Professional Documents
Culture Documents
οργανωμενο εγκλημα
οργανωμενο εγκλημα
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
“ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ”
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
επέτρεψαν, αν όχι ενθάρρυναν την εμφάνισή του. Για να είναι, όμως, σχετικά
ασφαλή τα όποια συμπεράσματα προκύψουν, θα πρέπει να τα ελέγξουμε
μέσα από μια συγκριτική ιστορική προσέγγιση. Για το σκοπό αυτό, θα
αναφερθούμε στην Ιταλική Mafia, την Αμερικανική Cosa Nostra, τις Κινέζικες
Triads και τις Tongs, καθώς και στην Ιαπωνική Yakuza, που αποτελούν τις
πιο διαρκείς, ιστορικά, εγκληματικές οργανώσεις.
Κατόπιν, θα πρέπει να εφαρμόσουμε τα πορίσματά μας αυτά στην
Ελλάδα, η οποία αποτελεί ασφαλώς και το διαρκές σημείο αναφοράς μας,
προσπαθώντας να δώσουμε μια νηφάλια απάντηση στο ερώτημα εάν
δημιουργήθηκε στη χώρα μας οργανωμένο έγκλημα ή όχι και σε ποιες
συνθήκες οφείλεται η εξέλιξη αυτή.
Η ιστορική προσέγγιση και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από
αυτή, προσδοκούμε να αποτελέσουν αρωγό στην επόμενη προσπάθειά μας,
που θα είναι η προσπάθεια ορισμού του φαινομένου, αλλά και η διάκρισή του
από τα συγγενή εγκληματικά φαινόμενα της τρομοκρατίας και του οικονομικού
εγκλήματος. Το έργο αυτό είναι ιδιαιτέρως δυσχερές, ιδιαίτερα αν ληφθεί
υπόψη η διαρκώς μεταλλασσόμενη φύση τόσο του οργανωμένου εγκλήματος
όσο και της τρομοκρατίας και του οικονομικού εγκλήματος.
Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας, για παράδειγμα, τη δράση της RAF στη
Γερμανία ή των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία μπορούμε, χωρίς ιδιαίτερη
προσπάθεια, να εντοπίσουμε κάποιες σημαντικές ομοιότητες, αλλά και
κάποιες θεμελιακές διαφορές σε σχέση, ας πούμε, με τη Mafia.
Η διαδικασία, όμως, αυτή διαφοροποιείται πάραυτα, αν
προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τις σύγχρονες τρομοκρατικές με τις
αντίστοιχες εγκληματικές οργανώσεις. Στην περίπτωση αυτή, παρουσιάζεται
μια ποικιλία επιπέδων συνεργασίας και αντιπαλότητας και μια τόσο
εκτεταμένη διαποίκιλση των μεθόδων δράσης και των στόχων που τα
θεωρητικά κριτήρια διάκρισης μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου
εγκλήματος που ίσχυαν στην προηγούμενη περίπτωση, να καθίστανται
ανεπαρκή.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της προσπάθειας διάκρισης
μεταξύ οργανωμένου και οικονομικού εγκλήματος. Οι διαστάσεις που τείνει να
προσλάβει το οικονομικό έγκλημα, σήμερα, φαίνονται να είναι εκρηκτικές.
Εμφανίζεται με περίτεχνες μορφές και τρόπους, ιδιαίτερα δύσκολα
III
Συντομογραφίες
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Συντομογραφίες VI
5. Η Ιαπωνική Yakuza 54
Ενότητα 2. Οι ισχύουσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση του ο.ε. 348
5.3.1. Οι διαφορές των γενικών από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις 633
Βιβλιογραφία 679
Αλφαβητικό Ευρετήριο
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Με εξαιρετική εμβρίθεια ο Γιάννης Πανούσης, ∆υνητικός και επικίνδυνος κόσμος και εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1075, παρατηρεί ότι: «Για να μελετήσουμε ένα
φαινόμενο και προκειμένου να κατανοήσουμε την παρούσα δυναμική του πρέπει να έχουμε
εικόνα για όλη την ιστορική του πορεία και όλες τις πτυχές του. Τα κοινωνικά πεδία είναι
συστήματα που περιπλέκονται με κοινωνικούς χώρους, τα κοινωνικά όρια (μετα)κινούνται και οι
αιτιακές σχέσεις επηρεάζουν όλα τα επίπεδα (μέσω των ετεραρχιών – heterarchies, δηλαδή
πολύπλοκων μητρών διασύνδεσης)».
2
Η λέξη «mafia» συναντάται στη φλωρεντινή διάλεκτο με την έννοια της φτώχειας και της
εξαθλίωσης, ενώ στο Πιεμόντε η λέξη «mafiun» σημαίνει ανθρωπάκος. Στη Σικελία,
χρησιμοποιείται με τελείως διαφορετική έννοια, σημαίνοντας ανωτερότητα και ανδρισμό. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες για αραβική καταγωγή της λέξης.
Για μια πλήρη καταγραφή των απόψεων για την καταγωγή και τη σημασία των λέξεων «mafia»
και «mafioso» βλ. Henner Hess, Mafia and Mafiosi: The Structure of Power, Saxon
House/Lexington Books, (μετάφραση από τα Γερμανικά Ewald Osers), England, 1979, σελ. 1-3.
3
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Cusson. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη
Εγκληματολογία, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2002, σελ. 160.
4
Για την αναγκαιότητα να διαχωρισθεί ο μύθος από την πραγματικότητα του οργανωμένου
εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli, Comparative Synthesis of Part 1, στο
των ιδίων (eds), Organised crime in Europe – Concepts, Patterns and Control Policies in the
European Union and Beyond, Springer, Dordrecht, 2004, σελ. 227.
5
Βλ. και Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, στο Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli (eds), Organised crime in Europe – Concepts,
Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Springer, Dordrecht, 2004, σελ.
263, σύμφωνα με την οποία, ναι μεν οι οργανώσεις της Mafia της νότιας Ιταλίας θεωρούνται ως
παράδειγμα ή ακόμη και ταυτίζονται με την έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος», στην
πραγματικότητα, όμως, «η Ιταλική Mafia αποτελεί ένα ανεπαρκές παράδειγμα για αυτό που
κατανοείται σήμερα ως οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη».
6
Για τη σχέση του αλβανικού οργανωμένου εγκλήματος με τις εξελίξεις στην πολιτική σκηνή της
Αλβανίας, βλ. ιδίως, Jana Arsovska, Organised Crime and the Balkan Political Context: the Case
of Albania, στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
2
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 8 – 35.
7
Βλ. John Lea, Crime and Modernity-Continuities in Left Realist Criminology, Sage Publications,
London, 2002, σελ. 70.
8
Βλ. αντί άλλων, Jay Albanese, North American Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1,
2004, σελ. 11 και Howard Abadinsky, Organized Crime, (9th edition), Wadsworth, Belmont,
California, 2010, σελ. 58 επ.
9
Για την αναγκαιότητα υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών που υφίστανται μεταξύ των
διαφορετικών επιστημονικών πεδίων και ιδίως μεταξύ των οικονομικών επιστημών και των
κοινωνικών επιστημών, προκειμένου να επιτευχθεί μια «εύρωστη γνωστική βάση», βλ. Nicholas
3
Dorn, Ponzi finance and state capture – The crisis of financial market regulation, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 235 επ.
10
Οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, λόγω της χαλαρής δομής, αλλά και του τρόπου δράσης
τους, προσομοιάζουν περισσότερο στο «σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα». Παρατήρηση που μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για ένα είδος «αταβισμού», αλλά μάλλον για απόδειξη
ότι η ιστορική πορεία ποτέ δεν είναι ευθύγραμμη και ότι κάλλιστα χαρακτηριστικά στοιχεία του
«παλιού» μπορούν να συναντηθούν και στο «νέο» με διαφορετική ενδεχομένως σημασιοδότηση.
11
Οι ληστρικές συμμορίες, ως έκφανση της οργανωμένης εγκληματικότητας, συναντώνται και
στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα. Επιμέρους στοιχεία για τον τρόπο οργάνωσης και δράσης
τους, αλλά και για τον τρόπο που επηρεάστηκαν καθοριστικά από τις κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες της περιόδου θα εισφέρουμε στο τέλος της ιστορικής προσέγγισης του
οργανωμένου εγκλήματος.
12
Βλ. Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα: Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 300.
4
13
Η Mary Frith (1684-1659) έγινε γνωστή ως “Moll Cutpurse”, “The Roaring Girl”, “Mad Moll”,
“Merry Meg” ή “Long Meg of Westminster”. Βλ. Wikipedia, Mary Frith,
http://en.wikipedia.org/wiki/Mary_Frith και Patricia Shaw, Mad Moll and Merry Meg: the roaring
girl as popular heroine in Elizabethan and Jacobean writings, στο Santiago González Fernández-
Corugedo / Emma Lezcano / Francisco Martín (eds), Sederi Yearbook VII, Spanish and
Portuguese Society for English Renaissance Studies (SEDERI) — Universidade da Coruña,
Coruña, 1996, σελ. 129 – 139.
14
Βλ. Patricia Gartenberg, An Elizabethan Wonder Woman: The Life and Fortunes of Long Meg
of Westminster, The Journal of Popular Culture, vol. 17, no., 3, 1983, σελ. 54, Gustav Ungerer,
Mary Frith, Alias Moll Cutpurse, in Life and Literature,
http://www.thefreelibrary.com/Mary+Frith,+Alias+Moll+Cutpurse,+in+Life+and+Literature-
a067530774, σελ. 16. Εξάλλου, ο Mikalachki εστίασε τη μελέτη του στις παράνομες
δραστηριότητες της «performer» Moll. Βλ. αναλυτικά, Jodi Mikalachki, Gender, Cant, and Cross-
talking in The Roaring Girl, Renaissance Drama and the Law, vol. 25, 1994, σελ. 119 – 143.
15
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 70. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Shore, κατά
την περίοδο αυτή, η συνήθης πρακτική των αστυνομικών να βασίζονται στην τοπική κοινωνία και
στις διαπροσωπικές σχέσεις, τηρώντας μια κάποια διακριτικότητα στις επαφές τους, ερχόταν σε
ρήξη με την πιο τυπική αποστολή και τα ιδανικά της νέας, επαγγελματικής αστυνομικής δύναμης.
Βλ. Heather Shore, “Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal “Underworld”,
Crimes and Misdemeanours, vol. 1, no. 1, 2007, σελ. 63.
16
Ο Rock θεωρεί ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αναλογία με τη σικελική
Mafia αναφορικά με την ικανότητά της να παρέχει υπηρεσίες ως αναγνωρισμένος και
απαραίτητος ενδιάμεσος μεταξύ της αδύναμης κοινότητας και της αδύναμης κυβέρνησης. Βλ.
Paul Rock, Law, order and power in late seventeenth and early eighteenth century England, στο
Stanley Cohen / Andrew Scull (eds), Social Control and the State. Historical and comparative
essays, Martin Robertson, Oxford, 1983, σελ. 216.
5
17
Για τους παράγοντες αυτούς που άλλαζαν τα «χωρικά» δεδομένα, βλ. Heather Shore,
“Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal “Underworld”, Crimes and
Misdemeanours, όπ.παρ., σελ. 45.
18
Για τις πελατειακές σχέσεις ως κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη του Αμερικανικού
οργανωμένου εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Phil Williams, Transnational Criminal Networks, στο
John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and
Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh,
2001, σελ. 62.
19
Μία θεωρητική πιθανότητα θα ήταν η, εξαιτίας της αναπτυγμένης μορφής των θεσμών της
βιομηχανικής κοινωνίας, ανάπτυξη υπερ-οργανωμένων εγκληματικών οργανώσεων, που θα είχαν
τη μορφή συνδικάτων του εγκλήματος, κάτι, όμως, που ιστορικά δεν συνέβη, με αποτέλεσμα το
οργανωμένο έγκλημα να επιβιώσει ως σχετικά αδύναμο και τοπικό φαινόμενο, χωρίς
διασυνδέσεις με την εθνική ή την τοπική κυβέρνηση ούτε με τα όργανα άσκησης της εργατικής
πολιτικής.
20
Η εγκληματική τους δράση κατευθύνεται απλά στην απόκτηση χρημάτων. Υιοθετούν ευέλικτες
και προσωρινές μορφές οργάνωσης, στα πλαίσια ενός υποκόσμου με χαλαρές σχέσεις, με
κάποιο ρόλο ενδεχομένως για οικογενειακές δομές, αλλά με ελάχιστες ή και μηδενικές
διασυνδέσεις με το πολιτικό σύστημα.
6
21
Σύμφωνα με τον Albini, οι έρευνες καταλήγουν στο ότι ο όρος Mafia αναφέρεται στο ρόλο του
μαφιόζου στην κοινωνία της Σικελίας και όχι σε κάποια οργάνωση. Η Mafia είναι ένα σύστημα
πελατειακών σχέσεων που προσιδιάζει στη σικελική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American
Mafia: Genesis of a Legend, Appleton, Crofts, New York, 1971, σελ. 135. Πρβλ. Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 264,
σύμφωνα με την οποία, ο όρος “mafia” μπορεί να γίνει κατανοητός με τέσσερις τρόπους: 1) ως
μια «μυστική κοινωνία» (“secret society”), 2) ως «ατομική στάση και τρόπος συμπεριφοράς», 3)
ως «επιχείρηση» και 4) ως «εγκληματική οργάνωση.
22
Βλ. Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο έγκλημα: θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 300.
23
Βλ. αναλυτικά, Carola Reiners, Erscheinungsformen und Ursachen Organisierter Kriminalität in
Italien, den USA und der Bundesrepublik Deutschland, Peter Lang, Frankfurt am Main, 1989, σελ.
15 – 102.
24
Ο όρος «gabelloti» προέρχεται από τη λέξη «gabelle», που σημαίνει ενοίκια, και κατά συνέπεια
αναφέρεται στα άτομα που ήταν επιφορτισμένα από τους γαιοκτήμονες με την είσπραξη των
ενοικίων από τους χωρικούς.
25
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική ασφάλεια και κοινωνία του ελέγχου, εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ,
Αθήνα, 2001, σελ. 21.
7
26
Οι έρευνες καταλήγουν στο ότι η Mafia αναφέρεται στο ρόλο του μαφιόζου στην κοινωνία της
Σικελίας και όχι σε κάποια οργάνωση. Η Mafia είναι ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων που
προσιδιάζει στη σικελική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend,
όπ.παρ., σελ. 135.
27
Το ίδιο ακριβώς κριτήριο χρησιμοποιούνταν και για την πρόσληψη της ένοπλης αγροτικής
αστυνομίας (campieri), όπου το γεγονός ότι κάποιος είχε διαπράξει έναν ή περισσότερους
φόνους αποτελούσε ένα αποφασιστικά θετικό στοιχείο του βιογραφικού του σημειώματος. Βλ.
Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 192. Πρβλ. Eric Hobsbawm, Primitive
Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries, (3rd
edition), Manchester University Press, Manchester, 1971, σελ. 37-38, σύμφωνα με τον οποίο, οι
αρχηγοί όλων των μαφιόζικων οικογενειών ήταν και εξακολουθούν να είναι ευκατάστατοι
άνθρωποι. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Mafia αρχικά ήταν ένα αγροτικό φαινόμενο, το γεγονός αυτό
σηματοδοτεί την έναρξη μιας επανάστασης. Η ραχοκοκαλιά της Mafia ήταν οι gabelloti –
ευκατάστατα άτομα της μεσαίας τάξης, τα οποία πλήρωναν στους απόντες γαιοκτήμονες ένα κατ’
αποκοπή ποσό ως ενοίκιο για ολόκληρο το κτήμα και στη συνέχεια το υπενοικιάζαν στους
χωρικούς, υποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τους γαιοκτήμονες ως η πραγματική άρχουσα
τάξη. Η άνοδος της Mafia, συνεπώς «σηματοδοτεί μια μεταβίβαση εξουσίας στο “παράλληλο
σύστημα” από τη φεουδαρχική στην αγροτική μεσαία τάξη, ένα επεισόδιο στην άνοδο του
αγροτικού καπιταλισμού».
28
Σύμφωνα με τον Catanzaro, τα latifundia ήταν οργανωμένα σύμφωνα με ένα κοινωνικό
σύστημα που αποτελούνταν από πέντε τάξεις: τους γαιοκτήμονες, τους gabelloti, τους borgesi,
τους χωρικούς και τους εργάτες γης, βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History
of the Sicilian Mafia, Free Press, New York, 1992, σελ. 64.
29
Βλ. Anton Blok, The Mafia of a Sicilian Village (1860 – 1960), Harper and Row, New York,
1974, σελ. 99 – 102, όπου προσφυώς αναλύει το ρόλο των μαφιόζων στην καταπίεση των
χωρικών. Και συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι παρεμπόδιζαν την «κινητικότητα» (“mobilisation”)
των χωρικών με δύο τρόπους, αφενός, με την άμεση καταστολή οποιασδήποτε συλλογικής τους
διεκδίκησης και αφετέρου, με τη δημιουργία δυνατοτήτων κοινωνικής ανόδου, κάτι που εξ
ορισμού τείνει να αποδυναμώνει τις ταξικές συγκρούσεις.
30
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 133.
8
31
Βλ. αντί άλλων, Stergios Skaperdas, The Political Economy of Organized Crime: Providing
Protection When the State Does Not, Economics of Governance, vol. 2, no. 3, 2001, σελ. 173 –
202.
32
Η αντίληψη ότι η Mafia αποτελεί μια φυσιολογική όψη της ζωής στη Σικελία ως δύναμη που
προάγει την κοινωνική σταθερότητα και τη δικαιοσύνη, έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεάσει τους
συντηρητικούς Ιταλούς πολιτικούς. Βλ. σχετικά, Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The
business of private protection, Harvard University Press, Cambridge - Massachusetts, 1993, σελ.
5 και Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli, Comparative Synthesis of Part 1, όπ.παρ., σελ. 227 – 228.
33
Η ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων δεν καθορίζεται από νομικούς κανόνες, αλλά, τουναντίον,
βασίζεται σε κοινωνικούς κανόνες, για τους οποίος υπάρχει μια κοινά αποδεκτή πίστη ανάμεσα
στα δύο συμμετέχοντα μέρη, τον «προστάτη» και τον «πελάτη», ότι ο καθένας θα εκτελέσει το
τμήμα της συμφωνίας που του αναλογεί. Οι δυνάμεις εξουσίας δε, που αναπτύσσονται μεταξύ
του «προστάτη» και του «πελάτη» υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές και διευρύνσεις, σε τέτοιο
βαθμό, που το πελατειακό σύστημα μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο ως ένα σύστημα
αλληλεπίδρασης, που λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, ενώ, περιλαμβάνει
σταθερά εναλλασσόμενες θέσεις εξουσίας. Περαιτέρω, επειδή και τα δύο συμμετέχοντα μέρη
επωφελούνται από την ύπαρξη της σχέσης και αμοιβαία κερδίζουν σε ισχύ, το πελατειακό
σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αμοιβαία ενισχυτικό σύστημα. Βλ. Joseph Albini / Roy
Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie Anderson, Russian
Organized Crime. Its History, Structure and Function, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand
Oaks, 1997, σελ. 160 – 161.
34
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Σικελίας, σύμφωνα με τον Hobsbawm, «ήταν η απόλυτη
υπερίσχυση των πελατειακών σχέσεων και η ουσιαστική απουσία οποιασδήποτε άλλης σταθερής
μορφής εξουσίας». Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social
Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 33 και 37.
9
την κρατική ανεπάρκεια στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων
στην ιδιοκτησία, οδήγησε, σύμφωνα με τον Gambetta35, στην ανάπτυξη της
Mafia, που ήρθε να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό κρατικής προστασίας, ως «μια
βιομηχανία παροχής ιδιωτικής προστασίας». Η «ιδιωτική αστυνομία» από
«mafiosi» ή «gabellotti», που δημιούργησαν οι γαιοκτήμονες, τους παρείχε την
ευχέρεια να απειλούν ή και να ασκούν βία ενάντια σε όσους τους αντιστέκονταν.
Όταν, το δικαίωμα ψήφου απέκτησε γενική εφαρμογή στην Ιταλία, οι
γαιοκτήμονες, μέσω του δικτύου πελατειακών σχέσεων, που είχαν ήδη
δημιουργήσει, ήταν σε θέση να «παζαρεύουν» ψήφους36 με αντάλλαγμα την
προστασία του γαιοκτήμονα και των πελατών του από το νόμο37.
Ιδιαίτερα από το 1860 και μετά, με εξαίρεση τη φασιστική περίοδο και τα
τελευταία χρόνια, το Κράτος αποδέχονταν σιωπηρά ότι η Mafia, στην περιοχή
ευθύνης της, εμφανίζονταν ως μία de facto εγκληματική ιδιωτική αστυνομία38, η
οποία διεκδικούσε από την κεντρική εξουσία το μονοπώλιο στη χρήση βίας39.
Πράγματι, οι γαιοκτήμονες και οι τοπικές αρχές είχαν την παράδοξη
σύλληψη να αγωνισθούν ενάντια στο έγκλημα δια μέσου του εγκλήματος. Με τον
τρόπο, όμως, αυτό διαιώνισαν την επικίνδυνη εγγύτητα των κακοποιών με τις
δυνάμεις της τάξης που ήταν επιφορτισμένες με την καταπολέμησή τους40.
Ήδη μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα νεοπαγή ισχυρά εθνικά Κράτη δεν
επέτρεπαν την παράλληλη δράση συμμοριών, οι οποίες σταδιακά εξέλιπαν.
Εξαίρεση αποτελούν χώρες και περιοχές με ελλιπή κρατικό έλεγχο, όπως η Νότια
35
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 10.
36
Για τον τρόπο λειτουργίας αυτού του δικτύου σε σχέση με τον έλεγχο των ψηφοφόρων, βλ.
Judith Chubb, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy – A Tale of Two Cities, Cambridge
Studies in Modern Political Economies, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σελ. 71
επ.
37
Υποστηρίζεται ότι οι εγκληματικές «αδελφότητες», που εμφανίστηκαν το 18ο αιώνα στη Σικελία,
αφενός για να πολεμήσουν τους Βουρβώνους και αφετέρου για να επωφεληθούν από τις κλοπές
και τους εκβιασμούς, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, που
είναι γνωστό, ως Mafia, από το 1860 και μετά, όταν η καθιέρωση του γενικού δικαιώματος
ψήφου, παρείχε το τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Mafia, ως μεθόδου δράσης, την επιδίωξη
πολιτικής προστασίας και κάλυψης των εγκληματικών της δραστηριοτήτων. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 36-37 και 43-44, Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev /
Vladimir Moiseev / Julie Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 157 και Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 263.
38
Ήδη από το έτος 1848 η σύζευξη Mafia και αστυνομίας ήταν ορατή. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 36.
39
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 193.
40
Θα μπορούσε να υποστηριχθέι, εξάλλου, ότι η Mafia παραμένει ακόμη και σήμερα μια
εγκληματική οργάνωση, που πολεμά το έγκλημα με εγκληματικές μεθόδους.
10
Ιταλία. Τα εγκληματικά δίκτυα της Mafia, όπως: η Mafia στη Σικελία, η Camorra
στη Νάπολη41 και την Καμπανία, η ‘Ndragheta στην Καλαβρία και η Sacra
Corona Unitá στην Πούλια μπόρεσαν μετεξελισσόμενα να επιβιώσουν και να
επεκταθούν στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν.
Εντούτοις, η ταυτοποίηση μεταξύ των εννοιών Mafia και οργανωμένο
έγκλημα, στη δημόσια σφαίρα, ολοκληρώθηκε περί τα μέσα της δεκαετίας του
1980, καθώς μέχρι τότε πολύ συχνά ετίθετο υπό αμφισβήτηση, η οποία έφτανε
άκομη και μέχρι το σημείο της κατηγορηματικής άρνησης της ύπαρξης μιας
ενιαίας εγκληματικής οργάνωσης με το όνομα Mafia. Πράγματι, αρκετοί
κοινωνικοί επιστήμονες που υλοποίησαν τις πρώτες έρευνες πεδίου στη Σικελία
μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατέληξαν
στο συμπέρασμα ότι η Mafia είναι απλά μια μορφή συμπεριφοράς και ισχύος42
και οι Mafiosi είναι άτομα που έχουν ενσωματώσει καθορισμένες υπο-
πολιτισμικές αξίες και διεκπεραιώνουν συγκεκριμένες λειτουργίες στο πλαίσιο
των κοινοτήτων τους, αλλά δεν υφίσταται κανενός είδος οργάνωσης της Mafia ως
τέτοια43. Ήδη κατά το έτος 1988, ο Arlacchi δηλώνει ότι44 «η κοινωνική έρευνα
στο ερώτημα σχετικά με τη Mafia έχει πλέον πιθανώς φθάσει στο σημείο όπου
μπορούμε να πούμε ότι η Mafia, όπως ο όρος γίνεται κοινά κατανοητός, δεν
υπάρχει».
Περαιτέρω, μια ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία, που αποτελεί
χαρακτηριστικό της ιταλικής Mafia και διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της, είναι η
εμπέδωση σχέσεων με τους πολίτες, οι οποίες ενέχουν αντιποίηση, εκ μέρους
των μαφιόζων, των αστυνομικών και δικαστικών αρχών του κράτους45.
41
Η Camorra γεννήθηκε στη Νάπολη το 1820 από έναν μυστικό πολιτικό σύνδεσμο. Ο Cesare
Lombroso αναφέρει, μάλιστα, ότι παρά το γεγονός ότι στην πρώτη διάταξη του εσωτερικού
κώδικα της Camorra προβλέπεται ότι τα μέλη της πρέπει να αποφεύγουν κάθε σχέση με την
αστυνομία, μετά από απόφαση του υπουργού Κιμπέριο, οι καμορριστές ανέλαβαν στη Νάπολη
αστυνομικά καθήκοντα. Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, τόμ. Β’, 1876,
(μετάφραση Έλλης Αλεξίου-Πρωταίου), εκδ. Ψίχαλου, Αθήνα, χ.χ., σελ. 202.
42
Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η Mafia αποτελεί «το είδος του κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος
τείνει να αναπτύσσεται πάντα σε κοινωνίες χωρίς αποτελεσματική δημόσια τάξη ή σε κοινωνίες
στις οποίες οι πολίτες θεωρούν τις αρχές ως ολικώς ή μερικώς εχθρικές». Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 32.
43
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 19.
44
Βλ. Pino Arlacchi, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford
University Press, 1988, σελ. 3.
45
Βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 22 επ.
11
46
Βλ. σχετικά, Pat O' Malley / Lorna Weir / Clifford Shearing, Governmentality, criticism, politics,
Economy and Society, vol. 26, no. 4, 1997, σελ. 501-517, Kevin Stenson, Beyond histories of the
present, Economy and Society, vol. 27, no. 4, 1998, σελ. 333-352 και του ιδίου, Crime Control,
Governmentality and Sovereignty, στο Russell Smandych (ed), Governable Places: Readings on
governmentality and crime control, Dartmouth, Aldershot, 1999, σελ. 45-73.
47
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 71-75. Εξάλλου, σύμφωνα με τον
Catanzaro, «η Σικελική mafia αποτελεί μάλλον έναν τρόπο σκέψης και ηθικής, παρά μια
οργάνωση, ένα είδος υπερβολής των τεκμαιρομένων ιδιοτήτων του σικελικού χαρακτήρα». Βλ.
Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 7.
48
Η στρατηγική διακυβέρνησης που ακολουθήθηκε από τα περισσότερα μοντέρνα Κράτη, είχε
σαν επίκεντρο την αναγνώριση της σημασίας του να διατηρηθεί η αυτονομία της κάθε ξεχωριστής
οικογένειας, ως μιας σφαίρας ιδιωτικής εξουσίας. Ωστόσο, αυτή η εξουσία στρέφονταν εσωτερικά,
προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, κάτι που έρχονταν σε αντίθεση με την προηγηθείσα
φεουδαρχική αντίληψη για την ενάσκηση εξουσίας, που θεωρούσε την διακυβέρνηση της
κοινωνίας ως προέκταση της οικογένειας και τον άρχοντα ως πατριάρχη.
49
Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th
and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 38.
12
50
Βλ. Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70 – Εγκληματολογική και
Σωφρονιστική προσέγγιση, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 424.
51
Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα ανάλυση των Leeson και Rogers, οι διαφορές στο βαθμό
διεκδίκησης (“contestability”) των επιμέρους παράνομων αγορών, παίζει κρίσιμο ρόλο στον
τρόπο που οργανώνονται οι «παραγωγοί» στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Έτσι «σε πιο
ανταγωνιστικές εγκληματικές βιομηχανίες, οι παραγωγοί χρησιμοποιούν την οργανωτική ιεραρχία
ως μια τεχνολογία για να επιβάλλουν τη συνεννόηση και να διατηρήσουν τα κέρδη τους». «Σε
λιγότερο ανταγωνιστικές εγκληματικές βιομηχανίες, στις οποίες το κέρδος των παραγωγών από
τη συνεννόηση είναι μικρότερο», το κόστος της ιεραρχικής δομής είναι μεγαλύτερο από τα
προσδοκώμενα οφέλη, με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, «οι παραγωγοί να οργανώνονται
“επίπεδα” (“flatly”)». Βλ. Peter Leeson / Douglas Rogers, Organizing Crime, 2009, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://www.peterleeson.com/Organizing_Crime.pdf, σελ. 4 επ.
52
Οι «άνδρες τιμής» είναι, συνήθως, διαρθρωμένοι σε επιχειρησιακές ομάδες των δέκα ατόμων,
οι οποίες υπόκεινται άμεσα στις εντολές των «δεκάρχων» (“capi decina”), η θέση των οποίων
ιεραρχικά βρίσκεται μεταξύ της βάσης και του αρχηγού της «οικογένειας». Υπάρχει πάντα και το
δεξί χέρι του αρχηγού, «ο υπαρχηγός» (“sotto capo”), άνθρωπος απολύτου εμπιστοσύνης και,
συνήθως, εξαιρετικών οργανωτικών, διοικητικών και εκτελεστικών ικανοτήτων. Βλ. Howard
Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 143 – 144, Peter Leeson / Douglas Rogers,
Organizing Crime, όπ.παρ., σελ. 12 – 16 και Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία, όπ.παρ.,
σελ. 424.
53
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 104.
13
54
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 163 – 164.
55
Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières années de la mafia, Gallimard, Paris, 1987, σελ. 103.
56
Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2004, σελ. 472.
57
Οι ιεραρχικά δομημένες οργανώσεις, εξάλλου, συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον δύο επίπεδα
εξουσίας. Το πρώτο επίπεδο αποτελείται από άτομα που μπορούν αυτόνομα να λαμβάνουν
αποφάσεις και τα οποία χρησιμοποιούν βία ή απειλή βίας, προκειμένου να ρυθμίσουν τη
συμπεριφορά των ατόμων που κατέχουν κατώτερη ιεραρχικά θέση. Στο δεύτερο επίπεδο, το
οποίο είναι κατώτερο ιεραρχικά, εντάσσοναι τα άτομα που διευθύνονται από πιο υψηλόβαθμους
εγκληματίες και η συμπεριφορά των οποίων υπόκειται σε συνεχή παρακολούθηση και κρίση,
προκειμένου να ανταμειφθούν ή να τιμωρηθούν. Βλ. Peter Leeson / Douglas Rogers, Organizing
Crime, όπ.παρ., σελ. 2.
14
δυσπιστεί έναντι των άλλων οικογενειών και κάθε μία συγκρατεί τις βλέψεις των
άλλων με το φόβο58.
Οι αρχηγοί των διαφόρων «οικογενειών» της ίδιας επαρχίας αναδεικνύουν
τον «επαρχιακό εκπρόσωπο». Οι «επαρχιακοί εκπρόσωποι» συγκροτούν τη
«νομαρχιακή επιτροπή» ή «δι-επαρχιακή επιτροπή» (“commissione regionale” ή
“coupola”), η οποία έχει παρουσιαστεί σαν το πραγματικό όργανο διακυβέρνησης
της Mafia59. Στην πραγματικότητα, δεν είναι πλέον ισχυρή, καθώς συνέρχεται
περιστασιακά και η εξουσία της δεν ξεπερνά εκείνη των μελών της, όταν
καταφέρνουν να συνεννοηθούν60. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστά «μια
ομοσπονδία φεουδαρχών»61.
Η αυτονομία των οικογενειών, εξάλλου, είναι αναπόφευκτη από τη στιγμή
που κάθε μία πρέπει να είναι διαχωρισμένη για να αποφύγει τη διάδοση των
μυστικών της και για να εξασφαλίσει την παρανομία της. Η τελείως σχετική
ενότητα της Mafia, έγκειται σε παρόμοια τελετουργικά μύησης, σε περιστασιακές
ανταλλαγές υπηρεσιών και στο αίσθημα, που έχουν τα μέλη της, ότι ανήκουν σε
μια διαφορετική κάστα62. Ο περίφημος κώδικας της Mafia μοιάζει περισσότερο με
ένα παραπέτασμα, παρά με ένα σύστημα υποχρεώσεων63. Οι βασικές αρχές64
που τον διέπουν σχετίζονται άμεσα με τη μυστικότητα των υποθέσεων και την
ασφάλεια της οργάνωσης65.
58
Οι σχέσεις ανάμεσα στις μαφιόζικες οικογένειες μοιάζουν πολύ με τις σχέσεις που
αναπτύσσονται σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ανάμεσα σε κυρίαρχα Κράτη, τα οποία δεν
εξαιρούν τη δυνατότητα να διεξαγάγουν πόλεμο μεταξύ τους.
59
Στην πραγματικότητα, οι επαρχιακές επιτροπές είναι ένα όψιμο εφεύρημα, χρονολογούνται από
τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και δεν διαθέτουν πολλές εξουσίες. Βλ. Letizia Paoli, Organised
Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 272.
60
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 162.
61
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Padovani. Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières
années de la mafia, όπ.παρ., 1987, σελ. 72.
62
Η ενότητα αυτή, που σύμφωνα με τον Durkheim ονομάζεται «μηχανική αλληλεγγύη»
(“mechanical solidarity”), προκύπτει από την αντιγραφή των συντεχνιακών και πολιτισμικών
προτύπων». Βλ. Emile Durkheim, The Division of Labor in Society, The Free Press, New York,
1964, σελ. 176 – 177.
63
Βλ. Pino Arlacchi, Addio Cosa Nostra: la vita di Tommaso Buscetta, Rizzoli, Milano, 1994, σελ.
15.
64
Οι πιο βασικές του αρχές είναι ότι: 1) κάθε ζήτημα ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανόνες
συμπεριφοράς, 2) η «οικογένεια» προέχει έναντι πάντων, 3) όλοι οφείλουν να προστατεύουν την
τιμή και την «οικογένεια» και 4) όλοι υποχρεούνται να τηρούν το «νόμο της σιωπής» (omertá) για
ο,τιδήποτε αφορά την «οικογένεια». Βλ. αναλυτικά, Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος,
όπ.παρ., σελ. 195 – 196.
65
Σύμφωνα με τους Leeson και Skarbek, το σύνολο σχεδόν των εγκληματικών οργανώσεων
βασίζεται σε «συντάγματα» (“constitutions”) εξαιτίας τριών σημαντικότατων λειτουργιών που
επιτελούν: 1) προάγουν τη «συναίνεση» (“consensus”) μέσω της παραγωγής κοινής γνώσης
μεταξύ των εγκληματιών σχετικά με τις προσδοκίες της οργάνωσης από αυτούς, αλλά και σχετικά
με τις προσδοκίες του ενός μέλους από το άλλο, 2) ρυθμίζουν συμπεριφορές οι οποίες είναι κατά
15
Στη Σικελία, η Mafia, στην προσπάθειά της να αποφύγει μια κατά μέτωπο
σύγκρουση με το Κράτος, βρίσκει σημαντικό έρεισμα στην “omertá”, η οποία δεν
αποτελεί απλά την εξύμνηση της σιωπής. Αποτελεί, ακόμη και σήμερα, τον
αποδεκτό από πολυάριθμους Σικελούς κανόνα, ο οποίος ορίζει ότι, όταν κάποιος
υφίσταται προσβολή ή επίθεση ή γίνεται θύμα κλοπής, είναι άτιμο να προσφύγει
στην αστυνομία ή στα δικαστήρια66. Ο καθένας οφείλει να αποδίδει ο ίδιος
δικαιοσύνη και να «κοιτάζει τη δουλειά του», χωρίς να ανακατεύεται στις
υποθέσεις των άλλων. Προπαντός, οφείλει να αποφεύγει με κάθε τρόπο να
επικοινωνήσει με τους αστυνομικούς και τους δικαστές, οι οποίοι αποτελούν τα
αντικείμενα μιας βαθιάς περιφρόνησης.
Η αρχαϊκή πολιτισμική δομή από την οποία χαρακτηρίζονται πολλά χωριά
της δυτικής Σικελίας, αγνοεί παντελώς αφηρημένες ιδέες, όπως ο Νόμος και το
Κράτος. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα φόνο και μια τιμωρία, ανάμεσα σε ένα
μαφιόζο και έναν αστυνομικό, ανάμεσα στη μαφιόζικη παρέμβαση και τη
δικαιοσύνη, δεν είναι πάντα και για όλους σαφής και αυτονόητη. ∆εν γνωρίζει
παρά μόνο τις προσωπικές σχέσεις, που σημαδεύονται από την κυριαρχία, την
αναγνώριση, τον καταναγκασμό και το φόβο67. Η δύναμη είναι αντικείμενο
θαυμασμού, σε βάρος της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Μέσα σ’ αυτή την
πολιτισμική δομή, η βία αναγνωρίζεται ως νόμιμο μέσον, για να πάρει κάποιος
εκδίκηση ή για να αμυνθεί. Πράγματι, σε μια κοινωνία, που τη μαστίζουν οι φόνοι
και οι ληστείες, η λατρεία του ατόμου και η γενική απαγόρευση προσφυγής στις
δημόσιες αρχές, καθιστούν απαραίτητες την αυτοάμυνα, τη βεντέτα και το
ξεκαθάρισμα λογαριασμών68. Άμεση απόρροια του γενικότερου αυτού κλίματος,
είναι η μεγαλύτερη ανοχή των πολιτών στις διαπραττόμενες βιαιοπραγίες, αλλά
και στην ίδια τη Mafia, η οποία εκμεταλλεύεται αυτή την κοινωνική και πολιτιστική
πραγματικότητα και μέσα από τη συμμαχία της με ευεπίφορους πολιτικούς69,
κύριο λόγο επικερδείς για τα άτομα, αλλά επιζήμιες για την οργάνωση ως σύνολο και 3)
παρέχουν πληροφορίες για τα παραπτώματα των μελών και συντονίζουν την επιβολή των
κανόνων που αποτρέπουν τέτοιες συμπεριφορές. Οι λειτουργίες αυτές διευκολύνουν την
συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών, με άμεση συνέπεια να αυξάνονται τα εγκληματικά κέρδη.
Βλ. αναλυτικά, Peter Leeson / David Skarbek, Criminal constitutions, Global Crime, vol. 11, no. 3,
2010, σελ. 279 – 297.
66
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 171.
67
Βλ. Βλ. Giorgio Bocca, L’ enfer. Enquête au pays de la mafia, Payot, Paris, 1993, σελ. 103.
68
Βλ. Marcelle Padovani, Les dernières années de la mafia, όπ.παρ., σελ. 34 – 35.
69
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293 και Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 141 –
143.
16
70
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 173.
71
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 265 και Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 173
72
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader,
Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 5. Εξάλλου, για τη βαθύτερη δυναμική αυτής της
επιλογής, βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in
the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 47.
73
Βλ. John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, Hodder and Stoughton, London,
2004, σελ. 172 – 191.
17
74
Σύμφωνα με τον Giannuli, Το Μάρτιο του 1942 στις ΗΠΑ, η Oss προσέφυγε στον αρχιμαφιόζο
Lucky Luciano, για να του ζητήσει να απελευθερώσει το λιμάνι της Νέας Υόρκης από τους
Γερμανούς κατασκόπους. Στη συνέχεια, στη συμμαχική απόβαση στη Σικελία, στις 9 Ιουλίου
1943, συμμετείχαν και οι Vittorio Genovese και Lucky Luciano. Ενώ, μια ομάδα πρακτόρων της
Oss, υπό την καθοδήγηση των Corvo και Scamporrino, αποβιβάστηκε στη Favignana και
απελευθέρωσε την ομάδα των μαφιόζων αρχηγών. Κατόπιν, ο Calogero Vizzini έγινε αρχηγός της
Mafia. Βλ. Aldo Giannuli, Lo stato parallelo. Cronologia 1942-1992, supplemento ad
“Avvenimenti”, no. 9, 4 marzo 1992, σελ. 18 επ., Giovanni Falcone / Marcelle Padovani, Cose di
Cosa Nostra, Rizzoli, Milan, 1991, σελ. 170, Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of
private protection, όπ.παρ., σελ. 229 και Tom Behan, The Camorra, Routledge, London and New
York, 1996, σελ. 36 επ. Πρβλ. John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 235 – 239, σύμφωνα με τον οποίο ολόκληρη η συγκεκριμένη θεωρία, είναι ένα μύθευμα και
ακόμη μία «συνωμοσιολογική» θεωρία, η οποία προσπαθεί να μας πείσει ότι η αναγέννηση της
Mafia μετά την πτώση του Φασισμού οφείλεται κατά κύριο λόγο στην Αμερικανική κυβέρνηση.
75
Βλ. Aldo Giannuli, Lo stato parallelo, όπ.παρ., σελ. 18 επ.
76
Βλ. Σοφίας Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70, όπ.παρ., σελ. 423,
υποσημ. 32.
77
Κάτι όχι ξένο με την μακρά ιστορική και πολιτική παράδοση της Σικελίας.
18
78
Βλ. Robert Kelly / Rufus Schatzberg / Patrick Ryan, Primitive Capitalist Accumulation – Russia
as a Racket στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 179, Judith
Chubb, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy, όπ.παρ., σελ. 55 επ., Alexander Stille,
Excellent Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, Jonathan Cape,
London, 1995, σελ. 143 επ. και Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 199, ο οποίος αναφέρει ότι
«ένας αξιόλογος αριθμός πολιτικών προσωπικοτήτων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος,
που κυριάρχησε στην Ιταλική δημόσια ζωή για περισσότερα από 40 χρόνια, αποδείχθηκε ότι
χρηματοδοτούνταν συστηματικά από τους αρχηγούς της Μαφίας».
79
Από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν η Mafia δημιούργησε τις δικές της κατασκευαστικές
εταιρίες και άρχισε ευθέως να εμπλέκεται σε κατασκευαστικές δραστηριότητες. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στο Παλέρμο στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Mafia ήλεγχε σχεδόν το
σύνολο της κατασκευαστικής βιομηχανίας. Η στρατηγική της διείσδυσης στο χώρο του
κατασκευαστικού τομέα ήταν τόσο επιτυχής που η Mafia κατάφερε να κερδίσει υπεργολαβίες στα
περισσότερα, αν όχι σε όλα, τα μεγάλα δημόσια έργα που κατασκευάζονταν στην περιοχή της.
Ταυτόχρονα, οι εταιρίες της έχουν ένα σημαντικό μερίδιο από την κατασκευή αυθαίρετων σπιτιών,
ιδίως στη νότια Ιταλία. Η αγορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, για παράδειγμα, μεταξύ των ετών
1994-1998 χτίστηκαν 232.000 αυθαίρετα σπίτια, τα οποία κάλυπταν συνολικά 32,5 εκατομμύρια
τετραγωνικά μέτρα και η αξία τους στην αγορά ακινήτων ανέρχονταν στα 15 δισεκατομμύρια
Ευρώ. Βλ. σχετικά, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception
and Normality, όπ.παρ., σελ. 285 – 286 και René Seindal, Mafia, Money and Politics in Sicily
1950 – 1997, Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, Denmark, 1998, σελ. 73 –
90.
80
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου, ο βασικός λόγος που εμπόδισε τη σικελική Mafia μέχρι τις
αρχές της δεκαετίας του ’70 να κατακτήσει μια σημαντική θέση στο διεθνές εμπόριο ηρωίνης,
ήταν οι υψηλές τιμές ορισμένων απαγορευμένων και συνεπώς παράνομων πρώτων υλών και η
ακριβή τεχνολογία που απαιτείται για την παραγωγή αντίστοιχων προϊόντων, που δημιουργούσαν
πρόσθετα προσκόμματα στην αύξηση των κερδών. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική
Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 114 – 115. Βλ. Επίσης σχετικά, Diego
Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 235 επ. και Peter
Leeson / Douglas Rogers, Organizing Crime, όπ.παρ., σελ. 18 – 22.
19
81
Για τη σχέση της Mafia, αλλά και των υπόλοιπων εγκληματικών οργανώσεων της Ιταλίας με
τους πολιτικούς, βλ. ιδίως, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets –
Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293, Judith Chubb, Mafia and Politics: The Italian
State Under Siege, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1989, σελ. 5 – 70, της ιδίας,
Patronage, Power and Poverty in Southern Italy, όπ.παρ., σελ. 138 – 150 και René Seindal,
Mafia, Money and Politics in Sicily 1950 – 1997, όπ.παρ., σελ. 117 – 155.
82
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina, Global
Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 392.
83
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση των Saija και Irrena, ibid, σελ. 392.
84
Βλ. Diego Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 242.
85
Βλ. Robert Kelly/ Rufus Schatzberg / Patrick Ryan, Primitive Capitalist Accumulation, όπ.παρ.,
σελ. 179.
20
86
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 393.
87
Η δυναμική της σύγκρουσης μεταξύ «νέων» και «παλιών» ομάδων του οργανωμένου
εγκλήματος της Mafia δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά μπορεί να ανιχνευθεί ιστορικά ήδη στα
τέλη του 19ου αιώνα. Βλ. αναλυτικά, Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms
of Social Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 46 – 47.
88
Βλ. σεχτικά, Gaia Servadio, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present Day,
Stein and Day, Briarcliff Manor, New York, 1976, σελ. 175 επ., Alexander Stille, Excellent
Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, όπ.παρ., σελ. 141 επ. και
Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 156
επ.
89
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ, σελ. 123.
90
Σύμφωνα με τους Caneppele και Calderoni, «η εκβίαση, όταν διαπράττεται από οργανώσεις
τύπου Mafia, αποτελεί ταυτόχρονα ένα εργαλείο χωρικού (territorial) ελέγχου και μια έκφραση
αυτού». Βλ. Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion rackets in Europe: An
exploratory comparative study, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey /
Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 328.
21
91
Σύμφωνα με υπολογισμούς, που παρουσιάστηκαν σε ένα συνέδριο οικονομολόγων στη Ρώμη,
στις αρχές του 1999, τα συνδικάτα του εγκλήματος ελέγχουν το 15% έως 18% των χώρων
εστίασης, ενώ η Mafia της Σικελίας κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο. Περαιτέρω, η Mafia εισπράττει
περί τα 20 δισ. δολάρια το χρόνο από τη διακίνηση ναρκωτικών, τα παράνομα στοιχήματα και την
πορνεία. Υπολογίζεται, τέλος, ότι οι παράνομες οργανώσεις ελέγχουν το 1/5 των τραπεζικών
λογαριασμών, το 70% των οικοδομικών εταιριών και πολλές άλλες επιχειρήσεις στην Ιταλία, από
εστιατόρια έως ταξιδιωτικά γραφεία, οίκους ευγηρίας και συνεργεία αυτοκινήτων. Βλ. Γεωργίου
Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2005, σελ. 249.
92
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, European Police Office,
Netherlands, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.europol.europa.eu/publications/European_Organised_Crime_Threat_Assessment_%2
8OCTA%29/OCTA2009.pdf, σελ. 14.
93
Από το 2000 και εντεύθεν παρατηρήθηκε και μια ουσιώδης αλλαγή στρατηγικής στον τρόπο
παροχής εκβιαστικής προστασίας. Η Mafia επέλεξε να μειώσει το ύψος των χρηματικών
ανταλλαγμάτων που ζητούσε, έτσι ώστε να εμπλέξει στη διαδικασία αυτή ακόμη περισσότερες
επιχειρήσεις. Η κίνηση αυτή της απέφερε τριπλό όφελος. Πρώτον, μείωσε τον κίνδυνο
καταγγελίας στις αστυνομικές αρχές. ∆εύτερον, αύξησε τον έλεγχό της στην περιοχή. Και τρίτον,
επαύξησε ακόμη περισσότερο τα κέρδη της από τη συγκεκριμένη παράνομη δραστηριότητα. Βλ.
Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion rackets in Europe: An exploratory
comparative study, όπ.παρ., σελ. 328.
94
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 2000 – 2006 διατέθηκαν
9.000.000.000 Ευρώ από κρατικούς πόρους και επιπλέον 5.000.000.000 Ευρώ από ευρωπαϊκά
κονδύλια, μέσω της Ατζέντας 2000, στις περιοχές της Σικελίας και της Καλαβρίας. Ένας «άνδρας
της τιμής», χωρίς να γνωρίζει ότι μαγνητοφωνείται, καταγράφηκε να δηλώνει: «μας λένε ότι δεν
πρέπει να κάνουμε φασαρία, μας συστήνουν να αποφεύγουμε να κάνουμε θόρυβο και να
τραβάμε την προσοχή, επειδή πρέπει να πάρουμε όλη αυτή την Ατζέντα 2000». Βλ. εφημερίδα
“La Republica”, 6 Φεβρουαρίου 2001.
95
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
246.
96
Συνεπώς, όπως υπογραμμίζει ο Calderoni, το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία, δεν αποτελεί
ένα τυπικό φαινόμενο της Νότιας Ιταλίας, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εθνικό
22
πρόβλημα. Βλ. την εξαιρετική εμπερική έρευνα του Francesco Calderoni, Where is the mafia in
Italy? Measuring the presence of the mafia across Italian provinces, Global Crime, vol. 12, no. 1,
2011, σελ. 41 επ., ιδίως σελ. 66.
97
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 20 – 24.
98
Βλ. Emile Durkheim, The Division of Labor in Society, όπ.παρ., σελ. 176 – 177.
99
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 22.
100
Σύμφωνα με την Paoli, τόσο τόσο η Mafia όσο και η ‘Ndragheta κατά τις αρχές της δεκαετίας
του ’80 αποτελούνταν από 100 «οικογένειες» η καθεμία και είχαν περίπου 3.000 – 5.000 μέλη,
βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality,
όπ.παρ., σελ. 272.
23
101
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 275.
102
Βλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, Oxford University Press,
Oxford, 2003, σελ. 221.
103
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 275 – 276.
104
Για μια καταγραφή της ιστορικής διαδρομής της Camorra, των μεταπολεμικών εξελίξεων και
του τρόπου λειτουργίας της, βλ. Tom Behan, The Camorra, Routledge, London and New York,
1996, ιδίως σελ. 31 επ.
105
Σύμφωνα με τον Varese, υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές της Camorra σε σχέση με τη
Σικελική Mafia, καθώς οι οργανώσεις της σχηματίζουν πολύ χαλαρές και πρόχειρες συμμαχίες και
δεν φαίνεται να μοιράζονται έναν κοινό κώδικα κανόνων και συμπεριφοράς. Εξάλλου, κάθε
οργάνωση αποτελεί μια εκτεταμένη ομάδα συγγενείας, σε αντίθεση με τις Σικελικές οικογένειες
που φαίνεται να αποθαρρύνουν την άμεση εμπλοκή των στενών συγγενών τους στις
εγκληματικές οργανώσεις τους. Βλ. Federico Varese, The Camorra closely observed, Global
Crime, vol. 10, no. 3, 2009, σελ. 265 – 266.
24
106
Τα τελετουργικά αυτά αποτελούν ένδειξη μιας οργάνωσης που ήταν σχεδιασμένη να δίνει
έμφαση στο διαχωρισμό των μελών της από τους συνηθισμένους πολίτες. Βλ. Eric Hobsbawm,
Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement in the 19th and 20th Centuries,
όπ.παρ., σελ. 54 και Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception
and Normality, όπ.παρ., σελ. 277.
107
Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι δεν είναι ορθό η Camorra να θεωρείται ως ένα είδος
«κοινωνικής κίνησης», αλλά ως «μια εγκληματική σέκτα ή αδελφότητα», καθώς «δεν
εκπροσωπούσε ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα επαγγελματικά συμφέροντα μιας ελίτ
εγκληματιών». Βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social
Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., σελ. 53 – 54.
108
Βλ. Isaia Sales, Camorra, στην Enciclopedia Treccani (ed), Appendice, Rome – Treccani,
2000, σελ. 468.
109
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278.
110
Βλ. Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 60 – 75 και Letizia Paoli, Italian Organized
Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 24.
25
Καμπανία να κατέχει την πρώτη θέση στα ποσοστά ανθρωποκτονιών και βίαιων
εγκλημάτων111 σ’ ολόκληρη την Ιταλία, για περισσότερο από μια δεκαετία112.
Μεταξύ των ετών 1981 και 1984 διεξήχθη, επίσης, ευρείας κλίμακας
σύγκρουση στην Καμπανία, γνωστή ως «πόλεμος της Camorra». Συγκεκριμένα,
ο Raffaele Cutolo αρχηγός της «Οργάνωσης της Νέας Καμόρρα» (“Nuova
Camorra Organizzata”)113, προσπάθησε να επιβάλει φόρο 15% στο λαθρεμπόριο
τσιγάρων και ναρκωτικών στην περιοχή της Νάπολης, την οποία
εκμεταλλεύονταν αντίπαλες εγκληματικές οργανώσεις και να ελέγξει με τον τρόπο
αυτό όλες τις εγκληματικές οργανώσεις της πόλης. Ο «πόλεμος της Camorra»
έληξε με την ήττα του Raffaele Cutolo και την προσωρινή υπερίσχυση της Nuova
Famiglia, η οποία κατακερματίσθηκε και αυτή στη συνέχεια σε μικρότερες
εγκληματικές ομάδες, που ανταγωνίζονταν τις ομάδες που είχαν προκύψει από
τη Nuova Camorra Organizzata114.
Η ετερογένεια και η αναρχία που κυριαρχούν στον εγκληματικό υπόκοσμο
της Καμπανίας αποδεικνύεται επίσης από τη μεγάλη ποικιλία επιχειρησιακών
δραστηριοτήτων με τις οποίες εμπλέκονται οι τοπικές οργανώσεις115. Οι πιο
ισχυρές συμμορίες της Camorra είναι ακόμη σε θέση να επηρεάζουν σε βάθος
την τοπική νόμιμη οικονομία, παρά το γεγονός των συντριπτικών ερευνών που
διεξήγαγαν οι διωκτικές αρχές κατά τη δεκαετία του 1990. Οι μικρότερες
οργανώσεις και οι διάφορες συμμορίες, που εντάσσονται στην Camorra,
111
Μεταξύ των ετών 1979-2005 η Camorra ήταν υπεύθυνη για 3.656 ανθρωποκτονίες. Το 1982
ήταν χρονιά κορύφωσης με 262 ανθρωποκτονίες ενώ, η πιο «ήσυχη» χρονιά ήταν το 2002 με
μόλις 63 ανθρωποκτονίες. Για να γίνει εμφανές το μέγεθος της βίας που αντιπροσωπεύουν αυτοί
οι αριθμοί, αξίζει να σημειωθεί ότι οι θάνατοι που οφείλονται στην τρομοκρατία στην Ιταλία για τη
χρονική περίοδο από 1969-1980 ήταν μόλις 362 σε ολόκληρη την Ιταλική επικράτεια. Βλ. Valeria
Pizzini-Gambetta, Women in Gomorrah, Global Crime, vol. 10, no. 3, 2009, σελ. 267.
112
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278. Οι συμμαχίες των εγκληματικών οργανώσεων που συναπαρτίζουν
την Camorra, εξάλλου, είναι πρόχειρες και χαλαρές και το γεγονός αυτό οδηγεί σε πολύ
συχνότερες και πιο βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις. Βλ. σχετικά, Federico Varese, The Camorra
closely observed, όπ.παρ., σελ. 265.
113
Η “Nuova Camorra Organizzata” μεταξύ των ετών 1978 και 1984 αριθμούσε πάνω από 2.000
νεαρούς, οι οποίοι ήταν κατανεμημένοι σε 50 συμμορίες και διοικούνταν από μια μικρή ελίτ
μεγαλύτερων επαγγελματιών εγκληματιών. Οι νεαροί δε αυτοί χρησιμοποιούνταν κυρίως ως
ομάδες κρούσης εναντίον άλλων οργανώσεων. Βλ. σχετικά, Luca Rossi, Camorra. Reportage aus
Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984, σελ. 42 επ.,
Pino Arlacchi, Camorra und Gesellschaft in Kampanien, επίλογος στο Luca Rossi, Camorra.
Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984,
σελ. 165 επ. και Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 52 επ.
114
Βλ. Adolfo Beria Di Argentine, The Mafias in Italy, στο Ernesto Ugo Savona (ed), Mafia Issues,
ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the United Nations Crime
Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 1993, σελ. 19 – 30.
115
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 278.
26
122
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 279.
123
Ibid.
124
Εντούτοις, οι εγκληματικές αυτές οργανώσεις έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν διεθνείς
διασυνδέσεις, που κατά περίπτωση φθάνουν μέχρι τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία, την
Πορτογαλία, τη Βόρεια Αφρική, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Κολομβία.
125
Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises,
όπ.παρ., σελ. 25 – 26.
126
Βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 199.
28
127
Βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 199.
128
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 394.
129
Ibid, σελ. 395.
29
τόσο οι μέθοδοι, όσο και η επιρροή των εγκληματικών οργανώσεων στη σικελική
κοινωνία έχουν αλλάξει. Η εγκληματική διάβρωση έχει γίνει πιο επικίνδυνη σε
σχέση με το παρελθόν, καθώς έχει γίνει «δομική», υπό την έννοια ότι δεν
συνδέεται με συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των αρχηγών και των πολιτικών,
αλλά αποτελεί ένα τμήμα της δομής της εξουσίας130. Με άλλα λόγια,
περιλαμβάνει τεράστια τμήματα της κοινωνίας, στα οποία παρέχει μια λύση, έστω
και βίαιη ή παράνομη, σε υπαρκτές και ουσιώδεις ανάγκες. Η σύγχρονη Mafia
δεν τρέφει κανένα σεβασμό για τους πολιτικούς και την πολιτική, αλλά έχει
καταλάβει μια ολόκληρη περιοχή, στην οποία έχει εγκαθιδρύσει τους δικούς της
κανόνες. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καμιά ανάγκη από φίλους, επειδή έχει
καταφέρει να πείσει για την ικανότητά της να θέτει τα πάντα υπό την επιρροή και
τον έλεγχό της131. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν θέτουν ως
προτεραιότητά τους, ούτε κατορθώνουν να δώσουν βιώσιμες λύσεις στα
υπαρκτά και πιεστικά, τις περισσότερες φορές, κοινωνικά προβλήματα,
δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση σ’ ολόκληρη την περιοχή της
βίαιης ισχύος της Mafia και τη νομιμοποίησή της στις συνειδήσεις των πολιτών132.
130
Βλ. Marcello Saija / Daniela Irrena, Institutions and Mafia in Italy: The case of Messina,
όπ.παρ., σελ. 396.
131
Ibid, σελ. 397.
132
Ibid, σελ. 396. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που συστρατεύεται η κοινωνία με πολιτικούς
ταγμένους στον αγώνα κατά της Mafia, όπως στην περίπτωση της σικελικής πόλης Gela, τότε
μπορούν να υπάρξουν απτά αποτελέσματα. Βλ. Stefano Becucci, Criminal infiltration and social
mobilisation against the Mafia. Gela: a city between tradition and modernity, Global Crime, vol.
12, no. 1, 2011, σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 15 επ.
30
133
Για την οργανωμένη δράση των πειρατών και τον τρόπο που αυτή εξελισσόταν επηρεασμένη
τόσο από τις συνθήκες που επικρατούσαν στις τοπικές κοινωνίες όσο και από την
«αυτοκρατορική» καταστολή βλ. Arne Bialuschewski, Pirates, markets and imperial authority:
economic aspects of maritime depredations in the Atlantic World, 1716 – 1726, Global Crime, vol.
9, no. 1 & 2, 2008, σελ. 52 – 65.
134
Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο έγκλημα: θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 300.
135
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 159.
136
Βλ. Timothy Gilfoyle, City of Eros: New York City, Prostitution and the Commercialization of
Sex, 1790-1920, W.W. Norton, 1992, σελ. 27.
137
Βλ. Michael Woodiwiss, Review Article – The World of Organized Crime, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 232, όπου αναφέρεται ότι ο Roger Plant, ο οποίος είχε μεταναστεύσει από την
Αγγλία, διηύθυνε κατά τη δεκαετία του 1850 τα «σπίτια» του στο Chicago με τη βοήθεια φονιάδων
και τη συνενοχή της αστυνομίας.
138
Βλ. Jay Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 11.
31
139
Βλ. Ralph Della Cava, The Italian immigrant experience: Views of a Latin – Americanist, στο
Silvano M. Tomasi (ed), Perspectives in Italian immigration and ethnicity: proceedings of the
symposium held at Casa Italiana, Columbia University, May 21-23, 1976, Center for Migration
Studies, New York, 1977, σελ. 197.
140
Βλ. Joseph Albini, Organized crime in Great Britain and the Caribbean, στο Robert Kelly (ed),
Organized Crime: A global perspective, MD: Rowman & Littlefield, Lanham, 1986, σελ. 95 – 122.
141
Το 1951, συστάθηκε εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση του φαινομένου του οργανωμένου
εγκλήματος (υπό την προεδρία του Γερουσιαστή Estes Kefauver), η οποίακατέληξε σε τέσσερα
συμπεράσματα: 1) Υπάρχει ένα πανεθνικό εγκληματικό συνδικάτο γνωστό ως Mafia, που τα
πλοκάμια του βρίσκονται σε πολλές μεγάλες πόλεις. Έχει διεθνή παρακλάδια που φαίνονται πιο
καθαρά στη διακίνηση ναρκωτικών. 2) Οι αρχηγοί της βρίσκονται συνήθως να ελέγχουν τις πιο
προσοδοφόρες επιχειρήσεις στις πόλεις τους. 3) Υπάρχουν ενδείξεις μιας κεντρικής διεύθυνσης
και ελέγχου αυτών των παρανόμων επιχειρήσεων, αλλά η αρχηγία φαίνεται να διαμοιράζεται σε
μια ομάδα παρά να την κατέχει ένα άτομο. 4) Η Mafia είναι το τσιμέντο που βοηθά στη σύνδεση
του συνδικάτου των Costello – Adonis – Lansky της Νέας Υόρκης και του συνδικάτου των
Accardo – Guzic – Fischetti του Σικάγο, όπως επίσης και των μικρότερων εγκληματικών
συμμοριών και μεμονωμένων εγκληματιών σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αυτές οι ομάδες διατήρησαν
επαφή με τον Charlie (Lucky) Luciano μετά την απέλασή του από τη χώρα. Στις αρχές της
επόμενης δεκαετίας, το 1963, συστάθηκε και δεύτερη σχετική εξεταστική επιτροπή, η «Senate
Permanent Subcommittee on Investigations», (υπό την προεδρία του Γερουσιαστή John L.
McClellan), στην οποία κατέθεσαν γνωστοί αρχιμαφιόζοι σε απευθείας τηλεοπτική αναμετάδοση.
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 8.
Η επιτροπή Kefauver και ο Kefauver προσωπικά κατηγορήθηκαν ότι για να τραβήξουν την
προσοχή των πολιτών μακριά από τα άμεσα, καθημερινά και πιεστικά προβλήματα που
αντιμετώπιζαν, και για να συσκοτίσουν τα ελαττώματα και τις παταγώδεις αποτυχίες της
κυβέρνησης, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Τρούμαν, δημιούργησαν την ομώνυμη
επιτροπή, οι καταθέσεις της οποίας αναμεταδίδονταν τηλεοπτικά. Στην πραγματικότητα, δεν
32
ότι η πραγματική απειλή που θέτει το οργανωμένο έγκλημα, βρίσκεται έξω από
τα σύνορά της και αυτό που βιώνει είναι μια μορφή εισβολής των ξένων και της
μυστικής κρυφής τους κοινωνίας142.
Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι οργανωμένοι
εγκληματίες, πολλές φορές, μεταναστεύουν. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση
ορισμένων Σικελών μαφιόζων. Αυτό, όμως, που φέρνουν μαζί τους είναι απλά
και μόνο οι εγκληματικές τους αξίες και η τεχνική τους. Σε καμιά περίπτωση δεν
μπορούν να μεταθέσουν χωρικά ένα ολόκληρο πολιτισμικό σύστημα αξιών, το
οποίο ευνόησε, όπως εκθέσαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, στη
συγκεκριμένη χώρα την ανάπτυξη της Mafia. Συνεπώς, η δομή του οργανωμένου
εγκλήματος και η δυνατότητα των εγκληματιών να την εφαρμόσουν σε κάθε μια
δεδομένη χώρα, εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες και το κοινωνικό και
οικονομικό σύστημα αυτής της χώρας, που ενδέχεται είτε να ενθαρρύνουν την
εμφάνισή του, είτε να σταματήσουν εν τη γενέσει την ανάπτυξή του143. Αντίθετα
με τις λαϊκές πεποιθήσεις, οι συγκεκριμένες εθνικές ομάδες δεν είναι σε θέση
ούτε να δημιουργήσουν, ούτε να αποφασίσουν, αν θα υπάρξει η Mafia, αφού οι
κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες είναι αυτοί που στήνουν το
«σκηνικό» για την εμφάνιση και την επιτυχία της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι στην ιστορία των
Ηνωμένων Πολιτειών μέλη από σχεδόν κάθε εθνική ομάδα βρέθηκαν να
συμμετέχουν στο οργανωμένο έγκλημα και ότι η μέθοδος που ακολουθούσαν
ήταν κοινή. Προκειμένου να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός, μάλλον, θα πρέπει να
απομακρύνουμε την εστίασή μας από τις πολιτισμικές διαφορές, τις διαφορετικές
εγκληματικές κουλτούρες και την οργανωτική δομή των ομάδων του
οργανωμένου εγκλήματος και να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο
γεγονός ότι η Αμερική ανέκαθεν υπήρξε η χώρα των μεγάλων ευκαιριών για την
ανάπτυξη και την επιτυχία του οργανωμένου εγκλήματος. Η ύπαρξη μιας
εκτεταμένης και συνεχώς ανανεώσιμης αγοράς με ανάγκες και απαιτήσεις για
πέτυχαν μόνο τον αρχικό τους στόχο, αλλά κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ολόκληρο
κοινωνικό στερεότυπο, έναν σύγχρονο μύθο γύρω από το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική και
τη «Μαφία». Βλ. Joseph Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 64 και Howard Abadinsky, Organized
Crime, όπ.παρ., σελ. 62 επ.
142
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 155.
143
Ibid, σελ. 154 και 159.
33
παράνομα αγαθά, που υποκρύπτονται κάτω από έναν μανδύα άκαμπτης ηθικής,
έχει δημιουργήσει ένα σύστημα, που στο πλαίσιό του μπορεί να αποκτηθεί
τεράστιος οικονομικός πλούτος, δεδομένου ότι κάποιος θέλει να αναλάβει την
προσωπική διακινδύνευση ενός πιθανού εγκλεισμού ή του ενδεχόμενου θανάτου
του ή και των δύο και έχει την εξυπνάδα να αποκτήσει πολιτική προστασία για τις
παράνομες επιχειρήσεις του είτε μέσω εκδουλεύσεων για τους προστάτες του,
είτε μέσω της απευθείας πληρωμής τους144.
Το φαινόμενο της ερμηνείας του οργανωμένου εγκλήματος με όρους που
σχετίζονται με την εθνική καταγωγή των μελών του, αντί με βάση την ίδια την
οργανωμένη εγκληματική συμπεριφορά, αποκαλείται «παγίδα της αγάπης για το
έθνος» (“ethnicity trap”). Η υπερβολικά στενή αυτή θεώρηση οδηγεί σε
αδικαιολόγητες στερεοτυπικές απεικονίσεις των εθνικών ομάδων, αγνοεί το
γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα διαπράττεται από ομάδες στις οποίες
συμμετέχουν πολλές και διαφορετικές εθνικές ομάδες και ότι η δημόσια ζήτηση
παράνομων αγαθών και υπηρεσιών είναι αυτή που καθοδηγεί στην ανάπτυξη
οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.
Υπό αυτή την έννοια, η κατηγοριοποίηση με βάση την εθνική καταγωγή, μπορεί
να αποτελέσει παγίδα145 κατά τη διαδιακασία κατανόηση της παρουσίας ή της
απουσίας του οργανωμένου εγκλήματος146.
Το αμερικάνικο οργανωμένο έγκλημα, γνωστό ως Αμερικανική mafia ή
Cosa Nostra, διατήρησε δεσμούς με τη γεωγραφική περιφέρεια της
νεωτερικότητας, λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων που
υποδέχθηκαν τα αμερικάνικα αστικά κέντρα, εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού
εκβιομηχάνισης. Η μαζική μετανάστευση δεν αποτέλεσε την αιτία, αλλά έναν από
τους ουσιώδεις όρους ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος. Ταυτόχρονα, οι
διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Σικελίας και της
Αμερικής, αναμενόμενα, προσέδωσαν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά στην
Cosa Nostra.
144
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 155.
145
Σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας, η ενδιάμεση θέση φαίνεται να είναι η ορθή, αφού αφενός,
οι διωκτικοί μηχανισμοί οφείλουν να ξανασκεφθούν τον τρόπο κατηγοριοποίησης, ενώ
αφετέρου,η ανίχνευση των τάσεων ανάμεσα στις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, μπορεί να
παράσχει χρήσιμες κατευθύνσεις στην αντεγκληματική πολιτική. Βλ. Aili Malm / Gisela Bichler /
Rebecca Nash, Co-offending between criminal enterprise groups, Global Crime, vol. 12, no. 2,
2011, σελ. 112 επ., ιδίως σελ. 128.
146
Βλ. Jay S. Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 11.
34
147
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ.185.
148
Βλ. και A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing Office, Washington D.C.,
1967, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.ncjrs.govpdffiles1nij42.pdf., σελ. 191 και 193.
149
Βλ. Frank Pearce, Crimes of the powerful. Marxism, Crime and Deviance, εκδ. Pluto Press,
1976, σελ. 129 επ., όπου παρατίθεται η πολύ χαρακτηριστική άποψη του Allsop, ενός σύγχρονου
του Al Capone, για το ζήτημα της υποκατάστασης της τοπικής εξουσίας από το οργανωμένο
έγκλημα. ∆ηλώνει, λοιπόν, ο Allsop: «ο Capone και οι άλλοι πίστευαν ότι κυβερνούσαν την πόλη,
αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι το έκαναν. Ήταν τα εκτελεστικά όργανα και οι τεχνικοί. Η πόλη
κυβερνούνταν από τους πολιτικούς και από το ∆ημαρχείο και τα μεγάλα αφεντικά δεν
ενδιαφέρονταν, αν οι γκάγκστερς σκοτώνονταν μεταξύ τους, αρκεί να εξακολουθούσαν να τους
παραδίδουν τα χρήματα».
150
Πριν την ποτοαπαγόρευση υπήρχαν διάσπαρτες διάφορες μαφιόζικες ομάδες στην Αμερική,
που κατάγονταν από τις μυστικές εταιρίες της Ιταλίας του Νότου και παρά την κοινή καταγωγή και
35
τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς που συνέδεαν τα μέλη τους, δρούσαν ανεξάρτητα η μία
από την άλλη. Στην πράξη, η κάθε ομάδα διαφέντευε σε κάποιον τομέα, που συχνά είχε
καταφέρει να κατακτήσει με τη βία. Οι πιο ισχυροί επικρατούσαν των άλλων, με αποτέλεσμα να
δημιουργηθούν στην πορεία μεγαλύτερες ομάδες, με πιο εκτεταμένο πεδίο δράσης και
συνακόλουθα μεγαλύτερα κέρδη. Η κατά το έτος 1920 «ποτοαπαγόρευση» παρέσχε το ιδεώδες
έδαφος για την ανάπτυξη και εξάπλωση των ήδη υπαρχουσών παράνομων επιχειρήσεων, αλλά
και για την ανάδειξη νέων εγκληματικών προσωπικοτήτων και μορφών οργάνωσης. Εκείνη την
περίοδο, κυρίως με τη δράση του Al Capone, το οργανωμένο έγκλημα εισέρχεται δυναμικά στο
εγκληματικό προσκήνιο των ΗΠΑ. Βλ. αντί άλλων, Howard Abadinsky, Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 58 επ.
151
Από το όνομα του Andrew Volstead, βουλευτή του Κογκρέσου, από τη Μινεσότα και βασικού
εισηγητή της National Prohibition Act, καθώς και της 18ης αναθεώρησης του Συντάγματος (16-2-
1920) των ΗΠΑ. Με το σκεπτικό ότι πολλά εργατικά ατυχήματα οφείλονταν στη χρήση αλκοόλ,
απαγορεύτηκε, τελικά, η παραγωγή, διακίνηση, χρήση, εισαγωγή ή εξαγωγή οινοπνευματωδών
ποτών στις ΗΠΑ.
152
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 104.
153
Βλ. Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 70 – 75.
154
Ο Al Capone επιγραμματικά είχε πει: «Βγάζω χρήματα ικανοποιώντας ένα λαϊκό αίτημα. Εάν
παραβιάζω το νόμο, τότε οι πελάτες μου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται εκατοντάδες
από τους πιο γνωστούς και ευυπόληπτους πολίτες του Chicago, είναι τόσο ένοχοι όσο κι εγώ. Η
μόνη διαφορά ανάμεσά μας είναι ότι εγώ πουλάω, ενώ αυτοί αγοράζουν. Όλοι με αποκαλούν
κακοποιό, αλλά εγώ χαρακτηρίζω τον εαυτό μου επιχειρηματία». Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το
εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, όπ.παρ., σελ. 768.
36
155
Βλ. James Ostrowski, The Moral and Practical Case for Drug Legislation, Hofstra Law Review,
vol. 18, no. 3, 1990, σελ. 640 – 652.
156
Αφού εξαιτίας της διαμορφώθηκαν νέα μεγάλα πεδία κερδοφορίας για το οργανωμένο
έγκλημα, το οποίο ήλεγχε σε απόλυτο βαθμό το λαθρεμπόριο αλκοόλ.
157
Για την περίοδο διαμόρφωσης και μετεξέλιξης του ιταλοαμερικανικού οργανωμένου
εγκλήματος 1890-1931 δεν υπάρχουν συστηματοποιημένα και ακριβή στοιχεία και πολύ συχνά τα
γεγονότα αυτής της περιόδου και ιδιαίτερα όσα συνέβησαν κατά την κομβική περίοδο από τον
Ιούνιο του 1930 έως τον Απρίλιο του 1931, που διήρκεσε ο “Castellammare War”, κινούνται στο
χώρο του μύθου, ενώ, οι αναφορές στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι πολύ συχνά
αντιφατικές. Βλ. ιδίως τη σχετική κριτική του Alan Block, Space, Time and Organized Crime, (2nd
Edition), Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1994, σελ. 4 – 16.
Σύμφωνα με τον Cressey, εξάλλου, «δεν έχουμε μια χρονολόγηση των μαχών, για να μην
αναφέρουμε τις ερμηνείες για την αιτιολόγηση που αφορούν την τακτική, τη στρατηγική και τις
ειρηνευτικές συμφωνίες», παρά το γεγονός ότι «η σύγκρουση του 1930-1931 και η συμφωνία
ειρήνης του 1931 είχαν άμεσα αποτελέσματα στις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις του
έθνους». Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation: The structure and operations of organized
crime in America, Harper and Row, New York, 1969, σελ. 36 – 45 και σελ. 47.
158
Η «Unione Siciliano» ως πρότυπο είχε την οργανωτική δομή της Mafia. Τα ηνία της ανέλαβε το
1931 ο Charlie (“Lucky”) Luciano, ο οποίος επιχείρησε και εν πολλοίς κατάφερε να αναπτύξει
στρατηγικές συμμαχίες σε πανεθνικό επίπεδο δημιουργώντας μια μορφή εγκληματικής
«συνομοσπονδίας». Σταμάτησε την αντιπαράθεση και συμμάχησε με τον Al Capone στο Σικάγο
και με τον Joe Adonis στο Μπρούκλυν, ενώ, συμμάχησε προσωπικά στις επιχειρήσεις του
αλκοόλ με τους ισχυρότατους μαφιόζους Meyer Lansky και Bugs Siegel. Βλ. Σχετικά, Donald R.
Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 7, όπου αναφέρει
μια εξαιρετική κατάθεση του 1939 του Davis ενός πρώην γενικού εισαγγελέα, ο οποίος αν και είχε
αναλάβει τη δίωξη μιας εγκληματικής οργάνωσης στη Νέα Υόρκη, στη συνέχεια, έγινε στέλεχός
της καταλαμβάνοντας τη θέση του «διαφθορέα» (“Corrupter”) της οργάνωσης, αλλά, κατόπιν,
αλλάζοντας στρατόπεδο εκ νέου, κατέθεσε υπέρ του κράτους.
159
Οι ηγετικές προσωπικότητες σ’ αυτή τη σύγκρουση ήταν ο Salvatore Maranzano, αρχηγός της
εγκληματικής οικογένειας του Μπρούκλυν στη Νέα Υόρκη, ο οποίος συνήψε συμμαχίες και με
άλλες οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να αντιμετωπίσει με πολεμικό τρόπο τον «Αρχηγό
των Αρχηγών» (“boss of bosses”) Giuseppe Masseria, με στόχο τον έλεγχο του ιταλικού
εγκληματικού υποκόσμου της Νέας Υόρκης. Η ομάδα του Maranzano αντιπροσώπευε την
παραδοσιακή «αριστοκρατική» τρόπον τινά Mafia της Σικελίας, που είχε ακόμη στενές επαφές με
το φεουδαρχικό παρελθόν της και ενδιαφερόταν να συγκαλύπτει τα εγκλήματα κάτω από το
μανδύα του «Άνδρα της Τιμής». Η ομάδα του Masseria από την άλλη, που ήταν πιο γειωμένη με
την αμερικανική πραγματικότητα των αναπτυσσόμενων βιομηχανικών μεγαλουπόλεων και
37
αποτελούσε γέννημα θρέμμα της ίδιας της οικονομικής της εξέλιξης, αντιπροσώπευε το
ευρισκόμενο στα σπάργανα ακόμη, αλλά ιδιαίτερα δυναμικό από τη φύση του βιομηχανοποιημένο
οργανωμένο έγκλημα. Τελικά, ο Masseria προδόθηκε από τους στενότερους συνεργάτες του και
δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 1931. Ο Maranzano, μετά την εξέλιξη αυτή, κατέστη
αδιαφιλονίκητος ηγέτης και απήλαυσε μια τεράστια, ίσως και μοναδική στα χρονικά του
οργανωμένου εγκλήματος, επιρροή σε όλες τις οικογένειες του αμερικανικού οργανωμένου
εγκλήματος. Λόγω εσωτερικών εντάσεων και φιλοδοξιών δολοφονήθηκε, όμως και αυτός το
Σεπτέμβριο του 1931 από τον Lucky Luciano. Βλ. αναλυτικά, David Critchley, Buster, Maranzano
and the Castellammare War, 1930 – 1931, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 43 – 78 και
Humbert Nelli, The Business of Crime: Italians and Syndicate Crime in the United States, Oxford
University Press, New York, 1976, σελ. 199 – 206.
160
Σύμφωνα με τον Cressey, μετά το πέρας του Castellammare War, τον Σεπτέμβρη του 1931
διενεργήθηκαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαρίσεις στα ηγετικά κλιμάκια (40 δολοφονίες αρχηγών)
των εμπλεκόμενων εγκληματικών οργανώσεων, για το λόγο αυτό την περίοδο αυτή την ονομάζει
«Ημέρα Εκκαθάρισης» (“Purge Day”). Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation, όπ.παρ., σελ.
44 – 45, Joseph L. Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime – An
Evaluation, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 23. Πρβλ.
Humbert Nelli, The Business of Crime: Italians and Syndicate Crime in the United States,
όπ.παρ., σελ. 183 και 200 – 203 και Alan Block, History and Study of Organized Crime, Harper
and Row, New York, 1971, σελ. 460, σύμφωνα με τους οποίους η «Ημέρα Εκκαθάρισης»
αποτελεί έναν μύθο. Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Maas, παρά το γεγονός ότι η λίστα των θανάτων
που μπορούν να αποδοθούν άμεσα ή έμμεσα στο θάνατο του Maranzano, μπορεί να διευρυνθεί,
σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει στα επίπεδα των ξέφρενων αιματοχυσιών που
περιγράφει ο σχετικός μύθος. Βλ. Peter Maas, Underboss: Sammy the Bull Gravano's story of life
in the Mafia, HarperCollins Publishers, New York, 1997, σελ. 33.
161
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 4.
162
Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα για τη Σικελική Mafia, είναι αναμενόμενες οι
συγκρούσεις ανάμεσα σε εγκληματικές οργανώσεις που εκπροσωπούν το «παλιό» και σε άλλες
που εκπροσωπούν το νέο. Στην περίπτωση του Castellammare War, τα δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα έλαβαν το όνομα “Greasers” το πρώτο και “Americanisers” το δεύτερο. Ο όρος
«Greaser» στην κυριολεξία σημαίνει λιπαντής, γρασαδόρος και στη συγκεκριμένη περίπτωση
αναδεικνύει την ιδιότητα του μετανάστη, ο οποίος συνήθως αναλαμβάνει χειρωνακτικές εργασίες.
Ενώ, ο όρος «Americanisers» σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως
«αμερικανάκια» και υποδεικνύει τον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων αυτών
στην αμερικανική κοινωνία. Βλ. σχετικά και David Critchley, Buster, Maranzano and the
Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 67 επ.
38
ενός τύπου εξουσίας από έναν άλλο163. Έτσι, τέθηκε, εκ των πραγμάτων, υπό
αμφισβήτηση η απόλυτη εξουσία του «Αρχηγού των Αρχηγών» (“Boss of
Bosses”) και, μέσα από παζάρια και υποχωρήσεις, γεννήθηκε η εποχή της
συνομοσπονδίας εγκληματικών οργανώσεων και της «Επιτροπής» (“the
Commission”)164.
Τα αποτελέσματά του φάνηκαν και στο ζήτημα της στρατολόγησης μελών.
Έτσι, πριν το 1930, η βάση στρατολόγησης ήταν υπερβολικά στενή, καθώς η
διαδικασία ένταξης ακολουθούσε τρεις οδούς: 1. επιλέγονταν άτομα πρώην μέλη
της «μητρικής» οργάνωσης στη Σικελία, 2. επιλέγονταν άτομα που είχαν σχέση
με οικογένειες που υποστήριζαν ενεργά τις επιχειρήσεις της σικελικής Mafia165
και 3. επιλέγονταν άτομα που ήταν ήδη μέλη μιας συμμορίας των γκέτο του Νέου
Κόσμου166.
Με το τέλος της σύγκρουσης το 1931, η διεύρυνση των εμπλεκομένων
προσώπων, το άνοιγμα των πεδίων δραστηριοποίησης και η μεγέθυνση των
κερδών των εγκληματικών οργανώσεων έκανε την επιλογή των συνεργατών και
μελών τους πιο ελαστική, όσον αφορά το θέμα της φυλετικής καταγωγής και
προέταξε, ως κυρίαρχα κριτήρια, τις ατομικές εγκληματικές ικανότητες και την
προσωπική στάση ζωής του καθενός. Το νέο αίμα άρχισε να προέρχεται σχεδόν
αποκλειστικά από αμερικανικές πηγές, ιδίως από τις ομάδες των νεαρών
παραβατών που μεγάλωναν σε γειτονιές που κυριαρχούνταν από τη Mafia και
είχαν ως πρότυπά τους, τους «φτιαγμένους» μαφιόζους167. Έτσι, οι νεαροί Ιταλοί
βγήκαν από τα γκέτο τους και άρχισαν να συνεταιρίζονται με τα άλλα μέλη της
163
Βλ. Robert J. Kelly, Trapped in the Folds of Discourse – Theorizing About the Underworld, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 42 – 44.
164
Η «Επιτροπή» (“The Commission”) συστάθηκε από τους αρχηγούς των πέντε «οικογενειών»
της Νέας Υόρκης, δηλαδή από τους αρχηγούς των «οικογενειών» Bonnano, Columbo, Gambino,
Genovese και Lucchese, προκειμένου να διευθετεί ειρηνικά τις διαφορές μεταξύ τους και να
οργανώνει πιο αποτελεσματικά την αντιπαράθεσή τους με άλλες «οικογένειες», καθώς και τις
«επιχειρήσεις» τους. Βλ. αναλυτικά, David Amoruso, The Commission, Gangsters Incorporated,
http://gangstersinc.tripod.com/thecommission.html. και David Critchley, Buster, Maranzano and
the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 75.
165
Ακριβώς επειδή η συγγένεια μπορεί να βοηθήσει την συνοχή μιας «Οικογένειας», βλ. αντί
άλλων John Dickie, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ., σελ. 49 - 52.
166
Βλ. David Critchley, Buster, Maranzano and the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 52 – 53.
167
Βλ. Thomas Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 74. Εξάλλου, σύμφωνα με τον
Critchley, η ανάμιξη των εγκληματικών μορφών «παλαιάς κοπής» με τα νεότερα μέλη των
οικογενειών ήταν κυρίαρχη και ιδιαίτερα προσοδοφόρα κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.
Βλ. David Critchley, Buster, Maranzano and the Castellammare War, όπ.παρ., σελ. 70.
39
168
Για αρκετές δεκαετίες η ύπαρξη μιας ισχυρής εγκληματικής οργάνωσης, που τα δίχτυα της
απλώνονταν σ’ ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια ήταν αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης,
είτε επειδή αρκετοί επιφορτισμένοι με τη δίωξή της κρατικοί αξιωματούχοι είχαν ήδη διαφθαρεί
είτε επειδή ήταν ευκολότερη η μέθοδος του στρουθοκαμηλισμού σε σχέση με τις τεράστιες
δυσκολίες του εγχειρήματος της αντιμετώπισής της. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η προσπάθεια
υποβάθμισης των κινδύνων που εμπεριέχει το οργανωμένο έγκλημα στη δήλωση του Υπουργού
∆ικαιοσύνης της Αμερικής (1965-1967) Ramsey Clark, σύμφωνα με την οποία, «∆ε θα κάνουμε
πιο ασφαλείς τους δρόμους ή πιο ήσυχη την κοινωνία μας με την εξολόθρευση του οργανωμένου
εγκλήματος από όσο θα μπορούσαμε να κάνουμε τις θάλασσες πιο ασφαλείς από καρχαρίες
εξολοθρεύοντας ψαράκια» σε Charles Rogovin / Frederick Martens, The evil that men do, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 31. Πρβλ. A Report by the President’s
Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, The Challenge of Crime in a
Free Society, όπ.παρ, σελ. 187 – 188.
169
Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, όπ.παρ., σελ. 471 και
472.
170
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 8
επ.
171
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 1986, συνεστήθη μία ακόμη επιτροπή για τη διερεύνηση του
οργανωμένου εγκλήματος, η οποία απέρριψε τη γραφειοκρατική αντίληψη των ευρημάτων της
επιτροπής Katzenbach του 1967 και υιοθέτησε την πιο αποκεντρωμένη εκδοχή, που υποστήριζαν
οι Albini, Ianni και Abadinsky, χωρίς, όμως, να αναφερθεί στο γεγονός ότι η δομή κάθε
εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία τόσο του «γραφειοκρατικού» όσο και του
«πελατειακού» μοντέλου ερμηνείας. Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized
crime in Chicago, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 93.
40
172
Λίγο καιρό μετά την κατάθεση της αναφοράς του στην επιτροπή του Κογκρέσου για τη
διερεύνηση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική, υπό το Γερουσιαστή
McClellan, στην οποία ο Cressey συμμετείχε ως επιστημονικός σύμβουλος, άλλαξε την ορολογία
που χρησιμοποιούσε και αντί για τον όρο «συνομοσπονδία» (“Confederation”) άρχισε να
χρησιμοποιεί τον όρο «Cosa Nostra». Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the
study of organized crime, όπ.παρ., σελ. 21.
173
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
Hoover Institution Press, Stanford University, Stanford, California, 1979, σελ. 33.
174
Η επιτροπή Katzenbach, η οποία συνεστήθη ad hoc, το 1967, διαπίστωσε τη νομοθετική
ανεπάρκεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος,
το οποίο στο μεταξύ είχε λάβει γιγαντιαίες διαστάσεις. Βάσει των προτάσεων της επιτροπής
Katzenbach, εξεδόθη τελικά το 1970 ο νόμος «Organized Crime Control Act», ο οποίος περιείχε
μια σειρά σημαντικών ρυθμίσεων δικονομικού αλλά και ουσιαστικού ποινικού δικαίου, με στόχο
την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Ειδικότερα, θεσπίστηκε με ειδικές διατάξεις, που
περιλαμβάνονται σε νομοθετική πράξη, τη γνωστή ως RICO (Racketeer Influenced and Corrupt
Organizations Act), λεπτομερής περιγραφή αξιόποινων συμπεριφορών, που τιμωρούνται
ιδιαίτερα, ως εκφάνσεις της ειδικής υποστάσεως της οργανωμένης εγκληματικότητας, ενώ
τυποποιήθηκε για πρώτη φορά η «οργάνωση παράνομης επιχείρησης» (“racketeering”), πράξη
για την οποία απειλούνταν ποινές φυλάκισης έως και 20 χρόνων. Περαιτέρω, ενδυνάμωσε το
ποινικό οπλοστάσιο της πολιτείας κατά των οργανωμένων εγκληματιών και με τις προβλέψεις του
για τη συνάφεια και τη δυνατότητα χρήσης, ως νόμιμων στοιχείων ενώπιον του δικαστηρίου,
διαφόρων μαγνητοφωνημένων συνομιλιών ενώ, παρείχε και τη δυνατότητα αμνηστίας και ένταξης
στο απολύτως επιτυχές Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων σε όσους συνεργάζονταν με τις
αρχές. Η νομοθετική πράξη RICO συμπληρώθηκε το 1984 με τις περί δημεύσεως σχετικές
διατάξεις, που προβλέπονται στο νόμο “Comprehensive Crime Control Act”. Για τις προτάσεις της
Επιτροπής βλ. αναλυτικά, A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 200 – 209. Για
τα βραχυπρόθεσμα, αλλά και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της επιτροπή Katzenbach, βλ.
ιδίως, Laurie Robinson (ed), Symposium on the 30th Anniversary of the President's Commission
on Law Enforcement and Administration of Justice (19-21 June 1997, Washinghton D.C.), The
Challenge of Crime in a Free Society: Looking Back Looking Forward, U.S. Department of
Justice, 1998, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.ncjrs.govpdffiles1nij170029.pdf, σελ. 1 – 180.
175
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193 – 195.
176
Ibid, σελ. 192.
41
177
Ibid, σελ. 193.
178
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193.
179
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 10.
180
Ένας αριθμός από βιογραφίες πρώην μαφιόζων, που έχουν εκδοθεί στην Αμερική, καθώς και
καταθέσεις μαφιόζων σε σχετικές δίκες, επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές αυτό το οργανωτικό
μοντέλο του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική. Βλ. Charles Rogovin / Frederick Martens,
The evil that men do, όπ.παρ., σελ. 32 – 34.
181
Εξάλλου, εκτός της επίσημης οργανωτικής δομής ήταν και οι θέσεις του «∆ιαφθορέα»
(“Corrupter”) και του «Επιβάλλοντος» (“Enforcer”), θέσεις απαραίτητες για δύο ζωτικής σημασίας
λειτουργίες της εγκληματικής οργάνωσης, αφενός, της διαφθοράς και αφετέρου, της επιβολής
πειθαρχίας. Σύμφωνα με την Αναφορά της Επιροπής Katzenbach, «με το να συμπεριλάβει τις
θέσεις αυτές στο πλαίσιο της οργανωτικής του δομής κάθε εγκληματικό καρτέλ ή οικογένεια εκτός
από επιχείρηση γίνεται επίσης κυβέρνηση». Βλ. A Report by the President’s Commission on Law
42
Enforcement and Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ,
σελ. 193.
182
Κάποιοι «Λοχαγοί» αναλάμβαναν τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του «Ενδιάμεσου» (“Buffer”), ο
οποίος φρόντιζε να διακινούνται όλες οι εντολές, οι πληροφορίες και τα χρήματα μεταξύ των
ανώτατων και των κατώτατων κλιμακίων της οργάνωσης. Ενώ, κάποιοι άλλοι ήταν αρχηγοί μιας
επιχειρησιακής μονάδας. Η θέση αυτή ήταν ανάλογη με τη θέση ενός διευθυντή εργασίας ή ενός
διευθυντή πωλήσεων. Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 193.
183
Ibid.
184
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του John Morrissey, ο οποίος εξαιτίας της
«προστασίας» που παρείχε στον Tammany Hall, τον οποίο υποστήριζαν οι συμπατριώτες του
Ιρλανδοί ψηφοφόροι, κατάφερε να εκλεγεί Γερουσιαστής στη Νέα Υόρκη, όπως επίσης και
αντιπρόσωπος στο Αμερικανικό Κογκρέσσο. Μ’ αυτές τις θέσεις που κατέλαβε ήταν πλέον σε
θέση να καλύπτει με πολιτική προστασία τις δικές του οργανωμένες εγκληματικές
δραστηριότητες. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a legend, όπ.παρ., σελ. 186
– 189.
185
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
43
186
Βλ. αντί άλλων, Gennaro Vito / Jeffrey Maahs / Ronald Holmes, Criminology – Theory,
Research and Policy, (2nd edition), Jones & Bartlett Publishers Inc., Ontario, London, 2007, σελ.
408.
187
Βλ. σχετικά, το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τη σύνδεση της ανομίας με την εγκληματικότητα
σε Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία – Η Γέννηση της Φυλακής, (μετάφραση Κ. Χατζηδήμου
– Ι. Ράλλη), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 340 επ., ιδίως σελ. 359 – 365.
188
Βλ. αντί άλλων, Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 190 – 191 και
Gennaro Vito / Jeffrey Maahs / Ronald Holmes, Criminology – Theory, Research and Policy,
όπ.παρ., σελ. 408.
44
189
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 368, όπου αναφέρεται και το
γεγονός ότι η συγκεκριμένη τάση εκτροπής της ανομίας προς επωφελείς για την εξουσία διόδους
έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την εποχή της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία και την
κατάκτηση της εξουσίας από το Λουδοβίκο Ναπολέοντα.
190
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η δράση του Al Capone κατά
τη δεκαετία του ’20 στο Σικάγο, ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί για τη διάλυση των απεργιών και τη
δολοφονία πρωτοπόρων εργατών της εποχής διασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την
μακροημέρευση των «επιχειρηματικών» του δραστηριοτήτων. Για περισσότερα στοιχεία τόσο για
τη δράση του Al Capone όσο και για τη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία και τη δικαιοσύνη, βλ.
ενδεικτικά Frank Pearce, Crimes of the powerful, όπ.παρ., σελ. 129 επ.
191
Η Κεϋνσιανή θεωρία ή αλλιώς κεϋνσιανισμός αποτελεί μια μακροοικονομική θεωρία, η οποία
βασίζεται στις αντιλήψεις του Άγγλου οικονομολόγου John Maynard Keynes. Σύμφωνα με αυτή τη
θεωρία, οι αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα ορισμένες φορές οδηγούν σε ανεπαρκή
μακροοικονομικά αποτελέσματα και για το λόγο αυτό, προτείνει την ενεργή ανταπόκριση από το
δημόσιο τομέα. Η ανταπόκριση αυτή συμπεριλαμβάνει τόσο πράξεις νομισματικής πολιτικής από
την κεντρική τράπεζα όσο και κινήσεις δημοσιονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση που ως
στόχο θα έχουν τη σταθεροποίηση της εξόδου από τον οικονομικό κύκλο. Οι θεωρίες που
μορφοποίησαν τη βάση της οικονομικής αντίληψης του Keynes παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά
στο βιβλίο του “The General Theory of Employment, Interest and Money”, το οποίο δημοσιεύθηκε
το 1936. Βλ. συνοπτικά, Wikipedia, Keynesian economics,
http://en.wikipedia.org/wiki/Keynesian_economics
45
Ο όρος «Τριάδα» (“Triad”)195 δόθηκε από την κυβέρνηση του Χόνγκ Κονγκ
σε κινέζικες «μυστικές κοινωνίες»196, εξαιτίας του τριγωνικού συμβόλου197 που
192
Για τις διαδικασίες της νεωτερικότητας και τη σχέση που είχαν με την αναγκαστική μετάλλαξη
του οργανωμένου εγκλήματος τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις υπό ανάπτυξη χώρες βλ.
John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 86 – 93.
193
∆εν είναι τυχαίο ότι η ηλικία των σικελών μαφιόζων, που οδηγήθηκαν σε δίκες κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του ’60 ήταν όλο και μεγαλύτερη, κάτι που συμβολικά υπογράμμιζε τη σταδιακή
γήρανση της Mafia εκείνης της περιόδου.
194
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
246 – 247.
195
Σύμφωνα με τον Kong Chu, ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν ευρέως από τα μέσα του 19ου
αιώνα, ενώ η πατρότητά του αποδίδεται στον Dr William Milne, ο οποίος τον χρησιμοποίησε σε
εργασία του για τις κινέζικες μυστικές εταιρείες το 1821. Σύμφωνα με τον μύθο των Σαολίν, η
ονομασία «Τριάδες» υιοθετήθηκε επειδή η Τριάδα “Tiandihui” ιδρύθηκε σε τοποθεσία κοντά στους
Τρεις Ποταμούς. Βλ. αναλυτικά και για άλλες εκδοχές, Yiu Kong Chu, The Triads as Business,
Routledge, London, 2000, σελ. 13.
46
196
Σύμφωνα με την Pan, οι «μυστικές κοινωνίες» (“secret societies”) αποτελούν ενδημικό
φαινόμενο στην Κίνα. Βλ. Lynn Pan, Sons of the Yellow Emperor: A History of the Chinese
Diaspora, Kodasha America Inc, New York, 1994, σελ. 338.
197
Το σύμβολο αυτό είναι ο κινέζικος χαρακτήρας “hung” εγκλεισμένος σε ένα τρίγωνο και
αντιπροσωπεύει την ένωση του ουρανού, της γης και του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό οι Τριάδες
ακόμη και σήμερα αποκαλούνται «Κοινωνία του Hung» (“Hung Society”) ή «Κοινωνία του
Ουρανού και της Γης» (“Heaven and Earth Society”). Βλ. Carlo DeVito, Triads, στην του ιδίου
(ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc.,
New York, 2005, σελ. 314.
198
Βλ. Wikipedia, Triad (underground Society),
http://en.wikipedia.org/wiki/Triad_%28underground_society%29.
199
Βλ. James J. McKenna Jr., Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 206 και John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, Transanational Organized Crime in a Shrinking World, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 214. Για τις ευνοϊκές, για την
περαιτέρω εξάπλωση του κινεζικού οργανωμένου εγκλήματος, εξελίξεις, που ακολούθησαν μετά
την αλλαγή του καθεστώτος στο Χονγκ Κονγκ το 1997 βλ. Bertil Lintner, Chinese Organized
Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, ιδίως σελ. 90 – 96 και Ming Xia, Assessing and
Explaining the Resurgence of China’s Underworld, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 151 –
175. Ειδικά για τον τρόπο που λειτουργεί η βία και η «έντιμη» συμπεριφορά στις εγκληματικές
οργανώσεις εθνικής αναφοράς, βλ. Jana Arsovska / Mark Craig, “Honourable” Behaviour and the
Conceptualisation of Violence in Ethnic-Based Organised Crime Groups: An Examination of the
Albanian Kanun and the Code of the Chinese Triads, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 214 –
246.
200
Η ιστορία των Τριάδων αποτελεί μια μείξη μύθου και πραγματικότητας. Υποτίθεται ότι
δημιουργήθηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα από μια ομάδα Σαολίν μοναχών, με σκοπό να
ανατρέψουν την αλλοδαπή δυναστεία των Τσινγκ και να παλλινορθώσουν την κινέζικη δυναστεία
των Μινγκ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο αυτοκράτορας Kangxi (1622-1722) στρατολόγησε 128
Σαολίν μοναχούς για να καταστείλει την επανάσταση των Xilu, οι σύμβουλοί του, όμως, του
πρότειναν να καταστρέψει το Ναό των Σαολίν, γιατί πίστευαν ότι οι Σαολίν μοναχοί θα
στρέφονταν εναντίον του. Έτσι, ο αυτοκράτορας διέταξε να καεί εκ θεμελίων ο Ναός τους. Από τη
φωτιά διασώθηκαν μόνο πέντε άτομα οι «Πέντε Πρόγονοι» (“Five Ancestors”) των σύγχρονων
Τριάδων. Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 11 και Carlo DeVito, Triads,
όπ.παρ., σελ. 314.
201
Οι Τσινγκ, ως Ματζουριανοί, θεωρούνταν ως εισβολείς από τον ντόπιο πληθυσμό. Βλ.
Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ.
202
Η δυναστεία των Μινγκ βασίλευσε στην Κίνα από το 1368 έως το 1644. Ηττήθηκε από τους
Μαντσού, οι οποίοι ίδρυσαν τη δυναστεί των Τσίνγκ. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Ming Dynasty,
http://en.wikipedia.org/wiki/Ming_Dynasty.
47
∆ημοκρατίας της Κίνας, το 1911, το κίνημα των Τριάδων συνεχίστηκε, όχι, όμως,
πλέον ως πολιτικό, πατριωτικό κίνημα, αλλά ως κέλυφος για την επιδίωξη
οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Εντούτοις, οι σχέσεις των
Τριάδων με τη νέα κυβέρνηση ήταν πολύ στενές. Ενδεικτικό αυτής της
συνεργασίας είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση, κατά τη δεκαετία του ’30,
χρησιμοποιούσε ανοιχτά τις Τριάδες για τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων
και τη φίμωση των κομμουνιστών ενώ, κατά τη δεκαετία του ’40 η σχέση αυτή
έγινε τόσο στενή που κυβερνητικοί αξιωματούχοι έφτασαν στο σημείο να ιδρύουν
νέες Τριάδες, όπως ήταν, για παράδειγμα η 14Κ203, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν τους κομμουνιστές πιο αποτελεσματικά204. Στη συνέχεια, η
Κομμουνιστική Επανάσταση στην ενδοχώρα της Κίνας εξανάγκασε, κατά το έτος
1949, αρκετά μέλη των Τριάδων να καταφύγουν στο Χονγκ Κονγκ. Τα σκληρά
μέτρα της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ στα τέλη της δεκαετίας του ’50,
εξανάγκασαν τις Τριάδες να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ μέχρι το 1967, όταν
η τεράστια οικονομική άνθηση του Χονγκ Κονγκ, σε συνδυασμό με τις πολιτικές
αναταραχές, οι οποίες απασχολούσαν κατεξοχήν την αστυνομία, έδωσαν τη
δυνατότητα στις Τριάδες να επανέλθουν δριμύτερες στο εγκληματικό προσκήνιο.
Τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τη δεκαετία του ’70 με σκοπό τον
περιορισμό της διαφθοράς205, ανάγκασαν τις Τριάδες σε προσαρμογή206 και
αλλαγή πλεύσης. Έτσι, σύμφωνα με τους Broadhurst και King Wa207, οι στόχοι
τους έγιναν πιο «επιχειρηματικοί» (“corporatised”)208 και άρχισαν να
απομακρύνονται από το παραδοσιακό αρπακτικό έγκλημα δρόμου, την εκβίαση
και τη διακίνηση ναρκωτικών, κινούμενοι προς την κατεύθυνση των «γκρίζων»209
203
Η 14Κ ιδρύθηκε από τον Στρατηγό της Kuomintang Kot Sio Wong και πήρε το όνομά της από
τη διέθυνση του πρώτου αρχηγείου της στο Guangzhou. Βλ. Bertil Lintner, Chinese Organised
Crime, όπ.παρ., σελ. 88.
204
Βλ. Bertil Lintner, Chinese Organised Crime, όπ.παρ., σελ. 88.
205
Βλ. αναλυτικά, T. Wing Lo, Minimizing crime and corruption in Hong Kong, στο Roy Godson
(ed), Menace to Society: Political – Criminal Collaboration Around the World, Transaction
Publishers, New Jersey, 2003, σελ. 231 – 256.
206
Βλ. Howard Aldrich / Martin Ruef, Organizations Evolving, (2nd edition), Sage Publications,
London, 2006, σελ. 132 – 155.
207
Βλ. Roderic Broadhurst / Lee King Wa, The Transformation of Triad “Dark Societies” in Hong
Kong: The impact of Law Enforcement, Socio-Economic and Political Change, Security
Challenges, vol. 5, no. 4, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.securitychallenges.org.au/ArticlePDFs/vol5no4BroadhurstandLee.pdf, σελ. 2.
208
Βλ. Yiu Kong Chu, Hong Kong Triads After 1997, Trends in Organized Crime, vol. 8, no. 3,
2005, σελ. 5 – 12 και Ko-Lin Chin, Heijin: Organized Crime, Business and Politics in Taiwan, M.
E. Sharpe, Armonk, London, 2003, σελ. 63 επ.
209
Ο όρος «γκρίζες» επιχειρηματικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται με την έννοια την ανάμιξης
νόμιμου και παράνομου εμπορίου σε έναν συγκλίνοντα κόσμο. Για τις «συμβιωτικές» σχέσεις που
48
αναπτύσοονται μεταξύ νόμιμου και παράνομου κόσμου βλ. ιδίως, την έρευνα στις εγκληματικές
καριέρες 1623 υπόπτων για εμπλοκή σε 120 υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος των Edward
Kleemans / Henk Van de Bunt, Organised crime, occupations and opportunity, Global Crime, vol.
9, no. 3, 2008, σελ. 185 – 197, ιδίως σελ. 195. Βλ. επίσης, Federico Varese, The Camorra closely
observed, όπ.παρ., σελ. 263 – 266 και Antonius Johannes Gerhardus Tijhuis, Transnational
Crime and the Interface between Legal and Illegal Actors: The Case of the Illicit Art and
Antiquities Trade, Wolf Legal Publishers, Nijmegen, 2006, σελ. 15 – 110.
210
Εκτός από τα καθαρά κατασταλτικά μέτρα έχουν ληφθεί, επίσης, σοβαρές πρωτοβουλίες, οι
οποίες κινούνται σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, στο πλαίσιο του «Σχεδίου για την
Αποκήρυξη των Τριάδων» (“Triad Renunciation Scheme”). Βλ. αναλυτικά, Ahmed Shafiqul
Huque, Renunciation, De-Stigmatisation and Prevention of Crime in Hong Kong, The Howard
Journal of Criminal Justice, vol. 33, no. 4, 1994, σελ. 338 – 351.
211
Σύμφωνα με τον Morgan, στις 8 Ιανουαρίου 1845, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την
εκχώρηση του Χονγκ Κονγκ στη Μεγάλη Βρετανία, το πρώτο διάταγμα που επιβλήθηκε
αφορούσε την καταστολή των Τριάδων και των άλλων μυστικών κοινωνιών, βλ. W. P. Morgan,
Triad Societies in Hong Kong, Hong Kong Government Press, Hong Kong, 1960, σελ. 59.
212
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι, σε αντίθεση με τη Mafia και την Cosa Nostra, τα
περισσότερα μέλη των Τριάδων δεν είναι εγκληματικά ενεργά. Έτσι, για παράδειγμα, τα μέλη μιας
Τριάδας μπορεί να ανέρχονται σε 20.000, αλλά από αυτά μόνο τα 2.000 να είναι εγκληματικά
ενεργά. Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 314.
213
Βλ. ιδίως, Letizia Paoli, The Paradoxes of Organized Crime, Crime, Law and Social Change,
vol. 37, no. 1, 2002, ιδίως σελ. 52 και 63.
214
Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
215
Βλ. Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ.
216
Εντούτοις τα κέρδη κινούνται από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας
με τη μορφή χρηματικών και άλλων δώρων. Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
217
Οι «μεγάλοι αδελφοί» παρέχουν εργασία, προστασία και συμβουλές στους «μικρότερους
αδελφούς», οι οποίοι με τη σειρά τους παρέχουν ως αντάλλαγμα νομιμοφροσύνη, υποστήριξη και
49
χρήματα. Βλ. Carlo DeVito, Triad Organization, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 315
– 316.
218
Βλ. ιδίως, W. P. Morgan, Triad Societies in Hong Kong, όπ.παρ., σελ. 95 επ. και Yiu Kong
Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 22 – 40.
219
Όλες οι θέσεις ξεκινούν από τον αριθμό 4, ο οποίος αντιπροσωπεύει τους 4 ωκεανούς που
υποτίθεται ότι περικύκλωναν την Κίνα κατά τα αρχαία χρόνια και ως εκ τούτου σημαίνει το
σύμπαν. Ο αρχηγός δηλώνεται με τον αριθμό 489, μία σειρά θέσεων ακριβώς κάτω από τον
Αρχηγό δηλώνεται με τον αριθμό 438, οι λοχαγοί της οργάνωσης δηλώνονται με τον αριθμό 426
(στην ίδια ιεραρχικά σειρά επίσης βρίσκονται και αξιωματούχοι που εκτελούν διοικητικές
λειτουργίες και χαρακτηρίζονται από τον αριθμό 415 και οι αγγελιοφόροι της οργάνωσης που
φέρουν τον αριθμό 432). Τα απλά μέλη της οργάνωσης δηλώνονται με τον αριθμό 49. Ο αριθμός
25, τέλος, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν κατάσκοπο ή κεκαλυμμένα δρώντα αστυνομικό.
Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Triad (underground Society), όπ.παρ. και Carlo DeVito, Triad
Organization, όπ.παρ., σελ. 316.
220
Το τελετουργικό μύησης, σύμφωνα με τον DeVito, πριν 20 χρόνια διαρκούσε 6 περίπου ώρες,
αλλά οι τελετές αυτές πλέον διαρκούν περίπου 15 λεπτά. Για το τελετουργικό μύησης των
Τριάδων, βλ. αναλυτικά, Carlo DeVito, Triad Initiation Ceremonies, στην του ιδίου (ed), The
encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York,
2005, σελ. 316 – 317. Το γεγονός ότι έχει εκλείψει πλέον σε μεγάλο βαθμό ο πατριωτισμός και το
ιδιαίτερο τελετουργικό μύησης έχει αντικατασταθεί από έναν απλοποιημένο συμβολισμό, τείνει να
50
εξαλείψει τις διαφορές ανάμεσα στις καθημερινές δρατηριότητες των Τριάδων σε σχέση με αυτές
νεανικών συμμοριών ή των συμμοριών του δρόμου. Βλ. Kin-Wa Lee / Roderic Girth Broadhurst /
Philip Beh, Triad-related homicides in Hong Kong, Forensic Science International, vol. 162, no. 1-
3, 2006, σελ. 183.
221
Για μια πλήρη λίστα των 36 όρκων βλ. αντί άλλων, Bertil Lintner, Blood Brothers: the Criminal
Underworld of Asia, Palgrave Macmillan, New York, 2003, σελ. 388 – 391 και Carlo DeVito, The
36 Oaths, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime
Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 317 – 319.
222
Εξάλλου, από τη στιγμή που σύμφωνα με τους κανόνες των Τριάδων τα μέλη τους είναι
υποχρεωμένα να αλληλοβοηθούνται, τα θύματά τους είναι κατεξοχήν μη μέλη των Τριάδων. Έτσι,
για να αποφύγει τη θυματοποίησή της μια οργάνωση που δεν ανήκει στις Τριάδες μπορεί να
εξαναγκαστεί να μετατραπεί σε Τριάδα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «τριαδοποίηση»
(“triadisation”). Βλ. αναλυτικά, Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 19 – 21. Η
«τριαδοποίηση» αιτιολογεί, επίσης, και την εμπλοκή αρκετών ατόμων με τις Τριάδες. Βλ. W. P.
Morgan, Triad Societies in Hong Kong, όπ.παρ., σελ. 67 και 89.
223
Βλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315.
224
Για την τάση να κυριαρχήσει στην συγκεκριμένη περιοχή το εμπόριο μεταμφεταμινών σε
σχέση με το εμπόριο ηρωίνης, βλ. Ιδίως, Ko-Lin Chin, The golden triangle: inside Southeast
Asia’s drug trade, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009, σελ. 132 επ.
225
Σύμφωνα με τον Kong Chu, μετά από επανειλημμένες συμπλοκές για τον έλεγχο περιοχών, το
1909 ο Yung Yee Tong, αρχηγός κάποιας από τις εμπλεκόμενες εγκληματικές οργανώσεις,
πρότεινε την ενοποίηση όλων των τοπικών οργανώσεων. Κατά τη συνάντηση αυτή τα μέλη
συμφώνησαν να συμμαχήσουν, προκειμένου να αποφύγουν την προσφυγή στη βία για την
επίλυση των διαφορών τους και για να δηλώσουν την απόφασή τους αυτή αποφάσισαν να
προσθέσουν τη λέξη “Wo” («ειρήνη») πριν από το όνομα της καθεμιάς οργάνωσης. Με τον τρόπο
αυτό σχηματίστηκε η πρώτη συνομοσπονδία Τριάδων. Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as
Business, όπ.παρ., σελ. 18.
51
226
Πρβλ. Carlo DeVito, Triads, όπ.παρ., σελ. 315, σύμφωνα με τον οποίο, στο Χονγκ Κονγκ
υπάρχουν 50 Τριάδες με τουλάχιστον 80.000 μέλη συνολικά, εκ των οποίων οι 15 είναι
εγκληματικά ενεργές.
227
Βλ. James J. McKenna Jr., Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
όπ.παρ., σελ. 206.
228
Ειδικά για τα κινέζικα οργανωμένα δίκτυα προώθησης παράνομων μεταναστών στη Βρετανία,
η δράση των οποίων έγινε αισθητή ιδίως από το 2000 και εντεύθεν, βλ. Daniel Silverstone, From
Triads to snakeheads: organised crime and illegal migration within Britain’s Chinese community,
Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 93 – 11.
229
Βλ. James J. McKenna Jr, Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
όπ.παρ., σελ. 206 – 213 και ιδιαίτερα τον πίνακα με τις γνωστές Τριάδες στη σελ. 208 και
Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 247.
230
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά το έτος 1994, οι Κινέζοι ήταν υπεύθυνοι για
περίπου 4.500 υποθέσεις εγκλημάτων στην Ιαπωνία, δηλαδή για το 40% των εγκλημάτων που
είχαν διαπράξει εκείνη τη χρονιά αλλοδαποί στην Ιαπωνία. Βλ. John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, όπ.παρ., σελ. 215 και 218.
52
διαχείριση πάρκινγκ ενώ, τέλος, θεωρείται ότι ελέγχουν περίπου και το 80-90%
της εγχώριας βιομηχανίας του κινηματογράφου231.
Οι “Tongs” δημιουργήθηκαν, αρχικά, ως εταιρείες αμοιβαίας
αλληλοβοήθειας, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες καταπίεσης που βίωνε
η πλειοψηφία των Κινέζων μεταναστών στις χώρες της ∆ύσης. Οι Tongs
στρατολόγησαν, στη συνέχεια, οπλισμένους άνδρες για να εξασφαλίσουν την
ασφάλεια των καταγωγίων, των καπνιστηρίων οπίου και των πορνείων των
«Chinatowns»232 και μετατράπηκαν με τον τρόπο αυτό, σε εγκληματικές
οργανώσεις. Οι Tongs, σήμερα, αποτελούν ένα είδος συνεταιρισμού εταιριών, με
αποτέλεσμα ορισμένες από αυτές να είναι καθ’ όλα νόμιμες οργανώσεις
επιχειρήσεων (που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν ανάμεσα στα μέλη
τους και κάποιους εγκληματίες) ενώ, άλλες να είναι αποκλειστικά εγκληματικές
οργανώσεις και να έχουν άμεσους δεσμούς και συνεργασία με τις Τριάδες233.
Η δράση των Tongs στην Αμερική, για παράδειγμα, ξεκίνησε στα τέλη του
ου
19 αιώνα234. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα τα μέλη των Tongs
231
Βλ. Yiu Kong Chu, The Triads as Business, όπ.παρ., σελ. 7 – 8.
232
Ο Sellin ανέλυσε με όρους πολιτισμικής σύγκρουσης, ανάμεσα στους πολιτισμικούς κώδικες
της Ανατολής και της ∆ύσης, την εγκληματικότητα των Ανατολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και
υπό αυτό το πρίσμα εξήγησε και τη μετεξέλιξη των οργανώσεων χωρικών σε “tongs”, «που
εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες, ειδικότερα στην ανηθικότητα και τα ναρκωτικά».
Βλ. Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και έγκλημα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-
∆ασκαλάκη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2003, σελ. 101 επ.
233
Σύμφωνα με τον Davidson, το ασιατικό οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική λειτουργεί σε
πέντε τουλάχιστον επίπεδα: 1) Το πρώτο επίπεδο συμπεριλαμβάνει τις διεθνείς ασιατικές
εγκληματικές οργανώσεις (κατά κύριο λόγο τις Τριάδες), 2) Το δεύτερο επίπεδο αφορά τις
εγχώριες Tongs, οι οποίες είναι εγκληματικά επηρεασμένες από τις Τριάδες και συνάπτουν με
αυτές συμφωνίες για ακατέργαστη ηρωίνη σε μια βάση «ανά επιχείρηση», 3) Το τρίτο επίπεδο
αφορά τη διανομή της ηρωίνης από τις εγκληματικές Tongs στις ασιατικές συμμορίες δρόμου, 4)
Στο τέταρτο επίπεδο, η διακίνηση της ηρωίνης φθάνει σε άλλες εθνικές οργανωμένες
εγκληματικές ομάδες και στο 5) λαμβάνει χώρα η τοπική διακίνηση. Βλ. Robert Davidson, Asian
Gangs and Asian Organized Crime in Chicago, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand
Oaks, 1997, σελ. 109 – 114.
Ειδικά για το προφίλ των ατόμων που συμμετέχουν στις συμμορίες δρόμου, τα δομικά τους
χαρακτηριστικά, το μέγεθος, την εσωτερική πειθαρχία, τις λειτουργίες και τις σχέσεις που
αναπτύσσουν με τις εγκληματικές οργανώσεις, βλ. Ko-Lin Chin, Gang Characteristics, στο Sue
Mahan / Katherine O’ Neil (eds), Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage
Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. 57 – 83.
Στην πραγματικότητα, οι Ασιατικές ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική
λειτουργούν ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα και στις
εγχώριες συμμορίες δρόμου. Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη ότι αυτή η τάση μπορεί να
οδηγήσει από τη μια μεριά, στην μείωση της δύναμης των συνδυασμένων οργανωμένων
ασιατικών εγκληματικών ομάδων και των συμμοριών δρόμου και από την άλλη, στην ανάπτυξη
μιας εγκληματικής οργάνωσης με διεθνή και συνολική εμπειρία. Βλ. John Dombrink / John Huey –
Long Song, Hong Kong after 1997, όπ.παρ., σελ. 218.
234
Η πρώτη Tong στην Αμερική ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1874. Βλ. Carlo DeVito, Tongs –
Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New York, στην του ιδίου (ed), The
53
encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York,
2005, σελ. 309.
235
Βλ. Carlo DeVito, Tongs – Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New York,
όπ.παρ., σελ. 309.
236
Ibid.
237
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους εξαθλιωμένους μετανάστες από το Βιετνάμ (το πρώτο
«κύμμα» έφθασε στην Αμερική το 1975, ενώ κατά τη δεκαετία του ’80 εκδηλώθηκε και ένα
δεύτερο κύμμα μετανάστευσης), οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις, μετά τη βαναυσότητα και την
απόλυτη ένδεια που είχαν βιώσει στη χώρα καταγωγής τους, και την αδιαφορία έως και
εχθρότητα που συνάντησαν στις ΗΠΑ, ενεπλάκησαν με τις εγκληματικές δραστηριότητες. Βλ.
αναλυτικά, Ken Sanz / Ira Silverman, The evolution and future direction of Southeast Asian
criminal organizations, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 220 –
226.
238
Βλ. Carlo DeVito, Tom Lee and the On Leong Tong, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 310.
54
5. Η Ιαπωνική Yakuza
239
Βλ. την εξαιρετική σχετική ανάλυση του Jeffrey Scott McIllwain, Organizing Crime in
Chinatown: Race and Racketeering in New York City, 1890-1910, McFarland and Company,
North Carolina 2004, σελ. 60 επ.
240
Ibid.
241
Μια έρευνα πάνω σ’ αυτό το θέμα σε ένα δείγμα 603 Κινέζικων επιχειρήσεων στη Νέα Υόρκη
έδειξε ότι το 55% αυτών υπήρξαν θύματα εκβιασμού. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 186 – 187, όπου, επίσης αναφέρονται αναλυτικά και οι τέσσερις
διαφορετικοί τύποι εκβιασμού, που προέκυψαν από τη μελέτη των στοιχείων, με τα αντίστοιχα
στον καθένα ποσοστά θυματοποίησης.
242
Τα μεγάλα Ιαπωνικά εγκληματικά συνδικάτα λειτουργούν με έναν τρόπο ανάλογο με το
“franchise” («άδεια για παροχή υπηρεσιών ή πώληση αγαθών υπό συγκεκριμένο όνομα») ή το
φεουδαρχικό σύστημα. Οι συμμορίες πληρώνουν κάποιο ποσό κάθε μήνα για να ανήκουν στο
συνδικάτο και εκμεταλλεύονται τη συλλογική εικόνα της οργάνωσης. Παρότι οι οργανώσεις-μέλη
είναι υποχρεωμένες να υπακούουν στους κανόνες και τις κατευθύνσεις που θέτει η επικεφαλής
οργάνωση, εντούτοις, έχουν αυτονομία όσον αφορά τη δικιά τους οικονομική δραστηριότητα
εντός της περιοχής τους. Οι συμμορίες μπορούν είτε να εξαναγκαστούν να συμμετάσχουν είτε να
το επιλέξουν εθελοντικά, αλλά, συνήθως, συγκροτούνται στο εσωτερικό των συνδικάτων, όταν τα
μέλη τους έχουν στρατολογήσει ικανό αριθμό ατόμων που τους επιτρέπει να σχηματίσουν μια
ξεχωριστή υποομάδα στο εσωτερικό του συνδικάτου. Βλ. Peter Hill, The Japanese Mafia:
Yakuza, Law, and the State, Oxford University Press, Oxford, 2003, σελ. 18, Carlo DeVito,
Boryokundan, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά
Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 35 και Masayuki Tamura, The Yakuza
55
and Amphetamine Abuse in Japan, στο Harold Traver / Mark Gaylord (eds), Drugs, Law and the
State, Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1992, σελ. 99.
243
Οι αστυνομικές αρχές αναφέρονται στη “Yakuza” ως “Boryokundan”, που σημαίνει «οι βίαιοι».
Βλ. Carlo DeVito, Boryokundan, όπ.παρ., σελ. 34.
244
Βλ. Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
Southern Illinois University Press, Illinois, 1997, σελ. 33.
245
Για την εσωτερική δομή της Yakuza, βλ. αναλυτικά, David Harold Stark, The Yakuza:
Japanese crime incorporated, University of Michingan Press, Michingan, 1981, σελ. 62 επ.,
Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, series: Criminal Justice Illuminated,
Jones and Bartlett Publishers Inc., Sudbury, 2007, σελ. 120 και Carlo DeVito, Yakuza, στην του
ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File
Inc., New York, 2005, σελ. 343 επ., ιδίως σελ. 347.
246
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
247
Σύμφωνα με το άρθρο 725 του Αστικού Κώδικα των Meiji οι συγγενείς χωρίζονταν γενικά σε
τέσσερις τάξεις: 1) τους εξ αίματος (“ketsusoku”), 2) τους «ημίαιμους» (“jun-ketsu-zoku”), 3) τις
συζύγους (“haigū-sha”) και 4) τους εξ αγχιστείας (“inzoku”). Ως «ημίαιμες» (“quasi-blood”) σχέσεις
χαρακτηρίζονταν οι σχέσεις εξ αίματος που συνέδεαν άτομα, τα οποία δεν είχαν φυσική
συγγένεια, αλλά μόνο νομική, όπως είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των θετών γονέων και
των θετών παιδιών. Βλ. Petra Schmidt, Family Law, στο Wilhelm Röhl (ed), History of Law in
Japan since 1868, Brill, Leiden, 2005, σελ. 285, υποσημ. 187.
248
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
56
249
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120.
250
Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 344 και Elmer Hubert Johnson, Criminalization and
Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts, όπ.παρ., σελ. 37.
251
1) Να μην αποκαλύψει ποτέ τα μυστικά της οργάνωσης, 2) να μην προσβάλει ποτέ τη σύζυγo
ή τα παιδιά κάποιου άλλου μέλους, 3) να μην υπεξαιρέσει χρήματα της «φυλής», 4) να μην
αποτύχει στις εντολές των ανωτέρων του, 5) να μην εμπλακεί με τα ναρκωτικά και 6) να μην
προσφύγει στο νόμο ή στην αστυνομία. Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized
Crime, όπ.παρ., σελ. 121.
Ειδικά για το όρκο της μη εμπλοκής με τα ναρκωτικά, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται
τουλάχιστον παρόδοξος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ιαπωνία είναι μάλλον σπάνια η χρήση
ναρκωτικών και παραισθησιογόνων, καθώς χρησιμοποιούνται κυρίως διεγερτικά. Η επιλογή αυτή
έχει βαθιές πολιτισμικές ρίζες και συνδέεται με την αντίληψη ότι η χρήση ναρκωτικών μπορεί να
οδηγήσει στην απώλεια της εθνικότητας, όπως συνέβη στην Κίνα κατά τη διάρκεια των Πολέμων
για το Όπιο. Εξάλλου, τα διεγερτικά θεωρούνται ως λιγότερο επικίνδυνα και η δράση τους ως
ουσιών ταιριάζει περισσότερο στο προφίλ εργασιομανών ατόμων, όπως στην πλειοψηφία τους
είναι οι Ιάπωνες. Βλ. αναλυτικά, Masayuki Tamura, The Yakuza and Amphetamine Abuse in
Japan, όπ.παρ., σελ. 103 – 104.
252
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 120 – 121.
253
Η πράξη αυτή αποτελεί ένα είδος αίτησης συγνώμης προς τον αρχηγό στον οποίο
παρουσιάζεται το αποκομμένο δάχτυλο ως μόνιμη ανάμνηση του λάθους του συγκεκριμένου
μέλους. Αυτή η μορφή τιμωρίας αποτελούσε ένα έθιμο των «χαρτοπαικτών» (“bakuto”) και
σηματοδοτούσε την αποδυνάμωση του χεριού και συνακόλουθα την ικανότητα του χειρισμού του
σπαθιού. Ibid.
57
ορισμένο χρονικό διάστημα και 4) η οριστική αφαίρεση της ιδιότητας του μέλους
(“hamon”) από οποιαδήποτε συμμορία της Yakuza.
Η πρωτοτυπία της Yakuza, σε σχέση με τις εγκληματικές οργανώσεις που
εξετάσαμε στην προηγούμενη ανάπτυξη, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν αποτελεί
μυστική οργάνωση, ένα είδος παράλληλης «μυστικής κοινωνίας», αλλά
λειτουργεί ανοιχτά, διαθέτει γραφεία ενώ, τα μέλη της μοιράζονται κοινά
αναγνωριστικά στοιχεία254, όπως είναι τα κομμένα δάχτυλα, τα tattoo,
συγκεκριμένους τρόπους ένδυσης και ομιλίας255, καθώς και τυπωμένα σημάδια
της Yakuza στις κάρτες τους, τα οποία είναι ευρέως αναγνωρίσιμα από το μέσο
Ιάπωνα.
Η σύγχρονη Yakuza προέρχεται από δύο διαφορετικούς «προγόνους»,
τους «χαρτοπαίκτες» (“bakuto”) και τους «περιοδεύοντες μικροπωλητές»
(“tekiya”)256, αν και η ετυμολογία του γενικού όρου «Yakuza», έχει μία καθαρά
χαρτοπαικτική προέλευση, καθώς αναφέρεται σε έναν «χαμένο γύρο» (“losing
hand”) ενός ιαπωνικού παιχνιδιού με χαρτιά (ya, οκτώ, ku, εννιά, sa ή za τρία)257.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου “Tokugawa” (1600 – 1867) οι ομάδες αυτές
υπέφεραν από περιοδικά κατασταλτικά ξεσπάσματα, αν και τυπικά οι αρχές
υιοθετούσαν μια πραγματιστική στάση, αφ’ ης στιγμής τις αντιμετώπιζαν ως
χρήσιμους παράγοντες κατά την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου και ως πηγές
πληροφοριών258. Περαιτέρω, οι αρχηγοί των χαρτοπαικτικών συμμοριών, πολύ
συχνά λειτουργούσαν ως μεσίτες εργατικής δύναμης για τα φιλόδοξα κυβερνητικά
254
Βλ. Georgios Antonopoulos, Yakuza, στο Frank Shanty / Patit Paban Mishra (eds), Organized
Crime – An International Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism, vol. 2, ABC-CLIO Inc.,
California, 2008, σελ. 469, Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
121, Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
όπ.παρ., σελ. 38 και Carlo DeVito, Boryokundan, όπ.παρ., σελ. 35.
255
Ο παραδοσιακός τρόπος εμφάνισης των μελών της Yakuza συνίσταται στα κολλημένα μαλλιά,
τα διαμαντένια δαχτυλίδια και τα χρυσά περικάρπια ενώ, οδηγούν, συνήθως, “Mercedes-Benz”,
εμφάνιση που τα τελευταία, όμως, χρόνια τείνει να διαφοροποιηθεί, με αποτέλεσμα οι αρχηγοί της
Yakuza να ομοιάζουν πλέον με υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων. Βλ. Peter Hill, The Changing
Face of the Yakuza, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 112 – 113.
256
Ibid, σελ. 97.
257
Σύμφωνα με τον Lafayette De Mente, το παιχνίδι αυτό ήταν παρόμοιο με το “Blackjack”
(«21»), το νικητήριο, όμως, χαρτί είχε άθροισμα 19. Οι παίκτες τραβούσαν μόνο τρία φύλλα και
κέρδιζε όποιος είχε άθροισμα πιο κοντά στο 19. Το άθροισμα yakuza (8+9+3=20) σηματοδοτούσε
τον ηττημένο. Με την υιοθέτηση του ονόματος αυτού για τους ίδιους, «οι χαρτοπαίκτες
προειδοποιούσαν κυριολεκτικά τις αρχές και κάθε άλλο άτομο για το ότι ήταν σκληροί άνδρες και
ότι “δεν σήκωναν πολλά”». Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters,
στο του ιδίου (ed), Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms That Explain The Attitudes and
Behavior of The Japanese, Tuttle Publishing, Boston, Rutland, Vermont, Tokyo, 2004, σελ. 308.
258
Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα πρώιμο παράδειγμα της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ
οργανωμένου εγκλήματος και κράτους στην Ιαπωνία. Βλ. Peter Hill, The Japanese Mafia:
Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 37.
58
259
Σύμφωνα με τον Hill, ο παραδοσιακός τίτλος για τις χαρτοπαικτικές λέσχες είναι “kashimoto”,
που σημαίνει «πηγή δανείων», κάτι που είναι ενδεικτικό για τον τρόπο που λειτουργούσαν οι
αρχηγοί των χαρτοπαικτικών συμμοριών. Ειδικότερα, από τη μια μεριά, οι οργανώσεις
αμοίβονταν με κάποιο ποσοστό από τον μισθό των εργατών, ως μεσίτες εργατικής δύναμης και
από την άλλη μεριά, οι χαρτοπαικτικές τους δραστηριότητες προσέλκυαν υποψήφιους εργάτες, οι
οποίοι μετά τη δουλειά έχαναν συνήθως και τον υπόλοιπο μισθό τους. Ταυτόχρονα, ο αρχηγός
μπορούσε να δανείσει χρήματα σε κάποιον χαρτοπαίκτη, ο οποίος, σε περίπτωση που τα έχανε,
εξαναγκάζονταν να δουλέψει ως εργάτης, για να ξεπληρώσει το δάνειο. Βλ. Peter Hill, The
Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 37 – 38.
260
Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 308.
261
Η περίοδος των Meiji εκτείνεται από το 1868 έως το 1912 και αντιπροσωπεύει το πρώτο μισό
της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Το 1866 επιτεύθηκε η συμμαχία μεταξύ των περιοχών
“Satsuma-Chōshū”. Οι αρχηγοί τους Saigō Takamori και Kido Takayoshi, αντίστοιχα,
υποστήριξαν τον Αυτοκράτορα Kōmei (πατέρα του Αυτοκράτορα Meiji) στην επιτυχή διεκδίκηση
της εξουσίας από το Σογκουνάτο των Tokugawa. Μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Kōmei, στις
30-1-1867, τον διαδέχθηκε ο γιος του Αυτοκράτορας Meiji. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε τη
μετάβαση της Ιαπωνίας από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Βλ. αντί άλλων, Wikipedia, Meiji
Restoration, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_Restoration και στην ίδια, Meiji Period,
http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_period. Για τη διαδικασία σχηματισμού του κράτους των Meiji,
εξάλλου, βλ. αναλυτικά, Eiko Maruko Siniawer, Ruffians, Yakuza, nationalists: the violent politics
of modern Japan 1860 – 1960, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009, σελ. 11 επ.
262
Βλ. αναλυτικά, Peter Hill, The Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, όπ.παρ., σελ. 40.
263
Το 1884 η κυβέρνηση των “Meiji” επέβαλε το «∆ιάταγμα για την Αντιμετώπιση των
Χαρτοπαικτικών Εγκλημάτων» (“Ordinance for the Treatment of Gambling Crimes”), το οποίο είχε
ως αποτέλεσμα μαζικές συλλήψεις χαρτοπαικτών. Ibid.
59
μέσω της παροχής «προστασίας». Την ίδια περίοδο, αρκετές οργανώσεις της
Yakuza λειτουργούσαν, επίσης, ως μεσίτες εργατικής δύναμης (“tehaishi”),
παρέχοντας εργάτες στις κατασκευαστικές εταιρίες και στις εταιρίες
δεξαμενισμού, κάτι που συντέλεσε στην τεράστια αύξηση της επιρροής του
οργανωμένου εγκλήματος σ’ αυτούς τους οικονομικούς τομείς267. Οι
προσπάθειες για έλεγχο αυτών των διευρυνόμενων και προσοδοφόρων
ευκαιριών της αγοράς οδήγησαν στο «πόλεμο των συμμοριών» των ετών 1950 –
1963.
Παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή είχαν ενεργοποιηθεί διάφοροι
νόμοι για να αναχαιτίσουν αυτό το ξέσπασμα βίας, η Yakuza σε γενικές γραμμές
γινόταν ανεκτή αφενός, λόγω της αδυναμίας της αστυνομίας και αφετέρου, λόγω
των στενών σχέσεων που είχε αναπτύξει με τους πολιτικούς268, τόσο σε τοπικό
όσο και σε εθνικό επίπεδο269. Η διαδεδομένη ανασφάλεια των κυρίαρχων ελίτ,
εξαιτίας της ανόδου του αριστερού πολιτικού ριζοσπαστισμού270, ενάντια στον
οποίο η Yakuza θεωρούνταν ως ένα αποτελεσματικότατο εργαλείο271, υπήρξε,
εξάλλου, μια σημαντική παράμετρος που δημιουργούσε επιπρόσθετα
προσκόμματα στην επιβολή του νόμου. Παράλληλα, και το γεγονός ότι οι
εγκληματικές οργανώσεις βοηθούσαν ευθέως την αστυνομία με την παροχή
κρίσιμων, για την επιτέλεση του έργου της, πληροφοριών και στη συνέχεια, αφ’
ης στιγμής κατόρθωναν να εγκαταστήσουν ένα τοπικό μονοπώλιο, τηρούσαν μια
267
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Yakuza
αριθμούσε περισσότερες από 2.000 εγκληματικές οργανώσεις στην Ιαπωνία, οι οποίες είχαν
συνολικά περισσότερα από 100.000 μέλη. Η επιρροή του οργανωμένου εγκλήματος σ’ αυτούς
τους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων διευρύνθηκε, εξάλλου, και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, κατά την περίοδο αυτή, άρχισαν να αγοράζουν μαζικά
μετοχές των συγκεκριμένων εταιριών. Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable
Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309.
268
Χαρακτηριστική περίπτωση υψηλά ιστάμενου πολιτικού που συνεργαζόταν άμεσα με τη
Yakuza, ήταν η περίπτωση του Tokutaro Kimura, ο οποίος μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου έγινε Υπουργός ∆ικαιοσύνης και στη συνέχεια, Αρχηγός Στρατού. Το άτομο που τον είχε
προτείνει για τις αυτές θέσεις ήταν ο Yoshio Kodama, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς
της Yakuza. Ως αντάλλαγμα ο Kimura χρησιμοποίησε τις θέσεις αυτές για να βοηθάει γενικά τη
Yakuza και για να επιτυγχάνει τη γρήγορη απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της. Βλ. Carlo
DeVito, Kimura Tokutaro, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime,
σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 178 – 179.
269
Βλ. Sue Mahan / Katherine O’ Neil, Discussion: The Yakuza, στο των ιδίων (eds), Beyond The
Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New
Delhi, 1998, σελ. 84.
270
Βλ. Elmer Hubert Johnson, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary Cohorts,
όπ.παρ., σελ. 32.
271
Για τη σχέση της Yakuza με τη δεξιά, βλ. ιδίως, Eiko Maruko Siniawer, Ruffians, Yakuza,
nationalists, όπ.παρ., σελ. 139 – 174.
61
272
Πρβλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309,
σύμφωνα με τον οποίο το 1978 η Yakuza αποτελούνταν περίπου 2.500 εγκληματικές
οργανώσεις, οι οποίες είχαν συνολικά περίπου από 110.000 μέλη.
273
Βλ. Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 118, σύμφωνα με
τον οποίο οι μικρότερες εγκληματικές οργανώσεις απορροφήθηκαν από τρεις μεγαλύτερες
οργανώσεις της Yakuza, την Yamaguchi-gumi, την Sumigoshi-Kai και την Ingawa-Kai, με
αποτέλεσμα πάνω από 60% των συνολικών μελών της Yakuza να ανήκουν σ’ αυτές τις
οργανώσεις.
274
Βλ. ιδίως, Kennet Szymkowaik, Sōkaiya Criminal Group and the Conflict for Corporate Power
in Postwar Japan, Asia Profile, vol. 20, no. 4, 1992, σελ. 297 – 308, του ιδίου, Sōkaiya: An
Examination of the Social and Legal Development of Japan's Corporate Extortionist, International
Journal of the Sociology of Law, vol. 22, no. 2, 1994, σελ. 123 – 143, Frank Baldwin, Sōkaiya, the
62
πληρώνουν κάποιο ποσό, είτε για να μην εισέλθει κάποιος στις ετήσιες γενικές
συνελεύσεις τους και κάνει "στενόχωρες ερωτήσεις" (κάτι που σε άλλες χώρες θα
μπορούσε να θεωρηθεί μια κανονική μετοχική συμπεριφορά)275, είτε για να
προστατέψει την εταιρία από την υποβολή τέτοιων ενοχλητικών ερωτήσεων.
Η αναμόρφωση του Ιαπωνικού Εμπορικού Κώδικα του 1982, κατάφερε να
μειώσει δραματικά αυτή την εκβιαστική δραστηριότητα της Yakuza, καθώς,
σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας, ο αριθμός των ταυτοποιημένων ως
sōkaiya μειώθηκε από 6.738 το 1982 σε 1.682 το επόμενο έτος. Θα πρέπει να
σημειωθεί, όμως, ότι η Yakuza την ίδια στιγμή μεταλλάχθηκε, καθώς στη μάχη
του εκβιασμού έριξε τα ακροδεξιά παρακλάδια που είχε δημιουργήσει, όπως
είδαμε παραπάνω. Ένα άλλο παράπλευρο αποτέλεσμα της αντι-sōkaiya
νομοθεσίας ήταν η δραματική αύξηση του “minbō”, της βίαιης δηλαδή
μεσολάβησης σε αστικής φύσεως υποθέσεις.
Η πιο συνηθισμένη χρήση του minbō στην πράξη είναι στις περιπτώσεις
τροχαίων ατυχημάτων, για τα οποία η προβλεπόμενη νομική διαδικασία στην
Ιαπωνία είναι ιδιαίτερα αργή και πολυέξοδη και είναι προς το συμφέρον των
αντιτιθέμενων μερών να προστρέξουν στη βοήθεια της Yakuza, προκειμένου να
διευθετηθεί η διαφορά τους εξωδικαστικά, εύκολα και γρήγορα. Εννοείται ότι,
κατά τη διαδικασία αυτού του τύπου επίλυσης της διαφοράς δεν έχουν τόση
σημασία τα πραγματικά περιστατικά όσο το ποιος είναι αυτός που νοίκιασε τις
υπηρεσίες της Yakuza και σε περίπτωση που και τα δύο μέρη έχουν προσφύγει
σ’ αυτή, το ποιος νοίκιασε την πιο ισχυρή οργάνωση. Άλλες εφαρμογές του
minbō αφορούν την είσπραξη οφειλών, τον οικονομικό και εταιρικό εκβιασμό και
τη «διαχείριση κρίσεων» (“crisis management”).
Παρά την παρασιτική και εγγενώς βίαιη φύση του minbō η ποινική του
δίωξη είναι σχεδόν ανέφικτη276, αφενός γιατί η Ιαπωνική ποινική νομοθεσία δεν
προβλέπει το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση -και δη στη
Idiom of Contemporary Japan, Japan Interpreter, vol. 8, no. 4, 1974, σελ. 502 – 509 και Carlo
DeVito, Ogawa Kaoru, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime,
σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 225.
275
Για τα προβλήματα στην εφαρμογή του νόμου που εγείρει ο εντελώς διαφορετικός Ιαπωνικός
πολιτισμικός κώδικας, βλ. ιδίως, Gary Fontaine / Laurence Severance, Intercultural Problem in
the Interpretation of Evidence: A Yakuza Trial, International Journal of Intercultural Relations, vol.
14, no. 2, 1990, σελ. 163 – 176.
276
Για τον τρόπο που επηρεάζει ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης περιόδου τόσο τις νομικές
ρυθμίσεις όσο και την αντίληψη των ανθρώπων για το δίκαιο και το φαινόμενο της ετερότητας των
«νομικών πολιτισμών», βλ. ευρύτερα, Γιώτας Κραβαρίτου, Σχέση ∆ικαίου και Πολιτισμού: Όψεις
της Σύγχρονης Προβληματικής, ΝοΒ, 2004, σελ. 1673 – 1694.
63
277
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ishii Susumu υπαρχηγού αρχικά και κατόπιν
αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης “Inagawa-kai”, ο οποίος μετά την απόλυσή του από τις
φυλακές το 1985, δημιούργησε μια σειρά κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων, μία εκ των οποίων, η
“Hokushō Sangyō”, μέσα σε ένα μόλις χρόνο κατάφερε να αυξήσει τον κύκλο εργασιών της από
1,48 εκατομμύρια δολάρια το 1986 σε 84,1 εκατομμύρια δολάρια. Ενώ, ασχολήθηκε και με τη
χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, με τεράστιο οικονομικό όφελος. Βλ. Peter Hill, The Changing
Face of the Yakuza, όπ.παρ., σελ. 101.
278
Βλ. Peter Hill, The Changing Face of the Yakuza, όπ.παρ., σελ. 102 – 104.
64
279
Τα αποτελέσματα, όμως, των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων έγιναν ορατά, καθώς στο
δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, ο αριθμός των εγκληματικών οργανώσεων της Yakuza έπεσε
κάτω από τις 2.000 και τα συνολικά τους μέλη μειώθηκαν στις 70.000. Εντούτοις, η ισχύς της
Yakuza και η σχέση της με την πολιτική ζωή της Ιαπωνίας παρέμεινε σημαντική. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση της Yakuza μετά τον καταστροφικό σεισμό στην
πόλη Kobe στις 17-1-1995. Σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή, η τοπική Yakuza
«κινητοποίησε τις εντυπωσιακές δυνάμεις της για να παράσχει φαγητό, ρουχισμό και άλλα είδη
πρώτης ανάγκης στις χιλιάδες των κατοίκων που είχαν χάσει τα πάντα. Τα μέσα ενημέρωσης που
κάλυψαν αυτό το ασυνήθιστο γεγονός εστίασαν στο γεγονός ότι η Yakuza ήταν μακράν πιο
αποτελεσματική από την εθνική κυβέρνηση και τις τοπικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των
πρώτων εβδομάδων που ακολούθησαν της καταστροφής, γιατί ήταν οργανωμένη. Τα μέσα
ενημέρωσης σημείωσαν, επίσης, ότι τα αντικείμενα που δώρισε η Yakuza είχαν αποκτηθεί από
ντόπιους εμπόρους και επιχειρήσεις, οι οποίοι “δεν τόλμησαν να αρνηθούν τις παρακλήσεις
τους”». Βλ. Boyé Lafayette De Mente, Jakuza: The Honorable Gangsters, όπ.παρ., σελ. 309.
65
280
Για την οργάνωση αυτή, βλ. αναλυτικά, Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 346 – 347.
281
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που τα κατασταλτικά μέτρα ελάχιστα την «άγγιξαν» σε
σύγκριση με άλλες οργανώσεις της Yakuza. Ο άλλος λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί στους
ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς του αρχηγού της με σημαντικούς πολιτικούς. Βλ. σχετικά, Stephen
Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 118.
282
Προκειμένου να αποφύγουν την επιβολή των μέτρων τα τρία μεγαλύτερα εγκληματικά
συνδικάτα της Ιαπωνίας προσπάθησαν να συγχωνευθούν εντός κάποιας νόμιμης εταιρίας
«βιτρίνας» και να εμφανιστούν ως βιομηχανικές, πολιτικές, ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις.
Έτσι, η “Yamaguchi-gumi” «μετατράπηκε» σε μη κυβερνητική φιλανθρωπική οργάνωση, την
«Εθνική Ένωση για τον Εξαγνισμό της Γης» (“National League to Purify the Land”), που ως
στόχο είχε την καταπολέμηση των ναρκωτικών! Η “Sumiyoshi-kai” μετατράπηκε σε “Hori
Enterprises” και η “Inagawa-kai” έγινε “Inagawa Industries”. Βλ. Carlo DeVito, Boryokundan,
όπ.παρ., σελ. 36. Ενώ, η “Yamaguchi-gumi” έφθασε έως του σημείου να δημοσιεύσει και να
διανείμει στα μέλη της ένα βιβλίο με τίτλο «Πώς να Αποφύγετε με επιδεξιότητα το Νόμο» (“How to
Evade the Law”)! Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 344.
Για την τάση να διεισδύσει όλα και περισσότερο η Yakuza στις νόμιμες επιχειρηματικές
δραστηριότητες βλ. και Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 123
και 128.
283
Παγκόσμιας πρωτοτυπίας είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι υπήρξαν και άτομα (μη μέλη της
Yakuza), όπως 130 δικηγόροι, καθηγητές και θρησκευτικοί λειτουργοί, που διαδήλωσαν κατά των
νόμων εναντίον της, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά ήταν αντισυνταγματικά, καθώς
παραβίαζαν το δικαίωμα στο συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία επιλογής επαγγέλματος και το
δικαίωμα στην ιδιοκτησία! Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 347.
66
284
Ο Ιάπωνας επιχειρηματίας, για παράδειγμα, Ryoichi Sasakawa, που υποτίθεται ότι έχει
άμεσες σχέσεις με τη Yakuza, έχει δωρίσει χρήματα σε διάφορα Αμερικανικά πανεπιστήμια και
ινστιτούτα, καθώς και στη βιβλιοθήκη του Προέδρου Jimi Carter ενώ, έχει χρηματοδοτήσει το
Αμερικανο-ιαπωνικό Ίδρυμα με 48 εκατομμύρια δολάρια, το Ίδρυμα Nippon και τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας. Βλ. σχετικά, Stephen Mallory (ed), Understanding Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 125 – 126.
285
Η “West Tsusho”, μια κτηματομεσιτική εταιρία με έδρα το Τόκυο, για παράδειγμα, εξαγόρασε
δύο Αμερικανικές εταιρίες, την “Quantum Access”, μια εταιρία λογισμικού με έδρα το Χιούστον και
την “Asset Management International Financing and Settlement”, μια εταιρία με έδρα τη Νέα
Υόρκη, με τη μεσολάβηση του Prescott Bush Jr. (μεγαλύτερου αδελφού του Αμερικανού
Προέδρου Bush), ο οποίος έλαβε ως αμοιβή 250.000 δολάρια και άλλες 250.000 δολάρια για την
παροχή συμβουλών για μια τριετία. Η “West Tsusho”, όμως, ήταν παρακλάδι μαις εταιρίας που
διηύθυνε ο αρχηγός της “Inagawa-Κai”, Ishii Susumu. O Prescott Bush Jr. αγνοούσε ότι είχε
διαμεσολαβήσει σε επένδυση της Yakuza. Βλ. Carlo DeVito, Yakuza, όπ.παρ., σελ. 348.
286
Βλ. αναλυτικά, Federico Varese, The Secret History of Japanese Cinema: The Yakuza
movies, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 105 – 124.
287
Βλ. αντί άλλων, Thomas Gallant, Brigandage, Piracy, Capitalism, and State-Formation:
Transnational Crime from a Historical World-Systems Perspective, στο Josiah McConnell
Heyman (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers, Oxford, New York, 1999, σελ. 42.
288
Βλ. και Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses
on Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean, στο Fernando Coronil / Julie Skurski
(eds), States of Violence, The Comparative Studies in Society and History Book Series,
University of Michingan Press, Michingan, 2006, σελ. 260, σύμφωνα με τον οποίο, η ληστεία είναι
«μια επιθετική μορφή παρανομίας και μια οπορτουνιστική κεφαλαιακή συσσώρευση», που
συναντάται στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνιών και υπό την έννοια αυτή, αποτελεί «ένα προϊόν
της πολιτικής οικονομίας».
67
289
Βλ. σχετικά, Richard Clogg, A Concise History of Greece, (2nd edition), Cambridge University
Press, Cambridge, 2002, σελ. 3 – 4. Εξάλλου, σύμφωνα με στοιχεία του 2009, η Ελλάδα στο
ζήτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς κατέλαβε την 71η θέση μεταξύ 180 χωρών, ενώ
εμφάνιζε την χαμηλότερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process, στο
Stoycho Stoychev (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk Monitor
Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 75.
290
Βλ. Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, στο Diane Davis / Anthony
Pereira (eds), Irregular Armed Forces and their Role in Politics and State Formation, Cambridge
University Press, Cambridge, 2003, σελ. 152, σύμφωνα με τον οποίο, «η υιοθέτηση των
κυρίαρχων πελατειακών σχέσεων είχε μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα στην
συγκεντροποίηση και εμπέδωση του κράτους, καθόσον το κράτος κατέστη ο μεγαλύτερος
πάτρωνας στην σύγχρονη Ελλάδα».
291
Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ.153.
292
Οι όροι “strategic” (στρατηγικός) και “cognitive” (γνωστικός) χρησιμοποιούνται με την έννοια ο
μεν «στρατηγικός» της στρατηγικής αποδοχής των εξωτερικά προερχόμενων προτύπων από την
κρατική ελίτ, η οποία έχει υλικά κίνητρα για να το κάνει, ο δε «γνωστικός» με την έννοια της
αποδοχής ενός εξωτερικού προτύπου μετά την εσωτερίκευσή του σε ικανό βαθμό.
68
293
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 366.
294
Σύμφωνα με τον Blok, οι ληστές ήταν συνήθως ορεσίβιοι νέοι μεταξύ 20 και 30 χρονών που
ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους. Για πολλούς από αυτούς
η ληστεία, όπως και η κλοπή ζώων, δεν αποτελούσε ένα ασυνήθιστο τόλμημα, αλλά μάλλον μια
αναπόφευκτη πρακτική. Βλ. Anton Blok, Honour and Violence, Polity Press – Blackwell
Publishers Ltd., Cambridge, Oxford 2001, σελ. 24.
295
Βλ. Λεωνίδα Χρηστάκη, Ληστές. Παγκόσμια Ιστορία της Ληστείας, εκδ. Όμβρος, Αθήνα, 1999,
σελ. 105 – 130.
296
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό συμβάν αυτής της περιόδου ήταν η απαγωγή και ομηρεία κοντά
στον Μαραθώνα τον Απρίλιο του 1870 μιας ομάδας Άγγλων αριστοκρατών και διπλωματών από
τον Τάκο Αρβανιτάκη και τη συμμορία του, η οποία αποτελούνταν από 21 ληστές. Το συμβάν
αυτό, που προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο, έληξε με τη δολοφονία τεσσάρων από τους
ομήρους, η οποία έγινε γνωστή ως «οι φόνοι του ∆ίλεσσι». Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός
ότι ενώ αρχικά οι ληστές ζήτησαν την καταβολή 50.000 λιρών στερλινών (ποσό που στη συνέχεια
μείωσαν στις 35.000 λίρες στερλίνες), απαίτηση που έγινε δεκτή, στη συνέχεια, απαίτησαν και τη
χορήγηση αμνηστίας για όλους τους από την κυβέρνηση και το Βασιλιά Γεώργιο, αίτημα που δεν
έγινε δεκτό και οδήγησε στην υποχώρησή τους προς την ελληνοτουρκική μεθόριο και την
καταδίωξή τους από τις αστυνομικές δυνάμεις. Βλ. αναλυτικά, Walter Christmas, King George of
Greece, Elibron Classics series, Adamant Media Corporation, London, 2005, σελ. 85 – 92 και
Robert Eisner, Travelers to an Antique Land – The History and Literature of Travel to Greece,
University of Michingan Press, Michingan, 1993, σελ. 173.
297
Για το ιστορικό του εξωτερικού δανεισμού της Ελλάδας και τις συνακόλουθες πτωχεύσεις της
βλ. το εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού «ΙΧΝΕΥΤΗΣ – Βιβλία και Στατιστικές», Μαφία και
Ανάπτυξη, Μάρτιος 2008, Αθήνα, σελ. 87 – 94.
69
της Ανεξαρτησίας (1824 και 1825)298 και των επόμενων εννέα εξωτερικών
δανείων299, τα οποία συνήφθησαν στη συνέχεια, αρχής γενομένης από το
1879300, όσο και με την υφαρπαγή των εθνικών πόρων και την μετατροπή τους
σε ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η γέννηση της «ληστοκρατίας» συνδέεται άμεσα με τον τρόπο
συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους
Τούρκους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης του ’21 ήταν ότι αυτή είχε
ως αποτέλεσμα αφενός, την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους301, υπό την
κηδεμονία των τότε Μεγάλων ∆υνάμεων302 και αφετέρου, το γεγονός ότι σε
κοινωνικό επίπεδο άφησε άλυτα βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως
αυτό της διανομής των εθνικών γαιών διατηρώντας, παράλληλα, άθικτα τα
προνόμια των κοτσαμπάσηδων και τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην αγροτική
οικονομία.
Στην πραγματικότητα το φαινόμενο της «ληστοκρατίας» συγγενεύει με
αυτό του «οργανωμένου εγκλήματος», χωρίς, όμως, να ταυτίζεται με αυτό.
Πρόκειται στην ουσία για τη συλλογική ονομασία προσωποπαγών ληστρικών
ομάδων, που ουδέποτε κατάφεραν να ξεπεράσουν τα στενά όρια της αρπακτικής
ληστείας και να μετεξελιχθούν σε εγκληματικές επιχειρήσεις. Οι λεγόμενοι
«ιππότες των ορέων», ήταν στην πλειοψηφία τους χωρικοί, αγρότες και
κτηνοτρόφοι303, που η κοινωνική αδικία με βάση τη δική τους αντίληψη, τους
298
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 2.800.000 λίρες που ήταν τα δύο πρώτα δάνεια της
Ανεξαρτησίας, στα χέρια των Ελλήνων έφθασαν μόλις οι 530.000 λίρες. Βλ. «ΙΧΝΕΥΤΗΣ – Βιβλία
και Στατιστικές», Μαφία και Ανάπτυξη, όπ.παρ., σελ. 90.
299
Από το συνολικό ποσό των 640.000.000 χρυσών φράγκων που δανείστηκε η Ελλάδα με τα
εννέα αυτά δάνεια, στο ελληνικό δημόσιο έφθασαν μόλις 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ibid, σελ.
91.
300
Η «καταλήστευση» των δανείων αυτών συντέλεσε καίρια στις τρεις κατά σειρά πτωχεύσεις της
Ελλάδας, που έγιναν η πρώτη επί Ιωάννη Καποδίστρια η δεύτερη επί Όθωνα και η τρίτη επί
Χαριλάου Τρικούπη το 1893. Ibid.
301
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το ελληνικό κράτος χρησιμοποιούσε ευθέως τις υπηρεσίες
των ληστών για να παρενοχλεί τις Τουρκικές δυνάμεις χωρίς να χρειαστεί να εμπλακεί σε έναν
ακόμη άμεσο και αιματηρό πόλεμο. Βλ. αναλυτικά, Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders
than Frequent Adulteries”: Discourses on Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean,
όπ.παρ., σελ. 232 – 233. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Charles Jelavich και Barabara Jelavich και
επιφανείς πολιτικοί, όπως ο Κωλέττης, χρησιμοποιούσαν τους ληστές για να τρομοκρατούν την
αντιπολίτευση. Βλ. Charles Jelavich / Barabara Jelavich, The Establishment of the Balkan
National States, 1804 – 1920, A History of East Central Europe, vol. 8, University of
Washinghton Press, Seattle, London, 1986, σελ. 77.
302
Βλ. αντί άλλων, Kostas Messas, Greece, στο Constantine Danopoulos / Cynthia Watson (eds),
The Political Role of the Military – An International Handbook, Greenwood Press, Westport,
Connecticut, 1996, σελ. 155.
303
Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, στο David Levinson (ed), Encyclopedia of Crime and
Punishment, vol. 1, Sage Publications, Thousand Oaks, California, 2002, σελ. 99.
70
ανάγκαζε «να βγουν στο κλαρί»304. Στη βία αντέτασσαν τη βία. Ήταν τηρουμένων
των αναλογιών οι συνεχιστές των «κλεφτών και αρματολών»305 της
προεπαναστατικής περιόδου και ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετάσχει και
στον αγώνα για την Ανεξαρτησία, γεγονός που έτεινε να δημιουργεί σύγχυση
ανάμεσα στα όρια νομιμότητας και παρανομίας306.
Οι ληστές αυτοί ήταν οργανωμένοι σε ομάδες 10-20 ατόμων, οι οποίες
ενωνόταν συνήθως και με συγγενικούς δεσμούς. Η συμμορία συνεργαζόταν,
αλλά και προστατευόταν από ένα ιδιαίτερα οργανωμένο δίκτυο
πληροφοριοδοτών, τροφοδοτών, κλεπταποδόχων και φίλων307. Στην ιεραρχία
των ομάδων αυτών διακρινόταν ο καπετάνιος ή λήσταρχος, το
«πρωτοπαλλήκαρο», οι απλοί ληστές και τα «τσιράκια». Συχνά ο καπετάνιος
συναποφάσιζε με τους παλιούς ληστές για σοβαρά ζητήματα, ενώ η μοιρασιά
είχε και αυτή την ιεραρχία της, έτσι, για παράδειγμα, ο καπετάνιος έπαιρνε το
1/10, ενώ οι παλιοί μοιράζονταν το 1/3 της λείας. Η πειθαρχία στις αποφάσεις
ήταν απαράβατη και κάθε παράβαση σήμαινε θάνατο ή ακρωτηριασμό308. Η
σκληρότητα στην «τιμωρία» προς τους «εχθρούς» στην περίπτωση που τους
πρόδιδαν ή φέρονταν άπιστα, αλλά και προς τα θύματα τους, στις περιπτώσεις
που οι οικείοι τους δεν κατέβαλαν τα απαιτούμενα λύτρα309 ή στις απόπειρες να
304
Για μια ανάλυση του απαραίτητου κοινωνικού υποβάθρου για την εμφάνιση «των κοινωνικών
ληστών» (“social bandits”), βλ. Eric Hobsbawm, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of
Social Movement in the 19th and 20th Centuries, όπ.παρ., ιδίως σελ. 22 – 26. Πρβλ. την κριτική
του Anton Blok, Honour and Violence, όπ.παρ., σελ. 14 – 28, σύμφωνα με τον οποίο, οι ληστές
δεν μπορούν να εκληφθούν ούτε ως αντιπρόσωποι ούτε ως προστάτες των χωρικών, καθώς η
ληστεία έχει την τάση να εμποδίζει και να καταστέλλει την κίνηση των χωρικών είτε μέσω της
χρήση τρομοκρατικών τακτικών είτε μέσω της ανακοπής των δυνατοτήτων τους για ανοδική
κοινωνική κινητικότητα.
305
Σύμφωνα με τους Koliopoulos / Veremis, «αν οι παράνομοι των ορέων κατά την περίοδο μετά
την Ανεξαρτησία ήταν οι σε ευθεία γραμμή διάδοχοι των προεπαναστατικών ληστών, οι εχθροί
τους – οι αρμόδιες κρατικές αρχές – δεν ήταν ποιοτικά διαφορετικοί από τις Οθωμανικές αρχές».
Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Greece – The Modern Sequel: From 1821 to the
Present, C. Hurst & Co. Publishers Ltd., London, 2004, σελ. 214. Βλ. επίσης σχετικά, William
Harrison Ainsworth, Modern Greece, στο του ιδίου (ed), The New Monthly Magazine, vol. 136,
no. 542, Chapman and Hall, London, 1866, σελ. 134 και Victor Roudometof, Nationalism,
Globalization and Orthodoxy – The Social Origins of Ethnic Conflict in the Balkans, Greenwood
Press, Westport, Connecticut 2001, σελ. 104.
306
Βλ. Achilles Batalas, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ. 154.
307
Βλ. Paul Sant Cassia, “Better Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses on
Banditry, Violence and Sacrifice in the Mediterranean, όπ.παρ., σελ. 246.
308
Για το ρόλο της βίας ή της απειλής βίας από τις ληστρικές συμμορίες ως «παρεμπόδισης» και
«αναχαίτισης», βλ. αντί άλλων, Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 101.
309
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Sarafis για την απαγωγή κατά τη δεκαετία
του 1930 κάποιου πλούσιου άνδρα από τη ∆εσκάτη, ο οποίος σώθηκε αφού η οικογένειά του
πλήρωσε τα λύτρα που απαιτούσαν οι ληστές. Μετά την απελευθέρωσή του, οι ληστές, σύμφωνα
με τη μαρτυρία της κόρη του, απείλησαν ότι «αν κάποιο μέλος της οικογένειας μιλήσει στην
71
αστυνομία για ότι κάναμε, δεν θα αφήσουμε ούτε ένα άτομο που να φέρει το οικογενειακό σας
όνομα ζωντανό. Ούτε καν κάποιον συγγενή κοντινό ή μακρινό». Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το
γεγονός ότι λίγες ημέρες αργότερα κάποιο άτομο από το γειτονικό χωριό της Κρανιάς κατέδωσε
τους ληστές και με ενέδρα της η αστυνομία συνέλαβε πέντε ληστές και σκότωσε δύο. Όταν η
αστυνομία πληροφορήθηκε από τον απαχθέντα για το γεγονός της απαγωγής του, συνέλαβε
αυτόν και το γιο του και τους ξυλοκόπησε γιατί δεν είχε καταγγείλει νωρίτερα το περιστατικό! Οι
εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει ο απαχθείς ήταν μάταιες. Η μαρτυρία της κόρης του
περιγράφει ανάγλυφα την στάση των θυμάτων των ληστών απέναντι στην αστυνομία: «δεν
εμπιστευόμασταν την αστυνομία. ∆εν μας προστάτευε από τους ληστές και μετά μας τιμωρούσε
γιατί ήμασταν θύματα της ληστείας». Βλ. Lee Sarafis, The Policing of Deskati, 1942 – 1946, στο
Mark Mazower (ed), After the war was over: Reconstructing the Family, Nation and State in
Greece, 1943 – 1960, Princeton University Press, Princeton, New Yersey, 2000, σελ. 211 – 212.
310
Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 99.
311
Βλ. Anton Blok, Honour and Violence, όπ.παρ., σελ. 24 και Paul Sant Cassia, “Better
Occasional Murders than Frequent Adulteries”: Discourses on Banditry, Violence and Sacrifice in
the Mediterranean, όπ.παρ., σελ. 225.
312
Σύμφωνα με τον Cassia, η ληστεία συνδέεται με την ανικανότητα του κράτους να ελέγξει την
περιφέρεια, αλλά είναι μάλλον απλουστευτικό να αποδίδεται η παρακμή της ληστείας στην
ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου στη βία. «Η επιμονή και η παρακμή της ληστείας εξαρτάται
από μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταβλητών, που συμπεριλαμβάνουν την κοινωνική δομή και
την πολιτική οικολογία μιας συγκεκριμένης περιοχής, τη φύση και την κατανομή της ιδιοκτησίας
και της κεφαλαιακής συσσώρευσης (εάν είναι ακίνητη ή κινητή και επισφαλής, όπως το ζωικό
κεφάλαιο), καθώς και τα διαθέσιμα μέσα για τη νομιμοποίησή της, την παρουσία ή απουσία της
πίστης (trust) και τη σχέση της με την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας, την ύπαρξη
υποανάπτυκτων εκλογικών διαδικασιών που μπορούν να ενθαρρύνουν τη χρήση βίας και τη
μόνιμη ανασφάλεια παρά τη μόνιμη αθλιότητα ως βασικών αιτίων, καθώς η πρώτη μπορεί να
οδηγήσει πιο εύκολα στη ληστεία». Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 99 και 100.
313
Για μια γλαφυρή περιγραφή της οικονομικής υστέρησης της Ελλάδας, που γινόταν φανερή,
μεταξύ άλλων, από την έλλειψη οδικού δικτύου, την άναρχη δόμηση, το «προβληματικό» κράτος
και τη βαθιά διεφθαρμένη τάξη των πολιτικών. Βλ. ιδίως, William Harrison Ainsworth, Modern
Greece, όπ.παρ., σελ. 138 – 140.
72
314
Η «στρεβλή» αυτή ανάπτυξη, κατά την άποψή μας, δεν αποτελούσε προϊόν της «εξάρτησης»
του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά απέρρεε άμεσα από τους ιστορικά διαμορφωμένους κοινωνικούς
συσχετισμούς από την επανάσταση του 1821-1829, οι οποίοι παρεμπόδιζαν την γρήγορη
απαλλοτρίωση των μικρών ιδιοκτητών γης από τους μεγάλους, καθυστερώντας, με τον τρόπο
αυτό, τη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου.
315
Βλ. William Harrison Ainsworth, Modern Greece, όπ.παρ., σελ. 138, σύμφωνα με τον οποίο
(εν έτει 1868), «υπάρχει πλέον ένα χυτήριο σιδήρου στον Πειραιά, μερικές βιοτεχνίες μεταξιού
στην Αθήνα και την Πάτρα ενώ, αρχίζουν να κατασκευάζονται έπιπλα, άμαξες και μερικά ακόμη
πράγματα» και Παναγιώτη Κουνάδη, Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά – Μια διαδρομή
στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, Γ.Σ.Ε.Ε., Αθήνα, 2000, σελ. 18.
316
Σύμφωνα με τους Koliopoulos / Veremis, ο ρόλος του σύγχρονου κράτους με την
«ομοιόμορφη» (“uniform”) εκπαίδευση ήταν πρωταρχικής σημασίας όσον αφορά το σχηματισμό
εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Η σχέση ανάμεσα στο ελληνικό έθνος και το κράτος (τους
ανθρώπους και το θεσμό) κυμαίνονταν από την απόλυτη ταύτιση έως μια περίοδο βραχείας
αποξένωσης, μετά την κατάρρευση του ελληνικού αλυτρωτισμού «εξαιτίας της αδυναμίας του
αποτυχημένου κράτους το 1897». Από το 1922 και μετά το ελληνικό έθνος συνέκλινε με το
ελληνικό κράτος σε μια τελική συμβίωση, μέσα από την ενοποίηση με την Ελλάδα περιοχών που
κατοικούνταν από Έλληνες και την ενσωμάτωση των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών που
αναζητούσαν καταφύγιο στο εθνικό κέντρο. Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Modern
73
Greece – A History since 1821, A New History of Modern Europe series, Wiley – Blackwell,
Malden, Oxford, West Sussex, 2010, σελ. 4. Για το ρόλο της «Μεγάλης Ιδέας» ως ιδεολογικού
μηχανισμού, ο οποίος εξυπηρετούσε την εμπέδωση της συγκεντρωτικής διοίκησης και τη
δημιουργία ενός ομοιογενούς αυτόχθονος πληθυσμού, βλ. αντί άλλων, Achilles Batalas, Send a
Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of Irregular Military Formations in Mid-
Nineteenth-Century Greece, όπ.παρ., σελ. 153.
317
Κατά το γαλλικό πρότυπο της «συγκεντρωτικής διοίκησης» (“centralized administration”), κάτι
που ερχόταν, όμως, σε αντίθεση με το δίκτυο προεστών που είχε δημιουργήσει η Οθωμανική
Αυτοκρατορία για την είσπραξη των τοπικών φόρων και οι οποίοι αποτελούσαν «περιφερειακές
πηγές εξουσίας». Βλ. John Koliopoulos / Thanos Veremis, Modern Greece – A History since
1821, όπ.παρ., σελ. 7 και 30.
318
Για την σύνδεση των εξοντωτικών ποινών με την αντίληψη ότι οι ληστές αποτελούν σύμπτωμα
υπανάπτυξης της περιφέρειας, βλ. Βλ. Paul Sant Cassia, Banditry, όπ.παρ., σελ. 98.
74
319
Από το 1989 παρατηρήθηκε μια σχετική αύξηση στις δραστηριότητες του οργανωμένου
εγκλήματος, που εκτείνονταν από το ξέπλυμα χρήματος μέσω των καζίνο και των παρανόμων
στοιχημάτων, τις επιχειρήσεις «προστασίας», την παράνομη διακίνηση γυναικών και παιδιών με
σκοπό τη βίαιη εξώθησή τους στην πορνεία, την παράνομη διακίνηση μεταναστών και τα
«ξεκαθαρίσματα» λογαριασμών μεταξύ των διαφόρων συμμοριών, παρ’ όλ’ αυτά ο γενικός
εγκληματικός δείκτης της Ελλάδας ήταν πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά και διεθνή
πρότυπα, με αποτέλεσμα όλες αυτές οι δραστηριότητες να μην περιγράφονται ως «μεγάλη
απειλή». Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The
Case of Greece, όπ.παρ., σελ. 352. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Papanicolaou και Antonopoulos,
ειδικά στην αγορά κλεμμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, καθώς και στην παράνομη
διακίνηση μεταναστών στην Ελλάδα, «οι μορφές οργάνωσης και οι δραστηριότητες που πλέον
συσχετίζονται με το “οργανωμένο έγκλημα”, δεν αποτελούν παρά μια όψη της ευρύτερης
“βρώμικης οικονομίας”». «Η ταμπέλα “οργανωμένο έγκλημα” προκαλεί μια εντελώς διεστραμμένη
εικόνα για τη σύνθεση των παραγόντων και των πράξεων στη “βρώμικη οικονομία”. Κάτι που με
τη σειρά του προκαλεί μια σειρά δυσανάλογων, και εντούτοις, αναποτελεσματικών απαντήσεων»
σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής. Βλ. Georgios Papanicolaou / Georgios Antonopoulos,
“Organised crime” and migrants in the labour market – The economic significance of human
smuggling and trafficking in Greece, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie
Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 277 και Georgios Antonopoulos / Georgios Papanicolaou, “Gone in 50 seconds”: the social
organization and political economy of the stolen cars market in Greece, στο Petrus van Duyne /
Stefano Donati / Almir Maljevic / Jackie Harvey / Klaus von Lampe (eds), Crime, Money and
Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2009, σελ.
141 επ.
320
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, όπ.παρ., σελ. 348.
321
Βλ. και Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
413, όπου αναφέρει, ότι σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση του «εισαγγελέα ειδικών
υποθέσεων», Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, δεν έχουν διαπιστωθεί διασυνδέσεις της σχετικής
εγχώριας εγκληματικής δράσης με ομάδες του εξωτερικού, με μόνη εξαίρεση, κάποιες
περιπτώσεις σωματεμπορίας από μικρά κυκλώματα ημεδαπών, που μεταβαίνουν σε χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για να φέρουν στην Ελλάδα γυναίκες, με σκοπό τη σεξουαλική τους
εκμετάλλευση, ενώ, στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα συνέβαλε το
μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα, στους «κόλπους του οποίου υπάρχουν αλλοδαπά
κακοποιά στοιχεία».
322
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα,
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 239 επ.
75
σχετίζεται με εγκλήματα βίας, κατά της ιδιοκτησίας και παραβάσεις του νόμου
κατά των ναρκωτικών, σημείωσε έντονη ανοδική πορεία, τα δευτερεύοντα
αδικήματα, κατά την ίδια χρονική περίοδο, παρουσίασαν μεν ανοδικές τάσεις,
αλλά πολύ μικρότερης κλίμακας ενώ, σε επίπεδο στατιστικής τελεσιδίκως
καταδικασθέντων ατόμων, οι αριθμοί εμφάνιζαν από στασιμότητα ως και μειωτική
τάση. Αλλά, ακόμη και με την έντονη αυξητική τάση στο χώρο της βαριάς
εγκληματικότητας ο μέσος όρος εγκλημάτων ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα
για το 1994 ήταν 3.000 και υπολειπόταν σημαντικά από τον αντίστοιχο μέσο όρο
της Γερμανίας, που ήταν 8.000 και της Γαλλίας, που ήταν 6.800 και σαφώς
υπολειπόταν από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ιταλίας, που ήταν 3.800. Ενώ, αν
και άρχισε να παρατηρείται μια ποιοτική μετεξέλιξη της εγκληματικότητας στην
Ελλάδα με την εμφάνιση μορφών οικονομικού εγκλήματος και ενίοτε
οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας323, οι περιπτώσεις αυτές ήταν
μάλλον περιθωριακές και δεν ήταν σε θέση να αποτελέσουν την αιτιολογική βάση
για την άμεση εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν.
Η Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα το 1998324,
που προετοιμάστηκε από το Υπουργείο ∆ημόσιας Τάξης σε συνεργασία με τη
∆ιεύθυνση ∆ημόσιας Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας είναι εξόχως
διαφωτιστική για τις πραγματικές διαστάσεις του συγκεκριμένου εγκληματικού
φαινομένου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όταν αναφέρει ότι «… κατά το έτος
1998 έδρασαν και πάλι στη χώρα μας εγκληματικές ομάδες, αποτελούμενες από
Έλληνες, Ρώσους, Τούρκους, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Γιουγκοσλάβους,
Ιρακινούς και άλλων εθνικοτήτων με μικρότερη συμμετοχή», οι οποίες, όμως,
«προσπάθησαν να διαπεράσουν τον οικονομικό ιστό και σε ορισμένες
περιπτώσεις τον κοινωνικό ιστό και να δημιουργήσουν μόνιμες δομές», κάτι που
τελικά δεν κατάφεραν, αφού «μετά τον εντοπισμό και τη σύλληψη των μελών
τους, έπαψαν κατά κανόνα να συνεχίζουν τη δράση τους».
Είναι προφανές, ακόμη και μετά από μια απλή ανάγνωση των
προεκτεθέντων χαρακτηριστικών, ότι οι συγκεκριμένες ομάδες, σε καμιά
περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν στον ορισμό του οργανωμένου
323
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα,
όπ.παρ., σελ. 239 επ.
324
Βλ. Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 871.
76
εγκλήματος, τουλάχιστον όπως αυτός έχει παγιωθεί από το 2000 και μετά από τη
Σύμβαση του Παλέρμο κατά του Υπερεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος325.
Η Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα στη
συνέχειά της γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική αναφορικά με το τι ακριβώς
χαρακτηρίζει ως οργανωμένο έγκλημα. Έτσι, «οι ως άνω ομάδες ήταν
ολιγομελείς συμμορίες με προσωποπαγή χαρακτήρα, αποτελούνταν
κυρίως από δύο (2) έως δέκα (10) το πολύ άτομα326, με ασαφή ιεραρχία
κάτω από τον αρχηγό, τα οποία ενώθηκαν με σκοπό να διαπράξουν από
κοινού εγκληματικές πράξεις, με στόχο οικονομικό κυρίως όφελος. Τα πρόσωπα
που συνέθεσαν τις ομάδες αυτές προέρχονταν άλλοτε από μία εθνικότητα και
άλλοτε από περισσότερες. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε δράση
των ομάδων αυτών με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση»327!
Η κατάσταση αυτή, εξάλλου, δεν άλλαξε δραματικά ούτε το 2004.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα του
έτους 2004, από τις 178 έρευνες328 σε αντίστοιχες υποθέσεις που πληρούν τα
χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος «προέκυψε ότι 63 εγκληματικές
οργανώσεις παρουσίαζαν ιεραρχική δομή, 89 επίπεδη και σε 26 υποθέσεις η
δομή τους δεν εξακριβώθηκε»329. «Οι περισσότερες από τις παραπάνω
οργανώσεις παρουσιάζουν μερικά γενικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, δεν
έχουν την δομή των μεγάλων, διεθνικών330 και άρτια στελεχωμένων οργανώσεων
325
Η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του ∆ιακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστή ως Σύμβαση
του Παλέρμο, εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2000 και άνοιξε προς υπογραφή κατά τη ∆ιάσκεψη του
Παλέρμο της Ιταλίας στις 12-15 ∆εκεμβρίου 2000. Σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. α’ ως
«οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται «μια δομημένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων
προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να
τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την
παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό
όφελος».
326
Σύμφωνα με τους Papanicolaou και Antonopoulos, αν ο αριθμός μελών μιας εγκληματικής
οργάνωσης αποτελεί μια ένδειξη για το μέγεθος της απειλής από το οργανωμένο έγκλημα, τότε
οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι «η εικόνα των ισχυρών μυστικών εγκληματικών οργανώσεων
που εξορκίζεται σε επίσημες ομιλίες φαίνεται να είναι αδικαιολόγητη». Βλ. Georgios Papanicolaou
/ Georgios Antonopoulos, “Organised crime” and migrants in the labour market – The economic
significance of human smuggling and trafficking in Greece, όπ.παρ., σελ. 295.
327
Βλ. Ετήσια Έκθεση 1998 για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα, όπ.παρ., σελ. 871 –
872.
328
Από τις 178 εγκληματικές οργανώσεις «οι 52 ήταν εγχώριες-ελληνικές, οι 76 αλλοδαπές και οι
45 αλλοδαπές και εγχώριες μαζί». Βλ. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα
έτους 2004 – Ανοικτή Έκδοση,
http://www.astynomia.gr/images/stories/STATS/Attachment14438_ekthesi_2004.pdf, σελ. 6.
329
Ibid, σελ. 5.
330
Ο όρος «διεθνικός» αποτελεί κακή μετάφραση του αγγλικού όρου “transnational”, καθώς
αφενός, οι διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεσμεύουν
77
Κράτη και όχι έθνη και αφετέρου, το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσει τις επιχειρήσεις του μεταξύ
κρατών και όχι εθνών. Συνεπώς, η ορθή μετάφραση είναι «διακρατικός» ή σε κάποιες
περιπτώσεις (όχι σε σχέση με διεθνείς συμβάσεις) «υπερεθνικός».
331
Βλ. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2004, όπ.παρ., σελ. 6.
332
Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process, όπ.παρ., σελ.
76.
333
Για μία λεπτομερή ανάλυση των θεσμικών και εξωθεσμικών πιέσεων που ασκήθηκαν στην
ελληνική πολιτική ηγεσία τόσο από ευρωπαϊκά όσο και από αμερικανικά κέντρα, με κεντρικό
διακύβευμα την εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας κατά του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία. Ερμηνεία του Ν. 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα.
Σχετικά κείμενα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 8 – 9 και Sappho Xenakis,
International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of Greece, όπ.παρ., σελ. 359
– 365.
334
Για την υπονόμευση των δύο παραδοσιακών λειτουργιών του Ποινικού ∆ικαίου, δηλαδή της
προστατευτικής των εννόμων αγαθών και της εγγυητικής των ατομικών ελευθεριών με την
ανάπτυξη μιας τρίτης λειτουργίας του, αυτής της διεθνούς ασφάλειας, που αποτελεί ουσιαστικά
τον «κοινό παρανομαστή διαφορετικών μεταξύ τους εισαγόμενων νομοθετικών προϊόντων» βλ.
Ιωάννη Γιαννίδη, Η νέα νομιμοποίηση του Ποινικού ∆ικαίου και το τέλος της κλασικής δογματικής,
ΠοινΧρ, 2007, σελ. 769 επ.
335
Εκτός από τις μεγάλης μαζικότητας, έντασης και συχνότητας διαδηλώσεις ενάντια στην
ψήφιση του Ν. 2928/2001, χαρακτηριστική και ενδεικτική του κλίματος και των εντάσεων της
περιόδου ήταν η αποχώρηση από τη σχετική νομοπαρασκευαστική επιτροπή της πλειοψηφίας
των καθηγητών που συμμετείχαν, γεγονός που αναφέρεται ακόμη και στην Εισηγητική Έκθεση
78
του νόμου (!), αλλά και η ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου μόνο από 20 βουλευτές σε σύνολο
300, εκ των οποίων οι 12 βουλευτές ανήκαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ καταψηφίσθηκε
από 2 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και υπερψηφίσθηκε από τους υπόλοιπους 8! Βλ.
ιδίως, Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1573-1574, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 1-17, Στυλιανού Παπαγεωργίου-Γονατά, Προβληματισμοί
στα νέα πεδία εφαρμογής του Ποινικού ∆ικαίου, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 841 και Νικολάου Λίβου,
Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, Τόμος Ι: ∆ογματική του οργανωμένου
εγκλήματος, Τεύχος α’: Ο εγκληματολογικο-δογματικός φαινότυπος του οργανωμένου
εγκλήματος, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007, όπ.παρ., σελ. 82.
336
Βλ. Φωτίου Κουβέλη, Εισήγηση ως ειδικού Αγορητή του Συνασπισμού της Αριστεράς και της
Προόδου, στο Πρακτικό της ∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και
∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1591.
337
Για ένα τυπικό παράδειγμα της άποψης ότι οι πολιτικές αλλαγές που γίνονταν κατόπιν διεθνών
πιέσεων είχαν κόστος στην νομιμοποίηση της ελληνικής πολιτικής ελίτ, βλ. Christopher Lazakis,
The Steering of Greece in the last Fifty Years – From the Epoch of the Civil War to the Epoch of
Neoliberalism, Ciel Trappe Books, Isle Au Haut, 1996, σελ. 57 επ.
338
Για την προσπάθεια διασφάλισης της αγγλικών και αμερικανικών οικονομικών και πολιτικών
συμφερόντων από το ελληνικό κράτος, βλ. Nikos Mouzelis, Modern Greece: Facets of
Underdevelopment, Macmillan, London, 1978, σελ. 137 – 140.
79
339
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της νεότερης ιστορίας αποτελούν οι προσπάθειες των ελληνικών
κυβερνήσεων για αλλαγές στην ασφαλιστική νομοθεσία από τις αρχές του 1990 και μετά, που
οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 και στην απόσυρση του σχετικού
νομοσχεδίου από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Σημίτη το 2001.
340
Βλ. Max Weber, The Theory of Social and Economic Organization, Talcott Parsons (ed),
Simon & Schuster Inc., New York, 1997, σελ. 324 επ.
341
Βλ. Sappho Xenakis, International Norm Diffusion and Organized Crime Policy: The Case of
Greece, όπ.παρ., σελ. 346-347.
342
Πρβλ. Χριστίνας Ζαραφωνίτου, Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου:
Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 2051, η οποία,
εκκινώντας από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, καθώς αναφέρεται στο χαμηλό ποσοστό
καταγγελίας των αδικημάτων στην αστυνομία, παρατηρεί ότι: «ο κλονισμός αυτός της
εμπιστοσύνης των πολιτών αντανακλά, αρκετά συχνά, και τη γενικότερη περί κρατικής αδυναμίας
εντύπωση και θέτει, άρα, σε αμφισβήτηση το ίδιο το κράτος το οποίο έχει την ευθύνη εγγύησης
και διασφάλισης της ατομικής και κοινωνικής ασφάλειας των πολιτών. Η κρατική αυτή ευθύνη
γίνεται περισσότερο αισθητή στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όταν “η ουσιαστική
ισότητα συρρικνώνεται και η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται, οπότε ένα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού αποσύρει την κοινωνική και πολιτική του συναίνεση, έστω και αν πρόκειται για
80
μειοψηφία”. Στην περίπτωση αυτή, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος λήψης μέτρων ανελευθερίας κατά
των πολιτών ή ακόμα και δημιουργίας κινδύνων ικανών να αποσπάσουν την απαιτούμενη
συναίνεση για την εφαρμογή παρόμοιων πολιτικών. Στο εν λόγω πλαίσιο, το ποινικό δίκαιο
χρησιμοποιείται ουσιαστικά για τη διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων, όπως προκύπτει και
από την εφαρμογή των σύγχρονων τάσεων αντεγκληματικής πολιτικής…».
343
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 170.
344
Ibid, σελ. 169.
345
Ibid, σελ. 169 – 170.
346
Για τη σύνδεση του αισθήματος ανασφάλειας με την πρόληψη, η οποία κατανοείται σχεδόν ως
καταναγκαστική, βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Κοινωνίες σε «κίνδυνο» και αίσθημα ανασφάλειας,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 556 επ.
347
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ.,
σελ. 171.
81
348
Η «ενδεχομενικότητα» στο πλαίσιο της «συστημικής θεωρίας» αναφέρεται στην ανταπόκριση
και προσαρμογή σε ερεθίσματα από το στενό ή ευρύτερο περιβάλλον ενός συστήματος, τόσο στο
επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των οντοτήτων ή των υποσυστημάτων που συναπαρτίζουν την
ολότητα ενός συστήματος, όσο και στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης με άλλα συστήματα. Οι
βαθμοί ενδεχομενικότητας που προσδιορίζουν κάθε σύστημα συναρτώνται με την περιπλοκότητα
που το χαρακτηρίζει, δηλαδή το βαθμό της πολυμορφίας, της διαπλοκής (δηλαδή της αμοιβαίας
εξάρτησης μεταξύ των μερών καθώς και μεταξύ μέρους και όλου) και το φόρτο των
συνεπακόλουθων σε ένα πεδίο αποφάσεων. Η πολυμορφία σημαίνει το βαθμό της λειτουργικής
διαφοροποίησης ενός συστήματος και τον αριθμό των σημαντικών επιπέδων αναφοράς του. Βλ.
αντί άλλων, Helmut Willke, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετάφραση Νικολάου Λίβου), εκδ.
Κριτική, Αθήνα, 1996, σελ. 42 – 43 και 48 – 49 και ∆ημητρίου Παπαγεωργίου / Θωμά Μαυροφίδη,
Πολιτιστική αναπαράσταση και νέες τεχνολογίες: προβλήματα και προοπτικές, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, www.cultural-representation.com, σελ. 6.
349
Βλ. Michael Woodiwiss Organized crime, U.S.A.: changing perceptions from prohibition to the
present day, British Association for American Studies, Brighton, 1990, σελ. 6.
350
Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime, όπ.παρ.,
σελ. 17.
82
351
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Η γεωπολιτική του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης από παράνομες
δραστηριότητες, Σύγχρονα Θέματα Εμπορικού ∆ικαίου, τεύχος 5, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,
1998, σελ. 40, Γεωργίου Χλούπη, Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου
εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1033-1034 και Willy Bruggeman, Η καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και ευκαιρίες, με ειδικότερη έμφαση στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 316, σύμφωνα με
τον οποίο, «το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του όρου “οργανωμένο έγκλημα” είναι αυτό που
υποδηλώνει μία διαδικασία ή μέθοδο διάπραξης εγκλημάτων και όχι έναν προσδιορισμένο τύπο
εγκλήματος, αλλά ούτε και έναν προσδιορισμένο τύπο εγκληματία. Η “διαδικασία” είναι το στοιχείο
που προσδίδει επιπρόσθετα επίπεδα κινδύνου και κοινωνικής απειλής».
352
Η διαμάχη για τον χρησιμοποιούμενο όρο δεν είναι άσχετη με την προϊούσα αδυναμία για έναν
κοινά αποδεκτό ορισμό του φαινομένου, καθώς, όπως εύστοχα παρατηρούν οι van Duyne και
van Dijck, «η διαδικασία ορισμού των εμπειρικών φαινομένων μπορεί να θεωρηθεί ως μια
γλωσσολογική αλληλεπίδραση μεταξύ των λέξεων και της “πραγματικότητας”». Βλ. Petrus van
Duyne / Maarten van Dijck, Assessing Organised Crime: The Sad State of an Impossible Art, στο
Frank Bovenkerk / Michael Levi (eds), The Organized Crime Community – Essays in Honor of
Alan A. Block, Springer, New York, 2007, σελ. 105.
353
Βλ. Thorsten Sellin, Organized Crime: A Business Enterprise, στο Bruce J. Coben (ed), Crime
in America – Perspectives on Criminal and Delinquent Behavior, F.E. Peacock Publishers, Inc.
ITASCA, Illinois, 1970, σελ. 309 – 310.
354
Βλ. Hans Joachim Schneider, Einführung in die Kriminologie, (3te Auflage), Walter de Gruyter,
Berlin, New York, 1993, σελ. 132.
355
Βλ. David Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in Entrepreneurial Crime,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 139.
356
Βλ. Joseph Albini, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, στο Francis
Ianni / Elizabeth Reuss-Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in
83
America, New American Library, New York, 1976, σελ. 24. Πρβλ. Ivan Light, The ethnic vice
industry 1880 – 1944, American Sociological Review, vol. 42, no. 3, 1977, σελ. 464, σύμφωνα με
τον οποίο, ο όρος “syndicated crime” εξαιρεί τις μικρές, ανεξάρτητες εγκληματικές επιχιερήσεις.
357
Βλ. Alan Block, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, Criminology, vol. 17,
no. 1, 1979, σελ. 76.
358
Βλ. Nikos Passas Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Nikos Passas (eds), Upperworld and Underworld in
Cross-border Crime, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2002, σελ. 16.
359
Βλ. Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, Crime,
Law and Social Change, 20, no. 2, 1993, σελ. 100.
360
Βλ. Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: the view from Britain,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 61.
361
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, (δ’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2004, σελ. 216.
362
Βλ. Μυλωνά Ιπποκράτη, Σκέψεις σχετικά με τον όρο «οργανωμένο έγκλημα», ΥΠΕΡ, 1999,
σελ. 495.
84
363
Για τις απόψεις αυτές βλ. αναλυτικά, Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα
γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και
προσφάτων εκδηλώσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 500.
364
Βλ. ιδίως, Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black Markets, Illegal Finance and the
Underworld Economy, Cornell University Press, Ithaca, New York, 2002, σελ. 19 επ.
365
Βλ. Hans-Ludwig Zachert, Allgemeine Kriminalität – Organisierte Kriminalität. Ein Überblick
über aktuelle Befunde und Bewertungen, Kriminalistik, 1995, σελ. 690 και Hans-Jürgen Kerner,
Organisiertes Verbrechen, στο Günther Kaiser / Hans-Jürgen Kerner / Fritz Sack / Hartmut
Schellhoss (eds), Kleines Kriminologisches Wörterbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 377.
366
Βλ. Hans-Ludwig Zachert, Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik Deutschland.
Strukturen, Bedrohungspotential, Bekämpfungsprobleme, στο Bundeskriminalamt (ed),
Organisierte Kriminalität in einem Europa durchlässiger Grenzen. Arbeitstagung des
Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 6 – 9 November 1990, BKA – Vortragsreihe Bd. 36,
Wiesbaden, 1991, σελ. 42.
367
Ακριβώς γιατί ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας ζήτημα
για την κατανόησή του και επιτρέπει την ορθότερη υπαγωγή των διαφορετικών ανθρώπινων
εγκληματικών συμπεριφορών. Βλ. σχετικά, Margaret Beare, Criminal Conspiracies, Organized
Crime in Canada, Nelson, Canada, 1996, σελ. 219.
85
368
Για μια καταγραφή των διαφόρων ορισμών, που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το οργανωμένο
έγκλημα, καθώς και για τη σχέση του με άλλες παρεμφερείς έννοιες, βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη,
Το οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001,
ιδίως σελ. 26 επ. και Klaus von Lampe, Definitions of Organized Crime, www.organized-
crime.de/OCDEF1.htm
369
Ο Naylor, κάνει σκωπτικά λόγο για «οργανωμένο έγκλημα, αποδιοργανωμένοι ορισμοί»
(“organized crime, disorganized definitions”). Βλ. Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black
Markets, Illegal Finance and the Underworld Economy, όπ.παρ., σελ. 14.
370
Βλ. τη σχετική κριτική του Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the
Formal Economy, Working Papers Series, no. 4, Global Consortium on Security Transformation
(GCST), July, 2010, http://www.securitytransformation.org/gc_publications.php, σελ. 1.
371
Για το ζήτημα, εξάλλου, της κατανομής των απαραίτητων πόρων για την αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος και για τον τρόπο που οι πόροι αυτοί είχαν χρησιμοποιηθεί στο
παρελθόν στις προσπάθειες αντιμετώπισης και ελέγχου του, βλ. τη σχετική μονογραφία του
Michael Maltz, Measuring the effectiveness of organised crime control effort, Monograph 9, Office
of International Criminal Justice, University of Illinois at Chicago, Chicago, 1990.
372
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά – ∆ογματικά και Ερμηνευτικά Προβλήματα των Ποινικών
∆ιατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - Κ.Ν.Ν./ Ν. 3459/2006, (3η έκδοση), εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2008, αρ. περιθ. 450, όπου επίσης εύστοχα επισημαίνει ότι: «ο ορισμός του
οργανωμένου εγκλήματος είναι τελικά το όριο της επιτάσεως της καταστολής, αποτελώντας και
ένα σημείο τριβής μεταξύ της φιλελεύθερης λειτουργίας του ποινικού δικαίου σε σχέση με την
εργαλειακή αποτελεσματικότητά του».
373
Σύμφωνα με τον Hassemer, «όταν μιλάμε σήμερα για “πρόληψη”, αναφερόμαστε όλο και
συχνότερα και στην επιτήρηση͘ παραδοσιακά εντούτοις συνδέουμε την πρόληψη κυρίως με την
τιμωρία. Είναι ίσως ένα χαρακτηριστικό του “μοντέρνου” ελέγχου του εγκλήματος να ακολουθεί
86
τους στόχους του μέσα από “ευφυή” παρατήρηση αντί μέσα από “βάναυση” τιμωρία, να βρίσκεται
στον τόπο του εγκλήματος πριν τον δράστη, να μην αφήνει καν να διαπραχθεί το έγκλημα – όλο
το λεκτικό και οι έννοιες μέσα από την εργαλειοθήκη της επιτήρησης και όχι της τιμωρίας». Βλ.
Winfried Hassemer, «Επιτήρηση αντί τιμωρίας» - Παρατηρήσεις, ερωτήσεις, ταξινομήσεις,
παραδείγματα, θέσεις και άλλα, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 9.
374
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
100 και Νικολάου Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις στα όρια της νομιμότητας, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 15. Για τη σύγχρονη
τάση να δικαιολογούνται επεμβάσεις στην ελευθερία του ατόμου, προκειμένου να μην εκδηλωθεί
παραβατική συμπεριφορά, βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιτήρηση και ποινική καταστολή, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 1.
375
Βλ. Peter – Alexis Albrecht, Das Strafrecht im Zugriff populistischer Politik, StV, 1994, σελ.
270.
376
Βλ. Heribert Ostendorf, Organisierte Kriminalität – eine Herausforderung für die Justiz, JZ,
1991, σελ. 63.
377
Βλ. Hans Heiner Kühne, Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ποινική ∆ικονομία και στο Αστυνομικό
∆ίκαιο της Γερμανίας για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, ΠοινΧρ, 1999,
σελ. 101 επ.
87
378
Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Nation, όπ.παρ., σελ. 304 – 319, του ιδίου, The Functions
and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 14. Βλ. επίσης τον ορισμό που είχε δώσει ο
Cressey το 1967 στην αναφορά του προς την Επιτροπή Katzenbach, στο του ιδίου, The
Functions and Structures of Criminal Syndicates, στο Task Force Report: Organized Crime,
President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, Challenge of Crime
in a Free Society, Government Printing Office, Washington D.C., 1967, appendix A, σελ. 58,
σύμφωνα με τον οποίο, το οργανωμένο έγκλημα χαρακτηρίζεται από μια ολοκληρωτική δομή.
Έχει αυστηρή ιεραρχική πειθαρχία και είναι οργανωμένο σε μόνιμη βάση με περιεχόμενο που
εκτείνεται πέρα από τις ζωές των ατόμων, ενώ, υπάρχει ανεξάρτητα από οποιονδήποτε
συγκεκριμένο αξιωματούχο.
379
Ο Weigend, αναφερόμενος στις προσπάθειες του επιστημονικού συμβουλίου της ∆ιεθνούς
Εταιρίας Ποινικού ∆ικαίου να οριοθετήσει την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, επισημαίνει
ότι αν και συνειδητά απέφυγε να το ορίσει, συγκέντρωσε καταλόγους από διακριτικά γνωρίσματα,
όμοια μεταξύ τους κατά το περιεχόμενο, τα οποία θεωρούνταν ως χαρακτηριστικά του
οργανωμένου εγκλήματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά, στο επίπεδο της οργανωτικής μορφής,
συμπεριλαμβάνουν την ύπαρξη ιεραρχικής δομής, τον επαγγελματισμό και τη συγκάλυψη της
ατομικής ευθύνης, στο επίπεδο των σκοπών, την απόκτηση οικονομικής ισχύος και πολιτικής
επιρροής και στο επίπεδο των χρησιμοποιούμενων μέσων, την άσκηση βίας και τρομοκρατίας, τη
διαφθορά και τη δημιουργία μιας κατ’ επίφαση νομιμότητας. Βλ. Thomas Weigend, Το
οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, (μετάφραση Οβαδδία Ναμία), στα
Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη
σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 4 – 5.
Για τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος στα οποία κατέληξε το 16ο Συνέδριο της
∆ιεθνούς Εταιρείας Ποινικού ∆ικαίου, που έγινε στη Βουδαπέστη, από 5 έως 11 Σεπτεμβρίου
1999, βλ. ∆ιονυσίου Σπινέλλη (επιμ), Το 16ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ποινικού ∆ικαίου, ΠοινΧρ, 1999,
σελ. 74.
380
Βλ. Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 3.
381
Πρβλ. την κριτική του Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 140 – 141, σύμφωνα με τον οποίο, στον ορισμό αυτό μπορεί κανείς με ευκολία να
αναγνωρίσει την αμερικανική Cosa Nostra, όχι όμως απαραιτήτως και κάθε άλλη μορφή του
εγκλήματος αυτού. Ενώ, στα μειονεκτήματα του ορισμού αυτού εγγράφει το γεγονός ότι στις
88
οργανωμένο έγκλημα δεν έχει πολιτικούς στόχους, είναι ιεραρχικά δομημένο, έχει
περιορισμένο ή κλειστό αριθμό μελών, συνθέτει μια μοναδική υποκουλτούρα,
διαιωνίζει τον εαυτό του, παρουσιάζει ετοιμότητα στη χρήση παράνομης βίας,
έχει μονοπωλιακό χαρακτήρα και διοικείται μέσα από ρητούς κανόνες και
συμφωνίες. Ενώ και ο Schneider382 μεταξύ των υπολοίπων χαρακτηριστικών383
φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ιεραρχική δομή του οργανωμένου
εγκλήματος.
Στην Ελλάδα, η Σπινέλλη384 επιλέγει να δώσει το βάρος κυρίαρχα στο
σκοπό και στη δομή μιας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία κατά την άποψή της
θεωρήσεις που εντάσσονται στο ιεραρχικό πρότυπο γενικότερα, υπάρχει ως υπόρρητο στοιχείο η
παραδοχή ότι «αν επιφέρει κανείς καίριο πλήγμα στην ιεραρχική οργάνωση των συγκεκριμένων
εγκληματικών ομάδων, θα τις εξαρθρώσει ή τουλάχιστον θα τις καταστήσει ελάχιστα πλέον
απειλητικές», κάτι, που, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, δεν συμβαίνει. Εξάλλου, για άλλους
συγγραφείς που έχουν υιοθετήσει τον ορισμό του Abadinsky, βλ. Michael Lyman / Gary Potter,
Organized Crime, Prentice Hall, Upper Saddle River, New Jersey, 1997, σελ. 7 – 8.
382
Βλ. ιδίως, Hans Joachim Schneider, Das organisierte Verbrechen, Jura, 1984, σελ. 169 επ.,
του ιδίου, Kriminologie, Walter de Gruyter, Berlin, New York, 1987, σελ. 51 επ. και του ιδίου,
Neuere kriminologische Forschungen zum organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen
Welp (eds), Beiträge zur Rechtswissenschaft: Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels
zum 70. Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 813 επ.
383
Συνοπτικά, ως βασικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, ο Schneider αναφέρει:
1) την ικανοποίηση αναγκών του πληθυσμού σε αγαθά και υπηρεσίες, 2) τον ορθολογικό
σχεδιασμό και την επιλογή εγκληματικών δραστηριοτήτων με χαμηλό ρίσκο και υψηλά κέρδη, 3)
την ύπαρξη διαφορετικών ομάδων, εντός των οποίων υπάρχει καταμερισμός εργασίας, για την
παραγωγή, διαμετακόμιση και διανομή παράνομων αγαθών και την προσφορά παράνομων
υπηρεσιών, 4) τον επαγγελματισμό των μελών του, 5) την αυστηρή καθοδήγηση από μία κεντρική
ομάδα σχεδιασμού, η οποία ανακαλύπτει τις δυνατότητες για εγκληματική δράση, σταθμίζει τους
κινδύνους, το κόστος και το όφελος και επιτηρεί την εκτέλεση των εγκληματικών σχεδίων, 6) την
ύπαρξη εγκληματικών προτύπων, όπως ο άγραφος νόμος της απόλυτης πίστης, 7) την
στεγανοποίηση της ηγετικής ομάδας από τους διωκτικούς μηχανισμούς, μέσω της αυστηρής
πειθαρχίας στο εσωτερικό της οργάνωσης και της συστηματικής διαφθοράς 8) τη χρήση βίας, 9)
το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και 10) τον υπερεθνικό χαρακτήρα του. Βλ. Hans Joachim
Schneider, Das organisierte Verbrechen, όπ.παρ., σελ. 169 – 170, του ιδίου, Kriminologie,
όπ.παρ., σελ. 51 – 52 και του ιδίου, Neuere kriminologische Forschungen zum organisierten
Verbrechen, όπ.παρ., σελ. 815 – 819.
384
Η Σπινέλλη έχει καταγράψει πέντε στοιχεία, παραθέτοντας τα βασικότερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα αυτού του εγκληματικού φαινομένου, εκ των οποίων, τα τρία τελευταία δεν είναι
απαραίτητα, αλλά συνήθως συνοδεύουν την οργανωμένη εγκληματική δράση: 1. Συστηματικός
παράνομος προσπορισμός οικονομικού οφέλους, που προέρχεται από εξειδικευμένες και σε
μεγάλη κλίμακα δραστηριότητες. 2. Ιεραρχική δομή στο πλαίσιο ενός συστήματος καθορισμένων
σχέσεων με αμοιβαίες υποχρεώσεις και προνόμια, καθώς και καταμερισμός εργασίας. 2. Χρήση
πραγματικών ή απειλούμενων πράξεων βίας, τόσο προς το εσωτερικό της οργάνωσης, για τη
διατήρηση της πειθαρχίας, όσο και προς τα έξω για την επίτευξη στόχων. 3. Μονοπωλιακός
έλεγχος ή δημιουργία ζωνών επιρροής σε διάφορες επιχειρήσεις ή γεωγραφικές περιοχές. 4.
∆ιασυνδέσεις με πολιτικούς, εφαρμοστές των ποινικών νόμων, επιχειρηματίες, δικηγόρους,
συνδικαλιστές και κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς, με σκοπό αφενός την προστασία των
μελών του οργανωμένου εγκλήματος από το νόμο και αφετέρου την επίτευξη των στόχων της
οργάνωσης. Βλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1985, σελ. 109 –
110.
89
είναι ιεραρχική,385 και δευτερευόντως στα μέσα που χρησιμοποιεί για την
επίτευξη των σκοπών της και τη διασφάλιση της ατιμωρησίας των μελών της.
Ο Κουράκης386 υποστηρίζει και αυτός ότι οι οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες χαρακτηρίζονται από διαρθρωμένη ιεραρχία, αυστηρή κατανομή
καθηκόντων και εσωτερικό μηχανισμό επιβολής εξοντωτικών κυρώσεων, καθώς
και ορθολογικό σχεδιασμό των δραστηριοτήτων τους.
Η ιεραρχική αυτή προσέγγιση δέχθηκε σκληρή κριτική από αρκετούς
συγγραφείς387, επειδή θεωρήθηκε ότι απηχούσε αποκλειστικά τις απόψεις των
διωκτικών αρχών, στις οποίες προσέδιδε θεωρητική νομιμοποίηση και
επιστημονική αξιοπιστία, παρά το γεγονός ότι βασιζόταν σε στοιχεία που οι
διωκτικές αρχές δημοσιοποιούσαν επιλεκτικά388. Μετά από χρόνια έρευνας
πεδίου, ο Chambliss389 συμπέρανε χαρακτηριστικά ότι: «δεν πιστεύω ότι το
οργανωμένο έγκλημα διοικείται και ελέγχεται από ένα εθνικό συνδικάτο με μια
“επιτροπή” ή από “μια ομάδα διευθυντών”, οι οποίοι εξασκούν ένα είδος
φεουδαρχικού ελέγχου πάνω σε υποτακτικούς σκορπισμένους σ’ ολόκληρη την
επικράτεια». Ενώ και ο ανθρωπολόγος Francis Ianni390, μέσα από την έρευνά
385
Ιδιαίτερα σημαντική σ’ αυτό το σημείο είναι η επισήμανση της συγγραφέως ότι με το
οργανωμένο έγκλημα ανατρέπονται οι καθιερωμένες αξιολογήσεις της βαρύτητας ενός
εγκλήματος, επειδή «η μεθόδευση, η γραφειοκρατική οργάνωση και η έκταση – σε ύψος κερδών,
σε αριθμό εμπλεκομένων προσώπων και ακόμη σε εδαφική περιοχή – ορισμένων εγκληματικών
δραστηριοτήτων, είναι στοιχεία σημαντικότερα από το είδος του απειλούμενου έννομου αγαθού ή
τη βαρύτητα του εγκλήματος». Ως εκ τούτου, «η εντόπιση γνωρισμάτων οργανωμένου
εγκλήματος σε μια εγκληματική πράξη συντελεί και στην αποτελεσματικότερη πρόληψη και
καταστολή του». Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, όπ.παρ., σελ. 112.
386
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος και
δυνατότητες αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 173 επ. (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 1999,
σελ. 1017 επ.)
387
Βλ. ιδίως, Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 155 επ.,
του ιδίου, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, όπ.παρ., σελ. 24, Dwight
C. Smith Jr., Wickersham to Sutherland to Katzenbach: Evolving an “Official” Definition for
organized crime, Crime, Law and Social Change, vol. 16, issue 2, 1991, σελ. 135 επ., James
Calder, Al Capone and the International Revenue Service: State-Sanctioned Criminology of
Organized Crime?, Crime, Law and Social Change, vol. 17, no. 1, σελ. 1 – 23, Alan Block, Space,
Time and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 10 – 13 και Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia –
An Alternative View, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 57.
388
Βλ. Joseph Albini, Donald Cressey’s contributions to the study of organized crime, όπ.παρ.,
σελ. 16 – 25.
389
Βλ. William Chambliss, On the Take: From Petty Crooks to Presidents, Indiana University
Press, Bloomington, 1978, σελ. 9.
390
Βλ. Francis Ianni, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime, Russell
Sage Foundation, New York, 1972, σελ. 151 επ. και του ιδίου, Black Mafia: Ethnic Succession in
Organized Crime, Simon and Schuster, New York, 1974, ιδίως σελ. 282 – 293.
90
391
Βλ. σχετικά και Ernesto Savona, Rechtstradition und Verbrechenswirklichkeit. Wandel und
Kontinuität der Rechtsinstrumente zur Bekämpfung der Organisierten Kriminalität, στο
Bundeskriminalamt (ed), Organisierte Kriminalität. Vorträge und Diskussionen bei der
Arbeitstagung des Bundeskriminalamtes, Wiesbaden vom 19 – 22 November 1996, BKA –
Forschungsreihe: Bd. 43, Wiesbaden, 1997, σελ. 182 – 183.
392
Εξάλλου, ο von Lampe εύστοχα παρατηρεί ότι ένας ορισμός δεν βοηθήσει εάν δεν
κατανοήσουμε τους εσωτερικούς δεσμούς «που υποτίθεται ότι συνδέουν τις διαφορετικές όψεις
του κοινωνικού σύμπαντος που στεγάζεται κάτω από την ταμπέλα του “οργανωμένου
εγκλήματος”. Μέχρι τότε όλες οι προσπάθειες να οριστεί το οργανωμένο έγκλημα θα είναι
αναγκαστικά αυθαίρετες και θα αντιτίθενται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις υπάρχουσες
αντιλήψεις για το οργανωμένο έγκλημα». Βλ. Klaus von Lampe, Not a process of enlightenment:
The conceptual history of organized crime in Germany and The United States of America, στο
Pino Arlacchi / Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and
Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf., σελ. 113.
393
Βλ. Earl Johnson, Organized Crime: Challenge to the American Legal System, Criminal Law,
Criminology and Police Science, vol. 53, no. 4 , 1962, σελ. 1 – 29.
394
Πρβλ. και το ποιοτικό κριτήριο που προτείνει ο Ruggiero, σύμφωνα με τον οποίο, η
εγκληματική βιομηχανία δεν είναι δυνατό να περιορίσει τη βάση της στρατολόγησής της
αποκλειστικά στο χώρο των «ειδικευμένων» εγκληματιών, αλλά αναγκαστικά χρειάζεται και έναν
μεγάλο αριθμό ανειδίκευτων εργατών. Συνεπώς, ο επαγγελματισμός και η ανειδίκευτη εργασία
συνυπάρχουν στο οργανωμένο έγκλημα και η διάγνωση της ταυτόχρονης παρουσίας τους
αποτελεί ένδειξη ότι πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα. Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized
Crime Between the Informal and the Formal Economy, όπ.παρ., σελ. 4.
395
Βλ. Dutch Parliamentary Committee, Cyrille Fijnaut / Frank Bovenkerk / Gerben Bruinsma /
Henk Van De Bunt, Eindrapport Onderzoeksgroep Fijnaut, Second Chamber, 1995 – 1996,
Documents 24072/16 και Frederick Jansen / Gerben Bruinsma, Policing organized crime – A new
91
direction, European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 5, no. 4, Kugler Publications,
Amsterdam – New York, RDC, The Hague, 1996 – 1997, σελ. 87 – 88.
396
Βλ. Mark Moore, Organized Crime as a Business Enterprise, στο Herbert Edelhertz (ed), Major
Issues in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-
26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987, σελ. 51
επ.
397
Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 37.
398
Βλ. Jay Albanese, Organized Crime in America, (3rd edition), Anderson Publishing, Cincinnati,
Ohio, 1996, σελ. 5 – 6.
399
Οι «συμμορίες», σύμφωνα με τον Αλεξιάδη, διακρίνονται για την έλλειψη οργανωτικής δομής
και πειθαρχίας. Η ιεράρχηση των μελών στην ομάδα στηρίζεται περισσότερο στη σωματική
δύναμη, παρά σε άλλες ικανότητες. Η ενδεχόμενη, όμως, εκ των πραγμάτων μακρόχρονη δράση
τους επιφέρει κάποιον καταμερισμό ειδικοτήτων και καθηκόντων, ώστε να μη μπορεί να
αποκλεισθεί εκ προοιμίου η μετεξέλιξη των συμμοριών σε εγκληματικές οργανώσεις. Βλ. Στέργιου
Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 216.
92
την επιδίωξη της διάπραξης περισσοτέρων του ενός, όχι κατ’ ανάγκη
προσδιορισμένων, σοβαρών εγκλημάτων400.
Τέλος, στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η άποψη του Κωστάρα401,
σύμφωνα με τον οποίο, για να υπαχθεί μία ομάδα στην κατηγορία του
οργανωμένου εγκλήματος, θα πρέπει να υπάρχει συνένωση επί το αυτό δύο
τουλάχιστον προσώπων, που να εκτείνεται σε έναν ορίζοντα αορίστου χρονικού
βάθους ή πάντως να συντελείται για ένα ορισμένο μεν, αλλά μεγάλο, ασφαλώς,
χρονικό διάστημα.
Η αντίληψη του Ianni402, αποτελεί μια ενδιάμεση θέση, καθώς φαίνεται να
βασίζεται ταυτόχρονα στο ποσοτικό και το χρονικό κριτήριο. Ο Ianni περιγράφει
τις εγκληματικές «οικογένειες» ως συνδεδεμένες μεταξύ τους σε ένα είδος
«σύνθετης φυλής» μέσω ενός περίπλοκου δικτύου σχέσεων. Κάποιες φυλές
σχηματίζουν συμπαγείς, αλληλοσυνδεόμενες τοπικές ομάδες με κοινούς
στόχους. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακριβώς επειδή αυτό το είδος
φυλετικής οργάνωσης κάνει τις εγκληματικές ομάδες να φαίνονται σχεδόν ίδιες,
αρκετοί ερευνητές έχουν οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το
οργανωμένο έγκλημα είναι πολύ δομημένο.
Οι επιστήμονες που εστιάζουν την προσοχή τους στα δομικά
χαρακτηριστικά, παρατηρούν ότι το οργανωμένο έγκλημα λειτουργεί μέσα από
ευέλικτες και εξειδικευμένες ομάδες403 και οφείλει, ενώ εξακολουθεί να παραμένει
μια «μυστική» οργάνωση, ταυτόχρονα να επιδεικνύει δημόσια τη δύναμη
εξαναγκασμού που διαθέτει. Συνεπώς, απαιτείται η επίτευξη μιας ισορροπίας
ανάμεσα στη δημοσιότητα και τη μυστικότητά του, κάτι που μόνο μια σύνθετη
δομή είναι σε θέση να διασφαλίσει404. Σε ένα άλλο επίπεδο, είναι απαραίτητη η
400
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 216.
401
Εξ αντιδιαστολής, ο Κωστάρας θεωρεί ότι στην έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, δεν
υπάγεται η συνένωση για τη διάπραξη μεμονωμένων ή εκτεινόμενων σε μικρό χρονικό ορίζοντα,
εγκληματικών πράξεων. Βλ. Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των
κυρώσεων του οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 74.
402
Βλ. Francis Ianni, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 172.
403
Βλ. ενδεικτικά, Cameron McIntosh / Austin Lawrence, Spatial mobility and organised crime,
Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 161 – 162.
404
Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου – Καστανίδου, το σημείο σύγκλισης στις προσπάθειες ορισμού
του οργανωμένου εγκλήματος φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται στη δράση ισχυρών εγκληματικών
οργανώσεων, με επιχειρηματική δομή, που είναι προσανατολισμένες στην επιδίωξη κέρδους,
ενώ, δραστηριοποιούνται σαν κανονικές επιχειρήσεις στην παράνομη αγορά και αναπτύσσονται
σε διακρατικό ή παγκόσμιο επίπεδο, διασφαλίζοντας την ισχύ τους με τη βία και τη διαφθορά. Βλ.
93
εξουδετέρωση των διωκτικών αρχών είτε μέσω της “omertá” (της συνωμοσίας
της σιωπής), είτε μέσω της διαφθοράς405, είτε μέσω της εξαπόλυσης αντιποίνων.
Το οργανωμένο έγκλημα, τέλος, οφείλει να διατηρήσει την εσωτερική του τάξη,
κάτι που επιτυγχάνει τόσο μέσα από την ανάπτυξη συγκεκριμένων μορφών
επίλυσης των διαφορών, όσο και χρησιμοποιώντας την εξωτερική του νομιμότητα
για να προσφέρει εργασιακές και κοινωνικές ευκαιρίες στα μέλη του406.
Η προσέγγιση των Bassiouni και Vetere θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να
ενταχθεί στην κατηγορία των ορισμών που εστιάζουν κατεξοχήν στη δομή της
εγκληματικής οργάνωσης, καθώς διακρίνουν407 μεταξύ ιστορικού408 και
Χρησιμοποιούν το ξέπλυμα για την ανακύκλωση και επαύξηση των κερδών τους. 7. Ενεργούν
κυρίως εντός εθνικών ορίων, ακόμη και όταν παρουσιάζουν υπερεθνικές διασυνδέσεις και
δραστηριότητες. 8. Η παρουσία και η δράση των ομάδων αυτών επηρεάζει αρνητικά την κοινωνία
στο πλαίσιο της οποίας δραστηριοποιούνται, καθώς απειλεί τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και
άλλα κοινωνικά και οικονομικά έννομα αγαθά. 9. Συχνά, αλλά όχι πάντα, οι ομάδες αυτές είναι
οργανωμένες με ιεραρχική δομή. 10. Από τα κατώτερα στην ιεραρχία μέλη απαιτείται αφοσίωση
στην οργάνωση, που ενισχύεται με την επιβολή αυστηρής πειθαρχίας και κυρώσεων που
φθάνουν ακόμη και στο θάνατο, σε περιπτώσεις αποτυχίας, ανυπακοής ή έλλειψης αφοσίωσης.
11. Η συμμετοχή βασίζεται σε δοκιμασίες αφοσίωσης και σκληρότητας των μελών, ενώ σε
«συναδελφικές» (“con-fraternal”) οργανώσεις συνοδεύεται και από μυστική μύηση και 12. Η
μυστικότητα αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους. Βλ. Cherif Bassiouni / Eduardo Vetere,
Organized Crime and its Transnational Manifestations, όπ.παρ., σελ. 883 επ.
409
Σε σχέση με το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, οι Bassiouni και Vetere υποστηρίζουν ότι
εκδηλώνει ροπές προς μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στην οργάνωση αντανακλώντας τη
δυναμική των μοντέρνων κοινωνιών και του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος. Υπό
αυτή την έννοια, θεωρούν ότι το οργανωμένο έγκλημα, θα πρέπει να εξετάζεται περισσότερο ως
«σύστημα», που εμπεριέχει τέσσερα χαρακτηριστικά, παρά ως οργάνωση. Τα χαρακτηριστικά
αυτά είναι: 1. Η συστηματική οργάνωση των εγκληματικών και μη εγκληματικών στοιχείων. 2. Η
ύπαρξη διαφορετικών τύπων σχέσεων μεταξύ των στοιχείων του συστήματος και των διαφόρων
υποσυστημάτων. 3. Η ενότητα των σκοπών και 4. Τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Ibid, σελ. 886
επ.
410
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα
από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000,
σελ. 51 επ.
411
Κατά τη γνώμη μας, η θέση αυτή του Λίβου φαίνεται να αντιφάσκει με τη γενικότερη θεώρησή
του για μια «πραγματοπαγή» οργάνωση επιχειρηματικού χαρακτήρα.
412
Εξάλλου, ο Λίβος δεν αντιμετωπίζει το οργανωμένο έγκλημα απλώς ως μια επιχείρηση, που
λειτουργεί για να καλύπτει τις ανάγκες συγκεκριμένης αγοράς σε αγαθά και υπηρεσίες, που είτε
απαγορεύονται ολοσχερώς είτε η διακίνησή τους υπόκειται σε προκαθορισμένους περιορισμούς,
αλλά τονίζει ότι: «το εγκληματικόν της δράσης του συγκεκριμένου εγκληματικού φαινομένου
συνίσταται αντίθετα στην ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας διά της οργανωμένης
καταπατήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και
Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 226.
95
413
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 442.
414
Βλ. Günther Kaiser, Kriminologie. Ein Lehrbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1996, σελ. 410, §
38.3, αρ. περιθ. 16, Robert J. Kelly, Trapped in the Folds of Discourse, όπ.παρ., σελ. 41, Mark
Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 53 – 56 και Hans-Jürgen
Kerner, Moderne Formen von Gruppenkriminalität und Konsequenzen für kriminalpolizeiliche
Ermittlungen, Der Kriminalist, 1979, σελ. 16, όπου διατύπωσε για πρώτη φορά την αρχή αυτή,
σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι πλέον ο
δράστης, αλλά ο πελάτης εκείνος που καθορίζει το είδος της τελούμενης αξιόποινης πράξης.
415
Σύμφωνα με την Longo, η ακαδημαϊκή κοινότητα οφείλει να αναζητήσει έναν θεωρητικό ορισμό
του οργανωμένου εγκλήματος, ο οποίος να παρέχει χρηστικές γνώσεις και να στοχεύει στην
αύξηση της αποτελεσματικότητας των διωκτικών αρχών. Βλ. Francesca Longo, Organised crime:
towards a two level analysis, στο Fellia Allum / Francesca Longo / Daniela Irrena / Panos
Kostakos (eds), Defining and Defying Organised Crime – Discourse, perceptions and reality,
Routledge, London – New York, 2010, σελ. 15 – 16.
96
416
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 40 – 41.
417
Η ∆ιεθνής Συμβάσεως του ΟΗΕ κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος
(“transnational organized crime”), γνωστή ως Σύμβαση του Παλέρμο συνοδεύεται από τρία
Πρωτόκολλα και άνοιξε προς υπογραφή στις 12-15 ∆εκεμβρίου 2000. Η Σύμβαση του Παλέρμο
έχει υπογραφεί από 163 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της
διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών» έχει υπογραφεί από 146 Κράτη. Το
Πρωτόκολλο «κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα»
έχει υπογραφεί από 129 Κράτη και το Πρωτόκολλο «κατά της παράνομης κατασκευής και
διακίνησης όπλων και πυρομαχικών» έχει υπογραφεί από 89 Κράτη. Η Ελλάδα κύρωσε τη
Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά της με τον Ν. 3875/2010
(ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
418
Η εμφάνιση μιας παγκόσμιας εμβέλειας εγκληματικής απειλής που μπορεί να αντιμετωπιστεί
με την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας, δε φαίνεται να γίνεται καθολικά αποδεκτή. Όπως
χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Edwards και Gill υπάρχει ελάχιστη συμφωνία σχετικά με το
χαρακτήρα ή ακόμη και με την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους παγκόσμιας απειλής, με αποτέλεσμα
να υποστηρίζονται δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Η
πρώτη στηρίζεται στα στοιχεία για τις υπερεθνικές εγκληματικές δραστηριότητες. Έτσι, για
παράδειγμα, η Jamieson υποστηρίζει ότι στα μέσα τη δεκαετίας του ’90 υπήρχαν ελάχιστες
περιοχές στον κόσμο που ήταν «ανέγγιχτες» (“untouched”) από τη Mafia. Ενώ, η δεύτερη
υποστηρίζει ότι η εμβέλεια του οργανωμένου εγκλήματος παραμένει περιορισμένη σε επιτόπια
κλίμακα. Ο Hobbs, μεταξύ άλλων, τονίζει τον τοπικό χαρακτήρα των πραγματικών σχέσεων
μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών παρά την υπερεθνική μορφή τους. Βλ. Adam Edwards /
Pete Gill, Crime as enterprise? The case of “transnational organized crime”, Crime, Law and
Social Change, vol. 37, no. 3, 2002, σελ. 207, Alison Jamieson, Τhe Transnational Dimension of
Italian Organized Crime, Transnational Organized Crime, vol. 1, no. 2, 1995, σελ. 151 επ. και
Dick Hobbs, Going Down the Glocal: The Local Context of Organised Crime, The Howard Journal
of Criminal Justice, vol. 37, no. 4, 1998, σελ. 407 – 422.
97
για την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού419. Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθ. 2 εδ. α’, ως «οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται μια δομημένη
ομάδα420 τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική
περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά
εγκλήματα ή αδικήματα421, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα,
οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχικά είχε επιχειρηθεί, ιδίως με τη
Συνθήκη Schengen (Ν. 2514/1997, άρθρα 40 § 7 και 41 § 4) και τη Σύμβαση
Europol (N. 2605/1998), να οριστεί η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος κατά
πλάτος, μέσω της εξαντλητικής περιγραφής όλων των μορφών βαριάς διεθνούς
εγκληματικής δράσης422. Σε ένα τέτοιο σχήμα, οι αξιόποινες πράξεις που
συνιστούν την κύρια εγκληματική δράση της ομάδας μπορεί να είναι οποιαδήποτε
(σοβαρά) αδικήματα, των οποίων η τέλεση εμφανίζεται ενίοτε κατά τρόπο
οργανωμένο.
∆εν θα πρέπει να διαλανθάνει, όμως, της προσοχής μας το γεγονός ότι η
διακρατική συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεν
μπορεί να στηριχτεί σε τέτοιου είδους λίστες απαρίθμησης αξιοποίνων πράξεων,
ακριβώς γιατί εκ της φύσεώς τους υπόκεινται σε συνεχείς τροποποιήσεις, αφού
εμπειρικά οφείλουν να καταγράφουν τις αλλαγές που σημειώνονται στην
οργανωμένη εγκληματική δράση. Η λύση αυτή, συνεπώς, δε θα μπορούσε de
facto να αποτελέσει την κυρίαρχη αντίληψη και ένα μάχιμο εργαλείο της ΕΕ
απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Απέδωσε, όμως, καρπούς σε ένα άλλο
419
Ιδιαίτερα σημαντική για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι, επίσης, η
Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της ∆ιαφθοράς του 2003, η οποία αποτελεί το μοναδικό παγκόσμιας
εμβέλειας νομικά δεσμευτικό εργαλείο για την καταπολέμησή της. Η σύμβαση αυτή έχει
υπογραφεί από 140 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία την έχει κυρώσει με το Ν.
3666/2008.
420
Σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. γ’, Ο όρος «δομημένη ομάδα» σημαίνει «μια ομάδα που δεν
σχηματίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος και που δεν χρειάζεται να έχει επίσημα
ορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια της ιδιότητας των μελών της ή αναπτυγμένη δομή».
421
Ο όρος «σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”), σημαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. β’,
«συμπεριφορά που αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας
τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με πιο σοβαρή ποινή». Πρβλ. την κριτική των van Duyne και van
Dijck, σύμφωνα με τους οποίους η υιοθέτηση τέτοιων όρων φανερώνει μια τάση
υπεραπλούστευσης και στενεύει αδικαιολόγητα το πεδίο ανάλυσης. Βλ. Petrus van Duyne /
Maarten van Dijck, Assessing Organised Crime: The Sad State of an Impossible Art, όπ.παρ.,
σελ. 104.
422
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου, αυτός ο τρόπος προσέγγισης της έννοιας του οργανωμένου
εγκλήματος ως στόχο είχε να προσδοθεί συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο σε μια γενική
έννοια που ευρύτερα λειτουργεί, μάλλον, ως υποκατάστατο για το χαρακτηρισμό κάθε ασαφούς
απειλής κατά των δομών της οικονομίας και της κοινωνίας. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική
Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 25.
98
423
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές σ’ αυτό το επίπεδο είναι: η από 19/7/2002 Απόφαση-πλαίσιο του
Συμβουλίου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (2002/629/∆ΕΥ, L 203-1 επ. της 1-8-
2002) ή η πρόταση Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων
σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν
στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (COM 2001 τελικό – Βρυξέλλες, 23-5-2001).
Για το ζήτημα της ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις των Αποφάσεων –
Πλαίσιο που υιοθετούνται κατ’ άρθρον 34 § 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γ’
Πυλώνας) ενώ, στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται θέματα αστυνομικής και δικαστικής
συνεργασίας η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να είναι επιπροσθέτως σύμφωνη και με τις διατάξεις της
ΕΣ∆Α, βλ. Υπόθεση C – 105/2003, Απόφαση της 16-6-2005 του ∆ικαστηρίου Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων (∆ΕΚ), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 52 επ., με Παρατηρήσεις ∆ημητρίου Ζημιανίτη.
424
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το ποινικό
δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 540 επ.
425
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
49.
426
ENFOPOL 108, 16 Νοεμβρίου 1995, «Έκθεση για την κατάσταση του οργανωμένου
εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1994».
99
427
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
49 – 52.
428
Περιέχεται στο Παράρτημα Γ΄ του εγγράφου E.U. Doc 12247 / 1 / 94, REV 1 ENFOPOL 161.
100
429
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 32.
430
ENFOPOL 35 αναθ. 2.
431
Σχετικά με το περιεχόμενο της «έννοιας τύπου», βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Οργανωμένο
Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2000, σελ. 106 επ. και του ιδίου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 793.
432
Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 793-795.
433
Πρβλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 20, σύμφωνα με τον οποίο, τα αυστηρά ταξινομητικά κριτήρια των νομικών
ορισμών αφήνουν ελάχιστο χώρο για πιο «εκλεπτυσμένες» μελέτες.
101
437
Χαρακτηριστική είναι η ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση-πλαίσιο της 19/7/2002 για την
καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.
438
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/∆ΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 11-11-2008, L 300, σελ.
45.
103
443
Ο Ν. 2928/2001 προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις και ακαδημαϊκές διαμάχες, οι οποίες
εκκινούσαν από την ανάγκη επιμέρους βελτιώσεών του και έφθαναν έως το σημείο αμφισβήτησης
της ίδιας της αναγκαιότητάς του αναφορικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Ενδεικτικό και μάλλον ασυνήθιστο γεγονός, που καταδεικνύει την έκταση που έλαβε η
επιστημονική αντιπαράθεση, αποτελεί η παραίτηση, σε διάφορα χρονικά σημεία, πέντε μελών της
Επιτροπής για την επεξεργασία του σχεδίου νόμου. Βλ. αναλυτικά Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 54 – 55.
444
Από την ελληνική θεωρία είχαν προταθεί δύο λύσεις αναφορικά με τον ορισμό του
οργανωμένου εγκλήματος. Σύμφωνα με την πρώτη, έπρεπε να δημιουργηθεί μία γενική διάταξη
περί οργανωμένου εγκλήματος, στο πρότυπο του άρθ. 13 στοιχ. στ’ ΠΚ για την κατ’ επάγγελμα
τέλεση, η οποία να εμπεριέχει έναν αυθεντικό προσδιορισμό της έννοιας του οργανωμένου
εγκλήματος. Ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, θα έπρεπε να επιλεγεί ένα κεφάλαιο του Ειδικού
Μέρους του Ποινικού Κώδικα στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί μία νέα διάταξη για το
οργανωμένο έγκλημα.
445
Κατά τη διατύπωση της Εισηγητικής Έκθεσης. Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με
τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για
την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ.
1575.
446
Στην πραγματικότητα, ο Ν. 2928/2001 υιοθετεί ένα τμήμα του ορισμού του οργανωμένου
εγκλήματος της Σύμβασης του Παλέρμο, αφού δεν συμπεριέλαβε στα εννοιολογικά στοιχεία του
οργανωμένου εγκλήματος τον σκοπό προσπορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους,
ενδεχομένως, για να μπορεί να αντιμετωπιστεί με το ίδιο άρθρο και το φαινόμενο της
τρομοκρατίας, του οποίου ο σκοπός είναι πρωτίστως πολιτικός. Βλ. σχετική κριτική, Αριστομένη
Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, ΠοινΧρ, 2001, σελ.
1016 – 1017.
105
447
Πρβλ. Σταμάτη ∆ασκαλόπουλου, ∆ιλήμματα για την άμυνα στο οργανωμένο έγκλημα (Το
«έλλειμμα της πολιτείας και η συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων), ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1024,
σύμφωνα με τον οποίο, η εισαγωγή εξαιρετικών ρυθμίσεων, ενίοτε αμφίβολης συνταγματικότητας,
από την πολιτεία, επιλέγεται προκειμένου να εξισορροπηθεί το έλλειμμα στο επίπεδο
εξειδίκευσης και οργανωτικής υποδομής των διωκτικών αρχών.
448
Σύμφωνα με τη Συκιώτου, η «έννοια του οργανωμένου εγκλήματος είναι δύσκολα
προσεγγίσιμη γιατί αλλάζει διαρκώς με την πάροδο του χρόνου» και υποστηρίζει ότι «πρόκειται
για κοινωνική κατασκευή που καθρεφτίζει μορφές εγκληματικής δράσης που θεωρούνται ιδιαίτερα
επικίνδυνες από την κοινωνία και η οποία επηρεάζεται από διαφορετικά πολιτικά και θεσμικά
ενδιαφέροντα». Κατά συνέπεια, «το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια δυναμική που αλλάζει και
προσαρμόζεται σε νέες ευκαιρίες για έγκλημα». Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση –
Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική
σχέση, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 203.
449
Η πολιτική – ιστορική καταγωγή του όρου «τρομοκρατία» ανάγεται στην εποχή της Γαλλικής
επανάστασης. Ετυμολογικά «τρομοκρατώ» σημαίνει ότι επικρατώ με τη δημιουργία τρόμου σε
κάποιον άλλο. Βλ. σχετικά, Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας,
Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 59, όπου αναφέρεται ότι ο όρος «τρομοκρατία» (“terrorism”), ως πολιτική
πρακτική, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τους Ιακωβίνους ηγέτες της περιόδου 1793 –
1794, της ιδίας, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003,
σελ. 310 – 311 και Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες – Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά
Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 10 – 11, όπου σημειώνει
χαρακτηριστικά ότι «ανάλογα με τις εκάστοτε ιδεολογικοπολιτικές εκτιμήσεις της πολιτικής
εξουσίας και την αντίστοιχη οπτική γωνία της κάθε ενδιαφερόμενης κοινωνικής ομάδας, η
τρομοκρατία, εσωτερική και εξωτερική, παίρνει εκ διαμέτρου διαφορετικό περιεχόμενο». Ενώ,
«…και στο επίπεδο των κοινωνικοηθικών εκτιμήσεων, οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις είναι
συνήθως ιδιαίτερα σημαντικές και υπερβαίνουν τα απλά όρια νομικών διχογνωμιών».
Για μια καταγραφή και αξιολόγηση των ορισμών της τρομοκρτίας βλ. ιδίως, Σοφίας Βιδάλη, Η
τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ’70 – Εγκληματολογική και Σωφρονιστική
προσέγγιση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 3-28, Walter Laqueur,
Terrorism, Weidenfeld & Nicolson, London, 1977, σελ. 5 επ., Alex Schmid, Political Terrorism: A
Research Guide to Concepts, Theories, Data Bases and Literature, Transaction Books, New
Brunswick, 1984, σελ. 3 επ., Paul Wilkinson, Terrorism and the Liberal State, New York
University Press, New York, 1986, ιδίως σελ. 23 – 68 και Alex Schmid / Albert Longman, Political
Terorism: A New Guide to Actors, Authors, Concepts, Data Bases, Theories and Literature,
Transaction Publishers, New Brunswick, 2005, σελ. 1 – 38.
106
450
Ο Παπαχαραλάμπους επισημαίνει ότι «η έννοια δεν χαίρει της παραδοσιακής καταξίωσης,
που διαθέτει η αντίστοιχη του πολιτικού εγκλήματος και εισέρχεται στην ποινική ορολογία ως
προϊόν ενός εξωνομικού και πολιτικά αμφιλεγόμενου “common sense”. Επί πλέον, η πολιτική
διάσταση, τουλάχιστον σε σχέση με τη διεθνή της εκδοχή, υπήρξε ο καταλυτικό παράγοντας της
αδυναμίας να ευρεθεί κοινώς αποδεκτός ορισμός». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 313. Για μια σύντομη παρουσίαση των
διαφορετικών συμπεριφορών που έχουν ιστορικά λάβει το χαρακτηρισμό της «τρομοκρατίας», βλ.
Αγλαϊας Τρωιάνου-Λουλά, Τρομοκρατία–Ένα εννοιολογικό περίγραμμα, Νέστορα Κουράκη,
Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, όπ.παρ., σελ. 96 επ. Εξάλλου, ελλείψει ενός κοινά αποδεκτού
ορισμού της τρομοκρατίας από τις χώρες μέλη του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ έχουν διατυπώσει πολλούς
ορισμούς, έναν εκ των οποίων, ήδη από το έτος 1983, χρησιμοποιεί το State Department, ως τον
πλέον δόκιμο. Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτό τον ορισμό, ο όρος «τρομοκρατία» σημαίνει
προμελετημένη βία με πολιτικά κίνητρα, που διαπράττεται εναντίον πολιτών από εθνικές ομάδες
ή μυστικούς πράκτορες, προτιθέμενη συνήθως να επηρεάσει ένα ακροατήριο. Ο όρος «διεθνής
τρομοκρατία» σημαίνει τρομοκρατία που εμπλέκει πολίτες ή τις επικράτειες περισσοτέρων της
μίας χωρών. Ο όρος «τρομοκρατική ομάδα», τέλος, σημαίνει οποιαδήποτε ομάδα που εξασκεί, η
διαθέτει σημαντικές υποομάδες που εξασκούν, διεθνή τρομοκρατία. Βλ. Μαίρης Μπόση,
Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2004, σελ. 44, υποσημ. 75.
451
Για τις παρατυπίες που σημειώθηκαν κατά την ψήφιση του αμερικανικού αντιτρομοκρατικού
νόμου “PATRIOT Act” (“Providing Appropriate Tools Required to Intercept and Obstruct
Terrorism”) του 2001, βλ. ∆ημήτρη Γιαννουλόπουλου, Τρομοκρατία και ατομικές ελευθερίες στις
Η.Π.Α. μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1386.
Εξάλλου, ο νόμος Patriot Act (Public Law 107-56) αποτέλεσε προσθήκη στον παλαιότερο
Antiterrorism and Effective Death Penalty Act του 1996, γνωστότερο ως νόμο Χελμς – Μπάρτον.
Για μια ανάλυση του νόμου Χελμς – Μπάρτον, βλ. Μαίρης Μπόση, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα
Τάξη Πραγμάτων, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1999, σελ. 74 – 76.
Για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει πλέον το Ποινικό ∆ίκαιο, βλ. ιδίως, Jakobs Günther, Το
Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού (μετάφραση Κωνσταντίνου Βαθιώτη),
Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 868 επ. και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας»: Από την σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό ∆ίκαιο του
Εχθρού», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010, ιδίως σελ. 193 επ.
452
Ο Παπαχαραλάμπους τονίζει ότι η γενική αμηχανία που προξένησαν τα γεγονότα της
11/9/2001 οδήγησε σε γρήγορες και δυστυχώς βεβιασμένες νομοθετικές αντιδράσεις. Ενώ, η
Μπόση ορθά επισημαίνει ότι «η έκπληξη, ο φόβος, ο τρόμος, ο πανικός αλλά και η απορία για την
αναίτια επίθεση, έδωσαν τη θέση τους σε πολιτική και στρατηγική πρακτική που άφησε
ερωτηματικά για την αμεσότητά της». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό
δίκαιο του «εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική
νομοθεσία στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 189 και Μαίρης Μπόση, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία –
Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον, όπ.παρ., σελ. 36.
453
Για μια πλήρη παρουσίαση των νομοθετικών κειμένων που αφορούν την τρομοκρατία, βλ.
Χαράλαμπου ∆ημόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου (επιμ), Νομοθετικά Κείμενα περί
Τρομοκρατίας, (2η έκδοση), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010.
107
454
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του ∆ημόπουλου. Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου,
Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006, σελ. 25. Εξάλλου,
υποστηρίζονται και απόψεις, όπως αυτή του ∆ημητρίου, ότι «πηγή της τρομοκρατίας δεν είναι ο
άλλος, αλλά το ίδιο το σύστημα». Βλ. Σωτήρη ∆ημητρίου, Μορφές Βίας, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα,
2003, σελ. 218.
455
Ο Κουράκης φαίνεται να υιοθετεί έναν διευρυμένο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και
θεωρεί ότι και η τρομοκρατία μπορεί, ως φαινόμενο, να συνεξεταστεί μαζί του. Αν και δέχεται ότι
και η αντίθετη άποψη είναι υποστηρίξιμη. Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα:
Φαινομενολογία του προβλήματος και δυνατότητες αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, όπ.παρ.,
σελ. 178 – 180. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πορίσματα του συνεδρίου στο Bellagio, που
διοργανώθηκε στις 4-7 Μαΐου 1989 από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης της Ιταλίας και το Εθνικό
Κέντρο Προλήψεως και Κοινωνικής Αμύνης του Milano, οι εγκληματικές και οι τρομοκρατικές
οργανώσεις χαρακτηρίζονται από πέντε κοινά στοιχεία: 1) πρόκειται περί εγκλημάτων κατεξοχήν
συλλογικών, 2) στη συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας κυριαρχεί η αλληλεγγύη
«εγκληματικής ενώσεως προσώπων» και υπάρχουν δεσμοί μεταξύ των ατόμων, για σκοπούς
που προσιδιάζουν στην ομάδα αυτή, 3) η εν λόγω εταιρική εγκληματικότητα προϋποθέτει μία
εξέλιξη της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία φθάνει, ενίοτε, μέχρι σημείου ιδιάζουσας
λειτουργικής ολοκλήρωσης, 4) πρόκειται περί εγκληματικότητας που συνυπάρχει με την εξουσία,
τόσο οικονομική και πολιτική και 5) τόσο η οργανωμένη εγκληματικότητα όσο και η τρομοκρατία
παρουσιάζουν μια εγκληματολογική φαινομενολογία, η οποία χρησιμοποιεί μέσα δράσεως, που
αρνούνται καθ’ ολοκληρία το μηχανισμό του δημοκρατικού consensus. Βλ. Κωνσταντίνου
Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία,
όπ.παρ., σελ. 500 και 503. Πρβλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 111 –
112, σύμφωνα με την οποία, οι ενέργειες των τρομοκρατικών οργανώσεων, ακόμη και όταν
παραβιάζουν συγκεκριμένους ποινικούς νόμους, δεν αποτελούν οργανωμένο έγκλημα, με
ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους την επιδίωξη οικονομικού οφέλους.
456
Το οικονομικό έγκλημα μπορεί να προσεγγισθεί στη βάση της διάκρισης μεταξύ δύο αγορών:
1) της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, όπου υπάγονται κατεξοχήν οι τελωνειακές παραβάσεις,
τμήμα των οποίων αποτελούν και οι πάσης φύσεως λαθρεμπορίες, τα οικονομικά εγκλήματα που
σχετίζονται με τις κρατικές εισπράξεις, οι απάτες σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, τα τυχηρά παίγνια, η «πειρατεία», το ηλεκτρονικό έγκλημα και
το έγκλημα στο διαδίκτυο και 2) της αγοράς χρήματος, εντάσσονται οι χρηματιστηριακές
παραβάσεις, η δημιουργία «πυραμίδων», το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τα εγκλήματα που
σχετίζονται με κρατικές παροχές, ο σφετερισμός των προμηθειών και η πλαστογραφία. Βλ.
Γρηγορίου Λάζου, Το οικονομικό έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα. «Σκληρά» δεδομένα και
βασικές συντεταγμένες, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 655-663 και Νέστορα Κουράκη, Το οικονομικό
έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 645. Ο Kaiser, εξάλλου, προτείνει την
κατάταξη των οικονομικών εγκλημάτων σε τέσσερις κατηγορίες: 1) στα εγκλήματα κατά των
τραπεζών, του χρηματιστηρίου, των πιστώσεων, των ασφαλειών, του ανταγωνισμού, των
ευρεσιτεχνιών και των εμπορικών σημάτων, 2) στα εγκλήματα φορολογικού και τελωνειακού
περιεχομένου, τις χρηματοδοτικές απάτες και τη δωροδοκία, 3) στα εγκλήματα που αφορούν τον
καταναλωτή, τα τρόφιμα, τη νεότητα, το περιβάλλον, την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση και
4) στην απάτη και την τοκογλυφία. Βλ. Günther Kaiser, Ο Ποινικός Έλεγχος της Βαριάς
Οικονομικής Εγκληματικότητας, (μετάφραση Λεωνίδα Κοτσαλή), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1983, σελ. 30 – 32. Ενώ, ο Λίβος ορίζει το οικονομικό έγκλημα ως την «προσβολή
(μιας ή περισσότερων όψεων) της οικονομικής τάξης της χώρας, η οποία εξωτερικεύεται με την
108
απόκτηση οικονομικών πλεονεκτημάτων προερχομένων είτε από την ανάπτυξη μιας αθέμιτης
οικονομικής δραστηριότητας είτε από την καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής ισχύος».
Βλ. Νικολάου Λίβου, ∆ικονομικά ζητήματα σχετικά με την καταπολέμηση της οικονομικής
παραβατικότητας / εγκληματικότητας εκ μέρους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.), στο
Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ,
(3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 451. Ειδικά για το οικονομικό
έγκλημα στην αγορά χρήματος, βλ. Βασιλείου Χριστιανού, Η προστασία του επενδυτή ως
καταναλωτή στο Κοινοτικό ∆ίκαιο: Από την απαγόρευση εκμετάλλευσης εμπιστευτικών
πληροφοριών στην απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, Ελλ∆κνη, 2002, σελ. 1563 – 1564.
Ειδικά, τέλος, για το λαθρεμπόριο τσιγάρων, εξαιρετική είναι η ανάλυση του Griffiths, η οποία
βασίζεται σε έρευνα πεδίου τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που έχουν στο λαθρεμπόριο τσιγάρων παράγοντες που δεν
συνδέονται παραδοσιακά με το οργανωμένο έγκλημα, όπως η πολυεθνικές επιχειρήσεις
τσιγάρων, οι ελβετικές Τράπεζες και οι υπηρεσίες ασφαλείας αρκετών βαλκανικών κρατών. Βλ.
Hugh Griffiths, Smoking Guns: European Cigarette Smuggling in the 1990’s, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 185 – 200.
457
Εντούτοις, η αυξητική τάση που εμφανίζεται στις εγκληματολογικές στατιστικές όσον αφορά τα
οικονομικά εγκλήματα, δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, καθώς είναι πιθανό να οφείλεται στην
εισαγωγή νέων νομοθετικών μέτρων ή στη σύσταση νέων σωμάτων δίωξης του οικονομικού
εγκλήματος και στη συνακόλουθη εντατικοποίηση της αντιμετώπισής τους. Βλ. και Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ο Ποινικός Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και
Προοπτικές, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 10.
458
Ειδικά για τη δόλια χρήση της πιστωτικής κάρτας στις διαδικτυακές συναλλαγές, βλ. και Ελένης
Αθανασίου, Πιστωτική κάρτα και ∆ιαδίκτυο, Ελλ∆κνη, 2006, σελ. 990 – 995. Ενώ, για την απάτη
με ηλεκτρονικό υπολογιστή, τη σχετική νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 386Α ΠΚ στην Ελλάδα
και τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση της χωρίς δικαίωμα χρήσης των
κωδικών καρτών αυτόματης τραπεζικής ανάληψης και της χωρίς δικαίωμα χρήσης των
συστημάτων πληρωμών στο διαδίκτυο, βλ. Γιώργου Νούσκαλη, Απάτη με ηλεκτρονικό
υπολογιστή (Η/Υ): Το παρελθόν και το μέλλον του άρθρου 386Α ΠΚ, ιδίως υπό το πρίσμα των
εξελίξεων στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 178 –
189.
459
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα μιας έρευνας γενικού πληθυσμού που διεξήχθη σε
δείγμα 1.167, σύμφωνα με τα οποία: 1. Οι πολίτες δεν έχουν σαφή γνώση του νόμου σε ποσοστό
90%, αν και γνώριζαν και εκτιμούσαν στο σύνολό τους (99%) για ποιες πράξεις προβλέπεται
ποινή. 2. Οι πολίτες απέχουν σημαντικά στις εκτιμήσεις τους από το νόμο ως προς το ποια ποινή
θα πρέπει να επιβάλλεται, αφού μόνο το 9% έδωσε την ίδια ποινή με το νόμο και 3. Οι πολίτες
τείνουν να αποδίδουν γενικά σαφώς μικρότερες ποινές σε σχέση με το νόμο, δεν αξιοποιούν την
εναλλακτική ποινή, αλλά λειτουργούν κυρίως με τον εγκλεισμό και το πρόστιμο, με μόνη εξαίρεση
την τοκογλυφία στην οποία αποδίδουν σαφώς μεγαλύτερη ποινή από το νόμο. Βλ. Γρηγορίου
Λάζου, Εστίαση στα οικονομικά εγκλήματα – Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα, σε Αντώνη
Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004,
σελ. 520 (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 949).
460
Για τις ανάγκες της μελέτης θα υιοθετήσουμε τον ορισμό των Sjögren και Skogh, σύμφωνα με
τον οποίο, οικονομικό έγκλημα είναι αυτό που διαπράττεται στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα
νόμιμης επιχείρησης, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Το έγκλημα αυτό μπορεί να προκαλέσει
ζημία σε ιδιώτες, επιχειρήσεις και /ή στο δημόσιο τομέα. Βλ. Hans Sjögren / Göran Skogh,
Introduction, στο των ιδίων (eds), New Perspectives on economic crime, Edward Elgar
Publishing, Cheltenham – Massachusetts, 2004, σελ. 1.
109
461
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Ανδρουλάκης ορίζει το οικονομικό έγκλημα ως την «επιδίωξη και
επίτευξη μεγάλου, άμετρου οικονομικού οφέλους, “βρώμικου χρήματος”, με αντίστοιχα μεγάλη
(άμεση ή έμμεση) βλάβη πολλών» ενώ, ο Κωστάρας το ορίζει ως «μια παθολογική έκφραση των
μηχανισμών του οικονομικού συστήματος, που εκμεταλλεύεται τις θεσμικές ή λειτουργικές
ανεπάρκειες και αδυναμίες του συστήματος αυτού, για να εκτρέψει την κατά τα άλλα νόμιμη
επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο ορισμένης παράνομης, ποινικά δηλαδή
αποδοκιμαζόμενης συμπεριφοράς», Βλ. Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, Γύρω από την οικονομική
εγκληματικότητα, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού
∆ικαίου, με θέμα το Οικονομικό Έγκλημα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ.
11 και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
462
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 241, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η
εγκληματολογική προβληματική των σύγχρονων οικονομικών εγκλημάτων, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989, σελ. 122 επ. και Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην ελληνική πραγματικότητα;, ΝοΒ, 2002, σελ.
824.
463
Σύμφωνα με τον Τάκη, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις δημιούργησαν «μια νέα αχανή
“χωρική” διάσταση του κόσμου, εντός της οποίας η αποθηκευμένη ή διακινούμενη πληροφορία
“υπάρχει” με έναν τρόπο μεταφυσικά προκλητικό». Βλ. Ανδρέα Τάκη, Κοινωνία της Πληροφορίας
και Σύνταγμα – Μια πρώτη προσέγγιση, ΝοΒ, 2002, σελ. 30.
464
Για τη σύνδεση της τρομοκρατίας, εγκλημάτων του κοινού Ποινικού ∆ικαίου και ∆ιαδικτύου βλ.
αναλυτικά, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009, σελ. 74 επ., Peter Grabosky / Russell Smith, Crime in the
Digital Age: Controlling Telecommunications and Cyberspace Illegalities, (3rd edition), Transaction
Publishers, New Jersey, 2009, σελ. 47 επ. και Michele Zanini / Sean Edwards, The Networking of
Terror in the Information Age, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars –
The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa
Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 29 επ. Για τη χρήση του ∆ιαδικτύου ως εργαλείο για τον
επηρεασμό της εξωτερικής πολιτικής στις περιπτώσεις της «κυβερνοτρομοκρατίας»
(“cyberterrorism”), βλ. αναλυτικά, Dorothy Denning, Activism, Hacktivism, and Cyberterrorism:
The Internet as a tool for influencing foreign policy, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds),
Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research
Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 239 επ. Για τις νέες δυνατότητες
για διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων που παρέχει η πληροφορική, βλ. Γρηγορίου Λάζου,
Πληροφορική και Έγκλημα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001, ιδίως σελ. 121 – 137 και ∆ημητρίου
110
έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες τόσο για την μετεξέλιξη465 αυτών των
εγκληματικών φαινομένων όσο και για την ανάπτυξη μεταξύ τους διαφόρων
επιπέδων και μορφών συνεργασίας.
Κιούπη, Ηλεκτρονικά Οικονομικά Εγκλήματα, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ),
Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 405-434. Για συγκεκριμένα παραδείγματα της «εγκληματικότητας στον
κυβερνοχώρο» και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρμόδιες διωκτικές αρχές εξαιτίας
της φύσης του ∆ιαδικτύου, βλ. Peter Grabosky, The Global Dimension of Cybercrime, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 146 – 157. Για το σύνηθες modus operandi των “hackers” και μια
συνοπτική παρουσίαση της ποινικής αντιμετώπισης του “hacking”, βλ. Νικολάου Φαραντούρη,
Σύγχρονες εγκληματικές δράσεις στο ∆ιαδίκτυο – Εννοιολογική προσέγγιση και ποινική
αντιμετώπιση του Hacking και του φαινομένου της μόλυνσης με ιούς, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 192 –
193. Για τα προβλήματα που δημιουργεί η έλλειψη επαρκών τεχνικών γνώσεων στην απονομή
δικαιοσύνης ειδικά αναφορικά με τα παίγνια στο διαδίκτυο, βλ. Ιωάννη Αγγελή, Ηλεκτρονικό
έγκλημα και απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1065, ο οποίος, σύμφωνα με
πορίσματα έρευνα που προσωπικά διενήργησε σε είκοσι περιπτώσεις εφαρμογής του Ν.
3037/2002, με παρόντα τον κατηγορούμενο, δεν υπήρξε ούτε μία καταδικαστική απόφαση,
γεγονός που αποδίδει στην αδυναμία κατανόησης της ουσίας της υπόθεσης, λόγω έλλειψης
ειδικών γνώσεων και στην επιλογή της «εύκολης λύσης» της αθωωτικής απόφασης, η οποία δεν
χρήζει αιτιολογίας. Για την δημιουργία και την εξέλιξη της Κοινωνίας των Πληροφοριών, καθώς και
το υπό εξέλιξη σχετικό κανονιστικό πλαίσιο και την αναγκαιότητα τα κατοχυρωμένα στον off-line
κόσμο δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών να κατοχυρώνονται με την ίδια εάν όχι με
μεγαλύτερη ένταση και στον on-line κόσμο, βλ. Αναστασίας Σπηλιοπούλου / Ιωάννη Χοχλιούρου,
Σύγχρονες προκλήσεις από την παράλληλη ανάπτυξη κανονιστικών παρεμβάσεων και μέτρων
αυτορρύθμισης στους τομείς των καινοτομιών και προηγμένων εφαρμογών και υπηρεσιών
ηλεκτρονικής επικοινωνίας στο ∆ιαδίκτυο, ΝοΒ, 2004, σελ. 1866 – 1882. Για την πιθανότητα και
τις συνέπειες δημιουργίας ενός «παγκόσμιου ψηφιακού Πανοπτικού», βλ. Jochen Bung, Πόσον
Φουκώ χρειάζεται η εγκληματολογία σήμερα;, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 229 επ., ιδίως σελ. 238 επ.
Τέλος, για μια προσιτή στο μη εξειδικευμένο κοινό παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών
του ∆ιαδικτύου, βλ. Gordon Graham, Internet – Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, (μετάφραση
Χρύσας Μαρίνου), εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 2001, σελ. 41 επ.
465
Οι Williams και Godson σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι το οργανωμένο έγκλημα «έχει φθάσει
σε τέτοια επίπεδα στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο που έχει εκπλήξει ακόμη και προσεκτικούς
παρατηρητές». Βλ. Phil Williams / Roy Godson, Anticipating organized and transnational crime,
Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 4, 2002, σελ. 311. Για τον τρόπο που χρησιμοποιείται
η πληροφορική τεχνολογία από το οργανωμένο έγκλημα, βλ. Phil Williams, Crime, Illicit Markets,
and Money Laundering, στο P. J. Simmons / Chantal de Jonge Oudraat (eds), Managing Global
Issues: Lessons Learned, Carnegie Endowment for International Peace, Washington DC, 2001,
σελ. 112 – 113. Ενδιαφέρουσα, εξάλλου, είναι η αναλογία που προτείνει ο Albanese, η οποία
αναδεικνύει τη μετεξέλιξη των εγκληματικών οργανώσεων. Έτσι, σύμφωνα με τον Albanese, ο
τοπικός «τζόγος» έχει εξελιχθεί σε «τζόγο» μέσω του διαδικτύου, η διακίνηση ηρωίνης και
κοκαϊνης έχει εξελιχθεί σε διακίνηση συνθετικών ναρκωτικών, των οποίων η διακίνηση δεν
διατρέχει τους ίδιους κινδύνους παρεμπόδισης, η πορνεία του πεζοδρομίου έχει γίνει είτε
βασισμένη στο διαδίκτυο εκπόρνευση είτε διακίνηση ανθρώπων μ’ αυτό το σκοπό, η εκβίαση
τοπικών επιχειρήσεων για την παροχή «προστασίας» έχει μετατραπεί σε εκβίαση μεγαλύτερων
επιχειρήσεων, κοινοπραξιών και σε απαγωγή διευθυντικών στελεχών, η τοκογλυφία εξελίχθηκε
στο ξέπλυμα χρήματος, πολύτιμων λίθων και εμπορευμάτων ενώ, η κλεπταποδοχή έχει εξελιχθεί
σε κλοπή ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας και πλαστογράφηση CD, DVD και λογισμικού. Βλ. Jay
Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 16, πίνακα υπ’ αριθμόν 3. Για τις
αλλαγές στις εγκληματικές οργανώσεις, που προκαλούνται από το μεταβαλλόμενο περιβάλλον
στο οποίο δραστηριοποιούνται, βλ. Gary Potter, Criminal Organisations, Vice, Racketeering and
Politics in an American City, Waveland Press Inc., Prospect Heights, 1994, σελ. 19. Για μια
ενδιαφέρουσα ανάλυση των αλλαγών που επισυνέβησαν από το 1990 και εντεύθεν στον τρόπο
οργάνωσης του εμπορίου κοκαϊνης, βλ. Menno Vellinga, Some Observations on Changing
Business Practices in Drug Trafficking: The Andean experience, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4,
111
2004, σελ. 374 επ. Σύμφωνα με τους Paoli και Fijnaut, τέλος, «αυτές οι ευρύτερες κοινωνικές
διεργασίες επηρέασαν όχι μόνο την οργάνωση και τη ροή των παράνομων αγορών, ιδιαίτερα στις
χώρες που ανήκαν στο πρώην κομμουνιστικό μπλόκ, αλλά επίσης τη γενική αντίληψη (“general
perception”) για το οργανωμένο έγκλημα». Βλ. Letizia Paoli / Cyrille Fijnaut, Organised Crime and
Its Control Policies, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, vol. 14, no. 3,
2006, σελ. 307.
466
Ενδεικτικό αυτού του διαχωρισμού είναι το γεγονός ότι ο Wilkinson επέλεξε να εξαιρέσει από
την τυπολογία του την «εγκληματική τρομοκρατία» (“criminalterrorism”), την οποία ορίζει ως τη
«συστηματική χρήση τρομοκρατικών πράξεων για την απόκτηση ιδιωτικού υλικού οφέλους». Βλ.
Paul Wilkinson, Political Terrorism, Wiley, New York, 1974, σελ. 33.
467
Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Πρόεδρο του Περού Belaunde Terry,
για να περιγράψει τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της αστυνομίας κατά των ναρκωτικών. Βλ.
Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil Williams /
Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and Motives:
Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism, Research
Report no. 211207, U.S. Department of Justice, 2005, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/211207.pdf, σελ. 16.
Για τη σχέση μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων, των καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών και
ορισμένων κρατών, βλ. ιδίως Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on
Drugs and the War on Terror, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 305 – 324. Για τα
αποτελέσματα των εμπειρικών ερευνών των Pollard και Brown που αποδεικνύουν τη σχέση αυτή
βλ. Neal Pollard, Terrorism and Transnational Organized Crime: Implications of Convergence,
September 1997 Essay, The Terrorism Research Center website,
www.terrorism.com/terrorism/crime.htm, σελ. 1 επ., Michael Brown, Transnational Organised
Crime and Terrorism, September 1997 Essay, The Terrorism Research Center,
www.terrorism.com/terrorism/crime.htm, σελ. 1 επ. και Rensselaer W. Lee III, The White
Labyrinth. Cocaine and Political Power, Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey,
1989, σελ. 155 – 190.
468
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, στο Alex Schmid
(ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2005,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/Forum/V05-
81059_EBOOK.pdf, σελ. 4.
469
Μια τακτική που ακολουθούσαν οι μεγάλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις δικές τους ζώνες επιρροής μειώνοντας ταυτόχρονα την
επιρροή των αντιπάλων τους, ήταν η απευθείας χρηματοδότηση ανταρτών και η υλική συντήρηση
τοπικών συρράξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρηματοδότηση της Αλ Κάιντα και
του Οσάμα Μπιν Λάντεν από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Αφγανιστάν με τη
Ρωσία. Σχετικά με την αντίληψη της «κρατικά χρηματοδοτούμενης τρομοκρατίας, βλ. Brynjar Lia /
Katja Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, FFI
Research Report No. 2004/04307, Norwegian Defence Research Establishment, Norway, 2005,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά www.rapporter.ffi.no/rapporter/2004/04307.pdf., σελ. 53 – 55 και σελ.
57 – 58 και Βλ. Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed, στο
Alex Schmid (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication,
New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf, σελ. 36.
112
470
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism: A
Theory of Malevolent International Relations, Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 22, Frank
Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 7 και Alex
Schmid, The links between transnational organized crime and terrorist crimes, Transnational
Organized Crime, vol. 2, no. 4, 1996, σελ. 69.
471
Σύμφωνα με τη Ehrenfeld, οι τρομοκράτες πάντα αναζητούσαν ευκαιρία να ονομαστεί αυτό
που κάνουν πολιτικό ενώ, οι έμποροι ναρκωτικών πάντα θεωρούνταν αποκλειστικά ως
εγκληματίες. «Με τη συνεργασία τους, οι τρομοκρατικές οργανώσεις επωφελούνται από το
εμπόριο ναρκωτικών χωρίς να χάνουν σε κύρος ενώ, οι έμποροι ναρκωτικών που σφυρηλάτησαν
μια συμμαχία με τρομοκράτες γίνονται πιο αξιοσέβαστοι και κερδίζουν πολιτική επιρροή». Βλ.
Rachel Ehrenfeld, Narco-Terrorism, Basic Books, New York, 1990, σελ. 19.
472
Με τον όρο «σύνδεσμος» (“nexus”) στην αλλοδαπή βιβλιογραφία εξηγείται ολόκληρη η
ποικιλία σχέσεων και αλληλεπίδρασης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας. Όταν ερμηνεύεται στενά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει στο συγκεκριμένο
επίπεδο τη σχέση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας, που παρατείνεται σε
βάθος χρόνου, σε αντιδιαστολή με τις ad hoc αλληλεπιδράσεις ή τους «γάμους ευκολίας».
473
Ο σύνδεσμος μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας (“crime-terror nexus”)
καθίσταται φανερός στις περιπτώσεις εγκλημάτων, όπως η «φορολόγηση» του εμπορίου
ναρκωτικών ή η εμπλοκή σε απάτες με πιστωτικές κάρτες, ως πηγή χρηματοδότησης από
οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες. Η ύπαρξη αυτού του συνδέσμου χρησιμοποιείται, επίσης,
για να συσχετίσει και να αιτιολογήσει τη σύναψη συμμαχιών μεταξύ εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων. Οι δύο αυτές μορφές συσχέτισης σκιαγραφούν τα βασικά
συστατικά του συνδέσμου μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, ο οποίος,
όμως, αν αναλυθεί σε βάθος, είναι πολύ πιο περίπλοκος.
474
Οι Lyman και Potter, για παράδειγμα, αφιέρωσαν ένα ειδικό κεφάλαιο στην τρομοκρατία, όπου
επισημαίνουν ότι η επιδίωξη πολιτικών στόχων και το κίνητρο του κέρδους «μπορούν να
αποτελούν παράλληλες μεταβλητές σε πολλές τρομοκρατικές πράξεις». Ενώ, ο Laqueur, ο
οποίος, επίσης, συμπεριέλαβε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τη συνεργασία μεταξύ τρομοκρατίας
και οργανωμένου εγκλήματος, υπογραμμίζει ότι «σε αρκετές περιπτώσεις έχει επέλθει μια
συμβίωση μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος, η οποία δεν υπήρχε πριν». Βλ.
Michael D. Lyman / Gary W. Potter, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 307 και Walter Laqueur, The
New Terrorism: Fanaticism and the Arms of Mass Destruction, Phoenix Press, London, 1999,
σελ. 211.
475
Βλ. Alex Schmid (ed), Links Between Terrorist and Organized Crime Networks: Emerging
Patterns and Trends, ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the
United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 2004, σελ.191 και του
ιδίου, The links between transnational organized crime and terrorist crimes, όπ.παρ., σελ. 42 επ.
113
476
Βλ. ιδίως, Phil Williams / Ernesto Ugo Savona (eds), The United Nations and Transnational
Organized Crime, Frank Cass & Co Ltd, London, 1996, σελ. 13, Phil Williams / Roy Godson,
Anticipating organized and transnational crime, Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 4,
2002, σελ. 320, Glenn Schweitzer/ Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and
Weapons of Mass Destruction, Plenum Press, New York, 1998, σελ. 288.
477
Βλ. Tamara Makarenko, “The ties that bind”: uncovering the relationship between organized
crime and terrorism, στο Dina Siegel / Henk van de Bunt / Damian Zaitch (eds), Global Organized
Crime: Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, The Netherlands,
2003, 159 – 170.
478
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, Studies in Conflict and Terrorism,
vol. 24, no. 1, σελ. 43.
479
Βλ. Phil Williams, Terrorism and organized crime: convergence, nexus or transformation?, στο
Gunnar Jervas (ed), FOA Report on Terrorism, Defence Research Establishment, Stockholm,
1998, σελ. 69 – 92.
114
480
Βλ. John Picarelli, More Than Just Family Ties: Postinternational Perspectives of
Transnational Organized Crime, Paper presented at the annual meeting of the International
Studies Association, Hilton Hawaiian Village, Honolulu, Hawaii, 5-3-2005,
http://www.allacademic.com/meta/p70573_index.html
481
Ο όρος “postinternationalism” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Rosenau το 1990 για
να περιγράψει «μια προφανή τάση κατά την οποία όλο και περισσότερες από τις
αλληλεπιδράσεις που στηρίζουν την παγκόσμια πολιτική αναπτύσσονται χωρίς την άμεση
εμπλοκή εθνών και κρατών». Βλ. James Rosenau, Turbulence in World Politics: A Theory of
Change and Continuity, Princeton University Press, Princeton – New Jersey, 1990, σελ. 6.
482
Σύμφωνα με τον «μεταδιεθνισμό» (“postinternationalism”), που αποκαλείται επίσης «θεωρία
της αναταραχής» (“turbulence theory”), ζωτικής σημασίας είναι η λήψη υπόψη μιας ευρείας
σειράς ατόμων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των σύγχρονων διεθνών σχέσεων. Επίσης
κεντρικό στοιχείο αυτής της θεώρησης αποτελεί το διακλαδούμενο σύστημα εντός του οποίου τα
άτομα αυτά υπάρχουν, οι τρεις κύριες παράμετροι στο πλαίσιο των οποίων αλληλεπιδρούν και η
αναταραχή που οι αλληλεπιδράσεις αυτές προκαλούν και βοηθούν να συντηρηθεί. Βλ. αναλυτικά,
James Rosenau, Turbulence in World Politics, όπ.παρ., σελ. 21–46, του ιδίου, Citizenship in a
changing global order, στο James Rosenau / Ernst Otto Czempiel (eds), Governance without
government: order and change in world politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992,
σελ. 272 επ., του ιδίου, Along the Domestic–Foreign Frontier: Exploring Governance in a
Turbulent World, Cambridge University Press, Cambridge, 1997, ιδίως σελ. 38 επ., του ιδίου,
Beyond Postinternationalism, στο Heidi Hobbs (ed), Pondering Postinternationalism: a paradigm
for the twenty-first century?, State University of New York Press, Albany, New York, 2000, σελ.
219–237 και του ιδίου, Distant Proximities: Dynamics Beyond Globalization, Princeton University
Press, Princeton, 2003, σελ. 11–16.
483
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 1 – 24.
484
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 8
–9.
115
485
Βλ. Robin Thomas Naylor, Wages of Crime: Black Markets, Illegal Finance and the
Underworld Economy, όπ.παρ., σελ. 44 – 87.
486
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 4 – 5.
116
487
Ο Schmid στην εγκληματολογική του ανάλυση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και
τρομοκρατίας, θεωρεί τη διακινδύνευση ως έναν από τους τρεις λόγους, εξαιτίας των οποίων ο
σύνδεσμος μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας (“the crime-terror nexus”) είναι
απίθανο να εξελιχθεί πέρα από βραχυπρόθεσμες επιχειρησιακές διευθετήσεις. Βλ. Alex Schmid,
The links between transnational organized crime and terrorist crimes, όπ.παρ., σελ. 40 – 82.
488
Σε καθαρά νομοτεχνικό επίπεδο, εξάλλου, για τη σύσταση τρομοκρατικής ή εγκληματικής
οργάνωσης απαιτείται η σύμπραξη τουλάχιστον τριών ατόμων.
117
489
Το γεγονός της διεθνοποίησης των δομών και των δραστηριοτήτων, εξαιτίας της
παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα από το 1990 και εντεύθεν, συνιστά μία ακόμη σημαντική ομοιότητα,
αλλά λόγω των τεραστίων και θεμελιακών της επιπτώσεων στο σύνολο των σχέσεων μεταξύ των
δύο φαινομένων, θα εξεταστεί αναλυτικά στην επόμενη ενότητα.
490
Σύμφωνα με τον Κυριακάκη, η χρήση βίας περιλαμβάνει είκοσι ελιγμούς, μεταξύ των οποίων
είναι ο αιφνιδιασμός, η «αποκοίμιση του στόχου», η προσποίηση, η γενική και ειδική εξαπάτηση,
η λήψη μέτρων «εσωτερικής ασφαλείας και η χρήση ανταποδοτικών μέτρων. βλ. αναλυτικά,
Σπύρου Κυριακάκη, Modus operandi (τρόπος ενέργειας) των ενόπλων εγκληματικών ομάδων,
Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 435 επ.
491
Βλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, όπ.παρ., σελ. 308 – 309.
492
Βλ. Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 7
– 8.
118
493
Βλ. John Picarelli, The Turbulent Nexus of Transnational Organized Crime and Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 19.
494
Η Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 63,
υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της τρομοκρατίας δεν γίνεται χρήση εμπορικών ή
επιχειρησιακών δομών, κάτι που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και αιτία της αυξημένης
απαξίας του οργανωμένου εγκλήματος. Η θέση αυτή θα μπορούσε να ισχύει όσον αφορά το
ιστορικό φαινόμενο της τρομοκρατίας. Φρονούμε, όμως, ότι ιδιαίτερα στην μετά το 1990 εποχή,
δεν μπορεί να ευσταθήσει αυτή η διάκριση.
495
Βλ. ιδίως Neal Pollard, Terrorism and Transnational Organized Crime: Implications of
Convergence, όπ.παρ., σελ. 4.
496
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Pablo Escobar, ο οποίος προσέτρεξε το 1993 στις
υπηρεσίες του National Liberation Army (ELN), για την παγίδευση αυτοκινήτων με εκρηκτικά,
επειδή η οργάνωσή του δεν είχε τέτοιου είδους πείρα. Βλ. Chris Dishman, The Leaderless Nexus:
When Crime and Terror Converge, Studies in Conflict and Terrorism, vol. 28, no. 3, 2005, σελ.
246.
119
497
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τόσο η τρομοκρατία όσο και το οργανωμένο έγκλημα στρέφονται
κατά της ασφάλειας του κράτους και της διεθνούς ασφάλειας, οι σημαντικότατες διαφορές μεταξύ
των δύο φαινομένων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αντενδείκνυται η από κοινού νομοτεχνική
αντιμετώπισή τους. Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το Σχέδιο του Υπουργείου
∆ικαιοσύνης για το Οργανωμένο Έγκλημα: “Aberratio ictus” με ανυπολόγιστες “παράπλευρες
ζημίες”, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 285 επ. Πρβλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of
the War on Drugs and the War on Terror, όπ.παρ., σελ. 305 επ., Chris Dishman, The Leaderless
Nexus: When Crime and Terror Converge, όπ.παρ., σελ. 246 επ. και Tamara Makarenko, The
Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and
Terrorism, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 129 – 145, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η
προσπάθεια αποκοπής τους από τις πηγές ανεφοδιασμού και από τις δυνατότητες «ξεπλύματος»
βρώμικου χρήματος, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρότατο πλήγμα και για τους δύο τύπους
οργανώσεων.
498
Βλ. Emma Björnehed, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, όπ.παρ., σελ. 311, όπου αναφέρονται και αρκετά γλαφυρά παραδείγματα τέτοιου είδους
ανταγωνισμών και συγκρούσεων μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατικών
ομάδων στη Λατινική Αμερική.
499
O Carter υποστηρίζει ότι αν και το οργανωμένο έγκλημα και οι τρομοκρατικές οργανώσεις
μοιράζονται κάποια κοινά ενδιαφέροντα, όπως το λαθρεμπόριο όπλων, εκκινούν, όμως, από
εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Ενώ, περαιτέρω, θεωρεί ότι η απειλή που συναρτάται με τη
τρομοκρατική δράση είναι πολύ μικρότερη, σε σχέση με την απειλή που απορρέει από το
οργανωμένο έγκλημα. Βλ. David L. Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in
Entrepreneurial Crime, όπ.παρ., σελ. 142.
120
500
Βλ. αναλυτικά, Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed,
όπ.παρ., σελ. 36 – 40.
501
Βλ. Bruce Hoffman, Inside Terrorism, Columbia University Press, New York, 1998, σελ. 42,
όπου χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «Ενδεχομένως πιο θεμελιακά, ο εγκληματίας δεν ενδιαφέρεται
να επηρεάσει ή να επιδράσει στην κοινή γνώμη˙ απλά ζητά να διαφύγει με τα χρήματά του ή να
εκπληρώσει έναν ιδιοτελή σκοπό με τον πιο γρήγορο και εύκολο δυνατό τρόπο, έτσι ώστε να
καταφέρει να δρέψει την ανταμοιβή του και να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του.
Αντίθετα, ο πρωταρχικός στόχος της τρομοκρατικής βίας είναι να αλλάξει τελικά “το σύστημα” -
κάτι για το οποίο ο συνηθισμένος εγκληματίας δεν θα μπορούσε να ενδιαφέρεται λιγότερο».
Πρβλ. όμως και σελ. 169 – 180, όπου ο Hoffman αναφέρει ότι οι προσωπικές βιογραφίες
τρομοκρατών συχνά αποκαλύπτουν πόσο πολύ απολαμβάνουν τη δόξα και την εξουσία.
502
Πρβλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ., σελ. 151-
154, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος, η δίψα για εξουσία,
ιδιαίτερα για τοπική εξουσία, είναι ενδεχομένως μια πιο σημαντική κινητήρια δύναμη από την
απλή επιθυμία για πλουτισμό.
503
Βλ. Loretta Napoleoni, The new economy of terror: how terrorism is financed, όπ.παρ., σελ.
32.
504
Βλ. Louise Shelley / John Picarelli, Methods not Motives: Implications of the Convergence of
International Organized Crime and Terrorism, Police Practice and Research, vol. 3, no. 4, 2002,
σελ. 314 – 315.
121
αστυνομία, αλλά όχι και κίνητρο της δράσης του, καθώς δεν προβαίνει σε
ενεργητικές προκλήσεις του συνόλου της κρατικής δομής505. Οι τρομοκρατικές
οργανώσεις, όμως, δεν προσπαθούν απλώς να ελέγξουν επιμέρους τμήματα και
λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας, αλλά επιθυμούν να
αναμορφώσουν ριζικά το κράτος και την κοινωνική διαστρωμάτωση, σύμφωνα με
τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Η τρομοκρατία, δηλαδή, έχει βαθύτερο ιδεολογικό υπόβαθρο506 και
επιδιώκει, μέσω της χρήσης βίας, την αμφισβήτηση ή και την αποσταθεροποίηση
του υπάρχοντος πολιτικού και πολιτειακού συστήματος507. Ενώ, το οργανωμένο
έγκλημα, σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, αφενός, γιατί
ενστερνίζεται απόλυτα τη λογική και τη φιλοσοφία του υπάρχοντος
συστήματος508, αποτελώντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και «στυλοβάτη»
του509, και αφετέρου, γιατί αποτελεί ένα «υποπροϊόν» του συστήματος, αφού
γεννιέται από την ίδια τη δομή του, κάτι που προσδιορίζει ως πεδίο δράσης του
505
Υπό αυτή την έννοια το οργανωμένο έγκλημα είναι «συντηρητικό». Βλ. Frank Bovenkerk /
Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 12.
506
Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1016, υποσημ. 3.
507
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 30,
σύμφωνα με τον οποίο, «η τρομοκρατία, που υποκινείται εν όλω ή εν μέρει από θρησκευτικά
κίνητρα χρησιμοποιεί εξτρεμιστική βία ως ένα προφητικό καθήκον ή ως μια μυσταγωγική ενέργεια
κι εναγκαλίζεται διαφορετικά μέσα νομιμοποίησης και δικαιολόγησης από την κοσμική
τρομοκρατία. Τα διακριτικά γνωρίσματά της συνίστανται στη μεγαλύτερη δυνατή αιματοχυσία και
καταστροφή».
508
∆εν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι σε πολλά κράτη οι υπηρεσίες πληροφοριών
χρησιμοποιούν τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, για να διεκπεραιώσουν άλλες δικές
τους παράνομες μεταφορές. Χαρακτηριστική περίπτωση, εν προκειμένω, αποτελεί το σκάνδαλο
της BCCI, που ενώ είχε τη φήμη της πρωτοπόρας ιδιωτικής τράπεζας, καθώς μέσα σε 18 χρόνια
από τη δημιουργία της κατάφερε να ανέλθει στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης των
τραπεζών, τόσο σε δύναμη κεφαλαίου όσο και σε αξία μεταφορών, κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε
η παράλληλη ανάμειξή της τόσο με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος όσο και με τον
κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε ότι η CIA τη χρησιμοποιούσε για
να χρηματοδοτεί εταιρίες του Πακιστάν την εποχή της Ρωσο – Αφγανικής πολεμικής εμπλοκής,
κάτι που έκαναν τόσο η αγγλική ΜΙ-5 όσο και οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες σε σχέση με το
Ιράν. Ενώ, παράλληλα, μεταξύ των επωνύμων πελατών της εμφανίζονταν ο τρομοκράτης
Marcos, ο Duvalier, ο δικτάτορας Somosa, ο Sadam Hussein, ο Manuel Noriega και τα
κολομβιανά καρτέλ ναρκωτικών Medellin και Cali. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο το 1991 και η BCCI
κατέρρευσε, ως «χάρτινος πύργος», αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κλασικό
«πλυντήριο χρημάτων», ενώ, ταυτόχρονα, η διεθνής κοινή γνώμη βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιο
παταγώδη κατάρρευση τράπεζας σ’ ολόκληρη την οικονομική ιστορία. Βλ. Ντράγκαν
Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής,
(μετάφραση – προσαρμογή κειμένου στα Ελληνικά Vesna Micić / Νίκου Αρβανίτη), Ελλ∆κνη,
1995, σελ. 298 και Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 115 και 116.
509
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Pearce. Βλ. Frank Pearce, Crimes of the powerful,
όπ.παρ., σελ. 126 επ., όπου αναλύεται διεξοδικά η αντίληψη του οργανωμένου εγκλήματος ως
«υπηρέτη» του συστήματος (“underworld as servant”).
122
την παράνομη αγορά, όπου είτε προσφέρει απαγορευμένα από το νόμο αγαθά
και υπηρεσίες, είτε διακινεί νόμιμα αγαθά με παράνομο τρόπο510.
Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα Κράτη διαπραγματεύονται με
αντιπροσώπους πολιτικών ομάδων με ένοπλη δράση, που έχουν ήδη
χαρακτηριστεί τρομοκρατικές, στο πλαίσιο ενός πνεύματος αναγνώρισης της
ύπαρξης τέτοιων πολιτικών ομάδων, πολύ συχνά λόγω πειθαναγκασμού, κάτι
που τους προσδίδει μια μορφή νομιμοποίησης. Η απευθείας διαπραγμάτευση,
όμως, τόσο ως αποτέλεσμα, όσο και ως πολιτική πρακτική, είναι εντελώς
αδιανόητη στις περιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος511.
Σε επίπεδο μικροσκοπικής ανάλυσης, στην περίπτωση μιας
τρομοκρατικής ομάδας ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ των περισσοτέρων
προσώπων έχει προσωποπαγή χαρακτήρα, η επιλογή, δηλαδή, των συνεργατών
για τη συγκρότηση της τρομοκρατικής ομάδας γίνεται πάντοτε με κριτήρια, που
αποδίδουν σημασία στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ατόμου, που θα ενταχθεί
στην ομάδα. Τα κριτήρια, βέβαια, αυτά μπορεί να είναι πολλά, διατηρούν, όμως,
σε κάθε περίπτωση τον προσωποπαγή τους χαρακτήρα. Στην περίπτωση, όμως,
του οργανωμένου εγκλήματος η σύνδεση των περισσοτέρων ατόμων στο πλαίσιο
της οργάνωσης είναι, κατά κανόνα, πραγματοπαγής, δεν έχει δηλαδή, συνήθως,
σημασία το πρόσωπο που εκτελεί, αλλά το εκτελούμενο σχέδιο, του οποίου η
εφαρμογή θα μπορούσε να είχε ανατεθεί και σε άλλους, αδιάφορο ποιους,
εκτελεστές512. Παρά το γεγονός ότι στις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος
πολύ συχνά παρατηρείται κάποια εσωτερική διάρθρωση και υπάρχει ιεραρχία,
δεν αναιρείται ο πραγματοπαγής τους χαρακτήρας, καθώς, και αν ακόμη
ελλείπουν αυτά τα στοιχεία, η εγκληματική οργάνωση εξακολουθεί να υπάρχει.
Τα μέλη, τέλος, μιας τρομοκρατικής οργάνωσης έχουν πολύ πιο στενές σχέσεις
510
Για τη θεμελιακή διαφορά μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας στο επίπεδο των
κινήτρων. Βλ. την εξαιρετική ανάλυση του ειδικού σε θέματα τρομοκρατίας Bruce Hoffman, Inside
Terrorism, όπ.παρ., ιδίως σελ. 42 επ.
511
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
79.
512
Βλ. όμως και Frank Bovenkerk / Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 9 και 12, όπου επισημαίνουν ότι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι και οι δύο
τύποι οργανώσεων τείνουν να στρατολογούν τα μέλη τους «από την ίδια δεξαμενή περιθωριακών
τμημάτων του πληθυσμού, τα οποία υπόκεινται σε κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική
απογοήτευση. Και οι δύο τύποι οργανώσεων αποτελούνται από ανθρώπους που είναι
προετοιμασμένοι να διακινδυνεύσουν, να ευχαριστηθούν την έξαψη και τις συγκινήσεις και να
περιφρονήσουν τους κανόνες της κανονικής κοινωνίας». Υπάρχει, όμως και μια σημαντική
διαφορά. Τα άτομα που συμμετέχουν στο οργανωμένο έγκλημα προέρχονται από τις
χαμηλότερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις ενώ, δεν είναι ασυνήθιστο οι τρομοκράτες να
προέρχονται από τη μεσαία τάξη.
123
513
Το έντονο προσωπικό στοιχείο, που υπάρχει πάντα στα «εγκλήματα οργανώσεως», στις
περιπτώσεις της τρομοκρατίας τείνει να γίνεται εντονότερο, λόγω του έντονου ιδεολογικού
χαρακτήρα της σχέσεως.
514
Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 11, σύμφωνα με τους οποίους, «η διάκριση μεταξύ των δύο τύπων είναι ιδιαίτερα
ασαφής στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις φυλακές και σε περιοχές ενόπλων συγκρούσεων,
όπου δεν υπάρχει αποτελεσματική κυβέρνηση».
515
Ibid, σελ. 14, όπου εύστοχα παρατηρούν οι συγγραφείς ότι η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των
δύο μορφών μπορεί να συμβεί ακόμη και χωρίς καμιά προηγούμενη συνεργασία μεταξύ τους.
124
Σύγκλιση
Οργανωμένο------+----------------+----------+------------/-------+----------+----------+-----Τρομοκρατία
έγκλημα 1. 2. 3. 4. 3. 2. 1.
Συμμαχία Χρήση τρομοκρα- Εγκληματικές Συμμαχία με
με τρομοκρατική τικών τακτικών για Σύνδρομο δραστηριότητες εγκληματική
ομάδα (1) επιχειρησιακούς «Μαύρης Τρύπας» για επιχειρησια- ομάδα (1)
σκοπούς (2) (4) κούς σκοπούς (2)
Πολιτικό Εμπορική
Έγκλημα (3) Τρομοκρατία (3)
518
(ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ)
516
Βλ. την εξαιρετική σχετική ανάλυση της Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum:
Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 129 –
145.
517
Ο Nikos Passas υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις όπου τα οικονομικά και τα πολιτικά κίνητρα
μιας εγκληματικής δράσης είναι ισόρροπα, πρόκειται για μια «υβριδική» μορφή εγκλήματος, η
οποία τοποθετείται μεταξύ του «επιχειρηματικού» και του «πολιτικού» εγκλήματος. Στις
περιπτώσεις αυτές, η διαπλοκή κράτους, οργανωμένου εγκλήματος, διεθνούς πολιτικής και
διαφθοράς φθάνει σε τέτοιο σημείο, που τα δίκτυα του εγκλήματος είναι πιθανό να
συμπεριλαμβάνουν ταυτόχρονα εγκληματίες, νόμιμους επιχειρηματίες, υψηλόβαθμους δημοσίους
υπαλλήλους και πολιτικά πρόσωπα. Βλ. Nikos Passas, Cross-border crime and the interface
between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 18. Ανάλογη άποψη εκφράζει και η Makarenko
ονομάζοντας το σημείο σύγκλισης τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος «σύνδρομο της
μαύρης τρύπας». Βλ. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139.
518
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 131, όπου η αναφερόμενη
σχηματική απεικόνιση.
125
519
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 131.
520
Κάτι τέτοιο συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις ξεπλύματος, πλαστογραφίας ή δημιουργίας
βομβών. Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 37.
521
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η συμμαχία των Ερυθρών Ταξιαρχιών με την Camorra στις
αρχές της δεκαετίας του ’80. Βλ. αναλυτικά, Chris Dishman, Terrorism, Crime and
Transformation, όπ.παρ., σελ. 53 επ.
126
522
Όπως αναφέρει η Makarenko, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμμαχία του Ρωσικού
οργανωμένου εγκλήματος, που προμηθεύει όπλα στην Κολομβία, με αντάλλαγμα φορτία
κοκαΐνης. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 132. Εξαιρετικά επικερδής,
εξάλλου, σχέση, αποδείχθηκε αυτή μεταξύ της Αλβανικής mafia και του Απελευθερωτικού
Στρατού του Κοσόβου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Κόσοβο. Μετά την πτώση της
Αλβανικής κυβέρνησης το 1997, η Αλβανική mafia διασφάλισε την εξουσία της στους δρόμους
διακίνησης ηρωίνης μέσω των Βαλκανίων ενώ, την ίδια χρονική περίοδο ιδρύθηκε ο
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου για να επιδιώξει την ανεξαρτητοποίηση από τη Σερβία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Washington Times της 4ης Ιουνίου 1999, αναπτύχθηκε μία πολύ
συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της πολιτικής πτέρυγας του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου,
το Εθνικό Μέτωπο του Κοσόβου, και του αλβανικού οργανωμένου εγκλήματος, σύμφωνα με την
οποία τα κέρδη από το καρτέλ της Πρίστινα, διοχετεύονταν στον Απελευθερωτικό Στρατό του
Κοσόβου, που τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει όπλα, πολύ συχνά στο πλαίσιο συμφωνιών
«ναρκωτικά για όπλα». Για τη σχέση του εμπορίου όπλων με την ανάπτυξη οργανωμένου
εγκλήματος στη Σεβρία, βλ. επίσης, Nemanja Nenadic, Constitutional Systems, Governments and
Key Developments in Serbia 1980 – 2010, στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the
Balkan Political Context, Risk Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-04-
OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 98 επ., ιδίως σελ. 103 – 107.
523
Για μια ανάλυση των δικτύων που διευκολύνουν τη μεταφορά πυρηνικών υλικών, για
παράδειγμα, και τις σχέσεις που αναπτύσσονται σ’ αυτό το πεδίο μεταξύ εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων, βλ. Louise Shelley, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and
Terrorists, Global Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 – 560.
524
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στρατηγική συμμαχία που συνήψε η Ισλαμική Κίνηση
του Ουζμπεκιστάν με την Αφγανική mafia των ναρκωτικών και τις οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες της Κεντρικής Ασίας, για να διασφαλίσει ότι τα φορτία ηρωίνης θα μεταφέρονταν με
ασφάλεια μέσω του Αφγανιστάν, της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του Καυκάσου. Βλ. Tamara
Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational
Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 132.
Ειδικά για την περίπτωση της καλλιέργειας, παραγωγής και διακίνησης οπιοειδών στο
Αφγανιστάν, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μετά την σημαντική πτώση που σημειώθηκε, εξαιτίας
127
της απαγόρευσής τους από την κυβέρνηση των Ταλιμπάν κατά το έτος 2000 και τον πόλεμο που
διεξήγαγαν κατά του Αφγανιστάν οι ΗΠΑ το 2001, η παραγωγή και διακίνησή τους μέχρι και το
2007 κάθε χρόνο αυξάνονταν θεαματικά. Κατά την περίοδο 2007-2009 η παγκόσμια παραγωγή
οπίου παρουσίασε τάση μείωσης (από 8,890 μετρικοί τόνοι σε 7,754 μετρικοί τόνοι), παρά το
γεγονός ότι παρέμεινε σημαντικά πάνω από την τεκμαρτή παγκόσμια ζήτηση, η οποία
ανέρχονταν στους 5,000 μετρικούς τόνους περίπου. Το 2009, το Αφγανιστάν παρήγαγε 6.900
μετρικούς τόνους οπιοειδών, που μεταφράζεται σε 89% της ετήσιας συνολικής παγκόσμιας
παραγωγής. Εξάλλου, η παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν παρουσίασε αύξηση κατά 150% το
2009 σε σχέση με το 1998. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, United Nations Publications, New York, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/unodc/en/data-and-analysis/WDR-2010.html, σελ. 20 και 32.
525
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, όπ.παρ., σελ. 43.
526
Η πραγματικότητα αυτή περιγράφεται με τον όρο «οικειοποίηση δραστηριότητα» (“activity
appropriation”). Βλ. Βλ. Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia
Craig-Hart / Phil Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill,
Methods and Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International
Terrorism, όπ.παρ., σελ. 36.
527
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έχει αποδειχθεί η συμμετοχή των μαφιόζικων
οργανώσεων της Νότιας Ιταλίας σε τρεις τουλάχιστον συνωμοσίες που είχαν οργανωθεί από
ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά η Mafia ευθύνεται
για την εκτέλεση δεκάδων αστυνομικών, δικαστικών λειτουργών και πολιτικών. Το 1992
δολοφόνησε τους δικαστές Giovanni Falcone και Paolo Borsellino ενώ, η απευθείας σύγκρουση
με το κράτος κορυφώθηκε το 1993 με τη σειρά βομβιστικών ενεργειών στη Ρώμη, τη Φλωρεντία
και το Μιλάνο. Όπως σημειώνει η Jamieson, «οι παραδοσιακές οργανώσεις της Mafia έχουν
μάθει να χρησιμοποιούν τον μεγεθυντικό φακό της συμβολικής βίας για να προσεγγίσουν ένα
ευρύτερο ακροατήριο. Το 1993 η σικελική Mafia εκτέλεσε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων με τη
χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων στην ιταλική ενδοχώρα κοντά σε ιστορικές τοποθεσίες, όπως
είναι οι Uffizi Galleries στη Φλωρεντία και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού στη Ρώμη˙
είχαν καταστρωθεί σχέδια για την ανατίναξη του Κεκλιμένου Πύργου της Πίζας. Ο στόχος δεν
ήταν να εξολοθρεύσουν έναν εχθρό, αλλά να τρομοκρατήσουν την κοινή γνώμη και το
Κοινοβούλιο, για να ανακαλέσει την προσφάτως εισαχθείσα νομοθεσία κατά της Mafia». Κατά
συνέπεια, οι τρομοκρατικές τακτικές χρησιμοποιήθηκαν από τη Mafia για να στείλει ένα μήνυμα
και να προκαλέσει ανοιχτά την κυρίαρχη πολιτική ελίτ, ούτως ώστε να υπονομεύσει τις ενέργειες
και τη νομοθεσία εναντίον της. Συγκρινόμενη με οποιαδήποτε τρομοκρατική ομάδα, η Mafia
ενεπλάκη με τον τρόμο, ως ένα τακτικό εργαλείο για να πιέσει την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί
και να συμβιβαστεί μαζί της. Βλ. Letizia Paoli, Italian Organized Crime: Mafia Associations and
Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 22, της ιδίας, Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia
αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 275, Alexander Stille, Excellent
Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian Republic, όπ.παρ., σελ. 103 επ. και Alison
128
530
Βλ. Chris Dishman, Terrorism, Crime and Transformation, όπ.παρ., σελ. 48.
531
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μορφής, σύμφωνα με την Makarenko, αποτελούν οι
Ρωσικές και οι Αλβανικές εγκληματικές οργανώσεις. Σε αρκετές περιοχές της Ρωσικής
Ομοσπονδίας και της Αλβανίας οι οργανωμένοι εγκληματίες έχουν αντιληφθεί ότι προκειμένου να
κινητοποιήσουν αρκετές δυνάμεις για να αντισταθούν στο κράτος, θα πρέπει να μετακινήσουν τις
οργανώσεις τους πέραν από το χώρο της καθαρής εγκληματικότητας, που ελκύει ελάχιστα τους
πολίτες και να προσθέσουν στοιχεία πολιτικής διαμαρτυρίας. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime
– Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime and
Terrorism, όπ. παρ., σελ. 136.
532
Βλ. και Louise Shelley / John Picarelli / Allison Irby / Douglas Hart / Patricia Craig-Hart / Phil
Williams / Steven Simon / Nabi Abdullaev / Bartosz Stanislawski / Laura Covill, Methods and
Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and International Terrorism,
όπ.παρ., σελ. 10 – 11, όπου υποστηρίζουν ότι η διάκριση στη βάση των κινήτρων μεταξύ
τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί πλέον μια πολύ περιοριστική προσέγγιση, η
οποία μπορεί να είναι παραπλανητική.
533
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 26-27 και σελ. 232 και Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the
Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 136.
130
534
Βλ. σχετικά και την εισήγηση του Orlando, τότε ∆ημάρχου Παλέρμο, σε Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους / Όλγας Τσόλκα, Οργανωμένο Έγκλημα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα,
ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 686, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «Πριν από κάποια χρόνια ο αγώνας
κατά του οργανωμένου εγκλήματος και της Mafia ήταν αδύνατος. Η Mafia ήλεγχε όλη τη χώρα.
Υπήρχε μια έντονη διαπλοκή πολιτικής και Mafia, καθώς και πολιτικής και δικαιοσύνης, που είχε
ως επακόλουθο τη δύναμη και τη βία. Στόχος δεν ήταν μόνο τα χρήματα, αλλά η δύναμη και η
εξουσία, η απόκτηση των οποίων διευκολυνόταν με την άσκηση ενός δραστικού οικονομικού
ελέγχου. ∆εδομένου ότι υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες σημαντικά στελέχη της Mafia ήταν
παράλληλα και σημαντικά κομματικά στελέχη, διαμορφώθηκε στην κοινωνία η πεποίθηση ότι τα
κόμματα αποτελούσαν στην ουσία εγκληματικές ενώσεις».
535
Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται από την αλλοδαπή βιβλιογραφία ο όρος «εγκληματική
τρομοκρατία» (“criminal terrorism”). Για τον όρο αυτό βλ. αντί άλλων Dennis Pluchinsky,
Terrorism in the Former Soviet Union: A Primer, a Puzzle, a Prognosis, Studies in Conflict and
Terrorism, vol. 21, no. 2, 1998, σελ. 123 – 124.
536
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αποτελούν η Ισλαμική Κίνηση του
Ουζμπεκιστάν και ο Abu Sayyaf. Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing
the Interplay between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 137.
131
537
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Το Πολυεθνικό Έγκλημα – ∆ομή και Προοπτική, Νομικά
Χρονικά ∆ικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Μαγκλαρά, τεύχος 2ο, Ιούνιος
2001, σελ. 5, όπου υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να μιλάμε πλέον για «οργανωμένο έγκλημα»,
που ως μορφή είναι ξεπερασμένη ιστορικά, αλλά για «πολυεθνικό έγκλημα», το οποίο είναι
εντελώς διάφορο ποιοτικά, καθώς «τα ίδια τα κράτη παράγουν και πωλούν έγκλημα, με εθνική
συστηματικότητα και κινητοποίηση των ιδίων των κρατικών δομών, θεσμών και λειτουργιών».
Εξάλλου, για τις περιπτώσεις που το έγκλημα οργανώνεται από κρατικούς μηχανισμούς και
πολλές φορές αποτελεί άτυπη κρατική πολιτική, παραβιάζοντας συγχρόνως την έννομη τάξη, βλ.
William Chambliss, State – Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Transnational Crime,
Dartmouth, Aldershot, 1998, σελ. 255 επ.
538
Η Makarenko αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης το κράτος της
Βόρειας Κορέας και το κράτος του Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών
στρατευμάτων το 1989 και την κατάληψη της εξουσίας από τους πολέμαρχους της Βόρειας
Συμμαχίας, οι οποίοι μέσω της άμεσης κατάληψης της πολιτικής εξουσίας υποστήριζαν τις
επιχειρήσεις τους στον τομέα της παραγωγής και της διακίνησης οπιοειδών, στο λαθρεμπόριο
όπλων και της παράνομη διακίνηση μιας σειράς νομίμων προϊόντων. Βλ. Tamara Makarenko,
The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between Transnational Organized Crime
and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139. Ειδικά για την άμεση εμπλοκή του κράτους της Βόρειας
Κορέας με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ιδιαίτερα ηρωίνης και μεταμφιταμινών και τη σχέση του
με την εγκληματική οργάνωση που είναι γνωστή ως “Bureau 39”, βλ. ιδίως, Raphael Perl, State
Crime: The North Korean Drug Trade, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 117 – 128.
539
Για το ρόλο που παίζει η πολιτική αστάθεια στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, βλ.
United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ.
232.
132
540
Όπως ορθά επισημαίνουν οι Bovenkerk και Chakra «όσον αφορά την έκθεση στον πειρασμό,
μακροπρόθεσμα η απληστία τείνει να είναι πιο ισχυρή από την ιδεολογία». Βλ. Frank Bovenkerk /
Bashir Abou Chakra, Terrorism and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 13 και Brynjar Lia / Katja
Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, όπ.παρ.,
σελ. 51, οι οποίες σημειώνουν ότι πιο πιθανή από τη στενή συνεργασία οργανωμένου
εγκλήματος και τρομοκρατίας είναι ο μετασχηματισμός της τρομοκρατίας σε οργανωμένο
έγκλημα.
541
Ο όρος που χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις από την αλλοδαπή βιβλιογραφία είναι
«οικονομική τρομοκρατία» (“economic terrorism”). Για τον όρο αυτό βλ. Glenn Schweitzer /
Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and Weapons of Mass Destruction,
όπ.παρ., σελ. 35.
542
Το νέο αυτό στοιχείο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως «κοινωνικός αταβισμός», αφού ένα
χαρακτηριστικό στοιχείο του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, αυτό της αντιποίησης
ορισμένων κρατικών λειτουργιών και της εμπέδωσης, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, μιας
δυαδικής μορφής εξουσίας, το οποίο φαινόταν να έχει εκλείψει στις νέες μορφές οργανώσεων,
όπως έχουμε ήδη αναδείξει στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο της παρούσας μελέτης, επανεμφανίζεται
δυναμικά. Στην πραγματικότητα, οι ιστορικές συνθήκες στις οποίες επανεμφανίζεται είναι
διαφορετικές και συνεπώς και η εσωτερική του λειτουργία διαφοροποιημένη σε σχέση με το
133
παρελθόν. Εν κατακλείδι, αντί για «κοινωνικό αταβισμό» αποτελεί μάλλον απόδειξη της
διαλεκτικής υπέρβασης του προηγούμενου σταδίου.
543
Βλ. Tamara Makarenko, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay between
Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 139 – 140, όπου αναφέρονται
αναλυτικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα και υπάρχουν εκτενείς βιβλιογραφικές
παραπομπές.
544
Για τα «αδύναμα κράτη» και τη σχέση τους με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα,
βλ. Brynjar Lia / Katja Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the
Literature, όπ.παρ., σελ. 61 – 63.
545
Για τη σύγχυση της διάκρισης μεταξύ εγκλήματος, κατασκοπίας και πολιτικής δεξιοτεχνίας,
που από σποραδική λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος, τείνει να καταστεί βασική του
πολιτική, βλ. Mark Galeotti, Introduction: Global Crime Today, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 6 – 7.
546
Για τη σχέση των ένοπλων συγκρούσεων και της τρομοκρατίας, βλ. ιδίως, Brynjar Lia / Katja
Skjølberg, Causes of Terrorism: An Expanded and Updated Review of the Literature, όπ.παρ.,
σελ. 63 – 70.
547
∆ε θα πρέπει να μας διαφεύγει και η επιρροή που οι όποιες συμμαχίες με εγκληματικές
οργανώσεις ασκούν στο ίδιο το κράτος, το οποίο τείνει να «εγκληματοποιείται» τόσο αναφορικά
με τις κρατικές υπηρεσίες όσο και με τα πολιτικά του κόμματα. Χαρακτηριστική σ’ αυτό το επίπεδο
είναι η περίπτωση της Ινδονησίας, βλ. αναλυτικά Romain Bertrand, “Behave Like Enraged Lions”:
Civil Militias, the Army and the Criminalisation of Politics in Indonesia, Global Crime, vol. 6, no. 3
& 4, 2004, σελ. 325 – 344.
134
548
Βλ. αναλυτικά, Mark Findlay, The Globalisation of Crime: Understanding Transitional
Relationships in Context, Cambridge University Press, Cambridge, 1999, ιδίως σελ. 94 επ.
549
Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 21
και 79 και Peter Grabosky, The Global Dimension of Cybercrime, όπ.παρ., σελ. 146 – 155.
550
Όπως ορθά οι di Nicola και Scartezzini επισημαίνουν, ότι όσο πιο περίπλοκο είναι το
επιχειρησιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι εγκληματίες, τόσο μεγαλύτερη επαγγελματική
εμπειρία χρειάζονται οι ίδιοι και τόσο πιο εκτεταμένη οργανωτική δομή απαιτείται για να
διαπράξουν τα εγκλήματά τους. Συνεπώς, ο λόγος που τα οικονομικά εγκλήματα μεγάλης
κλίμακας χρειάζονται οργάνωση είναι γιατί με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα
αποτελέσματα και να μειωθεί η διακινδύνευση. Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini,
When economic crime becomes organized: the role of information technologies. A case study,
Criminal Justice Journal of the Institute of Criminology, University of Sydney, Faculty of Law, vol.
11, no. 3, 2000, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
www.eprints.biblio.unitn.it/archive/00000188/01/Economic_crime.pdf, σελ. 2.
551
Ibid, σελ. 1.
552
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 25.
135
553
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 22.
554
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
555
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και αυτή η ποιοτική διαφορά του οργανωμένου εγκλήματος
σε σχέση με το οικονομικό έγκλημα τείνει να αρθεί, καθώς το χρήμα αποτελεί όλο και
περισσότερο, εκτός από στόχο, και μέσο των εγκληματικών οργανώσεων για την ανάπτυξη και
την περαιτέρω εξάπλωση των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να
διευρύνεται όλο και περισσότερο η προσφυγή τους στη διαφθορά. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 223 επ. ιδίως σελ. 235 – 242.
556
Για τον κρίσιμο ρόλο του επαγγελματισμού για την εκμετάλλευση από το οργανωμένο έγκλημα
των δυνατοτήτων που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, βλ. Sabrina Adamoli /
Andrea di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World, HEUNI,
(The European Institute for Crime Prevention and Control, affiliated with the United Nations),
Helsinki, 1998, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.heuni.fi/uploads/mmadzpnix.pdf., σελ. 10.
557
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
136
558
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 50, Γεωργίου Χλούπη,
Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 1033 – 1035,
Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, όπ.παρ., σελ.
100 και Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: the view from Britain,
όπ.παρ., σελ. 61.
559
Η «διεθνής διάσταση» που αποτελεί πολύ συχνό πλέον χαρακτηριστικό των εγκληματικών
οργανώσεων, ήλθε να εμπλουτίσει μια έννοια ήδη πλούσια και να της προσδώσει στοιχεία
διεθνούς συνωμοσίας. Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 157.
560
Υποστηρίζεται ότι παρατηρείται ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μια τάση να
προσδίδεται στο οργανωμένο έγκλημα μια δύναμη διάβρωσης των θεσμών του σύγχρονου
κράτους, που στην πραγματικότητα δεν διαθέτει. Η αντιμετώπισή του, εξάλλου, σε πολλές
δικαιοταξίες εντάσσεται στο πλαίσιο των ζητημάτων Εθνικής Ασφάλειας, καθώς του έχει
προσδοθεί μια συμβολική λειτουργία αντίστοιχη με αυτή της «Αυτοκρατορίας του Κακού» στα
χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Βλ. ενδεικτικά, John Broome, Transnational Crime in the 21st
century, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational
Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000, www.aic.gov.au. Πρβλ. Thomas
Weigend, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 2, ο
οποίος επισημαίνει ότι: «μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το γεγονός ότι η
οργανωμένη εγκληματικότητα υπερτονίζεται και δαιμονοποιείται, αναγόμενη ενίοτε στη,
μεγαλύτερη απειλή του κοινωνικού και οικονομικού μας βίου»
561
Για το ιστορικό υπόβαθρο της διάκρισης αυτής βλ. Dwight C. Smith Jr., Wickersham to
Sutherland to Katzenbach: Evolving an “Official” Definition for organized crime, όπ.παρ., σελ.
144.
562
Βλ. σχετικά Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 72 επ.
563
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
123, ο οποίος τονίζει ότι το οικονομικό έγκλημα είτε έχει ευρύτερο περιεχόμενο από το
137
οργανωμένο έγκλημα (π.χ. η επιχειρηματική δομή δεν είναι πάντοτε αναγκαία για την τέλεση
οικονομικών εγκλημάτων, αφού αυτά μπορούν να διαπραχθούν και από μεμονωμένους δράστες)
είτε στενότερο, αφού το οργανωμένο έγκλημα στις επί μέρους εκφάνσεις του δεν εξαντλείται στις
τυπικές μορφές του οικονομικού εγκλήματος, αλλά περιλαμβάνει ex definitione δραστηριότητες,
όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και η διαφθορά. Βλ. επίσης σχετικά, Günther Kaiser,
Kriminologie, όπ.παρ., σελ. 412 – 413, § 38.3, αρ. περιθ. 19 και David Nelken, White-Collar
Crime, στο Mike Maguire / Rod Morgan / Robert Reiner (eds), The Oxford Handbook of
Criminology, (2nd edition), Claredon Press, Oxford, 1997, σελ. 898 – 890, ο οποίος υποστηρίζει
ότι το οικονομικό αποτελεί μια ειδικότερη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος.
564
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 49.
565
Τουλάχιστον τριών (3) σύμφωνα με την τυποποίησή του στα διάφορα νομοθετικά κείμενα ή
τουλάχιστον πέντε (5), όπως υποστηρίζει ο Νικόλαος Λίβος, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και
δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 52.
566
Βλ. Andrea di Nicola / Alessandro Scartezzini, When economic crime becomes organized: the
role of information technologies. A case study, όπ.παρ., σελ. 4.
138
567
Βλ. Klaus Tiedemann, Wirtschafts-strafrecht. Einführung und Allgemeiner Teil mit wichtigen
Rechtstexten, (3te Auflage), Reihe: Academia iuris, Carl Heymann Verlag, Köln, 2010, σελ. 15
επ.
568
Βλ. Μαρίνου Σκανδάμη, Η Τοκογλυφία. ∆ιαχρονική – εγκληματολογική προσέγγιση, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 108.
569
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, στο Hans Sjögren / Göran Skogh (eds),
New Perspectives on economic crime, Edward Elgar Publishing, Cheltenham – Massachusetts,
2004, σελ. 13.
570
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 13.
571
Βλ. Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 13.
572
Βλ. Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ., σελ. 225.
573
Βλ. σχετικά και Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
139
574
Με τη σχετική αυθαιρεσία, ομολογουμένως, που διέπει κάθε προσπάθεια ιστορικής
περιοδολόγησης.
140
καθώς το άτομο και η δράση του συγκαθορίζει αλλά και συγκαθορίζεται από τις
συλλογικές επιλογές.
Επίσης, ο τρόπος δράσης μιας εγκληματικής οργάνωσης δεν θα
μπορούσε να εξεταστεί αυτόνομα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η εγκληματική
οργάνωση αποτελεί μια επιμέρους στιγμή ενός ευρύτερου συνόλου, των
επιχειρήσεων του οργανωμένου εγκλήματος. Το σύνολο αυτό έχει αποκτήσει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λειτουργίας και δράσης, τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν
μέσα από την πολυετή λειτουργία και εμπειρία του, σε σημείο που θα μπορούσε
να υποστηριχθεί, ότι έχει συγκροτηθεί πλέον μια έννοια γένους.
Αν ο όρος “mafia” δεν γίνει αντιληπτός ως μία συγκεκριμένη εγκληματική
οργάνωση575, αλλά, όπως προτείνει ο Albini576, ως μία μέθοδος ή ένας τρόπος
δράσης, που συγκροτείται από τρία βασικά χαρακτηριστικά: 1) τη χρήση βίας,
εκφοβισμού ή απειλών, 2) τη δόμηση μιας ομάδας ο στόχος της οποίας είναι η
παροχή παράνομων υπηρεσιών, με την τήρηση της μυστικότητας αυτών των
ενεργειών εκ μέρους των συνεργατών της577 και 3) τη διασφάλιση της
απαραίτητης πολιτικής προστασίας από τους διωκτικούς μηχανισμούς για τη
συνέχιση των επιχειρήσεών της, η άμεση λογική παραδοχή στην οποία θα
καταλήγαμε, θα ήταν ότι η mafia, ως μέθοδος, μπορεί να ανευρεθεί οπουδήποτε
οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της επιτρέψουν να εμφανιστεί και να
ριζώσει.
Εξάλλου, ακριβώς τα στοιχεία του παράνομου και μυστικού χαρακτήρα, σε
συνδυασμό με το στόχο για μεγιστοποίηση των κερδών, θέτουν επί τάπητος
575
Σύμφωνα με την Paoli, ο όρος “mafia” μπορεί να γίνει κατανοητός με τέσσερις τρόπους: 1) ως
μια «μυστική κοινωνία» (“secret society”), 2) ως «ατομική στάση και τρόπος συμπεριφοράς», 3)
ως «επιχείρηση» και 4) ως «εγκληματική οργάνωση. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy:
Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 264.
576
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 88.
577
Η έννοια της «εμπιστοσύνης» μεταξύ των οργανωμένων εγκληματιών φαίνεται να είναι
δομική, στην πραγματικότητα, όμως, ιδιαίτερα στις σύγχρονες εγκληματικές οργανώσεις, η
«εμπιστοσύνη» λειτουργεί ως ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, που αντιστέκεται σθεναρά στις
εύκολες εξηγήσεις, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η «εμπιστοσύνη» δεν είναι ικανή να παράσχει μια
απόλυτη αιτιολογία, καθώς η συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών μπορεί να λάβει χώρα και με
την πλήρη απουσία της ή ακόμη περισσότερο ανάμεσα σε άτομα που δεν εμπιστεύονται το ένα
το άλλο. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που η «εμπιστοσύνη» αποτελεί μια συγκολλητική δύναμη
για τις εγκληματικές σχέσεις που αναπτύσσονται, τα θεμέλια πάνω στα οποία έχει χτιστεί αυτή η
«εμπιστοσύνη» μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικά, ενώ, και η απάντηση στην παραβίαση αυτής
της «εμπιστοσύνης» δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις δραστική. Για μια εξαιρετική ανάλυση της
συγκεκριμένης θεματικής βασισμένη σε ανέκδοτα ερευνητικά στοιχεία από την έρευνά τους στις
παράνομες αγορές της Νορβηγίας και της Γερμανίας, βλ. Klaus von Lampe / Per Ole Johansen,
Organized Crime and Trust: On the conceptualization and empirical relevance of trust in the
context of criminal networks, Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 159 – 184.
147
578
Σύμφωνα με τη Europol, οι πιο σημαντικοί τομείς δράσης του οργανωμένου εγκλήματος είναι η
εμπορία ναρκωτικών, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων και παράνομων μεταναστών, η απάτη, η
παραχάραξη και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, European Police Office, Netherlands, 2009, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά
http://www.europol.europa.eu/publications/European_Organised_Crime_Threat_Assessment_%2
8OCTA%29/OCTA2009.pdf, σελ. 5.
579
Για τις δομικές αλλαγές του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος και τις τάσεις οικονομικής
μεγέθυνσής του, βλ. αναλυτικά, André Standing (rapporteur), Transnational Organized Crime and
the Palermo Convention: A Reality Check, International Peace Institute, New York, 2010,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.humansecuritygateway.com/documents/IPI_TransnationalOrganizedCrimeandthePale
rmoConvention_ARealityCheck.pdf, σελ. 2 – 4.
580
Όπως είδαμε αναλυτικά ανωτέρω στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο, για την ιστορική προσέγγιση του
οργανωμένου εγκλήματος.
581
Οι εκβιαστικές πρακτικές, εξάλλου, αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές πηγές εισοδήματος
για το οργανωμένο έγκλημα της νότιας Ιταλίας. Σύμφωνα με στοιχεία του 1992, υπολογιζόταν ότι
η εγκληματική αυτή δραστηριότητα απέφερε στις εγκληματικές οργανώσεις της νότιας Ιταλίας
(δηλαδή στη Mafia, αλλά και σε άλλες μικρότερες και λιγότερο σημαντικές οργανώσεις) 700
εκατομμύρια Ευρώ το χρόνο. Βλ. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal
Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 282.
148
582
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 160 επ.
583
Συνεπώς θα πρέπει να σχεδιάζει τη δομή της με τέτοιο τρόπο ώστε ταυτόχρονα να
ανταποκρίνεται στις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος και να διατηρεί την εσωτερική της
συνοχή. Βλ. σχετικά, Henry Mintzberg, The Structuring of Organizations: A Synthesis of the
Research, Prentice Hall, Englewood – Cliffs, New Jersey, London, 1979, σελ. 65 επ.
584
Σε πολλές περιπτώσεις, το εγκληματικό δίκτυο επεκτείνεται σε άλλες περιοχές, προκειμένου
να ελέγξει τις αγορές προορισμού, χρησιμοποιώντας τη λογική του “franchise” («παροχή
ονόματος εταιρίας»). Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15. Ειδικά για τον τρόπο συγκρότησης και το ρόλο των εγκληματικών δικτύων
στην αποφυγή των κατασταλτικών προσπαθειών, βλ. ιδίως, Phil Williams, Transnational Criminal
Networks, όπ.παρ., σελ. 61 επ. και 74 επ. Για τη σύνδεση της δικτυακής συγκρότησης με την
εξάπλωση των νέων τεχνολογιών, βλ. John Arquilla / David Ronfeldt, The Advent of Netwar
(Revisited), στο των ιδίων (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and
Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh,
2001, σελ. 1 επ.
585
Και όταν υπάρχει κάποιος αρχηγός, πράγμα συχνό στην πράξη, η εξουσία που κατέχει είναι
μάλλον μια εξουσία αβέβαιη, προσωρινή και αμφισβητούμενη, σε σημείο που η όποια φυσική ή
νομική εξόντωσή του, να μην αντιστοιχεί στην εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου και να είναι
εύκολα και άμεσα αντικαταστατός ανά πάσα στιγμή. Βλ. και Sabrina Adamoli / Andrea di Nicola /
Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World, όπ.παρ., σελ. 11 – 12.
149
του τρόπου οργάνωσης. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι σύγχρονες
εγκληματικές οργανώσεις υιοθετούν κατεξοχήν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης.
Ένα εγκληματικό δίκτυο θα μπορούσε σχηματικά να αντιπροσωπευθεί
από τρεις κύκλους σχέσεων. Ο πρώτος κύκλος συναθροίζει σε ένα συμπαγές
σύνολο έναν μικρό αριθμό συγγενών, φίλων και στενών συνεργατών, που
ενώνονται μεταξύ τους με δεσμούς τόσο περισσότερο ισχυρούς, όσο πιο βαθιά
συνδυάζονται και εφαρμόζονται οι σχέσεις συγγένειας, φιλίας, εξουσίας και
συνεργασίας. Ο δεύτερος κύκλος συντίθεται από σχέσεις μάλλον αραιές με
διάφορους προστατευόμενους ή οργανωμένους εγκληματίες που ανήκουν σε
άλλες οργανώσεις και αφορά σχέσεις προστασίας, φιλοξενίας, ανταλλαγές
υπηρεσιών και περιστασιακές συνεργασίες586. Ο τρίτος κύκλος, τέλος,
αποτελείται από τις εξωτερικές, αλλά απαραίτητες, σχέσεις των οργανωμένων
εγκληματιών με εμπόρους, δικηγόρους, γιατρούς, πολιτικούς, οικονομικούς και
θρησκευτικούς παράγοντες, καθώς και με απλούς επαγγελματίες. Οι σχέσεις που
αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτού του κύκλου συνίστανται, κυρίως, στην
ανταλλαγή υπηρεσιών, δώρων, πληροφοριών ή αποτελούν απλά εμπορικές
σχέσεις.
Εξάλλου, η ομόνοια, η πειθαρχία και η συνοχή της εγκληματικής
οργάνωσης επιτυγχάνεται μέσα από την εμπέδωση των σχέσεων αμοιβαιότητας
του πρώτου κύκλου και όταν αυτό δεν καθίσταται εφικτό, μέσα από τη χρήση
ωμής βίας. Οι εσωτερικοί κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι ανευρίσκονται με
διαφορετικές μορφές στο σύνολο των εγκληματικών οργανώσεων, αποτελούν
κρίσιμο στοιχείο, καθώς διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των εγκληματιών
μεγιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό τα κέρδη της εγκληματικής οργάνωσης587.
Ο δεύτερος και ο τρίτος κύκλος, που εμπεριέχουν δεσμούς χαλαρούς,
ωφελιμιστικούς και όχι συχνούς, ενσωματώνουν δύο ζωτικής σημασίας, για την
επιβίωση και την επέκταση της εγκληματικής οργάνωσης, λειτουργίες. Χάρη στις
διασυνδέσεις που αποκτά η εγκληματική οργάνωση με τον κόσμο των πλουσίων
και των ισχυρών, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους κύκλους εξουσίας και
επιρροής, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να συνάψει συμμαχίες, να αποκτήσει
καίριες πληροφορίες και να διευρύνει τη δεξαμενή στρατολόγησης, πέρα και έξω
586
Στη Σικελία, αυτός ο τύπος σχέσεων ενώνει άμεσα ή έμμεσα όλους τους μαφιόζους του
νησιού.
587
Βλ. Peter Leeson / David Skarbek, Criminal constitutions, όπ.παρ., σελ. 281.
150
588
Για τις σχέσεις της Mafia με διάφορους πολιτικούς και τα άμεσα οφέλη της από αυτές τις
συνεργασίες, βλ. ιδίως Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets –
Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 289 – 293.
589
Σύμφωνα με την Paoli, οι αυστηροί κανόνες στρατολόγησης που ισχύουν στη Mafia,
αποτελούν πρόσκομμα στην επέκτασή της. Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd
Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 276.
590
Βλ. ιδίως Pino Arlacchi, Men of dishonor: inside the Sicilian Mafia: an account of Antonino
Calderone / (interviewed by) Pino Arlacchi, (translated from the Italian by Marc Romano) Morrow,
New York, 1993, σελ. 25 επ.
591
Τα επίπεδα αυτά θυμίζουν την εργασιακή δομή των σύγχρονων επιχειρήσεων, όπου κυριαρχεί
ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ απλών υπαλλήλων και στελεχών γραμμής.
592
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας των Kleemans και de Poot, που στηρίχθηκε στην
ανάλυση της εγκληματικής καριέρας 1.000 ατόμων που είχαν εμπλακεί σε 80 υποθέσεις που
σχετίζονταν με το οργανωμένο έγκλημα, η «δομή της κοινωνικής ευκαιρίας» (“social opportunity
structure”), η οποία ορίζεται ως οι κοινωνικοί δεσμοί που παρέχουν πρόσβαση σε επικερδείς
εγκληματικές ευκαιρίες, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αιτιολόγηση της εμπλοκής με το
151
οργανωμένο έγκλημα, καθώς μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο συγκεκριμένοι παραβάτες
«προχωρούν» προς συγκεκριμένες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος ενώ, κάποιοι άλλοι
εμπλέκονται πολύ αργότερα. Μπορεί να αιτιολογήσει, εξάλλου, πειστικά την εμπλοκή αυτών που
«ξεκινούν αργά» (“late starters”), καθώς και τις περιπτώσεις ατόμων με συμβατικές εργασίες, οι
οποίοι κάνουν αλλαγή στην καριέρα τους. Βλ. αναλυτικά, Edward Kleemans / Christianne de
Poot, Criminal Careers in Organized Crime and Social Opportunity Structure, European Journal
of Criminology, vol. 5, no. 1, 2008, σελ. 69 – 98.
593
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι ανειδίκευτοι αυτοί εργάτες, σε αντίθεση με το ρόλο
που έπαιζε η εμπλοκή με το οργανωμένο έγκλημα στο παρελθόν, έχουν πλέον ελάχιστη
πιθανότητα κοινωνικής προαγωγής. Στην πραγματικότητα, πολλές φορές τα έσοδα που
πραγματοποιούν μέσω της εγκληματικής εμπλοκής τους είναι συγκριτικά ελάχιστα σε σχέση με
τον τεράστιο κίνδυνο δίωξης και σύλληψης, που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Συνεπώς κρίσιμο
στοιχείο για αυτή την επιλογή τους αποτελεί η έλλειψη οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής
προοπτικής, το κοινωνικό και επαγγελματικό αδιέξοδο δηλαδή στο οποίο βρίσκονται και
ενδεχομένως η επιδίωξη απόκτησης ενός κάποιου «κοινωνικού status». Βλ. και Letizia Paoli,
Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and Normality, όπ.παρ., σελ. 276
– 277.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Lombardo, κάποιος μαφιόζος, ο οποίος συνελήφθη το 1988, είχε
δηλώσει ότι βασικό του καθήκον ήταν να μαζεύει «φόρους του δρόμου» (“street taxes”) για το
οργανωμένο έγκλημα του Chicago, την «Outfit». Ο μισθός του ανερχόταν στα 2.000 $ το μήνα.
Παρότι τα χρήματα που κέρδιζε από τις παράνομες δραστηριότητές του δεν ήταν αρκετά,
συνέχισε να δουλεύει για την «Outfit», επειδή «το κοινωνικό status που παρέχεται από την
ιδιότητα του μέλους είναι συχνά πιο σημαντικό από τα οικονομικά οφέλη που παρέχει». Βλ.
Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ. 98.
594
Γενικά για τους καθοριστικούς παράγοντες εμπλοκής με το έγκλημα, βλ. αντί άλλων, Steven
Levitt, Understanding Why Crime Fell in the 1990’s: Four Factors that Explain the Decline and Six
That Do Not, Journal of Economic Perspectives, vol. 18, no. 1, 2004, σελ. 163-190, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://pricetheory.uchicago.edu/levitt/Papers/LevittUnderstandingWhyCrime2004.pdf
και Edward Glaeser / Bruce Sacerdote / Jose Scheinkman, Crime and Social Interactions,
Quarterly Journal of Economics, vol. 111, no. 2, 1996, σελ. 507 - 548
152
απάντηση σ’ αυτό το ζωτικής σημασίας ερώτημα, καθορίζει την ίδια την εξέλιξη
της οργάνωσης.
Η διάρκεια και η αντοχή της Mafia στο χρόνο, για παράδειγμα, οφείλεται
βασικά στις σχέσεις συγκάλυψης που αυτή μπόρεσε να συνάψει με τον σικελικό
πληθυσμό και το κράτος595. Κάθε μαφιόζικη οικογένεια βρίσκεται
περιτριγυρισμένη από μια διπλή προστατευτική ζώνη σιωπής, συνενοχής και
συμπαράστασης. Η πρώτη ζώνη αποτελείται από φίλους, συγγενείς, συμμάχους,
θαυμαστές, οφειλέτες, πελάτες ή συνενόχους596. Ενώ, η δεύτερη, που είναι
ευρύτερη, συγκεντρώνει όσους είτε συναινούν, είτε δεν τολμούν να αντιτεθούν
ανοικτά στη δράση της οργάνωσης και οι οποίοι, με την παθητικότητα και τη
σιωπή τους, την προστατεύουν αποτελεσματικά597.
Η συναινετική αυτή στάση μεγάλου αριθμού ανθρώπων, όχι άμεσα ή
έμμεσα σχετιζόμενων με τις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης, είναι
το αποτέλεσμα μιας πανέξυπνης στρατηγικής εκ μέρους της mafia, που διαχέεται
σε τρία επίπεδα και αποτελεί την πεμπτουσία της «μαφιόζικης μεθόδου».
Αρχικά, ουδετεροποιεί τις προσπάθειες ελέγχου της δράσης της και
εξάρθρωσής της από την πλευρά της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, μέσα από
τον έλεγχο των διαθέσεων του τοπικού πληθυσμού και την παντελή αποκοπή του
από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους598.
Στην αποκοπή του ντόπιου πληθυσμού από τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς του κράτους βοηθά και η επιλογή εκ μέρους της εγκληματικής
οργάνωσης της αμοιβαιότητας ή αλλιώς του εμπορίου599 αντί της αρπαγής600.
Ακριβώς επειδή η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί μια δραστηριότητα
595
Βλ. σχετικά και Gaia Servadio, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present
Day, όπ.παρ., σελ. 29 επ.
596
Ο Schneider τον προστατευτικό κύκλο από συμβούλους, υποστηρικτές και προστάτες τον
αποκαλεί «ζώνη ασφαλείας» και υπογραμμίζει ότι τα άτομα αυτά μπορεί κανείς να τα συναντήσει
στην αστυνομία, την οικονομία και την πολιτική. Βλ. Hans Joachim Schneider, Neuere
kriminologische Forschungen zum organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen Welp
(eds), Beiträge zur Rechtswissenschaft : Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels zum
70. Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 818.
597
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 170 – 171.
598
Το οργανωμένο έγκλημα είναι σε θέση να επιτύχει κάτι τέτοιο με τη συστηματική χρήση βίας
και εκφοβισμού, αλλά και με την καλλιέργεια της επιρροής του στις τοπικές κοινωνίες και
οικονομίες. Βλ. σχετικά, Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009,
όπ.παρ., σελ. 15.
599
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 175 – 177.
600
Οι μορφές εγκληματικότητας που χαρακτηρίζονται από αρπακτική διάθεση, εμπεριέχουν όλες
τις προσβολές κατά του προσώπου και της ιδιοκτησίας. Στις περιπτώσεις αυτές, πάντα υπάρχει
κάποιο θύμα, που εξεγείρεται και είναι πολύ πιθανό να προστρέξει στη βοήθεια των αρμόδιων
κρατικών αρχών.
153
601
Για τις παράνομες αγορές βλ. ιδίως, Dwight Smith Jr., Paragons, Pariahs and Pirates: A
Spectrum – Based Theory of Enterprise, Crime and Delinquency, vol. 26, no. 3, 1980, σελ. 358 –
386, Pino Arlacchi, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, Leviathan, 15, 1987, σελ. 544 –
561, του ιδίου, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian
Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge,
London and New York, 1998, σελ. 203 επ., Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of
the Visible Hand, MIT Press, Massachusetts – Cambridge, 1983, σελ. 176 επ. και Roger Lewis,
Drugs, war and Illegal enterprise in the Post – Soviet Balkans, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel
South / Ian Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe,
Routledge, London and New York, 1998, σελ. 216 – 229.
602
Βλ. σχετικά και Letizia Paoli, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, όπ.παρ.,
σελ. 225 επ. και Nuno Garoupa, The economics of business crime, όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
603
Όπως είδαμε και πιο πριν, κατά τη διάκριση του οργανωμένου από το οικονομικό έγκλημα.
154
604
Για τους κανόνες της εσωτερικής επικοινωνίας των εγκληματιών βλ. ιδίως, Diego Gambetta,
Codes of the Underworld: How Criminals Communicate, Princeton University Press, Princeton,
2009, ιδίως σελ. 149 – 274.
605
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 189 – 190.
606
Κατά συνέπεια, οι εγκληματικές οργανώσεις χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να φτάσουν στον
σκοπό τους, εκμεταλλευόμενες καιροσκοπικά κάθε ευκαιρία κέρδους, με αποτέλεσμα να είναι
αδύνατος ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος μόνο από τη φύση των ενεργειών του ή από
την προέλευση των χρημάτων του.
607
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 189.
608
Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις το μέγεθος της εγκληματικής οργάνωσης φαίνεται να
αποτελεί αποτέλεσμα του επιχειρησιακού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργεί και αποτελεί,
ενδεχομένως, έδνειξη μιας σχετικής επιτυχίας στην εκμετάλλευση μιας παράνομης αγοράς. Βλ.
Martin Bouchard / Frédéric Ouellet, Is small beautiful? The link between risks and size in illegal
drug markets, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 83 – 86.
155
είναι δυνατό να περάσει και στο επόμενο, όπου το στοιχείο των διεθνών
διασυνδέσεων υψηλού επιπέδου είναι απολύτως απαραίτητο στοιχείο, κάτι που
θα της επιτρέψει να ασχοληθεί με παράνομες πράξεις, όπως το παράνομο
εμπόριο όπλων, πυρηνικών και τοξικών αποβλήτων και αρχαιολογικών
θησαυρών.
609
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά, το εμπόριο οπιοειδών
αποφέρει κάθε χρόνο 65 δισ. δολάρια εκ των οποίων τα 55 δισ. δολάρια προέρχονται από το
εμπόριο ηρωίνης, ενώ, η διακίνηση κοκαΐνης αποφέρει 88 δισ. δολάρια. Το 2009 το Αφγανιστάν
παρήγαγε το 89% της ετήσιας συνολικής παγκόσμιας παραγωγής οπιοειδών. Τα χρήματα που
έφτασαν τελικά στα χέρια των Αφγανών καλλιεργητών ήταν μόλις 0,4 δισ. δολάρια. Βλ. United
Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ. 20, 35 και
42.
610
Βλ. Political Declaration on Global Drug Control, United Nations General Assembly Twentieth
Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/poldecla.htm, σελ. 1.
611
Υπολογίζεται ότι 15 εκατομμύρια άνθρωποι είναι εξαρτημένοι από όπιο, μορφίνη και ηρωίνη.
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ.
37.
612
Βλ. Measures to enhance international cooperation to counter the world drug problem, United
Nations General Assembly Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/coop.htm#E
613
Βλ. Declaration on the Guiding Principles of Drug Demand Reduction, United Nations General
Assembly Twentieth Special Session on World Drug Problem (8-10 June 1998),
http://www.un.org/ga/20special/demand.htm
156
614
Από 4.346 μετρικούς τόνους το 1998 σε 7.754 μετρικούς τόνους το 2009. Το μέγεθος του
παραγόμενου οπίου υπερκαλύπτει σημαντικά τη σχετική ζήτηση και εκτιμάται ότι ακόμη και αν
σταματούσε απόλυτα η παραγωγή του σήμερα, οι υπάρχουσες ποσότητες θα έφθαναν για να
καλυφθεί η ζήτηση για τουλάχιστον δύο χρόνια. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime
(UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ., σελ. 12.
615
Ibid, σελ. 232.
616
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Gambetta, η Mafia ήρθε να καλύψει ακριβώς
το κενό κρατικής προστασίας, ως «μια βιομηχανία παροχής ιδιωτικής προστασίας». Βλ. Diego
Gambetta, The Sicilian Mafia: The business of private protection, όπ.παρ., σελ. 10.
617
Ορισμένοι ερευνητές, όπως οι Konrad και Skaperdas, θεωρούν την παροχή «προστασίας» ως
μια «προσδιοριστική» (“defining”) δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος. Ενώ, κάποιοι
άλλοι, όπως ο Varese, θεωρούν ότι δεν αποτελεί το «προσδιοριστικό του χαρακτηριστικό»
(“defining feature”). Βλ. Kai Konrad / Stergios Skaperdas, Extortion, Economica, vol. 65, no. 260,
1998, σελ. 462 και Federico Varese, How mafias migrate: The case of the ‘Ndrangheta in
Northern Italy, Law and Society Review, vol. 40, no. 2, 2006, σελ. 412.
618
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της Europol. Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49. Βλ. επίσης, Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Εισαγωγή – Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως
προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως «στόχος»;, στο Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2011, σελ. 1.
619
Βλ. ενδεικτικά, Peter Grabosky / Russell Smith, Crime in the Digital Age, όπ.παρ., σελ. 175.
620
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Πληροφορική και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 132 και βλ. Sabrina Adamoli /
Andrea di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime Around the World,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
157
621
Βλ. Kern Alexander Jr. / Robert Munro, Cyberpayments: Internet and Electronic Money
Laundering: Countdown to the Year 2000, Journal of Financial Crime, vol. 4, no. 2, 1996, σελ.
159.
622
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49.
623
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Addiction, crime and insurgency –
The transnational threat of Afghan opium, United Nations Office on Drugs and Crime, Vienna,
2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Afghanistan/Afghan_Opium_Trade_2009_web.pdf, σελ. 7.
624
Σε έρευνά του για την αγορά ναρκωτικών και την οργανωμένη απάτη στην Ευρώπη, ο van
Duyne διαπίστωσε ότι ενώ, οι εγκληματικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις απάτες
επηρεάζονται άμεσα από τις εξελίξεις στο χώρο της ευρωπαϊκής αγοράς, αντίθετα, η αγορά
ναρκωτικών δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. Petrus
van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, European Journal of Criminal Policy
and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 10 – 30.
158
625
Βλ. Petrus van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 20.
626
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, The Hague, 2007,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Serious_Crime_Overviews/EuropolUNGASSAssessm
ent.PDF, σελ. 23.
627
Πράγματι, οι «λιανοπωλητές» διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο σύλληψης, λόγω υψηλής της
θεατότητας των δραστηριοτήτων τους και προκειμένου να τον μειώσουν, αν όχι να τον
αποφύγουν, συνήθως διαθέτουν το προϊόν σε έναν περιορισμένο, πολύ κλειστό κύκλο
ανθρώπων, τους οποίους γνωρίζουν ήδη αρκετό καιρό.
Για τις διαφαινόμενες τάσεις αλλαγής στον τρόπο παραγωγής και διακίνησης κοκαΐνης, που
σταδιακά απομακρύνεται από την εποχή των «βαρόνων ναρκωτικών» και τα «καρτέλ» και
εισέρχεται στην εποχή των προσεκτικών και χαμηλού προφίλ διακινητών, που κάνουν εμπόριο με
έναν «ανεπίσημο» τρόπο, βλ. ιδίως, Menno Vellinga, Some Observations on Changing Business
Practices in Drug Trafficking: The Andean experience, όπ.παρ., σελ. 374 – 386 και Michael
Kenney, The Architecture of Drug Trafficking: Network Forms of Organisation in the Colombian
Cocaine Trade, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007, σελ. 233 – 259.
159
628
Βλ. A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of
Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ., σελ. 189.
629
Βλ. Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ., σελ. 10
– 11.
630
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 150.
631
Σύμφωνα με τον Tamura, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε άλλο προϊόν, η τιμή
προσαυξάνεται σε κάθε επίπεδο του συστήματος διακίνησης. Έτσι, σε κάθε βήμα της διακίνησης
από τον εισαγωγέα προς τον μικροπωλητή του δρόμου, η τιμή ανεβαίνει σημαντικά. Εξάλλου, σε
κάθε επίπεδο διακίνησης, η τιμή εξαρτάται, επίσης, από το μέγεθος της συναλλαγής και από την
καθαρότητα της ναρκωτικής ουσίας. Βλ. Masayuki Tamura, The Yakuza and Amphetamine
Abuse in Japan, όπ.παρ., σελ. 110.
632
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 194 επ. και Johanna Skinnari / Lars Korsell, Swedish
international casinos: A nest of organised crime or just a place for ordinary tax cheaters?, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken
/ Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 230.
633
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 198.
160
634
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., 198.
635
Ibid, σελ. 199.
636
Ibid.
637
Ibid.
638
Ibid, σελ. 199 – 200.
639
Ibid, σελ. 200.
161
640
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 203
– 205.
641
Ιbid, σελ. 201 – 202.
642
Ibid, σελ. 195.
643
Και έτσι εκτός από διακινητές ναρκωτικών ουσιών να καθίστανται και κλεπταποδόχοι. Βλ.
αναλυτικά, Paul Cromwell / James Olson / D’ Aunn Avary, Who buys stolen property? A new look
at criminal receiving, Journal of Crime and Justice, 1993, vol. 16, no. 1, σελ. 75 – 95.
162
644
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 198,
η οποία, επίσης, επισημαίνει ότι «δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες των
ναρκωτικών στήνουν τις δικές τους επιχειρήσεις στον τομέα των εστιατορίων», καθώς «ο τομέας
αυτός τους είναι οικείος εξαιτίας του τρόπου ζωής τους και είναι ίσως βολικό να ασχοληθούν με
ένα οικείο είδος επιχείρησης».
645
Ibid.
646
Προκειμένου να μην τραβήξουν την προσοχή των διωκτικών αρχών, οι έμποροι ναρκωτικών,
συχνά, αγοράζουν τα ακίνητά τους στο όνομα άλλων ατόμων, έχουν στην κατοχή τους
νικηφόρους αριθμούς λαχείων ή, ορισμένες φορές, συνάπτουν ακόμη και δάνεια με
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ibid, σελ. 208.
647
Ibid, σελ. 211.
648
Ibid, σελ. 208 – 209.
163
649
Βλ. Johanna Skinnari, The financial management of drug crime in Sweden, όπ.παρ., σελ. 210.
650
Για μια αναλυτική εικόνα της κατάστασης της παροχής «προστασίας» στην Ευρώπη, βλ. ιδίως,
την συγκριτική έρευνα σε 27 Κράτη-μέλη της ΕΕ των Stefano Caneppele / Francesco Calderoni,
Extortion rackets in Europe: An exploratory comparative study, όπ.παρ., σελ. 309 – 335.
651
Για τη διάκριση αυτή, βλ. αναλυτικά, Stefano Caneppele / Francesco Calderoni, Extortion
rackets in Europe: An exploratory comparative study, όπ.παρ., σελ. 310 – 311.
652
Για το έγκλημα της εκβίασης, όπως τυποποιείται στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, βλ. ∆ιονυσίου
Σπινέλλη, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Εγκλήματα κατά
περιουσιακών εννόμων αγαθών, τεύχος Β’ (άρθρα 385 – 387 ΠΚ), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
1985, σελ. 66 επ., Βασιλείου Αλεξανδρή, Το έγκλημα της εκβίασης – Συμβολή στην ερμηνεία του
άρθρου 385 ΠΚ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 151 επ. και Γιάννη Μπέκα, Η
γραμματική ερμηνεία ως εργαλείο προσέγγισης του άρθρου 385 § 1 β’ ΠΚ (Με αφορμή το
ΒουλΣυμΠλημΧαλκίδας 700/96), ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 201 επ.
653
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του 2003, πρώην «πορτιέρηδες» συνέστησαν επτά
συμμορίες «νονών της νύχτας», οι οποίες συνεργάζονται μεταξύ τους και διαθέτουν κάποιες
σχέσεις με την αστυνομία. Βλ. αναλυτικά, Efis Lambropoulou, Criminal “organizations” in Greece
and public policy: from non-real to hyper-real?, International Journal of the Sociology of Law, vol.
31, no. 1, 2003, σελ. 69 – 87.
654
Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Η εκβιαστική «προστασία» επιχειρήσεων (άρθρο 385 § 1 β’ ΠΚ) ως
μορφή οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 373.
164
ιδιοκτησίας του, έτσι ώστε να του αποδείξουν ότι η επιχείρησή του όντως χρήζει
προστασίας. Το κλίμα βίας, που φροντίζουν να συντηρούν σε τακτή βάση
διώχνει, συνήθως, τους πελάτες του καταστήματος και δημιουργεί στον ιδιοκτήτη
μια πραγματική ανάγκη προστασίας, καθώς μόνο οι οργανωμένοι εγκληματίες
είναι πλέον σε θέση να ελέγχουν τους ανθρώπους του υποκόσμου και να τους
απομακρύνουν και μαζί μ’ αυτούς όλες τις άσχημες συνέπειες για τον ίδιο και την
επιχείρησή του. Έτσι, ο επιχειρηματίας τελικά υποκύπτει στον εκβιασμό και
πληρώνει τα ποσά που του ζητούν οι οργανωμένοι εγκληματίες, με αντάλλαγμα
την ανάκτηση μιας ορισμένης ηρεμίας.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις, που η επιχείρηση παροχής
«προστασίας» δημιουργείται μέσω μιας συμβιωτικής σχέσης, που παράγουν οι
επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες655. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι ο
εγκληματίας αυτός που επιβάλλει την παροχή «προστασίας» στον ιδιοκτήτη
κάποιας επιχείρησης, αλλά, αντιθέτως, ο επιχειρηματίας, ο οποίος λαμβάνοντας
υπόψη την πραγματική ανάγκη κάποιας προστασίας σε ένα περιβάλλον όπου η
κλοπή είναι ανεξέλεγκτη, αναζητά προστάτες και συμφωνεί να καταστεί αυτός και
η επιχείρησή του αντικείμενο προστασίας για κάποια τιμή.
Ο δεύτερος τύπος προστασίας, ο οποίος είναι πιο σύνθετος και
επικίνδυνος από τον πρώτο, δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την είσπραξη
χρημάτων από κάποιον έντιμο έμπορο ή επιχείρηση, αλλά επιδιώκει τον πλήρη
και αποκλειστικό έλεγχο του συγκεκριμένου χώρου656, προκειμένου η
εγκληματική οργάνωση να μπορέσει να αναπτύξει περαιτέρω τις παράνομες
δραστηριότητές της, όπως τη διάθεση ναρκωτικών, την πορνεία, την παράνομη
πώληση λαχνών και τον τοκογλυφικό δανεισμό χρημάτων.
Για να καταφέρει να διεισδύσει στους χώρους αυτούς, η εγκληματική
οργάνωση, δίνει εντολή στα μέλη της να προσεγγίσουν τον ιδιοκτήτη και με τη
χρήση απειλών ή βίας να αρχίσουν να του αποσπούν κάποιο χρηματικό ποσό
κάθε εβδομάδα ή μήνα για παροχή προστασίας657. Στη συνέχεια, οι απαιτήσεις
655
Βλ. Joseph Albini / Roy Rogers / Victor Shabalin / Valery Kutushev / Vladimir Moiseev / Julie
Anderson, Russian Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 168 και Αδάμ Παπαδαμάκη, Η εκβιαστική
«προστασία» επιχειρήσεων (άρθρο 385 § 1 β’ ΠΚ) ως μορφή οργανωμένου εγκλήματος,
όπ.παρ., σελ. 379.
656
Βλ. αναλυτικά, A Report by the President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, όπ.παρ, σελ. 190.
657
Σ’ αυτή την περίπτωση η εβδομαδιαίες ή μηνιαίες εισπράξεις χρηματικών ποσών από τους
οργανωμένους εγκληματίες δεν αποτελούν τον κύριο στόχο, αλλά επιτελούν τη λειτουργία του
μέσου προς σκοπό.
165
658
Βλ. Letizia Paoli, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, όπ.παρ., σελ. 284.
659
Καθώς μόνο η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση έχει πλέον το δικαίωμα, για παράδειγμα,
να διακινεί ναρκωτικά και κλεμμένα αντικείμενα, να οργανώνει παράνομα παιχνίδια ή να συνάπτει
τοκογλυφικά δάνεια στο συγκεκριμένο χώρο.
660
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 59.
661
Πολλές φορές την αγοράζουν οι ίδιοι οι «προστάτες» χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα, κάτι
που τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο ακόμη και ολόκληρων συνοικιών.
662
Βλ. Raimondo Catanzaro, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, όπ.παρ.,
σελ. 22 επ.
663
Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι η Mafia αποτελεί ένα αυτόνομο, πολιτικό – πολιτισμικό και
οικονομικό σύστημα, που έρχεται σε αντιπαράθεση με το επίσημο κράτος και παρέχει τις ίδιες
ακριβώς υπηρεσίες, ενώ, ταυτόχρονα αξιώνει και έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει την εξουσία
της, τη δική της ηθική, την υποταγή και την υπακοή, όπως το επίσημο κράτος. Βλ. σχετικά Σοφίας
166
Βιδάλη, Η πολιτική διαφθορά ως μία εκ των καλών τεχνών, Χρονικά, τεύχος 7, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 46 και τις οικείες παραπομπές.
664
Βλ. Maurice Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ.180.
665
Ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο αυτό έδωσε στην κατάθεσή του ο Giovanni Brusca, ο οποίος
θεωρούνταν ο διάδοχος του Toto Riina (αρχηγού της Mafia), αλλά μετά από τη σύλληψή του το
1994 συνεργάσθηκε με τις αρχές καταθέτοντας στοιχεία κατά της Mafia. Στην κατάθεσή του αυτή,
μεταξύ άλλων, τόνισε ότι ο ίδιος βοήθησε πολλούς ανθρώπους να ξαναβρούν τα αυτοκίνητά τους.
Εξάλλου, εάν το συγκεκριμένο αυτοκίνητο που αναζητούσε είχε ήδη μετατραπεί σε ανταλλακτικά,
έβαζε τους άνδρες του να κλέψουν άλλο ίδιου μοντέλου και χρώματος, έτσι ώστε να ικανοποιήσει
το άτομο που είχε προστρέξει στη βοήθεια της Mafia. Βλ. Saverio Lodato, Ho ucciso Giovanni
Falcone. La confessione di Giovanni Brusca, Mondadori, Milan, 1999, σελ. 73.
167
βίαιης συμπεριφοράς και μέσω της κατάκτησης μιας αξιότιμης θέσης εντός της
κοινωνίας, διασφαλίζει το ακαταδίωκτο και την ατιμωρησία του.
666
Στην Ελλάδα έχει θεσπιστεί ο Ν. 3691/2008 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η τρίτη
κοινοτική οδηγία για το ξέπλυμα. Η νομοθεσία για το ξέπλυμα στην Ελλάδα και η νομολογιακή της
εφαρμογή θα εξεταστεί αναλυτικά στο 3ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους της παρούσας
εργασίας.
667
Ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του «ξεπλύματος» αποτελεί η άμεση σύνδεσή του με τη
διαφθορά, καθώς θεωρείται ότι ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους, για τον οποίο ξεκίνησε το
«ξέπλυμα» κατά τη δεκαετία του 1920 στην Αμερική, ήταν η επιδίωξη των εγκληματικών
οργανώσεων να αποκρύπτουν το μέγεθος των εσόδων τους από διεφθαρμένους αστυνομικούς,
οι οποίοι αξίωναν ποσοστά για να προσφέρουν αστυνομική «προστασία» και κάλυψη των
εγκληματικών δραστηριοτήτων τους. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 242.
668
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 49 και
Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση Παύλου
Τοπαλνάκου – Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 883.
669
Ο επιχειρηματίας συνδέεται με την εγκληματική οργάνωση είτε εκβιαστικά είτε οικειοθελώς,
προκειμένου να κερδίσει μέρος του χρηματικού ποσού που ξεπλένεται με τη βοήθειά του.
168
στη διαδικασία ένταξης του βρώμικου χρήματος στο νόμιμο οικονομικό σύστημα.
Περαιτέρω, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας μεταφέρει, σύμφωνα με τις οδηγίες που
λαμβάνει από την εγκληματική οργάνωση, τα χρήματα σε άλλα νομικά πρόσωπα,
τα οποία επίσης εμπλέκονται στη διαδικασία του ξεπλύματος, ενώ, πολύ συχνά
υποχρεώνεται να πληρώνει για εικονικά αγαθά ή υπηρεσίες, να συνομολογεί
δάνεια ή να συνάπτει χρέη, προκειμένου να δοθεί μια νομιμοφανής υπόσταση
στα μεταφερόμενα βρώμικα κεφάλαια670.
Οι εγκληματικές οργανώσεις για λόγους ασφαλείας αλλάζουν πολύ συχνά
τις εταιρίες που χρησιμοποιούν για τα ξέπλυμα των χρημάτων τους. Τα κριτήρια
επιλογής μιας συγκεκριμένης νόμιμης εταιρίας που διασφαλίζουν ένα minimum
ασφάλειας για τις εγκληματικές οργανώσεις είναι να παρέχουν κάποιας μορφής
άϋλες υπηρεσίες, να έχουν διευρυμένο και ακανόνιστο πελατολόγιο, να
πληρώνονται, συνήθως, σε μετρητά για τις υπηρεσίες τους, να μην εκδίδουν
τιμολόγια και να τηρούν νόμιμα βιβλία για τις δημοσιονομικές αρχές671.
Περαιτέρω, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσω του κυβερνοχώρου672
συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή κίνησης
κεφαλαίων και καλύπτει κάθε τεχνική που χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες,
ιδίως το διαδίκτυο, ως μέσο πληρωμών.
Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους ξεπλύματος είναι η
κατάχρηση των συστημάτων πληρωμής μέσω διαδικτύου. Στην περίπτωση αυτή,
τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εφοδιάζουν τους πελάτες τους με ηλεκτρονικά
χρήματα (“e-cash”), τα οποία χρησιμοποιούνται για συναλλαγές ανάμεσα σε
επιχειρηματίες ή ανάμεσα σε επιχειρηματίες και τους πελάτες τους. Ταυτόχρονα,
τους παρέχεται το κατάλληλο λογισμικό, το οποίο μπορεί να «αποθηκεύει»
χρήματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή των δύο συναλλασσόμενων μόλις αυτοί
συνδεθούν με τις τράπεζές τους, με αποτέλεσμα, για να πληρώσουν για αγαθά ή
υπηρεσίες, να χρειάζεται απλά η μεταφορά των αξιών αυτών από τον έναν
ηλεκτρονικό υπολογιστή στον άλλο.
670
Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 890.
671
Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 890 –
891, όπου αναφέρονται επίσης και συγκεκριμένα παραδείγματα «ιδανικών» επιχειρήσεων
στόχων για το οργανωμένο έγκλημα και αναλύονται τα βασικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
της συγκεκριμένης μεθόδου για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος τόσο για τις εγκληματικές
οργανώσεις όσο και για τους εμπλεκόμενους ιδιοκτήτες των νομίμων εταιριών.
672
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Πληροφορική και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 132 – 134. και Wojciech
Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 888 – 889.
169
673
Οι «φορολογικοί παράδεισοι» εμφανίστηκαν ως απόρροια της εκρηκτικής δημιουργίας
«εικονικού κεφαλαίου» κατά τη δεκαετία του 1960 στις ευρωπαϊκές αγορές, που μεταγενέστερα
δημιούργησε την αναγκαιότητα γεωπολιτικής ανακατανομής και εγκατάστασής του. Πρόκειται για
αγορές πέρα από τη ρυθμιστική δικαιοδοσία της εθνικής οικονομίας καταγωγής, που
χαρακτηρίζονται από ελλιπή ή έστω χαλαρή φορολόγηση στα περισσότερα εισοδήματα, όποια
και αν είναι η προέλευσή τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι το τραπεζικό και εμπορικό
απόρρητο, η έλλειψη ελέγχου του εισρέοντος σε αυτές συναλλάγματος, η παροχή διευκολύνσεων
για την ίδρυση ή την απόκτηση ασφαλιστικών ή άλλων εταιριών και τραπεζών ενώ, βασικό τους
στοιχείο αποτελεί η πολιτική και νομισματική τους σταθερότητα και τα εξελιγμένα συστήματα
επικοινωνίας. Βλ. Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1052. Ευρύτερα για τον τρόπο που οι «φορολογικοί παράδεισοι»
επιτρέπουν σε σημαντικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά και σε εγκληματίες να
λειτουργούν με έναν «κυριαρχικό» (“sovereign”) τρόπο, βλ. Alain Deneault, Tax Havens and
Criminology, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007, σελ. 260 – 270.
674
Ήδη κατά το έτος 2000 υπολογιζόταν ότι οι επενδύσεις σε off-shore εταιρίες ανέρχονταν σε 5
τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου στο 3% του παγκόσμιου πλούτου και υπήρχε η
εκτίμηση ότι μέσω off-shore εταιριών διακινούνταν το 50% των κεφαλαίων διεθνώς. Βλ.
∆ημητρίου Ζιούβα, Φορολογικά Αδικήματα – Νομοθετικοί άξονες, συστηματική θεμελίωση και
βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του ελληνικού φορολογικού ποινικού δικαίου, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 26 και υποσημ. 33.
675
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, όπ.παρ., σελ. 646 και
Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, όπ.παρ.,
σελ. 1051 – 1054, όπου αναφέρει ότι οι υπεράκτιες εταιρίες επιτρέπουν τη μεταφορά κερδών από
υψηλά σε χαμηλά φορολογούμενες χώρες και επιπλέον, έχουν ελάχιστο χρόνο σύστασης,
ευέλικτο τρόπο λειτουργίας (το ∆.Σ. τους μπορεί να συνέλθει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου)
και μικρό, σχετικά, διαχειριστικό κόστος.
170
έδρα σε χώρες στις οποίες δεν ασκούν την οικονομική τους δραστηριότητα και
δη, σε «φορολογικούς παραδείσους», όπου το νομικό και φορολογικό καθεστώς
είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό676.
Το εκτεταμένο και περιπλεγμένο δίκτυο των «φορολογικών παραδείσων»,
οι οποίοι αποφεύγουν με επιδεξιότητα τους εξωτερικούς ελέγχους, επιβάλλουν
την ελάχιστη δυνατή εσωτερική επιθεώρηση και εξωτερική εξέταση των
λογιστικών βιβλίων και υιοθετούν την μυστικότητα, δίνει τη δυνατότητα στις
νόμιμες επιχειρήσεις, αλλά, επίσης, και στους εγκληματίες και στις κρατικές
υπηρεσίες, που εμπλέκονται σε «βρώμικες δουλειές», να αναζητήσουν τα
μεγαλύτερα οικονομικά πλεονεκτήματα με την ελάχιστη δυνατή εποπτεία677.
Θα πρέπει να επισημανθεί, όμως, ότι τα σκοπίμως δημιουργημένα
«παραθυράκια» και οι ελκυστικές αδυναμίες του διεθνούς τραπεζικού
συστήματος υπάρχουν, πρωτίστως, για να διευκολύνουν τις ίδιες τις κυβερνήσεις
και την άρχουσα τάξη678 να εκτελέσουν διάφορες κρυφές και παράνομες
πράξεις679, κάτι που εξηγεί και τη συνέχιση της ύπαρξής τους, ενώ, μόνο σε ένα
δευτερεύον επίπεδο, επεξηγούν την ευκολία, με την οποία οι απατεώνες και το
Για τον τρόπο ίδρυσης και λειτουργίας των «υπεράκτιων εταιριών», βλ. αναλυτικά, Ιωάννη
Βοσκού, Ίδρυση, λειτουργία, κατηγορίες και θέματα εξωχωρίων εταιρειών,
http://www.syneemp.gr/?pgtp=1&aid=1235640800.
676
Στους «φορολογικούς παραδείσους» ο φόρος εισοδήματος είναι συγκριτικά ασήμαντος,
υπολογίζεται επί του καθαρού κέρδους και είναι ο μόνος που επιβάλλεται για τη συγκεκριμένη
οικονομική δραστηριότητα της εταιρίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η διπλή φορολόγηση.
Ταυτόχρονα, οι υπεράκτιες εταιρίες μπορούν να συνιστώνται από έναν μόνο μέτοχο,
διασφαλίζουν πλήρη ανωνυμία των μετόχων και τραπεζικό απόρρητο, δεν υπόκεινται στο «πόθεν
έσχες» για αγορά ακινήτου ή σκάφους, δεν φορολογούνται για εισοδήματα αποκτώμενα στο
εξωτερικό (π.χ. σε περίπτωση που οι υπεράκτιες εταιρίες έχουν κυριότητα ακινήτων, δεν
καταβάλλεται φόρος μεταβίβασης, κληρονομίας, γονικής παροχής ή δωρεάς ούτε υπάρχει
υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων˙ η φορολογία αφορά μόνο τα εισοδήματα
που αποκτώνται από ακίνητα, ενώ, καταβάλλεται και φόρος μεταβίβασης ακινήτου κατά την
αγορά τούτου).
677
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
126.
678
Σύμφωνα με τη Ζέρβα, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αγγλίας, η οποία
αφενός, συμμετέχει σε όλες τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και αφετέρου, ελέγχει την πλειοψηφία των
υπεράκτιων κέντρων. Για παράδειγμα, όταν η Αγγλία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το
1973, διευκρίνισε ότι η Συνθήκη δεν θα εφαρμοζόταν στο Γιβραλτάρ αναφορικά με τα τελωνεία, το
φορολογικό καθεστώς και την αγροτική πολιτική. Το Γιβραλτάρ, το 1991 είχε 42.000 εταιρίες σε
μια έκταση μόλις 6 τετραγωνικών μέτρων! Το δε μέσο κόστος σύστασης μιας υπεράκτιας εταιρίας
ήταν 1.000 περίπου λίρες Αγγλίας, ενώ, το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο ήταν μόλις 2.000 λίρες
Αγγλίας ή Αμερικάνικα δολάρια. Βλ. Χαράς Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων
από παράνομες ενέργειες, όπ.παρ., σελ. 1053 και 1054,
679
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks – Financial Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ.
115.
171
680
Ειδικά για τους συνήθεις τρόπους ξεπλύματος στην Ελλάδα, βλ. Φίλιππου Μανώλαρου,
Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 201 – 202, ιδίως σελ. 202, όπου αναφέρει ότι «τα ποσά των παράνομων χρημάτων που
νομιμοποιούνται στην Ελλάδα και λευκαίνονται ξεπερνούν, τουλάχιστον, τα 15 τρισεκατομμύρια
δραχμές, ενώ, από αυτά το 60% προέρχεται από το εμπόριο λευκού θανάτου».
681
Σύμφωνα με τη DEA (Drug Enforcement Agency) υπολογίζεται ότι με τη μέθοδο αυτή
νομιμοποιούνται περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες
τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 886.
682
Σύμφωνα με τον Filipkowski, υπάρχουν 200 ενεργοί μεσίτες πέσο στην Κολομβία, αν και οι εν
λόγω μεσίτες δραστηριοποιούνται και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής, οι οποίοι κατέχουν
διάφορες ποσότητες πέσο και προσφέρουν διαφορετικές τιμές συναλλάγματος. Bλ. Wojciech
Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ, σελ. 886
172
683
Bλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ, σελ. 887.
684
Τα αδύνατα σημεία αυτής της μεθόδου, σύμφωνα με τον Filipkowski, είναι ότι το βρώμικο
χρήμα είναι εύκολα ανιχνεύσιμο στο στάδιο της τοποθέτησης, επειδή βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά
στην παράνομη προέλευσή του, απαιτούνται κρυψώνες για να συγκεντρωθεί το χρήμα, που τα
«στρουμφάκια», στη συνέχεια, θα αναλάβουν να καταθέσουν και η πιθανότητα ανίχνευσης, τέλος,
από την τράπεζα του χονδρέμπορου του ύποπτου και ασυνήθιστου τρόπου πληρωμής για την
αγορά εμπορευμάτων από μια δέσμη επιταγών πληρωτέων από διαφορετικούς τραπεζικούς
173
λογαριασμούς. Βλ. Wojciech Filipkowski, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 887.
685
Για τη διαφορετική πρόσληψη του θύματος στην Αμερική και στην Ευρώπη και τις
συνακόλουθες διαφοροποιήσεις στα αποτελέσματα στην σχέση μεταξύ δράστη και θύματος, βλ.
ενδεικτικά, Βασιλικής Βλάχου, Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου αιώνα –
Κριτικές Παρατηρήσεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 69 – 73.
686
Για γενικά έργα που αναδεικνύουν από διαφορετική οπτική γωνία το ρόλο του θύματος στη
διαδικασία της θυματοποίησής του, βλ. αντί άλλων, Hans von Hentig, The Criminal and his
Victim, Yale University Press, New Haven, Connecticut, 1948, Marvin Wolfgang, Patterns in
Criminal Homicide, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 1958, Richard Quinney, Who
is the Victim?, στο Israel Drapkin / Emilio Viano (eds), Victimology, Lexincton Books,
Massachusets, Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974, σελ. 103 επ., Eduard Ziegenhagen,
Victims, crime, and social control, Praeger, New York, 1977, Albert Reiss / Michael Tonry (eds),
Communities and crime, University of Chicago Press, Chicago, 1986, Emilio Viano (ed), Critical
issues in victimology – International Perspectives, Springer Publishing Co., New York, 1992,
Ezzat Fattah, Understanding Criminal Victimization, Prentice Hall, Ontario, Scarborough, 1991,
του ιδίου (ed), Towards a critical victimology, St. Martin's Press, New York, 1992, Jim
Consedine, Restorative justice. Healing the effects of crime, N.Z.: Ploughshares Publications,
Lyttelton, 1995, Robert Meadows, Understanding violence and victimization, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1998.
687
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Εισαγωγή στη Θυματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006,
σελ. 18.
174
φωτίζει με ενάργεια τη σύγχρονη συζήτηση για την εσωτερική ασφάλεια και τις
διάφορες μορφές πρόληψης688.
Στην περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος η κατηγορία του
«θύματος» δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρη και σαφής689. Ο κανόνας μάλιστα
είναι οι διαδραστικές σχέσεις και οι συνεχείς εναλλαγές ρόλων. Έτσι, το «θύμα»
σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται και ως «θύτης». Και αυτό συμβαίνει, γιατί,
παρά την εκτατική εξάπλωση των δραστηριοτήτων του οργανωμένου
εγκλήματος, το όλο σύστημα είναι κλειστό, με άμεση συνέπεια και ο κύκλος των
θυμάτων του να είναι κλειστός και να μπορεί να οριστεί ως τέτοιος μόνο στο
πλαίσιο της εσωτερικής δομής του οργανωμένου εγκλήματος.
Με κριτήριο ταξινόμησης τις σχέσεις που αναπτύσσονται αφενός, στο
εσωτερικό των εγκληματικών οργανώσεων και αφετέρου, στις εξωτερικές τους
σχέσεις, υπάρχουν δύο κατηγορίες θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος, η
«εσωτερική» και η «εξωτερική».
Οι ομάδες του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος, με κυρίαρχο
παράδειγμα τη σικελική Mafia, αποτελούν προνεωτερικά φαινόμενα, τα οποία
μετεξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στα νέα κοινωνικά και οικονομικά
688
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 53.
Βλ. επίσης, Michael Walter, Πρόληψη του εγκλήματος στην τοπική κοινότητα – Πού θα οδηγήσει;,
(μετάφραση Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1304, σύμφωνα με τον οποίο, από το
παλαιότερο περιεχόμενο της πρόληψης παραμένει μόνο η αναφορά στο έγκλημα ενώ, έχει
εγκαταλειφθεί τόσο η σύνδεση με μία συγκεκριμένη πράξη που έχει ήδη τελεστεί, όσο και ο
περιορισμός σε ποινικές κυρώσεις. Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Neumann, σήμερα υπάρχει ο
κίνδυνος «να επικρατήσει στο ποινικό δίκαιο το δόγμα της πρόληψης στο βωμό της
αποτελεσματικότητας, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επιστροφή στη “σοφία των απόλυτων
θεωριών” να εμφανίζεται πια ως απαίτηση των καιρών. Η επικράτηση του προληπτικού ποινικού
δικαίου επέφερε πολλές διαστρεβλώσεις στο σύστημα των ποινικών κανόνων, τόσο στο επίπεδο
των ειδικών υποστάσεων όσο και σ’ αυτό των νομικών συνεπειών». Βλ. Ulfrid Neumann, Η
ποινική ευθύνη του συμμετέχοντος στην αγορά – σχετικά με τη διάχυση του Ποινικού ∆ικαίου στο
προληπτικό Ποινικό ∆ίκαιο, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη / Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 200.
689
Η Βλάχου θεωρεί ότι η θυματοποίηση που προκύπτει από τη δράση του οργανωμένου
εγκλήματος, συνιστά «δομική θυματοποίηση», η οποία αντιδιαστέλλεται με τις παραδοσιακές
εξατομικευμένες μορφές της θυματοποίησης, ακριβώς λόγω της σχέσης του οργανωμένου
εγκλήματος με την οικονομική, πολιτική και οικονομική δομή της κοινωνίας και τις διαδικασίες της
παγκοσμιοποίησης. Βλ. Βασιλικής Βλάχου, Τα δικαιώματα των θυμάτων στο κατώφλι του 21ου
αιώνα, όπ.παρ., σελ. 69.
Η θέση αυτή, κατά την άποψή μας, είναι λανθασμένη γιατί τείνει να παραγνωρίσει την
πραγματικότητα του κάθε ξεχωριστού θύματος, το οποίο θυματοποιείται από τις επιμέρους
δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος και αγνοεί τα επίπεδα σχέσεων που είχαν
αναπτυχθεί μεταξύ του συγκεκριμένου θύματος και της εγκληματικής οργάνωσης. Περαιτέρω,
συγχέει τους παράγοντες γένεσης και μετεξέλιξης του οργανωμένου εγκλήματος, που ασφαλώς
είναι οι επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες με τις διαδικασίες θυματοποίησης, η οποία
υπακούει σε δικούς της εσωτερικούς νόμους.
175
690
Μία ακόμη συμβολική επιβίωση και αναφορά στις φεουδαρχικές κοινωνίες.
691
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 50.
692
Σύμφωνα με την τυπολογία που χρησιμοποιεί η Europol η στρατηγική αυτή αναφέρεται ως
«IN-SO», βλ. αναλυτικά για τη στρατηγική αυτή, Europol, EU Organised Crime Threat
Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 41 – 43.
693
Στις περιπτώσεις αυτές τα άτομα εξαναγκάζονται να γίνονται πελάτες στις νόμιμα
λειτουργούσες επιχειρήσεις των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.
694
Όπως είναι, για παράδειγμα, η αγορά προϊόντων από τη «μαύρη αγορά», η παράνομη
οικογενειακή συνένωση (με συγγενείς που από την άφιξή τους γίνονται αντικείμενο
εκμετάλλευσης από το οργανωμένο έγκλημα), η παράνομη χαρτοπαιξία και η χρήση σεξουαλικών
υπηρεσιών.
176
695
Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ.
104 – 105.
696
Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ.
104.
697
Ο Bigo διερωτάται ευθέως, μήπως οι αστυνομικοί έχουν συμφέρον να αποδίδουν υπερβολική
σημασία στην απειλή από το οργανωμένο έγκλημα, καθώς αν πειστεί η εξουσία για τη δύναμη
του οργανωμένου εγκλήματος, τότε θα κληθεί και θα είναι πρόθυμη να χρηματοδοτήσει μια
δύναμη κρούσης στα μέτρα του. Βλ. Didier Bigo, Pertinence et limites de la notion de crime
organisé, Relations internationales et stratégiques, no 20, 1995, σελ. 134 – 138. Ο Albini,
εξάλλου, μέσα από την ανάλυση της δημιουργίας ενός ευρύτερα αποδεκτού «μύθου», συγκρίνει
την κατασκευή του «ηθικού πανικού» σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα με τη συμβολική
χρησιμοποίηση του Κακού και του ∆ιαβόλου, ο οποίος ενσωματώνει τις ιδιότητες του Κακού, και
την αντίστοιχη κατασκευή «ηθικού πανικού» σχετικά με τις δραστηριότητες και τα «εγκλήματα»
των «σατανιστών». Βλ. Joseph Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common,
όπ.παρ., σελ. 63 – 70.
698
Βλ. Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την ειδική συνεδρίαση στο Τάμπερε της
Φιλανδίας, 15-16 Οκτωβρίου 1999, με θέμα τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και
177
701
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 104.
702
Βλ. αντί άλλων, John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150 επ.
703
Για μια κριτική αποτίμηση της θεωρητικής συνεισφοράς του Lombroso, βλ. Γιάννη Πανούση, Ο
Lombroso και ο εγκληματομορφισμός – Μια διαχρονική σχέση, στο του ιδίου (επιμ),
Εγκληματογενείς και Εγκληματογόνοι Κίνδυνοι, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 163 –
172. Εξάλλου, για τον βιολογικό ντετερμινισμό με τον οποίο φαίνεται να γειτνιάζουν οι θεωρητικές
απόψεις του Lombroso, βλ. Ζήση Παπαδημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός – Εισαγωγή στο
179
του για τους εγκληματικούς συνεταιρισμούς και ο Garofalo με τις θέσεις του για
την «επικινδυνότητα», περισσότερο από έναν αιώνα πριν, προσπάθησαν να το
προσεγγίσουν και να το ερμηνεύσουν. Οι θεωρητικοί της Κοινωνιολογικής
Σχολής με τις σχετικές αναλύσεις τους, παρέχουν ενδιαφέροντα και χρήσιμα
εργαλεία για την κατανόηση του οργανωμένου εγκλήματος, κάποια από το οποία
έχουν τύχει και ερευνητικής επαλήθευσης. Η Κριτική Εγκληματολογία
ασχολήθηκε μάλλον ευκαιριακά με το ζήτημα, κυρίως στο επίπεδο της σχέσης
του οργανωμένου εγκλήματος με την εξουσία, αλλά και της ανακολουθίας μεταξύ
των πόρων που διατίθενται για την καταπολέμησή του και τις πιθανότητες
θυματοποίησης του μέσου πολίτη, οι οποίες, όπως επισημάνθηκε σε
προηγούμενη ενότητα, είναι μηδαμινές.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, η αιτιολογία του οργανωμένου
εγκλήματος έχει εισέλθει δυναμικά στο χώρο της ακαδημαϊκής ανάλυσης και
έρευνας, με αποτέλεσμα παλαιότερα ερμηνευτικά εργαλεία όπως, για
704
παράδειγμα, διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας» (“conspiracy theories”) ή
υποθέσεις για ύπαρξη «εθνικών συνδικάτων»705 του εγκλήματος, να τείνουν
σταδιακά να χάσουν τη σπουδαιότητά τους και να αντικατασταθούν από νέες
προσεγγίσεις και θεωρίες706, οι οποίες χρησιμοποιούν για την υποστήριξη των
προτάσεών τους τα αναλυτικά εργαλεία, όχι μόνο της κοινωνιολογίας και της
πολιτικής επιστήμης, αλλά και της ψυχολογίας και των οικονομικών
Φυλετικό Μίσος – Ιστορική, Κοινωνιολογική και Πολιτική Μελέτη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
2000, σελ. 259 – 271.
704
Η «θεωρία της συνωμοσίας» συνδέεται με το ιεραρχικό ή γραφειοκρατικό πρότυπο, σύμφωνα
με το οποίο το «οργανωμένο» έγκλημα τελείται από συγκεκριμένες εγκληματικές ομάδες, οι
οποίες έχουν αυστηρώς ιεραρχική δομή, λειτουργεί άκρως συνωμοτικά, οι αποφάσεις
λαμβάνονται μόνο από τον αρχηγό, ενώ οι επιχειρήσεις καθοδηγούνται από τον ίδιο και μια
ομάδα υπαρχηγών, τα μέλη της δε, συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς και έχουν καθήκον
απόλυτης εχεμύθειας (“omertà”).
705
Σύμφωνα με το «εθνικό μοντέλο» προσέγγισης, οι εγκληματικές οργανώσεις είναι ιεραρχικά
δομημένες και έχουν συσταθεί από άτομα με κοινή εθνική και πολιτισμική καταγωγή. Τα άτομα,
σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, διαθέτουν αυτονομία στη δράση τους και συγκροτούν ομάδες,
που λειτουργούν είτε με χρονικό ορίζοντα βάθους είτε κατά περίπτωση. Οι εγκληματικές
οργανώσεις, τέλος, δεν ανήκουν σε κάποιο «εθνικό συνδικάτο», το οποίο τις καθοδηγεί και τις
ελέγχει. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ.,
σελ. 157 – 158, υποσημ. 3.
706
Σύμφωνα με τον Albanese, οι επιμέρους θεωρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος μπορούν
να ομαδοποιηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: 1) σε εκείνη, στην οποία προέχει η ιεραρχική
δομή της οργάνωσης, 2) σε εκείνη, στην οποία δίνεται έμφαση σε τοπικούς, εθνικούς ή
πολιτισμικούς συνδέσμους και 3) σε εκείνη, στην οποία η έμφαση δίνεται στην οικονομική φύση
της εγκληματικής δραστηριότητας. Βλ. σχετικά, Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα:
Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 302. Βλ.
επίσης, Cherif Bassiouni / Eduardo Vetere, Organized Crime and its Transnational
Manifestations, όπ.παρ., σελ. 885 και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία
του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 103.
180
707
Βλ. ιδίως, Klaus von Lampe, The Interdisciplinary Dimensions of the Study of Organized
Crime, Trends in Organized Crime, vol. 9, no. 3, 2006, σελ. 77 – 95, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.organized-crime.de/kvlInterdiscDimStudyOC-TOC-9-3-2006.pdf.
181
περιόδου, αρχικά, έπαιζαν τόσο το ρόλο του προστάτη των γαιοκτημόνων, όσο
και αυτόν του προστάτη των χωρικών στους οποίους εξασφάλιζαν εργασία και
συνέχιση των συμβάσεων με τους γαιοκτήμονες ενώ, στη συνέχεια, οι μαφιόζοι
χρησιμοποιήθηκαν ως μια μορφή ιδιωτικής αστυνομίας και με τον τρόπο αυτό,
διαιωνίστηκε η επικίνδυνη εγγύτητα των κακοποιών με τις δυνάμεις της τάξης, οι
οποίες ήταν επιφορτισμένες με την καταπολέμησή τους708. Αποτέλεσμα της
πρακτικής αυτής ήταν η δημιουργία ενός εξω-κρατικού συστήματος οργάνωσης
της εξουσίας και των οικονομικών δραστηριοτήτων, με ισχυρότατα ερείσματα
στον τοπικό πληθυσμό και η υφαρπαγή μιας ανταγωνιστικής προς το κράτος
μορφής κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η εντελώς πραγματική και υλική προστασία που παρείχαν τα μέλη των
εγκληματικών οργανώσεων, επέτρεψε, μέσα από μια διαδικασία μυθοποίησης,
την αποκάθαρση των εγκληματικών οργανώσεων και των μελών τους από τα
εγκλήματα που διέπρατταν και την εμφάνισή τους ως μια δύναμη κοινωνικής
σταθερότητας και δικαιοσύνης, ως μια «παράλληλη νομική τάξη»709.
Στη συνέχεια, οι διαδικασίες της νεωτερικότητας, που χαρακτηρίζονταν
από την οικονομική μεγέθυνση, το γενικευμένο κράτος πρόνοιας και την
εμπέδωση αποτελεσματικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη
απασχόληση, την ανοδική κοινωνική κινητικότητα των χαμηλών και μεσαίων
κοινωνικών στρωμάτων και τη γενίκευση των συλλογικών πολιτικών λύσεων στα
κοινωνικά προβλήματα, έτειναν να καταστήσουν το οργανωμένο έγκλημα ένα
περιθωριακό φαινόμενο και έμοιαζαν να έχουν δώσει τη χαριστική βολή στις
αυξητικές τάσεις των εγκληματολογικών στατιστικών.
Η αισιοδοξία των θεωρητικών της νεωτερικότητας, που δυστυχώς ιστορικά
δεν επιβεβαιώθηκε, βασιζόταν στην υπόθεση ότι η οικονομική επέκταση και οι
708
Η θεσμική διασύνδεση της αστυνομίας με την εγκληματικότητα ίσως τελικά να μην αποτελεί
ένα παράδοξο, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Ο Φουκώ, στο: Επιτήρηση και Τιμωρία,
όπ.παρ., σελ. 371 – 372, υποστηρίζει ότι είναι μια διαδικασία που αναπτύχθηκε στα πρώτα
τριάντα ή σαράντα χρόνια του 19ου αιώνα. Μια πολύ χαρακτηριστική ιστορική μορφή που
ενσωματώνει αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρξε ο Vidocq, που μετά από πάμπολλα αδικήματα και
ύποπτες έως παράνομες συναλλαγές και αφού εξέτισε τις ποινές του στο κάτεργο, διορίστηκε
αρχηγός της αστυνομίας! Όπως υποστηρίζει ο Φουκώ, «η εγκληματικότητα στο πρόσωπο του
Vidocq απέκτησε φανερά τη διφορούμενη κατάσταση του αντικειμένου και του οργάνου ενός
συστήματος που την καταπολεμά και ταυτόχρονα συνεργάζεται μαζί της. Ο Vidocq σημειώνει τη
στιγμή που η εγκληματικότητα, διαχωρισμένη από τις άλλες παρανομίες, εντάσσεται στην
εξουσία, και αντιστρέφεται. Είναι η εποχή όπου πραγματοποιείται η άμεση και θεσμική
διασύνδεση της αστυνομίας και της εγκληματικότητας. Συγκλονιστική στιγμή όπου η
εγκληματικότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό της εξουσίας».
709
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 71.
182
710
Οι πελατειακές σχέσεις και η κατανόησή τους αποτελούν κομβικό στοιχείο στην ανάλυση του
Abadinsky για το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. ιδίως, Howard Abadinsky, The criminal elite:
Professional and Organized crime, Greenwood Press, Westport, Connecticut, 1983, σελ. 165 επ.
711
Ο Szabo ιδιαίτερα εύστοχα υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της περιθωριοποίησης μεγάλων
τμημάτων των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο πηγάζει από τη γενικότερη οικονομική κρίση,
υποδεικνύει ότι η σύγχρονη «υπο-τάξη» (under class) «εγκαθίσταται σε μια παρασιτική διαβίωση,
δίπλα, απέναντι, αντίθετα και σε κατάσταση συμβίωσης με το υπόλοιπο της κοινωνίας… Αυτό το
κοινωνικό σύμπλεγμα, οργανωμένο γύρω από τα ναρκωτικά, την πορνεία και όλων των ειδών
τους εκβιασμούς μετέχει στο οργανωμένο έγκλημα και στην Αυλή των Θαυμάτων. Έχει την τάση
να εμφανίζεται παντού όπου ορισμένα όρια της κοινωνικής ισορροπίας έχουν ξεπεραστεί … Η
ύπαρξη της “υπο-τάξης” των πλούσιων μεταβιομηχανικών κοινωνιών αντιπροσωπεύει ένα πάρα
πολύ μεγάλο έλλειμμα όσον αφορά την ποιότητα ζωής αυτών των κοινωνιών». Βλ. Denis Szabo,
Από την Ανθρωπολογία στην Συγκριτική Εγκληματολογία – Τέσσερα μαθήματα στο κολλέγιο της
Γαλλίας, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003, σελ. 94.
712
Βλ. Γιάννη Πανούση, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (σε συνθήκες
παγκοσμιοποίησης), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 416.
713
Βλ. Pino Arlacchi, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South
/ Ian Taylor (eds), The new European criminology – Crime and Social Order in Europe,
Routledge, London and New York, 1998, σελ. 203.
183
714
Σύμφωνα με τον Günther, το πολιτικό σύστημα «εξαρτάται από την εσωτερική
παραγωγικότητα, την τεράστια δύναμη, την οποία καταβάλει κάθε Εγώ, ώστε να ζήσει την δική
του ζωή, σε κάθε κατάσταση να γίνεται αυτός ή αυτή που θέλει να είναι και επίσης να
οργανώνεται κοινωνικά παραγωγικά. Αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω μίας οργάνωσης της
ελευθερίας, η οποία δημιουργεί ευκαιρίες και κίνητρα για μια μόνιμη ενεργοποίηση του Εγώ». Βλ.
Klaus Günther, Επιτήρηση και τιμωρία: Οι συνέπειες της ηθικής εκμετάλλευσης και της
προσβολής του «Εγώ» σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 213
715
Για το ρόλο των κοινωνικών παροχών, ιδίως στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της
στέγασης τόσο στη συγκράτηση της φτώχειας όσο και στη αύξηση της ανοδικής κοινωνικής
κινητικότητας, βλ. ιδίως, Kate Wilcox / Edward Whitehouse (eds), Growing unequal – Poverty and
incomes over 20 years, DELSA Newsletter, no. 7, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/13/54/42255285.pdf, σελ. 4.
716
Βλ. Γιάννη Πανούση, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, Ποιν∆ικ, 2004, σελ
1154.
717
Βλ. Γιάννη Πανούση, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, όπ.παρ., σελ.
1162, του ιδίου, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα», όπ.παρ., σελ. 412 και
Κώστα Κοσμάτου, Οι «ευπαθείς» ή «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες του πληθυσμού ως
θύματα της εμπορευματοποίησης οργάνων, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 353.
184
ανάπτυξης. Κατά την τελευταία εικοσαετία, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ του
έτους 2009718, τόσο η οικονομική ανισότητα, όσο και η φτώχεια έχουν αυξηθεί
σημαντικά επηρεάζοντας το 75% των χωρών του ΟΟΣΑ. Η αύξηση της
οικονομικής ανισότητας, μάλιστα, δεν παρατηρείται μόνο κατά την σύγκριση του
10% των πιο πλούσιων με το 10% των πιο φτωχών, αλλά, σε κάποιες χώρες,
όπως ο Καναδάς, η Φιλανδία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ, το άνοιγμα της
«ψαλίδας» παρατηρείται και κατά τη σύγκριση των πλούσιων με τη μεσαία
τάξη719. Μεταξύ των ετών 1985 – 2005 το σύνολο των φτωχών στις χώρες του
ΟΟΣΑ αυξήθηκε από 9,3% σε 10,6%. Εννοείται ότι ο αριθμός αυτός είναι
διαφορετικός, εάν εξετάσουμε τα στοιχεία της κάθε χώρας ξεχωριστά. Έτσι, για
παράδειγμα, κατά το έτος 2005, ήταν φτωχοί το 20% των Μεξικάνων, το 17%
των Τούρκων και των Αμερικανών και το 15% των Ισπανών720. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας
Τράπεζας721, το 2001 1,1 δισεκατομμύριο άνθρωποι (δηλαδή το 21% του
παγκόσμιου πληθυσμού) ζούσαν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα!
Η τεράστια ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, σε
συνδυασμό με την οργανική διαπλοκή των νέων μορφών απόσπασης σχετικής
και απόλυτης υπεραξίας, οδηγεί σε έναν βίαιο, δομικό και μόνιμο σφετερισμό και
μια ριζική υποτίμηση της ανερχόμενης ιστορικής αξίας της εργατικής δύναμης, σε
κρίση του νόμου της ανταλλακτικής αξίας στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και
σε μια τάση γενικότερης κρίσης του νόμου της αξίας. Η εξέλιξη αυτή και η
ποιοτικά ανώτερη «υποδούλωση» της εργατικής τάξης αναδεικνύουν, σε τελική
ανάλυση, τον τυπικό και πλασματικό χαρακτήρα της ατομικής ελευθερίας της
ελεύθερης διάθεσης της εργατικής δύναμης.
Στη σύγχρονη εποχή, που χαρακτηρίζεται από τις αυξανόμενες κοινωνικές
ανισότητες και την κοινωνική περιθωριοποίηση, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού
και του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, φαντάζει ως δεδομένη και μπορούμε να
συναντήσουμε εύγλωττα παραδείγματα στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων
718
Βλ. Kate Wilcox / Edward Whitehouse (eds), Growing unequal – Poverty and incomes over 20
years, όπ.παρ., σελ. 2.
719
Ibid.
720
Επειδή η φτώχεια είναι κάτι σχετικό λαμβάνονται υπόψη τα εθνικά επίπεδα διαβίωσης και η
φτώχεια ορίζεται ως «ένα εισόδημα κάτω από το μισό του εθνικού μέσου όρου». Ibid.
721
Βλ. World Bank Operations Evaluation Department (OED), 2004 Annual Review of
Development Effectiveness – The World Bank’s Contributions to Poverty Reduction, World Bank,
Washinghton D.C., 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/23/17/35280107.pdf, σελ. 1.
185
722
Βλ. Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT Press,
Massachusetts – Cambridge, 1983, σελ. 133.
723
Βλ. Tom Behan, The Camorra, όπ.παρ., σελ. 60 – 75 και Letizia Paoli, Italian Organized
Crime: Mafia Associations and Criminal Enterprises, όπ.παρ., σελ. 24.
724
Οι Mahan και O’ Neil υποστηρίζουν ότι: «Υπάρχει μια έμφυτη τάση στις επιχειρήσεις, στους
μηχανισμούς ποινικής καταστολής και στην πολιτική να εμπλέκονται σε συστηματική εγκληματική
συμπεριφορά. Και αυτό δε συμβαίνει γιατί υπάρχουν υπερβολικά πολλοί νόμοι, αλλά μάλλον
επειδή η εγκληματική συμπεριφορά είναι καλή δουλειά, έχει λογική, και είναι κατά πολύ ο
καλύτερος, ο πιο αποτελεσματικός και ο πιο επικερδής τρόπος για να οργανώσει κανείς τις
λειτουργίες των πολιτικών γραφείων, τις επιχειρήσεις, τις υπηρεσίες νομικού καταναγκασμού και
τα εργατικά σωματεία σε μια καπιταλιστική δημοκρατία». Βλ. Sue Mahan / Katherine O’ Neil,
Introduction: Organized Crime in the Americas, στο των ιδίων (eds), Beyond the Mafia –
Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi,
1998, σελ. X.
725
Χαρακτηριστική είναι η σχετική διατύπωση του ∆ημόπουλου: «Το έγκλημα σταδιακά
ενσωματώνεται στο Σύστημα, γίνεται μέρος και λειτουργία του». Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου,
Το Πολυεθνικό έγκλημα. ∆ομή και προοπτική, όπ.παρ., σελ. 7.
186
όχι μόνο δεν είναι ενάντιο και εχθρικό, αλλά αποδέχεται το οργανωμένο έγκλημα,
αν δεν το ενθαρρύνει ενεργά, αντιμετωπίζοντάς το ως «τμήμα της αποδεκτής
δομής της κοινωνίας του»726.
Σε ένα άλλο επίπεδο, το οργανωμένο έγκλημα ως δομικά «κανονικό»
οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο, τείνει να ενσωματώνει και να αναπαράγει
όλους τους οικονομικούς νόμους, που ισχύουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή,
αναπαραγωγή, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου727, οξύνοντας,
όμως, στο έπακρο τις αντιθέσεις και καταστρέφοντας ακόμη και μέχρι τότε
εύρωστους οικονομικά ανταγωνιστές. Ιδιαίτερα εύγλωττο είναι το παράδειγμα της
βιομηχανίας παραγωγής και διακίνησης παράνομων αντιγράφων728, που δεν
εξαντλείται μόνο στην παράνομη αναπαραγωγή έργων τέχνης, μουσικών
αρχείων ή προϊόντων λογισμικού, αλλά επεκτείνεται και στην παραγωγή
φαρμάκων, ειδών διατροφής, ειδών ρουχισμού, καλλυντικών, κοσμημάτων,
παιχνιδιών και ανταλλακτικών για κάθε είδους μεταφορικό μέσο. Στην περίπτωση
αυτή, ο δείκτης είναι ολοταχώς ανοδικός, λόγω της τεράστιας ζήτησης, σε σημείο
που η βιομηχανία παραγωγής αντιγράφων να θεωρείται ήδη η πιο κερδοφόρα
επιχείρηση του μέλλοντος. Υπολογίζεται δε, ότι η διακίνηση προϊόντων
αντιγραφής καλύπτει ήδη το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου, ενώ τα κέρδη της
βιομηχανίας παραγωγής και διακίνησης παράνομων αντιγράφων είναι ήδη πολύ
μεγαλύτερο από αυτό του εμπορίου ναρκωτικών ουσιών729. Η εξήγηση γι’ αυτό
726
Βλ. Τα πορίσματα της έρευνας στην «Outfit» του Chicago του Robert M. Lombardo, The social
organization of organized crime in Chicago, όπ.παρ., σελ. 91 – 106 και ιδιαίτερα για το ζήτημα
της στάσης του κοινού απέναντι στις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, τις σελ. 100 και
105.
727
Για την ακριβή σημασιοδότηση των όρων αναπαραγωγή, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση
του κεφαλαίου και για τους νόμους που ισχύουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, βλ. Κάρλ
Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμοι І, II και III (ιδίως τους τόμους II και III), (μετάφραση Παναγιώτη
Μαυρομμάτη), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978.
728
Για μια συνοπτική παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας της πνευματικής
ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, βλ. Σωκράτη Βασιλειάδη, Η πνευματική ιδιοκτησία στην Ελλάδα και η
ανεπαρκής ποινική προστασία της κατά το Ν. 2121/1993, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 137 – 144,
Μιχαήλ – Θεοδώρου Μαρίνου, Η έννοια της αναπαραγωγής στο σύγχρονο δίκαιο της
πνευματικής ιδιοκτησίας – κλασική και ψηφιακή αναπαραγωγή, Ελλ∆κνη, 2002, σελ. 1258 – 1268
και Γεωργίου Νούσκαλη, Αδικήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας – Η Ποινική Προστασία των
Πρωτοτύπων Έργων Λόγου, Τέχνης και Επιστήμης και των Συγγενικών ∆ικαιωμάτων κατά το
Νόμο 2121/1993, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα,
Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 377 –
403.
729
Βλ. Τίνας Κουλουφάκου, Στο κρησφύγετο των «μαϊμούδων», Έψιλον, Τεύχος 796, 16-7-2006,
σελ. 24 – 36 και Ευάγγελου Στεργιούλη, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 212, σύμφωνα με τον οποίο, τα έσοδα από το εμπόριο παραποιημένων
ειδών στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 450 δισεκατομμύρια Ευρώ ετησίως, ποσό
που αντιστοιχεί στο 9% του παγκόσμιου εμπορίου.
187
730
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του John Lea: “Organized crime today is not only big
business, it is part of big business”, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 144, απ’ όπου έχουν
ληφθεί και τα αριθμητικά στοιχεία που αναφέρονται. Σύμφωνα, δε, με άλλους υπολογισμούς, που
προκύπτουν από δύο εκθέσεις του ∆ιεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα έσοδα από το παγκόσμιο
οργανωμένο έγκλημα κυμαίνονται σε 500 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως, σε ποσοστό
δηλαδή 2% της παγκόσμιας οικονομίας. Βλ. Willy Bruggeman, Υπερεθνικό έγκλημα: Οργανωμένο
έγκλημα, πρόσφατες τάσεις και μελλοντικές προοπτικές, (μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη),
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 113.
731
Η εταιρία Wharton Econometrics Forecasting Associates Inc. (WEFA Inc.) δημιουργήθηκε το
1969 από τον νομπελίστα Dr. Lawrence Klein και μέχρι την συγχώνευσή της το 2001 με την Data
Resources Inc. (DRI), αποτελούσε έναν παγκοσμίου φήμης οργανισμό οικονομικών προβλέψεων
και παροχής συμβουλών. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Wharton Econometrics Forecasting
Associates, http://en.wikipedia.org/wiki/Wharton_Econometric_Forecasting_Associates.
732
Thomas A. Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 71.
188
733
Βλ. Michael Waller / Victor Yasmann, Russia’s Great Criminal Revolution – The Role of the
Security Services στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 189.
734
Ο όρος «ξέπλυμα» έχει τις ρίζες του στην πρακτική των αμερικανών «διυλιστών» και
διανομέων αλκοόλ, που κατά την Ποτοαπαγόρευση νομιμοποιούσαν το βρώμικο χρήμα τους
μέσω της αγοράς και εκμετάλλευσης πλυντηρίων. Βλ. Lode Van Outrive, La lutte contre le
blanchiment de l’ argent, un emplâtre sur une jambe de bois?, Déviance et Société, 1995, vol. 19,
no. 4, σελ. 371 και Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ισχύουσες ρυθμίσεις και
διαγραφόμενες προοπτικές σε επίπεδο Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 1467. Για
τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βλ. αντί άλλων,
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002, σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 457, του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του, ΠοινΧρ, 2003, σελ.
193 επ., του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
ΠοινΧρ, 2006, σελ. 342 επ. και του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995)
δεν μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με αφορμή
και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ.
735
Η FATF υπολόγισε κατά το 1990 ότι οι ετήσιοι πρόσοδοι του διεθνούς οργανωμένου
εγκλήματος μόνο από τη διακίνηση ναρκωτικών κυμαίνονταν μεταξύ 120 και 500
δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ενώ, το κόστος του ξεπλύματός τους έφθανε στο 25% των
νομιμοποιούμενων ποσών, δηλαδή 90 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου εισέρχονταν ως έσοδα
στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Tο ∆ιεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπολόγισε το 1993 ότι
τα ποσά που νομιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο κυμαίνονταν μεταξύ 700 και 1.000
δισεκατομμυρίων δολαρίων, με έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 10% περίπου. Βλ.
Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 197. Πρβλ. όμως, Jacky Harvey, Controlling the flow of money or
satisfying the regulators?, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James
Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 44, σύμφωνα με την οποία, υπάρχουν
ελάχιστα εμπειρικά δεδομένα για το συνολικό μέγεθος του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Υπάρχουν διάφοροι υπολογισμοί για το μέγεθος του προβλήματος, ενώ, ταυτόχρονα, διάφορα
διεθνή σώματα παραπέμπει το ένα στους υπολογισμούς του άλλου και τα στοιχεία αυτά
αναπαράγονται συνεχώς χωρίς να επαληθεύονται ή να αμφισβητούνται, με αποτέλεσμα να
αποκτούν εντέλει ένα κάποιο είδος στατιστικής ακρίβειας.
736
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ.παρ., σελ.
212.
189
737
Σύμφωνα με τον Duaij, ο όρος “hawala” προέρχεται από την αραβική λέξη “ha-wil” ή από τα
σύμφωνα της λέξης αυτής “h-w-l” που σημαίνει μετατρέπω ή αλλάζω. Βλ. Abdulrahman Duaij,
Hawala: The Main Facilitator for Middle Eastern Organized Crime Groups, George Mason
University, Terrorism, Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710, 2009,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/Al-
Khalifa_Hawala.pdf, σελ. 5. Το σύστημα της “hawala” έχει τις ρίζες του στην Ινδική χερσόνησο και
αποτελεί ένα από τα πολλά ανεπίσημα σύστημα μεταφοράς αξίας που λειτουργούν παγκοσμίως.
Οι μεταφορές γίνονται σε μετρητά γρήγορα, φθηνά και βολικά, σε περιοχές που οι τραπεζικές
υπηρεσίες είτε δεν είναι διαθέσιμες, είτε είναι ακριβές, είτε είναι αναξιόπιστες. Βλ. Nikos Passas,
Formalizing the Informal? Problems in the National and International Regulation of Hawala, στο
International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department, Regulatory
Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems, International Monetary Fund,
Washington D.C., 2005, σελ. 8, Saeed Al-Hamiz, Hawala: A U.A.E. Perspective, στο International
Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For
Hawala and Other Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005,
σελ. 30 επ.
738
Βλ. σχετικά, Jay Albanese, North American Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 15, όπου επίσης
αναφέρει ως παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας της “hawala”, την περίπτωση που οι πληρωμές
κατατίθενται σε μια χώρα σε έναν έμπιστο «μεσίτη» (“broker”) και κατά την ίδια μέρα γίνεται
ανάληψη μέσω ενός άλλου μεσίτη, που βρίσκεται σε μια άλλη χώρα. Η αντιμετώπιση, εξάλλου,
των δικτύων της hawala, σύμφωνα με τον Passas, βρίσκεται αντιμέτωπη με ιδιαίτερα μεγάλες
προκλήσεις. Ειδικότερα: 1) συχνά δεν υπάρχει αδιάλειπτο, σαφές λογιστικό ίχνος, 2) θα είναι
ίσως δύσκολο έως αδύνατο να ερμηνευθούν τα ιδιόμορφα αρχεία της hawala, 3) η συσχέτιση της
hawala με άλλες δραστηριότητες κάνει δύσκολο το ξεμπέρδεμα των συναλλαγών και εύκολη την
απόκρυψη παράνομων δραστηριοτήτων, 4) η διασύνδεση με την γκρίζα/μαύρη αγορά κάνει
δυσκολότερη την επιτήρηση της hawala και παρέχει ευκαιρίες για απόκρυψη συναλλαγών, 5)
προκειμένου να αποφευχθεί η βλάβη αθώων παραγόντων από τις λεπτομερειακές ρυθμίσεις και
τους στόχους των διωκτικών αρχών, απαιτείται η μελέτη και εκτίμηση των εθνικών, πολιτισμικών,
πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών ιδιαιτεροτήτων, 6) για να διασφαλιστεί η ισορροπημένη
προσέγγιση και η κατάλληλη ρύθμιση του επίσημου τομέα απαιτείται η σύλληψη και υιοθέτηση
κατάλληλων κανόνων για πολύ διαφορετικούς παράγοντες, τρόπους δράσης και παραδόσεις και
7) τελικά, η εκτίμηση και η καταμέτρηση των μέτρων και των πολιτικών που σχετίζονται με τη
hawala είναι δύσκολη, δεδομένης της διαθεσιμότητας μιας ευρείας ποικιλίας άλλων ανεπίσημων
μεθόδων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από εκείνους που είναι αποφασισμένοι να
αποφύγουν τη ρύθμιση. Έτσι, η μειωμένη δραστηριότητα της hawala μπορεί να μην είναι
απαραίτητα μια θετική εξέλιξη, στο βαθμό που οι δραστηριότητες μετατίθενται σε ανεπίσημες
μεθόδους μεταφοράς αξίας λιγότερο διαφανείς και λιγότερο κατανοητές. Επιπροσθέτως, η
προσπάθεια ελέγχου της hawala μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα
προσπαθεί να επιλύσει και ιδιαίτερα: 1) μείωση των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων από τα
εργατικά εμβάσματα, 2) θα είναι διαθέσιμες λιγότερες και πιο ακριβές επιλογές εμβασμάτων
στους απόδημους, 3) περιττή ποινικοποίηση νόμιμων παραγόντων, 4) μεγαλύτερο ανθρώπινο
κόστος στις οικογένειες των μεταναστών, 5) αποξένωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που
θα ήταν χρήσιμα σε συνασπισμούς ενάντια στην τρομοκρατία και 6) μετακινήσεις σε λιγότερο
γνωστές ανεπίσημες μεθόδους μεταφοράς αξίας και ως εκ τούτου, λιγότερη διαφάνεια και
ανιχνευσιμότητα των συναλλαγών. Βλ. Nikos Passas, Formalizing the Informal? Problems in the
National and International Regulation of Hawala, όπ.παρ., σελ. 12 και 13-14. Για τα προβλήματα
190
που συνάπτονται με την αντιμετώπιση της hawala, βλ. και Samuel Munzele Maimbo, Challenges
of Regulating and Supervising the Hawaladars of Kabul, στο International Monetary Fund,
Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For Hawala and Other
Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ. 47 επ.
739
Πρβλ. όμως, Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-
brothers, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds),
The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 5, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχουν
διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση και Ton (Antonius
Adrianus Petrus) Schudelaro, Electronic payment systems and money laundering: beyond the
internet hype, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, 2005, σελ. 86 – 87.
740
Για το ζήτημα ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμής δεν είναι ούτε τόσο ανώνυμα ούτε
τόσο τρόπο δύσκολα ανιχνεύσιμα, όσο πιστεύεται γενικά, βλ. ιδίως, Ton (Antonius Adrianus
Petrus) Schudelaro, Electronic payment systems and money laundering: beyond the internet
hype, όπ.παρ. σελ. 65 – 84 και του ιδίου, Electronic Payment Systems and Money Laundering –
Risks and Countermeasures in the Post-Internet Hype Era, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands, 2003, σελ. 15 επ.
741
Η “Mark Twain Bank” είναι διαθέσιμη στο ∆ιαδίκτυο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
URL:http://www.marktwain.com/.
742
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,
Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 405.
743
Βλ. OECD, Drug Spending in OECD countries up by nearly a third since 1998, according to
new OECD data,
http://www.oecd.org/document/25/0,3343,en_2649_201185_34967193_1_1_1_1,00.html.
Σύμφωνα, εξάλλου, με τους υπολογισμούς του UNODC, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που
χρησιμοποίησαν ναρκωτικά τουλάχιστον μία φορά κατά το έτος 2008, κυμαίνονται από 155 έως
250 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή σε ποσοστό 3,5 έως 5,7% του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας
από 15-64 ετών. Οι χρήστες κάνναβης ανέρχονται σε 129-190 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως.
Οι εξαρτημένοι χρήστες αντιπροσωπεύουν το 10-15% του συνόλου των χρηστών, δηλαδή 16 έως
191
38 εκατομμύρια άτομα. Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, όπ.παρ., σελ. 12.
744
Ενώ, τα περισσότερα ναρκωτικά που καταναλώνονται προέρχονται από φυτά και παράγονται
με τη χρήση λίγων μόνο χημιών ουσιών, τα συνθετικά ναρκωτικά παράγονται σχεδόν
εξολοκλήρου με τη χρήση χημικών ουσιών. Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the
European Union 1998 – 2007. Europol contribution to the Expert Consultations for the UNGASS
assessment, όπ.παρ., σελ. 13.
745
Η μεταμφεταμίνη είναι ίσως το πιο διαδεδομένο συνθετικό διεγερτικό παγκοσμίως. Η
υπερίσχυσή του οφείλεται και σε ιστορικούς παράγοντες. Η μεταμφεταμίνη, αρχικά, ήταν μια
νόμιμη ουσία, που χρησιμοποιούνταν πειραματικά ως φάρμακο. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
χρησιμοποιούνταν ως διεγερτικό και ενισχυτικό της απόδοσης των πιλότων της Πολεμικής
Αεροπορίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ήταν ένα νόμιμο προϊόν ευρείας κατανάλωσης, το
οποίο συνταγογραφούνταν εκτεταμένα ως φάρμακο. Από τη δεκαετία του ’70, τέλος, και μετά
αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη ναρκωτική ουσία που παράγεται και διακινείται παρανόμως.
Βλ. αναλυτικά, EMCDDA–Europol joint publications, Methamphetamine – Α European Union
perspective in the global context, Office for Official Publications of the European Communities,
Luxembourg, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Joint_publications_on_illicit_drugs/Methamphetamine.
pdf, σελ. 5 και 8 – 10 και United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug
Report 2010, όπ.παρ., σελ. 95.
746
Βλ. Europol, EU Organised Crime Threat Assessment (OCTA) 2009, όπ.παρ., σελ. 19 και
Europol, 2004 European Union Organised Crime Report, Open Version – December 2004, Office
for Official Publications of the European Communities, Luxembourg, 2004, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.europol.europa.eu/publications/Organised_Crime_Reports-
in_2006_replaced_by_OCTA/EUOrganisedCrimeSitRep2004.pdf, σελ. 5, όπου χαρακτηρίζει την
παραγωγή και διακίνηση συνθετικών ναρκωτικών ως «υψηλού κέρδος – χαμηλής
διακινδύνευσης» (“high profits – low risk”).
747
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, όπ.παρ., σελ. 20.
748
Πρβλ. Tom Blickman, The ecstasy industry in the Netherlands in a global perspective, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised
Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands, 2005, σελ. 231, σύμφωνα με τον οποίο, «δεν είναι σαφές σε ποια βάση έγινε
αυτή η συνεπαγωγή» και επιπροσθέτως τα διαθέσιμα στοιχεία στα οποία στηρίζεται είναι
αποσπασματικά.
749
Σύμφωνα με τα πορίσματα εμπειρικής έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκε η
συμπεριφορά εγκληματικών οργανώσεων που παράγουν και διακινούν ecstacy στην Ολλανδία
για τη χρονική περίοδο 1997 – 2006, οι οργανώσεις αυτές κατάφερναν με επιτυχία να
προσαρμόζονται στις μεθόδους και τις τακτικές της Ολλανδικής αστυνομίας, αλλά η βασική αιτία
της αδιάλειπτα συνεχιζόμενης παραγωγής ecstacy, θα πρέπει να αναζητηθεί στην άμεση
δυνατότητα αντικατάστασης των παλιών από νέες εγκληματικές οργανώσεις. Βλ. αναλυτικά,
Toine Spapens, Interaction between criminal groups and law enforcement: the case of ecstacy in
the Netherlands, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 19 – 40.
192
να παράγει 40.000 χάπια ecstacy την ώρα, που σημαίνει ότι μια εγκληματική
επιχείρηση παρασκευής ναρκωτικών χαπιών μπορεί εύκολα να παράγει πάνω
από ένα εκατομμύριο χάπια την εβδομάδα750. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το έτος
2008 τα εργαστήρια παρασκευής συνθετικών ναρκωτικών αυξήθηκαν κατά 20%,
ενώ, κατά το ίδιο έτος, ανιχνεύθηκαν από τις αστυνομικές αρχές 8.432 τέτοια
εργαστήρια751.
Οι χρήστες συνθετικών ναρκωτικών, για το έτος 2009, υπολογίζονταν από
14 έως 53 εκατομμύρια άτομα (0,3% έως 1,2% του παγκόσμιου πληθυσμού
ηλικίας από 15-64 ετών) παγκοσμίως, δηλαδή ο αριθμός τους υπερέβαινε το
συνολικό αριθμό των χρηστών οπιοειδών και κοκαΐνης μαζί752.
Η εγκληματική οικονομία, σήμερα, είναι ένα σύνθετο σύστημα εμπορίου,
που αφορά την παροχή υπηρεσιών, τη διακίνηση μιας τεράστιας ποικιλίας
ετερόκλητων εμπορευμάτων753 και την παραγωγή ποικίλων αγαθών, κυρίως,
ναρκωτικών. ∆ιεξάγεται, δε, τόσο σε διαπλανητικό επίπεδο, όσο και σε εντελώς
επιτόπια κλίμακα, στο κέντρο των πόλεων και των τόπων διασκέδασης και
πολλές φορές, συμπεριλαμβάνει στον κύκλο εργασιών του και ολόκληρες
περιοχές της νόμιμης οικονομίας754.
Η ποικιλία των «ταυτοτήτων» της σύγχρονης εποχής, η αυξανόμενη τάση
νομιμοποίησης στο συλλογικό υποσυνείδητο της χρήσης ναρκωτικών, η
επιθετικότητα και ο ατομικισμός, σήμαναν το τέλος της υποκουλτούρας του
περιθωρίου και αφομοίωσαν τις «διεφθαρμένες» ανάγκες στο κοινωνικό status
του τρόπου ζωής755. Το έγκλημα, η χρήση και η κατανάλωση παράνομων
750
Βλ. Europol, Amphetamine-type stimulants in the European Union 1998 – 2007. Europol
contribution to the Expert Consultations for the UNGASS assessment, όπ.παρ., σελ. 20.
751
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 22 – 23.
752
Ibid, σελ. 100 και 214.
753
Συνήθως διακινεί όπλα, ναρκωτικά, πυρηνικά υλικά, ανθρώπινα όργανα και ιστούς,
μετανάστες, θύματα σωματεμπορίας, σπάνια ζώα, πολύτιμα έργα τέχνης κ.ά. Βλ. αντί άλλων,
Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια– Θύμα, δράστης και κατασταλτικές
στρατηγικές, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 89.
754
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία για το Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν στην Ελλάδα, που
δημοσιεύτηκαν στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 11-2-2007, για το έτος 2006, που
σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς υπολογίζεται σε δύο δισεκατομμύρια ευρώ,
δηλαδή σε ποσοστό 1% επί του ΑΕΠ της Ελλάδας και προκύπτει από την παράνομη διακίνηση
ναρκωτικών, την παροχή «προστασίας» σε νυχτερινά κέντρα, την πορνεία και το λαθρεμπόριο
τσιγάρων και ποτών.
755
∆εν είναι τυχαία η έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 στη διακίνηση
ναρκωτικών ουσιών, στην πορνεία και στην εξάπλωση της πορνογραφίας, που έγιναν μέρος του
«λάιφσταϊλ» της μεσαίας και ανώτερης τάξης και βοηθήθηκαν τα μέγιστα από την εξάπλωση της
193
υπηρεσιών και προϊόντων, ως στοιχείο του τρόπου ζωής των πλουσίων, είναι η
μια όψη του νομίσματος. Η άλλη, αφορά την εξάπλωση της φτώχειας και της
κοινωνικής ανισότητας, που έχει καταστήσει τις φτωχές κοινότητες βορά του
οργανωμένου εγκλήματος, ιδιαίτερα όσον αφορά το εμπόριο λιγότερο
«εκλεπτυσμένων» ναρκωτικών ουσιών, όπως το χασίς, το κρακ και η ηρωίνη. Το
παράδοξο, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι ότι ο παράνομος τομέας της
οικονομίας, δρα ταυτόχρονα και ως προστατευτικό μαξιλάρι ενάντια στη φτώχεια
και τη συνολική οικονομική κατάρρευση αυτών των κοινοτήτων756, αφού με το να
καθιστά ορισμένες υπηρεσίες και προϊόντα επικερδή, δίνει σε πολλές οικογένειες
τη μοναδική ίσως ρεαλιστική επιλογή επιβίωσης757.
Περαιτέρω, η παράνομη εισαγωγή «ναρκοδολαρίων» στις χώρες
παραγωγής ναρκωτικών ουσιών εξισορροπεί σε έναν βαθμό τα οικονομικά
αποτελέσματα της μαζικής εξαγωγής των κερδών που πραγματοποιούν οι
αλλοδαπές εταιρείες και οι επενδυτές. Σε ένα επόμενο χρονικά στάδιο, οι
προσπάθειες «ξεπλύματος» του βρώμικου χρήματος, που εισρέει στα ταμεία του
οργανωμένου εγκλήματος, με την επένδυσή τους σε πρόσφατα
ιδιωτικοποιημένες κρατικές εταιρείες, εδραιώνει τη νομιμοποίησή του στη
συνείδηση της φτωχής πλειοψηφίας. Εξάλλου, οι διαδικασίες νομιμοποίησης των
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υποστηρίζουν την ανάπτυξη των
εξωχώριων τραπεζικών υπηρεσιών, που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να
συνεχίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία τους, με δραματικές κοινωνικές
συνέπειες στις ήδη πάμφτωχες οικονομικές ζώνες, στις οποίες
δραστηριοποιούνται. Με παρόμοιο τρόπο, η οικονομική λειτουργία των κερδών
από το εμπόριο ναρκωτικών, τόσο στις χώρες παραγωγής, όσο και στις χώρες
κατανάλωσης ναρκωτικών, ως πηγή κεφαλαίου και πίστωσης για τις νόμιμες
νέας τεχνολογίας και του διαδικτύου. Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα
θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 55 – 57 και 79 – 89.
756
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η δήλωση ενός Ούγγρου αντιπροσώπου της Interpol: «To
λαθρεμπόριο και η μαύρη αγορά οινοπνεύματος, τσιγάρων και ηλεκτρονικών είναι η θεμελιακή
οικονομία για το οργανωμένο έγκλημα στην Ουγγαρία. Είναι δύσκολο να τα ελέγξεις, γιατί οι
άνθρωποι επιθυμούν αυτά τα αγαθά. Είναι επίσης δύσκολο να τα ελέγξεις γιατί, με τις κακές
οικονομικές συνθήκες της χώρας, ακόμη και η παράνομη οικονομία προσθέτει θέσεις εργασίας».
Αναφέρεται σε David L. Carter, International Organized Crime – Emerging Trends in
Entrepreneurial Crime, όπ.παρ., σελ. 142.
757
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα παραγωγής κοκαΐνης, που έχει διασώσει από την πλήρη
εξαθλίωση τεράστιες γεωγραφικές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, καθώς η καλλιέργειά της
μειώνει στις συγκεκριμένες οικονομίες την επίδραση της παγκόσμιας δραματικής πτώσης των
τιμών των αγροτικών προϊόντων και των πρώτων υλών.
194
758
Πρακτικά δεν υπάρχει κανένα κράτος στον κόσμο, στο οποίο να μην υπάρχει νομιμοποιητικός
μηχανισμός εκνόμων οικονομικών εισροών. Η δε σχέση των επίσημων κρατών με το παράνομο
χρήμα συμπεριλαμβάνει μια ποικιλία στάσεων, οι οποίες εκτείνονται από την ανεκτικότητα,
φθάνουν στην επιδοκιμασία και την ενεργό κρατική συμμετοχή και κάποιες φορές αγγίζουν την
επιλεκτική απώθηση. Βλ. Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου
Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 295 επ.
759
Εξάλλου, τα ίδια τα σύνορα των κρατών, εξαιτίας της παγκομιοποίησης, μοιάζουν να έχουν
όλο και περισσότερο, συμβολικό χαρακτήρα, αφού η κρατική κυριαρχία μειώνεται διαρκώς χωρίς
η ευημερία να αυξάνει ισόρροπα. Βλ. Γεωργίου Σταυρόπουλου, Ο ρόλος του δικαστή στο
περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, ΝοΒ, 2003, σελ. 1346.
760
Η μακροχρόνια θεσμική αδυναμία των περισσοτέρων κρατών της Λατινικής Αμερικής και της
Καραϊβικής σε συνδυασμό με την ύπαρξη του εξαιρετικά κερδοφόρου για το οργανωμένο έγκλημα
λαθρεμπορίου ναρκωτικών στη ∆ύση, έχει καταστήσει τις συγκεκριμένες περιοχές ιδιαίτερα
ελκυστικούς στόχους για τις παγκοσμιοποιημένες εγκληματικές επιχειρήσεις. Για μια ανάλυση του
συγκεκριμένου ζητήματος, βλ. Bruce Bagley, Globalisation and Latin American and Caribbean
Organized Crime, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 32 – 53.
761
Για τις πιο συνηθισμένες μεθόδους στρατολόγησης μικροδιακινητών ναρκωτικών, βλ. Αντί
άλλων, Martín Meráz García, “Narcoballads”: The Psychology and Recruitment Process of the
“Narco”, όπ.παρ., σελ. 200 – 213.
762
Οι ομοιότητες στη δομή, τον καταμερισμό καθηκόντων και τη διοίκηση της ροής των αγαθών
από το σημείο παραγωγής στο σημείο κατανάλωσης [που στην αλλοδαπή βιβλιογραφία
αναφέρεται ως «Εφοδιαστική» (“Logistics”)], έκανε τον Petrus van Duyne να αναρωτηθεί: «Τι είναι
το οργανωμένο έγκλημα χωρίς την οργάνωση κάποιου είδους εγκληματικού εμπορίου; Χωρίς της
195
πώληση και την αγορά απαγορευμένων αγαθών και υπηρεσιών σε ένα οργανωτικό πλαίσιο; Η
απάντηση είναι απλή: τίποτα». Βλ. Petrus van Duyne, Organized Crime, Corruption and Power,
Crime, Law and Social Change, vol. 26, no. 3, 1997, σελ. 203.
763
Ο Lombardo αναφέρει ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό περιστατικό. Ένας μαφιόζος, ο Gerald
Scarpelli, ο οποίος συνελήφθη το 1988, δήλωσε ότι το βασικό του καθήκον ήταν να μαζεύει
«φόρους του δρόμου» (“street taxes”) για την «Outfit», το οργανωμένο έγκλημα του Chicago. Ο
μισθός του ανερχόταν στα 2.000 $ το μήνα. Παρότι τα χρήματα που κέρδιζε από τις παράνομες
δραστηριότητές του δεν ήταν αρκετά, συνέχισε να δουλεύει για την «Outfit», επειδή «το κοινωνικό
status που παρέχεται από την ιδιότητα του μέλους είναι συχνά πιο σημαντικό από τα οικονομικά
οφέλη που παρέχει». Βλ. Robert Lombardo, The social organization of organized crime in
Chicago, όπ.παρ., σελ. 98.
764
Βλ. σχετικά, Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της – Η δύση του παγκόσμιου
εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά την αγορά εποχής, (μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο),
εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996, σελ. 219 – 304, Lester Thurow, Το μέλλον του
καπιταλισμού – Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο,
(μετάφραση Ελένης Αστερίου), εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1997, σελ. 49 – 54, 243 –
245 και 263 – 265 και Manuel Castells, The Rise of the Network Society – The Information Age:
Economy, Society, and Culture, vol. 1, (2nd edition), Wiley – Blackwell, Cambridge,
Massachusets, 2010, ιδίως σελ. 281 – 302.
765
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Bauman ότι στο μέτρο που η παρουσία των
ανθρώπων στο σύστημα της κοινωνικής εργασίας είναι εξαιρετικά επισφαλής, η σχεδίαση του
μέλλοντος γίνεται, εν πολλοίς, αδύνατη και η ζωή περιορίζεται σε προσωρινές και εφήμερες
ρυθμίσεις. Βλ. Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, (μετάφραση-πρόλογος
Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2002, σελ. 79. Βλ. επίσης Edgardo
Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling Organized Crime and Corruption in the Public Sector, στο
Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 3,
no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004 διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 7, σύμφωνα με τους οποίους, «σε αρκετές
περιπτώσεις η φτώχεια και η ανεργία δεν παρέχουν απλά ένα μεγαλύτερο απόθεμα δυνητικής
παράνομης εργασίας για τις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά δημιουργούν,
επίσης, ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την εκμετάλλευση του κοινωνικού ιστού κρατών από τους
εγκληματίες (σ.μ. και τη μετατροπή του) σε θεμέλιο λίθο για το οργανωμένο έγκλημα. Σε
ορισμένες περιπτώσεις (στον Ιταλικό νότο, για παράδειγμα) το οργανωμένο έγκλημα πιέζει τις
νόμιμες επιχειρήσεις να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας, με αντάλλαγμα κάποια αμοιβή που
καταβάλλεται στα εγκληματικά συνδικάτα της περιοχής. Συνεπώς, το οργανωμένο έγκλημα παίζει
στην πραγματικότητα ένα θετικό κοινωνικό ρόλο ως κέντρο υπηρεσιών. Εξάλλου, το οργανωμένο
196
μάλλον ωθούν προς τον τομέα της εγκληματικής και ανεπίσημης οικονομίας.
Πολύ συχνά, μάλιστα, τα δίκτυα εύρεσης νόμιμης εργασίας766 τυγχάνει να
διαθέτουν πληροφορίες για τις ευκαιρίες εκκίνησης μιας εγκληματικής καριέρας ή
για τη διαθεσιμότητα ναρκωτικών ουσιών ή φθηνών, κλεμμένων αγαθών!
Το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα διασφαλίζει εισόδημα για τους
συνεργάτες και τα μέλη του και υπηρεσίες για τους πελάτες του, δεν σημαίνει ότι
δεν είναι διαλυτικό φαινόμενο, ότι δεν καταστρέφει ζωές και ήδη εξουθενωμένες
κοινότητες, μέσω της βίας και του εθισμού στα ναρκωτικά. Όμως, τηρουμένων
των αναλογιών, και ο νόμιμος καπιταλισμός, ως σύστημα οικονομικής και
κοινωνικής οργάνωσης, προκαλεί ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα σε μεγαλύτερο
βάθος χρόνου και με έναν λιγότερο βίαιο και άμεσο τρόπο, ασφαλώς, μέσω της
πλήρους καθυπόταξης του ανθρώπινου χρόνου στην κερδοφορία του κεφαλαίου,
την ολοσχερή αποδόμηση των κοινωνικών σχέσεων, τη δημιουργία και την
επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της
καταστροφής του αστικού περιβάλλοντος767.
Υποστηρίζεται768, εξάλλου, ότι όλες γενικά οι οικονομικές δραστηριότητες
κινούνται σ’ ένα φάσμα νομιμότητας και παρανομίας. Η νομιμότητα αποτελεί ένα
τυχαίο σημείο αυτού του φάσματος, το οποίο μπορεί να μετακινηθεί με την
εισαγωγή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων ή με τη χρήση παράνομων πρακτικών,
που αφορούν είτε τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού, είτε τα
χρησιμοποιούμενα μέσα769. Η δυναμική της αγοράς είναι εκείνη που κάνει τα όρια
της νομιμότητας ρευστά770, δημιουργώντας το βασικό πλαίσιο δράσης του
παράνομου επιχειρηματία. Κατά συνέπεια, η διάκριση είναι εντελώς ρευστή.
Το οικονομικό έγκλημα ομοιάζει όλο και περισσότερο με τη νόμιμη
οικονομική λειτουργία, γιατί, στην πραγματικότητα, σημαντικά τμήματα της
τελευταίας ομοιάζουν όλο και περισσότερο με το έγκλημα771. Έτσι, μια
πολυεθνική επιχείρηση μπορεί πολύ εύκολα να παράξει εγκληματικά
αποτελέσματα και μάλιστα με οργανωμένο τρόπο, κάτι που αυξάνει την
επικινδυνότητα διάπραξης εκ μέρους της σοβαρών εγκλημάτων772, καθώς
συνεπικουρείται στη δράση της από το ήδη υπάρχον προσωπείο της
νομιμότητας, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις και διάφορες κρατικές υπηρεσίες
παίζουν ενεργητικό ρόλο, για την επίτευξη ίδιων στόχων773, με τη στήριξη ή και
769
Ταυτόχρονα, «οι νόμιμες αγορές, που είναι νομικά δομημένες από ένα πυκνό δίκτυο κανόνων,
οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για να προστατέψουν μια ποικιλία συμφερόντων, παρέχουν έναν
εξίσου μεγάλο αριθμό εγκληματικών ευκαιριών. Αυτές οι ευκαιρίες δεν εμφανίζονται πάντα στο
περιθώριο, αλλά συχνά καταμεσίς και συχνά με την πλήρη επίγνωση (αν όχι συνενοχή) των υπό
προστασία συμμετόχων στην αγορά, είτε επιχειρηματιών είτε καταναλωτών». Βλ. Petrus van
Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers, όπ.παρ., σελ. 8 – 9.
770
Για μια εμβάθυνση στη θέση αυτή μέσα από την ανάλυση του βαθμού δεκτικότητας ενός
οικονομικού τομέα, και συγκεκριμένα του τομέα των ναυλωμένων χερσαίων μεταφορών, στο
έγκλημα, βλ. Tom Vander Beken / Karen Verpoest / Annemie Bucquoye / Melanie Defruytier, The
vulnerability of economic sectors to (organised) crime: the case of the European road freight
transport sector, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 19 – 42.
771
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Deneault, «το έγκλημα θα πρέπει να γίνεται πλέον
αντιληπτό ως αξεδιάλυτο από τις επιχειρήσεις των παραδοσιακών εταιριών». Βλ. Alain Deneault,
Tax Havens and Criminology, όπ.παρ., σελ. 270. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας
που διεξήχθη στη Σουηδία, «η γκρίζα οικονομία φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική και
εξαπλωμένη από την εγκληματική οικονομία και ως εκ τούτου, αποφέρει πιο σημαντικά χρηματικά
ποσά για έναν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σε σύγκριση με την εγκληματική οικονομία». Βλ.
Johanna Skinnari / Lars Korsell, Swedish international casinos: A nest of organised crime or just
a place for ordinary tax cheaters?, όπ.παρ., σελ. 230.
772
Όπως σημειώνει η Snider, τα θύματα της Mafia και του καρτέλ Cali είναι ελάχιστα σε σύγκριση
με τα εγκλήματα των ισχυρών στη νόμιμη οικονομία. «Η παγκόσμια οικονομία και το διαδίκτυο
έχουν καταστήσει το εταιρικό έγκλημα δυνητικά πιο προσοδοφόρο από ποτέ, καθώς οι ευκαιρίες
να κερδίσει δυσθεώρητες περιουσίες μέσω της απάτης, της παραπλάνησης, της ψευδούς
διαφήμισης και των παραπειστικών αξιώσεων έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια». Βλ. Laureen
Snider, Researching Corporate Crime, στο Steve Tombs / Dave Whyte (eds), Unmasking the
Crimes of the Powerful: Scrutinizing States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York,
2003, σελ. 64 – 65. Σύμφωνα, εξάλλου, με την Gelemerova, τα δημοκρατικά κράτη βρίθουν από
«υπερ-απάτες» (mega-frauds”) και τεράστια σχέδια διαφθοράς, όπως είναι οι περιπτώσεις της
Enron και της Siemens, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «εγκλήματα των ελίτ» (“elit
crimes”). Βλ. Liliya Gelemerova, Fighting foreign bribery: the stick or the carrot?, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 17 επ.
773
Βλ. Nikos Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors,
όπ.παρ., σελ. 14 – 15.
198
774
Βλ. Steve Tombs / Dave Whyte (eds), Unmasking the Crimes of the Powerful: Scrutinizing
States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York, 2003, σελ. 266, οι οποίοι
υπογραμμίζουν την ανάγκη «να χρησιμοποιηθούν τα κράτη – μέσω ρυθμιστικών υπηρεσιών,
νόμων, πρόσβασης σε συγκεκριμένα είδη πληροφοριών – στους αγώνες για να ελέγξουν ή να
μετριάσουν τις βλαβερές δραστηριότητες των εταιριών».
775
Ιδιαίτερα γλαφυρό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Baker για τον τρόπο εκμετάλλευσης
της οικονομικής βοήθειας των δυτικών χωρών προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου από τις
νόμιμες επιχειρήσεις, που λειτουργώντας σε «ένα ηθικό λυκόφως φοροαποφυγής και διαφθοράς»
(“…in a moral twilight of tax evasion and corruption…”), καταφέρνουν για κάθε δολάριο ξένης
βοήθειας που εισρέει στα ταμεία των φτωχών χωρών να παίρνουν πίσω, κάτω από το τραπέζι,
δέκα δολάρια!. Βλ. Raymond Baker, Capitalism’s Achilles Heel – Dirty Money and How to Renew
the Free-Market System, John Wiley and Sons, London, 2005, σελ. 248.
776
Βλ. την εξαιρετικά τεκμηριωμένη ανάλυση του Maurice Punch, Bandit Banks – Financial
Services and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 115 – 130.
777
Η συγκεκριμένη μασονική στοά είχε ιδρυθεί το 1877 στο Τορίνο με το όνομα "Propaganda
Massonica". Το όνομά της άλλαξε σε "Propaganda Due" μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1971,
ο Μέγας ∆ιδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, Lino Salvini, ανέθεσε στον Licio Gelli την
αναδιοργάνωση της στοάς. Ήδη από το έτος 1974 υπήρχαν προτάσεις να διαγραφεί η
"Propaganda Due" από τη λίστα των Στοών της Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας. Μετά από
199
παράκληση του Licio Gelli, η Μεγάλη Ανατολή ανέστειλε τις δραστηριότητές της τελικά το 1976,
χωρίς όμως να τη διαγράψει οριστικά. Το 1981 το μασονικό δικαστήριο απεφάνθη ότι η αρνητική
ψηφοφορία του 1974 σήμαινε ότι η στοά είχε ήδη πάψει να υπάρχει και ότι η όποια δράση της
έκτοτε ήταν απολύτως παράνομη. Βλ. αναλυτικά, Wikipedia, Propaganda Due,
http://en.wikipedia.org/wiki/Propaganda_Due
778
Ο Licio Gelli ήταν συνδεδεμένος με τις μυστικές υπηρεσίες, τους δικτάτορες της Λατινικής
Αμερικής και τα «τάγματα θανάτου», με το λαθρεμπόριο όπλων και με την ακροδεξιά
τρομοκρατία. Η φήμη του ως «αρχιχειραγωγητή» του προσέδωσε το παρατσούκλι “Puppet
Master”. Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας οι αρχές ξεσκέπασαν μια λίστα μελών της
Ελευθεροτεκτονικής στοάς Ρ2, στην οποία ο Gelli ήταν Μέγας ∆ιδάσκαλος. Αποδείχθηκε ικανός
να παρασύρει 962 τόσο εξέχοντα άτομα, που όταν δημοσιεύτηκαν τα ονόματά τους, θορυβήθηκε
ακόμη και το ιταλικό κοινό. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 3 μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, 40
Βουλευτές, οι επικεφαλείς όλων των Ενόπλων ∆υνάμεων, ο επικεφαλής της υπηρεσίας
Πληροφοριών και ανώτεροι αξιωματούχοι σε τράπεζες και οργανισμούς και ο διευθυντής της
Banco Ambrosiano, Roberto Calvi, που έγινε μέλος ήδη από το 1975. Μετά το ξέσπασμα του
σκανδάλου της Banco Ambrosiano και την αποκάλυψη των «μυστικών φακέλων» δραπέτευσε
από την Ιταλία και συνελήφθη στην Ελβετία, όπου μεταμφιεσμένος προσπαθούσε να κάνει
ανάληψη 100 εκατομμυρίων δολλαρίων. Φυλακίστηκε και ενώ, περίμενε να εκδοθεί, κατάφερε να
δραπετεύσει από τις φυλακές «υψίστης ασφαλείας» του Cham Dollan, κοντά στη Γενεύη, αφού
δωροδόκησε έναν φρουρό και με τη βοήθεια ενός ελικοπτέρου, που είχε νοικιάσει ο λαθρέμπορος
όπλων Adnan Kashoggi. Στην όλη επιχείρηση της απελευθέρωσής του ενεπλάκησαν και οι
ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ, στη συνέχεια, όταν κατέφυγε στη Γαλλία, τον προστάτευαν οι
γαλλικές μυστικές υπηρεσίες από τον κίνδυνο σύλληψης από τους Ιταλούς αξιωματούχους που
τον καταδίωκαν. Παραδόθηκε το 1987 στις Ελβετικές αρχές και παρά το γεγονός ότι είχε
καταδικαστεί ήδη σε 18 χρόνια κάθειρξη στην Ιταλία, για την εμπλοκή του στο «λουτρό αίματος»
της Μπολόνια, όπου το 1980 μετά από μια ακροδεξιά τρομοκρατική επίθεση στο σιδηροδρομικό
σταθμό, έχασαν τη ζωή τους 85 άτομα, απολύθηκε υπό όρους από τη φυλακή «λόγω
προβλημάτων υγείας». Πιστεύεται, μάλιστα, ότι έχει επανασυστήσει μία νέα Ρ2. Βλ. Maurice
Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 122. Για τα πιο σημαίνοντα ονόματα στη λίστα μελών της Ρ2,
βλ. Wikipedia, Propaganda Due, όπ.παρ.
779
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 124.
200
780
Βλ. Rupert Cornwell, God’s Banker: An account of the life and death of Roberto Calvi, εκδ.
Unwin, London, 1984, σελ. 99 και 101.
781
Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρουμε την πώληση των πυραύλων «Exocet» στην
Αργεντινή, μέσω της παράνομης αγοράς όπλων, κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Φώκλαντς, τις
δραστηριότητες των δυτικών μυστικών υπηρεσιών, με ή χωρίς ευθεία πολιτική κάλυψη, την
υπόθαλψη των δεξιών, αλλά και των αριστερών τρομοκρατών από κυβερνήσεις και πολιτικούς
της Ανατολής και της ∆ύσης και την υλική και ηθική υποστήριξη δικτατορικών καθεστώτων και
των «ταγμάτων θανάτου» τους.
201
782
Βλ. Maurice Punch, Bandit Banks, όπ.παρ., σελ. 128.
783
Πρβλ. Klaus von Lampe, Beg, Steal or Borrow – The Study of Organized Crime and the
Infusion of Concepts and Theories from Other Disciplines, Paper presented at the annual
meeting of the American Society of Criminology (ASC), Toronto, Canada, 18 November 2005,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/ASC2005-kvl.pdf, σελ. 7, σύμφωνα με τον
οποίο, η «εμπειρική έρευνα, φυσικά, υπαινίσσεται ότι η συζήτηση αυτή είναι κυρίως θεωρητική,
επειδή τα μονοπώλια φαίνεται να είναι η εξαίρεση, παρά ο κανόνας στις παράνομες αγορές».
784
Βλ. ιδίως, Donald R. Cressey, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, όπ.παρ.,
σελ. 6 – 7 και Howard Abadinsky, Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 3.
785
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 146.
786
Για το ζήτημα των εγκλημάτων του «λευκού περιλαιμίου», ως μορφή του οργανωμένου
εγκλήματος και συνακόλουθα απειλή για το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, βλ. Alan Wright,
Organised Crime, Devon Willan, Cullompton, 2006, σελ. 48 επ.
202
787
Πολύ συχνά παρατηρείται σύγχυση μεταξύ των όρων «διαδικτυακό έγκλημα», «πληροφορικό
έγκλημα» και «ηλεκτρονικό έγκλημα». Ο όρος «πληροφορικό έγκλημα» είναι μάλλον ευρύτερος,
καθώς αναφέρεται σε εγκλήματα, τα οποία τελούνται με τη χρήση οποιουδήποτε συστήματος
πληροφοριών είτε είναι γνωστό σήμερα, είτε θα δημιουργηθεί στο μέλλον. Βλ. Αθανασίας
Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 18.
788
Για την κοινή δράση και τη συνεργασία νόμιμων και παράνομων «επιχειρηματιών» βλ. Nikos
Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 17
και Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers,
όπ.παρ., σελ. 4 και 7 – 8. Εξάλλου, για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα σύμπλευσης
νόμιμων και παράνομων επιχειρηματιών ιδίως στο χώρο του κατασκευαστικού τομέα στην
Ολλανδία, βλ. Petrus van Duyne / Mark Houtzager, Criminal sub-contracting in the Netherlands:
the Dutch “koppelbaas” as crime-entrepreneur, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe /
Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime
markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 163 επ.
789
Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 366.
790
Σε κάθε νόμιμη εταιρία απασχολούνται πλέον «Lobbyists», που μοναδική τους ενασχόληση
είναι η προσπάθεια επηρεασμού των κυβερνητικών αποφάσεων. Έτσι, διαμορφώνεται ένα
περιβάλλον αποφάσεων όχι απλά «μη-δημοκρατικό», αλλά ενεργά «αντιδημοκρατικό», καθώς η
πολιτική δύναμη, σε καμιά περίπτωση, δεν ελέγχεται από το λαό. Χαρακτηριστική είναι η θέση
του Ole Krarup για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: «Αυτό που έχουμε εδώ είναι η απόλυτη
τεχνοκρατία, που αποτελεί τον πιο κοντινό ιστορικό παραλληλισμό με τις απόλυτες μοναρχίες του
17ου και του 18ου αιώνα». Βλ. Ole Krarup, The democratic “No” and its legal meaning, στο
Vincenzo Ruggiero (ed), Citizenship, human rights and minorities: rethinking social control in the
new Europe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σελ. 82.
791
Η περίπτωση της AMERICAN EXPRESS, που δημιούργησε την υπηρεσία «money Grant», η
οποία συλλέγει στοιχεία μέχρι το άθροισμα των 10.000 $, είναι πολύ χαρακτηριστική, ιδιαίτερα αν
λάβουμε υπόψη ότι στις ΗΠΑ και σε κάθε αμερικανική τράπεζα γενικά υπάρχει μια σειρά
πολλαπλών διατυπώσεων για πληρωμές σε μετρητά άνω των 10.000 $. Βλ. Ντράγκαν
Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ.,
σελ. 297.
203
792
Για το σκοπό της τιμωρίας, βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 358 –
359, όπου υποστηρίζει ότι: «Θα έπρεπε τότε να υποθέσουμε πως η φυλακή, και, χωρίς
αμφιβολία, γενικότερα οι τιμωρίες δεν έχουν σκοπό να καταργήσουν τις παραβάσεις˙ αλλά
μάλλον να τις διαχωρίσουν, να τις κατανείμουν, να τις χρησιμοποιήσουν˙ πως στόχος τους είναι
όχι τόσο να καθυποτάξουν εκείνους που είναι έτοιμοι να παραβιάσουν τους νόμους, αλλά πως
τείνουν να εντάξουν την παράβαση των νόμων σε μια γενική τακτική καθυπόταξης. Το ποινικό
σύστημα θα αποτελούσε έτσι έναν τρόπο να ρυθμίζονται οι ανομίες, να χαράζονται όρια ανοχής,
να δείχνεται μια σχετική ανεκτικότητα για ορισμένες, να ασκείται πίεση σε άλλες, να
απορρίπτονται μερικές από αυτές, άλλη να χρησιμοποιείται, ορισμένες να εξουδετερώνονται και
άλλες να τις εκμεταλλεύονται επωφελώς. Κοντολογίς, στόχος του ποινικού συστήματος δε θα
ήταν να «καταστέλλει» απλώς τις ανομίες, αλλά και να τις «διαφοροποιεί», και να εξασφαλίζει τη
γενική «οικονομία» τους.
793
Τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα» (“enterprise crime”), όπως είδαμε στην 1η Ενότητα του
Εισαγωγικού Κεφαλαίου, αντί για τον όρο «οργανωμένο έγκλημα» χρησιμοποιούν οι Nikos
Passas, Michael Levi και Petrus van Duyne. Βλ. ιδίως, Nikos Passas, Transnational Crime,
Aldershot, England: Dartmouth, 1998 και του ιδίου, Cross-border crime and the interface between
legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 16, Michael Levi, The extent of cross – border crime in
Europe: The view from Britain, European Journal on Criminal Policy and Research, όπ.παρ., σελ.
204
από ρευστές και μετακινούμενες δομές, στις οποίες δεν υπάρχουν πρόσωπα –
κλειδιά, αρχηγοί ή νονοί794. Αποτελεί πλέον μια μορφή συνεταιρισμού, στον
οποίο μια σειρά προσωρινών κοινωνικών διευθετήσεων, δίνει τη δυνατότητα σε
μια διαρκώς εναλλασσόμενη ομάδα ατόμων να αποκερδαίνει χρήματα από τις
υπάρχουσες εγκληματικές ευκαιρίες. Η οργανωτική δομή του «επιχειρηματικού
εγκλήματος», που στόχος του είναι να συσσωρεύει κέρδη, είναι ακριβώς η ίδια με
αυτή των μοντέρνων, «μεταφορντικών»795 επιχειρήσεων, οι οποίες είναι
οργανωμένες έτσι ώστε, από τη μια μεριά, να δύνανται να ανταποκρίνονται στις
μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και από την άλλη, να αποφεύγουν με
επιδεξιότητα τις φορολογικές αρχές των εθνικών Κρατών.
Το οργανωμένο έγκλημα επιτελεί, τέλος, μια σημαντική συμβολική
λειτουργία, καθώς ταυτίζεται στερεοτυπικά με την προσωποποίηση του
απόλυτου κακού, ενώ, απολύτως συνειδητά, αναπαρίσταται από το κράτος, ως
μία εξωτική και παράνομη οικονομική επιχείρηση796, η οποία μπορεί να ελεγχθεί,
αν απομονωθούν και αχρηστευθούν οι προσωπικότητες – κλειδιά της
οργανωτικής της δομής. Η απεικόνιση αυτή δεν αποτελεί, φυσικά, απτή
πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα φαινόμενο που
γεννάται και αναπαράγεται διαρκώς λόγω των κοινωνικών και οικονομικών
συνθηκών που επικρατούν και όλα τα άτομα που συμμετέχουν είναι, eo ipso,
αναλώσιμα και εύκολα αντικαταστατά, αλλά και γιατί η ίδια η ριζική καταστολή
του, όχι μόνο δεν είναι επιθυμητή, καθώς θα μπορούσε να λειτουργήσει
αποσταθεροποιητικά για το ίδιο το σύστημα, αλλά είναι και εντελώς αδύνατη.
61 και Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe, όπ.παρ.,
σελ. 100.
794
Βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 68.
795
Σύμφωνα με τον Παυλίδη, «ένα σύνολο θεωριών που δομούνται πάνω στην ιδέα του
μεταφορντισμού ερμηνεύουν τις αλλαγές στην εργασία ως διαδικασία υπέρβασης του φορντικού
παραγωγικού μοντέλου, το οποίο ταυτίζεται με τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων
σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες». Ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μεταφορντικής εποχής,
αναφέρονται η στροφή προς την ευέλικτη εξειδίκευση της εργασιακής διαδικασίας, η έμφαση στην
ικανοποίηση εξατομικευμένων καταναλωτικών αναγκών, ο περιορισμός του ποσοστού των
χειρωνακτών εργατών και η αύξηση του υπαλληλικού προσωπικού και των εργαζομένων στις
υπηρεσίες, η διάδοση της ευέλικτης εργασίας, αλλά και της ημιαπασχόλησης, η κυριαρχία των
πολυεθνικών στην οικονομία, η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστικών αγορών, η εμφάνιση νέων
κοινωνικών διαχωρισμών, η παρακμή των συλλογικών ταυτοτήτων, ο πλουραλισμός των τρόπων
ζωής και ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων. Βλ. Περικλή Παυλίδη, Η εργασία ως
πολιτισμός – Για τη μορφωτική διάσταση του κοινωνικού ιδεώδους, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.ntua.gr/MIRC/5th_conference/ergasies/14ΠΑΥΛΙ∆ΗΣΠΕΡΙΚΛΗΣ.pdf, σελ. 4.
796
Βλ. Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The New European Criminology –
Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 7 επ.
205
797
Όπως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εύστοχα σημειώνει ο Γιάννης Πανούσης για τη σχέση
εγκλήματος και ποινής και το ρόλο που παίζει η μορφή του εγκληματία στο σύστημα αυτό,
«∆ίχως να ξέρουμε “τι πράγμα είναι το δίκαιο”, ζητάμε εξηγήσεις και δεν ψάχνουμε αιτίες.
Κρίνουμε “βάσει των φαινομένων” ξεχνώντας ότι είναι προτιμότερο να γίνονται αδικίες παρά να
αίρονται οι αδικίες με άνομο τρόπο», βλ. Γιάννη Πανούση, Εγκληματολογικοί αναστοχασμοί: Το
έγκλημα – Ο εγκληματίας – Η τιμωρία, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 183.
798
Το ότι η ουσιαστική διακύβευση, που εντείνει τις προσπάθειες αντιμετώπισης του
οργανωμένου εγκλήματος από τις υπηρεσίες εφαρμογής του νόμου είναι, στην πραγματικότητα η
άμεση και ευθεία προσβολή της εξουσίας, διαφαίνεται ξεκάθαρα στην επισήμανση του Willy
Bruggeman: «Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες το οργανωμένο έγκλημα σήμερα αποτελεί μία κατά
μέτωπο επίθεση προς τις πολιτικές εξουσίες, διαλύοντας θεσμούς και γενικά υπονομεύοντας την
εμπιστοσύνη προς το κράτος, τις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά και το γράμμα του νόμου». Βλ.
Willy Bruggeman, Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και
ευκαιρίες, όπ.παρ., σελ. 319.
206
799
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 149 – 150.
800
Ibid, σελ. 150.
801
Ο όρος «μοντερνισμός» εκφράζει το επαναστατικό καλλιτεχνικό ρεύμα, που ανέτρεψε στο
πρώτο μισό του 20ου αιώνα τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ ο
όρος «νεωτερικότητα» εκφράζει μια εποχή. Υποδηλώνει, συγκεκριμένα, την ιστορική εκείνη
περίοδο, που ξεκινά στις αρχές του 18ου αιώνα με τις φιλοσοφικές ιδέες του ∆ιαφωτισμού, οι
οποίες κυοφόρησαν στον 20ο αιώνα το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα του μοντερνισμού. Βλ.
σχετικά, Χριστίνας ∆εληγιάννη-∆ημητράκου, Συγκριτικό ∆ίκαιο και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις,
ΝοΒ, 2006, σελ. 33 – 34.
207
802
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάλυση του Φουκώ για την ειδική λειτουργία που επιτελούσε η
παρανομία, κατά την περίοδο αυτή, στην απρόσκοπτη αναπαραγωγή της πολιτικής και
οικονομικής ζωής. Βλ. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία, όπ.παρ., σελ. 110 – 112.
803
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
804
Όπως είδαμε και σε προηγούμενη ανάπτυξη, τον όρο «επιχειρηματικό έγκλημα» (“enterprise
crime”) αντί για τον όρο «οργανωμένο έγκλημα» χρησιμοποιούν οι Nikos Passas, Michael Levi
και Petrus van Duyne. Βλ. ιδίως, Nikos Passas, Transnational Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998
και του ιδίου, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ.
16, Michael Levi, The extent of cross – border crime in Europe: The view from Britain, όπ.παρ.,
σελ. 61 και Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe,
όπ.παρ., σελ. 100.
805
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
806
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 150.
208
κατ’ ευφημισμό κρατικές οντότητες, υπό την έννοια της ισχυρής κεντρικής
εξουσίας και της δυνατότητας επιβολής των αποφάσεών της807.
Οι κατά μέτωπο συγκρούσεις του οργανωμένου εγκλήματος με το κράτος
για τον έλεγχο και την υπεράσπιση γεωγραφικών περιοχών, όπου το κράτος
απουσιάζει, εξαιτίας των διαφόρων στρατηγικών διαφθοράς και εξουδετέρωσης ή
επειδή ως περιοχές είναι πλέον ασύμφορες για την αξιοποίηση του κεφαλαίου,
γίνονται όλο και πιο βίαιες808. Πολύ συχνά, μάλιστα, το οργανωμένο έγκλημα
συναντάται και με τις καθαυτό πολεμικές αναμετρήσεις, είτε ως ουσιώδης
σύμμαχος, που παρέχει τα απαιτούμενα οπλικά συστήματα, με αντάλλαγμα τη
διασφάλιση των δρόμων διακίνησης ναρκωτικών, είτε ως μια από τις συνιστώσες
που συμμετέχουν στην πολεμική αναμέτρηση και της οποίας τις πρακτικές
αντιγράφουν όλοι οι υπόλοιποι, με μαζικές δολοφονίες και βιασμούς του άμαχου
πληθυσμού809. Το έγκλημα, μ’ αυτόν τον τρόπο, «κανονικοποιείται», ως ένα
ουσιώδες στοιχείο της στρατιωτικής στρατηγικής. Η διάκριση, εντέλει, ανάμεσα
στην οικονομική εγκληματικότητα και τους πολιτικούς στόχους απελευθέρωσης
μπορεί εύκολα να διαπλακεί με τις διαμάχες για την πρόσβαση στο πετρέλαιο και
τους πετρελαιαγωγούς, όπως επίσης και με τους εγκληματικούς δρόμους για τα
ναρκωτικά, τα όπλα και τους παράνομους μετανάστες810.
∆εν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας ότι μαζί με τις παλιές
μορφές καταφυγίου που επανεμφανίζονται, δημιουργούνται και νέες, ποιοτικά
διάφορες. Έτσι, μια εντελώς νέα μορφή καταφυγίου για το οργανωμένο έγκλημα,
807
Βλ. Susan George, The Lugano Report: on Preserving Capitalism in the Twenty-first Century,
Pluto Press, London, 1999, σελ. 13.
808
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 154.
809
Ο Nikos Passas υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις όπου τα οικονομικά και τα πολιτικά κίνητρα
μιας εγκληματικής δράσης είναι ισόρροπα, πρόκειται για μια «υβριδική» μορφή εγκλήματος, η
οποία τοποθετείται μεταξύ του «επιχειρηματικού» και του «πολιτικού» εγκλήματος. Βλ. Nikos
Passas, Cross-border crime and the interface between legal and illegal actors, όπ.παρ., σελ. 18.
Ανάλογη άποψη υποστηρίζει και η Makarenko στην ανάλυσή της για την τρομοκρατία,
ονομάζοντας το σημείο σύγκλισης τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος «σύνδρομο της
μαύρης τρύπας». Βλ. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, όπ.παρ., σελ. 138 – 139.
810
Ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της κομμουνιστικής
κυβέρνησης της Βουλγαρίας, η οποία είχε κατηγορηθεί ότι συνέστησε μια κρατική επιχείρηση με
την επωνυμία «Kintex», η οποία πωλούσε όπλα στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και δεχόταν
ως πληρωμή ναρκωτικά. Με την καθοδήγηση υψηλόβαθμων υπαλλήλων των υπηρεσιών
ασφαλείας, οι οποίες ήταν επικεφαλείς της, η επιχείρηση έπαιξε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο
διαθέτοντας όπλα σε Παλαιστινιακές και Τουρκικές οργανώσεις. Βλ. Claire Sterling, Thieves’
World, Simon and Schuster, New York, 1994, σελ. 159.
209
811
Βλ. Manuel Castells, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and Culture,
vol. 3, Blackwell Publishers, Oxford, 1998, σελ. 202.
812
Βλ. επίσης αντί άλλων, Petrus van Duyne, Organized Crime, Corruption and Power, όπ.παρ.,
σελ. 201 – 238.
813
Βλ. Manuel Castells, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and Culture,
όπ.παρ., σελ. 202.
814
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 151.
815
Βλ. Luigi Cavallaro, Il Modello Mafioso Nell ‘Economia Globalizzata, La Revista del Manifesto,
vol. 23, Dicembre 2001, σελ. 18 – 21.
210
816
Σύμφωνα με τον van Creveld, τα εθνικά κράτη ως τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας σταδιακά
τείνουν να εκλείψουν και να αντικατασταθούν από άλλους οργανισμούς, κυρίως διεθνούς
υποστάσεως, μια διαδικασία η οποία βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη και η πλήρης σημασία της δεν
είναι δυνατό να καταστεί αντικείμενο πρόβλεψης. Βλ. Martin van Creveld, The Fate of the State
Revisited, Global Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 329 – 350.
817
Σύμφωνα με τον Robb, η έλευση μιας οικουμενικής οικονομικής και υλικής υπερδομής
κινητοποιεί ταυτόχρονες διεργασίες μετάλλαξης της τρομοκρατίας, του αντάρτικου πολέμου και
των εθνικών κρατών. Το έθνος-κράτος έχει εισέλθει στη δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία
μετασχηματισμού του σε μια νέα μορφή διακυβέρνησης, που αποκαλείται «κράτος της αγοράς»
(“market-state”), προκειμένου να αντισταθεί και να καταφέρει να ευημερήσει στις πιέσεις της
παγκοσμιοποίησης. Η διαδικασία, όμως, αυτή περιπλέκεται από την εμφάνιση ενός επιθετικού
ασύμμετρου ανταγωνιστή, που έχει τη μορφή του «εικονικού κράτους» (“virtual state”) και πηγές
εσόδων του τις τεράστιες κεφαλαιακές ροές της παγκόσμιας εγκληματικής οικονομίας. Βλ.
αναλυτικά John Robb, Nation-states, Market-states and Virtual-states, Global Crime, vol. 7, no. 3
& 4, 2006, σελ. 351 – 364.
818
Βλ. σχετικά και Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2005, σελ. 190 και Petrus van Duyne, Will “Caligula” go transparent? Corruption in acts and
attitudes, στο Pino Arlacchi / Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum
on Crime and Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf, σελ. 90 – 91.
819
Η Ελλάδα έχει κυρώσει: 1) τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τη διαφθορά με τον Ν. 3666/2008, 2) με
τον 2957/2001 τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα Αστικού ∆ικαίου περί
διαφθοράς 3) με τον Ν. 3560/2007 τη Σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης
για τη διαφθορά και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο σ’ αυτή, 4) με το Ν. 2656/1998 τη Σύμβαση του
ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς
επιχειρηματικές συναλλαγές και 5) με το Ν. 2803/2000 την Ευρωπαϊκή Σύμβαση σχετικά με την
προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τέλος, με το Ν. 3886/2010 για τη «∆ικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων»
εναρμονίστηκε με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και την Οδηγία
92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 (L 76), όπως τροποποιήθηκαν με την
Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης ∆εκεμβρίου
2007.
820
Σύμφωνα με έρευνα των Buscaglia και van Dijk, η διάβρωση των κρατικών θεσμών από το
οργανωμένο έγκλημα ονομάζεται «κρατική άλωση» (“state capture”). Το οργανωμένο έγκλημα
«αλώνει» συνήθως το Κράτος μέσω του σφετερισμού δημοσίων θεσμών. «Σε αντίθεση με τις
συνηθισμένες μορφές διαφθοράς, η διαφθορά υψηλού επιπέδου αποτελεί μια πιο εκλεπτυσμένη,
πιο ολέθρια μορφή, η οποία συχνά οδηγεί στη θέσπιση “βολικών” κρατικών αποφάσεων
δημιουργώντας μια απόκλιση στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών». Τα
αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι η «κρατική άλωση» και το οργανωμένο έγκλημα
έχουν πολύ ισχυρή σύνδεση, καθώς «τα υψηλότερα επίπεδα κρατικής άλωσης σχετίζονται με την
εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Edgardo Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling
Organized Crime and Corruption in the Public Sector, όπ.παρ., σελ. 9.
Για τη σύνδεση διαφθοράς – οργανωμένου εγκλήματος, βλ. αντί άλλων, Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 236 επ., του ιδίου, Προς μία νέα γενιά «Κοινώς Επικίνδυνων
Εγκλημάτων»; Το παράδειγμα της διαφθοράς, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1021 επ. και Petrus van
Duyne, Will “Caligula” go transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 76.
821
Βλ. John Lea, Crime and Modernity, όπ.παρ., σελ. 152 – 153.
211
822
Σύμφωνα με τον Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, ο τελικός σκοπός του οργανωμένου εγκλήματος δεν
είναι η δωροδοκία κάποιων ή των περισσοτέρων πολιτικών, αλλά η απαίτηση (μέρους έστω)
πολιτικής επιρροής. Αναφερόμενος, μάλιστα, σε εμπιστευτική και απόρρητη προσωπική του
πληροφόρηση για τους σκοπούς του οργανωμένου εγκλήματος προβλέπει ότι: «Το οργανωμένο
κατευθυνόμενο έγκλημα θα προσλάβει μια πιο περιεκτική σύνθεση ενός εντελώς καινούριου
παγκόσμιου συστήματος, πρόβλεψη που έχει να κάνει με τη διαπίστωση της σύνδεσης των
νομίμων και παρανόμων δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων με τον κόσμο της πολιτικής» και
συνεχίζει σημειώνοντας ότι «παρατηρούμε “τρύπες” στον κανονισμό για χρηματοδότηση
κομμάτων ή πολιτικών ομάδων, με προβλεπόμενες διευκολύνσεις, που προδίδουν εισροές
παράνομου χρήματος ή και δωροδοκία». Βλ. Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων» -
Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 296 και 298.
Εξάλλου, ο van Duyne υποστηρίζει ότι η διαφθορά «σχετίζεται άμεσα με τη διακριτική ευχέρεια ή
με την ισχύ στη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Βλ. Petrus van Duyne, Will “Caligula” go
transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 74.
823
Βλ. John Broome, Transnational Crime in the 21st century, εισήγηση σε συνέδριο του
Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, www.aic.gov.au, σελ. 4, όπου τονίζει χαρακτηριστικά: «∆εν θεωρώ
το διασυνοριακό έγκλημα σαν μια σοβαρή απειλή για το Εθνικό Κράτος στις λειτουργικά ώριμες
δημοκρατίες. Αν και θα αποτελέσει μια πραγματική απειλή για την εμφάνιση των δημοκρατικών
κυβερνήσεων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Είναι το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της
κυβέρνησης όχι η αιτία». Ανάλογη θέση υιοθετεί και η Jamieson, σύμφωνα με την οποία, «η
ανάπτυξη της Mafia… συνδέεται οργανικά με τον εκφυλισμό στην άσκηση της πολιτικής
εξουσίας… Η αποκήρυξη της ηθικής από την Ιταλική πολιτική έχει δημιουργήσει ένα κενό στο
οποίο η εγκληματικότητα έχει επεκτείνει την επιρροή της… Το οργανωμένο έγκλημα είναι το
αποτέλεσμα, όχι η αιτία αυτής της παρακμής». Βλ. Alison Jamieson, Mafia and political power
1943 – 1989, International Relations, vol. 10, no. 1, 1990, σελ. 28.
824
Βλ. Donatella della Porta / Alberto Vannucci, Corrupt Exchanges: Actors, Resources and
Mechanisms of Political Corruption, Aldine de Gruyter, New York, 1999, σελ. 7. Εξάλλου,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διαφθοράς, η della Porta υποστηρίζει ότι « από
τη στιγμή που η διαφθορά αποτελεί έναν τρόπο να αγοράσει κάποιος πρόσβαση στη δημόσια
διοίκηση, αποθαρρύνεται από όλες τις αλλαγές που υιοθετούνται στην κατεύθυνση της
διαφάνειας και της απλοποίησης των διοικητικών διαδικασιών». Η τιμωρία της διαφθοράς,
εξάλλου, «θα πρέπει να είναι αρκετά αυστηρή, ούτως ώστε να αποθαρρύνει τη διεφθαρμένη
συμπεριφορά, αλλά οι υψηλότερες ποινές μπορούν να προκαλέσουν την αύξηση του μεγέθους
των δώρων, προκειμένου να υπάρξει αποζημίωση για τον υψηλότερο κίνδυνο. Η τιμωρία θα
πρέπει να είναι βέβαιη, αλλά υπάρχει, επίσης, η ανάγκη για προβλέψεις που σπάνε τη
“συνωμοσία της σιωπής” ανάμεσα στο διαφθορέα και στο διαφθειρόμενο». Βλ. Donatella della
Porta, Corruption and Anti-corruption Policies: Some Lessons from the Italian Case, Conference
on Democratic Transition and Consolidation, Working Group 4: Anti-Corruption Measures,
Coordinator: Susan Rose-Ackerman, 2001, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.google.gr/#hl=el&source=hp&q=Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&btnG=%CE%91%CE%BD%
CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7+Google&oq=Donatella+della
+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&aq=f&aqi=&aql=&gs_sm=s&
212
παρεισφρύει πλέον στις όλο και πιο σύνθετες σχέσεις μεταξύ κράτους και
αγοράς826. Την ενδυναμώνουν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες που δημιουργούνται
από τους νέους μηχανισμούς σχηματισμού πολιτικής συναίνεσης827 και η κρίση
του πολιτικού ακτιβισμού ενώ, παράλληλα, εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνικές
διαμεσολάβησης και διαχείρισης των οικονομικών πόρων.
Έρευνα των Buscaglia και van Dijk828 ανέδειξε ότι υπάρχουν πέντε
επίπεδα διάβρωσης του δημόσιου τομέα. Το πρώτο επίπεδο συμπεριλαμβάνει
σποραδικές πράξεις δωροδοκίας829 ή κατάχρησης της δημόσιας υπηρεσίας
χαμηλόβαθμων αξιωματούχων από το οργανωμένο έγκλημα. Το δεύτερο
gs_upl=1936l1936l0l2655l1l1l0l0l0l0l243l243l2-
1l1l0&bav=on.2,or.r_gc.r_pw.&fp=94692319ea939fe9&biw=1280&bih=892, σελ. 1 και 2.
825
Για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ερευνητική προσέγγιση της διαφθοράς, βλ. αντί άλλων,
Minna Viuhko / Martti Lehti / Kauko Aromaa, The Rules of the Game – A qualitative study of
corruption on the Finnish-Russian border, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 44 επ. Για μια συνοπτική παρουσίαση των απόψεων σχετικά με την αιτιολογία της
διαφθοράς, βλ. Gudrun Vande Walle / Arne Dormaels, Understanding the aetiology of corruption:
The first step to tailor-made anti-corruption for the Belgian Customs Office, στο Petrus van Duyne
/ Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands 2010, σελ. 70 επ.
826
O van Duyne βασισμένος στην αντίληψή του για άμεση σχέση της διαφθοράς με την εξουσία
για λήψη αποφάσεων, υποστηρίζει ότι υπάρχουν άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις (“decision
makers”) στο δημόσιο τομέα, στον ιδιωτικό τομέα και στην πολιτική. Έτσι, «ανάμεσα και εντός του
πλαισίου αυτών των τομέων μπορούν να αναπτυχθούν ανάρμοστες σχέσεις ανταλλαγής, οι
οποίες διαφθείρουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Βλ. Petrus van Duyne, Will “Caligula” go
transparent? Corruption in acts and attitudes, όπ.παρ., σελ. 76. Εξάλλου, στην περίπτωση της
διαφθοράς δεν φαίνεται ότι μπορούν να εφαρμοστούν «λογικά μοντέλα» (“rational models”). Βλ.
Petrus van Duyne / Elena Stocco / Miroslava Milenović / Milena Todorova, Searching for the
contours of the anti-corruption policy in Serbia, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 89. Ειδικά για το ζήτημα της διαφθοράς στον τομέα της ανάθεσης έργων και των κρατικών
προμηθειών, βλ. Ιωάννη Ανδρουλάκη, Αδικήματα ∆ιαφθοράς στον Οικονομικό Τομέα – ∆ιαφθορά
στον οικονομικό τομέα με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάθεση έργων και προμηθειών, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 341 – 365.
827
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Παπαχαραλάμπους, η σχέση της διαφθοράς με την πολιτική, ειδικά
όσον αφορά την Ελλάδα, έχει βαθιές ρίζες και σχετίζεται με: 1) τα προβλήματα δημοκρατικής
νομιμοποίησης της ποινικής νομοθεσίας, η οποία συχνά χρησιμοποιείται για την επίτευξη
πολιτικών στόχων, 2) τη γενική κοινωνική αδιαφορία και την παρακμή της αστικής αρετής, 3) τον
επιθετικό και κτητικό ατομισμό, τον καταναλωτισμό και την αναζήτηση της ισχύος χωρίς ηθικούς
φραγμούς. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece: Organised Crime and Political Process,
όπ.παρ., σελ. 78.
828
Βλ. Edgardo Buscaglia / Jan van Dijk, Controlling Organized Crime and Corruption in the
Public Sector, όπ.παρ., σελ. 23 – 24.
829
Για μια ανάλυση της διαφθοράς στη Ρωσία, βασισμένη σε ερευνητικά δεδομένα, σύμφωνα με
τα οποία, ενώ η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτών θεωρεί ότι δημόσιες υπηρεσίες είναι
διεφθαρμένες, στην πραγματικότητα μόνο μια μειοψηφία δωροδοκεί, βλ. Richard Rose / William
Mishler, Experience versus perception of corruption: Russia as a test case, Global Crime, vol. 11,
no. 2, 2010, σελ. 145 – 163.
213
830
Για μια ουσιώδη και ενδελεχή ανάλυση των παραγόντων που ενδυναμώνουν τη διαφθορά
στην αστυνομία, βλ. ιδίως Hubert Williams, Core factors of police corruption across the world, στο
Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 2,
no. 1, United Nations Publication, New York, 2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum2vol2.pdf, σελ. 85 – 97.
831
Για τη σχέση της διαφθοράς στα τελωνεία με την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, βλ.
και Kristiina Kangaspunta, Mapping the inhuman trade: Preliminary findings of the database on
trafficking in human beings, στο Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds),
Forum on Crime and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations Publication, New York, 2004,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 93.
214
836
Όσον αφορά το κόστος του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» μέσα σε 12 χρόνια (1981-1993)
οι ετήσιες δαπάνες των σχετικών ομοσπονδιακών διωκτικών υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1.300%
(από 950 εκατ. δολάρια το 1981 σε 13 δισ. δολάρια το 1993). Το μέσο ετήσιο κόστος του
«πολέμου κατά των ναρκωτικών» αυξήθηκε από 30 εκατ. δολάρια το 1971, σε 3,2 δισ. δολάρια
την περίοδο 1982-1988, σε 10,5 δισ. δολάρια το διάστημα 1989-1992 και σε 30,2 δισ. δολάρια το
διάστημα 1994-1996. Βλ. Αντώνη Μαγγανά (επιμ), Το εγκληματικό φαινόμενο στην πράξη,
όπ.παρ., σελ. 771 – 772. Εξάλλου, σύμφωνα με τους Morselli, Turcotte και Tenti, «μπορεί να
αναφερόμαστε σ’ αυτόν ως πόλεμος κατά των ναρκωτικών, αλλά το γεγονός παραμένει ότι ούτε η
αστυνομία ούτε οποιοσδήποτε πολιτικός έχει ποτέ έστω και μία πιθανότητα να κερδίσει αυτό τον
“πόλεμο”». Βλ. Carlo Morselli / Mathilde Turcotte / Valentina Tenti, The mobility of criminal
groups, Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 184.
837
Ειδικά για το λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών στο Χρυσό Τρίγωνο, βλ. John Boote, A
Criminal Heaven: The Tri-Border Area of South America, George Mason University, Terrorism,
Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710-009, 2009, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://policy-traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/John%20Boote-
%20A%20Criminal%20Haven.pdf, σελ. 7 επ.
838
Joseph L. Albini, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, όπ.παρ., σελ. 65.
216
839
Για μια συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων σχολών του νομικού θετικισμού, βλ. αντί άλλων,
Πέτρου Γέμτου, Αξιολογική ουδετερότητα στη Νομική Επιστήμη: Το πείραμα του Νομικού
Θετικισμού, ΝοΒ, 2004, σελ. 353 – 371.
840
Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ. 186.
841
Ibid.
217
842
Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ., 186.
843
Ibid, σελ. 187 – 194.
844
Ibid, σελ. 189.
845
Ibid, σελ. 186 – 187.
846
«Τα στίγματα που γίνονται για διάκριση του βαθμού, είναι είτε αριθμοί είτε γραμμές ή τελείες,
χαραγμένες στην πίσω επιφάνεια του χεριού ή ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη. Τα τέτοια
στίγματα θυμίζουνε την τηλεγραφική γραφή. Έτσι τον καμορριστή τον παρουσιάζουνε με μια
218
που αποδεικνύουν την ιδιότητά τους και οφείλουν επί ποινή θανάτου, αν
ρωτηθούν από το δικαστή, αν είναι μέλη της Camorra, να το ομολογήσουν
πάραυτα. Ενώ, όταν είναι έξω από τη φυλακή, δεν έχουν το δικαίωμα να
αρνηθούν να λάβουν μέρος σε οποιοδήποτε έγκλημα, διαφορετικά
καθαιρούνται847.
Η Mafia, κατά τον Lombroso848, αποτελεί παραλλαγή και παρακλάδι της
αρχαίας Camorra στη Σικελία, «που ριζώθηκε και αναπτύχθηκε χάρη στο πνεύμα
της εχεμύθειας και στη μεγάλη εμμονή στο απόρρητο». Κατανοώντας, εξάλλου,
απόλυτα τη διεισδυτικότητα του οργανωμένου εγκλήματος στις ανώτερες τάξεις,
υπογραμμίζει ότι «η στερέωση του συνεταιρισμού στη Σικελία οφείλεται και στο
μεγάλο ξάπλωμά του στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ιδιαίτερα στους
δικηγόρους και δικολάβους»849. Θεωρεί, ακόμη, ότι η εξάπλωσή της οφείλεται,
κατά ένα μεγάλο μέρος, και στην τιμαριωτική υπεροχή και εξουσία, καθώς τα
μέλη της Mafia διασώζουν πολλά έθιμα του τιμαριωτισμού, που γίνονται φανερά
στα ονόματα των βαθμών, στον τρόπο ένδυσής τους και στη γενικότερη αγέρωχη
στάση τους.
Ο Lombroso, τέλος, με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, παρατηρεί850 ότι «σε πολλές
ληστρικές συμμορίες και σε πολλές άγριες φυλές, οι αρχηγοί ανανεώνονται και
καθαιρούνται, χωρίς γι’ αυτό να πάψει να υπάρχει ο συνεταιρισμός. … Όταν
υπάρχουν στην ίδια χώρα, πολλές μικροομάδες κακοποιοί, ανώνυμες και
ακέφαλες, είναι κατά τη γνώμη μου δείγμα πολύ σοβαρότερο, παρά η διοίκηση
και η εξάρτηση όλων αυτών από έναν αρχηγό, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση
μπορούν να παρασύρονται στο έγκλημα και να μένουν σ’ αυτό με την τολμηρή
πρωτοβουλία ενός μονάχα και όταν λείψει αυτός να χαθούν κι αυτοί. Ενώ όπου οι
ομάδες υπάρχουν χωρίς αρχηγούς, αυτό σημαίνει ότι η απαίσια ροπή για το
έγκλημα είναι διαδεδομένη, και είναι κοινωνική αρρώστια της χώρας που το
φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται». Οι απόψεις του αυτές θα μπορούσαν να
γραμμή και τρεις τελείες. Η ίδια γραμμή και δυο τελείες σημαίνουνε το δεύτερο βαθμό. Τέλος η
ίδια γραμμή και μια τελεία φανερώνει τον τρίτο βαθμό. Οι κατώτεροι βαθμοί παρασταίνονται με
τελείες μόνο ή με μικρή γραμμή». «Πέντε τελείες στο δεξί χέρι είναι ο ανώτατος βαθμός». Ενώ, «ο
αρχηγός της Camorra έχει τα αρχικά των λέξεων με το νόημα όποτε με καλέσει ο αστυνόμος θα
τον σκοτώσω». Πολύ συχνά δε «χαράζουνε μεγάλες επιγραφές, που συμβολίζουνε πάντα το
μίσος τους κατά της δικαιοσύνης και της αστυνομίας». Βλ. Cesare Lombroso, Ο Εγκληματίας
Άνθρωπος, όπ.παρ., σελ. 18 και 22 – 23.
847
Ibid, σελ. 194.
848
Ibid, σελ. 194 – 195.
849
Ibid.
850
Ibid, σελ. 198 – 199.
219
θεωρηθούν ιδιοφυής σύλληψη για την εποχή του, αφού διαβλέπει την περίπου
κατά έναν αιώνα αργότερα μετεξέλιξη του ιστορικού οργανωμένου εγκλήματος
στο σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα.
Στο πλαίσιο της θεώρησης του Raffaele Garofalo851 για το οργανωμένο
έγκλημα, ο οργανωμένος εγκληματίας, που διαπράττει πολλές φορές βίαια
εγκλήματα με σκοπό το κέρδος, αποτελεί «πραγματικό εγκληματία», καθώς μέσα
από τη γενικότερη συμπεριφορά του προσβάλλει καίρια τα θεμελιώδη
συναισθήματα της φιλαλληλίας, την «αγαθότητα» και τη «δικαιότητα» και υπό το
πρίσμα αυτό, διαπράττει «πραγματικό έγκλημα»852. ∆εν διαπράττει εγκλήματα
λόγω της οικονομικής του ανέχειας, αλλά λόγω της απληστίας του, αφού ήδη
διαθέτει αρκετά οικονομικά μέσα για να ζει άνετα, ανεξάρτητα από τις
εγκληματικές του δραστηριότητες853. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρατήρηση ότι
ο επαγγελματίας εγκληματίας, αποτελεί ένα κανονικό ψυχολογικά άτομο, το
οποίο, όμως, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί τις πράξεις του τις διαπράττει έπειτα
από ψυχρό υπολογισμό854. Εξάλλου, κατά τον Garofalo855, «η περίπτωση των
επαγγελματιών εγκληματιών θα πρέπει να ειδωθεί από μια διαφορετική σκοπιά.
Από τους παραβάτες αυτής της περιγραφής, οι πιθανότητες να αποφύγουν την
τιμωρία είναι υπολογισμένες με έναν σημαντικό βαθμό ακρίβειας. Αντιμετωπίζουν
άφοβα τον κίνδυνο, επειδή σ’ αυτή τη δουλειά, όπως και σε κάθε άλλη, θα πρέπει
να διατρεχθεί κάποιος κίνδυνος, και υπάρχουν πολύ περισσότερο επικίνδυνες
εργασίες από τις οποίες δεν ελλείπουν οι τεχνίτες. Και σ’ αυτή την περίπτωση,
όπως και σε άλλες, όσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος και πιο βέβαιη η ανταμοιβή,
τόσο μεγαλύτερος είναι ο εφοδιασμός σε νεοσύλλεκτους. Και αυτό συμβαίνει πιο
πολύ ως αποτέλεσμα. Η νομοθεσία όταν ασχολείται με τέτοιους παραβάτες,
συνεπώς, δεν μπορεί να επιτύχει πολλά στον δρόμο της πρόληψης. Ο
πρωταρχικός της σκοπός στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να είναι η εξάλειψη.
Κανένας νόμος, οποιοδήποτε και αν είναι το σχέδιο λειτουργίας του, δεν μπορεί
να αναμένεται να προκαλέσει πλήρη διακοπή της εργασίας ή πλήρη
αποθάρρυνση των εργαζομένων. Το πραγματικό αντικείμενο οποιουδήποτε
851
Βλ. Raffaele Garofalo, Criminology, (translated by Robert Wyness Millar), The Modern
Criminal Science Series, Published under the Auspices of The American Institute of Criminal Law
and Criminology, Little Brown and Company, Boston, 1914, σελ. 319 – 320.
852
Για την ταξινόμηση των «πραγματικών εγκλημάτων» από τον Garofalo, ibid, ιδίως σελ. 40-45.
853
Ibid, σελ. 151.
854
Ibid, σελ. 192.
855
Ibid.
220
856
Βλ. Raffaele Garofalo, Criminology, όπ.παρ., ιδίως σελ. 225 και 326.
857
Βλ. Marc Ancel, Η Νέα Κοινωνική Άμυνα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου – ∆ασκαλάκη),
(έκδοση 3η), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995, σελ. 145.
858
Βλ. Νέστορα Κουράκη, Ποινική Καταστολή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997,
σελ. 194 – 196.
859
Βλ. Γρηγορίου Λάζου, Κριτική Εγκληματολογία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 30.
221
860
Βλ. John Landesco, Organized Crime in Chicago: Part III of the Illinois Crime Survey, (reprint)
(1st edition 1929), University of Chicago Press, Chicago,1968, σελ. 277.
861
Βλ. Robert Merton, Social Theory and Social Structure, Free Press, New York, 1968, σελ. 198.
862
Βλ. Daniel Bell, Crime as an American way of life: A queer ladder of social mobility, στο του
ιδίου, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with "The
Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000, σελ. 127.
863
Ibid, σελ. 129.
864
Βλ. ιδίως, Edwin Sutherland / Donald Cressey / David Luckenbill, Principles of Criminology,
(11th edition), General Hall – Rowman & Littlefield Publishers Inc., Lanham, Oxford, 1992, σελ.
86 επ. Βλ. επίσης, Clifford Shaw / Henry McKay, Juvenile delinquency and urban areas,
University of Chicago Press, Chicago, 1942, σελ. 73, η μελέτη των οποίων σε υποβαθμισμένες
περιοχές του Σικάγο ανέδειξε ότι η εγκληματικότητα εμφανίζει μια κανονικότητα και σταθερότητα
μέσα σε ορισμένα «φυσικά» όρια. Υποστήριξαν δε, ότι υπάρχει μια αιτιολογική σχέση ανάμεσα
στην «παρουσία ενός μεγάλου αριθμού ενηλίκων εγκληματιών σε συγκεκριμένες περιοχές», οι
οποίοι λειτουργούν ως εγκληματικά πρότυπα, και στο γεγονός ότι καθώς «τα παιδιά είναι σε
222
επαφή με το έγκλημα σαν καριέρα και με τον εγκληματικό τρόπο ζωής» πολύ συχνά και φυσικά,
μπαίνουν από νεαρή ηλικία και αυτά στον κόσμο του εγκλήματος.
865
Βλ. Thomas Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime, όπ.παρ.,
σελ. 76, όπου τονίζει ότι: «Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το έγκλημα έχει τις ρίζες του στη φτώχεια,
την απόγνωση και στην κατάρρευση των κοινωνικών θεσμών. Οι αναμνήσεις, εντούτοις,
υποδηλώνουν ότι οι αιτίες του Ιταλοαμερικανικού οργανωμένου εγκλήματος είναι περισσότερο
πολιτισμικές παρά κοινωνικοοικονομικές».
866
Βλ. ιδίως, Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 37 – 72 και του
ιδίου, Organized Crime: A Business Enterprise, The ANNALS of the American Academy of
Political and Social Science, vol. 347, no. 1, 1963, σελ. 12 – 19.
867
Βλ. Thorsten Sellin, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 70.
223
868
Βλ. Travis Hirschi, Causes of delinquency, University of California Press, Berkeley, 1971, σελ.
16.
869
Βλ. Rombert Lombardo, Organized crime: A Control Theory, Criminal Organizations, vol. 2,
no. 6, 1991, σελ. 8 – 13, ιδίως σελ. 12.
870
Για την ιδέα της «γραφειοκρατίας», βλ. ιδίως, Max Weber, The Theory of Social and Economic
Organization, Talcott Parsons (ed), Simon & Schuster Inc., New York, 1997, σελ. 329 επ., του
ιδίου, Bureaucracy, στο Guenther Roth / Claus Wittich (eds), Max Weber Economy and Society:
an outline of interpretive sociology, vol. 1, Bedminster Press, New York, 1968, σελ. 956 – 1005
και Hans Gerth / Charles Wright Mills (eds), From Max Weber: Essays in Sociology, Series:
Classics in Sociology, Routledge, London, 1991, σελ. 51 επ. και 196 επ.
871
Μετά την εμπειρία των δύο εξεταστικών επιτροπών που είχαν συσταθεί για τη διερεύνηση του
φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος ο Cressey συνέταξε το «Task Force Report: Organized
Crime by the President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice», το
οποίο χρησίμευσε ως βάση για το μνημειώδες έργο του, Theft of the Nation: The structure and
operations of organized crime in America, Harper and Row, New York, 1969 και για το Criminal
Organization: Its Elementary Forms, Harper and Row, New York, 1972.
872
Ο Cressey άλλοτε αναφέρεται στην Cosa Nostra και άλλοτε στη Mafia εννοώντας πάντοτε το
αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα. Η σύγχυση αυτή στην ορολογία πιθανότατα προέρχεται από
την υιοθέτηση από το συγγραφέα της κυρίαρχης στην εποχή του άποψης ότι το αμερικανικό
οργανωμένο έγκλημα αποτελούσε προϊόν διεθνικής μετεμφύτευσης της ιταλικής Mafia.
873
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περικοπή του Cressey για τη συγκέντρωση της εξουσίας στην
κορυφή του τομέα λήψης αποφάσεων: «η λήψη αποφάσεων (στη Mafia) είναι συγκεντρωμένη
στην κορυφή της ιεραρχίας (…) ένα μέλος κατωτέρου επιπέδου αναμένεται να παραδώσει τη δική
του θέληση στην εξουσία των ανωτέρων του και να θέσει τον εαυτό του σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν
στη διάθεση των ανωτέρων για να χρησιμοποιηθεί όπως θεωρούν οι τελευταίοι ότι αρμόζει». Βλ.
Donald Cressey, Theft of the Νation, όπ.παρ., σελ. 225.
874
Σύμφωνα με τον Weber, η ισχύς της γραφειοκρατίας είναι τεράστια, καθώς «η έλλογα
οργανωμένη και διευθυνόμενη πράξη είναι ανώτερη από κάθε είδος συλλογικής συμπεριφοράς,
224
όπως επίσης και από κάθε κοινωνική δράση που της αντιτίθεται. Όπου η διοίκηση έχει πλήρως
γραφειοκρατικοποιηθεί, το σύστημα κυριαρχίας που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι πρακτικά
ακατάλυτο». Βλ. Max Weber, Economy and Society: an outline of interpretive sociology, όπ.παρ.,
σελ. 987.
875
Ο Max Weber υποστήριζε ότι στις σύγχρονες γραφειοκρατίες οι υποψήφιοι επιλέγονται στη
βάση των τεχνικών τους προσόντων. Ακόμη, στις σύγχρονες γραφειοκρατίες στα άτομα
παρέχεται μόνο η δύναμη και το status, που είναι σύμφυτα με τη θέση που καταλαμβάνουν. Βλ.
αναλυτικά, Max Weber, Economy and Society: an outline of interpretive sociology, όπ.παρ., σελ.
958 – 963.
876
Βλ. Donald R. Cressey, Theft of the Νation, όπ.παρ., σελ. 224.
877
Ο Albini στην κριτική του κατά του «γραφειοκρατικού μοντέλου» ερμηνείας, το χαρακτηρίζει ως
«εξελικτικό» (“evolutional”), καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η άποψη αυτή υποθέτει ότι το
ιταλοαμερικανικό οργανωμένο έγκλημα αποτελεί προϊόν μετεξέλιξης της σικελικής Mafia, ενώ, τη
δική του αντίληψη, χαρακτηρίζει ως «αναπτυξιακή» (“developmental”), ακριβώς γιατί θεωρεί ότι το
οργανωμένο έγκλημα αναδύεται από τις κοινωνικές συνθήκες και τους παράγοντες που δρουν
μέσα στην ίδια την αμερικανική κοινωνία. Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a
legend, όπ.παρ., σελ. 155.
225
878
Βλ. Michael Woodiwiss, Review Article – The World of Organized Crime, Global Crime, vol. 6,
no. 2, 2004, σελ. 232.
879
Βλ. Joseph Albini, Syndicated crime: Its structure, function and modus operandi, όπ.παρ., σελ.
24.
880
Βλ. Joseph Albini, The American Mafia: Genesis of a Legend, όπ.παρ., σελ. 328.
881
Βλ. Howard Abadinsky, The criminal elite: Professional and Organized crime, όπ.παρ., σελ.
165.
226
882
Βλ. Howard Abadinsky, The criminal elite: Professional and Organized crime, όπ.παρ., σελ.
108.
883
Βλ. Francis Ianni, The Mafia and the web of kinship, στο Francis Ianni / Elizabeth Reuss –
Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in America, New American
Library, New York, 1976, σελ. 55.
227
884
Η «καταργητική τάση» (“abolitionismus”) εμφανίστηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είτε
ως αντίδραση απέναντι στη μορφή, τα μέτρα, την αναποτελεσματικότητα, αλλά και τις
καταχρήσεις του ποινικού δικαίου, είτε ως αντίδραση, που εκδηλώθηκε στο χώρο των φυλακών.
Ο Mathiensen κατά το έτος 1974 έδωσε το στίγμα όλης της κίνησης, που γενικεύτηκε κατόπιν ως
τάση κατάργησης ολόκληρου του ποινικού συστήματος, με γνωστότερους εκπροσώπους τον
Hulsman στην Ολλανδία, τον Plack στη ∆υτική Γερμανία και τον Landreville στον Καναδά. Βλ.
αναλυτικά, Γρηγορίου Λάζου, Κριτική Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 241 – 252 και René van
Swaaningen, Abolitionism in History, another way of thinking, δημοσιευμένο στα ελληνικά με τον
τίτλο, Ο καταργητισμός στις Κάτω Χώρες – Ιστορίες θρησκευτικής ποικιλίας και ανθρωπιστικής
ανοχής, (μετάφραση Μαρίας Αρχιμανδρίτου), ΥΠΕΡ, 1992, σελ. 763 επ.
885
Βλ. Louk Hulsman / Jacqueline Bernat de Celis, Άστοχες Ποινές–Το Ποινικό Σύστημα Υπό
Αμφισβήτηση, (μετάφραση Γιώργου Νικολόπουλου), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1997, σελ.
26 – 27.
228
886
Βλ. Εισαγωγή Γιώργου Νικολόπουλου σε Louk Hulsman / Jacqueline Bernat de Celis, Άστοχες
Ποινές, όπ.παρ., σελ. 22 – 23.
887
Από τους βασικούς αναλυτές των παράνομων αγορών είναι οι Arlacchi, Reuter και Lewis. Βλ.
Ιδίως, Pino Arlacchi, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, όπ.παρ., σελ. 544 – 561, του
ιδίου, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford University Press,
1988, σελ. 135 επ., του ιδίου, Some observations on illegal markets, όπ.παρ., σελ. 203 επ., Peter
Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT Press, Massachusetts –
Cambridge, 1983, ιδίως 150 επ. και Roger Lewis, Drugs, war and Illegal enterprise in the Post –
Soviet Balkans, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The new European
criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ.
216 – 229.
Για την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας των παράνομων αγορών βλ. ιδίως, Dwight Smith Jr.,
Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 –
386, Alan Block, The Business of Crime. A Documentary Study of Organized Crime in the
229
American Economy, Westview Press, Boulder, Colo, 1991, σελ. 29 επ., του ιδίου, Space, Time
and Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 71 επ. και 203 επ., Vincenzo Ruggiero, Organized Crime
and Corporate Crime in Europe. Offers That Can’t be Refused, Dartmouth, Aldershot, 1996, σελ.
25 επ., Andreas Schloenhardt, Organised Crime and Miggrant Smuggling: Australia and the Asia-
Pacific, Research and Public Policy Series, no. 44, Australian Institute of Criminology, Canberra,
2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.aic.gov.au/documents/9/7/E/%7B97EFC2BE-3D43-
4E9B-B9D0-4AC71800B398%7Drpp44.pdf, σελ. 16 επ. και του ιδίου, Migrant Smuggling: Illegal
Migration and Organised Crime in Australia and the Asia Pacific Region, Martinus Nijhoff
Publishers, Leiden, 2003, σελ. 106 επ. Συνοπτικά, στις παράνομες αγορές αναπτύσσουν δράση
ανάλογου τύπου οργανώσεις που λειτουργούν ως εμπορικές επιχειρήσεις. Ως παράνομη αγορά
ορίζεται ο τόπος και ταυτόχρονα το σύνολο των κανόνων στα όρια των οποίων πραγματοποιείται
μια διαρκής ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, των οποίων η παραγωγή, διακίνηση και χρήση
απαγορεύονται ή ρυθμίζονται πολύ αυστηρά από τη νομοθεσία. Συνεπώς, η παράνομη αγορά
προκύπτει από τη σύμπτωση προσφοράς και ζήτησης παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών.
Παράλληλα, αναπτύσσονται και αντίστοιχες παράνομες πρακτικές, που μπορούν να αφορούν είτε
τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού είτε τα χρησιμοποιούμενα μέσα. Ακριβώς
όπως στις νόμιμες έτσι και στις παράνομες αγορές, επιδιώκεται η διατήρηση ενός σταθερού
ποσοστού κατανάλωσης, για να δικαιολογείται ο κίνδυνος και να υπάρχουν κέρδη. Προκειμένου
να αυξηθούν τα κέρδη, επιδιώκεται αφενός, η διεύρυνση των παρεχόμενων αγαθών και των
τομέων δράσης της επιχείρησης και αφετέρου, ο περιορισμός του ανταγωνισμού.
Ειδικά δε, για την επιδίωξη διατήρησης ενός σταθερού ποσοστού κατανάλωσης, για να
δικαιολογείται ο κίνδυνος και να υπάρχουν κέρδη, βλ. Dennis Jay Kenney / James O.
Finckenauer, Organized Crime in America, Wadsworth Publishers Co., Belmont, 1995, σελ. 41
επ.
888
Βλ. Thomas Schelling, What is the Business of Organized Crime?, Journal of Public Law,
1971, σελ. 1 – 32.
889
Βλ. Dwight Smith Jr., The Mafia Mystique, (with a new preface), University Press of America,
Lanham, MD, 1990, σελ. 62 επ., του ιδίου, Organized Crime and Entrepreneurship, International
Journal of Criminology and Penology, vol. 6, 1978, σελ. 161 – 177 και του ιδίου, Paragons,
Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 – 386.
890
Βλ. Dwight Smith Jr., Mafia Mystique, όπ.παρ, ιδίως σελ. 62 επ.
891
Dwight Smith Jr., Organized Crime and Entrepreneurship, όπ.παρ., σελ. 161 – 177, του ιδίου,
Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory of Enterprise, όπ.παρ., σελ. 358 –
386 και του ιδίου, Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the Nineties, στο Robert
Kelly / Ko-lin Chin / Rufus Schatzberg (eds), Handbook of Organized Crime in the United States,
Greenwood Press, Westport, Conn., London, 1997, σελ. 121 – 150.
230
892
Βλ. Patricia Adler, Wheeling and Dealing. An Ethnography of an Upper Level Drug Dealing
and Smuggling Community, Columbia University Press, New York, 1985, σελ. 80 – 82.
893
Βλ. Reuter Peter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 176.
231
894
Βλ. Alan Block, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, όπ.παρ., σελ. 75 – 99.
895
Βλ. T. J. English, The Westies: Inside the Hell’s Kitchen Irish Mob, Putnam, New York, 1990,
σελ. 136 – 178.
896
Βλ. ιδίως, Petrus van Duyne, Implications of cross – border crime risks in an open Europe,
όπ.παρ., σελ. 99 – 111 και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του
Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 108 – 109.
897
Χαοτικές είναι εκείνες οι οργανώσεις των οποίων η δομή δεν είναι προβλέψιμη, αλλά
αναπτύσσεται από το ίδιο το σύστημα και ακολουθεί τη δομή των συστημάτων του χάους. Βλ.
σχετικά, Georg Turnheim, Chaos and Management (2nd edition), Gabler, Wiesbaden, 1993, σελ.
179 επ.
898
Βλ. Petrus van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 10,
Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 132 επ. και
του ιδίου, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, National Institute of Justice,
University Press of the Pacific, Washington D.C., 2004, σελ. 1 – 60.
232
899
Βλ. Alan Block / William Chambliss, Organizing Crime, Elsevier, New York, London, 1981, σελ.
115. Για τις συχνές και ευέλικτες μετατοπίσεις στο πεδίο δράσης των εγκληματικών επιχειρήσεων
βλ. επίσης, Nicholas Dorn / Nigel South, Drug Markets and Law Enforcement, British Journal of
Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 171 – 188 και Nicholas Dorn / Karim Murji / Nigel South,
Traffickers: Drug Markets and Law Enforcement, Routledge, London, 1992, σελ. 31 – 62.
900
Βλ. Petrus Van Duyne, Organized crime markets in a turbulent Europe, όπ.παρ., σελ. 11.
901
Βλ. Frank Capra, Wendezeit – Bausteine für ein neues Weltbild, (16η διευρυμένη έκδοση),
Bern, München, Wien, 1987, σελ. 298 και Alexa Providoli, Die Organisationstheorie am
Bifurkationspunkt. Die epistemologische Umorientierung in der Organisationstheorie, Peter Lang,
Frankfurt am Main, 1998, σελ. 84 – 88.
902
Βλ. σχετικά, Stephen Robbins, Organization Theory: Structure, Design and Applications, (2nd
edition), Prentice Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1987, σελ. 204 επ.
903
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
Journal of Contemporary Justice, vol. 9, no. 3, 1993, σελ. 252 – 257 και Νικολάου Μιχαλόπουλου,
Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των αποφάσεων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1994, σελ. 22 – 52.
233
904
Βλ. Roger Mansfield, Bureaucracy and Centralization: An Examination of Organizational
Structure, ASQ, vol. 18, no. 4, 1973, σελ. 477 – 488.
905
Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας
των αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 44 – 47. Βλ. επίσης Jerald Hage, Theories of Organizations:
form, process, and transformation, John Wiley, New York, 1980, σελ. 53 επ.
906
Σύμφωνα με την κλασική οργανωτική θεωρία, η περιπλοκότητα μιας οργάνωσης κρίνεται με
βάση την κάθετη, οριζόντια και εδαφική διαφοροποίησή της. Η κάθετη και οριζόντια
διαφοροποίηση εξαρτάται από το είδος της επιχείρησης και η μεν κάθετη, αφορά τον αριθμό
θέσεων εργασίας μεταξύ του επικεφαλή της επιχείρησης και των εργαζομένων, η δε οριζόντια,
αναφέρεται στον καταμερισμό του οργανωτικού έργου σε αντίστοιχα τμήματα και καθήκοντα. Η
εδαφική διαφοροποίηση, τέλος, προσδιορίζεται από την εδαφική κατανομή των αρμοδιοτήτων και
των λειτουργιών της οργάνωσης σε διαφορετικές περιοχές. Βλ. Derek Pugh / David Hickson /
Bob Hinings / Christopher Turner, Dimensions of Organization Structure, ASQ, Vol. 13, 1968,
σελ. 78, Richard Hall, Organizations: Structures, Processes, Outcomes, Prentice Hall, Englewood
Cliffs, New Jersey, 1987, σελ. 60, Joseph Reitz, Behavior in Organizations, (3rd edition), Richard
Irwin Inc., Homewood, 1987, σελ. 510, Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο
πλαίσιο της θεωρίας των αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 38 – 41 και Έφης Λαμπροπούλου,
Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 140 – 141.
907
Πρβλ. Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 35 – 41.
908
Βλ. Derek Pugh / David Hickson / Bob Hinings / Christopher Turner, Dimensions of
Organization Structure, όπ.παρ., σελ. 65 επ.
909
Βλ. Νικολάου Μιχαλόπουλου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, όπ.παρ., σελ. 41 – 44. Βλ. επίσης ευρύτερα Peter Michael Blau / Marshall Meyer,
Bureaucracy in Modern Society, Random House, New York, 1987, σελ. 89 επ. και Charles
Perrow, Complex Organizations: A Critical Essay, Scott Foresman, Glenview, 1972, σελ. 160 επ.
910
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 255 επ., Joseph Reitz, Behavior in Organizations, όπ.παρ., σελ. 512 και Michel
Crozier, The Bureaucratic Phenomenon, University of Chicago Press, Chicago, 1964, σελ. 187.
911
Βλ. Thomas A. Firestone, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 81.
234
912
Ο Ken Jowitt υποστηρίζει ότι τα προνεωτερικά συστήματα, που βασιζόταν στην κοινωνική
θέση, χαρακτηρίζονταν από προσβλητικές διακρίσεις μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης και
των έξω από αυτή. Τονίζει, περαιτέρω, ότι σε τέτοια συστήματα οι ευρισκόμενοι πιο πάνω στην
κοινωνική ιεραρχία πολλές φορές απαιτούσαν την πληρωμή φόρων υποτέλειας και θεατρινίστικες
επιδείξεις σεβασμού ως αναγνώριση της ανώτερης κοινωνικής τους θέσης. Βλ. Ken Jowitt, Soviet
neo-traditionalism: The political concept of a Leninist regime, Soviet Studies, vol. 35, no. 7, 1983,
σελ. 275 – 297.
913
Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 52 – 57.
914
Βλ. Mark Haller, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, όπ.παρ., σελ. 56 και Peter
Reuter, Disorganized crime: The economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 175.
235
915
Βλ. Ulrich Sieber / Marion Bögel, Logistik der Organisierten Kriminalität. Wirtschafts-
wissenechaftlicher Forschungsansatz und Pilotstudie zur internationalen Kfz-Verschiebung, zur
Ausbeutung von Prostitution, zum Menschenhandel und zum illegalen Glückspiel,
Bundeskriminalamt – Forschungsreihe: Bd. 28, Wiesbaden 1993 και Marion Bögel, Strukturen
und Systemanalyse der organisierten Kriminalität in Deutschland, Duncker und Humblot, Berlin,
1994, σελ. 107 επ. Εξάλλου, για τη θεωρία των Sieber και Bögel, βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία,
Νικολάου ∆ημητράτου, Οργανωμένο Έγκλημα: Θεωρητική προσέγγιση ενός κοινωνικού και
ποινικού προβλήματος, όπ.παρ., σελ. 303, Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό
Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 71 – 72 και Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα:
Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 45 επ., όπου αναφέρεται στην
«Εγκληματολογική Εφοδιαστική», καθώς και στις έρευνες των Sieber και Bögel.
916
Ορθά παρατηρεί ο van Duyne ότι «δεν υπάρχει διαφθορά χωρίς ξέπλυμα». Βλ. Petrus van
Duyne, (Crime-)money, corruption and the state, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos
/ Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border
crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands
2010, σελ. 4.
236
είναι το περιβάλλον, τόσο πιο κατάλληλη θα είναι μια τυπική και ιεραρχική δομή.
Όσο πιο πολυποίκιλο και μεταβαλλόμενο είναι το περιβάλλον, τόσο πιο
κατάλληλη είναι μια λιγότερο τυπική, συστηματοποιημένη δομή. Με απλά λόγια, η
συγκεκριμένη θεώρηση υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει ένας τέλειος τρόπος για να
οργανωθεί το έγκλημα. Όλες οι οργανώσεις έχουν ευέλικτες δομές, οι οποίες
μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους.
Οι εγκληματικές επιχειρήσεις δρουν, συνήθως, σε δυναμικό περιβάλλον,
γεγονός που τις εμποδίζει να τυποποιήσουν τις διαδικασίες τους και να
αναπτυχθούν917. Παράλληλα, ο βαθμός εχθρικότητας του περιβάλλοντος
επηρεάζει τη δομή τους, καθώς η μεγάλη εχθρικότητά του συνεπάγεται συνήθως
τη συγκέντρωση της λήψης αποφάσεων στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια της
οργάνωσης. Θεωρείται, όμως, ότι θα αποβεί μοιραίο για την οργάνωση εάν,
δρώντας σε εχθρικό περιβάλλον, αναγκαστεί να λειτουργεί συγκεντρωτικά για
μεγάλο χρονικό διάστημα918. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις, γενικά, δρουν σε
κυμαινόμενης εχθρικότητας περιβάλλοντα, τα οποία προσδιορίζονται αφενός,
από το προϊόν και τις υπηρεσίες που προσφέρουν και αφετέρου, από τις
μεταβαλλόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, πολιτικές δίωξης και στάσεις της κοινής
γνώμης919.
Η θεωρία αυτή βρήκε την ερευνητική της επιβεβαίωση το 1979, στην
εργασία, της Graebner-Anderson, σύμφωνα με την οποία, το οργανωμένο
έγκλημα έχει ιεραρχική δομή παρόμοια με αυτή που περιέγραψε ο Donald
Cressey, αν και όχι τόσο σύνθετη920. Η Graebner-Anderson παρατήρησε, όμως,
ότι πέρα από την ύπαρξη των επίσημων θέσεων μιας εγκληματικής οργάνωσης,
υπήρχε και μια πληθώρα «συνεργατών» (“associates”), που αν και δεν ήταν οι
ίδιοι μέλη, εκτελούσαν πολλές δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για την επιτυχία
της ομάδας, διευθύνοντας συνήθως νόμιμες επιχειρήσεις προκάλυψης, αλλά και,
ενίοτε, παράνομες επιχειρήσεις για λογαριασμό της εγκληματικής ομάδας921.
Ενώ, επιπλέον, η ποιότητα των σχέσεων αυτών των «συνεργατών» με τα «μέλη»
917
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 259 επ.
918
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 260.
919
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 149
– 150.
920
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
όπ.παρ., σελ. 2 και 32 – 38.
921
Ibid, σελ. 39 – 41.
237
922
Βλ. Annelise Graebner-Anderson, The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family,
όπ.παρ., σελ. 43 – 44.
923
Η «θεωρία των αυτοποιητικών ή αυτοαναφορικών συστημάτων», διατυπώθηκε θεωρητικά από
το Niklas Luhmann για τα κοινωνικά συστήματα γενικά, σε συνέχεια της θεωρίας της αυτοποίησης
των Χιλιανών βιολόγων Humberto Maturana και Francisco Varela, οι οποίοι είχαν περιγράψει τον
τρόπο που τα ζώντα συστήματα, οι ζώντες οργανισμοί, αναπαράγουν την ύπαρξή τους. Βλ.
ιδίως, Humberto Maturana / Francisco Varela, Autopoietische Systeme: eine Bestimmung der
lebendingen Organisation, στο Humberto Maturana (ed), Erkennen: Die Organisation und
Verkörperung von Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen Epistemologie, (2η
έκδοση), Vieweg, Braunschweig, 1985, σελ. 170 – 235, των ιδίων, Το δέντρο της γνώσης. Οι
βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, (μετάφραση Σπύρου Μανουσέλη), εκδ. Κάτοπτρο,
Αθήνα, 1992, σελ. 99 – 103, Milan Zelený, Autopoiesis. A theory of Living Organization, North
Holland, New York, 1981, ιδίως σελ. 119 επ., Niklas Luhmann / Karl – Eberhard Schorr,
Reflexionsprobleme im Erziehungssystem, Klett – Cotta, Stuttgart, 1979, Niklas Luhmann,
Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie, Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1984, σελ.
23 επ., 58 επ., 191 – 241 και 399 – 404, του ιδίου, Organization, στο Willi Küpper / Günther
Ortmann (eds), Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele in Organizationen, Westdeutscher
Verlag, Opladen, 1988, σελ. 173, Niklas Luhmann, Moderne Systemtheorie als Form
gesamtgesellschaftlicher Analyse, στο Jürgen Habermas / Niklas Luhmann, Theorie der
Gesellschaft oder Sozialtechnologie. Was leistet die Systemforschung?, Suhrkamp, Frankfurt am
Main, 1971, σελ. 7 – 24, του ιδίου, Symbiotische Mechanismen, Soziologische Aufklärung 3.
Soziales System, Gesellschaft, Organization, Westdeutscher Verlag, Opladen, 1981, σελ. 228 –
244, του ιδίου, Ökologische Kommunikation (3η έκδοση), Westdeutscher Verlag, Opladen, 1990,
σελ. 194 – 209 και Peter Hejl, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self-
Maintenance, Self-Reference, and Syn-Reference, στο Hans Ulrich / Gilbert Probst (eds), Self-
Organization and Management of Social Systems. Insights, Promises, Doubts, and Questions,
Springer – Verlag, Berlin – New York, 1984, σελ. 60 – 78.
924
Για την εφαρμογή της αυτοποιητικής θεωρίας στη θεωρία των οργανώσεων, βλ. Παναγιώτη
Καρκατσούλη, Αυτοποίηση και θεωρία των οργανώσεων, στο Ιωάννας Τσιβάκου (επιμ), ∆ράση
και Σύστημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των οργανώσεων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1995,
ιδίως σελ. 350 – 360.
925
Παραδοσιακά στη συστημική θεωρία γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «κλειστά» και σε «ανοικτά»
συστήματα και η υπέρβαση που επιχειρείται στο πλαίσιο της θεώρησης του Luhmann, είναι η
προσπάθεια η κλειστότητα να αντιμετωπιστεί ως ένας τρόπος διερεύνησης των δυνατοτήτων
επαφής του συστήματος με το εξωτερικό περιβάλλον. Υπό το πρίσμα αυτό, η κλειστότητα ενός
συστήματος αυξάνει την ανοικτότητά του προς το εξωτερικό περιβάλλον. Η αυτοαναπαραγωγή
ενός συστήματος δεν είναι απλώς η σχέση ενός συστήματος με το περιβάλλον του. Σύμφωνα με
τον Luhmann, «δεν πρόκειται για προσαρμογή στο περιβάλλον, δεν πρόκειται για μεταβολισμό,
αλλά για έναν μοναδικό τρόπο εξαναγκασμού σε αυτονομία, ο οποίος προκύπτει από το ότι το
238
σύστημα θα έπαυε να υπάρχει, εάν δεν εφοδίαζε τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται με
ικανότητα επαφής με το περιβάλλον, ώστε να μπορεί να τα αναπαράγει». Βλ. Niklas Luhmann,
Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie, όπ.παρ., σελ. 28 επ. και 63.
926
Βλ. Βλ. Francis Ianni, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 72.
927
Βλ. Peter Hejl, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self- Maintenance,
Self-Reference, and Syn-Reference, όπ.παρ., σελ. 60 – 78 και Humberto Maturana / Francisco
Varela, Το δέντρο της γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, όπ.παρ., σελ. 99 –
103.
239
ο Albert Cohen στη μελέτη του “The Concept of Criminal Organization”928. Στη
μελέτη αυτή, 1) περιγράφει το γενικό χαρακτήρα και το σκοπό της εγκληματικής
οργάνωσης ως στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τους επί μέρους τύπους της,
2) δίνει έμφαση στο γεγονός ότι μία εγκληματική οργάνωση περιλαμβάνει τόσο
«δομές δράσης» (“structures of activity”) όσο και «δομές ένωσης» (“structures of
association”), 3) καθιστά σαφές ότι μία εγκληματική οργάνωση δεν περιορίζεται
στην ανάπτυξη ειδικά εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά εκτείνεται σε όλα τα
είδη κοινωνικής δράσης κατά την τέλεση εγκλημάτων και 4) καταδεικνύει ότι τα
λειτουργικά προβλήματα των ανθρώπινων συστημάτων διαφοροποιούνται στην
εγκληματική οργάνωση και η διαφορά αυτή δικαιολογεί την ξεχωριστή μελέτη της
εγκληματικής οργάνωσης929.
Σύμφωνα με τον Cohen τις δομές δράσης τις αντιλαμβανόμαστε μέσα από
το ερώτημα «γιατί γίνεται αυτό τώρα;», ενώ τις δομές ένωσης, μόλις
κατανοήσουμε το «πώς» της δράσης. Έτσι, στις δομές δράσης η έμφαση έγκειται
στη διαδικασία διάδρασης των διαφόρων συμβάντων, ενώ στις δομές ένωσης, η
προσοχή εστιάζεται στην εσωτερική δομή μιας ομάδας, στους κανόνες
λειτουργίας της, στους κώδικες επικοινωνίας των μελών, τον καταμερισμό
καθηκόντων και τη βιωσιμότητά της. Η διάκριση αυτή αποτελεί, κατά τον Cohen,
ένα πρώτο βήμα για την κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί μια εγκληματική
οργάνωση. Συνεπώς, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η διάκριση μεταξύ
εγκληματικών και άλλου είδους οργανώσεων, είναι μάλλον αναλυτικού
χαρακτήρα, παρά απτή», αφού «αυτό που είναι γνωστό ως δομή παράνομων
ευκαιριών δεν είναι παρά η δομή των νόμιμων ευκαιριών ιδωμένη από μιαν άλλη
σκοπιά», αφού «κάθε νόμιμη επιχείρηση συνιστά μια πρόσκληση για την
εγκληματική εκμετάλλευσή της εκ μέρους των insiders»930.
Ενόψει αυτής της παραδοχής, ο συγγραφέας οδηγήθηκε στο συμπέρασμα
ότι «οι οργανώσεις που δρουν στην παράνομη αγορά έχουν να αντιμετωπίσουν
τα ίδια λειτουργικά προβλήματα με κάθε άλλη οργάνωση. Κάθε οργάνωση,
εγκληματική ή μη, έχει ταυτόχρονα να επιλύσει τα προβλήματα της εξασφάλισης
και της κατανομής πόρων, της επάνδρωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού
της, της αλληλεγγύης, της πειθαρχίας, της διάθεσης των εκροών της, της
928
Βλ. Albert Cohen, The Concept of Criminal Organization, The British Journal of Criminology,
vol. 17, 1977, σελ. 97 επ.
929
Ibid, σελ. 111.
930
Ibid, σελ. 100 και 101.
240
931
Βλ. Albert Cohen, The Concept of Criminal Organization, όπ.παρ., σελ. 103.
932
Ibid, σελ. 105 – 107.
933
Βλ. Edwin Stier / Peter Richards, Strategic decision making in organized crime control: the
need for a broadened perspective, στο Herbert Edelhertz (ed), Major Issues in Organized Crime
Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-26/1986, US Department Of
Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987, σελ. 65 – 80.
934
Ειδικά για την τάση μετεξέλιξης των νεανικών συμμοριών δρόμου της Κεντρικής Αμερικής σε
πιο σύνθετες εγκληματικές οργανώσεις παροχής «προστασίας» με υπερεθνικούς δεσμούς, βλ.
José Miguel Cruz, Central American maras: from youth street gangs to transnational protection
rackets, Global Crime, vol. 11, no. 4, 2010, σελ. 379 – 398.
241
935
Για μια συνοπτική ιστορική αναδρομή στη γέννηση των παράνομων αγορών λόγω των
απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβλήθηκαν για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και της διεθνούς ειρήνης, βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και
Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 110 επ.
936
Βλ. Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν, Αντιαπαγορευτική πολιτική: Κυριαρχία των νόμων της αγοράς ή
κυριαρχία του κοινωνικού ελέγχου;, στο ∆ιεθνής Αντιαπαγορευτική Κίνηση (LIA), Ναρκωτικά: η
άλλη πρόταση, Πρακτικά Συνεδρίου, 22 – 24 Νοεμβρίου 1990, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1991, σελ. 159 – 160.
937
Βλ. Robin Thomas Naylor, Hot Money and the Politics of Debt. From Watergate to Irangate,
from Afghanistan to Zaire (2nd edition), Black Rose Books, Montreal, Québec, 1994, ιδίως σελ.
115 επ. και John Stanley / Maurice Pearton, The International Trade in Arms, International
Institute for Strategic Studies, London, 1972, σελ. 65 επ.
938
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 112
– 113.
242
939
Βλ. Smith Dwight Jr., Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the Nineties,
όπ.παρ., σελ. 132 επ.
940
Βλ. Κλεάνθη Γρίβα, Οπιούχα. Μορφίνη – Ηρωίνη – Μεθαδόνη, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1995, σελ. 203 – 255 και του ιδίου, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά». Τα
«Ναρκωτικά» ως εργαλείο της Αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, Νέα Σύνορα –
Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1997, σελ. 52 – 168.
941
Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ. 1
– 60.
942
Βλ. Κλεάνθη Γρίβα, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά», όπ.παρ., σελ. 79 – 81. Βλ. επίσης
Michael Walzer, Spheres of Justice. A Defense of Pluralism and Equality, Basic Books, New
York, 1983, σελ. 95 επ.
243
943
Βλ. Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (money
laundering), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996, σελ. 173 επ. Βλ. επίσης William Gilmore, Βρώμικο
Χρήμα. Η ανάπτυξη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση
Νέστορα Κουράκη), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1999, σελ. 52 επ.
944
Η Annelise Anderson, για παράδειγμα, στην έρευνά της σε μια εγκληματική «οικογένεια»
(“crime family”), δε διαπίστωσε χρήση βίας κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεών της ούτε άσκηση
φυσικού καταναγκασμού για την είσπραξη των οφειλόμενων σ’ αυτήν ποσών. Βλ. Annelise
Anderson Graebner, The Business of Organized Crime. A Cosa Nostra Family, όπ.παρ., σελ. 66
και 117. Ο Ronald Goldstock και οι συνεργάτες του, στην έρευνά τους για τη διείσδυση του
οργανωμένου εγκλήματος στον κλάδο των κατασκευαστικών εταιριών στη Νέα Υόρκη,
παρατήρησαν ότι στη χρήση βίας κατέληγαν σε μόνο εξαιρετικές περιπτώσεις. Συμπέρασμα στο
οποίο κατέληξε και ο Peter Reuter στην έρευνά του για τις παράνομες επιχειρήσεις με τις
αυτόματες μηχανές πώλησης. Βλ. Ronald Goldstock / Martin Marcus / Thomas Thacher / James
B. Jacobs, Corruption and Racketeering in the New York City Construction Industry, Final Report
to Governor Mario M. Cuomo from the New York State Organized Crime Task Force, New York
University Press, New York, 1990, σελ. 31 και Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics
of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 132 επ.
945
Βλ. Sabrina Adamoli / Andrea Di Nicola / Ernesto Ugo Savona / Paola Zoffi, Organized Crime
Around the World, όπ.παρ., σελ. 4 – 10.
946
Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ.
50 επ.
244
947
Αυτά ήταν τα συμπεράσματα του εθνολόγου Roger Lewis για τις αγορές ναρκωτικών στο
Λονδίνο και τη Ρώμη. Βλ. Pino Arlacchi, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of
Capitalism, όπ.παρ., σελ. 270 επ.
948
Ακόμη και η φήμη, σύμφωνα με τον Reuter, μπορεί να αποδειχθεί «δίκοπο μαχαίρι» για τις
εγκληματικές επιχειρήσεις, καθώς μπορεί να εμποδίζει τη σύγκρουση αντίπαλων συμμοριών,
δίνει, όμως, στόχο στους φορείς επιβολής του νόμου, τους οποίους δεν είναι σε θέση να
παρακάμψουν οι οργανωμένοι εγκληματίες. Βλ. Peter Reuter, The Organization of Illegal
Markets. An Economic Analysis, όπ.παρ., σελ. 57.
949
Στις εγκληματικές επιχειρήσεις, ιδίως σ’ αυτές που ασχολούνται με την παροχή «προστασίας»,
έχουν αναπτυχθεί μορφές αυτορύθμισης των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηριστικό είναι
το παράδειγμα των βίαιων συγκρούσεων των Tongs στις Chinatowns των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου
αιώνα, για τον έλεγχο και την παροχή «προστασίας» στις μικρές επιχειρήσεις των ομοεθνών
τους, που τελικά οδήγησαν στη σταδιακή ανάπτυξη ειρηνικών μορφών επίλυσης των
συγκρούσεων.
245
950
Βλ. Ενδεικτικά, Matti Joutsen (ed), Five issues in European Criminal Justice: Corruption,
women in the criminal justice system, criminal policy indicators, community crime prevention, and
computer crime. Proceedings of the 6th European Colloquium on Crime and Criminal Policy,
Helsinki 10 – 12 December 1998, HEUNI, (The European Institute for Crime Prevention and
Control, affiliated with the United Nations), Helsinki, 1999, σελ. 22 – 89, Gianluca Fiorentini /
Stefano Zamagni (eds), The economics of corruption and illegal markets: The economics of
corruption, vol. 1, Edward Elgar, Cheltenham, Northampton, 1999, των ιδίων, The economics of
corruption and illegal markets: The economics of illegal activities, vol. 2, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999, των ιδίων, The economics of corruption and illegal markets:
The economics of illegal markets and organized crime, vol. 3, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999, Anna Alvazzi del Frate / Giovanni Pasqua (eds), Responding to
the challenges of corruption: Acts of the International Conference, Milan, 19 – 20 November
1999, United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute (UNICRI), UNICRI
publication no. 63, Milan, Rome, 2000, ιδίως σελ. 334 επ., Κλεομένη Κουτσούκη, Η παθολογία
της πολιτικής. Όψεις της διαφθοράς στο νεοελληνικό κράτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998, σελ.
32 επ., Αλεξάνδρας Νικολοπούλου (επιμ), Κράτος και ∆ιαφθορά, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα, 1998, σελ.
56 επ. και Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, όπ.παρ., σελ. 99 επ.
951
Το σκάνδαλο της υπόθεσης Siemens, που ξέσπασε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2008,
σύμφωνα με το οποίο υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης χειρίζονταν τα «μαύρα ταμεία» της,
τα οποία περιείχαν τεράστια ποσά και των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν η εξαγορά
συνειδήσεων πολιτικών και διαφόρων ιθυνόντων, προκειμένου η Siemens να προτιμάται από
άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε διάφορους δημόσιους διαγωνισμούς, αποτελεί ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό παράδειγμα.
952
Ο Schelling, το 1967 ανέλυσε την αγορά παράνομων στοιχημάτων, όπως περιγράφηκε από
την Επιτροπή Kefauver, η οποία μεταξύ των ετών 1950 – 1951 είχε πραγματοποιήσει έρευνες για
τη δράση των οργανωμένων ιταλικών εγκληματικών ομάδων και με βάση τα συμπεράσματα της
οποίας επικράτησε η άποψη ότι η Mafia είναι μια μεγάλη ιεραρχικά δομημένη εγκληματική
οργάνωση. Σύμφωνα με τα πορίσματα της Επιτροπής, η ίδια η αστυνομία λειτουργούσε σε
ορισμένες περιοχές ως πράκτορας συλλογής χρημάτων από παράνομα στοιχήματα. Θα πρέπει
να σημειωθεί, όμως, ότι φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς της αστυνομίας καταγράφηκαν μόνο
στις περιπτώσεις που ο απόλυτος έλεγχος μιας περιοχής ανήκε σε μία υπηρεσία και δεν υπήρχαν
άλλες συναρμόδιες αρχές. Βλ. Thomas Schelling, Economic Analysis of Organized Crime, στο
President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, Task Force Report:
Organized Crime, Government Printing Office, Washington D.C., 1967, appendix D.
246
τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας της εγκληματικής επιχείρησης και όχι τον
μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς953.
Ένας δεύτερος τρόπος για την εξουδετέρωση της κρατικής παρέμβασης
είναι η διασφάλιση της συναίνεσης ευρέων τμημάτων του πληθυσμού για τη
δράση της εγκληματικής οργάνωσης και η «μεταπώληση» της συναίνεσης αυτής
με διάφορα ανταλλάγματα στους πολιτικούς954.
Πράγματι, η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης σε συνδυασμό με το
πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης αποτελούν όρους για τη δημιουργία
σχέσεων εύνοιας, που διευκολύνουν τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος,
ενώ, παράλληλα διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαφυγή από τη σύλληψη και
τιμωρία των μελών του.
Ένας τρίτος, τέλος, τρόπος εξουδετέρωσης του μηχανισμού του επίσημου
κοινωνικού ελέγχου είναι η δημιουργία από το οργανωμένο έγκλημα αμοιβαίων
οικονομικών συμφερόντων με εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας, για τη
μονοπώληση μιας νόμιμης πηγής εσόδων, όπως είναι, για παράδειγμα, η
προμήθεια πολεμικού υλικού ή η εκτέλεση δημοσίων έργων955.
Η πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό αυτονοήτως εξασφαλίζει στις
συγκεκριμένες εγκληματικές οργανώσεις ένα προβάδισμα στον επιχειρηματικό
τομέα έναντι άλλων εγκληματικών οργανώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι
οικονομικά πιο εύρωστες ή αριθμητικά μεγαλύτερες από τις άλλες956.
Από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά συνηθισμένη είναι957, εξάλλου, και
η συμμετοχή εγκληματικών οργανώσεων σε «παράνομα δίκτυα συμφερόντων»,
τα οποία δρουν με την κάλυψη ευρύτερων «δικτύων ισχύος», που αποτελούνται
από σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και δημόσιας ζωής και
ως εκ τούτου, διαθέτουν μεγάλη δύναμη, τα οποία ως στόχο έχουν την υπέρβαση
953
Βλ. Peter Reuter / Jonathan Rubinstein, Illegal Gambling in New York, National Institute of
Justice, Washington D.C., 1982, σελ. 130 επ.
954
Βλ. Alan Weisman, Dangerous Days in Macarena, περιοδικό New York Times Magazine, 23 -
4 -1989, σελ. 40 – 48.
955
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 121.
956
Βλ. Letizia Paoli, The Integrations of the Italian Scene, European Journal of Crime, Criminal
Law and Criminal Justice, vol. 2, no. 3, 1994, σελ. 212 – 238.
957
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της μασονικής στοάς P2 (Propaganda
Due). Εκτενής αναφορά γίνεται στην Ενότητα 1 του 2ου Κεφαλαίου για την κοινωνιολογική και
οικονομική προσέγγιση του φαινομένου.
247
958
«Πολιτική μηχανή» (“political machine”) είναι μια ομάδα επαγγελματιών πολιτικών με ισχύ, την
οποία διατηρούν με συνωμοτικές και διεφθαρμένες μεθόδους. Αυτή η ομάδα μπορεί να επιβάλει
άτομα της αρεσκείας της σε δημόσιες θέσεις, ενώ θέτει τα προσωπικά της συμφέροντα και οφέλη
πάνω από τα συμφέροντα του κόμματος. Βλ. Edward McChesney Sait, Machine, Political, στο A.
Johnson (ed.), Encyclopedia of the Social Sciences, Selingman, E.R.A., vol. 9, (12th edition),
MacMillan, New York, 1957, σελ. 657. Ο Robert Merton ως χαρακτηριστικά της «πολιτικής
μηχανής» θεωρεί την πολιτική πατρωνεία, το νεποτισμό, τη δωροδοκία, τη διαφθορά και την
προστασία του εγκλήματος. Βλ. σχετικά, Robert Merton, On Theoretical Sociology, στο Social
Theory and Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 123 – 136,
ιδίως σελ. 125 και του ιδίου, The Self – Fulfilling Prophecy, στο του ιδίου, Social Theory and
Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 475 – 477. Σύμφωνα,
τέλος, με τον Scott, η «πολιτική μηχανή» δεν ταυτίζεται με το πειθαρχημένο κόμμα, τα μέλη του
οποίου ενώνει η κοινή ιδεολογία, το κοινό πρόγραμμα δράσης και οι κοινοί ταξικοί δεσμοί, αλλά
είναι εκείνη η μη ιδεολογική οργάνωση, η οποία ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση και διατήρηση
των αξιωμάτων και των θέσεων για τους αρχηγούς της και την οικονομική ανταμοιβή όσων
εργάζονται γι’ αυτή. Βλ. James Scott, Corruption, Machine Politics and Political Change,
American Political Sciences Review, vol. 63, no. 4, 1969, σελ. 1144.
959
Βλ. Erich Rebscher / Werner Vahlenkamp, Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik
Deutschland, BKA, Wiesbaden, 1988, σελ. 163 επ. και Eugen Weschke / Karla Heine – Heiß /
Peter Erich, (eds), Organisierte Kriminalität als Netzstruktur-kriminalität, Teil 1, Befragung von
Kriminalbeamten in Berlin (West) zu Straftätergruppierungen, Publikationen der Fachhochschule
für Verwaltung und Rechtspflege (Bd. 70), Berlin, 1990, σελ. 178 επ.
960
Βλ. Francis Ianni, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, όπ.παρ., ιδίως σελ. 297
επ.
248
προσαρμοσμένες στις χώρες δράσης τους961, έχουν όμως διατηρήσει γενικά τον
τρόπο λειτουργίας που ισχύει στη χώρα καταγωγής τους962.
Τα πορίσματα αυτά αμφισβητούν ευθέως την διαδεδομένη άποψη για το
οργανωμένο έγκλημα, που επικρατούσε στην Αμερική963, σύμφωνα με την οποία,
υπάρχουν ισχυρά, ιεραρχικά δομημένα «συνδικάτα του εγκλήματος», τα οποία
διοικούνται από μια ομάδα αρχηγών και ελέγχουν την αγορά, άποψη που έχει
χρησιμοποιηθεί και στην Ευρώπη ως σημείο αναφοράς για την πραγματοποίηση
συγκρίσεων με τις ΗΠΑ964. Οι συγκρίσεις, όμως, αυτές παρακάμπτουν ή και
αγνοούν το γεγονός ότι η έμφαση που δόθηκε στην Αμερική στις εγκληματικές
οικογένειες της Cosa Nostra ήταν, όπως υποστηρίζεται, εν μέρει τεχνητή και
πολιτικά υποκινούμενη965, ενώ η υποτιθέμενη δύναμη των οργανώσεων αυτών
έχει αποδειχθεί, σε έναν μεγάλο βαθμό, μύθος966.
Τα πορίσματα των ερευνών, εξάλλου, αποδεικνύουν ότι το οργανωμένο
έγκλημα δεν ελέγχεται σήμερα από μία οργάνωση ούτε από μεγάλες εθνικές
ομάδες967. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις λειτουργούν πλέον μάλλον ως
συνεργασίες γύρω από συγκεκριμένα «προγράμματα»968. Είναι μικρές
οργανώσεις (“short hierarchies”), με σχετικά περιορισμένη εξειδίκευση και
τυποποίηση, ενώ η συγκρότησή τους βασίζεται στην κοινωνικοποίηση των μελών
τους στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου συστήματος αξιών, με βασικό
χαρακτηριστικό την ομαδική αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Εξάλλου, εάν
υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν στις σύγχρονες συνθήκες να υπάρξουν τόσο
μεγάλες οργανώσεις, όπως αυτές της στερεοτυπικής τους απεικόνισης στο
συλλογικό υποσυνείδητο, οι οποίες θα είχαν το απαιτούμενο εξειδικευμένο
961
Βλ. Mittie Southerland / Gary Potter, Applying Organization Theory to Organized Crime,
όπ.παρ., σελ. 261.
962
Βλ. Petrus van Duyne, The phantom and threat of organized crime, Crime Law and Social
Change, vol. 24, no. 4, 1996, σελ. 348 – 356 και Mittie Southerland / Gary Potter, Applying
Organization Theory to Organized Crime, όπ.παρ., σελ. 263 επ.
963
Πρβλ. Jay Albanese, Organized Crime in America, όπ.παρ., σελ. 75 – 130.
964
Βλ. John A. Mack / Hans Jürgen Kerner, Professional and Organized Crime – A Comparative
Approach, International Journal of Criminology and Penology, vol. 4, 1976, σελ. 113 – 128 και
Cyrille Fijnaut, Organized Crime. A Comparison between the United States of America and
Western Europe, British Journal of Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 321 – 340.
965
Βλ. Philip Jenkins / Gary Potter, The Politics and Mythology of Organized Crime. A
Philadelphia Case – Study, Journal of Criminal Justice, vol. 15, no. 6, 1987, σελ. 473 – 484.
966
Βλ. Peter Reuter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, όπ.παρ., σελ. 156
και Έφης Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 17 –
58.
967
Βλ. Rensselaer W. Lee III, The White Labyrinth. Cocaine and Political Power, όπ.παρ., σελ.
103 επ.
968
Βλ. Mark Moore, Organized Crime as a Business Enterprise, όπ.παρ., σελ. 51 – 64.
249
∆ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
969
Βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 89.
970
Όπως ορθά επισημαίνει η Συκιώτου, «όσο περισσότερο ανοίγουν τα πραγματικά σύνορα,
τόσο η αντίσταση των νομικών συνόρων αποδεικνύεται καταστροφική, μέχρι του σημείου να
προσφέρει στους εγκληματίες πραγματικό καταφύγιο». Ibid.
971
Ibid, σελ. 90.
250
μια γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και η προστασία των
μαρτύρων στις σχετικές δίκες, τίθενται εκ των πραγμάτων επί τάπητος και
χρήζουν άμεσης επίλυσης με το μικρότερο δυνατό δικαιοκρατικό κόστος.
Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις
πρωτοβουλίες, τόσο νομοθετικού, όσο και επιχειρησιακού περιεχομένου, που
έχουν ληφθεί αρχικά σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, έπειτα σε ευρωπαϊκό
επίπεδο και τέλος, στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας.
972
Βλ. Letizia Paoli / Cyrille Fijnaut, Organised Crime and Its Control Policies, όπ.παρ., σελ. 323
επ. και André Standing (rapporteur), Transnational Organized Crime and the Palermo
Convention: A Reality Check, όπ.παρ., σελ. 1. Το οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με την Paoli,
τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 θεωρούνταν ότι αφορούσε κάποιες
συγκεκριμένες χώρες, όπως η Αμερική, η Ιταλία, η Κολομβία, η Ιαπωνία και η Κίνα, ενώ οι
υπόλοιπες χώρες δεν είχαν επηρεαστεί (“unaffected”) από αυτό. Η αντιμετώπιση αυτή έκτοτε έχει
αλλάξει δραματικά. Για μια ανάλυση των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτή την αλλαγή αντίληψης, βλ.
Letizia Paoli, Organized Crime: New Label, New Phenomenon or Policy Expedient?, Annales
Internationales de Criminologie, vol. 42, no. 1 – 2, 2008, σελ. 37 επ., ιδίως σελ. 38 – 42.
973
Βλ. συνοπτικά, αντί άλλων, Gert Vermeulen / Tom Vander Beken, International /regional legal
framework for combating organized crime, στο Brice De Ruyver / Gert Vermeulen / Tom Vander
Beken (eds), Strategies for the EU and the US in Combating Transnational Organized Crime,
251
Maklu, Antwerpen, 2002, σελ. 201 – 225. Εξάλλου, παρά την διενέργεια μιας σειράς
επιστημονικών ερευνών για το οργανωμένο έγκλημα και την τεράστια σχετική βιβλιογραφία,
εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρατηρείται έλλειψη εμπειρικών ερευνών στο πεδίο της
ανάλυσης του τρόπου με τον οποίο ασκείται η πολιτική και των λύσεων που κάθε φορά επιλέγει
να υιοθετήσει σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. σχετικά, John Spencer / Rose Broad,
Lifting the veil on SOCA and the UKHTC – Policymaking responses to organised crime, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken
/ Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 261 επ.
974
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2010, όπ.παρ.,
σελ. 245.
975
Βλ. σχετικά, Phil Williams, Crime, Illicit Markets, and Money Laundering, όπ.παρ., σελ. 106 επ.
976
Σύμφωνα με τον Schreier, θα πρέπει να εμπεδωθεί, επίσης, η συνεργασίας μεταξύ των
διωκτικών αρχών και των υπηρεσιών πληροφοριών, βλ. Fred Schreier, Fighting the Pre-eminent
Threats with Intelligence-led Operations, Occasional Paper no. 16, Geneva Centre for the
Democratic Control of Armed Forces (DCAF), Geneva, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.isn.ethz.ch/isn/Digital-Library/Publications/Detail/?ots591=cab359a3-9328-19cc-a1d2-
8023e646b22c&lng=en&id=99600, σελ. 90 επ.
252
977
Η Πολιτική ∆ιακήρυξη και το Παγκόσμιο Σχέδιο ∆ράσης κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος
(E/CONF. 88/L.4) εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατά την 49η Σύνοδό της με την
απόφαση Α/49/606 της 23ης ∆εκεμβρίου 1994. Βλ. σχετικά και Στέργιου Αλεξιάδη,
Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 224 – 225.
978
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η υπ’ αριθμ. 53/111 της 9ης ∆εκεμβρίου 1998 Απόφαση της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με την οποία αποφασίστηκε η ίδρυση μιας ad hoc διακυβερνητικής
επιτροπής για την επεξεργασία μιας Σύμβασης κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος,
καθώς και της δυνατότητας χρήσης των διεθνών νομικών εργαλείων για την καταπολέμηση της
εμπορίας γυναικών και παιδιών, της παράνομης διακίνησης μεταναστών, καθώς και της
παράνομης διακίνησης όπλων και πυρομαχικών.
979
Λόγω των τεχνικών και πολιτικών δυσχερειών που ανέκυψαν κατά τις προπαρασκευαστικές
εργασίες και διαβουλεύσεις σχετικά με το ζήτημα της παράνομης κατασκευής και διακίνησης
όπλων και πυρομαχικών, αποφασίστηκε να διαχωριστεί το τρίτο σχετικό Πρωτόκολλο, το οποίο,
σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς, θα συνόδευε το τελικό κείμενο της Σύμβασης, ούτως
ώστε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διαβουλεύσεων η τελική διατύπωση των διατάξεών
του. Τελικά, η όλη διαδικασία αναφορικά με το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο ολοκληρώθηκε εντός
του 2001 και άνοιξε προς υπογραφή για τα Κράτη-μέλη.
980
Για μια κριτική παρουσίαση των διατάξεων του συγκεκριμένου Πρωτοκόλλου, βλ. Αθανασίας
Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές,
όπ.παρ., σελ. 123 – 126.
Για το ισχύον νομικό καθεστώς στην Ελλάδα, αναφορικά με την αντιμετώπιση της εμπορίας
ανθρώπων, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εμπορία ανθρώπων. Οι διεθνείς
κατευθύνσεις, το ισχύον ποινικό δίκαιο και το νομοσχέδιο του Υπουργείου ∆ημόσιας Τάξης,
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 424 επ., της ιδίας, Εμπορία ανθρώπων: Ειδικά μέτρα αντιμετώπισης και
προβλήματα εφαρμογής τους, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 234 επ., της ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση της
εμπορίας ανθρώπων ως μορφής του οργανωμένου εγκλήματος, στον Τιμητικό Τόμο για τον
καθηγητή Λάμπρο Κοτσίρη, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην
ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007,
σελ. 345 επ., δημοσιευμένο και στο της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες
εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 345 επ. της ιδίας, Οι ποινικές
διατάξεις για την εμπορευματοποίηση ανθρώπινων οργάνων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 304 – 308 και
Λάμπρου Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για την καταπολέμηση της εμπορίας
ανθρώπων και την αρωγή σε θύματα εγκλημάτων οικονομική εκμετάλλευσης της γενετήσιας
ζωής. Εύστοχες ρυθμίσεις ή άστοχες παρεμβάσεις;, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 181 επ.
Για το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων ευρύτερα, βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων
στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 17 επ., της ιδίας, Η
έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 684 – 693, της ιδίας,
253
Foreign Relations Press, New York, 1999, σελ. 149 επ. και Andreas Schloenhardt, Organised
Crime and Miggrant Smuggling: Australia and the Asia-Pacific, όπ.παρ., σελ. 25 επ.
982
Για την παράνομη διακίνηση όπλων και πυρομαχικών, βλ. ευρύτερα, Γιάννη Μπέκα, Όπλα –
Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, Ο νόμος 2168/1993 και η Υπ. Απόφ. αρ. 3009/2/23α/1994, εκδ. Π.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 34 επ., A Project of the Graduate Institute of International and
Development Studies, Geneva, Small Arms Survey 2010: Gangs, Groups and Guns, Cambridge
University Press, Cambridge, 2010, σελ. 88 επ., Rachel Stohl / Suzette Grillot, War and Conflict
in The Modern World – The International Arms Trade, Polity Press, Cambridge, 2009, σελ. 92
επ., Gideon Burrows, The No-Nonsense Guide to the Arms Trade, Verso, London, 2002, σελ. 36
επ. και Denise Garcia, Small Arms and Security – New Emerging International Norms, Routledge,
Abingdon, New York, 2006, σελ. 38 επ. και 198 επ.
983
Η Σύμβαση του Παλέρμο έχει υπογραφεί από 163 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «για την πρόληψη,
καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών» έχει
υπογραφεί από 146 Κράτη. Το Πρωτόκολλο «κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη
γη, τη θάλασσα και τον αέρα» έχει υπογραφεί από 129 Κράτη και το Πρωτόκολλο «κατά της
παράνομης κατασκευής και διακίνησης όπλων και πυρομαχικών» έχει υπογραφεί από 89 Κράτη.
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά της
με τον Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
984
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 225.
985
Βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 313.
986
Για τα κείμενα της Σύμβασης του Παλέρμο και των Πρωτοκόλλων της, βλ.
http://www.unodc.org/documents/treaties/UNTOC/Publications/TOC Convention/TOCebook-e.pdf
987
∆ιατυπώθηκε και η άποψη ο κατάλογος εγκλημάτων να τεθεί είτε ως παράρτημα της
Σύμβασης είτε στην επεξηγηματική της έκθεση, σε περίπτωση που τα Κράτη – μέλη της
255
Στο άρθ. 1 της Σύμβασης του Παλέρμο ορίζεται ότι σκοπός είναι «η
προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και
καταπολέμηση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος». Στο άρθ. 2 εδ. α’, ως
«οργανωμένη εγκληματική ομάδα» ορίζεται «μια δομημένη ομάδα τριών η
περισσοτέρων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και
ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή
αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να
προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Ο όρος
«σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”)988, που χρησιμοποιείται, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθ. 2 εδ. β’, σημαίνει «συμπεριφορά που αποτελεί αδίκημα που
τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με
πιο σοβαρή ποινή».
Ο όρος «δομημένη ομάδα», σύμφωνα με το άρθ. 2 εδ. γ’, σημαίνει «μια
ομάδα που δεν σχηματίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος και που δεν
χρειάζεται να έχει επίσημα ορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια της
ιδιότητας των μελών της ή αναπτυγμένη δομή».
Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης καθορίζεται στο άρθ. 3, το οποίο
αναφέρει ότι η Σύμβαση ισχύει για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των
αδικημάτων που θα θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθ. 5, που αφορά την
ποινικοποίηση της συμμετοχής σε εγκληματική ομάδα, 6 και 8, που αφορούν την
ποινικοποίηση του ξεπλύματος χρήματος και της διαφθοράς και 23, που
αναφέρεται στην ποινικοποίηση της παρακώλυσης της δικαιοσύνης σχετικά με
την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Επιπροσθέτως, το
πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του Παλέρμο διευρύνεται και καλύπτει και τις
περιπτώσεις των «σοβαρών εγκλημάτων» του άρθ. 2, όταν το αδίκημα είναι
διακρατικής φύσεως και αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
κατάφερναν να συμφωνήσουν τόσο για τον αριθμό όσο και για το είδος των εγκλημάτων που θα
έπρεπε να συμπεριληφθούν. Τελικά, η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε και δεν διατυπώθηκε κάποιος
σχετικός κατάλογος αδικημάτων. Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό
Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 43.
988
Ο όρος «σοβαρό έγκλημα» (“serious crime”), κατά τη διάρκεια των εργασιών προετοιμασίας
της Σύμβασης, καθοριζόταν από τη χρονική διάρκεια της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής
που επιβάλλεται, τη φύση του αδικήματος, τον υπερεθνικό του χαρακτήρα, καθώς και από άλλα
στοιχεία χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος. Τελικά, όμως, επιλέχθηκε να συσχετισθεί
μόνο με το ύψος της απειλούμενης ποινής.
256
989
Ο όρος που χρησιμοποιείται στην επίσημη ελληνική μετάφραση είναι «διεθνικό». Η χρήση,
όμως, του όρου «διεθνικό» στην περίπτωση αυτή ως μετάφρασης του όρου «transnational» είναι
εντελώς εσφαλμένη. Αφενός, γιατί οι Συμβάσεις δεσμεύουν Κράτη και όχι έθνη και αφετέρου, γιατί
οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες δρουν μεταξύ Κρατών και όχι εθνών. Βλ. και Αθανασίας
Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία
ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική σχέση, όπ.παρ., σελ. 206.
990
Σύμφωνα με τον αυθεντικό ορισμό που δίδεται από το άρθρο 2 εδάφιο α’ για την έννοια της
«οργανωμένης εγκληματικής ομάδας».
991
Τόσο στον πρόλογο του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, όσο και στην υπ’ αριθμ.
55/25 της 15ης Νοεμβρίου 2000 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ γίνεται ιδιαίτερη μνεία
στην ολοένα αυξανόμενη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας. Στο κείμενο,
όμως, της Σύμβασης του Παλέρμο επιλέχθηκε να απομονωθεί το ζήτημα του διακρατικού
οργανωμένου εγκλήματος, ενδεχομένως, για λόγους ασφάλειας δικαίου και λόγω των εντελώς
διαφορετικών προσεγγίσεων που υπάρχουν για το ζήτημα αυτό στις εκάστοτε έννομες τάξεις τα
Κρατών-μελών του ΟΗΕ και να ρυθμιστεί με μια σειρά άλλων νομικών κειμένων το ζήτημα της
τρομοκρατίας. Βλ. ιδίως, Foreword, σελ. iii και General Assembly Resolution 55/25 of 15
November 2000, σελ. 2 και 3 στο
http://www.unodc.org/documents/treaties/UNTOC/Publications/TOC Convention/TOCebook-e.pdf
257
992
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
47 – 48 και ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 315. Για την έννοια του συναγόμενου δόλου από
αντικειμενικές πραγματικές καταστάσεις (“dolus extre”), που εισάγεται με το άρθρο 5 της
Σύμβασης, στο πλαίσιο της προβληματικής του «Ποινικού ∆ικαίου του Εχθρού», βλ. Günther
Jakobs, Το Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού, (μετάφραση
Κωνσταντίνου Βαθιώτη), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 868 επ. και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά
διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»: Από την σανίδα του Καρνεάδη στο
«Ποινικό ∆ίκαιο του Εχθρού», όπ.παρ., ιδίως σελ. 347 επ.
258
993
Βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του ∆ιεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 316.
259
προσπάθειες του ΟΗΕ, που ξεκίνησαν ήδη από την Πέμπτη ∆ιάσκεψη επί της
Προλήψεως του Εγκλήματος και της Μεταχείρισης των Εγκληματιών, που έγινε
το Σεπτέμβρη του 1975 στη Γενεύη και κατά την οποία άρχισε να εστιάζεται η
προσοχή σε διάφορες μορφές διασυνοριακών εγκλημάτων. Οι προσπάθειες
αυτές συνεχίστηκαν κατά την Έκτη Σύνοδο του 1980 στο Καράκας, την Έβδομη
του 1985 στο Μιλάνο, την Όγδοη του 1990 στην Αβάνα994 και την Ένατη του
1995 στο Κάιρο, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων υπήρξε η επανειλημμένη
επισήμανση της αναγκαιότητας για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής διεθνούς
συνεργασίας για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας.
Όλες αυτές οι πολυετείς προσπάθειες οδήγησαν στην υπογραφή της
Σύμβασης κατά της διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών,
που υπογράφηκε στη Βιέννη το 1988995 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν.
1990/1991. Το διεθνές κατασταλτικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των
ναρκωτικών συμπληρώνουν η Ενιαία Σύμβαση του ΟΗΕ του 1961 για τις
ναρκωτικές ουσίες, όπως τροποποιήθηκε με το από 25-3-1972 Πρωτόκολλο996,
καθώς και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τις ψυχότροπες ουσίες του 1971, η οποία
κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 348/1976.
Ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί, επίσης, η Σύμβαση κατά της διαφθοράς που
υπογράφηκε στη Μερίντα του Μεξικού το 2003997. Η Σύμβαση αυτή αποτελεί το
μοναδικό παγκόσμιο νομικά δεσμευτικό εργαλείο ενάντια στη διαφθορά998. Η
994
Για μια συνοπτική παρουσίαση των ζητημάτων που ανεφύησαν και των πορισμάτων των
προπαρασκευαστικών συνεδρίων που διεξήχθησαν στα πλαίσια του ΟΗΕ από το 1985 έως το
1995, βλ. Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία
και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και προσφάτων εκδηλώσεων
διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 501 – 505.
995
Για την στρατηγική του ΟΗΕ κατά των ναρκωτικών και τον τρόπο εφαρμογής των διεθνών
συνθηκών κατά των ναρκωτικών, ιδίως της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διακίνησης ναρκωτικών
φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών του 1988, βλ. ιδίως, International Narcotics Control Board
(INCB), Report of the International Narcotics Control Board (INCB) for 2009, United Nations
Publications, Vienna, 2010, σελ. 1 επ.
996
Η Ενιαία Σύμβαση του ΟΗΕ του 1961 για τις ναρκωτικές ουσίες κυρώθηκε από την Ελλάδα με
το Ν∆ 1105/1972, ενώ το τροποποιητικό της Πρωτόκολλο κυρώθηκε με το Ν. 1549/1985.
997
Το σχέδιο της Σύμβασης για την καταπολέμηση της διαφθοράς υιοθετήθηκε από τη Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με την απόφαση 58/4 της 31ης Οκτωβρίου 2003. Η Σύμβαση
του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς άνοιξε προς υπογραφή από τις 9 έως τις 11 ∆εκεμβρίου 2003 στην
Μερίντα του Μεξικού.
998
Για μια συνεκτική επιθεώρηση των διεθνών προσπαθειών για την καταπολέμηση της
διαφθοράς, βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η ∆ιαφθορά, όπ.παρ., ιδίως σελ. 63 – 97. Εξάλλου, η
καταπολέμηση της διαφθοράς μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το συνδυασμό διεθνών και εθνικών
πρωτοβουλιών. Καθοριστικό παράγοντα επιτυχία των όποιων μέτρων λαμβάνονται, αποτελεί η
αμέριστη υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών. Για μια ανάλυση της προβληματικής αυτής μέσα
263
από συγκεκριμένα παραδείγματα, βλ. Holger Moroff / Diana Schmidt – Pfister, Anti-corruption
movements, mechanisms, and machines – an introduction, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010,
σελ. 89 επ., Sebastian Wolf, Assessing Europe’s anti-corruption performance: views from the
Council of Europe, OECD, and Transparency International, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010,
σελ. 99 επ., Lili Di Puppo, Anti-corruption interventions in Georgia, Global Crime, vol. 11, no. 2,
2010, σελ. 220 επ. και Ǻse Berit Grødeland, Elite perceptions of anti-corruption efforts in Ukraine,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 237 επ. Για μια ανάλυση, τέλος, των επιπτώσεων της
«θεσμοποίησης» (“institutionalisation”) σε παγκόσμιο επίπεδο των προσπαθειών για την
καταπολέμηση της διαφθοράς, βλ. Steven Sampson, The anti-corruption industry: from
movement to institution, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 261 επ.
999
Η ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της Σύμβασης, η οποία
υποχρεώνει τα Κράτη-μέλη να τυποποιήσουν, εκτός από κλασσικές, και νέες μορφές διαφθοράς,
όπως είναι η εξαγορά επιρροής και το ξέπλυμα περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από τη
διαφθορά. Τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται, επίσης, να πατάξουν πράξεις συγγενούς
εγκληματικότητας για την παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. Η Σύμβαση αναφέρεται, τέλος και στην
διαφθορά που αφορά τον ιδιωτικό τομέα. Για μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών ρυθμίσεων
της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, βλ. ∆ημοσθένη Χρυσικού / ∆ημητρίου Βλάσση, Η
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της ∆ιαφθοράς ως μεταίχμιο και σημείο αναφοράς των
σχετικών πρωτοβουλιών και δράσεων της διεθνούς κοινότητας, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 723 επ.,
ιδίως 725 επ.
1000
Ειδικότερα, η Σύνοδος των Κρατών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Παλέρμο έχει
συνεδριάσει από 28/6 έως 9/7/2004, από 10-21/10/2005, από 9-18/10/2006, από 8-17/10/2008
264
και από 18-22/10/2010 στη Βιέννη. Για τα έγγραφα και τις αποφάσεις αυτών των Συνόδων βλ.
αναλυτικά, http://www.unodc.org/unodc/en/treaties/CTOC/CTOC-COP.html?ref=menuside
1001
Με την καταπολέμηση των ναρκωτικών ασχολείται, επίσης, η Επιτροπή του ΟΗΕ για την
Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική ∆ικαιοσύνη, καθώς και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα
ναρκωτικά (The Commission on Narcotic Drugs – CND).
1002
Για τις δράσεις του UNODC και τις μελέτες που εκπονούνται υπό την αιγίδα του, βλ.
αναλυτικά την ιδιαίτερα ενημερωμένη ιστοσελίδα του,
http://www.unodc.org/unodc/index.html?ref=menutop
1003
Το Πρόγραμμα αυτό εγκαθιδρύθηκε το 1997 κατόπιν της εντολής που δόθηκε στο UNODC
από τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών
του 1988, η οποία ενδυναμώθηκε από την Πολιτική ∆ιακήρυξη του 1998 και από τα μέτρα ενάντια
στο ξέπλυμα που υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κατά την 20η ειδική
συνεδρίαση, τα οποία διεύρυναν το πεδίο της εντολής προς το UNODC ούτως ώστε να καλύπτει
πλέον όλα τα σοβαρά εγκλήματα και όχι μόνο τις παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.
265
μελών τόσο σε σχέση με την υιοθέτηση μέτρων ενάντια στο ξέπλυμα και στη
χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όσο και σε πρακτικό επίπεδο1004, παρέχοντας
τεχνική υποστήριξη κατά τον εντοπισμό, την κατάσχεση και τη δήμευση
προϊόντων του εγκλήματος.
Το UNODC λόγω και του ειδικού ρόλου1005 που έπαιξε κατά την εκπόνηση
και διαπραγμάτευση της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς του 2003
αποτελεί το θεματοφύλακά της. Μέσω του Θεματικού του Προγράμματος κατά
της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος λειτουργεί ως πηγή βοήθειας για
τα Κράτη-μέλη όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των προβλέψεων της
Σύμβασης. Βοηθά ιδιαίτερα τα Κράτη-μέλη που έχουν ευάλωτες ή μεταβατικές
οικονομίες στην εφαρμογή μέτρων κατά της διαφθοράς στον δημόσιο και τον
ιδιωτικό τομέα. Παρέχει την απαραίτητη τεχνική βοήθεια, η οποία αναγνωρίζεται
μέσω των εκθέσεων που υποβάλουν τα Κράτη-μέλη, αναλύει τα κενά στην
εφαρμογή της Σύμβασης κατά της διαφθοράς και με τον τρόπο αυτό θέτει
προτεραιότητες για την παροχή τεχνικής βοήθειας και προτείνει τις ανάλογες
λύσεις.
Το UNODC έχει αναπτύξει, επίσης, μια σειρά από εργαλεία για να
βοηθήσει τα Κράτη-μέλη να αναπτύξουν και να θέσουν σε εφαρμογή
προγράμματα προστασίας μαρτύρων. Μία από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες
του σ’ αυτό το πεδίο είναι η εκπόνηση ενός εγχειριδίου1006 τον Φεβρουάριο του
2008, το οποίο παρέχει μια πλήρη εικόνα των διαθέσιμων μέτρων προστασίας
μαρτύρων και προτείνει τρόπους για την υιοθέτηση και την ενσωμάτωση των
μέτρων αυτών στις εσωτερικές έννομες τάξεις των Κρατών-μελών. Οι προτάσεις
αυτές αναπτύχθηκαν σε μια σειρά περιφερειακών συναντήσεων με την ενεργό
συμμετοχή αντιπροσώπων των διωκτικών αρχών των Κρατών-μελών
(συμμετείχαν περισσότερα από 60 Κράτη-μέλη) και απηχούν την εμπειρία από
1004
Κάποιες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πλευρές της πρακτικής βοήθειας που παρέχει το Παγκόσμιο
Πρόγραμμα στα Κράτη-μέλη αποτελεί η εκπαίδευση των επιφορτισμένων με την έρευνα και τη
δίωξη αξιωματούχων σε ζητήματα έρευνας και δίωξης πολυσύνθετων οικονομικών εγκλημάτων, η
ενδυνάμωση της διεθνούς και περιφερειακής συνεργασίας μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών
και αμοιβαίας νομικής βοήθειας, αλλά και η γενικότερη αρωγή των Κρατών-μελών σε νομικό,
επιχειρησιακό, αλλά και οικονομικό επίπεδο.
1005
Το UNODC εκπόνησε το Σχέδιο της Σύμβασης κατά της διαφθοράς, υπήρξε ο
διαπραγματευτής της εκ μέρους του ΟΗΕ, ορίστηκε Γραμματεία της ∆ιάσκεψης των Κρατών-
μελών της Σύμβασης και αποτελεί τον μηχανισμό ελέγχου της εφαρμογής της.
1006
Βλ. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Good Practices in the Protection of
Witnesses in Criminal Proceedings Involving Organized Crime, New York, 2008, διαθέσιμο
ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/organized-crime/Witness-protection-manual-
Feb08.pdf
266
1007
Στη FATF συμμετέχουν οι κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Αυστραλίας, της Αυστρίας, του
Βελγίου, της Βραζιλίας, του Καναδά, της ∆ανίας, της Φιλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της
Ελλάδας, του Χονγκ-Κονγκ, της Κίνας, της Ισλανδίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας,
του Λουξεμβούργου, του Μεξικού, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της
Πορτογαλίας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Νότιας Αφρικής, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της
Ελβετίας, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, καθώς και δύο περιφερειακοί
οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) και τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου
Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council).
1008
Στο ερώτημα τι ακριβώς είναι απαντά η ίδια ότι: «Η FATF είναι ένα διακυβερνητικό σώμα του
οποίου ο σκοπός είναι η ανάπτυξη και προαγωγή πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές
επίπεδο, για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος. Η Ομάδα ∆ράσης συνεπώς είναι ένα
«σώμα δημιουργίας πολιτικής», το οποίο εργάζεται για να γενικεύσει την απαραίτητη πολιτική
βούληση για εισαγωγή νομοθετικών και ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να
καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της
«βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 351, υποσημ. 3.
267
χρήματος1009. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από το έτος 1990 προώθησε 40 συστάσεις,
που έκτοτε έχουν αναθεωρηθεί, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι οποίες αφορούν το σύστημα
απονομής ποινικής δικαιοσύνης και τις διωκτικές αρχές, το οικονομικό σύστημα
και τη ρύθμισή του, καθώς και τη διεθνή συνεργασία.
Η διατύπωση συστάσεων και συναφών ερμηνευτικών υποσημειώσεων
από την άτυπη αυτή διακυβερνητική Επιτροπή εκφράζει, σε κάθε περίπτωση, τη
συνισταμένη των βουλήσεων των κυβερνήσεων και των περιφερειακών
οργανισμών που συμμετέχουν, αλλά επ’ ουδενί οι συστάσεις αυτές δεν μπορεί να
θωρηθεί ότι αποτελούν «διεθνές νομικό μέσο»1010 ή ότι ενέχουν έναν βαθμό
υποχρεωτικότητας για λήψη συγκεκριμένων μέτρων1011.
Οι κυριότερες δραστηριότητες της FATF1012 είναι η παρακολούθηση της
προόδου που σημειώνουν τα μέλη της στον τομέα της εισαγωγής μέτρων ενάντια
στο ξέπλυμα, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μιας διφυούς διαδικασίας, δηλαδή,
αφενός, μέσω της ετήσιας αυτό-αποτίμησης των μελών και αφετέρου, μέσω μιας
πιο εμπεριστατωμένης αμοιβαίας εκτίμησης, η οποία συνίσταται στην
ανασκόπηση των τάσεων στο ξέπλυμα χρήματος, των τεχνικών που
χρησιμοποιούνται, καθώς και του αντίκτυπου που αυτές έχουν στα μέτρα
καταπολέμησής του, καθώς και στις 40 Συστάσεις του σώματος. Εξάλλου,
1009
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 352.
1010
Όπως ορθά επισημαίνει ο ∆ημήτραινας, «…δεν προκύπτει ούτε ο τρόπος με τον οποίο
δόθηκαν στη FATF οι αρμοδιότητες να συστήνει διαδικασίες και κατευθύνσεις εναρμόνισης του
ποινικού δικαίου των μελών της ούτε αν οι αρμοδιότητες αυτές είναι ειδικές ή γενικές, ούτε αν είναι
περιορισμένες ή απεριόριστες. Πολύ περισσότερο δεν προκύπτει αν η διαδικασία αυτή και οι
συστάσεις που αποτυπώνονται σέβεται τις αποτυπωμένες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση
∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου βασικές αρχές του νομικού μας πολιτισμού, αρχές με συνταγματική
κατοχύρωση στα περισσότερα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 352, υποσημ. 10, Βλ. επίσης, του
ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις
δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό
το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών
στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 954, υποσημ. 59. Βλ.
τέλος και Petrus van Duyne, Crime and commercial activity: an introduction to two half-brothers,
όπ.παρ., σελ. 4, σύμφωνα με τον οποίο, «Η ισχύς που διαθέτει η FATF στο ζήτημα του
ξεπλύματος χρήματος ξεπερνά ο,τιδήποτε θα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν ανεπίσημο
όμιλο. Μπορεί να βάλει στη μαύρη λίστα χώρες και περιοχές επειδή δεν συμμορφώνονται με τις
συστάσεις της, αν και αυτή η μεταχείριση (χωρίς δικαίωμα έφεσης) φαίνεται να επιφυλάσσεται
μόνο για εκείνους που δεν είναι μέλη».
1011
Κατά συνέπεια, η υιοθέτηση των συστάσεων της FATF, συνιστά συγκεκριμένη νομοθετική
επιλογή και όχι προσαρμογή εθνικής νομοθεσίας σε διεθνές νομικό μέσο.
1012
Για τις αρμοδιότητες και τη δράση της FATF, βλ. συνοπτικά, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Η
∆ιαφθορά, όπ.παρ., σελ. 90 – 94.
268
1013
Βλ. Hans Jörg Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση
της Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, (μετάφραση Στέφανου Καρεκλά), Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 985,
όπου, επίσης, αναφέρει ότι οι συστάσεις που εξέδωσε η FATF κατά τη συνάντησή της το διήμερο
29-30 Οκτωβρίου 2001 για τον έλεγχο της διεθνούς τρομοκρατίας, επικεντρώνονται κυρίως «στη
διεύρυνση των δυνατοτήτων παγώματος λογαριασμών και κατασχέσεως περιουσιακών
στοιχείων, στην εναρμόνιση των ποινικών νόμων που αφορούν στη χρηματοδότηση της διεθνούς
τρομοκρατίας, καθώς και στη δημιουργία και εφαρμογή προτύπων κατά της νομιμοποιήσεως
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω εναλλακτικών συστημάτων μεταφοράς κεφαλαίων
(όπως η Habalah)». Βλ επίσης Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1480
– 1481.
1014
Η Interpol διαθέτει τέσσερα όργανα. Τη Γενική Συνέλευση, την Εκτελεστική Επιτροπή, τα
εθνικά Εγκληματολογικά Γραφεία και τη Γενική Γραμματεία. Επίσημες γλώσσες της είναι η
γαλλική, η αγγλική, η ισπανική και η αραβική. Βλ.http://www.interpol.int/public/icpo/default.asp
1015
Η διεθνής αστυνομική συνεργασία δεν αποτελεί ένα νέο φαινόμενο. Ήδη από το έτος 1888 το
Βέλγιο, η Ολλανδία και η Αυστρία είχαν αποφασίσει στο Αμβούργο να δημιουργήσουν ένα
συνδεδεμένο κέντρο πληροφοριών, με σκοπό να συλλέγουν στοιχεία για τους εγκληματίες που
λειτουργούν στις διάφορες χώρες. Ενώ και η Ιταλία, ως απάντηση στις επιθέσεις των αναρχικών
επέλεξε να διοργανώσει μια συνάντηση, το 1898, στη Ρώμη, για να βελτιώσει τη συνεργασία
μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων. Ο στόχος αυτής της συνάντησης ήταν να ιδρύσει ένα σώμα,
που θα συγκέντρωνε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την αναρχία. Βλ. Lode van
Outrive, European Parliament Committee on civil liberties and internal affairs working document
on police cooperation, στο Vincenzo Ruggiero, Citizenship, Human Rights and Minorities:
Rethinking Social Control in the New Europe (XX Conference of the European Group for the
study of Deviance and Social Control, Padova 3 – 6 September 1992), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 41 – 42.
269
μελών της, κάτι που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των Κρατών που συμμετέχουν
δεν δεσμεύονται ως προς τη συνεργασία. ∆εν έχει χαρακτήρα διεθνούς
οργάνωσης και αποτελεί φορέα μη κυβερνητικό. Εντούτοις, διαθέτει πολλά από
τα χαρακτηριστικά μιας διεθνούς οργάνωσης, καθώς η πράξη προσχώρησης
κάποιας χώρας, στηρίζεται σε κυβερνητική απόφαση, οι δαπάνες συντήρησης και
λειτουργίας της καλύπτονται από τα μέλη, οι εκπρόσωποι στις γενικές
συνελεύσεις διορίζονται από την κυβέρνησή τους και είναι αναγνωρισμένος
φορέας από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο της
Ευρώπης1016. Η συμφωνία συνεργασίας, μάλιστα, που συνήψε με το Οικονομικό
και Κοινωνικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, το έτος 1971, προσέδωσε στην
Interpol το κύρος της αναγνώρισης από τον ΟΗΕ ως ενός σώματος που
ρυθμίζεται από το διεθνές δίκαιο1017. Η ειδική αυτή σχέση με τον ΟΗΕ
ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας
μεταξύ των δύο οργανισμών τον Οκτώβριο του 19961018. Οι λόγοι αυτοί
οδήγησαν τους μελετητές στο χαρακτηρισμό της ως «μορφής διεθνούς δημόσιας
υπηρεσίας διακρατικού οργανισμού de facto» ή ως «διεθνή οργανισμό sui
generis»1019.
Στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας της Interpol λειτουργούν ο τομέας
πολιτικής και διαχείρισης, ο τομέας μελέτης και έρευνας, ο τομέας της
αστυνομίας, ο διοικητικός τομέας και ο τομέας υποστήριξης. Είναι προφανές από
τη ίδια τη δομή, αλλά και από τους διακηρυγμένους στόχους της ότι δεν έχει
επιχειρησιακό χαρακτήρα και δεν επεμβαίνει στην καταδίωξη εγκλημάτων, αλλά
αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ένα δίκτυο ροής και επεξεργασίας αστυνομικών
1016
Στη 16η Γενική Συνέλευση της Interpol, που έγινε το 1947 στο Παρίσι, συζητήθηκε το θέμα
των σχέσεών της με τον ΟΗΕ και αποφασίστηκε ότι: «Η Interpol (…) θεωρεί επιθυμητό το να
διατηρήσει σχέσεις με τον ΟΗΕ σε συμβουλευτικό επίπεδο, ενώ, ταυτόχρονα, θα διατηρεί την
ανεξαρτησία της» . Βλ. International Criminal Police Commission (ICPC) Review, (2nd year), no. 9,
1947, σελ. 20.
1017
Βλ. Lode van Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs
working document on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 56 – 57.
1018
Η συμφωνία συνεργασίας μεταξύ ΟΗΕ και Interpol δίνει το status του παρατηρητή κατά τις
Γενικές Συνελεύσεις τους σε αντιπρόσωπο του κάθε οργανισμού και υπογραμμίζει ως πεδίο
συνεργασίας τους την ανταπόκριση στις ανάγκες της διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση
του εγκλήματος, την υποβοήθηση των Κρατών στην μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος,
την θέση σε εφαρμογή των αποφάσεων των διεθνών δικαστικών σωμάτων, την υλοποίηση
κοινών ερευνών (joint investigations) με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης και την εγκαθίδρυση
κοινών βάσεων δεδομένων για ποινικά ζητήματα. Βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/ICPO/IntLiaison/UN.asp
1019
Βλ. Κωνσταντίνου Γαρδίκα, Η διεθνής των αστυνομικών συνεργασία. Η Interpol, ΠοινΧρ,
1962, σελ. 473.
270
1024
Βλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
441.
1025
Η συμμετοχή της Interpol σ’ αυτό το επίπεδο, δίνει τη δυνατότητα συσχετισμού φαινομενικά
άσχετων μεταξύ τους υποθέσεων οργανωμένου εγκλήματος.
1026
Βλ. http://www.interpol.int/Public/OrganisedCrime/default.asp
1027
Για τη δράση της Interpol στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών, βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/Drugs/default.asp
272
Η περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, κατά τα τελευταία χρόνια, βιώνει,
σύμφωνα με τους τοπικούς πολιτικούς ηγέτες, τους διπλωμάτες και τους ειδικούς
αναλυτές μια διαδικασία σύνθετης και ραγδαίας αλλαγής στα ζητήματα της
ασφάλειας, καθώς η οικονομική κρίση που συναρτάται με την πολιτική κρίση σε
διάφορες κρατικές οντότητες της περιοχής, οι πάσης φύσεως τοπικοί πόλεμοι και
η αυξανόμενη δραστηριότητα του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος
δημιουργούν ένα σκηνικό κάθε άλλο παρά σταθερό και προβλέψιμο. Αποτέλεσμα
αυτής της σύνθετης κατάστασης είναι η διαμόρφωση ενός δικτύου διμερών και
πολυμερών σχέσεων μεταξύ των Κρατών της περιοχής, με πρωταρχικό στόχο
την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, την ανάπτυξη της προληπτικής
διπλωματίας και την αποτελεσματικότερη δυνατή διαχείριση των κρίσεων1029. Στο
πλαίσιο αυτό, η ASEAN (Association of South East Asian Nations)1030 σε
συνεργασία με το ARF (ASEAN Regional Forum)1031 έχουν αναπτύξει
πολυμερείς θεσμικούς τοπικούς μηχανισμούς ασφαλείας τόσο επίσημα, σε
1028
Για τη δράση της Interpol στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς, βλ. αναλυτικά,
http://www.interpol.int/Public/Corruption/corruption.asp
1029
Βλ. John McFarlane, International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track
Mechanisms, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology, με τίτλο
“Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη
ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
1030
Η ASEAN αποτελείται από το συνασπισμό των χωρών Μπρουνέι, Καμπότζη, Ινδονησία,
Λάος, Μαλαισία, Μυανμάρ (Μπούρμα), Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ.
1031
Στο ARF συμμετέχουν σε επίπεδο «διαλογικών εταίρων» (“dialogue partners”), εκτός από τις
χώρες της ASEAN, και η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ινδία, η
Ιαπωνία, η Μογγολία, η Νέα Ζηλανδία, η Παπούα Νέα Γουινέα, η Ρωσία, η Νότια Κορέα και οι
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
273
1032
Το ενδιαφέρον των υπουργών για την καταπολέμηση του υπερεθνικού οργανωμένου
εγκλήματος, έχει εκδηλωθεί επανειλημμένως. Χαρακτηριστική είναι η ∆ήλωση στο πλαίσιο του
3ου ASEAN Regional Forum τον Ιούλιο του 1996, ότι θα πρέπει να γίνει αντικείμενο σοβαρής
σκέψης το ζήτημα «της διακίνησης ναρκωτικών και τα σχετικά διακρατικά ζητήματα, όπως τα
οικονομικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένου του ξεπλύματος χρήματος, τα οποία θα
μπορούσαν να συνιστούν απειλές για την ασφάλεια των χωρών της περιοχής». Πολύ σημαντικές
υπήρξαν, επίσης, η ∆ήλωση της Μανίλα για το υπερεθνικό έγκλημα της 20ης ∆εκεμβρίου 1997, η
∆ήλωση της Μανίλα της 25ης Μαρτίου 1998 για την παρεμπόδιση και τον έλεγχο του υπερεθνικού
εγκλήματος και η υιοθέτηση του Σχεδίου ∆ράσης της ASEAN για την Καταπολέμηση του
∆ιακρατικού Εγκλήματος, που αποφασίστηκε στην Γιανγκόν του Μυανμάρ στις 23 Ιουνίου 1999.
Βλ. John McFarlane, International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track
Mechanisms, όπ.παρ., σελ. 7.
1033
Η πιο φιλόδοξη πρωτοβουλία της ASEAN σε ανεπίσημο επίπεδο (second track mechanism),
υπήρξε η ίδρυση του Συμβουλίου για τη Συνεργασία σε θέματα Ασφαλείας στην Ασία και τον
Ειρηνικό (Council for Security Cooperation in the Asia-Pacific – CSCAP). Κατά τη διάρκεια μιας
συνάντησης ινστιτούτων στρατηγικών σπουδών από δέκα χώρες της περιοχής της Ασίας και του
Ειρηνικού, που έγινε στη Σεούλ από 1-3 Νοεμβρίου 1992, προτάθηκε η δημιουργία ενός μόνιμου
δικτύου ανάπτυξης του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών της περιοχής, που να
λειτουργεί περίπου ως “think tank” για την κατανόηση και αποτελεσματική αντιμετώπιση κρίσιμων
ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας, μεταξύ των οποίων και το υπερεθνικό οργανωμένο
έγκλημα. Η πρωτοβουλία αυτή στέφθηκε με επιτυχία, καθώς το CSCAP ιδρύθηκε επισήμως στην
Κουάλα Λουμπούρ, στις 8 Ιουνίου 1993. Στο CSCAP συμμετέχουν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο
Καναδάς, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ινδονησία, η Ινδία ως συνδεδεμένο μέλος, η Ιαπωνία, η
Μαλαισία, η Μογγολία, η Νέα Ζηλανδία, η Βόρεια Κορέα, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες, η Ρωσία,
η Σιγκαπούρη, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Επίσης έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να
συμμετάσχουν και οι Καμπότζη και η Παπούα Νέα Γουϊνέα. Το CSCAP καθοδηγείται από μια
Οργανωτική Επιτροπή (Steering Committee), που συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο, κάθε Ιούνιο
και ∆εκέμβριο και στο πλαίσιό του έχουν δημιουργηθεί Ομάδες Εργασίας για τη ναυτιλιακή
συνεργασία, για την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη μέτρων ασφαλείας, για την περιεκτική και
συνεργατική ασφάλεια, για το Βόρειο Ειρηνικό και για το διασυνοριακό έγκλημα. Το ∆εκέμβριο
του 1996 δημιουργήθηκε η Ομάδα Εργασίας για το διακρατικό έγκλημα με στόχους την
εμβάθυνση της κατανόησης, την επίτευξη μιας γενικότερης συμφωνίας όσον αφορά τις κυριότερες
τάσεις του διακρατικού εγκλήματος στο σύνολο της περιοχής, την μελέτη συγκεκριμένων
πρακτικών μέτρων που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν, την ενθάρρυνση των χώρων της
περιοχής να υιοθετήσουν τις Συμβάσεις και τα Πρωτόκολλα του ΟΗΕ για το διακρατικό
οργανωμένο έγκλημα και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των διωκτικών μηχανισμών.
Αποτέλεσμα των εργασιών της Ομάδας αυτής υπήρξε η επίτευξη συμφωνίας σε μια λίστα
δεκαεννέα «εγκληματικών τύπων», που επηρεάζουν το σύνολο της περιοχής, ενώ περαιτέρω,
συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της παράνομης
διακίνησης όπλων, της παραχάραξης, της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών, των διεθνών
εγκληματικών δραστηριοτήτων του λευκού περιλαιμίου, του ξεπλύματος χρήματος, της
παράνομης διακίνησης πυρηνικών υλικών και των εγκλημάτων τεχνολογίας. Βλ. John McFarlane,
International Co-Operation Against Transnational Crime: Second Track Mechanisms, όπ.παρ.,
σελ. 3 και 4. Για λεπτομέρειες της ∆ήλωσης της Κουάλα Λουμπούρ και του Καταστατικού Χάρτη
του CSCAP, βλ. http://www.cscap.org
1034
Η Aseanapol ιδρύθηκε στο πλαίσιο της ASEAN με πρότυπο τη Europol, έχει, όμως, μια
εντελώς διαφορετική βάση και δεν έχει ακόμη αναπτύξει ένα αποτελεσματικό μηχανισμό που να
καλύπτει ολόκληρη την περιοχή αναφοράς της, δηλαδή την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η
Aseanapol συγγενεύει μάλλον περισσότερο με τo forum της «∆ιάσκεψης των Επιτρόπων»
(“Commissioner’s Conference forum”) και σε καμιά περίπτωση δεν απολαμβάνει της ίδιας
κρατικής υποστήριξης και καθοδήγησης σε σχέση με τη Europol.
1035
Η FANC είναι ένας διεθνής οργανισμός, που ιδρύθηκε το 1978 έχει έδρα την Ταϊλάνδη και
στον οποίο συμμετέχουν 22 αρχές, μεταξύ των οποίων η Interpol και το UNODC, από 18
διαφορετικές χώρες. Η επιτυχία της στην καταπολέμηση των ναρκωτικών στην περιοχή
δημιούργησαν την ανάγκη να ιδρυθεί και η FANC Νοτιοδυτικής Ασίας, στη οποία συμμετέχουν 14
274
αρχές από 13 διαφορετικές χώρες, οι οποίες συνεργάζονται στο επίπεδο της έγκαιρης παροχής
πληροφοριών και μεθοδολογίας σχετικά με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Βλ.
Mick Palmer, International Collaboration by Law Enforcement Agencies, εισήγηση σε συνέδριο
του Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au, σελ. 8.
1036
Ibid, σελ. 4.
1037
Η Συνάντηση των Αξιωματικών Συνδέσμων ενάντια στα ναρκωτικά για τη διεθνή συνεργασία
αποτελεί ένα forum, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στους αντιπροσώπους της Ασίας και του
Ειρηνικού, αλλά συμμετέχουν σ’ αυτό και οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Γερμανία, η
Ολλανδία, η Γαλλία και η Ρουμανία.
1038
Για έναν πλήρη κατάλογο των νομοθετικών κειμένων της ΕΕ στο πεδίο της αντιμετώπισης του
οργανωμένου εγκλήματος, βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on International and
European Criminal Law, (6th edition), Maklu, Antwerpen, 2010.
275
1039
Τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές αυτού του είδους της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας
είχαν ήδη σκιαγραφήσει διάφορες συνελεύσεις του ΟΗΕ περιφερειακές συνελεύσεις, αλλά και
συνθήκες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, που σχετίζονταν με τον έλεγχο
του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος, της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, του οικονομικού εγκλήματος, της παράνομης μετανάστευσης και της αφανούς
οικονομίας. Βλ. αναλυτικά Μαίρης Μπόση, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές
Περιβάλλον, όπ.παρ., σελ. 45 επ. και Hans Jörg Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η
Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση της Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 985.
1040
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την
αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 191 και
της ιδίας, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος, Εισήγηση στο πλαίσιο τριήμερου σεμιναρίου για το οργανωμένο έγκλημα που
διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Σπουδών του ΑΠ∆ τον ∆εκέμβριο του
2005, διαθέσιμη ηλεκτρονικά,
http://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum1/p025037_%28kastanidou%29.pdf, σελ. 1-
32. Ο Albrecht, εξάλλου, υποστηρίζει ότι αυτές οι κοινές πολιτικές, που συνδυάζουν νόμους για τη
μετανάστευση, την αστυνόμευση, τις μυστικές υπηρεσίες και τις τηλεπικοινωνίες, το ουσιαστικό
και το δικονομικό ποινικό δίκαιο, οικονομικούς νόμους, νόμους για τη δημόσια τάξη, αλλά και τη
νομοθεσία που θεσπίζει συγκεκριμένες εξουσίες για τον έλεγχο επαγγελμάτων σε ευαίσθητους
τομείς δραστηριότητας, αποτελούν τμήμα μιας νομοθεσίας, την οποία εύστοχα χαρακτηρίζει
«νομοθεσία ασφαλείας». Το χαρακτηριστικό μάλιστα αυτής της πολυσχιδούς νομοθεσίας είναι ότι
καταλήγει να εφαρμόζει συμβολικές, κατά κύριο λόγο, πολιτικές απαλλασσόμενη από κάθε έλεγχο
αποτελεσματικότητας και ορθολογικής χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής. Βλ. Hans Jörg
Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου – Συγκριτική ανάλυση της
Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 984 και 987.
1041
Βλ. αναλυτικά, Massimo Fichera, Organised crime: developments and challenges for an
enlarged European Union, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 159 – 191.
1042
Βλ. σχετικά,
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/fight_against_organised_crime/i
ndex_el.htm
276
1043
Σύμφωνα με την Συμεωνίδου-Καστανίδου, οι σχετικές κοινές πρωτοβουλίες που
αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να καταταχθούν σχηματικά
σε πέντε επιμέρους άξονες: 1) στην ενοποίηση της αστυνομικής δράσης, 2) στην ενεργό
κινητοποίηση ομάδων ιδιωτών, όπως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι συμβολαιογράφοι και οι
δικηγόροι, που απέκτησαν ρόλο και αναγκαστική συμμετοχή στη διαδικασία δίωξης πράξεων είτε
τρομοκρατίας είτε σχετιζόμενων με το οργανωμένο έγκλημα, 3) στην προσέγγιση των κυρωτικών
κανόνων, 4) στην εντατικοποίηση των ενεργειών για εντοπισμό και δήμευση των προϊόντων του
εγκλήματος και 5) στην ανάπτυξη της δικαστικής συνεργασίας. Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας
και του οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 191 – 195.
1044
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 230.
277
1045
Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος είχε μάλιστα
διαφανεί και λίγο πιο νωρίς, με την υπ’ αριθμ. 61/308 Οδηγία της 10ης Ιουνίου 1991 της (τότε)
ΕΟΚ, που αφορούσε την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για
τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Οδηγία αυτή στηρίζονταν στα
άρθρα 57 παρ. 2 και 100Α της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΟΚ και διαπνεόταν από την
αντίληψη ότι όταν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί χρησιμοποιούνται για
τη νομιμοποίηση του προϊόντος παράνομων δραστηριοτήτων, μπορεί, σε τελική ανάλυση, να
κλονισθεί όχι μόνο η φερεγγυότητά τους, αλλά και η αξιοπιστία και η σταθερότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα που πρότεινε ήταν η
υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών οργανισμών να
απαιτούν από τους πελάτες τους την απόδειξη της ταυτότητάς τους με επίσημα αποδεικτικά
έγγραφα κατά την εκτέλεση συναλλαγών, την άρση του τραπεζικού απορρήτου και την
υποχρέωσή τους να αναφέρουν κάθε ύποπτη συναλλαγή, που υποπίπτει στην αντίληψή τους,
στις αρμόδιες διωκτικές αρχές.
1046
Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη του Maastricht δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση,
προκειμένου να στεγαστούν ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύο περιοχές συνεργασίας
μεταξύ των Κρατών-μελών, για τις οποίες δεν υπήρχε ακόμη τότε η πολιτική βούληση για την
πλήρη ένταξή τους στην κοινοτική έννομη τάξη, αν και ήταν επιθυμητό κάτι περισσότερο από τον
απλό συντονισμό, αφενός το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και
αφετέρου αυτό της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
1047
Η Συνθήκη του Maastricht κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2077 / 1992.
1048
Βλ. Π. ∆. ∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Maastricht – Μια κριτική ανάλυση,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 20 επ.
1049
Τον Πρώτο Πυλώνα αποτελούσαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Για την Ευρωπαϊκή πολιτική
στο πλαίσιο του Τρίτου Πυλώνα, την εναρμόνιση και την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών σε
ποινικά ζητήματα, βλ. Francesco Calderoni, Organized Crime Legislation in the European Union:
Harmonization and Approximation of Criminal Law, National Legislations and the EU Framework
Decision on the Fight Against Organized Crime, Springer Verlag, New York, 2010, σελ. 7 επ.
1050
Βλ. Νικολάου Σκανδάμη, Ευρωπαϊκό δίκαιο: θεσμοί και έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, (3η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σελ. 41.
278
1051
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 7-12-1998, C 379, σελ. 44.
1052
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 2-12-1998, C 408, σελ. 1 – 4.
1053
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 29-12-1998, L 351.
1054
Πρβλ. Γεωργίου Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ.
52, όπου ασκεί έντονη κριτική για το γεγονός ότι, πέραν του στοιχείου της διαφθοράς, ουδέν άλλο
ποιοτικό στοιχείο συμπεριλαμβάνεται στην προσπάθεια αυτή ορισμού της «εγκληματικής
οργάνωσης», με αποτέλεσμα το πεδίο ποινικοποίησης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης να
είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο.
1055
Βλ. Π. ∆. ∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam – Μια κριτική ανάλυση,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 38 επ. και Γιώργου Παπαδημητρίου, Το
ποινικό φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 131 επ.
279
1056
Για τις πράξεις του Τρίτου Πυλώνα, βλ. Πέτρου Στάγκου / Ευγενίας Σαχπεκίδου, ∆ίκαιο των
Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ.
225 – 330.
1057
Όπως γίνεται φανερό από τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31 ΣΕΕ.
1058
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 324 – 325.
280
1059
Με πρωτόκολλα, τα οποία προσαρτήθηκαν στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
1060
Η επιλογή της ΕΕ να ενσωματώσει στο κοινοτικό κεκτημένο την Συμφωνία Schengen, μάλλον
αποτελεί προσπάθεια να υπερκεραστεί η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των διαδικασιών του Τρίτου
Πυλώνα και των διαδικασιών στο πλαίσιο της διακρατικής Συμφωνίας Schengen. Αξίζει να
σημειωθεί ότι και μετά την ενσωμάτωση του κεκτημένου Schengen στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη,
η Συνθήκη Schengen εξακολουθούσε, ασφαλώς, να αναπτύσσει ενέργεια και εκτός κοινοτικού
πλαισίου στις περιπτώσεις χωρών, όπως η ∆ανία, που δεν ήταν ταυτόχρονα Κράτη-μέλη της ΕΕ.
Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, (Annual policy paper on the
interrelation between internal and external security of the future Europe, D38c/Team 23), Paper
presented at the tenth Biennal International Conference Organized by the European Union
Studies Association on the 17-19 May 2007 in Montreal Canada, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά,
http://aei.pitt.edu/7953/1/luif-p-10h.pdf, σελ. 7 – 8.
1061
Ως συνέπεια της «κοινοτικοποιήσεως» σημαντικού μέρους των περιοχών δικαιοσύνης και
εσωτερικών υποθέσεων υιοθετήθηκε ένας νέος τίτλος IV, που έλαβε θέση στη Συνθήκη της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας αμέσως μετά τον τίτλο ΙΙΙ για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων,
υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στον Τρίτο Πυλώνα, μετά από αυτή την εξέλιξη, παραμένει πλέον
μόνο η διακρατική αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, που ρυθμίζεται
για το λόγο αυτό όχι στη ΣυνθΕΚ, αλλά στη ΣυνθΕΕ. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Π. ∆.
∆αγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam, όπ.παρ., σελ. 36 – 40.
1062
Βλ. Ιωάννη Μπακόπουλου, Ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και συνεργασίας των Κρατών
μελών στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ελλ∆κνη, 2004, ιδίως σελ. 1000 και 1005.
1063
Η Συμφωνία Schengen, που υπογράφηκε με απόλυτη μυστικότητα στις 14-6-1985, πριν
ενσωματωθεί στο «κοινοτικό κεκτημένο» αποτέλεσε, αρχικά, ένα φορέα διακυβερνητικής
συνεργασίας και προέβλεπε τη σταδιακή κατάργηση όλων των συνοριακών και τελωνειακών
διατυπώσεων εντός των εσωτερικών συνόρων της περιοχής που καλύπτονταν από τις χώρες
που είχαν προσχωρήσει σ’ αυτήν. Στη συνέχεια, στις 19-6-1990 τα ιδρυτικά Κράτη-μέλη
υπέγραψαν την Συμπληρωματική Συμφωνία Schengen, η οποία αποτελούσε μία περαιτέρω
επεξεργασία της αρχικής Συμφωνίας και περιελάμβανε όλα τα αντισταθμιστικά μέτρα που
απαιτούνταν, προκειμένου αφενός, να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και
αφετέρου, να διαφυλαχθεί η ασφάλεια και να παρεμποδιστεί η παράνομη μετανάστευση από
τρίτες χώρες. Οι συμφωνίες αυτές είναι οι πρώτες, που συνήφθησαν στο πλαίσιο της ΕΕ, και δεν
281
αστυνομικής1064 και της δικαστικής συνεργασίας, ενώ, εισήγαγε για πρώτη φορά
ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Κρατών-μελών, στο πλαίσιο
μιας κοινής βάσης δεδομένων.
Η αστυνομική συνεργασία διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο με τη
Σύμβαση Prüm1065, που έγινε γνωστή και ως Schengen III1066 και η οποία
αντανακλά σε έναν βαθμό την περίπλοκη δομή του Χώρου Ελευθερίας,
Ασφάλειας και ∆ικαιοσύνης, ο οποίος μοιράζεται μεταξύ του Πρώτου και του
Τρίτου Πυλώνα, καθώς και του «κεκτημένου Schengen»1067, καθώς αποτελεί ένα
μείγμα νεωτερισμών, τους οποίους θα εξετάσουμε αναλυτικά στην επόμενη
παράγραφο, όπως είναι, για παράδειγμα, η αυτοματοποιημένη έρευνα στις
προτάσσουν ως στόχο την οικονομική, αλλά την πολιτική ενοποίηση των Κρατών-μελών.
Επομένως, θα έπρεπε να ομιλούμε όχι για Συμφωνία, αλλά για Συμφωνίες Schengen, έχει, όμως,
επικρατήσει να αναφερόμαστε σε αυτές, ως Συμφωνία Schengen. Η Ελλάδα προσχώρησε στις
Συμφωνίες αυτές στις 6-11-1992 και στη συνέχεια τις κύρωσε με το Ν. 2514/1997 (ΦΕΚ Α’
140/1997). Βλ. αντί άλλων, Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική»
ασφάλεια, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 59.
1064
Για πρώτη φορά στην ιστορία της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας δημιουργήθηκε ένα
συμβατικό θεσμικό πλαίσιο υλοποίησής της, παρά τις όποιες ασάφειες και τα εγγενή προβλήματά
του. Βλ. σχετικά, Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική» ασφάλεια,
όπ.παρ., σελ. 60. Για τους τρόπους με τους οποίους αναπτύχθηκε η ευρωπαϊκή αστυνομική
συνεργασία από το 1970 και μετά μέσω μιας σειράς ad hoc εξελίξεων και δημιουργίας διαφόρων
δομών, οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, τείνουν να αλληλοεπικαλύπτονται, βλ. Willy
Bruggeman, Η διεθνής συνεργασία για την εφαρμογή του νόμου: Μία κριτική προσέγγιση,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1064 επ.
1065
Η Σύμβαση Prüm υπεγράφη στις 27 Μαΐου 2005 στο Prüm της Γερμανίας από επτά χώρες,
τη Γερμανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Ενώ, στη συνέχεια, στις 5 ∆εκεμβρίου 2006, υπεγράφη στις Βρυξέλλες, η ∆ιοικητική και Τεχνική
Συμφωνία Εφαρμογής της Σύμβασης Prüm. Η Σύμβαση αυτή υπήρξε κατά ένα μέρος
αποτέλεσμα των διεθνών αντιδράσεων στην βομβιστική επίθεση του 2004 στη Μαδρίτη και κατά
ένα άλλο μέρος οφείλεται σε πρωτοβουλία που ανέλαβε στα μέσα του 2003 ο τότε Υπουργός
Εσωτερικών της Γερμανίας Otto Schily, για στενότερη συνεργασία στον τομέα της ∆ικαιοσύνης
και των Εσωτερικών Υποθέσεων. Επειδή η Γερμανία θεωρούσε ότι το «κεκτημένο Schengen»
που είχε ήδη ενσωματωθεί, όπως είδαμε, στην κοινοτική έννομη τάξη, καθώς και τα εργαλεία του
Τρίτου Πυλώνα δεν επαρκούσαν να διαφυλάξουν την γερμανική έννομη τάξη από την απειλή του
διακρατικού εγκλήματος, έκρινε ως απαραίτητη τη δημιουργία θεσμών στενότερης αστυνομικής
συνεργασίας με τις όμορες χώρες της. Για το λόγο αυτό πρότεινε στη Γαλλία, το Βέλγιο και το
Λουξεμβούργο τη δημιουργία ενός κοινού αστυνομικού κέντρου με έδρα το Λουξεμβούργο. Στη
συνέχεια, στις συνομιλίες αυτές κλήθηκε να συμμετάσχει και η Ολλανδία. Επειδή η Γαλλία είχε
συνταγματικό κώλυμα, το Νοέμβριο του 2003 κλήθηκε να συμμετάσχει η Αυστρία, η οποία και
αποδέχθηκε. Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, όπ.παρ., σελ. 3 και 8 –
9 και Wikipedia, Prüm Convention, http://en.wikipedia.org/wiki/Pr%C3%BCm_Convention
Για το πλήρες κείμενο της Σύμβασης Prüm, βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on
International and European Criminal Law, όπ.παρ., σελ. 17 – 45.
1066
Με τη Σύμβαση Prüm φαίνεται να επαναλαμβάνεται η διαδικασία κατάρτισης των δύο
Συμβάσεων Schengen, οι οποίες προορίζονταν να λειτουργήσουν πιλοτικά στο επίπεδο της
διακυβερνητικής συνεργασίας, με τον απώτερο στόχο να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής τους και
να ενταχθεί, τελικά, στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και για το λόγο αυτό, αποκαλείται και Schengen III.
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, σελ. 195.
1067
Βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, όπ.παρ., σελ. 13.
282
1068
Βλ. Γεωργίου Παπαγεωργίου, Ο ρόλος του τρίτου πυλώνα στη δημιουργία της Ένωσης – Το
παράδειγμα του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 435.
1069
Σύμφωνα με τον Τσάτσο όταν ανακύπτουν ερμηνευτικά προβλήματα λόγω της ταυτόχρονης
εφαρμογής των αρχών της ασφάλειας και της ελευθερίας είτε στις περιπτώσεις που η μία αξιακή
αρχή εμπεριέχεται σε κανόνες διαφορετικών εννόμων τάξεων, θα πρέπει να χωρεί στάθμισή τους
και να αναζητάται επισταμένα μια σύνθεση, η οποία θα κρίνεται εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη
περίπτωση. Βλ. ∆ημητρίου Τσάτσου, Το αξιακό νομικό καθεστώς του Ενωσιακού Ευρωπαϊκού
∆ικαίου – Προλεγόμενα στην ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Θεσσαλονίκη, ∆ημοκρατία
- Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 433 επ.
1070
Βλ. Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1484.
1071
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 327.
283
ελευθερίας αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο για τις
αντίστοιχες πράξεις.
Περαιτέρω, παρά τον σημαντικό περιορισμό της οργανωμένης
εγκληματικής δραστηριότητας σε πράξεις που αποβλέπουν σε προσπορισμό
οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους και την «απαγκίστρωση από το μοντέλο της
αγγλοσαξωνικής έννοιας της “συνωμοσίας” (“conspiracy”), σαφής είναι στην
προσέγγιση αυτή της ΕΕ η υπερίσχυση του στόχου της αποτελεσματικότητας
στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο ορίζεται με τέτοια
ευρύτητα που να εξυπηρετεί με σαφήνεια τις διωκτικές αρχές»1078.
Σύμφωνα με το άρθ. 1 της Απόφασης-πλαίσιο για την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος, ως «εγκληματική οργάνωση» ορίζεται «η
εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων
των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν
αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο
ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων
ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα,
οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Ενώ, ως «διαρθρωμένη ένωση» θεωρείται «η
ένωση που δεν συγκροτείται τυχαία για την άμεση τέλεση μιας αξιόποινης
πράξης» και η οποία δεν απαιτείται «να έχει επίσημα καθορισμένους ρόλους για
τα μέλη της, συνέχεια στη συμμετοχή των μελών αυτών ή ανεπτυγμένη
διάρθρωση».
Στο άρθ. 2 ορίζονται οι αξιόποινες πράξεις που θα πρέπει να
τυποποιηθούν από τις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών της ΕΕ1079. Ειδικότερα,
στο στοιχ. α’ του άρθ. 2 περιγράφεται «η συμπεριφορά προσώπου, το οποίο εκ
προθέσεως και εν γνώσει, είτε του σκοπού και της εν γένει δραστηριότητας της
εγκληματικής οργάνωσης, είτε της πρόθεσής της να τελέσει τις εν λόγω
αξιόποινες πράξεις, συμμετέχει ενεργά στις εγκληματικές δραστηριότητές της,
περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών ή υλικών μέσων, της
στρατολόγησης νέων μελών, καθώς και κάθε μορφής χρηματοδότησης των
δραστηριοτήτων της, ενώ γνωρίζει ότι η συμμετοχή του θα συμβάλλει στην
τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης» ενώ, στο στοιχ. β’
1078
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου
εγκλήματος στην Ε.Ε. – Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 1444.
1079
Στα Κράτη-μέλη παρέχεται η δυνατότητα να τυποποιήσουν τη μία ή και τις δύο
περιγραφόμενες συμπεριφορές.
285
1080
Το γεγονός ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν περιορίζεται σε εγκληματικές οργανώσεις με κάποια
ήδη στοιχειώδη δομή, την οδηγεί στην υπέρβαση του επιτρεπτού μέτρου όσον αφορά την
πραγματική κοινωνική βλαπτικότητα του οργανωμένου εγκλήματος και δημιουργεί
προβληματισμούς για τη συμβατότητά της με την αρχή της αναλογικότητας. Βλ. European
Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, Ποιν∆ικ,
2010, σελ. 74.
1081
Πρβλ. Πρόταση του Συμβουλίου για Απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος (υποβληθείσα από την Επιτροπή), Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 19-1-
2005, COM(2005) 6 τελικό, 2005/0003 (CNS).
1082
Στο ζήτημα αυτό ήταν εμφανής η επιρροή από το νομικό κεκτημένο για την αντιμετώπιση της
τρομοκρατίας. Οι διαφορές, όμως, μεταξύ των δύο αυτών φαινομένων, όπως αναλυτικά είδαμε
στην § 2 του Πρώτου Μέρους της παρούσας εργασίας, δεν επιτρέπει την ταύτιση στην
αντιμετώπισή τους. Ειδικά ως προς το στοιχείο της διεύθυνσης της οργάνωσης, οι σύγχρονες
εγκληματικές οργανώσεις είναι πραγματοπαγείς, με αποτέλεσμα είτε να μην υπάρχει επί της
ουσίας αρχηγός είτε η σύλληψή του να μην ασκεί ουσιώδη επιρροή στο εγκληματικό πρόγραμμα
της οργάνωσης.
1083
Βλ. European Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική
Πολιτική, όπ.παρ., σελ. 73, σύμφωνα με το οποίο, εξ αυτού του λόγου προσβάλλεται η αρχή της
286
«χρηστής διοίκησης» (“good governance”). Σύμφωνα με τον Σοφό, εξάλλου, «η έννοια του
εννόμου αγαθού δεν επιτελεί μόνον μία δογματική λειτουργία κατά την ερμηνεία των ποινικών
διατάξεων, αλλά συνιστά συνάμα ένα κριτήριο καθοδήγησης του ποινικού νομοθέτη και
οριοθέτησης της νομοθετικής πολιτικής, κατά τον καθορισμό της σύνθετης κοινωνικής αποστολής
κάποιου κλάδου του δικαίου και των σκοπών του». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2011, σελ. 134 – 135.
1084
Βλ. ορθή όμοια κριτική στην αντίστοιχη διάταξη της πρότασης της Επιτροπής, Μαρίας Καϊάφα
– Γκμπάντι, Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ε.Ε. –
Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, όπ.παρ., σελ. 1437.
1085
Ειδικά για την προστασία των θυμάτων έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο Απόφαση-πλαίσιο
για την προστασία τους. Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/∆ΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου
2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 22-
3-2001, L 82, σ. 1 επ.
1086
Βλ. Πρόγραμμα της Χάγης: Ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 3-3-2005, C 053, σελ. 0001 – 0014.
287
1087
Βλ. συνοπτικά, ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Ο Ευρωπαϊκός χώρος ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και
Ασφάλειας μετά τη λήξη του Πολυετούς Προγράμματος της Χάγης. Οι προτάσεις των
Συμβουλευτικών Ομάδων Υψηλού Επιπέδου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1107 επ.
1088
Ibid, σελ. 1109.
1089
Το Πρόγραμμα αυτό υιοθετήθηκε στις 11 ∆εκεμβρίου 2009 υπό τη Σουηδική Προεδρία. Βλ.
αναλυτικά, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης – Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί
και προστατεύει του πολίτες, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 4-5-2010, C 115, σελ. 1 – 38.
1090
Για το χώρο ∆ικαιοσύνης, Ασφάλειας και Ελευθερίας, βλ. Alicia Hinarejos, Law and order and
internal security provisions in the Area of Freedom, Security and Justice: before and after Lisbon,
στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security
and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 249
επ. και Ramses Wessel / Luisa Marin / Claudio Matera, The external dimension of the EU’s Area
of Freedom, Security and Justice, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime
within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge
University Press, Cambridge, 2011, σελ. 301 επ.
288
1091
Βλ. ∆ημητρίου Ζημιανίτη, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης: Πολιτικές και προοπτικές του
ευρωπαϊκού χώρου ∆ικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας για το διάστημα 2010 – 2014,
Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 350.
1092
Για τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος χρήματος βλ. ενδεικτικά,
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ., Σταύρου Κάτσιου, “Mundus vult
decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των
εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 397, Γεωργίου
Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και
τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369, Νικολάου Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής
του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 374 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1247 επ. Πρβλ. την
ατεκμηρίωτη στην ουσία της άποψη, αφού το σύνολο της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα
εξαντλείται στο ότι αφού δεν υπάρχει γενικώς αποδεκτός ορισμός για το οργανωμένο έγκλημα,
νομικά ο όρος αυτός είναι κενός περιεχομένου, του Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη
νομολογία), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1136, ο οποίος συνοψίζοντας τονίζει «η υποχρεωτική σύνδεση
του εγκλήματος που περιγράφεται στο άρθρο 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το “οργανωμένο έγκλημα” ή
ο,τιδήποτε μπορεί να εννοείται με αυτό τον όρο, είναι τουλάχιστον αυθαίρετη. Μπορεί να λεχθεί
ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα του
“Ξεπλύματος”. Μπορεί να λεχθεί ότι το “Ξέπλυμα” αποτελεί βασικό τομέα έκφρασης της
οργανωμένης εγκληματικής δράσης (όπως και αν νοείται αυτή) και βασικό τρόπο
ανατροφοδότησής της. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να λεχθεί είναι ότι “Ξέπλυμα” γίνεται
αποκλειστικά και μόνο από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και μόνο με οργανωμένο τρόπο
δράσης, διότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κοινωνική ούτε στη νομική
πραγματικότητα».
1093
Η ανάγκη προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από καταχρήσεις και ο φόβος ότι
η πιθανή εφαρμογή διαφορετικών μέτρων σε κάθε έννομη τάξη θα μπορούσε να υπονομεύσει την
απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αποτέλεσαν, εξάλλου, για την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή τη νομική βάση σύμφωνα με τη Συνθήκη, για την πρόταση θέσπισης αντίστοιχης
κοινοτικής νομοθεσίας. Βλ. Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές
πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες – Οι νεότερες εξελίξεις, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 369.
1094
Η Κοινή ∆ράση 98/699/∆ΕΥ της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 που ως στόχο είχε την αντιμετώπιση
του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την
κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, άνοιξε το δρόμο για
μια σειρά ευρωπαϊκών νομοθετικών πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Τα Κράτη-μέλη συμφώνησαν να θεωρούν όλα τα σοβαρά
εγκλήματα, που ορίζονται στη συγκεκριμένη Κοινή ∆ράση, ως βασικά αδικήματα, όταν
συναρτώνται με το αξιόποινο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
289
Εξάλλου, στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής του Τάμπερε (15-16 Οκτωβρίου 1999), το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε πως η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες
αποτελεί το θεμελιώδες στοιχείο του οργανωμένου εγκλήματος και ότι απαιτείται η εκρίζωσή του
όπου εμφανίζεται. Θα πρέπει δε, να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τον εντοπισμό, τη
δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των κερδών του εγκλήματος. Βλ. Συμπέρασμα υπ’
αριθμ. 51 σε Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την ειδική συνεδρίαση στο Τάμπερε
της Φιλανδίας, 15-16 Οκτωβρίου 1999, με θέμα τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας
και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/91400.pdf
Βλ. σχετικά και Ester Herlin-Karnell, The EU’s anti-money laundering agenda: built on risks?, στο
Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and
Justice – A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 76 επ.
1095
Για το πλήρες κείμενο της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ και τη ∆ήλωση της Επιτροπής, βλ.
Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 118 – 130.
290
1096
Η ελληνική νομοθεσία ενσωμάτωσε την τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα με το Ν.
3691/2008 τις διατάξεις του οποίου θα αναλύσουμε κριτικά παρουσιάζοντας και τη σχετική
νομολογία στην Ενότητα 3 του 3ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
1097
Βλ. σχετικά, Antoinette Verhage, The anti money laundering complex on a crime control
continuum: perceptions of risk, power and efficacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen
Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya
Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control,
Governance of Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland,
2010, σελ. 152 επ. Η θεσπισμένη υποχρέωση αναφοράς σε συνδυασμό με την απειλή υψηλών
προστίμων, δημιουργεί τον «παράπλευρο» κίνδυνο της «υπεραναφοράς» (“excessive reporting”),
δηλαδή της αναφοράς «ελαφρώς» ύποπτων συναλλαγών, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν τελικά
με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και οι οποίες τείνουν να σχετικοποιούν τη συνολική αξία των
αναφορών. Για μια ανάλυση της προβληματικής αυτής, βλ. Előd Takáts, A Theory of "Crying
Wolf": The Economics of Money Laundering Enforcement, IMF Working Paper WP/07/81,
International Monetary Fund, 2007, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2007/wp0781.pdf, σελ. 4 επ. Πρβλ. Daniel Vesterhav,
Measures against money laundering in Sweden – The role of the private sector, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 175, σύμφωνα με τον οποίο, η «υπεραναφορά» είναι
πιθανή, αλλά δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται ως πρόβλημα, καθώς ολόκληρο το σύστημα
ενάντια στο ξέπλυμα «βασίζεται στις πληροφορίες και απαιτείται μια μεγάλη εισροή αναφορών για
να δουλέψει. Συνεπώς, θα πρέπει να προτιμάται η υπεραναφορά από μία χαμηλή στάθμη
αναφορών».
1098
Βλ. σχετικά, Maria Bergström, EU anti-money laundering regulation: multilevel cooperation of
public and private actors, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 97 επ.
1099
Βλ. αναλυτικά Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1470 – 1471 και
Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής
292
Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες –
Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ. 370 – 373.
1100
Για μια συνεκτική παρουσίαση του νέου πλαισίου που δημιουργεί το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού
Συντάγματος ιδίως όσον αφορά τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των
ποινικών υποθέσεων, βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος
και οι προκλήσεις για το ποινικό δίκαιο στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 567 –
581, ιδίως σελ. 581, όπου η συγγραφέας σημειώνει ότι: «Η ένταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών
∆ικαιωμάτων στο Σχέδιο της Συνταγματικής Συνθήκης και η αναγνώριση ατομικής προσφυγής
στους πολίτες, σε όποιο μέτρο έχει τούτη προβλεφθεί, αποτελούν μια πολύ σημαντική πρόοδο
ειδικά για το πεδίο του ποινικού δικαίου. Ωστόσο η πρόοδος αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί με
την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣ∆Α…» και υπογραμμίζει ότι: «Το Σχέδιο της Συνταγματικής
Συνθήκης καταγράφει μια σημαντική προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή (εννοεί στην προστασία
των ελευθεριών των πολιτών) με τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος στη νομοθετική
διαδικασία και τη θεσμική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων».
1101
Κατά τη γνώμη μας, η Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ αποτελεί σχεδόν «μονόδρομο» για το
μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο που καλείται να διατηρήσει εάν όχι να βελτιώσει τις θέσεις του και
την κερδοφορία του στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ο οποίος παροξύνεται λόγω της οικονομικής
παγκοσμιοποίησης, και ως τέτοια ήρθε για να μείνει, ανεξαρτήτως της ήδη αρνητικά
εκπεφρασμένης βούλησης των λαών της Ευρώπης. Πρβλ. Ιωάννα Λελούδα –
Καραγιαννοπούλου, Ποιός θα είναι ο κύριος στόχος της ΕΕ κατά την ολοκλήρωσή της;, ΝοΒ,
2006, σελ. 1235 – 1246, η οποία αφενός, συσκοτίζει τον αρνητικό ρόλο της ΕΕ για τα οικονομικά,
κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, την επικίνδυνη πρόταξη του
κατασταλτικού της χαρακτήρα, τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων και
ψευδεπίγραφα χρησιμοποιεί τον όρο «Ευρωπαϊκή Επανάσταση» για να αποκρύψει την
ολοκληρωτική νοοτροπία που εμπεριέχει η ισχνά μειοψηφική διακυβερνητική διαβούλευση η
οποία τείνει να επιβάλλεται με όρους ενός ανύπαρκτου «συλλογικού συμφέροντος» στις κάθετα
αντίθετες και βάναυσα πληττόμενες κοινωνικές πλειοψηφίες, ενώ αφετέρου, η όποια κριτική
στρέφεται κατά του Ευρωσυντάγματος, χαρακτηρίζεται από βουλησιοκρατία, άγνοια της ιστορίας
και των νόμων της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης και εντέλει αντιεπιστημονικότητα, κάτι που
γίνεται ιδιαίτερα φανερό όταν αναφέρεται στην ύπαρξη κάποιας «οικονομικής ιδεολογίας» στην
οποία μπορεί και πρέπει να αντιπαρατεθεί ο πολιτισμός και οι όποιες εθνικές πολιτισμικές
ιδιαιτερότητες (σελ. 1244), προφανώς ως κάτι αυτόνομο από τις οικονομικές και κοινωνικές
συνθήκες μιας κοινωνίας, που ενέχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται αυτοδύναμα σε σχέση με τα
υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν την κοινωνική δομή και, δεν φθάνει αυτό, να επιβάλλεται και
σε όλα αυτά ανατρέποντας διά του δέοντος όλους τους ισχύοντες νόμους της κοινωνικής εξέλιξης!
Η πιο εντυπωσιακή και πρωτότυπη θέση που υποστηρίζεται στο συγκεκριμένο κείμενο (σελ.
1241-1242) μεταφέρεται αυτούσια ασχολίαστη. «Το “Ευρωσύνταγμα” διά των διατάξεών του
θεμελιώνει μια “άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς” (laissez faire, laissez
passer) με μεθόδους σοσιαλιστικές…»!!!
1102
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία στα πλαίσια του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1071. Για το ζήτημα της «κοινοτικοποίησης» βλ.
ιδίως, Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη
(επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, ΠοινΧρ, 2004, σελ.
961 – 978, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία, όπ.παρ. σελ. 20 επ.
και Στυλιανού Παπαγεωργίου-Γονατά, “Jus Criminale Internationale”: Ρεαλιστικός ή ανέφικτος
στόχος;, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 205 επ., ιδίως σελ. 209 επ.
293
1103
Οι οποίοι αντικαθιστούν τις Αποφάσεις-πλαίσιο.
1104
Ειδικά για την πολιτική της ΕΕ αναφορικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς, βλ. ιδίως,
Patrycja Szarek-Mason, The European Union policy against corruption in the light of international
developments, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of
Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 43 – 75 και Tanja Börzel / Andreas Stahn / Yasemin Pamuk, The
European Union and the fight against corruption in its near abroad: can it make a difference?,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 122 – 144. Εξάλλου, η διαφθορά στις υποψήφιες προς
ένταξη στην ΕΕ χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποτελούσε έναν σημαντικότατο
παράγοντα ανησυχίας και για το λόγο αυτό, ως βασική προϋπόθεση για την ένταξή τους είχε τεθεί
η εισαγωγή συγκεκριμένων μέτρων κατά της διαφθοράς. Εντούτοις, παρά την εισαγωγή των
μέτρων αυτών, αλλά και την υπογραφή όλων των διεθνών συνθηκών κατά της διαφθοράς, η
κατάσταση της διαφθοράς σε κάποιες από τις χώρες αυτές, όπως η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η
Ρουμανία, δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί, ενώ, σε κάποιες άλλες, όπως η Πολωνία,
υπάρχουν δείγματα σταδιακής βελτίωσης. Βλ. αναλυτικά, Agnes Batory, Post-accession malaise?
EU conditionality, domestic politics and anti-corruption policy in Hungary, Global Crime, vol. 11,
no. 2, 2010, σελ. 164 – 177, Kalin Ivanov, The 2007 accession of Bulgaria and Romania: ritual
and reality, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 210 – 219 και Kaja Gadowska, National and
international anti-corruption efforts: the case of Poland, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ.
178 – 209.
294
Από την προηγούμενη ανάλυση καθίσταται φανερό ότι παρά την έλλειψη
ρητής ποινικής αρμοδιότητας, η ΕΕ λαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και
ασκεί πολιτικές που περιέχουν ένα σαφώς κατασταλτικό περιεχόμενο1105, κάτι
που υποδηλώνει την πρόθεσή της να αποκτήσει και πραγματικές ποινικές
εξουσίες. Η μέθοδος παρέμβασης στη διαμόρφωση των ποινικών πολιτικών των
Κρατών-μελών της είναι όλο και πιο άμεσος, αφού τα Κράτη-μέλη επιλέγουν
μόνο τον τρόπο εφαρμογής και δεν είναι στην διακριτική τους ευχέρεια η ίδια η
παρέμβαση. Η μόνη διαφορά που μπορεί να εντοπιστεί είναι ότι οι Κανονισμοί
είναι εξοπλισμένοι με άμεση εφαρμογή, ενώ, οι Οδηγίες και οι Αποφάσεις-
πλαίσιο προβλέπουν κάποιο χρονικό περιθώριο ενσωμάτωσης. Έτσι, οι αξίες και
τα συμφέροντα που πρέπει να προστατευθούν καθορίζονται αρχικά, σε
ευρωπαϊκό επίπεδο και στη συνέχεια, τα Κράτη-μέλη αναλαμβάνουν την πολιτική
δέσμευση να προχωρήσουν στην ποινική τους τυποποίηση και να εφαρμόσουν
σε εθνικό επίπεδο τους ποινικούς κανόνες που θα δημιουργηθούν μέσω αυτής
της διαδικασίας1106. ∆ημιουργείται, λοιπόν, το παράδοξο η ποινικά αναρμόδια ΕΕ
1105
Σύμφωνα με την εύστοχη κριτική του Σοφού, είναι ευχερώς διαπιστώσιμη η ροπή προς τις
δύο κεντρικές κατευθύνσεις της παρεμβατικότητας προς τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη, «δηλαδή
της εξασφάλισης των προϋποθέσεων κοινής αντεγκληματικής πολιτικής διά της απαξίωσης
συμπεριφορών ήδη από το στάδιο της προπαρασκευαστικής πράξης αφενός, και της δημιουργίας
των όρων αποτροπής της αρνητικής εκμετάλλευσης λειτουργικών συστημάτων». «Οι Οδηγίες και
οι Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στερούνται εννοιολογικής σύγκλισης, αφού δεν εκδίδονται συστηματικά θεμελιούμενες σε ένα
ενιαίο σύνολο αξιών και κανόνων. Πρόκειται ουσιαστικά για μία προσπάθεια εργαλειοποίησης
των ουσιαστικών, δικαιϊκών και ηθικών διαθετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπόδειξη και επίτευξη κοινών οικονομικών
και πολιτικών στόχων μεταξύ των κρατών μελών της, οι οποίες χωρίς το περιεχόμενό τους να
ερείδεται σε ένα παραδεδομένο ενιαίο πολιτισμικό σύστημα αξιών, που προσδιορίζει τί
επιτάσσεται και τί απαγορεύεται ως μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, προστάζει τα κράτη μέλη
να υιοθετήσουν το περιεχόμενό τους στην εσωτερική έννομη τάξη τους. Κύριο χαρακτηριστικό
των ρυθμίσεων αυτών είναι ο πλούτος των διατάξεων και η πενία των ιδεών τους». Βλ.
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 83.
1106
Ειδικά όσον αφορά τη δυνατότητα για έκδοση έλληνα πολίτη σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να
τονίσουμε ότι είναι αντισυνταγματική, αφού το άρθρο 5 § 3 Σ απαγορεύει ρητά την έκδοση έλληνα
πολίτη. Η εξαίρεση υπέρ των ημεδαπών θεωρήθηκε ότι δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης στη βάση
της αρχής της ιθαγένειας της Ένωσης. Το επιχείρημα, όμως, αυτό δεν μπορεί να επιφέρει
ουσιαστική λύση, καθώς την ευρωπαϊκή ιθαγένεια την έχουν οι Έλληνες πολίτες ενόψει της
ιδιότητάς τους ως ελλήνων πολιτών. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη / Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι,
Παρατηρήσεις στην πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο
σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1108, όπου ορθά υποστηρίζεται
ότι υπάρχει «αδυναμία μιας απόφασης πλαισίου του Γ’ πυλώνα να δεσμεύσει ένα κράτος μέλος
καθ’ υπέρβαση των συνταγματικών του κανόνων».
Παρά την αντισυνταγματικότητα της έκδοσης ημεδαπού, που έχει αναλυθεί και διακηρυχθεί σε
όλους τους τόνους από μια σημαντική μερίδα αξιόλογων επιστημόνων ελλήνων νομικών, βλ.
ενδεικτικά, Π. ∆. ∆αγτόγλου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, Ατομικά ∆ικαιώματα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 315, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,
295
να επηρεάζει σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό την ποινική εξουσία των Κρατών-
μελών της, τα οποία παρότι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αποδυναμώνονται,
ενισχύουν, σε τελική ανάλυση, την κατασταλτική τους λειτουργία και το πεδίο
δράσης της «νόμιμης βίας της εξουσίας». Με τον τρόπο αυτό, πιστοποιείται μια
αναδιανομή αρμοδιοτήτων και ένας επιμερισμός λειτουργιών ανάμεσα στα εθνικά
Κράτη και την ΕΕ στο πεδίο ανάπτυξης των διαδικασιών κοινωνικού ελέγχου1107.
Η «τιμωρία» του εγκλήματος φαίνεται να παραμένει αυστηρά κρατική
υπόθεση1108 και δηλωτικό σύμβολο της κρατικής εξουσίας, ενώ ο «έλεγχος» του
εγκλήματος μετατίθεται σε μια περιοχή «πέρα» ή, για την ακρίβεια, «πάνω» από
το κράτος, την ΕΕ1109.
όπ.παρ., σελ. 202, Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: Οι ρυθμίσεις του Ν.
3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1302,
Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Νομιμοποιητική βάση και όρια δικαιοδοσίας του ∆ιεθνούς
Ποινικού ∆ικαστηρίου, ΝοΒ, 2003, σελ. 420, της ιδίας Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης των γερμανικών αρχών σε βάρος ημεδαπού (γνωμ), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1313 – 1314,
της ιδίας, Έκδοση Ελλήνων πολιτών: η πολιτική ευθύνη ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης,
Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 449 επ., Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του
«εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία
στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 190 και Χρήστου Μυλωνόπουλου, Έκδοση ημεδαπού και εκτέλεση
ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά ημεδαπού, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 751 επ., έχουν υπάρξει
περιπτώσεις «παράδοσης» (ουσιαστικά έκδοσης) ημεδαπού για να δικαστεί σε ξένη χώρα, βλ.
ενδεικτικά το βούλευμα ΣυμβΑΠ 591/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 550 – 552, με το οποίο
«παραδόθηκε» ένας κρητικός ιερέας στην Ισπανία, όπου είχε τελεστεί η πράξη κατά την περίοδο
2001-2002, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης,
προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος του και να δικαστεί για αποπλάνηση παιδιού
κατ’ εξακολούθηση. Για μια κριτική στο βούλευμα αυτό, βλ. ιδίως, Αλέξανδρου Παπαδόπουλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΑΠ 591/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 553-557 και Ελισάβετ Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και παράδοσης ημεδαπών με σκοπό δίωξης (με
αφορμή την ΣυμβΑΠ 591/2005), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 587-590, η οποία μέσα από μια πληθώρα
διαφορετικών και ορθών, κατά τη γνώμη μας, επιχειρημάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το
συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν θα έπρεπε να εκτελεστεί, ενώ στη σελ. 590,
προτείνει και λύσεις de lege ferenda που θα βοηθούσαν στην αποσαφήνιση του συγκεχυμένου,
και γι’ αυτό επικίνδυνου, νομικού πλαισίου που διέπει το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Πρβλ.
contra, υπέρ του σκεπτικού του συγκεκριμένου βουλεύματος του ΑΠ, ∆ημητρίου Ζημιανίτη,
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 837-839.
1107
Η κατεύθυνση των ευρωπαϊκών καταναγκασμών αφορά μάλλον τον προσανατολισμό και το
περιεχόμενο λειτουργίας των εθνικών θεσμικών οργάνων, παρά αποβλέπει στην υποκατάστασή
τους ή στην προσβολή της αυτοτέλειας και της ιδιαιτερότητάς τους. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου,
Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το
«Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου,
όπ.παρ., σελ. 328 επ.
1108
Αλλά όχι ακριβώς, αφού η ΕΕ ορίζει τόσο το είδος της κύρωσης όσο και το ύψος των
απειλούμενων ποινών.
1109
Βλ. David Garland, The limits of the sovereign state. Strategies of Crime Control in
Contemporary Society, The British Journal of Criminology, 1996, σελ. 445 – 471, ιδίως σελ. 459,
όπου υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «τιμωρία του εγκλήματος» (“the
punishment of crime”) και στον «έλεγχο του εγκλήματος» (“the control of crime”), στο πλαίσιο των
σύγχρονων τάσεων για μεταβίβαση της ευθύνης για την πρόληψη του εγκλήματος από την
κεντρική εξουσία προς μη κυβερνητικού φορείς, οργανώσεις και άτομα.
296
1110
Βλ. σχετικά, Christina Eckes, The legal framework of the European Union’s counter-terrorist
policies: full of good intentions?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime
within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge
University Press, Cambridge, 2011, σελ. 127 επ.
1111
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, COM 2001/522 της 22/6/2002 και COM 2001/521 της 18/7/2002
αντίστοιχα. Ειδικά για τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη από την εφαρμογή του
Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τα οποία κατά κύριο λόγο αναφέρονται στα κυριαρχικά
δικαιώματα της χώρας, αλλά και στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη, καθώς και για τις εγγενείς
δυσχέρειες που εμπεριέχει ο συγκεκριμένος θεσμός, βλ. Cian Murphy, The European Evidence
warrant: mutual recognition and mutual (dis)trust?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides
(eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 224 επ., Γρηγορίου Καλφέλη, Το Ευρωπαϊκό
ένταλμα σύλληψης (Μονοδιάστατη ενοποίηση των ευρωπαϊκών κατασταλτικών μηχανισμών;),
Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 199 επ., Ευαγγέλου Βασιλακάκη, 9+1 σκέψεις για το ευρωπαϊκό ένταλμα
συλλήψεως, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 204 επ., Ευτύχη Φυτράκη, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε
εφαρμογή: Νέες εξελίξεις, νέες ανησυχίες, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 210 επ. και Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ΠοινΛογ, 2003, σελ. 2259 επ., ο οποίος τονίζει,
στη σελ. 2259, ότι «οι ρυθμίσεις του, που αποβλέπουν στην αποτελεσματικότερη δίωξη του
εγκλήματος, εγκαταλείπουν πλήρως τη φιλοσοφία του δικαίου της έκδοσης και καταργούν
βασικούς θεσμούς αυτής, με αποτέλεσμα να θέτουν σειρά προβλημάτων, η αντιμετώπιση των
οποίων δεν είναι ευχερής».
1112
Σύμφωνα με το άρθ. 34 § 2 περ. β’ Συνθ.ΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να υιοθετεί αποφάσεις
πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των Κρατών
μελών. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν τα Κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,
αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων, ενώ
βέβαια δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Ειδικά σε σχέση με τον «ευρωτρομονόμο»
δημιουργείται ζήτημα αν μια απόφαση πλαίσιο, το περιεχόμενο της οποίας θεμελιώνει ή διευρύνει
το ήδη υπάρχον αξιόποινο, μπορεί να δεσμεύσει ενόψει του Αρ. 7 § 1 Σ την ελληνική πολιτεία, βλ.
Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Παρατηρήσεις στο αρχικό σχέδιο της πρότασης
της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με την καταπολέμηση
της τρομοκρατίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1112 – 1113 και Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και
οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού
ποινικού δικαίου στο ελληνικό, όπ.παρ., σελ. 961 – 978.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η προσέγγιση του ζητήματος της τρομοκρατίας μέσω των
συγκεκριμένων Αποφάσεων–πλαίσιο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται να είναι
μετριοπαθέστερη σε σχέση με το οιονεί πολεμικό μοντέλο, που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ με
νομοθετικά εργαλεία όπως η PATRIOT Act. Για την προσέγγιση του ζητήματος από τις ΗΠΑ, βλ.
αντί άλλων, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ.,
σελ. 92 και 172-173. Για τον τρόπο διασφάλισης μιας δίκαιης δίκης στις περιπτώσεις της διεθνούς
τρομοκρατίας, βλ. Ηλία Αναγνωστόπουλου, ∆ίκαιη δίκη και διεθνής τρομοκρατία (Με αφορμή την
απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού στην υπόθεση El Motassadeq), ΠοινΧρ, 2004, σελ. 1030 –
1031, όπου και αναφορές στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου ∆ικαιωμάτων του
Ανθρώπου.
1113
Και υπό την έννοια αυτή «κοινοτικοποιείται» το ποινικό δίκαιο. Για την έννοια αυτή, βλ. ιδίως,
Στέφανου Παύλου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία ακόμη
(επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, όπ.παρ., σελ. 961 επ.
297
1119
Βλ. ∆ιονυσίου Μουζάκη, Επί της ποινικής αρμοδιότητας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
ΠοινΧρ, 2004, σελ. 485 επ.
1120
Βλ. Ιωάννας Κυριτσάκη, Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της θέσπισης
μέτρων ποινικού χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 473 – 474.
1121
Για μια συνοπτική παρουσίαση της διάρθρωσης της αστυνομικής συνεργασίας στην Ευρώπη
και των Σχεδίων ∆ράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνέτειναν σ’ αυτό το αποτέλεσμα, βλ.
Willy Bruggeman, Σχέση μεταξύ Αστυνομικών και ∆ικαστικών Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 568 επ. Για την τάση επέκτασης της
αστυνόμευσης του ευρωπαϊκού χώρου μέσω της δικτύωσης των φορέων σε διακρατικό επίπεδο,
βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 218 επ.
1122
Βλ. Νικολάου Καρόλου Σακελλαρίου, Το Σύστημα Πληροφοριών Schengen, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1995, σελ. 51 επ.
1123
Ειδικότερα, το άρθρο 40 § 7 της Συμφωνίας Schengen προβλέπει τη δυνατότητα της
διασυνοριακής παρακολούθησης για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, του
βιασμού, του εμπρησμού, της παραχάραξης, της διακεκριμένης κλοπής και κλεπταποδοχής, του
εκβιασμού, της απαγωγής και ομηρίας, του δουλεμπορίου, της παράνομης διακίνησης
ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, της παράβαση των διατάξεων για τα όπλα και τα
εκρηκτικά, των καταστροφών με εκρηκτικά και της παράνομης μεταφοράς τοξικών και βλαβερών
αποβλήτων. Για την παράνομη διακίνηση επικίνδυνων και τοξικών αποβλήτων στην Ιταλία κατά
την τελευταία δεκαετία και τον ιδιαίτερο ρόλο των οργανώσεων της Mafia και άλλων νόμιμων και
παράνομων παραγόντων και για μια σειρά παραδειγμάτων για τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές
αναφορικά με την παράνομη διαχείριση και διακίνηση τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων, βλ.
Monica Massari / Paola Monzini, Dirty Businesses in Italy: A Case-study of illegal Trafficking in
Hazardous Waste, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 285 – 304. Περαιτέρω, για μια
ανάλυση των δικτύων που διευκολύνουν τη μεταφορά πυρηνικών υλικών και τις σχέσεις που
αναπτύσσονται σ’ αυτό το πεδίο μεταξύ εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, βλ.
Louise Shelley, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and Terrorists, Global Crime, vol. 7,
no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 – 560.
299
1124
Ειδικά, για τις περιπτώσεις που προβλέπεται έκδοση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
βλ. ιδίως, Theodore Konstadinides, The Europeanisation of extradition: how many light years
away to mutual confidence?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within
the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University
Press, Cambridge, 2011, σελ. 192 – 223.
1125
Φυσικά, καθώς η διασυνοριακή καταδίωξη προϋποθέτει την ύπαρξη κοινών χερσαίων
συνόρων, δεν θα μπορούσε να έχει τυπικά δυνατότητα εφαρμογής στην Ελλάδα. Εντούτοις,
εφαρμόζεται στα διεθνή θαλάσσια ύδατα της Ελλάδας, με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων
Εθνών για το ∆ίκαιο της Θάλασσας (Ν. 1990/1991) και το άρθρο 17 της ∆ιεθνούς Σύμβασης της
Βιέννης του 1988 για την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (Ν.
2321/1995).
1126
ΤΙΤΛΟΣ ΙV ΣΕΣΣ.
1127
Σε σχέση με τα πρόσωπα που καταχωρούνται στη βάση δεδομένων του Συστήματος
Πληροφοριών Schengen αναφέρονται, σύμφωνα με το άρθρο 94 ΣΕΣΣ, το όνομα και το
επώνυμο, τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά, που είναι αντικειμενικά και αναλλοίωτα, το πρώτο
γράμμα του δευτέρου επωνύμου, εφόσον υπάρχει, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης, το φύλο,
η εθνικότητα, η ένδειξη ότι τα συγκεκριμένα άτομα είναι οπλισμένα, η ένδειξη ότι τα συγκεκριμένα
άτομα είναι βίαια, ο λόγος της καταχώρησής τους και η αντιμετώπιση που επιβάλλεται in
concreto. Σύμφωνα με το άρθρο 95 ΣΕΣΣ, οι καταχωρίσεις στο σύστημα πληροφοριών που
έγιναν με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με την αίτηση
προσωρινής σύλληψης για την έκδοση και τη δικαστική συνδρομή. Για τον προβληματισμό
σχετικά με την καταχώρηση δεδομένων στο SIS, βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Ευρωπαϊκή Ένωση –
Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη ∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική
σχέση, όπ.παρ, σελ. 200 επ. και Γεωργίου Πίττου, Η προστασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα στα πλαίσια του συστήματος πληροφοριών Schengen, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 784 – 789.
Για το ζήτημα της διαβίβασης δεδομένων σε ποινικές υποθέσεις, βλ. ευρύτερα, Els De Busser /
Gert Vermeulen, Towards a coherent EU policy on outgoing data transfers for use in criminal
matters? The adequacy requirement and the framework decision on data protection in criminal
300
matters. A transatlantic exercise in adequacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen
Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya
Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control,
Governance of Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland,
2010, σελ. 95 – 122.
1128
Το σύστημα αποτελείται από ένα εθνικό τμήμα εγκατεστημένο στο έδαφος κάθε
συμβαλλόμενου μέρους και από ένα τμήμα τεχνικής υποστήριξης, που είναι εγκατεστημένο στο
Στρασβούργο. Η λειτουργία και χρήση του SIS οριοθετείται από ρητές διατάξεις της Σύμβασης
Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen (ΣΕΣΣ) και ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 93
επ. Το άρθρο 93 ΣΕΣΣ, μάλιστα, ορίζει ότι τα καταχωρούμενα στοιχεία αποβλέπουν αποκλειστικά
στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
1129
Για το SIS II βλ. αντί άλλων, Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας
αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 173.
1130
∆ηλαδή των 27 χωρών που συμμετέχουν ως Κράτη-μέλη (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο
Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Αυστρία, Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία,
Ελβετία, ∆ανία, Ισλανδία, Νορβηγία, Εσθονία, ∆ημοκρατία της Τσεχίας, Ουγγαρία, Λεττονία,
Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία), καθώς και της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου
Βασιλείου, που δεν συμμετέχουν πλήρως στο σύστημα. Η επιλογή αυτή της Ιρλανδίας θα
μπορούσε να ερμηνευθεί ως βούληση να διατηρήσει την «Κοινή Περιοχή Ταξιδίου» (“Common
Travel Area”) με το Ηνωμένο Βασίλειο. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Franklin Dehousse / Diane Sifflet,
Les nouvelles perspectives de la cooperation de Schengen: le Traité de Prüm, Studia
Diplomatica, vol. 49, no. 2, 2006, σελ. 202.
1131
Η Ελλάδα ευθυγραμμιζόμενη με τις συμβατικές της υποχρεώσεις ψήφισε το Ν. 2472/1997
(ΦΕΚ Α’ 50/10-4-1997) για την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα».
1132
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επανειλημμένα εξέφρασε τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις του
για τον τρόπο επίτευξης των συγκεκριμένων συμφωνιών, που παρουσίαζε σημαντικότατο
«δημοκρατικό έλλειμμα» και για τους κίνδυνους, που ενείχαν για παραβίαση των ατομικών
δικαιωμάτων, όπως, επίσης, και για τη διαφαινόμενη υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας και
της προάσπισης της «ελευθερίας» έναντι της «ασφάλειας». Βλ. ενδεικτικά, Ψήφισμα του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Β3-583/89, συνέλευση της 23-11-1989, σχετικά με την υπογραφή της
Συμπληρωματικής Συμφωνίας Schengen.
1133
Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Οι συμφωνίες Schengen και η «εσωτερική» ασφάλεια, όπ.παρ.,
σελ. 63.
301
1134
Για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βλ.
ιδίως, Αθανασίας Συκιώτου, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ.
114 επ.
1135
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 331.
1136
Για το ζήτημα του προληπτικού ελέγχου λόγω ασφαλείας, βλ. ιδίως, Αθανασίας Συκιώτου, Το
∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, όπ.παρ., σελ. 169 επ.
1137
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 331.
1138
Εξάλλου, για τις κρατικές αντιλήψεις ελέγχου, τιμωρίας και σωφρονισμού στη Γερμανία, οι
οποίες είναι εμπνευσμένες από την έννοια της επικινδυνότητας και στοχεύουν στην αποφυγή
αξιόποινων πράξεων εφαρμόζονται δε, μέσα από ένα μείγμα δικαίου δημόσιας τάξης,
αντιμετώπισης κινδύνων και ποινικού δικαίου, βλ. Michael Jasch, Ελεγκτικές Κυρώσεις: Τιμωρία
χωρίς ποινή; - Ο σημαντικός ρόλος της αστυνομίας ως δείκτη ενός νέου δικαίου ασφάλειας,
(μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 53 – 62.
302
1139
Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας υπερκρατικής
βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, όπ.παρ., σελ. 332.
1140
Η δικαστική συνεργασία προβλέπεται στα άρθρα 49-69 ΣΕΣΣ.
1141
Η Σύμβαση Prüm αποτελείται από οκτώ κεφάλαια. Τα κεφάλαια αυτά είναι: 1) Γενικές όψεις,
2) προφίλ γενετικών δεδομένων και αποτυπωμάτων και άλλα δεδομένα, 3) μέτρα για την
αποτροπή τρομοκρατικών αδικημάτων, 4) μέτρα για την καταπολέμηση της παράνομης
μετανάστευσης, 5) άλλες μορφές συνεργασίας, 6) Γενικές προβλέψεις, 7) Γενικές προβλέπεις για
την προστασία των δεδομένων, 8) Εφαρμογή και τελικές προβλέψεις.
1142
Η προστασία των δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Εβδόμου Κεφαλαίου, πρέπει να
είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη που παρέχεται από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων του 1981, καθώς και του συμπληρωματικού σ’ αυτή τη Σύμβαση Πρωτοκόλλου της 8ης
Νοεμβρίου 2001.
1143
Βλ. Wikipedia, Prüm Convention, όπ.παρ. Εξάλλου, η ίδια η Σύμβαση Prüm αναφέρει στο
Προοίμιό της ότι «τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να διαδραματίσουν έναν ρόλο πρωτοπόρου
στην εγκαθίδρυση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου συνεργασίας, ιδιαίτερα μέσω της
αναβαθμισμένης ανταλλαγής πληροφοριών». βλ. Paul Luif, The Treaty of Prüm. A Replay of
Schengen?, όπ.παρ., σελ. 10.
303
1144
Αυτή είναι η περίπτωση της εισόδου οπλισμένων αστυνομικών δυνάμεων στο έδαφος άλλου
κράτους για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου (“hot pursuit”) και προβλέπεται από το άρθρο 25
§ 1 της Σύμβασης Prüm.
1145
Βλ. Gert Vermeulen (ed), Essential Texts on International and European Criminal Law,
όπ.παρ., σελ. 29 – 30.
304
1146
Η Europol αποτελεί μετεξέλιξη ενός άλλου φορέα αστυνομικής συνεργασίας, της ομάδας
TREVI. Στο πλαίσιο της ομάδας TREVI δημιουργήθηκαν έξι ομάδες εργασίας με το γενικό
καθήκον να προάγουν τη συνεργασία σε ζητήματα δημόσιας ασφάλειας. Οι πρωτοβουλίες της
ομάδας TREVI και οι Κοινές ∆ράσεις (Joint Actions) της 20ης Μαρτίου 1995 και της 16ης
∆εκεμβρίου 1996, έθεσαν τις βάσεις για την ουσιαστική έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής
Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Βλ. σχετικά, Wendy De Bondt / Gert Vermeulen, Appreciating
Approximation. Using common offence concepts to facilitate police and judicial cooperation in the
EU, όπ.παρ., σελ. 26 – 27 και Alexandra De Moor / Gert Vermeulen, Shaping the competence of
Europol. An FBI perspective, στο Marc Cools / Brice De Ruyver / Marleen Easton / Lieven
Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander Beken / Freya Vander Laenen /
Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and International Crime Control, Governance of
Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 64 –
65. Για τη δημιουργία της ομάδας TREVI και τις δραστηριότητες της, βλ. αντί άλλων, Γεωργίου
Χλούπη, ∆ιασυνοριακό και Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, όπ.παρ., σελ. 443 και Lode van
Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs working document
on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 49 – 51.
1147
Βλ. Jürgen Storbeck, Η Europol και η καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 505.
1148
Τις απαρχές της Europol τις συναντούμε τον Ιούνιο του 1991, στη συνάντηση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Λουξεμβούργο, όπου οι αρχηγοί των Κρατών-μελών πρότειναν τη
δημιουργία ενός Κεντρικού Εγκληματολογικού Γραφείου Πληροφοριών. Το ∆εκέμβριο του ιδίου
έτους στο Maastricht, λήφθηκε η απόφαση να δημιουργηθεί η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία.
Στη συνέχεια, το άρθρο Κ1 στοιχείο 9 της Συνθήκης του Maastricht, το οποίο προέβλεπε την
«(…)αστυνομική συνεργασία για την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του
λαθρεμπορίου ναρκωτικών και άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας,
συμπεριλαμβανομένων εν ανάγκη, ορισμένων πτυχών τελωνειακής συνεργασίας, σε συνδυασμό
με τη διοργάνωση σε επίπεδο Ένωσης, ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο
της Αστυνομικής Συνεργασίας (Europol) (…)», αναγόρευσε τον τομέα της αστυνομικής
συνεργασίας σε θέμα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η
Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 578. Εξάλλου, για μια
συνοπτική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της Europol μέχρι την πλήρη ανάληψη των
καθηκόντων της κατά το έτος 1999, βλ. του ιδίου, Έκθεση δραστηριοτήτων της Μονάδας
Ναρκωτικών της Ευρωπόλ για το 1998, Ποι∆ικ, 1999, σελ. 883 επ. Για τη δομή και λειτουργία της
Europol πριν την αναβάθμισή της σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Γρηγορίου
Λαζαράκου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομία (Europol) και η ανάγκη ελέγχου της, Ποιν∆ικ, 1999, σελ.
1145 επ., Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Σημαντικές
όψεις και προοπτικές εξέλιξης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 187 επ. και
∆ονάτου Παπαγιάννη, Ο ευρωπαϊκός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 257 επ.
1149
Και με τον τρόπο αυτό, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Νικολόπουλου, προστέθηκε
«μια υπερκρατική δομή στη λειτουργία ενός ήδη πολύπλοκου διακρατικού συστήματος». Βλ.
Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το
«πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 218.
1150
Βλ. Πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 95/C 316/01 της 26ης Ιουλίου 1995,
Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 27-11-1995, C 316, σελ. 1 – 32.
305
1151
Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 της Σύμβασης Europol, ο σκοπός της Europol είναι «η
συνεργασία κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της παράνομης
διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και άλλων σοβαρών μορφών διεθνούς
εγκληματικότητας, εφόσον υφίστανται ενδείξεις για την ύπαρξη εγκληματικής δομής ή
οργάνωσης». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 2 εδ. α’ της Σύμβασης
Europol, προβλέπεται ότι: «Για τη σταδιακή επίτευξη των σκοπών, των αναφερομένων στην
παράγραφο 1, η Europol θα έχει κατ’ αρχάς ως αποστολή την πρόληψη και την καταπολέμηση
της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, των πυρηνικών και
ραδιενεργών ουσιών, των κυκλωμάτων λαθρομετανάστευσης, της εμπορίας ανθρώπων, του
εμπορίου κλαπέντων οχημάτων». Ενώ, στο τέλος της Σύμβασης, εμπεριέχεται Παράρτημα με
κατάλογο εγκλημάτων, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, εντάσσονται στις
μορφές της βαριάς διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας.
Τα εγκλήματα που προβλέπονται σήμερα στο Παράρτημα της Σύμβασης Europol, είναι τα
ακόλουθα: 1) Εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας
(ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη, παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων
οργάνων και ιστών, αρπαγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία και ρατσισμός και
ξενοφοβία) 2) Εγκλήματα κατά της ξένης περιουσίας, των δημοσίων αγαθών και απάτη
(οργανωμένες ληστείες, παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των
έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων, υπεξαιρέσεις και απάτες, «προστασία» έναντι χρημάτων,
απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, νοθεία κρατικών εγγράφων και εμπορία πλαστών,
παραχάραξη, νοθεία μέσων πληρωμής, εγκλήματα στον τομέα πληροφορικής και δωροδοκία) 3)
Παράνομη εμπορία και καταστροφή του περιβάλλοντος (λαθρεμπόριο όπλων, πυρομαχικών και
εκρηκτικών υλών, λαθρεμπόριο απειλούμενων ειδών ζώων, λαθρεμπόριο απειλούμενων φυτικών
ειδών και φυτικών αποσταγμάτων, εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος και
λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων). Τέλος, τόσο στο άρθρο 3,
όσο και στο Παράρτημα, ορίζεται ότι η Europol είναι εξίσου αρμόδια για την αντιμετώπιση του
σχετιζόμενου με τις ανωτέρω μορφές εγκληματικότητας ξεπλύματος χρημάτων, καθώς και των
συναφών προς αυτές αδικημάτων.
1152
Η Σύμβαση Europol κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2605/1998. Για το κείμενο του Ν.
2605/1998, βλ. Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 515 - 524. Η Σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε σε αρκετά βασικά
σημεία της με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 2003 στις Βρυξέλλες και
κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 3294/2004.
1153
Για τις συνεχείς επεκτάσεις των αρμοδιοτήτων της Europol, βλ. αναλυτικά, Alexandra De
Moor / Gert Vermeulen, Shaping the competence of Europol. An FBI perspective, όπ.παρ., σελ.
66 – 70.
1154
Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Νικολόπουλου, «η τρέχουσα εννοιολόγηση του
οργανωμένου εγκλήματος σε επιχειρησιακά κείμενα και διακηρύξεις αντεγκληματικής πολιτικής
εμφανίζεται εξαιρετικά διευρυμένη, κατά τρόπο που η οικονομική στοχοθεσία να μην αποτελεί
πλέον το κυρίαρχο γνώρισμά της, αλλά να προέχουν οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές
επιδιώξεις των σχετικών ομάδων. Σ’ αυτή την προοπτική το “οργανωμένο έγκλημα” σχετίζεται
άμεσα με φαινόμενα όπως η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η αίτηση ασύλου, κλπ,
σηματοδοτώντας, έτσι, μια διευρυμένη αλλαγή “παραδείγματος”, στο πλαίσιο της γενικότερης
τάσης συσχετισμού ανάμεσα στην εθνότητα και την εγκληματικότητα». Βλ. Γεωργίου
Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα
της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 232.
1155
Η Europol έχει έδρα τη Χάγη της Ολλανδίας και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά της από την
1η Ιανουαρίου 1999. Για μια γενική παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου ίδρυσης και λειτουργίας
της Europol, βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία – Europol, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003, σελ. 20 επ.
306
Amsterdam1156. Η ποιοτική τομή στην μετεξέλιξή της, όμως επήλθε με την από
6ης Απριλίου 2009 απόφαση του Συμβουλίου1157, η οποία κατέστησε την Europol
από 1ης Ιανουαρίου 2010 υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης1158 και ως εκ
τούτου, έχει, πλέον, απωλέσει το χαρακτήρα του διακυβερνητικού οργάνου και
αποτελεί βασικό πυλώνα της εσωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής
Ένωσης1159.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 69 Ζ της Συνθήκη της Λισσαβόνας1160,
αποστολή της Europol είναι η στήριξη και η ενίσχυση της δράσης των
αστυνομικών αρχών και των άλλων αρχών επιβολής του νόμου των Κρατών-
μελών, καθώς και της αμοιβαίας συνεργασίας τους στην πρόληψη και
καταπολέμηση των σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή
περισσότερα Κράτη-μέλη, της τρομοκρατίας και των μορφών εγκληματικότητας
που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της
Ένωσης.
Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας
σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, έχουν τη
δυνατότητα να καθορίζουν ως καθήκοντα της Europol τη συλλογή, αποθήκευση,
επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τον συντονισμό,
τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή ερευνών και επιχειρησιακών δράσεων, από
κοινού με τις αρμόδιες αρχές των Κρατών-μελών ή στο πλαίσιο κοινών ομάδων
ερευνών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οποιαδήποτε επιχειρησιακή δράση της
Europol, θα πρέπει να διεξάγεται σε συνεργασία και σε συμφωνία με τις αρχές
του Κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου διεξάγεται, ενώ, δεν έχει τη
1156
Άρθρο Κ2 της Συνθήκης του Amsterdam. Βλ. σχετικά και Alexandra De Moor / Gert
Vermeulen, Shaping the competence of Europol. An FBI perspective, όπ.παρ., σελ. 65 – 66.
1157
Βλ. Απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής
Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 15-5-2009, L 121, σελ. 37.
1158
Βλ. Maria Fletcher / Robin Lööf / Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, Edward Elgar
Publishing Ltd, Cheltenham, Northampton, 2008, σελ. 77 επ.
1159
Συνεπώς, για την διοικητική της λειτουργία εφαρμόζονται, πλέον, οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν
και για τις λοιπές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι αποφάσεις για τα
καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Europol λαμβάνονται με πλειοψηφία των 2/3
των Κρατών-μελών. Η χρηματοδότησή της γίνεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και όχι από τα Κράτη-μέλη. Συνεπώς, εφαρμόζονται και στην περίπτωση της Europol οι
οικονομικοί κανονισμοί της ΕΕ και διασφαλίζεται και με την ενεργό συμμετοχή του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, μεγαλύτερη διαφάνεια στα οικονομικά της. Η Προεδρία, τέλος, του ∆Σ της, ασκείται
στο εξής για περίοδο 18 μηνών με πρόεδρο που εκλέγεται από τα τρία Κράτη-μέλη που
αποτελούν κάθε φορά την αποκαλούμενη «τρόικα» στην προεδρία της ΕΕ.
1160
Άρθρο 88 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
307
1161
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 περ. γ’ εδ. β’ της Ενοποιημένης Απόδοσης της
Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εθνικά κοινοβούλια συμβάλλουν ενεργά στην καλή
λειτουργία της Ένωσης με την σύμπραξή τους στον πολιτικό έλεγχο της Europol και την
αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust σύμφωνα με τα άρθρα 88 και 85 της ΣΕΕ.
1162
Βλ. Ευαγγέλου Στεργιούλη, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής ασφάλειας της
Συνθήκης της Λισαβόνας, όπ.παρ., σελ. 25.
1163
Η πρόβλεψη για την «Ευρωπαϊκή Μονάδα ∆ικαστικής Συνεργασίας» (Eurojust) είχε
συμπεριληφθεί στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε του
1999 (σημείο 46) και απέβλεπε στην «ενίσχυση της καταπολέμησης των σοβαρών μορφών
οργανωμένου εγκλήματος». Σε υλοποίηση της απόφασης αυτής, το Συμβούλιο Υπουργών
προχώρησε στις 14 ∆εκεμβρίου 2000 στη σύσταση της «Προσωρινής Μονάδας ∆ικαστικής
Συνεργασίας» (Pro-Eurojust) (με την Απόφαση 2000/799/∆ΕΥ, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 21-12-
2000, L 324), η οποία άρχισε να λειτουργεί την 1η Μαρτίου 2001 στις Βρυξέλλες. Βλ. Γεωργίου
Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα
της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 290 – 291.
Για τις πρωτοβουλίες που προηγήθηκαν της ίδρυσης της Eurojust και για τη σύσταση της
«Προσωρινής Μονάδας ∆ικαστικής Συνεργασίας», βλ. αναλυτικά, Maria Fletcher / Robin Lööf /
Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, όπ.παρ., σελ. 65, Ευαγγέλου Στεργιούλη, Eurojust: Η
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ∆ικαστικής Συνεργασίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 299 επ., Ευστρατίου
Παπαθανασόπουλου, Νέες προοπτικές δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ για την καταπολέμηση
του σοβαρού εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 670 επ., του ιδίου, Η προσωρινή μονάδα Eurojust
στο ευρύτερο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας στα ποινικά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, ΠράξΛογ, 2003, σελ. 131 επ. και Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και
επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες – Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ.
379.
1164
Για το ζήτημα της επιλογής του νομικού εργαλείου, της απόφασης, δηλαδή, από το
Συμβούλιο, αντί της κατάρτισης Σύμβασης, όπως είχε γίνει στην περίπτωση της Europol, βλ.
308
Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 20021165 και ως στόχο έχει τη βελτίωση του
συντονισμού των ποινικών ερευνών και διώξεων στα διάφορα Κράτη-μέλη,
καθώς και τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών τους
αρχών1166. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Eurojust διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
όχι μόνο στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και στην
καταπολέμηση της τρομοκρατίας1167.
Με τη Συνθήκη της Νίκαιας, η Eurojust αναβαθμίστηκε σε συστατικό
στοιχείο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης1168. Ιδιαίτερης μνείας
αξίζει η τροποποίηση του άρθ. 31 ΣΕΕ1169, στο οποίο προβλέπεται θεσμικά η
δημιουργία της Eurojust1170, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 31 § 1 περ.
για την αποτελεσματική προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη σχετική πρόταση της
Επιτροπής και τη λύση που υιοθετήθηκε τελικά από τη Συνέλευση και συμπεριελήφθη στη
Συνταγματική Συνθήκη βλ. την κριτική ανάλυση του Βασιλείου Φλωρίδη, Η Ευρωπαϊκή
Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Α’) – Συμβολή στην συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 613 – 620 και του ιδίου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή (Μέρος Β’) – Συμβολή στην
συζήτηση για την καθιέρωση του θεσμού, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 756 – 764, ο οποίος αντιμετωπίζει
συνολικά το εγχείρημα της ίδρυσης Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής θετικά και στη σελ. 764
τονίζει ότι οι όποιες αντιδράσεις ενάντια σ’ αυτή όσο και ενάντια γενικά στη Συνταγματική
Συνθήκη «προέρχονται πάντοτε από αγκυλώσεις σε μία εθνοκεντρική σύλληψη του κράτους και
είναι εν πολλοίς αναίτιες». Περαιτέρω, για μια συνοπτική και περιεκτική ανάλυση της ιστορίας της
Eurojust και των διαγραφόμενων προοπτικών της ιδιαίτερα σε σχέση με το συντονισμό της με τις
χώρες των ∆υτικών Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον τομέα της
καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. και Λάμπρου Πατσαβέλλα, Ο ρόλος της
Eurojust στη δικαστική συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Η συνεργασία με τις χώρες της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 780 – 788.
1171
Βλ. Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου, Πρωτοβουλίες υπό εξέλιξη στον τομέα της δικαστικής
συνεργασίας σε ποινικά θέματα – Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1131.
1172
Η ιδιαίτερα διεισδυτική κριτική της Καϊάφα-Γκμπάντι, εν έτει 2001, για τα προβλήματα που
δημιουργούσε η προσπάθεια ένταξης της ποινικής συνεργασίας των κρατών – μελών της ΕΕ από
τον Τρίτο στον Πρώτο Πυλώνα, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να διατηρεί την επικαιρότητά της.
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η Πρόταση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη
δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής και το σχεδιασμό των εγκλημάτων κατά των
οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας στα πλαίσια του Α’ Πυλώνα – ∆ιάλογος με την
Πράσινη Βίβλο, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 563 επ., ιδίως σελ. 571.
1173
Για την καθετοποίηση της δράσης της ΕΕ βλ. Αθανασίας Συκιώτου, Νέες εξελίξεις στην
ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του
Corpus Juris και η προοπτική μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, όπ.παρ., σελ. 389 επ.
1174
Όπως ορθά επεσήμανε ο Νικολόπουλος, οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής
Συνταγματικής Συνθήκης προανήγγειλαν μια «επαναδιαπραγμάτευση» του ρόλου και της
λειτουργίας της Eurojust στο πλαίσιο της γενικότερης θεσμικής αναδιαμόρφωσης του ευρωπαϊκού
ενωσιακού οικοδομήματος. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας
αντεγκληματικής πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 292.
310
1175
Αυτός ήταν και ο σκοπός του Corpus Juris, με επέκταση της αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού
Εισαγγελέα σε όλα τα είδη της σοβαρής εγκληματικότητας. Βλ. αντί άλλων, Αθανασίας Συκιώτου,
Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ΠοινΧρ, 2000,
σελ. 389 επ., ιδίως σελ. 403. Για το Corpus Juris, βλ. ιδίως, Mirreile Delmas-Marty, Προς έναν
ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο: Corpus Juris ποινικών διατάξεων για την προστασία των
οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (μετάφραση Αθανασίας Συκιώτου), Αντ. Ν.
Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 10 επ., Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Το Ευρωπαϊκό
εγχείρημα διαμόρφωσης κοινών ποινικών κανόνων. Οι ουσιαστικές διατάξεις του “Corpus Juris”
κατά το νέο τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 97 επ.,
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του
διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 98, του ιδίου, Η εικόνα του
ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 809 επ. και του ιδίου,
∆ιαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα του ποινικού δικαίου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 11 επ.
1176
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 3-3-2005, C 53, σελ. 1.
1177
Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό ∆ίκτυο είναι προγενέστερο της Eurojust (ιδρύθηκε με την Κοινή
∆ράση 98/428/∆ΕΥ της 29ης Ιουνίου 1998, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 7-7-1998, L 191) και αποτελεί
οριζόντια διακρατική μορφή συνεργασίας και επικοινωνίας ανάμεσα στις δικαστικές αρχές των
Κρατών-μελών, ενώ η Eurojust εντάσσεται σε υπερκρατικό επίπεδο και αποτελεί φορέα της
ευρωπαϊκής κοινοτικής βαθμίδας εξουσίας. Αποβλέπει δε, στον άνωθεν συντονισμό, κυρίως στο
στάδιο της προδικασίας, των εθνικών δικαστικών αρχών στις περιπτώσεις του διασυνοριακού
εγκλήματος. Βλ. Γεωργίου Νικολόπουλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής
πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, όπ.παρ., σελ. 293.
1178
Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά
με το ρόλο της Eurojust και του Ευρωπαϊκού ∆ικαστικού ∆ικτύου στο πλαίσιο της καταπολέμησης
του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη
Εφημερίδα ΕΚ, 23-10-2007, COM (2007) 644 τελικό, σελ. 10.
1179
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ , 4-6-2009, L 138, σελ. 14.
311
1180
Βλ. Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-3-2002, L 63, σελ. 1.
1181
Βλ. Απόφαση-πλαίσιο 2009/948/∆ΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και τον διακανονισμό
συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 15-12-2009, L 348,
σελ. 43 στοιχ. 14.
1182
Άρθρο 85 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1183
Σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του ιδίου άρθρου, οι επίσημες διαδικαστικές πράξεις
διενεργούνται από τους αρμόδιους εθνικούς υπαλλήλους.
1184
Άρθρο 86 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1185
Βλ. σχετικά, Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 91 – 92. Ενώ, για τις προσπάθειες δημιουργίας Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας με την Συνταγματική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Maria Fletcher / Robin
Lööf / Bill Gilmore, EU Criminal Law and Justice, όπ.παρ., σελ. 67 επ.
312
ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών
συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασκεί δε, ενώπιον των αρμόδιων
δικαστηρίων των Κρατών-μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 του ιδίου άρθρου, οι όροι άσκησης των
καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν
τις δραστηριότητές της και το παραδεκτό των αποδείξεων και οι κανόνες που
ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών της πράξεων κατά την
άσκηση των καθηκόντων της, καθορίζονται με κανονισμούς, κατά τη συνήθη
νομοθετική διαδικασία. Η διάταξη της § 4, τέλος, δίνει τη δυνατότητα στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας και στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με
διασυνοριακή διάσταση.
Μετά την προηγηθείσα ανάλυση, έχει καταστεί φανερό ότι η ΕΕ
προσπαθεί να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα μέσα από ένα πλέγμα
κανονιστικών πράξεων και επιχειρησιακών πρωτοβουλιών, οι οποίες άλλοτε,
κινούνται στην σωστή κατεύθυνση και άλλοτε, φαίνεται να αποτελούν υπέρβαση
των δημοκρατικών ορίων, θέτοντας σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου για μια
Ευρώπη της «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»1186.
1186
Ιδιαίτερα διεισδυτική και οξεία είναι η κριτική του Μανωλεδάκη, σύμφωνα με τον οποίο, «για
την αντιμετώπιση της κοινωνικής έκρηξης που έρχεται, οι ισχυροί της Γης χρειάζονται μία
αυστηρή και σκληρή ποινική νομοθεσία και δικαιοσύνη, προκειμένου – όχι βέβαια να
αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο και οι ίδιοι πολλές φορές υποθάλπουν – αλλά
να τιθασεύσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις και να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους της νέας
τάξης πραγμάτων. Αυτούς έχει ως στόχο η επιχειρούμενη και σχεδιαζόμενη σήμερα σε
ευρωπαϊκό επίπεδο ένταση της ποινικής καταστολής και σ’ αυτούς θα εφαρμοστούν οι νέοι
αυστηροί ποινικοί νόμοι για την αντιμετώπιση (δήθεν) του οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Το Σχέδιο Νόμου για το οργανωμένο έγκλημα και η νέα παγκόσμια τάξη, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 465. Εξάλλου, για τις επιχειρούμενες προσπάθειες για εκ πλαγίου παραβίαση του
νόμου μέσα από θεωρητικές και ερμηνευτικές «υπερβάσεις». Βλ. του ιδίου, Τρομοκρατία και
νομοκρατία (η τήρηση της νομιμότητας ως απάντηση στην τρομοκρατία), Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 65 –
69. Εξάλλου, για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης ασφάλειας και ελευθερίας με
γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και δημιουργίας νέων κανόνων και θεσμικών εργαλείων
«με παγκοσμιοποιημένη πρόσληψη και λειτουργία» που να ανταποκρίνονται στο νέο
παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, βλ. Γιώργου Παπαδημητρίου, Η
συνάρθρωση της εθνικής, της διεθνούς και της ενωσιακής προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Ευρώπη, ΝοΒ, 2004, σελ. 1137 επ., ιδίως σελ. 1142. Για τη σχέση ιδεολογίας
και Ποινικού ∆ικαίου και την επίδραση που ασκούν οι διαφορετικές θεμελιακές παραδοχές στην
υιοθέτηση κατασταλτικών θεσμών και πρακτικών, βλ. Nils Jareborg, Ιδεολογίες εγκλήματος,
(μετάφραση Γιώργου Καρανικόλα), Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1030 – 1038. Οι πολιτικές της ασφάλειας,
εξάλλου, έχουν τεθεί σε τέτοιο σημείο στο επίκεντρο των κυβερνητικών πολιτικών, που ορισμένοι
αναφέρονται σε «διακυβέρνηση μέσω του εγκλήματος». Βλ. Pierre Landreville, Από την
κοινωνική ένταξη στη διαχείριση κινδύνων; Οι πολιτικές και οι πρακτικές στο κεφάλαιο των
ποινών, (μετάφραση Αντώνη Μαγγανά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1463 και τις οικείες παραπομπές.
313
1187
Για μια ιστορική αναδρομή της ίδρυσης και των στόχων του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλ.
Paul Evans / Paul Silk (eds), The Parliamentary Assembly: practice and procedure, (10th edition),
Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2008, σελ. 21 επ.
1188
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 4165/1961.
1189
Προκειμένου να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των υπό έκδοση προσώπων σε
Κράτη μη μέλη της ΕΣ∆Α, το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση No R (80) 9/27-6-
1980, που συνιστά στα Κράτη μέλη του «να μην ικανοποιούν το αίτημα προς έκδοση όταν τούτο
προέρχεται από κράτος μη μέρος στην ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και
όπου υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που δείχνουν ότι το αίτημα έχει υποβληθεί για το σκοπό της
δίωξης ή της τιμωρίας του προσώπου στο οποίο αναφέρεται λόγω της φυλής, της θρησκείας, της
εθνικότητας ή πολιτικών πεποιθήσεων, ή ότι η θέση του μπορεί να δυσχερανθεί για
οποιονδήποτε από αυτούς τους λόγους». Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής
314
1198
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2655/1998.
1199
Η Συμφωνία αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1200
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το Συμβούλιο της
Ευρώπης υιοθέτησε την ιδιαίτερα ανθρωπιστική για τους χρήστες, Απόφαση (73) 6/19-1-1973 για
τις ποινικές πλευρές της κατάχρησης ναρκωτικών, η οποία σε σχέση με τους διακινητές προτείνει
ότι «το κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να δημιουργήσει μια κεντρική υπηρεσία, με την οποία θα
συνεργάζονται όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου για τη συλλογή και διάδοση πληροφοριών
σχετικά με την παράνομη κυκλοφορία και τους διακινητές ναρκωτικών». Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη,
Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 64.
1201
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1202
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3560/2007.
1203
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1204
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
1205
Πρόκειται για μια επιτροπή ειδικών, η οποία αποτελείται από υψηλόβαθμους αξιωματούχους
προερχόμενους από τις σχετικές εθνικές υπηρεσίες, δηλαδή από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, τις
εισαγγελίες και τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Οι εργασίες της, μάλιστα, οδήγησαν στην
υιοθέτηση μιας σειράς Συστάσεων προς τα Κράτη μέλη από την Επιτροπή Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης.
316
1206
Βλ. Lode van Outrive, European Parliament committee on civil liberties and internal affairs
working document on police cooperation, όπ.παρ., σελ. 44.
1207
Το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδιδε Αποφάσεις μέχρι το έτος 1978. Έκτοτε εκδίδει Συστάσεις.
1208
Για μια ιδιαίτερα επιμελημένη επιλογή των Αποφάσεων και των Συστάσεων ποινικού και
εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών, το κυρίως
διευθυντικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα
Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ.
1209
Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3560/2007. Η Ελλάδα, εξάλλου, έχει
κυρώσει και τη Σύμβαση για τη ∆ιαφθορά στις Αστικές Υποθέσεις της 4ης Νοεμβρίου 1999 (ETS
174) με το Ν. 2957/2001.
317
1210
Η ομάδα GRECO αποτελεί έναν μηχανισμό εκτίμησης της υλοποίησης της Ποινικής
Σύμβασης κατά της ∆ιαφθοράς. Στην ομάδα GRECO συμμετέχουν 46 ευρωπαϊκά Κράτη και οι
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Για τις δραστηριότητες και τα πορίσματά της, βλ. αναλυτικά, Group
of States against Corruption-GRECO, General Activity Report for 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1622225
1211
Στην προετοιμασία της Σύμβασης αυτής συμμετείχαν όλα τα Κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός από
την Ιρλανδία, ενώ και η ίδια η ΕΕ, ως οργανισμός, αντιπροσωπευόταν από την Επιτροπή, που
έστειλε έναν παρατηρητή σε όλες τις συναντήσεις από το Σεπτέμβριο του 1989 και εντεύθεν. Η
Σύμβαση του Στρασβούργου, άνοιξε για υπογραφή στις 8 Νοεμβρίου 1990, στο Στρασβούργο,
ενώ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2655/1998. Για το πλήρες κείμενο της Σύμβασης βλ.
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 970 – 977. Περαιτέρω, για τη σημασία της διατυπωθείσας από την Ελλάδα
Επιφύλαξης στο άρθρο 6 της Σύμβασης του Στρασβούργου και τα προβλήματα που
δημιουργούνται μετά την εισαγωγή του Ν. 3424/2005 για την «τροποποίηση, συμπλήρωση και
αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και προσαρμογή της ελληνικής
νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την
πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις», βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 359 – 360.
1212
Πρόκειται για τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων
και ψυχοτρόπων ουσιών, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 20-12-1988 και κυρώθηκε από την
Ελλάδα με το Ν. 1190/1991.
318
1213
Για το πλήρες κείμενο της Σύστασης στην ελληνική γλώσσα, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα
Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 252 – 254.
1214
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 131 – 133.
1215
Το Συμβούλιο της Ευρώπης με μια σειρά πρωτοβουλιών δραστηριοποιείται στην
καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων από το 1980 και εντεύθεν. Για τις πρωτοβουλίες αυτές,
βλ. αναλυτικά, Αθανασίας Συκιώτου, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια– Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, όπ.παρ., σελ. 126 – 131.
1216
Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί, αλλά δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα.
319
1217
Η GRETA είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της υλοποίησης της Σύμβασης και
επιφορτισμένη με την περιοδική έκδοση «Αναφορών» (“Reports”) στις οποίες εκτιμά τα μέτρα
που έχουν ληφθεί. Η Επιτροπή των Μερών, από την άλλη μεριά, αποτελείται από τους
αντιπροσώπους στην Επιτροπή Υπουργών, καθώς και από τους αντιπροσώπους των Μερών
που δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και στη βάση των Αναφορών και
συμπερασμάτων της GRETA μπορεί να κάνει συστάσεις σε κάποιο Μέρος αναφορικά με τα μέτρα
που θα πρέπει να λάβει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της GRETA. Βλ. σχετικά, Ministers’
Deputies Notes on the Agenda, CM/Notes/1047/11.1, 13 Ιανουαρίου 2009, δημοσιευμένο
ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1393065 και Council of Europe, Note to
editors – 221(2008), δημοσιευμένο ηλεκτρονικά https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1382451
1218
Στο Προσάρτημα της συγκεκριμένης Σύστασης δίνεται ο ορισμός της έννοιας του «μάρτυρα»,
σύμφωνα με τον οποίο «εννοείται κάθε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το καθεστώς του /της κατά το
εθνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, που κατέχει πληροφορίες σχετικές με ποινική διαδικασία. Αυτός
ο ορισμός περιλαμβάνει επίσης πραγματογνώμονες καθώς και διερμηνείς».
1219
Το κείμενο της συγκεκριμένης Σύστασης έχει δημοσιευτεί μεταφρασμένο στην ελληνική
γλώσσα στο βιβλίο του Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 337
– 340.
1220
Στο κείμενο της Σύστασης αναφέρεται ότι η άγνοια των στοιχείων της ταυτότητας του μάρτυρα
από την υπεράσπιση, δεν θίγει το δικαίωμα της υπεράσπισης να εξετάσει τον μάρτυρα και να
320
αμφισβητήσει την μαρτυρική του κατάθεση, που προβλέπεται από την ΕΣ∆Α, καθώς στο κείμενο
της ΕΣ∆Α δεν προβλέπεται η πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση μεταξύ του μάρτυρα και του
κατηγορουμένου. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 338.
1221
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 311 – 318.
1222
Η δικαιοσύνη εξαρτάται όχι μόνο από την δυνατότητα των Κρατών να διώξουν τους
αυτουργούς ενός εγκλήματος, αλλά και από την ικανότητά τους να αποκαταστήσουν τα θύματά
του. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας ενιαίας νομικά περιοχής,
βασισμένης στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της νομοκρατίας.
Από τη δεκαετία του 1980 δραστηριοποιείται και στο πεδίο της προστασίας και αποκατάστασης
των θυμάτων και έχει προωθήσει μια σειρά νομικών εργαλείων, προκειμένου να υποβοηθήσει τα
Κράτη-μέλη του στην προσπάθειά τους να επιληφθούν των αναγκών των θυμάτων εγκλήματος.
Για μια συνεκτική παρουσίαση των νομικών κειμένων που έχει υιοθετήσει, βλ. ιδίως, Council of
Europe, Victims – Support and Assistance, (2nd edition), Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2007.
321
όσο και στο επίπεδο της δίωξης των σχετικών αξιόποινων πράξεων, η
παράλληλη ενεργοποίηση των νομικών εργαλείων του διοικητικού, του
εμπορικού, του φορολογικού και του αστικού δικαίου, η άρση του τραπεζικού
απορρήτου, η αποδοχή ύπαρξης ποινικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα1223, η
ποινικοποίηση της συμμετοχής ή της υποστήριξης εγκληματικής οργάνωσης, η
προστασία των μαρτύρων, η εμπέδωση της διεθνούς διοικητικής υποστήριξης και
της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, που οφείλει να
περιλαμβάνει και τη συλλογή και χρήση «ευαίσθητων» προσωπικών δεδομένων
και η χρήση των ειδικών ανακριτικών πράξεων της αστυνομικής διείσδυσης και
των ελεγχόμενων παραδόσεων.
Αναφορικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς σε συσχέτιση με την
αντιμετώπιση του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, οι υπουργοί
∆ικαιοσύνης των Κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υιοθέτησαν κατά
την 21η ∆ιάσκεψή τους στην Πράγα, τον Ιούνιο του 1997, τη Σύσταση R 1 για
τους δεσμούς ανάμεσα στη διαφθορά και στο οργανωμένο έγκλημα, ενώ
ιδιαίτερα σημαντική ήταν τόσο η Τελική ∆ιακήρυξη, όσο και το Σχέδιο ∆ράσης
που υιοθετήθηκαν κατά τη 2η Σύνοδο των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων,
που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο τον Οκτώβριο του 1997, με την οποία
1223
Ειδικά για την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων η Επιτροπή Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση R (88) 18 της 20ης Οκτωβρίου 1988 για την
ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων που έχουν νομική προσωπικότητα για εγκλήματα που
τελούνται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, η οποία ρητά εξέφρασε την επιθυμία «να
ξεπεραστούν οι δυσκολίες, με σκοπό να καταστούν οι επιχειρήσεις καθαυτές υποκείμενα ποινικής
ευθύνης, χωρίς να αποκλείονται της ευθύνης τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στο έγκλημα,
και να καθιερωθούν κατάλληλες κυρώσεις και μέτρα που να εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις, έτσι
ώστε να επιτυγχάνεται η αρμόζουσα τιμωρία των παράνομων δραστηριοτήτων, η πρόληψη των
περαιτέρω εγκλημάτων και η αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται». Στο Παράρτημά της,
περιέχει εκτός των άλλων και προτεινόμενες κυρώσεις, οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται
μόνες ή σε συνδυασμό, με ή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα, ως κύριες ή ως παρεπόμενες.
Ειδικότερα, η Σύσταση αυτή προτείνει την εισαγωγή των μέτρων: 1. της προειδοποίησης,
επίκλησης, εγγύησης, 2. της δυνατότητας απαγγελίας απόφασης που να διακηρύσσει την ευθύνη,
χωρίς να απαγγέλλει ποινή, 3. της επιβολής προστίμου ή άλλης χρηματικής ποινής, 4. της
δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την τέλεση του εγκλήματος
ή που παριστούν κέρδη που αποκτήθηκαν από την παράνομη δραστηριότητα, 5. της
απαγόρευσης ορισμένων δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα του αποκλεισμού από συναλλαγές με
δημόσιες αρχές, 6. του αποκλεισμού από φορολογικά πλεονεκτήματα και επιχορηγήσεις, 7. της
απαγόρευσης διαφήμισης αγαθών ή υπηρεσιών, 8. της ακύρωσης αδειών, 9. της παύση
διευθυντών, 10. του διορισμού προσωρινής διοίκησης από δικαστική αρχή, 11. της διακοπής των
εργασιών της επιχείρησης, 12. του κλεισίματος της επιχείρησης, 13. της αποζημίωσης και /ή
αποκατάστασης του θύματος, 14. της επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση, και 15. της δημοσίευση της απόφασης που επιβάλλει κύρωση ή μέτρο. Βλ. σχετικά,
Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 236 – 239.
322
1224
Bλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 389.
1225
Για το πλήρες κείμενο της Σύστασης στην ελληνική γλώσσα, ibid, σελ. 388 – 397.
323
1226
Προς το σκοπό αυτό, τα Κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν, inter alia, τον έλεγχο
οικονομικών συναλλαγών οι οποίες δεν έχουν προφανή εμπορικό σκοπό και να απαιτούν την
εξακρίβωση των άμεσων ή τελικών μερών που εμπλέκονται σχετικά.
1227
Ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες ενεργούν ως οικονομικοί διαμεσολαβητές για
λογαριασμό πελατών τους.
1228
Ιδίως σε τομείς όπως οι εξαγωγές, οι εισαγωγές, η χορήγηση αδειών, οι οικονομικοί και
τελωνειακοί κανονισμοί.
1229
Ιδιαίτερα, τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν αμοιβαία συνέπεια των ρυθμίσεων και
θα πρέπει οι εν λόγω ρυθμίσεις να δοκιμάζονται τακτικά από ανεξάρτητους ελεγκτές προκειμένου
να εκτιμάται η “αντίστασή” τους σε κατάχρηση.
1230
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις των ηλεκτρονικών πληρωμών ή των
συναλλαγές διαμέσου ηλεκτρονικών τραπεζών.
1231
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 390 – 392.
1232
Ibid, σελ. 392 – 394.
324
1233
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη Σύσταση, τα Κράτη-μέλη θα πρέπει, τηρώντας τις
θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, να προβλέψουν νομοθετικά μέτρα για την επισήμανση, το
πάγωμα, την κατάσχεση και τη δήμευση ή απώλεια των περιουσιακών στοιχείων που
αποκτήθηκαν από οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Η δυνατότητα δήμευσης ή απώλειας
περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα, μάλιστα, θα πρέπει να
γίνεται διαμέσου δικαστικών διαδικασιών οι οποίες μπορεί να είναι ανεξάρτητες από άλλες
διαδικασίες και, κατ’ εξαίρεση, μπορεί να περιλαμβάνουν μείωση του βάρους της απόδειξης
αναφορικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων.
1234
Για την ηθική απαξία της «σύπραξης» δικηγόρων στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που
έχουν τελέσει ή πρόκειται να τελέσουν οι πελάτες τους, βλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά,
Το Μεγαλείο και η ηθική απαξία του δικηγορικού επαγγέλματος, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 597 – 598.
Εξάλλου, για την άμεση εμπλοκή δικηγόρων στη διαφθορά δικαστικών λειτουργών, βλ.
Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, ∆ικαιοσύνη και ακεραιότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 600.
1235
Στις περιπτώσεις αυτές, τα Κράτη-μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι τα εγκλήματα αυτά θα
διερευνώνται και θα διώκονται κατά αποτελεσματικό τρόπο.
1236
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή τέτοιων τεχνικών, εξυπακούεται ότι τα Κράτη-
μέλη θα πρέπει να προμηθεύσουν τις υπηρεσίες εφαρμογής του νόμου με την απαιτούμενη
τεχνολογία και την κατάλληλη εκπαίδευση.
325
1237
Εξυπακούεται ότι τα εθνικά συστήματα συλλογής στοιχείων και εγκληματολογικής στατιστικής
θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος και να
διαθέτουν κατάλληλους πόρους και προσωπικό.
1238
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, όπ.παρ., σελ. 396.
326
1239
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Η πρόσφατη νομολογία του Ε∆∆Α για την αστυνομική
διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 59. Εξάλλου, ευρύτερα για το
ζήτημα της παρέμβασης υπερκατικών οργανισμών στον τομέα της ποινικής καταστολής, η οποία
θα πρέπει να αξιολογείται ως μέτροόχι μόνο προστασίας εννόμων αγαθών, αλλά και ως μέτρο
ελευθερίας των πολιτών, βλ. της ιδίας, Ευρωπαϊκό Ποινικό ∆ίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας –
Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπ.παρ., σελ.
3 επ.
1240
Για την προβληματική της σύγκρουσης μεταξύ των εννόμων αγαθών της ασφάλειας και της
ελευθερίας. Βλ. αντί άλλων, Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και Τρομοκρατία,
όπ.παρ., σελ. 14 – 20 και Νέστορα Κουράκη, Ασφάλεια και Ελευθερία τα μεταξύ τους Στατικά και
∆υναμικά Όρια, ΝοΒ, 2006, σελ. 1217 – 1226.
1241
∆ύο από τις αποφάσεις αφορούν την τρομοκρατία και μία εξετάζει ειδικά το ζήτημα της
έκδοσης.
1242
Ενόψει του αυξημένου ειδικού βάρους και του κύρους των αποφάσεων του Ε∆∆Α το σύνολο
των αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη παρουσιάζεται μετά το τέλος της παρούσας εργασίας σε
ειδικό Παράρτημα. Αναφέρουμε μόνο εδώ τα στοιχεία των καταδικαστικών εις βάρος Κρατών-
μελών αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη.
1243
Βλ. Dzieciak κατά Πολωνίας, (αριθμ. προσφυγής 77766/01), Απόφαση του 4ου Τμήματος της
ης
9 ∆εκεμβρίου 2008.
1244
Βλ. Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 14038/88), Απόφαση της
Ολομέλειας της 7ης Ιουλίου 1989, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής
22414/93), Απόφαση της Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Assenov κλπ. κατά Βουλγαρίας,
(αριθμ. Υπόθεσης 90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998,
Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης
Ιουλίου 1999, Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της
6ης Απριλίου 2000, Indelicato κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 31143/96), Απόφαση του 2ου
Τμήματος της 18ης Οκτωβρίου 2001, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006 και Khider κατά Γαλλίας, (αριθμ.
προσφυγής 39364/05), Απόφαση του 5ου Τμήματος της 9ης Ιουλίου 2009.
327
1245
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000 και A. κλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της
Ολομέλειας της 19ης Φεβρουαρίου 2009.
1246
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000, Adamiak κατά Πολωνίας, (αριθμ. προσφυγής 20758/03), Απόφαση του 4ου
Τμήματος της 19ης ∆εκεμβρίου 2006 και Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006.
1247
Βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση της
Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00),
Απόφαση του 3ου Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006 και A. κλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου,
(αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της Ολομέλειας της 19ης Φεβρουαρίου 2009.
1248
Βλ. Teixeira de Castro κατά Πορτογαλίας, (αριθμ. προσφυγής 25829/94), Απόφαση της
Ολομέλειας της 9ης Ιουνίου 1998, Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94),
Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Ιουλίου 1999, Soto Sanchez κατά Ισπανίας, (αριθμ.
προσφυγής 66990/01), Απόφαση του 4ου Τμήματος της 25ης Νοεμβρίου 2003, Caveni κλπ. κατά
Τουρκίας, (αριθμ. προσφυγής 40395/98), Απόφαση του 1ου Τμήματος της 10ης Νοεμβρίου 2004,
Musumeci κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 33695/96) Απόφαση του 4ου Τμήματος της 11ης
Ιανουαρίου 2005, Khudobin κατά Ρωσίας, (αριθμ. προσφυγής 59696/00), Απόφαση του 3ου
Τμήματος της 26ης Οκτωβρίου 2006, Ramanauskas κατά Λιθουανίας, (αριθμ. προσφυγής
74420/01), Απόφαση της Ολομέλειας της 5ης Φεβρουαρίου 2008 και Bannikova κατά Ρωσίας,
(αριθμ. Προσφυγής 18757/06), Απόφαση του 1ου Τμήματος της 4ης Νοεμβρίου 2010.
1249
Βλ. Messina κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 25498/94), Απόφαση του 2ου Τμήματος της
ης
28 Σεπτεμβρίου 2000, Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της
Ολομέλειας της 6ης Απριλίου 2000 και Musumeci κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 33695/96),
Απόφαση του 4ου Τμήματος της 11ης Ιανουαρίου 2005.
1250
Perna κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 48898/99), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης Μαΐου
2003.
1251
Βλ. Bozgan κατά Ρουμανίας, (αριθμ. προσφυγής 35097/02), Απόφαση του 3ου Τμήματος της
ης
11 Οκτωβρίου 2007.
1252
Βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση της
Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Assenov κλπ κατά Βουλγαρίας, (αριθμ. υπόθεσης
90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998 και Messina κατά
Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 25498/94), Απόφαση του 2ου Τμήματος της 28ης Σεπτεμβρίου 2000.
1253
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000.
1254
Βλ. Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση της Ολομέλειας της 6ης
Απριλίου 2000.
328
του αδικήματος που φέρεται ότι τελέστηκε από τον προσφεύγοντα ήταν κατά
συνέπεια, άσχετο με τους σκοπούς του άρθρου 3»1259.
Όπως είδαμε παραπάνω, οι επεξεργασίες του Ε∆∆Α χαράσσουν
δημοκρατικές «κόκκινες γραμμές» πέραν των οποίων καμιά σκοπιμότητα δεν
μπορεί να γίνει δεκτή. Η ουσία της δημοκρατίας έγκειται στο σεβασμό των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ακόμα και των τρομοκρατών και των
οργανωμένων εγκληματιών. Αν αυτή η θέση δεν επικρατήσει και στην
καθημερινή διωκτική πρακτική, ο αγώνας, όποια και αν είναι η σημαία κάτω από
την οποία διεξάγεται, θα είναι μάταιος.
1259
Βλ. (σε μετάφραση δική μας) Labita κατά Ιταλίας, (αριθμ. προσφυγής 26772/95), Απόφαση
της Ολομέλειας της 6ης Απριλίου 2000, σκέψη υπ’ αριθμ.119, Assenov κλπ κατά Βουλγαρίας,
(αριθμ. υπόθεσης 90/1997/874/1086), Απόφαση της Ολομέλειας της 28ης Οκτωβρίου 1998,
σκέψη υπ’ αριθμ. 93 και Selmouni κατά Γαλλίας, (αριθμ. προσφυγής 25803/94), Απόφαση της
Ολομέλειας της 28ης Ιουλίου 1999, σκέψεις υπ’ αριθμ. 95 και 96. Ειδικά για την τρομοκρατία, με το
ίδιο σκεπτικό, βλ. Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 22414/93), Απόφαση
της Ολομέλειας της 15ης Νοεμβρίου 1996, σκέψεις υπ’ αριθμ. 79 και 80 και A. κλπ κατά
Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 3455/05), Απόφαση της Ολομέλειας της 19ης
Φεβρουαρίου 2009, σκέψη υπ’ αριθμ. 126. Ειδικά για το ζήτημα της έκδοσης, με όμοιο σκεπτικό,
βλ., Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ. προσφυγής 14038/88), Απόφαση της Ολομέλειας
της 7ης Ιουλίου 1989, ιδίως σκέψεις υπ’ αριθμ. 87 και 88.
1260
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την SECI βλ. την ιστοσελίδα:
http://www.unece.org/seci/.
1261
Η έννοια του διασυνοριακού εγκλήματος δεν είναι εντελώς σαφής. Σημαίνει προφανώς, μέσω
της γραμματικής προσέγγισής του, μια εγκληματική πράξη που τελείται κατά μήκος των συνόρων
των Κρατών και στην τέλεσή του εμπλέκονται χωρικά τουλάχιστον δύο όμορες έννομες τάξεις,
εντούτοις. στα διάφορα διεθνή κείμενα που εμπεριέχουν το συγκεκριμένο όρο, αυτός εμφανίζεται
με διττό περιεχόμενο σημαίνοντας άλλοτε μια «έννοια γένους», η οποία συμπεριλαμβάνει
διάφορες υποκατηγορίες και άλλοτε μια «έννοια είδους», ως υποκατηγορία δηλαδή είτε του εν
γένει «εγκλήματος» είτε του «οργανωμένου εγκλήματος» είτε ακόμη και αυτού τούτου του
«διασυνοριακού εγκλήματος». Βλ. για τη σχετική προβληματική αναλυτικά Στέφανου Παύλου, Το
διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την
αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 777 – 778. Βλ. επίσης, Αριστοτέλη
Χαραλαμπάκη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του διασυνοριακού
εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 97, ο οποίος διερωτάται αν υπάρχει πράγματι
κάποια ξεχωριστή κατηγορία αξιοποίνων πράξεων, που να μπορεί να περιγραφεί με τον όρο
331
(SECI CENTER), που κατά τρόπο άμεσο αφορούν και την Ελλάδα. Η
«Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Συνεργασίας» αποτελεί την πρώτη
σημαντική οργανωμένη πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του διασυνοριακού,
αλλά και του οργανωμένου εγκλήματος, στον ευαίσθητο χώρο της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης1262. Η συμφωνία αυτή υπεγράφη στις 26 Μαΐου 1999
στο Βουκουρέστι1263 και μέλη της είναι η Ελλάδα1264, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η
Μολδαβία, η Ουγγαρία, η ΠΓ∆Μ, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το
Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Σλοβενία η Αλβανία και η Τουρκία. Αφετηρία αυτής της
πρωτοβουλίας υπήρξε η κοινή επιθυμία για την προστασία του νομίμου εμπορίου
από τις επιπτώσεις του διασυνοριακού και του οργανωμένου εγκλήματος. Οι
χώρες SECI1265, κατά τα πρότυπα της Europol και της Interpol, ανταλλάσσουν
πληροφορίες για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην πρόληψη, την
έρευνα, την αναζήτηση και τη δίωξη των διασυνοριακών εγκλημάτων, ενώ,
συνεργάζονται άμεσα με την Interpol, τη Europol, την Οικονομική Επιτροπή για
την Ευρώπη του ΟΗΕ (UNECE), με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον
«διασυνοριακό έγκλημα», καθώς όλα σχεδόν τα εγκλήματα θα μπορούσαν να έχουν και έναν
«διασυνοριακό» τρόπο τέλεσης
1262
Βλ. συνοπτικά, Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 231 – 235.
1263
Στο άρθρο 1 εδ. β’ της Συμφωνίας του Βουκουρεστίου γίνεται μια απόπειρα ορισμού της
έννοιας του «διασυνοριακού εγκλήματος». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο όρος «διασυνοριακό
έγκλημα» αφορά όλες τις παραβάσεις ή τις απόπειρες παράβασης των εθνικών νόμων και
κανονισμών, οι οποίες έχουν ως σκοπό την οργάνωση, διεύθυνση, βοήθεια ή διευκόλυνση
διεθνών εγκληματικών δραστηριοτήτων. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χαραλαμπάκης, «είναι
προφανές, ότι και ο ορισμός αυτός ελάχιστα διευκολύνει στον προσδιορισμό της έννοιας του
“διασυνοριακού εγκλήματος”, διότι ουσιαστικά υποκαθιστά αυτήν με μία επίσης σχετικά αόριστη
έννοια, την έννοια “διεθνείς εγκληματικές δραστηριότητες”». Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη,
Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος από το
Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 97.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις νομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτή τη
Συμφωνία και το πεδίο συνεργασίας μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν, βλ. Στέφανου Παύλου,
Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την
αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, όπ.παρ., σελ. 777 – 778.
1264
Στην Ελλάδα η συμφωνία αυτή και ο καταστατικός χάρτης οργάνωσης και λειτουργίας του
Περιφερειακού Κέντρου της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
κυρώθηκαν με το Ν. 2865/2000 (ΦΕΚ Α’ 271 της 19-12-2000). Βλ. επίσης την Εισηγητική Έκθεση
του Ν. 2865/2000, ΚΝοΒ, 2000, σελ. 2703 επ. Σχετικοί με την καταπολέμηση του προβλήματος
της διασυνοριακής εγκληματικότητας, εξάλλου, είναι ο Ν. 2622/1998 για τις Υπηρεσίες
Συνοριακής Φύλαξης και το Π∆ 310/17-9-1998 για την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία
Κεντρικής και Περιφερειακών Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης του Υπουργείου ∆ημόσιας Τάξης.
1265
Σε επίπεδο λειτουργίας, κάθε κράτος μέλος ορίζει μία εθνική αρχή, για να διαβιβάζει και να
δέχεται αιτήματα και να μεταδίδει τις λεπτομέρειες της επαφής, μέσω της γραμματείας του
Κέντρου SECI, το οποίο είναι εγκατεστημένο στο Βουκουρέστι και λειτουργεί σύμφωνα με
καταστατικό χάρτη, ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τα μέρη και έχει ενσωματωθεί στη συμφωνία. Η
δραστηριότητα του Κέντρου SECI, συντονίζεται από την Κοινή Επιτροπή Συνεργασίας, που
αποτελεί το ανώτατο θεσμικό όργανο, είναι εγκατεστημένη στο Βουκουρέστι και αποτελείται από
εκπροσώπους των αρχών, που έχουν καθορίσει τα Κράτη μέλη ενώ ως μόνιμοι σύμβουλοι
υπηρετούν και από ένας εκπρόσωπος της Interpol και του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων.
332
Έλεγχο των Ναρκωτικών και για την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) και με
τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τελωνείων (WCO).
Ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2001, που το Κέντρο SECI ανέλαβε
αρμοδιότητες, έχουν συσταθεί ομάδες εργασίας για την αντιμετώπιση των
περιβαλλοντικών εγκλημάτων, του οικονομικού εγκλήματος και των εγκλημάτων
με υπολογιστές, της λαθρεμπορίας, της απάτης, της κλοπής οχημάτων, της
διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και όπλων, της εμπορίας ανθρώπων και της
τρομοκρατίας1266.
Όπως έχει γίνει ήδη κατανοητό, η εισαγωγή ειδικών νομοθεσιών για την
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά
ενέχει, όπως και το ίδιο το οργανωμένο έγκλημα, μια ιστορικότητα. Πιστεύουμε
ακράδαντα ότι δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί πλήρως το ισχύον πλέγμα
διατάξεων κατά του οργανωμένου εγκλήματος αν αποκοπεί πρώτον, από το
διεθνές πλαίσιό του και δεύτερον, από τις ιστορικές του ρίζες.
Στο διεθνές πλαίσιο έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς στα δύο προηγούμενα
Κεφάλαια. Στην ανάπτυξη που ακολουθεί θα αφιερώσουμε την πρώτη Ενότητα
στο ιστορικό παρελθόν της ελληνικής νομοθεσίας για το οργανωμένο έγκλημα και
θα επανερχόμαστε στο παρελθόν, όπου κρίνεται σκόπιμο και στις επόμενες
Ενότητες με την αντιπαραβολή της ισχύουσας σε σχέση με την προϊσχύσασα
ρύθμιση.
Στη δεύτερη και τρίτη Ενότητα θα εξετάσουμε αναλυτικά την ισχύουσα
ελληνική νομοθεσία αναφορικά με την τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης
και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, τις θέσεις που
έχει λάβει η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Το πλαίσιο των διατάξεων
αυτών είναι τόσο εκτεταμένο και δύσκολα προσεγγίσιμο ερμηνευτικά, που, στην
πράξη αποδείχθηκε, ότι ήταν εντελώς αδύνατο να παρουσιαστεί απλά και μόνο
περιγραφικά. Εξάλλου, από την εκτεταμένη έρευνά μας στις σχετικές
επιστημονικές μελέτες διαπιστώθηκε κάποιο κενό, καθώς, με κάποιες εξαιρέσεις,
1266
Βλ. αναλυτικά, http://www.secicenter.org/p129/Brief_history
333
1267
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
100.
334
είναι, ιδίως, η εφαρμογή των ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθ. 253Α ΚΠ∆
και η εξέταση DNA, που προβλέπεται από το άρθ. 200Α ΚΠ∆.
1268
Ο Ν. 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού
πολιτεύματος», καταργήθηκε με το Ν. 1366/1983 χωρίς να έχει συμβάλει πρακτικά στην
εξάρθρωση τρομοκρατικών οργανώσεων. Μετά την κατάργησή του εκδόθηκαν δύο αποφάσεις
του Αρείου Πάγου, που κλήθηκαν να επιλύσουν το ζήτημα του ανέγκλητου ή όχι των αξιοποίνων
πράξεων, που προβλέπονταν από το Ν. 774/1978. Η ΑΠ 1390/1984, η οποία, με αντίθετη
μειοψηφία, κατέληξε στο ότι «δεν κατέστησαν ανέγκλητες οι πράξεις που αναφέρονται στο Ν.
774/1978, αφού εξακολουθούν να τιμωρούνται ποινικά» και η ΑΠ 442/1984, η οποία έκρινε ότι
«το ανέγκλητο της πράξεως δεν κρίνεται σε συσχετισμό με την ποινική διάταξη που
εφαρμόσθηκε, αλλά σε συσχετισμό με το αν η πράξη ως γεγονός δεν επικαλύπτεται από άλλες
διατάξεις που φαινομενικά συνέρρεαν με την εφαρμοσθείσα και ύστερον καταργηθείσα διάταξη
και που είχαν απωθηθεί από αυτών δι’ απορροφήσεως. Οι πράξεις που τιμωρούσε ο Ν.
774/1978 επικαλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 187 §§ 1 και 5 ΠΚ». Βλ. ΑΠ 1390/1984,
ΝοΒ, 1984, σελ. 1783 και ΑΠ 442/1984, ΝοΒ, 1984, σελ. 1065. Ομοίως επίσης οι ΑΠ 2045/1984,
ΠοινΧρ, 1985, σελ. 646, ΑΠ ολομ. 643/1985, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 894, όπου δημοσιεύεται η
αντίθετη αγόρευση του Κ. Φαφούτη και τη συναφή ΑΠ 268/1961, ΠοινΧρ, 1961, σελ. 568, όπου
δημοσιεύεται και η αγόρευση του Β. Σακελλαρίου.
1269
Ο Ν. 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα»
καταργήθηκε και αυτός σε σύντομο χρονικό διάστημα, 3 χρόνια μετά τη θέσπιση του, με το Ν.
2172/1993 χωρίς, επίσης, να έχει συμβάλει στην εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων,
ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε και ιδιαίτερα περιορισμένη νομολογιακή εφαρμογή. Για μια
κριτική ανάλυση του Ν. 1916/1990, βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Ο Ν. 1916/1990
ως περίπτωση συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1357 επ., ιδίως σελ. 1367 –
1371.
1270
Ο νόμος αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηπιότερος σε σχέση με τους αντίστοιχους
αντιτρομοκρατικούς νόμους της Γερμανίας και της Ιταλίας, από τους οποίους έλκει την καταγωγή
του. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Εισήγηση σε ημερίδα στο ∆ικηγορικό Σύλλογο Λάρισας στις 22-2-
2005, με τίτλο «Το Ποινικό ∆ίκαιο μπροστά στις προκλήσεις των νέων εξελίξεων», διαθέσιμη
ηλεκτρονικά, www.maxomenidikigoria.gr
1271
Για τις διάφορες απόψεις, που έχουν υποστηριχθεί αναφορικά με την αναγκαιότητα ή όχι
ύπαρξης ειδικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, βλ. αναλυτικά, Νικολάου Τσούλου, Τρομοκρατία
– Εγκληματολογικές και Νομοθετικές Προσεγγίσεις, Απόψεις, Εκφάνσεις του Φαινομένου,
Προβληματισμοί, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σελ. 107 – 124. Εξάλλου, η
αδυναμία εξάρθρωσης της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» εκτός από την έλλειψη επαρκούς νομοθετικού
πλαισίου, έχει αποδοθεί ακόμη στην άρτια οργανωτική της λειτουργία, αλλά και στην απροθυμία
της ελληνικής κοινής γνώμης να βοηθήσει στο έργο των διωκτικών αρχών. Βλ. σχετικά Νέστορα
Κουράκη, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος και δυνατότητες
335
αντιμετώπισής του στην Ελλάδα, όπ.παρ., σελ. 180. Σε σχέση με την απροθυμία των ελλήνων να
επικουρήσουν το έργο των διωκτικών αρχών, προκειμένου να εξαρθρωθεί η «17 Νοέμβρη»,
σύμφωνα με δημοσκόπηση του περιοδικού «Ένα», μόνο το 53,7% των ερωτηθέντων θα
καταγγέλλανε «σίγουρα» στην Αστυνομία κάτι που θα γνώριζαν για τα μέλη της «17 Νοέμβρη»
και 19,7% πιθανό θα το έπραττε («μάλλον ναι»). Μόλις το 43,9% των ερωτηθέντων, τέλος,
θεωρούσε ότι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες αυτής της οργάνωσης «αποτελούν σοβαρό
κίνδυνο για τη ∆ημοκρατία». Βλ. περιοδικό «Ένα», 14-7-1988, σελ. 24 – 28. Τέλος, για μια
αναλυτική καταγραφή των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ελλάδα κατά τα έτη 1975 – 1994, βλ.
Μαίρης Μπόση, Ελλάδα και Τρομοκρατία, Εθνικές και ∆ιεθνείς διαστάσεις, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 250 – 275 και 122 επ.
1272
Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος –
∆ιεθνής νομοθέτηση – Στάση της Ελληνικής Έννομης Τάξης, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 688 – 690.
1273
Σε γενικές γραμμές, εξάλλου, από την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετά, η αντιμετώπιση
του οργανωμένου εγκλήματος ήταν ανέκαθεν ταυτισμένη με την τρομοκρατία. Για μια συνοπτική
παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν τον Έλληνα νομοθέτη σ’ αυτή την επιλογή, βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 1 επ.
1274
Σημαντική σχετική απόφαση, που επιλύει το ζήτημα της σχέσης του άρθρου 272 § 4 και 187
ΠΚ είναι η ΣυμβΠλημΘεσ 751/1991, Υπερ, 1992, σελ. 351, που έκανε δεκτή την πρόταση του
Εισαγγελέα Α. ∆ημόπουλου, σύμφωνα με την οποία «η διάταξη του άρθρου 272 παρ. 4 ΠΚ, στην
οποία ανάγεται μια μορφή σύστασης σε αυτοτελές αδίκημα και δικαιολογημένα γίνεται λόγος για
ειδική μορφή του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, τιμωρεί το αυτό γεγονός κατά τρόπο διάφορο,
κατά τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Όπως όμως έχει νομολογηθεί τόσο
στο αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ, όσο και στο ειδικότερο άρθρο 272 παρ. 4 ΠΚ απαιτείται όλοι να
συμφωνούν να συμπράξουν στο έγκλημα, ανεξαρτήτως, αν τελικά θα το κάνουν. Η σύμπραξη
αυτή πρέπει να είναι οργανωμένη και όχι τυχαία. Πρέπει δηλαδή, να καθορισθεί από πριν ποιος
θα κάνει κάτι και πως θα το κάνει. Άλλωστε, χρησιμοποιώντας ο νομοθέτης στο άρθρο 272
παρ. 4 ΠΚ τον όρο "συναπόφαση" θέλει να δηλώσει ότι δεν αρκείται στη διαπίστωση της
σύμπτωσης των βουλήσεων, αλλά απαιτείται μια διαδικασία κοινής επεξεργασίας της προτάσεως
για διενέργεια εκρήξεως ή προπαρασκευαστικών της ενεργειών μιας κοινής παράλληλης
πορείας των συστασιαστών για την από κοινού διαμόρφωση του σχεδίου της εκρήξεως ή των
προπαρασκευαστικών πράξεών της, η οποία ολοκληρώνεται όταν οριστικοποιείται η κοινή
απόφαση για κοινή δράση».
336
που τελέσθηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράξουν
κλοπές ή ληστείες, ενώ σχετικές είναι και οι διατάξεις του Γενικού Μέρους για τη
συναυτουργία (άρθ. 45 ΠΚ) και την ηθική αυτουργία (άρθ. 46 § 1 περ. α’ ΠΚ).
Η ελληνική κοινωνία, όπως εκθέσαμε αναλυτικά στο Εισαγωγικό
Κεφάλαιο, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του σύγχρονου
ελληνικού κράτους κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ληστρικών
συμμοριών, που σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν κατάλοιπα του ίδιου του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά της οθωμανικής
αυτοκρατορίας και λυμαίνονταν την ύπαιθρο σε βαθμό που θα μπορούσαμε να
ομιλούμε ακόμη και για την ύπαρξη δυαδικής εξουσίας σε σχέση με την
προσπάθεια της Αντιβασιλείας, αλλά και του Καποδίστρια, για την εισαγωγή και
την εμπέδωση των θεσμών και της κεντρικής εξουσίας ενός σύγχρονου αστικού
κράτους. Σταδιακά, με την πάροδο των ετών, οι ληστοσυμμορίες, οι οποίες είχαν
έντονο προσωποπαγή χαρακτήρα, έχασαν τη σύνδεσή τους με την επανάσταση
και τη νομιμοποίηση στο συλλογικό υποσυνείδητο, που αυτός ο συμβολισμός
τους χάριζε, αλλά συνέχισαν για αρκετά χρόνια να αποτελούν μια de facto
εξουσία και μόνιμη εγκληματική απειλή στην ύπαιθρο και τα ορεινά τμήματα της
χώρας, λειτουργώντας αντιπαραθετικά με τις σύγχρονες τάσεις για αστικοποίηση.
Έτσι, κατέστησαν ένας αναχρονιστικός θεσμός, χωρίς ουσιαστικά ερείσματα
πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους και η κεντρική εξουσία
κλήθηκε επιτακτικά να τις αντιμετωπίσει.
Η επιλογή του Έλληνα ποινικού νομοθέτη ήταν να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα των εγκληματικών ληστρικών συμμοριών με την εισαγωγή ιδιαίτερα
αυστηρών ποινικών μέτρων. Η αντίδρασή του εκδηλώθηκε έντονα, καθώς το
πρόβλημα των ληστοσυμμοριών παρουσιαζόταν ιδιαίτερα οξυμένο και η
βούληση του Έλληνα ιστορικού νομοθέτη για πάταξη του φαινομένου
υλοποιήθηκε με το δρακόντειο Ν. ΤΟ∆’/1871 «περί καταδιώξεως της ληστείας», ο
οποίος ψηφίστηκε αμέσως μετά τη ληστεία στο ∆ήλεσι, με χρονική διάρκεια
ισχύος τέσσερα χρόνια, αλλά μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις ισχύος έφτασε
να ισχύει ακόμη και στις μέρες μας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αποτελεί
πλέον ένα άνευ λόγου ύπαρξης «νομοθετικό απολίθωμα»1275.
1275
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Μυλωνόπουλου, «στον ΠΚ εξακολουθούν να
υπάρχουν απαρχαιωμένες και εκτός κοινωνικής πραγματικότητος διατάξεις. Μερικές από αυτές,
όπως εκείνες για τη μονομαχία και οι διαλαμβανόμενες στο Ν. ΤΟ∆’/1871 κατά το μέτρο που
337
αναφέρεται στη ληστεία αποτελούν απλώς αδρανή απολιθώματα, των οποίων η ύπαρξη δεν
βλάπτει, αφού δεν χρειάζεται να εφαρμοσθούν». Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ποινικός
Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, όπ.παρ., σελ. 9.
338
σύλληψη των ληστών, καθώς όριζε ότι όλοι οι άνδρες ηλικίας 20-50 ετών όφειλαν
να υπηρετούν, μετά από πρόσκληση του δημάρχου, κατ’ ανώτατον τρεις ημέρες
το μήνα, υπό τη διεύθυνση του «στρατιωτικού αποσπασματάρχου», στις
περιπολίες για την καταδίωξη της ληστείας.
Μια άλλη πλευρά του δρακόντειου αυτού νόμου ήταν η εισαγωγή
διατάξεων που παρείχαν ηθικές και υλικές ανταμοιβές για τους «καταδείκτες» των
ληστών. Τα άρθρα 12-14 όριζαν τον τρόπο που ελάμβανε με πάσα μυστικότητα
τη χρηματική του αμοιβή ο «καταδείκτης», αμοιβή που εξακολουθούσε να
δικαιούται, σύμφωνα με το άρθ. 17, ακόμη και αν ο ληστής «φονευόταν» εκτός
της ελληνικής επικράτειας και δη, στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το
άρθ. 15 προέβλεπε την ποινή της φυλάκισης για κάθε υπάλληλο, που θα
αποκάλυπτε την ταυτότητα του «καταδείκτη» χωρίς την συγκατάθεσή του, ενώ σε
περίπτωση τραυματισμού ή φόνου του «καταδείκτη» δικαιούνταν ανάλογης
συντάξεως αυτός ή η οικογένειά του, σύμφωνα με το άρθ. 20. Τέλος, σύμφωνα
με το άρθ. 16, ο «καταδείκτης» μπορούσε να διοριστεί για μια πενταετία είτε ως
εθνοφύλακας, αν από την «κατάδειξή» του προήλθε φόνος ή σύλληψη ενός
τουλάχιστον ληστή, είτε ως οδηγός με σχεδόν διπλάσιο μισθό, αν είχε προκύψει
φόνος ή σύλληψη περισσοτέρων ληστών ή ενός αρχιληστή.
Το άρθ. 25 του ΤΟ∆’ προέβλεπε την επιβολή της ποινής της «αστυνομικής
επιτήρησης» διάρκειας από 6 μήνες έως 1 χρόνο, με απόφαση του
πλημμελειοδικείου, μετά από καταγγελία ενός συμβουλίου «καταδιωκτικών
αρχών», κατά της οποίας δεν χωρούσε κανένα ένδικο μέσο, εκτός από την
ανακοπή, για τους «υπόπτους» λησταποδοχής (βλαχοποιμένες και σκηνίτες
κτηνοτρόφους) και για τους απλούς ποιμένες και τους αγροφύλακες, σε
περίπτωση που είχε γίνει κάποια ληστεία στην περιοχή τους και υπήρχαν
«βαρείες υπόνοιες για συνέργειά τους», χωρίς να απαιτείται, όμως, εκ του νόμου
οποιαδήποτε χειροπιαστή απόδειξη, αφού αρκούσαν οι υπόνοιες! Σύμφωνα
μάλιστα με τα άρθ. 9 και 10 τιμωρούνταν για «ολιγωρία» οι διοικητικοί,
δικαστικοί, στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι δήμαρχοι και οι
αστυνομικοί.
Τέλος, το άρθ. 31 του ΤΟ∆’, σε περίπτωση απόδρασης κάποιου ληστή,
καθιέρωνε την αντικειμενική ποινική ευθύνη, του φύλακα ή δεσμοφύλακά του,
καθώς και του επικεφαλή των στρατιωτικών αρχιφύλακα, που τιμωρούνταν, αν
339
δεν συνέτρεχε βαρύτερη ποινική ευθύνη τους, με την ποινή της φυλάκισης και
την αποβολή από την υπηρεσία τους.
Είναι αλήθεια ότι ο συγκεκριμένος νόμος, ο οποίος κατέφυγε στη βία, την
κατατρομοκράτηση, το δέλεαρ και τις εξοντωτικές ποινές, αντιγράφοντας τρόπον
τινά τις μεθόδους των εγκληματιών, αποδείχθηκε αποτελεσματικός στην
καταπολέμηση της ληστείας. ∆εν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε, όμως, ότι στην
καταπολέμηση της ληστείας συνέβαλαν εξίσου και η εξάπλωση του
σιδηροδρόμου, η κατασκευή εκτεταμένου οδικού δικτύου, ο τηλέγραφος και
γενικότερα η εμπέδωση στο συλλογικό υποσυνείδητο της κεντρικής πολιτικής
εξουσίας.
Πάντως, ο Ν. ΤΟ∆’/1871, που έβαλε ευθέως κατά του πυρήνα των
ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αν και είχε εισαχθεί, ως εξαιρετική ποινική
νομοθεσία, αφ’ ης στιγμής το ακροτελεύτιο άρθρο του όριζε την ισχύ του σε
τέσσερα χρόνια, διατηρήθηκε σε «διαθεσιμότητα» με το Ν. ΩΞΗ’/27 Νοεμβρίου/5
∆εκεμβρίου 1880 «περί καταδιώξεως της ληστείας», που έδινε την
εξουσιοδότηση στην εκτελεστική εξουσία να θέσει το Ν. ΤΟ∆’/1871
«προσωρινώς εις ενέργειαν». Περαιτέρω, με το Ν. 121/31 ∆εκεμβρίου 1913/2
Ιανουαρίου 1914 «περί επεκτάσεως εν ταις προσαρτωμέναις χώραις των νόμων
ΤΟ∆’ της 27 Φεβρουαρίου 1871, ΥΙΕ’ της 29 Μαΐου 1871 και ΩΞΗ’ της 27
Νοεμβρίου 1880 περί καταδιώξεως της ληστείας», η ισχύς του επεκτάθηκε και
στις νέες χώρες, ενώ διατηρήθηκε «άθικτος» και μετά την εισαγωγή του Ποινικού
Κώδικα, σύμφωνα με το άρθ. 471 περ. 1 ΠΚ, παρά το γεγονός ότι η ελληνική
πραγματικότητα, πολιτική, κοινωνική και νομική, του 1950 δεν δικαιολογούσε τη
μακροημέρευση ενός νόμου με αναμφίβολα αντισυνταγματικές και επικίνδυνες
νομικά και πολιτικά διατάξεις, όπως ο Ν. ΤΟ∆’/1871!
Η επικράτηση του φρονηματικού στοιχείου, ως όρου καταστολής, έναντι
της υλικής, απτής πραγματικότητας ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της διάταξης του
άρθ. 1 του Ν. 774/1978 για την «κατάρτιση τρομοκρατικής ομάδας»1276, το οποίο
1276
Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα τη σχετική διάταξη του
δυτικογερμανικού ποινικού κώδικα του 1976, εντούτοις έθεσε ως πρόσθετο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης των ειδικών μορφών συνωμοσίας κατά δημοκρατικού πολιτεύματος,
την έννοια της «τρομοκρατικής ομάδας». Σύμφωνα με τους Σπύρο Τρωιάνο / Αγλαΐα Λουλά,
Τρομοκρατία – Ένα εννοιολογικό περίγραμμα, στο Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί
Ορίζοντες – Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1991, σελ. 106, «Από πολλούς θεωρήθηκε (κι ίσως δίκαια) ότι η προσθήκη αυτή έγινε σκόπιμα
για την επίταση της εκφοβιστικής ενέργειας του νόμου».
340
αρκείτο στη διακινδύνευση για την κατάγνωση ποινικής τιμωρίας, ενώ η τέλεση
κάποιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο πράξεις έπαιζε μονάχα δευτερεύοντα
ρόλο, ως στοιχείο επίτασης της ποινής. Περαιτέρω, και οι προπαρασκευαστικές
πράξεις, οι οποίες σε γενικές γραμμές παραμένουν ατιμώρητες στο χώρο του
ποινικού δικαίου, τυποποιούνταν και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος.
Ποινικοποιούνταν ακόμη, όχι μόνο η «κατάρτιση» τρομοκρατικής ομάδας, αλλά
και η απλή συμμετοχή σ’ αυτή, ενώ προβλεπόταν το ίδιο πλαίσιο ποινής και για
τις δύο αυτές διαφορετικής βαρύτητας πράξεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το άρθ. 1 § 3 Ν. 774/1978, για
τη συγκρότηση τρομοκρατικής «ομάδας»1277, ήταν δυνατή και η σύμπραξη δύο
μόνο ατόμων, με άμεση συνέπεια να είναι δυνατό να υπαχθεί στην έννοια της
«ομάδας» κάθε μορφής συναυτουργία1278. Περαιτέρω, ως «τρομοκρατική»,
σύμφωνα με την περιγραφή του άρθ. 1 § 1, μπορούσε να χαρακτηριστεί τόσο η
ομάδα που διέπραττε κάποια από απαριθμούμενα στη διάταξη εγκλήματα, με
σκοπό την τρομοκράτηση των πολιτών και τον εκβιασμό των κρατικών οργάνων,
όσο και, με μια κατά γράμμα ερμηνεία του νόμου, εκείνη που χρησιμοποιούσε με
οποιονδήποτε τρόπο εκρηκτικές ύλες, εφόσον η χρήση τους έθετε σε κίνδυνο
πρόσωπα1279.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλειψη προσδιορισμού και περιορισμού
του όρου «συμμετοχή» στην ενεργητική συμμετοχή, σε συνδυασμό με τον ορισμό
της «ομάδας» ως σύμπραξης και δύο μόνο προσώπων, είχε ως αποτέλεσμα την
εφαρμογή του Ν. 774/1978 σε αναρχικούς διαδηλωτές και περιστασιακούς
χρήστες αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών μικρής εμβέλειας1280.
1277
Σύμφωνα με το Μανωλεδάκη «η κατάρτιση ομάδας σημαίνει στενό και ειδικά προσδιορισμένο
δεσμό προσώπων με αυστηρά προσδιορισμένο αριθμό και προϋποθέσεις συμμετοχής και,
πάντως, οπωσδήποτε ελεγχόμενη συμμετοχή. Η ομάδα εμφανίζεται κοινωνιολογικά ως ένα
πρόσωπο με απόλυτη ενότητα σκοπών και δράσεως». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες για
εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο (1978 – 2004), (στ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 359.
1278
Ibid, σελ. 2.
1279
O Μανωλεδάκης αναφέρει σχετικά ως δυνάμενη να υπαχθεί στην έννοια της «τρομοκρατικής
ομάδας» του άρθρου 1 του Ν. 774/1978, την περίπτωση που δύο συναυτουργοί αποστέλλουν σε
κάποιον εχθρό τους παγιδευμένο δέμα με εκρηκτικό μηχανισμό, για να τον σκοτώσουν, ακόμη και
αν ο αποδέκτης του δέματος ήταν απλός ιδιώτης, που δεν είχε καμιά σχέση με οποιαδήποτε
πολιτική ή άλλη δημόσια δραστηριότητα και το έγκλημα είχε ερωτικά ή οικονομικά ανταγωνιστικά
κίνητρα. Ibid.
1280
Ibid, σελ. 3.
341
1281
Βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ερμηνεία του ν. 774/1978 «περί καταστολής της
τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», ΝοΒ, 1980, σελ. 1018 επ., ιδίως
σελ. 1020 – 1021. Ανάλογη άποψη έχει υποστηρίξει και ο Μανωλεδάκης, σύμφωνα με τον οποίο:
«Πέρα από τη δυσαρμονία του προς το Σύνταγμα, την ερμηνευτική σύγχυση και τις απαράδεκτες
ρυθμίσεις του ο “αντιτρομοκρατικός” αυτός νόμος συντηρεί την απορριπτέα ιδεολογία: ”κάθε
δυναμικός αντίπαλος της εξουσίας είναι τρομοκράτης”». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Τροποποιήσεις, μεταρρύθμιση και ιδεολογικός αποχρωματισμός του Ειδικού Μέρους του
Ποινικού Κώδικα, στο του ιδίου, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό ∆ίκαιο (ε’ έκδοση), εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 48.
342
1282
Χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής του Ν. 1916/1990 αποτελεί το υπ’ αριθμ. 1285/1994
Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας που ασχολήθηκε με την περίπτωση της επίθεση
ενάντια σε μία διμοιρία των ΜΑΤ, που κινούνταν με ένα υπηρεσιακό λεωφορείο και δύο ΙΧΕ
αυτοκίνητα, στις 26-2-1992, στην περιοχή του Θησείου και τη στιγμή που σταμάτησαν την πορεία
τους λόγω κόκκινου φωτεινού σηματοδότη, εξερράγη τηλεκατευθυνόμενος εκρηκτικός
μηχανισμός, που ήταν τοποθετημένος στο σηματοδότη, με αποτέλεσμα, εκτός από τις υλικές
ζημίες, τον τραυματισμό δεκατριών αστυνομικών και ενός διερχόμενου πολίτη, για την οποία
ανέλαβε την ευθύνη ο «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ – Ε.Λ.Α.» και η σχετική υπ’ αριθμ.
449/1992 ∆ιάταξη του 9ου Ανακριτή Αθηνών, που ήρε την προσωρινή κράτηση του
κατηγορουμένου, που εκρατείτο ήδη για συμμετοχή στη συμπλοκή στα Σεπόλια, στις 20-11-1991,
για την οποία καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το νομικό
ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε το ΣυμβΕφΑθ 1285/1994, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 1058 επ., ήταν το
ζήτημα της κάλυψης του αξιοποίνου, μετά την κατάργηση του Ν. 1916/1990, από τη διάταξη του
άρθρου 187 ΠΚ, κάτι που καθιστούσε επιτρεπτή τη συγκεκριμένη μεταβολή της κατηγορίας. Το
σκεπτικό του δε, είναι χρωματισμένο από έντονα φρονηματικά στοιχεία και από την προσπάθεια
«προκατασκευής ενόχων», αφού συσχετίζει δύο εντελώς διαφορετικές πράξεις στις οποίες
φέρεται ότι συμμετείχε ο ίδιος κατηγορούμενος, χωρίς, όμως την ύπαρξη στιβαρών και
αδιαμφισβήτητων αποδεικτικών μέσων, που να ενδεικνύουν τη συμμετοχή του, πολλώ δε μάλλον
όταν τα περισσότερα από τα αποδεικτικά μέσα ήταν ενάντια σ’ αυτή (βλ. ιδίως το σκεπτικό του
Ανακριτή Αθηνών Χαριλάου Κλουκίνα στην υπ’ αριθμ. 449/1992 ∆ιάταξή του, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com, ενώ ενδιαφέρον είναι και το νομικό ζήτημα
για την έκταση της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 15 § 2 του Ν. 1916/1990). Ιδιαίτερα
χαρακτηριστική είναι η περικοπή του ΣυμβΕφΑθ 1285/1994 για τη σχέση μεταξύ των
τρομοκρατικών οργανώσεων, σύμφωνα με την οποία: «Πιθανολογείται επίσης βάσιμα από τις
προκηρύξεις και τις άλλες ανακοινώσεις, που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν ως τώρα, το ύφος και
τα επιχειρήματα, που κάθε φορά επικαλούνται, τη μεθοδολογία και τα μέσα που χρησιμοποιούν
ότι οι διάφορες τρομοκρατικές οργανώσεις, που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα, αποτελούνται από
τα ίδια πρόσωπα, τα οποία μετά από κάθε δολοφονική ή άλλη εγκληματική ενέργεια
παρουσιάζονται με διαφορετική ονομασία όπως: Ε.Ο. 17 ΝΟΕΜΒΡΗ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ
ΑΓΩΝΑΣ – Ε.Λ.Α., Ε.Ο. 1η ΜΑΗ, ΙΟΥΝΗΣ 78, ΑΝΤΙΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ κ.α., για να παραπλανούν και αποπροσανατολίζουν τις
διωκτικές αρχές και την κοινή γνώμη, δίνοντας παράλληλα την εντύπωση ότι πρόκειται περί
μεγάλου αριθμού τρομοΚρατών, που με τις προκηρύξεις και τις άλλες ανακοινώσεις τους
εμφανίζονται ως “κοινωνικοί αγωνιστές”, ενώ πρόκειται για έναν μικρό αριθμό αδίστακτων
κακοποιών».
Βλ. επίσης ΤρΠλημΑθ 49426/1991, ΝοΒ 1992, σελ. 337 και ΠεντΕφΠατρ 1,2,3,/1992, Υπερ 1993,
σελ. 128 επ.
343
1283
Βλ. ΑΠ 385/1998, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 991, ΑΠ 141/1996, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1587, ΑΠ
365/1994, ΝοΒ, 1994, σελ. 849, ΕφΑθ 89/1993, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 304, ΤριμΕφΚακΝαυπλ 568-
569/2003, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 292, ΕφΚακΑιγ 36/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com .
1284
Μετά την κατάργηση του Ν. 1916/1990 η ΑΠ 141/1996, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1587,
αντιμετώπισε ξανά το νομικό ζήτημα, που είχε ανακύψει και μετά την κατάργηση του
προϊσχύσαντος Ν. 774/1978, για το αν η τυποποιούμενη πράξη καθίσταται αυτοδικαίως μη
αξιόποινη μετά την κατάργηση του νόμου, που την προέβλεπε, το οποίο επέλυσε στην ίδια
κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, έκρινε: «Επειδή κατά το άρθρο 2 § 2 ΠΚ “αν μεταγενέστερος νόμος
χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και
τα ποινικά επακόλουθά της”. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, το μη αξιόποινο της
πράξεως δεν κρίνεται σε συσχετισμό με την ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά σε
συσχετισμό προς το αν η πράξη ως γεγονός δεν επικαλύπτεται από άλλες ποινικές διατάξεις, οι
οποίες φαινομενικώς, συνέρρεαν μετά της εφαρμοσθείσης και ύστερα καταργηθείσης διατάξεως
και οι οποίες είχαν απωθηθεί από αυτήν με απορρόφηση. Με την έννοια αυτή η πράξη είναι μη
αξιόποινη όχι όταν τιμωρείται ηπιότερα, αλλά όταν δεν τιμωρείται καθόλου, καθόσον είναι φανερό
ότι με τη θέσπιση της παραπάνω διατάξεως ο νομοθέτης απέβλεπε στην πράξη ως γεγονός και
στην με μεταγενέστερο νόμο κατάλυση του αξιοποίνου της εξ ολοκλήρου (από οποιαδήποτε
διάταξη), γιατί αλλιώς θα έμενε ανικανοποίητη η ποινική αξίωση της πολιτείας για επιβολή ποινής
σε πράξη που ήδη χαρακτηριζόταν ως έγκλημα από τις διατάξεις που απωθήθηκαν. Έτσι μόνη η
κατάργηση της εφαρμοσθείσης διατάξεως δεν καθιστά μη αξιόποινη την πράξη επί της οποίας
βασίστηκε η προγενέστερη καταδίκη». Κατά συνέπεια, το καταργηθέν άρθρο 1 του Ν. 1916/1990
επικαλύπτεται ποινικά από τη διάταξη του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, που απωθήθηκε με απορρόφηση.
1285
Η ΕφΑθ 1861/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” http://lawdb.intrasoftnet.com,
σε μια απόπειρα ερμηνείας των εννοιών της «οργάνωσης» και της «ομάδας», έκρινε ότι
«οργάνωση αποτελεί η κατάλληλη διάταξη ανθρώπων και μέσων ώστε να δημιουργηθεί ένα
σύνολο, το οποίο θα λειτουργεί κανονικά και αποτελεσματικά, για την κατ’ εξακολούθηση ή
σωρευτική τέλεση εγκλημάτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’- ι’ της παραγράφου 1 του
άρθρου 1 του Ν. 1916/1990», ενώ «ομάδα αποτελεί η ένωση ανθρώπων, που έστω χωρίς την
κατάλληλη διάταξη η οποία θα τους προσέδιδε το χαρακτηριστικό της οργάνωσης, έχουν κοινό
έργο ή σκοπό τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων».
344
1289
Η ΑΠ 385/1998, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 991, επιχείρησε να οριοθετήσει τους όρους εφαρμογής
των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 17 του Ν. 1916/1990 κρίνοντας ότι «δεν αρκεί για την
ευνοϊκή μεταχείριση του δράστη να έδωσε μόνο πληροφορίες στις αρχές για τα πρόσωπα ή την
οργανωτική δομή και τη δραστηριότητα της ομάδας στην οποία συμμετείχε και αποχώρησε, αλλά
απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, με τις πληροφορίες που έδωσε, είτε πριν είτε μετά την άσκηση
της ποινικής διώξεως εναντίον του, να συντέλεσε στην εξάρθρωση της ομάδας ή της
οργανώσεως και αν δεν έγινε η εξάρθρωση, να συνετέλεσε με τις πληροφορίες στη ματαίωση
σχεδιαζόμενης εγκληματικής πράξης. Είναι σαφές από τη διάταξη του νόμου ότι το αποτέλεσμα
αυτό απαιτείται και όταν οι πληροφορίες δίνονται από τον κατηγορούμενο μετά την άσκηση της
ποινικής διώξεως εναντίον του. ∆εν αρκεί δηλαδή να δώσει μόνο οποιεσδήποτε πληροφορίες,
αλλά πρέπει αυτές να είναι και αποτελεσματικές και να συντελέσουν στην εξάρθρωση της ομάδας
από την οποία πρέπει να αποχώρησε ο κατηγορούμενος ή να συνετέλεσαν τουλάχιστον στη
ματαίωση κάποιας σχεδιαζόμενης εγκληματικής ενέργειας».
1290
Για μια αν και συνοπτική ιδιαίτερα περιεκτική αναδρομή στην ιστορική καταγωγή της
«σύστασης και συμμορίας», βλ. Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και Συμμορία (Άρθρον
187 ΠΚ), Θεσσαλονίκη, χ.ό., 1978, σελ. 13 – 35.
1291
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το έγκλημα της σύστασης στο άρθρο 187 ΠΚ, μετά
την τροποποίησή του από το Ν. 2928/2001 (με αφορμή την ΑΠ 1401/2003), Ποιν∆ικ, 2004, σελ.
641.
1292
Η ΤριμΠλημΑθ 5279/1994, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 115 επ., έκρινε ότι η διάταξη για τη
«συμμορία» τυποποιεί ένα ιδιώνυμο αδίκημα, που τιμωρείται ανεξάρτητα από την τέλεση των
εγκληματικών πράξεων που συμφωνήθηκε να διαπραχθούν για την στοιχειοθέτηση της
πράξεως αυτής. Βλ. επίσης, σχετικά, τις ΑΠ 1768/1988 ΠοινΧρ, 1989, σελ. 582, ΑΠ 407/1977,
ΠοινΧρ, 1977, σελ. 763, ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρ. 1970, σελ. 442, ΕφΑθ 599/1994, ΠοινΧρ, 1994,
σελ. 226 και την ΑΠ 296/1999, για τη «δίκη των σατανιστών», που παραπέμφθηκαν εκτός των
άλλων και για παράβαση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1036 επ.
347
1293
Βλ. ad hoc, ΣυμβΠλημΛαρ 150/2005, ∆ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ, 2005, σελ. 393 – 404, το οποίο μεταξύ
άλλων έκρινε, ότι στην εξετασθείσα περίπτωση, οι κατηγορούμενοι είχαν ενωθεί με σκοπό τη
διάπραξη διαφόρων πλημμελημάτων, που η ποινική τους αντιμετώπιση, όμως, αυτοτελώς
ειδωμένη, δεν ήταν φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όπως απαιτεί το γράμμα της διάταξης του
παλαιού άρθρου 187 ΠΚ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ανήχθησαν σε κακουργηματικές
πράξεις βάσει «αξιολογικών εκτιμήσεων επί των όρων και των συνθηκών διαπράξεως του
εγκλήματος», καθώς είχαν αποφασίσει «τη διάπραξη εγκλημάτων (απάτη 386 § 1 ΠΚ, έκδοση
ακάλυπτης επιταγής, άρθρο 79 Ν. 5960/1933) ακαθόριστων κατ’ αριθμό βάσει εξακολουθητικής
(άρθρο 98 §§ 1 και 2 ΠΚ) και οργανωμένης (άρθρο 13 στ’ ΠΚ) συμπεριφοράς». Συνεχίζει δε στο
σκεπτικό του, τονίζοντας με ιδιαίτερη ενάργεια ότι: «Τα δύο αυτά στοιχεία, που προσέδωσαν στην
απάτη κακουργηματικό χαρακτήρα “προσυνεκτιμήθηκαν” νομοθετικά με την πρόβλεψη των
περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ, σε συνδυασμό και με την από
κοινού τέλεση της πράξης βάσει διαδοχικών ενεργειών ενός εκάστου εξ αυτών, που
καταδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένης ετοιμότητας για τη διάπραξη του εγκλήματος.
∆ιαφορετική θεώρηση των πραγμάτων ενέχει τον κίνδυνο κάθε μορφή συναυτουργίας στην
τέλεση κάποιου εγκλήματος, σε συνδυασμό με τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις να αποτελεί
ταυτόχρονα και σύσταση, παρ’ ότι ο σκοπός του νόμου είναι η προστασία του υπερατομικού
αγαθού της δημοσίας τάξεως από μια διαρκή και συσσωματωμένη εστία κινδύνου για την
κοινωνική ειρήνη. Για το λόγο αυτό, όταν το άρθρο 187 § 2 ΠΚ θέτει ως προϋπόθεση για το
αξιόποινο της ενώσεως για τη διάπραξη πλημμελημάτων την πρόβλεψη στο νόμο τιμωρίας για
αυτά με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, αυτονοήτως αναφέρεται στη βασική μορφή
των εγκλημάτων».
1294
Βλ. σχετικά, ΑΠ 1768/1988 ΠοινΧρ, 1989, σελ. 582 επ.
348
στιγμή της προσχωρήσεώς τους θεωρούνταν και για τα νέα μέλη τελεσθείσα η
οικεία εγκληματική πράξη.
1295
Ο Ν. 2928/2001 τροποποιήθηκε από το Ν. 3251/2004 και οι διατάξεις στις οποίες
αναφερόμαστε είναι αυτές που προέκυψαν από πλευράς αρίθμησης, αλλά και ουσίας, μετά την
τροποποίηση. Για το πλήρες κείμενο του Ν. 3251/2004, την Εισηγητική του Έκθεση και την
Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, βλ. ΠοινΛογ, 2004, σελ. 939 – 971. Για μια
σύντομη παρουσίαση των κυριότερων σημείων του, βλ. ∆ημητρίου Κιούπη, Ο Ν. 3251/2004 –
Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών του σημείων, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 972 – 976.
1296
Η αλλαγή αυτή στην ορολογία απηχεί την προσαρμογή του ελληνικού νομικού πλαισίου στις
σύγχρονες απόψεις της θεωρίας και στην ορολογία των διεθνών κειμένων. Ο Μανωλεδάκης,
κάνοντας κριτική στην αλλαγή της ορολογία, θεωρεί μεν σωστή την κατάργηση του όρου
«Σύσταση και Συμμορία» και την υιοθέτηση του όρου «Εγκληματική Οργάνωση», αλλά,
ταυτόχρονα, τονίζει ότι η διατήρηση του όρου «συμμορία», αποτελεί «πλήρη νόθευση λογικής και
ορολογίας», καθώς και υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς «η σωστή ερμηνεία της “ένωσης”
περισσοτέρων ανθρώπων για την τέλεση κακουργημάτων ήταν η παραδοχή οργανωμένης
σύμπραξης, γιατί μόνο αυτή ανταποκρινόταν στον όρο ”συμμορία” που αποτελούσε τίτλο του
άρθρου. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,όπ.παρ., σελ. 103 – 104. Βλ. επίσης
σχετικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης – άρθρα 183-197 ΠΚ, (β’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 111 και 113.
Ο Σταθόπουλος, απαντώντας στο Μανωλεδάκη, θεωρεί ότι η διαφορετική, πιο φιλελεύθερη και
πράγματι πειστική ερμηνεία της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 187 ΠΚ «για τη σύσταση και
συμμορία», είναι δυνατή κατά μείζονα λόγο, στη σημερινή διάταξη, δεδομένης και τη στενότερης
διατύπωσής της. Πρβλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου –
Ανθρώπινα ∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 631 – 632, αρ. περιθ. 96.
Ευρύτερα για το περιεχόμενο που έδωσε η νομολογία στην έννοια της «ένωσης», βλ.,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 38 επ., Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά
τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος. Αυτοτελής ή εξαρτημένη προστασία της δημόσιας τάξης;,
ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 153 και Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998,
ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 1271.
1297
Η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2928/2001 που εισήγαγε για πρώτη φορά την ευθύνη των
νομικών προσώπων που ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,
καταργήθηκε με το άρθρο 55 περ. β) του Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α’ 166/ 5-8-2008) και ρυθμίζεται
πλέον από τα άρθρα 51 και 52 του Ν. 3691/2008, για το λόγο αυτό και προκειμένου να μη
διαταραχθεί η συστηματική ενότητα της παρούσας Ενότητας, θα προσεγγίσουμε τις ισχύουσες
διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου.
349
1298
Σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη, «Ο ποινικός νομοθέτης παρασυρόμενος από την αδήριτη
ανάγκη άμεσης και αποτελεσματικής καταπολέμησης των φαινομένων αυτών (εννοούνται τα
κοινωνικά φαινόμενα που είναι επιβαρυντικά για το κοινωνικό σύνολο) ωθείται ενίοτε σε
βεβιασμένες κινήσεις, όπως συνέβη κατά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για την προστασία
του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων (γνωστού ως “τρομονόμου”)
όπου αδιαμφισβήτητα αρκετές θετικές ρυθμίσεις που εμπεριέχει επισκιάζονται από αμφιβόλου
συνταγματικότητας επικίνδυνες για τα ατομικά διακιώματα διατάξεις». Ως επικίνδυνες διατάξεις
αντιμετωπίζει ο Χαραλαμπάκης, εξάλλου, την υπερβολική διεύρυνση της επιβάρυνσης του
δικαιώματος στην προσωπικότητα από ανακριτικές πράξεις, τη δυνατότητα εξέτασης γενετικού
υλικού και τη δυνατότητα διατηρήσεως της ανωνυμίας μαρτύρων κατηγορίας ακόμη και στο
ακροατήριο. Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου
αιώνα, όπ.παρ., σελ. 811 και υποσημ. 14.
1299
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Μυλωνόπουλου. Βλ. Χρήστου Μυλωνόπουλου, Ο Ν.
2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων,
όπ.παρ., σελ. 793-795. Εξάλλου, για τον τρόπο που εφαρμόστηκε ο νόμος στην περίπτωση των
συλληφθέντων για συμμετοχή στην «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» βλ. τα βουλεύματα που εκδόθηκαν
σχετικά, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1239 – 1255, δηλαδή το ΣυμβΕφΑθ Ολ 4/2002, για τον τρόπο
άσκησης ποινικής δίωξης, που στην τρομοκρατία, λόγω της εξαιρετικής φύσης της, επιβάλλεται η
εφαρμογή του άρθρου 29 ΚΠ∆, το ΣυμβΕφΑθ 2031/2002, που διέταξε την ανάλυση του DNA των
κατηγορουμένων, σύμφωνα με το άρθρο 200Α ΚΠ∆, το ΣυμβΕφΑθ 2047/2002, που έκρινε αίτηση
για άρση της επιβληθείσας κατάσχεσης, το ΣυμβΕφΑθ 1801/2002, με το οποίο διατάχθηκε η
άρση του τραπεζικού απορρήτου, το ΣυμβΕφΑθ 1953/2002 ∆’ τμ. (∆ιακ.), με Παρατηρήσεις
Γιώργου Νούσκαλη, με το οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, το
ΣυμβΕφΑθ 2131/2002, το οποίο έκρινε ζητήματα σχετικά με την παράσταση πολιτικής αγωγής, το
ΣυμβΕφΑθ 2142/2002, που έκρινε ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παράσταση πολιτικής
αγωγής σε περίπτωση που το αξιόποινο της τελεσθείσας ανθρωποκτονίας έχει παραγραφεί, το
ΣυμβΕφΑθ 2479/2002, που έκρινε ότι αν το μόνο «ενεργό έγκλημα» (λόγω π.χ. παραγραφής των
υπολοίπων) είναι αυτό της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, δεν δικαιολογείται παράσταση
πολιτικής αγωγής, το ΣυμβΕφΑθ 2467/2002, που απέρριψε τις αιτήσεις του κατηγορουμένου για
άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και για διενέργεια ψυχιατρικής
πραγματογνωμοσύνης και το ΣυμβΕφΑθ 2466/2002, που έκρινε ζητήματα σχετικά με
προταθείσες ακυρότητες πράξεων της προδικασίας και παραβίασης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου. Για τη δίκη της «Ε.Ο.17 Νοέμβρη», τέλος, βλ. και τη δριμύτατη κριτική του
Λάμπρου Μαργαρίτη, ∆ίκη 17Ν: Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν, αλλά το επίπεδο του νομικού μας
πολιτισμού υποβαθμίστηκε, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 301 – 303.
1300
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 600, αρ. περιθ. 28.
350
1301
Για μια κριτική παρουσίαση αυτών των ρυθμίσεων, βλ. την Ενότητα 5 του παρόντος
Κεφαλαίου.
1302
Για τη σύνδεση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ευθέως με το οργανωμένο έγκλημα
βλ. το βούλευμα υπ’ αριθμ. 17/2006 ΣυμβΠλημΜεσολογγίου (με παρατηρήσεις Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου), Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 151 επ.
1303
ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008.
1304
Ο Ν. 3691/2008 ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις της λεγόμενης τρίτης Οδηγίας
2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη
351
στο ελληνικό δίκαιο την τρίτη κοινοτική Οδηγία 2005/60/ΕΚ για το ξέπλυμα, στην
οποία έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενη ενότητα.
Η αναγκαιότητα για τη λήψη νέων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων
για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είχε διαφανεί ήδη από το
έτος 1998, όταν η Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, στα Πορίσματα του 7ου
συνεδρίου της, που ήταν αφιερωμένο στο «Οργανωμένο Έγκλημα» και
ψηφίσθηκαν ομόφωνα από τους συνέδρους της, πρότεινε ότι «πρέπει να
αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, ενδεχομένως, η βελτίωση του άρθ. 187 ΠΚ περί
σύστασης και συμμορίας». Επιπροσθέτως, «στο ποινικό δικονομικό δίκαιο
απαιτείται ιδιαίτερη πρόβλεψη ανακριτικών πράξεων (επιτήρηση, αστυνομική
διείσδυση, μαγνητοφωνήσεις ομιλιών, μαγνητοσκοπήσεις κινήσεων υπόπτου
κλπ), υπό την προϋπόθεση προηγούμενης άδειας από δικαστικό λειτουργό» και
επιπλέον, «είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων για την προστασία των
μαρτύρων»1305.
Πράγματι, αν το ερώτημα ήταν αν η ισχύουσα ποινική νομοθεσία στην
Ελλάδα είναι επαρκής για την αντιμετώπιση του σύγχρονου οργανωμένου
εγκλήματος, θα καταλήγαμε, όπως και ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης, κατά την
περίοδο ψήφισης του Ν. 2928/2001, Μιχαήλ Σταθόπουλος, ο οποίος υποστηρίζει
ότι «τίποτε δεν είναι ανεπίδεκτο ορισμένων βελτιώσεων, ειδικά μάλιστα για την
οργανωμένη εγκληματικότητα, η οποία στην εποχή ψήφισης των ισχυόντων
Κωδίκων, δηλαδή πριν από μισό αιώνα, ήταν υποτυπώδης σε σύγκριση με τη
σημερινή»1306, στο συμπέρασμα ότι η ισχύουσα πριν το Ν. 2928/2001 ποινική
νομοθεσία, αν και σε γενικές γραμμές ήταν επαρκής, ιδίως στις διατάξεις που
προβλέπουν τη δίωξη και τιμωρία των επιμέρους εγκλημάτων που τυχόν τελούν
τα μέλη εγκληματικής οργάνωσης, σαφώς είχε ανάγκη κάποιων βελτιώσεων.
Κατά τη γνώμη μας, όμως, το κρίσιμο ερώτημα πρέπει να τεθεί αλλιώς.
Οφείλουμε να εξετάσουμε ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της πολιτικής βούλησης
για καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, των συγκεκριμένων ποινικών
μέτρων που εισήχθησαν στο ελληνικό ποινικό οπλοστάσιο και της έκτασης του
συγκεκριμένου φαινομένου στον ελλαδικό χώρο. Η θέση της μελέτης, την οποία
αναλύσαμε εκτενώς στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο, είναι ότι η σχετική νομοθεσία,
που προωθήθηκε ιδιαίτερα από το 2001 και μετά, δεν εισήχθη για να ρυθμίσει
ένα υπαρκτό, ορατό και με σημαντικές υλικές διαστάσεις κοινωνικό φαινόμενο
στην Ελλάδα και κατά συνέπεια η συγκεκριμένη νομοθεσία εξυπηρετούσε
περισσότερο άλλες, όχι κατ’ ανάγκην αθέμιτες, σκοπιμότητες.
Εξάλλου, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι η υπογραφή από την Ελλάδα
της Σύμβασης του ΟΗΕ «κατά του υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος»
(transnational organized crime), γνωστή ως Σύμβαση του Παλέρμο, το ∆εκέμβριο
του 2000, καθώς και οι σχετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ ενάντια στο οργανωμένο
έγκλημα, όπως αποτυπώνονται στα Σχέδια ∆ράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
της 21ης ∆εκεμβρίου 1998 και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Μαρτίου
1999, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενη ενότητα,
δημιούργησαν επιπρόσθετες διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για εισαγωγή
νέων ρυθμίσεων στην εσωτερική έννομη τάξη, κάτι που τελικά έπραξε με την
ψήφιση του Ν. 2928/20011307.
Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, τυποποιείται σε βαθμό
κακουργήματος, με πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα χρόνια, αφενός η
«συγκρότηση» εγκληματικής οργάνωσης και αφετέρου, η «ένταξη» κάποιου ως
μέλους σε ήδη υπάρχουσα, δομημένη και με διαρκή δράση, εγκληματική
οργάνωση, που να αποτελείται από τρία τουλάχιστον (πλην του εντασσόμενου)
άτομα, η οποία επιδιώκει με τη δράση της την τέλεση περισσοτέρων
κακουργημάτων από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη του άρθ. 187 § 1.
1307
Βλ. Ευτύχιου ∆αμιανάκη, Εισήγηση ως Εισηγητή της Πλειοψηφίας, στο Πρακτικό της
∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου
του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα
Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1587.
353
1311
Για τη διάκριση μεταξύ βασικών εγκλημάτων και εγκληματικών παραλλαγών, βλ. ευρύτερα
Χωραφά Νικολάου, Ποινικόν ∆ίκαιον, τομ. Α’, (9η έκδοση), Κωνσταντίνου Σταμάτη (επιμ), εκδ. Π.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1978, σελ. 371, Ιωάννη Γεωργάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιδασκαλία, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 196 – 197, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Επιτομή Γενικού Μέρους, (στ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2001, αρ. περιθ. 438 – 447,
του ιδίου, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 126 και Νικολάου Ανδρουλάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Γενικό Μέρος, (β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2006, σελ. 203.
1312
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170.
1313
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1314
Έχει κριθεί ότι «απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση,
χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα
ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στο
σχηματισμό της εγκληματικής δράσης». Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 880/2006, όπ.παρ., σελ. 977 και
ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 811 επ. Κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο το αν στην
ομάδα οι αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι κατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας ή παμψηφίας
ή λόγω της καθιδρυμένης στο εσωτερικό της σχέσεως υποταγής και υπακοής, αρκεί η απόφαση
να θεωρείται βούληση της ομάδας. Περαιτέρω, για το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ των μελών
μιας εγκληματικής οργάνωσης, η ΑΠ 83/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, έκρινε ότι: «για την αιτιολόγηση της συγκροτήσεως εγκληματικής
οργανώσεως δεν είναι απαραίτητη η μνεία των επί μέρους συναντήσεων, συνομιλιών και επαφών
των δημιουργών της, αφού η σύσταση τέτοιας οργανώσεως μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους
τρόπους επικοινωνίας και συνεννοήσεως και όχι μόνο με πραγματοποίηση συναντήσεων,
συνομιλιών και επαφών».
355
1315
Για το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες της συνταγματικά κατοχυρωμένης στο άρθρο 7
Σ αρχής “nullum crimen nulla poena sine lege” βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Βασικαί
αρχαί διέπουσαι την σύνταξιν ειδικών ποινικών νόμων, ΠοινΧρ, 1959, σελ. 294 επ., του ιδίου,
Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 81 επ., Χρήστου ∆έδε, Η αναδρομική
ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω Ποινικώ ∆ικαίω, Ερμηνεία του άρθρου 2 ΠΚ, ΝοΒ, 1967, σελ.
865 επ., Κωνσταντίνου Χριστόπουλου, Η αρχή της νομιμότητος των ποινών – Πλείονες ποιναί εν
τη εκτελέσει, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 748 επ., Νικολάου Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa,
ΠοινΧρ, 1973, σελ. 513 επ., του ιδίου, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50
χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ. 289 επ., Αλέξανδρου Κατσαντώνη, Η
αναδρομικότης του επιεικέστερου ποινικού νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής νομοθετικής
μεταβολής, ΠοινΧρ, 1975, σελ. 801 επ., Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Ποινικές διατάξεις με
περιεχόμενο αβέβαιο και ασαφές, ΝοΒ, 1984, σελ. 735 επ., Νικολάου Μπιτζιλέκη, Τα όρια
εφαρμογής της αρχής nullum crimen sine lege στους λόγους άρσης του αδίκου, ΠοινΧρ, 1985,
σελ. 529 επ., Παναγιώτη Καρκατσούλη, Η συμβολή της λειτουργικής ανάλυσης στην ποινική
νομοθέτηση, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 961 επ., Νικολάου ∆ημητράτου, Απαγόρευση αναδρομής και
μεταβολή της νομολογίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, ΥΠΕΡ, 1992, σελ. 1095 επ., Νέστορα Κουράκη,
Περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας στο Ποινικό ∆ίκαιο, Αρμεν, 1986, σελ. 836 επ., του ιδίου,
Μεταβολή των εξωποινικών ρυθμίσεων και εν λευκώ ποινικοί νόμοι, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 597 επ.,
Στέφανου Καρεκλά, Φυσικό ή θετικό δίκαιο; Η «επιστροφή» στον κανόνα του Handbruch, ΥΠΕΡ,
1997, σελ. 1181 επ., Χαράλαμπου Κούκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 442/1984 (τμήμα ε’) (για την
εφαρμογή επιεικέστερου νόμου), ΝοΒ, 1984, σελ. 1065 επ., Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η κατάχρηση
της ποινικής καταστολής (ενόψει των σκοπών της), στο του ιδίου, Μελέτες για εμβάθυνση στο
Ποινικό ∆ίκαιο (1978-1989), εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 89 επ., Γιάννη Μπέκα, Η
χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: ερμηνεία των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, εκδ.
Αντ. Σάκκουλα, Κομοτηνή, 1992, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η απαγόρευση αναδρομής ως
356
κριτήριο του αιτιώδους συνδέσμου, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 225 επ., Νικολάου Παρασκευόπουλου, Η
συνταγματική διάσταση του αδίκου και της ενοχής, ΥΠΕΡ, 1993, σελ. 1254 επ., ∆ημητρίου
Τσάτσου / Ανδρέα Λοβέρδου, Ποινικός νόμος˙ δυνατότητα παρέμβασης του εφαρμοστή με
διορθωτική ερμηνεία, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 465 επ., Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Άρθρο 344 ΠΚ και
αναλογική μη εφαρμογή αυτού επί συρρεόντων εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 542 επ. και
∆ημητρίου Κιούπη, Η αρχή nullum crimen sine lege certa στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ,
2000, σελ. 193 επ.
1316
Όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, υπό την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ, που
είχε τίτλο «Σύσταση και Συμμορία».
1317
Ένα τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η διάταξη του άρθρου 304 ΠΚ για την «τεχνητή διακοπή
εγκυμοσύνης», όπου τυποποιούνται τα αυτοτελή εγκλήματα της ετεράμβλωσης και της
αυτάμβλωσης. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν υπάρξει σύμπραξη στο ίδιο υλικό αντικείμενο
(στο ίδιο έμβρυο) και η έγκυος επιτρέψει (αυτάμβλωση) σε άλλον (ετεράμβλωση) να διακόψει
ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της, τα εγκλήματα θα είναι δύο και όχι ένα.
1318
Υπό το προϊσχύσαν άρθρο 187 ΠΚ, για την ερμηνεία της ένωσης, στην περίπτωση της
«συμμορίας», που προϋπέθετε μια τουλάχιστον στοιχειώδη οργάνωση, βλ. ενδεικτικά, Χάρη
(Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και
του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 153 και Στέφανου Παύλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271. Για την ερμηνεία της
«ένωσης» υπό το ισχύον άρθρο 187 ΠΚ, βλ. αντί άλλων, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο
Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών
οργανώσεων» - Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
695.
357
1319
Βλ. και ΣυμβΕφΘεσ 93/2006, Ποιν∆ικ, 2006, με παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου –
Καστανίδου, σελ. 413, ΕφΑθ 2993/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 931 επ., ΕφΑθ 3028/2003, ΠοινΧρ,
2005, σελ. 164 επ. και ΣυμβΕφΑθ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ. Βλ. επίσης, Παύλου
Στέφανου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 442. Πρβλ. contra την Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο
νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής
∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων»,
ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1574 και την Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, όπ.παρ.,
σελ. 1581 – 1582, που υποστηρίζουν ότι η «εγκληματική οργάνωση», που τυποποιείται στην § 1,
αποτελεί το βασικό έγκλημα.
358
1320
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 128 – 130.
1321
Για τα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
και θα μπορούσαν να αποτελέσουν επιδίωξη μιας συμμορίας, βλ. τα ενδιαφέροντα παραδείγματα
του Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 132 – 134.
1322
Στο αρχικό κείμενο του Ποινικού Κώδικα δεν προβλεπόταν αξιόποινη σύσταση ή συμμορία
για την τέλεση πλημμελήματος ή πλημμελημάτων, αντίστοιχα. Η επέκταση αυτή έγινε επί
δικτατορίας με το άρθρο 2 Ν.∆. 861/1971 «για τον πληρέστερο έλεγχο της κοινωνικής ζωής και
την αυξημένη προστασία της δημόσιας τάξης». Στη συνέχεια, με το άρθρο 10 Ν. 1366/1983,
τροποποιήθηκε η προσθήκη αυτή, ως § 2 του άρθρου 187 ΠΚ, και περιορίστηκε η αξιόποινη
σύσταση και συμμορία στα βαρύτερα πλημμελήματα, που απειλούνται με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους. Με το Ν. 2928/2001 διατηρήθηκε το αξιόποινο της «συμμορίας», όχι
πλέον της «σύστασης», για τη διάπραξη τουλάχιστον ενός πλημμελήματος, με την ανωτέρω
προϋπόθεση και το επιπρόσθετο στοιχείο με το σχεδιαζόμενο από τη συμμορία έγκλημα να
επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο όφελος ή προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της
γενετήσιας ελευθερίας, με αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής της
συγκεκριμένης διάταξης.
1323
Η διάταξη του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ αντιστοιχεί στην προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου
187 § 2 ΠΚ, η οποία επίσης χαρακτηριζόταν ως «ιδιώνυμο» έγκλημα, βλ. σχετικά ΣυστΕρμΠΚ,
άρθρα 167 – 197, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 194 επ.
359
1324
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 136.
1325
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 129 – 130.
1326
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 594, αρ. περιθ. 12.
360
1327
Έχουν δημοσιευθεί πλείστες μελέτες σχετικά με τη θεωρία του εννόμου αγαθού. Βλ.
ενδεικτικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, Θεσσαλονίκη [χ.ό.],
1973, του ιδίου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1998, ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την
σύγχρονον διδασκαλίαν του ποινικού δικαίου, ΠοινΧρ, 1971, σελ. 721 επ., του ιδίου, Βιβλιοκρισία
στο: Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 236
επ., του ιδίου, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, 1976, του ιδίου,
Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές του, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 961 επ.,
∆ημητρίου Βαρβιτσιώτη, Έννοια και λειτουργικότητα του έννομου αγαθού, ΝοΒ, 1985, σελ. 565
επ., Γρηγορίου Καλφέλη, Το έννομο αγαθό ως βάση για τη λύση του προβλήματος της μεταβολής
της κατηγορίας στην ποινική θεωρία, Θεσσαλονίκη, (χ.έ.), 1985, ∆ημητρίου Σπυράκου, Η
εγκληματοπολιτική σημασία της έννοιας του εννόμου αγαθού. Κριτική προσέγγιση στις σύγχρονες
θεωρίες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, του ιδίου, Η κριτική λειτουργία της
έννοιας του εννόμου αγαθού, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, Γεωργίου
Συλίκου, Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό ∆ίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995,
Νικολάου ∆ημητράτου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998.
1328
Για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, βλ. ιδίως, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η προστασία της
δημοσίας τάξεως κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν Κώδικα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
1970, σελ. 17 – 41, του ιδίου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., του ιδίου, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 104 – 106, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., σελ. 159
(Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στο ΣΤ’ κεφάλαιο, 3.3., αριθμ. περιθ. 23, 24) και Κωνσταντίνου
Κωνσταντινίδη, Σύστασις και Συμμορία, όπ.παρ., σελ. 37 – 38. Βλ. επίσης, την αμφισβήτηση του
Κωστάρα για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, Αλέξανδρου Κωστάρα, Χρήση και κατάχρηση
μιας αυθεντίας – σκέψεις πάνω στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την
πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 107 επ.
1329
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ.,
αρ. περιθ. 607.
361
1330
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 34 επ.
1331
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 372 επ.
1332
Για να υπάρξει προσβολή της δημόσιας τάξης, δεν αρκεί, ασφαλώς, η εγκληματική ετοιμότητα
τριών ή περισσοτέρων δραστών, αλλά απαιτείται, επιπροσθέτως, να υπάρχει «οργάνωση»,
οργανωμένη δηλαδή σύμπραξη με δομή και διάρκεια, η οποία αναλύεται σε σύνολο επιμέρους
συγκεκριμένων πράξεων και η οποία να μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη κατάσταση στον
κοινωνικό χώρο. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 106.
1333
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105.
1334
Κατά συνέπεια, ο δικαστής δεν οφείλει να κρίνει αν από την ύπαρξη της συγκεκριμένης
εγκληματικής οργάνωσης πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης
ούτε για τα άλλα ατομικά έννομα αγαθά, που αποτελούσαν ενδεχομένως στόχους της
εγκληματικής της δράσης.
1335
Πρβλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της ∆ημόσιας Τάξης, όπ.παρ., σελ. 123, του ιδίου,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105 και Λάμπρου Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση
(:άρθρο 187 ΠΚ): Χαρακτήρας του εγκλήματος ως διαρκούς ή στιγμιαίου – Εκκρεμοδικία, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 1430, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έγκλημα «δυνητικής» διακινδύνευσης
της δημόσιας τάξης, άποψη που, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι ορθή, καθώς το στοιχείο της
επέλευσης του κινδύνου δεν προβλέπεται με κανέναν τρόπο, ούτε καν ως δυνατότητα, όπως θα
απαιτούνταν εάν επρόκειτο για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, στη συγκεκριμένη διάταξη.
Γενικά για την προβληματική των εγκλημάτων διακινδύνευσης, βλ. ∆ιονυσίου Σπινέλλη,
362
από το νομοθέτη, ακριβώς για την όσο το δυνατό πληρέστερη προστασία της
δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή σκοπός κάθε εγκληματικής
οργάνωσης είναι η τέλεση περισσοτέρων εγκλημάτων, η ύπαρξή της και μόνο
αποτελεί ταυτόχρονα και αφηρημένη διακινδύνευση αορίστου αριθμού ατομικών
εννόμων αγαθών. Έτσι, με την ύπαρξη της εγκληματικής οργάνωσης τίθεται σε
τροχιά διακινδύνευσης αόριστος αριθμός εννόμων αγαθών προσωπικής
ελευθερίας, καθώς η ίδια η ύπαρξή της αποτελεί έμμεση απειλή κατά ευρύτερου
ή στενότερου κύκλου ανθρώπων και ταυτόχρονα όλων των υπολοίπων εννόμων
αγαθών, που αποτελούν κατ’ ιδίαν στόχους της ιδιαίτερης δράσης της
συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης.
Σε επίπεδο χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων, η συγκρότηση ή η ένταξη σε
εγκληματική οργάνωση αποτελεί έγκλημα που στρέφεται κατά της δημόσιας
τάξης και ταυτόχρονα κατά αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών, τα οποία είναι
υποψήφια προσβολής σε περίπτωση που οι στόχοι της οργάνωσης
πραγματοποιηθούν. Πρόκειται δε, για ένα υπερατομικό έννομο αγαθό, που
φορέας του είναι το κοινωνικό σύνολο1336. Περαιτέρω, είναι έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης, όπως είδαμε παραπάνω, τόσο σε σχέση με το έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης, όσο και για αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών που τίθενται σε
τροχιά διακινδύνευσης ή προσβολής από τη δράση της εγκληματικής
οργάνωσης. Σε περίπτωση που τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι πολιτικά, τότε
και το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, ως «προπαρασκευαστικό», θα πρέπει να
έχει τον ίδιο χαρακτήρα1337. Η συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση
αποτελεί έγκλημα κοινό (και όχι ιδιαίτερο), αφού υποκείμενο τέλεσής του μπορεί
να είναι οποιοσδήποτε, πολυπρόσωπο1338, καθώς για την τέλεσή του, σύμφωνα
με τη νομοτυπική του περιγραφή, είναι απαραίτητη η σύμπραξη τουλάχιστον
Προβλήματα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ, 1973, σελ. 161 επ., Χρήστου ∆έδε,
Το στοιχείον του κινδύνου εις το ποινικόν δίκαιον και τα εγκλήματα διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ,
1955, σελ. 103 επ., του ιδίου, Η διακινδύνευσις εις τα εγκλήματα περί την απονομήν της
δικαιοσύνης, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 722 επ., Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, Το έγκλημα της
«επικινδύνου» σωματικής βλάβης, ΠοινΧρ, 1976, σελ. 433 επ., Ιωάννη Μανωλεδάκη, Το έννομο
αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., αρ. περιθ. 286 – 305, ιδίως αρ. περιθ.
287, Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ.
136 – 137 και Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 133 επ. και 154 επ.
1336
Γι’ αυτό το λόγο, επειδή, δηλαδή, το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό δεν έχει συγκεκριμένο
φορέα, δεν είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής σε ποινική δίκη για παράβαση του
άρθρου 187 ΠΚ.
1337
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1338
Βλ. Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, «Αναγκαία» συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των
ενδίκων μέσων, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 177 επ.
363
1343
Κατά συνέπεια, σε περίπτωση, που ο «συγκροτήσας» παραμένει στην ομάδα, τελεί το
αδίκημα και με τους δύο προβλεπόμενους τρόπους, αλλά δεν θα ευθύνεται σωρευτικά και θα
τιμωρηθεί μόνο για την ένταξη, συνεκτιμούμενης της συγκροτήσεως. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη,
Εγκληματική Οργάνωση, όπ.παρ., σελ. 1432.
1344
Ειδικότερα για την προβληματική των εγκλημάτων υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης,
βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενική Θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2004, αρ. περιθ. 411 επ. και 480.
1345
Η Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/2001 χαρακτηρίζει τα τρία εννοιολογικά γνωρίσματα του
ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης ως ποιοτικό, προσωπικό και χρονικό κριτήριο. Βλ.
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575.
365
1346
Για μια κριτική παρουσίαση του συνόλου των διατάξεων της Σύμβασης του Παλέρμο, βλ.
ανωτέρω την Ενότητα 1 του 1ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
1347
Βλ. σχετική κριτική Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο
άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1016 – 1017.
1348
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1349
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 600 – 632, ιδίως αρ. περιθ. 28 και υποσημ. 27.
366
1350
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 107.
1351
Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 880/2006, όπ.παρ., σελ. 977, ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, όπ.παρ., σελ. 811 επ.
και ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, το οποίο τονίζει ότι ακριβώς γι’ αυτό «η απλή συμφωνία των μελών
δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν
αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα
της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα».
1352
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 602, αρ. περιθ. 32, Αλέξανδρου Κωστάρα,
Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006, σελ.
100 και Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1290, ο οποίος εξειδικεύοντας το στοιχείο της δομής της ομάδας θεωρεί
επιπροσθέτως ότι «θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πειθαρχία και υπακοή στην ολότητα».
Εξάλλου, σύμφωνα με το βούλευμα του ΣυμβΕφΛαμ 58/2009, όπ.παρ., σελ. 812, «δομημένη
ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος,
αλλά προέχει ο τρόπος λειτουργίας της, ο οποίος διέπει σε τέτοιο βαθμό την εγκληματική δράση,
ώστε τα πρόσωπα που τη διεκπεραιώνουν να έχουν δευτερεύουσα σημασία με την έννοια ότι
μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν (πραγματοπαγής χαρακτήρας). Το κέντρο βάρους
μετατοπίζεται στη διάρθρωση ενός συστήματος λειτουργίας της οργάνωσης, συνήθως με τη
θέσπιση ιεραρχικών δομών στην κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων μεταξύ των μελών και
στη συντονισμένη δράση των μελών της που κατευθύνεται από τη βούληση του συνόλου αυτών
για την πραγμάτωση των στόχων τους η οποία (βούληση) εν τοις πράγμασι είναι δεσμευτική για
καθένα από τα μέλη, χωρίς να απαιτείται για τη διαμόρφωσή της η συμμετοχή όλων στο
σχεδιασμό των εγκλημάτων, αρκεί κάθε μέλος να γνωρίζει ότι συνεισφέρει διά της ασκήσεως των
ανατεθειμένων σ’ αυτό καθηκόντων, στην πραγμάτωση των στόχων της».
367
1353
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170.
1354
Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
όπ.παρ., σελ. 1290.
1355
Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 221/2007, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1286.
1356
Πάντως, σύμφωνα με την ΑΠ 83/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, για την αιτιολόγηση της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης
«δεν είναι απαραίτητη η μνεία των επί μέρους συναντήσεων, συνομιλιών και επαφών των
δημιουργών της, αφού η σύσταση τέτοιας οργανώσεως μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους
τρόπους επικοινωνίας και συνεννοήσεως και όχι μόνο με πραγματοποίηση συναντήσεων,
συνομιλιών και επαφών».
1357
Για την έννοια της «σύμπραξης» βλ. Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά,
όπ.παρ., σελ. 170.
368
1358
Βλ. Παύλου Στέφανου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 443.
1359
Σύμφωνα με το ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, αυτό συμβαίνει, επειδή το έγκλημα που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθρου 187 § 1 ΠΚ είναι «πραγματοπαγές».
369
1360
Τα σχετικά παραδείγματα αναφέρει ο Μπουρμάς. Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο
υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, όπ.παρ., σελ. 1290.
1361
Βλ. Αλέξανδρου Κωστάρα, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 101.
370
1362
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ. σελ. 113 και Λάμπρου
Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση, όπ.παρ., σελ. 1431.
1363
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 122 και τις εκεί
παραπομπές στη σημ. 37 και ΣυστΕρμΠΚ άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., αρ. περιθ. 16.
1364
Βλ. ΣυμβΕφΛαρ 163/2009, ∆ικογραφία, 2010, σελ. 192 επ.
371
1365
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 108 – 109, υποσημ. 33.
1366
Ibid.
1367
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 632, υποσημ. 28.
1368
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695.
1369
Καθαρά προς υποβοήθηση να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου ο
δράστης δεν επιδιώκει την επέλευση του αποτελέσματος ούτε την προβλέπει ως βεβαία, ωστόσο
την προβλέπει ως ενδεχόμενη συνέπεια και την αποδέχεται. Κατά συνέπεια, από πλευράς
γνωστικού στοιχείου, το πεδίο που καλύπτει ο ενδεχόμενος δόλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
372
ως «το πεδίο της αμφιβολίας», υπό την έννοια ότι ο δράστης αμφιβάλλει για το εάν η πράξη του
θα έχει το αποτέλεσμα που σκέφτηκε ότι είναι ενδεχόμενο να επέλθει. Βλ. ιδίως, Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, ∆όλος: Θεμελίωση και Αποκλεισμός του στο Ποινικό ∆ίκαιο, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία,
εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2003, σελ. 68, του ιδίου, Ο «κολοβός» ενδεχόμενος δόλος στην
ελληνική νομολογία, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 174 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό
Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σελ. 240 επ., Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆όλος –
αμέλεια: Ένα πρόβλημα πέρα από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 1189 επ., του ιδίου, Το
Ποινικό ∆ίκαιο «υπηρέτης» μιας πρόσκαιρης σκοπιμότητας, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 3 επ., του ιδίου, Η
υπαιτιότητα ως «εργαλείο» αντεγκληματικής πολιτικής, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 681 επ., Στυλιανού
Παπαγεωργίου – Γονατά, Ο ενδεχόμενος δόλος: ∆ογματικές ιδιαιτερότητες και κοινωνικές
παράμετροι, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 163 επ. και του ιδίου, Ενδεχόμενος ∆όλος – Ενσυνείδητη
Αμέλεια. Μία τρίτη μορφή υπαιτιότητας; Νομολογιακές αναζητήσεις και δογματικές
επαναπροσεγγίσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, ιδίως σελ. 207 επ.
1370
Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης ασκεί δριμύτατη κριτική για το γεγονός ότι με την εξαίρεση του
κακουργήματος της ψευδούς βεβαίωσης – νόθευσης κατ’ άρθρον 242 ΠΚ, το οποίο προστέθηκε
την τελευταία στιγμή και δεν υπήρχε καν στο τελικό Σχέδιο, ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε στην
περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ κακουργήματα με δράστες δημοσίους
υπαλλήλους, παρά το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα, κατ’ εξοχήν περιλαμβάνει, ως
δράστες, άτομα που ανήκουν στον κρατικό μηχανισμό, θεωρώντας ότι είναι ενδεικτικό του ότι
«είχε στο μυαλό του την τρομοκρατία και υποκριτικά αναφέρθηκε στην καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ.
110 – 112.
1371
Στην περίπτωση αυτή τιμωρείται η βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, η οποία
προέβη στον σχηματισμό της διάπραξης ενός εγκλήματος ή εγκλημάτων που αναφέρονται στην
παραπάνω διάταξη χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα σ’ αυτήν (ομάδα) οικονομοϋλικοτεχνικά
μέσα. Βλ. σχετικά ΑΠ 87/2000 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 468, ∆ιατΕισΕφΘεσ. 265/98, ΥΠΕΡ, 1999
σελ. 435, ΑΠ 265/2002 ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003, ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ
373
Έχει κριθεί, εξάλλου, ότι δεν είναι αναγκαίο οι εγκληματικές αυτές πράξεις
να αποτελούν τον κύριο σκοπό ή την αποκλειστική δραστηριότητα της
οργάνωσης, ενώ αρκεί ακόμη και να παρασκευάζουν την επίτευξη του τελικού
σκοπού1372.
Η τέλεση όχι μόνο ενός ή έστω περισσοτέρων εγκλημάτων, που
συναποτελούν, όμως, ένα ιστορικό γεγονός, αποτελεί βασικό όρο του εγκλήματος
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και συνδέεται ακριβώς με την απαιτούμενη διαρκή δράση
της ομάδας, στοιχείο που πρέπει να υπάρχει ήδη κατά την πρώτη στιγμή της
συγκρότησής της. Συνεπώς, δεν αρκεί η ομάδα να συγκροτήθηκε αρχικά για τη
διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος και στη συνέχεια να αποφάσισε την
εξακολούθηση της δράσης της για την εκ νέου απόκτηση προσόδων, καθώς ήδη
από τη συγκρότησή της θα πρέπει να ανοίγεται μπροστά της ένας ορίζοντας
διαρκούς και επαγγελματικής δράσης, για να καταστεί δυνατό να υπαχθεί στην
έννοια της «εγκληματικής οργάνωσης», κατ’ άρθρον 187 § 1 ΠΚ.
Εξάλλου, δεν έχει σημασία αν, κατά την εξάρθρωση της εγκληματικής
οργάνωσης, έχει ήδη τελεστεί ή όχι κάποιο από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα,
καθώς η ποινική ευθύνη από το άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη
από τη διάπραξη ή όχι των σχεδιαζόμενων κακουργημάτων.
Επομένως, αν κάποιος, που εντάσσεται ως μέλος σε εγκληματική
οργάνωση, δεν «επιδιώκει», αλλά απλά «αποδέχεται» την τέλεση των ως άνω
κακουργημάτων, ως αναγκαία δράση της ομάδας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί
φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αλλά ενδεχομένως
μόνο απλός ή άμεσος συνεργός1373, αφού ελλείπει η απαιτούμενη εκ του νόμου
402/2004, ΠράξΛογ, 2004 σελ. 261, ΣυμβΕφΑΘ. 3028/2003 ΠοινΧρ, 2005, σελ. 164,
ΣυμβΕφΑΘ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ., ΑΠ 33/2006, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΑΠ 48/2006 Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΣυμβΕφΑιγ. 35/2005 Ποιν∆ικ, 2005,
σελ. 672, ΣυμβΕφΘεσ 491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com.
1372
Βλ. ΕφΑθ 3244/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 993 επ., ιδίως σελ. 1012 – 1013.
1373
Έτσι ο Ιωάννης Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 114 και ο τότε
Υπουργός ∆ικαιοσύνης, που υποστήριξε ότι αν ο κατηγορούμενος «δεν έχει άμεσο δόλο πρώτου
βαθμού και μετέχει, ενώ τα μέλη έχουν αυτό τον άμεσο δόλο, η συμμετοχή θα είναι τουλάχιστον
άμεση συνέργεια», Πρακτικά Βουλής της 6-6-2001, σελ. 9.162. Πρβλ. όμως Ελισάβετ Συμεωνίδου
– Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695 και της ιδίας, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού
∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 290, σύμφωνα με την οποία, ο συνεργός θα πρέπει να έχει την ίδια ένταση
δόλου με αυτήν που απαιτείται για το φυσικό αυτουργό και επομένως, σε περίπτωση που δεν
μπορεί να βεβαιωθεί ότι ο κατηγορούμενος επιδιώκει με τη συμμετοχή του στην οργάνωση την
374
τέλεση των κακουργημάτων που προβλέπει ο νόμος, αυτός δεν θα είναι δυνατό να τιμωρηθεί
ούτε ως φυσικός αυτουργός ούτε ως συνεργός στο έγκλημα του άρθρου 187 § 1 ΠΚ.
1374
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1375
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 115.
1376
Για τον ορισμό και τις έννομες συνέπειες του νομιζόμενου εγκλήματος, βλ. ενδεικτικά,
Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 311.
375
και επομένως, εσφαλμένα θεωρεί ότι η συμπεριφορά του είναι αξιόποινη κατ’
άρθρον 187 § 1 ΠΚ, κάτι που αντικειμενικά, όμως, δεν ισχύει. Κατά συνέπεια, ο
δράστης θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να μείνει ατιμώρητος για το έγκλημα
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αφού η υποκειμενική του στάση, εν προκειμένω, δεν
αναπτύσσει καμιά ενέργεια. Είναι ασφαλώς άλλο ζήτημα το ότι ενδέχεται να είναι
αξιόποινος για το έγκλημα του άρθ. 187 § 3, αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από
αυτό προϋποθέσεις.
Στην διάταξη του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται κοινές επιβαρυντικές και
ελαφρυντικές περιστάσεις για τα εγκλήματα των §§ 1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ.
Ειδικότερα, στο εδ. α’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, προβλέπονται δύο
επιβαρυντικές περιστάσεις. Αφενός, η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων,
εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν
επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της
οργάνωσης ή της συμμορίας και αφετέρου, η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου
υλικού οφέλους των μελών τους.
Η πρώτη επιβαρυντική περίσταση αναφέρεται κατεξοχήν στις
τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούν όπλα, εκρηκτικά
και χημικά ή βιολογικά υλικά ή υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον
άνθρωπο ακτινοβολίες, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους της οργάνωσής
τους. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής στις επιχειρήσεις του
οργανωμένου εγκλήματος περιορίζεται μάλλον στη κατασκευή, προμήθεια και
κατοχή όπλων, κάτι που αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό του modus operandi
τους, ενώ, τα υπόλοιπα υλικά, που αναφέρονται στη διάταξη του εδ. α’, θα
μπορούσαν να συνδεθούν με κάποια εγκληματική επιχείρηση μόνο στο μέτρο,
που η διακίνησή τους αποτελεί μία από τις εγκληματικές της δραστηριότητες.
Η δεύτερη επιβαρυντική περίσταση έρχεται να καλύψει το αναγκαστικό
κενό που δημιουργήθηκε από την επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να μη
συμπεριλάβει την επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους στον ορισμό του
οργανωμένου εγκλήματος. Ασφαλώς θα ήταν ενδιαφέρον να υπάρξει στην πράξη
έστω και μία εγκληματική επιχείρηση που να μην επιδιώκει την αποκόμιση
οικονομικού ή υλικού οφέλους με τη δράση της, αφού το στοιχείο αυτό,
ανεξαρτήτως του νομικού ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος, αποτελεί
376
1377
Για το λόγο αυτό ο Μανωλεδάκης ορθά χαρακτηρίζει τη διάταξη αυτή ως «άστοχη», σε
περίπτωση που εφαρμοστεί στα εγκλήματα του άρθρου 187 § 1 ΠΚ. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 120,
1378
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 137 – 138. Πρβλ.
Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1017 και 1022, ο οποίος θεωρεί ως προτιμότερη την επιλογή του Γάλλου νομοθέτη,
να εισαγάγει μία γενική διάταξη (άρθρο 132-71 γαλλικού ΠΚ) περί οργανωμένου εγκλήματος στα
πρότυπα της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, έτσι ώστε να επιτείνεται η ποινή σε συγκεκριμένα
εγκλήματα, στα οποία θα ορίζεται ρητά ως επιβαρυντική περίσταση η τέλεση αυτών από
εγκληματική οργάνωση.
Κατά τη γνώμη μας η κριτική που ασκεί ο Μανωλεδάκης στην ανωτέρω θέση του Τζαννετή,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 137 – 138, υποσημ. 64, δεν είναι ορθή, καθώς εσφαλμένα
εκκινεί με την ανάγνωση ότι ο Τζαννετής θεωρεί ότι θα έπρεπε η μη τέλεση των επιδιωκόμενων
εγκλημάτων από την οργάνωση ή συμμορία να συνιστά τη βασική μορφή του αντίστοιχου
εγκλήματος κατ’ άρθρο 187, ενώ η τέλεση να αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, ενώ, στην
πραγματικότητα, όπως αναφέρουμε ανωτέρω, ο Τζαννετής υποστηρίζει ότι θα έπρεπε απλά να
εισαχθεί μια γενική διάταξη για τις εγκληματικές οργανώσεις, στα πρότυπα της κατ’ επάγγελμα
τέλεσης, η οποία να μην έχει αυτοδύναμα κυρωτικό χαρακτήρα.
377
Περαιτέρω, η διάταξη του εδ. γ’ του άρθ. 187 § 4 ΠΚ, ορίζει ότι η απλή
ψυχική συνέργεια1379 στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής ή της
συμμορίας δεν τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν
επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «απλή ψυχική συνέργεια»
αποτελεί μορφή απλής συνέργειας και συνίσταται στην ψυχική, ηθική συνδρομή,
που προσθέτει κάτι ουσιαστικό στην ψυχική δύναμη του δράστη1380. Ως ψυχική
συνέργεια, στο έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, θα μπορούσε να νοηθεί η απλή
ενίσχυση της απόφασης ίδρυσης ή προσχώρησης σε ήδη ιδρυθείσα οργάνωση,
καθώς και η προσφορά υλικής βοήθειας, η οποία, όμως, είτε δεν αξιοποιείται από
τα μέλη της οργάνωσης, είτε η εξασφάλισή της απλώς εμψυχώνει την απόφαση
για τη συγκρότηση της οργάνωσης1381. Οι μορφές συνδρομής αυτού του τύπου
δεν τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που από την εγκληματική οργάνωση δεν
επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, με άμεση συνέπεια, το πεδίο
εφαρμογής της να εκτείνεται μόνο στις πολιτικοϊδεολογικές οργανώσεις αμιγώς
τρομοκρατικού χαρακτήρα και προφανώς να εξαιρούνται εξυπαρχής οι
επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίες αυτονόητα επιδιώκουν την
αποκόμιση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους με τη δράση τους.
Παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι τυπικό, όπως
είδαμε ανωτέρω, δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1382.
Έτσι, στην περίπτωση του πρώτου τρόπου τέλεσης, της συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης, μπορεί να νοηθεί απόπειρα σε περίπτωση που, αν και
κατέστη δυνατό τρία τουλάχιστον άτομα να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς
την αναγκαιότητα ίδρυσής της, τη δομή, τους στόχους και την εν γένει δράση της,
δεν καταστεί τελικά δυνατό να συγκροτηθεί η εγκληματική οργάνωση, επειδή
συλλαμβάνονται και εξουδετερώνεται με τον τρόπο αυτό το σχέδιό τους εν τη
1379
Ο χαρακτηρισμός της ψυχικής συνέργειας, ως απλής, αποτελεί πλεονασμό, αφού η ψυχική,
σε αντιδιαστολή με την υλική, εμπίπτει μόνο στο άρθρο 47 ΠΚ. Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η
έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1020 και τις
οικείες παραπομπές. Πρβλ. το Μιχαήλ Σταθόπουλο, που ερμηνεύει τον όρο αυτό ως τη «μη
συνδυασμένη με υλική συνέργεια», Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα
∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 632, υποσημ. 29.
1380
Βλ. σχετικά, Εισαγγελική πρόταση στο βούλευμα ΣυμβΠλημΘεσ 16/1998, Υπερ., 1998, σελ.
1264, ΑΠ 1201/1986, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 1023 και ΕφΑθ 1404/1984, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 175.
1381
Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ,
όπ.παρ., σελ. 1020.
1382
Βλ. σχετικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρ, 1970, σελ.
442.
378
γενέσει του. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι για την ολοκλήρωση του εγκλήματος
του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, δεν απαιτείται η τέλεση των σχεδιαζόμενων εγκλημάτων,
δεν είναι δυνατό η απλή συμφωνία για τη συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης
να εξομοιώνεται με τελειωμένο έγκλημα και θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι, εκτός
από τη συμφωνία, απαιτείται και η προηγούμενη τέλεση έστω κάποιων
προπαρασκευαστικών πράξεων για την ίδρυσή της1383.
Ακόμη νοητή είναι και η απόπειρα του δεύτερου τρόπου τέλεσης, δηλαδή
της «ένταξης» κάποιου ως μέλους σε εγκληματική οργάνωση, στην περίπτωση
που αν και όλα είναι έτοιμα για την προσχώρηση κάποιου στην εγκληματική
οργάνωση και την εκ μέρους του πραγματική ανάληψη των συμφωνηθέντων
καθηκόντων, το άτομο αυτό συλλαμβάνεται, χωρίς να έχει προλάβει να αναλάβει
έστω και στοιχειώδη λειτουργική δράση, όπως θα ήταν για παράδειγμα, η
συμμετοχή του σε κάποια συγκέντρωση ή η λήψη συγκεκριμένων οδηγιών από
τον αρχηγό της οργάνωσης1384.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η απλή διερευνητική συζήτηση κάποιου με
τους ιθύνοντες της οργάνωσης, που δεν κατέληξε, όμως, σε οποιαδήποτε
συμφωνία, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ευρίσκεται στο στάδιο των μη αξιόποινων
προπαρασκευαστικών πράξεων. Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις με την
εγκληματική οργάνωση, που αν και δεν έχουν ακόμη φτάσει σε κάποια τελική
συμφωνία, έχουν καταφέρει την επίτευξη κάποιων ουσιαστικών ενδιάμεσων
συμφωνιών, που καθιστούν πλέον σχεδόν βέβαιη την επίτευξη και της τελικής
συμφωνίας, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν αξιόποινη απόπειρα του
εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που η
διάθεση κάποιου να γίνει μέλος σε εγκληματική οργάνωση είναι πλέον δεδομένη,
αλλά εξαρτά τη στάση του από το ποσοστό συμμετοχής του στα συνολικά κέρδη
της οργάνωσης, ζήτημα για το οποίο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις. Στην
περίπτωση αυτή, αν το άτομο αυτό συλληφθεί, έχει ήδη εισέλθει στο στάδιο της
1383
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 116 – 117, ο οποίος, στη
σελ. 117, υποστηρίζει ότι αν η απλή συμφωνία στη συγκρότηση εξομοιωνόταν με τελειωμένο
έγκλημα, με τη δικαιολογία ότι ως τυπικό έγκλημα δεν είναι επιδεκτικό απόπειρας, τότε θα υπήρχε
παράβαση του άρθρου 7 Σ, αφού, στην ουσία, θα επερχόταν μια αυθαίρετη μεταβολή των όρων
«όποιος συγκροτεί και εντάσσεται σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα» σε «όποιος
συμφωνεί με άλλους στη συγκρότηση ομάδας για τη διάπραξη…».
1384
Ο Μανωλεδάκης, παρότι θεωρεί την απόπειρα «ένταξης» νοητή, ακριβώς επειδή η
τυποποίηση της ένταξης αποτελεί περίπτωση ποινικής καταστολής σε πρώιμο στάδιο, θεωρεί ότι
η παραδοχή απόπειρας στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποκλειστεί. Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117, υποσημ. 46.
379
1385
Για τα προβλήματα της αναγκαίας σύμπραξης, βλ. ενδεικτικά, Λεωνίδα Κοτσαλή, Περιπτώσεις
πολυπροσώπου τελέσεως εγκλημάτων, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 61 επ., Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη
δογματική θεμελίωση του φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα
της, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 118 επ. και Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη, «Αναγκαία
Συμμετοχή» και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, όπ.παρ., σελ. 177 επ.
1386
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117.
380
της ίδρυσης μιας εγκληματικής οργάνωσης και αυτοί πείθονται και προχωρούν
στη συγκρότησή της. Εξάλλου, ηθική αυτουργία1387 στην ένταξη αποτελεί η
χρήση προτροπών και παραινέσεων με οποιονδήποτε τρόπο προς τρίτο άτομο
για την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα της ένταξής του σε συγκεκριμένη
εγκληματική οργάνωση, κάτι που τελικά οδηγεί, όντως, το άτομο αυτό στην
ένταξη στην οργάνωση.
Η μεσολάβηση κάποιου τρίτου για την ένταξη υποψήφιου μέλους, με τη
μορφή της παροχής διευκόλυνσης στην επικοινωνία και επαφή με τα στελέχη της
οργάνωσης, για παράδειγμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως άμεση συνέργεια
στο έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, όπως, εξάλλου, και η παραχώρηση χώρου για
τη λειτουργία της οργάνωσης ή η κάλυψή της με τα αναγκαία εφόδια.
Επειδή το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι υπαλλακτικά μικτό, όπως
είδαμε ανωτέρω, αν τελεστεί και με τους δύο τρόπους τέλεσης, δεν θα πρόκειται
για συρροή εγκλημάτων.
Περαιτέρω, αναφύεται ένα ιδιαιτέρως δυσχερές ζήτημα συρροής μεταξύ
του εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, της «συγκρότησης» ή «ένταξης» δηλαδή σε
εγκληματική οργάνωση, με το έγκλημα που έχει τελικά τελεσθεί. Η λύση του
προβλήματος αυτού διέρχεται υποχρεωτικά από την απάντηση στο ερώτημα εάν
και κατά πόσον το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ ενέχει αυτοτελή απαξία σε
σχέση με το μετέπειτα τελεσθέν αδίκημα.
Συστηματικά η δόμηση του εγκλήματος ως ειδικής εκδοχής συμμορίας και
η ένταξή του στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της «δημόσιας τάξης»,
υποδεικνύει ότι το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά αυτοτελούς εννόμου αγαθού,
διαφορετικού από αυτό που προσβάλλεται με την υλοποίηση του εγκληματικού
σκοπού της οργάνωσης1388. Επομένως, καταρχήν η ετερότητα των εννόμων
αγαθών υποδεικνύει ότι θα πρόκειται για αληθινή συρροή1389. Υπάρχουν, όμως,
1387
Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1287,
για την στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας «θα πρέπει να αποδεικνύονται τα μέσα που
χρησιμοποίησε ο δράστης και προκάλεσε έτσι την απόφαση στο φυσικό αυτουργό να τελέσει
συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, γι’ αυτό θεωρείται ως διαφθορέας του φυσικού αυτουργού, διότι
προκάλεσε σ’ αυτόν τη βούληση με πειθώ, προτροπή, παρακινήσεις, παραινέσεις, καθώς και με
κάθε τρόπο που ασκεί επίδραση στη βούληση του άλλου, ώστε να επιβάλει σ’ αυτόν την
απόφαση να τελέσει τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη». Βλ. επίσης σχετικά, ΑΠ 1066/1995,
ΠοινΧρ, 1996, σελ. 183 και ΑΠ 153/2001, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 132.
1388
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 449.
1389
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 7, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
381
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 118 – 119, του ιδίου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης,
όπ.παρ., σελ. 127, Αριστομένη Τζαννετή, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο
άρθρο 187 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 1019 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές
συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 149.
1390
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 449.
1391
Βλ. «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν. 3459/2006, ΦΕΚ Α’ 103/25-5-2006. Για κατ’
άρθρον ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του νόμου αυτού, βλ. Νικολάου
Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’ άρθρο ερμηνεία των ποινικών
και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (Κ.Ν.Ν.)» - Ν. 3459/2006, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
1392
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, σελ. 119.
1393
Ibid.
382
Οι διατάξεις της § 1 και της § 3 του άρθ. 187 ΠΚ, τελούν σε σχέση
αλληλοαποκλεισμού και επομένως, δεν είναι δυνατή η αληθινή συρροή μεταξύ
τους. Σχέση αλληλοαποκλεισμού θα πρέπει να καταφαθεί, επίσης, και μεταξύ της
διάταξης του άρθ. 187 § 1 ΠΚ και της διάταξης του άρθ. 195 ΠΚ για την
κατάρτιση ένοπλης ομάδας, αφού η εγκληματική οργάνωση αποβλέπει στη
διάπραξη κακουργημάτων, ενώ, η «ένοπλη ομάδα» «δεν αποβλέπει στη
διάπραξη εγκλημάτων».
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 1 ΠΚ είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, ενώ,
παράσταση πολιτικής αγωγής δεν επιτρέπεται, επειδή το προσβαλλόμενο έννομο
αγαθό, η δημόσια τάξη, δεν έχει συγκεκριμένο φορέα.
Η μεταβολή της κατηγορίας από συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε συγκρότηση «ένωσης» ή σύμπραξη σε
«ένωση» κατ’ άρθρον 187 § 3 ΠΚ επιτρέπεται, επειδή τα συστατικά στοιχεία της
εγκληματικής οργάνωσης τελούν, ουσιαστικά, σε σχέση αφενός, ολοκληρωτικής
κάλυψης του αντικειμένου ρύθμισης και αφετέρου, σε σχέση αμοιβαίου
εννοιολογικού αλληλοαποκλεισμού με τα αντίστοιχα στοιχεία της συμμορίας1394.
Επομένως, εφόσον εξετάζεται η συνδρομή ή όχι των ίδιων ακριβώς συνθετικών
στοιχείων συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς, η μεταβολή κατηγορίας στην
περίπτωση αυτή συνιστά απλώς και μόνο νόμιμη βελτίωση της ασκηθείσας
κατηγορίας. Το αντίθετο δεν είναι επιτρεπτό, επειδή μεταβάλλονται τα στοιχεία
της πράξης σε βάρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου1395.
Η διάταξη του άρθ. 1 Ν. 2928/2001, που αντικατέστησε επί το
αυστηρότερο το άρθ. 187 ΠΚ, τέλος, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου και για το
λόγο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά για πράξεις που τελέστηκαν
πριν την 27η Ιουνίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ν.
2928/2001. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα, όπως είναι το
έγκλημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, στην πράξη δεν
δημιουργείται κανένα πρόβλημα, καθώς το άρθ. 187 υπό τη νέα του μορφή θα
εφαρμοστεί μόνο για τις πράξεις συγκρότησης που τελέστηκαν μετά την 27η
Ιουνίου 2001. Η ένταξη, όμως, αποτελεί διαρκές έγκλημα και ως εκ τούτου, η
εγκληματική πράξη θεωρείται ότι τελείται καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που
1394
Βλ. Γεωργίου Μπουρμά, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ,
όπ.παρ., σελ. 1292 – 1293.
1395
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
383
1396
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: ερμηνεία
των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 68 – 70 και ΑΠ 1177/1990, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 421. Πρβλ.
contra Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 115
και του ιδίου, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 186 – 187, ο οποίος υποστηρίζει ότι και
στην περίπτωση των διαρκών εγκλημάτων είναι ορθότερο να δεχθούμε ότι δεν μπορεί να
εφαρμοστεί ο αυστηρότερος νόμος, αφού ως τέλεση της πράξης στο διαρκές έγκλημα νοείται όλη
η διαρκούσα πράξη και συνεπώς η συγκεκριμένη περίπτωση καλύπτεται γραμματικά από τη
διατύπωση του άρθρου 7 § 1 εδ. β’ Σ, για την απαγόρευση εφαρμογής του αυστηρότερου νόμου,
που κάνει λόγο για «τέλεση» της πράξης και όχι για «πράξεις που τελέσθηκαν», δηλαδή που
ολοκληρώθηκαν, πριν θεσπιστεί η βαρύτερη ποινή.
1397
Η υπόθαλψη εγκληματία τυποποιείται στο άρθρο 231 ΠΚ και στην πραγματικότητα, αποτελεί
μορφή «απλής συνέργειας», που παρέχεται, όμως, μετά την πράξη και η οποία έχει αναχθεί σε
αυτοτελές έγκλημα. Βλ. σχετικά, Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ.
421.
1398
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 4.
384
1399
Για το κριτήριο της υποθετικής κατάργησης του συγκεκριμένου άρθρου, η οποία αναγκαστικά
θα πρέπει να άγει στο ατιμώρητο των πράξεων που προβλέπονταν απ’ αυτό, το οποίο
εφαρμόζεται προκειμένου να χαρακτηριστεί κάποιο έγκλημα ως ιδιώνυμο, βλ. ενδεικτικά
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, (ε’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 123.
385
διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, αφού απειλείται κάθειρξη από πέντε έως δέκα
χρόνια.
Επομένως, το τυποποιούμενο έγκλημα στην § 2 του άρθ. 187 ΠΚ, μπορεί
να αποτελέσει διακεκριμένη παραλλαγή μόνο της παράνομης βίας του άρθ. 330
ΠΚ, όταν δηλαδή έχουμε σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης
παράνομης πράξης ή παράλειψης1400 που στρέφεται κατά μάρτυρα σε δίκη για
εγκληματική οργάνωση. Σε καμιά άλλη περίπτωση το συγκεκριμένο έγκλημα δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως διακεκριμένη παραλλαγή κάποιου άλλου.
Ο Μανωλεδάκης υποστηρίζει ότι πρόκειται για «ιδιώνυμο έγκλημα
αντίστασης, παράνομης βίας και δωροδοκίας»1401, συνεπής στη θέση του ότι ως
ιδιώνυμα θεωρούνται και τα εγκλήματα που αποτελούν αναγωγή μορφών
συμμετοχής σε αυτοτελή εγκλήματα. Κατά την άποψή μας, η εφαρμογή του
κριτηρίου της ενδεχόμενης κατάργησης της συγκεκριμένης διάταξης, που
υποχρεωτικά θα πρέπει να οδηγήσει στην ατιμωρησία των τυποποιούμενων
πράξεων1402, αποτελεί την πιο ασφαλή οδό για το χαρακτηρισμό κάποιου
εγκλήματος ως «ιδιώνυμου». Από τις προβλεπόμενες πράξεις μόνο η δωροδοκία
μάρτυρα, σε περίπτωση κατάργησης της διάταξης δεν θα μπορούσε να
τιμωρηθεί ως τέτοια1403, ενώ, όλες οι υπόλοιπες πράξεις θα εξακολουθούσαν να
είναι αξιόποινες είτε ως αντίσταση κατά της αρχής, είτε ως παράνομη βία, είτε ως
ενεργητική δωροδοκία. Κατά συνέπεια, αν γίνει δεκτό το ανωτέρω κριτήριο
χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως ιδιώνυμου, το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ,
δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ούτε ως ιδιώνυμο.
Ενόψει των ανωτέρω, ο νομοτεχνικός συσχετισμός της διάταξης του άρθ.
187 § 2 ΠΚ είναι εξόχως προβληματικός και δυσχερής και εξηγείται, χωρίς να
αιτιολογείται, από την προσπάθεια του νομοθέτη να καταστείλει το οργανωμένο
έγκλημα και οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής ή βοήθειας προς αυτό.
1400
Για την έννοια και τις έννομες συνέπειες της παράλειψης, εκτός από τα γενικά έργα, βλ. και
Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Λίγες ακόμη σκέψεις για την διάκριση ανάμεσα στην ενέργεια και την
παράλειψη, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 858 – 864 και Γεωργίου Μπουρμά, Η προβληματική της
διάκρισης των εγκλημάτων ενεργείας από τα εγκλήματα παράλειψης, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 765 –
777.
1401
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
1402
Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ.
123.
1403
Θα μπορούσε, βέβαια, να εξακολουθήσει να είναι αξιόποινη ως ηθική αυτουργία σε
ψευδορκία.
386
1404
Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό της ενέργειας του
δράστη ως υπόθαλψης.
1405
Αν η απειλή ή η χρήση βίας στρέφεται κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών
υπαλλήλων, καθώς και κατά πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, που από τη δόση του όρκου
αποτελούν και αυτοί «υπαλλήλους» υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ ΠΚ, τότε η πράξη αυτή
αποτελεί και αντίσταση κατά της αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 167 ΠΚ, το οποίο προστατεύει το
έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας.
1406
Σε περίπτωση που η απειλή ή η χρήση βίας στρέφεται κατά μάρτυρα, τότε συμπροσβάλλεται
και το έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας, που προστατεύεται από τη γενική διάταξη του
άρθρου 330 ΠΚ.
1407
Η δημόσια υπηρεσία συμπροσβάλλεται στις περιπτώσεις που το μέσο τέλεσης που επιλέγει ο
δράστης είναι η δωροδοκία.
387
τους στο ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο τούτο εκφράζει μία μονάδα εννόμου αγαθού,
χωρίς να έχουμε συρροή εγκλημάτων, αλλά ένα μόνο έγκλημα υποδηλώνει ότι
είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Είναι έγκλημα δόλου, υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης, επειδή αποτελεί περίπτωση αναγωγής απόπειρας σε
ολοκληρωμένο έγκλημα, αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, με πλαίσιο ποινής από ένα
έως πέντε χρόνια.
Υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος και
επομένως, μπορεί να τελεστεί και από πρόσωπο που δεν είναι μέλος της
εγκληματικής οργάνωσης υπέρ της οποίας γίνεται η παρέμβαση.
Παθητικό υποκείμενο της τέλεσης του εγκλήματος του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
μπορεί να είναι μόνο κάποιο από τα πρόσωπα που φέρουν τις περιοριστικά
αναφερόμενες στη διάταξη ιδιότητες, δηλαδή μπορεί να είναι μόνο δικαστικός
λειτουργός, ανακριτικός ή δικαστικός υπάλληλος, μάρτυρας, πραγματογνώμονας
ή διερμηνέας1408.
Προβλέπονται εναλλακτικά τρεις τρόποι τέλεσης του εγκλήματος του άρθ.
187 § 2 ΠΚ, οι οποίοι διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο ως προς το μέσο που
χρησιμοποιείται από το φυσικό αυτουργό για την επίτευξη του στόχου του1409,
δηλαδή την απειλή ή τη χρήση βίας ή τη δωροδοκία. Ο όρος της αντικειμενικής
υπόστασης «επιχειρεί»1410, ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την
ενέργεια του δράστη υποδηλώνει ότι δεν απαιτείται η ενέργεια αυτή του δράστη
να είναι και επιτυχημένη. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης,
δηλαδή, δεν απαιτείται και η επέλευση της ματαίωσης της αποκάλυψης ή της
δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ. Στην περίπτωση
αυτή, συνεπώς, πρόκειται για αναγωγή της απόπειρας ματαίωσης της
αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε ολοκληρωμένο
έγκλημα. Έτσι, για την πλήρωση του στοιχείου αυτού της αντικειμενικής
υπόστασης, αρκεί να έγινε προσπάθεια του δράστη να ματαιώσει, να υπάρχει,
δηλαδή, αρχή εκτέλεσης της πράξης του, υπό την έννοια του άρθ. 42 § 1 ΠΚ.
1408
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και οι πραγματογνώμονες και οι διερμηνείς από την πρόσληψή
τους και τη δόση του όρκου αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’
ΠΚ.
1409
∆ηλαδή τη ματαίωση της αποκάλυψης ή της δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ.
187 § 1 ΠΚ.
1410
Για τα «εγκλήματα επιχείρησης», που αποτελούν ποινική εξομοίωση της απόπειράς του σε
ολοκληρωμένο έγκλημα, βλ. αντί άλλων Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού
Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 545.
388
1411
Βλ. Αγγελικής Σαρέλη, Βιασμός – Η Τυποποίησή του στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 113.
1412
Ibid, σελ. 101.
1413
Ibid, σελ. 106.
1414
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα – Άρθρα 235-263α ΠΚ, (β’ έκδοση), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 230.
390
1415
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 173 – 175.
1416
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η περιουσιακή
διάθεση στο έγκλημα της απάτης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000, σελ. 77 – 119.
1417
Ο Μανωλεδάκης αποδίδει τη νομοθετική αυτή αβλεψία στην «υποβάθμιση από το νέο
νομοθέτη του αναμφισβήτητου δεδομένου ότι οργανωμένο έγκλημα χωρίς τη σύμπραξη κρατικών
οργάνων με οποιαδήποτε μορφή μάλλον δεν νοείται». Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 123.
391
1418
Αφού και οι πραγματογνώμονες και διερμηνείς, όπως είδαμε παραπάνω, από την πρόσληψή
τους και τη δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’
ΠΚ.
1419
Βλ. ενδεικτικά, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 545.
392
εκτέλεσης από την πλευρά του δράστη, χωρίς να μας ενδιαφέρει η υποκειμενική
στάση του παθητικού υποκειμένου του εγκλήματος. Συνεπώς, είναι αδιάφορο αν
η απειλή φόβισε ή όχι, ή αν τα προσφερόμενα δώρα δελέασαν ή όχι το άτομο
προς το οποίο διατέθηκαν. Το έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι ήδη
ολοκληρωμένο και δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή απόπειρα τέλεσής του.
Η συμμετοχή στο έγκλημα του άρθ. 187 § 2 ΠΚ είναι δυνατή τόσο με τη
μορφή της συναυτουργίας, που αποτελεί συμμετοχή εν ευρεία εννοία, όσο και με
τη μορφή της ηθικής αυτουργίας και της απλής ή άμεσης συνέργειας.
Έτσι, στην περίπτωση που, για παράδειγμα, κάποιος κρατά
ακινητοποιημένο το παθητικό υποκείμενο του εγκλήματος, για να μπορέσει ο
άλλος να ασκήσει πάνω του σωματική βία, με σκοπό τη ματαίωση της
αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας εγκλήματος του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, θα πρέπει
να γίνει δεκτή η κατά συναυτουργία τέλεσή του.
Ηθική αυτουργία, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτή στην περίπτωση που
κάποιος καταπείθει ένα άλλο πρόσωπο, που μπορεί να είναι μέλος της
εγκληματικής οργάνωσης ή όχι, να προβεί στην προσπάθεια ματαίωσης της
αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας των εγκλημάτων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ.
Αν ο ηθικός αυτουργός είναι ταυτόχρονα και μέλος της εγκληματικής
οργάνωσης, η πράξη του αυτή, ως ένα είδος αυτοϋπόθαλψης, θα πρέπει να
μείνει ατιμώρητη1420.
Απλή συνέργεια θα υπάρχει όταν κάποιος παρέχει, για παράδειγμα,
κρίσιμες πληροφορίες για τα ονόματα και τον τρόπο προσέγγισης των δικαστών,
μαρτύρων, πραγματογνωμόνων που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ενώ, άμεση συνέργεια θα ήταν, για παράδειγμα, η υποβοήθηση του
φυσικού αυτουργού στην εκτόξευση απειλής με την εγχείριση του όπλου την
κατάλληλη στιγμή.
Σε επίπεδο συρροής, σε περίπτωση που επιχειρηθεί ματαίωση της
αποκάλυψης εγκλήματος από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθ. 187 § 1
ΠΚ, το οποίο, όμως, δεν έχει τελεστεί από εγκληματική οργάνωση, θα
εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 231 ΠΚ για την υπόθαλψη, αν, ασφαλώς,
1420
Επειδή, όμως, τα μέσα τέλεσης που κάθε φορά μπορεί να χρησιμοποιηθούν, δηλαδή η
απειλή ή βία ή η δωροδοκία, ποικίλλουν και ταυτόχρονα προσβάλλουν άλλο έννομο αγαθό και
συγκεκριμένα, την πολιτειακή εξουσία, την προσωπική ελευθερία και τη δημόσια υπηρεσία, δεν
αποκλείεται να αναβιώσουν και να εφαρμοστούν σε αληθινή συρροή οι διατάξεις του γενικού
περιεχομένου.
393
1421
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 123 – 124.
394
σε δωροδοκία μάρτυρα, πράξη για την οποία δεν υπάρχει καμιά άλλη ποινική
πρόβλεψη, η πράξη κατ’ άρθ. 187 § 2 ΠΚ, ως αυτοϋπόθαλψη, θα μείνει
ατιμώρητη, αλλά ενδέχεται ο δράστης να τιμωρηθεί για ηθική αυτουργία σε
ψευδορκία, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθ. 46 § 1 και 224 § 2 ΠΚ.
Η απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών και ανακριτικών ή
δικαστικών υπαλλήλων, αλλά κατ’ ορθότερη εκδοχή1422, και κατά
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, αποτελεί, ασφαλώς, αντίσταση, που στη
βασική της μορφή, στο άρθ. 167 § 1 ΠΚ, τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής,
δηλαδή με φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια. Η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 167 § 1 ΠΚ. Κατά συνέπεια, στην
περίπτωση αυτή, θα εφαρμοστεί το άρθ. 187 § 2, κάτι που δεν έχει όμως,
πρακτικές συνέπειες, αφού το απειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι το ίδιο.
Πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση συρροής του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
με τη διακεκριμένη αντίσταση του άρθ. 167 § 2 ΠΚ, η οποία συντρέχει όταν οι
πράξεις της § 1 του άρθ. 167 ΠΚ έγιναν από περισσότερους δράστες ή από
πρόσωπο που οπλοφορεί ή έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του ή το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η βία ή η απειλή
διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Το πλαίσιο ποινής της διάταξης του άρθ.
167 § 2 ΠΚ είναι φυλάκιση από δύο έως πέντε χρόνια και είναι, επομένως,
αυστηρότερο σε σχέση με το πλαίσιο ποινής του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, το οποίο είναι
φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια. Επιπροσθέτως, τα εξειδικευμένα στοιχεία,
που καθιστούν τη μορφή αυτή της αντίστασης διακεκριμένη, προσιδιάζουν στο
modus operandi των οργανωμένων εγκληματιών. Στην περίπτωση που
συρρεύσουν οι διατάξεις των άρθ. 167 § 2 ΠΚ και 187 § 2 ΠΚ, κάτι που στην
πράξη δεν φαίνεται διόλου απίθανο, η ειδική πρόβλεψη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ
εμφανίζεται όχι μόνο ως περιττή, αλλά δημιουργεί, επιπροσθέτως και πρόβλημα
εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 167 § 2 ΠΚ. Φρονούμε ότι θα πρέπει να γίνει
δεκτό, ότι στις περιπτώσεις που συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της
διακεκριμένης αντίστασης, θα εφαρμοστεί η διάταξη με τη βαρύτερη ποινή, γιατί
1422
Αφού και οι πραγματογνώμονες και διερμηνείς, όπως είδαμε και προγουμένως, από την
πρόσληψή τους και τη δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθρου
13 περ. α’ ΠΚ.
395
και αυτή είναι εξειδικευμένη και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως γενική έναντι
της διάταξης του άρθ. 187 § 2 ΠΚ1423.
Η απειλή ή χρήση βίας κατά μαρτύρων, προκειμένου να ματαιωθεί η
αποκάλυψη, η δίωξη και τιμωρία των πράξεων του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αποτελεί
παράνομη βία κατ’ άρθ. 330 ΠΚ, για την οποία απειλείται ποινή φυλάκισης από
δέκα ημέρες έως δύο χρόνια. Η διάταξη, όμως, του άρθ. 187 § 2, είναι ειδική και
ως τούτου, θα απωθήσει τη διάταξη του άρθ. 330 ΠΚ και θα τύχει αυτή
εφαρμογής, με αποτέλεσμα να εφαρμοστεί το δικό της πλαίσιο ποινής, που είναι
φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια.
Η δωροδοκία δικαστικού υπαλλήλου, όπως και αυτή των
πραγματογνωμόνων και διερμηνέων, οι οποίοι από την πρόσληψή τους και τη
δόση του όρκου, αποτελούν «υπαλλήλους» κατά την έννοια του άρθ. 13 περ. α’
ΠΚ, προβλέπεται και τιμωρείται και από το άρθ. 236 ΠΚ, διάταξη που έχει το ίδιο
πλαίσιο ποινής με τη διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, η οποία, ωστόσο, θα
εφαρμοστεί, ως ειδικότερη διάταξη1424, χωρίς ασφαλώς αυτό να έχει κάποια
ιδιαίτερη πρακτική σημασία.
Η δωροδοκία μαρτύρων, που δεν τυποποιούνταν στο προϊσχύσαν δίκαιο,
τιμωρείται πλέον και αυτή με βάση τη διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ.
Σχετικά με τη δωροδοκία δικαστή, τέλος, πρόβλημα δημιουργείται από τη
συρροή των διατάξεων του άρθ. 187 § 2 ΠΚ, που είναι πλημμέλημα και του άρθ.
237 § 2 ΠΚ1425, που είναι κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε έως
δέκα χρόνια. Σε περίπτωση συρροής των δύο αυτών διατάξεων, που θα είναι
μάλλον συχνή στην πράξη, η διάταξη του άρθ. 187 § 2 ΠΚ δεν μπορεί να
θεωρηθεί ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 237 § 2 ΠΚ και επομένως, θα
1423
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 122. Πρβλ. Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 695, η οποία ως παράδειγμα αναφέρει ότι
κάποιος με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του απειλεί δικαστή ή εισαγγελέα ότι θα
τον σκοτώσει σε περίπτωση που δεν τοποθετήσει στο αρχείο υπόθεση συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση. Η πράξη αυτή προφανώς υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 187 § 2 ΠΚ
και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Η ίδια, όμως, πράξη αντιμετωπιζόταν
ήδη από το άρθρο 167 § 2 ΠΚ, που απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών. Λόγω της
φαινομενικής συρροής μεταξύ των δύο διατάξεων και της εφαρμογής της αρχής της ειδικότητας, η
πράξη αυτή θα αντιμετωπιστεί τελικά επιεικέστερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 § 2
ΠΚ.
1424
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 122.
1425
Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 7 του Ν. 3327/2005.
396
Με τη διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, σύμφωνα με την ανάλυση που
επιχειρήσαμε ανωτέρω, τυποποιείται η βασική μορφή της εγκληματικής
οργάνωσης, με τη μορφή της «συμμορίας». Συνεπώς, το έννομο αγαθό που
προστατεύεται και με τη διάταξη αυτή είναι το ίδιο με το προστατευόμενο έννομο
αγαθό από τη διάταξη 187 § 1 ΠΚ, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς
και η οποία αποτελεί τη διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος της
«συμμορίας». Επομένως, και με τη διάταξη αυτή προστατεύεται η δημόσια τάξη,
η οποία και μόνο με την ύπαρξη των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων
τίθεται σε τροχιά διακινδύνευσης.
Η συμμορία, όπως τυποποιείται, αποτελεί μια προσβολή αξιακά
ελάσσονος σημασίας σε σχέση με την αντίστοιχη της εγκληματικής οργάνωσης,
κάτι που αντανακλάται και στην απειλούμενη ποινική κύρωση, η οποία είναι κατά
πολύ ευμενέστερη.
Ανεξαρτήτως, όμως, της ελάσσονος προσβολής, η κατάφαση ύπαρξης
κάποιας εστίας μόνιμου κινδύνου και απειλής για ένα τουλάχιστον ακόμη (εκτός
της δημόσιας τάξης) έννομο αγαθό1427 και φυσικά η προσπάθεια του νομοθέτη
για πληρέστερη προστασίας της δημόσιας τάξης, αιτιολογούν την τυποποίηση
αυτή με τη μορφή της αφηρημένης διακινδύνευσης1428. Και υποστηρίζουμε ότι
πρόκειται περί αφηρημένης διακινδύνευσης ακριβώς επειδή η πρόκληση
κινδύνου δεν προβλέπεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της
1426
Κατ’ αναλογία με την παραπάνω θέση μας για τη συρροή του άρθρου 187 § 2 ΠΚ και της
διακεκριμένης αντίστασης του άρθρου 167 § 2 ΠΚ.
1427
Αφού στόχος της συμμορίας είναι η τέλεση ενός τουλάχιστον κακουργήματος.
1428
Πρβλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη Επιβουλή της ∆ημόσιας Τάξης, όπ.παρ., σελ. 123, του ιδίου,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 105 και Λάμπρου Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση,
όπ.παρ., σελ. 1430, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έγκλημα «δυνητικής»
διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, άποψη που, κατά τη γνώμη μας, δεν ορθή, καθώς το
στοιχείο της επέλευσης του κινδύνου δεν προβλέπεται με κανέναν τρόπο, ούτε καν ως
δυνατότητα, όπως θα απαιτούνταν εάν επρόκειτο για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, στη
συγκεκριμένη διάταξη.
397
«συμμορίας», όπως τυποποιείται στο άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, με άμεση συνέπεια
το έγκλημα να είναι τελειωμένο πριν την εμπειρική επέλευση του κινδύνου1429.
Υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος, όπως
υποδηλώνει η χρήση του όρου «όποιος».
Πράξη προσβολής αποτελεί η «ένωση» δύο τουλάχιστον προσώπων.
Στην προσπάθεια να οριοθετήσουμε την έννοια αυτή, ανακύπτει το ερώτημα κατά
πόσον θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, ως σημερινό εργαλείο ερμηνείας, η
ερμηνευτική προσέγγιση της «ένωσης», που είχε προταθεί υπό το κράτος του
προϊσχύσαντος άρθ. 187 ΠΚ.
Μία ερμηνευτική προσέγγιση, του προϊσχύσαντος άρθ. 187 ΠΚ για «τη
σύσταση και συμμορία», θεωρούσε ότι «ένωση αποτελεί η σύμπτωση των
βουλήσεων δύο ή περισσότερων ατόμων για την τέλεση εγκλημάτων»1430. Η
θεώρηση αυτή είχε επικριθεί έντονα τότε από την επιστήμη, ως αποδοχή
τιμώρησης του φρονήματος, αφ’ ης στιγμής δεν προϋπέθετε για την εφαρμογή
της διάταξης καμιά άλλη ενέργεια αλλά αρκούνταν στην απλή εξωτερίκευση της
βουλήσεως, με αποτέλεσμα κανένα έννομο αγαθό να μην έχει εισέλθει ακόμη σε
τροχιά διακινδύνευσης1431. Προτάθηκε, λοιπόν, τότε, προς αποφυγή πιθανών
καταστρατηγήσεων των βασικών αρχών που διέπουν ολόκληρο το ποινικό
δίκαιο, ότι δεν θα έπρεπε να θεωρείται αρκετή η απλή σύμπτωση βουλήσεων,
αλλά έπρεπε, επιπροσθέτως, να απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης
ομαδοποίησης, οργάνωσης και σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου
εγκλήματος, καθώς μόνο στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται στον εξωτερικό
κόσμο μία εγκληματική δομή, που, ως τέτοια, θίγει προφανώς τη δημόσια
τάξη1432.
1429
Κατά συνέπεια, ο δικαστής, όπως είδαμε παραπάνω, δεν οφείλει να κρίνει αν από την
ύπαρξη της συγκεκριμένης συμμορίας πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης ούτε για το άλλο ατομικό έννομο αγαθό που αποτελούσε στόχο της εγκληματικής
της δράσης.
1430
Βλ. ευρύτερα για το περιεχόμενο που έδωσε η νομολογία στην έννοια της «ένωσης»,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 38 επ.
1431
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 288.
1432
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 111, Χάρη
(Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Μορφές συρροής του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ και
του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 153, Στέφανου Παύλου,
Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271 και Γιάννη Μπέκα, Όπλα –
Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, όπ.παρ., σελ. 170, σύμφωνα με τον οποίο, απαιτούμενο στοιχείο της
ομαδοποίησης είναι η σύμπραξη των προσώπων σε σταθερή βάση, η διάρκεια δηλαδή της
σύμπραξης. Επομένως, η απλή συνεργασία για τη διάπραξη ενός μόνου εγκλήματος μπορεί να
συνιστά περίπτωση συναυτουργίας ή συνέργειας, αλλά δεν αποτελεί ομαδοποίηση.
398
1433
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 631 – 632, αρ. περιθ. 96.
1434
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων
του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, στην § 3 του άρθρου 187
ΠΚ έχουν ενοποιηθεί οι §§ 1 και 2 του προϊσχύσαντος άρθρου, ενώ, «απεγκληματοποιήθηκε» η
«σύσταση». Πρβλ. contra την ΜικτΟρκΕφΑθ 144/2002, ΝοΒ, σελ. 1028, η οποία δέχεται ότι η
«σύσταση» ως έγκλημα «συνενώθηκε» απλώς με τη συμμορία και δεν καταργήθηκε μετά το Ν.
2928/2001.
1435
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 131, υποσημ. 57.
1436
Βλ. Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσσαλίας 16/1998, όπ.παρ., σελ. 1271
και Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ.
284.
399
1437
Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης, εξάλλου, των πράξεων της § 1 και αυτών της § 3 είναι η
έκταση και η ποιότητα της υποδομής, η οποία αφενός, προσδίδει στην εγκληματική οργάνωση
μεγάλη εμβέλεια και αυξημένη επικινδυνότητα ενώ, στις περιπτώσεις της ένωσης αφετέρου, η
σχετική υποδομή τείνει να είναι πάντοτε περιορισμένη.
Βλ. σχετικά ΣυμβΕφΑθ 30/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 669, σύμφωνα με το οποίο, τα εννοιολογικά
στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούν ταυτόχρονα και ποιοτικά κριτήρια
διαφοροποίησής της, καθόσον, στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται περί δομημένης (ποιοτικό
κριτήριο), με διαρκή δράση (χρονικό κριτήριο) ομάδας από τρία ή περισσότερα άτομα (ποσοτικό
κριτήριο), δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της συγκρότησης ή της συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση, που προβλέπει η § 1 του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά πρόκειται περί απλής
συμμορίας, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος σύμφωνα με την § 3. Πρβλ. Θεοδώρου
Κριθαρά, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 897, ο οποίος στα
εννοιολογικά στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης, εκτός των ανωτέρω κριτηρίων αναφέρει και
το υποκειμενικό κριτήριο του σκοπού τέλεσης περισσοτέρων από τα περιοριστικά
απαριθμούμενα στη διάταξη κακουργήματα, άποψη, που κατά τη γνώμη μας, είναι εσφαλμένη,
αφού συγχέει στοιχεία της αντικειμενικής με στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης.
400
μειωμένη ποινή κατά το μέτρο του άρθ. 83 περ. δ’ ΠΚ. Συνεπώς, στην
περίπτωση αυτή, ο δικαστής δύναται να μειώσει ελεύθερα την ποινή έως το
ελάχιστο όριο του είδους της ποινής, που στα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθ. 53 ΠΚ, είναι δέκα ημέρες. Η διάταξη αυτή είναι εύλογη, καθώς
αμβλύνεται η επέκταση του αξιοποίνου σε προστάδια της εγκληματικής
συμπεριφοράς.
Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ
είναι τυπικό, δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1438. Το γεγονός, όμως, ότι για
την κατάφαση της αξιόποινης «ένωσης», τα στοιχεία που απαιτούνται είναι
σαφώς λιγότερα από τα αντίστοιχα για την εγκληματική οργάνωση της § 1,
περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για την απόπειρα προς όφελος
των μη αξιόποινων προπαρασκευαστικών πράξεων.
Έτσι, σύμφωνα με την οριοθέτηση της «ένωσης» που επιχειρήσαμε
ανωτέρω, απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης ομαδοποίησης, οργάνωσης και
σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου εγκλήματος. Συνεπώς, αξιόποινη
απόπειρα μπορεί να υπάρξει, όταν έχει δημιουργηθεί, για παράδειγμα, κάποια
στοιχειώδης υποδομή και ένας σχετικός καταμερισμός εργασίας, οι λεπτομέρειες,
όμως, του σχεδίου δράσης των μελών είναι ακόμη υπό επεξεργασία και πριν
καταστεί δυνατή η ολοκλήρωσή του, τα μέλη της συμμορίας συλλαμβάνονται.
Επειδή η «ένωση» με άλλον αποτελεί μορφή αναγκαίας σύμπραξης, δεν
νοείται τέλεση του εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ κατά συναυτουργία.
Από τις μορφές συμμετοχής, η ηθική αυτουργία και η άμεση συνέργεια
είναι αξιόποινες, ενώ, κατά τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στο άρθ. 187 § 4 εδ. γ’
ΠΚ, να επαναλάβουμε ότι η απλή ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται, «εφόσον τα
μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο όφελος».
Κατ’ αντιπαραβολή, επομένως, η απλή συνέργεια και η ψυχική συνέργεια
τρομοκρατικών ή εγκληματικών οργανώσεων ή συμμοριών, που επιδιώκουν, αν
όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον παράλληλα, και οικονομικό ή υλικό όφελος,
παραμένουν αξιόποινες. Συνεπώς, αν και ευεργετική, η έκταση εφαρμογής της
διάταξης του άρθ. 187 § 4 εδ. γ’ ΠΚ είναι περιορισμένη.
Η παροχή πληροφοριών διευκόλυνσης από κάποιον τρίτο προς ένα από
τα δύο μέλη της συμμορίας, όπως ο αριθμός τηλεφώνου ή η διεύθυνση κατοικίας
1438
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, όπ.παρ., σελ. 442.
401
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο αρχικό κείμενο του Ποινικού Κώδικα δεν
προβλεπόταν αξιόποινη σύσταση ή συμμορία για την τέλεση πλημμελήματος. Η
επέκταση αυτή του αξιοποίνου έγινε επί δικτατορίας με το άρθ. 2 Ν∆ 861/1971
«για τον πληρέστερο έλεγχο της κοινωνικής ζωής και την αυξημένη προστασία
της δημόσιας τάξης». Στη συνέχεια, με το άρθ. 10 Ν. 1366/1983 περιορίστηκε η
αξιόποινη σύσταση ή συμμορία στα βαρύτερα πλημμελήματα, για τα οποία
απειλείται ποινή φυλάκισης ενός έτους. Ήδη με το Ν. 2928/2001 διατηρήθηκε
μόνο το αξιόποινο της συμμορίας για τη διάπραξη έστω και ενός μόνο
πλημμελήματος με μία επιπρόσθετη προϋπόθεση, την επιδίωξη με το
σκοπούμενο πλημμέλημα από τη συμμορία, οικονομικού ή άλλου υλικού
οφέλους ή προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας
ελευθερίας1442, με αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής της
διάταξης του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ.
1441
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 121.
1442
Η προϋπόθεση αυτή δεν υπήρχε στο τελικό Σχέδιο και προστέθηκε κατά την ψήφιση του
νομοσχεδίου στη Βουλή, έτσι ώστε να εναρμονιστεί η διάταξη αυτή με τους γενικότερους,
δεδηλωμένους σκοπούς του νόμου, την καταπολέμηση δηλαδή τόσο του οργανωμένου
403
εγκλήματος (επιδίωξη οικονομικού οφέλους) όσο και της τρομοκρατίας (επιδίωξη προσβολής της
ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας).
1443
Κατά συνέπεια, ο δικαστής, όπως είδαμε και στην προηγούμενη ανάπτυξη, δεν οφείλει να
κρίνει αν από την ύπαρξη της συγκεκριμένης συμμορίας πράγματι επήλθε κίνδυνος για το έννομο
αγαθό της δημόσιας τάξης ούτε για το άλλο ατομικό έννομο αγαθό, που αποτελούσε στόχο της
εγκληματικής της δράσης.
404
1445
Εφόσον, ασφαλώς, δεν τελούνται κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, γιατί στις περιπτώσεις
αυτές οι συγκεκριμένες πράξεις αναβαθμίζονται σε κακουργήματα.
1446
Σε περίπτωση που δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.
406
Παρά το γεγονός ότι το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ είναι τυπικό,
δεν αποκλείεται λογικά η απόπειρα1448. Το γεγονός, όμως, ότι για την κατάφαση
της αξιόποινης «ένωσης», τα στοιχεία που απαιτούνται είναι σαφώς λιγότερα
από τα αντίστοιχα για την εγκληματική οργάνωση της § 1, σε συνδυασμό με την
ελάχιστη επικινδυνότητα που παρουσιάζει για το προστατευόμενο έννομο αγαθό
της δημόσιας τάξης η ένωση δύο ατόμων για την διάπραξη έστω και ενός
πλημμελήματος, θα πρέπει να οδηγήσει στην τελολογική συστολή των ορίων της
αξιόποινης απόπειρας του συγκεκριμένου εγκλήματος προς όφελος των μη
αξιόποινων προπαρασκευαστικών πράξεων1449.
Επειδή η «ένωση» με άλλον αποτελεί μορφή αναγκαίας σύμπραξης, δεν
νοείται τέλεση του εγκλήματος του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ κατά συναυτουργία.
Από τις μορφές συμμετοχής, η ηθική αυτουργία1450, καθώς και η απλή1451
και η άμεση1452 συνέργεια είναι αξιόποινες1453.
Σε επίπεδο συρροής, και στην περίπτωση της συμμορίας, αν τελεστεί το
επιδιωκόμενο πλημμέλημα, λόγω της ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών, θα πρόκειται για αληθινή συρροή. Ενώ, δεν δημιουργείται τεκμήριο
ψυχικής συνδρομής, απλής συνέργειας δηλαδή, από μόνη την ιδιότητα του
μέλους της συμμορίας.
Στις περιπτώσεις που το απειλούμενο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον
ενός έτους πλημμέλημα, έχει ως στοιχείο της αντικειμενικής του υπόστασης την
ένωση δύο τουλάχιστον προσώπων για την τέλεσή του, όπως συμβαίνει, για
1448
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 211/1970, όπ.παρ., σελ. 442.
1449
Με τους περιορισμούς αυτούς, ένα παράδειγμα αξιόποινης απόπειρας του εγκλήματος του
άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ θα ήταν όταν έχει μεν δημιουργηθεί κάποια στοιχειώδης υποδομή και
ένας σχετικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των μελών της συμμορίας, οι λεπτομέρειες, όμως,
του σχεδίου δράσης τους είναι ακόμη υπό επεξεργασία και πριν καταστεί δυνατή η ολοκλήρωσή
τους, τα μέλη της συμμορίας συλλαμβάνονται.
1450
Και η ηθική αυτουργία στο έγκλημα του άρθρου 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, είναι νοητή, όταν, για
παράδειγμα, κάποιος καταπείθει άλλον για την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα της σύμπραξής
του με τρίτο άτομο, γνωστό για τις «εγκληματικές του ικανότητες», προκειμένου να αποκομίσει
μεγάλα κέρδη, αιτίαση που είναι, όντως, τελικά πειστική, με αποτέλεσμα το άτομο αυτό να
προχωρήσει στην εγκληματική του ένωση με το τρίτο άτομο.
1451
Η παροχή πληροφοριών διευκόλυνσης από κάποιον τρίτο προς ένα από τα δύο μέλη της
συμμορίας, όπως ο αριθμός τηλεφώνου ή η διεύθυνση κατοικίας του άλλου ή η λειτουργία του ως
αγγελιοφόρου μεταξύ τους, για παράδειγμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως απλή συνέργεια.
1452
Ένα παράδειγμα άμεσης συνέργειας αποτελεί η παραχώρηση χώρου για τις συναντήσεις της
συμμορίας ή η κάλυψή της με τα αναγκαία εφόδια.
1453
Να επεναλάβουμε ότι η ρητή νομοθετική πρόβλεψη, του άρθρου 187 § 4 εδ. γ’ ΠΚ, ότι η απλή
ψυχική συνέργεια δεν τιμωρείται, στην περίπτωση που τα μέλη της συμμορίας δεν επιδιώκουν
οικονομικό ή άλλο όφελος, περιορίζεται, εν προκειμένω, μόνο σ’ εκείνες τις συμμορίες που
επιδιώκουν προσβολή της ζωής (με πλημμέλημα!), της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας
ελευθερίας.
408
παράδειγμα, στην περίπτωση του άρθ. 216 του Κώδικα ∆ημόσιου Ναυτικού
∆ικαίου (Ν∆ 187/1973), όπου δύο ή περισσότεροι επιβάτες πλοίου ενώνονται για
την τέλεση εγκλήματος κατά του πλοιάρχου, δεν θα πρόκειται για αληθινή κατ’
ιδέαν συρροή με το έγκλημα της συμμορίας του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ, αλλά για
φαινομενική κατ’ ιδέαν συρροή και, με βάση την αρχή της ειδικότητας και της
σιωπηρής επικουρικότητας, θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθ. 216 Ν∆ 187/1973,
ως ειδικότερη και ως προβλέπουσα βαρύτερη σε σχέση με το άρθ. 187 § 3 εδ. β’
ΠΚ ποινή.
Ίδια θα είναι και η λύση του προβλήματος της συρροής του άρθ. 187 § 3
εδ. β’ ΠΚ με το άρθ. 45 § 1 περ. δ’ Ν. 3961/2008 για τη νομιμοποίηση εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες, με το οποίο δεν συρρέει αληθινά κατ’ ιδέαν,
αλλά φαινομενικά κατ’ ιδέαν. Έτσι, θα τύχουν εφαρμογής αφενός, η αρχή της
ειδικότητας και αφετέρου, η ρητή επικουρικότητα και θα εφαρμοστεί μόνο η
διάταξη του άρθ. 45 § 1 περ. δ’ Ν. 3961/2008, ως ειδικότερη και ως
προβλέπουσα βαρύτερη σε σχέση με το άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ ποινή.
Η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού
με τη διάταξη του άρθ. 195 ΠΚ για την κατάρτιση ένοπλης ομάδας, αφού η
συμμορία αποβλέπει στη διάπραξη ενός τουλάχιστον πλημμελήματος, ενώ, η
«ένοπλη ομάδα» δεν αποβλέπει στη διάπραξη εγκλημάτων.
Το έγκλημα του άρθ. 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο,
ενώ, παράσταση πολιτικής αγωγής δεν επιτρέπεται, επειδή το προσβαλλόμενο
έννομο αγαθό, η δημόσια τάξη, δεν έχει συγκεκριμένο φορέα.
Η μεταβολή της κατηγορίας από συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική
οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ σε συγκρότηση «ένωσης» ή σύμπραξη σε
«ένωση» κατ’ άρθρον 187 § 3 εδ. β’ ΠΚ επιτρέπεται, επειδή ευνοεί τον
κατηγορούμενο. Το αντίθετο δεν είναι επιτρεπτό, επειδή μεταβάλλονται τα
στοιχεία της πράξης σε βάρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του
κατηγορουμένου.
Σε περίπτωση, τέλος, που καταργηθεί η διάταξη του άρθ. 187 § 3 εδ. β’
ΠΚ, που τυποποιεί το ιδιώνυμο έγκλημα της «συμμορίας», η αναφερόμενη σ’
αυτήν πράξη της ένωσης για την τέλεση ενός τουλάχιστον πλημμελήματος θα
καταστεί ατιμώρητη και δεν θα υπαχθεί στη ρύθμιση του βασικού εγκλήματος του
άρθ. 187 § 3 εδ. α’ ΠΚ, όπως θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για προνομιούχα
μορφή εγκλήματος.
409
Στη διάταξη του άρθ. 187 § 5 ΠΚ ορίζεται ότι οι αξιόποινες πράξεις του
άρθ. 187 ΠΚ τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του και όταν αυτές τελέσθηκαν στην
αλλοδαπή από ημεδαπό, ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη, ή κατά νομικού
προσώπου που εδρεύει στην Ελλάδα, ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και
στην περίπτωση που αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας
στην οποία τελέσθηκαν1454.
Το παγκόσμιο ενδιαφέρον του Έλληνα νομοθέτη για την αντιμετώπιση των
εγκληματικών οργανώσεων είναι εύλογο, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η δράση
των εγκληματικών οργανώσεων στη σύγχρονη εποχή τείνει να αναπτύσσεται σε
δίκτυα και να εμπλέκει περισσότερες από μία εθνικές έννομες τάξεις και
περαιτέρω, ότι δεν έχει ακόμη καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός ενιαίου
διεθνούς ποινικού νομοθετικού χώρου. Η διατύπωση όμως, του άρθ. 187 § 5 ΠΚ
είναι εξαιρετικά ευρεία και δύναται να δημιουργήσει πολλές δυσχέρειες κατά την
εφαρμογή της, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι στο πεδίο εφαρμογής της δεν
υπάγεται μόνο η εγκληματική οργάνωση του άρθ. 187 § 1 ΠΚ, αλλά και οι
τιμωρούμενες σε βαθμό πλημμελήματος διατάξεις για τη συμμορία (άρθ. 187 § 3
εδ. α’ και β’ ΠΚ), καθώς και η προσπάθεια ματαίωσης της δίωξης εγκληματικής
οργάνωσης με απειλή, χρήση βίας ή δωροδοκία, κατ’ άρθρον 187 § 2 ΠΚ.
Θα πρέπει, εξυπαρχής, να τονιστεί ότι με τη διάταξη του άρθ. 187 § 5 ΠΚ
εισάγεται εξαίρεση1455 στις ισχύουσες ρυθμίσεις των άρθ. 6 § 1 και 7 § 1 ΠΚ για
τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, οι οποίες προβλέπουν,
ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, για την εφαρμογή του ελληνικού νόμου, την
προϋπόθεση οι τελεσθείσες στο εξωτερικό πράξεις από ή κατά Έλληνα πολίτη να
είναι ταυτόχρονα αξιόποινες και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία
τελέσθηκαν.
Οι πρακτικές δυσχέρειες και οι «άτοπες» περιπτώσεις εφαρμογής του
ελληνικού ποινικού νόμου, συνεπεία της κατάργησης της αρχής του διττού
αξιοποίνου γίνονται ιδιαίτερα εναργείς στις περιπτώσεις των πλημμεληματικής
φύσης παραβάσεων του άρθ. 187 ΠΚ, αφού το αξιόποινο της συγκρότησης ή
1454
Η § 5 δεν υπήρχε στο Τελικό Σχέδιο Νόμου και προστέθηκε κατά την ψήφιση του νόμου στη
Βουλή.
1455
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 139.
410
1456
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 141 – 142.
411
1457
Βλ. και Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1575, περ. 7.
1458
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη
από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 696.
1459
Ibid.
1460
Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις περιγράφεται «η διαδικασία, μέσω της
οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη
συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται νόμιμη». Βλ.
Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, στον
Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία –
Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 381.
413
1461
Το πρώτο κράτος που έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της πρακτικής του «ξεπλύματος» ήδη
από τη δεκαετία του ’70 ήταν οι ΗΠΑ. Βλ. αναλυτικά Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα
και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 115 επ. Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, που έλαβε
ορισμένα μέτρα, ήταν η Αγγλία το 1986 και ακολούθησε η Γαλλία το 1987. Βλ. ευρύτερα
Κωνσταντίνου Μαγκλιβέρα, Η νομοθεσία των Κρατών Μελών της ΕΟΚ για τη νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες ενέργειες, ∆ΕΤ, β’ τριμηνία, 1995, σελ. 62 – 71. Περαιτέρω, για μια
παρουσίαση της διεθνούς κίνησης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, Αρμεν,
1992, σελ. 1 επ.
1462
Για τη διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ξεπλύματος χρήματος βλ. ενδεικτικά
Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ. παρ., σελ. 55 – 60, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ., Σταύρου Κάτσιου, “Mundus vult
decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των
εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 397, Γεωργίου
Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και
τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369, Νικολάου Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής
του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 374 και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1247 επ. Πρβλ. την
ατεκμηρίωτη στην ουσία της άποψη του Νικολούδη, αφού το σύνολο της επιχειρηματολογίας του
συγγραφέα εξαντλείται στο ότι αφού δεν υπάρχει γενικώς αποδεκτός ορισμός για το οργανωμένο
έγκλημα, νομικά ο όρος αυτός είναι κενός περιεχομένου, ο οποίος συνοψίζοντας τονίζει «η
υποχρεωτική σύνδεση του εγκλήματος που περιγράφεται στο άρθρο 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το
“οργανωμένο έγκλημα” ή ο,τιδήποτε μπορεί να εννοείται με αυτό τον όρο, είναι τουλάχιστον
αυθαίρετη. Μπορεί να λεχθεί ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες αναπτύσσουν μεγάλη
δραστηριότητα στον τομέα του “Ξεπλύματος”. Μπορεί να λεχθεί ότι το “Ξέπλυμα” αποτελεί βασικό
τομέα έκφρασης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης (όπως και αν νοείται αυτή) και βασικό
τρόπο ανατροφοδότησής της. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να λεχθεί είναι ότι “Ξέπλυμα” γίνεται
αποκλειστικά και μόνο από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και μόνο με οργανωμένο τρόπο
δράσης, διότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κοινωνική ούτε στη νομική
πραγματικότητα». Βλ. Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες», Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν.
2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία), Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1136.
414
1463
Για το ζήτημα της πλήρους αποδέσμευσης της έννοιας της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες από το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος,
που τυποποιείται στο άρθρο 394 ΠΚ, βλ. το βούλευμα ΣυμβΠλημΘεσ 918/2002, με αντίθετη
εισαγγελική πρόταση και παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποιν∆ικ, 2003, σελ.
263 επ. Για τη σχέση ξεπλύματος χρήματος και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, βλ. Στέφανου
Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) και ιδίως η
οριοθέτησή της από την «αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος», ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 633
επ. και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος – Μια συμβολή στο ζήτημα του
προστατευόμενου εννόμου αγαθού του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 988
επ.
1464
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των
παράνομων εσόδων ως δράσης ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας,
στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από
τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 117 και Νίκου Βούτσα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1467 επ. Εξάλλου, σύμφωνα με την Verhage, πίσω
από την εφαρμογή των διαφορών συστήματων κατά του ξεπλύματος κρύβονται συμφέροντα
εντελώς διαφορετικής φύσης, όπως «τα οικονομικά συμφέροντα, ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών
και οργανισμών, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών – και μετά τις 9/11 – ο πόλεμος κατά του
τρόμου͘ όλα έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξαπλώθηκε σ’
ολόκληρο τον κόσμο η μηχανή (apparatus) ενάντια στο ξέπλυμα. Η απειλητική εικόνα είτε των
δεσμών μεταξύ του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και της πιθανής συσσώρευσης ισχύος από
οργανωμένες εγκληματικές και τρομοκρατικές ομάδες, είτε οι φημολογούμενοι κίνδυνοι που
σχετίζονται με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, έχουν ως αποτέλεσμα μια κοινωνία στην οποία οι
προσπάθειες ενάντια στο ξέπλυμα και οι επενδύσεις από ιδιωτικούς οργανισμούς (των οποίων ο
στόχος δεν είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος) να εκλαμβάνονται ως “κανονική” ή
“καθιερωμένη” επιχειρησιακή συμπεριφορά». Βλ. Antoinette Verhage, The holy grail of money
laundering statistics. Input and outcome of the Belgian AML system, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands 2010, σελ. 146.
1465
ΦΕΚ Α’ 166/5-8-2008.
1466
Για το ξέπλυμα ευρύτερα, καθώς και για την ερμηνεία του προϊσχύοντα νόμου για το ξέπλυμα
Ν. 2331/1995 και τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, ιδίως με τους Ν. 3424/2005 και Ν.
3472/2006 βλ. ιδίως, Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος,
όπ.παρ., σελ. 1 επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 381
επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ, Ποιν∆ικ, 2002,
σελ. 1013 επ., του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα
εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή το Βούλευμα του ΣυμβΕφΛάρ 50/2004), Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 588 επ., του ιδίου, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο
έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 351 επ.,
του ιδίου, Ο δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 139 επ., (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 392 επ.), Χαράς
Ζέρβα, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001,
415
τον τίτλο της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας 2005/60/ΕΚ, την οποία ενσωμάτωσε στο
ελληνικό δίκαιο ο Ν. 3691/2008, η οποία χρησιμοποιεί και τους δύο όρους με
σελ. 1046 επ., της ιδίας, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του
στην ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 824 επ., Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 15 επ, του ιδίου, “Mundus vult decipi”. Η πορεία της οδηγίας
91/308/ΕΟΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εγκληματικών εσόδων και η μη
εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 397 επ., του ιδίου, Dura lex sed lex: Μία προσέγγιση
στο ρόλο των δικηγόρων στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες με την ευκαιρία της Επιτροπής του άρθρου 5 παρ. 8 του Ν. 3424/2005, Ποιν∆ικ,
2006, σελ. 603 επ., Άγγελου Κωνσταντινίδη, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 316 επ., Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 196 επ., Παναγιώτη Νικολούδη, Η
«νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες», όπ.παρ., σελ. 1133 επ., του ιδίου, Η
«Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (Άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή
την πρόσφατη νομολογία), ΠράξΛογ, 2000, σελ. 606 επ., του ιδίου, Η νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 769 επ., Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά,
όπ.παρ., αρ. περιθ. 453 επ., ιδίως 456 επ., του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν.
2331/1995 για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της
εφαρμογής του, όπ.παρ., σελ. 193 επ., του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν.
2331/1995) δεν μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος
προγενέστερης εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του
ζητήματος με αφορμή και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ., του ιδίου,
(Προηγούμενη) "εγκληματική δραστηριότητα": Ταυτολογία ή μετεξέλιξη; Μια ακόμη συμβολή στη
δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και 3472/2006,
στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 119 επ. (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 385 επ.), Γεωργίου
Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την «πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ΠράξΛογ, 2002, σελ.
233 επ., Ντράγκαν Συμεόνοβιτς, «Ξέπλυμα χρημάτων», όπ.παρ., σελ. 295 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1361 επ., Κανελλόπουλου Νικολάου, ∆ικηγορικό
απόρρητο και οικονομική εγκληματικότητα, ΝοΒ, 2002, σελ. 857 επ., Ελισσάβετ Συμεωνίδου –
Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 381 επ., της
ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων ως δράσης
ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 117 επ., της ιδίας,
Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι
σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 288 επ., της ιδίας, ∆ικηγορικό
απόρρητο και νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 289 επ., της ιδίας,
Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική
έννομη τάξη, όπ.παρ., της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: Ερμηνευτικές προτάσεις, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 167 επ. (και προδημοσίευση, Ποιν∆ικ,
2007, σελ. 606 επ.)., Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 988 επ., της
ιδίας, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege
ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 793 επ., Νικολάου
Χατζηνικολάου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 51/2000 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, ΥΠΕΡ,
2000, σελ. 1037 επ., Γρηγορίου Λάζου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 403 επ., Γεωργίου Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, όπ.παρ., σελ.
369 επ., Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ. και
Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
416
1467
Η FATF, όπως είδαμε αναλυτικά στο 1ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους, αποτελεί μια άτυπη
διακυβερνητική επιτροπή, που δημιουργήθηκε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1989 με απόφαση των
επτά ισχυρότερων οικονομικά Κρατών και διακηρυγμένο στόχο την ανάπτυξη και προώθηση
πολιτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος. Στη FATF μετέχουν, ήδη, οι κυβερνήσεις 32 χωρών, και συγκεκριμένα, της Αργεντινής,
της Αυστραλίας, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Βραζιλίας, του Καναδά, της ∆ανίας, της
Φιλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, του Χονγκ-Κονγκ, της Κίνας, της Ισλανδίας,
της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, του Λουξεμβούργου, του Μεξικού, της Ολλανδίας, της
Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της Πορτογαλίας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Νότιας
Αφρικής, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και
των ΗΠΑ, καθώς και δύο περιφερειακοί οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European
Commission) και τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation
Council). Η σύνδεση του ξεπλύματος χρήματος με την τρομοκρατία, ειδικότερα, αποφασίστηκε σε
έκτακτη συνεδρίαση της FATF, που έγινε στην Ουάσινγκτον στο διάστημα 29-30/10/2001. Βλ.
σχετικά Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1480 – 1481.
1468
Για μια κριτική παράθεση – θεώρηση των τροποποιήσεων που επέφερε ο Ν. 3424/2005 στο
Ν. 2331/1995, βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και
κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 342 επ. και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα
της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ.,
σελ. 167 επ.
1469
Η διάταξη αυτή ισχύει πλέον ως εξής: «Όποιος παρέχει πληροφορίες ή υλικά μέσα ή με
οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει, συλλέγει, διαθέτει ή διαχειρίζεται κεφάλαια υπό την έννοια της
παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3034/2002 (ΦΕΚ 168 Α’) με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει
την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων κατά τις παραγράφους 1, 3 και 4 είτε από εγκληματική
οργάνωση είτε από μεμονωμένο τρομοκράτη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».
417
1470
Βλ. για τις επιφυλάξεις αυτές και την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ., σελ. 909.
1471
Για την προτεραιότητα, που φαίνεται να έχουν οι διεθνείς απαιτήσεις στην εισαγωγή των
ελληνικών διατάξεων για το ξέπλυμα, επίκαιρη είναι η διαχρονική κριτική για τον προϊσχύοντα Ν.
2331/1995 του Χαραλαμπάκη, ο οποίος υπογραμμίζει την «ουσιαστική παραχώρηση ενός από τα
τελευταία οχυρά κρατικής νομοθετικής εξουσίας σε διεθνή όργανα», ενώ, αναφερόμενος ειδικά
στο Ν. 2331/1995, ως κυριότερα μειονεκτήματά του, εντοπίζει την παραγνώριση των αναγκών και
των συνθηκών λειτουργίας της τοπικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα η νοοτροπία των
συγκεκριμένων ρυθμίσεων να εμφανίζεται ως ξένο σώμα για την ελληνική πραγματικότητα,
καθώς και τον υπερτονισμό τεχνοκρατικών στοιχείων, που λειτουργούν εις βάρος της
παραδοσιακής νομοτεχνικής δομής, αλλά και του κλασικού δόγματος του ποινικού δικαίου,
οδηγώντας έτσι σε σοβαρά προβλήματα κατά την εφαρμογή τους. Βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη,
Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, όπ.παρ., σελ. 809 – 810.
418
και οι σχετικές συναλλαγές και τα κεφάλαια στον ενδελεχή έλεγχο των εταιρειών
του χρηματοπιστωτικού τομέα και των άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων
που υπόκεινται στις υποχρεώσεις της νομοθεσίας σχετικά με το ξέπλυμα
χρήματος και, με τον τρόπο αυτό, να παρεμποδιστεί η χρηματοδότηση ή άλλη
οικονομική υποστήριξη προς τρομοκρατικές οργανώσεις ή τρομοκράτες. ∆εν θα
πρέπει να μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εντοπισμός
των κεφαλαίων, που κατευθύνονται ως «χρηματοδότηση» σε τρομοκρατικές
οργανώσεις, ενδέχεται να έχει το επιπρόσθετο όφελος της εξάρθρωσης
τρομοκρατικών οργανώσεων ή «δικτύων»1472 και αυτή η προτεραιότητα φαίνεται
να βάρυνε, με το δικό της τρόπο, στην τελική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη.
Εξάλλου, μέσα από την ίδια την ποινικοποίηση του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, καταβάλλεται προσπάθεια να ενισχυθεί γενικότερα η καταπολέμηση
του εγκλήματος, αφού, με τον τρόπο αυτό, παρέχεται μια δεύτερη ευκαιρία στις
διωκτικές αρχές να εντοπίσουν και τη βασική αξιόποινη πράξη από την οποία
προέκυψαν τα προς νομιμοποίηση έσοδα1473. Αν, περαιτέρω, ληφθεί υπόψη η
προϊούσα τάση διεύρυνσης του κύκλου των εγκλημάτων με τα οποία συνδέεται η
νομιμοποίηση εσόδων, καθίσταται φανερό ότι ο συγκεκριμένος τύπος ποινικής
καταστολής αποκτά κεντρικό ρόλο στο ποινικό δίκαιο, αφού με τον τρόπο αυτό
διευκολύνεται, όπως είδαμε, γενικότερα η καταπολέμηση του εγκλήματος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί εμφαντικά ότι η τρίτη κοινοτική
Οδηγία 2005/60/ΕΚ1474, την οποία ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο ο Ν.
3691/2008, δεν επιβάλλει στα Κράτη-μέλη να λάβουν ποινικά μέτρα. Στο
προοίμιό της δε, κάνει ευθεία αναφορά στη σχετική Απόφαση-πλαίσιο του 2001,
1472
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 909.
1473
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, ΠοινΧρ, 2008,
σελ. 917, της ιδίας, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 54 (και προδημοσίευση ΠοινΧρ,
2007, σελ. 3 επ.) και της ιδίας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική
δίκη, όπ.παρ., σελ. 83.
1474
Για την τρίτη Οδηγία στο πλαίσιο του διεθνούς και ιδίως του κοινοτικού δικαίου βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 53 επ. και τις εκεί αναφορές και
∆ημητρίου Ζημιανίτη, Η τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος: μία προκαταρκτική
θεώρηση, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με
τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 101 επ.
419
1475
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918.
1476
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 908 – 909.
1477
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918, υποσημ. 5. Βλ. επίσης τη σχετική δριμύτατη κριτική του Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), ΠοινΧρ, 2008, σελ. 954 – 955.
1478
Εκτός από την εξαιρετικής σημασίας τροποποίηση με το Ν. 3424/2005, ο Ν. 2331/1995
υπέστη τροποποιήσεις και από τα επόμενα άρθρα: 2 Ν. 2479/1997, 6 Ν. 2515/1997, 5 Ν.
2655/1998, 6 Ν. 2656/1998, 28 Ν. 2733/1999, 9 Ν. 2803/2000, 1 και 8 Ν. 2928/2001, 70 Ν.
3028/2002, 11 Ν. 3064/2002, 18 § 4 Ν. 3148/2003 και 17 Ν. 3472/2006.
1479
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την
πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 924. Βλ. επίσης Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 918, σύμφωνα με
την οποία, οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις αποκαλύπτουν, πέρα από τις κάποιες θετικές
επεμβάσεις, «τη σαφή τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου καθώς και νέες προκλήσεις για τη
σύμφωνη με το Σύνταγμα εφαρμογή του νόμου στην πράξη».
420
1480
Σε ορθή κατεύθυνση κινείται η πρόταση της Επιστημονικής Επιτροπής να διαγραφεί η
περίπτωση αυτή από το τελικό κείμενο του νόμου, θα επανέλθουμε, όμως, αναλυτικότερα
κατωτέρω στην ανάλυση των πράξεων προσβολής. Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών –
Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου
«Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», ΠοινΧρ, 2008, σελ. 915.
1481
Από τους έλληνες θεωρητικούς βλ. κατεξοχήν τις εργασίες των Στέφανου Παύλου, Γιώργου
∆ημήτραινα και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου. Για τις θέσεις που πήρε η νομολογία των
ελληνικών δικαστηρίων, θα αναφερθούμε αναλυτικά κατωτέρω κατά την εξέταση της
τυποποίησης της νομιμοποίησης εσόδων.
1482
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ.,
σελ. 926.
1483
Βλ. τη δριμύτατη κριτική του Παύλου για την ουσιαστική αποσύνδεση της νομιμοποίησης
εσόδων από το οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με τον οποίο: «Ο έλληνας πλέον νομοθέτης
κινείται σαφώς εκτός διεθνούς νομιμοποιήσεως, αφού έχει εκτραπεί από την απαξιολόγηση του
φαινομένου σε συνάρτηση με το οργανωμένο έγκλημα και την διεθνή τρομοκρατία. Αρκείται να
εμφανίζεται απλά ενήμερος των διεθνών εξελίξεων και κυρίως να παρουσιάσει παραγωγική την
κατασταλτική μηχανή στον εντοπισμό και εκδίκαση περιπτώσεων ξεπλύματος, για να
ανταποκριθεί στους στόχους της FATF, η οποία με τις εκθέσεις της “εγκαλεί” την Ελλάδα ότι δεν
είναι ιδιαίτερα “παραγωγική” στην καταστολή του φαινομένου. Κι αφού δεν μπορούμε να
συλλάβουμε την αληθινή εκδοχή του φαινομένου του ξεπλύματος, για να είμαστε παραγωγικοί,
πρέπει πρώτιστα να παράξουμε την σχετική ποινική ύλη, με διεύρυνση της ίδιας της έννοιας του
421
ξεπλύματος βρώμικου χρήματος». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ., σελ. 932
1484
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920.
1485
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ., ο οποίος είχε υποστηρίξει υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 την
αμεσότητα της παραγωγής του περιουσιακού οφέλους.
1486
Για τις προσπάθειες συσταλτικής ερμηνείας της αντίστοιχης διάταξης του Ν. 2331/1995, που
έκανε η θεωρία προτείνοντας ερμηνευτικά την πρόβλεψη του περιουσιακού οφέλους των 15.000
Ευρώ στην ίδια τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος, βλ. ιδίως Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 355 επ. και Στέφανου Παύλου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν.
3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 347.
Πρβλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Πότε ένα περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από
εγκληματική δραστηριότητα; Συμβολή στον καθορισμό του κύκλου των πρόσφορων αντικειμένων
της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 361 επ. Πρβλ.
επίσης, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 267 – 268, η οποία υποστήριζε ότι δεδομένης της εξαιρετικής ασάφειας της διατύπωσης και
του συνακόλουθου ελλείμματος που εμφανίζει η συγκεκριμένη διάταξη σε επίπεδο αδίκου και
εφόσον δεν γίνεται αναφορά απλά σε τελεσθείσα πράξη, αλλά σε αξιόποινη πράξη και σε προϊόν
που προέκυψε από την τέλεσή της, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου αυτή η κατηγορία
εγκλημάτων να μπορέσει να επιτύχει την οριοθέτηση της «εγκληματικής δραστηριότητας», ότι η
ίδια η αξιόποινη πράξη, ως κυρωτικός κανόνας, δηλαδή η ίδια η αφηρημένη νομοτυπική μορφή
του εγκλήματος, θα πρέπει να προβλέπει στο αποτέλεσμά της τη δημιουργία τέτοιου ύψους
περιουσίας, δηλαδή περιουσίας τουλάχιστον 15.000 Ευρώ. Τη θέση της αυτή φαίνεται ότι άλλαξε
στην πορεία, αφού πλέον υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική ακόμη και στην
περίπτωση που θα υιοθετούνταν η συσταλτική ερμηνεία που είχε διατυπωθεί σχετικά με το
περιεχόμενό της και καταλήγει ότι ως αόριστη δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Βλ. αναλυτικά, Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 171 επ.
1487
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σελ. 43 – 46.
422
1488
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπ.παρ.,
σελ. 924. Βλ. επίσης του ιδίου, Η σύγχρονη ελληνική ποινική νομοθεσία και η διαφαινόμενη
σταδιακή μεταβολή του ρόλου του Εισαγγελέα, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 67, όπου, για τους ίδιους
λόγους, χαρακτηρίζει το νόμο για το ξέπλυμα «τερατώδη».
1489
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
1490
Βλ. Νικολάου Λίβου, Το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» και η εξιχνίασή του, στα
Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
2007, σελ. 357 επ. και του ιδίου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της
Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες,
ΠοινΧρ, 2006, σελ. 380 επ., ιδίως σελ. 382, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η «Ανεξάρτητη
∆ιοικητική Αρχή» συνιστά «την μοναδική περίπτωση στο δικονομικό μας σύστημα που μια
διοικητική αρχή διεξάγει η ίδια (δηλαδή με δική της πρωτοβουλία και υπό την δική της εποπτεία)
προκαταρκτική εξέταση».
1491
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 941, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι
«με τις νέες ρυθμίσεις εισάγεται ο καινοφανής υβριδιακός χαρακτήρας του Προέδρου της
Επιτροπής. Αυτός είναι “ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός”, αλλά μετέχει σε ένα συλλογικό
όργανο της διοίκησης που τελεί “υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών”.
Η εποπτεία αυτή είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας, την
οποία διαθέτει ο Πρόεδρος της Επιτροπής».
423
1492
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 941.
1493
Για το ζήτημα της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. εκτενώς, Στέφανου Παύλου, «Το πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην προδικασία
για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 2331/1995),
ΠοινΧρ, 2005, σελ. 769 επ. και τις εκεί αναφορές. Βλ. επίσης Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η
δίκαιη ποινή ως πολιτισμικό κεκτημένο, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 36 – 37, σύμφωνα με τον οποίο,
οι διατάξεις για την απαγόρευση κίνησης των λογαριασμών των κατηγορουμένων εκφράζουν την
αδιαφορία του ευρωπαίου και του εθνικού νομοθέτη απέναντι στην τυπική ισχύ και την ουσιαστική
σημασία του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς επιβάλλουν de facto ποινή κατά της περιουσίας χωρίς
προηγούμενη καταδίκη.
1494
Το δικαίωμα «παγώματος των λογαριασμών» διαθέτει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του
άρθρου 48 § 5, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και το μέλος της Επιτροπής που επιβλέπει την
έρευνα.
1495
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 349 και του ιδίου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της
κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
424
1496
Για την αρχή της δικαστικής ακρόασης, βλ. αναλυτικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις
έννοιες της ποινικής δίκης, (γ’ έκδοση), σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2007, σελ. 32 – 33, Θεοχάρη ∆αλακούρα, Ποινική ∆ικονομία, Βασικές έννοιες και θεσμοί της
ποινικής δίκης, τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 51 – 52, Αδάμ
Παπαδαμάκη, Ποινική ∆ικονομία, (γ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006, σελ.
266, Αργυρίου Καρρά, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, (γ’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 27 επ. και ∆ημητρίου Συμεωνίδη, Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει
γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη
νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ, 2005, ιδίως
σελ. 12 επ.
1497
Βλ. ανάλογη κριτική υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 του Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και
προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και
παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 474.
1498
Βλ. Νικολάου Λίβου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής
Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 381.
1499
Βλ. Κώστα Μαυριά, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005,
σελ. 747 – 748.
1500
Η ανάθεση διενέργειας ανακριτικών πράξεων σε μία διοικητική αρχή δεν είναι άγνωστη στο
ποινικό δίκαιο, αυτό, όμως γίνεται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς και
σε κάθε περίπτωση υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα. Βλ. αναλυτικά, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Ποινική ∆ικονομία, όπ.παρ., σελ. 143 επ., Αδάμ Παπαδαμάκη, Ποινική ∆ικονομία,
όπ.παρ., σελ. 123 – 124 και Αργυρίου Καρρά, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 207 επ.
1501
Για τη γενικότερη δυσλειτουργία μεταξύ εισαγγελέα και Αρχής υπό την ισχύ του Ν. 3424/2005,
βλ. Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που
τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 472
επ.
425
1502
Σε «οιονεί κυρώσεις» αναφέρεται εύστοχα ο Σοφός. Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς
αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 71.
1503
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 941.
1504
Για αντίστροφη όψη της δυνατότητας που παρέχεται από το άρθ. 245 § 4 ΚΠ∆, κάνει λόγο ο
Γεώργιος ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που
τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 476.
Βλ. επίσης Νικολάου Λίβου, Το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» και η εξιχνίασή του, όπ.παρ.,
σελ. 376 και του ιδίου, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής
Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές ∆ραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 382.
1505
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931.
1506
Σύμφωνα με τον Τσιρίδη, με την αρχειοθέτηση της δικογραφίας ο εισαγγελέας «οιονεί
δικαιοδοτεί», αφού η πράξη του «υποκαθιστά την περάτωση της δίκης» και «παράγει προσωρινό
δεδικασμένο». Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης Ν.
3346/2005, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σελ. 68 – 69.
1507
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 942.
1508
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προκαταρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη
διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1327. Για
τη νομική φύση της προκαταρκτικής εξέτασης, βλ. επίσης ∆ημητρίου Συμεωνίδη, Το δικαίωμα του
υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως
ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν.
3160/2003, όπ.παρ., ιδίως σελ. 10 – 12.
426
1509
Βλ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η προκαταρκτική εξέταση του Ν. 3691/2008 – Η Επιτροπή
και η νέα δικονομική εκτροπή, όπ.παρ., σελ. 942.
1510
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 349.
1511
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, όπ.παρ., σελ. 286.
1512
Βλ. Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2003, σελ. 371.
1513
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921.
427
1514
Και συγκεκριμένα στο άρθρο 45 § 1 στ. β’ ορίζεται ότι όποιος έδρασε ως υπάλληλος
υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα, που τέλεσε είναι παθητική δωροδοκία
(άρθρο 235 ΠΚ) ή ενεργητική δωροδοκία (236 ΠΚ) ή δωροδοκία δικαστή (237 ΠΚ), ακόμη και αν
για αυτά τα βασικά αδικήματα προβλέπεται ποινή φυλάκισης, τιμωρείται με κάθειρξη και με
χρηματική ποινή από 30.000 έως 1.500.000 Ευρώ. Ορθά επισημαίνει σχετικά ο Σοφός, «ποίες
είναι οι περιστάσεις που επέβαλαν αυτήν την “αποθέωση της δυσαναλογίας” και ποιοι είναι οι
συγκεκριμένοι κοινωνικοί σκοποί που οι κυρωτικές αυτές ρυθμίσεις εξυπηρετούν, θα
παραμείνουν εσαεί αναπάντητα ερωτήματα, αφού κάθε εγχείρημα προσέγγισής τους θα
προϋπέθετε έστω και μία νύξη από το νομοθέτη ως σημείο αναφοράς του. Θα έλεγε κανείς ακόμα
ότι και η ερμηνεία του κανόνα δικαίου εν προκειμένω είναι μάλλον απαγορευτική, αν όχι επιεικώς
δυσχερής, αφού κινδυνεύει κανείς να περάσει με μία διευρυμένη συσταλτική ερμηνεία στο πεδίο
της άρνησης εφαρμογής του νόμου». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία
όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια
της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 139.
1515
Στο στοιχ. γ’ προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ο υπαίτιος ξεπλύματος ασκεί τέτοιου είδους
δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό,
προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας,
τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από 50.000 έως 2.000.000
Ευρώ.
428
βασικού αδικήματος». Η διάταξη αυτή επιχειρεί, στην ουσία, να επιλύσει «διά του
γορδίου δεσμού» το μείζον ζήτημα ερμηνείας του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων, εάν είναι δυνατό ο δράστης της νομιμοποίησης να είναι ταυτόχρονα και
ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, σε σχέση με το
οποίο, σθεναρά η θεωρία και με κάποιες παλινδρομήσεις η νομολογία, είχαν
υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι νοητό1516.
∆εν χρειάζεται μάλλον να τονίσουμε ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης των επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις
έναντι των γενικών – πάντα διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η
συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους1517. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση,
για να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να προηγείται ένα
άλλο έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη
περιουσία, το οποίο θα είναι προφανώς διαφορετικό. Αφού λογικά αποκλείεται να
ταυτίζονται οι δύο πράξεις, τι εννοεί η συγκεκριμένη διάταξη τελικά; Μήπως ότι τα
δύο εγκλήματα αρκεί να τελούνται με διαφορετικές πράξεις, δηλαδή να συρρέουν
πραγματικά και όχι κατ’ ιδέαν1518; Υπό το πρίσμα αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη
είναι απόλυτα δογματικά εσφαλμένη και νομικά επικίνδυνη.
Τα στοιχεία στ' και θ' προβλέπουν ηπιότερες ποινές, αν το βασικό αδίκημα
είναι πλημμέλημα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της
βαρύτητας του βασικού αδικήματος και της επιβλητέας ποινής για νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι η
ευρύτατη γκάμα αξιόποινων πράξεων, που συμπεριλαμβάνει το στοιχ. ιθ) του
άρθ. 3 και τα οποία αφηρημένα αναβαθμίζει σε «προηγούμενες εγκληματικές
δραστηριότητες», δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να χαρακτηριστούν «σοβαρά
1516
Για τις διάφορες θέσεις που είχαν υποστηριχθεί και την κατ’ ιδίαν επιχειρηματολογία, βλ.
αναλυτικά παρακάτω την ανάλυση για το υποκείμενο τέλεσης της νομιμοποίησης εσόδων.
1517
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921 και υποσημ. 23, όπου αναφέρει, ως παράδειγμα, τη φαινομενική συρροή μεταξύ της φθοράς
μιας πόρτας (άρθρο 381 ΠΚ), που σπάει ο κλέφτης, για να εισέλθει στο διαμέρισμα και της
κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ).
1518
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 929 – 930, ο οποίος, προκειμένου να καταδείξει την απίστευτη λογική
και νομοτεχνική αβελτηρία της συγκεκριμένης διάταξης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «το μόνο που
διασώζεται και προφανώς αποκλείεται, είναι το ενδεχόμενο της εκδοχής, που μέχρι στιγμής
κανείς δεν διανοήθηκε να την υποστηρίξει, να θεωρείται δηλαδή αυτή καθαυτή η τέλεση της
βασικής πράξεως αυτόματα και δήθεν πράξη ξεπλύματος, αφού πλέον ο νόμος θέλει τα δύο
εγκλήματα να έχουν παντελώς διάφορη νομοτυπική συγκρότηση».
429
1519
Εντούτοις, τόσο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 όσο και η απόφαση –
πλαίσιο της ΕΕ για την ποινικοποίηση του ξεπλύματος ζητούν από τα Κράτη-μέλη να
ποινικοποιήσουν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από σοβαρά βασικά αδικήματα. Βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 56, 58 και 63.
1520
Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις της Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
430
1521
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913, σύμφωνα με την οποία, «η ευνοϊκότερη μεταχείριση των φοροφυγάδων και
εισφοροδιαφευγόντων είναι αντικοινοτική, διότι παραβιάζει τη γενική ρήτρα των βασικών
αδικημάτων (ελάχιστη ποινή άνω των έξι μηνών) που δεν επιτρέπει την αναφορά οποιουδήποτε
ελάχιστου ποσού». Πρβλ. τη σοβαρότατη αντίθετη επιχειρηματολογία της Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά
χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920, σύμφωνα με την
οποία, «δεν είναι, λοιπόν, ακριβές το αναφερόμενο από την ατιολογική έκθεση του Ν. 3691/2008
ότι η αναφορά οποιουδήποτε ελάχιστου ποσού είναι αντικοινοτική, γιατί παραβιάζει τη γενική
ρήτρα των βασικών αδικημάτων της τρίτης οδηγίας που αναφέρεται σε ελάχιστη ποινή άνω των 6
μηνών. Και τούτο γιατί ακόμη και η οδηγία, που σημειωτέον δεν επιβάλλει υποχρέωση
ποινικοποίησης στα κράτη μέλη, κατονομάζει το συγκεκριμένο όριο ποινής ως ένδειξη σοβαρών
αδικημάτων. Τούτο σε άλλα κράτη μέλη, με ηπιότερες γενικά από τις δικές μας ποινικές κυρώσεις,
αποδίδει πράγματι σοβαρές αξιόποινες πράξεις που δε θα μπορούσαν να καταληφθούν από την
οδηγία, αν αυτή δεν αναφερόταν σε ένα ελάχιστο όριο που θα κάλυπτε τις διαφορές των ποινών
στα επιμέρους κράτη».
1522
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920. Τον όρο «συνοδευτικό έγκλημα» χρησιμοποιεί προσφυώς ο Στέφανος Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924 και 932.
1523
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 933.
431
Περαιτέρω, η διάταξη του στοιχείου ζ' είναι όμοια κατά βάση, αν και κάπως
πιο περιορισμένη1524, σε σχέση με τη διάταξη του άρθ. 3 § 1 περ. δ’ Ν.
3424/2005. Η διάταξη αυτή στην προσπάθειά της να εφαρμόσει μία δεύτερη
έννοια της αναλογικότητας1525, μεταξύ της τυχόν επιβληθείσας ποινής για βασικό
αδίκημα και της επιβλητέας ποινής για ξέπλυμα χρήματος κατά του υπαιτίου ή
τρίτου συγγενούς του, καθώς, σύμφωνα με την πρόβλεψή του, η δεύτερη ποινή
δεν πρέπει να υπερβαίνει την πρώτη, καταφέρνει να δημιουργήσει μια τεκμαρτή
ποινή, η οποία ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική1526. Και αυτό συμβαίνει, γιατί
μέσα από την κατάλυση κάθε έννοιας επιμέτρησης, καταστρατηγείται βάναυσα η
αρχή της αναλογικότητας, την οποία υποτίθεται ότι η διάταξη αυτή διαφυλάσσει,
αφού η αρχή της αναλογικότητας διατρέχει όλη την επιμέτρηση και με την
εισαγωγή τεκμαρτών ποινών αναιρείται η εκ του νόμου προβλεπόμενη
ελαστικότητα της απειλούμενης ποινής, ενόψει της συνδρομής ελαφρυντικών
περιστάσεων1527.
Στο στοιχείο η', τέλος, διευκρινίζεται ότι οι ευνοϊκές διατάξεις των στοιχείων
στ' και ζ' δεν ισχύουν, σε περίπτωση που συντρέχουν οι επιβαρυντικές
περιστάσεις του στοιχείου γ'1528, ή αν το βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στις
τρομοκρατικές πράξεις ή αποτελεί χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
1524
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί πάντως, σύμφωνα με τον Παύλου, η παράλειψη των
υπόλοιπων «ακατανόητων προβλέψεων» του άρθρου 3 § 1 περ. δ’ Ν. 3424/2005. Βλ. Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
930, υποσημ. 37.
1525
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913.
1526
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ.
1527
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 348, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 153,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το
Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 186, όπου και ενδιαφέρον παράδειγμα
δημιουργίας ανεπιείκειας και Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις
του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό
ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 477 – 478.
1528
Σε περίπτωση δηλαδή, που ο υπαίτιος νομιμοποιεί έσοδα προερχόμενα από παράνομες
δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό,
προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
432
1529
Σύμφωνα με τον Μαργαρίτη, ειδικά στην περίπτωση που δράστης της νομιμοποίησης
εσόδων είναι Υπουργός, θα εφαρμοσθεί η διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα η νομιμοποίηση να μην
«παραγράφεται από μόνο το γεγονός ότι για το βασικό έγκλημα της δωροδοκίας παρήλθε
άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία των άρθρων 86 παρ. 3 εδ. ε’ του Συντ. και 3 παρ. 2 του Ν.
3126/2003». Βλ. αναλυτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Υπουργοί και υφυπουργοί: παθητική
δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 491
επ., ιδίως σελ. 495.
433
1530
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 189 επ., Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 793
επ., Λάμπρου Πατσαβέλλα, Οι νομοθετικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες –
Οι νεότερες εξελίξεις, όπ.παρ., σελ. 367 επ., Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 249 επ. Πρβλ. και Γιώργου Τριανταφύλλου, ∆ιεθνής ∆ικαστική Συνδρομή για την
καταπολέμηση του ξεπλύματος; Ο διεθνής καταμερισμός των ενεργειών για την αφαίρεση των
εγκληματικών προσόδων, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 409 επ.
1531
Πρβλ. την αντίστοιχη προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 § 6 εδ. β’ Ν. 2331/1995.
434
ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε
οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι δύο πιο σημαντικές αλλαγές από άποψη
ουσίας είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη του Ν.
2331/1995, η επιβαλλόμενη δήμευση συσχετίζεται πλέον όχι μόνο με την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα1532, αλλά και με την πράξη
νομιμοποίησης καθεαυτή, ενώ και ο τρίτος κύκλος δημευτέων αντικειμένων ρητά
ορίζεται πλέον ως «μέσα» τέλεσης, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι
ανυπέρβλητες ερμηνευτικές και πρακτικές δυσχέρειες1533 που δημιουργούσε η
αναφορά της προϊσχύουσας διάταξης σε «περιουσία που χρησιμοποιήθηκε εν
όλω ή εν μέρει», σε περιουσία1534, δηλαδή, που εκλαμβάνεται ως μέσο τέλεσης
του εγκλήματος.
Εντυπωσιακή είναι η παντελής έλλειψη από τη μακροσκελέστατη διάταξη
του άρθ. 46 οποιασδήποτε πρόβλεψης για την περίπτωση που διαπιστώνεται ότι
ένα περιουσιακό στοιχείο έχει αποκτηθεί με χρήματα που κατά ένα τμήμα τους
προέρχονται από νόμιμη επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ κατά το υπόλοιπο
τμήμα τους μόνο, προέρχονται είτε από την τέλεση κάποιου βασικού αδικήματος,
είτε από την τέλεση νομιμοποίησης εσόδων1535.
1532
Για την ορθότατη κριτική που είχε ασκηθεί στο σημείο αυτό στον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1371 και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των
προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις
διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 796.
1533
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198 – 202.
1534
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
αντί άλλων Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η
περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, όπ.παρ., σελ. 77 – 119.
1535
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
Το αντίστοιχο πρόβλημα υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 είχε εύστοχα επισημανθεί από τον
Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 279 επ. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτό ορθά επισημάνθηκε και από
την Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916, η οποία πρότεινε ότι «εάν υφίστανται μέτρα λιγότερο επαχθή για
τον δράστη, που οδηγούν όμως στην επίτευξη του ίδιου σκοπού, δηλαδή της αφαίρεσης των
προϊόντων της πρότερης πράξης, όπως η μερική δήμευση ή σε περίπτωση αδυναμίας επιβολής
της, χρηματική ποινή ίση με την αξία του προϊόντος της πρότερης πράξης, η πρόβλεψή τους στον
νόμο θα αποκαθιστούσε την σχέση αναλογίας μέτρου και σκοπού».
435
1536
Βλ. σχετικά Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές
παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de
lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 804, Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 90, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 298 και
Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση
στη νομοθεσία μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 629.
436
1537
Για το νομικό πλαίσιο που διέπει την κατ’ άρθρο 48 § 5 Ν. 3691/2008 Απόφαση του
Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές
∆ραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των ∆ηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης, μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 5 § 1 Ν.
3932/2011 (ΦΕΚ Α’ 49/10-3-2011), βλ. Σωτήρη Μπαλτά, Η κατ’ άρθρο 48 παρ. 5 Ν. 3691/2008
έκδοση Απόφασης από τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν. 3691/2008, όπως ισχύει μετά το
Ν. 3932/2011, περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος
προσώπου για το οποίο ήδη διεξάγεται κύρια ανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση,
τα δικονομικά ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν, οι τρόποι αντιμετώπισής τους και τα
μέσα άμυνας του βλαπτομένου κατά της Απόφασης (Με αφορμή το ΒουλΣυμβΠλημ∆ράμας
4/2010, σελ. 307), Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 353 – 366.
1538
Για μία ενδελεχή ανάλυση των προϋποθέσεων επιβολής των συγκεκριμένων επαχθών
δικονομικών μέτρων, βλ. αντί άλλων, Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης
των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την
κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο
Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 949 επ.
437
κατώτερο στέλεχος. Ενώ, στην § 3 ορίζονται τα κριτήρια για την επιλογή και
επιμέτρηση των κυρώσεων. Στην § 4 διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις των
προηγούμενων παραγράφων δεν επηρεάζουν την αστική, πειθαρχική ή ποινική
ευθύνη των ασκούντων τη διοίκηση ή τη διαχείριση κεφαλαίων ή υποθέσεων των
νομικών προσώπων. Η § 5, τέλος, εισάγει μια «υποχρέωση» ενημέρωσης των
εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών, του Σώματος ∆ίωξης Οικονομικού
Εγκλήματος και της Επιτροπής προς τις αρμόδιες αρχές και τον Υπουργό
∆ικαιοσύνης για υποθέσεις στις οποίες υπάρχει συμμετοχή νομικού προσώπου,
καθώς και για τις εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις.
1539
Βλ. Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην
ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 825 και τις οικείες παραπομπές.
1540
Βλ. Χαράς Ζέρβα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή του στην
ελληνική πραγματικότητα;, όπ.παρ., σελ. 825. Εξάλλου, για μια ενδιαφέρουσα καταγραφή
πολύκροτων υποθέσεων, όπως η “Operation Dinero”, η “Operation Safety-Deposit Box”, η
“Operation Flipper” και η “Operation Green-Ice”, που αναδεικνύουν το ζήτημα της
πολυπλοκότητας και της διεθνούς διάστασης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες, βλ. Φίλιππου Μανώλαρου, Ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης των
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 197 – 198. Για τις διάφορες μεθόδους και
τεχνικές του ξεπλύματος, βλ. αναλυτικά Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,όπ.παρ.,
σελ. 75 – 156 και Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 249 επ.
438
1541
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 88 και του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 382 –
383.
1542
Ορθή είναι η επισήμανση του Παπαχαραλάμπους, «όχι μόνο δεν γνωρίζει κανείς που να
εντάξει το ξέπλυμα (στις προσβολές ατομικών ή υπερατομικών αγαθών), πολύ περισσότερο, δεν
είμαστε βέβαιοι αν εδώ θίγεται καν κάποιο έννομο αγαθό. Ακόμη χειρότερα: και εάν καταλήξει
κανείς ότι δεν διακρίνεται κάποιο αυτοτελές έννομο αγαθό στο ξέπλυμα, δεν είναι αυτονόητο ότι οι
σχετικές διατάξεις είναι περιττές». Βλ. Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Εισαγωγή –
Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως
«στόχος»;, όπ.παρ., σελ. 4.
1543
Όπως αναφέρει η Συμεωνίδου-Καστανίδου, ήδη από τις αρχές του 1990 ο Αντιπρόεδρος της
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνδέοντας ορθά, κατά τη γνώμη μας, το ξέπλυμα
χρήματος με το οργανωμένο έγκλημα, δήλωνε ότι η κατάργηση των ελέγχων ανοίγει νέες
δυνατότητες για τη χρησιμοποίηση του διεθνούς οικονομικού συστήματος προς το σκοπό της
νομιμοποίησης κεφαλαίων που προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα, χαρακτηρίζοντας την
πρακτική αυτή «καρκίνωμα, που θίγει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα». Βλ. Ελισσάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
384 – 385.
1544
Βλ. ΑΠ 1231/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 33. Βλ. επίσης το βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσσαλ
31/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 78, το οποίο πρόκρινε ως προστατευόμενο έννομο αγαθό «την
κοινωνία και την οικονομία με την οργανωμένη τους δομή».
439
1545
Βλ. σχετικά και Παναγιώτη Νικολούδη, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 771, ο οποίος υποστηρίζει ότι προστατευόμενο έννομο
αγαθό είναι η ίδια η οικονομία και η ομαλή λειτουργία της και ακόμη ο υγιής ανταγωνισμός, που
διαταράσσονται από τη νομιμοποίηση αυτή, αδιάφορο αν γίνεται με οργανωμένο ή μη τρόπο.
Πρβλ. την εμπεριστατωμένη κριτική στη θέση αυτή του Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 94 – 96.
1546
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκης, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια
μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ. 293.
1547
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 385 και της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 217 – 219.
Για την κριτική της άποψης ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η εθνική οικονομία, βλ,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 292 και
της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν. 3424/2005:
ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 182 – 183.
440
1548
Για τις αναφερόμενες απόψεις και για τα βασικά σημεία της εδώ αναφερόμενης κριτικής, βλ.
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 385, υποσημ. 7 και της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 217.
1549
Πρβλ. και Οβαδδία Ναμία, Ο ρόλος και η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 379 επ.
1550
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 908.
1551
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 954
και Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 925.
441
1552
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 925.
1553
Εξάλλου, όπως ορθά σημειώνει ο ∆ημήτραινας, ακριβώς αυτά τα δύο στοιχεία της ειδικής
προέλευσης του περιουσιακού προϊόντος αφενός και του ειδικού modus operandi του δράστη της
νομιμοποίησης αφετέρου, που λειτουργεί «ως οιονεί εντολοδόχος της εγκληματικής οργάνωσης»
αποτελούν την ειδοποιό διαφορά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
από το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995 (με αφορμή
το Βούλευμα του ΣυμβΕφΛάρισ 50/2004), όπ.παρ., σελ. 589.
1554
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
πράξεις, όπ.παρ., σελ. 385 και υποσημ. 8.
442
η προσβολή που η ίδια η πράξη προκαλεί και όχι η εκ των υστέρων ενδεχόμενη
κοινοποίησή της.
Ο Κάτσιος1555 υποστηρίζει ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η
απονομή της δικαιοσύνης1556, ως ειδικότερη έκφραση της εφαρμογής της
πολιτειακής εξουσίας1557. Η άποψη αυτή δεν φαίνεται να ευσταθεί, αφού η
απονομή της δικαιοσύνης, ως ειδικότερη όψη της πολιτειακής εξουσίας
προσβάλλεται μόνο στο «πεδίο επιβολής της»1558, όταν δηλαδή η κρατική
βούληση είναι ήδη διαμορφωμένη και εμποδίζεται απλώς η πραγμάτωσή της και
όχι όταν ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του αγνοεί την τέλεση μιας
πράξης1559. Παρεμφερή, εξάλλου, άποψη υποστηρίζει η ∆ιονυσοπούλου1560, η
οποία δέχεται ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η απονομή της
1555
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 273 – 274. Την άποψη
αυτή υποστηρίζει και ο Γιώργος Τριανταφύλλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία του
άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Νικόλαο Ανδρουλάκη, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 744 επ.
1556
Εξάλλου, για την άποψη, που υποστηρίζεται κυρίως από τη γερμανική θεωρία, ότι η
νομιμοποίηση συνιστά μια μορφή υπόθαλψης, μέσω της οποίας θίγεται το έννομο αγαθό της
απονομής της δικαιοσύνης και για τις δυσχέρειες που αυτή η παραδοχή συνεπάγεται, βλ.
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 276 –
278 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 89, υποσημ. 29 και
30.
1557
Βλ. Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., ιδίως σελ. 274, όπου
υποστηρίζει ότι ο νόμος για το ξέπλυμα «αφορά την προάσπιση του εννόμου αγαθού της
απονομής της δικαιοσύνης ως ειδικότερης έκφρασης της εφαρμογής πολιτειακής εξουσίας, τόσο
όσον αφορά τον επανορθωτικό της ρόλο όσο και σε συνάρτηση με το ρόλο της για την
προάσπιση της κοινωνίας από περαιτέρω εγκληματικές πράξεις». Βλ. επίσης έτσι, ΣυμβΠλημΘεσ
918/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 263.
1558
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας (Άρθρα 167 – 182 ΠΚ),
(β’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 18 – 19.
1559
Έτσι στην κριτική της άποψης για προσβολή της απονομής της δικαιοσύνης οι: Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
388, της ιδίας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις – Προβλήματα
από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 290, Γιώργος ∆ημήτραινας,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ. σελ. 90, του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999
Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383, Χάρης (Χαράλαμπος) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1249, Μαρία Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 93 επ. και Πολυχρόνης Τσιρίδης, Ο νέος
νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 48 – 49. Βλ. επίσης ευρύτερα, Λάμπρου
Μαργαρίτη, Εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης (Άρθρα 224 – 234 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 203
1560
Βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 991, σύμφωνα με την οποία,
το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων «προστατεύει δημόσια συμφέροντα και
συνεπώς στρέφεται κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Η ουσία του εγκλήματος έγκειται στην
ένταση της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής» και της ιδίας, Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα – Ν. 2331/95, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα
Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 280.
443
1561
Βλ. Ελένης Καμπέρου – Ντάλτα, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος –
Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ.
Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009, σελ. 86.
1562
Βλ. Γιώργου Τριανταφύλλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Τα
προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία του άρθρου 2 § 1 του Ν.
2331/1995, όπ.παρ., σελ. 782 επ.
1563
Βλ. και τη σχετική κριτική του Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων
προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 253.
444
1564
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 4.
Εξάλλου, κατά την περίοδο 1987 – 1998, υπολογίζεται ότι η αναλογία της παραοικονομίας σε
σχέση με το ΑΕΠ αυξήθηκε από 30% του ΑΕΠ σε 36,7%. Βλ. Charis Papacharalampous, Greece:
Organised Crime and Political Process, όπ.παρ., σελ. 75.
1565
Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 193.
1566
Βλ. Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις
ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1365 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος
για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 54, ο οποίος υποστηρίζει ότι, ιδίως στις περιπτώσεις
που το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, «η άποψη αυτή
ενισχύεται σημαντικά με την πλήρη αποσύνδεση, πλέον, των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων
από τη δράση εγκληματικής οργάνωσης». Βλ. και ανάλογη άποψη σχετικά με την ερμηνεία του
βραχύβιου άρθρου 394Α ΠΚ του Θάνου Γιαννόπουλου, Η «νομιμοποίηση» εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα κατ’ άρθρον 394Α ΠΚ, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 1241.
1567
Έτσι στην κριτική της συγκεκριμένης άποψης η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 388.
445
1568
Αυτός είναι και ο λόγος που κατ’ ορθότερη άποψη δεν τιμωρείται η συμμετοχική δράση στο
στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης του εγκλήματος. Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η
συμμετοχική πράξη, όπ.παρ., σελ. 198 επ.
1569
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 92 και του ιδίου,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383, υποσημ.
21. Εξάλλου και στο χώρο της κοινής αποδοχής προϊόντων εγκλήματος είναι τόσο έντονο το
στοιχείο της παροχής «κάλυψης» στη διατήρηση και συνέχιση της προηγηθείσας παράνομης
περιουσιακής μεταβολής, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για εγκληματική συμπεριφορά με
λανθάνουσα και ιδιότυπη υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, αφού ο σκοπός «συγκάλυψης»
συνυπάρχει σχεδόν πάντα με το δόλο της κλασσικής αποδοχής και διάθεσης προϊόντων
εγκλήματος. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα (Άρθρα 385 – 406 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 404.
1570
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 93.
1571
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, όπ.παρ., σελ.
645, του ιδίου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 457, όπου με επιφυλάξεις προσθέτει ότι «αν
επιχειρούσαμε να “προσθέσουμε” κι ένα άλλο αυτοτελές έννομο αγαθό, αυτό πρέπει μάλλον να
αναζητηθεί στο χώρο της οικονομικής ζωής και ιδίως στη λειτουργία της οικονομίας σε ένα
καθεστώς οικονομικής ελευθερίας και ισότητας, που λειτουργεί μέσα σε σαφή όρια νομιμότητας ή
έστω της δημόσιας τάξης», του ιδίου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του, όπ.παρ.,
σελ. 194 και του ιδίου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932. Την ίδια άποψη δέχεται, εξάλλου, ανεπιφύλακτα και ο Γεώργιος
∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν
τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 478 και 479. Πρβλ.
υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 και Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 251 – 252 και
υποσημ. 11, ο οποίος υποστηρίζει ότι ανεξάρτητα από το αν με το έγκλημα του ξεπλύματος
προστατεύεται αυτοτελώς ένα ή περισσότερα από τα έννομα αγαθά που προτάθηκαν, δεν είναι
δυνατό να παραμένει αμέτοχο στη σχετική συζήτηση το έννομο αγαθό που προσβάλλει το βασικό
έγκλημα, εξαιτίας του εξαρτημένου χαρακτήρα του ξεπλύματος. ∆ιευκρινίζει, όμως, ότι οι ποινικές
446
προβλέψεις του Ν. 2331/1995 δεν μπορούν να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την ενδυνάμωση
της προστασίας του εννόμου αγαθού που θίγεται με την προηγούμενη εγκληματική
δραστηριότητα, γιατί δεν νοείται έγκλημα, το οποίο στερούμενο ιδίου εννόμου αγαθού, να
δανείζεται το έννομο αγαθό άλλων εγκλημάτων.
1572
Με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάσσεται και ο ∆ημήτραινας, βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383 και του
ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 96 – 98, όπου, όμως, εκφράζει τη θέση ότι
παρά το γεγονός ότι η άποψη αυτή «είναι πειστική, ωστόσο, το πρόβλημα προσδιορισμού του
εννόμου αγαθού παραμένει».
1573
Βλ. και Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 530.
1574
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 219 και της ιδίας, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 385 –
386.
1575
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις,
όπ.παρ., σελ. 389 και της ιδίας, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 918/2002 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 266.
447
1576
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 103. Εξάλλου,
αναλυτικά για τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό
της νομιμοποίησης εσόδων στην Ελλάδα και τη Γερμανία, βλ. του ιδίου, Ο δράστης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 154 επ.
1577
Η διαπίστωση αυτή θα έπρεπε να έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη ιδίως από τον έλληνα
νομοθέτη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το ομολογούμενο γεγονός από τον ίδιο, στην Αιτιολογική
Έκθεση του προϊσχύοντος Ν. 3424/2005, ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν δίκτυα και εταιρίες,
όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, που να «ξεπλένουν» συστηματικά και οργανωμένα το χρήμα
άλλων προσώπων, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση των εσόδων να διενεργεί ο ίδιος ο δράστης,
συνήθως με μέλη της οικογένειάς του ή συνεργάτες, θα έπρεπε να έχει οδηγηθεί τουλάχιστον σε
μια άμβλυνση των σχετικών ποινικών κυρώσεων, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε στην πράξη. Για
την αναφερόμενη θέση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 3424/2005 και για μια κριτική αυτής, βλ.
Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση
στη νομοθεσία μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ., σελ. 627.
1578
Για τον ορισμό του τραπεζικού απορρήτου και τον περιορισμό του στις περιπτώσεις
«ξεπλύματος», βλ. αντί άλλων, Άγγελου Κωνσταντινίδη, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 316 επ.
1579
Για μια διεισδυτική ανάλυση της προβληματικής της χρήσης του Ποινικού ∆ικαίου για τη
ρύθμιση ζητημάτων, που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να επιλυθούν από αυτό, βλ.
Cornelius Prittwitz, Ποινική καταστολή και επιτήρηση στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου – Λόγος,
όρια και αλληλεξαρτήσεις, (μετάφραση Κ. Θεοδωρίδη), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 25 – 36.
1580
Βλ. Νίκου Βούτσα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 1467.
448
1581
Ο ∆ημήτραινας κάνει λόγο για «εργαλείο ερμηνείας» των διατάξεων για το ξέπλυμα, υπό το
ερμηνευτικό πρίσμα του οποίου μπορούμε να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο, την έννοια και την
έκταση που θα πρέπει να έχει η υποδεικνυόμενη ποινική τυποποίηση. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 63.
1582
Ibid, σελ. 100 – 101.
1583
Ibid, σελ. 107 – 109.
449
περίπτωση λευκού ποινικού νόμου1584, στο μέτρο που στο άρθ. 2 Ν. 3691/2008
υπάρχει περιγραφή της αξιόποινης πράξης, αλλά για περίπτωση «χωλού
ποινικού κανόνα»1585. Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη για το ξέπλυμα, ναι μεν,
αποτελεί πρωταρχικό κυρωτικό κανόνα, για την ακριβή, όμως, συμπλήρωση του
περιεχομένου της αξιόποινης συμπεριφοράς, όπως αυτή διατυπώνεται στον
κανόνα αυτό, οφείλουμε να προστρέξουμε σε κάποιον άλλο κανόνα1586.
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ενισχύει, κατά
τα ανωτέρω, την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα
από την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο
και την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε
συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
Με βάση το υποκείμενο τέλεσης πρόκειται για ένα έγκλημα κοινό, αφού το
πρόσωπο του δράστη δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα, που να
απαιτείται είτε για τη συγκρότηση της πράξης, είτε για τη μείωση ή την επαύξηση
του αξιοποίνου1587.
Είναι έγκλημα μονοπρόσωπο, αφού είναι δυνατή η τέλεσή του και από ένα
μόνο πρόσωπο, χωρίς, ασφαλώς, να αποκλείεται και η κατά συναυτουργία
τέλεσή του.
Με βάση το στοιχείο του αντικειμένου τέλεσης, με τη στενή, τεχνική έννοια
του αντικειμένου της πράξης, είναι έγκλημα με υλικό αντικείμενο και
συγκεκριμένα, την «περιουσία» που προέρχεται από «εγκληματικές
δραστηριότητες».
Με βάση το στοιχείο του αποτελέσματος με τη στενή, τεχνική έννοια του
όρου, είναι έγκλημα ουσιαστικό, αφού η μυϊκή ενέργεια του δράστη μπορεί να
ξεχωρίσει από τη μεταβολή, εν προκειμένω, από τη «νομιμοποίηση» της από
1584
Για την έννοια και το ζήτημα της συνταγματικότητας των λευκών ποινικών νόμων, βλ.
ενδεικτικά Νικολάου Ανδρουλάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ. 101 επ. Πρβλ.
όμως και Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
ΠοινΧρ, 2008, σελ. 955, σύμφωνα με τον οποίο, πρόκειται «για έναν “λανθάνοντα” λευκό ποινικό
νόμο και ειδικότερα για μια ”εσωτερική παραπομπή”».
1585
Βλ. Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, όπ.παρ.,
σελ. 529.
1586
Για τη σχετική διάκριση, βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή
Γενικού Μέρους,όπ.παρ., αρ. περιθ. 64 και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του
ποινικού δικαίου, όπ.παρ., σελ. 70 και 111.
1587
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 1526/2001 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1255.
450
1588
Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 194.
1589
Για τη σημαντικότατη, από πλευράς συνεπειών, διάκριση μεταξύ διαρκούς και στιγμιαίου
εγκλήματος, βλ. ενδεικτικά, Νικολάου Ανδρουλάκη, Επί του προσδιορισμού της εννοίας του
διαρκούς εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 326 επ., ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Χρονικά όρια εκδικάσεως του
διαρκούς εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 332 επ., του ιδίου, Τα διαρκή και τα στιγμιαία εγκλήματα από
τη σκοπιά του εφαρμοστή του δικαίου και από τη σκοπιά του νομοθέτη, όπ.παρ., σελ. 1 επ. και
Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., αρ. περιθ. 859 επ.
451
τέταρτο και τον πέμπτο τρόπο τέλεσης, όπου επιπροσθέτως απαιτείται και η
στοιχειοθέτηση, στην περ. α’, του σκοπού απόκρυψης, ή συγκάλυψης της
παράνομης προέλευσής της υπό νομιμοποίηση περιουσίας, ή του σκοπού
παροχής συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις προηγούμενες
εγκληματικές δραστηριότητες, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες
των πράξεών του, η στοιχειοθέτηση του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα
έσοδα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, στην περ. δ’ και ο
σκοπός διάπραξης μιας ή περισσότερων από τις πράξεις νομιμοποίησης, που
αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ', στην περίπτωση της οργάνωσης
ή ομάδας της περ. ε’.
Τέλος, με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, είναι κακούργημα, με
πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα χρόνια και υποχρεωτικά επιβαλλόμενη
παρεπόμενη χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως ένα εκατομμύριο
(1.000.000) Ευρώ, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες μπορεί να είναι καταρχήν οποιοσδήποτε άνθρωπος.
Το πρώτο ιδιαιτέρως δυσχερές, αλλά ουσιαστικό, κατά τη γνώμη μας,
ζήτημα ερμηνείας, που είχε κληθεί στο παρελθόν η θεωρία και η νομολογία να
επιλύσει, αφορούσε το ερώτημα αν το υποκείμενο τέλεσης του ξεπλύματος είναι
δυνατό να ταυτίζεται ή οφείλει να είναι διάφορο του δράστη της προηγούμενης
«εγκληματικής δραστηριότητας». Η νομολογία δεν κατάφερε να υιοθετήσει ένα
σταθερό κριτήριο αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού, με αποτέλεσμα οι
εφαρμοσθείσες κάθε φορά διαφορετικές ερμηνείες του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995 να εκτείνονται από την πλήρη αποδοχή της θέσης ότι ο δράστης της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας είναι δυνατό να είναι και αυτουργός
ξεπλύματος χρήματος μέχρι την πλήρη απόρριψη αυτής1590.
1590
Αποφάσεις που υποστήριξαν ότι δεν είναι νοητό ο δράστης της νομιμοποίησης να ταυτίζεται
με το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας ήταν, προσφάτως, η ΑΠ
1057/2008, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 788 επ., ενώ, από την παλαιότερη σύμφωνη νομολογία βλ. ιδίως,
ΣυμβΕφΘράκ 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573, ΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013,
ΣυμβΕφΘράκ 85/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 254, ΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 855, ΑΠ
402/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 134 επ., ΑΠ 721/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 253, ΑΠ 402/2004,
Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 45 επ., με Παρατηρήσεις Αθανασίου Ζαχαριάδη, ΣυμβΕφΑθ 1102/2002,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251, ΣυμβΕφΑθ 1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075 επ., ΣυμβΕφΑθ
1571/2003, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 1007 επ., ΣυμβΕφΠειρ 109/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 515,
ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531, ΣυμβΕφΝαυπλ 459/2004, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 73
επ., ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ. ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, ΝοΒ, 2006,
452
στην κατοχή της παράνομης περιουσίας, καθώς και στις περιπτώσεις που ο
δράστης νομιμοποίησης καθίσταται δικαιούχος του εγκληματικού προϊόντος, δεν
είναι δυνατόν ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας να
θεωρηθεί και αυτουργός του ξεπλύματος, αφενός, γιατί θα ήταν άτοπο να
δεχθούμε ότι ο δράστης μπορεί να αγοράσει από τον εαυτό του ή να «δεχθεί»
στη δικιά του κατοχή και αφετέρου, γιατί οι πράξεις αυτές, σε καμιά περίπτωση,
δεν προσδίδουν υπέρ του δράστη κάποιο νόμιμο τίτλο στο περιουσιακό
εγκληματικό προϊόν. Αντίθετα, στις περιπτώσεις της μετατροπής ή μεταβίβασης
περιουσίας, θα ήταν νοητό ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας να είναι και φυσικός αυτουργός ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Σύμφωνα, τέλος, με μια άλλη άποψη1600, ο δράστης ενός από τα βασικά
εγκλήματα μπορεί να είναι και δράστης νομιμοποίησης, αφού η βούληση του
νομοθέτη με τη χρήση του όρου «όποιος» αποδεικνύεται ότι ήθελε να
συμπεριλάβει στην έννοια του ενεργητικού υποκειμένου του εγκλήματος κάθε
πρόσωπο, χωρίς να αποκλείει κανένα1601.
Από την ανωτέρω, περιληπτική και ασφαλώς όχι εξαντλητική, παράθεση
των απόψεων που υποστηρίχθηκαν αναφορικά με το υποκείμενο τέλεσης του
εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, η διαμορφωθείσα κρατούσα άποψη στη θεωρία1602 φαίνεται να ήταν
1600
Βλ. Παναγιώτη Νικολούδη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες»
(άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία), όπ.παρ., σελ. 1133 επ.
Πρβλ. την κριτική της άποψης του Νικολούδη από τον ∆ημήτραινα, σύμφωνα με τον οποίο «η
ερμηνεία αυτή δεν είναι ιστορικοβουλητική, παρά την αναφορά τους στη βούληση του νομοθέτη,
αλλά μονοδιάστατα γραμματική» και φυσικά η διαπίστωση ότι ένα έγκλημα είναι «κοινό» από
πλευράς υποκειμένου τέλεσης, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξαιρούνται ορισμένα πρόσωπα
από την υπαγωγή τους στην έννοια του «όποιος». Εξάλλου, ένα σημαντικό τμήμα της θεωρίας
σχετικά με το υποκείμενο τέλεσης του συγγενούς εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης
προϊόντων εγκλήματος, δέχεται ότι δεν μπορεί να είναι δράστης του εκείνος που τέλεσε την
προηγούμενη αξιόποινη πράξη, παρά το γεγονός ότι και στην περίπτωση αυτή η νομοτεχνική
διατύπωση του άρθρου 394 ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο «όποιος». «Επομένως, στο μέτρο που
στηρίζεται μόνο στη γραμματική ερμηνεία του όρου “όποιος” η ανωτέρω, υπέρ της ανεξαίρετης
αποδοχής όλων των πιθανών δραστών ως ενεργητικών υποκειμένων του εγκλήματος
“νομιμοποίησης εσόδων”, άποψη δεν μπορεί να θεωρείται ότι προτείνει ένα ακαταμάχητο υπέρ
τους θέσεώς τους επιχείρημα». Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 152 – 155,
1601
Βλ. Γεωργίου Τραγάκη, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 358, σύμφωνα με τον οποίο, υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης μπορεί να είναι
οποιοσδήποτε, δηλαδή εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς, οι υπάλληλοί τους, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αφού ο νόμος
δεν κάνει καμιά άλλη διάκριση αναφορικά με το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας.
1602
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 243, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική
δογματική και η απήχησή τους στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), ΠοινΧρ, 2002, σελ.
289 επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
456
όπ.παρ., σελ. 1019 – 1022, Στέφανου Παύλου, Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή
προσαρμογή τους ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του,
όπ.παρ., σελ. 781 – 782, του ιδίου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995) δεν
μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με αφορμή
και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 – 522, και Γεωργίου Καρατζογιάννη, Οικονομικό
Έγκλημα – «Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος», ΠράξΛογ, 2004, σελ. 505.
1603
Για μια κριτική ανάλυση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με το ξέπλυμα,
βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ.
288 – 294.
1604
Κατά την ιδιαιτέρως εύστοχη κριτική του Σοφού, «η τελική στάση του νομοθέτη, ο οποίος
όφειλε κατ’ αρχάς να γνωρίζει και δευτερευόντως να σεβασθεί την ορθή αυτή θέση θεωρίας και
νομολογίας, κινήθηκε βεβαίως με γνώμονα την αυστηρότερη ερμηνεία, την οποία με το Ν.
3424/2005 ενσωμάτωσε στο θετικό δίκαιο. Σαν να παρακολουθεί μυστικά και σε συνθήκες
συσκότισης (black out) την εξέλιξη της θεωρητικής και νομολογιακής πραγματολογίας και
εντοπίζοντας πηγές ηπιότερης ερμηνείας ενός ποινικού κανόνα την αποκλείει θεσπίζοντας την
αντίθετη και αυστηρότερη εκδοχή του». Βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία
όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια
της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 142.
1605
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921 και υποσημ. 23, όπου αναφέρει, όπως είδαμε και παραπάνω, ως παράδειγμα, τη
457
φαινομενική συρροή μεταξύ της φθοράς μιας πόρτας (άρθρο 381 ΠΚ), που σπάει ο κλέφτης, για
να εισέλθει στο διαμέρισμα και της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ).
1606
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 912.
1607
Πρβλ. και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας
Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τους χρηματοδότησης τους
τρομοκρατίας και τους διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 915 – 916, η οποία τονίζει το αυτονόητο ότι
δηλαδή «στη θεωρία η κρατούσα γνώμη υποστηρίζει ότι όταν τελείται από το δράστη του βασικού
εγκλήματος, η νομιμοποίηση εσόδων συρρέει φαινομενικά με το βασικό έγκλημα και αποτελεί
συντιμωρητή υστέρα πράξη ή, σε κάθε περίπτωση, αυτοϋπόθαλψη, η οποία έρχεται σε αντίθεση
με την αρχή της ενοχής. Στο επίπεδο της περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς στον νόμο τα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης κάθε εγκλήματος είναι πάντοτε διαφορετικά από τα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των άλλων εγκλημάτων. Στο επίπεδο όμως της
εφαρμογής μιας ποινικής διάταξης οι πράξεις που πραγματώνουν τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης ενός εγκλήματος μπορούν να είναι διακριτές / διαφορετικές ή μη από εκείνες που
πραγματώνουν τα αντικειμενικά στοιχεία του άλλου εγκλήματος, διάκριση επί της οποίας
διαφοροποιείται η αληθής πραγματική έναντι της αληθούς κατ’ ιδέαν συρροής». Βέβαια η θέση
στην οποία καταλήγει η Επιστημονική Επιτροπή μετά από αυτή την ανάλυση, ότι δηλαδή «το
προτεινόμενο κριτήριο τιμώρησης του αυτουργού του βασικού εγκλήματος και για νομιμοποίηση
εσόδων θα ήταν σκόπιμο να αναδιατυπωθεί ως εξής “εφόσον η νομιμοποίηση εσόδων τελείται με
πράξεις διακριτές από εκείνες που τελείται το βασικό αδίκημα”», δεν μας βρίσκει σύμφωνους,
καθώς θεωρούμε ότι και αυτή η βελτίωση δεν θα ήταν δυνατό να άρει την ευθεία αντίθεση της
συγκεκριμένης διάταξης με αυτό τούτο το δόγμα του ποινικού δικαίου.
458
1608
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 929.
1609
Η ορθή αυτή ερμηνεία, κατά τη γνώμη μας, είχε ως αποτέλεσμα η συγκεκριμένη διάταξη να
μην αποτελεί απλά και μόνο ερμηνευτική διάταξη, αλλά να αποτελεί νέα πρόβλεψη, η οποία ως εκ
τούτου, εξαιτίας των περιορισμών των άρθρων 7 § 1 Σ και 1 ΠΚ, δεν ήταν δυνατό να έχει
αναδρομική εφαρμογή, δεν μπορούσε δηλαδή να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις νομιμοποίησης
εσόδων, που είχαν τελεστεί προ της 13-12-2005, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ν.
3424/2005. Βλ. ad hoc ΣυμβΕφΑθ 347/2008, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 36 επ.
459
1610
Βλ. αναλυτικά, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, Σειρά ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1997, σελ. 273 επ. και 284, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 390 και Γιάννη Μπέκα,
Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 1531.
1611
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: συμβολή στην αντιμετώπιση
ειδικότερων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου, Ποιν∆ικ, 2009, σελ. 71 επ., ιδίως σελ. 75.
460
1612
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 353.
1613
Βλ. Στέφανου Παύλου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός τους εφαρμογής του, όπ.παρ., σελ. 199
και Γεωργίου Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την
«πρόληψη και καταστολή τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
όπ.παρ., σελ. 234.
1614
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
όπ.παρ., σελ. 1017.
1615
Ο νόμος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αναμφισβήτητα
παρουσιάζει πλείστα ερμηνευτικά προβλήματα, που θα επιτείνονταν έτι περαιτέρω, εάν ο
νομοθέτης δεν είχε επιλέξει να οριοθετήσει εκ των προτέρων κρίσιμες έννοιες, όπως η εδώ
εξεταζόμενη έννοια τους «περιουσίας». ∆εν είναι καν απαραίτητο να προσθέσουμε ότι η επιλογή
αυτή του νομοθέτη προάγει τη «δικαιϊκή ασφάλεια». Για την προβληματική της αυθεντικής
ερμηνείας κρίσιμων όρων από το νομοθέτη, βλ. ιδίως, Γιάννη Μπέκα, Οι νέοι αυθεντικοί ορισμοί
στον Ποινικό Κώδικα και οι επιπτώσεις τους στην τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, ΥΠΕΡ,
1998, σελ. 267 επ. και Ουρανίας Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα
ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ. 528.
461
1616
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
μετά το Ν. 3424/2005: Ερμηνευτικές προτάσεις, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου
τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 175.
1617
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 136.
1618
Για μια ενδελεχή ανάλυση του όρου αυτού, βλ. Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό –
Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη
βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ., σελ. 200 – 203.
1619
Συνεπώς, οποιοδήποτε άλλο όφελος που δεν εμπίπτει στην έννοια του περιουσιακού
προϊόντος, το οποίο προέκυψε άμεσα και αιτιακά από την τέλεση του βασικού αδικήματος, δεν
μπορεί να θεωρηθεί ως υλικό αντικείμενο της πράξης νομιμοποίησης εσόδων. Βλ. σχετικά
Στέφανου Παύλου, (Προηγούμενη) «εγκληματική δραστηριότητα»: Ταυτολογία ή μετεξέλιξη; Μια
ακόμη συμβολή στη δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και
3472/2006, όπ.παρ., σελ. 127.
1620
Ορθά, συνεπώς, η νομολογία δέχεται τη μη συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης,
όταν δεν αποδείχθηκε ότι η προς νομιμοποίηση περιουσία προέκυψε από «βασικό αδίκημα» ή
στις περιπτώσεις που δεν συγκροτείται αντικειμενικά το βασικό αδίκημα με βάση τα συγκεκριμένα
πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη ή όταν η «περιουσία» προήλθε από άλλο αδίκημα,
που δεν εντάσσεται στη ρητή και περιοριστική απαρίθμηση των «εγκληματικών
δραστηριοτήτων». Βλ. ενδεικτικά ΣυμβΠλημΑθ 2912/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 166 επ., ΕφΠειρ
220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028 επ., ΣυμβΕφΑθ 1102/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251 επ. και
ΣυμβΠλημΑθ 2171/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1146 επ.
1621
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 381 – 382 και του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ.,
σελ. 136.
1622
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 84.
462
στοιχεία, ακόμη και αν δεν εχώρησε τελικά καταδίκη γι’ αυτή, και να μην εικάζεται,
ούτε να πιθανολογείται1623 .
Εξάλλου, το γεγονός ότι συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις
κατοχής περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση
παράνομης προέλευσης, δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη για την τέλεση
συγκεκριμένης πράξης νομιμοποίησης εσόδων, τα οποία προέρχονται από
συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα1624.
Ο όρος «εγκληματική δραστηριότητα», εν προκειμένω, χρησιμοποιείται με
τη στενή τεχνική του έννοια1625, καθώς στο οικείο αδίκημα μπορούν να υπαχθούν
μόνο οι περιοριστικά1626 αναφερόμενες στο άρθ. 3 αξιόποινες συμπεριφορές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, ο όρος
«εγκληματική δραστηριότητα», ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος της «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα»,
1623
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για την
«πρόληψη και καταστολή τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
όπ.παρ., σελ. 233 και ad hoc ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ., ιδίως σελ. 1014,
το οποίο δέχεται ότι η εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται
παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται
επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες της, έστω και αν δεν χώρησε
καταδίκη. Η θέση αυτή αποτελεί πάγια νομολογία. Βλ. ΣυμβΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2004, σελ.
526 επ. (με παρατηρήσεις Ουρανίας Αδάμου), ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ.
(με παρατηρήσεις Γιώργου ∆ημήτραινα), ΣυμβΕφΑθ 1102/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 251 επ., το
οποίο είναι το μετ’ αναίρεση βούλευμα επί του ΣυμβΑΠ 372/2002 βουλεύματος, ΣυμβΠλημΘεσ
918/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 263 επ. (με παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου),
ΕφΠειρ 220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028, ΣυμβΕφΑθ 219/2007, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, ΣυμβΑΠ, 1611/2007, ΠοινΧρ, 2008, σελ.
527 επ., ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. και 1648/2008, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com.
1624
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 84 και
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 150 – 151, σύμφωνα με τον οποίο, «μόνη δε η αδυναμία του κατηγορουμένου για
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να δικαιολογήσει την κατοχή ή την
κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δεν θεωρείται
στοιχείο ικανό, κατά αντικειμενική κρίση, να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του
σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίστοιχη παραπομπή του
κατηγορουμένου».
1625
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης
στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 353
και 355, του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ.
1017 και του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 106.
1626
Βλ. στο χώρο της νομολογίας ad hoc το Βούλευμα του ΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ.
1013 επ. και το Βούλευμα του ΣυμβΠλημΚαστ 104/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1057 επ., τα οποία
δέχονται ότι η συγκεκριμένη απαρίθμηση είναι περιοριστική. Βλ. επίσης, για το ίδιο ζήτημα,
Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 276, Χάρη (Χαράλαμπου)
Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 18,19/2000 ΠεντΕφΠειρ, όπ.παρ., σελ. 1247
επ., Γιώργου ∆ημήτραινα, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 372/2002 Βούλευμα του ΣυμβΑΠ,
όπ.παρ., σελ. 1017, του ιδίου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 106 και Ουρανίας
Αδάμου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, όπ.παρ., σελ. 529.
463
1627
ΦΕΚ Α’ 58/23-4-2010.
1628
Για μια ερμηνεία των διατάξεων αυτών, βλ. ∆ημητρίου Ζιούβα, Φορολογικά Αδικήματα –
Νομοθετικοί άξονες, συστηματική θεμελίωση και βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του
ελληνικού φορολογικού ποινικού δικαίου, όπ.παρ., σελ. 31 επ., ιδίως σελ. 41 – 49.
1629
Για μια ανάλυση και ερμηνεία του εγκλήματος της λαθρεμπορίας του άρθ. 155 Ν. 2360/2001,
βλ. ∆ημητρίου Ζιούβα, Τελωνειακά Αδικήματα – Εγκληματολογικός φαινότυπος και βασική
ποινικοδογματική και ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας (ά. 155 ν.
2960/2001), στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό
Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 67 – 93.
1630
Βλ. άρθ. 1 § α περ. ii) Ν. 2331/1995.
1631
Για τις προσπάθειες της θεωρίας για συσταλτική ερμηνεία της αντίστοιχης διάταξης του Ν.
2331/1995, η οποία είχε προτείνει ερμηνευτικά την πρόβλεψη του περιουσιακού οφέλους των
15.000 Ευρώ στην ίδια τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος, βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα, Η
διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 355 επ. και Στέφανου Παύλου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν.
3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 347.
Πρβλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Πότε ένα περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από
εγκληματική δραστηριότητα; Συμβολή στον καθορισμό του κύκλου των πρόσφορων αντικειμένων
464
τους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 361 επ. και
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, σελ. 267 – 268, η
οποία υποστήριζε αρχικά, ότι δεδομένης της εξαιρετικής ασάφειας της διατύπωσης και του
συνακόλουθου ελλείμματος που εμφανίζει η συγκεκριμένη διάταξη σε επίπεδο αδίκου και εφόσον
δεν γίνεται αναφορά απλά σε τελεσθείσα πράξη, αλλά σε αξιόποινη πράξη και σε προϊόν που
προέκυψε από την τέλεσή της, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου αυτή η κατηγορία
εγκλημάτων να μπορέσει να επιτύχει την οριοθέτηση της «εγκληματικής δραστηριότητας», ότι η
ίδια η αξιόποινη πράξη, ως κυρωτικός κανόνας, δηλαδή η ίδια η αφηρημένη νομοτυπική μορφή
του εγκλήματος, θα πρέπει να προβλέπει στο αποτέλεσμά της τη δημιουργία τέτοιου ύψους
περιουσίας, δηλαδή περιουσίας τουλάχιστον 15.000 Ευρώ. Τη θέση της αυτή φαίνεται ότι άλλαξε
στην πορεία, αφού, πλέον, υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική ακόμη και στην
περίπτωση που θα υιοθετούνταν η συσταλτική ερμηνεία που είχε διατυπωθεί σχετικά με το
περιεχόμενό της και καταλήγει ότι ως αόριστη δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Βλ. αναλυτικά, Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν.
3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 610 – 611.
1632
Μετά την προσθήκη νέου στοιχείου ιη) με τη διάταξη του άρθ. 77 § 1 Ν. 3842/2010, το
στοιχείο αυτό αναριθμήθηκε σε ιθ).
1633
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση τους δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ., ο οποίος είχε υποστηρίξει υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 την
αμεσότητα της παραγωγής του περιουσιακού οφέλους.
1634
Ο Παύλου κάνει λόγο για «συνειδητή ταύτιση του “βρώμικου” χρήματος, που είναι προϊόν
εγκλήματος, με το ”μαύρο χρήμα”, που είναι ουσιαστικά το αφορολόγητο προϊόν μιας
οποιασδήποτε αξιόποινης ή μη συμπεριφοράς». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την
πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 926.
465
μόνο της ελευθερίας, αλλά ακόμη και αυτής τούτης της ουσίας της
καταπολέμησης της βαριάς οικονομικής και οργανωμένης εγκληματικότητας1635.
Η διάταξη του άρθ. 3 Ν. 3691/2008 ακολουθεί μια πολλαπλή τεχνική
κατάταξης των εγκλημάτων που συγκροτούν την τεχνική έννοια του όρου
«εγκληματική δραστηριότητα», η οποία κινείται από το επίπεδο της απλής
περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς με παραπομπή στο σχετικό άρθρο
του ΠΚ που την τυποποιεί, μέχρι το επίπεδο της απλής αναφοράς κυρωτικού
κανόνα χωρίς περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς.
Η διάταξη δε, του άρθ. 3 στοιχ. ιθ), δεν κάνει καμιά αναφορά σε
συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, ούτε σε συγκεκριμένο κυρωτικό κανόνα που την
προβλέπει, λειτουργώντας στην πράξη ως μια ευρύτατη γενική κατηγορία, που
προσδιορίζεται από δύο εξίσου ευρεία στοιχεία αφενός, από την απειλή ποινικής
κύρωσης τουλάχιστον έξι μηνών για την οποιαδήποτε τελεσθείσα πράξη και
αφετέρου, από το γεγονός ότι προέκυψε περιουσιακό όφελος οποιουδήποτε
ποσού από την πράξη αυτή. Η σαφέστατη αοριστία της διάταξης αυτής, την
οποία δεν μπορούν να συγκαλύψουν οι δύο, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενες
προϋποθέσεις, δημιουργούν στην πράξη τεράστια ανασφάλεια δικαίου, αφού ο
πολίτης δεν είναι δυνατό να διαγνώσει, ακόμη και αν καταβάλει τη μέγιστη
δυνατή επιμέλεια, ως μη όφειλε, από την περιγραφή της πράξης ποιες είναι οι
προϋποθέσεις του αξιοποίνου. Στο πλαίσιο αυτό, φαντάζει ως εκ του περισσού η
διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή eo ipso δεν είναι δυνατό να επιτελέσει στην πράξη
τη λειτουργία της προηγούμενης «εγκληματικής δραστηριότητας», ως στοιχείου
της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων.
Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται
1635
Ο Παύλου υπογραμμίζει ότι: «αντί να τυποποιούμε, ως έχουμε καθήκον από τις διεθνείς μας
δεσμεύσεις, μία εκδοχή της βαριάς οικονομικής και οργανωμένης εγκληματικότητας, που αγγίζει
και την στήριξη της τρομοκρατίας, στην Ελλάδα τυποποιήσαμε, ακόμη μία φορά, ένα πανταχού
παρόν συνοδευτικό έγκλημα, που θα αναφύεται δίπλα σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, αρκεί η
τελευταία να παρήγαγε ένα οποιοδήποτε οικονομικό προϊόν». Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924. Ενώ, ο
Σοφός σημειώνει ότι «η καθολίκευση των διατάξεων για το ξέπλυμα διενεργείται σε ένα πλαίσιο
διαφορετικής προελεύσεως δικαιϊκών προτάσεων, τις οποίες όμως ο νομοθέτης δεν φαίνεται να
έχει λάβει υπόψη του κατά την αποτύπωση των προτάσεων του Νόμου για το ξέπλυμα». Βλ.
Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση
μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ.,
σελ. 157.
466
1640
Για το συγκεκριμένο συνταγματικό έρεισμα της αρχής της αναλογικότητας παρουσιάζεται
διχογνωμία. Έχει προταθεί γενικά ότι το έρεισμά της βρίσκεται στην αρχή του κράτους δικαίου,
στην αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην απαγόρευση της προσβολής του
πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ακόμη και στην αρχή της ισότητας. Ειδικότερα για τις
απόψεις που έχουν διατυπωθεί και τους υποστηρικτές τους, βλ. κατατοπιστικά, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 141 επ. και τις εκεί παραπομπές, καθώς και Γιάννη
Μπέκα, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων: Ερμηνεία των άρθρων 2 &
3 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 109 επ.
1641
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
1642
Την κατασταλτική αυτή υπερβολή επισημαίνει ο Παύλου, ο οποίος, συνεπής στις
προηγούμενες θέσεις που είχε υποστηρίξει σχετικά με το ζήτημα αυτό υπό τον προϊσχύοντα Ν.
2331/1995 και στις οποίες έχουμε αναλυτικά αναφερθεί ανωτέρω, δεν κάνει ευθέως λόγο για
αντισυνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για
την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και
της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής
εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
468
1643
Σύμφωνα με το άρθρο 2 τους Σύμβασης για την καταπολέμηση τους δωροδοκίας στην οποία
ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών – μελών τους Ευρωπαϊκής
Ένωσης, που τυποποιεί την παθητική δωροδοκία: «1. Για τους σκοπούς τους παρούσας
σύμβασης, παθητική δωροδοκία στοιχειοθετείται όταν, εκ προθέσεως, ο υπάλληλος ζητά ή
λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα
οιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τοιούτων, προκειμένου να τελέσει ή να μην τελέσει
πράξη εκ των καθηκόντων του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά παράβαση των
επισήμων καθηκόντων του. 2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει
ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνιστά ποινικό αδίκημα».
Το άρθρο 3, για την ενεργητική δωροδοκία, ορίζει: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας
σύμβασης, ενεργητική δωροδοκία στοιχειοθετείται όταν οιοσδήποτε, εκ προθέσεως, υπόσχεται ή
παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οιασδήποτε φύσεως ωφέλημα για τον
εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη εκ των
καθηκόντων του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά παράβαση των επισήμων
καθηκόντων του. 2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η
συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνιστά ποινικό αδίκημα».
Το άρθρο 4, τέλος, ορίζει: «1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει
ότι, στο ποινικό του δίκαιο, οι περιγραφές που αφορούν τα αδικήματα που αναφέρονται στα
άρθρα 2 και 3 και διαπράττονται υπό ή κατά υπουργών της κυβερνήσεώς του, εκλεγμένων μελών
των κοινοβουλίων του, μελών των ανωτάτων δικαστηρίων του ή μελών του ελεγκτικού συνεδρίου
κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζονται ομοίως και στις περιπτώσεις κατά τις
οποίες τα αδικήματα διαπράττονται αντίστοιχα υπό ή κατά μελών της Επιτροπής των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ∆ικαστηρίου και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 2. Όταν ένα
κράτος μέλος έχει θεσπίσει ειδική νομοθεσία για πράξεις ή παραλείψεις των οποίων την ευθύνη
469
άρθρα τρίτο και τέταρτο Ν. 2802/20001644 και ιη) τα αδικήματα της φοροδιαφυγής
που προβλέπονται στα άρθ. 17,18 και 19 Ν. 2523/1997 και τα αδικήματα της
λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθ. 155, 156 και 157 Ν. 2360/2001.
Και στη δεύτερη περίπτωση, μπορούμε να εντάξουμε την ad hoc αναφορά
του νόμου σε συγκεκριμένα άρθρα ειδικών ποινικών νόμων, χωρίς κάποια
ειδικότερη αναφορά στην περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς που
τυποποιείται εκεί. Οι περιπτώσεις αυτές, με βάση την αρίθμηση του νόμου, είναι
οι ακόλουθες: θ) τα προβλεπόμενα στα άρθ. 20, 21, 22 και 23 Ν. 3459/2006
«Κώδικας Νόμου για τα Ναρκωτικά» (ΦΕΚ 103 Α')1645, ι) τα προβλεπόμενα στα
φέρουν υπουργοί της κυβέρνησής του λόγω της ειδικής πολιτικής τους θέσης στο εν λόγω κράτος
μέλος, η παράγραφος 1 δύναται να μην εφαρμοσθεί στη νομοθεσία αυτή, υπό την προϋπόθεση
ότι το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
υπόκεινται στην ποινική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας εφαρμόζονται τα άρθρα 2 και 3. 3. Οι
παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της
ποινικής δικονομίας και του προσδιορισμού του αρμοδίου δικαστηρίου. 4. Η παρούσα σύμβαση
εφαρμόζεται τηρουμένων των σχετικών διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του πρωτοκόλλου για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, των οργανισμών του ∆ικαστηρίου καθώς και των κειμένων που θεσπίζονται για την
εφαρμογή τους, όσον αφορά την άρση των ασυλιών».
Βλ. σχετικά, Θωμά Σάμιου, Το ποινικό αδίκημα τους «παθητικής» δωροδοκίας εφοριακού
υπαλλήλου, ∆ΦΟΡΝ, 2004, σελ. 91 επ. και Ιωάννας Γιαρένη, Η διαφθορά ως πολυδιάστατο
φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας, Ελλ∆κνη, 2005, σελ. 673 επ.
1644
Το άρθρο τρίτο Ν. 2802/2000 ορίζει: «Στον παρόντα νόμο χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι
όροι με την εξής έννοια: Υπάλληλος είναι ο κοινοτικός υπάλληλος και ο εθνικός δημόσιος
υπάλληλος, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων άλλου Κράτους – Μέλους
τους Ευρωπαϊκής Ένωσης. Α) Κοινοτικός υπάλληλος είναι ο αναφερόμενος στο στοιχείο β’ του
άρθρου 1 της κυρούμενης με τον παρόντα νόμο Σύμβασης. Β) Εθνικός δημόσιος υπάλληλος είναι
κάθε πρόσωπο αναφερόμενο στο στοιχείο α’ του άρθρου 13 και στο άρθρο 263Α του Ποινικού
Κώδικα. Η έννοια του εθνικού δημοσίου υπαλλήλου των λοιπών Κρατών – Μελών, που
παρέχεται από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία τους, ισχύει για την εφαρμογή του παρόντος
νόμου, μόνον εφόσον συμβιβάζεται προς εκείνη του ελληνικού Ποινικού Κώδικα».
Το άρθρο τέταρτο Ν. 2802/2000, για την εξομοίωση κοινοτικών υπαλλήλων και λειτουργών προς
τους εθνικούς, τέλος, ορίζει: «1. Το αδίκημα της δωροδοκίας, όταν τελείται από ή προς τα Μέλη
της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ∆ικαστηρίου ή
του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
τιμωρείται όπως εκείνο που τελείται από ή προς τους Υπουργούς της Ελληνικής Κυβέρνησης, τα
εκλεγμένα μέλη της Ελληνικής Βουλής και τα μέλη των Ελληνικών Ανωτάτων ∆ικαστηρίων, κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους. ∆εν εφαρμόζονται οι ειδικές δικονομικές διατάξεις περί
ευθύνης των Υπουργών και οι λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη δίωξη και την αρμοδιότητα
των δικαστηρίων. Τα εν λόγω πρόσωπα δωσιδικούν ενώπιον του δικαστηρίου των εφετών. 2. Οι
διατάξεις των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του πρωτοκόλλου περί
των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των οργανισμών του ∆ικαστηρίου,
καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους, εφαρμόζονται πλήρως, όσον
αφορά την άρση των ασυλιών των ως άνω προσώπων».
1645
Συγκεκριμένα το άρθρο 20, στο οποίο τυποποιούνται τα βασικά εγκλήματα του νόμου περί
ναρκωτικών, προβλέπει: «1. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο
χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται
όποιος:α) Εισάγει στην επικράτεια ή εξάγει από αυτή ή διαμετακομίζει ναρκωτικά. Β) Πωλεί,
αγοράζει, προσφέρει, διανέμει ή διαθέτει σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο, αποστέλλει ή
παραδίδει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αποθηκεύει ή παρακαταθέτει ναρκωτικά ή μεσολαβεί σε
κάποια από τις πράξεις αυτές. Γ) Εισάγει ναρκωτικά ή διευκολύνει την εισαγωγή τους σε
στρατόπεδα, αστυνομικά κρατητήρια, σωφρονιστικά καταστήματα, καταστήματα ανηλίκων κάθε
470
χορήγηση των ουσιών αυτών επιτρέπεται από: α) δημόσιες, ειδικές προς τούτο μονάδες, στις
οποίες χορηγείται η σχετική άδεια, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης, ύστερα από γνώμη του Ο.ΚΑ.ΝΑ., β) τον Ο.ΚΑ.ΝΑ., ύστερα από σχετική άδεια που
χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Στις ανωτέρω
αποφάσεις καθορίζονται ειδικώς οι ουσίες, των οποίων επιτρέπεται η χορήγηση και οι όροι κάτω
από τους οποίους θα χορηγούνται. 3. Η χορήγηση ανταγωνιστικών ουσιών που αδρανοποιούν τη
λειτουργία των υποδοχέων των οπιούχων επιτρέπεται για τις ενδείξεις που αναφέρονται στην
άδεια κυκλοφορίας τους. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
ύστερα από γνώμη του Ο.ΚΑ.ΝΑ., καθορίζονται ειδικώς οι ουσίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις
χορήγησης, συνταγογράφησης και διάθεσης των ουσιών αυτών από δημόσιους ή ιδιωτικούς
φορείς και ιατρούς. 4. Όποιος χορηγεί ουσίες για υποκατάσταση της εξάρτησης, κατά παράβαση
των παραγράφων 2 και 3 και των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, τιμωρείται σύμφωνα με το
άρθρο 20. 5. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να
καθορίζονται οι γενικοί όροι, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για την εκτέλεση και εφαρμογή
προγραμμάτων υποκατάστασης από δημόσιους φορείς. 6. Ιατρός, που χορηγεί ναρκωτικές
ουσίες του άρθρου 1 για θεραπευτικούς σκοπούς, οφείλει: α) να χρησιμοποιεί διπλότυπες
συνταγές, απλές μεν για τις ουσίες του πίνακα ∆’ , θεωρημένες δε από την αρμόδια υπηρεσία για
τις ουσίες των πινάκων Α’ έως Γ’ και β) να φυλάσσει το στέλεχος επί τρία έτη. Ο παραβάτης των
περιπτώσεων α’ και β’ τιμωρείται με φυλάκιση και με στέρηση της άδειας άσκησης του
επαγγέλματος. Περίληψη της καταδικαστικής απόφασης δημοσιεύεται σε ημερήσια εφημερίδα του
τόπου όπου ο καταδικασμένος ασκεί το επάγγελμά του. 7. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 6 ισχύουν
από την έκδοση των αποφάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 5 του παρόντος
άρθρου και στο άρθρο 7».
Τέλος, το άρθρο 23, που τυποποιεί τις επιβαρυντικές περιστάσεις, ορίζει: «Με ισόβια κάθειρξη και
με χρηματική ποινή είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (29.412) μέχρι πεντακοσίων
ογδόντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε (588.235) ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των
άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με
σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή χρησιμοποιεί με
οποιονδήποτε τρόπο ανήλικα πρόσωπα κατά την τέλεση των παραπάνω πράξεων ή μετέρχεται
κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς το σκοπό διαφυγής του τη χρήση όπλων ή οι
περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ως υπότροπος θεωρείται όποιος
έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό
κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της
προηγούμενης πενταετίας.
Σχετικά με τις πράξεις του άρθρου 20 βλ. και Ευαγγέλου Παντιώρα, Αγορά – πώληση ναρκωτικής
ουσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 284 επ. Ενώ, ευρύτερα για την ανάλυση και ερμηνεία του νόμου περί
ναρκωτικών, βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’
άρθρο ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά
(Κ.Ν.Ν.)», όπ.παρ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ.
1646
Το άρθρο 15 Ν. 2168/1993 ορίζει: «1. Όποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει,
συναρμολογεί, εμπορεύεται, παραδίδει, προμηθεύει ή μεταφέρει πολεμικά τυφέκια, αυτόματα,
πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς
μηχανισμούς και λοιπά είδη πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη
κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή
ενώσεων προσώπων, τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη
διάταξη. Με την ίδια τιμωρείται και όποιος, για τον ίδιο σκοπό, λαμβάνει, αποκρύπτει ή με
οποιονδήποτε τρόπο δέχεται τα ανωτέρω αντικείμενα. Με την ίδια, επίσης, ποινή τιμωρούνται και
τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ή διοικούσας επιτροπής ή οι υπεύθυνοι ή αρχηγοί των κατά την
προηγούμενη περίπτωση ομάδων, οργανώσεων, σωματείων και ενώσεων, αν γνωρίζουν ότι
κάποιο από τα μέλη τους έχει παράνομα εφοδιαστεί ή κατέχει τα ανωτέρα αντικείμενα, καθώς και
τους σκοπούς που επιδιώκει και δεν το καταγγέλλουν στις αρμόδιες αρχές. 2. Κάθε από πρόθεση
προπαρασκευαστική ενέργεια των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή 500.000 έως 10.000.000 δραχμών. 3. Στις
περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων δημεύονται και τα μεταφορικά μέσα, εφόσον ο
κύριος ή, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, ο εκπρόσωπος αυτού είναι αυτουργός ή
472
«Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς»
(ΦΕΚ 153 Α')1647, ιβ) τα προβλεπόμενα στο άρθ. 8 §§ 1 και 3 Ν∆ 181/1974 «Περί
συμμέτοχος της πράξης. 4. Επί των παραβάσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η περάτωση
της ανακρίσεως και η εισαγωγή των υποθέσεων στο ακροατήριο γίνεται με απευθείας κλήση κατά
τα οριζόμενα στα άρθρ. 20 και 21 του Ν. 663/1977». Και το άρθρο 17 ορίζει: «1. Απαγορεύεται η
εισαγωγή, εξαγωγή, κατασκευή, εμπορία, κατοχή, μεταφορά και χρήση: α. Όπλων που έχουν
μορφή άλλου αντικειμένου. Β. Πυρομαχικών με διατρητικά, εκρηκτικά, εμπρηστικά βλήματα,
καθώς και των ιδίων των βλημάτων. Γ. Πυρομαχικών για πιστόλια και περίστροφα με
διασπώμενα βλήματα, ως και των βλημάτων αυτών. 2. Με απόφαση του Υπουργού ∆ημόσιας
Τάξης δύναται να απαγορεύεται για σοβαρούς λόγους ασφαλείας, η εισαγωγή, κατασκευή και
εμπορία όπλων σκοποβολής, περιστρόφων, πιστολίων και εκρηκτικών υλών και να τίθενται
περιορισμοί στην κατασκευή ή διάθεση κυνηγετικών όπλων και φυσιγγίων πυροβόλων όπλων. 3.
Οι παραβάτες των διατάξεων του παρόντος άρθρου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός
(1) έτους και χρηματική ποινή 500.000 έως 10.000.000 δραχμών. 4. Οι παραβάτες των διατάξεων
των υπουργικών αποφάσεων, που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου,
τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.» Βλ. σχετικά Γιάννη Μπέκα, Όπλα – Πυρομαχικά –
Εκρηκτικά, όπ.παρ. Για το ειδικό ζήτημα του τρόπου περατώσεως της ανακρίσεως στα εγκλήματα
του άρθρου 15, βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Συναφή κακουργήματα ίσης βαρύτητας και συρροή
τρόπων ουσιαστικής περατώσεως της κύριας ανακρίσεως. (Σκέψεις με αφορμή τη ∆ιατΕισΘεσ
4504/2006 δημοσιευμένη στη σελ. 850), Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 870 επ.
1647
Το άρθρο 53, για την κλοπή μνημείων, ορίζει: «1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών
τιμωρείται η κλοπή (άρθρο 372 ΠΚ), αν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή
μνημείο που αφαιρέθηκε από ακίνητο μνημείο, από χώρο ανασκαμμένο, από μουσείο, από
αποθηκευτικούς χώρους αρχαίων ευρημάτων ή από χώρο όπου φυλάσσεται συλλογή. 2. Εάν η
πράξη τελέστηκε από πρόσωπα ενωμένα για τη διάπραξη κλοπών ή ληστειών ή για τη διάπραξη
εγκλημάτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλεται κάθειρξη. Η ίδια ποινή
επιβάλλεται εάν ο δράστης διαπράττει κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα κλοπές μνημείων».
Σύμφωνα με το άρθρο 54 για την υπεξαίρεση μνημείων: «Με κάθειρξη μέχρι (10) δέκα ετών
τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΠΚ), αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή
αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαίρεσης μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια».
Το άρθρο 55 για την αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος ορίζει:
«Η πράξη της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 § 1 ΠΚ) τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, αν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ο υπαίτιος
γνώριζε ότι αυτό προέρχεται από αξιόποινη πράξη. Επιβάλλεται κάθειρξη, αν ο υπαίτιος επιχειρεί
την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια».
Το άρθρο 61 για την παράνομη ανασκαφή ή άλλη αρχαιολογική έρευνα ορίζει: «1. Όποιος χωρίς
προηγούμενη άδεια διενεργεί ανασκαφή με σκοπό την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων
τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. 2. Αν οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου
τελέσθηκαν μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους ή αν ο υπαίτιος τις επιχειρεί κατ’ επάγγελμα ή κατά
συνήθεια, επιβάλλεται κάθειρξη. 3. Όποιος χωρίς προηγούμενη άδεια διενεργεί άλλης μορφής
παράνομη αρχαιολογική έρευνα με σκοπό την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο δράστης διαπράττει την πράξη του προηγούμενου
εδαφίου κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) ετών».
Το άρθρο 63, τέλος, για την παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών, ορίζει: «1. Όποιος εξάγει ή
επιχειρεί να εξαγάγει από την Ελλάδα, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου,
μνημείο ή πολιτιστικό αγαθό για το οποίο έχει κινηθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού, όπως ορίζεται
στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10)
ετών. Η προέλευση του μνημείου κατ’ αξιόποινο τρόπο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. 2.
Όποιος παραβαίνει τους όρους της απόφασης με την οποία έχει χορηγηθεί άδεια προσωρινής
εξαγωγής μνημείου ή πολιτιστικού αγαθού που ανήκει σε συλλογή μουσείου και ιδίως αν δεν το
επανεισάγει μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε, τιμωρείται με φυλάκιση. Αν όμως η παράβαση
του όρου δεν είναι ουσιώδης, το δικαστήριο μπορεί να αφήσει την πράξη ατιμώρητη. Το
αξιόποινο της πράξης της μη εμπρόθεσμης επανεισαγωγής εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του
θέληση και πριν ακόμα εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές
επανεισάγει το μνημείο ή το πολιτιστικό αγαθό. 3. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο
υπαίτιος της πράξης του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον η πράξη
473
τελέστηκε με σκοπό την οριστική απομάκρυνση του μνημείου από τα όρια της ελληνικής
επικράτειας. 4. Όποιος εξάγει ή επιχειρεί να εξαγάγει από την Ελλάδα εκτός των ορίων του
τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παράβαση του Κανονισμού 3911/1992 του
Συμβουλίου και 752/1993 της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των προεδρικών
διαταγμάτων εφαρμογής τους, όπως εκάστοτε ισχύουν, πολιτιστικά αγαθά κατά την έννοια του
Κανονισμού 3911/1992, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 5. Το άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος 423/1995 (ΦΕΚ
242 Α) καταργείται».
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 13 § 4 Ν.3658/2008 (ΦΕΚ Α’ 70), «Τα
αδικήματα που προβλέπονται από τις ποινικές διατάξεις του κεφαλαίου 9 του Ν. 3028/2002,
όπως εκάστοτε ισχύει, διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους
ακόμη και στην περίπτωση που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή».
Για την προστασία των αρχαιοτήτων βλ. και Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Προβληματισμοί
στα νέα πεδία εφαρμογής του Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 842, όπου εκφράζει την άποψη ότι
παρεμβάσεις του ποινικού νομοθέτη σε πεδία εφαρμογής για αντιμετώπιση υπαρκτών αναγκών
και ανάγκης αυστηρότερης τιμωρίας προσβολών σημαντικότατων εννόμων αγαθών, όπως είναι,
για παράδειγμα, η τιμώρηση κλοπής μνημείου σε βαθμό κακουργήματος ή η εισαγωγή της
πλημμεληματικής διάταξης, του άρθρου 57, για τη φθορά μνημείου από αμέλεια, έγιναν κοινωνικά
και επιστημονικά αποδεκτές. Βλ. σχετικά και Σπύρου Τρωϊάνου / Μαρίνας Παπαδημητρίου, Η
προστασία των μνημείων θρησκευτικού χαρακτήρα. Με βάση τον Ν.3028/2002, ΧΡΙ∆, 2006, σελ.
584 επ.
1648
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 8 §§ 1 και 3 Ν.∆. 181/1974: «1. Ο εκ προθέσεως
προκαλών την απελευθέρωσιν ραδιενεργών ουσιών επαγομένων κίνδυνον ανθρώπων ή εκθέτων
πρόσωπα αμμέσως ή εμμέσως εις ιοντιζούσας ακτινοβολίας κατά τρόπον δυνάμενον να
προκαλέση κίνδυνον της ζωής, της υγείας ή περιουσίας αυτών τιμωρείται: α) ∆ια φυλακίσεως
τουλάχιστον δύο ετών, αν εκ της πράξεως δύναται να προκύψη κοινός κίνδυνος εις ξένα
πράγματα. Β) ∆ια καθείρξεως, αν εκ της πράξεως δύναται να προκύψη κίνδυνος ανθρώπου. Γ)
∆ια καθείρξεως ισοβίου ή προσκαίρου τουλάχιστον δέκα ετών, αν εις την περίπτωσιν του
στοιχείου β’ επήλθε θάνατος. 3. Ο εγκαθιστών ή θέτων εις λειτουργίαν ή χρησιμοποιών
εργαστήρια ραδιοισοτόπων ή μηχανήματα παραγωγής ιοντιζουσών ακτινοβολιών άνευ της κατά
το άρθρον 4 του παρόντος αδείας ή μετά την ανάκλησιν της αδείας ταύτης τιμωρείται δια
φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων μέχρι διακοσίων
χιλιάδων δραχμών».
1649
Σύμφωνα με το άρθρο 87 §§ 5, 6, 7, και 8 «5. Όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό
έδαφος ή την έξοδο από αυτό υπηκόου τρίτης χώρας, χωρίς να υποβληθεί στον έλεγχο που
προβλέπεται στο άρθρο 5, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή
τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν δύο ή
περισσότεροι από κοινού ενεργώντας διέπραξαν το ανωτέρω αδίκημα εκ κερδοσκοπίας, στο
πλαίσιο δράσης εγκληματικής οργάνωσης, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 187 του Π.Κ.,
όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α), τιμωρούνται
με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα
χιλιάδων ευρώ. 6. Όποιος διευκολύνει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή
δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για εντοπισμό, σύλληψη και απέλαση του,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε
χιλιάδων ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον
δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ. 7. Όποιος παράνομα κατέχει ή
χρησιμοποιεί γνήσιο διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο άλλου προσώπου, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000)
ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος παρακρατεί διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο
άλλου προσώπου ή αρνείται να παραδώσει τούτο στην αρμόδια υπηρεσία. Με την ίδια, επίσης,
ποινή τιμωρείται όποιος κατέχει ή χρησιμοποιεί πλαστό διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο.
474
αμέσως μετά την άφιξη του μεταφορικού μέσου να παραδίδουν στις υπηρεσίες του αστυνομικού
ελέγχου διαβατηρίων δελτία άφιξης ή καταστάσεις των επιβατών που είναι υπήκοοι τρίτων
χωρών, τους οποίους μεταφέρουν και προορίζουν για την Ελλάδα και αντίστροφα. Την ίδια
υποχρέωση έχουν κατά την άφιξη αεροπλάνων μη τακτικών πτήσεων από τρίτες χώρες. Με
απόφαση του Υπουργού ∆ημόσιας Τάξης καθορίζονται τα στοιχεία των ανωτέρω δελτίων ή
καταστάσεων. 6. Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων
στη θάλασσα, καθώς και της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις
επιταγές του διεθνούς δικαίου της θάλασσας».
Σχετικά με την υποχρέωση των αερομεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών βλ.
και την προσαρμογή στην Οδηγία 2004/82/ΕΚ με το Π.∆. 53/2008 (ΦΕΚ Α’ 84).
Βλ. Αρετής Γρηγορίου, Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα δικαιώματα και υποχρεώσεις
αλλοδαπών, ∆∆ικ, 2008, σελ. 553 επ., Νικολάου Χατζηνικολάου, Η ποινική καταστολή της
παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη:
αναζητώντας την αξιολογική συνοχή της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής
προσέγγισης, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 213 επ. και Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Η
ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1434 επ.
1650
Το άρθρο τρίτο, για τη δωροδοκία, όπως αντικαταστάθηκε από την § 4 του άρθρου 2 Ν.
3666/2008 (ΦΕΚ Α’ 105/10.6.2008), προβλέπει: «1. Οι υπαίτιοι των πράξεων της παθητικής και
ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου, που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του από 27.9.1996
Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κυρώνεται με το νόμο αυτόν, τιμωρούνται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρούνται αν η αξία των δώρων
υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. 3. Στις περιπτώσεις αυτές το
δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση των δώρων που δόθηκαν ή της αξίας τους».
Το άρθρο τέταρτο, για την Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ορίζει: «1. Όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή
εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση
πληροφοριών ή με τη μη κατά τον προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή
των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή
παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των
προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,
τιμωρείται με φυλάκιση. 2. Αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των
25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό
των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη».
Το άρθρο έκτο, τέλος, προβλέπει: «Όποιος καταρτίζει ή χορηγεί πλαστές, ανακριβείς ή ελλιπείς
δηλώσεις ή έγγραφα, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση των πράξεων που
προβλέπονται στα άρθρα τέταρτο και πέμπτο του νόμου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση αν τα
ανωτέρω έγγραφα ή δηλώσεις έχουν σχέση με πράξεις του τέταρτου άρθρου και με φυλάκιση
μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, αν έχουν σχέση με την πράξη του πέμπτου άρθρου, αν
δεν τιμωρείται βαρύτερα ως αυτουργός ή συμμέτοχος για τις πράξεις αυτές».
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το άρθρο έκτο, στο μέτρο που παραπέμπει στο άρθρο πέμπτο,
στην περίπτωση, δηλαδή, που κάποιος καταρτίζει ή χορηγεί πλαστές, ανακριβείς ή ελλιπείς
δηλώσεις ή έγγραφα, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση «απάτης ελάσσονος αξίας σε
βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (άρθρο πέμπτο), δεν
μπορεί να συγκροτήσει την έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας» του Ν. 3691/2008, αφού η
απαρίθμηση του νόμου είναι περιοριστική και ο νόμος δεν παραπέμπει στο άρθρο πέμπτο του Ν.
2803/2000.
Βλ. σχετικά, Ηλία Αναγνωστόπουλου, Απάτη και κοινοτική απάτη (άρθρα τέταρτο έως έκτο Ν.
2803/2000), ΠοινΧρ, 2001, σελ. 759 επ., Όλγας Τσόλκα, Απάτη σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: άρθρο τέταρτο του νόμου 2803/2000, ΠοινΧρ,
2001, σελ. 750, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η σχέση απάτης κατά του δημοσίου και της
λεγόμενης «κοινοτικής απάτης», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 977 επ., Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Κοινοτική Απάτη – Άρθρα τέταρτο έως έκτο του Ν. 2803/2000, στο Νέστορα
Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η
476
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 95-113, Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Η Κοινοτική Απάτη, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 7 επ., του ιδίου, Ο Ποινικός Κώδικας
ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, όπ.παρ., σελ. 10, όπου
ιδιαίτερα εύστοχα σημειώνει ότι στο πλαίσιο της κοινής περιφερειακής ή διεθνούς αντιμετώπισης
συγκεκριμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως είναι, για παράδειγμα, οι ευρωαπάτες,
«διαπλάσσεται ήδη ένα ιδιότυπο σύστημα γενικών ποινικών κανόνων, ένα δεύτερο γενικό μέρος,
που ισχύει ειδικά για τα συγκεκριμένα εγκλήματα και παράλληλα με το γενικό μέρος του εκάστοτε
κράτους μέλους, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει αδιέξοδα και ανισότητες» και Nikos Passas /
David Nelken, The thin line between legitimate and criminal enterprises: Subsidy Frauds in the
European Community, Crime, Law and Social Change, vol. 19, no. 3, 1993, σελ. 223 – 243.
Εξάλλου, για τη σχέση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με το
επίπεδο διαφθοράς μιας χώρας, βλ. ιδίως, Brendan Quirke, Croatia: Fighting EU Fraud a case of
work in progress?, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 123 επ. Για τα
προβλήματα που δημιουργεί ο κατακερματισμός των εθνικών νομοθεσιών στην καταπολέμηση
της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, βλ. Ulrich Sieber, Eurofraud:
organised fraud against the financial interests of the EU, Crime, Law and Social Change, vol. 30,
no. 1, 1998, σελ. 1 – 42. Για μια αναλυτική κριτική παρουσίαση, τέλος, των αρμοδιοτήτων της
OLAF (Office Européen de Lutte Anti-Fraude – OLAF) αναφορικά με την καταπολέμηση της
απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διαφθοράς, βλ.
Severin Glaser, Legal Protection against OLAF – The European fraud watch dog, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 361 – 391.
1651
Σύμφωνα με το άρθρο 29 Ν. 3340/2005: «1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, χρησιμοποιεί εν γνώσει του
προνομιακές πληροφορίες για να αποκτήσει ή να διαθέσει, ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου,
χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως
δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης
παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο
ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει
τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ».
Σύμφωνα δε, με την πρόβλεψη του άρθρου 30 του ιδίου νόμου: «1. Τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την
εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος
περιουσιακό όφελος: (α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές
μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή (β) διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης,
του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις
ή φήμες. 2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά
συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον: (α) η αξία των παράνομων
συναλλαγών υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ή (β) αποκομίζει ο ίδιος ή προσπορίζει σε
τρίτον περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ».
Βλ. σχετικά, Γιάννη Βελέντζα, Προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που
κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς. Ερμηνευτική
προσέγγιση του νέου νομοθετικού πλαισίου (Ν. 3340/2005) και της σχετικής νομοθεσίας που
εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση, ΕΤΡΑΞΧΡ∆, 2006, σελ. 3 επ.
477
1652
Βλ. το άρθρο 2 Ν. 2656/1998, για την «ευθύνη νομικών προσώπων», που ορίζει: «Κάθε
Μέρος θα λάβει όσα μέτρα είναι αναγκαία, σύμφωνα με τις νομικές του αρχές, για να θεσπίσει
και την ευθύνη των νομικών προσώπων για τη δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού».
1653
Και συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 2656/1998 για «το αδίκημα της δωροδοκίας
των ξένων δημόσιων λειτουργών», ορίζει: «1. Κάθε Μέρος θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα έτσι
ώστε να θεμελιώνεται αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το δίκαιό του, όταν κάποιος με πρόθεση
προσφέρει υπόσχεται ή παραχωρεί ένα μη οφειλόμενο αντάλλαγμα, χρηματικό ή άλλο σε ξένο
δημόσιο λειτουργό είτε αμέσως είτε μέσω ενδιάμεσων προσώπων, προς όφελος αυτού ή τρίτων
για ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη του λειτουργού αυτού κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών
καθηκόντων του προκειμένου να αποκτήσει ή να διατηρήσει μια επιχείρηση ή κάποιο άλλο μη
οφειλόμενο πλεονέκτημα στο πλαίσιο των διεθνών επιχειρηματικών συναλλαγών. 2. Κάθε Μέρος
θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε να στοιχειοθετεί ως αξιόποινη πράξη η συμμετοχή σε
πράξη δωροδοκίας ξένου δημόσιου λειτουργού και ότι στην έννοια της συμμετοχής θα
περιλαμβάνεται η υποκίνηση, η συνέργεια, η συμπαράσταση, καθώς και η έγκριση μιας πράξης
δωροδοκίας. 3. Τα αδικήματα των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2 αναφέρονται κατωτέρω στο
παρόν ως «δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού». 4. Για το σκοπό της Σύμβασης: α)
«Αλλοδαπός δημόσιος λειτουργός» σημαίνει, οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει ένα νομοθετικό
διοικητικό ή δικαστικό αξίωμα μιας ξένης χώρας είτε είναι διορισμένο είτε εκλεγμένο, οποιοδήποτε
πρόσωπο που ασκεί ένα δημόσιο λειτούργημα για μια ξένη χώρα, περιλαμβανομένης μιας
δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιας επιχείρησης και οποιοσδήποτε λειτουργός ή αντιπρόσωπος
δημόσιου διεθνούς οργανισμού. Β) η «Ξένη χώρα» περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα και
υποδιαιρέσεις της Κυβέρνησης, από εθνική μέχρι τοπική. Γ) «Πράξη ή αποχή από πράξη σε
σχέση με την εκτέλεση των επισήμων καθηκόντων» περιλαμβάνει οποιαδήποτε χρήση της θέσης
του δημόσιου λειτουργού είτε εντός της εξουσιοδοτημένης αρμοδιότητας του λειτουργού είτε όχι».
Βλ. σχετικά την κριτική του Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 240, σύμφωνα με
τον οποίο, τόσο τα μέτρα του Ν. 2803/2000, όσο και των Ν. 1608/1950 για τους καταχραστές του
∆ημοσίου και Ν. 2656/1998 για την παθητική και ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλων, «είναι
αποσπασματικά, με έλλειψη ορθής ρύθμισης, μέτρα στα οποία ο νομοθέτης προχώρησε λόγω
των διεθνών υποχρεώσεών του, χωρίς ιδιαίτερη πίστη σ’ αυτά».
1654
Πρβλ. την σχετική κριτική του Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των
κανόνων», όπ.παρ., σελ. 159, σύμφωνα με τον οποίο, «η επαγωγή επ’ άπειρον (regressus ad
infinitum) που χαρακτηρίζει την πρόσθεση νέων “βασικών” αδικημάτων ή η υπαγωγή τους στη
γενική ρήτρα του Νόμου είναι προφανής. Αποδεικνύεται προφανώς περιττή η απαρίθμηση
478
Αν, όμως, στην ανωτέρω περίπτωση, δεν υπάρχει πλέον η περιγραφή της
ίδιας αξιόποινης συμπεριφοράς στη νέα μορφή της διάταξης, τότε η διατήρηση
της αρίθμησης του άρθρου του νόμου που την προέβλεπε, δεν υποκαθιστά την
έλλειψη αυτή, με αποτέλεσμα η «νέα» διάταξη να μην είναι δυνατό να υπαχθεί
στην έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας».
γ) Σε περίπτωση, τέλος, αλλαγής αρίθμησης του άρθρου του νόμου, που
τυποποιούσε την αξιόποινη συμπεριφορά, χωρίς καμιά αλλαγή στο περιεχόμενο
της υπό νέα αρίθμηση διάταξης, η περιγραφή της αξιόποινης πράξης παραμένει
ακριβώς η ίδια με εκείνη που περιγράφει ο νομοθέτης στο άρθ. 3 Ν. 3691/2008
και επομένως, η διάταξη αυτή, με τη νέα πλέον αρίθμησή της, θα εξακολουθήσει
να υπάγεται στην έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας».
Στη δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων, σύμφωνα με τη διάκριση που
επιχειρήσαμε ανωτέρω, στην οποία υπάρχει παραπομπή σε συγκεκριμένα
άρθρα ειδικών ποινικών νόμων, χωρίς κάποια ειδικότερη αναφορά στην
περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς, που τυποποιείται εκεί, οι ενδεχόμενες
μεταγενέστερες νομοθετικές αλλαγές θα έχουν τις ακόλουθες συνέπειες:
α) Σε περίπτωση κατάργησης είτε του συγκεκριμένου άρθρου, είτε
συνολικά του νόμου στον οποίο παρέπεμπε με την οικεία υποπερίπτωση ο Ν.
3691/2008, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα σημείο αναφοράς και προσδιορισμού
της εγκληματικής συμπεριφοράς, την οποία, μέχρι της καταργήσεώς της,
κατηγοριοποιούσε ο Ν. 3691/2008 στο άρθ. 3. Το γεγονός ότι ο ερμηνευτής
γνωρίζει το είδος της εγκληματικής συμπεριφοράς, που η καταργηθείσα πλέον
διάταξη τυποποιούσε, δεν επιτρέπει την ερμηνευτική χρήση άλλης παρόμοιας
διάταξης, η οποία ενδεχομένως υπάρχει σε άλλον ειδικό ποινικό νόμο, γιατί κάτι
τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη, ως θεμελιώνουσα αξιόποινο, αναλογική
ερμηνεία1655.
β) Σε περίπτωση τροποποίησης ή αντικατάστασης του άρθρου του νόμου
στο οποίο παραπέμπει ο Ν. 3691/2008, το σημείο αναφοράς του άρθ. 3 Ν.
3691/2008 παραμένει σταθερό για όσο χρόνο παραμένει σε ισχύ το άρθρο του
νόμου στο οποίο παρέπεμπε εξαρχής. Η νομοτεχνική επιλογή της αναφοράς
συγκεκριμένου άρθρου και η παντελής απουσία περιγραφής της αξιόποινης
πράξης που τυποποιείται στο άρθρο αυτό και υπάγεται στην έννοια της
1655
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση του Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 128 – 129.
480
1656
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση του Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 130.
481
1657
Βλ. Ελένης Καμπέρου – Ντάλτα, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος –
Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, όπ.παρ., σελ. 174. Γενικά για
τους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου, βλ. ενδεικτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Εξωτερικοί όροι
του αξιοποίνου, εκδ. Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1983 και Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Οι
εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 159 επ.
1658
Αν ληφθεί υπόψη ότι η νομιμοποίηση εσόδων είναι ένα αδίκημα εξαρτημένο από την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η προς νομιμοποίηση
περιουσία, σε περίπτωση που το «βασικό έγκλημα» δεν είναι αξιόποινο κατά το δίκαιο του τόπου
τέλεσης, δεν είναι λογικά δυνατό να γίνει λόγος για συγκρότηση του αδικήματος της
νομιμοποίησης εσόδων. Βλ. αναλυτικά, Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην
Ευρωπαϊκή Ένωση – Σημαντικές όψεις και προοπτικές εξέλιξης, όπ.παρ., σελ. 129 επ. και
ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ., το οποίο, υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, είχε υιοθετήσει πλήρως την εδώ υποστηριζόμενη θέση.
1659
Για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που υπήρξαν, ως προς το ζήτημα του αξιόποινου χαρακτήρα
του βασικού αδικήματος που τελέστηκε στην αλλοδαπή και συνδέεται με πράξη νομιμοποίησης
που τελέστηκε στην Ελλάδα, Βλ. αναλυτικά, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 91 επ.
1660
Ibid, σελ. 94.
1661
Ibid, σελ. 95.
482
1662
Αυτή, εξάλλου, είναι η λύση που προκρίνεται και στην περίπτωση του εγκλήματος της
αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος του άρθρου 394 ΠΚ. Βλ. σχετικά, Άννας Ψαρούδα
– Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη: νομική φύση, νομιμοποίηση του πολιτικώς
ενάγοντος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1982, σελ. 97.
1663
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 96 και του
ιδίου, Ποινική δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα τελούμενα επί πλοίου, εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σελ. 174 – 175.
483
1664
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
1665
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945,
υποσημ. 11, όπου τονίζει ότι παραμένει άγνωστο «γιατί επιλέχθηκε ο αδόκιμος τίτλος
“αντικείμενο” και γιατί θεωρήθηκε αναγκαίο στο νόμο “για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας” να επαναληφθεί εμφατικά στο άρθρο 2 § 1 ποιο είναι το αντικείμενο του παρόντος
νόμου».
1666
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 59.
1667
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
484
πράγματος με την έννοια της μεταβολής της μορφής του1668. Κατά συνέπεια,
αυτή η πράξη τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
περιλαμβάνει κάθε πράξη με την οποία αλλοιώνεται η μορφή του πράγματος1669.
Η «μεταβίβαση» είναι πιο απλή διαδικασία και συνίσταται στην
παραχώρηση των προϊόντων του εγκλήματος σε κάποιον τρίτο, με τέτοιο τρόπο,
ώστε αυτός να ασκεί πλέον τη φυσική εξουσίαση πάνω στα συγκεκριμένα
περιουσιακά στοιχεία, να έχει, δηλαδή, την κατοχή τους1670.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η «μετατροπή», όσο και η
«μεταβίβαση», ως πράξεις τέλεσης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων,
αποτελούν στην ουσία τους νομοθετική αναγωγή απόπειρας σε ολοκληρωμένο
έγκλημα, αφού δεν απαιτείται για την ολοκλήρωσή τους να έχει επιτευχθεί και η
συγκάλυψη της παράνομης περιουσίας, αλλά αρκεί η προσφορότητα της
συγκεκριμένης πράξης για το σκοπό αυτό1671.
Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο τέλεσης, που περιγράφεται στο στοιχ. β’
του άρθ. 2 § 2 Ν. 3691/2008, «νομιμοποίηση» συνιστούν και όλες οι πράξεις
μέσω των οποίων αποκρύπτεται ή συγκαλύπτεται η αλήθεια όσον αφορά τη
φύση, την προέλευση, τη διάθεση, διακίνηση ή χρήση της περιουσίας, ή τον τόπο
όπου αυτή βρίσκεται ή αποκτήθηκε, ή την κυριότητα ή άλλα δικαιώματα επί της
περιουσίας ή σχετικών με αυτήν δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση
αυτή, ο δράστης δεν εξαφανίζει, ούτε κρύβει τα παράνομα περιουσιακά στοιχεία,
παρά μόνο κρύβει ή συγκαλύπτει την αλήθεια ως προς τη φύση και την
προέλευσή τους και με τη συμπεριφορά του δημιουργεί πλάνη ως προς το που
ακριβώς βρίσκεται, από πού προέρχεται και ποια είναι η φύση της συγκεκριμένης
περιουσίας. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει με ασφάλεια από τη γραμματική
διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης, η οποία χρησιμοποιεί την παρατακτική
σύνδεση με τον σύνδεσμο «ή» των δύο πράξεων τέλεσης της «απόκρυψης» και
της «συγκάλυψης», με αποτέλεσμα η αλήθεια της προέλευσης της συγκεκριμένης
1668
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 157.
1669
Για τις δυνατότητες παραδόξων που μπορούν να δημιουργηθούν κατά την εφαρμογή στην
πράξη της περίπτωσης της τέλεσης ξεπλύματος με την «μετατροπή» της περιουσίας, βλ.
Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 168.
1670
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995 ανάλογη θέση της Ελισσάβετ
Συμεωνίδου- Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 260.
1671
Ibid, σελ. 261, υποσημ. 9.
485
1672
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 61.
1673
Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ότι η διάταξη του άρθρου 2 § 2 στοιχ. δ’ Ν.
3691/2008 τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού με τις πράξεις των άλλων περιπτώσεων του ίδιου
άρθρου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της
κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928 – 929.
486
1674
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928. Πρβλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919, η οποία υποστηρίζει ότι αναφορικά με την
«τοποθέτηση» «η ξεχωριστή τυποποίηση δεν υπήρξε αναγκαία για την τυχόν κάλυψη κάποιου
κενού, ενώ αντίθετα ενέχει τον κίνδυνο της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αξιοποίνου σε πράξεις
που δεν εκφράζουν αντικειμενικά ακόμη ούτε καν προσπάθεια νομιμοποίησης του παράνομου
εσόδου», αφού η πράξη αυτή υπάγεται στη γνωστή έννοια της νομιμοποίησης, «ως συγκάλυψης
της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αναφορικά με την προέλευση της περιουσίας». Ενώ
και «η διακίνηση καθεαυτήν μπορεί κάποτε, με βάση τα επιμέρους χαρακτηριστικά της, να
αποτελεί συγκάλυψη ή απόκρυψη της αληθούς προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που
διακινούνται ή μετατροπή ή μεταβίβαση αυτών αντικειμενικά πρόσφορη για απόκρυψη ή
συγκάλυψη της προέλευσής τους».
1675
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1676
Ibid, σελ. 929.
1677
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 910.
487
1678
Βλ. ανάλογο προβληματισμό, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική δογματική και η απήχησή της
στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 289 επ., Σταύρου – Ομήρου
Χούρσογλου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 2593/2006 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑθ, όπ.παρ.,
σελ. 1571, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την
ενσωμάτωση στη νομοθεσία τους τους τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τους Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ.,
σελ. 625, του ιδίου, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 67 – 68, Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
928 και Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
918. Πρβλ. μέρος της ελληνικής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία, κατά την εφαρμογή του
προϊσχύοντος Ν. 2331/1995, γινόταν δεκτό ότι από μόνη της η κατάθεση σε τραπεζικό
λογαριασμό, του περιουσιακού προϊόντος που προερχόταν από προηγούμενη εγκληματική
δραστηριότητα, χωρίς κανένα άλλο αντικειμενικό στοιχείο, συνιστούσε ήδη πράξη νομιμοποίησης
εσόδων. Βλ. ενδεικτικά, ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ., ΣυμβΑΠ 1611/2007,
ΠοινΧρ, 2008, σελ. 527 επ., ΣυμβΠλημΑθ 2912/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 167 επ. και
ΣυμβΠηλμΘεσ 51/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1037 επ. Πρβλ. και το ΣυμβΠλημΑθ 2593/2006, ΝοΒ,
2006, σελ. 1566 επ., το οποίο έκανε δεκτό ότι «η απλή κατάθεση από τον ίδιο σε τραπεζικό του
λογαριασμό δε διαφέρει στην ουσία σε τίποτε από την απλή απόκρυψη στο σπίτι του», αφού η
πράξη αυτή ναι μεν συνιστά απόκρυψη, δεν είναι, όμως, ικανή να προσδώσει κανένα «νόμιμο
τίτλο» στα παράνομα έσοδά του. Βλ. τέλος και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου
«Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 915, σύμφωνα με την
οποία, ακριβώς επειδή «η τοποθέτηση των εσόδων σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι
αντικειμενικά πρόσφορη να άγει σε νομιμοφάνεια τους προέλευσης των εσόδων», θα ήταν
«νομοτεχνικά ορθότερο να διαγραφεί το εδ. δ’».
1679
Με τον όρο “hawala” νοείται ένα υπόγειο προφορικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βασίζεται
στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων μερών και στο πλαίσιο του οποίου, δεν
τηρούνται κανενός είδους γραπτά αρχεία. Σύμφωνα με το σύστημα της “hawala”, παραδείγματος
χάριν, οι πληρωμές κατατίθενται σε μια χώρα σε έναν έμπιστο «μεσίτη» και κατά την ίδια μέρα
γίνεται ανάληψη μέσω ενός άλλου μεσίτη, που βρίσκεται σε μια άλλη χώρα. Για το σύστημα
λειτουργίας της “hawala”, βλ. αναλυτικά, Nikos Passas, Formalizing the Informal? Problems in the
National and International Regulation of Hawala, όπ.παρ., σελ. 8 – 9, Saeed Al-Hamiz, Hawala: A
U.A.E. Perspective, όπ.παρ., σελ. 30 – 31 και Jay Albanese, North American Organized
Crime,όπ.παρ., σελ. 15.
489
1680
Βλ. όμοια θέση υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν. 2331/1995, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ. 383,
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ.,
σελ. 390 και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περ. 465.
1681
Βλ. το αναφερόμενο παράδειγμα σε Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 390.
1682
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
919.
1683
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
490
1684
Όμοια είναι η θέση που έχουν πάρει ο Πολυχρόνης Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και η Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και
δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
1685
Βλ. Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920.
1686
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 63 – 64 και
Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
919.
491
παράνομων εσόδων, σημαίνει ότι δεν αρκεί η απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά,
επιπροσθέτως, απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένης ομαδοποίησης, οργάνωσης
και σχεδίου για την τέλεση του σχεδιαζόμενου εγκλήματος. Θα πρέπει, δηλαδή, η
σύμπραξη των δύο τουλάχιστον ατόμων να παίρνει το χαρακτήρα μιας
μονιμότερης συσσωμάτωσης, με μια σχετική προοπτική διάρκειας, που να
αποτελεί μια υπαρκτή, αυτόνομη εστία κινδύνου και να παράγει σημαντικές
προοπτικές εγκληματικής συμπεριφοράς. Έτσι, σε αντιδιαστολή, μια ευκαιριακή
συμφωνία, που δεν αποδεικνύεται ότι έχει τη μορφή της «σύστασης», δεν είναι
δυνατό να θεωρηθεί αρκετή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.
Ως «συμμετοχή» κάποιου ως μέλους σε ήδη υπάρχουσα εγκληματική
οργάνωση ή ομάδα, θα πρέπει να νοηθεί η υποταγή της ατομικής του βούλησης
στην οργάνωση ή ομάδα και η ενεργητική συμμετοχή του σ’ αυτή, χωρίς να είναι
αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του συγκεκριμένου μέλους σε όλες τις κατ’
ιδίαν πράξεις της οργάνωσης ή ομάδας. Εξάλλου, η απλή υποστήριξη των
σκοπών της οργάνωσης ή ομάδας, προφανώς, δεν καθιστά κάποιον τρίτο μέλος
της, αφού απαιτείται η οργανική και ενεργητική συμμετοχή του σ’ αυτή.
Υποκειμενικά, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες προϋποθέτει δόλο, ο οποίος μπορεί να είναι κατ’ αρχήν
οποιουδήποτε βαθμού. Συνεπώς, από πλευράς υποκειμενικής υπόστασης αρκεί,
καταρχήν, και ο ενδεχόμενος δόλος για την κάλυψη των στοιχείων της
αντικειμενικής υπόστασης1687.
Στην περίπτωση του πρώτου, δεύτερου και τρίτου τρόπου τέλεσης, που
τυποποιούνται στις διατάξεις του άρθ. 2 § 2 στοιχ. α), β) και γ) Ν. 3691/2008,
απαιτείται, επιπλέον, τουλάχιστον άμεσος δόλος («εν γνώσει»), που να
επικαλύπτει την προέλευση της συγκεκριμένης περιουσίας από την τέλεση
προηγούμενης «εγκληματικής δραστηριότητας», ενώ, αφού κάτι τέτοιο δεν
προβλέπεται στα στοιχεία δ) και ε), στις περιπτώσεις αυτές αρκεί δόλος
οποιουδήποτε βαθμού1688.
1687
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 165. Από τη
νομολογία βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 2458/2005, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 622 επ., ΣυμβΑΠ 402/2004,
ΠοινΛογ, 2004, σελ. 525 επ., ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ., ΣυμβΠλημΑθ
1330/2006, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 727 επ. και ΣυμβΠλημΑλεξ 16/1999 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 376 επ.
1688
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
492
Η απάντηση στο ζήτημα αυτό έχει δοθεί από παλαιότερη ορθή κρίση του
Αρείου Πάγου1692, ο οποίος δέχθηκε ότι για την συνδρομή της κρίσιμης μορφής
του δόλου, απαιτείται η εξειδικευμένη, σαφής και αναλυτική γνώση της
ταυτότητας της προηγούμενης εγκληματικής πράξης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει
να γίνει ερμηνευτικά δεκτό, ότι δεν αρκεί το γνωστικό περιεχόμενο του δόλου του
δράστη της νομιμοποίησης εσόδων να αφορά μόνο το γεγονός ότι το
συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο έχει αξιόποινη προέλευση, αλλά θα πρέπει
να επεκτείνεται και στην ίδια την αξιόποινη πράξη που το δημιούργησε. Θα
πρέπει, δηλαδή, ο δράστης της νομιμοποίησης να γνωρίζει με ακρίβεια το
πρόσωπο του δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, το
χρόνο και τον τόπο τέλεσης, το είδος του τελεσθέντος εγκλήματος, το είδος και
την έκταση των περιουσιακών ωφελημάτων που αποκόμισε ο δράστης του
βασικού εγκλήματος, αλλά και αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η συγκεκριμένη
πράξη είναι πράγματι αξιόποινη1693. Η παραδοχή αυτή έχει ως συνέπεια, ότι η
απόφαση ή το τυχόν παραπεμπτικό βούλευμα, θα πρέπει να περιέχουν ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία1694 σε σχέση με όλες αυτές τις γνωστικές
παραμέτρους του περιεχομένου του δόλου του δράστη, γιατί διαφορετικά η
σχετική κρίση θα είναι αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου, αναιρετέα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά σε σχέση με την τελευταία, ευρύτατη
κατηγορία εγκλημάτων, του άρθ. 3 στοιχ. ιθ) Ν. 3691/2008, ο δράστης
περιστάσεις; Προφανές καθίσταται ότι η διατύπωση αυτή είναι όχι μόνον περιττή, αλλά εγείρει
ζήτημα υπέρβασης του ορίου της ερμηνευσιμότητάς της».
1692
Βλ. ιδίως ΑΠ 372/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 208 επ., ΑΠ 402/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 134
επ. και ΣυμβΑΠ 1611/2007, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 527 επ.
1693
∆εν απαιτείται, ασφαλώς, ο δράστης νομιμοποίησης να γνωρίζει ότι το έγκλημα από το οποίο
προέρχεται το προς νομιμοποίηση περιουσιακό προϊόν συμπεριλαμβάνεται στην περιοριστική
απαρίθμηση του άρθρου 3 Ν. 3691/2008, αλλά απαιτείται να γνωρίζει, για παράδειγμα, ότι
προέρχεται από εμπορία ναρκωτικών, χωρίς να ενδιαφέρει η γνώση του σχετικά με την ένταξη
του εγκλήματος της εμπορίας ναρκωτικών στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 3 Ν.
3691/2008. Πρβλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 166, ο
οποίος φαίνεται να δέχεται ότι ο δράστης νομιμοποίησης απαιτείται να γνωρίζει τουλάχιστον ως
ενδεχόμενο ότι το περιουσιακό προϊόν προέρχεται από «εγκληματική δραστηριότητα» και
Βασιλείου Πετρόπουλου, Ζητήματα υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τους
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 § 5 του Ν. 3691/2008),
όπ.παρ., σελ. 959, ο οποίος υποστηρίζει ότι η «γνώση» ως στοιχείο της υποκειμενικής
υπόστασης του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων «αφορά μόνον στη σύνδεση περιουσίας και
εγκληματικής δραστηριότητας και όχι στις συνθήκες τέλεσης του βασικού εγκλήματος».
1694
Βλ. ΑΠ 372/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 208, ΑΠ 351/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 206,
ΤριμΕφΠειρ 220/2005, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 1028, ΑΠ 570/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com και ΑΠ 1386/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
“ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com, σύμφωνα με τις οποίες: «η εγκληματική αυτή
δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή
πιθανολογείται αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον
χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία».
494
1695
Το γεγονός ότι απαιτείται η βεβαιότητα ως προς αυτά τα στοιχεία, μειώνει κατά πολύ στην
πράξη τις πιθανότητες υπαγωγής μιας συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο κυρωτικό κανόνα. Κι
αυτό συμβαίνει όχι μόνο για τους τρίτους, που ούτως ή άλλως σπανιότατα θα είναι σε θέση να
γνωρίζουν με βεβαιότητα τα ανωτέρω στοιχεία, αλλά ακόμη και για τον ίδιο το δράστη της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας.
1696
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 100.
1697
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, όπ.παρ.,
σελ. 272 – 273, η οποία υποστηρίζει ότι οι επιπλέον σκοποί, που ρητά αναφέρονται στην
περιγραφή του πρώτου τρόπου τέλεσης, θα πρέπει να θεωρηθούν ως «αναγκαίοι άγραφοι όροι»
και στην τρίτη μορφή νομιμοποίησης, δηλαδή την απόκτηση, κατοχή και χρήση της
νομιμοποιούμενης περιουσίας, καθώς «από προφανή αβλεψία του νομοθέτη, δεν έχουν
περιληφθεί στην περιγραφή του κυρωτικού κανόνα».
495
1698
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 167.
496
1699
Βλ. και το βούλευμα του ΣυμβΠλημΘες 1526/2001, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1249 επ., σύμφωνα
με το οποίο «σε περίπτωση ταύτισης του προσώπου της προηγούμενης πράξης (δηλαδή ενός εκ
των εγκλημάτων που προβλέπονται ως “εγκληματική δραστηριότητα”) με τον δράστη της
νομιμοποίησης εσόδων, έχει ως συνέπεια τον κολασμό αυτού μόνο για την τέλεση της
προηγούμενης πράξης (εγκληματικής δραστηριότητας) και όχι για το έγκλημα της
νομιμοποίησης». Βλ. επίσης ΣυμβΕφΘράκης 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573 επ. και Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1361 επ.
1700
Σύμφωνα με το βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ 1526/2001, «η παροχή της συνδρομής δεν έχει
την έννοια της συνέργειας (άρθρα 45 – 47 ΠΚ), αλλά αυτή της παροχής συνδρομής μετά την
τέλεση της εγκληματικής δραστηριότητας». Βλ. ΣυμβΠλημΘεσ 1526/2001, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
1251.
Για την αναζήτηση, εξάλλου, της ratio της ρύθμισης αυτής στα διεθνή κείμενα, βλ. Γιώργου
∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 170 – 171.
497
1701
Βλ. σχετικά και το γόνιμο προβληματισμό της Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου,
Κακουργήματα στο Ν. 2331/1995: Μοναδική επιλογή για τον νομοθέτη;, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 437, η οποία θεωρεί τη νομιμοποίηση εσόδων, που ως σκοπό έχει τη ματαίωση της δίωξης
της πρότερης πράξης ή τη διασφάλιση της περιουσίας που προήλθε από αυτήν, ως πράξη
συναφείας. Και σημειώνει ότι οι πράξεις συναφείας, που προβλέπονται στο δίκαιό μας, είναι η
αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος και η υπόθαλψη εγκληματία, οι οποίες, κατά τον
προϊσχύοντα Ποινικό Νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 72 § 5, τιμωρούνταν ως μορφές συνέργειας
μετά την πράξη.
1702
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 242.
1703
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 928.
1704
Βλ. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, όπ.παρ., σελ. 273 επ. και 284, Στέφανου Παύλου,
Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περ. 461, Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Η δίκαιη ποινή ως πολιτισμικό
κεκτημένο, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου τους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων,
με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 33, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου
498
1706
Πρβλ. σχετικά με την εφαρμογή της ανάλογης στο ζήτημα αυτό διάταξης του άρθρου 187 §
1 ΠΚ, ΑΠ 87/2000 Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 468, ∆ιατΕισΕφΘεσ 265/98, ΥΠΕΡ, 1999 σελ. 435, ΑΠ
265/2002 ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003, ΠράξΛογ, 2003 σελ. 223, ΑΠ 402/2004,
ΠράξΛογ, 2004 σελ. 261, ΣυμβΕφΑΘ. 3028/2003 ΠοινΧρ, 2005, σελ. 164, ΣυμβΕφΑΘ
1270/2003, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1075, ΑΠ 33/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, ΑΠ 48/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”,
http://lawdb.intrasoftnet.com, ΒουλΣυμβΕφΑιγ. 35/2005 Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 672, ΣυμβΕφΘεσ
491/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, http://lawdb.intrasoftnet.com.
1707
Πρβλ. για τις εγκληματικές οργανώσεις, ΕφΑθ 3244/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 993 επ., ιδίως
σελ. 1012 – 1013.
500
1708
Πολλώ δε μάλλον, τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση εμπλοκής κάποιου σε τέτοιου είδους
οργάνωση ή ομάδα παρά τη θέλησή του.
501
1712
Η καθιέρωση της υποχρέωσης αναφοράς για συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες συνιστά,
σύμφωνα με τη Zerbes, «ένδειξη διάβρωσης των αρχών του ποινικού δικονομικού δικείου στη
σύγχρονη εποχή». Βλ. Ingeborg Zerbes, Υποχρέωση δήλωσης που υπέχουν παράγοντες της
οικονομίας ενόψει της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι
/ Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική
πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 243. Για μια ανάλυση, εξάλλου, της σύγχρονης
503
τάσης να επιβάλλονται ολοένα και περισσότερες υποχρεώσεις συμβολής στο διωκτικό έργο για
ολοένα και περισσότερες ομάδες ιδιωτών που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ή
διαμεσολαβούν εν γένει στις οικονομικές συναλλαγές, βλ. Θεοδώρου Παπακυριάκου, Η ανάθεση
αστυνομικών καθηκόντων σε ιδιώτες ως εργαλείο της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής και
τα όρια ποινικής ευθύνης για την παράβασή τους, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius
Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, ιδίως σελ. 172 επ.
1713
Τα νομικά αυτά πρόσωπα θα πρέπει, για να υπαχθούν στην έννοια του «υπόχρεου νομικού
προσώπου», κατά επιχειρηματική δραστηριότητα, να συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά
πρόσωπα, να ασκούν ή να μεριμνούν, ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει, καθήκοντα διευθυντή ή
διαχειριστή εταιρείας ή εταίρου εταιρείας ή παρόμοιας θέσης, σε άλλα νομικά πρόσωπα ή
σχήματα, να παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική
διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο
ή σχήμα, να ενεργούν ή να μεριμνούν, ώστε να λειτουργούν άλλα πρόσωπα, ως
εμπιστευματοδόχοι ρητού εμπιστεύματος (express trust) ή ανάλογου νομικού σχήματος, να
ενεργούν ως πληρεξούσιοι μετόχων εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη, υπό
την έννοια του στοιχ. α' της § 2 του άρθ. 17 Ν. 3691/2008, και δεν υπόκειται σε απαιτήσεις
γνωστοποίησης και πληροφόρησης κατά την κοινοτική νομοθεσία ή σύμφωνα με ανάλογα διεθνή
πρότυπα ή να μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργεί με ίδιο τρόπο.
1714
Μία από τις κατηγορίες, στην οποία επεκτείνει το άρθρο 263α ΠΚ την ιδιότητα του υπαλλήλου
είναι εκείνη των υπηρετούντων σε τράπεζες (δημόσιες ή ιδιωτικές) που εδρεύουν στην ημεδαπή
κατά το νόμο ή το καταστατικό τους. Βλ. αναλυτικά Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά
Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 99 – 100. Εξάλλου, για την οριοθέτηση της έννοιας της «τράπεζας»,
βλ. Σπύρου Ψυχομάνη, Τραπεζικό ∆ίκαιο. ∆ίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων, Τόμος Ι, (ε’ έκδοση),
εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 5 επ.
1715
Οι ορκωτοί λογιστές θεωρείται ότι εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ.
α’ ΠΚ, στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται για ευρύτερο δημόσιο συμφέρον (άρθρο 2 Ν. ∆.
3329/1955) κατά τις οποίες και έχουν αρμοδιότητα να καταρτίζουν δημόσια έγγραφα, έγγραφα
δηλαδή με πλήρη αποδεικτική ισχύ. Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ.,
σελ. 89 – 90. Πρβλ. Χρήστου Μπάκα, Ιδιωτική Γνωμοδότηση Γνωμοδότηση για την έννοια του
504
υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 886, σύμφωνα με τον οποίο, οι
ορκωτοί λογιστές εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου κατ’ άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ μόνο στην
περίπτωση που εκτελούν καθήκοντα που τους ανατέθηκαν υποχρεωτικά. Αντίθετα κατά την ΑΠ
350/1995, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 720, με εισαγγελική πρόταση Α. Σταθοπούλου, ο ορκωτός λογιστής
ενασκεί δημόσιο λειτούργημα είτε εκτελεί τα καθήκοντά του προαιρετικά (άρθρο 3 Ν. ∆.
3329/1955) είτε υποχρεωτικά (άρθρο 2 Ν. ∆. 3329/1955).
1716
Εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 263α περ. δ’ ΠΚ επεκτείνει την
ιδιότητα του υπαλλήλου και σε άτομα που εργάζονται σε επιχειρήσεις, οργανισμούς ή άλλους
φορείς του δημοσίου τομέα, που διοργανώνουν ή διεξάγουν τυχερά παιχνίδια, αφού τα νομικά
αυτά πρόσωπα εισπράττουν χρηματοδοτήσεις από το ∆ημόσιο.
1717
Η απολύτως κρατούσα άποψη στο ποινικό δίκαιο θεωρεί ότι το ποινικό δίκαιο διαμορφώνει
μια δική του, ευρύτερη, έννοια του υπαλλήλου σε σχέση με την αντίστοιχη του διοικητικού δικαίου.
Βλ. Χρήστου ∆έδε, Ποινικόν ∆ίκαιον. Ειδικόν Μέρος. Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν (Άρθρα 253-
263 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1983, σελ. 21, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά
της πολιτειακής εξουσίας, όπ.παρ. σελ. 42, υποσημ. 34, Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά
Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 79, ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος
(Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή, 1988, σελ. 20 και Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη, Παρατηρήσεις στην ΠλημΑθ 369/1973,
ΠοινΧρ, 1973, σελ. 391.
1718
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 77 – 78.
1719
Ibid, σελ. 91.
505
έννοιας του υπαλλήλου, αν αυτή δεν απορρέει από μια δημόσια σχέση εντολής ή
παραγγελίας από την υπηρεσία1720. Ο τύπος και η διάρκεια αυτής της ανάθεσης
δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο. Κρίσιμο στοιχείο είναι η ανάθεση αυτή να αποτελεί
πράξη με χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, ακόμη και αν η ανάθεση αυτή δεν είναι
ατομική και ειδική, αλλά γενική και συλλογική1721.
Περαιτέρω, στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ως «υπάλληλος», σύμφωνα με
τη διάταξη του άρθ. 1 Ν∆ 2655/1953, θα πρέπει να θεωρηθεί «κάθε πρόσωπο,
που απασχολείται κατά κύριο επάγγελμα και έναντι αμοιβής, ανεξάρτητα με τον
τρόπο πληρωμής του, σε υπηρεσία ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή γενικά
επιχείρησης ή σε οποιαδήποτε εργασία και δεν παρέχει αποκλειστικά ή κατά
κύριο λόγο σωματική εργασία. ∆εν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι υπηρέτες
κάθε κατηγορίας, καθώς και γενικά κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιείται αμέσως
στην παραγωγή σαν βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός
εργάτης ή σαν βοηθός ή μαθητευόμενος στις ανωτέρω κατηγορίες ή παρέχει
υπηρετικές γενικά εργασίες»1722.
Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός κάποιου εργαζομένου, στις περιπτώσεις
αυτές, ως «υπαλλήλου», γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και όχι από το
χαρακτηρισμό που δίνεται στη σύμβαση εργασίας, ή από τον τρόπο
υπολογισμού της αμοιβής του, ή από την ενδεχόμενη κατοχή τυπικών
προσόντων. Η υπαλληλική ιδιότητα, επομένως, κρίνεται από το είδος και τη φύση
της παρεχόμενης εργασίας, η οποία θα πρέπει να είναι, κατά κύριο χαρακτήρα,
πνευματική1723.
Η ιδιαίτερη απαξία, αιτιολογείται, στην περίπτωση της τέλεσης
νομιμοποίησης εσόδων από υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου, από το
γεγονός ότι είναι υπάλληλος νομικού προσώπου, το οποίο έχει εκ του νόμου
υποχρέωση αναφοράς προς τις αρχές1724, και με την πράξη του αυτή
προσβάλλει την δικαιολογημένη προσδοκία της Πολιτείας, όχι μόνο να μην
τελέσει ξέπλυμα ο ίδιος, αλλά και να της παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια για την
1720
Αφού το άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ κάνει λόγο για «ανάθεση».
1721
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 92.
1722
Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης έννοιας του «υπαλλήλου» του εργατικού δικαίου, βλ.
ενδεικτικά, ΑΠ 12/2001, ΕΑΕ∆, 2002, σελ. 516, ΕφΑθ 987/1999, ΕΑΕ∆, 2000, σελ. 15 και
ΕφΠατρ 64/1999, ∆ΕΝ, 2000, σελ. 311.
1723
Βλ. αναλυτικά Κωνσταντίνου Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική (Εφαρμογή –
Νομολογία – Ερμηνεία), (χ.ε), Αθήνα, 2003, ιδίως σελ. 29 – 31.
1724
Και διαδραματίζει, με τον τρόπο αυτό, σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του ξεπλύματος.
506
1725
Βλ. ειδικότερα, Νικολάου Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 76.
1726
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 248.
507
1727
Η προσθήκη αυτής της διακεκριμένης παραλλαγής έγινε κυριολεκτικά «επί του πιεστηρίου»,
αφού δεν υπήρχε ούτε στο προηγηθέν Σχέδιο Νόμου ούτε στο μετέπειτα κατατεθέν στη Βουλή
Νομοσχέδιο, αφού, παράλληλα, προστέθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, στο άρθρο 3 Ν. 3691/2008
ως βασικά αδικήματα τα εγκλήματα της ενεργητικής δωροδοκίας και της δωροδοκίας δικαστή.
1728
Την ερμηνεία αυτή έδωσε η πρώτη απόφαση του Αρείου Πάγου, που επελήφθη του
αναιρετικού ελέγχου της παραπομπής της πρώτης περίπτωσης του «παραδικαστικού
κυκλώματος», ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. και ακολούθησαν τα ΣυμβΑΠ
1432/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,
http://www.dsanet.gr, ΣυμβΑΠ 1646/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του
∆ΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr και ΣυμβΑΠ 1611/2007, ΠοιΧρ, 2008, σελ. 527 επ., που
όλα τους αφορούσαν υποθέσεις του «παραδικαστικού κυκλώματος», παγιώνοντας νομολογιακά
την άποψη αυτή. Πρβλ. την ιδιαίτερα εύστοχη κριτική του Κωνσταντίνου Χατζηκώστα, Μερικές
σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Με αφορμή το βούλευμα ΑΠ
570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 583 επ., ιδίως σελ. 591.
508
1729
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 249.
1730
Για την έννοια και το περιεχόμενο της αρχής τους αναλογικότητας, βλ. ιδίως Θεοχάρη
∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, όπ.παρ., σελ. 42
επ.
1731
Βλ. την εύστοχη κριτική του Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 250, ο οποίος τονίζει ότι: «στην ως άνω νομοθετική επιλογή, διακρίνει κανείς “την
αγωνία του νομοθέτη” να μην κατηγορηθεί ότι διευκόλυνε την παραγραφή υποθέσεων του
λεγόμενου “παραδικαστικού κυκλώματος”».
1732
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 252 – 255.
509
1733
Για την έννοια της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, βλ. ιδίως, Ελισάβετ Συμεωνίδου
– Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1990. Ενώ, για τη δικονομική διάσταση των νομικών αυτών εννοιών, βλ. ∆ημητρίου
Συμεωνίδη, ∆ικονομικές όψεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000. Βλ. επίσης, Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Τινά περί «ξεπλύματος»:
Λογική – συστηματική ερμηνεία και εντροπία του Ν. 2331/1995, στα Πρακτικά του 4ου
Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007,
σελ. 243, Νικολάου Λίβου, Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρο
13 περ. στ’ ΠΚ), ΠοινΧρ, 1996, σελ. 1374 επ. και Παναγιώτη Ραπτόπουλου, Κατ’ επάγγελμα και
κατ’ εξακολούθησιν τέλεση της πράξης (Παραγγελία ΕισΕφΘεσ 670/2-2-2006), ΠοινΧρ, 2007,
σελ. 82 – 83.
1734
Για τη θέση αυτών των ειδικών στοιχείων στη δομή του κυρωτικού κανόνα, έχουν
υποστηριχθεί διάφορες απόψεις στην επιστήμη. Συνοπτικά, ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, Περί
συρροής εγκλημάτων, τόμος Α’, (χ. ε.), Αθήνα, 1966, σελ. 68 επ., υποστηρίζει ότι πρόκειται για
«στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως». Ο Νικόλαος Χωραφάς, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ.,
σελ. 273, τα αντιμετωπίζει ως «πρόσθετο όρο της υποκειμενικής πλευράς του εγκλήματος». Ο
Αλέξανδρος Κατσαντώνης, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 136, υποστηρίζει ότι είναι
«υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου». Ο Νικόλαος Παρασκευόπουλος, Φρόνημα και καταλογισμός
στο Ποινικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 173, θεωρεί ότι είναι «στοιχείο του
καταλογισμού». Η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά
συνήθεια εγκλήματος, σελ. 188, θεωρεί ότι είναι «στοιχείο που συμβάλλει στην περιγραφή της
αξιόποινης συμπεριφοράς». Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης, τέλος, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας
(Άρθρα 372 – 384α ΠΚ), (11η έκδοση αναθεωρημένη), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2002, σελ. 115, θεωρεί ότι αποτελούν «υποκειμενικό εξωτερικό όρο του αξιοποίνου».
1735
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Περί συρροής εγκλημάτων, όπ.παρ., σελ. 51 επ. και 56 επ. και
Νικολάου Παρασκευόπουλου, Φρόνημα και καταλογισμός, όπ.παρ., σελ. 170 επ., Χρήστου
Μυλωνόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά τους ιδιοκτησίας και
περιουσίας (άρθρα 372 – 406 ΠΚ), εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, αρ. περιθ. 227 επ. και
Ιωάννη Μανωλεδάκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπ.παρ., σελ. 115.
510
1736
Βλ. και την άποψη του Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 201, ο οποίος
θεωρεί ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο του αυθεντικού χαρακτηρισμού της «κατά συνήθεια»
τέλεσης, επιχείρησε «να ταυτίσει τις κατηγορίες του “καθ’ έξη” και του “κατά συνήθεια”
εγκληματία».
1737
Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 604/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 55 επ., ΑΠ 1275/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ.
695 επ., ΑΠ 1485/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 830 επ., και ΕφΑθ 1161/2000, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
136 επ.
1738
Βλ. Στέφανου Παύλου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΠατρ 167/1996, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 1028
και Νικολάου Λίβου, Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, όπ.παρ., σελ.
1377 επ.
1739
Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1155/2000, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 306, ΑΠ 2464/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ.
104 και ΣυμβΕφΘεσ 221/2007, Ποιν∆ικ, 2008, σελ.1288.
511
1740
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 21 επ. και 175 επ.
1741
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία (άρθρα 50 – 133 ΠΚ), (ζ’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 130.
512
1742
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 118, Αλέξανδρου Κατσαντώνη,
Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β’, εκδ. Γ. Παρισιάνου, Αθήνα, 1972, σελ. 123, Λάμπρου
Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 130. Πρβλ. Στέργιου
Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, όπ.παρ., σελ. 200, σύμφωνα με τον οποίο, «ο θεσμός της υποτροπής
λειτουργεί στο πνεύμα του σκοπού της ποινής ως ανταπόδοσης και έχει ως αιτιολογία το
“αδιόρθωτο” του υπότροπου εγκληματία» και Χρήστου Σιδέρη, Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα
Ποινικόν Κώδικα, εκδ. ΑΦΟΙ Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1979, σελ. 37 επ., ο οποίος συνδυάζει την
υποτροπή και με τους τρεις σκοπούς της ποινής, δηλαδή τη γενική και ειδική πρόληψη, καθώς και
την ανταπόδοση.
1743
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει υποτροπή στην περίπτωση που εξετάζουμε, αν η
προηγούμενη καταδίκη αφορούσε έγκλημα εξ αμελείας, ακόμη και αν συντρέχει το όριο της
ποινής φυλάκισης, που υπερβαίνει τους έξι μήνες, αφού η διάταξη του άρθρου 88 § 1 ΠΚ απαιτεί
την προηγούμενη τέλεση εγκλήματος δόλου.
1744
Υποστηρίζεται, εξάλλου, ότι η υποτροπή θεμελιώνεται ακόμη και όταν η ποινή που
επιβλήθηκε, χαρίστηκε πριν εκτιθεί ή παραγράφηκε ή ανεστάλη υπό όρο, ενώ δεν υπάρχει
υποτροπή όταν η ποινή εξαλείφθηκε με αμνηστία. Βλ. Χρήστου Σιδέρη, Η υποτροπή κατά τον
ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα, όπ.παρ., σελ. 77.
1745
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 132.
1746
Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πενταετία ή δεκαετία αρχίζει να υπολογίζεται από την ημέρα
δημοσιεύσεως της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης και όχι από την επομένη, κατ’ ανάλογη
εφαρμογή υπέρ του κατηγορουμένου της διάταξης του άρθρου 112 ΠΚ. Ibid, σελ. 134.
513
1747
Σύμφωνα με το προϊσχύον άρθρο 88 ΠΚ δεν αρκούσε για τη θεμελίωση της υποτροπής η
αμετάκλητη καταδίκη, αλλά έπρεπε να υπάρχει ολική ή μερική έκτιση της ποινής. Η διάταξη αυτή
αποδεχόταν, στην ουσία, το σωφρονιστικό χαρακτήρα της υποτροπής, αφού στο πλαίσιο της
θεώρησης αυτής, αν ο υπαίτιος δεν είχε υποστεί τις επιδράσεις της σωφρονιστικής αγωγής, δεν
ήταν δυνατό να θεωρηθεί υπότροπος. Με την αναμόρφωση του θεσμού της υποτροπής με το Ν.
1419/1984, ο θεσμός της υποτροπής μεταβλήθηκε από σωφρονιστική σε δικαστική υποτροπή.
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 132, υποσημ.
13 και σελ. 134, υποσημ. 17, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε βιβλιογραφία και νομολογία.
514
1748
Τη σύνδεση της νομιμοποίησης εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα έχουν κατεξοχήν
υποστηρίξει ο Γιώργος ∆ημήτραινας, ο Στέφανος Παύλου και η Ελισάβετ Συμεωνίδου –
Κατσανίδου, σχεδόν σε όλες τις κατ’ ιδίαν επιστημονικές συνεισφορές τους, στις οποίες έχουμε
ήδη εκτενώς αναφερθεί ανωτέρω.
1749
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
921.
1750
Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η συγκεκριμένη διακεκριμένη
παραλλαγή της νομιμοποίησης εσόδων, αλλά θα μπορούσε να είναι εφικτή ακόμη και η
μετάπτωση σε πλημμεληματικές ποινές στις περιπτώσεις που η νομιμοποίηση τελείται από το
ίδιο πρόσωπο και αφορά το προϊόν ενός βασικού εγκλήματος πλημμεληματικής ταυτότητας ή
όταν, ακόμη και υπό τη συνδρομή άμεσου δόλου ως προς το στοιχείο της εγκληματικής
515
οργάνωσης, νομιμοποιείται, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο, το εγκληματικό προϊόν βασικού
εγκλήματος πλημμεληματικού χαρακτήρα, που δεν ξεπερνά τα 15.000 Ευρώ.
516
1751
Για την ιδιότητα του «μέλους» βλ. ιδίως στην Ενότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου την ανάλυση
για την τυποποίηση της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 § 1 ΠΚ.
1752
Εντούτοις, τόσο η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 όσο και η απόφαση –
πλαίσιο της ΕΕ για την ποινικοποίηση του ξεπλύματος ζητούν από τα κράτη – μέλη να
ποινικοποιήσουν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από σοβαρά βασικά αδικήματα. Βλ. αναλυτικά,
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ
διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 56, 58 και 63.
1753
Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις της Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν.
3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920.
517
Ο αποκλεισμός των τρίτων από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του στοιχ. στ’ εδ. α’,
όμως, δεν δικαιολογείται, σε καμιά περίπτωση, αφού έρχεται σε ευθεία αντίθεση
με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του
νόμου. Η αντίθεση, μάλιστα, αυτή, καθίσταται προφανής και αυταπόδεικτη, εάν
ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι δυνατό να προβλέπεται άλλη ποινή για το ξέπλυμα
του ίδιου ποσού εγκληματικού προϊόντος, το οποίο προέρχεται από την τέλεση
πλημμελήματος, όταν υπάρχει ταύτιση στο πρόσωπο του δράστη του βασικού
αδικήματος και της νομιμοποίησης εσόδων και διαφορετική ποινή όταν ο
δράστης τέλεσε μόνο τη νομιμοποίηση1754. Εξάλλου, όποια άποψη και αν δεχθεί
κανείς για το έννομο αγαθό που προστατεύεται μέσω της τυποποίησης της
νομιμοποίησης εσόδων, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι στην ανωτέρω
περίπτωση και οι δύο δράστες το προσβάλλουν εξίσου1755.
Κατά συνέπεια, η διάκριση που γίνεται μεταξύ των στοιχ. στ’ και θ’ του
άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται, γιατί προσβάλλει την
αρχή της ισότητας και επομένως, η ευνοϊκότερη τιμώρηση για τη νομιμοποίηση
προϊόντος που προήλθε από πλημμεληματική πράξη, θα πρέπει στην
περίπτωση του στοιχ. στ’ εδ. α’ να ισχύει και για τον τρίτο, χωρίς
περιορισμούς1756.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του στοιχ. στ’ εδ. β’, με την ίδια ποινή,
δηλαδή με φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή από 10.000 έως
500.000 Ευρώ, τιμωρείται και ο υπαίτιος ξεπλύματος, ο οποίος δεν υπήρξε
συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ
αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού,
ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαίτιου του βασικού αδικήματος.
Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του στοιχ. στ’ εδ. β’
περιλαμβάνει μόνο το δράστη του βασικού αδικήματος ή τους οικείους του και όχι
1754
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
922.
1755
Βλ. και την ορθή επισήμανση της Καϊάφα – Γκμπάντι, ότι «τυχόν επιχείρημα που θα απέδιδε
σε υποκειμενικά στοιχεία την ηπιότερη μεταχείριση για τις περιπτώσεις που δράστης και του
βασικού εγκλήματος και της νομιμοποίησης είναι το ίδιο πρόσωπο, αναιρείται από την ίδια την
επιλογή του νομοθέτη να εξομοιώσει την αντιμετώπιση του τρίτου με αυτήν του δράστη του
βασικού αδικήματος στις περιπτώσεις του στοιχ. θ’ του άρθρου 45 § 1 Ν. 3691/2008». Ibid, σελ.
922, υποσημ. 30.
1756
Ibid, σελ. 922.
519
άλλα τρίτα πρόσωπα, στην περίπτωση των οποίων, σύμφωνα με την ανωτέρω
ανάλυση, θα εφαρμοστεί η πρόβλεψη του στοιχ. α’.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, απαιτείται να συντρέχουν
σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν το πρόσωπο του δράστη της
νομιμοποίησης. Η πρώτη προϋπόθεση, διατυπώνεται αρνητικά και απαιτεί για
την πλήρωσή της, ο δράστης νομιμοποίησης να μην είναι «συμμέτοχος» στη
διάπραξη του βασικού αδικήματος. Με τον όρο αυτό, θα πρέπει να νοηθεί το
άτομο η δράση του οποίου υπάγεται στα στενά κριτήρια της «συμμετοχικής
πράξης», όπως αυτή τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα. Συνεπώς, προκειμένου
να υπαχθεί ο δράστης νομιμοποίησης στην προνομιούχα αυτή παραλλαγή, θα
πρέπει να μην είναι φυσικός ή ηθικός αυτουργός, ούτε απλός ή άμεσος συνεργός
στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέκυψε η προς
νομιμοποίησης περιουσία. Και επιπροσθέτως, θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά
η δεύτερη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία, ο δράστης νομιμοποίησης στην
περίπτωση αυτή, θα πρέπει να έχει στενή συγγενική σχέση με τον «υπαίτιο» -
όρος που παραπέμπει στο φυσικό αυτουργό - της προηγούμενης εγκληματικής
δραστηριότητας. Και συγκεκριμένα, η σχέση συγγενείας1757 που τον συνδέει με το
φυσικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, θα πρέπει να είναι μία από τις
περιοριστικά απαριθμούμενες στη διάταξη του άρθ. 45 § 1 στοιχ. στ’. εδ. β’ Ν.
3691/2008, δηλαδή, θα πρέπει να είναι συγγενής εξ αίματος, ή εξ αγχιστείας, σε
ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού, ή σύζυγος, ή θετός γονέας,
ή θετό τέκνο του υπαιτίου.
Σε περίπτωση δε, που δεν συντρέχει κάποια από τις δύο σωρευτικά
απαιτούμενες προϋποθέσεις, στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω, ο δράστης
νομιμοποίησης δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στην προνομιούχα παραλλαγή του
στοιχ. στ’ εδ. β’, αλλά η πράξη του θα υπάγεται στη βασική ρύθμιση για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες του στοιχ. α’ του άρθ.
45 § 1 Ν. 3691/2008. Εξάλλου, εάν η προς νομιμοποίηση περιουσία προέρχεται
1757
Για την έννοια της «συγγενείας», στην οποία αφιερώνεται το Ένατο Κεφάλαιο του Αστικού
Κώδικα υπό τον ομώνυμο τίτλο, βλ. ενδεικτικά, Ιωάννη ∆εληγιάννη / Χρήστου Κούσουλα,
Οικογενειακό ∆ίκαιο, Η νέα ρύθμιση της συγγένειας και της προστασίας των ανίκανων
προσώπων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 1 επ., Έφης Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη,
Οικογενειακό ∆ίκαιο, Τόμος ΙΙα, Συγγένεια – ∆ιατροφή από το νόμο, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 1 – 9 και Γεωργίου ∆ασκαρόλη, Παραδόσεις Οικογενειακού ∆ικαίου,
Τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992, σελ. 56 – 60.
520
1758
Βλ. τις σοβαρότατες επιφυλάξεις μας, που θα αναλυθούν εκτενώς κατωτέρω, για τη
συνταγματικότητα της διάταξης του στοιχείου ζ’, η οποία δημιουργεί στην ουσία «τεκμαρτές
ποινές», που αναιρούν την ίδια την έννοια της επιμέτρησης, καταστρατηγώντας με τον τρόπο
αυτό τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
1759
Για την ανάλυση των όρων αυτών, βλ. ανωτέρω την Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου.
521
Εκρηκτικών υλών και των παραβάσεων των άρθ. 1611760, 1621761, 1631762,
1641763, 1651764, 1681765, 1691766, 1701767, 1731768 και 1741769 του Κώδικα
Αεροπορικού ∆ικαίου (Ν. 1815/1988).
Από τις προαναφερόμενες πράξεις, μόνο οι παραβάσεις των άρθ. 17 §§ 1
και 3 του Ν. 2168/1993 περί Όπλων, Πυρομαχικών και Εκρηκτικών υλών και
μόνο με τη μορφή της εισαγωγής, εξαγωγής, κατασκευής και εμπορίας είναι
1760
Το άρθρο 161 για την παράνομη πτήση ορίζει: «1. Με φυλάκιση έως έξι μήνες και
χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης αεροσκάφους ο οποίος εκτελεί πτήση: α. χωρίς
υποβολή σχεδίου πτήσεως ή μεταβάλλοντας το σχέδιο κατά την πτήση με αναληθή αιτιολογία, β.
χωρίς εγγραφή του αεροσκάφους στο οικείο μητρώο, γ. χωρίς πιστοποιητικό ικανότητος ή μετά
τη λήξη της ισχύος του. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και ο εκμεταλλευόμενος το
αεροσκάφος».
1761
Το άρθρο 162 για τον Κυβερνήτη χωρίς άδεια ορίζει: «1. Όποιος χειρίζεται αεροσκάφος,
χωρίς να έχει άδεια που ισχύει, τιμωρείται σε φυλάκιση έως δύο έτη και με χρηματική ποινή. 2.
Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται, όποιος επιτρέπει ή ανέχεται το χειρισμό αεροσκάφους από
πρόσωπο το οποίο δεν έχει άδεια που ισχύει».
1762
Το άρθρο 163 για τους παραβάσεις υπηρεσιακών καθηκόντων του κυβερνήτη ορίζει: «Με
φυλάκιση έως έξι μήνες και χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης ο οποίος: α. δεν έχει
στο αεροσκάφος ή δεν τηρεί τα προβλεπόμενα έγγραφα, β. δεν εμφανίζει τους αρμόδιες αρχές ή
καταστρέφει τα έγγραφα που αφορούν το αεροσκάφος, γ. εν γνώσει αναγράφει ή επιτρέπει την
εγγραφή ψευδών στοιχείων στα έγγραφα που αφορούν το αεροσκάφος, δ. εν γνώσει
αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση αεροσκάφους, που δεν έχει ή έχει ψευδή ή παραποιημένα σήματα
εθνικότητας και εγγραφής».
1763
Το άρθρο 164 για την Παράβαση κανονισμών εναέριας κυκλοφορίας ορίζει: «1. Με φυλάκιση
έως έξι μήνες και με χρηματική ποινή τιμωρείται ο κυβερνήτης που παραβαίνει τις διατάξεις για
την εναέρια κυκλοφορία, εφ’ όσον από την πράξη του μπορεί να προκύψει κίνδυνος για την
ασφάλεια των αεροσκαφών. 2. Με φυλάκιση έως ένα έτος και με χρηματική ποινή τιμωρείται ο
εκμεταλλευόμενος αεροσκάφος και ο κυβερνήτης που παραβαίνει τα προβλεπόμενα ελάχιστα
όρια ασφάλειας σε σχέση με τη σύνθεση του πληρώματος, τον αριθμό των επιβατών και το
βάρος των μεταφερόμενων πραγμάτων».
1764
Το άρθρο 165 για την παράβαση υποχρεώσεων του εκμεταλλευομένου αεροσκάφους ορίζει:
«Με φυλάκιση έως έξι μήνες και χρηματική ποινή τιμωρείται ο εκμεταλλευόμενος αεροσκάφος ο
οποίος: α. δεν επιδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ή καταστρέφει τα έγγραφα που αφορούν το
αεροσκάφος, β. δεν έχει την προβλεπόμενη άδεια για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση του
αεροσκάφους, γ. εν γνώσει αναγράφει ή επιτρέπει την αναγραφή ψευδών στοιχείων στα έγγραφα
που φέρει το αεροσκάφος, δ. εν γνώσει επιτρέπει την πτήση αεροσκάφους που δεν έχει ή έχει
ψευδή ή παραποιημένα σήματα εθνικότητας και εγγραφής».
1765
Το άρθρο 168 για την παράνομη φόρτωση ή μεταφορά ορίζει: «1. Με φυλάκιση έως έξι μήνες
και με χρηματική ποινή τιμωρούνται ο κυβερνήτης και ο εκμεταλλευόμενος, αν χωρίς ειδική άδεια
δέχτηκαν στο αεροσκάφος πράγματα των οποίων η μεταφορά κατά τις κείμενες διατάξεις
απαγορεύεται. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος φορτώνει λαθραία σε αεροσκάφος
πράγματα των οποίων η μεταφορά απαγορεύεται κατά τις κείμενες διατάξεις».
1766
Το άρθρο 169 για τη διασάλευση της τάξης ορίζει: «Με φυλάκιση έως ένα έτος ή με
χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος γίνεται πρόξενος διασάλευσης της τάξης στο αεροσκάφος
κατά την πτήση».
1767
Το άρθρο 170 για την παράβαση εντολών του κυβερνήτη ορίζει: «Επιβάτης ή μέλος του
πληρώματος που παραβαίνει εντολή του κυβερνήτη, η οποία αφορά στην ασφάλεια του
αεροσκάφους κατά την πτήση, των προσώπων που επιβαίνουν σ’ αυτό ή των μεταφερόμενων
πραγμάτων τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή με χρηματική ποινή».
1768
Το άρθρο 173 για την πτήση σε απαγορευμένη περιοχή ορίζει: «Με φυλάκιση τιμωρείται ο
κυβερνήτης αεροσκάφους που ίπταται παρανόμως σε απαγορευμένη περιοχή. Το δικαστήριο
μπορεί να διατάξει τη δήμευση του αεροσκάφους».
1769
Το άρθρο 174 για την είσοδο σε απαγορευμένους χώρους ορίζει: «Όποιος χωρίς άδεια της
αρχής εισέρχεται ή οδηγεί ζώο ή τροχοφόρα μέσα σε απαγορευμένους χώρους αεροδρομίου
τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή με χρηματική ποινή».
523
1770
Στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, και ο περιορισμός του στοιχείου
ζ’ η ποινή για τη νομιμοποίηση εσόδων να μην υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση
του βασικού αδικήματος.
1771
Όταν συντρέχει, εξάλλου, η διακεκριμένη παραλλαγή του στοιχ. γ’, δεν εφαρμόζεται ούτε η
διάταξη του στοιχ. ζ’ του άρθ. 45 § 1 Ν. 3691/2008, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του στοιχ. η’.
524
1772
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη διάταξη του εδ. β’ του στοιχείου θ’ η συνδρομή τρόπου τέλεσης
που θεμελιώνει διακεκριμένη παραλλαγή νομιμοποίησης, δεν ανατρέπει τον πλημμεληματικό
χαρακτήρα της διάταξης αυτής, απλά επαυξάνει το πλαίσιο ποινής. Βλ. σχετικά και Πολυχρόνη
Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 259.
1773
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913, σύμφωνα με την οποία, «η ευνοϊκότερη μεταχείριση των φοροφυγάδων και
εισφοροδιαφευγόντων είναι αντικοινοτική, διότι παραβιάζει τη γενική ρήτρα των βασικών
αδικημάτων (ελάχιστη ποινή άνω των έξι μηνών) που δεν επιτρέπει την αναφορά οποιουδήποτε
ελάχιστου ποσού». Πρβλ. την αντίθετη επιχειρηματολογία, που είδαμε και ανωτέρω, της Μαρίας
Καϊάφα- Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 920, σύμφωνα με
την οποία, «∆εν είναι, λοιπόν, ακριβές το αναφερόμενο από την ατιολογική έκθεση του Ν.
3691/2008 ότι η αναφορά οποιουδήποτε ελάχιστου ποσού είναι αντικοινοτική, γιατί παραβιάζει τη
γενική ρήτρα των βασικών αδικημάτων της τρίτης οδηγίας που αναφέρεται σε ελάχιστη ποινή
άνω των 6 μηνών. Και τούτο γιατί ακόμη και η οδηγία, που σημειωτέον δεν επιβάλλει υποχρέωση
ποινικοποίησης στα κράτη μέλη, κατονομάζει το συγκεκριμένο όριο ποινής ως ένδειξη σοβαρών
αδικημάτων. Τούτο σε άλλα κράτη μέλη, με ηπιότερες γενικά από τις δικές μας ποινικές κυρώσεις,
αποδίδει πράγματι σοβαρές αξιόποινες πράξεις που δε θα μπορούσαν να καταληφθούν από την
οδηγία, αν αυτή δεν αναφερόταν σε ένα ελάχιστο όριο που θα κάλυπτε τις διαφορές των ποινών
στα επιμέρους κράτη».
1774
Η φοροδιαφυγή, όμως, όπως είδαμε ανωτέρω, επανήλθε ως «βασικό αδίκημα» με την
προσθήκη της περίπτωσης αυτής με τη διάταξη του άρθ. 77 § 1 Ν. 3842/2010.
525
προς αυτή τούτη τη ratio του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αλλά και των
διεθνών κειμένων στα οποία αυτή στηρίζεται. Γιατί με το να καθίσταται η
νομιμοποίηση εσόδων «παρακολουθηματική» αξιόποινη πράξη όλου σχεδόν του
φάσματος της εγκληματικότητας1775, χάνει το βασικό της στόχο, που είναι η
καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία μπορεί να επιτευχθεί
μέσω της αντιμετώπισης του ξεπλύματος των παράνομων κερδών του, έρχεται
σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, και εν τοις πράγμασι αποκτά
νέα ratio, η οποία είναι η ενίσχυση της αστυνομικής λογικής της εποπτείας στην
οικονομία και στην αγορά1776.
Σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. α’ Ν.
3691/2008, προκειμένου να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει να συντρέχουν
σωρευτικά οι δύο προβλεπόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή η ήπια προβλεπόμενη
ποινική κύρωση για το βασικό αδίκημα, το οποίο θα πρέπει να απειλείται με
ποινή φυλάκισης και το χαμηλό ύψος των παράνομων εσόδων, το οποίο θα
πρέπει να είναι από 15.000 Ευρώ και κάτω.
Εξάλλου, και στην περίπτωση του άρθ. 45 § 1 στοιχ. θ’ εδ. α’ Ν.
3691/2008 ισχύουν όσα αναφέραμε ήδη αναλύοντας τις προϋποθέσεις
εφαρμογής της προνομιούχας παραλλαγής, που τυποποιείται στο άρθ. 45 § 1
στοιχ. στ’ εδ. α’ Ν. 3691/2008, σχετικά με την απαιτούμενη προϋπόθεση της
προβλεπόμενης «φυλάκισης» για το βασικό αδίκημα. Και συγκεκριμένα, υπό τον
όρο αυτό, υπονοείται το γενικώς προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής από την
συγκεκριμένη ποινική διάταξη που τυποποιεί το βασικό αδίκημα, και όχι φυσικά η
ποινή, η οποία, ενδεχομένως, επιβλήθηκε τελικά στο δράστη του βασικού
αδικήματος. Και φυσικά, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά η εξαίρεση της
ενεργητικής, ή παθητικής δωροδοκίας, ή δωροδοκίας δικαστή, θα πρέπει να γίνει
ερμηνευτικά δεκτό ότι στην προνομιούχα αυτή παραλλαγή δεν είναι δυνατό να
υπαχθεί το σε βαθμό πλημμελήματος τελεσθέν βασικό έγκλημα ενεργητικής, ή
1775
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ.
920 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 260 – 262.
Τον όρο «συνοδευτικό έγκλημα» χρησιμοποιεί εύστοχα ο Παύλου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν.
3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 924 και 932.
1776
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 933.
526
1777
Βλ. ανωτέρω στην Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου την ανάλυση των προϋποθέσεων
εφαρμογής της διακεκριμένης παραλλαγής που τυποποιείται στο άρθρο 45 § 1 στοιχ. γ’ Ν.
3691/2008.
1778
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί, πάντως, σύμφωνα με τον Παύλου, η παράλειψη των
υπόλοιπων «ακατανόητων προβλέψεων» του άρθ. 3 § 1 περ. δ’ Ν. 3424/2005, βλ. Στέφανου
Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας
διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ.
930, υποσημ. 37.
1779
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913. Πρβλ. και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ.
267 – 268, ο οποίος τονίζει ότι η εκτίμηση της Αιτιολογικής Έκθεσης «είναι απολύτως εσφαλμένη
και αντιστρατεύεται την αρχή της αναλογικότητας, που, κατά τα άλλα, επικαλείται η αιτιολογική
έκθεση. Η βαρύτητα της πράξης νομιμοποίησης, εξ αντικειμένου δεν μπορεί να είναι σοβαρότερη
από τη διάπραξη του βασικού αδικήματος. Αυτή η λογική αναγκαιότητα, επέβαλε την
προϊσχύσασα ρύθμιση». Και συνεχίζει σημειώνοντας εύστοχα ότι «παρά τα προβλήματά της, η
διάταξη είναι τελικά σημαντική. Γιατί αποτελεί την πρώτη ευθεία αναγνώριση του
παρακολουθηματικού χαρακτήρα της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων έναντι των
βασικών εγκλημάτων».
527
ποινής για ξέπλυμα χρήματος κατά του υπαιτίου, ή τρίτου συγγενούς του, αφού,
σύμφωνα με την πρόβλεψή της, η δεύτερη ποινή δεν πρέπει να υπερβαίνει την
πρώτη, καταφέρνει να δημιουργήσει μια τεκμαρτή ποινή, η οποία ως εκ τούτου
είναι αντισυνταγματική1780. Και αυτό συμβαίνει, γιατί μέσα από την κατάλυση
κάθε έννοιας επιμέτρησης, καταστρατηγείται βάναυσα η αρχή της
αναλογικότητας, την οποία υποτίθεται ότι η διάταξη αυτή διαφυλάσσει, αφού η
αρχή της αναλογικότητας διατρέχει ολόκληρο το στάδιο της επιμέτρησης και με
την εισαγωγή τεκμαρτών ποινών αναιρείται η εκ του νόμου προβλεπόμενη
ελαστικότητα της απειλούμενης ποινής, ενόψει της συνδρομής ελαφρυντικών
περιστάσεων1781.
Περαιτέρω, όσον αφορά τη δήμευση του άρθ. 46, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι επαναλαμβάνονται με κάποιες μικρές, αλλά ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, οι
προϊσχύουσες διατάξεις για τη δήμευση. Η § 1 ορίζει τη γενική αρχή της
δήμευσης κάθε περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί προϊόν βασικού
1782
αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθ. 2 . Η § 2 συνδυάζει το β’ εδ. της § 6
1780
Βλ. Στέφανου Παύλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τον Ν.
2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής,
όπ.παρ., σελ. 342 επ.
1781
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 931, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας
δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, όπ.παρ., σελ. 348, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική
δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 291
επ., Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος:
Μεταξύ διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 87, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο
δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ.,
σελ. 153, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων
εσόδων μετά το Ν. 3424/2005: ερμηνευτικές προτάσεις, όπ.παρ., σελ. 186, όπου αναφέρεται και
ένα ενδιαφέρον παράδειγμα δημιουργίας ανεπιείκειας, Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Τινά περί
«ξεπλύματος»: Λογική – συστηματική ερμηνεία και εντροπία του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 241
επ., Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Κακουργήματα στο Ν. 2331/1995: Μοναδική επιλογή
για τον νομοθέτη;, όπ.παρ., σελ. 434 επ., Θεοδώρου Παπακυριάκου, Η ποινική νομοθεσία για την
καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ως θεμελιώδης άξονας
ενός νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής, στον Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου - εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 508, Γεωργίου ∆ανιήλ, Σκέψεις και προβληματισμοί
σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005, που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν
δικονομικό ενδιαφέρον, όπ.παρ., σελ. 477 – 478 και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 266 – 267.
1782
Επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 2 § 6 Ν. 2331/1995, με δύο βασικές διαφορές . Έτσι,
το υπό δήμευση περιουσιακό προϊόν, όπως ορίζεται πλέον ρητά, μπορεί να προέρχεται είτε από
την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα είτε από την ακόλουθη πράξη νομιμοποίησης ενώ,
υπάρχει και διαφοροποίηση στον τρίτο κύκλο δημευτέας περιουσίας, στον οποίο ορθά, πλέον, η
«περιουσία» δεν αντιμετωπίζεται ως «μέσο τέλεσης», αλλά κατάσχονται τα μέσα τέλεσης είτε της
προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας είτε της νομιμοποίησης εσόδων.
528
και την § 10 του άρθ. 2 του Ν. 2331/1995 και προβλέπει ότι αν η περιουσία ή το
προϊόν της § 1 δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να
κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της § 1 περιουσιακά
στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο
της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Σε
περίπτωση δε, που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα
περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της
περιουσίας, μπορεί να επιβάλλει και αντίστοιχη χρηματική ποινή. ∆ήμευση,
εξάλλου, επιβάλλεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθ. 46 § 1 εδ. β’ Ν.
3691/2008, ακόμη και αν τα δημευτέα αντικείμενα ανήκουν σε αμέτοχο τρίτο, υπό
την προϋπόθεση ότι αυτός γνώριζε για την τέλεση του βασικού εγκλήματος ή της
νομιμοποίησης εσόδων κατά το χρόνο κτήσεώς τους1783. Η § 3, τέλος,
επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του άρθ. 2 § 8 Ν. 2331/1995, ορίζει ότι η δήμευση
διατάσσεται ακόμη και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η
δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι δύο πιο σημαντικές αλλαγές, από άποψη
ουσίας, είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη του Ν.
2331/1995, η επιβαλλόμενη δήμευση συσχετίζεται πλέον όχι μόνο με την
προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα1784, αλλά και με την πράξη
νομιμοποίησης καθεαυτή1785, ενώ και ο τρίτος κύκλος δημευτέων αντικειμένων
ρητά ορίζεται πλέον ως «μέσα» τέλεσης, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι
ανυπέρβλητες ερμηνευτικές και πρακτικές δυσχέρειες1786, που δημιουργούσε η
αναφορά της προϊσχύουσας διάταξης σε «περιουσία που χρησιμοποιήθηκε εν
όλω ή εν μέρει», σε περιουσία, δηλαδή, που εκλαμβανόταν ως μέσο τέλεσης του
εγκλήματος.
1783
Πρβλ. την αντίστοιχη προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 § 6 εδ. β’ Ν. 2331/1995.
1784
Για την ορθότατη κριτική που είχε ασκηθεί στο σημείο αυτό στον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995,
βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 επ., Παναγιώτη
Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις
του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1371 και Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των
προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις τους
διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 796.
1785
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945 –
946.
1786
Βλ. αναλυτικά, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198 – 202.
529
1787
Γενικότερα για το θέμα του προσδιορισμού της έννοιας της περιουσίας στο Ποινικό ∆ίκαιο, βλ.
αντί άλλων, Άννας Αποστολίδου, Απάτη – Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η
περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, όπ.παρ., σελ. 77 – 119.
530
1788
Για τις τεράστιες πρακτικές δυσχέρειες που δημιουργούσε η προϊσχύουσα διάταξη και την
αντίθεσή της με θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού ∆ίκαιου, βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 – 205.
1789
Βλ. αναλυτικά, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση στον Ποινικό Κώδικα και τους Ειδικούς
Ποινικούς Νόμους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1994, σελ. 49 επ.
1790
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 96, Νικολάου Ανδρουλάκη,
Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1978, σελ. 362,
Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη/ ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της
δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, ΠοινΧρ, 1981, σελ. 821 επ., Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η αρχή
της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, ΥΠΕΡ,
1991, σελ. 731 επ., Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 50, Γιώργου ∆ημήτραινα,
Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 191 και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 116 – 118.
531
καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης και αντικείμενα
που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να
δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους
συμμετόχους». Συνεπώς, προκειμένου να επιβληθεί το μέτρο της δήμευσης στην
περίπτωση αυτή, απαιτείται η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του τελικού
αξιοποίνου, καθώς και η κατάγνωση κύριας ποινής στον ιδιοκτήτη του υπό
δήμευση αντικειμένου. Έτσι, το μέτρο αυτό, το οποίο επιβάλλεται σε ένοχο
δράστη, λειτουργεί ως πρόσθετη κύρωση για την αξιόποινη πράξη του1791.
Από την άλλη πλευρά, στην § 2 του άρθ. 76 ΠΚ, η δήμευση έχει το
χαρακτήρα του μέτρου ασφαλείας1792, αφού επιβάλλεται για αντικείμενο από το
οποίο προκύπτει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ανεξάρτητα από την καταδίκη
ορισμένου προσώπου1793. Επομένως, η δήμευση μέσων και αντικειμένων του
εγκλήματος, είναι δυνατό να επιβληθεί, ως μέτρο ασφαλείας, όχι μόνο χωρίς
καταδίκη κάποιου προσώπου, αλλά και εναντίον οποιουδήποτε κατόχου, όταν
από αυτά προκύπτει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Σε περίπτωση, όμως, που τα
μέσα ή τα αντικείμενα του εγκλήματος, αυτά καθαυτά, δεν αποτελούν κίνδυνο για
τη δημόσια τάξη, η δήμευση αποτελεί παρεπόμενη ποινή και διέπεται από τις
διατάξεις της § 1 του άρθ. 76 ΠΚ, σε συνδυασμό και με τυχόν ειδικούς ποινικούς
νόμους, οι οποίοι τυποποιούν την συγκεκριμένη περίπτωση1794.
Η πρόβλεψη του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008 για δήμευση της περιουσίας,
που κατασχέθηκε υποχρεωτικά, «με την καταδικαστική απόφαση»1795
υποδεικνύει ότι ο χαρακτήρας της δήμευσης στην περίπτωση αυτή είναι, με βάση
τις ανωτέρω διακρίσεις, εκείνος της παρεπόμενης ποινής.
1791
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 49 – 50.
1792
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 51 και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 113 – 115.
1793
Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 76 § 2 ΠΚ ορίζει: «Αν από τα ανωτέρω αντικείμενα
προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης, η δήμευσή τους επιβάλλεται υποχρεωτικά σε όποιον τα
κατέχει, έστω και χωρίς καταδίκη ορισμένου προσώπου για την πράξη που τελέστηκε. Η δήμευση
εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά
του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν
μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε
το δικαστήριο πλημμελειοδικών, με πρόταση του εισαγγελέα».
1794
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 192.
1795
Έννοια που θα πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω παραδοχών και
επισημάνσεων.
532
Μία, όμως, ουσιώδης διαφορά της ειδικής αυτής δήμευσης, που την
καθιστά ανελαστική1796, σε σχέση με τη δήμευση του άρθ. 76 § 1 ΠΚ, είναι το
γεγονός της υποχρεωτικής και όχι δυνητικής επιβολής της. Η υποχρεωτική
επιβολή της δήμευσης αναιρεί, στην ουσία, το ίδιο το πεδίο ενεργοποίησης της
αρχής της αναλογίας1797, το οποίο, όμως, «διέπει όλες τις ποινικές αντιδράσεις
της πολιτείας απ’ άκρου εις άκρον»1798.
Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρεωτικότητα της επιβολής της δήμευσης του
άρθ. 46 § 1 ενδέχεται να αναστρέψει τη λειτουργία της ως παρεπόμενης ποινής.
Οι παρεπόμενες ποινές, όμως, από τη φύση τους αποτελούν μέσο επιτάσεως
της κύριας ποινής και δεν είναι δυνατό να αναιρούν το προβάδισμα της κύριας
ποινής.
Ένα διαφωτιστικό σχετικό παράδειγμα, θα ήταν η καταδίκη κάποιου για
την τέλεση του, πλημμεληματικού χαρακτήρα, βασικού αδικήματος της παθητικής
δωροδοκίας του άρθ. 235 ΠΚ, το οποίο απειλείται με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον ενός έτους, σε μια μικρή σχετικά ποινή, η οποία αναστέλλεται ή
μετατρέπεται. Στην περίπτωση αυτή, η δήμευση σημαντικής αξίας περιουσιακών
στοιχείων του καταδίκου αποκτά, από πλευράς εντάσεως της προσβολής
αγαθών του καταδικασθέντος, το χαρακτήρα της κύριας ποινής, γεγονός, όμως,
που κάμπτει την αναγκαία αναλογία μεταξύ κύριας και παρεπόμενης ποινής1799.
Ειδικά, σε περιπτώσεις όπως αυτή του αναφερόμενου παραδείγματος, στις
οποίες είναι ορατή μια προφανής εσωτερική δυσαναλογία στο σύστημα των
ποινών, θα πρέπει να εξετάζεται η επιβολή της δήμευσης υπό το πρίσμα της
αρχής της αναλογίας1800 από το δικαστήριο και να μην επιβάλλεται όταν έρχεται
1796
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 114 – 115 και Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η
αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση,
όπ.παρ., σελ. 740.
1797
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 218.
1798
Σύμφωνα με την ιδιαίτερα εύστοχη διατύπωση του Χαραλαμπάκη. Βλ. Αριστοτέλη
Χαραλαμπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά
τη δήμευση, όπ.παρ., σελ. 737.
1799
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 114.
1800
Και των συγγενών με αυτή ειδικότερων εγγυητικών αρχών του δικαίου, δηλαδή της αρχής της
αναγκαιότητας, της αρχής της προσφορότητας, της αρχής της αναλογικότητας υπό στενή εννοία
και της αρχής της μη υπερβάσεως του υπερμέτρου. Βλ. σχετικά, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση,
όπ.παρ., σελ. 106 – 110 και τις εκεί παραπομπές, του ιδίου, Οι αρχές της αναλογίας κατά την
επιβολή παρεπόμενων ποινών, ΥΠΕΡ, 1995, σελ. 467 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
533
1801
Και συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 46 § 1 εδ. β’ Ν. 3691/2008, ορίζει ότι: «Η δήμευση
επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός
τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο
κτήσεως αυτών».
1802
Την αντίφαση αυτή εύστοχα επισημαίνει ο ∆ημήτραινας. Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και
απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των
διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το
Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947.
1803
Για παράδειγμα, σε περίπτωση χωρισμού δικογραφιών.
1804
Εάν, για παράδειγμα, η δική του πράξη νομιμοποίησης έχει υποπέσει σε παραγραφή.
534
1805
Άλλο ζήτημα είναι, ασφαλώς, ότι στην περίπτωση αυτή η ενδεχόμενη προσφορά των
περιουσιακών στοιχείων του τρίτου στο δράστη για να καταστούν μέσα τέλεσης του εγκλήματός
του, μπορεί να αξιολογηθεί ως μορφή συμμετοχικής ευθύνης, με άμεση συνέπεια να παύει να
είναι απλά «τρίτος».
1806
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 947 –
948.
1807
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 116.
1808
Βλ. Νικολάου Ανδρουλάκη, Γνωμοδότηση για τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 §
1 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 361 επ. και Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία,
όπ.παρ., σελ. 117.
1809
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 117.
1810
Επαναλαμβάνεται επακριβώς η προϊσχύουσα ρύθμιση του άρθρου 2 § 8 εδ. α’ Ν. 2331/1995.
535
1811
Για τα επιπρόσθετα προβλήματα που δημιουργούσε η συσχέτιση της ρύθμισης αυτής με την
έλλειψη σύνδεσης της δήμευσης απευθείας με την πράξη νομιμοποίησης, αλλά μόνο με την
πράξη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας από τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, βλ.
αντί άλλων Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 212 επ. και
Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές παρατηρήσεις στις
ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372.
1812
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 215.
1813
Για εκτενή αναφορά στη βιβλιογραφία σχετικά με το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες
της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής στο άρθρο 7 Σ “nullum crimen nulla poena sine lege”,
βλ. την Ενότητα 2 του παρόντος Κεφαλαίου.
1814
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 219, του ιδίου,
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και
απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των
διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το
Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 948, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 295, Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 802,
Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 95 επ. και Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 280.
536
1815
Βλ. ανάλογο προβληματισμό σχετικά με τις προϊσχύουσες διατάξεις για τη δήμευση του Ν.
2331/1995, Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 202 – 215,
Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του οργανωμένου
εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 89, όπου διατυπώνει τη θέση ότι «αλόγιστη και βεβιασμένη προσφυγή
στην παρεπόμενη αυτή ποινή εγκυμονεί τον κίνδυνο του τραυματισμού συνταγματικών αρχών και
της δημιουργίας δογματικών ή λογικών αντιφάσεων, κίνδυνο, τον οποίο τελικά δεν απέφυγε ο
νομοθέτης του Ν. 2331/1995 με τις ρυθμίσεις των άρθρων 2 (§§ 6 – 10) και 3», Νικολάου
Κουλούρη, Προβλήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 374, ιδίως 375, σύμφωνα
με τον οποίο, «από την πρώτη στιγμή δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε στη θεωρία του ποινικού
δικαίου αρνητικό κλίμα με αξιολογήσεις περί πρόδηλης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων
που αφορούν τη δήμευση» και Γεωργίου Χλούπη, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες: περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, όπ.παρ., σελ. 372.
537
1816
Η τριχοτόμηση σε προϊόντα του εγκλήματος (“producta sceleris”), υποκατάστατα (“scelere
quaesita”) και μέσα του εγκλήματος (“instrumenta sceleris”) αποτελεί μια τυπολογία που έλκει τις
απαρχές της ήδη από το πεδίο του ρωμαϊκού δικαίου. Βλ. σχετικά, Στέφανου Παύλου, Η
∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 73 και τις εκεί παραπομπές στη σχετική βιβλιογραφία.
1817
Πρβλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 945, ο
οποίος κατατμεί την κατηγορία αυτή σε δύο ομάδες, αφενός την ομάδα των περιουσιακών
προϊόντων κάποιου βασικού εγκλήματος και αφετέρου την ομάδα που περιλαμβάνει τα προϊόντα
των αδικημάτων του άρθρου 2.
1818
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 80, ο οποίος αναλύοντας ορθά την έννοια
του «προϊόντος» του εγκλήματος υποστηρίζει ότι αυτό είναι αποκλειστικά ενσώματο (υλικό)
πράγμα και όχι δικαίωμα. Ο Ν. 3691/2008 εισάγει προφανώς μια εξαίρεση στον κανόνα αυτό,
αφού στον κύκλο των υπό δήμευση προϊόντων της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας
ή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων συμπεριλαμβάνει εκτός από τα υλικά και τα «άυλα»
περιουσιακά στοιχεία.
1819
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 193 – 194.
538
1820
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85. Πρβλ. και τη de lege derenda πρότασή
του, στη σελ. 118, όπου προτείνει «να προβλέπεται ρητά η μη δυνατότητα δημεύσεως των
αντικειμένων τα οποία ο δράστης απέκτησε συνεπεία αδικήματός του σε βάρος τρίτου ιδιοκτήτη,
αλλά η απόδοσή τους σ’ αυτόν».
1821
Ανάλογες απόψεις έχουν διατυπωθεί για την περίπτωση που επιβάλλεται εξασφαλιστική
δήμευση (άρθρο 76 § 2 ΠΚ) σε αντικείμενο τόσο μεγάλης αξίας που η προσβολή του ιδιοκτήτη να
είναι δυσβάσταχτη. Βλ. Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη/ ∆ιονυσίου Σπινέλλη, Γνωμοδότηση για
τη νομική φύση της δήμευσης κατ’ άρθρο 76 § 1 ΠΚ, όπ.παρ., σελ. 821 επ., όπου και ενδιαφέρον
παράδειγμα, Στέφανου Παύλου, Οι αρχές της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών,
όπ.παρ., σελ. 452 επ. και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό
δημόσιο δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989, σελ. 141 επ.
1822
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946, ο
οποίος τονίζει ότι στην περίπτωση αυτή, «στην έννοια της υπό δήμευση περιουσίας υπάγονται
όχι απλά και μόνο τα υποκατάστατα του αρχικού προϊόντος, αλλά και, επιπρόσθετα, τα έμμεσα
αιτιακά παράγωγα ή άλλα υλικά ή άυλα ωφελήματα του δράστη με μόνη προϋπόθεση να έχουν
αυτά αξία περιουσιακή».
539
1823
Για την έννοια της δήμευσης του «υποκατάστατου», βλ. αναλυτικά, Στέφανου Παύλου, Η
∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 83 – 86.
1824
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 198.
1825
Πρβλ. τις ορθές επισημάνσεις του ∆ημήτραινα υπό το κράτος του προϊσχύοντος Ν.
2331/1995, που κατέληγαν, όμως, στην αντίθετη με την εδώ υποστηριζόμενη θέση, αφού η
διάταξη του άρθρου 2 § 6 αναφερόταν σε προϊόν «που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από
προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας», χωρίς τη σημερινή ρητή αναφορά σε απόκτηση
«άμεσα ή έμμεσα», σε Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ.195 –
196. Για το ζήτημα αν τα έμμεσα προϊόντα του εγκλήματος υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 76 § 1 ΠΚ, που αναφέρεται σε αντικείμενα που αποκτήθηκαν «με αυτά»
ανάλογη θέση με το ∆ημήτραινα υποστηρίζει ο Στέφανος Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85,
ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «ο κύκλος των έμμεσων εν ευρεία εννοία προϊόντων του
εγκλήματος δεν εκτείνεται εις το διηνεκές, αλλά καταλαμβάνει μόνον εκείνα τα προϊόντα που
αποκτήθηκαν ευθέως από τα αρχικά εν στενή εννοία προϊόντα». Αντίθετα, ο Γεωργάκης φαίνεται
να αντιλαμβάνεται πιο διευρυμένο τον κρίσιμο κύκλο των δημευτέων αντικειμένων στην
περίπτωση αυτή, αφού θεωρεί ότι υπόκεινται σε δήμευση και όσα αποκτήθηκαν από τα έμμεσα
οφέλη του εγκλήματος. Βλ. Ιωάννη Γεωργάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιδασκαλία, όπ.παρ., σελ. 478.
540
1826
Ο όρος «έμμεσα» προϊόντα χρησιμοποιείται εδώ με ευρύτερη έννοια από την τεχνική έννοια
του προϊόντος που προέκυψε με «έμμεσο τρόπο» και συμπεριλαμβάνει τις περιπτώσεις
περιουσιακού ωφελήματος του δράστη, που υπάγονται στη δεύτερη ομάδα αντικειμένων που
υπόκεινται σε δήμευση.
1827
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 85.
541
μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. Συνεπώς, το
μέτρο1828 με βάση το οποίο θα κριθεί, αν η δήμευση στη συγκεκριμένη
περίπτωση είναι δικαιοπολιτικά δικαιολογημένη, ή αντιθέτως «αφόρητη», είναι,
ακριβώς, η συνολική περιουσιακή αξία του αρχικού προϊόντος της προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας ή της πράξης νομιμοποίησης.
Εξάλλου, στο ερώτημα, σε περίπτωση που το αρχικό περιουσιακό προϊόν
δεν σώζεται και δεν έχει υποκατασταθεί ούτε από συγκεκριμένο τίμημα, ούτε από
άλλο αντικείμενο με περιουσιακή αξία, ούτε πρόλαβε να αποδώσει και άλλη
περιουσιακή αξία, την απάντηση δίνει το ίδιο το κείμενο της διάταξης του άρθ. 46
§ 2 εδ. α’ Ν. 3961/2008, σύμφωνα με το οποίο «σε περίπτωση που η περιουσία
ή το προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν
είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της
παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της
προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής
απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο».
Η δυνητικά επιβαλλόμενη χρηματική ποινή, που εισάγεται στο άρθ. 46 § 2
εδ. β’ Ν. 3691/2008, έχει και αυτή το χαρακτήρα της παρεπόμενης ποινής, οπότε
απαιτείται για την επιβολή της η προηγούμενη κατάγνωση κύριας ποινής. Η
ποινή αυτή διασώζεται από το χαρακτηρισμό «εκδικητική»1829, ακριβώς λόγω της
διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στους δικαστές συγκεκριμένης υπόθεσης να
την επιβάλλουν ή όχι.
Η τρίτη ομάδα δημευτέων αντικειμένων, συμπεριλαμβάνει τα “instrumenta
sceleris”, δηλαδή τα μέσα που «χρησίμευσαν ή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν»
για την τέλεση του βασικού εγκλήματος ή της πράξης νομιμοποίησης1830.
Ο χρησιμοποιούμενος, από τη διάταξη του άρθ. 46 § 1 Ν. 3691/2008,
όρος «μέσα», σε αντίθεση με τον αντίστοιχο όρο «αντικείμενα» της διάταξης του
άρθ. 76 § 1 ΠΚ, μας επιτρέπει να εντάξουμε σ’ αυτή την ομάδα δημευτέων
1828
Για την αναγκαιότητα να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ιδίως κατά την επιβολή της
δήμευσης, βλ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων
ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, όπ.παρ., σελ. 731 επ. και Στέφανου Παύλου, Οι αρχές της
αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών, όπ.παρ., σελ. 452 επ.
1829
Χαρακτηρισμός που θα ίσχυε, σε περίπτωση που υπολείπονται περιουσιακά στοιχεία
υποκείμενα σε δήμευση, τα οποία, όμως, δεν φθάνουν μέχρι του συνολικού ποσού της
περιουσιακής ωφέλειας, η οποία προέκυψε από την εγκληματική δραστηριότητα ή την πράξη
νομιμοποίησης, και το δικαστήριο επιβάλλει χρηματική ποινή ίση με το συνολικό ποσό, ενώ,
ταυτόχρονα, δημεύονται και τα αντικείμενα που υπολείπονται της συνολικής αξίας.
1830
Βλ. Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 249 επ., ιδίως σελ. 254.
542
αντικειμένων όχι μόνο τα αντικείμενα υπό στενή εννοία, αλλά και τα δικαιώματα,
εμπράγματα ή ενοχικά, καθώς και οτιδήποτε, γενικά, έχει περιουσιακή αξία1831.
Περαιτέρω, τα μέσα του εγκλήματος, τα οποία εξ αυτού του λόγου
υπόκεινται σε δήμευση, συνδέονται, προφανώς, με μία τετελεσμένη αξιόποινη
πράξη, η οποία εντάσσεται είτε στην περιοριστική απαρίθμηση των εγκληματικών
δραστηριοτήτων του άρθ. 3 Ν. 3691/2008, είτε αποτελεί πράξη νομιμοποίησης,
σύμφωνα με την τυποποίηση του άρθ. 2 § 2 του ιδίου νόμου, όπως με ασφάλεια
προκύπτει από τη διατύπωση του νόμου που αναφέρεται στην «τέλεση αυτών
των αδικημάτων», η οποία υποδεκνύει τα αδικήματα που αναφέρονται αμέσως
ανωτέρω στην ίδια διάταξη. Η κρίσιμη αυτή σύνδεση είναι λειτουργική, υπό την
έννοια ότι δεν πρόκειται αόριστα για κάποια αντικείμενα του δράστη, αλλά για
συγκεκριμένα πράγματα ή δικαιώματα, όπως δεχθήκαμε ανωτέρω, τα οποία
χρησίμευσαν στην τέλεση είτε του βασικού αδικήματος, είτε της νομιμοποίησης
εσόδων, ή «προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν» για την τέλεση κάποιας από
αυτές τις πράξεις1832.
Τα συγκεκριμένα κριτήρια, που χρησιμοποιεί η διάταξη του άρθ. 46 § 1 Ν.
3691/2008, όμως, είναι γενικά και γι’ αυτό, χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης και
προσδιορισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, ως μέσα τέλεσης ενός εγκλήματος δεν μπορούν να
νοηθούν οποιαδήποτε αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιο έγκλημα, αλλά
μόνο αυτά που, όντως, αποδείχθηκαν χρήσιμα για την τέλεση του συγκεκριμένου
εγκλήματος, όπως αυτό τελέστηκε1833. Η εμπλοκή, δηλαδή, των κρίσιμων
αντικειμένων ή δικαιωμάτων, δεν περιορίζεται απλώς στην επιβεβαίωση της
παρουσίας τους στην κατοχή του δράστη, αλλά ενέχει και ένα λειτουργικό
στοιχείο. Το στοιχείο αυτό είναι, τα συγκεκριμένα αντικείμενα να υπήρξαν, όντως,
χρήσιμα στην τέλεση του εγκλήματος. Το στοιχείο, όμως, της αποδεδειγμένης
χρηστικότητας ενός αντικειμένου δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί από μόνο του
αρκετό, γιατί, αν δεν συνδυαστεί και με κάποιο άλλο πιο ασφαλές στοιχείο, είναι
1831
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 206 και Αθανασίας
(Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας.
Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις τους διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ.
796. Ειδικά για την ανάλυση των δημευτέων μέσων του άρθρου 76 § 1 ΠΚ, βλ. Στέφανου
Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 71 – 73 και 87.
1832
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 87 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 199.
1833
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 89 και τις εκεί παραπομπές.
543
1834
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Παύλου. Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ.
90.
1835
Βλ. Άγγελου Μπουρόπουλου, Η δήμευσις εις τους νέους ποινικούς κώδικας, ΠοινΧρ, 1952,
σελ. 162, Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 90, Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 117 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης
εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για
την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995
στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
544
1836
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η ∆ήμευση, όπ.παρ., σελ. 91 και τις εκεί παραπομπές.
1837
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
545
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
1838
Βλ. και τη θέση της Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ. 391 – 392, η οποία, υπό το κράτος της προϊσχύουσας
διάταξης για τη δήμευση του Ν. 2331/1995, που δεν έκανε αναφορά στην πράξη νομιμοποίησης,
αλλά μόνο στην προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, διαπιστώνοντας το πρόβλημα αυτό,
υποστήριζε ότι η δήμευση σε περίπτωση απόπειρας μπορεί να συσχετίζεται μόνο με τις πράξεις
νομιμοποίησης, αλλά, αφού η συγκεκριμένη διορθωτική ερμηνεία του νόμου, αποβαίνει σε βάρος
του κατηγορούμενου, δεν είναι νοητή, με άμεση συνέπεια την αδυναμία εφαρμογής της
συγκεκριμένης διάταξης.
1839
Βλ. και Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων
και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1840
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι
ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του
κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των
κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το Ν. 2331/1995 στο Ν. 3691/2008), όπ.παρ., σελ. 946.
Το αντίστοιχο πρόβλημα υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, είχε εύστοχα επισημανθεί από τον
Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 279 επ. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτό ορθά επισημάνθηκε, όπως
είδαμε και πιο πάνω, και από την Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής
Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και
καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916, η οποία πρότεινε ότι «εάν υφίστανται
μέτρα λιγότερο επαχθή για τον δράστη, που οδηγούν όμως στην επίτευξη του ίδιου σκοπού,
δηλαδή της αφαίρεσης των προϊόντων της πρότερης πράξης, όπως η μερική δήμευση ή σε
περίπτωση αδυναμίας επιβολής της, χρηματική ποινή ίση με την αξία του προϊόντος της
πρότερης πράξης, η πρόβλεψή τους στον νόμο θα αποκαθιστούσε την σχέση αναλογίας μέτρου
και σκοπού».
546
1845
Για τη σχετική κριτική στην προϊσχύουσα ρύθμιση, βλ. αντί άλλων, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα – Ν. 2331/95, όπ.παρ.,
σελ. 294.
1846
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
548
1847
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1848
Βλ. σχετικά την απόφαση του Ε∆∆Α, Engels κατά Ολλανδίας, EuGRZ, 1976, σελ. 221. Βλ.
επίσης Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
1849
Βλ. και τη συναφή κριτική του Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος,
όπ.παρ., σελ. 284.
1850
Βλ. σχετικά Παναγιώτη Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Κριτικές
παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 1372, Αθανασίας (Τάνιας)
∆ιονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de
lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπ.παρ., σελ. 804, Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι, Η ποινική αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος: Μεταξύ διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, όπ.παρ., σελ. 90, Αριστομένη Τζαννετή, Η δήμευση των
νομιμοποιούμενων προϊόντων της εγκληματικής δραστηριότητας, όπ.παρ., σελ. 298, Πολυχρόνη
Τσιρίδη, Παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση στη νομοθεσία
μας της τρίτης κοινοτικής Οδηγίας (2005/60/ΕΚ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ, όπ.παρ., σελ. 629 και του ιδίου, Ο νέος νόμος για
το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 282.
549
1851
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η
οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής
αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 927.
550
1852
Σύμφωνα με μία άποψη δεν νοείται περαιτέρω απόπειρα του ήδη σε απόπειρα
τυποποιημένου εγκλήματος, ενώ, κατά μία άλλη άποψη, μπορεί να θεμελιωθεί απόπειρα σε
βάρος, τους, του τελειωμένου εγκλήματος. Βλ. αντί άλλων, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ. περιθ. 545.
1853
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, σελ. 261,
υποσημ. 9.
551
1854
Πρβλ. contra το βούλευμα του ΣυμβΑΠ 1432/2008 (με Πρόταση του Αντιειαγγελέα του Αρείου
Πάγου Αθανασίου Κονταξή), α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, η οποία δέχθηκε απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων γιατί
υπήρξε αρχή εκτέλεσης της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παρανόμως κτηθέντων
χρημάτων, που είχαν ήδη κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό. Η αρχή εκτέλεσης συνίστατο στην
προσπάθεια ανάληψής τους, η οποία, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από ιδία βούληση του
κατηγορουμένου, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε
εγκαίρως στην Τράπεζα η ∆ιάταξη του Ανακριτή, βάσει της οποίας απαγορευόταν η κίνηση των
λογαριασμών του.
1855
Βλ. ενδεικτικά, ΣυμβΑΠ 1432/2008, α’ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, σύμφωνα με την οποία, «πράξη περιέχουσα αρχή
εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην
πραγμάτωσή του ή τελεί με αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την
κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα της, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από
οποιονδήποτε λόγο».
552
1856
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 64 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:
Βασικά χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 919.
1857
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 117.
553
1858
Βλ. ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ. βλ. επίσης την αντίθετη εισαγγελική
πρόταση του Γεωργίου Σανιδά στο ΣυμβΑΠ 721/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 837, ο οποίος δέχεται
ότι μεταξύ της νομιμοποίησης εσόδων και του βασικού εγκλήματος υπάρχει αληθινή κατ’ ιδέαν ή
πραγματική συρροή, με το επιχείρημα ότι αφού αποτελεί πάγια θέση τους νομολογίας του Αρείου
Πάγου η αποδοχή σχέσης αληθούς πραγματικής ή κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ του εγκλήματος της
αποδοχής ή διάθεσης προϊόντων εγκλήματος και της ηθικής αυτουργίας ή συνέργειας στις
προηγηθείσες της αποδοχής αξιόποινες πράξεις από τις οποίες προήλθαν τα «προϊόντα», το ίδιο
θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων, που αποτελεί ουσιαστικά
«επαναξιολόγηση της υπό του άρθρου 394 ΠΚ προβλεπόμενης και σε βαθμό πλημμελήματος
τιμωρούμενης πράξεως της αποδοχής ή διαθέσεως προϊόντων εγκλήματος». Πρβλ. ΣυμβΕφΑθ
1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ., το οποίο ναι μεν, δέχθηκε ότι δεν αποκλείεται η
πραγματική συρροή μεταξύ συνέργειας του δράστη στα βασικά εγκλήματα και της φυσικής
αυτουργίας στην πράξη νομιμοποίησης, αλλά απέκλεισε κατηγορηματικά τη δυνατότητα αυτή σε
περίπτωση που ο φυσικός αυτουργός του βασικού εγκλήματος είναι και φυσικός αυτουργός της
μεταγενέστερης νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.
1859
Βλ. ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 1527 επ. Πρβλ. contra υπό τον
προϊσχύοντα Ν. 2331/1995 τους ΑΠ 402/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 525 επ. και
ΑΠ 721/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ, 2004, σελ. 827 επ., οι οποίες είχαν δεχθεί ότι σε
περίπτωση που ταυτίζεται ο δράστης του βασικού εγκλήματος με τον υπαίτιο της νομιμοποίησης
εσόδων, «δεν στοιχειοθετείται» το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων και Γιάννη Μπέκα,
Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), όπ.παρ., σελ. 1531 – 1532, ο οποίος είχε
συνταχθεί με τη θέση αυτών των δύο αρεοπαγιτικών αποφάσεων.
1860
Η διάταξη του άρθρου 45 § 1 στοιχ. ε’ Ν. 3691/2008 ορίζει: «Η ποινική ευθύνη για το βασικό
αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων) για τις πράξεις των
στοιχείων α’, β’ και γ’ της παραγράφου 1, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα
του βασικού αδικήματος».
1861
Κατά την εύστοχη διατύπωση του Στέφανου Παύλου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής
και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932.
1862
Όπως επανειλημμένως τονίσαμε ανωτέρω, τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των
επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις έναντι των γενικών – πάντα
διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους.
Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, για να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να
προηγείται ένα άλλο έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη
περιουσία, το οποίο θα είναι, προφανώς, διαφορετικό.
554
1863
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 462.
1864
Και συγκεκριμένα, δεχθήκαμε ανωτέρω, ότι το ξέπλυμα δεν ενέχει αυτοτελή κοινωνικοηθική
απαξία ούτε προσβάλλει αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό, αλλά ως συμπεριφορά που
συναρτάται άμεσα με το οργανωμένο έγκλημα, ενισχύει την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης,
που προσβάλλεται πάντα από την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών
οργανώσεων, όσο και την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε
συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
1865
Σύμφωνα με τον Χωραφά, εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει μόνον οσάκις η
υστέρα πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή
χρησιμοποίηση του, διά της προηγουμένης πράξεως, κτηθέντος, χωρίς όμως να προσβάλλει
άλλα έννομα αγαθά του αυτού ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητος, γιατί σ’ αυτή
μόνον την περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι η εφαρμογή μόνης της πρώτης προβλέψεως καλύπτει
όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Βλ.
Νικολάου Χωραφά, Γενικαί αρχαί του ποινικού δικαίου, (6η έκδοση αναθεωρημένη και
συμπληρωμένη), εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1962, αρ. περιθ. 88 και 89.
1866
Βλ. ήδη υπό τον προϊσχύοντα Ν. 2331/1995, Νικολάου Ανδρουλάκη, Η ποινική δογματική και
η απήχησή τους στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 292 επ., Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
391 και Γιώργου ∆ημήτραινα, Ο δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες, όπ.παρ., σελ. 148 επ., ο οποίος υποστηρίζοντας ότι η
νομιμοποίηση αποτελεί «ένα νομοθετικά τροποποιημένο και επιστημονικά μεταλλαγμένο
κακέκτυπο της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος με δρακόντειες ποινές», δέχεται με συνέπεια ότι
η συρροή μεταξύ του βασικού εγκλήματος και της νομιμοποίησης είναι φαινομενική ενόψει της
ταυτότητας του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Βλ. επίσης, Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι,
Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά
χαρακτηριστικά του Ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, όπ.παρ., σελ. 921. Ο Παύλου δεχόταν
ότι στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοζόταν η αρχή του αλληλοαποκλεισμού, αλλά ενόψει της de
lege lata επίλυσης του ζητήματος, εάν είναι νοητή η τέλεση της νομιμοποίησης από τον αυτουργό
της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, υπέρ της αποδοχής της δυνατότητας αυτής,
υποστηρίζει πλέον, ότι μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε «τουλάχιστον επί της αρχής, για
φαινομενική πραγματική συρροή». Για την άποψη που υποστηρίζει πλέον, βλ. Στέφανου Παύλου,
Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής
δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, όπ.παρ., σελ. 932. Πρβλ.
το ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 317 επ., το οποίο έκρινε ότι και στην περίπτωση αυτή
θα υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή, γιατί τα αδικήματα, που αποτελούν προηγούμενη
εγκληματική δραστηριότητα, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την
απαξία των αδικημάτων της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, τα οποία είναι όλα
κακουργήματα και επιπροσθέτως, δεν έχουν καν ιστορική ενότητα μεταξύ τους και ΣυμβΑΠ
1611/2007, ΠοιΧρ, 2008, σελ. 527 επ. με όμοιο σκεπτικό.
1867
Βλ. Νικολάου Μπιτζιλέκη, Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων,
ΠοινΧρ, 2007, σελ. 97 επ. και Στέφανου Παύλου, «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη
φαινομενική συρροή και ειδικότερα η αρχή της «μη τιμωρητής πρότερης ή ύστερης πράξεως»,
στον Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου -
555
εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.
531 επ. και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.
1868
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ.
264 επ., «ο δράστης δεν είναι νοητό να ξανατιμωρείται για τη φυσιολογική και προβλεπόμενη
συνέχεια της πράξης του, αφού χωρίς την ύστερη πράξη η κύρια πράξη δεν έχει κατά κανόνα
κανένα νόημα». Βλ. επίσης, ΣυμβΕφΘράκ 85/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ∆ΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, http://www.dsanet.gr, ΣυμβΕφΘράκ 37/2000, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 573 επ. και
Ανδρουλάκη Νικολάου, Η ποινική δογματική και η απήχησή της στην πράξη 50 χρόνια μετά (ένα
παράδειγμα), όπ.παρ., σελ. 289 επ.
1869
Και αυτό θα συμβαίνει όταν το ξέπλυμα συνδέεται μόνο με μια μεμονωμένη προηγούμενη
πράξη της οποίας ο δράστης ταυτίζεται με το δράστη νομιμοποίησης, Βλ. σχετικά Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, όπ.παρ., σελ.
390 και ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 224 – 234, όπ.παρ., σελ. 273 επ. και 284.
1870
Βλ. Γιάννη Μπέκα, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), όπ.παρ., σελ. 1531.
556
ενέργειά του αυτή. Στην περίπτωση, όμως, της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην αποδοχή
προϊόντων εγκλήματος, θα πρέπει να καλύπτεται, έστω με ενδεχόμενη γνώση,
όχι αφηρημένα η αξιόποινη προέλευση του περιουσιακού προϊόντος, αλλά
συγκεκριμένα και η εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέρχεται αυτό
ως περιουσιακό στοιχείο1875, ενώ, επιπροσθέτως απαιτείται και η στοιχειοθέτηση
του σκοπού συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης του περιουσιακού
στοιχείου1876.
Ενόψει των ανωτέρω, επειδή η διάταξη του άρθ. 394 ΠΚ αποτελεί
αναγκαίο στοιχείο για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της
νομιμοποίησης εσόδων1877, οι δύο διατάξεις τελούν μεταξύ τους σε φαινομενική
συρροή και με βάση την αρχή της απορρόφησης, η απαξία του άρθ. 394 ΠΚ θα
απορροφηθεί από την απαξία της νομιμοποίησης εσόδων και ο δράστης θα
τιμωρηθεί μόνο γι’ αυτή1878.
Έχει, όμως, υποστηριχθεί με ιδιαίτερα σοβαρά επιχειρήματα και η άποψη
ότι μεταξύ των διατάξεων του άρθ. 394 ΠΚ και της νομιμοποίησης εσόδων δεν
υπάρχει σχέση συρροής, αλλά ουσιαστικού αλληλοαποκλεισμού1879, καθώς η
διαφοροποίηση μεταξύ τους, δεν ανιχνεύεται μόνο στο πεδίο της υποκειμενικής
υπόστασης, αλλά εκτείνεται και στην αντικειμενική υπόσταση. Και συγκεκριμένα,
1875
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 165 – 166.
1876
Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι και στο έγκλημα του
394 ΠΚ διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας λανθάνουσας και ιδιότυπης υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, όπ.παρ., σελ. 404, Γιώργου
∆ημήτραινα, Αποδοχή και ∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 185 επ. και 199 – 201
και του ιδίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 16/1999 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑλεξ, όπ.παρ., σελ.
382.
1877
Για το λόγο αυτό είναι επιτρεπτή η μεταβολή κατηγορίας από νομιμοποίηση εσόδων σε
αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος. Βλ. ομοίως, ΠεντΕφΠειρ 18, 19/2000, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 1245 επ. και ΣυμβΕφΘεσ 31/2005, ΠράξΛογ, 2005, σελ. 76 επ. Βλ. επίσης, Λάμπρου
Καράμπελα, Η μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας: νομοθεσία, νομολογία,
υποδείγματα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ. 76 και 159.
1878
Πρβλ. ΣυμβΕφΑθ 1108/2004, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 264 επ., το οποίο δέχθηκε ότι το έγκλημα
της νομιμοποίησης εσόδων συνιστά «μία διακεκριμένη αποδοχή προϊόντων εγκλήματος
κακουργηματική ακόμη και σε περίπτωση πλημμεληματικής προέλευσης του προϊόντος». Κατά
συνέπεια, δέχθηκε ότι μεταξύ των δύο διατάξεων υφίσταται φαινομενική συρροή. Η αναφορά
κατωτέρω, όμως, στην ενεργοποίηση της αρχής της απορρόφησης δεν είναι ορθή, γιατί με βάση
την αρχική παραδοχή περί διακεκριμένης παραλλαγής, θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί η αρχή της
ειδικότητας.
1879
Βλ. Στέφανου Παύλου, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, όπ.παρ., σελ.
645 και υποσημ. 37, Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ
18, 19/2000, όπ.παρ., σελ. 1248 και Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Παρατηρήσεις στο υπ’
αριθμ. 918/2002 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 265 επ. Εξάλλου, για τη
σχέση των άρθρων 19 § 2 Ν. 1729/1987 και 2 § 1 Ν. 2331/1995 με το έγκλημα του άρθρου 394
ΠΚ, βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 470.
558
εκτός από την ειδική προέλευση του περιουσιακού προϊόντος, που απαιτείται για
τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, η ειδοποιός
διαφορά μεταξύ των δύο εγκλημάτων ανευρίσκεται στο γεγονός ότι στην
περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων, τόσο η αρχική συγκεκριμένη αξιόποινη
πράξη, από την οποία δημιουργείται το περιουσιακό προϊόν, όσο και η επόμενη
χρονικά «νομιμοποίησή» του, τελούνται στο πλαίσιο του οργανωμένου
εγκλήματος1880, που θα «πρέπει να θεωρείται άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης της νομιμοποίησης»1881. Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση
αλληλοαποκλεισμού, εκκινώντας από τη λογική και τυπολογική συσχέτιση των
δύο αυτών διατάξεων, καταδεικνύει ότι είναι αδύνατη η συμπραγμάτωση αυτών
των νομοτυπικών μορφών, με φυσικό επακόλουθο να μην υφίσταται καν
περιθώριο για συζήτηση περί συρροής1882.
Φρονούμε ότι παρά το γεγονός ότι η ουσία της επιχειρηματολογίας αυτής
μας βρίσκει σύμφωνους, δεν είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στη λύση αυτή,
που προϋποθέτει την αξιωματική, αν και ορθή, κατά τη γνώμη μας, αποδοχή της
θέσης ότι η νομιμοποίηση εσόδων πρέπει να συναρτάται άμεσα με το
οργανωμένο έγκλημα. Και δεν είναι αναγκαίο, γιατί μέρος της επιστήμης και της
νομολογίας τείνουν να μην αποδέχονται το αξίωμα αυτό ως απαραίτητη
προϋπόθεση. Συνεπώς, αρκούμενοι, απλά και μόνο, στη γραμματική προσέγγιση
και ερμηνεία1883 των δύο διατάξεων, μπορούμε να αχθούμε στην ίδια,
ικανοποιητική κατ’ αποτέλεσμα, λύση, με ένα σκεπτικό, όμως, που δεν επιδέχεται
ουσιαστικής αμφισβήτησης από καμία πλευρά.
Περαιτέρω, η νομιμοποίηση εσόδων παρουσιάζει στενή νοηματική, όχι
όμως νομοτεχνική συγγένεια με το έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία, που
τυποποιείται στο άρθ. 231 ΠΚ, αλλά τα δύο αυτά εγκλήματα διαφοροποιούνται,
εντέλει, τόσο σε επίπεδο αδίκου, όσο και σε επίπεδο υπαιτιότητας1884. Το
στοιχείο της αποφυγής των εννόμων συνεπειών του δράστη ή του συμμέτοχου
της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, συνιστά περιεχόμενο του
σκοπού του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων, ενώ στην υπόθαλψη εγκληματία
1880
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 163 – 164.
1881
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Χάρη (Χαράλαμπου) Παπαχαραλάμπους,
Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ 18, 19/2000, όπ.παρ., σελ. 1248.
1882
Βλ. ad hoc ΣυμβΠλημΘεσ 918/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 264.
1883
Χωρίς να είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στη συστηματική ερμηνεία των δύο αυτών
διατάξεων.
1884
Βλ. αναλυτικά Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 164 επ.
559
έχει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, και δη, την ματαίωση δίωξης άλλου για
κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε, ή της εκτέλεσης της ποινής που του
επιβλήθηκε, ή του μέτρου ασφαλείας, και περιγράφει την ίδια την προσβολή,
δηλαδή, αποτυπώνεται στο πεδίο του αδίκου1885. Αυτονόητο, βέβαια, είναι ότι και
στα δύο εγκλήματα το πρόσωπο που σκοπεύει να παράσχει τη συνδρομή είναι
διαφορετικό από το πρόσωπο που τέλεσε ή συμμετείχε στην αξιόποινη πράξη
και για την οποία θα δεχθεί τη συνδρομή. Ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι δυνατό
να υπάρξει συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της νομιμοποίησης εσόδων και της
υπόθαλψης εγκληματία, του άρθ. 231 ΠΚ, αλλά τα δύο αυτά εγκλήματα τελούν σε
σχέση αλληλοαποκλεισμού.
Περαιτέρω, με την § 2 του άρθ. 45 διαχωρίζεται η άσκηση ποινικής δίωξης
και η καταδίκη για ξέπλυμα χρήματος, από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό
αδίκημα. Με τον τρόπο αυτόν «ανεξαρτητοποιείται» η δίωξη για νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από τη δίωξη ή καταδίκη για βασικό
αδίκημα1886.
Η διάταξη αυτή αποτελεί πλεονασμό, και εξυπηρετεί μάλλον
επικοινωνιακές ανάγκες, παρά επιλύει πρακτικές δυσχέρειες1887, αφού το
συγκεκριμένο ζήτημα που ρυθμίζει, είχε νομολογιακά παγίως επιλυθεί, κατά τον
τρόπο, άλλωστε, που επί δεκαετίες ίσχυε νομολογιακά ως προς τη δίωξη και
καταδίκη μιας πράξης αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, του άρθ.
394 ΠΚ, η οποία, σε κάθε περίπτωση, ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη δίωξη ή
καταδίκη για το έγκλημα από το οποίο είχε προέλθει το προϊόν του
εγκλήματος1888. Κατά συνέπεια, ήταν και εξακολουθεί να είναι αυτονόητη η
ανεξαρτησία της δίωξης και καταδίκης του βασικού αδικήματος και της
νομιμοποίησης εσόδων και είχε ορθά επιλυθεί από τη νομολογία, με την πάγια
θέση, ότι το δικαστήριο που δικάζει αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων, οφείλει να
προσδιορίζει το προηγούμενο βασικό αδίκημα από την τέλεση του οποίου
1885
Βλ. Γιώργου ∆ημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπ.παρ., σελ. 174.
1886
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», όπ.παρ.,
σελ. 913.
1887
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 270.
1888
Βλ. ιδίως, Γιώργου ∆ημήτραινα, Αποδοχή και ∆ιάθεση Προϊόντων Εγκλήματος, όπ.παρ., σελ.
87 και 100 επ.
560
1889
Βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 372/2002, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1013 επ., με παρατηρήσεις Γιώργου
∆ημήτραινα, ΣυμβΑΠ 351/2003, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 526 επ., με παρατηρήσεις Ουρανίας Αδάμου
και ΣυμβΕφΛάρ 50/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 531 επ.
1890
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1891
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 271, όπου
αναφέρει ως παράδειγμα ότι σύζυγος μετατρέπει περιουσία που προέκυψε από το αδίκημα της
υφαίρεσης, που διέπραξε κατά της συζύγου του, αγοράζοντας ομόλογα στο όνομά του. Σε
περίπτωση που δεν υποβληθεί έγκληση από τη σύζυγο για το αδίκημα της υφαίρεσης, η
νομιμοποίηση εσόδων, που ακολούθησε την υφαίρεση, δεν είναι αξιόποινη, λόγω εξάλειψης του
αξιόποινου χαρακτήρα του βασικού αδικήματος.
561
ρύθμιση αυτή εξαιρείται, η εξάλειψη του αξιόποινου για το βασικό αδίκημα λόγω
παραγραφής1892.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που το βασικό αδίκημα συνιστά
κατ’ έγκληση διωκόμενη πράξη και λάβει χώρα ανάκληση και αποδοχή αυτής, το
δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 3 Ν. 3691/2008, οφείλει να
παύσει οριστικά την ποινική δίωξη και για την πράξη νομιμοποίησης της
παράνομης περιουσίας, που προέκυψε από το συγκεκριμένο βασικό αδίκημα1893.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 4, όπου στις διατάξεις
του άρθ. 45 προβλέπεται αθροιστικά η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας
και χρηματικής ποινής, δεν εφαρμόζεται το άρθ. 83 περ. ε' ΠΚ, δηλαδή, ο
δικαστής, ακόμη και στις περιπτώσεις, που, σύμφωνα με το γενικό μέρος του
Ποινικού Κώδικα, προβλέπεται η επιβολή ελαττωμένης ποινής, χωρίς κανέναν
άλλο ειδικότερο προσδιορισμό, δεν μπορεί να επιβάλει μόνο την προβλεπόμενη
χρηματική ποινή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 45 § 5 Ν. 3691/2008, αρμόδιο δικαστήριο
για την εκδίκαση των κακουργημάτων, που προβλέπονται στο άρθ. 2 του ίδιου
νόμου, είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Επομένως, οι
πλημμεληματικής μορφής πράξεις νομιμοποίησης εσόδων εκδικάζονται από το
Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σε περίπτωση συνάφειας με πράξη
αρμοδιότητας Μικτού Ορκωτού ∆ικαστηρίου, υπερισχύει η αρμοδιότητα του
Μικτού Ορκωτού και για τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων, σύμφωνα με τις
κοινές δικονομικές διατάξεις, αν η in abstracto επαπειλούμενη ποινή για το
συναφές αδίκημα είναι βαρύτερη από την προβλεπόμενη ποινή για την πράξη
της νομιμοποίησης1894.
Περαιτέρω, σε σχέση με την παραπομπή των κακουργημάτων του άρθ. 2
Ν. 3691/2008, το πέρας της ανάκρισης και η παραπομπή ή όχι σε δίκη γίνεται με
1892
Για τη ρητή πρόβλεψη της εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 § 3 της
εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, ο Τσιρίδης εγκαλεί το νομοθέτη επειδή
«ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη των δοθεισών νομοθετικών λύσεων, είναι θλιβερή η
διαπίστωση ότι η ποινική μας νομοθεσία εξακολουθεί να είναι δέσμια των εκκρεμοτήτων του
λεγόμενου “παραδικαστικού κυκλώματος”». Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το
ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 274,
1893
Βλ. Α’ ∆ιεύθυνση Επιστημονικών Μελετών – Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και
Προτάσεων Νόμων, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 916.
1894
Βλ. σχετικά, Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 275.
562
1895
Βλ. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, όπ.παρ., σελ. 275.
1896
Βλ. ΣυμβΑΠ 1826/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 804 επ., ΣυμβΑΠ 312/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ.
780 και ΣυμβΑΠ 1371/2004, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1342.
1897
Βλ. ενδεικτικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, όπ.παρ., αρ.
περιθ. 172 – 173, του ιδίου Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 177, και Γεωργίου
Αλεξάνδρου Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους, όπ.παρ., σελ. 282 επ.
563
1898
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Χωραφά, ότι όλες οι διατάξεις του Ειδικού
Μέρους του ΠΚ είναι έτσι διατυπωμένες, που προϋποθέτουν «άνθρωπο ενεργούντα ή
παραλείποντα». Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 112.
1899
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο – Σύγχρονες
εξελίξεις, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.1288.
1900
Βλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων; Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1625. Επίσης, ευρύτερα για το ζήτημα της
ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων και την αναγκαιότητα θέσπισής της, έτσι ώστε να
αντιμετωπιστεί επιτυχώς η νέα κοινωνική πραγματικότητα με τις διογκωμένες διαστάσεις της
τεχνολογικής απειλής, μέσα από την καθιέρωση ποινικών διατάξεων, που θα είναι
προσανατολισμένες στην ατομική ευθύνη, όπως αυτή εκδηλώνεται σε συλλογικές αποφάσεις και
συμπεριφορές, που αποτελούν την κλασσική εκδήλωση του αξιοποίνου στo πλαίσιo της
δραστηριότητας των νομικών προσώπων, βλ. Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη νομικών
προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, στον Τιμητικό Τόμο για
τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 195 επ., ιδίως σελ. 212 επ.
1901
Βλ. Έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο
«Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την
προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1585.
1902
Βλ. ενδεικτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των
υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 198, υποσημ. 3 και σελ. 207,
υποσημ. 15, όπου περαιτέρω παραπομπές σε πλούσια γερμανική και αμερικανική βιβλιογραφία.
1903
Για συνοπτική επισκόπηση των διατάξεων αυτών, βλ. Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη
των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 94 – 104.
1904
Ibid, σελ. 104.
1905
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, ΠοινΧρ, 1994, σελ. 1201.
564
1906
Εντελώς επιγραμματικά στην ελληνική νομική επιστήμη υπάρχουν θεωρητικοί που είναι
απολύτως αρνητικοί στην προοπτική κατάφασης ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Βλ.
Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση
τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 195 επ., Νικολάου ∆ημητράτου, Ποινική Προστασία του
περιβάλλοντος. ∆ογματική θεμελίωση και σύνθεση της προβληματικής της, ΠοινΧρ, 1994, 140
επ. και ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1201 επ. Ενώ, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν τις προτάσεις για
ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος ή στις
περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Η
ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα αντεγκληματικής πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1981, σελ. 58 επ., Σταύρου Κάτσιου, Ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπ.παρ., σελ. 287 επ. και Κωνσταντίνου Βουγιούκα, Οικονομικόν Ποινικόν ∆ίκαιον.
Γενικό Μέρος. Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, (ε’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986,
σελ. 121.
1907
Την ταξινόμηση αυτή προτείνει ο Heiner Alwart, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens –
von Unternehmenstäter zum Täterunternehmen, ZStW, 1993, σελ. 752 επ., ιδίως σελ. 765 επ.
1908
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1207.
565
εξυπηρετούν άλλο σκοπό και η εφαρμογή τους στο χώρο του ποινικού δικαίου
οδηγεί στην παραδοχή αντικειμενικής ευθύνης1909.
Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο, η ποινική ευθύνη του νομικού
προσώπου είναι «επικουρική» (“subsidiär”) και επιφυλάσσεται για τις
περιπτώσεις που δεν υπάρχει επαρκής απορρόφηση της ποινικής ευθύνης από
άτομα. Με τον τρόπο αυτό, η επικουρική ευθύνη της επιχείρησης κατανοείται ως
ένα δεύτερο επίπεδο καταλογισμού, που ενεργοποιείται, όταν δεν είναι δυνατός ή
ικανοποιητικός ο ατομικός καταλογισμός. Από τον Alwart, βασικό εκπρόσωπο
της κατεύθυνσης αυτής, προτείνεται η εισαγωγή μιας ποινικής διάταξης,
σύμφωνα με την οποία «αν η προέλευση ενός κοινού κινδύνου ή η βλάβη άλλων
σημαντικών συμφερόντων καταλογίζεται σύμφωνα με τις περιστάσεις σε μια
επιχείρηση και για λόγους που είναι υπεύθυνη η επιχείρηση, δεν μπορεί να
εξακριβωθεί η αξιόποινη πράξη που προκαλεί τον κίνδυνο ή προσβάλλει το
συμφέρον, τότε η επιχείρηση κηρύσσεται ένοχη». Στη συνέχεια, ο Alwart
διατυπώνει και μία δεύτερη θέση επεκτείνοντας τη δυνατότητα αποδοχής
ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, σύμφωνα με την οποία η ποινική
ευθύνη της επιχείρησης ισχύει και αν εξακριβώνονται αξιόποινες πράξεις που δεν
μειώνουν, όμως, σημαντικά την ευθύνη της επιχείρησης1910.
Η ανωτέρω θεωρητική πρόταση του Alwart, πράγματι, απαλλάσσει το
Ποινικό ∆ίκαιο από τη σημαντική πίεση για τον ατομικό καταλογισμό του
αρνητικού αποτελέσματος, αλλά συνακόλουθα το αποξενώνει και από την ίδια
την πράξη1911. ∆εν υπάρχει πλέον πράξη και συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα
κριτήριο που να καθοδηγεί την κρίση για τον καταλογισμό του κοινού κινδύνου. Η
παραπομπή δε, στις εξωτερικές περιστάσεις δεν δύναται, σε καμιά περίπτωση,
να ικανοποιήσει τις συνταγματικά επιβαλλόμενες απαιτήσεις για σαφήνεια στην
οριοθέτηση των περιπτώσεων επιβολής ποινής. Εξάλλου, δεν αναγορεύεται σε
καθοριστικό κριτήριο η ουσιαστική σχέση του νομικού προσώπου με την
προσβολή, αλλά το δικονομικό γεγονός της μη εξακρίβωσης ατομικά αξιόποινης
1909
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, ΠοινΛογ,
2002, σελ. 1627 και Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, όπ.παρ.,
σελ. 99 – 100.
1910
Βλ. Heiner Alwart, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens – von Unternehmenstäter zum
Täterunternehmen, όπ.παρ., σελ. 769 επ.
1911
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1207.
566
1912
Σύμφωνα με το Σπυράκο, «στην καθαρή εκδοχή αυτού του μοντέλου, η ποινική ευθύνη του
νομικού προσώπου εμφανίζεται και άδικη, καθώς εξαρτάται από ένα άσχετο για την απαξία του
νομικού προσώπου γεγονός, ότι δηλαδή δεν εξακριβώνεται ατομική αξιόποινη πράξη». Βλ.
∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ. 1627.
1913
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1208.
1914
Προκειμένου να καταδειχθεί συγκριτκά το μέγεθος και η συνακόλουθη επιρροή, που ασκούν
οι σύγχρονες επιχειρήσεις, βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των
εκπροσώπων των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1251, όπου αναφέρει το από τις 100
μεγαλύτερες οικονομικές επιχειρήσεις οι 49 είναι κράτη και οι 51 πολυεθνικές επιχειρήσεις.
1915
Βλ. Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη
δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 195 – 197.
567
1916
Πρβλ. Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 1625, σύμφωνα με τον οποίο, «οι ενώσεις προσώπων δεν είναι
απλές νομικές κατασκευές, αλλά ανθρώπινες μορφές οργάνωσης, που δρουν και αναπτύσσονται
στη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική ζωή, ως αυτοτελή υποκείμενα δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων. Κρίσιμο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι αυτές οι ενώσεις προσώπων
δραστηριοποιούνται προς τα έξω με πράξεις και παραλείψεις των φυσικών προσώπων που τις
εκπροσωπούν. Αυτές οι πράξεις των εκπροσώπων τους σηματοδοτούν το “πράττειν” των
νομικών προσώπων».
1917
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 112 επ.
1918
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ.
1627.
1919
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος, όπ.παρ., σελ.
1628. Πρβλ. και Στυλιανού Παπαγεωργίου – Γονατά, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών
προσώπων;, όπ.παρ., 2002, σελ. 1626, σύμφωνα με τον οποίο, «η ποινική ευθύνη σε επίπεδο
νομικών προσώπων αποκτά μία άλλη δυναμική όπου η κύρωση αφορά τη λειτουργία ή την
υπόσταση της επιχείρησης, και όπου διερευνάται η ευθύνη εκείνων των προσώπων που
κατευθύνουν την επιχείρηση προς τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις» και κατά συνέπεια, θα πρέπει
να συλληφθεί το φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις και να απειληθούν οι κατάλληλες
κυρώσεις.
568
1920
Για μια εκτενή ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών παραμέτρων βλ. Αγάπιου
Παπανεοφύτου, Ποινικό δίκαιο και ποινικό δόγμα υπό το πρίσμα των σύγχρονων αξιώσεων
προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 849 επ.
1921
Η θέση αυτή μπορεί να γίνει αυταπόδεικτη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεμελιώδη
έννομα αγαθά απειλούνται μαζικά, όπως, για παράδειγμα, στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Για
τις διαστάσεις των κινδύνων που συνθέτουν το σύγχρονο φαινόμενο της τεχνολογικής απειλής
και τους επιμέρους τομείς εκδήλωσής τους, βλ. αναλυτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινικό
∆ίκαιο, Κράτος και Τεχνολογικοί Κίνδυνοι, Τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1997, σελ. 22 επ.
1922
Ειδικότερα για τις συγκεκριμένες κυρώσεις, βλ. ιδίως Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική
ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ.,
σελ. 198, υποσημ. 4, όπου και παραπομπές σε περαιτέρω βιβλιογραφία, Θεοδώρου
Παπαθεοδώρου, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ,
1998, σελ. 945 επ., Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 και Αικατερίνης Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 95.
1923
Ιδιαίτερα σημαντική στο επίπεδο αυτό είναι η R (88) 18 του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως,
επίσης, και οι διατάξεις των άρθρων 9 και 14 του Corpus Juris, οι οποίες προβλέπουν ειδικές
ποινές, όχι, όμως, ποινικές, για νομικά πρόσωπα. Βλ. σχετικά Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική
ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ.,
σελ. 198, υποσημ. 4, Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, , Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252, Γεωργίου Αρβανίτη, Οι προτάσεις για ένα «Ενιαίο
Ευρωπαϊκό ∆ικαστικό Χώρο» σχολιαζόμενες από τη σκοπιά της ελληνικής εννόμου τάξεως,
Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 866 επ. και Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Το Ευρωπαϊκό εγχείρημα
διαμόρφωσης κοινών ποινικών κανόνων. Οι ουσιαστικές διατάξεις του “Corpus Juris” κατά το νέο
τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, όπ.παρ., σελ. 97 επ.
Εξάλλου, για μια συνοπτική αλλά ιδιαίτερα περιεκτική αναφορά των διεθνών νομοθετικών
πρωτοβουλιών αλλά και των αποφάσεων-πλαίσιο που έχουν υιοθετηθεί από την ΕΕ και
εμπεριέχουν ειδικές διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων, βλ. Αικατερίνης Συκιώτη,
Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 96 – 103.
569
1924
Βλ. αναλυτικά Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των
νομικών προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 επ. Βλ. επίσης τις επιφυλάξεις του ∆ημητρίου
Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;,
όπ.παρ., σελ. 1201, σύμφωνα με τον οποίο, «αν και η διεύρυνση αυτή του αξιοποίνου στους
νεόυς τομείς συντελέστηκε συχνά και σε βάρος ασφαλών κριτηρίων ποινικοποίησης, το
αποτέλεσμα δεν άλλαξε σημαντικά: εκείνοι που συνήθως καταδικάζονται είναι μεμονωμένα
δρώντες πολίτες για μικροπροσβολές, ενώ οι εγκληματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες
σπάνια πέφτουν στα δίχτυα του ποινικού δικαίου».
1925
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη σχετική γερμανική
βιβλιογραφία.
1926
Για τις ιδιαιτερότητες της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας των νομικών προσώπων,
που συσκοτίζουν την ανίχνευση της αυτοτελούς απαξίας συμπεριφορών που ενσωματώνονται σε
συλλογικές ενέργειες και καθιστούν την εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης άκρως δυσχερή, βλ.
αναλυτικάΑγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη
δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 206 επ.
1927
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
1928
Βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1252 και ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων:
Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
570
1929
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203 – 1204.
1930
Βλ. αναλυτικά Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των
υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ. 204 επ. και ∆ημητρίου
Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;,
όπ.παρ., σελ. 1204 επ.
1931
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 177.
1932
Ευρύτερα για το τεράστιο ζήτημα της διάκρισης μεταξύ ποινικών και διοικητικών κυρώσεων
βλ. αντί άλλων, Σωτήρη Λύτρα, Έννοια και βασική διάκριση των κυρώσεων στο ελληνικό θετικό
571
δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1984, σελ. 49 επ., του ιδίου, Η έννοια των
διοικητικών προστίμων και η συνταγματικότητα της επιβολής τους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα
– Κομοτηνή, 1986, σελ. 62 επ., Ιωάννη Γράβαρη, Συγκριτική θεώρηση των διοικητικών και
ποινικών κυρώσεων, στο Ιωάννη Στράγγα (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 259 επ., Εμμανουήλ ∆αρζέντα, Νομικά κείμενα
δημοσίου δικαίου και φιλοσοφίας του δικαίου 1977-1992, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1993, σελ. 149
επ., ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1201 επ., σελ. 100 – 101, Νεκταρίας Χαράνα, Μερικές σκέψεις
για τη διάκριση διοικητικού και ποινικού αδίκου, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1106 επ., ∆ιονυσίου
Σπινέλλη, Ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία επιβολής τους, ΠοινΧρ, 2003,
σελ. 96 επ. και Γεώργιου ∆ελλή, Η ιδιαιτερότητα του δικαστικού ελέγχου των διοικητικών
κυρώσεων, ∆∆ικ, 2002, σελ. 891 επ.
1933
ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010.
1934
Ο Λίβος κάνει λόγο για «ένα είδος ποινικοδιοικητικού χαρακτήρα κυρώσεων σε βάρος
νομικών προσώπων», βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές
Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 89.
1935
Για την ανεπαρκή εξέλιξη του χαρακτήρα και της διαδικασίας επιβολής διοικητικών
κυρώσεων, βλ. Ιωάννη Συμεωνίδη, Η διόγκωση της κυρωτικής λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης και η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της, ∆∆ικ, 1992, σελ. 495 επ., Νικολάου
Αμυγδάλου, Η συνταγματικότητα των διοικητικών προστίμων, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 221 επ. και
∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1211 επ., ιδίως σελ. 1212, σύμφωνα με τον οποίο, «η επιβολή
των διοικητικών κυρώσεων υστερεί απέναντι στις ποινικές σε ουσιαστικές και δικονομικές
εγγυήσεις. ∆ιαγράφεται έτσι ο κίνδυνος να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις διοικητικές κυρώσεις
που θα έχουν ανάλογη βαρύτητα με τις ποινικές δίχως τις εγγυήσεις που συνοδεύουν την
επιβολή των τελευταίων».
572
1936
Βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, όπ.παρ., σελ. 1257. Βλ. επίσης, Σωτήρη Λύτρα, Η έννοια των διοικητικών
προστίμων και η συνταγματικότητα της επιβολής τους, όπ.παρ., σελ. 449 επ. και 471 επ.,
σύμφωνα με τον οποίο, η επιβολή διοικητικών προστίμων από όργανα εκτελεστικής εξουσίας
κρίνεται ως αντισυνταγματική, γιατί έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
1937
Είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι οι κυρώσεις της διάταξης του άρθρου 51 επιβάλλονται στα
μη υπόχρεα νομικά πρόσωπα με κοινή απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης «και του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού», ο οποίος θα πρέπει να «ανευρευθεί» μετά από έρευνα των
κατά σειρά προτεραιότητας αναφερόμενων στο προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 51 § 1
αρμοδιοτήτων του!!!!
1938
Η διάταξη του άρθρου 5 ορίζει: «1. Ως υπόχρεα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στις
υποχρεώσεις του παρόντος νόμου νοούνται τα εξής φυσικά και νομικά πρόσωπα: α) Τα
πιστωτικά ιδρύματα. β) Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. γ) Οι εταιρείες κεφαλαίου
επιχειρηματικών συμμετοχών. δ) Οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου. ε) Οι ορκωτοί
ελεγκτές-λογιστές, οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, οι λογιστές που δεν συνδέονται με
σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές. στ) Οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί
σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών. ζ) Οι κτηματομεσίτες και οι
κτηματομεσιτικές εταιρείες. η) Οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο επί πλοίων με ελληνική σημαία,
καθώς και οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που
διοργανώνουν ή και διεξάγουν τυχερά παιχνίδια και πρακτορεία που σχετίζονται με τις
δραστηριότητες αυτές. θ) Οι οίκοι δημοπρασίας. ι) Οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η
σχετική συναλλαγή γίνεται σε μετρητά και η αξία της ανέρχεται τουλάχιστον σε δεκαπέντε χιλιάδες
(15.000) ευρώ, ανεξάρτητα αν αυτή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ
των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας
και Οικονομικών και Ανάπτυξης ορίζονται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εμπόρων
αγαθών μεγάλης αξίας που υπάγονται στην κατηγορία αυτή. ια) Οι εκπλειστηριαστές. ιβ) Οι
ενεχυροδανειστές. ιγ) Οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας
εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών
ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για
τους πελάτες τους σχετικά με: i) Την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, ii) τη διαχείριση
χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, iii) το άνοιγμα ή τη
διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, iv) την
οργάνωση των αναγκαίων εισφορών για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, ν) τη
σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts) ή ανάλογων νομικών
σχημάτων. Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του
επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος συμμετέχει σε
δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εάν
οι νομικές συμβουλές του παρέχονται με σκοπό τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων ή εν γνώσει
του γεγονότος ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να διαπράξει τα ως άνω
αδικήματα. ιδ) Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες και
εμπιστεύματα (trusts), εξαιρουμένων των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία στ' και ιγ'
του άρθρου αυτού, τα οποία παρέχουν κατά επιχειρηματική δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις
ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη: - συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα, - ασκούν ή
μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα διευθυντή ή διαχειριστή εταιρείας ή
εταίρου εταιρείας ή παρόμοιας θέσης, σε άλλα νομικά πρόσωπα ή σχήματα, - παρέχουν
καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και
573
ακόμη, ότι, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά της διάταξης του άρθ. 51 § 1 εδ. α’ Ν.
3691/2008, και οι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες, ακόμη και αν δεν
αποτελούν υπόχρεα νομικά πρόσωπα, υπόκεινται στις ίδιες κυρώσεις με αυτά. Η
επιλογή αυτή του νομοθέτη, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν.
3691/2008, «σχετίζεται με τον τρόπο επιβολής των κυρώσεων», αφού «κατά των
υπόχρεων νομικών προσώπων οι κυρώσεις επιβάλλονται από τις αρμόδιες
αρχές, οι οποίες εποπτεύουν σε τακτική και συνεχή βάση τα ανωτέρω πρόσωπα,
γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας τους, την εν γένει παραβατικότητά τους και την
επάρκεια και το ήθος των διευθυντικών στελεχών τους. ∆ύνανται συνεπώς να
εκτιμήσουν τους παράγοντες που διαμορφώνουν το είδος και την έκταση των
κυρώσεων. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εισηγμένες εταιρείες οι οποίες
εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που ορίζεται αρμόδια για την
επιβολή των διοικητικών κυρώσεων του παρόντος άρθρου 51 κατ' αυτών»1939.
Στη διάταξη του άρθ. 51 § 1 εδ. β', εξάλλου, προβλέπονται οι διοικητικές
κυρώσεις κατά μη υπόχρεων νομικών προσώπων.
Στη συνέχεια, η διάταξη του άρθ. 51 § 2 προβλέπει σχετικά πιο ελαφρές
διοικητικές κυρώσεις κατά υπόχρεων και μη υπόχρεων νομικών προσώπων,
όταν εξαιτίας της «έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου» από τα διευθυντικά στελέχη
του νομικού προσώπου, κατέστη δυνατή η τέλεση πράξης νομιμοποίησης
εσόδων από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος. Με τον τρόπο αυτό θεσπίζεται ένα
είδος «καθήκοντος επιμέλειας» των διευθυντικών στελεχών, τα οποία εκ του
νόμου καθίστανται, λόγω της θέσης τους στην επιχείρηση, εγγυητές της
ασφάλειας ορισμένων εννόμων αγαθών και οφείλουν να προβαίνουν σε μέτρα
οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή σχήμα, -
ενεργούν ή μεριμνούν ώστε να λειτουργούν άλλα πρόσωπα ως εμπιστευματοδόχοι ρητού
εμπιστεύματος (express trust) ή ανάλογου νομικού σχήματος, - ενεργούν ως πληρεξούσιοι
μετόχων εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη υπό την έννοια του στοιχείου α'
της παρ. 2 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου και δεν υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης
και πληροφόρησης κατά την κοινοτική νομοθεσία ή σύμφωνα με ανάλογα διεθνή πρότυπα ή
μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργεί με ίδιο τρόπο. Με απόφαση του Υπουργού
Ανάπτυξης ορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις σύστασης, χορήγησης άδειας λειτουργίας,
εγγραφής σε ειδικό μητρώο και άσκησης των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν
στοιχείο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ∆ικαιοσύνης δύναται να
ορίζονται και άλλες κατηγορίες υπόχρεων προσώπων και οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές με την
έννοια του άρθρου 6 του παρόντος».
1939
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 399.
574
1940
Βλ. ∆ημητρίου Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή Παραμόρφωση του
Ποινικού ∆ικαίου;, όπ.παρ., σελ. 1203.
1941
Η προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 51 § 1 προέβλεπε ότι η πράξη της νομιμοποίησης θα πρέπει
να γίνεται «με σκοπό να προσπορίσει περιουσιακό όφελος σε νομικό πρόσωπο» και ως εκ
τούτου, δεν αρκούσε η επικάλυψη του στοιχείου αυτού με τον ενδεχόμενο ή άμεσο δόλο του
αυτουργού. Το στοιχείο αυτό απαλείφθηκε μετά την αντικατάσταση του άρθ. 51 με το άρθ. 9 § 2
Ν. 3875/2010. Επομένως, είναι πλέον αρκετή οποιαδήποτε μορφή δόλου.
Εξάλλου, σημαντική ήταν και η απάλειψη από το κείμενο του νόμου της νομοτεχνικά κακότεχνης
διατύπωσης «και εφόσον ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση ή
διαχειρίζονται υποθέσεις τους γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το όφελος προέκυψε από τέτοια
πράξη».
1942
Για την έννοια της αμέλειας, βλ. αντί άλλων, Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Στοιχεία Ποινικού
∆ικαίου – Γενικό Μέρος, όπ.παρ., σελ. 263 επ.
575
1943
Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς προβλεπόταν ότι το διοικητικό αυτό πρόστιμο προσαυξανόταν
από το προκύψαν περιουσιακό όφελος. Το στοιχείο, όμως, αυτό απαλείφθηκε μετά την
αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθ. 9 § 2 Ν. 3875/2010 και επιλέχθηκε η αύξηση του
επιβαλλόμενου προστίμου.
1944
Για μια συσχέτιση των διοικητικών ποινών που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα με τις
ποινικές κυρώσεις εναντίον φυσικών προσώπων, καθώς και για την αναλυτική τεκμηρίωση της
θέσης ότι η προληπτική και κατασταλτική δυναμική των οικονομικού και ευρύτερα περιουσιακού
χαρακτήρα κυρώσεων είναι ελάχιστη, βλ. αναλυτικά, Αγάπιου Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη
νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, όπ.παρ., σελ.
214 επ.
576
1945
Βλ. αναλυτικά, Προδρόμου ∆αγτόγλου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, (3η έκδοση αναθεωρημένη
και συμπληρωμένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992, σελ. 351, όπου σημειώνει,
επίσης, ότι αφενός, το πρόστιμο δεν είναι δυνατό να επιβάλλεται ανεξαρτήτως πταίσματος, το
ύψος του, όμως, προσανατολίζεται προς τον επιτευκτέο σκοπό και όχι προς το πταίσμα του
υποχρέου και αφετέρου, ότι στη δίωξη των παραβάσεων για τις οποίες προβλέπεται η ποινή του
προστίμου, δεν συμπράττει η εισαγγελία και δεν εφαρμόζεται, όπως στην ποινική δίωξη, η αρχή
της νομιμότητας, αλλά η αρχή της σκοπιμότητας.
1946
Και στην περίπτωση αυτή απαλείφθηκε η πρόβλεψη για προσαύξηση με το προκύψαν
περιουσιακό όφελος, το ύψος, όμως, του προστίμου διατηρήθηκε στο ίδιο επίπεδο.
577
1947
Βλ. υπό το κράτος του προϊσχύοντος άρθρου 8 Ν. 2928/2001 και Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 178.
578
1948
Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων
από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες
διατάξεις», όπ.παρ., σελ. 399 – 400.
1949
Βλ. Προδρόμου ∆αγτόγλου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, όπ.παρ., σελ. 352.
579
1950
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των §§ 1 και 2 άρθ. 6 Ν 2690/1999 (Κώδικας
∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας).
580
1951
Αφού μέσω της οικονομικής και της κοινωνικής ισχύος, που αποκτά το οργανωμένο έγκλημα,
διευκολύνεται στην εγκληματική του δράση.
584
επισημάνει η FATF στη σχετική αξιολόγηση για την ελληνική νομοθεσία, αφού, σε
κάθε περίπτωση, η FATF, ως διακυβερνητική ομάδα, είναι ένα άτυπο όργανο και
οι συστάσεις της δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Ο Ν. 3691/2008 αποτελεί ένα δρακόντειο νομοθέτημα, το οποίο «θεσπίζει
εκ βάθρων ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καταστολής» του ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος, χρησιμοποιώντας μεν, τα γνωστά «υλικά» του προϊσχύοντος
νομοθετικού πλαισίου, αλλά προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε μια θεαματική
διεύρυνση και αναδιάταξη της καταστολής στο συγκεκριμένο πεδίο.
Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης, στο άρθ. 2 προχώρησε σε δύο πολύ
σημαντικές τομές αναφορικά με την έννοια της νομιμοποίησης. Όρισε αφενός,
ρητά πλέον, ως νομιμοποίηση την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα
με την τοποθέτηση σε αυτόν, ή τη διακίνηση μέσω, ή εντός αυτού, εσόδων που
προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί
νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (άρθ. 2 § 2 περ. δ’). Και αφετέρου, ανήγαγε σε
αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων όχι μόνο την σύσταση οργάνωσης για τη
διάπραξη ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων νομιμοποίησης, αλλά και την
σύσταση ομάδας δύο ατόμων με τον ίδιο σκοπό, ή ακόμη και τη συμμετοχή σε
τέτοια οργάνωση ή ομάδα (άρθ. 2 § 2 περ. ε’).
Ταυτόχρονα, αγνοώντας εσκεμμένα, τη λογική των διεθνών κειμένων, τα
οποία επέβαλαν την ποινική κατασταλτική αντιμετώπιση του ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος, ως μέσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος, δεν προέβη σε κανενός είδους άμεση σύνδεση της νομιμοποίησης
εσόδων με το οργανωμένο έγκλημα, σύνδεση που σθεναρά υποστήριζε εδώ και
χρόνια σημαντική μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας. Αποτέλεσμα τούτου
είναι να ταυτίζεται στην ουσία το «βρώμικο» με το «μαύρο» χρήμα και να
εργαλειοποιείται, με τον τρόπο αυτό, η ίδια η νομιμοποίηση εσόδων, προκειμένου
να αντιμετωπιστεί με δρακόντειες κυρώσεις οποιοδήποτε έγκλημα αποφέρει
περιουσιακό όφελος.
Εξάλλου, σε σχέση με τον ορισμό της τεχνικής έννοιας της «εγκληματικής
δραστηριότητας», η τάση διεύρυνσης του αξιοποίνου είναι, επίσης, προφανής.
Το βασικό στοιχείο στο πεδίο αυτό είναι «ο ακόμη πιο ανοικτός χαρακτήρας του
καταλόγου» των εγκληματικών δραστηριοτήτων, αφού στο στοιχείο ιθ) εισάγεται,
ως βασικό αδίκημα, και κάθε άλλο αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με ποινή
ελαχίστου ορίου άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό
586
νόμου για την νομιμοποίηση εσόδων, εάν είναι δυνατό ο δράστης της
νομιμοποίησης να είναι ταυτόχρονα και ο δράστης της προηγούμενης
εγκληματικής δραστηριότητας, σε σχέση με το οποίο, σθεναρά η θεωρία και με
κάποιες παλινδρομήσεις η νομολογία, είχαν υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι
νοητό.
∆εν χρειάζεται, μάλλον, να τονίσουμε ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης των επιμέρους αδικημάτων είναι – με εξαίρεση τις ειδικές διατάξεις
έναντι των γενικών – πάντα διαφορετικά, χωρίς να αποκλείεται, εντούτοις η
συνδρομή φαινομενικής συρροής μεταξύ τους. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, για
να νοείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, πρέπει να προηγείται ένα άλλο
έγκλημα, από το οποίο παράγεται η προς νομιμοποίηση παράνομη περιουσία, το
οποίο θα είναι προφανώς διαφορετικό. Αφού λογικά αποκλείεται να ταυτίζονται οι
δύο πράξεις, τι εννοεί η συγκεκριμένη διάταξη τελικά; Μήπως ότι τα δύο
εγκλήματα αρκεί να τελούνται με διαφορετικές πράξεις, δηλαδή να συρρέουν
πραγματικά και όχι κατ’ ιδέαν; Υπό το πρίσμα αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη είναι
απόλυτα δογματικά εσφαλμένη και νομικά επικίνδυνη.
Η ανίχνευση του εννόμου αγαθού, τέλος, που προσβάλλεται με τις πράξεις
νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες,
αποτελεί ένα ζήτημα ιδιαιτέρως δυσχερές. ∆εν είναι άσχετο το γεγονός ότι έχει
χαρακτηριστεί ως αδίκημα «πολιτισμικά αυτόνομο», αφού αποτελεί ένα
συνονθύλευμα ετερόκλητων παραμέτρων και πλείστων ιδιομορφιών. Πράγματι,
το συγκεκριμένο αδίκημα δεν βάλλει εναντίον ενός ορατού, ατομικά
προσδιορίσιμου, συγκεκριμένου και προσωποποιημένου θύματος, αλλά
στρέφεται ενάντια στην οικονομική και κοινωνική ολότητα, με αποτέλεσμα το
«θύμα» να καθίσταται «διάχυτο», η αναγνώρισή του ιδιαιτέρως δυσχερής και η
κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης ελλιπής. Τα προβλήματα, μάλιστα, αυτά
επιτείνονται, έτι περαιτέρω, από το γεγονός ότι η ποικιλομορφία των
προηγούμενων εγκληματικών συμπεριφορών, οι οποίες προσβάλλουν τελείως
διαφορετικά μεταξύ τους έννομα αγαθά, ως μοναδικό κοινό σημείο έχει τη
δημιουργία ενός προϊόντος, που ο νομοθέτης προβλέπει ως το υλικό αντικείμενο
του εγκλήματος και ορολογικά το αποδίδει με τον όρο «περιουσία που
προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα».
Άμεση συνέπεια των εγγενών αυτών δυσχερειών ήταν, όπως είδαμε στην
ανάπτυξη της σχετικής ενότητας, να μην καταστεί δυνατή η θεωρητική
588
1952
Βλ. Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 414.
1953
Για την αναγωγή στο θεσμό της ευνοϊκής μεταχειρίσεως του «μάρτυρα του στέμματος»
(“King’s evidence”), που συνδέεται με τη διαπραγματευτική δυνατότητα προόδου της ποινικής
δίκης στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, βλ. Ηλία Αναγνωστόπουλου, Εξάρθρωση συμμορίας και
αναστολή εκτελέσεως της ποινής (Παρατηρήσεις στο άρθρο 8 του Ν.∆. 743/1970 περί
ναρκωτικών), ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1986, σελ. 252 επ. και τις εκεί περαιτέρω αναφορές στη βιβλιογραφία.
1954
Η ρύθμιση αυτή έχει ταυτιστεί ιστορικά στην Ελλάδα με την καταπολέμηση των ναρκωτικών
και του οργανωμένου εγκλήματος. Βλ. ανάλογες ρυθμίσεις στο άρθρο 8 του Ν.∆. 743/1970 περί
ναρκωτικών, στο άρθρο 24 του Ν. 1729/1987 περί ναρκωτικών (και ήδη άρθρο 27 μετά το Ν.
3459/2006), στο άρθρο 17 του ήδη καταργημένου 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας
από το οργανωμένο έγκλημα» και στο άρθρο 5 Ν. 2713/1999 «για την Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
1955
Βλ. και Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1576, περ. 11.
1956
Βλ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 415.
1957
Βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά – Κατ’ άρθρο
ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά
(Κ.Ν.Ν.)», όπ.παρ., σελ. 131.
1958
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 602-603, αρ. περιθ. 33.
1959
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143.
591
1960
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» - Και μερικές
γενικότερες σκέψεις για τις ελευθερίες και τα όριά τους, Ελλ∆κνη, 2003, σελ. 899, υποσημ. 3.
1961
Βλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα –
∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ., σελ. 899 – 900, αρ. περιθ. 33 και 89 και του ιδίου,
Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ», όπ.παρ., σελ. 899 – 900.
1962
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Η νομικώς ορθή συσχετική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των
άρθρων 24 του Ν. 1729/1987 (27 Ν. 3459/2006) και 187Β ΠΚ (“μέτρα επιείκειας”) στο πεδίο των
εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, ΠράξΛογ, 2006, σελ. 720 και 721.
592
1965
Αντίθετα, ο Μανωλεδάκης υποστηρίζει ότι το άρθρο 187Β ΠΚ ρυθμίζει τρεις περιπτώσεις,
αναλύοντας σε μία ενιαία κατηγορία την περίπτωση του δράστη συγκρότησης ή το απλό μέλος
εγκληματικής οργάνωσης, που δεν έχει ακόμη τελέσει κανένα από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα
και αυτόν που έχει ήδη τελέσει τουλάχιστον ένα από αυτά. Η άποψη αυτή δεν είναι, κατά τη
γνώμη μας, ορθή, γιατί η ratio των ρυθμίσεων αυτών είναι διαφορετική. Και συγκεκριμένα, στην
πρώτη περίπτωση, η κατάγνωση ποινής, ως ανταπόδοση και ειδική πρόβλεψη, φαντάζει
άσκοπη, αφού ο ίδιος δράστης προβαίνει σε θεληματική αποκατάσταση του διαταραγμένου από
το έγκλημα status του εννόμου αγαθού και ταυτόχρονα εμποδίζει τη συνέχιση της προσβολής του
με την ουσιώδη συνδρομή του στην εξάλειψη της εστίας προσβολής του, ενώ, στη δεύτερη
περίπτωση, που έχει και εντελώς διαφορετική πρόβλεψη από πλευράς εννόμων συνεπειών,
αφού δεν άγει στην υποχρεωτική απαλλαγή, αλλά στην υποχρεωτική επιβολή από το δικαστήριο
μειωμένης ποινής κατ’ άρθρον 83 ΠΚ, η ratio θα πρέπει να αναζητηθεί στη βούληση του
νομοθέτη για την αποτελεσματικότερη προστασία των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών με την
παροχή στο δράστη ενός ισχυρού κινήτρου για την απόκρουση μελλοντικών, αλλά σχεδόν
βέβαιων ως προς την πραγματοποίησή τους εγκληματικών προσβολών. Βλ. Ιωάννη
Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 144.
1966
Οι διατάξεις του άρθρου 187Β § § 3 και 4 ΠΚ ρητά αναφέρονται μόνο στις πράξεις του άρθρου
187 ΠΚ, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, οι οποίες αναφέρονται και στο άρθρο
187Α ΠΚ.
1967
Με το άρθρο 2 του Ν. 2928/2001 προστέθηκε η συγκεκριμένη διάταξη στον ΠΚ ως άρθρο
187Α ΠΚ και στη συνέχεια, μετά την εισαγωγή με το Ν. 3251/2004 της νέας διάταξης του άρθρου
187Α ΠΚ για τις τρομοκρατικές πράξεις, έλαβε την αρίθμηση 187Β, ενώ επεκτάθηκε το πεδίο
εφαρμογής των §§ 1 και 2 συμπεριλαμβάνοντας και τις πράξεις του άρθρου 187Α ΠΚ.
1968
Βλ. ΣυστΕρμΠΚ, άρθρα 167 – 197, όπ.παρ., αρ. 26, Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και
Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143, του ιδίου Επιβουλή της δημόσιας τάξης, όπ.παρ., σελ. 130,
Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Σύστασις και συμμορία, όπ.παρ., σελ. 158 επ. και Λάμπρου
Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 294, οι οποίοι μάλλον εκ
παραδρομής αναφέρονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, παρότι κατά το χρόνο συγγραφής του
συγκεκριμένου έργου, με το Ν. 3251/2004 είχε ήδη εισαχθεί η ρύθμιση του άρθρου 187Α ΠΚ για
τις τρομοκρατικές πράξεις και το άρθρο για τα «μέτρα επιείκειας» είχε λάβει νέα αρίθμηση ως
άρθρο 187Β ΠΚ.
594
1969
Για την «έμπρακτη μετάνοια», βλ., πέρα από τα γενικά έργα, Γεωργίου Χρόνη, Ο θεσμός της
εμπράκτου μετανοίας εις τον νέον Ποινικόν Κώδικα, ΑρχΝ, 1951, σελ. 167, Ιωάννη Ζησιάδη, Η
απόδοσις του ιδιοποιηθέντος πράγματος (άρθρο 379 ΠΚ), ΠοινΧρ, 1952, σελ. 273 επ., Μιχαήλ
Κυριλλόπουλου, Νομικός χαρακτήρ της εμπράκτου μετανοίας, ΕΕΝ, 1957, σελ. 79 επ., Νικολάου
Λάσκαρη, Παρατηρήσεις επί της υπ’ αριθμ. ΑΠ 82/1970. Η έννοια του όρου «οικεία βουλήσει» επί
εμπράκτου μετανοίας, ΠοινΧρ, 1970, σελ. 371 επ., ∆ημητρίου Ντζιώρα, Αι διά του Ν.∆.
1234/1972 επελθούσαι τροποποιήσεις εις τον Ποινικόν Κώδικα – Ζητήματα εκ της εφαρμογής
αυτού, ΠοινΧρ, 1972, σελ. 648 επ., Παύλου Ψαρράκη, Η έμπρακτος μετάνοια εν σχέσει με τα
κατά της περιουσίας εγκλήματα, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 230 επ., Κωνσταντίνου Γαρδίκα, Η μετάνοια
των εγκληματιών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 1 επ., Αγγελικής Σαρέλη / Γιάννη Μπέκα, Η εντελής
ικανοποίηση του θύματος ορισμένων εγκλημάτων από το δράστη τους, ως λόγοι άρσης του
τιμωρητού, Ελλ∆κνη, 1990, σελ. 473 επ., Θάνου Γιαννόπουλου, Έμπρακτη μετάνοια κατ’ άρθρο
379 ΠΚ και «λογική των εγκληματιών», ΝοΒ, 1990, σελ. 1417 επ., ∆ημητρίου Βενέτη, Μεταμέλεια
ή εκμαυλισμός συνειδήσεως, ΥΠΕΡ, 1994, σελ. 713 επ., Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου
Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 291 επ. και Νικολάου Μπιτζιλέκη, Η ελεύθερη
βούληση στην υπαναχώρηση από την απόπειρα και στην έμπρακτη μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1995.
1970
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 291 –
292.
1971
Βλ. Στέφανου Παύλου, Εγκλήματα περί το νόμισμα (άρθρα 207 – 215 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα, 2003, σελ. 409.
1972
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 297.
595
ληφθεί υπόψη και στην κρίση του δικαστηρίου για την αναστολή της ποινής,
σύμφωνα με το άρθ. 100 § 1 ΠΚ1973.
Η § 1 αναφέρεται σε άτομα που έχουν συγκροτήσει ήδη ή είναι μέλη σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση και επομένως,
υπέχουν ήδη ποινική ευθύνη για την πράξη τους αυτή, τα οποία, πριν η ύπαρξη
και η εγκληματική δράση της οργάνωση αυτής γίνει αντιληπτή από τις αρχές, με
την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές επιτυγχάνουν
την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, ή
συμβάλλουν ουσιωδώς στην εξάρθρωση της συγκεκριμένης εγκληματικής
οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν. Με τη βοήθειά τους αυτή, εκούσια1974
αποκαθιστούν το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, το οποίο, με τη δική τους
συμμετοχή στη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση, έχει ήδη προσβληθεί με τη
μορφή της αφηρημένης διακινδύνευσης, ή εμποδίζουν την σχεδόν βέβαιη
προσβολή κάποιου άλλου εννόμου αγαθού, το οποίο έχει ειδικά μπει στο
στόχαστρο της οργάνωσης. Η έμπρακτη αλλαγή τρόπου σκέψης, σε συνδυασμό
με την υλικά σημαντική βοήθεια που έχουν ήδη παράσχει τα άτομα αυτά στις
αρχές, κάνουν την επιβολή ποινής, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ως
ανταπόδοση και ειδική πρόληψη, να φαίνεται άσκοπη και εύλογα άγει στην
απαλλαγή των συγκεκριμένων δραστών από την ποινική τους ευθύνη για τη
συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση.
Υποστηρίξιμη θα ήταν στην περίπτωση αυτή και η εκδοχή ότι πρόκειται
για προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή1975.
1973
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 300.
1974
Για το χαρακτηριστικό της «εκούσιας» αποκατάστασης της βλάβης, από την ιδιαίτερα πλούσια
νομολογία, βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1144/1998, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 662, ΑΠ 1058/2000, ΠοινΧρ, 2001,
σελ. 315, ΑΠ 661/2001, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 365, ΑΠ 1703/2001, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 329, ΑΠ
1855/2001, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 647, ΑΠ 1650/2002, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 13, ΑΠ 342/2003,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 1000, ΑΠ 84/2004, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 870 και ΑΠ 271/2004, ΠοινΧρ, 2004,
σελ. 991.
1975
Σε σχέση με τις απόψεις που έχουν υποστηριχθεί στη θεωρία σχετικά με τους προσωπικούς
λόγους απαλλαγής από την ποινή, οι Μαργαρίτης / Παρασκευόπουλος δεν φαίνεται να
συμφωνούν με την ύπαρξη ενιαίας κατηγορίας στοιχείων που «ακούνε στο όνομα» προσωπικοί ή
εξαιρετικοί (ορολογία που υιοθετεί ο Κατσαντώνης, βλ. Αλεξάνδρου Κατσαντώνη, Ποινικόν
∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β’, όπ.παρ., σελ. 154 επ.), τουλάχιστον στην έκταση που
υποστηρίζεται, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις που οι διάφοροι συγγραφείς υπάγουν σ’
αυτούς, είναι είτε λόγοι άρσεως του αδίκου ή του καταλογισμού ή δικονομικά εμπόδια. Η μόνη
περίπτωση, που υπάγεται στους προσωπικούς λόγους απαλλαγής από την ποινή, σύμφωνα με
τους συγκεκριμένους συγγραφείς, είναι το ανεύθυνο του Προέδρου της ∆ημοκρατίας, για πράξεις
που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά δεν αποτελούν εσχάτη προδοσία ή με
πρόθεση παραβίαση του Συντάγματος. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη / Νικολάου Παρασκευόπουλου,
Ποινολογία, όπ.παρ., σελ. 168 – 180.
596
1976
Βλ. Νικολάου Χωραφά, Ποινικόν ∆ίκαιον, όπ.παρ., σελ. 425 επ.
1977
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το ακαταδίωκτο του Προέδρου της ∆ημοκρατίας για
πράξεις που ανάγονται στην τέλεση των καθηκόντων του και δε συνιστούν εσχάτη προδοσία, που
στηρίζεται στην προϋπάρχουσα ιδιότητα του συγκεκριμένου ατόμου ως Προέδρου της
∆ημοκρατίας.
597
συμπεριφορά, ενώ, η προσβολή του εννόμου αγαθού από την εκ μέρους του
τέλεση του σχεδιασθέντος από την οργάνωση εγκλήματος, παραμένει
ανεπανόρθωτη.
Το γεγονός ότι η έμπρακτη μετάνοια της § 2 του άρθ. 187Β ΠΚ, παρά τη
ρητή της πρόβλεψη στο κείμενο του νόμου, δεν άγει στην υποχρεωτική
απαλλαγή του δράστη, αλλά μόνο στην υποχρεωτική επιβολή σ’ αυτόν
ελαττωμένης ποινής, κάτι που ισχύει στις περιπτώσεις, όπου η έμπρακτη
μετάνοια δεν προβλέπεται ρητά από τη διάταξη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
η νομική φύση της αποτελεί έναν συγκερασμό, δηλαδή μια ιδιότυπη και μοναδική
μορφή έμπρακτης μετάνοιας, μια έμπρακτη μετάνοια sui generis, η οποία
αποτέλεσε προϊόν της προσπάθειας εξισορρόπησης αφενός, της
αποτελεσματικής δίωξης του οργανωμένου και τρομοκρατικού εγκλήματος και
αφετέρου, της αξίωσης της πολιτείας για τιμωρία των εγκλημάτων.
Περαιτέρω, οι περιπτώσεις που ρυθμίζονται στις §§ 3 και 41978, διαφέρουν
ουσιωδώς από τις προηγούμενες, καθόσον τα άτομα που επωφελούνται από τις
διατάξεις αυτές δεν είναι ταυτόχρονα και δράστες των εγκλημάτων του άρθ. 187
§§ 1 και 3 ΠΚ και επομένως, η καταγγελία τους προς τις αρχές δεν τείνει να
αποκαταστήσει την ειρήνευση του εννόμου αγαθού που έχει προσβληθεί με τις
δικές τους πράξεις, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, εάν επρόκειτο για έμπρακτη
μετάνοια. Στις ρυθμίσεις των §§ 3 και 4, αυτό που προέχει για την υπαγωγή
κάποιου σ’ αυτές, είναι αφενός, η ιδιότητα του θύματος εγκληματικής οργάνωσης
στην § 3 και αφετέρου, η ιδιότητα του αλλοδαπού στην § 4. Οι ρυθμίσεις, δηλαδή,
αυτές αφορούν άτομα, που παρότι δεν έχουν τα ίδια τελέσει τα εγκλήματα των §§
1 και 3 του άρθ. 187 ΠΚ, λόγω της «τυχαίας», τρόπον τινά, εμπλοκής τους με το
φάσμα των δραστηριοτήτων συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης, είναι σε
θέση να παράσχουν πολύτιμες πληροφορίες στις διωκτικές αρχές.
1978
Η Συμεωνίδου-Καστανίδου ελέγχει τη συγκεκριμένη ρύθμιση ως «ηθικά έκθετη» τονίζοντας το
γεγονός ότι με αυτή δημιουργούνται δύο σώματα «καταδοτών», που δεν συμμετέχουν με
οποιονδήποτε τρόπο στην τέλεση του εγκλήματος. Αφενός τα θύματα αδικημάτων, που έχουν
τελεστεί από εγκληματικές οργανώσεις, που, όμως, και τα ίδια διώκονται για παραβάσεις των
νόμων περί αλλοδαπών ή περί εκδιδομένων γυναικών και αφετέρου αλλοδαποί, άσχετοι με το
καταγγελλόμενο έγκλημα, σε βάρος των οποίων έχει διαταχθεί απέλαση. Βλ. Ελισάβετ
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 696. Πρβλ. Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι,
Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, όπ.παρ.,
σελ. 602-603 και 628-629, αρ. περιθ. 33 και 89.
598
1979
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 145 – 146.
1980
Για την έννοια της «αρχής» στην περίπτωση του εγκλήματος της «ψευδούς βεβαίωσης» βλ.
ευρύτερα, ΑΠ 55/1988, ΠοινΧρ, 1988, σελ. 459 και ΣυμβΠλημΧαλκιδ 119/1991, ΥΠΕΡ, 1992,
σελ. 137 επ., το οποίο δέχθηκε ότι: «Ως αρχή νοείται εν προκειμένω, το όργανο του Κράτους το
οποίο ασκεί κατά τη δική του ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο, κρατική εξουσία, που τέθηκε
από τους οργανικούς του νόμους για τη διοίκησή του. Στην έννοια δε της εξουσίας αυτής
περιλαμβάνεται όχι μόνο η δημόσια εξουσία, με την οποία επιδιώκεται η εκπλήρωση των άμεσων
σκοπών του Κράτους, αλλά και η λειτουργία η οποία προορίζεται για σκοπούς απώτερους μεν,
γενικού όμως μέσα στην πολιτεία συμφέροντος και κοινής ανάγκης, η οποία περιβάλλεται από το
599
νομοθέτη ολικά ή μερικά με οργανισμό δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει
πρόθεσή του όπως και η λειτουργία αυτή αναχθεί σε κρατική εξουσία».
1981
∆ηλαδή με την πρωτοβουλία του ιδίου.
1982
Για το ζήτημα της «οικεία βουλήσει» έμπρακτης μετάνοιας, βλ. αντί άλλων Νικολάου
Μπιτζιλέκη, Η ελεύθερη βούληση στην υπαναχώρηση από την απόπειρα και στην έμπρακτη
μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 15 επ., του ιδίου, Μερικές ακόμη σκέψεις για
την αποτυχία και την εκούσια υπαναχώρηση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 673 επ. και Αλέξανδρου Κωστάρα, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, όπ.παρ., ιδίως
αρ. περιθ. 1846.
600
1983
Βλ. και Στέφανου Παύλου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., αρ. περιθ. 419.
1984
Βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου / Κωνσταντίνου Κοσμάτου, Ναρκωτικά, όπ.παρ., σελ. 133.
1985
Ibid, σελ. 134.
1986
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 143 – 144.
601
δεν άπτονται των πληροφοριών που παρείχε στις αρχές, θα πρέπει να γίνει
δεκτό ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση
του ελαφρυντικού της «ειλικρινούς μετάνοιας», του άρθ. 84 § 2 περ. δ’ ΠΚ,
καθώς, πράγματι, εμπράκτως επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της
πράξης του και το δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλλει ελαττωμένη ποινή, κατ’
άρθρον 83 ΠΚ, στο συγκεκριμένο δράστη.
Στην περίπτωση της § 2, απαιτείται η συνδρομή όλων των ανωτέρω
προϋποθέσεων, που προβλέπονται για την εφαρμογή της § 1, αλλά η
μεταχείριση του συνεργαζόμενου με τις αρχές είναι διαφορετική, επειδή αυτός,
εκτός από το έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή
συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση, έχει, επιπροσθέτως, τελέσει και κάποιο
από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα της οργάνωσης. Η επιτυχής κατά τα ανωτέρω
συνεργασία του με τις αρχές, θα άγει στην υποχρεωτική επιβολή ελαττωμένης
ποινής στο συγκεκριμένο δράστη, σύμφωνα με το μέτρο του άρθ. 83 ΠΚ, το
οποίο θα εφαρμοστεί τόσο σε σχέση με το έγκλημα της συγκρότησης ή της
ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία ή σε τρομοκρατική οργάνωση,
όσο και σε σχέση με το έγκλημα που τέλεσε στο πλαίσιο της οργάνωσης1987.
Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθ. 187Β § 2 εδ. β’ ΠΚ, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, το δικαστήριο δύναται, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως
την επικινδυνότητα της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή της
συμμορίας, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σ’ αυτήν και το βαθμό της
συμβολής του στην εξάρθρωσή της, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της
ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των
άρθ. 99 και 104 ΠΚ.
Στη συνέχεια, προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της § 3 είναι: 1) Να
πρόκειται για άτομο το οποίο δεν είναι μέλος, ούτε ένοχος συγκρότησης
εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, 2) Το άτομο αυτό θα πρέπει να έχει την
ιδιότητα του θύματος, εξαιτίας αξιόποινων πράξεων, οι οποίες τελέστηκαν εις
βάρος του από εγκληματική οργάνωση ή συμμορία και 3) Θα πρέπει να προβεί
σε συγκεκριμένη καταγγελία, για τις τελεσθείσες εις βάρος του πράξεις από την
1987
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 144.
602
1988
Η καταγγελία του τρίτου δεν αφορά τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης ή ένταξης σε
εγκληματική οργάνωση ή συμμορία, όπως ερμηνευτικά προκύπτει από τον όρο «πράξεις που
τελέσθηκαν σε βάρος του».
1989
Είτε παραβάσεων και των δύο αυτών νόμων, όπως μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά.
1990
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 145.
1991
Ως «απέλαση», θα πρέπει να νοηθεί το διοικητικό μέτρο και όχι η παρεπόμενη ποινή ή το
μέτρο ασφαλείας. Έτσι, σε περίπτωση που η εκκρεμής απέλαση έχει διαταχθεί με δικαστική
απόφαση, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να διατάξει την αναστολή της. Επομένως, για να τύχει
εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 187Β § 4 ΠΚ, δεν θα πρέπει να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά
του αλλοδαπού. Ibid, σελ. 146.
603
1992
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 146 – 147.
1993
Για μια κριτική των ελλείψεων που παρουσιάζει, στην περίπτωση αυτή, η προστασία των
θυμάτων, τα οποία αντιμετωπίζονται καθαρά «εργαλειακά», προκειμένου να επιτευχθούν οι
604
στόχοι της έρευνας και της δίωξης, βλ. Georgios Papanicolaou / Georgios Antonopoulos,
“Organised crime” and migrants in the labour market – The economic significance of human
smuggling and trafficking in Greece, όπ.παρ., σελ. 285 – 286.
1994
Βλ. ενδεικτικά Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων, ανώνυμοι
μάρτυρες, «πρόσωπα εμπιστοσύνης», στα Πρακτικά του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆
με θέμα Η απόδειξη στην Ποινική ∆ίκη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σελ. 79 επ., Νικολάου
Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ.
58 επ. και Μιχαήλ Σταθόπουλου, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα ∆ικαιώματα
– ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, σελ.632-633, αρ. περιθ. 97.
1995
Βλ. Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού
∆ικαίου, Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου, όπ.παρ., Πόρισμα υπ’ αριθμ. 8, σελ. 245 και
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580, περ. 27. Για τη θετική στάση της επιστήμης βλ.
ενδεικτικά, Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 67, Λάμπρου Καράμπελα, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 167 και Βασίλη Τσιάτουρα, Παρέμβαση στο 7ο Πανελλήνιο
Συνέδριο της ΕΕΠ∆, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 215.
605
1996
Ο Ν. 1916/1990 καταργήθηκε με το άρθρο 35 § 1 του Ν. 2172/1993 χωρίς να αντικατασταθεί
με άλλον νόμο, που να ρυθμίζει το θέμα της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και της
προστασίας των μαρτύρων στις σχετικές δίκες. Για μια ανάλυση του Ν. 2172/1993, βλ. ιδίως,
Λάμπρου Μαργαρίτη (επιμ), Ο Ν. 2172/1993, Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1995.
1997
Το άρθρο 1 § 2 αναφέρεται στα εγκλήματα σχετικά με προσβολές του πολιτεύματος (άρθρα
134 – 137∆ ΠΚ), με τα υπομνήματα (άρθρα 216 – 222 ΠΚ), με την υπηρεσία (άρθρα 235 – 146
και 252 – 263Α ΠΚ), με την προσωπική ελευθερία (άρθρα 322 – 324 ΠΚ), με τη γενετήσια
ελευθερία (άρθρα 336 – 353 ΠΚ), με την ιδιοκτησία (άρθρα 372 – 384 ΠΚ), με τα περιουσιακά
δικαιώματα (άρθρα 385 – 399 ΠΚ), καθώς και στις παραβάσεις των νόμων περί προστασίας των
αρχαιοτήτων, περί ναρκωτικών, όπλων, λαθρεμπορίας, παιγνίων και περί αλλοδαπών. Βλ.
Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 393 και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 1166.
606
2004
Βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1045.
2005
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1166.
2006
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 394 και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1166.
2007
Ο εκφοβισμός αποσκοπεί στην αποτροπή της κατάθεσης των επιβαρυντικών για τα μέλη της
οργάνωσης στοιχείων και στο μέτρο αυτό, λειτουργεί προληπτικά, σε αντίθεση με την εκδίκηση
που είναι ύστερη ενέργεια. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων,
ανώνυμοι μάρτυρες, «πρόσωπα εμπιστοσύνης», όπ.παρ., σελ. 79 επ., Κωνσταντίνου Βαθιώτη,
Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1046 επ., με
περαιτέρω παραπομπές και Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό
στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167.
608
τους οικείους, υπό ευρεία εννοία, των προηγούμενων κατηγοριών μαρτύρων και
η τέταρτη, τα θύματα της υπό διερεύνηση εγκληματικής δραστηριότητας2008.
Ειδικότερα, ως «ουσιώδεις μάρτυρες», θα πρέπει να νοηθούν τα
πρόσωπα που συμπτωματικά απέκτησαν γνώσεις για την εν γένει δραστηριότητα
της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, καθώς και για τη συγκεκριμένη
πράξη που ανακρίνεται ή δικάζεται, όπως, επίσης, και τα θύματα της πράξης
αυτής2009. Εξάλλου, ουσιώδεις μάρτυρες είναι και οι συνεργαζόμενοι με τους
κατηγορούμενους, μάρτυρες, οι οποίοι αποσκίρτησαν οικειοθελώς ή μη από την
οργάνωση και προσφέρονται να συνεισφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες2010.
«Πρόσωπα που βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών
δραστηριοτήτων» είναι, κυρίως, οι αστυνομικοί, αλλά και άλλα πρόσωπα, τα
λεγόμενα «έμπιστα πρόσωπα»2011, τα οποία ενεργούν την ανακριτική διείσδυση
στις εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις2012, καθώς και τα πρόσωπα που
τελούν ή συμπράττουν στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα
με το άρθ. 253Α ΠΚ, δηλαδή οι δικαστικοί λειτουργοί, οι ανακριτικοί ή δικαστικοί
υπάλληλοι και οι πραγματογνώμονες.
Ως «οικείοι», τέλος, των ανωτέρω πρόσωπων, που μπορούν να τύχουν
της προστασίας του άρθ. 9 § 2, παρότι δεν καλούνται οι ίδιοι να καταθέσουν2013,
θα πρέπει να νοηθούν όσοι αναφέρονται στο άρθ. 13 περ. β’ ΠΚ2014, το οποίο,
όμως, θα πρέπει να ερμηνευτεί με κάποια ευρύτητα2015, έτσι ώστε να μην
υπάρξει, κατά τη γνώμη μας, περιορισμός, με βάση τις καθορισμένες σχέσεις
συγγένειας του Αστικού Κώδικα, αλλά θα πρέπει να συμπεριληφθούν και de facto
2008
Βλ. σχετικά Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 394, Θεοχάρη ∆αλακούρα,
Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167 – 1168 και Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1046 –
1047.
2009
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 179.
2010
Βλ. σχετικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 179, Θεοχάρη
∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1167 και
Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1046.
2011
Βλ. και Ειρήνης Τσαγκαράκη, Ο «μάρτυρας εξ ακοής» στην ποινική δίκη, Ποιν∆ικ, 2010, σελ.
720.
2012
Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Προστασία απειλούμενων μαρτύρων, ανώνυμοι μάρτυρες,
«πρόσωπα εμπιστοσύνης», όπ.παρ., σελ. 79 επ.
2013
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2014
∆ηλαδή οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά
τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών,
καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του μάρτυρα και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή
επιμέλειά του.
2015
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180.
609
2016
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2017
Τα μέτρα δικονομικού χαρακτήρα που έχουν πιο έντονα επικριθεί είναι η εξασφάλιση της
μυστικότητας των στοιχείων του μάρτυρα και η αποτροπή της εμφάνισής του στο ακροατήριο,
επειδή αποδυναμώνουν το δικαίωμα της υπεράσπισης να διερευνά το υπόβαθρο της γνώσης του
μάρτυρα και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠ∆, που κατατείνει
στον έλεγχο της αξιοπιστίας του μάρτυρα και την αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ, ευρίσκονται σε
αντίθεση και με το άρθρο 6 § 3 της ΕΣ∆Α, που καθιερώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για
κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τους μάρτυρες κατηγορίας και με την γενική αρχή του Ποινικού
∆ικονομικού ∆ικαίου της αμεσότητας. Βλ. σχετικά Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων:
Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168.
2018
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
610
2019
Το μέτρο προστασίας της μετεγκατάστασης σε άλλες χώρες προστέθηκε μετά την
αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 9 § 2 με τη άρθρο 7 Ν. 3875/2010, (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-
2010).
2020
Με δυνατότητα ανάκλησής της.
2021
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 395.
611
§ 2 είναι περιοριστική. Εντούτοις, μια τέτοια λύση θα αντέβαινε στο πνεύμα της
συγκεκριμένης διάταξης και στο σκοπό του νομοθέτη2026, ιδίως, αν με την
αυστηρή γραμματική ερμηνευτική εκδοχή της, αποκλείονταν ηπιότερα από τα
ρητώς προβλεπόμενα μέτρα προστασίας, όπως θα ήταν ενδεχομένως η αλλαγή
τηλεφώνου ή η αλλαγή πινακίδων Ι.Χ. αυτοκινήτου2027. Στο πλαίσιο αυτό, η
απαρίθμηση των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθ. 9 § 2 μέτρων
προστασίας, δεν θα πρέπει να θεωρείται περιοριστική, αλλά ενδεικτική.
Όπως γίνεται σαφές από μία απλή ανάγνωση των προβλεπόμενων στη
διάταξη του άρθ. 9 § 2 μέτρων προστασίας, ο Έλληνας νομοθέτης έκανε, στην
ουσία, μια επιλογή από τα προτεινόμενα διεθνώς μέτρα προστασίας, με κριτήριο
το ελάχιστο δυνατό οικονομικό κόστος2028. Αυτός είναι ο λόγος που δεν
υπάρχουν προβλέψεις για κοινωνική ή οικονομική ενίσχυση των μαρτύρων που
αρχίζουν μια νέα ζωή και ένα νέο επάγγελμα μετά την αλλαγή των στοιχείων της
ταυτότητάς τους. Χωρίς την πρόβλεψη, όμως, τέτοιου είδους μέτρων, ούτε η
αστυνομική προστασία κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας2029, ούτε η
κατάθεση του μάρτυρα με μυστική την ταυτότητά του ή με τηλεδιάσκεψη2030, έχει
νόημα2031. Υπό αυτό το πρίσμα, ορθά ο ∆αλακούρας προτείνει την, de lege
ferenda, επέκταση του καταλόγου των μέτρων προστασίας και με άλλα
ενδεχομένως αποτελεσματικότερα, όπως η αλλαγή κατοικίας2032, η πρόσληψη σε
νέα θέση εργασίας ή η μακροχρόνια επιχορήγηση του προστατευόμενου
μάρτυρα2033.
Η υιοθέτηση των ανωτέρω μέτρων προστασίας αφορά αποκλειστικά την
ποινική διαδικασία για τις πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική
2026
Ο ∆αλακούρας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νομοθέτης
«εκφράστηκε “στενότερον του δέοντος”». Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα
δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168.
2027
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 181.
2028
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2029
Επιφυλάξεις για την κατ’ ανάγκη περιορισμένη αστυνομική προστασία εκφράζει ο
Καράμπελας. Βλ. σχετικά Λάμπρου Καράμπελα, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, όπ.παρ., σελ. 167.
2030
Επιφυλάξεις για τη χρήση της «εικονοδιάσκεψης» εκφράζει ο Μυλωνόπουλος. Βλ. σχετικά,
Χρήστου Μυλωνόπουλου, Οργανωμένο Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα Πρακτικά του
7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του
Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 114 επ.
2031
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2032
Στα θετικά θα πρέπει να εγγραφεί η υιοθέτηση του μέτρου προστασίας της μετεγκατάστασης
σε άλλες χώρες, το οποίο προστέθηκε μετά την αντικατάσταση της διάταξης του άρθ. 9 § 2 με τη
άρ. 7 Ν. 3875/2010, (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
2033
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1168 – 1169.
613
2034
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580, περ. 28 και Έκθεση του επιστημονικού
συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού
Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες
πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1585.
2035
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 395 – 396.
614
2036
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 397.
2037
Ibid, σελ. 398.
615
πουθενά, πώς καλείται να εξεταστεί για πρώτη φορά ο μάρτυρας κατά την
προδικασία2038. Καλείται με αναγραφή στην κλήτευση και στο αποδεικτικό
επίδοσης στον μάρτυρα, των στοιχείων της αληθινής ταυτότητάς του και κατόπιν
διατάσσεται από τον εισαγγελέα «η μη αναγραφή του ονόματός του στην έκθεση
εξέτασης»; Ή διατάσσεται η μη αναγραφή του ονόματος του καλούμενου να
καταθέσει ως μάρτυρας, τόσο στην έκθεση επίδοσης, όσο και στο αποδεικτικό
της; Στην περίπτωση αυτή, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο
προσκαλούμενος οφείλει, σύμφωνα με το άρθ. 161 ΚΠ∆, να υπογράψει και αν,
όντως, τηρηθούν μυστικά τα στοιχεία του μάρτυρα, από την αρχή, πώς θα
γνωρίζει ο ποινικός επιμελητής ή το όργανο της δημόσιας δύναμης στα χέρια
τίνος προσώπου θα πρέπει να γίνει η παράδοση της κλήσης του μάρτυρα,
σύμφωνα με το άρθ. 155 ΚΠ∆ και ποιος θα υπογράψει το αποδεικτικό της
επίδοσης; Η πληθώρα πρακτικών δυσχερειών που ανακύπτουν, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι η διατήρηση της μυστικότητας των στοιχείων της ταυτότητας του
μάρτυρα κατά την προδικασία, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αυθαιρεσίες.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τόσο η εκδίκηση, όσο και ο
εκφοβισμός συνιστούν, ως μορφές απειλής, πιθανολογικές κρίσεις για ένα
μελλοντικό γεγονός, το οποίο οφείλει να θεμελιώνεται με την επίκληση
συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων2039.
Η εκδίκηση πρέπει να προβλέπεται ότι είναι πιθανό να εκδηλωθεί και να
γίνεται προσπάθεια, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας, να
αποτραπεί.
Αντίθετα, για τον εκφοβισμό θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ενδείξεις
έναρξης μιας «διαδικασίας εκφοβισμού» και υπό την έννοια αυτή, ο εκφοβισμός
εξουδετερώνεται και δεν είναι δυνατό να παρασχεθεί προστασία με απλές
υπόνοιες ότι ο μάρτυρας ενδέχεται να υποστεί εκφοβισμό. Συνεπώς, θα πρέπει
να καταφάσκονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον ενδείξεις έναρξης
μιας διαδικασίας εκφοβισμού με συγκεκριμένες πράξεις, όπως, για παράδειγμα,
ύποπτες παρακολουθήσεις, ανώνυμα τηλεφωνήματα, και συνεχείς αναπάντητες
κλήσεις και δεν θα πρέπει να εξαρκούν οι υπόνοιες αφηρημένου χαρακτήρα2040.
2038
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 398.
2039
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1167.
2040
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180. Και στη γερμανική
θεωρία και νομολογία, άλλωστε, απαιτείται, αντίστοιχα, ο πιθανολογούμενος κίνδυνος να
616
ερείδεται σε ενδείξεις που υπερβαίνουν την «απλή ενόχληση» (“blosse Belästigung”) του
μάρτυρα. Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ.,
σελ. 1168.
2041
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του ∆αλακούρα. Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία
μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ. 1168. Βλ. επίσης, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180 και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων
κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1047.
2042
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
2043
Η Εισηγητική Έκθεση σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η προβλεπόμενη υποχρέωση
αποκάλυψης του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, αν το ζητήσει διάδικος ή ο εισαγγελέας,
είναι επαρκής εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Άλλωστε, ως
πρόσθετη εγγύηση ορίζεται ότι αν δεν αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη
η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για να θεμελιώσει καταδίκη του κατηγορουμένου». Βλ.
Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα
617
και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1580 – 1581, περ. 28. Εξάλλου, στο ίδιο μήκος
κύματος κινείται και η Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, σύμφωνα με την
οποία, «αποφασιστική σημασία στην προκειμένη περίπτωση έχει η διαπίστωση ότι ο μάρτυρας
κινδυνεύει, το αν δηλαδή υπάρχει διακινδύνευση του μάρτυρα ή άλλου προσώπου, έστω και αν
αυτή δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, με βάση τις αρχές της
αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, θα ήταν δικαιολογημένη η ανωνυμία των μαρτύρων.
Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να σταθμίζονται και τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Τέλος, η
διατήρηση της ανωνυμίας ορθώς συνεπάγεται την απαγόρευση να αξιολογηθεί η κατάθεση σε
βάρος του κατηγορουμένου». Βλ. Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο
νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής
∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων»,
όπ.παρ., σελ. 1585 – 1586.
2044
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1169.
2045
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 182.
618
2046
Για τη σχετική προβληματική, βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, όπ.παρ., σελ. 398 – 399 και
Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.1169.
2047
Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη, Ανακριτική, (6η έκδοση), σελ. 399.
2048
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 699.
2049
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ.,
σελ.1169.
2050
Με το άρθρο 42 § 6 του Ν. 3251/2004 επεκτάθηκε η εφαρμογή του άρθρου 10 και στις
αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι τόσο η διάταξη του άρθρου 10 όσο και η προηγούμενη του άρθρου 9, ακριβώς
επειδή αποτελούν προστατευτικές διατάξεις υπέρ του ατόμου, είναι δυνατό να εφαρμοστούν και
619
τους δικαστές της υπόθεσης, όταν πρόκειται για κακουργήματα των άρθ. 187 § 1
και 187Α §§ 1 και 4 ΠΚ ενώ, η διάταξη του άρθ. 10 § 2 εισάγει την προστασία
κρατουμένων, οι οποίοι προβαίνουν σε σημαντικές αποκαλύψεις για τη δράση
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης.
Επομένως, ο κύκλος προσώπων, τα οποία δικαιούνται προστασίας
σύμφωνα με το άρθ. 10 του Ν. 2928/2001, είναι αφενός, τα άτομα που φέρουν
την ιδιαίτερη ιδιότητα του εισαγγελέα, του ανακριτή ή του δικαστή υπόθεσης που
αφορά το οργανωμένο έγκλημα ή την τρομοκρατία και αφετέρου, άτομα που ήδη
κρατούνται για οποιαδήποτε υπόθεση και προβαίνουν σε σημαντικές
αποκαλύψεις σχετικά με τη δράση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθ. 10 § 1 δεν κάνει λόγο για
μέτρα προστασίας των οικείων2051 των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών,
εντούτοις, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή του άρθ. 9 § 1 και να
επεκταθεί η λήψη μέτρων προστασίας και σ’ αυτά τα πρόσωπα, ιδίως στις
περιπτώσεις που έχουν ήδη εκδηλωθεί εις βάρος τους πράξεις εκφοβισμού ή
απειλές2052.
Εξάλλου, και οι οικείοι των κρατουμένων, οι οποίοι προβαίνουν σε
κρίσιμες για την εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση αποκαλύψεις, μπορούν
να γίνουν αντικείμενα πράξεων αντεκδίκησης από τη θιγόμενη οργάνωση και μια
τέτοια προοπτική, ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη βούληση του
κρατούμενου να καταθέσει τα σχετικά ενοχοποιητικά στοιχεία. Συνεπώς, ενόψει
του σκοπού του νομοθέτη, που είναι η αποτελεσματική δίωξη των εγκληματικών
και τρομοκρατικών οργανώσεων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και οι, υπό ευρεία
εννοία, οικείοι των κρατουμένων, εντάσσονται στον κύκλο των προστατευόμενων
προσώπων της διάταξης του άρθ. 10 Ν. 2928/2001.
Το άρθ. 10 § 1 αναφέρεται σε «μέτρα φύλαξης», χρησιμοποιώντας
γενικότερη διατύπωση σε σχέση με το άρθ. 9 § 2. Πρόκειται, βασικά, για τη
φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, την οποία
συναντήσαμε και στην περίπτωση της προστασίας μαρτύρων του προηγουμένου
σε πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την 17η Ιουνίου 2001, αλλά έχει ασκηθεί ποινική δίωξη μετά
την ημερομηνία αυτή. Βλ. σχετικά Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ.
188.
2051
Οι «οικείοι» θα πρέπει να νοηθούν εν ευρεία εννοία, σύμφωνα με την οριοθέτηση που
επιχειρήθηκε ανωτέρω στην περίπτωση της προστασίας μαρτύρων του άρθρου 9 του Ν.
2928/2001.
2052
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 184.
620
άρθρου, αλλά και για συναφή μέτρα φύλαξης όπως είναι, για παράδειγμα, η
παραχώρηση στον εισαγγελέα, τον ανακριτή και τους δικαστές της υπόθεσης
θωρακισμένου αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις τους και η σύνδεση του σπιτιού
τους με την αστυνομία με ειδικό σύστημα συναγερμού2053. Τα μέτρα αυτά
διατάσσονται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, με την έκδοση σχετικής
διάταξης.
Ως ειδικό μέτρο προστασίας των δικαστών, προβλέπεται από το άρθ. 10 §
1 εδ. β’ ότι τόσο κατά την προφορική απαγγελία στο ακροατήριο, όσο και κατά
την κατάρτιση των αποφάσεων, τα ονόματα των δικαστών, σε περίπτωση
μειοψηφίας, παραμένουν μυστικά. Η διάταξη αυτή, δεν έρχεται σε αντίθεση με το
άρθ. 93 § 3 εδ. γ’ Σ, το οποίο υποχρεώνει σε δημοσίευση της γνώμης της
μειοψηφίας και όχι των ονομάτων των δικαστών που μειοψήφησαν, ζήτημα που
αφήνει να ρυθμιστεί από τον κοινό νομοθέτη2054.
Σύμφωνα με το άρθ. 10 § 2, λαμβάνονται μέτρα προστασίας, με διάταξη
του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και για τους κρατουμένους που
προβαίνουν σε σημαντικές ως προς τη δράση εγκληματικής οργάνωσης
αποκαλύψεις, έτσι ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος εκδίκησης. Η απαρίθμηση των
μέτρων προστασίας στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή η κράτησή τους χωριστά
από άλλους κρατουμένους, η μεταφορά τους με χωριστό όχημα και ασφαλή
συνοδεία και η φύλαξή τους κατά τη διάρκεια των αδειών τους, είναι ενδεικτική,
κάτι που καθίσταται προφανές από τη χρήση του όρου «ιδίως» και επομένως,
είναι δυνατό να διαταχθούν και άλλα μέτρα, που in concreto θα κριθούν
πρόσφορα και τα οποία πρέπει να βρίσκονται σε αναλογία με τον απειλούμενο
κίνδυνο.
Η προστασία, εξάλλου, των οικείων των δύο ανωτέρω προστατευόμενων
κατηγοριών, είναι καθαρά αστυνομικής φύσης, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη
σχετική πρόβλεψη από τη διάταξη του άρθ. 10 και συνίσταται στη φύλαξή τους
από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, καθώς και στην
ενδεχόμενη διασύνδεση της οικίας ή και του τόπου εργασίας τους με το αρμόδιο
αστυνομικό τμήμα. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται με διάταξη του αρμόδιου
εισαγγελέα εφετών, στην περίπτωση των οικείων των προστατευόμενων κατά τα
ανωτέρω δικαστικών λειτουργών, και με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα
2053
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 184.
2054
Ibid.
621
2055
Είναι προφανές βέβαια ότι στην περίπτωση σημαντικών αποκαλύψεων από άτομα που
εκτίουν την ποινή τους με την παροχή κοινωφελούς εργασίας, αυτά θα μπορούν να ενταχθούν
στην κατηγορία των «ουσιωδών μαρτύρων» του άρθρου 9 § 1 και να τύχουν της προβλεπόμενης
από τη διάταξη του άρθρου 9 § 2 προστασίας.
2056
Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 185.
623
2057
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, όπ.παρ., σελ.
1168 για την προστασία των «οικείων» στην περίπτωση του άρθρου 9 § 1, Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Ασφάλεια και Ελευθερία, όπ.παρ., σελ. 180 και Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων
κατά το άρθρο 9 του Νόμου 2928/2001, όπ.παρ., σελ. 1047.
624
2058
Με το ίδιο άρθρο εξαιρέθηκαν, επίσης, η πειρατεία και τα κακουργήματα που αφορούν την
ασφάλεια των συγκοινωνιών (δηλαδή της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της
αεροπλοΐας).
2059
Ο οποίος ορίζει ότι η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των κακουργημάτων ανήκει στα Μικτά
Ορκωτά ∆ικαστήρια.
625
τέτοιες υποθέσεις, από κανένα, όμως, στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κρίση τους
είναι περισσότερο ανεξάρτητη2060.
2060
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 293.
2061
Για τον προβληματισμό που προκάλεσε η δήλωση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης κατά τη
συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι τόσο πολύ θετικό, ώστε
θα γενικευθεί και στις υπόλοιπες περιπτώσεις εγκλημάτων εκτός από τα σχετικά με το
οργανωμένο έγκλημα, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την
προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698 –
699.
2062
Βλ. ιδίως, ΑΠ 464/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, καθώς και ΑΠ 654/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com και ΑΠ 1552/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, με πανομοιότυπο σκεπτικό. Η νομολογιακή αυτή θέση
διαμορφώθηκε αρχικά και παγιώθηκε στη συνέχεια, στηριγμένη απολύτως στην πρόταση του
τέως Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Κρουσταλλάκη στην ΑΠ 464/2003.
626
2063
Το οποίο έχει κυρωθεί με το Ν. 1705/1987.
2064
Το οποίο έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997.
2065
Σύμφωνα με την ΑΠ 464/2003, «ο Εισαγγελέας, ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός, ασκεί
εξουσία με την ιδιότητά του αυτή, δηλαδή λειτουργεί ως αυτοτελές και αμερόληπτο όργανο της
∆ικαιοσύνης, που βοηθάει το δικαστή στη διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου
και δεν εξομοιώνεται, ούτε ταυτίζεται με διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος
του κατηγορουμένου», αλλά λειτουργεί με τον τρόπο αυτό ακριβώς «με την προαναφερθείσα
ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, ως εκπρόσωπος της πολιτείας και μέσα στον κύκλο της
αρμοδιότητάς του για τη διαφύλαξη της έννομης τάξης». Βλ. ΑΠ 464/2003,
http://lawdb.intrasoftnet.com.
2066
Βλ. για την παλαιότερα κρατούσα άποψη στον Άρειο Πάγο την ΑΠ 4/2005, ΠοινΛογ, 2005,
σελ. 63-66, σύμφωνα με την οποία το απαράδεκτο της αναιρέσεως κατά του παραπεμπτικού
βουλεύματος καταλαμβάνει και τις συναφείς πράξεις, ακόμη και αν αυτές ετελέσθησαν από
πρόσωπα μη μετέχοντα στην εγκληματική οργάνωση, όπως επίσης τις ΑΠ 291/2002, ΠοινΧρ,
2002, σελ. 928 επ. και ΑΠ 1923/1999, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 820 επ., οι οποίες αναφέρονται στο Ν.
1608/1950, που εμπεριέχει ανάλογη δικονομική διάταξη. Βλ. επίσης το ΣυμβΕφΘεσ 221/2007,
Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1285 επ., με παρατηρήσεις Γεωργίου Μπουρμά, το οποίο δε φαίνεται να έχει
λάβει υπόψη τη μεταστροφή αυτή του Ανώτατου Ακυρωτικού, αφού έκρινε ότι «το Συμβούλιο
627
Εφετών δεν αποβάλλει την αρμοδιότητά του στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του
εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση». Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι αντίστοιχη στροφή στην αρεοπαγιτική νομολογία φαίνεται να έχει συντελεσθεί πλέον και
αναφορικά με την έκταση εφαρμογής της ανάλογης διάταξης του Ν. 1608/1950, βλ. σχετικά ΑΠ
1371/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών “ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ”,
http://www.dsanet.gr. Περαιτέρω, για τη μεταβολή της πάγιας νομολογίας του Άρειου Πάγου προς
την κατεύθυνση που αναφέρουμε, βλ. την ιδιαίτερα τεκμηριωμένη εισαγγελική πρόταση του
Αντεισαγγελέα Ιωάννη Αγγελή, που έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Εφετών και εκδόθηκε το
ΣυμβΕφΑθ 30/2005, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 667 επ., ο οποίος διαβλέποντας ότι δεν υφίστανται οι
ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις, στην υπό κρίση περίπτωση, για άσκηση ποινικής
δίωξης για παράβαση του άρθρου 187 § 1 ΠΚ, αλλά τα πραγματικά περιστατικά συνηγορούσαν
υπέρ της διώξεως βάσει του άρθρου 187 § 3 ΠΚ, πρότεινε ότι το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει
«κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 120 §§ 1 και 2 ΚΠ∆ να κηρυχθεί αναρμόδιο και να
αναπέμψει την κρινόμενη υπόθεση στο σύνολό της στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
Αθηνών, και συγκεκριμένα στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος και να
εισάγει την εν λόγω υπόθεση με πρότασή του επί της ουσίας στο οικείο ∆ικαστικό Συμβούλιο».
Βλ. ακόμη ad hoc για το συγκεκριμένο ζήτημα και ΣυμβΕφΑθ 2584/2003, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 362
επ.
628
2067
Βλ. έτσι, το υπ’ αριθμ. 93/2006 βούλευμα του ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 412 – 417, με
παρατηρήσεις Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου και την ΑΠ 4021/2004 (περίληψη), Ποιν∆ικ,
2004, σελ. 749.
2068
Βλ. ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 45 επ. Πρβλ. Αθανασίου Ζαχαριάδη, Παρατηρήσεις
στην ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 48 – 49, σύμφωνα με τον οποίο, «η λύση που προέκρινε
ως ορθότερη η απόφαση είναι πειστική, όχι όμως και η αιτιολογία αυτής στο σύνολό της».
Ειδικότερα, ο Ζαχαριάδης δεν θεωρεί ορθή την περιλαμβανόμενη στην αιτιολογία της αποφάσεως
σκέψη περί της μη επέκτασης του αμετακλήτου στις απαλλακτικές διατάξεις του βουλεύματος, οι
οποίες έτσι υπόκεινται «στον αναιρετικό έλεγχο κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως από μέρους του
πολιτικώς ενάγοντος ή του Εισαγγελέως», καθώς παρουσιάζει ερμηνευτικά προβλήματα, αφού:
«α) το γενικότερο δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα κατά των
απαλλακτικών βουλευμάτων έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 41 του Ν. 3160/2003, που
αντικατέστησε το άρθρο 482 § 1 ΚΠ∆, και β) δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι μπορεί να
ενεργοποιηθεί το αντίστοιχο δικαίωμα των εισαγγελέων εφετών (άρθρο 483 § 2 ΚΠ∆) και Αρείου
Πάγου (άρθρο 483 § 3 εδ. α’ ΚΠ∆), στο βαθμό που ο νόμος κάνει ρητά λόγο για αμετάκλητο
βούλευμα, χωρίς να διακρίνει αν αυτό είναι απαλλακτικό ή παραπεμπτικό».
629
Για ποιόν λόγο, δηλαδή, κρίνεται περιττός ο έλεγχος των βουλευμάτων από τον
Άρειο Πάγο2069, παρά το γεγονός ότι «όσο σοβαρότερο είναι το προκείμενο
έγκλημα τόσο πιο επιβεβλημένη είναι η εξασφάλιση της δίκαιης δίκης»2070;
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης
επεσήμανε ότι σε κανένα κράτος δεν υπάρχουν έξι, επτά ή οκτώ φορές έλεγχοι
της περαιωμένης δικογραφίας και ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι τόσο θετικό,
ώστε θα γενικευθεί και στις υπόλοιπες περιπτώσεις πέραν του οργανωμένου
εγκλήματος2071.
Το ανωτέρω σκεπτικό δεν φαίνεται ιδιαιτέρως πειστικό, καθώς η
διαδικασία του άρθ. 7 εισάγεται κατά παρέκκλιση από τα γενικώς ισχύοντα στην
ποινική δίκη και σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνει μια γενική απόφαση του
νομοθέτη ως προς την ακολουθητέα στην ποινική δίκη πρακτική. Συνεπώς, οι
επικρίσεις της θεωρίας2072 εναντίον της συγκεκριμένης διάταξης, ότι εισάγει
συνοπτικές διαδικασίες και με τον τρόπο αυτό θυσιάζει τις εγγυήσεις της δίκαιης
δίκης, μάλλον δεν στερούνται βασιμότητας.
2069
Αυτό τον προβληματισμό έχει ήδη διατυπώσει Συμεωνίδου-Καστανίδου. Βλ. Ελισσάβετ
Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ., σελ. 301.
2070
Η ρήση αυτή αποδίδεται στον Νοτιοαφρικανό Ανώτατο ∆ικαστή Sachs και αναφέρεται σε
Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, όπ.παρ., σελ. 36.
2071
Βλ. Πρακτικά Βουλής, 7-6-2001, σελ. 9.191.
2072
Βλ. Ελισσάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, όπ.παρ.,
σελ. 301 – 302.
2073
Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Ανακριτική διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, στο Μαρίας Καϊάφα –
Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη
αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, (δημοσιευμένο, επίσης, Ποιν∆ικ,
2010, σελ. 1326 επ.), σελ. 99.
630
2074
Βλ. ιδίως την Ενότητα 1 του 2ου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους για τη νομολογία του
Ε∆∆Α.
2075
Προφανώς όταν διενεργείται εκτός νομοθετικού πλαισίου αποτελεί ευθεία και ανεπίτρεπτη
προσβολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελυεθριών, χωρίς η βαρύτητα αυτής
της προσβολής να μπορεί να αντισταθμιστεί από το όποιο υποτιθέμενο όφελος.
2076
Κατά την ιδιαίτερα εύστοχη διατύπωση του Παπαδαμάκη. Βλ. Αδάμ Παπαδαμάκη, Ανακριτική
διείσδυση: όρια και υπερβάσεις, όπ.παρ., σελ. 100.
2077
Ως επιτήρηση, νοείται μια εντονότερη μορφή παρακολούθησης, αφού στην περίπτωση της
επιτήρησης χρησιμοποιούνται ειδικά τεχνικά μέσα οπτικής και ακουστικής καταγραφής των λόγων
και των κινήσεων του υπόπτου επί 24ωρου βάσεως.
2078
Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ «επιτηρούμενης παράδοσης», η οποία είναι ένα είδος
παρατήρησης και «ελεγχόμενης παράδοσης», που είναι ένα είδος διείσδυσης, Βλ. Henri De
Bosly, Οι μοντέρνες αστυνομικές μέθοδοι και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
(μετάφραση Ευστρατίου Παπαθανασόπουλου), Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 1132.
631
2079
Για το ζήτημα της χρήσης των νέων τεχνολογιών στο πεδίο της ποινικής καταστολής, τόσο
στο στάδιο της πρόληψης του εγκλήματος όσο και κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία και τελικά
την έκτιση των ποινών, βλ. ∆ημητρίου Ζημιανίτη, «Μεταμοντέρνες Ποινές»: Η Ηλεκτρονική
Επιτήρηση, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 460 επ. και ειδικά για την εφαρμογή της «ηλεκτρονικής
επιτήρησης», ως εναλλακτικής της φυλάκισης ποινής, βλ. και Θεοδώρου Παπαθεοδώρου, Η
ηλεκτρονική επιτήρηση ως εναλλακτικό μέτρο έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών: Το
παράδειγμα του γαλλικού νόμου 97-1159 της 19-12-1997, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 927 επ.
2080
Βλ. Henri De Bosly, Οι μοντέρνες αστυνομικές μέθοδοι και ο σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, όπ.παρ., σελ. 1131, σύμφωνα με τον οποίο, «Η αστυνομική εργασία βρίσκεται
αισθητά τροποποιημένη, όχι μόνο γιατί αυτές οι μέθοδοι είναι διαφορετικές των κλασσικών
μεθόδων έρευνας, αλλά επίσης διότι η αστυνομία καθορίζει εκ των προτέρων στόχους».
2081
Για τη διάκριση των αρχών της νομιμότητας και της σκοπιμότητας κατά την κατηγορητική
δίκη, η οποία οριστικά διαμορφώθηκε κατά το 18ο αιώνα στη Γαλλία, υπό την επίδραση των ιδεών
του ∆ιαφωτισμού, βλ. Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, Οι αρχές της Νομιμότητας και της
Σκοπιμότητας στην Ποινική ∆ίκη, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 392 – 400, ιδίως σελ. 393, όπου αναφέρει
ότι «ο δικονομικός όρος αρχή της νομιμότητας, που σημαίνει την με ορισμένες ουσιαστικές και
διαδικαστικές προϋποθέσεις υποχρέωση στην άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα,
δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την αρχή της νομιμότητας που ισχύει στο διοικητικό δίκαιο και που
σημαίνει ότι η ενέργεια της διοικήσεως, πρέπει να μην είναι αντίθετη με τον κανόνα δικαίου που
τη ρυθμίζει. Επίσης δεν πρέπει να ταυτίζεται και με την αρχή της νομιμότητας που απορρέει από
το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία η δικαστική αρχή στηρίζεται μόνο στο νόμο
και το Σύνταγμα και δε δεσμεύεται από κυβερνητικές οδηγίες. Γι’ αυτό το λόγο έχει προταθεί να
αντικατασταθεί ο όρος αυτός με άλλον, όπως ”υποχρεωτικότητα της ποινικής δίωξης”».
632
prima facie να σημειωθεί, ότι το βασικότερο πρόβλημα που ανακύπτει από τις
προτεινόμενες και εφαρμοζόμενες πλέον στις περισσότερες δικαιοταξίες ειδικές
ανακριτικές μεθόδους επισήμανσης2082 του οργανωμένου εγκλήματος, δεν είναι
τόσο η σκοπιμότητά τους και τα ενδεχόμενα2083 απτά αποτελέσματα που έχουν
να επιδείξουν κατά του οργανωμένου εγκλήματος, όσο το γεγονός ότι αυτές οι
ειδικές ανακριτικές μέθοδοι έχουν ως συνέπειά τους σημαντικές προσβολές των
θεμελιωδών ελευθεριών όχι μόνον του αμέσως θιγομένου από την εφαρμογή
τους, αλλά και τρίτων, άσχετων κατ’ αρχήν με το οργανωμένο έγκλημα
προσώπων2084. Και το ερώτημα που αβίαστα ανακύπτει είναι κατά πόσο και σε
ποιο βαθμό υποχωρεί η βασική αρχή της νομιμότητας, που διαπερνά κάθε
φιλελεύθερη ποινική νομοθεσία, έναντι της αρχής της σκοπιμότητας2085;
2082
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής
του, όπ.παρ., σελ. 56 – 67.
2083
Αν και ακόμη και η αποτελεσματικότητά τους τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση. Βλ. σχετικά,
Klaus von Lampe, Situational Prevention of ‘Organised Crime’ – Preventing phantom
conceptions with phantom means?, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie
Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime
inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 337, σύμφωνα με τον οποίο, «υπάρχει μια συνεχώς ενδυναμούμενη αντίληψη ότι τα
παραδοσιακά κατασταλτικά μέτρα κατά του “οργανωμένου εγκλήματος”, στο μέτρο που δείχνουν
κάποια από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, παρέχουν μόνο μερικές (partial), προσωρινές
λύσεις. Εργαλεία όπως η ηλεκτρονική παρακολούθηση, οι μυστικοί πράκτορες, οι έμπιστοι
πληροφοριοδότες, η δήμευση των ωφελημάτων, οι νόμοι κατά της συνομωσίας (conspiracy laws)
και τα προσφάτως τυποποιηθέντα αδικήματα που εγκληματοποιούν τη συμμετοχή σε
“εγκληματικές ομάδες”, μπορούν επιλεκτικά να αυξήσουν την πίεση προς τους εγκληματίες, αλλά
φαίνονται να απευθύνονται πιο πολύ σε συμπτώματα παρά σε αιτίες. Είναι απαραίτητη μια πιο
περιεκτική στρατηγική, η οποία να συμπεριλαμβάνει ενεργητικά μέτρα, τα οποία θα μειώνουν την
πιθανότητα εμφάνισης του φαινομένου το οποίο κοινώς τιτλοφορείται “οργανωμένο έγκλημα”».
2084
Για το γεγονός ότι η προληπτική και εντατική επιτήρηση των «υπόπτων» θέτει σε δοκιμασία
τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις, βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου
6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1022 επ.
2085
Έχει υποστηριχθεί από τον Jakobs η αναγκαιότητα οριοθέτησης του «Ποινικού ∆ικαίου του
εχθρού» (Feindstrafrecht) από το «Ποινικό ∆ίκαιο του πολίτη» (Bürgerstrafrecht), το οποίο θα έχει
κύρια χαρακτηριστικά την ευρεία προώθηση του αξιοποίνου σε στάδια προηγούμενα της
προσβολής εννόμων αγαθών, την μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας των ποινών σε
σχέση με το προωθημένο του αξιοποίνου, την μετάβαση σε μια επιθετική νομοθεσία
καταπολέμησης του εγκλήματος και τέλος, την αποδόμηση των δικονομικών εγγυήσεων. Όπως
παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Jakobs, στην περίπτωση του «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού»,
«αυτός που αποκλίνει θεμελιακά από τους κανόνες της έννομης τάξης δεν προσφέρει καμία
εγγύηση ότι θα συμπεριφερθεί ως πρόσωπο. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί
ως πολίτης, αλλά πρέπει να καταπολεμηθεί ως εχθρός. Ο πόλεμος αυτός γίνεται με νόμιμο
δικαίωμα των πολιτών και δη με το δικαίωμά τους στην ασφάλεια͘ διαφορετικά, όμως, απ’ ό,τι
ισχύει για την ποινή, ο πόλεμος αυτός δεν αποτελεί δικαίωμα επί του τιμωρουμένου, αλλ’
αντιθέτως ο εχθρός αποκλείεται (από τα δικαιώματά του)». Βλ. Jakobs Günther, Το Ποινικό
∆ίκαιο του πολίτη και το Ποινικό ∆ίκαιο του εχθρού (μετάφραση Κωνσταντίνου Βαθιώτη),
όπ.παρ., 868 επ., ιδίως σελ. 887.
Το «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού» αποτελεί μια ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρητική κατασκευή, που
αποκαλύπτει μια ολοκληρωτική θεώρηση και υποκρύπτει μια φασίζουσα νοοτροπία, δυστυχώς,
όμως, απασχολεί σε όλο και αυξανόμενο βαθμό την διεθνή επιστημονική κοινότητα και έχει
φθάσει να διδάσκεται ως μάθημα στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης! Για τη σχετική διεθνή
633
επιστημονική συζήτηση, βλ. Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όπ.παρ., σελ. 194 – 196 και τις εκεί εκτενείς αναφορές.
Για μια κριτική παρουσίαση του «Ποινικού ∆ικαίου του εχθρού», βλ. ιδίως, Κωνσταντίνου
Βαθιώτη, Η αντιμετώπιση του «εχθρού» της έννομης τάξης στο πλαίσιο της σύγχρονης
αντεγκληματικής πολιτικής, στο Στράτου Γεωργούλα (επιμ), Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή
Στέργιο Αλεξιάδη, Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, 2007, σελ. 327 –
342 και Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με τη βοήθεια της «Θεωρίας των κανόνων», όπ.παρ.,
σελ. 106 – 132.
Για μια κριτική των απόψεων του Jakobs, βλ. επίσης, Γιάννη Πανούση, Η δημοκρατία στα ακραία
όριά της, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ. 99 επ., Στέφανου Παύλου,
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣ∆Α, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 97 επ., Ιωάννη Γιαννίδη, Η νέα νομιμοποίηση
του Ποινικού ∆ικαίου και το τέλος της κλασικής δογματικής, όπ.παρ., σελ. 773 και Μαρίας
Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ – Το ποινικό δίκαιο μεταξύ
ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, όπ.παρ., σελ. 549, υποσημ. 88.
2086
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση των νέων «ηλεκτρονικών» διαβατηρίων.
Για τον τρόπο λειτουργίας των «ηλεκτρονικών» διαβατηρίων, βλ. ιδίως, Stan Z. Li / Ben Schouten
/ Massimo Tistarelli, Biometrics at a Distance: Issues, Challenges and Prospects, στο Massimo
Tistarelli / Stan Z. Li / Rama Chellappa (eds), Handbook of Remote Biometrics for Surveillance
and Security, Springer, London, 2009, σελ. 3 επ., ιδίως σελ. 14. Για τη χρήση των βιομετρικών
στοιχείων και τον τρόπο που μπορεί να προστατευθεί η ιδιωτικότητα, βλ. ιδίως, Ann Cavoukian /
Max Snijder / Alex Stoianov / Michelle Chibba, Privacy and Biometrics for Authentification
Purposes: A Discussion of Untraceable Biometrics and Biometric Encryption, στο Ajay Kumar /
David Zhang (eds), Ethics and Policy of Biometrics, Third International Conference on Ethics and
Policy of Biometrics and International Data Sharing, ICEB 2010, Hong Kong, January 2010,
Revised Selected Papers, Springer – Verlag, Berlin, Heidelberg, 2010, σελ. 14 – 22. Σύμφωνα,
εξάλλου, με τις προβλέψεις του Γενικού Λογιστικού Γραφείου των ΗΠΑ, «η σύνδεση των
βιομετρικών στοιχείων με τις θεωρήσεις εισόδου και τα διαβατήρια θα μπορούσε να διασφαλίσει
ότι οι ταξιδιώτες δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα με εναλλακτικές
ταυτότητες από τη στιγμή που θα είχαν κάνει ήδη αίτηση για έγγραφα (σ.μ. για πρώτη φορά) και
θα είχαν καθιερώσει μια βιομετρική ταυτότητα στο σύστημα. Θα μπορούσε, επίσης, να
διασφαλίσει ότι οι ταξιδιώτες που πέρασαν τα σύνορα ήταν τα πρόσωπα που εμφανίζονταν στα
ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Τα δύο αυτά οφέλη θα μπορούσαν δυνητικά να μειώσουν τις απάτες
με ταξιδιωτικά έγγραφα, με το να κάνουν δυσκολότερη τη δυνατότητα απόκτησης μιας θεώρησης
εισόδου ή ενός διαβατηρίου κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα. Το σενάριο (σ.μ. αυτό) θα
μπορούσε, επίσης, να μειώσει τη χρήση πλαστών θεωρήσεων εισόδου και διαβατηρίων και τη
χρήση νόμιμων εγγράφων από απατεώνες». Βλ. United States General Accounting Office (GAO),
Technology Assessment, Using Biometrics for Border Security, DIANE Publishing Co., Darby,
Pennsylvania, 2002, σελ. 106 – 107.
634
2087
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001,
όπ.παρ., σελ. 1022. Πρβλ. contra Ανδρομέδα Στεφανίδου, Η έμμεση αποποινικοποίηση
εγκλημάτων με γνώμονα το μέσο ή τον τρόπο τέλεσης αυτών. Σχέση της προβληματικής αυτής με
το νόμο περί απορρήτου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 351, η οποία χαρακτηρίζει ως εντελώς αδόκιμο τον
όρο «ειδική ανακριτική πράξη», επειδή, όπως υποστηρίζει, «στον ΚΠ∆ οι ανακριτικές πράξεις δεν
διακρίνονται σε ειδικές και γενικές, αλλά ορίζονται μόνο οι αντίστοιχες προϋποθέσεις και τρόποι
εκτέλεσής τους από το ανακριτικό όργανο», παραγνωρίζοντας, όμως, με την προσκόλληση
αποκλειστικά στη γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων τις ουσιωδέστατες διαφορές τόσο
στον τρόπο διενέργειάς τους, όσο και στη φύση, αλλά και στο επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό.
2088
Η διάταξη του άρθρου 251 ΚΠ∆ ορίζει ότι: «Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που
αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34, όταν λάβουν παραγγελία του εισαγγελέα, και στις περιπτώσεις
του άρθρου 243 § 2 αυτεπαγγέλτως, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες
για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να
μεταβαίνουν επιτόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη,
ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια
και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των
αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος».
635
ανακριτική πράξη, για την επίτευξη των σκοπών της ανάκρισης και όλες τις
ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη συλλογή και τη διατήρηση των
αποδείξεων και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος. Τα καθήκοντα
αυτά έχουν γενικό χαρακτήρα, καθώς ο μόνος όρος που εκ του νόμου τίθεται για
τη διενέργεια των ανωτέρω ανακριτικών πράξεων είναι η ύπαρξη εγκλήματος,
τετελεσμένου ή σε μορφή απόπειρας, ενώ περιλαμβάνει και όσες
προπαρασκευαστικές πράξεις είναι αξιόποινες2089. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις
δεν έχουν γενικό χαρακτήρα, δεν αφορούν δηλαδή όλα ανεξαιρέτως τα
εγκλήματα, αλλά ενεργούνται μόνο επί συγκεκριμένων, σαφώς ορισμένων,
συνήθως σε ειδικούς καταλόγους, αξιοποίνων πράξεων.
Ένα άλλο σημαντικό διακριτικό γνώρισμα των ειδικών ανακριτικών
πράξεων εντοπίζεται στο γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως έχουν μυστικό
χαρακτήρα, διενεργούνται δηλαδή, κατ’ απόκλιση από την κρατούσα στο στάδιο
της ανάκρισης αρχή της δημοσιότητας των μερών, χωρίς γνώση του
κατηγορουμένου, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να μην πληροφορηθεί ποτέ τον
τρόπο με τον οποίο σχηματίσθηκε η κατηγορία εις βάρος του. Συνεπώς, στις
περιπτώσεις αυτές, δεν χορηγείται στον κατηγορούμενο καμιά απολύτως
δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας προσκτήσεως του συγκεντρωθέντος
αποδεικτικού υλικού. Η αδυναμία αυτή επιτείνεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί
υπόψη ότι οι προϋποθέσεις νόμιμης διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών
πράξεων δεν προβλέπονται ρητά και εξαντλητικά στο νόμο, κάτι που μπορεί να
οδηγήσει πολύ εύκολα σε καταστρατηγήσεις των θεμελιωδών αρχών του
Συντάγματος και παραβιάσεις των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι οι ειδικές ανακριτικές
πράξεις δεν αποτελούν απλώς μεθόδους για την αποκάλυψη των επί μέρους
αξιόποινων πράξεων των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά, ως ειδικές τεχνικές
για τη «διάγνωση της συνάφειάς τους», αποτελούν όπλα για την εξάρθρωση της
εγκληματικής οργανωτικής υποδομής2090.
2089
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, Η προδικασία της ποινικής
δίκης και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και των άλλων διαδίκων, Πράξη και Λόγος του
Ποινικού ∆ικαίου, Αθήνα, 2003, σελ. 370 – 374.
2090
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ.
87.
636
2091
Για τα ζητήματα συρροής του άρθρου 253Α ΚΠ∆ με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων στις
οποίες προβλέπεται η διεξαγωγή αντίστοιχων ανακριτικών πράξεων, βλ. Θωμά Σαμίου,
Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων – Ζητήματα συρροής του (νέου) άρθρου 253Α
ΚΠ∆ με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων στις οποίες προβλέπεται η διεξαγωγή αντίστοιχων
ανακριτικών πράξεων, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1034 επ.
2092
Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 87
– 88.
2093
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578, σύμφωνα με την οποία,
«με το άρθρο 6 η Ελληνική Πολιτεία ανταποκρίνεται προς τα οριζόμενα στο άρθρο 20 της
Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο έγκλημα».
637
2094
Βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034,
Γεωργίου Αρβανίτη / Γρηγορίου Καλφέλη / Λάμπρου Καράμπελα / Λάμπρου Μαργαρίτη, Κώδικας
Ποινικής ∆ικονομίας, Σχόλια – Νομολογία, τόμος 1, άρθρα 1-408, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2001, σελ. 601 και Φίλιππου Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία –
Νομολογία – Βιβλιογραφία, (3η έκδοση), (χ.έ.), Λάρισα, 2008, σελ. 967.
2095
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του Παλέρμο μαζί με τα τρία συμπληρωματικά Πρωτόκολλά
της με τον Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’ 158/20-9-2010).
2096
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578.
2097
Εξαιτίας της σπουδαιότητας του άρθρου 253Α ΚΠ∆, ο Λίβος κάνει λόγο για «δικονομικό
ομόλογο» του άρθρου 1 ΠΚ. Βλ. Νικολάου Λίβου, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές
Πράξεις, όπ.παρ., σελ. 87.
2098
Βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034.
638
2099
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578.
2100
Ορθά ο Λίβος υποστηρίζει ότι «είναι επιβεβλημένη η τροποποίηση όλων των ισχυουσών
σχετικών διατάξεων, η απόσπασή τους από τους ειδικούς ποινικούς νόμους στους οποίους αυτές
είναι κατεσπαρμένες και η ένταξή τους σε ειδικό κεφάλαιο στον Κ.Π.∆., πράγμα άλλωστε που έχει
ήδη συμβεί στις περισσότερες νομοθεσίες των δυτικοευρωπαϊκών Κρατών». Βλ. Νικολάου Λίβου,
Οργανωμένο Έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, όπ.παρ., σελ. 63.
2101
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698.
639
2102
Κατά την πρακτική εφαρμογή της, η διάταξη του άρθρου 25Β Ν. 1729/1987 δημιούργησε δύο
σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια οι
πράξεις του υπαλλήλου που διεισδύει στην εγκληματική οργάνωση για τις οποίες αίρεται ο άδικος
χαρακτήρας, αφού η χρήση του όρου «εμφάνιση» ως «υποψήφιου αγοραστή, ή μεταφορέα ή
ενδιαφερόμενου εν γένει», σε καμιά περίπτωση δεν καθιστά σαφές το για ποιες ακριβώς πράξεις
παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα άρσης του αδίκου, ζήτημα γεννάται αν, εκτός από τις
καθαρά ανακριτικής φύσεως πράξεις του, η άρση του αξιοποίνου θα μπορούσε να καλύψει και
την ενδεχόμενη τέλεση εκ μέρους του αξιόποινων πράξεων και σε ποιο βαθμό; ∆εύτερον, ο
συγκεκριμένος λόγος άρσεως του αδίκου ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί αναλογικά και να καλύψει
πράξεις «διείσδυσης» γενικά σε εγκληματικές οργανώσεις, ανεξάρτητα με το είδος του
«εμπορίου» ή της «διακίνησης» με την οποία ασχολούνται ή θα μπορούσε να επεκταθεί η
αναλογική αυτή εφαρμογή και σε όλες γενικά τις πράξεις «διείσδυσης» των αστυνομικών
οργάνων στον πόλεμό τους κατά του εγκλήματος;
2103
Αντίθετα η Καϊάφα – Γκμπάντι, αντί να εξετάζει την αστυνομική διείσδυση ως ανακριτική
πράξη, αναλύει τα συναπτόμενα με την προβληματική του agent provocateur προβλήματα. Βλ.
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Η πρόκληση για τη διακίνηση ναρκωτικών στην υπηρεσία της
640
καταστολής, στο Μνήμη Ι. ∆ασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χ. Μπάκα, τόμ. Α’, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα, 1996, σελ. 103 επ.
2104
Για τα νομικά ζητήματα που συνάπτονται με τη δράση του προβοκάτορα ηθικού αυτουργού
(agent provocateur), βλ. ιδίως, Γιάννη Μπέκα, Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός, στο Ιωάννη
Μανωλεδάκη / Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ), Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα,
Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 107 – 134.
2105
Εξάλλου, σύμφωνα με το Γιαννουλόπουλο, η ταύτιση της «αστυνομικής παγίδευσης» με την
εμφάνιση προσώπου σε υποθέσεις ναρκωτικών ως υποψήφιου αγοραστή ή μεταφορέα ή εν γένει
ενδιαφερόμενου για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών, δεν παρέχει έναν ορισμό
κατάλληλο «να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία της παρακίνησης/ υποκίνησης/ πίεσης/
προσφοράς δέλεαρ σε κάποιο πρόσωπο από τη μία μεριά και το στοιχείο της παροχής
συνήθους/ μη εξαιρετικής ευκαιρίας τέλεσης εγκλήματος της οποίας επωφελείται το πρόσωπο
προς το οποίο στρέφεται η μυστική επιχείρηση από την άλλη». Βλ. ∆ημητρίου Γιαννουλόπουλου,
Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, (επ’ αφορμή του σχολιασμού της σημαντικότατης
απόφασης της 25-27/6/2001 και 25/10/2001 της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R. v.
Looseley), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 627 – 628.
2106
Βλ. αναλυτικά, Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο
253Α ΚΠ∆), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική
καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 135 –
140.
2107
Και κατά λογική συνέπεια πριν την αστυνομική διείσδυση δεν είχαν ακόμη τελέσει.
2108
Βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Αστυνομική διείσδυση. Συνταγματικά και δικονομικά
προβλήματα μιας «νομιμοποιημένης» ανακριτικής πράξης, ΠοινΛογ, 2003, σελ. 480.
2109
Για την προβληματική αυτή, βλ. ιδίως, Θεοχάρη ∆αλακούρα, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα
σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz
(επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 149 – 153.
641
2110
Για τα ειδικότερα προβλήματα συνταγματικής φύσεως που δημιουργεί η αστυνομική
διείσδυση και την προβληματική της απόλυτης προστασίας της αξίας του ανθρώπου ή άλλως της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, βλ. Αθανασίας (Τάνιας) ∆ιονυσοπούλου, Αστυνομική διείσδυση.
Συνταγματικά και δικονομικά προβλήματα μιας «νομιμοποιημένης» ανακριτικής πράξης,
όπ.παρ., σελ. 479 – 481 και σελ. 474 – 479.
2111
Ιδιαίτερα εύστοχη είναι η κριτική του Παρασκευόπουλου, σύμφωνα με τον οποίο, «οι
αστυνομικές πρακτικές διεκδικούν επίσης μια άτυπη ρυθμιστική δύναμη. Έτσι, αντί η ποινική
δικαιοσύνη να φιλτράρει την αστυνομική δραστηριότητα, ισχύει εντέλει το αντίστροφο. Ειδικά στον
τομέα των παρακολουθήσεων, όσο η εμβέλεια και η δραστικότητά τους ενισχύεται, τόσο λιγότερο
αισθητοί γίνονται οι νομικοί κανόνες». Βλ. Νικολάου, Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις
στα όρια της νομιμότητας, όπ.παρ., σελ. 20.
2112
Βλ. άρθ. 98-106 Π.∆. 141/1991. Λεπτομερέστερη ήταν η ρύθμιση της «παρακολούθησης του
υπόπτου», ως ειδικής ανακριτικής πράξης, στο άρθ. 40 Ν. 2514/1997, με τον οποίο κυρώθηκε
από την Ελλάδα η Συμφωνία Schengen.
2113
Ορθά υπογραμμίζει ο Παρασκευόπουλος ότι «σε ό,τι αφορά ειδικά τις παρακολυθήσεις,
ασπίδες είναι η αρχή της νομιμότητας, η αναλογικότητα και η εγγύηση της ιδιωτικότητας αλλά και
642
Ακόμη, η ελληνική έννομη τάξη στερούνταν, πριν από την εισαγωγή του
άρθ. 253Α ΚΠ∆, νομικού πλαισίου σχετικά με την «οπτική και ακουστική
επιτήρηση του υπόπτου με ειδικά τεχνικά μέσα», ενώ, δεν υπήρχαν καν στοιχεία
για την έκταση εφαρμογής της στην πράξη.
Οι «ελεγχόμενες μεταφορές» προβλέφθηκαν για πρώτη φορά στην
ελληνική έννομη τάξη ειδικά για τις περιπτώσεις ελεγχόμενης μεταφοράς
ναρκωτικών, εξαιτίας του άρθ. 11 της Συμβάσεως του ΟΗΕ κατά της παράνομης
διακίνησης φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών2114. Σε εφαρμογή της διατάξεως
του άρθ. 11 της Σύμβασης, το άρθ. 38 Ν. 2145/1993, όπως τροποποιήθηκε με το
άρθ. 15 Ν. 2331/19952115, προέβλεπε τη διαδικασία νόμιμης διεξαγωγής της εν
λόγω ειδικής ανακριτικής πράξης και καθιστούσε το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης
Ναρκωτικών (Σ.Ο.∆.Ν.) αποκλειστικά υπεύθυνο όργανο της διεθνούς
αστυνομικής συνεργασίας. Οι σχετικές διατάξεις αφορούσαν μόνο τα εγκλήματα
διακίνησης ναρκωτικών και παρά το δικονομικό τους χαρακτήρα δεν μπορούσαν
να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και σε άλλες περιπτώσεις τέλεσης
οργανωμένων εγκλημάτων, καθώς συνιστούσαν άμεση και ευθεία παρέμβαση
στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του ανθρώπου.
της ελευθερίας λόγου και κίνησης». Βλ. Νικολάου, Παρασκευόπουλου, Οι παρακολουθήσεις στα
όρια της νομιμότητας, όπ.παρ., σελ. 23.
2114
Τη γνωστή ως «Σύμβαση της Βιέννης», που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 20-12-1988 και
κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1990/1991.
2115
Σύμφωνα με το άρθ. 38 Ν. 2145/1993, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «1. Οι, κατά το άρθρο
11 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1988 (Ν.1990/1991) των Ηνωμένων Εθνών, αιτήσεις
αλλοδαπών κρατών, υποβάλλονται με κάθε μέσο μεταδόσεως, αλλά πάντως εγγράφως,
απευθείας ή και μέσω της ΙΝΤΕΡΠΟΛ προς το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών
(Σ.Ο.∆.Ν.), το οποιο, αφού ελέγξει τη νόμιμη προέλευση και το νομότυπο της αιτήσεως, αναφέρει
αμέσως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με εμπιστευτικό εγγραφό του, στο οποιο επισυνάπτει
και αντιγραφο του τηλεγραφήματος ή τυχόν άλλου εγγράφου που περιέχει την αίτηση. 2. Ο
Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, εφόσον οι παρεχόμενες από το αιτούν Κράτος εγγυήσεις
διασφαλίζουν τον έλεγχο της μεταφοράς και τη σύλληψη των ενεχόμενων στην υπόθεση
προσώπων, ειδοποιεί αμέσως τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών από τις περιφέρειες των
οποίων προβλέπεται ότι θα γίνει η μεταφορά. Οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών οφείλουν μετά την
πιο πάνω ειδοποίηση να απόσχουν από την άσκηση ποινικής δίωξης και να ενεργήσουν ό,τι
είναι αναγκαίο για να μη διακοπεί η μεταφορά. 3. Το Συντονιστικά Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών
(Σ.Ο.∆.Ν.) έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της πραγματοποιούμενης μεταφοράς καθόλη τη
διάρκειά της, από την είσοδο μέχρι την έξοδο των ναρκωτικών από τη χώρα. 4. Αμέσως μετά την
έξοδο των ναρκωτικών από την χώρα και το αργότερο εντός 48 ωρών, η ανωτέρω υπηρεσία
συντάσσει έκθεση στην οποία αναγράφονται λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τη διενεργηθείσα
υπό τον έλεγχο μεταφορά, και ιδίως η ημερομηνία, η ώρα και ο τόπος εισόδου και εξόδου των
ναρκωτικών από τη χώρα. Αντίγραφο της έκθεσης υποβάλλεται με εμπιστευτικό έγγραφο στον
Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. 5. Αιτήσεις ημεδαπών δικαστικών αρχών για τη διενέργεια
μεταφοράς υπό έλεγχο, εκτός της ελληνικής επικράτειας, διαβιβάζονται μέσω του Εισαγγελέα
Εφετών Αθηνών προς το Συντονιστικό Οργανο ∆ίωξης Ναρκωτικών. Οι ρυθμίσεις της
προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή».
643
2116
Βλ. σχετικά ΑΠ 626/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”
http://lawdb.intrasoftnet.com, η οποία αντιμετώπισε το ζήτημα της άρσης του απορρήτου των
τηλεπικοινωνιών, που είχε διαταχθεί με βούλευμα και έκρινε ότι η απομαγνητοφώνηση,
ανάγνωση και λήψη υπόψη του εγγράφου αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν
προσβάλλονται ως πλαστά, ενώ, δεν απαιτείται και η ακρόαση της μαγνητοταινίας. Η
απομαγνητοφώνηση, όμως, συνομιλίας μετά το χρονικό διάστημα της άρσης του απορρήτου, δεν
λαμβάνεται υπόψη.
2117
Βλ. Κρίτωνα Κοκκινάκη, Η σχέση ποινικοδικονομικής δραστηριότητας και αστυνομικής
πρόληψης ενόψει της κρατικής παρέμβασης στον χώρο των συνταγματικών δικαιωμάτων και εν
γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 662.
2118
Για το πλήρες κείμενο του Ν. 2605/1998, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Europol, βλ.
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 515 – 524.
644
2119
Για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις βλ. Χαράλαμπου ∆ημόπουλου, Παγκοσμιοποίηση και
Τρομοκρατία, όπ.παρ., σελ. 25 – 28. Για μια συνολική κριτική ανάλυση των ειδικών ανακριτικών
πράξεων του άρθρου 253Α ΚΠ∆ βλ. Θωμά Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών
οργανώσεων, όπ.παρ., σελ. 1034 – 1044.
2120
Η απαρίθμηση αυτή είναι περιοριστική. Κατά συνέπεια, καμιά άλλη ανακριτική πράξη όμοια ή
παρόμοια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, παρά μόνο οι συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις που
καθορίζονται στο άρθ. 253Α ΚΠ∆. Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’,
όπ.παρ., σελ. 436.
2121
Η ανακριτική διείσδυση, σύμφωνα με τη διάταξη, γίνεται «με την τήρηση των εγγυήσεων και
τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται
στην § 1 του άρθρου 25Β του Ν. 1729/1987 «Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών,
προστασία των νέων και άλλες διατάξεις» (ήδη άρθρο 28 § 1, μετά την κωδικοποίηση των
διατάξεων της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά με τον «Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά» - Ν.
3459/2006), όπως ισχύει και στην § 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 «Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
2122
Με την τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 38 Ν. 2145/1993 «για τη ρύθμιση θεμάτων
εκτελέσεων ποινών, επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της
δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων».
645
2123
Με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 Ν. 2225/1994 «Για
την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις». Πρόκειται
για την συνακρόαση συνδιαλέξεων, για τις παρεμβολές, για την αποκωδικοποίηση των
μηνυμάτων κ.ά., που στοχεύουν στην έγκαιρη επισήμανση της τέλεσης των εγκληματικών
πράξεων του άρθρου 187 §§ 1 και 2 ΠΚ. Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία,
όπ.παρ., σελ. 170 επ.
Για μια συνεκτική παρουσίαση της έκτασης προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και του
ιδιωτικού βίου, βλ. ιδίως, Γιώργου Νούσκαλη, Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση
προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου, μετά την τροποποίηση των
άρθρων 370Α ΠΚ και 7Α Ν. 2472/1997 με το Ν. 3090/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 8 – 9 και του ιδίου,
Ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων, Η νομολογιακή συμβολή στην ερμηνεία βασικών
όρων, (β’ έκδοση), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 5 επ.
2124
Σύμφωνα με τη Λαμπροπούλου αυτές οι ανακριτικές πράξεις αποτελούν «προδραστικές
μεθόδους δίωξης» και συνάπτονται άμεσα με την παρατηρούμενη εκ βάθρων αναδιοργάνωση
του κοινωνικού ελέγχου. Βλ. Έφης Λαμπροπούλου, Η οργανωμένη εγκληματικότητα και η
εσωτερική (αν-) ασφάλεια, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 881. Για τις συνέπειες της πρόβλεψης των
συγκεκριμένων πράξεων στη διάταξη του άρθρου 253Α ΚΠ∆ ιδιαίτερα όσον αφορά την αφαίρεση
της δυνατότητας της διενέργειας της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης από ιδιώτες και την
αναγνώριση της δυνατότητας αυτής μόνο στους ανακριτικούς υπαλλήλους, βλ. Αντώνη
Βαθρακοκοίλη, Η νομική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες αυτής, Ποιν∆ικ,
2006, σελ. 1056. Για την εικονοληψία, τέλος, ως αποτελεσματική μέθοδο εγκληματοπρόληψης,
βλ. Κρίτωνα Κοκκινάκη, Η εικονοληψία ως μέσο εγκληματοπρόληψης, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 696 –
701.
2125
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 § 4 Ν. 2713/1999 «για την Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με το οποίο, «με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η καταγραφή
σχετικών πράξεων με συσκευές ήχου ή εικόνας ή άλλα ειδικά τεχνικά μέσα και η χρησιμοποίηση
του υλικού ως αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης
δημόσιας αρχής».
2126
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2472/1997 « για την προστασία του ατόμου από την
επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
2127
Για μια συνοπτική αλλά καίρια ανταλλαγή επιχειρημάτων για το ζήτημα της ανακριτικής
διείσδυσης, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Κατά του
θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1603 – 1605, η οποία εστιάζει την κριτική της στη δυνατότητα
διενέργειάς της και σε μια σειρά πράξεων που δεν σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα, στην
ευρύτητα των προσώπων σε βάρος των οποίων μπορεί να διαταχθεί το συγκεκριμένο μέτρο,
στην ασάφεια σχετικά με το είδος της δράσης των αστυνομικών το οποίο μπορεί να γίνει ανεκτό
και στο γεγονός ότι παραμένει ουσιαστικά ανέλεγκτη κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της και
Νικολάου Λίβου, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1606 – 1608,
ο οποίος θεωρεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 253Α ΚΠ∆ για την αστυνομική διείσδυση είναι σαφώς
καλύτερη σε σχέση με τις ρυθμίσεις στις οποίες παραπέμπει το ίδιο το κείμενο της διάταξης, αλλά
διατυπώνει μια καίρια επιφύλαξη για το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής της εις βάρος
κάποιου ατόμου που στη συνέχεια θα αποδειχθεί ότι δεν είχε στην πραγματικότητα τελέσει
κάποια από τις συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες υπήρχαν υπόνοιες.
646
2128
Σύμφωνα με τον Γιαννουλόπουλο, θα πρέπει και στην Ελλάδα να επιχειρείται διασταλτική
ερμηνεία του άρθρου 177 § 2 ΚΠ∆ και τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αθέμιτη
αστυνομική παγίδευση να αποκλείονται, με άμεση συνέπεια, σε περίπτωση χρησιμοποίησής
τους, να γεννάται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 § 1 εδ. δ’ ΚΠ∆. Βλ. ∆ημητρίου
Γιαννουλόπουλου, Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, όπ.παρ., σελ. 617 – 628,
ιδίως σελ. 628.
Όμοια άποψη υποστηρίζει και ο Παπαδημητράκης, ο οποίος, επιπροσθέτως, παρατηρεί ότι σε
επίπεδο συγκριτικού δικαίου, στις αγγλοσαξωνικές χώρες δεν υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση
του ζητήματος της παγίδευσης του κατηγορουμένου από τις αστυνομικές αρχές, καθώς στην
Αγγλία αντιμετωπίζεται μάλλον ως παράγοντας επιμέτρησης της ποινής, στον Καναδά και την
Αυστραλία, αν αποδειχθεί η παγίδευση, μπορεί να οδηγήσει σε άμεσο σταμάτημα της δίκης, ενώ,
στην Αμερική ακολουθείται μια μάλλον ενδιάμεση λύση, καθώς θεωρείται ότι, υπό προϋποθέσεις,
μπορεί να παράξει διάφορες έννομες συνέπειες κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Βασική, πάντως,
τάση του αγγλοσαξωνικού δικαίου είναι ότι η παγίδευση ατόμων από τις αστυνομικές αρχές
αποτελεί αποδοκιμαστέα ενέργεια και κατά συνέπεια, μπορεί να οδηγήσει είτε στην αθώωση του
κατηγορουμένου είτε στην παύση της δίκης. Βλ. Γεωργίου Παπαδημητράκη, Η έννοια της
«παγίδευσης» του κατηγορουμένου από τις αρχές στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο και οι συνέπειές
της, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1369.
2129
Βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη, Η νομική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες
αυτής, όπ.παρ., σελ. 1052 – 1057.
2130
Ο όρος «ελεγχόμενη παράδοση» ταυτίζεται εννοιολογικά με τον όρο «ελεγχόμενη μεταφορά».
647
2131
∆ηλαδή των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών.
2132
Η διάταξη του άρθ. 4 § 5 εδ. β’ Ν. 2225/1994, που προβλέπει το χρονικό όριο έκδοσης του
βουλεύματος των 24 ωρών, κατοχυρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό το απόρρητο της επικοινωνίας
από τη διάταξη του άρθ. 253Α § 3 εδ. α’ ΚΠ∆, η οποία δεν προβλέπει χρονικό όριο απόφανσης
του ∆ικαστικού Συμβουλίου. Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αφού αποτελεί μείζονα
δικαιοκρατική εγγύηση, υπερισχύει στην περίπτωση αυτή.
2133
Βλ. και την κριτική του Συλίκου, σύμφωνα με τον οποίο, «το ανώτατο χρονικό όριο των δέκα
μηνών είναι υπερβολικά μακρό, και μάλιστα χωρίς αποχρώντα λόγο, δεδομένου ότι η ανακριτική
πράξη, και μάλιστα ανακριτική πράξη επαχθέστατη, διότι καταλύει δικαίωμα καθιερωμένο και
κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα (και μάλιστα από τα κλασικά συνταγματικά δικαιώματα), πρέπει
να είναι λειτουργικά αποτελεσματική σε βραχύτατο χρονικό διάστημα, αλλιώς δεν υφίσταται
ανάγκη διενέργειάς της, και δεν μπορεί να παραβιάζονται δικαιώματα του πολίτη, και μάλιστα
δικαιώματα συνταγματικώς καθιερωμένα και κατοχυρωμένα, με τη λογική ότι από την
παρακολούθηση των πολιτών είναι ενδεχόμενο κάποτε να προκύψουν αποδεικτικά στοιχεία. Η
λογική της “αλίευσης” ανακριτικών δεδομένων με την παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων
648
μηνών δεν ισχύει στις περιπτώσεις που διατάσσεται η άρση του απορρήτου για
λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων με συσκευές ήχου ή
εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα, αποτελεί μια ανακριτική πράξη που
προσβάλλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο έννομο αγαθό της ιδιωτικής και
οικογενειακής ζωής του ατόμου2134. Επιτρέπεται, όπως σαφώς ορίζεται από το
άρθ. 253Α ΚΠ∆, μόνο για γεγονότα που συμβαίνουν εκτός κατοικίας. Σύμφωνα με
την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/2001, ως κατοικία νοείται τόσο η ιδιωτική
κατοικία, όσο και η επαγγελματική2135.
Η διάταξη του αρ. 253Α ΚΠ∆ για τη συσχέτιση ή το συνδυασμό δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα, τέλος, ρυθμίζει επέμβαση σε ατομική ελευθερία και
ειδικότερα, στο δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου. Η
περιγραφή της διάταξης αυτής είναι σφόδρα ελλιπής, αφού δεν καθορίζει την
προέλευση των υπό συσχέτιση δεδομένων ούτε υπάρχει κάποια σαφής
δέσμευση, εκτός από τα όρια που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, για το ποια
δεδομένα επιτρέπεται να αποτελέσουν αντικείμενο συσχέτισης ή
συνδυασμού2136. Σύμφωνα με το ∆αλακούρα2137, υπό την έννοια της
«αναλογικότητας» θα πρέπει να νοείται «το αποτέλεσμα αξιολογήσεως της
σχέσης μεταξύ των εννόμων συμφερόντων που αξιώνουν την υλοποίηση της
υπό έλεγχο κρατικής ενεργείας και των εννόμων συμφερόντων που θίγονται από
αυτήν, το οποίο προκύπτει υπό το πρίσμα της πραγματικής καταστάσεως –
λαμβανομένης υπόψη της εντάσεως προσβολής ή άλλως της απαιτήσεως
δεν είναι προδήλως λογική ενός Κράτους ∆ικαίου». Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής
∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 469.
2134
Άρθρο 9 § 1 εδ. α’ Σ.
2135
Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου με τον τίτλο: «Τροποποίηση διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 1578. Σύμφωνα με τον Συλίκο,
«εφόσον οι ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253Α ΚΠ∆ έχουν ενταχθεί συστηματικά στις έρευνες,
η έννοια της κατοικίας στη συγκεκριμένη διάταξη έχει το ευρύ περιεχόμενο, που έχει στο πλαίσιο
του ∆ικαίου των Ερευνών. Συνεπώς συμπεριλαμβάνει και τις επαγγελματικές κατοικίες αλλά και
όλα τα είδη και τις μορφές κατοικίας, που αποτελούν ευρύτατο φάσμα». Βλ. Γεωργίου Συλίκου,
Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 460.
2136
Για το περιεχόμενο και τα όρια της αναλογικότητας σε νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαιοδοτικό
επίπεδο, βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού, όπ.παρ., ιδίως σελ. 158 επ. Ενώ, για μια πιο αναλυτική κριτική της
συγκεκριμένης ειδικής ανακριτικής πράξης, ∆ημητρίου Σπυράκου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός
προσωπικών δεδομένων για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ, 2001, σελ.
1030 – 1033.
2137
Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
όπ.παρ., σελ. 89.
649
2138
Για να καταφανεί η έκταση και η ένταση του λειτουργικού πεδίου εμβέλειας του άρθρου 253Α
ΚΠ∆, παρατίθενται τα εγκλήματα στα οποία μπορούν να εφαρμοσθούν οι ειδικές ανακριτικές
πράξεις, όταν τελούνται από οργανωμένη εγκληματική ή τρομοκρατική ομάδα: Στα κακουργήματα
της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, όπλων και εκρηκτικών υλών στα κακουργήματα, που
προβλέπονται στον ΠΚ στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων
νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής
βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270
(έκρηξη), 272 ( παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 279
(δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και
αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση),310 ( βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή),
323 (εμπόριο δούλων), 323Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια
απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), 348Α
(πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής), 374
(διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση), 386
(απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία) και στα κακουργήματα που
προβλέπονται στη νομοθεσία για την προστασία από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον
άνθρωπο ακτινοβολίες. Μπορούν, ακόμη, να εφαρμοσθούν στις πλημμεληματικές πράξεις της με
απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων,
μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων
επιχείρηση ματαίωσης της αποκάλυψης ή δίωξης και τιμωρίας των κακουργηματικών πράξεων
που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
650
2139
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 435.
2140
Ειδικά για την ηλεκτρονική παρακολούθηση, ορθή είναι η επισήμανση του Καλφέλη, ότι σε
περίπτωση που δεν συσχετίζεται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ή της
τρομοκρατίας, αλλά γενικευμένα χρησιμοποιείται στους δημόσιους χώρους, «μπορεί να οδηγήσει
στην αυξημένη και ανεπιθύμητη παρακολούθηση της ομιλίας ή της κίνησης ανθρώπων για τους
οποίους δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη υπόνοια για την τέλεση ενός αδικήματος, γεγονός που
διαβρώνει θανάσιμα την ευρωπαϊκή νομική κουλτούρα, αφού δεν είναι δυνατό κάθε διαδηλωτής
να θεωρείται a priori ότι είναι επικίνδυνος!». Βλ. Γρηγορίου Καλφέλη, Ηλεκτρονική
παρακολούθηση των διαδηλώσεων, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2011, σελ. 49.
651
2141
Βλ. και Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 455.
2142
Για τις προϋποθέσεις διεξαγωγής ανάκρισης με τις υπό συζήτηση ανακριτικές τεχνικές, βλ.
ιδίως Νικολάου Λίβου, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα. Το
παράδειγμα του Ποινικού ∆ικαίου, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη,
Θεσσαλονίκη, ∆ημοκρατία - Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ. 185 επ., ιδίως σελ. 201 – 207.
2143
Συνεπώς, οι «σοβαρές ενδείξεις» αφορούν τόσο την ύπαρξη εγκληματικής ή τρομοκρατικής
οργάνωσης, κατά την έννοια του νόμου, όσο και την τέλεση ή την επικείμενη τέλεση ενός ή
περισσοτέρων εγκλημάτων από τα περιοριστικά προβλεπόμενα στο νόμο.
652
2144
Σε περίπτωση, όμως, που αντικείμενο της παρακολούθησης, ως ειδικής ανακριτικής πράξης,
για παράδειγμα, αποτελεί το έγκλημα της συμμετοχής σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση,
τότε τα όρια, σύμφωνα με την Zerbes, καθίστανται δυσδιάκριτα, αφού δεν είναι σαφές ποια
γεγονότα συνιστούν ενδείξεις για μια τέτοια συμμετοχή και «με τον τρόπο αυτό δικαιολογείται ένα
υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής των παρακολουθήσεων». Βλ. Ingeborg Zerbes,
Παρακολουθήσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος και η οικονομία ως δυνάμει πεδίο
παρακολούθησης, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius
Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 51.
2145
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698.
2146
Βλ. σχετικά και Νικολάου Μπιτζιλέκη, Επιτήρηση: Μια ποινή χωρίς ποινικό δίκαιο;, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 38 – 39.
653
τρομοκρατικής οργάνωσης, για την ύπαρξη της οποίας και για τη συγκρότησή της
και από τον κατηγορούμενο ή για την ένταξη του κατηγορούμενου σ’ αυτήν, ήδη
υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής.
Περαιτέρω, σε τυπικό επίπεδο, απαιτείται η έκδοση βουλεύματος2147 από
το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών2148, μετά από πρόταση του εισαγγελέα2149, που
να αποφαίνεται για το αν είναι αναγκαία η διενέργεια της συγκεκριμένης
ανακριτικής πράξης και ποιο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την
επίτευξη του ειδικού λειτουργικού στόχου, που τίθεται με την ειδική ανακριτική
πράξη, στο πλαίσιο του ευρύτερου στόχου της εξάρθρωσης της εγκληματικής ή
τρομοκρατικής οργάνωσης και το οποίο οφείλει να είναι ειδικά και
εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο2150 (άρθρα 139 ΚΠ∆ και 93 § 3 Σ), άλλως το
βούλευμα δεν είναι εκτελεστό2151.
Για να είναι η αιτιολογία του βουλεύματος ειδική και εμπεριστατωμένη2152,
κατά την έννοια του νόμου, απαιτείται να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά
2147
Στα σοβαρά δικαιοκρατικά ελλείμματα της συγκεκριμένης διαδικασίας, ο Μαργαρίτης εγγράφει
την μη ενημέρωση και πολύ περισσότερο την μη συμμετοχή του θιγόμενου προσώπου στην όλη
διαδικασία και την αδυναμία προσβολής του εκδιδόμενου βουλεύματος με ένδικα μέσα και
υποστηρίζει, ορθά, ότι «είναι φανερό εδώ ότι η στάθμιση ανάμεσα στην αποτελεσματική
αντιμετώπιση του εγκλήματος και στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου
απέβη, σε νομοθετικό επίπεδο, ολοκληρωτικά υπέρ της πρώτης». Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη,
Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 141.
2148
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφανθεί τόσο για διενέργεια ειδικής
ανακριτικής πράξης, όσο και για να επικυρώσει τη διάταξη εισαγγελέα ή ανακριτή, που δόθηκε σε
εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση. Μόνο στην περίπτωση που την ανάκριση διεξάγει εφέτης
ανακριτής, αρμόδιο είναι το Συμβούλιο Εφετών. Εξάλλου, σε «εξαιρετικά επείγουσες»
περιπτώσεις μπορεί να εκδοθεί διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, με χρονική ισχύ 3 ημέρες,
μέσα στις οποίες ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας οφείλει να την εισάγει στο δικαστικό συμβούλιο,
διαφορετικά, η ισχύς της παύει αυτοδικαίως.
2149
Έτσι, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που θέλουν να διενεργήσουν κάποια ειδική ανακριτική πράξη,
πρέπει πρώτα να απευθυνθούν στον εισαγγελέα και σε επόμενο στάδιο ο εισαγγελέας θα
απευθυνθεί στο ∆ικαστικό Συμβούλιο.
2150
Κατά τη διατύπωση του νόμου «ειδικά αιτιολογημένο». Ορθή είναι, εν προκειμένω, η κριτική
του Μαργαρίτη ότι πρόκειται περί «νομοτεχνικής προχειρότητας», αφού «η θεσπιζόμενη
αναγκαιότητα της εισαγγελικής προτάσεως εμφανίζει, ενόψει της ομόστοιχης γενικής προβλέψεως
του άρθρου 138 § 2 εδ. β’ ΚΠ∆, πλεονασματικό χαρακτήρα, ενώ η εισαγόμενη απαίτηση για
“ειδική αιτιολογία” συνιστά, ταυτόχρονα, περίσσευμα και έλλειμμα, αφού το (προστεθέν με το
άρθρο 2 § 5 Ν. 2408/1996) τρίτο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠ∆ αξιώνει όχι μόνο “ειδική” αλλά και
“εμπεριστατωμένη” αιτιολογία και στα μη αποφαινόμενα τελειωτικά για την κατηγορία
προπαρασκευαστικά, όπως το ερευνώμενο, βουλεύματα». Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική
διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 140 – 141.
2151
Σε περίπτωση που το βούλευμα δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο και παρά
ταύτα εκτελεστεί, τότε η ανακριτική πράξη για την οποία εκδόθηκε συνιστά παράνομη έρευνα και
τα αποτελέσματά της και τα αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν μ’ αυτή, δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ούτε να αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο από το ∆ικαστικό Συμβούλιο ή
το ∆ικαστήριο.
2152
Ορθά επισημαίνει ο Μαργαρίτης, ότι μια αιτιολογία έχει ανάγκη από ερμηνευτικές
κατευθύνσεις, οι οποίες μόνο μέσω ενός θεσμοθετημένου ελέγχου μπορούν να δοθούν και ως εκ
τούτου, το σημαντικό δικαιοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται από την αδυναμία αναιρετικού
654
διενέργειά τους καθίσταται από αδύνατη έως ιδιαιτέρως δυσχερής. Παρά ταύτα,
δε θεσπίζεται κάποιο χρονικό όριο έκδοσης του σχετικού βουλεύματος, ούτε καν
για τις περιπτώσεις του άρθ. 253Α § 3 εδ. β’ ΚΠ∆, που εισάγεται εντός τριημέρου
στο ∆ικαστικό συμβούλιο η εκδοθείσα από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή διάταξη
διενέργειας κάποιας ειδικής ανακριτικής πράξης «σε εξαιρετικά επείγουσες
περιπτώσεις». Ειδικά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αν υποθέσουμε ότι το βούλευμα
δεν εκδοθεί αυθημερόν και βραδύνει η διαδικασία πέραν του τριημέρου, με βάση
ποιο δικαστικό τίτλο συνεχίζεται η διενέργεια της ειδικής ανακριτικής πράξης;
Ορθότερη φαίνεται η λύση ότι σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, σε
συνδυασμό με το εξαιρετικά επείγον των περιπτώσεων αυτών και με αναλογική
εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 4 § 5 εδ. β’ Ν. 2225/1994, το ∆ικαστικό
Συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει εντός 24 ωρών με σχετικό βούλευμά
του2155. Μια διαφορετική ερμηνεία, θα ήταν αντίθετη στο σκοπό του νόμου, αφού
ο ίδιος ο νομοθέτης θέσπισε βραχύτατη προθεσμία τριών ημερών, έτσι ώστε να
αποφασιστεί άμεσα από το ∆ικαστικό Συμβούλιο η περαιτέρω διεξαγωγή ή μη
της ανακριτικής ενέργειας, με την έκδοση ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένου βουλεύματος. Εξάλλου, σε περίπτωση de facto χρονικής
παράτασης της περιορισμένης από το νόμο χρονικής ισχύος της διάταξης,
εξαιτίας της καθυστέρησης του ∆ικαστικού Συμβουλίου, η εκ των υστέρων
έκδοση βουλεύματος θα είχε να αντιμετωπίσει πολλές φορές μια ήδη τετελεσμένη
νομική κατάσταση.
Ένα άλλο ζήτημα που συνάπτεται με το προηγούμενο είναι στις εξαιρετικά
επείγουσες περιπτώσεις που εκδίδεται διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, αν
δεν εισαχθεί η διάταξη εντός τριημέρου στο Συμβούλιο2156, ποια θα είναι η τύχη
των μέχρι τότε ευρημάτων;
Ορθότερη δικαιοπολιτικά φαίνεται η λύση τα ευρήματα της έρευνας και τα
αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με αυτή, να μην είναι δυνατόν να
χρησιμοποιηθούν ή να αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς η διάταξη
του ανακριτή ή του εισαγγελέα που νομιμοποιεί την ανακριτική πράξη, τελεί υπό
την αίρεση της εισαγωγής του ζητήματος εντός τριημέρου στο ∆ικαστικό
2155
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 447 – 448.
2156
Ανάλογο προβληματισμό εκφράζει ο Μαργαρίτης. Βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική
διείσδυση και δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 142.
656
Συμβούλιο και της έγκρισης από το ∆ικαστικό Συμβούλιο2157. Επομένως, εάν δεν
πληρωθεί η αίρεση, η νομιμότητα της ανακριτικής πράξης αίρεται και αναιρείται
αναδρομικά και τα αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν με αυτή, είναι παράνομα
και αποκλείεται η οποιαδήποτε χρήση ή αξιοποίησή τους2158.
Ιδιαίτερο σοβαρό, τέλος, είναι και το ερώτημα για ποιο ακριβώς ζήτημα
αποφασίζει το ∆ικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή κρίνει μόνο για την περαιτέρω τύχη
και συνέχιση της ειδικής ανακριτικής πράξης ή επεκτείνεται και στον έλεγχο της
νομιμότητας και της σκοπιμότητας της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης όπως
αυτή διατάχθηκε από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή2159;
Το ∆ικαστικό Συμβούλιο αποτελεί το «φυσικό δικαστή» σε κάθε
περίπτωση κρίσης σχετικής με τις ειδικές ανακριτικές πράξεις και η σχετική
δυνατότητα του ανακριτή ή του εισαγγελέα θεσμοθετείται μόνο κατ’ εξαίρεση,
όταν, δηλαδή, διενεργούνται οι εξαιρετικά επαχθείς και σημαντικές τόσο από
άποψη προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων όσο και από άποψη
αντεγκληματικής πολιτικής, ειδικές ανακριτικές πράξεις. Συνεπώς, ορθότερη
φαίνεται η λύση2160 ότι η κρίση του ∆ικαστικού Συμβουλίου στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν έχει μόνο τυπικό, επικυρωτικό χαρακτήρα, αλλά επεκτείνεται και
στον έλεγχο της νομιμότητας και της σκοπιμότητας της ανακριτικής πράξης που
διέταξε ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Ενώ, σε περίπτωση που το ∆ικαστικό
Συμβούλιο κρίνει ότι η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη δεν είναι νόμιμη ή
σκόπιμη, τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από τη διενέργειά της δεν θα είναι
δυνατό να αξιοποιηθούν.
Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις διεξάγονται, όπως είδαμε στην ανάπτυξη
που προηγήθηκε, σε καθεστώς πλήρους μυστικότητας, το οποίο eo ipso
προσβάλλει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Για να γίνει ανεκτή από ένα
κράτος δικαίου η βαρύτητα αυτής της προσβολής, θα έπρεπε να προβλέπονται,
παράλληλα, «και κάποια μέτρα αποκατάστασης ή αλλιώς μεταγενέστερης
2157
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448.
2158
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπ.παρ., σελ. 698 και Γεωργίου Συλίκου,
Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448. Ορθή, εξάλλου, είναι η πρόταση της
Γκμπάντι, σύμφωνα με την οποία, θα πρέπει «να τονωθούν οι ρυθμίσεις και τα όρια αξιοποίησης
τυχαίων ευρημάτων, για να μη μεταλλαχθεί η ανάκριση, όπως προσφυώς έχει λεχθεί, σε μια
επιχειρησιακού χαρακτήρα άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής». Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι,
Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, όπ.παρ., σελ. 97.
2159
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448 – 449.
2160
Βλ. Γεωργίου Συλίκου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, όπ.παρ., σελ. 448 – 449.
657
2161
Βλ. Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη
ποινική δίκη, όπ.παρ., σελ. 95.
2162
Για τα αναφερόμενα παραδείγματα, βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και
δικαστικό Συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠ∆), όπ.παρ., σελ. 141, όπου και περαιτέρω παραπομπές
και Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική
δίκη, όπ.παρ., σελ. 95.
2163
Για τον προ της διάταξης αυτής προβληματισμό, βλ. Καλλιόπης Σπινέλλη, Η Σύσταση No R
(92) 1 για τη χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης –
Αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 286 επ.
658
2164
Η διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 12 § 3 Ν. 3783/2009 (ΦΕΚ
Α’ 136/7-8-2009), ορίζει: «1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει
κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, οι
διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού
οξέος (Deoxyribonucleic Acid - DNA) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη
του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως
αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την
ανάλυση του D.N.A. του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.
2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται
στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει
επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο
εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά
αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ αν η ανάλυση αποβεί θετική το μεν γενετικό υλικό
καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η
πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο που συνιστάται και λειτουργεί στη ∆ιεύθυνση
Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα στοιχεία αυτά
τηρούνται για την αξιοποίηση στη διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων και
καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν. Η λειτουργία
του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση
του Ανώτατου ∆ικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών. 3. Η
κατά την παράγραφο 2 καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων
γίνεται παρουσία του δικαστικού λειτουργού που εποπτεύει το αρχείο.Στην καταστροφή καλείται
να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό
υλικό».
659
2165
Βλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 15/2001 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, σε Γεωργίου Αρβανίτη / Γρηγορίου Καλφέλη / Λάμπρου Καράμπελα / Λάμπρου
Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Σχόλια – Νομολογία, τόμος 1, όπ.παρ., σελ. 525 –
526, στοιχεία 3 και 4.
2166
Με τη διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠ∆ εισάγεται ένα μέτρο δικονομικού καταναγκασμού με τη
μορφή ενός είδους πραγματογνωμοσύνης. Για τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, βλ. ιδίως,
Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, όπ.παρ.,
σελ. 179 επ. και του ιδίου, Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Μία συστηματική θεμελίωσή
τους υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ποινικής διαδικασίας, στον Τιμητικό Τόμο για τον
καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον 21ο αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 292 επ.
2167
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Κοτσαλή, η «γενετική ανάλυση» επιτρέπεται μόνο εφόσον η
ταυτοποίηση του προσώπου δεν προκύπτει, ήδη, από άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, κατά
τον ίδιο συγγραφέα, η διάταξη θα πρέπει να συμπληρωθεί με την προσθήκη της φράσης «εφόσον
είναι αναγκαία» πριν από τη φράση «προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του
δράστη». Βλ. Λεωνίδα Κοτσαλή, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, ΝοΒ,
2009, σελ. 1882.
2168
Βλ. Λεωνίδα Κοτσαλή, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, όπ.παρ., σελ.
1881.
2169
Σε περίπτωση, όμως, που η εξέταση DNA επεκταθεί και σε πρόσθετες πληροφορίες, που
σχετίζονται με κληρονομικά χαρακτηριστικά, κατά την άποψή μας, προσκρούει στις συνταγματικά
κατοχυρωμένες αρχές των άρθ. 2 § 1 και 5 §§ 1 και 3 Σ.
2170
∆ηλαδή ακόμη και για μια απλή κλοπή.
660
2171
Η βαρύτητα του εγκλήματος δεν εξετάζεται, φυσικά, στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο
κατηγορούμενος ζητά τη διενέργειά της, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του.
2172
Αφού, κατά την ορθή επισήμανση του ∆αλακούρα, «όσο αυξημένη είναι η ένταση προσβολής
του ατομικού συμφέροντος τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η απαίτηση προστασίας του
συμφέροντος καταπολέμησης του εγκλήματος και ειδικότερα τόσο βαρύτερες οι κατηγορίες, η
αναμενόμενη ποινική κύρωση και οι ενδείξεις ενοχής και τόσο μεγαλύτερη η αποδοτικότητα του
μέτρου». Βλ. Θεοχάρη ∆αλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 963.
2173
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό
θεσμικό πλαίσιο, ΠοινΧρ, 2011, σελ. 4.
2174
Βλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 15/2001 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 527, στοιχείο 8.
2175
Ήδη, εξαιτίας της «υποχρεωτικότητας», σύμφωνα με τους Voultsos / Njau / Tairis / Psaroulis
και Kovatsi, η διάταξη αυτή αντίκεται στο δικαίωμα στην πορσωπική ελευθερία και στο τεκμήριο
της αθωότητας. Βλ. Polychronis Voultsos / Samuel Njau / Nikolaos Tairis / Dimitrios Psaroulis /
Leda Kovatsi, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and arising
ethical issues, Forensic Science International: Genetics, 2010, σελ. 10.
2176
Σύμφωνα με τον Λαζαράκο, η ανθρώπινη αξία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 § 1 του
Συντάγματος και κατά σύμφωνα με την ελληνική θεωρία νοηματοδοτείται μέσα από την απαίτηση
να μην υποβιβάζεται ο άνθρωπος σε αντικείμενο και απλό μέσο για την επίτευξη οποιωνδήποτε
σκοπών, αποτελεί το άκρο όριο οποιουδήποτε περιορισμού ατομικού δικαιώματος και κατά
συνέπεια οποιαδήποτε πράξη προσβάλλει αμέσως ή εμμέσως την ανθρώπινη αξία, είναι
απαράδεκτη ως αντιβαίνουσα στις επιταγές του Συντάγματος. Πρόκειται για μια διάταξη νομικά
πλήρως δεσμευτική, που δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, που αναγνωρίζει το φυσικό πρόσωπο
ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενώ, παράλληλα, επιβάλλει στην Πολιτεία εκτός από
την αρνητική υποχρέωση του σεβασμού της και τη θετική υποχρέωση για προστασία του ατόμου
από πιθανές προσβολές της αξίας του. Βλ. Γρηγόρη Λαζαράκου, Βιομετρία: Προστασία των
661
2182
Ο όρος αυτός δεν προβλέπεται από τον ΚΠ∆.
2183
Ήδη από τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθ. 200Α ΚΠ∆ υπήρξε κρούσμα παράνομης
διατήρησης και αποθήκευσης γενετικών αποτυπωμάτων σε αυτοματοποιημένο αρχείο
πληροφοριών, αφού, σύμφωνα με την Πολλάτου, στην Εθνική Βάση ∆εδομένων DNA, που έχει
συσταθεί και λειτουργεί στο πλαίσιο της ∆ιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής
Αστυνομίας, «εισάγονται αποτυπώματα DNA βιολογικών υλικών που προέρχονται:» α) από
αταυτοποίητα συλλεγέντα πειστήρια σε χώρους ή μέσα τέλεσης εγκλημάτων σε βαθμό
πλημμελήματος, β) από άτομα τα οποία καταδικάστηκαν με δικαστική απόφαση για εγκλήματα σε
βαθμό κακουργήματος, χωρίς να παρέχεται δυνατότητα διαγραφής των αποτυπωμάτων από τη
βάση μέχρι συμπληρώσεως ενός έτους από την ημέρα θανάτου του υποκειμένου των
αποτυπωμάτων, γ) από άτομα εναντίον των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και βιλογικά υλικά
των οποίων έχουν συλλεγεί από τον τόπο ή το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και δ) από άτομα
που έχουν καταδικαστεί από αλλοδαπό ποινικό δικαστήριο για πράξη που και κατά την ελληνική
νομοθεσία είναι κακούργημα, εφόσον επίσημα έχει ανακοινωθεί η καταδίκη αυτή σε διωκτική ή
δικαστική αρχή της Ελλάδας. Βλ. Ιωάννας Πολλάτου, Ανάλυση του DNA και νέοι ορίζοντες στη
διερεύνηση του εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1183.
2184
Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Αγγελή, βλ. Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση
γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009,
ΠοινΧρ, 2009, σελ. 948.
2185
Η Ελλάδα συμμορφώθηκε στην περίπτωση αυτή με την 2008/615/∆ΕΥ Απόφαση του
Συμβουλίου, η οποία κατέστησε υποχρεωτική τη δημιουργία αρχείων γενετικών αποτυπωμάτων
για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων σε όλα τα Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ.
άρθρο 2 § 1 Απόφασης 2008/615/∆ΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την
αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ, 6-8-2008, L 300, σελ.
3.
663
2186
Πρβλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 2/2009 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, ΠοινΧρ, 2009, σελ. 944 – 945, στοιχείο 8, σύμφωνα με την οποία: «Ο εισαγγελέας
αποτελεί αναμφίβολα επιπρόσθετη θεσμική εγγύηση. Εάν, ωστόσο, ήθελε θεωρηθεί ως
εναλλακτική εγγύηση αντί της εποπτείας που ασκεί η Αρχή Προστασίας ∆εδομένων, τούτο θα
προσέκρουε στον πυρήνα του άρθ. 9Α Σ, το οποίο προβλέπει τη λειτουργία της Αρχής ως θεσμική
εγγύηση του ατομικού δικαιώματος. Επίσης, τούτο, δεν θα ήταν σύμφωνο με το άρθ. 8 παρ.2 της
ΕΣ∆Α και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Συστάσεις R 87 (15) και 92 (1) του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την ύπαρξη ανεξάρτητης αρχής ελέγχου, όπως τα ανωτέρω ερμηνεύονται και στη
νομολογία του Ε∆∆Α (πρβλ. και υπ’ αριθμ. 1/2009 Γνωμοδότηση της Αρχής). Η ανεξάρτητη αρχή,
εκτός του στοιχείου της ανεξαρτησίας, προϋποθέτει για την ουσιαστική προστασία του ατομικού
δικαιώματος, κατάλληλη στελέχωση και τεχνογνωσία που κατά τεκμήριο υπάρχει στις Αρχές
Προστασίας ∆εδομένων. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν πληρούνται με την ανάθεση όλης της
εποπτείας αποκλειστικά σε έναν εισαγγελέα που δεν διαθέτει ειδικές και τεχνικές γνώσεις στον
τομέα. Τέλος, τυχόν αφαίρεση της εποπτείας του σχετικού αρχείου από την Αρχή δεν καθιστά
δυνατή ούτε τη συμμόρφωση της χώρας με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στον τομέα της
αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (τρίτος πυλώνας) και ειδικότερα
με την Απόφαση 2008/615/∆ΕΥ, την οποία επικαλείται η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανταλλαγή γενετικών δεδομένων, η εν λόγω Απόφαση
αναθέτει την εποπτεία του αρχείου στην Αρχή Προστασίας ∆εδομένων. Αυτό προκύπτει ιδίως
από τις διατάξεις των παρ. 3 και 5 του άρθρου 30, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπονται μάλιστα
συγκεκριμένες αρμοδιότητες των Αρχών Προστασίας ∆εδομένων, και της παρ. 1 του άρθρου 25,
σύμφωνα με την οποία κάθε Κράτος μέλος υποχρεούται να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις
ρυθμίσεις του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (181) της 8-11-2001 (της Σύμβασης 108) και της
Σύστασης 87 (15) του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου προβλέπεται ρητώς η ανάθεση της
εποπτείας σε ανεξάρτητη αρχή ελέγχου. Εξάλλου, η πλέον πρόσφατη Απόφαση-πλαίσιο
2008/977/∆ΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 350, 27-11-2008) για την
προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής
συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, δηλαδή στον τρίτο πυλώνα, προβλέπει ως υποχρεωτική την
εποπτεία των σχετικών επεξεργασιών και αρχείων από τις εθνικές αρχές προστασίας
προσωπικών δεδομένων (άρθρο 25 σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 35 του
προοιμίου) και μεταξύ άλλων για το λόγο τούτο ρητώς αναφέρει ότι η προγενέστερη Απόφαση
2008/615/∆ΕΥ κατισχύει ως ειδικότερη, αφού πληροί όλα τα απαιτούμενα ποιοτικά
χαρακτηριστικά (αιτιολογική σκέψη 39). Η μνεία της δικαστικής αρχής στο άρθρο 30 παρ. 5 της
Απόφασης 2008/615/∆ΕΥ έχει το νόημα ότι το θιγόμενο πρόσωπο θα πρέπει να έχει την
επιπλέον δυνατότητα έννομης προστασίας με βάση τις διατάξεις για τη νόμιμη επεξεργασία των
δεδομένων του σε συνδυασμό και με τυχόν διατάξεις αστικής και ποινικής ευθύνης. Θα ήταν δε
ιδιαιτέρως δυσχερές και ανακόλουθο να αποδώσει κανείς αυτή την ολοκληρωμένη προστασία
μόνο στα γενετικά αποτυπώματα του εθνικού αρχείου που διαβιβάζονται σε και συλλέγονται από
άλλα κράτη μέλη, εφόσον, υπό το πρίσμα της αρχής της διαθεσιμότητας που προβλέπει το
πρόγραμμα της Χάγης, όλα τα δεδομένα του εθνικού αρχείου είναι εν δυνάμει διαθέσιμα και στις
αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η επίμαχη
τροπολογία πρέπει να συμπληρωθεί σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις προκειμένου να
εναρμονίζεται πλήρως με τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 9Α Σ και το άρθρο 8 της
ΕΣ∆Α».
2187
Το γενετικό αποτύπωμα (προφίλ DNA) περιλαμβάνει δεδομένα του μη κωδικοποιημένου
τμήματος του γενετικού υλικού που επιτρέπουν την ταυτοποίηση προσώπου. Εντούτοις, με τη
χρήση του γενετικού αποτυπώματος, θεωρείται δυνατός ο προσδιορισμός και πληροφοριών
όπως το φύλο, η συγγένεια και η φυλετική ή εθνοτική προέλευση ενός ατόμου. Βλ. Σπυρίδωνος
Αγγελή, Η αρχειοθέτηση γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο
12 παρ. 3 ν. 3783/2009, όπ.παρ., σελ. 946 και τις εκεί παραπομπές.
664
προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη τηρούνται στο ανωτέρω ειδικό αρχείο,
με σκοπό τη διερεύνηση και εξιχνίαση και άλλων εγκλημάτων2188. Μοναδική,
συνεπώς, προϋπόθεση για την αποθήκευση των γενετικών αποτυπωμάτων
αποτελεί το θετικό αποτέλεσμα της ανάλυσης DNA2189. Επιπροσθέτως, το
όργανο διαχείρισης του αρχείου δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την
αρχειοθέτηση ή μη των γενετικών αποτυπωμάτων.
Ως προς το χρόνο διατήρησης των γενετικών αποτυπωμάτων στο αρχείο,
από τη διάταξη του άρθ. 200Α § 2 εδ. ε’ ΚΠ∆ προβλέπεται ότι τα δεδομένα αυτά
καταστρέφονται μόνο μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν2190. Το
γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή δεν εισάγει καμιά απολύτως διάκριση σχετικά με τη
βαρύτητα ή την κατηγορία στην οποία εντάσσεται κάποιο έγκλημα, σχετικά με το
αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα καταδικάσθηκαν ή αθωώθηκαν ή, τέλος, σχετικά
2188
Σύμφωνα με την Συμεωνίδου – Καστανίδου, «εφόσον η δημιουργία του αρχείου γενετικών
αποτυπωμάτων είναι επιτρεπτή για εγκλήματα ορισμένης βαρύτητας, η αξιοποίηση του αρχείου
θα πρέπει να επιτρέπεται αντίστοιχα μόνο για τη διερεύνηση εγκλημάτων ανάλογης βαρύτητας».
Βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ανάλυση DNA και ποινική δίκη: το ευρωπαϊκό θεσμικό
πλαίσιο, όπ.παρ., σελ. 10.
2189
Πρβλ. Αγγελή, σύμφωνα με τον οποίο, «η εξάρτηση της αποθήκευσης των γενετικών
αποτυπωμάτων μόνο από το θετικό αποτέλεσμα προσκρούει προδήλως και στο τεκμήριο
αθωότητας (που κατοχυρώνεται στη διάταξη του άρθ. 6 παρ. 2 της ΕΣ∆Α), αφού ακόμη και αν το
υποκείμενοτων δεδομένων αθωωθεί ή παύσει οριστικά εναντίον του η ποινική δίωξη, οι
πληροφορίες που καταχωρίσθηκαν στο αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων διατηρούνται
αποθηκευμένες μέχρι το θάνατό του». Βλ. Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση γενετικών
αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009, όπ.παρ.,
σελ. 946.
2190
Πρβλ. και την ιδιαίτερα σημαντική απόφαση του Ε∆∆Α, με την οποία καταδικάσθηκε το
Ηνωμένο Βασίλειο για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣ∆Α (δηλαδή του δικαιώματος στο
σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), S. And Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (αριθμ.
προσφυγής 30562/04 και 30566/04), Απόφαση της Ολομέλειας της 4ης ∆εκεμβρίου 2008, σκέψεις
υπ’ αριθμ. 48, 118 και 119, σύμφωνα με τις οποίες, «το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να είναι το
μοναδικό Κράτος μέλος που ρητά επιτρέπει την συστηματική και αόριστη διατήρηση τόσο των
προφίλ όσο και των δειγμάτων καταδικσθέντων προσώπων». «Εντούτοις, το ερώτημα παραμένει
εάν μια τέτοια διατήρηση είναι αναλογική και επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα
αντιτιθέμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα». «Υπό αυτή την έννοια, στο ∆ικαστήριο έκανε
ιδιαίτερη εντύπωση η καθολική και αδιάκριτη φύση της εξουσίας διατήρησης στην Αγγλία και την
Ουαλία. Το (σ.μ. γενετικό) υλικό μπορεί να διατηρηθεί ανεξαρτήτως της φύσης ή της σοβαρότητας
του εγκλήματος για το οποίο ήταν αρχικά ύποπτο το άτομο ή της ηλικίας του ύποπτου παραβάτη͘
δακτυλικά αποτυπώματα και δείγματα μπορούν να ληφθούν – και να διατηρηθούν – από
πρόσωπο οποιασδήποτε ηλικίας, που συνελήφθη σε σχέση με παράβαση που μπορεί να
καταγραφεί στο ποινικό μητρώο, κάτι που συμπεριλαμβάνει ελάσσονος βαρύτητος παραβάσεις ή
παραβάσεις για τις οποίες δεν επιτρέπεται η κράτηση. Η διατήρηση δεν είναι χρονικά
περιορισμένη͘ το υλικό διατηρείται επ’ αόριστον οποιαδήποτε και αν είναι η φύση ή η σοβαρότητα
του αδικήματος για το οποίο ήταν ύποπτο το πρόσωπο. Επιπροσθέτως, υπάρχουν μόνο
ελάχιστες δυνατότητες διαγραφής των στοιχείων από την εθνική βάση δεδομένων ή καταστροφής
των υλικών για έναν αθωωθέντα (βλ. παράγραφο 35 ανωτέρω)͘ ειδικότερα, δεν υπάρχει
πρόβλεψη για ανεξάρτητη κρίση της δικαιολόγησης για τη διατήρηση βάσει ορισμένων κριτηρίων,
που να συμπεριλαμβάνουν παράγοντες όπως η σοβαρότητα της παράβασης, προηγούμενες
καταδίκες, την ένταση των υπονοιών κατά του προσώπου και οποιεσδήποτε άλλες ειδικές
περιστάσεις».
665
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
2191
Βλ. επίσης έτσι, Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 2/2009 της Αρχής Προστασίας ∆εδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα, όπ.παρ., σελ. 944, στοιχείο 4, σύμφωνα με την οποία, «η γενικότητα
της ρύθμισης, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων για την αποθήκευση των
γενετικών αποτυπωμάτων, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, στην ειδικότερη αρχή του
ορισμένου και αναγκαίου χρόνου τήρησης των προσωπικών δεδομένων και στην υποχρέωση
αυξημένης προστασίας που υπέχει η πολιτεία έναντι των ανηλίκων και των καταδικασθέντων για
επανένταξή τους μετά την έκτιση της ποινής. Για τη μεταχείριση των ανηλίκων πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις των άρθρων 121 επ. Ποινικού Κώδικα (ΠΚ). Ως προς τους
αθωωθέντες καταλύεται το τεκμήριο αθωότητας», Σπυρίδωνος Αγγελή, Η αρχειοθέτηση
γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009,
όπ.παρ., σελ. 947 και Polychronis Voultsos / Samuel Njau / Nikolaos Tairis / Dimitrios Psaroulis /
Leda Kovatsi, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and arising
ethical issues, όπ.παρ., σελ. 9.
2192
Βλ. Χρήστου Γεωργίου, από όπου και το αναφερόμενο παράδειγμα, Χρήστου Γεωργίου, Το
τεστ DNA στην ποινική διαδικασία: Παράγοντες αναξιοπιστίας και όρια χρήσης του, όπ.παρ., σελ.
686.
666
2195
Βλ. Vincenzo Ruggiero, Organized Crime Between the Informal and the Formal Economy,
όπ.παρ., σελ. 22.
668
που αφορούν είτε τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού, είτε τα
χρησιμοποιούμενα μέσα. Η δυναμική της αγοράς είναι εκείνη που κάνει τα όρια
της νομιμότητας ρευστά, δημιουργώντας το βασικό πλαίσιο δράσης του
παράνομου επιχειρηματία.
Το οικονομικό έγκλημα ομοιάζει όλο και περισσότερο με τη νόμιμη
οικονομική λειτουργία, γιατί, στην πραγματικότητα, σημαντικά τμήματα της
τελευταίας ομοιάζουν όλο και περισσότερο με το έγκλημα. Έτσι, μια πολυεθνική
επιχείρηση μπορεί πολύ εύκολα να παράξει εγκληματικά αποτελέσματα και
μάλιστα με οργανωμένο τρόπο2196, καθώς συνεπικουρείται στη δράση της από το
ήδη υπάρχον προσωπείο της νομιμότητας, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις και
διάφορες κρατικές υπηρεσίες παίζουν ενεργητικό ρόλο, για την επίτευξη ίδιων
στόχων, με τη στήριξη ή και την απόκρυψη της παρανομίας. Συνάμα, το μόνο
που χρειάζεται για να περάσει μια νόμιμη επιχείρηση τη λεπτή διαχωριστική
γραμμή με τις επιχειρήσεις του οργανωμένου εγκλήματος, είναι η διαφοροποίηση
της εκμετάλλευσης των ήδη υπαρχουσών δομών και δικτύων διανομής, που
διαθέτει, καθώς και της θέσης της στην αγορά.
Συνεπώς, η πιστοποίηση και η οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος,
ως φαινομένου σχετιζόμενου με έναν εγκληματικό υπόκοσμο, ο οποίος είναι
εντελώς διάφορος και παρασιτικός, σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό
σύστημα του καπιταλισμού, είναι καταρχήν εσφαλμένη.
Περαιτέρω, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έδωσε νέες ευκαιρίες2197
για τη διάπραξη εγκλημάτων, ενώ, οι νέες τεχνολογίες κατέστησαν δυνατή τη
διαμόρφωση εγκληματικών δικτύων, χωρίς καν την ανάγκη φυσικής επαφής
μεταξύ των εγκληματιών, στις εξελίξεις αυτές διαβλέπουμε το μέλλον των
σύγχρονων εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες, κατά την άποψή μας, θα
μετεξελιχθούν σε «εικονικές συμμορίες» (“virtual gangs”)2198, των οποίων τα μέλη
δεν θα βρίσκονται απλά σε κάποια άλλη πόλη, αλλά μπορεί να κατοικούν ακόμη
και σε άλλη χώρα, χωρίς ουδέποτε να έχουν συναντηθεί μεταξύ τους.
Με βάση αυτές τις εξελίξεις έχουμε την πεποίθηση ότι κανενός είδους
στρατιωτικής έμπνευσης πόλεμος εναντίον των εγκληματικών οργανώσεων δεν
2196
Γεγονός που αυξάνει την επικινδυνότητα διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων εκ μέρους της.
2197
Η γενίκευση της χρήσης του διαδικτύου, εξάλλου, τείνει να «κανονικοποιήσει» το έγκλημα,
καθώς η διαφορά μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας δείχνει να χάνεται μέσα στον όγκο των
εκατομμυρίων αστραπιαίων ηλεκτρονικών συναλλαγών.
2198
Όπως εκθέσαμε στη 2η Ενότητα του 1ου Κεφαλαίου του Πρώτου Μέρους, στην παράγραφο
2.2. για τη διάκριση του οργανωμένου εγκλήματος σε σχέση με το οικονομικό έγκλημα.
669
2199
Με τη σχετική αυθαιρεσία, ομολογουμένως, που διέπει κάθε προσπάθεια ιστορικής
περιοδολόγησης.
670
2200
Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος έχει σφαιρικό χαρακτήρα και αφορά
διάφορους τομείς δράσης και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
673
2201
Όπως είδαμε αναλυτικά στο 3ο Κεφάλαιο του ∆ευτέρου Μέρους.
674
ενισχύει την προσβολή τόσο της δημόσιας τάξης, που προσβάλλεται πάντα από
την ύπαρξη και μόνο των πάσης φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, όσο και
την προσβολή των διαφόρων εννόμων αγαθών, που η εκάστοτε συγκεκριμένη
εγκληματική οργάνωση θέτει στο στόχαστρό της.
Περαιτέρω, σχετικά με τις κυρώσεις κατά νομικών προσώπων που
εμπλέκονται στη διαδικασία της νομιμοποίησης εσόδων, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι η τάση απόδοσης ποινικών ευθυνών σε νομικά πρόσωπα, που αναφαίνεται
διεθνώς, αν και, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει ηθικά δικαιολογημένη, εντούτοις, με
την υπάρχουσα δομή του Ποινικού ∆ικαίου δεν είναι δογματικά ορθή, καθώς η
παραδοχή ποινικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα θέτει σε δοκιμασία
θεμελιώδεις έννοιες και κατηγορίες του, με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται η
ενότητα της πράξης, του καταλογισμού σε ενοχή και της ποινής, καθώς και οι
αλληλοδιαπλεκόμενες εγγυητικές τους λειτουργίες.
Η θέση αυτή δεν συνεπάγεται, ασφαλώς, ότι το Ποινικό ∆ίκαιο θα πρέπει
να εμμείνει σε αναχρονιστικές δομές, γιατί τότε κινδυνεύει να αποκοπεί από τη
ραγδαία εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα και να αυτοαναιρεθεί ως
προστατευτικός μηχανισμός των ατομικών και κοινωνικών αγαθών. Από την
άλλη μεριά, όμως, και η αναζήτηση διεξόδου μέσα από διάφορες νοητικές
«κατασκευές», συμβάλλει, ενδεχομένως εξίσου, στην αποδυνάμωση και τον
εκφυλισμό του Ποινικού ∆ικαίου. Μοναδική λύση στο ζήτημα αυτό, κατά τη γνώμη
μας, αποτελεί η επιβολή διοικητικών κυρώσεων συναπτόμενων άμεσα με την
υπαιτιότητα φυσικού προσώπου και επομένως, θεωρούμε ότι η επιλογή του
Έλληνα νομοθέτη που κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ορθή.
Βασικό χαρακτηριστικό των σχετικών διατάξεων του ποινικού δικονομικού
δικαίου, που εξετάσαμε στην 5η Ενότητα του 3ου Κεφαλαίου, είναι η δραστικότητα
της επέμβασης της πολιτείας στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων των
υπόπτων, σε σημείο που, σε αρκετές περιπτώσεις, να μην είναι δυνατό να γίνει
ανεκτή από ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου. ∆ιαφαίνεται, εξάλλου, η τάση να
μετατοπιστεί η ποινική καταστολή από το χώρο του Ουσιαστικού Ποινικού
∆ικαίου στο χώρο της Ποινικής ∆ικονομίας. Ο ρόλος της αστυνομίας
αναβαθμίζεται και διευρύνεται ενώ, οι «ειδικές» ανακριτικές πράξεις τείνουν να
υποκαταστήσουν τις «γενικές», σε τέτοιο βαθμό που θα ήταν δόκιμο να μιλάμε
ακόμη και για δικονομική εκτροπή.
677
ανατίθεται η άσκηση του συνόλου των δικαιωμάτων του και η δυνατότητα του
κατηγορουμένου μετά την πρόσβασή του στη δικογραφία να ζητήσει τη διαγραφή
συγκεκριμένου αποτελέσματος ή την προσθήκη άλλου, αφού, μόνο με τον τρόπο
αυτό, μπορεί να αποκατασταθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα
ακρόασης του κατηγορουμένου, καθώς και τα δικαιώματα θιγόμενων τρίτων
προσώπων.
Η τάση διεύρυνσης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους, με
πρόσχημα την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, γίνεται ιδιαιτέρως
εμφανής στην περίπτωση της εξέτασης του DNA, που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθ. 200Α ΚΠ∆ και γι’ αυτό θεωρήσαμε ορθό να την αναπτύξουμε σε
ιδιαίτερη ενότητα. Έτσι, ενώ στην αρχική της μορφή, όπως είχε προστεθεί με το
άρθ. 5 Ν. 2928/2001, η διάταξη αυτή αφορούσε όσους είχαν τελέσει κακούργημα
με χρήση βίας ή έγκλημα στρεφόμενο κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξη
συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, μετά την τροποποίηση
της διάταξης με το άρθ. 12 § 3 Ν. 3783/2009, η εξέταση του DNA αποσυνδέθηκε
πλήρως από το οργανωμένο έγκλημα και διενεργείται, πλέον, υποχρεωτικά, στις
περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει
κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον
τριών (3) μηνών.
Το γεγονός ότι η βαρύτητα των εγκλημάτων για την εξιχνίαση των οποίων
διατάσσεται η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη αποτελεί κρίσιμο κριτήριο ενόψει
της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, είναι αδιαμφισβήτητο και η
συγκεκριμένη επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, δυστυχώς, τον αφήνει απόλυτα
εκτεθειμένο.
Η γενίκευση στη χρήση της εξέτασης του DNA, σε συνδυασμό με την
επιστημονικά διάτρητη αξιοπιστία του, δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς
για την πιθανότητα χρησιμοποίησής του για εκτεταμένες γενετικά πληθυσμιακές
μελέτες και για δημιουργία γενετικών αρχείων για αντι-ανθρωποκεντρική χρήση.
Αν ληφθούν υπόψη οι ισχυρότατες πιέσεις, που ήδη ασκούνται από εργοδότες
και ασφαλιστικές εταιρίες, στην κατεύθυνση δημιουργίας αρχείων DNA για όλο
τον πληθυσμό, θα αντιληφθούμε ότι η δυναμική της καταπάτησης των
θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και της νομιμοποίησης των κοινωνικών
ανισοτήτων ελλοχεύουν μόνιμα σ’ αυτή την προϊούσα «βιολογικοποίηση» του
ποινικού δικαίου.
679
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αγγελή Ιωάννη, Ηλεκτρονικό έγκλημα και απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 1062 επ.
2. Αγγελή Σπυρίδωνος, Η αρχειοθέτηση γενετικών αποτυπωμάτων για τη διερεύνηση
εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 3783/2009, ΠοινΧρ, 2009, σελ. 945 επ.
3. Αδάμου Ουρανίας, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 351/2003 Βούλευμα ΣυμβΑΠ, Ποιν∆ικ,
2004, σελ. 528 επ.
4. Αθανασίου Ελένης, Πιστωτική κάρτα και ∆ιαδίκτυο, Ελλ∆κνη, 2006, σελ. 990 επ.
5. Αλεξανδρή Βασιλείου, Το έγκλημα της εκβίασης – Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου
385 ΠΚ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
6. Αλεξιάδη Στέργιου, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα
αντεγκληματικής πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1981.
7. Αλεξιάδη Στέργιου, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, Αρμεν, 1992, σελ. 1
επ.
8. Αλεξιάδη Στέργιου, Προς μία νέα γενιά «Κοινώς Επικίνδυνων Εγκλημάτων»; Το
παράδειγμα της διαφθοράς, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1021 επ.
9. Αλεξιάδη Στέργιου, Εγκληματολογία, (δ’ έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2004.
10. Αλεξιάδη Στέργιου, Ανακριτική, (6η έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
680
64. Γιαννόπουλου Θάνου, Έμπρακτη μετάνοια κατ’ άρθρο 379 ΠΚ και «λογική των
εγκληματιών», ΝοΒ, 1990, σελ. 1417 επ.
65. Γιαννόπουλου Θάνου, Η «νομιμοποίηση» εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’
άρθρον 394Α ΠΚ, ΠοινΧρ, 1993, σελ. 1238 επ.
66. Γιαννουλόπουλου ∆ημήτρη, Αλλοδαπή Νομολογία – Αστυνομική παγίδευση, (επ’ αφορμή
του σχολιασμού της σημαντικότατης απόφασης της 25-27/6/2001 και 25/10/2001 της
Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R. v. Looseley), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 617 επ.
67. Γιαννουλόπουλου ∆ημήτρη, Τρομοκρατία και ατομικές ελευθερίες στις Η.Π.Α. μετά την
11η Σεπτεμβρίου 2001, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 1379 επ.
68. Γιαρένη Ιωάννας, Η διαφθορά ως πολυδιάστατο φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας,
Ελλ∆κνη, 2005, σελ. 673 επ.
69. Γράβαρη Ιωάννη, Συγκριτική θεώρηση των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, στο
Ιωάννη Στράγγα (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 259 επ.
70. Γρηγορίου Αρετής, Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα δικαιώματα και
υποχρεώσεις αλλοδαπών, ∆∆ικ, 2008, σελ. 553 επ.
71. Γρίβα Κλεάνθη, Οπιούχα. Μορφίνη – Ηρωίνη – Μεθαδόνη, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης,
Αθήνα, 1995.
72. Γρίβα Κλεάνθη, Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά». Τα «Ναρκωτικά» ως εργαλείο της
Αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα,
1997.
73. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Συνταγματικό ∆ίκαιο, Ατομικά ∆ικαιώματα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991.
74. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, (3η έκδοση αναθεωρημένη και
συμπληρωμένη), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992.
75. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Maastricht – Μια κριτική
ανάλυση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993.
76. ∆αγτόγλου Προδρόμου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Amsterdam – Μια κριτική
ανάλυση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
77. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989.
78. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993.
79. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Μία συστηματική
θεμελίωσή τους υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ποινικής διαδικασίας, στον
Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον 21ο
αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001, σελ. 292 επ.
80. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1022 επ.
684
81. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Ποινική ∆ικονομία, Βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης,
τόμος Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
82. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 1166 επ.
83. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
ΠοινΧρ, 2005, σελ. 961 επ.
84. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Προκαταρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη
διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, Ποιν∆ικ, 2007, σελ.
1326 επ.
85. ∆αλακούρα Θεοχάρη, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη
αυτοενοχοποίησης, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 149 επ.
86. ∆αμιανάκη Ευτύχιου, Εισήγηση ως Εισηγητή της Πλειοψηφίας, στο Πρακτικό της
∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο
νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και
του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις
εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1586.
87. ∆ανιήλ Γεωργίου, Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με διατάξεις του Ν. 3424/2005,
που τροποποίησαν τον Ν. 2331/1995 και παρουσιάζουν δικονομικό ενδιαφέρον, Ποιν∆ικ,
2008, σελ. 472 επ.
88. ∆αρζέντα Εμμανουήλ, Νομικά κείμενα δημοσίου δικαίου και φιλοσοφίας του δικαίου
1977-1992, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1993.
89. ∆ασκαλόπουλου Σταμάτη, ∆ιλήμματα για την άμυνα στο οργανωμένο έγκλημα (Το
«έλλειμμα της πολιτείας και η συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων), ΥΠΕΡ, 1999,
σελ. 1023 επ.
90. ∆ασκαρόλη Γεωργίου, Παραδόσεις Οικογενειακού ∆ικαίου, Τόμος Ι, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992.
91. ∆έδε Χρήστου, Το στοιχείον του κινδύνου εις το ποινικόν δίκαιον και τα εγκλήματα
διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ, 1955, σελ. 103 επ.
92. ∆έδε Χρήστου, Η αναδρομική ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω Ποινικώ ∆ικαίω,
Ερμηνεία του άρθρου 2 ΠΚ, ΝοΒ, 1967, σελ. 865 επ.
93. ∆έδε Χρήστου, Η διακινδύνευσις εις τα εγκλήματα περί την απονομήν της δικαιοσύνης,
ΠοινΧρ, 1974, σελ. 722 επ.
94. ∆έδε Χρήστου, Ποινικόν ∆ίκαιον. Ειδικόν Μέρος. Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν (Άρθρα
253-263 ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1983.
95. ∆εληγιάννη Ιωάννη / Κούσουλα Χρήστου, Οικογενειακό ∆ίκαιο, Η νέα ρύθμιση της
συγγένειας και της προστασίας των ανίκανων προσώπων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,
1984.
685
127. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Κοινοτική Απάτη – Άρθρα τέταρτο έως έκτο
του Ν. 2803/2000, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά
Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007, σελ. 95 επ.
128. ∆ιονυσοπούλου Αθανασίας (Τάνιας), Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα – Ν. 2331/95, στο Νέστορα Κουράκη / ∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα
Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 274 επ.
129. Ελληνική Εταιρία Ποινικού ∆ικαίου, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του
Ποινικού ∆ικαίου, Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000.
130. Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή
ελεύθερη κοινωνία;, Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
131. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα το 1998, Ποιν∆ικ,
1999, σελ. 871 επ.
132. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2004 – Ανοικτή
Έκδοση,
http://www.astynomia.gr/images/stories/STATS/Attachment14438_ekthesi_2004.pdf.
133. European Criminal Policy Initiative, Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή
Αντεγκληματική Πολιτική, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 69 επ.
134. Ζαραφωνίτου Χριστίνας, Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου:
Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 2049
επ.
135. Ζαχαριάδη Αθανασίου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 402/2004, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 47
επ.
136. Ζέρβα Χαράς, Εξωχώριες εταιρίες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες
ενέργειες, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1046 επ.
137. Ζέρβα Χαράς, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: Μύθος ή αλήθεια η αντιμετώπισή
του στην ελληνική πραγματικότητα;, ΝοΒ, 2002, σελ. 824 επ.
138. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, «Μεταμοντέρνες Ποινές»: Η Ηλεκτρονική Επιτήρηση,
Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 460 επ
139. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 837
επ.
140. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το
τεκμήριο της αθωότητας, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 778 επ.
141. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Παρατηρήσεις στην Υπόθεση C – 105/2003, Απόφαση της
16-6-2005 του ∆ικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (∆ΕΚ), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 57 επ.
142. Ζημιανίτη ∆ημητρίου, Η τρίτη Κοινοτική Οδηγία για το ξέπλυμα χρήματος: Μία
προκαταρκτική θεώρηση, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
688
167. Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας / Prittwitz Cornelius (επιμ), Επιτήρηση και ποινική
καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011.
168. Καϊάφα – Γκμπάντι Μαρίας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και
δίκαιη ποινική δίκη, στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ),
Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 63 επ.
169. Καλφέλη Γρηγορίου, Το έννομο αγαθό ως βάση για τη λύση του προβλήματος
της μεταβολής της κατηγορίας στην ποινική θεωρία, Θεσσαλονίκη, (χ.έ.), 1985.
170. Καλφέλη Γρηγορίου, Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (Μονοδιάστατη
ενοποίηση των ευρωπαϊκών κατασταλτικών μηχανισμών;), Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 199 επ.
171. Καλφέλη Γρηγορίου, Ηλεκτρονική παρακολούθηση των διαδηλώσεων, στο
Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή
στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 47 επ.
172. Καμπέρου – Ντάλτα Ελένης, Ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος
– Ερμηνευτική προσέγγιση του Νόμου και ∆ιεθνές Ποινικό Πλαίσιο, σειρά ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009.
173. Κανελλόπουλου Νικολάου, ∆ικηγορικό απόρρητο και οικονομική
εγκληματικότητα, ΝοΒ, 2002, σελ. 857 επ.
174. Καράμπελα Λάμπρου, Η μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας:
νομοθεσία, νομολογία, υποδείγματα, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
175. Καράμπελα Λάμπρου, Η νομοθετική και νομολογιακή αντιμετώπιση του
οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 167 επ.
176. Καρατζογιάννη Γεωργίου, Οικονομικό Έγκλημα – «Ξέπλυμα Βρώμικου
Χρήματος», ΠράξΛογ, 2004, σελ. 503 επ.
177. Καρεκλά Στέφανου, Φυσικό ή θετικό δίκαιο; Η «επιστροφή» στον κανόνα του
Handbruch, ΥΠΕΡ, 1997, σελ. 1181 επ.
178. Καρκατσούλη Παναγιώτη, Η συμβολή της λειτουργικής ανάλυσης στην ποινική
νομοθέτηση, ΠοινΧρ, 1986, σελ. 961 επ.
179. Καρκατσούλη Παναγιώτη, Αυτοποίηση και θεωρία των οργανώσεων, στο
Ιωάννας Τσιβάκου (επιμ), ∆ράση και Σύστημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των
οργανώσεων, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1995, σελ. 325 επ.
180. Καρρά Αργυρίου, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, (γ’ έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
181. Καρύδη Βασίλη, Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα – Ζητήματα
Θεωρίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1996.
182. Καρύδη Βασίλη, Η εγκληματικότητα των μεταναστών: Μύθος και
Πραγματικότητα, στο Σωτήρη ∆ημητρίου (επιμ), Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και
μηχανισμοί παραγωγής του, εκδ. Ιδεοκίνηση, Αθήνα, 1997, σελ. 143 επ.
691
183. Καρύδη Βασίλη, Όψεις κοινωνικού ελέγχου στην Ελλάδα – Ηθικοί Πανικοί,
Ποινική ∆ικαιοσύνη, (πρόλογος Γιάννη Πανούση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2010.
184. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Η αναδρομικότης του επιεικέστερου ποινικού νόμου εν
περιπτώσει εξωποινικής νομοθετικής μεταβολής, ΠοινΧρ, 1975, σελ. 801 επ.
185. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Α΄, εκδ. Γ.
Παρισιάνου, Αθήνα, 1972.
186. Κατσαντώνη Αλέξανδρου, Ποινικόν ∆ίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β΄, εκδ. Γ.
Παρισιάνου, Αθήνα, 1972.
187. Κάτσιου Σταύρου, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος – Η γεωπολιτική του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης από παράνομες
δραστηριότητες, Σύγχρονα Θέματα Εμπορικού ∆ικαίου, τεύχος 5, εκδ. Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1998.
188. Κάτσιου Σταύρου, “Mundus vult decipi”. Η πορεία της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για
την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εγκληματικών εσόδων και η μη εφαρμογή του
Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 397 επ.
189. Κάτσιου Σταύρου, Dura lex sed lex: Μία προσέγγιση στο ρόλο των δικηγόρων
στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με την
ευκαιρία της Επιτροπής του άρθρου 5 παρ. 8 του Ν. 3424/2005, Ποιν∆ικ, 2006, σελ. 603
επ.
190. Κιούπη ∆ημητρίου, Η αρχή nullum crimen sine lege certa στο σύγχρονο ποινικό
δίκαιο, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 193 επ.
191. Κιούπη ∆ημητρίου, Εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων – Ένα παγκόσμιο
εγκληματικό φαινόμενο και ο ρόλος του ∆ιαδικτύου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1629 επ.
192. Κιούπη ∆ημητρίου, Ο Ν. 3251/2004 – Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών
του σημείων, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 972 επ.
193. Κιούπη ∆ημητρίου, Ηλεκτρονικά Οικονομικά Εγκλήματα, στο Νέστορα Κουράκη /
∆ημητρίου Ζιούβα (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση),
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 405 επ.
194. Κοκκινάκη Κρίτωνα, Η σχέση ποινικοδικονομικής δραστηριότητας και
αστυνομικής πρόληψης ενόψει της κρατικής παρέμβασης στον χώρο των συνταγματικών
δικαιωμάτων και εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 660 επ.
195. Κοκκινάκη Κρίτωνα, Η εικονοληψία ως μέσο εγκληματοπρόληψης, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 696 επ.
196. Κοσμάτου Κώστα, Οι «ευπαθείς» ή «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες του
πληθυσμού ως θύματα της εμπορευματοποίησης οργάνων, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 348 επ.
197. Κοτσαλή Λεωνίδα, Περιπτώσεις πολυπροσώπου τελέσεως εγκλημάτων, ΜΝΗΜΗ
Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 61
επ.,
198. Κοτσαλή Λεωνίδα, Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, ΝοΒ,
2009, σελ. 1881 επ.
692
199. Κουβέλη Φωτίου, Εισήγηση ως ειδικού Αγορητή του Συνασπισμού της Αριστεράς
και της Προόδου, στο Πρακτικό της ∆ιαρκούς Επιτροπής ∆ημόσιας ∆ιοίκησης, ∆ημόσιας
Τάξης και ∆ικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης «Τροποποίηση
διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας για την προστασία
του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ, 2001, σελ.
1591 επ.
200. Κούκη Χαράλαμπου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 442/1984 (τμήμα ε’) (για την
εφαρμογή επιεικέστερου νόμου), ΝοΒ, 1984, σελ. 1065 επ.
201. Κουλούρη Νικολάου, Προβλήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995, Ποιν∆ικ, 2000,
σελ. 374 επ.
202. Κουλουφάκου Τίνας, Στο κρησφύγετο των «μαϊμούδων», Έψιλον, Τεύχος 796,
16-7-2006, σελ. 24 επ.
203. Κουνάδη Παναγιώτη, Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά – Μια διαδρομή
στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, ΓΣΕΕ, Αθήνα, 2000.
204. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφης, Οικογενειακό ∆ίκαιο, Τόμος ΙΙα, Συγγένεια –
∆ιατροφή από το νόμο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1991.
205. Κουράκη Νέστορα, Περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας στο Ποινικό ∆ίκαιο,
Αρμεν, 1986, σελ. 836 επ.
206. Κουράκη Νέστορα, Μεταβολή των εξωποινικών ρυθμίσεων και εν λευκώ ποινικοί
νόμοι, ΠοινΧρ, 1991, σελ. 597 επ.
207. Κουράκη Νέστορα, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες-Β’: Ειδικά Εγκληματολογικά
Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991.
208. Κουράκη Νέστορα, Ποινική Καταστολή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1997.
209. Κουράκη Νέστορα, Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή
Ελλάδα, Ποιν∆ικ, 1998, σελ. 239 επ.
210. Κουράκη Νέστορα, Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος
και αντιμετώπισή του στην Ελλάδα, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της
ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 173 επ. (και προδημοσίευση,
Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1017 επ.)
211. Κουράκη Νέστορα, Το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα, Ποιν∆ικ, 2000,
σελ. 644 επ.
212. Κουράκη Νέστορα / Ζιούβα ∆ημητρίου (επιμ), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Ειδικό
Μέρος, τόμος ΙΙ, (3η έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007.
213. Κουτσούκη Κλεομένη, Η παθολογία της πολιτικής. Όψεις της διαφθοράς στο
νεοελληνικό κράτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998.
214. Κραβαρίτου Γιώτας, Κοινωνικά ∆ικαιώματα και Κοινωνική Ιδιότητα του Πολίτη,
ΝοΒ, 2002, σελ. 1426 επ.
693
215. Κραβαρίτου Γιώτας, Σχέση ∆ικαίου και Πολιτισμού: Όψεις της Σύγχρονης
Προβληματικής, ΝοΒ, 2004, σελ. 1673 επ.
216. Κριθαρά Θεοδώρου, Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 892 επ.
217. Κυριακάκη Σπύρου, Modus operandi (τρόπος ενέργειας) των ενόπλων
εγκληματικών ομάδων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 435 επ.
218. Κυριλλόπουλου Μιχαήλ, Νομικός χαρακτήρ της εμπράκτου μετανοίας, ΕΕΝ,
1957, σελ. 79 επ.
219. Κυριτσάκη Ιωάννας, Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της
θέσπισης μέτρων ποινικού χαρακτήρα, Ποιν∆ικ, 2010, σελ. 467 επ.
220. Κωνσταντινίδη Άγγελου, Τραπεζικό απόρρητο και νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 316 επ.
221. Κωνσταντινίδη Κωνσταντίνου, Σύστασις και συμμορία (Άρθρον 187 ΠΚ),
Θεσσαλονίκη, χ.ό., 1978.
222. Κωστάρα Αλέξανδρου, Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας – σκέψεις πάνω
στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την πολιτειακή εξουσία και τη
δημόσια τάξη, ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, τόμ. Α’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 97 επ.
223. Κωστάρα Αλέξανδρου, Έννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων
του οργανωμένου εγκλήματος, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆
με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 69 επ.
224. Κωστάρα Αλέξανδρου, Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, θεωρητική και
πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001.
225. Κωστάρα Αλέξανδρου, Ποινικό ∆ίκαιο – Επιλογές Ειδικού Μέρους, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006.
226. Λαζαράκου Γρηγορίου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομία (Europol) και η ανάγκη ελέγχου
της, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1145 επ.
227. Λαζαράκου Γρηγορίου, Βιομετρία: Προστασία των προσωπικών δεδομένων
μέσω της επεξεργασίας ευαίσθητων (σωματικών) πληροφοριών, Ποιν∆ικ, 2001, σελ.
1165 επ.
228. Λάζου Γρηγορίου, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 403 επ.
229. Λάζου Γρηγορίου, Το οικονομικό έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα. «Σκληρά»
δεδομένα και βασικές συντεταγμένες, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 655 επ.
230. Λάζου Γρηγορίου, Πληροφορική και Έγκλημα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2001.
694
292. Μαρίνου Μιχαήλ Θεοδώρου, Η έννοια της αναπαραγωγής στο σύγχρονο δίκαιο
της πνευματικής ιδιοκτησίας – κλασική και ψηφιακή αναπαραγωγή, Ελλ∆κνη, 2002, σελ.
1258 επ.
293. Ματθία Στέφανου / Κτιστάκι Γιάννη / Σταυρίτη Λουκίας / Στεφανάκη Καλλιόπης, Η
προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη (Με βάση τη νομολογία του
δικαστηρίου του Στρασβούργου), ∆ΣΑ, Αθήνα, 2006.
294. Μαυριά Κώστα, Συνταγματικό ∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
2005.
295. Μιχαλόπουλου Νικολάου, Οργανωτικός σχεδιασμός στο πλαίσιο της θεωρίας των
αποφάσεων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1994.
296. Μουζάκη ∆ιονυσίου, Επί της ποινικής αρμοδιότητας των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 485 επ.
297. Μπάκα Χρήστου, Ιδιωτική Γνωμοδότηση για την έννοια του υπαλλήλου κατ’
άρθρο 13 στοιχ. α’ ΠΚ, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 886 επ.
298. Μπακόπουλου Ιωάννη, Ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και συνεργασίας των
κρατών μελών στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ελλ∆κνη, 2004, σελ. 1000
επ.
299. Μπαλτά Σωτήρη, Η κατ’ άρθρο 48 παρ. 5 Ν. 3691/2008 έκδοση Απόφασης από
τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν. 3691/2008, όπως ισχύει μετά το Ν. 3932/2011,
περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος
προσώπου για το οποίο ήδη διεξάγεται κύρια ανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή
προανάκριση, τα δικονομικά ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν, οι τρόποι
αντιμετώπισής τους και τα μέσα άμυνας του βλαπτομένου κατά της Απόφασης (Με
αφορμή το ΒουλΣυμβΠλημ∆ράμας 4/2010, σελ. 307), Ποιν∆ικ, 2011, σελ. 353 επ.
300. Μπέη Κωνσταντίνου, Το δικαίωμα πληροφόρησης και ο Ν. 1916/1990, ΥΠΕΡ
1991, σελ. 987 επ.
301. Μπέκα Γιάννη, Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων:
Ερμηνεία των άρθρων 2 & 3 ΠΚ, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Κομοτηνή, 1992.
302. Μπέκα Γιάννη, Όπλα – Πυρομαχικά – Εκρηκτικά, Ο νόμος 2168/1993 και η Υπ.
Απόφ. αρ. 3009/2/23α/1994, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.
303. Μπέκα Γιάννη, Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός, στο Ιωάννη Μανωλεδάκη /
Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη (επιμ), Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα, Βιβλιοθήκη
Υπεράσπισης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 107 επ.
304. Μπέκα Γιάννη, Η γραμματική ερμηνεία ως εργαλείο προσέγγισης του άρθρου
385 § 1 β’ ΠΚ (Με αφορμή το ΒουλΣυμΠλημΧαλκίδας 700/96), ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 201 επ.
305. Μπέκα Γιάννη, Οι νέοι αυθεντικοί ορισμοί στον Ποινικό Κώδικα και οι επιπτώσεις
τους στην τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 267 επ.
306. Μπέκα Γιάννη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1231/2004 (σε Συμβούλιο), ΠοινΛογ,
2004, σελ. 1530 επ.
699
307. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Τα όρια εφαρμογής της αρχής nullum crimen sine lege
στους λόγους άρσης του αδίκου, ΠοινΧρ, 1985, σελ. 529 επ.
308. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Η συμμετοχική πράξη δογματική θεμελίωση του
φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της, εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990.
309. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Η ελεύθερη βούληση στην υπαναχώρηση από την
απόπειρα και στην έμπρακτη μετάνοια, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995.
310. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Υπηρεσιακά Εγκλήματα – Άρθρα 235-263α ΠΚ, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001.
311. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Μερικές ακόμη σκέψεις για την αποτυχία και την εκούσια
υπαναχώρηση, στον Τιμητικό Τόμο Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία
- Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 673 επ.
312. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής
εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 97 επ.
313. Μπιτζιλέκη Νικολάου, Επιτήρηση: Μια ποινή χωρίς ποινικό δίκαιο;, στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 37 επ.
314. Μπόση Μαίρης, Ελλάδα και Τρομοκρατία: Εθνικές και ∆ιεθνείς διαστάσεις, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996.
315. Μπόση Μαίρης, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, εκδ.
Παπαζήσης, Αθήνα, 1999.
316. Μπόση Μαίρης, Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία – Ελλάδα και ∆ιεθνές Περιβάλλον,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004.
317. Μπουρμά Γεωργίου, Η προβληματική της διάκρισης των εγκλημάτων ενεργείας
από τα εγκλήματα παράλειψης, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 765 επ.
318. Μπουρμά Γεωργίου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 221/2007 Βούλευμα του
ΣυμβΕφΘεσ, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 1289 επ.
319. Μπουρόπουλου Άγγελου, Η δήμευσις εις τους νέους ποινικούς κώδικας, ΠοινΧρ,
1952, σελ. 162 επ.
320. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Άρθρο 344 ΠΚ και αναλογική μη εφαρμογή αυτού
επί συρρεόντων εγκλημάτων, ΠοινΧρ, 1998, σελ. 542 επ.
321. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Οι αρχές της Νομιμότητας και της Σκοπιμότητας
στην Ποινική ∆ίκη, ΠράξΛογ, 2000, σελ. 392 επ.
322. Μπρακουμάτσου Παναγιώτη, Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών
προσώπων, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1251 επ.
323. Μυλωνά Ιπποκράτη, Σκέψεις σχετικά με τον όρο «οργανωμένο έγκλημα», ΥΠΕΡ,
1999, σελ. 495 επ.
324. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Οργανωμένο Έγκλημα και ∆ιεθνές Ποινικό ∆ίκαιο, στα
Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα
700
από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα,
2000, σελ. 101 επ.
325. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ο Ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 793 επ.
326. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της
ιδιοκτησίας και περιουσίας (άρθρα 372 – 406 ΠΚ), εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001.
327. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ο Ποινικός Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το
μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 5 επ.
328. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ΠοινΛογ, 2003, σελ.
2259 επ.
329. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Η Κοινοτική Απάτη, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 7 επ.
330. Μυλωνόπουλου Χρήστου, Έκδοση ημεδαπού και εκτέλεση ευρωπαϊκού
εντάλματος σύλληψης κατά ημεδαπού, ΠοινΛογ, 2005, σελ. 751 επ.
331. Ναμία Οβαδδία, Ο ρόλος και η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 379 επ.
332. Νικολόπουλου Γεωργίου, Κατασκευάζοντας έναν ευρωπαϊκό χώρο «ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης»: το «Πρόγραμμα της Χάγης» και τα διακυβεύματα μιας
υπερκρατικής βαθμίδας κοινωνικού ελέγχου, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 323 επ.
333. Νικολόπουλου Γεωργίου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής
πολιτικής – Το «πρόγραμμα της Χάγης» και η εφαρμογή του, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,
2008.
334. Νικολοπούλου Αλεξάνδρας (επιμ), Κράτος και ∆ιαφθορά, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα,
1998.
335. Νικολούδη Παναγιώτη, Η «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες» (άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία),
Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 1133 επ.
336. Νικολούδη Παναγιώτη, Η «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες» (Άρθρο 2 Ν. 2331/1995) (Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία),
ΠράξΛογ, 2000, σελ. 606 επ.
337. Νικολούδη Παναγιώτη, Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 769 επ.
338. Νούσκαλη Γιώργου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΕφΑθ 1953/2002 ∆’ τμ. (∆ιακ.)
Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1243 επ.
339. Νούσκαλη Γιώργου, Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση προστασίας του
απορρήτου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου, μετά την τροποποίηση των άρθρων
370Α ΠΚ και 7Α Ν. 2472/1997 με το Ν. 3090/2002, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 8 επ.
701
384. Παπανεοφύτου Αγάπιου, Ποινικό δίκαιο και ποινικό δόγμα υπό το πρίσμα των
σύγχρονων αξιώσεων προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης,
ΠοινΧρ, 1998, σελ. 849 επ.
385. Παπανεοφύτου Αγάπιου, Ποινική Ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων
για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο
Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999, σελ. 195 επ.
386. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου) / Τσόλκα Όλγας, Οργανωμένο
Έγκλημα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 675 επ.
387. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Μορφές συρροής του εγκλήματος του
άρθρου 187 ΠΚ και του ομαδικά τελούμενου σχεδιασθέντος εγκλήματος. Αυτοτελής ή
εξαρτημένη προστασία της δημόσιας τάξης;, ΥΠΕΡ, 1996, σελ. 149 επ.
388. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Εννοιολόγηση του οργανωμένου
εγκλήματος – ∆ιεθνής νομοθέτηση – Στάση της Ελληνικής Έννομης Τάξης, Ποιν∆ικ,
1998, σελ. 688 επ.
389. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Ο Ν. 1916/1990 ως περίπτωση
συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, ΥΠΕΡ, 1999, σελ. 1357 επ.
390. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Το Σχέδιο του Υπουργείου
∆ικαιοσύνης για το Οργανωμένο Έγκλημα: “Aberratio ictus” με ανυπολόγιστες
“παράπλευρες ζημίες”, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 285 επ.
391. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ 18,
19/2000, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 1247 επ.
392. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού»:
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία
στις ΗΠΑ, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 189 επ.
393. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία,
Ποιν∆ικ, 2003 σελ. 311 επ.
394. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Η ποινική αντιμετώπιση της
λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των
οικονομικών μεταναστών, Ποιν∆ικ, 2007, σελ. 1434 επ.
395. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Καταστολή της λαθρομετανάστευσης και
κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, στο Τζένης
Καβουνίδη / Βασίλη Καρύδη / Ηρώς Νικολακοπούλου-Στεφάνου / Λίλυς Στυλιανούδη
(επιμ), Μετανάστευση στην Ελλάδα: Εμπειρίες – Πολιτικές – Προοπτικές, (τόμος Β’), εκδ.
ΙΜΕΠΟ, Αθήνα, 2008, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.imepo.gr/ClientFiles/documents/TomosB.pdf, σελ. 84 επ.
396. Παπαχαραλάμπους Χάρη (Χαράλαμπου), Εισαγωγή – Νομιμοποίηση
εγκληματικών εσόδων: η οικονομία ως προστατευτέο αγαθό ή το αγαθό ως «στόχος»;,
στο Θεμιστοκλή Σοφού, Ενοχή χωρίς αγαθό – Ερμηνεία όρων του νόμου για τη
705
411. Παύλου Στέφανου, Εγκλήματα περί το νόμισμα (άρθρα 207 – 215 ΠΚ), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2003.
412. Παύλου Στέφανου, ∆ιωκτικές εκτροπές στην εφαρμογή του Ν. 2331/1995 για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο απαιτούμενος εξορθολογισμός της εφαρμογής του,
ΠοινΧρ, 2003, σελ. 193 επ.
413. Παύλου Στέφανου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων (Ν. 2331/1995) δεν
μπορεί να είναι και δράστης της παραγωγής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης
εγκληματικής δραστηριότητας – Μία νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με
αφορμή και την ΑΠ 402/2004, ΠοινΛογ, 2004, σελ. 519 επ.
414. Παύλου Στέφανου, Το Ποινικό ∆ίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε. Μία
ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό,
ΠοινΧρ, 2004, σελ. 961 επ.
415. Παύλου Στέφανου, «Το πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην
προδικασία για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
(Ν. 2331/1995), ΠοινΧρ, 2005, σελ. 769 επ.
416. Παύλου Στέφανου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και
κυρωτικής εκτροπής, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 342 επ.
417. Παύλου Στέφανου, (Προηγούμενη) "εγκληματική δραστηριότητα": Ταυτολογία ή
μετεξέλιξη; Μια ακόμη συμβολή στη δογματική κατανόηση του Ν. 2331/1995 (για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα) υπό το πρίσμα των πρόσφατων
ρυθμίσεων των Ν. 3424/2005 και 3472/2006, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου
Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος:
«Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ.
119 επ. (και προδημοσίευση, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 385 επ.)
418. Παύλου Στέφανου, «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη φαινομενική
συρροή και ειδικότερα η αρχή της «μη τιμωρητής πρότερης ή ύστερης πράξεως», στον
Τιμητικό Τόμο ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού δικαίου -
εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007,
σελ. 531 επ.
419. Παύλου Στέφανου, Ναρκωτικά – ∆ογματικά και Ερμηνευτικά Προβλήματα των
Ποινικών ∆ιατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - Κ.Ν.Ν./ Ν. 3459/2006, (3η
έκδοση), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2008.
420. Παύλου Στέφανου, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣ∆Α, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 97 επ.
421. Παύλου Στέφανου, Ο Ν. 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της
νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας – Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η
εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, ΠοινΧρ, 2008, σελ. 923 επ.
707
438. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Χρονικά όρια εκδικάσεως του διαρκούς εγκλήματος, ΠοινΧρ,
1972, σελ. 332 επ.
439. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Προβλήματα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρ,
1973, σελ. 161 επ.
440. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Βιβλιοκρισία στο: Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια
των εννόμων αγαθών, ΠοινΧρ, 1974, σελ. 236 επ.
441. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού
προσβολαί, Αθήνα [χ.ό.], 1976.
442. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Τα διαρκή και τα στιγμιαία εγκλήματα από τη σκοπιά του
εφαρμοστή του δικαίου και από τη σκοπιά του νομοθέτη, ΠοινΧρ, 1979, σελ. 1 επ.
443. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές
Παραδόσεις). Εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, τεύχος Β’ (άρθρα 385 –
387 ΠΚ), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1985.
444. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικό ∆ίκαιο: Ειδικό Μέρος (Πανεπιστημιακές
Παραδόσεις). Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,
1988.
445. Σπινέλλη ∆ιονυσίου (επιμ), Το 16ο ∆ιεθνές Συνέδριο Ποινικού ∆ικαίου, ΠοινΧρ,
1999, σελ. 74 επ.
446. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία
επιβολής τους, ΠοινΧρ, 2003, σελ. 96 επ.
447. Σπινέλλη ∆ιονυσίου, Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές
του, ΠοινΧρ, 2006, σελ. 961 επ.
448. Σπινέλλη Καλλιόπης, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις
– Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1985.
449. Σπινέλλη Καλλιόπης, Η Σύσταση No R (92) 1 για τη χρήση της ανάλυσης DNA
στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – Αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;,
ΠοινΧρ, 2001, σελ. 286 επ.
450. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η εγκληματοπολιτική σημασία της έννοιας του εννόμου
αγαθού. Κριτική προσέγγιση στις σύγχρονες θεωρίες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1991.
451. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή
Παραμόρφωση του Ποινικού ∆ικαίου;, ΠοινΧρ, 1994, σελ. 1201 επ.
452. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996.
453. Σπυράκου ∆ημητρίου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων
για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1030 επ.
454. Σπυράκου ∆ημητρίου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος,
ΠοινΛογ, 2002, σελ. 1627 επ.
455. Στάγκου Πέτρου / Σαχπεκίδου Ευγενίας, ∆ίκαιο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000.
709
456. Σταθόπουλου Μιχαήλ, Πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» - Και
μερικές γενικότερες σκέψεις για τις ελευθερίες και τα όριά τους, Ελλ∆κνη, 2003 σελ. 893
επ.
457. Σταθόπουλου Μιχαήλ, Μελέτες Ι, Γενική Θεωρία του ∆ικαίου – Ανθρώπινα
∆ικαιώματα – ∆ικαστική Εξουσία και Σύνταγμα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2007.
458. Σταυρόπουλου Γεωργίου, Ο ρόλος του δικαστή στο περιβάλλον της
παγκοσμιοποίησης, ΝοΒ, 2003, σελ. 1345 επ.
459. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), Ποιν∆ικ,
1998, σελ. 578 επ.
460. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Έκθεση δραστηριοτήτων της Μονάδας Ναρκωτικών της
Ευρωπόλ για το 1998, Ποι∆ικ, 1999, σελ. 883 επ.
461. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Eurojust: Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία ∆ικαστικής
Συνεργασίας, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 299 επ.
462. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία – Europol, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
463. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 211 επ.
464. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία στα πλαίσια του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1067 επ.
465. Στεργιούλη Ευαγγέλου, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής
ασφάλειας της Συνθήκης της Λισσαβόνας, Ποιν∆ικ και Εγκληματολογία, 2010, σελ. 24 επ.
466. Στεφανίδου Ανδρομέδας, Η έμμεση αποποινικοποίηση εγκλημάτων με γνώμονα
το μέσο ή τον τρόπο τέλεσης αυτών. Σχέση της προβληματικής αυτής με το νόμο περί
απορρήτου, Ποιν∆ικ, 2008, σελ. 343 επ.
467. Στράγγα Ιωάννη (επιμ), Είδη κυρώσεων και δικαιικοί κλάδοι, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991.
468. Συκιώτη Αικατερίνης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, Ποιν∆ικ, 2010,
σελ. 94 επ.
469. Συκιώτου Αθανασίας, Εγκληματικότητα προσφύγων και μεταναστών, στο Κώστα
Βγενόπουλου / Φωτεινής Ταμβίσκου (επιμ), Πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελληνική
αγορά εργασίας, Πρακτικά συνεδρίου του ΕΚΕΜ στην Αθήνα, στο Αμφιθέατρο
Υπουργείου Εξωτερικών,στις 13 Ιουλίου 1998, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1998, σελ. 103
επ.
470. Συκιώτου Αθανασίας, Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών
συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική
μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ΠοινΧρ, 2000, σελ. 389 επ.
471. Συκιώτου Αθανασίας, Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια – Θύμα, δράστης και
κατασταλτικές στρατηγικές, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
710
472. Συκιώτου Αθανασίας, Η έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων, ΠοινΧρ,
2006, σελ. 684 επ.
473. Συκιώτου Αθανασίας, Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη
∆ιακίνηση Ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική – διαλεκτική σχέση, ΠοινΧρ, 2008, σελ.
200 επ.
474. Συκιώτου Αθανασίας, Το ∆ιαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009.
475. Συλίκου Γεωργίου, Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό ∆ίκαιο, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1995.
476. Συλίκου Γεωργίου, Επισημάνσεις για την πρακτική εφαρμογή του Ν. 2331/1995
για την «πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 233 επ.
477. Συλίκου Γεωργίου, Η ανάλυση του DNA ως μέσο απόδειξης στην ποινική δίκη.
Πρακτικά ζητήματα από την πρακτική και την τεχνική της ανάλυσης στα Εγκληματολογικά
Εργαστήρια της Αστυνομίας. Πρακτικές ενστάσεις του συνηγόρου υπεράσπισης του
κατηγορουμένου, ΠράξΛογ, 2002, σελ. 248 επ.
478. Συλίκου Γεωργίου, Κώδικας Ποινικής ∆ικονομίας, Τόμος Β’, Η προδικασία της
ποινικής δίκης και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και των άλλων διαδίκων, Πράξη
και Λόγος του Ποινικού ∆ικαίου, Αθήνα, 2003.
479. Συλίκου Γεωργίου, Η νομικώς ορθή συσχετική ερμηνεία και εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 24 του Ν. 1729/1987 (27 Ν. 3459/2006) και 187Β ΠΚ (“μέτρα
επιείκειας”) στο πεδίο των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, ΠράξΛογ, 2006, σελ. 720
επ.
480. Συμεωνίδη ∆ημητρίου, ∆ικονομικές όψεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια
εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2000.
481. Συμεωνίδη ∆ημητρίου, Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των
εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή
της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ, 2005, σελ. 5 επ.
482. Συμεωνίδη Ιωάννη, Η διόγκωση της κυρωτικής λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης και η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της, ∆∆ικ, 1992, σελ. 495 επ.
483. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά
συνήθεια εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1990.
484. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισσάβετ, Η Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές πράξεις, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο
Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο – Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1999, σελ. 381 επ.
485. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Η ποινική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης
των παράνομων εσόδων ως δράσης ενισχυτικής του οργανωμένου εγκλήματος και της
τρομοκρατίας, στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με θέμα Το
711
οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 117 επ.
486. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, Ποιν∆ικ,
2001, σελ. 59 επ.
487. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο Ν. 2928/2001 «για την προστασία του
πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων» - Βασικά χαρακτηριστικά και
πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2001, σελ. 694 επ.
488. Συμεωνίδου – Κατσανίδου Ελισάβετ, Η Αστυνομική ∆ιείσδυση – Κατά του
θεσμού, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 1603 επ.
489. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν.
2331/1995, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 288 επ.
490. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Εμπορία ανθρώπων. Οι διεθνείς
κατευθύνσεις, το ισχύον ποινικό δίκαιο και το νομοσχέδιο του Υπουργείου ∆ημόσιας
Τάξης, Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 424 επ.
491. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισσάβετ, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου,
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
492. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 918/2002
Βούλευμα του ΣυμβΠλημΘεσ, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 265 επ.
493. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οι ποινικές διατάξεις για την
εμπορευματοποίηση ανθρώπινων οργάνων, Ποιν∆ικ, 2003, σελ. 304 επ.
494. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Νομιμοποιητική βάση και όρια δικαιοδοσίας
του ∆ιεθνούς Ποινικού ∆ικαστηρίου, ΝοΒ, 2003, σελ. 401 επ.
495. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 2004,
σελ. 191 επ.
496. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της σύστασης στο άρθρο 187
ΠΚ, μετά την τροποποίησή του από το Ν. 2928/2001 (με αφορμή την ΑΠ 1401/2003),
Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 641 επ.
497. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα
σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας – Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη
ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν∆ικ, 2004, σελ. 773 επ.
498. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και
παράδοσης ημεδαπών με σκοπό δίωξης (με αφορμή την ΣυμβΑΠ 591/2005), Ποιν∆ικ,
2005, σελ. 587 επ.
499. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης των γερμανικών αρχών σε βάρος ημεδαπού (γνωμ.), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 1312
επ.
712
514. Τζαννετή Αριστομένη, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο
187 ΠΚ, ΠοινΧρ, 2001, σελ. 1016 επ.
515. Τζαννετή Αριστομένη, Η δήμευση των νομιμοποιούμενων προϊόντων της
εγκληματικής δραστηριότητας, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη
κοινωνία;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 249 επ.
516. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, Ποινικό ∆ίκαιο –
Ελευθερία – Κράτος ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999.
517. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή ∆ιονύσιο Σπινέλλη, Οι ποινικές επιστήμες στον
ο
21 αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001.
518. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Νικόλαο Ανδρουλάκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
519. Τιμητικός Τόμος Ι για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ∆ημοκρατία -
Ελευθερία - Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005.
520. Τιμητικός Τόμος ΙΙ για τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες ποινικού
δικαίου - εγκληματολογίας - ιστορίας του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2007.
521. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Λάμπρο Κοτσίρη, Οργανωμένο έγκλημα και
τρομοκρατία – Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, (β’
έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007.
522. Τραγάκη Γεωργίου, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος
(money laundering), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996.
523. Τριανταφύλλου Γιώργου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά και η συμβολή τους στην ερμηνεία
του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Νικόλαο
Ανδρουλάκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ. 739 επ.
524. Τριανταφύλλου Γιώργου, ∆ιεθνής ∆ικαστική Συνδρομή για την καταπολέμηση του
ξεπλύματος; Ο διεθνής καταμερισμός των ενεργειών για την αφαίρεση των εγκληματικών
προσόδων, στα Πρακτικά του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Ποινικολόγων, με τίτλο Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος: «Καθαρή» ή ελεύθερη κοινωνία;,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σελ. 409 επ.
525. Τρωϊάνου Σπύρου / Λουλά Αγλαΐας, Τρομοκρατία – Ένα εννοιολογικό
περίγραμμα, στο Νέστορα Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες – Β’: Ειδικά
Εγκληματολογικά Θέματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1991, σελ. 96 επ.
526. Τρωϊάνου Σπύρου / Μαρίνας Παπαδημητρίου, Η προστασία των μνημείων
θρησκευτικού χαρακτήρα. Με βάση τον Ν.3028/2002, ΧΡΙ∆, 2006, σελ. 584 επ.
527. Τσαγκαράκη Ειρήνης, Ο «μάρτυρας εξ ακοής» στην ποινική δίκη, Ποιν∆ικ, 2010, σελ.
719 επ.
528. Τσάτσου ∆ημητρίου, Παρασκευόπουλου Νικολάου και Βενιζέλου Ευάγγελου
καταθέσεις στη «δίκη των εκδοτών», ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 1009 επ.
714
544. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, ΥΠΕΡ, 1991, σελ.
159 επ.
545. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή
παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά τη δήμευση, ΥΠΕΡ, 1991, σελ. 731 επ.
546. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η απαγόρευση αναδρομής ως κριτήριο του αιτιώδους
συνδέσμου, ΠοινΧρ, 1992, σελ. 225 επ.
547. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆όλος – αμέλεια: Ένα πρόβλημα πέρα από το
Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 1995, σελ. 1189 επ.
548. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Το Ποινικό ∆ίκαιο «υπηρέτης» μιας πρόσκαιρης
σκοπιμότητας, ΥΠΕΡ, 1998, σελ. 3 επ.
549. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η εικόνα του ποινικού δικαίου στο ξεκίνημα του 21ου
αιώνα, ΠοινΛογ, 2001, σελ. 809 επ.
550. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆ιαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα του ποινικού
δικαίου, ΠοινΛογ, 2002, σελ. 11 επ.
551. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση
του διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό ∆ίκαιο, ΠοινΧρ, 2002, σελ. 97 επ.
552. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, ∆ιάγραμμα Ποινικού ∆ικαίου – Γενικό Μέρος, (ε’
έκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
553. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η υπαιτιότητα ως «εργαλείο» αντεγκληματικής
πολιτικής, ΠοινΧρ, 2004, σελ. 681 επ.
554. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Η σχέση απάτης κατά του δημοσίου και της
λεγόμενης «κοινοτικής απάτης», ΠοινΛογ, 2004, σελ. 977 επ.
555. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη / Τσιακουμάκη Νικολέττας, Προβλήματα αναφορικά με
την ορθή ερμηνεία και εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ΠοινΛογ, 2005,
σελ. 759 επ.
556. Χαράνα Νεκταρίας, Μερικές σκέψεις για τη διάκριση διοικητικού και ποινικού
αδίκου, ΠοινΧρ, 1999, σελ. 1106 επ.
557. Χατζηκώστα Κωνσταντίνου, Μερικές σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος – Με αφορμή το βούλευμα ΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ, 2007, σελ. 583 επ.
558. Χατζηνικολάου Νικολάου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 51/2000 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘεσ, ΥΠΕΡ, 2000, σελ. 1037 επ.
559. Χατζηνικολάου Νικολάου, Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης
και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη: αναζητώντας την αξιολογική
συνοχή της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής προσέγγισης, Ποιν∆ικ, 2008,
σελ. 213 επ.
560. Χλούπη Γεωργίου, Εννοιολογική οριοθέτηση της εννοίας του οργανωμένου
εγκλήματος, Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 1027 επ.
561. Χλούπη Γεωργίου, Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:
περιγραφή του φαινομένου και τρόποι αντιμετώπισης, Ποιν∆ικ, 2000, σελ. 369 επ.
716
28. Rifkin Jeremy, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της – Η δύση του παγκόσμιου
εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά την αγορά εποχής, (μετάφραση Γιούρι
Κοβαλένκο), εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996.
29. Sellin Thorsten, Πολιτισμική σύγκρουση και Έγκλημα, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου –
∆ασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
30. Storbeck Jürgen, Η Europol και η καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων,
(μετάφραση Ευαγγέλου Στεργιούλη), Ποιν∆ικ, 1999, σελ. 502 επ.
31. Συμεόνοβιτς Ντράγκαν, «Ξέπλυμα χρημάτων» - Σχέση Οργανωμένου Εγκλήματος και
Πολιτικής, (μετάφραση – προσαρμογή κειμένου στα Ελληνικά Vesna Micić / Νίκου
Αρβανίτη), Ελλ∆κνη, 1995, σελ. 295 επ.
32. Szabo Denis, Από την Ανθρωπολογία στην Συγκριτική Εγκληματολογία – Τέσσερα
μαθήματα στο κολλέγιο της Γαλλίας, (μετάφραση Ηρώς Σαγκουνίδου-∆ασκαλάκη),
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
33. Thurow Lester, Το μέλλον του καπιταλισμού – Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις
διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο, (μετάφραση Ελένης Αστερίου), εκδ. Νέα Σύνορα –
Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1997.
34. Filipkowski Wojciech, Νέες τάσεις στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (μετάφραση Παύλου
Τοπαλνάκου – Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2005, σελ. 883 επ.
35. Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και Τιμωρία – Η Γέννηση της Φυλακής, (μετάφραση Κ.
Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989.
36. Van Swaaningen René, Abolitionism in History, another way of thinking, δημοσιευμένο
στα ελληνικά με τον τίτλο, Ο καταργητισμός στις Κάτω Χώρες – Ιστορίες θρησκευτικής
ποικιλίας και ανθρωπιστικής ανοχής, (μετάφραση Μαρίας Αρχιμανδρίτου), ΥΠΕΡ, 1992,
σελ. 763 επ.
37. Walter Michael, Πρόληψη του εγκλήματος στην τοπική κοινότητα – Πού θα οδηγήσει;
(μετάφραση Αγγελικής Πιτσελά), Ποιν∆ικ, 2002, σελ. 1304 επ.
38. Weigend Thomas, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου,
(μετάφραση Οβαδδία Ναμία), στα Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΕΠ∆ με
θέμα Το οργανωμένο Έγκλημα από τη σκοπιά του Ποινικού ∆ικαίου, ∆ίκαιο και
Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 1 επ.
39. Willke Helmut, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετάφραση Νικολάου Λίβου), εκδ.
Κριτική, Αθήνα, 1996.
40. Zerbes Ingeborg, Παρακολουθήσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος και η
οικονομία ως δυνάμει πεδίο παρακολούθησης, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας
Καϊάφα – Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη
σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 51 επ.
41. Zerbes Ingeborg, Υποχρέωση δήλωσης που υπέχουν παράγοντες της οικονομίας ενόψει
της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας, (μετάφραση Κ. Χατζηκώστα), στο Μαρίας Καϊάφα – Γκμπάντι /
720
ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
14. Albini Joseph, The Mafia and The Devil – What They Have in Common, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 63 επ.
15. Albini Joseph / Rogers Roy / Shabalin Victor / Kutushev Valery / Moiseev Vladimir /
Anderson Julie, Russian Organized Crime. Its History, Structure and Function, στο
Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 153 επ.
16. Albrecht Peter Alexis, Das Strafrecht im Zugriff populistischer Politik, StV, 1994, σελ. 265
επ.
17. Aldrich Howard / Ruef Martin, Organizations Evolving, (2nd edition), Sage Publications,
London, 2006.
18. Alexander Kern Jr. / Munro Robert, Cyberpayments: Internet and Electronic Money
Laundering: Countdown to the Year 2000, Journal of Financial Crime, vol. 4, no. 2, 1996,
σελ. 156 επ.
19. Al-Hamiz Saeed, Hawala: A U.A.E. Perspective, στο International Monetary Fund,
Monetary and Financial Systems Department, Regulatory Frameworks For Hawala and
Other Remittance Systems, International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ.
30 επ.
20. Allum Fellia / Longo Francesca / Irrena Daniela / Kostakos Panos (eds), Defining and
Defying Organised Crime – Discourse, perceptions and reality, Routledge, London – New
York, 2010.
21. Alvazzi del Frate Anna / Pasqua Giovanni (eds), Responding to the challenges of
corruption: Acts of the International Conference, Milan, 19 – 20 November 1999, United
Nations Interregional Crime and Justice Research Institute (UNICRI), UNICRI publication
no. 63, Milan, Rome, 2000.
22. Alwart Heiner, Strafrechtliche Haftung des Unternehmens – von Unternehmenstäter zum
Täterunternehmen, ZStW, 1993, σελ. 752 επ.
23. Amoruso David, The Commission, Gangsters Incorporated,
http://gangstersinc.tripod.com/thecommission.html.
24. Antonopoulos Georgios, Yakuza, στο Frank Shanty / Patit Paban Mishra (eds),
Organized Crime – An International Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism (vol. 2),
ABC-CLIO Inc., California, 2008, σελ. 469.
25. Antonopoulos Georgios / Papanicolaou Georgios, “Gone in 50 seconds”: the social
organization and political economy of the stolen cars market in Greece, στο Petrus van
Duyne / Stefano Donati / Almir Maljevic / Jackie Harvey / Klaus von Lampe (eds), Crime,
Money and Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands 2009, σελ. 141 επ.
26. Arlacchi Pino, Camorra und Gesellschaft in Kampanien, επίλογος στο Luca Rossi,
Camorra. Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts gibt, Zambon,
Frankfurt am Main, 1984, σελ. 165 επ.
722
27. Arlacchi Pino, Die kriminelle Gesellschaft und Ihre Freunde, Leviathan, 15, 1987, σελ.
544 επ.
28. Arlacchi Pino, Mafia Business: The Mafia Ethnic and the Spirit of Capitalism, Oxford
University Press, 1988.
29. Arlacchi Pino, Men of dishonor: inside the Sicilian Mafia: an account of Antonino
Calderone / (interviewed by) Pino Arlacchi, (translated from the Italian by Marc Romano),
Morrow, New York, 1993.
30. Arlacchi Pino, Addio Cosa Nostra: la vita di Tommaso Buscetta, Rizzoli, Milano, 1994.
31. Arlacchi Pino, Some observations on illegal markets, στο Vincenzo Ruggiero / Nigel
South / Ian Taylor (eds), The new european criminology – Crime and Social Order in
Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 203 επ.
32. Arlacchi Pino / van Dijk Jan / Ruggiero Vincenzo / al-Mulla Antoinette (eds), Forum on
Crime and Society, vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο
και ηλεκτρονικά www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf
33. Arquilla John / Ronfeldt David (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror,
Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica,
Arlington, Pittsburgh, 2001.
34. Arquilla John / Ronfeldt David, The Advent of Netwar (Revisited), στο των ιδίων (eds),
Networks and Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense
Research Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 1 επ.
35. Arsovska Jana / Craig Mark, “Honourable” Behaviour and the Conceptualisation of
Violence in Ethnic-Based Organised Crime Groups: An Examination of the Albanian
Kanun and the Code of the Chinese Triads, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 214
επ.
36. Arsovska Jana, Organised Crime and the Balkan Political Context: the Case of Albania,
στο Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 8 επ.
37. Bagley Bruce, Globalisation and Latin American and Caribbean Organized Crime, Global
Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 32 επ.
38. Baker W. Raymond (ed), Capitalism’s Achilles Heel – Dirty Money and How to Renew the
Free-Market System, John Wiley and Sons, London, 2005.
39. Baldwin Frank, Sōkaiya, the Idiom of Contemporary Japan, Japan Interpreter, vol. 8, no.
4, 1974, σελ. 502 επ.
40. Bassiouni Cherif (ed), International Law (2nd edition), vol. 1, Ardsley, Transnational
Publishers Inc., New York, 1999.
41. Bassiouni Cherif / Vetere Eduardo, Organized Crime and its Transnational Manifestations
στο Cherif Bassiouni (ed), International Criminal Law (2nd edition), vol. 1, Ardsley,
Transnational Publishers Inc., New York, 1999, σελ. 883 επ.
723
42. Batalas Achilles, Send a Thief to Catch a Thief: State-Building and the Employment of
Irregular Military Formations in Mid-Nineteenth-Century Greece, στο Diane Davis /
Anthony Pereira (eds), Irregular Armed Forces and their Role in Politics and State
Formation, Cambridge University Press, Cambridge, 2003, σελ. 149 επ.
43. Batory Agnes, Post-accession malaise? EU conditionality, domestic politics and anti-
corruption policy in Hungary, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 164 επ.
44. Beare Margaret, Criminal Conspiracies, Organized Crime in Canada, Nelson, Canada,
1996.
45. Becucci Stefano, Criminal infiltration and social mobilisation against the Mafia. Gela: a
city between tradition and modernity, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 1 επ.
46. Behan Tom, The Camorra, Routledge, London and New York, 1996.
47. Bell Daniel, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with
"The Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000.
48. Bell Daniel, Crime as an American way of life: A queer ladder of social mobility, στο του
ιδίου, The end of ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties (with "The
Resumption of History in the New Century"), Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts, 2000, σελ. 127 επ.
49. Bergström Maria, EU anti-money laundering regulation: multilevel cooperation of public
and private actors, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the
Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University
Press, Cambridge, 2011, σελ. 97 επ.
50. Bertrand Romain, “Behave Like Enraged Lions”: Civil Militias, the Army and the
Criminalisation of Politics in Indonesia, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 325 επ.
51. Bialuschewski Arne, Pirates, markets and imperial authority: economic aspects of
maritime depredations in the Atlantic World, 1716 – 1726, Global Crime, vol. 9, no. 1 & 2,
2008, σελ. 52 επ.
52. Bigo Didier, Pertinence et limites de la notion de crime organisé, Relations internationales
et stratégiques, no 20, 1995, σελ. 134 επ.
53. Björnehed Emma, Narco – Terrorism: The Merger of the War on Drugs and the War on
Terror, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 305 επ.
54. Blau Peter Michael / Meyer Marshall, Bureaucracy in Modern Society, Random House,
New York, 1987.
55. Blickman Tom, The ecstasy industry in the Netherlands in a global perspective, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The
Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 231 επ.
56. Block Alan, History and the Study of Organized Crime, Harper and Row, New York, 1971.
57. Block Alan, The Snowman Cometh: Coke in Progressive New York, Criminology, vol. 17,
no. 1, 1979, σελ. 75 επ.
724
58. Block Alan / Chambliss William, Organizing Crime, Elsevier, New York, London, 1981.
59. Block Alan, The Business of Crime. A Documentary Study of Organized Crime in the
American Economy, Westview Press, Boulder, Colo, 1991.
60. Block Alan, Space, Time and Organized Crime, (2nd Edition), Transaction Publishers,
New Brunswick, New Jersey, 1994.
61. Blok Anton, The Mafia of a Sicilian Village (1860 – 1960), Harper and Row, New York,
1974.
62. Blok Anton, Honour and Violence, Polity Press – Blackwell Publishers Ltd., Cambridge,
Oxford 2001.
63. Bögel Marion, Strukturen und Systemanalyse der organisierten Kriminalität in
Deutschland, Duncker und Humblot, Berlin, 1994.
64. Börzel Tanja / Stahn Andreas / Pamuk Yasemin, The European Union and the fight
against corruption in its near abroad: can it make a difference?, Global Crime, vol. 11, no.
2, 2010, σελ. 122 επ.
65. Bocca Giorgio, L’ enfer. Enquête au pays de la mafia, Payot, Paris, 1993.
66. Boote John, A Criminal Heaven: The Tri-Border Area of South America, George Mason
University, Terrorism, Transnational Crime and Corruption Center, publication no. 710-
009, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-
traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/John%20Boote-
%20A%20Criminal%20Haven.pdf
67. Bouchard Martin / Ouellet Frédéric, Is small beautiful? The link between risks and size in
illegal drug markets, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 70 επ.
68. Bovenkerk Frank / Chakra Bashir Abou, Terrorism and Organized Crime, στο Alex
Schmid (ed), Forum on Crime and Society, vol. 4, no. 1 & 2, United Nations Publication,
New York, 2005, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά, http://www.unodc.org/documents/data-and-
analysis/Forum/V05-81059_EBOOK.pdf, σελ. 3 επ.
69. Bovenkerk Frank / Levi Michael (eds), The Organized Crime Community – Essays in
Honor of Alan A. Block, Springer, New York, 2007.
70. Broadhurst Roderic / King Wa Lee, The Transformation of Triad “Dark Societies” in Hong
Kong: The impact of Law Enforcement, Socio-Economic and Political Change, Security
Challenges, vol. 5, no. 4, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.securitychallenges.org.au/ArticlePDFs/vol5no4BroadhurstandLee.pdf, σελ. 1
επ.
71. Broome John, Transnational Crime in the 21st century, εισήγηση σε συνέδριο του
Australian Institute of Criminology, με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην
Canberra, στις 9-10/3/2000, διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
72. Brown Michael, Transnational Organised Crime and Terrorism, September 1997 Essay,
The Terrorism Research Center, www.terrorism.com/terrorism/crime.htm
725
Skurski (eds), States of Violence, The Comparative Studies in Society and History Book
Series, University of Michingan Press, Michingan, 2006, σελ. 219 επ.
87. Castells Manuel, End of Millenium – The Information Age: Economy, Society, and
Culture, vol. 3, Blackwell Publishers, Oxford, 1998.
88. Castells Manuel, The Rise of the Network Society – The Information Age: Economy,
Society, and Culture, vol. 1, (2nd edition), Wiley – Blackwell, Cambridge, Massachusets,
2010.
89. Catanzaro Raimondo, “Men of Respect”: a Social History of the Sicilian Mafia, Free
Press, New York, 1992.
90. Cavallaro Luigi, Il Modello Mafioso Nell ‘Economia Globalizzata, La Revista del
Manifesto, vol. 23, Dicembre 2001, σελ. 18 επ.
91. Cavoukian Ann / Snijder Max / Stoianov Alex / Chibba Michelle, Privacy and Biometrics
for Authentification Purposes: A Discussion of Untraceable Biometrics and Biometric
Encryption, στο Ajay Kumar / David Zhang (eds), Ethics and Policy of Biometrics, Third
International Conference on Ethics and Policy of Biometrics and International Data
Sharing, ICEB 2010, Hong Kong, January 2010, Revised Selected Papers, Springer –
Verlag, Berlin, Heidelberg, 2010, σελ. 14 επ.
92. Chambliss William, On the Take: From Petty Crooks to Presidents, Indiana University
Press, Bloomington, 1978.
93. Chambliss William, State – Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Transnational
Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998, σελ. 255 επ.
94. Chin Ko-Lin, Gang Characteristics, στο Sue Mahan / Katherine O’ Neil (eds), Beyond The
Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London –
New Delhi, 1998, σελ. 57 επ.
95. Chin Ko-Lin, Heijin: Organized Crime, Business and Politics in Taiwan, M. E. Sharpe,
Armonk, London, 2003.
96. Chin Ko-Lin, The golden triangle: inside Southeast Asia’s drug trade, Cornell University
Press, Ithaca, London, 2009.
97. Christmas Walter, King George of Greece, Elibron Classics series, Adamant Media
Corporation, London, 2005.
98. Chubb Judith, Mafia and Politics: The Italian State Under Siege, Cornell University Press,
Ithaca, New York, 1989.
99. Chubb Judith, Patronage, Power and Poverty in Southern Italy – A Tale of Two Cities,
Cambridge Studies in Modern Political Economies, Cambridge University Press,
Cambridge, 2009.
100. Clogg Richard, A Concise History of Greece, (2nd edition), Cambridge University
Press, Cambridge, 2002.
101. Coben Bruce (ed), Crime in America – Perspectives on Criminal and Delinquent
Behavior, F.E. Peacock Publishers Inc. ITASCA, Illinois, 1970.
727
102. Cohen Albert, The Concept of Criminal Organization, The British Journal of
Criminology, vol. 17, no. 2, 1977, σελ. 97 επ.
103. Cohen Stanley / Scull Andrew (eds), Social Control and the State. Historical and
comparative essays, Martin Robertson, Oxford, 1983.
104. Consedine Jim, Restorative justice. Healing the effects of crime, N.Z.:
Ploughshares Publications, Lyttelton, 1995.
105. Cools Marc / De Ruyver Brice / Easton Marleen / Pauwels Lieven / Ponsaers
Paul / Vande Walle Gudrun / Vander Beken Tom / Vander Laenen Freya / Vermeulen
Gert / Vynckier Gerwinde (eds), EU and International Crime Control, Governance of
Security Research Paper Series (no. 4), Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010.
106. Cornwell Rupert, God’s Banker: An account of the life and death of Roberto
Calvi, Unwin, London, 1984.
107. Coronil Fernando / Skurski Julie (eds), States of Violence, The Comparative
Studies in Society and History Book Series, University of Michingan Press, Michingan,
2006.
108. Committee of Ministers of the Council of Europe, Human rights and the fight
against terrorism: the Council of Europe guidelines, Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2005.
109. Council of Europe, The fight against terrorism: Council of Europe standards, (4th
edition), Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2007.
110. Council of Europe, Victims – Support and Assistance, (2nd edition), Council of
Europe Publishing, Strasbourg, 2007.
111. Council of Europe, Note to editors – 221(2008), δημοσιευμένο ηλεκτρονικά
https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1382451
112. Cressey Donald, The Functions and Structures of Criminal Syndicates, στο Task
Force Report: Organized Crime, President’s Commission on Law Enforcement and
Administration of Justice, Challenge of Crime in a Free Society, Government Printing
Office, Washington D.C., 1967, appendix A.
113. Cressey Donald, Theft of the Nation: The structure and operations of organized
crime in America, Harper and Row, New York, 1969.
114. Cressey Donald, Criminal Organization: Its Elementary Forms, Harper and Row,
New York, 1972.
115. Cressey Donald, The Functions and Structure of Criminal Syndicates, στο Patrick
J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective –
A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 3 επ.
116. Critchley David, Buster, Maranzano and the Castellammare War, 1930 – 1931,
Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 43 επ.
117. Cromwell Paul / Olson James / Avary D’ Aunn, Who buys stolen property? A new
look at criminal receiving, Journal of Crime and Justice, 1993, vol. 16, no. 1, σελ. 75 επ.
728
129. Della Porta Donatella / Vannucci Alberto, Corrupt Exchanges: Actors, Resources
and Mechanisms of Political Corruption, Aldine de Gruyter, New York, 1999.
130. Della Porta Donatella, Corruption and Anti-corruption Policies: Some Lessons
from the Italian Case, Conference on Democratic Transition and Consolidation, Working
Group 4: Anti-Corruption Measures, Coordinator: Susan Rose-Ackerman, 2001,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.google.gr/#hl=el&source=hp&q=Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+
Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&btnG=%CE%91%C
E%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7+Google&oq=
Donatella+della+Porta%2C+Corruption+and+Anti-
corruption+Policies:+Some+Lessons+from+the+Italian+Case%2C+&aq=f&aqi=&aql=&gs
_sm=s&gs_upl=1936l1936l0l2655l1l1l0l0l0l0l243l243l2-
1l1l0&bav=on.2,or.r_gc.r_pw.&fp=94692319ea939fe9&biw=1280&bih=892, σελ. 1 επ.
131. Deneault Alain, Tax Havens and Criminology, Global Crime, vol. 8, no. 3, 2007,
σελ. 260 επ.
132. Denning Dorothy, Activism, Hacktivism, and Cyberterrorism: The Internet as a
tool for influencing foreign policy, στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and
Netwars – The Future of Terror, Crime, and Millitancy, National Defense Research
Institute (RAND), Santa Monica, Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 239 επ.
133. DeVito Carlo, Boryokundan, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 34 επ.
134. DeVito Carlo, Kimura Tokutaro, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 178 επ.
135. DeVito Carlo, Ogawa Kaoru, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 225.
136. DeVito Carlo, Tongs – Boo How Doy: The Early History of Chinese Tongs in New
York, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime
Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 309 επ.
137. DeVito Carlo, Tom Lee and the On Leong Tong, στην του ιδίου (ed), The
encyclopedia of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc.,
New York, 2005, σελ. 310.
138. DeVito Carlo, Triads, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international
organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 314 επ.
139. DeVito Carlo, Triad Organization, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 315 επ.
730
140. DeVito Carlo, Triad Initiation Ceremonies, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia
of international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 316 επ.
141. DeVito Carlo, The 36 Oaths, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of
international organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005,
σελ. 317 επ.
142. DeVito Carlo, Yakuza, στην του ιδίου (ed), The encyclopedia of international
organized crime, σειρά Crime Library, Facts On File Inc., New York, 2005, σελ. 343 επ.
143. De Ruyver Brice / Vermeulen Gert / Vander Beken Tom (eds), Strategies for the
EU and the US in Combating Transnational Organized Crime, Maklu, Antwerpen, 2002.
144. Di Argentine Adolfo Beria, The Mafias in Italy, στο Ernesto Ugo Savona (ed),
Mafia Issues, ISPAC (International Scientific and Professional Advisory Council of the
United Nations Crime Prevention and Criminal Justice Programme), Milan, 1993, σελ. 19
επ.
145. Di Nicola Andrea / Scartezzini Alessandro, When economic crime becomes
organized: the role of information technologies. A case study, Criminal Justice Journal of
the Institute of Criminology, University of Sydney, Faculty of Law, vol. 11, no. 3, 2000,
σελ. 1 επ. διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
www.eprints.biblio.unitn.it/archive/00000188/01/Economic_crime.pdf
146. Di Puppo Lili, Anti-corruption interventions in Georgia, Global Crime, vol. 11, no.
2, 2010, σελ. 220 επ.
147. Dickie John, Cosa Nostra: A History of the Sicilian Mafia, Hodder and Stoughton,
London, 2004.
148. Dishman Chris, The Leaderless Nexus: When Crime and Terror Converge,
Studies in Conflict and Terrorism, vol. 28, no. 3, 2005, σελ. 237 επ.
149. Dishman Chris, Terrorism, Crime and Transformation, Studies in Conflict and
Terrorism, vol. 24, no. 1, 2001, σελ. 43 επ.
150. Dombrink John / Song John Huey – Long, Hong Kong after 1997, Transanational
Organized Crime in a Shrinking World, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds),
Understanding Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications,
Thousand Oaks, 1997, σελ. 214 επ.
151. Dorn Nicholas / South Nigel, Drug Markets and Law Enforcement, British Journal
of Criminology, vol. 30, 1990, σελ. 171 επ.
152. Dorn Nicholas / Murji Karim / South Nigel, Traffickers: Drug Markets and Law
Enforcement, Routledge, London, New York, 1992.
153. Dorn Nicholas, Ponzi finance and state capture – The crisis of financial market
regulation, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ.
235 επ.
731
154. Drapkin Israel / Viano Emilio (eds), Victimology, Lexincton Books, Massachusets,
Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974.
155. Duaij Abdulrahman, Hawala: The Main Facilitator for Middle Eastern Organized
Crime Groups, George Mason University, Terrorism, Transnational Crime and
Corruption Center, publication no. 710, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://policy-
traccc.gmu.edu/resources/publications/studentforum/Al-Khalifa_Hawala.pdf
156. Dulci Rahman Rita / Andreu José Miguel, Responsible Global Governance: A
Programme for World Stability and Institutional Reform, Academic Foundation, New
Delhi, 2004.
157. Dutch Parliamentary Committee, Fijnaut Cyrille / Bovenkerk Frank / Bruinsma
Gerben / Van de Bunt Henk, Eindrapport Onderzoeksgroep Fijnaut, Second Chamber,
1995 – 1996, Documents 24072/16.
158. Durkheim Emile, The Division of Labor in Society, The Free Press, New York,
1964.
159. Düvell Frank (ed), Illegal Immigration in Europe: Beyond Control?, Palgrave
Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 2006.
160. Eckes Christina / Konstadinides Theodore (eds), Crime within the Area of
Freedom, Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011.
161. Eckes Christina, The legal framework of the European Union’s counter-terrorist
policies: full of good intentions?, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds),
Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 127 επ.
162. Edelhertz Herbert (ed), Major Issues in Organized Crime Control, Symposium
Proceedings, Washington D.C., September 25-26/1986, US Department Of Justice,
National Institute of Justice, Washington D.C., 1987.
163. Edwards Adam / Gill Pete, Crime as enterprise? The case of “transnational
organized crime”, Crime, Law and Social Change, vol. 37, no. 3, 2002, σελ. 203 επ.
164. Ehrenfeld Rachel, Narco-Terrorism, Basic Books, New York, 1990.
165. Eisner Robert, Travelers to an Antique Land – The History and Literature of
Travel to Greece, University of Michingan Press, Michingan, 1993.
166. EMCDDA–Europol joint publications, Methamphetamine – Α European Union
perspective in the global context, Office for Official Publications of the European
Communities, Luxembourg, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.europol.europa.eu/publications/Joint_publications_on_illicit_drugs/Methamphe
tamine.pdf.
167. English T. J., The Westies: Inside the Hell’s Kitchen Irish Mob, Putnam, New
York, 1990.
168. Europol, 2004 European Union Organised Crime Report, Open Version –
December 2004, Office for Official Publications of the European Communities,
732
182. Fiorentini Gianluca / Zamagni Stefano (eds), The economics of corruption and
illegal markets: The economics of illegal activities, vol. 2, Edward Elgar Publishers,
Cheltenham, Northampton, 1999.
183. Fiorentini Gianluca / Zamagni Stefano (eds), The economics of corruption and
illegal markets: The economics of illegal markets and organized crime, vol. 3, Edward
Elgar Publishers, Cheltenham, Northampton, 1999.
184. Firestone Thomas, Mafia Memoirs – What They Tell Us About Organized Crime,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 71 επ.
185. Fishlow Albert / Parker Karen (eds), Growing Apart: The Causes and
Consequences of Global Wage Inequality, Council on Foreign Relations Press, New
York, 1999.
186. Fletcher Maria / Lööf Robin / Gilmore Bill, EU Criminal Law and Justice, Edward
Elgar Publishing Ltd, Cheltenham, Northampton, 2008.
187. Fletcher Maria, EU criminal justice: beyond Lisbon, στο Christina Eckes /
Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice –
A European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 10 επ.
188. Fontaine Gary / Severance Laurence, Intercultural Problem in the Interpretation
of Evidence: A Yakuza Trial, International Journal of Intercultural Relations, vol. 14, no. 2,
1990, σελ. 163 επ.
189. Gadowska Kaja, National and international anti-corruption efforts: the case of
Poland, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 178 επ.
190. Galeotti Mark, Introduction: Global Crime Today, Global Crime, vol. 6, no. 1,
2004, σελ. 1 επ.
191. Gallant Thomas, Brigandage, Piracy, Capitalism, and State-Formation:
Transnational Crime from a Historical World-Systems Perspective, στο Josiah McConnell
Heyman (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers, Oxford, New York, 1999, σελ.
25 επ.
192. Gambetta Diego, The Sicilian Mafia: The business of private protection, Harvard
University Press, Cambridge - Massachusetts, 1993.
193. Gambetta Diego, Codes of the Underworld: How Criminals Communicate,
Princeton University Press, Princeton, 2009.
194. Garcia Denise, Small Arms and Security – New Emerging International Norms,
Routledge, Abingdon, New York, 2006.
195. García Martín Meráz, “Narcoballads”: The Psychology and Recruitment Process
of the “Narco”, Global Crime, vol. 7, no. 2, 2006, σελ. 200 επ.
196. Garland David, The limits of the sovereign state. Strategies of Crime Control in
Contemporary Society, The British Journal of Criminology, 1996, σελ. 445 επ.
734
212. Grabosky Peter / Smith Russell, Crime in the Digital Age: Controlling
Telecommunications and Cyberspace Illegalities, (3rd edition), Transaction Publishers,
New Jersey, 2009.
213. Griffiths Hugh, Smoking Guns: European Cigarette Smuggling in the 1990’s,
Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 185 επ.
214. Grødeland Ǻse Berit, Elite perceptions of anti-corruption efforts in Ukraine,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 237 επ.
215. Group of States against Corruption-GRECO, General Activity Report for 2009,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1622225
216. Habermas Jürgen / Luhmann Niklas, Theorie der Gesellschaft oder
Sozialtechnologie. Was leistet die Systemforschung?, Suhrkamp, Frankfurt am Main,
1971.
217. Hage Jerald, Theories of Organizations: form, process, and transformation, John
Wiley, New York, 1980.
218. Hall Richard, Organizations: Structures, Processes, Outcomes, (4th edition),
Prentice Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1987.
219. Haller Mark, Bureaucracy and the Mafia – An Alternative View, στο Patrick J.
Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 52 επ.
220. Harvey Jacky, Controlling the flow of money or satisfying the regulators?, στο
Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The
Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 43 επ.
221. Hejl Peter, Towards a Theory of Social Systems. Self-Organization, Self-
Maintenance, Self-Reference, and Syn-Reference, στο Hans Ulrich / Gilbert Probst (eds),
Self – Organization and Management of Social Systems. Insights, Promises, Doubts, and
Questions, Springer – Verlag, Berlin – New York, 1984, σελ. 60 επ.
222. Herlin-Karnell Ester, The EU’s anti-money laundering agenda: built on risks?, στο
Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom,
Security and Justice – A European Public Order, Cambridge University Press,
Cambridge, 2011, σελ. 76 επ.
223. Hess Henner, Mafia and Mafiosi: The Structure of Power, Saxon
House/Lexington Books, (μετάφραση από τα Γερμανικά Ewald Osers), England, 1979.
224. Hill Peter, The Japanese Mafia: Yakuza, Law, and the State, Oxford University
Press, Oxford, 2003.
225. Hill Peter, The Changing Face of the Yakuza, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 97 επ.
226. Hinarejos Alicia, Law and order and internal security provisions in the Area of
Freedom, Security and Justice: before and after Lisbon, στο Christina Eckes / Theodore
736
Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A
European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 249 επ.
227. Hirschi Travis, Causes of delinquency, University of California Press, Berkeley,
1971.
228. Hobbs Dick, Going Down the Glocal: The Local Context of Organised Crime, The
Howard Journal of Criminal Justice, vol. 37, no. 4, 1998, σελ. 407 επ.
229. Hobbs Heidi (ed), Pondering Postinternationalism: a paradigm for the twenty-first
century?, State University of New York Press, Albany, New York, 2000.
230. Hobsbawm Eric, Primitive Rebels: Studies in Archaic Forms of Social Movement
in the 19th and 20th Centuries, (3rd edition), Manchester University Press, Manchester,
1971.
231. Hoffman Bruce, Inside Terrorism, Columbia University Press, New York, 1998.
232. Huque Ahmed Shafiqul, Renunciation, De-Stigmatisation and Prevention of
Crime in Hong Kong, The Howard Journal of Criminal Justice, vol. 33, no. 4, 1994, σελ.
338 επ.
233. Ianni Francis, A Family Business: Kinship and Social Control in Organized Crime,
Russell Sage Foundation, New York, 1972.
234. Ianni Francis, Black Mafia: Ethnic Succession in Organized Crime, Simon and
Schuster, New York, 1974.
235. Ianni Francis, The Mafia and the web of kinship, στο Francis Ianni / Elizabeth
Reuss-Ianni (eds), The crime society: Organized crime and corruption in America, New
American Library, New York, 1976, σελ. 55 επ.
236. International Criminal Police Commission (ICPC) Review, (2nd year), no. 9, 1947.
237. International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems Department,
Regulatory Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems, International
Monetary Fund, Washington D.C., 2005.
238. International Narcotics Control Board (INCB), Report of the International
Narcotics Control Board for 2009, United Nations Publications, Vienna, 2010.
239. Interpol, Annual Report 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.interpol.int/Public/ICPO/InterpolAtWork/iaw2009.pdf
240. Ivanov Kalin, The 2007 accession of Bulgaria and Romania: ritual and reality,
Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 210 επ.
241. Jamieson Alison, Mafia and political power 1943 – 1989, International Relations,
vol. 10, no. 1, 1990, σελ. 13 επ.
242. Jamieson Alison, Τhe Transnational Dimension of Italian Organized Crime,
Transnational Organized Crime, vol. 1, no. 2, 1995, σελ. 151 επ.
243. Jamieson Alison, The Antimafia: Italy’s Fight Against Organized Crime,
Macmillan, London, 2000.
244. Jamieson Alison, Transnational organized crime: a European perspective,
Studies in Conflict and Terrorism, vol. 24, 2001, σελ. 379 επ.
737
245. Jansen Frederick / Bruinsma Gerben, Policing organized crime – A new direction,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 5, no. 4, Kugler Publications,
Amsterdam – New York, RDC, The Hague, 1996 – 1997, σελ. 87 επ.
246. Jelavich Charles / Jelavich Barabara, The Establishment of the Balkan National
States, 1804 – 1920, A History of East Central Europe, vol. 8, University of Washinghton
Press, Seattle, London, 1986.
247. Jenkins Philip / Potter Gary, The Politics and Mythology of Organized Crime. A
Philadelphia Case Study, Journal of Criminal Justice, vol. 15, no. 6, 1987, σελ. 473 επ.
248. Jervas Gunnar (ed), FOA Report on Terrorism, Defence Research
Establishment, Stockholm, 1998.
249. Johnson Earl, Organized Crime: Challenge to the American Legal System,
Criminal Law, Criminology and Police Science, vol. 53, no. 4 , 1962, σελ. 1 επ.
250. Johnson Elmer Hubert, Criminalization and Prisoners in Japan – Six Contrary
Cohorts, Southern Illinois University Press, Illinois, 1997.
251. Joutsen Matti (ed), Five issues in European Criminal Justice: Corruption, women
in the criminal justice system, criminal policy indicators, community crime prevention, and
computer crime. Proceedings of the 6th European Colloquium on Crime and Criminal
Policy, Helsinki 10 – 12 December 1998, HEUNI, (The European Institute for Crime
Prevention and Control, affiliated with the United Nations), Helsinki, 1999.
252. Jowitt Ken, Soviet neo-traditionalism: The political concept of a Leninist regime,
Soviet Studies, vol. 35, no. 7, 1983, σελ. 275 επ.
253. Kaiser Günther / Kerner Hans-Jürgen / Sack Fritz / Schellhoss Hartmut (eds),
Kleines Kriminologisches Wörterbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1993.
254. Kaiser Günther, Kriminologie. Ein Lehrbuch, C. F. Müller, Heidelberg, 1996.
255. Kangaspunta Kristiina, Mapping the inhuman trade: Preliminary findings of the
database on trafficking in human beings, στο Jan van Dijk / Vincenzo Ruggiero /
Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 3, no. 1 & 2, United Nations
Publication, New York, 2004, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/forum/forum3.pdf, σελ. 81 επ.
256. Kaplan David / Dubro Alec, Yakuza -Japan’s Criminal Underworld, (expanded
edition), University of California Press, Berkeley, Los Angeles, 2003.
257. Kelly Robert / Chin Ko-Lin / Schatzberg Rufus (eds), Handbook of Organized
Crime in the United States, Greenwood, Westport, Connecticut, London, 1994.
258. Kelly Robert, Trapped in the Folds of Discourse – Theorizing About the
Underworld, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized
Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ.
39 επ.
259. Kelly Robert / Schatzberg Rufus / Ryan Patrick, Primitive Capitalist Accumulation
– Russia as a Racket, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding
738
275. Küpper Willi / Ortmann Günther (eds), Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele
in Organizationen, Westdeutscher Verlag, Opladen, 1988.
276. Lafayette De Mente Boyé (ed), Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms
That Explain The Attitudes and Behavior of The Japanese, Tuttle Publishing, Boston,
Rutland, Vermont, Tokyo, 2004.
277. Lafayette De Mente Boyé, Jakuza: The Honorable Gangsters, στο του ιδίου (ed),
Japan’s Cultural Code Words: 233 Key Terms That Explain The Attitudes and Behavior of
The Japanese, Tuttle Publishing, Boston, Rutland, Vermont, Tokyo, 2004, σελ. 308 επ.
278. Lambropoulou Efis, Criminal “organizations” in Greece and public policy: from
non-real to hyper-real?, International Journal of the Sociology of Law, vol. 31, no. 1,
2003, σελ. 69 επ.
279. Landesco John, Organized Crime in Chicago: Part III of the Illinois Crime Survey,
(reprint) (1st edition 1929), University of Chicago Press, Chicago, 1968.
280. Laqueur Walter, Terrorism, Weidenfeld & Nicolson, London, 1977.
281. Laqueur Walter, The New Terrorism: Fanaticism and the Arms of Mass
Destruction, Phoenix Press, London, 1999.
282. Lazakis Christopher, The Steering of Greece in the last Fifty Years – From the
Epoch of the Civil War to the Epoch of Neoliberalism, Ciel Trappe Books, Isle Au Haut,
1996.
283. Lea John, Crime and Modernity-Continuities in Left Realist Criminology, Sage
Publications, London, 2002.
284. Lee Kenneth, Huddled Masses, Muddled Laws – Why Contemporary Immigration
Policy Fails to Reflect Public Opinion, Praeger Publishers, Westport, 1998.
285. Lee Kin-Wa / Broadhurst Roderic Girth / Beh Philip, Triad-related homicides in
Hong Kong, Forensic Science International, vol. 162, no. 1-3, 2006, σελ. 183 επ.
286. Leeson Peter / Rogers Douglas, Organizing Crime, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.peterleeson.com/Organizing_Crime.pdf
287. Leeson Peter / Skarbek David, Criminal constitutions, Global Crime, vol. 11, no.
3, 2010, σελ. 279 επ.
288. Levi Michael, The extent of cross-border crime in Europe: the view from Britain,
European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 1, no. 3, 1993, σελ. 57 επ.
289. Levinson David (ed), Encyclopedia of Crime and Punishment, vol. 1, Sage
Publications, Thousand Oaks, California, 2002.
290. Levitt Steven, Understanding Why Crime Fell in the 1990’s: Four Factors that
Explain the Decline and Six That Do Not, Journal of Economic Perspectives, vol. 18, no.
1, 2004, σελ. 163 επ., διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://pricetheory.uchicago.edu/levitt/Papers/LevittUnderstandingWhyCrime2004.pdf
291. Lewis Roger, Drugs, war and Illegal enterprise in the Post Soviet Balkans, στο
Vincenzo Ruggiero / Nigel South / Ian Taylor (eds), The new european criminology –
Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York, 1998, σελ. 216 επ.
740
306. Luhmann Niklas, Organization, στο Willi Küpper / Günther Ortmann (eds),
Mikropolitik. Rationalität, Macht und Spiele in Organizationen, Westdeutscher Verlag,
Opladen, 1988, σελ. 165 επ.
307. Luhmann Niklas, Ökologische Kommunikation (3η έκδοση), Westdeutscher
Verlag, Opladen, 1990.
308. Luif Paul, The Treaty of Prüm. A Replay of Schengen?, (Annual policy paper on
the interrelation between internal and external security of the future Europe, D38c/Team
23), Paper presented at the tenth Biennal International Conference Organized by the
European Union Studies Association on the 17-19 May 2007 in Montreal Canada,
δημοσιευμένη ηλεκτρονικά, http://aei.pitt.edu/7953/1/luif-p-10h.pdf
309. Lyman Michael D. / Potter Gary W., Organized Crime, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1997.
310. Maas Peter, Underboss: Sammy the Bull Gravano's story of life in the Mafia,
HarperCollins Publishers, New York, 1997.
311. Mack John A. / Kerner Hans-Jürgen, Professional and Organized Crime – A
Comparative Approach, International Journal of Criminology and Penology, vol. 4, 1976,
σελ. 113 επ.
312. Maguire Mike / Morgan Rod / Reiner Robert (eds), The Oxford Handbook of
Criminology, (2nd edition), Claredon Press, Oxford, 1997.
313. Mahan Sue / O’ Neil Katherine (eds), Beyond the Mafia – Organized Crime in the
Americas, Sage Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998.
314. Mahan Sue / O’ Neil Katherine, Introduction: Organized Crime in the Americas,
στο των ιδίων (eds), Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage
Publications, Thousand Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. IX επ.
315. Mahan Sue / O’ Neil Katherine, Discussion: The Yakuza, στο των ιδίων (eds),
Beyond The Mafia– Organized Crime in the Americas, Sage Publications, Thousand
Oaks, London – New Delhi, 1998, σελ. 84 επ.
316. Maimbo Samuel Munzele, Challenges of Regulating and Supervising the
Hawaladars of Kabul, στο International Monetary Fund, Monetary and Financial Systems
Department, Regulatory Frameworks For Hawala and Other Remittance Systems,
International Monetary Fund, Washington D.C., 2005, σελ. 47 επ.
317. Makarenko Tamara, The Crime – Terror Continuum: Tracing the Interplay
between Transnational Organized Crime and Terrorism, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004,
σελ. 129 επ.
318. Makarenko Tamara, “The ties that bind”: uncovering the relationship between
organized crime and terrorism, στο Siegel Dina / Van de Bunt Henk / Zaitch Damian
(eds), Global Organized Crime: Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers,
Dordrecht, The Netherlands, 2003, σελ. 159 επ.
319. Mallory Stephen (ed), Understanding Organized Crime, series: Criminal Justice
Illuminated, Jones and Bartlett Publishers Inc., Sudbury, 2007.
742
320. Malm Aili / Bichler Gisela / Nash Rebecca, Co-offending between criminal
enterprise groups, Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 112 επ.
321. Maltz Michael, Measuring the effectiveness of organised crime control effort,
Monograph 9, Office of International Criminal Justice, University of Illinois at Chicago,
Chicago, 1990.
322. Maltz Michael, Defining Organized Crime, στο Robert Kelly / Ko-Lin Chin / Rufus
Schatzberg (eds), Handbook of Organized Crime in the United States, Greenwood Press,
London, 1994, σελ. 21 επ.
323. Maltz Michael, On Defining Organized Crime, στο Nikos Passas (ed), Organised
Crime, Dartmouth, Aldershot, 1995, σελ. 340 επ.
324. Mansfield Roger, Bureaucracy and Centralization: An Examination of
Organizational Structure, ASQ, vol. 18, no. 4, 1973, σελ. 477 επ.
325. Marie Claude – Valentin, Preventing Illegal Immigration: Juggling Economic
Imperatives, Political Risks and Individual Rights, Council of Europe Publishing,
Strasbourg, 2004.
326. Massari Monica, La Sacra Corona Unitá: potere e segreto, Laterza, 1998.
327. Massari Monica / Monzini Paola, Dirty Businesses in Italy: A Case-study of illegal
Trafficking in Hazardous Waste, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 285 επ.
328. Maturana Humberto (ed), Erkennen: Die Organisation und Verkörperung von
Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen Epistemologie, (2η έκδοση), Vieweg,
Braunschweig, 1985.
329. Maturana Humberto / Varela Francisco, Autopoietische Systeme: eine
Bestimmung der lebendingen Organisation, στο Humberto Maturana (ed), Erkennen: Die
Organisation und Verkörperung von Wirklichkeit. Ausgewählte Arbeiten zur biologischen
Epistemologie, (2η έκδοση), Vieweg, Braunschweig, 1985, σελ. 170 επ.
330. Mazower Mark (ed), After the war was over: Reconstructing the Family, Nation
and State in Greece, 1943 – 1960, Princeton University Press, Princeton, New Yersey,
2000.
331. McChesney Sait Edward, Machine, Political, στο A. Johnson (ed), Encyclopedia
of the Social Sciences, Selingman, E.R.A., vol. 9, (12th edition), MacMillan, New York,
1957, σελ. 657 επ.
332. McConnell Heyman Josiah (ed), States and Illegal Practices, Berg Publishers,
Oxford, New York, 1999.
333. McFarlane John, International Co-Operation Against Transnational Crime:
Second Track Mechanisms, εισήγηση σε συνέδριο του Australian Institute of Criminology,
με τίτλο “Transnational Crime”, το οποίο διεξήχθη στην Canberra, στις 9-10/3/2000,
διαθέσιμη ηλεκτρονικά, www.aic.gov.au
334. McIllwain Jeffrey Scott, Organizing Crime in Chinatown: Race and Racketeering
in New York City, 1890 – 1910, McFarland and Company, North Carolina, 2004.
743
335. McIntosh Cameron / Lawrence Austin, Spatial mobility and organised crime,
Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 161 επ.
336. McKenna James Jr, Organized Crime in the former Royal Colony of Hong Kong,
στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global
Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 205 επ.
337. Meadows Robert, Understanding violence and victimization, Prentice Hall, Upper
Saddle River, New Jersey, 1998.
338. Measures to enhance international cooperation to counter the world drug
problem, United Nations General Assembly Twentieth Special Session on World Drug
Problem (8-10 June 1998), http://www.un.org/ga/20special/coop.htm#E
339. Merton Robert, Social Theory and Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free
Press, New York, 1968.
340. Merton Robert, On Theoretical Sociology, στο Social Theory and Social Structure
(διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 1 επ.
341. Merton Robert, The Self – Fulfilling Prophecy, στο του ιδίου, Social Theory and
Social Structure (διευρυμένη έκδοση), Free Press, New York, 1968, σελ. 475 επ.
342. Messas Kostas, Greece, στο Constantine Danopoulos / Cynthia Watson (eds),
The Political Role of the Military – An International Handbook, Greenwood Press,
Westport, Connecticut, 1996, σελ. 154 επ.
343. Mikalachki Jodi, Gender, Cant, and Cross-talking in The Roaring Girl,
Renaissance Drama and the Law, vol. 25, 1994, σελ. 119 επ.
344. Miller Swain Carol (ed), Debating immigration, Cambridge University Press,
Cambridge, 2007.
345. Ministers’ Deputies Notes on the Agenda, CM/Notes/1047/11.1, 13 Ιανουαρίου
2009, δημοσιευμένο ηλεκτρονικά, https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?id=1393065
346. Mintzberg Henry, The Structuring of Organizations: A Synthesis of the Research,
Prentice Hall, Englewood – Cliffs, New Jersey, London, 1979.
347. Mooney Linda / Knox David / Schacht Caroline, Understanding Social Problems,
th
(7 edition), Wadsworth – Cengage Learning, Belmont, 2010.
348. Moore Mark, Organized Crime as a Business Enterprise, στο Herbert Edelhertz
(ed), Major Issues in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington
D.C., September 25-26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice,
Washington D.C., 1987, σελ. 51 επ.
349. Morgan W. P., Triad Societies in Hong Kong, Hong Kong Government Press,
Hong Kong, 1960.
350. Moroff Holger / Schmidt – Pfister Diana, Anti-corruption movements,
mechanisms, and machines – an introduction, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 89
επ.
351. Morselli Carlo / Turcotte Mathilde / Tenti Valentina, The mobility of criminal
groups, Global Crime, vol. 12, no. 3, 2011, σελ. 165 επ.
744
366. Pan Lynn, Sons of the Yellow Emperor: A History of the Chinese Diaspora,
Kodasha America Inc, New York, 1994.
367. Paoli Letizia, The Integrations of the Italian Scene, European Journal of Crime,
Criminal Law and Criminal Justice, vol. 2, no. 3, 1994, σελ. 212 επ.
368. Paoli Letizia, The Paradoxes of Organized Crime, Crime, Law and Social
Change, vol. 37, no. 1, 2002, σελ. 51 επ.
369. Paoli Letizia, Mafia Brotherhoods: Organized Crime, Italian Style, Oxford
University Press, Oxford, 2003.
370. Paoli Letizia, Italian Organized Crime: Mafia Associations and Criminal
Enterprises, Global Crime, vol. 6, no. 1, 2004, σελ. 19 επ.
371. Paoli Letizia, Organised Crime in Italy: Mafia αnd Illegal Markets – Exception and
Normality, στο Cyrille Fijnaut / Letizia Paoli (eds), Organised crime in Europe – Concepts,
Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, Springer, Dordrecht,
2004, σελ. 263 επ.
372. Paoli Letizia / Fijnaut Cyrille, Organised Crime and Its Control Policies, European
Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, vol. 14, no. 3, 2006, σελ. 307 επ.
373. Paoli Letizia, Organized Crime: New Label, New Phenomenon or Policy
Expedient?, Annales Internationales de Criminologie, vol. 42, no. 1 – 2, 2008, σελ. 37 επ.
374. Papacharalampous Charis, Greece: Organised Crime and Political Process, στο
Stoycho Stoychev (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk Monitor
Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf, σελ. 71 επ.
375. Papanicolaou Georgios / Antonopoulos Georgios, “Organised crime” and
migrants in the labour market – The economic significance of human smuggling and
trafficking in Greece, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey /
Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads
on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010,
σελ. 277 επ.
376. Passas Nikos / Nelken David, The thin line between legitimate and criminal
enterprises: Subsidy Frauds in the European Community, Crime, Law and Social
Change, vol. 19, no. 3, 1993, σελ. 223 επ.
377. Passas Nikos (ed), Organised Crime, Dartmouth, Aldershot, 1995.
378. Passas Nikos (ed), Transnational Crime, Dartmouth, Aldershot, 1998.
379. Passas Nikos, Cross-border crime and the interface between legal and illegal
actors, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Nikos Passas (eds), Upperworld and
Underworld in Cross-border Crime, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands, 2002, σελ. 11 επ.
380. Passas Nikos, Formalizing the Informal? Problems in the National and
International Regulation of Hawala, στο International Monetary Fund, Monetary and
746
395. Quinney Richard, Who is the Victim?, στο Israel Drapkin / Emilio Viano (eds),
Victimology, Lexincton Books, Massachusets, Washinghton D.C. Heath, Lexincton, 1974,
σελ. 103 επ.
396. Quirke Brendan, Croatia: Fighting EU Fraud a case of work in progress?, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 123 επ.
397. Rebscher Erich / Vahlenkamp Werner, Organisierte Kriminalität in der
Bundesrepublik Deutschland (Bestandsaufnahme, Entwicklungstendenzen und
Bekämpfung aus der Sicht der Polizeipraxis), Wiesbaden, BKA – Forschungsreihe
(Sonderband), 1988.
398. Reiners Carola, Erscheinungsformen und Ursachen Organisierter Kriminalität in
Italien, den USA und der Bundesrepublik Deutschland, Peter Lang, Frankfurt am Main,
1989.
399. Reiss Albert / Tonry Michael (eds), Communities and crime, University of
Chicago Press, Chicago, 1986.
400. Reitz Joseph, Behavior in Organizations, (3rd edition), Richard Irwin Inc.,
Homewood, 1987.
401. Rensselaer Lee W. III, The White Labyrinth. Cocaine and Political Power,
Transaction Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1989.
402. Reuter Peter / Rubinstein Jonathan, Illegal Gambling in New York, National
Institute of Justice, Washington D.C., 1982.
403. Reuter Peter, Disorganized crime: The Economics of the Visible Hand, MIT
Press, Massachusetts – Cambridge, 1983.
404. Reuter Peter, The Organization of Illegal Markets. An Economic Analysis,
National Institute of Justice, University Press of the Pacific, Washington D.C., 2004.
405. Robb John, Nation-states, Market-states and Virtual-states, Global Crime, vol. 7,
no. 3 & 4, 2006, σελ. 351 επ.
406. Robbins Stephen, Organization Theory: Structure, Design and Applications, (2nd
edition), Prentice Hall International Inc., Englewood Cliffs, New Jersey, 1987.
407. Robinson Laurie (ed), Symposium on the 30th Anniversary of the President's
Commission on Law Enforcement and Administration of Justice (19-21 June 1997,
Washinghton D.C.), The Challenge of Crime in a Free Society: Looking Back Looking
Forward, U.S. Department of Justice, 1998, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.ncjrs.govpdffiles1nij170029.pdf.
408. Rock Paul, Law, order and power in late seventeenth and early eighteenth
century England, στο Stanley Cohen / Andrew Scull (eds), Social Control and the State.
Historical and comparative essays, Martin Robertson, Oxford, 1983, σελ. 191 επ.
748
409. Rogovin Charles / Martens Frederick, The evil that men do, στο Patrick J. Ryan /
George E. Rush (eds), Understanding Organized Crime in Global Perspective – A
Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997, σελ. 26 επ.
410. Röhl Wilhelm (ed), History of Law in Japan since 1868, Brill, Leiden, 2005.
411. Rose Richard / Mishler William, Experience versus perception of corruption:
Russia as a test case, Global Crime, vol. 11, no. 2, 2010, σελ. 145 επ.
412. Rosenau James, Turbulence in World Politics: A Theory of Change and
Continuity, Princeton University Press, Princeton – New Jersey, 1990.
413. Rosenau James / Czempiel Ernst Otto (eds), Governance without government:
order and change in world politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992.
414. Rosenau James, Citizenship in a changing global order, στο James Rosenau /
Ernst Otto Czempiel (eds), Governance without government: order and change in world
politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992, σελ. 272 επ.
415. Rosenau James, Along the Domestic–Foreign Frontier: Exploring Governance in
a Turbulent World, Cambridge University Press, Cambridge, 1997.
416. Rosenau James, Beyond Postinternationalism, στο Heidi Hobbs (ed), Pondering
Postinternationalism: a paradigm for the twenty-first century?, State University of New
York Press, Albany, New York, 2000, σελ. 219 επ.
417. Rosenau James, Distant Proximities: Dynamics Beyond Globalization, Princeton
University Press, Princeton, 2003.
418. Rossi Luca, Camorra. Reportage aus Ottaviano, dem Ort, wo ein Leben nichts
gibt, Zambon, Frankfurt am Main, 1984.
419. Roudometof Victor, Nationalism, Globalization and Orthodoxy – The Social
Origins of Ethnic Conflict in the Balkans, Greenwood Press, Westport, Connecticut 2001.
420. Ruggiero Vincenzo (ed), Citizenship, human rights and minorities: rethinking
social control in the new Europe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996.
421. Ruggiero Vincenzo, Organized Crime and Corporate Crime in Europe. Offers
That Can’t be Refused, Dartmouth, Aldershot, 1996.
422. Ruggiero Vincenzo / South Nigel / Taylor Ian (eds), The New European
Criminology – Crime and Social Order in Europe, Routledge, London and New York,
1998.
423. Ruggiero Vincenzo, Organized Crime Between the Informal and the Formal
Economy, Working Papers Series, no. 4, Global Consortium on Security Transformation
(GCST), July, 2010, http://www.securitytransformation.org/gc_publications.php
424. Ryan Patrick J. / Rush George E. (eds), Understanding Organized Crime in
Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks, 1997.
425. Saija Marcello / Irrena Daniela, Institutions and Mafia in Italy: The case of
Messina, Global Crime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 391 επ.
426. Sales Isaia, Camorra, στην Enciclopedia Treccani (ed), Appendice, Rome –
Treccani, 2000, σελ. 468 επ.
749
440. Schmid Alex / Longman Albert, Political Terorism: A New Guide to Actors,
Authors, Concepts, Data Bases, Theories and Literature, Transaction Publishers, New
Brunswick, 2005.
441. Schmidt Petra, Family Law, στο Wilhelm Röhl (ed), History of Law in Japan since
1868, Brill, Leiden, 2005, σελ. 262 επ.
442. Schneider Hans Joachim, Das organisierte Verbrechen, Jura, 1984, σελ. 169 επ.
443. Schneider Hans Joachim, Kriminologie, Walter de Gruyter, Berlin, New York,
1987.
444. Schneider Hans Joachim, Neuere kriminologische Forschungen zum
organisierten Verbrechen, στο Wilfried Küper / Jürgen Welp (eds), Beiträge zur
Rechtswissenschaft: Festschrift für Walter Stree und Johannes Wessels zum 70.
Geburtstag, C. F. Müller, Heidelberg, 1993, σελ. 813 επ.
445. Schneider Hans Joachim, Einführung in die Kriminologie, (3te Auflage), Walter
de Gruyter, Berlin, New York, 1993.
446. Schreier Fred, Fighting the Pre-eminent Threats with Intelligence-led
Operations, Occasional Paper no. 16, Geneva Centre for the Democratic Control of
Armed Forces (DCAF), Geneva, 2009, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.isn.ethz.ch/isn/Digital-Library/Publications/Detail/?ots591=cab359a3-9328-
19cc-a1d2-8023e646b22c&lng=en&id=99600
447. Schudelaro Ton (Antonius Adrianus Petrus), Electronic Payment Systems and
Money Laundering – Risks and Countermeasures in the Post-Internet Hype Era, Wolf
Legal Publishers (WLP), Nijmegen, 2003.
448. Schudelaro Ton (Antonius Adrianus Petrus), Electronic payment systems and
money laundering: beyond the internet hype, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe /
Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing
crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, 2005, σελ. 65 επ.
449. Schweitzer Glenn / Dorsch Carole, Superterrorism: Assassins, Mobsters and
Weapons of Mass Destruction, Plenum Press, New York, 1998.
450. Scott James, Corruption, Machine Politics and Political Change, American
Political Sciences Review, vol. 63, no. 4, 1969, σελ. 1142 επ.
451. Seindal René, Mafia, Money and Politics in Sicily 1950 – 1997, Museum
Tusculanum Press, University of Copenhagen, Denmark, 1998.
452. Sellin Thorsten, Organized Crime: A Business Enterprise, The ANNALS of the
American Academy of Political and Social Science, vol. 347, no. 1, 1963, σελ. 12 επ.
453. Sellin Thorsten, Organized Crime: A Business Enterprise, στο Bruce Coben (ed),
Crime in America – Perspectives on Criminal and Delinquent Behavior, F.E. Peacock
Publishers Inc. ITASCA, Illinois, 1970, σελ. 309 επ.
454. Servadio Gaia, Mafioso. A History of the Mafia from its Origins to the Present
Day, Stein and Day, Briarcliff Manor, New York, 1976.
751
455. Shanty Frank / Paban Mishra Patit (eds), Organized Crime – An International
Encyclopedia, From Trafficking to Terrorism, vol. 2, ABC-CLIO Inc., California, 2008.
456. Shaw Clifford / McKay Henry, Juvenile delinquency and urban areas, University
of Chicago Press, Chicago, 1942.
457. Shaw Patricia, Mad Moll and Merry Meg: the roaring girl as popular heroine in
Elizabethan and Jacobean writings, στο Santiago González Fernández-Corugedo /
Emma Lezcano / Francisco Martín (eds), Sederi Yearbook VII, Spanish and Portuguese
Society for English Renaissance Studies (SEDERI) — Universidade da Coruña, Coruña,
1996, σελ. 129 επ.
458. Shelley Louise, Mafia and the Italian State: The Historical Roots of the Current
Crisis, Sociological Forum, vol. 9, no. 4, 1994, σελ. 661 επ.
459. Shelley Louise / Picarelli John, Methods not Motives: Implications of the
Convergence of International Organized Crime and Terrorism, Police Practice and
Research, vol. 3, no. 4, 2002, σελ. 305 επ.
460. Shelley Louise / Picarelli John / Irby Allison / Hart Douglas / Craig-Hart Patricia /
Williams Phil / Simon Steven / Abdullaev Nabi / Stanislawski Bartosz / Covill Laura,
Methods and Motives: Exploring Links between Transnational Organized Crime and
International Terrorism, Research Report no. 211207, U.S. Department of Justice, 2005,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/211207.pdf.
461. Shelley Louise, Trafficking in Nuclear Materials: Criminals and Terrorists, Global
Crime, vol. 7, no. 3 & 4, 2006, σελ. 544 επ.
462. Shore Heather, “Unidiscovered Country”: Towards a History of the Criminal
“Underworld”, Crimes and Misdemeanours, vol. 1, no. 1, 2007, σελ. 41 επ.
463. Sieber Ulrich / Bögel Marion, Logistik der Organisierten Kriminalität. Wirtschafts-
wissenechaftlicher Forschungsansatz und Pilotstudie zur internationalen Kfz-
Verschiebung, zur Ausbeutung von Prostitution, zum Menschenhandel und zum illegalen
Glückspiel, Bundeskriminalamt – Forschungsreihe: Bd. 28, Wiesbaden 1993.
464. Sieber Ulrich, Eurofraud: organised fraud against the financial interests of the
EU, Crime, Law and Social Change, vol. 30, no. 1, 1998, σελ. 1 επ.
465. Siegel Dina / Van de Bunt Henk / Zaitch Damian (eds), Global Organized Crime:
Trends and Developments, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, The Netherlands,
2003.
466. Silverstone Daniel, From Triads to snakeheads: organised crime and illegal
migration within Britain’s Chinese community, Global Crime, vol. 12, no. 2, 2011, σελ. 93
επ.
467. Simmons P. J. / de Jonge Oudraat Chantal (eds), Managing Global Issues:
Lessons Learned, Carnegie Endowment for International Peace, Washington DC, 2001.
468. Siniawer Eiko Maruko, Ruffians, Yakuza, nationalists: the violent politics of
modern Japan 1860 – 1960, Cornell University Press, Ithaca, London, 2009.
752
469. Sjögren Hans / Skogh Göran, Introduction, στο των ιδίων (eds), New
Perspectives on economic crime, Edward Elgar Publishing, Cheltenham –
Massachusetts, 2004, σελ. 1 επ.
470. Sjögren Hans / Skogh Göran (eds), New Perspectives on economic crime,
Edward Elgar Publishing, Cheltenham – Massachusetts, 2004.
471. Skaperdas Stergios, The Political Economy of Organized Crime: Providing
Protection When the State Does Not, Economics of Governance, vol. 2, no. 3, 2001, σελ.
173 επ.
472. Skinnari Johanna, The financial management of drug crime in Sweden, στο
Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 189 επ.
473. Skinnari Johanna / Korsell Lars, Swedish international casinos: A nest of
organised crime or just a place for ordinary tax cheaters?, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 217 επ.
474. Smandych Russell (ed), Governable Places: Readings on governmentality and
crime control, Dartmouth, Aldershot, 1999.
475. Smith Dwight C. Jr., Organized Crime and Entrepreneurship, International
Journal of Criminology and Penology, vol. 6, 1978, σελ. 161 επ.
476. Smith Dwight C. Jr., Paragons, Pariahs and Pirates: A Spectrum – Based Theory
of Enterprise, Crime and Delinquency, vol. 26, no. 3, 1980, σελ. 358 επ.
477. Smith Dwight C. Jr., The Mafia Mystique, (with a new preface), University Press
of America, Lanham, MD, 1990.
478. Smith Dwight C. Jr., Wickersham to Sutherland to Katzenbach: Evolving an
“Official” Definition for organized crime, Crime, Law and Social Change, vol. 16, no. 2,
1991, σελ. 135 επ.
479. Smith Dwight Jr., Illicit Enterprise: An Organized Crime Paradigm for the
Nineties, στο Robert Kelly / Ko-lin Chin / Rufus Schatzberg (eds), Handbook of Organized
Crime in the United States, Greenwood Press, Westport, Connecticut, London, 1997,
σελ. 121 επ.
480. Snider Laureen, Researching Corporate Crime, στο Steve Tombs / Dave Whyte
(eds), Unmasking the Crimes of the Powerful: Scrutinizing States and Corporations, Peter
Lang Publishing, New York, 2003, σελ. 64 επ.
481. Southerland Mittie / Potter Gary, Applying Organization Theory to Organized
Crime, Journal of Contemporary Justice, vol. 9, no. 3, 1993, σελ. 251 επ.
482. Spapens Toine, Interaction between criminal groups and law enforcement: the
case of ecstacy in the Netherlands, Global Crime, vol. 12, no. 1, 2011, σελ. 19 επ.
753
483. Spencer John / Broad Rose, Lifting the veil on SOCA and the UKHTC –
Policymaking responses to organised crime, στο Petrus van Duyne / Georgios
Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 261 επ.
484. Standing André (rapporteur), Transnational Organized Crime and the Palermo
Convention: A Reality Check, International Peace Institute, New York, 2010, διαθέσιμο
και ηλεκτρονικά,
http://www.humansecuritygateway.com/documents/IPI_TransnationalOrganizedCrimeand
thePalermoConvention_ARealityCheck.pdf
485. Stanley John / Pearton Maurice, The International Trade in Arms, Chatto and
Windus for the International Institute for Strategic Studies, London, 1972.
486. Stark David Harold, The Yakuza: Japanese crime incorporated, University of
Michingan Press, Michingan, 1981.
487. Stenson Kevin, Beyond histories of the present, Economy and Society, vol. 27,
no. 4, 1998, σελ. 333 επ.
488. Stenson Kevin, Crime Control, Governmentality and Sovereignty, στο Russell
Smandych (ed), Governable Places: Readings on governmentality and crime control,
Dartmouth, Aldershot, 1999, σελ. 45 επ.
489. Sterling Claire, Thieves’ World, Simon and Schuster, New York, 1994.
490. Stier Edwin / Richards Peter, Strategic decision making in organized crime
control: the need for a broadened perspective, στο Herbert Edelhertz (ed), Major Issues
in Organized Crime Control, Symposium Proceedings, Washington D.C., September 25-
26/1986, US Department Of Justice, National Institute of Justice, Washington D.C., 1987,
σελ. 65 επ.
491. Stille Alexander, Excellent Cadavers: The Mafia and the Death of the First Italian
Republic, Jonathan Cape, London, 1995.
492. Stohl Rachel / Grillot Suzette, War and Conflict in The Modern World – The
International Arms Trade, Polity Press, Cambridge, 2009.
493. Stoychev Stoycho (ed), Organised Crime and the Balkan Political Context, Risk
Monitor Foundation, Sofia, 2010, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.riskmonitor.bg/admin/js/tiny_mce/plugins/ajaxfilemanager/upload/Reports/RM-
04-OrganizedCrimeInBalkanContext_EN.pdf
494. Sutherland Edwin / Cressey Donald, / Luckenbill David, Principles of Criminology,
th
(11 edition), General Hall – Rowman & Littlefield Publishers Inc., Lanham, Oxford, 1992.
495. Sykiotou Athanassias, Trafficking in human beings: Internet recruitment – Misuse
of Internet for the recruitment of victims of trafficking in human beings, Directorate
General of Human Rights and Legal Affairs, Council of Europe, Strasbourg, 2007,
διαθέσιμο και ηλεκτρονικά
http://www.coe.int/t/dg2/trafficking/campaign/Source/THB_Internetstudy_en.pdf
754
496. Szarek-Mason Patrycja, The European Union policy against corruption in the
light of international developments, στο Christina Eckes / Theodore Konstadinides (eds),
Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A European Public Order,
Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 43 επ.
497. Szymkowaik Kennet, Sōkaiya Criminal Group and the Conflict for Corporate
Power in Postwar Japan, Asia Profile, vol. 20, no. 4, 1992, σελ. 297 επ.
498. Szymkowaik Kennet, Sōkaiya: An Examination of the Social and Legal
Development of Japan's Corporate Extortionist, International Journal of the Sociology of
Law, vol. 22, no. 2, 1994, σελ. 123 επ.
499. Takáts Előd, A Theory of "Crying Wolf": The Economics of Money Laundering
Enforcement, IMF Working Paper WP/07/81, International Monetary Fund, 2007,
διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2007/wp0781.pdf
500. Tamura Masayuki, The Yakuza and Amphetamine Abuse in Japan, στο Harold
Traver / Mark Gaylord (eds), Drugs, Law and the State, Transaction Publishers, New
Brunswick, New Jersey, 1992, σελ. 99 επ.
501. Tiedemann Klaus, Wirtschafts-strafrecht. Einführung und Allgemeiner Teil mit
wichtigen Rechtstexten, (3te Auflage), Reihe: Academia iuris, Carl Heymann Verlag,
Köln, 2010.
502. Tijhuis Antonius Johannes Gerhardus, Transnational Crime and the Interface
between Legal and Illegal Actors: The Case of the Illicit Art and Antiquities Trade, Wolf
Legal Publishers, Nijmegen, 2006.
503. Massimo Tistarelli / Li Z. Stan / Chellappa Rama (eds), Handbook of Remote
Biometrics for Surveillance and Security, Springer, London, 2009.
504. Tomasi Silvano M. (ed), Perspectives in Italian immigration and ethnicity:
proceedings of the symposium held at Casa Italiana, Columbia University, May 21-23,
1976, Center for Migration Studies, New York, 1977.
505. Tombs Steve / Whyte Dave (eds), Unmasking the Crimes of the Powerful:
Scrutinizing States and Corporations, Peter Lang Publishing, New York, 2003.
506. Traver Harold / Gaylord Mark (eds), Drugs, Law and the State, Transaction
Publishers, New Brunswick, New Jersey, 1992.
507. Turnheim Georg, Chaos and Management, (2nd edition), Gabler, Wiesbaden,
1993.
508. Ulrich Hans / Probst Gilbert (eds), Self – Organization and Management of Social
Systems. Insights, Promises, Doubts, and Questions, Springer – Verlag, Berlin – New
York, 1984.
509. Ungerer Gustav, Mary Frith, Alias Moll Cutpurse, in Life and Literature,
http://www.thefreelibrary.com/Mary+Frith,+Alias+Moll+Cutpurse,+in+Life+and+Literature-
a067530774
510. United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), Good Practices in the
Protection of Witnesses in Criminal Proceedings Involving Organized Crime, New York,
755
524. Van Duyne Petrus, Crime and commercial activity: an introduction to two half-
brothers, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell
(eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 1 επ.
525. Van Duyne Petrus / Houtzager Mark, Criminal sub-contracting in the
Netherlands: the Dutch “koppelbaas” as crime-entrepreneur, στο Petrus van Duyne /
Klaus von Lampe / Maarten van Dijck / James Newell (eds), The Organised Crime
Economy – Managing crime markets in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen,
The Netherlands, 2005, σελ. 163 επ.
526. Van Duyne Petrus / van Dijck Maarten, Assessing Organised Crime: The Sad
State of an Impossible Art, στο Frank Bovenkerk / Michael Levi (eds), The Organized
Crime Community – Essays in Honor of Alan A. Block, Springer, New York, 2007, σελ.
101 επ.
527. Van Duyne Petrus / Donati Stefano / Maljevic Almir / Harvey Jackie / von Lampe
Klaus (eds), Crime, Money and Criminal Mobility in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2009.
528. Van Duyne Petrus, (Crime-)money, corruption and the state, στο Petrus van
Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken /
Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal
Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 1 επ.
529. Van Duyne Petrus / Stocco Elena / Milenović Miroslava / Todorova Milena,
Searching for the contours of the anti-corruption policy in Serbia, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 89 επ.
530. Van Outrive Lode, La lutte contre le blanchiment de l’ argent, un emplâtre sur
une jambe de bois?, Déviance et Société, 1995, vol. 19, no. 4, σελ. 371 επ.
531. Van Outrive Lode, European Parliament Committee on civil liberties and internal
affairs working document on police cooperation, στο Vincenzo Ruggiero, Citizenship,
Human Rights and Minorities: Rethinking Social Control in the New Europe (XX
Conference of the European Group for the study of Deviance and Social Control, Padova
3 – 6 September 1992), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 49 επ.
532. Vande Walle Gudrun / Dormaels Arne, Understanding the aetiology of
corruption: The first step to tailor-made anti-corruption for the Belgian Customs Office,
στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom
Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 67 επ.
533. Vander Beken Tom / Verpoest Karen / Bucquoye Annemie / Defruytier Melanie,
The vulnerability of economic sectors to (organised) crime: the case of the European road
freight transport sector, στο Petrus van Duyne / Klaus von Lampe / Maarten van Dijck /
757
James Newell (eds), The Organised Crime Economy – Managing crime markets in
Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands, 2005, σελ. 19 επ.
534. Varese Federico, The Secret History of Japanese Cinema: The Yakuza movies,
Global Crime, vol. 7, no. 1, 2006, σελ. 105 επ.
535. Varese Federico, How mafias migrate: The case of the ‘Ndrangheta in Northern
Italy, Law and Society Review, vol. 40, no. 2, 2006, σελ. 411 επ.
536. Varese Federico, The Camorra closely observed, Global Crime, vol. 10, no. 3,
2009, σελ. 262 επ.
537. Vellinga Menno, Some Observations on Changing Business Practices in Drug
Trafficking: The Andean experience, Global Grime, vol. 6, no. 3 & 4, 2004, σελ. 374 επ.
538. Verhage Antoinette, The anti money laundering complex on a crime control
continuum: perceptions of risk, power and efficacy, στο Marc Cools / Brice De Ruyver /
Marleen Easton / Lieven Pauwels / Paul Ponsaers / Gudrun Vande Walle / Tom Vander
Beken / Freya Vander Laenen / Gert Vermeulen / Gerwinde Vynckier (eds), EU and
International Crime Control, Governance of Security Research Paper Series (no. 4),
Maklu, Antwerpen, Apeldoorn, Portland, 2010, σελ. 143 επ.
539. Verhage Antoinette, The holy grail of money laundering statistics. Input and
outcome of the Belgian AML system, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos /
Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-
border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The
Netherlands 2010, σελ. 143 επ.
540. Vermeulen Gert / Vander Beken Tom, International /regional legal framework for
combating organized crime, στο Brice De Ruyver / Gert Vermeulen / Tom Vander Beken
(eds), Strategies for the EU and the US in Combating Transnational Organized Crime,
Maklu, Antwerpen, 2002, σελ. 201 επ.
541. Vermeulen Gert (ed), Essential Texts on International and European Criminal
th
Law, (6 edition), Maklu, Antwerpen, 2010.
542. Vesterhav Daniel, Measures against money laundering in Sweden – The role of
the private sector, στο Petrus van Duyne / Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir
Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe (eds), Cross-border crime inroads on
integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ.
169 επ.
543. Viano Emilio (ed), Critical issues in victimology – International Perspectives,
Springer Publishing Co., New York, 1992.
544. Vito Gennaro / Maahs Jeffrey / Holmes Ronald, Criminology – Theory, Research
and Policy, (2nd edition), Jones & Bartlett Publishers Inc., Ontario, London, 2007.
545. Viuhko Minna / Lehti Martti / Aromaa Kauko, The Rules of the Game – A
qualitative study of corruption on the Finnish-Russian border, στο Petrus van Duyne /
Georgios Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von
758
Lampe (eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers
(WLP), Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 41 επ.
546. Von Hentig Hans, The Criminal and his Victim, Yale University Press, New
Haven, Connecticut, 1948.
547. Von Lampe Klaus, Definitions of Organized Crime, www.organized-
crime.de/OCDEF1.htm
548. Von Lampe Klaus, Not a process of enlightenment: The conceptual history of
organized crime in Germany and The United States of America, στο Pino Arlacchi / Jan
van Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society,
vol. 1, no. 2, United Nations Publication, New York, 2001, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum1vol2.pdf, σελ. 99 επ.
549. Von Lampe Klaus / Johansen Per Ole, Organized Crime and Trust: On the
conceptualization and empirical relevance of trust in the context of criminal networks,
Global Crime, vol. 6, no. 2, 2004, σελ. 159 επ.
550. Von Lampe Klaus, Beg, Steal or Borrow – The Study of Organized Crime and
the Infusion of Concepts and Theories from Other Disciplines, Paper presented at the
annual meeting of the American Society of Criminology (ASC), Toronto, Canada, 18
November 2005, διαθέσιμο ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/ASC2005-kvl.pdf
551. Von Lampe Klaus, The Interdisciplinary Dimensions of the Study of Organized
Crime, Trends in Organized Crime, vol. 9, no. 3, 2006, σελ. 77 επ., διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/kvlInterdiscDimStudyOC-TOC-9-3-2006.pdf
552. Von Lampe Klaus, Organised Crime in Europe: Conceptions and Realities,
Policing: A Journal of Policy and Practice, vol. 2, no. 1, 2008, σελ. 7 επ., διαθέσιμο και
ηλεκτρονικά, http://www.organized-crime.de/KlausvonLampeOCEuropePolicing2008.pdf
553. Von Lampe Klaus, Situational Prevention of ‘Organised Crime’ – Preventing
phantom conceptions with phantom means?, στο Petrus van Duyne / Georgios
Antonopoulos / Jackie Harvey / Almir Maljevic / Tom Vander Beken / Klaus von Lampe
(eds), Cross-border crime inroads on integrity in Europe, Wolf Legal Publishers (WLP),
Nijmegen, The Netherlands 2010, σελ. 337 επ.
554. Voultsos Polychronis / Njau Samuel / Tairis Nikolaos / Psaroulis Dimitrios /
Kovatsi Leda, Launching the Greek forensic DNA database. The legal framework and
arising ethical issues, Forensic Science International: Genetics, 2010, σελ. 8 επ.
555. Waller Michael / Yasmann Victor, Russia’s Great Criminal Revolution – The Role
of the Security Services, στο Patrick J. Ryan / George E. Rush (eds), Understanding
Organized Crime in Global Perspective – A Reader, Sage Publications, Thousand Oaks,
1997, σελ. 187 επ.
556. Walzer Michael, Spheres of Justice. A Defense of Pluralism and Equality, Basic
Books, New York, 1983.
557. Weber Max, The Theory of Social and Economic Organization, Talcott Parsons
(ed), Simon & Schuster Inc., New York, 1997.
759
558. Weber Max, Bureaucracy, στο Guenther Roth / Claus Wittich (eds), Max Weber
Economy and Society: an outline of interpretive sociology, vol. 1, Bedminster Press, New
York, 1968, σελ. 956 επ.
559. Weisman Alan, Dangerous Days in Macarena, New York Times Magazine, 23 -4
-1989, σελ. 40 επ.
560. Weschke Eugen / Heine-Heiß Karla / Erich Peter, (eds), Organisierte Kriminalität
als Netzstruktur-kriminalität, Teil 1, Befragung von Kriminalbeamten in Berlin (West) zu
Straftätergruppierungen, Publikationen der Fachhochschule für Verwaltung und
Rechtspflege (Bd. 70), Berlin, 1990.
561. Wessel Ramses / Marin Luisa / Matera Claudio, The external dimension of the
EU’s Area of Freedom, Security and Justice, στο Christina Eckes / Theodore
Konstadinides (eds), Crime within the Area of Freedom, Security and Justice – A
European Public Order, Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σελ. 301 επ.
562. Wikipedia, Frith Mary, http://en.wikipedia.org/wiki/Mary_Frith.
563. Wikipedia, Keynesian economics,
http://en.wikipedia.org/wiki/Keynesian_economics.
564. Wikipedia, Meiji Period, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_period.
565. Wikipedia, Meiji Restoration, http://en.wikipedia.org/wiki/Meiji_Restoration
566. Wikipedia, Ming Dynasty, http://en.wikipedia.org/wiki/Ming_Dynasty.
567. Wikipedia, Propaganda Due, http://en.wikipedia.org/wiki/Propaganda_Due
568. Wikipedia, Prüm Convention,
http://en.wikipedia.org/wiki/Pr%C3%BCm_Convention
569. Wikipedia, Triad (underground Society),
http://en.wikipedia.org/wiki/Triad_%28underground_society%29.
570. Wikipedia, Wharton Econometrics Forecasting Associates,
http://en.wikipedia.org/wiki/Wharton_Econometric_Forecasting_Associates.
571. Wilcox Kate / Whitehouse Edward (eds), Growing unequal – Poverty and
incomes over 20 years, DELSA Newsletter, no. 7, 2009, διαθέσιμο ηλεκτρονικά,
http://www.oecd.org/dataoecd/13/54/42255285.pdf.
572. Wilkinson Paul, Political Terrorism, Wiley, New York, 1974.
573. Wilkinson Paul, Terrorism and the Liberal State, New York University Press, New
York, 1986.
574. Williams Hubert, Core factors of police corruption across the world, στο Jan van
Dijk / Vincenzo Ruggiero / Antoinette al-Mulla (eds), Forum on Crime and Society, vol. 2,
no. 1, United Nations Publication, New York, 2002, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά,
http://www.unodc.org/pdf/crime/publications/forum2vol2.pdf, σελ. 85 επ.
575. Williams Phil / Savona Ernesto Ugo (eds), The United Nations and Transnational
Organized Crime, Frank Cass & Co Ltd, London, 1996.
760
591. Zanini Michele / Edwards Sean, The Networking of Terror in the Information Age,
στο John Arquilla / David Ronfeldt (eds), Networks and Netwars – The Future of Terror,
Crime, and Millitancy, National Defense Research Institute (RAND), Santa Monica,
Arlington, Pittsburgh, 2001, σελ. 29 επ.
592. Zelený Milan, Autopoiesis. A theory of Living Organization, North Holland, New
York, 1981.
593. Ziegenhagen Eduard, Victims, crime, and social control, Praeger, New York,
1977.