λάβει σχετικά η ελληνική θεωρία και νομολογία, αλλά θα
επιχειρήσουμε να συμβάλλουμε και εμείς, με τους περιορισμούς που εκθέσαμε
ανωτέρω, στην κριτική ερμηνεία τους.
Στη συνέχεια, στην τέταρτη Ενότητα θα δούμε αναλυτικά τις προϋποθέσεις
και τους όρους ενεργοποίησης, τόσο των μέτρων «επιείκειας» προς τους
«μετανοούντες» που παρέχουν στις αρχές κρίσιμες πληροφορίες για τη δράση
συγκεκριμένων εγκληματικών οργανώσεων, όσο και των μέτρων προστασίας
των μαρτύρων, καθώς και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τη δίωξη και
τιμωρία των σχετικών πράξεων.
Η πέμπτη Ενότητα, τέλος, είναι αφιερωμένη στις δικονομικές διατάξεις που
εφαρμόζονται ειδικά στην περίπτωση δίωξης εγκληματικών οργανώσεων, όπως

1267
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
100.
334

είναι, ιδίως, η εφαρμογή των ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθ. 253Α ΚΠ∆
και η εξέταση DNA, που προβλέπεται από το άρθ. 200Α ΚΠ∆.

Ενότητα 1. Ιστορική αναδρομή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας

Η εισαγωγή ειδικών νομοθεσιών για την καταπολέμηση του οργανωμένου


εγκλήματος στη χώρα μας χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια της νεοσύστατης
Ελληνικής Βασιλευομένης ∆ημοκρατίας και μπορεί να εντοπιστεί κατά το έτος
1871 όταν εισήχθη ο Ν. ΤΟ∆’/1871 «περί καταδιώξεως της ληστείας». Οι σχετικοί
ειδικοί ποινικοί νόμοι που εισήχθησαν στη συνέχεια, είναι ο Ν. 774/19781268 και ο
Ν. 1916/19901269. Θα πρέπει, εξυπαρχής, να τονισθεί, ότι τόσο ο Ν. 774/19781270,
που αφορούσε την προστασία του πολιτεύματος και την τρομοκρατία, όσο και ο
Ν. 1916/1990, που καταπολεμούσε μόνο την τρομοκρατία1271, κάτω από τον

1268
Ο Ν. 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού
πολιτεύματος», καταργήθηκε με το Ν. 1366/1983 χωρίς να έχει συμβάλει πρακτικά στην
εξάρθρωση τρομοκρατικών οργανώσεων. Μετά την κατάργησή του εκδόθηκαν δύο αποφάσεις
του Αρείου Πάγου, που κλήθηκαν να επιλύσουν το ζήτημα του ανέγκλητου ή όχι των αξιοποίνων
πράξεων, που προβλέπονταν από το Ν. 774/1978. Η ΑΠ 1390/1984, η οποία, με αντίθετη
μειοψηφία, κατέληξε στο ότι «δεν κατέστησαν ανέγκλητες οι πράξεις που αναφέρονται στο Ν.
774/1978, αφού εξακολουθούν να τιμωρούνται ποινικά» και η ΑΠ 442/1984, η οποία έκρινε ότι
«το ανέγκλητο της πράξεως δεν κρίνεται σε συσχετισμό με την ποινική διάταξη που
εφαρμόσθηκε, αλλά σε συσχετισμό με το αν η πράξη ως γεγονός δεν επικαλύπτεται από άλλες
διατάξεις που φαινομενικά συνέρρεαν με την εφαρμοσθείσα και ύστερον καταργηθείσα διάταξη
και που είχαν απωθηθεί από αυτών δι’ απορροφήσεως. Οι πράξεις που τιμωρούσε ο Ν.
774/1978 επικαλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 187 §§ 1 και 5 ΠΚ». Βλ. ΑΠ 1390/1984,
ΝοΒ, 1984, σελ. 1783 και ΑΠ 442/1984, ΝοΒ, 1984, σελ. 1065. Ομοίως επίσης οι ΑΠ 2045/1984,
ΠοινΧρ, 1985, σελ. 646, ΑΠ ολομ. 643/1985, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 894, όπου δημοσιεύεται η
αντίθετη αγόρευση του Κ. Φαφούτη και τη συναφή ΑΠ 268/1961, ΠοινΧρ, 1961, σελ. 568, όπου
δημοσιεύεται και η αγόρευση του Β. Σακελλαρίου.
1269
Ο Ν. 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα»
καταργήθηκε και αυτός σε σύντομο χρονικό διάστημα, 3 χρόνια μετά τη θέσπιση του, με το Ν.
2172/1993 χωρίς, επίσης, να έχει συμβάλει στην εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων,
ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε και ιδιαίτερα περιορισμένη νομολογιακή εφαρμογή. Για μια
κριτική ανάλυση του Ν. 1916/1990, βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Ο Ν. 1916/1990
ως περίπτωση συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1357 επ., ιδίως σελ. 1367 –
1371.
1270
Ο νόμος αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηπιότερος σε σχέση με τους αντίστοιχους
αντιτρομοκρατικούς νόμους της Γερμανίας και της Ιταλίας, από τους οποίους έλκει την καταγωγή
του. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Εισήγηση σε ημερίδα στο ∆ικηγορικό Σύλλογο Λάρισας στις 22-2-
2005, με τίτλο «Το Ποινικό ∆ίκαιο μπροστά στις προκλήσεις των νέων εξελίξεων», διαθέσιμη
ηλεκτρονικά, www.maxomenidikigoria.gr
1271
Για τις διάφορες απόψεις, που έχουν υποστηριχθεί αναφορικά με την αναγκαιότητα ή όχι
ύπαρξης ειδικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, βλ. αναλυτικά, Νικολάου Τσούλου, Τρομοκρατία
– Εγκληματολογικές και Νομοθετικές Προσεγγίσεις, Απόψεις, Εκφάνσεις του Φαινομένου,
Προβληματισμοί, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σελ. 107 – 124. Εξάλλου, η
αδυναμία εξάρθρωσης της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» εκτός από την έλλειψη επαρκούς νομοθετικού
πλαισίου, έχει αποδοθεί ακόμη στην άρτια οργανωτική της λειτουργία, αλλά και στην απροθυμία
της ελληνικής κοινής γνώμης να βοηθήσει στο έργο των διωκτικών αρχών. Βλ. σχετικά Νέστορα
Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος και δυνατότητες
335

ψευδεπίγραφο τίτλο του «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο


έγκλημα»1272, ουδεμία ουσιαστική σχέση είχαν με την καταπολέμηση του
φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος1273, αλλά για λόγους ιστορικής
συνοχής και συνέπειας της ανάλυσής μας θα αναφερθούμε τόσο στις διατάξεις
τους, όσο και σε κάποιες σχετικές χαρακτηριστικές δικαστικές αποφάσεις. Τέλος,
το νομικό πλαίσιο της προϊσχύουσας νομοθεσίας ενάντια στο οργανωμένο
έγκλημα ολοκληρώνεται, κυρίως, με τη διάταξη του προϊσχύοντος άρθ. 187 «περί
σύστασης και συμμορίας» του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Και
επικουρικά με τις ειδικές διατάξεις των άρθ. 135 §§ 2 και 4 ΠΚ, που τυποποιούν
τη συνωμοσία δύο ή περισσοτέρων ατόμων, που έχουν συναποφασίσει να
τελέσουν πράξη εσχάτης προδοσίας, 138 § 2 ΠΚ, για την επιβουλή της
ακεραιότητας της χώρας, 153 § 1 στοιχ. α’ ΠΚ, 186 ΠΚ, για την πρόκληση και
προσφορά για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, 272 § 4 ΠΚ, για την
ένωση δύο ή περισσοτέρων ατόμων για τη διάπραξη εγκλημάτων σχετικών με τις
εκρηκτικές ύλες1274, 374 εδ. δ’ ΠΚ, η οποία επαυξάνει το αξιόποινο της κλοπής

αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, όπ.παρ., σελ. 180. Σε σχέση με την απροθυμία των ελλήνων να
επικουρήσουν το έργο των διωκτικών αρχών, προκειμένου να εξαρθρωθεί η «17 Νοέμβρη»,
σύμφωνα με δημοσκόπηση του περιοδικού «Ένα», μόνο το 53,7% των ερωτηθέντων θα
καταγγέλλανε «σίγουρα» στην Αστυνομία κάτι που θα γνώριζαν για τα μέλη της «17 Νοέμβρη»
και 19,7% πιθανό θα το έπραττε («μάλλον ναι»). Μόλις το 43,9% των ερωτηθέντων, τέλος,
θεωρούσε ότι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες αυτής της οργάνωσης «αποτελούν σοβαρό
κίνδυνο για τη ∆ημοκρατία». Βλ. περιοδικό «Ένα», 14-7-1988, σελ. 24 – 28. Τέλος, για μια
αναλυτική καταγραφή των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ελλάδα κατά τα έτη 1975 – 1994, βλ.
Μαίρης Μπόση, Ελλάδα και Τρομοκρατία, Εθνικές και ∆ιεθνείς διαστάσεις, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 250 – 275 και 122 επ.
1272
Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος –
∆ιεθνής νομοθέτηση – Στάση της Ελληνικής Έννομης Τάξης, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 688 – 690.
1273
Σε γενικές γραμμές, εξάλλου, από την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετά, η αντιμετώπιση
του οργανωμένου εγκλήματος ήταν ανέκαθεν ταυτισμένη με την τρομοκρατία. Για μια συνοπτική
παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν τον Έλληνα νομοθέτη σ’ αυτή την επιλογή, βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 1 επ.
1274
Σημαντική σχετική απόφαση, που επιλύει το ζήτημα της σχέσης του άρθρου 272 § 4 και 187
ΠΚ είναι η ΣυμβΠλημΘεσ 751/1991, Υπερ, 1992, σελ. 351, που έκανε δεκτή την πρόταση του
Εισαγγελέα Α. ∆ημόπουλου, σύμφωνα με την οποία «η διάταξη του άρθρου 272 παρ. 4 ΠΚ, στην
οποία ανάγεται μια μορφή σύστασης σε αυτοτελές αδίκημα και δικαιολογημένα γίνεται λόγος για
ειδική μορφή του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, τιμωρεί το αυτό γεγονός κατά τρόπο διάφορο,
κατά τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Όπως όμως έχει νομολογηθεί τόσο
στο αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ, όσο και στο ειδικότερο άρθρο 272 παρ. 4 ΠΚ απαιτείται όλοι να
συμφωνούν να συμπράξουν στο έγκλημα, ανεξαρτήτως, αν τελικά θα το κάνουν. Η σύμπραξη
αυτή πρέπει να είναι οργανωμένη και όχι τυχαία. Πρέπει δηλαδή, να καθορισθεί από πριν ποιος
θα κάνει κάτι και πως θα το κάνει. Άλλωστε, χρησιμοποιώντας ο νομοθέτης στο άρθρο 272
παρ. 4 ΠΚ τον όρο "συναπόφαση" θέλει να δηλώσει ότι δεν αρκείται στη διαπίστωση της
σύμπτωσης των βουλήσεων, αλλά απαιτείται μια διαδικασία κοινής επεξεργασίας της προτάσεως
για διενέργεια εκρήξεως ή προπαρασκευαστικών της ενεργειών μιας κοινής παράλληλης
πορείας των συστασιαστών για την από κοινού διαμόρφωση του σχεδίου της εκρήξεως ή των
προπαρασκευαστικών πράξεών της, η οποία ολοκληρώνεται όταν οριστικοποιείται η κοινή
απόφαση για κοινή δράση».
336

που τελέσθηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράξουν
κλοπές ή ληστείες, ενώ σχετικές είναι και οι διατάξεις του Γενικού Μέρους για τη
συναυτουργία (άρθ. 45 ΠΚ) και την ηθική αυτουργία (άρθ. 46 § 1 περ. α’ ΠΚ).
Η ελληνική κοινωνία, όπως εκθέσαμε αναλυτικά στο Εισαγωγικό
Κεφάλαιο, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του σύγχρονου
ελληνικού κράτους κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ληστρικών
συμμοριών, που σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν κατάλοιπα του ίδιου του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά της οθωμανικής
αυτοκρατορίας και λυμαίνονταν την ύπαιθρο σε βαθμό που θα μπορούσαμε να
ομιλούμε ακόμη και για την ύπαρξη δυαδικής εξουσίας σε σχέση με την
προσπάθεια της Αντιβασιλείας, αλλά και του Καποδίστρια, για την εισαγωγή και
την εμπέδωση των θεσμών και της κεντρικής εξουσίας ενός σύγχρονου αστικού
κράτους. Σταδιακά, με την πάροδο των ετών, οι ληστοσυμμορίες, οι οποίες είχαν
έντονο προσωποπαγή χαρακτήρα, έχασαν τη σύνδεσή τους με την επανάσταση
και τη νομιμοποίηση στο συλλογικό υποσυνείδητο, που αυτός ο συμβολισμός
τους χάριζε, αλλά συνέχισαν για αρκετά χρόνια να αποτελούν μια de facto
εξουσία και μόνιμη εγκληματική απειλή στην ύπαιθρο και τα ορεινά τμήματα της
χώρας, λειτουργώντας αντιπαραθετικά με τις σύγχρονες τάσεις για αστικοποίηση.
Έτσι, κατέστησαν ένας αναχρονιστικός θεσμός, χωρίς ουσιαστικά ερείσματα
πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους και η κεντρική εξουσία
κλήθηκε επιτακτικά να τις αντιμετωπίσει.
Η επιλογή του Έλληνα ποινικού νομοθέτη ήταν να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα των εγκληματικών ληστρικών συμμοριών με την εισαγωγή ιδιαίτερα
αυστηρών ποινικών μέτρων. Η αντίδρασή του εκδηλώθηκε έντονα, καθώς το
πρόβλημα των ληστοσυμμοριών παρουσιαζόταν ιδιαίτερα οξυμένο και η
βούληση του Έλληνα ιστορικού νομοθέτη για πάταξη του φαινομένου
υλοποιήθηκε με το δρακόντειο Ν. ΤΟ∆’/1871 «περί καταδιώξεως της ληστείας», ο
οποίος ψηφίστηκε αμέσως μετά τη ληστεία στο ∆ήλεσι, με χρονική διάρκεια
ισχύος τέσσερα χρόνια, αλλά μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις ισχύος έφτασε
να ισχύει ακόμη και στις μέρες μας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αποτελεί
πλέον ένα άνευ λόγου ύπαρξης «νομοθετικό απολίθωμα»1275.

1275
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Μυλωνόπουλου, «στον ΠΚ εξακολουθούν να
υπάρχουν απαρχαιωμένες και εκτός κοινωνικής πραγματικότητος διατάξεις. Μερικές από αυτές,
όπως εκείνες για τη μονομαχία και οι διαλαμβανόμενες στο Ν. ΤΟ∆’/1871 κατά το μέτρο που
337

Ο νόμος αυτός, όπως σχεδόν αμέσως τροποποιήθηκε με το Ν. ΥΙΕ’/29


Μαΐου/1 Ιουνίου 1871 «περί τροποποιήσεως άρθρων τινών του περί
καταδιώξεως της ληστείας νόμου», προέβλεπε πολύ αυστηρές ποινές (θανατική
ποινή, ισόβια κάθειρξη) τόσο κατά των ληστών που δρούσαν οργανωμένοι σε
συμμορίες, όσο και κατά οποιουδήποτε τους παρείχε βοήθεια ή πληροφορίες.
Έτσι, το άρθ. 2 του ΤΟ∆’/1871 όριζε ότι εκτός από τις ποινές για το έγκλημα της
ληστείας, κάθε ένωση δύο ή περισσοτέρων ατόμων προς εκτέλεση ληστρικών
πράξεων, που παραλείφθηκαν χωρίς τη θέληση των δραστών, επιφέρει την
ποινή του θανάτου κατά του αρχηγού της ένωσης των επικηρυγμένων ληστών
και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης κατά των συμμοριτών. Οι τελευταίοι δε,
απαλλάσσονται από την ποινή, εάν πριν από κάθε ληστρική πράξη
αποχωρήσουν από την ένωση και συγχρόνως την καταγγείλουν. Εάν, όμως,
αποχωρήσουν χωρίς να καταγγείλουν την ένωση, τιμωρούνται με την ποινή της
απόπειρας των συμφωνημένων πράξεων. Σύμφωνα μάλιστα με την § 2 του άρθ.
2, σε περίπτωση προβολής ένοπλης αντίστασης εκ μέρους του ληστή, η τιμωρία
που προβλεπόταν ήταν θάνατος.
Ακόμη, απειλούσε και άλλα ιδιαίτερα επαχθή ποινικά μέτρα, τα οποία
διεύρυναν σε απίστευτο βαθμό τα όρια του αξιοποίνου εμπλέκοντας στο πεδίο
της ποινικής καταστολής και άτομα εντελώς άσχετα με την τέλεση ή τη
συμμετοχή σε συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις. Εξαιρετικά χαρακτηριστικό
είναι το άρθ. 21, που προέβλεπε την εκτόπιση «ανιόντων, κατιόντων, συζύγων,
πενθερών και συγγενών εκ πλαγίου μέχρι τετάρτου βαθμού εξ αίματος και
δευτέρου εξ αγχιστείας», δηλαδή προέβλεπε την εκτόπιση ακόμη και των πιο
μακρινών συγγενών των ληστών απλά και μόνο λόγω της συγγένειας! Ο Ν.
121/1914 αναδιατυπώνοντας το ως άνω άρθ. 21 του ΤΟ∆’/1871 επεξέτεινε το
μέτρο της εκτόπισης τόσο στους καταδικασθέντες, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 6,
και 7 του ΤΟ∆’, ως απλούς, δηλαδή, συνεργούς των ληστών, μετά την έκτιση της
ποινής τους, όσο και στους «εκ της διαγωγής αυτών υπόπτων εις την δημοσίαν
ασφάλειαν», ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη καταδικαστικής απόφασης!
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθ. 8, ο ΤΟ∆’/1871 στρατιωτικοποιούσε
ολόκληρη την κοινωνία και την καθιστούσε υπεύθυνη για την καταδίωξη και τη

αναφέρεται στη ληστεία αποτελούν απλώς αδρανή απολιθώματα, των οποίων η ύπαρξη δεν
βλάπτει, αφού δεν χρειάζεται να εφαρμοσθούν». Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ποινικός
Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, όπ.παρ., σελ. 9.
338

σύλληψη των ληστών, καθώς όριζε ότι όλοι οι άνδρες ηλικίας 20-50 ετών όφειλαν
να υπηρετούν, μετά από πρόσκληση του δημάρχου, κατ’ ανώτατον τρεις ημέρες
το μήνα, υπό τη διεύθυνση του «στρατιωτικού αποσπασματάρχου», στις
περιπολίες για την καταδίωξη της ληστείας.
Μια άλλη πλευρά του δρακόντειου αυτού νόμου ήταν η εισαγωγή
διατάξεων που παρείχαν ηθικές και υλικές ανταμοιβές για τους «καταδείκτες» των
ληστών. Τα άρθρα 12-14 όριζαν τον τρόπο που ελάμβανε με πάσα μυστικότητα
τη χρηματική του αμοιβή ο «καταδείκτης», αμοιβή που εξακολουθούσε να
δικαιούται, σύμφωνα με το άρθ. 17, ακόμη και αν ο ληστής «φονευόταν» εκτός
της ελληνικής επικράτειας και δη, στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το
άρθ. 15 προέβλεπε την ποινή της φυλάκισης για κάθε υπάλληλο, που θα
αποκάλυπτε την ταυτότητα του «καταδείκτη» χωρίς την συγκατάθεσή του, ενώ σε
περίπτωση τραυματισμού ή φόνου του «καταδείκτη» δικαιούνταν ανάλογης
συντάξεως αυτός ή η οικογένειά του, σύμφωνα με το άρθ. 20. Τέλος, σύμφωνα
με το άρθ. 16, ο «καταδείκτης» μπορούσε να διοριστεί για μια πενταετία είτε ως
εθνοφύλακας, αν από την «κατάδειξή» του προήλθε φόνος ή σύλληψη ενός
τουλάχιστον ληστή, είτε ως οδηγός με σχεδόν διπλάσιο μισθό, αν είχε προκύψει
φόνος ή σύλληψη περισσοτέρων ληστών ή ενός αρχιληστή.
Το άρθ. 25 του ΤΟ∆’ προέβλεπε την επιβολή της ποινής της «αστυνομικής
επιτήρησης» διάρκειας από 6 μήνες έως 1 χρόνο, με απόφαση του
πλημμελειοδικείου, μετά από καταγγελία ενός συμβουλίου «καταδιωκτικών
αρχών», κατά της οποίας δεν χωρούσε κανένα ένδικο μέσο, εκτός από την
ανακοπή, για τους «υπόπτους» λησταποδοχής (βλαχοποιμένες και σκηνίτες
κτηνοτρόφους) και για τους απλούς ποιμένες και τους αγροφύλακες, σε
περίπτωση που είχε γίνει κάποια ληστεία στην περιοχή τους και υπήρχαν
«βαρείες υπόνοιες για συνέργειά τους», χωρίς να απαιτείται, όμως, εκ του νόμου
οποιαδήποτε χειροπιαστή απόδειξη, αφού αρκούσαν οι υπόνοιες! Σύμφωνα
μάλιστα με τα άρθ. 9 και 10 τιμωρούνταν για «ολιγωρία» οι διοικητικοί,
δικαστικοί, στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι δήμαρχοι και οι
αστυνομικοί.
Τέλος, το άρθ. 31 του ΤΟ∆’, σε περίπτωση απόδρασης κάποιου ληστή,
καθιέρωνε την αντικειμενική ποινική ευθύνη, του φύλακα ή δεσμοφύλακά του,
καθώς και του επικεφαλή των στρατιωτικών αρχιφύλακα, που τιμωρούνταν, αν
339

δεν συνέτρεχε βαρύτερη ποινική ευθύνη τους, με την ποινή της φυλάκισης και
την αποβολή από την υπηρεσία τους.
Είναι αλήθεια ότι ο συγκεκριμένος νόμος, ο οποίος κατέφυγε στη βία, την
κατατρομοκράτηση, το δέλεαρ και τις εξοντωτικές ποινές, αντιγράφοντας τρόπον
τινά τις μεθόδους των εγκληματιών, αποδείχθηκε αποτελεσματικός στην
καταπολέμηση της ληστείας. ∆εν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε, όμως, ότι στην
καταπολέμηση της ληστείας συνέβαλαν εξίσου και η εξάπλωση του
σιδηροδρόμου, η κατασκευή εκτεταμένου οδικού δικτύου, ο τηλέγραφος και
γενικότερα η εμπέδωση στο συλλογικό υποσυνείδητο της κεντρικής πολιτικής
εξουσίας.
Πάντως, ο Ν. ΤΟ∆’/1871, που έβαλε ευθέως κατά του πυρήνα των
ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αν και είχε εισαχθεί, ως εξαιρετική ποινική
νομοθεσία, αφ’ ης στιγμής το ακροτελεύτιο άρθρο του όριζε την ισχύ του σε
τέσσερα χρόνια, διατηρήθηκε σε «διαθεσιμότητα» με το Ν. ΩΞΗ’/27 Νοεμβρίου/5
∆εκεμβρίου 1880 «περί καταδιώξεως της ληστείας», που έδινε την
εξουσιοδότηση στην εκτελεστική εξουσία να θέσει το Ν. ΤΟ∆’/1871
«προσωρινώς εις ενέργειαν». Περαιτέρω, με το Ν. 121/31 ∆εκεμβρίου 1913/2
Ιανουαρίου 1914 «περί επεκτάσεως εν ταις προσαρτωμέναις χώραις των νόμων
ΤΟ∆’ της 27 Φεβρουαρίου 1871, ΥΙΕ’ της 29 Μαΐου 1871 και ΩΞΗ’ της 27
Νοεμβρίου 1880 περί καταδιώξεως της ληστείας», η ισχύς του επεκτάθηκε και
στις νέες χώρες, ενώ διατηρήθηκε «άθικτος» και μετά την εισαγωγή του Ποινικού
Κώδικα, σύμφωνα με το άρθ. 471 περ. 1 ΠΚ, παρά το γεγονός ότι η ελληνική
πραγματικότητα, πολιτική, κοινωνική και νομική, του 1950 δεν δικαιολογούσε τη
μακροημέρευση ενός νόμου με αναμφίβολα αντισυνταγματικές και επικίνδυνες
νομικά και πολιτικά διατάξεις, όπως ο Ν. ΤΟ∆’/1871!
Η επικράτηση του φρονηματικού στοιχείου, ως όρου καταστολής, έναντι
της υλικής, απτής πραγματικότητας ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της διάταξης του
άρθ. 1 του Ν. 774/1978 για την «κατάρτιση τρομοκρατικής ομάδας»1276, το οποίο

1276
Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα τη σχετική διάταξη του
δυτικογερμανικού ποινικού κώδικα του 1976, εντούτοις έθεσε ως πρόσθετο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης των ειδικών μορφών συνωμοσίας κατά δημοκρατικού πολιτεύματος,
την έννοια της «τρομοκρατικής ομάδας». Σύμφωνα με τους Σπύρο Τρωιάνο / Αγλαΐα Λουλά,
Τρομοκρατία – Ένα εννοιολογικό περίγραμμα, στο Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί
Ορίζοντες – Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1991, σελ. 106, «Από πολλούς θεωρήθηκε (κι ίσως δίκαια) ότι η προσθήκη αυτή έγινε σκόπιμα
για την επίταση της εκφοβιστικής ενέργειας του νόμου».
340

αρκείτο στη διακινδύνευση για την κατάγνωση ποινικής τιμωρίας, ενώ η τέλεση
κάποιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο πράξεις έπαιζε μονάχα δευτερεύοντα
ρόλο, ως στοιχείο επίτασης της ποινής. Περαιτέρω, και οι προπαρασκευαστικές
πράξεις, οι οποίες σε γενικές γραμμές παραμένουν ατιμώρητες στο χώρο του
ποινικού δικαίου, τυποποιούνταν και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος.
Ποινικοποιούνταν ακόμη, όχι μόνο η «κατάρτιση» τρομοκρατικής ομάδας, αλλά
και η απλή συμμετοχή σ’ αυτή, ενώ προβλεπόταν το ίδιο πλαίσιο ποινής και για
τις δύο αυτές διαφορετικής βαρύτητας πράξεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το άρθ. 1 § 3 Ν. 774/1978, για
τη συγκρότηση τρομοκρατικής «ομάδας»1277, ήταν δυνατή και η σύμπραξη δύο
μόνο ατόμων, με άμεση συνέπεια να είναι δυνατό να υπαχθεί στην έννοια της
«ομάδας» κάθε μορφής συναυτουργία1278. Περαιτέρω, ως «τρομοκρατική»,
σύμφωνα με την περιγραφή του άρθ. 1 § 1, μπορούσε να χαρακτηριστεί τόσο η
ομάδα που διέπραττε κάποια από απαριθμούμενα στη διάταξη εγκλήματα, με
σκοπό την τρομοκράτηση των πολιτών και τον εκβιασμό των κρατικών οργάνων,
όσο και, με μια κατά γράμμα ερμηνεία του νόμου, εκείνη που χρησιμοποιούσε με
οποιονδήποτε τρόπο εκρηκτικές ύλες, εφόσον η χρήση τους έθετε σε κίνδυνο
πρόσωπα1279.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλειψη προσδιορισμού και περιορισμού
του όρου «συμμετοχή» στην ενεργητική συμμετοχή, σε συνδυασμό με τον ορισμό
της «ομάδας» ως σύμπραξης και δύο μόνο προσώπων, είχε ως αποτέλεσμα την
εφαρμογή του Ν. 774/1978 σε αναρχικούς διαδηλωτές και περιστασιακούς
χρήστες αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών μικρής εμβέλειας1280.

1277
Σύμφωνα με το Μανωλεδάκη «η κατάρτιση ομάδας σημαίνει στενό και ειδικά προσδιορισμένο
δεσμό προσώπων με αυστηρά προσδιορισμένο αριθμό και προϋποθέσεις συμμετοχής και,
πάντως, οπωσδήποτε ελεγχόμενη συμμετοχή. Η ομάδα εμφανίζεται κοινωνιολογικά ως ένα
πρόσωπο με απόλυτη ενότητα σκοπών και δράσεως». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες για
εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο (1978 – 2004), (στ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 359.
1278
Ibid, σελ. 2.
1279
O Μανωλεδάκης αναφέρει σχετικά ως δυνάμενη να υπαχθεί στην έννοια της «τρομοκρατικής
ομάδας» του άρθρου 1 του Ν. 774/1978, την περίπτωση που δύο συναυτουργοί αποστέλλουν σε
κάποιον εχθρό τους παγιδευμένο δέμα με εκρηκτικό μηχανισμό, για να τον σκοτώσουν, ακόμη και
αν ο αποδέκτης του δέματος ήταν απλός ιδιώτης, που δεν είχε καμιά σχέση με οποιαδήποτε
πολιτική ή άλλη δημόσια δραστηριότητα και το έγκλημα είχε ερωτικά ή οικονομικά ανταγωνιστικά
κίνητρα. Ibid.
1280
Ibid, σελ. 3.
341

Ο Μαγκάκης1281 μάλιστα, είχε υποστηρίξει την άποψη ότι η αοριστία του


νόμου αναφορικά με την «τρομοκρατία» ερχόταν σε άμεση και ευθεία αντίθεση με
τη διάταξη του άρθ. 7 § 1 Σ καθιστώντας τον αντισυνταγματικό. Σε περίπτωση δε,
που δεν γινόταν δεκτή η λόγω της αοριστίας αντισυνταγματικότητα του νόμου, ο
Μαγκάκης, στηριζόμενος στον τίτλο του νόμου «περί καταστολής της
τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», πρότεινε την
εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 774/1978 όχι σε κάθε μορφή τρομοκρατικής
δράσης, αλλά μόνο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη τρομοκρατική
δράση στρέφεται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος και απειλεί να το
καταλύσει.
Η διάταξη του άρθ. 2 Ν. 774/1978 διεύρυνε έτι περαιτέρω τα όρια της
ποινικοποίησης, καθώς προέβλεπε την τυποποίηση των πράξεων «ατομικής
τρομοκρατίας», ενώ δεν απαιτούνταν η επέλευση ή η πραγματική δυνατότητα
επέλευσης του επιθυμητού από το δράστη σκοπού εξαναγκασμού της Αρχής σε
πράξη, παράλειψη ή ανοχή πράξεως, αλλά ολόκληρο το κατασταλτικό
οικοδόμημα στηριζόταν στο καθαρά εσωτερικό και φρονηματικό στοιχείο του
«σκοπού» επελεύσεως, καθιστώντας την διάταξη όχι μόνο προβληματική, αλλά
και επικίνδυνη.
Η διάταξη του άρθ. 3 Ν. 774/1978 τυποποιούσε την «παρασιώπηση και
υπόθαλψη».
Το άρθ. 4 Ν. 774/1978 για την πρόκληση και τον εγκωμιασμό
τρομοκρατικών πράξεων αποτέλεσε ένα από τα πιο αρνητικά σχολιασμένα
άρθρα του συγκεκριμένου νόμου στη σχετική δημόσια και επιστημονική συζήτηση
που εκτυλίχθηκε, ενώ επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις
δημοσιεύσεως προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων από τον τύπο.
Στο άρθ. 5 Ν. 774/1978 προβλέπονταν οι πάσης φύσεως διευκολύνσεις
και αμοιβές των συνεργατών των διωκτικών αρχών.

1281
Βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ερμηνεία του ν. 774/1978 «περί καταστολής της
τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», ΝοΒ, 1980, σελ. 1018 επ., ιδίως
σελ. 1020 – 1021. Ανάλογη άποψη έχει υποστηρίξει και ο Μανωλεδάκης, σύμφωνα με τον οποίο:
«Πέρα από τη δυσαρμονία του προς το Σύνταγμα, την ερμηνευτική σύγχυση και τις απαράδεκτες
ρυθμίσεις του ο “αντιτρομοκρατικός” αυτός νόμος συντηρεί την απορριπτέα ιδεολογία: ”κάθε
δυναμικός αντίπαλος της εξουσίας είναι τρομοκράτης”». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Τροποποιήσεις, μεταρρύθμιση και ιδεολογικός αποχρωματισμός του Ειδικού Μέρους του
Ποινικού Κώδικα, στο του ιδίου, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο (ε’ έκδοση), εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 48.
342

Η προσπάθεια ανεύρεσης πρόθυμων αρωγών στο διωκτικό έργο με


αντάλλαγμα είτε την προσωπική ατιμωρησία ή ευμενέστερη ποινική μεταχείριση,
είτε διάφορα υλικά οφέλη, έχει πολύ μεγάλη ιστορική διαδρομή, αρκεί να
θυμίσουμε τις σχετικές διατάξεις του Ν. ΤΟ∆’/1870, στις οποίες αναφερθήκαμε
ανωτέρω, σε τελική, όμως, ανάλυση δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η
«υποκινούμενη» αυτή συνεργασία βοηθά πράγματι στην αντιμετώπιση και την
εξάρθρωση των τρομοκρατικών ή εγκληματικών οργανώσεων ή απλά στην
επιβεβαίωση της αυθεντίας της εξουσίας και στην επίδειξη δύναμης από τους
κατασταλτικούς φορείς ενάντια σε «προκατασκευασμένους» ενόχους.
Στη συνέχεια, εισήχθη ο Ν. 1916/1990, η νομολογιακή εφαρμογή του
οποίου υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένη1282, ενώ η πλειοψηφία των αποφάσεων,

1282
Χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής του Ν. 1916/1990 αποτελεί το υπ’ αριθμ. 1285/1994
Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας που ασχολήθηκε με την περίπτωση της επίθεση
ενάντια σε μία διμοιρία των ΜΑΤ, που κινούνταν με ένα υπηρεσιακό λεωφορείο και δύο ΙΧΕ
αυτοκίνητα, στις 26-2-1992, στην περιοχή του Θησείου και τη στιγμή που σταμάτησαν την πορεία
τους λόγω κόκκινου φωτεινού σηματοδότη, εξερράγη τηλεκατευθυνόμενος εκρηκτικός
μηχανισμός, που ήταν τοποθετημένος στο σηματοδότη, με αποτέλεσμα, εκτός από τις υλικές
ζημίες, τον τραυματισμό δεκατριών αστυνομικών και ενός διερχόμενου πολίτη, για την οποία
ανέλαβε την ευθύνη ο «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ – Ε.Λ.Α.» και η σχετική υπ’ αριθμ.
449/1992 ∆ιάταξη του 9ου Ανακριτή Αθηνών, που ήρε την προσωρινή κράτηση του
κατηγορουμένου, που εκρατείτο ήδη για συμμετοχή στη συμπλοκή στα Σεπόλια, στις 20-11-1991,
για την οποία καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το νομικό
ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε το ΣυμβΕφΑθ 1285/1994, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 1058 επ., ήταν το
ζήτημα της κάλυψης του αξιοποίνου, μετά την κατάργηση του Ν. 1916/1990, από τη διάταξη του
άρθρου 187 ΠΚ, κάτι που καθιστούσε επιτρεπτή τη συγκεκριμένη μεταβολή της κατηγορίας. Το
σκεπτικό του δε, είναι χρωματισμένο από έντονα φρονηματικά στοιχεία και από την προσπάθεια
«προκατασκευής ενόχων», αφού συσχετίζει δύο εντελώς διαφορετικές πράξεις στις οποίες
φέρεται ότι συμμετείχε ο ίδιος κατηγορούμενος, χωρίς, όμως την ύπαρξη στιβαρών και
αδιαμφισβήτητων αποδεικτικών μέσων, που να ενδεικνύουν τη συμμετοχή του, πολλώ δε μάλλον
όταν τα περισσότερα από τα αποδεικτικά μέσα ήταν ενάντια σ’ αυτή (βλ. ιδίως το σκεπτικό του
Ανακριτή Αθηνών Χαριλάου Κλουκίνα στην υπ’ αριθμ. 449/1992 ∆ιάταξή του, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com, ενώ ενδιαφέρον είναι και το νομικό ζήτημα
για την έκταση της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 15 § 2 του Ν. 1916/1990). Ιδιαίτερα
χαρακτηριστική είναι η περικοπή του ΣυμβΕφΑθ 1285/1994 για τη σχέση μεταξύ των
τρομοκρατικών οργανώσεων, σύμφωνα με την οποία: «Πιθανολογείται επίσης βάσιμα από τις
προκηρύξεις και τις άλλες ανακοινώσεις, που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν ως τώρα, το ύφος και
τα επιχειρήματα, που κάθε φορά επικαλούνται, τη μεθοδολογία και τα μέσα που χρησιμοποιούν
ότι οι διάφορες τρομοκρατικές οργανώσεις, που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα, αποτελούνται από
τα ίδια πρόσωπα, τα οποία μετά από κάθε δολοφονική ή άλλη εγκληματική ενέργεια
παρουσιάζονται με διαφορετική ονομασία όπως: Ε.Ο. 17 ΝΟΕΜΒΡΗ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ
ΑΓΩΝΑΣ – Ε.Λ.Α., Ε.Ο. 1η ΜΑΗ, ΙΟΥΝΗΣ 78, ΑΝΤΙΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ κ.α., για να παραπλανούν και αποπροσανατολίζουν τις
διωκτικές αρχές και την κοινή γνώμη, δίνοντας παράλληλα την εντύπωση ότι πρόκειται περί
μεγάλου αριθμού τρομοΚρατών, που με τις προκηρύξεις και τις άλλες ανακοινώσεις τους
εμφανίζονται ως “κοινωνικοί αγωνιστές”, ενώ πρόκειται για έναν μικρό αριθμό αδίστακτων
κακοποιών».
Βλ. επίσης ΤρΠλημΑθ 49426/1991, ΝοΒ 1992, σελ. 337 και ΠεντΕφΠατρ 1,2,3,/1992, Υπερ 1993,
σελ. 128 επ.
343

που εκδόθηκαν σε σχέση με τις διατάξεις του, αφορούσε την οργανωμένη


εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην ελληνική επικράτεια1283.
Η διάταξη του άρθ. 1 Ν. 1916/19901284 ομοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με
την προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 1 Ν. 774/1978, αλλά καταβλήθηκε από το
νομοθέτη προσπάθεια νομοτεχνικά αρτιότερης διατύπωσής της ενώ, παράλληλα,
διευρύνθηκε και το πεδίο εφαρμογής της. Έτσι, σύμφωνα με το άρθ. 1 Ν.
1916/1990, για την παραδοχή ύπαρξης οργανωμένης τρομοκρατικής ή
εγκληματικής ομάδας, αρκούσε μεν η σύμπραξη δύο ατόμων, αλλά απαιτούνταν
να συντρέχει και ο σκοπός σωρευτικής ή κατ’ εξακολούθηση διάπραξης των
εγκλημάτων, που περιοριστικά αναφέρονταν στις περ. α’ έως και ι’ του ιδίου
άρθρου, απαιτούνταν δηλαδή επιπλέον και ο σκοπός «διαρκούς δράσης»1285.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η τελική διάπραξη ή μη των συγκεκριμένων
εγκλημάτων ενδιέφερε το ποινικό δικαστήριο μόνο ως προς το προβλεπόμενο
πλαίσιο ποινής, καθώς η τέλεση αποτελούσε στοιχείο επίτασης της ποινής, που
σε κάθε περίπτωση καταγιγνωσκόταν, ενώ το πλαίσιο ποινής επαυξανόταν από

1283
Βλ. ΑΠ 385/1998, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 991, ΑΠ 141/1996, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1587, ΑΠ
365/1994, ΝοΒ, 1994, σελ. 849, ΕφΑθ 89/1993, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 304, ΤριμΕφΚακΝαυπλ 568-
569/2003, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 292, ΕφΚακΑιγ 36/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com .
1284
Μετά την κατάργηση του Ν. 1916/1990 η ΑΠ 141/1996, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1587,
αντιμετώπισε ξανά το νομικό ζήτημα, που είχε ανακύψει και μετά την κατάργηση του
προϊσχύσαντος Ν. 774/1978, για το αν η τυποποιούμενη πράξη καθίσταται αυτοδικαίως μη
αξιόποινη μετά την κατάργηση του νόμου, που την προέβλεπε, το οποίο επέλυσε στην ίδια
κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, έκρινε: «Επειδή κατά το άρθρο 2 § 2 ΠΚ “αν μεταγενέστερος νόμος
χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και
τα ποινικά επακόλουθά της”. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, το μη αξιόποινο της
πράξεως δεν κρίνεται σε συσχετισμό με την ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά σε
συσχετισμό προς το αν η πράξη ως γεγονός δεν επικαλύπτεται από άλλες ποινικές διατάξεις, οι
οποίες φαινομενικώς, συνέρρεαν μετά της εφαρμοσθείσης και ύστερα καταργηθείσης διατάξεως
και οι οποίες είχαν απωθηθεί από αυτήν με απορρόφηση. Με την έννοια αυτή η πράξη είναι μη
αξιόποινη όχι όταν τιμωρείται ηπιότερα, αλλά όταν δεν τιμωρείται καθόλου, καθόσον είναι φανερό
ότι με τη θέσπιση της παραπάνω διατάξεως ο νομοθέτης απέβλεπε στην πράξη ως γεγονός και
στην με μεταγενέστερο νόμο κατάλυση του αξιοποίνου της εξ ολοκλήρου (από οποιαδήποτε
διάταξη), γιατί αλλιώς θα έμενε ανικανοποίητη η ποινική αξίωση της πολιτείας για επιβολή ποινής
σε πράξη που ήδη χαρακτηριζόταν ως έγκλημα από τις διατάξεις που απωθήθηκαν. Έτσι μόνη η
κατάργηση της εφαρμοσθείσης διατάξεως δεν καθιστά μη αξιόποινη την πράξη επί της οποίας
βασίστηκε η προγενέστερη καταδίκη». Κατά συνέπεια, το καταργηθέν άρθρο 1 του Ν. 1916/1990
επικαλύπτεται ποινικά από τη διάταξη του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, που απωθήθηκε με απορρόφηση.
1285
Η ΕφΑθ 1861/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com,
σε μια απόπειρα ερμηνείας των εννοιών της «οργάνωσης» και της «ομάδας», έκρινε ότι
«οργάνωση αποτελεί η κατάλληλη διάταξη ανθρώπων και μέσων ώστε να δημιουργηθεί ένα
σύνολο, το οποίο θα λειτουργεί κανονικά και αποτελεσματικά, για την κατ’ εξακολούθηση ή
σωρευτική τέλεση εγκλημάτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’- ι’ της παραγράφου 1 του
άρθρου 1 του Ν. 1916/1990», ενώ «ομάδα αποτελεί η ένωση ανθρώπων, που έστω χωρίς την
κατάλληλη διάταξη η οποία θα τους προσέδιδε το χαρακτηριστικό της οργάνωσης, έχουν κοινό
έργο ή σκοπό τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων».
344

κάθειρξη από 5 έως 20 χρόνια, σε ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, στην περ. γ’


εκτός από το σκοπό εξαναγκασμού της αρχής σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή
συμπεριλαμβανόταν και ο σκοπός παράνομης κατακράτησης προσώπων ως
ομήρων ή για την καταβολή λύτρων, δραστηριότητα που παραπέμπει στο
οργανωμένο έγκλημα, ή για τον εκφοβισμό του κοινού ενώ, στην περ. ζ’
προβλεπόταν ρητά και η παράνομη κατακράτηση προσώπων που ενασκούν
δημόσια εξουσία. Περαιτέρω, το ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης διευρυνόταν με
τις περιπτώσεις του εμπρησμού, της επιθέσεως ή διαρπαγής σε βάρος
αστυνομικών ή στρατιωτικών εγκαταστάσεων και της εμπορίας ή διακίνησης
ναρκωτικών ή μέσων χημικού ή βιολογικού πολέμου, που και πάλι ως
δραστηριότητες συνάδουν με τις επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος,
καθιστώντας εμφανή το σκοπό του νομοθέτη με ένα και μόνο νομοθέτημα να
ρυθμίσει ταυτόχρονα δύο διαφορετικά κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή, αφενός, το
οργανωμένο έγκλημα και αφετέρου, την τρομοκρατία. Προβλεπόταν, ακόμη, ρητά
ότι ο δημιουργός, αρχηγός ή ηθικός αυτουργός των οργανώσεων αυτών είτε
εμπλεκόταν στη διάπραξη κάποιου από τα προβλεπόμενα εγκλήματα είτε όχι,
τιμωρούνταν με την ανελαστική ποινή της ισόβιας κάθειρξης, διάταξη ιδιαίτερα
προβληματική, αν ληφθεί υπόψη ότι οργανωμένη εγκληματική ομάδα, υπό την
έννοια του συγκεκριμένου νόμου, μπορούσε να καταφαθεί και μόνο από τη
σύμπραξη δύο ατόμων.
Τέλος, ο νομοθέτης παρεμβαίνοντας και στο πεδίο της δικαστικής
επιμέτρησης της ποινής καθιέρωσε την υποχρεωτική πραγματική συρροή μεταξύ
των τετελεσμένων ή εν αποπείρα εγκλημάτων του ειδικού αυτού ποινικού νόμου
με τα αντίστοιχα προβλεπόμενα από το Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα
εγκλήματα, επιβάλλοντας με τον τρόπο αυτό, contra στις ισχύουσες στο ποινικό
δίκαιο αρχές, τη διπλή ποινική αξιολόγηση της ίδιας πράξης και δημιουργώντας
πραγματικό ρήγμα στην όλη φιλοσοφία και το λογικό οικοδόμημα του Ποινικού
∆ικαίου.
Η διάταξη του άρθ. 2 τυποποιούσε ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα,
καθώς προέβλεπε επτά διαφορετικούς τρόπους τέλεσης, ισοδύναμους μεταξύ
τους, που κυμαίνονταν από την απλή συνέργεια (φυλάσσει, αποκρύπτει) την
άμεση συνέργεια (παραδίδει, παραλαμβάνει, μεταφέρει) έως και την φυσική
αυτουργία (κατασκευάζει, προμηθεύεται) διαφόρων όπλων και πυρομαχικών, οι
οποίοι εξισώνονταν σε επίπεδο ποινικής αντιμετώπισης, ως διαφορετικές μορφές
345

τέλεσης της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, με αποτέλεσμα όλες οι εντελώς


διαφορετικές αυτές ανθρώπινες δράσεις να τιμωρούνται με το ίδιο πλαίσιο
ποινής, δηλαδή με κάθειρξη από 5 έως και 20 χρόνια. Θα πρέπει να σημειωθεί
συγκριτικά, ότι η προϊσχύουσα σχετική διάταξη του άρθ. 1 § 2 Ν. 774/1978
τυποποιούσε μόνο την προπαρασκευή κατάρτισης εγκληματικής ομάδας, ενώ το
προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ήταν ευμενέστερο, καθώς απειλούσε με κάθειρξη
από 5 έως 10 χρόνια.
Το άρθ. 4 Ν. 1916/19901286 ως στόχο είχε την ποινικοποίηση και των
πλέον απόμακρων σχέσεων ατόμων, που αν και δεν ήταν μέλη σχετίζονταν,
όμως, και διευκόλυναν με τη δράση τους την επίτευξη των στόχων των
εγκληματικών οργανώσεων.
Το άρθ. 6, μια διάταξη που προκάλεσε πλείστες αντιδράσεις και
εκτεταμένη δημόσια και επιστημονική συζήτηση1287, ποινικοποιούσε τη
δημοσίευση στον τύπο των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων. Οι
ΠλημΑθ 49426/1991 και ΠλημΛαρ 1074/19921288, που ασχολήθηκαν με το
ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθ. 6, το επέλυσαν στην ίδια κατεύθυνση
κρίνοντας ότι δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με τη διάταξη του άρθ. 14 §§ 1 και 2 Σ
για την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την απαγόρευση της λογοκρισίας, ούτε με
το άρθ. 10 § 2 ΕΣ∆Α, ούτε, τέλος, με τη διάταξη του άρθ. 7 § 1 εδ. α’ Σ, που
επενδύει με συνταγματική ισχύ την αρχή του Ποινικού ∆ικαίου “nullum crimen
nulla poena sine lege”.
Το άρθ. 8 Ν. 1916/1990 εισήγαγε μία διάταξη για την «προστασία των
δικαστικών λειτουργών και των μαρτύρων».
Το άρθ. 15 Ν. 1916/1990 προέβλεπε τον «αποκλεισμό των ευεργετικών
διατάξεων» για τους καταδικασθέντες σύμφωνα με τις διατάξεις του
1286
Η διάταξη αυτή ήταν εντελώς νέα σε σχέση με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς του Ν.
774/1978, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση της υπόθαλψης, που προβλεπόταν από το άρθρο 3
§ 4 και τυποποιούσε την «υποστήριξη και τη διευκόλυνση» των εγκληματικών οργανώσεων.
1287
Βλ. ενδεικτικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 6 του Ν. 1916/1990
εξαιτίας της νομοτεχνικής του μορφής, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 997 επ., Κωνσταντίνου Μπέη, Το
δικαίωμα πληροφόρησης και ο Ν. 1916/1990, ΥΠΕΡ 1991, σελ. 987 επ., Γιώργου
Παπαδημητρίου, Ζητήματα συνταγματικότητας του άρθρου 6 § 1 του Ν. 1916/1990, ΥΠΕΡ, 1991,
σελ. 1003 επ., τις μαρτυρικές καταθέσεις των καθηγητών ∆ημητρίου Τσάτσου, Νικολάου
Παρασκευόπουλου και Ευάγγελου Βενιζέλου στην περίφημη «δίκη των εκδοτών», ΥΠΕΡ, 1991,
σελ. 1009 επ. και Νικολάου Τσούλου, Τρομοκρατία – Εγκληματολογικές και Νομοθετικές
Προσεγγίσεις, όπ.παρ., σελ. 106 – 111, ιδίως σελ. 106 – 107, καθώς και τις εκεί παραπομπές
στην τότε σχετική αρθρογραφία στις εφημερίδες.
1288
Βλ. ΠλημΑθ 49426/1991, ΝοΒ, 1992, σελ. 337 επ. και ΠλημΛαρ 1074/1992, ΠοινΧρ, 1992,
σελ. 1221, όπου δημοσιεύεται και η πρόταση – αγόρευση του Αντιεισαγγελέως Σταμάτη
∆ασκαλόπουλου.
346

συγκεκριμένου νόμου. Ενώ, το άρθ. 17 Ν. 1916/1990 εισήγαγε κάποιες


ευεργετικές διατάξεις για τους δράστες που συνεργάζονταν με τις διωκτικές αρχές
και οι πληροφορίες που παρείχαν βοηθούσαν στην εξάρθρωση εγκληματικών
οργανώσεων1289.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή, οφείλουμε να
αναφερθούμε στην προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ1290. Το έγκλημα της
σύστασης τυποποιούνταν ήδη από τη θέσπιση του Ποινικού Κώδικα μαζί με το
έγκλημα της συμμορίας στο άρθ. 187 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν.∆.
861/1971 και το Ν. 1366/19831291 και προέβλεπε δύο τρόπους τέλεσης. Αφενός,
τη «σύσταση», που τελούνταν άμα τη συμφωνία δύο ή περισσοτέρων ατόμων να
τελέσουν ορισμένο κακούργημα, χωρίς να είναι απαραίτητο να καθοριστούν και
οι λεπτομέρειες για τη διάπραξή του και αφετέρου, τη «συμμορία», που
τελούνταν με την ένωση δύο ή περισσοτέρων ατόμων, με σκοπό τη διάπραξη
περισσοτέρων του ενός κακουργημάτων, που δεν είχαν, επίσης, ακόμη ειδικώς
καθοριστεί1292.
Προστατευόμενο έννομο αγαθό της προϊσχύουσας διάταξης του άρθ. 187
ΠΚ ήταν η «δημόσια τάξη». Οι περιγραφόμενες στο άρθ. 187 ΠΚ συμπεριφορές,
μάλιστα, είχαν αναχθεί νομοθετικά σε ιδιώνυμα εγκλήματα κατά της δημοσίας

1289
Η ΑΠ 385/1998, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 991, επιχείρησε να οριοθετήσει τους όρους εφαρμογής
των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 17 του Ν. 1916/1990 κρίνοντας ότι «δεν αρκεί για την
ευνοϊκή μεταχείριση του δράστη να έδωσε μόνο πληροφορίες στις αρχές για τα πρόσωπα ή την
οργανωτική δομή και τη δραστηριότητα της ομάδας στην οποία συμμετείχε και αποχώρησε, αλλά
απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, με τις πληροφορίες που έδωσε, είτε πριν είτε μετά την άσκηση
της ποινικής διώξεως εναντίον του, να συντέλεσε στην εξάρθρωση της ομάδας ή της
οργανώσεως και αν δεν έγινε η εξάρθρωση, να συνετέλεσε με τις πληροφορίες στη ματαίωση
σχεδιαζόμενης εγκληματικής πράξης. Είναι σαφές από τη διάταξη του νόμου ότι το αποτέλεσμα
αυτό απαιτείται και όταν οι πληροφορίες δίνονται από τον κατηγορούμενο μετά την άσκηση της
ποινικής διώξεως εναντίον του. ∆εν αρκεί δηλαδή να δώσει μόνο οποιεσδήποτε πληροφορίες,
αλλά πρέπει αυτές να είναι και αποτελεσματικές και να συντελέσουν στην εξάρθρωση της ομάδας
από την οποία πρέπει να αποχώρησε ο κατηγορούμενος ή να συνετέλεσαν τουλάχιστον στη
ματαίωση κάποιας σχεδιαζόμενης εγκληματικής ενέργειας».
1290
Για μια αν και συνοπτική ιδιαίτερα περιεκτική αναδρομή στην ιστορική καταγωγή της
«σύστασης και συμμορίας», βλ. Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και Συμμορία (Άρθρον
187 ΠΚ), Θεσσαλονίκη, χ.ό., 1978, σελ. 13 – 35.
1291
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το έγκλημα της σύστασης στο άρθρο 187 ΠΚ, μετά
την τροποποίησή του από το Ν. 2928/2001 (με αφορμή την ΑΠ 1401/2003), Ποιν∆ικ, 2004, σελ.
641.
1292
Η ΤριμΠλημΑθ 5279/1994, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 115 επ., έκρινε ότι η διάταξη για τη
«συμμορία» τυποποιεί ένα ιδιώνυμο αδίκημα, που τιμωρείται ανεξάρτητα από την τέλεση των
εγκληματικών πράξεων που συμφωνήθηκε να διαπραχθούν για την στοιχειοθέτηση της
πράξεως αυτής. Βλ. επίσης, σχετικά, τις ΑΠ 1768/1988 ΠοινΧρ, 1989, σελ. 582, ΑΠ 407/1977,
ΠοινΧρ, 1977, σελ. 763, ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρ. 1970, σελ. 442, ΕφΑθ 599/1994, ΠοινΧρ, 1994,
σελ. 226 και την ΑΠ 296/1999, για τη «δίκη των σατανιστών», που παραπέμφθηκαν εκτός των
άλλων και για παράβαση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1036 επ.
347

τάξεως, ως προπαρασκευαστικές πράξεις προσβολής άλλων εννόμων αγαθών,


ιδιαιτέρως μάλιστα όταν στόχος της ένωσης ήταν η εξακολουθητική τέλεση ενός
εγκλήματος σε χρόνο σαφώς διακριτό από το χρόνο της ίδιας της ένωσης1293, με
αποτέλεσμα, σε περίπτωση τέλεσης του σχεδιαζόμενου εγκλήματος, να υπάρχει
ετερότητα εννόμων αγαθών και να πρέπει να ισχύσουν οι κανόνες επιμέτρησης
της πραγματικής συρροής εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθ. 94 § 1 ΠΚ.
Όπως γίνεται φανερό από τη νομοτεχνική διατύπωση του συγκεκριμένου
άρθρου, για την πλήρωση και των δύο ανωτέρω μορφών εγκληματικής δράσης,
δεν ήταν αναγκαία, καθώς δεν αποτελούσε στοιχείο της αντικειμενικής τους
υπόστασης, η τέλεση του κακουργήματος ή των περισσοτέρων κακουργημάτων,
για τα οποία είχε γίνει η συμφωνία ή η ένωση1294. Ειδικά δε, στην περίπτωση της
«συμμορίας», τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα έπρεπε να είναι περισσότερα από ένα,
ενώ στη «σύσταση» αρκούσε το σχεδιαζόμενο έγκλημα να είναι και μόνο ένα
κακούργημα ή πλημμέλημα, το οποίο απειλούνταν με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους.
Η παράνομη πράξη, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθ. 187 ΠΚ,
διαρκούσε μέχρι τη στιγμή της διάλυσης ή της αποχώρησης από τη συμφωνία ή
την ένωση. Κατά συνέπεια, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκούσε η
σύσταση και η συμμορία ήταν δυνατή η προσχώρηση και νέων μελών και από τη

1293
Βλ. ad hoc, ΣυμβΠλημΛαρ 150/2005, ∆ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ, 2005, σελ. 393 – 404, το οποίο μεταξύ
άλλων έκρινε, ότι στην εξετασθείσα περίπτωση, οι κατηγορούμενοι είχαν ενωθεί με σκοπό τη
διάπραξη διαφόρων πλημμελημάτων, που η ποινική τους αντιμετώπιση, όμως, αυτοτελώς
ειδωμένη, δεν ήταν φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όπως απαιτεί το γράμμα της διάταξης του
παλαιού άρθρου 187 ΠΚ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ανήχθησαν σε κακουργηματικές
πράξεις βάσει «αξιολογικών εκτιμήσεων επί των όρων και των συνθηκών διαπράξεως του
εγκλήματος», καθώς είχαν αποφασίσει «τη διάπραξη εγκλημάτων (απάτη 386 § 1 ΠΚ, έκδοση
ακάλυπτης επιταγής, άρθρο 79 Ν. 5960/1933) ακαθόριστων κατ’ αριθμό βάσει εξακολουθητικής
(άρθρο 98 §§ 1 και 2 ΠΚ) και οργανωμένης (άρθρο 13 στ’ ΠΚ) συμπεριφοράς». Συνεχίζει δε στο
σκεπτικό του, τονίζοντας με ιδιαίτερη ενάργεια ότι: «Τα δύο αυτά στοιχεία, που προσέδωσαν στην
απάτη κακουργηματικό χαρακτήρα “προσυνεκτιμήθηκαν” νομοθετικά με την πρόβλεψη των
περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ, σε συνδυασμό και με την από
κοινού τέλεση της πράξης βάσει διαδοχικών ενεργειών ενός εκάστου εξ αυτών, που
καταδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένης ετοιμότητας για τη διάπραξη του εγκλήματος.
∆ιαφορετική θεώρηση των πραγμάτων ενέχει τον κίνδυνο κάθε μορφή συναυτουργίας στην
τέλεση κάποιου εγκλήματος, σε συνδυασμό με τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις να αποτελεί
ταυτόχρονα και σύσταση, παρ’ ότι ο σκοπός του νόμου είναι η προστασία του υπερατομικού
αγαθού της δημοσίας τάξεως από μια διαρκή και συσσωματωμένη εστία κινδύνου για την
κοινωνική ειρήνη. Για το λόγο αυτό, όταν το άρθρο 187 § 2 ΠΚ θέτει ως προϋπόθεση για το
αξιόποινο της ενώσεως για τη διάπραξη πλημμελημάτων την πρόβλεψη στο νόμο τιμωρίας για
αυτά με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, αυτονοήτως αναφέρεται στη βασική μορφή
των εγκλημάτων».
1294
Βλ. σχετικά, ΑΠ 1768/1988 ΠοινΧρ, 1989, σελ. 582 επ.
348

στιγμή της προσχωρήσεώς τους θεωρούνταν και για τα νέα μέλη τελεσθείσα η
οικεία εγκληματική πράξη.

Ενότητα 2. Οι ισχύουσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις για την


αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος

Mε το Ν. 2928/20011295, όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 3064/2002 και


Ν. 3251/2004, αντικαταστάθηκε το άρθ. 187 ΠΚ, άλλαξε ονομασία και από
«σύσταση και συμμορία» τιτλοφορήθηκε «εγκληματική οργάνωση»1296,
εισήχθησαν στο σώμα του ελληνικού Ποινικού Κώδικα τα νέα άρθρα 187Α για τις
«τρομοκρατικές πράξεις» και 187Β για τα «μέτρα επιείκειας» και τυποποιήθηκε
για πρώτη φορά η ευθύνη των νομικών προσώπων1297.

1295
Ο Ν. 2928/2001 τροποποιήθηκε από το Ν. 3251/2004 και οι διατάξεις στις οποίες
αναφερόμαστε είναι αυτές που προέκυψαν από πλευράς αρίθμησης, αλλά και ουσίας, μετά την
τροποποίηση. Για το πλήρες κείμενο του Ν. 3251/2004, την Εισηγητική του Έκθεση και την
Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, βλ. ΠοινΛογ, 2004, σελ. 939 – 971. Για μια
σύντομη παρουσίαση των κυριότερων σημείων του, βλ. ∆ημητρίου Κιούπη, Ο Ν. 3251/2004 –
Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών του σημείων, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 972 – 976.
1296
Η αλλαγή αυτή στην ορολογία απηχεί την προσαρμογή του ελληνικού νομικού πλαισίου στις
σύγχρονες απόψεις της θεωρίας και στην ορολογία των διεθνών κειμένων. Ο Μανωλεδάκης,
κάνοντας κριτική στην αλλαγή της ορολογία, θεωρεί μεν σωστή την κατάργηση του όρου
«Σύσταση και Συμμορία» και την υιοθέτηση του όρου «Εγκληματική Οργάνωση», αλλά,
ταυτόχρονα, τονίζει ότι η διατήρηση του όρου «συμμορία», αποτελεί «πλήρη νόθευση λογικής και
ορολογίας», καθώς και υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς «η σωστή ερμηνεία της “ένωσης”
περισσοτέρων ανθρώπων για την τέλεση κακουργημάτων ήταν η παραδοχή οργανωμένης
σύμπραξης, γιατί μόνο αυτή ανταποκρινόταν στον όρο ”συμμορία” που αποτελούσε τίτλο του
άρθρου. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,όπ.παρ., σελ. 103 – 104. Βλ. επίσης
σχετικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης – άρθρα 183-197 ΠΚ, (β’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 111 και 113.
Ο Σταθόπουλος, απαντώντας στο Μανωλεδάκη, θεωρεί ότι η διαφορετική, πιο φιλελεύθερη και
πράγματι πειστική ερμηνεία της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 187 ΠΚ «για τη σύσταση και
συμμορία», είναι δυνατή κατά μείζονα λόγο, στη σημερινή διάταξη, δεδομένης και τη στενότερης
διατύπωσής της. Πρβλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου –
Ανθρώπινα ∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 631 – 632, αρ. περιθ. 96.
Ευρύτερα για το περιεχόμενο που έδωσε η νομολογία στην έννοια της «ένωσης», βλ.,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 38 επ., Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά
τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος. Αυτοτελής ή εξαρτημένη προστασία της δημόσιας τάξης;,
ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 153 και Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998,
ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 1271.
1297
Η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2928/2001 που εισήγαγε για πρώτη φορά την ευθύνη των
νομικών προσώπων που ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,
καταργήθηκε με το άρθρο 55 περ. β) του Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166/ 5-8-2008) και ρυθμίζεται
πλέον από τα άρθρα 51 και 52 του Ν. 3691/2008, για το λόγο αυτό και προκειμένου να μη
διαταραχθεί η συστηματική ενότητα της παρούσας Ενότητας, θα προσεγγίσουμε τις ισχύουσες
διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου.
349

Ο Ν. 2928/20011298 αποτελεί «ένα εσωστρεφές νομοθέτημα δικαστηριακού


χαρακτήρα, που, προκειμένου να συγκεράσει την καταπολέμηση του
μορφώματος “οργανωμένο έγκλημα” και της τρομοκρατίας αυτοπεριορίζεται σε
συμβιβασμούς ή -αντίστροφα- δημιουργεί δυνατότητες καταχρήσεων και του
οποίου η εφαρμογή προϋποθέτει επαγρύπνηση για τη διαφύλαξη των βασικών
αρχών του κράτους δικαίου»1299.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν την εισαγωγή του άρθ. 187Α για τις
«τρομοκρατικές πράξεις», δεδηλωμένος σκοπός του νομοθέτη ήταν, με τη
διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ, να υπάρξει ενιαία ρύθμιση των εγκληματικών
οργανώσεων είτε αυτές, κατά κύριο λόγο, είχαν ιδεολογική – πολιτική, είτε
οικονομική στόχευση1300.

1298
Σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη, «Ο ποινικός νομοθέτης παρασυρόμενος από την αδήριτη
ανάγκη άμεσης και αποτελεσματικής καταπολέμησης των φαινομένων αυτών (εννοούνται τα
κοινωνικά φαινόμενα που είναι επιβαρυντικά για το κοινωνικό σύνολο) ωθείται ενίοτε σε
βεβιασμένες κινήσεις, όπως συνέβη κατά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για την προστασία
του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων (γνωστού ως “τρομονόμου”)
όπου αδιαμφισβήτητα αρκετές θετικές ρυθμίσεις που εμπεριέχει επισκιάζονται από αμφιβόλου
συνταγματικότητας επικίνδυνες για τα ατομικά διακιώματα διατάξεις». Ως επικίνδυνες διατάξεις
αντιμετωπίζει ο Χαραλαμπάκης, εξάλλου, την υπερβολική διεύρυνση της επιβάρυνσης του
δικαιώματος στην προσωπικότητα από ανακριτικές πράξεις, τη δυνατότητα εξέτασης γενετικού
υλικού και τη δυνατότητα διατηρήσεως της ανωνυμίας μαρτύρων κατηγορίας ακόμη και στο
ακροατήριο. Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου
αιώνα, όπ.παρ., σελ. 811 και υποσημ. 14.
1299
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Μυλωνόπουλου. Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ν.
2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων,
όπ.παρ., σελ. 793-795. Εξάλλου, για τον τρόπο που εφαρμόστηκε ο νόμος στην περίπτωση των
συλληφθέντων για συμμετοχή στην «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» βλ. τα βουλεύματα που εκδόθηκαν
σχετικά, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1239 – 1255, δηλαδή το ΣυμβΕφΑθ Ολ 4/2002, για τον τρόπο
άσκησης ποινικής δίωξης, που στην τρομοκρατία, λόγω της εξαιρετικής φύσης της, επιβάλλεται η
εφαρμογή του άρθρου 29 ΚΠ∆, το ΣυμβΕφΑθ 2031/2002, που διέταξε την ανάλυση του DNA των
κατηγορουμένων, σύμφωνα με το άρθρο 200Α ΚΠ∆, το ΣυμβΕφΑθ 2047/2002, που έκρινε αίτηση
για άρση της επιβληθείσας κατάσχεσης, το ΣυμβΕφΑθ 1801/2002, με το οποίο διατάχθηκε η
άρση του τραπεζικού απορρήτου, το ΣυμβΕφΑθ 1953/2002 ∆’ τμ. (∆ιακ.), με Παρατηρήσεις
Γιώργου Νούσκαλη, με το οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, το
ΣυμβΕφΑθ 2131/2002, το οποίο έκρινε ζητήματα σχετικά με την παράσταση πολιτικής αγωγής, το
ΣυμβΕφΑθ 2142/2002, που έκρινε ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παράσταση πολιτικής
αγωγής σε περίπτωση που το αξιόποινο της τελεσθείσας ανθρωποκτονίας έχει παραγραφεί, το
ΣυμβΕφΑθ 2479/2002, που έκρινε ότι αν το μόνο «ενεργό έγκλημα» (λόγω π.χ. παραγραφής των
υπολοίπων) είναι αυτό της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, δεν δικαιολογείται παράσταση
πολιτικής αγωγής, το ΣυμβΕφΑθ 2467/2002, που απέρριψε τις αιτήσεις του κατηγορουμένου για
άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και για διενέργεια ψυχιατρικής
πραγματογνωμοσύνης και το ΣυμβΕφΑθ 2466/2002, που έκρινε ζητήματα σχετικά με
προταθείσες ακυρότητες πράξεων της προδικασίας και παραβίασης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου. Για τη δίκη της «Ε.Ο.17 Νοέμβρη», τέλος, βλ. και τη δριμύτατη κριτική του
Λάμπρου Μαργαρίτη, ∆ίκη 17Ν: Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν, αλλά το επίπεδο του νομικού μας
πολιτισμού υποβαθμίστηκε, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 301 – 303.
1300
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 600, αρ. περιθ. 28.
350

Περαιτέρω, σημαντικές από πλευράς ουσίας διατάξεις του Ν. 2928/2001,


είναι η διάταξη του άρθ. 5 για τη δυνατότητα εξέτασης του DNA, η διάταξη του
άρθ. 6, με την οποία εισήχθη το άρθ. 253Α ΚΠ∆ για τη δυνατότητα διενέργειας
ειδικών ανακριτικών πράξεων, όπως η ανακριτική διείσδυση, οι ελεγχόμενες
μεταφορές, η άρση του απορρήτου, η καταγραφή δραστηριότητας εκτός
κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας και η συσχέτιση δεδομένων, οι οποίες αν
και σποραδικά ανευρίσκονταν σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, για πρώτη
φορά προβλέφθηκαν με ενιαίο τρόπο για όλες τις πράξεις που διαπράττονται
από εγκληματική οργάνωση, καθώς και οι διατάξεις του άρθ. 7, για τη σύντμηση
της ποινικής διαδικασίας και του άρθ. 4, για τη μετάθεση της αρμοδιότητας για
την εκδίκαση της οργανωμένης εγκληματικότητας από τα μικτά ορκωτά
δικαστήρια στα τριμελή Εφετεία1301.
Το οργανωμένο έγκλημα, όπως έχει ήδη αναπτυχθεί σε προηγούμενες
ενότητες, αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόμενο και οι εγκληματικές του
δραστηριότητες δεν αποτελούν ένα σταθερό μέγεθος, αλλά εξαρτώνται από τους
νόμους της οικονομίας της αγοράς. Επόμενο είναι, όταν ως πρωτεύον στόχος
τίθεται η αντιμετώπισή του, το νομικό οπλοστάσιο να μη δύναται εκ των
πραγμάτων να περιοριστεί αποκλειστικά σε κάποιες διατάξεις του Ειδικού
Μέρους του Ποινικού Κώδικα και να εμφανίζεται η αναγκαιότητα να υπάρξουν
ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, οι οποίοι ρυθμίζουν
κρίσιμα για την επιβίωση, αλλά και για την επιτυχία των στόχων των
εγκληματικών οργανώσεων, ζητήματα. Έτσι, συμπληρωματικά με τις ειδικές
διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, το οργανωμένο έγκλημα διαπνέει συνολικά, ως
ratio legis, το αξιόποινο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα1302, το οποίο τυποποιείται από το Ν. 3691/2008 για την
«πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»1303, ο οποίος
αντικατέστησε τον πολλάκις τροποποιηθέντα Ν. 2331/1995 και ενσωμάτωσε1304

1301
Για μια κριτική παρουσίαση αυτών των ρυθμίσεων, βλ. την Ενότητα 5 του παρόντος
Κεφαλαίου.
1302
Για τη σύνδεση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ευθέως με το οργανωμένο έγκλημα
βλ. το βούλευμα υπ’ αριθμ. 17/2006 ΣυμβΠλημΜεσολογγίου (με παρατηρήσεις Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου), Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 151 επ.
1303
ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008.
1304
Ο Ν. 3691/2008 ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις της λεγόμενης τρίτης Οδηγίας
2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη
351

στο ελληνικό δίκαιο την τρίτη κοινοτική Οδηγία 2005/60/ΕΚ για το ξέπλυμα, στην
οποία έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενη ενότητα.
Η αναγκαιότητα για τη λήψη νέων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων
για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είχε διαφανεί ήδη από το
έτος 1998, όταν η Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, στα Πορίσματα του 7ου
συνεδρίου της, που ήταν αφιερωμένο στο «Οργανωμένο Έγκλημα» και
ψηφίσθηκαν ομόφωνα από τους συνέδρους της, πρότεινε ότι «πρέπει να
αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, ενδεχομένως, η βελτίωση του άρθ. 187 ΠΚ περί
σύστασης και συμμορίας». Επιπροσθέτως, «στο ποινικό δικονομικό δίκαιο
απαιτείται ιδιαίτερη πρόβλεψη ανακριτικών πράξεων (επιτήρηση, αστυνομική
διείσδυση, μαγνητοφωνήσεις ομιλιών, μαγνητοσκοπήσεις κινήσεων υπόπτου
κλπ), υπό την προϋπόθεση προηγούμενης άδειας από δικαστικό λειτουργό» και
επιπλέον, «είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων για την προστασία των
μαρτύρων»1305.
Πράγματι, αν το ερώτημα ήταν αν η ισχύουσα ποινική νομοθεσία στην
Ελλάδα είναι επαρκής για την αντιμετώπιση του σύγχρονου οργανωμένου
εγκλήματος, θα καταλήγαμε, όπως και ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης, κατά την
περίοδο ψήφισης του Ν. 2928/2001, Μιχαήλ Σταθόπουλος, ο οποίος υποστηρίζει
ότι «τίποτε δεν είναι ανεπίδεκτο ορισμένων βελτιώσεων, ειδικά μάλιστα για την
οργανωμένη εγκληματικότητα, η οποία στην εποχή ψήφισης των ισχυόντων
Κωδίκων, δηλαδή πριν από μισό αιώνα, ήταν υποτυπώδης σε σύγκριση με τη
σημερινή»1306, στο συμπέρασμα ότι η ισχύουσα πριν το Ν. 2928/2001 ποινική
νομοθεσία, αν και σε γενικές γραμμές ήταν επαρκής, ιδίως στις διατάξεις που

νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την χρηματοδότηση της


τρομοκρατίας» (Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 25-11-2005, L 309, σελ. 15), καθώς και τις διατάξεις της
Οδηγίας 2006/70/EK της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 4-8-2006, L 214, σελ.
29), που αποτελεί εφαρμοστικό μέτρο της τρίτης Οδηγίας. Εξάλλου, ο Ν. 3691/2008 ενσωμάτωσε
στην ελληνική νομοθεσία ορισμένες από τις 40 Συστάσεις για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος
χρήματος και από τις Εννέα (9) Ειδικές Συστάσεις για την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής ∆ράσης (Financial Action Task Force-FATF)
προσπαθώντας να καλύψει τις εντοπισθείσες αδυναμίες στο νομοθετικό, κανονιστικό,
λειτουργικό, αστυνομικό και δικαστικό επίπεδο από την Έκθεση Αμοιβαίας Αξιολόγησης (Mutual
Evaluation Report-MER) της FATF. Βλ. σχετικά και Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου
«Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», ΠοινΧρ, 2008, σελ. 908 – 909.
1305
Βλ. Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού
∆ικαίου, Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα, 2000, σελ. 245. Να σημειωθεί ότι οι προτεινόμενες από την ΕΕΠ∆ αναγκαίες βελτιώσεις
και ρυθμίσεις αποτέλεσαν τον βασικό άξονα του Ν. 2928/2001.
1306
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 593, αρ. περιθ. 11.
352

προβλέπουν τη δίωξη και τιμωρία των επιμέρους εγκλημάτων που τυχόν τελούν
τα μέλη εγκληματικής οργάνωσης, σαφώς είχε ανάγκη κάποιων βελτιώσεων.
Κατά τη γνώμη μας, όμως, το κρίσιμο ερώτημα πρέπει να τεθεί αλλιώς.
Οφείλουμε να εξετάσουμε ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της πολιτικής βούλησης
για καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, των συγκεκριμένων ποινικών
μέτρων που εισήχθησαν στο ελληνικό ποινικό οπλοστάσιο και της έκτασης του
συγκεκριμένου φαινομένου στον ελλαδικό χώρο. Η θέση της μελέτης, την οποία
αναλύσαμε εκτενώς στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο, είναι ότι η σχετική νομοθεσία,
που προωθήθηκε ιδιαίτερα από το 2001 και μετά, δεν εισήχθη για να ρυθμίσει
ένα υπαρκτό, ορατό και με σημαντικές υλικές διαστάσεις κοινωνικό φαινόμενο
στην Ελλάδα και κατά συνέπεια η συγκεκριμένη νομοθεσία εξυπηρετούσε
περισσότερο άλλες, όχι κατ’ ανάγκην αθέμιτες, σκοπιμότητες.
Εξάλλου, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι η υπογραφή από την Ελλάδα
της Σύμβασης του ΟΗΕ «κατά του υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος»
(transnational organized crime), γνωστή ως Σύμβαση του Παλέρμο, το ∆εκέμβριο
του 2000, καθώς και οι σχετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ ενάντια στο οργανωμένο
έγκλημα, όπως αποτυπώνονται στα Σχέδια ∆ράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
της 21ης ∆εκεμβρίου 1998 και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Μαρτίου
1999, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενη ενότητα,
δημιούργησαν επιπρόσθετες διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για εισαγωγή
νέων ρυθμίσεων στην εσωτερική έννομη τάξη, κάτι που τελικά έπραξε με την
ψήφιση του Ν. 2928/20011307.
Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, τυποποιείται σε βαθμό
κακουργήματος, με πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα χρόνια, αφενός η
«συγκρότηση» εγκληματικής οργάνωσης και αφετέρου, η «ένταξη» κάποιου ως
μέλους σε ήδη υπάρχουσα, δομημένη και με διαρκή δράση, εγκληματική
οργάνωση, που να αποτελείται από τρία τουλάχιστον (πλην του εντασσόμενου)
άτομα, η οποία επιδιώκει με τη δράση της την τέλεση περισσοτέρων
κακουργημάτων από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη του άρθ. 187 § 1.

1307
Βλ. Ευτύχιου ∆αμιανάκη, Εισήγηση ως Εισηγητή της Πλειοψηφίας, στο Πρακτικό της
∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου
του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα
Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1587.
353

Περαιτέρω, στο άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ τυποποιείται σε αυτοτελές έγκλημα,


σε βαθμό πλημμελήματος, η πράξη της «ένωσης» με άλλον για τη διάπραξη
κακουργήματος («συμμορία»), ενώ στο εδ. β’ η «ένωση» για τη διάπραξη
πλημμελήματος, εφόσον αυτό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και
επιδιώκεται με τη διάπραξή του οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή
της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας1308.
Η δομή του άρθ. 187, καθώς και το γεγονός ότι όλες οι διατάξεις του
τίθενται υπό τον ενιαίο τίτλο «εγκληματική οργάνωση», θα μπορούσε να
οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα της § 1 είναι το βασικό έγκλημα, ενώ
στην § 3 τυποποιούνται δύο προνομιούχες παραλλαγές του με πολύ
ευμενέστερη ποινική μεταχείριση1309.
Το συμπέρασμα αυτό είναι, κατά την άποψή μας, εσφαλμένο, γιατί η
προνομιούχα παραλλαγή κάποιου εγκλήματος «είναι λογικά εξαρτημένη» από το
βασικό έγκλημα1310, αποτελώντας με τον τρόπο αυτό έννοια υπάλληλη της
βασικής και τελεί με το βασικό έγκλημα σε σχέση ειδικού προς γενικό. Κατά
1308
Από την απλή αντιπαραβολή του προϊσχύσαντος άρθρου 187 ΠΚ και της νέας διατάξεως 187
§ 3 ΠΚ προκύπτει ότι αφενός έχουν ενοποιηθεί στη συγκεκριμένη παράγραφο οι προβλέψεις των
παλαιότερων παραγράφων 1 και 2 και αφετέρου κατέστη ανέγκλητη, αποποινικοποιήθηκε
δηλαδή η απλή συμφωνία προς τέλεση εγκλήματος («σύσταση»), του προϊσχύσαντος άρθρου
187 ΠΚ, ενώ, διατηρήθηκε, ως έγκλημα, η ένωση προσώπων για τη διάπραξη εγκλημάτων
(«συμμορία»), με ελαφρώς αυστηρότερη ποινή (φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) για τη
συμμορία προς τέλεση πλημμελημάτων που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575. Βλ. επίσης ενδεικτικά ΑΠ 44/2006,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com . Η εξέλιξη αυτή έχει
καταστήσει τη διάταξη του άρθρου 187 § 3 ΠΚ ευμενέστερη από το προϊσχύσαν άρθρο 187 ΠΚ
και κατά συνέπεια, ως ηπιότερη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 ΠΚ, είναι εφαρμοστέα
και στις πράξεις «σύστασης», που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της. Βλ. ομοίως ΑΠ
615/2003, ΠοινΛογ, 2003, σελ. 632. Για την προβληματική αναφορικά με την επέκταση της
ισχύος των ποινικών νόμων ανωτέρω στη σχετική ανάλυση για τα εγκλήματα του άρθρου 187 § 1
ΠΚ, που αναλογικά ισχύει και για τις «ενώσεις» του άρθρου 187 § 3 εδ. α΄ ΠΚ βλ. και Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 187, όπου ειδικά, για τις «ενώσεις» του
άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, υποστηρίζει ότι θα κριθούν σύμφωνα με το Ν. 2928/2001, ο οποίος
είναι ευμενέστερος, αφού θέτει ειδικές προϋποθέσεις για το αξιόποινο, με την προϋπόθεση ότι για
τις «ενώσεις» πριν από την 27η Ιουνίου 2001 δεν υπάρχει δέσμευση του δικαστή ως προς το
κατώτατο όριο της ποινής φυλάκισης, ενώ, για τις «ενώσεις» που συγκροτήθηκαν μετά την
ημερομηνία αυτή εφαρμόζεται εξολοκλήρου η νέα ρύθμιση με το κατώτατο όριο ποινής των τριών
μηνών φυλάκισης.
1309
Την άποψη αυτή φαίνεται να προκρίνει και ο νομοθέτης. Βλ. σχετικά Εισηγητική Έκθεση στο
σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα
Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1574 και Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής στο
σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα
Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1581.
1310
Βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, (γ’ έκδοση
βελτιωμένη), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984, σελ. 131.
354

συνέπεια, η βασική μορφή περιέχει όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, ενώ η


προνομιούχα δημιουργείται με την προσθήκη κάποιων επιπλέον στοιχείων, τα
οποία καθιστούν το έγκλημα ελαφρύτερο. Σε περίπτωση δε, που καταργηθεί η
διάταξη που τυποποιεί την προνομιούχα παραλλαγή, οι πράξεις που υπήγοντο σ’
αυτή δεν θα καταστούν ατιμώρητες, αλλά θα υπαχθούν στη διάταξη που
τυποποιεί τη βασική μορφή του εγκλήματος1311.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τυποποιούνται τρία συναφή μεταξύ τους
εγκλήματα, η «εγκληματική οργάνωση» του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, η «συμμορία» του
άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ και η «συμμορία» του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ. Η
«εγκληματική οργάνωση» του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, προσδιορίζεται με πολύ σαφείς
και συγκεκριμένους όρους, τόσο ως προς το χρονικό της ορίζοντα, που ορίζεται
ως «διαρκής», απαιτείται, δηλαδή, να μην έχει δημιουργηθεί για την ad hoc
διάπραξη ενός ή περισσοτέρων κακουργημάτων1312, και την απαιτούμενη δομή,
υπό την έννοια της ύπαρξης ενός «πραγματικού-αντικειμενικού υποβάθρου»1313,
το οποίο αποδέχεται το κάθε μέλος της οργάνωσης και υποτάσσει την ατομική
του βούληση σ’ αυτό1314, όσο και ως προς το σκοπό της, ο οποίος ορίζεται
αποκλειστικά ως η διάπραξη περισσοτέρων του ενός από τα ρητά και
περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη της § 1 κακουργήματα.
Αντίθετα, η «συμμορία» της § 3 του άρθ. 187 ΠΚ ορίζεται με πολύ
γενικότερους όρους, αφού δεν υπάρχει ειδικότερος προσδιορισμός της

1311
Για τη διάκριση μεταξύ βασικών εγκλημάτων και εγκληματικών παραλλαγών, βλ. ευρύτερα
Χωραφά Νικολάου, Ποινικόν ∆ίκαιον, τομ. Α’, (9η έκδοση), Κωνσταντίνου Σταμάτη (επιμ), εκδ. Π.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1978, σελ. 371, Ιωάννη Γεωργάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιδασκαλία, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 196 – 197, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Επιτομή Γενικού Μέρους, (στ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001, αρ. περιθ. 438 – 447,
του ιδίου, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 126 και Νικολάου Ανδρουλάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Γενικό Μέρος, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2006, σελ. 203.
1312
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170.
1313
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1314
Έχει κριθεί ότι «απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση,
χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα
ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στο
σχηματισμό της εγκληματικής δράσης». Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 880/2006, όπ.παρ., σελ. 977 και
ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 811 επ. Κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο το αν στην
ομάδα οι αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι κατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας ή παμψηφίας
ή λόγω της καθιδρυμένης στο εσωτερικό της σχέσεως υποταγής και υπακοής, αρκεί η απόφαση
να θεωρείται βούληση της ομάδας. Περαιτέρω, για το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ των μελών
μιας εγκληματικής οργάνωσης, η ΑΠ 83/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, έκρινε ότι: «για την αιτιολόγηση της συγκροτήσεως εγκληματικής
οργανώσεως δεν είναι απαραίτητη η μνεία των επί μέρους συναντήσεων, συνομιλιών και επαφών
των δημιουργών της, αφού η σύσταση τέτοιας οργανώσεως μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους
τρόπους επικοινωνίας και συνεννοήσεως και όχι μόνο με πραγματοποίηση συναντήσεων,
συνομιλιών και επαφών».
355

αναφορικά με τη διάρκεια ή την απαιτούμενη δομή, ενώ, και το σχεδιαζόμενο


έγκλημα της «ένωσης», σε αντίθεση με τη ρητή και περιοριστική απαρίθμηση της
§ 1, αναφέρεται γενικά στην περίπτωση του εδ. α’ ως κακούργημα και στο εδ. β’
ως πλημμέλημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με
το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής,
της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Το μόνο ειδικότερο
στοιχείο, που υπάρχει στη διάταξη της § 3 σε σχέση με τα στοιχεία του
εγκλήματος της § 1 ανευρίσκεται στον αριθμό των ελαχίστων μελών που
μπορούν να συναπαρτίσουν μια «συμμορία», τα οποία είναι τουλάχιστον δύο
αντί για τρία, που απαιτούνται για την «εγκληματική οργάνωση». Το στοιχείο,
όμως, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να θεμελιώσει μια προνομιούχα
παραλλαγή, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει καμία εξειδίκευση, για
παράδειγμα, σχετικά με τα στοιχεία της οργάνωσης, όπως ορίζεται στην § 1, τη
διάρκειά της ή τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, αντιθέτως, τα αντίστοιχα στοιχεία της
«συμμορίας» είναι πολύ γενικότερα σε σχέση με εκείνα της § 1. Τέλος, αν
υποτεθεί ότι η διάταξη της § 3 καταργούνταν, οι προβλεπόμενες σ’ αυτή
περιπτώσεις, δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν στη διάταξη της § 1, που περιέχει
άλλα, επιπλέον, στοιχεία, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση της
αρχής του άρθ. 7 § 1 Σ (“nullum crimen nulla poena sine lege”)1315, κάτι που θα

1315
Για το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες της συνταγματικά κατοχυρωμένης στο άρθρο 7
Σ αρχής “nullum crimen nulla poena sine lege” βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Βασικαί
αρχαί διέπουσαι την σύνταξιν ειδικών ποινικών νόμων, ΠοινΧρ, 1959, σελ. 294 επ., του ιδίου,
Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 81 επ., Χρήστου ∆έδε, Η αναδρομική
ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω Ποινικώ ∆ικαίω, Ερμηνεία του άρθρου 2 ΠΚ, ΝοΒ, 1967, σελ.
865 επ., Κωνσταντίνου Χριστόπουλου, Η αρχή της νομιμότητος των ποινών – Πλείονες ποιναί εν
τη εκτελέσει, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 748 επ., Νικολάου Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa,
ΠοινΧρ, 1973, σελ. 513 επ., του ιδίου, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50
χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ. 289 επ., Αλέξανδρου Κατσαντώνη, Η
αναδρομικότης του επιεικέστερου ποινικού νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής νομοθετικής
μεταβολής, ΠοινΧρ, 1975, σελ. 801 επ., Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Ποινικές διατάξεις με
περιεχόμενο αβέβαιο και ασαφές, ΝοΒ, 1984, σελ. 735 επ., Νικολάου Μπιτζιλέκη, Τα όρια
εφαρμογής της αρχής nullum crimen sine lege στους λόγους άρσης του αδίκου, ΠοινΧρ, 1985,
σελ. 529 επ., Παναγιώτη Καρκατσούλη, Η συμβολή της λειτουργικής ανάλυσης στην ποινική
νομοθέτηση, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 961 επ., Νικολάου ∆ημητράτου, Απαγόρευση αναδρομής και
μεταβολή της νομολογίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, ΥΠΕΡ, 1992, σελ. 1095 επ., Νέστορα Κουράκη,
Περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας στο Ποινικό ∆ίκαιο, Αρμεν, 1986, σελ. 836 επ., του ιδίου,
Μεταβολή των εξωποινικών ρυθμίσεων και εν λευκώ ποινικοί νόμοι, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 597 επ.,
Στέφανου Καρεκλά, Φυσικό ή θετικό δίκαιο; Η «επιστροφή» στον κανόνα του Handbruch, ΥΠΕΡ,
1997, σελ. 1181 επ., Χαράλαμπου Κούκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 442/1984 (τμήμα ε’) (για την
εφαρμογή επιεικέστερου νόμου), ΝοΒ, 1984, σελ. 1065 επ., Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η κατάχρηση
της ποινικής καταστολής (ενόψει των σκοπών της), στο του ιδίου, Μελέτες για εμβάθυνση στο
Ποινικό ∆ίκαιο (1978-1989), εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 89 επ., Γιάννη Μπέκα, Η
χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: ερμηνεία των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, εκδ.
Αντ. Σάκκουλα, Κομοτηνή, 1992, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η απαγόρευση αναδρομής ως
356

έπρεπε απαραίτητα να ισχύει, εάν επρόκειτο περί προνομιούχου παραλλαγής


βασικού εγκλήματος.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, και ιδιαίτερα μετά από τη σύγκριση των
προϋποθέσεων του εγκλήματος της § 1 και των εγκλημάτων της § 3 του άρθ. 187
ΠΚ, δεν προκύπτει ότι η «συμμορία» αποτελεί έννοια υπάλληλη της
«εγκληματικής οργάνωσης», αφού δεν εξειδικεύει στοιχεία της, ούτε τελεί με αυτή
σε σχέση ειδικού προς γενικό, οπότε δεν είναι δυνατό η «συμμορία» να
χαρακτηριστεί ως προνομιούχα παραλλαγή της «εγκληματικής οργάνωσης».
Μία άλλη υποστηρίξιμη προσέγγιση θα ήταν ότι στο άρθ. 187 ΠΚ
τυποποιούνται δύο αυτοτελή εγκλήματα, αφενός, η συγκρότηση ή ένταξη σε
εγκληματική οργάνωση και αφετέρου, η συμμορία. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα
έπρεπε στον τίτλο της διάταξης να συμπεριλαμβάνονται οι επιμέρους τίτλοι των
εγκλημάτων που τυποποιούνται1316, κάτι που στην περίπτωση του άρθ. 187 ΠΚ
δεν συμβαίνει. Εξάλλου, όταν στο ίδιο άρθρο τυποποιούνται δύο διαφορετικά και
αυτοτελή εγκλήματα, υπάρχει μεταξύ τους σχέση αλληλοαποκλεισμού, οπότε
ακόμη και αν υπάρξει σύμπραξη στο ίδιο υλικό αντικείμενο τα εγκλήματα θα είναι
δύο και όχι ένα1317. Στην περίπτωση, όμως, του άρθ. 187 ΠΚ μια «εγκληματική
οργάνωση» εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση και τα στοιχεία της «συμμορίας» και
επομένως, δεν υπάρχει μεταξύ τους λογικός αλληλοαποκλεισμός. Ταυτόχρονα,
και η «συμμορία» προϋποθέτει κάποια στοιχειώδη οργάνωση1318, όχι φυσικά κατ’

κριτήριο του αιτιώδους συνδέσμου, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 225 επ., Νικολάου Παρασκευόπουλου, Η
συνταγματική διάσταση του αδίκου και της ενοχής, ΥΠΕΡ, 1993, σελ. 1254 επ., ∆ημητρίου
Τσάτσου / Ανδρέα Λοβέρδου, Ποινικός νόμος˙ δυνατότητα παρέμβασης του εφαρμοστή με
διορθωτική ερμηνεία, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 465 επ., Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Άρθρο 344 ΠΚ και
αναλογική μη εφαρμογή αυτού επί συρρεόντων εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 542 επ. και
∆ημητρίου Κιούπη, Η αρχή nullum crimen sine lege certa στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ,
2000, σελ. 193 επ.
1316
Όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, υπό την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ, που
είχε τίτλο «Σύσταση και Συμμορία».
1317
Ένα τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η διάταξη του άρθρου 304 ΠΚ για την «τεχνητή διακοπή
εγκυμοσύνης», όπου τυποποιούνται τα αυτοτελή εγκλήματα της ετεράμβλωσης και της
αυτάμβλωσης. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν υπάρξει σύμπραξη στο ίδιο υλικό αντικείμενο
(στο ίδιο έμβρυο) και η έγκυος επιτρέψει (αυτάμβλωση) σε άλλον (ετεράμβλωση) να διακόψει
ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της, τα εγκλήματα θα είναι δύο και όχι ένα.
1318
Υπό το προϊσχύσαν άρθρο 187 ΠΚ, για την ερμηνεία της ένωσης, στην περίπτωση της
«συμμορίας», που προϋπέθετε μια τουλάχιστον στοιχειώδη οργάνωση, βλ. ενδεικτικά, Χάρη
(Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και
του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 153 και Στέφανου Παύλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271. Για την ερμηνεία της
«ένωσης» υπό το ισχύον άρθρο 187 ΠΚ, βλ. αντί άλλων, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο
Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων» - Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
695.
357

ανάγκην με τους αυστηρούς όρους της § 1, και ως εκ τούτου, δεν αποτελεί


εννοιολογικά «έτερον» σε σχέση με την «εγκληματική οργάνωση». Συνεπώς, δεν
υπάρχει λογικός, αλλά μόνο νομοθετικός αλληλοαποκλεισμός μεταξύ τους, κάτι
που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, αν όντως στη διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ
τυποποιούνταν δύο διαφορετικά εγκλήματα.
Μετά την απόρριψη και αυτής της εκδοχής, δεν μένει παρά να δεχθούμε
ότι το έγκλημα της § 3 εδ. α’, αποτελεί τη βασική μορφή του σχετικού εγκλήματος
κατά της δημόσιας τάξης, ενώ η «εγκληματική οργάνωση» της § 1 αποτελεί
διακεκριμένη παραλλαγή του1319.
Πράγματι, η τυποποίηση της «εγκληματικής οργάνωσης» περιέχει
εξειδικευμένα με βαρύτερη μορφή τα στοιχεία της «συμμορίας» και η
πραγμάτωσή τους δικαιολογεί το επαυξημένο αξιόποινο. Η «εγκληματική
οργάνωση» είναι, ασφαλώς, και «ένωση» προσώπων, σύμφωνα με την § 3, ενώ
και τα σχεδιαζόμενα από αυτή και αναφερόμενα στην § 1 εγκλήματα είναι
κακουργήματα, όπως προβλέπει χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό η § 3. Τα
ειδικότερα (επιβαρυντικά) στοιχεία, που απαιτούνται για την κατάφαση του
εγκλήματος της «εγκληματικής οργάνωσης» είναι: 1) η «ένωση» αυτή να
αποτελείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα και όχι δύο, όπως απαιτείται για τη
«συμμορία», 2) να είναι «δομημένη» και επομένως, δεν αρκεί μια στοιχειώδης
οργάνωση, όπως στη «συμμορία», 3) να έχει απαραίτητα διαρκή δράση, κάτι
που δεν απαιτείται, χωρίς, όμως, να αποκλείεται για τη «συμμορία», 4) τα
κακουργήματα που σχεδιάζει να τελέσει να ανήκουν αποκλειστικά σε αυτά, που
με ρητό και περιοριστικό τρόπο αναφέρονται στη διάταξη της § 1, ενώ, δεν αρκεί
οποιοδήποτε κακούργημα, όπως στην περίπτωση της «συμμορίας» και 5) τα
σχεδιαζόμενα κακουργήματα να είναι τουλάχιστον δύο, συνεπώς, δεν αρκεί ο
σχεδιασμός της διάπραξης και ενός μόνο κακουργήματος, όπως απαιτείται για τη
«συμμορία».

1319
Βλ. και ΣυμβΕφΘεσ 93/2006, Ποιν∆ικ, 2006, με παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου –
Καστανίδου, σελ. 413, ΕφΑθ 2993/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 931 επ., ΕφΑθ 3028/2003, ΠοινΧρ,
2005, σελ. 164 επ. και ΣυμβΕφΑθ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ. Βλ. επίσης, Παύλου
Στέφανου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 442. Πρβλ. contra την Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο
νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής
∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων»,
ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1574 και την Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, όπ.παρ.,
σελ. 1581 – 1582, που υποστηρίζουν ότι η «εγκληματική οργάνωση», που τυποποιείται στην § 1,
αποτελεί το βασικό έγκλημα.
358

Η παραδοχή ότι η διάταξη της § 1 αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του


βασικού εγκλήματος, που τυποποιείται στην § 3, μας οδηγεί κατ’ ανάγκην στο
συμπέρασμα ότι αν καταργηθεί η διάταξη της § 1, οι περιπτώσεις που υπήγοντο
σ’ αυτή, θα πρέπει να υπαχθούν στην § 3 εδ. α’ του άρθ. 187 ΠΚ.
Περαιτέρω, σε περίπτωση, που μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για
παράβαση της διάταξης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, δεν διαπιστωθεί η πλήρωση ενός
από τα ειδικότερα στοιχεία, που αυτή εμπεριέχει και συγκροτούν μια διακεκριμένη
μορφή «συμμορίας», όπως, για παράδειγμα, ότι τα σχεδιαζόμενα κακουργήματα
δεν ήταν πολλά, αλλά μόνο ένα ή ότι τα σχεδιαζόμενα κακουργήματα δεν
προβλέπονται ακριβώς στα άρθρα που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται στην
§ 1 ή ότι η οργάνωση είχε τελικά όχι τρία, αλλά δύο μέλη ή ότι η δράση της είχε
από πριν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, θα πρέπει, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή
της κατηγορίας, να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, η οποία
προβλέπει τη βασική μορφή του εγκλήματος1320.
Μένει να ερευνηθεί η περίπτωση του εδ. β’ της § 3 του άρθ. 187 ΠΚ, στο
οποίο προβλέπεται μειωμένη ποινή (από τρεις μήνες έως πέντε χρόνια) σε
σχέση με την ποινή του εδ. α’ § 3, αν ο υπαίτιος ενώθηκε με άλλον για τη
διάπραξη πλημμελήματος, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός
έτους1321 και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η
προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας
1322
ελευθερίας . Το έγκλημα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιώνυμο1323 σε
σχέση με το βασικό, γιατί το «πλημμέλημα» δεν αποτελεί ειδικότερη έννοια σε

1320
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 128 – 130.
1321
Για τα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
και θα μπορούσαν να αποτελέσουν επιδίωξη μιας συμμορίας, βλ. τα ενδιαφέροντα παραδείγματα
του Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 132 – 134.
1322
Στο αρχικό κείμενο του Ποινικού Κώδικα δεν προβλεπόταν αξιόποινη σύσταση ή συμμορία
για την τέλεση πλημμελήματος ή πλημμελημάτων, αντίστοιχα. Η επέκταση αυτή έγινε επί
δικτατορίας με το άρθρο 2 Ν.∆. 861/1971 «για τον πληρέστερο έλεγχο της κοινωνικής ζωής και
την αυξημένη προστασία της δημόσιας τάξης». Στη συνέχεια, με το άρθρο 10 Ν. 1366/1983,
τροποποιήθηκε η προσθήκη αυτή, ως § 2 του άρθρου 187 ΠΚ, και περιορίστηκε η αξιόποινη
σύσταση και συμμορία στα βαρύτερα πλημμελήματα, που απειλούνται με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους. Με το Ν. 2928/2001 διατηρήθηκε το αξιόποινο της «συμμορίας», όχι
πλέον της «σύστασης», για τη διάπραξη τουλάχιστον ενός πλημμελήματος, με την ανωτέρω
προϋπόθεση και το επιπρόσθετο στοιχείο με το σχεδιαζόμενο από τη συμμορία έγκλημα να
επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο όφελος ή προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της
γενετήσιας ελευθερίας, με αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής της
συγκεκριμένης διάταξης.
1323
Η διάταξη του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ αντιστοιχεί στην προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου
187 § 2 ΠΚ, η οποία επίσης χαρακτηριζόταν ως «ιδιώνυμο» έγκλημα, βλ. σχετικά ΣυστΕρμΠΚ,
άρθρα 167 – 197, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 194 επ.
359

σχέση με το «κακούργημα», ώστε να θεωρηθεί υπάλληλη έννοια δυνάμενη να


θεμελιώσει προνομιούχα παραλλαγή, αλλά μόνο σε σχέση με τον όρο
«έγκλημα»1324. Κατά συνέπεια, η διαφοροποίηση του εδ. β’ από το εδ. α’ της § 3
του άρθ. 187 ΠΚ, δεν στηρίζεται στη σχέση ειδικού προς γενικό, όπως θα έπρεπε
να συμβαίνει, εάν επρόκειτο για προνομιούχο μορφή του βασικού εγκλήματος της
«συμμορίας», αλλά πρόκειται για ένα aliud, που, για λόγους αυξημένης
προστασίας της δημόσιας τάξης, κρίθηκε ότι έπρεπε να αναχθεί σε έγκλημα.
Επομένως, σε περίπτωση που καταργηθεί η διάταξη που τυποποιεί την «ένωση
για διάπραξη πλημμελήματος», η πράξη αυτή θα καταστεί ατιμώρητη και δεν θα
υπαχθεί στη ρύθμιση του βασικού εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, όπως
θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για προνομιούχο μορφή.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι ασφαλώς ανορθόδοξο από άποψη
δομής να αρχίζει το άρθ. 187 με την τυποποίηση της διακεκριμένης παραλλαγής
και το βασικό έγκλημα να τυποποιείται μόλις στην § 3, ενώ, θα έπρεπε να
συμβαίνει το αντίθετο. Ο Μανωλεδάκης1325 θεωρεί ότι η επιλογή αυτή του
νομοθέτη είναι καθαρά συμβολική και θα μπορούσε να εξηγηθεί από το κλίμα
θέσπισης του Ν. 2928/2001 και την προσπάθεια του νομοθέτη να καταδείξει τη
διαφορά με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Πράγματι, η άποψη αυτή δεν
φαίνεται να απέχει πολύ από την αλήθεια, αφού η θέσπιση του Ν. 2928/2001
υπήρξε άμεσα συνδεδεμένη με τις διεθνείς υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η
Ελλάδα κυρίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναμενόμενο ήταν,
λοιπόν, να επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση να καταδείξει με τον πλέον σαφή και
κατηγορηματικό τρόπο την συμμόρφωσή της με τις αναληφθείσες διεθνείς
υποχρεώσεις της. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί, άλλωστε, εμμέσως και ο
Σταθόπουλος, όταν αναφερόμενος στην αναγκαιότητα ψήφισης του Ν.
2928/2001, τονίζει ότι διεθνώς εθεωρείτο απαραίτητη η νομοθετική αντιμετώπιση
του προβλήματος της οργανωμένης εγκληματικότητας και παρότι όλα τα Κράτη
της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπαιρναν μέτρα, η Ελλάδα έμενε αδρανής στο θέμα
αυτό, με αρνητικές συνέπειες για το διεθνές κύρος της χώρας1326.

1324
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 136.
1325
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 129 – 130.
1326
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 594, αρ. περιθ. 12.
360

2.1. Η τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης

Μετά τις ανωτέρω επισημάνσεις σημειώνουμε ότι το έννομο αγαθό1327 που


προστατεύεται από τη διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ, είναι η «δημόσια τάξη», που με
την ύπαρξη και μόνο των εγκληματικών οργανώσεων τίθεται σε τροχιά
διακινδύνευσης1328, χωρίς να απαιτείται καμιά περαιτέρω ενέργεια από πλευράς
των μελών της για να θεωρηθεί τελειωμένο το έγκλημα. Η τοποθέτηση, εξάλλου,
του άρθ. 187 στο ΣΤ’ Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα για την
«Επιβουλή της ∆ημόσιας Τάξης», καθιστά προφανές ότι το προστατευόμενο με
τη διάταξη αυτή έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη.
Η «δημόσια τάξη», ως έννομο αγαθό, έχει δύο όψεις, την πολιτειακή και
την κοινωνική1329. Κατά συνέπεια, ως περιεχόμενο του εννόμου αγαθού της
δημόσιας τάξης, θα πρέπει να νοηθεί αφενός, η ύπαρξη ρυθμιστικής οργάνωσης
και αφετέρου, η παράλληλη γενική υποταγή σ’ αυτήν των πολιτών, ως
επικρατούσα ευταξία μέσα στα όρια του κράτους, ως κατάσταση, δηλαδή, κατά
την οποία υλοποιούνται ομαλά οι εκάστοτε επιδιώξεις της έννομης τάξης και δεν
υπόκεινται σε προσβολή με βλάβη ή διακινδύνευση τα επιλεγμένα απ’ αυτή και

1327
Έχουν δημοσιευθεί πλείστες μελέτες σχετικά με τη θεωρία του εννόμου αγαθού. Βλ.
ενδεικτικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, Θεσσαλονίκη [χ.ό.],
1973, του ιδίου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1998, ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την
σύγχρονον διδασκαλίαν του ποινικού δικαίου, ΠοινΧρ, 1971, σελ. 721 επ., του ιδίου, Βιβλιοκρισία
στο: Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 236
επ., του ιδίου, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, 1976, του ιδίου,
Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές του, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 961 επ.,
∆ημητρίου Βαρβιτσιώτη, Έννοια και λειτουργικότητα του έννομου αγαθού, ΝοΒ, 1985, σελ. 565
επ., Γρηγορίου Καλφέλη, Το έννομο αγαθό ως βάση για τη λύση του προβλήματος της μεταβολής
της κατηγορίας στην ποινική θεωρία, Θεσσαλονίκη, (χ.έ.), 1985, ∆ημητρίου Σπυράκου, Η
εγκληματοπολιτική σημασία της έννοιας του εννόμου αγαθού. Κριτική προσέγγιση στις σύγχρονες
θεωρίες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, του ιδίου, Η κριτική λειτουργία της
έννοιας του εννόμου αγαθού, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, Γεωργίου
Συλίκου, Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό ∆ίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995,
Νικολάου ∆ημητράτου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998.
1328
Για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, βλ. ιδίως, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η προστασία της
δημοσίας τάξεως κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν Κώδικα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
1970, σελ. 17 – 41, του ιδίου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., του ιδίου, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 104 – 106, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., σελ. 159
(Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στο ΣΤ’ κεφάλαιο, 3.3., αριθμ. περιθ. 23, 24) και Κωνσταντίνου
Κωνσταντινίδη, Σύστασις και Συμμορία, όπ.παρ., σελ. 37 – 38. Βλ. επίσης, την αμφισβήτηση του
Κωστάρα για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, Αλέξανδρου Κωστάρα, Χρήση και κατάχρηση
μιας αυθεντίας – σκέψεις πάνω στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την
πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 107 επ.
1329
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ.,
αρ. περιθ. 607.
361

προστατευόμενα έννομα αγαθά. Η κατάσταση της ευταξίας είναι εμπειρικά


επαληθεύσιμη, αφού μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον κάθε κοινωνό του
δικαίου, ως κατάσταση σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, ενώ, επιπλέον μπορεί να
γίνει αντιληπτή και η προσβολή της με συμπεριφορά που τη διαταράσσει1330.
Η εγκληματική οργάνωση ενδέχεται να μην διαταράσσει φανερά την
ευταξία του κοινωνικού χώρου, ιδίως σε περίπτωση που η εγκληματική της
δράση δεν έχει ακόμη εκκινήσει, ωστόσο η κατάφαση ύπαρξης κάποιας εστίας
μόνιμου κινδύνου και απειλής για αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών καθιστά
προβληματική τη διατήρηση αυτής της ευταξίας, τουλάχιστον με τη μορφή της
«ειρήνης των πολιτών», της ανεμπόδιστης, δηλαδή απόλαυσης της ειρηνικής
συνύπαρξης και διακίνησης των εννόμων αγαθών1331. Κατά συνέπεια, και μόνο
εξαιτίας της ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης, που βρίσκεται σε ετοιμότητα
δράσης1332, ακόμη και αν δεν έχει προβεί ακόμη σε κάποια συγκεκριμένη
ενέργεια που αποτελεί προσβολή εννόμου αγαθού, δημιουργείται μια «παθητική
αναταραχή»1333 στον κοινωνικό χώρο, η οποία παραλύει εν μέρει τη συνήθη
νόμιμη δραστηριότητα των πολιτών εντός του. Το γεγονός ότι η πρόκληση
κινδύνου δεν προβλέπεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της
«εγκληματικής οργάνωσης», όπως τυποποιείται στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ και
συνεπώς το έγκλημα είναι τελειωμένο πριν την εμπειρική επέλευση του
κινδύνου1334, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί ενός εγκλήματος
αφηρημένης διακινδύνευσης1335, το οποίο έχει τυποποιηθεί με τον τρόπο αυτό

1330
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 34 επ.
1331
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 372 επ.
1332
Για να υπάρξει προσβολή της δημόσιας τάξης, δεν αρκεί, ασφαλώς, η εγκληματική ετοιμότητα
τριών ή περισσοτέρων δραστών, αλλά απαιτείται, επιπροσθέτως, να υπάρχει «οργάνωση»,
οργανωμένη δηλαδή σύμπραξη με δομή και διάρκεια, η οποία αναλύεται σε σύνολο επιμέρους
συγκεκριμένων πράξεων και η οποία να μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη κατάσταση στον
κοινωνικό χώρο. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 106.
1333
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105.
1334
Κατά συνέπεια, ο δικαστής δεν οφείλει να κρίνει αν από την ύπαρξη της συγκεκριμένης
εγκληματικής οργάνωσης πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης
ούτε για τα άλλα ατομικά έννομα αγαθά, που αποτελούσαν ενδεχομένως στόχους της
εγκληματικής της δράσης.
1335
Πρβλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της ∆ημόσιας Τάξης, όπ.παρ., σελ. 123, του ιδίου,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105 και Λάμπρου Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση
(:άρθρο 187 ΠΚ): Χαρακτήρας του εγκλήματος ως διαρκούς ή στιγμιαίου – Εκκρεμοδικία, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 1430, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έγκλημα «δυνητικής» διακινδύνευσης
της δημόσιας τάξης, άποψη που, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι ορθή, καθώς το στοιχείο της
επέλευσης του κινδύνου δεν προβλέπεται με κανέναν τρόπο, ούτε καν ως δυνατότητα, όπως θα
απαιτούνταν εάν επρόκειτο για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, στη συγκεκριμένη διάταξη.
Γενικά για την προβληματική των εγκλημάτων διακινδύνευσης, βλ. ∆ιονυσίου Σπινέλλη,
362

από το νομοθέτη, ακριβώς για την όσο το δυνατό πληρέστερη προστασία της
δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή σκοπός κάθε εγκληματικής
οργάνωσης είναι η τέλεση περισσοτέρων εγκλημάτων, η ύπαρξή της και μόνο
αποτελεί ταυτόχρονα και αφηρημένη διακινδύνευση αορίστου αριθμού ατομικών
εννόμων αγαθών. Έτσι, με την ύπαρξη της εγκληματικής οργάνωσης τίθεται σε
τροχιά διακινδύνευσης αόριστος αριθμός εννόμων αγαθών προσωπικής
ελευθερίας, καθώς η ίδια η ύπαρξή της αποτελεί έμμεση απειλή κατά ευρύτερου
ή στενότερου κύκλου ανθρώπων και ταυτόχρονα όλων των υπολοίπων εννόμων
αγαθών, που αποτελούν κατ’ ιδίαν στόχους της ιδιαίτερης δράσης της
συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης.
Σε επίπεδο χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων, η συγκρότηση ή η ένταξη σε
εγκληματική οργάνωση αποτελεί έγκλημα που στρέφεται κατά της δημόσιας
τάξης και ταυτόχρονα κατά αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών, τα οποία είναι
υποψήφια προσβολής σε περίπτωση που οι στόχοι της οργάνωσης
πραγματοποιηθούν. Πρόκειται δε, για ένα υπερατομικό έννομο αγαθό, που
φορέας του είναι το κοινωνικό σύνολο1336. Περαιτέρω, είναι έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης, όπως είδαμε παραπάνω, τόσο σε σχέση με το έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης, όσο και για αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών που τίθενται σε
τροχιά διακινδύνευσης ή προσβολής από τη δράση της εγκληματικής
οργάνωσης. Σε περίπτωση που τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι πολιτικά, τότε
και το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, ως «προπαρασκευαστικό», θα πρέπει να
έχει τον ίδιο χαρακτήρα1337. Η συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση
αποτελεί έγκλημα κοινό (και όχι ιδιαίτερο), αφού υποκείμενο τέλεσής του μπορεί
να είναι οποιοσδήποτε, πολυπρόσωπο1338, καθώς για την τέλεσή του, σύμφωνα
με τη νομοτυπική του περιγραφή, είναι απαραίτητη η σύμπραξη τουλάχιστον

Προβλήματα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ, 1973, σελ. 161 επ., Χρήστου ∆έδε,
Το στοιχείον του κινδύνου εις το ποινικόν δίκαιον και τα εγκλήματα διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ,
1955, σελ. 103 επ., του ιδίου, Η διακινδύνευσις εις τα εγκλήματα περί την απονομήν της
δικαιοσύνης, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 722 επ., Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, Το έγκλημα της
«επικινδύνου» σωματικής βλάβης, ΠοινΧρ, 1976, σελ. 433 επ., Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο
αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., αρ. περιθ. 286 – 305, ιδίως αρ. περιθ.
287, Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ.
136 – 137 και Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 133 επ. και 154 επ.
1336
Γι’ αυτό το λόγο, επειδή, δηλαδή, το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό δεν έχει συγκεκριμένο
φορέα, δεν είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής σε ποινική δίκη για παράβαση του
άρθρου 187 ΠΚ.
1337
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1338
Βλ. Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, «Αναγκαία» συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των
ενδίκων μέσων, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 177 επ.
363

τριών ατόμων1339, τυπικό ή απλής συμπεριφοράς1340, αφού δεν έχει αποτέλεσμα


με τη στενή, τεχνική έννοια του όρου, ενώ, ταυτόχρονα δεν υπάρχει και υλικό
αντικείμενο της πράξης. Είναι έγκλημα κίνησης, αφού απαιτείται ενέργεια τόσο
για την τέλεσή του με τη μορφή της «συγκρότησης» εγκληματικής οργάνωσης,
όσο και για την ένταξη κάποιου ως μέλους σ’ αυτή και κατά συνέπεια, δεν είναι
νοητή η διά παραλείψεως τέλεσή του, απλό, αφού η αντικειμενική του υπόσταση
μπορεί να πραγματωθεί και με μία μόνο πράξη και ιδιόχειρο, καθώς έχει έντονα
προσωποπαγή χαρακτήρα, τόσο ως προς τη συγκρότηση εγκληματικής
οργάνωσης, όσο και ως προς την ένταξη κάποιου ως μέλους σ’ αυτή. Η
«συγκρότηση», ως τρόπος τέλεσης, είναι στιγμιαίο έγκλημα, ενώ, η «ένταξη» σε
ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα, είναι έγκλημα διαρκές1341. Κατά συνέπεια, η
συγκρότηση, ως στιγμιαίο έγκλημα, παραγράφεται ανεξάρτητα από τη διάρκεια
της ομάδας, ενώ, η ένταξη, ως διαρκές έγκλημα, διαρκεί όσο υπάρχει η ιδιότητα
του μέλους, ανεξάρτητα αν η ομάδα συνεχίζει να υπάρχει και μετά την απώλεια
της ιδιότητας αυτής, από την οποία αρχίζει η παραγραφή του αδικήματος για το
συγκεκριμένο μέλος1342. Η θέση αυτή, για την κατάφαση ατομικής ευθύνης και
την ξεχωριστή παραγραφή για τον καθένα, ενισχύεται από το γεγονός ότι το άρθ.
187 § 1 ΠΚ τυποποιεί μόνο τη συγκρότηση της εγκληματικής ομάδας ή την
ένταξη σ’ αυτή και όχι ασφαλώς την ύπαρξη της εγκληματικής ομάδας. Είναι
έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, καθώς προβλέπονται εναλλακτικά δύο τρόποι
1339
Πρβλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187
ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1019, ο οποίος υποστηρίζει ότι ως προς τη συγκρότηση της εγκληματικής
οργάνωσης το έγκλημα είναι πολυπρόσωπο, ενώ, ως προς την ένταξη κάποιου ως μέλους σε
ήδη δομημένη ομάδα είναι μονοπρόσωπο. ∆εν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει ότι για να είναι και
να παραμείνει, ως διαρκές έγκλημα, αξιόποινη η ένταξη, προϋποτίθεται η ύπαρξη εγκληματικής
οργάνωσης και κατά συνέπεια, η σύμπραξη του δράστη της «ένταξης» με άλλους τρεις
τουλάχιστον ανθρώπους.
1340
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 122 και τις εκεί
παραπομπές στη σημ. 37 και ΣυστΕρμΠΚ άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., αρ. περιθ. 16.
1341
Βλ. ενδεικτικά, ΣυμβΕφΘεσ 880/2006, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 977 και ΣυμβΕφΘεσ 491/2007,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com. Για την έννοια και για
τις πρακτικές συνέπειες που ο χαρακτηρισμός αυτός επιφέρει τόσο στο χώρο του ουσιαστικού
όσο και στο χώρο του δικονομικού ποινικού δικαίου, βλ. ενδεικτικά, Αλέξανδρου Κατσαντώνη,
Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Α’, εκδ. Γ. Παρισιάνου, Αθήνα, 1972, σελ. 123, Νικολάου
Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., 1978, σελ. 179, Νικολάου Ανδρουλάκη, Επί του
προσδιορισμού της εννοίας του διαρκούς εγκλήματος, ΠοινΧρ, 1965, σελ. 326 επ., ∆ιονυσίου
Σπινέλλη, Χρονικά όρια εκδικάσεως του διαρκούς εγκλήματος, ΠοινΧρ, 1972, σελ. 332 επ., του
ιδίου, Τα διαρκή και τα στιγμιαία εγκλήματα από τη σκοπιά του εφαρμοστή του δικαίου και από τη
σκοπιά του νομοθέτη, ΠοινΧρ, 1979, σελ. 1 επ., Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο
– ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 137 – 139 και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και
θεσμοί του ποινικού δικαίου, θεωρητική και πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού
μέρους του Ποινικού Κώδικα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, αρ. περιθ. 859 επ.
1342
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 112 και Λάμπρου
Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση, όπ.παρ., σελ. 1431.
364

τέλεσής του, δηλαδή η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και η ένταξη


κάποιου ως μέλους σ’ αυτή, οι οποίοι μπορούν να εναλλαχθούν χωρίς να
δημιουργείται νέα εγκληματική μονάδα1343. Έχει τυποποιηθεί ως έγκλημα
υπερχειλούς υποκειμενικής ή στενότερης αντικειμενικής υπόστασης1344, καθώς
απαιτείται κάθε ένα από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης να έχει ως σκοπό
τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα από τα κακουργήματα που περιοριστικά
αναφέρονται στη διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, είτε ομοειδή είτε ετεροειδή και
διώκεται αυτεπαγγέλτως, με απειλούμενο πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα
χρόνια.
Υποκείμενο του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική
οργάνωση μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος. Σε περίπτωση ένωσης για
διάπραξη ιδιαίτερου εγκλήματος, όπως για παράδειγμα του εγκλήματος του άρθ.
242 ΠΚ για την ψευδή βεβαίωση ή για τη νόθευση δημοσίων εγγράφων, θα
πρέπει ένα τουλάχιστον από τα υποκείμενα τέλεσης να έχει την απαιτούμενη
ιδιαίτερη ιδιότητα (στο συγκεκριμένο παράδειγμα την ιδιαίτερη ιδιότητα του
«υπαλλήλου»), χωρίς, ασφαλώς, να απαιτείται να έχουν την απαιτούμενη
ιδιαίτερη ιδιότητα όλα τα μέλη.
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ μπορεί να τελεστεί εναλλακτικά με δύο
τρόπους. Πρώτος τρόπος τέλεσης είναι η «συγκρότηση» εγκληματικής
οργάνωσης και δεύτερος τρόπος τέλεσης η ένταξη κάποιου ως μέλους σε ήδη
συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση.
Το κείμενο της διάταξης του άρθ. 187 § 1 στο εδ. α’ μας δίδει τον
αυθεντικό ορισμό της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με τον
οποίο «οργάνωση» αποτελεί μια «δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από
τρία ή περισσότερα πρόσωπα»1345.

1343
Κατά συνέπεια, σε περίπτωση, που ο «συγκροτήσας» παραμένει στην ομάδα, τελεί το
αδίκημα και με τους δύο προβλεπόμενους τρόπους, αλλά δεν θα ευθύνεται σωρευτικά και θα
τιμωρηθεί μόνο για την ένταξη, συνεκτιμούμενης της συγκροτήσεως. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη,
Εγκληματική Οργάνωση, όπ.παρ., σελ. 1432.
1344
Ειδικότερα για την προβληματική των εγκλημάτων υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης,
βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενική Θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2004, αρ. περιθ. 411 επ. και 480.
1345
Η Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/2001 χαρακτηρίζει τα τρία εννοιολογικά γνωρίσματα του
ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης ως ποιοτικό, προσωπικό και χρονικό κριτήριο. Βλ.
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575.
365

Ο συγκεκριμένος ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης είναι ανάλογος με


τον αντίστοιχο ορισμό που υιοθετήθηκε στο άρθ. 2 a Παράρτημα Ι της Σύμβασης
του Παλέρμο, ο οποίος ορίζει την οργανωμένη εγκληματική ομάδα ως δομημένη
ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, η οποία υφίσταται για ορισμένη
περίοδο χρόνου και ενεργεί συντονισμένα με σκοπό να διαπράξει ένα ή
περισσότερα σοβαρά εγκλήματα και προκειμένου να αποκομίσει αμέσως ή
εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος1346. Η μόνη ουσιώδης διαφορά που
υπάρχει ανάμεσα στους δύο ορισμούς είναι ότι στα εννοιολογικά στοιχεία της
«εγκληματικής οργάνωσης» του άρθ. 187 § 1 ΠΚ δεν προβλέπεται η επιδίωξη
οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, παρά το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η
επιδίωξη είναι σύμφυτη με το οργανωμένο έγκλημα1347.
Την έλλειψη αυτή αιτιολογεί ο Μανωλεδάκης ως προσπάθεια του Έλληνα
νομοθέτη να «χωρέσει» στον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και το
φαινόμενο της τρομοκρατίας, όπου τα κίνητρα δράσης είναι κατά βάση
πολιτικά1348. Πράγματι, ο τότε υπουργός ∆ικαιοσύνης, Μιχαήλ Σταθόπουλος
συνηγορεί με την άποψη αυτή, τονίζοντας, προς αποφυγή παρεξηγήσεων και
παρερμηνειών, ότι ο Έλληνας νομοθέτης επίσημα και δημόσια είχε εκ των
προτέρων διακηρύξει ότι επεξέτεινε τα μέτρα που προβλέπονταν για το
οργανωμένο έγκλημα στη Σύμβαση του Παλέρμο και στις τρομοκρατικές
οργανώσεις, αφαιρώντας το περιοριστικό κριτήριο της επιδίωξης κέρδους,
ακριβώς γιατί έκρινε ότι η κοινότητα πολλών χαρακτηριστικών μεταξύ των δύο
φαινομένων μπορούσε να δικαιολογήσει την αναγωγή τους σε μία έννοια γένους
και την πρόβλεψη ίδιων έννομων συνεπειών1349.
Ειδικότερα, για να καταφαθεί η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης,
σύμφωνα με το άρθ. 187 § 1 ΠΚ, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τρία
στοιχεία: 1) Να υπάρχει «σύμπραξη» τουλάχιστον τριών προσώπων, τα οποία,
με την υποταγή της βούλησής τους, ως ατόμων, στη βούληση της ολότητας,
επιδιώκουν κοινό σκοπό και μεταξύ τους τελούν σε τέτοια σχέση, ώστε αυτά να
αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι η «σύμπραξη»

1346
Για μια κριτική παρουσίαση του συνόλου των διατάξεων της Σύμβασης του Παλέρμο, βλ.
ανωτέρω την Ενότητα 1 του 1ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
1347
Βλ. σχετική κριτική Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο
άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1016 – 1017.
1348
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1349
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 600 – 632, ιδίως αρ. περιθ. 28 και υποσημ. 27.
366

των τριών τουλάχιστον ατόμων για την τέλεση εγκλημάτων θα πρέπει να


εκτείνεται πέραν της απλής συμφωνίας και να γίνεται σε σταθερή βάση, θα
πρέπει να υπάρχει δηλαδή ένα «πραγματικό – αντικειμενικό υπόβαθρο»1350, το
οποίο αποδέχεται το κάθε μέλος της οργάνωσης και υποτάσσει την ατομική του
βούληση σ’ αυτό. Έχει κριθεί ότι «απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών
πειθαρχία και ενεργός δράση, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των
μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα
χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στο σχηματισμό της
εγκληματικής δράσης»1351. Κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο το αν στην ομάδα οι
αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι κατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας ή
παμψηφίας ή λόγω της καθιδρυμένης στο εσωτερικό της σχέσεως υποταγής και
υπακοής, αρκεί η απόφαση να θεωρείται βούληση της ομάδας. 2) Η εγκληματική
οργάνωση θα πρέπει να είναι «δομημένη», υπό την έννοια της ύπαρξης μιας
σταθερής αντικειμενικής κατάστασης, με κάποιο καταμερισμό αρμοδιοτήτων
μεταξύ των μελών της1352. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν και πολλές φορές, οι
εγκληματικές οργανώσεις έχουν ιεραρχική δομή και διακριτούς ρόλους, όπως
εκθέσαμε και σε προηγούμενη ενότητα, εντούτοις, για την πλήρωση του
συγκεκριμένου όρου της αντικειμενικής υπόστασης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ δεν
απαιτείται να υπάρχουν και τυπικά καθορισμένοι ρόλοι για τα μέλη ή

1350
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1351
Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 880/2006, όπ.παρ., σελ. 977, ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, όπ.παρ., σελ. 811 επ.
και ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, το οποίο τονίζει ότι ακριβώς γι’ αυτό «η απλή συμφωνία των μελών
δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν
αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα
της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα».
1352
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 602, αρ. περιθ. 32, Αλέξανδρου Κωστάρα,
Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006, σελ.
100 και Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1290, ο οποίος εξειδικεύοντας το στοιχείο της δομής της ομάδας θεωρεί
επιπροσθέτως ότι «θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πειθαρχία και υπακοή στην ολότητα».
Εξάλλου, σύμφωνα με το βούλευμα του ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, όπ.παρ., σελ. 812, «δομημένη
ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος,
αλλά προέχει ο τρόπος λειτουργίας της, ο οποίος διέπει σε τέτοιο βαθμό την εγκληματική δράση,
ώστε τα πρόσωπα που τη διεκπεραιώνουν να έχουν δευτερεύουσα σημασία με την έννοια ότι
μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν (πραγματοπαγής χαρακτήρας). Το κέντρο βάρους
μετατοπίζεται στη διάρθρωση ενός συστήματος λειτουργίας της οργάνωσης, συνήθως με τη
θέσπιση ιεραρχικών δομών στην κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων μεταξύ των μελών και
στη συντονισμένη δράση των μελών της που κατευθύνεται από τη βούληση του συνόλου αυτών
για την πραγμάτωση των στόχων τους η οποία (βούληση) εν τοις πράγμασι είναι δεσμευτική για
καθένα από τα μέλη, χωρίς να απαιτείται για τη διαμόρφωσή της η συμμετοχή όλων στο
σχεδιασμό των εγκλημάτων, αρκεί κάθε μέλος να γνωρίζει ότι συνεισφέρει διά της ασκήσεως των
ανατεθειμένων σ’ αυτό καθηκόντων, στην πραγμάτωση των στόχων της».
367

ανεπτυγμένη δομή της εγκληματικής οργάνωσης και 3) Η εγκληματική


οργάνωση, ακριβώς επειδή πρόκειται να τελέσει περισσότερα εγκλήματα, θα
πρέπει να έχει «διάρκεια», δηλαδή να μην έχει δημιουργηθεί ad hoc για τη
διάπραξη ενός ή περισσοτέρων κακουργημάτων, τα οποία συναποτελούν, όμως,
ένα ιστορικό γεγονός, περίπτωση που θα μπορούσε να κριθεί ενδεχομένως
σύμφωνα με τις διατάξεις για τη συμμετοχή1353. Επομένως, η χρονική διάρκεια
της εγκληματικής οργάνωσης δεν είναι δυνατό να είναι εκ των προτέρων
καθορισμένη, αλλά μπορεί να είναι είτε αόριστη, είτε μη επακριβώς
προσδιορισμένη, αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου1354. Τέλος, η εγκληματική
δράση της οργάνωσης δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται εντός εθνικών ορίων,
αλλά μπορεί να εκτείνεται και πέραν αυτών1355.
Η ανθρώπινη ενέργεια που απαιτείται για την πλήρωση του πρώτου
τρόπου τέλεσης της εγκληματικής οργάνωσης κατ’ άρθρον 187 § 1 ΠΚ είναι η
«συγκρότηση», η ανάληψη, δηλαδή, πρωτοβουλίας και η διενέργεια των
απαραίτητων αρχικών κινήσεων για τη δημιουργία μιας εγκληματικής
οργάνωσης, όπως είναι ενδεχομένως η «έρευνα» στον «υπόκοσμο» για άτομα
πρόθυμα και ικανά να συμμετάσχουν, η τηλεφωνική επικοινωνία μαζί τους ή η
διενέργεια μίας ή περισσοτέρων προσωπικών συναντήσεων, προκειμένου να
συζητηθεί η δυνατότητα της σύμπραξής τους1356. Η έννοια της «συγκρότησης»,
δηλαδή είναι σύμφυτη με την καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή κάποιου
στη δημιουργία της ομάδας1357. Οι απαιτούμενες αρχικές διαπραγματεύσεις,
εξάλλου, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον τρία άτομα, όπως απαιτεί
ο αυθεντικός ορισμός, που δίδεται στο άρθ. 187 § 1 εδ. α’ ΠΚ και δεν μπορούν
να είναι γενικές, αλλά θα πρέπει με σαφήνεια να κατατείνουν στην επίτευξη μιας
συμφωνίας για τη δημιουργία μιας ομάδας, ο σκοπός της οποίας θα είναι η
τέλεση εγκλημάτων. Η συμφωνία αυτή, η σύμπτωση βούλησης, δηλαδή, των

1353
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170.
1354
Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
όπ.παρ., σελ. 1290.
1355
Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 221/2007, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1286.
1356
Πάντως, σύμφωνα με την ΑΠ 83/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, για την αιτιολόγηση της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης
«δεν είναι απαραίτητη η μνεία των επί μέρους συναντήσεων, συνομιλιών και επαφών των
δημιουργών της, αφού η σύσταση τέτοιας οργανώσεως μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους
τρόπους επικοινωνίας και συνεννοήσεως και όχι μόνο με πραγματοποίηση συναντήσεων,
συνομιλιών και επαφών».
1357
Για την έννοια της «σύμπραξης» βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά,
όπ.παρ., σελ. 170.
368

τριών τουλάχιστον αρχικών μελών, σχετικά με τη συγκρότηση εγκληματικής


οργάνωσης μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή και το αποτέλεσμα της θα
πρέπει να είναι η δημιουργία μιας εγκληματικής οργάνωσης, κατά την ανωτέρω
έννοια. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή απαιτείται η σύμπραξη τουλάχιστον τριών
«ιδρυτικών μελών» για τη δημιουργία μιας εγκληματικής οργάνωσης, θα πρέπει
να γίνει δεκτό ότι και τα τρία τουλάχιστον αρχικά μέλη έχουν τελέσει το έγκλημα
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ με τον τρόπο της συγκρότησης1358, ανεξάρτητα από το
ενδεχόμενο ότι κάποιο από τα μέλη αυτά μπορεί να είχε ατομικά αναλάβει
περισσότερες και πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες σε σχέση με τα υπόλοιπα για τη
δημιουργία της εγκληματικής οργάνωσης. Το γεγονός ότι τα μέλη αυτά μπορούν
στη συνέχεια να αντικατασταθούν ή και να εναλλαγούν μεταξύ τους δεν σημαίνει
ότι η ποινική τους ευθύνη για τη συγκρότηση δεν παραμένει1359.
Σε περίπτωση, που οι διαπραγματεύσεις δεν καταλήξουν στη συγκρότηση
εγκληματικής οργάνωσης, υπό την ανωτέρω έννοια, αλλά η βούληση των μελών
κατατείνει στη δημιουργία μιας απλής, χαλαρής ένωσης προσώπων, που θα
αλληλοϋποστηρίζονται ενδεχομένως κατά την τέλεση διαφόρων αξιοποίνων
πράξεων, τότε η πράξη αυτή δεν αποτελεί «συγκρότηση» κατά την έννοια του
άρθ. 187 § 1 ΠΚ και θα κριθεί είτε με βάση τις γενικές διατάξεις για τη συμμετοχή
είτε, αν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, με βάση τη διάταξη του άρθ.
187 § 3 ΠΚ, το οποίο θα εξετάσουμε κατωτέρω.
Αν η αρχική προσέγγιση του ατόμου που συνέλαβε την ιδέα για τη
συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, δεν καταλήξει σε συμφωνία και
αποτελέσει μια απλή συζήτηση ή μια βολιδοσκόπηση για το ενδεχόμενο αυτό,
τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι ενέργειες αυτές έχουν τον χαρακτήρα των μη
αξιόποινων προπαρασκευαστικών πράξεων, καθώς δεν υπάρχει ακόμη αρχή
εκτέλεσης του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, έτσι ώστε να είναι δυνατό να
υποστηριχθεί ότι πρόκειται περί αξιόποινης απόπειρας.
Σε περίπτωση, που η αρχική προσέγγιση και η προσπάθεια συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης, ακόμη και σε σταθερή βάση, αφορά μόνο ένα άλλο
άτομο, η περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ,
αλλά θα κριθεί με βάση τις διατάξεις του άρθ. 187 § 3 ΠΚ.

1358
Βλ. Παύλου Στέφανου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 443.
1359
Σύμφωνα με το ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, αυτό συμβαίνει, επειδή το έγκλημα που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθρου 187 § 1 ΠΚ είναι «πραγματοπαγές».
369

Αν, τέλος, κάποιο από τα τρία τουλάχιστον άτομα που έχουν


«συγκροτήσει» την ομάδα αποχωρήσει, για οποιονδήποτε λόγο από αυτή, η
ποινική του ευθύνη για τη «συγκρότηση» παραμένει, όπως είδαμε και πιο πάνω,
αφού ο νόμος δεν κάνει καμιά σχετική διάκριση.
∆εύτερη μορφή τέλεσης της εγκληματικής οργάνωσης του άρθ. 187 § 1
ΠΚ, είναι η «ένταξη» κάποιου ως μέλους σε ήδη υπάρχουσα εγκληματική
οργάνωση. Επομένως, τα «μη μέλη» της οργάνωσης, δεν εμπίπτουν στο
ρυθμιστικό πεδίο της ανωτέρω διάταξης, αλλά η τυχόν ευθύνη τους θα κριθεί με
βάση τις διατάξεις του Γενικού Μέρους του ΠΚ για τη συμμετοχή.
Για να νοητός ο δεύτερος τρόπος τέλεσης, ο υποψήφιος προς ένταξη θα
πρέπει να είναι το τέταρτο τουλάχιστον άτομο, που θέλει να ενταχθεί οργανικά
στη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση και ότι, ταυτόχρονα, τουλάχιστον οι
ιθύνοντες αποδέχονται και επιθυμούν την ένταξη αυτή.
«Μέλος» της οργάνωσης είναι εκείνος που υποτάσσει την ατομική του
βούληση στην οργάνωση και συμμετέχει ενεργητικά σ’ αυτήν. Η ένταξη κάποιου
σε ήδη συγκροτηθείσα οργάνωση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως,
για παράδειγμα, με την αποδοχή σχετικού αιτήματος που έχει υποβληθεί από
αυτόν, το οποίο μπορεί να επισφραγισθεί ακόμη και δια χειραψίας1360 ή ακόμη
και με την πραγματική ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στο πλαίσιο του
ευρύτερου σχεδιασμού της οργάνωσης. Η διευρευνητική, όμως, συζήτηση ή
διαπραγμάτευση με τους ιθύνοντες της οργάνωσης, σε καμιά περίπτωση δεν
αποτελεί συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση1361.
Ως «συμμετοχή» θα πρέπει, επομένως, να νοηθεί η ανάληψη από το
μέλος αυτό κάποιου συγκεκριμένου τομέα ευθύνης, στο πλαίσιο του εσωτερικού
καταμερισμού εργασίας. Το άτομο αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έχει
αναλάβει την οικονομική διαχείριση της οργάνωσης, κάτι που θα προϋπέθετε την
αρχική συλλογή και την ανάλυση όλων των σχετικών οικονομικών στοιχείων,
πριν καν προβεί σε οποιαδήποτε σχετική αξιόποινη ενέργεια, όπως, για
παράδειγμα, η προσπάθεια για ξέπλυμα των χρημάτων αυτών. Συνεπώς, η
ιδιότητα του μέλους μπορεί να είναι ορατή και ανιχνεύσιμη με συγκεκριμένα
πραγματικά περιστατικά από το εξωτερικό περιβάλλον και φυσικά να είναι

1360
Τα σχετικά παραδείγματα αναφέρει ο Μπουρμάς. Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο
υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, όπ.παρ., σελ. 1290.
1361
Βλ. Αλέξανδρου Κωστάρα, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 101.
370

αξιόποινη, πριν καν το συγκεκριμένο άτομο τελέσει οποιαδήποτε άλλη


εγκληματική πράξη, από αυτές που έχει εντάξει στο γενικότερο σχεδιασμό της η
εγκληματική οργάνωση. Η παραδοχή αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για
να είναι ολοκληρωμένος ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, κατά
μείζονα λόγο, δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του συγκεκριμένου
μέλους σε όλες τις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργάνωσης.
Εξάλλου, η απλή υποστήριξη των σκοπών της οργάνωσης δεν καθιστά
έναν extraneus μέλος της, καθώς, για να θεωρηθεί κάποιος μέλος, απαιτείται η
οργανική και ενεργητική συμμετοχή του σ’ αυτήν.
Περαιτέρω, η παθητική μη αντίδραση κάποιου στην ύπαρξη
συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είχε
ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τη συμμετοχή άλλων σ’ αυτήν ή στη
συγκρότησή της, όπως θα συνέβαινε, για παράδειγμα, αν ήταν πατέρας κάποιου
μέλους ή αν είχε την ιδιότητα του αστυνομικού, είναι προφανές ότι δεν καθιστά το
άτομο αυτό μέλος της οργάνωσης1362.
Ακόμη, η «συγκρότηση» και η «ένταξη» σε εγκληματική οργάνωση, ως
εναλλακτικοί τρόποι τέλεσης, δεν είναι δυνατόν να τελεστούν διά παραλείψεως,
αφενός, γιατί το κατ’ άρθρον 187 ΠΚ έγκλημα είναι τυπικό και όχι ουσιαστικό1363
και αφετέρου, γιατί απαιτείται η ενεργητική δράση, η ανάληψη δηλαδή
συγκεκριμένων πρωτοβουλιών τόσο από αυτόν που συγκροτεί εγκληματική
οργάνωση, όσο και από αυτόν που εντάσσεται ως μέλος σ’ αυτήν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 18 και 26 ΠΚ προκύπτει, ότι
για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, απαιτείται
δόλος οποιουδήποτε βαθμού, ο οποίος να επικαλύπτει όλα τα στοιχεία του
αντικειμενικής υπόστασης και επιπροσθέτως, δόλος σκοπού για τη διάπραξη
περισσοτέρων του ενός κακουργημάτων από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη
διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ1364. Ειδικά δε, για την τέλεση του εγκλήματος με τη
μορφή της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, απαιτείται δόλος σκοπού και
ως προς αυτό το στοιχείο.

1362
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ. σελ. 113 και Λάμπρου
Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση, όπ.παρ., σελ. 1431.
1363
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 122 και τις εκεί
παραπομπές στη σημ. 37 και ΣυστΕρμΠΚ άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., αρ. περιθ. 16.
1364
Βλ. ΣυμβΕφΛαρ 163/2009, ∆ικογραφία, 2010, σελ. 192 επ.
371

Πρόβλημα δημιουργείται από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου, το


οποίο χρησιμοποιεί τον όρο «και επιδιώκει», καθώς θα μπορούσε ερμηνευτικά να
συναχθεί ότι η επιδίωξη τέλεσης των κακουργημάτων αρκεί να υπάρχει στο
μεμονωμένο άτομο – μέλος και δεν χρειάζεται να αποτελεί συμφωνημένο στόχο
της ίδιας της οργάνωσης. Μια τέτοια ερμηνευτική λύση, όπως ορθά επισημαίνει ο
Μανωλεδάκης1365, είναι προφανώς παράλογη, αφού αναφέρεται σε υποκειμενικό
στοιχείο, χωρίς αντίστοιχο αντικειμενικό υπόβαθρο, κάτι που, αν γινόταν δεκτό,
θα οδηγούσε ευθέως σε τιμώρηση του φρονήματος, κατά παράβαση της
συνταγματικής επιταγής του άρθ. 7 § 1 Σ. Κατά συνέπεια, στοιχείο της
οργάνωσης αποτελεί η επιδίωξή της να τελέσει περισσότερα κακουργήματα και
αυτό το στοιχείο πρέπει να επικαλύπτεται και από το δόλο σκοπού του κάθε
αξιόποινου μέλους της1366. Ερμηνεία με την οποία φαίνεται να συμφωνεί και ο
Σταθόπουλος, ο οποίος τονίζει ότι η συγκεκριμένη διατύπωση απέβλεπε στο να
απαιτήσει δόλο σκοπού και για το μέλος και να μην αρκεσθεί στη γνώση του και
όχι, ασφαλώς, στο να διαγράψει την στόχευση των κακουργημάτων από την
οργάνωση. Κατά συνέπεια, ο δόλος στοιχείται προφανώς προς τους σκοπούς
της οργάνωσης1367.
Για την αποφυγή ενδεχόμενων ερμηνευτικών παρεξηγήσεων η
Συμεωνίδου-Καστανίδου έχει προτείνει την αντικατάσταση του όρου «και
επιδιώκει» με τον όρο «που επιδιώκει», ώστε να είναι σαφές ότι η οργάνωση και
όχι το άτομο είναι αυτή που επιδιώκει την τέλεση των περισσοτέρων
κακουργημάτων1368. Φρονούμε, όμως, ότι αν γινόταν δεκτή η λύση αυτή, ναι μεν
θα ήταν σαφές ότι η οργάνωση επιδιώκει την τέλεση των περισσοτέρων
κακουργημάτων, δεν θα ίσχυε το ίδιο, όμως, και για το δόλο του εντασσόμενου
στην οργάνωση μέλους, καθώς θα μπορούσε να συναχθεί ότι ως προς την
τέλεση των περισσοτέρων κακουργημάτων αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος
του1369. Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές το περιεχόμενο της διάταξης

1365
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 108 – 109, υποσημ. 33.
1366
Ibid.
1367
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 632, υποσημ. 28.
1368
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695.
1369
Καθαρά προς υποβοήθηση να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου ο
δράστης δεν επιδιώκει την επέλευση του αποτελέσματος ούτε την προβλέπει ως βεβαία, ωστόσο
την προβλέπει ως ενδεχόμενη συνέπεια και την αποδέχεται. Κατά συνέπεια, από πλευράς
γνωστικού στοιχείου, το πεδίο που καλύπτει ο ενδεχόμενος δόλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
372

ως προς το στοιχείο αυτό η διατύπωση θα έπρεπε να είναι: «Με κάθειρξη μέχρι


δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα
από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), που επιδιώκει τη διάπραξη
περισσότερων κακουργημάτων ή εντάσσεται ως μέλος σ’ αυτή και επιδιώκει τη
διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων».
Συνεπώς, η τέλεση σε βαθμό κακουργήματος περισσοτέρων εγκλημάτων
από τα ρητώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, τα οποία έχουν
επιλεγεί λόγω της αυξημένης απαξίας και επικινδυνότητάς τους και θα πρέπει να
νοηθούν ως numerus clausus, χωρίς να είναι επιτρεπτή η αναλογική διεύρυνσή
τους1370, πρέπει να αποτελεί την επιδίωξη της οργάνωσης και να επικαλύπτεται
από το δόλο σκοπού του κάθε μέλους ξεχωριστά.
Η επιδίωξη διάπραξης των περισσοτέρων κακουργημάτων θα πρέπει να
υπάρχει, κατά την έστω άτυπη βούληση των μετεχόντων, χωρίς να είναι
απαραίτητο να έχουν εξειδικευτεί οι κατ’ ιδίαν πράξεις ή να έχει εκδηλωθεί προς
τα έξω δραστηριότητα ή και να έχει σχεδιασθεί και μία ακόμη πράξη, καθώς αρκεί
η ύπαρξη της οργάνωσης με το συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος, όμως, σε κάθε
περίπτωση, θα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα1371. Κατά συνέπεια, δεν έχει
σημασία αν τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι ήδη ειδικώς ορισμένα ή όχι.

ως «το πεδίο της αμφιβολίας», υπό την έννοια ότι ο δράστης αμφιβάλλει για το εάν η πράξη του
θα έχει το αποτέλεσμα που σκέφτηκε ότι είναι ενδεχόμενο να επέλθει. Βλ. ιδίως, Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, ∆όλος: Θεμελίωση και Αποκλεισμός του στο Ποινικό ∆ίκαιο, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία,
εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2003, σελ. 68, του ιδίου, Ο «κολοβός» ενδεχόμενος δόλος στην
ελληνική νομολογία, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 174 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό
Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 240 επ., Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆όλος –
αμέλεια: Ένα πρόβλημα πέρα από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 1189 επ., του ιδίου, Το
Ποινικό ∆ίκαιο «υπηρέτης» μιας πρόσκαιρης σκοπιμότητας, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 3 επ., του ιδίου, Η
υπαιτιότητα ως «εργαλείο» αντεγκληματικής πολιτικής, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 681 επ., Στυλιανού
Παπαγεωργίου – Γονατά, Ο ενδεχόμενος δόλος: ∆ογματικές ιδιαιτερότητες και κοινωνικές
παράμετροι, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 163 επ. και του ιδίου, Ενδεχόμενος ∆όλος – Ενσυνείδητη
Αμέλεια. Μία τρίτη μορφή υπαιτιότητας; Νομολογιακές αναζητήσεις και δογματικές
επαναπροσεγγίσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, ιδίως σελ. 207 επ.
1370
Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης ασκεί δριμύτατη κριτική για το γεγονός ότι με την εξαίρεση του
κακουργήματος της ψευδούς βεβαίωσης – νόθευσης κατ’ άρθρον 242 ΠΚ, το οποίο προστέθηκε
την τελευταία στιγμή και δεν υπήρχε καν στο τελικό Σχέδιο, ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε στην
περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ κακουργήματα με δράστες δημοσίους
υπαλλήλους, παρά το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα, κατ’ εξοχήν περιλαμβάνει, ως
δράστες, άτομα που ανήκουν στον κρατικό μηχανισμό, θεωρώντας ότι είναι ενδεικτικό του ότι
«είχε στο μυαλό του την τρομοκρατία και υποκριτικά αναφέρθηκε στην καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ.
110 – 112.
1371
Στην περίπτωση αυτή τιμωρείται η βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, η οποία
προέβη στον σχηματισμό της διάπραξης ενός εγκλήματος ή εγκλημάτων που αναφέρονται στην
παραπάνω διάταξη χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα σ’ αυτήν (ομάδα) οικονομοϋλικοτεχνικά
μέσα. Βλ. σχετικά ΑΠ 87/2000 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 468, ∆ιατΕισΕφΘεσ. 265/98, ΥΠΕΡ, 1999
σελ. 435, ΑΠ 265/2002 ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003, ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ
373

Έχει κριθεί, εξάλλου, ότι δεν είναι αναγκαίο οι εγκληματικές αυτές πράξεις
να αποτελούν τον κύριο σκοπό ή την αποκλειστική δραστηριότητα της
οργάνωσης, ενώ αρκεί ακόμη και να παρασκευάζουν την επίτευξη του τελικού
σκοπού1372.
Η τέλεση όχι μόνο ενός ή έστω περισσοτέρων εγκλημάτων, που
συναποτελούν, όμως, ένα ιστορικό γεγονός, αποτελεί βασικό όρο του εγκλήματος
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και συνδέεται ακριβώς με την απαιτούμενη διαρκή δράση
της ομάδας, στοιχείο που πρέπει να υπάρχει ήδη κατά την πρώτη στιγμή της
συγκρότησής της. Συνεπώς, δεν αρκεί η ομάδα να συγκροτήθηκε αρχικά για τη
διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος και στη συνέχεια να αποφάσισε την
εξακολούθηση της δράσης της για την εκ νέου απόκτηση προσόδων, καθώς ήδη
από τη συγκρότησή της θα πρέπει να ανοίγεται μπροστά της ένας ορίζοντας
διαρκούς και επαγγελματικής δράσης, για να καταστεί δυνατό να υπαχθεί στην
έννοια της «εγκληματικής οργάνωσης», κατ’ άρθρον 187 § 1 ΠΚ.
Εξάλλου, δεν έχει σημασία αν, κατά την εξάρθρωση της εγκληματικής
οργάνωσης, έχει ήδη τελεστεί ή όχι κάποιο από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα,
καθώς η ποινική ευθύνη από το άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη
από τη διάπραξη ή όχι των σχεδιαζόμενων κακουργημάτων.
Επομένως, αν κάποιος, που εντάσσεται ως μέλος σε εγκληματική
οργάνωση, δεν «επιδιώκει», αλλά απλά «αποδέχεται» την τέλεση των ως άνω
κακουργημάτων, ως αναγκαία δράση της ομάδας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί
φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αλλά ενδεχομένως
μόνο απλός ή άμεσος συνεργός1373, αφού ελλείπει η απαιτούμενη εκ του νόμου

402/2004, ΠράξΛογ, 2004 σελ. 261, ΣυμβΕφΑΘ. 3028/2003 ΠοινΧρ, 2005, σελ. 164,
ΣυμβΕφΑΘ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ., ΑΠ 33/2006, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΑΠ 48/2006 Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΣυμβΕφΑιγ. 35/2005 Ποιν∆ικ, 2005,
σελ. 672, ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com.
1372
Βλ. ΕφΑθ 3244/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 993 επ., ιδίως σελ. 1012 – 1013.
1373
Έτσι ο Ιωάννης Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 114 και ο τότε
Υπουργός ∆ικαιοσύνης, που υποστήριξε ότι αν ο κατηγορούμενος «δεν έχει άμεσο δόλο πρώτου
βαθμού και μετέχει, ενώ τα μέλη έχουν αυτό τον άμεσο δόλο, η συμμετοχή θα είναι τουλάχιστον
άμεση συνέργεια», Πρακτικά Βουλής της 6-6-2001, σελ. 9.162. Πρβλ. όμως Ελισάβετ Συμεωνίδου
– Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695 και της ιδίας, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού
∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 290, σύμφωνα με την οποία, ο συνεργός θα πρέπει να έχει την ίδια ένταση
δόλου με αυτήν που απαιτείται για το φυσικό αυτουργό και επομένως, σε περίπτωση που δεν
μπορεί να βεβαιωθεί ότι ο κατηγορούμενος επιδιώκει με τη συμμετοχή του στην οργάνωση την
374

υποκειμενική υπαιτιότητα για να καταστεί φυσικός αυτουργός. Άγνοια ή


αμφιβολία ή ακόμη και βεβαιότητα, αλλά όχι επιδίωξη, ως προς τους στόχους της
εγκληματικής οργάνωσης συνεπάγεται ένταξη είτε από αμέλεια, είτε με
ενδεχόμενο, είτε με άμεσο δόλο, μορφές υπαιτιότητας που δεν επαρκούν για την
κατάφαση της υποκειμενικής ευθύνης του δράστη. Πολλώ δε μάλλον, τα ίδια
ισχύουν και στην περίπτωση εμπλοκής κάποιου σε εγκληματική οργάνωση παρά
τη θέλησή του.
Σε περίπτωση που κάποιος εντάχθηκε σε οργάνωση αγνοώντας τους
εγκληματικούς στόχους της ή θεωρώντας ότι τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι
διαφορετικά από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθ. 187 § 1
ΠΚ, τότε ευρίσκεται σε πραγματική πλάνη, η οποία αποκλείει το δόλο και την
υποκειμενική του υπαιτιότητα, αφού δεν προβλέπεται ποινική ευθύνη για το
συγκεκριμένο έγκλημα από αμέλεια. Ειδικά, στην τελευταία περίπτωση, ενδέχεται
να υπέχει ποινική ευθύνη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 187 § 3 ΠΚ για την
πλημμεληματική «ένωση» κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας1374.
Κατά την άποψη μας, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο «εντασσόμενος»
βρίσκεται σε πραγματική πλάνη και στην περίπτωση που αγνοεί τα πραγματικά
περιστατικά που «αναβαθμίζουν» την πράξη από πλημμέλημα σε κακούργημα
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και κατά συνέπεια, δεν αποδέχεται την έκταση εκείνη της
εγκληματικής συμπεριφοράς, που προκαλεί την αναβάθμιση του εγκλήματος.
Σύμφωνα με το Μανωλεδάκη1375, «η αντίστροφη πραγματική πλάνη του
δράστη, ότι δηλαδή τα σχεδιαζόμενα κακουργήματα υπάγονται, ενώ δεν
υπάγονται στο άρθρο 187 § 1 ΠΚ, μπορεί να θεμελιώσει απρόσφορη απόπειρα,
κατ’ άρθρο 43 ΠΚ, λόγω αντικειμένου, αλλά ορθότερο είναι, να θεωρηθεί ως
νομιζόμενο κατ’ άρθρο 187 § 1 ΠΚ έγκλημα και να υπαχθεί (αν συντρέχουν και τα
άλλα στοιχεία), στην § 3 του ιδίου άρθρου (τιμωρούμενη ως πλημμέλημα)».
Κατά την άποψη της μελέτης, η περίπτωση αυτή θα πρέπει να
αντιμετωπιστεί ως νομιζόμενο έγκλημα1376, το οποίο αποτελεί αντίστροφη μορφή
νομικής πλάνης, αφού ο δράστης εσφαλμένα πιστεύει ότι τα σχεδιαζόμενα
κακουργήματα υπάγονται στα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ

τέλεση των κακουργημάτων που προβλέπει ο νόμος, αυτός δεν θα είναι δυνατό να τιμωρηθεί
ούτε ως φυσικός αυτουργός ούτε ως συνεργός στο έγκλημα του άρθρου 187 § 1 ΠΚ.
1374
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1375
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1376
Για τον ορισμό και τις έννομες συνέπειες του νομιζόμενου εγκλήματος, βλ. ενδεικτικά,
Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 311.
375

και επομένως, εσφαλμένα θεωρεί ότι η συμπεριφορά του είναι αξιόποινη κατ’
άρθρον 187 § 1 ΠΚ, κάτι που αντικειμενικά, όμως, δεν ισχύει. Κατά συνέπεια, ο
δράστης θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να μείνει ατιμώρητος για το έγκλημα
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αφού η υποκειμενική του στάση, εν προκειμένω, δεν
αναπτύσσει καμιά ενέργεια. Είναι ασφαλώς άλλο ζήτημα το ότι ενδέχεται να είναι
αξιόποινος για το έγκλημα του άρθ. 187 § 3, αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από
αυτό προϋποθέσεις.
Στην διάταξη του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται κοινές επιβαρυντικές και
ελαφρυντικές περιστάσεις για τα εγκλήματα των §§ 1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ.
Ειδικότερα, στο εδ. α’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται δύο
επιβαρυντικές περιστάσεις. Αφενός, η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων,
εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν
επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της
οργάνωσης ή της συμμορίας και αφετέρου, η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου
υλικού οφέλους των μελών τους.
Η πρώτη επιβαρυντική περίσταση αναφέρεται κατεξοχήν στις
τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούν όπλα, εκρηκτικά
και χημικά ή βιολογικά υλικά ή υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον
άνθρωπο ακτινοβολίες, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους της οργάνωσής
τους. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής στις επιχειρήσεις του
οργανωμένου εγκλήματος περιορίζεται μάλλον στη κατασκευή, προμήθεια και
κατοχή όπλων, κάτι που αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό του modus operandi
τους, ενώ, τα υπόλοιπα υλικά, που αναφέρονται στη διάταξη του εδ. α’, θα
μπορούσαν να συνδεθούν με κάποια εγκληματική επιχείρηση μόνο στο μέτρο,
που η διακίνησή τους αποτελεί μία από τις εγκληματικές της δραστηριότητες.
Η δεύτερη επιβαρυντική περίσταση έρχεται να καλύψει το αναγκαστικό
κενό που δημιουργήθηκε από την επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να μη
συμπεριλάβει την επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους στον ορισμό του
οργανωμένου εγκλήματος. Ασφαλώς θα ήταν ενδιαφέρον να υπάρξει στην πράξη
έστω και μία εγκληματική επιχείρηση που να μην επιδιώκει την αποκόμιση
οικονομικού ή υλικού οφέλους με τη δράση της, αφού το στοιχείο αυτό,
ανεξαρτήτως του νομικού ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος, αποτελεί
376

σύμφυτο και εγγενές χαρακτηριστικό του1377. Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη


επιβαρυντική περίσταση στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων του οργανωμένου
εγκλήματος από εξαίρεση καθίσταται ο κανόνας, κάτι που δεν συνάδει με αυτή
τούτη τη συστηματική λειτουργία των επιβαρυντικών περιστάσεων. Ταυτόχρονα,
ούτε στις αμιγείς τρομοκρατικές οργανώσεις μπορεί να τύχει εφαρμογής η
διάταξη αυτή, αφού εξ ορισμού οι στόχοι τους είναι πολιτικοϊδεολογικοί.
Η συρροή και των δύο προβλεπόμενων επιβαρυντικών περιστάσεων σε
μία συγκεκριμένη περίπτωση, θα οδηγούσε στη συνεκτίμησή τους από το
δικαστή και η πιθανή ποινή που θα επιβαλλόταν θα έτεινε προς το
προβλεπόμενο ανώτατο όριο των δέκα χρόνων, αφού η αναγνώριση των
επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθ. 187 § 4 εδ. α’ ΠΚ, δεν μεταβάλει προς τα
πάνω το ανώτατο όριο ποινής των δέκα ετών.
Στη συνέχεια, στο εδ. β’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, ορίζεται ότι η μη τέλεση
οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα, συνιστά ελαφρυντική περίσταση,
κάτι που σημαίνει ότι η αναγνώρισή της οδηγεί σε επιβολή μειωμένης ποινής
κατά το μέτρο του άρθ. 83 περ. γ’ ΠΚ, δηλαδή, εν προκειμένω, το πλαίσιο ποινής
διαμορφώνεται από ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους έως κάθειρξη έξι
ετών. Η διάταξη αυτή είναι εύλογη, καθώς αμβλύνεται η επέκταση του αξιοποίνου
σε προστάδια της εγκληματικής συμπεριφοράς, αν και θα ήταν μάλλον
προτιμότερο να έχει νομοθετικά θεσπιστεί μια προνομιούχα παραλλαγή με
μειωμένη ποινή, αντί απλά να προβλέπεται ελάφρυνση της ποινικής κύρωσης
στο πλαίσιο, όμως, των προβλεπομένων στις επιμέρους διατάξεις ορίων της1378.

1377
Για το λόγο αυτό ο Μανωλεδάκης ορθά χαρακτηρίζει τη διάταξη αυτή ως «άστοχη», σε
περίπτωση που εφαρμοστεί στα εγκλήματα του άρθρου 187 § 1 ΠΚ. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 120,
1378
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 137 – 138. Πρβλ.
Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1017 και 1022, ο οποίος θεωρεί ως προτιμότερη την επιλογή του Γάλλου νομοθέτη,
να εισαγάγει μία γενική διάταξη (άρθρο 132-71 γαλλικού ΠΚ) περί οργανωμένου εγκλήματος στα
πρότυπα της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, έτσι ώστε να επιτείνεται η ποινή σε συγκεκριμένα
εγκλήματα, στα οποία θα ορίζεται ρητά ως επιβαρυντική περίσταση η τέλεση αυτών από
εγκληματική οργάνωση.
Κατά τη γνώμη μας η κριτική που ασκεί ο Μανωλεδάκης στην ανωτέρω θέση του Τζαννετή,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 137 – 138, υποσημ. 64, δεν είναι ορθή, καθώς εσφαλμένα
εκκινεί με την ανάγνωση ότι ο Τζαννετής θεωρεί ότι θα έπρεπε η μη τέλεση των επιδιωκόμενων
εγκλημάτων από την οργάνωση ή συμμορία να συνιστά τη βασική μορφή του αντίστοιχου
εγκλήματος κατ’ άρθρο 187, ενώ η τέλεση να αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, ενώ, στην
πραγματικότητα, όπως αναφέρουμε ανωτέρω, ο Τζαννετής υποστηρίζει ότι θα έπρεπε απλά να
εισαχθεί μια γενική διάταξη για τις εγκληματικές οργανώσεις, στα πρότυπα της κατ’ επάγγελμα
τέλεσης, η οποία να μην έχει αυτοδύναμα κυρωτικό χαρακτήρα.
377

Περαιτέρω, η διάταξη του εδ. γ’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, ορίζει ότι η απλή
ψυχική συνέργεια1379 στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής ή της
συμμορίας δεν τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν
επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «απλή ψυχική συνέργεια»
αποτελεί μορφή απλής συνέργειας και συνίσταται στην ψυχική, ηθική συνδρομή,
που προσθέτει κάτι ουσιαστικό στην ψυχική δύναμη του δράστη1380. Ως ψυχική
συνέργεια, στο έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, θα μπορούσε να νοηθεί η απλή
ενίσχυση της απόφασης ίδρυσης ή προσχώρησης σε ήδη ιδρυθείσα οργάνωση,
καθώς και η προσφορά υλικής βοήθειας, η οποία, όμως, είτε δεν αξιοποιείται από
τα μέλη της οργάνωσης, είτε η εξασφάλισή της απλώς εμψυχώνει την απόφαση
για τη συγκρότηση της οργάνωσης1381. Οι μορφές συνδρομής αυτού του τύπου
δεν τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που από την εγκληματική οργάνωση δεν
επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, με άμεση συνέπεια, το πεδίο
εφαρμογής της να εκτείνεται μόνο στις πολιτικοϊδεολογικές οργανώσεις αμιγώς
τρομοκρατικού χαρακτήρα και προφανώς να εξαιρούνται εξυπαρχής οι
επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίες αυτονόητα επιδιώκουν την
αποκόμιση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους με τη δράση τους.
Παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι τυπικό, όπως
είδαμε ανωτέρω, δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1382.
Έτσι, στην περίπτωση του πρώτου τρόπου τέλεσης, της συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης, μπορεί να νοηθεί απόπειρα σε περίπτωση που, αν και
κατέστη δυνατό τρία τουλάχιστον άτομα να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς
την αναγκαιότητα ίδρυσής της, τη δομή, τους στόχους και την εν γένει δράση της,
δεν καταστεί τελικά δυνατό να συγκροτηθεί η εγκληματική οργάνωση, επειδή
συλλαμβάνονται και εξουδετερώνεται με τον τρόπο αυτό το σχέδιό τους εν τη

1379
Ο χαρακτηρισμός της ψυχικής συνέργειας, ως απλής, αποτελεί πλεονασμό, αφού η ψυχική,
σε αντιδιαστολή με την υλική, εμπίπτει μόνο στο άρθρο 47 ΠΚ. Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η
έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1020 και τις
οικείες παραπομπές. Πρβλ. το Μιχαήλ Σταθόπουλο, που ερμηνεύει τον όρο αυτό ως τη «μη
συνδυασμένη με υλική συνέργεια», Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα
∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 632, υποσημ. 29.
1380
Βλ. σχετικά, Εισαγγελική πρόταση στο βούλευμα ΣυμβΠλημΘεσ 16/1998, Υπερ., 1998, σελ.
1264, ΑΠ 1201/1986, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 1023 και ΕφΑθ 1404/1984, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 175.
1381
Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1020.
1382
Βλ. σχετικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρ, 1970, σελ.
442.
378

γενέσει του. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι για την ολοκλήρωση του εγκλήματος
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, δεν απαιτείται η τέλεση των σχεδιαζόμενων εγκλημάτων,
δεν είναι δυνατό η απλή συμφωνία για τη συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης
να εξομοιώνεται με τελειωμένο έγκλημα και θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι, εκτός
από τη συμφωνία, απαιτείται και η προηγούμενη τέλεση έστω κάποιων
προπαρασκευαστικών πράξεων για την ίδρυσή της1383.
Ακόμη νοητή είναι και η απόπειρα του δεύτερου τρόπου τέλεσης, δηλαδή
της «ένταξης» κάποιου ως μέλους σε εγκληματική οργάνωση, στην περίπτωση
που αν και όλα είναι έτοιμα για την προσχώρηση κάποιου στην εγκληματική
οργάνωση και την εκ μέρους του πραγματική ανάληψη των συμφωνηθέντων
καθηκόντων, το άτομο αυτό συλλαμβάνεται, χωρίς να έχει προλάβει να αναλάβει
έστω και στοιχειώδη λειτουργική δράση, όπως θα ήταν για παράδειγμα, η
συμμετοχή του σε κάποια συγκέντρωση ή η λήψη συγκεκριμένων οδηγιών από
τον αρχηγό της οργάνωσης1384.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η απλή διερευνητική συζήτηση κάποιου με
τους ιθύνοντες της οργάνωσης, που δεν κατέληξε, όμως, σε οποιαδήποτε
συμφωνία, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ευρίσκεται στο στάδιο των μη αξιόποινων
προπαρασκευαστικών πράξεων. Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις με την
εγκληματική οργάνωση, που αν και δεν έχουν ακόμη φτάσει σε κάποια τελική
συμφωνία, έχουν καταφέρει την επίτευξη κάποιων ουσιαστικών ενδιάμεσων
συμφωνιών, που καθιστούν πλέον σχεδόν βέβαιη την επίτευξη και της τελικής
συμφωνίας, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν αξιόποινη απόπειρα του
εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που η
διάθεση κάποιου να γίνει μέλος σε εγκληματική οργάνωση είναι πλέον δεδομένη,
αλλά εξαρτά τη στάση του από το ποσοστό συμμετοχής του στα συνολικά κέρδη
της οργάνωσης, ζήτημα για το οποίο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις. Στην
περίπτωση αυτή, αν το άτομο αυτό συλληφθεί, έχει ήδη εισέλθει στο στάδιο της

1383
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 116 – 117, ο οποίος, στη
σελ. 117, υποστηρίζει ότι αν η απλή συμφωνία στη συγκρότηση εξομοιωνόταν με τελειωμένο
έγκλημα, με τη δικαιολογία ότι ως τυπικό έγκλημα δεν είναι επιδεκτικό απόπειρας, τότε θα υπήρχε
παράβαση του άρθρου 7 Σ, αφού, στην ουσία, θα επερχόταν μια αυθαίρετη μεταβολή των όρων
«όποιος συγκροτεί και εντάσσεται σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα» σε «όποιος
συμφωνεί με άλλους στη συγκρότηση ομάδας για τη διάπραξη…».
1384
Ο Μανωλεδάκης, παρότι θεωρεί την απόπειρα «ένταξης» νοητή, ακριβώς επειδή η
τυποποίηση της ένταξης αποτελεί περίπτωση ποινικής καταστολής σε πρώιμο στάδιο, θεωρεί ότι
η παραδοχή απόπειρας στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποκλειστεί. Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117, υποσημ. 46.
379

αξιόποινης απόπειρας, αφού μπορεί να διαγνωσθεί με υλικά – αντικειμενικά


κριτήρια η αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ.
Επειδή τόσο η συγκρότηση όσο και η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση
αποτελούν μορφές αναγκαίας σύμπραξης1385, δεν νοείται τέλεση του εγκλήματος
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ κατά συναυτουργία. Αν όμως δύο ή περισσότεροι είχαν την
πρωτοβουλία συγκρότησης και συγκρότησαν τελικά την ομάδα, τότε είναι δυνατό
να γίνει λόγος για κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης1386.
Από τις μορφές συμμετοχής, η ηθική αυτουργία και η άμεση συνέργεια
είναι αξιόποινες, ενώ, κατά τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στο άρθ. 187 § 4 εδ. γ’
ΠΚ, η απλή ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται, «εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή
συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο όφελος». Κατ’ αντιπαραβολή,
επομένως, η απλή συνέργεια και η ψυχική συνέργεια τρομοκρατικών ή
εγκληματικών οργανώσεων ή συμμοριών, που επιδιώκουν, αν όχι αποκλειστικά,
τουλάχιστον παράλληλα, και οικονομικό ή υλικό όφελος, παραμένουν αξιόποινες.
Συνεπώς, αν και ευεργετική, η έκταση εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 187 § 4
εδ. γ’ ΠΚ είναι περιορισμένη, καθώς, όπως εκθέσαμε και ανωτέρω, στην
περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος η επιδίωξη οικονομικού οφέλους είναι
σύμφυτη με τη φύση του και επομένως, υπόρρητα απευθύνεται τις τρομοκρατικές
οργανώσεις. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, εξάλλου, πολύ συχνά, αν όχι κατά
κανόνα, καταφεύγουν στην τέλεση εγκλημάτων, όπως είναι οι ληστείες, για τη
διασφάλιση των απαιτούμενων υλικών πόρων για την επίτευξη των στόχων τους.
Έτσι διαφεύγουν του αξιοποίνου μόνο εκείνοι, οι οποίοι μπορούν ενδεχομένως
να εκφραστούν δημόσια θετικά για τη δράση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης με
καθαρά πολιτικοϊδεολογικό σκεπτικό.
Ηθική αυτουργία στο έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, είναι, βεβαίως, νοητή,
αναφορικά και με τους δύο τρόπους τέλεσής του. Για παράδειγμα, αξιόποινη
ηθική αυτουργία στη συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης διαπράττει όποιος,
χωρίς να είναι ή να γίνεται ο ίδιος μέλος, καταπείθει άλλους για την αναγκαιότητα

1385
Για τα προβλήματα της αναγκαίας σύμπραξης, βλ. ενδεικτικά, Λεωνίδα Κοτσαλή, Περιπτώσεις
πολυπροσώπου τελέσεως εγκλημάτων, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 61 επ., Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη
δογματική θεμελίωση του φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα
της, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 118 επ. και Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη, «Αναγκαία
Συμμετοχή» και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, όπ.παρ., σελ. 177 επ.
1386
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117.
380

της ίδρυσης μιας εγκληματικής οργάνωσης και αυτοί πείθονται και προχωρούν
στη συγκρότησή της. Εξάλλου, ηθική αυτουργία1387 στην ένταξη αποτελεί η
χρήση προτροπών και παραινέσεων με οποιονδήποτε τρόπο προς τρίτο άτομο
για την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα της ένταξής του σε συγκεκριμένη
εγκληματική οργάνωση, κάτι που τελικά οδηγεί, όντως, το άτομο αυτό στην
ένταξη στην οργάνωση.
Η μεσολάβηση κάποιου τρίτου για την ένταξη υποψήφιου μέλους, με τη
μορφή της παροχής διευκόλυνσης στην επικοινωνία και επαφή με τα στελέχη της
οργάνωσης, για παράδειγμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως άμεση συνέργεια
στο έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, όπως, εξάλλου, και η παραχώρηση χώρου για
τη λειτουργία της οργάνωσης ή η κάλυψή της με τα αναγκαία εφόδια.
Επειδή το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι υπαλλακτικά μικτό, όπως
είδαμε ανωτέρω, αν τελεστεί και με τους δύο τρόπους τέλεσης, δεν θα πρόκειται
για συρροή εγκλημάτων.
Περαιτέρω, αναφύεται ένα ιδιαιτέρως δυσχερές ζήτημα συρροής μεταξύ
του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, της «συγκρότησης» ή «ένταξης» δηλαδή σε
εγκληματική οργάνωση, με το έγκλημα που έχει τελικά τελεσθεί. Η λύση του
προβλήματος αυτού διέρχεται υποχρεωτικά από την απάντηση στο ερώτημα εάν
και κατά πόσον το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ ενέχει αυτοτελή απαξία σε
σχέση με το μετέπειτα τελεσθέν αδίκημα.
Συστηματικά η δόμηση του εγκλήματος ως ειδικής εκδοχής συμμορίας και
η ένταξή του στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της «δημόσιας τάξης»,
υποδεικνύει ότι το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά αυτοτελούς εννόμου αγαθού,
διαφορετικού από αυτό που προσβάλλεται με την υλοποίηση του εγκληματικού
σκοπού της οργάνωσης1388. Επομένως, καταρχήν η ετερότητα των εννόμων
αγαθών υποδεικνύει ότι θα πρόκειται για αληθινή συρροή1389. Υπάρχουν, όμως,

1387
Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1287,
για την στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας «θα πρέπει να αποδεικνύονται τα μέσα που
χρησιμοποίησε ο δράστης και προκάλεσε έτσι την απόφαση στο φυσικό αυτουργό να τελέσει
συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, γι’ αυτό θεωρείται ως διαφθορέας του φυσικού αυτουργού, διότι
προκάλεσε σ’ αυτόν τη βούληση με πειθώ, προτροπή, παρακινήσεις, παραινέσεις, καθώς και με
κάθε τρόπο που ασκεί επίδραση στη βούληση του άλλου, ώστε να επιβάλει σ’ αυτόν την
απόφαση να τελέσει τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη». Βλ. επίσης σχετικά, ΑΠ 1066/1995,
ΠοινΧρ, 1996, σελ. 183 και ΑΠ 153/2001, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 132.
1388
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 449.
1389
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 7, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
381

περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, ορισμένες περιπτώσεις διακεκριμένων


μορφών των εγκλημάτων διακινήσεως της νομοθεσίας κατά των ναρκωτικών,
που έχουν ήδη απαξιολογήσει την οργανωμένη δράση και συμπεριλαμβάνουν
ενδεχομένως in concreto στο πραγματικό τους και τα στοιχεία του άρθ. 187 § 1
ΠΚ. Ο Παύλου1390 αναφέρει ως σχετικό παράδειγμα την περίπτωση του άρθ. 23
μετά την κωδικοποίηση του Ν. 3459/20061391, που αναφέρεται σε δράστη που
χρησιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο ανήλικα πρόσωπα κατά την τέλεση των
παραπάνω πράξεων ή μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς
το σκοπό της διαφυγής του τη χρήση όπλων. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει
να γίνει δεκτό ότι η συρροή θα είναι φαινομενική και η διακεκριμένη εκδοχή του
άρθ. 23, του ανωτέρω παραδείγματος, θα απορροφά το έγκλημα του άρθ. 187 §
1 ΠΚ.
Σε περίπτωση δε, που κάποιο μέλος δεν έχει τελέσει ούτε έχει
συμμετάσχει στην τέλεση των όποιων κακουργημάτων της οργάνωσης, η ποινική
του ευθύνη περιορίζεται μόνο στη διάπραξη του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ
και δεν δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής συνδρομής, απλής συνέργειας δηλαδή,
από μόνη την ιδιότητα του μέλους της εγκληματικής οργάνωσης1392.
Η «συγκρότηση» ή «ένταξη» συρρέει αληθινά πραγματικά με τα
εγκλήματα της προμήθειας και κατοχής όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή
βιολογικών υλικών, που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.
Κατά συνέπεια, η αναγωγή των ανωτέρω πράξεων σε επιβαρυντικές
περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθ. 187 § 4 εδ. α’ ΠΚ, αποκτά νόημα μόνο για τα
μέλη της οργάνωσης, που ναι μεν δεν είχαν καμία συμμετοχή στην τέλεσή τους,
αλλά γνωρίζουν ότι υπάρχουν τα υλικά αυτά για την εξυπηρέτηση των σκοπών
της οργάνωσης1393.

Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 118 – 119, του ιδίου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης,
όπ.παρ., σελ. 127, Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο
άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1019 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές
συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 149.
1390
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 449.
1391
Βλ. «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν. 3459/2006, ΦΕΚ Α’ 103/25-5-2006. Για κατ’
άρθρον ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του νόμου αυτού, βλ. Νικολάου
Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’ άρθρο ερμηνεία των ποινικών
και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (Κ.Ν.Ν.)» - Ν. 3459/2006, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
1392
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, σελ. 119.
1393
Ibid.
382

Οι διατάξεις της § 1 και της § 3 του άρθ. 187 ΠΚ, τελούν σε σχέση
αλληλοαποκλεισμού και επομένως, δεν είναι δυνατή η αληθινή συρροή μεταξύ
τους. Σχέση αλληλοαποκλεισμού θα πρέπει να καταφαθεί, επίσης, και μεταξύ της
διάταξης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και της διάταξης του άρθ. 195 ΠΚ για την
κατάρτιση ένοπλης ομάδας, αφού η εγκληματική οργάνωση αποβλέπει στη
διάπραξη κακουργημάτων, ενώ, η «ένοπλη ομάδα» «δεν αποβλέπει στη
διάπραξη εγκλημάτων».
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, ενώ,
παράσταση πολιτικής αγωγής δεν επιτρέπεται, επειδή το προσβαλλόμενο έννομο
αγαθό, η δημόσια τάξη, δεν έχει συγκεκριμένο φορέα.
Η μεταβολή της κατηγορίας από συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε συγκρότηση «ένωσης» ή σύμπραξη σε
«ένωση» κατ’ άρθρον 187 § 3 ΠΚ επιτρέπεται, επειδή τα συστατικά στοιχεία της
εγκληματικής οργάνωσης τελούν, ουσιαστικά, σε σχέση αφενός, ολοκληρωτικής
κάλυψης του αντικειμένου ρύθμισης και αφετέρου, σε σχέση αμοιβαίου
εννοιολογικού αλληλοαποκλεισμού με τα αντίστοιχα στοιχεία της συμμορίας1394.
Επομένως, εφόσον εξετάζεται η συνδρομή ή όχι των ίδιων ακριβώς συνθετικών
στοιχείων συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς, η μεταβολή κατηγορίας στην
περίπτωση αυτή συνιστά απλώς και μόνο νόμιμη βελτίωση της ασκηθείσας
κατηγορίας. Το αντίθετο δεν είναι επιτρεπτό, επειδή μεταβάλλονται τα στοιχεία
της πράξης σε βάρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου1395.
Η διάταξη του άρθ. 1 Ν. 2928/2001, που αντικατέστησε επί το
αυστηρότερο το άρθ. 187 ΠΚ, τέλος, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου και για το
λόγο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά για πράξεις που τελέστηκαν
πριν την 27η Ιουνίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ν.
2928/2001. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα, όπως είναι το
έγκλημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, στην πράξη δεν
δημιουργείται κανένα πρόβλημα, καθώς το άρθ. 187 υπό τη νέα του μορφή θα
εφαρμοστεί μόνο για τις πράξεις συγκρότησης που τελέστηκαν μετά την 27η
Ιουνίου 2001. Η ένταξη, όμως, αποτελεί διαρκές έγκλημα και ως εκ τούτου, η
εγκληματική πράξη θεωρείται ότι τελείται καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που

1394
Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
όπ.παρ., σελ. 1292 – 1293.
1395
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
383

διαρκεί η ένταξη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, εφόσον το διαρκές έγκλημα


εξακολουθεί να διαρκεί, τιμωρείται από το νέο αυστηρότερο νόμο1396.

2.2. Οι προσπάθειες ματαίωσης της δίωξης με βία ή δωροδοκία

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου, στην § 2 του


άρθ. 187 ΠΚ, έχει τυποποιηθεί μια νέα διάταξη, για την υπόθαλψη του
εγκλήματος1397, η οποία ως στόχο έχει την ποινικοποίηση πράξεων, όπως η
δωροδοκία μαρτύρων και την επίταση των ποινικών κυρώσεων για τα εγκλήματα
που προβλέπονταν ήδη στον Ποινικό Κώδικα1398.
Η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ έχει, πράγματι, κάποια κοινά στοιχεία με τη
διάταξη του άρθ. 231 ΠΚ, που τυποποιεί την «υπόθαλψη εγκληματία», αλλά η
αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή τους δεν είναι ίδια, όπως θα έπρεπε, αν
επρόκειτο για εγκληματική παραλλαγή, τουναντίον, είναι τελείως διαφορετική.
Ειδικότερα, στην περίπτωση του άρθ. 231 ΠΚ απαιτείται η αντικειμενική
επέλευση της ματαίωσης της δίωξης ή της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής ή
μέτρου ασφαλείας, ενώ, στην περίπτωση του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, αρκεί η
επιχείρηση ματαίωσης της αποκάλυψη ή δίωξης και τιμωρίας των πράξεων του
άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Σε σχέση και με την υποκειμενική υπόσταση των δύο
εγκλημάτων παρατηρούνται, επίσης, σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το άρθ. 231
ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο «εν γνώσει», που σημαίνει, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθ. 27 § 2 εδ. α’ ΠΚ, ότι δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, κάτι που δεν συμβαίνει
στην περίπτωση του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, όπου και ο ενδεχόμενος δόλος είναι

1396
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: ερμηνεία
των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 68 – 70 και ΑΠ 1177/1990, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 421. Πρβλ.
contra Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 115
και του ιδίου, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 186 – 187, ο οποίος υποστηρίζει ότι και
στην περίπτωση των διαρκών εγκλημάτων είναι ορθότερο να δεχθούμε ότι δεν μπορεί να
εφαρμοστεί ο αυστηρότερος νόμος, αφού ως τέλεση της πράξης στο διαρκές έγκλημα νοείται όλη
η διαρκούσα πράξη και συνεπώς η συγκεκριμένη περίπτωση καλύπτεται γραμματικά από τη
διατύπωση του άρθρου 7 § 1 εδ. β’ Σ, για την απαγόρευση εφαρμογής του αυστηρότερου νόμου,
που κάνει λόγο για «τέλεση» της πράξης και όχι για «πράξεις που τελέσθηκαν», δηλαδή που
ολοκληρώθηκαν, πριν θεσπιστεί η βαρύτερη ποινή.
1397
Η υπόθαλψη εγκληματία τυποποιείται στο άρθρο 231 ΠΚ και στην πραγματικότητα, αποτελεί
μορφή «απλής συνέργειας», που παρέχεται, όμως, μετά την πράξη και η οποία έχει αναχθεί σε
αυτοτελές έγκλημα. Βλ. σχετικά, Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ.
421.
1398
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 4.
384

αρκετός. Κατά συνέπεια, παρά την κοινότητα κάποιων χαρακτηριστικών μεταξύ


των δύο διατάξεων, καμία από τις δύο δεν αποτελεί εγκληματική παραλλαγή της
άλλης.
Εξάλλου, η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, δεν θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ούτε ως ιδιώνυμο1399 έγκλημα υπόθαλψης, αφού, αν υποθέσουμε
ότι καταργείται, το σύνολο των πράξεων που προβλέπονται σ’ αυτή δεν θα
καταστούν ατιμώρητες.
Περαιτέρω, ο όρος «επίταση των ποινικών κυρώσεων» για τα εγκλήματα
που προβλέπονταν ήδη στον Ποινικό Κώδικα, ο οποίος χρησιμοποιείται από την
Εισηγητική Έκθεση, παραπέμπει σε διακεκριμένη εγκληματική παραλλαγή, σε
σχέση με τα εγκλήματα της αντίστασης κατά της αρχής, του άρθ. 167 ΠΚ, της
παράνομης βίας, του άρθ. 330 ΠΚ και της ενεργητικής δωροδοκίας, του άρθ.
236. Για να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως διακεκριμένη παραλλαγή, εκτός από
την ταύτιση των αντικειμενικών και υποκειμενικών υποστάσεων, που απαιτείται
και την εξειδίκευση κάποιου ή κάποιων στοιχείων, τα οποία καθιστούν τη μορφή
επιβαρυντική, θα πρέπει και η προβλεπόμενη κύρωση της διακεκριμένης
παραλλαγής να είναι βαρύτερη από την αντίστοιχη κύρωση του βασικού
εγκλήματος.
Σε σχέση με τη βασική μορφή του εγκλήματος της αντίστασης κατά της
αρχής, του άρθ. 167 § 1 ΠΚ, το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής είναι ακριβώς το
ίδιο, φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια, ενώ, η πρόβλεψη του εδ. β’ του άρθ.
167 § 1 ΠΚ, ότι «σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή της
ποινής», καθιστά την πρόβλεψη αυτή δυσμενέστερη από την πρόβλεψη του άρθ.
187 § 2 ΠΚ.
Η παράνομη βία του άρθ. 330 ΠΚ, όντως, έχει ευμενέστερο πλαίσιο
ποινής, δηλαδή φυλάκιση από 10 ημέρες έως δύο χρόνια.
Η ενεργητική δωροδοκία του άρθ. 236 ΠΚ προβλέπει την ίδια ποινική
κύρωση με το άρθ. 187 § 2 ΠΚ, δηλαδή ποινή φυλάκισης από ένα έως πέντε
χρόνια. Επιπροσθέτως, η ειδική διάταξη του άρθ. 237 § 2 ΠΚ, για τη δωροδοκία
δικαστή, προβλέπει κατά πολύ αυστηρότερο πλαίσιο ποινής σε σχέση με τη

1399
Για το κριτήριο της υποθετικής κατάργησης του συγκεκριμένου άρθρου, η οποία αναγκαστικά
θα πρέπει να άγει στο ατιμώρητο των πράξεων που προβλέπονταν απ’ αυτό, το οποίο
εφαρμόζεται προκειμένου να χαρακτηριστεί κάποιο έγκλημα ως ιδιώνυμο, βλ. ενδεικτικά
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, (ε’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 123.
385

διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, αφού απειλείται κάθειρξη από πέντε έως δέκα
χρόνια.
Επομένως, το τυποποιούμενο έγκλημα στην § 2 του άρθ. 187 ΠΚ, μπορεί
να αποτελέσει διακεκριμένη παραλλαγή μόνο της παράνομης βίας του άρθ. 330
ΠΚ, όταν δηλαδή έχουμε σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης
παράνομης πράξης ή παράλειψης1400 που στρέφεται κατά μάρτυρα σε δίκη για
εγκληματική οργάνωση. Σε καμιά άλλη περίπτωση το συγκεκριμένο έγκλημα δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως διακεκριμένη παραλλαγή κάποιου άλλου.
Ο Μανωλεδάκης υποστηρίζει ότι πρόκειται για «ιδιώνυμο έγκλημα
αντίστασης, παράνομης βίας και δωροδοκίας»1401, συνεπής στη θέση του ότι ως
ιδιώνυμα θεωρούνται και τα εγκλήματα που αποτελούν αναγωγή μορφών
συμμετοχής σε αυτοτελή εγκλήματα. Κατά την άποψή μας, η εφαρμογή του
κριτηρίου της ενδεχόμενης κατάργησης της συγκεκριμένης διάταξης, που
υποχρεωτικά θα πρέπει να οδηγήσει στην ατιμωρησία των τυποποιούμενων
πράξεων1402, αποτελεί την πιο ασφαλή οδό για το χαρακτηρισμό κάποιου
εγκλήματος ως «ιδιώνυμου». Από τις προβλεπόμενες πράξεις μόνο η δωροδοκία
μάρτυρα, σε περίπτωση κατάργησης της διάταξης δεν θα μπορούσε να
τιμωρηθεί ως τέτοια1403, ενώ, όλες οι υπόλοιπες πράξεις θα εξακολουθούσαν να
είναι αξιόποινες είτε ως αντίσταση κατά της αρχής, είτε ως παράνομη βία, είτε ως
ενεργητική δωροδοκία. Κατά συνέπεια, αν γίνει δεκτό το ανωτέρω κριτήριο
χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως ιδιώνυμου, το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ,
δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ούτε ως ιδιώνυμο.
Ενόψει των ανωτέρω, ο νομοτεχνικός συσχετισμός της διάταξης του άρθ.
187 § 2 ΠΚ είναι εξόχως προβληματικός και δυσχερής και εξηγείται, χωρίς να
αιτιολογείται, από την προσπάθεια του νομοθέτη να καταστείλει το οργανωμένο
έγκλημα και οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής ή βοήθειας προς αυτό.

1400
Για την έννοια και τις έννομες συνέπειες της παράλειψης, εκτός από τα γενικά έργα, βλ. και
Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Λίγες ακόμη σκέψεις για την διάκριση ανάμεσα στην ενέργεια και την
παράλειψη, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 858 – 864 και Γεωργίου Μπουρμά, Η προβληματική της
διάκρισης των εγκλημάτων ενεργείας από τα εγκλήματα παράλειψης, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 765 –
777.
1401
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
1402
Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ.
123.
1403
Θα μπορούσε, βέβαια, να εξακολουθήσει να είναι αξιόποινη ως ηθική αυτουργία σε
ψευδορκία.
386

Το γεγονός ότι οι πράξεις που επιδιώκεται να συγκαλυφθούν με τις


ενέργειες του δράστη είναι οι πράξεις του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό με τη διάταξη αυτή είναι η
δημόσια τάξη, κατά κύριο λόγο, ενώ, συμπροσβάλλονται, ανάλογα με τον τρόπο
τέλεσης και το υλικό αντικείμενο της πράξης, και η απονομή της δικαιοσύνης1404,
η πολιτειακή εξουσία1405, η προσωπική ελευθερία1406 και η δημόσια υπηρεσία1407.
Σε επίπεδο χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων, η προσπάθεια ματαίωσης
της δίωξης με βία ή δωροδοκία αποτελεί έγκλημα γνήσιο, κοινό, αφού μπορεί να
τελεστεί από οποιονδήποτε άνθρωπο και μονοπρόσωπο, επειδή μπορεί να
τελεστεί και από ένα μόνο άτομο. ∆εν θα μπορούσε να υποστηριχθεί, εξάλλου,
ότι είναι πολυπρόσωπο στην περίπτωση της δωροδοκίας, όπου απαιτείται η
αναγκαία σύμπραξη και του δωρολήπτη, αφού για την ολοκλήρωση του
εγκλήματος δεν απαιτείται και η επέλευση της ματαίωσης της αποκάλυψης ή της
δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και επομένως, αρκεί η
προσφορά των δώρων και δεν απαιτείται και η αποδοχή τους από το δωρολήπτη
για την ολοκλήρωση του εγκλήματος.
Περαιτέρω, είναι έγκλημα συμπεριφοράς, στιγμιαίο, απλό, χωρίς υλικό
αντικείμενο της πράξης, αποτελέσματος, με τη στενή τεχνική έννοια του όρου,
ενέργειας, γιατί απαιτείται μια αυτοκυβερνούμενη μυϊκή ενέργεια του δράστη, που
να κατατείνει στην πραγμάτωση του εγκληματικού του σκοπού και συνεπώς, δεν
μπορεί να τελεστεί με παράλειψη. Είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης,
καθώς, ακριβώς επειδή πρόκειται για αναγωγή απόπειρας σε τελειωμένο
έγκλημα, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, θα πρέπει στη συγκεκριμένη
περίπτωση να αποδειχθεί η επέλευση συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης.
Το γεγονός ότι οι τρεις τρόποι τέλεσης που προβλέπονται στην
αντικειμενική του υπόσταση μπορούν να σωρευθούν ή να εναλλαχθούν μεταξύ

1404
Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό της ενέργειας του
δράστη ως υπόθαλψης.
1405
Αν η απειλή ή η χρήση βίας στρέφεται κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών
υπαλλήλων, καθώς και κατά πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, που από τη δόση του όρκου
αποτελούν και αυτοί «υπαλλήλους» υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ ΠΚ, τότε η πράξη αυτή
αποτελεί και αντίσταση κατά της αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 167 ΠΚ, το οποίο προστατεύει το
έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας.
1406
Σε περίπτωση που η απειλή ή η χρήση βίας στρέφεται κατά μάρτυρα, τότε συμπροσβάλλεται
και το έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας, που προστατεύεται από τη γενική διάταξη του
άρθρου 330 ΠΚ.
1407
Η δημόσια υπηρεσία συμπροσβάλλεται στις περιπτώσεις που το μέσο τέλεσης που επιλέγει ο
δράστης είναι η δωροδοκία.
387

τους στο ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο τούτο εκφράζει μία μονάδα εννόμου αγαθού,
χωρίς να έχουμε συρροή εγκλημάτων, αλλά ένα μόνο έγκλημα υποδηλώνει ότι
είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Είναι έγκλημα δόλου, υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης, επειδή αποτελεί περίπτωση αναγωγής απόπειρας σε
ολοκληρωμένο έγκλημα, αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, με πλαίσιο ποινής από ένα
έως πέντε χρόνια.
Υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος και
επομένως, μπορεί να τελεστεί και από πρόσωπο που δεν είναι μέλος της
εγκληματικής οργάνωσης υπέρ της οποίας γίνεται η παρέμβαση.
Παθητικό υποκείμενο της τέλεσης του εγκλήματος του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
μπορεί να είναι μόνο κάποιο από τα πρόσωπα που φέρουν τις περιοριστικά
αναφερόμενες στη διάταξη ιδιότητες, δηλαδή μπορεί να είναι μόνο δικαστικός
λειτουργός, ανακριτικός ή δικαστικός υπάλληλος, μάρτυρας, πραγματογνώμονας
ή διερμηνέας1408.
Προβλέπονται εναλλακτικά τρεις τρόποι τέλεσης του εγκλήματος του άρθ.
187 § 2 ΠΚ, οι οποίοι διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο ως προς το μέσο που
χρησιμοποιείται από το φυσικό αυτουργό για την επίτευξη του στόχου του1409,
δηλαδή την απειλή ή τη χρήση βίας ή τη δωροδοκία. Ο όρος της αντικειμενικής
υπόστασης «επιχειρεί»1410, ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την
ενέργεια του δράστη υποδηλώνει ότι δεν απαιτείται η ενέργεια αυτή του δράστη
να είναι και επιτυχημένη. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης,
δηλαδή, δεν απαιτείται και η επέλευση της ματαίωσης της αποκάλυψης ή της
δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Στην περίπτωση
αυτή, συνεπώς, πρόκειται για αναγωγή της απόπειρας ματαίωσης της
αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε ολοκληρωμένο
έγκλημα. Έτσι, για την πλήρωση του στοιχείου αυτού της αντικειμενικής
υπόστασης, αρκεί να έγινε προσπάθεια του δράστη να ματαιώσει, να υπάρχει,
δηλαδή, αρχή εκτέλεσης της πράξης του, υπό την έννοια του άρθ. 42 § 1 ΠΚ.

1408
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και οι πραγματογνώμονες και οι διερμηνείς από την πρόσληψή
τους και τη δόση του όρκου αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’
ΠΚ.
1409
∆ηλαδή τη ματαίωση της αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ.
187 § 1 ΠΚ.
1410
Για τα «εγκλήματα επιχείρησης», που αποτελούν ποινική εξομοίωση της απόπειράς του σε
ολοκληρωμένο έγκλημα, βλ. αντί άλλων Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού
Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 545.
388

Το περιεχόμενο του όρου «πράξεις της προηγούμενης παραγράφου» δεν


είναι σαφές και χρήζει ερμηνείας. Με τον όρο αυτό νοούνται, άραγε, μόνο οι
πράξεις «συγκρότησης» ή «ένταξης» σε εγκληματική οργάνωση ή στο νόημα του
όρου συμπεριλαμβάνονται και τα απαριθμούμενα στη διάταξη του άρθ. 187 § 1
ΠΚ κακουργήματα, η διάπραξη των οποίων αποτελεί επιδίωξη της οργάνωσης;
Το σίγουρο είναι ότι η «συγκρότηση» ή η «ένταξη» σε εγκληματική
οργάνωση, ως τρόποι τέλεσης του κατ’ άρθρον 187 § 1 ΠΚ εγκλήματος,
εμπίπτουν στην έννοια του όρου «πράξεις της προηγούμενης παραγράφου» που
χρησιμοποιείται από το άρθ. 187 § 2 ΠΚ.
Ταυτόχρονα, ratio της διάταξης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ για την «εγκληματική
οργάνωση» είναι η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του οργανωμένου εγκλήματος, το
οποίο με τη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων και αυτή τούτη τη δομή του,
δυναμιτίζει την ίδια τη συνοχή της κοινωνίας στην οποία δραστηριοποιείται. Στο
πλαίσιο αυτό, θα ήταν λογικά ανακόλουθο η προσπάθεια ματαίωσης της
αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας να περιορίζεται αποκλειστικά στη
συγκρότηση ή στην ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, που, κατά κάποιο τρόπο,
αποτελούν προστάδιο για την προσβολή των εννόμων αγαθών που
προστατεύονται από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ
διατάξεις και να μην επεκτείνεται και στα σχεδιαζόμενα ή τελεσθέντα από την
συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση κακουργήματα, τα οποία, εκτός από στόχο
της οργάνωσης, δεν παύουν να αποτελούν την ορατή σύνδεσή της με τα
προβλήματα που αυτή, όντως, προκαλεί στην κοινωνία ευρύτερα.
Υπό αυτό το πρίσμα, φρονούμε ότι ορθότερο θα ήταν να δεχθούμε ότι
στην έννοια του όρου «πράξεις της προηγούμενης παραγράφου», εκτός από την
συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, συμπεριλαμβάνεται και η
προσπάθεια ματαίωσης της αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας και των
εγκλημάτων που σχεδιάζονται ή τελέστηκαν ήδη από συγκεκριμένη εγκληματική
οργάνωση.
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ μπορεί να τελεστεί με τρεις
διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι μπορούν να σωρευθούν ή να εναλλαχθούν
μεταξύ τους σε μία μονάδα εννόμου αγαθού, χωρίς να υπάρχει συρροή
εγκλημάτων, οι οποίοι διαφοροποιούνται μόνο ως προς το μέσο τέλεσης, που
μπορεί να είναι η απειλή ή χρήση βίας και η δωροδοκία.
389

Η «απειλή» παρουσιάζει δύο όψεις. Μία φυσική, η οποία υλοποιείται μέσω


της ενέργειας του δράστη και της επενέργειας στο θύμα και μία κοινωνική, η
οποία έγκειται στον εξαναγκασμό και στο εκβιαζόμενο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με
τη Σαρέλη1411, «η φυσική όψη της απειλής συνίσταται στη δημιουργία μιας
εκφοβιστικής κατάστασης, η οποία κατευθύνεται και επιδρά στη βούληση, μέσω
της αφαίρεσης βουλητικής δυνατότητας, η κοινωνική δε όψη συνίσταται στην
κάμψη εκδηλωθείσας ή αναμενόμενης να εκδηλωθεί αντίστασης με σκοπό τον
εξαναγκασμό σε συγκεκριμένη συμπεριφορά, την οποία ο δράστης έχει
προκαθορίσει». Κατά συνέπεια, ως «απειλή» θα πρέπει να νοηθεί η προαγγελία
κακού, δηλαδή η μελλοντική επένεξη κάποιας βλάβης στο θύμα, σε περίπτωση
που αυτό δεν συμμορφωθεί με τη βούληση του δράστη.
Ως «βία» θα πρέπει να θεωρηθεί η οποιαδήποτε εξαπόλυση ενέργειας,
υλικής ή ψυχολογικής, η οποία λειτουργεί εξαναγκαστικά προς επίτευξη
ορισμένου αποτελέσματος, το οποίο έγκειται στην κάμψη της αντίστασης ενός
ατόμου1412. Ακριβώς επειδή στη διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ δεν προσδιορίζεται
η βία πιο συγκεκριμένα, αυτή μπορεί να είναι κάθε είδους. Μπορεί δηλαδή να
στρέφεται είτε κατά του συγκεκριμένου προσώπου, είτε κατά πραγμάτων, είτε
ακόμη και ενάντια σε κάποιο οικείο του πρόσωπο. Εξάλλου, η ένταση της βίας
που ασκείται δεν έχει αποφασιστική σημασία, καθώς αρκεί να είναι πρόσφορη,
κάτι που αξιολογείται in concreto, να κάμψει την αντίσταση του θύματος, οπότε
και η έντασή της θα αποτελέσει στοιχείο επιμετρητικά αξιοποιήσιμο1413.
Η εγκληματική συμπεριφορά της «δωροδοκίας»1414 από την πλευρά του
δωροδότη αντιστοιχεί στο πλαίσιο της επικοινωνιακής σχέσης προς εκείνη του
δωρολήπτη δικαστικού λειτουργού, ανακριτικού ή δικαστικού υπαλλήλου,
μάρτυρα, πραγματογνώμονα ή διερμηνέα, που συμμετέχει εκ της ιδιότητάς του
στην αποκάλυψη, δίωξη ή τιμωρία των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Η
προσφορά του δώρου από τον τρίτο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δώρου από
κάποιο από τα άτομα που φέρουν μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες
ανωτέρω ιδιότητες και έχει την έννοια της μονομερούς δήλωσης του δωροδότη

1411
Βλ. Αγγελικής Σαρέλη, Βιασμός – Η Τυποποίησή του στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 113.
1412
Ibid, σελ. 101.
1413
Ibid, σελ. 106.
1414
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα – Άρθρα 235-263α ΠΚ, (β’ έκδοση), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 230.
390

να προσφέρει δώρα, προκειμένου να ματαιωθεί η αποκάλυψη ή δίωξη και


τιμωρία κάποιου εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ.
Σύμφωνα με τον Μπιτζιλέκη1415, στην έννοια «δώρα» υπάγονται
περιουσιακά αγαθά που μεταβαίνουν από την περιουσία1416 του δότη στην
περιουσία του λήπτη, χωρίς κάποια ή χωρίς τη συνήθη αντιπαροχή εκ μέρους
του δευτέρου. Ως στοιχεία της περιουσίας, τα δώρα έχουν χρηματική αποτίμηση
και αξία, αποτελούν δηλαδή οικονομικά μεγέθη, τόσο με τη μορφή της
κυριότητας, όσο και άλλου αποτιμητού σε χρήμα δικαιώματος. Για την κατάφαση
της έννοιας του δώρου, αρκεί μόνο η οικονομική αξία που μεταβαίνει από ένα
πρόσωπο σ’ ένα άλλο, χωρίς να ενδιαφέρει πόσο μικρή ή μεγάλη είναι αυτή.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι αν και ο λόγος εισαγωγής της ειδικής
ρύθμισης του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι η καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος, δεν τυποποιήθηκε ταυτόχρονα με την πράξη της δωροδοκίας και η
πράξη της δωροληψίας εκ μέρους των αναφερόμενων στη διάταξη προσώπων,
πράξη που ενδεχομένως έχει ακόμη μεγαλύτερη απαξία, παρά το γεγονός ότι
αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό και απαραίτητος όρος λειτουργίας του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί η με οποιαδήποτε μορφή σύμπραξη των
διαφόρων κρατικών οργάνων1417. Στο πλαίσιο αυτό, η αναγωγή της δωροδοκίας
δικαστή σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι πέντε ετών και
χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο Ευρώ, που επήλθε με
την αντικατάσταση του άρθ. 237 ΠΚ από το άρθ. 1 § 7 Ν. 3327/2005, αν και δεν
επαρκεί, αφού αφορά μόνο τους δικαστές ή διαιτητές σε συγκεκριμένη υπόθεση,
κινείται, πάντως, σε ορθή κατεύθυνση.
Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης, απαιτείται δόλος
οποιουδήποτε βαθμού, ο οποίος να επικαλύπτει τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης. Ειδικότερα, ο δόλος του δράστη θα πρέπει να επικαλύπτει το
γεγονός ότι ασκεί την απειλή ή τη βία ή δίνει τα δώρα σε πρόσωπο που φέρει την
ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, ανακριτικού ή δικαστικού υπαλλήλου,

1415
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 173 – 175.
1416
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η περιουσιακή
διάθεση στο έγκλημα της απάτης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000, σελ. 77 – 119.
1417
Ο Μανωλεδάκης αποδίδει τη νομοθετική αυτή αβλεψία στην «υποβάθμιση από το νέο
νομοθέτη του αναμφισβήτητου δεδομένου ότι οργανωμένο έγκλημα χωρίς τη σύμπραξη κρατικών
οργάνων με οποιαδήποτε μορφή μάλλον δεν νοείται». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 123.
391

μάρτυρα, πραγματογνώμονα ή διερμηνέα και συμμετέχει εκ της ιδιότητάς του


στην αποκάλυψη, δίωξη ή τιμωρία των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ,
προκειμένου να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια, νόμιμη ή παράνομη,
μελλοντική ή τελειωμένη, πρόσφορη όμως να ματαιώσει την αποκάλυψη, δίωξη ή
τιμωρία των ανωτέρω πράξεων. Κατά λογική ακολουθία, ο δράστης θα πρέπει να
γνωρίζει ότι το έγκλημα που με την πράξη του προσπαθήσει να συγκαλύψει
τυποποιείται στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ για την εγκληματική οργάνωση.
Η απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών και ανακριτικών ή
δικαστικών υπαλλήλων, αλλά κατ’ ορθότερη εκδοχή1418, και κατά
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, όπως είδαμε ανωτέρω, είναι πλημμέλημα
και τιμωρείται με φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη,
ακόμη και αν η προσπάθεια ματαίωσης της αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας
γίνεται υπέρ οικείου εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι αξιόποινη.
Υποστηρίξιμη, όμως, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν και η εκδοχή ότι
μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθ. 231 § 2 ΠΚ, που
ορίζει ότι «η υπόθαλψη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου
οικείου του», η οποία αποτελεί υποχρεωτικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Αφ’
ης στιγμής η αναλογική αυτή εφαρμογή λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου και
μάλιστα σε περιστάσεις που προσομοιάζουν με αυτές της υπόθαλψης, φρονούμε
ότι η λύση αυτή είναι και ηθικά και δικαιοπολιτικά η πιο ορθή.
Περαιτέρω, στις περιπτώσεις των «εγκλημάτων επιχείρησης», τα οποία
αποτελούν ποινική εξομοίωση της απόπειρας σε τελειωμένο έγκλημα, κατά μία
άποψη δεν νοείται περαιτέρω απόπειρα του ήδη σε απόπειρα τυποποιημένου
εγκλήματος, ενώ, κατά μία άλλη άποψη, μπορεί να θεμελιωθεί απόπειρα σε
βάρος, όμως, του τελειωμένου εγκλήματος1419, σε περίπτωση που, για
παράδειγμα, η απειλή δεν φόβισε καν και δεν επηρέασε με κανένα τρόπο τον
αποδέκτη της.
Το γεγονός, όμως, ότι δεν απαιτείται η επέλευση της ματαίωσης για την
ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθ. 187 § 2 ΠΚ σημαίνει ότι απαιτείται η αρχή

1418
Αφού και οι πραγματογνώμονες και διερμηνείς, όπως είδαμε παραπάνω, από την πρόσληψή
τους και τη δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’
ΠΚ.
1419
Βλ. ενδεικτικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 545.
392

εκτέλεσης από την πλευρά του δράστη, χωρίς να μας ενδιαφέρει η υποκειμενική
στάση του παθητικού υποκειμένου του εγκλήματος. Συνεπώς, είναι αδιάφορο αν
η απειλή φόβισε ή όχι, ή αν τα προσφερόμενα δώρα δελέασαν ή όχι το άτομο
προς το οποίο διατέθηκαν. Το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι ήδη
ολοκληρωμένο και δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή απόπειρα τέλεσής του.
Η συμμετοχή στο έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι δυνατή τόσο με τη
μορφή της συναυτουργίας, που αποτελεί συμμετοχή εν ευρεία εννοία, όσο και με
τη μορφή της ηθικής αυτουργίας και της απλής ή άμεσης συνέργειας.
Έτσι, στην περίπτωση που, για παράδειγμα, κάποιος κρατά
ακινητοποιημένο το παθητικό υποκείμενο του εγκλήματος, για να μπορέσει ο
άλλος να ασκήσει πάνω του σωματική βία, με σκοπό τη ματαίωση της
αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, θα πρέπει
να γίνει δεκτή η κατά συναυτουργία τέλεσή του.
Ηθική αυτουργία, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτή στην περίπτωση που
κάποιος καταπείθει ένα άλλο πρόσωπο, που μπορεί να είναι μέλος της
εγκληματικής οργάνωσης ή όχι, να προβεί στην προσπάθεια ματαίωσης της
αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ.
Αν ο ηθικός αυτουργός είναι ταυτόχρονα και μέλος της εγκληματικής
οργάνωσης, η πράξη του αυτή, ως ένα είδος αυτοϋπόθαλψης, θα πρέπει να
μείνει ατιμώρητη1420.
Απλή συνέργεια θα υπάρχει όταν κάποιος παρέχει, για παράδειγμα,
κρίσιμες πληροφορίες για τα ονόματα και τον τρόπο προσέγγισης των δικαστών,
μαρτύρων, πραγματογνωμόνων που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ενώ, άμεση συνέργεια θα ήταν, για παράδειγμα, η υποβοήθηση του
φυσικού αυτουργού στην εκτόξευση απειλής με την εγχείριση του όπλου την
κατάλληλη στιγμή.
Σε επίπεδο συρροής, σε περίπτωση που επιχειρηθεί ματαίωση της
αποκάλυψης εγκλήματος από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθ. 187 § 1
ΠΚ, το οποίο, όμως, δεν έχει τελεστεί από εγκληματική οργάνωση, θα
εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 231 ΠΚ για την υπόθαλψη, αν, ασφαλώς,

1420
Επειδή, όμως, τα μέσα τέλεσης που κάθε φορά μπορεί να χρησιμοποιηθούν, δηλαδή η
απειλή ή βία ή η δωροδοκία, ποικίλλουν και ταυτόχρονα προσβάλλουν άλλο έννομο αγαθό και
συγκεκριμένα, την πολιτειακή εξουσία, την προσωπική ελευθερία και τη δημόσια υπηρεσία, δεν
αποκλείεται να αναβιώσουν και να εφαρμοστούν σε αληθινή συρροή οι διατάξεις του γενικού
περιεχομένου.
393

συντρέχουν οι απαιτούμενες εκεί προϋποθέσεις σε αληθινή συρροή με τις γενικές


διατάξεις των άρθ. 167, 330 ή 236 ή της ειδικής διάταξης του άρθ. 237 ΠΚ,
ανάλογα με το ποιο ή ποια από τα τρία προβλεπόμενα μέσα τέλεσης
χρησιμοποίησε ο δράστης.
Σε περίπτωση που επιχειρηθεί η ματαίωση της αποκάλυψης εγκλήματος,
που τελέστηκε μεν από εγκληματική οργάνωση, δεν συμπεριλαμβάνεται, όμως,
στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, τότε ορθότερο είναι να γίνει
δεκτή η ανωτέρω λύση, να εφαρμοστεί δηλαδή η διάταξη του άρθ. 231 ΠΚ σε
αληθινή συρροή με τις διατάξεις για την αντίσταση, την παράνομη βία ή τη
δωροδοκία.
Αφ’ ης στιγμής υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε
άνθρωπος, το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, μπορεί να τελεστεί και από
πρόσωπο που δεν είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης υπέρ της οποίας
γίνεται η παρέμβαση. Στην περίπτωση, αυτή το αξιόποινο θα εξαντληθεί στην
ειδική ρύθμιση του άρθ. 187 § 2 ΠΚ και οι σχετικές πράξεις δεν θα
χαρακτηριστούν παράλληλα και ως συνέργεια στην τέλεση του εγκλήματος του
άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Και αυτό συμβαίνει, γιατί η αναμφισβήτητη βοήθεια που
παρέχεται στους δράστες του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ εξειδικεύεται στη
διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ έναντι της γενικής πρόβλεψης των άρθ. 46 και 47
ΠΚ1421.
Αν ο δράστης του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι
ταυτόχρονα και μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή
αληθινή συρροή των δύο εγκλημάτων, αλλά η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, ως
σιωπηρά επικουρική, θα πρέπει να απωθηθεί, αφού, στην περίπτωση αυτή,
πρόκειται περί ενός είδους αυτοϋπόθαλψης. ∆εν μπορεί, ασφαλώς, κατά
περίπτωση, να αποκλειστεί η αναβίωση και εφαρμογή σε αληθινή συρροή με το
έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ των γενικού περιεχομένου διατάξεων της
αντίστασης, άρθ. 167 ΠΚ, της παράνομης βίας, άρθ. 330 ΠΚ ή της δωροδοκίας,
άρθ. 236 ΠΚ, με τις οποίες προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό από τη
δημόσια τάξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και συγκεκριμένα, η πολιτειακή εξουσία, η
προσωπική ελευθερία και η δημόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση, τέλος, που η
εγκληματική πράξη του δράστη-μέλους της εγκληματικής οργάνωσης, συνίσταται

1421
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 123 – 124.
394

σε δωροδοκία μάρτυρα, πράξη για την οποία δεν υπάρχει καμιά άλλη ποινική
πρόβλεψη, η πράξη κατ’ άρθ. 187 § 2 ΠΚ, ως αυτοϋπόθαλψη, θα μείνει
ατιμώρητη, αλλά ενδέχεται ο δράστης να τιμωρηθεί για ηθική αυτουργία σε
ψευδορκία, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθ. 46 § 1 και 224 § 2 ΠΚ.
Η απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών και ανακριτικών ή
δικαστικών υπαλλήλων, αλλά κατ’ ορθότερη εκδοχή1422, και κατά
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, αποτελεί, ασφαλώς, αντίσταση, που στη
βασική της μορφή, στο άρθ. 167 § 1 ΠΚ, τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής,
δηλαδή με φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια. Η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 167 § 1 ΠΚ. Κατά συνέπεια, στην
περίπτωση αυτή, θα εφαρμοστεί το άρθ. 187 § 2, κάτι που δεν έχει όμως,
πρακτικές συνέπειες, αφού το απειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι το ίδιο.
Πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση συρροής του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
με τη διακεκριμένη αντίσταση του άρθ. 167 § 2 ΠΚ, η οποία συντρέχει όταν οι
πράξεις της § 1 του άρθ. 167 ΠΚ έγιναν από περισσότερους δράστες ή από
πρόσωπο που οπλοφορεί ή έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του ή το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η βία ή η απειλή
διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Το πλαίσιο ποινής της διάταξης του άρθ.
167 § 2 ΠΚ είναι φυλάκιση από δύο έως πέντε χρόνια και είναι, επομένως,
αυστηρότερο σε σχέση με το πλαίσιο ποινής του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, το οποίο είναι
φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια. Επιπροσθέτως, τα εξειδικευμένα στοιχεία,
που καθιστούν τη μορφή αυτή της αντίστασης διακεκριμένη, προσιδιάζουν στο
modus operandi των οργανωμένων εγκληματιών. Στην περίπτωση που
συρρεύσουν οι διατάξεις των άρθ. 167 § 2 ΠΚ και 187 § 2 ΠΚ, κάτι που στην
πράξη δεν φαίνεται διόλου απίθανο, η ειδική πρόβλεψη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
εμφανίζεται όχι μόνο ως περιττή, αλλά δημιουργεί, επιπροσθέτως και πρόβλημα
εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 167 § 2 ΠΚ. Φρονούμε ότι θα πρέπει να γίνει
δεκτό, ότι στις περιπτώσεις που συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της
διακεκριμένης αντίστασης, θα εφαρμοστεί η διάταξη με τη βαρύτερη ποινή, γιατί

1422
Αφού και οι πραγματογνώμονες και διερμηνείς, όπως είδαμε και προγουμένως, από την
πρόσληψή τους και τη δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου
13 περ. α’ ΠΚ.
395

και αυτή είναι εξειδικευμένη και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως γενική έναντι
της διάταξης του άρθ. 187 § 2 ΠΚ1423.
Η απειλή ή χρήση βίας κατά μαρτύρων, προκειμένου να ματαιωθεί η
αποκάλυψη, η δίωξη και τιμωρία των πράξεων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αποτελεί
παράνομη βία κατ’ άρθ. 330 ΠΚ, για την οποία απειλείται ποινή φυλάκισης από
δέκα ημέρες έως δύο χρόνια. Η διάταξη, όμως, του άρθ. 187 § 2, είναι ειδική και
ως τούτου, θα απωθήσει τη διάταξη του άρθ. 330 ΠΚ και θα τύχει αυτή
εφαρμογής, με αποτέλεσμα να εφαρμοστεί το δικό της πλαίσιο ποινής, που είναι
φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια.
Η δωροδοκία δικαστικού υπαλλήλου, όπως και αυτή των
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, οι οποίοι από την πρόσληψή τους και τη
δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθ. 13 περ. α’
ΠΚ, προβλέπεται και τιμωρείται και από το άρθ. 236 ΠΚ, διάταξη που έχει το ίδιο
πλαίσιο ποινής με τη διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, η οποία, ωστόσο, θα
εφαρμοστεί, ως ειδικότερη διάταξη1424, χωρίς ασφαλώς αυτό να έχει κάποια
ιδιαίτερη πρακτική σημασία.
Η δωροδοκία μαρτύρων, που δεν τυποποιούνταν στο προϊσχύσαν δίκαιο,
τιμωρείται πλέον και αυτή με βάση τη διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ.
Σχετικά με τη δωροδοκία δικαστή, τέλος, πρόβλημα δημιουργείται από τη
συρροή των διατάξεων του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, που είναι πλημμέλημα και του άρθ.
237 § 2 ΠΚ1425, που είναι κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε έως
δέκα χρόνια. Σε περίπτωση συρροής των δύο αυτών διατάξεων, που θα είναι
μάλλον συχνή στην πράξη, η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ δεν μπορεί να
θεωρηθεί ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 237 § 2 ΠΚ και επομένως, θα

1423
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 122. Πρβλ. Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695, η οποία ως παράδειγμα αναφέρει ότι
κάποιος με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του απειλεί δικαστή ή εισαγγελέα ότι θα
τον σκοτώσει σε περίπτωση που δεν τοποθετήσει στο αρχείο υπόθεση συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση. Η πράξη αυτή προφανώς υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 187 § 2 ΠΚ
και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Η ίδια, όμως, πράξη αντιμετωπιζόταν
ήδη από το άρθρο 167 § 2 ΠΚ, που απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών. Λόγω της
φαινομενικής συρροής μεταξύ των δύο διατάξεων και της εφαρμογής της αρχής της ειδικότητας, η
πράξη αυτή θα αντιμετωπιστεί τελικά επιεικέστερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 § 2
ΠΚ.
1424
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 122.
1425
Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 7 του Ν. 3327/2005.
396

πρέπει να εφαρμοστεί1426 η διάταξη που προβλέπει τη βαρύτερη ποινή, η


διάταξη, δηλαδή, του άρθ. 237 § 2 ΠΚ.

2.3. H συμμορία για τη διάπραξη κακουργήματος

Με τη διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, σύμφωνα με την ανάλυση που
επιχειρήσαμε ανωτέρω, τυποποιείται η βασική μορφή της εγκληματικής
οργάνωσης, με τη μορφή της «συμμορίας». Συνεπώς, το έννομο αγαθό που
προστατεύεται και με τη διάταξη αυτή είναι το ίδιο με το προστατευόμενο έννομο
αγαθό από τη διάταξη 187 § 1 ΠΚ, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς
και η οποία αποτελεί τη διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος της
«συμμορίας». Επομένως, και με τη διάταξη αυτή προστατεύεται η δημόσια τάξη,
η οποία και μόνο με την ύπαρξη των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων
τίθεται σε τροχιά διακινδύνευσης.
Η συμμορία, όπως τυποποιείται, αποτελεί μια προσβολή αξιακά
ελάσσονος σημασίας σε σχέση με την αντίστοιχη της εγκληματικής οργάνωσης,
κάτι που αντανακλάται και στην απειλούμενη ποινική κύρωση, η οποία είναι κατά
πολύ ευμενέστερη.
Ανεξαρτήτως, όμως, της ελάσσονος προσβολής, η κατάφαση ύπαρξης
κάποιας εστίας μόνιμου κινδύνου και απειλής για ένα τουλάχιστον ακόμη (εκτός
της δημόσιας τάξης) έννομο αγαθό1427 και φυσικά η προσπάθεια του νομοθέτη
για πληρέστερη προστασίας της δημόσιας τάξης, αιτιολογούν την τυποποίηση
αυτή με τη μορφή της αφηρημένης διακινδύνευσης1428. Και υποστηρίζουμε ότι
πρόκειται περί αφηρημένης διακινδύνευσης ακριβώς επειδή η πρόκληση
κινδύνου δεν προβλέπεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της

1426
Κατ’ αναλογία με την παραπάνω θέση μας για τη συρροή του άρθρου 187 § 2 ΠΚ και της
διακεκριμένης αντίστασης του άρθρου 167 § 2 ΠΚ.
1427
Αφού στόχος της συμμορίας είναι η τέλεση ενός τουλάχιστον κακουργήματος.
1428
Πρβλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη Επιβουλή της ∆ημόσιας Τάξης, όπ.παρ., σελ. 123, του ιδίου,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105 και Λάμπρου Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση,
όπ.παρ., σελ. 1430, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έγκλημα «δυνητικής»
διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, άποψη που, κατά τη γνώμη μας, δεν ορθή, καθώς το
στοιχείο της επέλευσης του κινδύνου δεν προβλέπεται με κανέναν τρόπο, ούτε καν ως
δυνατότητα, όπως θα απαιτούνταν εάν επρόκειτο για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, στη
συγκεκριμένη διάταξη.
397

«συμμορίας», όπως τυποποιείται στο άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, με άμεση συνέπεια
το έγκλημα να είναι τελειωμένο πριν την εμπειρική επέλευση του κινδύνου1429.
Υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος, όπως
υποδηλώνει η χρήση του όρου «όποιος».
Πράξη προσβολής αποτελεί η «ένωση» δύο τουλάχιστον προσώπων.
Στην προσπάθεια να οριοθετήσουμε την έννοια αυτή, ανακύπτει το ερώτημα κατά
πόσον θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, ως σημερινό εργαλείο ερμηνείας, η
ερμηνευτική προσέγγιση της «ένωσης», που είχε προταθεί υπό το κράτος του
προϊσχύσαντος άρθ. 187 ΠΚ.
Μία ερμηνευτική προσέγγιση, του προϊσχύσαντος άρθ. 187 ΠΚ για «τη
σύσταση και συμμορία», θεωρούσε ότι «ένωση αποτελεί η σύμπτωση των
βουλήσεων δύο ή περισσότερων ατόμων για την τέλεση εγκλημάτων»1430. Η
θεώρηση αυτή είχε επικριθεί έντονα τότε από την επιστήμη, ως αποδοχή
τιμώρησης του φρονήματος, αφ’ ης στιγμής δεν προϋπέθετε για την εφαρμογή
της διάταξης καμιά άλλη ενέργεια αλλά αρκούνταν στην απλή εξωτερίκευση της
βουλήσεως, με αποτέλεσμα κανένα έννομο αγαθό να μην έχει εισέλθει ακόμη σε
τροχιά διακινδύνευσης1431. Προτάθηκε, λοιπόν, τότε, προς αποφυγή πιθανών
καταστρατηγήσεων των βασικών αρχών που διέπουν ολόκληρο το ποινικό
δίκαιο, ότι δεν θα έπρεπε να θεωρείται αρκετή η απλή σύμπτωση βουλήσεων,
αλλά έπρεπε, επιπροσθέτως, να απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης
ομαδοποίησης, οργάνωσης και σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου
εγκλήματος, καθώς μόνο στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται στον εξωτερικό
κόσμο μία εγκληματική δομή, που, ως τέτοια, θίγει προφανώς τη δημόσια
τάξη1432.

1429
Κατά συνέπεια, ο δικαστής, όπως είδαμε παραπάνω, δεν οφείλει να κρίνει αν από την
ύπαρξη της συγκεκριμένης συμμορίας πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης ούτε για το άλλο ατομικό έννομο αγαθό που αποτελούσε στόχο της εγκληματικής
της δράσης.
1430
Βλ. ευρύτερα για το περιεχόμενο που έδωσε η νομολογία στην έννοια της «ένωσης»,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 38 επ.
1431
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 288.
1432
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 111, Χάρη
(Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και
του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 153, Στέφανου Παύλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271 και Γιάννη Μπέκα, Όπλα –
Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170, σύμφωνα με τον οποίο, απαιτούμενο στοιχείο της
ομαδοποίησης είναι η σύμπραξη των προσώπων σε σταθερή βάση, η διάρκεια δηλαδή της
σύμπραξης. Επομένως, η απλή συνεργασία για τη διάπραξη ενός μόνου εγκλήματος μπορεί να
συνιστά περίπτωση συναυτουργίας ή συνέργειας, αλλά δεν αποτελεί ομαδοποίηση.
398

Η δεύτερη αυτή ερμηνευτική προσέγγιση, με την πιο φιλελεύθερη και,


πράγματι, πειστική ερμηνεία της, θεωρούμε ότι κατά μείζονα λόγο είναι δυνατό να
εφαρμοστεί και κατά την προσπάθεια οριοθέτησης της «ένωσης» του άρθ. 187 §
3 εδ. α’ ΠΚ, δεδομένης της στενότερης διατύπωσης της συγκεκριμένης διάταξης,
«όποιος ενώνεται με άλλον» αντί της παλαιότερης «όποιος συμφωνεί ή ενώνεται
με άλλον»1433.
Για την αποφυγή παρερμηνειών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεν απλή
συμφωνία για τη διάπραξη ενός μόνο κακουργήματος (σύσταση) δεν αποτελεί
πια αξιόποινη πράξη, η δε «ένωση» με στοιχειώδη οργάνωση (συμμορία) για τη
διάπραξη και ενός μόνο κακουργήματος συνιστά ήδη αξιόποινη συμμορία1434.
Έτσι, από τον παλιό ορισμό της σύστασης το στοιχείο της απλής συμφωνίας
είναι πια χωρίς ποινική σημασία, ενώ το στοιχείο της τέλεσης ενός μόνο,
ορισμένου κακουργήματος, αν πρόκειται για ένωση με στοιχειώδη οργάνωση
που το επιδιώκει, περιλαμβάνεται στον ορισμό της συμμορίας1435.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι, για να καταφαθεί
το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, η αναγκαία σύμπραξη των δύο ατόμων
θα πρέπει πράγματι να θέτει σε κίνδυνο το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης. Κι
αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στις περιπτώσεις που η σύμπραξη των δύο ατόμων
παίρνει το χαρακτήρα μιας μονιμότερης συσσωμάτωσης, με μια σχετική
προοπτική διάρκειας, η οποία, με τον τρόπο αυτό, αποτελεί μια υπαρκτή,
αυτόνομη εστία κινδύνου και παράγει προοπτικές εγκληματικής συμπεριφοράς
που όντως προσβάλλουν το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης1436. Έτσι, σε
αντιδιαστολή, μια ευκαιριακή συμφωνία, που δεν αποδεικνύεται ότι έχει τη μορφή
της «ένωσης», δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί αρκετή για τη στοιχειοθέτηση του
συγκεκριμένου εγκλήματος.

1433
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 631 – 632, αρ. περιθ. 96.
1434
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων
του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, στην § 3 του άρθρου 187
ΠΚ έχουν ενοποιηθεί οι §§ 1 και 2 του προϊσχύσαντος άρθρου, ενώ, «απεγκληματοποιήθηκε» η
«σύσταση». Πρβλ. contra την ΜικτΟρκΕφΑθ 144/2002, ΝοΒ, σελ. 1028, η οποία δέχεται ότι η
«σύσταση» ως έγκλημα «συνενώθηκε» απλώς με τη συμμορία και δεν καταργήθηκε μετά το Ν.
2928/2001.
1435
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 131, υποσημ. 57.
1436
Βλ. Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271
και Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ.
284.
399

Περαιτέρω, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της εγκληματικής οργάνωσης της


§ 1 και της ένωσης της § 3 του άρθ. 187 ΠΚ, θα πρέπει να ανιχνευθεί στο
γεγονός ότι η συμμορία συστάθηκε για περιστασιακή δράση και έχει
προσωποπαγή χαρακτήρα, σε αντίθεση με την εγκληματική οργάνωση που έχει
πραγματοπαγή χαρακτήρα, με άμεση συνέπεια τα μέλη της να είναι ευχερώς
εναλλασσόμενα ή αντικαταστατά, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος αυτοδιάλυσης1437.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 18 και 26 ΠΚ, προκύπτει ότι
για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ,
απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, που να επικαλύπτει όλα τα στοιχεία του
αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τη συμφωνία των δύο τουλάχιστον ατόμων,
που συμπράττουν, να συμπτύξουν μεταξύ τους μια πιο μόνιμη συσσωμάτωση, η
οποία να λάβει τα χαρακτηριστικά της «ένωσης», στα οποία αναφερθήκαμε
ανωτέρω. Επιπροσθέτως, απαιτείται δόλος σκοπού και δεν αρκεί η απλή
αποδοχή τέλεσης, ενός τουλάχιστον κακουργήματος και όχι κάποιου εγκλήματος
γενικότερα.
Η πράξη της «ένωσης» με άλλον για τη διάπραξη κακουργήματος, που
τυποποιείται στο άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, είναι πλημμέλημα με πλαίσιο ποινής
από έξι μήνες έως πέντε χρόνια. Όπως είδαμε αναλυτικά ανωτέρω, στην διάταξη
του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται κοινές επιβαρυντικές και ελαφρυντικές
περιστάσεις για τα εγκλήματα των §§ 1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ.
Προς αποφυγή επαναλήψεων, θα σημειώσουμε μόνο ότι σε περίπτωση
συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθ. 187 § 4 εδ. β’ ΠΚ, δηλαδή,
της μη τέλεσης οποιουδήποτε εγκλήματος, το δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλλει

1437
Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης, εξάλλου, των πράξεων της § 1 και αυτών της § 3 είναι η
έκταση και η ποιότητα της υποδομής, η οποία αφενός, προσδίδει στην εγκληματική οργάνωση
μεγάλη εμβέλεια και αυξημένη επικινδυνότητα ενώ, στις περιπτώσεις της ένωσης αφετέρου, η
σχετική υποδομή τείνει να είναι πάντοτε περιορισμένη.
Βλ. σχετικά ΣυμβΕφΑθ 30/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 669, σύμφωνα με το οποίο, τα εννοιολογικά
στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούν ταυτόχρονα και ποιοτικά κριτήρια
διαφοροποίησής της, καθόσον, στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται περί δομημένης (ποιοτικό
κριτήριο), με διαρκή δράση (χρονικό κριτήριο) ομάδας από τρία ή περισσότερα άτομα (ποσοτικό
κριτήριο), δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της συγκρότησης ή της συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση, που προβλέπει η § 1 του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά πρόκειται περί απλής
συμμορίας, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος σύμφωνα με την § 3. Πρβλ. Θεοδώρου
Κριθαρά, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 897, ο οποίος στα
εννοιολογικά στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης, εκτός των ανωτέρω κριτηρίων αναφέρει και
το υποκειμενικό κριτήριο του σκοπού τέλεσης περισσοτέρων από τα περιοριστικά
απαριθμούμενα στη διάταξη κακουργήματα, άποψη, που κατά τη γνώμη μας, είναι εσφαλμένη,
αφού συγχέει στοιχεία της αντικειμενικής με στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης.
400

μειωμένη ποινή κατά το μέτρο του άρθ. 83 περ. δ’ ΠΚ. Συνεπώς, στην
περίπτωση αυτή, ο δικαστής δύναται να μειώσει ελεύθερα την ποινή έως το
ελάχιστο όριο του είδους της ποινής, που στα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθ. 53 ΠΚ, είναι δέκα ημέρες. Η διάταξη αυτή είναι εύλογη, καθώς
αμβλύνεται η επέκταση του αξιοποίνου σε προστάδια της εγκληματικής
συμπεριφοράς.
Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ
είναι τυπικό, δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1438. Το γεγονός, όμως, ότι για
την κατάφαση της αξιόποινης «ένωσης», τα στοιχεία που απαιτούνται είναι
σαφώς λιγότερα από τα αντίστοιχα για την εγκληματική οργάνωση της § 1,
περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για την απόπειρα προς όφελος
των μη αξιόποινων προπαρασκευαστικών πράξεων.
Έτσι, σύμφωνα με την οριοθέτηση της «ένωσης» που επιχειρήσαμε
ανωτέρω, απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης ομαδοποίησης, οργάνωσης και
σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου εγκλήματος. Συνεπώς, αξιόποινη
απόπειρα μπορεί να υπάρξει, όταν έχει δημιουργηθεί, για παράδειγμα, κάποια
στοιχειώδης υποδομή και ένας σχετικός καταμερισμός εργασίας, οι λεπτομέρειες,
όμως, του σχεδίου δράσης των μελών είναι ακόμη υπό επεξεργασία και πριν
καταστεί δυνατή η ολοκλήρωσή του, τα μέλη της συμμορίας συλλαμβάνονται.
Επειδή η «ένωση» με άλλον αποτελεί μορφή αναγκαίας σύμπραξης, δεν
νοείται τέλεση του εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ κατά συναυτουργία.
Από τις μορφές συμμετοχής, η ηθική αυτουργία και η άμεση συνέργεια
είναι αξιόποινες, ενώ, κατά τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στο άρθ. 187 § 4 εδ. γ’
ΠΚ, να επαναλάβουμε ότι η απλή ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται, «εφόσον τα
μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο όφελος».
Κατ’ αντιπαραβολή, επομένως, η απλή συνέργεια και η ψυχική συνέργεια
τρομοκρατικών ή εγκληματικών οργανώσεων ή συμμοριών, που επιδιώκουν, αν
όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον παράλληλα, και οικονομικό ή υλικό όφελος,
παραμένουν αξιόποινες. Συνεπώς, αν και ευεργετική, η έκταση εφαρμογής της
διάταξης του άρθ. 187 § 4 εδ. γ’ ΠΚ είναι περιορισμένη.
Η παροχή πληροφοριών διευκόλυνσης από κάποιον τρίτο προς ένα από
τα δύο μέλη της συμμορίας, όπως ο αριθμός τηλεφώνου ή η διεύθυνση κατοικίας

1438
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, όπ.παρ., σελ. 442.
401

του άλλου ή η λειτουργία του ως αγγελιοφόρου μεταξύ τους, θα πρέπει να


αντιμετωπιστεί ως απλή συνέργεια.
Άμεση συνέργεια, εξάλλου, αποτελεί η παραχώρηση χώρου για τις
συναντήσεις της συμμορίας ή η κάλυψή της με τα αναγκαία εφόδια.
Τέλος, ηθική αυτουργία στο έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, είναι,
επίσης, νοητή. Έτσι, για παράδειγμα, κάποιος χρησιμοποιώντας την πειθώ του
επηρεάζει τρίτο άτομο για την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα της σύμπραξής
του με άτομο, που του είχε ήδη προτείνει κάτι τέτοιο και είχε αρνηθεί, να αλλάξει
την απόφασή του αυτή και να ενωθεί τελικά με τον άλλον για να διαπράξουν
κακούργημα, κάτι που, όντως, τελικά κάνει.
Η συστηματική ένταξη της συμμορίας στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά
της «δημόσιας τάξης», υποδεικνύει ότι το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά
αυτοτελούς εννόμου αγαθού, διαφορετικού από αυτό που προσβάλλεται με την
υλοποίηση του εγκληματικού σκοπού της συμμορίας1439. Έτσι, σε περίπτωση
τέλεσης του επιδιωκόμενου κακουργήματος, η ετερότητα των προσβαλλόμενων
εννόμων αγαθών υποδεικνύει ότι θα πρόκειται για αληθινή συρροή1440.
Σε περίπτωση δε, που κάποιο μέλος της συμμορίας δεν έχει τελέσει ούτε
έχει συμμετάσχει στην τέλεση του σκοπούμενου κακουργήματος, η ποινική του
ευθύνη θα περιοριστεί στη διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, χωρίς να
δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής συνδρομής, απλής συνέργειας δηλαδή, από
μόνη την ιδιότητα του μέλους της συμμορίας.
Η συμμορία συρρέει αληθινά πραγματικά με τα εγκλήματα της προμήθειας
και κατοχής όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών, που
εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες. Κατά συνέπεια, η
αναγωγή των ανωτέρω πράξεων σε επιβαρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το
άρθ. 187 § 4 εδ. α’ ΠΚ, αποκτά νόημα μόνο για τα μέλη της συμμορίας, που ναι
μεν δεν είχαν καμία συμμετοχή στην τέλεσή τους, αλλά γνωρίζουν ότι υπάρχουν
τα υλικά αυτά για την εξυπηρέτηση των σκοπών της συμμορίας.
Η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού
με τη διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και επομένως, δεν είναι δυνατή η αληθινή
1439
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 449.
1440
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 118 – 119, του ιδίου,
Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 127, Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της
εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1019 και Χάρη
(Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και
του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 149.
402

συρροή τους. Σχέση αλληλοαποκλεισμού υπάρχει, τέλος, μεταξύ της διάταξης


του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ και της διάταξης του άρθ. 195 ΠΚ για την κατάρτιση
ένοπλης ομάδας, αφού η συμμορία αποβλέπει στη διάπραξη ενός τουλάχιστον
κακουργήματος, ενώ, η «ένοπλη ομάδα» δεν αποβλέπει στη διάπραξη
εγκλημάτων.
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο,
ενώ, παράσταση πολιτικής αγωγής δεν επιτρέπεται, επειδή το προσβαλλόμενο
έννομο αγαθό, η δημόσια τάξη, δεν έχει συγκεκριμένο φορέα.
Η μεταβολή της κατηγορίας από συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε συγκρότηση «ένωσης» ή σύμπραξη σε
«ένωση» κατ’ άρθρον 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ επιτρέπεται, επειδή ευνοεί τον
κατηγορούμενο. Το αντίθετο δεν είναι επιτρεπτό, επειδή μεταβάλλονται τα
στοιχεία της πράξης σε βάρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του
κατηγορουμένου1441.

2.4. H συμμορία για τη διάπραξη πλημμελήματος

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο αρχικό κείμενο του Ποινικού Κώδικα δεν
προβλεπόταν αξιόποινη σύσταση ή συμμορία για την τέλεση πλημμελήματος. Η
επέκταση αυτή του αξιοποίνου έγινε επί δικτατορίας με το άρθ. 2 Ν∆ 861/1971
«για τον πληρέστερο έλεγχο της κοινωνικής ζωής και την αυξημένη προστασία
της δημόσιας τάξης». Στη συνέχεια, με το άρθ. 10 Ν. 1366/1983 περιορίστηκε η
αξιόποινη σύσταση ή συμμορία στα βαρύτερα πλημμελήματα, για τα οποία
απειλείται ποινή φυλάκισης ενός έτους. Ήδη με το Ν. 2928/2001 διατηρήθηκε
μόνο το αξιόποινο της συμμορίας για τη διάπραξη έστω και ενός μόνο
πλημμελήματος με μία επιπρόσθετη προϋπόθεση, την επιδίωξη με το
σκοπούμενο πλημμέλημα από τη συμμορία, οικονομικού ή άλλου υλικού
οφέλους ή προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας
ελευθερίας1442, με αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής της
διάταξης του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ.

1441
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
1442
Η προϋπόθεση αυτή δεν υπήρχε στο τελικό Σχέδιο και προστέθηκε κατά την ψήφιση του
νομοσχεδίου στη Βουλή, έτσι ώστε να εναρμονιστεί η διάταξη αυτή με τους γενικότερους,
δεδηλωμένους σκοπούς του νόμου, την καταπολέμηση δηλαδή τόσο του οργανωμένου
403

Προστατευόμενο έννομο αγαθό και της διάταξης αυτής είναι η δημόσια


τάξη, που προσβάλλεται με τη μορφή της αφηρημένης διακινδύνευσης ακριβώς
επειδή η πρόκληση κινδύνου δεν προβλέπεται στη νομοτυπική μορφή του
εγκλήματος της «συμμορίας», όπως τυποποιείται στο άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, με
άμεση συνέπεια το έγκλημα είναι τελειωμένο πριν την εμπειρική επέλευση του
κινδύνου1443.
Είναι προφανές λόγω της ελάχιστης επικινδυνότητας της συμμορίας για τη
διάπραξη πλημμελήματος ότι ο λόγος διατήρησης της διάταξης αυτής, με σαφώς
πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με την προϊσχύουσα, είναι η όσο το
δυνατόν πληρέστερη προστασία του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης.
Σε επίπεδο χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων ισχύουν όσα αναφέρουμε
ανωτέρω για τη συμμορία για τη διάπραξη κακουργήματος. Ειδικά για το
χαρακτηρισμό του ως υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, σημειώνουμε ότι
απαιτείται σωρευτικά η στοιχειοθέτηση του σκοπού τέλεσης ενός τουλάχιστον
σοβαρού πλημμελήματος, το οποίο να απειλείται, δηλαδή, με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους και επιπροσθέτως, η επιδίωξη, με το σχεδιαζόμενο από
τη συμμορία σοβαρό πλημμέλημα, της αποκόμισης οικονομικού ή άλλου υλικού
οφέλους ή της προσβολής της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της
γενετήσιας ελευθερίας.
Υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος.
Πράξη προσβολής είναι η «ένωση» δύο τουλάχιστον ατόμων. Η «ένωση»
του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με την «ένωση» του
άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, στην οποία αναφερθήκαμε αναλυτικά ανωτέρω.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 18 και 26 ΠΚ προκύπτει, ότι
για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ,
απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, που να επικαλύπτει όλα τα στοιχεία του
αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τη συμφωνία των δύο τουλάχιστον ατόμων,
τα οποία συμπράττουν, να συμπτύξουν μεταξύ τους μια πιο μόνιμη
συσσωμάτωση, που να λάβει τα χαρακτηριστικά της «ένωσης».

εγκλήματος (επιδίωξη οικονομικού οφέλους) όσο και της τρομοκρατίας (επιδίωξη προσβολής της
ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας).
1443
Κατά συνέπεια, ο δικαστής, όπως είδαμε και στην προηγούμενη ανάπτυξη, δεν οφείλει να
κρίνει αν από την ύπαρξη της συγκεκριμένης συμμορίας πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο
αγαθό της δημόσιας τάξης ούτε για το άλλο ατομικό έννομο αγαθό, που αποτελούσε στόχο της
εγκληματικής της δράσης.
404

Περαιτέρω, απαιτείται δόλος σκοπού και δεν αρκεί η απλή αποδοχή


τέλεσης, που να επικαλύπτει τις δύο σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις, δηλαδή
την τέλεση ενός τουλάχιστον πλημμελήματος, που να απειλείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους και την επιδίωξη των ατόμων που έχουν συστήσει την
«ένωση», με το πλημμέλημα αυτό να αποκομίσουν οικονομικό ή άλλο όφελος ή
να προσβάλλουν τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή τη γενετήσια ελευθερία.
Από τα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα που τιμωρούνται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους και θα μπορούσαν να αποτελέσουν επιδίωξη μιας
συμμορίας για την επίτευξη οικονομικού οφέλους ενδιαφέρον παρουσιάζει η
παθητική δωροδοκία του άρθ. 235 ΠΚ1444, αφού είναι πιθανή η δημιουργία
συμμορίας σε κάποια υπηρεσία για την απαίτηση δώρων από τους πολίτες,
προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι υποθέσεις τους. Επίσης, τα εγκλήματα της
ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης, σύμφωνα με το άρθ. 242 §§ 1 και 2 ΠΚ, αν το
επιδιωκόμενο όφελος δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και τα
πλημμελήματα της απιστίας και της υπεξαίρεσης, που τυποποιούνται στα άρθ.
256 περ. β’ και 258 περ. β’ ΠΚ. Περαιτέρω, τα πλημμελήματα των παραβάσεων
των ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών υπαλλήλων, άρθ. 248, 249
και 250 ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθ. 5 § 11 του Ν. 2225/1994 και 25 § 2 του Ν.
2075/1992, καθώς είναι δυνατή η δημιουργία συμμορίας στις σχετικές υπηρεσίες
για την αξιοποίηση απόρρητων πληροφοριών της επικοινωνίας. Ενδιαφέρον,
ακόμη, παρουσιάζει το πλημμέλημα της κατά συνήθεια ετεράμβλωσης, κατ’
άρθρον 304 § 2 ΠΚ, γιατί δεν είναι απίθανη η δημιουργία κυκλώματος για την
επικερδή εκμετάλλευση του βιολογικού υλικού από τα προϊόντα της άμβλωσης.
Πρακτικό ενδιαφέρον για την εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ
παρουσιάζει, τέλος, το πλημμέλημα της κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία
προαγωγής γυναικών στην πορνεία, που τυποποιείται στο άρθ. 349 § 3 ΠΚ.
Από τα πλημμελήματα που τυποποιούνται σε ειδικούς ποινικούς νόμους
πρακτικό, ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εν προκειμένω, τα εγκλήματα της
φαρμακοδιέγερσης αθλητών και αγωνιζόμενων σε ιππικούς αγώνες ίππων, που
τυποποιούνται στα άρθ. 8 § 1 και 10 του Ν. 1646/1986, τα εγκλήματα σχετικά με
1444
Σε περίπτωση, ασφαλώς, που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της § 2, οι οποίες
αναβαθμίζουν την πράξη σε κακούργημα που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, δηλαδή
στις περιπτώσεις που η αξία των ωφελημάτων δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και ο
δράστης δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών. Η § 2 του άρθρου
235 ΠΚ,όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 § 1 Ν. 3666/2008 (ΦΕΚ Α’ 105/10-06-2008)
αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 24 § 9α Ν.3943/2011 (ΦΕΚ Α’ 66/31-3-2011).
405

τη μεταμόσχευση ανθρώπινων ιστών και οργάνων, σύμφωνα με το άρθ. 20 §§ 4,


5 και 7 του Ν. 2737/19991445, το έγκλημα της λαθρεμπορίας, του άρθ. 157 περ. β’
του Ν. 2960/2001, η απάτη περί τα παίγνια, του άρθ. 7Α του Β.∆. 15/28-1-1971,
το έγκλημα της παράβασης των διατάξεων για τις δίγραμμες επιταγές, σύμφωνα
με το άρθ. 1 Ν. 454/1976, η αγοραπωλησία ιερών πραγμάτων, κατ’ άρθρον 45 §
2 του Ν. 590/1977, οι παραβάσεις σχετικά με τις αναδασώσεις και την προστασία
των δασών, που τυποποιούνται στα άρθ. 70 και 71 του Ν. 998/1979, το έγκλημα
της ζωοκλοπής1446, που τυποποιείται στα άρθ. 1 § 1 και 3 § 1 του Ν. 1300/1982,
το έγκλημα της φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το άρθ. 17 § 2 του Ν. 2523/1997,
όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 2648/1998, 2753/1999 και 2873/2000 και οι
παραβάσεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθ. 66 Ν.
2121/1993.
Η πράξη της «ένωσης» με άλλον για τη διάπραξη πλημμελήματος που
τυποποιείται στο άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, είναι πλημμέλημα με πλαίσιο ποινής
από τρεις μήνες έως πέντε χρόνια.
Στην διάταξη του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται κοινές επιβαρυντικές και
ελαφρυντικές περιστάσεις για τα εγκλήματα των §§ 1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ.
Στην περίπτωση του ιδιώνυμου εγκλήματος της «συμμορίας» του άρθ.
187 § 3 εδ. β’ ΠΚ η πρώτη επιβαρυντική περίσταση δεν φαίνεται να έχει πεδίο
εφαρμογής, καθώς φαντάζει μάλλον απίθανο να συντρέξει η κατασκευή,
προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών
ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς
εξυπηρέτηση των σκοπών της οργάνωσης και το τελεσθέν έγκλημα να μην έχει
«αναβαθμιστεί» από πλημμέλημα σε κακούργημα, οπότε στην περίπτωση αυτή
δεν μπορεί να είναι καν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ.
Αναφορικά με τη δεύτερη επιβαρυντική περίσταση, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους των μελών της
συμμορίας προβλέπεται ήδη ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του εγκλήματος
και κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να αποτελεί ταυτόχρονα και επιβαρυντική
περίστασή του.

1445
Εφόσον, ασφαλώς, δεν τελούνται κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, γιατί στις περιπτώσεις
αυτές οι συγκεκριμένες πράξεις αναβαθμίζονται σε κακουργήματα.
1446
Σε περίπτωση που δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.
406

Οι πρακτικές αυτές δυσχέρειες εφαρμογής αποδεικνύουν μάλλον την


προχειρότητα του συγκεκριμένου νομοθετήματος1447.
Στη συνέχεια, στο εδ. β’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, ορίζεται ότι η μη τέλεση
οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα, συνιστά ελαφρυντική περίσταση,
κάτι που σημαίνει ότι η αναγνώρισή της οδηγεί σε επιβολή μειωμένης ποινής
κατά το μέτρο του άρθ. 83 περ. δ’ ΠΚ, δηλαδή, εν προκειμένω, ο δικαστής
δύναται να μειώσει ελεύθερα την ποινή έως το ελάχιστο όριο του είδους της
ποινής, που στα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 53 ΠΚ, είναι
δέκα ημέρες. Η διάταξη αυτή είναι εύλογη, καθώς αμβλύνεται η επέκταση του
αξιοποίνου σε προστάδια της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Τέλος, στο εδ. γ’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, ορίζεται ότι η «απλή ψυχική
συνέργεια», η ψυχική, δηλαδή και ηθική συνδρομή, που προσθέτει κάτι
ουσιαστικό στην ψυχική δύναμη του δράστη, στο έγκλημα της συμμορίας δεν
τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής περιορίζεται μόνο σ’
εκείνες τις συμμορίες που επιδιώκουν προσβολή της ζωής (με πλημμέλημα!), της
σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας.
Αναφορικά με την επιδίωξη προσβολής της σωματικής ακεραιότητας,
προφανώς από συμμορίες «ελαφρού» τρομοκρατικού χαρακτήρα με καθαρά
πολιτικό σκεπτικό, η διάταξη αυτή κινείται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς
αποκλείει την τιμώρηση του πολιτικού φρονήματος, το οποίο εκδηλώνεται με την
ηθική ενδυνάμωση, μια πράξη απλής συνέργειας, δηλαδή, της συμμορίας. Η
προσβολή, όμως, της γενετήσιας ελευθερίας, δεν σχετίζεται με αυτή, την έστω
ακραία, εκδήλωση του πολιτικού φρονήματος και η απαλλαγή, στην περίπτωση
αυτή, του ιδεολογικού υποστηρικτή της συμμορίας δεν φαίνεται δικαιολογημένη.
1447
Ο Μανωλεδάκης στην ορθή κριτική του για την αστοχία των επιβαρυντικών περιστάσεων σε
σχέση με το έγκλημα του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ τις χαρακτηρίζει «ανόητες», βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 138. Ο δε Σταθόπουλος επιχειρώντας,
ανεπιτυχώς, κατά τη γνώμη μας, να τις δικαιολογήσει σημειώνει: «…ο ερμηνευτής δεν πρέπει να
μένει σε μια επιφανειακή, παιγνιώδη λογική, η οποία μάλιστα παρορά, στη βιασύνη να
επινοηθούν ψεγάδια του νόμου, το πλήρες εύρος εφαρμογής των διατάξεων. ∆ιότι οι παραπάνω
επιβαρυντικές περιστάσεις δεν αποτελούν αναγκαίως στοιχεία της υπόστασης των εγκλημάτων
των §§ 1 και 3 του άρθρου 187. Ακριβώς γι’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέφθηκαν οι
επιβαρυντικές περιστάσεις και όχι για τις περιπτώσεις όπου οι περιστάσεις αυτές ενυπάρχουν
στην υπόσταση του εγκλήματος. Τη λογική και τελολογική αυτή κατανόηση των διατάξεων
επιβάλλει η συστηματική ερμηνεία τους». Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του
∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 635, αρ.
περιθ. 101. Η αιτιολόγηση αυτή δεν είναι πειστική, ακριβώς γιατί δεν εξηγεί για ποιο λόγο δεν
εξαιρέθηκε ρητά από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 187 § 4 εδ. α’ ΠΚ η περίπτωση της
συμμορίας του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ.
407

Παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ είναι τυπικό,
δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1448. Το γεγονός, όμως, ότι για την κατάφαση
της αξιόποινης «ένωσης», τα στοιχεία που απαιτούνται είναι σαφώς λιγότερα
από τα αντίστοιχα για την εγκληματική οργάνωση της § 1, σε συνδυασμό με την
ελάχιστη επικινδυνότητα που παρουσιάζει για το προστατευόμενο έννομο αγαθό
της δημόσιας τάξης η ένωση δύο ατόμων για την διάπραξη έστω και ενός
πλημμελήματος, θα πρέπει να οδηγήσει στην τελολογική συστολή των ορίων της
αξιόποινης απόπειρας του συγκεκριμένου εγκλήματος προς όφελος των μη
αξιόποινων προπαρασκευαστικών πράξεων1449.
Επειδή η «ένωση» με άλλον αποτελεί μορφή αναγκαίας σύμπραξης, δεν
νοείται τέλεση του εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ κατά συναυτουργία.
Από τις μορφές συμμετοχής, η ηθική αυτουργία1450, καθώς και η απλή1451
και η άμεση1452 συνέργεια είναι αξιόποινες1453.
Σε επίπεδο συρροής, και στην περίπτωση της συμμορίας, αν τελεστεί το
επιδιωκόμενο πλημμέλημα, λόγω της ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών, θα πρόκειται για αληθινή συρροή. Ενώ, δεν δημιουργείται τεκμήριο
ψυχικής συνδρομής, απλής συνέργειας δηλαδή, από μόνη την ιδιότητα του
μέλους της συμμορίας.
Στις περιπτώσεις που το απειλούμενο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον
ενός έτους πλημμέλημα, έχει ως στοιχείο της αντικειμενικής του υπόστασης την
ένωση δύο τουλάχιστον προσώπων για την τέλεσή του, όπως συμβαίνει, για

1448
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, όπ.παρ., σελ. 442.
1449
Με τους περιορισμούς αυτούς, ένα παράδειγμα αξιόποινης απόπειρας του εγκλήματος του
άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ θα ήταν όταν έχει μεν δημιουργηθεί κάποια στοιχειώδης υποδομή και
ένας σχετικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των μελών της συμμορίας, οι λεπτομέρειες, όμως,
του σχεδίου δράσης τους είναι ακόμη υπό επεξεργασία και πριν καταστεί δυνατή η ολοκλήρωσή
τους, τα μέλη της συμμορίας συλλαμβάνονται.
1450
Και η ηθική αυτουργία στο έγκλημα του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, είναι νοητή, όταν, για
παράδειγμα, κάποιος καταπείθει άλλον για την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα της σύμπραξής
του με τρίτο άτομο, γνωστό για τις «εγκληματικές του ικανότητες», προκειμένου να αποκομίσει
μεγάλα κέρδη, αιτίαση που είναι, όντως, τελικά πειστική, με αποτέλεσμα το άτομο αυτό να
προχωρήσει στην εγκληματική του ένωση με το τρίτο άτομο.
1451
Η παροχή πληροφοριών διευκόλυνσης από κάποιον τρίτο προς ένα από τα δύο μέλη της
συμμορίας, όπως ο αριθμός τηλεφώνου ή η διεύθυνση κατοικίας του άλλου ή η λειτουργία του ως
αγγελιοφόρου μεταξύ τους, για παράδειγμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως απλή συνέργεια.
1452
Ένα παράδειγμα άμεσης συνέργειας αποτελεί η παραχώρηση χώρου για τις συναντήσεις της
συμμορίας ή η κάλυψή της με τα αναγκαία εφόδια.
1453
Να επεναλάβουμε ότι η ρητή νομοθετική πρόβλεψη, του άρθρου 187 § 4 εδ. γ’ ΠΚ, ότι η απλή
ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται, στην περίπτωση που τα μέλη της συμμορίας δεν επιδιώκουν
οικονομικό ή άλλο όφελος, περιορίζεται, εν προκειμένω, μόνο σ’ εκείνες τις συμμορίες που
επιδιώκουν προσβολή της ζωής (με πλημμέλημα!), της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας
ελευθερίας.
408

παράδειγμα, στην περίπτωση του άρθ. 216 του Κώδικα ∆ημόσιου Ναυτικού
∆ικαίου (Ν∆ 187/1973), όπου δύο ή περισσότεροι επιβάτες πλοίου ενώνονται για
την τέλεση εγκλήματος κατά του πλοιάρχου, δεν θα πρόκειται για αληθινή κατ’
ιδέαν συρροή με το έγκλημα της συμμορίας του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, αλλά για
φαινομενική κατ’ ιδέαν συρροή και, με βάση την αρχή της ειδικότητας και της
σιωπηρής επικουρικότητας, θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 216 Ν∆ 187/1973,
ως ειδικότερη και ως προβλέπουσα βαρύτερη σε σχέση με το άρθ. 187 § 3 εδ. β’
ΠΚ ποινή.
Ίδια θα είναι και η λύση του προβλήματος της συρροής του άρθ. 187 § 3
εδ. β’ ΠΚ με το άρθ. 45 § 1 περ. δ’ Ν. 3961/2008 για τη νομιμοποίηση εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, με το οποίο δεν συρρέει αληθινά κατ’ ιδέαν,
αλλά φαινομενικά κατ’ ιδέαν. Έτσι, θα τύχουν εφαρμογής αφενός, η αρχή της
ειδικότητας και αφετέρου, η ρητή επικουρικότητα και θα εφαρμοστεί μόνο η
διάταξη του άρθ. 45 § 1 περ. δ’ Ν. 3961/2008, ως ειδικότερη και ως
προβλέπουσα βαρύτερη σε σχέση με το άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ ποινή.
Η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού
με τη διάταξη του άρθ. 195 ΠΚ για την κατάρτιση ένοπλης ομάδας, αφού η
συμμορία αποβλέπει στη διάπραξη ενός τουλάχιστον πλημμελήματος, ενώ, η
«ένοπλη ομάδα» δεν αποβλέπει στη διάπραξη εγκλημάτων.
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο,
ενώ, παράσταση πολιτικής αγωγής δεν επιτρέπεται, επειδή το προσβαλλόμενο
έννομο αγαθό, η δημόσια τάξη, δεν έχει συγκεκριμένο φορέα.
Η μεταβολή της κατηγορίας από συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε συγκρότηση «ένωσης» ή σύμπραξη σε
«ένωση» κατ’ άρθρον 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ επιτρέπεται, επειδή ευνοεί τον
κατηγορούμενο. Το αντίθετο δεν είναι επιτρεπτό, επειδή μεταβάλλονται τα
στοιχεία της πράξης σε βάρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του
κατηγορουμένου.
Σε περίπτωση, τέλος, που καταργηθεί η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. β’
ΠΚ, που τυποποιεί το ιδιώνυμο έγκλημα της «συμμορίας», η αναφερόμενη σ’
αυτήν πράξη της ένωσης για την τέλεση ενός τουλάχιστον πλημμελήματος θα
καταστεί ατιμώρητη και δεν θα υπαχθεί στη ρύθμιση του βασικού εγκλήματος του
άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, όπως θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για προνομιούχα
μορφή εγκλήματος.
409

2.5. Εδαφική δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων

Στη διάταξη του άρθ. 187 § 5 ΠΚ ορίζεται ότι οι αξιόποινες πράξεις του
άρθ. 187 ΠΚ τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του και όταν αυτές τελέσθηκαν στην
αλλοδαπή από ημεδαπό, ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη, ή κατά νομικού
προσώπου που εδρεύει στην Ελλάδα, ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και
στην περίπτωση που αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας
στην οποία τελέσθηκαν1454.
Το παγκόσμιο ενδιαφέρον του Έλληνα νομοθέτη για την αντιμετώπιση των
εγκληματικών οργανώσεων είναι εύλογο, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η δράση
των εγκληματικών οργανώσεων στη σύγχρονη εποχή τείνει να αναπτύσσεται σε
δίκτυα και να εμπλέκει περισσότερες από μία εθνικές έννομες τάξεις και
περαιτέρω, ότι δεν έχει ακόμη καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός ενιαίου
διεθνούς ποινικού νομοθετικού χώρου. Η διατύπωση όμως, του άρθ. 187 § 5 ΠΚ
είναι εξαιρετικά ευρεία και δύναται να δημιουργήσει πολλές δυσχέρειες κατά την
εφαρμογή της, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι στο πεδίο εφαρμογής της δεν
υπάγεται μόνο η εγκληματική οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αλλά και οι
τιμωρούμενες σε βαθμό πλημμελήματος διατάξεις για τη συμμορία (άρθ. 187 § 3
εδ. α’ και β’ ΠΚ), καθώς και η προσπάθεια ματαίωσης της δίωξης εγκληματικής
οργάνωσης με απειλή, χρήση βίας ή δωροδοκία, κατ’ άρθρον 187 § 2 ΠΚ.
Θα πρέπει, εξυπαρχής, να τονιστεί ότι με τη διάταξη του άρθ. 187 § 5 ΠΚ
εισάγεται εξαίρεση1455 στις ισχύουσες ρυθμίσεις των άρθ. 6 § 1 και 7 § 1 ΠΚ για
τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, οι οποίες προβλέπουν,
ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, για την εφαρμογή του ελληνικού νόμου, την
προϋπόθεση οι τελεσθείσες στο εξωτερικό πράξεις από ή κατά Έλληνα πολίτη να
είναι ταυτόχρονα αξιόποινες και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία
τελέσθηκαν.
Οι πρακτικές δυσχέρειες και οι «άτοπες» περιπτώσεις εφαρμογής του
ελληνικού ποινικού νόμου, συνεπεία της κατάργησης της αρχής του διττού
αξιοποίνου γίνονται ιδιαίτερα εναργείς στις περιπτώσεις των πλημμεληματικής
φύσης παραβάσεων του άρθ. 187 ΠΚ, αφού το αξιόποινο της συγκρότησης ή

1454
Η § 5 δεν υπήρχε στο Τελικό Σχέδιο Νόμου και προστέθηκε κατά την ψήφιση του νόμου στη
Βουλή.
1455
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 139.
410

συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, ιδίως μετά την υπογραφή της Σύμβασης


του Παλέρμο, αποτελεί πλέον διεθνές κεκτημένο.
Ειδικότερα, αν υποθέσουμε ότι σε κάποιο κράτος δεν τιμωρείται η
συμμορία για την τέλεση πλημμελήματος, κάτι που είναι μάλλον αρκετά πιθανό,
εντούτοις, θα μπορούσε να τιμωρηθεί, με βάση τη διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ.
β’ ΠΚ, ο Έλληνας πολίτης που ζει και εργάζεται, για παράδειγμα, ως γιατρός στο
κράτος αυτό και στο πλαίσιο της ιατρικής του δραστηριότητας έχει συστήσει
«ένωση» με νοσηλεύτρια, για να διενεργεί κατά συνήθεια την πράξη της
«ετεράμβλωσης»! Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή επειδή πρόκειται για
παράβαση που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, προκειμένου να τύχει
εφαρμογής ο ελληνικός νόμος, θα πρέπει να συντρέχει και η προβλεπόμενη στο
άρθ. 6 § 2 ΠΚ προϋπόθεση της υποβολής έγκλησης από τον παθόντα ή αίτησης
της κυβέρνησης της χώρας στην οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Ανεξάρτητα, όμως,
από αυτό, η εφαρμογή του ελληνικού άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ σε μια τέτοια
περίπτωση, φαντάζει υπερβολική.
Ένα άλλο παράδειγμα άτοπης, κατά τη γνώμη μας, εφαρμογής, θα ήταν
να εφαρμοστεί το ελληνικό άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ σε αλλοδαπούς υπήκοους
χώρας, στην οποία δεν είναι αξιόποινη η «συμμορία», οι οποίοι ενώθηκαν για να
εκβιάσουν Έλληνα πολίτη, που ζει και εργάζεται στη χώρα αυτή, πριν τελέσουν
καν απόπειρα του σχεδιασθέντος εγκλήματος.
Τρίτο άτοπο παράδειγμα εφαρμογής. Αλλοδαπός πολίτης, που εργάζεται
ως υπάλληλος, σε χώρα, στην οποία δεν είναι αξιόποινη η ένωση για την τέλεση
πλημμελήματος, ενώνεται με άλλον και διαπράττει το πλημμέλημα της παθητικής
δωροδοκίας, για το οποίο καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης με αναστολή. Λίγο
αργότερα αποκτά την ελληνική ιθαγένεια. ∆εδικασμένο για το έγκλημα της
συμμορίας δεν υπάρχει. Αν υποθέσουμε ότι υποβάλλεται και η απαιτούμενη για
τα πλημμελήματα έγκληση, ο άνθρωπος αυτός, θα πρέπει να τιμωρηθεί, με βάση
τον ελληνικό νόμο με το συνδυασμό των άρθ. 6 § 2 εδ. β’, 187 § 5 και 187 § 3 εδ.
β’ ΠΚ.
Για να γίνει ακόμη πιο ορατή η τεράστια ευρύτητα εφαρμογής της
ρύθμισης του άρθ. 187 § 5 ΠΚ, αναφέρουμε ότι φαίνεται να καλύπτει τις
ακόλουθες περιπτώσεις1456: 1) Τις εγκληματικές οργανώσεις και συμμορίες που

1456
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 141 – 142.
411

βρίσκονται στο εξωτερικό, αποτελούνται από ημεδαπούς και στρέφονται καθ’


οιουδήποτε εννόμου αγαθού, 2 ) Τις εγκληματικές οργανώσεις και συμμορίες που
βρίσκονται στο εξωτερικό, αποτελούνται από αλλοδαπούς, αλλά έχουν ως στόχο
της εγκληματικής τους δραστηριότητας Έλληνα πολίτη, ή νομικό πρόσωπο που
εδρεύει στην Ελλάδα, ή το ελληνικό Κράτος, 3) Την πράξη της συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης από ημεδαπό, που κατοικεί στο εξωτερικό και η οποία
θα δρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, 4) Τη δημιουργία συμμορίας από ημεδαπό
με άλλο άτομο, που θα δρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, ενώ ο ημεδαπός θα
δρα και θα διαμένει στο εξωτερικό και 5) Την πράξη της συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας από αλλοδαπό στο εξωτερικό, που θα
δρα στην Ελλάδα, εφόσον, όμως, αυτή στρέφεται κατά Έλληνα πολίτη, ή νομικού
προσώπου που εδρεύει στην Ελλάδα, ή κατά του ελληνικού Κράτους. Σε
περίπτωση, που η συμμορία αυτή ναι μεν δρα στην Ελλάδα, στρέφεται, όμως,
κατά αλλοδαπών και ο συγκροτήσας ή το μέλος, ο οποίος είναι αλλοδαπός,
ενεργεί από το εξωτερικό και παραμένει σ’ αυτό, δεν φαίνεται να μπορεί να τύχει
εφαρμογής η σχετική ελληνική ποινική νομοθεσία και για να είναι αξιόποινος,
στην περίπτωση αυτή, ο αλλοδαπός, θα πρέπει η συγκρότηση ή ένταξη σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία να είναι αξιόποινη και σύμφωνα με τους
νόμους της χώρας όπου ενήργησε ή βρίσκεται ο αλλοδαπός.
Η υπερβολική, όμως, διεύρυνση της κατασταλτικής δυνατότητας του
ελληνικού νόμου, που, όπως στα παραδείγματα που αναφέραμε ανωτέρω,
μπορεί να συμπεριλάβει και παντελώς άσχετες και, υπό την έννοια αυτή,
αδιάφορες για την ελληνική έννομη τάξη, πράξεις, αντί να τον καθιστά πιο
αποτελεσματικό, στην ουσία απομειώνει το κύρος του και τον κάνει να ξεφεύγει
από τον επιδίωξη του πρωταρχικού στόχου του, που είναι η όσο το δυνατόν πιο
αποτελεσματική προστασία της ελληνικής δημόσιας τάξης από την ύπαρξη και
δράση των εγκληματικών οργανώσεων.
Φρονούμε ότι το βασικό κριτήριο, με βάση το οποίο οφείλει να περιοριστεί
και να διασαφηνιστεί στην πράξη η έκταση εφαρμογής του ελληνικού νόμου, είναι
το προστατευόμενο από τη διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ έννομο αγαθό, που είναι,
όπως είδαμε αναλυτικά πιο πάνω, η δημόσια τάξη. Τα τυποποιούμενα στο άρθ.
187 ΠΚ εγκλήματα στρέφονται κατά της δημόσιας τάξης και όχι εναντίον πολιτών
ή νομικών προσώπων. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελεσθέντα εγκλήματα
412

από εγκληματική οργάνωση ή συμμορία συρρέουν αληθινά1457 και όχι


φαινομενικά με αυτή, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει εάν η συγκρότηση ή η
συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για παράδειγμα, θεωρούνταν ότι θίγει τα
ίδια έννομα αγαθά με εκείνα που προσβάλλουν τα εγκλήματα για την τέλεση των
οποίων συστάθηκε1458.
Εφόσον, λοιπόν, τα εγκλήματα του άρθ. 187 ΠΚ στρέφονται κατά της
δημόσιας τάξης, ως πράξεις ενδιαφέρουν τον Έλληνα νομοθέτη μόνο στο μέτρο
που στρέφονται κατά της ελληνικής δημόσιας τάξης. Στο πλαίσιο αυτό, η
ελληνική δημόσια τάξη θίγεται από τη συγκρότηση και συμμετοχή εγκληματικών
οργανώσεων και συμμοριών, μόνο όταν οι οργανώσεις αυτές υπάρχουν και
δρουν στα όρια του ελληνικού Κράτους, ή σε κάθε περίπτωση όταν αυτές
επηρεάζουν άμεσα την ελληνική έννομη τάξη και διαταράσσουν, με τον τρόπο
αυτό, την ειρηνική κατάσταση του κοινωνικού χώρου. ∆εδομένου ότι στην
περίπτωση που οι πάσης φύσεως εγκληματικές οργανώσεις και συμμορίες
υπάρχουν και δρουν εντός της ελληνικής επικράτειας, με βάση την αρχή της
εδαφικότητας του άρθ. 5 ΠΚ, εφαρμοστέοι είναι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, η
διάταξη του άρθ. 187 § 5 ΠΚ αποκτά νόημα μόνο στην περίπτωση των
οργανώσεων που συστήνονται στο εξωτερικό από αλλοδαπούς ή ημεδαπούς, με
σκοπό να αναπτύξουν την εγκληματική τους δραστηριότητα στα όρια της
ελληνικής επικράτειας1459.

Ενότητα 3. Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η διαδικασία της νομιμοποίησης εσόδων


που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες1460 είτε θεωρούνταν ποινικά
αδιάφορη, είτε αντιμετωπιζόταν μόνο με τις διατάξεις για την αποδοχή προϊόντων

1457
Βλ. και Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 7.
1458
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη
από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 696.
1459
Ibid.
1460
Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις περιγράφεται «η διαδικασία, μέσω της
οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη
συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται νόμιμη». Βλ.
Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, στον
Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία –
Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 381.
413

εγκλήματος1461. Από τη στιγμή, όμως, που η νομιμοποίηση εσόδων από


εγκληματικές δραστηριότητες συνδέθηκε με την έννοια του οργανωμένου
εγκλήματος1462 και εμφανίστηκε αντικειμενικά ως συμβολή στην ανάπτυξη και την
επέκτασή του και ειδικότερα, ως ενίσχυση της δομής του, αφού μέσω της
οικονομικής και της κοινωνικής ισχύος, που αποκτά το οργανωμένο έγκλημα,
διευκολύνεται στην εγκληματική του δράση, αποσυνδέθηκε από την αποδοχή

1461
Το πρώτο κράτος που έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της πρακτικής του «ξεπλύματος» ήδη
από τη δεκαετία του ’70 ήταν οι ΗΠΑ. Βλ. αναλυτικά Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα
και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 115 επ. Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, που έλαβε
ορισμένα μέτρα, ήταν η Αγγλία το 1986 και ακολούθησε η Γαλλία το 1987. Βλ. ευρύτερα
Κωνσταντίνου Μαγκλιβέρα, Η νομοθεσία των Κρατών Μελών της ΕΟΚ για τη νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες ενέργειες, ∆ΕΤ, β’ τριμηνία, 1995, σελ. 62 – 71. Περαιτέρω, για μια
παρουσίαση της διεθνούς κίνησης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, Αρμεν,
1992, σελ. 1 επ.
1462
Για τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος χρήματος βλ. ενδεικτικά
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ. παρ., σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ., Σταύρου Κάτσιου, “Mundus vult
decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των
εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 397, Γεωργίου
Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και
τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369, Νικολάου Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής
του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 374 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1247 επ. Πρβλ. την
ατεκμηρίωτη στην ουσία της άποψη του Νικολούδη, αφού το σύνολο της επιχειρηματολογίας του
συγγραφέα εξαντλείται στο ότι αφού δεν υπάρχει γενικώς αποδεκτός ορισμός για το οργανωμένο
έγκλημα, νομικά ο όρος αυτός είναι κενός περιεχομένου, ο οποίος συνοψίζοντας τονίζει «η
υποχρεωτική σύνδεση του εγκλήματος που περιγράφεται στο άρθρο 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το
“οργανωμένο έγκλημα” ή ο,τιδήποτε μπορεί να εννοείται με αυτό τον όρο, είναι τουλάχιστον
αυθαίρετη. Μπορεί να λεχθεί ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες αναπτύσσουν μεγάλη
δραστηριότητα στον τομέα του “Ξεπλύματος”. Μπορεί να λεχθεί ότι το “Ξέπλυμα” αποτελεί βασικό
τομέα έκφρασης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης (όπως και αν νοείται αυτή) και βασικό
τρόπο ανατροφοδότησής της. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να λεχθεί είναι ότι “Ξέπλυμα” γίνεται
αποκλειστικά και μόνο από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και μόνο με οργανωμένο τρόπο
δράσης, διότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κοινωνική ούτε στη νομική
πραγματικότητα». Βλ. Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες», Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν.
2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1136.
414

προϊόντων εγκλήματος1463 και συγκεντρώνει, πλέον, ξεχωριστό ενδιαφέρον σε


διεθνές επίπεδο1464.
Το επόμενο χρονικά, αλλά ατυχές, κατά την άποψή μας, βήμα, ήταν να
συνδεθεί το ξέπλυμα χρήματος με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό
γίνεται προφανές ήδη από τον τίτλο του νόμου για το ξέπλυμα, Ν. 3691/2008 για
την «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»1465, ο οποίος
αντικατέστησε τον πολλάκις τροποποιηθέντα Ν. 2331/19951466, καθώς και από

1463
Για το ζήτημα της πλήρους αποδέσμευσης της έννοιας της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες από το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος,
που τυποποιείται στο άρθρο 394 ΠΚ, βλ. το βούλευμα ΣυμβΠλημΘεσ 918/2002, με αντίθετη
εισαγγελική πρόταση και παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποιν∆ικ, 2003, σελ.
263 επ. Για τη σχέση ξεπλύματος χρήματος και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, βλ. Στέφανου
Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) και ιδίως η
οριοθέτησή της από την «αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος», ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 633
επ. και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος – Μια συμβολή στο ζήτημα του
προστατευόμενου εννόμου αγαθού του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 988
επ.
1464
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των
παράνομων εσόδων ως δράσης ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας,
στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από
τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 117 και Νίκου Βούτσα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1467 επ. Εξάλλου, σύμφωνα με την Verhage, πίσω
από την εφαρμογή των διαφορών συστήματων κατά του ξεπλύματος κρύβονται συμφέροντα
εντελώς διαφορετικής φύσης, όπως «τα οικονομικά συμφέροντα, ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών
και οργανισμών, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών – και μετά τις 9/11 – ο πόλεμος κατά του
τρόμου͘ όλα έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξαπλώθηκε σ’
ολόκληρο τον κόσμο η μηχανή (apparatus) ενάντια στο ξέπλυμα. Η απειλητική εικόνα είτε των
δεσμών μεταξύ του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και της πιθανής συσσώρευσης ισχύος από
οργανωμένες εγκληματικές και τρομοκρατικές ομάδες, είτε οι φημολογούμενοι κίνδυνοι που
σχετίζονται με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, έχουν ως αποτέλεσμα μια κοινωνία στην οποία οι
προσπάθειες ενάντια στο ξέπλυμα και οι επενδύσεις από ιδιωτικούς οργανισμούς (των οποίων ο
στόχος δεν είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος) να εκλαμβάνονται ως “κανονική” ή
“καθιερωμένη” επιχειρησιακή συμπεριφορά». Βλ. Antoinette Verhage, The holy grail of money
laundering statistics. Input and outcome of the Belgian AML system, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands 2010, σελ. 146.
1465
ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008.
1466
Για το ξέπλυμα ευρύτερα, καθώς και για την ερμηνεία του προϊσχύοντα νόμου για το ξέπλυμα
Ν. 2331/1995 και τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, ιδίως με τους Ν. 3424/2005 και Ν.
3472/2006 βλ. ιδίως, Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος,
όπ.παρ., σελ. 1 επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 381
επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ, Ποιν∆ικ, 2002,
σελ. 1013 επ., του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα
εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή το Βούλευμα του ΣυμβΕφΛάρ 50/2004), Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 588 επ., του ιδίου, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο
έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 351 επ.,
του ιδίου, Ο δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 139 επ., (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 392 επ.), Χαράς
Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001,
415

τον τίτλο της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας 2005/60/ΕΚ, την οποία ενσωμάτωσε στο
ελληνικό δίκαιο ο Ν. 3691/2008, η οποία χρησιμοποιεί και τους δύο όρους με

σελ. 1046 επ., της ιδίας, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του
στην ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 824 επ., Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 15 επ, του ιδίου, “Mundus vult decipi”. Η πορεία της οδηγίας
91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εγκληματικών εσόδων και η μη
εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 397 επ., του ιδίου, Dura lex sed lex: Μία προσέγγιση
στο ρόλο των δικηγόρων στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες με την ευκαιρία της Επιτροπής του άρθρου 5 παρ. 8 του Ν. 3424/2005, Ποιν∆ικ,
2006, σελ. 603 επ., Άγγελου Κωνσταντινίδη, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 316 επ., Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 196 επ., Παναγιώτη Νικολούδη, Η
«νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες», όπ.παρ., σελ. 1133 επ., του ιδίου, Η
«Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (Άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή
την πρόσφατη νομολογία), ΠράξΛογ, 2000, σελ. 606 επ., του ιδίου, Η νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 769 επ., Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά,
όπ.παρ., αρ. περιθ. 453 επ., ιδίως 456 επ., του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν.
2331/1995 για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της
εφαρμογής του, όπ.παρ., σελ. 193 επ., του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν.
2331/1995) δεν μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος
προγενέστερης εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του
ζητήματος με αφορμή και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ., του ιδίου,
(Προηγούμενη) "εγκληματική δραστηριότητα": Ταυτολογία ή μετεξέλιξη; Μια ακόμη συμβολή στη
δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και 3472/2006,
στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 119 επ. (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 385 επ.), Γεωργίου
Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την «πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ΠράξΛογ, 2002, σελ.
233 επ., Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων», όπ.παρ., σελ. 295 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1361 επ., Κανελλόπουλου Νικολάου, ∆ικηγορικό
απόρρητο και οικονομική εγκληματικότητα, ΝοΒ, 2002, σελ. 857 επ., Ελισσάβετ Συμεωνίδου –
Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 381 επ., της
ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων ως δράσης
ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 117 επ., της ιδίας,
Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι
σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 288 επ., της ιδίας, ∆ικηγορικό
απόρρητο και νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 289 επ., της ιδίας,
Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική
έννομη τάξη, όπ.παρ., της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: Ερμηνευτικές προτάσεις, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 167 επ. (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ,
2007, σελ. 606 επ.)., Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 988 επ., της
ιδίας, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege
ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 793 επ., Νικολάου
Χατζηνικολάου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 51/2000 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, ΥΠΕΡ,
2000, σελ. 1037 επ., Γρηγορίου Λάζου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 403 επ., Γεωργίου Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, όπ.παρ., σελ.
369 επ., Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ. και
Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
416

παρατακτική σύνδεση. Ενδεικτικό, εξάλλου, της διεθνούς πλέον τάσης για


σύνδεση του ξεπλύματος με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, είναι το
γεγονός ότι η FATF1467 άλλαξε τον τίτλο της από «Financial Action Task Force»
σε «FATF on money laundering and terrorism financing».
Σε νομοθετικό επίπεδο, η επιλογή της σύνδεσης ξεπλύματος και
τρομοκρατίας, είχε γίνει ήδη ορατή όταν με το Ν. 3424/20051468, που
τροποποίησε τον προϊσχύοντα νόμο για το ξέπλυμα Ν. 2331/1995, η
χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, που τυποποιείται στο άρθ. 187Α § 6 ΠΚ,
κατέστη «βασικό» αδίκημα. Με το Ν. 3691/2008, όχι μόνο η χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας εξακολουθεί να αποτελεί «βασικό αδίκημα», αλλά η σχετική
διάταξη του άρθ. 187Α § 6 ΠΚ, που αντικαταστάθηκε με το άρθ. 53 § 1 Ν.
3691/20081469, διεύρυνε, έτι περαιτέρω, το πεδίο εφαρμογής της.
Η σύνδεση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, ατυχής, γιατί το έγκλημα της
νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες έχει
μεγάλες διαφορές από τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και διατηρούμε
επιφυλάξεις για το κατά πόσον η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μπορεί να
επιτελέσει το ρόλο που απαιτείται από το «βασικό» αδίκημα. Η δομή του
ξεπλύματος απαιτεί την προηγούμενη τέλεση ενός εγκλήματος από το οποίο

1467
Η FATF, όπως είδαμε αναλυτικά στο 1ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους, αποτελεί μια άτυπη
διακυβερνητική επιτροπή, που δημιουργήθηκε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1989 με απόφαση των
επτά ισχυρότερων οικονομικά Κρατών και διακηρυγμένο στόχο την ανάπτυξη και προώθηση
πολιτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος. Στη FATF μετέχουν, ήδη, οι κυβερνήσεις 32 χωρών, και συγκεκριμένα, της Αργεντινής,
της Αυστραλίας, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Βραζιλίας, του Καναδά, της ∆ανίας, της
Φιλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, του Χονγκ-Κονγκ, της Κίνας, της Ισλανδίας,
της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, του Λουξεμβούργου, του Μεξικού, της Ολλανδίας, της
Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της Πορτογαλίας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Νότιας
Αφρικής, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και
των ΗΠΑ, καθώς και δύο περιφερειακοί οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European
Commission) και τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation
Council). Η σύνδεση του ξεπλύματος χρήματος με την τρομοκρατία, ειδικότερα, αποφασίστηκε σε
έκτακτη συνεδρίαση της FATF, που έγινε στην Ουάσινγκτον στο διάστημα 29-30/10/2001. Βλ.
σχετικά Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1480 – 1481.
1468
Για μια κριτική παράθεση – θεώρηση των τροποποιήσεων που επέφερε ο Ν. 3424/2005 στο
Ν. 2331/1995, βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και
κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ. και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα
της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ.,
σελ. 167 επ.
1469
Η διάταξη αυτή ισχύει πλέον ως εξής: «Όποιος παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με
οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει, συλλέγει, διαθέτει ή διαχειρίζεται κεφάλαια υπό την έννοια της
παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3034/2002 (ΦΕΚ 168 Α’) με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει
την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων κατά τις παραγράφους 1, 3 και 4 είτε από εγκληματική
οργάνωση είτε από μεμονωμένο τρομοκράτη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».
417

προκύπτει παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο στη συνέχεια, επιδιώκεται


να αποκτήσει νομιμοφανή υπόσταση. Αντίθετα, η χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας συνίσταται στην παροχή οικονομικής βοήθειας, στην παροχή
δηλαδή είτε νόμιμων, είτε παράνομων κεφαλαίων, προς τρομοκρατικές
οργανώσεις ή άτομα τρομοκράτες. Ο χρηματοδότης τιμωρείται σε αμφότερες τις
περιπτώσεις, είτε τα κεφάλαια που παρέχει είναι νόμιμα είτε παράνομα, όπως ο
παρέχων οικονομική ή τεχνική βοήθεια σε εγκληματική οργάνωση ή σε άλλον για
να διαπράξει άλλο έγκλημα. Ο δράστης ξεπλύματος σε αυτή την περίπτωση είναι
τρίτο πρόσωπο, παρεμβαλλόμενο μεταξύ του χρηματοδότη και της
τρομοκρατικής οργάνωσης, χωρίς, όμως, να αποκλείεται ο δράστης ξεπλύματος
και ο χρηματοδότης να είναι το αυτό πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό προσπαθεί να
αποκρύψει είτε την ταυτότητα του χρηματοδότη, είτε τον προορισμό των
χρημάτων προς πρόσωπα της τρομοκρατικής οργάνωσης. Αυτή η συμπεριφορά,
όμως, δεν καλύπτεται πλήρως από τις επί μέρους συμπεριφορές που συνιστούν
την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του ξεπλύματος χρήματος, κύριο
στοιχείο των οποίων, όπως αναφέραμε ανωτέρω, είναι η νομιμοποίηση
παράνομων εσόδων, δηλαδή η προσπάθεια να προσδοθεί νομιμοφάνεια σε
έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα, άμεσα ή έμμεσα, από τη διάπραξη
βασικού αδικήματος1470.
Η σύνδεση αυτή μπορεί, επομένως, να ερμηνευθεί, μόνο ως προσπάθεια
ικανοποίησης των σχετικών διεθνών απαιτήσεων1471, καθώς οι διεθνείς
οργανισμοί επιθυμούν την συμπερίληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
στα βασικά αδικήματα του ξεπλύματος χρήματος, όχι τόσο για νομικούς λόγους
ούτε για αυστηροποίηση των ποινών στην περίπτωση της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας, αλλά, κυρίως, για να υπαχθεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

1470
Βλ. για τις επιφυλάξεις αυτές και την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ., σελ. 909.
1471
Για την προτεραιότητα, που φαίνεται να έχουν οι διεθνείς απαιτήσεις στην εισαγωγή των
ελληνικών διατάξεων για το ξέπλυμα, επίκαιρη είναι η διαχρονική κριτική για τον προϊσχύοντα Ν.
2331/1995 του Χαραλαμπάκη, ο οποίος υπογραμμίζει την «ουσιαστική παραχώρηση ενός από τα
τελευταία οχυρά κρατικής νομοθετικής εξουσίας σε διεθνή όργανα», ενώ, αναφερόμενος ειδικά
στο Ν. 2331/1995, ως κυριότερα μειονεκτήματά του, εντοπίζει την παραγνώριση των αναγκών και
των συνθηκών λειτουργίας της τοπικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα η νοοτροπία των
συγκεκριμένων ρυθμίσεων να εμφανίζεται ως ξένο σώμα για την ελληνική πραγματικότητα,
καθώς και τον υπερτονισμό τεχνοκρατικών στοιχείων, που λειτουργούν εις βάρος της
παραδοσιακής νομοτεχνικής δομής, αλλά και του κλασικού δόγματος του ποινικού δικαίου,
οδηγώντας έτσι σε σοβαρά προβλήματα κατά την εφαρμογή τους. Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη,
Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, όπ.παρ., σελ. 809 – 810.
418

και οι σχετικές συναλλαγές και τα κεφάλαια στον ενδελεχή έλεγχο των εταιρειών
του χρηματοπιστωτικού τομέα και των άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων
που υπόκεινται στις υποχρεώσεις της νομοθεσίας σχετικά με το ξέπλυμα
χρήματος και, με τον τρόπο αυτό, να παρεμποδιστεί η χρηματοδότηση ή άλλη
οικονομική υποστήριξη προς τρομοκρατικές οργανώσεις ή τρομοκράτες. ∆εν θα
πρέπει να μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εντοπισμός
των κεφαλαίων, που κατευθύνονται ως «χρηματοδότηση» σε τρομοκρατικές
οργανώσεις, ενδέχεται να έχει το επιπρόσθετο όφελος της εξάρθρωσης
τρομοκρατικών οργανώσεων ή «δικτύων»1472 και αυτή η προτεραιότητα φαίνεται
να βάρυνε, με το δικό της τρόπο, στην τελική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη.
Εξάλλου, μέσα από την ίδια την ποινικοποίηση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, καταβάλλεται προσπάθεια να ενισχυθεί γενικότερα η καταπολέμηση
του εγκλήματος, αφού, με τον τρόπο αυτό, παρέχεται μια δεύτερη ευκαιρία στις
διωκτικές αρχές να εντοπίσουν και τη βασική αξιόποινη πράξη από την οποία
προέκυψαν τα προς νομιμοποίηση έσοδα1473. Αν, περαιτέρω, ληφθεί υπόψη η
προϊούσα τάση διεύρυνσης του κύκλου των εγκλημάτων με τα οποία συνδέεται η
νομιμοποίηση εσόδων, καθίσταται φανερό ότι ο συγκεκριμένος τύπος ποινικής
καταστολής αποκτά κεντρικό ρόλο στο ποινικό δίκαιο, αφού με τον τρόπο αυτό
διευκολύνεται, όπως είδαμε, γενικότερα η καταπολέμηση του εγκλήματος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί εμφαντικά ότι η τρίτη κοινοτική
Οδηγία 2005/60/ΕΚ1474, την οποία ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο ο Ν.
3691/2008, δεν επιβάλλει στα Κράτη-μέλη να λάβουν ποινικά μέτρα. Στο
προοίμιό της δε, κάνει ευθεία αναφορά στη σχετική Απόφαση-πλαίσιο του 2001,

1472
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 909.
1473
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, ΠοινΧρ, 2008,
σελ. 917, της ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 54 (και προδημοσίευση ΠοινΧρ,
2007, σελ. 3 επ.) και της ιδίας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική
δίκη, όπ.παρ., σελ. 83.
1474
Για την τρίτη Οδηγία στο πλαίσιο του διεθνούς και ιδίως του κοινοτικού δικαίου βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 53 επ. και τις εκεί αναφορές και
∆ημητρίου Ζημιανίτη, Η τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος: μία προκαταρκτική
θεώρηση, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με
τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 101 επ.
419

για να ευθυγραμμίσει απλώς με αυτήν τον ορισμό του «σοβαρού εγκλήματος»


από το οποίο προέρχονται τα εγκληματικά έσοδα1475. Κατά συνέπεια, οι
επεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη στο πεδίο της ποινικής καταστολής υπήρξαν
αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή, γεγονός που δεν μπορεί να συσκοτιστεί
από την αναφορά του νομοθέτη στην προσπάθεια κάλυψης των νομοθετικών
αδυναμιών που είχε επισημάνει η FATF στη σχετική αξιολόγηση για την ελληνική
νομοθεσία1476, αφού, σε κάθε περίπτωση, η FATF, ως διακυβερνητική ομάδα,
είναι ένα άτυπο όργανο και οι συστάσεις της δεν έχουν δεσμευτικό
χαρακτήρα1477.
Σε επίπεδο ποινική καταστολής, ο Ν. 3691/2008, που αντικατέστησε τον
προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, ο οποίος μετά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, που
υπέστη, ιδίως μετά την ενσωμάτωση της δεύτερης κοινοτικής Οδηγίας για το
ξέπλυμα στο ελληνικό δίκαιο1478, δεν ήταν πλέον δυνατό να τροποποιηθεί εκ
νέου, «θεσπίζει εκ βάθρων ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καταστολής»1479 του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, χρησιμοποιώντας μεν τα γνωστά «υλικά» του
προϊσχύοντος νομοθετικού πλαισίου, αλλά προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε μια
θεαματική διεύρυνση και αναδιάταξη της καταστολής στο συγκεκριμένο πεδίο.

1475
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918.
1476
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 908 – 909.
1477
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918, υποσημ. 5. Βλ. επίσης τη σχετική δριμύτατη κριτική του Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 954 – 955.
1478
Εκτός από την εξαιρετικής σημασίας τροποποίηση με το Ν. 3424/2005, ο Ν. 2331/1995
υπέστη τροποποιήσεις και από τα επόμενα άρθρα: 2 Ν. 2479/1997, 6 Ν. 2515/1997, 5 Ν.
2655/1998, 6 Ν. 2656/1998, 28 Ν. 2733/1999, 9 Ν. 2803/2000, 1 και 8 Ν. 2928/2001, 70 Ν.
3028/2002, 11 Ν. 3064/2002, 18 § 4 Ν. 3148/2003 και 17 Ν. 3472/2006.
1479
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την
πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 924. Βλ. επίσης Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 918, σύμφωνα με
την οποία, οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις αποκαλύπτουν, πέρα από τις κάποιες θετικές
επεμβάσεις, «τη σαφή τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου καθώς και νέες προκλήσεις για τη
σύμφωνη με το Σύνταγμα εφαρμογή του νόμου στην πράξη».
420

Ειδικότερα, στο άρθ. 2 ο νομοθέτης προχώρησε σε δύο πολύ σημαντικές


τομές αναφορικά με την έννοια της νομιμοποίησης. Όρισε αφενός, ρητά πλέον,
ως νομιμοποίηση τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την
τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω ή εντός αυτού εσόδων που
προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί
νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (άρθ. 2 § 2 περ. δ’)1480. Και αφετέρου, ανήγαγε
σε αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων όχι μόνο την σύσταση οργάνωσης για τη
διάπραξη ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων νομιμοποίησης, αλλά και την
σύσταση ομάδας δύο ατόμων με τον ίδιο σκοπό, ή ακόμη και τη συμμετοχή σε
τέτοια οργάνωση ή ομάδα (άρθ. 2 § 2 περ. ε’).
Εξάλλου, ο Έλληνας νομοθέτης εσκεμμένα αγνοώντας τη λογική των
διεθνών κειμένων, τα οποία επέβαλαν την κατασταλτική αντιμετώπιση με τα μέσα
του ποινικού δικαίου του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, ως μέσο για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, δεν προέβη σε κανενός είδους
άμεση σύνδεση της νομιμοποίησης εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα, σύνδεση
που σθεναρά υποστήριζε εδώ και χρόνια σημαντική μερίδα της θεωρίας και της
νομολογίας1481, ταυτίζοντας στην ουσία το «βρώμικο» με το «μαύρο» χρήμα1482
και εργαλειοποιώντας με τον τρόπο αυτό την ίδια τη νομιμοποίηση εσόδων,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί με δρακόντειες κυρώσεις οποιοδήποτε έγκλημα
αποφέρει περιουσιακό όφελος1483.

1480
Σε ορθή κατεύθυνση κινείται η πρόταση της Επιστημονικής Επιτροπής να διαγραφεί η
περίπτωση αυτή από το τελικό κείμενο του νόμου, θα επανέλθουμε, όμως, αναλυτικότερα
κατωτέρω στην ανάλυση των πράξεων προσβολής. Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών –
Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου
«Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», ΠοινΧρ, 2008, σελ. 915.
1481
Από τους έλληνες θεωρητικούς βλ. κατεξοχήν τις εργασίες των Στέφανου Παύλου, Γιώργου
∆ημήτραινα και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου. Για τις θέσεις που πήρε η νομολογία των
ελληνικών δικαστηρίων, θα αναφερθούμε αναλυτικά κατωτέρω κατά την εξέταση της
τυποποίησης της νομιμοποίησης εσόδων.
1482
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ.,
σελ. 926.
1483
Βλ. τη δριμύτατη κριτική του Παύλου για την ουσιαστική αποσύνδεση της νομιμοποίησης
εσόδων από το οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με τον οποίο: «Ο έλληνας πλέον νομοθέτης
κινείται σαφώς εκτός διεθνούς νομιμοποιήσεως, αφού έχει εκτραπεί από την απαξιολόγηση του
φαινομένου σε συνάρτηση με το οργανωμένο έγκλημα και την διεθνή τρομοκρατία. Αρκείται να
εμφανίζεται απλά ενήμερος των διεθνών εξελίξεων και κυρίως να παρουσιάσει παραγωγική την
κατασταλτική μηχανή στον εντοπισμό και εκδίκαση περιπτώσεων ξεπλύματος, για να
ανταποκριθεί στους στόχους της FATF, η οποία με τις εκθέσεις της “εγκαλεί” την Ελλάδα ότι δεν
είναι ιδιαίτερα “παραγωγική” στην καταστολή του φαινομένου. Κι αφού δεν μπορούμε να
συλλάβουμε την αληθινή εκδοχή του φαινομένου του ξεπλύματος, για να είμαστε παραγωγικοί,
πρέπει πρώτιστα να παράξουμε την σχετική ποινική ύλη, με διεύρυνση της ίδιας της έννοιας του
421

Στη συνέχεια, σε σχέση με τον ορισμό της τεχνικής έννοιας της


«εγκληματικής δραστηριότητας», η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου είναι,
επίσης, προφανής. Το βασικό στοιχείο, στο πεδίο αυτό, είναι «ο ακόμη πιο
ανοικτός χαρακτήρας του καταλόγου»1484 των εγκληματικών δραστηριοτήτων,
αφού στο στοιχείο ιθ) εισάγεται, ως βασικό αδίκημα, και κάθε άλλο αδίκημα, το
οποίο τιμωρείται με ποινή ελαχίστου ορίου άνω των έξι μηνών και από το οποίο
προκύπτει περιουσιακό όφελος οποιουδήποτε ύψους. Με τον τρόπο αυτό,
ανοίγει το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης σε όλα τα αδικήματα που
τιμωρούνται με ποινή μεγαλύτερη των έξι μηνών και αποφέρουν περιουσιακό
όφελος, χωρίς να καθορίζεται εάν τούτο είναι άμεσο ή έμμεσο1485, ακόμη και
μικρότερο των 15.000 Ευρώ, προϋπόθεση που απαιτούνταν υπό το προϊσχύσαν
καθεστώς1486. Η κατασταλτική υπερβολή του Ν. 3691/20081487 καθίσταται φανερή
αν αναλογιστούμε ότι πρακτικά από το πεδίο εφαρμογής του εξαιρούνται μόνο τα

ξεπλύματος βρώμικου χρήματος». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 932
1484
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920.
1485
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ., ο οποίος είχε υποστηρίξει υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 την
αμεσότητα της παραγωγής του περιουσιακού οφέλους.
1486
Για τις προσπάθειες συσταλτικής ερμηνείας της αντίστοιχης διάταξης του Ν. 2331/1995, που
έκανε η θεωρία προτείνοντας ερμηνευτικά την πρόβλεψη του περιουσιακού οφέλους των 15.000
Ευρώ στην ίδια τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος, βλ. ιδίως Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 355 επ. και Στέφανου Παύλου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν.
3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 347.
Πρβλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Πότε ένα περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από
εγκληματική δραστηριότητα; Συμβολή στον καθορισμό του κύκλου των πρόσφορων αντικειμένων
της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 361 επ. Πρβλ.
επίσης, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 267 – 268, η οποία υποστήριζε ότι δεδομένης της εξαιρετικής ασάφειας της διατύπωσης και
του συνακόλουθου ελλείμματος που εμφανίζει η συγκεκριμένη διάταξη σε επίπεδο αδίκου και
εφόσον δεν γίνεται αναφορά απλά σε τελεσθείσα πράξη, αλλά σε αξιόποινη πράξη και σε προϊόν
που προέκυψε από την τέλεσή της, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου αυτή η κατηγορία
εγκλημάτων να μπορέσει να επιτύχει την οριοθέτηση της «εγκληματικής δραστηριότητας», ότι η
ίδια η αξιόποινη πράξη, ως κυρωτικός κανόνας, δηλαδή η ίδια η αφηρημένη νομοτυπική μορφή
του εγκλήματος, θα πρέπει να προβλέπει στο αποτέλεσμά της τη δημιουργία τέτοιου ύψους
περιουσίας, δηλαδή περιουσίας τουλάχιστον 15.000 Ευρώ. Τη θέση της αυτή φαίνεται ότι άλλαξε
στην πορεία, αφού πλέον υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική ακόμη και στην
περίπτωση που θα υιοθετούνταν η συσταλτική ερμηνεία που είχε διατυπωθεί σχετικά με το
περιεχόμενό της και καταλήγει ότι ως αόριστη δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Βλ. αναλυτικά, Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 171 επ.
1487
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σελ. 43 – 46.
422

αδικήματα που δεν παράγουν περιουσιακό όφελος, ενώ ξέπλυμα βρώμικου


χρήματος μπορεί ίσως και να είναι η οποιασδήποτε μορφής επαφή με το
οικονομικό προϊόν ενός οποιουδήποτε εγκλήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, η επισήμανση του Παύλου «αντί να τυποποιούμε, ως
έχουμε καθήκον από τις διεθνείς μας δεσμεύσεις, μία εκδοχή της βαριάς
οικονομικής και οργανωμένης εγκληματικότητας, που αγγίζει και την στήριξη της
τρομοκρατίας, στην Ελλάδα τυποποιήσαμε, ακόμη μία φορά, ένα πανταχού
παρόν συνοδευτικό έγκλημα, που θα αναφύεται δίπλα σε κάθε εγκληματική
συμπεριφορά, αρκεί η τελευταία να παρήγαγε ένα οποιοδήποτε οικονομικό
προϊόν»1488, είναι ιδιαιτέρως εύστοχη και δυστυχώς ακριβής.
Πάνω σε παλιό μοτίβο είναι και η αναδιατεταγμένη εκδοχή της γνωστής
«παραεισαγγελίας»1489 του άρθ. 7, η οποία αρχικά, με το Ν. 2331/1995 είχε
δομηθεί ως διοικητική επιτροπή, στη συνέχεια, με το Ν. 3424/2005
αναβαθμίστηκε σε οιονεί «ανεξάρτητη αρχή»1490, ενώ, πλέον με το Ν. 3691/2008
επέστρεψε στο status της εποπτευόμενης από τον Υπουργό Οικονομίας και
Οικονομικών «Επιτροπής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», η οποία
προεδρεύεται από «ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό εν ενεργεία»1491. Η απάλειψη

1488
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ.,
σελ. 924. Βλ. επίσης του ιδίου, Η σύγχρονη ελληνική ποινική νομοθεσία και η διαφαινόμενη
σταδιακή μεταβολή του ρόλου του Εισαγγελέα, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 67, όπου, για τους ίδιους
λόγους, χαρακτηρίζει το νόμο για το ξέπλυμα «τερατώδη».
1489
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
1490
Βλ. Νικολάου Λίβου, Το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» και η εξιχνίασή του, στα
Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
2007, σελ. 357 επ. και του ιδίου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της
Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες,
ΠοινΧρ, 2006, σελ. 380 επ., ιδίως σελ. 382, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η «Ανεξάρτητη
∆ιοικητική Αρχή» συνιστά «την μοναδική περίπτωση στο δικονομικό μας σύστημα που μια
διοικητική αρχή διεξάγει η ίδια (δηλαδή με δική της πρωτοβουλία και υπό την δική της εποπτεία)
προκαταρκτική εξέταση».
1491
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 941, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι
«με τις νέες ρυθμίσεις εισάγεται ο καινοφανής υβριδιακός χαρακτήρας του Προέδρου της
Επιτροπής. Αυτός είναι “ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός”, αλλά μετέχει σε ένα συλλογικό
όργανο της διοίκησης που τελεί “υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών”.
Η εποπτεία αυτή είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας, την
οποία διαθέτει ο Πρόεδρος της Επιτροπής».
423

της φραστικής «ανεξαρτησίας» φαίνεται μάλλον πως οφείλεται στη μέριμνα να


τεθεί η Επιτροπή «υπό την Εποπτεία» του Υπουργού1492.
Η Επιτροπή αυτή δεν αποτελεί απλώς έναν κόμβο συλλογής
πληροφοριών, αλλά εξακολουθεί να μετέχει στην άσκηση προανακριτικών και εν
γένει ανακριτικών καθηκόντων, όχι μόνο για πράξεις νομιμοποίησης, αλλά και για
την τεκμηρίωση «βασικών αδικημάτων», σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθ. 7
§ 10 Ν. 3691/2008, ενώ, η Ολομέλεια της Επιτροπής διατηρεί την εξουσία να
αποφασίζει για το εάν η υπόθεση θα τεθεί στο αρχείο, από όπου μπορεί να
ανασυρθεί οποτεδήποτε ή εάν θα παραπεμφθεί στον εισαγγελέα! Η Επιτροπή
διαθέτει, ταυτόχρονα, διευρυμένες εξουσίες λήψης επαχθών μέτρων, όπως είναι,
κατεξοχήν, η δέσμευση λογαριασμών1493, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων
ή το άνοιγμα θυρίδων και η απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων1494.
Για να καταδείξουμε το εύρος των εξουσιών της, αξίζει να αναφέρουμε ότι η
Επιτροπή έχει απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε απόρρητο δεδομένο, δεν
δεσμεύεται από το φορολογικό απόρρητο, λαμβάνει και αξιολογεί τα στοιχεία του
ΤΕΙΡΕΣΙΑ, ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι υποχρεωμένη να ακούσει τον ερευνώμενο
ή να του γνωστοποιήσει τα στοιχεία της, τα οποία είναι δυνατό να συνίστανται σε
«παρανόμως κτηθέντα» αποδεικτικά μέσα ή ακόμη και σε αδιασταύρωτες
αστυνομικές πληροφορίες1495. Ειδικά, η μη ακρόαση του ερευνώμενου κατά το

1492
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 941.
1493
Για το ζήτημα της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. εκτενώς, Στέφανου Παύλου, «Το πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην προδικασία
για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 2331/1995),
ΠοινΧρ, 2005, σελ. 769 επ. και τις εκεί αναφορές. Βλ. επίσης Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η
δίκαιη ποινή ως πολιτισμικό κεκτημένο, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 36 – 37, σύμφωνα με τον οποίο,
οι διατάξεις για την απαγόρευση κίνησης των λογαριασμών των κατηγορουμένων εκφράζουν την
αδιαφορία του ευρωπαίου και του εθνικού νομοθέτη απέναντι στην τυπική ισχύ και την ουσιαστική
σημασία του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς επιβάλλουν de facto ποινή κατά της περιουσίας χωρίς
προηγούμενη καταδίκη.
1494
Το δικαίωμα «παγώματος των λογαριασμών» διαθέτει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του
άρθρου 48 § 5, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και το μέλος της Επιτροπής που επιβλέπει την
έρευνα.
1495
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 349 και του ιδίου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της
κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
424

στάδιο αυτό αντιβαίνει ευθέως στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της


δικαστικής ακρόασης1496, που προβλέπεται από το άρθ. 20 § 1 Σ1497.
Οι ρυθμίσεις αυτές εγείρουν τεράστια ζητήματα αντισυνταγματικότητας.
Καταρχήν, η ανάθεση της ιδιότητας του Προέδρου σε εν ενεργεία εισαγγελικό
λειτουργό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθ. 89 § 3 εδ. α’ Σ1498, η
οποία απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς
λειτουργούς, ως μία εκ των εγγυήσεων της λειτουργικής ανεξαρτησίας τους1499.
Στη συνέχεια, η παροχή του δικαιώματος για τη διενέργεια ανακριτικών
πράξεων, οι οποίες συνιστούν άσκηση ποινικής εξουσίας, σε μη αρμόδιους προς
τούτο, όπως είναι η Επιτροπή, η οποία αποτελεί συλλογικό όργανο της
διοίκησης1500, καθώς και η αναγνώριση εξουσίας για τη διενέργεια «επαχθών
ανακριτικών πράξεων» ακόμη και από μέλος της Επιτροπής, δημιουργεί
σοβαρότατα ζητήματα δικαιοταξίας, ιδίως στις περιπτώσεις που τα μέτρα αυτά
συνεπάγονται περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, όπως είναι η βίαιη
προσαγωγή ή ανατρέπουν βασικές δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως είναι η
προκαταρκτική εξέταση. Τις πράξεις αυτές πρέπει να ενεργεί οπωσδήποτε ο
εισαγγελέας, προκειμένου να αποφασίσει αν θα ενεργοποιήσει την ποινική
αξίωση της Πολιτείας1501, αφού η λήψη τέτοιων μέτρων1502 ανήκει, σύμφωνα με

1496
Για την αρχή της δικαστικής ακρόασης, βλ. αναλυτικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις
έννοιες της ποινικής δίκης, (γ’ έκδοση), σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2007, σελ. 32 – 33, Θεοχάρη ∆αλακούρα, Ποινική ∆ικονομία, Βασικές έννοιες και θεσμοί της
ποινικής δίκης, τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 51 – 52, Αδάμ
Παπαδαμάκη, Ποινική ∆ικονομία, (γ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006, σελ.
266, Αργυρίου Καρρά, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, (γ’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 27 επ. και ∆ημητρίου Συμεωνίδη, Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει
γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη
νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ, 2005, ιδίως
σελ. 12 επ.
1497
Βλ. ανάλογη κριτική υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 του Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και
προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και
παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 474.
1498
Βλ. Νικολάου Λίβου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής
Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 381.
1499
Βλ. Κώστα Μαυριά, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005,
σελ. 747 – 748.
1500
Η ανάθεση διενέργειας ανακριτικών πράξεων σε μία διοικητική αρχή δεν είναι άγνωστη στο
ποινικό δίκαιο, αυτό, όμως γίνεται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς και
σε κάθε περίπτωση υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα. Βλ. αναλυτικά, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Ποινική ∆ικονομία, όπ.παρ., σελ. 143 επ., Αδάμ Παπαδαμάκη, Ποινική ∆ικονομία,
όπ.παρ., σελ. 123 – 124 και Αργυρίου Καρρά, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 207 επ.
1501
Για τη γενικότερη δυσλειτουργία μεταξύ εισαγγελέα και Αρχής υπό την ισχύ του Ν. 3424/2005,
βλ. Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που
τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 472
επ.
425

τους ουσιαστικούς και δικονομικούς ποινικούς νόμους, στην αρμοδιότητα των


τακτικών ποινικών δικαστηρίων και στους εισαγγελείς, ως όργανα απονομής της
ποινικής δικαιοσύνης1503 και ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή έρχεται σε ευθεία
αντίθεση με τα άρθ. 93 § 1 και 96 § 1 Σ.
Τέλος, η δυνατότητα της Επιτροπής να αρχειοθετεί υποθέσεις αποτελεί
στην ουσία υφαρπαγή της εξουσίας της εισαγγελικής – δικαστικής αρχής1504, που
είναι η μόνη, σύμφωνα με τον ΚΠ∆, που μπορεί να προβεί σε τέτοια ενέργεια,
σταθμίζοντας το βαθμό υπονοιών που προκύπτουν ή το βαθμό της βασιμότητας
της ερευνώμενης κατηγορίας1505. Η θέση στο αρχείο1506, με βάση τις διατάξεις
των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, συνέχεται με τον αναμορφωμένο δικαστικό –
δικαιοδοτικό χαρακτήρα της προκαταρκτικής εξέτασης1507, η οποία εντάσσεται
ρητά πλέον στους θεσμούς της ποινικής δίκης και έχει «σαφή ποινικό τόνο» ως
ανακριτική διαδικασία1508. Πρόκειται, υπό την έννοια της δικαιοδοτικής κρίσης lato
sensu, για απόφαση, που συνεπάγεται παρέκκλιση από την αρχή της
νομιμότητας κατά τη δίωξη του εγκλήματος, την οποία ειδικά και αποκλειστικά ο
ΚΠ∆ επιφυλάσσει στην εισαγγελική αρχή, η οποία είναι οργανικά ενταγμένη στο

1502
Σε «οιονεί κυρώσεις» αναφέρεται εύστοχα ο Σοφός. Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς
αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 71.
1503
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 941.
1504
Για αντίστροφη όψη της δυνατότητας που παρέχεται από το άρθ. 245 § 4 ΚΠ∆, κάνει λόγο ο
Γεώργιος ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που
τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 476.
Βλ. επίσης Νικολάου Λίβου, Το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» και η εξιχνίασή του, όπ.παρ.,
σελ. 376 και του ιδίου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής
Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 382.
1505
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
1506
Σύμφωνα με τον Τσιρίδη, με την αρχειοθέτηση της δικογραφίας ο εισαγγελέας «οιονεί
δικαιοδοτεί», αφού η πράξη του «υποκαθιστά την περάτωση της δίκης» και «παράγει προσωρινό
δεδικασμένο». Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης Ν.
3346/2005, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σελ. 68 – 69.
1507
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 942.
1508
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προκαταρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη
διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1327. Για
τη νομική φύση της προκαταρκτικής εξέτασης, βλ. επίσης ∆ημητρίου Συμεωνίδη, Το δικαίωμα του
υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως
ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν.
3160/2003, όπ.παρ., ιδίως σελ. 10 – 12.
426

σύστημα ποινικής δικαιοσύνης1509. Η παροχή αρμοδιοτήτων, που συνέχονται


άμεσα με την ποινική αξίωση της Πολιτείας, σε όργανα της διοίκησης προσβάλλει
βάναυσα τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις και αποτελεί «παρεμβολή και διεμβόλιση
της ποινικής διαδικασίας»1510.
Η αρχειοθέτηση της υπόθεσης για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης
καθιστά αυτόν που την αποφασίζει αρμόδιο για την οριστική, αρνητική στη
συγκεκριμένη περίπτωση, διάγνωση, σχετικά με το αν τελέστηκε η συγκεκριμένη
πράξη, τουλάχιστον εφόσον δεν ανασυρθεί από το αρχείο μέχρι τη συμπλήρωση
του χρόνου παραγραφής της. Όταν η αρχειοθέτηση γίνεται από εισαγγελέα, ο
οποίος αποτελεί αμερόληπτο όργανο της ∆ικαιοσύνης, η ρύθμιση αυτή συνάδει
με την αρχή διάκρισης των λειτουργιών1511. Σε περίπτωση, όμως, που η
αρχειοθέτηση γίνεται από την συγκεκριμένη διοικητική Επιτροπή, υπάρχει ευθεία
παραβίαση του άρθ. 26 § 3 Σ, το οποίο αποκλείει την ανάμειξη διοικητικών
οργάνων με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίστανται τελικοί και αποφασιστικοί κριτές
της ένδικης υπόθεσης1512.
Σε επίπεδο ποινικών κυρώσεων, το βασικό χαρακτηριστικό του Ν.
3691/2008 είναι η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου, που αποκαλύπτουν οι
διατάξεις του άρθ. 45, που αφορούν τις ποινικές κυρώσεις. Πέρα από τις
διορθωτικές επεμβάσεις που έγιναν σε επίπεδο συνάρτησης των ποινών της
νομιμοποίησης με το βασικό έγκλημα, όταν αυτό είναι πλημμέλημα, και πάντως
για ορισμένες μόνο περιπτώσεις, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η επίταση της
ποινής1513.
Ειδικότερα, επιτείνεται η ποινή της βασικής μορφής του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, που προβλέπεται στο
άρθ. 45 § 1 στ. α’, με την προσθήκη στην ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών και
υποχρεωτικά επιβαλλόμενης χρηματικής ποινής από 20.000 έως 1.000.000
Ευρώ.

1509
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 942.
1510
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 349.
1511
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, όπ.παρ., σελ. 286.
1512
Βλ. Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2003, σελ. 371.
1513
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921.
427

Στη συνέχεια, δημιουργούνται πρόσθετες επιβαρυντικές περιπτώσεις, στις


οποίες, επίσης, προστίθεται και χρηματική ποινή. Και συγκεκριμένα, διακεκριμένη
είναι, πλέον, η νομιμοποίηση εσόδων όχι μόνο όταν τελείται από υπάλληλο
υπόχρεου νομικού προσώπου, αλλά και στην περίπτωση που το βασικό αδίκημα
ήταν δωροδοκία, δωροληψία ή δωροδοκία δικαστή1514. Ενώ, στη διάταξη του
άρθ. 45 § 1 στ. γ’1515, η νομιμοποίηση εσόδων καθίσταται διακεκριμένη όχι μόνο
όταν τελείται καθ’ υποτροπή ή κατ’ επάγγελμα ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας, αλλά και στις περιπτώσεις που τελείται
κατά συνήθεια ή από μέλος ή για λογαριασμό ή προς όφελος εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης ή έστω και ομάδας.
Στο στοιχείο δ' τυποποιείται σε βαθμό πλημμελήματος, που απειλείται με
ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, η με πρόθεση μη υποβολή αρμοδίως,
δηλαδή, είτε εσωτερικά εντός του νομικού προσώπου, είτε στην Επιτροπή, είτε
στον εισαγγελέα, αναφοράς ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων, από
υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου ή υπόχρεο φυσικό πρόσωπο, όπως,
επίσης, και η υποβολή αναφοράς που περιέχει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία.
Εντελώς άστοχη, δογματικά εσφαλμένη και επιεικώς ακατανόητη είναι η
ρητή πρόβλεψη του άρθ. 45 § 1 στ. ε’, σύμφωνα με την οποία, «η ποινική ευθύνη
για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και
συμμετόχων) για τις πράξεις των στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής,
εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του

1514
Και συγκεκριμένα στο άρθρο 45 § 1 στ. β’ ορίζεται ότι όποιος έδρασε ως υπάλληλος
υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα, που τέλεσε είναι παθητική δωροδοκία
(άρθρο 235 ΠΚ) ή ενεργητική δωροδοκία (236 ΠΚ) ή δωροδοκία δικαστή (237 ΠΚ), ακόμη και αν
για αυτά τα βασικά αδικήματα προβλέπεται ποινή φυλάκισης, τιμωρείται με κάθειρξη και με
χρηματική ποινή από 30.000 έως 1.500.000 Ευρώ. Ορθά επισημαίνει σχετικά ο Σοφός, «ποίες
είναι οι περιστάσεις που επέβαλαν αυτήν την “αποθέωση της δυσαναλογίας” και ποιοι είναι οι
συγκεκριμένοι κοινωνικοί σκοποί που οι κυρωτικές αυτές ρυθμίσεις εξυπηρετούν, θα
παραμείνουν εσαεί αναπάντητα ερωτήματα, αφού κάθε εγχείρημα προσέγγισής τους θα
προϋπέθετε έστω και μία νύξη από το νομοθέτη ως σημείο αναφοράς του. Θα έλεγε κανείς ακόμα
ότι και η ερμηνεία του κανόνα δικαίου εν προκειμένω είναι μάλλον απαγορευτική, αν όχι επιεικώς
δυσχερής, αφού κινδυνεύει κανείς να περάσει με μία διευρυμένη συσταλτική ερμηνεία στο πεδίο
της άρνησης εφαρμογής του νόμου». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία
όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια
της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 139.
1515
Στο στοιχ. γ’ προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ο υπαίτιος ξεπλύματος ασκεί τέτοιου είδους
δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό,
προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας,
τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από 50.000 έως 2.000.000
Ευρώ.
428

βασικού αδικήματος». Η διάταξη αυτή επιχειρεί, στην ουσία, να επιλύσει «διά του
γορδίου δεσμού» το μείζον ζήτημα ερμηνείας του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων, εάν είναι δυνατό ο δράστης της νομιμοποίησης να είναι ταυτόχρονα και
ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, σε σχέση με το
οποίο, σθεναρά η θεωρία και με κάποιες παλινδρομήσεις η νομολογία, είχαν
υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι νοητό1516.
∆εν χρειάζεται μάλλον να τονίσουμε ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης των επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις
έναντι των γενικών – πάντα διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η
συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους1517. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση,
για να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να προηγείται ένα
άλλο έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη
περιουσία, το οποίο θα είναι προφανώς διαφορετικό. Αφού λογικά αποκλείεται να
ταυτίζονται οι δύο πράξεις, τι εννοεί η συγκεκριμένη διάταξη τελικά; Μήπως ότι τα
δύο εγκλήματα αρκεί να τελούνται με διαφορετικές πράξεις, δηλαδή να συρρέουν
πραγματικά και όχι κατ’ ιδέαν1518; Υπό το πρίσμα αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη
είναι απόλυτα δογματικά εσφαλμένη και νομικά επικίνδυνη.
Τα στοιχεία στ' και θ' προβλέπουν ηπιότερες ποινές, αν το βασικό αδίκημα
είναι πλημμέλημα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της
βαρύτητας του βασικού αδικήματος και της επιβλητέας ποινής για νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι η
ευρύτατη γκάμα αξιόποινων πράξεων, που συμπεριλαμβάνει το στοιχ. ιθ) του
άρθ. 3 και τα οποία αφηρημένα αναβαθμίζει σε «προηγούμενες εγκληματικές
δραστηριότητες», δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να χαρακτηριστούν «σοβαρά

1516
Για τις διάφορες θέσεις που είχαν υποστηριχθεί και την κατ’ ιδίαν επιχειρηματολογία, βλ.
αναλυτικά παρακάτω την ανάλυση για το υποκείμενο τέλεσης της νομιμοποίησης εσόδων.
1517
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921 και υποσημ. 23, όπου αναφέρει, ως παράδειγμα, τη φαινομενική συρροή μεταξύ της φθοράς
μιας πόρτας (άρθρο 381 ΠΚ), που σπάει ο κλέφτης, για να εισέλθει στο διαμέρισμα και της
κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ).
1518
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 929 – 930, ο οποίος, προκειμένου να καταδείξει την απίστευτη λογική
και νομοτεχνική αβελτηρία της συγκεκριμένης διάταξης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «το μόνο που
διασώζεται και προφανώς αποκλείεται, είναι το ενδεχόμενο της εκδοχής, που μέχρι στιγμής
κανείς δεν διανοήθηκε να την υποστηρίξει, να θεωρείται δηλαδή αυτή καθαυτή η τέλεση της
βασικής πράξεως αυτόματα και δήθεν πράξη ξεπλύματος, αφού πλέον ο νόμος θέλει τα δύο
εγκλήματα να έχουν παντελώς διάφορη νομοτυπική συγκρότηση».
429

αδικήματα»1519. ∆εδομένου, λοιπόν, ότι μόνο μία κατηγορία σοβαρών βασικών


αδικημάτων μπορεί να δικαιολογήσει και τη λήψη των ειδικών επαχθών μέτρων,
που εισάγει σε προληπτικό και κατασταλτικό επίπεδο ο νόμος για τη
νομιμοποίηση εσόδων, φρονούμε ότι ακόμη και η πρόβλεψη πλημμεληματικών
ποινών στις περιπτώσεις των στοιχείων στ’ και θ’, δεν διαφυλάσσει στην ουσία
την αρχή της αναλογικότητας1520.
Ειδικότερα, στην περίπτωση του στοιχ. στ', αν η προβλεπόμενη ποινή για
βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της
νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική
ποινή 10.000 έως 500.000 Ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’, με
την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος ξεπλύματος, που δεν υπήρξε συμμέτοχος
στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού ή σύζυγος,
θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαίτιου του βασικού αδικήματος. Κατά συνέπεια,
το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του στοιχείου στ’ περιλαμβάνει μόνο το δράστη
του βασικού αδικήματος ή τους οικείους του και όχι άλλα τρίτα πρόσωπα, στην
περίπτωση των οποίων θα εφαρμοστεί η πρόβλεψη του στοιχείου α’.
Στη συνέχεια, με το στοιχείο θ' αντιμετωπίζεται η περίπτωση συνδρομής
ήπιας προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης, δηλαδή φυλάκισης, και χαμηλού
ύψους παράνομων εσόδων, από 15.000 Ευρώ και κάτω. Στην περίπτωση αυτή η
ποινή για ξέπλυμα χρήματος είναι φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Σύμφωνα δε, με την
πρόβλεψη του εδ. β’, αν στην περίπτωση αυτή, στο πρόσωπο του υπαιτίου του
βασικού αδικήματος ή τρίτου συντρέχουν ταυτόχρονα και οι επιβαρυντικές
περιστάσεις του στοιχείου γ', δηλαδή αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'
επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς
όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή
ομάδας, τότε το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο
ετών και χρηματική ποινή από 30.000 έως 500.000 Ευρώ.

1519
Εντούτοις, τόσο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 όσο και η απόφαση –
πλαίσιο της ΕΕ για την ποινικοποίηση του ξεπλύματος ζητούν από τα Κράτη-μέλη να
ποινικοποιήσουν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από σοβαρά βασικά αδικήματα. Βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 56, 58 και 63.
1520
Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις της Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
430

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η διάταξη του στοιχείου θ’ ετέθη ως


αντιστάθμισμα του καταργηθέντος εδ. δ' της § 1 του άρθ. 2 Ν. 2331/19951521, το
οποίο είχε προστεθεί με το άρθ. 17 Ν. 3472/2006 και εξαιρούσε από το πεδίο
εφαρμογής του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων τα αδικήματα της
φοροδιαφυγής και της μη καταβολής εργατικών εισφορών στα ασφαλιστικά
ταμεία. Το γεγονός, όμως, ότι συνήθεις πράξεις της καθημερινής οικονομικής
εγκληματικότητας είναι δυνατό, με βάση τις νέες προβλέψεις του Ν. 3691/2008,
να αντιμετωπιστούν ως ξέπλυμα χρήματος, ακόμη και αν υπάγονται σε κάποια
από τις προνομιούχες παραλλαγές του, εξυπαρχής βάλλει ευθέως προς αυτή
τούτη τη ratio του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αλλά και των διεθνών κειμένων
στα οποία αυτή στηρίζεται. Γιατί με το να καθίσταται η νομιμοποίηση εσόδων
«παρακολουθηματική» αξιόποινη πράξη όλου σχεδόν του φάσματος της
εγκληματικότητας1522, χάνει το βασικό της στόχο που είναι η καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, μέσω της αντιμετώπισης του ξεπλύματος των
παράνομων κερδών του, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της
αναλογικότητας και εν τοις πράγμασι αποκτά νέα ratio, που είναι η ενίσχυση της
αστυνομικής λογικής της εποπτείας στην οικονομία και στην αγορά1523.

1521
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913, σύμφωνα με την οποία, «η ευνοϊκότερη μεταχείριση των φοροφυγάδων και
εισφοροδιαφευγόντων είναι αντικοινοτική, διότι παραβιάζει τη γενική ρήτρα των βασικών
αδικημάτων (ελάχιστη ποινή άνω των έξι μηνών) που δεν επιτρέπει την αναφορά οποιουδήποτε
ελάχιστου ποσού». Πρβλ. τη σοβαρότατη αντίθετη επιχειρηματολογία της Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά
χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920, σύμφωνα με την
οποία, «δεν είναι, λοιπόν, ακριβές το αναφερόμενο από την ατιολογική έκθεση του Ν. 3691/2008
ότι η αναφορά οποιουδήποτε ελάχιστου ποσού είναι αντικοινοτική, γιατί παραβιάζει τη γενική
ρήτρα των βασικών αδικημάτων της τρίτης οδηγίας που αναφέρεται σε ελάχιστη ποινή άνω των 6
μηνών. Και τούτο γιατί ακόμη και η οδηγία, που σημειωτέον δεν επιβάλλει υποχρέωση
ποινικοποίησης στα κράτη μέλη, κατονομάζει το συγκεκριμένο όριο ποινής ως ένδειξη σοβαρών
αδικημάτων. Τούτο σε άλλα κράτη μέλη, με ηπιότερες γενικά από τις δικές μας ποινικές κυρώσεις,
αποδίδει πράγματι σοβαρές αξιόποινες πράξεις που δε θα μπορούσαν να καταληφθούν από την
οδηγία, αν αυτή δεν αναφερόταν σε ένα ελάχιστο όριο που θα κάλυπτε τις διαφορές των ποινών
στα επιμέρους κράτη».
1522
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920. Τον όρο «συνοδευτικό έγκλημα» χρησιμοποιεί προσφυώς ο Στέφανος Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924 και 932.
1523
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 933.
431

Περαιτέρω, η διάταξη του στοιχείου ζ' είναι όμοια κατά βάση, αν και κάπως
πιο περιορισμένη1524, σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 3 § 1 περ. δ’ Ν.
3424/2005. Η διάταξη αυτή στην προσπάθειά της να εφαρμόσει μία δεύτερη
έννοια της αναλογικότητας1525, μεταξύ της τυχόν επιβληθείσας ποινής για βασικό
αδίκημα και της επιβλητέας ποινής για ξέπλυμα χρήματος κατά του υπαιτίου ή
τρίτου συγγενούς του, καθώς, σύμφωνα με την πρόβλεψή του, η δεύτερη ποινή
δεν πρέπει να υπερβαίνει την πρώτη, καταφέρνει να δημιουργήσει μια τεκμαρτή
ποινή, η οποία ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική1526. Και αυτό συμβαίνει, γιατί
μέσα από την κατάλυση κάθε έννοιας επιμέτρησης, καταστρατηγείται βάναυσα η
αρχή της αναλογικότητας, την οποία υποτίθεται ότι η διάταξη αυτή διαφυλάσσει,
αφού η αρχή της αναλογικότητας διατρέχει όλη την επιμέτρηση και με την
εισαγωγή τεκμαρτών ποινών αναιρείται η εκ του νόμου προβλεπόμενη
ελαστικότητα της απειλούμενης ποινής, ενόψει της συνδρομής ελαφρυντικών
περιστάσεων1527.
Στο στοιχείο η', τέλος, διευκρινίζεται ότι οι ευνοϊκές διατάξεις των στοιχείων
στ' και ζ' δεν ισχύουν, σε περίπτωση που συντρέχουν οι επιβαρυντικές
περιστάσεις του στοιχείου γ'1528, ή αν το βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στις
τρομοκρατικές πράξεις ή αποτελεί χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

1524
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί πάντως, σύμφωνα με τον Παύλου, η παράλειψη των
υπόλοιπων «ακατανόητων προβλέψεων» του άρθρου 3 § 1 περ. δ’ Ν. 3424/2005. Βλ. Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
930, υποσημ. 37.
1525
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913.
1526
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ.
1527
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 348, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 153,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το
Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 186, όπου και ενδιαφέρον παράδειγμα
δημιουργίας ανεπιείκειας και Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις
του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό
ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 477 – 478.
1528
Σε περίπτωση δηλαδή, που ο υπαίτιος νομιμοποιεί έσοδα προερχόμενα από παράνομες
δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό,
προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
432

Με την § 2 του άρθ. 45 διαχωρίζεται η άσκηση ποινικής δίωξης και η


καταδίκη για ξέπλυμα χρήματος από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό αδίκημα. Με
τον τρόπο αυτόν «ανεξαρτητοποιείται» η δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες από την δίωξη ή καταδίκη για βασικό αδίκημα.
Η § 3 του άρθ. 45 διευκρινίζει ότι σε περίπτωση εξαλείψεως του
αξιόποινου ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή για το βασικό αδίκημα,
λόγω, ιδίως, ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, αίρεται το αξιόποινο ή
απαλλάσσεται από την ποινή ο υπαίτιος (και όχι ο τρίτος) και για τις συναφείς
πράξεις του ξεπλύματος χρήματος. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρείται η εξάλειψη
του αξιόποινου για το βασικό αδίκημα λόγω παραγραφής1529.
Στη διάταξη του άρθ. 45 § 4 ορίζεται ότι όσον αφορά τις ποινικές κυρώσεις
του άρθ. 45 δεν εφαρμόζεται το άρθ. 83 περ. ε' ΠΚ, δηλαδή, σε δίκες που
αφορούν ξέπλυμα χρήματος, δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του
δικαστή, στις περιπτώσεις που στο γενικό μέρος προβλέπεται ελαττωμένη ποινή,
να επιβάλλει μόνο την προβλεπόμενη χρηματική ποινή. Επομένως, και στις
περιπτώσεις που προβλέπεται ελαττωμένη ποινή, ο δικαστής είναι
υποχρεωμένος να επιβάλλει αθροιστικά και την προβλεπόμενη στερητική της
ελευθερίας ποινή και τη χρηματική ποινή.
Η § 5 του άρθ. 45 ορίζει ότι τα κακουργήματα του άρθ. 2 δικάζονται από το
Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι εντύπωση, που γεννά
ερωτηματικά για τη νομοτεχνική αρτιότητα του Ν. 3691/2008, προκαλεί, καταρχήν
η πρόταξη στο άρθ. 2 της περιγραφής των συμπεριφορών που θεωρούνται
ξέπλυμα χρήματος και η μόλις στο άρθ. 3 οριοθέτηση της «προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας», ενώ, όπως καθίσταται προφανές ήδη από τη
γραμματική προσέγγιση του όρου «προηγούμενη», οι συμπεριφορές που
αποτελούν «βασικό αδίκημα» οφείλουν να προτάσσονται. Ακόμη πιο εκπληκτικό,
σε ένα άλλο επίπεδο, είναι το γεγονός ότι η κύρωση που απειλεί τις

1529
Σύμφωνα με τον Μαργαρίτη, ειδικά στην περίπτωση που δράστης της νομιμοποίησης
εσόδων είναι Υπουργός, θα εφαρμοσθεί η διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα η νομιμοποίηση να μην
«παραγράφεται από μόνο το γεγονός ότι για το βασικό έγκλημα της δωροδοκίας παρήλθε
άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία των άρθρων 86 παρ. 3 εδ. ε’ του Συντ. και 3 παρ. 2 του Ν.
3126/2003». Βλ. αναλυτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Υπουργοί και υφυπουργοί: παθητική
δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 491
επ., ιδίως σελ. 495.
433

συμπεριφορές του άρθ. 2 περιγράφεται μετά από 43 ολόκληρα άρθρα και


συγκεκριμένα στο άρθ. 45 του Ν. 3691/2008.
Στο άρθ. 46 επαναλαμβάνονται με κάποιες μικρές, αλλά ουσιώδεις
διαφοροποιήσεις και με έναν πιο διευρυμένο τρόπο οι προϊσχύουσες διατάξεις
για τη δήμευση του βρώμικου χρήματος, των έμμεσων αποκτημάτων, καθώς και
των μέσων τέλεσης1530. Η § 1 ορίζει τη γενική αρχή της δήμευσης κάθε
περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί προϊόν βασικού αδικήματος ή των
αδικημάτων του άρθ. 2. Εξάλλου, η διάταξη του άρθ. 46 § 1 προβλέπει
ουσιαστικά δύο φορές, και στο εδ. α’ και στο εδ. γ’, τη δυνατότητα επιβολής της
δήμευσης σε περίπτωση απόπειρας βασικού αδικήματος ή πράξης
νομιμοποίησης. Η § 2 συνδυάζει το δεύτερο εδάφιο της § 6 και την § 10 του άρθ.
2 Ν. 2331/1995 και προβλέπει ότι αν η περιουσία ή το προϊόν της § 1 δεν
υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται
και δημεύονται υπό τους όρους της § 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς
εκείνη της περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής
απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Σε περίπτωση δε, που το
δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς
δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας, μπορεί να
επιβάλλει και αντίστοιχη χρηματική ποινή. ∆ήμευση, εξάλλου, επιβάλλεται
υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθ. 46 § 1 εδ. β’ Ν. 3691/2008, ακόμη και αν τα
δημευτέα αντικείμενα ανήκουν σε αμέτοχο τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός
γνώριζε για την τέλεση του βασικού εγκλήματος ή της νομιμοποίησης εσόδων
κατά το χρόνο κτήσεώς τους1531. Η § 3, τέλος, επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του
άρθ. 2 § 8 Ν. 2331/1995, ορίζει ότι η δήμευση διατάσσεται ακόμη και όταν δεν

1530
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 189 επ., Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 793
επ., Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες –
Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ. 367 επ., Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 249 επ. Πρβλ. και Γιώργου Τριανταφύλλου, ∆ιεθνής ∆ικαστική Συνδρομή για την
καταπολέμηση του ξεπλύματος; Ο διεθνής καταμερισμός των ενεργειών για την αφαίρεση των
εγκληματικών προσόδων, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 409 επ.
1531
Πρβλ. την αντίστοιχη προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 § 6 εδ. β’ Ν. 2331/1995.
434

ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε
οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι δύο πιο σημαντικές αλλαγές από άποψη
ουσίας είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη του Ν.
2331/1995, η επιβαλλόμενη δήμευση συσχετίζεται πλέον όχι μόνο με την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα1532, αλλά και με την πράξη
νομιμοποίησης καθεαυτή, ενώ και ο τρίτος κύκλος δημευτέων αντικειμένων ρητά
ορίζεται πλέον ως «μέσα» τέλεσης, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι
ανυπέρβλητες ερμηνευτικές και πρακτικές δυσχέρειες1533 που δημιουργούσε η
αναφορά της προϊσχύουσας διάταξης σε «περιουσία που χρησιμοποιήθηκε εν
όλω ή εν μέρει», σε περιουσία1534, δηλαδή, που εκλαμβάνεται ως μέσο τέλεσης
του εγκλήματος.
Εντυπωσιακή είναι η παντελής έλλειψη από τη μακροσκελέστατη διάταξη
του άρθ. 46 οποιασδήποτε πρόβλεψης για την περίπτωση που διαπιστώνεται ότι
ένα περιουσιακό στοιχείο έχει αποκτηθεί με χρήματα που κατά ένα τμήμα τους
προέρχονται από νόμιμη επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ κατά το υπόλοιπο
τμήμα τους μόνο, προέρχονται είτε από την τέλεση κάποιου βασικού αδικήματος,
είτε από την τέλεση νομιμοποίησης εσόδων1535.

1532
Για την ορθότατη κριτική που είχε ασκηθεί στο σημείο αυτό στον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1371 και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των
προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις
διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 796.
1533
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198 – 202.
1534
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
αντί άλλων Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η
περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, όπ.παρ., σελ. 77 – 119.
1535
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
Το αντίστοιχο πρόβλημα υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 είχε εύστοχα επισημανθεί από τον
Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 279 επ. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτό ορθά επισημάνθηκε και από
την Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916, η οποία πρότεινε ότι «εάν υφίστανται μέτρα λιγότερο επαχθή για
τον δράστη, που οδηγούν όμως στην επίτευξη του ίδιου σκοπού, δηλαδή της αφαίρεσης των
προϊόντων της πρότερης πράξης, όπως η μερική δήμευση ή σε περίπτωση αδυναμίας επιβολής
της, χρηματική ποινή ίση με την αξία του προϊόντος της πρότερης πράξης, η πρόβλεψή τους στον
νόμο θα αποκαθιστούσε την σχέση αναλογίας μέτρου και σκοπού».
435

Η διάταξη του άρθ. 47 για την «αποζημίωση του ∆ημοσίου» είναι


αντίστοιχη της διάταξης του άρθ. 3 Ν. 2331/1995. Η ισχύουσα διάταξη προβλέπει
τη δυνατότητα του ∆ημοσίου να αξιώσει, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων από τον
αμετακλήτως καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεως για αδίκημα των άρθ. 2 και 3,
κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα των άρθ. 2 και
3, ακόμη και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη, λόγω θανάτου του
υπαιτίου, ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Παρά την απάλειψη των απαράδεκτων ρυθμίσεων του προϊσχύοντος άρθ. 3 Ν.
2331/1995, το οποίο έδινε τη δυνατότητα επιβολής αστικής δήμευσης ακόμη και
για αδικήματα ελάσσονος σημασίας, αφού το μέτρο αυτό ήταν δυνατό να
χωρήσει ακόμη και για καταδίκες σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, καθώς και της
εντελώς απαράδεκτης και αντισυνταγματικής γενικής δήμευσης των
περιουσιακών στοιχείων του αμετακλήτως καταδικασθέντος που αποκτήθηκαν τα
τελευταία πέντε έτη πριν από το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, η οποία σαφώς
κινείται σε ορθή κατεύθυνση, η διάταξη του άρθ. 47 εξακολουθεί να είναι
προβληματική. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η σύνδεση του συγκεκριμένου μέτρου με
το διαπραχθέν αδίκημα παύει να είναι λειτουργική, αφού η «αστική δήμευση»
μπορεί να επιβληθεί ακόμη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη για την πράξη με την
οποία «συσχετίζεται» η συγκεκριμένη περιουσία, λόγω θανάτου του υπαιτίου, ή η
δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Εξάλλου, η
ανάθεση της αρμοδιότητας λήψης ενός τόσο σημαντικού ποινικού μέτρου κατά
της ιδιοκτησίας στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς μάλιστα κατάγνωση της ενοχής,
δημιουργεί σοβαρότατες υπόνοιες ότι ο νομοθέτης με την κίνησή του αυτή
αποσκοπούσε στην παράκαμψη του τεκμηρίου της αθωότητας, του άρθ. 6 § 2
ΕΣ∆Α. Ενόψει των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθ. 47 είναι αντισυνταγματική, ως
αντιβαίνουσα ευθέως στις διατάξεις των άρθ. 7 § 3 και 96 Σ1536.

1536
Βλ. σχετικά Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές
παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de
lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 804, Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 90, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 298 και
Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση
στη νομοθεσία μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 629.
436

Με το άρθ. 48 Ν. 3691/2008 διευρύνεται η εφαρμογή ενός επαχθούς


δικονομικού μέτρου, το οποίο προβλεπόταν ήδη από το άρθ. 5 Ν. 2331/1995 και
συγκεκριμένα, η απαγόρευση κίνησης κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή
χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή
χρηματοπιστωτικό οργανισμό, το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίων και η
απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου1537.
Η προφανής διαφορά με το προϊσχύον άρθρο είναι ότι το μέτρο της
απαγόρευσης κίνησης λογαριασμού, ο οποίος τηρούνταν σε πιστωτικό ίδρυμα ή
χρηματοπιστωτικό οργανισμό, επεκτάθηκε πλέον και σε τίτλους ή
χρηματοπιστωτικά προϊόντα που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα ή
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς1538
Με το άρθ. 55 εδ. β’ Ν. 3691/2008 καταργήθηκε το άρθ. 8 Ν. 2928/2001,
που προέβλεπε την ευθύνη των νομικών προσώπων και το σχετικό πεδίο
ρυθμίζεται, πλέον, από τη διάταξη του άρθ. 51 Ν. 3691/2008, το οποίο
προβλέπει μια σειρά σοβαρότατων διοικητικών κυρώσεων κατά νομικών
προσώπων που έχουν εμπλακεί, σε απόπειρα ή διάπραξη αδικήματος των άρθ.
2 και 3. Στην § 1 προσδιορίζονται οι κυρώσεις, ανάλογα με τη διάκριση μεταξύ
υπόχρεων νομικών προσώπων και μη υπόχρεων νομικών προσώπων, ενώ, με
τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα εξομοιώνονται και οι εισηγμένες σε οργανωμένη
αγορά εταιρείες. Στην § 2 προβλέπονται ηπιότερες διοικητικές κυρώσεις κατά
υπόχρεων και μη υπόχρεων νομικών προσώπων, όταν εξαιτίας της «έλλειψης
εποπτείας ή ελέγχου» από τα διευθυντικά στελέχη του νομικού προσώπου,
κατέστη δυνατή η τέλεση πράξης νομιμοποίησης εσόδων από ιεραρχικά

1537
Για το νομικό πλαίσιο που διέπει την κατ’ άρθρο 48 § 5 Ν. 3691/2008 Απόφαση του
Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές
∆ραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των ∆ηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης, μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 5 § 1 Ν.
3932/2011 (ΦΕΚ Α’ 49/10-3-2011), βλ. Σωτήρη Μπαλτά, Η κατ’ άρθρο 48 παρ. 5 Ν. 3691/2008
έκδοση Απόφασης από τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν. 3691/2008, όπως ισχύει μετά το
Ν. 3932/2011, περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος
προσώπου για το οποίο ήδη διεξάγεται κύρια ανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση,
τα δικονομικά ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν, οι τρόποι αντιμετώπισής τους και τα
μέσα άμυνας του βλαπτομένου κατά της Απόφασης (Με αφορμή το ΒουλΣυμβΠλημ∆ράμας
4/2010, σελ. 307), Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 353 – 366.
1538
Για μία ενδελεχή ανάλυση των προϋποθέσεων επιβολής των συγκεκριμένων επαχθών
δικονομικών μέτρων, βλ. αντί άλλων, Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης
των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την
κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο
Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 949 επ.
437

κατώτερο στέλεχος. Ενώ, στην § 3 ορίζονται τα κριτήρια για την επιλογή και
επιμέτρηση των κυρώσεων. Στην § 4 διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις των
προηγούμενων παραγράφων δεν επηρεάζουν την αστική, πειθαρχική ή ποινική
ευθύνη των ασκούντων τη διοίκηση ή τη διαχείριση κεφαλαίων ή υποθέσεων των
νομικών προσώπων. Η § 5, τέλος, εισάγει μια «υποχρέωση» ενημέρωσης των
εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών, του Σώματος ∆ίωξης Οικονομικού
Εγκλήματος και της Επιτροπής προς τις αρμόδιες αρχές και τον Υπουργό
∆ικαιοσύνης για υποθέσεις στις οποίες υπάρχει συμμετοχή νομικού προσώπου,
καθώς και για τις εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις.

3.1. Η τυποποίηση του ξεπλύματος «βρώμικου» χρήματος

Η ανίχνευση του εννόμου αγαθού, που προσβάλλεται με τις πράξεις


νομιμοποίησης εσόδων, είναι ιδιαιτέρως δυσχερής. ∆εν είναι άσχετο το γεγονός
ότι έχει χαρακτηριστεί ως αδίκημα «πολιτισμικά αυτόνομο»1539, αφού αποτελεί
ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων παραμέτρων και πλείστων ιδιομορφιών.
Πράγματι, το συγκεκριμένο αδίκημα δεν βάλλει εναντίον ενός ορατού, ατομικά
προσδιορίσιμου, συγκεκριμένου και προσωποποιημένου θύματος, αλλά
στρέφεται ενάντια στην οικονομική και κοινωνική ολότητα, με αποτέλεσμα το
«θύμα» να καθίσταται «διάχυτο», η αναγνώρισή του ιδιαιτέρως δυσχερής και η
κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης ελλιπής1540. Τα προβλήματα, μάλιστα, αυτά
επιτείνονται, έτι περαιτέρω, από το γεγονός ότι η ποικιλομορφία των
προηγούμενων εγκληματικών συμπεριφορών, οι οποίες προσβάλλουν τελείως
διαφορετικά μεταξύ τους έννομα αγαθά, ως μοναδικό κοινό σημείο έχει τη
δημιουργία ενός προϊόντος, που ο νομοθέτης προβλέπει ως το υλικό αντικείμενο

1539
Βλ. Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην
ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 825 και τις οικείες παραπομπές.
1540
Βλ. Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην
ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 825. Εξάλλου, για μια ενδιαφέρουσα καταγραφή
πολύκροτων υποθέσεων, όπως η “Operation Dinero”, η “Operation Safety-Deposit Box”, η
“Operation Flipper” και η “Operation Green-Ice”, που αναδεικνύουν το ζήτημα της
πολυπλοκότητας και της διεθνούς διάστασης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 197 – 198. Για τις διάφορες μεθόδους και
τεχνικές του ξεπλύματος, βλ. αναλυτικά Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,όπ.παρ.,
σελ. 75 – 156 και Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 249 επ.
438

του εγκλήματος και ορολογικά το αποδίδει με τον όρο «περιουσία που


προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα»1541.
Άμεση συνέπεια των εγγενών αυτών δυσχερειών ήταν να μην καταστεί
δυνατή η θεωρητική αποκρυστάλλωση μιας σαφούς θέσης για το
προστατευόμενο έννομο αγαθό1542 και να υποστηρίζονται με σχετικά πειστική
επιχειρηματολογία, διάφορες απόψεις, οι οποίες, με επιφυλάξεις, μπορούν να
ομαδοποιηθούν σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία συντίθεται
από τις απόψεις, που υποστηρίζουν ότι το ξέπλυμα χρήματος ενέχει και το ίδιο
αυτοτελή κοινωνικοηθική απαξία, η δεύτερη από τη διαμετρικά αντίθετη θέση, ότι
δηλαδή το ξέπλυμα δεν έχει αυτοτελή απαξία και δεν συνιστά πραγματικό ή
κοινωνικό έγκλημα και η τρίτη κατηγορία τείνει να συνδέει και να εξαρτά την
απαξία του ξεπλύματος από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα.
Στο πλαίσιο της θέσης ότι το ξέπλυμα ενέχει και το ίδιο αυτοτελή
κοινωνικοηθική απαξία, έχει υποστηριχθεί ότι θίγει το παγκόσμιο οικονομικό
σύστημα1543. Παρεμφερής άποψη, εξάλλου, είχε υποστηριχθεί και στην Ελλάδα
και έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο με την υπ’ αριθμ. 1231/20041544, που έκρινε
ότι η νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων αποτελεί πράξη που προσβάλλει
ολόκληρη την εθνική οικονομία, καθώς εντάσσει σ’ αυτήν παράνομα περιουσιακά
στοιχεία, εμφανίζοντάς τα ως νόμιμα. Υπό αυτό το πρίσμα, η απαξία της
συγκεκριμένης πράξης δεν μπορεί να συγκρίνεται καν με εκείνη της

1541
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 88 και του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 382 –
383.
1542
Ορθή είναι η επισήμανση του Παπαχαραλάμπους, «όχι μόνο δεν γνωρίζει κανείς που να
εντάξει το ξέπλυμα (στις προσβολές ατομικών ή υπερατομικών αγαθών), πολύ περισσότερο, δεν
είμαστε βέβαιοι αν εδώ θίγεται καν κάποιο έννομο αγαθό. Ακόμη χειρότερα: και εάν καταλήξει
κανείς ότι δεν διακρίνεται κάποιο αυτοτελές έννομο αγαθό στο ξέπλυμα, δεν είναι αυτονόητο ότι οι
σχετικές διατάξεις είναι περιττές». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Εισαγωγή –
Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως
«στόχος»;, όπ.παρ., σελ. 4.
1543
Όπως αναφέρει η Συμεωνίδου-Καστανίδου, ήδη από τις αρχές του 1990 ο Αντιπρόεδρος της
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνδέοντας ορθά, κατά τη γνώμη μας, το ξέπλυμα
χρήματος με το οργανωμένο έγκλημα, δήλωνε ότι η κατάργηση των ελέγχων ανοίγει νέες
δυνατότητες για τη χρησιμοποίηση του διεθνούς οικονομικού συστήματος προς το σκοπό της
νομιμοποίησης κεφαλαίων που προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα, χαρακτηρίζοντας την
πρακτική αυτή «καρκίνωμα, που θίγει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα». Βλ. Ελισσάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
384 – 385.
1544
Βλ. ΑΠ 1231/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 33. Βλ. επίσης το βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσσαλ
31/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 78, το οποίο πρόκρινε ως προστατευόμενο έννομο αγαθό «την
κοινωνία και την οικονομία με την οργανωμένη τους δομή».
439

προηγούμενης εγκληματικής δράσης1545. Αντίθετα, ο Νικόλαος Ανδρουλάκης


χαρακτηρίζει ως «γενικολογία», χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο την αναφορά στην
οικονομία, προσθέτοντας ότι αυτή δεν αποτελεί «ποινικώς ενδιαφέρον έννομο
αγαθό»1546. Ενώ, η Συμεωνίδου – Καστανίδου τονίζει ότι η άποψη αυτή δεν
φαίνεται να ευσταθεί, καθώς το ξέπλυμα όχι μόνο δεν θίγει το χρηματοπιστωτικό
ή γενικότερα το οικονομικό σύστημα, αλλά, αντίθετα, συχνά το ενισχύει, ενώ, σε
κάθε περίπτωση, στηρίζεται και αξιοποιεί τις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.
Το γεγονός ότι αποκαλύπτει τις εγγενείς του αδυναμίες, δεν συνεπάγεται
ασφαλώς ότι το προσβάλλει1547.
Μία άλλη άποψη, που υποστηρίζει ότι το ξέπλυμα προσβάλλει αυτοτελώς
το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αιτιολογεί τη θέση αυτή με δύο
διαφορετικά επιχειρήματα. Το πρώτο, αναφέρεται στο γεγονός ότι η προσβολή
αυτή απορρέει από την ανάμειξη νόμιμων και παράνομων περιουσιακών
στοιχείων, αιτιολόγηση που παραγνωρίζει προφανώς το γεγονός ότι η λειτουργία
του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος σε καμιά περίπτωση δεν
προϋποθέτει τη νόμιμη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με το
δεύτερο επιχείρημα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θίγεται επειδή οι δράστες του
οργανωμένου εγκλήματος μετακινούν χωρίς δυσκολία μεγάλα χρηματικά ποσά
από τη μία αγορά στην άλλη, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό οικονομικές
κρίσεις. Μόλις που θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή ακριβώς είναι η
συνηθισμένη πρακτική και των νομίμων επενδυτών και ότι οι προκαλούμενες
οικονομικές κρίσεις είναι σύμφυτες με την ίδια τη λειτουργία της οικονομίας της
αγοράς. Εξάλλου, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η μετακίνηση κεφαλαίων θίγει το
χρηματοπιστωτικό σύστημα, τότε η μετακίνηση κεφαλαίων είναι αυτή που βάλλει

1545
Βλ. σχετικά και Παναγιώτη Νικολούδη, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 771, ο οποίος υποστηρίζει ότι προστατευόμενο έννομο
αγαθό είναι η ίδια η οικονομία και η ομαλή λειτουργία της και ακόμη ο υγιής ανταγωνισμός, που
διαταράσσονται από τη νομιμοποίηση αυτή, αδιάφορο αν γίνεται με οργανωμένο ή μη τρόπο.
Πρβλ. την εμπεριστατωμένη κριτική στη θέση αυτή του Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 94 – 96.
1546
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκης, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια
μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ. 293.
1547
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 385 και της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 217 – 219.
Για την κριτική της άποψης ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η εθνική οικονομία, βλ,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 292 και
της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν. 3424/2005:
ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 182 – 183.
440

εναντίον του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού και όχι ασφαλώς η πράξη


ξεπλύματος1548.
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν.
3691/2008, φαίνεται να προκρίνει ως προστατευόμενο έννομο αγαθό την
«ακεραιότητα και φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα»1549, ενώ ταυτόχρονα
τονίζει ότι «με τον παρόντα νόμο επιδιώκεται η αναβάθμιση των εν γένει
μηχανισμών της χώρας μας για την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και Χρηματοδότησης
της Τρομοκρατίας»1550. Η αναφορά στην ακεραιότητα και φήμη του
χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, μια γενικόλογη αοριστία,
που σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να επιτελέσει την κριτική λειτουργία του
εννόμου αγαθού και αφήνει σοβαρές υπόνοιες για τις πραγματικές επιδιώξεις του
Έλληνα νομοθέτη. Μήπως, τελικά, η επίκληση της ακεραιότητας και της φήμης
του χρηματοπιστωτικού τομέα, υπό το πρόσχημα της διεθνούς ασφάλειας,
δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τον ασφυκτικό και απόλυτο έλεγχο των
κοινωνικοοικονομικών σχέσεων των πολιτών, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη ότι η
σύγχρονη οικονομική κρίση και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση δημιουργήθηκε
από αυτόν τον ίδιο το χρηματοπιστωτικό τομέα, του οποίου η ακεραιότητα και η
φήμη υποτίθεται ότι προστατεύεται1551; Πράγματι, οι πομπώδεις και κενές
ουσιαστικού περιεχομένου φράσεις και επικλήσεις τη μόνη λειτουργία που είναι
δυνατό να επιτελέσουν είναι αυτή της νομιμοποίησης μιας σειράς ελεγκτικών και
κατασταλτικών μέτρων, που δεν βρίσκουν κατ’ ανάγκην το στόχο τους, δεν

1548
Για τις αναφερόμενες απόψεις και για τα βασικά σημεία της εδώ αναφερόμενης κριτικής, βλ.
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 385, υποσημ. 7 και της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 217.
1549
Πρβλ. και Οβαδδία Ναμία, Ο ρόλος και η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 379 επ.
1550
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 908.
1551
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 954
και Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 925.
441

αντιμετωπίζουν, δηλαδή, κατ’ ανάγκην με αποτελεσματικότητα το ξέπλυμα


βρώμικου χρήματος, αλλά οικοδομούν επιτυχώς την εικόνα μιας χώρας που
σέβεται τις διεθνείς δεσμεύσεις της και προσπαθεί να συμβάλει στην
αντιμετώπιση του ξεπλύματος. Εξάλλου, σε επίπεδο εξαγγελίας και
δικαιοπολιτικών παραδοχών, η νέα νομοθεσία για το ξέπλυμα εντάσσεται στο
πεδίο της «πολεμικής νομοθεσίας» κατά της τρομοκρατίας, η οποία προτάσσει
μηχανισμούς αντί για θεσμούς στην «καταπολέμησή» της1552!
Ορθότερη θα ήταν η επιλογή από τον Έλληνα νομοθέτη της σύνδεσης του
ξεπλύματος με το οργανωμένο έγκλημα και τη δράση του1553, μια τέτοια όμως,
επιλογή θα υποχρέωνε το νομοθέτη να αναιρέσει άλλες επιλογές του, όπως η
παραδοχή ότι δράστης ξεπλύματος μπορεί να είναι και ο υπαίτιος της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας και προκειμένου να αποφύγει αυτές
τις δύσκολες ατραπούς προτίμησε να αναφερθεί με γενικότητες, θυσιάζοντας την
ουσία του τυποποιούμενου φαινομένου.
Παρεμφερής με την παραπάνω, είναι η άποψη ότι το ξέπλυμα κλονίζει τη
φερεγγυότητα και την αξιοπιστία των τραπεζικών ιδρυμάτων1554, άποψη που
παραγνωρίζει αφενός, ότι το ξέπλυμα δεν γίνεται αποκλειστικά μέσω των
τραπεζών και αφετέρου, ότι τα ίδια τα τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν να
ακολουθούν φερέγγυα και αξιόπιστη πολιτική, ούτως ώστε να παρεμποδίζουν το
ξέπλυμα χρήματος και όταν δεν το κάνουν, δεν είναι το ξέπλυμα που προσβάλλει
την αξιοπιστία τους, αλλά με την πρακτική τους έχουν αφ’ εαυτών καταστεί
αναξιόπιστα. Εξάλλου, αν υποτεθεί ότι θίγεται από το ξέπλυμα η αξιοπιστία και η
φερεγγυότητα ενός τραπεζικού ιδρύματος, αυτό συμβαίνει μόνο στην περίπτωση
που γίνουν γνωστές οι πράξεις ξεπλύματος. Κατά την εξέταση, όμως, αν μια
συγκεκριμένη πράξη θίγει ή όχι κάποιο έννομο αγαθό, αυτό που ενδιαφέρει είναι

1552
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 925.
1553
Εξάλλου, όπως ορθά σημειώνει ο ∆ημήτραινας, ακριβώς αυτά τα δύο στοιχεία της ειδικής
προέλευσης του περιουσιακού προϊόντος αφενός και του ειδικού modus operandi του δράστη της
νομιμοποίησης αφετέρου, που λειτουργεί «ως οιονεί εντολοδόχος της εγκληματικής οργάνωσης»
αποτελούν την ειδοποιό διαφορά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
από το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή
το Βούλευμα του ΣυμβΕφΛάρισ 50/2004), όπ.παρ., σελ. 589.
1554
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
πράξεις, όπ.παρ., σελ. 385 και υποσημ. 8.
442

η προσβολή που η ίδια η πράξη προκαλεί και όχι η εκ των υστέρων ενδεχόμενη
κοινοποίησή της.
Ο Κάτσιος1555 υποστηρίζει ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η
απονομή της δικαιοσύνης1556, ως ειδικότερη έκφραση της εφαρμογής της
πολιτειακής εξουσίας1557. Η άποψη αυτή δεν φαίνεται να ευσταθεί, αφού η
απονομή της δικαιοσύνης, ως ειδικότερη όψη της πολιτειακής εξουσίας
προσβάλλεται μόνο στο «πεδίο επιβολής της»1558, όταν δηλαδή η κρατική
βούληση είναι ήδη διαμορφωμένη και εμποδίζεται απλώς η πραγμάτωσή της και
όχι όταν ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του αγνοεί την τέλεση μιας
πράξης1559. Παρεμφερή, εξάλλου, άποψη υποστηρίζει η ∆ιονυσοπούλου1560, η
οποία δέχεται ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η απονομή της

1555
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 273 – 274. Την άποψη
αυτή υποστηρίζει και ο Γιώργος Τριανταφύλλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία του
άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Νικόλαο Ανδρουλάκη, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 744 επ.
1556
Εξάλλου, για την άποψη, που υποστηρίζεται κυρίως από τη γερμανική θεωρία, ότι η
νομιμοποίηση συνιστά μια μορφή υπόθαλψης, μέσω της οποίας θίγεται το έννομο αγαθό της
απονομής της δικαιοσύνης και για τις δυσχέρειες που αυτή η παραδοχή συνεπάγεται, βλ.
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 276 –
278 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 89, υποσημ. 29 και
30.
1557
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., ιδίως σελ. 274, όπου
υποστηρίζει ότι ο νόμος για το ξέπλυμα «αφορά την προάσπιση του εννόμου αγαθού της
απονομής της δικαιοσύνης ως ειδικότερης έκφρασης της εφαρμογής πολιτειακής εξουσίας, τόσο
όσον αφορά τον επανορθωτικό της ρόλο όσο και σε συνάρτηση με το ρόλο της για την
προάσπιση της κοινωνίας από περαιτέρω εγκληματικές πράξεις». Βλ. επίσης έτσι, ΣυμβΠλημΘεσ
918/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 263.
1558
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας (Άρθρα 167 – 182 ΠΚ),
(β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 18 – 19.
1559
Έτσι στην κριτική της άποψης για προσβολή της απονομής της δικαιοσύνης οι: Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
388, της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις – Προβλήματα
από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 290, Γιώργος ∆ημήτραινας,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ. σελ. 90, του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999
Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383, Χάρης (Χαράλαμπος) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1249, Μαρία Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 93 επ. και Πολυχρόνης Τσιρίδης, Ο νέος
νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 48 – 49. Βλ. επίσης ευρύτερα, Λάμπρου
Μαργαρίτη, Εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης (Άρθρα 224 – 234 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 203
1560
Βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 991, σύμφωνα με την οποία,
το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων «προστατεύει δημόσια συμφέροντα και
συνεπώς στρέφεται κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Η ουσία του εγκλήματος έγκειται στην
ένταση της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής» και της ιδίας, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα – Ν. 2331/95, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα
Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 280.
443

δικαιοσύνης, υπό την έννοια της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος,


υποστηρίζοντας, ταυτόχρονα, ότι η τυποποίηση των σχετικών εγκλημάτων
ενισχύει τη γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής, διαπίστωση, όμως, που δεν
αποτελεί αυτοτελή παράγοντα αξιολογήσεως του προστατευόμενου εννόμου
αγαθού, αφού η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής είναι σύμφυτη με την
ίδια τη λειτουργία του ποινικού δικαίου, ενώ, επιπροσθέτως, δέχεται ότι έμμεσα
προστατεύονται και τα έννομα αγαθά που προσβάλλουν οι προηγούμενες
αξιόποινες πράξεις .
Η Καμπέρου – Ντάλτα1561, ειδικά στην περίπτωση της «συγκάλυψης» της
προς νομιμοποίηση περιουσίας, ως έννομο αγαθό ανιχνεύει την δικαιότητα ή
ακριβοδικία κατά την κατανομή του πλούτου.
Ο Τριανταφύλλου επιχειρεί να εντοπίσει το έννομο αγαθό στην πρακτική
δυνατότητα επιβολής της δήμευσης και των συναφών μέτρων δικονομικού
καταναγκασμού, τα οποία αποσκοπούν στην αφαίρεση των εγκληματικών
προσόδων1562, καθώς η δήμευση επιδιώκει και αυτοτελείς σκοπούς, οι οποίοι δεν
εξυπηρετούνται με μόνη την απειλή της στερητικής της ελευθερίας ποινής για τις
πράξεις της νομιμοποίησης, αφού η αφαίρεση των εγκληματικών προσόδων
καθιστά στην ουσία ένα έγκλημα μη προσοδοφόρο ενδυναμώνοντας με τον
τρόπο αυτό τη γενική πρόληψη των πράξεων που συνιστούν ήδη εγκληματική
δραστηριότητα. Όσον αφορά τη γενικοπροληπτική λειτουργία της δήμευσης,
ισχύουν όσα υποστηρίξαμε ανωτέρω, κατά την κριτική της άποψης της
∆ιονυσοπούλου, ότι, δηλαδή, δεν αποτελεί αυτοτελή παράγοντα αξιολογήσεως
του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Εξάλλου, ούτε η λειτουργική χρήση της
δήμευσης και των συναφών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, που όντως
εξυπηρετεί τους σκοπούς του Ν. 3691/2008, μας παρέχει οποιαδήποτε ένδειξη
σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό1563. Συνεπώς, η συγκεκριμένη
τοποθέτηση αποτελεί μάλλον μια προσπάθεια πραγματιστικής, όχι, όμως, κατ’
ανάγκην, και ουσιαστικής προσέγγισης του επίμαχου ζητήματος.

1561
Βλ. Ελένης Καμπέρου – Ντάλτα, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος –
Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ.
Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009, σελ. 86.
1562
Βλ. Γιώργου Τριανταφύλλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Τα
προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία του άρθρου 2 § 1 του Ν.
2331/1995, όπ.παρ., σελ. 782 επ.
1563
Βλ. και τη σχετική κριτική του Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων
προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 253.
444

Σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, κινείται η άποψη του Αλεξιάδη1564,


που υποστηρίζει ότι ο έλεγχος του ξεπλύματος δεν επιδιώκεται επειδή ενέχει
κάποια αυτοτελή κοινωνικοηθική απαξία ή επειδή συνιστά πραγματικό ή
κοινωνικό έγκλημα. Αντιθέτως, μάλιστα, μέσω αυτής της διαδικασίας το
«βρώμικο» χρήμα επανεισάγεται στις νόμιμες οικονομικές συναλλαγές, ενώ
διαφορετικά θα διοχετευόταν κατ’ ανάγκην στον τομέα της παραοικονομίας.
Ο Σοφός1565 υποστηρίζει και αυτός ότι «ο νόμος για το ξέπλυμα δεν
προστατεύει κάποιο έννομο αγαθό και μόνον η σαφέστερη διατύπωση της
διάταξης του νόμου, κατόπιν πλήρους αποσαφήνισης της αλληλεπίδρασης
ξεπλύματος – οργανωμένου εγκλήματος – προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας, και ο προσδιορισμός της έννομης συνέπειας, όχι ως κύριας ή
παρεπόμενης ποινής, αλλά ενδεχομένως ως επιβαρυντικής περίστασης του
εγκλήματος της προηγούμενης δραστηριότητας, θα μπορούσε να επιτύχει μία
δικαιοκρατικά φιλελεύθερη απόδοση του νοήματος του εγκλήματος της
νομιμοποίησης στην ειδική υπόσταση».
Άλλοι συγγραφείς1566 υποστηρίζουν ότι το έννομο αγαθό που θίγεται με
την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα προσβάλλεται και με το ξέπλυμα.
Η προσβολή, όμως, του εννόμου αγαθού που προστατεύεται με την κάθε κατ’
ιδίαν διάταξη από αυτές που περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση
του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, ολοκληρώνεται με την τέλεση της «προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας» και υπό αυτή την έννοια, η εκ των υστέρων
νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων που προέκυψαν από το συγκεκριμένο
έγκλημα, δεν συμβάλλει1567 στην προσβολή του εννόμου αγαθού που έχει ήδη

1564
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 4.
Εξάλλου, κατά την περίοδο 1987 – 1998, υπολογίζεται ότι η αναλογία της παραοικονομίας σε
σχέση με το ΑΕΠ αυξήθηκε από 30% του ΑΕΠ σε 36,7%. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece:
Organised Crime and Political Process, όπ.παρ., σελ. 75.
1565
Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 193.
1566
Βλ. Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις
ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1365 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος
για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 54, ο οποίος υποστηρίζει ότι, ιδίως στις περιπτώσεις
που το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, «η άποψη αυτή
ενισχύεται σημαντικά με την πλήρη αποσύνδεση, πλέον, των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων
από τη δράση εγκληματικής οργάνωσης». Βλ. και ανάλογη άποψη σχετικά με την ερμηνεία του
βραχύβιου άρθρου 394Α ΠΚ του Θάνου Γιαννόπουλου, Η «νομιμοποίηση» εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα κατ’ άρθρον 394Α ΠΚ, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 1241.
1567
Έτσι στην κριτική της συγκεκριμένης άποψης η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 388.
445

ολοκληρωθεί1568. Στην κριτική της άποψης αυτής, ορθά ο ∆ημήτραινας1569


εκφράζει την επιφύλαξη ότι ειδικά στα προϊόντα που προέρχονται από εγκλήματα
κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, θα ήταν δυνατό να ισχύει η θέση αυτή,
αφού, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, «είναι νοητή πράξη που
συντελεί στη διατήρηση της προσβολής που προηγήθηκε και αυτή ακριβώς η
πράξη είναι η τυποποιημένη ήδη αποδοχή προϊόντων εγκλήματος που ακολουθεί
την πράξη προσβολής». Αλλά ακόμη και αν ισχύσει η περίπτωση αυτή, δεν είναι
δυνατό να εντοπισθεί αυξημένο ούτε διαφορετικό άδικο, σε σχέση με την
αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, που να δικαιολογεί μια τέτοια διαφορά στο
ύψος της αφηρημένα απειλούμενης ποινής1570.
Μια παρεμφερή, αλλά πιο ορθή, κατά τη γνώμη μας, θέση, παίρνει ο
Παύλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι ναι μεν, οι διατάξεις για το ξέπλυμα δεν
προστατεύουν αυτοτελές έννομο αγαθό, αλλά ενισχύουν την προστασία των
εννόμων αγαθών που προσβάλλονται με τις προγενέστερες εγκληματικές
πράξεις1571. Ευφυώς, εξάλλου, εντάσσει το πλαίσιο της προσέγγισής του στο

1568
Αυτός είναι και ο λόγος που κατ’ ορθότερη άποψη δεν τιμωρείται η συμμετοχική δράση στο
στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης του εγκλήματος. Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η
συμμετοχική πράξη, όπ.παρ., σελ. 198 επ.
1569
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 92 και του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383, υποσημ.
21. Εξάλλου και στο χώρο της κοινής αποδοχής προϊόντων εγκλήματος είναι τόσο έντονο το
στοιχείο της παροχής «κάλυψης» στη διατήρηση και συνέχιση της προηγηθείσας παράνομης
περιουσιακής μεταβολής, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για εγκληματική συμπεριφορά με
λανθάνουσα και ιδιότυπη υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, αφού ο σκοπός «συγκάλυψης»
συνυπάρχει σχεδόν πάντα με το δόλο της κλασσικής αποδοχής και διάθεσης προϊόντων
εγκλήματος. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα (Άρθρα 385 – 406 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 404.
1570
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 93.
1571
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, όπ.παρ., σελ.
645, του ιδίου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, όπου με επιφυλάξεις προσθέτει ότι «αν
επιχειρούσαμε να “προσθέσουμε” κι ένα άλλο αυτοτελές έννομο αγαθό, αυτό πρέπει μάλλον να
αναζητηθεί στο χώρο της οικονομικής ζωής και ιδίως στη λειτουργία της οικονομίας σε ένα
καθεστώς οικονομικής ελευθερίας και ισότητας, που λειτουργεί μέσα σε σαφή όρια νομιμότητας ή
έστω της δημόσιας τάξης», του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του, όπ.παρ.,
σελ. 194 και του ιδίου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932. Την ίδια άποψη δέχεται, εξάλλου, ανεπιφύλακτα και ο Γεώργιος
∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν
τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 478 και 479. Πρβλ.
υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 και Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 251 – 252 και
υποσημ. 11, ο οποίος υποστηρίζει ότι ανεξάρτητα από το αν με το έγκλημα του ξεπλύματος
προστατεύεται αυτοτελώς ένα ή περισσότερα από τα έννομα αγαθά που προτάθηκαν, δεν είναι
δυνατό να παραμένει αμέτοχο στη σχετική συζήτηση το έννομο αγαθό που προσβάλλει το βασικό
έγκλημα, εξαιτίας του εξαρτημένου χαρακτήρα του ξεπλύματος. ∆ιευκρινίζει, όμως, ότι οι ποινικές
446

χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, αναζητώντας με επιτυχία το προφανές plus


αδίκου της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στο ειδικό
modus operandi που χρησιμοποιεί το οργανωμένο έγκλημα.
Η Συμεωνίδου – Καστανίδου1572 εκκινώντας από τη θέση ότι το ξέπλυμα
δεν έχει κάποια αυτοτελή κοινωνική απαξία, προσθέτει ότι, ως συμπεριφορά που
συμβάλλει στην ενίσχυση της δομής του οργανωμένου εγκλήματος, αφενός,
προσβάλλει το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης1573, το οποίο, εξάλλου, θίγεται
από την ύπαρξη κάθε εγκληματικής οργάνωσης και αφετέρου, «με τη μορφή της
γενικής διακινδύνευσης τα ίδια έννομα αγαθά που προσβάλλει η οργανωμένη
εγκληματική δράση», χωρίς να είναι απαραίτητο αυτά τα έννομα αγαθά να έχουν
οποιαδήποτε σχέση με το έννομο αγαθό της περιουσίας1574. Στο πλαίσιο αυτής
της θεώρησης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θα πρέπει να μπορεί με σαφήνεια να
διαγνωστεί «η ύπαρξη μιας δομής, μιας εγκληματικής οργάνωσης, που δρα σαν
επιχείρηση με σκοπό το κέρδος», γιατί «μόνο ως πράξη συμβολής στη
διατήρηση και επέκταση των μηχανισμών της οργάνωσης» το ξέπλυμα αποκτά
πράγματι απαξία1575.
Εμβαθύνοντας στην ανωτέρω θέση της Συμεωνίδου – Καστανίδου, ο
∆ημήτραινας υποστηρίζει ότι με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα «προσβάλλεται το έννομο αγαθό που προσβάλλεται
και με την προηγούμενη αξιόποινη πράξη, όταν αυτό είναι έγκλημα κατά της

προβλέψεις του Ν. 2331/1995 δεν μπορούν να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την ενδυνάμωση
της προστασίας του εννόμου αγαθού που θίγεται με την προηγούμενη εγκληματική
δραστηριότητα, γιατί δεν νοείται έγκλημα, το οποίο στερούμενο ιδίου εννόμου αγαθού, να
δανείζεται το έννομο αγαθό άλλων εγκλημάτων.
1572
Με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάσσεται και ο ∆ημήτραινας, βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383 και του
ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 96 – 98, όπου, όμως, εκφράζει τη θέση ότι
παρά το γεγονός ότι η άποψη αυτή «είναι πειστική, ωστόσο, το πρόβλημα προσδιορισμού του
εννόμου αγαθού παραμένει».
1573
Βλ. και Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 530.
1574
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 219 και της ιδίας, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 385 –
386.
1575
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 389 και της ιδίας, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 918/2002 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 266.
447

ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, και μαζί συμπροσβάλλεται η κοινωνική όψη της


δημόσιας τάξης, δηλαδή το έννομο αγαθό της κοινής ειρήνης»1576.
Η πρόταξη του ποινικού κατασταλτικού μηχανισμού δεν είναι βέβαιο ότι θα
έπρεπε να αποτελεί την πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση του
ξεπλύματος1577, αφού το συγκεκριμένο αδίκημα αποτελεί στην ουσία του μια
νομική κατασκευή και όχι φυσικά πραγματικό έγκλημα.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απόλυτα κατανοητή η στάση της διεθνούς
κοινότητας αναφορικά με το ξέπλυμα, που δεν εστιάστηκε στη λήψη ποινικών
μέτρων για την αντιμετώπισή του, αλλά προώθησε κυρίως τη θέσπιση ορισμένων
υποχρεώσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων αναφορικά με τον έλεγχο της
ταυτότητας των πελατών τους και την καταγγελία των ύποπτων συναλλαγών, τον
περιορισμό του τραπεζικού απορρήτου1578 και τη διευκόλυνση της δέσμευσης
των ύποπτων λογαριασμών, μέτρα απείρως πιο αποτελεσματικά για τον έλεγχο
της ροής του παράνομου χρήματος από ότι τα παραδοσιακά εργαλεία του
ποινικού δικαίου1579.
Το ξέπλυμα ιστορικά απέκτησε απαξία, μόνο από τη στιγμή που
συνδυάστηκε με το οργανωμένο έγκλημα1580 και έγινε κατανοητό ότι το χρήμα
δεν είναι απλώς ο στόχος, αλλά το μέσο για την ανάπτυξη και επέκταση της
εγκληματικής δράσης είτε με την επένδυσή του σε παράνομες, ημινόμιμες ή και

1576
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 103. Εξάλλου,
αναλυτικά για τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό
της νομιμοποίησης εσόδων στην Ελλάδα και τη Γερμανία, βλ. του ιδίου, Ο δράστης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 154 επ.
1577
Η διαπίστωση αυτή θα έπρεπε να έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη ιδίως από τον έλληνα
νομοθέτη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το ομολογούμενο γεγονός από τον ίδιο, στην Αιτιολογική
Έκθεση του προϊσχύοντος Ν. 3424/2005, ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν δίκτυα και εταιρίες,
όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, που να «ξεπλένουν» συστηματικά και οργανωμένα το χρήμα
άλλων προσώπων, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση των εσόδων να διενεργεί ο ίδιος ο δράστης,
συνήθως με μέλη της οικογένειάς του ή συνεργάτες, θα έπρεπε να έχει οδηγηθεί τουλάχιστον σε
μια άμβλυνση των σχετικών ποινικών κυρώσεων, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε στην πράξη. Για
την αναφερόμενη θέση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 3424/2005 και για μια κριτική αυτής, βλ.
Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση
στη νομοθεσία μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ., σελ. 627.
1578
Για τον ορισμό του τραπεζικού απορρήτου και τον περιορισμό του στις περιπτώσεις
«ξεπλύματος», βλ. αντί άλλων, Άγγελου Κωνσταντινίδη, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 316 επ.
1579
Για μια διεισδυτική ανάλυση της προβληματικής της χρήσης του Ποινικού ∆ικαίου για τη
ρύθμιση ζητημάτων, που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να επιλυθούν από αυτό, βλ.
Cornelius Prittwitz, Ποινική καταστολή και επιτήρηση στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου – Λόγος,
όρια και αλληλεξαρτήσεις, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 25 – 36.
1580
Βλ. Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1467.
448

νόμιμες συναλλαγές, είτε με τη χρησιμοποίησή του για την απόκτηση πολιτικής


ισχύος. Συνεπώς, το μέτρο και το όριο των σχετικών ποινικών διατάξεων, κατά
την άποψή μας, θα πρέπει πάντοτε να είναι η ύπαρξη εγκληματικής
οργάνωσης1581 είτε στο στάδιο της τέλεσης της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας, είτε στο ακόλουθο στάδιο του ξεπλύματος των βρώμικων
χρημάτων, είτε ταυτόχρονα και στα δύο αυτά στάδια1582, γιατί μόνο τότε το
ξέπλυμα εκφεύγει των ορίων της νομικής κατασκευής και άπτεται όντως μιας
επικίνδυνης κοινωνικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η θέση της
μελέτης είναι ότι ναι μεν το ξέπλυμα δεν ενέχει αυτοτελή κοινωνικοηθική απαξία,
ούτε προσβάλλει αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό, αλλά ως συμπεριφορά που –
και στο μέτρο που – συναρτάται άμεσα με το οργανωμένο έγκλημα, ενισχύει την
προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα από την ύπαρξη
και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο και την προσβολή
των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε συγκεκριμένη εγκληματική
οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
Σε επίπεδο χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι
ο κυρωτικός κανόνας του άρθ. 2 σε συνδυασμό με το άρθ. 45 Ν. 3691/2008, που
τυποποιεί την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αποτελεί
έναν γνήσιο κυρωτικό κανόνα, ο οποίος, όμως, στη διατύπωση της αξιόποινης
συμπεριφοράς περιλαμβάνει τον όρο «εγκληματική δραστηριότητα», για την
ερμηνεία του οποίου ο ίδιος ο νόμος μας παραπέμπει καταρχήν στον τεχνικό όρο
«εγκληματική δραστηριότητα» του άρθ. 3 και ο τελευταίος μας υποχρεώνει, με τη
σειρά του, να προστρέξουμε για την ακριβή κάθε φορά συμπλήρωση του
περιεχομένου του σ’ έναν προσδιορισμένο μεν κατάλογο εγκληματικών
συμπεριφορών, που είναι, όμως, αυτοτελώς τυποποιημένες ως αξιόποινες
πράξεις, είτε σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, είτε στον ΠΚ και σε κάθε
περίπτωση, σε νομοθετήματα που είναι διαφορετικά και βρίσκονται έξω από το
κείμενο του Ν. 3691/20081583. Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι πρόκειται για

1581
Ο ∆ημήτραινας κάνει λόγο για «εργαλείο ερμηνείας» των διατάξεων για το ξέπλυμα, υπό το
ερμηνευτικό πρίσμα του οποίου μπορούμε να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο, την έννοια και την
έκταση που θα πρέπει να έχει η υποδεικνυόμενη ποινική τυποποίηση. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 63.
1582
Ibid, σελ. 100 – 101.
1583
Ibid, σελ. 107 – 109.
449

περίπτωση λευκού ποινικού νόμου1584, στο μέτρο που στο άρθ. 2 Ν. 3691/2008
υπάρχει περιγραφή της αξιόποινης πράξης, αλλά για περίπτωση «χωλού
ποινικού κανόνα»1585. Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη για το ξέπλυμα, ναι μεν,
αποτελεί πρωταρχικό κυρωτικό κανόνα, για την ακριβή, όμως, συμπλήρωση του
περιεχομένου της αξιόποινης συμπεριφοράς, όπως αυτή διατυπώνεται στον
κανόνα αυτό, οφείλουμε να προστρέξουμε σε κάποιον άλλο κανόνα1586.
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ενισχύει, κατά
τα ανωτέρω, την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα
από την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο
και την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε
συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
Με βάση το υποκείμενο τέλεσης πρόκειται για ένα έγκλημα κοινό, αφού το
πρόσωπο του δράστη δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα, που να
απαιτείται είτε για τη συγκρότηση της πράξης, είτε για τη μείωση ή την επαύξηση
του αξιοποίνου1587.
Είναι έγκλημα μονοπρόσωπο, αφού είναι δυνατή η τέλεσή του και από ένα
μόνο πρόσωπο, χωρίς, ασφαλώς, να αποκλείεται και η κατά συναυτουργία
τέλεσή του.
Με βάση το στοιχείο του αντικειμένου τέλεσης, με τη στενή, τεχνική έννοια
του αντικειμένου της πράξης, είναι έγκλημα με υλικό αντικείμενο και
συγκεκριμένα, την «περιουσία» που προέρχεται από «εγκληματικές
δραστηριότητες».
Με βάση το στοιχείο του αποτελέσματος με τη στενή, τεχνική έννοια του
όρου, είναι έγκλημα ουσιαστικό, αφού η μυϊκή ενέργεια του δράστη μπορεί να
ξεχωρίσει από τη μεταβολή, εν προκειμένω, από τη «νομιμοποίηση» της από

1584
Για την έννοια και το ζήτημα της συνταγματικότητας των λευκών ποινικών νόμων, βλ.
ενδεικτικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ. 101 επ. Πρβλ.
όμως και Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
ΠοινΧρ, 2008, σελ. 955, σύμφωνα με τον οποίο, πρόκειται «για έναν “λανθάνοντα” λευκό ποινικό
νόμο και ειδικότερα για μια ”εσωτερική παραπομπή”».
1585
Βλ. Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, όπ.παρ.,
σελ. 529.
1586
Για τη σχετική διάκριση, βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή
Γενικού Μέρους,όπ.παρ., αρ. περιθ. 64 και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του
ποινικού δικαίου, όπ.παρ., σελ. 70 και 111.
1587
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 1526/2001 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1255.
450

προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα κτηθείσας περιουσίας, που στην


περίπτωση αυτή είναι το «αποτέλεσμα» της πράξης του δράστη.
Είναι έγκλημα ενεργείας ή κίνησης, αφού σε όλους τους τρόπους της
τυποποίησής του περιγράφονται αυτοκυβερνούμενες μυϊκές κινήσεις, οι οποίες
αιτιακά προκαλούν το αποτέλεσμα που πραγματώνει την αντικειμενική
υπόσταση.
Με βάση τον τρόπο τέλεσης, είναι έγκλημα απλό, αφού η αντικειμενική του
υπόσταση, όπως τυποποιείται στο άρθ. 2 του Ν. 3691/2008, μπορεί να
πραγματωθεί και με μία μόνο πράξη. Είναι έγκλημα πολύτροπο, αφού στην
αντικειμενική του υπόσταση προβλέπονται πέντε διαφορετικοί τρόποι τέλεσης και
υπαλλακτικώς μικτό1588, αφ’ ης στιγμής, αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι τέλεσης
είναι δυνατό να εναλλαχθούν ή να σωρευτούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο
όσο αυτό εκφράζει μία μονάδα εννόμου αγαθού, χωρίς να έχουμε συρροή
εγκλημάτων, αλλά ένα μόνο έγκλημα.
Με βάση το χρόνο τέλεσης, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, οι τέσσερις πρώτοι τρόποι
τέλεσης συνιστούν στιγμιαίο έγκλημα, ενώ ο πέμπτος τρόπος τέλεσης, δηλαδή, η
σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή
περισσότερων από τις πράξεις νομιμοποίησης που περιγράφονται στα στοιχεία
α' έως δ' του άρθ. 2 Ν. 3691/2008 και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα,
είναι έγκλημα διαρκές1589.
Με βάση την υποκειμενική υπόσταση είναι έγκλημα δόλου. Ειδικής
υποκειμενικής υπόστασης όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο τρόπο τέλεσης,
αφού ειδικά ως προς το στοιχείο ότι η προς νομιμοποίηση περιουσία προέρχεται
από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες
δραστηριότητες, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται είτε άμεσος
δόλος είτε επιδίωξη, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τη χρήση του όρου «εν
γνώσει». Υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, όσον αφορά τον πρώτο, τον

1588
Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 194.
1589
Για τη σημαντικότατη, από πλευράς συνεπειών, διάκριση μεταξύ διαρκούς και στιγμιαίου
εγκλήματος, βλ. ενδεικτικά, Νικολάου Ανδρουλάκη, Επί του προσδιορισμού της εννοίας του
διαρκούς εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 326 επ., ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Χρονικά όρια εκδικάσεως του
διαρκούς εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 332 επ., του ιδίου, Τα διαρκή και τα στιγμιαία εγκλήματα από
τη σκοπιά του εφαρμοστή του δικαίου και από τη σκοπιά του νομοθέτη, όπ.παρ., σελ. 1 επ. και
Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., αρ. περιθ. 859 επ.
451

τέταρτο και τον πέμπτο τρόπο τέλεσης, όπου επιπροσθέτως απαιτείται και η
στοιχειοθέτηση, στην περ. α’, του σκοπού απόκρυψης, ή συγκάλυψης της
παράνομης προέλευσής της υπό νομιμοποίηση περιουσίας, ή του σκοπού
παροχής συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις προηγούμενες
εγκληματικές δραστηριότητες, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες
των πράξεών του, η στοιχειοθέτηση του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα
έσοδα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, στην περ. δ’ και ο
σκοπός διάπραξης μιας ή περισσότερων από τις πράξεις νομιμοποίησης, που
αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ', στην περίπτωση της οργάνωσης
ή ομάδας της περ. ε’.
Τέλος, με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, είναι κακούργημα, με
πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα χρόνια και υποχρεωτικά επιβαλλόμενη
παρεπόμενη χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως ένα εκατομμύριο
(1.000.000) Ευρώ, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες μπορεί να είναι καταρχήν οποιοσδήποτε άνθρωπος.
Το πρώτο ιδιαιτέρως δυσχερές, αλλά ουσιαστικό, κατά τη γνώμη μας,
ζήτημα ερμηνείας, που είχε κληθεί στο παρελθόν η θεωρία και η νομολογία να
επιλύσει, αφορούσε το ερώτημα αν το υποκείμενο τέλεσης του ξεπλύματος είναι
δυνατό να ταυτίζεται ή οφείλει να είναι διάφορο του δράστη της προηγούμενης
«εγκληματικής δραστηριότητας». Η νομολογία δεν κατάφερε να υιοθετήσει ένα
σταθερό κριτήριο αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού, με αποτέλεσμα οι
εφαρμοσθείσες κάθε φορά διαφορετικές ερμηνείες του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995 να εκτείνονται από την πλήρη αποδοχή της θέσης ότι ο δράστης της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας είναι δυνατό να είναι και αυτουργός
ξεπλύματος χρήματος μέχρι την πλήρη απόρριψη αυτής1590.

1590
Αποφάσεις που υποστήριξαν ότι δεν είναι νοητό ο δράστης της νομιμοποίησης να ταυτίζεται
με το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας ήταν, προσφάτως, η ΑΠ
1057/2008, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 788 επ., ενώ, από την παλαιότερη σύμφωνη νομολογία βλ. ιδίως,
ΣυμβΕφΘράκ 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573, ΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013,
ΣυμβΕφΘράκ 85/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 254, ΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 855, ΑΠ
402/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 134 επ., ΑΠ 721/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 253, ΑΠ 402/2004,
Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 45 επ., με Παρατηρήσεις Αθανασίου Ζαχαριάδη, ΣυμβΕφΑθ 1102/2002,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251, ΣυμβΕφΑθ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ., ΣυμβΕφΑθ
1571/2003, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 1007 επ., ΣυμβΕφΠειρ 109/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 515,
ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531, ΣυμβΕφΝαυπλ 459/2004, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 73
επ., ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ. ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, ΝοΒ, 2006,
452

Στο επίπεδο της θεωρίας, διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις σχετικά με


την ταυτότητα του δράστη της νομιμοποίησης. Ήδη μετά την έκδοση της Οδηγίας
91/308/ΕΚ, είχε διατυπωθεί η άποψη1591 ότι ο Έλληνας νομοθέτης θα έπρεπε να
λάβει υπόψη ότι ιδίως ως προς τη δραστηριότητα νομιμοποίησης προσόδων με
μορφή ιδιωτικών συναλλαγών, η λήψη ποινικών μέτρων κατά αυτών των
δραστηριοτήτων, όταν επιχειρούνται από το άτομο που απέκτησε και κατέχει τις
προσόδους αυτές από δική του εγκληματική δραστηριότητα, θα ερχόταν σε
σύγκρουση με τη βασική αρχή του ποινικού δικαίου ne bis in idem, αφού μια
τέτοια ενέργεια βρίσκεται σε τόσο στενό δεσμό με τη βασική εγκληματική
δραστηριότητα, από την οποία προήλθαν οι πρόσοδοι, που δεν είναι δυνατό να
χαρακτηριστεί ως νέα, διάφορη πράξη.
Μετά την εισαγωγή του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995, μία άποψη1592
δεχόταν ότι εάν ο δράστης της πράξης νομιμοποίησης είναι στην πραγματικότητα
και ο δράστης του προηγούμενου βασικού αδικήματος, από το οποίο προήλθε η
προς νομιμοποίηση περιουσία, τότε αποκλείεται η στοιχειοθέτηση της πράξης
νομιμοποίησης γι’ αυτό και μόνο το λόγο.
Σε παρόμοιο με το ανωτέρω συμπέρασμα, αλλά μέσα από μια
ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα πειστική επιχειρηματολογία, που κινούνταν σε τρία
επίπεδα, κατέληγε και ο ∆ημήτραινας1593. Το πρώτο του επιχείρημα ήταν, αν από
συγκεκριμένους τρόπους τέλεσης, όπως είναι, για παράδειγμα η απόκρυψη ή η
αγορά, υπονοείται η ανάγκη ύπαρξης και ενός άλλου προσώπου που τέλεσε την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, τότε ιδίως η απαίτηση του νόμου να

σελ. 1566 επ., με Παρατηρήσεις Σταύρου Ομήρου Χούρσογλου, ΣυμβΠλημΘεσ 1526/2001,


Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1249 επ.
Πρβλ. πάντως και τις ΑΠ 1025/2008, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 607 επ., ΣυμβΑΠ 1611/2007, ΠοινΧρ,
2008, σελ. 527 επ. και ΣυμβΠλημΑθ 1466/2007, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 853 επ., σύμφωνα με τις
οποίες, υπό το πρίσμα των προβλέψεων του Ν. 3424/2005, κρίθηκε ότι η ταύτιση του ενεργητικού
υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη
νομιμοποίησης αποκλείεται πλέον μόνο στην περίπτωση της νομιμοποίησης με το σκοπό
παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα.
Για τους θέσεις που πήρε η νομολογία στο ζήτημα αυτό, βλ. αναλυτικά Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 144 – 146 και του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων:
Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή το
Βούλευμα του ΣυμβΕφΛάρις 50/2004), όπ.παρ., σελ. 588 – 593.
1591
Βλ. αναλυτικά Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, όπ.παρ.,
σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 5.
1592
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 281, Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1249
και Στέφανου Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, όπ.παρ., σελ. 633
επ., ιδίως σελ. 645.
1593
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 184 – 187.
453

περιλαμβάνεται η συγκεκριμένη αξιόποινη προέλευση του περιουσιακού


στοιχείου στο γνωστικό περιεχόμενο του δόλου του δράστη της νομιμοποίησης
εσόδων υποδηλώνει με σαφήνεια ότι ο τελευταίος είναι πρόσωπο διαφορετικό
από εκείνο που τέλεσε την προηγούμενη πράξη1594. ∆εύτερον, σε σχέση με το
στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του σκοπού παροχής συνδρομής σε
οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει
τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, περιεχόμενο της επιδίωξης αυτής είναι
να αποφύγει ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας τις
έννομες συνέπειες της πράξης του, δηλαδή την ποινική δίωξη και τιμωρία του.
Είναι αδύνατο, όμως, να τιμωρείται ο αυτουργός του εγκλήματος νομιμοποίησης
εσόδων σε βαθμό κακουργήματος, επειδή επιδιώκει να μην αποκαλυφθεί και να
μην τιμωρηθεί ο ίδιος για αξιόποινη πράξη την οποία αυτός διέπραξε ή στην
οποία συμμετείχε. Και τρίτον, από το κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του
Στρασβούργου και από τα συναφή ∆ιεθνή κείμενα, προκύπτει με σαφήνεια ότι
αναγνωρίζεται ότι η ταυτότητα των δύο δραστών είναι ένα στοιχείο που αφενός,
δεν είναι αναγκαίο για την τυποποίηση του εγκλήματος νομιμοποίησης
εσόδων1595 και αφετέρου, για το λόγο αυτό, παρέχεται η δυνατότητα διαφορετικής
αντιμετώπισής του από τις επιμέρους εθνικές νομοθεσίες και από τη στιγμή, που
ο νομοθέτης του Ν. 2331/1995 δεν προέβλεψε ρητά το πρόσθετο, αλλά όχι
αναγκαίο αυτό στοιχείο στην τυποποίηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων, είναι προφανές ότι δεν το ήθελε.
Ο Χούρσογλου1596, προκειμένου να αρνηθεί την δυνατότητα ταύτισης του
δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας με αυτόν της
νομιμοποίησης εσόδων, εστίαζε την επιχειρηματολογία του κυρίως σε ζητήματα,
που αφορούν την υποκειμενική υπόσταση της νομιμοποίησης. Και συγκεκριμένα,
υποστήριζε πρώτον, ότι το διανοητικό στοιχείο του δόλου του δράστη της
ύστερης νομιμοποίησης, που απαιτεί ότι αυτός θα πρέπει να τελεί «εν γνώσει»
του γεγονότος ότι η προς νομιμοποίηση περιουσία προέρχεται από συγκεκριμένη
εγκληματική δραστηριότητα, θα ήταν περιττό, εάν ο δράστης της νομιμοποίησης
ταυτιζόταν με αυτόν της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, αφού,
1594
Βλ. και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 78.
1595
Βλ. σχετικά και Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 86 επ.
1596
Βλ. Σταύρου–Ομήρου Χούρσογλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, ΝοΒ, 2006,
σελ. 1570.
454

αυτονόητα, αυτός θα γνώριζε τη μη νόμιμη προέλευση της περιουσίας. ∆εύτερον,


σχετικά με τον απαιτούμενο σκοπό της αληθούς προέλευσης της περιουσίας και
τον σκοπό κερδοσκοπίας, που απαιτούνταν από τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
το διανοητικό και βουλητικό στοιχείο του δόλου του υπαιτίου του βασικού
αδικήματος περιλαμβάνει τόσο τη συγκάλυψη της προέλευσης, όσο και την
κερδοσκοπία, υπό τη μορφή του κινήτρου. Ενώ, και ο σκοπός συνδρομής σε
πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα δεν είναι λογικά δυνατό να
συντρέχει στον υπαίτιο του βασικού εγκλήματος. Και τρίτον, η ταύτιση των δύο
ενεργητικών υποκειμένων θα προσέκρουε στην αρχή της απορρόφησης, αφού,
για τον δράστη του βασικού εγκλήματος, η αξιόποινη πράξη της ύστερης
νομιμοποίησης απορροφάται από το προηγηθέν έγκλημα, ως φυσιολογική και
προβλέψιμη συνέπειά του1597.
Σύμφωνα με την Συμεωνίδου – Καστανίδου1598, θα πρέπει να γίνει
διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων. Στην περίπτωση που το ξέπλυμα χρήματος
συνδέεται μόνο με μια μεμονωμένη προηγούμενη πράξη, είναι προφανές ότι
δράστης του ξεπλύματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ο φυσικός αυτουργός της
πράξης αυτής, αφού η πράξη νομιμοποίησης, στην περίπτωση αυτή, ως πράξη
αυτοϋπόθαλψης, δεν μπορεί να έχει αυτοτελές ποινικό ενδιαφέρον. Όταν, όμως,
το ξέπλυμα εκλαμβάνεται ως πράξη συνδρομής στην εγκληματική οργάνωση και
όχι σε επιμέρους εγκληματικές πράξεις, φυσικοί αυτουργοί του ξεπλύματος
μπορεί να είναι και οι δράστες των επιμέρους εγκλημάτων. Στις περιπτώσεις,
όμως, αυτές, αφού το προηγούμενο έγκλημα τελείται για την εξασφάλιση
χρημάτων και την ενίσχυση της εγκληματικής οργάνωσης, η μεταγενέστερη
νομιμοποίηση των χρημάτων αυτών εμφανίζεται ως ουσιαστική αποπεράτωση
του εγκλήματος, με αποτέλεσμα οι πράξεις να συρρέουν φαινομενικά και η
βαρύτερη από τις πράξεις να απορροφά και την απαξία της άλλης.
Μια άλλη άποψη1599, υποστήριζε μια ενδιάμεση λύση, σύμφωνα με την
οποία, αποφασιστικής σημασίας ήταν ο τρόπος τέλεσης της νομιμοποίησης, που
κάθε φορά επιλεγόταν. Στο πλαίσιο αυτό, στις περιπτώσεις της αγοράς,
απόκρυψης, λήψης της περιουσίας ως εμπράγματης ασφάλειας ή αποδοχής
1597
Βλ. Σταύρου–Ομήρου Χούρσογλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, όπ.παρ.,
σελ. 1570 – 1571.
1598
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 390 – 391 και της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 294.
1599
Βλ. Νικολάου Χατζηνικολάου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 51/2000 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1043.
455

στην κατοχή της παράνομης περιουσίας, καθώς και στις περιπτώσεις που ο
δράστης νομιμοποίησης καθίσταται δικαιούχος του εγκληματικού προϊόντος, δεν
είναι δυνατόν ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας να
θεωρηθεί και αυτουργός του ξεπλύματος, αφενός, γιατί θα ήταν άτοπο να
δεχθούμε ότι ο δράστης μπορεί να αγοράσει από τον εαυτό του ή να «δεχθεί»
στη δικιά του κατοχή και αφετέρου, γιατί οι πράξεις αυτές, σε καμιά περίπτωση,
δεν προσδίδουν υπέρ του δράστη κάποιο νόμιμο τίτλο στο περιουσιακό
εγκληματικό προϊόν. Αντίθετα, στις περιπτώσεις της μετατροπής ή μεταβίβασης
περιουσίας, θα ήταν νοητό ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας να είναι και φυσικός αυτουργός ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Σύμφωνα, τέλος, με μια άλλη άποψη1600, ο δράστης ενός από τα βασικά
εγκλήματα μπορεί να είναι και δράστης νομιμοποίησης, αφού η βούληση του
νομοθέτη με τη χρήση του όρου «όποιος» αποδεικνύεται ότι ήθελε να
συμπεριλάβει στην έννοια του ενεργητικού υποκειμένου του εγκλήματος κάθε
πρόσωπο, χωρίς να αποκλείει κανένα1601.
Από την ανωτέρω, περιληπτική και ασφαλώς όχι εξαντλητική, παράθεση
των απόψεων που υποστηρίχθηκαν αναφορικά με το υποκείμενο τέλεσης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, η διαμορφωθείσα κρατούσα άποψη στη θεωρία1602 φαίνεται να ήταν

1600
Βλ. Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες»
(άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία), όπ.παρ., σελ. 1133 επ.
Πρβλ. την κριτική της άποψης του Νικολούδη από τον ∆ημήτραινα, σύμφωνα με τον οποίο «η
ερμηνεία αυτή δεν είναι ιστορικοβουλητική, παρά την αναφορά τους στη βούληση του νομοθέτη,
αλλά μονοδιάστατα γραμματική» και φυσικά η διαπίστωση ότι ένα έγκλημα είναι «κοινό» από
πλευράς υποκειμένου τέλεσης, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξαιρούνται ορισμένα πρόσωπα
από την υπαγωγή τους στην έννοια του «όποιος». Εξάλλου, ένα σημαντικό τμήμα της θεωρίας
σχετικά με το υποκείμενο τέλεσης του συγγενούς εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης
προϊόντων εγκλήματος, δέχεται ότι δεν μπορεί να είναι δράστης του εκείνος που τέλεσε την
προηγούμενη αξιόποινη πράξη, παρά το γεγονός ότι και στην περίπτωση αυτή η νομοτεχνική
διατύπωση του άρθρου 394 ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο «όποιος». «Επομένως, στο μέτρο που
στηρίζεται μόνο στη γραμματική ερμηνεία του όρου “όποιος” η ανωτέρω, υπέρ της ανεξαίρετης
αποδοχής όλων των πιθανών δραστών ως ενεργητικών υποκειμένων του εγκλήματος
“νομιμοποίησης εσόδων”, άποψη δεν μπορεί να θεωρείται ότι προτείνει ένα ακαταμάχητο υπέρ
τους θέσεώς τους επιχείρημα». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 152 – 155,
1601
Βλ. Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 358, σύμφωνα με τον οποίο, υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης μπορεί να είναι
οποιοσδήποτε, δηλαδή εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς, οι υπάλληλοί τους, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αφού ο νόμος
δεν κάνει καμιά άλλη διάκριση αναφορικά με το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας.
1602
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 243, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική
δογματική και η απήχησή τους στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ.
289 επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
456

ότι ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων πρέπει αναγκαστικά να είναι πρόσωπο


διάφορο του δράστη της προηγούμενης «εγκληματικής δραστηριότητας», από
την οποία προέκυψε το προς νομιμοποίηση, εγκληματικής προέλευσης,
περιουσιακό προϊόν1603.
Παρά το γεγονός των ιδιαίτερα επεξεργασμένων θέσεων και των
πειστικών επιχειρημάτων της επιστήμης στο ζήτημα του υποκειμένου τέλεσης
του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ο
Έλληνας νομοθέτης, με το Ν. 3691/2008, επέλεξε να δώσει ρητά και
κατηγορηματικά αντίθετη λύση στο υπό εξέταση ζήτημα1604. Και συγκεκριμένα,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. ε’, «η ποινική ευθύνη για το
βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και
συμμετόχων) για τις πράξεις των στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής,
εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του
βασικού αδικήματος».
Όπως εκθέσαμε και προηγουμένως, η διάταξη αυτή είναι άστοχη και
επιεικώς ακατανόητη, αφού τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις έναντι των γενικών
– πάντα διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η συνδρομή φαινομενικής
συρροής μεταξύ τους1605. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, για να νοείται το

όπ.παρ., σελ. 1019 – 1022, Στέφανου Παύλου, Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή
προσαρμογή τους ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του,
όπ.παρ., σελ. 781 – 782, του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995) δεν
μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με αφορμή
και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 – 522, και Γεωργίου Καρατζογιάννη, Οικονομικό
Έγκλημα – «Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος», ΠράξΛογ, 2004, σελ. 505.
1603
Για μια κριτική ανάλυση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με το ξέπλυμα,
βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ.
288 – 294.
1604
Κατά την ιδιαιτέρως εύστοχη κριτική του Σοφού, «η τελική στάση του νομοθέτη, ο οποίος
όφειλε κατ’ αρχάς να γνωρίζει και δευτερευόντως να σεβασθεί την ορθή αυτή θέση θεωρίας και
νομολογίας, κινήθηκε βεβαίως με γνώμονα την αυστηρότερη ερμηνεία, την οποία με το Ν.
3424/2005 ενσωμάτωσε στο θετικό δίκαιο. Σαν να παρακολουθεί μυστικά και σε συνθήκες
συσκότισης (black out) την εξέλιξη της θεωρητικής και νομολογιακής πραγματολογίας και
εντοπίζοντας πηγές ηπιότερης ερμηνείας ενός ποινικού κανόνα την αποκλείει θεσπίζοντας την
αντίθετη και αυστηρότερη εκδοχή του». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία
όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια
της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 142.
1605
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921 και υποσημ. 23, όπου αναφέρει, όπως είδαμε και παραπάνω, ως παράδειγμα, τη
457

έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να προηγείται ένα άλλο έγκλημα,


από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη περιουσία, το οποίο θα
είναι προφανώς διαφορετικό. Επομένως, αφού λογικά αποκλείεται να ταυτίζονται
οι δύο πράξεις, ποιο είναι το νόημα της συγκεκριμένης διάταξης; Μήπως ότι τα
δύο εγκλήματα αρκεί να τελούνται με διαφορετικές πράξεις, δηλαδή να συρρέουν
πραγματικά και όχι κατ’ ιδέαν; Υπό το πρίσμα αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη είναι
απόλυτα δογματικά εσφαλμένη και νομικά επικίνδυνη.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Αιτιολογική Έκθεση του Ν.
3691/20081606 συσκοτίζοντας στην ουσία την πραγματικότητα αναφέρει ότι: «Η
παρούσα διάταξη ορίζει ότι η ποινική ευθύνη για βασικό αδίκημα δεν αποκλείει
την τιμωρία του υπαίτιου του βασικού αδικήματος και για ξέπλυμα χρήματος, ως
αυτουργού, ηθικού αυτουργού ή άμεσου συνεργού. Όμως απαιτείται η τέλεση του
ξεπλύματος χρήματος να έγινε με πράξεις διακριτές από αυτές της τέλεσης του
βασικού αδικήματος από τον υπαίτιο του βασικού αδικήματος1607. Η ένταξη στο
συνολικό σχεδιασμό δράσης που προβλέπεται από την κείμενη διάταξη
αντικαθίσταται από τη σαφέστερη απαίτηση οι πράξεις του ξεπλύματος χρήματος
να είναι διάφορες του βασικού αδικήματος. Αυτό είναι σύμφωνο και με τη διεθνή
νομική πρακτική».

φαινομενική συρροή μεταξύ της φθοράς μιας πόρτας (άρθρο 381 ΠΚ), που σπάει ο κλέφτης, για
να εισέλθει στο διαμέρισμα και της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ).
1606
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 912.
1607
Πρβλ. και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας
Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τους χρηματοδότησης τους
τρομοκρατίας και τους διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 915 – 916, η οποία τονίζει το αυτονόητο ότι
δηλαδή «στη θεωρία η κρατούσα γνώμη υποστηρίζει ότι όταν τελείται από το δράστη του βασικού
εγκλήματος, η νομιμοποίηση εσόδων συρρέει φαινομενικά με το βασικό έγκλημα και αποτελεί
συντιμωρητή υστέρα πράξη ή, σε κάθε περίπτωση, αυτοϋπόθαλψη, η οποία έρχεται σε αντίθεση
με την αρχή της ενοχής. Στο επίπεδο της περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς στον νόμο τα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης κάθε εγκλήματος είναι πάντοτε διαφορετικά από τα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των άλλων εγκλημάτων. Στο επίπεδο όμως της
εφαρμογής μιας ποινικής διάταξης οι πράξεις που πραγματώνουν τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης ενός εγκλήματος μπορούν να είναι διακριτές / διαφορετικές ή μη από εκείνες που
πραγματώνουν τα αντικειμενικά στοιχεία του άλλου εγκλήματος, διάκριση επί της οποίας
διαφοροποιείται η αληθής πραγματική έναντι της αληθούς κατ’ ιδέαν συρροής». Βέβαια η θέση
στην οποία καταλήγει η Επιστημονική Επιτροπή μετά από αυτή την ανάλυση, ότι δηλαδή «το
προτεινόμενο κριτήριο τιμώρησης του αυτουργού του βασικού εγκλήματος και για νομιμοποίηση
εσόδων θα ήταν σκόπιμο να αναδιατυπωθεί ως εξής “εφόσον η νομιμοποίηση εσόδων τελείται με
πράξεις διακριτές από εκείνες που τελείται το βασικό αδίκημα”», δεν μας βρίσκει σύμφωνους,
καθώς θεωρούμε ότι και αυτή η βελτίωση δεν θα ήταν δυνατό να άρει την ευθεία αντίθεση της
συγκεκριμένης διάταξης με αυτό τούτο το δόγμα του ποινικού δικαίου.
458

Το στοιχείο της «ένταξης στο συνολικό σχεδιασμό δράσης», το οποίο για


πρώτη φορά προστέθηκε στο Ν. 2331/1995 από τον Ν. 3424/2005, απαιτούσε τη
συνδρομή ενός επιπλέον αντικειμενικού στοιχείου για την κατάγνωση και της
νομιμοποίησης εσόδων στο δράστη της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας. ∆εν κατανοούμε με ποια λογική η διαγραφή ενός στοιχείου της
αντικειμενικής υπόστασης καθιστά σαφέστερη τη νέα διάταξη. Οι λεκτικοί και
δογματικοί ακροβατισμοί, δεν εισφέρουν, κατά τη γνώμη μας, στην ουσία, κανένα
απολύτως αντικειμενικό στοιχείο, βάσει του οποίου θα μπορούσε, ενδεχομένως,
να αρθεί δημιουργικά το τεράστιο ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου για
την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων, το οποίο είναι ακριβώς το αν είναι
νοητή η ταύτιση του δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας με
το δράστη της επόμενης χρονικά νομιμοποίησης εσόδων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, υπό το κράτος της προϊσχύουσας ρύθμισης, είχε
προταθεί ερμηνευτικά1608 ότι για να καταστεί δυνατό να τιμωρηθεί κάποιος και για
τα δύο εγκλήματα, δηλαδή και για το βασικό έγκλημα και για τη μεταγενέστερη
χρονικά νομιμοποίηση εσόδων, θα έπρεπε να επιβεβαιώνεται ότι αυτή η
εξελισσόμενη συμπεριφορά υπάκουε σε έναν «συνολικό σχεδιασμό», δηλαδή σε
μία δεδομένη και εκδηλωμένη εμπειρικά συμπεριφορά, που ενδεικνύει ότι τα δύο
εγκλήματα ήταν προσχεδιασμένα και ενταγμένα, ταυτόχρονα, σε έναν γενικότερο
εγκληματικό σχεδιασμό. Το στοιχείο, δηλαδή, του «συνολικού σχεδιασμού», που
έπρεπε να συνδέει το βασικό έγκλημα και την επόμενη χρονικά νομιμοποίηση, σε
περίπτωση που ο δράστης ήταν ο ίδιος, αποτελούσε ένα νέο, πρόσθετο, στοιχείο
της αντικειμενικής υπόστασης, το οποίο συνέδεε νομοτυπικά την προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα με τη νομιμοποίηση εσόδων, με τέτοιο τρόπο που να
παράγει τελικά ένα «οιονεί» σύνθετο έγκλημα1609.
Η λύση, όμως, αυτή εγκαταλείφθηκε, πλέον, όπως είδαμε, από τη διάταξη
του άρθ. 45 § 1 στ. ε’ Ν. 3691/2008, και ενόψει της εντελώς ακατάλληλης

1608
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 929.
1609
Η ορθή αυτή ερμηνεία, κατά τη γνώμη μας, είχε ως αποτέλεσμα η συγκεκριμένη διάταξη να
μην αποτελεί απλά και μόνο ερμηνευτική διάταξη, αλλά να αποτελεί νέα πρόβλεψη, η οποία ως εκ
τούτου, εξαιτίας των περιορισμών των άρθρων 7 § 1 Σ και 1 ΠΚ, δεν ήταν δυνατό να έχει
αναδρομική εφαρμογή, δεν μπορούσε δηλαδή να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις νομιμοποίησης
εσόδων, που είχαν τελεστεί προ της 13-12-2005, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ν.
3424/2005. Βλ. ad hoc ΣυμβΕφΑθ 347/2008, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 36 επ.
459

νομοτεχνικά αναφοράς της σε «στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των


πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» που «είναι
διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος», θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά
δεκτό, ότι ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας δεν
μπορεί να είναι αυτουργός ξεπλύματος στην περίπτωση της απόκρυψης της
περιουσίας, που απέκτησε με δικιά του προηγούμενη εγκληματική πράξη, γιατί
κάτι τέτοιο αποτελεί ουσιαστική αποπεράτωση του πρώτου εγκλήματός του και
ως πράξη αυτοϋπόθαλψης, δεν είναι δυνατό να έχει αυτοτελές ποινικό
ενδιαφέρον και επομένως, θα πρέπει να μείνει ατιμώρητη1610. Εξάλλου, δεν είναι
λογικά δυνατό να καταδικαστεί και για ξέπλυμα, το οποίο τελέστηκε με την
κατοχή περιουσίας που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, γιατί η
πράξη αυτή δεν είναι διαφορετική από την προηγούμενη αξιόποινη πράξη που ο
ίδιος τέλεσε, αλλά αυτονόητη συνέπεια της ίδιας της πράξης του. Θα πρέπει να
αποκλειστούν, τέλος, και οι περιπτώσεις της αγοράς, αλλάς και της παροχής
συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις προηγούμενες εγκληματικές
δραστηριότητες, γιατί προϋποτίθεται λογικά η ύπαρξη και άλλου ατόμου, που είτε
αγοράζει από, είτε συντρέχει τον δράστη του βασικού εγκλήματος.
Σε επίπεδο διαχρονικού δικαίου, εξάλλου, η διάταξη αυτή, αφ’ ης στιγμής
απέλειψε ένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, «την ένταξη στο συνολικό
σχεδιασμό δράσης», αποτελεί δυσμενέστερη διάταξη σε σχέση με την
προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 2 § 1 Ν. 2331/1995. Κατά συνέπεια, ενόψει του
άρθ. 2 § 1 ΠΚ, η νέα διάταξη δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί σε πράξεις που
τελέστηκαν από 13-12-2005 μέχρι 5-8-20081611.
Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από «εγκληματική
δραστηριότητα» προϋποτίθεται λογικά και τυπικά η προηγούμενη τέλεση μιας
άλλης αξιόποινης πράξης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια σχέση κύριας και
επόμενης πράξης, κατά την οποία κύρια πράξη είναι το αδίκημα από το οποίο

1610
Βλ. αναλυτικά, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1997, σελ. 273 επ. και 284, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 390 και Γιάννη Μπέκα,
Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 1531.
1611
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: συμβολή στην αντιμετώπιση
ειδικότερων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 71 επ., ιδίως σελ. 75.
460

δημιουργείται το προϊόν και επόμενη πράξη είναι η εγκληματική συμπεριφορά, με


την οποία το προϊόν αυτό αποκτά νομιμοφανή υπόσταση1612.
Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της «νομιμοποίησης εσόδων από
παράνομη δραστηριότητα» αποτελεί η «περιουσία», υπό την έννοια του
προϊόντος που έχει οικονομική αξία, την οποία δημιούργησε μια προηγούμενη
εγκληματική πράξη1613. Επομένως, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της
νομιμοποίησης παράνομων εσόδων είναι η «περιουσία» και ειδικότερα, η
προερχόμενη από συγκεκριμένη «εγκληματική δραστηριότητα» περιουσία1614.
Εξάλλου, το γεγονός ότι ως προϊόν της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας νοείται μόνο το «περιουσιακό στοιχείο» και όχι οποιοδήποτε
άλλο προϊόν, που προέκυψε από την προηγούμενη αξιόποινη πράξη, όπως, για
παράδειγμα η ναρκωτική ουσία που προήλθε από τη συγκομιδή των
δενδρυλλίων ινδικής κάνναβης, συνάγεται ευθέως από την ίδια τη διατύπωση του
νόμου, ο οποίος κάνει λόγο για νομιμοποίηση «εσόδων» από εγκληματική
δραστηριότητα.
Ενόψει του γεγονότος ότι η έννοια του όρου «περιουσία», σύμφωνα με τον
αυθεντικό ορισμό1615, που παρέχει το άρθ. 4 § 1 Ν. 3691/2008, περιλαμβάνει
κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά
ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης,
ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα
προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, τίθεται υπό προφανή
αμφισβήτηση ακόμη και η υλική υπόσταση του «υλικού» αντικειμένου του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι για

1612
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 353.
1613
Βλ. Στέφανου Παύλου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός τους εφαρμογής του, όπ.παρ., σελ. 199
και Γεωργίου Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την
«πρόληψη και καταστολή τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
όπ.παρ., σελ. 234.
1614
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
όπ.παρ., σελ. 1017.
1615
Ο νόμος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αναμφισβήτητα
παρουσιάζει πλείστα ερμηνευτικά προβλήματα, που θα επιτείνονταν έτι περαιτέρω, εάν ο
νομοθέτης δεν είχε επιλέξει να οριοθετήσει εκ των προτέρων κρίσιμες έννοιες, όπως η εδώ
εξεταζόμενη έννοια τους «περιουσίας». ∆εν είναι καν απαραίτητο να προσθέσουμε ότι η επιλογή
αυτή του νομοθέτη προάγει τη «δικαιϊκή ασφάλεια». Για την προβληματική της αυθεντικής
ερμηνείας κρίσιμων όρων από το νομοθέτη, βλ. ιδίως, Γιάννη Μπέκα, Οι νέοι αυθεντικοί ορισμοί
στον Ποινικό Κώδικα και οι επιπτώσεις τους στην τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, ΥΠΕΡ,
1998, σελ. 267 επ. και Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα
ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ. 528.
461

τον προσδιορισμό του κρίσιμου, από άποψη ποινικού ενδιαφέροντος, προϊόντος,


αυτό που έχει σημασία είναι μόνο η οικονομική αξία που αυτό εκφράζει1616.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, τέλος, ότι από τον ανωτέρω ορισμό της
«περιουσίας» προκύπτει άνευ αμφιβολίας, ότι ως προϊόν, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, θεωρείται το περιουσιακό στοιχείο, που προέκυψε ευθέως από την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα και όχι εκείνο που θα μπορούσε
ενδεχομένως στη συνέχεια να μετατραπεί σε περιουσιακό στοιχείο1617.
Περαιτέρω, η αναφορά σε «προερχόμενη»1618 από την προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα περιουσία, υποδηλώνει ότι το περιουσιακό προϊόν
θα πρέπει να προκύπτει άμεσα και αιτιακά1619 από την προηγούμενη τέλεση της
εγκληματικής δραστηριότητας, να συνιστά, δηλαδή, το «έσοδο» που απεκόμισε ο
δράστης από την, και εξαιτίας της τέλεσης της προηγούμενης αξιόποινης πράξης
και να μην προκύπτει έμμεσα ως προϊόν άλλων εγκληματικών πράξεων, οι
οποίες δεν περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθ. 31620 Ν.
3691/20081621. Κατά συνέπεια, απαιτείται να αποδειχθεί και να αιτιολογηθεί ότι η
συγκεκριμένη «περιουσία» αποτελεί, αποκλειστικά, αιτιώδες αποτέλεσμα
συγκεκριμένης «εγκληματικής δραστηριότητας»1622. Η προηγούμενη δε,
εγκληματική δραστηριότητα, θα πρέπει να προκύπτει ότι τελέστηκε από ασφαλή

1616
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
μετά το Ν. 3424/2005: Ερμηνευτικές προτάσεις, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου
τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 175.
1617
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 136.
1618
Για μια ενδελεχή ανάλυση του όρου αυτού, βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 200 – 203.
1619
Συνεπώς, οποιοδήποτε άλλο όφελος που δεν εμπίπτει στην έννοια του περιουσιακού
προϊόντος, το οποίο προέκυψε άμεσα και αιτιακά από την τέλεση του βασικού αδικήματος, δεν
μπορεί να θεωρηθεί ως υλικό αντικείμενο της πράξης νομιμοποίησης εσόδων. Βλ. σχετικά
Στέφανου Παύλου, (Προηγούμενη) «εγκληματική δραστηριότητα»: Ταυτολογία ή μετεξέλιξη; Μια
ακόμη συμβολή στη δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και
3472/2006, όπ.παρ., σελ. 127.
1620
Ορθά, συνεπώς, η νομολογία δέχεται τη μη συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης,
όταν δεν αποδείχθηκε ότι η προς νομιμοποίηση περιουσία προέκυψε από «βασικό αδίκημα» ή
στις περιπτώσεις που δεν συγκροτείται αντικειμενικά το βασικό αδίκημα με βάση τα συγκεκριμένα
πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη ή όταν η «περιουσία» προήλθε από άλλο αδίκημα,
που δεν εντάσσεται στη ρητή και περιοριστική απαρίθμηση των «εγκληματικών
δραστηριοτήτων». Βλ. ενδεικτικά ΣυμβΠλημΑθ 2912/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 166 επ., ΕφΠειρ
220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028 επ., ΣυμβΕφΑθ 1102/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251 επ. και
ΣυμβΠλημΑθ 2171/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1146 επ.
1621
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 381 – 382 και του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 136.
1622
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 84.
462

στοιχεία, ακόμη και αν δεν εχώρησε τελικά καταδίκη γι’ αυτή, και να μην εικάζεται,
ούτε να πιθανολογείται1623 .
Εξάλλου, το γεγονός ότι συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις
κατοχής περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση
παράνομης προέλευσης, δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη για την τέλεση
συγκεκριμένης πράξης νομιμοποίησης εσόδων, τα οποία προέρχονται από
συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα1624.
Ο όρος «εγκληματική δραστηριότητα», εν προκειμένω, χρησιμοποιείται με
τη στενή τεχνική του έννοια1625, καθώς στο οικείο αδίκημα μπορούν να υπαχθούν
μόνο οι περιοριστικά1626 αναφερόμενες στο άρθ. 3 αξιόποινες συμπεριφορές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, ο όρος
«εγκληματική δραστηριότητα», ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος της «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα»,

1623
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την
«πρόληψη και καταστολή τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
όπ.παρ., σελ. 233 και ad hoc ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ., ιδίως σελ. 1014,
το οποίο δέχεται ότι η εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται
παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται
επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες της, έστω και αν δεν χώρησε
καταδίκη. Η θέση αυτή αποτελεί πάγια νομολογία. Βλ. ΣυμβΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2004, σελ.
526 επ. (με παρατηρήσεις Ουρανίας Αδάμου), ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ.
(με παρατηρήσεις Γιώργου ∆ημήτραινα), ΣυμβΕφΑθ 1102/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251 επ., το
οποίο είναι το μετ’ αναίρεση βούλευμα επί του ΣυμβΑΠ 372/2002 βουλεύματος, ΣυμβΠλημΘεσ
918/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 263 επ. (με παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου),
ΕφΠειρ 220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028, ΣυμβΕφΑθ 219/2007, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΣυμβΑΠ, 1611/2007, ΠοινΧρ, 2008, σελ.
527 επ., ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. και 1648/2008, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com.
1624
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 84 και
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 150 – 151, σύμφωνα με τον οποίο, «μόνη δε η αδυναμία του κατηγορουμένου για
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να δικαιολογήσει την κατοχή ή την
κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δεν θεωρείται
στοιχείο ικανό, κατά αντικειμενική κρίση, να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του
σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίστοιχη παραπομπή του
κατηγορουμένου».
1625
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 353
και 355, του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ.
1017 και του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 106.
1626
Βλ. στο χώρο της νομολογίας ad hoc το Βούλευμα του ΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ.
1013 επ. και το Βούλευμα του ΣυμβΠλημΚαστ 104/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1057 επ., τα οποία
δέχονται ότι η συγκεκριμένη απαρίθμηση είναι περιοριστική. Βλ. επίσης, για το ίδιο ζήτημα,
Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 276, Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1247
επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
όπ.παρ., σελ. 1017, του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 106 και Ουρανίας
Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ. 529.
463

όπως αυτό περιγράφεται στο άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008 και τιμωρείται σύμφωνα με


το άρθ. 45 § 1 του ίδιου νόμου, νοηματοδοτείται μέσα από μία σειρά εγκλημάτων,
που περιγράφονται υπό τα στοιχεία α) έως ιθ).
Η βασική αλλαγή που επήλθε σε σχέση με την προϊσχύουσα διάταξη του
άρθ. 1 Ν. 2331/1995, είναι ότι με το Ν. 3691/2008 συμπεριλήφθησαν στα
«βασικά αδικήματα», και συγκεκριμένα, στα στοιχεία δ) και ε), οι πράξεις της
ενεργητικής δωροδοκίας (άρθ. 236 ΠΚ) και της δωροδοκίας δικαστή (άρθ. 237
ΠΚ). Αυτή η νομοθετική επιλογή φρονούμε ότι κινείται στην ορθή κατεύθυνση,
καθώς η με οποιαδήποτε μορφή σύμπραξη των διαφόρων κρατικών οργάνων
αποτελεί αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό και απαραίτητο όρο λειτουργίας του
οργανωμένου εγκλήματος. Κατά συνέπεια, η τέλεση των αδικημάτων αυτών, σε
πολλές περιπτώσεις, ενδέχεται να αποτελεί ένα πρόκριμα για τη διασύνδεση των
συγκεκριμένων φυσικών προσώπων με συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση,
ενώ, η καταστολή των πράξεων ξεπλύματος στην περίπτωση αυτή, μπορεί να
πλήξει καίρια αυτή τούτη τη συνολική δράση της εγκληματικής οργάνωσης.
Εξάλλου, με την § 1 άρθ. 77 Ν. 3842/20101627, προστέθηκαν στα «βασικά
αδικήματα» και τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα
17, 18 και 19 Ν. 2523/19971628 και τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που
προβλέπονται στα άρθρα 155, 156 και 157 Ν. 2360/20011629.
Η τρίτη σημαντική, τέλος, διαφοροποίηση σε σχέση με την προϊσχύουσα
διάταξη1630 ήταν, όπως είδαμε και πιο πάνω, η απάλειψη της προϋπόθεσης του
ελαχίστου ορίου των 15.000 Ευρώ1631, για το προκύψαν περιουσιακό όφελος

1627
ΦΕΚ Α’ 58/23-4-2010.
1628
Για μια ερμηνεία των διατάξεων αυτών, βλ. ∆ημητρίου Ζιούβα, Φορολογικά Αδικήματα –
Νομοθετικοί άξονες, συστηματική θεμελίωση και βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του
ελληνικού φορολογικού ποινικού δικαίου, όπ.παρ., σελ. 31 επ., ιδίως σελ. 41 – 49.
1629
Για μια ανάλυση και ερμηνεία του εγκλήματος της λαθρεμπορίας του άρθ. 155 Ν. 2360/2001,
βλ. ∆ημητρίου Ζιούβα, Τελωνειακά Αδικήματα – Εγκληματολογικός φαινότυπος και βασική
ποινικοδογματική και ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας (ά. 155 ν.
2960/2001), στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό
Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 67 – 93.
1630
Βλ. άρθ. 1 § α περ. ii) Ν. 2331/1995.
1631
Για τις προσπάθειες της θεωρίας για συσταλτική ερμηνεία της αντίστοιχης διάταξης του Ν.
2331/1995, η οποία είχε προτείνει ερμηνευτικά την πρόβλεψη του περιουσιακού οφέλους των
15.000 Ευρώ στην ίδια τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος, βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 355 επ. και Στέφανου Παύλου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν.
3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 347.
Πρβλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Πότε ένα περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από
εγκληματική δραστηριότητα; Συμβολή στον καθορισμό του κύκλου των πρόσφορων αντικειμένων
464

από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να απαιτείται


πλέον, από τη διάταξη του άρθ. 3 στοιχείο ιθ)1632 Ν. 3691/2008, να έχει απλά
προκύψει «περιουσιακό όφελος», χωρίς κανέναν άλλο ειδικότερο προσδιορισμό
ενώ, διατηρήθηκε, ως είχε, η προϋπόθεση της προηγούμενης τέλεσης
αδικήματος το οποίο απειλείται κατ’ ελάχιστον με έξι μήνες φυλάκιση. Η διάταξη
αυτή άνοιξε το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης σε όλα τα αδικήματα που
τιμωρούνται με ποινή μεγαλύτερη των έξι μηνών και αποφέρουν περιουσιακό
όφελος, χωρίς να καθορίζεται καν, εάν τούτο είναι άμεσο ή έμμεσο1633, ενώ,
πρακτικά, από το πεδίο εφαρμογής της εξαιρούνται μόνο τα αδικήματα που δεν
παράγουν περιουσιακό όφελος, με άμεση συνέπεια, ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος να μπορεί να καταγνωστεί ουσιαστικά σε οποιαδήποτε μορφής επαφή
με το οικονομικό προϊόν ενός οποιουδήποτε εγκλήματος1634.
Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές ότι η διάταξη αυτή όχι μόνο αποτελεί
μνημείο απόλυτης αποσύνδεσης του οργανωμένου εγκλήματος από το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, αλλά και ένδειξη της υπεροχής του κατασταλτικού ελέγχου
του συνόλου των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων των πολιτών έναντι όχι

τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 361 επ. και
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, σελ. 267 – 268, η
οποία υποστήριζε αρχικά, ότι δεδομένης της εξαιρετικής ασάφειας της διατύπωσης και του
συνακόλουθου ελλείμματος που εμφανίζει η συγκεκριμένη διάταξη σε επίπεδο αδίκου και εφόσον
δεν γίνεται αναφορά απλά σε τελεσθείσα πράξη, αλλά σε αξιόποινη πράξη και σε προϊόν που
προέκυψε από την τέλεσή της, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου αυτή η κατηγορία
εγκλημάτων να μπορέσει να επιτύχει την οριοθέτηση της «εγκληματικής δραστηριότητας», ότι η
ίδια η αξιόποινη πράξη, ως κυρωτικός κανόνας, δηλαδή η ίδια η αφηρημένη νομοτυπική μορφή
του εγκλήματος, θα πρέπει να προβλέπει στο αποτέλεσμά της τη δημιουργία τέτοιου ύψους
περιουσίας, δηλαδή περιουσίας τουλάχιστον 15.000 Ευρώ. Τη θέση της αυτή φαίνεται ότι άλλαξε
στην πορεία, αφού, πλέον, υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική ακόμη και στην
περίπτωση που θα υιοθετούνταν η συσταλτική ερμηνεία που είχε διατυπωθεί σχετικά με το
περιεχόμενό της και καταλήγει ότι ως αόριστη δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Βλ. αναλυτικά, Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 610 – 611.
1632
Μετά την προσθήκη νέου στοιχείου ιη) με τη διάταξη του άρθ. 77 § 1 Ν. 3842/2010, το
στοιχείο αυτό αναριθμήθηκε σε ιθ).
1633
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση τους δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ., ο οποίος είχε υποστηρίξει υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 την
αμεσότητα της παραγωγής του περιουσιακού οφέλους.
1634
Ο Παύλου κάνει λόγο για «συνειδητή ταύτιση του “βρώμικου” χρήματος, που είναι προϊόν
εγκλήματος, με το ”μαύρο χρήμα”, που είναι ουσιαστικά το αφορολόγητο προϊόν μιας
οποιασδήποτε αξιόποινης ή μη συμπεριφοράς». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την
πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 926.
465

μόνο της ελευθερίας, αλλά ακόμη και αυτής τούτης της ουσίας της
καταπολέμησης της βαριάς οικονομικής και οργανωμένης εγκληματικότητας1635.
Η διάταξη του άρθ. 3 Ν. 3691/2008 ακολουθεί μια πολλαπλή τεχνική
κατάταξης των εγκλημάτων που συγκροτούν την τεχνική έννοια του όρου
«εγκληματική δραστηριότητα», η οποία κινείται από το επίπεδο της απλής
περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς με παραπομπή στο σχετικό άρθρο
του ΠΚ που την τυποποιεί, μέχρι το επίπεδο της απλής αναφοράς κυρωτικού
κανόνα χωρίς περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς.
Η διάταξη δε, του άρθ. 3 στοιχ. ιθ), δεν κάνει καμιά αναφορά σε
συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, ούτε σε συγκεκριμένο κυρωτικό κανόνα που την
προβλέπει, λειτουργώντας στην πράξη ως μια ευρύτατη γενική κατηγορία, που
προσδιορίζεται από δύο εξίσου ευρεία στοιχεία αφενός, από την απειλή ποινικής
κύρωσης τουλάχιστον έξι μηνών για την οποιαδήποτε τελεσθείσα πράξη και
αφετέρου, από το γεγονός ότι προέκυψε περιουσιακό όφελος οποιουδήποτε
ποσού από την πράξη αυτή. Η σαφέστατη αοριστία της διάταξης αυτής, την
οποία δεν μπορούν να συγκαλύψουν οι δύο, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενες
προϋποθέσεις, δημιουργούν στην πράξη τεράστια ανασφάλεια δικαίου, αφού ο
πολίτης δεν είναι δυνατό να διαγνώσει, ακόμη και αν καταβάλει τη μέγιστη
δυνατή επιμέλεια, ως μη όφειλε, από την περιγραφή της πράξης ποιες είναι οι
προϋποθέσεις του αξιοποίνου. Στο πλαίσιο αυτό, φαντάζει ως εκ του περισσού η
διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή eo ipso δεν είναι δυνατό να επιτελέσει στην πράξη
τη λειτουργία της προηγούμενης «εγκληματικής δραστηριότητας», ως στοιχείου
της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων.
Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται

1635
Ο Παύλου υπογραμμίζει ότι: «αντί να τυποποιούμε, ως έχουμε καθήκον από τις διεθνείς μας
δεσμεύσεις, μία εκδοχή της βαριάς οικονομικής και οργανωμένης εγκληματικότητας, που αγγίζει
και την στήριξη της τρομοκρατίας, στην Ελλάδα τυποποιήσαμε, ακόμη μία φορά, ένα πανταχού
παρόν συνοδευτικό έγκλημα, που θα αναφύεται δίπλα σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, αρκεί η
τελευταία να παρήγαγε ένα οποιοδήποτε οικονομικό προϊόν». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924. Ενώ, ο
Σοφός σημειώνει ότι «η καθολίκευση των διατάξεων για το ξέπλυμα διενεργείται σε ένα πλαίσιο
διαφορετικής προελεύσεως δικαιϊκών προτάσεων, τις οποίες όμως ο νομοθέτης δεν φαίνεται να
έχει λάβει υπόψη του κατά την αποτύπωση των προτάσεων του Νόμου για το ξέπλυμα». Βλ.
Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση
μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ.,
σελ. 157.
466

περί «λευκού» κυρωτικού κανόνα1636, αφού το περιεχόμενό του δεν


προσδιορίζεται, τουλάχιστον στο βαθμό που απαιτείται, στο κείμενο του
νόμου1637, και ως εκ τούτου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή του
ποινικού δικαίου “nullum crimen nulla poena sine lege certa”1638 του άρθ. 1 ΠΚ,
που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθ. 7 § 1 Σ, και θα πρέπει, ως
αντισυνταγματικός, να μείνει ανεφάρμοστος.
Ακόμη, όμως, και αν δεν γίνει δεκτή η θέση μας αυτή, η διάταξη αυτή
εξακολουθεί να πάσχει δομικά από άποψη ουσίας, αφού τόσο η Σύμβαση του
Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 όσο και η απόφαση-πλαίσιο της ΕΕ για την
αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων, ζητούν από τα Κράτη-μέλη να
τυποποιήσουν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από «σοβαρά
αδικήματα», όπως ασφαλώς αυτά νοηματοδοτούνται μέσα από μία συγκριτική
θεώρηση στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο και υπό το πρίσμα αυτό, θέτουν το ελάχιστο
όριο απειλούμενης ποινής έξι μηνών1639. Η πρόβλεψη, όμως, έστω και
πλημμεληματικών ποινών για τη νομιμοποίηση εσόδων για αδικήματα που δεν
1636
Βλ. ιδίως, Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 206 – 213. Ειδικά για την έννοια και το ζήτημα της συνταγματικότητας
των λευκών ποινικών νόμων, βλ. ενδεικτικά, Νικολάου Ανδρουλάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό
Μέρος, όπ.παρ., σελ. 101 επ. και Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενική Θεωρία, όπ.παρ.,
σελ. 68 επ.
1637
Για την αντίστοιχη, αλλά «πιο προσδιορισμένη» διάταξη υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, βλ. ανάλογη κριτική Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής»
εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
όπ.παρ., σελ. 354 και 356 και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και
τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 267 – 268, σύμφωνα με την οποία, η ευρύτατη διατύπωση της
γενικής αυτής κατηγορίας την καθιστά αόριστη, με αποτέλεσμα να πρόκειται, για ένα «λευκό»
κυρωτικό κανόνα, που το περιεχόμενό του δεν προσδιορίζεται στο κείμενο του νόμου, αφού ο
πολίτης δεν μπορεί να διαγνώσει από την περιγραφή της πράξης ποιες είναι οι προϋποθέσεις του
αξιοποίνου. ∆εδομένης της εξαιρετικής ασάφειας της διατύπωσης και του συνακόλουθου
ελλείμματος που εμφανίζει η συγκεκριμένη διάταξη σε επίπεδο αδίκου και εφόσον δε γίνεται
αναφορά απλά σε τελεσθείσα πράξη, αλλά σε αξιόποινη πράξη και σε προϊόν που προέκυψε από
την τέλεσή της, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου αυτή η κατηγορία εγκλημάτων να μπορέσει
να επιτύχει την οριοθέτηση της «εγκληματικής δραστηριότητας», ότι η ίδια η αξιόποινη πράξη, ως
κυρωτικός κανόνας, δηλαδή η ίδια η αφηρημένη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος, θα πρέπει
να προβλέπει στο αποτέλεσμά της τη δημιουργία τέτοιου ύψους περιουσίας, δηλαδή περιουσίας
τουλάχιστον 15.000 Ευρώ. Πρβλ. της ιδίας, Το έγκλημα τους νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
μετά το Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 610 – 611, στο οποίο φαίνεται ότι
έχει τροποποιήσει την άποψή τους, αφού, πλέον, δέχεται ότι η διάταξη αυτή είναι ούτως ή άλλως
αντισυνταγματική, ακόμη και στην περίπτωση που θα υιοθετούνταν η διατυπωθείσα συσταλτική
ερμηνεία του περιεχομένου της, τονίζοντας ότι ως αόριστη δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
1638
Ειδικά για την αρχή του ορισμένου νόμου, βλ. αντί άλλων, Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς
αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 40 – 42.
1639
Για την προβληματική αυτή, βλ. αναλυτικά Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 43 – 45 και Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και
δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920 – 921.
467

μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σοβαρά», δεν διαφυλάσσει επί της ουσίας την


συνταγματικά κατοχυρωμένη1640 αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου, η
διάταξη αυτή, ως αντισυνταγματική, θα πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη.
Σε περίπτωση, τέλος, που δεν γίνει δεκτή ούτε η αμέσως προηγούμενη
θέση μας, τότε είναι απολύτως επιβεβλημένη η συσταλτική θεώρηση της
διάταξης αυτής που προτείνει ο Παύλου1641, σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι βασικό έγκλημα είναι μόνο αυτό, που περιλαμβάνει το στοιχείο του
περιουσιακού οφέλους είτε ως στοιχείο της αντικειμενικής του υπόστασης, είτε
ως περιεχόμενο ενός υπερχειλούς δόλου, οπότε και η μεταγενέστερη απόκτηση
του «οφέλους» θα συνιστά την ουσιαστική του αποπεράτωση. Αν τηρηθούν οι
προϋποθέσεις αυτές, τα εγκλήματα που κατεξοχήν θα συμπεριλαμβάνονται είναι
τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, τα οποία, εξάλλου, δεν
περιλαμβάνονται ρητά στον αναλυτικό κατάλογο των υπολοίπων 18
προηγούμενων «βασικών εγκλημάτων». Το πρόβλημα, βέβαια, που
δημιουργείται από την υιοθέτηση της θέσης αυτής, είναι ότι από τη στιγμή που
δεν τίθεται κανένα ποσοτικό όριο στο ύψος του περιουσιακού οφέλους, είναι
δυνατό να αποτελέσουν υλικό αντικείμενο μελλοντικής «νομιμοποίησης» όλα τα
αποκτήματα, ακόμη και τα πλέον ευτελή, με αποτέλεσμα η νομιμοποίηση εσόδων
να κινείται πλέον ευθέως στο χώρο της συνήθους αποδοχής και διάθεσης
προϊόντων εγκλήματος1642.

1640
Για το συγκεκριμένο συνταγματικό έρεισμα της αρχής της αναλογικότητας παρουσιάζεται
διχογνωμία. Έχει προταθεί γενικά ότι το έρεισμά της βρίσκεται στην αρχή του κράτους δικαίου,
στην αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην απαγόρευση της προσβολής του
πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ακόμη και στην αρχή της ισότητας. Ειδικότερα για τις
απόψεις που έχουν διατυπωθεί και τους υποστηρικτές τους, βλ. κατατοπιστικά, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 141 επ. και τις εκεί παραπομπές, καθώς και Γιάννη
Μπέκα, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: Ερμηνεία των άρθρων 2 &
3 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 109 επ.
1641
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
1642
Την κατασταλτική αυτή υπερβολή επισημαίνει ο Παύλου, ο οποίος, συνεπής στις
προηγούμενες θέσεις που είχε υποστηρίξει σχετικά με το ζήτημα αυτό υπό τον προϊσχύοντα Ν.
2331/1995 και στις οποίες έχουμε αναλυτικά αναφερθεί ανωτέρω, δεν κάνει ευθέως λόγο για
αντισυνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για
την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και
της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής
εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
468

Στην περίπτωση των υπολοίπων 18 «εγκληματικών δραστηριοτήτων» του


άρθ. 3 Ν. 3691/2008, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ένα διττό κριτήριο
κατηγοριοποίησης.
Στην πρώτη περίπτωση, μπορούμε να εντάξουμε την αναφορά του νόμου
τόσο στην αφηρημένη περιγραφή του εγκλήματος, όσο και στο άρθρο του ΠΚ ή
του ειδικού ποινικού νόμου που την προβλέπει. Οι περιπτώσεις αυτές, με βάση
την αρίθμηση του νόμου, είναι οι ακόλουθες: α) εγκληματική οργάνωση (άρθ. 187
ΠΚ), β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθ. 187Α
ΠΚ), γ) παθητική δωροδοκία (άρθ. 235 ΠΚ), δ) ενεργητική δωροδοκία (άρθ. 236
ΠΚ), ε) δωροδοκία δικαστή (άρθ. 237 ΠΚ), στ) εμπορία ανθρώπων (άρθ. 323Α
ΠΚ), ζ) απάτη με υπολογιστή (άρθ. 386Α ΠΚ), η) σωματεμπορία (άρθ. 351 ΠΚ),
ιε) δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού, όπως προβλέπεται στο άρθρο
δεύτερο Ν. 2656/1998 «για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών
δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές» (ΦΕΚ 265 Α'),
ιστ) δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών-μελών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται: α) στα άρθ. 2, 3 και 4 της
Σύμβασης περί καταπολέμησης της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο Ν. 2802/2000 (ΦΕΚ 47 Α')1643 και β) στα

1643
Σύμφωνα με το άρθρο 2 τους Σύμβασης για την καταπολέμηση τους δωροδοκίας στην οποία
ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών – μελών τους Ευρωπαϊκής
Ένωσης, που τυποποιεί την παθητική δωροδοκία: «1. Για τους σκοπούς τους παρούσας
σύμβασης, παθητική δωροδοκία στοιχειοθετείται όταν, εκ προθέσεως, ο υπάλληλος ζητά ή
λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα
οιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τοιούτων, προκειμένου να τελέσει ή να μην τελέσει
πράξη εκ των καθηκόντων του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά παράβαση των
επισήμων καθηκόντων του. 2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει
ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνιστά ποινικό αδίκημα».
Το άρθρο 3, για την ενεργητική δωροδοκία, ορίζει: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας
σύμβασης, ενεργητική δωροδοκία στοιχειοθετείται όταν οιοσδήποτε, εκ προθέσεως, υπόσχεται ή
παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οιασδήποτε φύσεως ωφέλημα για τον
εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη εκ των
καθηκόντων του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά παράβαση των επισήμων
καθηκόντων του. 2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η
συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνιστά ποινικό αδίκημα».
Το άρθρο 4, τέλος, ορίζει: «1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει
ότι, στο ποινικό του δίκαιο, οι περιγραφές που αφορούν τα αδικήματα που αναφέρονται στα
άρθρα 2 και 3 και διαπράττονται υπό ή κατά υπουργών της κυβερνήσεώς του, εκλεγμένων μελών
των κοινοβουλίων του, μελών των ανωτάτων δικαστηρίων του ή μελών του ελεγκτικού συνεδρίου
κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζονται ομοίως και στις περιπτώσεις κατά τις
οποίες τα αδικήματα διαπράττονται αντίστοιχα υπό ή κατά μελών της Επιτροπής των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ∆ικαστηρίου και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 2. Όταν ένα
κράτος μέλος έχει θεσπίσει ειδική νομοθεσία για πράξεις ή παραλείψεις των οποίων την ευθύνη
469

άρθρα τρίτο και τέταρτο Ν. 2802/20001644 και ιη) τα αδικήματα της φοροδιαφυγής
που προβλέπονται στα άρθ. 17,18 και 19 Ν. 2523/1997 και τα αδικήματα της
λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθ. 155, 156 και 157 Ν. 2360/2001.
Και στη δεύτερη περίπτωση, μπορούμε να εντάξουμε την ad hoc αναφορά
του νόμου σε συγκεκριμένα άρθρα ειδικών ποινικών νόμων, χωρίς κάποια
ειδικότερη αναφορά στην περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς που
τυποποιείται εκεί. Οι περιπτώσεις αυτές, με βάση την αρίθμηση του νόμου, είναι
οι ακόλουθες: θ) τα προβλεπόμενα στα άρθ. 20, 21, 22 και 23 Ν. 3459/2006
«Κώδικας Νόμου για τα Ναρκωτικά» (ΦΕΚ 103 Α')1645, ι) τα προβλεπόμενα στα

φέρουν υπουργοί της κυβέρνησής του λόγω της ειδικής πολιτικής τους θέσης στο εν λόγω κράτος
μέλος, η παράγραφος 1 δύναται να μην εφαρμοσθεί στη νομοθεσία αυτή, υπό την προϋπόθεση
ότι το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
υπόκεινται στην ποινική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας εφαρμόζονται τα άρθρα 2 και 3. 3. Οι
παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της
ποινικής δικονομίας και του προσδιορισμού του αρμοδίου δικαστηρίου. 4. Η παρούσα σύμβαση
εφαρμόζεται τηρουμένων των σχετικών διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του πρωτοκόλλου για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, των οργανισμών του ∆ικαστηρίου καθώς και των κειμένων που θεσπίζονται για την
εφαρμογή τους, όσον αφορά την άρση των ασυλιών».
Βλ. σχετικά, Θωμά Σάμιου, Το ποινικό αδίκημα τους «παθητικής» δωροδοκίας εφοριακού
υπαλλήλου, ∆ΦΟΡΝ, 2004, σελ. 91 επ. και Ιωάννας Γιαρένη, Η διαφθορά ως πολυδιάστατο
φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας, Ελλ∆κνη, 2005, σελ. 673 επ.
1644
Το άρθρο τρίτο Ν. 2802/2000 ορίζει: «Στον παρόντα νόμο χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι
όροι με την εξής έννοια: Υπάλληλος είναι ο κοινοτικός υπάλληλος και ο εθνικός δημόσιος
υπάλληλος, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων άλλου Κράτους – Μέλους
τους Ευρωπαϊκής Ένωσης. Α) Κοινοτικός υπάλληλος είναι ο αναφερόμενος στο στοιχείο β’ του
άρθρου 1 της κυρούμενης με τον παρόντα νόμο Σύμβασης. Β) Εθνικός δημόσιος υπάλληλος είναι
κάθε πρόσωπο αναφερόμενο στο στοιχείο α’ του άρθρου 13 και στο άρθρο 263Α του Ποινικού
Κώδικα. Η έννοια του εθνικού δημοσίου υπαλλήλου των λοιπών Κρατών – Μελών, που
παρέχεται από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία τους, ισχύει για την εφαρμογή του παρόντος
νόμου, μόνον εφόσον συμβιβάζεται προς εκείνη του ελληνικού Ποινικού Κώδικα».
Το άρθρο τέταρτο Ν. 2802/2000, για την εξομοίωση κοινοτικών υπαλλήλων και λειτουργών προς
τους εθνικούς, τέλος, ορίζει: «1. Το αδίκημα της δωροδοκίας, όταν τελείται από ή προς τα Μέλη
της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ∆ικαστηρίου ή
του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
τιμωρείται όπως εκείνο που τελείται από ή προς τους Υπουργούς της Ελληνικής Κυβέρνησης, τα
εκλεγμένα μέλη της Ελληνικής Βουλής και τα μέλη των Ελληνικών Ανωτάτων ∆ικαστηρίων, κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους. ∆εν εφαρμόζονται οι ειδικές δικονομικές διατάξεις περί
ευθύνης των Υπουργών και οι λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη δίωξη και την αρμοδιότητα
των δικαστηρίων. Τα εν λόγω πρόσωπα δωσιδικούν ενώπιον του δικαστηρίου των εφετών. 2. Οι
διατάξεις των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του πρωτοκόλλου περί
των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των οργανισμών του ∆ικαστηρίου,
καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους, εφαρμόζονται πλήρως, όσον
αφορά την άρση των ασυλιών των ως άνω προσώπων».
1645
Συγκεκριμένα το άρθρο 20, στο οποίο τυποποιούνται τα βασικά εγκλήματα του νόμου περί
ναρκωτικών, προβλέπει: «1. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο
χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται
όποιος:α) Εισάγει στην επικράτεια ή εξάγει από αυτή ή διαμετακομίζει ναρκωτικά. Β) Πωλεί,
αγοράζει, προσφέρει, διανέμει ή διαθέτει σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο, αποστέλλει ή
παραδίδει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αποθηκεύει ή παρακαταθέτει ναρκωτικά ή μεσολαβεί σε
κάποια από τις πράξεις αυτές. Γ) Εισάγει ναρκωτικά ή διευκολύνει την εισαγωγή τους σε
στρατόπεδα, αστυνομικά κρατητήρια, σωφρονιστικά καταστήματα, καταστήματα ανηλίκων κάθε
470

κατηγορίας ή τόπους ομαδικής εργασίας ή διαβίωσης ή σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή αναρρωτήρια.


∆) Αναμιγνύει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε τρόφιμα, ποτά ή άλλα είδη προορισμένα ή
πρόσφορα να εισαχθούν στον ανθρώπινο οργανισμό. Ε) Παρασκευάζει είδη του μονοπωλίου
ναρκωτικών ή οποιαδήποτε ναρκωτική ουσία ή παράνομα εισάγει, προμηθεύεται, παράγει,
παρασκευάζει, πωλεί, διαθέτει, μεταφέρει, κατέχει ή διανέμει πρόδρομες ουσίες που αναφέρονται
τους κατηγορίες 1, 2 και 3 των παραρτημάτων των Κανονισμών του άρθρου 3 ή όργανα ή σκεύη,
γνωρίζοντας ότι χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη
παραγωγή, καλλιέργεια ή παρασκευή ναρκωτικών ή εν γένει για σκοπούς διαφορετικούς από
εκείνους για τους οποίους οι πρόδρομες αυτές ουσίες εισήχθησαν, εξήχθησαν, διακομίστηκαν ή
μεταποιήθηκαν. Στ) Καλλιεργεί ή συγκομίζει οποιοδήποτε φυτό του γένους της κάνναβης, το φυτό
της μήκωνος της υπνοφόρου, οποιοδήποτε είδος φυτού του γένους ερυθρόξυλο, καθώς και
οποιοδήποτε άλλο φυτό από το οποίο παράγονται ναρκωτικές ουσίες. Ζ) Κατέχει ή μεταφέρει
ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή
διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο. Η) Αποστέλλει ή
παραλαμβάνει εν γνώσει του δέματα, δείγματα χωρίς εμπορική αξία ή επιστολές που περιέχουν
οποιοδήποτε ναρκωτικό ή δίνει εντολή σε άλλον για όμοια αποστολή ή παραλαβή. Θ) ∆ιαθέτει σε
οποιονδήποτε χώρο για χρήση ναρκωτικών ή διευθύνει κατάστημα στο οποίο γίνεται κατά
σύστημα χρήση ναρκωτικών ή αποτελεί μέλος του προσωπικού τέτοιου καταστήματος και
γνωρίζει τη χρήση αυτή. Ι) Συντελεί με οποιονδήποτε τρόπο στη διάδοση της χρήσης των
ναρκωτικών. ΙΑ) Νοθεύει ή πωλεί νοθευμένα είδη του μονοπωλίου ναρκωτικών. ΙΒ) Καταρτίζει
πλαστή, νοθεύει ή χρησιμοποιεί πλαστή ή νοθευμένη ιατρική συνταγή χορήγησης ναρκωτικών
ουσιών με σκοπό τη διακίνησή τους. ΙΓ) Οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με
οποιονδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις ή δίνει
σχετικές οδηγίες ή εντολές. Ι∆) Προβαίνει σε παραγωγή, κατασκευή ή εκχύλιση ναρκωτικών
ουσιών. 2. Αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόμενους στην
προηγούμενη παράγραφο, αφορά όμως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται
μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική
δράση του».
Να σημειωθεί ότι η ανωτέρω περίπτωση β’ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 9 § 1 Ν.
3727/2008, ενώ, η περίπτωση ιδ’ προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν.3727/2008 (ΦΕΚ Α’
257/18.12.2008).
Το άρθρο 21, που τυποποιεί τις διακεκριμένες περιπτώσεις, ορίζει: «1. Με κάθειρξη τουλάχιστον
δεκαπέντε (15) ετών και με χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) μέχρι τετρακοσίων
σαράντα χιλιάδων (440.000) ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης του άρθρου 20: α) αν με τη διάπραξη
του εγκλήματος διευκόλυνε ή απέκρυψε τη διάπραξη άλλων εγκλημάτων και β) αν είναι
υπάλληλος (άρθρο 13 στοιχ. α’ του Π.Κ.), ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα
ναρκωτικά και ιδίως με τη φύλαξή τους ή τη δίωξη των παραβατών του νόμου αυτού ή το έγκλημα
συνδέεται με την υπηρεσία του. 2. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο
υπαίτιος της πράξης του άρθρου 20 παρ. 1 περ. γ’, εφόσον ανήκει στο προσωπικό των
καταστημάτων ή των ιδρυμάτων στα οποία τέλεσε την πράξη. 3. Με τις ποινές της παραγράφου 1
τιμωρείται και όποιος: α) Εισάγει ναρκωτικά ή διευκολύνει την εισαγωγή ή διακίνησή τους σε
σχολικές μονάδες οποιασδήποτε βαθμίδας και εκπαιδευτικά ιδρύματα ή στις μονάδες κατάρτισης,
επιμόρφωσης ή μετεκπαίδευσης, εκτός αν η εισαγωγή έγινε για την εκτέλεση εγκεκριμένου
εκπαιδευτικού ή ερευνητικού προγράμματος. Β) Εισάγει ναρκωτικά, διευκολύνει την εισαγωγή ή
διακίνησή τους σε χώρους άθλησης, κατασκηνώσεων, ορφανοτροφείων, φροντιστηρίων ή
χώρους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών ή διαμονής των Ενόπλων ∆υνάμεων ή σε χώρους
συγκέντρωσης μαθητών ή σπουδαστών για εκπαιδευτικούς ή αθλητικούς σκοπούς ή για
κοινωνική δραστηριότητα. Γ) Πωλεί, προσφέρει, διαθέτει, διανέμει ναρκωτικά σε τρίτους με
οποιονδήποτε τρόπο σε χώρους που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τους παραπάνω χώρους
ή μεσολαβεί σε κάποια από τις πράξεις αυτές».
Το άρθρο 22, που τυποποιεί την κατάχρηση της ιδιότητας του ιατρού ή του φαρμακοποιού, ορίζει:
«1. Με την ποινή του άρθρου 20 τιμωρείται: α) Ο ιατρός που εκδίδει συνταγή για τη χορήγηση
ναρκωτικών, αν και γνωρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματική και συγκεκριμένη ιατρική ένδειξη, ή ο
ιατρός που χορηγεί φάρμακα, τα οποία περιέχουν με οποιαδήποτε μορφή ναρκωτικά,
γνωρίζοντας ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν για παρασκευή ναρκωτικών. Β) Ο φαρμακοποιός ή
έμπορος φαρμάκων γενικά, διευθυντής ή υπάλληλος φαρμακείου ή οποιοσδήποτε άλλος στο
φαρμακείο, ο οποίος εν γνώσει του χορηγεί ναρκωτικά χωρίς την προσήκουσα κατά τους όρους
του νόμου ιατρική συνταγή ή με βάση μη προσήκουσα συνταγή ή πέρα από όσα αναγράφονται
σε αυτή. 2. Η χορήγηση ουσιών για υποκατάσταση της εξάρτησης απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση η
471

άρθ. 15 και 17 Ν. 2168/1993 «Όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κ.λπ.» (ΦΕΚ


147 Α')1646, ια) τα προβλεπόμενα στα άρθ. 53, 54, 55, 61 και 63 Ν. 3028/2002

χορήγηση των ουσιών αυτών επιτρέπεται από: α) δημόσιες, ειδικές προς τούτο μονάδες, στις
οποίες χορηγείται η σχετική άδεια, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης, ύστερα από γνώμη του Ο.ΚΑ.ΝΑ., β) τον Ο.ΚΑ.ΝΑ., ύστερα από σχετική άδεια που
χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Στις ανωτέρω
αποφάσεις καθορίζονται ειδικώς οι ουσίες, των οποίων επιτρέπεται η χορήγηση και οι όροι κάτω
από τους οποίους θα χορηγούνται. 3. Η χορήγηση ανταγωνιστικών ουσιών που αδρανοποιούν τη
λειτουργία των υποδοχέων των οπιούχων επιτρέπεται για τις ενδείξεις που αναφέρονται στην
άδεια κυκλοφορίας τους. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
ύστερα από γνώμη του Ο.ΚΑ.ΝΑ., καθορίζονται ειδικώς οι ουσίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις
χορήγησης, συνταγογράφησης και διάθεσης των ουσιών αυτών από δημόσιους ή ιδιωτικούς
φορείς και ιατρούς. 4. Όποιος χορηγεί ουσίες για υποκατάσταση της εξάρτησης, κατά παράβαση
των παραγράφων 2 και 3 και των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, τιμωρείται σύμφωνα με το
άρθρο 20. 5. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να
καθορίζονται οι γενικοί όροι, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για την εκτέλεση και εφαρμογή
προγραμμάτων υποκατάστασης από δημόσιους φορείς. 6. Ιατρός, που χορηγεί ναρκωτικές
ουσίες του άρθρου 1 για θεραπευτικούς σκοπούς, οφείλει: α) να χρησιμοποιεί διπλότυπες
συνταγές, απλές μεν για τις ουσίες του πίνακα ∆’ , θεωρημένες δε από την αρμόδια υπηρεσία για
τις ουσίες των πινάκων Α’ έως Γ’ και β) να φυλάσσει το στέλεχος επί τρία έτη. Ο παραβάτης των
περιπτώσεων α’ και β’ τιμωρείται με φυλάκιση και με στέρηση της άδειας άσκησης του
επαγγέλματος. Περίληψη της καταδικαστικής απόφασης δημοσιεύεται σε ημερήσια εφημερίδα του
τόπου όπου ο καταδικασμένος ασκεί το επάγγελμά του. 7. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 6 ισχύουν
από την έκδοση των αποφάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 5 του παρόντος
άρθρου και στο άρθρο 7».
Τέλος, το άρθρο 23, που τυποποιεί τις επιβαρυντικές περιστάσεις, ορίζει: «Με ισόβια κάθειρξη και
με χρηματική ποινή είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (29.412) μέχρι πεντακοσίων
ογδόντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε (588.235) ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των
άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με
σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή χρησιμοποιεί με
οποιονδήποτε τρόπο ανήλικα πρόσωπα κατά την τέλεση των παραπάνω πράξεων ή μετέρχεται
κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς το σκοπό διαφυγής του τη χρήση όπλων ή οι
περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ως υπότροπος θεωρείται όποιος
έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό
κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της
προηγούμενης πενταετίας.
Σχετικά με τις πράξεις του άρθρου 20 βλ. και Ευαγγέλου Παντιώρα, Αγορά – πώληση ναρκωτικής
ουσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 284 επ. Ενώ, ευρύτερα για την ανάλυση και ερμηνεία του νόμου περί
ναρκωτικών, βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’
άρθρο ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά
(Κ.Ν.Ν.)», όπ.παρ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ.
1646
Το άρθρο 15 Ν. 2168/1993 ορίζει: «1. Όποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει,
συναρμολογεί, εμπορεύεται, παραδίδει, προμηθεύει ή μεταφέρει πολεμικά τυφέκια, αυτόματα,
πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς
μηχανισμούς και λοιπά είδη πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη
κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή
ενώσεων προσώπων, τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη
διάταξη. Με την ίδια τιμωρείται και όποιος, για τον ίδιο σκοπό, λαμβάνει, αποκρύπτει ή με
οποιονδήποτε τρόπο δέχεται τα ανωτέρω αντικείμενα. Με την ίδια, επίσης, ποινή τιμωρούνται και
τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ή διοικούσας επιτροπής ή οι υπεύθυνοι ή αρχηγοί των κατά την
προηγούμενη περίπτωση ομάδων, οργανώσεων, σωματείων και ενώσεων, αν γνωρίζουν ότι
κάποιο από τα μέλη τους έχει παράνομα εφοδιαστεί ή κατέχει τα ανωτέρα αντικείμενα, καθώς και
τους σκοπούς που επιδιώκει και δεν το καταγγέλλουν στις αρμόδιες αρχές. 2. Κάθε από πρόθεση
προπαρασκευαστική ενέργεια των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή 500.000 έως 10.000.000 δραχμών. 3. Στις
περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων δημεύονται και τα μεταφορικά μέσα, εφόσον ο
κύριος ή, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, ο εκπρόσωπος αυτού είναι αυτουργός ή
472

«Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς»
(ΦΕΚ 153 Α')1647, ιβ) τα προβλεπόμενα στο άρθ. 8 §§ 1 και 3 Ν∆ 181/1974 «Περί

συμμέτοχος της πράξης. 4. Επί των παραβάσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η περάτωση
της ανακρίσεως και η εισαγωγή των υποθέσεων στο ακροατήριο γίνεται με απευθείας κλήση κατά
τα οριζόμενα στα άρθρ. 20 και 21 του Ν. 663/1977». Και το άρθρο 17 ορίζει: «1. Απαγορεύεται η
εισαγωγή, εξαγωγή, κατασκευή, εμπορία, κατοχή, μεταφορά και χρήση: α. Όπλων που έχουν
μορφή άλλου αντικειμένου. Β. Πυρομαχικών με διατρητικά, εκρηκτικά, εμπρηστικά βλήματα,
καθώς και των ιδίων των βλημάτων. Γ. Πυρομαχικών για πιστόλια και περίστροφα με
διασπώμενα βλήματα, ως και των βλημάτων αυτών. 2. Με απόφαση του Υπουργού ∆ημόσιας
Τάξης δύναται να απαγορεύεται για σοβαρούς λόγους ασφαλείας, η εισαγωγή, κατασκευή και
εμπορία όπλων σκοποβολής, περιστρόφων, πιστολίων και εκρηκτικών υλών και να τίθενται
περιορισμοί στην κατασκευή ή διάθεση κυνηγετικών όπλων και φυσιγγίων πυροβόλων όπλων. 3.
Οι παραβάτες των διατάξεων του παρόντος άρθρου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός
(1) έτους και χρηματική ποινή 500.000 έως 10.000.000 δραχμών. 4. Οι παραβάτες των διατάξεων
των υπουργικών αποφάσεων, που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου,
τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.» Βλ. σχετικά Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά –
Εκρηκτικά, όπ.παρ. Για το ειδικό ζήτημα του τρόπου περατώσεως της ανακρίσεως στα εγκλήματα
του άρθρου 15, βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Συναφή κακουργήματα ίσης βαρύτητας και συρροή
τρόπων ουσιαστικής περατώσεως της κύριας ανακρίσεως. (Σκέψεις με αφορμή τη ∆ιατΕισΘεσ
4504/2006 δημοσιευμένη στη σελ. 850), Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 870 επ.
1647
Το άρθρο 53, για την κλοπή μνημείων, ορίζει: «1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών
τιμωρείται η κλοπή (άρθρο 372 ΠΚ), αν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή
μνημείο που αφαιρέθηκε από ακίνητο μνημείο, από χώρο ανασκαμμένο, από μουσείο, από
αποθηκευτικούς χώρους αρχαίων ευρημάτων ή από χώρο όπου φυλάσσεται συλλογή. 2. Εάν η
πράξη τελέστηκε από πρόσωπα ενωμένα για τη διάπραξη κλοπών ή ληστειών ή για τη διάπραξη
εγκλημάτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλεται κάθειρξη. Η ίδια ποινή
επιβάλλεται εάν ο δράστης διαπράττει κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα κλοπές μνημείων».
Σύμφωνα με το άρθρο 54 για την υπεξαίρεση μνημείων: «Με κάθειρξη μέχρι (10) δέκα ετών
τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΠΚ), αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή
αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαίρεσης μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια».
Το άρθρο 55 για την αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος ορίζει:
«Η πράξη της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 § 1 ΠΚ) τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, αν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ο υπαίτιος
γνώριζε ότι αυτό προέρχεται από αξιόποινη πράξη. Επιβάλλεται κάθειρξη, αν ο υπαίτιος επιχειρεί
την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια».
Το άρθρο 61 για την παράνομη ανασκαφή ή άλλη αρχαιολογική έρευνα ορίζει: «1. Όποιος χωρίς
προηγούμενη άδεια διενεργεί ανασκαφή με σκοπό την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων
τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. 2. Αν οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου
τελέσθηκαν μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους ή αν ο υπαίτιος τις επιχειρεί κατ’ επάγγελμα ή κατά
συνήθεια, επιβάλλεται κάθειρξη. 3. Όποιος χωρίς προηγούμενη άδεια διενεργεί άλλης μορφής
παράνομη αρχαιολογική έρευνα με σκοπό την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο δράστης διαπράττει την πράξη του προηγούμενου
εδαφίου κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) ετών».
Το άρθρο 63, τέλος, για την παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών, ορίζει: «1. Όποιος εξάγει ή
επιχειρεί να εξαγάγει από την Ελλάδα, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου,
μνημείο ή πολιτιστικό αγαθό για το οποίο έχει κινηθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού, όπως ορίζεται
στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10)
ετών. Η προέλευση του μνημείου κατ’ αξιόποινο τρόπο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. 2.
Όποιος παραβαίνει τους όρους της απόφασης με την οποία έχει χορηγηθεί άδεια προσωρινής
εξαγωγής μνημείου ή πολιτιστικού αγαθού που ανήκει σε συλλογή μουσείου και ιδίως αν δεν το
επανεισάγει μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε, τιμωρείται με φυλάκιση. Αν όμως η παράβαση
του όρου δεν είναι ουσιώδης, το δικαστήριο μπορεί να αφήσει την πράξη ατιμώρητη. Το
αξιόποινο της πράξης της μη εμπρόθεσμης επανεισαγωγής εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του
θέληση και πριν ακόμα εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές
επανεισάγει το μνημείο ή το πολιτιστικό αγαθό. 3. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο
υπαίτιος της πράξης του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον η πράξη
473

προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών» (ΦΕΚ 347 Α')1648, ιγ) τα


προβλεπόμενα στο άρθ. 87 §§ 5, 6, 7 και 8 και στο άρθ. 88 Ν. 3386/2005
«Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική
Επικράτεια» (ΦΕΚ 212 Α')1649, ιδ) τα προβλεπόμενα στα άρθ. τρίτο, τέταρτο και

τελέστηκε με σκοπό την οριστική απομάκρυνση του μνημείου από τα όρια της ελληνικής
επικράτειας. 4. Όποιος εξάγει ή επιχειρεί να εξαγάγει από την Ελλάδα εκτός των ορίων του
τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παράβαση του Κανονισμού 3911/1992 του
Συμβουλίου και 752/1993 της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των προεδρικών
διαταγμάτων εφαρμογής τους, όπως εκάστοτε ισχύουν, πολιτιστικά αγαθά κατά την έννοια του
Κανονισμού 3911/1992, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 5. Το άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος 423/1995 (ΦΕΚ
242 Α) καταργείται».
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 13 § 4 Ν.3658/2008 (ΦΕΚ Α’ 70), «Τα
αδικήματα που προβλέπονται από τις ποινικές διατάξεις του κεφαλαίου 9 του Ν. 3028/2002,
όπως εκάστοτε ισχύει, διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους
ακόμη και στην περίπτωση που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή».
Για την προστασία των αρχαιοτήτων βλ. και Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Προβληματισμοί
στα νέα πεδία εφαρμογής του Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 842, όπου εκφράζει την άποψη ότι
παρεμβάσεις του ποινικού νομοθέτη σε πεδία εφαρμογής για αντιμετώπιση υπαρκτών αναγκών
και ανάγκης αυστηρότερης τιμωρίας προσβολών σημαντικότατων εννόμων αγαθών, όπως είναι,
για παράδειγμα, η τιμώρηση κλοπής μνημείου σε βαθμό κακουργήματος ή η εισαγωγή της
πλημμεληματικής διάταξης, του άρθρου 57, για τη φθορά μνημείου από αμέλεια, έγιναν κοινωνικά
και επιστημονικά αποδεκτές. Βλ. σχετικά και Σπύρου Τρωϊάνου / Μαρίνας Παπαδημητρίου, Η
προστασία των μνημείων θρησκευτικού χαρακτήρα. Με βάση τον Ν.3028/2002, ΧΡΙ∆, 2006, σελ.
584 επ.
1648
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 8 §§ 1 και 3 Ν.∆. 181/1974: «1. Ο εκ προθέσεως
προκαλών την απελευθέρωσιν ραδιενεργών ουσιών επαγομένων κίνδυνον ανθρώπων ή εκθέτων
πρόσωπα αμμέσως ή εμμέσως εις ιοντιζούσας ακτινοβολίας κατά τρόπον δυνάμενον να
προκαλέση κίνδυνον της ζωής, της υγείας ή περιουσίας αυτών τιμωρείται: α) ∆ια φυλακίσεως
τουλάχιστον δύο ετών, αν εκ της πράξεως δύναται να προκύψη κοινός κίνδυνος εις ξένα
πράγματα. Β) ∆ια καθείρξεως, αν εκ της πράξεως δύναται να προκύψη κίνδυνος ανθρώπου. Γ)
∆ια καθείρξεως ισοβίου ή προσκαίρου τουλάχιστον δέκα ετών, αν εις την περίπτωσιν του
στοιχείου β’ επήλθε θάνατος. 3. Ο εγκαθιστών ή θέτων εις λειτουργίαν ή χρησιμοποιών
εργαστήρια ραδιοισοτόπων ή μηχανήματα παραγωγής ιοντιζουσών ακτινοβολιών άνευ της κατά
το άρθρον 4 του παρόντος αδείας ή μετά την ανάκλησιν της αδείας ταύτης τιμωρείται δια
φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων μέχρι διακοσίων
χιλιάδων δραχμών».
1649
Σύμφωνα με το άρθρο 87 §§ 5, 6, 7, και 8 «5. Όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό
έδαφος ή την έξοδο από αυτό υπηκόου τρίτης χώρας, χωρίς να υποβληθεί στον έλεγχο που
προβλέπεται στο άρθρο 5, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή
τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν δύο ή
περισσότεροι από κοινού ενεργώντας διέπραξαν το ανωτέρω αδίκημα εκ κερδοσκοπίας, στο
πλαίσιο δράσης εγκληματικής οργάνωσης, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 187 του Π.Κ.,
όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α), τιμωρούνται
με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα
χιλιάδων ευρώ. 6. Όποιος διευκολύνει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή
δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για εντοπισμό, σύλληψη και απέλαση του,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε
χιλιάδων ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον
δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ. 7. Όποιος παράνομα κατέχει ή
χρησιμοποιεί γνήσιο διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο άλλου προσώπου, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000)
ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος παρακρατεί διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο
άλλου προσώπου ή αρνείται να παραδώσει τούτο στην αρμόδια υπηρεσία. Με την ίδια, επίσης,
ποινή τιμωρείται όποιος κατέχει ή χρησιμοποιεί πλαστό διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο.
474

8. Ο υπεύθυνος γραφείου ταξιδιών ή μετανάστευσης ή οποιοσδήποτε άλλος υποβάλλει για


λογαριασμό τρίτου στην αρμόδια αρχή δικαιολογητικά εκδόσεως ταξιδιωτικού εγγράφου, με
στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην ταυτότητα του προσώπου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ. Με την ίδια
ποινή τιμωρείται και εκείνος, για λογαριασμό του οποίου υποβάλλονται τα δικαιολογητικά. Με
απόφαση του οικείου Νομάρχη επιβάλλεται και τρίμηνη αφαίρεση της άδειας λειτουργίας του
γραφείου και, σε περίπτωση υποτροπής, οριστική αφαίρεση της άδειας αυτής».
Σύμφωνα με το άρθρο 88 § 1, όπως αντικαταστάθηκε με την § 4 άρθρου 48 Ν. 3772/2009, (ΦΕΚ
Α’ 112/10-7-2009) για τις υποχρεώσεις των μεταφορέων: «1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου,
πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το
εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό
έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που
τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους
προωθήσουν στο εσωτερικό της Χώρας ή στο έδαφος κράτους - μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας
ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη
τιμωρούνται: α. με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000)
έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β. με κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα χιλιάδων
(60.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ’
επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή
τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από
κοινού, γ. με κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον
διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν από την πράξη μπορεί
να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, δ. με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον
επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν στην περίπτωση γ’
επήλθε θάνατος.
Σύμφωνα με την § 2 του ιδίου άρθρου: «Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή
αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να μη δέχονται για
μεταφορά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή
δεν έχουν υποστεί τον κανονικό αστυνομικό έλεγχο. Οι παραβάτες τιμωρούνται σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Η ανωτέρω αξιόποινη πράξη θεωρείται
τετελεσμένη, προκειμένου μεν για θαλάσσια και εναέρια μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο
που επιβιβάσθηκε λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά την έναρξη του ελέγχου από τα
αρμόδια κρατικά όργανα προ του απόπλου ή της απογείωσης ή μετά την άπαρση του πλοίου ή
την απογείωση του αεροπλάνου, προκειμένου δε για άλλα μεταφορικά μέσα, εφόσον το
πρόσωπο που αναχωρεί λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά τον τελευταίο έλεγχο εξόδου ή
πλησίον των συνόρων. Οι κυρώσεις τους παραγράφου 3 του παρόντος εφαρμόζονται και στα
πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή».
Σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 88, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 § 7 Ν. 3613/2007,
(ΦΕΚ Α’ 263/23-11-2007), «Αεροπορικές ή ναυτιλιακές εταιρείες, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή
νομικό πρόσωπο που εκτελεί οποιασδήποτε μορφής δημόσια μεταφορά προσώπων
υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά και να λαμβάνουν κάθε μέτρο που να αποκλείει τη
μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών που δεν είναι εφοδιασμένοι με
τα απαραίτητα διαβατήρια ή άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου όπου απαιτείται.
Στις αεροπορικές εταιρίες που παραβαίνουν τις παραπάνω υποχρεώσεις επιβάλλεται, με
απόφαση αερολιμενάρχη, χρηματικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως τριάντα
χιλιάδες (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. Στις ναυτιλιακές εταιρείες, καθώς και
σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του Γενικού
Γραμματέα της Περιφέρειας. Σε περίπτωση υποτροπής εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους, τα
ανωτέρω πρόστιμα μπορεί να προσαυξάνονται στο διπλάσιο και πάντως όχι πέραν του ποσού
των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου».
Στη συνέχεια το άρθρο 88 ορίζει: «4. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και
3, καθώς και ταξιδιωτικά γραφεία και οι ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ευθύνονται εις
ολόκληρον για τις δαπάνες διαβίωσης και τα έξοδα επαναπροώθησης των ανωτέρω προσώπων
στο εξωτερικό. Την ίδια ευθύνη έχουν και όσοι εγγυήθηκαν τον επαναπατρισμό υπηκόου τρίτης
χώρας, αν παραβιάσθηκαν όροι εισόδου ή διαμονής του στη Χώρα. Η διαδικασία βεβαίωσης και
καταβολής του ανωτέρω προστίμου ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως
∆ημοσίων Εσόδων. 5. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 ή οι
ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ή οι αντιπρόσωποι αυτών στην Ελλάδα υποχρεούνται
475

έκτο Ν. 2803/2000 «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των


Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 48 Α')1650 και ιζ) τα προβλεπόμενα στα άρθ. 29

αμέσως μετά την άφιξη του μεταφορικού μέσου να παραδίδουν στις υπηρεσίες του αστυνομικού
ελέγχου διαβατηρίων δελτία άφιξης ή καταστάσεις των επιβατών που είναι υπήκοοι τρίτων
χωρών, τους οποίους μεταφέρουν και προορίζουν για την Ελλάδα και αντίστροφα. Την ίδια
υποχρέωση έχουν κατά την άφιξη αεροπλάνων μη τακτικών πτήσεων από τρίτες χώρες. Με
απόφαση του Υπουργού ∆ημόσιας Τάξης καθορίζονται τα στοιχεία των ανωτέρω δελτίων ή
καταστάσεων. 6. Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων
στη θάλασσα, καθώς και της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις
επιταγές του διεθνούς δικαίου της θάλασσας».
Σχετικά με την υποχρέωση των αερομεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών βλ.
και την προσαρμογή στην Οδηγία 2004/82/ΕΚ με το Π.∆. 53/2008 (ΦΕΚ Α’ 84).
Βλ. Αρετής Γρηγορίου, Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα δικαιώματα και υποχρεώσεις
αλλοδαπών, ∆∆ικ, 2008, σελ. 553 επ., Νικολάου Χατζηνικολάου, Η ποινική καταστολή της
παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη:
αναζητώντας την αξιολογική συνοχή της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής
προσέγγισης, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 213 επ. και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Η
ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1434 επ.
1650
Το άρθρο τρίτο, για τη δωροδοκία, όπως αντικαταστάθηκε από την § 4 του άρθρου 2 Ν.
3666/2008 (ΦΕΚ Α’ 105/10.6.2008), προβλέπει: «1. Οι υπαίτιοι των πράξεων της παθητικής και
ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου, που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του από 27.9.1996
Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κυρώνεται με το νόμο αυτόν, τιμωρούνται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρούνται αν η αξία των δώρων
υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. 3. Στις περιπτώσεις αυτές το
δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση των δώρων που δόθηκαν ή της αξίας τους».
Το άρθρο τέταρτο, για την Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ορίζει: «1. Όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή
εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση
πληροφοριών ή με τη μη κατά τον προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή
των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή
παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των
προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,
τιμωρείται με φυλάκιση. 2. Αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των
25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό
των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη».
Το άρθρο έκτο, τέλος, προβλέπει: «Όποιος καταρτίζει ή χορηγεί πλαστές, ανακριβείς ή ελλιπείς
δηλώσεις ή έγγραφα, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση των πράξεων που
προβλέπονται στα άρθρα τέταρτο και πέμπτο του νόμου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση αν τα
ανωτέρω έγγραφα ή δηλώσεις έχουν σχέση με πράξεις του τέταρτου άρθρου και με φυλάκιση
μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, αν έχουν σχέση με την πράξη του πέμπτου άρθρου, αν
δεν τιμωρείται βαρύτερα ως αυτουργός ή συμμέτοχος για τις πράξεις αυτές».
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το άρθρο έκτο, στο μέτρο που παραπέμπει στο άρθρο πέμπτο,
στην περίπτωση, δηλαδή, που κάποιος καταρτίζει ή χορηγεί πλαστές, ανακριβείς ή ελλιπείς
δηλώσεις ή έγγραφα, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση «απάτης ελάσσονος αξίας σε
βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (άρθρο πέμπτο), δεν
μπορεί να συγκροτήσει την έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας» του Ν. 3691/2008, αφού η
απαρίθμηση του νόμου είναι περιοριστική και ο νόμος δεν παραπέμπει στο άρθρο πέμπτο του Ν.
2803/2000.
Βλ. σχετικά, Ηλία Αναγνωστόπουλου, Απάτη και κοινοτική απάτη (άρθρα τέταρτο έως έκτο Ν.
2803/2000), ΠοινΧρ, 2001, σελ. 759 επ., Όλγας Τσόλκα, Απάτη σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: άρθρο τέταρτο του νόμου 2803/2000, ΠοινΧρ,
2001, σελ. 750, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η σχέση απάτης κατά του δημοσίου και της
λεγόμενης «κοινοτικής απάτης», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 977 επ., Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Κοινοτική Απάτη – Άρθρα τέταρτο έως έκτο του Ν. 2803/2000, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
476

και 30 Ν. 3340/2005 «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις


προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης
αγοράς» (ΦΕΚ 112 Α')1651.
Πριν συνεχίσουμε, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο νομοθέτης από
προφανή παραδρομή αναφέρεται στο στοιχείο ιε), για τη δωροδοκία αλλοδαπού
δημόσιου λειτουργού, στο άρθ. δεύτερο του Ν. 2656/1998 «για την
καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς

έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 95-113, Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Η Κοινοτική Απάτη, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 7 επ., του ιδίου, Ο Ποινικός Κώδικας
ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, όπ.παρ., σελ. 10, όπου
ιδιαίτερα εύστοχα σημειώνει ότι στο πλαίσιο της κοινής περιφερειακής ή διεθνούς αντιμετώπισης
συγκεκριμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως είναι, για παράδειγμα, οι ευρωαπάτες,
«διαπλάσσεται ήδη ένα ιδιότυπο σύστημα γενικών ποινικών κανόνων, ένα δεύτερο γενικό μέρος,
που ισχύει ειδικά για τα συγκεκριμένα εγκλήματα και παράλληλα με το γενικό μέρος του εκάστοτε
κράτους μέλους, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει αδιέξοδα και ανισότητες» και Nikos Passas /
David Nelken, The thin line between legitimate and criminal enterprises: Subsidy Frauds in the
European Community, Crime, Law and Social Change, vol. 19, no. 3, 1993, σελ. 223 – 243.
Εξάλλου, για τη σχέση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με το
επίπεδο διαφθοράς μιας χώρας, βλ. ιδίως, Brendan Quirke, Croatia: Fighting EU Fraud a case of
work in progress?, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 123 επ. Για τα
προβλήματα που δημιουργεί ο κατακερματισμός των εθνικών νομοθεσιών στην καταπολέμηση
της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, βλ. Ulrich Sieber, Eurofraud:
organised fraud against the financial interests of the EU, Crime, Law and Social Change, vol. 30,
no. 1, 1998, σελ. 1 – 42. Για μια αναλυτική κριτική παρουσίαση, τέλος, των αρμοδιοτήτων της
OLAF (Office Européen de Lutte Anti-Fraude – OLAF) αναφορικά με την καταπολέμηση της
απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διαφθοράς, βλ.
Severin Glaser, Legal Protection against OLAF – The European fraud watch dog, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 361 – 391.
1651
Σύμφωνα με το άρθρο 29 Ν. 3340/2005: «1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, χρησιμοποιεί εν γνώσει του
προνομιακές πληροφορίες για να αποκτήσει ή να διαθέσει, ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου,
χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως
δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης
παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο
ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει
τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ».
Σύμφωνα δε, με την πρόβλεψη του άρθρου 30 του ιδίου νόμου: «1. Τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την
εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος
περιουσιακό όφελος: (α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές
μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή (β) διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης,
του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις
ή φήμες. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά
συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων
συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε
τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ».
Βλ. σχετικά, Γιάννη Βελέντζα, Προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που
κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς. Ερμηνευτική
προσέγγιση του νέου νομοθετικού πλαισίου (Ν. 3340/2005) και της σχετικής νομοθεσίας που
εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση, ΕΤΡΑΞΧΡ∆, 2006, σελ. 3 επ.
477

επιχειρηματικές συναλλαγές». Κι αυτό γιατί αμέσως μετά το άρθρο πρώτο του


νόμου αυτού ακολουθεί το άρθ. 1, με τίτλο «το αδίκημα της δωροδοκίας των
ξένων δημόσιων λειτουργών», ενώ, το επόμενο στη σειρά άρθ. 2, αφορά την
ευθύνη των νομικών προσώπων1652. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι
κατ’ επιτρεπτή διορθωτική ερμηνεία στην περίπτωση αυτή, αφού δεν
καταλείπεται καμιά αμφιβολία για το τι θέλησε, όντως, ο νομοθέτης να
τυποποιήσει ως προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, εξαιτίας της
αναφοράς στην αφηρημένη, έστω, περιγραφή της πράξης στο κείμενο του Ν.
2656/1998, ως «δωροδοκία αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών», ότι το
αναφερόμενο στο στοιχείο ιε) βασικό αδίκημα είναι αυτό που τυποποιείται στο
άρθ. 1 Ν. 2656/19981653.
Η «εγκληματική δραστηριότητα», ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, αποκτά νόημα και
περιεχόμενο μέσα από τις αναλυτικά αναφερόμενες ανωτέρω προβλέψεις1654.

1652
Βλ. το άρθρο 2 Ν. 2656/1998, για την «ευθύνη νομικών προσώπων», που ορίζει: «Κάθε
Μέρος θα λάβει όσα μέτρα είναι αναγκαία, σύμφωνα με τις νομικές του αρχές, για να θεσπίσει
και την ευθύνη των νομικών προσώπων για τη δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού».
1653
Και συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 2656/1998 για «το αδίκημα της δωροδοκίας
των ξένων δημόσιων λειτουργών», ορίζει: «1. Κάθε Μέρος θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα έτσι
ώστε να θεμελιώνεται αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το δίκαιό του, όταν κάποιος με πρόθεση
προσφέρει υπόσχεται ή παραχωρεί ένα μη οφειλόμενο αντάλλαγμα, χρηματικό ή άλλο σε ξένο
δημόσιο λειτουργό είτε αμέσως είτε μέσω ενδιάμεσων προσώπων, προς όφελος αυτού ή τρίτων
για ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη του λειτουργού αυτού κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών
καθηκόντων του προκειμένου να αποκτήσει ή να διατηρήσει μια επιχείρηση ή κάποιο άλλο μη
οφειλόμενο πλεονέκτημα στο πλαίσιο των διεθνών επιχειρηματικών συναλλαγών. 2. Κάθε Μέρος
θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε να στοιχειοθετεί ως αξιόποινη πράξη η συμμετοχή σε
πράξη δωροδοκίας ξένου δημόσιου λειτουργού και ότι στην έννοια της συμμετοχής θα
περιλαμβάνεται η υποκίνηση, η συνέργεια, η συμπαράσταση, καθώς και η έγκριση μιας πράξης
δωροδοκίας. 3. Τα αδικήματα των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2 αναφέρονται κατωτέρω στο
παρόν ως «δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού». 4. Για το σκοπό της Σύμβασης: α)
«Αλλοδαπός δημόσιος λειτουργός» σημαίνει, οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει ένα νομοθετικό
διοικητικό ή δικαστικό αξίωμα μιας ξένης χώρας είτε είναι διορισμένο είτε εκλεγμένο, οποιοδήποτε
πρόσωπο που ασκεί ένα δημόσιο λειτούργημα για μια ξένη χώρα, περιλαμβανομένης μιας
δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιας επιχείρησης και οποιοσδήποτε λειτουργός ή αντιπρόσωπος
δημόσιου διεθνούς οργανισμού. Β) η «Ξένη χώρα» περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα και
υποδιαιρέσεις της Κυβέρνησης, από εθνική μέχρι τοπική. Γ) «Πράξη ή αποχή από πράξη σε
σχέση με την εκτέλεση των επισήμων καθηκόντων» περιλαμβάνει οποιαδήποτε χρήση της θέσης
του δημόσιου λειτουργού είτε εντός της εξουσιοδοτημένης αρμοδιότητας του λειτουργού είτε όχι».
Βλ. σχετικά την κριτική του Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 240, σύμφωνα με
τον οποίο, τόσο τα μέτρα του Ν. 2803/2000, όσο και των Ν. 1608/1950 για τους καταχραστές του
∆ημοσίου και Ν. 2656/1998 για την παθητική και ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλων, «είναι
αποσπασματικά, με έλλειψη ορθής ρύθμισης, μέτρα στα οποία ο νομοθέτης προχώρησε λόγω
των διεθνών υποχρεώσεών του, χωρίς ιδιαίτερη πίστη σ’ αυτά».
1654
Πρβλ. την σχετική κριτική του Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 159, σύμφωνα με τον οποίο, «η επαγωγή επ’ άπειρον (regressus ad
infinitum) που χαρακτηρίζει την πρόσθεση νέων “βασικών” αδικημάτων ή η υπαγωγή τους στη
γενική ρήτρα του Νόμου είναι προφανής. Αποδεικνύεται προφανώς περιττή η απαρίθμηση
478

Το πρώτο ζήτημα που γεννάται και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, είναι το


ερώτημα με ποιον τρόπο επενεργούν οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις ή και η
πιθανή κατάργηση κάποιων διατάξεων, από τις αναφερόμενες στο άρθ. 3, στο
περιεχόμενο της «εγκληματικής δραστηριότητας».
Στην πρώτη κατηγορία περιπτώσεων, σύμφωνα με την διάκριση που
επιχειρήσαμε ανωτέρω, στην οποία υπάρχει αναφορά του νόμου τόσο στην
αφηρημένη περιγραφή του εγκλήματος, όσο και στο άρθρο του ΠΚ ή του ειδικού
ποινικού νόμου που την προβλέπει, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι
αρκετά σύνθετη, αφού νομοτεχνικά η παραπομπή του άρθ. 3 Ν. 3691/2008
γίνεται μέσα από ένα συνδυασμό στοιχείων. Και συγκεκριμένα, ο νόμος
αναφέρεται τόσο στην αφηρημένη περιγραφή του εγκλήματος, όσο και στο άρθρο
του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Κατά συνέπεια, προκειμένου να
απαντήσουμε στο υπό διερεύνηση ερώτημα, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζουμε
τι ακριβώς θίγει η νομοθετική μεταβολή. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να
διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Σε περίπτωση που καταργηθεί συνολικά το άρθρο ή ο νόμος στον
οποίο παρέπεμπε με την αντίστοιχη πρόβλεψή του το άρθ. 3 Ν. 3691/2008,
παραμένει ως σημείο αναφοράς και προσδιορισμού της οικείας εγκληματικής
συμπεριφοράς η αφηρημένη περιγραφή της αξιόποινης πράξης. Κατά συνέπεια,
η ενδεχόμενη διαπίστωση ότι η ίδια ακριβώς συμπεριφορά, το σύνολο, δηλαδή,
της περιγραφής της αξιόποινης πράξης, περιγράφεται σε κάποια άλλη κυρωτική
πρόβλεψη, η οποία ισχύει μετά την κατάργηση του συγκεκριμένου άρθρου ή του
ειδικού ποινικού νόμου που την τυποποιούσε, θα πρέπει να μας οδηγήσει στην
παραδοχή ότι η νέα αυτή ποινική πρόβλεψη υπάγεται στην περιοριστική
απαρίθμηση των «εγκληματικών δραστηριοτήτων» του άρθ. 3 Ν. 3691/2008.
β) Σε περίπτωση που τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί το άρθρο ή ο νόμος
στον οποίο παραπέμπει το άρθ. 3 Ν. 3691/2008, αλλά διατηρηθεί τουλάχιστον η
περιγραφή της ίδιας αξιόποινης συμπεριφοράς στη νέα μορφή της διάταξης, τότε
η νέα αυτή διάταξη αναμφίβολα θα υπάγεται στον κατάλογο των «εγκληματικών
δραστηριοτήτων του άρθ. 3 Ν. 3691/2008.

βασικών αδικημάτων, δεδομένου ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης θα “γεννά”


συνεχώς αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε περιπτώσεις που
ούτε καν έχει σκεφθεί να παράξει με τα γλωσσικά σημεία που χρησιμοποίησε».
479

Αν, όμως, στην ανωτέρω περίπτωση, δεν υπάρχει πλέον η περιγραφή της
ίδιας αξιόποινης συμπεριφοράς στη νέα μορφή της διάταξης, τότε η διατήρηση
της αρίθμησης του άρθρου του νόμου που την προέβλεπε, δεν υποκαθιστά την
έλλειψη αυτή, με αποτέλεσμα η «νέα» διάταξη να μην είναι δυνατό να υπαχθεί
στην έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας».
γ) Σε περίπτωση, τέλος, αλλαγής αρίθμησης του άρθρου του νόμου, που
τυποποιούσε την αξιόποινη συμπεριφορά, χωρίς καμιά αλλαγή στο περιεχόμενο
της υπό νέα αρίθμηση διάταξης, η περιγραφή της αξιόποινης πράξης παραμένει
ακριβώς η ίδια με εκείνη που περιγράφει ο νομοθέτης στο άρθ. 3 Ν. 3691/2008
και επομένως, η διάταξη αυτή, με τη νέα πλέον αρίθμησή της, θα εξακολουθήσει
να υπάγεται στην έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας».
Στη δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων, σύμφωνα με τη διάκριση που
επιχειρήσαμε ανωτέρω, στην οποία υπάρχει παραπομπή σε συγκεκριμένα
άρθρα ειδικών ποινικών νόμων, χωρίς κάποια ειδικότερη αναφορά στην
περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς, που τυποποιείται εκεί, οι ενδεχόμενες
μεταγενέστερες νομοθετικές αλλαγές θα έχουν τις ακόλουθες συνέπειες:
α) Σε περίπτωση κατάργησης είτε του συγκεκριμένου άρθρου, είτε
συνολικά του νόμου στον οποίο παρέπεμπε με την οικεία υποπερίπτωση ο Ν.
3691/2008, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα σημείο αναφοράς και προσδιορισμού
της εγκληματικής συμπεριφοράς, την οποία, μέχρι της καταργήσεώς της,
κατηγοριοποιούσε ο Ν. 3691/2008 στο άρθ. 3. Το γεγονός ότι ο ερμηνευτής
γνωρίζει το είδος της εγκληματικής συμπεριφοράς, που η καταργηθείσα πλέον
διάταξη τυποποιούσε, δεν επιτρέπει την ερμηνευτική χρήση άλλης παρόμοιας
διάταξης, η οποία ενδεχομένως υπάρχει σε άλλον ειδικό ποινικό νόμο, γιατί κάτι
τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη, ως θεμελιώνουσα αξιόποινο, αναλογική
ερμηνεία1655.
β) Σε περίπτωση τροποποίησης ή αντικατάστασης του άρθρου του νόμου
στο οποίο παραπέμπει ο Ν. 3691/2008, το σημείο αναφοράς του άρθ. 3 Ν.
3691/2008 παραμένει σταθερό για όσο χρόνο παραμένει σε ισχύ το άρθρο του
νόμου στο οποίο παρέπεμπε εξαρχής. Η νομοτεχνική επιλογή της αναφοράς
συγκεκριμένου άρθρου και η παντελής απουσία περιγραφής της αξιόποινης
πράξης που τυποποιείται στο άρθρο αυτό και υπάγεται στην έννοια της

1655
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση του Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 128 – 129.
480

«εγκληματικής δραστηριότητας», μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι στην έννοια


αυτή θα υπαχθεί τελικά οποιοδήποτε έγκλημα θα προβλέπεται από το ίδιο άρθρο
του ίδιου νόμου μετά την τροποποίηση ή αντικατάστασή του.
Έτσι, για παράδειγμα, η νομοθετική μεταβολή που επήλθε στο άρθ. 20
Ν. 3459/2006 περί ναρκωτικών, αφενός, με την αντικατάσταση της περ. β’ με το
άρθ. 9 § 1 Ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α’ 257/18-12-2008) και αφετέρου, με την
προσθήκη της περ. ιδ’ με το άρθ. 9 § 2 του ιδίου νόμου, μετά τη θέση σε ισχύ
του Ν. 3691/2008, θα έχει ως αποτέλεσμα, κατά τα ανωτέρω, η έννοια της
«εγκληματικής δραστηριότητας» να συμπεριλαμβάνει και τις πράξεις αυτές.
Ελαφρώς διαφοροποιημένη, όμως, σε σχέση με το ανωτέρω
παράδειγμα, θα είναι η λύση στην υποθετική περίπτωση, που το συγκεκριμένο
άρθρο ειδικού ποινικού νόμου στο οποίο παραπέμπει το άρθ. 3 Ν. 3691/2008
για τον προσδιορισμό της τεχνικής έννοιας της «εγκληματικής δραστηριότητας»,
καταργηθεί ή αντικατασταθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε στο νέο ταυτάριθμο άρθρο
να περιγράφεται μια παντελώς άσχετη, με την αντίστοιχη της προϊσχύουσας
διάταξης, συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν από τη «νέα»
συμπεριφορά είναι δυνατό να προκύψει περιουσιακό όφελος, με προσφυγή,
πλέον, στην τελολογική και ιστορική ερμηνεία, θα πρέπει να λειτουργήσουμε
συσταλτικά και να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθ. 3 Ν. 3691/2008,
θεωρώντας ότι η «νέα» μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς, που περιγράφεται
πλέον στο άρθρο του υποθετικού μας παραδείγματος, βρίσκεται έξω από το
σκοπό του συγκεκριμένου νόμου1656.
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι στην περίπτωση του ανωτέρω
παραδείγματος, αν το «νέο» έγκλημα που τυποποιείται αναφέρεται ήδη σε
κάποια από τις άλλες περιπτώσεις της περιοριστικής απαρίθμησης του άρθ. 3
Ν. 3691/2008, τότε δεν δημιουργείται καμιά συγκρουσιακή σχέση με τον σκοπό
του συγκεκριμένου νόμου και θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η «νέα» αυτή μορφή
εγκληματικής συμπεριφοράς υπάγεται στον κατάλογο των εγκλημάτων που
συγκροτούν την τεχνική έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας».
Προκειμένου να οριοθετήσουμε την τεχνική έννοια της «εγκληματικής
δραστηριότητας», οφείλουμε να αναφερθούμε, τέλος, και στο ζήτημα της τέλεσής
της στην αλλοδαπή.

1656
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση του Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 130.
481

Η διάταξη του άρθ. 2 § 3 εισάγει, ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου1657, το


αξιόποινο της πράξης κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία τελέστηκε1658, με την
επιπρόσθετη προϋπόθεση η πράξη αυτή να υπαγόταν στην περιοριστική
απαρίθμηση των συμπεριφορών που συνιστούν «εγκληματική δραστηριότητα»,
του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, αν είχε τελεστεί στην Ελλάδα1659, χωρίς να ενδιαφέρει
εάν, εκτός από αξιόποινη πράξη στην αλλοδαπή υπάγεται και κατά το εκεί ισχύον
δίκαιο στον περιοριστικό κατάλογο των «εγκληματικών δραστηριοτήτων»1660.
Θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα εδώ, για να μη δημιουργηθεί σύγχυση,
ότι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η τιμώρηση στην Ελλάδα του δράστη
ξεπλύματος ή κάποιας από τις εγκληματικές δραστηριότητες που τελέστηκε στο
εξωτερικό, για να ομιλούμε για επέκταση της δικαιοδοσίας των ελληνικών
ποινικών δικαστηρίων, αλλά μόνο η τιμώρηση του δράστη νομιμοποίησης
εσόδων, η οποία τελέστηκε στην Ελλάδα, όταν το αντικείμενό της προέρχεται
από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα που τελέστηκε στο εξωτερικό.
Σε περίπτωση που η πράξη νομιμοποίησης εσόδων τελέστηκε στην
αλλοδαπή από ημεδαπό, προϋπόθεση εφαρμογής της ελληνικής ποινικής
νομοθεσίας είναι η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθ. 6 ΠΚ. Ειδικότερα,
στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να ερευνηθεί το «διπλό αξιόποινο», ως
εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, σε σχέση τόσο με την πράξη νομιμοποίησης
που τελέστηκε στην αλλοδαπή από τον ημεδαπό, όσο και με το βασικό αδίκημα
από την τέλεση του οποίου προέκυψε η περιουσία που νομιμοποιήθηκε1661. Και
ως προς τη μεν πράξη της νομιμοποίησης, απαιτείται η πράξη αυτή να είναι

1657
Βλ. Ελένης Καμπέρου – Ντάλτα, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος –
Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, όπ.παρ., σελ. 174. Γενικά για
τους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου, βλ. ενδεικτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Εξωτερικοί όροι
του αξιοποίνου, εκδ. Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1983 και Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Οι
εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 159 επ.
1658
Αν ληφθεί υπόψη ότι η νομιμοποίηση εσόδων είναι ένα αδίκημα εξαρτημένο από την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η προς νομιμοποίηση
περιουσία, σε περίπτωση που το «βασικό έγκλημα» δεν είναι αξιόποινο κατά το δίκαιο του τόπου
τέλεσης, δεν είναι λογικά δυνατό να γίνει λόγος για συγκρότηση του αδικήματος της
νομιμοποίησης εσόδων. Βλ. αναλυτικά, Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην
Ευρωπαϊκή Ένωση – Σημαντικές όψεις και προοπτικές εξέλιξης, όπ.παρ., σελ. 129 επ. και
ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ., το οποίο, υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, είχε υιοθετήσει πλήρως την εδώ υποστηριζόμενη θέση.
1659
Για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που υπήρξαν, ως προς το ζήτημα του αξιόποινου χαρακτήρα
του βασικού αδικήματος που τελέστηκε στην αλλοδαπή και συνδέεται με πράξη νομιμοποίησης
που τελέστηκε στην Ελλάδα, Βλ. αναλυτικά, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 91 επ.
1660
Ibid, σελ. 94.
1661
Ibid, σελ. 95.
482

απλά αξιόποινη, χωρίς να απαιτείται να χαρακτηρίζεται και ως πράξη


νομιμοποίησης κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσης. Ενώ, σε σχέση με το βασικό
αδίκημα, θα πρέπει αυτό να είναι και αξιόποινη πράξη, κατά το δίκαιο του τόπου
τέλεσης και να ενέπιπτε στον περιοριστικό κατάλογο των «εγκληματικών
δραστηριοτήτων» του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, σε περίπτωση που είχε τελεστεί στην
Ελλάδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που ως τόπος τέλεσης
μπορούν να θεωρηθούν περισσότερες δικαιοταξίες, τόσο η νομιμοποίηση
εσόδων, όσο και το βασικό αδίκημα, θα πρέπει να είναι αξιόποινες πράξεις
σύμφωνα με τους νόμους όλων αυτών των δικαιοταξιών.
Περαιτέρω, αν η πράξη νομιμοποίησης, που έλαβε χώρα στην αλλοδαπή
από ημεδαπό, θα ήταν, σύμφωνα με την τυποποίηση του Ν. 3691/2008,
πλημμέλημα, για την παραδεκτή άσκηση ποινικής δίωξης για αυτή την πράξη
νομιμοποίησης, εκτός από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, απαιτείται και η
συνδρομή μίας επιπρόσθετης δικονομικής προϋπόθεσης, ήτοι ή η υποβολή
αίτησης από την αλλοδαπή κυβέρνηση για δίωξη της πράξης, ή η υποβολή
έγκλησης από τον παθόντα είτε του βασικού εγκλήματος είτε της μεταγενέστερης
πράξης νομιμοποίησης. Κι αυτό, γιατί ο παθών του βασικού εγκλήματος μπορεί
να θεωρηθεί ως παθών και από την επιγενόμενη πράξη νομιμοποίησης, η οποία
κατατείνει στην «εξαφάνιση» του περιουσιακού του στοιχείου1662.
Εξάλλου, υπάρχει ποινική δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και
στην περίπτωση που τελέστηκε νομιμοποίηση εσόδων στην αλλοδαπή από
αλλοδαπό, με τις προϋποθέσεις του άρθ. 7 ΠΚ. ∆ηλαδή, εκτός από τη συνδρομή
όλων των προηγούμενων προϋποθέσεων, θα πρέπει, επιπροσθέτως, να
στρέφεται εναντίον Έλληνα πολίτη ή του ελληνικού ∆ημοσίου1663.
Σε σχέση με την πράξη προσβολής, οφείλουμε εξαρχής να
παρατηρήσουμε ότι την καταγραφή των πράξεων νομιμοποίησης, που συνιστούν
την αντικειμενική υπόσταση των κρίσιμων εγκλημάτων, δεν την βρίσκουμε σε

1662
Αυτή, εξάλλου, είναι η λύση που προκρίνεται και στην περίπτωση του εγκλήματος της
αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος του άρθρου 394 ΠΚ. Βλ. σχετικά, Άννας Ψαρούδα
– Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη: νομική φύση, νομιμοποίηση του πολιτικώς
ενάγοντος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1982, σελ. 97.
1663
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 96 και του
ιδίου, Ποινική δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα τελούμενα επί πλοίου, εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σελ. 174 – 175.
483

έναν ορισμό, αλλά την συναντούμε ως υποπαράγραφο του άρθ. 2 Ν.


3691/20081664, που φέρει τον μάλλον αδόκιμο τίτλο «αντικείμενο»1665.
Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι υπαλλακτικά μικτό και,
σύμφωνα με την τυποποίησή του, μπορεί να τελεστεί με πέντε διαφορετικούς
τρόπους1666. Έτσι, ως πράξεις προσβολής μπορούν να νοηθούν εναλλακτικά οι
αναφερόμενες στα στοιχεία α’, β’, γ’, δ’ και ε’ του άρθ. 2 Ν. 3691/2008 πράξεις, οι
οποίες αποτελούν ταυτόχρονα και πέντε διαφορετικούς τρόπους τέλεσης του
εγκλήματος. Οι επιμέρους αυτές συμπεριφορές δεν μπορούν ασφαλώς να
ερμηνευθούν ξεκομμένες και ερήμην του κοινού ενοποιητικού στοιχείου όλων,
δηλαδή, του γεγονότος ότι όλες τους αποτελούν «νομιμοποίηση εσόδων»,
συνεπώς, παροχή νόμιμου τίτλου στο «βρώμικο» περιουσιακό στοιχείο που έχει
παραχθεί από την τέλεση ενός «βασικού αδικήματος». Υπό το πρίσμα αυτής της
επισήμανσης, κύρια πράξη αποτελεί η «νομιμοποίηση», ενώ οι επιμέρους
τυποποιούμενες πράξεις συνιστούν τρόπους τέλεσης του πολύπρακτου
1667
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων . Κατά συνέπεια, οι πράξεις, που
περιγράφονται στο άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, δεν παράγουν τεκμήριο
νομιμοποιήσεως εσόδων, αλλά αυτές θα πρέπει, ταυτόχρονα, να είναι
αντικειμενικά πρόσφορες να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση του υλικού
αντικειμένου και να αντιστοιχούν πράγματι σε «νομιμοποίηση».
Η πράξη που τυποποιείται στον πρώτο τρόπο τέλεσης και δη, στη διάταξη
του άρθ. 2 § 2 στοιχ. α’ Ν. 3691/2008, είναι «η μετατροπή» ή «μεταβίβαση» της
περιουσίας που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες. Με τον όρο
«μετατροπή», ο νομοθέτης αναφέρεται στη φυσική – υλική υπόσταση του

1664
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
1665
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945,
υποσημ. 11, όπου τονίζει ότι παραμένει άγνωστο «γιατί επιλέχθηκε ο αδόκιμος τίτλος
“αντικείμενο” και γιατί θεωρήθηκε αναγκαίο στο νόμο “για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας” να επαναληφθεί εμφατικά στο άρθρο 2 § 1 ποιο είναι το αντικείμενο του παρόντος
νόμου».
1666
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 59.
1667
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
484

πράγματος με την έννοια της μεταβολής της μορφής του1668. Κατά συνέπεια,
αυτή η πράξη τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
περιλαμβάνει κάθε πράξη με την οποία αλλοιώνεται η μορφή του πράγματος1669.
Η «μεταβίβαση» είναι πιο απλή διαδικασία και συνίσταται στην
παραχώρηση των προϊόντων του εγκλήματος σε κάποιον τρίτο, με τέτοιο τρόπο,
ώστε αυτός να ασκεί πλέον τη φυσική εξουσίαση πάνω στα συγκεκριμένα
περιουσιακά στοιχεία, να έχει, δηλαδή, την κατοχή τους1670.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η «μετατροπή», όσο και η
«μεταβίβαση», ως πράξεις τέλεσης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων,
αποτελούν στην ουσία τους νομοθετική αναγωγή απόπειρας σε ολοκληρωμένο
έγκλημα, αφού δεν απαιτείται για την ολοκλήρωσή τους να έχει επιτευχθεί και η
συγκάλυψη της παράνομης περιουσίας, αλλά αρκεί η προσφορότητα της
συγκεκριμένης πράξης για το σκοπό αυτό1671.
Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο τέλεσης, που περιγράφεται στο στοιχ. β’
του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, «νομιμοποίηση» συνιστούν και όλες οι πράξεις
μέσω των οποίων αποκρύπτεται ή συγκαλύπτεται η αλήθεια όσον αφορά τη
φύση, την προέλευση, τη διάθεση, διακίνηση ή χρήση της περιουσίας, ή τον τόπο
όπου αυτή βρίσκεται ή αποκτήθηκε, ή την κυριότητα ή άλλα δικαιώματα επί της
περιουσίας ή σχετικών με αυτήν δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση
αυτή, ο δράστης δεν εξαφανίζει, ούτε κρύβει τα παράνομα περιουσιακά στοιχεία,
παρά μόνο κρύβει ή συγκαλύπτει την αλήθεια ως προς τη φύση και την
προέλευσή τους και με τη συμπεριφορά του δημιουργεί πλάνη ως προς το που
ακριβώς βρίσκεται, από πού προέρχεται και ποια είναι η φύση της συγκεκριμένης
περιουσίας. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει με ασφάλεια από τη γραμματική
διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης, η οποία χρησιμοποιεί την παρατακτική
σύνδεση με τον σύνδεσμο «ή» των δύο πράξεων τέλεσης της «απόκρυψης» και
της «συγκάλυψης», με αποτέλεσμα η αλήθεια της προέλευσης της συγκεκριμένης

1668
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 157.
1669
Για τις δυνατότητες παραδόξων που μπορούν να δημιουργηθούν κατά την εφαρμογή στην
πράξη της περίπτωσης της τέλεσης ξεπλύματος με την «μετατροπή» της περιουσίας, βλ.
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 168.
1670
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση της Ελισσάβετ
Συμεωνίδου- Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 260.
1671
Ibid, σελ. 261, υποσημ. 9.
485

περιουσίας, η οποία προσδιορίζει τη «συγκάλυψη», να συμπροσδιορίζει και την


«απόκρυψη».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στην περίπτωση του δεύτερου τρόπου
τέλεσης νομιμοποίησης, έχουμε αναγωγή απόπειρας σε ολοκληρωμένο έγκλημα,
καθώς για την ολοκλήρωσή του, δεν απαιτείται να έχει επιτευχθεί και η
συγκάλυψη της παράνομης περιουσίας, αλλά αρκεί η προσφορότητα της
συγκεκριμένης πράξης «απόκρυψης» ή «συγκάλυψης» για το σκοπό αυτό.
Σύμφωνα με τον τρίτο τρόπο τέλεσης, που περιγράφεται στο στοιχ. γ’ του
άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, «νομιμοποίηση» συνιστά και η απόκτηση, η κατοχή, η
διαχείριση ή η χρήση των παράνομων εσόδων. Οι πράξεις αυτές αντιστοιχούν
στις πράξεις της μετατροπής και της μεταβίβασης, του στοιχείου α’, και για το
λόγο αυτό, θα πρέπει να γίνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πρόσφορες να
συγκαλύψουν την παράνομη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι η περίπτωση της «διαχείρισης» αποτελεί νέα προσθήκη
του Ν. 3691/2008, η οποία έγινε καθ’ υπέρβαση της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας,
προκειμένου να καλύψει συμπεριφορές που δεν ενέπιπταν στην έννοια της
κατοχής ή χρήσης περιουσίας1672. Η περίπτωση της «διαχείρισης», συνεπώς,
αφορά μόνο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο υπαίτιος ασκεί διαχειριστικές πράξεις
οποιουδήποτε είδους περιουσίας, η οποία έχει προέλθει από συγκεκριμένο
βασικό αδίκημα. Η περιουσία αυτή, μάλιστα, μπορεί να προέρχεται εν όλω ή εν
μέρει από το βασικό αδίκημα, αφού ο νόμος δεν κάνει σχετική διάκριση.
Οι πράξεις προσβολής που περιγράφονται στον τέταρτο τρόπο τέλεσης,
του στοιχ. δ’ του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, είναι η χρησιμοποίηση του
χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω
αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η ρητή τυποποίηση της συμπεριφοράς αυτής, μας οδηγεί στο αυτονόητο
συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη διάταξη καλύπτει κενό1673 στην τυποποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων και επομένως, ότι αναφέρεται σε συμπεριφορές που δεν
εμπίπτουν σε άλλες τυποποιούμενες πράξεις, γιατί αν η συγκεκριμένη

1672
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 61.
1673
Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ότι η διάταξη του άρθρου 2 § 2 στοιχ. δ’ Ν.
3691/2008 τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού με τις πράξεις των άλλων περιπτώσεων του ίδιου
άρθρου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της
κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928 – 929.
486

συμπεριφορά καλυπτόταν ήδη από κάποια από τις υπάρχουσες αντικειμενικές


υποστάσεις και ιδίως από την έννοια της «απόκρυψης», τότε δεν θα υπήρχε
ανάγκη αυτοτελούς τυποποίησής της1674. Ενόψει αυτής της παραδοχής, θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τυποποιούμενες στο στοιχ. δ’ συμπεριφορές δεν
συρρέουν, αλλά τελούν σε σχέση αλληλοαποκλεισμού προς τις πράξεις των
άλλων περιπτώσεων του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/20081675. Εξάλλου, η, για πρώτη
φορά, τυποποίηση των συγκεκριμένων πράξεων με το Ν. 3691/2008
συνεπάγεται ότι η διάταξη αυτή δεν είναι δυνατό να καλύψει κυρωτικά
προγενέστερες του Ν. 3691/2008 συμπεριφορές αξιοποίησης του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίες τυχόν είχαν υπαχθεί σε άλλες
νομοτυπικές υποστάσεις, ακριβώς λόγω της ρητής απαγόρευσης της
αναδρομικής ισχύος του ποινικού νόμου, που προκύπτει από τις διατάξεις των
άρθ. 1 ΠΚ και 7 Σ 1676.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη της «τοποθέτησης» ορολογικά ενέχει
κάποια διάρκεια, ενώ, η «διακίνηση» μπορεί να είναι και στιγμιαία1677 πράξη.
Περαιτέρω, στην περίπτωση της «τοποθέτησης» των παράνομων
εσόδων, πρόκειται για έσοδα που αποκτήθηκαν από διαπραχθέν βασικό αδίκημα
εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα και τα οποία, με την κατάθεσή τους σε
τραπεζικό ίδρυμα ή την αγορά μετοχών, για παράδειγμα, εισέρχονται για πρώτη
φορά σ’ αυτόν.

1674
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928. Πρβλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919, η οποία υποστηρίζει ότι αναφορικά με την
«τοποθέτηση» «η ξεχωριστή τυποποίηση δεν υπήρξε αναγκαία για την τυχόν κάλυψη κάποιου
κενού, ενώ αντίθετα ενέχει τον κίνδυνο της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αξιοποίνου σε πράξεις
που δεν εκφράζουν αντικειμενικά ακόμη ούτε καν προσπάθεια νομιμοποίησης του παράνομου
εσόδου», αφού η πράξη αυτή υπάγεται στη γνωστή έννοια της νομιμοποίησης, «ως συγκάλυψης
της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αναφορικά με την προέλευση της περιουσίας». Ενώ
και «η διακίνηση καθεαυτήν μπορεί κάποτε, με βάση τα επιμέρους χαρακτηριστικά της, να
αποτελεί συγκάλυψη ή απόκρυψη της αληθούς προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που
διακινούνται ή μετατροπή ή μεταβίβαση αυτών αντικειμενικά πρόσφορη για απόκρυψη ή
συγκάλυψη της προέλευσής τους».
1675
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1676
Ibid, σελ. 929.
1677
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 910.
487

Στην περίπτωση της «διακίνησης», εξάλλου, τα παράνομα έσοδα


μπορούν να προέρχονται από τη διάπραξη βασικού αδικήματος είτε εντός, είτε
εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Στην περίπτωση που τα έσοδα προέρχονται από βασικό αδίκημα που
διαπράχθηκε εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως, για παράδειγμα, από
κατάχρηση αγοράς, απάτες με πλαστές κάρτες, παρεμβάσεις σε Αυτόματα
Ταμειακά Μηχανήματα (ATM), πλαστές επιταγές ή παράνομη χρήση
λογαριασμών, υπάρχει η δυνατότητα τα έσοδα αυτά είτε να παραμείνουν εντός
του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε να εξέλθουν απ’ αυτόν, με την αγορά, για
παράδειγμα, κάποιου ακινήτου.
Στην περίπτωση που τα παράνομα έσοδα προέρχονται από προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα, η οποία διαπράχθηκε εκτός του χρηματοπιστωτικού
τομέα, για να στοιχειοθετηθεί ο τρόπος τέλεσης της «διακίνησης», θα πρέπει τα
έσοδα αυτά να διακινηθούν εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, για παράδειγμα,
με εντολές μεταφοράς κεφαλαίων σε ξένες τράπεζες.
«∆ιακίνηση» συνιστούν, εξάλλου, και οι περιπτώσεις που τα έσοδα
αποκτούν τον παράνομο χαρακτήρα τους κατά την εισαγωγή τους σε εταιρεία του
χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως θα συνέβαινε, για παράδειγμα, με τα έσοδα
από δωροδοκία, τα οποία αμέσως μετά εξέρχονται από τον χρηματοπιστωτικό
τομέα ή «διακινούνται».
Οι πράξεις της «τοποθέτησης» και «διακίνησης» παράνομων εσόδων,
που τυποποιούνται για πρώτη φορά, στη διάταξη του άρθ. 2 § 2 στοιχ. δ’ Ν.
3691/2008, ως τέταρτος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης
παράνομων εσόδων, εγείρουν σοβαρό προβληματισμό για το αν κατατείνουν,
τελικά, στην καταπολέμηση του ξεπλύματος ή αν, στην πράξη, πετυχαίνουν το
αντίθετο αποτέλεσμα.
Όπως έχει καταδειχθεί από την πράξη, η εξιχνίαση πολλών περιπτώσεων
ξεπλύματος οφειλόταν στην τοποθέτηση των παράνομων εσόδων στα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στα οποία εκτός από τα οφειλόμενα μέτρα
επιμέλειας και αναφοράς, δεν υπάρχει τραπεζικό απόρρητο για αντίστοιχες
έρευνες των αρχών, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή τόσο η επιβεβαίωση
της τέλεσης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, όσο και η
κατάσχεση των παράνομων εσόδων, ως προϊόντων αξιόποινης πράξης. Υπό
αυτό το πρίσμα, οι προηγούμενες εγκληματικές δραστηριότητες όχι μόνο δεν
488

συγκαλύπτονται με την τοποθέτηση των παράνομων εσόδων στον


χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, αποκαλύπτονται1678. Η
συγκεκριμένη τυποποίηση, επομένως, τείνει να εξοικειώνει τους δράστες
νομιμοποίησης με την αποφυγή του χρηματοπιστωτικού τομέα και τους
«σπρώχνει» στην υιοθέτηση πιο άτυπων, αλλά, ταυτόχρονα, και πιο
αποτελεσματικών μεθόδων ξεπλύματος, όπως είναι, για παράδειγμα, η
“hawala”1679.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν
αναγράφεται ρητά στο νόμο, θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι στην
περίπτωση των τεσσάρων πρώτων τρόπων τέλεσης του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων, η πράξη προσβολής πρέπει να διασφαλίζει κάποιο

1678
Βλ. ανάλογο προβληματισμό, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική δογματική και η απήχησή της
στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 289 επ., Σταύρου – Ομήρου
Χούρσογλου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 2593/2006 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑθ, όπ.παρ.,
σελ. 1571, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την
ενσωμάτωση στη νομοθεσία τους τους τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τους Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ.,
σελ. 625, του ιδίου, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 67 – 68, Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
928 και Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918. Πρβλ. μέρος της ελληνικής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία, κατά την εφαρμογή του
προϊσχύοντος Ν. 2331/1995, γινόταν δεκτό ότι από μόνη της η κατάθεση σε τραπεζικό
λογαριασμό, του περιουσιακού προϊόντος που προερχόταν από προηγούμενη εγκληματική
δραστηριότητα, χωρίς κανένα άλλο αντικειμενικό στοιχείο, συνιστούσε ήδη πράξη νομιμοποίησης
εσόδων. Βλ. ενδεικτικά, ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ., ΣυμβΑΠ 1611/2007,
ΠοινΧρ, 2008, σελ. 527 επ., ΣυμβΠλημΑθ 2912/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 167 επ. και
ΣυμβΠηλμΘεσ 51/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1037 επ. Πρβλ. και το ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, ΝοΒ,
2006, σελ. 1566 επ., το οποίο έκανε δεκτό ότι «η απλή κατάθεση από τον ίδιο σε τραπεζικό του
λογαριασμό δε διαφέρει στην ουσία σε τίποτε από την απλή απόκρυψη στο σπίτι του», αφού η
πράξη αυτή ναι μεν συνιστά απόκρυψη, δεν είναι, όμως, ικανή να προσδώσει κανένα «νόμιμο
τίτλο» στα παράνομα έσοδά του. Βλ. τέλος και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου
«Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 915, σύμφωνα με την
οποία, ακριβώς επειδή «η τοποθέτηση των εσόδων σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι
αντικειμενικά πρόσφορη να άγει σε νομιμοφάνεια τους προέλευσης των εσόδων», θα ήταν
«νομοτεχνικά ορθότερο να διαγραφεί το εδ. δ’».
1679
Με τον όρο “hawala” νοείται ένα υπόγειο προφορικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βασίζεται
στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων μερών και στο πλαίσιο του οποίου, δεν
τηρούνται κανενός είδους γραπτά αρχεία. Σύμφωνα με το σύστημα της “hawala”, παραδείγματος
χάριν, οι πληρωμές κατατίθενται σε μια χώρα σε έναν έμπιστο «μεσίτη» και κατά την ίδια μέρα
γίνεται ανάληψη μέσω ενός άλλου μεσίτη, που βρίσκεται σε μια άλλη χώρα. Για το σύστημα
λειτουργίας της “hawala”, βλ. αναλυτικά, Nikos Passas, Formalizing the Informal? Problems in the
National and International Regulation of Hawala, όπ.παρ., σελ. 8 – 9, Saeed Al-Hamiz, Hawala: A
U.A.E. Perspective, όπ.παρ., σελ. 30 – 31 και Jay Albanese, North American Organized
Crime,όπ.παρ., σελ. 15.
489

«νόμιμο τίτλο» για τα παράνομα έσοδα1680, όπως θα συνέβαινε, για παράδειγμα,


στην περίπτωση επένδυσής τους σε μια «εταιρία – βιτρίνα» και στη συνέχεια,
εμφάνισής του ως νόμιμα κέρδη της1681, γιατί μόνο μια τέτοια ερμηνεία, η οποία
είναι επιτρεπτή, αφού περιορίζει την έκταση του αξιοποίνου, συνδέει το ξέπλυμα
χρήματος με την ουσία της οργανωμένης εγκληματικής δράσης.
Περαιτέρω, ο νομοθέτης επενέβη και θετικά και αρνητικά στη διάταξη του
άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008, που τυποποιεί τον πέμπτο τρόπο τέλεσης
«νομιμοποίησης». Θετικά, γιατί απέλειψε όλες τις μορφές συμμετοχής που
τυποποιούνταν ως αυτουργικές πράξεις στο προϊσχύσαν καθεστώς,
διαφυλάσσοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της αναλογικότητας1682. Και
αρνητικά, γιατί όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά και διευρύνθηκε η αυτοτελής, και
εξομοιωμένη με τις ποινές νομιμοποίησης, τιμώρηση της σύστασης οργάνωσης
για τη διάπραξη νομιμοποίησης, στην οποία προστέθηκαν, πλέον, και η
συμμετοχή σ’ αυτήν, καθώς και η σύσταση ή συμμετοχή σε ομάδα δύο
τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη νομιμοποίησης. Η επιλογή αυτή του
Έλληνα νομοθέτη δημιουργεί τρία σοβαρότατα προβλήματα. Το πρώτο, αφορά
την, παρά την κοινή αντίληψη, ένταξη ακόμη και της σύστασης μίας οργάνωσης ή
ομάδας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στην έννοια της «νομιμοποίησης»
καθεαυτή. Το δεύτερο, αφορά τη δογματική και αξιολογική αντινομία ως προς την
προβλεπόμενη κακουργηματική τιμώρηση των πράξεων αυτών, που δεν
συνιστούν καν προπαρασκευή συγκεκριμένης πράξης νομιμοποίησης, με την ίδια
ποινή που τιμωρούνται και οι τετελεσμένες πράξεις νομιμοποίησης, αφού
αμφότερες θεωρούνται και αντιμετωπίζονται από το νόμο ως αυτουργικές
δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων1683. Και το τρίτο, τέλος, αφορά τη
διολίσθηση στην ποινική εξομοίωση της μεταχείρισης των εγκληματικών
οργανώσεων με τις συμμορίες, από τις οποίες ελλείπουν τα στοιχεία της δομής

1680
Βλ. όμοια θέση υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ.,
σελ. 390 και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περ. 465.
1681
Βλ. το αναφερόμενο παράδειγμα σε Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 390.
1682
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
919.
1683
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
490

και της διάρκειας δράσης. Οι διαπιστώσεις αυτές μας υποχρεώνουν να δεχθούμε


ότι στην περίπτωση του πέμπτου τρόπου τέλεσης παραβιάζεται κατάφωρα η
συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας1684 και τα δικαστήρια της
ουσίας, τα οποία, ανεξαρτήτως βαθμού, έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση
να ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας, οφείλουν να μην εφαρμόσουν στην πράξη
τη διάταξη αυτή, ως ευθέως αντιβαίνουσα στο Σύνταγμα.
∆εν θα πρέπει να μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι παρά την ατυχή ονομασία
της αξιόποινης πράξης ως νομιμοποίησης, αυτή δεν μπορεί παρά να αποτελεί
μία προσβολή της δημόσιας τάξης αντίστοιχη με εκείνη των εγκλημάτων του άρθ.
187 ΠΚ1685. Το στοιχείο αυτό δεν διέλαθε απλά της προσοχής του νομοθέτη,
αλλά υποδεικνύει μία εσκεμμένη επιλογή, που ως στόχο είχε, μέσω της
αποδέσμευσης που του προσέφερε η απομάκρυνση από τη διάταξη του άρθ.
187 ΠΚ, να επιτύχει μια απαράδεκτη διεύρυνση του αξιοποίνου με την ταύτιση
της συμμορίας με την εγκληματική οργάνωση.
Ενόψει των ανωτέρω, η μοναδική λύση που θα μπορούσε de lege ferenda
να άρει τις λογικές, ουσιαστικές και δογματικές αντινομίες της διάταξης αυτής, θα
ήταν η πλήρης κατάργησή της και η προσθήκη της κακουργηματικής
νομιμοποίησης εσόδων στον περιοριστικό κατάλογο αξιόποινων πράξεων του
άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αφού η διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ θα κάλυπτε πλήρως και
την ποινική απαξία αυτής της συμπεριφοράς, η οποία είναι ομοειδής με τις
υπόλοιπες περιπτώσεις επιδίωξης κακουργηματικών πράξεων από την
εγκληματική οργάνωση, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που δεν συνέτρεχαν οι
απαιτούμενες από το άρθ. 187 § 1 ΠΚ προϋποθέσεις, οι περιπτώσεις αυτές να
αντιμετωπίζονται από τη διάταξη του άρθ. 187 § 3 ΠΚ1686.
Για λόγους συστηματικής συνέπειας, όμως, της ανάλυσής μας, θα πρέπει
να σημειώσουμε συνοπτικά, ότι η «σύσταση» οργάνωσης ή ομάδας δύο
τουλάχιστον ατόμων, ως πράξη τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης

1684
Όμοια είναι η θέση που έχουν πάρει ο Πολυχρόνης Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και η Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και
δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
1685
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920.
1686
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 63 – 64 και
Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
919.
491

παράνομων εσόδων, σημαίνει ότι δεν αρκεί η απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά,
επιπροσθέτως, απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης ομαδοποίησης, οργάνωσης
και σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου εγκλήματος. Θα πρέπει, δηλαδή, η
σύμπραξη των δύο τουλάχιστον ατόμων να παίρνει το χαρακτήρα μιας
μονιμότερης συσσωμάτωσης, με μια σχετική προοπτική διάρκειας, που να
αποτελεί μια υπαρκτή, αυτόνομη εστία κινδύνου και να παράγει σημαντικές
προοπτικές εγκληματικής συμπεριφοράς. Έτσι, σε αντιδιαστολή, μια ευκαιριακή
συμφωνία, που δεν αποδεικνύεται ότι έχει τη μορφή της «σύστασης», δεν είναι
δυνατό να θεωρηθεί αρκετή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.
Ως «συμμετοχή» κάποιου ως μέλους σε ήδη υπάρχουσα εγκληματική
οργάνωση ή ομάδα, θα πρέπει να νοηθεί η υποταγή της ατομικής του βούλησης
στην οργάνωση ή ομάδα και η ενεργητική συμμετοχή του σ’ αυτή, χωρίς να είναι
αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του συγκεκριμένου μέλους σε όλες τις κατ’
ιδίαν πράξεις της οργάνωσης ή ομάδας. Εξάλλου, η απλή υποστήριξη των
σκοπών της οργάνωσης ή ομάδας, προφανώς, δεν καθιστά κάποιον τρίτο μέλος
της, αφού απαιτείται η οργανική και ενεργητική συμμετοχή του σ’ αυτή.
Υποκειμενικά, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες προϋποθέτει δόλο, ο οποίος μπορεί να είναι κατ’ αρχήν
οποιουδήποτε βαθμού. Συνεπώς, από πλευράς υποκειμενικής υπόστασης αρκεί,
καταρχήν, και ο ενδεχόμενος δόλος για την κάλυψη των στοιχείων της
αντικειμενικής υπόστασης1687.
Στην περίπτωση του πρώτου, δεύτερου και τρίτου τρόπου τέλεσης, που
τυποποιούνται στις διατάξεις του άρθ. 2 § 2 στοιχ. α), β) και γ) Ν. 3691/2008,
απαιτείται, επιπλέον, τουλάχιστον άμεσος δόλος («εν γνώσει»), που να
επικαλύπτει την προέλευση της συγκεκριμένης περιουσίας από την τέλεση
προηγούμενης «εγκληματικής δραστηριότητας», ενώ, αφού κάτι τέτοιο δεν
προβλέπεται στα στοιχεία δ) και ε), στις περιπτώσεις αυτές αρκεί δόλος
οποιουδήποτε βαθμού1688.

1687
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 165. Από τη
νομολογία βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 2458/2005, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 622 επ., ΣυμβΑΠ 402/2004,
ΠοινΛογ, 2004, σελ. 525 επ., ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ., ΣυμβΠλημΑθ
1330/2006, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 727 επ. και ΣυμβΠλημΑλεξ 16/1999 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 376 επ.
1688
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
492

Το γεγονός ότι χρησιμοποιείται η τεχνική έννοια της «εγκληματικής


δραστηριότητας», η οποία αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης,
συνεπάγεται ότι θα πρέπει να καλύπτεται με βεβαιότητα, όχι αφηρημένα, η
αξιόποινη προέλευση του περιουσιακού προϊόντος, αλλά συγκεκριμένα η
εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία αυτό ως περιουσιακό «στοιχείο»
προέρχεται.
Και στο σημείο αυτό επανέρχεται το ζήτημα του ειδικότερου γνωστικού
περιεχομένου του δόλου του δράστη νομιμοποίησης αναφορικά με το βασικό
αδίκημα. Προκειμένου να συντρέξει στο πρόσωπο του δράστη ο συγκεκριμένος
βαθμός δόλου που απαιτείται, θα πρέπει αυτός να γνωρίζει απλώς ότι η κρίσιμη
περιουσία προέρχεται γενικά και αόριστα από κάποιο έγκλημα ή θα πρέπει να
γνωρίζει και άλλα ειδικότερα στοιχεία αυτής της παραμέτρου, όπως είναι η
ταυτότητα του δράστη, ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης και άλλες συνθήκες τέλεσης
του βασικού εγκλήματος1689; Ο Ν. 3691/2008 δεν εισφέρει κανένα απολύτως
στοιχείο στην επίλυση αυτού του δυσχερούς, αλλά ουσιαστικότατου ζητήματος,
αφού απλά αρκείται στη διάταξη του άρθ. 2 § 5 να δηλώσει το αυτονόητο1690, ότι
δηλαδή «η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία του
πραγματικού των αδικημάτων των παραγράφων 2 και 3 μπορούν να συνάγονται
και από τις συντρέχουσες πραγματικές περιστάσεις»1691.

οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής


αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1689
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1690
Βλ. Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τους
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
ΠοινΧρ, 2008, σελ. 958, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι: «∆ικαίως θα μπορούσε κανείς να
υποστηρίξει, ότι η § 5 του άρθρου 2 είναι τελικώς περιττή καθώς το περιεχόμενό της εξαντλείται
στο αυτονόητο της διαπίστωσης του καταλογισμού της εκάστοτε μορφής του δόλου του δράστη
βάσει των στοιχείων, τα οποία υποδηλώνουν την ύπαρξή του (και επομένως όχι “μαντειακώς” ή
“αυθαιρέτως”)». Και συνεχίζει, προτείνοντας, ότι παρά τον περιττό κατ’ ουσίαν χαρακτήρα της, η
διάταξη αυτή δεν θα πρέπει να διαγραφεί, «με την ελπίδα να αντιμετωπιστεί από τα δικαστήρια
ως περίπτωση, κατά την οποία ο νόμος “απαιτεί πρόσθετα περιστατικά για την ύπαρξη του
δόλου” και να αποτελέσει έτσι φάρο για τη νομολογία μας στο ζήτημα της αιτιολόγησης του
δόλου». Βλ. επίσης, τη δριμύτατη κριτική στην διάταξη αυτή του Τσιρίδη, σύμφωνα με τον οποίο,
«δεν είχε λόγο ύπαρξης». Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 102 – 103.
1691
Βλ. σχετικά με τον όρο αυτό, τη δριμύτατη κριτική του Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό
– Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 169, σύμφωνα με τον οποίο, «πόση
δογματική ανακρίβεια και αξιολογική αστοχία να αποδώσει κανείς σε μία τέτοια ανιοχτόκαρδη
παραχώρηση του νομοθέτη προς το δικαστή;» «Με ποια τελολογική ερμηνεία να προσεγγίσει
κανείς τη δυνατότητα συναγωγής των υποκειμενικών αυτών στοιχείων και από τις συντρέχουσες
493

Η απάντηση στο ζήτημα αυτό έχει δοθεί από παλαιότερη ορθή κρίση του
Αρείου Πάγου1692, ο οποίος δέχθηκε ότι για την συνδρομή της κρίσιμης μορφής
του δόλου, απαιτείται η εξειδικευμένη, σαφής και αναλυτική γνώση της
ταυτότητας της προηγούμενης εγκληματικής πράξης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει
να γίνει ερμηνευτικά δεκτό, ότι δεν αρκεί το γνωστικό περιεχόμενο του δόλου του
δράστη της νομιμοποίησης εσόδων να αφορά μόνο το γεγονός ότι το
συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο έχει αξιόποινη προέλευση, αλλά θα πρέπει
να επεκτείνεται και στην ίδια την αξιόποινη πράξη που το δημιούργησε. Θα
πρέπει, δηλαδή, ο δράστης της νομιμοποίησης να γνωρίζει με ακρίβεια το
πρόσωπο του δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, το
χρόνο και τον τόπο τέλεσης, το είδος του τελεσθέντος εγκλήματος, το είδος και
την έκταση των περιουσιακών ωφελημάτων που αποκόμισε ο δράστης του
βασικού εγκλήματος, αλλά και αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η συγκεκριμένη
πράξη είναι πράγματι αξιόποινη1693. Η παραδοχή αυτή έχει ως συνέπεια, ότι η
απόφαση ή το τυχόν παραπεμπτικό βούλευμα, θα πρέπει να περιέχουν ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία1694 σε σχέση με όλες αυτές τις γνωστικές
παραμέτρους του περιεχομένου του δόλου του δράστη, γιατί διαφορετικά η
σχετική κρίση θα είναι αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου, αναιρετέα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά σε σχέση με την τελευταία, ευρύτατη
κατηγορία εγκλημάτων, του άρθ. 3 στοιχ. ιθ) Ν. 3691/2008, ο δράστης

περιστάσεις; Προφανές καθίσταται ότι η διατύπωση αυτή είναι όχι μόνον περιττή, αλλά εγείρει
ζήτημα υπέρβασης του ορίου της ερμηνευσιμότητάς της».
1692
Βλ. ιδίως ΑΠ 372/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 208 επ., ΑΠ 402/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 134
επ. και ΣυμβΑΠ 1611/2007, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 527 επ.
1693
∆εν απαιτείται, ασφαλώς, ο δράστης νομιμοποίησης να γνωρίζει ότι το έγκλημα από το οποίο
προέρχεται το προς νομιμοποίηση περιουσιακό προϊόν συμπεριλαμβάνεται στην περιοριστική
απαρίθμηση του άρθρου 3 Ν. 3691/2008, αλλά απαιτείται να γνωρίζει, για παράδειγμα, ότι
προέρχεται από εμπορία ναρκωτικών, χωρίς να ενδιαφέρει η γνώση του σχετικά με την ένταξη
του εγκλήματος της εμπορίας ναρκωτικών στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 3 Ν.
3691/2008. Πρβλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 166, ο
οποίος φαίνεται να δέχεται ότι ο δράστης νομιμοποίησης απαιτείται να γνωρίζει τουλάχιστον ως
ενδεχόμενο ότι το περιουσιακό προϊόν προέρχεται από «εγκληματική δραστηριότητα» και
Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τους
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
όπ.παρ., σελ. 959, ο οποίος υποστηρίζει ότι η «γνώση» ως στοιχείο της υποκειμενικής
υπόστασης του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων «αφορά μόνον στη σύνδεση περιουσίας και
εγκληματικής δραστηριότητας και όχι στις συνθήκες τέλεσης του βασικού εγκλήματος».
1694
Βλ. ΑΠ 372/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 208, ΑΠ 351/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 206,
ΤριμΕφΠειρ 220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028, ΑΠ 570/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com και ΑΠ 1386/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, σύμφωνα με τις οποίες: «η εγκληματική αυτή
δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή
πιθανολογείται αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον
χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία».
494

νομιμοποίησης θα πρέπει να είναι βέβαιος για δύο στοιχεία, αφενός ότι η


περιουσία προέρχεται από συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και αφετέρου, ότι η
πράξη αυτή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των έξι μηνών1695. Θα
πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι επειδή η προϊσχύουσα διάταξη του Ν.
2331/1995, η οποία απαιτούσε να έχει προκύψει περιουσιακό όφελος
τουλάχιστον 15.000 Ευρώ από την τέλεση του βασικού αδικήματος, είναι
ευμενέστερη, θα εφαρμοστεί αυτή, σύμφωνα με το άρθ. 2 § 1 ΠΚ, σε πράξεις
που έχουν τελεστεί πριν τις 5-8-2008. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, αυτές, ο
δράστης, εκτός από τα δύο ανωτέρω στοιχεία, θα πρέπει να είναι βέβαιος και
αναφορικά με το περιουσιακό όφελος των 15.000 Ευρώ1696.
Περαιτέρω, στην περίπτωση του πρώτου τρόπου τέλεσης, της μετατροπής
ή μεταβίβασης της προερχόμενης από εγκληματικές δραστηριότητες περιουσίας,
για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης, απαιτείται να στοιχειοθετηθεί και
η επιδίωξη του δράστη να επιτευχθεί ένα επιπρόσθετο αποτέλεσμα, το οποίο,
σύμφωνα με την τυποποίησή του, είναι υπαλλακτικά η επιδίωξη είτε απόκρυψης,
είτε συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης της προς νομιμοποίηση
περιουσίας, είτε παροχής συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις
δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των
πράξεών του. Απαιτείται, δηλαδή, σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το
νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε1697.
Όσον αφορά την επιδίωξη απόκρυψης ή συγκάλυψης της παράνομης
προέλευσης της προς νομιμοποίηση περιουσίας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε,
ότι η συγκεκριμένη ρητή αναφορά φαντάζει εκ πρώτης όψεως περιττή. Κι αυτό,
επειδή ο δράστης νομιμοποίησης, ο οποίος με ασφάλεια γνωρίζει και αποδέχεται
την προέλευση του περιουσιακού προϊόντος από συγκεκριμένη «εγκληματική
δραστηριότητα», σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι αυτονόητο και για την

1695
Το γεγονός ότι απαιτείται η βεβαιότητα ως προς αυτά τα στοιχεία, μειώνει κατά πολύ στην
πράξη τις πιθανότητες υπαγωγής μιας συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο κυρωτικό κανόνα. Κι
αυτό συμβαίνει όχι μόνο για τους τρίτους, που ούτως ή άλλως σπανιότατα θα είναι σε θέση να
γνωρίζουν με βεβαιότητα τα ανωτέρω στοιχεία, αλλά ακόμη και για τον ίδιο το δράστη της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας.
1696
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 100.
1697
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 272 – 273, η οποία υποστηρίζει ότι οι επιπλέον σκοποί, που ρητά αναφέρονται στην
περιγραφή του πρώτου τρόπου τέλεσης, θα πρέπει να θεωρηθούν ως «αναγκαίοι άγραφοι όροι»
και στην τρίτη μορφή νομιμοποίησης, δηλαδή την απόκτηση, κατοχή και χρήση της
νομιμοποιούμενης περιουσίας, καθώς «από προφανή αβλεψία του νομοθέτη, δεν έχουν
περιληφθεί στην περιγραφή του κυρωτικού κανόνα».
495

προσωπική του ασφάλεια να επιθυμεί να μην αποκαλυφθεί αυτή η «ύποπτη»


προέλευση. Συνεπώς, μέσα στο ίδιο το περιεχόμενο της υπαιτιότητας, η οποία
καλύπτει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, φαίνεται ότι
ενυπάρχει το στοιχείο της απόκρυψης ή συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης
του περιουσιακού στοιχείου1698. Εύλογα διερωτάται, λοιπόν, κανείς, τι νόημα έχει
η ανάγκη διαπίστωσης παραπέρα σκοπού απόκρυψης ή συγκάλυψης της
αληθινής προέλευσης του περιουσιακού στοιχείου, όταν διαπιστώνεται ότι το
στοιχείο που απαιτείται επιπλέον σε επίπεδο σκοπού, όχι μόνο πραγματώθηκε
ήδη αντικειμενικά, αλλά και καλύπτεται υποκειμενικά από την ασφαλή γνώση και
αποδοχή του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων.
Φρονούμε ότι μόνο αν συνδεθεί το στοιχείο της επιδίωξης απόκρυψης ή
συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης του περιουσιακού στοιχείου με την
προσπάθεια του δράστη νομιμοποίησης εσόδων να προσδώσει κάποιο νόμιμο
τίτλο στην παράνομη περιουσία, είναι δυνατό το στοιχείο αυτό να αποκτήσει
νόημα και ουσιαστικό περιεχόμενο.
Σε σχέση με την τρίτη υπαλλακτικά προβλεπόμενη επιδίωξη, δηλαδή αυτή
της «παροχής συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες
αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του», θα
πρέπει να παρατηρήσουμε, καταρχήν, ότι ο όρος «δραστηριότητες αυτές», με
σαφήνεια υπονοεί κάποια από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρθ. 3 Ν.
3691/2008, εγκληματικές πράξεις.
Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστο το ποιο είναι το πρόσωπο, που
επιδιώκει να βοηθήσει ο δράστης της νομιμοποίησης. Πρόκειται για τον φυσικό
αυτουργό ή για κάποιον συμμέτοχο της «προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας», ή η αόριστη αναφορά του νομοθέτη συμπεριλαμβάνει
ενδεχομένως και κάποιο άλλο πρόσωπο, η δράση του οποίου, δεν μπορεί να
υπαχθεί στα στενά κριτήρια της «συμμετοχικής πράξης», όπως αυτή
προσδιορίζεται από τον Ποινικό Κώδικα; Υπό το πρίσμα αυτό, η αναφορά του
νόμου σε παροχή συνδρομής «σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες
αυτές», φαίνεται να είναι προβληματική.
Ορθότερο είναι να δεχθούμε, ότι ως πρόσωπο που «εμπλέκεται» σε
εγκληματική δραστηριότητα, νοείται, εκτός από τον φυσικό αυτουργό, και κάθε

1698
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 167.
496

άλλο πρόσωπο, το οποίο με οποιασδήποτε μορφής συμμετοχική δράση βοήθησε


στην πραγμάτωση της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας από την
οποία προέκυψε το προς νομιμοποίηση περιουσιακό στοιχείο. Η άποψη αυτή
στηρίζεται και στη γραμματική ερμηνεία του όρου «εμπλέκεται», που
χρησιμοποιείται εν προκειμένω, ο οποίος έχει προφανώς ευρύτερο περιεχόμενο
από τον όρο «διέπραξε», με αποτέλεσμα, να μπορεί να συμπεριλάβει στα
νοηματικά του όρια τόσο την αυτουργική, όσο και τη συμμετοχική δράση.
Το πρόσωπο, εξάλλου, του οποίου τη συνδρομή επιδιώκει ο δράστης
νομιμοποίησης, είναι προφανώς πρόσωπο διαφορετικό από αυτόν1699, κάτι που
αβίαστα προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η οποία κάνει
σαφή αναφορά σε πρόσωπο που έχει σκοπό να παράσχει συνδρομή σε
κάποιον, αφήνοντας να υπονοηθεί με σαφήνεια η ύπαρξη και κάποιου άλλου
προσώπου, το οποίο θα είναι ο αποδέκτης της βοήθειας αυτής. Το πρόσωπο
που σκοπεύει να βοηθήσει είναι ο δράστης της νομιμοποίησης, ενώ το δεύτερο
πρόσωπο, που αποδέχεται τη βοήθεια αυτή, είναι ο φυσικός αυτουργός ή
συμμέτοχος της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας.
Το περιεχόμενο, τέλος, της επιδιωκόμενης συνδρομής προσδιορίζεται από
τους όρους «προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών
του»1700. Συνεπώς, στο πλαίσιο της συνδρομής, την οποία ο δράστης
νομιμοποίησης επιδιώκει, συμπεριλαμβάνεται νοηματικά η ματαίωση της δίωξης
ή της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, ή η μη αποκάλυψη του αυτουργού ή
συμμέτοχου της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, από την οποία
προέκυψε το προς νομιμοποίηση περιουσιακό προϊόν.

1699
Βλ. και το βούλευμα του ΣυμβΠλημΘες 1526/2001, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1249 επ., σύμφωνα
με το οποίο «σε περίπτωση ταύτισης του προσώπου της προηγούμενης πράξης (δηλαδή ενός εκ
των εγκλημάτων που προβλέπονται ως “εγκληματική δραστηριότητα”) με τον δράστη της
νομιμοποίησης εσόδων, έχει ως συνέπεια τον κολασμό αυτού μόνο για την τέλεση της
προηγούμενης πράξης (εγκληματικής δραστηριότητας) και όχι για το έγκλημα της
νομιμοποίησης». Βλ. επίσης ΣυμβΕφΘράκης 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573 επ. και Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1361 επ.
1700
Σύμφωνα με το βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ 1526/2001, «η παροχή της συνδρομής δεν έχει
την έννοια της συνέργειας (άρθρα 45 – 47 ΠΚ), αλλά αυτή της παροχής συνδρομής μετά την
τέλεση της εγκληματικής δραστηριότητας». Βλ. ΣυμβΠλημΘεσ 1526/2001, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
1251.
Για την αναζήτηση, εξάλλου, της ratio της ρύθμισης αυτής στα διεθνή κείμενα, βλ. Γιώργου
∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 170 – 171.
497

Περαιτέρω, σε σχέση, ευρύτερα, με τον σκοπό απόκρυψης, ή


συγκάλυψης, ή παροχής συνδρομής1701, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι
σύμφωνα με το Χωραφά1702, στα εγκλήματα σκοπού, οι υποκειμενικοί όροι
προϋποθέτουν και αντικειμενικά στοιχεία, που δεν διατυπώνονται ρητά, αλλά
σαφώς υπονοούνται. Συνεπώς, για την πλήρωση της αντικειμενικής τους
υπόστασης δεν αρκεί μία οποιαδήποτε πράξη, που υπάγεται εννοιολογικά στο
εύρος των χρησιμοποιούμενων από το νομοθέτη αντικειμενικών όρων, αλλά
πρέπει, επιπλέον, η πράξη αυτή να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει
στην πραγμάτωση του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης1703. Έτσι, εν
προκειμένω, πράξη νομιμοποίησης δεν είναι κάθε μετατροπή ή μεταβίβαση, αλλά
μόνο εκείνη που είναι αντικειμενικά πρόσφορη να κρύψει ή να συγκαλύψει την
παράνομη προέλευση των εσόδων ή να προσφέρει συνδρομή σε όποιον
εμπλέκεται στο έγκλημα, από το οποίο προέρχονται τα παράνομα έσοδα.
Μία τελευταία παρατήρηση, προς όφελος της συστηματικής πληρότητας
της ανάλυσής μας, είναι ότι σε περίπτωση που ταυτίζεται ο δράστης της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας με το δράστη νομιμοποίησης, το
στοιχείο της επιδίωξης είτε απόκρυψης, είτε συγκάλυψης της παράνομης
προέλευσης της προς νομιμοποίηση περιουσίας, είτε παροχής συνδρομής, που
υπαλλακτικά απαιτείται για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του
πρώτου τρόπου τέλεσης, αποτυπώνει ως συμπεριφορά τον πυρήνα της
ατιμώρητης αυτοϋπόθαλψης1704.

1701
Βλ. σχετικά και το γόνιμο προβληματισμό της Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου,
Κακουργήματα στο Ν. 2331/1995: Μοναδική επιλογή για τον νομοθέτη;, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 437, η οποία θεωρεί τη νομιμοποίηση εσόδων, που ως σκοπό έχει τη ματαίωση της δίωξης
της πρότερης πράξης ή τη διασφάλιση της περιουσίας που προήλθε από αυτήν, ως πράξη
συναφείας. Και σημειώνει ότι οι πράξεις συναφείας, που προβλέπονται στο δίκαιό μας, είναι η
αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος και η υπόθαλψη εγκληματία, οι οποίες, κατά τον
προϊσχύοντα Ποινικό Νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 72 § 5, τιμωρούνταν ως μορφές συνέργειας
μετά την πράξη.
1702
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 242.
1703
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1704
Βλ. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, όπ.παρ., σελ. 273 επ. και 284, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περ. 461, Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η δίκαιη ποινή ως πολιτισμικό
κεκτημένο, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων,
με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 33, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου
498

Στην περίπτωση του τέταρτου τρόπου τέλεσης, κατά τον οποίο


χρησιμοποιείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας με την τοποθέτηση σε αυτόν, ή τη
διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές
δραστηριότητες, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται,
επιπροσθέτως, η στοιχειοθέτηση του σκοπού να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν
λόγω έσοδα. Θα πρέπει, δηλαδή, οι πράξεις καθαυτές να είναι αντικειμενικά
πρόσφορες να προσδώσουν νομιμοφάνεια στο προς νομιμοποίηση περιουσιακό
προϊόν1705, να είναι, επομένως, δυνατό να συναχθεί με αντικειμενικά κριτήρια η
επιδίωξη του δράστη νομιμοποίησης, τα συγκεκριμένα παράνομα έσοδα να
αποκτήσουν κάποιο «νόμιμο τίτλο», κάτι που θα συμβαίνει, για παράδειγμα, στις
περιπτώσεις αγοράς ομολόγων, εντόκων γραμματίων ή μετοχών ή όταν τα έσοδα
αυτά εμφανίζονται ως νόμιμα κέρδη κάποιας επιχείρησης, η οποία λειτουργεί ως
βιτρίνα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων σ’ αυτή
του τη μορφή έχει τυποποιηθεί ως έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης, με αποτέλεσμα, ο σκοπός πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα
παράνομα έσοδα, να αντιστοιχεί και να επικαλύπτει το υπονοούμενο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης της εξασφάλισης με την πράξη προσβολής κάποιου
«νόμιμου τίτλου» για τα παράνομα έσοδα, στοιχείο που ανωτέρω, κατά την
ανάλυση των πράξεων προσβολής, δεχθήκαμε ότι θα πρέπει να γίνει
ερμηνευτικά δεκτό.
Για την πλήρωση του πέμπτου τρόπου τέλεσης, τέλος, απαιτείται δόλος
σκοπού αναφορικά με την τέλεση μίας τουλάχιστον από τις πράξεις που
περιγράφονται στα στοιχ. α), β), γ) και δ) του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008. Οι
πράξεις αυτές, οι οποίες οφείλουν να νοηθούν ως numerus clausus, χωρίς να
είναι επιτρεπτή η αναλογική διεύρυνσή τους, πρέπει να αποτελούν, ταυτόχρονα,
την επιδίωξη της συσταθείσας οργάνωσης ή ομάδας και να επικαλύπτονται από
το δόλο σκοπού του κάθε μέλους ξεχωριστά.

Συνεδρίου τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος:


«Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 163 –
164 και Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005,
που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ.
481.
1705
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
919.
499

Η επιδίωξη διάπραξης μίας τουλάχιστον πράξης ξεπλύματος θα πρέπει να


υπάρχει, κατά την έστω άτυπη βούληση των μετεχόντων, χωρίς να είναι
απαραίτητο να έχουν εξειδικευτεί οι κατ’ ιδίαν πράξεις ή να έχει εκδηλωθεί προς
τα έξω δραστηριότητα ή και να έχει σχεδιασθεί και μία ακόμη πράξη, καθώς αρκεί
η ύπαρξη της οργάνωσης με το συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος, όμως, σε κάθε
περίπτωση, θα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα1706. Κατά συνέπεια, δεν έχει
σημασία αν το σχεδιαζόμενο έγκλημα είναι ήδη ειδικώς ορισμένο ή όχι.
Εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν είναι αναγκαίο η νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να αποτελεί τον κύριο σκοπό ή την
αποκλειστική δραστηριότητα της συγκεκριμένης οργάνωσης ή ομάδας, αλλά
αρκεί ακόμη και να παρασκευάζει την επίτευξη του τελικού σκοπού1707.
Ακριβώς επειδή στην περίπτωση του πέμπτου τρόπου τέλεσης
νομιμοποίησης εσόδων η διαρκής δράση της ομάδας δεν αποτελεί στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί η ομάδα να
συγκροτήθηκε και για τη διάπραξη μιας μόνο πράξης νομιμοποίησης.
∆εν έχει, εξάλλου, σημασία κατά την ανακάλυψη της εγκληματικής αυτής
οργάνωσης ή ομάδας, αν έχει ήδη τελεστεί ή όχι κάποιο από τα σχεδιαζόμενα
εγκλήματα νομιμοποίησης, καθώς η ποινική ευθύνη, που απορρέει από τη
διάταξη του άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε) Ν. 3691/2008, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη
από τη διάπραξη ή όχι του σχεδιαζόμενου εγκλήματος νομιμοποίησης.
Επομένως, αν κάποιος, που εντάσσεται ως μέλος σε εγκληματική
οργάνωση ή ομάδα, η οποία ως στόχο έχει την τέλεση ενός ή περισσοτέρων
κακουργημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δεν
«επιδιώκει», αλλά απλά «αποδέχεται» την τέλεση των ως άνω πράξεων, ως
αναγκαία δράση της ομάδας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί φυσικός αυτουργός
του εγκλήματος του άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε) Ν. 3691/2008, αλλά, ενδεχομένως, μόνο
απλός ή άμεσος συνεργός, αφού ελλείπει η απαιτούμενη εκ του νόμου

1706
Πρβλ. σχετικά με την εφαρμογή της ανάλογης στο ζήτημα αυτό διάταξης του άρθρου 187 §
1 ΠΚ, ΑΠ 87/2000 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 468, ∆ιατΕισΕφΘεσ 265/98, ΥΠΕΡ, 1999 σελ. 435, ΑΠ
265/2002 ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003, ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 402/2004,
ΠράξΛογ, 2004 σελ. 261, ΣυμβΕφΑΘ. 3028/2003 ΠοινΧρ, 2005, σελ. 164, ΣυμβΕφΑΘ
1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075, ΑΠ 33/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, ΑΠ 48/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, ΒουλΣυμβΕφΑιγ. 35/2005 Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 672, ΣυμβΕφΘεσ
491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com.
1707
Πρβλ. για τις εγκληματικές οργανώσεις, ΕφΑθ 3244/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 993 επ., ιδίως
σελ. 1012 – 1013.
500

υποκειμενική υπαιτιότητα για να καταστεί φυσικός αυτουργός. Άγνοια ή


αμφιβολία ή ακόμη και βεβαιότητα, αλλά όχι επιδίωξη, ως προς τους στόχους της
οργάνωσης ή ομάδας συνεπάγεται ένταξη είτε από αμέλεια, είτε με ενδεχόμενο,
είτε με άμεσο δόλο, μορφές υπαιτιότητας που δεν επαρκούν για την κατάφαση
της υποκειμενικής ευθύνης του δράστη1708.
Σε περίπτωση που κάποιος εντάχθηκε σε οργάνωση ή ομάδα, η οποία
έχει συσταθεί για την τέλεση ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων νομιμοποίησης,
αγνοώντας τους εγκληματικούς στόχους της, ή θεωρώντας εσφαλμένα ότι τα
σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι διαφορετικά από τα περιοριστικώς αναφερόμενα
στα στοιχ. α), β), γ) και δ) του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, τότε ευρίσκεται σε
πραγματική πλάνη, η οποία αποκλείει το δόλο και την υποκειμενική του
υπαιτιότητα, αφού δεν προβλέπεται ποινική ευθύνη για το συγκεκριμένο έγκλημα
από αμέλεια.
Περαιτέρω, η πλάνη του δράστη νομιμοποίησης μπορεί να αναφέρεται
στην ίδια την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων, ή στην ύπαρξη του βασικού
εγκλήματος ή, τέλος, σε κάποιο από τα στοιχεία του βασικού εγκλήματος.
Σε περίπτωση που ο δράστης της νομιμοποίησης πλανάται σε σχέση με
την ίδια την πράξη της νομιμοποίησης, για παράδειγμα, όταν θεωρεί ότι η απλή
αγορά ενός σκάφους, το οποίο έχει αποκτηθεί από την τέλεση προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας, ουδόλως τον εμπλέκει και δεν αποτελεί πράξη
νομιμοποίησης, γιατί σκοπεύει να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος και όχι να το
πουλήσει σε κάποιον τρίτο, η πλάνη του είναι νομική και θα κριθεί με βάση τα
οριζόμενα στο άρθ. 31 ΠΚ.
Περαιτέρω, η πλάνη του δράστη νομιμοποίησης ως προς την ύπαρξη του
βασικού εγκλήματος, αποκλείει λογικά τη γνώση του ότι η συγκεκριμένη
περιουσία προέρχεται από το βασικό αδίκημα, με άμεση συνέπεια, να μην
στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων.
∆εν ισχύει, όμως, πάντα το αντίστροφο, δηλαδή η μη γνώση της σύνδεσης
του βασικού εγκλήματος με την πράξη νομιμοποίησης εσόδων, δεν συνεπάγεται
άγνοια του δράστη της νομιμοποίησης ως προς την ύπαρξη του βασικού

1708
Πολλώ δε μάλλον, τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση εμπλοκής κάποιου σε τέτοιου είδους
οργάνωση ή ομάδα παρά τη θέλησή του.
501

εγκλήματος1709. Για παράδειγμα, ένας λαθρέμπορος όπλων, που διατηρεί


ταυτόχρονα πρατήριο υγρών καυσίμων, δίνει εντολή στο χρηματιστή του να
επενδύσει τα κέρδη του από το εμπόριο όπλων στο Χρηματιστήριο,
διαβεβαιώνοντάς τον, όμως, ταυτόχρονα, ότι τα χρήματα αυτά προέρχονται
αποκλειστικά και μόνο από τη νόμιμη επιχειρηματική του δραστηριότητα. Στην
περίπτωση αυτή, η πλάνη του χρηματιστή είναι πραγματική, αφού εξυπαρχής
αποκλείεται η εκ μέρους του γνώση ότι η συγκεκριμένη περιουσία προέρχεται
από την τέλεση βασικού αδικήματος, χωρίς, όμως, απαραίτητα να αγνοεί ότι ο
πελάτης του είναι λαθρέμπορος όπλων.
Εάν δε, η πλάνη του δράστη της νομιμοποίησης αφορά στοιχεία της
αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος, θα πρέπει να γίνει διάκριση
ανάμεσα στον οντολογικό και τον αξιολογικό χαρακτήρα τους. Και σε περίπτωση
που η πλάνη αφορά την οντολογική πλευρά τους, θα ευρίσκεται σε πραγματική
πλάνη, ενώ, στην περίπτωση που αφορά την αξιολογική πλευρά τους, θα πρέπει
να γίνει δεκτό, ότι ευρίσκεται σε νομική πλάνη1710.
Το πλαίσιο ποινής του βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων
προερχόμενων από εγκληματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθ. 45 § 1 περ. α’ Ν. 3691/2008, είναι κάθειρξη από πέντε έως δέκα χρόνια και
χρηματική ποινή από 20.000 έως 1.000.000 Ευρώ1711. Η χρήση παρατακτικής
σύνδεσης από το νομοθέτη υπονοεί ότι οι προβλεπόμενες ποινές, δηλαδή και η
στερητική της ελευθερίας ποινή και η χρηματική ποινή, επιβάλλονται σωρευτικά.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 4, αναφορικά με τις
ποινικές κυρώσεις του άρθ. 45 δεν εφαρμόζεται το άρθ. 83 περ. ε' ΠΚ, δηλαδή,
σε δίκες που αφορούν ξέπλυμα χρήματος, δεν εναπόκειται στη διακριτική
ευχέρεια του δικαστή, στις περιπτώσεις που στο γενικό μέρος προβλέπεται
1709
Βλ. Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τους
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
όπ.παρ., σελ. 959.
1710
Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικά με την αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων, Βασιλείου
Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τους νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 959.
1711
Σε σχέση με το προϊσχύον άρθρο 2 Ν. 2331/1995, η προβλεπόμενη στερητική τους
ελευθερίας ποινή παρέμεινε η ίδια, ενώ προστέθηκε και η υποχρεωτικά επιβαλλόμενη
παρεπόμενη χρηματική ποινή. Βλ. σχετικά τις σοβαρότατες επιφυλάξεις του Πολυχρόνη Τσιρίδη,
Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 246, σύμφωνα με τον οποίο, «η αδιάκριτη
πρόβλεψη υποχρεωτικής αθροιστικής χρηματικής ποινής, και μάλιστα αδιακρίτως σε όλες τις
περιπτώσεις πράξεων νομιμοποίησης εσόδων, κρίνεται ως ιδιαίτερα αυστηρή, ενόψει και του
γεγονότος ότι οι ήδη προβλεπόμενες ποινές, αλλά και λοιπές συνέπειες που υφίσταται ο υπαίτιος,
με την κατάγνωση της ενοχής του, είναι δρακόντειες και εξοντωτικές, σε σύγκριση με τις
προβλεπόμενες ποινές για αντίστοιχες πράξεις από τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε.».
502

ελαττωμένη ποινή, να επιβάλλει μόνο την προβλεπόμενη χρηματική ποινή και ως


εκ τούτου και στις περιπτώσεις, όπου προβλέπεται ελαττωμένη ποινή, ο δικαστής
είναι υποχρεωμένος να επιβάλλει αθροιστικά και την προβλεπόμενη στερητική
της ελευθερίας και τη χρηματική ποινή.
Στα στοιχ. β' και γ' της § 1 του άρθ. 45 προβλέπονται ορισμένες
επιβαρυντικές περιστάσεις, η συνδρομή των οποίων δικαιολογεί την επιβολή
αυστηρότερης ποινής, καθιστώντας αυτούς τους τρόπους τέλεσης διακεκριμένες
παραλλαγές του βασικού εγκλήματος.
Ειδικότερα, στο στοιχ. β’ τυποποιούνται υπαλλακτικά δύο διακεκριμένες
παραλλαγές νομιμοποίησης εσόδων, με πλαίσιο ποινής κάθειρξη από πέντε έως
είκοσι χρόνια και χρηματική ποινή από 30.000 έως 1.500.000 Ευρώ. Πρώτον, η
περίπτωση που ο υπαίτιος της νομιμοποίησης έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου
νομικού προσώπου. Και δεύτερον, η περίπτωση που το βασικό αδίκημα, από το
οποίο προέκυψε η προς νομιμοποίηση περιουσία, είναι παθητική δωροδοκία
(άρθ. 235 ΠΚ), ή ενεργητική δωροδοκία (άρθ. 236 ΠΚ), ή δωροδοκία δικαστή (άρ
237 ΠΚ), ακόμη και αν για αυτά τα βασικά αδικήματα προβλέπεται ποινή
φυλάκισης.
Επομένως, τα στοιχεία που θα πρέπει να συντρέχουν για να τύχουν
εφαρμογής αυτές οι διακεκριμένες παραλλαγές, είναι είτε η ιδιαίτερη ιδιότητα του
υπαλλήλου υπόχρεου νομικού προσώπου, είτε το γεγονός ότι η παράνομη
περιουσία προήλθε από την τέλεση ενός από τα περιοριστικά αναφερόμενα
εγκλήματα, ακόμη και σε βαθμό πλημμελήματος, δηλαδή από παθητική, ή
ενεργητική δωροδοκία, ή από δωροδοκία δικαστή.
Ως «νομικό πρόσωπο» θα πρέπει να νοηθεί τόσο το νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού, όσο και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αφού δεν γίνεται καμία
σχετική διάκριση στο κείμενο του νόμου, ενώ, θα πρέπει να εξαιρεθούν ρητά τα
φυσικά πρόσωπα, ακόμη και αν υπάγονται στην έννοια των «υπόχρεων
προσώπων» του άρθ. 5 Ν. 3691/20081712, αφού η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ.
β’ Ν. 3691/2008 δεν αναφέρεται σε φυσικά πρόσωπα.

1712
Η καθιέρωση της υποχρέωσης αναφοράς για συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες συνιστά,
σύμφωνα με τη Zerbes, «ένδειξη διάβρωσης των αρχών του ποινικού δικονομικού δικείου στη
σύγχρονη εποχή». Βλ. Ingeborg Zerbes, Υποχρέωση δήλωσης που υπέχουν παράγοντες της
οικονομίας ενόψει της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι
/ Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 243. Για μια ανάλυση, εξάλλου, της σύγχρονης
503

Υπό αυτό το πρίσμα, στην έννοια του «υπόχρεου νομικού προσώπου» θα


πρέπει να υπαχθούν τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι
εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, οι εταιρείες παροχής
επιχειρηματικού κεφαλαίου, οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, οι εταιρείες
φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών, οι κτηματομεσιτικές εταιρείες, οι
επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο επί πλοίων με ελληνική σημαία, καθώς και οι
επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που
διοργανώνουν ή και διεξάγουν τυχερά παιχνίδια και πρακτορεία που σχετίζονται
με τις δραστηριότητες αυτές, οι οίκοι δημοπρασίας, καθώς και τα νομικά
πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες και εμπιστεύματα (trusts)1713.
Από την ανωτέρω οριοθέτηση της έννοιας του «υπόχρεου νομικού
προσώπου», το οποίο, όπως είδαμε, μπορεί να είναι είτε ιδιωτικού, είτε δημοσίου
δικαίου, προκύπτει ότι η έννοια του «υπαλλήλου» μπορεί κατά περίπτωση να
είναι τόσο αυτή του «ιδιωτικού», όσο και αυτή του «δημοσίου» υπαλλήλου.
Έτσι, ειδικά για τις περιπτώσεις που ο δράστης είναι «υπάλληλος»
τράπεζας1714, εταιρείας ορκωτών ελεγκτών-λογιστών1715 ή επιχείρησης,

τάσης να επιβάλλονται ολοένα και περισσότερες υποχρεώσεις συμβολής στο διωκτικό έργο για
ολοένα και περισσότερες ομάδες ιδιωτών που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ή
διαμεσολαβούν εν γένει στις οικονομικές συναλλαγές, βλ. Θεοδώρου Παπακυριάκου, Η ανάθεση
αστυνομικών καθηκόντων σε ιδιώτες ως εργαλείο της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής και
τα όρια ποινικής ευθύνης για την παράβασή τους, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius
Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, ιδίως σελ. 172 επ.
1713
Τα νομικά αυτά πρόσωπα θα πρέπει, για να υπαχθούν στην έννοια του «υπόχρεου νομικού
προσώπου», κατά επιχειρηματική δραστηριότητα, να συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά
πρόσωπα, να ασκούν ή να μεριμνούν, ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει, καθήκοντα διευθυντή ή
διαχειριστή εταιρείας ή εταίρου εταιρείας ή παρόμοιας θέσης, σε άλλα νομικά πρόσωπα ή
σχήματα, να παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική
διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο
ή σχήμα, να ενεργούν ή να μεριμνούν, ώστε να λειτουργούν άλλα πρόσωπα, ως
εμπιστευματοδόχοι ρητού εμπιστεύματος (express trust) ή ανάλογου νομικού σχήματος, να
ενεργούν ως πληρεξούσιοι μετόχων εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη, υπό
την έννοια του στοιχ. α' της § 2 του άρθ. 17 Ν. 3691/2008, και δεν υπόκειται σε απαιτήσεις
γνωστοποίησης και πληροφόρησης κατά την κοινοτική νομοθεσία ή σύμφωνα με ανάλογα διεθνή
πρότυπα ή να μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργεί με ίδιο τρόπο.
1714
Μία από τις κατηγορίες, στην οποία επεκτείνει το άρθρο 263α ΠΚ την ιδιότητα του υπαλλήλου
είναι εκείνη των υπηρετούντων σε τράπεζες (δημόσιες ή ιδιωτικές) που εδρεύουν στην ημεδαπή
κατά το νόμο ή το καταστατικό τους. Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά
Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 99 – 100. Εξάλλου, για την οριοθέτηση της έννοιας της «τράπεζας»,
βλ. Σπύρου Ψυχομάνη, Τραπεζικό ∆ίκαιο. ∆ίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων, Τόμος Ι, (ε’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 5 επ.
1715
Οι ορκωτοί λογιστές θεωρείται ότι εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ.
α’ ΠΚ, στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται για ευρύτερο δημόσιο συμφέρον (άρθρο 2 Ν. ∆.
3329/1955) κατά τις οποίες και έχουν αρμοδιότητα να καταρτίζουν δημόσια έγγραφα, έγγραφα
δηλαδή με πλήρη αποδεικτική ισχύ. Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ.,
σελ. 89 – 90. Πρβλ. Χρήστου Μπάκα, Ιδιωτική Γνωμοδότηση Γνωμοδότηση για την έννοια του
504

οργανισμού ή άλλου φορέα του δημοσίου τομέα, που διοργανώνει ή διεξάγει


τυχερά παιχνίδια1716, η έννοια του υπαλλήλου θα οριοθετείται από τον αυθεντικό
ορισμό του άρθ. 13 στοιχ. α’ ΠΚ, σύμφωνα με τον οποίο, «υπάλληλος είναι
εκείνος στον οποίο έχει ανατεθεί, έστω προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας
δημόσιας ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου».
Με τον νομικό αυτό ορισμό, ο ποινικός νομοθέτης, ακολουθεί μια δική του
έννοια1717 ως προς το ποιος είναι υπάλληλος, στηριζόμενος στο ουσιαστικό
κριτήριο της ανάθεσης σε κάποιον δημόσιας υπηρεσίας. Συνεπώς, το ποιος είναι
υπάλληλος κατά την έννοια του ποινικού νόμου κρίνεται από το ζήτημα της
ανάθεση της άσκησης κάθε είδους εξουσίας, εκτελεστικής, νομοθετικής ή
δικαστικής και όχι από το τυπικό στοιχείο της υπαλληλικής ιδιότητας από άποψη
διοικητικού δικαίου1718. Για το λόγο αυτό, δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα
της έννοιας του υπαλλήλου κατ’ άρθ. 13 στοιχ. α’ ΠΚ η ιδιαίτερη σχέση
υπηρεσιακής εξάρτησης, ούτε οι απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από αυτή,
υποχρεώσεις νομιμοφροσύνης, υπακοής και πολιτικής ουδετερότητας, οι οποίες
χαρακτηρίζουν τον δημόσιο υπάλληλο του Υπαλληλικού Κώδικα. Κατά συνέπεια,
η ειδοποιός διαφορά δεν είναι η τυπική υπαλληλική σχέση, ούτε ο τρόπος
ανάθεσης της υπηρεσίας, αλλά η ουσιαστική ενάσκηση δημόσιας υπηρεσίας και
το είδος των αρμοδιοτήτων, στοιχείο που ανάγεται στη φύση της σχετικής
δημόσιας υπηρεσίας και της αποστολής της1719. Εξάλλου, και μόνη η άσκηση
μιας δημόσιας λειτουργίας, δεν είναι αρκετή να οδηγήσει στην κατάφαση της

υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 886, σύμφωνα με τον οποίο, οι
ορκωτοί λογιστές εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ μόνο στην
περίπτωση που εκτελούν καθήκοντα που τους ανατέθηκαν υποχρεωτικά. Αντίθετα κατά την ΑΠ
350/1995, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 720, με εισαγγελική πρόταση Α. Σταθοπούλου, ο ορκωτός λογιστής
ενασκεί δημόσιο λειτούργημα είτε εκτελεί τα καθήκοντά του προαιρετικά (άρθρο 3 Ν. ∆.
3329/1955) είτε υποχρεωτικά (άρθρο 2 Ν. ∆. 3329/1955).
1716
Εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 263α περ. δ’ ΠΚ επεκτείνει την
ιδιότητα του υπαλλήλου και σε άτομα που εργάζονται σε επιχειρήσεις, οργανισμούς ή άλλους
φορείς του δημοσίου τομέα, που διοργανώνουν ή διεξάγουν τυχερά παιχνίδια, αφού τα νομικά
αυτά πρόσωπα εισπράττουν χρηματοδοτήσεις από το ∆ημόσιο.
1717
Η απολύτως κρατούσα άποψη στο ποινικό δίκαιο θεωρεί ότι το ποινικό δίκαιο διαμορφώνει
μια δική του, ευρύτερη, έννοια του υπαλλήλου σε σχέση με την αντίστοιχη του διοικητικού δικαίου.
Βλ. Χρήστου ∆έδε, Ποινικόν ∆ίκαιον. Ειδικόν Μέρος. Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν (Άρθρα 253-
263 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1983, σελ. 21, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά
της πολιτειακής εξουσίας, όπ.παρ. σελ. 42, υποσημ. 34, Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά
Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 79, ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος
(Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή, 1988, σελ. 20 και Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη, Παρατηρήσεις στην ΠλημΑθ 369/1973,
ΠοινΧρ, 1973, σελ. 391.
1718
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 77 – 78.
1719
Ibid, σελ. 91.
505

έννοιας του υπαλλήλου, αν αυτή δεν απορρέει από μια δημόσια σχέση εντολής ή
παραγγελίας από την υπηρεσία1720. Ο τύπος και η διάρκεια αυτής της ανάθεσης
δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο. Κρίσιμο στοιχείο είναι η ανάθεση αυτή να αποτελεί
πράξη με χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, ακόμη και αν η ανάθεση αυτή δεν είναι
ατομική και ειδική, αλλά γενική και συλλογική1721.
Περαιτέρω, στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ως «υπάλληλος», σύμφωνα με
τη διάταξη του άρθ. 1 Ν∆ 2655/1953, θα πρέπει να θεωρηθεί «κάθε πρόσωπο,
που απασχολείται κατά κύριο επάγγελμα και έναντι αμοιβής, ανεξάρτητα με τον
τρόπο πληρωμής του, σε υπηρεσία ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή γενικά
επιχείρησης ή σε οποιαδήποτε εργασία και δεν παρέχει αποκλειστικά ή κατά
κύριο λόγο σωματική εργασία. ∆εν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι υπηρέτες
κάθε κατηγορίας, καθώς και γενικά κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιείται αμέσως
στην παραγωγή σαν βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός
εργάτης ή σαν βοηθός ή μαθητευόμενος στις ανωτέρω κατηγορίες ή παρέχει
υπηρετικές γενικά εργασίες»1722.
Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός κάποιου εργαζομένου, στις περιπτώσεις
αυτές, ως «υπαλλήλου», γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και όχι από το
χαρακτηρισμό που δίνεται στη σύμβαση εργασίας, ή από τον τρόπο
υπολογισμού της αμοιβής του, ή από την ενδεχόμενη κατοχή τυπικών
προσόντων. Η υπαλληλική ιδιότητα, επομένως, κρίνεται από το είδος και τη φύση
της παρεχόμενης εργασίας, η οποία θα πρέπει να είναι, κατά κύριο χαρακτήρα,
πνευματική1723.
Η ιδιαίτερη απαξία, αιτιολογείται, στην περίπτωση της τέλεσης
νομιμοποίησης εσόδων από υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου, από το
γεγονός ότι είναι υπάλληλος νομικού προσώπου, το οποίο έχει εκ του νόμου
υποχρέωση αναφοράς προς τις αρχές1724, και με την πράξη του αυτή
προσβάλλει την δικαιολογημένη προσδοκία της Πολιτείας, όχι μόνο να μην
τελέσει ξέπλυμα ο ίδιος, αλλά και να της παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια για την

1720
Αφού το άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ κάνει λόγο για «ανάθεση».
1721
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 92.
1722
Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης έννοιας του «υπαλλήλου» του εργατικού δικαίου, βλ.
ενδεικτικά, ΑΠ 12/2001, ΕΑΕ∆, 2002, σελ. 516, ΕφΑθ 987/1999, ΕΑΕ∆, 2000, σελ. 15 και
ΕφΠατρ 64/1999, ∆ΕΝ, 2000, σελ. 311.
1723
Βλ. αναλυτικά Κωνσταντίνου Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική (Εφαρμογή –
Νομολογία – Ερμηνεία), (χ.ε), Αθήνα, 2003, ιδίως σελ. 29 – 31.
1724
Και διαδραματίζει, με τον τρόπο αυτό, σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του ξεπλύματος.
506

καταπολέμησή του. Η συγκεκριμένη ιδιαίτερη ιδιότητα, που αφορά το πρόσωπο


του δράστη, όταν συντρέχει, επαυξάνει την ποινή, μετατρέποντας την πράξη
νομιμοποίησης εσόδων σε διακεκριμένη. Και ακριβώς επειδή ο όρος αυτός είναι
υποκειμενικός, αναφέρεται στο πρόσωπο του κάθε δράστη ξεχωριστά και αφορά
μόνο αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθ. 49 § 2 ΠΚ.
Η συγκεκριμένη ιδιαίτερη ιδιότητα θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο
του υποκειμένου τέλεσης κατά την τέλεση της πράξης1725. Επομένως, εάν η
τέλεση της νομιμοποίησης εσόδων γίνει μετά την απομάκρυνση του υπαλλήλου
από την υπηρεσία, η περίπτωση αυτή δεν θα υπάγεται στη συγκεκριμένη
διακεκριμένη παραλλαγή, αλλά στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. α’ Ν.
3691/2008 που αφορά το βασικό έγκλημα νομιμοποίησης εσόδων. Εξάλλου,
τυχόν απώλεια της υπαλληλικής ιδιότητας μετά την τέλεση της πράξης, δεν
επηρεάζει την ποινική του ευθύνη.
Οφείλουμε να σημειώσουμε, όμως, κλείνοντας την ανάλυση αυτής της
διακεκριμένης παραλλαγής, ότι η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της των
υπόχρεων φυσικών προσώπων, είναι προφανώς αδικαιολόγητη, ιδίως αν ληφθεί
υπόψη ότι σε ορισμένες από τις κατηγορίες των υπόχρεων προσώπων,
προβλέπεται η παροχή των υπηρεσιών τους είτε ως φυσικών, είτε ως νομικών
προσώπων. Με ποιά λογική για την ίδια πράξη και υπό τη σκέπη της ίδιας
ιδιότητας το αποφασιστικό κριτήριο για την υπαγωγή ή όχι της συγκεκριμένης
συμπεριφοράς στην υπό εξέταση επιβαρυντική περίσταση, θα αποτελέσει το
τεχνικό ζήτημα της φυσικής ή νομικής προσωπικότητας του υπόχρεου
προσώπου;
Τα άτοπα και ανεπιεική αποτελέσματα της διάταξης αυτής είναι θέμα
χρόνου να αντιμετωπιστούν από τα ελληνικά δικαστήρια. Η μοναδική λύση, κατά
την άποψή μας, είναι η κατάργησή της, αφού αντιμετωπίζει άνισα, ίσες και όμοιας
βαρύτητας περιπτώσεις, εξαρτώντας τη βαρύτητα της συμπεριφοράς του
υπαλλήλου από το γεγονός της παροχής των υπηρεσιών του σε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, από αυτά που συνολικά και χωρίς διάκριση αναφέρονται στο άρθ. 5
Ν. 3691/2008 ως «υπόχρεα πρόσωπα»1726.
Περαιτέρω, η δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία εφαρμόζεται η
διακεκριμένη παραλλαγή του στοιχ. β’, όπως είδαμε πιο πάνω, είναι όταν η

1725
Βλ. ειδικότερα, Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 76.
1726
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 248.
507

πράξη νομιμοποίησης αφορά περιουσιακό στοιχείο που προέκυψε από την


τέλεση είτε παθητικής δωροδοκίας, είτε ενεργητικής δωροδοκίας, είτε
δωροδοκίας δικαστή1727, χωρίς να αναπτύσσει καμιά επιρροή το γεγονός ότι η
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα ήταν κακούργημα ή πλημμέλημα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με την προσθήκη στα βασικά αδικήματα της
ενεργητικής δωροδοκίας (άρθ. 236 και 237 § 2 ΠΚ), ο νομοθέτης παρέβλεψε
τελείως την απολύτως κρατήσασα και πάγια άποψη της νομολογίας ότι δεν είναι
δυνατό να συνιστά βασικό αδίκημα, αφού, προφανώς, από την τέλεσή της δεν
παράγεται άμεσα και αιτιακά κανενός είδους περιουσία, η οποία θα αποτελούσε
το υλικό αντικείμενο της πράξης νομιμοποίησης1728.
Η ratio της διάταξης αυτής καθίσταται προφανής και είναι σε κάποιο βαθμό
δικαιολογημένη, αφού ο νομοθέτης θέλησε με την εισαγωγή της συγκεκριμένης
διακεκριμένης παραλλαγής να καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί διακαώς την
καταπολέμηση των «κυκλωμάτων» στο χώρο της δημόσιας διοίκησης και της
δικαιοσύνης, που, ιδίως όταν αποκαλύπτονται, τιτρώσκουν άμεσα το κύρος
αυτού τούτου του Κράτους. Εξάλλου, η εισαγωγή της ρύθμισης αυτής έγινε σε
χρόνο που ήταν ακόμη εκκρεμείς οι υποθέσεις του λεγόμενου «παραδικαστικού
κυκλώματος» και εκκρεμούσαν κατηγορίες για νομιμοποίηση εσόδων
προερχόμενων από το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, αδίκημα, όμως, που
κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν πλημμέλημα. Για να μην υπάρξει
κίνδυνος να εφαρμοστούν οι νέες ευνοϊκότερες διατάξεις, οι οποίες εισάγουν
πλημμεληματικές μορφές νομιμοποίησης εσόδων, στις περιπτώσεις που η
περιουσία προέρχεται από την τέλεση πλημμελήματος, στις υποθέσεις του
«παραδικαστικού κυκλώματος», με άμεση συνέπεια την οριστική παύση της
ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής των πλημμεληματικών, πλέον, πράξεων της

1727
Η προσθήκη αυτής της διακεκριμένης παραλλαγής έγινε κυριολεκτικά «επί του πιεστηρίου»,
αφού δεν υπήρχε ούτε στο προηγηθέν Σχέδιο Νόμου ούτε στο μετέπειτα κατατεθέν στη Βουλή
Νομοσχέδιο, αφού, παράλληλα, προστέθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, στο άρθρο 3 Ν. 3691/2008
ως βασικά αδικήματα τα εγκλήματα της ενεργητικής δωροδοκίας και της δωροδοκίας δικαστή.
1728
Την ερμηνεία αυτή έδωσε η πρώτη απόφαση του Αρείου Πάγου, που επελήφθη του
αναιρετικού ελέγχου της παραπομπής της πρώτης περίπτωσης του «παραδικαστικού
κυκλώματος», ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. και ακολούθησαν τα ΣυμβΑΠ
1432/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,
http://www.dsanet.gr, ΣυμβΑΠ 1646/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του
∆ΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr και ΣυμβΑΠ 1611/2007, ΠοιΧρ, 2008, σελ. 527 επ., που
όλα τους αφορούσαν υποθέσεις του «παραδικαστικού κυκλώματος», παγιώνοντας νομολογιακά
την άποψη αυτή. Πρβλ. την ιδιαίτερα εύστοχη κριτική του Κωνσταντίνου Χατζηκώστα, Μερικές
σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Με αφορμή το βούλευμα ΑΠ
570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 583 επ., ιδίως σελ. 591.
508

νομιμοποίησης εσόδων, ο νομοθέτης επέλεξε την ακύρωση των ευνοϊκών


ρυθμίσεων για τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας την συγκεκριμένη διακεκριμένη
παραλλαγή1729.
Οι επισημάνσεις, όμως, αυτές δεν αναιρούν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη
διακεκριμένη παραλλαγή ενέχει μια αφόρητη επιβάρυνση και έναν, μη ανεκτό
δικαιοπολιτικά, πλεονασμό ποινικής καταστολής, που την καθιστά αντίθετη με
την αρχή της αναλογικότητας1730 μεταξύ της βαρύτητας του βασικού αδικήματος
και της επιβλητέας ποινής για νομιμοποίηση εσόδων, αφού είναι δυνατό να
συμπεριλάβει και τη νομιμοποίηση περιουσίας που προέκυψε ακόμη και από
πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις1731.
Εξάλλου, η εξαίρεση από την εφαρμογή των προνομιούχων παραλλαγών
του Ν. 3691/2008 των εγκλημάτων της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας,
καθώς και της δωροδοκίας δικαστή, δεν ισχύει αναφορικά με την προνομιούχα
παραλλαγή του στοιχ. θ’, αφού ρητά προβλέπεται από τη διάταξη του στοιχ. η’
μόνο η μη εφαρμογή των διατάξεων των στοιχ. στ’ και ζ’. Επομένως, αν η
νομιμοποίηση εσόδων, στην περίπτωση αυτή, προέρχεται από πλημμεληματικές
παραβάσεις των άρθ. 235, 236 και 237 ΠΚ και τα παράνομα έσοδα δεν
υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, στις εκκρεμείς υποθέσεις θα
εφαρμοστεί ως ευμενέστερη η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ Ν. 3691/20081732.
Περαιτέρω, στο στοιχ. γ’ τυποποιούνται υπαλλακτικά τέσσερις
διακεκριμένες περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων με πλαίσιο ποινής κάθειρξη
από δέκα έως είκοσι χρόνια και χρηματική ποινή από 50.000 έως 2.000.000
Ευρώ. Και συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις που ο υπαίτιος ξεπλύματος ασκεί
τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα, ή κατά συνήθεια, ή είναι
υπότροπος, ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος, ή εντός των πλαισίων
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
Επομένως, το υποκείμενο του ξεπλύματος αποτελεί το στοιχείο
προσδιορισμού και των τεσσάρων αυτών διακεκριμένων παραλλαγών.

1729
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 249.
1730
Για την έννοια και το περιεχόμενο της αρχής τους αναλογικότητας, βλ. ιδίως Θεοχάρη
∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, όπ.παρ., σελ. 42
επ.
1731
Βλ. την εύστοχη κριτική του Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 250, ο οποίος τονίζει ότι: «στην ως άνω νομοθετική επιλογή, διακρίνει κανείς “την
αγωνία του νομοθέτη” να μην κατηγορηθεί ότι διευκόλυνε την παραγραφή υποθέσεων του
λεγόμενου “παραδικαστικού κυκλώματος”».
1732
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 252 – 255.
509

Ειδικότερα, στις διακεκριμένες παραλλαγές «της κατ’ επάγγελμα ή κατά


συνήθεια» τέλεσης1733, που αναφέρονται στο στοιχ. γ’ του άρθ. 45 § 1 Ν.
3691/2008, αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, η
συγκεκριμένη πράξη ξεπλύματος αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού
εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων.
Η επικινδυνότητα και η αντίστοιχη ιδιαίτερη απαξία, επικεντρώνεται στις
περιπτώσεις αυτές, στο πρόσωπο του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων.
Πρόκειται για έναν υποκειμενικό όρο1734, ο οποίος, όταν συντρέχει, επαυξάνει την
ποινή, μετατρέποντας την πράξη νομιμοποίησης εσόδων σε διακεκριμένη1735. Ο
όρος αυτός, που, ως υποκειμενικός, αναφέρεται στο πρόσωπο του κάθε δράστη
ξεχωριστά και αφορά μόνο αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του
άρθ. 49 § 2 ΠΚ, είναι η διάπραξη κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια νομιμοποίησης
εσόδων από το συγκεκριμένο δράστη.
Σύμφωνα με τον αυθεντικό ορισμό, που παρέχει η διάταξη του άρθ. 13
στοιχ. στ’ εδ. α’ ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθ. 1 § 1 Ν. 2408/1996, «κατ’

1733
Για την έννοια της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, βλ. ιδίως, Ελισάβετ Συμεωνίδου
– Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1990. Ενώ, για τη δικονομική διάσταση των νομικών αυτών εννοιών, βλ. ∆ημητρίου
Συμεωνίδη, ∆ικονομικές όψεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000. Βλ. επίσης, Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Τινά περί «ξεπλύματος»:
Λογική – συστηματική ερμηνεία και εντροπία του Ν. 2331/1995, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 243, Νικολάου Λίβου, Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρο
13 περ. στ’ ΠΚ), ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1374 επ. και Παναγιώτη Ραπτόπουλου, Κατ’ επάγγελμα και
κατ’ εξακολούθησιν τέλεση της πράξης (Παραγγελία ΕισΕφΘεσ 670/2-2-2006), ΠοινΧρ, 2007,
σελ. 82 – 83.
1734
Για τη θέση αυτών των ειδικών στοιχείων στη δομή του κυρωτικού κανόνα, έχουν
υποστηριχθεί διάφορες απόψεις στην επιστήμη. Συνοπτικά, ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, Περί
συρροής εγκλημάτων, τόμος Α’, (χ. ε.), Αθήνα, 1966, σελ. 68 επ., υποστηρίζει ότι πρόκειται για
«στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως». Ο Νικόλαος Χωραφάς, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ.,
σελ. 273, τα αντιμετωπίζει ως «πρόσθετο όρο της υποκειμενικής πλευράς του εγκλήματος». Ο
Αλέξανδρος Κατσαντώνης, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 136, υποστηρίζει ότι είναι
«υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου». Ο Νικόλαος Παρασκευόπουλος, Φρόνημα και καταλογισμός
στο Ποινικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 173, θεωρεί ότι είναι «στοιχείο του
καταλογισμού». Η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά
συνήθεια εγκλήματος, σελ. 188, θεωρεί ότι είναι «στοιχείο που συμβάλλει στην περιγραφή της
αξιόποινης συμπεριφοράς». Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης, τέλος, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας
(Άρθρα 372 – 384α ΠΚ), (11η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2002, σελ. 115, θεωρεί ότι αποτελούν «υποκειμενικό εξωτερικό όρο του αξιοποίνου».
1735
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Περί συρροής εγκλημάτων, όπ.παρ., σελ. 51 επ. και 56 επ. και
Νικολάου Παρασκευόπουλου, Φρόνημα και καταλογισμός, όπ.παρ., σελ. 170 επ., Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά τους ιδιοκτησίας και
περιουσίας (άρθρα 372 – 406 ΠΚ), εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, αρ. περιθ. 227 επ. και
Ιωάννη Μανωλεδάκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπ.παρ., σελ. 115.
510

επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη


τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με
πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για
πορισμό εισοδήματος». Ενώ, σύμφωνα με το εδ. β’ της ίδιας διάταξης, «κατά
συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση
της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του
συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη»1736.
Συνεπώς, για τη στοιχειοθέτηση της «κατ’ επάγγελμα» τέλεσης, απαιτείται
είτε η διαπίστωση της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της νομιμοποίησης
εσόδων, είτε η συναγωγή του σκοπού αυτού από την ύπαρξη συγκεκριμένης
υποδομής, από την οποία να γίνεται καταφανής ο κρίσιμος σκοπός του δράστη
για πορισμό εισοδήματος μέσω της επανειλημμένης τέλεσης της συγκεκριμένης
πράξης1737.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και μία μεμονωμένη πράξη νομιμοποίησης
εσόδων είναι δυνατό να αξιολογηθεί ως «κατ’ επάγγελμα» τελεσθείσα, αλλά μόνο
στην περίπτωση που αποδεικνύεται η ύπαρξη της αναγκαίας υποδομής για την
επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος κατά τρόπο που να εξασφαλίζει εισόδημα
στο δράστη1738.
Εξάλλου, στο «κατ’ επάγγελμα» τελούμενο έγκλημα οι περισσότερες
πράξεις θα πρέπει να είναι ομοειδείς και δεν θα πρέπει να απέχουν χρονικά
μεταξύ τους, για να μπορεί να δικαιολογηθεί ο βιοπορισμός του δράστη από την
απόκτηση εισοδήματος, το οποίο προέρχεται από την εγκληματική του
δράση1739.
Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομιμοποίηση εσόδων τελείται
«κατά συνήθεια», όταν ο δράστης με τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος
φαίνεται ότι υπακούει σε εσωτερική τάση ή ροπή για την τέλεση τέτοιων

1736
Βλ. και την άποψη του Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 201, ο οποίος
θεωρεί ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο του αυθεντικού χαρακτηρισμού της «κατά συνήθεια»
τέλεσης, επιχείρησε «να ταυτίσει τις κατηγορίες του “καθ’ έξη” και του “κατά συνήθεια”
εγκληματία».
1737
Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 604/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 55 επ., ΑΠ 1275/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ.
695 επ., ΑΠ 1485/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 830 επ., και ΕφΑθ 1161/2000, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
136 επ.
1738
Βλ. Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΠατρ 167/1996, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 1028
και Νικολάου Λίβου, Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ.
1377 επ.
1739
Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1155/2000, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 306, ΑΠ 2464/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ.
104 και ΣυμβΕφΘεσ 221/2007, Ποιν∆ικ, 2008, σελ.1288.
511

εγκλημάτων, η οποία επιβεβαιώνεται, όμως, αντικειμενικά από την


επανειλημμένη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων1740. ∆εν αρκεί, δηλαδή, να
αποτελεί αυτή η υποκειμενική τάση του δράστη συγκυριακή αντίδραση ή στάση,
αλλά οφείλει να αποτελεί σταθερή ροπή, η οποία να χαρακτηρίζει το δράστη ως
στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για να συντρέξει η περίπτωση αυτή, δεν
απαιτείται υποτροπή, η οποία προϋποθέτει προηγούμενες καταδικαστικές
αποφάσεις για ξέπλυμα χρήματος, αλλά, ταυτόχρονα, δεν αρκεί η απλή ύπαρξη
ροπής, η οποία για πρώτη φορά διαπιστώνεται από το δικαστή με τη
συγκεκριμένη πράξη νομιμοποίησης εσόδων, χωρίς προηγούμενη τέλεση και
άλλων πράξεων νομιμοποίησης. Κατά συνέπεια, η διάγνωση της επανειλημμένης
τέλεσης από μόνη της δεν αρκεί για να αιτιολογήσει τη συνδρομή της «κατά
συνήθεια τέλεσης», εάν η σχετική κρίση δεν συνοδεύεται και από την
αιτιολογημένη διαπίστωση ότι αποτελεί απόρροια «σταθερής ροπής» του
συγκεκριμένου δράστη και επιπλέον, ότι η ροπή αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό
στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Στη συνέχεια, ως τρίτη διακεκριμένη παραλλαγή τυποποιείται η
«υποτροπή» του δράστη νομιμοποίησης εσόδων.
Η υποτροπή τυποποιείται ως γενικός λόγος επιτάσεως της ποινής1741, στο
αρ. 88 § 1 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, «όποιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα
ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας που ξεπερνά
τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης
καταδικαστικής απόφασης αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε δέκα
χρόνια, αν είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή
πλημμέλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή».
Από άποψη ουσιαστικής δικαιολογήσεως, ο θεσμός αυτός αποτελεί
εκδήλωση της υπεροχής των σκοπών της ειδικής, έναντι αυτών της γενικής
πρόληψης, καθώς κατ’ εξοχήν στηρίζεται στην «επικινδυνότητα» του

1740
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 21 επ. και 175 επ.
1741
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία (άρθρα 50 – 133 ΠΚ), (ζ’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 130.
512

συγκεκριμένου δράστη1742. Η υποτροπή θεωρείται ως ιδιαίτερη ιδιότητα που


επιτείνει την ποινή, και έτσι, σύμφωνα με το αρ. 49 § 2 ΠΚ, λαμβάνεται υπόψη
μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο καταφάσκεται.
Προϋποθέσεις της υποτροπής είναι: α) Η ύπαρξη τουλάχιστον μίας
αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται στερητική της
ελευθερίας ποινή που υπερβαίνει τους έξι μήνες, για κακούργημα ή πλημμέλημα
εκ δόλου1743. Κατά συνέπεια, δεν θεμελιώνεται υποτροπή, αν ο δράστης είχε
καταδικαστεί μόνο σε χρηματική ποινή1744. Σε περίπτωση, όμως, που η στερητική
της ελευθερίας ποινή έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή σε παροχή
κοινωφελούς εργασίας, υπάρχει δυνατότητα θεμελίωσης υποτροπής, αφού η
μετατροπή δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της στερητικής της ελευθερίας
ποινής1745. β) Η τέλεση νέου κακουργήματος ή πλημμελήματος εκ δόλου, το
οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, μέσα σε 5 χρόνια, αν
η προηγούμενη καταδίκη αφορά πλημμέλημα και σε 10 χρόνια αν αφορά
κακούργημα. Το χρονικό διάστημα αυτό αρχίζει να υπολογίζεται από την
δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης1746, ενώ, για τον
υπολογισμό της πενταετίας ή δεκαετίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 88 § 2,
δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής έκτισης, ούτε ο χρόνος κατά τον
οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος. Θα πρέπει να τονιστεί ότι με τη
διάταξη του άρθ. 88 § 1 ΠΚ, δεν είναι απαιτείται πλέον η ολική ή μερική έκτιση

1742
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 118, Αλέξανδρου Κατσαντώνη,
Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β’, εκδ. Γ. Παρισιάνου, Αθήνα, 1972, σελ. 123, Λάμπρου
Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 130. Πρβλ. Στέργιου
Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 200, σύμφωνα με τον οποίο, «ο θεσμός της υποτροπής
λειτουργεί στο πνεύμα του σκοπού της ποινής ως ανταπόδοσης και έχει ως αιτιολογία το
“αδιόρθωτο” του υπότροπου εγκληματία» και Χρήστου Σιδέρη, Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα
Ποινικόν Κώδικα, εκδ. ΑΦΟΙ Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1979, σελ. 37 επ., ο οποίος συνδυάζει την
υποτροπή και με τους τρεις σκοπούς της ποινής, δηλαδή τη γενική και ειδική πρόληψη, καθώς και
την ανταπόδοση.
1743
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει υποτροπή στην περίπτωση που εξετάζουμε, αν η
προηγούμενη καταδίκη αφορούσε έγκλημα εξ αμελείας, ακόμη και αν συντρέχει το όριο της
ποινής φυλάκισης, που υπερβαίνει τους έξι μήνες, αφού η διάταξη του άρθρου 88 § 1 ΠΚ απαιτεί
την προηγούμενη τέλεση εγκλήματος δόλου.
1744
Υποστηρίζεται, εξάλλου, ότι η υποτροπή θεμελιώνεται ακόμη και όταν η ποινή που
επιβλήθηκε, χαρίστηκε πριν εκτιθεί ή παραγράφηκε ή ανεστάλη υπό όρο, ενώ δεν υπάρχει
υποτροπή όταν η ποινή εξαλείφθηκε με αμνηστία. Βλ. Χρήστου Σιδέρη, Η υποτροπή κατά τον
ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα, όπ.παρ., σελ. 77.
1745
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 132.
1746
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πενταετία ή δεκαετία αρχίζει να υπολογίζεται από την ημέρα
δημοσιεύσεως της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης και όχι από την επομένη, κατ’ ανάλογη
εφαρμογή υπέρ του κατηγορουμένου της διάταξης του άρθρου 112 ΠΚ. Ibid, σελ. 134.
513

της ποινής1747, αλλά αρκεί η αμετάκλητη καταδίκη, για να θεμελιωθεί η


υποτροπή.
Η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν. 3691/2008, που τυποποιεί ως
διακεκριμένη παραλλαγή της νομιμοποίησης εσόδων την υποτροπή του δράστη
της, δεν κάνει κανέναν ειδικότερο προσδιορισμό σε σχέση με τις προϋποθέσεις
που απαιτούνται για την κατάγνωσή της. Το γεγονός αυτό μας υποχρεώνει να
ανατρέξουμε στους όρους και τις προϋποθέσεις της υποτροπής, σύμφωνα με το
άρθ. 88 § 1 ΠΚ, που εξετάσαμε ανωτέρω.
Θα πρέπει, όμως, να γίνει ερμηνευτικά δεκτό, ότι η μόνη διαφοροποίηση
αναφορικά με τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της υποτροπής στην περίπτωση της
διακεκριμένης παραλλαγής της καθ’ υποτροπήν τέλεσης νομιμοποίησης εσόδων,
αφορά τη φύση του προηγουμένως τελεσθέντος εγκλήματος, για το οποίο έχει
χωρήσει ήδη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Για τη θεμελίωση της
υποτροπής γενικά, δεν απαιτείται το νέο έγκλημα να είναι της ίδιας φύσης με το
προηγούμενο. Στην περίπτωση, όμως, που εξετάζουμε εδώ, θα πρέπει να γίνει
δεκτό ότι η προηγούμενη καταδίκη θα πρέπει οπωσδήποτε να αφορά έγκλημα
νομιμοποίησης εσόδων.
Η άποψη αυτή ευρίσκει έρεισμα πρώτον, στη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα
της συγκεκριμένης διάταξης, η οποία τέθηκε με σκοπό να ενισχύσει το ποινικό
οπλοστάσιο απέναντι στο ξέπλυμα χρήματος. Ποιο θα ήταν το νόημα να
τυποποιείται ρητά η υποτροπή του δράστη, ως θεμελιώνουσα διακεκριμένη
παραλλαγή νομιμοποίησης εσόδων, αν δεν υπονοούνταν η προηγούμενη τέλεση
άλλης πράξης νομιμοποίησης εσόδων, η οποία αναδεικνύει εμφαντικά την
μεγαλύτερη επικινδυνότητα του συγκεκριμένου δράστη σε σχέση με την
προστασία των εννόμων αγαθών, που προστατεύονται από τις ποινικές διατάξεις
για το ξέπλυμα; Αν δεν ίσχυε η θέση αυτή, η συγκεκριμένη διάταξη θα ήταν
μάλλον περιττή, αφού ούτως ή άλλως η υποτροπή τυποποιείται ως γενικός λόγος
επιτάσεως της ποινής στο άρθ. 88 § 1 ΠΚ.

1747
Σύμφωνα με το προϊσχύον άρθρο 88 ΠΚ δεν αρκούσε για τη θεμελίωση της υποτροπής η
αμετάκλητη καταδίκη, αλλά έπρεπε να υπάρχει ολική ή μερική έκτιση της ποινής. Η διάταξη αυτή
αποδεχόταν, στην ουσία, το σωφρονιστικό χαρακτήρα της υποτροπής, αφού στο πλαίσιο της
θεώρησης αυτής, αν ο υπαίτιος δεν είχε υποστεί τις επιδράσεις της σωφρονιστικής αγωγής, δεν
ήταν δυνατό να θεωρηθεί υπότροπος. Με την αναμόρφωση του θεσμού της υποτροπής με το Ν.
1419/1984, ο θεσμός της υποτροπής μεταβλήθηκε από σωφρονιστική σε δικαστική υποτροπή.
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 132, υποσημ.
13 και σελ. 134, υποσημ. 17, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε βιβλιογραφία και νομολογία.
514

Και δεύτερον, μπορεί να συναχθεί ένα έμμεσο επιχείρημα υπέρ της


υποστηριζόμενης εδώ θέσης, από το γεγονός ότι και για τις δύο προηγούμενες
περιπτώσεις, οι οποίες τυποποιούν διακεκριμένες παραλλαγές νομιμοποίησης
εσόδων και αναφέρονται στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν. 3691/2008,
δηλαδή για την «κατ’ επάγγελμα» και για την «κατά συνήθεια» τέλεση, που
εξετάσαμε ανωτέρω, και με τις οποίες η «υποτροπή» συνδέεται διαζευκτικά,
απαιτείται η νομιμοποίηση εσόδων να τελείται με τους όρους της «κατ’
επάγγελμα» ή της «κατά συνήθεια» τέλεσης νομιμοποίησης και όχι
οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος, και για το λόγο αυτό, αυτοί οι τρόποι τέλεσης
αποτελούν διακεκριμένες παραλλαγές του εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων.
Η τέταρτη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθ. 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν. 3691/2008
στοιχειοθετείται, όταν ο δράστης νομιμοποίησης εσόδων «έδρασε για
λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης ή ομάδας».
Η διάταξη αυτή εγείρει αμέσως το ερώτημα μήπως, τελικά, η τυποποίηση
της συγκεκριμένης διακεκριμένης παραλλαγής νομιμοποίησης, εξ αντιδιαστολής,
σημαίνει ότι η βασική μορφή νομιμοποίησης δεν συνδέεται με το οργανωμένο
έγκλημα, ως ενισχυτική λειτουργία του1748; Προσεκτικότερη παρατήρηση, όμως,
της συγκεκριμένης νομοτυπικής μορφής αποκαλύπτει ότι αφορά μόνο τις
περιπτώσεις νομιμοποίησης που γίνονται τουλάχιστον με άμεσο δόλο σε σχέση
με τη στήριξη της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας1749. Κατά
συνέπεια, υπάρχει περιθώριο εφαρμογής της βασικής διάταξης για τη
νομιμοποίηση εσόδων, όταν ο δράστης έχει ενδεχόμενο δόλο σε σχέση με το
στοιχείο της στήριξης της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή
ομάδας1750.

1748
Τη σύνδεση της νομιμοποίησης εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα έχουν κατεξοχήν
υποστηρίξει ο Γιώργος ∆ημήτραινας, ο Στέφανος Παύλου και η Ελισάβετ Συμεωνίδου –
Κατσανίδου, σχεδόν σε όλες τις κατ’ ιδίαν επιστημονικές συνεισφορές τους, στις οποίες έχουμε
ήδη εκτενώς αναφερθεί ανωτέρω.
1749
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921.
1750
Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η συγκεκριμένη διακεκριμένη
παραλλαγή της νομιμοποίησης εσόδων, αλλά θα μπορούσε να είναι εφικτή ακόμη και η
μετάπτωση σε πλημμεληματικές ποινές στις περιπτώσεις που η νομιμοποίηση τελείται από το
ίδιο πρόσωπο και αφορά το προϊόν ενός βασικού εγκλήματος πλημμεληματικής ταυτότητας ή
όταν, ακόμη και υπό τη συνδρομή άμεσου δόλου ως προς το στοιχείο της εγκληματικής
515

Περαιτέρω, την έννοια της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή


ομάδας την αναλύσαμε εκτενώς ανωτέρω στο ίδιο κεφάλαιο σε σχέση με τα
εγκλήματα του άρθ. 187 §§ 1 και 3 ΠΚ και για λόγους οικονομίας δεν θα
αναφερθούμε εκ νέου σ’ αυτήν.
Ο όρος «για λογαριασμό», που αναφέρεται στη διάταξη, θα πρέπει να
γίνει δεκτό ότι αφορά μια άμεση σχέση συνεργασίας του δράστη νομιμοποίησης
εσόδων με την εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση ή ομάδα. Στην περίπτωση
αυτή, ο δράστης νομιμοποίησης δεν είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης,
αλλά η σχέση μαζί της έχει το χαρακτήρα της απευθείας ανάθεσης. Συνεπώς, για
να πληρωθεί ο όρος αυτός, ο δράστης νομιμοποίησης θα πρέπει να ενεργεί ως
«οιονεί εντολοδόχος» της εγκληματικής οργάνωσης και να είναι δυνατό να
αποδειχθεί η απευθείας συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε με την εγκληματική
οργάνωση, καθώς και το περιεχόμενο αυτής, το οποίο οπωσδήποτε οφείλει να
αφορά τουλάχιστον την συγκεκριμένη πράξη νομιμοποίησης εσόδων, ενώ, σε
επίπεδο υπαιτιότητας, απαιτείται τουλάχιστον άμεσος δόλος, αναφορικά με το
στοιχείο της στήριξης της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
Η δεύτερη, διαζευκτικά τυποποιούμενη στη συγκεκριμένη διακεκριμένη
παραλλαγή, περίπτωση, της δράσης «προς όφελος» της εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας, εφόσον διαφοροποιείται από την ανωτέρω
περίπτωση της «για λογαριασμό» δράσης, υπονοεί ότι ο δράστης νομιμοποίησης
δεν ήλθε σε απευθείας συμφωνία με την εγκληματική οργάνωση, εντούτοις η
συγκεκριμένη πράξη του λειτουργεί τελικά προς όφελος της εγκληματικής
οργάνωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στην περίπτωση που ο δράστης
νομιμοποίησης ήλθε σε συμφωνία με τρίτο μεσάζοντα μεταξύ αυτού και της
εγκληματικής οργάνωσης, ο οποίος δεν είναι μέλος. Το περιεχόμενο, όμως, της
γνώσης του, θα πρέπει να επικαλύπτει το γεγονός ότι η προς νομιμοποίηση
περιουσία είναι εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας. Περαιτέρω,
θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο όρος «προς» που χρησιμοποιείται, υποδεικνύει ότι
δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος του δράστη νομιμοποίησης ως προς το στοιχείο
αυτό, αλλά απαιτείται είτε άμεσος δόλος, είτε δόλος σκοπού.
Η περίπτωση, τέλος, της δράσης «εντός των πλαισίων» εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας αβίαστα υπονοεί ότι ο δράστης

οργάνωσης, νομιμοποιείται, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο, το εγκληματικό προϊόν βασικού
εγκλήματος πλημμεληματικού χαρακτήρα, που δεν ξεπερνά τα 15.000 Ευρώ.
516

νομιμοποίησης είναι ταυτόχρονα και μέλος1751 της εγκληματικής οργάνωσης και η


εκ μέρους του νομιμοποίηση εσόδων εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασμό και
καταμερισμό εργασίας, που έγινε στο επίπεδο των εσωτερικών της σχέσεων,
ενώ, και στην περίπτωση αυτή, απαιτείται τουλάχιστον άμεσος δόλος του δράστη
σε σχέση με το στοιχείο της στήριξης της εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης ή ομάδας.
Τα στοιχ. στ' και θ' του άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008 τυποποιούν
προνομιούχες μορφές του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Και
συγκεκριμένα, το στοιχ. στ’ τυποποιεί, υπαλλακτικά, δύο προνομιούχες
παραλλαγές, για τις οποίες το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται σε φυλάκιση από
ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή από 10.000 έως 500.000 Ευρώ. Ενώ, στη
συνέχεια, η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008, προβλέπει μία
προνομιούχα μορφή νομιμοποίησης, με πλαίσιο ποινής φυλάκιση από δέκα
ημέρες έως δύο χρόνια. Σε περίπτωση δε, σύμφωνα με το εδ. β’ της ίδιας
διάταξης, που συντρέχουν ταυτόχρονα και οι επιβαρυντικές περιστάσεις του
στοιχείου γ’, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται σε φυλάκιση από δύο έως πέντε
έτη και χρηματική ποινή από 30.000 έως 500.000 Ευρώ.
Οφείλουμε, όμως, να επαναλάβουμε ότι η ευρύτατη γκάμα αξιόποινων
πράξεων, που συμπεριλαμβάνει το στοιχείο ιθ’ του άρθ. 3 και τα οποία
αφηρημένα ο νομοθέτης αναβαθμίζει σε «προηγούμενες εγκληματικές
δραστηριότητες», δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να χαρακτηριστούν «σοβαρά
αδικήματα»1752 και λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο μία κατηγορία σοβαρών
βασικών αδικημάτων μπορεί να δικαιολογήσει και τη λήψη των ειδικών επαχθών
μέτρων, που εισάγει σε προληπτικό και κατασταλτικό επίπεδο ο νόμος για τη
νομιμοποίηση εσόδων, ακόμη και η πρόβλεψη πλημμεληματικών ποινών στις
περιπτώσεις των στοιχείων στ’ και θ’, δεν διαφυλάσσει στην ουσία την αρχή της
αναλογικότητας1753.

1751
Για την ιδιότητα του «μέλους» βλ. ιδίως στην Ενότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου την ανάλυση
για την τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 § 1 ΠΚ.
1752
Εντούτοις, τόσο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 όσο και η απόφαση –
πλαίσιο της ΕΕ για την ποινικοποίηση του ξεπλύματος ζητούν από τα κράτη – μέλη να
ποινικοποιήσουν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από σοβαρά βασικά αδικήματα. Βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 56, 58 και 63.
1753
Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις της Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
517

Ειδικότερα, στην περίπτωση του στοιχ. στ' εδ. α’, αν η προβλεπόμενη


ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος του βασικού αδικήματος
τιμωρείται για το, μετέπειτα τελεσθέν από τον ίδιο, αδίκημα της νομιμοποίησης
εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή 10.000 έως
500.000 Ευρώ. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή τυποποιεί μια γενική προνομιούχα
παραλλαγή, η οποία εξαρτάται αφενός, από το γεγονός ότι η παράνομη
περιουσία προήλθε από την προηγούμενη τέλεση πλημμελήματος και αφετέρου,
από την προϋπόθεση ότι ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας ταυτίζεται με το δράστη της νομιμοποίησης.
Το πρώτο συμπέρασμα προκύπτει με ασφάλεια από την αναφορά του
νόμου σε «προβλεπόμενη ποινή» φυλάκισης, η οποία σημαίνει το γενικώς
προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής από τη συγκεκριμένη ποινική διάταξη που
τυποποιεί το βασικό αδίκημα, και όχι φυσικά την ποινή, που, ενδεχομένως,
επιβλήθηκε τελικά στο δράστη του βασικού αδικήματος. Συνεπώς, κατά λογική
ακολουθία με τον ανωτέρω συλλογισμό, δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στην
προνομιούχα αυτή παραλλαγή η νομιμοποίηση παράνομης περιουσίας, η οποία,
ναι μεν, προήλθε από κακουργηματική πράξη, αλλά επειδή στο πρόσωπο του
δράστη του βασικού αδικήματος αναγνωρίστηκε κάποια από τις ελαφρυντικές
περιστάσεις του άρθ. 84 ΠΚ, η ποινή του μειώθηκε με βάση το μέτρο του άρθ. 83
ΠΚ, με αποτέλεσμα αντί για ποινή κάθειρξης να του επιβληθεί τελικά ποινή
φυλάκισης. Περαιτέρω, παρότι δεν αναφέρεται ρητά η εξαίρεση αυτή, θα πρέπει
να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι στην προνομιούχα αυτή παραλλαγή δεν υπάγεται
το σε βαθμό πλημμελήματος τελεσθέν έγκλημα ενεργητικής, ή παθητικής
δωροδοκίας, ή δωροδοκίας δικαστή, αφού η περίπτωση τέλεσης κάποιου από
αυτά τα βασικά αδικήματα, ακόμη και σε βαθμό πλημμελήματος, τυποποιείται
ήδη, όπως είδαμε πιο πάνω, στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. β’ Ν. 3691/2008,
ως διακεκριμένη παραλλαγή.
Η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής, προκύπτει από
την αναφορά της διάταξης στον «υπαίτιο αυτού», η οποία προσδιορίζει το
δράστη του βασικού εγκλήματος. Άμεση συνέπεια, της δεύτερης αυτής
προϋπόθεσης, είναι ότι από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 45 § 1
στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008 εξαιρούνται οι τρίτοι, οι οποίοι, ας σημειωθεί, ορθά
συμπεριλήφθησαν στο πεδίο εφαρμογής του επόμενου στοιχ. θ’.
518

Ο αποκλεισμός των τρίτων από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του στοιχ. στ’ εδ. α’,
όμως, δεν δικαιολογείται, σε καμιά περίπτωση, αφού έρχεται σε ευθεία αντίθεση
με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του
νόμου. Η αντίθεση, μάλιστα, αυτή, καθίσταται προφανής και αυταπόδεικτη, εάν
ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι δυνατό να προβλέπεται άλλη ποινή για το ξέπλυμα
του ίδιου ποσού εγκληματικού προϊόντος, το οποίο προέρχεται από την τέλεση
πλημμελήματος, όταν υπάρχει ταύτιση στο πρόσωπο του δράστη του βασικού
αδικήματος και της νομιμοποίησης εσόδων και διαφορετική ποινή όταν ο
δράστης τέλεσε μόνο τη νομιμοποίηση1754. Εξάλλου, όποια άποψη και αν δεχθεί
κανείς για το έννομο αγαθό που προστατεύεται μέσω της τυποποίησης της
νομιμοποίησης εσόδων, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι στην ανωτέρω
περίπτωση και οι δύο δράστες το προσβάλλουν εξίσου1755.
Κατά συνέπεια, η διάκριση που γίνεται μεταξύ των στοιχ. στ’ και θ’ του
άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται, γιατί προσβάλλει την
αρχή της ισότητας και επομένως, η ευνοϊκότερη τιμώρηση για τη νομιμοποίηση
προϊόντος που προήλθε από πλημμεληματική πράξη, θα πρέπει στην
περίπτωση του στοιχ. στ’ εδ. α’ να ισχύει και για τον τρίτο, χωρίς
περιορισμούς1756.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του στοιχ. στ’ εδ. β’, με την ίδια ποινή,
δηλαδή με φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή από 10.000 έως
500.000 Ευρώ, τιμωρείται και ο υπαίτιος ξεπλύματος, ο οποίος δεν υπήρξε
συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ
αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού,
ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαίτιου του βασικού αδικήματος.
Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του στοιχ. στ’ εδ. β’
περιλαμβάνει μόνο το δράστη του βασικού αδικήματος ή τους οικείους του και όχι

1754
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
922.
1755
Βλ. και την ορθή επισήμανση της Καϊάφα – Γκμπάντι, ότι «τυχόν επιχείρημα που θα απέδιδε
σε υποκειμενικά στοιχεία την ηπιότερη μεταχείριση για τις περιπτώσεις που δράστης και του
βασικού εγκλήματος και της νομιμοποίησης είναι το ίδιο πρόσωπο, αναιρείται από την ίδια την
επιλογή του νομοθέτη να εξομοιώσει την αντιμετώπιση του τρίτου με αυτήν του δράστη του
βασικού αδικήματος στις περιπτώσεις του στοιχ. θ’ του άρθρου 45 § 1 Ν. 3691/2008». Ibid, σελ.
922, υποσημ. 30.
1756
Ibid, σελ. 922.
519

άλλα τρίτα πρόσωπα, στην περίπτωση των οποίων, σύμφωνα με την ανωτέρω
ανάλυση, θα εφαρμοστεί η πρόβλεψη του στοιχ. α’.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, απαιτείται να συντρέχουν
σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν το πρόσωπο του δράστη της
νομιμοποίησης. Η πρώτη προϋπόθεση, διατυπώνεται αρνητικά και απαιτεί για
την πλήρωσή της, ο δράστης νομιμοποίησης να μην είναι «συμμέτοχος» στη
διάπραξη του βασικού αδικήματος. Με τον όρο αυτό, θα πρέπει να νοηθεί το
άτομο η δράση του οποίου υπάγεται στα στενά κριτήρια της «συμμετοχικής
πράξης», όπως αυτή τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα. Συνεπώς, προκειμένου
να υπαχθεί ο δράστης νομιμοποίησης στην προνομιούχα αυτή παραλλαγή, θα
πρέπει να μην είναι φυσικός ή ηθικός αυτουργός, ούτε απλός ή άμεσος συνεργός
στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέκυψε η προς
νομιμοποίησης περιουσία. Και επιπροσθέτως, θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά
η δεύτερη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία, ο δράστης νομιμοποίησης στην
περίπτωση αυτή, θα πρέπει να έχει στενή συγγενική σχέση με τον «υπαίτιο» -
όρος που παραπέμπει στο φυσικό αυτουργό - της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας. Και συγκεκριμένα, η σχέση συγγενείας1757 που τον συνδέει με το
φυσικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, θα πρέπει να είναι μία από τις
περιοριστικά απαριθμούμενες στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. στ’. εδ. β’ Ν.
3691/2008, δηλαδή, θα πρέπει να είναι συγγενής εξ αίματος, ή εξ αγχιστείας, σε
ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού, ή σύζυγος, ή θετός γονέας,
ή θετό τέκνο του υπαιτίου.
Σε περίπτωση δε, που δεν συντρέχει κάποια από τις δύο σωρευτικά
απαιτούμενες προϋποθέσεις, στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω, ο δράστης
νομιμοποίησης δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στην προνομιούχα παραλλαγή του
στοιχ. στ’ εδ. β’, αλλά η πράξη του θα υπάγεται στη βασική ρύθμιση για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες του στοιχ. α’ του άρθ.
45 § 1 Ν. 3691/2008. Εξάλλου, εάν η προς νομιμοποίηση περιουσία προέρχεται

1757
Για την έννοια της «συγγενείας», στην οποία αφιερώνεται το Ένατο Κεφάλαιο του Αστικού
Κώδικα υπό τον ομώνυμο τίτλο, βλ. ενδεικτικά, Ιωάννη ∆εληγιάννη / Χρήστου Κούσουλα,
Οικογενειακό ∆ίκαιο, Η νέα ρύθμιση της συγγένειας και της προστασίας των ανίκανων
προσώπων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 1 επ., Έφης Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη,
Οικογενειακό ∆ίκαιο, Τόμος ΙΙα, Συγγένεια – ∆ιατροφή από το νόμο, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 1 – 9 και Γεωργίου ∆ασκαρόλη, Παραδόσεις Οικογενειακού ∆ικαίου,
Τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992, σελ. 56 – 60.
520

από την τέλεση πλημμελήματος, σύμφωνα με την ανωτέρω ανάλυση, θα


υπάγεται στη διάταξη του στοιχ. στ’ εδ. α’ του άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008.
Σε περίπτωση, τέλος, που εχώρησε ήδη καταδίκη του υπαιτίου για το
βασικό αδίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. ζ’ Ν. 3691/2008,
η ποινή του οικείου, κατά την ανωτέρω έννοια, ο οποίος τελεί το έγκλημα της
νομιμοποίησης εσόδων, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή
για την τέλεση του βασικού αδικήματος1758.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. η’ Ν.
3691/2008, η διάταξη του στοιχείου στ’ δεν εφαρμόζεται σε δύο περιπτώσεις. Η
πρώτη περίπτωση είναι, αν συντρέχουν ταυτόχρονα οι επιβαρυντικές
περιστάσεις του στοιχ. γ', οι οποίες στοιχειοθετούν διακεκριμένες παραλλαγές
του εγκλήματος νομιμοποίησης. Η δεύτερη περίπτωση είναι, όταν το βασικό
αδίκημα περιλαμβάνεται στις τρομοκρατικές πράξεις ή αποτελεί χρηματοδότηση
της τρομοκρατίας.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη διάταξη του στοιχ. στ’ εδ. α’, στην πρώτη
περίπτωση, κατά την οποία ταυτόχρονα με την ελάσσονα βαρύτητα του βασικού
εγκλήματος συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία του στοιχ. γ', τα οποία
καθιστούν αυτή τη μορφή τέλεσης διακεκριμένη, δηλαδή ο υπαίτιος ξεπλύματος ή
νομιμοποιεί παράνομα έσοδα κατ' επάγγελμα, ή κατά συνήθεια, ή είναι
υπότροπος, ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος, ή εντός των πλαισίων
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας1759, η διάταξη του στοιχ. στ’
εδ. α’ δεν εφαρμόζεται. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη προήλθε από μία ορθή
στάθμιση μεταξύ αφενός, της σχετικά ελαφριάς προσβολής του εννόμου αγαθού,
που προστατευόταν από την οικεία διάταξη που τυποποιεί το συγκεκριμένο
βασικό αδίκημα και αφετέρου, της σχετικά μεγάλης επικινδυνότητας του δράστη
νομιμοποίησης, όταν στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κατ’
επάγγελμα, ή κατά συνήθεια τέλεσης, ή της υποτροπής, ή του «συγχρωτισμού»
του με εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση ή ομάδα.
Στη δεύτερη περίπτωση, η εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθ. 45 § 1
στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008, που εισάγει η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. η’ Ν.

1758
Βλ. τις σοβαρότατες επιφυλάξεις μας, που θα αναλυθούν εκτενώς κατωτέρω, για τη
συνταγματικότητα της διάταξης του στοιχείου ζ’, η οποία δημιουργεί στην ουσία «τεκμαρτές
ποινές», που αναιρούν την ίδια την έννοια της επιμέτρησης, καταστρατηγώντας με τον τρόπο
αυτό τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
1759
Για την ανάλυση των όρων αυτών, βλ. ανωτέρω την Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου.
521

3691/2008, δηλαδή, όταν το βασικό έγκλημα αποτελεί χρηματοδότηση της


τρομοκρατίας, εμφανίζεται ως περιττή, αφού η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
που τυποποιείται στο άρθ. 187Α § 6 ΠΚ, είναι κακούργημα και το πεδίο
εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 45 § 1 στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008
συμπεριλαμβάνει μόνο πλημμελήματα.
Περαιτέρω, η αναφορά σε βασικό αδίκημα που περιλαμβάνεται στις
τρομοκρατικές πράξεις είναι εκ πρώτης όψεως παραδεκτή, αφού στον κατάλογο
των «τρομοκρατικών» εγκλημάτων συμπεριλαμβάνονται και πράξεις
πλημμεληματικού χαρακτήρα, οι περισσότερες από τις οποίες, όμως, αφορούν τα
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα του ∆εκάτου Τρίτου Κεφαλαίου του Ποινικού
Κώδικα. Ο αντίλογος που ασφαλώς ανακύπτει στην περίπτωση των εγκλημάτων
αυτών, είναι κατά πόσο είναι δυνατό να δημιουργήσουν οποιοδήποτε
περιουσιακό όφελος, το οποίο στη συνέχεια θα γίνει και αντικείμενο της
αξιόποινης πράξης της νομιμοποίησης εσόδων, που εξετάζεται εδώ.
Και συγκεκριμένα, για να αναδείξουμε το άτοπο της πρόβλεψης αυτής, θα
σκιαγραφήσουμε, εντελώς επιγραμματικά, τις περιπτώσεις τέλεσης βασικού
αδικήματος πλημμεληματικού χαρακτήρα, το οποίο να εντάσσεται, ταυτόχρονα,
στον κατάλογο των τρομοκρατικών πράξεων του άρθ. 187Α § 1 ΠΚ. Οι πράξεις
αυτές αναφέρονται στα στοιχ. β, ε, στ, ζ, θ , ιβ, ιγ, ιδ, ιστ, ιζ, ιη, ιθ, κ και κα της
διάταξης του άρθ. 187Α § 1 ΠΚ. Ειδικότερα, σε βαθμό πλημμελήματος
τιμωρούνται οι πράξεις: της βαριάς σωματικής βλάβης (άρθ. 310 ΠΚ), της
αρπαγής ανηλίκων (άρθ. 324 § 1 ΠΚ), της διακεκριμένης φθοράς ξένης
ιδιοκτησίας (άρθ. 382 § 2 ΠΚ), του εμπρησμού (άρθ. 264 περ. α’ ΠΚ), της
πλημμύρας (άρθ. 268 περ. α’ ΠΚ), της κοινώς επικίνδυνης βλάβης (άρθ. 273
περ. α’ και β’ ΠΚ), της άρσης ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθ. 275 περ. α’
ΠΚ), της πρόκλησης ναυαγίου (άρθ. 277 περ. α’ ΠΚ), της νοθείας τροφίμων (άρθ.
281 § 1 ΠΚ), της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθ. 290 περ. α’
ΠΚ), της διατάραξης της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών
(άρθ. 291 § 1 περ. α’ και § 2 ΠΚ), της παράβασης του άρθ. 8 § 1 περ. α’ Ν∆
181/1974 περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών, των παραβάσεων των
άρθ. 15 § 2 και 17 §§ 1 και 3 του Ν. 2168/1993 περί Όπλων, Πυρομαχικών και
522

Εκρηκτικών υλών και των παραβάσεων των άρθ. 1611760, 1621761, 1631762,
1641763, 1651764, 1681765, 1691766, 1701767, 1731768 και 1741769 του Κώδικα
Αεροπορικού ∆ικαίου (Ν. 1815/1988).
Από τις προαναφερόμενες πράξεις, μόνο οι παραβάσεις των άρθ. 17 §§ 1
και 3 του Ν. 2168/1993 περί Όπλων, Πυρομαχικών και Εκρηκτικών υλών και
μόνο με τη μορφή της εισαγωγής, εξαγωγής, κατασκευής και εμπορίας είναι

1760
Το άρθρο 161 για την παράνομη πτήση ορίζει: «1. Με φυλάκιση έως έξι μήνες και
χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης αεροσκάφους ο οποίος εκτελεί πτήση: α. χωρίς
υποβολή σχεδίου πτήσεως ή μεταβάλλοντας το σχέδιο κατά την πτήση με αναληθή αιτιολογία, β.
χωρίς εγγραφή του αεροσκάφους στο οικείο μητρώο, γ. χωρίς πιστοποιητικό ικανότητος ή μετά
τη λήξη της ισχύος του. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και ο εκμεταλλευόμενος το
αεροσκάφος».
1761
Το άρθρο 162 για τον Κυβερνήτη χωρίς άδεια ορίζει: «1. Όποιος χειρίζεται αεροσκάφος,
χωρίς να έχει άδεια που ισχύει, τιμωρείται σε φυλάκιση έως δύο έτη και με χρηματική ποινή. 2.
Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται, όποιος επιτρέπει ή ανέχεται το χειρισμό αεροσκάφους από
πρόσωπο το οποίο δεν έχει άδεια που ισχύει».
1762
Το άρθρο 163 για τους παραβάσεις υπηρεσιακών καθηκόντων του κυβερνήτη ορίζει: «Με
φυλάκιση έως έξι μήνες και χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης ο οποίος: α. δεν έχει
στο αεροσκάφος ή δεν τηρεί τα προβλεπόμενα έγγραφα, β. δεν εμφανίζει τους αρμόδιες αρχές ή
καταστρέφει τα έγγραφα που αφορούν το αεροσκάφος, γ. εν γνώσει αναγράφει ή επιτρέπει την
εγγραφή ψευδών στοιχείων στα έγγραφα που αφορούν το αεροσκάφος, δ. εν γνώσει
αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση αεροσκάφους, που δεν έχει ή έχει ψευδή ή παραποιημένα σήματα
εθνικότητας και εγγραφής».
1763
Το άρθρο 164 για την Παράβαση κανονισμών εναέριας κυκλοφορίας ορίζει: «1. Με φυλάκιση
έως έξι μήνες και με χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης που παραβαίνει τις διατάξεις για
την εναέρια κυκλοφορία, εφ’ όσον από την πράξη του μπορεί να προκύψει κίνδυνος για την
ασφάλεια των αεροσκαφών. 2. Με φυλάκιση έως ένα έτος και με χρηματική ποινή τιμωρείται ο
εκμεταλλευόμενος αεροσκάφος και ο κυβερνήτης που παραβαίνει τα προβλεπόμενα ελάχιστα
όρια ασφάλειας σε σχέση με τη σύνθεση του πληρώματος, τον αριθμό των επιβατών και το
βάρος των μεταφερόμενων πραγμάτων».
1764
Το άρθρο 165 για την παράβαση υποχρεώσεων του εκμεταλλευομένου αεροσκάφους ορίζει:
«Με φυλάκιση έως έξι μήνες και χρηματική ποινή τιμωρείται ο εκμεταλλευόμενος αεροσκάφος ο
οποίος: α. δεν επιδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ή καταστρέφει τα έγγραφα που αφορούν το
αεροσκάφος, β. δεν έχει την προβλεπόμενη άδεια για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση του
αεροσκάφους, γ. εν γνώσει αναγράφει ή επιτρέπει την αναγραφή ψευδών στοιχείων στα έγγραφα
που φέρει το αεροσκάφος, δ. εν γνώσει επιτρέπει την πτήση αεροσκάφους που δεν έχει ή έχει
ψευδή ή παραποιημένα σήματα εθνικότητας και εγγραφής».
1765
Το άρθρο 168 για την παράνομη φόρτωση ή μεταφορά ορίζει: «1. Με φυλάκιση έως έξι μήνες
και με χρηματική ποινή τιμωρούνται ο κυβερνήτης και ο εκμεταλλευόμενος, αν χωρίς ειδική άδεια
δέχτηκαν στο αεροσκάφος πράγματα των οποίων η μεταφορά κατά τις κείμενες διατάξεις
απαγορεύεται. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος φορτώνει λαθραία σε αεροσκάφος
πράγματα των οποίων η μεταφορά απαγορεύεται κατά τις κείμενες διατάξεις».
1766
Το άρθρο 169 για τη διασάλευση της τάξης ορίζει: «Με φυλάκιση έως ένα έτος ή με
χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος γίνεται πρόξενος διασάλευσης της τάξης στο αεροσκάφος
κατά την πτήση».
1767
Το άρθρο 170 για την παράβαση εντολών του κυβερνήτη ορίζει: «Επιβάτης ή μέλος του
πληρώματος που παραβαίνει εντολή του κυβερνήτη, η οποία αφορά στην ασφάλεια του
αεροσκάφους κατά την πτήση, των προσώπων που επιβαίνουν σ’ αυτό ή των μεταφερόμενων
πραγμάτων τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή με χρηματική ποινή».
1768
Το άρθρο 173 για την πτήση σε απαγορευμένη περιοχή ορίζει: «Με φυλάκιση τιμωρείται ο
κυβερνήτης αεροσκάφους που ίπταται παρανόμως σε απαγορευμένη περιοχή. Το δικαστήριο
μπορεί να διατάξει τη δήμευση του αεροσκάφους».
1769
Το άρθρο 174 για την είσοδο σε απαγορευμένους χώρους ορίζει: «Όποιος χωρίς άδεια της
αρχής εισέρχεται ή οδηγεί ζώο ή τροχοφόρα μέσα σε απαγορευμένους χώρους αεροδρομίου
τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή με χρηματική ποινή».
523

πρόσφορη να δημιουργήσει παράνομο περιουσιακό όφελος και ενδεχομένως, η


τυποποιούμενη στο άρθ. 281 § 1 ΠΚ πράξη της νοθείας τροφίμων. Επομένως,
αυτές μόνο οι περιπτώσεις, είναι λογικά δυνατό να συσχετισθούν με την
αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στο
πλαίσιο αυτό, η επιλογή του νομοθέτη να εξαιρέσει από την εφαρμογή του άρθ.
45 § 1 στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008, τις περιπτώσεις που το βασικό αδίκημα
περιλαμβάνεται στις τρομοκρατικές πράξεις ή αποτελεί χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας, ελέγχεται ως άστοχη και δίνει εναργώς την εντύπωση μιας
βεβιασμένης συμπερίληψης σχετικών και άσχετων μεταξύ τους καταστάσεων και
εγκλημάτων, με μοναδικό κέρδος την έξωθεν εμφάνιση του Έλληνα νομοθέτη ως
ενδιαφερόμενου να πατάξει δια σιδηράς πυγμής τόσο το ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όσο και την τρομοκρατία.
Στη συνέχεια, κατ’ αναλογία, με τη διάταξη του εδ. α’, και η διάταξη του εδ.
β’ δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά του άρθ. 45 § 1 στοιχ. η’ Ν.
3691/2008, όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου νομιμοποίησης συντρέχει κάποια
από τις επιβαρυντικές περιστάσεις του στοιχ. γ', οι οποίες στοιχειοθετούν
διακεκριμένες παραλλαγές του εγκλήματος νομιμοποίησης, όταν, δηλαδή,
κάποιος νομιμοποιεί παράνομα έσοδα κατ' επάγγελμα, ή κατά συνήθεια, ή είναι
υπότροπος, ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος, ή εντός των πλαισίων
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας1770.
Εξάλλου, όταν το βασικό αδίκημα συμπεριλαμβάνεται στις τρομοκρατικές
πράξεις κατ’ άρθ. 187Α ΠΚ ή αποτελεί χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 187Α § 6 ΠΚ, η ευνοϊκή διάταξη του στοιχ. στ’
εδ. β’1771, δεν εφαρμόζεται, προφανώς γιατί ο νομοθέτης αξιολόγησε ως
σημαντικότερη την προσβολή για τη δημόσια τάξη, η οποία διασαλεύεται από τις
πάσης φύσεως τρομοκρατικές ή εγκληματικές οργανώσεις, σε σχέση με την
όποια συγγενική σχέση και την συναισθηματική φόρτιση, που αυτή δημιουργεί,
και η οποία, ενδεχομένως, οδήγησε τον δράστη νομιμοποίησης στην επιλογή να
τελέσει την συγκεκριμένη άδικη πράξη.

1770
Στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, και ο περιορισμός του στοιχείου
ζ’ η ποινή για τη νομιμοποίηση εσόδων να μην υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση
του βασικού αδικήματος.
1771
Όταν συντρέχει, εξάλλου, η διακεκριμένη παραλλαγή του στοιχ. γ’, δεν εφαρμόζεται ούτε η
διάταξη του στοιχ. ζ’ του άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του στοιχ. η’.
524

Περαιτέρω, με το στοιχ. θ' αντιμετωπίζεται η περίπτωση συνδρομής ήπιας


προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης, δηλαδή φυλάκισης, και χαμηλού ύψους
παράνομων εσόδων, από 15.000 Ευρώ και κάτω. Στην περίπτωση αυτή, η ποινή
για ξέπλυμα χρήματος είναι φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Σύμφωνα δε, με την
πρόβλεψη του εδ. β’, αν στην περίπτωση αυτή, στο πρόσωπο του υπαιτίου του
βασικού αδικήματος, ή τρίτου, συντρέχουν, ταυτόχρονα, και οι επιβαρυντικές
περιστάσεις του στοιχ. γ', δηλαδή, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'
επάγγελμα, ή κατά συνήθεια, ή είναι υπότροπος, ή έδρασε για λογαριασμό, προς
όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή
ομάδας, τότε το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο
ετών και χρηματική ποινή από 30.000 έως 500.000 Ευρώ1772.
Θα πρέπει να σημειωθεί, όπως είδαμε και πιο πάνω, ότι η διάταξη του
στοιχείου θ’ ετέθη ως αντιστάθμισμα του καταργηθέντος εδ. δ' της § 1 του άρθ. 2
του Ν. 2331/19951773, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθ. 17 Ν. 3472/2006 και
εξαιρούσε από το πεδίο εφαρμογής του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων τα
αδικήματα της φοροδιαφυγής1774 και της μη καταβολής εργατικών εισφορών στα
ασφαλιστικά ταμεία. Το γεγονός, όμως, ότι συνήθεις πράξεις της καθημερινής
οικονομικής εγκληματικότητας είναι δυνατό, με βάση τις προβλέψεις του Ν.
3691/2008, να αντιμετωπιστούν ως ξέπλυμα χρήματος, ακόμη και αν υπάγονται
σε κάποια από τις προνομιούχες παραλλαγές του, εξυπαρχής βάλλει ευθέως

1772
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη διάταξη του εδ. β’ του στοιχείου θ’ η συνδρομή τρόπου τέλεσης
που θεμελιώνει διακεκριμένη παραλλαγή νομιμοποίησης, δεν ανατρέπει τον πλημμεληματικό
χαρακτήρα της διάταξης αυτής, απλά επαυξάνει το πλαίσιο ποινής. Βλ. σχετικά και Πολυχρόνη
Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 259.
1773
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913, σύμφωνα με την οποία, «η ευνοϊκότερη μεταχείριση των φοροφυγάδων και
εισφοροδιαφευγόντων είναι αντικοινοτική, διότι παραβιάζει τη γενική ρήτρα των βασικών
αδικημάτων (ελάχιστη ποινή άνω των έξι μηνών) που δεν επιτρέπει την αναφορά οποιουδήποτε
ελάχιστου ποσού». Πρβλ. την αντίθετη επιχειρηματολογία, που είδαμε και ανωτέρω, της Μαρίας
Καϊάφα- Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920, σύμφωνα με
την οποία, «∆εν είναι, λοιπόν, ακριβές το αναφερόμενο από την ατιολογική έκθεση του Ν.
3691/2008 ότι η αναφορά οποιουδήποτε ελάχιστου ποσού είναι αντικοινοτική, γιατί παραβιάζει τη
γενική ρήτρα των βασικών αδικημάτων της τρίτης οδηγίας που αναφέρεται σε ελάχιστη ποινή
άνω των 6 μηνών. Και τούτο γιατί ακόμη και η οδηγία, που σημειωτέον δεν επιβάλλει υποχρέωση
ποινικοποίησης στα κράτη μέλη, κατονομάζει το συγκεκριμένο όριο ποινής ως ένδειξη σοβαρών
αδικημάτων. Τούτο σε άλλα κράτη μέλη, με ηπιότερες γενικά από τις δικές μας ποινικές κυρώσεις,
αποδίδει πράγματι σοβαρές αξιόποινες πράξεις που δε θα μπορούσαν να καταληφθούν από την
οδηγία, αν αυτή δεν αναφερόταν σε ένα ελάχιστο όριο που θα κάλυπτε τις διαφορές των ποινών
στα επιμέρους κράτη».
1774
Η φοροδιαφυγή, όμως, όπως είδαμε ανωτέρω, επανήλθε ως «βασικό αδίκημα» με την
προσθήκη της περίπτωσης αυτής με τη διάταξη του άρθ. 77 § 1 Ν. 3842/2010.
525

προς αυτή τούτη τη ratio του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αλλά και των
διεθνών κειμένων στα οποία αυτή στηρίζεται. Γιατί με το να καθίσταται η
νομιμοποίηση εσόδων «παρακολουθηματική» αξιόποινη πράξη όλου σχεδόν του
φάσματος της εγκληματικότητας1775, χάνει το βασικό της στόχο, που είναι η
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία μπορεί να επιτευχθεί
μέσω της αντιμετώπισης του ξεπλύματος των παράνομων κερδών του, έρχεται
σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, και εν τοις πράγμασι αποκτά
νέα ratio, η οποία είναι η ενίσχυση της αστυνομικής λογικής της εποπτείας στην
οικονομία και στην αγορά1776.
Σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. α’ Ν.
3691/2008, προκειμένου να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει να συντρέχουν
σωρευτικά οι δύο προβλεπόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή η ήπια προβλεπόμενη
ποινική κύρωση για το βασικό αδίκημα, το οποίο θα πρέπει να απειλείται με
ποινή φυλάκισης και το χαμηλό ύψος των παράνομων εσόδων, το οποίο θα
πρέπει να είναι από 15.000 Ευρώ και κάτω.
Εξάλλου, και στην περίπτωση του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. α’ Ν.
3691/2008 ισχύουν όσα αναφέραμε ήδη αναλύοντας τις προϋποθέσεις
εφαρμογής της προνομιούχας παραλλαγής, που τυποποιείται στο άρθ. 45 § 1
στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008, σχετικά με την απαιτούμενη προϋπόθεση της
προβλεπόμενης «φυλάκισης» για το βασικό αδίκημα. Και συγκεκριμένα, υπό τον
όρο αυτό, υπονοείται το γενικώς προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής από την
συγκεκριμένη ποινική διάταξη που τυποποιεί το βασικό αδίκημα, και όχι φυσικά η
ποινή, η οποία, ενδεχομένως, επιβλήθηκε τελικά στο δράστη του βασικού
αδικήματος. Και φυσικά, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά η εξαίρεση της
ενεργητικής, ή παθητικής δωροδοκίας, ή δωροδοκίας δικαστή, θα πρέπει να γίνει
ερμηνευτικά δεκτό ότι στην προνομιούχα αυτή παραλλαγή δεν είναι δυνατό να
υπαχθεί το σε βαθμό πλημμελήματος τελεσθέν βασικό έγκλημα ενεργητικής, ή

1775
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 260 – 262.
Τον όρο «συνοδευτικό έγκλημα» χρησιμοποιεί εύστοχα ο Παύλου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924 και 932.
1776
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 933.
526

παθητικής δωροδοκίας, ή δωροδοκίας δικαστή, αφού η περίπτωση τέλεσης


κάποιου από αυτά τα βασικά αδικήματα, ακόμη και σε βαθμό πλημμελήματος,
τυποποιείται ήδη στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. β’ Ν. 3691/2008, ως
διακεκριμένη παραλλαγή.
Τέλος, όταν ταυτόχρονα με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της
προνομιούχας αυτής παραλλαγής, συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις
του στοιχ. γ’, που στοιχειοθετούν διακεκριμένους τρόπους τέλεσης, δηλαδή, σε
περίπτωση που το βασικό αδίκημα είναι πλημμέλημα και η παράνομη περιουσία
που προέκυψε από αυτό είναι από 15.000 Ευρώ και κάτω, αλλά ο δράστης
νομιμοποίησης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα, ή κατά
συνήθεια, ή είναι υπότροπος, ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός
των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας1777, τότε,
σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. β’ Ν. 3691/2008, το
πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται σε φυλάκιση από δύο έως πέντε έτη και
χρηματική ποινή από 30.000 έως 500.000 Ευρώ.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση τόσο της βασικής μορφής νομιμοποίησης
εσόδων όσο και των διακεκριμένων και προνομιούχων παραλλαγών της, θα
πρέπει να σημειώσουμε ότι η διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. ζ’ Ν. 3691/2008,
είναι όμοια κατά βάση, αν και κάπως πιο περιορισμένη1778, σε σχέση με τη
διάταξη του προϊσχύσαντος άρθ. 3 § 1 περ. δ’ Ν. 3424/2005. Η διάταξη αυτή,
στην προσπάθειά της να εφαρμόσει μία δεύτερη έννοια της αναλογικότητας1779,
μεταξύ της τυχόν επιβληθείσας ποινής για βασικό αδίκημα και της επιβλητέας

1777
Βλ. ανωτέρω στην Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου την ανάλυση των προϋποθέσεων
εφαρμογής της διακεκριμένης παραλλαγής που τυποποιείται στο άρθρο 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν.
3691/2008.
1778
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί, πάντως, σύμφωνα με τον Παύλου, η παράλειψη των
υπόλοιπων «ακατανόητων προβλέψεων» του άρθ. 3 § 1 περ. δ’ Ν. 3424/2005, βλ. Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
930, υποσημ. 37.
1779
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913. Πρβλ. και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ.
267 – 268, ο οποίος τονίζει ότι η εκτίμηση της Αιτιολογικής Έκθεσης «είναι απολύτως εσφαλμένη
και αντιστρατεύεται την αρχή της αναλογικότητας, που, κατά τα άλλα, επικαλείται η αιτιολογική
έκθεση. Η βαρύτητα της πράξης νομιμοποίησης, εξ αντικειμένου δεν μπορεί να είναι σοβαρότερη
από τη διάπραξη του βασικού αδικήματος. Αυτή η λογική αναγκαιότητα, επέβαλε την
προϊσχύσασα ρύθμιση». Και συνεχίζει σημειώνοντας εύστοχα ότι «παρά τα προβλήματά της, η
διάταξη είναι τελικά σημαντική. Γιατί αποτελεί την πρώτη ευθεία αναγνώριση του
παρακολουθηματικού χαρακτήρα της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων έναντι των
βασικών εγκλημάτων».
527

ποινής για ξέπλυμα χρήματος κατά του υπαιτίου, ή τρίτου συγγενούς του, αφού,
σύμφωνα με την πρόβλεψή της, η δεύτερη ποινή δεν πρέπει να υπερβαίνει την
πρώτη, καταφέρνει να δημιουργήσει μια τεκμαρτή ποινή, η οποία ως εκ τούτου
είναι αντισυνταγματική1780. Και αυτό συμβαίνει, γιατί μέσα από την κατάλυση
κάθε έννοιας επιμέτρησης, καταστρατηγείται βάναυσα η αρχή της
αναλογικότητας, την οποία υποτίθεται ότι η διάταξη αυτή διαφυλάσσει, αφού η
αρχή της αναλογικότητας διατρέχει ολόκληρο το στάδιο της επιμέτρησης και με
την εισαγωγή τεκμαρτών ποινών αναιρείται η εκ του νόμου προβλεπόμενη
ελαστικότητα της απειλούμενης ποινής, ενόψει της συνδρομής ελαφρυντικών
περιστάσεων1781.
Περαιτέρω, όσον αφορά τη δήμευση του άρθ. 46, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι επαναλαμβάνονται με κάποιες μικρές, αλλά ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, οι
προϊσχύουσες διατάξεις για τη δήμευση. Η § 1 ορίζει τη γενική αρχή της
δήμευσης κάθε περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί προϊόν βασικού
1782
αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθ. 2 . Η § 2 συνδυάζει το β’ εδ. της § 6

1780
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ.
1781
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 348, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική
δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 291
επ., Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος:
Μεταξύ διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 87, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο
δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 153, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων
εσόδων μετά το Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 186, όπου αναφέρεται και
ένα ενδιαφέρον παράδειγμα δημιουργίας ανεπιείκειας, Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Τινά περί
«ξεπλύματος»: Λογική – συστηματική ερμηνεία και εντροπία του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 241
επ., Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Κακουργήματα στο Ν. 2331/1995: Μοναδική επιλογή
για τον νομοθέτη;, όπ.παρ., σελ. 434 επ., Θεοδώρου Παπακυριάκου, Η ποινική νομοθεσία για την
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ως θεμελιώδης άξονας
ενός νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής, στον Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου - εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 508, Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί
σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν
δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 477 – 478 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 266 – 267.
1782
Επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 2 § 6 Ν. 2331/1995, με δύο βασικές διαφορές . Έτσι,
το υπό δήμευση περιουσιακό προϊόν, όπως ορίζεται πλέον ρητά, μπορεί να προέρχεται είτε από
την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα είτε από την ακόλουθη πράξη νομιμοποίησης ενώ,
υπάρχει και διαφοροποίηση στον τρίτο κύκλο δημευτέας περιουσίας, στον οποίο ορθά, πλέον, η
«περιουσία» δεν αντιμετωπίζεται ως «μέσο τέλεσης», αλλά κατάσχονται τα μέσα τέλεσης είτε της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας είτε της νομιμοποίησης εσόδων.
528

και την § 10 του άρθ. 2 του Ν. 2331/1995 και προβλέπει ότι αν η περιουσία ή το
προϊόν της § 1 δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να
κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της § 1 περιουσιακά
στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο
της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Σε
περίπτωση δε, που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα
περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της
περιουσίας, μπορεί να επιβάλλει και αντίστοιχη χρηματική ποινή. ∆ήμευση,
εξάλλου, επιβάλλεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθ. 46 § 1 εδ. β’ Ν.
3691/2008, ακόμη και αν τα δημευτέα αντικείμενα ανήκουν σε αμέτοχο τρίτο, υπό
την προϋπόθεση ότι αυτός γνώριζε για την τέλεση του βασικού εγκλήματος ή της
νομιμοποίησης εσόδων κατά το χρόνο κτήσεώς τους1783. Η § 3, τέλος,
επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του άρθ. 2 § 8 Ν. 2331/1995, ορίζει ότι η δήμευση
διατάσσεται ακόμη και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η
δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι δύο πιο σημαντικές αλλαγές, από άποψη
ουσίας, είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη του Ν.
2331/1995, η επιβαλλόμενη δήμευση συσχετίζεται πλέον όχι μόνο με την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα1784, αλλά και με την πράξη
νομιμοποίησης καθεαυτή1785, ενώ και ο τρίτος κύκλος δημευτέων αντικειμένων
ρητά ορίζεται πλέον ως «μέσα» τέλεσης, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι
ανυπέρβλητες ερμηνευτικές και πρακτικές δυσχέρειες1786, που δημιουργούσε η
αναφορά της προϊσχύουσας διάταξης σε «περιουσία που χρησιμοποιήθηκε εν
όλω ή εν μέρει», σε περιουσία, δηλαδή, που εκλαμβανόταν ως μέσο τέλεσης του
εγκλήματος.

1783
Πρβλ. την αντίστοιχη προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 § 6 εδ. β’ Ν. 2331/1995.
1784
Για την ορθότατη κριτική που είχε ασκηθεί στο σημείο αυτό στον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1371 και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των
προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις τους
διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 796.
1785
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945 –
946.
1786
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198 – 202.
529

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008: «Τα περιουσιακά


στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του
άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων
αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να
χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον
δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του
άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠ∆, δημεύονται
υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και
αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν
γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο
κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση
απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο χρησιμοποιούμενος όρος «περιουσιακά
στοιχεία» έχει την τεχνική έννοια της «περιουσίας», όπως αναλύθηκε ανωτέρω,
ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων. Συνεπώς, υπό την έννοια του όρου «περιουσιακά στοιχεία», θα πρέπει
να νοηθούν, σύμφωνα με τον αυθεντικό ορισμό της τεχνικής έννοιας της
«περιουσίας»1787 που παρέχει το άρθ. 4 § 1 του Ν. 3691/2008, κάθε είδους
περιουσιακά στοιχεία, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα,
καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή
ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση
τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.
Περαιτέρω, ο όρος «βασικό αδίκημα», επίσης, ταυτίζεται με την τεχνική
έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας», όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθ.
3 Ν. 3691/2008 και αναλύθηκε ανωτέρω, ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Ενώ, η αναφορά της
διάταξης σε «αδικήματα του άρθρου 2» υπονοεί με σαφήνεια τις πράξεις
νομιμοποίησης όπως αυτές τυποποιούνται στο άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008.
Ο όρος «καταδικαστική απόφαση» που αναφέρεται στην συγκεκριμένη
διάταξη και λειτουργεί ως προϋπόθεση για την επιβολή του επαχθούς μέτρου της
δήμευσης, θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό, ότι συσχετίζει, αποκλειστικά και

1787
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
αντί άλλων, Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η
περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, όπ.παρ., σελ. 77 – 119.
530

μόνο, το συγκεκριμένο αδίκημα που εκδικάζεται, με τα προϊόντα ή υποκατάστατά


τους, τα οποία προέκυψαν από αυτά, καθώς και με τα συγκεκριμένα μέσα
τέλεσης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την πραγμάτωσή του. Συνεπώς, η
καταδικαστική απόφαση μπορεί να αφορά είτε το βασικό αδίκημα, είτε τη
νομιμοποίηση εσόδων, είτε και τις δύο αυτές πράξεις, σε περίπτωση που τα
εγκλήματα συνεκδικάζονται. ∆εν μπορεί, όμως, σε καμιά περίπτωση, να
επιβληθεί, για παράδειγμα, δήμευση στα υποκατάστατα του προϊόντος του
βασικού εγκλήματος, όταν η πράξη που εκδικάζεται και η καταδικαστική
απόφαση που εκδίδεται αφορά αποκλειστικά την πράξη νομιμοποίησης1788.
Η παραδοχή αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του άρθ. 46
§ 1, με τη ρητή αναφορά της και στις εγκληματικές δραστηριότητες, καθιερώνει
μία ειδικότερη ρύθμιση για τη δήμευση, η οποία κατισχύει της γενικής ρύθμισης
του άρθ. 76 ΠΚ και εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που τελείται κάποιο από
τα περιοριστικά απαριθμούμενα στο άρθ. 3 εγκλήματα. Φυσικά εφαρμόζεται,
επίσης, και στις περιπτώσεις των εγκλημάτων νομιμοποίησης του άρθ. 2 § 2.
Προκειμένου να ερμηνεύσουμε την ειδική διάταξη του άρθ. 46 Ν.
3691/2008, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε, εν συντομία, στη γενική ρύθμιση για
τη δήμευση του Ποινικού Κώδικα.
Η «δήμευση», που τυποποιείται στο άρθ. 76 ΠΚ, αποτελεί μια διφυή
κύρωση, η οποία έχει άλλοτε το χαρακτήρα της παρεπόμενης ποινής, και άλλοτε
αυτόν του μέτρου ασφαλείας1789. Αυτή η διαφοροποίηση στην ιδιαίτερη
λειτουργία, που κάθε φορά η δήμευση επιτελεί, οδηγεί και στην διαφοροποίηση
των προϋποθέσεων επιβολής της.
Έτσι, στην περίπτωση που αποτελεί δυνητικά επιβαλλόμενη παρεπόμενη
ποινή1790, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 76 § 1 εδ. α’ ΠΚ, «αντικείμενα που
είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο,

1788
Για τις τεράστιες πρακτικές δυσχέρειες που δημιουργούσε η προϊσχύουσα διάταξη και την
αντίθεσή της με θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού ∆ίκαιου, βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 – 205.
1789
Βλ. αναλυτικά, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση στον Ποινικό Κώδικα και τους Ειδικούς
Ποινικούς Νόμους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1994, σελ. 49 επ.
1790
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 96, Νικολάου Ανδρουλάκη,
Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 362,
Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη/ ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της
δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1981, σελ. 821 επ., Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η αρχή
της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, ΥΠΕΡ,
1991, σελ. 731 επ., Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 50, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 191 και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 116 – 118.
531

καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης και αντικείμενα
που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να
δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους
συμμετόχους». Συνεπώς, προκειμένου να επιβληθεί το μέτρο της δήμευσης στην
περίπτωση αυτή, απαιτείται η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του τελικού
αξιοποίνου, καθώς και η κατάγνωση κύριας ποινής στον ιδιοκτήτη του υπό
δήμευση αντικειμένου. Έτσι, το μέτρο αυτό, το οποίο επιβάλλεται σε ένοχο
δράστη, λειτουργεί ως πρόσθετη κύρωση για την αξιόποινη πράξη του1791.
Από την άλλη πλευρά, στην § 2 του άρθ. 76 ΠΚ, η δήμευση έχει το
χαρακτήρα του μέτρου ασφαλείας1792, αφού επιβάλλεται για αντικείμενο από το
οποίο προκύπτει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ανεξάρτητα από την καταδίκη
ορισμένου προσώπου1793. Επομένως, η δήμευση μέσων και αντικειμένων του
εγκλήματος, είναι δυνατό να επιβληθεί, ως μέτρο ασφαλείας, όχι μόνο χωρίς
καταδίκη κάποιου προσώπου, αλλά και εναντίον οποιουδήποτε κατόχου, όταν
από αυτά προκύπτει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Σε περίπτωση, όμως, που τα
μέσα ή τα αντικείμενα του εγκλήματος, αυτά καθαυτά, δεν αποτελούν κίνδυνο για
τη δημόσια τάξη, η δήμευση αποτελεί παρεπόμενη ποινή και διέπεται από τις
διατάξεις της § 1 του άρθ. 76 ΠΚ, σε συνδυασμό και με τυχόν ειδικούς ποινικούς
νόμους, οι οποίοι τυποποιούν την συγκεκριμένη περίπτωση1794.
Η πρόβλεψη του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008 για δήμευση της περιουσίας,
που κατασχέθηκε υποχρεωτικά, «με την καταδικαστική απόφαση»1795
υποδεικνύει ότι ο χαρακτήρας της δήμευσης στην περίπτωση αυτή είναι, με βάση
τις ανωτέρω διακρίσεις, εκείνος της παρεπόμενης ποινής.

1791
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 49 – 50.
1792
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 51 και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 113 – 115.
1793
Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 76 § 2 ΠΚ ορίζει: «Αν από τα ανωτέρω αντικείμενα
προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης, η δήμευσή τους επιβάλλεται υποχρεωτικά σε όποιον τα
κατέχει, έστω και χωρίς καταδίκη ορισμένου προσώπου για την πράξη που τελέστηκε. Η δήμευση
εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά
του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν
μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε
το δικαστήριο πλημμελειοδικών, με πρόταση του εισαγγελέα».
1794
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 192.
1795
Έννοια που θα πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω παραδοχών και
επισημάνσεων.
532

Μία, όμως, ουσιώδης διαφορά της ειδικής αυτής δήμευσης, που την
καθιστά ανελαστική1796, σε σχέση με τη δήμευση του άρθ. 76 § 1 ΠΚ, είναι το
γεγονός της υποχρεωτικής και όχι δυνητικής επιβολής της. Η υποχρεωτική
επιβολή της δήμευσης αναιρεί, στην ουσία, το ίδιο το πεδίο ενεργοποίησης της
αρχής της αναλογίας1797, το οποίο, όμως, «διέπει όλες τις ποινικές αντιδράσεις
της πολιτείας απ’ άκρου εις άκρον»1798.
Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρεωτικότητα της επιβολής της δήμευσης του
άρθ. 46 § 1 ενδέχεται να αναστρέψει τη λειτουργία της ως παρεπόμενης ποινής.
Οι παρεπόμενες ποινές, όμως, από τη φύση τους αποτελούν μέσο επιτάσεως
της κύριας ποινής και δεν είναι δυνατό να αναιρούν το προβάδισμα της κύριας
ποινής.
Ένα διαφωτιστικό σχετικό παράδειγμα, θα ήταν η καταδίκη κάποιου για
την τέλεση του, πλημμεληματικού χαρακτήρα, βασικού αδικήματος της παθητικής
δωροδοκίας του άρθ. 235 ΠΚ, το οποίο απειλείται με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους, σε μια μικρή σχετικά ποινή, η οποία αναστέλλεται ή
μετατρέπεται. Στην περίπτωση αυτή, η δήμευση σημαντικής αξίας περιουσιακών
στοιχείων του καταδίκου αποκτά, από πλευράς εντάσεως της προσβολής
αγαθών του καταδικασθέντος, το χαρακτήρα της κύριας ποινής, γεγονός, όμως,
που κάμπτει την αναγκαία αναλογία μεταξύ κύριας και παρεπόμενης ποινής1799.
Ειδικά, σε περιπτώσεις όπως αυτή του αναφερόμενου παραδείγματος, στις
οποίες είναι ορατή μια προφανής εσωτερική δυσαναλογία στο σύστημα των
ποινών, θα πρέπει να εξετάζεται η επιβολή της δήμευσης υπό το πρίσμα της
αρχής της αναλογίας1800 από το δικαστήριο και να μην επιβάλλεται όταν έρχεται

1796
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 114 – 115 και Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η
αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση,
όπ.παρ., σελ. 740.
1797
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 218.
1798
Σύμφωνα με την ιδιαίτερα εύστοχη διατύπωση του Χαραλαμπάκη. Βλ. Αριστοτέλη
Χαραλαμπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά
τη δήμευση, όπ.παρ., σελ. 737.
1799
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 114.
1800
Και των συγγενών με αυτή ειδικότερων εγγυητικών αρχών του δικαίου, δηλαδή της αρχής της
αναγκαιότητας, της αρχής της προσφορότητας, της αρχής της αναλογικότητας υπό στενή εννοία
και της αρχής της μη υπερβάσεως του υπερμέτρου. Βλ. σχετικά, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση,
όπ.παρ., σελ. 106 – 110 και τις εκεί παραπομπές, του ιδίου, Οι αρχές της αναλογίας κατά την
επιβολή παρεπόμενων ποινών, ΥΠΕΡ, 1995, σελ. 467 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
533

σε αντίθεση με αυτή, ως αντισυνταγματικό, in concreto, μέτρο. Ενώ, de lege


ferenda, η κατάργηση της υποχρεωτικής επιβολής της δήμευσης, στις
περιπτώσεις του άρθ. 46 § 1, φαντάζει ως το μόνο μέσο, το οποίο θα μπορούσε
να διασφαλίσει τη δίκαιη, νομικά και ηθικά, επιβολή της.
Ένα δεύτερο εξίσου δυσχερές πρόβλημα που ανακύπτει από τη διάταξη
του άρθ. 46 § 1, είναι η προβλεπόμενη δυνατότητα να δημευθούν, με βάση τη
διάταξη του εδ. β’, περιουσιακά στοιχεία τρίτου προσώπου1801, το οποίο δεν
συμμετείχε καν στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης! Η μοναδική, μάλιστα,
προϋπόθεση για την επιβολή της δήμευσης κατά τρίτων προσώπων, είναι τα
πρόσωπα αυτά να είχαν τουλάχιστον άμεσο δόλο («εν γνώσει») ως προς το
στοιχείο της τέλεσης βασικού αδικήματος ή νομιμοποίησης εσόδων κατά το
χρόνο κτήσεως αυτών. Επομένως, ο ενδεχόμενος δόλος του ιδιοκτήτη, κατά το
χρόνο κτήσης τους, αναφορικά με την προέλευση των συγκεκριμένων
περιουσιακών στοιχείων, ή και η μεταγενέστερη «κακή πίστη» του ιδιοκτήτη των
συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί εις
βάρος του και φυσικά, δεν είναι δυνατό, στην περίπτωση αυτή, να επιβληθεί η
δήμευσή τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι σε περίπτωση που ο τρίτος είχε τον
απαιτούμενο βαθμό δόλου κατά το χρόνο κτήσης των συγκεκριμένων
περιουσιακών στοιχείων, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος μορφή
συμπεριφοράς, που δεν θα τον υπήγαγε άμεσα στην κατηγορία του αυτουργού
νομιμοποίησης εσόδων1802. Ενόψει της προηγούμενης επισήμανσης, ένα τέτοιο
πρόσωπο μπορεί να παραμένει τρίτος εξαιτίας είτε της δικονομικής1803, είτε της
ουσιαστικής1804 εξέλιξης της δικής του υπόθεσης.
Εξάλλου, η άμεση γνώση του τρίτου, κατά το χρόνο κτήσης των
περιουσιακών του στοιχείων, για την μελλοντική χρησιμοποίηση των
περιουσιακών του στοιχείων, ως μέσων πραγμάτωσης από το δράστη, βασικού

1801
Και συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 46 § 1 εδ. β’ Ν. 3691/2008, ορίζει ότι: «Η δήμευση
επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός
τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο
κτήσεως αυτών».
1802
Την αντίφαση αυτή εύστοχα επισημαίνει ο ∆ημήτραινας. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και
απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των
διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το
Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947.
1803
Για παράδειγμα, σε περίπτωση χωρισμού δικογραφιών.
1804
Εάν, για παράδειγμα, η δική του πράξη νομιμοποίησης έχει υποπέσει σε παραγραφή.
534

εγκλήματος ή πράξης νομιμοποίησης1805, δεν είναι νοητή ούτε νομικά


αξιολογήσιμη1806.
Η ρύθμιση του άρθ. 46 § 1 εδ. β’ Ν. 3691/2008, η οποία απειλεί με
υποχρεωτική δήμευση περιουσιακά στοιχεία αμέτοχων τρίτων, δημιουργεί,
τρόπον τινά, ένα τεκμήριο επικινδυνότητας1807. Θα πρέπει, επιπροσθέτως, να
σημειωθεί ότι στην περίπτωση αυτή, η δήμευση πραγμάτων που ανήκουν σε
αμέτοχους τρίτους αποκλείεται να επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή, αφού δεν
συντρέχει ενοχή του ιδιοκτήτη. Ταυτόχρονα, αποκλείεται η συγκεκριμένη δήμευση
να γίνει δεκτή, στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής και νομοθετικής τάξης,
ως μέτρο ασφαλείας ή διοικητικό μέτρο, αν δεν συντρέχει επικινδυνότητα του
πράγματος για τη δημόσια τάξη, αφού, στην περίπτωση αυτή, το μέτρο αυτό θα
προσέκρουε στη συνταγματική κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας του άρθ. 17
Σ, καθώς και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του άρθ. 2 § 1 Σ1808. Τέλος, σε
περίπτωση που η αξία των δημευόμενων ακίνδυνων πραγμάτων είναι μεγάλη, η,
χωρίς υπαιτιότητα του κυρίου, δήμευσή τους, αποκτά τα ουσιαστικά
χαρακτηριστικά της ποινής, προσκρούοντας με τον τρόπο αυτό και στην αρχή
της ενοχής1809.
Ένα τελευταίο στοιχείο που συγχέει και συσκοτίζει τη νομική φύση της
δήμευσης, έτι περαιτέρω, είναι η πρόβλεψη του άρθ. 46 § 3 εδ. α’ Ν. 3691/2008,
σύμφωνα με την οποία «δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη
λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή
κηρύχθηκε απαράδεκτη»1810. Στην περίπτωση αυτή, το μέτρο της δήμευσης
επιβάλλεται υποχρεωτικά, ανεξάρτητα από την ύπαρξη καταδικαστικής

1805
Άλλο ζήτημα είναι, ασφαλώς, ότι στην περίπτωση αυτή η ενδεχόμενη προσφορά των
περιουσιακών στοιχείων του τρίτου στο δράστη για να καταστούν μέσα τέλεσης του εγκλήματός
του, μπορεί να αξιολογηθεί ως μορφή συμμετοχικής ευθύνης, με άμεση συνέπεια να παύει να
είναι απλά «τρίτος».
1806
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947 –
948.
1807
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 116.
1808
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 §
1 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 361 επ. και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία,
όπ.παρ., σελ. 117.
1809
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 117.
1810
Επαναλαμβάνεται επακριβώς η προϊσχύουσα ρύθμιση του άρθρου 2 § 8 εδ. α’ Ν. 2331/1995.
535

απόφασης σε βάρος οποιουδήποτε1811. Η παραδοχή αυτή εγείρει σωρεία άλλων


παράπλευρων ερωτημάτων, όπως, για παράδειγμα, τι θα συμβεί στην
περίπτωση που η μη άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του υπαιτίου του
βασικού εγκλήματος ή της πράξης νομιμοποίησης δεν οφείλεται στο θάνατό του,
αλλά στην έλλειψη κάποιας δικονομικής προϋπόθεσης;
Η αποσύνδεση της επιβολής της δήμευσης, στην περίπτωση αυτή, από
οποιαδήποτε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, σε συνδυασμό με την
υποχρεωτικότητα της επιβολής της, η οποία καθίσταται σχεδόν αυτόματη, αφού
επιβάλλεται ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει κατηγορούμενος,
υποδηλώνει την παρουσία ενός μέτρου ασφαλείας1812. Ωστόσο, η αναγκαία
προϋπόθεση της δημιουργίας κινδύνου για τη δημόσια τάξη από αυτή καθαυτή
την ύπαρξη του περιουσιακού προϊόντος, καταφανώς απουσιάζει. Στο πλαίσιο
αυτό, η διάταξη του άρθ. 46 § 3 εδ. α’ Ν. 3691/2008 έρχεται σε ευθεία σύγκρουση
αφενός, με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη στο άρθ. 2 § 1 Σ αρχή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αφετέρου, με την αρχή “nullum crimen nulla poena
sine lege”1813, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθ. 7 § 1 Σ1814 και για
τους λόγους αυτούς, θα πρέπει, ως αντισυνταγματική, να μείνει ανεφάρμοστη.
Ενόψει των ανωτέρω επισημάνσεων, οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα
στοιχεία αυτά, δηλαδή, η υποχρεωτικότητα της επιβολής της δήμευσης, η
προβλεπόμενη δυνατότητα να επιβληθεί και εναντίον αμέτοχων τρίτων, καθώς
και η σχεδόν αυτόματη επιβολή της, με την παράλληλη αποσύνδεσή της από την
έλλειψη όχι μόνο καταδικαστικής απόφασης, αλλά και από αυτή τούτη την

1811
Για τα επιπρόσθετα προβλήματα που δημιουργούσε η συσχέτιση της ρύθμισης αυτής με την
έλλειψη σύνδεσης της δήμευσης απευθείας με την πράξη νομιμοποίησης, αλλά μόνο με την
πράξη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας από τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, βλ.
αντί άλλων Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 212 επ. και
Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις
ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372.
1812
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 215.
1813
Για εκτενή αναφορά στη βιβλιογραφία σχετικά με το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες
της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής στο άρθρο 7 Σ “nullum crimen nulla poena sine lege”,
βλ. την Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου.
1814
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 219, του ιδίου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και
απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των
διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το
Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 948, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 295, Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 802,
Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 95 επ. και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 280.
536

ύπαρξη κατηγορουμένου, παραπέμπουν στη φύση και τη λειτουργία των μέτρων


ασφαλείας και όχι των παρεπόμενων ποινών, γεγονός που εντείνει τα
ερωτηματικά μας για τη νομική φύση της δήμευσης του άρθ. 46. Αν ληφθεί
υπόψη, ότι η περιουσία, η οποία, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί το αντικείμενο
της δήμευσης, με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους και αν
επιβάλλεται, είναι αδιανόητο αφ’ εαυτής να δημιουργεί κίνδυνο για τη δημόσια
τάξη, ακόμη και με την ευρύτερη δυνατή ερμηνεία του όρου αυτού, κάτι που,
όμως, είναι απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός μέτρου, ως μέτρου ασφαλείας,
έπεται ότι η δήμευση του άρθ. 46 αποκλείεται να είναι μέτρο ασφαλείας.
Οι δύο αυτές αντιφατικές μεταξύ τους παρατηρήσεις1815, μας οδηγούν
αναγκαστικά στην υπόθεση ότι η συγκεκριμένη δήμευση αποτελεί ένα υβριδικό
μέτρο, το οποίο προεξαρχόντως έχει το χαρακτήρα της παρεπόμενης ποινής,
ενσωματώνει, όμως, μάλλον ανεπιτυχώς χαρακτηριστικά και λειτουργίες των
μέτρων ασφαλείας, τα οποία, κατά περίπτωση, είναι δυνατό να καταστήσουν τη
διάταξη αυτή αντισυνταγματική. Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τις ανωτέρω
προϋποθέσεις, όταν η διάταξη του άρθ. 46 έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα,
τα δικαστήρια της ουσίας οφείλουν να κρίνουν το ζήτημα αυτό και να μην
εφαρμόσουν τη διάταξη περί δήμευσης, όταν αυτή είναι αντισυνταγματική.
Στη συνέχεια, στο άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008 προσδιορίζεται κατά τρόπο
ειδικό και με ρητή αναφορά, ο κύκλος των υποκείμενων σε δήμευση
αντικειμένων. Ειδικότερα, είναι δυνατό να διακρίνουμε τρεις ομάδες δημευτέων
αντικειμένων. Η πρώτη ομάδα, αφορά τα άμεσα περιουσιακά προϊόντα είτε του
βασικού αδικήματος, είτε του επόμενου χρονικά εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων, η δεύτερη, αφορά περιουσιακά προϊόντα της εγκληματικής
δραστηριότητας, ή της πράξης νομιμοποίησης εσόδων, τα οποία αποκτήθηκαν
δευτερογενώς, όπως υποδεικνύει η χρήση των όρων «που αποκτήθηκαν αμέσως

1815
Βλ. ανάλογο προβληματισμό σχετικά με τις προϊσχύουσες διατάξεις για τη δήμευση του Ν.
2331/1995, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 – 215,
Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του οργανωμένου
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 89, όπου διατυπώνει τη θέση ότι «αλόγιστη και βεβιασμένη προσφυγή
στην παρεπόμενη αυτή ποινή εγκυμονεί τον κίνδυνο του τραυματισμού συνταγματικών αρχών και
της δημιουργίας δογματικών ή λογικών αντιφάσεων, κίνδυνο, τον οποίο τελικά δεν απέφυγε ο
νομοθέτης του Ν. 2331/1995 με τις ρυθμίσεις των άρθρων 2 (§§ 6 – 10) και 3», Νικολάου
Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 374, ιδίως 375, σύμφωνα
με τον οποίο, «από την πρώτη στιγμή δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε στη θεωρία του ποινικού
δικαίου αρνητικό κλίμα με αξιολογήσεις περί πρόδηλης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων
που αφορούν τη δήμευση» και Γεωργίου Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, όπ.παρ., σελ. 372.
537

ή εμμέσως» και η τρίτη ομάδα, αφορά τα μέσα τέλεσης, τα οποία


χρησιμοποιήθηκαν, ή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση είτε του
βασικού αδικήματος, είτε της νομιμοποίησης εσόδων1816.
Στην πρώτη ομάδα των άμεσων περιουσιακών προϊόντων1817, από τον
ευρύτερο κύκλο προϊόντων τόσο της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας, όσο και της πράξης νομιμοποίησης εσόδων, μπορούν να
υπαχθούν μόνο αυτά, τα οποία ανταποκρίνονται στον αυθεντικό ορισμό της
«περιουσίας» του άρθ. 4 § 1 Ν. 3691/2008, δηλαδή κάθε είδους περιουσιακά
στοιχεία, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και
έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής,
που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων
περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προέκυψαν άμεσα και αιτιακά είτε από την
τέλεση του βασικού εγκλήματος, είτε από την τέλεση της νομιμοποίησης εσόδων
και έχουν περιουσιακή αξία1818. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κατασχεθεί και να
δημευθεί, με βάση την συγκεκριμένη διάταξη, υλικό αντικείμενο, το οποίο, ως
προς την υλική του υπόσταση, έχει παραχθεί ή μορφοποιηθεί κατά τρόπο άμεσο
από την εγκληματική συμπεριφορά, αλλά, εντούτοις, δεν έχει περιουσιακή
αξία1819.
Ένα ζήτημα, που χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης, είναι η περίπτωση
που το περιουσιακό προϊόν προέρχεται, για παράδειγμα, από την προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα της απάτης με υπολογιστή, η οποία τυποποιείται στο
άρθ. 386Α ΠΚ, στην οποία το στοιχείο της «βλάβης ξένης περιουσίας» αποτελεί
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Το ερώτημα που

1816
Η τριχοτόμηση σε προϊόντα του εγκλήματος (“producta sceleris”), υποκατάστατα (“scelere
quaesita”) και μέσα του εγκλήματος (“instrumenta sceleris”) αποτελεί μια τυπολογία που έλκει τις
απαρχές της ήδη από το πεδίο του ρωμαϊκού δικαίου. Βλ. σχετικά, Στέφανου Παύλου, Η
∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 73 και τις εκεί παραπομπές στη σχετική βιβλιογραφία.
1817
Πρβλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945, ο
οποίος κατατμεί την κατηγορία αυτή σε δύο ομάδες, αφενός την ομάδα των περιουσιακών
προϊόντων κάποιου βασικού εγκλήματος και αφετέρου την ομάδα που περιλαμβάνει τα προϊόντα
των αδικημάτων του άρθρου 2.
1818
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 80, ο οποίος αναλύοντας ορθά την έννοια
του «προϊόντος» του εγκλήματος υποστηρίζει ότι αυτό είναι αποκλειστικά ενσώματο (υλικό)
πράγμα και όχι δικαίωμα. Ο Ν. 3691/2008 εισάγει προφανώς μια εξαίρεση στον κανόνα αυτό,
αφού στον κύκλο των υπό δήμευση προϊόντων της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας
ή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων συμπεριλαμβάνει εκτός από τα υλικά και τα «άυλα»
περιουσιακά στοιχεία.
1819
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 193 – 194.
538

ανακύπτει είναι, αν είναι δυνατό να επιβληθεί δήμευση, με βάση το άρθ. 46 § 1,


της ωφέλειας, που απεκόμισε ο δράστης του συγκεκριμένου παραδείγματος.
Στην περίπτωση αυτή, φρονούμε ότι δεν είναι δυνατό να διαταχθεί δήμευση της
συγκεκριμένης ωφέλειας, αφού η ωφέλεια αυτή υπήρξε ζημία κάποιου άλλου,
στον οποίο και πρέπει να αποδοθεί1820. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, όμως,
στην περίπτωση αυτή ότι, ναι μεν, δεν είναι δυνατό να επιβληθεί η δήμευση ως
παρεπόμενη ποινή, μπορεί, όμως, να ενεργοποιηθεί η διάταξη του άρθ. 46 § 2
εδ. α’ Ν. 3691/2008 και αντί για το περιουσιακό προϊόν που προέκυψε άμεσα και
αιτιακά από το συγκεκριμένο έγκλημα, να δημευθούν περιουσιακά στοιχεία ίσης
αξίας. Η λύση, όμως, αυτή, αν και πιστή στο γράμμα του νόμου, έρχεται σε
αφόρητη αντίθεση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της
αναλογικότητας1821, ιδίως όταν το πρόσωπο του ζημιωθέντος «θύματος» έχει
γίνει γνωστό και του έχει επιστραφεί η περιουσιακή ωφέλεια του δράστη προς
αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, γιατί τότε η δήμευση ισόποσης με την
ωφέλεια περιουσίας του δράστη, διπλασιάζει στην ουσία την «ωφέλεια» που
καλείται να καταβάλλει και τότε δεν επιτυγχάνεται εξισορρόπηση, αλλά «ζημία»
του δράστη με ευθύνη της έννομης τάξης.
Στη δεύτερη ομάδα, εντάσσονται τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν
δευτερογενώς είτε με άμεσο, είτε με έμμεσο τρόπο από τα άμεσα προϊόντα της
εγκληματικής δραστηριότητας, ή της πράξης νομιμοποίησης, τα οποία
1822
αναλύθηκαν ανωτέρω . Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει αβίαστα από την

1820
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85. Πρβλ. και τη de lege derenda πρότασή
του, στη σελ. 118, όπου προτείνει «να προβλέπεται ρητά η μη δυνατότητα δημεύσεως των
αντικειμένων τα οποία ο δράστης απέκτησε συνεπεία αδικήματός του σε βάρος τρίτου ιδιοκτήτη,
αλλά η απόδοσή τους σ’ αυτόν».
1821
Ανάλογες απόψεις έχουν διατυπωθεί για την περίπτωση που επιβάλλεται εξασφαλιστική
δήμευση (άρθρο 76 § 2 ΠΚ) σε αντικείμενο τόσο μεγάλης αξίας που η προσβολή του ιδιοκτήτη να
είναι δυσβάσταχτη. Βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη/ ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Γνωμοδότηση για
τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 821 επ., όπου και ενδιαφέρον
παράδειγμα, Στέφανου Παύλου, Οι αρχές της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών,
όπ.παρ., σελ. 452 επ. και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό
δημόσιο δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989, σελ. 141 επ.
1822
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946, ο
οποίος τονίζει ότι στην περίπτωση αυτή, «στην έννοια της υπό δήμευση περιουσίας υπάγονται
όχι απλά και μόνο τα υποκατάστατα του αρχικού προϊόντος, αλλά και, επιπρόσθετα, τα έμμεσα
αιτιακά παράγωγα ή άλλα υλικά ή άυλα ωφελήματα του δράστη με μόνη προϋπόθεση να έχουν
αυτά αξία περιουσιακή».
539

αναφορά του νόμου σε περιουσιακά στοιχεία «που αποκτήθηκαν αμέσως ή


εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων».
Ως περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με «άμεσο» τρόπο από τα
προϊόντα της εγκληματικής δραστηριότητας, ή της πράξης νομιμοποίησης, θα
πρέπει να νοηθούν τα υποκατάστατα του αρχικού περιουσιακού στοιχείου1823.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην προσπάθειά του ο νομοθέτης να αποσπάσει
κάποια ωφελήματα από το δράστη του εγκλήματος, επιδιώκει, στην εξεταζόμενη
εδώ περίπτωση, να αφαιρέσει και εκείνη την πραγματοπαγή ωφέλεια, η οποία
προέκυψε, ενδεχομένως, μετά από εκποίηση ή ανταλλαγή των άμεσων
προϊόντων και συμπεριλαμβάνει στον κύκλο των δημευτέων αντικειμένων τόσο
το τίμημα της εκποιήσεώς τους, όσο και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν κυρίως
με ανταλλαγή ή με άμεση παραγωγή από τα εν στενή εννοία «προϊόντα» του
εγκλήματος, τα οποία εξετάσαμε ανωτέρω.
Περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με «έμμεσο» τρόπο είναι εκείνα
που αποτελούν έμμεσα αιτιακά παράγωγα ή άλλα υλικά ή άυλα ωφελήματα του
δράστη, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχουν περιουσιακή αξία1824. Στην
κατηγορία αυτή, θα πρέπει, κατά συνέπεια, να υπαχθούν και εκείνα τα
αντικείμενα, υλικά ή άυλα, που αποκτήθηκαν με ανάλωση του τιμήματος που
προέκυψε από την αρχική εκποίηση του προϊόντος της εγκληματικής
δραστηριότητας ή της πράξης νομιμοποίησης. Στην επαχθή αυτή λύση μας
οδηγεί υποχρεωτικά η ερμηνεία της γραμματικής διατύπωσης της συγκεκριμένης
διάταξης, η οποία αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία, που αποκτήθηκαν είτε
αμέσως, είτε «εμμέσως»1825.

1823
Για την έννοια της δήμευσης του «υποκατάστατου», βλ. αναλυτικά, Στέφανου Παύλου, Η
∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 83 – 86.
1824
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198.
1825
Πρβλ. τις ορθές επισημάνσεις του ∆ημήτραινα υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, που κατέληγαν, όμως, στην αντίθετη με την εδώ υποστηριζόμενη θέση, αφού η
διάταξη του άρθρου 2 § 6 αναφερόταν σε προϊόν «που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από
προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας», χωρίς τη σημερινή ρητή αναφορά σε απόκτηση
«άμεσα ή έμμεσα», σε Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ.195 –
196. Για το ζήτημα αν τα έμμεσα προϊόντα του εγκλήματος υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 76 § 1 ΠΚ, που αναφέρεται σε αντικείμενα που αποκτήθηκαν «με αυτά»
ανάλογη θέση με το ∆ημήτραινα υποστηρίζει ο Στέφανος Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85,
ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «ο κύκλος των έμμεσων εν ευρεία εννοία προϊόντων του
εγκλήματος δεν εκτείνεται εις το διηνεκές, αλλά καταλαμβάνει μόνον εκείνα τα προϊόντα που
αποκτήθηκαν ευθέως από τα αρχικά εν στενή εννοία προϊόντα». Αντίθετα, ο Γεωργάκης φαίνεται
να αντιλαμβάνεται πιο διευρυμένο τον κρίσιμο κύκλο των δημευτέων αντικειμένων στην
περίπτωση αυτή, αφού θεωρεί ότι υπόκεινται σε δήμευση και όσα αποκτήθηκαν από τα έμμεσα
οφέλη του εγκλήματος. Βλ. Ιωάννη Γεωργάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιδασκαλία, όπ.παρ., σελ. 478.
540

Στο σημείο αυτό ανακύπτει αβίαστα το ερώτημα, προκειμένου να


επιβληθεί δήμευση στο δεύτερο κύκλο δημευτέων αντικειμένων το αρχικό προϊόν
πρέπει να μην σώζεται στα χέρια του δράστη, ή είναι δυνατό να επιβληθεί
σωρευτικά η δήμευση των άμεσων και έμμεσων1826 προϊόντων;
Η γραμματική διατύπωση του νόμου δεν παρέχει αδιαφιλονίκητη λύση.
Ορθότερο πάντως είναι, προσεγγίζοντας τη διάταξη περί δημεύσεως του άρθ. 46
§ 1 Ν. 3691/2008, ως θεσπίζουσα επαχθές μέτρο, και ενόψει και του υπόρρητου
στόχου της αποσπάσεως της περιουσιακής ωφέλειας, υλικής ή άυλης, η οποία
προέκυψε είτε από το βασικό έγκλημα, είτε από την πράξη νομιμοποίησης
εσόδων, να αντιμετωπίσουμε τη δήμευση της δεύτερης ομάδας προϊόντων, ως
υποκατάστατο μέτρο. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποκλειστεί η σωρευτική επιβολή
δήμευσης του περιουσιακού προϊόντος και των άμεσων ή έμμεσων ωφελημάτων,
τα οποία προέκυψαν από αυτό, όταν σώζεται εξολοκλήρου η αρχική περιουσιακή
ωφέλεια, με την επιφύλαξη, ασφαλώς, ότι η τυχόν επόμενη περιουσιακή ωφέλεια
του δράστη δεν υπήρξε άμεσο προϊόν άλλου εγκλήματος που επακολούθησε ή
συρρέει με το πρώτο1827.
Σε περίπτωση, όμως, που σώζεται μόνο τμήμα του αρχικού περιουσιακού
προϊόντος και για το ελλείπον έχει εισπραχθεί, για παράδειγμα, τίμημα από την
πώλησή του, θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα σωρευτικής επιβολής
δήμευσης τόσο αναφορικά με το εναπομείναν αρχικό περιουσιακό προϊόν, όσο
και σε σχέση με την άμεση ωφέλεια που προέκυψε από αυτό, αλλά, υπό τον
περιορισμό, η συνολική περιουσιακή αξία των δημευόμενων αντικειμένων να
είναι ίση με τη συνολική αξία του αρχικού περιουσιακού προϊόντος.
Έμμεσο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής, μπορεί να συναχθεί από τη
διάταξη του άρθ. 46 § 2 εδ. α’ Ν. 3691/2008, σύμφωνα με την οποία, όταν δεν
υπάρχει πλέον το περιουσιακό προϊόν, κατάσχονται και δημεύονται περιουσιακά
στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνο, αλλά και από τη διάταξη του άρθ. 46 § 2 εδ. β’
Ν. 3691/2008, η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχουν πρόσθετα
περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της
περιουσίας ή του προϊόντος, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει χρηματική ποινή

1826
Ο όρος «έμμεσα» προϊόντα χρησιμοποιείται εδώ με ευρύτερη έννοια από την τεχνική έννοια
του προϊόντος που προέκυψε με «έμμεσο τρόπο» και συμπεριλαμβάνει τις περιπτώσεις
περιουσιακού ωφελήματος του δράστη, που υπάγονται στη δεύτερη ομάδα αντικειμένων που
υπόκεινται σε δήμευση.
1827
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85.
541

μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. Συνεπώς, το
μέτρο1828 με βάση το οποίο θα κριθεί, αν η δήμευση στη συγκεκριμένη
περίπτωση είναι δικαιοπολιτικά δικαιολογημένη, ή αντιθέτως «αφόρητη», είναι,
ακριβώς, η συνολική περιουσιακή αξία του αρχικού προϊόντος της προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας ή της πράξης νομιμοποίησης.
Εξάλλου, στο ερώτημα, σε περίπτωση που το αρχικό περιουσιακό προϊόν
δεν σώζεται και δεν έχει υποκατασταθεί ούτε από συγκεκριμένο τίμημα, ούτε από
άλλο αντικείμενο με περιουσιακή αξία, ούτε πρόλαβε να αποδώσει και άλλη
περιουσιακή αξία, την απάντηση δίνει το ίδιο το κείμενο της διάταξης του άρθ. 46
§ 2 εδ. α’ Ν. 3961/2008, σύμφωνα με το οποίο «σε περίπτωση που η περιουσία
ή το προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν
είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της
παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της
προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής
απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο».
Η δυνητικά επιβαλλόμενη χρηματική ποινή, που εισάγεται στο άρθ. 46 § 2
εδ. β’ Ν. 3691/2008, έχει και αυτή το χαρακτήρα της παρεπόμενης ποινής, οπότε
απαιτείται για την επιβολή της η προηγούμενη κατάγνωση κύριας ποινής. Η
ποινή αυτή διασώζεται από το χαρακτηρισμό «εκδικητική»1829, ακριβώς λόγω της
διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στους δικαστές συγκεκριμένης υπόθεσης να
την επιβάλλουν ή όχι.
Η τρίτη ομάδα δημευτέων αντικειμένων, συμπεριλαμβάνει τα “instrumenta
sceleris”, δηλαδή τα μέσα που «χρησίμευσαν ή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν»
για την τέλεση του βασικού εγκλήματος ή της πράξης νομιμοποίησης1830.
Ο χρησιμοποιούμενος, από τη διάταξη του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008,
όρος «μέσα», σε αντίθεση με τον αντίστοιχο όρο «αντικείμενα» της διάταξης του
άρθ. 76 § 1 ΠΚ, μας επιτρέπει να εντάξουμε σ’ αυτή την ομάδα δημευτέων

1828
Για την αναγκαιότητα να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ιδίως κατά την επιβολή της
δήμευσης, βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων
ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, όπ.παρ., σελ. 731 επ. και Στέφανου Παύλου, Οι αρχές της
αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών, όπ.παρ., σελ. 452 επ.
1829
Χαρακτηρισμός που θα ίσχυε, σε περίπτωση που υπολείπονται περιουσιακά στοιχεία
υποκείμενα σε δήμευση, τα οποία, όμως, δεν φθάνουν μέχρι του συνολικού ποσού της
περιουσιακής ωφέλειας, η οποία προέκυψε από την εγκληματική δραστηριότητα ή την πράξη
νομιμοποίησης, και το δικαστήριο επιβάλλει χρηματική ποινή ίση με το συνολικό ποσό, ενώ,
ταυτόχρονα, δημεύονται και τα αντικείμενα που υπολείπονται της συνολικής αξίας.
1830
Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 249 επ., ιδίως σελ. 254.
542

αντικειμένων όχι μόνο τα αντικείμενα υπό στενή εννοία, αλλά και τα δικαιώματα,
εμπράγματα ή ενοχικά, καθώς και οτιδήποτε, γενικά, έχει περιουσιακή αξία1831.
Περαιτέρω, τα μέσα του εγκλήματος, τα οποία εξ αυτού του λόγου
υπόκεινται σε δήμευση, συνδέονται, προφανώς, με μία τετελεσμένη αξιόποινη
πράξη, η οποία εντάσσεται είτε στην περιοριστική απαρίθμηση των εγκληματικών
δραστηριοτήτων του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, είτε αποτελεί πράξη νομιμοποίησης,
σύμφωνα με την τυποποίηση του άρθ. 2 § 2 του ιδίου νόμου, όπως με ασφάλεια
προκύπτει από τη διατύπωση του νόμου που αναφέρεται στην «τέλεση αυτών
των αδικημάτων», η οποία υποδεκνύει τα αδικήματα που αναφέρονται αμέσως
ανωτέρω στην ίδια διάταξη. Η κρίσιμη αυτή σύνδεση είναι λειτουργική, υπό την
έννοια ότι δεν πρόκειται αόριστα για κάποια αντικείμενα του δράστη, αλλά για
συγκεκριμένα πράγματα ή δικαιώματα, όπως δεχθήκαμε ανωτέρω, τα οποία
χρησίμευσαν στην τέλεση είτε του βασικού αδικήματος, είτε της νομιμοποίησης
εσόδων, ή «προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν» για την τέλεση κάποιας από
αυτές τις πράξεις1832.
Τα συγκεκριμένα κριτήρια, που χρησιμοποιεί η διάταξη του άρθ. 46 § 1 Ν.
3691/2008, όμως, είναι γενικά και γι’ αυτό, χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης και
προσδιορισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, ως μέσα τέλεσης ενός εγκλήματος δεν μπορούν να
νοηθούν οποιαδήποτε αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιο έγκλημα, αλλά
μόνο αυτά που, όντως, αποδείχθηκαν χρήσιμα για την τέλεση του συγκεκριμένου
εγκλήματος, όπως αυτό τελέστηκε1833. Η εμπλοκή, δηλαδή, των κρίσιμων
αντικειμένων ή δικαιωμάτων, δεν περιορίζεται απλώς στην επιβεβαίωση της
παρουσίας τους στην κατοχή του δράστη, αλλά ενέχει και ένα λειτουργικό
στοιχείο. Το στοιχείο αυτό είναι, τα συγκεκριμένα αντικείμενα να υπήρξαν, όντως,
χρήσιμα στην τέλεση του εγκλήματος. Το στοιχείο, όμως, της αποδεδειγμένης
χρηστικότητας ενός αντικειμένου δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί από μόνο του
αρκετό, γιατί, αν δεν συνδυαστεί και με κάποιο άλλο πιο ασφαλές στοιχείο, είναι

1831
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 206 και Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις τους διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ.
796. Ειδικά για την ανάλυση των δημευτέων μέσων του άρθρου 76 § 1 ΠΚ, βλ. Στέφανου
Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 71 – 73 και 87.
1832
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 87 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 199.
1833
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 89 και τις εκεί παραπομπές.
543

δυνατό να διαμορφώσει έναν ευρύτατο κρίσιμο κύκλο εμπλεκομένων


αντικειμένων, ικανό ακόμη και να προσβάλει τη λογική σύνδεση μέσου τέλεσης
και συγκεκριμένου εγκλήματος.
Το στοιχείο που θα μας επιτρέψει να προσδώσουμε στο κριτήριο της
αποδεδειγμένης χρηστικότητας ένα «ρεαλιστικότερο και συνάμα
εγγυητικότερο»1834 περιεχόμενο, είναι το modus operandi του εγκλήματος, ενόψει
και της πράξεως που τυποποιείται στην αντικειμενική του υπόσταση. Συνεπώς,
ως «μέσο τέλεσης», μπορεί να οριστεί εκείνο το αντικείμενο που αποδείχθηκε
χρήσιμο στην πραγμάτωση της κύριας πράξης, η οποία τυποποιείται στην
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η χρησιμότητα, μάλιστα, αυτή, θα
πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία αντικειμενική συμβολή στην ανθρώπινη δράση,
έτσι ώστε, μέσω της χρήσης του συγκεκριμένου αντικειμένου ή δικαιώματος, να
ενισχύεται η αποτελεσματικότητα της μυϊκής ενέργειας του δράστη.
Μετά την ανωτέρω ανάλυση, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι «μέσο τέλεσης»
ενός ολοκληρωμένου εγκλήματος, αποτελεί εκείνο το αντικείμενο που όντως
χρησιμοποιήθηκε αποφασιστικά από το δράστη, για να ενισχυθεί η μυϊκή του
δυνατότητα και η εν γένει δραστική αποτελεσματικότητά του, στην πραγμάτωση
των στοιχείων της αντικειμενική υπόστασης, δεδομένο που αξιολογείται in
concreto και ανεξάρτητα από την κατά προορισμό χρήση του κάθε αντικειμένου.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να εξαιρεθούν από την τρίτη ομάδα δημευτέων
αντικειμένων, εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την προπαρασκευή του
εγκλήματος1835.
Η δεύτερη προϋπόθεση, την οποία διαζευκτικά θέτει η διάταξη του άρθ. 46
§ 1 Ν. 3691/2008, σχετικά με τη δήμευση κάθε πράγματος που «προορίζονταν
να χρησιμοποιηθεί» για την τέλεση βασικού εγκλήματος ή πράξης
νομιμοποίησης, περιπλέκει το πρόβλημα. Μήπως, δηλαδή, ο νόμος χαρακτηρίζει
ως «μέσο τέλεσης» προκαταβολικά και εκείνο, που κατά ο σχέδιο του δράστη, θα

1834
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Παύλου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ.
90.
1835
Βλ. Άγγελου Μπουρόπουλου, Η δήμευσις εις τους νέους ποινικούς κώδικας, ΠοινΧρ, 1952,
σελ. 162, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 90, Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 117 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
544

χρησιμοποιηθεί μελλοντικά ή ακόμη και εκείνο που ο δράστης το είχε σε


ετοιμότητα, αλλά είτε δεν θέλησε, είτε δεν χρειάστηκε να το χρησιμοποιήσει;
Αν ληφθεί υπόψη ότι για την ενεργοποίηση του μηχανισμού επιβολής της
δήμευσης, του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008, προϋποτίθεται η τέλεση είτε βασικού
αδικήματος, είτε νομιμοποίησης εσόδων, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως
«μέσα τέλεσης» του εγκλήματος αντικείμενα που εμπλέκονται στο στάδιο των
προπαρασκευαστικών πράξεων, εφόσον ο δράστης δεν εισήλθε τουλάχιστον στο
χώρο της αξιόποινης απόπειρας. Κατά συνέπεια, με βάση όσα έχουν γίνει ήδη
δεκτά, η διαζευκτική προϋπόθεση του νόμου περιορίζεται σε περιπτώσεις
απόπειρας, κατά τις οποίες, λογικά και σύμφωνα με τις συγκεκριμένες συνθήκες,
ο δράστης θα χρησιμοποιούσε τα πρόσφορα για την ενίσχυση της δυνάμεώς του
μέσα, ώστε να ενισχύσει την αποτελεσματικότητά του για την ολοκλήρωση του
εγκλήματος1836.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά όσον αφορά τη δήμευση των
μέσων τέλεσης του βασικού αδικήματος, ή της νομιμοποίησης εσόδων, δεν
προβλέπεται, κατά τη διάταξη του άρθ. 46 § 2 Ν. 3691/2008, υποκατάστασή τους
με περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας, ούτε είναι δυνατό, σε περίπτωση που δεν
σώζονται, να επιβληθεί χρηματική ποινή, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ της
ίδιας διάταξης, αφού ρητά η διάταξη του άρθ. 46 § 2 αναφέρεται σε «περιουσία ή
προϊόν», εξαιρώντας με τον τρόπο αυτό ρητά από το πεδίο εφαρμογής της την
περίπτωση της δήμευσης των μέσων τέλεσης του εγκλήματος.
Κλείνοντας, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη
του άρθ. 46 § 1 εδ. γ’ Ν. 3691/2008, η δήμευση και των τριών, κατά τα ανωτέρω,
ομάδων δημευτέων αντικειμένων, επιβάλλεται υποχρεωτικά και σε περίπτωση
καταδίκης για απόπειρα «των ανωτέρω αδικημάτων», δηλαδή είτε του βασικού
εγκλήματος, είτε του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Αναφορικά με την
τρίτη ομάδα δημευτέων αντικειμένων, η οποία συμπεριλαμβάνει τα μέσα τέλεσης
του εγκλήματος, η διάταξη αυτή εμφανίζεται ως περιττή, αφού ήδη η δήμευση
των μέσων τέλεσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με την ρητή πρόβλεψη της
δήμευσης των μέσων που «προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν» εκτείνεται και
στο στάδιο της απόπειρας1837. Περαιτέρω, σε σχέση με τη δήμευση των δύο

1836
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 91 και τις εκεί παραπομπές.
1837
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
545

πρώτων ομάδων, δηλαδή των προϊόντων του εγκλήματος ή των υποκατάστατών


τους, η διάταξη του άρθ. 46 § 1 εδ. γ’ Ν. 3691/2008 έχει νόημα μόνο στις
περιπτώσεις της απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων, παρά το γεγονός ότι η
διάταξη σαφώς αναφέρεται και στην απόπειρα βασικού εγκλήματος1838. Και
προφανώς, δεν έχει νόημα για τις περιπτώσεις απόπειρας της προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας, γιατί, αφού δεν ολοκληρώθηκε το έγκλημα, δεν
έχει ακόμη δημιουργηθεί περιουσιακό προϊόν και ακόμη περισσότερο
υποκατάστατό του, από το συγκεκριμένο έγκλημα1839.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι, πράγματι, εντυπωσιακή η παντελής
έλλειψη από τη μακροσκελέστατη διάταξη του άρθ. 46 οποιασδήποτε πρόβλεψης
για την περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένα περιουσιακό στοιχείο έχει
αποκτηθεί με χρήματα που κατά ένα τμήμα τους προέρχονται από νόμιμη
επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ κατά το υπόλοιπο τμήμα τους, μόνο,
προέρχονται είτε από την τέλεση κάποιου βασικού αδικήματος, είτε από την
τέλεση νομιμοποίησης εσόδων1840.

κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
1838
Βλ. και τη θέση της Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 391 – 392, η οποία, υπό το κράτος της προϊσχύουσας
διάταξης για τη δήμευση του Ν. 2331/1995, που δεν έκανε αναφορά στην πράξη νομιμοποίησης,
αλλά μόνο στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, διαπιστώνοντας το πρόβλημα αυτό,
υποστήριζε ότι η δήμευση σε περίπτωση απόπειρας μπορεί να συσχετίζεται μόνο με τις πράξεις
νομιμοποίησης, αλλά, αφού η συγκεκριμένη διορθωτική ερμηνεία του νόμου, αποβαίνει σε βάρος
του κατηγορούμενου, δεν είναι νοητή, με άμεση συνέπεια την αδυναμία εφαρμογής της
συγκεκριμένης διάταξης.
1839
Βλ. και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων
και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1840
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
Το αντίστοιχο πρόβλημα υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, είχε εύστοχα επισημανθεί από τον
Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 279 επ. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτό ορθά επισημάνθηκε, όπως
είδαμε και πιο πάνω, και από την Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής
Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και
καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916, η οποία πρότεινε ότι «εάν υφίστανται
μέτρα λιγότερο επαχθή για τον δράστη, που οδηγούν όμως στην επίτευξη του ίδιου σκοπού,
δηλαδή της αφαίρεσης των προϊόντων της πρότερης πράξης, όπως η μερική δήμευση ή σε
περίπτωση αδυναμίας επιβολής της, χρηματική ποινή ίση με την αξία του προϊόντος της
πρότερης πράξης, η πρόβλεψή τους στον νόμο θα αποκαθιστούσε την σχέση αναλογίας μέτρου
και σκοπού».
546

Στην περίπτωση αυτή, η ενδεχόμενη επιβολή με την καταδικαστική


απόφαση δήμευσης, ως παρεπόμενης ποινής, ολόκληρου του περιουσιακού
στοιχείου, θα ήταν ευθέως αντίθετη με την αρχή της αναγκαίας αναλογίας τόσο
ως προς τη βαρύτητα του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο δράστης και
ιδιοκτήτης του περιουσιακού στοιχείου, όσο και ως προς το στοιχείο της
αντιστροφής της λειτουργίας της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής1841. Κατά
συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το περιουσιακό αυτό στοιχείο είναι
δημευτέο μόνο κατά το ποσοστό που αποκτήθηκε με περιουσιακά στοιχεία, τα
οποία αποκόμισε ο δράστης από το διαπραχθέν βασικό αδίκημα ή την πράξη
νομιμοποίησης1842.
Θα πρέπει να τονιστεί, όσον αφορά τις δύο πρώτες ομάδες δημευτέων
αντικειμένων, ότι σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με τη νόμιμη ή παράνομη
προέλευση των χρημάτων, που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση του υπό
δήμευση περιουσιακού στοιχείου, θα πρέπει, κατ’ εφαρμογή της αρχή in dubio
pro reo, να θεωρείται ότι το περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε νόμιμα1843.
Με τη διάταξη του άρθ. 46 § 4, τέλος, προβλέπεται η άσκηση των
δικαιωμάτων του τρίτου, σε βάρος του οποίου διατάχθηκε δήμευση
περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να έχει κληθεί και να έχει συμμετάσχει στη
δίκη1844. Η διάταξη αυτή παραπέμπει στις κοινές ποινικές δικονομικές διατάξεις
των άρθ. 310 § 2 και 373 εδ. τελευταίο ΚΠ∆, σύμφωνα με τις οποίες, το δικαστικό
1841
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947,
σύμφωνα με τον οποίο, η δήμευση, στην περίπτωση αυτή, προσκρούει ευθέως στην αρχή της
αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 Σ, στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας του
άρθρου 17 Σ και στην αρχή της ενοχής, που συνταγματικά κατοχυρώνεται στα άρθρα 2 § 1, 5 § 1
και 7 § 1 Σ.
1842
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 278.
1843
Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 280, υποσημ. 101 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947.
1844
Η διάταξη αυτή είναι διαφορετική από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 § 9 Ν.
2331/1995, που προέβλεπε ότι: «Τρίτος, κατά της περιουσίας του οποίου διατάχθηκε δήμευση,
χωρίς να συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της
σχετικής διάταξης της απόφασης, μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοσή της σ' αυτόν. Τα άρθρα
492 και 504 παράγραφος 3 Κ.Π.∆. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση».
547

συμβούλιο διατάσσει τη δήμευση των πραγμάτων εκείνων, που κατά νόμο


πρέπει να δημευθούν, αφού ερευνήσει την συνδρομή των νομίμων
προϋποθέσεων. Κατά της διάταξης του βουλεύματος για τη δήμευση, επιτρέπεται
στον τρίτο, που δεν συμμετείχε και δεν κλητεύθηκε στη δίκη, να ασκήσει έφεση,
προκειμένου να κριθούν οι αξιώσεις του επί των δημευθέντων πραγμάτων. Το
ίδιο ισχύει, εξάλλου, και στην περίπτωση που το δικαστήριο διέταξε τη δήμευση
με την απόφασή του.
Περαιτέρω, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η διάταξη του άρθ. 47 για την
«αποζημίωση του ∆ημοσίου» είναι αντίστοιχη της διάταξης του άρθ. 3 Ν.
2331/1995. Στο αρχικό σχέδιο του νόμου, επαναλαμβανόταν η παλαιότερη
ρύθμιση, η οποία είχε κριθεί ως κραυγαλέα αντισυνταγματική1845, αλλά μετά και
τις παρατηρήσεις της Ολομέλειας των Προέδρων των ∆ικηγορικών Συλλόγων
Ελλάδας, η οποία, σημειωτέον, είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην κριτική της
συγκεκριμένης διάταξης, στο Νομοσχέδιο επήλθαν σημαντικές βελτιώσεις και
αντικαταστάθηκαν πλήρως οι απαράδεκτες και αντισυνταγματικές προβλέψεις
της προϊσχύουσας ρύθμισης1846.
Η διάταξη του άρθ. 47 § 1 Ν. 3691/2008 προβλέπει, πλέον, τη δυνατότητα
του ∆ημοσίου να αξιώσει, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, από τον αμετακλήτως
καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεως για αδίκημα των άρθ. 2 και 3, κάθε άλλη
περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα των άρθ. 2 και 3, έστω
και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη, λόγω θανάτου του υπαιτίου, ή η
δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά, ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι παρά την απάλειψη των απαράδεκτων
ρυθμίσεων του προϊσχύοντος άρθ. 3 Ν. 2331/1995, δηλαδή της δυνατότητας
επιβολής αστικής δήμευσης, ακόμη και για αδικήματα ελάσσονος σημασίας,
αφού το μέτρο αυτό ήταν δυνατό να χωρήσει ακόμη και για καταδίκες σε ποινή
φυλάκισης τριών ετών, καθώς και της εντελώς απαράδεκτης και
αντισυνταγματικής γενικής δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων του
αμετακλήτως καταδικασθέντος, τα οποία αποκτήθηκαν τα τελευταία πέντε έτη
πριν από το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, επιλογή που σαφώς κινείται σε

1845
Για τη σχετική κριτική στην προϊσχύουσα ρύθμιση, βλ. αντί άλλων, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα – Ν. 2331/95, όπ.παρ.,
σελ. 294.
1846
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
548

ορθή κατεύθυνση, η διάταξη του άρθ. 47 § 1 εξακολουθεί να είναι προβληματική.


Κι αυτό συμβαίνει, επειδή η σύνδεση του συγκεκριμένου μέτρου με το
διαπραχθέν αδίκημα παύει να είναι λειτουργική, αφού η «αστική δήμευση»
μπορεί να επιβληθεί ακόμη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη για την πράξη με την
οποία «συσχετίζεται» η συγκεκριμένη περιουσία, λόγω θανάτου του υπαιτίου, ή η
δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά, ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Το μέτρο,
όμως, αυτό, έχει κατ’ ουσίαν το χαρακτήρα ποινής, αφού συνεπάγεται τα ίδια
επαχθή αποτελέσματα με τη δήμευση και ο σκοπός του είναι ανταποδοτικός,
αφού, παρά τη χρήση του όρου «αποζημίωση», εν προκειμένω ζημία δεν
υφίσταται1847. Ενισχυτικό της θέσης αυτής επιχείρημα, αποτελεί η θέση του Ε∆∆Α
ότι τα κριτήρια για την κρίση εάν ένα μέτρο φέρει κυρωτικό χαρακτήρα, είναι η
φύση της προσβολής και η βαρύτητα της κύρωσης1848. Οι ποινές, όμως,
μπορούν να επιβληθούν μόνο από ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με τις εγγυήσεις
της ποινικής δικονομίας και του άρθ. 6 της ΕΣ∆Α. Ενόψει των ανωτέρω, η
ανάθεση της αρμοδιότητας λήψης ενός τόσο σημαντικού ποινικού μέτρου κατά
της ιδιοκτησίας στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς μάλιστα κατάγνωση της ενοχής,
δημιουργεί σοβαρότατες υπόνοιες ότι ο νομοθέτης με την κίνησή του αυτή
αποσκοπούσε στην παράκαμψη του τεκμηρίου της αθωότητας, του άρθ. 6 § 2
ΕΣ∆Α1849 και επομένως, η ρύθμιση του άρθ. 47 θα πρέπει να κριθεί ως
αντισυνταγματική, επειδή αντιβαίνει ευθέως στη διάταξη του άρθ. 96 Σ1850.
Για λόγους συστηματικής πληρότητας, οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι
προϋπόθεση έγερσης αξίωσης αποζημίωσης του ∆ημοσίου, είναι η αμετάκλητη

1847
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1848
Βλ. σχετικά την απόφαση του Ε∆∆Α, Engels κατά Ολλανδίας, EuGRZ, 1976, σελ. 221. Βλ.
επίσης Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
1849
Βλ. και τη συναφή κριτική του Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 284.
1850
Βλ. σχετικά Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές
παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de
lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 804, Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 90, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 298, Πολυχρόνη
Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση στη νομοθεσία
μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ., σελ. 629 και του ιδίου, Ο νέος νόμος για
το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
549

επιβολή ποινής κάθειρξης στον υπαίτιο του βασικού αδικήματος ή της


νομιμοποίησης εσόδων. Η πρόβλεψη αυτή, αν μη τι άλλο, ορθά περιορίζει το
πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής μόνο στις σοβαρές σχετικές υποθέσεις.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η περιουσία, που αξιώνει το
∆ημόσιο από τα πολιτικά δικαστήρια, έχει αποκτηθεί από άλλο αδίκημα των άρθ.
2 και 3 Ν. 3691/2008, ακόμη και αν για το αδίκημα αυτό δεν έχει ασκηθεί ποινική
δίωξη. Τέλος, ορθά, το βάρος της απόδειξης του παράνομου τρόπου κτήσης της
συγκεκριμένης περιουσίας και της σύνδεσής της με το βασικό αδίκημα, ή την
πράξη νομιμοποίησης, φέρει το ∆ημόσιο και όχι ο εναγόμενος και αμετακλήτως
καταδικασθείς.
Η διάταξη του άρθ. 47 § 2, τέλος, ρυθμίζει και την τύχη των επαχθών ή
χαριστικών δικαιοπραξιών που συνήψε ο καταδικασμένος με τρίτους και οι
οποίες είχαν ως αντικείμενο, περιουσιακά στοιχεία, που συνδέονται με αξιόποινες
πράξεις των άρθ. 2 και 3 Ν. 3691/2008. Έτσι, αν η περιουσία μεταβιβάστηκε σε
καλόπιστο τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία
της, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η αξίωση, μάλιστα, αυτή μπορεί να
ασκηθεί και κατά του τρίτου, ο οποίος απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον
κατά το χρόνο κτήσεως ήταν σύζυγος, ή συγγενής εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή
με τον καταδικασμένο, ή αδελφός του, ή θετό τέκνο του, όπως επίσης και
εναντίον κάθε τρίτου, που απέκτησε, μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου
ποινικής δίωξης για έγκλημα του άρθ. 2 ή 3 Ν. 3691/2008, αν κατά το χρόνο που
απέκτησε, γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Εν
κατακλείδι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο τρίτος, όσο και ο καταδικασμένος
ευθύνονται εις ολόκληρον.
Σχετικά με την απόπειρα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω κατά
την εξέταση της πράξης προσβολής, κύρια πράξη αποτελεί η «νομιμοποίηση»,
ενώ οι επιμέρους τυποποιούμενες πράξεις συνιστούν τρόπους τέλεσης του
πολύπρακτου εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων1851. Κατά συνέπεια, οι
πράξεις, που περιγράφονται στο άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, δεν παράγουν
τεκμήριο νομιμοποιήσεως εσόδων, αλλά αυτές πρέπει και να είναι αντικειμενικά

1851
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
550

πρόσφορες να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση του υλικού αντικειμένου, αλλά και να


αντιστοιχούν πράγματι σε «νομιμοποίηση».
Επομένως, σε περίπτωση που οι επιμέρους πράξεις δεν είναι
αντικειμενικά πρόσφορες να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση του υλικού
αντικειμένου, δεν στοιχειοθετείται καν το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων,
ελλείψει στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης.
Το ίδιο, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό και στην περίπτωση που, ναι
μεν, η πράξη νομιμοποίησης ήταν αντικειμενικά πρόσφορη, δεν οδήγησε, όμως,
στην εξασφάλιση κάποιου «νόμιμου τίτλου» για την παράνομη περιουσία, αφού
σύμφωνα με την ανωτέρω ανάλυσή μας, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης
του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων είναι η «νομιμοποίηση», που,
αφενός, πρέπει ως πράξη να είναι πρόσφορη να παραγάγει το επιθυμητό
αποτέλεσμα και αφετέρου, θα πρέπει να εξασφαλίζει κάποιο «νόμιμο τίτλο» για
τη νομιμοποιούμενη περιουσία.
Περαιτέρω, η απόπειρα τέλεσης νομιμοποίησης εσόδων είναι σε γενικές
γραμμές νοητή, όταν έχει εκδηλωθεί ήδη συμπεριφορά που συνιστά αρχή
εκτέλεσης της συγκεκριμένης μορφής νομιμοποίησης.
∆ε θα πρέπει να γίνει, όμως, δεκτή η απόπειρα νομιμοποίησης στις
περιπτώσεις του άρθ. 2 § 2, οι οποίες αποτελούν νομοθετική εξομοίωση της
απόπειρας με ολοκληρωμένο έγκλημα1852.
Έτσι, στην περίπτωση του πρώτου τρόπου τέλεσης του άρθ. 2 § 2 στοιχ.
α’ Ν. 3691/2008, δεχθήκαμε ήδη, ότι τόσο η «μετατροπή», όσο και η
«μεταβίβαση», ως πράξεις τέλεσης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων,
αποτελούν, στην ουσία τους, νομοθετική αναγωγή απόπειρας σε ολοκληρωμένο
έγκλημα, αφού δεν απαιτείται για την ολοκλήρωσή τους να έχει επιτευχθεί και η
απόκρυψη, ή η συγκάλυψη της παράνομης περιουσίας, ή η παροχή συνδρομής
σε πρόσωπο «εμπλεκόμενο» στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα,
αλλά αρκεί η προσφορότητα της συγκεκριμένης πράξης για το σκοπό αυτό1853.
Το γεγονός, όμως, ότι δεν απαιτείται η επέλευση της απόκρυψης, ή της

1852
Σύμφωνα με μία άποψη δεν νοείται περαιτέρω απόπειρα του ήδη σε απόπειρα
τυποποιημένου εγκλήματος, ενώ, κατά μία άλλη άποψη, μπορεί να θεμελιωθεί απόπειρα σε
βάρος, τους, του τελειωμένου εγκλήματος. Βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 545.
1853
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, σελ. 261,
υποσημ. 9.
551

συγκάλυψης της παράνομης περιουσίας1854, ή της παροχής συνδρομής, σημαίνει


ότι για την ολοκλήρωσή του απαιτείται αρχή εκτέλεσης από την πλευρά του
δράστη, και, επομένως, δε θα πρέπει να γίνει δεκτή απόπειρα τέλεσης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης στην περίπτωση αυτή.
Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση του δεύτερου τρόπου τέλεσης, αφού
για την ολοκλήρωσή του, δεν απαιτείται να έχει επιτευχθεί και η συγκάλυψη της
παράνομης περιουσίας, αλλά αρκεί η προσφορότητα της συγκεκριμένης πράξης
«απόκρυψης» ή «συγκάλυψης» για το σκοπό αυτό, και συνεπώς, ούτε στην
περίπτωση αυτή είναι νοητή η απόπειρα του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων.
Η απόπειρα των πράξεων που περιγράφονται στον τρίτο και τέταρτο
τρόπο τέλεσης του άρθ. 2 § 2 στοιχ. γ’ και δ’ Ν. 3691/2008, δηλαδή, η απόπειρα
των πράξεων της απόκτησης, κατοχής, διαχείρισης ή χρήσης των παράνομων
εσόδων, καθώς και η απόπειρα τοποθέτησης ή διακίνησης μέσω του
χρηματοπιστωτικού τομέα εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές
δραστηριότητες, θα κριθεί με βάση τα γενικώς ισχύοντα περί διάγνωσης «αρχής
εκτελέσεως»1855 του εγκλήματος.
Τα σημαντικότατα προβλήματα που ανακύπτουν από τη διάταξη του άρθ.
2 § 2 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008 και τα οποία επισημάναμε αναλυτικά ανωτέρω, κατά
την ανάλυση της πράξης προσβολής, μεταξύ των οποίων είναι η contra στην
κοινή αντίληψη ένταξη ακόμη και της σύστασης μίας οργάνωσης ή ομάδας για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στην έννοια της «νομιμοποίησης» καθεαυτή και
ασφαλώς η προβλεπόμενη κακουργηματική τιμώρηση των πράξεων αυτών, οι
οποίες δεν συνιστούν καν προπαρασκευή συγκεκριμένης πράξης
νομιμοποίησης, με την ίδια ποινή που τιμωρούνται και οι τετελεσμένες πράξεις

1854
Πρβλ. contra το βούλευμα του ΣυμβΑΠ 1432/2008 (με Πρόταση του Αντιειαγγελέα του Αρείου
Πάγου Αθανασίου Κονταξή), α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, η οποία δέχθηκε απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων γιατί
υπήρξε αρχή εκτέλεσης της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παρανόμως κτηθέντων
χρημάτων, που είχαν ήδη κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό. Η αρχή εκτέλεσης συνίστατο στην
προσπάθεια ανάληψής τους, η οποία, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από ιδία βούληση του
κατηγορουμένου, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε
εγκαίρως στην Τράπεζα η ∆ιάταξη του Ανακριτή, βάσει της οποίας απαγορευόταν η κίνηση των
λογαριασμών του.
1855
Βλ. ενδεικτικά, ΣυμβΑΠ 1432/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, σύμφωνα με την οποία, «πράξη περιέχουσα αρχή
εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην
πραγμάτωσή του ή τελεί με αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την
κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα της, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από
οποιονδήποτε λόγο».
552

νομιμοποίησης, αφού αμφότερες θεωρούνται και αντιμετωπίζονται από το νόμο


ως αυτουργικές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων1856, μας αναγκάζουν, για
λόγους ουσίας, να μην δεχθούμε απόπειρα στην περίπτωση αυτή, παρά το
γεγονός ότι η απόπειρα «συγκρότησης» εγκληματικής οργάνωσης, ή
«σύστασης» συμμορίας, ή ακόμη και συμμετοχής σε αυτές, είναι νοητή,
σύμφωνα με την ανάλυση που επιχειρήσαμε ανωτέρω, για την εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και τη συμμορία του άρθ. 187 § 3 ΠΚ.
Οφείλουμε, όμως, να διευκρινίσουμε, ότι παρότι δεν δεχόμαστε τη
δυνατότητα απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων στην περίπτωση του στοιχείου ε’
του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες πράξεις δεν
μπορούν να είναι αξιόποινες, ως απόπειρες τέλεσης των εγκλημάτων είτε του
άρθ. 187 § 1 ΠΚ, είτε του άρθ. 187 § 3 ΠΚ, υπό τους όρους, όμως, και τις
προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.
Όσον αφορά τη συμμετοχή, όλες οι μορφές συμμετοχής, δηλαδή τόσο η
ηθική αυτουργία, όσο και η απλή και άμεση συνέργεια, είναι νοητές και
αξιόποινες αναφορικά και με τους πέντε διαφορετικούς τρόπους τέλεσης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, όπως αυτοί τυποποιούνται στο άρθ. 2 §
2 Ν. 3691/2008, κατά τις όρους και με τις προϋποθέσεις των άρθ. 46 και 47 ΠΚ.
Νοητή, εξάλλου, είναι και η τέλεση των πράξεων αυτών κατά
συναυτουργία. Ειδικά, όμως, όσον αφορά τον πέμπτο τρόπο τέλεσης, ο οποίος
τυποποιείται στο άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008, ακριβώς επειδή η σύσταση
και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή ομάδα αποτελούν μορφές
αναγκαίας σύμπραξης, δεν νοείται τέλεση του εγκλήματος της νομιμοποίησης
εσόδων με τη μορφή αυτή κατά συναυτουργία. Αν όμως δύο ή περισσότεροι
είχαν την πρωτοβουλία συγκρότησης και συγκρότησαν τελικά την ομάδα, τότε
είναι δυνατό να γίνει λόγος για κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της
συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης1857.
Σε σχέση με τη συρροή, όταν ο δράστης νομιμοποίησης είναι πρόσωπο
διάφορο του δράστη του βασικού εγκλήματος η συρροή των δύο αυτών

1856
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
1857
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117.
553

εγκλημάτων θα είναι αληθινή πραγματική ή κατ’ ιδέαν, ανάλογα με τη


συγκεκριμένη περίπτωση1858.
Σε περίπτωση, όμως, που ο δράστης της νομιμοποίησης ταυτίζεται με
αυτόν της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας1859, δυνατότητα που
ρητά αποδέχεται ο νομοθέτης στο στοιχ. ε’ του άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/20081860,
επιχειρώντας μ’ αυτό τον τρόπο να διαπλάσσει ένα «”συνοδευτικό έγκλημα” για
όλα σχεδόν τα εγκλήματα της ποινικής μας νομοθεσίας, σε μία μορφή
“αναγκαστικής συρροής”»1861, όταν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της
πράξης νομιμοποίησης εσόδων είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού
αδικήματος1862, η πράξη της νομιμοποίησης εμφανίζεται ως υποστηρικτική του
βασικού εγκλήματος, αφού τείνει να διαιωνίσει την αρχική προσβολή, που

1858
Βλ. ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. βλ. επίσης την αντίθετη εισαγγελική
πρόταση του Γεωργίου Σανιδά στο ΣυμβΑΠ 721/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 837, ο οποίος δέχεται
ότι μεταξύ της νομιμοποίησης εσόδων και του βασικού εγκλήματος υπάρχει αληθινή κατ’ ιδέαν ή
πραγματική συρροή, με το επιχείρημα ότι αφού αποτελεί πάγια θέση τους νομολογίας του Αρείου
Πάγου η αποδοχή σχέσης αληθούς πραγματικής ή κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ του εγκλήματος της
αποδοχής ή διάθεσης προϊόντων εγκλήματος και της ηθικής αυτουργίας ή συνέργειας στις
προηγηθείσες της αποδοχής αξιόποινες πράξεις από τις οποίες προήλθαν τα «προϊόντα», το ίδιο
θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων, που αποτελεί ουσιαστικά
«επαναξιολόγηση της υπό του άρθρου 394 ΠΚ προβλεπόμενης και σε βαθμό πλημμελήματος
τιμωρούμενης πράξεως της αποδοχής ή διαθέσεως προϊόντων εγκλήματος». Πρβλ. ΣυμβΕφΑθ
1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ., το οποίο ναι μεν, δέχθηκε ότι δεν αποκλείεται η
πραγματική συρροή μεταξύ συνέργειας του δράστη στα βασικά εγκλήματα και της φυσικής
αυτουργίας στην πράξη νομιμοποίησης, αλλά απέκλεισε κατηγορηματικά τη δυνατότητα αυτή σε
περίπτωση που ο φυσικός αυτουργός του βασικού εγκλήματος είναι και φυσικός αυτουργός της
μεταγενέστερης νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.
1859
Βλ. ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 1527 επ. Πρβλ. contra υπό τον
προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 τους ΑΠ 402/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 525 επ. και
ΑΠ 721/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 827 επ., οι οποίες είχαν δεχθεί ότι σε
περίπτωση που ταυτίζεται ο δράστης του βασικού εγκλήματος με τον υπαίτιο της νομιμοποίησης
εσόδων, «δεν στοιχειοθετείται» το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων και Γιάννη Μπέκα,
Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), όπ.παρ., σελ. 1531 – 1532, ο οποίος είχε
συνταχθεί με τη θέση αυτών των δύο αρεοπαγιτικών αποφάσεων.
1860
Η διάταξη του άρθρου 45 § 1 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008 ορίζει: «Η ποινική ευθύνη για το βασικό
αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων) για τις πράξεις των
στοιχείων α’, β’ και γ’ της παραγράφου 1, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα
του βασικού αδικήματος».
1861
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932.
1862
Όπως επανειλημμένως τονίσαμε ανωτέρω, τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις έναντι των γενικών – πάντα
διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους.
Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, για να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να
προηγείται ένα άλλο έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη
περιουσία, το οποίο θα είναι, προφανώς, διαφορετικό.
554

προκλήθηκε από την τέλεσή του1863. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη θέση μας


για το προστατευόμενο έννομο αγαθό1864, στην περίπτωση αυτή υπάρχει
ταυτότητα μεταξύ των εννόμων αγαθών που προσβάλλονται από το βασικό
έγκλημα και από τη νομιμοποίηση εσόδων. Για τους λόγους αυτούς, οι δύο
διατάξεις θα συρρέουν φαινομενικά πραγματικά και εφαρμοζομένης της αρχής
της απορροφήσεως1865, η βαρύτερη από αυτές θα απορροφά την απαξία της
άλλης1866, αποτελώντας με τον τρόπο αυτό μη τιμωρητή πρότερη ή ύστερη, κατά
περίπτωση, πράξη1867.

1863
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 462.
1864
Και συγκεκριμένα, δεχθήκαμε ανωτέρω, ότι το ξέπλυμα δεν ενέχει αυτοτελή κοινωνικοηθική
απαξία ούτε προσβάλλει αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό, αλλά ως συμπεριφορά που
συναρτάται άμεσα με το οργανωμένο έγκλημα, ενισχύει την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης,
που προσβάλλεται πάντα από την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών
οργανώσεων, όσο και την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε
συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
1865
Σύμφωνα με τον Χωραφά, εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει μόνον οσάκις η
υστέρα πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή
χρησιμοποίηση του, διά της προηγουμένης πράξεως, κτηθέντος, χωρίς όμως να προσβάλλει
άλλα έννομα αγαθά του αυτού ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητος, γιατί σ’ αυτή
μόνον την περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι η εφαρμογή μόνης της πρώτης προβλέψεως καλύπτει
όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Βλ.
Νικολάου Χωραφά, Γενικαί αρχαί του ποινικού δικαίου, (6η έκδοση αναθεωρημένη και
συμπληρωμένη), εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1962, αρ. περιθ. 88 και 89.
1866
Βλ. ήδη υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική δογματική και
η απήχησή τους στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 292 επ., Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
391 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 148 επ., ο οποίος υποστηρίζοντας ότι η
νομιμοποίηση αποτελεί «ένα νομοθετικά τροποποιημένο και επιστημονικά μεταλλαγμένο
κακέκτυπο της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος με δρακόντειες ποινές», δέχεται με συνέπεια ότι
η συρροή μεταξύ του βασικού εγκλήματος και της νομιμοποίησης είναι φαινομενική ενόψει της
ταυτότητας του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Βλ. επίσης, Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι,
Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά
χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 921. Ο Παύλου δεχόταν
ότι στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοζόταν η αρχή του αλληλοαποκλεισμού, αλλά ενόψει της de
lege lata επίλυσης του ζητήματος, εάν είναι νοητή η τέλεση της νομιμοποίησης από τον αυτουργό
της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, υπέρ της αποδοχής της δυνατότητας αυτής,
υποστηρίζει πλέον, ότι μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε «τουλάχιστον επί της αρχής, για
φαινομενική πραγματική συρροή». Για την άποψη που υποστηρίζει πλέον, βλ. Στέφανου Παύλου,
Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932. Πρβλ.
το ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ., το οποίο έκρινε ότι και στην περίπτωση αυτή
θα υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή, γιατί τα αδικήματα, που αποτελούν προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την
απαξία των αδικημάτων της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, τα οποία είναι όλα
κακουργήματα και επιπροσθέτως, δεν έχουν καν ιστορική ενότητα μεταξύ τους και ΣυμβΑΠ
1611/2007, ΠοιΧρ, 2008, σελ. 527 επ. με όμοιο σκεπτικό.
1867
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων,
ΠοινΧρ, 2007, σελ. 97 επ. και Στέφανου Παύλου, «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη
φαινομενική συρροή και ειδικότερα η αρχή της «μη τιμωρητής πρότερης ή ύστερης πράξεως»,
στον Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου -
555

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην ανωτέρω περίπτωση, όταν η


επόμενη χρονικά, υποστηρικτική του βασικού εγκλήματος1868, πράξη της
νομιμοποίησης εσόδων προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της
1869
«αυτοϋπόθαλψης» , δεν μπορεί να έχει αυτοτελές ποινικό ενδιαφέρον και για
το λόγο αυτό, θα πρέπει να μείνει ατιμώρητη1870.
Περαιτέρω, η νομιμοποίηση εσόδων, όταν τελείται σύμφωνα με τον
πέμπτο τρόπο τέλεσής της, σε περίπτωση, δηλαδή, που πρόκειται για σύσταση ή
συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που ως στόχο έχει την τέλεση μίας μόνο
πράξης νομιμοποίησης, δεν υπάρχει σχέση συρροής με τη διάταξη του άρθ. 187
§ 1 ΠΚ, γιατί ελλείπει το απαραίτητο στοιχείο της διάρκειας, που συσχετίζεται με
το σκοπό τέλεσης περισσοτέρων κακουργημάτων, στοιχείο το οποίο αποτελεί,
όμως, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση του εγκλήματος του άρθ. 187
§ 1 ΠΚ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στη συγκεκριμένη
περίπτωση οι δύο διατάξεις τελούν σε σχέση αλληλοαποκλεισμού.
Αν, όμως, στην ανωτέρω περίπτωση πρόκειται για σύσταση ή συμμετοχή
σε εγκληματική οργάνωση που ως στόχο έχει την τέλεση περισσοτέρων πράξεων
νομιμοποίησης, θα πρέπει να γίνει δεκτή η φαινομενική κατ’ ιδέαν συρροή των
δύο διατάξεων και εφαρμοζόμενης της αρχής της απορροφήσεως, αφού το
σύνολο της απαξίας της περιγραφόμενης στο άρθ. 187 § 1 ΠΚ απορροφάται από
την τυποποιούμενη στο άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008 πράξη, θα εφαρμοστεί
μόνο η τελευταία αυτή διάταξη.
Στη συνέχεια, σε περίπτωση που υλοποιηθεί ο εγκληματικός στόχος της
οργάνωσης για ξέπλυμα χρήματος, όταν δηλαδή έχουμε και ουσιαστική
αποπεράτωση του εγκλήματος, δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή αληθινή συρροή,
αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση θα οδηγεί σε εφαρμογή της διακεκριμένης

εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.
531 επ. και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.
1868
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ.
264 επ., «ο δράστης δεν είναι νοητό να ξανατιμωρείται για τη φυσιολογική και προβλεπόμενη
συνέχεια της πράξης του, αφού χωρίς την ύστερη πράξη η κύρια πράξη δεν έχει κατά κανόνα
κανένα νόημα». Βλ. επίσης, ΣυμβΕφΘράκ 85/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, ΣυμβΕφΘράκ 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573 επ. και
Ανδρουλάκη Νικολάου, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα
παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 289 επ.
1869
Και αυτό θα συμβαίνει όταν το ξέπλυμα συνδέεται μόνο με μια μεμονωμένη προηγούμενη
πράξη της οποίας ο δράστης ταυτίζεται με το δράστη νομιμοποίησης, Βλ. σχετικά Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
390 και ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, όπ.παρ., σελ. 273 επ. και 284.
1870
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), όπ.παρ., σελ. 1531.
556

περίπτωση νομιμοποίησης, που τυποποιείται στο άρθ. 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν.


3691/20081871.
Εάν, στην περίπτωση του άρθ. 2 § 2 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008, πρόκειται για
σύσταση ή συμμετοχή σε ομάδα δύο τουλάχιστον ατόμων, η οποία ως στόχο έχει
την τέλεση μίας ή περισσοτέρων πράξεων νομιμοποίησης, ενόψει του γεγονότος
ότι η εξομοίωση από πλευράς ποινικής μεταχείρισης εγκληματικών οργανώσεων
και ομάδων έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της
αναλογικότητας, θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνο η διάταξη του άρθ. 187 § 3 ΠΚ, η
οποία είναι γενική και περιλαμβάνει την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος,
και συνεπώς, και πράξεων νομιμοποίησης, αλλά ακόμη και πλημμελήματος υπό
τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της. Σε περίπτωση δε, που
υλοποιηθεί και ο εγκληματικός σκοπός της συγκεκριμένης ομάδας, δεν είναι και
πάλι δυνατό, λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, να εφαρμοστεί η
διακεκριμένη παραλλαγή του άρθ. 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν. 3691/2008, η οποία,
επίσης, εξομοιώνει τις εγκληματικές οργανώσεις με τις εγκληματικές ομάδες,
αλλά θα πρέπει να καταφαθεί η ύπαρξη αληθινής συρροής μεταξύ της πράξης
νομιμοποίησης και του εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 ΠΚ1872.
Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τη σχέση της
νομιμοποίησης εσόδων με το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων
εγκλήματος1873, το οποίο τυποποιείται στο άρθ. 394 ΠΚ1874. Σε επίπεδο
υποκειμενικής υπαιτιότητας, παρατηρείται μία σοβαρή διαφοροποίηση, αφού στο
άρθ. 394 § 1 ΠΚ απαιτείται απλή γνώση ότι τα περιουσιακά στοιχεία, που
περιήλθαν στην κατοχή του δράστη, προήλθαν από αξιόποινη πράξη και η
πρόθεσή του να τα κατέχει ως τέτοια, ανεξάρτητα από το γεγονός αν
επιτεύχθηκαν τελικά τα ωφελήματα, τα οποία προσδοκούσε ο δράστης με την
1871
Τη λύση αυτή έχει ήδη ορθά προτείνει η Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
1872
Τη λύση αυτή έχει ήδη ορθά προτείνει η Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
1873
Για τη συσχέτιση και την οριοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων προς την
αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 156 επ.
1874
Ευρύτερα για την ερμηνεία του άρθρου 394 ΠΚ, βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Αποδοχή και
∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος: (Άρθρο 394 ΠΚ), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1998, Αδάμ
Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα (Άρθρα 385 – 406 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 385 επ. και Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα
εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας (άρθρα 372 – 406 ΠΚ), εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα, 2001, ιδίως σελ. 606 επ.
557

ενέργειά του αυτή. Στην περίπτωση, όμως, της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην αποδοχή
προϊόντων εγκλήματος, θα πρέπει να καλύπτεται, έστω με ενδεχόμενη γνώση,
όχι αφηρημένα η αξιόποινη προέλευση του περιουσιακού προϊόντος, αλλά
συγκεκριμένα και η εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέρχεται αυτό
ως περιουσιακό στοιχείο1875, ενώ, επιπροσθέτως απαιτείται και η στοιχειοθέτηση
του σκοπού συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης του περιουσιακού
στοιχείου1876.
Ενόψει των ανωτέρω, επειδή η διάταξη του άρθ. 394 ΠΚ αποτελεί
αναγκαίο στοιχείο για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων1877, οι δύο διατάξεις τελούν μεταξύ τους σε φαινομενική
συρροή και με βάση την αρχή της απορρόφησης, η απαξία του άρθ. 394 ΠΚ θα
απορροφηθεί από την απαξία της νομιμοποίησης εσόδων και ο δράστης θα
τιμωρηθεί μόνο γι’ αυτή1878.
Έχει, όμως, υποστηριχθεί με ιδιαίτερα σοβαρά επιχειρήματα και η άποψη
ότι μεταξύ των διατάξεων του άρθ. 394 ΠΚ και της νομιμοποίησης εσόδων δεν
υπάρχει σχέση συρροής, αλλά ουσιαστικού αλληλοαποκλεισμού1879, καθώς η
διαφοροποίηση μεταξύ τους, δεν ανιχνεύεται μόνο στο πεδίο της υποκειμενικής
υπόστασης, αλλά εκτείνεται και στην αντικειμενική υπόσταση. Και συγκεκριμένα,

1875
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 165 – 166.
1876
Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι και στο έγκλημα του
394 ΠΚ διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας λανθάνουσας και ιδιότυπης υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 404, Γιώργου
∆ημήτραινα, Αποδοχή και ∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 185 επ. και 199 – 201
και του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ.
382.
1877
Για το λόγο αυτό είναι επιτρεπτή η μεταβολή κατηγορίας από νομιμοποίηση εσόδων σε
αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος. Βλ. ομοίως, ΠεντΕφΠειρ 18, 19/2000, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 1245 επ. και ΣυμβΕφΘεσ 31/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 76 επ. Βλ. επίσης, Λάμπρου
Καράμπελα, Η μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας: νομοθεσία, νομολογία,
υποδείγματα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 76 και 159.
1878
Πρβλ. ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ., το οποίο δέχθηκε ότι το έγκλημα
της νομιμοποίησης εσόδων συνιστά «μία διακεκριμένη αποδοχή προϊόντων εγκλήματος
κακουργηματική ακόμη και σε περίπτωση πλημμεληματικής προέλευσης του προϊόντος». Κατά
συνέπεια, δέχθηκε ότι μεταξύ των δύο διατάξεων υφίσταται φαινομενική συρροή. Η αναφορά
κατωτέρω, όμως, στην ενεργοποίηση της αρχής της απορρόφησης δεν είναι ορθή, γιατί με βάση
την αρχική παραδοχή περί διακεκριμένης παραλλαγής, θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί η αρχή της
ειδικότητας.
1879
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, όπ.παρ., σελ.
645 και υποσημ. 37, Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ
18, 19/2000, όπ.παρ., σελ. 1248 και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Παρατηρήσεις στο υπ’
αριθμ. 918/2002 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 265 επ. Εξάλλου, για τη
σχέση των άρθρων 19 § 2 Ν. 1729/1987 και 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το έγκλημα του άρθρου 394
ΠΚ, βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 470.
558

εκτός από την ειδική προέλευση του περιουσιακού προϊόντος, που απαιτείται για
τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, η ειδοποιός
διαφορά μεταξύ των δύο εγκλημάτων ανευρίσκεται στο γεγονός ότι στην
περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων, τόσο η αρχική συγκεκριμένη αξιόποινη
πράξη, από την οποία δημιουργείται το περιουσιακό προϊόν, όσο και η επόμενη
χρονικά «νομιμοποίησή» του, τελούνται στο πλαίσιο του οργανωμένου
εγκλήματος1880, που θα «πρέπει να θεωρείται άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης της νομιμοποίησης»1881. Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση
αλληλοαποκλεισμού, εκκινώντας από τη λογική και τυπολογική συσχέτιση των
δύο αυτών διατάξεων, καταδεικνύει ότι είναι αδύνατη η συμπραγμάτωση αυτών
των νομοτυπικών μορφών, με φυσικό επακόλουθο να μην υφίσταται καν
περιθώριο για συζήτηση περί συρροής1882.
Φρονούμε ότι παρά το γεγονός ότι η ουσία της επιχειρηματολογίας αυτής
μας βρίσκει σύμφωνους, δεν είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στη λύση αυτή,
που προϋποθέτει την αξιωματική, αν και ορθή, κατά τη γνώμη μας, αποδοχή της
θέσης ότι η νομιμοποίηση εσόδων πρέπει να συναρτάται άμεσα με το
οργανωμένο έγκλημα. Και δεν είναι αναγκαίο, γιατί μέρος της επιστήμης και της
νομολογίας τείνουν να μην αποδέχονται το αξίωμα αυτό ως απαραίτητη
προϋπόθεση. Συνεπώς, αρκούμενοι, απλά και μόνο, στη γραμματική προσέγγιση
και ερμηνεία1883 των δύο διατάξεων, μπορούμε να αχθούμε στην ίδια,
ικανοποιητική κατ’ αποτέλεσμα, λύση, με ένα σκεπτικό, όμως, που δεν επιδέχεται
ουσιαστικής αμφισβήτησης από καμία πλευρά.
Περαιτέρω, η νομιμοποίηση εσόδων παρουσιάζει στενή νοηματική, όχι
όμως νομοτεχνική συγγένεια με το έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία, που
τυποποιείται στο άρθ. 231 ΠΚ, αλλά τα δύο αυτά εγκλήματα διαφοροποιούνται,
εντέλει, τόσο σε επίπεδο αδίκου, όσο και σε επίπεδο υπαιτιότητας1884. Το
στοιχείο της αποφυγής των εννόμων συνεπειών του δράστη ή του συμμέτοχου
της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, συνιστά περιεχόμενο του
σκοπού του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων, ενώ στην υπόθαλψη εγκληματία

1880
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 163 – 164.
1881
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ 18, 19/2000, όπ.παρ., σελ. 1248.
1882
Βλ. ad hoc ΣυμβΠλημΘεσ 918/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 264.
1883
Χωρίς να είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στη συστηματική ερμηνεία των δύο αυτών
διατάξεων.
1884
Βλ. αναλυτικά Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 164 επ.
559

έχει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, και δη, την ματαίωση δίωξης άλλου για
κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε, ή της εκτέλεσης της ποινής που του
επιβλήθηκε, ή του μέτρου ασφαλείας, και περιγράφει την ίδια την προσβολή,
δηλαδή, αποτυπώνεται στο πεδίο του αδίκου1885. Αυτονόητο, βέβαια, είναι ότι και
στα δύο εγκλήματα το πρόσωπο που σκοπεύει να παράσχει τη συνδρομή είναι
διαφορετικό από το πρόσωπο που τέλεσε ή συμμετείχε στην αξιόποινη πράξη
και για την οποία θα δεχθεί τη συνδρομή. Ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι δυνατό
να υπάρξει συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της νομιμοποίησης εσόδων και της
υπόθαλψης εγκληματία, του άρθ. 231 ΠΚ, αλλά τα δύο αυτά εγκλήματα τελούν σε
σχέση αλληλοαποκλεισμού.
Περαιτέρω, με την § 2 του άρθ. 45 διαχωρίζεται η άσκηση ποινικής δίωξης
και η καταδίκη για ξέπλυμα χρήματος, από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό
αδίκημα. Με τον τρόπο αυτόν «ανεξαρτητοποιείται» η δίωξη για νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό
αδίκημα1886.
Η διάταξη αυτή αποτελεί πλεονασμό, και εξυπηρετεί μάλλον
επικοινωνιακές ανάγκες, παρά επιλύει πρακτικές δυσχέρειες1887, αφού το
συγκεκριμένο ζήτημα που ρυθμίζει, είχε νομολογιακά παγίως επιλυθεί, κατά τον
τρόπο, άλλωστε, που επί δεκαετίες ίσχυε νομολογιακά ως προς τη δίωξη και
καταδίκη μιας πράξης αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, του άρθ.
394 ΠΚ, η οποία, σε κάθε περίπτωση, ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη δίωξη ή
καταδίκη για το έγκλημα από το οποίο είχε προέλθει το προϊόν του
εγκλήματος1888. Κατά συνέπεια, ήταν και εξακολουθεί να είναι αυτονόητη η
ανεξαρτησία της δίωξης και καταδίκης του βασικού αδικήματος και της
νομιμοποίησης εσόδων και είχε ορθά επιλυθεί από τη νομολογία, με την πάγια
θέση, ότι το δικαστήριο που δικάζει αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων, οφείλει να
προσδιορίζει το προηγούμενο βασικό αδίκημα από την τέλεση του οποίου

1885
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 174.
1886
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913.
1887
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 270.
1888
Βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα, Αποδοχή και ∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ.
87 και 100 επ.
560

προέκυψε η νομιμοποιηθείσα περιουσία με την υπό κρίση πράξη νομιμοποίησης


εσόδων, χωρίς, όμως, να απαιτείται δίωξη ή καταδίκη για το βασικό αδίκημα1889.
Η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής πρότεινε ότι η
διάταξη του άρθ. 45 § 2, θα ήταν σκόπιμο να συμπληρωθεί με τη φράση «εκτός
εάν αυτό διώκεται κατ’ έγκληση»1890, καθώς εκ πρώτης όψεως η διάταξη αυτή
δεν φαίνεται να περιλαμβάνει την περίπτωση, κατά την οποία το βασικό αδίκημα
διώκεται κατ’ έγκληση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να γίνει δεκτό, και
με την ισχύουσα διατύπωση, ότι εάν, στις περιπτώσεις που απαιτείται, δεν
υπάρχει έγκληση για το βασικό αδίκημα, εξαλείφεται και ο αξιόποινος
χαρακτήρας της νομιμοποίησης των εσόδων που προέκυψαν από την τέλεση του
συγκεκριμένου βασικού αδικήματος, λόγω της εξάλειψης του αξιόποινου
χαρακτήρα αυτού1891.
Η § 3 του άρθ. 45 διευκρινίζει ότι σε περίπτωση εξαλείψεως του
αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη, ή απαλλαγής
του υπαίτιου από την ποινή για το βασικό αδίκημα, λόγω, ιδίως, ικανοποιήσεως
του ζημιωθέντος, τότε αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται από την ποινή ο
υπαίτιος και για τις συναφείς πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων. Συνεπώς,
όπου με ειδική διάταξη νόμου προβλέπεται για το βασικό αδίκημα ότι η
αποζημίωση του παθόντος (συμπεριλαμβανομένου και του ∆ημοσίου) οδηγεί
στην εξάλειψη του αξιοποίνου, ή στη μη επιβολή ποινής, το ίδιο έννομο
αποτέλεσμα θα επέρχεται και για την πράξη νομιμοποίησης εσόδων. Εξάλλου,
από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι ο υπαίτιος του βασικού
αδικήματος, θα πρέπει να ταυτίζεται με το δράστη νομιμοποίησης. Τέλος, από τη

1889
Βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ., με παρατηρήσεις Γιώργου
∆ημήτραινα, ΣυμβΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 526 επ., με παρατηρήσεις Ουρανίας Αδάμου
και ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ.
1890
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1891
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 271, όπου
αναφέρει ως παράδειγμα ότι σύζυγος μετατρέπει περιουσία που προέκυψε από το αδίκημα της
υφαίρεσης, που διέπραξε κατά της συζύγου του, αγοράζοντας ομόλογα στο όνομά του. Σε
περίπτωση που δεν υποβληθεί έγκληση από τη σύζυγο για το αδίκημα της υφαίρεσης, η
νομιμοποίηση εσόδων, που ακολούθησε την υφαίρεση, δεν είναι αξιόποινη, λόγω εξάλειψης του
αξιόποινου χαρακτήρα του βασικού αδικήματος.
561

ρύθμιση αυτή εξαιρείται, η εξάλειψη του αξιόποινου για το βασικό αδίκημα λόγω
παραγραφής1892.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που το βασικό αδίκημα συνιστά
κατ’ έγκληση διωκόμενη πράξη και λάβει χώρα ανάκληση και αποδοχή αυτής, το
δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 3 Ν. 3691/2008, οφείλει να
παύσει οριστικά την ποινική δίωξη και για την πράξη νομιμοποίησης της
παράνομης περιουσίας, που προέκυψε από το συγκεκριμένο βασικό αδίκημα1893.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 4, όπου στις διατάξεις
του άρθ. 45 προβλέπεται αθροιστικά η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας
και χρηματικής ποινής, δεν εφαρμόζεται το άρθ. 83 περ. ε' ΠΚ, δηλαδή, ο
δικαστής, ακόμη και στις περιπτώσεις, που, σύμφωνα με το γενικό μέρος του
Ποινικού Κώδικα, προβλέπεται η επιβολή ελαττωμένης ποινής, χωρίς κανέναν
άλλο ειδικότερο προσδιορισμό, δεν μπορεί να επιβάλει μόνο την προβλεπόμενη
χρηματική ποινή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 5 Ν. 3691/2008, αρμόδιο δικαστήριο
για την εκδίκαση των κακουργημάτων, που προβλέπονται στο άρθ. 2 του ίδιου
νόμου, είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Επομένως, οι
πλημμεληματικής μορφής πράξεις νομιμοποίησης εσόδων εκδικάζονται από το
Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σε περίπτωση συνάφειας με πράξη
αρμοδιότητας Μικτού Ορκωτού ∆ικαστηρίου, υπερισχύει η αρμοδιότητα του
Μικτού Ορκωτού και για τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων, σύμφωνα με τις
κοινές δικονομικές διατάξεις, αν η in abstracto επαπειλούμενη ποινή για το
συναφές αδίκημα είναι βαρύτερη από την προβλεπόμενη ποινή για την πράξη
της νομιμοποίησης1894.
Περαιτέρω, σε σχέση με την παραπομπή των κακουργημάτων του άρθ. 2
Ν. 3691/2008, το πέρας της ανάκρισης και η παραπομπή ή όχι σε δίκη γίνεται με

1892
Για τη ρητή πρόβλεψη της εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 § 3 της
εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, ο Τσιρίδης εγκαλεί το νομοθέτη επειδή
«ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη των δοθεισών νομοθετικών λύσεων, είναι θλιβερή η
διαπίστωση ότι η ποινική μας νομοθεσία εξακολουθεί να είναι δέσμια των εκκρεμοτήτων του
λεγόμενου “παραδικαστικού κυκλώματος”». Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 274,
1893
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1894
Βλ. σχετικά, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 275.
562

βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο υπόκειται σε έφεση


ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, ενώ, ο παραπεμπόμενος κατηγορούμενος
δικαιούται να ασκήσει και αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Σε περίπτωση, όμως, που υπάρχει συνάφεια με πράξη που εμπίπτει στο
Ν. 1608/1950, αρμόδιο Συμβούλιο, για το πέρας της ανάκρισης και την
παραπομπή ή όχι σε δίκη, είναι το Συμβούλιο Εφετών, το βούλευμα του οποίου
δεν υπόκειται σε αναίρεση από πλευράς του παραπεμπόμενου κατηγορούμενου.
Ενώ, αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 3074/2002, η υπόθεση
εισάγεται, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του Εισαγγελέα Εφετών με τον Πρόεδρο
Εφετών, απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με
την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, το οποίο δεν υπόκειται σε προσφυγή1895.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογιακή άποψη1896,
η εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων του Ν. 3074/2002 κατισχύει και του Ν.
1608/1950, ως δικονομική διάταξη νεότερη και ειδικότερη, με άμεση συνέπεια, να
συμπαρασύρονται και όλες οι συναφείς κακουργηματικές πράξεις.
Ενόψει των ανωτέρω, ο τρόπος περάτωσης της ανάκρισης και
παραπομπής της υπόθεσης νομιμοποίησης εσόδων στο ακροατήριο εξαρτάται
από τις τυχόν συναφείς με αυτήν πράξεις και την ενδεχόμενη πρόβλεψη ειδικού
τρόπου περάτωσης της ανάκρισης και παραπομπής σε δίκη, διαφορετικά, ισχύει
η κοινή διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων.

3.2. Η «ποινική» ευθύνη των νομικών προσώπων

Η εισαγωγή ποινικών κυρώσεων, που στρέφονται κατά νομικών


προσώπων είναι ξένη προς το πνεύμα του Ποινικού ∆ικαίου, όπως εξελίχθηκε
στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ηπειρωτικής παράδοσης, καθώς ολόκληρο το
οικοδόμημά του στηρίζεται στην ανθρώπινη πράξη και τον καταλογισμό σε
ενοχή, με αποτέλεσμα η επέκτασή του στο χώρο των νομικών προσώπων να
φαντάζει αδιανόητη1897.

1895
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 275.
1896
Βλ. ΣυμβΑΠ 1826/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 804 επ., ΣυμβΑΠ 312/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ.
780 και ΣυμβΑΠ 1371/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1342.
1897
Βλ. ενδεικτικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 172 – 173, του ιδίου Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 177, και Γεωργίου
Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 282 επ.
563

Ειδικότερα, σε σχέση με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, η καθιέρωση ποινικής


ευθύνης και για τα νομικά πρόσωπα, τα οποία ουδέποτε «πράττουν», με την
έννοια του ποινικού δικαίου1898, και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να κριθούν
ένοχα καθαυτά, έρχεται σε σύγκρουση με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες
διατάξεις των άρθ. 2 § 1 και 7 § 1 του Συντάγματος, οι οποίες απαιτούν για την
κατάφαση εγκλήματος την ύπαρξη πράξης, αλλά και ενοχής1899. Ακριβώς για το
λόγο αυτό, ο Παπαγεωργίου – Γονατάς, θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία υπέρ του
συγκεκριμένου θεσμού μπορεί να έχει αποκλειστικά δικαιοκρατικό, δικαιοπολιτικό
χαρακτήρα και δεν μπορεί να καταφύγει σε μια δογματικού χαρακτήρα
θεμελίωση1900.
Ιστορικά, μπορούμε να συναντήσουμε διατάξεις που αποδέχονταν την
ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο προνεωτερικό Ποινικό ∆ίκαιο, αλλά
από το 19ο αιώνα και μετά οι ρυθμίσεις αυτές απαλείφθηκαν καθ’ ολοκληρίαν1901.
∆ιαφαίνεται, όμως, πλέον, μια σύγχρονη τάση, θεωρητική1902 και
νομοθετική1903, η οποία στηρίζεται στην αναζήτηση τρόπων υπέρβασης των
αποδεικτικών δυσχερειών, που ανακύπτουν ως αναγκαστική απόρροια του
τρόπου οργάνωσης των επιχειρήσεων1904, η οποία δεν επιτρέπει την άμεση
εξατομίκευση της πράξης ως προϊόν ενός δράστη1905, να χρησιμοποιηθούν τα

1898
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Χωραφά, ότι όλες οι διατάξεις του Ειδικού
Μέρους του ΠΚ είναι έτσι διατυπωμένες, που προϋποθέτουν «άνθρωπο ενεργούντα ή
παραλείποντα». Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 112.
1899
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο – Σύγχρονες
εξελίξεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.1288.
1900
Βλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων; Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1625. Επίσης, ευρύτερα για το ζήτημα της
ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων και την αναγκαιότητα θέσπισής της, έτσι ώστε να
αντιμετωπιστεί επιτυχώς η νέα κοινωνική πραγματικότητα με τις διογκωμένες διαστάσεις της
τεχνολογικής απειλής, μέσα από την καθιέρωση ποινικών διατάξεων, που θα είναι
προσανατολισμένες στην ατομική ευθύνη, όπως αυτή εκδηλώνεται σε συλλογικές αποφάσεις και
συμπεριφορές, που αποτελούν την κλασσική εκδήλωση του αξιοποίνου στo πλαίσιo της
δραστηριότητας των νομικών προσώπων, βλ. Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη νομικών
προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, στον Τιμητικό Τόμο για
τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 195 επ., ιδίως σελ. 212 επ.
1901
Βλ. Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο
«Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την
προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1585.
1902
Βλ. ενδεικτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των
υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 198, υποσημ. 3 και σελ. 207,
υποσημ. 15, όπου περαιτέρω παραπομπές σε πλούσια γερμανική και αμερικανική βιβλιογραφία.
1903
Για συνοπτική επισκόπηση των διατάξεων αυτών, βλ. Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη
των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 94 – 104.
1904
Ibid, σελ. 104.
1905
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, ΠοινΧρ, 1994, σελ. 1201.
564

εργαλεία του ποινικού δικαίου και να αποδοθούν ποινικές ευθύνες σε νομικά


πρόσωπα. Η διεύρυνση, όμως, αυτή του αξιοποίνου, η οποία συντελείται μέσα
από διάφορες «νομικές κατασκευές» και εκ των υστέρων αιτιολογήσεις,
λειτουργεί συχνά σε βάρος των ασφαλών κριτηρίων ποινικοποίησης, αφού δεν
είναι, κατά την άποψή μας, δυνατό να ευσταθήσουν και να εναρμονιστούν οι
«κατασκευές» αυτές με τη συστηματική συγκρότηση και την οριοθέτηση του
αξιοποίνου στο πλαίσιο του Ποινικού ∆ικαίου1906.
Στη θεωρία υποστηρίζονται δύο μοντέλα ποινικής ευθύνης των νομικών
προσώπων1907. Σύμφωνα με το πρώτο, η ευθύνη είναι «παρακολουθηματική»
(“akzessorisch”) και έχει ως αφετηρία τη σύνδεσή της με την αξιόποινη πράξη
ενός φυσικού προσώπου που δρα για την επιχείρηση. Στην περίπτωση, όμως,
αυτή ακριβώς επειδή είναι δυνατή η απόδοση ποινικής ευθύνης σε φυσικά
πρόσωπα, αδρανούν τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν την καθιέρωση
ποινικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα, ως υποκατάστατο της αδυναμίας
εφαρμογής του ποινικού δικαίου στα συγκεκριμένα εγκλήματα ενάντια σε φυσικά
πρόσωπα. Αντίθετα, η πρακτική πίεση διάβρωσης των δικαιοκρατικών αρχών
ενισχύεται, αφού, σε πολλές περιπτώσεις, η ποινική ευθύνη του νομικού
προσώπου θα εξαρτάται από την αποδοχή της αξιόποινης πράξης του φυσικού
προσώπου1908. Εξάλλου, η σύνδεση που επιχειρείται, στο πλαίσιο αυτής της
θεώρησης, μεταξύ του φυσικού προσώπου και της επιχείρησης, επιδιώκεται
ουσιαστικά στη βάση των διατάξεων του αστικού δικαίου, οι οποίες, όμως,

1906
Εντελώς επιγραμματικά στην ελληνική νομική επιστήμη υπάρχουν θεωρητικοί που είναι
απολύτως αρνητικοί στην προοπτική κατάφασης ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Βλ.
Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση
τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 195 επ., Νικολάου ∆ημητράτου, Ποινική Προστασία του
περιβάλλοντος. ∆ογματική θεμελίωση και σύνθεση της προβληματικής της, ΠοινΧρ, 1994, 140
επ. και ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1201 επ. Ενώ, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν τις προτάσεις για
ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος ή στις
περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η
ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα αντεγκληματικής πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1981, σελ. 58 επ., Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 287 επ. και Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Οικονομικόν Ποινικόν ∆ίκαιον.
Γενικό Μέρος. Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, (ε’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986,
σελ. 121.
1907
Την ταξινόμηση αυτή προτείνει ο Heiner Alwart, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens –
von Unternehmenstäter zum Täterunternehmen, ZStW, 1993, σελ. 752 επ., ιδίως σελ. 765 επ.
1908
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1207.
565

εξυπηρετούν άλλο σκοπό και η εφαρμογή τους στο χώρο του ποινικού δικαίου
οδηγεί στην παραδοχή αντικειμενικής ευθύνης1909.
Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο, η ποινική ευθύνη του νομικού
προσώπου είναι «επικουρική» (“subsidiär”) και επιφυλάσσεται για τις
περιπτώσεις που δεν υπάρχει επαρκής απορρόφηση της ποινικής ευθύνης από
άτομα. Με τον τρόπο αυτό, η επικουρική ευθύνη της επιχείρησης κατανοείται ως
ένα δεύτερο επίπεδο καταλογισμού, που ενεργοποιείται, όταν δεν είναι δυνατός ή
ικανοποιητικός ο ατομικός καταλογισμός. Από τον Alwart, βασικό εκπρόσωπο
της κατεύθυνσης αυτής, προτείνεται η εισαγωγή μιας ποινικής διάταξης,
σύμφωνα με την οποία «αν η προέλευση ενός κοινού κινδύνου ή η βλάβη άλλων
σημαντικών συμφερόντων καταλογίζεται σύμφωνα με τις περιστάσεις σε μια
επιχείρηση και για λόγους που είναι υπεύθυνη η επιχείρηση, δεν μπορεί να
εξακριβωθεί η αξιόποινη πράξη που προκαλεί τον κίνδυνο ή προσβάλλει το
συμφέρον, τότε η επιχείρηση κηρύσσεται ένοχη». Στη συνέχεια, ο Alwart
διατυπώνει και μία δεύτερη θέση επεκτείνοντας τη δυνατότητα αποδοχής
ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, σύμφωνα με την οποία η ποινική
ευθύνη της επιχείρησης ισχύει και αν εξακριβώνονται αξιόποινες πράξεις που δεν
μειώνουν, όμως, σημαντικά την ευθύνη της επιχείρησης1910.
Η ανωτέρω θεωρητική πρόταση του Alwart, πράγματι, απαλλάσσει το
Ποινικό ∆ίκαιο από τη σημαντική πίεση για τον ατομικό καταλογισμό του
αρνητικού αποτελέσματος, αλλά συνακόλουθα το αποξενώνει και από την ίδια
την πράξη1911. ∆εν υπάρχει πλέον πράξη και συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα
κριτήριο που να καθοδηγεί την κρίση για τον καταλογισμό του κοινού κινδύνου. Η
παραπομπή δε, στις εξωτερικές περιστάσεις δεν δύναται, σε καμιά περίπτωση,
να ικανοποιήσει τις συνταγματικά επιβαλλόμενες απαιτήσεις για σαφήνεια στην
οριοθέτηση των περιπτώσεων επιβολής ποινής. Εξάλλου, δεν αναγορεύεται σε
καθοριστικό κριτήριο η ουσιαστική σχέση του νομικού προσώπου με την
προσβολή, αλλά το δικονομικό γεγονός της μη εξακρίβωσης ατομικά αξιόποινης

1909
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, ΠοινΛογ,
2002, σελ. 1627 και Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, όπ.παρ.,
σελ. 99 – 100.
1910
Βλ. Heiner Alwart, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens – von Unternehmenstäter zum
Täterunternehmen, όπ.παρ., σελ. 769 επ.
1911
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1207.
566

πράξης1912. Η επιχείρηση, κατά συνέπεια, δεν τιμωρείται ως υπεύθυνη για την


πρόκληση του κοινού κινδύνου, αλλά ως υπεύθυνη για τη λειτουργία ή
διαμόρφωση της οργανωτικής της δομής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι
δυνατός ο καταλογισμός ατομικής ευθύνης για το αρνητικό αποτέλεσμα. Οι
παραδοχές, όμως, αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός
ωφελιμιστικού Ποινικού ∆ικαίου, που υπαγορεύεται από ανάγκες πρόληψης και
καταστολής, χωρίς να αποδεικνύεται, παράλληλα, η ηθικοκοινωνική απαξία της
δράσης του τιμωρούμενου και υπό αυτό το πρίσμα, ο νομοθετικός
χαρακτηρισμός της ευθύνης των νομικών προσώπων ως ποινικής, δεν
δικαιώνεται σε ουσιαστικές προϋποθέσεις1913.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τάση απόδοσης ποινικών
ευθυνών σε νομικά πρόσωπα, αν και, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει ηθικά
δικαιολογημένη, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη ο καθοριστικός ρόλος των
επιχειρήσεων στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας1914, οι οποίες, όμως,
ταυτόχρονα ευθύνονται για την εμφάνιση και ραγδαία αύξηση ιδιαίτερης έντασης
και μαζικών συνεπειών κινδύνων, που απειλούν βιοτικής σημασίας ατομικά και
κοινωνικά αγαθά1915, εντούτοις με την υπάρχουσα δομή του Ποινικού ∆ικαίου δεν
είναι δογματικά ορθή.
Πράγματι, η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων θέτει σε δοκιμασία
θεμελιώδεις έννοιες και κατηγορίες του ποινικού δικαίου, ενώ η ενότητα της
πράξης, του καταλογισμού σε ενοχή και της ποινής, με τις αλληλοδιαπλεκόμενες
εγγυητικές λειτουργίες που ενσωματώνει, στην κυριολεξία, διαρρηγνύεται. Στην
πραγματικότητα, καμιά από τις παραπάνω θεωρίες δεν είναι ικανή να
δικαιολογήσει την αυτοδύναμη αναγνώριση της ικανότητας των νομικών
προσώπων να πράττουν, με άμεση συνέπεια, να μην υπάρχει δυνατότητα να
διατυπωθεί μια αντικειμενική υπόσταση ικανή να εγγυηθεί την αιτιότητα μεταξύ

1912
Σύμφωνα με το Σπυράκο, «στην καθαρή εκδοχή αυτού του μοντέλου, η ποινική ευθύνη του
νομικού προσώπου εμφανίζεται και άδικη, καθώς εξαρτάται από ένα άσχετο για την απαξία του
νομικού προσώπου γεγονός, ότι δηλαδή δεν εξακριβώνεται ατομική αξιόποινη πράξη». Βλ.
∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ. 1627.
1913
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1208.
1914
Προκειμένου να καταδειχθεί συγκριτκά το μέγεθος και η συνακόλουθη επιρροή, που ασκούν
οι σύγχρονες επιχειρήσεις, βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των
εκπροσώπων των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1251, όπου αναφέρει το από τις 100
μεγαλύτερες οικονομικές επιχειρήσεις οι 49 είναι κράτη και οι 51 πολυεθνικές επιχειρήσεις.
1915
Βλ. Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη
δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 195 – 197.
567

της «συμπεριφοράς» του νομικού προσώπου και της προκληθείσας βλάβης1916.


Εξάλλου, τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν δική τους θέληση και συνεπώς δεν
μπορούν να είναι αποδέκτες της μομφής που απευθύνει το Ποινικό ∆ίκαιο1917.
Περαιτέρω, όταν ένα φυσικό πρόσωπο τιμωρείται, ως υπεύθυνο για μια πράξη,
είναι λίαν αντιφατικό για την ίδια ακριβώς εξωτερική συμπεριφορά να τιμωρείται
και ένα άλλο πρόσωπο, ενώ η επίκληση του οφέλους για το νομικό πρόσωπο,
δεν δύναται να επιλύσει το πρόβλημα που ανακύπτει, καθώς αφενός, δεν
αποτελεί στοιχείο της προσβολής και αφετέρου, δεν είναι σαφές πότε αυτό
υπάρχει1918.
Περαιτέρω, η ποινή αποτελεί κακό που επιβάλλεται ως ένδειξη ιδιαίτερης
αποδοκιμασίας από την έννομη τάξη, ενώ η υπαγωγή μιας κύρωσης στην έννοια
της ποινής, δεν εξαρτάται μόνο από τη βαθμίδα που την επιβάλλει, αλλά
βασίζεται και σε ορισμένες ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες
δικαιολογούν την ποινική αντίδραση και ενεργοποιούν τις κοινωνικές λειτουργίες
πρόληψης ή ανταπόδοσης. Έτσι, η επιβολή ποινικών κυρώσεων στα νομικά
πρόσωπα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο υπό το πρίσμα των
ωφελιμιστικών προληπτικών θεωριών για τις λειτουργίες της ποινής παρά το
γεγονός ότι στην ουσία τους δεν θα διέφεραν σημαντικά από αντίστοιχες
διοικητικές κυρώσεις1919.
Η θέση αυτή δεν συνεπάγεται, ασφαλώς, ότι το Ποινικό ∆ίκαιο θα πρέπει
να εμμείνει σε αναχρονιστικές δομές, γιατί τότε κινδυνεύει να αποκοπεί από τη

1916
Πρβλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 1625, σύμφωνα με τον οποίο, «οι ενώσεις προσώπων δεν είναι
απλές νομικές κατασκευές, αλλά ανθρώπινες μορφές οργάνωσης, που δρουν και αναπτύσσονται
στη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική ζωή, ως αυτοτελή υποκείμενα δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων. Κρίσιμο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι αυτές οι ενώσεις προσώπων
δραστηριοποιούνται προς τα έξω με πράξεις και παραλείψεις των φυσικών προσώπων που τις
εκπροσωπούν. Αυτές οι πράξεις των εκπροσώπων τους σηματοδοτούν το “πράττειν” των
νομικών προσώπων».
1917
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 112 επ.
1918
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ.
1627.
1919
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ.
1628. Πρβλ. και Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων;, όπ.παρ., 2002, σελ. 1626, σύμφωνα με τον οποίο, «η ποινική ευθύνη σε επίπεδο
νομικών προσώπων αποκτά μία άλλη δυναμική όπου η κύρωση αφορά τη λειτουργία ή την
υπόσταση της επιχείρησης, και όπου διερευνάται η ευθύνη εκείνων των προσώπων που
κατευθύνουν την επιχείρηση προς τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις» και κατά συνέπεια, θα πρέπει
να συλληφθεί το φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις και να απειληθούν οι κατάλληλες
κυρώσεις.
568

ραγδαία εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα1920 και να αυτοαναιρεθεί ως


προστατευτικός μηχανισμός των ατομικών και κοινωνικών αγαθών1921. Από την
άλλη μεριά, όμως, και η αναζήτηση διεξόδου μέσα από διάφορες νοητικές
«κατασκευές» εξίσου συμβάλλει στην αποδυνάμωση και τον εκφυλισμό του
Ποινικού ∆ικαίου.
Παρά τις ανωτέρω σαφώς διατυπωμένες αντιρρήσεις, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι, εκτός από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρεταννία, στις νομοθεσίες των
οποίων έχει εδώ και πολλά χρόνια αναγνωριστεί η ποινική ευθύνη των νομικών
προσώπων, σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως η ∆ανία, η Νορβηγία, η
Σουηδία, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Φιλανδία, αλλά και της Άπω Ανατολής,
όπως η Ιαπωνία και η Κορέα, κυρίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά έχουν
θεσπιστεί κυρώσεις εις βάρος επιχειρήσεων1922. Ενώ, η αναγνώριση ποινικής
ευθύνης σε νομικά πρόσωπα προωθείται και στο πλαίσιο της γενικότερης
πολιτικής, που υιοθετείται από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης1923.
Στο πλαίσιο των ελληνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο
ελέγχου της κινδυνώδους δράσης των νομικών προσώπων, η κυρίαρχη τάση

1920
Για μια εκτενή ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών παραμέτρων βλ. Αγάπιου
Παπανεοφύτου, Ποινικό δίκαιο και ποινικό δόγμα υπό το πρίσμα των σύγχρονων αξιώσεων
προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 849 επ.
1921
Η θέση αυτή μπορεί να γίνει αυταπόδεικτη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεμελιώδη
έννομα αγαθά απειλούνται μαζικά, όπως, για παράδειγμα, στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Για
τις διαστάσεις των κινδύνων που συνθέτουν το σύγχρονο φαινόμενο της τεχνολογικής απειλής
και τους επιμέρους τομείς εκδήλωσής τους, βλ. αναλυτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινικό
∆ίκαιο, Κράτος και Τεχνολογικοί Κίνδυνοι, Τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1997, σελ. 22 επ.
1922
Ειδικότερα για τις συγκεκριμένες κυρώσεις, βλ. ιδίως Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική
ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ.,
σελ. 198, υποσημ. 4, όπου και παραπομπές σε περαιτέρω βιβλιογραφία, Θεοδώρου
Παπαθεοδώρου, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ,
1998, σελ. 945 επ., Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 και Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 95.
1923
Ιδιαίτερα σημαντική στο επίπεδο αυτό είναι η R (88) 18 του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως,
επίσης, και οι διατάξεις των άρθρων 9 και 14 του Corpus Juris, οι οποίες προβλέπουν ειδικές
ποινές, όχι, όμως, ποινικές, για νομικά πρόσωπα. Βλ. σχετικά Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική
ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ.,
σελ. 198, υποσημ. 4, Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, , Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252, Γεωργίου Αρβανίτη, Οι προτάσεις για ένα «Ενιαίο
Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό Χώρο» σχολιαζόμενες από τη σκοπιά της ελληνικής εννόμου τάξεως,
Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 866 επ. και Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Το Ευρωπαϊκό εγχείρημα
διαμόρφωσης κοινών ποινικών κανόνων. Οι ουσιαστικές διατάξεις του “Corpus Juris” κατά το νέο
τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, όπ.παρ., σελ. 97 επ.
Εξάλλου, για μια συνοπτική αλλά ιδιαίτερα περιεκτική αναφορά των διεθνών νομοθετικών
πρωτοβουλιών αλλά και των αποφάσεων-πλαίσιο που έχουν υιοθετηθεί από την ΕΕ και
εμπεριέχουν ειδικές διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων, βλ. Αικατερίνης Συκιώτη,
Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 96 – 103.
569

είναι η καθιέρωση της ποινικής ευθύνης του προϊσταμένου ή του εκπροσώπου


του νομικού προσώπου είτε με βάση τη θεωρία της εγγυητικής θέσης, είτε με
βάση τις ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διοικητική θέση
του εκπροσώπου1924.
Κύριο μέσο της επιχειρηματολογίας της «εγγυητικής θέσης», με βάση την
οποία υποστηρίζεται, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, η ποινική ευθύνη
του προϊσταμένου, ως αυτουργού εγκλήματος τελούμενου από παράλειψη1925,
αποτελεί το γεγονός των αποδεικτικών δυσχερειών που δημιουργεί η δομή της
επιχείρησης1926. Η θεώρηση, όμως των εργαζομένων ως πηγή κινδύνου, η οποία
δύναται να θεμελιώσει ένα καθήκον εγγυήσεως του προϊσταμένου τους για την
αποτροπή αξιόποινων πράξεων είναι εξαιρετικά προβληματική1927, αφού η
γενικότητα και η αοριστία που εισάγει είναι αμφίβολο αν συμβιβάζεται με την
εγγυητική αρχή του άρθ. 7 § 1 Σ1928.
Η δεύτερη θεώρηση, καθιστά, στην ουσία, ορισμένα στελέχη μιας
επιχείρησης, εκ μόνης της θέσεώς τους στην οργανωτική της δομή, εγγυητές της
ασφάλειας ορισμένων εννόμων αγαθών, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα αυτά να
είναι υποχρεωμένα να προβαίνουν σε μέτρα επίβλεψης της λειτουργίας της
επιχείρησης, προκειμένου να τηρούνται οι κανόνες, η παραβίαση των οποίων
οδηγεί στην προσβολή των εννόμων αγαθών, τα οποία έχουν τεθεί «υπό την
προστασία» τους. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, η διαδικασία του
καταλογισμού σε ενοχή απλοποιείται έως του σημείου να τεκμαίρεται από το

1924
Βλ. αναλυτικά Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 επ. Βλ. επίσης τις επιφυλάξεις του ∆ημητρίου
Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;,
όπ.παρ., σελ. 1201, σύμφωνα με τον οποίο, «αν και η διεύρυνση αυτή του αξιοποίνου στους
νεόυς τομείς συντελέστηκε συχνά και σε βάρος ασφαλών κριτηρίων ποινικοποίησης, το
αποτέλεσμα δεν άλλαξε σημαντικά: εκείνοι που συνήθως καταδικάζονται είναι μεμονωμένα
δρώντες πολίτες για μικροπροσβολές, ενώ οι εγκληματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες
σπάνια πέφτουν στα δίχτυα του ποινικού δικαίου».
1925
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη σχετική γερμανική
βιβλιογραφία.
1926
Για τις ιδιαιτερότητες της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας των νομικών προσώπων,
που συσκοτίζουν την ανίχνευση της αυτοτελούς απαξίας συμπεριφορών που ενσωματώνονται σε
συλλογικές ενέργειες και καθιστούν την εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης άκρως δυσχερή, βλ.
αναλυτικάΑγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη
δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 206 επ.
1927
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
1928
Βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 και ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων:
Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
570

νόμο ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι πράγματι σε θέση να ανταποκριθούν


στην τήρηση του καθήκοντος επίβλεψης και να εγγυηθούν την ασφάλεια των
εννόμων αγαθών από δραστηριότητες της επιχείρησής τους, ενώ, παράλληλα,
ακόμη και το γεγονός ότι η πρόκληση του αρνητικού αποτελέσματος συνιστά
αξιόποινη πράξη ενός άλλου προσώπου, δεν δύναται να άρει την ευθύνη τους, η
οποία θεμελιώνεται απευθείας στο αρνητικό αποτέλεσμα1929. ∆εν θα πρέπει να
μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι τα προβλήματα για τον καταλογισμό αξιόποινης
συμπεριφοράς οξύνονται έτι περαιτέρω, όταν η επιβεβλημένη ενέργεια έπρεπε
να αποφασιστεί από συλλογικό όργανο, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η ψήφος
του ενός, στην περίπτωση αυτή, δημιουργεί έναν μόνο όρο κινδύνου και αφού το
συγκεκριμένο αποτέλεσμα δε θα είχε επέλθει, εάν δεν είχαν συμπράξει με την
ψήφο τους όλα τα απαρτίζοντα την πλειοψηφία μέλη, η συμπεριφορά του ενός
δεν είναι οπωσδήποτε αιτιώδης για την παραγωγή του αποτελέσματος και ούτε
είναι θεμιτό να επωμιστεί ο ένας το βάρος της αυτοδύναμης συμπεριφοράς των
άλλων1930.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή ανάλυση, οφείλουμε να καταστήσουμε
σαφές ότι η απόκτηση περιουσιακής ή άλλης υλικής ωφέλειας αποτελεί
χαρακτηριστικό σύμφυτο με την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος και
συνεπώς, το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος, το οποίο έχει αποκτηθεί από την
παράνομη λειτουργία των εγκληματικών επιχειρήσεων, συνιστά απαραίτητο όρο
για τη λειτουργία και την επιβίωσή τους. Η διαδικασία, όμως, της νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες γίνεται συνήθως μέσω νομικών
προσώπων και στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα,
όταν δι’ αυτών εκφράζεται η εγκληματική βούληση των ανθρώπων που τα
διοικούν1931, εμφανίζεται ως απαραίτητος όρος για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, οι κυρώσεις στα νομικά
πρόσωπα θα πρέπει να είναι διοικητικές και όχι, ασφαλώς, σύμφωνα και με την
ανωτέρω ανάπτυξη, ποινικές1932. Κατά συνέπεια, ορθά το άρθ. 51 Ν. 3691/2008,

1929
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203 – 1204.
1930
Βλ. αναλυτικά Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των
υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 204 επ. και ∆ημητρίου
Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;,
όπ.παρ., σελ. 1204 επ.
1931
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 177.
1932
Ευρύτερα για το τεράστιο ζήτημα της διάκρισης μεταξύ ποινικών και διοικητικών κυρώσεων
βλ. αντί άλλων, Σωτήρη Λύτρα, Έννοια και βασική διάκριση των κυρώσεων στο ελληνικό θετικό
571

όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 9 § 2 Ν. 3875/20101933, αναφέρεται σε


διοικητικές κυρώσεις, ενώ σύμφωνα με την ανωτέρω θεωρητική
κατηγοριοποίηση, η ευθύνη των νομικών προσώπων, όπως περιγράφεται από
τη διάταξη του άρθ. 51, αποτελεί παρακολουθηματική ευθύνη, αφού συνάπτεται
άμεσα με την υπαιτιότητα φυσικού προσώπου.
Ειδικότερα, με το άρθ. 55 εδ. β’ Ν. 3691/2008 καταργήθηκε το άρθ. 8 Ν.
2928/2001, που προέβλεπε την ευθύνη των νομικών προσώπων και το σχετικό
πεδίο ρυθμίζεται πλέον από το άρθ. 51 Ν. 3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε με
το άρθ. 9 § 2 Ν. 3875/2010, το οποίο προβλέπει μια σειρά σοβαρότατων
διοικητικών κυρώσεων κατά νομικών προσώπων που έχουν εμπλακεί, σε
απόπειρα ή διάπραξη είτε νομιμοποίησης εσόδων, είτε βασικού εγκλήματος, οι
οποίες, καίτοι βαφτίζονται «διοικητικές»1934, αφενός, φέρουν ουσιαστικά το
χαρακτήρα ποινής, χωρίς, όμως, τις συνακόλουθες δικονομικές εγγυήσεις1935,
αφού είναι διοκητικές κυρώσεις και αφετέρου, δεν επιβάλλονται καν από τα
διοικητικά δικαστήρια, τα οποία θα έπρεπε να είναι αρμόδια και θα διασφάλιζαν
από τον κίνδυνο ενδεχόμενων αυθαιρεσιών ή καταχρηστικότητας κατά την
επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, αλλά από μεμονωμένα διοικητικά

δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1984, σελ. 49 επ., του ιδίου, Η έννοια των
διοικητικών προστίμων και η συνταγματικότητα της επιβολής τους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα
– Κομοτηνή, 1986, σελ. 62 επ., Ιωάννη Γράβαρη, Συγκριτική θεώρηση των διοικητικών και
ποινικών κυρώσεων, στο Ιωάννη Στράγγα (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 259 επ., Εμμανουήλ ∆αρζέντα, Νομικά κείμενα
δημοσίου δικαίου και φιλοσοφίας του δικαίου 1977-1992, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1993, σελ. 149
επ., ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1201 επ., σελ. 100 – 101, Νεκταρίας Χαράνα, Μερικές σκέψεις
για τη διάκριση διοικητικού και ποινικού αδίκου, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1106 επ., ∆ιονυσίου
Σπινέλλη, Ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία επιβολής τους, ΠοινΧρ, 2003,
σελ. 96 επ. και Γεώργιου ∆ελλή, Η ιδιαιτερότητα του δικαστικού ελέγχου των διοικητικών
κυρώσεων, ∆∆ικ, 2002, σελ. 891 επ.
1933
ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010.
1934
Ο Λίβος κάνει λόγο για «ένα είδος ποινικοδιοικητικού χαρακτήρα κυρώσεων σε βάρος
νομικών προσώπων», βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές
Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 89.
1935
Για την ανεπαρκή εξέλιξη του χαρακτήρα και της διαδικασίας επιβολής διοικητικών
κυρώσεων, βλ. Ιωάννη Συμεωνίδη, Η διόγκωση της κυρωτικής λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης και η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της, ∆∆ικ, 1992, σελ. 495 επ., Νικολάου
Αμυγδάλου, Η συνταγματικότητα των διοικητικών προστίμων, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 221 επ. και
∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1211 επ., ιδίως σελ. 1212, σύμφωνα με τον οποίο, «η επιβολή
των διοικητικών κυρώσεων υστερεί απέναντι στις ποινικές σε ουσιαστικές και δικονομικές
εγγυήσεις. ∆ιαγράφεται έτσι ο κίνδυνος να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις διοικητικές κυρώσεις
που θα έχουν ανάλογη βαρύτητα με τις ποινικές δίχως τις εγγυήσεις που συνοδεύουν την
επιβολή των τελευταίων».
572

όργανα1936, όπως η αρχή του άρθ. 6, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή ο εκάστοτε


αρμόδιος Υπουργός1937.
Η διάταξη του άρθ. 51 απειλεί την επιβολή αυτών των διοικητικών
κυρώσεων στη βάση της διάκρισης μεταξύ υπόχρεων και μη υπόχρεων νομικών
προσώπων. Ο όρος «υπόχρεο νομικό πρόσωπο» αποτελεί τεχνική έννοια και
οριοθετείται από τη διάταξη του άρθ. 5 Ν. 3691/2008, η οποία αναφέρει με
περιοριστική απαρίθμηση τα υπόχρεα πρόσωπα1938. Θα πρέπει να σημειωθεί,

1936
Βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1257. Βλ. επίσης, Σωτήρη Λύτρα, Η έννοια των διοικητικών
προστίμων και η συνταγματικότητα της επιβολής τους, όπ.παρ., σελ. 449 επ. και 471 επ.,
σύμφωνα με τον οποίο, η επιβολή διοικητικών προστίμων από όργανα εκτελεστικής εξουσίας
κρίνεται ως αντισυνταγματική, γιατί έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
1937
Είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι οι κυρώσεις της διάταξης του άρθρου 51 επιβάλλονται στα
μη υπόχρεα νομικά πρόσωπα με κοινή απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης «και του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού», ο οποίος θα πρέπει να «ανευρευθεί» μετά από έρευνα των
κατά σειρά προτεραιότητας αναφερόμενων στο προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 51 § 1
αρμοδιοτήτων του!!!!
1938
Η διάταξη του άρθρου 5 ορίζει: «1. Ως υπόχρεα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στις
υποχρεώσεις του παρόντος νόμου νοούνται τα εξής φυσικά και νομικά πρόσωπα: α) Τα
πιστωτικά ιδρύματα. β) Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. γ) Οι εταιρείες κεφαλαίου
επιχειρηματικών συμμετοχών. δ) Οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου. ε) Οι ορκωτοί
ελεγκτές-λογιστές, οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, οι λογιστές που δεν συνδέονται με
σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές. στ) Οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί
σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών. ζ) Οι κτηματομεσίτες και οι
κτηματομεσιτικές εταιρείες. η) Οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο επί πλοίων με ελληνική σημαία,
καθώς και οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που
διοργανώνουν ή και διεξάγουν τυχερά παιχνίδια και πρακτορεία που σχετίζονται με τις
δραστηριότητες αυτές. θ) Οι οίκοι δημοπρασίας. ι) Οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η
σχετική συναλλαγή γίνεται σε μετρητά και η αξία της ανέρχεται τουλάχιστον σε δεκαπέντε χιλιάδες
(15.000) ευρώ, ανεξάρτητα αν αυτή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ
των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας
και Οικονομικών και Ανάπτυξης ορίζονται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εμπόρων
αγαθών μεγάλης αξίας που υπάγονται στην κατηγορία αυτή. ια) Οι εκπλειστηριαστές. ιβ) Οι
ενεχυροδανειστές. ιγ) Οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας
εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών
ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για
τους πελάτες τους σχετικά με: i) Την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, ii) τη διαχείριση
χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, iii) το άνοιγμα ή τη
διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, iv) την
οργάνωση των αναγκαίων εισφορών για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, ν) τη
σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts) ή ανάλογων νομικών
σχημάτων. Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του
επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος συμμετέχει σε
δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εάν
οι νομικές συμβουλές του παρέχονται με σκοπό τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων ή εν γνώσει
του γεγονότος ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να διαπράξει τα ως άνω
αδικήματα. ιδ) Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες και
εμπιστεύματα (trusts), εξαιρουμένων των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία στ' και ιγ'
του άρθρου αυτού, τα οποία παρέχουν κατά επιχειρηματική δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις
ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη: - συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα, - ασκούν ή
μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα διευθυντή ή διαχειριστή εταιρείας ή
εταίρου εταιρείας ή παρόμοιας θέσης, σε άλλα νομικά πρόσωπα ή σχήματα, - παρέχουν
καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και
573

ακόμη, ότι, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά της διάταξης του άρθ. 51 § 1 εδ. α’ Ν.
3691/2008, και οι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες, ακόμη και αν δεν
αποτελούν υπόχρεα νομικά πρόσωπα, υπόκεινται στις ίδιες κυρώσεις με αυτά. Η
επιλογή αυτή του νομοθέτη, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν.
3691/2008, «σχετίζεται με τον τρόπο επιβολής των κυρώσεων», αφού «κατά των
υπόχρεων νομικών προσώπων οι κυρώσεις επιβάλλονται από τις αρμόδιες
αρχές, οι οποίες εποπτεύουν σε τακτική και συνεχή βάση τα ανωτέρω πρόσωπα,
γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας τους, την εν γένει παραβατικότητά τους και την
επάρκεια και το ήθος των διευθυντικών στελεχών τους. ∆ύνανται συνεπώς να
εκτιμήσουν τους παράγοντες που διαμορφώνουν το είδος και την έκταση των
κυρώσεων. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εισηγμένες εταιρείες οι οποίες
εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που ορίζεται αρμόδια για την
επιβολή των διοικητικών κυρώσεων του παρόντος άρθρου 51 κατ' αυτών»1939.
Στη διάταξη του άρθ. 51 § 1 εδ. β', εξάλλου, προβλέπονται οι διοικητικές
κυρώσεις κατά μη υπόχρεων νομικών προσώπων.
Στη συνέχεια, η διάταξη του άρθ. 51 § 2 προβλέπει σχετικά πιο ελαφρές
διοικητικές κυρώσεις κατά υπόχρεων και μη υπόχρεων νομικών προσώπων,
όταν εξαιτίας της «έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου» από τα διευθυντικά στελέχη
του νομικού προσώπου, κατέστη δυνατή η τέλεση πράξης νομιμοποίησης
εσόδων από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος. Με τον τρόπο αυτό θεσπίζεται ένα
είδος «καθήκοντος επιμέλειας» των διευθυντικών στελεχών, τα οποία εκ του
νόμου καθίστανται, λόγω της θέσης τους στην επιχείρηση, εγγυητές της
ασφάλειας ορισμένων εννόμων αγαθών και οφείλουν να προβαίνουν σε μέτρα

οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή σχήμα, -
ενεργούν ή μεριμνούν ώστε να λειτουργούν άλλα πρόσωπα ως εμπιστευματοδόχοι ρητού
εμπιστεύματος (express trust) ή ανάλογου νομικού σχήματος, - ενεργούν ως πληρεξούσιοι
μετόχων εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη υπό την έννοια του στοιχείου α'
της παρ. 2 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου και δεν υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης
και πληροφόρησης κατά την κοινοτική νομοθεσία ή σύμφωνα με ανάλογα διεθνή πρότυπα ή
μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργεί με ίδιο τρόπο. Με απόφαση του Υπουργού
Ανάπτυξης ορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις σύστασης, χορήγησης άδειας λειτουργίας,
εγγραφής σε ειδικό μητρώο και άσκησης των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν
στοιχείο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ∆ικαιοσύνης δύναται να
ορίζονται και άλλες κατηγορίες υπόχρεων προσώπων και οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές με την
έννοια του άρθρου 6 του παρόντος».
1939
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 399.
574

επίβλεψης της λειτουργίας της, ούτως ώστε να τηρούνται οι κανόνες, η


παραβίαση των οποίων οδηγεί στην προσβολή αυτών των εννόμων αγαθών1940.
Οι προϋποθέσεις που απαιτείται να συντρέχουν για να εφαρμοστεί η
διάταξη του άρθ. 51 § 1 είναι καταρχήν, όπως σαφώς υπονοεί ο όρος «τελείται»,
που δείχνει διάρκεια σε ενεστώτα χρόνο, να υπάρχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης
βασικού εγκλήματος ή πράξης νομιμοποίησης εσόδων. Ασφαλώς, σε περίπτωση
απόπειρας βασικού εγκλήματος ή πράξης νομιμοποίησης δεν έχει προκύψει
ακόμη παράνομο περιουσιακό όφελος και ως προς αυτό το στοιχείο, η διάταξη
του άρθ. 51 § 1 εμφανίζεται ως περιττή. Επομένως, ορθότερο ήταν η διάταξη
αυτή να περιλαμβάνει μόνο τετελεσμένο βασικό αδίκημα ή πράξη νομιμοποίησης.
Εξάλλου, ο δράστης του βασικού εγκλήματος ή της πράξης
νομιμοποίησης, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό
πρόσωπο, μπορεί, δηλαδή, να ανήκει ή όχι στο δυναμικό της συγκεκριμένης
επιχείρησης. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ανήκει στο δυναμικό της
επιχείρησης, μπορεί να ενεργεί είτε ατομικά, είτε ως μέλος οργάνου του νομικού
προσώπου, κατέχοντας διευθυντική θέση εντός αυτού, με βάση την εξουσία
εκπροσώπησης του ή την εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για
λογαριασμό του νομικού προσώπου ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού.
Το περιουσιακό όφελος, τέλος, που προέκυψε από το βασικό έγκλημα ή
την νομιμοποίηση εσόδων, θα πρέπει να είναι επ’ ωφελεία του συγκεκριμένου
εμπλεκόμενου νομικού προσώπου. Η διαδρομή, δηλαδή, του «βρώμικου»
χρήματος θα πρέπει να καταλήγει άμεσα και αιτιακά στο νομικό πρόσωπο1941.
Περαιτέρω, προκειμένου να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 51 § 2 θα
πρέπει να μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα1942 κάποιου από τα διευθυντικά
στελέχη του νομικού προσώπου η δυνατότητα τέλεσης της πράξης
νομιμοποίησης από κάποιο ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος. Θα πρέπει, δηλαδή,

1940
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
1941
Η προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 51 § 1 προέβλεπε ότι η πράξη της νομιμοποίησης θα πρέπει
να γίνεται «με σκοπό να προσπορίσει περιουσιακό όφελος σε νομικό πρόσωπο» και ως εκ
τούτου, δεν αρκούσε η επικάλυψη του στοιχείου αυτού με τον ενδεχόμενο ή άμεσο δόλο του
αυτουργού. Το στοιχείο αυτό απαλείφθηκε μετά την αντικατάσταση του άρθ. 51 με το άρθ. 9 § 2
Ν. 3875/2010. Επομένως, είναι πλέον αρκετή οποιαδήποτε μορφή δόλου.
Εξάλλου, σημαντική ήταν και η απάλειψη από το κείμενο του νόμου της νομοτεχνικά κακότεχνης
διατύπωσης «και εφόσον ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση ή
διαχειρίζονται υποθέσεις τους γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το όφελος προέκυψε από τέτοια
πράξη».
1942
Για την έννοια της αμέλειας, βλ. αντί άλλων, Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Στοιχεία Ποινικού
∆ικαίου – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ. 263 επ.
575

να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της «έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου» και


της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων.
Η χρήση του όρου «έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου» μας επιτρέπει με
ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι η πλημμελής εποπτεία ή ο ανεπαρκής έλεγχος
δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης. ∆εν
«τυποποιείται», δηλαδή, η αποτυχία του διευθυντικού ελέγχου κατά την επίδειξη
του καθήκοντος επιμέλειας, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, αλλά μόνο η
αποδεδειγμένη πλήρης έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου.
Οι προβλεπόμενες δοικητικές κυρώσεις του άρθ. 51 κατά νομικών
προσώπων διαφοροποιούνται στη βάση του διαχωρισμού εάν πρόκειται για
υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά εταιρία ή εάν
πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο.
Έτσι, σε περίπτωση που πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή
εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά εταιρία, που ευθύνεται με βάση τη διάταξη του
άρθ. 51 § 1, απειλείται η επιβολή: i) διοικητικού προστίμου από πενήντα χιλιάδες
(50.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) Ευρώ1943, ii) οριστικής ή
προσωρινής, για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη, ανάκλησης ή
αναστολής της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευσης της άσκησης της
επιχειρηματικής δραστηριότητας, iii) απαγόρευσης άσκησης ορισμένων
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης
του μετοχικού κεφαλαίου, για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη, iv)
οριστικού ή προσωρινού αποκλεισμού από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις,
επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και
διαγωνισμούς του ∆ημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, για
χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη1944.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 51 § 1 περ.
α’ εδ. β’, το διοικητικό πρόστιμο, στην περίπτωση των υπόχρεων νομικών

1943
Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς προβλεπόταν ότι το διοικητικό αυτό πρόστιμο προσαυξανόταν
από το προκύψαν περιουσιακό όφελος. Το στοιχείο, όμως, αυτό απαλείφθηκε μετά την
αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθ. 9 § 2 Ν. 3875/2010 και επιλέχθηκε η αύξηση του
επιβαλλόμενου προστίμου.
1944
Για μια συσχέτιση των διοικητικών ποινών που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα με τις
ποινικές κυρώσεις εναντίον φυσικών προσώπων, καθώς και για την αναλυτική τεκμηρίωση της
θέσης ότι η προληπτική και κατασταλτική δυναμική των οικονομικού και ευρύτερα περιουσιακού
χαρακτήρα κυρώσεων είναι ελάχιστη, βλ. αναλυτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη
νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ.
214 επ.
576

προσώπων και των εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά εταιρειών, επιβάλλεται


πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων.
Το διοικητικό πρόστιμο, όμως, αποτελεί διοικητική ποινή, η οποία,
αντίθετα με το πρόστιμο του ποινικού δικαίου, δεν συνιστά κολασμό
εγκληματικής συμπεριφοράς, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικά στον εξαναγκασμό
του υποχρέου να προβεί στην απαιτούμενη πράξη ή παράλειψη, γι’ αυτό δεν
μπορεί να επιβληθεί εάν ο υπόχρεος δεν είναι σε θέση να καταβάλει το πρόστιμο
ή σε περιπτώσεις που η εκπλήρωση γίνει αντικειμενικά αδύνατη1945.
Στη συνέχεια, στην περίπτωση των μη υπόχρεων νομικών προσώπων
απειλείται η επιβολή των ίδιων διοικητικών κυρώσεων με τα υπόχρεα νομικά
πρόσωπα, με μόνη διαφορά την απειλή χαμηλότερου διοικητικού προστίμου, το
οποίο κυμαίνεται από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως δύο εκατομμύρια (2.000.000)
Ευρώ1946.
Στη συνέχεια, σε περίπτωση που τα νομικά πρόσωπα ευθύνονται με βάση
τη διάταξη του άρθ. 51 § 2, δηλαδή, σε περίπτωση που η πράξη νομιμοποίησης
κατέστη δυνατή εξαιτίας της έλλειψης επιμέλειας ή ελέγχου διευθυντικού
στελέχους του νομικού προσώπου, εάν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο
ή για εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά εταιρεία, απειλείται η επιβολή: i)
διοικητικού προστίμου από δέκα χιλιάδες (10.000) έως ένα εκατομμύριο
(1.000.000) Ευρώ, ii) οριστικής ή προσωρινής, για χρονικό διάστημα έως έξι
μήνες, ανάκλησης ή αναστολής της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευσης της
άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, iii) απαγόρευσης άσκησης
ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων
ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες, iv)
οριστικού ή προσωρινού αποκλεισμού από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις,
επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και
διαγωνισμούς του ∆ημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, για
χρονικό διάστημα έως έξι μήνες.

1945
Βλ. αναλυτικά, Προδρόμου ∆αγτόγλου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, (3η έκδοση αναθεωρημένη
και συμπληρωμένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992, σελ. 351, όπου σημειώνει,
επίσης, ότι αφενός, το πρόστιμο δεν είναι δυνατό να επιβάλλεται ανεξαρτήτως πταίσματος, το
ύψος του, όμως, προσανατολίζεται προς τον επιτευκτέο σκοπό και όχι προς το πταίσμα του
υποχρέου και αφετέρου, ότι στη δίωξη των παραβάσεων για τις οποίες προβλέπεται η ποινή του
προστίμου, δεν συμπράττει η εισαγγελία και δεν εφαρμόζεται, όπως στην ποινική δίωξη, η αρχή
της νομιμότητας, αλλά η αρχή της σκοπιμότητας.
1946
Και στην περίπτωση αυτή απαλείφθηκε η πρόβλεψη για προσαύξηση με το προκύψαν
περιουσιακό όφελος, το ύψος, όμως, του προστίμου διατηρήθηκε στο ίδιο επίπεδο.
577

Ενώ, εάν πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, απειλείται η


επιβολή όλων των ανωτέρω κυρώσεων, με μόνη διαφορά την απειλή
χαμηλότερου διοικητικού προστίμου, το οποίο κυμαίνεται από πέντε χιλιάδες
(5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) Ευρώ.
Οι προβλεπόμενες από το άρθ. 51 §§ 1 και 2 διοικητικές κυρώσεις είναι
δυνατό να επιβληθούν σωρευτικά ή διαζευκτικά. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη της §
3 εδ. α’ του ιδίου άρθρου, προκειμένου να αποφασιστεί σωρευτική ή διαζευκτική
επιβολή, καθώς και η επιλογή της κατάλληλης για τη συγκεκριμένη περίπτωση
κύρωσης, λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της
υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου, το ύψος των
παράνομων εσόδων και του προκύψαντος οφέλους και η τυχόν υποτροπή του
νομικού προσώπου. Η χρήση του όρου «ιδίως» ενδεικνύει ότι δεν πρόκειται για
περιοριστική, αλλά για ενδεικτική απαρίθμηση και συνεπώς, είναι δυνατό να
ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια.
Στη συνέχεια, η § 4 του άρθ. 51 διευκρινίζει ότι οι διατάξεις των
προηγούμενων παραγράφων δεν επηρεάζουν την αστική, πειθαρχική ή ποινική
ευθύνη των ασκούντων τη διοίκηση ή τη διαχείριση κεφαλαίων ή υποθέσεων των
νομικών προσώπων. Η επισήμανση αυτή είναι μάλλον αυτονόητη, αφού η
επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε νομικό πρόσωπο δεν είναι δυνατό να
αποκλείσει την όποια ποινική ευθύνη των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων,
στο βαθμό, ασφαλώς, που αυτή αποδεικνύεται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές
του Ποινικού ∆ικαίου1947, κάτι που ισχύει, επίσης, τόσο σε σχέση με την αστική
ευθύνη για εντελή αποζημίωση του ζημιωθέντος, όσο και σε σχέση με την
πειθαρχική ευθύνη, η οποία αποτελεί ειδικό κλάδο του διοικητικού δικαίου και
ρυθμίζεται από αυτόν.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, ότι όλες οι προβλεπόμενες από το άρθ.
51 §§ 1 και 2 διοικητικές κυρώσεις, ως διοικητικές πράξεις, υπόκεινται στον
έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 51 § 1 περ. α’ εδ. γ’, αρμόδιο όργανο για
την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα είναι η
αρχή του άρθ. 6 Ν. 3691/2008, ενώ, ειδικά στην περίπτωση κυρώσεων που

1947
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος άρθρου 8 Ν. 2928/2001 και Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 178.
578

στρέφονται κατά εισηγμένης σε οργανωμένη αγορά εταιρείας αρμόδια αρχή είναι


η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Οι διοικητικές κυρώσεις του άρθ. 51 στην περίπτωση που στρέφονται κατά
μη υπόχρεων νομικών προσώπων επιβάλλονται με κοινή απόφαση του
Υπουργού ∆ικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Σύμφωνα
με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3691/2009, επειδή η έννοια του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού δεν είναι σαφής, προκειμένου να καλύψει ένα
ευρύ φάσμα νομικών προσώπων και επιχειρήσεων, επιλέχθηκε η παράθεση
κατά σειρά προτεραιότητας ορισμένων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του
εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού1948.
Έτσι, ως αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός, θεωρείται αυτός που
προΐσταται Υπουργείου που έχει την αρμοδιότητα: 1) να εποπτεύει την ορθή και
νόμιμη λειτουργία του νομικού προσώπου και να του επιβάλει κυρώσεις, 2) να
χορηγεί την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια λειτουργίας του νομικού
προσώπου, 3) να τηρεί μητρώα στα οποία εγγράφεται η πράξη σύστασης του
νομικού προσώπου, 4) να τηρεί επαγγελματικό μητρώο στο οποίο εγγράφεται το
νομικό πρόσωπο και 5) να χρηματοδοτεί, να επιδοτεί ή να παρέχει οικονομική
ενίσχυση στο νομικό πρόσωπο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναφερόμενες στη διάταξη του άρθ. 51 § 1
περ. β’ εδ. β’ αρμοδιότητες, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του εδ. γ’, είναι
δυνατό να ασκούνται από υπηρεσίες ή άλλους φορείς που υπάγονται ή
ελέγχονται από το σχετικό Υπουργείο.
Ενόψει του γεγονότος ότι οι προβλεπόμενες στο άρθ. 51 §§ 1 και 2
κυρώσεις, δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν διοικητικά μέτρα, η
ανάθεση από το νόμο της επιβολής τους σε διοικητικά όργανα και όχι στα
διοικητικά δικαστήρια, δεν προσκρούει κατ’ αρχήν στο Σύνταγμα1949. Θα
μπορούσε, όμως, εύλογα να υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι η
ανάθεση της επιβολής των βαρύτατων διοικητικών κυρώσεων του άρθ. 51 και
ιδίως του μεγάλου ύψους προβλεπόμενου προστίμου, σε όργανα της διοίκησης
και όχι στα διοικητικά δικαστήρια, θέτει ευθέως ζήτημα συνταγματικότητας της
διοικητικής απλώς επιβολής τους. Φρονούμε, όμως, ότι η δυνατότητα κατάθεσης

1948
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 399 – 400.
1949
Βλ. Προδρόμου ∆αγτόγλου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 352.
579

προσφυγής και αίτησης αναστολής εκτελέσεως στα διοικητικά δικαστήρια,


έρχεται να καλύψει το όποιο ενδεχόμενο πρόβλημα ανακύψει στην πράξη και
ικανοποιεί, τελικά, τις συνταγματικές απαιτήσεις.
Τέλος, προκειμένου να επιβληθούν νομότυπα οι διοικητικές κυρώσεις του
άρθ. 51 απαιτείται η τήρηση κάποιας «προδικασίας», η οποία διασφαλίζει το
συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθ. 20 § 2 Σ, δικαίωμα ακροάσεως. Και
συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 51 § 3 εδ. β’, απαιτείται η
νομότυπη κλήτευση των υπευθύνων του νομικού προσώπου, για να παράσχουν
εξηγήσεις ενώπιον της αρμόδιας για την επιβολή των κυρώσεων αρχής, δέκα
τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της σχετικής
διαδικασίας1950.

Συμπέρασμα 2ης και 3ης Ενότητας

Στην Ελλάδα η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ανέκαθεν


ήταν συνυφασμένη με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η διαχρονική αυτή
επιλογή του Έλληνα νομοθέτη πιθανό να εξηγείται από την επισήμανση ότι παρά
το γεγονός ότι στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και μέχρι εντελώς
πρόσφατα δεν υπήρχε οργανωμένο έγκλημα, εντούτοις, διάφορες τρομοκρατικές
οργανώσεις έδρασαν κατά καιρούς στην επικράτειά της, ορισμένες από τις
οποίες διέθεταν ερείσματα στον ντόπιο πληθυσμό. Η ταύτιση των δύο αυτών
φαινομένων (τουλάχιστον στην ιστορική τους μορφή) σε νομοθετικό επίπεδο
σηματοδοτούσε, ενδεχομένως, μια συνειδητή προσπάθεια για διάρρηξη της
σχέσης της ελληνικής τρομοκρατίας με τον ντόπιο πληθυσμό.
Εξάλλου, όπως φάνηκε από την ανάλυση που επιχειρήσαμε ανωτέρω, το
ελληνικό νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της οργανωμένης
εγκληματικότητας είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και εκτεταμένο, καθώς καλύπτει
ακόμη και προεγκληματικές συμπεριφορές, δηλαδή συμπεριφορές που
αποτελούν προστάδια του εγκλήματος, αλλά και ελάσσονος σημασίας
προσβολές της δημόσιας τάξης. Οι κυρώσεις που προβλέπονται είναι ιδιαιτέρως
βαριές και ως εκ τούτου, ενδεχομένως, πετυχαίνουν τον στόχο της γενικής
πρόληψης. Η από κοινού, όμως, τυποποίηση τόσο διαφορετικών συμπεριφορών,

1950
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των §§ 1 και 2 άρθ. 6 Ν 2690/1999 (Κώδικας
∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας).
580

σε επίπεδο απαξίας, και η επέκταση του αξιοποίνου ακόμη και σε κοινωνικά


ανεκτές συμπεριφορές, ενέχει τον κίνδυνο της συσκότισης του πραγματικού
στόχου, δηλαδή της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος. Με τον
τρόπο αυτό, ο δικαστικός πληθωρισμός που, κατ’ ανάγκην, δημιουργείται, δεν
απηχεί ούτε την έκταση του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, ούτε
συμβάλλει στην καταπολέμησή του. Οι υπαρκτές δυνατότητες καταχρήσεων του
σχετικού ελληνικού νομοθετικού πλαισίου, θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της
συνεχούς επαγρύπνησης κατά την εφαρμογή του, προκειμένου να διαφυλαχθούν
οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου.
Αυτό που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι σε σχέση με την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος παρατηρείται ένας
πολλαπλασιασμός των νομικών κανόνων και μια υπερδιόγκωση της καταστολής
μέσω του ποινικού δικαίου, το οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ως έσχατο
μέσο, αλλά, δυστυχώς, καλύπτει ολοένα και περισσότερο ελεύθερο χώρο. Η
προληπτική ποινικοποίηση και καταστολή έχουν σαν άμεση παρενέργεια τη
δημιουργία μιας «κοινωνίας – φυλακής», η οποία «εγκλωβίζει» το σύνολο των
πολιτών. Το ερώτημα, τελικά, μήπως δεν είναι αν μπορεί να αντιμετωπιστεί το
οργανωμένο έγκλημα, αλλά αν είναι δυνατόν, πλέον, να συρρικνωθεί το σχετικό
νομοθετικό πλέγμα και να αρθούν οι κοινωνικές του συνέπειες;
Εξάλλου, ο Ν. 2928/2001 χαρακτηρίζεται από μια βεβιασμένη
προχειρότητα, η οποία γίνεται φανερή από τη χρήση αόριστων ή και εντελώς
ακατάλληλων όρων κατά την διατύπωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών
υποστάσεων των εγκλημάτων που τυποποιεί. Ενώ, εμφανής είναι η, πιθανόν
αθέλητη, αποσύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος από τις ίδιες τις διατάξεις, οι
οποίες υποτίθεται ότι το τυποποιούν ως εγκληματικό φαινόμενο.
Ειδικότερα, ένα από τα πιο χτυπητά νομοθετικά παράδοξα, για
παράδειγμα, μπορεί να ανευρεθεί στη διάταξη του άρθ. 187 § 4, όπου
τυποποιείται η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, ως επιβαρυντική
περίσταση. Ειλικρινά, ξεπερνά τα όρια της επιστημονικής ανάλυσης η πιθανότητα
να υπάρξει στην πράξη έστω και μία εγκληματική οργάνωση που να μην
επιδιώκει την αποκόμιση οικονομικού ή υλικού οφέλους με τη δράση της, αφού το
στοιχείο αυτό, ανεξαρτήτως του νομικού ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος,
αποτελεί σύμφυτο και εγγενές χαρακτηριστικό του.
581

Εντύπωση προκαλεί, εξάλλου, το γεγονός ότι αν και ο λόγος εισαγωγής


της ειδικής ρύθμισης του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι η καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, δεν τυποποιήθηκε ταυτόχρονα με την πράξη της
δωροδοκίας και η πράξη της δωροληψίας εκ μέρους των αναφερόμενων στη
διάταξη προσώπων, πράξη που ενδεχομένως έχει ακόμη μεγαλύτερη απαξία,
παρά το γεγονός ότι η με οποιαδήποτε μορφή σύμπραξη των διαφόρων
κρατικών οργάνων αποτελεί αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό και απαραίτητο όρο
λειτουργίας του οργανωμένου εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η αναγωγή της
δωροδοκίας δικαστή σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι πέντε
ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο Ευρώ, η
οποία επήλθε με την αντικατάσταση του άρθ. 237 ΠΚ από το άρθ. 1 § 7 Ν.
3327/2005, αν και δεν επαρκεί, αφού αφορά μόνο τους δικαστές ή διαιτητές σε
συγκεκριμένη υπόθεση, κινείται πάντως σε ορθή κατεύθυνση.
Πρόβλημα δημιουργείται, τέλος, και στην περίπτωση συρροής του άρθ.
187 § 2 ΠΚ με τη διακεκριμένη αντίσταση του άρθ. 167 § 2 ΠΚ, η οποία
συντρέχει όταν οι πράξεις της § 1 του άρθ. 167 ΠΚ έγιναν από περισσότερους
δράστες ή από πρόσωπο που οπλοφορεί ή έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του ή το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η
βία ή η απειλή διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Το πλαίσιο ποινής της
διάταξης του άρθ. 167 § 2 ΠΚ είναι φυλάκιση από δύο έως πέντε χρόνια και είναι,
επομένως, αυστηρότερο σε σχέση με το πλαίσιο ποινής του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, το
οποίο είναι φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια. Επιπροσθέτως, τα
εξειδικευμένα στοιχεία, που καθιστούν τη μορφή αυτή της αντίστασης
διακεκριμένη, προσιδιάζουν στο modus operandi των οργανωμένων
εγκληματιών! Στην περίπτωση που συρρεύσουν οι διατάξεις των άρθ. 167 § 2
ΠΚ και 187 § 2 ΠΚ, κάτι που δεν φαίνεται διόλου απίθανο στην πράξη, η ειδική
πρόβλεψη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ εμφανίζεται όχι μόνο ως περιττή, αλλά
δημιουργεί, επιπροσθέτως, και πρόβλημα εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 167
§ 2 ΠΚ. Φρονούμε ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι στις περιπτώσεις που
συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της διακεκριμένης αντίστασης, θα
εφαρμοστεί η διάταξη με τη βαρύτερη ποινή, γιατί και αυτή είναι εξειδικευμένη και
δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως γενική έναντι της διάταξης του άρθ. 187 § 2 ΠΚ.
Ιδιαίτερες πρακτικές δυσχέρειες δημιουργεί, επίσης, η τεράστια ευρύτητα
εφαρμογής της ρύθμισης του άρθ. 187 § 5 ΠΚ. Η κατάργηση της αρχής του
582

διττού αξιοποίνου ανοίγει το δρόμο για «άτοπες» περιπτώσεις εφαρμογής του


ελληνικού ποινικού νόμου, ιδίως στις περιπτώσεις των πλημμεληματικής φύσης
παραβάσεων του άρθ. 187 ΠΚ.
Αυτή η υπερβολική διεύρυνση της κατασταλτικής δυνατότητας του
ελληνικού ποινικού νόμου, ο οποίος μπορεί να συμπεριλάβει και παντελώς
άσχετες και, υπό την έννοια αυτή, αδιάφορες για την ελληνική έννομη τάξη,
πράξεις, αντί να τον καθιστά πιο αποτελεσματικό, στην ουσία απομειώνει το
κύρος του και τον κάνει να ξεφεύγει από τον πρωταρχικό στόχο του, ο οποίος,
τουλάχιστον σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις του Έλληνα νομοθέτη, είναι η
όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική προστασία της ελληνικής δημόσιας τάξης
από την ύπαρξη και δράση των εγκληματικών οργανώσεων.
Κατά συνέπεια, είναι δικαιοπολιτικά επιβεβλημένο καθήκον να περιοριστεί
και να διασαφηνιστεί στην πράξη η έκταση εφαρμογής του ελληνικού νόμου.
Βασικό κριτήριο, κατά την άποψη της γράφουσας, θα πρέπει να είναι το
προστατευόμενο από τη διάταξη του άρθ. 187 ΠΚ έννομο αγαθό. Εφόσον,
λοιπόν, τα εγκλήματα του άρθ. 187 ΠΚ στρέφονται κατά της δημόσιας τάξης, ως
πράξεις, ενδιαφέρουν τον Έλληνα νομοθέτη, μόνο στο μέτρο που στρέφονται
κατά της ελληνικής δημόσιας τάξης. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική δημόσια τάξη
θίγεται από τη συγκρότηση και συμμετοχή εγκληματικών οργανώσεων και
συμμοριών, μόνο όταν οι οργανώσεις αυτές υπάρχουν και δρουν στα όρια του
ελληνικού κράτους, ή σε κάθε περίπτωση όταν αυτές επηρεάζουν άμεσα την
ελληνική έννομη τάξη και διαταράσσουν, με τον τρόπο αυτό, την ειρηνική
κατάσταση του κοινωνικού χώρου. ∆εδομένου ότι στην περίπτωση που οι πάσης
φύσεως εγκληματικές οργανώσεις και συμμορίες υπάρχουν και δρουν εντός της
ελληνικής επικράτειας, με βάση την αρχή της εδαφικότητας του άρθρου 5 ΠΚ,
εφαρμοστέοι είναι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, η διάταξη του άρθρου 187 § 5 ΠΚ
αποκτά νόημα μόνο στην περίπτωση των οργανώσεων που συγκροτούνται στο
εξωτερικό από αλλοδαπούς ή ημεδαπούς, με σκοπό να αναπτύξουν την
εγκληματική τους δραστηριότητα στα όρια της ελληνικής επικράτειας.
Περαιτέρω, σε σχέση με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, θα πρέπει να
σημειωθεί, ότι ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η διαδικασία της νομιμοποίησης
εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες είτε θεωρούνταν
ποινικά αδιάφορη, είτε αντιμετωπιζόταν μόνο με τις διατάξεις για την αποδοχή
προϊόντων εγκλήματος. Από τη στιγμή, όμως, που η νομιμοποίηση εσόδων από
583

εγκληματικές δραστηριότητες συνδέθηκε με την έννοια του οργανωμένου


εγκλήματος και εμφανίστηκε αντικειμενικά ως συμβολή στην ανάπτυξη και την
επέκτασή του και ειδικότερα, ως ενίσχυση της δομής του1951, αποσυνδέθηκε από
την αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και συγκεντρώνει, πλέον, όπως είδαμε,
ξεχωριστό ενδιαφέρον σε διεθνές επίπεδο.
Το επόμενο χρονικά, αλλά ατυχές, κατά την άποψή μας, βήμα, ήταν να
συνδεθεί το ξέπλυμα χρήματος με την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Η σύνδεση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, ατυχής, γιατί το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος έχει μεγάλες διαφορές από την χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας και διατηρούμε επιφυλάξεις για το κατά πόσον η χρηματοδότηση
της τρομοκρατίας μπορεί να επιτελέσει το ρόλο που απαιτείται από το «βασικό»
αδίκημα.
Ειδικότερα, η δομή του ξεπλύματος απαιτεί την προηγούμενη τέλεση ενός
εγκλήματος, από το οποίο προκύπτει παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο
στη συνέχεια, επιδιώκεται να αποκτήσει νομιμοφανή υπόσταση. Αντίθετα, η
χρηματοδότηση της τρομοκρατίας συνίσταται στην παροχή οικονομικής
βοήθειας, στην παροχή δηλαδή είτε νόμιμων, είτε παράνομων κεφαλαίων, προς
τρομοκρατικές οργανώσεις ή άτομα τρομοκράτες. Ο χρηματοδότης τιμωρείται σε
αμφότερες τις περιπτώσεις, είτε τα κεφάλαια που παρέχει είναι νόμιμα είτε
παράνομα, όπως ο παρέχων οικονομική ή τεχνική βοήθεια σε εγκληματική
οργάνωση ή σε άλλον για να διαπράξει άλλο έγκλημα. Ο δράστης ξεπλύματος σε
αυτή την περίπτωση είναι τρίτο πρόσωπο, παρεμβαλλόμενο μεταξύ του
χρηματοδότη και της τρομοκρατικής οργάνωσης, χωρίς, όμως, να αποκλείεται ο
δράστης ξεπλύματος και ο χρηματοδότης να είναι το αυτό πρόσωπο. Το
πρόσωπο αυτό προσπαθεί να αποκρύψει είτε την ταυτότητα του χρηματοδότη,
είτε τον προορισμό των χρημάτων προς πρόσωπα της τρομοκρατικής
οργάνωσης. Αυτή η συμπεριφορά, όμως, δεν καλύπτεται πλήρως από τις επί
μέρους συμπεριφορές που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του
αδικήματος του ξεπλύματος χρήματος, κύριο στοιχείο των οποίων, όπως είδαμε,
είναι η νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, δηλαδή η προσπάθεια να προσδοθεί
νομιμοφάνεια σε έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα, άμεσα ή έμμεσα,
από τη διάπραξη βασικού αδικήματος.

1951
Αφού μέσω της οικονομικής και της κοινωνικής ισχύος, που αποκτά το οργανωμένο έγκλημα,
διευκολύνεται στην εγκληματική του δράση.
584

Η σύνδεση αυτή μπορεί, επομένως, να ερμηνευθεί, μόνο ως προσπάθεια


ικανοποίησης των σχετικών διεθνών απαιτήσεων, καθώς οι διεθνείς οργανισμοί
επιθυμούν την συμπερίληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στα βασικά
αδικήματα του ξεπλύματος χρήματος, όχι τόσο για νομικούς λόγους, ούτε για
αυστηροποίηση των ποινών στην περίπτωση της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας, αλλά, κυρίως, για να υπαχθεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας
και οι σχετικές συναλλαγές και τα κεφάλαια στον ενδελεχή έλεγχο των εταιρειών
του χρηματοπιστωτικού τομέα και των άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων
που υπόκεινται στις υποχρεώσεις της νομοθεσίας σχετικά με το ξέπλυμα
χρήματος και, με τον τρόπο αυτό, να παρεμποδιστεί η χρηματοδότηση ή άλλη
οικονομική υποστήριξη προς τρομοκρατικές οργανώσεις ή τρομοκράτες. ∆εν θα
πρέπει να μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εντοπισμός
των κεφαλαίων, που κατευθύνονται ως «χρηματοδότηση» σε τρομοκρατικές
οργανώσεις, ενδέχεται να έχει το επιπρόσθετο όφελος της εξάρθρωσης
τρομοκρατικών οργανώσεων ή «δικτύων» και αυτή η προτεραιότητα φαίνεται να
βάρυνε, με το δικό της τρόπο, στην τελική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη.
Εξάλλου, μέσα από την ίδια την ποινικοποίηση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, καταβάλλεται προσπάθεια να ενισχυθεί γενικότερα η καταπολέμηση
του εγκλήματος, αφού με τον τρόπο αυτό παρέχεται μια δεύτερη ευκαιρία στις
διωκτικές αρχές να εντοπίσουν και τη βασική αξιόποινη πράξη από την οποία
προέκυψαν τα προς νομιμοποίηση έσοδα. Αν, περαιτέρω, ληφθεί υπόψη η
προϊούσα τάση διεύρυνσης του κύκλου των εγκλημάτων με τα οποία συνδέεται η
νομιμοποίηση εσόδων, καθίσταται φανερό ότι ο συγκεκριμένος τύπος ποινικής
καταστολής αποκτά κεντρικό ρόλο στο ποινικό δίκαιο, αφού με τον τρόπο αυτό
διευκολύνεται γενικότερα η καταπολέμηση του εγκλήματος.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί εμφαντικά ότι η τρίτη κοινοτική
Οδηγία 2005/60/ΕΚ, την οποία ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο ο Ν. 3691/2008,
δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη να λάβουν ποινικά μέτρα. Στο προοίμιό της δε,
κάνει ευθεία αναφορά στη σχετική απόφαση-πλαίσιο του 2001, για να
ευθυγραμμίσει απλώς με αυτήν τον ορισμό του «σοβαρού εγκλήματος» από το
οποίο προέρχονται τα εγκληματικά έσοδα. Κατά συνέπεια, οι επεμβάσεις του
Έλληνα νομοθέτη στο πεδίο της ποινικής καταστολής, υπήρξαν αποκλειστικά και
μόνο δική του επιλογή, γεγονός που δεν μπορεί να συσκοτιστεί από την αναφορά
του νομοθέτη στην προσπάθεια κάλυψης των νομοθετικών αδυναμιών που είχε
585

επισημάνει η FATF στη σχετική αξιολόγηση για την ελληνική νομοθεσία, αφού, σε
κάθε περίπτωση, η FATF, ως διακυβερνητική ομάδα, είναι ένα άτυπο όργανο και
οι συστάσεις της δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Ο Ν. 3691/2008 αποτελεί ένα δρακόντειο νομοθέτημα, το οποίο «θεσπίζει
εκ βάθρων ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καταστολής» του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, χρησιμοποιώντας μεν, τα γνωστά «υλικά» του προϊσχύοντος
νομοθετικού πλαισίου, αλλά προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε μια θεαματική
διεύρυνση και αναδιάταξη της καταστολής στο συγκεκριμένο πεδίο.
Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης, στο άρθ. 2 προχώρησε σε δύο πολύ
σημαντικές τομές αναφορικά με την έννοια της νομιμοποίησης. Όρισε αφενός,
ρητά πλέον, ως νομιμοποίηση την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα
με την τοποθέτηση σε αυτόν, ή τη διακίνηση μέσω, ή εντός αυτού, εσόδων που
προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί
νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (άρθ. 2 § 2 περ. δ’). Και αφετέρου, ανήγαγε σε
αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων όχι μόνο την σύσταση οργάνωσης για τη
διάπραξη ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων νομιμοποίησης, αλλά και την
σύσταση ομάδας δύο ατόμων με τον ίδιο σκοπό, ή ακόμη και τη συμμετοχή σε
τέτοια οργάνωση ή ομάδα (άρθ. 2 § 2 περ. ε’).
Ταυτόχρονα, αγνοώντας εσκεμμένα, τη λογική των διεθνών κειμένων, τα
οποία επέβαλαν την ποινική κατασταλτική αντιμετώπιση του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος, ως μέσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος, δεν προέβη σε κανενός είδους άμεση σύνδεση της νομιμοποίησης
εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα, σύνδεση που σθεναρά υποστήριζε εδώ και
χρόνια σημαντική μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας. Αποτέλεσμα τούτου
είναι να ταυτίζεται στην ουσία το «βρώμικο» με το «μαύρο» χρήμα και να
εργαλειοποιείται, με τον τρόπο αυτό, η ίδια η νομιμοποίηση εσόδων, προκειμένου
να αντιμετωπιστεί με δρακόντειες κυρώσεις οποιοδήποτε έγκλημα αποφέρει
περιουσιακό όφελος.
Εξάλλου, σε σχέση με τον ορισμό της τεχνικής έννοιας της «εγκληματικής
δραστηριότητας», η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου είναι, επίσης, προφανής.
Το βασικό στοιχείο στο πεδίο αυτό είναι «ο ακόμη πιο ανοικτός χαρακτήρας του
καταλόγου» των εγκληματικών δραστηριοτήτων, αφού στο στοιχείο ιθ) εισάγεται,
ως βασικό αδίκημα, και κάθε άλλο αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με ποινή
ελαχίστου ορίου άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό
586

όφελος οποιουδήποτε ύψους. Με τον τρόπο αυτό, ανοίγει το πεδίο εφαρμογής


της νομιμοποίησης σε όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή μεγαλύτερη
των έξι μηνών και αποφέρουν περιουσιακό όφελος, χωρίς να καθορίζεται εάν
τούτο είναι άμεσο ή έμμεσο, ακόμη και μικρότερο των 15.000 Ευρώ,
προϋπόθεση που απαιτούνταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Η κατασταλτική
υπερβολή του Ν. 3691/2008 καθίσταται φανερή, αν αναλογιστούμε ότι πρακτικά
από το πεδίο εφαρμογής του εξαιρούνται μόνο τα αδικήματα που δεν παράγουν
περιουσιακό όφελος, ενώ ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μπορεί ίσως και να είναι
η οποιασδήποτε μορφής επαφή με το οικονομικό προϊόν ενός οποιουδήποτε
εγκλήματος.
Με τον τρόπο αυτό, η νομιμοποίηση εσόδων καθίσταται
«παρακολουθηματική» αξιόποινη πράξη ολόκληρου, σχεδόν, του φάσματος της
εγκληματικότητας, και προφανώς, δεν καταφέρνει να επιτύχει το βασικό της
στόχο, την καταπολέμηση, δηλαδή, του οργανωμένου εγκλήματος. Η προσβολή
της αρχής της αναλογικότητας, στην περίπτωση αυτή, είναι βάναυση και σε καμιά
περίπτωση δεν μπορεί να θεραπευθεί. Οι επιλογές αυτές του νομοθέτη, μας
κάνουν να διερωτόμαστε, αν, όντως, με τις διατάξεις του Ν. 3691/2008 επεδίωκε
να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα ή μήπως ο πραγματικός του στόχος
ήταν η ενίσχυση της αστυνομικής λογικής της εποπτείας στην οικονομία και στην
αγορά!
Σε επίπεδο ποινικών κυρώσεων, το βασικό χαρακτηριστικό του Ν.
3691/2008 είναι, για άλλη μια φορά, η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου. Πέρα
από τις διορθωτικές επεμβάσεις που έγιναν σε επίπεδο συνάρτησης των ποινών
της νομιμοποίησης με το βασικό έγκλημα, όταν αυτό είναι πλημμέλημα, και
πάντως για ορισμένες μόνο περιπτώσεις, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η επίταση
της ποινής.
Περαιτέρω, εντελώς άστοχη, δογματικά εσφαλμένη και επιεικώς
ακατανόητη είναι η ρητή πρόβλεψη του άρθρου 45 § 1 στ. ε’, σύμφωνα με την
οποία, «η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των
υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων) για τις πράξεις των στοιχείων α', β' και γ'
της παραγράφου αυτής, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι
διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος». Η διάταξη αυτή επιχειρεί, στην
ουσία, να επιλύσει «διά του γορδίου δεσμού» το μείζον ζήτημα ερμηνείας του
587

νόμου για την νομιμοποίηση εσόδων, εάν είναι δυνατό ο δράστης της
νομιμοποίησης να είναι ταυτόχρονα και ο δράστης της προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας, σε σχέση με το οποίο, σθεναρά η θεωρία και με
κάποιες παλινδρομήσεις η νομολογία, είχαν υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι
νοητό.
∆εν χρειάζεται, μάλλον, να τονίσουμε ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης των επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις
έναντι των γενικών – πάντα διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η
συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, για
να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να προηγείται ένα άλλο
έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη περιουσία, το
οποίο θα είναι προφανώς διαφορετικό. Αφού λογικά αποκλείεται να ταυτίζονται οι
δύο πράξεις, τι εννοεί η συγκεκριμένη διάταξη τελικά; Μήπως ότι τα δύο
εγκλήματα αρκεί να τελούνται με διαφορετικές πράξεις, δηλαδή να συρρέουν
πραγματικά και όχι κατ’ ιδέαν; Υπό το πρίσμα αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη είναι
απόλυτα δογματικά εσφαλμένη και νομικά επικίνδυνη.
Η ανίχνευση του εννόμου αγαθού, τέλος, που προσβάλλεται με τις πράξεις
νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες,
αποτελεί ένα ζήτημα ιδιαιτέρως δυσχερές. ∆εν είναι άσχετο το γεγονός ότι έχει
χαρακτηριστεί ως αδίκημα «πολιτισμικά αυτόνομο», αφού αποτελεί ένα
συνονθύλευμα ετερόκλητων παραμέτρων και πλείστων ιδιομορφιών. Πράγματι,
το συγκεκριμένο αδίκημα δεν βάλλει εναντίον ενός ορατού, ατομικά
προσδιορίσιμου, συγκεκριμένου και προσωποποιημένου θύματος, αλλά
στρέφεται ενάντια στην οικονομική και κοινωνική ολότητα, με αποτέλεσμα το
«θύμα» να καθίσταται «διάχυτο», η αναγνώρισή του ιδιαιτέρως δυσχερής και η
κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης ελλιπής. Τα προβλήματα, μάλιστα, αυτά
επιτείνονται, έτι περαιτέρω, από το γεγονός ότι η ποικιλομορφία των
προηγούμενων εγκληματικών συμπεριφορών, οι οποίες προσβάλλουν τελείως
διαφορετικά μεταξύ τους έννομα αγαθά, ως μοναδικό κοινό σημείο έχει τη
δημιουργία ενός προϊόντος, που ο νομοθέτης προβλέπει ως το υλικό αντικείμενο
του εγκλήματος και ορολογικά το αποδίδει με τον όρο «περιουσία που
προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα».
Άμεση συνέπεια των εγγενών αυτών δυσχερειών ήταν, όπως είδαμε στην
ανάπτυξη της σχετικής ενότητας, να μην καταστεί δυνατή η θεωρητική
588

αποκρυστάλλωση μιας σαφούς θέσης για το προστατευόμενο έννομο αγαθό και


να υποστηρίζονται με σχετικά πειστική επιχειρηματολογία, διάφορες απόψεις, οι
οποίες, με επιφυλάξεις, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις ευρύτερες
κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία, συντίθεται από τις απόψεις, που υποστηρίζουν
ότι το ξέπλυμα χρήματος ενέχει και το ίδιο αυτοτελή κοινωνικοηθική απαξία, η
δεύτερη, από τη διαμετρικά αντίθετη θέση, ότι δηλαδή το ξέπλυμα δεν έχει
αυτοτελή απαξία και δεν συνιστά πραγματικό ή κοινωνικό έγκλημα και η τρίτη
κατηγορία, η οποία τείνει να συνδέει και να εξαρτά την απαξία του ξεπλύματος
από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα.
Κατά την άποψη της μελέτης, η πρόταξη του ποινικού κατασταλτικού
μηχανισμού, δεν είναι βέβαιο ότι θα έπρεπε να αποτελεί την πρώτη επιλογή για
την αντιμετώπιση του ξεπλύματος, αφού το συγκεκριμένο αδίκημα αποτελεί στην
ουσία του μια νομική κατασκευή και όχι πραγματικό έγκλημα.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απόλυτα κατανοητή η στάση της διεθνούς
κοινότητας αναφορικά με το ξέπλυμα, που δεν εστιάστηκε στη λήψη ποινικών
μέτρων για την αντιμετώπισή του, αλλά προώθησε, κυρίως, τη θέσπιση
ορισμένων υποχρεώσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων αναφορικά με τον έλεγχο
της ταυτότητας των πελατών τους και την καταγγελία των ύποπτων συναλλαγών,
τον περιορισμό του τραπεζικού απορρήτου και τη διευκόλυνση της δέσμευσης
των ύποπτων λογαριασμών, μέτρα απείρως πιο αποτελεσματικά για τον έλεγχο
της ροής του παράνομου χρήματος από ότι τα παραδοσιακά εργαλεία του
ποινικού δικαίου.
Το ξέπλυμα ιστορικά απέκτησε απαξία, μόνο από τη στιγμή που
συνδυάστηκε με το οργανωμένο έγκλημα και έγινε κατανοητό ότι το χρήμα δεν
είναι απλώς ο στόχος, αλλά το μέσο για την ανάπτυξη και επέκταση της
εγκληματικής δράσης, είτε με την επένδυσή του σε παράνομες, ημινόμιμες ή και
νόμιμες συναλλαγές, είτε με τη χρησιμοποίησή του για την απόκτηση πολιτικής
ισχύος. Συνεπώς, το μέτρο και το όριο των σχετικών ποινικών διατάξεων, κατά
την άποψή μας, θα πρέπει πάντοτε να είναι η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης,
είτε στο στάδιο της τέλεσης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, είτε
στο ακόλουθο στάδιο του ξεπλύματος των βρώμικων χρημάτων, είτε ταυτόχρονα
και στα δύο αυτά στάδια, γιατί μόνο τότε το ξέπλυμα εκφεύγει των ορίων της
νομικής κατασκευής και άπτεται, όντως, μιας επικίνδυνης κοινωνικής
πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η θέση της μελέτης είναι ότι, ναι μεν, το
589

ξέπλυμα δεν ενέχει αυτοτελή κοινωνικοηθική απαξία, ούτε προσβάλλει


αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό, αλλά, ως συμπεριφορά (και στο μέτρο) που
συναρτάται άμεσα με το οργανωμένο έγκλημα, ενισχύει την προσβολή τόσο της
δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα από την ύπαρξη και μόνο των πάσης
φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο και την προσβολή των διαφόρων
εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση θέτει στο
στόχαστρό της.
Σε σχέση, τέλος, με τις κυρώσεις κατά των νομικών προσώπων που
εμπλέκονται στη διαδικασία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η τάση απόδοσης ποινικών ευθυνών σε νομικά πρόσωπα, που
αναφαίνεται διεθνώς, αν και, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει ηθικά δικαιολογημένη,
εντούτοις, με την υπάρχουσα δομή του Ποινικού ∆ικαίου δεν είναι δογματικά
ορθή.
Πράγματι, η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων θέτει σε δοκιμασία
θεμελιώδεις έννοιες και κατηγορίες του ποινικού δικαίου. Έτσι, στην κυριολεξία,
διαρρηγνύεται η ενότητα της πράξης, του καταλογισμού σε ενοχή και της ποινής,
καθώς και οι αλληλοδιαπλεκόμενες εγγυητικές τους λειτουργίες.
Η θέση αυτή δεν συνεπάγεται, ασφαλώς, ότι το Ποινικό ∆ίκαιο θα πρέπει
να εμμείνει σε αναχρονιστικές δομές, γιατί τότε κινδυνεύει να αποκοπεί από τη
ραγδαία εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα και να αυτοαναιρεθεί ως
προστατευτικός μηχανισμός των ατομικών και κοινωνικών αγαθών. Από την
άλλη μεριά, όμως, και η αναζήτηση διεξόδου μέσα από διάφορες νοητικές
«κατασκευές», συμβάλλει, ενδεχομένως εξίσου, στην αποδυνάμωση και τον
εκφυλισμό του Ποινικού ∆ικαίου.
Η απόκτηση περιουσιακής ή άλλης υλικής ωφέλειας αποτελεί
χαρακτηριστικό σύμφυτο με την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος και στο
πλαίσιο αυτό, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος συνιστά απαραίτητο όρο για τη
λειτουργία και την επιβίωσή του. Η διαδικασία, όμως, της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες, συχνά, γίνεται μέσω νομικών προσώπων και
στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα, όταν δι’ αυτών
εκφράζεται η εγκληματική βούληση των ανθρώπων που τα διοικούν, εμφανίζεται
ως απαραίτητος όρος για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Στην
περίπτωση αυτή, κατά την άποψή μας, οι κυρώσεις στα νομικά πρόσωπα, θα
πρέπει να είναι διοικητικές και όχι ποινικές. Επομένως, ορθά το άρθ. 51 Ν.
590

3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 9 § 2 Ν. 3875/2010, αναφέρεται


σε, συναπτόμενες άμεσα με την υπαιτιότητα φυσικού προσώπου, διοικητικές
κυρώσεις.

Ενότητα 4. Ειδικά μέτρα «επιείκειας» και προστασίας

4.1. Τα «μέτρα επιείκειας» του άρθρου 187Β ΠΚ

Η διάταξη του άρθ. 187Β ΠΚ υλοποιεί μια δικαιοπολιτικά αμφιλεγόμενη1952,


αγγλοαμερικανικής προέλευσης1953, στρατηγική επιλογή του νομοθέτη1954, η
οποία συντείνει στην μη καταδίκη ή στη γενικότερη ευνοϊκή μεταχείριση του
δράστη, αν αυτός λειτουργήσει ως αποτελεσματικός πληροφοριοδότης των
αρχών. Οι ρυθμίσεις του άρθ. 187Β ΠΚ αποτελούν προφανή ρωγμή στο όλο
σύστημα της αρχής της νομιμότητας στη δίωξη των εγκλημάτων1955, ενώ,
ταυτόχρονα, αναιρούν την ειδικοπροληπτική λειτουργία του ποινικού δικαίου1956,
εντούτοις, κρίθηκαν αναγκαίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν αντεγκληματικές
σκοπιμότητες1957, αφού τέτοιου είδους μέτρα, όπου έχουν δοκιμασθεί, έχουν,
όντως, αποδώσει καρπούς1958.
Ο τίτλος «μέτρα επιείκειας» έχει επικριθεί έντονα από την επιστήμη. Ο
Μανωλεδάκης1959 τον χαρακτηρίζει ως «άστοχο τίτλο», γιατί παραπέμπει στην

1952
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 414.
1953
Για την αναγωγή στο θεσμό της ευνοϊκής μεταχειρίσεως του «μάρτυρα του στέμματος»
(“King’s evidence”), που συνδέεται με τη διαπραγματευτική δυνατότητα προόδου της ποινικής
δίκης στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, βλ. Ηλία Αναγνωστόπουλου, Εξάρθρωση συμμορίας και
αναστολή εκτελέσεως της ποινής (Παρατηρήσεις στο άρθρο 8 του Ν.∆. 743/1970 περί
ναρκωτικών), ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1986, σελ. 252 επ. και τις εκεί περαιτέρω αναφορές στη βιβλιογραφία.
1954
Η ρύθμιση αυτή έχει ταυτιστεί ιστορικά στην Ελλάδα με την καταπολέμηση των ναρκωτικών
και του οργανωμένου εγκλήματος. Βλ. ανάλογες ρυθμίσεις στο άρθρο 8 του Ν.∆. 743/1970 περί
ναρκωτικών, στο άρθρο 24 του Ν. 1729/1987 περί ναρκωτικών (και ήδη άρθρο 27 μετά το Ν.
3459/2006), στο άρθρο 17 του ήδη καταργημένου 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας
από το οργανωμένο έγκλημα» και στο άρθρο 5 Ν. 2713/1999 «για την Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
1955
Βλ. και Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1576, περ. 11.
1956
Βλ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 415.
1957
Βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’ άρθρο
ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά
(Κ.Ν.Ν.)», όπ.παρ., σελ. 131.
1958
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 602-603, αρ. περιθ. 33.
1959
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143.
591

εμφυλιοπολεμική νομοθεσία του «εσωτερικού εχθρού». Ο Σταθόπουλος1960,


αναφερόμενος στην κριτική του όρου «μέτρα επιείκειας» από τη σκοπιά του
εύρους του όρου «επιείκεια», θεωρεί ότι «η κριτική αυτή υπερτονίζει το ορολογικό
ζήτημα, ενώ πρόκειται κυρίως για ζήτημα ουσίας». Η ουσία δε, της ρύθμισης
αυτής, σύμφωνα με τον Σταθόπουλο1961, θα πρέπει να αναζητηθεί αφενός, στην
ανάγκη της Πολιτείας για βοήθεια, προκειμένου να αποκαλυφθούν σοβαρά
εγκλήματα, ανάγκη που οδηγεί σε μια στάθμιση, αφού «η ανάγκη του σεβασμού
των ελευθεριών του συμπολίτη μας δεν δικαιολογεί τη συγκάλυψη βαρέων
εγκλημάτων» και αφετέρου, στην πρόταξη της αποτελεσματικότητας της
αποκάλυψης και δίωξης αυτών των εγκλημάτων, αφ’ ης στιγμής «τέτοια μέτρα
έχουν διεθνώς αποδώσει στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος».
Περαιτέρω, ο Συλίκος1962, συντασσόμενος, τρόπον τινά, με την άποψη του
Σταθόπουλου, θεωρεί ότι «κακοζήλως και ψευδωνύμως και εννοιολογικώς και
από τελολογική άποψη εσφαλμένως τα προβλεπόμενα μέτρα από το άρθ. 187Β
ΠΚ αποκαλούνται “μέτρα επιείκειας”, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν
τελολογικώς λειτουργικώς αναγκαία “μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής“», καθώς
αποτελούν, «ανεξάρτητα από το αν ευνοείται αντανακλαστικά και ο δράστης
άδικης πράξης, αναγκαίο λειτουργικό μέσο της έννομης τάξης για να επιτύχει
τους μείζονες σκοπούς της, που είναι η προστασία και η ασφάλεια των εννόμων
αγαθών και η ασφάλεια των πολιτών».
Η συζήτηση για τον τίτλο, κατά τη γνώμη μας, δεν θα πρέπει να
υποβαθμίζεται, καθώς ήδη ο τίτλος δημιουργεί μια πρώτη εικόνα και συναρτάται
άμεσα με την ουσία των συγκεκριμένων ρυθμίσεων. Υπό την έννοια αυτή, δεν
είναι δυνατό να διαχωριστεί η ανάλυση των δύο αυτών ζητημάτων. Η χρήση του
όρου «μέτρα επιείκειας» φαντάζει δόκιμη για τις δύο πρώτες κατηγορίες
επωφελούμενων, αυτών, δηλαδή, που έχουν ήδη κριθεί ένοχοι συγκρότησης ή
ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση, ή
αυτών που έχουν περαιτέρω και ατομική ποινική ευθύνη για την τέλεση κάποιου

1960
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» - Και μερικές
γενικότερες σκέψεις για τις ελευθερίες και τα όριά τους, Ελλ∆κνη, 2003, σελ. 899, υποσημ. 3.
1961
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 899 – 900, αρ. περιθ. 33 και 89 και του ιδίου,
Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ», όπ.παρ., σελ. 899 – 900.
1962
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Η νομικώς ορθή συσχετική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των
άρθρων 24 του Ν. 1729/1987 (27 Ν. 3459/2006) και 187Β ΠΚ (“μέτρα επιείκειας”) στο πεδίο των
εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, ΠράξΛογ, 2006, σελ. 720 και 721.
592

από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα και υπό άλλες συνθήκες, θα τιμωρούνταν με


βαρύτατες ποινικές κυρώσεις, καθώς και για την τρίτη κατηγορία, που αναφέρεται
στα θύματα των εγκληματικών (και μόνο) οργανώσεων, τα οποία υπέχουν
ατομική ποινική ευθύνη είτε για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών1963, είτε
του νόμου περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων1964, όταν η εφαρμογή της
αφορά τις πράξεις σύγχρονων «δουλεμπόρων» ή «εμπόρων λευκής σαρκός».
Στις περιπτώσεις αυτές, ο όρος «επιείκεια», ακόμη και αν γίνεται καθαρά για την
εξυπηρέτηση αντεγκληματικών σκοπών, αποδίδει το ουσιαστικό περιεχόμενο της
ρύθμισης.
Στην περίπτωση, όμως, που η τρίτη κατηγορία εφαρμόζεται σε θύματα, τα
οποία, όπως και στην τέταρτη κατηγορία, είναι υπαίτια παράνομης εισόδου και
παραμονής στη χώρα, ή παροχής εργασίας χωρίς την απαιτούμενη άδεια, ή των
οποίων η ποινική ευθύνη συναρτάται με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις της
δικής τους έκδοσης με αμοιβή, η χρήση του όρου «μέτρα επιείκειας» όχι μόνο δεν
είναι δόκιμη, αλλά επιπροσθέτως είναι και παραπλανητική, ιδίως αν ληφθεί
υπόψη, ότι η προσωρινή αποχή από την ποινική τους δίωξη, ή η αναστολή της
απέλασής τους, αποτελούν απλά δυνατότητες και δεν αποτελούν υποχρεωτικά
εφαρμοζόμενα μέτρα. Φρονούμε ότι ο όρος «μέτρα προστασίας» θα απέδιδε
πληρέστερα το περιεχόμενο της νομοθετικής ρύθμισης για τα πρόσωπα αυτά, τα
οποία είναι ήδη τόσο «τιμωρημένα» από την καθημερινότητα που βιώνουν, η
1963
Για παραβάσεις δηλαδή του Ν. 2910/2001 (ΦΕΚ Α’ 91/2-6-2001), όπως τροποποιήθηκε με
τους Ν. 3013/2002, 3202/2003, και 3242/2004 και παραβάσεις του Ν. 3386/2005 περί εισόδου,
διαμονής και κοινωνικής ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια (ΦΕΚ Α’
212/23-8-2005).
1964
Για παραβάσεις δηλαδή του άρθρου 5 του Ν. 2734/1999 (ΦΕΚ Α’ 161/5-8-1999), όπως
τροποποιήθηκε με την § 3 του άρθρου 12 του Ν. 2839/2000 (ΦΕΚ Α’ 196/12-9-2000), που ορίζει
ότι: «1. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή όποιος: α. Εκδίδεται με
αμοιβή χωρίς να κατέχει πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος ή χωρίς να υποβάλλεται στους
σχετικούς ελέγχους της παρ. 1 του άρθρου 2. β. Εγκαθίσταται σε οίκημα χωρίς να είναι
εφοδιασμένος με την άδεια που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 3 ή εκδίδεται με αμοιβή σε
οίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4. γ. Επιτρέπει την εργασία
και σε άλλο εκδιδόμενο με αμοιβή πρόσωπο, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της παρ. 2
του άρθρου 4. δ. Προσλαμβάνει ή εργάζεται ως υπηρετικό προσωπικό, κατά παράβαση των
διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 4. ε. ∆εν υποβάλλεται στη θεραπεία που προβλέπεται στην
παρ. 3 του άρθρου 2 ή διακόπτει αυτή πριν την ίαση της νόσου. στ. Εκμισθώνει ή παραχωρεί τη
χρήση οικήματος σε πρόσωπο που δεν κατέχει πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος ή το
οίκημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3. 2. Πρόσωπο που
εκδίδεται με αμοιβή και έρχεται σε σαρκική συνάφεια εν γνώσει ότι πάσχει από σεξουαλικώς
μεταδιδόμενη ή άλλη μολυσματική νόσο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος εκτός αν η
πράξη τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. 3. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου
τιμωρείται όποιος διαπραγματεύεται ή μεσολαβεί, με σκοπό να κατευθύνει πελατεία σε πρόσωπα
εκδιδόμενα με αμοιβή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. 4. Με φυλάκιση
μέχρι τριών (3) μηνών τιμωρείται όποιος δημοσία παρενοχλεί το κοινό, προκαλώντας αυτό σε
σαρκική συνάφεια με άσεμνες στάσεις, φράσεις η κινήσεις.
593

οποία χαρακτηρίζεται από την άσκηση εναντίον τους τεράστιας σωματικής ή


ψυχολογικής βίας, που δεν τους αρμόζει η επιείκεια, αλλά η προστασία.
Το άρθ. 187Β ΠΚ περιλαμβάνει τέσσερις περιπτώσεις1965: 1) Στην § 1
ρυθμίζεται η έμπρακτη μετάνοια του δράστη συγκρότησης ή ένταξης σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση, 2) στην § 2
ρυθμίζεται η έμπρακτη μετάνοια συγκροτήσαντα ή μέλους εγκληματικής
οργάνωσης ή συμμορίας ή τρομοκρατικής οργάνωσης, ο οποίος έχει ήδη ατομικά
διαπράξει κάποιο από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα, 3) στην § 3 εισάγεται η
καταγγελία τρίτου αναφορικά με αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία εις βάρος του και 4) στην § 4 εισάγεται η
καταγγελία αλλοδαπών, οι οποίοι βρίσκονται παράνομα στη χώρα και πρόκειται
να απελαθούν, αναφορικά με αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία1966.
Όσον αφορά τη νομική φύση της διάταξης του άρθ. 187Β ΠΚ1967, αρκετοί
συγγραφείς υποστηρίζουν ότι επαναλήφθηκε η έμπρακτη μετάνοια1968 που
προβλεπόταν από το προϊσχύον άρθ. 187 § 3 ΠΚ, η οποία διευρύνθηκε, όμως,

1965
Αντίθετα, ο Μανωλεδάκης υποστηρίζει ότι το άρθρο 187Β ΠΚ ρυθμίζει τρεις περιπτώσεις,
αναλύοντας σε μία ενιαία κατηγορία την περίπτωση του δράστη συγκρότησης ή το απλό μέλος
εγκληματικής οργάνωσης, που δεν έχει ακόμη τελέσει κανένα από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα
και αυτόν που έχει ήδη τελέσει τουλάχιστον ένα από αυτά. Η άποψη αυτή δεν είναι, κατά τη
γνώμη μας, ορθή, γιατί η ratio των ρυθμίσεων αυτών είναι διαφορετική. Και συγκεκριμένα, στην
πρώτη περίπτωση, η κατάγνωση ποινής, ως ανταπόδοση και ειδική πρόβλεψη, φαντάζει
άσκοπη, αφού ο ίδιος δράστης προβαίνει σε θεληματική αποκατάσταση του διαταραγμένου από
το έγκλημα status του εννόμου αγαθού και ταυτόχρονα εμποδίζει τη συνέχιση της προσβολής του
με την ουσιώδη συνδρομή του στην εξάλειψη της εστίας προσβολής του, ενώ, στη δεύτερη
περίπτωση, που έχει και εντελώς διαφορετική πρόβλεψη από πλευράς εννόμων συνεπειών,
αφού δεν άγει στην υποχρεωτική απαλλαγή, αλλά στην υποχρεωτική επιβολή από το δικαστήριο
μειωμένης ποινής κατ’ άρθρον 83 ΠΚ, η ratio θα πρέπει να αναζητηθεί στη βούληση του
νομοθέτη για την αποτελεσματικότερη προστασία των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών με την
παροχή στο δράστη ενός ισχυρού κινήτρου για την απόκρουση μελλοντικών, αλλά σχεδόν
βέβαιων ως προς την πραγματοποίησή τους εγκληματικών προσβολών. Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 144.
1966
Οι διατάξεις του άρθρου 187Β § § 3 και 4 ΠΚ ρητά αναφέρονται μόνο στις πράξεις του άρθρου
187 ΠΚ, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, οι οποίες αναφέρονται και στο άρθρο
187Α ΠΚ.
1967
Με το άρθρο 2 του Ν. 2928/2001 προστέθηκε η συγκεκριμένη διάταξη στον ΠΚ ως άρθρο
187Α ΠΚ και στη συνέχεια, μετά την εισαγωγή με το Ν. 3251/2004 της νέας διάταξης του άρθρου
187Α ΠΚ για τις τρομοκρατικές πράξεις, έλαβε την αρίθμηση 187Β, ενώ επεκτάθηκε το πεδίο
εφαρμογής των §§ 1 και 2 συμπεριλαμβάνοντας και τις πράξεις του άρθρου 187Α ΠΚ.
1968
Βλ. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., αρ. 26, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143, του ιδίου Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 130,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 158 επ. και Λάμπρου
Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 294, οι οποίοι μάλλον εκ
παραδρομής αναφέρονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, παρότι κατά το χρόνο συγγραφής του
συγκεκριμένου έργου, με το Ν. 3251/2004 είχε ήδη εισαχθεί η ρύθμιση του άρθρου 187Α ΠΚ για
τις τρομοκρατικές πράξεις και το άρθρο για τα «μέτρα επιείκειας» είχε λάβει νέα αρίθμηση ως
άρθρο 187Β ΠΚ.
594

και με πράξεις καταγγελίας τρίτων προσώπων. Κατά τη γνώμη μας, η άποψη


αυτή δεν είναι ακριβής για το σύνολο των μέτρων που προβλέπονται στις
τέσσερις παραγράφους του άρθ. 187Β ΠΚ.
Ειδικότερα, η έμπρακτη μετάνοια1969 αποτελεί λόγο εξαλείψεως του
αξιοποίνου, ο οποίος προκειμένου να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει, ο δράστης
αξιόποινης πράξης, μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης του και πριν
εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρχές για τη συγκεκριμένη εγκληματική
πράξη, που έχει ήδη τελέσει, να αποκαταστήσει, με τη θέλησή του και χωρίς
εξωτερικό εξαναγκασμό, το έννομο αγαθό που έχει προσβληθεί με αυτή1970.
Εξάλλου, ο χαρακτήρας της είναι «προσωπικός», υπό την έννοια ότι επωφελείται
μόνο εκείνος που την επέδειξε1971 και «ειδικός», αφού εξαλείφει το αξιόποινο
μόνο του εγκλήματος για το οποίο αυτή προβλέπεται και όχι και των άλλων
εγκλημάτων, τα οποία, ενδεχομένως, συρρέουν με αυτό1972. Περαιτέρω, η
δυνατότητα έμπρακτης μετάνοιας, που εξαλείφει το αξιόποινο, προβλέπεται ρητά
για ορισμένα μόνο εγκλήματα, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι
αποτελούν προσβολές που είναι δυνατό να αρθούν. Για τα υπόλοιπα εγκλήματα,
στα οποία δεν υπάρχει τέτοια ρητή πρόβλεψη, η έμπρακτη μετάνοια μπορεί να
αποτελέσει ελαφρυντική περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 84 § 2 εδ.
δ’ ΠΚ, η οποία οδηγεί σε επιβολή μειωμένης ποινής κατ’ άρθρον 83 ΠΚ ενώ, θα

1969
Για την «έμπρακτη μετάνοια», βλ., πέρα από τα γενικά έργα, Γεωργίου Χρόνη, Ο θεσμός της
εμπράκτου μετανοίας εις τον νέον Ποινικόν Κώδικα, ΑρχΝ, 1951, σελ. 167, Ιωάννη Ζησιάδη, Η
απόδοσις του ιδιοποιηθέντος πράγματος (άρθρο 379 ΠΚ), ΠοινΧρ, 1952, σελ. 273 επ., Μιχαήλ
Κυριλλόπουλου, Νομικός χαρακτήρ της εμπράκτου μετανοίας, ΕΕΝ, 1957, σελ. 79 επ., Νικολάου
Λάσκαρη, Παρατηρήσεις επί της υπ’ αριθμ. ΑΠ 82/1970. Η έννοια του όρου «οικεία βουλήσει» επί
εμπράκτου μετανοίας, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 371 επ., ∆ημητρίου Ντζιώρα, Αι διά του Ν.∆.
1234/1972 επελθούσαι τροποποιήσεις εις τον Ποινικόν Κώδικα – Ζητήματα εκ της εφαρμογής
αυτού, ΠοινΧρ, 1972, σελ. 648 επ., Παύλου Ψαρράκη, Η έμπρακτος μετάνοια εν σχέσει με τα
κατά της περιουσίας εγκλήματα, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 230 επ., Κωνσταντίνου Γαρδίκα, Η μετάνοια
των εγκληματιών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 1 επ., Αγγελικής Σαρέλη / Γιάννη Μπέκα, Η εντελής
ικανοποίηση του θύματος ορισμένων εγκλημάτων από το δράστη τους, ως λόγοι άρσης του
τιμωρητού, Ελλ∆κνη, 1990, σελ. 473 επ., Θάνου Γιαννόπουλου, Έμπρακτη μετάνοια κατ’ άρθρο
379 ΠΚ και «λογική των εγκληματιών», ΝοΒ, 1990, σελ. 1417 επ., ∆ημητρίου Βενέτη, Μεταμέλεια
ή εκμαυλισμός συνειδήσεως, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 713 επ., Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 291 επ. και Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η ελεύθερη
βούληση στην υπαναχώρηση από την απόπειρα και στην έμπρακτη μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1995.
1970
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 291 –
292.
1971
Βλ. Στέφανου Παύλου, Εγκλήματα περί το νόμισμα (άρθρα 207 – 215 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα, 2003, σελ. 409.
1972
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 297.
595

ληφθεί υπόψη και στην κρίση του δικαστηρίου για την αναστολή της ποινής,
σύμφωνα με το άρθ. 100 § 1 ΠΚ1973.
Η § 1 αναφέρεται σε άτομα που έχουν συγκροτήσει ήδη ή είναι μέλη σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση και επομένως,
υπέχουν ήδη ποινική ευθύνη για την πράξη τους αυτή, τα οποία, πριν η ύπαρξη
και η εγκληματική δράση της οργάνωση αυτής γίνει αντιληπτή από τις αρχές, με
την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές επιτυγχάνουν
την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, ή
συμβάλλουν ουσιωδώς στην εξάρθρωση της συγκεκριμένης εγκληματικής
οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν. Με τη βοήθειά τους αυτή, εκούσια1974
αποκαθιστούν το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, το οποίο, με τη δική τους
συμμετοχή στη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση, έχει ήδη προσβληθεί με τη
μορφή της αφηρημένης διακινδύνευσης, ή εμποδίζουν την σχεδόν βέβαιη
προσβολή κάποιου άλλου εννόμου αγαθού, το οποίο έχει ειδικά μπει στο
στόχαστρο της οργάνωσης. Η έμπρακτη αλλαγή τρόπου σκέψης, σε συνδυασμό
με την υλικά σημαντική βοήθεια που έχουν ήδη παράσχει τα άτομα αυτά στις
αρχές, κάνουν την επιβολή ποινής, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ως
ανταπόδοση και ειδική πρόληψη, να φαίνεται άσκοπη και εύλογα άγει στην
απαλλαγή των συγκεκριμένων δραστών από την ποινική τους ευθύνη για τη
συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση.
Υποστηρίξιμη θα ήταν στην περίπτωση αυτή και η εκδοχή ότι πρόκειται
για προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή1975.

1973
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 300.
1974
Για το χαρακτηριστικό της «εκούσιας» αποκατάστασης της βλάβης, από την ιδιαίτερα πλούσια
νομολογία, βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1144/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 662, ΑΠ 1058/2000, ΠοινΧρ, 2001,
σελ. 315, ΑΠ 661/2001, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 365, ΑΠ 1703/2001, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 329, ΑΠ
1855/2001, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 647, ΑΠ 1650/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 13, ΑΠ 342/2003,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 1000, ΑΠ 84/2004, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 870 και ΑΠ 271/2004, ΠοινΧρ, 2004,
σελ. 991.
1975
Σε σχέση με τις απόψεις που έχουν υποστηριχθεί στη θεωρία σχετικά με τους προσωπικούς
λόγους απαλλαγής από την ποινή, οι Μαργαρίτης / Παρασκευόπουλος δεν φαίνεται να
συμφωνούν με την ύπαρξη ενιαίας κατηγορίας στοιχείων που «ακούνε στο όνομα» προσωπικοί ή
εξαιρετικοί (ορολογία που υιοθετεί ο Κατσαντώνης, βλ. Αλεξάνδρου Κατσαντώνη, Ποινικόν
∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β’, όπ.παρ., σελ. 154 επ.), τουλάχιστον στην έκταση που
υποστηρίζεται, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις που οι διάφοροι συγγραφείς υπάγουν σ’
αυτούς, είναι είτε λόγοι άρσεως του αδίκου ή του καταλογισμού ή δικονομικά εμπόδια. Η μόνη
περίπτωση, που υπάγεται στους προσωπικούς λόγους απαλλαγής από την ποινή, σύμφωνα με
τους συγκεκριμένους συγγραφείς, είναι το ανεύθυνο του Προέδρου της ∆ημοκρατίας, για πράξεις
που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά δεν αποτελούν εσχάτη προδοσία ή με
πρόθεση παραβίαση του Συντάγματος. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου,
Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 168 – 180.
596

Σύμφωνα με το Χωραφά1976, «υπό τον όρον προσωπικοί λόγοι απαλλαγής


από της ποινής νοούμεν περιστατικά, άτινα δυνάμει ρητής διατάξεως του νόμου
χαρακτηρίζονται ως λόγοι απαλλαγής από της ποινής ωρισμένων ατόμων, εν τω
προσώπω των οποίων συντρέχουν, χωρίς να αποκλείεται εντεύθεν ούτε ο άδικος
χαρακτήρ της πράξεως, ούτε ο καταλογισμός αυτής εις τον πράξαντα. Εις τας
περιπτώσεις δηλαδή ταύτας ευθύς εξ αρχής δεν γεννάται ποινική αξίωσις της
πολιτείας επί τω τελεσθέντι εγκλήματι, διότι υπάρχει μεν αξιόποινος πράξις, δεν
υπάρχει όμως αξιόποινος δράστης».
Όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό κάποιου λόγου ως
προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή, σύμφωνα με τον ανωτέρω
ορισμό, όντως, συντρέχουν στην περίπτωση αυτή. Το πρόβλημα είναι ότι η
απαλλαγή του συγκεκριμένου δράστη δεν στηρίζεται σε περιστάσεις που
αφορούν ειδικά το πρόσωπό του και συνέτρεχαν ήδη προ της τελέσεως της
πράξης1977, όπως θα έπρεπε να ισχύει, εάν επρόκειτο για προσωπικό λόγο
απαλλαγής από την ποινή, αλλά αποτελεί μια εκ των υστέρων στάθμιση της
έννομης τάξης, η οποία συναρτάται άμεσα με τον αντεγκληματικό της σχεδιασμό.
Για το λόγο αυτό, φρονούμε ότι η άποψη ότι η ρύθμιση της § 1 του άρθ. 187Β ΠΚ
αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή
και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για έμπρακτη μετάνοια.
Σχετικά με την έμπρακτη μετάνοια της § 2 ΠΚ, η συμπεριφορά του
συνεργαζόμενου με τις αρχές ατόμου είναι ακριβώς η ίδια με αυτή που
περιγράφεται στην § 1, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δράστης δεν είναι
υπαίτιος μόνο για τη συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, αλλά,
επιπροσθέτως, έχει τελέσει και κάποιο από τα επιδιωκόμενα από την οργάνωση
εγκλήματα. Εύλογος φαίνεται, λοιπόν, ο περιορισμός του ευεργετήματος της
έμπρακτης μετάνοιας στην περίπτωση αυτή και η υποχρεωτική επιβολή σε αυτόν
ελαττωμένης ποινής, κατά την εκδίκαση των δικών του εγκλημάτων, σύμφωνα με
το μέτρο του άρθ. 83 ΠΚ, αφού, αφενός, η απαξία της συμπεριφοράς του είναι
πιο αυξημένη και αφετέρου, με την έμπρακτη μετάνοιά του καταφέρνει να άρει
μόνο ένα σκέλος από τις συνέπειες που προκάλεσε η εγκληματική του

1976
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 425 επ.
1977
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το ακαταδίωκτο του Προέδρου της ∆ημοκρατίας για
πράξεις που ανάγονται στην τέλεση των καθηκόντων του και δε συνιστούν εσχάτη προδοσία, που
στηρίζεται στην προϋπάρχουσα ιδιότητα του συγκεκριμένου ατόμου ως Προέδρου της
∆ημοκρατίας.
597

συμπεριφορά, ενώ, η προσβολή του εννόμου αγαθού από την εκ μέρους του
τέλεση του σχεδιασθέντος από την οργάνωση εγκλήματος, παραμένει
ανεπανόρθωτη.
Το γεγονός ότι η έμπρακτη μετάνοια της § 2 του άρθ. 187Β ΠΚ, παρά τη
ρητή της πρόβλεψη στο κείμενο του νόμου, δεν άγει στην υποχρεωτική
απαλλαγή του δράστη, αλλά μόνο στην υποχρεωτική επιβολή σ’ αυτόν
ελαττωμένης ποινής, κάτι που ισχύει στις περιπτώσεις, όπου η έμπρακτη
μετάνοια δεν προβλέπεται ρητά από τη διάταξη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
η νομική φύση της αποτελεί έναν συγκερασμό, δηλαδή μια ιδιότυπη και μοναδική
μορφή έμπρακτης μετάνοιας, μια έμπρακτη μετάνοια sui generis, η οποία
αποτέλεσε προϊόν της προσπάθειας εξισορρόπησης αφενός, της
αποτελεσματικής δίωξης του οργανωμένου και τρομοκρατικού εγκλήματος και
αφετέρου, της αξίωσης της πολιτείας για τιμωρία των εγκλημάτων.
Περαιτέρω, οι περιπτώσεις που ρυθμίζονται στις §§ 3 και 41978, διαφέρουν
ουσιωδώς από τις προηγούμενες, καθόσον τα άτομα που επωφελούνται από τις
διατάξεις αυτές δεν είναι ταυτόχρονα και δράστες των εγκλημάτων του άρθ. 187
§§ 1 και 3 ΠΚ και επομένως, η καταγγελία τους προς τις αρχές δεν τείνει να
αποκαταστήσει την ειρήνευση του εννόμου αγαθού που έχει προσβληθεί με τις
δικές τους πράξεις, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, εάν επρόκειτο για έμπρακτη
μετάνοια. Στις ρυθμίσεις των §§ 3 και 4, αυτό που προέχει για την υπαγωγή
κάποιου σ’ αυτές, είναι αφενός, η ιδιότητα του θύματος εγκληματικής οργάνωσης
στην § 3 και αφετέρου, η ιδιότητα του αλλοδαπού στην § 4. Οι ρυθμίσεις, δηλαδή,
αυτές αφορούν άτομα, που παρότι δεν έχουν τα ίδια τελέσει τα εγκλήματα των §§
1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ, λόγω της «τυχαίας», τρόπον τινά, εμπλοκής τους με το
φάσμα των δραστηριοτήτων συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης, είναι σε
θέση να παράσχουν πολύτιμες πληροφορίες στις διωκτικές αρχές.

1978
Η Συμεωνίδου-Καστανίδου ελέγχει τη συγκεκριμένη ρύθμιση ως «ηθικά έκθετη» τονίζοντας το
γεγονός ότι με αυτή δημιουργούνται δύο σώματα «καταδοτών», που δεν συμμετέχουν με
οποιονδήποτε τρόπο στην τέλεση του εγκλήματος. Αφενός τα θύματα αδικημάτων, που έχουν
τελεστεί από εγκληματικές οργανώσεις, που, όμως, και τα ίδια διώκονται για παραβάσεις των
νόμων περί αλλοδαπών ή περί εκδιδομένων γυναικών και αφετέρου αλλοδαποί, άσχετοι με το
καταγγελλόμενο έγκλημα, σε βάρος των οποίων έχει διαταχθεί απέλαση. Βλ. Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 696. Πρβλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι,
Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ.,
σελ. 602-603 και 628-629, αρ. περιθ. 33 και 89.
598

Έτσι, η ευεργετική ρύθμιση του άρθ. 187Β § 3 ΠΚ, η οποία αφορά


πρόσωπα που καταγγέλλουν πράξεις που τέλεσε εις βάρος τους εγκληματική
οργάνωση, τα οποία, όμως, είναι ήδη αξιόποινα για άλλες «άσχετες» πράξεις,
δεν δίνει τη δυνατότητα της έστω και δυνητικής εξάλειψης του αξιοποίνου, αλλά
παρέχει τη δυνατότητα προσωρινής ή, σε επόμενο στάδιο, οριστικής αποχής από
την ποινική δίωξη, είτε για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών, είτε του
νόμου περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και μόνο σε περίπτωση που δεν
έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. Κατά συνέπεια, με τη
συγκεκριμένη ευεργετική ρύθμιση, εισάγεται μια εξαίρεση στην αρχή της
νομιμότητας της ποινικής δίωξης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν
αντεγκληματικές σκοπιμότητες και ως εκ τούτου, αποτελεί ένα μέτρο καθαρά
αστυνομικού χαρακτήρα1979.
Στην περίπτωση της § 4 ο αλλοδαπός, που καταγγέλλει γενικά, και
συνεπώς όχι απαραίτητα εναντίον του, αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από
εγκληματική οργάνωση, είναι ήδη αξιόποινος για την παράνομη είσοδό του στη
χώρα και εκκρεμεί για το λόγο αυτό η διοικητική του απέλαση. Η ουσιώδης
συνεργασία του με τις αρχές για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος,
άγει στη δυνητική αναστολή της εκκρεμούσας εναντίον του απέλασης, μέτρο που,
επίσης, έχει καθαρά αστυνομικό χαρακτήρα και έχει εισαχθεί κατεξοχήν για την
εξυπηρέτηση αντεγκληματικών σκοπιμοτήτων.
Εν συνεχεία, αναφορικά με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την
εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθ. 187Β ΠΚ, στην περίπτωση της § 1, απαιτείται:
1) Να πρόκειται για άτομο ήδη αξιόποινο για συγκρότηση ή ένταξη σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση, αφού γίνεται
ρητή και περιοριστική αναφορά στις διατάξεις των άρθ. 187 §§ 1 και 3 ΠΚ και
187Α § 4 ΠΚ, με άμεση συνέπεια, να μην μπορεί να υπαχθεί πρόσωπο που είναι
ήδη αξιόποινο για άλλη πράξη στην ευεργετική διάταξη του άρθ. 187Β § 1 ΠΚ. 2)
Απαιτείται «αναγγελία» προς την «αρχή»1980, με την έννοια της αυτόβουλης1981

1979
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 145 – 146.
1980
Για την έννοια της «αρχής» στην περίπτωση του εγκλήματος της «ψευδούς βεβαίωσης» βλ.
ευρύτερα, ΑΠ 55/1988, ΠοινΧρ, 1988, σελ. 459 και ΣυμβΠλημΧαλκιδ 119/1991, ΥΠΕΡ, 1992,
σελ. 137 επ., το οποίο δέχθηκε ότι: «Ως αρχή νοείται εν προκειμένω, το όργανο του Κράτους το
οποίο ασκεί κατά τη δική του ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο, κρατική εξουσία, που τέθηκε
από τους οργανικούς του νόμους για τη διοίκησή του. Στην έννοια δε της εξουσίας αυτής
περιλαμβάνεται όχι μόνο η δημόσια εξουσία, με την οποία επιδιώκεται η εκπλήρωση των άμεσων
σκοπών του Κράτους, αλλά και η λειτουργία η οποία προορίζεται για σκοπούς απώτερους μεν,
γενικού όμως μέσα στην πολιτεία συμφέροντος και κοινής ανάγκης, η οποία περιβάλλεται από το
599

ανακοίνωσης1982 προς οποιαδήποτε αρχή, η οποία είναι επιφορτισμένη με τη


δίωξη του εγκλήματος, δηλαδή, εν προκειμένω, κυρίως, προς την αστυνομία και
τον εισαγγελέα, σημαντικών πληροφοριών, οι οποίες αφορούν, ιδίως, τη δομή, τα
ονόματα των μελών, τα σχέδια και τον τρόπο δράσης της συγκεκριμένης
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, στην οποία και ο ίδιος συμμετέχει.
3α) Η αναγγελία θα πρέπει, επιπροσθέτως, είτε να είναι έγκαιρη, οι πληροφορίες,
δηλαδή, που θα δώσει το άτομο κατά τη συνεργασία του με τις αρχές, θα πρέπει
να δοθούν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, πριν την αποφασισμένη διάπραξη
συγκεκριμένων σχεδιαζόμενων εγκληματικών πράξεων, τέτοιο που να δίνει τη
δυνατότητα σχεδιασμού και οργάνωσης μιας επιχείρησης σύλληψης των
υπαιτίων σε στάδιο προγενέστερο της τέλεσης τουλάχιστον μίας συγκεκριμένης
πράξης. Προκειμένου δε, να απαλλαγεί ο συνεργαζόμενος από τη δική του
ποινική ευθύνη για τη συγκρότηση ή τη συμμετοχή του σε εγκληματική ή
τρομοκρατική οργάνωση, η επιχείρηση των διωκτικών αρχών, θα πρέπει να είναι
και επιτυχής, δηλαδή θα πρέπει να κατορθώσουν, πράγματι, να προλάβουν τη
διάπραξη τουλάχιστον ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, ακόμη και αν δεν
καταστεί δυνατή, για διάφορους λόγους, η σύλληψη των υπαιτίων. 3β) Είτε,
εναλλακτικά, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η συγκεκριμένη διάταξη, οι
πληροφορίες που θα παράσχει ο συνεργαζόμενος δράστης, θα πρέπει να έχουν
ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή
της συμμορίας, να αποτελούν δηλαδή «ουσιώδη συμβολή», με την έννοια ότι
χωρίς την παροχή των συγκεκριμένων πληροφοριών από πλευράς του
συνεργαζόμενου, η εξάρθρωση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί στο χρόνο που
έγινε ή η πραγμάτωσή της θα ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής έως και αμφίβολη.
Συνεπώς, δεν θα πρέπει η εξάρθρωση να μπορεί να αποδοθεί σε άλλες
πληροφορίες, σε τυχαίο γεγονός ή σε αυτοδύναμη δραστηριότητα των διωκτικών

νομοθέτη ολικά ή μερικά με οργανισμό δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει
πρόθεσή του όπως και η λειτουργία αυτή αναχθεί σε κρατική εξουσία».
1981
∆ηλαδή με την πρωτοβουλία του ιδίου.
1982
Για το ζήτημα της «οικεία βουλήσει» έμπρακτης μετάνοιας, βλ. αντί άλλων Νικολάου
Μπιτζιλέκη, Η ελεύθερη βούληση στην υπαναχώρηση από την απόπειρα και στην έμπρακτη
μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 15 επ., του ιδίου, Μερικές ακόμη σκέψεις για
την αποτυχία και την εκούσια υπαναχώρηση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 673 επ. και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., ιδίως
αρ. περιθ. 1846.
600

αρχών1983. Περαιτέρω, θα πρέπει απαραίτητα να αποδεικνύεται από πραγματικά


γεγονότα, τα οποία, σε περίπτωση που έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του
συνεργαζόμενου δράστη, θα πρέπει με σαφήνεια να εκτίθενται στη δικαστική
απόφαση, και από τα οποία να προκύπτει η ενεργητική και ουσιαστική συμβολή
και η ατομική πρωτοβουλία του συνεργαζόμενου στην εξάρθρωση. Σύμφωνα με
τα ανωτέρω, δεν αρκεί η εν γένει συνδρομή και συνεργασία με τις διωκτικές
αρχές, αλλά απαιτείται, επιπροσθέτως, και η έμπρακτη πρωτοβουλία του
συνεργαζόμενου στην αποκάλυψη της οργάνωσης ή συμμορίας1984. Τέλος, όσον
αφορά την έννοια της «εξάρθρωσης», θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται
η σύλληψη όλων των μελών της εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, αλλά
αρκεί και η σύλληψη ενός μέρους αυτών, υπό την προϋπόθεση, ότι μετά τη
σύλληψη αυτών των μελών, η συγκεκριμένη εγκληματική ομαδοποίηση, δεν θα
είναι δυνατό να λειτουργήσει ως οργάνωση ή συμμορία1985.
Αν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, σε περίπτωση
που έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του συνεργαζόμενου δράστη για
συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική
οργάνωση, ο συνεργαζόμενος απαλλάσσεται υποχρεωτικά από την ποινή για τις
πράξεις αυτές. Στην περίπτωση, μάλιστα, που η συνεργασία του δράστη με τις
αρχές αφορά την εξάρθρωση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, το
«ουσιώδες» της συμβολής του θα κριθεί από το δικαστήριο, κατά την κύρια επ’
ακροατηρίω διαδικασία, και όχι από το δικαστικό συμβούλιο, έτσι ώστε να
διασφαλίζονται μείζονες εγγυήσεις διαφάνειας στο λεπτό ζήτημα της εξάλειψης
του αξιοποίνου με έμπρακτη μετάνοια1986. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική
δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με αιτιολογημένη διάταξή του, απέχει
υποχρεωτικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης και υποβάλλει τη δικογραφία
στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος είτε εγκρίνει την ενέργεια αυτή, είτε, αν
διαφωνεί, διατάσσει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να κινήσει την ποινική
δίωξη, σύμφωνα με το άρθ. 43 § 2 περ. β’ ΚΠ∆.
Σε περίπτωση, τέλος, που, παρά την αναγγελία του συνεργαζόμενου με
τις αρχές, δεν καταστεί δυνατή η πρόληψη της διάπραξης κάποιου από τα
σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή η εξάρθρωση της οργάνωσης, για λόγους, όμως, που

1983
Βλ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 419.
1984
Βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., σελ. 133.
1985
Ibid, σελ. 134.
1986
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143 – 144.
601

δεν άπτονται των πληροφοριών που παρείχε στις αρχές, θα πρέπει να γίνει
δεκτό ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση
του ελαφρυντικού της «ειλικρινούς μετάνοιας», του άρθ. 84 § 2 περ. δ’ ΠΚ,
καθώς, πράγματι, εμπράκτως επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της
πράξης του και το δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλλει ελαττωμένη ποινή, κατ’
άρθρον 83 ΠΚ, στο συγκεκριμένο δράστη.
Στην περίπτωση της § 2, απαιτείται η συνδρομή όλων των ανωτέρω
προϋποθέσεων, που προβλέπονται για την εφαρμογή της § 1, αλλά η
μεταχείριση του συνεργαζόμενου με τις αρχές είναι διαφορετική, επειδή αυτός,
εκτός από το έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή
συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση, έχει, επιπροσθέτως, τελέσει και κάποιο
από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα της οργάνωσης. Η επιτυχής κατά τα ανωτέρω
συνεργασία του με τις αρχές, θα άγει στην υποχρεωτική επιβολή ελαττωμένης
ποινής στο συγκεκριμένο δράστη, σύμφωνα με το μέτρο του άρθ. 83 ΠΚ, το
οποίο θα εφαρμοστεί τόσο σε σχέση με το έγκλημα της συγκρότησης ή της
ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση,
όσο και σε σχέση με το έγκλημα που τέλεσε στο πλαίσιο της οργάνωσης1987.
Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθ. 187Β § 2 εδ. β’ ΠΚ, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, το δικαστήριο δύναται, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως
την επικινδυνότητα της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή της
συμμορίας, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σ’ αυτήν και το βαθμό της
συμβολής του στην εξάρθρωσή της, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της
ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των
άρθ. 99 και 104 ΠΚ.
Στη συνέχεια, προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της § 3 είναι: 1) Να
πρόκειται για άτομο το οποίο δεν είναι μέλος, ούτε ένοχος συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, 2) Το άτομο αυτό θα πρέπει να έχει την
ιδιότητα του θύματος, εξαιτίας αξιόποινων πράξεων, οι οποίες τελέστηκαν εις
βάρος του από εγκληματική οργάνωση ή συμμορία και 3) Θα πρέπει να προβεί
σε συγκεκριμένη καταγγελία, για τις τελεσθείσες εις βάρος του πράξεις από την

1987
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 144.
602

οργάνωση ή συμμορία1988, στις αρμόδιες αρχές, δηλαδή, στον εισαγγελέα ή στην


αστυνομία.
Σε περίπτωση που σωρευτικά συντρέχουν όλες οι ανωτέρω
προϋποθέσεις και επιπροσθέτως, η καταγγελία του τρίτου πιθανολογείται
βάσιμη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα
εφετών, μπορεί, χωρίς, όμως, να είναι υποχρεωμένος, να απόσχει προσωρινά
από την ποινική δίωξη που θα ασκούσε κατά του καταγγέλλοντος, για
παραβάσεις είτε του νόμου περί αλλοδαπών, είτε του νόμου περί εκδιδομένων με
αμοιβή προσώπων1989, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις
που καταγγέλθηκαν. Τότε, αν, όντως, η καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή
από την ποινική δίωξη γίνεται, υποχρεωτικά πια, οριστική.
Σε περίπτωση, όμως, που ο εισαγγελέας, παρά την καταγγελία και τις
όποιες πιθανότητες βασιμότητάς της, ασκήσει την ποινική δίωξη, τότε, αυτή θα
προχωρήσει κανονικά ενώ, δεν προβλέπεται κανένα άλλο ευεργέτημα από το
νόμο για τον κατηγορούμενο πλέον, ο οποίος έκανε την καταγγελία. Θα πρέπει
να σημειωθεί, ότι στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν η καταγγελία αποδειχθεί
βάσιμη με αμετάκλητη απόφαση, δεν θα ασκήσει καμία θετική επιρροή στην
πορεία της προσωπικής ποινικής υπόθεσης του καταγγέλλοντος1990.
Στην περίπτωση, τέλος, της § 4: 1) Θα πρέπει να πρόκειται για αλλοδαπό,
που βρίσκεται παράνομα στη χώρα και πρόκειται να απελαθεί για το λόγο αυτό
και 2) θα πρέπει ο αλλοδαπός να καταγγείλει στον εισαγγελέα ή στην αστυνομία
αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από εγκληματική οργάνωση ή συμμορία.
Σε περίπτωση που συντρέξουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η εκκρεμούσα
απέλαση του συγκεκριμένου αλλοδαπού1991 δύναται να ανασταλεί με διάταξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών και έγκριση του εισαγγελέα εφετών, έως ότου
εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Καθ’ όλο το
διάστημα δε, που διαρκεί η αναστολή της απέλασης, θα του χορηγηθεί άδεια

1988
Η καταγγελία του τρίτου δεν αφορά τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης ή ένταξης σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία, όπως ερμηνευτικά προκύπτει από τον όρο «πράξεις που
τελέσθηκαν σε βάρος του».
1989
Είτε παραβάσεων και των δύο αυτών νόμων, όπως μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά.
1990
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 145.
1991
Ως «απέλαση», θα πρέπει να νοηθεί το διοικητικό μέτρο και όχι η παρεπόμενη ποινή ή το
μέτρο ασφαλείας. Έτσι, σε περίπτωση που η εκκρεμής απέλαση έχει διαταχθεί με δικαστική
απόφαση, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να διατάξει την αναστολή της. Επομένως, για να τύχει
εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 187Β § 4 ΠΚ, δεν θα πρέπει να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά
του αλλοδαπού. Ibid, σελ. 146.
603

παραμονής, κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα νομοθεσία. Αν η καταγγελία του


αλλοδαπού αποδειχθεί βάσιμη, θα πρέπει να ανασταλεί επ’ αόριστον η
εκκρεμούσα εναντίον του απέλαση, ενώ, με επιτρεπτή αναλογική εφαρμογή της
αντίστοιχης διάταξης του άρθ. 187Β § 3 ΠΚ, θα πρέπει, επιπροσθέτως, με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση, να μην ασκηθεί, οριστικά πια, ποινική δίωξη εις
βάρος του, για την παράνομη είσοδό του στη χώρα, ενώ, η άδεια παραμονής, η
οποία, κατά παρέκκλιση, του είχε χορηγηθεί, θα πρέπει να μπορεί ανανεώνεται
πια με τη νόμιμη διαδικασία. Σε περίπτωση, τέλος, που η καταγγελία του
αποδειχθεί αβάσιμη, θα πρέπει να ανακληθεί η χορηγηθείσα σ’ αυτόν άδεια
παραμονής και είτε να εκτελεστεί άμεσα το μέτρο της απέλασης εναντίον του, είτε
να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για ψευδή καταμήνυση και για παράνομη
είσοδο στη χώρα1992.
Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθ. 187Β §§ 3 και 4 ΠΚ ρητά αναφέρονται
μόνο στις πράξεις του άρθ. 187 ΠΚ, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες
περιπτώσεις, οι οποίες αναφέρονται και στο άρθ. 187Α ΠΚ. Φρονούμε ότι η όλη
δομή του άρθ. 187Β ΠΚ δεν καταλείπει καμιά αμφιβολία περί του ότι ο νομοθέτης
θέλησε να καταπολεμήσει με την ίδια δριμύτητα τόσο τις εγκληματικές όσο και τις
τρομοκρατικές οργανώσεις και για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτή η
αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των §§ 3 και 4 και στις περιπτώσεις
καταγγελίας αξιόποινων πράξεων τρομοκρατικής οργάνωσης.
De lege ferenda, τέλος, φρονούμε ότι θα πρέπει η ρύθμιση της § 3 του
άρθ. 187Β ΠΚ, να κατατμηθεί σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, αφενός, στην
περίπτωση των «σωματεμπόρων» και των «λαθροδιακινητών», οι οποίοι θα
πρέπει να τιμωρούνται, με ελαττωμένη ποινή κατ’ άρθρον 83 ΠΚ, όπως
συμβαίνει στην περίπτωση της § 2 του άρθ. 187Β ΠΚ, και αφετέρου, στην
περίπτωση των θυμάτων, τα οποία ευθύνονται για παράνομη είσοδο ή
παραμονή στη χώρα ή για παροχή εργασίας χωρίς την απαιτούμενη άδεια ή για
τις τυχόν δικές τους παραβάσεις του νόμου περί εκδιδομένων με αμοιβή
προσώπων. Στην περίπτωση των θυμάτων, η προσωρινή αποχή από την
ποινική δίωξη ή η προσωρινή αναστολή της διοικητικής τους απέλασης, δεν θα
πρέπει να είναι δυνητική, αλλά υποχρεωτική1993. Και η λύση αυτή θα πρέπει να

1992
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 146 – 147.
1993
Για μια κριτική των ελλείψεων που παρουσιάζει, στην περίπτωση αυτή, η προστασία των
θυμάτων, τα οποία αντιμετωπίζονται καθαρά «εργαλειακά», προκειμένου να επιτευχθούν οι
604

γίνει δεκτή, παρά τους όποιους κινδύνους για αστήρικτες καταγγελίες


συνεπάγεται, ακριβώς γιατί η νομική και κοινωνική θέση των προσώπων αυτών
είναι eo ipso επισφαλής. Εξάλλου, η όποια καταστρατήγηση των διατάξεων θα
είναι δυνατό να ελεγχθεί εξονυχιστικά κατά την προανακριτική, αλλά και την επ’
ακροατηρίω διαδικασία, και σε περίπτωση, που η καταγγελία τους αποδειχθεί
αβάσιμη, τα ευνοϊκά μέτρα που θα έχουν εφαρμοστεί, μπορούν να ανακληθούν.
Το άμεσο κέρδος από μια τέτοια ρύθμιση, τέλος, θα είναι ότι δεν θα ελλοχεύει ο
κίνδυνος κατά την πρώιμη εξέταση της καταγγελίας ενός θύματος, αυτό να μην
καταφέρει να τύχει των προβλεπόμενων ευεργετημάτων και να καταδικαστεί ή να
απελαθεί, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή του νόμου να
αποδεικνύεται, εκ των υστέρων, ως αφόρητη και να μένει ηθικά και κοινωνικά
έκθετη.

4.2. Η προστασία μαρτύρων

Η διάταξη του άρθ. 9 Ν. 2928/2001 για την προστασία των μαρτύρων


έρχεται να καλύψει το σχετικό νομοθετικό κενό στο ελληνικό ποινικό
οπλοστάσιο1994, το οποίο επανειλημμένως είχε διαπιστωθεί1995.
Η προϊσχύουσα ρύθμιση, εξάλλου, του άρθ. 8 για την «προστασία των
δικαστικών λειτουργών και μαρτύρων» του Ν. 1916/1990 «για την προστασία της

στόχοι της έρευνας και της δίωξης, βλ. Georgios Papanicolaou / Georgios Antonopoulos,
“Organised crime” and migrants in the labour market – The economic significance of human
smuggling and trafficking in Greece, όπ.παρ., σελ. 285 – 286.
1994
Βλ. ενδεικτικά Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων, ανώνυμοι
μάρτυρες, «πρόσωπα εμπιστοσύνης», στα Πρακτικά του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆
με θέμα Η απόδειξη στην Ποινική ∆ίκη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σελ. 79 επ., Νικολάου
Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ.
58 επ. και Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα
– ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, σελ.632-633, αρ. περιθ. 97.
1995
Βλ. Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού
∆ικαίου, Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου, όπ.παρ., Πόρισμα υπ’ αριθμ. 8, σελ. 245 και
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580, περ. 27. Για τη θετική στάση της επιστήμης βλ.
ενδεικτικά, Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 67, Λάμπρου Καράμπελα, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 167 και Βασίλη Τσιάτουρα, Παρέμβαση στο 7ο Πανελλήνιο
Συνέδριο της ΕΕΠ∆, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 215.
605

κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα»1996, το οποίο όριζε ότι με αίτηση της


αρμόδιας εισαγγελικής αρχής παρέχεται από το Υπουργείο ∆ημόσιας Τάξης
«ειδική και αναγκαία προστασία» στους μάρτυρες, που «καταθέτουν κατά την
ανάκριση και εκδίκαση των εγκλημάτων του παρόντος νόμου», αφενός, δεν
προέβλεπε την προστασία άλλων προσώπων, όπως, για παράδειγμα,
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων και αφετέρου, η § 2 του άρθ. 8 (σε αντίθεση
με την πρόβλεψη της § 1 για τους δικαστικούς λειτουργούς) δεν συμπεριλάμβανε
ρητά στα προστατευόμενα πρόσωπα και τα μέλη των οικογενειών των
μαρτύρων.
Ένα επόμενο βήμα στην κατεύθυνση της προστασίας των μαρτύρων είχε
γίνει από τον Έλληνα νομοθέτη με το Ν. 2713/1999 περί «Υπηρεσίας
Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας», ο οποίος αφορά την αντιμετώπιση
των εγκλημάτων που απαριθμούνται στο άρθ. 1 § 21997, όταν συμμετέχουν στη
διάπραξή τους ή διαπράττονται από αστυνομικούς όλων των βαθμίδων.
Ειδικότερα, στο άρθ. 5 § 5 του Ν. 2713/1999 ορίζεται ότι, στους αστυνομικούς,
που προβαίνουν σε ανακριτικές ενέργειες, προκειμένου να αποκαλυφθούν
εγκλήματα του άρθ. 1 § 2, στους συμμέτοχους αστυνομικούς ή σε άλλα
πρόσωπα, που δίνουν πληροφορίες για τα πρόσωπα και την εγκληματική τους
δραστηριότητα συντελώντας στην αποκάλυψή τους, καθώς και στους μάρτυρες
των υποθέσεων αυτών, ύστερα από αίτημα της εισαγγελικής αρχής, παρέχεται η
«αναγκαία προστασία» από το Υπουργείο ∆ημόσιας Τάξης, παρέχεται, δηλαδή,

1996
Ο Ν. 1916/1990 καταργήθηκε με το άρθρο 35 § 1 του Ν. 2172/1993 χωρίς να αντικατασταθεί
με άλλον νόμο, που να ρυθμίζει το θέμα της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και της
προστασίας των μαρτύρων στις σχετικές δίκες. Για μια ανάλυση του Ν. 2172/1993, βλ. ιδίως,
Λάμπρου Μαργαρίτη (επιμ), Ο Ν. 2172/1993, Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1995.
1997
Το άρθρο 1 § 2 αναφέρεται στα εγκλήματα σχετικά με προσβολές του πολιτεύματος (άρθρα
134 – 137∆ ΠΚ), με τα υπομνήματα (άρθρα 216 – 222 ΠΚ), με την υπηρεσία (άρθρα 235 – 146
και 252 – 263Α ΠΚ), με την προσωπική ελευθερία (άρθρα 322 – 324 ΠΚ), με τη γενετήσια
ελευθερία (άρθρα 336 – 353 ΠΚ), με την ιδιοκτησία (άρθρα 372 – 384 ΠΚ), με τα περιουσιακά
δικαιώματα (άρθρα 385 – 399 ΠΚ), καθώς και στις παραβάσεις των νόμων περί προστασίας των
αρχαιοτήτων, περί ναρκωτικών, όπλων, λαθρεμπορίας, παιγνίων και περί αλλοδαπών. Βλ.
Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 393 και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1166.
606

αστυνομική προστασία1998, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό για τη χρονική


διάρκειά της1999.
Οι αυξημένες, όμως, ανάγκες προστασίας των μαρτύρων και των
οικογενειών τους σε δίκες κατά του οργανωμένου εγκλήματος, δεν ήταν δυνατό
να καλυφθούν από τις ανωτέρω διατάξεις, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι
οργανωμένοι εγκληματίες είναι «επαγγελματίες», κατά κανόνα «αδίστακτοι» και
προετοιμασμένοι να «παίξουν το παιχνίδι τους» μέχρι τέλους2000, ενώ και η
πρακτική εκτόξευσης απειλών ενάντια σε κάθε παράγοντα της ποινικής δίκης, ο
οποίος αποτελεί εν δυνάμει απειλή για τα συμφέροντά τους είναι πολύ
συνηθισμένη2001.
Στο πλαίσιο αυτό, η διάταξη του άρθ. 9 Ν. 2928/2001, το πεδίο εφαρμογής
της οποίας επεκτάθηκε, με το άρθ. 42 § 6 Ν. 3251/20042002 και στις
τρομοκρατικές πράξεις που τυποποιούνται στο άρθ. 187Α ΠΚ, ερχόμενη να
καλύψει ένα υπαρκτό κενό, κινείται στην ορθή κατεύθυνση2003. Εξάλλου, αυτή
καθεαυτή η θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης, δικαιολογείται ευχερώς από
1998
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αλεξιάδης, δεδομένου ότι η παρεχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 5
§ 5 του Ν. 2713/1999 είναι καθαρά αστυνομική και όχι δικονομική, εύλογα δεν γίνεται αναφορά σε
προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ.,
σελ. 393.
1999
∆εν προσδιορίζεται δηλαδή αν η παρεχόμενη αστυνομική προστασία θα διαρκέσει μόνο κατά
τη διάρκεια της δίκης ή αν ενδεχομένως θα παραταθεί και στο μέλλον μετά την περάτωση της
δίκης.
2000
Βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1045 – 1046.
2001
Για την πρόταξη του εκφοβισμού ή της αντεκδίκησης από πλευράς της εγκληματικής
οργάνωσης ως ουσιώδους μέσου επηρεασμού των μαρτύρων κάθε κατηγορίας, βλ. Θεοχάρη
∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167 – 1168 και
Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1046 – 1047.
2002
Για μια συνοπτική ανάλυση των διατάξεων του Ν. 3251/2004, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου –
Καστανίδου, Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και την αντιμετώπιση της
τρομοκρατίας – Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2004, σελ.
773 – 786, της ιδίας, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του Ν. 3251/2004 και η σημασία
τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, ΝοΒ, 2005, σελ. 623 επ. και Ευστρατίου
Παπαθανασόπουλου, Σημεία της Ατιολογικής Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα
Σύλληψης και τις ∆ιαδικασίες Παράδοσης μεταξύ των Κρατών μελών. Παρατηρήσεις, ΠράξΛογ,
2002, σελ. 261 – 273. Ειδικά για τον τρόπο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης,
βλ. σελ. 773 – 780 και Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη / Νικολέττας Τσιακουμάκη, Προβλήματα
αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ΠοινΛογ,
2005, σελ. 759 – 772, όπου και συνοπτική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας.
2003
Το πεδίο εφαρμογής, εξάλλου, της συγκεκριμένης διάταξης διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο
με το άρθρο 8 § 5 Ν. 3875/2010, (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010), το οποίο προσέθεσε την § 6 στο
άρθρο 9 Ν. 2928/2001, επεκτείνοντας τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης αυτής και στις
περιπτώσεις δίωξης για τις αξιόποινες πράξεις της εμπορίας ανθρώπων, σύμφωνα με τα άρθρα
323, 323Α, 323Β και 351 ΠΚ, καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης
μεταναστών, σύμφωνα με τα άρθρα 87 §§ 5 και 6 και 88 Ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’ ), ακόμη και
όταν οι πράξεις δεν έχουν τελεσθεί στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος.
607

δικονομική άποψη, με μόνη την επίκληση του επιχειρήματος ότι η απώλεια


μαρτύρων ή η «διαφοροποίηση» των καταθέσεών τους, ως αποτέλεσμα
πράξεων εκφοβισμού ή εκδίκησης, προσβάλλει προεχόντως τη λειτουργία της
απονομής της δικαιοσύνης, αφού αδυνατίζει τη διαδικασία αναζήτησης της
αλήθειας2004 και ασφαλώς την αξίωση της ολόπλευρης διερεύνησης της
υπόθεσης2005. Κατά συνέπεια, εντύπωση προκαλεί η επιλογή του νομοθέτη να
μην εντάξει τη διάταξη αυτή στο κεφάλαιο των μαρτύρων του ΚΠ∆, όπως έπραξε
στις αντίστοιχες περιπτώσεις των άρθ. 200Α και 253Α ΚΠ∆2006.
Στόχος της προστασίας, που παρέχει το άρθ. 9 Ν. 2928/2001, είναι η
παροχή αποτελεσματικής προστασίας, δηλαδή, η αποτροπή πιθανής εκδίκησης
ή εκφοβισμού2007 των ουσιωδών μαρτύρων ή και των οικείων τους.
Στη διάταξη του άρθ. 9 § 1 Ν. 2928/2001 ορίζονται τα πρόσωπα που
μπορούν να τύχουν της ειδικής προστασίας της διάταξης ως «ουσιώδεις
μάρτυρες», ως «πρόσωπα που βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών
δραστηριοτήτων κατ’ άρθρον 187Β ΠΚ» και ως οι «οικείοι» των προσώπων των
προηγούμενων κατηγοριών.
Ειδικότερα, τα πρόσωπα που μπορούν να τύχουν προστασίας, σύμφωνα
με το άρθ. 9 § 1 Ν. 2928/2001, μπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις ευρύτερες
κατηγορίες. Στην πρώτη, εντάσσονται οι ουσιώδεις μάρτυρες που απέκτησαν
τυχαία και συμπτωματικά γνώση για την πράξη που βρίσκεται στο στάδιο της
ανάκρισης ή της εκδίκασης. Στη δεύτερη, τα πρόσωπα που απέκτησαν γνώση
για το συγκεκριμένο έγκλημα εκ των έσω, δηλαδή, τα πρώην μέλη της
εγκληματικής οργάνωσης, οι συνεργαζόμενοι με τις διωκτικές αρχές, τα έμπιστα
πρόσωπα και οι κεκαλυμμένα δρώντες αστυνομικοί. Η τρίτη κατηγορία, αφορά

2004
Βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1045.
2005
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1166.
2006
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 394 και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1166.
2007
Ο εκφοβισμός αποσκοπεί στην αποτροπή της κατάθεσης των επιβαρυντικών για τα μέλη της
οργάνωσης στοιχείων και στο μέτρο αυτό, λειτουργεί προληπτικά, σε αντίθεση με την εκδίκηση
που είναι ύστερη ενέργεια. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων,
ανώνυμοι μάρτυρες, «πρόσωπα εμπιστοσύνης», όπ.παρ., σελ. 79 επ., Κωνσταντίνου Βαθιώτη,
Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1046 επ., με
περαιτέρω παραπομπές και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό
στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167.
608

τους οικείους, υπό ευρεία εννοία, των προηγούμενων κατηγοριών μαρτύρων και
η τέταρτη, τα θύματα της υπό διερεύνηση εγκληματικής δραστηριότητας2008.
Ειδικότερα, ως «ουσιώδεις μάρτυρες», θα πρέπει να νοηθούν τα
πρόσωπα που συμπτωματικά απέκτησαν γνώσεις για την εν γένει δραστηριότητα
της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, καθώς και για τη συγκεκριμένη
πράξη που ανακρίνεται ή δικάζεται, όπως, επίσης, και τα θύματα της πράξης
αυτής2009. Εξάλλου, ουσιώδεις μάρτυρες είναι και οι συνεργαζόμενοι με τους
κατηγορούμενους, μάρτυρες, οι οποίοι αποσκίρτησαν οικειοθελώς ή μη από την
οργάνωση και προσφέρονται να συνεισφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες2010.
«Πρόσωπα που βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών
δραστηριοτήτων» είναι, κυρίως, οι αστυνομικοί, αλλά και άλλα πρόσωπα, τα
λεγόμενα «έμπιστα πρόσωπα»2011, τα οποία ενεργούν την ανακριτική διείσδυση
στις εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις2012, καθώς και τα πρόσωπα που
τελούν ή συμπράττουν στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα
με το άρθ. 253Α ΠΚ, δηλαδή οι δικαστικοί λειτουργοί, οι ανακριτικοί ή δικαστικοί
υπάλληλοι και οι πραγματογνώμονες.
Ως «οικείοι», τέλος, των ανωτέρω πρόσωπων, που μπορούν να τύχουν
της προστασίας του άρθ. 9 § 2, παρότι δεν καλούνται οι ίδιοι να καταθέσουν2013,
θα πρέπει να νοηθούν όσοι αναφέρονται στο άρθ. 13 περ. β’ ΠΚ2014, το οποίο,
όμως, θα πρέπει να ερμηνευτεί με κάποια ευρύτητα2015, έτσι ώστε να μην
υπάρξει, κατά τη γνώμη μας, περιορισμός, με βάση τις καθορισμένες σχέσεις
συγγένειας του Αστικού Κώδικα, αλλά θα πρέπει να συμπεριληφθούν και de facto

2008
Βλ. σχετικά Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 394, Θεοχάρη ∆αλακούρα,
Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167 – 1168 και Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1046 –
1047.
2009
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 179.
2010
Βλ. σχετικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 179, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167 και
Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1046.
2011
Βλ. και Ειρήνης Τσαγκαράκη, Ο «μάρτυρας εξ ακοής» στην ποινική δίκη, Ποιν∆ικ, 2010, σελ.
720.
2012
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων, ανώνυμοι μάρτυρες,
«πρόσωπα εμπιστοσύνης», όπ.παρ., σελ. 79 επ.
2013
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2014
∆ηλαδή οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά
τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών,
καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του μάρτυρα και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή
επιμέλειά του.
2015
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180.
609

στενές σχέσεις οικογενειακής υφής, οι οποίες αναπτύσσονται εκτός νόμου.


Επιχείρημα υπέρ της θέσης αυτής προκύπτει από τη ratio της συγκεκριμένης
διάταξης, η οποία τέθηκε, προκειμένου να προστατευθούν αποτελεσματικά οι
μάρτυρες σε υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας από
οποιονδήποτε εκφοβισμό ή απειλή, ο οποίος δύναται να επηρεάσει τη βούλησή
τους να καταθέσουν ή ακόμη και το ίδιο το περιεχόμενο της κατάθεσής τους και
τα συναισθήματα οικειότητας και αγάπης προς άτομα με τα οποία κάποιος
αισθάνεται στενά συνδεδεμένος δεν έχουν καμία σχέση με νομικές κατασκευές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κατηγορία των ουσιωδών μαρτύρων, οι
οποίοι απέκτησαν συμπτωματικά γνώση για τη δράση της συγκεκριμένης
εγκληματικής οργάνωσης, υπόκειται μάλλον σε εκφοβισμό, αφού στόχος της
οργάνωσης στην περίπτωση αυτή θα είναι η αποτροπή της κατάθεσης των
συγκεκριμένων επιβαρυντικών στοιχείων, ενώ, τα πρόσωπα που απέκτησαν
γνώση εκ των έσω και στρέφονται εναντίον της εγκληματικής οργάνωσης, θα
είναι πιο ευάλωτα σε πράξεις αντεκδίκησης2016.
Τα μέτρα προστασίας που προβλέπονται στο άρθ. 9 § 2 του Ν. 2928/2001
είναι αστυνομικής, δικονομικής και διοικητικής φύσης2017, θα μπορούσαν δε, να
χωριστούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες. Στα μέτρα που έχουν σχέση με την
ποινική διαδικασία και στα μέτρα που αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο
του μάρτυρα και δεν αφορούν τη διαδικασία2018.
Τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθ. 9 § 2 μέτρα προστασίας που έχουν
σχέση με την ποινική διαδικασία, είναι η κατάθεση του μάρτυρα με χρήση
ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της και η
μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης,
κατοικίας και εργασίας του, του επαγγέλματος του και της ηλικίας του.

2016
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2017
Τα μέτρα δικονομικού χαρακτήρα που έχουν πιο έντονα επικριθεί είναι η εξασφάλιση της
μυστικότητας των στοιχείων του μάρτυρα και η αποτροπή της εμφάνισής του στο ακροατήριο,
επειδή αποδυναμώνουν το δικαίωμα της υπεράσπισης να διερευνά το υπόβαθρο της γνώσης του
μάρτυρα και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠ∆, που κατατείνει
στον έλεγχο της αξιοπιστίας του μάρτυρα και την αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ, ευρίσκονται σε
αντίθεση και με το άρθρο 6 § 3 της ΕΣ∆Α, που καθιερώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για
κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τους μάρτυρες κατηγορίας και με την γενική αρχή του Ποινικού
∆ικονομικού ∆ικαίου της αμεσότητας. Βλ. σχετικά Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων:
Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168.
2018
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
610

Τα μέτρα προστασίας, τα οποία αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο


του προστατευόμενου μάρτυρα και δεν αφορούν τη διαδικασία, είναι η φύλαξη
του μάρτυρα με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η
μεταβολή των στοιχείων της ταυτότητάς του και η μετεγκατάστασή του σε άλλες
χώρες2019. Σε περίπτωση δε, που ο προστατευόμενος μάρτυρας είναι δημόσιος
υπάλληλος, προβλέπεται η, κατά παρέκκλιση, μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπασή
του για αόριστο χρονικό διάστημα2020, η οποία αποφασίζεται από τους αρμόδιους
Υπουργούς, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Εξάλλου, η εκδιδόμενη υπουργική απόφαση, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να
προβλέπει την μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και
άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης μετάταξης,
μετάθεσης ή απόσπασης.
Η φύλαξη του μάρτυρα ή και των οικείων του με κατάλληλα εκπαιδευμένο
προσωπικό της αστυνομίας, αποτελεί αστυνομικό μέτρο. Το μέτρο αυτό είναι
δυνατό να διαρκέσει όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία2021 και υλοποιείται από το
αστυνομικό προσωπικό, μετά από αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου
εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Περαιτέρω, τα δικονομικά μέτρα στοχεύουν είτε στην εξασφάλιση της
μυστικότητας της ταυτότητας του μάρτυρα, είτε στην κατάθεσή του χωρίς τη
φυσική παρουσία του στο ακροατήριο. Συνεπώς, δικονομικά μέτρα είναι η
κατάθεση του μάρτυρα με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή
μόνο ηχητικής μετάδοσής της και η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του
ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας του, του επαγγέλματος
του και της ηλικίας του. Τα μέτρα αυτά, όπως σαφώς ορίζεται, διατάσσονται με
αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Κατά τη
διαδικασία στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 9 § 3 εδ. γ’, το
δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθ. 354 ΚΠ∆, να αναθέσει,
δηλαδή, σε ένα από τα μέλη του, ή σε άλλο δικαστή, την εξέταση του μάρτυρα
στον τόπο διαμονής ή κατοικίας του, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, με
την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων ή των συνηγόρων τους, οι οποίοι,

2019
Το μέτρο προστασίας της μετεγκατάστασης σε άλλες χώρες προστέθηκε μετά την
αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 9 § 2 με τη άρθρο 7 Ν. 3875/2010, (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-
2010).
2020
Με δυνατότητα ανάκλησής της.
2021
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 395.
611

σύμφωνα με το άρθ. 328 ΚΠ∆, ειδοποιούνται σχετικά από το δικαστήριο. Σε


περίπτωση δε, που ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά έξω από τον τόπο
της εξέτασης, σύμφωνα με το άρθ. 328 εδ. γ’ ΚΠ∆, δεν προσάγεται, αλλά έχει το
δικαίωμα να παραστεί διά συνηγόρου, τον οποίο διορίζει με απλή επιστολή, την
οποία βεβαιώνει ο διευθυντής του σωφρονιστικού καταστήματος, στο οποίο
κρατείται. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατάθεση του μάρτυρα, η οποία γίνεται
με την ανωτέρω διαδικασία, σύμφωνα με το άρθ. 328 εδ. δ’ ΚΠ∆, διαβάζεται στο
ακροατήριο, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Εξάλλου, και τα λοιπά μέτρα,
πλην της αστυνομικής προστασίας, δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθούν κατά τη
διαδικασία στο ακροατήριο, αν δεν έχει προηγηθεί σχετική απόφαση του
δικαστηρίου2022.
Το γενικό μέτρο της μεταβολής των στοιχείων ταυτότητας και η για
αόριστο χρόνο μετάθεση, μετάταξη ή απόσπαση των μαρτύρων, αλλά και των
οικείων τους, που είναι υπάλληλοι, αποτελούν διοικητικά μέτρα και
αποφασίζονται από τους αρμόδιους Υπουργούς, μετά από εισήγηση του
αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Τα μέτρα αυτά, από την ίδια τους τη
φύση, όταν λαμβάνονται, πρέπει να καλύπτουν το χρόνο διεξαγωγής της
ποινικής διαδικασίας και να συνεχίζονται και μετά το πέρας της για αόριστο
χρονικό διάστημα2023.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ειδικά, για τη λήψη του διοικητικού
μέτρου της μεταβολής των στοιχείων της ταυτότητας, το οποίο σαν αποτέλεσμα
έχει, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Βαθιώτη, τη «γέννηση –
κατασκευή μιας νέας μορφής»2024 του απειλούμενου προσώπου, θα πρέπει να
γίνεται μια in concreto στάθμιση και να συνυπολογίζονται και οι ειδικότερες
αστικές ή και ποινικές παράμετροι της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως, για
παράδειγμα, η διατήρηση του παλαιού ποινικού του μητρώου2025.
Το γεγονός ότι στη διατύπωση της διάταξης του άρθ. 9 § 2 δεν έχει
χρησιμοποιηθεί η λέξη «ιδίως», που χρησιμοποιείται συνήθως για να καταδείξει
το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απαρίθμηση είναι ενδεικτική, θα μπορούσε να
οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απαρίθμηση των μέτρων προστασίας του άρθ. 9
2022
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 395.
2023
Ibid.
2024
Βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1049.
2025
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1168.
612

§ 2 είναι περιοριστική. Εντούτοις, μια τέτοια λύση θα αντέβαινε στο πνεύμα της
συγκεκριμένης διάταξης και στο σκοπό του νομοθέτη2026, ιδίως, αν με την
αυστηρή γραμματική ερμηνευτική εκδοχή της, αποκλείονταν ηπιότερα από τα
ρητώς προβλεπόμενα μέτρα προστασίας, όπως θα ήταν ενδεχομένως η αλλαγή
τηλεφώνου ή η αλλαγή πινακίδων Ι.Χ. αυτοκινήτου2027. Στο πλαίσιο αυτό, η
απαρίθμηση των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθ. 9 § 2 μέτρων
προστασίας, δεν θα πρέπει να θεωρείται περιοριστική, αλλά ενδεικτική.
Όπως γίνεται σαφές από μία απλή ανάγνωση των προβλεπόμενων στη
διάταξη του άρθ. 9 § 2 μέτρων προστασίας, ο Έλληνας νομοθέτης έκανε, στην
ουσία, μια επιλογή από τα προτεινόμενα διεθνώς μέτρα προστασίας, με κριτήριο
το ελάχιστο δυνατό οικονομικό κόστος2028. Αυτός είναι ο λόγος που δεν
υπάρχουν προβλέψεις για κοινωνική ή οικονομική ενίσχυση των μαρτύρων που
αρχίζουν μια νέα ζωή και ένα νέο επάγγελμα μετά την αλλαγή των στοιχείων της
ταυτότητάς τους. Χωρίς την πρόβλεψη, όμως, τέτοιου είδους μέτρων, ούτε η
αστυνομική προστασία κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας2029, ούτε η
κατάθεση του μάρτυρα με μυστική την ταυτότητά του ή με τηλεδιάσκεψη2030, έχει
νόημα2031. Υπό αυτό το πρίσμα, ορθά ο ∆αλακούρας προτείνει την, de lege
ferenda, επέκταση του καταλόγου των μέτρων προστασίας και με άλλα
ενδεχομένως αποτελεσματικότερα, όπως η αλλαγή κατοικίας2032, η πρόσληψη σε
νέα θέση εργασίας ή η μακροχρόνια επιχορήγηση του προστατευόμενου
μάρτυρα2033.
Η υιοθέτηση των ανωτέρω μέτρων προστασίας αφορά αποκλειστικά την
ποινική διαδικασία για τις πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική

2026
Ο ∆αλακούρας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νομοθέτης
«εκφράστηκε “στενότερον του δέοντος”». Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα
δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168.
2027
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 181.
2028
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2029
Επιφυλάξεις για την κατ’ ανάγκη περιορισμένη αστυνομική προστασία εκφράζει ο
Καράμπελας. Βλ. σχετικά Λάμπρου Καράμπελα, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 167.
2030
Επιφυλάξεις για τη χρήση της «εικονοδιάσκεψης» εκφράζει ο Μυλωνόπουλος. Βλ. σχετικά,
Χρήστου Μυλωνόπουλου, Οργανωμένο Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα Πρακτικά του
7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του
Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 114 επ.
2031
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2032
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί η υιοθέτηση του μέτρου προστασίας της μετεγκατάστασης
σε άλλες χώρες, το οποίο προστέθηκε μετά την αντικατάσταση της διάταξης του άρθ. 9 § 2 με τη
άρ. 7 Ν. 3875/2010, (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
2033
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1168 – 1169.
613

οργάνωση και τα σχεδιαζόμενα ή τελεσθέντα από εγκληματική οργάνωση


εγκλήματα, κατ’ άρθρον 187 § 1 ΠΚ, ή για τις τρομοκρατικές πράξεις, όπως αυτές
τυποποιούνται στο άρθ. 187Α ΠΚ. Ο όρος «ποινική διαδικασία» που
χρησιμοποιείται στο κείμενο του νόμου, υποδηλώνει ότι η εισαγωγή και
υλοποίηση των μέτρων αυτών, εκτείνεται στην προδικασία και στη διαδικασία στο
ακροατήριο.
Περαιτέρω, ο όρος «μπορεί να λαμβάνονται», ο οποίος χρησιμοποιείται,
καταρχήν, υποδηλώνει ότι τα μέτρα προστασίας δεν είναι υποχρεωτικά. Ως εκ
τούτου, προϋποτίθεται τόσο η σύμφωνη γνώμη του προστατευόμενου ατόμου για
τη λήψη τους, όσο και η, σε επόμενο στάδιο, συνεργασία του για τη συνέχισή
τους, γι’ αυτό και διακόπτονται ανά πάσα στιγμή, αν το ζητήσει εγγράφως ο
μάρτυρας, ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους. Συνεπώς, η λήψη των
μέτρων προστασίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να διέπεται από τις αρχές της
εκούσιας συμμετοχής, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας2034, ούτως
ώστε, να μην περιορίζουν την ελευθερία του μάρτυρα πέρα από το αναγκαίο για
την ασφάλειά του μέτρο2035.
Όπως εκθέσαμε και ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 9 § 2, η φύλαξη με
κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση
ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη
αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας
και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, διατάσσονται με αιτιολογημένη
διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Τα αστυνομικά μέτρα
μπορούν να ληφθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η τήρηση μυστικής
της ταυτότητας του μάρτυρα, μπορεί, επίσης, να επιλεγεί, αν διεξάγονται
αστυνομικές ανακριτικές πράξεις κατ’ άρθρον 243 § 2 ΚΠ∆. Φυσικά, επειδή,
λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα των υπό δίωξη εγκλημάτων, δεν
προβλέπεται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθ. 246 § 3 ΚΠ∆, δεν είναι δυνατή η
τήρηση μυστικής της ταυτότητας κατά την προανάκριση. Εξάλλου, δεν είναι
δυνατή ούτε κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης, ακριβώς γιατί ο εισαγγελέας

2034
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580, περ. 28 και Έκθεση του επιστημονικού
συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1585.
2035
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 395 – 396.
614

πλημμελειοδικών δεν έχει, σύμφωνα με το άρθ. 9 §§ 1 και 2 του Ν. 1756/1988


«Κώδικα Οργανισμού ∆ικαστηρίων», τη δυνατότητα να «διατάξει» τον τακτικό
ανακριτή, ο οποίος είναι πρωτοδίκης δικαστής ή ενίοτε και εφέτης. Ακόμη, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν μπορεί να «διατάξει» το δικαστήριο για τον
τρόπο εξέτασης ορισμένου μάρτυρα, και επομένως, δεν είναι δυνατή η τήρηση
μυστικής της ταυτότητας του μάρτυρα, ο οποίος, για πρώτη φορά, καλείται να
καταθέσει ενώπιον του ακροατηρίου, ή του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας δεν
είχαν αποκρυβεί κατά τη διάρκεια της προδικασίας. Ενόψει των ανωτέρω, τα
προβλεπόμενα δικονομικά μέτρα προστασίας του μάρτυρα, είναι δυνατό να
διαταχθούν από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μόνο στην
περίπτωση που διεξάγονται αστυνομικές ανακριτικές πράξεις, σύμφωνα με το
άρθ. 243 § 2 ΚΠ∆2036.
Εξάλλου, ζήτημα γεννάται από τη διατύπωση του άρθ. 9 § 2, από το οποίο
προκύπτει ότι είναι δυνατή η κατάθεση μάρτυρα χωρίς αποκάλυψη των στοιχείων
της ταυτότητάς του. Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία σχετική ρητή πρόβλεψη για τη
διαφύλαξη της μυστικότητας της ταυτότητας του πολίτη που καταγγέλλει, ως
θύμα ή τρίτος, τη διάπραξη ενός εγκλήματος από τα προβλεπόμενα στη διάταξη
του άρθ. 187 § 1 ή στο άρθ. 187Α ΠΚ2037. Ο μηνυτής, όμως, ή ο εγκαλών τη
στιγμή της καταγγελίας δεν έχει ακόμη την ιδιότητα του μάρτυρα του εγκλήματος
και με την πράξη αυτή της καταγγελίας του, τίθεται άμεσα στο στόχαστρο της
εγκληματικής ή της τρομοκρατικής οργάνωσης την οποία εγκαλεί, χωρίς να είναι
δυνατό να θεραπευτεί το πρόβλημα αυτό με την, εκ των υστέρων, κατάθεσή του
υπό συνθήκες μυστικότητας, αφού όλα τα στοιχεία της πραγματικής του
ταυτότητας θα βρίσκονται στο έγγραφο της καταγγελίας. Αυτό το κενό στην
προστασία ουσιωδών μαρτύρων, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το
νομοθέτη και σε μελλοντική τροποποίηση της διάταξης αυτής, θα πρέπει στον
κύκλο των προστατευόμενων προσώπων να ενταχθούν, επίσης, ο μηνυτής και ο
εγκαλών από τη στιγμή της καταγγελίας τους.
Εν συνεχεία, ένα δυσχερές πρόβλημα εφαρμογής αναφύεται από τη
διάταξη του άρθ. 9 § 3, η οποία ορίζει ότι «κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο
μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, καλείται με το
όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του», αφού δεν προβλέπεται

2036
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2037
Ibid, σελ. 398.
615

πουθενά, πώς καλείται να εξεταστεί για πρώτη φορά ο μάρτυρας κατά την
προδικασία2038. Καλείται με αναγραφή στην κλήτευση και στο αποδεικτικό
επίδοσης στον μάρτυρα, των στοιχείων της αληθινής ταυτότητάς του και κατόπιν
διατάσσεται από τον εισαγγελέα «η μη αναγραφή του ονόματός του στην έκθεση
εξέτασης»; Ή διατάσσεται η μη αναγραφή του ονόματος του καλούμενου να
καταθέσει ως μάρτυρας, τόσο στην έκθεση επίδοσης, όσο και στο αποδεικτικό
της; Στην περίπτωση αυτή, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο
προσκαλούμενος οφείλει, σύμφωνα με το άρθ. 161 ΚΠ∆, να υπογράψει και αν,
όντως, τηρηθούν μυστικά τα στοιχεία του μάρτυρα, από την αρχή, πώς θα
γνωρίζει ο ποινικός επιμελητής ή το όργανο της δημόσιας δύναμης στα χέρια
τίνος προσώπου θα πρέπει να γίνει η παράδοση της κλήσης του μάρτυρα,
σύμφωνα με το άρθ. 155 ΚΠ∆ και ποιος θα υπογράψει το αποδεικτικό της
επίδοσης; Η πληθώρα πρακτικών δυσχερειών που ανακύπτουν, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι η διατήρηση της μυστικότητας των στοιχείων της ταυτότητας του
μάρτυρα κατά την προδικασία, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αυθαιρεσίες.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τόσο η εκδίκηση, όσο και ο
εκφοβισμός συνιστούν, ως μορφές απειλής, πιθανολογικές κρίσεις για ένα
μελλοντικό γεγονός, το οποίο οφείλει να θεμελιώνεται με την επίκληση
συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων2039.
Η εκδίκηση πρέπει να προβλέπεται ότι είναι πιθανό να εκδηλωθεί και να
γίνεται προσπάθεια, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας, να
αποτραπεί.
Αντίθετα, για τον εκφοβισμό θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ενδείξεις
έναρξης μιας «διαδικασίας εκφοβισμού» και υπό την έννοια αυτή, ο εκφοβισμός
εξουδετερώνεται και δεν είναι δυνατό να παρασχεθεί προστασία με απλές
υπόνοιες ότι ο μάρτυρας ενδέχεται να υποστεί εκφοβισμό. Συνεπώς, θα πρέπει
να καταφάσκονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον ενδείξεις έναρξης
μιας διαδικασίας εκφοβισμού με συγκεκριμένες πράξεις, όπως, για παράδειγμα,
ύποπτες παρακολουθήσεις, ανώνυμα τηλεφωνήματα, και συνεχείς αναπάντητες
κλήσεις και δεν θα πρέπει να εξαρκούν οι υπόνοιες αφηρημένου χαρακτήρα2040.

2038
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 398.
2039
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2040
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180. Και στη γερμανική
θεωρία και νομολογία, άλλωστε, απαιτείται, αντίστοιχα, ο πιθανολογούμενος κίνδυνος να
616

Εξάλλου, η προστασία των οικείων των μαρτύρων δεν εξαρτάται και δε θα


πρέπει να εξαρτάται από την κατάφαση συγκεκριμένου κινδύνου των κληθέντων
μαρτύρων, αφού ο λόγος της αυτοτελούς προστασίας τους έγκειται στη
λειτουργία τους, ως «μοχλού εκφοβιστικής πίεσης»2041.
Τα μέτρα προστασίας που αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του
μάρτυρα και δεν αφορούν την ποινική διαδικασία, δεν δημιουργούν κανένα
πρόβλημα σ’ αυτή και επομένως, η άρση τους δεν είναι δυνατό να ζητηθεί από
οποιονδήποτε παράγοντα της δίκης, παρά μόνο από τον ίδιο τον
ενδιαφερόμενο2042. Εξάλλου, όπως αναφέρουμε ανωτέρω, δεν είναι δυνατή η
λήψη τους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του προστατευόμενου ατόμου, ενώ
απαιτείται και η, μετά τη λήψη τους, συνεργασία του για τη συνέχισή τους.
Συνεπώς, τα μέτρα αυτά είναι δυνατό να αρθούν ανά πάσα στιγμή, αν το ζητήσει
εγγράφως το προστατευόμενο πρόσωπο, ή σε περίπτωση που δεν συνεργάζεται
για την επιτυχία τους.
Τα μέτρα προστασίας, όμως, που έχουν σχέση με την ποινική διαδικασία,
δηλαδή, η δυνατότητα να καταθέσει ο μάρτυρας με χρήση ηλεκτρονικών μέσων
ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσης της κατάθεσής του και η μη
αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας
και εργασίας του, του επαγγέλματος και της ηλικίας του, δημιουργούν πρόβλημα
στην αμεσότητα της δίκης και έρχονται σε αντίθεση με το δικαίωμα υπεράσπισης
του κατηγορουμένου.
Για να αποφευχθεί η ευθεία σύγκρουση των ληφθέντων μέτρων
προστασίας με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η οποία θα μπορούσε να
οδηγήσει σε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, ο νομοθέτης εισήγαγε τις
προβλέψεις των §§ 3 και 4 του άρθ. 9 Ν. 2928/20012043, οι οποίες αποτυπώνουν

ερείδεται σε ενδείξεις που υπερβαίνουν την «απλή ενόχληση» (“blosse Belästigung”) του
μάρτυρα. Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ.,
σελ. 1168.
2041
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του ∆αλακούρα. Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168. Βλ. επίσης, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180 και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων
κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1047.
2042
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
2043
Η Εισηγητική Έκθεση σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η προβλεπόμενη υποχρέωση
αποκάλυψης του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, αν το ζητήσει διάδικος ή ο εισαγγελέας,
είναι επαρκής εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Άλλωστε, ως
πρόσθετη εγγύηση ορίζεται ότι αν δεν αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη
η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για να θεμελιώσει καταδίκη του κατηγορουμένου». Βλ.
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
617

τη σχετικοποίηση της ανάγκης διατήρησης της ανωνυμίας των μαρτύρων στην


επ’ ακροατηρίω διαδικασία, προκειμένου να προστατευθούν, παράλληλα, και τα
δικαιώματα του κατηγορουμένου2044.
Ειδικότερα, σε σχέση με το πρόβλημα, το οποίο ανακύπτει από την
πρόβλεψη της δυνατότητας διατήρησης της ανωνυμίας των προστατευόμενων
μαρτύρων, η πρόβλεψη της § 3 του άρθ. 9, δίνει τη δυνατότητα αποκάλυψης του
πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία. Από
τη διατύπωση του νόμου, συνάγεται ότι, στην περίπτωση αυτή, η αποκάλυψη του
ονόματος του μάρτυρα είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο και αν δεν τη
διατάξει, τότε επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω
παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης2045. Αντίθετα, δυνητική είναι για το
δικαστήριο η αυτεπάγγελτη, χωρίς, δηλαδή, να έχει υποβληθεί σχετική αίτηση
από τον εισαγγελέα ή κάποιον διάδικο, αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος
του μάρτυρα.
Φαντάζει εντελώς παράλογο, ασφαλώς, να υπάρξει κάποιος
κατηγορούμενος, που να αποδεχθεί την κατάθεση μάρτυρα με μη αναγραφή στα
πρακτικά του αληθινού του ονόματος και η μόνη λογικά δυνατή περίπτωση, η
οποία δικαιολογεί την αποδοχή από τον κατηγορούμενο της κατάθεσης μάρτυρα,
χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων της ταυτότητάς του, είναι εκείνη, κατά την
οποία το μοναδικό επιβαρυντικό στοιχείο που υπάρχει στη δικογραφία εναντίον
του, είναι η κατάθεση του συγκεκριμένου «ανώνυμου» μάρτυρα, οπότε είναι προς
το συμφέρον του κατηγορουμένου η μη αποκάλυψη της ταυτότητάς του, καθώς

και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580 – 1581, περ. 28. Εξάλλου, στο ίδιο μήκος
κύματος κινείται και η Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, σύμφωνα με την
οποία, «αποφασιστική σημασία στην προκειμένη περίπτωση έχει η διαπίστωση ότι ο μάρτυρας
κινδυνεύει, το αν δηλαδή υπάρχει διακινδύνευση του μάρτυρα ή άλλου προσώπου, έστω και αν
αυτή δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, με βάση τις αρχές της
αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, θα ήταν δικαιολογημένη η ανωνυμία των μαρτύρων.
Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να σταθμίζονται και τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Τέλος, η
διατήρηση της ανωνυμίας ορθώς συνεπάγεται την απαγόρευση να αξιολογηθεί η κατάθεση σε
βάρος του κατηγορουμένου». Βλ. Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο
νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής
∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων»,
όπ.παρ., σελ. 1585 – 1586.
2044
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1169.
2045
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
618

δεν είναι δυνατό να καταδικαστεί μόνο με βάση αυτή, σύμφωνα με τη ρητή


πρόβλεψη της διάταξης του άρθ. 9 § 42046.
Στην περίπτωση του πολιτικώς ενάγοντα, η ευχέρεια που του παρέχεται,
σύμφωνα με το κείμενο της διάταξης, να ζητήσει την αποκάλυψη του
πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, «είναι τουλάχιστον περίεργη»2047 και δείγμα
της προχειρότητας του Έλληνα νομοθέτη. Και αυτό γιατί αν ο μάρτυρας καταθέτει
υπέρ του κατηγορουμένου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να έχει υποβληθεί σε
μέτρα προστασίας, αφού δεν υπάρχει κανένας φόβος αντεκδίκησης ενώ, σε
περίπτωση που ο μάρτυρας καταθέτει εις βάρος του κατηγορουμένου, ο
πολιτικώς ενάγων δεν έχει κανένα λόγο να ζητήσει την αποκάλυψη της
ταυτότητάς του.
Ενόψει των ανωτέρω, η τήρηση της ανωνυμίας δεν είναι δυνατόν να
αποτελεί κίνητρο καταγγελίας πράξεων του οργανωμένου εγκλήματος, αφού είναι
σχεδόν βέβαιο ότι αυτή κάποια στιγμή θα αρθεί. Επομένως, ο κύριος σκοπός της
ρύθμισης αυτής δεν είναι δυνατό να είναι η αποτελεσματική προστασία των
μαρτύρων, αλλά, μάλλον, η διευκόλυνση της υιοθέτησης των προβλεπόμενων
στο άρθ. 253Α ΚΠ∆ ειδικών ανακριτικών πράξεων, οι οποίες καθίσταται πλέον
δυνατό να διαταχθούν με βάση καταγγελίες προσώπων, η ταυτότητα των οποίων
δεν μπορεί να ελεγχθεί2048. Πράγματι, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απορρέει από
τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι οι αυξημένες πιθανότητες μετάλλαξής του «σε
“μέσο” διάβρωσης του συστήματος και των αρχών εξέτασης των μαρτύρων και
ιδίως σε απόκρυφο μέσο στήριξης της κατηγορίας»2049.

4.3. Η προστασία άλλων προσώπων

Το άρθ. 10 § 1 Ν. 2928/2001 για την προστασία άλλων προσώπων2050


προβλέπει την υιοθέτηση μέσων φύλαξης για τον εισαγγελέα, τον ανακριτή και

2046
Για τη σχετική προβληματική, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 398 – 399 και
Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.1169.
2047
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, (6η έκδοση), σελ. 399.
2048
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 699.
2049
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ.,
σελ.1169.
2050
Με το άρθρο 42 § 6 του Ν. 3251/2004 επεκτάθηκε η εφαρμογή του άρθρου 10 και στις
αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι τόσο η διάταξη του άρθρου 10 όσο και η προηγούμενη του άρθρου 9, ακριβώς
επειδή αποτελούν προστατευτικές διατάξεις υπέρ του ατόμου, είναι δυνατό να εφαρμοστούν και
619

τους δικαστές της υπόθεσης, όταν πρόκειται για κακουργήματα των άρθ. 187 § 1
και 187Α §§ 1 και 4 ΠΚ ενώ, η διάταξη του άρθ. 10 § 2 εισάγει την προστασία
κρατουμένων, οι οποίοι προβαίνουν σε σημαντικές αποκαλύψεις για τη δράση
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης.
Επομένως, ο κύκλος προσώπων, τα οποία δικαιούνται προστασίας
σύμφωνα με το άρθ. 10 του Ν. 2928/2001, είναι αφενός, τα άτομα που φέρουν
την ιδιαίτερη ιδιότητα του εισαγγελέα, του ανακριτή ή του δικαστή υπόθεσης που
αφορά το οργανωμένο έγκλημα ή την τρομοκρατία και αφετέρου, άτομα που ήδη
κρατούνται για οποιαδήποτε υπόθεση και προβαίνουν σε σημαντικές
αποκαλύψεις σχετικά με τη δράση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθ. 10 § 1 δεν κάνει λόγο για
μέτρα προστασίας των οικείων2051 των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών,
εντούτοις, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή του άρθ. 9 § 1 και να
επεκταθεί η λήψη μέτρων προστασίας και σ’ αυτά τα πρόσωπα, ιδίως στις
περιπτώσεις που έχουν ήδη εκδηλωθεί εις βάρος τους πράξεις εκφοβισμού ή
απειλές2052.
Εξάλλου, και οι οικείοι των κρατουμένων, οι οποίοι προβαίνουν σε
κρίσιμες για την εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση αποκαλύψεις, μπορούν
να γίνουν αντικείμενα πράξεων αντεκδίκησης από τη θιγόμενη οργάνωση και μια
τέτοια προοπτική, ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη βούληση του
κρατούμενου να καταθέσει τα σχετικά ενοχοποιητικά στοιχεία. Συνεπώς, ενόψει
του σκοπού του νομοθέτη, που είναι η αποτελεσματική δίωξη των εγκληματικών
και τρομοκρατικών οργανώσεων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και οι, υπό ευρεία
εννοία, οικείοι των κρατουμένων, εντάσσονται στον κύκλο των προστατευόμενων
προσώπων της διάταξης του άρθ. 10 Ν. 2928/2001.
Το άρθ. 10 § 1 αναφέρεται σε «μέτρα φύλαξης», χρησιμοποιώντας
γενικότερη διατύπωση σε σχέση με το άρθ. 9 § 2. Πρόκειται, βασικά, για τη
φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, την οποία
συναντήσαμε και στην περίπτωση της προστασίας μαρτύρων του προηγουμένου

σε πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την 17η Ιουνίου 2001, αλλά έχει ασκηθεί ποινική δίωξη μετά
την ημερομηνία αυτή. Βλ. σχετικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ.
188.
2051
Οι «οικείοι» θα πρέπει να νοηθούν εν ευρεία εννοία, σύμφωνα με την οριοθέτηση που
επιχειρήθηκε ανωτέρω στην περίπτωση της προστασίας μαρτύρων του άρθρου 9 του Ν.
2928/2001.
2052
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 184.
620

άρθρου, αλλά και για συναφή μέτρα φύλαξης όπως είναι, για παράδειγμα, η
παραχώρηση στον εισαγγελέα, τον ανακριτή και τους δικαστές της υπόθεσης
θωρακισμένου αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις τους και η σύνδεση του σπιτιού
τους με την αστυνομία με ειδικό σύστημα συναγερμού2053. Τα μέτρα αυτά
διατάσσονται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, με την έκδοση σχετικής
διάταξης.
Ως ειδικό μέτρο προστασίας των δικαστών, προβλέπεται από το άρθ. 10 §
1 εδ. β’ ότι τόσο κατά την προφορική απαγγελία στο ακροατήριο, όσο και κατά
την κατάρτιση των αποφάσεων, τα ονόματα των δικαστών, σε περίπτωση
μειοψηφίας, παραμένουν μυστικά. Η διάταξη αυτή, δεν έρχεται σε αντίθεση με το
άρθ. 93 § 3 εδ. γ’ Σ, το οποίο υποχρεώνει σε δημοσίευση της γνώμης της
μειοψηφίας και όχι των ονομάτων των δικαστών που μειοψήφησαν, ζήτημα που
αφήνει να ρυθμιστεί από τον κοινό νομοθέτη2054.
Σύμφωνα με το άρθ. 10 § 2, λαμβάνονται μέτρα προστασίας, με διάταξη
του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και για τους κρατουμένους που
προβαίνουν σε σημαντικές ως προς τη δράση εγκληματικής οργάνωσης
αποκαλύψεις, έτσι ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος εκδίκησης. Η απαρίθμηση των
μέτρων προστασίας στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή η κράτησή τους χωριστά
από άλλους κρατουμένους, η μεταφορά τους με χωριστό όχημα και ασφαλή
συνοδεία και η φύλαξή τους κατά τη διάρκεια των αδειών τους, είναι ενδεικτική,
κάτι που καθίσταται προφανές από τη χρήση του όρου «ιδίως» και επομένως,
είναι δυνατό να διαταχθούν και άλλα μέτρα, που in concreto θα κριθούν
πρόσφορα και τα οποία πρέπει να βρίσκονται σε αναλογία με τον απειλούμενο
κίνδυνο.
Η προστασία, εξάλλου, των οικείων των δύο ανωτέρω προστατευόμενων
κατηγοριών, είναι καθαρά αστυνομικής φύσης, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη
σχετική πρόβλεψη από τη διάταξη του άρθ. 10 και συνίσταται στη φύλαξή τους
από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, καθώς και στην
ενδεχόμενη διασύνδεση της οικίας ή και του τόπου εργασίας τους με το αρμόδιο
αστυνομικό τμήμα. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται με διάταξη του αρμόδιου
εισαγγελέα εφετών, στην περίπτωση των οικείων των προστατευόμενων κατά τα
ανωτέρω δικαστικών λειτουργών, και με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα

2053
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 184.
2054
Ibid.
621

πλημμελειοδικών, στην περίπτωση των οικείων κρατουμένων, οι οποίοι


προβαίνουν σε σημαντικές αποκαλύψεις.
Βασική προϋπόθεση ενεργοποίησης των προστατευτικών διατάξεων του
άρθ. 10 είναι η διερεύνηση ή εκδίκαση κακουργηματικών πράξεων των άρθ. 187
και 187Α ΠΚ.
Οι προστατευόμενοι δικαστικοί λειτουργοί υπόκεινται σε πράξεις
εκφοβισμού μέχρι και το πέρας της εκδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης
οργανωμένου εγκλήματος ή τρομοκρατίας, την οποία έχουν αναλάβει και σε
πράξεις αντεκδίκησης μετά το πέρας αυτής.
Τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας για την αποφυγή πράξεων
αντεκδίκησης, που προβλέπονται στο άρθ. 10 § 1 εδ. β’, δηλαδή, η τήρηση της
μυστικότητας των ονομάτων των δικαστών που μειοψηφούν τόσο κατά την
προφορική απαγγελία στο ακροατήριο, όσο και κατά την κατάρτιση των
αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, είναι υποχρεωτικά και λαμβάνονται κατά
την εκδίκαση κάθε κακουργήματος των άρθ. 187 και 187Α ΠΚ.
Τα «μέτρα φύλαξης», τα οποία τείνουν να εξουδετερώσουν πράξεις
εκφοβισμού, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι λαμβάνονται όταν υπάρχουν
τουλάχιστον ενδείξεις έναρξης μιας «διαδικασίας εκφοβισμού» και υπό την έννοια
αυτή, οι απλές υπόνοιες αφηρημένου χαρακτήρα δεν εξαρκούν για τη λήψη τους.
Τέτοιες ενδείξεις θα μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, οι ύποπτες
παρακολουθήσεις, τα ανώνυμα τηλεφωνήματα ή οι συνεχείς αναπάντητες
κλήσεις.
Οι προστατευόμενοι κρατούμενοι υπόκεινται, κατεξοχήν, σε πράξεις
αντεκδίκησης από τη θιγόμενη εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση, δεν θα
πρέπει, όμως, να αποκλειστεί και η προσπάθεια εκφοβισμού τους, σε περίπτωση
που διαρρεύσει ή πιθανολογηθεί η διάθεσή τους για συνεργασία με τις αρχές,
προκειμένου να υπαναχωρήσουν από αυτή τους την απόφαση.
Για να τύχουν της προβλεπόμενης από το άρθ. 10 § 2 προστασίας, θα
πρέπει, καταρχήν, να είναι ήδη κρατούμενοι για οποιοδήποτε αδίκημα,
καταδικασμένοι σε οποιαδήποτε ποινή εγκλεισμού, την οποία και εκτίουν σε
σωφρονιστικό κατάστημα. Συνεπώς, από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης
622

αυτής θα πρέπει να αποκλειστούν οι περιπτώσεις εναλλακτικής έκτισης των


ποινών φυλάκισης, με τη μορφή της παροχής κοινωφελούς εργασίας2055.
Περαιτέρω, οι κρατούμενοι αυτοί θα πρέπει να προβαίνουν σε
«σημαντικές αποκαλύψεις» για τη δράση εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης. Ο όρος «σημαντικές αποκαλύψεις», που χρησιμοποιείται, έχει
αντίστοιχο περιεχόμενο με τον όρο «ουσιώδης συμβολή» στην εξάρθρωση, ο
οποίος, όπως είδαμε πιο πάνω, χρησιμοποιείται στο άρθ. 187Β ΠΚ για τα «μέτρα
επιείκειας». Οι αποκαλύψεις, συνεπώς, θα πρέπει να αφορούν την ύπαρξη και
δομή της συγκεκριμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, ή τη
διάπραξη, ενός τουλάχιστον, από τα σχεδιαζόμενα από αυτήν κακουργήματα. Το
«σημαντικό» δε, της συμβολής του συνεργαζόμενου κρατούμενου, θα κριθεί από
το αν το περιεχόμενο των αποκαλύψεών του είναι δυνατόν να υποβοηθήσει, ή να
επιταχύνει τη δράση των διωκτικών αρχών, στην κατεύθυνση των συλλήψεων και
της ενδεχόμενης εξάρθρωσης της συγκεκριμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, επειδή η εκδίκηση στην περίπτωση
κατάθεσης «σημαντικών», κατά τα ανωτέρω, επιβαρυντικών στοιχείων για τη
δράση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, είναι πολύ πιθανό να
εκδηλωθεί, γίνεται προσπάθεια, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων
προστασίας, να αποτραπεί και τα σχετικά μέτρα προστασίας θα πρέπει να
λαμβάνονται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Εξάλλου, σε αντίθεση με τα μέτρα
προστασίας των ουσιωδών μαρτύρων, στην περίπτωση της λήψης μέτρων
προστασίας για κρατουμένους, δεν απαιτείται η συναίνεσή τους, ούτε η
διατήρηση των μέτρων προϋποθέτει τη συνεργασία τους, αφού, στην περίπτωση
του άρθ. 10 § 2, το δικαίωμα στην αυτοδιακινδύνευση, το οποίο αναγνωρίζεται
για τα άτομα που ζουν ελεύθερα, υποχωρεί μπροστά στην υποχρέωση της
πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα αυτών που
βρίσκονται κρατούμενοι με δική της απόφαση και σε δικό της χώρο2056.
Τέλος, η προστασία των οικείων τόσο των δικαστικών λειτουργών, όσο και
των κρατουμένων, οι οποίοι προβαίνουν σε σημαντικές αποκαλύψεις, δεν

2055
Είναι προφανές βέβαια ότι στην περίπτωση σημαντικών αποκαλύψεων από άτομα που
εκτίουν την ποινή τους με την παροχή κοινωφελούς εργασίας, αυτά θα μπορούν να ενταχθούν
στην κατηγορία των «ουσιωδών μαρτύρων» του άρθρου 9 § 1 και να τύχουν της προβλεπόμενης
από τη διάταξη του άρθρου 9 § 2 προστασίας.
2056
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 185.
623

εξαρτάται και δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την κατάφαση συγκεκριμένου


κινδύνου των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών ή κρατουμένων, αφού ο
λόγος προστασίας τους, κατεξοχήν, έγκειται στη λειτουργία τους, ως «μοχλού
εκφοβιστικής πίεσης»2057. Εξάλλου, κατ’ αναλογική εφαρμογή της διάταξης του
άρθ. 9 § 2 εδ. γ’ Ν. 2928/2001, οι οικείοι, ως ελεύθερα άτομα, θα πρέπει να
συγκατατίθενται για τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας τους και να
συνεργάζονται για τη συνέχισή τους.

Ενότητα 5. Ειδικά δικονομικά ζητήματα σε σχέση με το οργανωμένο


έγκλημα

Οι νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του οργανωμένου


εγκλήματος δεν περιορίζονται μόνο στο χώρο του Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου,
αλλά επεκτείνονται και στο χώρο της Ποινικής ∆ικονομίας, σε τέτοιο βαθμό,
μάλιστα, που, όπως είδαμε και παραπάνω, ο χώρος καταστολής του να
εξελίσσεται σε ένα πεδίο εξαιρέσεων από τα εγγυητικώς παραδεδεγμένα και να
καθίσταται χώρος πειραματισμού σε επίπεδο νέων κατασταλτικών μεθόδων και
εφαρμογών.
Κύριο χαρακτηριστικό των ποινικοδικονομικών διατάξεων που αφορούν το
οργανωμένο έγκλημα είναι η δραστικότητα της επέμβασης της πολιτείας στο
χώρο των ατομικών δικαιωμάτων των υπόπτων, σε σημείο που, σε αρκετές
περιπτώσεις, να μην είναι δυνατό να γίνει ανεκτή από ένα φιλελεύθερο κράτος
δικαίου.
Έτσι, στην Ελλάδα, όπως θα δούμε στην ανάλυση που ακολουθεί, γίνεται
σκόπιμη προσπάθεια να επιταχυνθεί η διαδικασία εκδίκασης των σχετικών
υποθέσεων, αλλά και να «μονωθεί» η δικαιοδοτική κρίση από το λαϊκό αίσθημα,
αφού η εκδίκαση τους αφαιρέθηκε από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών
∆ικαστηρίων και υπήχθη στο Εφετείο.
Εξάλλου, οι ειδικές δικονομικές πράξεις, που προβλέπονται από το άρθ.
253Α ΚΠ∆, και τις οποίες θα εξετάσουμε στην τρίτη παράγραφο της παρούσας

2057
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1168 για την προστασία των «οικείων» στην περίπτωση του άρθρου 9 § 1, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180 και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων
κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1047.
624

Ενότητας, εισήχθησαν με δεδηλωμένο σκοπό την αντιμετώπιση της


οργανωμένης εγκληματικότητας.
Η εξέταση DNA του άρθ. 200Α ΚΠ∆, ενώ είχε εισαχθεί αρχικά μόνο για
συγκεκριμένες κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων και το
οργανωμένο έγκλημα, εφαρμόζεται, πλέον, σε όλα τα κακουργήματα και
πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
∆εδομένης, όμως, της εξαιρετικής σημασίας της συγκεκριμένης ανακριτικής
πράξης, για το σύνολο των πολιτών και των κινδύνων που ελλοχεύουν για
καταπάτηση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τη
δημιουργία αρχείου γενετικών αποτυπωμάτων για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα
την εξετάσουμε στην τελευταία παράγραφο της παρούσας Ενότητας.

5.1. Ο αποκλεισμός των ενόρκων

Με το άρθ. 4 Ν. 2928/2001 αντικαταστάθηκε η διάταξη της § 5 του άρθ.


111 ΚΠ∆ και αφαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών
∆ικαστηρίων, μεταξύ άλλων2058, και τα τυποποιούμενα στο αρ. 187 § 1 ΠΚ
κακουργήματα, καθώς τα συναφή με αυτά κακουργήματα και πλημμελήματα, το
σύνολο, δηλαδή, των απαριθμούμενων στο συγκεκριμένο άρθρο εγκλημάτων και
υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου. Η τάση να διογκώνεται,
συνεχώς, η αρμοδιότητα των Εφετείων σε βάρος των Μικτών Ορκωτών
∆ικαστηρίων, που επιβεβαιώνεται και από τη ρύθμιση του αρ. 4 Ν. 2928/2001,
δείχνει ότι έχει πλήρως ανατραπεί στην πράξη ο συνταγματικός κανόνας του αρ.
97 Σ2059.
Η υπόρρητη αιτία αυτής της ρύθμισης είναι η υπόθεση ότι οι λαϊκοί
δικαστές αφενός, στερούνται των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για το
χειρισμό υποθέσεων του οργανωμένου εγκλήματος και αφετέρου, γιατί
υπόκεινται ευκολότερα σε πιέσεις. Ασφαλώς, η υπόθεση αυτή δεν είναι
επαληθεύσιμη, καθώς ναι μεν, οι τακτικοί δικαστές, κατά τεκμήριο, έχουν
καλύτερη γνώση των νομικών και τεχνικών δυσχερειών που παρουσιάζονται σε

2058
Με το ίδιο άρθρο εξαιρέθηκαν, επίσης, η πειρατεία και τα κακουργήματα που αφορούν την
ασφάλεια των συγκοινωνιών (δηλαδή της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της
αεροπλοΐας).
2059
Ο οποίος ορίζει ότι η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των κακουργημάτων ανήκει στα Μικτά
Ορκωτά ∆ικαστήρια.
625

τέτοιες υποθέσεις, από κανένα, όμως, στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κρίση τους
είναι περισσότερο ανεξάρτητη2060.

5.2. Η σύντμηση της ποινικής διαδικασίας

Το άρθ. 7 Ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε από το άρθ. 42 § 5 Ν.


3251/20042061, ορίζει ότι η περάτωση της κύριας ανάκρισης ειδικά για τα
κακουργήματα του άρθ. 187 ΠΚ κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών και ότι για
το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική
πράξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος
αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει στον συμβούλιο εφετών, το
οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα.
Η διάταξη αυτή αποτελεί μια δικονομική διάταξη και ακριβώς λόγω του
χαρακτήρα της, είναι διάταξη δημοσίου χαρακτήρα που εκφράζει άμεσα γενικά
και δημόσια συμφέροντα, με αποτέλεσμα να έχει άμεση εφαρμογή από τη θέση
της σε ισχύ και να είναι εφαρμοστέα και στις εκκρεμείς δικαστικά ποινικές
υποθέσεις.
Το γεγονός ότι αφαιρείται με τη διάταξη αυτή ένα ένδικο μέσο που
διαφορετικά θα ήταν στη διάθεση του κατηγορουμένου εγείρει εξυπαρχής ζήτημα
συνταγματικότητας του άρθ. 7 Ν. 2928/2001. Ενώ, η επέκταση αυτού του τρόπου
περάτωσης της ανάκρισης και στα «συναφή» εγκλήματα δημιουργεί την
αναγκαιότητα οριοθέτησης της έκτασης εφαρμογής του.
Αναφορικά με την συνταγματικότητα φαίνεται να έχει παγιωθεί
νομολογιακά2062 ότι ο αποκλεισμός του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά του
βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που αποφαίνεται μόνο για την

2060
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 293.
2061
Για τον προβληματισμό που προκάλεσε η δήλωση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης κατά τη
συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι τόσο πολύ θετικό, ώστε
θα γενικευθεί και στις υπόλοιπες περιπτώσεις εγκλημάτων εκτός από τα σχετικά με το
οργανωμένο έγκλημα, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την
προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698 –
699.
2062
Βλ. ιδίως, ΑΠ 464/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, καθώς και ΑΠ 654/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com και ΑΠ 1552/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, με πανομοιότυπο σκεπτικό. Η νομολογιακή αυτή θέση
διαμορφώθηκε αρχικά και παγιώθηκε στη συνέχεια, στηριγμένη απολύτως στην πρόταση του
τέως Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Κρουσταλλάκη στην ΑΠ 464/2003.
626

παραπομπή των κατηγορουμένων, στο στάδιο της προδικασίας: α) ∆εν αντίκειται


στο άρθ. 6 § 1 της ΕΣ∆Α, αφού εξασφαλίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του
εθνικού δικαίου, η πρόσβαση των κατηγορουμένων ενώπιον του Συμβουλίου
Εφετών. Έτσι, ικανοποιείται πλήρως το δικαίωμα των κατηγορουμένων να έχουν
πρόσβαση σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθ. 6 της ΕΣ∆Α. Κατά την πάγια
μάλιστα νομολογία, τόσο του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιωμάτων του
Ανθρώπου, όσο και του Αρείου Πάγου, το εν λόγω άρθ. 6 δεν καθιερώνει και
υποχρέωση θεσπίσεως ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. β)
Περαιτέρω, δεν αντίκειται στο άρθ. 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α 2063
ούτε
στο άρθ. 14 § 5 του ∆ιεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα2064, τα οποία αναφέρονται σε καταδίκη για αξιόποινη πράξη και
επομένως μόνο σε καταδικαστική σε βάρος του κατηγορουμένου απόφαση που
αποφαίνεται επί της ενοχής του. γ) ∆εν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των
όπλων, επειδή δικαίωμα αναίρεσης κατά του ανωτέρω βουλεύματος, υπό
ορισμένες προϋποθέσεις, έχει ο εκπροσωπών το δημόσιο συμφέρον
Εισαγγελέας του Ακυρωτικού2065. Έτσι έχει αποφανθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1994 στις υποθέσεις Μαντζουράνης κατά
Ελλάδος (αριθμός προσφυγής 22324/1993) και Λουκόπουλος κατά Ελλάδος
(αριθμός προσφυγής 22843/1993) και τέλος, δ) ∆εν αντίκειται ούτε στα άρθρα 7
και 26 του Συντάγματος.
Σχετικά με την έκταση εφαρμογής του αμετακλήτου του βουλεύματος του
Συμβουλίου Εφετών που περατώνει την κύρια ανάκριση, ο Άρειος Πάγος
φαίνεται να έχει μεταβάλλει την παλαιότερη θέση του2066 για απόλυτη ισχύ του

2063
Το οποίο έχει κυρωθεί με το Ν. 1705/1987.
2064
Το οποίο έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997.
2065
Σύμφωνα με την ΑΠ 464/2003, «ο Εισαγγελέας, ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός, ασκεί
εξουσία με την ιδιότητά του αυτή, δηλαδή λειτουργεί ως αυτοτελές και αμερόληπτο όργανο της
∆ικαιοσύνης, που βοηθάει το δικαστή στη διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου
και δεν εξομοιώνεται, ούτε ταυτίζεται με διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος
του κατηγορουμένου», αλλά λειτουργεί με τον τρόπο αυτό ακριβώς «με την προαναφερθείσα
ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, ως εκπρόσωπος της πολιτείας και μέσα στον κύκλο της
αρμοδιότητάς του για τη διαφύλαξη της έννομης τάξης». Βλ. ΑΠ 464/2003,
http://lawdb.intrasoftnet.com.
2066
Βλ. για την παλαιότερα κρατούσα άποψη στον Άρειο Πάγο την ΑΠ 4/2005, ΠοινΛογ, 2005,
σελ. 63-66, σύμφωνα με την οποία το απαράδεκτο της αναιρέσεως κατά του παραπεμπτικού
βουλεύματος καταλαμβάνει και τις συναφείς πράξεις, ακόμη και αν αυτές ετελέσθησαν από
πρόσωπα μη μετέχοντα στην εγκληματική οργάνωση, όπως επίσης τις ΑΠ 291/2002, ΠοινΧρ,
2002, σελ. 928 επ. και ΑΠ 1923/1999, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 820 επ., οι οποίες αναφέρονται στο Ν.
1608/1950, που εμπεριέχει ανάλογη δικονομική διάταξη. Βλ. επίσης το ΣυμβΕφΘεσ 221/2007,
Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1285 επ., με παρατηρήσεις Γεωργίου Μπουρμά, το οποίο δε φαίνεται να έχει
λάβει υπόψη τη μεταστροφή αυτή του Ανώτατου Ακυρωτικού, αφού έκρινε ότι «το Συμβούλιο
627

αμετακλήτου, ακόμη και σε περιπτώσεις που μετά το πέρας της κύριας


ανάκρισης αποδειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ
και η δίωξη ασκηθεί μόνο για τις «συναφείς» πράξεις.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική υπήρξε η ΑΠ 402/2004 στην οποία υπήρξε
διάσταση μεταξύ της πρότασης του Αντεισαγγελέα Ελευθερίου Βορτσέλα, ο
οποίος υποστήριζε την παλαιότερα κρατούσα νομολογιακά άποψη και της
απόφασης, η οποία έκρινε ότι: «Από τη διάταξη αυτή, που ερμηνεύεται σύμφωνα
με το γράμμα και τον επιδιωκόμενο από το νομοθέτη σκοπό, ο οποίος είναι η
ταχεία περάτωση των υποθέσεων που αφορούν κακουργήματα του άρθ. 187 ΠΚ,
ήτοι τη συγκρότηση και ένταξη ως μέλους σε δομημένη και με διαρκή δράση
εγκληματική οργάνωση, προς αποφυγήν της χρονοβόρας και εγκυμονούσης
κινδύνους παραγραφής ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον των συμβουλίων, με την
έκδοση ενός μόνον παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών,
προκύπτει ότι το αμετάκλητον των βουλευμάτων του Συμβουλίου τούτου για τα
κακουργήματα του άρθ. 187 ΠΚ καταλαμβάνει μόνον τα αμιγώς παραπεμπτικά
βουλεύματα καθώς και εκείνα εκ των βουλευμάτων αυτών στα οποία, εκτός από
την παραπεμπτική διάταξη, περιέχεται και απαλλακτική υπέρ του
παραπεμπομένου κατηγορουμένου διάταξη για συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα
από τη βαρύτητά τους και όχι τα απαλλακτικά για τις πράξεις αυτές του άρθ. 187
ΠΚ βουλεύματα, που περιέχουν ενδεχομένως και παραπεμπτικές διατάξεις για
άλλα, άσχετα με αυτές εγκλήματα. Στην περίπτωση αυτή, επί εκδόσεως δηλαδή
βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών απαλλακτικού για τα κακουργήματα του
άρθ. 187 ΠΚ και παραπεμπτικού για εγκλήματα άσχετα εκείνων, οι δικαιούμενοι

Εφετών δεν αποβάλλει την αρμοδιότητά του στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του
εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση». Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι αντίστοιχη στροφή στην αρεοπαγιτική νομολογία φαίνεται να έχει συντελεσθεί πλέον και
αναφορικά με την έκταση εφαρμογής της ανάλογης διάταξης του Ν. 1608/1950, βλ. σχετικά ΑΠ
1371/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών “ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ”,
http://www.dsanet.gr. Περαιτέρω, για τη μεταβολή της πάγιας νομολογίας του Άρειου Πάγου προς
την κατεύθυνση που αναφέρουμε, βλ. την ιδιαίτερα τεκμηριωμένη εισαγγελική πρόταση του
Αντεισαγγελέα Ιωάννη Αγγελή, που έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Εφετών και εκδόθηκε το
ΣυμβΕφΑθ 30/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 667 επ., ο οποίος διαβλέποντας ότι δεν υφίστανται οι
ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις, στην υπό κρίση περίπτωση, για άσκηση ποινικής
δίωξης για παράβαση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, αλλά τα πραγματικά περιστατικά συνηγορούσαν
υπέρ της διώξεως βάσει του άρθρου 187 § 3 ΠΚ, πρότεινε ότι το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει
«κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 120 §§ 1 και 2 ΚΠ∆ να κηρυχθεί αναρμόδιο και να
αναπέμψει την κρινόμενη υπόθεση στο σύνολό της στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
Αθηνών, και συγκεκριμένα στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος και να
εισάγει την εν λόγω υπόθεση με πρότασή του επί της ουσίας στο οικείο ∆ικαστικό Συμβούλιο».
Βλ. ακόμη ad hoc για το συγκεκριμένο ζήτημα και ΣυμβΕφΑθ 2584/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 362
επ.
628

να ασκήσουν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά των απαλλακτικών και


παραπεμπτικών διατάξεων του βουλεύματος τούτου διατηρούν το δικαίωμά τους,
το οποίο δεν καταργήθηκε με τη ρύθμιση του άρθ. 7 Ν. 2928/20012067. Η
επέκταση του αμετακλήτου και επί των απαλλακτικών βουλευμάτων, όπως και
επί εκείνων, που εκτός από τις απαλλακτικές διατάξεις τους για κακουργήματα
του άρθ. 187 ΠΚ, περιέχουν και παραπεμπτικές διατάξεις για αποδιδόμενα στον
κατηγορούμενο άλλα και άσχετα προς αυτά εγκλήματα, καίτοι στην περίπτωση
αυτή εκλείπει ο σκοπός για τον οποίο υπαγορεύθηκε τούτο, υπερακοντίζει την ως
άνω εκδηλωθείσαν αντίθετη βούληση του νομοθέτη, αφού θα είχεν ως συνέπειαν
οι μεν απαλλακτικές διατάξεις του βουλεύματος αυτού να υπόκεινται σε
αναιρετικό έλεγχο κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως από μέρους του πολιτικώς
ενάγοντος ή του Εισαγγελέως, οι δε παραπεμπτικές διατάξεις για μη συναφείς με
τα κακουργήματα αυτά πράξεις του, να αποκλείονται τούτου με περαιτέρω
επακόλουθο, την επίσπευση της διαδικασίας παραπομπής του κατηγορουμένου
για τις πράξεις αυτές και τον κίνδυνον εντεύθεν σοβαρών νομικών σφαλμάτων
λόγω της αποστερήσεώς του από του δικαιώματός του ασκήσεως κατ’ αυτών του
ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, που ενδεχομένως θα είχε κατά νόμον, εάν δεν
είχε ασκηθεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη για τα προβλεπόμενα από το άρθ. 187 ΠΚ
κακουργήματα»2068.
Το γεγονός ότι ο νομοθέτης φαίνεται να έχει ιεραρχήσει την καταπολέμηση
του οργανωμένου εγκλήματος ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας συνεπάγεται
ότι αντιμετωπίζει και τις δίκες για παραβάσεις του άρθ. 187 § 1 ΠΚ ως ιδιαίτερα
σημαντικές. Πώς, όμως, εξηγείται, υπό το πρίσμα αυτό, ο αποκλεισμός του
ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά των βουλευμάτων στις περιπτώσεις αυτές;

2067
Βλ. έτσι, το υπ’ αριθμ. 93/2006 βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 412 – 417, με
παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου και την ΑΠ 4021/2004 (περίληψη), Ποιν∆ικ,
2004, σελ. 749.
2068
Βλ. ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 45 επ. Πρβλ. Αθανασίου Ζαχαριάδη, Παρατηρήσεις
στην ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 48 – 49, σύμφωνα με τον οποίο, «η λύση που προέκρινε
ως ορθότερη η απόφαση είναι πειστική, όχι όμως και η αιτιολογία αυτής στο σύνολό της».
Ειδικότερα, ο Ζαχαριάδης δεν θεωρεί ορθή την περιλαμβανόμενη στην αιτιολογία της αποφάσεως
σκέψη περί της μη επέκτασης του αμετακλήτου στις απαλλακτικές διατάξεις του βουλεύματος, οι
οποίες έτσι υπόκεινται «στον αναιρετικό έλεγχο κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως από μέρους του
πολιτικώς ενάγοντος ή του Εισαγγελέως», καθώς παρουσιάζει ερμηνευτικά προβλήματα, αφού:
«α) το γενικότερο δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα κατά των
απαλλακτικών βουλευμάτων έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 41 του Ν. 3160/2003, που
αντικατέστησε το άρθρο 482 § 1 ΚΠ∆, και β) δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι μπορεί να
ενεργοποιηθεί το αντίστοιχο δικαίωμα των εισαγγελέων εφετών (άρθρο 483 § 2 ΚΠ∆) και Αρείου
Πάγου (άρθρο 483 § 3 εδ. α’ ΚΠ∆), στο βαθμό που ο νόμος κάνει ρητά λόγο για αμετάκλητο
βούλευμα, χωρίς να διακρίνει αν αυτό είναι απαλλακτικό ή παραπεμπτικό».
629

Για ποιόν λόγο, δηλαδή, κρίνεται περιττός ο έλεγχος των βουλευμάτων από τον
Άρειο Πάγο2069, παρά το γεγονός ότι «όσο σοβαρότερο είναι το προκείμενο
έγκλημα τόσο πιο επιβεβλημένη είναι η εξασφάλιση της δίκαιης δίκης»2070;
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης
επεσήμανε ότι σε κανένα κράτος δεν υπάρχουν έξι, επτά ή οκτώ φορές έλεγχοι
της περαιωμένης δικογραφίας και ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι τόσο θετικό,
ώστε θα γενικευθεί και στις υπόλοιπες περιπτώσεις πέραν του οργανωμένου
εγκλήματος2071.
Το ανωτέρω σκεπτικό δεν φαίνεται ιδιαιτέρως πειστικό, καθώς η
διαδικασία του άρθ. 7 εισάγεται κατά παρέκκλιση από τα γενικώς ισχύοντα στην
ποινική δίκη και σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνει μια γενική απόφαση του
νομοθέτη ως προς την ακολουθητέα στην ποινική δίκη πρακτική. Συνεπώς, οι
επικρίσεις της θεωρίας2072 εναντίον της συγκεκριμένης διάταξης, ότι εισάγει
συνοπτικές διαδικασίες και με τον τρόπο αυτό θυσιάζει τις εγγυήσεις της δίκαιης
δίκης, μάλλον δεν στερούνται βασιμότητας.

5.3. Επιτρεπτές και ανεπίτρεπτες ανακριτικές μέθοδοι

Στο νομοθετικό επίπεδο αντιμετώπισης της οργανωμένης


εγκληματικότητας η καταστολή συνδέεται «και με τη διενέργεια επαχθών
ανακριτικών πράξεων, οι οποίες προκαθορίζουν την κατηγορία»2073 και συχνά
θέτουν σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες ευρύτατου κύκλου πολιτών. Οι
κυριότερες από αυτές είναι η ανακριτική διείσδυση ή αλλιώς αστυνομική
παγίδευση, η παρακολούθηση με ειδικά τεχνικά μέσα, οι ελεγχόμενες μεταφορές
και η ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων.
Η αστυνομική παγίδευση αποτελεί ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα
ζητήματα της αστυνομικής δραστηριότητας, όπως εκθέσαμε αναλυτικά ανωτέρω

2069
Αυτό τον προβληματισμό έχει ήδη διατυπώσει Συμεωνίδου-Καστανίδου. Βλ. Ελισσάβετ
Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 301.
2070
Η ρήση αυτή αποδίδεται στον Νοτιοαφρικανό Ανώτατο ∆ικαστή Sachs και αναφέρεται σε
Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, όπ.παρ., σελ. 36.
2071
Βλ. Πρακτικά Βουλής, 7-6-2001, σελ. 9.191.
2072
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 301 – 302.
2073
Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Ανακριτική διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, (δημοσιευμένο, επίσης, Ποιν∆ικ,
2010, σελ. 1326 επ.), σελ. 99.
630

και σε προηγούμενη ανάλυσή μας2074. Πρόκειται για μια «κλασσική» ανακριτική


μέθοδο που χρησιμοποιείται συχνά για την εξιχνίαση του οργανωμένου
εγκλήματος είτε την προβλέπει η νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας είτε
όχι2075. Στην περίπτωση της ανακριτικής διείσδυσης ή της διείσδυσης με έμπιστα
πρόσωπα είτε οι ίδιοι οι ανακριτικοί υπάλληλοι, είτε έμπιστα σε αυτούς ή
συνεργαζόμενα με αυτούς πρόσωπα, εμφανίζονται στα μέλη της εγκληματικής
οργανώσης, ως ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Η ανακριτική αυτή μέθοδος δεν
αποσκοπεί τόσο στο να καταληφθεί ο δράστης τη στιγμή που διαπράττει κάποια
αξιόποινη πράξη, τη γνωστή σε μας από το άρθ. 46 § 2 ΠΚ περίπτωση του
προβοκάτορα ηθικού αυτουργού (agent provocateur), αλλά ο στόχος της
εντοπίζεται στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη δράση και τη
συγκρότηση του δικτύου μιας εγκληματικής οργάνωσης και ιδιαίτερα αναφορικά
με τα επιτελικά στελέχη της, διασπώντας, με τον τρόπο αυτό, «τη στεγανότητα
των επιλήψιμων συναλλαγών και των κλειστών εγκληματικών οργανώσεων με
την υιοθέτηση ανάλογων συνωμοτικών κανόνων δράσης»2076.
Στην περίπτωση της παρακολούθησης του υπόπτου και της
οπτικοακουστικής επιτήρησής2077 του με ειδικά τεχνικά μέσα, καταγράφονται οι
κινήσεις και συνομιλίες του υπόπτου από τους ίδιους ως άνω ανακριτικούς
υπαλλήλους. Ειδική περίπτωση παρακολούθησης αποτελούν και οι
«ελεγχόμενες μεταφορές» (controlled deliveries)2078. Με τον όρο «ελεγχόμενες
μεταφορές» νοείται η παρακολούθηση καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής από τον
αποστολέα στον τελικό παραλήπτη, ενός παράνομου εμπορεύματος ή ενός
νόμιμου εμπορεύματος που διακινείται με παράνομο τρόπο, χωρίς την επέμβαση
των διωκτικών αρχών για τη σύλληψη των υπαιτίων. Παρακολούθηση, εξάλλου,
αποτελεί και η περίπτωση της άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, αλλά

2074
Βλ. ιδίως την Ενότητα 1 του 2ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους για τη νομολογία του
Ε∆∆Α.
2075
Προφανώς όταν διενεργείται εκτός νομοθετικού πλαισίου αποτελεί ευθεία και ανεπίτρεπτη
προσβολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελυεθριών, χωρίς η βαρύτητα αυτής
της προσβολής να μπορεί να αντισταθμιστεί από το όποιο υποτιθέμενο όφελος.
2076
Κατά την ιδιαίτερα εύστοχη διατύπωση του Παπαδαμάκη. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Ανακριτική
διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, όπ.παρ., σελ. 100.
2077
Ως επιτήρηση, νοείται μια εντονότερη μορφή παρακολούθησης, αφού στην περίπτωση της
επιτήρησης χρησιμοποιούνται ειδικά τεχνικά μέσα οπτικής και ακουστικής καταγραφής των λόγων
και των κινήσεων του υπόπτου επί 24ωρου βάσεως.
2078
Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ «επιτηρούμενης παράδοσης», η οποία είναι ένα είδος
παρατήρησης και «ελεγχόμενης παράδοσης», που είναι ένα είδος διείσδυσης, Βλ. Henri De
Bosly, Οι μοντέρνες αστυνομικές μέθοδοι και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
(μετάφραση Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 1132.
631

εξαιτίας της αυτοτελούς συνταγματικής προστασίας του συγκεκριμένου εννόμου


αγαθού, εξετάζεται ως ξεχωριστή περίπτωση.
Η ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων αποτελεί μια νέα ανακριτική
μέθοδο που στηρίζεται στις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες
τεχνολογίες2079, καθώς και στο γεγονός της μηχανοργάνωσης όλων των
τραπεζών και των υπηρεσιών του δημοσίου τομέα. Με βάση αυτή την ειδική
ανακριτική μέθοδο, δημιουργείται το ηλεκτρονικό πορτρέτο ενός υπόπτου σχετικά
με τα στοιχεία που ενδιαφέρουν, με βάση τα καταγεγραμμένα στα αρχεία
διαφόρων υπηρεσιών και φορέων προσωπικά του δεδομένα.
Το κομβικό σημείο που διαφοροποιεί και καθιστά πρόσφορες κάποιες
ανακριτικές μεθόδους για την εξιχνίαση και εξάρθρωση του οργανωμένου
εγκλήματος και άλλες όχι, είναι το γεγονός ότι πρέπει να παταχθεί όχι τόσο, ή
κατά κύριο λόγο, η συγκεκριμένη αξιόποινη συμπεριφορά ενός εκάστου
οργανωμένου εγκληματία, αλλά το γεγονός ότι η ποινική αντίδραση της πολιτείας
στρέφεται κατά της οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας. Εφόσον η
ποινική αντίδραση δεν ενεργοποιείται για την καταστολή συγκεκριμένων ποινικά
αξιόλογων συμπεριφορών που προσβάλλουν έννομα αγαθά, αλλά προηγείται
της προσβολής2080, είναι φανερό ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εισάγεται ευθέως η
«αρχή της σκοπιμότητας» στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, το οποίο,
όμως, δεν αναγνωρίζει αυτή την αρχή κατά τη δίωξη των εγκλημάτων2081. Πρέπει

2079
Για το ζήτημα της χρήσης των νέων τεχνολογιών στο πεδίο της ποινικής καταστολής, τόσο
στο στάδιο της πρόληψης του εγκλήματος όσο και κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία και τελικά
την έκτιση των ποινών, βλ. ∆ημητρίου Ζημιανίτη, «Μεταμοντέρνες Ποινές»: Η Ηλεκτρονική
Επιτήρηση, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 460 επ. και ειδικά για την εφαρμογή της «ηλεκτρονικής
επιτήρησης», ως εναλλακτικής της φυλάκισης ποινής, βλ. και Θεοδώρου Παπαθεοδώρου, Η
ηλεκτρονική επιτήρηση ως εναλλακτικό μέτρο έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών: Το
παράδειγμα του γαλλικού νόμου 97-1159 της 19-12-1997, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 927 επ.
2080
Βλ. Henri De Bosly, Οι μοντέρνες αστυνομικές μέθοδοι και ο σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, όπ.παρ., σελ. 1131, σύμφωνα με τον οποίο, «Η αστυνομική εργασία βρίσκεται
αισθητά τροποποιημένη, όχι μόνο γιατί αυτές οι μέθοδοι είναι διαφορετικές των κλασσικών
μεθόδων έρευνας, αλλά επίσης διότι η αστυνομία καθορίζει εκ των προτέρων στόχους».
2081
Για τη διάκριση των αρχών της νομιμότητας και της σκοπιμότητας κατά την κατηγορητική
δίκη, η οποία οριστικά διαμορφώθηκε κατά το 18ο αιώνα στη Γαλλία, υπό την επίδραση των ιδεών
του ∆ιαφωτισμού, βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Οι αρχές της Νομιμότητας και της
Σκοπιμότητας στην Ποινική ∆ίκη, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 392 – 400, ιδίως σελ. 393, όπου αναφέρει
ότι «ο δικονομικός όρος αρχή της νομιμότητας, που σημαίνει την με ορισμένες ουσιαστικές και
διαδικαστικές προϋποθέσεις υποχρέωση στην άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα,
δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την αρχή της νομιμότητας που ισχύει στο διοικητικό δίκαιο και που
σημαίνει ότι η ενέργεια της διοικήσεως, πρέπει να μην είναι αντίθετη με τον κανόνα δικαίου που
τη ρυθμίζει. Επίσης δεν πρέπει να ταυτίζεται και με την αρχή της νομιμότητας που απορρέει από
το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία η δικαστική αρχή στηρίζεται μόνο στο νόμο
και το Σύνταγμα και δε δεσμεύεται από κυβερνητικές οδηγίες. Γι’ αυτό το λόγο έχει προταθεί να
αντικατασταθεί ο όρος αυτός με άλλον, όπως ”υποχρεωτικότητα της ποινικής δίωξης”».
632

prima facie να σημειωθεί, ότι το βασικότερο πρόβλημα που ανακύπτει από τις
προτεινόμενες και εφαρμοζόμενες πλέον στις περισσότερες δικαιοταξίες ειδικές
ανακριτικές μεθόδους επισήμανσης2082 του οργανωμένου εγκλήματος, δεν είναι
τόσο η σκοπιμότητά τους και τα ενδεχόμενα2083 απτά αποτελέσματα που έχουν
να επιδείξουν κατά του οργανωμένου εγκλήματος, όσο το γεγονός ότι αυτές οι
ειδικές ανακριτικές μέθοδοι έχουν ως συνέπειά τους σημαντικές προσβολές των
θεμελιωδών ελευθεριών όχι μόνον του αμέσως θιγομένου από την εφαρμογή
τους, αλλά και τρίτων, άσχετων κατ’ αρχήν με το οργανωμένο έγκλημα
προσώπων2084. Και το ερώτημα που αβίαστα ανακύπτει είναι κατά πόσο και σε
ποιο βαθμό υποχωρεί η βασική αρχή της νομιμότητας, που διαπερνά κάθε
φιλελεύθερη ποινική νομοθεσία, έναντι της αρχής της σκοπιμότητας2085;

2082
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 56 – 67.
2083
Αν και ακόμη και η αποτελεσματικότητά τους τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση. Βλ. σχετικά,
Klaus von Lampe, Situational Prevention of ‘Organised Crime’ – Preventing phantom
conceptions with phantom means?, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie
Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 337, σύμφωνα με τον οποίο, «υπάρχει μια συνεχώς ενδυναμούμενη αντίληψη ότι τα
παραδοσιακά κατασταλτικά μέτρα κατά του “οργανωμένου εγκλήματος”, στο μέτρο που δείχνουν
κάποια από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, παρέχουν μόνο μερικές (partial), προσωρινές
λύσεις. Εργαλεία όπως η ηλεκτρονική παρακολούθηση, οι μυστικοί πράκτορες, οι έμπιστοι
πληροφοριοδότες, η δήμευση των ωφελημάτων, οι νόμοι κατά της συνομωσίας (conspiracy laws)
και τα προσφάτως τυποποιηθέντα αδικήματα που εγκληματοποιούν τη συμμετοχή σε
“εγκληματικές ομάδες”, μπορούν επιλεκτικά να αυξήσουν την πίεση προς τους εγκληματίες, αλλά
φαίνονται να απευθύνονται πιο πολύ σε συμπτώματα παρά σε αιτίες. Είναι απαραίτητη μια πιο
περιεκτική στρατηγική, η οποία να συμπεριλαμβάνει ενεργητικά μέτρα, τα οποία θα μειώνουν την
πιθανότητα εμφάνισης του φαινομένου το οποίο κοινώς τιτλοφορείται “οργανωμένο έγκλημα”».
2084
Για το γεγονός ότι η προληπτική και εντατική επιτήρηση των «υπόπτων» θέτει σε δοκιμασία
τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις, βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου
6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1022 επ.
2085
Έχει υποστηριχθεί από τον Jakobs η αναγκαιότητα οριοθέτησης του «Ποινικού ∆ικαίου του
εχθρού» (Feindstrafrecht) από το «Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη» (Bürgerstrafrecht), το οποίο θα έχει
κύρια χαρακτηριστικά την ευρεία προώθηση του αξιοποίνου σε στάδια προηγούμενα της
προσβολής εννόμων αγαθών, την μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας των ποινών σε
σχέση με το προωθημένο του αξιοποίνου, την μετάβαση σε μια επιθετική νομοθεσία
καταπολέμησης του εγκλήματος και τέλος, την αποδόμηση των δικονομικών εγγυήσεων. Όπως
παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Jakobs, στην περίπτωση του «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού»,
«αυτός που αποκλίνει θεμελιακά από τους κανόνες της έννομης τάξης δεν προσφέρει καμία
εγγύηση ότι θα συμπεριφερθεί ως πρόσωπο. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί
ως πολίτης, αλλά πρέπει να καταπολεμηθεί ως εχθρός. Ο πόλεμος αυτός γίνεται με νόμιμο
δικαίωμα των πολιτών και δη με το δικαίωμά τους στην ασφάλεια͘ διαφορετικά, όμως, απ’ ό,τι
ισχύει για την ποινή, ο πόλεμος αυτός δεν αποτελεί δικαίωμα επί του τιμωρουμένου, αλλ’
αντιθέτως ο εχθρός αποκλείεται (από τα δικαιώματά του)». Βλ. Jakobs Günther, Το Ποινικό
∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού (μετάφραση Κωνσταντίνου Βαθιώτη),
όπ.παρ., 868 επ., ιδίως σελ. 887.
Το «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού» αποτελεί μια ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρητική κατασκευή, που
αποκαλύπτει μια ολοκληρωτική θεώρηση και υποκρύπτει μια φασίζουσα νοοτροπία, δυστυχώς,
όμως, απασχολεί σε όλο και αυξανόμενο βαθμό την διεθνή επιστημονική κοινότητα και έχει
φθάσει να διδάσκεται ως μάθημα στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης! Για τη σχετική διεθνή
633

5.3.1. Οι διαφορές των γενικών από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις

Με εξαίρεση την παρακολούθηση του υπόπτου, που ως διοικητική


ενέργεια και όχι ως ανακριτική πράξη, ήταν ανέκαθεν γνωστή στην αστυνομία, η
οπτικοακουστική επιτήρηση του υπόπτου με ειδικά τεχνικά μέσα, η άρση του
απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, η ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων, με
σκοπό τη δημιουργία του «ηλεκτρονικού πορτρέτου» του υπόπτου που
εξελίσσεται πλέον σε «επαλήθευση» της ταυτότητας ενός προσώπου με τη
χρήση βιομετρικών χαρακτηριστικών2086 και η αστυνομική διείσδυση ή η
διείσδυση με έμπιστα πρόσωπα, αποτελούν σχετικά νέες ανακριτικές μεθόδους,
οι οποίες αναπτύχθηκαν, τουλάχιστον στην αρχή, για την καταστολή του

επιστημονική συζήτηση, βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όπ.παρ., σελ. 194 – 196 και τις εκεί εκτενείς αναφορές.
Για μια κριτική παρουσίαση του «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού», βλ. ιδίως, Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, Η αντιμετώπιση του «εχθρού» της έννομης τάξης στο πλαίσιο της σύγχρονης
αντεγκληματικής πολιτικής, στο Στράτου Γεωργούλα (επιμ), Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή
Στέργιο Αλεξιάδη, Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, 2007, σελ. 327 –
342 και Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 106 – 132.
Για μια κριτική των απόψεων του Jakobs, βλ. επίσης, Γιάννη Πανούση, Η δημοκρατία στα ακραία
όριά της, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ. 99 επ., Στέφανου Παύλου,
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣ∆Α, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 97 επ., Ιωάννη Γιαννίδη, Η νέα νομιμοποίηση
του Ποινικού ∆ικαίου και το τέλος της κλασικής δογματικής, όπ.παρ., σελ. 773 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το ποινικό δίκαιο μεταξύ
ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, όπ.παρ., σελ. 549, υποσημ. 88.
2086
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση των νέων «ηλεκτρονικών» διαβατηρίων.
Για τον τρόπο λειτουργίας των «ηλεκτρονικών» διαβατηρίων, βλ. ιδίως, Stan Z. Li / Ben Schouten
/ Massimo Tistarelli, Biometrics at a Distance: Issues, Challenges and Prospects, στο Massimo
Tistarelli / Stan Z. Li / Rama Chellappa (eds), Handbook of Remote Biometrics for Surveillance
and Security, Springer, London, 2009, σελ. 3 επ., ιδίως σελ. 14. Για τη χρήση των βιομετρικών
στοιχείων και τον τρόπο που μπορεί να προστατευθεί η ιδιωτικότητα, βλ. ιδίως, Ann Cavoukian /
Max Snijder / Alex Stoianov / Michelle Chibba, Privacy and Biometrics for Authentification
Purposes: A Discussion of Untraceable Biometrics and Biometric Encryption, στο Ajay Kumar /
David Zhang (eds), Ethics and Policy of Biometrics, Third International Conference on Ethics and
Policy of Biometrics and International Data Sharing, ICEB 2010, Hong Kong, January 2010,
Revised Selected Papers, Springer – Verlag, Berlin, Heidelberg, 2010, σελ. 14 – 22. Σύμφωνα,
εξάλλου, με τις προβλέψεις του Γενικού Λογιστικού Γραφείου των ΗΠΑ, «η σύνδεση των
βιομετρικών στοιχείων με τις θεωρήσεις εισόδου και τα διαβατήρια θα μπορούσε να διασφαλίσει
ότι οι ταξιδιώτες δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα με εναλλακτικές
ταυτότητες από τη στιγμή που θα είχαν κάνει ήδη αίτηση για έγγραφα (σ.μ. για πρώτη φορά) και
θα είχαν καθιερώσει μια βιομετρική ταυτότητα στο σύστημα. Θα μπορούσε, επίσης, να
διασφαλίσει ότι οι ταξιδιώτες που πέρασαν τα σύνορα ήταν τα πρόσωπα που εμφανίζονταν στα
ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Τα δύο αυτά οφέλη θα μπορούσαν δυνητικά να μειώσουν τις απάτες
με ταξιδιωτικά έγγραφα, με το να κάνουν δυσκολότερη τη δυνατότητα απόκτησης μιας θεώρησης
εισόδου ή ενός διαβατηρίου κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα. Το σενάριο (σ.μ. αυτό) θα
μπορούσε, επίσης, να μειώσει τη χρήση πλαστών θεωρήσεων εισόδου και διαβατηρίων και τη
χρήση νόμιμων εγγράφων από απατεώνες». Βλ. United States General Accounting Office (GAO),
Technology Assessment, Using Biometrics for Border Security, DIANE Publishing Co., Darby,
Pennsylvania, 2002, σελ. 106 – 107.
634

οργανωμένου εγκλήματος. Οι διαφοροποιήσεις που εμφανίζουν σε σχέση με τις


γενικές και ήδη γνωστές προ πολλού, ανακριτικές πράξεις, είναι πολλές και
ενδιαφέρουσες2087.
Ειδικότερα, το βασικότερο κοινό χαρακτηριστικό των νεοπαγών «ειδικών»
ανακριτικών πράξεων εντοπίζεται στο γεγονός ότι παρότι πρόκειται για
ανακριτικές πράξεις, δεν αφορούν αμιγώς την καταστολή και την πρόληψη μέσω
αυτής, του εγκλήματος, καθώς οι ανακριτικοί υπάλληλοι, στην περίπτωση των
ειδικών ανακριτικών πράξεων, παρακάμπτουν την αρχή της υποχρεωτικής
δίωξης των εγκλημάτων, η τέλεση των οποίων έχει περιέλθει σε γνώση τους και η
τυπική ποινική δίωξη αδρανεί για τόσο χρονικό διάστημα, όσο είναι απαραίτητο
για την πλήρη εξιχνίαση και εξάρθρωση της υπόψη εγκληματικής οργάνωσης.
Φαίνεται, λοιπόν, από τα ανωτέρω, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ότι εκ πλαγίου
παρεισάγεται η αρχή της σκοπιμότητας, ακόμη και σε ποινικά δικονομικά
συστήματα, όπως το ελληνικό, που δεν αναγνωρίζουν την εν λόγω αρχή κατά τη
δίωξη των εγκλημάτων.
Η ιδιαίτερα επαχθής φύση των ειδικών ανακριτικών πράξεων, αφ’ ης
στιγμής συνιστούν επεμβάσεις που θίγουν ακόμη και βασικά συνταγματικά
δικαιώματα και ελευθερίες, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας, το δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης, το άσυλο της
ιδιωτικής κατοικίας και το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, τις καθιστά ποιοτικά
διάφορες από τις «κλασσικές» ανακριτικές μεθόδους.
Σύμφωνα με το άρθ. 251 ΚΠ∆2088, ο ανακριτής και οι ανακριτικοί
υπάλληλοι έχουν καθήκον να διενεργούν οποιαδήποτε λειτουργικώς αναγκαία

2087
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1022. Πρβλ. contra Ανδρομέδα Στεφανίδου, Η έμμεση αποποινικοποίηση
εγκλημάτων με γνώμονα το μέσο ή τον τρόπο τέλεσης αυτών. Σχέση της προβληματικής αυτής με
το νόμο περί απορρήτου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 351, η οποία χαρακτηρίζει ως εντελώς αδόκιμο τον
όρο «ειδική ανακριτική πράξη», επειδή, όπως υποστηρίζει, «στον ΚΠ∆ οι ανακριτικές πράξεις δεν
διακρίνονται σε ειδικές και γενικές, αλλά ορίζονται μόνο οι αντίστοιχες προϋποθέσεις και τρόποι
εκτέλεσής τους από το ανακριτικό όργανο», παραγνωρίζοντας, όμως, με την προσκόλληση
αποκλειστικά στη γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων τις ουσιωδέστατες διαφορές τόσο
στον τρόπο διενέργειάς τους, όσο και στη φύση, αλλά και στο επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό.
2088
Η διάταξη του άρθρου 251 ΚΠ∆ ορίζει ότι: «Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που
αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34, όταν λάβουν παραγγελία του εισαγγελέα, και στις περιπτώσεις
του άρθρου 243 § 2 αυτεπαγγέλτως, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες
για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να
μεταβαίνουν επιτόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη,
ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια
και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των
αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος».
635

ανακριτική πράξη, για την επίτευξη των σκοπών της ανάκρισης και όλες τις
ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη συλλογή και τη διατήρηση των
αποδείξεων και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος. Τα καθήκοντα
αυτά έχουν γενικό χαρακτήρα, καθώς ο μόνος όρος που εκ του νόμου τίθεται για
τη διενέργεια των ανωτέρω ανακριτικών πράξεων είναι η ύπαρξη εγκλήματος,
τετελεσμένου ή σε μορφή απόπειρας, ενώ περιλαμβάνει και όσες
προπαρασκευαστικές πράξεις είναι αξιόποινες2089. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις
δεν έχουν γενικό χαρακτήρα, δεν αφορούν δηλαδή όλα ανεξαιρέτως τα
εγκλήματα, αλλά ενεργούνται μόνο επί συγκεκριμένων, σαφώς ορισμένων,
συνήθως σε ειδικούς καταλόγους, αξιοποίνων πράξεων.
Ένα άλλο σημαντικό διακριτικό γνώρισμα των ειδικών ανακριτικών
πράξεων εντοπίζεται στο γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως έχουν μυστικό
χαρακτήρα, διενεργούνται δηλαδή, κατ’ απόκλιση από την κρατούσα στο στάδιο
της ανάκρισης αρχή της δημοσιότητας των μερών, χωρίς γνώση του
κατηγορουμένου, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να μην πληροφορηθεί ποτέ τον
τρόπο με τον οποίο σχηματίσθηκε η κατηγορία εις βάρος του. Συνεπώς, στις
περιπτώσεις αυτές, δεν χορηγείται στον κατηγορούμενο καμιά απολύτως
δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας προσκτήσεως του συγκεντρωθέντος
αποδεικτικού υλικού. Η αδυναμία αυτή επιτείνεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί
υπόψη ότι οι προϋποθέσεις νόμιμης διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών
πράξεων δεν προβλέπονται ρητά και εξαντλητικά στο νόμο, κάτι που μπορεί να
οδηγήσει πολύ εύκολα σε καταστρατηγήσεις των θεμελιωδών αρχών του
Συντάγματος και παραβιάσεις των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι οι ειδικές ανακριτικές
πράξεις δεν αποτελούν απλώς μεθόδους για την αποκάλυψη των επί μέρους
αξιόποινων πράξεων των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά, ως ειδικές τεχνικές
για τη «διάγνωση της συνάφειάς τους», αποτελούν όπλα για την εξάρθρωση της
εγκληματικής οργανωτικής υποδομής2090.

2089
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, Η προδικασία της ποινικής
δίκης και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και των άλλων διαδίκων, Πράξη και Λόγος του
Ποινικού ∆ικαίου, Αθήνα, 2003, σελ. 370 – 374.
2090
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
87.
636

Η πρόβλεψή τους στην ελληνική έννομη τάξη είναι ξένη προς τη


φιλοσοφία του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, ενώ η εφαρμογή τους στην πράξη,
αντιστρατεύεται ακόμη και τον πυρήνα των συνταγματικά κατοχυρωμένων
θεμελιωδών ελευθεριών. Για το λόγο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης δίστασε να
ρυθμίσει τη σχετική ύλη αναλυτικά απευθείας στον ΚΠ∆ και προτίμησε, με τον
τρόπο που τις προβλέπει, να δείξει ότι οι συγκεκριμένες ειδικές ανακριτικές
πράξεις δεν εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν.
2928/2001, αλλά, αντίθετα, είχαν ήδη από καιρό θεσπιστεί σε άλλα, ειδικότερα
ποινικά νομοθετήματα2091. ∆εν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το παράδοξο ότι αντί οι
διατάξεις των Ειδικών Ποινικών Νόμων να παραπέμπουν στον ΚΠ∆, εν
προκειμένω να συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή ο ΚΠ∆ να παραπέμπει στον
εκάστοτε Ειδικό Ποινικό Νόμο, στον οποίο έχει καταστρωθεί ήδη η επίμαχη ειδική
ανακριτική πράξη2092.

5.3.2. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις στην ελληνική έννομη τάξη

Με την υπογραφή της Σύμβασης του Παλέρμο, το ∆εκέμβριο του 2000, η


Ελλάδα, όπως ρητά δηλώνεται στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/20012093,
ανέλαβε την υποχρέωση να εισαγάγει στο ποινικό δικονομικό της σύστημα μια
σειρά «ειδικών ανακριτικών τεχνικών» για την καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθ. 20 § 1 της Συμβάσεως, το
οποίο ορίζει ότι τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα προκειμένου να
καταστεί δυνατή η διεξαγωγή «ελεγχόμενων μεταφορών», αλλά και η εφαρμογή
άλλων ειδικών ανακριτικών τεχνικών, όπως η «ηλεκτρονική επιτήρηση» ή άλλες

2091
Για τα ζητήματα συρροής του άρθρου 253Α ΚΠ∆ με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων στις
οποίες προβλέπεται η διεξαγωγή αντίστοιχων ανακριτικών πράξεων, βλ. Θωμά Σαμίου,
Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων – Ζητήματα συρροής του (νέου) άρθρου 253Α
ΚΠ∆ με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων στις οποίες προβλέπεται η διεξαγωγή αντίστοιχων
ανακριτικών πράξεων, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1034 επ.
2092
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 87
– 88.
2093
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578, σύμφωνα με την οποία,
«με το άρθρο 6 η Ελληνική Πολιτεία ανταποκρίνεται προς τα οριζόμενα στο άρθρο 20 της
Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο έγκλημα».
637

μορφές αυτής, καθώς και η «κεκαλυμμένη ανακριτική δραστηριότητα» εκ μέρους


των αρμοδίων αρχών2094.
Σε πρακτικό επίπεδο, η δέσμευση της Ελλάδας για εισαγωγή στην
εσωτερική της έννομη τάξη συγκεκριμένων ρυθμίσεων δεν εκκινεί από την
υπογραφή, αλλά από την κύρωση της διεθνούς Σύμβασης, η οποία έγινε μόλις
τον Σεπτέμβριο του 20102095.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/20012096
υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε στη δέσμευσή της από τη Σύμβαση
του Παλέρμο με την εισαγωγή του άρθ. 253Α ΚΠ∆2097, χρήζει ιδιαίτερης
ερμηνείας. Ερμηνείας χρήζει, επίσης, το γεγονός ότι ενώ, στις επεξηγηματικές
σημειώσεις για τις προπαρασκευαστικές εργασίες των διαπραγματεύσεων της
Σύμβασης αναφέρεται ότι διά του άρθ. 20 δεν θεμελιώνεται υποχρέωση των
Κρατών-μελών να προβλέψουν την εφαρμογή όλων των ειδικών ανακριτικών
τεχνικών που αναφέρονται στη Σύμβαση, εντούτοις, ο Έλληνας νομοθέτης
επέλεξε, εκτός από το σύνολο των ειδικών ανακριτικών πράξεων που
αναφέρονται στη Σύμβαση, να θεσμοθετήσει και άλλες ανακριτικές μεθόδους,
όπως την άρση του απορρήτου και την συσχέτιση δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα, τις οποίες «θεώρησε κατάλληλες» σύμφωνα με τον ορισμό της
Σύμβασης του Παλέρμο2098.
Ένα τρίτο ζήτημα, τέλος, που χρήζει ερμηνείας είναι η σπουδή του Έλληνα
νομοθέτη να «δικαιολογηθεί», υποστηρίζοντας ότι πρόκειται περί απλής
ενιαιοποίησης ήδη ισχυουσών ρυθμίσεων και όχι για εισαγωγή νέων ρυθμίσεων.
Έτσι, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 2928/2001, οι προτεινόμενες
ανακριτικές έρευνες αποτελούσαν ήδη ισχύον δίκαιο στη χώρα μας, απλώς με το

2094
Βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034,
Γεωργίου Αρβανίτη / Γρηγορίου Καλφέλη / Λάμπρου Καράμπελα / Λάμπρου Μαργαρίτη, Κώδικας
Ποινικής ∆ικονομίας, Σχόλια – Νομολογία, τόμος 1, άρθρα 1-408, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2001, σελ. 601 και Φίλιππου Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία –
Νομολογία – Βιβλιογραφία, (3η έκδοση), (χ.έ.), Λάρισα, 2008, σελ. 967.
2095
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά
της με τον Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
2096
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578.
2097
Εξαιτίας της σπουδαιότητας του άρθρου 253Α ΚΠ∆, ο Λίβος κάνει λόγο για «δικονομικό
ομόλογο» του άρθρου 1 ΠΚ. Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές
Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 87.
2098
Βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034.
638

άρθ. 253Α ΚΠ∆ ενιαιοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις διενέργειάς τους που ήταν


ετερόκλητες και ασυστηματοποίητες2099.
Πριν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, ας δούμε τι όντως ίσχυε πριν την
εισαγωγή του άρθ. 253Α ΚΠ∆.
Ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης, πράγματι, είχε ήδη εισαγάγει κάποιες εκ
των ανωτέρω αναφερομένων ειδικών ανακριτικών πράξεων, χωρίς να
ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο που να ανταποκρίνεται στις αρχές του
κράτους δικαίου και χωρίς να έχει καταστήσει σαφές το ενοποιητικό στοιχείο, το
νομικό κριτήριο, δηλαδή, με βάση το οποίο εισάγονταν οι διάφορες κατά τη φύση
και τον τρόπο εφαρμογής τους ειδικές ανακριτικές μέθοδοι2100.
Εξάλλου, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις προβλέπονταν ήδη σε διατάξεις
ειδικών ποινικών νόμων μόνο για συγκεκριμένες, όμως, κατηγορίες εγκλημάτων,
γεγονός που επέτρεπε σε κάποιο βαθμό τη στάθμιση μεταξύ προσβαλλόμενου
αγαθού και αναμενόμενου οφέλους. Το νέο στοιχείο είναι ότι με τη διάταξη του
άρθ. 253Α ΚΠ∆, που επιτρέπει τη διενέργεια των επαχθών ειδικών ανακριτικών
πράξεων για το σύνολο των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται στα άρθ.
187 και 187Α ΠΚ, δηλαδή όχι μόνο για τις κακουργηματικές, αλλά και για τις
πλημμεληματικές παραβάσεις τους, παρεισάγεται εμμέσως η ευρύτατη
δυνατότητα των διωκτικών αρχών για παρακολούθηση ενός αόριστου αριθμού
ατόμων, με άμεση συνέπεια να ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος για κατάφωρη
παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του συνόλου των
πολιτών2101.
Ειδικότερα, το άρθ. 25Β Ν. 1729/1987 «περί ναρκωτικών», όπως αυτό
προστέθηκε με το άρθ. 22 Ν. 2161/1993, (ήδη άρθ. 28 § 1, μετά την
κωδικοποίηση των διατάξεων της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά με τον «Κώδικα
Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν. 3459/2006), και στο οποίο γίνεται σαφής
παραπομπή στην §1 περ. α’ του άρθ. 253Α ΚΠ∆ για τη διενέργεια ανακριτικής

2099
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578.
2100
Ορθά ο Λίβος υποστηρίζει ότι «είναι επιβεβλημένη η τροποποίηση όλων των ισχυουσών
σχετικών διατάξεων, η απόσπασή τους από τους ειδικούς ποινικούς νόμους στους οποίους αυτές
είναι κατεσπαρμένες και η ένταξή τους σε ειδικό κεφάλαιο στον Κ.Π.∆., πράγμα άλλωστε που έχει
ήδη συμβεί στις περισσότερες νομοθεσίες των δυτικοευρωπαϊκών Κρατών». Βλ. Νικολάου Λίβου,
Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 63.
2101
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698.
639

διείσδυσης, τιτλοφορείται «πράξεις ελεγκτικών οργάνων». Σύμφωνα με το άρθρο


αυτό, «δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού, τελωνειακού υπαλλήλου,
υπαλλήλου της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) και λιμενικού υπαλλήλου,
που με εντολή του αρμόδιου για τη δίωξη ναρκωτικών προϊσταμένου του και με
σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου που διαπράττει έγκλημα από τα
αναφερόμενα στα άρθρα 20 και 23, εμφανίζεται ως υποψήφιος αγοραστής ή
μεταφορέας ή εν γένει ενδιαφερόμενος για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση
ναρκωτικών. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που με αυτόν το σκοπό ενεργεί
ύστερα από πρόταση των αρμόδιων, για τη δίωξη ναρκωτικών, υπηρεσιών.
Οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή, ο επικεφαλής της υπηρεσίας αυτής να
ειδοποιήσει προηγουμένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρμόδιο εισαγγελέα
πλημμελειοδικών».
Με τη διάταξη αυτή, εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη η
ειδική ανακριτική πράξη της «αστυνομικής διείσδυσης ή της διείσδυσης με
έμπιστα πρόσωπα»2102. Ωστόσο, η νομοτεχνική πρόβλεψή της δεν έγινε με τη
μορφή του θεσμοθετημένου δικαιώματος επεμβάσεως, αλλά καταστρώθηκε ως
λόγος άρσεως του αδίκου, χωρίς ο νομοθέτης να έχει λάβει υπόψη το γεγονός ότι
ο πρωταρχικός και κυρίαρχος σκοπός της διείσδυσης του αστυνομικού
υπαλλήλου ή άλλου οργάνου σ’ αυτή την περίπτωση, δεν είναι να προκαλέσει
την απόφαση σε ένα μέλος της εγκληματικής οργάνωσης να διαπράξει ένα
έγκλημα, έτσι ώστε να καταληφθεί το μέλος αυτό κατά την τέλεσή του, που θα
ήταν η γνωστή στο ποινικό μας δίκαιο περίπτωση του agent provocateur, αλλά
να συλλέξει ικανό αριθμό στοιχείων, ώστε να εξαρθρωθεί το σύνολο της
εγκληματικής οργάνωσης2103. Ήταν προφανές ότι ο νομοθέτης, μ’ αυτή του τη

2102
Κατά την πρακτική εφαρμογή της, η διάταξη του άρθρου 25Β Ν. 1729/1987 δημιούργησε δύο
σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια οι
πράξεις του υπαλλήλου που διεισδύει στην εγκληματική οργάνωση για τις οποίες αίρεται ο άδικος
χαρακτήρας, αφού η χρήση του όρου «εμφάνιση» ως «υποψήφιου αγοραστή, ή μεταφορέα ή
ενδιαφερόμενου εν γένει», σε καμιά περίπτωση δεν καθιστά σαφές το για ποιες ακριβώς πράξεις
παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα άρσης του αδίκου, ζήτημα γεννάται αν, εκτός από τις
καθαρά ανακριτικής φύσεως πράξεις του, η άρση του αξιοποίνου θα μπορούσε να καλύψει και
την ενδεχόμενη τέλεση εκ μέρους του αξιόποινων πράξεων και σε ποιο βαθμό; ∆εύτερον, ο
συγκεκριμένος λόγος άρσεως του αδίκου ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί αναλογικά και να καλύψει
πράξεις «διείσδυσης» γενικά σε εγκληματικές οργανώσεις, ανεξάρτητα με το είδος του
«εμπορίου» ή της «διακίνησης» με την οποία ασχολούνται ή θα μπορούσε να επεκταθεί η
αναλογική αυτή εφαρμογή και σε όλες γενικά τις πράξεις «διείσδυσης» των αστυνομικών
οργάνων στον πόλεμό τους κατά του εγκλήματος;
2103
Αντίθετα η Καϊάφα – Γκμπάντι, αντί να εξετάζει την αστυνομική διείσδυση ως ανακριτική
πράξη, αναλύει τα συναπτόμενα με την προβληματική του agent provocateur προβλήματα. Βλ.
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η πρόκληση για τη διακίνηση ναρκωτικών στην υπηρεσία της
640

διατύπωση, θέλησε να παρακάμψει το γενικό αξιόποινο του άρθ. 46 § 2 ΠΚ για


τον agent provocateur, αλλά η αστυνομική διείσδυση είναι μια τόσο περίπλοκη
και προβληματική ειδική ανακριτική πράξη, που θα ήταν μάταιος κόπος η
σύγκρισή της με την ήδη θεσπισμένη στο άρθ. 46 § 2 ΠΚ κόλουρη ηθική
αυτουργία του agent provocateur2104, της οποίας η σύλληψη, ιστορία και
πρακτική είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της αστυνομικής διείσδυσης και
της διείσδυσης με έμπιστα πρόσωπα2105.
Η νομική φύση της αστυνομικής διείσδυσης με την εισαγωγή του άρθ.
253Α ΚΠ∆ άλλαξε και από ειδικός λόγος άρσης του αδίκου, μετατράπηκε σε
ειδική ανακριτική πράξη2106, η οποία, όμως, σύμφωνα με τη νομοτεχνική
διατύπωση των όρων εφαρμογής της, οι οποίοι αναφέρονται στη διακρίβωση
εγκλημάτων που είτε έχουν ήδη τελεστεί, είτε τα μέλη της οργάνωσης είχαν
προαποφασίσει2107, λειτουργεί, ταυτόχρονα, προληπτικά και κατασταλτικά. Ειδικά
στις περιπτώσεις που αναπτύσσει προληπτική λειτουργία, έχει υποστηριχθεί2108,
βάσιμα κατά τη γνώμη μας, ότι παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας, καταργείται
εν τοις πράγμασι το τεκμήριο της αθωότητας και το απορρέον από αυτό δικαίωμα
του κατηγορούμενου να μην αυτοενοχοποιείται2109, ως εκδήλωση της αρχής της

καταστολής, στο Μνήμη Ι. ∆ασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χ. Μπάκα, τόμ. Α’, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα, 1996, σελ. 103 επ.
2104
Για τα νομικά ζητήματα που συνάπτονται με τη δράση του προβοκάτορα ηθικού αυτουργού
(agent provocateur), βλ. ιδίως, Γιάννη Μπέκα, Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός, στο Ιωάννη
Μανωλεδάκη / Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ), Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα,
Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 107 – 134.
2105
Εξάλλου, σύμφωνα με το Γιαννουλόπουλο, η ταύτιση της «αστυνομικής παγίδευσης» με την
εμφάνιση προσώπου σε υποθέσεις ναρκωτικών ως υποψήφιου αγοραστή ή μεταφορέα ή εν γένει
ενδιαφερόμενου για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών, δεν παρέχει έναν ορισμό
κατάλληλο «να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία της παρακίνησης/ υποκίνησης/ πίεσης/
προσφοράς δέλεαρ σε κάποιο πρόσωπο από τη μία μεριά και το στοιχείο της παροχής
συνήθους/ μη εξαιρετικής ευκαιρίας τέλεσης εγκλήματος της οποίας επωφελείται το πρόσωπο
προς το οποίο στρέφεται η μυστική επιχείρηση από την άλλη». Βλ. ∆ημητρίου Γιαννουλόπουλου,
Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, (επ’ αφορμή του σχολιασμού της σημαντικότατης
απόφασης της 25-27/6/2001 και 25/10/2001 της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R. v.
Looseley), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 627 – 628.
2106
Βλ. αναλυτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο
253Α ΚΠ∆), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική
καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 135 –
140.
2107
Και κατά λογική συνέπεια πριν την αστυνομική διείσδυση δεν είχαν ακόμη τελέσει.
2108
Βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Αστυνομική διείσδυση. Συνταγματικά και δικονομικά
προβλήματα μιας «νομιμοποιημένης» ανακριτικής πράξης, ΠοινΛογ, 2003, σελ. 480.
2109
Για την προβληματική αυτή, βλ. ιδίως, Θεοχάρη ∆αλακούρα, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα
σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz
(επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 149 – 153.
641

δίκαιης δίκης και ο κατηγορούμενος μεταβάλλεται σε αποδεικτικό μέσο για την


πάση θυσία ανεύρεση της αλήθειας.
Η ανακριτική πράξη της αστυνομικής διείσδυσης σηματοδοτεί μια σταδιακή
μετατόπιση του κέντρου βάρους της ποινικής δίκης σε ένα πρώιμο στάδιο
συλλογής αποδείξεων, η οποία τείνει να αλλάξει προσανατολισμό και από
διαδικασία καταγνώσεως της ενοχής κάποιου συγκεκριμένου προσώπου για μια
συγκεκριμένη πράξη, μεταλλάσσεται σε μέσο για την επίτευξη στόχων
αντεγκληματικής πολιτικής. Ενώ παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη μια σταδιακή
ενίσχυση του ρόλου των διωκτικών μηχανισμών και δη, της εκτελεστικής
εξουσίας εις βάρος της δικαστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να σημαίνεται η
σχετικοποίηση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των λειτουργιών2110.
Περαιτέρω, η «παρακολούθηση του υπόπτου» αποτελούσε ανέκαθεν τη
δημοφιλέστερη και πιο συνήθη πρακτική των αστυνομικών οργάνων2111. Οι
διατάξεις που την προσδιόριζαν πριν από την εισαγωγή του άρθ. 253Α ΚΠ∆2112,
δεν καθιστούσαν σαφές πότε η παρακολούθηση του υπόπτου, ως αστυνομική
έρευνα, αποτελούσε διοικητική πράξη, και σε ποιες περιπτώσεις επρόκειτο για
ειδική ανακριτική πράξη.
Αν και εκ πρώτης όψεως, η ασάφεια αυτή μπορεί να μη φαίνεται ουσιώδης
εντούτοις, οι πρακτικές συνέπειες αυτής της διάκρισης είναι πολύ σημαντικές,
καθώς για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε ανακριτικής πράξης ο νόμος οφείλει να
προβλέπει και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις διεξαγωγής της, κάτι που εν
προκειμένω, δεν ίσχυε, με αποτέλεσμα τα όρια μεταξύ της νόμιμης και
παράνομης διεξαγωγής της και συνακόλουθα του νομίμως ή παρανόμως
κτηθέντος αποδεικτικού υλικού, να καθίστανται εντελώς δυσδιάκριτα2113.

2110
Για τα ειδικότερα προβλήματα συνταγματικής φύσεως που δημιουργεί η αστυνομική
διείσδυση και την προβληματική της απόλυτης προστασίας της αξίας του ανθρώπου ή άλλως της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Αστυνομική διείσδυση.
Συνταγματικά και δικονομικά προβλήματα μιας «νομιμοποιημένης» ανακριτικής πράξης,
όπ.παρ., σελ. 479 – 481 και σελ. 474 – 479.
2111
Ιδιαίτερα εύστοχη είναι η κριτική του Παρασκευόπουλου, σύμφωνα με τον οποίο, «οι
αστυνομικές πρακτικές διεκδικούν επίσης μια άτυπη ρυθμιστική δύναμη. Έτσι, αντί η ποινική
δικαιοσύνη να φιλτράρει την αστυνομική δραστηριότητα, ισχύει εντέλει το αντίστροφο. Ειδικά στον
τομέα των παρακολουθήσεων, όσο η εμβέλεια και η δραστικότητά τους ενισχύεται, τόσο λιγότερο
αισθητοί γίνονται οι νομικοί κανόνες». Βλ. Νικολάου, Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις
στα όρια της νομιμότητας, όπ.παρ., σελ. 20.
2112
Βλ. άρθ. 98-106 Π.∆. 141/1991. Λεπτομερέστερη ήταν η ρύθμιση της «παρακολούθησης του
υπόπτου», ως ειδικής ανακριτικής πράξης, στο άρθ. 40 Ν. 2514/1997, με τον οποίο κυρώθηκε
από την Ελλάδα η Συμφωνία Schengen.
2113
Ορθά υπογραμμίζει ο Παρασκευόπουλος ότι «σε ό,τι αφορά ειδικά τις παρακολυθήσεις,
ασπίδες είναι η αρχή της νομιμότητας, η αναλογικότητα και η εγγύηση της ιδιωτικότητας αλλά και
642

Ακόμη, η ελληνική έννομη τάξη στερούνταν, πριν από την εισαγωγή του
άρθ. 253Α ΚΠ∆, νομικού πλαισίου σχετικά με την «οπτική και ακουστική
επιτήρηση του υπόπτου με ειδικά τεχνικά μέσα», ενώ, δεν υπήρχαν καν στοιχεία
για την έκταση εφαρμογής της στην πράξη.
Οι «ελεγχόμενες μεταφορές» προβλέφθηκαν για πρώτη φορά στην
ελληνική έννομη τάξη ειδικά για τις περιπτώσεις ελεγχόμενης μεταφοράς
ναρκωτικών, εξαιτίας του άρθ. 11 της Συμβάσεως του ΟΗΕ κατά της παράνομης
διακίνησης φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών2114. Σε εφαρμογή της διατάξεως
του άρθ. 11 της Σύμβασης, το άρθ. 38 Ν. 2145/1993, όπως τροποποιήθηκε με το
άρθ. 15 Ν. 2331/19952115, προέβλεπε τη διαδικασία νόμιμης διεξαγωγής της εν
λόγω ειδικής ανακριτικής πράξης και καθιστούσε το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης
Ναρκωτικών (Σ.Ο.∆.Ν.) αποκλειστικά υπεύθυνο όργανο της διεθνούς
αστυνομικής συνεργασίας. Οι σχετικές διατάξεις αφορούσαν μόνο τα εγκλήματα
διακίνησης ναρκωτικών και παρά το δικονομικό τους χαρακτήρα δεν μπορούσαν
να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και σε άλλες περιπτώσεις τέλεσης
οργανωμένων εγκλημάτων, καθώς συνιστούσαν άμεση και ευθεία παρέμβαση
στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του ανθρώπου.

της ελευθερίας λόγου και κίνησης». Βλ. Νικολάου, Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις στα
όρια της νομιμότητας, όπ.παρ., σελ. 23.
2114
Τη γνωστή ως «Σύμβαση της Βιέννης», που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 20-12-1988 και
κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1990/1991.
2115
Σύμφωνα με το άρθ. 38 Ν. 2145/1993, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «1. Οι, κατά το άρθρο
11 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1988 (Ν.1990/1991) των Ηνωμένων Εθνών, αιτήσεις
αλλοδαπών κρατών, υποβάλλονται με κάθε μέσο μεταδόσεως, αλλά πάντως εγγράφως,
απευθείας ή και μέσω της ΙΝΤΕΡΠΟΛ προς το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών
(Σ.Ο.∆.Ν.), το οποιο, αφού ελέγξει τη νόμιμη προέλευση και το νομότυπο της αιτήσεως, αναφέρει
αμέσως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με εμπιστευτικό εγγραφό του, στο οποιο επισυνάπτει
και αντιγραφο του τηλεγραφήματος ή τυχόν άλλου εγγράφου που περιέχει την αίτηση. 2. Ο
Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, εφόσον οι παρεχόμενες από το αιτούν Κράτος εγγυήσεις
διασφαλίζουν τον έλεγχο της μεταφοράς και τη σύλληψη των ενεχόμενων στην υπόθεση
προσώπων, ειδοποιεί αμέσως τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών από τις περιφέρειες των
οποίων προβλέπεται ότι θα γίνει η μεταφορά. Οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών οφείλουν μετά την
πιο πάνω ειδοποίηση να απόσχουν από την άσκηση ποινικής δίωξης και να ενεργήσουν ό,τι
είναι αναγκαίο για να μη διακοπεί η μεταφορά. 3. Το Συντονιστικά Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών
(Σ.Ο.∆.Ν.) έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της πραγματοποιούμενης μεταφοράς καθόλη τη
διάρκειά της, από την είσοδο μέχρι την έξοδο των ναρκωτικών από τη χώρα. 4. Αμέσως μετά την
έξοδο των ναρκωτικών από την χώρα και το αργότερο εντός 48 ωρών, η ανωτέρω υπηρεσία
συντάσσει έκθεση στην οποία αναγράφονται λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τη διενεργηθείσα
υπό τον έλεγχο μεταφορά, και ιδίως η ημερομηνία, η ώρα και ο τόπος εισόδου και εξόδου των
ναρκωτικών από τη χώρα. Αντίγραφο της έκθεσης υποβάλλεται με εμπιστευτικό έγγραφο στον
Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. 5. Αιτήσεις ημεδαπών δικαστικών αρχών για τη διενέργεια
μεταφοράς υπό έλεγχο, εκτός της ελληνικής επικράτειας, διαβιβάζονται μέσω του Εισαγγελέα
Εφετών Αθηνών προς το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών. Οι ρυθμίσεις της
προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή».
643

Η «άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών», ως ειδική ανακριτική


πράξη, ρυθμιζόταν ήδη από τα άρθρα 4 και 5 Ν. 2225/1994 «για την προστασία
της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις», ενώ οι
ρυθμίσεις των ανωτέρω άρθρων διατηρήθηκαν σε ισχύ, με τη ρητή παραπομπή
σ’ αυτές της § 1 περ. γ’ του άρθ. 253Α ΚΠ∆2116. Σύμφωνα με τον Κοκκινάκη, «η
ρύθμιση της άρσης του απορρήτου ανταπόκρισης και επικοινωνίας αποτελεί μία
περίπτωση παράλληλης εφαρμογής μιας μεθόδου κρατικής παρέμβασης στον
χώρο των συνταγματικών δικαιωμάτων και εν γένει των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η οποία είναι κρυφή, έτσι ώστε αυτός του οποίου η σφαίρα των
δικαιωμάτων θίγεται, να μην αντιλαμβάνεται καθόλου τη χρησιμοποίηση της ως
άνω μεθόδου. Ως εκ τούτου, η μέθοδος αυτή από τη φύση της προσιδιάζει στη
δραστηριότητα των μυστικών υπηρεσιών»2117.
Η «ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων», με σκοπό τη δημιουργία του
«ηλεκτρονικού πορτρέτου» ενός υπόπτου, προβλεπόταν μάλλον
αποσπασματικά από τον Έλληνα νομοθέτη, με ρυθμίσεις εγκατεσπαρμένες σε
διάφορες διατάξεις του Οργανισμού Λειτουργίας του Σώματος ∆ίωξης
Οικονομικού Έγκληματος (Σ∆ΟΕ), που την αντιμετώπιζαν περισσότερο ως
διοικητική έρευνα, παρά ως ανακριτική πράξη. Λεπτομερέστερη πρόβλεψή της,
ως ειδικής ανακριτικής πράξης, περιείχε η Σύμβαση Europol2118. Συγκεκριμένα,
το άρθ. 6 Ν. 2605/1998, όριζε ότι «η Europol τηρεί αυτοματοποιημένες συλλογές
πληροφοριών», και στη συνέχεια, τα άρθρα 7-25, καθόριζαν το περιεχόμενο του
συστήματος πληροφοριών, τον τρόπο λειτουργίας του, τα όργανα που έχουν
πρόσβαση σ’ αυτό, τους όρους εγγραφής, τροποποίησης και διαγραφής των
στοιχείων που εισάγονται στο σύστημα πληροφοριών και αποτελούν αντικείμενο
επεξεργασίας, καθώς και τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προβλέπονται για τις περιπτώσεις επεξεργασίας

2116
Βλ. σχετικά ΑΠ 626/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, η οποία αντιμετώπισε το ζήτημα της άρσης του απορρήτου των
τηλεπικοινωνιών, που είχε διαταχθεί με βούλευμα και έκρινε ότι η απομαγνητοφώνηση,
ανάγνωση και λήψη υπόψη του εγγράφου αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν
προσβάλλονται ως πλαστά, ενώ, δεν απαιτείται και η ακρόαση της μαγνητοταινίας. Η
απομαγνητοφώνηση, όμως, συνομιλίας μετά το χρονικό διάστημα της άρσης του απορρήτου, δεν
λαμβάνεται υπόψη.
2117
Βλ. Κρίτωνα Κοκκινάκη, Η σχέση ποινικοδικονομικής δραστηριότητας και αστυνομικής
πρόληψης ενόψει της κρατικής παρέμβασης στον χώρο των συνταγματικών δικαιωμάτων και εν
γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 662.
2118
Για το πλήρες κείμενο του Ν. 2605/1998, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Europol, βλ.
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 515 – 524.
644

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, ο Ν. 2472/1997 «Προστασία


του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», στον
οποίο γίνεται, επίσης, ευθεία παραπομπή στην § 1 περ. ε’ άρθ. 253Α ΚΠ∆,
λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή των παράνομων και
ευθέων παραβιάσεων της συνταγματικά κατοχυρωμένης ιδιωτικής ζωής των
υπόπτων.
Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι η εισαγωγή του άρθ. 253Α
ΚΠ∆ δεν αποτελεί απλά και μόνο κωδικοποίηση ήδη υφιστάμενων διατάξεων,
αλλά μια ευθεία και άμεση παρέμβαση του Έλληνα νομοθέτη στο σώμα της
ποινικοδικονομικής απόδειξης, με ευρύτατες συνέπειες για ιδιαίτερα αυξημένο
αριθμό πολιτών. Υπό το πρίσμα αυτής της παραδοχής, τα τρία ερωτήματα που
θέσαμε στην αρχή μπορούν να απαντηθούν μόνο, ως σκόπιμη προσπάθεια του
νομοθέτη να μην γίνει αντικείμενο κριτικής λόγω της υιοθέτησης διατάξεων που
βάλλουν ευθέως κατά των ατομικών ελευθεριών.
Περαιτέρω, η δυνατότητα και η διαδικασία νομότυπης διενέργειας ειδικών
ανακριτικών πράξεων στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο προβλέπεται από
το άρθ. 253Α ΚΠ∆, όπως εισήχθη με το άρθ. 6 Ν. 2928/2001 και τροποποιήθηκε
με το άρθ. 42 Ν. 3251/20042119, το οποίο τιτλοφορείται «ανακριτικές πράξεις επί
εγκληματικών οργανώσεων», σύμφωνα με το οποίο, ειδικά για τις αξιόποινες
πράξεις του άρθ. 187 §§ 1 και 2 ΠΚ και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθ. 187Α
ΠΚ η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει2120 και τη διενέργεια της ανακριτικής
διείσδυσης2121, των ελεγχόμενων μεταφορών2122, της άρσης του απορρήτου2123,

2119
Για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και
Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 25 – 28. Για μια συνολική κριτική ανάλυση των ειδικών ανακριτικών
πράξεων του άρθρου 253Α ΚΠ∆ βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών
οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034 – 1044.
2120
Η απαρίθμηση αυτή είναι περιοριστική. Κατά συνέπεια, καμιά άλλη ανακριτική πράξη όμοια ή
παρόμοια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, παρά μόνο οι συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις που
καθορίζονται στο άρθ. 253Α ΚΠ∆. Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’,
όπ.παρ., σελ. 436.
2121
Η ανακριτική διείσδυση, σύμφωνα με τη διάταξη, γίνεται «με την τήρηση των εγγυήσεων και
τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται
στην § 1 του άρθρου 25Β του Ν. 1729/1987 «Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών,
προστασία των νέων και άλλες διατάξεις» (ήδη άρθρο 28 § 1, μετά την κωδικοποίηση των
διατάξεων της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά με τον «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν.
3459/2006), όπως ισχύει και στην § 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 «Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
2122
Με την τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 38 Ν. 2145/1993 «για τη ρύθμιση θεμάτων
εκτελέσεων ποινών, επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της
δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων».
645

της καταγραφής δραστηριότητας2124 ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με


συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα2125 και της συσχέτισης ή
συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα2126.
Ειδικά όσον αφορά την ανακριτική διείσδυση, η οποία, όπως είδαμε
παραπάνω, αποτελεί έναν από τους πλέον αμφισβητούμενους τομείς της
αστυνομικής δραστηριότητας2127, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί να
ενεργηθεί μόνο εφόσον περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες
για τη διακρίβωση εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης

2123
Με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 Ν. 2225/1994 «Για
την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις». Πρόκειται
για την συνακρόαση συνδιαλέξεων, για τις παρεμβολές, για την αποκωδικοποίηση των
μηνυμάτων κ.ά., που στοχεύουν στην έγκαιρη επισήμανση της τέλεσης των εγκληματικών
πράξεων του άρθρου 187 §§ 1 και 2 ΠΚ. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,
όπ.παρ., σελ. 170 επ.
Για μια συνεκτική παρουσίαση της έκτασης προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και του
ιδιωτικού βίου, βλ. ιδίως, Γιώργου Νούσκαλη, Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση
προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου, μετά την τροποποίηση των
άρθρων 370Α ΠΚ και 7Α Ν. 2472/1997 με το Ν. 3090/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 8 – 9 και του ιδίου,
Ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων, Η νομολογιακή συμβολή στην ερμηνεία βασικών
όρων, (β’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 5 επ.
2124
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου αυτές οι ανακριτικές πράξεις αποτελούν «προδραστικές
μεθόδους δίωξης» και συνάπτονται άμεσα με την παρατηρούμενη εκ βάθρων αναδιοργάνωση
του κοινωνικού ελέγχου. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Η οργανωμένη εγκληματικότητα και η
εσωτερική (αν-) ασφάλεια, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 881. Για τις συνέπειες της πρόβλεψης των
συγκεκριμένων πράξεων στη διάταξη του άρθρου 253Α ΚΠ∆ ιδιαίτερα όσον αφορά την αφαίρεση
της δυνατότητας της διενέργειας της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης από ιδιώτες και την
αναγνώριση της δυνατότητας αυτής μόνο στους ανακριτικούς υπαλλήλους, βλ. Αντώνη
Βαθρακοκοίλη, Η νομική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες αυτής, Ποιν∆ικ,
2006, σελ. 1056. Για την εικονοληψία, τέλος, ως αποτελεσματική μέθοδο εγκληματοπρόληψης,
βλ. Κρίτωνα Κοκκινάκη, Η εικονοληψία ως μέσο εγκληματοπρόληψης, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 696 –
701.
2125
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 § 4 Ν. 2713/1999 «για την Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με το οποίο, «με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η καταγραφή
σχετικών πράξεων με συσκευές ήχου ή εικόνας ή άλλα ειδικά τεχνικά μέσα και η χρησιμοποίηση
του υλικού ως αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης
δημόσιας αρχής».
2126
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2472/1997 « για την προστασία του ατόμου από την
επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
2127
Για μια συνοπτική αλλά καίρια ανταλλαγή επιχειρημάτων για το ζήτημα της ανακριτικής
διείσδυσης, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Κατά του
θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1603 – 1605, η οποία εστιάζει την κριτική της στη δυνατότητα
διενέργειάς της και σε μια σειρά πράξεων που δεν σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα, στην
ευρύτητα των προσώπων σε βάρος των οποίων μπορεί να διαταχθεί το συγκεκριμένο μέτρο,
στην ασάφεια σχετικά με το είδος της δράσης των αστυνομικών το οποίο μπορεί να γίνει ανεκτό
και στο γεγονός ότι παραμένει ουσιαστικά ανέλεγκτη κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της και
Νικολάου Λίβου, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1606 – 1608,
ο οποίος θεωρεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 253Α ΚΠ∆ για την αστυνομική διείσδυση είναι σαφώς
καλύτερη σε σχέση με τις ρυθμίσεις στις οποίες παραπέμπει το ίδιο το κείμενο της διάταξης, αλλά
διατυπώνει μια καίρια επιφύλαξη για το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής της εις βάρος
κάποιου ατόμου που στη συνέχεια θα αποδειχθεί ότι δεν είχε στην πραγματικότητα τελέσει
κάποια από τις συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες υπήρχαν υπόνοιες.
646

είχαν προαποφασίσει2128. Σύμφωνα με τον Βαθρακοκοίλη2129, το γεγονός ότι η


περιγράφουσα έναν ειδικό λόγο άρσης του αδίκου διάταξη του άρθ. 25Β § 1 Ν.
1729/1987 (ήδη άρθ. 28 § 1, μετά την κωδικοποίηση των διατάξεων της
νομοθεσίας για τα ναρκωτικά με τον «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν.
3459/2006), συμπεριλήφθηκε στη διάταξη του άρθ. 253Α ΚΠ∆ της προσέδωσε
μία διάφορη νομική φύση και συγκεκριμένα, την κατέστησε ειδική ανακριτική
πράξη και διερευνητικό μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, με αποτέλεσμα,
αφενός, η άρση του αρχικά άδικου χαρακτήρα της συγκεκριμένης πράξης να
αίρεται πλέον μέσω της προσφυγής στις διατάξεις του άρθ. 20 ΠΚ και αφετέρου,
εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί δικαστική έρευνα, να μπορεί πλέον να
διεξάγεται νομίμως μόνο από ανακριτικούς υπαλλήλους.
Προκειμένου να οριοθετήσουμε την έννοια της «ελεγχόμενης μεταφοράς»,
θα πρέπει να ανατρέξουμε στον αυθεντικό ορισμό που παρέχει η διάταξη του
άρθ. 1 εδ. ζ’ Ν. 1990/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Βιέννης,
σύμφωνα με τον οποίο, «ελεγχόμενη παράδοση2130 σημαίνει την τεχνική
σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά παράνομων ή ύποπτων
αποστολών εμπορευμάτων, ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών,
ουσιών που αναφέρονται στον πίνακα Ι και τον πίνακα ΙΙ που είναι
προσαρτημένοι σ’ αυτή τη Σύμβαση ή υποκατάστατων ουσιών τους, δια ή μέσα
στην περιοχή μιας ή περισσότερων χωρών, εν γνώσει και υπό την επίβλεψη των
αρμοδίων αρχών τους, με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας προσώπων,

2128
Σύμφωνα με τον Γιαννουλόπουλο, θα πρέπει και στην Ελλάδα να επιχειρείται διασταλτική
ερμηνεία του άρθρου 177 § 2 ΚΠ∆ και τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αθέμιτη
αστυνομική παγίδευση να αποκλείονται, με άμεση συνέπεια, σε περίπτωση χρησιμοποίησής
τους, να γεννάται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 § 1 εδ. δ’ ΚΠ∆. Βλ. ∆ημητρίου
Γιαννουλόπουλου, Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, όπ.παρ., σελ. 617 – 628,
ιδίως σελ. 628.
Όμοια άποψη υποστηρίζει και ο Παπαδημητράκης, ο οποίος, επιπροσθέτως, παρατηρεί ότι σε
επίπεδο συγκριτικού δικαίου, στις αγγλοσαξωνικές χώρες δεν υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση
του ζητήματος της παγίδευσης του κατηγορουμένου από τις αστυνομικές αρχές, καθώς στην
Αγγλία αντιμετωπίζεται μάλλον ως παράγοντας επιμέτρησης της ποινής, στον Καναδά και την
Αυστραλία, αν αποδειχθεί η παγίδευση, μπορεί να οδηγήσει σε άμεσο σταμάτημα της δίκης, ενώ,
στην Αμερική ακολουθείται μια μάλλον ενδιάμεση λύση, καθώς θεωρείται ότι, υπό προϋποθέσεις,
μπορεί να παράξει διάφορες έννομες συνέπειες κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Βασική, πάντως,
τάση του αγγλοσαξωνικού δικαίου είναι ότι η παγίδευση ατόμων από τις αστυνομικές αρχές
αποτελεί αποδοκιμαστέα ενέργεια και κατά συνέπεια, μπορεί να οδηγήσει είτε στην αθώωση του
κατηγορουμένου είτε στην παύση της δίκης. Βλ. Γεωργίου Παπαδημητράκη, Η έννοια της
«παγίδευσης» του κατηγορουμένου από τις αρχές στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο και οι συνέπειές
της, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1369.
2129
Βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη, Η νομική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες
αυτής, όπ.παρ., σελ. 1052 – 1057.
2130
Ο όρος «ελεγχόμενη παράδοση» ταυτίζεται εννοιολογικά με τον όρο «ελεγχόμενη μεταφορά».
647

αναμεμειγμένων στη διάπραξη εγκλημάτων που θεσπίστηκαν σύμφωνα με το


άρθ. 3 § 12131 αυτής της Σύμβασης». Επομένως, η ανακριτική πράξη της
«ελεγχόμενης μεταφοράς» συνίσταται στην παρακολούθηση από τις αρμόδιες
αρχές της μεταφοράς αντικειμένων, για την οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις
ότι αποτελεί παράνομη πράξη, είτε από τη στιγμή της εισόδου τους στην ελληνική
επικράτεια μέχρι και την έξοδό τους από αυτή, είτε κατά τη διάρκεια της
μεταφοράς τους μέσα στην ελληνική επικράτεια, προκειμένου να εντοπιστούν
τόσο οι ενδιάμεσοι, όσο και ο τελικός αποδέκτης τους. Στην περίπτωση αυτή,
κατά τη διάρκεια της μεταφοράς δεν πραγματοποιείται επέμβαση των αρμοδίων
αρχών.
Το άρθ. 4 § 3 Ν. 2225/1994, στο οποίο παραπέμπει το άρθ. 253Α ΚΠ∆ για
την άρση του απορρήτου, προβλέπει ότι «η άρση στρέφεται μόνο κατά
συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που
ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι
λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται
από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του». Επομένως, η
άρση του απορρήτου, ως ειδική ανακριτική πράξη, μπορεί να στρέφεται μόνο
κατά συγκεκριμένων προσώπων για τα οποία υπάρχουν ήδη σοβαρές ενδείξεις
ενοχής.
Για τη διενέργειά της αποφασίζει το Συμβούλιο μέσα σε 24 ώρες2132,
ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή ανακριτή. Η χρονική διάρκεια της
άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 5 § 6 Ν. 2225/1994, δεν
μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. Παρατάσεις μπορούν να δοθούν, αλλά
μέχρι το ανώτατο όριο των δέκα μηνών2133. Το ανώτατο χρονικό όριο των δέκα

2131
∆ηλαδή των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών.
2132
Η διάταξη του άρθ. 4 § 5 εδ. β’ Ν. 2225/1994, που προβλέπει το χρονικό όριο έκδοσης του
βουλεύματος των 24 ωρών, κατοχυρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό το απόρρητο της επικοινωνίας
από τη διάταξη του άρθ. 253Α § 3 εδ. α’ ΚΠ∆, η οποία δεν προβλέπει χρονικό όριο απόφανσης
του ∆ικαστικού Συμβουλίου. Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αφού αποτελεί μείζονα
δικαιοκρατική εγγύηση, υπερισχύει στην περίπτωση αυτή.
2133
Βλ. και την κριτική του Συλίκου, σύμφωνα με τον οποίο, «το ανώτατο χρονικό όριο των δέκα
μηνών είναι υπερβολικά μακρό, και μάλιστα χωρίς αποχρώντα λόγο, δεδομένου ότι η ανακριτική
πράξη, και μάλιστα ανακριτική πράξη επαχθέστατη, διότι καταλύει δικαίωμα καθιερωμένο και
κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα (και μάλιστα από τα κλασικά συνταγματικά δικαιώματα), πρέπει
να είναι λειτουργικά αποτελεσματική σε βραχύτατο χρονικό διάστημα, αλλιώς δεν υφίσταται
ανάγκη διενέργειάς της, και δεν μπορεί να παραβιάζονται δικαιώματα του πολίτη, και μάλιστα
δικαιώματα συνταγματικώς καθιερωμένα και κατοχυρωμένα, με τη λογική ότι από την
παρακολούθηση των πολιτών είναι ενδεχόμενο κάποτε να προκύψουν αποδεικτικά στοιχεία. Η
λογική της “αλίευσης” ανακριτικών δεδομένων με την παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων
648

μηνών δεν ισχύει στις περιπτώσεις που διατάσσεται η άρση του απορρήτου για
λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων με συσκευές ήχου ή
εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα, αποτελεί μια ανακριτική πράξη που
προσβάλλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο έννομο αγαθό της ιδιωτικής και
οικογενειακής ζωής του ατόμου2134. Επιτρέπεται, όπως σαφώς ορίζεται από το
άρθ. 253Α ΚΠ∆, μόνο για γεγονότα που συμβαίνουν εκτός κατοικίας. Σύμφωνα με
την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/2001, ως κατοικία νοείται τόσο η ιδιωτική
κατοικία, όσο και η επαγγελματική2135.
Η διάταξη του αρ. 253Α ΚΠ∆ για τη συσχέτιση ή το συνδυασμό δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα, τέλος, ρυθμίζει επέμβαση σε ατομική ελευθερία και
ειδικότερα, στο δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου. Η
περιγραφή της διάταξης αυτής είναι σφόδρα ελλιπής, αφού δεν καθορίζει την
προέλευση των υπό συσχέτιση δεδομένων ούτε υπάρχει κάποια σαφής
δέσμευση, εκτός από τα όρια που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, για το ποια
δεδομένα επιτρέπεται να αποτελέσουν αντικείμενο συσχέτισης ή
συνδυασμού2136. Σύμφωνα με το ∆αλακούρα2137, υπό την έννοια της
«αναλογικότητας» θα πρέπει να νοείται «το αποτέλεσμα αξιολογήσεως της
σχέσης μεταξύ των εννόμων συμφερόντων που αξιώνουν την υλοποίηση της
υπό έλεγχο κρατικής ενεργείας και των εννόμων συμφερόντων που θίγονται από
αυτήν, το οποίο προκύπτει υπό το πρίσμα της πραγματικής καταστάσεως –
λαμβανομένης υπόψη της εντάσεως προσβολής ή άλλως της απαιτήσεως

δεν είναι προδήλως λογική ενός Κράτους ∆ικαίου». Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής
∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 469.
2134
Άρθρο 9 § 1 εδ. α’ Σ.
2135
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578. Σύμφωνα με τον Συλίκο,
«εφόσον οι ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253Α ΚΠ∆ έχουν ενταχθεί συστηματικά στις έρευνες,
η έννοια της κατοικίας στη συγκεκριμένη διάταξη έχει το ευρύ περιεχόμενο, που έχει στο πλαίσιο
του ∆ικαίου των Ερευνών. Συνεπώς συμπεριλαμβάνει και τις επαγγελματικές κατοικίες αλλά και
όλα τα είδη και τις μορφές κατοικίας, που αποτελούν ευρύτατο φάσμα». Βλ. Γεωργίου Συλίκου,
Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 460.
2136
Για το περιεχόμενο και τα όρια της αναλογικότητας σε νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαιοδοτικό
επίπεδο, βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού, όπ.παρ., ιδίως σελ. 158 επ. Ενώ, για μια πιο αναλυτική κριτική της
συγκεκριμένης ειδικής ανακριτικής πράξης, ∆ημητρίου Σπυράκου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός
προσωπικών δεδομένων για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ, 2001, σελ.
1030 – 1033.
2137
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
όπ.παρ., σελ. 89.
649

προστασίας των εν λόγω αντιτιθέμενων συμφερόντων – και επί τη βάσει μιας


σχετικής προκριματικής κλίμακας ως κοινού πλαισίου αναφοράς».
Θα πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι το λειτουργικό πεδίο εμβέλειας
του άρθ. 253Α ΚΠ∆ είναι πλέον τόσο εκτεταμένο, ώστε περιλαμβάνει όλα τα
σημαντικά είδη κακουργημάτων, και όχι απλά κάποια εγκλήματα και κάποια
πλημμελήματα2138, όταν τελούνται από εγκληματική οργάνωση, με αποτέλεσμα οι
προβλεπόμενες από το άρθ. 253Α ΚΠ∆ ανακριτικές πράξεις να χάνουν το
χαρακτήρα των «ειδικών» και να καθίστανται «γενικές». Τη σύγχυση αυτή,
επιτείνει και το γεγονός της συστηματικής ένταξής τους στο ∆εύτερο Τμήμα του
Τρίτου Βιβλίου του ΚΠ∆, που αφορά και ρυθμίζει τις «ανακριτικές πράξεις», οι
οποίες μπορούν να διενεργηθούν σε κάθε περίπτωση προανάκρισης και
ανάκρισης για κακούργημα ή πλημμέλημα. Ορθότερη θα ήταν η συστηματική
ένταξη των συγκεκριμένων ειδικών ανακριτικών πράξεων επί εγκληματικών ή
τρομοκρατικών οργανώσεων, εφόσον πρόκειται για ανακριτικές πράξεις, που
εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο σε ειδική κατηγορία εγκλημάτων, μετά τις
ανακριτικές πράξεις που εφαρμόζονται σε όλα τα είδη εγκλημάτων. Έτσι, θα
έπρεπε να τοποθετηθούν μετά το άρθ. 269 ΚΠ∆ ως άρθ. 269Α ΚΠ∆ σε αυτοτελές
κεφάλαιο, το οποίο έπρεπε να αριθμηθεί ως Τέταρτο Κεφάλαιο με αναρίθμηση
των επόμενων κεφαλαίων. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορούσε να
δημιουργηθεί σύγχυση ως προς τη φύση, τη λειτουργία και το πεδίο πρακτικής

2138
Για να καταφανεί η έκταση και η ένταση του λειτουργικού πεδίου εμβέλειας του άρθρου 253Α
ΚΠ∆, παρατίθενται τα εγκλήματα στα οποία μπορούν να εφαρμοσθούν οι ειδικές ανακριτικές
πράξεις, όταν τελούνται από οργανωμένη εγκληματική ή τρομοκρατική ομάδα: Στα κακουργήματα
της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, όπλων και εκρηκτικών υλών στα κακουργήματα, που
προβλέπονται στον ΠΚ στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων
νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής
βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270
(έκρηξη), 272 ( παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 279
(δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και
αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση),310 ( βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή),
323 (εμπόριο δούλων), 323Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια
απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), 348Α
(πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής), 374
(διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση), 386
(απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία) και στα κακουργήματα που
προβλέπονται στη νομοθεσία για την προστασία από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον
άνθρωπο ακτινοβολίες. Μπορούν, ακόμη, να εφαρμοσθούν στις πλημμεληματικές πράξεις της με
απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων,
μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων
επιχείρηση ματαίωσης της αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας των κακουργηματικών πράξεων
που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
650

εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων2139. Η ειδική ρύθμισή τους, όμως,


αποτελεί παραδοχή του γεγονότος ότι οι γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις
ανακριτικές πράξεις, λόγω της φύσης τους, δεν κρίθηκαν επαρκείς και με
γνώμονα την αρχή της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης και την
αποτελεσματικότητα της καταστολής, επιλέχθηκαν οι ιδιαίτερα επαχθείς και
ευθέως παραβιάζουσες συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, ειδικές
ανακριτικές πράξεις.
Σύμφωνα με το άρθ. 19 § 3 του Συντάγματος, απαγορεύεται η
οποιαδήποτε χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση
των άρθ. 9, 9Α και 19 Σ. Συνεπώς, αν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη παραβιάζει
το άσυλο της κατοικίας (άρθ. 9 § 1 εδ. α’ Σ) και τους όρους ερευνών σε κατοικία
(άρθ. 9 § 1 εδ. γ’ Σ), το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του
ατόμου, που πρέπει να είναι απαραβίαστη, (άρθ. 9 § 1 εδ. β’ Σ), το δικαίωμα
προστασίας καθενός από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδιαίτερα με
ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων (άρθ. 9Α Σ) ή το απόρρητο
των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε
άλλο τρόπο (άρθ. 19 § 1 Σ), χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις
διενέργειάς της ή χωρίς να έχει διαταχθεί σύννομα ή για οποιονδήποτε άλλο
τυπικό λόγο, τότε τα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν μ’ αυτή την ανακριτική
πράξη, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε να αξιοποιηθούν με
οποιονδήποτε τρόπο από οποιοδήποτε δικαστικό όργανο και σε οποιοδήποτε
στάδιο της ποινικής διαδικασίας, επί ποινή ακυρότητας ολόκληρης της
διαδικασίας.
Η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων προβλέπεται αποκλειστικά και
μόνο για τις αξιόποινες πράξεις των §§ 1 και 2 του άρθ. 187 και του άρθ. 187Α
ΠΚ2140, καθώς και για αξιόποινη πράξη που τυποποιείται σε Ειδικό Ποινικό Νόμο,
ο οποίος προβλέπει ειδικά τη διενέργεια της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης

2139
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 435.
2140
Ειδικά για την ηλεκτρονική παρακολούθηση, ορθή είναι η επισήμανση του Καλφέλη, ότι σε
περίπτωση που δεν συσχετίζεται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ή της
τρομοκρατίας, αλλά γενικευμένα χρησιμοποιείται στους δημόσιους χώρους, «μπορεί να οδηγήσει
στην αυξημένη και ανεπιθύμητη παρακολούθηση της ομιλίας ή της κίνησης ανθρώπων για τους
οποίους δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη υπόνοια για την τέλεση ενός αδικήματος, γεγονός που
διαβρώνει θανάσιμα την ευρωπαϊκή νομική κουλτούρα, αφού δεν είναι δυνατό κάθε διαδηλωτής
να θεωρείται a priori ότι είναι επικίνδυνος!». Βλ. Γρηγορίου Καλφέλη, Ηλεκτρονική
παρακολούθηση των διαδηλώσεων, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 49.
651

στην οποία αναφέρεται και φυσικά, μόνο οι προβλεπόμενες ανακριτικές πράξεις


μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ούτε άλλες ούτε παρόμοιες. Ακόμη, η χρήση της
φράσης «μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια», μας άγει αδιαμφισβήτητα
στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης θέλησε οι ειδικές ανακριτικές πράξεις να
χρησιμοποιούνται εντελώς εξαιρετικά και εφόσον οι κλασσικές ανακριτικές
μέθοδοι δεν επαρκούν. Έτσι, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθ.
253Α ΚΠ∆, δεν επιτρέπεται να εφαρμόζονται αναλογικά2141, παρά το γεγονός ότι
η αναλογική ερμηνεία και εφαρμογή γίνεται γενικώς δεκτή στο Ποινικό ∆ικονομικό
∆ίκαιο, ούτε καν διασταλτικά και θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και να
εφαρμόζονται στενά.
Οι αυξημένες ειδικές νόμιμες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν
για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων2142, είναι δύο. Πρώτον,
απαιτείται να προκύπτουν «σοβαρές ενδείξεις τέλεσης» μιας από τις αξιόποινες
πράξεις για τις οποίες επιτρέπονται. Οι «σοβαρές ενδείξεις» αποτελούν
αντικειμενικά δεδομένα, δηλαδή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που
αποδεικνύονται με συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλές υποκειμενικές
εντυπώσεις ή παραστάσεις, οι οποίες αποτελούν «υπόνοιες», ακόμη και αν οι
«υπόνοιες» είναι σοβαρές. Οι «σοβαρές ενδείξεις» θα πρέπει να υφίστανται πριν
από τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης, γιατί αν προκύψουν μετά, αυτή είναι
παράνομη. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι επαρκής για τη νόμιμη διενέργειά της η
πιθανολόγηση, ακόμη και όταν εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι με τη διενέργεια της
ανακριτικής πράξης θα προκύψουν σοβαρές ενδείξεις. Θα πρέπει να επισημανθεί
ότι για να διενεργηθεί ανάκριση στο σύστημα που εισήγαγε ο Ν. 3160/2003,
πρέπει πλέον να προϋφίστανται «επαρκείς ενδείξεις» για να κινηθεί η ποινική
δίωξη. Οι «σοβαρές ενδείξεις» είναι, συνεπώς, σοβαρότερες και από τις
«επαρκείς ενδείξεις» που είναι αναγκαίες για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Οι
«σοβαρές ενδείξεις» θα πρέπει να υφίστανται για όλα τα στοιχεία της
αντικειμενικής υπόστασης της § 1 ή 2 του άρθ. 187 ή του άρθ. 187Α ΠΚ2143.

2141
Βλ. και Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 455.
2142
Για τις προϋποθέσεις διεξαγωγής ανάκρισης με τις υπό συζήτηση ανακριτικές τεχνικές, βλ.
ιδίως Νικολάου Λίβου, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα. Το
παράδειγμα του Ποινικού ∆ικαίου, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Θεσσαλονίκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 185 επ., ιδίως σελ. 201 – 207.
2143
Συνεπώς, οι «σοβαρές ενδείξεις» αφορούν τόσο την ύπαρξη εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης, κατά την έννοια του νόμου, όσο και την τέλεση ή την επικείμενη τέλεση ενός ή
περισσοτέρων εγκλημάτων από τα περιοριστικά προβλεπόμενα στο νόμο.
652

Τέλος, οι «σοβαρές ενδείξεις» θα πρέπει να συσχετίζονται και να αφορούν ένα ή


περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν μέλη της
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης2144 και δεν μπορούν να στρέφονται
κατά τρίτων, άσχετων προσώπων, σε αντίθεση με ότι γενικά ισχύει για την
έρευνα, όπως προβλέπεται από το άρθ. 257 εδ. α’ και β’ ΚΠ∆, ως γενική
ανακριτική πράξη2145.
∆εύτερον, η εξάρθρωση της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης,
θα πρέπει να είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής2146. Συνεπώς, οι
ειδικές ανακριτικές πράξεις θα πρέπει να αποτελούν ή το μοναδικό αναγκαίο ή το
μοναδικό αποτελεσματικό μέσο για την εξάρθρωση της εγκληματικής
οργάνωσης. Επομένως, όταν δεν αποτελούν το έσχατο μέσο, τότε είναι
παράνομη η διενέργειά τους.
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καθιερωμένη πλέον και στο Σύνταγμα, στο
άρθ. 25 § 1 εδ. δ’ Σ, αρχή της αναλογικότητας, η οποία διέπει όλους τους
περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και οι αρχές της αναγκαιότητας,
της προσφορότητας και της απαγορεύσεως του υπερμέτρου, ως επιμέρους
εκφάνσεις της, εφαρμόζονται απαρέγκλιτα στην περίπτωση των ειδικών
ανακριτικών πράξεων.
Εξάλλου, η «δυσχέρεια εξάρθρωσης» πρέπει να είναι τόση και τέτοιας
έντασης, που η αποφυγή διενέργειας της ειδικής ανακριτικής πράξης να την
καθιστά με σημαντική πιθανότητα, που να εγγίζει τη βεβαιότητα, αδύνατη. Για τη
νόμιμη διενέργειά τους, τέλος, δεν αρκεί η βεβαίωση του εγκλήματος να είναι
αδύνατη έως ιδιαιτέρως δυσχερής, καθώς το έγκλημα πρέπει να έχει ήδη
βεβαιωθεί με τις προηγηθείσες ανακριτικές πράξεις, αλλά απαιτείται να είναι
αδύνατη έως ιδιαιτέρως δυσχερής «η εξάρθρωση» της εγκληματικής ή

2144
Σε περίπτωση, όμως, που αντικείμενο της παρακολούθησης, ως ειδικής ανακριτικής πράξης,
για παράδειγμα, αποτελεί το έγκλημα της συμμετοχής σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση,
τότε τα όρια, σύμφωνα με την Zerbes, καθίστανται δυσδιάκριτα, αφού δεν είναι σαφές ποια
γεγονότα συνιστούν ενδείξεις για μια τέτοια συμμετοχή και «με τον τρόπο αυτό δικαιολογείται ένα
υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής των παρακολουθήσεων». Βλ. Ingeborg Zerbes,
Παρακολουθήσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος και η οικονομία ως δυνάμει πεδίο
παρακολούθησης, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius
Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 51.
2145
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698.
2146
Βλ. σχετικά και Νικολάου Μπιτζιλέκη, Επιτήρηση: Μια ποινή χωρίς ποινικό δίκαιο;, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 38 – 39.
653

τρομοκρατικής οργάνωσης, για την ύπαρξη της οποίας και για τη συγκρότησή της
και από τον κατηγορούμενο ή για την ένταξη του κατηγορούμενου σ’ αυτήν, ήδη
υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής.
Περαιτέρω, σε τυπικό επίπεδο, απαιτείται η έκδοση βουλεύματος2147 από
το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών2148, μετά από πρόταση του εισαγγελέα2149, που
να αποφαίνεται για το αν είναι αναγκαία η διενέργεια της συγκεκριμένης
ανακριτικής πράξης και ποιο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την
επίτευξη του ειδικού λειτουργικού στόχου, που τίθεται με την ειδική ανακριτική
πράξη, στο πλαίσιο του ευρύτερου στόχου της εξάρθρωσης της εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης και το οποίο οφείλει να είναι ειδικά και
εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο2150 (άρθρα 139 ΚΠ∆ και 93 § 3 Σ), άλλως το
βούλευμα δεν είναι εκτελεστό2151.
Για να είναι η αιτιολογία του βουλεύματος ειδική και εμπεριστατωμένη2152,
κατά την έννοια του νόμου, απαιτείται να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά

2147
Στα σοβαρά δικαιοκρατικά ελλείμματα της συγκεκριμένης διαδικασίας, ο Μαργαρίτης εγγράφει
την μη ενημέρωση και πολύ περισσότερο την μη συμμετοχή του θιγόμενου προσώπου στην όλη
διαδικασία και την αδυναμία προσβολής του εκδιδόμενου βουλεύματος με ένδικα μέσα και
υποστηρίζει, ορθά, ότι «είναι φανερό εδώ ότι η στάθμιση ανάμεσα στην αποτελεσματική
αντιμετώπιση του εγκλήματος και στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου
απέβη, σε νομοθετικό επίπεδο, ολοκληρωτικά υπέρ της πρώτης». Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη,
Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 141.
2148
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφανθεί τόσο για διενέργεια ειδικής
ανακριτικής πράξης, όσο και για να επικυρώσει τη διάταξη εισαγγελέα ή ανακριτή, που δόθηκε σε
εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση. Μόνο στην περίπτωση που την ανάκριση διεξάγει εφέτης
ανακριτής, αρμόδιο είναι το Συμβούλιο Εφετών. Εξάλλου, σε «εξαιρετικά επείγουσες»
περιπτώσεις μπορεί να εκδοθεί διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, με χρονική ισχύ 3 ημέρες,
μέσα στις οποίες ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας οφείλει να την εισάγει στο δικαστικό συμβούλιο,
διαφορετικά, η ισχύς της παύει αυτοδικαίως.
2149
Έτσι, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που θέλουν να διενεργήσουν κάποια ειδική ανακριτική πράξη,
πρέπει πρώτα να απευθυνθούν στον εισαγγελέα και σε επόμενο στάδιο ο εισαγγελέας θα
απευθυνθεί στο ∆ικαστικό Συμβούλιο.
2150
Κατά τη διατύπωση του νόμου «ειδικά αιτιολογημένο». Ορθή είναι, εν προκειμένω, η κριτική
του Μαργαρίτη ότι πρόκειται περί «νομοτεχνικής προχειρότητας», αφού «η θεσπιζόμενη
αναγκαιότητα της εισαγγελικής προτάσεως εμφανίζει, ενόψει της ομόστοιχης γενικής προβλέψεως
του άρθρου 138 § 2 εδ. β’ ΚΠ∆, πλεονασματικό χαρακτήρα, ενώ η εισαγόμενη απαίτηση για
“ειδική αιτιολογία” συνιστά, ταυτόχρονα, περίσσευμα και έλλειμμα, αφού το (προστεθέν με το
άρθρο 2 § 5 Ν. 2408/1996) τρίτο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠ∆ αξιώνει όχι μόνο “ειδική” αλλά και
“εμπεριστατωμένη” αιτιολογία και στα μη αποφαινόμενα τελειωτικά για την κατηγορία
προπαρασκευαστικά, όπως το ερευνώμενο, βουλεύματα». Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική
διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 140 – 141.
2151
Σε περίπτωση που το βούλευμα δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο και παρά
ταύτα εκτελεστεί, τότε η ανακριτική πράξη για την οποία εκδόθηκε συνιστά παράνομη έρευνα και
τα αποτελέσματά της και τα αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν μ’ αυτή, δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ούτε να αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο από το ∆ικαστικό Συμβούλιο ή
το ∆ικαστήριο.
2152
Ορθά επισημαίνει ο Μαργαρίτης, ότι μια αιτιολογία έχει ανάγκη από ερμηνευτικές
κατευθύνσεις, οι οποίες μόνο μέσω ενός θεσμοθετημένου ελέγχου μπορούν να δοθούν και ως εκ
τούτου, το σημαντικό δικαιοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται από την αδυναμία αναιρετικού
654

περιστατικά που να διασαφηνίζουν πλήρως: 1) Την αξιόποινη πράξη για την


εξακρίβωση της οποίας διατάσσεται η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, 2) Τις
υπάρχουσες σοβαρές ενδείξεις ότι έχει ήδη τελεσθεί η αξιόποινη πράξη, 3) Το
σκοπό και τους συγκεκριμένους λόγους διενέργειας της συγκεκριμένης ειδικής
ανακριτικής πράξης, που περιορίζουν απολύτως τα όρια χρήσης των
πληροφοριών και των αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν αποκλειστικά και
μόνο σε ότι έχει ήδη προβλεφτεί από το ∆ικαστικό Συμβούλιο, 4) Την αδυναμία ή
ιδιαίτερη δυσχέρεια εξάρθρωσης της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης
με άλλο τρόπο ή με άλλο ηπιότερο μέσο, έτσι ώστε να καθίσταται η διενέργεια
της συγκεκριμένης ειδικής ανακριτικής πράξης απολύτως αναγκαία, 5) Το
απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα διάρκειας της ανακριτικής πράξης,
προκειμένου να επιτευχθεί ο ειδικός λειτουργικός σκοπός της, 6) Τα πρόσωπα
εναντίον των οποίων υφίστανται οι σοβαρές ενδείξεις2153 ότι έχουν τελέσει την
αξιόποινη πράξη, 7) Αν εφαρμόζεται διάταξη Ειδικού Ποινικού Νόμου, που
αφορά τη χρήση ειδικών ανακριτικών μεθόδων, πρέπει να προσδιορίζεται ο
λόγος εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης και 8) Σε περίπτωση, που κατ’
εξαίρεση, τα στοιχεία ή οι γνώσεις που αποκτήθηκαν θα χρησιμοποιηθούν για τη
βεβαίωση εγκλήματος, τη σύλληψη δραστών και την εξάρθρωση άλλης
εγκληματικής οργάνωσης («τυχαία ευρήματα»), τότε το ∆ικαστικό Συμβούλιο
οφείλει να αποφανθεί ειδικά2154. Τέλος, για να είναι νόμιμη και έγκυρη κάθε μία
από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις, πρέπει να συντάσσεται γι’ αυτήν νομότυπη
και έγκυρη έκθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 258 εδ. α’ ΚΠ∆.
Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, δημιουργούνται αρκετά προβλήματα κατά
τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Ειδικότερα, οι ειδικές
ανακριτικές πράξεις έχουν γενικώς επείγοντα χαρακτήρα, αφού δεδηλωμένος
στόχος τους είναι η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία χωρίς τη

ελέγχου του βουλεύματος καθίσταται αυταπόδεικτη. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική


διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 145.
2153
Υπό την έννοια ενός υψηλότερου βαθμού ενοχής, ο οποίος θα διαπιστώνεται με μια
ανατρέχουσα στο παρελθόν διάγνωση, σε αντίθεση με τις «επαρκείς ενδείξεις» που απαιτούνται
για την παραπομπή και συνάπτονται με την πιθανολόγηση μελλοντικής καταδίκης. Βλ. Λάμπρου
Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ.
144.
2154
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 253Α § 4 ΚΠ∆, κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτήθηκε κατά
τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τους λόγους
που όρισε το δικαστικό συμβούλιο. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται τα στοιχεία αυτά ή οι αποκτηθείσες
γνώσεις να χρησιμοποιηθούν για τη βεβαίωση εγκλήματος, τη σύλληψη δραστών και την
εξάρθρωση άλλης εγκληματικής οργάνωσης, εφόσον το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί ειδικώς
περί αυτού.
655

διενέργειά τους καθίσταται από αδύνατη έως ιδιαιτέρως δυσχερής. Παρά ταύτα,
δε θεσπίζεται κάποιο χρονικό όριο έκδοσης του σχετικού βουλεύματος, ούτε καν
για τις περιπτώσεις του άρθ. 253Α § 3 εδ. β’ ΚΠ∆, που εισάγεται εντός τριημέρου
στο ∆ικαστικό συμβούλιο η εκδοθείσα από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή διάταξη
διενέργειας κάποιας ειδικής ανακριτικής πράξης «σε εξαιρετικά επείγουσες
περιπτώσεις». Ειδικά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αν υποθέσουμε ότι το βούλευμα
δεν εκδοθεί αυθημερόν και βραδύνει η διαδικασία πέραν του τριημέρου, με βάση
ποιο δικαστικό τίτλο συνεχίζεται η διενέργεια της ειδικής ανακριτικής πράξης;
Ορθότερη φαίνεται η λύση ότι σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, σε
συνδυασμό με το εξαιρετικά επείγον των περιπτώσεων αυτών και με αναλογική
εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 4 § 5 εδ. β’ Ν. 2225/1994, το ∆ικαστικό
Συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει εντός 24 ωρών με σχετικό βούλευμά
του2155. Μια διαφορετική ερμηνεία, θα ήταν αντίθετη στο σκοπό του νόμου, αφού
ο ίδιος ο νομοθέτης θέσπισε βραχύτατη προθεσμία τριών ημερών, έτσι ώστε να
αποφασιστεί άμεσα από το ∆ικαστικό Συμβούλιο η περαιτέρω διεξαγωγή ή μη
της ανακριτικής ενέργειας, με την έκδοση ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένου βουλεύματος. Εξάλλου, σε περίπτωση de facto χρονικής
παράτασης της περιορισμένης από το νόμο χρονικής ισχύος της διάταξης,
εξαιτίας της καθυστέρησης του ∆ικαστικού Συμβουλίου, η εκ των υστέρων
έκδοση βουλεύματος θα είχε να αντιμετωπίσει πολλές φορές μια ήδη τετελεσμένη
νομική κατάσταση.
Ένα άλλο ζήτημα που συνάπτεται με το προηγούμενο είναι στις εξαιρετικά
επείγουσες περιπτώσεις που εκδίδεται διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, αν
δεν εισαχθεί η διάταξη εντός τριημέρου στο Συμβούλιο2156, ποια θα είναι η τύχη
των μέχρι τότε ευρημάτων;
Ορθότερη δικαιοπολιτικά φαίνεται η λύση τα ευρήματα της έρευνας και τα
αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με αυτή, να μην είναι δυνατόν να
χρησιμοποιηθούν ή να αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς η διάταξη
του ανακριτή ή του εισαγγελέα που νομιμοποιεί την ανακριτική πράξη, τελεί υπό
την αίρεση της εισαγωγής του ζητήματος εντός τριημέρου στο ∆ικαστικό

2155
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 447 – 448.
2156
Ανάλογο προβληματισμό εκφράζει ο Μαργαρίτης. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική
διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 142.
656

Συμβούλιο και της έγκρισης από το ∆ικαστικό Συμβούλιο2157. Επομένως, εάν δεν
πληρωθεί η αίρεση, η νομιμότητα της ανακριτικής πράξης αίρεται και αναιρείται
αναδρομικά και τα αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν με αυτή, είναι παράνομα
και αποκλείεται η οποιαδήποτε χρήση ή αξιοποίησή τους2158.
Ιδιαίτερο σοβαρό, τέλος, είναι και το ερώτημα για ποιο ακριβώς ζήτημα
αποφασίζει το ∆ικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή κρίνει μόνο για την περαιτέρω τύχη
και συνέχιση της ειδικής ανακριτικής πράξης ή επεκτείνεται και στον έλεγχο της
νομιμότητας και της σκοπιμότητας της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης όπως
αυτή διατάχθηκε από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή2159;
Το ∆ικαστικό Συμβούλιο αποτελεί το «φυσικό δικαστή» σε κάθε
περίπτωση κρίσης σχετικής με τις ειδικές ανακριτικές πράξεις και η σχετική
δυνατότητα του ανακριτή ή του εισαγγελέα θεσμοθετείται μόνο κατ’ εξαίρεση,
όταν, δηλαδή, διενεργούνται οι εξαιρετικά επαχθείς και σημαντικές τόσο από
άποψη προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων όσο και από άποψη
αντεγκληματικής πολιτικής, ειδικές ανακριτικές πράξεις. Συνεπώς, ορθότερη
φαίνεται η λύση2160 ότι η κρίση του ∆ικαστικού Συμβουλίου στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν έχει μόνο τυπικό, επικυρωτικό χαρακτήρα, αλλά επεκτείνεται και
στον έλεγχο της νομιμότητας και της σκοπιμότητας της ανακριτικής πράξης που
διέταξε ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Ενώ, σε περίπτωση που το ∆ικαστικό
Συμβούλιο κρίνει ότι η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη δεν είναι νόμιμη ή
σκόπιμη, τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από τη διενέργειά της δεν θα είναι
δυνατό να αξιοποιηθούν.
Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις διεξάγονται, όπως είδαμε στην ανάπτυξη
που προηγήθηκε, σε καθεστώς πλήρους μυστικότητας, το οποίο eo ipso
προσβάλλει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Για να γίνει ανεκτή από ένα
κράτος δικαίου η βαρύτητα αυτής της προσβολής, θα έπρεπε να προβλέπονται,
παράλληλα, «και κάποια μέτρα αποκατάστασης ή αλλιώς μεταγενέστερης

2157
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448.
2158
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698 και Γεωργίου Συλίκου,
Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448. Ορθή, εξάλλου, είναι η πρόταση της
Γκμπάντι, σύμφωνα με την οποία, θα πρέπει «να τονωθούν οι ρυθμίσεις και τα όρια αξιοποίησης
τυχαίων ευρημάτων, για να μη μεταλλαχθεί η ανάκριση, όπως προσφυώς έχει λεχθεί, σε μια
επιχειρησιακού χαρακτήρα άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής». Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι,
Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, όπ.παρ., σελ. 97.
2159
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448 – 449.
2160
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448 – 449.
657

εξισορρόπησης της μυστικότητας της διαδικασίας»2161, όπως, για παράδειγμα, η


τήρηση αναλυτικών πρωτοκόλλων στις περιπτώσεις της ανακριτικής διείσδυσης
και της παρακολούθησης, ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης
του θιγόμενου προσώπου, στον οποίο, χωρίς τη γνώση του κατηγορουμένου, να
ανατίθεται η άσκηση του συνόλου των δικαιωμάτων του και η δυνατότητα του
κατηγορουμένου μετά την πρόσβασή του στη δικογραφία να ζητήσει τη διαγραφή
συγκεκριμένου αποτελέσματος ή την προσθήκη άλλου2162, αφού, μόνο με τον
τρόπο αυτό, μπορεί να αποκατασταθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, το
δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου, καθώς και τα δικαιώματα θιγόμενων
τρίτων προσώπων.
Κλείνοντας, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η ευλαβική και συνεπής
τήρηση των προϋποθέσεων διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων,
αποτελεί, ίσως, την μοναδική ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή της
μετατροπής του κράτους δικαίου σε κράτος αδίκου.

5.4. Η ιδιαιτερότητα της εξέτασης του DNA

Ολοκληρώνοντας την εξέταση των ειδικών δικονομικών ζητημάτων που


συνάπτονται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, θα
αναφερθούμε στη διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆ για την εξέταση DNA2163. Στην
αρχική της μορφή, όπως, δηλαδή, προστέθηκε με το άρθ. 5 Ν. 2928/2001, η
διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆, αφορούσε όσους είχαν τελέσει κακούργημα με
χρήση βίας ή έγκλημα στρεφόμενο κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξη
συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση, σύμφωνα με το άρθ. 187 § 1 ΠΚ και
μόνο προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του
συγκεκριμένου εγκλήματος.

2161
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη
ποινική δίκη, όπ.παρ., σελ. 95.
2162
Για τα αναφερόμενα παραδείγματα, βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και
δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 141, όπου και περαιτέρω παραπομπές
και Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική
δίκη, όπ.παρ., σελ. 95.
2163
Για τον προ της διάταξης αυτής προβληματισμό, βλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Η Σύσταση No R
(92) 1 για τη χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης –
Αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 286 επ.
658

Η τροποποίηση, όμως, του άρθρου αυτού με το άρθ. 12 § 3 Ν.


3783/20092164, διαφοροποίησε εντελώς τα δεδομένα και αποσύνδεσε την
ενεργοποίηση των διατάξεων του άρθ. 200Α ΚΠ∆ από το οργανωμένο έγκλημα,
αφού πλέον όπως ορίζεται ρητά, όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα
πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή
φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν
υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση DNA προς το σκοπό της διαπίστωσης
της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού.
Ενόψει της ανωτέρω πραγματικότητας, η ανάλυση των προϋποθέσεων
εφαρμογής του άρθ. 200Α ΚΠ∆ δεν θα είχε, κανονικά, κανένα λόγο ύπαρξης στην
παρούσα εργασία που αφορά αποκλειστικά το οργανωμένο έγκλημα και
επομένως, μόνο ό,τι σχετίζεται άμεσα με αυτό. Τα ιδιαιτέρως σοβαρά ζητήματα,
όμως, που εγείρει η Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 15/2001 της Αρχής Προστασίας
∆εδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σύμφωνα με την οποία, οι εξετάσεις του
γενετικού υλικού επιτρέπουν την πρόσβαση σε ιδιαίτερα ευαίσθητες
πληροφορίες, οι οποίες έχουν την ιδιαιτερότητα να είναι μοναδικές και να
προκύπτει από αυτές μία εικόνα του προσώπου που δεν αφορά μόνο στο παρόν
αλλά ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον του ιδίου, αλλά και των συγγενών
του που βρίσκονται στην ίδια γενετική γραμμή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι

2164
Η διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 12 § 3 Ν. 3783/2009 (ΦΕΚ
Α’ 136/7-8-2009), ορίζει: «1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει
κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, οι
διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού
οξέος (Deoxyribonucleic Acid - DNA) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη
του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως
αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την
ανάλυση του D.N.A. του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.
2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται
στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει
επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο
εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά
αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ αν η ανάλυση αποβεί θετική το μεν γενετικό υλικό
καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η
πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο που συνιστάται και λειτουργεί στη ∆ιεύθυνση
Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα στοιχεία αυτά
τηρούνται για την αξιοποίηση στη διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων και
καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν. Η λειτουργία
του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση
του Ανώτατου ∆ικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών. 3. Η
κατά την παράγραφο 2 καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων
γίνεται παρουσία του δικαστικού λειτουργού που εποπτεύει το αρχείο.Στην καταστροφή καλείται
να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό
υλικό».
659

γνώση, που προκύπτει από τη συλλογή και επεξεργασία των γενετικών


δεδομένων, ενδέχεται να έχει ολέθριες συνέπειες για το άτομο, αλλά και για την
οικογένειά του και να οδηγήσει σε κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, στιγματισμό
και κοινωνικό αποκλεισμό2165, δεν μας άφησε κανένα περιθώριο επιλογής.
Ειδικότερα, από τη νομοτεχνική διατύπωση της διάταξης του άρθ. 200Α
ΚΠ∆2166 προκύπτει ότι θα πρέπει να υπάρχουν ήδη «σοβαρές ενδείξεις» τέλεσης
αξιόποινης πράξης, ο σκοπός της γενετικής ανάλυσης θα πρέπει να είναι
αποκλειστικά και μόνο η διαπίστωση «της ταυτότητας του δράστη» του
συγκεκριμένου εγκλήματος2167 που διερευνάται ενώ, προϋποτίθεται λογικά και
σύγκριση με εύρημα γενετικού υλικού σε τόπο που σχετίζεται με την υπό
διερεύνηση αξιόποινη πράξη2168, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 200Α § 1
εδ. β’ ΚΠ∆, περιορίζεται «αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως
αναγκαία2169 για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό
εργαστήριο».
Η ανάλυση DNA, η οποία, όπως επισημάναμε παραπάνω, προβλεπόταν
μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων, έχει, πλέον, ιδιαίτερα
εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής, αφού η ανάλυση DNA διατάσσεται υποχρεωτικά
για όλα τα κακουργήματα, καθώς και για όλα τα πλημμελήματα που τιμωρούνται
με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών2170. Ωστόσο, η βαρύτητα των

2165
Βλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 15/2001 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, σε Γεωργίου Αρβανίτη / Γρηγορίου Καλφέλη / Λάμπρου Καράμπελα / Λάμπρου
Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Σχόλια – Νομολογία, τόμος 1, όπ.παρ., σελ. 525 –
526, στοιχεία 3 και 4.
2166
Με τη διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠ∆ εισάγεται ένα μέτρο δικονομικού καταναγκασμού με τη
μορφή ενός είδους πραγματογνωμοσύνης. Για τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, βλ. ιδίως,
Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, όπ.παρ.,
σελ. 179 επ. και του ιδίου, Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Μία συστηματική θεμελίωσή
τους υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ποινικής διαδικασίας, στον Τιμητικό Τόμο για τον
καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον 21ο αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 292 επ.
2167
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Κοτσαλή, η «γενετική ανάλυση» επιτρέπεται μόνο εφόσον η
ταυτοποίηση του προσώπου δεν προκύπτει, ήδη, από άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, κατά
τον ίδιο συγγραφέα, η διάταξη θα πρέπει να συμπληρωθεί με την προσθήκη της φράσης «εφόσον
είναι αναγκαία» πριν από τη φράση «προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του
δράστη». Βλ. Λεωνίδα Κοτσαλή, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, ΝοΒ,
2009, σελ. 1882.
2168
Βλ. Λεωνίδα Κοτσαλή, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, όπ.παρ., σελ.
1881.
2169
Σε περίπτωση, όμως, που η εξέταση DNA επεκταθεί και σε πρόσθετες πληροφορίες, που
σχετίζονται με κληρονομικά χαρακτηριστικά, κατά την άποψή μας, προσκρούει στις συνταγματικά
κατοχυρωμένες αρχές των άρθ. 2 § 1 και 5 §§ 1 και 3 Σ.
2170
∆ηλαδή ακόμη και για μια απλή κλοπή.
660

εγκλημάτων2171 για την εξιχνίαση των οποίων διατάσσεται η συγκεκριμένη


ανακριτική πράξη αποτελεί κρίσιμο κριτήριο2172 ενόψει της εφαρμογής της αρχής
της αναλογικότητας2173. Εξάλλου, σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας ∆εδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα2174, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της
αναλογικότητας, «κάθε νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να περιέχει με εξαντλητική
απαρίθμηση τα ποινικά αδικήματα, για τη διακρίβωση των οποίων είναι
επιτρεπτή η συλλογή γενετικού υλικού και η επεξεργασία των γενετικών
δεδομένων που προκύπτουν» και σε κάθε περίπτωση, «η μέθοδος αυτή πρέπει
να επιφυλάσσεται στα “ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα” και συγκεκριμένα, σε
εκείνα, στα οποία οι σχετικές αναλύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διαλεύκανση
των υποθέσεων».
Περαιτέρω, στις περιπτώσεις των ανωτέρω εγκλημάτων, η λήψη γενετικού
υλικού για ανάλυση είναι «υποχρεωτική»2175. Από το γράμμα του νόμου, όμως,
δεν διευκρινίζεται, αν για το σκοπό αυτό μπορεί να ασκηθεί βία ή αν απλώς
μπορεί να χρησιμοποιηθεί γενετικό υλικό που διασπείρει το άτομο στο
περιβάλλον. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα ενόψει των
συνταγματικά καθιερωμένων ατομικών δικαιωμάτων των άρθ. 2 § 1, για το
σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου2176, 5 §§ 1 και 3, για την

2171
Η βαρύτητα του εγκλήματος δεν εξετάζεται, φυσικά, στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο
κατηγορούμενος ζητά τη διενέργειά της, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του.
2172
Αφού, κατά την ορθή επισήμανση του ∆αλακούρα, «όσο αυξημένη είναι η ένταση προσβολής
του ατομικού συμφέροντος τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η απαίτηση προστασίας του
συμφέροντος καταπολέμησης του εγκλήματος και ειδικότερα τόσο βαρύτερες οι κατηγορίες, η
αναμενόμενη ποινική κύρωση και οι ενδείξεις ενοχής και τόσο μεγαλύτερη η αποδοτικότητα του
μέτρου». Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 963.
2173
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό
θεσμικό πλαίσιο, ΠοινΧρ, 2011, σελ. 4.
2174
Βλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 15/2001 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 527, στοιχείο 8.
2175
Ήδη, εξαιτίας της «υποχρεωτικότητας», σύμφωνα με τους Voultsos / Njau / Tairis / Psaroulis
και Kovatsi, η διάταξη αυτή αντίκεται στο δικαίωμα στην πορσωπική ελευθερία και στο τεκμήριο
της αθωότητας. Βλ. Polychronis Voultsos / Samuel Njau / Nikolaos Tairis / Dimitrios Psaroulis /
Leda Kovatsi, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and arising
ethical issues, Forensic Science International: Genetics, 2010, σελ. 10.
2176
Σύμφωνα με τον Λαζαράκο, η ανθρώπινη αξία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 § 1 του
Συντάγματος και κατά σύμφωνα με την ελληνική θεωρία νοηματοδοτείται μέσα από την απαίτηση
να μην υποβιβάζεται ο άνθρωπος σε αντικείμενο και απλό μέσο για την επίτευξη οποιωνδήποτε
σκοπών, αποτελεί το άκρο όριο οποιουδήποτε περιορισμού ατομικού δικαιώματος και κατά
συνέπεια οποιαδήποτε πράξη προσβάλλει αμέσως ή εμμέσως την ανθρώπινη αξία, είναι
απαράδεκτη ως αντιβαίνουσα στις επιταγές του Συντάγματος. Πρόκειται για μια διάταξη νομικά
πλήρως δεσμευτική, που δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, που αναγνωρίζει το φυσικό πρόσωπο
ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενώ, παράλληλα, επιβάλλει στην Πολιτεία εκτός από
την αρνητική υποχρέωση του σεβασμού της και τη θετική υποχρέωση για προστασία του ατόμου
από πιθανές προσβολές της αξίας του. Βλ. Γρηγόρη Λαζαράκου, Βιομετρία: Προστασία των
661

προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και 7 § 2, για την


απαγόρευση των βασανιστηρίων2177. Αν, επιπροσθέτως, ληφθεί υπόψη το
γεγονός ότι η ανάλυση του DNA σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί απόλυτη
εγκληματολογική απόδειξη ενοχής2178 και μόνο ως απόλυτη απόδειξη της
αθωότητας μπορεί να λειτουργήσει2179, δεν μπορούμε παρά να αχθούμε στο
συμπέρασμα ότι η βίαιη αφαίρεση υλικών2180, με σκοπό τη γενετική ανάλυση
προσβάλλει τον πυρήνα καίριων συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών
δικαιωμάτων και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή2181.

προσωπικών δεδομένων μέσω της επεξεργασίας ευαίσθητων (σωματικών) πληροφοριών,


Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1170 – 1171.
2177
Ανάλογος προβληματισμός υπήρχε ήδη από το 1954, όταν σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 34/10-
8-1954 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Α. Τούση, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η
ανακριτική πράξη της ιατρικής σωματικής εξέτασης του κατηγορουμένου δεν αντίκειται στη
διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος του 1952, που κατοχύρωνε το απαραβίαστο της
προσωπικής ελευθερίας. Βλ. Γεωργίου Σιαπέρα, Η συναίνεση του ατόμου στη λήψη και ανάλυση
του γενετικού του υλικού (DNA), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1454 – 1455, όπου και συνοπτική
παρουσίαση των μετέπειτα αλλαγών στις νομολογιακές θέσεις σχετικά με το συγκεκριμένο
ζήτημα.
2178
Εξαιτίας του γεγονότος ότι η ύπαρξη συγκεκριμένου βιολογικού υλικού στον τόπο ενός
εγκλήματος ή ακόμη και πάνω στο ίδιο το θύμα, δεν αποδεικνύει την τέλεση του συγκεκριμένου
εγκλήματος από το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το βιολογικό υλικό, η εξέταση του DNA, από
δικονομική άποψη, εντάσσεται στις ενδείξεις του άρθρου 178 στοιχ. α’ ΚΠ∆, ενδείξεις, οι οποίες,
λόγω της ευκολίας υστερογενούς ένθεσης ή εναπόθεσης βιολογικού υλικού, πολύ εύκολα
μπορούν να μετατραπούν σε παραπλανητικές. Βλ. σχετικά, Γεωργίου Συλίκου, Η ανάλυση του
DNA ως μέσο απόδειξης στην ποινική δίκη. Πρακτικά ζητήματα από την πρακτική και την τεχνική
της ανάλυσης στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της Αστυνομίας. Πρακτικές ενστάσεις του
συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 248.
2179
Σύμφωνα με τον Γεωργίου, το αποτέλεσμα του τεστ DNA είναι πιθανολογικό και αγνώστου
ποσοστού λάθους, κατά συνέπεια, σε καμιά απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει
επιστημονικά αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό στοιχείο ποινικής ενοχής. Χαρακτηριστική είναι η
διατύπωση του νομπελίστα γενετιστή και επινοητή της μεθόδου ανίχνευσης του DNA, Kary Mullis,
που αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, ότι: «Το γεγονός ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε DNA
που μοιάζει με το DNA κάποιου υπόπτου, θα μπορούσε να σημαίνει διάφορα πράγματα. Αν βρεις
τους 2 πρώτους αριθμούς μιας πιστωτικής κάρτας, μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είναι η δική μου,
εφόσον τα 2 νούμερα δεν συμπίπτουν. ∆εν μπορείς όμως να αποδείξεις ότι είναι δική μου στην
περίπτωση που τα νούμερα συμπίπτουν. Χρειάζεται (να είναι γνωστός) ολόκληρος ο αριθμός
(εννοεί τα 16 νούμερα της κάρτας) για να το κάνεις. Το δείγμα DNA που συλλέγουν τα
ιατροδικαστικά εργαστήρια αντιστοιχεί μόνο στους 2 πρώτους αριθμούς. Έχει λοιπόν τα όριά
του». Βλ. Χρήστου Γεωργίου, Το τεστ DNA στην ποινική διαδικασία: Παράγοντες αναξιοπιστίας
και όρια χρήσης του, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 686.
2180
Για το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και τη νομολογία του Ε∆∆Α στο ζήτημα αυτό, βλ. ιδίως,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό θεσμικό
πλαίσιο, όπ.παρ., σελ. 6 – 7.
2181
Βλ. και Ευφημίας Παπαϊωάννου, Η συγκατάθεση του προσώπου στην ανάλυση του γενετικού
υλικού του και η νέα διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠ∆, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1178, κατά τη
χαρακτηριστική διατύπωση της οποίας, «η αντεγκληματική λειτουργία δεν μπορεί να ξεπεράσει τα
όρια του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, την αναγνώριση του πυρήνα της αυτονομίας του ατόμου
και της προστασίας της ελευθερίας. Αυτό αποδεικνύεται και από τα συνταγματικά όρια
προστασίας της προσωπικής ελευθερίας που ρητά αναγνωρίζονται από τον νομοθέτη ως
ultimum remedium».
662

Η δυνατότητα διενέργειας της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης


παρέχεται «στις διωκτικές αρχές»2182, δηλαδή είτε κατόπιν παραγγελίας του
αρμοδίου εισαγγελέα στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, είτε στο στάδιο
της κύριας ανάκρισης, στις περιπτώσεις που ο ανακριτής την κρίνει αναγκαία,
είτε, τέλος, κατά τη διεξαγωγή αστυνομικής προανάκρισης. Ειδικά όσον αφορά
την τελευταία περίπτωση, η πρόβλεψη της δυνατότητας διενέργειας ενός τόσο
επαχθούς ανακριτικού μέσου, χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση ή
παραγγελία, υποθάλπει τον κίνδυνο καταχρήσεων και αυθαιρεσιών2183, «αφού
ενδέχεται η εφαρμογή της συγκεκριμένης διερεύνησης να καταστεί ο κανόνας και
να υποβαθμιστεί ή αδρανοποιηθεί οποιοσδήποτε έλεγχος αναγκαιότητάς
της»2184.
Το άρθ. 12 § 3 Ν. 3783/2009 εισήγαγε και μια ακόμη καινοτομία, τη
δημιουργία αρχείου γενετικών αποτυπωμάτων2185 στη ∆ιεύθυνση
Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο
δεν εποπτεύεται, όπως θα περίμενε κανείς, από την Αρχή Προστασίας
∆εδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αλλά από έναν εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα

2182
Ο όρος αυτός δεν προβλέπεται από τον ΚΠ∆.
2183
Ήδη από τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθ. 200Α ΚΠ∆ υπήρξε κρούσμα παράνομης
διατήρησης και αποθήκευσης γενετικών αποτυπωμάτων σε αυτοματοποιημένο αρχείο
πληροφοριών, αφού, σύμφωνα με την Πολλάτου, στην Εθνική Βάση ∆εδομένων DNA, που έχει
συσταθεί και λειτουργεί στο πλαίσιο της ∆ιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής
Αστυνομίας, «εισάγονται αποτυπώματα DNA βιολογικών υλικών που προέρχονται:» α) από
αταυτοποίητα συλλεγέντα πειστήρια σε χώρους ή μέσα τέλεσης εγκλημάτων σε βαθμό
πλημμελήματος, β) από άτομα τα οποία καταδικάστηκαν με δικαστική απόφαση για εγκλήματα σε
βαθμό κακουργήματος, χωρίς να παρέχεται δυνατότητα διαγραφής των αποτυπωμάτων από τη
βάση μέχρι συμπληρώσεως ενός έτους από την ημέρα θανάτου του υποκειμένου των
αποτυπωμάτων, γ) από άτομα εναντίον των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και βιλογικά υλικά
των οποίων έχουν συλλεγεί από τον τόπο ή το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και δ) από άτομα
που έχουν καταδικαστεί από αλλοδαπό ποινικό δικαστήριο για πράξη που και κατά την ελληνική
νομοθεσία είναι κακούργημα, εφόσον επίσημα έχει ανακοινωθεί η καταδίκη αυτή σε διωκτική ή
δικαστική αρχή της Ελλάδας. Βλ. Ιωάννας Πολλάτου, Ανάλυση του DNA και νέοι ορίζοντες στη
διερεύνηση του εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1183.
2184
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Αγγελή, βλ. Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση
γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009,
ΠοινΧρ, 2009, σελ. 948.
2185
Η Ελλάδα συμμορφώθηκε στην περίπτωση αυτή με την 2008/615/∆ΕΥ Απόφαση του
Συμβουλίου, η οποία κατέστησε υποχρεωτική τη δημιουργία αρχείων γενετικών αποτυπωμάτων
για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων σε όλα τα Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ.
άρθρο 2 § 1 Απόφασης 2008/615/∆ΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την
αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-8-2008, L 300, σελ.
3.
663

εφετών, ο οποίος διορίζεται από το Ανώτατο ∆ικαστικό Συμβούλιο με θητεία δύο


ετών2186.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 200Α § 2 εδ. δ’ ΚΠ∆, εάν η
ανάλυση DNA, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, αποβεί θετική, το μεν
γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα2187 του

2186
Πρβλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 2/2009 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, ΠοινΧρ, 2009, σελ. 944 – 945, στοιχείο 8, σύμφωνα με την οποία: «Ο εισαγγελέας
αποτελεί αναμφίβολα επιπρόσθετη θεσμική εγγύηση. Εάν, ωστόσο, ήθελε θεωρηθεί ως
εναλλακτική εγγύηση αντί της εποπτείας που ασκεί η Αρχή Προστασίας ∆εδομένων, τούτο θα
προσέκρουε στον πυρήνα του άρθ. 9Α Σ, το οποίο προβλέπει τη λειτουργία της Αρχής ως θεσμική
εγγύηση του ατομικού δικαιώματος. Επίσης, τούτο, δεν θα ήταν σύμφωνο με το άρθ. 8 παρ.2 της
ΕΣ∆Α και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Συστάσεις R 87 (15) και 92 (1) του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την ύπαρξη ανεξάρτητης αρχής ελέγχου, όπως τα ανωτέρω ερμηνεύονται και στη
νομολογία του Ε∆∆Α (πρβλ. και υπ’ αριθμ. 1/2009 Γνωμοδότηση της Αρχής). Η ανεξάρτητη αρχή,
εκτός του στοιχείου της ανεξαρτησίας, προϋποθέτει για την ουσιαστική προστασία του ατομικού
δικαιώματος, κατάλληλη στελέχωση και τεχνογνωσία που κατά τεκμήριο υπάρχει στις Αρχές
Προστασίας ∆εδομένων. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν πληρούνται με την ανάθεση όλης της
εποπτείας αποκλειστικά σε έναν εισαγγελέα που δεν διαθέτει ειδικές και τεχνικές γνώσεις στον
τομέα. Τέλος, τυχόν αφαίρεση της εποπτείας του σχετικού αρχείου από την Αρχή δεν καθιστά
δυνατή ούτε τη συμμόρφωση της χώρας με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στον τομέα της
αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (τρίτος πυλώνας) και ειδικότερα
με την Απόφαση 2008/615/∆ΕΥ, την οποία επικαλείται η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανταλλαγή γενετικών δεδομένων, η εν λόγω Απόφαση
αναθέτει την εποπτεία του αρχείου στην Αρχή Προστασίας ∆εδομένων. Αυτό προκύπτει ιδίως
από τις διατάξεις των παρ. 3 και 5 του άρθρου 30, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπονται μάλιστα
συγκεκριμένες αρμοδιότητες των Αρχών Προστασίας ∆εδομένων, και της παρ. 1 του άρθρου 25,
σύμφωνα με την οποία κάθε Κράτος μέλος υποχρεούται να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις
ρυθμίσεις του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (181) της 8-11-2001 (της Σύμβασης 108) και της
Σύστασης 87 (15) του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου προβλέπεται ρητώς η ανάθεση της
εποπτείας σε ανεξάρτητη αρχή ελέγχου. Εξάλλου, η πλέον πρόσφατη Απόφαση-πλαίσιο
2008/977/∆ΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 350, 27-11-2008) για την
προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής
συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, δηλαδή στον τρίτο πυλώνα, προβλέπει ως υποχρεωτική την
εποπτεία των σχετικών επεξεργασιών και αρχείων από τις εθνικές αρχές προστασίας
προσωπικών δεδομένων (άρθρο 25 σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 35 του
προοιμίου) και μεταξύ άλλων για το λόγο τούτο ρητώς αναφέρει ότι η προγενέστερη Απόφαση
2008/615/∆ΕΥ κατισχύει ως ειδικότερη, αφού πληροί όλα τα απαιτούμενα ποιοτικά
χαρακτηριστικά (αιτιολογική σκέψη 39). Η μνεία της δικαστικής αρχής στο άρθρο 30 παρ. 5 της
Απόφασης 2008/615/∆ΕΥ έχει το νόημα ότι το θιγόμενο πρόσωπο θα πρέπει να έχει την
επιπλέον δυνατότητα έννομης προστασίας με βάση τις διατάξεις για τη νόμιμη επεξεργασία των
δεδομένων του σε συνδυασμό και με τυχόν διατάξεις αστικής και ποινικής ευθύνης. Θα ήταν δε
ιδιαιτέρως δυσχερές και ανακόλουθο να αποδώσει κανείς αυτή την ολοκληρωμένη προστασία
μόνο στα γενετικά αποτυπώματα του εθνικού αρχείου που διαβιβάζονται σε και συλλέγονται από
άλλα κράτη μέλη, εφόσον, υπό το πρίσμα της αρχής της διαθεσιμότητας που προβλέπει το
πρόγραμμα της Χάγης, όλα τα δεδομένα του εθνικού αρχείου είναι εν δυνάμει διαθέσιμα και στις
αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η επίμαχη
τροπολογία πρέπει να συμπληρωθεί σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις προκειμένου να
εναρμονίζεται πλήρως με τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 9Α Σ και το άρθρο 8 της
ΕΣ∆Α».
2187
Το γενετικό αποτύπωμα (προφίλ DNA) περιλαμβάνει δεδομένα του μη κωδικοποιημένου
τμήματος του γενετικού υλικού που επιτρέπουν την ταυτοποίηση προσώπου. Εντούτοις, με τη
χρήση του γενετικού αποτυπώματος, θεωρείται δυνατός ο προσδιορισμός και πληροφοριών
όπως το φύλο, η συγγένεια και η φυλετική ή εθνοτική προέλευση ενός ατόμου. Βλ. Σπυρίδωνος
Αγγελή, Η αρχειοθέτηση γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο
12 παρ. 3 ν. 3783/2009, όπ.παρ., σελ. 946 και τις εκεί παραπομπές.
664

προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη τηρούνται στο ανωτέρω ειδικό αρχείο,
με σκοπό τη διερεύνηση και εξιχνίαση και άλλων εγκλημάτων2188. Μοναδική,
συνεπώς, προϋπόθεση για την αποθήκευση των γενετικών αποτυπωμάτων
αποτελεί το θετικό αποτέλεσμα της ανάλυσης DNA2189. Επιπροσθέτως, το
όργανο διαχείρισης του αρχείου δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την
αρχειοθέτηση ή μη των γενετικών αποτυπωμάτων.
Ως προς το χρόνο διατήρησης των γενετικών αποτυπωμάτων στο αρχείο,
από τη διάταξη του άρθ. 200Α § 2 εδ. ε’ ΚΠ∆ προβλέπεται ότι τα δεδομένα αυτά
καταστρέφονται μόνο μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν2190. Το
γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή δεν εισάγει καμιά απολύτως διάκριση σχετικά με τη
βαρύτητα ή την κατηγορία στην οποία εντάσσεται κάποιο έγκλημα, σχετικά με το
αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα καταδικάσθηκαν ή αθωώθηκαν ή, τέλος, σχετικά

2188
Σύμφωνα με την Συμεωνίδου – Καστανίδου, «εφόσον η δημιουργία του αρχείου γενετικών
αποτυπωμάτων είναι επιτρεπτή για εγκλήματα ορισμένης βαρύτητας, η αξιοποίηση του αρχείου
θα πρέπει να επιτρέπεται αντίστοιχα μόνο για τη διερεύνηση εγκλημάτων ανάλογης βαρύτητας».
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό θεσμικό
πλαίσιο, όπ.παρ., σελ. 10.
2189
Πρβλ. Αγγελή, σύμφωνα με τον οποίο, «η εξάρτηση της αποθήκευσης των γενετικών
αποτυπωμάτων μόνο από το θετικό αποτέλεσμα προσκρούει προδήλως και στο τεκμήριο
αθωότητας (που κατοχυρώνεται στη διάταξη του άρθ. 6 παρ. 2 της ΕΣ∆Α), αφού ακόμη και αν το
υποκείμενοτων δεδομένων αθωωθεί ή παύσει οριστικά εναντίον του η ποινική δίωξη, οι
πληροφορίες που καταχωρίσθηκαν στο αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων διατηρούνται
αποθηκευμένες μέχρι το θάνατό του». Βλ. Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση γενετικών
αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009, όπ.παρ.,
σελ. 946.
2190
Πρβλ. και την ιδιαίτερα σημαντική απόφαση του Ε∆∆Α, με την οποία καταδικάσθηκε το
Ηνωμένο Βασίλειο για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣ∆Α (δηλαδή του δικαιώματος στο
σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), S. And Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ.
προσφυγής 30562/04 και 30566/04), Απόφαση της Ολομέλειας της 4ης ∆εκεμβρίου 2008, σκέψεις
υπ’ αριθμ. 48, 118 και 119, σύμφωνα με τις οποίες, «το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να είναι το
μοναδικό Κράτος μέλος που ρητά επιτρέπει την συστηματική και αόριστη διατήρηση τόσο των
προφίλ όσο και των δειγμάτων καταδικσθέντων προσώπων». «Εντούτοις, το ερώτημα παραμένει
εάν μια τέτοια διατήρηση είναι αναλογική και επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα
αντιτιθέμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα». «Υπό αυτή την έννοια, στο ∆ικαστήριο έκανε
ιδιαίτερη εντύπωση η καθολική και αδιάκριτη φύση της εξουσίας διατήρησης στην Αγγλία και την
Ουαλία. Το (σ.μ. γενετικό) υλικό μπορεί να διατηρηθεί ανεξαρτήτως της φύσης ή της σοβαρότητας
του εγκλήματος για το οποίο ήταν αρχικά ύποπτο το άτομο ή της ηλικίας του ύποπτου παραβάτη͘
δακτυλικά αποτυπώματα και δείγματα μπορούν να ληφθούν – και να διατηρηθούν – από
πρόσωπο οποιασδήποτε ηλικίας, που συνελήφθη σε σχέση με παράβαση που μπορεί να
καταγραφεί στο ποινικό μητρώο, κάτι που συμπεριλαμβάνει ελάσσονος βαρύτητος παραβάσεις ή
παραβάσεις για τις οποίες δεν επιτρέπεται η κράτηση. Η διατήρηση δεν είναι χρονικά
περιορισμένη͘ το υλικό διατηρείται επ’ αόριστον οποιαδήποτε και αν είναι η φύση ή η σοβαρότητα
του αδικήματος για το οποίο ήταν ύποπτο το πρόσωπο. Επιπροσθέτως, υπάρχουν μόνο
ελάχιστες δυνατότητες διαγραφής των στοιχείων από την εθνική βάση δεδομένων ή καταστροφής
των υλικών για έναν αθωωθέντα (βλ. παράγραφο 35 ανωτέρω)͘ ειδικότερα, δεν υπάρχει
πρόβλεψη για ανεξάρτητη κρίση της δικαιολόγησης για τη διατήρηση βάσει ορισμένων κριτηρίων,
που να συμπεριλαμβάνουν παράγοντες όπως η σοβαρότητα της παράβασης, προηγούμενες
καταδίκες, την ένταση των υπονοιών κατά του προσώπου και οποιεσδήποτε άλλες ειδικές
περιστάσεις».
665

με το υποκείμενο των δεδομένων, το οποίο μπορεί να είναι και ανήλικος, μας


οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας2191.
Η γενίκευση στη χρήση του τεστ DNA σε συνδυασμό με την επιστημονικά
διάτρητη αξιοπιστία του δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς για την
πιθανότητα χρησιμοποίησής του για εκτεταμένες γενετικά πληθυσμιακές μελέτες
και για δημιουργία γενετικών αρχείων για αντι-ανθρωποκεντρική χρήση. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν είναι πλήρως γνωστή η
λειτουργία του μέρους του DNA που περιέχει το «γενετικό αποτύπωμα»,
μελλοντικές έρευνες δεν αποκλείεται να δείξουν ότι σχετίζεται, για παράδειγμα, με
κληρονομικές ασθένειες2192. Αν λάβουμε υπόψη τις ισχυρότατες πιέσεις, που ήδη
ασκούνται, από εργοδότες και ασφαλιστικές εταιρίες, στην κατεύθυνση
δημιουργίας αρχείων DNA για όλο τον πληθυσμό, θα αντιληφθούμε ότι η
δυναμική της καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και της
νομιμοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων ελλοχεύουν μόνιμα σ’ αυτή την
προϊούσα «βιολογικοποίηση» του ποινικού δικαίου.

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος συνάπτεται άμεσα με τη χρήση


του ως ατελούς παράγοντα αντεγκληματικού ελέγχου, αφού, ιδιαίτερα στην
Ιταλία, σκοπίμως χρησιμοποιήθηκε στο πόλεμο κατά του εγκλήματος. Η πρακτική
αυτή επικύρωσε μια επικίνδυνη εγγύτητα μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών
και των δυνάμεων της τάξης και υποβοήθησε, στις περιοχές που ελέγχονταν από
τη Mafia, την ανάπτυξη του δομικού χαρακτηριστικού του ιστορικού

2191
Βλ. επίσης έτσι, Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 2/2009 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 944, στοιχείο 4, σύμφωνα με την οποία, «η γενικότητα
της ρύθμισης, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων για την αποθήκευση των
γενετικών αποτυπωμάτων, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, στην ειδικότερη αρχή του
ορισμένου και αναγκαίου χρόνου τήρησης των προσωπικών δεδομένων και στην υποχρέωση
αυξημένης προστασίας που υπέχει η πολιτεία έναντι των ανηλίκων και των καταδικασθέντων για
επανένταξή τους μετά την έκτιση της ποινής. Για τη μεταχείριση των ανηλίκων πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις των άρθρων 121 επ. Ποινικού Κώδικα (ΠΚ). Ως προς τους
αθωωθέντες καταλύεται το τεκμήριο αθωότητας», Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση
γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009,
όπ.παρ., σελ. 947 και Polychronis Voultsos / Samuel Njau / Nikolaos Tairis / Dimitrios Psaroulis /
Leda Kovatsi, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and arising
ethical issues, όπ.παρ., σελ. 9.
2192
Βλ. Χρήστου Γεωργίου, από όπου και το αναφερόμενο παράδειγμα, Χρήστου Γεωργίου, Το
τεστ DNA στην ποινική διαδικασία: Παράγοντες αναξιοπιστίας και όρια χρήσης του, όπ.παρ., σελ.
686.
666

οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή, της υποκατάστασης του κράτους και της


κεντρικής εξουσίας από ένα εξω-κρατικό σύστημα οργάνωσης εξουσίας και
οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο είχε ισχυρότατα ερείσματα στον τοπικό
πληθυσμό. Η συχνά εχθρική στάση των πολιτών απέναντι στην αστυνομία και τη
δικαιοσύνη τις καταδίκασαν σε παράλυση, ενώ, παράλληλα, επέτρεψε στη Mafia
να δημιουργήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό της ένα εκτεταμένο δίκτυο
στηριγμένο στις πελατειακές σχέσεις.
Η διαμόρφωση άμεσων σχέσεων με την επίσημη πολιτική, αλλά και η
ανάπτυξη του δεύτερου δομικού χαρακτηριστικού του οργανωμένου εγκλήματος,
της διαφθοράς, υπήρξε άμεση συνέπεια της κατάστασης αυτής.
Όπως φάνηκε από το Εισαγωγικό Κεφάλαιο, οι πελατειακές σχέσεις και η
διαφθορά αποτελούν κύριο χαρακτηριστικό όλων των οργανώσεων που
εντάσσονται στο ιστορικό οργανωμένο έγκλημα2193.
Στην Ελλάδα, παρά την ιστορική και πολιτισμική συνάφεια με την Σικελία,
δεν δημιουργήθηκε οργανωμένο έγκλημα, τουλάχιστον με την ιστορική του
μορφή, για δύο λόγους. Ο πρώτος, όπως αναφέραμε, είναι οικονομικός, αφού οι
συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα δεν επέτρεψαν την κεφαλαιακή
συσσώρευση και την μετεξέλιξη των «προσωποπαγών» ληστρικών συμμοριών
σε «πραγματοπαγές» οργανωμένο έγκλημα. Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός,
καθώς η δομική διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί
κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως μια μορφή «αυτοάμυνας»
απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους και της εξουσίας του, ναι μεν,
διατηρήθηκαν αλώβητες στη συνέχεια, ωστόσο το ίδιο το κράτος υιοθέτησε τις
πελατειακές σχέσεις και «κατέστη ο μεγαλύτερος πάτρωνας»2194. Ταυτόχρονα,
στην Ελλάδα υπήρχε ισχυρή κεντρική εξουσία, με αποτέλεσμα να μην
δημιουργηθεί κενό εξουσίας που θα μπορούσε να καλύψει δυνητικά το
οργανωμένο έγκλημα.
Από την ανάπτυξη που επιχειρήσαμε στο Πρώτο Μέρος, αναδείχθηκε ότι
παρά την σημαντική νομοθετική και επιστημονική δραστηριότητα στην
κατεύθυνση του ορισμού του «οργανωμένου εγκλήματος», δεν υπάρχει, ακόμη
2193
Σύμφωνα με την ταξινόμηση που επιχειρήσαμε μεταξύ ιστορικού και παγκοσμιοποιημένου ή
σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος.
2194
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Batalas. Βλ. Achilles Batalas, Send a Thief to
Catch a Thief: State-Building and the Employment of Irregular Military Formations in Mid-
Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ. 152.
667

τουλάχιστον, ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, με αποτέλεσμα, η αξία του κάθε


ορισμού να συναρτάται άμεσα με την κανονιστική ισχύ του νομικού κειμένου στο
οποίο έχει διατυπωθεί.
Σύμφωνα με την άποψη της γράφουσας, ο προσδιορισμός της έννοιας του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί ζητούμενο, αλλά δεν πιστεύουμε ότι ένας
κοινά αποδεκτός ορισμός μπορεί να χωρέσει το εύρος και την ποικιλομορφία
όλων των εγκληματικών οργανώσεων. Φρονούμε, λοιπόν, ότι κρίσιμο στοιχείο
αποτελεί ο προσδιορισμός του τύπου της απειλής που συνιστά η κάθε ξεχωριστή
εγκληματική οργάνωση, έτσι ώστε να είναι δυνατό να εντοπιστεί το συγκεκριμένο
κάθε φορά πρόβλημα και να δοθούν οι αρμόζουσες λύσεις αντεγκληματικής
πολιτικής. Εξάλλου, η ανάλυση της σχέσης που αναπτύσσει το οργανωμένο
έγκλημα με τη νόμιμη οικονομία, αποτελεί ένα πεδίο που δύναται να παράσχει
ουσιαστικά στοιχεία για την ταξινόμηση και το χαρακτηρισμό της κάθε ξεχωριστής
εγκληματικής οργάνωσης και για το λόγο αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να
αποτελέσει το κατεξοχήν πεδίο έρευνας και μελέτης αναφορικά με το
οργανωμένο έγκλημα.
Επιπλέον, η σχέση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και νόμιμης
οικονομίας είναι ιδιαίτερα πολυσύνθετη. Οι δραστηριότητες του οργανωμένου
εγκλήματος ενθαρρύνονται από την ύπαρξη μεγάλων περιοχών ανεπίσημης
οικονομίας ενώ, μπορεί να ευνοούνται και από τη χρήση ανορθόδοξων
πρακτικών, οι οποίες κυριαρχούν στην επίσημη οικονομία. Υπό αυτή την έννοια,
το οργανωμένο έγκλημα «δεν διαφθείρει τις αγορές, αλλά διαφθείρεται από
αυτές», καθώς παρατηρείται ένας αριθμός ανταλλαγών και «αμοιβαίας
επιχειρησιακής προαγωγής», ιδίως στις περιπτώσεις που το οργανωμένο
έγκλημα έρχεται σε επαφή με το οικονομικό έγκλημα2195. Ταυτόχρονα, και όπως
τονίστηκε στη μελέτη, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εγκληματική
οικονομία συμπεριλαμβάνει στον κύκλο εργασιών της και ολόκληρες περιοχές
της νόμιμης οικονομίας.
Όπως προαναφέραμε, όλες γενικά οι οικονομικές δραστηριότητες
κινούνται σ’ ένα φάσμα νομιμότητας και παρανομίας. Η νομιμότητα αποτελεί ένα
τυχαίο σημείο αυτού του φάσματος, το οποίο μπορεί να μετακινηθεί με την
εισαγωγή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων ή με τη χρήση παράνομων πρακτικών,

2195
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 22.
668

που αφορούν είτε τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού, είτε τα
χρησιμοποιούμενα μέσα. Η δυναμική της αγοράς είναι εκείνη που κάνει τα όρια
της νομιμότητας ρευστά, δημιουργώντας το βασικό πλαίσιο δράσης του
παράνομου επιχειρηματία.
Το οικονομικό έγκλημα ομοιάζει όλο και περισσότερο με τη νόμιμη
οικονομική λειτουργία, γιατί, στην πραγματικότητα, σημαντικά τμήματα της
τελευταίας ομοιάζουν όλο και περισσότερο με το έγκλημα. Έτσι, μια πολυεθνική
επιχείρηση μπορεί πολύ εύκολα να παράξει εγκληματικά αποτελέσματα και
μάλιστα με οργανωμένο τρόπο2196, καθώς συνεπικουρείται στη δράση της από το
ήδη υπάρχον προσωπείο της νομιμότητας, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις και
διάφορες κρατικές υπηρεσίες παίζουν ενεργητικό ρόλο, για την επίτευξη ίδιων
στόχων, με τη στήριξη ή και την απόκρυψη της παρανομίας. Συνάμα, το μόνο
που χρειάζεται για να περάσει μια νόμιμη επιχείρηση τη λεπτή διαχωριστική
γραμμή με τις επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος, είναι η διαφοροποίηση
της εκμετάλλευσης των ήδη υπαρχουσών δομών και δικτύων διανομής, που
διαθέτει, καθώς και της θέσης της στην αγορά.
Συνεπώς, η πιστοποίηση και η οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος,
ως φαινομένου σχετιζόμενου με έναν εγκληματικό υπόκοσμο, ο οποίος είναι
εντελώς διάφορος και παρασιτικός, σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό
σύστημα του καπιταλισμού, είναι καταρχήν εσφαλμένη.
Περαιτέρω, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έδωσε νέες ευκαιρίες2197
για τη διάπραξη εγκλημάτων, ενώ, οι νέες τεχνολογίες κατέστησαν δυνατή τη
διαμόρφωση εγκληματικών δικτύων, χωρίς καν την ανάγκη φυσικής επαφής
μεταξύ των εγκληματιών, στις εξελίξεις αυτές διαβλέπουμε το μέλλον των
σύγχρονων εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες, κατά την άποψή μας, θα
μετεξελιχθούν σε «εικονικές συμμορίες» (“virtual gangs”)2198, των οποίων τα μέλη
δεν θα βρίσκονται απλά σε κάποια άλλη πόλη, αλλά μπορεί να κατοικούν ακόμη
και σε άλλη χώρα, χωρίς ουδέποτε να έχουν συναντηθεί μεταξύ τους.
Με βάση αυτές τις εξελίξεις έχουμε την πεποίθηση ότι κανενός είδους
στρατιωτικής έμπνευσης πόλεμος εναντίον των εγκληματικών οργανώσεων δεν
2196
Γεγονός που αυξάνει την επικινδυνότητα διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων εκ μέρους της.
2197
Η γενίκευση της χρήσης του διαδικτύου, εξάλλου, τείνει να «κανονικοποιήσει» το έγκλημα,
καθώς η διαφορά μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας δείχνει να χάνεται μέσα στον όγκο των
εκατομμυρίων αστραπιαίων ηλεκτρονικών συναλλαγών.
2198
Όπως εκθέσαμε στη 2η Ενότητα του 1ου Κεφαλαίου του Πρώτου Μέρους, στην παράγραφο
2.2. για τη διάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με το οικονομικό έγκλημα.
669

θα είναι αποτελεσματικός, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι η αστυνόμευση του


οργανωμένου εγκλήματος, σε πολλές περιπτώσεις, ταυτίζεται με τις πολιτικές
σχέσεις μεταξύ Κρατών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τα αιτήματα
αντεγκληματικού ελέγχου να καθορίζονται από τη διεθνή πολιτική και τα
απαγορευτικά μέτρα που θα μπορούσαν να πλήξουν καίρια το οργανωμένο
έγκλημα, όπως ο έλεγχος της φοροδιαφυγής και των «υπεράκτιων» (“off shore”)
εταιριών, να εφαρμόζονται αποσπασματικά και με ιδιαίτερη προσοχή,
προκειμένου να μη θιγούν τα συμφέροντα των νόμιμων επιχειρήσεων.
Εν συνεχεία, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός
δημιουργεί το επιπρόσθετο πρόβλημα της διάκρισής του από συγγενείς με αυτό
έννοιες, όπως είναι, ιδίως, η τρομοκρατία και το οικονομικό έγκλημα. Το ήδη
δύσκολο έργο της διάκρισης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος, της
τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο, εάν
ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μια σειρά πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών
εξελίξεων, όπως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση και η
επανάσταση των επικοινωνιών και της πληροφορικής, έχει δημιουργήσει τις
κατάλληλες συνθήκες τόσο για την μετεξέλιξη αυτών των εγκληματικών
φαινομένων, όσο και για την ανάπτυξη μεταξύ τους διαφόρων επιπέδων και
μορφών συνεργασίας.
Η ιστορικότητα των εγκληματικών αυτών φαινομένων είναι δεδομένη. Οι
οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, εξάλλου, στις οποίες οφείλεται η
μετεξέλιξη και η εμφάνιση νέων επιπέδων και μορφών συνεργασίας, αλλά και
αντίθεσης μεταξύ τους, αποτελούν αδιαμφισβήτητα και ιστορικές εξελίξεις. Έτσι,
προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση και η διάκριση μεταξύ του
οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος,
χρησιμοποιήσαμε μια χρονική μεταβλητή. Ως χρονικό σημείο τομής
2199
δεχθήκαμε το έτος 1990, από το οποίο και εντεύθεν, έγιναν ευρέως αντιληπτά
τα αποτελέσματα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και της επανάστασης
της πληροφορικής και ονομάσαμε τις προ του 1990 εγκληματικές οργανώσεις,
«ιστορικές» ή «παραδοσιακές», ενώ, τις μετά το 1990 αντίστοιχες οργανώσεις,
«σύγχρονες» ή «παγκοσμιοποιημένες». Κατόπιν, η σύγκριση που επιχειρήσαμε
έγινε σε δύο χρονικά επίπεδα, το «ιστορικό» και το «σύγχρονο».

2199
Με τη σχετική αυθαιρεσία, ομολογουμένως, που διέπει κάθε προσπάθεια ιστορικής
περιοδολόγησης.
670

Από την προσέγγιση αυτή, αναφάνηκαν ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές


κατά την σύγκριση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Στην
περίπτωση, όμως, της σύγκρισης μεταξύ οργανωμένου και οικονομικού
εγκλήματος, οι διαφοροποιήσεις δεν ήταν τόσο σημαντικές, αφού και τα δύο αυτά
εγκληματικά φαινόμενα εκδηλώνονται στο έδαφος της οικονομικής ζωής και
φάνηκαν να επηρεάζονται με ανάλογο τρόπο από τις ευρύτερες οικονομικές,
κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, εξαιτίας της ομόρροπης εξέλιξης και των
δύο φαινομένων δεν φάνηκαν να επηρεάζονται, τουλάχιστον με δραματικό
τρόπο, οι δυνατότητες και οι τρόποι επαφής μεταξύ τους.
Από τη σύγκριση, όμως, των «ιστορικών» εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων, προέκυψε ότι αν και υπάρχουν κάποιες
ομοιότητες, οι διαφορές τους, ιδίως σε επίπεδο στόχων, είναι σημαντικές, κάτι
που μας επιτρέπει μια ευχερή, κατά το μάλλον ή ήττον, διάκριση μεταξύ τους.
Η χρήση, όμως, του όρου «ναρκο-τρομοκρατία» (“narco-terrorism”), από
τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν, ιδίως σε σχέση με οργανώσεις που έδρασαν
στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία αυτή, υποδεικνύει ότι κατά την ιστορική
τους εξέλιξη άρχισε να διαφαίνεται μια πιο βαθιά σύνδεση μεταξύ των δύο
φαινομένων. Πράγματι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη συνακόλουθη
παρακμή της κρατικά χρηματοδοτούμενης τρομοκρατίας, η εμπλοκή με την
οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα κατέστη όρος επιβίωσης για αρκετές
οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες, με αποτέλεσμα η ιστορική τρομοκρατία να
μετεξελιχθεί στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη μορφή της, με προεξάρχουσα
αιτία την εμπέδωση της χρήσης του εγκλήματος.
Γεγονός είναι ότι η εμφάνιση του «σύγχρονου» οργανωμένου εγκλήματος
κατά τη δεκαετία του 1990 και η μετεξελισσόμενη φύση της τρομοκρατίας
παρήγαγαν μια νέα πραγματικότητα, όπου δύο παραδοσιακά ξεχωριστά
εγκληματικά φαινόμενα άρχισαν να συγκλίνουν εμφανίζοντας πολλές
επιχειρησιακές και οργανωτικές ομοιότητες.
Έτσι, τα δύο φαινόμενα στη σύγχρονή τους μορφή, είναι, πολύ συχνά,
πυρηνικά και δικτυακά οργανωμένα και χρειάζονται καταφύγια, καθώς και την
υποστήριξη των διάφορων μεταναστευτικών κοινοτήτων. Επιπλέον, διεξάγουν
επιχειρήσεις κατασκοπίας και αντικατασκοπίας, στηρίζονται σε παρόμοιες
τεχνικές συγκάλυψης, χρησιμοποιούν εξειδικευμένες τεχνολογικές και
επιστημονικές γνώσεις και διεξάγουν διασυνοριακές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο
671

αυτό, το ζήτημα της ασφάλειας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία σύνθεση


παραδοσιακών και νεοεμφανιζόμενων απειλών, οι οποίες αλληλεπιδρούν και
μερικές φορές συγκλίνουν, αλλά ως μια εντελώς νέα πραγματικότητα.
Εξάλλου, όπως καταδείξαμε στη μελέτη, οι σχέσεις που αναπτύσσονται
μεταξύ του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος και της σύγχρονης
τρομοκρατίας δεν είναι στατικές, αλλά η δύναμη του δεσμού μεταξύ των δύο
τύπων οργανώσεων μπορεί να αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Ο
«σύνδεσμος» μεταξύ τους, τοποθετείται σε ένα συνεχές, προκειμένου να
απεικονιστεί η δυνατότητα διολίσθησης μιας συγκεκριμένης οργάνωσης προς τη
μία ή την άλλη πλευρά, δηλαδή, είτε προς το φαινόμενο που παραδοσιακά
αναφέρεται ως οργανωμένο έγκλημα, είτε προς την τρομοκρατία, ανάλογα με το
περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί.
Η διαφαινόμενη τάση είναι ότι όλο και περισσότερες εγκληματικές και
τρομοκρατικές οργανώσεις θα μεταλλάσσονται σε «υβριδικές οργανώσεις», κάτω
από την επιρροή της αλληλεπίδρασης μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής
τους ισχύος.
Στο ∆εύτερο Μέρος, αναλύσαμε το διεθνή χαρακτήρα του σύγχρονου
οργανωμένου εγκλήματος, ο οποίος δημιουργεί σωρεία νομικών και
αντικειμενικών δυσχερειών αναφορικά με την αντιμετώπισή του, όπως είναι
ιδίως, η ασυνέχεια της κατασταλτικής δράσης και η ανομοιογένεια των
συστημάτων που τη θεμελιώνουν, με αποτέλεσμα να απαιτεί συνδυασμό
δράσεων τόσο σε οριζόντιο, όσο και σε κάθετο επίπεδο.
Ταυτόχρονα, η πολυσύνθετη και πολυσχιδής φύση του αποκλείει, εκ
προοιμίου, την προσπάθεια για αντιμετώπισή του με ένα και μόνο συνεκτικό
νομοθέτημα, αφού ζητήματα, όπως η υιοθέτηση νέων ανακριτικών μεθόδων και
τεχνικών, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη
μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και η προστασία των μαρτύρων στις σχετικές
δίκες, τίθενται εκ των πραγμάτων επί τάπητος και χρήζουν άμεσης επίλυσης με
το μικρότερο δυνατό δικαιοκρατικό κόστος.
Το πρώτο μέλημα των διεθνών πρωτοβουλιών υπήρξε, ορθά κατά τη
γνώμη μας, η προσπάθεια για προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών στο ζήτημα
του ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος και σε επόμενο στάδιο, η υιοθέτηση
από όλα τα Κράτη-μέλη τους συγκεκριμένων διατάξεων που να στοχεύουν στην
καταπολέμησή του στην πηγή, στην κίνηση και στον προορισμό του. Το ξέπλυμα
672

βρώμικου χρήματος, το οποίο αποτελεί τον αιμοδότη του οργανωμένου


εγκλήματος, έχει θεωρηθεί από το σύνολο των διεθνών οργανισμών και
πρωτοβουλιών ως μείζονος σημασίας ζήτημα, με αποτέλεσμα να έχει υιοθετηθεί
μια πλειάδα διεθνών κειμένων που στοχεύουν στην αντιμετώπισή του. Ανάλογης
προσοχής, εξάλλου, έχει τύχει και η διαφθορά, η οποία γίνεται προσπάθεια να
αντιμετωπιστεί, συνδυασμένα, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Εξάλλου, η αντιμετώπιση του πολυσύνθετου φαινομένου του
οργανωμένου εγκλήματος δεν αποτελεί απλά και μόνο ένα ζήτημα ποινικής
καταστολής, αλλά απαιτείται, επιπροσθέτως, η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας
στρατηγικής. Για το λόγο αυτό, οι διεθνείς οργανισμοί έχουν κάνει σοβαρά
βήματα στην κατεύθυνση της προώθησης της διεθνούς και διασυνοριακής
αστυνομικής συνεργασίας, της ανταλλαγής πληροφοριών, της διασύνδεσης όλων
των σχετικών διωκτικών αρχών και της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων.
Όπως προαναφέραμε, η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ζήτημα
της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος προσαρμόζεται στην
πολυπλοκότητα του φαινομένου και έχει ως στόχο την καταπολέμηση της
εμπορίας ανθρώπων, της παράνομης διακίνησης κυρίως όπλων και ναρκωτικών,
καθώς και της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Επιχειρεί,
επίσης, να καλύψει και τις νέες διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος και
ιδίως την εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο και τα εγκλήματα κατά του
περιβάλλοντος.
Η ολοκληρωμένη προσέγγιση που καθοδηγεί τη δράση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης εκτείνεται από την πρόληψη έως την καταστολή2200. Η προσέγγιση αυτή
στηρίζεται κυρίως στην αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών
επιβολής του νόμου των Κρατών-μελών, στην ανταλλαγή πληροφοριών και στην
αμοιβαία συνδρομή σε θέματα κατασχέσεων ή δημεύσεων.
Από την πλευρά του, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει επεξεργαστεί και
προωθήσει προς ψήφιση μια σειρά από ιδιαίτερα σημαντικές Συμβάσεις, που
σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι το κείμενο της ΕΣ∆Α δεν περιέχει ad hoc διατάξεις
για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ωστόσο εφαρμόζεται και
σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος. Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο

2200
Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος έχει σφαιρικό χαρακτήρα και αφορά
διάφορους τομείς δράσης και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
673

∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε∆∆Α), μάλιστα, έχει εκδώσει αρκετές


καταδικαστικές αποφάσεις για Κράτη-μέλη του, λόγω παραβίασης των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων κρατουμένων που κατηγορούνταν ή είχαν
καταδικαστεί ως μέλη οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.
Οι πρωτοβουλίες κατά του οργανωμένου εγκλήματος σε πολλές
περιπτώσεις προσβάλλουν ευθέως, όπως καταδείξαμε, ακόμη και τα θεμελιώδη
ατομικά δικαιώματα. Ο μόνος φραγμός για να μην καταστούν και οι ίδιες
«εγκληματικές» είναι η ευλαβική τήρηση των προϋποθέσεων που κάθε φορά
απαιτούνται και η διασφάλιση μιας πραγματικά δίκαιης δίκης για όσους
συλλαμβάνονται. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ε∆∆Α, αν και η αύξηση
του οργανωμένου εγκλήματος απαιτεί τη λήψη των κατάλληλων μέτρων,
εντούτοις, η δίκαιη διαχείριση της δικαιοσύνης κατέχει τόσο προεξέχουσα θέση
σε μια δημοκρατική κοινωνία που δεν μπορεί να θυσιάζεται για χάρη της
σκοπιμότητας, και ως εκ τούτου, πρέπει να αποτελεί κριτήριο και οδηγό για κάθε
μέτρο κατά του οργανωμένου εγκλήματος που υιοθετείται και εφαρμόζεται από
τις εθνικές έννομες τάξεις.
Στην Ελλάδα2201, σε επίπεδο ουσιαστικού ποινικού δικαίου, το σχετικό
νομικό οπλοστάσιο είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και εκτεταμένο, αφορά, κατεξοχήν,
την τυποποίηση της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και
την τυποποίηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, ενώ, προβλέπει βαριές
διοικητικές κυρώσεις κατά νομικών προσώπων που εμπλέκονται σε υποθέσεις
νομιμοποίησης εσόδων. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι καλύπτει ακόμη
και προεγκληματικές συμπεριφορές και ελάσσονος σημασίας προσβολές της
δημόσιας τάξης, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο της συσκότισης του
πραγματικού στόχου, δηλαδή της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος.
Φρονούμε ότι ο παρατηρούμενος νομοθετικός και δικαστικός
πληθωρισμός δεν απηχεί ούτε την έκταση του οργανωμένου εγκλήματος στην
Ελλάδα, ούτε συμβάλλει στην καταπολέμησή του. Η υπερδιόγκωση της
καταστολής μέσω του ποινικού δικαίου, το οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιείται
ως έσχατο μέσο, αλλά, δυστυχώς, καλύπτει ολοένα και περισσότερο ελεύθερο
χώρο, τείνει να δημιουργήσει μια «κοινωνία – φυλακή», στην οποία θα είναι
εγκλωβισμένο το σύνολο των πολιτών. Το εναγώνιο ερώτημα που τίθεται, δεν

2201
Όπως είδαμε αναλυτικά στο 3ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους.
674

είναι αν μπορεί να αντιμετωπιστεί το οργανωμένο έγκλημα, αλλά, μάλλον, αν


είναι δυνατό, πλέον, να συρρικνωθεί το σχετικό νομοθετικό πλέγμα και να
αρθούν οι κοινωνικές του συνέπειες, αφού το υπερβολικά εκτεταμένο πλαίσιο
αλληλοσυγκρουόμενων, σε κάποιες περιπτώσεις, διατάξεων, σε συνδυασμό με
την παρατηρούμενη ενεργοποίηση του ποινικού μηχανισμού σε ολοένα και πιο
πρώιμο στάδιο έχουν δύο «παράπλευρα» αποτελέσματα. Αφενός, υποδεικνύουν
μια αντεγκληματική πολιτική, η οποία δεν έχει σαφώς καθορισμένους στόχους και
επομένως, δεν είναι σε θέση να τους υπηρετήσει και έτσι, μέσω της συλλήβδην
ποινικοποίησης συμπεριφορών επιχειρεί να αγγίξει ενδεχομένως και το
οργανωμένο έγκλημα. Και αφετέρου, οι υπαρκτές δυνατότητες καταχρήσεων του
σχετικού ελληνικού νομοθετικού πλαισίου, ενέχουν την πιθανότητα ευθείας
προσβολής των δικαιωμάτων αθώων πολιτών, οι οποίοι, με τον τρόπο αυτό,
εργαλειοποιούνται, προκειμένου να επιτευχθούν οι ανωτέρω βεβιασμένοι,
πρόχειροι και ασαφείς αντεγκληματικοί σκοποί. Επομένως, η συνεχής
επαγρύπνηση, κατά την εφαρμογή του νόμου, κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου
να διαφυλαχθούν οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου.
Ειδικότερα, ο Ν. 2928/2001 χαρακτηρίζεται από μια βεβιασμένη
προχειρότητα, η οποία γίνεται φανερή από τη χρήση αόριστων ή και εντελώς
ακατάλληλων όρων κατά την διατύπωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών
υποστάσεων των εγκλημάτων που τυποποιεί. Ενώ, εμφανής είναι η, πιθανόν
αθέλητη, αποσύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος από τις ίδιες τις διατάξεις, οι
οποίες υποτίθεται ότι το τυποποιούν ως εγκληματικό φαινόμενο.
Ο Ν. 3691/2008 αποτελεί ένα δρακόντειο νομοθέτημα, το οποίο «θεσπίζει
εκ βάθρων ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καταστολής» του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, χρησιμοποιώντας μεν, τα γνωστά «υλικά» του προϊσχύοντος
νομοθετικού πλαισίου, αλλά προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε μια θεαματική
διεύρυνση και αναδιάταξη της καταστολής στο συγκεκριμένο πεδίο.
Ο Έλληνας νομοθέτης, αγνοώντας εσκεμμένα, τη λογική των διεθνών
κειμένων, τα οποία επέβαλαν την ποινική κατασταλτική αντιμετώπιση του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, ως μέσο για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, δεν προέβη σε κανενός είδους άμεση σύνδεση της
νομιμοποίησης εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα, σύνδεση που σθεναρά
υποστήριζε εδώ και χρόνια σημαντική μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας.
Αποτέλεσμα τούτου είναι να ταυτίζεται στην ουσία το «βρώμικο» με το «μαύρο»
675

χρήμα και να εργαλειοποιείται, με τον τρόπο αυτό, η ίδια η νομιμοποίηση


εσόδων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί με δρακόντειες κυρώσεις οποιοδήποτε
έγκλημα αποφέρει περιουσιακό όφελος.
Εξάλλου, σε σχέση με τον ορισμό της τεχνικής έννοιας της «εγκληματικής
δραστηριότητας», η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου είναι αδιαμφισβήτητη. Το
βασικό στοιχείο στο πεδίο αυτό είναι ο ακόμη πιο ανοικτός χαρακτήρας του
καταλόγου των εγκληματικών δραστηριοτήτων, αφού στο στοιχείο ιθ) εισάγεται,
ως βασικό αδίκημα, και κάθε άλλο αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με ποινή
ελαχίστου ορίου άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό
όφελος οποιουδήποτε ύψους. Με τον τρόπο αυτό, ανοίγει το πεδίο εφαρμογής
της νομιμοποίησης σε όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή μεγαλύτερη
των έξι μηνών και αποφέρουν περιουσιακό όφελος, χωρίς να καθορίζεται εάν
τούτο είναι άμεσο ή έμμεσο, ακόμη και μικρότερο των 15.000 Ευρώ,
προϋπόθεση που απαιτούνταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Η κατασταλτική
υπερβολή του Ν. 3691/2008 καθίσταται φανερή, αν αναλογιστούμε ότι πρακτικά
από το πεδίο εφαρμογής του εξαιρούνται μόνο τα αδικήματα που δεν παράγουν
περιουσιακό όφελος, ενώ ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μπορεί ίσως και να είναι
η οποιασδήποτε μορφής επαφή με το οικονομικό προϊόν ενός οποιουδήποτε
εγκλήματος.
Με τον τρόπο αυτό, η νομιμοποίηση εσόδων καθίσταται
«παρακολουθηματική» αξιόποινη πράξη ολόκληρου, σχεδόν, του φάσματος της
εγκληματικότητας, και προφανώς, δεν καταφέρνει, τελικά, να επιτύχει το βασικό
της στόχο, την καταπολέμηση, δηλαδή, του οργανωμένου εγκλήματος. Η
προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, στην περίπτωση αυτή, είναι βάναυση
και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεραπευθεί. Οι επιλογές αυτές του
νομοθέτη, μας κάνουν βάσιμα να διερωτόμαστε, αν, όντως, με τις διατάξεις του
Ν. 3691/2008 επεδίωκε να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα ή μήπως ο
πραγματικός του στόχος ήταν η ενίσχυση της αστυνομικής λογικής της εποπτείας
στην οικονομία και στην αγορά.
Σε σχέση, τέλος, με το ιδιαιτέρως διαφιλονικούμενο ζήτημα του
προστατευόμενου, από τις διατάξεις για το ξέπλυμα, εννόμου αγαθού, η θέση της
γράφουσας είναι ότι, ναι μεν, το ξέπλυμα δεν ενέχει αυτοτελή κοινωνικοηθική
απαξία, ούτε προσβάλλει αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό, αλλά, ως
συμπεριφορά (και στο μέτρο) που συναρτάται άμεσα με το οργανωμένο έγκλημα,
676

ενισχύει την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα από
την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο και
την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε συγκεκριμένη
εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
Περαιτέρω, σχετικά με τις κυρώσεις κατά νομικών προσώπων που
εμπλέκονται στη διαδικασία της νομιμοποίησης εσόδων, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι η τάση απόδοσης ποινικών ευθυνών σε νομικά πρόσωπα, που αναφαίνεται
διεθνώς, αν και, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει ηθικά δικαιολογημένη, εντούτοις, με
την υπάρχουσα δομή του Ποινικού ∆ικαίου δεν είναι δογματικά ορθή, καθώς η
παραδοχή ποινικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα θέτει σε δοκιμασία
θεμελιώδεις έννοιες και κατηγορίες του, με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται η
ενότητα της πράξης, του καταλογισμού σε ενοχή και της ποινής, καθώς και οι
αλληλοδιαπλεκόμενες εγγυητικές τους λειτουργίες.
Η θέση αυτή δεν συνεπάγεται, ασφαλώς, ότι το Ποινικό ∆ίκαιο θα πρέπει
να εμμείνει σε αναχρονιστικές δομές, γιατί τότε κινδυνεύει να αποκοπεί από τη
ραγδαία εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα και να αυτοαναιρεθεί ως
προστατευτικός μηχανισμός των ατομικών και κοινωνικών αγαθών. Από την
άλλη μεριά, όμως, και η αναζήτηση διεξόδου μέσα από διάφορες νοητικές
«κατασκευές», συμβάλλει, ενδεχομένως εξίσου, στην αποδυνάμωση και τον
εκφυλισμό του Ποινικού ∆ικαίου. Μοναδική λύση στο ζήτημα αυτό, κατά τη γνώμη
μας, αποτελεί η επιβολή διοικητικών κυρώσεων συναπτόμενων άμεσα με την
υπαιτιότητα φυσικού προσώπου και επομένως, θεωρούμε ότι η επιλογή του
Έλληνα νομοθέτη που κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ορθή.
Βασικό χαρακτηριστικό των σχετικών διατάξεων του ποινικού δικονομικού
δικαίου, που εξετάσαμε στην 5η Ενότητα του 3ου Κεφαλαίου, είναι η δραστικότητα
της επέμβασης της πολιτείας στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων των
υπόπτων, σε σημείο που, σε αρκετές περιπτώσεις, να μην είναι δυνατό να γίνει
ανεκτή από ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου. ∆ιαφαίνεται, εξάλλου, η τάση να
μετατοπιστεί η ποινική καταστολή από το χώρο του Ουσιαστικού Ποινικού
∆ικαίου στο χώρο της Ποινικής ∆ικονομίας. Ο ρόλος της αστυνομίας
αναβαθμίζεται και διευρύνεται ενώ, οι «ειδικές» ανακριτικές πράξεις τείνουν να
υποκαταστήσουν τις «γενικές», σε τέτοιο βαθμό που θα ήταν δόκιμο να μιλάμε
ακόμη και για δικονομική εκτροπή.
677

Ειδικότερα, η διενέργεια των επαχθών ειδικών ανακριτικών πράξεων, και


κυρίως της ανακριτικής διείσδυσης, της παρακολούθησης με ειδικά τεχνικά μέσα,
των ελεγχόμενων μεταφορών και της ηλεκτρονικής διασταύρωσης στοιχείων – οι
οποίες, σε πολλές περιπτώσεις προκαθορίζουν την κατηγορία – δημιουργούν
σοβαρότατο κίνδυνο για τις ατομικές ελευθερίες ευρύτατου κύκλου πολιτών.
Το κοινό χαρακτηριστικό των ειδικών ανακριτικών πράξεων εντοπίζεται
στο γεγονός ότι παρότι πρόκειται για ανακριτικές πράξεις, δεν αφορούν αμιγώς
την καταστολή και την πρόληψη του εγκλήματος μέσω αυτής, αφού οι ανακριτικοί
υπάλληλοι, στην περίπτωση αυτή, παρακάμπτουν την αρχή της υποχρεωτικής
δίωξης των εγκλημάτων, η τέλεση των οποίων έχει περιέλθει σε γνώση τους και η
τυπική ποινική δίωξη αδρανεί για τόσο χρονικό διάστημα, όσο είναι απαραίτητο
για την πλήρη εξιχνίαση και εξάρθρωση της υπόψη εγκληματικής οργάνωσης.
Επομένως, παρεισάγεται εκ πλαγίου η αρχή της σκοπιμότητας, ακόμη και στο
ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, το οποίο δεν αναγνωρίζει την εν λόγω
αρχή κατά τη δίωξη των εγκλημάτων.
Ταυτόχρονα, όλες ανεξαιρέτως οι παραπάνω πράξεις έχουν μυστικό
χαρακτήρα, διενεργούνται δηλαδή, κατ’ απόκλιση από την κρατούσα στο στάδιο
της ανάκρισης αρχή της δημοσιότητας των μερών, χωρίς γνώση του
κατηγορουμένου, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να μην πληροφορηθεί ποτέ τον
τρόπο με τον οποίο σχηματίσθηκε η κατηγορία εις βάρος του. Συνεπώς, στις
περιπτώσεις αυτές, δεν χορηγείται στον κατηγορούμενο καμιά απολύτως
δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας προσκτήσεως του συγκεντρωθέντος
αποδεικτικού υλικού. Η αδυναμία αυτή επιτείνεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί
υπόψη ότι οι προϋποθέσεις νόμιμης διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών
πράξεων δεν προβλέπονται ρητά και εξαντλητικά στο νόμο, κάτι που μπορεί να
οδηγήσει πολύ εύκολα σε καταστρατηγήσεις των θεμελιωδών συνταγματικών
αρχών και παραβιάσεις των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Για να γίνει ανεκτή από ένα κράτος δικαίου η βαρύτητα αυτής της
προσβολής, θα πρέπει de lege ferenda να προβλεφθούν, παράλληλα, και κάποια
μέτρα αποκατάστασης ή αλλιώς μεταγενέστερης εξισορρόπησης της
μυστικότητας της διαδικασίας, όπως, για παράδειγμα, η τήρηση αναλυτικών
πρωτοκόλλων στις περιπτώσεις της ανακριτικής διείσδυσης και της
παρακολούθησης, ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης του
θιγόμενου προσώπου, στον οποίο, χωρίς τη γνώση του κατηγορουμένου, να
678

ανατίθεται η άσκηση του συνόλου των δικαιωμάτων του και η δυνατότητα του
κατηγορουμένου μετά την πρόσβασή του στη δικογραφία να ζητήσει τη διαγραφή
συγκεκριμένου αποτελέσματος ή την προσθήκη άλλου, αφού, μόνο με τον τρόπο
αυτό, μπορεί να αποκατασταθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα
ακρόασης του κατηγορουμένου, καθώς και τα δικαιώματα θιγόμενων τρίτων
προσώπων.
Η τάση διεύρυνσης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους, με
πρόσχημα την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, γίνεται ιδιαιτέρως
εμφανής στην περίπτωση της εξέτασης του DNA, που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆ και γι’ αυτό θεωρήσαμε ορθό να την αναπτύξουμε σε
ιδιαίτερη ενότητα. Έτσι, ενώ στην αρχική της μορφή, όπως είχε προστεθεί με το
άρθ. 5 Ν. 2928/2001, η διάταξη αυτή αφορούσε όσους είχαν τελέσει κακούργημα
με χρήση βίας ή έγκλημα στρεφόμενο κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξη
συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, μετά την τροποποίηση
της διάταξης με το άρθ. 12 § 3 Ν. 3783/2009, η εξέταση του DNA αποσυνδέθηκε
πλήρως από το οργανωμένο έγκλημα και διενεργείται, πλέον, υποχρεωτικά, στις
περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει
κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον
τριών (3) μηνών.
Το γεγονός ότι η βαρύτητα των εγκλημάτων για την εξιχνίαση των οποίων
διατάσσεται η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη αποτελεί κρίσιμο κριτήριο ενόψει
της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, είναι αδιαμφισβήτητο και η
συγκεκριμένη επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, δυστυχώς, τον αφήνει απόλυτα
εκτεθειμένο.
Η γενίκευση στη χρήση της εξέτασης του DNA, σε συνδυασμό με την
επιστημονικά διάτρητη αξιοπιστία του, δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς
για την πιθανότητα χρησιμοποίησής του για εκτεταμένες γενετικά πληθυσμιακές
μελέτες και για δημιουργία γενετικών αρχείων για αντι-ανθρωποκεντρική χρήση.
Αν ληφθούν υπόψη οι ισχυρότατες πιέσεις, που ήδη ασκούνται από εργοδότες
και ασφαλιστικές εταιρίες, στην κατεύθυνση δημιουργίας αρχείων DNA για όλο
τον πληθυσμό, θα αντιληφθούμε ότι η δυναμική της καταπάτησης των
θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και της νομιμοποίησης των κοινωνικών
ανισοτήτων ελλοχεύουν μόνιμα σ’ αυτή την προϊούσα «βιολογικοποίηση» του
ποινικού δικαίου.
679

Κλείνοντας, επιθυμούμε να τονίσουμε ότι, κατά τη γνώμη μας, η εξάλειψη


του οργανωμένου εγκλήματος στις υπάρχουσες κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες, δεν είναι εφικτή. Βήματα μπορούν να γίνουν μόνο στην
κατεύθυνση της μείωσης της διεισδυτικότητας και της συχνότητας εμφάνισής του.
Τα ποινικά μέτρα, αν και φαίνονται απαραίτητα, δεν αποτελούν λύση και
ενδεχομένως θα έπρεπε να αναζητηθούν άλλου είδους μέτρα, όπως ιδίως
παρεμβάσεις σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής, τα οποία θα μπορούσαν να
παράξουν μακροπρόθεσμα ευεργετικά αποτελέσματα. Εξάλλου, αν το ερώτημα
που τίθεται είναι αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος ή πολιτικές και
ατομικές ελευθερίες, τότε εμείς τασσόμαστε ανεπιφύλακτα με τις πολιτικές και
ατομικές ελευθερίες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αγγελή Ιωάννη, Ηλεκτρονικό έγκλημα και απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 1062 επ.
2. Αγγελή Σπυρίδωνος, Η αρχειοθέτηση γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση
εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009, ΠοινΧρ, 2009, σελ. 945 επ.
3. Αδάμου Ουρανίας, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, Ποιν∆ικ,
2004, σελ. 528 επ.
4. Αθανασίου Ελένης, Πιστωτική κάρτα και ∆ιαδίκτυο, Ελλ∆κνη, 2006, σελ. 990 επ.
5. Αλεξανδρή Βασιλείου, Το έγκλημα της εκβίασης – Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου
385 ΠΚ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
6. Αλεξιάδη Στέργιου, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα
αντεγκληματικής πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1981.
7. Αλεξιάδη Στέργιου, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, Αρμεν, 1992, σελ. 1
επ.
8. Αλεξιάδη Στέργιου, Προς μία νέα γενιά «Κοινώς Επικίνδυνων Εγκλημάτων»; Το
παράδειγμα της διαφθοράς, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1021 επ.
9. Αλεξιάδη Στέργιου, Εγκληματολογία, (δ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2004.
10. Αλεξιάδη Στέργιου, Ανακριτική, (6η έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
680

11. Αλεξιάδη Στέργιου, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής – Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική


Πολιτική, (ε’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
12. Αμυγδάλου Νικολάου, Η συνταγματικότητα των διοικητικών προστίμων, ΠοινΧρ, 1986,
σελ. 221 επ.
13. Αναγνωστόπουλου Ηλία, Εξάρθρωση συμμορίας και αναστολή εκτελέσεως της ποινής
(Παρατηρήσεις στο άρθρο 8 του Ν.∆. 743/1970 περί ναρκωτικών), ΜΝΗΜΗ Χωραφά –
Γάφου – Γαρδίκα, τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 251 επ.
14. Αναγνωστόπουλου Ηλία, Απάτη και κοινοτική απάτη (άρθρα τέταρτο έως έκτο Ν.
2803/2000), ΠοινΧρ, 2001, σελ. 759 επ.
15. Αναγνωστόπουλου Ηλία, ∆ίκαιη δίκη και διεθνής τρομοκρατία (Με αφορμή την απόφαση
του Γερμανικού Ακυρωτικού στην υπόθεση El Motassadeq), ΠοινΧρ, 2004, 2004, σελ.
1030 επ.
16. Ανδρέου Φίλιππου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία – Νομολογία –
Βιβλιογραφία, (3η έκδοση), (χ.έ.), Λάρισα, 2008.
17. Ανδρουλάκη Ιωάννη, Αδικήματα ∆ιαφθοράς στον Οικονομικό Τομέα – ∆ιαφθορά στον
οικονομικό τομέα με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάθεση έργων και προμηθειών, στο
Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος,
τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 333 επ.
18. Ανδρουλάκη Νικολάου, Επί του προσδιορισμού της εννοίας του διαρκούς εγκλήματος,
ΠοινΧρ, 1965, σελ. 326 επ.
19. Ανδρουλάκη Νικολάου, Περί συρροής εγκλημάτων, τόμος Α’, (χ. ε.), Αθήνα, 1966.
20. Ανδρουλάκη Νικολάου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 442 επ.
21. Ανδρουλάκη Νικολάου, Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ, 1973, σελ. 513 επ.
22. Ανδρουλάκη Νικολάου, Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 §
1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 361 επ.
23. Ανδρουλάκη Νικολάου, Γύρω από την οικονομική εγκληματικότητα, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού ∆ικαίου, με θέμα το Οικονομικό
Έγκλημα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 11 επ.
24. Ανδρουλάκη Νικολάου, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια
μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ. 289 επ.
25. Ανδρουλάκη Νικολάου, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό Μέρος, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα, 2006.
26. Ανδρουλάκη Νικολάου, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, (γ’ έκδοση), σειρά ∆ίκαιο
και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007.
27. Αποστολίδου Άννας, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η
περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000.
28. Αρβανίτη Γεωργίου, Οι προτάσεις για ένα «Ενιαίο Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό Χώρο»
σχολιαζόμενες από τη σκοπιά της ελληνικής εννόμου τάξεως, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 866 επ.
681

29. Αρβανίτη Γεωργίου / Καλφέλη Γρηγορίου / Καράμπελα Λάμπρου / Μαργαρίτη Λάμπρου,


Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Σχόλια – Νομολογία, τόμος 1, άρθρα 1-408, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001.
30. Αργυρόπουλου Χριστόφορου, Ποινικές διατάξεις με περιεχόμενο αβέβαιο και ασαφές,
ΝοΒ, 1984, σελ. 735 επ.
31. Αργυρόπουλου Χριστόφορου, Η δίκαιη ποινή ως πολιτισμικό κεκτημένο, στα Πρακτικά
του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 19 επ.
32. Αργυρόπουλου Χριστόφορου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 940 επ.
33. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1045 επ.
34. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, ∆όλος: Θεμελίωση και Αποκλεισμός του στο Ποινικό ∆ίκαιο,
σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2003.
35. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Ο «κολοβός» ενδεχόμενος δόλος στην ελληνική νομολογία,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 174 επ.
36. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Στοιχεία Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2007.
37. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Η αντιμετώπιση του «εχθρού» της έννομης τάξης στο πλαίσιο
της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής, στο Στράτου Γεωργούλα (επιμ), Τιμητικός
Τόμος για τον καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ.
ΚΨΜ, Αθήνα, 2007, σελ. 327 επ.
38. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Λίγες ακόμη σκέψεις για την διάκριση ανάμεσα στην ενέργεια και
την παράλειψη, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 858 επ.
39. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της
τρομοκρατίας»: Από την σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό ∆ίκαιο του Εχθρού», Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010.
40. Βαθρακοκοίλη Αντώνη, Το οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του,
Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001.
41. Βαθρακοκοίλη Αντώνη, Η νομική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες
αυτής, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 1052 επ.
42. Βαρβιτσιώτη ∆ημητρίου, Έννοια και λειτουργικότητα του έννομου αγαθού, ΝοΒ, 1985,
σελ. 565 επ.
43. Βασιλακάκη Ευαγγέλου, 9+1 σκέψεις για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, Ποιν∆ικ,
2006, σελ. 204 επ.
44. Βασιλακόπουλου Παναγιώτη, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις
ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1361 επ.
45. Βασιλακόπουλου Παναγιώτη, Τινά περί «ξεπλύματος»: Λογική – συστηματική ερμηνεία
και εντροπία του Ν. 2331/1995, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
682

Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή


ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 221 επ.
46. Βασιλειάδη Σωκράτη, Η πνευματική ιδιοκτησία στην Ελλάδα και η ανεπαρκής ποινική
προστασία της κατά το Ν. 2121/1993, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 137 επ.
47. Βγενόπουλου Κώστα / Ταμβίσκου Φωτεινής (επιμ), Πρόσφυγες και μετανάστες στην
Ελληνική αγορά εργασίας, Πρακτικά συνεδρίου του ΕΚΕΜ στην Αθήνα, στο Αμφιθέατρο
Υπουργείου Εξωτερικών,στις 13 Ιουλίου 1998, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998.
48. Βελέντζα Γιάννη, Προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν
προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς. Ερμηνευτική
προσέγγιση του νέου νομοθετικού πλαισίου (Ν. 3340/2005) και της σχετικής νομοθεσίας
που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση, ΕΤΡΑΞΧΡ∆, 2006, σελ. 3 επ.
49. Βενέτη ∆ημητρίου, Μεταμέλεια ή εκμαυλισμός συνειδήσεως, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 713 επ.
50. Βιδάλη Σοφίας, Η πολιτική διαφθορά ως μία εκ των καλών τεχνών, Χρονικά, τεύχος 7,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 39 επ.
51. Βιδάλη Σοφίας, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70 – Εγκληματολογική
και Σωφρονιστική προσέγγιση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997.
52. Βλάχου Βασιλικής, Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου αιώνα – Κριτικές
Παρατηρήσεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 69 επ.
53. Βοσκού Ιωάννη, Ίδρυση, λειτουργία, κατηγορίες και θέματα εξωχωρίων εταιρειών,
http://www.syneemp.gr/?pgtp=1&aid=1235640800
54. Βουγιούκα Κωνσταντίνου, Οικονομικόν Ποινικόν ∆ίκαιον. Γενικό Μέρος. Πανεπιστημιακαί
Παραδόσεις, (ε’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986.
55. Βουγιούκα Κωνσταντίνου, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και
την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και προσφάτων εκδηλώσεων
διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 499 επ.
56. Βούτσα Νίκου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ισχύουσες ρυθμίσεις και διαγραφόμενες
προοπτικές σε επίπεδο Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1467 επ.
57. Γαρδίκα Κωνσταντίνου, Η διεθνής των αστυνομικών συνεργασία. Η Interpol, ΠοινΧρ,
1962, σελ. 473 επ.
58. Γαρδίκα Κωνσταντίνου, Η μετάνοια των εγκληματιών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 1 επ.
59. Γέμτου Πέτρου, Αξιολογική ουδετερότητα στη Νομική Επιστήμη: Το πείραμα του Νομικού
Θετικισμού, ΝοΒ, 2004, σελ. 353 επ.
60. Γεωργάκη Ιωάννη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιδασκαλία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1991.
61. Γεωργίου Χρήστου, Το τεστ DNA στην ποινική διαδικασία: Παράγοντες αναξιοπιστίας και
όρια χρήσης του, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 679 επ.
62. Γεωργούλα Στράτου (επιμ), Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Η
Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, 2007.
63. Γιαννίδη Ιωάννη, Η νέα νομιμοποίηση του Ποινικού ∆ικαίου και το τέλος της κλασικής
δογματικής, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 769 επ.
683

64. Γιαννόπουλου Θάνου, Έμπρακτη μετάνοια κατ’ άρθρο 379 ΠΚ και «λογική των
εγκληματιών», ΝοΒ, 1990, σελ. 1417 επ.
65. Γιαννόπουλου Θάνου, Η «νομιμοποίηση» εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’
άρθρον 394Α ΠΚ, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 1238 επ.
66. Γιαννουλόπουλου ∆ημήτρη, Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, (επ’ αφορμή
του σχολιασμού της σημαντικότατης απόφασης της 25-27/6/2001 και 25/10/2001 της
Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R. v. Looseley), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 617 επ.
67. Γιαννουλόπουλου ∆ημήτρη, Τρομοκρατία και ατομικές ελευθερίες στις Η.Π.Α. μετά την
11η Σεπτεμβρίου 2001, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1379 επ.
68. Γιαρένη Ιωάννας, Η διαφθορά ως πολυδιάστατο φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας,
Ελλ∆κνη, 2005, σελ. 673 επ.
69. Γράβαρη Ιωάννη, Συγκριτική θεώρηση των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, στο
Ιωάννη Στράγγα (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 259 επ.
70. Γρηγορίου Αρετής, Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα δικαιώματα και
υποχρεώσεις αλλοδαπών, ∆∆ικ, 2008, σελ. 553 επ.
71. Γρίβα Κλεάνθη, Οπιούχα. Μορφίνη – Ηρωίνη – Μεθαδόνη, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1995.
72. Γρίβα Κλεάνθη, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά». Τα «Ναρκωτικά» ως εργαλείο της
Αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα,
1997.
73. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, Ατομικά ∆ικαιώματα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991.
74. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, (3η έκδοση αναθεωρημένη και
συμπληρωμένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992.
75. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Maastricht – Μια κριτική
ανάλυση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993.
76. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam – Μια κριτική
ανάλυση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
77. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989.
78. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993.
79. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Μία συστηματική
θεμελίωσή τους υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ποινικής διαδικασίας, στον
Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον 21ο
αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 292 επ.
80. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1022 επ.
684

81. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Ποινική ∆ικονομία, Βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης,
τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
82. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 1166 επ.
83. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
ΠοινΧρ, 2005, σελ. 961 επ.
84. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Προκαταρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη
διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, Ποιν∆ικ, 2007, σελ.
1326 επ.
85. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη
αυτοενοχοποίησης, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 149 επ.
86. ∆αμιανάκη Ευτύχιου, Εισήγηση ως Εισηγητή της Πλειοψηφίας, στο Πρακτικό της
∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο
νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και
του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1586.
87. ∆ανιήλ Γεωργίου, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005,
που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, Ποιν∆ικ,
2008, σελ. 472 επ.
88. ∆αρζέντα Εμμανουήλ, Νομικά κείμενα δημοσίου δικαίου και φιλοσοφίας του δικαίου
1977-1992, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1993.
89. ∆ασκαλόπουλου Σταμάτη, ∆ιλήμματα για την άμυνα στο οργανωμένο έγκλημα (Το
«έλλειμμα της πολιτείας και η συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων), ΥΠΕΡ, 1999,
σελ. 1023 επ.
90. ∆ασκαρόλη Γεωργίου, Παραδόσεις Οικογενειακού ∆ικαίου, Τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992.
91. ∆έδε Χρήστου, Το στοιχείον του κινδύνου εις το ποινικόν δίκαιον και τα εγκλήματα
διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ, 1955, σελ. 103 επ.
92. ∆έδε Χρήστου, Η αναδρομική ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω Ποινικώ ∆ικαίω,
Ερμηνεία του άρθρου 2 ΠΚ, ΝοΒ, 1967, σελ. 865 επ.
93. ∆έδε Χρήστου, Η διακινδύνευσις εις τα εγκλήματα περί την απονομήν της δικαιοσύνης,
ΠοινΧρ, 1974, σελ. 722 επ.
94. ∆έδε Χρήστου, Ποινικόν ∆ίκαιον. Ειδικόν Μέρος. Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν (Άρθρα
253-263 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1983.
95. ∆εληγιάννη Ιωάννη / Κούσουλα Χρήστου, Οικογενειακό ∆ίκαιο, Η νέα ρύθμιση της
συγγένειας και της προστασίας των ανίκανων προσώπων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,
1984.
685

96. ∆εληγιάννη-∆ημητράκου Χριστίνας, Συγκριτικό ∆ίκαιο και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις,


ΝοΒ, 2006, σελ. 23 επ.
97. ∆ελλή Γεώργιου, Η ιδιαιτερότητα του δικαστικού ελέγχου των διοικητικών κυρώσεων,
∆∆ικ, 2002, σελ. 891 επ.
98. ∆ημήτραινα Γιώργου, Αποδοχή και ∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος: (Άρθρο 394 ΠΚ),
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1998.
99. ∆ημήτραινα Γιώργου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΑλεξ, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 380 επ.
100. ∆ημήτραινα Γιώργου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 1526/2001 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1254 επ.
101. ∆ημήτραινα Γιώργου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ζητήματα εφαρμογής του Ν.
2331/1995, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002.
102. ∆ημήτραινα Γιώργου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του
ΣυμβΑΠ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1017 επ.
103. ∆ημήτραινα Γιώργου, Νομιμοποίηση εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε
ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή το Βούλευμα του
ΣυμβΕφΛάρισ 50/2004), Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 588 επ.
104. ∆ημήτραινα Γιώργου, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής
πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
ΠοινΧρ, 2006, σελ. 351 επ.
105. ∆ημήτραινα Γιώργου, Ο δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 139 επ. (και
προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 392 επ.)
106. ∆ημήτραινα Γιώργου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών
στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και
ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν.
3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 943 επ.
107. ∆ημήτραινα Γιώργου, Η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: συμβολή στην αντιμετώπιση
ειδικότερων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 71 επ.
108. ∆ημητράτου Νικολάου, Απαγόρευση αναδρομής και μεταβολή της νομολογίας
στο Ποινικό ∆ίκαιο, ΥΠΕΡ, 1992, σελ. 1095 επ.
109. ∆ημητράτου Νικολάου, Ποινική Προστασία του περιβάλλοντος. ∆ογματική
θεμελίωση και σύνθεση της προβληματικής της, ΠοινΧρ, 1994, 140 επ.
110. ∆ημητράτου Νικολάου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο
ποινικό δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998.
686

111. ∆ημητράτου Νικολάου, Οργανωμένο Έγκλημα: Θεωρητική προσέγγιση ενός


κοινωνικού και ποινικού προβλήματος, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 300 επ.
112. ∆ημητρίου Σωτήρη (επιμ), Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και μηχανισμοί
παραγωγής του, εκδ. Ιδεοκίνηση, Αθήνα, 1997.
113. ∆ημητρίου Σωτήρη, Μορφές Βίας, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 2003.
114. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Η εγκληματολογική προβληματική των σύγχρονων
οικονομικών εγκλημάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989.
115. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Το Πολυεθνικό Έγκλημα – ∆ομή και Προοπτική,
Νομικά Χρονικά ∆ικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Μαγκλαρά,
τεύχος 2ο, Ιούνιος 2001, σελ. 5-13
116. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Η Παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την
αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
117. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Η ∆ιαφθορά, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005.
118. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006.
119. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου, Εισαγωγή στη Θυματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2006.
120. ∆ημόπουλου Χαράλαμπου / Κοσμάτου Κωνσταντίνου (επιμ), Νομοθετικά Κείμενα
περί Τρομοκρατίας, (2η έκδοση), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010.
121. ∆ιεθνής Αντιαπαγορευτική Κίνηση (LIA), Ναρκωτικά: η άλλη πρόταση, Πρακτικά
Συνεδρίου, 22 – 24 Νοεμβρίου 1990, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1991.
122. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος– Μια συμβολή στο ζήτημα του
προστατευόμενου εννόμου αγαθού του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1999,
σελ. 988 επ.
123. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής
δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν.
2331/1995, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 793 επ.
124. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Αστυνομική διείσδυση. Συνταγματικά και
δικονομικά προβλήματα μιας «νομιμοποιημένης» ανακριτικής πράξης, ΠοινΛογ, 2003,
σελ. 473 επ.
125. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Πότε ένα περιουσιακό στοιχείο προέρχεται
από εγκληματική δραστηριότητα; Συμβολή στον καθορισμό του κύκλου των πρόσφορων
αντικειμένων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΧρ, 2006,
σελ. 361 επ.
126. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Κακουργήματα στο Ν. 2331/1995:
ου
Μοναδική επιλογή για τον νομοθέτη;, στα Πρακτικά του 4 Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 433 επ.
687

127. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Κοινοτική Απάτη – Άρθρα τέταρτο έως έκτο
του Ν. 2803/2000, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά
Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 95 επ.
128. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα – Ν. 2331/95, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα
Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 274 επ.
129. Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του
Ποινικού ∆ικαίου, Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000.
130. Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
131. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα το 1998, Ποιν∆ικ,
1999, σελ. 871 επ.
132. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2004 – Ανοικτή
Έκδοση,
http://www.astynomia.gr/images/stories/STATS/Attachment14438_ekthesi_2004.pdf.
133. European Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή
Αντεγκληματική Πολιτική, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 69 επ.
134. Ζαραφωνίτου Χριστίνας, Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου:
Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 2049
επ.
135. Ζαχαριάδη Αθανασίου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 47
επ.
136. Ζέρβα Χαράς, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1046 επ.
137. Ζέρβα Χαράς, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή
του στην ελληνική πραγματικότητα;, ΝοΒ, 2002, σελ. 824 επ.
138. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, «Μεταμοντέρνες Ποινές»: Η Ηλεκτρονική Επιτήρηση,
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 460 επ
139. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 837
επ.
140. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το
τεκμήριο της αθωότητας, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 778 επ.
141. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Παρατηρήσεις στην Υπόθεση C – 105/2003, Απόφαση της
16-6-2005 του ∆ικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (∆ΕΚ), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 57 επ.
142. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Η τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος: Μία
προκαταρκτική θεώρηση, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
688

Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη


κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 101 επ.
143. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Θεσμικές ανακατατάξεις και προοπτικές του ευρωπαϊκού
χώρου ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας υπό το πρίσμα της «Μεταρρυθμιστικής
Συνθήκης», Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 907 επ.
144. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός χώρος ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και
Ασφάλειας μετά τη λήξη του Πολυετούς Προγράμματος της Χάγης. Οι προτάσεις των
Συμβουλευτικών Ομάδων Υψηλού Επιπέδου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1107 επ.
145. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Νέες τάσεις της εντατικής δικαστικής συνεργασίας σε
ποινικές υποθέσεις στον ευρωπαϊκό χώρο ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας, υπό
το πρίσμα της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Αναζητώντας μια νέα συνισταμένη;, ΠοινΧρ,
2010, σελ. 89 επ.
146. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης: Πολιτικές και προοπτικές
του ευρωπαϊκού χώρου ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας για το διάστημα 2010 –
2014, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 348 επ.
147. Ζησιάδη Ιωάννη, Η απόδοσις του ιδιοποιηθέντος πράγματος (άρθρο 379 ΠΚ),
ΠοινΧρ, 1952, σελ. 273 επ.
148. Ζιούβα ∆ημητρίου, Φορολογικά Αδικήματα – Νομοθετικοί άξονες, συστηματική
θεμελίωση και βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του ελληνικού φορολογικού ποινικού
δικαίου, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα,
Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 11 επ.
149. Ζιούβα ∆ημητρίου, Τελωνειακά Αδικήματα – Εγκληματολογικός φαινότυπος και
βασική ποινικοδογματική και ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας
(ά. 155 ν. 2960/2001), στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά
Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 67 επ.
150. «ΙΧΝΕΥΤΗΣ – Βιβλία και Στατιστικές», αφιέρωμα Μαφία και Ανάπτυξη, Μάρτιος
2008, Αθήνα.
151. Καβουνίδη Τζένης / Καρύδη Βασίλη / Νικολακοπούλου-Στεφάνου Ηρώς /
Στυλιανούδη Λίλυς (επιμ), Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές –
Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ. ΙΜΕΠΟ, Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf
152. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987.
153. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Η πρόκληση για τη διακίνηση ναρκωτικών στην
υπηρεσία της καταστολής, στο Μνήμη Ιωάννη ∆ασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χ. Μπάκα,
τόμ. Α’, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1996, σελ. 103 επ.
689

154. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Το Ευρωπαϊκό εγχείρημα διαμόρφωσης κοινών


ποινικών κανόνων. Οι ουσιαστικές διατάξεις του “Corpus Juris” κατά το νέο
τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 97 επ.
155. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο – Σύγχρονες
εξελίξεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1284 επ.
156. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Η Πρόταση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής και το σχεδιασμό των
εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας στα πλαίσια του Α’
Πυλώνα – ∆ιάλογος με την Πράσινη Βίβλο, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 563 επ.
157. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση –
Σημαντικές όψεις και προοπτικές εξέλιξης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003.
158. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ: Από τον αστυνομικό (Europol) στον δικαστικό
(Eurojust) συντονισμό – Η προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων,
Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 165 επ.
159. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το
ποινικό δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 538
επ.
160. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και οι
προκλήσεις για το ποινικό δίκαιο στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 567
επ.
161. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: Οι ρυθμίσεις του Ν.
3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1294
επ.
162. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του
οργανωμένου εγκλήματος στην Ε.Ε. – Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη,
Ποιν∆ικ, 2005, σελ.1435 επ.
163. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος: Μεταξύ διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 53 επ. (και προδημοσίευση ΠοινΧρ, 2007, σελ. 3 επ.)
164. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά
όρια, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 917 επ.
165. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Η πρόσφατη νομολογία του Ε∆∆Α για την αστυνομική
διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 59 επ.
166. Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρίας, Ευρωπαϊκό Ποινικό ∆ίκαιο και Συνθήκη της
Λισσαβώνας – Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό
περιβάλλον, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011.
690

167. Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας / Prittwitz Cornelius (επιμ), Επιτήρηση και ποινική
καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011.
168. Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και
δίκαιη ποινική δίκη, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 63 επ.
169. Καλφέλη Γρηγορίου, Το έννομο αγαθό ως βάση για τη λύση του προβλήματος
της μεταβολής της κατηγορίας στην ποινική θεωρία, Θεσσαλονίκη, (χ.έ.), 1985.
170. Καλφέλη Γρηγορίου, Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (Μονοδιάστατη
ενοποίηση των ευρωπαϊκών κατασταλτικών μηχανισμών;), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 199 επ.
171. Καλφέλη Γρηγορίου, Ηλεκτρονική παρακολούθηση των διαδηλώσεων, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή
στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 47 επ.
172. Καμπέρου – Ντάλτα Ελένης, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος
– Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, σειρά ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009.
173. Κανελλόπουλου Νικολάου, ∆ικηγορικό απόρρητο και οικονομική
εγκληματικότητα, ΝοΒ, 2002, σελ. 857 επ.
174. Καράμπελα Λάμπρου, Η μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας:
νομοθεσία, νομολογία, υποδείγματα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
175. Καράμπελα Λάμπρου, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 167 επ.
176. Καρατζογιάννη Γεωργίου, Οικονομικό Έγκλημα – «Ξέπλυμα Βρώμικου
Χρήματος», ΠράξΛογ, 2004, σελ. 503 επ.
177. Καρεκλά Στέφανου, Φυσικό ή θετικό δίκαιο; Η «επιστροφή» στον κανόνα του
Handbruch, ΥΠΕΡ, 1997, σελ. 1181 επ.
178. Καρκατσούλη Παναγιώτη, Η συμβολή της λειτουργικής ανάλυσης στην ποινική
νομοθέτηση, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 961 επ.
179. Καρκατσούλη Παναγιώτη, Αυτοποίηση και θεωρία των οργανώσεων, στο
Ιωάννας Τσιβάκου (επιμ), ∆ράση και Σύστημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των
οργανώσεων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1995, σελ. 325 επ.
180. Καρρά Αργυρίου, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, (γ’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
181. Καρύδη Βασίλη, Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα – Ζητήματα
Θεωρίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1996.
182. Καρύδη Βασίλη, Η εγκληματικότητα των μεταναστών: Μύθος και
Πραγματικότητα, στο Σωτήρη ∆ημητρίου (επιμ), Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και
μηχανισμοί παραγωγής του, εκδ. Ιδεοκίνηση, Αθήνα, 1997, σελ. 143 επ.
691

183. Καρύδη Βασίλη, Όψεις κοινωνικού ελέγχου στην Ελλάδα – Ηθικοί Πανικοί,
Ποινική ∆ικαιοσύνη, (πρόλογος Γιάννη Πανούση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2010.
184. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Η αναδρομικότης του επιεικέστερου ποινικού νόμου εν
περιπτώσει εξωποινικής νομοθετικής μεταβολής, ΠοινΧρ, 1975, σελ. 801 επ.
185. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Α΄, εκδ. Γ.
Παρισιάνου, Αθήνα, 1972.
186. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β΄, εκδ. Γ.
Παρισιάνου, Αθήνα, 1972.
187. Κάτσιου Σταύρου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Η γεωπολιτική του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης από παράνομες
δραστηριότητες, Σύγχρονα Θέματα Εμπορικού ∆ικαίου, τεύχος 5, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1998.
188. Κάτσιου Σταύρου, “Mundus vult decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για
την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του
Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 397 επ.
189. Κάτσιου Σταύρου, Dura lex sed lex: Μία προσέγγιση στο ρόλο των δικηγόρων
στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με την
ευκαιρία της Επιτροπής του άρθρου 5 παρ. 8 του Ν. 3424/2005, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 603
επ.
190. Κιούπη ∆ημητρίου, Η αρχή nullum crimen sine lege certa στο σύγχρονο ποινικό
δίκαιο, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 193 επ.
191. Κιούπη ∆ημητρίου, Εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων – Ένα παγκόσμιο
εγκληματικό φαινόμενο και ο ρόλος του ∆ιαδικτύου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1629 επ.
192. Κιούπη ∆ημητρίου, Ο Ν. 3251/2004 – Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών
του σημείων, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 972 επ.
193. Κιούπη ∆ημητρίου, Ηλεκτρονικά Οικονομικά Εγκλήματα, στο Νέστορα Κουράκη /
∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση),
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 405 επ.
194. Κοκκινάκη Κρίτωνα, Η σχέση ποινικοδικονομικής δραστηριότητας και
αστυνομικής πρόληψης ενόψει της κρατικής παρέμβασης στον χώρο των συνταγματικών
δικαιωμάτων και εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 660 επ.
195. Κοκκινάκη Κρίτωνα, Η εικονοληψία ως μέσο εγκληματοπρόληψης, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 696 επ.
196. Κοσμάτου Κώστα, Οι «ευπαθείς» ή «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες του
πληθυσμού ως θύματα της εμπορευματοποίησης οργάνων, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 348 επ.
197. Κοτσαλή Λεωνίδα, Περιπτώσεις πολυπροσώπου τελέσεως εγκλημάτων, ΜΝΗΜΗ
Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 61
επ.,
198. Κοτσαλή Λεωνίδα, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, ΝοΒ,
2009, σελ. 1881 επ.
692

199. Κουβέλη Φωτίου, Εισήγηση ως ειδικού Αγορητή του Συνασπισμού της Αριστεράς
και της Προόδου, στο Πρακτικό της ∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας
Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση
διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία
του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ.
1591 επ.
200. Κούκη Χαράλαμπου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 442/1984 (τμήμα ε’) (για την
εφαρμογή επιεικέστερου νόμου), ΝοΒ, 1984, σελ. 1065 επ.
201. Κουλούρη Νικολάου, Προβλήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000,
σελ. 374 επ.
202. Κουλουφάκου Τίνας, Στο κρησφύγετο των «μαϊμούδων», Έψιλον, Τεύχος 796,
16-7-2006, σελ. 24 επ.
203. Κουνάδη Παναγιώτη, Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά – Μια διαδρομή
στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, ΓΣΕΕ, Αθήνα, 2000.
204. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφης, Οικογενειακό ∆ίκαιο, Τόμος ΙΙα, Συγγένεια –
∆ιατροφή από το νόμο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1991.
205. Κουράκη Νέστορα, Περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας στο Ποινικό ∆ίκαιο,
Αρμεν, 1986, σελ. 836 επ.
206. Κουράκη Νέστορα, Μεταβολή των εξωποινικών ρυθμίσεων και εν λευκώ ποινικοί
νόμοι, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 597 επ.
207. Κουράκη Νέστορα, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες-Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά
Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991.
208. Κουράκη Νέστορα, Ποινική Καταστολή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1997.
209. Κουράκη Νέστορα, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή
Ελλάδα, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 239 επ.
210. Κουράκη Νέστορα, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος
και αντιμετώπισή του στην Ελλάδα, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 173 επ. (και προδημοσίευση,
Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1017 επ.)
211. Κουράκη Νέστορα, Το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, Ποιν∆ικ, 2000,
σελ. 644 επ.
212. Κουράκη Νέστορα / Ζιούβα ∆ημητρίου (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό
Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
213. Κουτσούκη Κλεομένη, Η παθολογία της πολιτικής. Όψεις της διαφθοράς στο
νεοελληνικό κράτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998.
214. Κραβαρίτου Γιώτας, Κοινωνικά ∆ικαιώματα και Κοινωνική Ιδιότητα του Πολίτη,
ΝοΒ, 2002, σελ. 1426 επ.
693

215. Κραβαρίτου Γιώτας, Σχέση ∆ικαίου και Πολιτισμού: Όψεις της Σύγχρονης
Προβληματικής, ΝοΒ, 2004, σελ. 1673 επ.
216. Κριθαρά Θεοδώρου, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 892 επ.
217. Κυριακάκη Σπύρου, Modus operandi (τρόπος ενέργειας) των ενόπλων
εγκληματικών ομάδων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 435 επ.
218. Κυριλλόπουλου Μιχαήλ, Νομικός χαρακτήρ της εμπράκτου μετανοίας, ΕΕΝ,
1957, σελ. 79 επ.
219. Κυριτσάκη Ιωάννας, Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της
θέσπισης μέτρων ποινικού χαρακτήρα, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 467 επ.
220. Κωνσταντινίδη Άγγελου, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 316 επ.
221. Κωνσταντινίδη Κωνσταντίνου, Σύστασις και συμμορία (Άρθρον 187 ΠΚ),
Θεσσαλονίκη, χ.ό., 1978.
222. Κωστάρα Αλέξανδρου, Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας – σκέψεις πάνω
στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την πολιτειακή εξουσία και τη
δημόσια τάξη, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 97 επ.
223. Κωστάρα Αλέξανδρου, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων
του οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆
με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 69 επ.
224. Κωστάρα Αλέξανδρου, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, θεωρητική και
πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001.
225. Κωστάρα Αλέξανδρου, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006.
226. Λαζαράκου Γρηγορίου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομία (Europol) και η ανάγκη ελέγχου
της, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1145 επ.
227. Λαζαράκου Γρηγορίου, Βιομετρία: Προστασία των προσωπικών δεδομένων
μέσω της επεξεργασίας ευαίσθητων (σωματικών) πληροφοριών, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
1165 επ.
228. Λάζου Γρηγορίου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 403 επ.
229. Λάζου Γρηγορίου, Το οικονομικό έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα. «Σκληρά»
δεδομένα και βασικές συντεταγμένες, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 655 επ.
230. Λάζου Γρηγορίου, Πληροφορική και Έγκλημα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001.
694

231. Λάζου Γρηγορίου, Εστίαση στα οικονομικά εγκλήματα – Ορισμένα πρώτα


συμπεράσματα, σε Αντώνη Μαγγανά, Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004, σελ. 520 (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 2002, σελ.
949).
232. Λάζου Γρηγορίου, Κριτική Εγκληματολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2007.
233. Λαμπροπούλου Έφης, Η οργανωμένη εγκληματικότητα και η εσωτερική (αν-)
ασφάλεια, Ποιν ∆ικ., 2000, σελ. 881 επ.
234. Λαμπροπούλου Έφης, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική» ασφάλεια,
Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 59 επ.
235. Λαμπροπούλου Έφης, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, εκδ.
ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα, 2001.
236. Λαμπροπούλου Έφης, Κοινωνίες σε «κίνδυνο» και αίσθημα ανασφάλειας,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 556 επ.
237. Λαναρά Κωνσταντίνου, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική (Εφαρμογή –
Νομολογία – Ερμηνεία), (χ.ε), Αθήνα, 2003.
238. Λάσκαρη Νικολάου, Παρατηρήσεις επί της υπ’ αριθμ. ΑΠ 82/1970. Η έννοια του
όρου «οικεία βουλήσει» επί εμπράκτου μετανοίας, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 371 επ.
239. Λελούδα – Καραγιαννοπούλου Ιωάννας, Ποιός θα είναι ο κύριος στόχος της ΕΕ
κατά την ολοκλήρωσή της;, ΝοΒ, 2006, σελ. 1235 επ.
240. Λίβου Νικολάου, Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος
(άρθρο 13 περ. στ’ ΠΚ), ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1374 επ.
241. Λίβου Νικολάου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι
αντιμετώπισής του, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 11 επ.
242. Λίβου Νικολάου, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2001,
σελ. 1606 επ.
243. Λίβου Νικολάου, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα. Το
παράδειγμα του Ποινικού ∆ικαίου, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 185 επ.
244. Λίβου Νικολάου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της
Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές
∆ραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 380 επ.
245. Λίβου Νικολάου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, Τόμος Ι:
∆ογματική του οργανωμένου εγκλήματος, Τεύχος α’: Ο εγκληματολογικο-δογματικός
φαινότυπος του οργανωμένου εγκλήματος, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2007.
695

246. Λίβου Νικολάου, ∆ικονομικά ζητήματα σχετικά με την καταπολέμηση της


οικονομικής παραβατικότητας / εγκληματικότητας εκ μέρους της Υπηρεσίας Ειδικών
Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.), στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά
Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 437 επ.
247. Λίβου Νικολάου, Το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» και η εξιχνίασή του, στα
Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 357 επ.
248. Λινάρδου Ρυλμόν Πέτρου, Αντιαπαγορευτική πολιτική: Κυριαρχία των νόμων της
αγοράς ή κυριαρχία του κοινωνικού ελέγχου;, στο ∆ιεθνής Αντιαπαγορευτική Κίνηση
(LIA), Ναρκωτικά: η άλλη πρόταση, Πρακτικά Συνεδρίου, 22 – 24 Νοεμβρίου 1990, Νέα
Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1991, σελ. 159 επ.
249. Λύτρα Σωτήρη, Έννοια και βασική διάκριση των κυρώσεων στο ελληνικό θετικό
δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1984.
250. Λύτρα Σωτήρη, Η έννοια των διοικητικών προστίμων και η συνταγματικότητα της
επιβολής τους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986.
251. Μαγγανά Αντώνη (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004.
252. Μαγκάκη Γεωργίου Αλεξάνδρου, Βασικαί αρχαί διέπουσαι την σύνταξιν ειδικών
ποινικών νόμων, ΠοινΧρ, 1959, σελ. 294 επ.
253. Μαγκάκη Γεωργίου Αλεξάνδρου, Ερμηνεία του ν. 774/1978 «περί καταστολής της
τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», ΝοΒ, 1980, σελ. 1018
επ.
254. Μαγκάκη Γεωργίου Αλεξάνδρου / Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Γνωμοδότηση για τη
νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1981, σελ. 821 επ.
255. Μαγκάκη Γεωργίου Αλεξάνδρου, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, (γ’
έκδοση βελτιωμένη), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984.
256. Μαγκλιβέρα Κωνσταντίνου, Η νομοθεσία των Κρατών Μελών της ΕΟΚ για τη
νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, ∆ΕΤ, β’ τριμηνία, 1995, σελ. 62 επ.
257. Μαγκλιβέρα Κωνσταντίνου, Μετανάστευση, διεθνές δίκαιο και ο ρόλος των
Ηνωμένων Εθνών, στο Τζένης Καβουνίδη / Βασίλη Καρύδη / Ηρώς Νικολακοπούλου-
Στεφάνου / Λίλυς Στυλιανούδη (επιμ), Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές
– Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ. ΙΜΕΠΟ, Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf, σελ. 14 επ.
258. Μανώλαρου Φίλιππου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 196 επ.
259. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Η προστασία της δημοσίας τάξεως κατά τον Ελληνικόν
Ποινικόν Κώδικα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1970.
696

260. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, Θεσσαλονίκη


[χ.ό.], 1973.
261. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο (1978-1989),
εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1990.
262. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Η κατάχρηση της ποινικής καταστολής (ενόψει των
σκοπών της), στο του ιδίου, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο (1978-1989), εκδ.
Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 89 επ.
263. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 6 του Ν. 1916/1990
«για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» εξαιτίας της
νομοτεχνικής του μορφής, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 997 επ.
264. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης – άρθρα 183-197 ΠΚ, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994.
265. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας (Άρθρα 167 –
182 ΠΚ), (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994.
266. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου,
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1998.
267. Μανωλεδάκη Ιωάννη / Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη (επιμ), Προβλήματα της
συμμετοχής στο έγκλημα, Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1998.
268. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο, (ε’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001.
269. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Τροποποιήσεις, μεταρρύθμιση και ιδεολογικός
αποχρωματισμός του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, στο του ιδίου, Μελέτες για
εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο (ε’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 29
επ.
270. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, (στ’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001.
271. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Το Σχέδιο Νόμου για το οργανωμένο έγκλημα και η νέα
παγκόσμια τάξη, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 465.
272. Μανωλεδάκη Ιωάννη / Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας, Παρατηρήσεις στην πρόταση
της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με το
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1107 επ.
273. Μανωλεδάκη Ιωάννη / Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας, Παρατηρήσεις στο αρχικό
σχέδιο της πρότασης της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο
σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1112 επ.
274. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (Άρθρα 372 – 384α ΠΚ),
(11η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002.
275. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Ασφάλεια και Ελευθερία. Ερμηνεία του Ν. 2928/2001 για το
οργανωμένο έγκλημα. Σχετικά κείμενα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002.
697

276. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Εισήγηση σε ημερίδα στο ∆ικηγορικό Σύλλογο Λάρισας


στις 22-2-2005, με τίτλο «Το Ποινικό ∆ίκαιο μπροστά στις προκλήσεις των νέων
εξελίξεων», διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.maxomenidikigoria.gr
277. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Τρομοκρατία και Νομοκρατία (η τήρηση της νομιμότητας
ως απάντηση στην τρομοκρατία), Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 65 επ.
278. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Μελέτες για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο (1978 – 2004),
(στ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004.
279. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενική Θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2004.
280. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Επιτήρηση και ποινική καταστολή, στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 1 επ.
281. Μαργαρίτη Λάμπρου, Εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, εκδ. Π. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1983.
282. Μαργαρίτη Λάμπρου, Εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης (Άρθρα 224
– 234 ΠΚ), εκδ. Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986.
283. Μαργαρίτη Λάμπρου (επιμ), Ο Ν. 2172/1993, Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1995.
284. Μαργαρίτη Λάμπρου, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων, ανώνυμοι μάρτυρες,
«πρόσωπα εμπιστοσύνης», στα Πρακτικά του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Η απόδειξη στην Ποινική ∆ίκη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σελ. 79 επ.
285. Μαργαρίτη Λάμπρου, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για την καταπολέμηση
της εμπορίας ανθρώπων και την αρωγή σε θύματα εγκλημάτων οικονομική
εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Εύστοχες ρυθμίσεις ή άστοχες παρεμβάσεις;,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 181 επ.
286. Μαργαρίτη Λάμπρου, ∆ίκη 17Ν: Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν, αλλά το επίπεδο
του νομικού μας πολιτισμού υποβαθμίστηκε, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 301 επ.
287. Μαργαρίτη Λάμπρου, Εγκληματική Οργάνωση (:άρθρο 187 ΠΚ): Χαρακτήρας του
εγκλήματος ως διαρκούς ή στιγμιαίου – Εκκρεμοδικία, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1429 επ.
288. Μαργαρίτη Λάμπρου / Παρασκευόπουλου Νικολάου, Ποινολογία (άρθρα 50 –
133 ΠΚ), (ζ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005.
289. Μαργαρίτη Λάμπρου, Συναφή κακουργήματα ίσης βαρύτητας και συρροή
τρόπων ουσιαστικής περατώσεως της κύριας ανακρίσεως. (Σκέψεις με αφορμή τη
∆ιατΕισΘεσ 4504/2006 δημοσιευμένη στη σελ. 850), Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 870 επ.
290. Μαργαρίτη Λάμπρου, Υπουργοί και υφυπουργοί: παθητική δωροδοκία και
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 491 επ.
291. Μαργαρίτη Λάμπρου, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο
Α
253 ΚΠ∆), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και
ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2011, σελ. 135 επ.
698

292. Μαρίνου Μιχαήλ Θεοδώρου, Η έννοια της αναπαραγωγής στο σύγχρονο δίκαιο
της πνευματικής ιδιοκτησίας – κλασική και ψηφιακή αναπαραγωγή, Ελλ∆κνη, 2002, σελ.
1258 επ.
293. Ματθία Στέφανου / Κτιστάκι Γιάννη / Σταυρίτη Λουκίας / Στεφανάκη Καλλιόπης, Η
προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη (Με βάση τη νομολογία του
δικαστηρίου του Στρασβούργου), ∆ΣΑ, Αθήνα, 2006.
294. Μαυριά Κώστα, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
2005.
295. Μιχαλόπουλου Νικολάου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1994.
296. Μουζάκη ∆ιονυσίου, Επί της ποινικής αρμοδιότητας των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 485 επ.
297. Μπάκα Χρήστου, Ιδιωτική Γνωμοδότηση για την έννοια του υπαλλήλου κατ’
άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 886 επ.
298. Μπακόπουλου Ιωάννη, Ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και συνεργασίας των
κρατών μελών στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ελλ∆κνη, 2004, σελ. 1000
επ.
299. Μπαλτά Σωτήρη, Η κατ’ άρθρο 48 παρ. 5 Ν. 3691/2008 έκδοση Απόφασης από
τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν. 3691/2008, όπως ισχύει μετά το Ν. 3932/2011,
περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος
προσώπου για το οποίο ήδη διεξάγεται κύρια ανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή
προανάκριση, τα δικονομικά ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν, οι τρόποι
αντιμετώπισής τους και τα μέσα άμυνας του βλαπτομένου κατά της Απόφασης (Με
αφορμή το ΒουλΣυμβΠλημ∆ράμας 4/2010, σελ. 307), Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 353 επ.
300. Μπέη Κωνσταντίνου, Το δικαίωμα πληροφόρησης και ο Ν. 1916/1990, ΥΠΕΡ
1991, σελ. 987 επ.
301. Μπέκα Γιάννη, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων:
Ερμηνεία των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Κομοτηνή, 1992.
302. Μπέκα Γιάννη, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, Ο νόμος 2168/1993 και η Υπ.
Απόφ. αρ. 3009/2/23α/1994, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
303. Μπέκα Γιάννη, Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός, στο Ιωάννη Μανωλεδάκη /
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ), Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα, Βιβλιοθήκη
Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 107 επ.
304. Μπέκα Γιάννη, Η γραμματική ερμηνεία ως εργαλείο προσέγγισης του άρθρου
385 § 1 β’ ΠΚ (Με αφορμή το ΒουλΣυμΠλημΧαλκίδας 700/96), ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 201 επ.
305. Μπέκα Γιάννη, Οι νέοι αυθεντικοί ορισμοί στον Ποινικό Κώδικα και οι επιπτώσεις
τους στην τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 267 επ.
306. Μπέκα Γιάννη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ,
2004, σελ. 1530 επ.
699

307. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Τα όρια εφαρμογής της αρχής nullum crimen sine lege
στους λόγους άρσης του αδίκου, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 529 επ.
308. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Η συμμετοχική πράξη δογματική θεμελίωση του
φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της, εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990.
309. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Η ελεύθερη βούληση στην υπαναχώρηση από την
απόπειρα και στην έμπρακτη μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995.
310. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Υπηρεσιακά Εγκλήματα – Άρθρα 235-263α ΠΚ, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001.
311. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Μερικές ακόμη σκέψεις για την αποτυχία και την εκούσια
υπαναχώρηση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία
- Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 673 επ.
312. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής
εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 97 επ.
313. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Επιτήρηση: Μια ποινή χωρίς ποινικό δίκαιο;, στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 37 επ.
314. Μπόση Μαίρης, Ελλάδα και Τρομοκρατία: Εθνικές και ∆ιεθνείς διαστάσεις, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996.
315. Μπόση Μαίρης, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, εκδ.
Παπαζήσης, Αθήνα, 1999.
316. Μπόση Μαίρης, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004.
317. Μπουρμά Γεωργίου, Η προβληματική της διάκρισης των εγκλημάτων ενεργείας
από τα εγκλήματα παράλειψης, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 765 επ.
318. Μπουρμά Γεωργίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του
ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1289 επ.
319. Μπουρόπουλου Άγγελου, Η δήμευσις εις τους νέους ποινικούς κώδικας, ΠοινΧρ,
1952, σελ. 162 επ.
320. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Άρθρο 344 ΠΚ και αναλογική μη εφαρμογή αυτού
επί συρρεόντων εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 542 επ.
321. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Οι αρχές της Νομιμότητας και της Σκοπιμότητας
στην Ποινική ∆ίκη, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 392 επ.
322. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1251 επ.
323. Μυλωνά Ιπποκράτη, Σκέψεις σχετικά με τον όρο «οργανωμένο έγκλημα», ΥΠΕΡ,
1999, σελ. 495 επ.
324. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Οργανωμένο Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα
Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα
700

από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2000, σελ. 101 επ.
325. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 793 επ.
326. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της
ιδιοκτησίας και περιουσίας (άρθρα 372 – 406 ΠΚ), εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001.
327. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ο Ποινικός Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το
μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 5 επ.
328. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ΠοινΛογ, 2003, σελ.
2259 επ.
329. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Η Κοινοτική Απάτη, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 7 επ.
330. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Έκδοση ημεδαπού και εκτέλεση ευρωπαϊκού
εντάλματος σύλληψης κατά ημεδαπού, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 751 επ.
331. Ναμία Οβαδδία, Ο ρόλος και η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 379 επ.
332. Νικολόπουλου Γεωργίου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας
υπερκρατικής βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 323 επ.
333. Νικολόπουλου Γεωργίου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής
πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2008.
334. Νικολοπούλου Αλεξάνδρας (επιμ), Κράτος και ∆ιαφθορά, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα,
1998.
335. Νικολούδη Παναγιώτη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία),
Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1133 επ.
336. Νικολούδη Παναγιώτη, Η «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες» (Άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία),
ΠράξΛογ, 2000, σελ. 606 επ.
337. Νικολούδη Παναγιώτη, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 769 επ.
338. Νούσκαλη Γιώργου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΑθ 1953/2002 ∆’ τμ. (∆ιακ.)
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1243 επ.
339. Νούσκαλη Γιώργου, Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση προστασίας του
απορρήτου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου, μετά την τροποποίηση των άρθρων
370Α ΠΚ και 7Α Ν. 2472/1997 με το Ν. 3090/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 8 επ.
701

340. Νούσκαλη Γιώργου, Απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή (Η/Υ): Το παρελθόν και


το μέλλον του άρθρου 386Α ΠΚ, ιδίως υπό το πρίσμα των εξελίξεων στο Συμβούλιο της
Ευρώπης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 178 επ.
341. Νούσκαλη Γιώργου, Ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων, Η
νομολογιακή συμβολή στην ερμηνεία βασικών όρων, (β’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2007.
342. Νούσκαλη Γεωργίου, Αδικήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας – Η Ποινική Προστασία
των Πρωτοτύπων Έργων Λόγου, Τέχνης και Επιστήμης και των Συγγενικών
∆ικαιωμάτων κατά το Νόμο 2121/1993, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ),
Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 377 επ.
343. Ντελέζου Κυριάκου, ∆ουλέμποροι και επιχειρηματίες κερδίζουν από τους
λαθρομετανάστες. Η Ελλάδα κατέχει το ρεκόρ ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ στους
παράνομους αλλοδαπούς εργαζόμενους, εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 3-5-1994, σελ. 24 επ.
344. Ντζιώρα ∆ημητρίου, Αι διά του Ν.∆. 1234/1972 επελθούσαι τροποποιήσεις εις
τον Ποινικόν Κώδικα – Ζητήματα εκ της εφαρμογής αυτού, ΠοινΧρ, 1972, σελ. 648 επ.
345. Πανούση Γιάννη, Εγκληματολογικοί αναστοχασμοί: Το έγκλημα – Ο εγκληματίας
– Η τιμωρία, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 182 επ.
346. Πανούση Γιάννη, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (σε
συνθήκες παγκοσμιοποίησης), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 412 επ.
347. Πανούση Γιάννη, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, Ποιν∆ικ,
2004, σελ 1153 επ.
348. Πανούση Γιάννη, ∆υνητικός και επικίνδυνος κόσμος και εγκλήματα δυνητικής
διακινδύνευσης, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1071 επ.
349. Πανούση Γιάννη (επιμ), Εγκληματογενείς και Εγκληματογόνοι Κίνδυνοι, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007.
350. Πανούση Γιάννη, Ο Lombroso και ο εγκληματομορφισμός – Μια διαχρονική
σχέση, στο του ιδίου (επιμ), Εγκληματογενείς και Εγκληματογόνοι Κίνδυνοι, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 163 επ.
351. Πανούση Γιάννη, Η δημοκρατία στα ακραία όριά της, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α.
Λιβάνη, Αθήνα, 2007.
352. Παντιώρα Ευαγγέλου, Αγορά – πώληση ναρκωτικής ουσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 284
επ.
353. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων; Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1625 επ.
354. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, Ο ενδεχόμενος δόλος: ∆ογματικές
ιδιαιτερότητες και κοινωνικές παράμετροι, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 163 επ.
355. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, Προβληματισμοί στα νέα πεδία εφαρμογής
του Ποινικού ∆ικαίου, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 840 επ.
702

356. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, Ενδεχόμενος ∆όλος – Ενσυνείδητη Αμέλεια.


Μία τρίτη μορφή υπαιτιότητας; Νομολογιακές αναζητήσεις και δογματικές
επαναπροσεγγίσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008.
357. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, “Jus Criminale Internationale”: Ρεαλιστικός ή
ανέφικτος στόχος;, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 205 επ.
358. Παπαγεωργίου-Γονατά Στυλιανού, Το Μεγαλείο και η ηθική απαξία του
δικηγορικού επαγγέλματος, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 597 επ.
359. Παπαγεωργίου Γεωργίου, Ο ρόλος του τρίτου πυλώνα στη δημιουργία της
Ένωσης – Το παράδειγμα του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 435 επ.
360. Παπαγεωργίου ∆ημητρίου / Μαυροφίδη Θωμά, Πολιτιστική αναπαράσταση και
νέες τεχνολογίες: προβλήματα και προοπτικές, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, www.cultural-
representation.com.
361. Παπαγιάννη ∆ονάτου, Ο ευρωπαϊκός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και
δικαιοσύνης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001.
362. Παπαγιαννοπούλου Ματίνας, Το φαινόμενο της διεθνικής σωματεμπορίας στην
Ελλάδα και διεθνώς, Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών, Αθήνα, 2007.
363. Παπαδαμάκη Αδάμ, Η εκβιαστική «προστασία» επιχειρήσεων (άρθρο 385 § 1 β’
ΠΚ) ως μορφή οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο
Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 371 επ.
364. Παπαδαμάκη Αδάμ, Τα περιουσιακά εγκλήματα (Άρθρα 385 – 406 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000.
365. Παπαδαμάκη Αδάμ, Ποινική ∆ικονομία, (γ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2006.
366. Παπαδαμάκη Αδάμ, Ανακριτική διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 99 επ.
(δημοσιευμένο, επίσης, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 1326 επ.)
367. Παπαδημητράκη Γεωργίου, Η έννοια της «παγίδευσης» του κατηγορουμένου
από τις αρχές στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο και οι συνέπειές της, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1366
επ.
368. Παπαδημητρίου Ζήση, Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός – Εισαγωγή στο Φυλετικό
Μίσος – Ιστορική, Κοινωνιολογική και Πολιτική Μελέτη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000.
369. Παπαδημητρίου Γιώργου, Ζητήματα συνταγματικότητας του άρθρου 6 § 1 του Ν.
1916/1990, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 1003 επ.
370. Παπαδημητρίου Γιώργου, Η συνάρθρωση της εθνικής, της διεθνούς και της
ενωσιακής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, ΝοΒ, 2004, σελ.
1137 επ.
703

371. Παπαδημητρίου Γιώργου, Το ποινικό φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον


Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία -
Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 131 επ.
372. Παπαδόπουλου Αλέξανδρου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΑΠ 591/2005, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 553 επ.
373. Παπαθανασόπουλου Ευστρατίου, Νέες προοπτικές δικαστικής συνεργασίας στην
ΕΕ για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 670 επ.
374. Παπαθανασόπουλου Ευστρατίου, Σημεία της Αιτιολογικής Έκθεσης της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Απόφαση πλαίσιο του
Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις ∆ιαδικασίες Παράδοσης μεταξύ
των κρατών μελών. Παρατηρήσεις, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 261 επ.
375. Παπαθανασόπουλου Ευστρατίου, Πρωτοβουλίες υπό εξέλιξη στον τομέα της
δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα – Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, Ποιν∆ικ, 2003,
σελ. 1131 επ.
376. Παπαθανασόπουλου Ευστρατίου, Η προσωρινή μονάδα Eurojust στο ευρύτερο
πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας στα ποινικά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
ΠράξΛογ, 2003, σελ. 131 επ.
377. Παπαθανασόπουλου Ευστρατίου, Εμπορία ανθρώπων, θυματολογικές όψεις και
προθεσμία περίσκεψης κατά το Ν. 3386/2005, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 1428 επ.
378. Παπαθεοδώρου Θεοδώρου, Η ηλεκτρονική επιτήρηση ως εναλλακτικό μέτρο
έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών: Το παράδειγμα του γαλλικού νόμου 97-
1159 της 19-12-1997, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 927 επ.
379. Παπαθεοδώρου Θεοδώρου, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο
γαλλικό Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 945 επ.
380. Παπαϊωάννου Ευφημίας, Η συγκατάθεση του προσώπου στην ανάλυση του
γενετικού υλικού του και η νέα διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠ∆, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1176
επ.
381. Παπακυριάκου Θεοδώρου, Η ποινική νομοθεσία για την καταστολή της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ως θεμελιώδης άξονας ενός
νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής, στον Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου - εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος,
εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 483 επ.
382. Παπακυριάκου Θεοδώρου, Η ανάθεση αστυνομικών καθηκόντων σε ιδιώτες ως
εργαλείο της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής και τα όρια ποινικής ευθύνης για την
παράβασή τους, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση
και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 169 επ.
383. Παπανεοφύτου Αγάπιου, Ποινικό ∆ίκαιο, Κράτος και Τεχνολογικοί Κίνδυνοι,
Τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997.
704

384. Παπανεοφύτου Αγάπιου, Ποινικό δίκαιο και ποινικό δόγμα υπό το πρίσμα των
σύγχρονων αξιώσεων προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης,
ΠοινΧρ, 1998, σελ. 849 επ.
385. Παπανεοφύτου Αγάπιου, Ποινική Ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων
για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο
Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 195 επ.
386. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου) / Τσόλκα Όλγας, Οργανωμένο
Έγκλημα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 675 επ.
387. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Μορφές συρροής του εγκλήματος του
άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος. Αυτοτελής ή
εξαρτημένη προστασία της δημόσιας τάξης;, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 149 επ.
388. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Εννοιολόγηση του οργανωμένου
εγκλήματος – ∆ιεθνής νομοθέτηση – Στάση της Ελληνικής Έννομης Τάξης, Ποιν∆ικ,
1998, σελ. 688 επ.
389. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Ο Ν. 1916/1990 ως περίπτωση
συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1357 επ.
390. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Το Σχέδιο του Υπουργείου
∆ικαιοσύνης για το Οργανωμένο Έγκλημα: “Aberratio ictus” με ανυπολόγιστες
“παράπλευρες ζημίες”, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 285 επ.
391. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ 18,
19/2000, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1247 επ.
392. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού»:
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία
στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 189 επ.
393. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία,
Ποιν∆ικ, 2003 σελ. 311 επ.
394. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Η ποινική αντιμετώπιση της
λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των
οικονομικών μεταναστών, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1434 επ.
395. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Καταστολή της λαθρομετανάστευσης και
κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, στο Τζένης
Καβουνίδη / Βασίλη Καρύδη / Ηρώς Νικολακοπούλου-Στεφάνου / Λίλυς Στυλιανούδη
(επιμ), Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές – Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ.
ΙΜΕΠΟ, Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf, σελ. 84 επ.
396. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Εισαγωγή – Νομιμοποίηση
εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως «στόχος»;,
στο Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
705

νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας


των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2011, σελ. 1 επ.
397. Παρασκευόπουλου Νικολάου, Φρόνημα και καταλογισμός στο Ποινικό ∆ίκαιο,
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987.
398. Παρασκευόπουλου Νικολάου, Η συνταγματική διάσταση του αδίκου και της
ενοχής, ΥΠΕΡ, 1993, σελ. 1254 επ.
399. Παρασκευόπουλου Νικολάου, Το Corpus Juris στα πλαίσια της διεθνούς
αντεγκληματικής πολιτικής στη στροφή του 2000, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 614.
400. Παρασκευόπουλου Νικολάου / Κοσμάτου Κωνσταντίνου, Ναρκωτικά – Κατ’
άρθρο ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα
Ναρκωτικά (Κ.Ν.Ν.)» - Ν. 3459/2006, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2006.
401. Παρασκευόπουλου Νικολάου, Οι παρακολουθήσεις στα όρια της νομιμότητας,
στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική
καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011,
σελ. 15 επ.
402. Πατσαβέλλα Λάμπρου, Ο ρόλος της Eurojust στη δικαστική συνεργασία στην
Ευρωπαϊκή Ένωση – Η συνεργασία με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης,
Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 780 επ.
403. Πατσαβέλλα Λάμπρου, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες – Οι νεότερες εξελίξεις, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 367 επ.
404. Παυλίδη Περικλή, Η εργασία ως πολιτισμός – Για τη μορφωτική διάσταση του
κοινωνικού ιδεώδους, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.ntua.gr/MIRC/5th_conference/ergasies/14ΠΑΥΛΙ∆ΗΣΠΕΡΙΚΛΗΣ.pdf.
405. Παύλου Στέφανου, Η ∆ήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς
Ποινικούς Νόμους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1994.
406. Παύλου Στέφανου, Οι αρχές της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων
ποινών, ΥΠΕΡ, 1995, σελ. 452 επ.
407. Παύλου Στέφανου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΠατρ 167/1996, ΥΠΕΡ, 1996, σελ.
1026 επ.
408. Παύλου Στέφανου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, ΥΠΕΡ,
1998, σελ. 1269 επ.
409. Παύλου Στέφανου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες (άρθρο
2 Ν. 2331/1995) και ιδίως η οριοθέτησή της από την «αποδοχή και διάθεση προϊόντων
εγκλήματος», ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 633 επ.
410. Παύλου Στέφανου, Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της
ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, ΠοινΧρ,
2002, σελ. 776 επ.
706

411. Παύλου Στέφανου, Εγκλήματα περί το νόμισμα (άρθρα 207 – 215 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2003.
412. Παύλου Στέφανου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 193 επ.
413. Παύλου Στέφανου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995) δεν
μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με
αφορμή και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ.
414. Παύλου Στέφανου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία
ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό,
ΠοινΧρ, 2004, σελ. 961 επ.
415. Παύλου Στέφανου, «Το πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην
προδικασία για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
(Ν. 2331/1995), ΠοινΧρ, 2005, σελ. 769 επ.
416. Παύλου Στέφανου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και
κυρωτικής εκτροπής, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 342 επ.
417. Παύλου Στέφανου, (Προηγούμενη) "εγκληματική δραστηριότητα": Ταυτολογία ή
μετεξέλιξη; Μια ακόμη συμβολή στη δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων
ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και 3472/2006, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου
Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος:
«Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ.
119 επ. (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 385 επ.)
418. Παύλου Στέφανου, «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη φαινομενική
συρροή και ειδικότερα η αρχή της «μη τιμωρητής πρότερης ή ύστερης πράξεως», στον
Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου -
εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007,
σελ. 531 επ.
419. Παύλου Στέφανου, Ναρκωτικά – ∆ογματικά και Ερμηνευτικά Προβλήματα των
Ποινικών ∆ιατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - Κ.Ν.Ν./ Ν. 3459/2006, (3η
έκδοση), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2008.
420. Παύλου Στέφανου, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣ∆Α, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 97 επ.
421. Παύλου Στέφανου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η
εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 923 επ.
707

422. Πετρόπουλου Βασιλείου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος


της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν.
3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 955 επ.
423. Πίττου Γεωργίου, Η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα πλαίσια
του συστήματος πληροφοριών Schengen, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 784 επ.
424. Πολλάτου Ιωάννας, Ανάλυση του DNA και νέοι ορίζοντες στη διερεύνηση του
εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1179 επ.
425. Ραπτόπουλου Παναγιώτη, Κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθησιν τέλεση της
πράξης (Παραγγελία ΕισΕφΘεσ 670/2-2-2006), ΠοινΧρ, 2007, σελ. 82 επ.
426. Σακελλαρίου Νικολάου Καρόλου, Το Σύστημα Πληροφοριών Schengen, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1995.
427. Σάμιου Θωμά, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων – Ζητήματα
συρροής του (νέου) άρθρου 253Α ΚΠ∆ με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων στις
οποίες προβλέπεται η διεξαγωγή αντίστοιχων ανακριτικών πράξεων, ΠοινΧρ, 2001, σελ.
1034 επ.
428. Σάμιου Θωμά, Το ποινικό αδίκημα της "παθητικής" δωροδοκίας εφοριακού
υπαλλήλου, ∆ΦΟΡΝ, 2004, σελ. 91 επ.
429. Σαρέλη Αγγελικής / Μπέκα Γιάννη, Η εντελής ικανοποίηση του θύματος
ορισμένων εγκλημάτων από το δράστη τους, ως λόγοι άρσης του τιμωρητού, Ελλ∆κνη,
1990, σελ. 473 επ.
430. Σαρέλη Αγγελικής, Βιασμός – Η Τυποποίησή του στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
431. Σιαπέρα Γεωργίου, Η συναίνεση του ατόμου στη λήψη και ανάλυση του γενετικού
του υλικού (DNA), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1451 επ.
432. Σιδέρη Χρήστου, Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα, εκδ. ΑΦΟΙ
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1979.
433. Σκανδάμη Μαρίνου, Η Τοκογλυφία. ∆ιαχρονική – εγκληματολογική προσέγγιση,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007.
434. Σκανδάμη Νικολάου, Ευρωπαϊκό δίκαιο: θεσμοί και έννομες τάξεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, (3η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1997.
435. Σοφού Θεμιστοκλή, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας
των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2011.
436. Σπηλιοπούλου Αναστασίας / Χοχλιούρου Ιωάννη, Σύγχρονες προκλήσεις από
την παράλληλη ανάπτυξη κανονιστικών παρεμβάσεων και μέτρων αυτορρύθμισης στους
τομείς των καινοτομιών και προηγμένων εφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικής
επικοινωνίας στο ∆ιαδίκτυο, ΝοΒ, 2004, σελ. 1866 επ.
437. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την σύγχρονον
διδασκαλίαν του ποινικού δικαίου, ΠοινΧρ, 1971, σελ. 721 επ.
708

438. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Χρονικά όρια εκδικάσεως του διαρκούς εγκλήματος, ΠοινΧρ,
1972, σελ. 332 επ.
439. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Προβλήματα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ,
1973, σελ. 161 επ.
440. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Βιβλιοκρισία στο: Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια
των εννόμων αγαθών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 236 επ.
441. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού
προσβολαί, Αθήνα [χ.ό.], 1976.
442. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Τα διαρκή και τα στιγμιαία εγκλήματα από τη σκοπιά του
εφαρμοστή του δικαίου και από τη σκοπιά του νομοθέτη, ΠοινΧρ, 1979, σελ. 1 επ.
443. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές
Παραδόσεις). Εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, τεύχος Β’ (άρθρα 385 –
387 ΠΚ), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1985.
444. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές
Παραδόσεις). Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1988.
445. Σπινέλλη ∆ιονυσίου (επιμ), Το 16ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ποινικού ∆ικαίου, ΠοινΧρ,
1999, σελ. 74 επ.
446. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία
επιβολής τους, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 96 επ.
447. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές
του, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 961 επ.
448. Σπινέλλη Καλλιόπης, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1985.
449. Σπινέλλη Καλλιόπης, Η Σύσταση No R (92) 1 για τη χρήση της ανάλυσης DNA
στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – Αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 286 επ.
450. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η εγκληματοπολιτική σημασία της έννοιας του εννόμου
αγαθού. Κριτική προσέγγιση στις σύγχρονες θεωρίες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1991.
451. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή
Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;, ΠοινΧρ, 1994, σελ. 1201 επ.
452. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996.
453. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων
για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1030 επ.
454. Σπυράκου ∆ημητρίου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος,
ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1627 επ.
455. Στάγκου Πέτρου / Σαχπεκίδου Ευγενίας, ∆ίκαιο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000.
709

456. Σταθόπουλου Μιχαήλ, Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» - Και
μερικές γενικότερες σκέψεις για τις ελευθερίες και τα όριά τους, Ελλ∆κνη, 2003 σελ. 893
επ.
457. Σταθόπουλου Μιχαήλ, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα
∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007.
458. Σταυρόπουλου Γεωργίου, Ο ρόλος του δικαστή στο περιβάλλον της
παγκοσμιοποίησης, ΝοΒ, 2003, σελ. 1345 επ.
459. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), Ποιν∆ικ,
1998, σελ. 578 επ.
460. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Έκθεση δραστηριοτήτων της Μονάδας Ναρκωτικών της
Ευρωπόλ για το 1998, Ποι∆ικ, 1999, σελ. 883 επ.
461. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Eurojust: Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ∆ικαστικής
Συνεργασίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 299 επ.
462. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία – Europol, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
463. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 211 επ.
464. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία στα πλαίσια του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1067 επ.
465. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής
ασφάλειας της Συνθήκης της Λισσαβόνας, Ποιν∆ικ και Εγκληματολογία, 2010, σελ. 24 επ.
466. Στεφανίδου Ανδρομέδας, Η έμμεση αποποινικοποίηση εγκλημάτων με γνώμονα
το μέσο ή τον τρόπο τέλεσης αυτών. Σχέση της προβληματικής αυτής με το νόμο περί
απορρήτου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 343 επ.
467. Στράγγα Ιωάννη (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991.
468. Συκιώτη Αικατερίνης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2010,
σελ. 94 επ.
469. Συκιώτου Αθανασίας, Εγκληματικότητα προσφύγων και μεταναστών, στο Κώστα
Βγενόπουλου / Φωτεινής Ταμβίσκου (επιμ), Πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελληνική
αγορά εργασίας, Πρακτικά συνεδρίου του ΕΚΕΜ στην Αθήνα, στο Αμφιθέατρο
Υπουργείου Εξωτερικών,στις 13 Ιουλίου 1998, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998, σελ. 103
επ.
470. Συκιώτου Αθανασίας, Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών
συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική
μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 389 επ.
471. Συκιώτου Αθανασίας, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
710

472. Συκιώτου Αθανασίας, Η έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων, ΠοινΧρ,
2006, σελ. 684 επ.
473. Συκιώτου Αθανασίας, Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη
∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική σχέση, ΠοινΧρ, 2008, σελ.
200 επ.
474. Συκιώτου Αθανασίας, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009.
475. Συλίκου Γεωργίου, Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό ∆ίκαιο, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995.
476. Συλίκου Γεωργίου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995
για την «πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 233 επ.
477. Συλίκου Γεωργίου, Η ανάλυση του DNA ως μέσο απόδειξης στην ποινική δίκη.
Πρακτικά ζητήματα από την πρακτική και την τεχνική της ανάλυσης στα Εγκληματολογικά
Εργαστήρια της Αστυνομίας. Πρακτικές ενστάσεις του συνηγόρου υπεράσπισης του
κατηγορουμένου, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 248 επ.
478. Συλίκου Γεωργίου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, Η προδικασία της
ποινικής δίκης και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και των άλλων διαδίκων, Πράξη
και Λόγος του Ποινικού ∆ικαίου, Αθήνα, 2003.
479. Συλίκου Γεωργίου, Η νομικώς ορθή συσχετική ερμηνεία και εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 24 του Ν. 1729/1987 (27 Ν. 3459/2006) και 187Β ΠΚ (“μέτρα
επιείκειας”) στο πεδίο των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, ΠράξΛογ, 2006, σελ. 720
επ.
480. Συμεωνίδη ∆ημητρίου, ∆ικονομικές όψεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια
εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000.
481. Συμεωνίδη ∆ημητρίου, Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των
εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή
της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 5 επ.
482. Συμεωνίδη Ιωάννη, Η διόγκωση της κυρωτικής λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης και η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της, ∆∆ικ, 1992, σελ. 495 επ.
483. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά
συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990.
484. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισσάβετ, Η Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές πράξεις, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 381 επ.
485. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των παράνομων εσόδων ως δράσης ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
711

οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 117 επ.
486. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 59 επ.
487. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του
πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων» - Βασικά χαρακτηριστικά και
πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 694 επ.
488. Συμεωνίδου – Κατσανίδου Ελισάβετ, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Κατά του
θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1603 επ.
489. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν.
2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 288 επ.
490. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Εμπορία ανθρώπων. Οι διεθνείς
κατευθύνσεις, το ισχύον ποινικό δίκαιο και το νομοσχέδιο του Υπουργείου ∆ημόσιας
Τάξης, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 424 επ.
491. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισσάβετ, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου,
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
492. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 918/2002
Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 265 επ.
493. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οι ποινικές διατάξεις για την
εμπορευματοποίηση ανθρώπινων οργάνων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 304 επ.
494. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Νομιμοποιητική βάση και όρια δικαιοδοσίας
του ∆ιεθνούς Ποινικού ∆ικαστηρίου, ΝοΒ, 2003, σελ. 401 επ.
495. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 191 επ.
496. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της σύστασης στο άρθρο 187
ΠΚ, μετά την τροποποίησή του από το Ν. 2928/2001 (με αφορμή την ΑΠ 1401/2003),
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 641 επ.
497. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα
σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας – Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη
ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 773 επ.
498. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και
παράδοσης ημεδαπών με σκοπό δίωξης (με αφορμή την ΣυμβΑΠ 591/2005), Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 587 επ.
499. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης των γερμανικών αρχών σε βάρος ημεδαπού (γνωμ.), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1312
επ.
712

500. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του


Ν. 3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, ΝοΒ, 2005,
σελ. 623 επ.
501. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, Εισήγηση στο πλαίσιο τριήμερου
σεμιναρίου για το οργανωμένο έγκλημα που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και
Εγκληματολογικών Σπουδών του ΑΠ∆ τον ∆εκέμβριο του 2005, διαθέσιμη ηλεκτρονικά,
http://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum1/p025037_%28kastanidou%29.pdf
502. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Εμπορία ανθρώπων: Ειδικά μέτρα
αντιμετώπισης και προβλήματα εφαρμογής τους, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 234 επ.
503. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Έκδοση Ελλήνων πολιτών: η πολιτική
ευθύνη ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 449 επ.
504. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Παρατηρήσεις στο βούλευμα του
ΣυμβΕφΘεσ 93/2006, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 417 επ.
505. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, ∆ικηγορικό απόρρητο και νομιμοποίηση
παρανόμων εσόδων, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 289 επ.
506. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία –
Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’ έκδοση), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007.
507. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Η ποινική αντιμετώπιση της εμπορίας
ανθρώπων ως μορφής του οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον
καθηγητή Λάμπρο Κοτσίρη, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις
στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 345 επ.
508. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Παρατηρήσεις στο βούλευμα υπ’ αριθμ.
17/2006 ΣυμβΠλημΜεσολογγίου, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 151 επ.
509. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων
εσόδων μετά το Ν. 3424/2005: Ερμηνευτικές προτάσεις, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 167 επ. (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 606 επ.)
510. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό
θεσμικό πλαίσιο, ΠοινΧρ, 2011, σελ. 3 επ.
511. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα, 1997.
512. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 167 – 197, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα, 1999.
513. Τάκη Ανδρέα, Κοινωνία της Πληροφορίας και Σύνταγμα – Μια πρώτη
προσέγγιση, ΝοΒ, 2002, σελ. 28 επ.
713

514. Τζαννετή Αριστομένη, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο
187 ΠΚ, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1016 επ.
515. Τζαννετή Αριστομένη, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της
εγκληματικής δραστηριότητας, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 249 επ.
516. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
517. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον
ο
21 αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001.
518. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Νικόλαο Ανδρουλάκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
519. Τιμητικός Τόμος Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία -
Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005.
520. Τιμητικός Τόμος ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού
δικαίου - εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2007.
521. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Λάμπρο Κοτσίρη, Οργανωμένο έγκλημα και
τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007.
522. Τραγάκη Γεωργίου, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος
(money laundering), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996.
523. Τριανταφύλλου Γιώργου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία
του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Νικόλαο
Ανδρουλάκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 739 επ.
524. Τριανταφύλλου Γιώργου, ∆ιεθνής ∆ικαστική Συνδρομή για την καταπολέμηση του
ξεπλύματος; Ο διεθνής καταμερισμός των ενεργειών για την αφαίρεση των εγκληματικών
προσόδων, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 409 επ.
525. Τρωϊάνου Σπύρου / Λουλά Αγλαΐας, Τρομοκρατία – Ένα εννοιολογικό
περίγραμμα, στο Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες – Β’: Ειδικά
Εγκληματολογικά Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 96 επ.
526. Τρωϊάνου Σπύρου / Μαρίνας Παπαδημητρίου, Η προστασία των μνημείων
θρησκευτικού χαρακτήρα. Με βάση τον Ν.3028/2002, ΧΡΙ∆, 2006, σελ. 584 επ.
527. Τσαγκαράκη Ειρήνης, Ο «μάρτυρας εξ ακοής» στην ποινική δίκη, Ποιν∆ικ, 2010, σελ.
719 επ.
528. Τσάτσου ∆ημητρίου, Παρασκευόπουλου Νικολάου και Βενιζέλου Ευάγγελου
καταθέσεις στη «δίκη των εκδοτών», ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 1009 επ.
714

529. Τσάτσου ∆ημητρίου / Λοβέρδου Ανδρέα, Ποινικός νόμος˙ δυνατότητα


παρέμβασης του εφαρμοστή με διορθωτική ερμηνεία, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 465 επ.
530. Τσάτσου ∆ημητρίου, Το αξιακό νομικό καθεστώς του Ενωσιακού Ευρωπαϊκού
∆ικαίου – Προλεγόμενα στην ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της Συνθήκης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη,
∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.
433 επ.
531. Τσιάτουρα Βασίλη, Παρέμβαση στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο της ΕΕΠ∆, στα
Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα
από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2000, σελ. 215.
532. Τσιβάκου Ιωάννας (επιμ), ∆ράση και Σύστημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στη
θεωρία των οργανώσεων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1995.
533. Τσιρίδη Πολυχρόνη, Ποινική δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα
τελούμενα επί πλοίου, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998.
534. Τσιρίδη Πολυχρόνη, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης Ν.
3346/2005, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005.
535. Τσιρίδη Πολυχρόνη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την
ενσωμάτωση στη νομοθεσία μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ,
Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 623 επ.
536. Τσιρίδη Πολυχρόνη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009.
537. Τσόλκα Όλγας, Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: άρθρο τέταρτο του νόμου 2803/2000, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 750.
538. Τσούλου Νικολάου, Τρομοκρατία – Εγκληματολογικές και Νομοθετικές
Προσεγγίσεις, Απόψεις, Εκφάνσεις του Φαινομένου, Προβληματισμοί, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005.
539. Φαραντούρη Νικολάου, Σύγχρονες εγκληματικές δράσεις στο ∆ιαδίκτυο –
Εννοιολογική προσέγγιση και ποινική αντιμετώπιση του Hacking και του φαινομένου της
μόλυνσης με ιούς, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 191 επ.
540. Φλωρίδη Βασιλείου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Α’) – Συμβολή στην
συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 613 επ.
541. Φλωρίδη Βασιλείου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Β’) – Συμβολή στην
συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 756 επ.
542. Φραγκάκη Νικολάου, Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση – Από
την Ευρωπαϊκή Σύμβαση ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου στον Χάρτη Θεμελιωδών
∆ικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΝοΒ, 2002, σελ. 91 επ.,
543. Φυτράκη Ευτύχη, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε εφαρμογή: Νέες εξελίξεις,
νέες ανησυχίες, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 210 επ.
715

544. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, ΥΠΕΡ, 1991, σελ.
159 επ.
545. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή
παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 731 επ.
546. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η απαγόρευση αναδρομής ως κριτήριο του αιτιώδους
συνδέσμου, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 225 επ.
547. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆όλος – αμέλεια: Ένα πρόβλημα πέρα από το
Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 1189 επ.
548. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Το Ποινικό ∆ίκαιο «υπηρέτης» μιας πρόσκαιρης
σκοπιμότητας, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 3 επ.
549. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου
αιώνα, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 809 επ.
550. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆ιαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα του ποινικού
δικαίου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 11 επ.
551. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση
του διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 97 επ.
552. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, (ε’
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
553. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η υπαιτιότητα ως «εργαλείο» αντεγκληματικής
πολιτικής, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 681 επ.
554. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η σχέση απάτης κατά του δημοσίου και της
λεγόμενης «κοινοτικής απάτης», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 977 επ.
555. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη / Τσιακουμάκη Νικολέττας, Προβλήματα αναφορικά με
την ορθή ερμηνεία και εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ΠοινΛογ, 2005,
σελ. 759 επ.
556. Χαράνα Νεκταρίας, Μερικές σκέψεις για τη διάκριση διοικητικού και ποινικού
αδίκου, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1106 επ.
557. Χατζηκώστα Κωνσταντίνου, Μερικές σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος – Με αφορμή το βούλευμα ΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 583 επ.
558. Χατζηνικολάου Νικολάου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 51/2000 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1037 επ.
559. Χατζηνικολάου Νικολάου, Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης
και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη: αναζητώντας την αξιολογική
συνοχή της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής προσέγγισης, Ποιν∆ικ, 2008,
σελ. 213 επ.
560. Χλούπη Γεωργίου, Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου
εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1027 επ.
561. Χλούπη Γεωργίου, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:
περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369 επ.
716

562. Χλούπη Γεωργίου, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, εκδ.


Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005.
563. Χλούπη Γεωργίου, Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής
εγκληματικής δράσης, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 922 επ.
564. Χούρσογλου Σταύρου–Ομήρου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006,
ΝοΒ, 2006, σελ. 1569 επ.
565. Χρηστάκη Λεωνίδα, Ληστές. Παγκόσμια Ιστορία της Ληστείας, εκδ. Όμβρος,
Αθήνα, 1999.
566. Χριστιανού Βασιλείου, Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή στο Κοινοτικό
∆ίκαιο: Από την απαγόρευση εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών στην
απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, Ελλ∆κνη, 2002, σελ. 1558 επ.
567. Χριστόπουλου Κωνσταντίνου, Η αρχή της νομιμότητος των ποινών – Πλείονες
ποιναί εν τη εκτελέσει, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 748 επ.
568. Χρόνη Γεωργίου, Ο θεσμός της εμπράκτου μετανοίας εις τον νέον Ποινικόν
Κώδικα, ΑρχΝ, 1951, σελ. 167.
569. Χρυσικού ∆ημοσθένη, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 313 επ.
570. Χρυσικού ∆ημοσθένη / Βλάσση ∆ημητρίου, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών
κατά της ∆ιαφθοράς ως μεταίχμιο και σημείο αναφοράς των σχετικών πρωτοβουλιών και
δράσεων της διεθνούς κοινότητας, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 723 επ.
571. Χρυσόγονου Κωνσταντίνου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2003.
572. Χρυσόγονου Κωνσταντίνου, ∆ικαιοσύνη και ακεραιότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 599
επ.
573. Χωραφά Νικολάου, Γενικαί αρχαί του ποινικού δικαίου, (6η έκδοση
αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1962.
574. Χωραφά Νικολάου, Ποινικόν ∆ίκαιον, τομ. Α’, (9η έκδοση), Κωνσταντίνου
Σταμάτη (επιμ), εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1978.
575. Ψαρούδα – Μπενάκη Άννας, Παρατηρήσεις στην ΠλημΑθ 369/1973, ΠοινΧρ,
1973, σελ. 391 επ.
576. Ψαρούδα – Μπενάκη Άννας, Το έγκλημα της «επικινδύνου» σωματικής βλάβης,
ΠοινΧρ, 1976, σελ. 433 επ.
577. Ψαρούδα – Μπενάκη Άννας, «Αναγκαία Συμμετοχή» και επεκτατικό αποτέλεσμα
των ενδίκων μέσων, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 177 επ.
578. Ψαρούδα – Μπενάκη Άννας, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη: νομική φύση,
νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1982.
579. Ψαρράκη Παύλου, Η έμπρακτος μετάνοια εν σχέσει με τα κατά της περιουσίας
εγκλήματα, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 230 επ.
580. Ψυχομάνη Σπύρου, Τραπεζικό ∆ίκαιο. ∆ίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων, Τόμος Ι,
(ε’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001.
717

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

1. Albrecht Hans Jörg, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου – Συγκριτική


ανάλυση της Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, (μετάφραση Στέφανου Καρεκλά), Ποιν∆ικ,
2004, σελ. 981 επ.
2. Ancel Marc, Η Νέα Κοινωνική Άμυνα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου – ∆ασκαλάκη),
(έκδοση 3η), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995.
3. Bauman Zygmunt, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, (μετάφραση-πρόλογος Γιώργου
Ίκαρου Μπαμπασάκη), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2002.
4. Bruggeman Willy, Υπερεθνικό έγκλημα: Οργανωμένο έγκλημα, πρόσφατες τάσεις και
μελλοντικές προοπτικές, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 111
επ.
5. Bruggeman Willy, Σχέση μεταξύ Αστυνομικών και ∆ικαστικών Αρχών στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 568 επ.
6. Bruggeman Willy, Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες,
προβλήματα και ευκαιρίες, με ειδικότερη έμφαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (μετάφραση
Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 316 επ.
7. Bruggeman Willy, Η διεθνής συνεργασία για την εφαρμογή του νόμου: Μία κριτική
προσέγγιση, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1064 επ.
8. Bung Jochen, Πόσον Φουκώ χρειάζεται η εγκληματολογία σήμερα;, (μετάφραση Κ.
Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και
ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2011, σελ. 229 επ.
9. Cusson Maurice, Σύγχρονη Εγκληματολογία, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-
∆ασκαλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002.
10. De Bosly Henri, Οι μοντέρνες αστυνομικές μέθοδοι και ο σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, (μετάφραση Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 1131
επ.
11. Delmas-Marty Mirreile, Προς έναν ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο: Corpus Juris ποινικών
διατάξεων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
(μετάφραση Αθανασίας Συκιώτου), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
12. Gilmore William, Βρώμικο Χρήμα. Η ανάπτυξη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, (μετάφραση Νέστορα Κουράκη), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1999.
13. Graham Gordon, Internet – Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, (μετάφραση Χρύσας
Μαρίνου), εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 2001.
14. Günther Klaus, Επιτήρηση και τιμωρία: Οι συνέπειες της ηθικής εκμετάλλευσης και της
προσβολής του «Εγώ» σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής, (μετάφραση Κ.
Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και
718

ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,


2011, σελ. 211 επ.
15. Hassemer Winfried, «Επιτήρηση αντί τιμωρίας» - Παρατηρήσεις, ερωτήσεις,
ταξινομήσεις, παραδείγματα, θέσεις και άλλα, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 7 επ.
16. Hulsman Louk / Bernat de Celis Jacqueline, Άστοχες Ποινές – Το Ποινικό Σύστημα Υπό
Αμφισβήτηση, (μετάφραση Γιώργου Νικολόπουλου), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
1997.
17. Jakobs Günther, Το Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού,
(μετάφραση Κωνσταντίνου Βαθιώτη), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 868 επ.
18. Jareborg Nils, Ιδεολογίες εγκλήματος, (μετάφραση Γιώργου Καρανικόλα), Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 1030 επ.
19. Jasch Michael, Ελεγκτικές Κυρώσεις: Τιμωρία χωρίς ποινή; - Ο σημαντικός ρόλος της
αστυνομίας ως δείκτη ενός νέου δικαίου ασφάλειας, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή
στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 53 επ.
20. Kaiser Günther, Ο Ποινικός Έλεγχος της Βαριάς Οικονομικής Εγκληματικότητας,
(μετάφραση Λεωνίδα Κοτσαλή), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1983.
21. Kühne Hans Heiner, Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ποινική ∆ικονομία και στο Αστυνομικό
∆ίκαιο της Γερμανίας για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, ΠοινΧρ,
1999, σελ. 101 επ.
22. Landreville Pierre, Από την κοινωνική ένταξη στη διαχείριση κινδύνων; Οι πολιτικές και οι
πρακτικές στο κεφάλαιο των ποινών, (μετάφραση Αντώνη Μαγγανά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ.
1461 επ.
23. Lombroso Cesare, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, τόμ. Β’, 1876, (μετάφραση Έλλης Αλεξίου-
Πρωταίου), εκδ. Ψίχαλου, Αθήνα, χωρίς χρονολογία.
24. Μάρξ Κάρλ, Το Κεφάλαιο, τόμοι І, II και III, (μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομμάτη), εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978.
25. Maturana Humberto / Varela Francisco, Το δέντρο της γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της
ανθρώπινης νόησης, (μετάφραση Σπύρου Μανουσέλη), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα, 1992.
26. Neumann Ulfrid, Η ποινική ευθύνη του συμμετέχοντος στην αγορά – σχετικά με τη
διάχυση του Ποινικού ∆ικαίου στο προληπτικό Ποινικό ∆ίκαιο, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη
/ Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση
και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 199 επ.
27. Prittwitz Cornelius, Ποινική καταστολή και επιτήρηση στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου –
Λόγος, όρια και αλληλεξαρτήσεις, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 25 επ.
719

28. Rifkin Jeremy, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της – Η δύση του παγκόσμιου
εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά την αγορά εποχής, (μετάφραση Γιούρι
Κοβαλένκο), εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996.
29. Sellin Thorsten, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου –
∆ασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
30. Storbeck Jürgen, Η Europol και η καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 502 επ.
31. Συμεόνοβιτς Ντράγκαν, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και
Πολιτικής, (μετάφραση – προσαρμογή κειμένου στα Ελληνικά Vesna Micić / Νίκου
Αρβανίτη), Ελλ∆κνη, 1995, σελ. 295 επ.
32. Szabo Denis, Από την Ανθρωπολογία στην Συγκριτική Εγκληματολογία – Τέσσερα
μαθήματα στο κολλέγιο της Γαλλίας, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη),
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
33. Thurow Lester, Το μέλλον του καπιταλισμού – Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις
διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο, (μετάφραση Ελένης Αστερίου), εκδ. Νέα Σύνορα –
Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1997.
34. Filipkowski Wojciech, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση Παύλου
Τοπαλνάκου – Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 883 επ.
35. Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και Τιμωρία – Η Γέννηση της Φυλακής, (μετάφραση Κ.
Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989.
36. Van Swaaningen René, Abolitionism in History, another way of thinking, δημοσιευμένο
στα ελληνικά με τον τίτλο, Ο καταργητισμός στις Κάτω Χώρες – Ιστορίες θρησκευτικής
ποικιλίας και ανθρωπιστικής ανοχής, (μετάφραση Μαρίας Αρχιμανδρίτου), ΥΠΕΡ, 1992,
σελ. 763 επ.
37. Walter Michael, Πρόληψη του εγκλήματος στην τοπική κοινότητα – Πού θα οδηγήσει;
(μετάφραση Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1304 επ.
38. Weigend Thomas, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου,
(μετάφραση Οβαδδία Ναμία), στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 1 επ.
39. Willke Helmut, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετάφραση Νικολάου Λίβου), εκδ.
Κριτική, Αθήνα, 1996.
40. Zerbes Ingeborg, Παρακολουθήσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος και η
οικονομία ως δυνάμει πεδίο παρακολούθησης, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 51 επ.
41. Zerbes Ingeborg, Υποχρέωση δήλωσης που υπέχουν παράγοντες της οικονομίας ενόψει
της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
720

Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη


αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 243.

ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. A Project of the Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva,


Small Arms Survey 2010: Gangs, Groups and Guns, Cambridge University Press,
Cambridge, 2010.
2. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing Office,
Washington D.C., 1967, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.ncjrs.govpdffiles1nij42.pdf.
3. Abadinsky Howard, The Criminal Elite: Professional and Organized crime, Greenwood
Press, Westport, Connecticut, 1983.
4. Abadinsky Howard, Organized Crime, (9th edition), Wadsworth, Belmont, California, 2010.
5. Adamoli Sabrina / Di Nicola Andrea / Savona Ernesto Ugo / Zoffi Paola, Organized Crime
Around the World, HEUNI, (The European Institute for Crime Prevention and Control,
affiliated with the United Nations), Helsinki, 1998, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.heuni.fi/uploads/mmadzpnix.pdf.
6. Adler Patricia, Wheeling and Dealing. An Ethnography of an Upper Level Drug Dealing
and Smuggling Community, Columbia University Press, New York, 1985.
7. Ainsworth William Harrison, Modern Greece, στο του ιδίου (ed), The New Monthly
Magazine, vol. 136, no. 542, Chapman and Hall, London, 1866, σελ. 127 επ.
8. Albanese Jay, Organized Crime in America, (3rd edition), Anderson Publishing, Cincinnati,
Ohio, 1996.
9. Albanese Jay, North American Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 8
επ.
10. Albini Joseph, The American Mafia: Genesis of a Legend, Appleton, Crofts, New York,
1971.
11. Albini Joseph, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, στο Francis
Ianni / Elizabeth Reuss – Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption
in America, New American Library, New York, 1976, σελ. 24 επ.
12. Albini Joseph, Organized crime in Great Britain and the Caribbean, στο Robert Kelly (ed),
Organized Crime: A global perspective, MD: Rowman & Littlefield, Lanham, 1986, σελ. 95
επ.
13. Albini Joseph, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime – An
Evaluation, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime
in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 16 επ.
721

14. Albini Joseph, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 63 επ.
15. Albini Joseph / Rogers Roy / Shabalin Victor / Kutushev Valery / Moiseev Vladimir /
Anderson Julie, Russian Organized Crime. Its History, Structure and Function, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 153 επ.
16. Albrecht Peter Alexis, Das Strafrecht im Zugriff populistischer Politik, StV, 1994, σελ. 265
επ.
17. Aldrich Howard / Ruef Martin, Organizations Evolving, (2nd edition), Sage Publications,
London, 2006.
18. Alexander Kern Jr. / Munro Robert, Cyberpayments: Internet and Electronic Money
Laundering: Countdown to the Year 2000, Journal of Financial Crime, vol. 4, no. 2, 1996,
σελ. 156 επ.
19. Al-Hamiz Saeed, Hawala: A U.A.E. Perspective, στο International Monetary Fund,
Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For Hawala and
Other Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ.
30 επ.
20. Allum Fellia / Longo Francesca / Irrena Daniela / Kostakos Panos (eds), Defining and
Defying Organised Crime – Discourse, perceptions and reality, Routledge, London – New
York, 2010.
21. Alvazzi del Frate Anna / Pasqua Giovanni (eds), Responding to the challenges of
corruption: Acts of the International Conference, Milan, 19 – 20 November 1999, United
Nations Interregional Crime and Justice Research Institute (UNICRI), UNICRI publication
no. 63, Milan, Rome, 2000.
22. Alwart Heiner, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens – von Unternehmenstäter zum
Täterunternehmen, ZStW, 1993, σελ. 752 επ.
23. Amoruso David, The Commission, Gangsters Incorporated,
http://gangstersinc.tripod.com/thecommission.html.
24. Antonopoulos Georgios, Yakuza, στο Frank Shanty / Patit Paban Mishra (eds),
Organized Crime – An International Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism (vol. 2),
ABC-CLIO Inc., California, 2008, σελ. 469.
25. Antonopoulos Georgios / Papanicolaou Georgios, “Gone in 50 seconds”: the social
organization and political economy of the stolen cars market in Greece, στο Petrus van
Duyne / Stefano Donati / Almir Maljevic / Jackie Harvey / Klaus von Lampe (eds), Crime,
Money and Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands 2009, σελ. 141 επ.
26. Arlacchi Pino, Camorra und Gesellschaft in Kampanien, επίλογος στο Luca Rossi,
Camorra. Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon,
Frankfurt am Main, 1984, σελ. 165 επ.
722

27. Arlacchi Pino, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, Leviathan, 15, 1987, σελ.
544 επ.
28. Arlacchi Pino, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford
University Press, 1988.
29. Arlacchi Pino, Men of dishonor: inside the Sicilian Mafia: an account of Antonino
Calderone / (interviewed by) Pino Arlacchi, (translated from the Italian by Marc Romano),
Morrow, New York, 1993.
30. Arlacchi Pino, Addio Cosa Nostra: la vita di Tommaso Buscetta, Rizzoli, Milano, 1994.
31. Arlacchi Pino, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel
South / Ian Taylor (eds), The new european criminology – Crime and Social Order in
Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 203 επ.
32. Arlacchi Pino / van Dijk Jan / Ruggiero Vincenzo / al-Mulla Antoinette (eds), Forum on
Crime and Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο
και ηλεκτρονικά www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf
33. Arquilla John / Ronfeldt David (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror,
Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica,
Arlington, Pittsburgh, 2001.
34. Arquilla John / Ronfeldt David, The Advent of Netwar (Revisited), στο των ιδίων (eds),
Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense
Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 1 επ.
35. Arsovska Jana / Craig Mark, “Honourable” Behaviour and the Conceptualisation of
Violence in Ethnic-Based Organised Crime Groups: An Examination of the Albanian
Kanun and the Code of the Chinese Triads, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 214
επ.
36. Arsovska Jana, Organised Crime and the Balkan Political Context: the Case of Albania,
στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 8 επ.
37. Bagley Bruce, Globalisation and Latin American and Caribbean Organized Crime, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 32 επ.
38. Baker W. Raymond (ed), Capitalism’s Achilles Heel – Dirty Money and How to Renew the
Free-Market System, John Wiley and Sons, London, 2005.
39. Baldwin Frank, Sōkaiya, the Idiom of Contemporary Japan, Japan Interpreter, vol. 8, no.
4, 1974, σελ. 502 επ.
40. Bassiouni Cherif (ed), International Law (2nd edition), vol. 1, Ardsley, Transnational
Publishers Inc., New York, 1999.
41. Bassiouni Cherif / Vetere Eduardo, Organized Crime and its Transnational Manifestations
στο Cherif Bassiouni (ed), International Criminal Law (2nd edition), vol. 1, Ardsley,
Transnational Publishers Inc., New York, 1999, σελ. 883 επ.
723

42. Batalas Achilles, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, στο Diane Davis /
Anthony Pereira (eds), Irregular Armed Forces and their Role in Politics and State
Formation, Cambridge University Press, Cambridge, 2003, σελ. 149 επ.
43. Batory Agnes, Post-accession malaise? EU conditionality, domestic politics and anti-
corruption policy in Hungary, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 164 επ.
44. Beare Margaret, Criminal Conspiracies, Organized Crime in Canada, Nelson, Canada,
1996.
45. Becucci Stefano, Criminal infiltration and social mobilisation against the Mafia. Gela: a
city between tradition and modernity, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 1 επ.
46. Behan Tom, The Camorra, Routledge, London and New York, 1996.
47. Bell Daniel, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with
"The Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000.
48. Bell Daniel, Crime as an American way of life: A queer ladder of social mobility, στο του
ιδίου, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with "The
Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000, σελ. 127 επ.
49. Bergström Maria, EU anti-money laundering regulation: multilevel cooperation of public
and private actors, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University
Press, Cambridge, 2011, σελ. 97 επ.
50. Bertrand Romain, “Behave Like Enraged Lions”: Civil Militias, the Army and the
Criminalisation of Politics in Indonesia, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 325 επ.
51. Bialuschewski Arne, Pirates, markets and imperial authority: economic aspects of
maritime depredations in the Atlantic World, 1716 – 1726, Global Crime, vol. 9, no. 1 & 2,
2008, σελ. 52 επ.
52. Bigo Didier, Pertinence et limites de la notion de crime organisé, Relations internationales
et stratégiques, no 20, 1995, σελ. 134 επ.
53. Björnehed Emma, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 305 επ.
54. Blau Peter Michael / Meyer Marshall, Bureaucracy in Modern Society, Random House,
New York, 1987.
55. Blickman Tom, The ecstasy industry in the Netherlands in a global perspective, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The
Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 231 επ.
56. Block Alan, History and the Study of Organized Crime, Harper and Row, New York, 1971.
57. Block Alan, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, Criminology, vol. 17,
no. 1, 1979, σελ. 75 επ.
724

58. Block Alan / Chambliss William, Organizing Crime, Elsevier, New York, London, 1981.
59. Block Alan, The Business of Crime. A Documentary Study of Organized Crime in the
American Economy, Westview Press, Boulder, Colo, 1991.
60. Block Alan, Space, Time and Organized Crime, (2nd Edition), Transaction Publishers,
New Brunswick, New Jersey, 1994.
61. Blok Anton, The Mafia of a Sicilian Village (1860 – 1960), Harper and Row, New York,
1974.
62. Blok Anton, Honour and Violence, Polity Press – Blackwell Publishers Ltd., Cambridge,
Oxford 2001.
63. Bögel Marion, Strukturen und Systemanalyse der organisierten Kriminalität in
Deutschland, Duncker und Humblot, Berlin, 1994.
64. Börzel Tanja / Stahn Andreas / Pamuk Yasemin, The European Union and the fight
against corruption in its near abroad: can it make a difference?, Global Crime, vol. 11, no.
2, 2010, σελ. 122 επ.
65. Bocca Giorgio, L’ enfer. Enquête au pays de la mafia, Payot, Paris, 1993.
66. Boote John, A Criminal Heaven: The Tri-Border Area of South America, George Mason
University, Terrorism, Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710-
009, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-
traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/John%20Boote-
%20A%20Criminal%20Haven.pdf
67. Bouchard Martin / Ouellet Frédéric, Is small beautiful? The link between risks and size in
illegal drug markets, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 70 επ.
68. Bovenkerk Frank / Chakra Bashir Abou, Terrorism and Organized Crime, στο Alex
Schmid (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication,
New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf, σελ. 3 επ.
69. Bovenkerk Frank / Levi Michael (eds), The Organized Crime Community – Essays in
Honor of Alan A. Block, Springer, New York, 2007.
70. Broadhurst Roderic / King Wa Lee, The Transformation of Triad “Dark Societies” in Hong
Kong: The impact of Law Enforcement, Socio-Economic and Political Change, Security
Challenges, vol. 5, no. 4, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.securitychallenges.org.au/ArticlePDFs/vol5no4BroadhurstandLee.pdf, σελ. 1
επ.
71. Broome John, Transnational Crime in the 21st century, εισήγηση σε συνέδριο του
Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
72. Brown Michael, Transnational Organised Crime and Terrorism, September 1997 Essay,
The Terrorism Research Center, www.terrorism.com/terrorism/crime.htm
725

73. Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität in einem Europa durchlässiger


Grenzen. Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 6 – 9 November
1990, BKA – Vortragsreihe: Bd. 36, Wiesbaden, 1991.
74. Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität. Vorträge und Diskussionen bei der
Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 19 – 22 November 1996, BKA
– Forschungsreihe: Bd. 43, Wiesbaden, 1997.
75. Bunker Robert / Begert Matt, Overview: Defending Against Enemies of the State, Global
Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 308 επ.
76. Burrows Gideon, The No-Nonsense Guide to the Arms Trade, Verso, London, 2002.
77. Buscaglia Edgardo / Van Dijk Jan, Controlling Organized Crime and Corruption in the
Public Sector, στο Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on
Crime and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 3 επ.
78. Calder James, Al Capone and the International Revenue Service: State-Sanctioned
Criminology of Organized Crime?, Crime, Law and Social Change, vol. 17, no. 1, σελ. 1
επ.
79. Calderoni Francesco, Organized Crime Legislation in the European Union: Harmonization
and Approximation of Criminal Law, National Legislations and the EU Framework
Decision on the Fight Against Organized Crime, Springer Verlag, New York, 2010.
80. Calderoni Francesco, Where is the mafia in Italy? Measuring the presence of the mafia
across Italian provinces, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 41 επ.
81. Camarota Steven / Krikorian Mark, The Impact of Immigration on the US Labor Market,
στο Albert Fishlow / Karen Parker (eds), Growing Apart: The Causes and Consequences
of Global Wage Inequality, Council on Foreign Relations Press, New York, 1999, σελ.
149 επ.
82. Caneppele Stefano / Calderoni Francesco, Extortion rackets in Europe: An exploratory
comparative study, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey /
Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads
on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 309 επ.
83. Capra Frank, Wendezeit – Bausteine für ein neues Weltbild, (16η διευρυμένη έκδοση),
Bern, München, Wien, 1987.
84. Carter David, International Organized Crime – Emerging Trends in Entrepreneurial
Crime, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 131 επ.
85. Cassia Paul Sant, Banditry, στο David Levinson (ed), Encyclopedia of Crime and
Punishment, vol.1, Sage Publications, Thousand Oaks, California, 2002, σελ. 97 επ.
86. Cassia Paul Sant, “Better Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses on
Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean, στο Fernando Coronil / Julie
726

Skurski (eds), States of Violence, The Comparative Studies in Society and History Book
Series, University of Michingan Press, Michingan, 2006, σελ. 219 επ.
87. Castells Manuel, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and
Culture, vol. 3, Blackwell Publishers, Oxford, 1998.
88. Castells Manuel, The Rise of the Network Society – The Information Age: Economy,
Society, and Culture, vol. 1, (2nd edition), Wiley – Blackwell, Cambridge, Massachusets,
2010.
89. Catanzaro Raimondo, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, Free
Press, New York, 1992.
90. Cavallaro Luigi, Il Modello Mafioso Nell ‘Economia Globalizzata, La Revista del
Manifesto, vol. 23, Dicembre 2001, σελ. 18 επ.
91. Cavoukian Ann / Snijder Max / Stoianov Alex / Chibba Michelle, Privacy and Biometrics
for Authentification Purposes: A Discussion of Untraceable Biometrics and Biometric
Encryption, στο Ajay Kumar / David Zhang (eds), Ethics and Policy of Biometrics, Third
International Conference on Ethics and Policy of Biometrics and International Data
Sharing, ICEB 2010, Hong Kong, January 2010, Revised Selected Papers, Springer –
Verlag, Berlin, Heidelberg, 2010, σελ. 14 επ.
92. Chambliss William, On the Take: From Petty Crooks to Presidents, Indiana University
Press, Bloomington, 1978.
93. Chambliss William, State – Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Transnational
Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998, σελ. 255 επ.
94. Chin Ko-Lin, Gang Characteristics, στο Sue Mahan / Katherine O’ Neil (eds), Beyond The
Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London –
New Delhi, 1998, σελ. 57 επ.
95. Chin Ko-Lin, Heijin: Organized Crime, Business and Politics in Taiwan, M. E. Sharpe,
Armonk, London, 2003.
96. Chin Ko-Lin, The golden triangle: inside Southeast Asia’s drug trade, Cornell University
Press, Ithaca, London, 2009.
97. Christmas Walter, King George of Greece, Elibron Classics series, Adamant Media
Corporation, London, 2005.
98. Chubb Judith, Mafia and Politics: The Italian State Under Siege, Cornell University Press,
Ithaca, New York, 1989.
99. Chubb Judith, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy – A Tale of Two Cities,
Cambridge Studies in Modern Political Economies, Cambridge University Press,
Cambridge, 2009.
100. Clogg Richard, A Concise History of Greece, (2nd edition), Cambridge University
Press, Cambridge, 2002.
101. Coben Bruce (ed), Crime in America – Perspectives on Criminal and Delinquent
Behavior, F.E. Peacock Publishers Inc. ITASCA, Illinois, 1970.
727

102. Cohen Albert, The Concept of Criminal Organization, The British Journal of
Criminology, vol. 17, no. 2, 1977, σελ. 97 επ.
103. Cohen Stanley / Scull Andrew (eds), Social Control and the State. Historical and
comparative essays, Martin Robertson, Oxford, 1983.
104. Consedine Jim, Restorative justice. Healing the effects of crime, N.Z.:
Ploughshares Publications, Lyttelton, 1995.
105. Cools Marc / De Ruyver Brice / Easton Marleen / Pauwels Lieven / Ponsaers
Paul / Vande Walle Gudrun / Vander Beken Tom / Vander Laenen Freya / Vermeulen
Gert / Vynckier Gerwinde (eds), EU and International Crime Control, Governance of
Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010.
106. Cornwell Rupert, God’s Banker: An account of the life and death of Roberto
Calvi, Unwin, London, 1984.
107. Coronil Fernando / Skurski Julie (eds), States of Violence, The Comparative
Studies in Society and History Book Series, University of Michingan Press, Michingan,
2006.
108. Committee of Ministers of the Council of Europe, Human rights and the fight
against terrorism: the Council of Europe guidelines, Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2005.
109. Council of Europe, The fight against terrorism: Council of Europe standards, (4th
edition), Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2007.
110. Council of Europe, Victims – Support and Assistance, (2nd edition), Council of
Europe Publishing, Strasbourg, 2007.
111. Council of Europe, Note to editors – 221(2008), δημοσιευμένο ηλεκτρονικά
https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1382451
112. Cressey Donald, The Functions and Structures of Criminal Syndicates, στο Task
Force Report: Organized Crime, President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing
Office, Washington D.C., 1967, appendix A.
113. Cressey Donald, Theft of the Nation: The structure and operations of organized
crime in America, Harper and Row, New York, 1969.
114. Cressey Donald, Criminal Organization: Its Elementary Forms, Harper and Row,
New York, 1972.
115. Cressey Donald, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, στο Patrick
J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 3 επ.
116. Critchley David, Buster, Maranzano and the Castellammare War, 1930 – 1931,
Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 43 επ.
117. Cromwell Paul / Olson James / Avary D’ Aunn, Who buys stolen property? A new
look at criminal receiving, Journal of Crime and Justice, 1993, vol. 16, no. 1, σελ. 75 επ.
728

118. Crozier Michel, The Bureaucratic Phenomenon, University of Chicago Press,


Chicago, 1964.
119. Cruz José Miguel, Central American maras: from youth street gangs to
transnational protection rackets, Global Crime, vol. 11, no. 4, 2010, σελ. 379 επ.
120. Danopoulos Constantine / Watson Cynthia (eds), The Political Role of the Military
– An International Handbook, Greenwood Press, Westport, Connecticut, 1996.
121. Davidson Robert, Asian Gangs and Asian Organized Crime in Chicago, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 107 επ.
122. Davis Diane / Pereira Anthony (eds), Irregular Armed Forces and their Role in
Politics and State Formation, Cambridge University Press, Cambridge, 2003.
123. De Bondt Wendy / Vermeulen Gert, Appreciating Approximation. Using common
offence concepts to facilitate police and judicial cooperation in the EU, στο Marc Cools /
Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande
Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier
(eds), EU and International Crime Control, Governance of Security Research Paper
Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 15 επ.
124. De Busser Els / Vermeulen Gert, Towards a coherent EU policy on outgoing data
transfers for use in criminal matters? The adequacy requirement and the framework
decision on data protection in criminal matters. A transatlantic exercise in adequacy, στο
Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers /
Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen / Gert Vermeulen /
Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control, Governance of Security
Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 95
επ.
125. De Moor Alexandra / Vermeulen Gert, Shaping the competence of Europol. An
FBI perspective, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven Pauwels /
Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen / Gert
Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control, Governance
of Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010,
σελ. 63 επ.
126. Declaration on the Guiding Principles of Drug Demand Reduction, United Nations
General Assembly Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/demand.htm
127. Dehousse Franklin / Sifflet Diane, Les nouvelles perspectives de la cooperation
de Schengen: le Traité de Prüm, Studia Diplomatica, vol. 49, no. 2, 2006, σελ. 199 επ.
128. Della Cava Ralph, The Italian immigrant experience: Views of a Latin –
Americanist, στο Silvano M. Tomasi (ed), Perspectives in Italian immigration and
ethnicity: proceedings of the symposium held at Casa Italiana, Columbia University, May
21-23, 1976, Center for Migration Studies, New York, 1977, σελ. 197 επ.
729

129. Della Porta Donatella / Vannucci Alberto, Corrupt Exchanges: Actors, Resources
and Mechanisms of Political Corruption, Aldine de Gruyter, New York, 1999.
130. Della Porta Donatella, Corruption and Anti-corruption Policies: Some Lessons
from the Italian Case, Conference on Democratic Transition and Consolidation, Working
Group 4: Anti-Corruption Measures, Coordinator: Susan Rose-Ackerman, 2001,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.google.gr/#hl=el&source=hp&q=Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+
Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&btnG=%CE%91%C
E%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7+Google&oq=
Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&aq=f&aqi=&aql=&gs
_sm=s&gs_upl=1936l1936l0l2655l1l1l0l0l0l0l243l243l2-
1l1l0&bav=on.2,or.r_gc.r_pw.&fp=94692319ea939fe9&biw=1280&bih=892, σελ. 1 επ.
131. Deneault Alain, Tax Havens and Criminology, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007,
σελ. 260 επ.
132. Denning Dorothy, Activism, Hacktivism, and Cyberterrorism: The Internet as a
tool for influencing foreign policy, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and
Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research
Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 239 επ.
133. DeVito Carlo, Boryokundan, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 34 επ.
134. DeVito Carlo, Kimura Tokutaro, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 178 επ.
135. DeVito Carlo, Ogawa Kaoru, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 225.
136. DeVito Carlo, Tongs – Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New
York, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime
Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 309 επ.
137. DeVito Carlo, Tom Lee and the On Leong Tong, στην του ιδίου (ed), The
encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc.,
New York, 2005, σελ. 310.
138. DeVito Carlo, Triads, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international
organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 314 επ.
139. DeVito Carlo, Triad Organization, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 315 επ.
730

140. DeVito Carlo, Triad Initiation Ceremonies, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia
of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 316 επ.
141. DeVito Carlo, The 36 Oaths, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 317 επ.
142. DeVito Carlo, Yakuza, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international
organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 343 επ.
143. De Ruyver Brice / Vermeulen Gert / Vander Beken Tom (eds), Strategies for the
EU and the US in Combating Transnational Organized Crime, Maklu, Antwerpen, 2002.
144. Di Argentine Adolfo Beria, The Mafias in Italy, στο Ernesto Ugo Savona (ed),
Mafia Issues, ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the
United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 1993, σελ. 19
επ.
145. Di Nicola Andrea / Scartezzini Alessandro, When economic crime becomes
organized: the role of information technologies. A case study, Criminal Justice Journal of
the Institute of Criminology, University of Sydney, Faculty of Law, vol. 11, no. 3, 2000,
σελ. 1 επ. διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
www.eprints.biblio.unitn.it/archive/00000188/01/Economic_crime.pdf
146. Di Puppo Lili, Anti-corruption interventions in Georgia, Global Crime, vol. 11, no.
2, 2010, σελ. 220 επ.
147. Dickie John, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, Hodder and Stoughton,
London, 2004.
148. Dishman Chris, The Leaderless Nexus: When Crime and Terror Converge,
Studies in Conflict and Terrorism, vol. 28, no. 3, 2005, σελ. 237 επ.
149. Dishman Chris, Terrorism, Crime and Transformation, Studies in Conflict and
Terrorism, vol. 24, no. 1, 2001, σελ. 43 επ.
150. Dombrink John / Song John Huey – Long, Hong Kong after 1997, Transanational
Organized Crime in a Shrinking World, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications,
Thousand Oaks, 1997, σελ. 214 επ.
151. Dorn Nicholas / South Nigel, Drug Markets and Law Enforcement, British Journal
of Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 171 επ.
152. Dorn Nicholas / Murji Karim / South Nigel, Traffickers: Drug Markets and Law
Enforcement, Routledge, London, New York, 1992.
153. Dorn Nicholas, Ponzi finance and state capture – The crisis of financial market
regulation, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ.
235 επ.
731

154. Drapkin Israel / Viano Emilio (eds), Victimology, Lexincton Books, Massachusets,
Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974.
155. Duaij Abdulrahman, Hawala: The Main Facilitator for Middle Eastern Organized
Crime Groups, George Mason University, Terrorism, Transnational Crime and
Corruption Center, publication no. 710, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-
traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/Al-Khalifa_Hawala.pdf
156. Dulci Rahman Rita / Andreu José Miguel, Responsible Global Governance: A
Programme for World Stability and Institutional Reform, Academic Foundation, New
Delhi, 2004.
157. Dutch Parliamentary Committee, Fijnaut Cyrille / Bovenkerk Frank / Bruinsma
Gerben / Van de Bunt Henk, Eindrapport Onderzoeksgroep Fijnaut, Second Chamber,
1995 – 1996, Documents 24072/16.
158. Durkheim Emile, The Division of Labor in Society, The Free Press, New York,
1964.
159. Düvell Frank (ed), Illegal Immigration in Europe: Beyond Control?, Palgrave
Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 2006.
160. Eckes Christina / Konstadinides Theodore (eds), Crime within the Area of
Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011.
161. Eckes Christina, The legal framework of the European Union’s counter-terrorist
policies: full of good intentions?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds),
Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 127 επ.
162. Edelhertz Herbert (ed), Major Issues in Organized Crime Control, Symposium
Proceedings, Washington D.C., September 25-26/1986, US Department Of Justice,
National Institute of Justice, Washington D.C., 1987.
163. Edwards Adam / Gill Pete, Crime as enterprise? The case of “transnational
organized crime”, Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 3, 2002, σελ. 203 επ.
164. Ehrenfeld Rachel, Narco-Terrorism, Basic Books, New York, 1990.
165. Eisner Robert, Travelers to an Antique Land – The History and Literature of
Travel to Greece, University of Michingan Press, Michingan, 1993.
166. EMCDDA–Europol joint publications, Methamphetamine – Α European Union
perspective in the global context, Office for Official Publications of the European
Communities, Luxembourg, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Joint_publications_on_illicit_drugs/Methamphe
tamine.pdf.
167. English T. J., The Westies: Inside the Hell’s Kitchen Irish Mob, Putnam, New
York, 1990.
168. Europol, 2004 European Union Organised Crime Report, Open Version –
December 2004, Office for Official Publications of the European Communities,
732

Luxembourg, 2004, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,


http://www.europol.europa.eu/publications/Organised_Crime_Reports
in_2006_replaced_by_OCTA/EUOrganisedCrimeSitRep2004.pdf.
169. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007.
Europol contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, The
Hague, 2007, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Serious_Crime_Overviews/EuropolUNGASSA
ssessment.PDF.
170. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, European
Police Office, Netherlands, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/European_Organised_Crime_Threat_Assess
ment_%28OCTA%29/OCTA2009.pdf.
171. Evans Paul / Silk Paul (eds), The Parliamentary Assembly: practice and
procedure, (10th edition), Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2008.
172. Falcone Giovanni / Padovani Marcelle, Cose di Cosa Nostra, Rizzoli, Milan,
1991.
173. Fattah Ezzat, Understanding Criminal Victimization, Prentice Hall, Ontario,
Scarborough, 1991.
174. Fattah Ezzat (ed), Towards a critical victimology, St. Martin's Press, New York,
1992.
175. Fernández-Corugedo Santiago González / Lezcano Emma / Martín Francisco
(eds), Sederi Yearbook VII, Spanish and Portuguese Society for English Renaissance
Sudies (SEDERI) — Universidade da Coruña, Coruña, 1996.
176. Fichera Massimo, Organised crime: developments and challenges for an
enlarged European Union, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime
within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge
University Press, Cambridge, 2011, σελ. 159 επ.
177. Findlay Mark, The Globalisation of Crime: Understanding Transitional
Relationships in Context, Cambridge University Press, Cambridge, 1999.
178. Fijnaut Cyrille, Organized Crime. A Comparison between the United States of
America and Western Europe, British Journal of Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 321 επ.
179. Fijnaut Cyrille / Paoli Letizia (eds), Organised crime in Europe – Concepts,
Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Springer, Dordrecht,
2004.
180. Fijnaut Cyrille / Paoli Letizia, Comparative Synthesis of Part 1, στο των ιδίων
(eds), Organised crime in Europe – Concepts, Patterns and Control Policies in the
European Union and Beyond, Springer, Dordrecht, 2004, σελ. 225 επ.
181. Fiorentini Gianluca / Zamagni Stefano (eds), The economics of corruption and
illegal markets: The economics of corruption, vol. 1, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999.
733

182. Fiorentini Gianluca / Zamagni Stefano (eds), The economics of corruption and
illegal markets: The economics of illegal activities, vol. 2, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999.
183. Fiorentini Gianluca / Zamagni Stefano (eds), The economics of corruption and
illegal markets: The economics of illegal markets and organized crime, vol. 3, Edward
Elgar Publishers, Cheltenham, Northampton, 1999.
184. Firestone Thomas, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 71 επ.
185. Fishlow Albert / Parker Karen (eds), Growing Apart: The Causes and
Consequences of Global Wage Inequality, Council on Foreign Relations Press, New
York, 1999.
186. Fletcher Maria / Lööf Robin / Gilmore Bill, EU Criminal Law and Justice, Edward
Elgar Publishing Ltd, Cheltenham, Northampton, 2008.
187. Fletcher Maria, EU criminal justice: beyond Lisbon, στο Christina Eckes /
Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice –
A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 10 επ.
188. Fontaine Gary / Severance Laurence, Intercultural Problem in the Interpretation
of Evidence: A Yakuza Trial, International Journal of Intercultural Relations, vol. 14, no. 2,
1990, σελ. 163 επ.
189. Gadowska Kaja, National and international anti-corruption efforts: the case of
Poland, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 178 επ.
190. Galeotti Mark, Introduction: Global Crime Today, Global Crime, vol. 6, no. 1,
2004, σελ. 1 επ.
191. Gallant Thomas, Brigandage, Piracy, Capitalism, and State-Formation:
Transnational Crime from a Historical World-Systems Perspective, στο Josiah McConnell
Heyman (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers, Oxford, New York, 1999, σελ.
25 επ.
192. Gambetta Diego, The Sicilian Mafia: The business of private protection, Harvard
University Press, Cambridge - Massachusetts, 1993.
193. Gambetta Diego, Codes of the Underworld: How Criminals Communicate,
Princeton University Press, Princeton, 2009.
194. Garcia Denise, Small Arms and Security – New Emerging International Norms,
Routledge, Abingdon, New York, 2006.
195. García Martín Meráz, “Narcoballads”: The Psychology and Recruitment Process
of the “Narco”, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 200 επ.
196. Garland David, The limits of the sovereign state. Strategies of Crime Control in
Contemporary Society, The British Journal of Criminology, 1996, σελ. 445 επ.
734

197. Garofalo Raffaele, Criminology, (translated by Robert Wyness Millar), The


Modern Criminal Science Series, Published under the Auspices of The American Institute
of Criminal Law and Criminology, Little Brown and Company, Boston, 1914.
198. Garoupa Nuno, The economics of business crime, στο Hans Sjögren / Göran
Skogh (eds), New Perspectives on economic crime, Edward Elgar Publishing,
Cheltenham – Massachusetts, 2004, σελ. 5 επ.
199. Gartenberg Patricia, An Elizabethan Wonder Woman: The Life and Fortunes of
Long Meg of Westminster, The Journal of Popular Culture, vol. 17, no. 3, 1983, σελ. 49
επ.
200. Gelemerova Liliya, Fighting foreign bribery: the stick or the carrot?, στο Petrus
van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken
/ Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 17 επ.
201. George Susan, The Lugano Report: on Preserving Capitalism in the Twenty-first
Century, Pluto Press, London, 1999.
202. Gerth Hans / Wright Mills Charles (eds), From Max Weber: Essays in Sociology,
Series: Classics in Sociology, Routledge, London, 1991.
203. Giannuli Aldo, Lo stato parallelo. Cronologia 1942-1992, supplemento ad
“Avvenimenti”, no. 9, 4 marzo 1992.
204. Gilfoyle Timothy, City of Eros: New York City, Prostitution and the
Commercialization of Sex, 1790-1920, W.W. Norton, 1992.
205. Glaeser Edward / Sacerdote Bruce / Scheinkman Jose, Crime and Social
Interactions, Quarterly Journal of Economics, vol. 111, no. 2, 1996, σελ. 507 επ.
206. Godson Roy (ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around
the World, Transaction Publishers, New Jersey, 2003.
207. Graebner Anderson Annelise, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra
Family, Hoover Institution Press, Stanford University, Stanford, California, 1979.
208. Roy Godson, The Political-Criminal Nexus and Global Security, στο του ιδίου
(ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around the World, Transaction
Publishers, New Jersey, 2003, σελ. 1 επ.
209. Glaser Severin, Legal Protection against OLAF – The European fraud watch
dog, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic /
Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 361 επ.
210. Goldstock Ronald / Marcus Martin / Thacher Thomas / Jacobs James B.,
Corruption and Racketeering in the New York City Construction Industry, Final Report to
Governor Mario M. Cuomo from the New York State Organized Crime Task Force, New
York University Press, New York, 1990.
211. Grabosky Peter, The Global Dimension of Cybercrime, Global Crime, vol. 6, no.
1, 2004, σελ. 146 επ.
735

212. Grabosky Peter / Smith Russell, Crime in the Digital Age: Controlling
Telecommunications and Cyberspace Illegalities, (3rd edition), Transaction Publishers,
New Jersey, 2009.
213. Griffiths Hugh, Smoking Guns: European Cigarette Smuggling in the 1990’s,
Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 185 επ.
214. Grødeland Ǻse Berit, Elite perceptions of anti-corruption efforts in Ukraine,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 237 επ.
215. Group of States against Corruption-GRECO, General Activity Report for 2009,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1622225
216. Habermas Jürgen / Luhmann Niklas, Theorie der Gesellschaft oder
Sozialtechnologie. Was leistet die Systemforschung?, Suhrkamp, Frankfurt am Main,
1971.
217. Hage Jerald, Theories of Organizations: form, process, and transformation, John
Wiley, New York, 1980.
218. Hall Richard, Organizations: Structures, Processes, Outcomes, (4th edition),
Prentice Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1987.
219. Haller Mark, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 52 επ.
220. Harvey Jacky, Controlling the flow of money or satisfying the regulators?, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The
Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 43 επ.
221. Hejl Peter, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self-
Maintenance, Self-Reference, and Syn-Reference, στο Hans Ulrich / Gilbert Probst (eds),
Self – Organization and Management of Social Systems. Insights, Promises, Doubts, and
Questions, Springer – Verlag, Berlin – New York, 1984, σελ. 60 επ.
222. Herlin-Karnell Ester, The EU’s anti-money laundering agenda: built on risks?, στο
Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom,
Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 76 επ.
223. Hess Henner, Mafia and Mafiosi: The Structure of Power, Saxon
House/Lexington Books, (μετάφραση από τα Γερμανικά Ewald Osers), England, 1979.
224. Hill Peter, The Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, Oxford University
Press, Oxford, 2003.
225. Hill Peter, The Changing Face of the Yakuza, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 97 επ.
226. Hinarejos Alicia, Law and order and internal security provisions in the Area of
Freedom, Security and Justice: before and after Lisbon, στο Christina Eckes / Theodore
736

Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A
European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 249 επ.
227. Hirschi Travis, Causes of delinquency, University of California Press, Berkeley,
1971.
228. Hobbs Dick, Going Down the Glocal: The Local Context of Organised Crime, The
Howard Journal of Criminal Justice, vol. 37, no. 4, 1998, σελ. 407 επ.
229. Hobbs Heidi (ed), Pondering Postinternationalism: a paradigm for the twenty-first
century?, State University of New York Press, Albany, New York, 2000.
230. Hobsbawm Eric, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement
in the 19th and 20th Centuries, (3rd edition), Manchester University Press, Manchester,
1971.
231. Hoffman Bruce, Inside Terrorism, Columbia University Press, New York, 1998.
232. Huque Ahmed Shafiqul, Renunciation, De-Stigmatisation and Prevention of
Crime in Hong Kong, The Howard Journal of Criminal Justice, vol. 33, no. 4, 1994, σελ.
338 επ.
233. Ianni Francis, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime,
Russell Sage Foundation, New York, 1972.
234. Ianni Francis, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, Simon and
Schuster, New York, 1974.
235. Ianni Francis, The Mafia and the web of kinship, στο Francis Ianni / Elizabeth
Reuss-Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in America, New
American Library, New York, 1976, σελ. 55 επ.
236. International Criminal Police Commission (ICPC) Review, (2nd year), no. 9, 1947.
237. International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department,
Regulatory Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems, International
Monetary Fund, Washington D.C., 2005.
238. International Narcotics Control Board (INCB), Report of the International
Narcotics Control Board for 2009, United Nations Publications, Vienna, 2010.
239. Interpol, Annual Report 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.interpol.int/Public/ICPO/InterpolAtWork/iaw2009.pdf
240. Ivanov Kalin, The 2007 accession of Bulgaria and Romania: ritual and reality,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 210 επ.
241. Jamieson Alison, Mafia and political power 1943 – 1989, International Relations,
vol. 10, no. 1, 1990, σελ. 13 επ.
242. Jamieson Alison, Τhe Transnational Dimension of Italian Organized Crime,
Transnational Organized Crime, vol. 1, no. 2, 1995, σελ. 151 επ.
243. Jamieson Alison, The Antimafia: Italy’s Fight Against Organized Crime,
Macmillan, London, 2000.
244. Jamieson Alison, Transnational organized crime: a European perspective,
Studies in Conflict and Terrorism, vol. 24, 2001, σελ. 379 επ.
737

245. Jansen Frederick / Bruinsma Gerben, Policing organized crime – A new direction,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 5, no. 4, Kugler Publications,
Amsterdam – New York, RDC, The Hague, 1996 – 1997, σελ. 87 επ.
246. Jelavich Charles / Jelavich Barabara, The Establishment of the Balkan National
States, 1804 – 1920, A History of East Central Europe, vol. 8, University of Washinghton
Press, Seattle, London, 1986.
247. Jenkins Philip / Potter Gary, The Politics and Mythology of Organized Crime. A
Philadelphia Case Study, Journal of Criminal Justice, vol. 15, no. 6, 1987, σελ. 473 επ.
248. Jervas Gunnar (ed), FOA Report on Terrorism, Defence Research
Establishment, Stockholm, 1998.
249. Johnson Earl, Organized Crime: Challenge to the American Legal System,
Criminal Law, Criminology and Police Science, vol. 53, no. 4 , 1962, σελ. 1 επ.
250. Johnson Elmer Hubert, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary
Cohorts, Southern Illinois University Press, Illinois, 1997.
251. Joutsen Matti (ed), Five issues in European Criminal Justice: Corruption, women
in the criminal justice system, criminal policy indicators, community crime prevention, and
computer crime. Proceedings of the 6th European Colloquium on Crime and Criminal
Policy, Helsinki 10 – 12 December 1998, HEUNI, (The European Institute for Crime
Prevention and Control, affiliated with the United Nations), Helsinki, 1999.
252. Jowitt Ken, Soviet neo-traditionalism: The political concept of a Leninist regime,
Soviet Studies, vol. 35, no. 7, 1983, σελ. 275 επ.
253. Kaiser Günther / Kerner Hans-Jürgen / Sack Fritz / Schellhoss Hartmut (eds),
Kleines Kriminologisches Wörterbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1993.
254. Kaiser Günther, Kriminologie. Ein Lehrbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1996.
255. Kangaspunta Kristiina, Mapping the inhuman trade: Preliminary findings of the
database on trafficking in human beings, στο Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero /
Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations
Publication, New York, 2004, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 81 επ.
256. Kaplan David / Dubro Alec, Yakuza -Japan’s Criminal Underworld, (expanded
edition), University of California Press, Berkeley, Los Angeles, 2003.
257. Kelly Robert / Chin Ko-Lin / Schatzberg Rufus (eds), Handbook of Organized
Crime in the United States, Greenwood, Westport, Connecticut, London, 1994.
258. Kelly Robert, Trapped in the Folds of Discourse – Theorizing About the
Underworld, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ.
39 επ.
259. Kelly Robert / Schatzberg Rufus / Ryan Patrick, Primitive Capitalist Accumulation
– Russia as a Racket, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding
738

Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks,


1997, σελ. 174 επ.
260. Kenney Dennis Jay / Finckenauer James O., Organized Crime in America,
Wadsworth Publishers Co., Belmont, California, 1995.
261. Kenney Michael, The Architecture of Drug Trafficking: Network Forms of
Organisation in the Colombian Cocaine Trade, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007, σελ. 233
επ.
262. Kerner Hans-Jürgen, Moderne Formen von Gruppenkriminalität und
Konsequenzen für kriminalpolizeiliche Ermittlungen, Der Kriminalist, 1979, σελ. 14 επ.
263. Kerner Hans-Jürgen, Organisiertes Verbrechen, στο Kaiser Günther / Kerner
Hans-Jürgen / Sack Fritz / Schellhoss Hartmut (eds), Kleines Kriminologisches
Wörterbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 377 επ.
264. Kleemans Edward / de Poot Christianne, Criminal Careers in Organized Crime
and Social Opportunity Structure, European Journal of Criminology, vol. 5, no. 1, 2008,
σελ. 69 επ.
265. Kleemans Edward / Van de Bunt Henk, Organised crime, occupations and
opportunity, Global Crime, vol. 9, no. 3, 2008, σελ. 185 επ.
266. Koliopoulos John / Veremis Thanos, Greece – The Modern Sequel: From 1821 to
the Present, C. Hurst & Co. Publishers Ltd., London, 2004.
267. Koliopoulos John / Veremis Thanos, Modern Greece – A History since 1821, A
New History of Modern Europe series, Wiley – Blackwell, Malden, Oxford, West Sussex,
2010.
268. Kong Chu Yiu, The Triads as Business, Routledge, London, 2000.
269. Kong Chu Yiu, Hong Kong Triads After 1997, Trends in Organized Crime, vol. 8,
no. 3, 2005, σελ. 5 επ.
270. Konrad Kai / Skaperdas Stergios, Extortion, Economica, vol. 65, no. 260, 1998,
σελ. 461 επ.
271. Konstadinides Theodore, The Europeanisation of extradition: how many light
years away to mutual confidence?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds),
Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 192 επ.
272. Krarup Ole, The democratic “No” and its legal meaning, στο Vincenzo Ruggiero
(ed), Citizenship, human rights and minorities: rethinking social control in the new
Europe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σελ. 82 επ.
273. Kumar Ajay / Zhang David (eds), Ethics and Policy of Biometrics, Third
International Conference on Ethics and Policy of Biometrics and International Data
Sharing, ICEB 2010, Hong Kong, January 2010, Revised Selected Papers, Springer –
Verlag, Berlin, Heidelberg, 2010.
274. Küper Wilfried / Welp Jürgen, Beiträge zur Rechtswissenschaft : Festschrift für
Walter Stree und Johannes Wessels zum 70. Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993.
739

275. Küpper Willi / Ortmann Günther (eds), Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele
in Organizationen, Westdeutscher Verlag, Opladen, 1988.
276. Lafayette De Mente Boyé (ed), Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms
That Explain The Attitudes and Behavior of The Japanese, Tuttle Publishing, Boston,
Rutland, Vermont, Tokyo, 2004.
277. Lafayette De Mente Boyé, Jakuza: The Honorable Gangsters, στο του ιδίου (ed),
Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms That Explain The Attitudes and Behavior of
The Japanese, Tuttle Publishing, Boston, Rutland, Vermont, Tokyo, 2004, σελ. 308 επ.
278. Lambropoulou Efis, Criminal “organizations” in Greece and public policy: from
non-real to hyper-real?, International Journal of the Sociology of Law, vol. 31, no. 1,
2003, σελ. 69 επ.
279. Landesco John, Organized Crime in Chicago: Part III of the Illinois Crime Survey,
(reprint) (1st edition 1929), University of Chicago Press, Chicago, 1968.
280. Laqueur Walter, Terrorism, Weidenfeld & Nicolson, London, 1977.
281. Laqueur Walter, The New Terrorism: Fanaticism and the Arms of Mass
Destruction, Phoenix Press, London, 1999.
282. Lazakis Christopher, The Steering of Greece in the last Fifty Years – From the
Epoch of the Civil War to the Epoch of Neoliberalism, Ciel Trappe Books, Isle Au Haut,
1996.
283. Lea John, Crime and Modernity-Continuities in Left Realist Criminology, Sage
Publications, London, 2002.
284. Lee Kenneth, Huddled Masses, Muddled Laws – Why Contemporary Immigration
Policy Fails to Reflect Public Opinion, Praeger Publishers, Westport, 1998.
285. Lee Kin-Wa / Broadhurst Roderic Girth / Beh Philip, Triad-related homicides in
Hong Kong, Forensic Science International, vol. 162, no. 1-3, 2006, σελ. 183 επ.
286. Leeson Peter / Rogers Douglas, Organizing Crime, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.peterleeson.com/Organizing_Crime.pdf
287. Leeson Peter / Skarbek David, Criminal constitutions, Global Crime, vol. 11, no.
3, 2010, σελ. 279 επ.
288. Levi Michael, The extent of cross-border crime in Europe: the view from Britain,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 57 επ.
289. Levinson David (ed), Encyclopedia of Crime and Punishment, vol. 1, Sage
Publications, Thousand Oaks, California, 2002.
290. Levitt Steven, Understanding Why Crime Fell in the 1990’s: Four Factors that
Explain the Decline and Six That Do Not, Journal of Economic Perspectives, vol. 18, no.
1, 2004, σελ. 163 επ., διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://pricetheory.uchicago.edu/levitt/Papers/LevittUnderstandingWhyCrime2004.pdf
291. Lewis Roger, Drugs, war and Illegal enterprise in the Post Soviet Balkans, στο
Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The new european criminology –
Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 216 επ.
740

292. Li Z. Stan / Schouten Ben / Tistarelli Massimo, Biometrics at a Distance: Issues,


Challenges and Prospects, στο Massimo Tistarelli / Stan Z. Li / Rama Chellappa (eds),
Handbook of Remote Biometrics for Surveillance and Security, Springer, London, 2009,
σελ. 3 επ.
293. Lia Brynjar / Skjølberg Katja, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated
Review of the Literature, FFI Research Report No. 2004/04307, Norwegian Defence
Research Establishment, Norway, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
www.rapporter.ffi.no/rapporter/2004/04307.pdf.
294. Light Ivan, The ethnic vice industry 1880 – 1944, American Sociological Review,
vol. 42, no. 3, 1977, σελ. 464 επ.
295. Lintner Bertil, Blood Brothers: the Criminal Underworld of Asia, Palgrave
Macmillan, New York, 2003.
296. Lintner Bertil, Chinese Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ.
84 επ.
297. Lo T. Wing, Minimizing crime and corruption in Hong Kong, στο Roy Godson
(ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around the World, Transaction
Publishers, New Jersey, 2003, σελ. 231 επ.
298. Lodato Saverio, Ho ucciso Giovanni Falcone. La confessione di Giovanni Brusca,
Mondadori, Milan, 1999.
299. Lombardo Robert, Organized crime: A Control Theory, Criminal Organizations,
vol. 2, no. 6, 1991, σελ. 8 επ.
300. Lombardo Robert, The social organization of organized crime in Chicago, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 91 επ.
301. Longo Francesca, Organised crime: towards a two level analysis, στο Fellia
Allum / Francesca Longo / Daniela Irrena / Panos Kostakos (eds), Defining and Defying
Organised Crime – Discourse, perceptions and reality, Routledge, London – New York,
2010, σελ. 15 επ.
302. Luhmann Niklas, Moderne Systemtheorie als Form gesamtgesellschaftlicher
Analyse, στο Jürgen Habermas / Niklas Luhmann (eds), Theorie der Gesellschaft oder
Sozialtechnologie. Was leistet die Systemforschung?, Suhrkamp, Frankfurt am Main,
1971, σελ. 7 επ.
303. Luhmann Niklas / Schorr Karl Eberhard, Reflexionsprobleme im
Erziehungssystem, Klett – Cotta, Stuttgart, 1979.
304. Luhmann Niklas, Symbiotische Mechanismen, Soziologische Aufklärung 3.
Soziales System, Gesellschaft, Organization, Westdeutscher Verlag, Opladen, 1981, σελ.
228 επ.
305. Luhmann Niklas, Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie,
Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1984.
741

306. Luhmann Niklas, Organization, στο Willi Küpper / Günther Ortmann (eds),
Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele in Organizationen, Westdeutscher Verlag,
Opladen, 1988, σελ. 165 επ.
307. Luhmann Niklas, Ökologische Kommunikation (3η έκδοση), Westdeutscher
Verlag, Opladen, 1990.
308. Luif Paul, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, (Annual policy paper on
the interrelation between internal and external security of the future Europe, D38c/Team
23), Paper presented at the tenth Biennal International Conference Organized by the
European Union Studies Association on the 17-19 May 2007 in Montreal Canada,
δημοσιευμένη ηλεκτρονικά, http://aei.pitt.edu/7953/1/luif-p-10h.pdf
309. Lyman Michael D. / Potter Gary W., Organized Crime, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1997.
310. Maas Peter, Underboss: Sammy the Bull Gravano's story of life in the Mafia,
HarperCollins Publishers, New York, 1997.
311. Mack John A. / Kerner Hans-Jürgen, Professional and Organized Crime – A
Comparative Approach, International Journal of Criminology and Penology, vol. 4, 1976,
σελ. 113 επ.
312. Maguire Mike / Morgan Rod / Reiner Robert (eds), The Oxford Handbook of
Criminology, (2nd edition), Claredon Press, Oxford, 1997.
313. Mahan Sue / O’ Neil Katherine (eds), Beyond the Mafia – Organized Crime in the
Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998.
314. Mahan Sue / O’ Neil Katherine, Introduction: Organized Crime in the Americas,
στο των ιδίων (eds), Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage
Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. IX επ.
315. Mahan Sue / O’ Neil Katherine, Discussion: The Yakuza, στο των ιδίων (eds),
Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand
Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. 84 επ.
316. Maimbo Samuel Munzele, Challenges of Regulating and Supervising the
Hawaladars of Kabul, στο International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems
Department, Regulatory Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems,
International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ. 47 επ.
317. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 129 επ.
318. Makarenko Tamara, “The ties that bind”: uncovering the relationship between
organized crime and terrorism, στο Siegel Dina / Van de Bunt Henk / Zaitch Damian
(eds), Global Organized Crime: Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers,
Dordrecht, The Netherlands, 2003, σελ. 159 επ.
319. Mallory Stephen (ed), Understanding Organized Crime, series: Criminal Justice
Illuminated, Jones and Bartlett Publishers Inc., Sudbury, 2007.
742

320. Malm Aili / Bichler Gisela / Nash Rebecca, Co-offending between criminal
enterprise groups, Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 112 επ.
321. Maltz Michael, Measuring the effectiveness of organised crime control effort,
Monograph 9, Office of International Criminal Justice, University of Illinois at Chicago,
Chicago, 1990.
322. Maltz Michael, Defining Organized Crime, στο Robert Kelly / Ko-Lin Chin / Rufus
Schatzberg (eds), Handbook of Organized Crime in the United States, Greenwood Press,
London, 1994, σελ. 21 επ.
323. Maltz Michael, On Defining Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Organised
Crime, Dartmouth, Aldershot, 1995, σελ. 340 επ.
324. Mansfield Roger, Bureaucracy and Centralization: An Examination of
Organizational Structure, ASQ, vol. 18, no. 4, 1973, σελ. 477 επ.
325. Marie Claude – Valentin, Preventing Illegal Immigration: Juggling Economic
Imperatives, Political Risks and Individual Rights, Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2004.
326. Massari Monica, La Sacra Corona Unitá: potere e segreto, Laterza, 1998.
327. Massari Monica / Monzini Paola, Dirty Businesses in Italy: A Case-study of illegal
Trafficking in Hazardous Waste, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 285 επ.
328. Maturana Humberto (ed), Erkennen: Die Organisation und Verkörperung von
Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen Epistemologie, (2η έκδοση), Vieweg,
Braunschweig, 1985.
329. Maturana Humberto / Varela Francisco, Autopoietische Systeme: eine
Bestimmung der lebendingen Organisation, στο Humberto Maturana (ed), Erkennen: Die
Organisation und Verkörperung von Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen
Epistemologie, (2η έκδοση), Vieweg, Braunschweig, 1985, σελ. 170 επ.
330. Mazower Mark (ed), After the war was over: Reconstructing the Family, Nation
and State in Greece, 1943 – 1960, Princeton University Press, Princeton, New Yersey,
2000.
331. McChesney Sait Edward, Machine, Political, στο A. Johnson (ed), Encyclopedia
of the Social Sciences, Selingman, E.R.A., vol. 9, (12th edition), MacMillan, New York,
1957, σελ. 657 επ.
332. McConnell Heyman Josiah (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers,
Oxford, New York, 1999.
333. McFarlane John, International Co-Operation Against Transnational Crime:
Second Track Mechanisms, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology,
με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000,
διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
334. McIllwain Jeffrey Scott, Organizing Crime in Chinatown: Race and Racketeering
in New York City, 1890 – 1910, McFarland and Company, North Carolina, 2004.
743

335. McIntosh Cameron / Lawrence Austin, Spatial mobility and organised crime,
Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 161 επ.
336. McKenna James Jr, Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 205 επ.
337. Meadows Robert, Understanding violence and victimization, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1998.
338. Measures to enhance international cooperation to counter the world drug
problem, United Nations General Assembly Twentieth Special Session on World Drug
Problem (8-10 June 1998), http://www.un.org/ga/20special/coop.htm#E
339. Merton Robert, Social Theory and Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free
Press, New York, 1968.
340. Merton Robert, On Theoretical Sociology, στο Social Theory and Social Structure
(διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 1 επ.
341. Merton Robert, The Self – Fulfilling Prophecy, στο του ιδίου, Social Theory and
Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 475 επ.
342. Messas Kostas, Greece, στο Constantine Danopoulos / Cynthia Watson (eds),
The Political Role of the Military – An International Handbook, Greenwood Press,
Westport, Connecticut, 1996, σελ. 154 επ.
343. Mikalachki Jodi, Gender, Cant, and Cross-talking in The Roaring Girl,
Renaissance Drama and the Law, vol. 25, 1994, σελ. 119 επ.
344. Miller Swain Carol (ed), Debating immigration, Cambridge University Press,
Cambridge, 2007.
345. Ministers’ Deputies Notes on the Agenda, CM/Notes/1047/11.1, 13 Ιανουαρίου
2009, δημοσιευμένο ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1393065
346. Mintzberg Henry, The Structuring of Organizations: A Synthesis of the Research,
Prentice Hall, Englewood – Cliffs, New Jersey, London, 1979.
347. Mooney Linda / Knox David / Schacht Caroline, Understanding Social Problems,
th
(7 edition), Wadsworth – Cengage Learning, Belmont, 2010.
348. Moore Mark, Organized Crime as a Business Enterprise, στο Herbert Edelhertz
(ed), Major Issues in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington
D.C., September 25-26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice,
Washington D.C., 1987, σελ. 51 επ.
349. Morgan W. P., Triad Societies in Hong Kong, Hong Kong Government Press,
Hong Kong, 1960.
350. Moroff Holger / Schmidt – Pfister Diana, Anti-corruption movements,
mechanisms, and machines – an introduction, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 89
επ.
351. Morselli Carlo / Turcotte Mathilde / Tenti Valentina, The mobility of criminal
groups, Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 165 επ.
744

352. Mouzelis Nikos, Modern Greece: Facets of Underdevelopment, Macmillan,


London, 1978.
353. Murphy Cian, The European Evidence warrant: mutual recognition and mutual
(dis)trust?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of
Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 224 επ.
354. Napoleoni Loretta, The new economy of terror: how terrorism is financed, στο
Alex Schmid (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations
Publication, New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf, σελ.
31 επ.
355. Naylor Robin Thomas, Hot Money and the Politics of Debt. From Watergate to
Irangate, from Afghanistan to Zaire (2nd edition), Black Rose Books, Montreal, Québec,
1994.
356. Naylor Robin Thomas, Wages of Crime: Black Markets, Illegal Finance and the
Underworld Economy, Cornell University Press, Ithaca – New York, 2002.
357. Nelli Humbert, The Business of Crime: Italians and Syndicate Crime in the United
States, Oxford University Press, New York, 1976.
358. Nelken David, White-Collar Crime, στο Mike Maguire / Rod Morgan / Robert
Reiner (eds), The Oxford Handbook of Criminology, (2nd edition), Claredon Press, Oxford,
1997, σελ. 891 επ.
359. Nenadic Nemanja, Constitutional Systems, Governments and Key Developments
in Serbia 1980 – 2010, στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan
Political Context, Risk Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 98 επ.
360. OECD, Drug Spending in OECD countries up by nearly a third since 1998,
according to new OECD data,
http://www.oecd.org/document/25/0,3343,en_2649_201185_34967193_1_1_1_1,00.html.
361. O' Malley Pat / Weir Lorna / Shearing Clifford, Governmentality, criticism, politics,
Economy and Society, vol. 26, no. 4, 1997, σελ. 501 επ.
362. Ostendorf Heribert, Organisierte Kriminalität – eine Herausforderung für die
Justiz, JZ, 1991, σελ. 62 επ.
363. Ostrowski James, The Moral and Practical Case for Drug Legislation, Hofstra
Law Review, vol. 18, no.3, 1990, σελ. 607 επ.
364. Padovani Marcelle, Les dernières années de la mafia, Gallimard, Paris, 1987.
365. Palmer Mick, International Collaboration by Law Enforcement Agencies,
εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational
Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη ηλεκτρονικά,
www.aic.gov.au,
745

366. Pan Lynn, Sons of the Yellow Emperor: A History of the Chinese Diaspora,
Kodasha America Inc, New York, 1994.
367. Paoli Letizia, The Integrations of the Italian Scene, European Journal of Crime,
Criminal Law and Criminal Justice, vol. 2, no. 3, 1994, σελ. 212 επ.
368. Paoli Letizia, The Paradoxes of Organized Crime, Crime, Law and Social
Change, vol. 37, no. 1, 2002, σελ. 51 επ.
369. Paoli Letizia, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, Oxford
University Press, Oxford, 2003.
370. Paoli Letizia, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal
Enterprises, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 19 επ.
371. Paoli Letizia, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, στο Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli (eds), Organised crime in Europe – Concepts,
Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Springer, Dordrecht,
2004, σελ. 263 επ.
372. Paoli Letizia / Fijnaut Cyrille, Organised Crime and Its Control Policies, European
Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, vol. 14, no. 3, 2006, σελ. 307 επ.
373. Paoli Letizia, Organized Crime: New Label, New Phenomenon or Policy
Expedient?, Annales Internationales de Criminologie, vol. 42, no. 1 – 2, 2008, σελ. 37 επ.
374. Papacharalampous Charis, Greece: Organised Crime and Political Process, στο
Stoycho Stoychev (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk Monitor
Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 71 επ.
375. Papanicolaou Georgios / Antonopoulos Georgios, “Organised crime” and
migrants in the labour market – The economic significance of human smuggling and
trafficking in Greece, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey /
Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads
on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 277 επ.
376. Passas Nikos / Nelken David, The thin line between legitimate and criminal
enterprises: Subsidy Frauds in the European Community, Crime, Law and Social
Change, vol. 19, no. 3, 1993, σελ. 223 επ.
377. Passas Nikos (ed), Organised Crime, Dartmouth, Aldershot, 1995.
378. Passas Nikos (ed), Transnational Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998.
379. Passas Nikos, Cross-border crime and the interface between legal and illegal
actors, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Nikos Passas (eds), Upperworld and
Underworld in Cross-border Crime, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands, 2002, σελ. 11 επ.
380. Passas Nikos, Formalizing the Informal? Problems in the National and
International Regulation of Hawala, στο International Monetary Fund, Monetary and
746

Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For Hawala and Other


Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ. 7 επ.
381. Pearce Frank, Crimes of the powerful. Marxism, Crime and Deviance, εκδ. Pluto
Press, 1976.
382. Perl Raphael, State Crime: The North Korean Drug Trade, Global Crime, vol. 6,
no. 1, 2004, σελ. 117 επ.
383. Perrow Charles, Complex Organizations: A Critical Essay, Scott Foresman,
Glenview, 1972.
384. Picarelli John, More Than Just Family Ties: Postinternational Perspectives of
Transnational Organized Crime, Paper presented at the annual meeting of the
International Studies Association, Hilton Hawaiian Village, Honolulu, Hawaii, 5-3-2005,
http://www.allacademic.com/meta/p70573_index.html
385. Picarelli John, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and
Terrorism: A Theory of Malevolent International Relations, Global Crime, vol. 7, no. 1,
2006, σελ. 1 επ.
386. Pizzini-Gambetta Valeria, Women in Gomorrah, Global Crime, vol. 10, no. 3,
2009, σελ. 267 επ.
387. Pluchinsky Dennis, Terrorism in the Former Soviet Union: A Primer, a Puzzle, a
Prognosis, Studies in Conflict and Terrorism, vol. 21, no. 2, 1998, σελ. 119 επ.
388. Political Declaration on Global Drug Control, United Nations General Assembly
Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/poldecla.htm
389. Pollard Neal, Terrorism and Transnational Organized Crime: Implications of
Convergence, September 1997 Essay, The Terrorism Research Center website,
www.terrorism.com/terrorism/crime.htm
390. Potter Gary, Criminal Organisations, Vice, Racketeering and Politics in an
American City, Waveland Press Inc., Prospect Heights, 1994.
391. President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice,
Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing Office, Washington D.C.,
1967.
392. Providoli Alexa, Die Organisationstheorie am Bifurkationspunkt. Die
epistemologische Umorientierung in der Organisationstheorie, Peter Lang, Frankfurt am
Main, 1998.
393. Pugh Derek / Hickson David / Hinings Bob / Turner Christopher, Dimensions of
Organization Structure, ASQ, vol. 13, no. 1, 1968, σελ. 65 επ.
394. Punch Maurice, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 115 επ.
747

395. Quinney Richard, Who is the Victim?, στο Israel Drapkin / Emilio Viano (eds),
Victimology, Lexincton Books, Massachusets, Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974,
σελ. 103 επ.
396. Quirke Brendan, Croatia: Fighting EU Fraud a case of work in progress?, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 123 επ.
397. Rebscher Erich / Vahlenkamp Werner, Organisierte Kriminalität in der
Bundesrepublik Deutschland (Bestandsaufnahme, Entwicklungstendenzen und
Bekämpfung aus der Sicht der Polizeipraxis), Wiesbaden, BKA – Forschungsreihe
(Sonderband), 1988.
398. Reiners Carola, Erscheinungsformen und Ursachen Organisierter Kriminalität in
Italien, den USA und der Bundesrepublik Deutschland, Peter Lang, Frankfurt am Main,
1989.
399. Reiss Albert / Tonry Michael (eds), Communities and crime, University of
Chicago Press, Chicago, 1986.
400. Reitz Joseph, Behavior in Organizations, (3rd edition), Richard Irwin Inc.,
Homewood, 1987.
401. Rensselaer Lee W. III, The White Labyrinth. Cocaine and Political Power,
Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1989.
402. Reuter Peter / Rubinstein Jonathan, Illegal Gambling in New York, National
Institute of Justice, Washington D.C., 1982.
403. Reuter Peter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT
Press, Massachusetts – Cambridge, 1983.
404. Reuter Peter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis,
National Institute of Justice, University Press of the Pacific, Washington D.C., 2004.
405. Robb John, Nation-states, Market-states and Virtual-states, Global Crime, vol. 7,
no. 3 & 4, 2006, σελ. 351 επ.
406. Robbins Stephen, Organization Theory: Structure, Design and Applications, (2nd
edition), Prentice Hall International Inc., Englewood Cliffs, New Jersey, 1987.
407. Robinson Laurie (ed), Symposium on the 30th Anniversary of the President's
Commission on Law Enforcement and Administration of Justice (19-21 June 1997,
Washinghton D.C.), The Challenge of Crime in a Free Society: Looking Back Looking
Forward, U.S. Department of Justice, 1998, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.ncjrs.govpdffiles1nij170029.pdf.
408. Rock Paul, Law, order and power in late seventeenth and early eighteenth
century England, στο Stanley Cohen / Andrew Scull (eds), Social Control and the State.
Historical and comparative essays, Martin Robertson, Oxford, 1983, σελ. 191 επ.
748

409. Rogovin Charles / Martens Frederick, The evil that men do, στο Patrick J. Ryan /
George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 26 επ.
410. Röhl Wilhelm (ed), History of Law in Japan since 1868, Brill, Leiden, 2005.
411. Rose Richard / Mishler William, Experience versus perception of corruption:
Russia as a test case, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 145 επ.
412. Rosenau James, Turbulence in World Politics: A Theory of Change and
Continuity, Princeton University Press, Princeton – New Jersey, 1990.
413. Rosenau James / Czempiel Ernst Otto (eds), Governance without government:
order and change in world politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992.
414. Rosenau James, Citizenship in a changing global order, στο James Rosenau /
Ernst Otto Czempiel (eds), Governance without government: order and change in world
politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992, σελ. 272 επ.
415. Rosenau James, Along the Domestic–Foreign Frontier: Exploring Governance in
a Turbulent World, Cambridge University Press, Cambridge, 1997.
416. Rosenau James, Beyond Postinternationalism, στο Heidi Hobbs (ed), Pondering
Postinternationalism: a paradigm for the twenty-first century?, State University of New
York Press, Albany, New York, 2000, σελ. 219 επ.
417. Rosenau James, Distant Proximities: Dynamics Beyond Globalization, Princeton
University Press, Princeton, 2003.
418. Rossi Luca, Camorra. Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts
gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984.
419. Roudometof Victor, Nationalism, Globalization and Orthodoxy – The Social
Origins of Ethnic Conflict in the Balkans, Greenwood Press, Westport, Connecticut 2001.
420. Ruggiero Vincenzo (ed), Citizenship, human rights and minorities: rethinking
social control in the new Europe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996.
421. Ruggiero Vincenzo, Organized Crime and Corporate Crime in Europe. Offers
That Can’t be Refused, Dartmouth, Aldershot, 1996.
422. Ruggiero Vincenzo / South Nigel / Taylor Ian (eds), The New European
Criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York,
1998.
423. Ruggiero Vincenzo, Organized Crime Between the Informal and the Formal
Economy, Working Papers Series, no. 4, Global Consortium on Security Transformation
(GCST), July, 2010, http://www.securitytransformation.org/gc_publications.php
424. Ryan Patrick J. / Rush George E. (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997.
425. Saija Marcello / Irrena Daniela, Institutions and Mafia in Italy: The case of
Messina, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 391 επ.
426. Sales Isaia, Camorra, στην Enciclopedia Treccani (ed), Appendice, Rome –
Treccani, 2000, σελ. 468 επ.
749

427. Sampson Steven, The anti-corruption industry: from movement to institution,


Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 261 επ.
428. Sanz Ken / Silverman Ira, The evolution and future direction of Southeast Asian
criminal organizations, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding
Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks,
1997, σελ. 220 επ.
429. Sarafis Lee, The Policing of Deskati, 1942 – 1946, στο Mark Mazower (ed), After
the war was over: Reconstructing the Family, Nation and State in Greece, 1943 – 1960,
Princeton University Press, Princeton, New Yersey, 2000, σελ. 210 επ.
430. Savona Ernesto Ugo (ed), Mafia Issues, ISPAC (International Scientific and
Professional Advisory Council of the United Nations Crime Prevention and Criminal
Justice Programme), Milan, 1993.
431. Savona Ernesto Ugo, Rechtstradition und Verbrechenswirklichkeit. Wandel und
Kontinuität der Rechtsinstrumente zur Bekämpfung der Organisierten Kriminalität, στο
Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität. Vorträge und Diskussionen bei der
Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 19 – 22 November 1996, BKA
– Forschungsreihe: Bd. 43, Wiesbaden, 1997, σελ. 175 επ.
432. Schelling Thomas, Economic Analysis of Organized Crime, στο President’s
Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, Task Force Report:
Organized Crime, Government Printing Office, Washington D.C., 1967, appendix D.
433. Schelling Thomas, What is the Business of Organized Crime?, Journal of Public
Law, 1971, σελ. 1 επ.
434. Schloenhardt Andreas, Organised Crime and Miggrant Smuggling: Australia and
the Asia-Pacific, Research and Public Policy Series, no. 44, Australian Institute of
Criminology, Canberra, 2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.aic.gov.au/documents/9/7/E/%7B97EFC2BE-3D43-4E9B-B9D0-
4AC71800B398%7Drpp44.pdf
435. Schloenhardt Andreas, Migrant Smuggling: Illegal Migration and Organised
Crime in Australia and the Asia Pacific Region, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden, 2003.
436. Schmid Alex, Political Terrorism: A Research Guide to Concepts, Theories, Data
Bases and Literature, Transaction Books, New Brunswick, 1984.
437. Schmid Alex, The links between transnational organized crime and terrorist
crimes, Transnational Organized Crime, vol. 2, no. 4, 1996, σελ. 40 επ.
438. Schmid Alex (ed), Links Between Terrorist and Organized Crime Networks:
Emerging Patterns and Trends, ISPAC (International Scientific and Professional Advisory
Council of the United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme), Milan,
2004.
439. Schmid Alex (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations
Publication, New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf.
750

440. Schmid Alex / Longman Albert, Political Terorism: A New Guide to Actors,
Authors, Concepts, Data Bases, Theories and Literature, Transaction Publishers, New
Brunswick, 2005.
441. Schmidt Petra, Family Law, στο Wilhelm Röhl (ed), History of Law in Japan since
1868, Brill, Leiden, 2005, σελ. 262 επ.
442. Schneider Hans Joachim, Das organisierte Verbrechen, Jura, 1984, σελ. 169 επ.
443. Schneider Hans Joachim, Kriminologie, Walter de Gruyter, Berlin, New York,
1987.
444. Schneider Hans Joachim, Neuere kriminologische Forschungen zum
organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen Welp (eds), Beiträge zur
Rechtswissenschaft: Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels zum 70.
Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 813 επ.
445. Schneider Hans Joachim, Einführung in die Kriminologie, (3te Auflage), Walter
de Gruyter, Berlin, New York, 1993.
446. Schreier Fred, Fighting the Pre-eminent Threats with Intelligence-led
Operations, Occasional Paper no. 16, Geneva Centre for the Democratic Control of
Armed Forces (DCAF), Geneva, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.isn.ethz.ch/isn/Digital-Library/Publications/Detail/?ots591=cab359a3-9328-
19cc-a1d2-8023e646b22c&lng=en&id=99600
447. Schudelaro Ton (Antonius Adrianus Petrus), Electronic Payment Systems and
Money Laundering – Risks and Countermeasures in the Post-Internet Hype Era, Wolf
Legal Publishers (WLP), Nijmegen, 2003.
448. Schudelaro Ton (Antonius Adrianus Petrus), Electronic payment systems and
money laundering: beyond the internet hype, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe /
Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing
crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, 2005, σελ. 65 επ.
449. Schweitzer Glenn / Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and
Weapons of Mass Destruction, Plenum Press, New York, 1998.
450. Scott James, Corruption, Machine Politics and Political Change, American
Political Sciences Review, vol. 63, no. 4, 1969, σελ. 1142 επ.
451. Seindal René, Mafia, Money and Politics in Sicily 1950 – 1997, Museum
Tusculanum Press, University of Copenhagen, Denmark, 1998.
452. Sellin Thorsten, Organized Crime: A Business Enterprise, The ANNALS of the
American Academy of Political and Social Science, vol. 347, no. 1, 1963, σελ. 12 επ.
453. Sellin Thorsten, Organized Crime: A Business Enterprise, στο Bruce Coben (ed),
Crime in America – Perspectives on Criminal and Delinquent Behavior, F.E. Peacock
Publishers Inc. ITASCA, Illinois, 1970, σελ. 309 επ.
454. Servadio Gaia, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present
Day, Stein and Day, Briarcliff Manor, New York, 1976.
751

455. Shanty Frank / Paban Mishra Patit (eds), Organized Crime – An International
Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism, vol. 2, ABC-CLIO Inc., California, 2008.
456. Shaw Clifford / McKay Henry, Juvenile delinquency and urban areas, University
of Chicago Press, Chicago, 1942.
457. Shaw Patricia, Mad Moll and Merry Meg: the roaring girl as popular heroine in
Elizabethan and Jacobean writings, στο Santiago González Fernández-Corugedo /
Emma Lezcano / Francisco Martín (eds), Sederi Yearbook VII, Spanish and Portuguese
Society for English Renaissance Studies (SEDERI) — Universidade da Coruña, Coruña,
1996, σελ. 129 επ.
458. Shelley Louise, Mafia and the Italian State: The Historical Roots of the Current
Crisis, Sociological Forum, vol. 9, no. 4, 1994, σελ. 661 επ.
459. Shelley Louise / Picarelli John, Methods not Motives: Implications of the
Convergence of International Organized Crime and Terrorism, Police Practice and
Research, vol. 3, no. 4, 2002, σελ. 305 επ.
460. Shelley Louise / Picarelli John / Irby Allison / Hart Douglas / Craig-Hart Patricia /
Williams Phil / Simon Steven / Abdullaev Nabi / Stanislawski Bartosz / Covill Laura,
Methods and Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and
International Terrorism, Research Report no. 211207, U.S. Department of Justice, 2005,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/211207.pdf.
461. Shelley Louise, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and Terrorists, Global
Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 επ.
462. Shore Heather, “Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal
“Underworld”, Crimes and Misdemeanours, vol. 1, no. 1, 2007, σελ. 41 επ.
463. Sieber Ulrich / Bögel Marion, Logistik der Organisierten Kriminalität. Wirtschafts-
wissenechaftlicher Forschungsansatz und Pilotstudie zur internationalen Kfz-
Verschiebung, zur Ausbeutung von Prostitution, zum Menschenhandel und zum illegalen
Glückspiel, Bundeskriminalamt – Forschungsreihe: Bd. 28, Wiesbaden 1993.
464. Sieber Ulrich, Eurofraud: organised fraud against the financial interests of the
EU, Crime, Law and Social Change, vol. 30, no. 1, 1998, σελ. 1 επ.
465. Siegel Dina / Van de Bunt Henk / Zaitch Damian (eds), Global Organized Crime:
Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, The Netherlands,
2003.
466. Silverstone Daniel, From Triads to snakeheads: organised crime and illegal
migration within Britain’s Chinese community, Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 93
επ.
467. Simmons P. J. / de Jonge Oudraat Chantal (eds), Managing Global Issues:
Lessons Learned, Carnegie Endowment for International Peace, Washington DC, 2001.
468. Siniawer Eiko Maruko, Ruffians, Yakuza, nationalists: the violent politics of
modern Japan 1860 – 1960, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009.
752

469. Sjögren Hans / Skogh Göran, Introduction, στο των ιδίων (eds), New
Perspectives on economic crime, Edward Elgar Publishing, Cheltenham –
Massachusetts, 2004, σελ. 1 επ.
470. Sjögren Hans / Skogh Göran (eds), New Perspectives on economic crime,
Edward Elgar Publishing, Cheltenham – Massachusetts, 2004.
471. Skaperdas Stergios, The Political Economy of Organized Crime: Providing
Protection When the State Does Not, Economics of Governance, vol. 2, no. 3, 2001, σελ.
173 επ.
472. Skinnari Johanna, The financial management of drug crime in Sweden, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 189 επ.
473. Skinnari Johanna / Korsell Lars, Swedish international casinos: A nest of
organised crime or just a place for ordinary tax cheaters?, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 217 επ.
474. Smandych Russell (ed), Governable Places: Readings on governmentality and
crime control, Dartmouth, Aldershot, 1999.
475. Smith Dwight C. Jr., Organized Crime and Entrepreneurship, International
Journal of Criminology and Penology, vol. 6, 1978, σελ. 161 επ.
476. Smith Dwight C. Jr., Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory
of Enterprise, Crime and Delinquency, vol. 26, no. 3, 1980, σελ. 358 επ.
477. Smith Dwight C. Jr., The Mafia Mystique, (with a new preface), University Press
of America, Lanham, MD, 1990.
478. Smith Dwight C. Jr., Wickersham to Sutherland to Katzenbach: Evolving an
“Official” Definition for organized crime, Crime, Law and Social Change, vol. 16, no. 2,
1991, σελ. 135 επ.
479. Smith Dwight Jr., Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the
Nineties, στο Robert Kelly / Ko-lin Chin / Rufus Schatzberg (eds), Handbook of Organized
Crime in the United States, Greenwood Press, Westport, Connecticut, London, 1997,
σελ. 121 επ.
480. Snider Laureen, Researching Corporate Crime, στο Steve Tombs / Dave Whyte
(eds), Unmasking the Crimes of the Powerful: Scrutinizing States and Corporations, Peter
Lang Publishing, New York, 2003, σελ. 64 επ.
481. Southerland Mittie / Potter Gary, Applying Organization Theory to Organized
Crime, Journal of Contemporary Justice, vol. 9, no. 3, 1993, σελ. 251 επ.
482. Spapens Toine, Interaction between criminal groups and law enforcement: the
case of ecstacy in the Netherlands, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 19 επ.
753

483. Spencer John / Broad Rose, Lifting the veil on SOCA and the UKHTC –
Policymaking responses to organised crime, στο Petrus van Duyne / Georgios
Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 261 επ.
484. Standing André (rapporteur), Transnational Organized Crime and the Palermo
Convention: A Reality Check, International Peace Institute, New York, 2010, διαθέσιμο
και ηλεκτρονικά,
http://www.humansecuritygateway.com/documents/IPI_TransnationalOrganizedCrimeand
thePalermoConvention_ARealityCheck.pdf
485. Stanley John / Pearton Maurice, The International Trade in Arms, Chatto and
Windus for the International Institute for Strategic Studies, London, 1972.
486. Stark David Harold, The Yakuza: Japanese crime incorporated, University of
Michingan Press, Michingan, 1981.
487. Stenson Kevin, Beyond histories of the present, Economy and Society, vol. 27,
no. 4, 1998, σελ. 333 επ.
488. Stenson Kevin, Crime Control, Governmentality and Sovereignty, στο Russell
Smandych (ed), Governable Places: Readings on governmentality and crime control,
Dartmouth, Aldershot, 1999, σελ. 45 επ.
489. Sterling Claire, Thieves’ World, Simon and Schuster, New York, 1994.
490. Stier Edwin / Richards Peter, Strategic decision making in organized crime
control: the need for a broadened perspective, στο Herbert Edelhertz (ed), Major Issues
in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-
26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987,
σελ. 65 επ.
491. Stille Alexander, Excellent Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian
Republic, Jonathan Cape, London, 1995.
492. Stohl Rachel / Grillot Suzette, War and Conflict in The Modern World – The
International Arms Trade, Polity Press, Cambridge, 2009.
493. Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf
494. Sutherland Edwin / Cressey Donald, / Luckenbill David, Principles of Criminology,
th
(11 edition), General Hall – Rowman & Littlefield Publishers Inc., Lanham, Oxford, 1992.
495. Sykiotou Athanassias, Trafficking in human beings: Internet recruitment – Misuse
of Internet for the recruitment of victims of trafficking in human beings, Directorate
General of Human Rights and Legal Affairs, Council of Europe, Strasbourg, 2007,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.coe.int/t/dg2/trafficking/campaign/Source/THB_Internetstudy_en.pdf
754

496. Szarek-Mason Patrycja, The European Union policy against corruption in the
light of international developments, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds),
Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 43 επ.
497. Szymkowaik Kennet, Sōkaiya Criminal Group and the Conflict for Corporate
Power in Postwar Japan, Asia Profile, vol. 20, no. 4, 1992, σελ. 297 επ.
498. Szymkowaik Kennet, Sōkaiya: An Examination of the Social and Legal
Development of Japan's Corporate Extortionist, International Journal of the Sociology of
Law, vol. 22, no. 2, 1994, σελ. 123 επ.
499. Takáts Előd, A Theory of "Crying Wolf": The Economics of Money Laundering
Enforcement, IMF Working Paper WP/07/81, International Monetary Fund, 2007,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2007/wp0781.pdf
500. Tamura Masayuki, The Yakuza and Amphetamine Abuse in Japan, στο Harold
Traver / Mark Gaylord (eds), Drugs, Law and the State, Transaction Publishers, New
Brunswick, New Jersey, 1992, σελ. 99 επ.
501. Tiedemann Klaus, Wirtschafts-strafrecht. Einführung und Allgemeiner Teil mit
wichtigen Rechtstexten, (3te Auflage), Reihe: Academia iuris, Carl Heymann Verlag,
Köln, 2010.
502. Tijhuis Antonius Johannes Gerhardus, Transnational Crime and the Interface
between Legal and Illegal Actors: The Case of the Illicit Art and Antiquities Trade, Wolf
Legal Publishers, Nijmegen, 2006.
503. Massimo Tistarelli / Li Z. Stan / Chellappa Rama (eds), Handbook of Remote
Biometrics for Surveillance and Security, Springer, London, 2009.
504. Tomasi Silvano M. (ed), Perspectives in Italian immigration and ethnicity:
proceedings of the symposium held at Casa Italiana, Columbia University, May 21-23,
1976, Center for Migration Studies, New York, 1977.
505. Tombs Steve / Whyte Dave (eds), Unmasking the Crimes of the Powerful:
Scrutinizing States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York, 2003.
506. Traver Harold / Gaylord Mark (eds), Drugs, Law and the State, Transaction
Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1992.
507. Turnheim Georg, Chaos and Management, (2nd edition), Gabler, Wiesbaden,
1993.
508. Ulrich Hans / Probst Gilbert (eds), Self – Organization and Management of Social
Systems. Insights, Promises, Doubts, and Questions, Springer – Verlag, Berlin – New
York, 1984.
509. Ungerer Gustav, Mary Frith, Alias Moll Cutpurse, in Life and Literature,
http://www.thefreelibrary.com/Mary+Frith,+Alias+Moll+Cutpurse,+in+Life+and+Literature-
a067530774
510. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Good Practices in the
Protection of Witnesses in Criminal Proceedings Involving Organized Crime, New York,
755

2008, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/organized-crime/Witness-


protection-manual-Feb08.pdf
511. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Addiction, crime and
insurgency – The transnational threat of Afghan opium, United Nations Office on Drugs
and Crime, Vienna, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Afghanistan/Afghan_Opium_Trade_2009_web.pdf
512. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010,
United Nations Publications, New York, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/unodc/en/data-and-analysis/WDR-2010.html
513. United States General Accounting Office (GAO), Technology Assessment, Using
Biometrics for Border Security, DIANE Publishing Co., Darby, Pennsylvania, 2002.
514. Van Creveld Martin, The Fate of the State Revisited, Global Crime, vol. 7, no. 3 &
4, 2006, σελ. 329 επ.
515. Van Dijk Jan / Ruggiero Vincenzo / al-Mulla Antoinette (eds), Forum on Crime
and Society, vol. 2, no. 1, United Nations Publication, New York, 2002, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum2vol2.pdf
516. Van Dijk Jan / Ruggiero Vincenzo / al-Mulla Antoinette (eds), Forum on Crime
and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf
517. Van Duyne Petrus, Implications of cross – border crime risks in an open Europe,
Crime, Law and Social Change, vol. 20, no. 2, 1993, σελ. 99 επ.
518. Van Duyne Petrus, Organized crime markets in a turbulent Europe, European
Journal of Criminal Policy and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 10 επ.
519. Van Duyne Petrus, The phantom and threat of organized crime, Crime Law and
Social Change, vol. 24, no. 4, 1996, σελ. 341 επ.
520. Van Duyne Petrus, Organized Crime, Corruption and Power, Crime, Law and
Social Change, vol. 26, no. 3, 1997, σελ. 201 επ.
521. Van Duyne Petrus, Will “Caligula” go transparent? Corruption in acts and
attitudes, στο Pino Arlacchi / Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds),
Forum on Crime and Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf, σελ.
73 επ.
522. Van Duyne Petrus / von Lampe Klaus / Passas Nikos (eds), Upperworld and
Underworld in Cross-border Crime, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands, 2002.
523. Van Duyne Petrus / von Lampe Klaus / van Dijck Maarten / Newell James (eds),
The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005.
756

524. Van Duyne Petrus, Crime and commercial activity: an introduction to two half-
brothers, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 1 επ.
525. Van Duyne Petrus / Houtzager Mark, Criminal sub-contracting in the
Netherlands: the Dutch “koppelbaas” as crime-entrepreneur, στο Petrus van Duyne /
Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime
Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands, 2005, σελ. 163 επ.
526. Van Duyne Petrus / van Dijck Maarten, Assessing Organised Crime: The Sad
State of an Impossible Art, στο Frank Bovenkerk / Michael Levi (eds), The Organized
Crime Community – Essays in Honor of Alan A. Block, Springer, New York, 2007, σελ.
101 επ.
527. Van Duyne Petrus / Donati Stefano / Maljevic Almir / Harvey Jackie / von Lampe
Klaus (eds), Crime, Money and Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2009.
528. Van Duyne Petrus, (Crime-)money, corruption and the state, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken /
Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 1 επ.
529. Van Duyne Petrus / Stocco Elena / Milenović Miroslava / Todorova Milena,
Searching for the contours of the anti-corruption policy in Serbia, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 89 επ.
530. Van Outrive Lode, La lutte contre le blanchiment de l’ argent, un emplâtre sur
une jambe de bois?, Déviance et Société, 1995, vol. 19, no. 4, σελ. 371 επ.
531. Van Outrive Lode, European Parliament Committee on civil liberties and internal
affairs working document on police cooperation, στο Vincenzo Ruggiero, Citizenship,
Human Rights and Minorities: Rethinking Social Control in the New Europe (XX
Conference of the European Group for the study of Deviance and Social Control, Padova
3 – 6 September 1992), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 49 επ.
532. Vande Walle Gudrun / Dormaels Arne, Understanding the aetiology of
corruption: The first step to tailor-made anti-corruption for the Belgian Customs Office,
στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 67 επ.
533. Vander Beken Tom / Verpoest Karen / Bucquoye Annemie / Defruytier Melanie,
The vulnerability of economic sectors to (organised) crime: the case of the European road
freight transport sector, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck /
757

James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 19 επ.
534. Varese Federico, The Secret History of Japanese Cinema: The Yakuza movies,
Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 105 επ.
535. Varese Federico, How mafias migrate: The case of the ‘Ndrangheta in Northern
Italy, Law and Society Review, vol. 40, no. 2, 2006, σελ. 411 επ.
536. Varese Federico, The Camorra closely observed, Global Crime, vol. 10, no. 3,
2009, σελ. 262 επ.
537. Vellinga Menno, Some Observations on Changing Business Practices in Drug
Trafficking: The Andean experience, Global Grime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 374 επ.
538. Verhage Antoinette, The anti money laundering complex on a crime control
continuum: perceptions of risk, power and efficacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver /
Marleen Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander
Beken / Freya Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and
International Crime Control, Governance of Security Research Paper Series (no. 4),
Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 143 επ.
539. Verhage Antoinette, The holy grail of money laundering statistics. Input and
outcome of the Belgian AML system, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-
border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands 2010, σελ. 143 επ.
540. Vermeulen Gert / Vander Beken Tom, International /regional legal framework for
combating organized crime, στο Brice De Ruyver / Gert Vermeulen / Tom Vander Beken
(eds), Strategies for the EU and the US in Combating Transnational Organized Crime,
Maklu, Antwerpen, 2002, σελ. 201 επ.
541. Vermeulen Gert (ed), Essential Texts on International and European Criminal
th
Law, (6 edition), Maklu, Antwerpen, 2010.
542. Vesterhav Daniel, Measures against money laundering in Sweden – The role of
the private sector, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ.
169 επ.
543. Viano Emilio (ed), Critical issues in victimology – International Perspectives,
Springer Publishing Co., New York, 1992.
544. Vito Gennaro / Maahs Jeffrey / Holmes Ronald, Criminology – Theory, Research
and Policy, (2nd edition), Jones & Bartlett Publishers Inc., Ontario, London, 2007.
545. Viuhko Minna / Lehti Martti / Aromaa Kauko, The Rules of the Game – A
qualitative study of corruption on the Finnish-Russian border, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
758

Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 41 επ.
546. Von Hentig Hans, The Criminal and his Victim, Yale University Press, New
Haven, Connecticut, 1948.
547. Von Lampe Klaus, Definitions of Organized Crime, www.organized-
crime.de/OCDEF1.htm
548. Von Lampe Klaus, Not a process of enlightenment: The conceptual history of
organized crime in Germany and The United States of America, στο Pino Arlacchi / Jan
van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society,
vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf, σελ. 99 επ.
549. Von Lampe Klaus / Johansen Per Ole, Organized Crime and Trust: On the
conceptualization and empirical relevance of trust in the context of criminal networks,
Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 159 επ.
550. Von Lampe Klaus, Beg, Steal or Borrow – The Study of Organized Crime and
the Infusion of Concepts and Theories from Other Disciplines, Paper presented at the
annual meeting of the American Society of Criminology (ASC), Toronto, Canada, 18
November 2005, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/ASC2005-kvl.pdf
551. Von Lampe Klaus, The Interdisciplinary Dimensions of the Study of Organized
Crime, Trends in Organized Crime, vol. 9, no. 3, 2006, σελ. 77 επ., διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/kvlInterdiscDimStudyOC-TOC-9-3-2006.pdf
552. Von Lampe Klaus, Organised Crime in Europe: Conceptions and Realities,
Policing: A Journal of Policy and Practice, vol. 2, no. 1, 2008, σελ. 7 επ., διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/KlausvonLampeOCEuropePolicing2008.pdf
553. Von Lampe Klaus, Situational Prevention of ‘Organised Crime’ – Preventing
phantom conceptions with phantom means?, στο Petrus van Duyne / Georgios
Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 337 επ.
554. Voultsos Polychronis / Njau Samuel / Tairis Nikolaos / Psaroulis Dimitrios /
Kovatsi Leda, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and
arising ethical issues, Forensic Science International: Genetics, 2010, σελ. 8 επ.
555. Waller Michael / Yasmann Victor, Russia’s Great Criminal Revolution – The Role
of the Security Services, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding
Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks,
1997, σελ. 187 επ.
556. Walzer Michael, Spheres of Justice. A Defense of Pluralism and Equality, Basic
Books, New York, 1983.
557. Weber Max, The Theory of Social and Economic Organization, Talcott Parsons
(ed), Simon & Schuster Inc., New York, 1997.
759

558. Weber Max, Bureaucracy, στο Guenther Roth / Claus Wittich (eds), Max Weber
Economy and Society: an outline of interpretive sociology, vol. 1, Bedminster Press, New
York, 1968, σελ. 956 επ.
559. Weisman Alan, Dangerous Days in Macarena, New York Times Magazine, 23 -4
-1989, σελ. 40 επ.
560. Weschke Eugen / Heine-Heiß Karla / Erich Peter, (eds), Organisierte Kriminalität
als Netzstruktur-kriminalität, Teil 1, Befragung von Kriminalbeamten in Berlin (West) zu
Straftätergruppierungen, Publikationen der Fachhochschule für Verwaltung und
Rechtspflege (Bd. 70), Berlin, 1990.
561. Wessel Ramses / Marin Luisa / Matera Claudio, The external dimension of the
EU’s Area of Freedom, Security and Justice, στο Christina Eckes / Theodore
Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A
European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 301 επ.
562. Wikipedia, Frith Mary, http://en.wikipedia.org/wiki/Mary_Frith.
563. Wikipedia, Keynesian economics,
http://en.wikipedia.org/wiki/Keynesian_economics.
564. Wikipedia, Meiji Period, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_period.
565. Wikipedia, Meiji Restoration, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_Restoration
566. Wikipedia, Ming Dynasty, http://en.wikipedia.org/wiki/Ming_Dynasty.
567. Wikipedia, Propaganda Due, http://en.wikipedia.org/wiki/Propaganda_Due
568. Wikipedia, Prüm Convention,
http://en.wikipedia.org/wiki/Pr%C3%BCm_Convention
569. Wikipedia, Triad (underground Society),
http://en.wikipedia.org/wiki/Triad_%28underground_society%29.
570. Wikipedia, Wharton Econometrics Forecasting Associates,
http://en.wikipedia.org/wiki/Wharton_Econometric_Forecasting_Associates.
571. Wilcox Kate / Whitehouse Edward (eds), Growing unequal – Poverty and
incomes over 20 years, DELSA Newsletter, no. 7, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/13/54/42255285.pdf.
572. Wilkinson Paul, Political Terrorism, Wiley, New York, 1974.
573. Wilkinson Paul, Terrorism and the Liberal State, New York University Press, New
York, 1986.
574. Williams Hubert, Core factors of police corruption across the world, στο Jan van
Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 2,
no. 1, United Nations Publication, New York, 2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum2vol2.pdf, σελ. 85 επ.
575. Williams Phil / Savona Ernesto Ugo (eds), The United Nations and Transnational
Organized Crime, Frank Cass & Co Ltd, London, 1996.
760

576. Williams Phil, Terrorism and organized crime: convergence, nexus or


transformation?, στο Gunnar Jervas (ed), FOA Report on Terrorism, Defence Research
Establishment, Stockholm, 1998, σελ. 69 επ.
577. Williams Phil, Transnational Criminal Networks, στο John Arquilla / David
Ronfeldt (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy,
National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001,
σελ. 61 επ.
578. Williams Phil, Crime, Illicit Markets, and Money Laundering, στο P. J. Simmons /
Chantal de Jonge Oudraat (eds), Managing Global Issues: Lessons Learned, Carnegie
Endowment for International Peace, Washington DC, 2001, σελ. 106 επ.
579. Williams Phil / Godson Roy, Anticipating organized and transnational crime,
Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 4, 2002, σελ. 311 επ.
580. Wolf Sebastian, Assessing Europe’s anti-corruption performance: views from the
Council of Europe, OECD, and Transparency International, Global Crime, vol. 11, no. 2,
2010, σελ. 99 επ.
581. Wolfgang Marvin, Patterns in Criminal Homicide, University of Pennsylvania
Press, Philadelphia, 1958.
582. Woodiwiss Michael, Organized crime, U.S.A.: changing perceptions from
prohibition to the present day, British Association for American Studies, Brighton, 1990.
583. Woodiwiss Michael, Review Article – The World of Organized Crime, Global
Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 230 επ.
584. World Bank Operations Evaluation Department (OED), 2004 Annual Review of
Development Effectiveness – The World Bank’s Contributions to Poverty Reduction,
World Bank, Washinghton D.C., 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/23/17/35280107.pdf.
585. Wright Alan, Organised Crime, Devon Willan, Cullompton, 2006.
586. Xenakis Sappho, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The
Case of Greece, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 345 επ.
587. Xia Ming, Assessing and Explaining the Resurgence of China’s Underworld,
Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 151 επ.
588. Yoshida Chisato, Illegal Immigration and Economic Welfare, Physica – Verlag,
Heidelberg, New York, 2000.
589. Zachert Hans-Ludwig, Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik
Deutschland. Strukturen, Bedrohungspotential, Bekämpfungsprobleme, στο
Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität in einem Europa durchlässiger
Grenzen. Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 6 – 9 November
1990, BKA – Vortragsreihe: Bd. 36, Wiesbaden, 1991, σελ. 37 επ.
590. Zachert Hans-Ludwig, Allgemeine Kriminalität – Organisierte Kriminalität. Ein
Überblick über aktuelle Befunde und Bewertungen, Kriminalistik, 1995, σελ. 690 επ.
761

591. Zanini Michele / Edwards Sean, The Networking of Terror in the Information Age,
στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror,
Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica,
Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 29 επ.
592. Zelený Milan, Autopoiesis. A theory of Living Organization, North Holland, New
York, 1981.
593. Ziegenhagen Eduard, Victims, crime, and social control, Praeger, New York,
1977.

You might also like