Professional Documents
Culture Documents
Ta Ualopoleia
Ta Ualopoleia
1
που αναβίίωσαν οι Ολυµμπιακοίί Αγώώνες στην Ελλάάδα, ο Ροΐδης, ως πολίίτης της
Αθήήνας, όόχι µμόόνο έέζησε αλλάά και µμε τη σκωπτικήή πέένα του σχολίίασε πτυχέές της
καθηµμερινήής ζωήής των Αθηναίίων. Ο θεµμελιωτήής της νεοελληνικήής κριτικήής µμας
άάφησε και κείίµμενα που αφορούύν την Αθήήνα στην εκπνοήή του 19ου αι., όόπως αυτόό
που εξετάάζουµμε, και τα οποίία άάντεξαν στο χρόόνο όόχι µμόόνο λόόγω της
µμοναδικόότητας του ύύφους τους αλλάά και λόόγω του «επίίκαιρου» της
θεµματολογίίας τους.
ΙΙ) Η πρόόθεση να γνωρίίσουµμε στους µμαθητέές κυρίίως τη µμοναδικόότητα του
«ροΐδειου» ύύφους. Τυχόόν αµμφιβολίίες µμας σχετικάά µμε τη δυνατόότητα κατανόόησης
της γλώώσσας του κειµμέένου απόό µμέέρους των µμαθητώών αίίρονται α) απόό το γεγονόός
όότι η γλώώσσα του κειµμέένου είίναι µμια απλήή καλοδουλεµμέένη καθαρεύύουσα και β)
απόό το όότι η ιστορικήή προσέέγγιση της νεοελληνικήής λογοτεχνίίας στην Γ΄
Γυµμνασίίου δεν αφήήνει περιθώώρια ευελιξίίας, που σηµμαίίνει όότι οι µμαθητέές
διδάάσκονται υποχρεωτικάά –σύύµμφωνα µμε το αναλυτικόό πρόόγραµμµμα-‐‑ κείίµμενα
παλαιόότερων περιόόδων. ΈΈτσι η επαφήή τους µμε παλιόότερες µμορφέές της γλώώσσας
είίναι εύύλογη και οπωσδήήποτε αναγκαίία για τη διαµμόόρφωση άάποψης σχετικάά µμε
το ύύφος κάάποιων συγγραφέέων, όόπως του Εµμµμ. Ροΐδη στην περίίπτωσήή µμας.
Είίναι αλήήθεια όότι µμπορείί κανείίς να βρει πάάρα πολλάά κείίµμενα για την Αθήήνα της
εποχήής εκείίνης (βλ. Αικ. Κουµμαριανούύ, Ψαράάκης, Τραυλόός… ). Ωστόόσο, κανέένα
δεν έέχει το ύύφος, την κριτικήή µματιάά, το χιούύµμορ και τη φρεσκάάδα του Ροΐδη. ΈΈνας
λόόγος που µμας κάάνει να αδιαφορούύµμε για την καθαρεύύουσάά του, ως
«αναχαιτιστικόό» στοιχείίο για τη διδασκαλίία του κειµμέένου, είίναι ακριβώώς το
βαρύύνον χιουµμοριστικόό στοιχείίο που υπερισχύύει κατάά την ανάάγνωση. Η
καθαρεύύουσα γλώώσσα του Ροΐδη µμάάς βάάζει αυτόόµματα στην εποχήή που
εκτυλίίσσονται όόσα µμας λέέει ο αφηγητήής, στο τέέλος του 19ου αι. Επιπλέέον, για το
σηµμερινόό αναγνώώστη – που έέχει αποµμακρυνθείί χρονικάά και ουσιαστικάά απόό τις
γλωσσικέές διαµμάάχες καθαρεύύουσας/δηµμοτικήής-‐‑ η καθαρεύύουσα λειτουργείί
ακόόµμα πιο «απολαυστικάά» απ’ όό,τι πιθανόόν θα λειτουργούύσε για τους
συγχρόόνους του Ροΐδη.
Ø Οι στόόχοι της διδασκαλίίας του συγκεκριµμέένου
κειµμέένου
• Να γνωρίίσουν οι µμαθητέές τη γραφήή του Ροΐδη και ειδικόότερα τα τρίία
βασικάά χαρακτηριστικάά της, το χιούύµμορ, την ειρωνείία και τη σάάτιρα.
• Να γνωρίίσουν κάάποιες όόψεις της παλιάάς Αθήήνας και µμε αφορµμήή το
κείίµμενο να κάάνουν διαπιστώώσεις σχετικάά µμε την «εξέέλιξη» της πόόλης,
συγκρίίνοντας την εικόόνα της Αθήήνας του τέέλους του 19ου αι. µμε τη
σηµμερινήή. Να προσπαθήήσουν να γίίνουν «αναγνώώστες» της πόόλης τους
όόπως ήήταν ο ίίδιος ο Ροΐδης, κατάά τον Δ. Δηµμηρούύλη.
• Να αντιληφθούύν την αξίία της κριτικήής µματιάάς και να µμάάθουν να την
καλλιεργούύν. Η κριτικήή µματιάά δεν είίναι ιδιόότητα του έέµμπειρου και
διεισδυτικούύ συγγραφέέα, και ειδικόότερα αυτούύ που γράάφει
χρονογράάφηµμα, αλλάά ανάάγκη για όόλους µμας.
• Να συνειδητοποιήήσουν το ρόόλο και την αξίία του χιούύµμορ και της λεπτήής
ειρωνείίας στη ζωήή µμας.
2
• Να προβληµματιστούύν σχετικάά µμε το «σεβασµμόό» που πρέέπει να έέχει ο
πολίίτης για την πόόλη του, καθώώς και η πολιτείία για τον πολίίτη.
• Να γνωρίίσουν το χρονογράάφηµμα ως κειµμενικόό είίδος.
• Να µμάάθουν τις απόόψεις του Ροΐδη για το γλωσσικόό ζήήτηµμα.
Ø Να προβληµματιστούύν σχετικάά µμε το αν εντάάσσεται ο Ροΐδης στο ρεύύµμα
του Ροµμαντισµμούύ.
Ø Η αφόόρµμηση
Πιθανάά ακούύσµματα των µμαθητώών για την Πάάπισσα Ιωάάννα (1866) µμπορείί να
αποτελέέσουν αφόόρµμηση για τη διδασκαλίία tτου συγκεκριµμέένου κειµμέένου.
Μπορούύµμε να παραπέέµμψουµμε τους µμαθητέές στο αντίίστοιχο κεφάάλαιο της
Ιστορίίας της Νεοελληνικήής Λογοτεχνίίας (βλ.) και να εστιάάσουµμε στους
χαρακτηρισµμούύς «σατιρικόό» ήή στη φράάση «πρωτοποριακόό έέργο που µμε το θέέµμα του
σκανδάάλισε την κοινωνίία της εποχήής και προκάάλεσε, όόπως ήήταν φυσικόό, την
αντίίδραση», ώώστε οι µμαθητέές να αρχίίσουν να αντιλαµμβάάνονται τη θέέση της
σάάτιρας στο έέργο του Ροΐδη. Μπορούύν επίίσης οι µμαθητέές να αξιοποιήήσουν τους
συγκριτικούύς πίίνακες της ΙΝΛ (βλ.), ώώστε να µμπορέέσουν να κατατάάξουν
χρονολογικάά το έέργο του Ροΐδη σε σχέέση µμε άάλλα και να το αξιολογήήσουν σε
σχέέση µμε τα λογοτεχνικάά και τα ιστορικάά συµμφραζόόµμενα.
Ø Η «ανάάγνωση». Σχόόλια για τη δοµμήή του κειµμέένου.
Το περιεχόόµμενο του κειµμέένου θα πρέέπει να κατανοηθείί πλήήρως απόό µμέέρους των
παιδιώών, για να µμην υπάάρξουν κενάά στη διδακτικήή διαδικασίία. Για να
διευκολυνθείί η διδακτικήή πράάξη και να εξοικονοµμηθείί χρόόνος καλόό θα ήήταν να
έέχει προηγηθείί η ανάάγνωση του κειµμέένου απόό τους µμαθητέές στο σπίίτι.
Κατάά την προσέέγγιση του κειµμέένου µμπορούύν να αξιοποιηθούύν κείίµμενα απόό το
Παράάρτηµμα – Παράάλληλα κείίµμενα.
Η αφήήγηση πλέέκεται σε 3 επίίπεδα:
Επίίπεδο 1 -‐‑ παράάγραφοι 1-‐‑3: Τα προβλήήµματα που προκαλούύν οι σκύύλοι στους
καταστηµματάάρχες. (Επανέέρχεται στην παρ.11 κ.ε. µμε την περιγραφήή του
περιστατικούύ.)
Επίίπεδο 2 – παράάγραφοι 4-‐‑8: Τα προβλήήµματα που προκαλούύν οι
καταστηµματάάρχες στους πεζούύς. Ο αφηγητήής, ως πεζόός στο κέέντρο της Αθήήνας,
τοποθετείίται στο πρόόβληµμα.
Επίίπεδο 3 – παράάγραφοι 9-‐‑14: Το περιστατικόό: Τα προβλήήµματα που προκαλούύν οι
καταστηµματάάρχες στους σκύύλους!
Παρ. 1-‐‑3 : Τα προβλήήµματα που προκαλούύν οι σκύύλοι στoυς καταστηµματάάρχες : η
καταστροφήή των εµμπορευµμάάτων
Εξειδίίκευση: µμανάάβικα, µμπακάάλικα, κρεοπωλείία, υαλοπωλείία (ο αφηγητήής
επανέέρχεται στο ίίδιο θέέµμα στην παρ. 10) .
Παρ. 3 : Η παρουσίίαση του προβλήήµματος γίίνεται ακόόµμα πιο ζωντανήή: οι
αντιδράάσεις των καταστηµματαρχώών.
Παρ. 4-‐‑8: Τα προβλήήµματα που προκαλούύν οι καταστηµματάάρχες στους πεζούύς.
(Βλ. στο Παράάρτηµμα παράάλληλα κείίµμενα – Αθηναϊκοίί περίίπατοι). Ο αφηγητήής,
3
ως πεζόός στο κέέντρο της Αθήήνας, τοποθετείίται στο πρόόβληµμα: Αλλάά και τι
ζητούύσιν εκείί τα εκθέέµματα εκείίνα;
Προσωπικέές εκτιµμήήσεις του αφηγητήή υπάάρχουν ακόόµμα στις εξήής παραγράάφους
6: Αλλάά το υπέέρ παν άάλλο, ερεθίίζον τα νεύύρα, είίναι όόταν, υπερβάάς τις την
διασταύύρωσιν των οδώών Ερµμούύ και Αιόόλου, πεζοπορήή δροµμαίίος πέέραν της
µμακαρίίτιδος «Ωραίίας Ελλάάδος», βιαζόόµμενος να φθάάση τον σιδηρόόδροµμον
Πειραιώώς και προσκρούύων ανάά παν βήήµμα εις εκθέέσεις υαλοπωλείίων, .στην 7:
Μυριάάκις, αφούύ εκινδύύνευσα να πατήήσω επίί στοιβάάδος πινακίίων,
κατελήήφθην υπόό σφοδρούύ πόόθου να επιπέέσω ως βούύβαλος επίί των
πυραµμίίδων εκείίνων, να λακτίίσω ως ηµμίίονος προς δεξιάάν και αριστεράάν, και
να µμεταβάάλω εις θρύύµμµματα την οχληράάν και αυθάάδη εκείίνην κατάάληψιν
του πεζοδροµμίίου, υπόό τον γλυκύύν ήήχον του συντριβοµμέένου υαλίίου, στην 8:
τα πεζοδρόόµμια είίναι προωρισµμέένα προς ελευθέέραν κυκλοφορίίαν των
πεζοδρόόµμων, στην 9 την πραγµματοποίίησιν του χρυσούύ µμου ονείίρου, και τέέλος
στη 14: Κρίίµμα τω όόντι όότι αι γυναίίκες δεν είίναι εύύθραυστοι όόσον αι φιάάλαι.
Τα κατ’ εµμέέ, ανεχώώρησα ικανοποιηµμέένος, τρίίβων τας χείίρας µμου και
ευχόόµμενος, εις όόλας τας επίί των πεζοδροµμίίων εκθέέσεις υαλικώών, οµμοίίαν
τύύχην και όόµμοιον σκύύλον.
Παρ. 5: Εξειδίίκευση/ Παραδείίγµματα και άάλλων οµμάάδων πεζώών:
o αφηρηµμέένος ποιητήής και τα «ωάά», ο βιαστικόός διαβάάτης και τα πορτοκάάλια.
Παρ. 6: Συνεχίίζει να «εξειδικεύύει» το πρόόβληµμα: τα υαλοπωλείία και οι εκθέέσεις
γυαλικώών (Ο Ροΐδηςείίναι δεξιοτέέχνης στη δηµμιουργίία εικόόνων – νοµμίίζεις όότι
βλέέπεις µμπροστάά σου τα υαλοπωλείία).
Παρ 7 : Εξοµμολογείίται την έέντονη επιθυµμίία του, … το χρυσόό του όόνειρο, τον
ακοίίµμητο πόόθο του : να πέέσει σαν βούύβαλος πάάνω στα γυαλικάά!
Παρ 8. Η θεάά Αθηνάά τον συγκρατείί κάάθε φοράά.
Παρ. 9 -‐‑14 : Tο «περιστατικόό».
Παρ 11. Ο αφηγητήής συνεχίίζει την επιστηµμονικήή του «παρωδίία»: Οι σκύύλοι της
Αθήήνας δεν είίναι πολιτισµμέένοι ...... (µμε το σχόόλιόό του για τη µμειωµμέένη
επιδεξιόότητα των αθηναϊκώών σκύύλων κριτικάάρει έέµμµμεσα την «υστέέρηση»της
Ελλάάδας έέναντι της Ευρώώπης) , Προβάάλλει έέντονα τα «ανθρώώπινα»
χαρακτηριστικάά του σκύύλου
Παρ 12: Η αναπάάντεχη εµμφάάνιση της γυναίίκας του υαλοπώώλη ως «µμαινάάδας»
Παρ 13: Η γυναίίκα φέέρνει την καταστροφήή και όόχι ο σκύύλος. Ο σκύύλος είίναι
θύύµμα. Και πάάλι η λεπτοµμερήής περιγραφήή φέέρνει γέέλια (άάµμορφο και ανίίδεο χάάος
συντριµμµμάάτων)
Παρ. 14. Οι ξυλοδαρµμοίί (συχνοίί όόπως φαίίνεται την εποχήή εκείίνη) – Οι σχέέσεις
των µμελώών της οικογέένειας -‐‑ Η άάποψη του αφηγητήή για τις γυναίίκες.
Ο αφηγητήής χωρίίς ίίχνος οίίκτου αναχωρείί ικανοποιηµμέένος απόό το «πεδίίο της
µμάάχης» (αφούύ στα αθηναϊκάά πεζοδρόόµμια διακυβεύύεται σε κάάθε βήήµμα του η
σωµματικήή του ακεραιόότητα) – Το όόνειρόό του να επιπέέσει ως βούύβαλος επάάνω σε
πυραµμίίδα υαλικώών για να τη δει να καταρρέέει και να καταλήήγει σε σωρόό
συντριµμµμάάτων έέγινε πραγµματικόότητα και εύύχεται στα υαλοπωλείία της Αθήήνας
την ίίδια τύύχη µμε το υαλοπωλείίο που µμόόλις µμας ανέέφερε.
4
H κριτικήή, η διεισδυτικήή µματιάά, το «έέξυπνο», το ζωντανόό, το έέτοιµμο να
ανατρέέψει βλέέµμµμα του Ροΐδη, που σε συνδυασµμόό µμε την εκπληκτικάά
καλοδουλεµμέένη γλώώσσα και τα µμε «ευλαβικήή» προσοχήή επιλεγµμέένα εκφραστικάά
µμέέσα, µμας µμεταφέέρει µμε την αφήήγηση ενόός περιστατικούύ στην Αθήήνα του τόότε
και µμας βοηθάά έέτσι να αντιληφθούύµμε µμεµμιάάς κάάποια απόό τα καθηµμερινάά
προβλήήµματα που βασάάνιζαν κατάά τα τέέλη του 19ου αι. τους Αθηναίίους.
Το κύύριο θέέµμα του κειµμέένου είίναι η πόόλη και το κύύριο στοιχείίο του ύύφους, το
χιούύµμορ, που απαιτείί υψηλόό βαθµμόό κριτικήής ικανόότητας. Για την κατανόόηση του
ιδιαίίτερου ύύφους του Ροΐδη παραβάάλλουµμε άάλλα σχετικούύ περιεχοµμέένου κείίµμενα
αλλάά διαφορετικούύ ύύφους (βλ. Παράάρτηµμα κείίµμενα Αγγ. Τερζάάκη και Τ.
Καραϊσκάάκη).
Στα πεζοδρόόµμια της Αθήήνας σκύύλοι, άάνθρωποι, εµμπορεύύµματα, παράάλογες
επιθυµμίίες, συνυπάάρχουν όόλα και περιγράάφονται µμε τρόόπο χιουµμοριστικόό. Οι
γλωσσικέές επιλογέές (η χρήήση µμεγαλόόστοµμων και εντυπωσιακώών εκφράάσεων) και
τα εκφραστικάά µμέέσα του Ροΐδη (προσωποποιήήσεις/ παροµμοιώώσεις / µμεταφορέές)
ενισχύύουν ακόόµμα περισσόότερο την αστείία ατµμόόσφαιρα»: µμεγαλόόπρεπα
καρπούύζια / ροδόόχροα καρπούύζια / ποτιστικήή µμανίία / οι σκύύλοι έέχουσι ευκινησίία
σχοινοβάάτου, τα πεζοδρόόµμια για τα πόόδια των ανθρώώπων όόπως η µμύύτη για τη
στήήριξη των γυαλιώών, παρουσιάάζει τον εαυτόό του σαν οµμηρικόό ήήρωα (βλ.
Θεµματικάά κέέντρα «το αστείίο / το γέέλιο), την παράάνοια που επικρατείί: µμάάταιες
οι προσπάάθειες των καταστηµματαρχώών αλλάά παρ’ όόλα αυτάά δεν αποσύύρουν απόό
το πεζοδρόόµμιο τα εµμπορεύύµματάά τους. Η εµμµμονήή τους να καταλαµμβάάνουν τα
πεζοδρόόµμια διαιωνίίζει το πρόόβληµμα για τους πεζούύς αλλάά και για τους ίίδιους -‐‑ οι
επαναλαµμβανόόµμες καθηµμερινέές σκηνέές κυνηγητούύ καταντούύν κωµμικέές και
γραφικέές-‐‑ παρ’ όόλα αυτάά οι καταστηµματάάρχες παραµμέένουν αδιόόρθωτοι, είίναι
στενοκέέφαλοι. Ποιος θα δώώσει τη λύύση; ΈΈνας σκύύλος. ΊΊσως η πλήήρης
καταστροφήή –ανίίδεον χάάος συντιµμµμµμάάτων-‐‑ να τους κάάνει να βάάλουν µμυαλόό. Εδώώ
εκφράάζεται η γενικόότερη στάάση του Ροΐδη ευρωπαϊκήή του συνείίδηση δεν
µμπορούύσε να δεχτείί συµμπεριφορέές και χειρισµμούύς των συµμπατριωτώών του, οι
οποίίοι εξαιτίίας της στενοκεφαλιάάς τους δεν µμπορούύσαν να εξασφαλίίσουν ούύτε
καν τα αναγκαίία µμιας στοιχειωδώώς πολιτισµμέένης ζωήής, όόπως οι υγιεινέές
συνθήήκες διαβίίωσης.
Η καταλυτικήή έέως καταστροφικήή κριτικήή ήήταν για αυτόόν το µμόόνο µμέέσο, το µμόόνο
όόπλο, µμε το οποίίο θα µμπορούύσε ίίσως να αφυπνίίσει τη συνείίδηση των
συµμπολιτώών του… Προς το τέέλος της ζωήής του, απογοητευµμέένος απόό ανθρώώπους
που τον πρόόδωσαν, µμιλούύσε σχεδόόν µμε περιφρόόνηση για πρόόσωπα και πράάγµματα
(… όόποιος πιστεύύει όότι µμπορείί να διορθώώσει το ρωµμέέικο οµμοιάάζει σε γελοιόότητα
µμε αυτόόν που προσπαθείί να τετραγωνίίσει τον κύύκλο) . Η κριτικήή του παύύει να
είίναι «σωφρονιστικήή» αλλάά έέχει γίίνει πλέέον «καταστροφικήή» (Α. Αγγέέλου).
Σατιρίίζει τη στενοκεφαλιάά, την κακογουστιάά, την έέλλειψη σεβασµμούύ προς τους
άάλλους, το χαµμηλόό επίίπεδο πολιτισµμούύ, την έέλλειψη στοιχειωδώών συνθηκώών
υγιεινήής, ακόόµμα τους αφηρηµμέένους ποιητέές… (Εδώώ φαίίνεται η αντίίδρασήή του
στον ροµμαντισµμόό και στις υπερβολέές του: σατιρίίζει την αφηρηµμάάδα των ποιητώών,
τις ονειροφαντασίίες τους, την απουσίία επαφήής τους µμε την πραγµματικόότητα) .
5
Ø Λέέξεις -‐‑ κλειδιάά
• Πεζοδρόόµμια
• Πεζοίί
• Καταστηµματάάρχες
• Αδέέσποτοι σκύύλοι
Οι πεζοί
Τα
πεζοδρόµια
:
(Το µήλον
της έριδος!)
Οι
καταστηµατ Οι
άρχες αδέσποτοι
σκύλοι
Ø Διαθεµματκέές έέννοιες -‐‑ Θεµματικάά κέέντρα
Για την ερµμηνείία του κειµμέένου ο διδάάσκων µμπορείί να χρησιµμοποιήήσει ως βάάση
τα θεµματικάά κέέντρα και τις διαθεµμαιτκέές έέννοιες που ορίίζονται στο βιβλίίο του
εκπαιδευτικούύ και, εφόόσον το επιτρέέπει το κείίµμενο, να καθορίίσει και άάλλα τα
οποίία θα διαφωτίίσουν το περιεχόόµμενο του κειµμέένου.
Το υλικόό που παραθέέτουµμε στη συνέέχεια µμπορείί να χρησιµμοποιηθείί για την
ανάάθεση στους µμαθητέές διαθεµματικώών εργασιώών µμε συναφέές προς αυτόό
περιεχόόµμενο.
• Η Κριτικήή (Αξιοποίίηση των εννοιώών «άάτοµμο-‐‑σύύνολο»)
Ερωτήήσεις προς τους µμαθητέές:Τι είίναι η κριτικήή; Για να ασκήήσει κάάποιος κριτικήή
πώώς νοµμίίζετε όότι αντιµμετωπίίζει πράάγµματα, πρόόσωπα ήή καταστάάσεις που όόλοι
θεωρούύν δεδοµμέένα;
6
Ο διδάάσκων µμπορείί να αναφερθείί
ü στην αξίία της παρατηρητικόότητας ως προϋπόόθεση της κριτικήής.
ü στην έέννοια του σκεπτικισµμούύ και στην πρακτικήή της αµμφισβήήτησης (Τι
αµμφισβητείί ο αφηγητήής; Την κατάάσταση που επικρατείί στους αθηναϊκούύς
δρόόµμους)
Ο Ροΐδης δεν είίναι άάνθρωπος της ακοήής -‐‑άάλλωστε ήήταν βαρήήκοος-‐‑ αλλάά της
όόρασης και µμάάλιστα της οξύύτατης όόρασης, είίναι Λυγξ (ψευδώώνυµμόό του στην
εφηµμ. Του Κλεάάνθη Τριαντάάφυλλου «Ραµμπαγάάς») (Μουλλάάς, 25). Η
παρατηρητικόότητάά του σε συνδυασµμόό µμε την κριτικήή ικανόότητάά του -‐‑είίναι
γεννηµμέένος πολεµμιστήής αναφέέρει ο Κλ. Παράάσχος (Παράάσχος, 42)-‐‑ καθορίίζουν
το ύύφος της λογοτεχνικήής παραγωγήής του: γίίνεται ο θεµμελιωτήής της
νεοελληνικήής κριτικήής (ο Δροσίίνης τον αποκαλούύσε «αστυνοµμίία της σκέέψης»).
Ο Ροΐδης υπήήρξε κατεξοχήήν κριτικόός. Αυτήή του η ιδιόότητα σχετίίζεται άάµμεσα µμε το
ειρωνικόό, σαρκαστικόό, χιουµμοριστικόό, σατιρικόό και τελικάά ανατρεπτικόό ύύφος του.
Η λογικήή του σε συνδυασµμόό µμε το σκώώµμµμα συνέέτριβε και άάφηνε ερείίπια χωρίίς να
προτείίνει λύύσεις, χωρίίς να δηµμιουργείί. Γι’ αυτόό ο Ροΐδης έέχει χαρακτηριστείί απόό
τον Γρ. Ξενόόπουλος ως καταλυτήής (βλ. Ξενόόπουλος, Το έέργον του Ροΐδου, 31
Μαρτίίου 1904). Παντούύ βρίίσκει τρωτάά: στη λογοτεχνίία του καιρούύ του, στη
ζωγραφικήή, σε όόλα. ΌΌµμως αυτόό που του αναγνωρίίζουν όόλοι είίναι όότι µμε τη
συνέέπειάά του έέδωσε ώώθηση να κάάνει ο πνευµματικόός κόόσµμος έένα βήήµμα µμπροστάά.
Γι΄αυτόό και οι νεόότεροι τον αναγνώώρισαν.
• Το κωµμικόό στοιχείίο / το αστείίο / το γέέλιο
Ερώώτηση προς τους µμαθητέές: Σε ποια σηµμείία κάάνει ο Ροΐδης τον αναγνώώστη να
γελάάσει; Με ποιους τρόόπους πετυχαίίνει ο συγγραφέέας να αποδώώσει το «κωµμικόό
στοιχείίο» στο κείίµμενο; Γιατίί γελάάµμε διαβάάζοντας το κείίµμενόό του Ρ.;
Καθοδηγούύµμε τα παιδιάά στον εντοπισµμόό του «αστείίου» (κάάνουµμε αναφορέές στο
ίίδιο το κείίµμενο). Αυτόό που µμας ενδιαφέέρει κατάά τη διδασκαλίία του
συγκεκριµμέένου κειµμέένου είίναι να υποψιάάσουµμε τους µμαθητέές πολύύ γενικάά
σχετικάά µμε την έέννοια του κωµμικούύ και του γέέλιου. Φυσικάά είίναι στην ευχέέρεια
του διδάάσκοντος να αναθέέσει περαιτέέρω εργασίίες – ακόόµμα και σχέέδιo project-‐‑
για το συγκεκριµμέένο θέέµμα, το οποίίο θα µμπορούύσε να αποτελέέσει αντικείίµμενο
οµμαδοσυνεργατικήής έέρευνας απόό µμέέρους των παιδιώών.
Η ερµμηνείία και η ανάάλυση του γέέλιου έέχει απασχολήήσει και εξακολουθείί να
απασχολείί φιλοσόόφους, κοινωνιολόόγους, ανθρωπολόόγους. Το γέέλιο είίναι µμια
απόό τις ιδιόότητες του ανθρώώπου που τον κάάνουν να ξεχωρίίζει απόό τα άάλλα έέµμβια
όόντα (µμαζίί µμε τη δεξιόότητα των χεριώών,την ανωτερόότητα του εγκεφάάλου και τη
γλώώσσα) (Καρζήής, 11). Ο Πλάάτων θεωρούύσε το γέέλιο εκδήήλωση ασχήήµμιας και
χαιρεκακίίας. Ο Νίίτσε και ο Φρόόιντ θεωρούύσαν το γέέλιο ως αποβολήή µμύύχιου
φόόβου ήή χαλάάρωση απόό ψυχικήή φόόρτιση, οι Μπερξόόν και Κέέστλερ ως
επαναστατικήή πράάξη (Λουπασάάκης, 62-‐‑65).
Αλλάά τι προκαλείί το γέέλιο; To γέέλιο προκαλείίται απόό τη ύύπαρξη του κωµμικούύ
στοιχείίου. Συνεργασίία παιδιώών για τον εντοπισµμόό του αστείίου (π.χ. αναφοράά σε
περίίεργα χαρακτηριστικάά…µμύύτη / δόόντια/ σωµματικήή διάάπλαση / βάάδισµμα/
ενδυµμασίία…. / µμια περίίεργη συµμπεριφοράά κτλ.). Αστείίο/ κωµμικόό είίναι
οτιδήήποτε έέρχεται σε αντίίθεση µμε την κοινήή λογικήή, τη µμακρόόχρονη
συνήήθεια, οτιδήήποτε ξεφεύύγει απόό τον κανόόνα. Ο Ροΐδης είίχε µμοναδικήή
7
ικανόότητα να εντοπίίζει το αστείίο, το παράάδοξο στη ζωήή και να το σχολιάάζει
µμε τρόόπο χιουµμοριστικόό ήή και ειρωνικόό και εν τέέλει να σατιρικόό. Το αστείίο,
το χιούύµμορ, η ειρωνείία και η σάάτιρα είίναι οι βασικοίί άάξονες του ροϊδειου
ύύφους και θα πρέέπει να σχολιαστούύν ιδιαίίτερα κατάά την προσέέγγιση του
κειµμέένου.
Αλλάά γιατίί γελάάµμε διαβάάζοντας «Τα υαλοπωλείία» του Ρ.;
Ο Bergson στη µμελέέτη του για το γέέλιο αναφέέρεται στο «κωµμικόό µμιας
κατάάστασης» και «στο κωµμικόό των λέέξεων». Για να αντιληφθούύν οι µμαθητέές τη
διαφοράά των δύύο ειδώών «κωµμικούύ» χρησιµμοποιούύµμε το κείίµμενο και µμε τη βοήήθειάά
µμας εντοπίίζουν το αστείίο που προκύύπτει απόό τα συµμβάάντα, καθώώς και το αστείίο
που προκύύπτει απόό το ύύφος/ την επιλογήή των λέέξεων/ απόό τις ίίδιες τις λέέξεις.
Το κωµμικόό της κατάάστασης:
Η επανάάληψη:
ü Οι επαναλαµμβανόόµμενες σκηνέές κυνηγητούύ των αδέέσποτων σκυλιώών απόό
τους εξοργισµμέένους καταστηµματάάρχες.
ü Η αφηρηµμάάδα / αδεξιόότητα των πεζώών (ποιητώών, απρόόσεκτων κ.άά.) που
επαναλαµμβάάνεται -‐‑ η αδεξιόότητα άάλλωστε είίναι απόό µμόόνη της αστείία.
ü Η επίίµμονη επιθυµμίία του αφηγητήή να ορµμήήσει στη γυάάλινη πυραµμίίδα κάάθε
φοράά που αντικρίίζει την «αυθάάδη» έέκθεση γυαλικώών στα πεζοδρόόµμια.
Το πέέσιµμο, το γκρέέµμισµμα, η χιονοστιβάάδα όόπως αποκαλείί ο Bergson το
αιφνίίδιο σώώριασµμα ανθρώώπων και πραγµμάάτων:
ü Πέέφτουν οι διαβάάτες, οι ανυποψίίαστοι πεζοίί
ü Σωριάάζονται τα γυαλικάά, καταρρέέει η πυραµμίίδα.
Η αντιστροφήή/ το παράάδοξο:
ü Αντίί για πεζούύς βλέέπεις στα πεζοδρόόµμια σκυλιάά και εµμπορεύύµματα (έέχει
αντιστραφείί η φυσικήή τάάξη)
ü Η επιδεξιόότητα χαρακτηρίίζει τα ζώώα και όόχι τους ανθρώώπους
Το κωµμικόό των λέέξεων :
Εδώώ το κωµμικόό το δηµμιουργείί η ίίδια η γλώώσσα. ΌΌ,τι είίναι το οφείίλει στη δοµμήή της
φράάσης ήή στην επιλογήή των λέέξεων. Γι΄αυτόό είίναι δύύσκολη και η µμετάάφρασήή του
απόό τη µμια γλώώσσα στην άάλλη (Bergson, 87).
Η υπερβολήή / η µμεγαλοποίίηση:
Η υπερβολικάά λεπτοµμερείίς περιγραφέές σκηνώών, καταστάάσεων και
συναισθηµμάάτων (βλ. κείίµμενο)
Η υπερβολήή είίναι κωµμικήή όόταν παρατείίνεται και προπάάντων όόταν είίναι
συστηµματικήή. Αυτόό πετυχαίίνει τόόσο πολύύ να φέέρει γέέλιο, ώώστε µμερικοίί
συγγραφείίς έέφτασαν να ορίίσουν το κωµμικόό µμε τη µμεγαλοποίίηση.
Η µμετατόόπιση του κοινόότοπου σε επίίσηµμο
Στο κείίµμενο του Ροϊδη, το «βαρύύγδουπο» ύύφος της περιγραφήής της φυσικήής
ανάάγκης των σκύύλων, ύύφος που θυµμίίζει σοβαρήή πραγµματείία ζωολογίίας και
φυσιολογίίας της εποχήής, προκαλείί γέέλιο. Το οικείίο, το επουσιώώδες, το ασήήµμαντο,
µμια συµμπεριφοράά αχρείία, µμια κατάάσταση άάκοσµμη, όόπως εδώώ η φυσικήή ανάάγκη
των σκύύλων, παρουσιάάζεται µμε πολύύ επίίσηµμο τρόόπο, µμε ορολογίία αυστηρούύ
επιστηµμονικούύ εγχειριδίίου σαν να πρόόκειται για κάάτι µμεγάάλο και σπουδαίίο (όό.π.,
103). Αυτήή είίναι η λεγόόµμενη «µμετατόόπιση», κυρίίως απόό κάάτω προς τα πάάνω. Ο
8
Ροΐδη Ροΐδης χρησιµμοποιείί πολύύ σοβαρόό τόόνο για κάάτι πασίίδηλα κοινόό –τη
φυσικήή ανάάγκη των σκύύλων και την έέλξη τους απόό τα εµμπορεύύµματα-‐‑στόόχους.
Παραθέέτω απόόσπασµμα απόό άάρθρο για τον Ροΐδη της Αθηνάάς Γεωργαντάά, (εφηµμ.
Το Βήήµμα, 11.01.2004):
«Ο Ροΐδης δηµμοσιεύύει µμια σηµμαντικήή κριτικήή µμε θέέµμα τις κωµμωδίίες του ‘Αγγελου Βλάάχου.
(Βλ. ΆΆγγελου Βλάάχου Κωµμωδίίαι, τόόµμ,2, σελ. 28-‐‑52). Στο θεωρητικόό πρόόλογο της µμελέέτης
του αξιοποιείί έέντεχνα τη δαρβινικήή θεωρίία. Ο πρόόλογος αυτόός αποτελείί έέπαινο και δοκίίµμιο
για το γέέλιο. Το εγχείίρηµμα του Ροΐδη ενθαρρύύνουν αγαπηµμέένοι του συγγραφείίς που είίχαν
συνθέέσει νωρίίτερα αντίίστοιχες πραγµματείίες, όόπως ο Jean Paul (Richter), ο Σταντάάλ και ο
Μποντλέέρ.
H ροµμαντικήή και η µμεταροµμαντικήή αισθητικήή έέχουν προσφέέρει πολλάά κείίµμενα για τη φύύση
και τον µμηχανισµμόό του γέέλιου. Οι αναφορέές στην ουσίία του γέέλιου και στην ηδονήή του
κωµμικούύ συνδέέονται µμε τη γενικόότερη διάάθεση του ροµμαντισµμούύ για τον αισθητικόό
αναβιβασµμόό της κωµμωδίίας. Ανάάµμεσα στους λογοτέέχνες που συνηγορούύσαν υπέέρ της
κωµμωδίίας ήήταν ο Μπάάιρον και ο Σταντάάλ. Το καινοφανέές ενδιαφέέρον του 19ου αιώώνα για το
γέέλιο κορυφώώθηκε στα κλασικάά έέργα του Μπεργκσόόν και του Φρόόιντ.
Την πρωτόόγνωρη περιέέργεια του αιώώνα ενίίσχυε µμια θεµμελιώώδης έέλλειψη στην
παρακαταθήήκη της κλασικήής αρχαιόότητας. Είίχε χαθείί το δεύύτερο βιβλίίο της Ποιητικήής, το
σχετικόό µμε την κωµμωδίία. Υπήήρχε, δηλαδήή, ουσιαστικόό κενόό στην ποιητικήή παράάδοση στην
οποίία µμπορούύσαν να αναφερθούύν οι ροµμαντικοίί, θετικάά ήή σε αντιπαράάθεση.
Πρέέπει να υπογραµμµμιστείί όότι ο ροµμαντισµμόός ουδέέποτε εκδήήλωσε εχθρόότητα προς τον
Αριστοτέέλη. Οι κορυφαίίοι θεωρητικοίί του κινήήµματος εκφράάζονται µμε θαυµμασµμόό για τον
αρχαίίο φιλόόσοφο. H Ποιητικήή προσείίλκυσε έέντονα το ενδιαφέέρον τους και σε πολλάά
θέέµματα οι ροµμαντικοίί θα αναγνώώριζαν πρόόθυµμα τον Αριστοτέέλη ως πρόόδροµμόό τους.
Ορισµμέένοι µμάάλιστα, όόπως ο Jean Paul και ο Α.W. Schlegel, υιοθέέτησαν τον δικόό του ορισµμόό για
τα αίίτια του γέέλιου και του κωµμικούύ (Ποιητικήή V1, 1449a).
H πραγµματείία του Ροΐδη είίναι, όόσο γνωρίίζω, το πρώώτο κείίµμενο που εµμφανίίστηκε στα
νεοελληνικάά γράάµμµματα για τη φύύση και τη σηµμασίία του γέέλιου»... «Ο άάνθρωπος "ʺγελάά"ʺ και
τα ζώώα "ʺδεν γελώώσιν"ʺ. Εν τω γέέλωτι λοιπόόν, και εν αυτώώ µμόόνω, έέγκειται η µμεταξύύ
ανθρώώπου και κτήήνους διαφοράά». Με αυτήή τη σκηνοθεσίία συναρµμολογείί ο Ροΐδης την
πραγµματείία του περίί γέέλωτος. Για τον ορισµμόό της κρίίσιµμης διαφοράάς οικειοποιείίται µμια
διάάκριση του Αριστοτέέλη: το µμόόνον γελάάν των ζώώων άάνθρωπον (Περίί ζώώων µμορίίων). Αµμέέσως
µμετάά ο θεωρητικόός του γέέλιου ολοκληρώώνει τον συλλογισµμόό µμε το εγκώώµμιο της κωµμωδίίας.
Πέέντε χρόόνια αργόότερα, στο πρώώτο άάρθρο µμε την αυτοπροσωπογραφίία του Ασµμοδαίίου, ο
Ροΐδης υπενθυµμίίζει στους αναγνώώστες τη σηµμασίία του θέέµματος:
«Ο γέέλως είίναι σπουδαίίον διακριτικόόν µμεταξύύ ανθρώώπου και αλόόγων ζώώων και, όόπως
κατηντήήσαµμεν σήήµμερον, πλησιάάζει να καταστήή ανάάγκη να έέχωµμεν όόσον το δυνατόόν
προχειρόότερα τα διακριτικάά µμας». ...
Ο Ροΐδης εξύύψωσε οµμοίίως το γέέλιο σε τέέχνη. Το θεωρείί εξίίσου δύύναµμη αγαθήή («όόσω
περισσόότερόόν τις γελάά, τόόσω ανθρωπινόότερος είίναι»). Για τη δόόλια θεολογίία του
προσέέφυγε επίίσης στο κύύρος του Αριστοτέέλη. Καθυβρίίστηκε ως κακεντρεχήής, άάπατρις,
όόργανο του Σατανάά, όόφις. Ωστόόσο ο κορυφαίίος σατιρικόός µμας ήήταν έένας ευφυήής και
χρηστόός πολίίτης που άάντεξε τον κόόσµμο γελώών αιωνίίως».
• Χιούύµμορ – ειρωνείία – σάάτιρα
9
Το χιούύµμορ: γίίνεται στην τάάξη αναφοράά στην ετυµμολογίία της λ. και στη θεωρίία
των κράάσεων του Ιπποκράάτη (αιµματώώδης, χολερικήή, µμελαγχολικήή και
φλεγµματικήή) (Λουπασάάκης, 78 κ.ε.).
Το χιούύµμορ στη βαθύύτερη ανάάλυσήή αποτελείί έέκφραση φόόβου ήή χαράάς. Είίναι η
ικανόότητα αποκάάλυψης της α-‐‑νοησίίας και της α-‐‑συµμβατόότητας.
Το χιούύµμορ είίναι αντίίθετο της ειρωνείίας Και τα δύύο είίναι µμορφέές σάάτιρας αλλάά η
ειρωνείία είίναι ρητορικήής φύύσεως, ενώώ το χιούύµμορ είίναι κάάτι πιο επιστηµμονικόό
(Bergson, 107).
Στη λεκτικήή ειρωνείία το πραγµματικόό νόόηµμα κρύύβεται ήή ανασκευάάζεται µμε τη
χρήήση της κατάά γράάµμµμα σηµμασίίας των λέέξεων. Υπάάρχει προσποίίηση της
άάγνοιας της αντίίφασης ανάάµμεσα σε εκείίνο που είίναι κάάτι και σε εκείίνο που θα
έέπρεπε να είίναι. Παρουσιάάζει το γελοίίο µμε σοβαρόό τρόόπο.
Η σάάτιρα, στοιχείίο που κατεξοχήήν απαντάά στα κείίµμενα του Ροΐδη, έέχει στόόχο την
αποµμυθοποίίηση, τη διακωµμώώδηση, τον «ευτελισµμόό» αυτούύ που σατιρίίζεται
(προσώώπου/κατάάστασης/ακόόµμα και των ίίδιων των θεώών). Επειδήή τη σάάτιρα την
έέχει έέχει ανάάγκη ο αδύύναµμος και όόχι ο ισχυρόός, όόποιος δηλαδη κατέέχει εξουσίία,
γι΄αυτόό η σάάτιρα είίναι αντιεξουσιαστικήή, ανατρεπτικήή (Καρζήής, 16). ΈΈνας
µμελετητήής (Ian Jack, Writers and their work, (A. Pope), p. 17, Oxford, 1954)
αναφέέρει σχετικάά µμε τη γραπτήή σάάτιρα: «γεννήήθηκε απόό το έένστικτο για
διαµμαρτυρίία και είίναι µμια διαµμαρτυρίία που εξελίίχθηκε σε τέέχνη» (Καρζήής, 19).
Η σάάτιρα αποτελείί µμια σηµμαντικήή διάάσταση στη λογοτεχνίία. Ο Ροΐδης έέλεγε για
τη σάάτιρα και το σαρκασµμόό στα «Σκαλαθύύρµματάά του» (σελ. 86): «ο σαρκαστικόός
γέέλως µμόόνος διακρίίνει τον άάνθρωπο απόό του κτήήνους».
Η γραφήή του Ροΐδη χαρακτηρίίζεται απόό έένα µμείίγµμα χιούύµμορ, ειρωνείίας και
σαρκασµμούύ. ΌΌπως αναφέέρει ο Κλ. Παράάσχος «Η σάάτιρα για τον Ροΐδη έέχει
κοινωνικήή και αναµμορφωτικήή λειτουργίία. Προχωράά όόµμως στα τελευταίία χρόόνια
της ζωήής του όόπως και άάλλοι µμισάάνθρωποι σατιριστέές όόπως ο Γιουβενάάλης, ο
Σουίίφτ, στη σάάτιρα που έέχει στόόχο να πληγώώσει και να καταστρέέψει (έέχει γίίνει
µμηδενιστήής: τίίποτε δεν µμπορείί να βελτιώώσει ήή να θωπεύύσει την ανοησίία και τη
διαφθοράά: Ο τίίτλος διορθωτούύ του ρωµμέέικου κατήήντησε να αµμιλλάάται κατάά την
γελοιόότητα προς τον τεττραγωνισµμόόν του κύύκλου»).
• Το ροΐδειο ύύφος
ΌΌπως και ο Κοραήής έέτσι και ο Ροΐδης είίχε διακρίίνει τη γλώώσσα απόό το ύύφος. Το
ύύφος το συλλαµμβάάνει ως καλλιτεχνικήή παρέέκκλιση απόό τη νόόρµμα, απόό τον
κανόόνα: Οι συγγραφείίς έέχουν απόόλυτον άάδεια να συµμπλέέκουν όόπως θέέλουσι τας
λέέξεις, να εκτείίνωσι ήή να συστέέλλωσι ουσιαστικώών και επιθέέτων συζεύύξεις… και
παν άάλλο τοιούύτο µμα τολµμώώσι χάάριν ζωηροτέέρας παραστάάσεως του νοήήµματος ήή και
απλώώς επιδιώώξεως πρωτοτυπίίας (Δηµμηρούύλης, Η τέέχνη του ύύφους…, 27).
Το καλόό ύύφος ταυτίίστηκε µμε το «παράά προσδοκίίαν γράάφειν, δηλαδήή µμε την
ανατρεπτικήή χρήήση του λόόγου (όό.π., 34):
«ΆΆγγλος τις συγγραφεύύς, ο Swift, νοµμίίζω διηγείίται όότι οι κάάτοικοι, δεν ενθυµμούύµμαι
τίίνος τόόπου, είίναι τοσούύτω απαθείίς και απρόόσεκτοι, ώώστε οσάάκις αποτείίνεταίί τις
προς αυτούύς, πρέέπει να κτυπάά εκ διαλειµμµμάάτων την κεφαλήήν των διάά ξηράάς
κολοκύύνθης, ίίνα µμη αποκοιµμώώνται, ενώώ οµμιλείί. Τοιούύτον τι ανθυπνωτικόόν
φάάρµμακον εσκέέφθην καγώώ να µμεταχειρισθώώ κατάά της απαθείίας του ΈΈλληνος
αναγνώώστου·∙ εν ελλείίψει δε κολοκύύνθης επροσπάάθησα να εξορκίίσω τα χασµμήήµματα
10
καταφεύύγων ανάά πάάσαν σελίίδα εις απροσδοκήήτους παρεκβάάσεις ιδιοτρόόπους
παροµμοιώώσεις ήή αλλοκόότους λέέξεων συγκρούύσεις·∙ περιβάάλλων εκάάστην ιδέέαν δι’
εικόόνος, ούύτως ειπείίν, ψηλαφητήής, και αυτάά ακόόµμη τα σοβαρόότερα της θεολογίίας
ζητήήµματα στολίίζων διάά κροσσίίων, θυσσάάνων και κωδωνίίσκων ως ποδιάάν Ισπανήής
χορευτρίίας».
(Πάάπισσα Ιωάάννα 1866)
Ο Δ. Δηµμηρούύλης παρατηρείί σχετικάά µμε το κειµμενικάά είίδη µμε τα οποίία
αχολήήθηκε ο Ροϊδης: ΌΌπως ο Κοραήής κινείίται ανάάµμεσα στα όόρια των ειδώών,
λογοτεχνίία, χρονογράάφηµμα, κριτικήή, ιστορικήή µμελέέτη, δοκίίµμιο. Δεν θεωρήήθηκε
ποτέέ καθαρόός λογοτέέχνης, αλλάά λόόγιος που σε συγκεκριµμέένες στιγµμέές του βίίου
του πειραµματίίστηκε µμε τη λογοτεχνικήή γραφήή. Τα πεζογραφήήµματάά του µμοιάάζουν
µμε µμεταµμφιεσµμέένες πραγµματείίες. Τα κείίµμενάά του συνιστούύν πρωτόότυπες
αφηγηµματικέές προτάάσεις. Η ειρωνικήή παραποίίηση, η εσκεµμµμέένη υπερβολήή, η
αφηγηµματικήή αποστασιοποίίηση, όόλα ανήήκουν στη ροΐδεια ευφυολογίία και το σπάάνιο
ύύφος (Δηµμηρούύλης, όό.π. 195 κ.ε.).
Το ύύφος του ήήταν λάάβρο και ορµμητικόό… οι φράάσεις του ως βροχήή γρόόνθων
ισχυρώών. Αµμίίµμητο, λαµμπρόό, ατοµμικόό ύύφος (χάάρη και κοµμψόότητα) µμε
αποκορύύφωµμα τα Σκαλαθύύρµματάά του (Κλ. Παράάσχος).
• Σύύγκριση ζώώων – ανθρώώπων
Βλ. Παράάρτηµμα «Ιστορίία ορνιθώώνος».
Ο Ροΐδης αγαπούύσε πολύύ τα ζώώα. Στο κείίµμενο που εξετάάζουµμε σατιρίίζει τη
στενοκεφαλιάά των Αθηναίίων και τον «παραλογισµμόό» που επικρατείί στους
δρόόµμους και στα πεζοδρόόµμια της Αθήήνας. Στο χρονογράάφηµμα η παράάλληλη
αναφοράά σε ανθρώώπους και σκυλιάά µμας οδηγείί αυτοµμάάτως στη µμεταξύύ τους
σύύγκριση για να φανείί η ανωτερόότητα των δεύύτερων.
• Η πόόλη (Αξιοποίίηση της έέννοιας «µμεταβολήή»)
Με βάάση φωτογραφικόό (Η Αθήήνα τόότε και τώώρα ) και κειµμενικόό υλικόό (βλ.
παράάρτηµμα «Είίµμαστε όό,τι οι δρόόµμοι µμας») επιχειρούύµμε συγκρίίσεις και
προκαλούύµμε συζήήτηση για την εξέέλιξη της πόόλης της Αθήήνας και αναφερόόµμαστε
σε προβλήήµματα που ξεπεράάστηκαν και σε άάλλα που εµμφανίίστηκαν.
Στα τελευταίία χρόόνια της ζωήής του ο Ροϊδης έέγινε έένας µμοναχικόός περιπατητήής.
Αγαπούύσε να κάάνει µμακρινούύς µμοναχικούύς περιπάάτους Τα χρονογραφήήµματάά του
βγήήκαν απόό τους περιπάάτους αυτούύς. (Παράάσχος, 36,37).
Απόό το συγκριτικόό χρονολογικόό πίίνακα που έέχει συµμπεριλάάβει ο ΆΆλκης Αγγέέλου
στα ΆΆπαντα του Ροΐδη (σελ. 1-‐‑19), ο οποίίος πίίνακας βοηθάά τον αναγνώώστη να
εντάάξει τη ζωήή και το έέργο του Ροΐδη στο γενικόό πολιτικόό – κοινωνικόό και
λογοτεχνικόό κλίίµμα της εποχήής, πληροφορούύµμαστε όότι το έέτος γέέννησης του Ρ. η
Αθήήνα αριθµμούύσε 14.092 κατοίίκους και ο πληθυσµμόός της Ελλάάδας ανερχόόταν σε
752.077 κατοίίκους. Το 1879 οι κάάτοικοι της Αθήήνας ήήταν 63.374, ενώώ όόλης της
Ελλάάδας 1.679.470. Το 1889 ο πληθυσµμόός όόλης της Ελλάάδας ανερχόόταν σε
2.187.208).
• Σάάτιρα και κοινωνικάά φύύλα
Η σχέέση του Ροΐδη µμε τις γυναίίκες ήήταν σχέέση µμισογυνισµμούύ και θηλυµμανίίας:
«Κάάθε συγγραφέέας συνοδεύύεται λίίγο ήή πολύύ απόό τη µμυθολογίία του, αν
11
λογαριάάσουµμε κάάποια σηµμάάδια της ζωήής του ήή του έέργου του, αληθινάά ήή
ψευδεπίίγραφα, θετικάά ήή αρνητικάά, που τον ακολουθούύν σαν σκιέές. Ο Ροΐδης
συνοδεύύεται ανάάµμεσα σε άάλλα απόό τον µμισογυνισµμόό το, στοιχείίο που
συµμπληρώώνεται αναγκαίία και καθοριστικάά (τουλάάχιστον οφείίλει να
συµμπληρώώνεται) απόό το αντίίθετόό του : τη θηλυµμανίία» (Μουλλάάς, 24).
Είίχε επιτεθείί στις γράάφουσες Ελληνίίδες, οι οποίίες του απάάντησαν «δεόόντως»
στην εφηµμερίίδα των κυριώών της Καλλιρόόνης Παρρέέν. Θεωρείί τις γυναίίκες
«σκληρόό και άάπιστο γέένος».
Σχετικάά µμε τη σάάτιρα και το γυναικείίο φύύλο αναφέέρει ο Θ. Καρζήής: «Οι γυναίίκες,
συνηθισµμέένος στόόχος των σατιρικώών . Το γυναικείίο φύύλο αποτελείί στόόχο της
σάάτιρας που είίναι είίδος αποκλειστικόό αρσενικόό. Απόό τις γυναίίκες που έέπιασαν στια
χέέρια τους την πέένα ούύτε µμια δεν επιδόόθηκε στη σάάτιρα τουλάάχιστον ως τις µμέέρες
µμας. ΊΊσως αυτόό να συµμβαίίνει επειδήή η σάάτιρα λειτουργείί ως όόπλο πολεµμικόό και ο
πόόλεµμος υπήήρξε ανέέκαθεν έέργο του φύύσει επιθετικούύ αντρικούύ φύύλου. ΈΈτσι,
καθώώς οι σατιρικοίί είίναι όόλοι άάντρες και µμάάλιστα άάντρες α δύύσκολοι και
δύύστροποι, στο πλαίίσιο της λεγόόµμενης πάάλης των φύύλων συνηθισµμέένος και
προσφιλήής στόόχος τους είίναι οι γυναίίκες. Σατιρικούύς στίίχους που ονειδιζουν
γυναίίκες θα συναντήήσουµμε σε όόλη την ιστορίία της σάάτιρας (Αρχίίλοχο και
Ιππώώνακτα µμέέχρι ΌΌσκαρ Ουάάιλντ, Μπέέρναντ Σο, Σαίίξπηρ, Σουίίφτ, Μολιέέρο)».
(Καρζήής, 28-‐‑29)
• Η γλώώσσα (Αξιοποίίηση της έέννοιας «µμεταβολήή»)
Στο έέργο του Ροϊδη επικρατείί η γλώώσσα που ίίσχυε για όόλη την αφηγηµματικήή
επιφυλλιδογραφίίας της εποχήής: η λόόγια γλώώσσα κυριαρχείί ακόόµμα και στους
διαλόόγου, εκτόός απόό τις περιπτώώσεις όόπου µμιλούύν αγράάµμµματοι άάνθρωποι του λαούύ.
(Μουλλάάς 27). Ιδιαίίτερη φροντίίδα για τη γραφήή, επιµμέένει στις ορθέές γλωσσικέές
χρήήσεις συσσωρεύύει οµμηρικέές, αρχαϊκέές, σπάάνιες λέέξεις και παραθέέτει άάφθονα
συνήήθως αµμετάάφραστα λογοτεχνικάά χωρίίς Γάάλλων κατάά κανόόνα λογοτεχνώών.
(Μουλλάάς, 37).
Υπήήρξε υποστηρικτήής του Ψυχάάρη. Αλλάά στην αντιµμετώώπιση του γλωσσικούύ
προβλήήµματος οι ιδέέες του συγγέένευαν µμε αυτέές του Κοραήή. Τα στοιχείία της
καθαρεύύουσας δε γίίνεται να απορριφθούύν τώώρα τουλάάχιστον απόό τη γραπτήή
γλώώσσα. Αυτάά που πρέέπει να απορριφθούύν είίναι οι βαρβαρισµμοίί τα
ασυµμβίίβαστα προς το λόόγο στοιχείία που είίχαν βάάλει στη γλώώσσα οι αττικιστέές.
ΉΉθελε καθαρεύύουσα λαφρωµμέένη απόό αττικισµμούύς, εύύληπττη και ευµμάάθητη και
σχετικάά οµμαλήή ώώσπου να φτάάσουµμε στη δηµμοτικήή. Πίίστευε σε έένα είίδος
συνάάντησης εις το µμέέσον της κλίίµμακος όόπως την ονειρευόόταν και ο Κοραήής. Η
καθαρεύύουσα ολοέένα απλοποιούύµμενη αποβάάλλοντας τα νεκράά στοιχείία της και
η δηµμοτικήή ολοέένα πλουτιζόόµμενη µμε στοιχείία της καθαρεύύουσας. Η γλώώσσα του
είίναι λοιπόόν η πολύύ απλήή καθαρεύύουσα, κυρίίως απόό το 1980 και µμετάά (1891-‐‑1901)
– (Παράάσχος, 32).
«Την λεγοµμέένην καθαρεύύουσαν µμεταχειρίίζοµμαι ουχίί κατάά προτίίµμησιν, αλλάά κατ’
ανάάγκην, καθ’ όόσον αργάά ελθώών εκ ξέένης γης εις την Ελλάάδα, έέµμαθον την γλώώσσαν
εν τοις βιβλίίοις ως νεκράάν γλώώσσαν, στερηθείίς του δηµμοτικώώτατου πάάσης γλώώσσης
διδασκάάλου λαούύ» ( Π. Βεργωτήής, Ο µμικρόός πολίίτης, Αργοστόόλι 1885, σ. 5)
Ο Ροϊδης έέγραφε όόχι έένεκα της αγάάπης του προς την καθαρεύύουσα αλλάά
ακριβώώς έένεκα του µμίίσους της κατ’ αυτήήν. Η καθαρεύύουσα … οµμοιάάζει µμε τα
12
κακάά και δύύστροπα εκείίνα γύύναια, τα οποίία τιθασεύύει και υποτάάσσει ο
µματαχειριζόόµμενος όόχι µμε θωπείίας αλλάά µμε ραβδισµμούύς. Αναγνωρίίζει την ανάάγκη
της καθαρεύύουσας και συµμβουλεύύει την επανάάσταση ήήρεµμο, βραδείία, βαθµμιαίία.
Φανταζόόταν τη γλώώσσα σαν µμια µμεγάάλη σκάάλα που έέπρεπε οι δύύο άάκρες της να
συναντηθούύν, απόό τη µμια άάκρη η αρχαίία γλώώσσα των αττικιστώών θα έέπρεπε να
αποβάάλει σχολαστικισµμούύς και αρχαιοπρεπήή στοιχείία ξέένα προς το λαϊκόό
γλωσσικόό αίίσθηµμα και απόό την άάλλη η δηµμοτικήή τις ακρόότητέές της. Οι απόόψεις
του θυµμίίζουν το µμεγάάλο λόόγιο του διαφωτισµμούύ τον Κοράάη, τον οποίίο ο Ροΐδης
θαύύµμαζε.
• Το χρονογράάφηµμα
Αναφοράά στο χρονογράάφηµμα ως κειµμενικόό είίδος. ΈΈχοντας ως σηµμείίο αναφοράάς
το κείίµμενο και αξιοποιώώντας παράάλληλα το λήήµμµμα «χρονογράάφηµμα» απόό το
Λεξικόό Λογοτεχνικώών ΌΌρων οδηγούύµμε τους µμαθητέές στο να σχηµματίίσουν µμια
κατάά το δυνατόόν πληρέέστερη αντίίληψη του συγκεκριµμέένου ιδιόότυπου
λογοτεχνικούύ είίδους.
• Ροµμαντισµμόός και Ροΐδης (Αξιοποίίηση της έέννοιας «αλληλεπίίδραση»)
Ο Ροΐδης παρόότι θαύύµμαζε τους ροµμαντικούύς (Μπάάιρον, Μπωντλέέρ, Ταιν κ.άά. )
άάσκησε δριµμείία κριτικήή στους συγχρόόνους του που επιδίίδονταν στις ανούύσιες
υπερβολέές του ροµμαντισµμούύ. Με τη συνεπήή ορθολογιστικήή στάάση του και µμε την
άάγρυπνη κριτικήή του – βλ. τη διαµμάάχη του µμε τον ΆΆγγ. Βλάάχο 1877 και την
ανάάπτυξη της θεωρίίας του για την «περιρρέέουσα ποιητικήή ατµμόόσφαιρα»-‐‑ άάνοιξε
νέέους δρόόµμους στη νεοελληνικήή λογοτεχνίία.
Αν επιχειρήήσουµμε να εντάάξουµμε τη σάάτιρα, το χιουµμοριστικόό χρονογράάφηµμα που
εξετάάζουµμε του Ροΐδη, στο ρεύύµμα του ροµμαντισµμούύ, θα διαπιστώώσουµμε όότι το
συγκεκριµμέένο κείίµμενο δε διέέπεται απόό τις αρχέές του ροµμαντισµμούύ. Η
συγκεκριµμέένη διαπίίστωση θα πρέέπει να γίίνει απόό τους ίίδιους τους µμαθητέές, τους
οποίίους παραπέέµμπουµμε στο ΛΛΟ στο λ. ροµμαντισµμόός αλλάά και στο εισαγωγικόό
σηµμείίωµμα του βιβλίίου τους: «ο ροµμαντισµμόός συγκρούύεται µμε το ορθολογικόό
πνεύύµμα το διαφωτισµμούύ… και πιο κάάτω : ΌΌλα αυτάά οδηγούύν τον ροµμαντισµμόό στο
παράάδοξο και το µμυστηριώώδες, το όόνειρο το υπερφυσικόό και τον εξωτισµμόό, το
ασαφέές, και το µμυστηριώώδες».
Αυτοίί οι χαρακτηρισµμοίί για το κίίνηµμα του ροµμαντισµμούύ θα οδηγήήσουν τα παιδιάά
στη διαπίίστωση όότι το κείίµμενο που εξετάάζοµμε κάάθε άάλλο παράά ροµμαντικόό είίναι.
Πατάά γεράά στην πραγµματικόότητα: περιγράάφει, σχολιάάζει και σκώώπτει πράάγµματα
επίίκαιρα, σύύγχρονα.
Παραθέέτω σχετικόό απόόσπασµμα απόό το βιβλίίο της Γεωργαντάά Αθηνάάς,
Εµμµμανουήήλ Ροΐδης. Η πορείία προς την πάάπισσα Ιωάάννα (1860-‐‑1865), Ιστόός,
Αθήήνα, 1993, σελ. 214 κ.ε:
Η γενιάά του Ροΐδη είίναι η γενιάά των τελευταίίων ροµμαντικώών της Αθήήνας που
έέζησαν σε νεαρήή ηλικίία την απογοήήτευση του κριµμαϊκούύ πολέέµμου, ωρίίµμασαν στα
χρόόνια του αντιδυναστικούύ αγώώνα, ενθουσιάάστηκαν απόό τις επαγγελίίες της
Μεταπολίίτευσης και οδηγήήθηκαν στην προκλητικήή εξέέγερση ύύστερα απόό τις
διαδοχικέές διαψεύύσεις τόόσων προσδοκιώών. Μέέσα όόµμως απόό την προκλητικήή και
13
βλάάσφηµμη στάάση τους οι συνοµμήήλικοι του Ροΐδη δεν θα µμπορέέσουν να εκφράάσουν
παράά την προσωπικήή τους απελπισίία και τις υποκειµμενικέές τους αδυναµμίίες και
διαψεύύσεις. Οι ποιητέές της γενιάάς του 1860 εκδηλώώνονται µμε δραµματικούύς τόόνους:
θεοποίίηση του πάάθους, κραυγέές αγωνίίας και παραφοράάς, διαµμαρτυρίία ενάάντια σε
όόλες τις κατεστηµμέένες τάάξεις. Με την οργήή ωστόόσο και την απόόγνωση δεν
κατορθώώνουν να ξεπεράάσουν τα όόρια ενόός άάµμετρου υποκειµμενισµμούύ, αλλάά
περιορίίζονται στην έέκφραση των ατοµμικώών τους αδιεξόόδων και ικανοποιούύνται µμε
την απελπισµμέένη ενδοσκόόπηση και τη φραστικήή εκτόόνωση. ΈΈτσι αποµμακρύύνονται
απόό την κοινωνικήή πραγµματικόότητα και συνεπώώς υποσκελίίζονται απόό τις νέέες
αναγκαιόότητες. Το τέέλος ήήδη της δεκαετίίας του 1860 βρίίσκει τη χρυσήή νεολαίία του
αντιδυναστικούύ αγώώνα «αφοµμοιωµμέένη στο σύύστηµμα που είίχε αµμφισβητήήσει».
Με τον Ροϊδη ωστόόσο τα πράάγµματα συνέέβησαν διαφορετικάά, παρόόλο που και ο ίίδιος
στάάθηκε τυπικόός εκπρόόσωπος της γενιάάς του 1860. Η ροµμαντικήή όόµμως πρόόκληση
και διαµμαρτυρίία, το ροµμαντικήή νόόσος της γενιάάς του κατόόρθωσε στην περίίπτωσήή
του να απεµμπλακείί απόό τα όόρια του ατοµμικούύ εγώώ και να ενσωµματώώσει τον
κοινωνικόό προβληµματισµμόό και τη συλλογικήή προοπτικήή. Οι κραυγέές αγωνίίας της
γενιάάς του… µμετασχηµματίίστηκαν στο δικόό του έέργο σε αγωνιστικήή διάάθεση και
µμαχητικόότητα. Ο κριτικόός στοχασµμόός του Ρ. παρακολούύθησε σε όόλα της τα
φανερώώµματα την πορείία της νεοελληνικήής κοινωνίίας κατάά τις τέέσσερις δεκαετίίες
του 19ου αι. και είίχε πάάντοτε να εκφράάσει τη συλλογικήή δυσαρέέσκεια και
διαµμαρτυρίία. Η σατιρικήή σκοπιάά και η κριτικήή απόόσταση διαφοροροποιείί τον Ρ. απόό
την οµμαδικήή χρεωκοπίία της γενιάάς του. Εγκαταλείίπει το παλιόό που εκπνέέει.
Η σάάτιρα στην αρχήή ως αµμυντικήή συµμπεριφοράά γίίνεται στη συνέέχεια όόπλο
επίίθεσης και επιτίίµμησης µμε στόόχο την αναµμόόρφωση της κοινωνίίας.
Σάάτιρα κατάά τον Schelling «ακαταµμάάχητος έέχθρα του παρόόντος και σύύµμµμαχος του
µμέέλλοντος, ήήγουν της προόόδου».
(ΈΈτσι και ο Byron είίχε εγκαταλείίψει τη διάάθεση της ροµμαντικήής φυγήής και
οδηγήήθηκε στο σατιρικόό ρεαλισµμόό του Δον Ζουάάν που έέχει στόόχο να ξεσκεπάάσει τη
διαφθοράά και την υποκρισίία µμε την ελπίίδα να βελτιώώσει την ανθρωπόότητα.)
Ø Συσχέέτιση µμε τα εξήής µμαθήήµματα
• Νεοελληνικήή Γλώώσσα
Το κείίµμενο του Ροΐδη είίναι µμια πολύύ καλήή αφορµμήή να ανατρέέξει ο
µμαθητήής στα στοιχείία εκείίνα απόό το µμάάθηµμα της Γλώώσσας που αφορούύν την
περιγραφήή και την αφήήγηση. Συγκεκριµμέένα, µμπορούύµμε να αξιοποιήήσουµμε
υλικόό απόό το βιβλίίο Νεοελληνικήή Γλώώσσα Α΄ Γυµμνασίίου και ειδικόότερα
στοιχείία απόό τις παρακάάτω ενόότητες:
3η Ενόότητα (σελ. 39 -‐‑58): Είίδη κειµμέένων: περιγραφικάά, αφηγηµματικάά και
επιχειρηµματολογικάά, (σελ. 47-‐‑
50)
5 Ενόότητα (σελ. 81-‐‑98): Το ρήήµμα στην αφήήγηση (σελ. 94)
η
14
Επιπλέέον µμπορείί να γίίνει αναφοράά στην ενόότητα του βιβλίίου της
Γλώώσσας σχετικάά µμε τους τρόόπους
ανάάπτυξης παραγράάφου.
• Αρχαίία Ελληνικήή Γραµμµματείία απόό Μετάάφραση Αριστοφάάνη –
ΌΌρνιθες
Η κωµμωδίία ως κατεξοχήήν έέκφραση του κωµμικούύ στοιχείίου στο χώώρο της
λογοτεχνίίας µμπορείί να αξιοποιηθείί στην παρουσίίαση του συγκεκριµμέένου
κειµμέένου. ΈΈτσι ο µμαθητήής µμπορείί να προβληµματιστείί σε σχέέση µμε το «τι
είίναι αστείίο», «τι προκαλείί το γέέλιο», …, καθώώς και να επιχειρήήσει ακόόµμα
και τη σύύγκριση Αριστοφάάνη (το «κωµμικόό» στην αρχαιόότητα και ο ρόόλος
του στην κοινωνίία) και Ροΐδη (το κωµμικόό στοιχείίο ως στοιχείίο σάάτιρας
συγκεκριµμέένων προσώώπων, κοινωνικώών οµμάάδων, δοµμώών και
καταστάάσεων).
Συγκεκριµμέένα, µμπορείί να αξιοποιηθείί υλικόό απόό τα εισαγωγικάά σχόόλια
του βιβλίίου του µμαθητήή, καθώώς και τα σχετικάά µμε την κωµμωδίία και το
αστείίο (σελ. 11, 12) βιβλίίο του καθηγητήή – Εν λόόγω ελληνικώώ, Κοπιδάάκης.
• Ιστορίία
Είίναι αυτονόόητο όότι η γνώώση του κοινωνικο-‐‑ιστορικούύ πλαισίίου µμέέσα στο
οποίίο έέζησε και δηµμιούύργησε ο Ροΐδης θα συµμβάάλει όόχι µμόόνο στην
«εµμπέέδωση των σχετικώών γνώώσεώών τους της ιστορίίας αλλάά και στην
πληρέέστερη κατανόόηση των επιλογώών του Ρ. όόχι µμόόνο στο επίίπεδο της
γραφήής αλλάά και της ζωήής του .
Απόό την Ιστορίία της Γ΄ Γυµμνασίίου αξιοποιούύµμε υλικόό απόό τα κεφάάλαια
που αναφέέρονται στην µμετεπαναστατικήή περίίοδο (σελ 233-‐‑242:
Οικονοµμικέές – κοινωνικέές θεωρίίες, γράάµμµματα, επιστήήµμη και τέέχνη το 19ο
αιώώνα, 249-‐‑275: Η Ελλάάδα απόό την ανεξαρτησίία ως τους βαλκανικούύς
πολέέµμους, 292-‐‑300: Η οικονοµμικήή και πολιτιστικήή πορείία του ελληνικούύ
κράάτους απόό το 1832 ως το 1912).
• Κοινωνικήή και Πολιτικήή αγωγήή
Στις εισαγωγικέές έέννοιες υπάάρχει η ενόότητα 1.3 Ατοµμικήή και κοινωνικήή
συµμπεριφοράά (σελ. 4), όόπου γίίνεται λόόγος για τη σχέέση αλληλεπίίδρασης
ατόόµμου και κοινωνίίας.
Ακόόµμα θα µμπορούύσε να αξιοποιηθείί το κεφάάλαιο 2.1.2. «Κοινωνικέές
οµμάάδες» / «Διακρίίσεις κοινωνικώών οµμάάδων» (σελ. 9 -‐‑ γελοιογραφίία)
σχετικάά µμε τις προκαταλήήψεις για άάτοµμα άάλλων οµμάάδων, των γυναικώών,
π.χ., στην περίίπτωση του Ρ.
Επίίσης, το κεφ. 12 «Δικαιώώµματα και υποχρεώώσεις του πολίίτη» βλ. σελ. 110
– γελοιογραφίία / να σέέβοµμαι το περιβάάλλον και το κοινόό συµμφέέρον… ,
σελ. 121-‐‑123 «Προστασίία του περιβάάλλοντος και περιβαλλοντικήή αγωγήή»,
καθώώς και άάσκηση 5 σελ. 123 σχετικάά µμε τις ράάµμπες για αναπήήρους στην
πόόλη µμας και την πρόόνοια απόό µμέέρους της πολιτείίας.
15
Ø Ενδεικτικέές ερωτήήσεις – εργασίίες αξιολόόγησης
ü Ποια είίναι η εικόόνα των πεζοδροµμίίων της Αθήήνας, σύύµμφωνα µμε τον
αφηγητήή;
ü Ποιο είίναι το «χρυσόό όόνειρο» του αφηγητήή;
ü Τι σατιρίίζει ο Ροΐδης στο συγκεκριµμέένο χρονογράάφηµμα;
ü Ποια είίναι τα πρόόσωπα της αφήήγησης; Πώώς παρουσιάάζoνται σε σχέέση µμε
τους σκύύλους;
ü Θα µμπορούύσε η στάάση του αφηγητήή να είίναι διαφορετικήή;
ü Μπορείί να διαφανείί απόό το κείίµμενο όότι ο αφηγητήής έέχει ζήήσει και σε
άάλλες χώώρες εκτόός απόό την Ελλάάδα;
ü Απόό τη στιγµμήή που ο σκύύλος «ύύψωσε το σκέέλος» (παρ. 11) το συµμβάάν θα
µμπορούύσε να έέχει εξελιχθείί διαφορετικάά. Επινοήήστε µμια διαφορετικήή
συνέέχεια για το περιστατικόό.
ü Βρείίτε στο λεξικόό ήή στην εγκυκλοπαίίδεια τη σηµμασίία των λέέξεων
χιούύµμορ, ειρωνείία και σάάτιρα. Υπάάρχουν αυτάά τα στοιχείία στο κείίµμενο το
Ρ. που εξετάάζουµμε; Αιτιολογήήστε την απάάντησήή σας µμε συγκεκριµμέένα
παραδείίγµματα απόό το κείίµμενο.
ü Βρείίτε κείίµμενα και φωτογραφικόό υλικόό για την Αθήήνα της εποχήής του Ρ.
και σχολιάάστε τα.
ü Προσεγγίίζοντας το κείίµμενο φορµμαλιστικάά θα διαπιστώώσουµμε όότι αυτόό
αποτελείίται απόό 14 παραγράάφους στις οποίίες ο αφηγητήής περιγράάφει
«σχολιάάζοντας» έένα τυχαίίο περιστατικόό που διαδραµματίίστηκε σε
κεντρικόό δρόόµμο – Ερµμούύ και Αιόόλου-‐‑ της Αθήήνας του τέέλους του 19ου αι.
(1898 χρονολογίία συγγραφήής του χρονογραφήήµματος). Σε ποιες
παραγράάφους υπάάρχει το «προσωπικόό σχόόλιο» του αφηγητήή;
ü Σύύµμφωνα µμε τον Ροϊδη η εικόόνα των δρόόµμων της παλιάάς εκείίνης Αθήήνας
ήήταν µμάάλλον απογοητευτικήή και οπωσδήήποτε βασανιστικήή για τους
πεζούύς. Η σηµμερινήή εικόόνα των δρόόµμων έέχει στο µμεταξύύ αλλάάξει; Ποια
προβλήήµματα αντιµμετωπίίζουν σήήµμερα οι πεζοίί;
ü Είίπαν για τον Ροΐδη όότι µμε την κριτικήή του προκαλούύσε ερείίπια χωρίίς να
χτίίζει. Πούύ φαίίνεται αυτήή η στάάση ζωήής στο κείίµμενο;
16
ü Πώώς χαρακτηρίίζει ο Ροΐδης τους ποιητέές στο κείίµμενο; Βρείίτε πληροφορίίες
για τη στάάση του Ρ. απέέναντι στους ποιητέές του καιρούύ.
ü Χωριστείίτε σε δύύο οµμάάδες. Η µμίία να εξετάάσει το ρόόλο του γέέλιου στη ζωήή
µμας και η άάλλη να καταγράάψει τα προβλήήµματα που αντιµμετωπίίζουµμε
στους δρόόµμους της πόόλης µμας και να προτείίνει λύύσεις.
ü Ποιες όόψεις της κοινωνίίας της εποχήής του Ροΐδη Ροΐδη έέχουν εκλείίψει απόό
τη δικήή µμας εποχήή και ποιες επιβιώώνουν και σήήµμερα;
ü Ποια στοιχείία του κειµμέένου φανερώώνουν όότι πρόόκειται για
χρονογράάφηµμα;
ü Πώώς θα χαρακτηρίίζατε τον αφηγητήή; (αδιάάφορο, οργισµμέένο, αµμέέτοχο...)
ü Το χιούύµμορ είίναι η ικανόότητα ορισµμέένων να υπογραµμµμίίζουν τον κωµμικόό,
γελοίίο, παράάλογο χαρακτήήρα ορισµμέένων όόψεων της πραγµματικόότητας.
Πιστεύύετε όότι ο Ρ. διέέθετε χιούύµμορ; Αιτιολογήήστε την απάάντησήή σας
χρησιµμοποιώώντας στοιχείία του κειµμέένου
ü Προσπαθήήστε να αφηγηθείίτε το περιστατικόό απόό την πλευράά
α. της γυναίίκας του υαλοπώώλη
β. του ίίδιου του υαλοπώώλη
ü Πώώς χαρακτηρίίζετε το ύύφος του κειµμέένου;
ü To κείίµμενο είίναι γραµμµμέένο στη δύύση της ζωήής του Ροΐδη, κατάά την οποίία
βιώώνει, όόπως υποστηρίίζουν οι βιογράάφοι του, έένα σχεδόόν µμόόνιµμο πια
κλίίµμα πικρίίας. Πολλοίί τον χαρακτήήρισαν ως ως «φυγάάνθρωπο» (ωστόόσο
οι µμελετητέές του βίίου του αποδίίδουν την κατάά άάλλους «µμισάάνθρωπη»
συµμπεριφοράά του στη βαρηκοϊα του). Θα µμπορούύσατε να επιβεβαιώώσετε
την άάποψη αυτήή σχετικάά µμε την απογοήήτευση που βίίωνε ο Ροΐδης απόό τη
στάάση του αφηγητήή στο κείίµμενο που εξετάάζουµμε;
ü Ποια νοµμίίζετε όότι ήήταν η άάποψη του Ροΐδη για τις γυναίίκες;
ü Στο κείίµμενο του Ροΐδη υπάάρχει έέντονα το χιουµμοριστικόό στοιχείίο. Σε ποια
σηµμείία κάάνει τον αναγνώώστη να γελάάσει; Με ποιον τρόόπο πετυχαίίνει ο
συγγραφέέας να αποδώώσει το «κωµμικόό στοιχείίο» στο κείίµμενο;
ü Βρείίτε πληροφορίίες για τα «καφενείία» της εποχήής εκείίνης, και για το
ρόόλο τους στην κοινωνικήή, πολιτικήή και καλλιτεχνικήή ζωήή των Αθηναίίων.
ü Με ποια απόό τα µμαθήήµματάά σας θα µμπορούύσατε να συσχετίίσετε το
περιεχόόµμενο του κειµμέένου;
17
ü Συγκρίίνετε το κείίµμενο του Ροΐδη µμε το κείίµμενο του ΆΆγγ. Τερζάάκη (Βλ.
Παράάρτηµμα). Ποιες οµμοιόότητες και ποιες διαφορέές µμπορείίτε να
εντοπίίσετε; Πώώς «βλέέπουν» την Αθήήνα οι δύύο δηµμιουργοίί;
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α – Π Α Ρ Α Λ Λ Η Λ Α Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α
Περίίπατοι εις τας Αθήήνας Γ΄, Οδόός Αδριανούύ,
(Εµμµμανουήήλ Ροΐδης, ΆΆπαντα, πέέµμπτος τόόµμος 1894-‐‑1904, επιµμ. ΆΆλκης
Αγγέέλου, Φιλολογικήή Βιβλιοθήήκη -‐‑1, σελ. 156-‐‑157, Ερµμήής, Αθήήνα 1978)
… Αλλάά και η οδόός Αδριανούύ είίχε µμεταβάάλει όόψιν. Ούύτε δενδροφύύτους αυλάάς,
ούύτε αίίγας, ούύτε γυναίίκας έέβλεπα πλέέον, αλλ’ ευτελήή εµμπορικάά, σταµμνοπωλείία,
ταβέέρνες και πεζοδρόόµμια προωρισµμέένα ουχίί εις τους πεζοδρόόµμους, αλλ’ εις
παρατάάξεις πίίθων, βαρελίίων, πυραύύνων ραπτώών και µμαγείίρων και ελασµμάάτων
σιδηρουργείίων. των και ελασµμάάτων σιδηρουργείίων. Μετ’ ολίίγον η αυξάάνουσα
ενόόχλησις της οσφρήήσεως αν’ηγγειλε την γειτνίίσιν αρχαιοτήήτων και
µμακελλείίων. Το νεκροφόόρον κάάρρον, το οποίίο µμ’ ετρόόµμαξε προ ολίίγου,
εστάάθµμευσε προτου γνωστούύ κρεοπωλείίου
Κανδηλόόρου. Δύύο βιδέέλα, το µμεν εκδαρέέν ήήδη το δε ακόόµμη άάγδαρτον, εκράάµμαντο
απόό σιδηρώών αγκίίστρων ουχίί εντόός του κρεοπωλείίου, αλλ’ εις το µμέέσον του
πεζοδροµμίίου, όόπου ετελείίτο και άάλλη θυσίία. Πρωταγωνισταίί ταύύτης ήήσαν τρεις
δεκαπανταετείίς περίίπου παίίδες, προγυµμναζόόµμενοι υπόό την επίίβλεψιν ενήήλικων
χασάάπηδων εις την τέέχνην το σφαγέέως. Οι ΄δυο εκ των εφήήβων τούύτων
εκράάτουν, ο µμεν εκ των κεράάτων, ο δε εκ των οπισθίίων ποδώών, µμαύύρον τράάγον
πλαφιαστόόν, ενώώ ο τρίίτος εβύύθιζε µμικράάν µμάάχαιραν εις τον λαιµμόόν του. Το θύύµμα
εσφάάδαζε τόόσον βιαίίως, ώώστε µμόόλις κατώώρθωναν να το συγκρατώώσιν οι δύύο
βοηθοίί του δηµμίίου, των οπίίων οι γυµμνοίί πόόδες ήήσαν βυθισµμέένοι εις αποτρόόπαιον
κουρκούύτι αίίµματος, κόόπρου και χολήής.
Κα τάάυτα διεπράάττοντο εις το µμέέσον κεντρικήής οδούύ, καθ’ ην ώώραν είίναι
πυκνόότεροι οι διαβάάται.
Περίίπατοι εις τας Αθήήνας Β΄
(Εµμµμανουήήλ Ροϊδης, ΆΆπαντα, πέέµμπτος τόόµμος 1894-‐‑1904, επιµμ. ΆΆλκης
Αγγέέλου, Φιλολογικήή Βιβλιοθήήκη -‐‑1, σελ. 148-‐‑149, Ερµμήής, Αθήήνα 1978)
…Κατάά την διασταύύρωσιν της οδούύ Μητροπόόλεως εξακολουθείί να χαίίνη λάάκκος
πλήήρης ακαθάάρτου υγρούύ, το οποίίον ουδέέποτε κατώώρθωσαν αι ηλιακαίί ακτίίνες
ν’ απορροφήήσουν εντελώώς. Η βροχήή τον µμεταβάάλλει εις κίίτρινον ποταµμόόν και εις
πράάσινον έέλος η ανοµμβρίία. Προς αποξήήρανσιν του έέλους τούύτου θα ήήρκει εν
κάάρρον σκίίρρων, ώώστε πιθανώώτατον φαίίνεται όότι απέέχει αυτήής η αστυνοµμίία,
ουχίί εκ φειδωλίίας, αλλάά διάά να µμη στερήήση τα παιδίία των παροικούύντων της
διασκεδάάσεως ν’ απολύύωσιν επίί του µμικροσκοπικούύ τούύτου πελάάγους
στολίίσκους πλοιαρίίων, ναυπηγουµμέένων εκ κελύύφους καρυδίίου ήή κοίίλο
κολοκυθίίου.
18
Ευθύύς µμετάά την υπέέρβασιν του τέέλµματος αναγκάάζεται ο διαβάάτης, όόχι
µμόόνον να καταβήή του πεζοδροµμίίου, αλλάά και να προσωρήήση προς ανεύύρεσιν
στενήής διόόδου εις το µμέέσον ακριβώώς του δρόόµμου, διάά τον λόόγον όότι ο
λαχανοπώώλης, υπόό την πρόόφασιν όότι είίναι το πεζοδρόόµμιον στενόόν, έέκρινε
πρέέπον να καταλάάβη και ικανόόν µμέέρος του πλάάτους της οδούύ µμε στάάµμνας,
κοφίίνια απορριµμµμάάτων, σκαµμνίία και προ πάάντων µμε τραπέέζιον, επίί του οποίίου
έέχει τα κατάάστιχάά του και συντάάσσει την ανταπόόκρισιν και τους λογαριασµμούύς
του. Την κατοχήήν συνεχίίζει ο κρεοπώώλης, του οποίίου τα υπαίίθρια άάγκιστρα
απειλούύσι τους οφθαλµμούύς του διαβάάτου, όόταν δε κρέέµμανται εξ αυτώών
νεόόσφακτα πρόόβατα µμε την κεφαλήήν προς τα κάάτω, σκεπασµμέένην υπόό της
αναστρόόφου και συροµμέένης επίί του εδάάφους αιµμοσταγούύς προβειάάς. ΆΆλλα
πρόόβατα εκδέέρονται εντόός του σφαγείίου ήή αναµμέένουν οικτρώώς βελάάζοντα να
έέλθη η σειράά των. Κατάά γης έέντερα κοιλίίαι και περίί αυτάάς ηµμερωµμέένοι κόόρακες
και τρίία βδελυράά χσαπόόσκυλα του είίδους των βουλγόόδων, βάάφοντα εος τενάάγη
αίίµματος την µμαύύρην των µμύύτην. Τα έέντερα και τας κοιλίίας διαδέέχονται τα
καζάάνια και οι τεντζερέέδες ανωνύύµμου γανωµματήή, φωλιάάζοντος εις µμαύύρον
άάντρον ενθυµμίίζον την κουφάάλαν όόπου εµμόόναζεν ο γύύφτος του µμακαρίίτου
Βαλαωρίίτου. Παρέέκει υπαίίθριος ράάπτης, µμετάά τούύτον υπάάιθριος υποδηµματάάς και
ευθύύς έέπειτα περιάάγουσι τον διαβάάτην εις το απροσώώρητον αι επίί του
πεζοδροµμίίου διαρκείίς βιοτεχνικαίί εκθέέσεις λουτρώών, πυραύύνων, υδραντλιώών,
σωλήήνων και άάλλων ειδώών…
Ιστορίία Ορνιθώώνος (απόόσπασµμα)
(Εµμµμανουήήλ Ροϊδης, ΆΆπαντα, πέέµμπτος τόόµμος, 1894-‐‑1904, Φιλολ. Επιµμ. ΆΆλκης
Αγγέέλου, Φιλολογικήή Βιβλιοθήήκη – 1, Ερµμήής, 1978, κεφ. 111, σελ. 218-‐‑222)
Εξ όόσων ηυτύύχησα ήή εδυστήήχησα να γνωρίίσω είίµμαι, πιστεύύω, ο µμόόνος άάνθρωπος
όόστις, αν τον ωνόόµμαζον ζώώον, δεν θα εθεώώρει τούύτο ως προσβολήήν. ΌΌσον
συναναστρέέφοµμαι τα ζώώα, τόόσον µμάάλλον πείίθοµμαι, όότι δεν υπάάρχει µμεταξύύ
αυτώών και των ανθρώώπων καµμµμίία διαφοράά, ως ηθέέλησαν παραδοξολόόγοι τινέές
να ισχυρισθώώσιν, αλλάά µμόόνον όότι τα πράάγµματα κατάά τα οποίία διαφέέροµμεν απόό
τα ζώώα, δεν αποδεικνύύουν όόλα την ανθρωπίίνην υπεροχήήν.
Το κυρίίως διακρίίνον αυτάά απόό ηµμάάς είίναι όότι παρέέλαβον απόό τους
ανθρώώπους όόσα έέχουσιν ούύτοι καλάά, και απέέφυγαν να µμιµμηθώώσιν τα άάχρηστα, α
επιβλαβήή και τα γελοίία. Ουδέέποτε έέγινε λόόγος µμεταξύύ αυτώών περίί επισκέέψεων
του νέέου έέτους, ούύτε περίί καπνίίσµματος, ούύτε περίί φόόρου επίί του καπνούύ ήή
οιουδήήποτε άάλλου·∙ δεν χαρτοπαικτούύσι, δεν πίίνουσι παράά νερόόν ήή γάάλα όόταν
είίναι µμικράά·∙ δεν συντηρούύν στρατούύς, αγνοούύν τι θα είίπη πατρίίς και ιδιοκτησίία,
και εκ τούύτου ούύτε δίίκας εγείίρουσιν ούύτε κινούύσιν πολέέµμους, αλλάά µμόόνον
µμονοµμαχίίας περίί πραγµμάάτων τα οποίία ενδιαφέέρουσιν αυτάά αµμέέσως και
προσωπικώώς, περίί της νοµμήής λ.χ. πολυχλόόου τινόός λειµμώώνος ήή της ευνοίίας
ωραίίας τινόός οµμοφύύλου των, γάάτας, σκύύλας, λεαίίνης, φοράάδας ήή ελαφίίνας Και
αυτούύς, τους οικογενειακούύς δεµμσούύς περιώώρισαν εις µμόόνους τους αναγκαίίους
και τους µμη οχληρούύς. ΈΈχουσι µμεν πατέέρα και µμητέέρα, ούύτε θείίους όόµμως ούύτε
εξαδέέλφους ούύτε πάάππους ούύτε εγγόόνους, και το κυριώώτερον ούύτε πενθερούύς
ούύτε πενθεράάς.
19
Ζώώντα κατάά το ευαγγελικόό παράάγγελµμα µμε όό,τι στείίλη εις αυτάά η πρόόνοια
του Θεούύ, δεν υπόόκεινται εις την υποχρέέωσιν να συντάάξωσιν διαθήήκην και
αγνοούύσιν όότι υπάάρχουσιν εις τον κόόσµμον συµμβολαιογράάφοι, όόπως και δήήµμιοι,
δικαστήήρια, ιατροίί, ειρκταίί, στρατώώνες, νοσοκοµμείία, πτωχοκοµμείία και
οικονοµμικάά µμαγερείία. Ταύύτα λέέγων ουδόόλως εννοώώ ν’ αµμφισβητήήσω των
πραγµμάάτων τούύτων την χρησιµμόότητα και την ανάάγκην, αλλάά να είίπω όότι
δύύσκολον είίναι να µμακαρίίσωµμεν τον άάνθρωπον δι’ όόσα κατέέστησεν αναγκαίία η
κακήή ποιόότης του σώώµματος και της ψυχήής του, ήή να θεωρήήσωµμεν ως µμικρόόν
πλεονέέκτηµμα των ζώώων το να δύύνανται να τρώώγουν χωρίίς µμαγείίρους, να
ενδύύωνται χωρίίς ράάπτας, να νυµμφεύύωνται χωρίίς παπάάν, να γεννώώνται άάνευ της
βοηθείίας µμαµμµμήής και ν’ αποθνήήσκουν άάνευ της συµμπράάξεως του ιατρούύ ήή του
δηµμίίου.
Τα ανωτέέρω αρκούύσι, πιστεύύοµμεν ν’ αποδείίξωσι πόόσον απατώώνται οι
θεωρούύντες άάλογα τα ζώώα…
Πειρασµμόός αναδροµμήής
(ΆΆγγελος Τερζάάκης, εφηµμ. Το Βήήµμα, 10-‐‑2-‐‑1965, απόό Ψαράάκης, Τάάκης, Ανθολόόγιο
της Αθήήνας. Νοσταλγίίες. Ενθυµμήήσεις. Μαρτυρίίες. Βιβλίίο τρίίτο, Νέέα Σύύνορα
Α.Α. Λιβάάνη)
…Τη γνώώρισα την εποχήή που ήήταν αξιαγάάπητη. ΌΌχι αξιαγάάπητη επειδήή µμου
φάάνταζε µμέέσ’ απόό την αχλύύ της µμυθικήής µμου ηλικίίας, ήή επειδήή µμε την απόόσταση
µμέέσα στο χρόόνο εξιδανικεύύτηκε, δουλεύύτηκε απόό τη µμαγείία της µμνήήµμης. Αν όόλα
τα καταγράάψουµμε στην ιδιοτέέλεια και στη φρεναπάάτη, τόότε δεν θα αποµμείίνει
κανέένα σηµμείίο αναγνωρίίσεως µμέέσα στη ζωήή, όόλα θα γίίνουν ανυπόόστατα,
χλευαστικάά ίίσκιοι των ίίσκιων. Η Αθήήνα γνώώρισε πραγµματικάά µμιαν ευτυχισµμέένη
ώώρα, όόπως τη γνωρίίζουν τα νεαράά πλάάσµματα στην αυγήή τους. Μια ώώρα όόπου είίχε
ταυτόότητα, ίίσως επειδήή δεν είίχε ακόόµμα στόόµμφο και πολυπραγµμοσύύνη.
ΉΉταν µμια σεµμνήή επαρχιακήή πολιτείία, λιγάάκι ξαφνιασµμέένη ακόόµμα που την
είίχανε βάάλει να παίίξει την πρωτεύύουσα. Απόό το ξάάφνιασµμα αυτόό, απόό το
ανέέτοιµμο, αναδινόόταν δεν ξέέρω ποια χάάρη κοπελίίτσας που στολίίζεται για τον
πρώώτο της χορόό. Αυτάά συνέέβαιναν εκείί την εποµμέένη των βαλκανικώών πολέέµμων.
ΌΌλα δεν ήήταν ωραίία στην Αθήήνα µμας, κάάθε άάλλο! Οι δρόόµμοι, µμόόλις φυσούύσε µμια
στάάλα, πνίίγονταν στη σκόόνη. Τα καλοκαίίρια η λειψυδρίία έέδινε κι έέπαιρνε, το
αιγινήήτικο κανάάτι στο παράάθυρο γινόόταν πολυτιµμόότερο απόό µμπριλλάάντι. Τα
τραµμ βροντούύσαν τα κουδούύνια τους λυσσασµμέένα και οι «ρεµμούύλκες»
ξεκούύφαιναν το σύύµμπαν µμε τις τραµμπαλιστέές τζαµμαρίίες τους. Το σκοτάάδι έέξω
απόό τους πολύύ κεντρικούύς δρόόµμους θύύµμιζε µμυστηριώώδεις σκηνέές απόό καταχθόόνια
µμυθιστορήήµματα του Πονσόόν ντυ Τεράάιγ. Δύύο βήήµματα έέκανες, στο τρίίτο έέπεφτες
σε λάάκκο. Και τα σπίίτια, αν είίχαν στις προσόόψεις τους ρυθµμόό κι αρχοντιάά, δεν
είίχαν όόµμως πολυτελήή µμπάάνια. Εκείίνο που µμετρίίαζε όόλα τα ελαττώώµματα ήήταν
πως δεν ξέέραµμε καλύύτερη ζωήή. Αν το καλοσκεφτούύν αυτόό οι σηµμερινοίί νέέοι, θα
ιδούύν πως το ίίδιο ακριβώώς κάάνει και τη σύύγχρονη ζωήή ελκυστικήή: Αν ξέέραµμε όό,τι
θα υπάάρχει ύύστερα απόό πενήήντα χρόόνια, θα µμας έέλειπε τόόσο που θα µμας γινόόταν
αφόόρητο να ζούύµμε δίίχως αυτόό.
20
Αλλάά είίχαµμε τόότε σ’ αντιστάάθµμισµμα κάάποια πράάγµματα που δεν πρόόκειται
να τα ξαναδείί το ανθρώώπινο γέένος: την ησυχίία της νύύχτας πρώώτα πρώώτα, την
ιερήή αυτήή ανάάπαυλα στον κάάµματο και στον αγώώνα, έένα απόό τα πολυτιµμόότερα
αγαθάά της ζωήής. Αν σε ξυπνούύσε κάάτι, θα ήήταν µμια καντάάδα, κι αυτήή όόχι
κακόόφωνη, γιατίί η κακοφωνίία έέβρισκε άάµμεσες κυρώώσεις, απόό τα παράάθυρα σε
είίδος. Με τα χαράάµματα άάκουγες κελαϊδισµμούύς, γιατίί δεν υπήήρχε γειτονιάά χωρίίς
κηπάάκους, δεντράάκια. Ακολουθούύσαν οι διαλαλητάάδες κι αυτοίί µμελωδικοίί,
ρυθµμισµμέένοι καθώώς τα όόργανα που µμπαίίνουν διαδοχικάά σε µμια καλάά
ενορχηστρωµμέένη σελίίδα µμουσικήής. Στους δρόόµμους περπατώώντας, και στους πιο
κεντρικούύς, είίχες οντόότητα, κι ας µμην είίχες όόνοµμα. Δεν ήήσουν ζωντανόό σε κοπάάδι
που του σφυράάνε για να το µμαντρίίσουν πίίσω απόό αλυσίίδες. Στον άάνθρωπο,
καθώώς σε όόλα τα έέµμψυχα κι άάψυχα του κόόσµμου τούύτου δίίνει σηµμασίία και
υπόόστασης το µμέέτρο, η αυτοτέέλεια, το αντίίθετο του πολτούύ. Πέέντε άάνθρωποι σε
έένα δρόόµμο είίναι πέέντε ψυχέές και πέέντε ζωέές. Πενήήντα χιλιάάδες είίναι αριθµμόός,
χύύµμα κρέέας µμε το ζύύγι. Και τι να πει κανέένας όόταν το υλικόό αυτόό το βλέέπει να
κυνηγιέέται παλαβωµμέένο απόό τη µμηχανήή, που απέέκτησε ξαφνικάά ζωήή
ανεξάάρτητη και θέέλει να σκοτώώσει τον εφευρέέτη της; Στο θέέατρο ξέέρουµμε
καταστάάσεις «δραµματικέές» και καταστάάσεις «κωµμικέές», γελοίίες όόµμως
καταστάάσεις δεν δεχόόµμαστε, γιατίί το γελοίίο είίναι αυτόόχρηµμα άάρνηση της
Τέέχνης. ΉΉταν γραµμµμέένο η ζωήή να δεχτείί το γελοίίο σαν αντιπροσωπευτικήή της
κατάάσταση. Και απορούύν ύύστερα που η Τέέχνη, για να ευθυγραµμµμιστείί µμε τη ζωήή,
επινόόησε το «παράάλογο», που είίναι η γελοίία κατάάσταση συνειδητοποιηµμέένη απόό
το νου του ανθρώώπου. Παράάλογο σηµμαίίνει αυτοτιµμωρούύµμενος χωρίίς
σκοπιµμόότητα κι ελπίίδα λυτρωµμούύ.
Να προσθέέσω τι ακόόµμα για την αντίίθεση; Τις πολυκατοικίίες, τα
προπλάάσµματα αυτάά των στρατώώνων του µμέέλλοντος; ΌΌ,τι προσφέέρουν σε άάνεση
το αφαιρούύν σε ανθρωπιάά, αρχίίζοντας απόό το κυριόότερο: την ησυχίία της φωλιάάς,
δικαίίωµμα και του κατώώτερου ακόόµμα ζώώου. Στην Αθήήνα ειδικάά χτίίστηκαν οι
πολυκατοικίίες απάάνω στα παλιάά αχνάάρια των δρόόµμων, τους στέένεψαν, τους
έέκαναν ασφυκτικούύς, να µμην µμπαίίνει µμέέσα ούύτε φως ούύτε αέέρας. Η πρωτεύύουσα
µμε το υγιεινόότερο κλίίµμα του κόόσµμου έέγινε αυτήή όόπου τα καυσαέέρια λιµμνάάζουν,
όόπου δεν υπάάρχει πια ούύτε µμια ανάάσα µμε οξυγόόνο. ΌΌσο οι πεζοίί πληθαίίνουν,
τόόσο τα πεζοδρόόµμια κόόβονται. Ω ναι! Θα ήήθελα σ’ αυτόό και µμόόνο το σύύµμπτωµμα
να σταµματήήσω: συνοψίίζει παραστατικάά, σε µμιαν εικόόνα, όόλη την εξέέλιξη: Τον
καιρόό που η Αθήήνα είίχε εκατόόν πενήήντα χιλιάάδες κατοίίκους, τα πεζοδρόόµμια της
µμεγαλύύτερης αρτηρίίας της, της οδούύ Πατησίίων, ήήταν απέέραντα σε πλάάτος, για
να υποδέέχονται µμε όόλα τα περιθώώρια του σεβασµμούύ τον άάνθρωπο. Τώώρα που οι
κάάτοικοι έέφτασαν τα δύύο εκατοµμµμύύρια, τα πεζοδρόόµμια περιορίίζονται στο έένα
πέέµμπτο των παλαιώών. Ο άάλλος χώώρος προσφέέρεται –στον άάνθρωπο και πάάλι θα
µμου πούύµμε. Λάάθος! Προσφέέρεται στη µμηχανήή. Ο άάνθρωπος συν µμηχανήή
υπολογίίζεται, µμόόνος όόχι. ΆΆρα σε τελευταίία ανάάλυση, η µμηχανήή είίναι που δίίνει
αξίία στον άάνθρωπο…
Είίµμαστε όό,τι... οι δρόόµμοι µμας
(Τασούύλα Καραϊσκάάκη, εφηµμ. Καθηµμερινήή, Μόόνιµμες στήήλες, 12-‐‑ 5-‐‑2006)
21
Κάάθε αθηναϊκήή µμέέρα γεννιέέται µμέέσα στην παράάνοια της τυφλήής βιασύύνης και το
κυκλοφοριακόό χάάος και σβήήνει µμέέσα στο ρυπαρόό «κορεσµμόό» των δηµμόόσιων
χώώρων και το αδιέέξοδο της στάάθµμευσης. Ωστόόσο, αν και πάάσχοντες, δεν
αντιδρούύµμε, δεν απαιτούύµμε µμια θεραπείία απόό τα επακόόλουθα της «ασθέένειας»
που κατατρώώει τις ώώρες µμας. Δεν θέέλουµμε µμε κανέένα τρόόπο να εγκαταλείίψουµμε
την ακριβοπληρωµμέένη βολήή µμας. Εγωιστικάά και κοντόόθωρα βάάζουµμε
καθηµμερινάά το λιθαράάκι του παραλογισµμούύ, της αυθαιρεσίίας, της διάάλυσης στην
κοινήή µμας ζωήή, ακυρώώνοντας κάάθε προσπάάθεια για ανθρώώπινη επιβίίωση.
Και η τραγωδίία στους δρόόµμους συνεχίίζεται. Ως πεζοίί δίίνουµμε τη µμάάχη του
ασφαλούύς βαδίίσµματος, παλινδροµμώώντας απόό το οδόόστρωµμα στα στενάά
κακοφτιαγµμέένα πεζοδρόόµμια, ανάάµμεσα σε παρκαρισµμέένα αυτοκίίνητα και
δίίκυκλα, τραπεζοκαθίίσµματα, ξεχασµμέένα µμπάάζα, σκουπίίδια, λακκούύβες. Ως
εποχούύµμενοι µμπουσουλάάµμε αργάά ανάάµμεσα σε διπλο– και τριπλο–παρκαρισµμέένα
αυτοκίίνητα, αιφνιδιαζόόµμαστε απόό απρόόσµμενες αντικανονικέές στάάσεις
µμπροστινώών οχηµμάάτων, µμέένουµμε για ώώρα (σχεδόόν αδιαµμαρτύύρητα) πίίσω απόό
σταµματηµμέένα φορτηγάά που ξεφορτώώνουν εµμπορεύύµματα εκτόός ωραρίίου
τροφοδοσίίας καταστηµμάάτων (προβλήήµματα δηµμιουργούύνται ακόόµμη κι όόταν
τηρείίται το ωράάριο). Μέέχρι 8% παραπάάνω επιβάάρυνση στην κυκλοφορίία
προκαλούύν τα φορτηγάά που τροφοδοτούύν τα µμαγαζιάά σε ώώρες αιχµμήής,
δηµμιουργώώντας τριτοκοσµμικέές καταστάάσεις στην πόόλη. Τι θα έέπρεπε να γίίνει; Η
τροφοδοσίία να πραγµματοποιείίται κατάά τη διάάρκεια της νύύχτας, σε ειδικέές ζώώνες
εισόόδου και στάάθµμευσης, όόπως γίίνεται σε όόλες τις πολιτισµμέένες χώώρες του
κόόσµμου κι όόπως γινόόταν κατάά τον ολυµμπιακόό Αύύγουστο του 2004. Αλλάά
προβάάλλεται πάάντα το πρόόσχηµμα του ελλιπούύς κράάτους – δεν µμπορείί να υπάάρξει
επαρκήής έέλεγχος (λογιστικόός, φορολογικόός) στις συναλλαγέές αυτούύ του τύύπου
µμεταµμεσονύύχτια.
Καταστάάσεις που επιβεβαιώώνουν όότι είίναι... προνόόµμιο να ζεις σ’ αυτόόν τον τόόπο,
όόπου οι ίίδιες οι Αρχέές µμεροληπτούύν·∙ χαρίίζεται ο αστυνόόµμος, ρουσφετολογείί ο
δήήµμαρχος, δηµμηγορείί ο πολιτευτήής… Στο 55% των δρόόµμων της Αθήήνας η
κυκλοφορίία των οχηµμάάτων γίίνεται µμόόνο σε µμίία λωρίίδα λόόγω παράάνοµμης
στάάθµμευσης. Στο λεκανοπέέδιο πραγµματοποιούύνται 1,6 σταθµμεύύσεις
αυτοκινήήτων, απόό τις οποίίες το 80% στους δρόόµμους (παράάνοµμα, κυρίίως). Για τα
2,5 εκατ. Ι.Χ. του λεκανοπεδίίου διατίίθενται µμόόνο 265.000 θέέσεις πάάρκινγκ σε
δηµμόόσιους ήή ιδιωτικούύς χώώρους. Σε οργανωµμέένα πάάρκινγκ καταφεύύγει µμόόνο το
2% των οδηγώών.
22
Είίναι ν’ αναρωτιέέται κανείίς γιατίί η Πολιτείία καθυστερείί τόόσο πολύύ να
κατασκευάάσει νέέα πάάρκινγκ και σταθµμούύς µμετεπιβίίβασης, γιατίί δεν ενθαρρύύνει
τους ιδιώώτες που ενδιαφέέρονται να δηµμιουργήήσουν ιδιωτικούύς σταθµμούύς
αυτοκινήήτων. Γιατίί δεν βρίίσκει λύύσεις για τις πυκνοδοµμηµμέένες περιοχέές όόπου η
ζήήτηση καλπάάζει και οι πολίίτες δεν έέχουν άάλλες επιλογέές.
23
Κουµμαριανούύ, Αικατερίίνη, Αθήήνα. Η πόόλη – Οι άάνθρωποι. Αφηγήήσεις και
Μαρτυρίίες, 12ος – 19ος αιώώνας. Σειράά: Ελληνίίδες πόόλεις, εκδόόσεις Ποταµμόός, 2005.
Λουπασάάκης, Αλέέξανδρος, Γέέλιο. Η καλύύτερη θεραπείία, 4η έέκδοση, Κέέδρος, 2002.
Henri Bergson, Το γέέλιο. Δοκίίµμιο για τη σηµμασίία του κωµμικούύ, Εξάάντας-‐‑Νήήµματα
Νέέα Εστίία, Αφιέέρωµμα στον Εµμµμανουήήλ Ροϊδη, τχ.1772, Νοέέµμβριος 2004
Νεοέέλληνες Κλασικοίί – Οδηγίίες χρήήσης, Ο Δηµμήήτρης Καλοκύύρης διαβάάζει
Εµμµμανουήήλ Ροϊδη, Ελληνικάά Γράάµμµματα, 2005.
Παπακώώστας, Γιάάννης, Φιλολογικάά σαλόόνια και καφενείία της Αθήήνας, 2η έέκδ
αναθεωρηµμέένη, Βιβλιοπωλείίον της Εστίίας Ι.Δ. Κολλάάρου & Σίίας Α.Ε., Αθήήνα
1991.
Πολίίτης Αλέέξης, Ροµμαντικάά χρόόνια. Ιδεολογίίες και Νοοτροπίίες στην Ελλάάδα του
1830-‐‑1880, 3η έέκδοση, Θεωρίία και Μελέέτες Ιστορίίας 14, Ε.Μ.Ν.Ε – Μνήήµμων 2003.
Ροϊδης, Εµμµμανουήήλ, ΆΆπαντα, τόόµμ.1-‐‑5, Φιλολογικήή επιµμέέλεια ΆΆλκης Αγγέέλου,
Φιλολογικήή Βιβλιοθήήκη -‐‑1, Εκδοτικήή Ερµμήής Ε.Π.Ε., Αθήήνα 1978.
Ροϊδης, Εµμµμανουήήλ, Σκαλαθύύρµματα, επιµμ. ΆΆλκης Αγγέέλου, Νέέα Ελληνικήή
Βιβλιοθήήκη, Εστίία, 1999.
Ροϊδης, Εµμµμανουήήλ, Αθησαύύριστα κείίµμενα 1882-‐‑1885, επιµμ. Παν. Μουλλάάς, ΜΙΕΤ,
Αθήήνα 2005.
Ροϊδης, Εµμµμανουήήλ, επιµμ. Κλέέωνος Παράάχου, Βασικήή Βιβλιοθήήκη 20, Αθήήναι
(copyright «Ι. Ζαχαρόόπουλος», εκδόόσεις Ε.& Μ. Ζαχαρόόπουλου Ε.Π.Ε. , Αθήήνα)
Τραυλόός, Ι., Πολεοδοµμικήή εξέέλιξις των Αθηνώών, Β΄ έέκδοση, Εκδόόσεις Καπόόν,
Αθήήνα 1993.
Ψαράάκης, Τάάκης, Ανθολόόγιο της Αθήήνας. Νοσταλγίίες. Ενθυµμήήσεις. Μαρτυρίίες.
Βιβλίίο τρίίτο, Νέέα Σύύνορα Α.Α. Λιβάάνη.
24