Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 24

ΊΊνα  

Αναγνωστοπούύλου,  Φιλόόλογος    αποσπασµμέένη  στο  Π.Ι.  


 
ΚΕΙΜΕΝΑ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ  
 Γ΄  ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  
 
Εµμµμανουήήλ  Ροϊδης:  «Tα  υαλοπωλείία»  
 
Παράά   το   γεγονόός   όότι   το   έέργο   του   δεν   αναγνωρίίστηκε   απόό   τους  
συγχρόόνους   του   ως   δείίγµμα     µμοναδικούύ   και   πρωτοποριακούύ   ύύφους   όόπως   θα   του  
άάρµμοζε,   σήήµμερα   ο   Ροΐδης   συγκαταλέέγεται   στους   µμεγάάλους   κλασικούύς   των  
νεοελληνικώών   γραµμµμάάτων.   Υπήήρξε   δηµμιουργόός   ευαίίσθητος   και   οξυδερκήής   και  
συνέέβαλε  στη  διάάπλαση  µμιας  νέέας  αισθητικήής  συνείίδησης  σε  µμια  εποχήή  κατάά  την  
οποίία   η   λογοτεχνίία   στον   ελληνικόό   χώώρο   αναζητούύσε   την   ταυτόότητάά   της.  
Δηµμιουργόός  µμοναδικούύ  ύύφους,  καλλιέέργησε  το  χιούύµμορ,  την  κοµμψήή  σάάτιρα  και  το  
αντισυµμβατικόό   πνεύύµμα,   χαρακτηριστικάά   που   του   έέδωσαν   ξεχωριστήή   θέέση   στο  
στερέέωµμα  της  νεοελληνικήής  πεζογραφίίας.    
ΈΈγινε  διάάσηµμος  σε  ηλικίία  30  ετώών  µμε  την  Πάάπισσα  Ιωάάννα.  Μετέέφρασε  µμεγάάλους  
συγγραφείίς   της   ευρωπαϊκήής   γραµμµματείίας.   Διακρίίθηκε   στην   πολιτικήή  
αρθρογραφίία   και   ασχολήήθηκε   συστηµματικάά   µμε   τα   κοινωνικάά   προβλήήµματα   της  
Ελλάάδας.  Χαρακτηριστικάά  του:  η  ευρωπαϊκήή  συνείίδηση  (πάάντα  τον  απασχολούύσε  
η   πολιτισµμικήή   αναντιστοιχίία   της   ελληνικήής   προς   τις   ευρωπαϊκέές   κοινωνίίες),   η    
γαλλικήή   παιδείία,   η   «καταλυτικήή»   σάάτιρα     -­‐‑η   σάάτιρα   είίναι   η   δεύύτερη   ανάάσα   για  
τον   Ροϊδη   (Παράάσχος,   19),   το   πολιτικόό   πάάθος,   ο   αντικληρισµμόός,   ο  
αντικοµμφορµμισµμόός.   Υπονόόµμευσε   το   ροµμαντισµμόό   και   την   ηθογραφίία   και  
βρίίσκεται  ανάάµμεσα  σε  δηµμοσιογραφίία  και  στο  λογοτεχνικόό  ύύφος,  ανάάµμεσα  στον  
κριτικόό   στοχασµμόό   και   στην   αφήήγηση,   ανάάµμεσα   στον   εγκυκλοπαιδισµμόό   και   στην  
επιστήήµμη,   ανάάµμεσα   στο   Διαφωτισµμόό   και   στον   κλασικισµμόό.   Κοσµμικόός   και  
κοσµμικογράάφος  αλλάά  και  µμοναχικόός  τεχνίίτης  του  λόόγου  (  Μουλλάάς,  37).  
Σύύµμφωνα  µμε  τους  σύύγχρονους  µμελετητέές  το  έέργο  του,  πρόότυπο  σατιρικούύ  ύύφους  
και   ειρωνικήής-­‐‑χιουµμοριστικήής   γραφήής,   θα   µμπορούύσε   να   διδάάσκεται   και   να  
αποτελείί   τρόόπον   τινάά   «οδηγόό»   για   όόσους   ο   δηµμόόσιος   βίίος   και   η   κριτικήή  
αποτίίµμηση   πλευρώών   του   πολιτισµμούύ   µμας   συνιστούύν   το   χώώρο   των  
δραστηριοτήήτων  τους.  
 
Ø Η  επιλογήή  του  κειµμέένου  
Απόό  τα  ΚΝΛ  Γ΄Γυµμνασίίου  εξετάάζουµμε  το  κείίµμενο  του  Εµμµμ.  Ροϊδη  Τα  υαλοπωλείία.    
Οι  µμαθητέές  πιθανόόν  να  έέχουν  γνωρίίσει  τη  γραφήή  του  Ροϊδη  ήήδη  απόό  τα  ΚΝΛ  Α΄  
Γυµμνασίίου,  όόπου  περιλαµμβάάνεται  το  κείίµμενο  Η  εορτήή  του  πατρόός  µμου.  Στα  ΚΝΛ  
Α΄Ενιαίίου   Λυκείίου   περιλαµμβάάνονται   αποσπάάσµματα   απόό   τους   Αθηναϊκούύς  
περιπάάτους  (1896),  καθώώς  και  το  σατιρικόό  χρονογράάφηµμα  Μονόόλογος  Ευαισθήήτου  
(1896).      
Οι  λόόγοι  που  µμε  ώώθησαν  να  ασχοληθώώ  µμε  την  παρουσίίαση  του  εν  λόόγω  κειµμέένου  
είίναι  Ι)  η  πρόόσφατη  «επικαιροποίίηση»  του  Ρ.,  το  2004  (έέτος  Ροΐδη),  έέτος  κατάά  το  
οποίίο  συµμπληρώώθηκαν  100  χρόόνια  απόό  το  θάάνατόό  του,  και  το  οποίίο  συνέέπεσε  µμε  
τη  διεξαγωγήή  των  Ολυµμπιακώών  Αγώώνων  στην  Αθήήνα·∙  ας  θυµμηθούύµμε  όότι  το  1896,  

1
που   αναβίίωσαν   οι   Ολυµμπιακοίί   Αγώώνες   στην   Ελλάάδα,   ο   Ροΐδης,   ως   πολίίτης   της  
Αθήήνας,  όόχι  µμόόνο  έέζησε  αλλάά  και  µμε  τη  σκωπτικήή  πέένα  του  σχολίίασε  πτυχέές  της  
καθηµμερινήής  ζωήής  των  Αθηναίίων.  Ο  θεµμελιωτήής  της  νεοελληνικήής  κριτικήής  µμας  
άάφησε  και  κείίµμενα  που  αφορούύν  την  Αθήήνα  στην  εκπνοήή  του  19ου  αι.,  όόπως  αυτόό  
που   εξετάάζουµμε,   και   τα   οποίία   άάντεξαν   στο   χρόόνο   όόχι   µμόόνο   λόόγω   της  
µμοναδικόότητας   του   ύύφους   τους     αλλάά   και   λόόγω   του   «επίίκαιρου»   της  
θεµματολογίίας  τους.    
ΙΙ)   Η   πρόόθεση   να   γνωρίίσουµμε   στους   µμαθητέές   κυρίίως   τη   µμοναδικόότητα   του  
«ροΐδειου»  ύύφους.  Τυχόόν  αµμφιβολίίες  µμας  σχετικάά  µμε  τη  δυνατόότητα  κατανόόησης  
της  γλώώσσας  του  κειµμέένου  απόό  µμέέρους  των  µμαθητώών  αίίρονται  α)  απόό  το  γεγονόός  
όότι  η  γλώώσσα  του  κειµμέένου  είίναι  µμια  απλήή  καλοδουλεµμέένη  καθαρεύύουσα  και  β)  
απόό   το   όότι   η   ιστορικήή   προσέέγγιση   της   νεοελληνικήής   λογοτεχνίίας   στην   Γ΄  
Γυµμνασίίου   δεν   αφήήνει   περιθώώρια   ευελιξίίας,   που   σηµμαίίνει   όότι   οι   µμαθητέές  
διδάάσκονται   υποχρεωτικάά   –σύύµμφωνα   µμε   το   αναλυτικόό   πρόόγραµμµμα-­‐‑   κείίµμενα  
παλαιόότερων  περιόόδων.  ΈΈτσι  η   επαφήή  τους  µμε  παλιόότερες  µμορφέές  της  γλώώσσας  
είίναι  εύύλογη  και  οπωσδήήποτε  αναγκαίία  για  τη  διαµμόόρφωση  άάποψης  σχετικάά  µμε  
το  ύύφος  κάάποιων  συγγραφέέων,  όόπως  του  Εµμµμ.  Ροΐδη  στην  περίίπτωσήή  µμας.    
Είίναι  αλήήθεια  όότι  µμπορείί  κανείίς  να  βρει  πάάρα  πολλάά  κείίµμενα  για  την  Αθήήνα  της  
εποχήής   εκείίνης   (βλ.   Αικ.   Κουµμαριανούύ,   Ψαράάκης,   Τραυλόός…   ).   Ωστόόσο,   κανέένα  
δεν  έέχει  το  ύύφος,  την  κριτικήή  µματιάά,  το  χιούύµμορ  και  τη  φρεσκάάδα  του  Ροΐδη.  ΈΈνας  
λόόγος   που   µμας   κάάνει   να   αδιαφορούύµμε   για   την   καθαρεύύουσάά   του,   ως  
«αναχαιτιστικόό»   στοιχείίο   για   τη   διδασκαλίία   του   κειµμέένου,   είίναι   ακριβώώς   το  
βαρύύνον   χιουµμοριστικόό   στοιχείίο   που   υπερισχύύει   κατάά   την   ανάάγνωση.   Η  
καθαρεύύουσα   γλώώσσα   του   Ροΐδη   µμάάς   βάάζει   αυτόόµματα   στην   εποχήή   που  
εκτυλίίσσονται  όόσα  µμας  λέέει  ο  αφηγητήής,  στο  τέέλος  του  19ου  αι.  Επιπλέέον,  για  το  
σηµμερινόό   αναγνώώστη   –   που   έέχει   αποµμακρυνθείί   χρονικάά   και   ουσιαστικάά   απόό   τις  
γλωσσικέές   διαµμάάχες   καθαρεύύουσας/δηµμοτικήής-­‐‑   η   καθαρεύύουσα     λειτουργείί  
ακόόµμα   πιο   «απολαυστικάά»   απ’   όό,τι   πιθανόόν   θα   λειτουργούύσε   για   τους  
συγχρόόνους  του  Ροΐδη.    
 
Ø Οι   στόόχοι   της   διδασκαλίίας   του   συγκεκριµμέένου  
κειµμέένου      
• Να   γνωρίίσουν   οι   µμαθητέές   τη   γραφήή   του   Ροΐδη   και   ειδικόότερα   τα   τρίία  
βασικάά  χαρακτηριστικάά  της,  το  χιούύµμορ,  την  ειρωνείία  και  τη  σάάτιρα.    
• Να   γνωρίίσουν   κάάποιες   όόψεις   της   παλιάάς   Αθήήνας   και   µμε   αφορµμήή   το  
κείίµμενο   να   κάάνουν   διαπιστώώσεις   σχετικάά   µμε   την   «εξέέλιξη»   της   πόόλης,  
συγκρίίνοντας   την   εικόόνα   της   Αθήήνας   του   τέέλους   του   19ου   αι.   µμε   τη  
σηµμερινήή.   Να   προσπαθήήσουν   να   γίίνουν   «αναγνώώστες»   της   πόόλης   τους  
όόπως  ήήταν  ο  ίίδιος  ο  Ροΐδης,  κατάά  τον  Δ.  Δηµμηρούύλη.    
• Να   αντιληφθούύν   την   αξίία   της   κριτικήής   µματιάάς   και   να   µμάάθουν   να   την  
καλλιεργούύν.   Η   κριτικήή   µματιάά   δεν   είίναι   ιδιόότητα   του   έέµμπειρου   και  
διεισδυτικούύ   συγγραφέέα,   και   ειδικόότερα   αυτούύ   που   γράάφει  
χρονογράάφηµμα,  αλλάά  ανάάγκη  για  όόλους  µμας.  
• Να  συνειδητοποιήήσουν  το  ρόόλο  και  την  αξίία  του  χιούύµμορ  και  της  λεπτήής  
ειρωνείίας  στη  ζωήή  µμας.      

2
• Να   προβληµματιστούύν   σχετικάά   µμε   το   «σεβασµμόό»   που   πρέέπει   να   έέχει   ο  
πολίίτης  για  την  πόόλη  του,  καθώώς  και  η  πολιτείία  για  τον  πολίίτη.  
• Να  γνωρίίσουν  το  χρονογράάφηµμα  ως  κειµμενικόό  είίδος.  
• Να  µμάάθουν  τις  απόόψεις  του  Ροΐδη  για  το  γλωσσικόό  ζήήτηµμα.  
Ø Να   προβληµματιστούύν   σχετικάά   µμε   το   αν   εντάάσσεται   ο   Ροΐδης   στο   ρεύύµμα  
του  Ροµμαντισµμούύ.    
 
Ø Η  αφόόρµμηση  
Πιθανάά   ακούύσµματα   των     µμαθητώών   για   την   Πάάπισσα   Ιωάάννα   (1866)   µμπορείί   να  
αποτελέέσουν   αφόόρµμηση   για   τη   διδασκαλίία   tτου   συγκεκριµμέένου   κειµμέένου.  
Μπορούύµμε   να   παραπέέµμψουµμε   τους   µμαθητέές   στο   αντίίστοιχο   κεφάάλαιο   της  
Ιστορίίας   της   Νεοελληνικήής   Λογοτεχνίίας   (βλ.)   και   να   εστιάάσουµμε   στους  
χαρακτηρισµμούύς  «σατιρικόό»  ήή  στη  φράάση  «πρωτοποριακόό  έέργο  που  µμε  το  θέέµμα  του  
σκανδάάλισε   την   κοινωνίία   της   εποχήής   και   προκάάλεσε,   όόπως   ήήταν   φυσικόό,   την  
αντίίδραση»,   ώώστε   οι   µμαθητέές   να   αρχίίσουν   να   αντιλαµμβάάνονται   τη   θέέση   της  
σάάτιρας   στο   έέργο   του   Ροΐδη.   Μπορούύν   επίίσης   οι   µμαθητέές   να   αξιοποιήήσουν   τους  
συγκριτικούύς   πίίνακες   της   ΙΝΛ   (βλ.),   ώώστε   να   µμπορέέσουν   να   κατατάάξουν  
χρονολογικάά   το   έέργο   του   Ροΐδη   σε   σχέέση   µμε   άάλλα   και   να   το   αξιολογήήσουν   σε  
σχέέση  µμε  τα  λογοτεχνικάά  και  τα  ιστορικάά  συµμφραζόόµμενα.      
 
Ø Η  «ανάάγνωση».  Σχόόλια  για  τη  δοµμήή  του  κειµμέένου.        
Το  περιεχόόµμενο  του  κειµμέένου  θα  πρέέπει  να  κατανοηθείί  πλήήρως  απόό  µμέέρους  των  
παιδιώών,   για   να   µμην   υπάάρξουν   κενάά   στη   διδακτικήή   διαδικασίία.   Για   να  
διευκολυνθείί  η  διδακτικήή  πράάξη  και  να  εξοικονοµμηθείί  χρόόνος  καλόό  θα  ήήταν  να  
έέχει  προηγηθείί  η  ανάάγνωση  του  κειµμέένου  απόό  τους  µμαθητέές  στο  σπίίτι.    
Κατάά   την   προσέέγγιση   του   κειµμέένου   µμπορούύν   να   αξιοποιηθούύν   κείίµμενα   απόό   το  
Παράάρτηµμα  –  Παράάλληλα  κείίµμενα.      
 
Η  αφήήγηση  πλέέκεται  σε  3  επίίπεδα:    
Επίίπεδο   1   -­‐‑   παράάγραφοι   1-­‐‑3:   Τα   προβλήήµματα   που   προκαλούύν   οι   σκύύλοι   στους  
καταστηµματάάρχες.   (Επανέέρχεται   στην   παρ.11   κ.ε.   µμε   την   περιγραφήή   του  
περιστατικούύ.)      
Επίίπεδο   2   –   παράάγραφοι   4-­‐‑8:   Τα   προβλήήµματα   που   προκαλούύν   οι  
καταστηµματάάρχες  στους  πεζούύς.  Ο  αφηγητήής,  ως  πεζόός  στο  κέέντρο  της  Αθήήνας,  
τοποθετείίται  στο  πρόόβληµμα.      
Επίίπεδο  3  –  παράάγραφοι  9-­‐‑14:  Το  περιστατικόό:  Τα  προβλήήµματα  που  προκαλούύν  οι  
καταστηµματάάρχες  στους  σκύύλους!  
 
Παρ.  1-­‐‑3  :  Τα  προβλήήµματα  που  προκαλούύν  οι  σκύύλοι  στoυς  καταστηµματάάρχες  :  η  
καταστροφήή  των  εµμπορευµμάάτων    
 Εξειδίίκευση:   µμανάάβικα,   µμπακάάλικα,   κρεοπωλείία,   υαλοπωλείία   (ο   αφηγητήής  
επανέέρχεται  στο  ίίδιο  θέέµμα  στην  παρ.  10)  .    
Παρ.   3   :   Η   παρουσίίαση   του   προβλήήµματος   γίίνεται   ακόόµμα   πιο   ζωντανήή:   οι  
αντιδράάσεις  των  καταστηµματαρχώών.    
Παρ.   4-­‐‑8:   Τα   προβλήήµματα   που   προκαλούύν   οι   καταστηµματάάρχες   στους   πεζούύς.  
(Βλ.   στο   Παράάρτηµμα   παράάλληλα   κείίµμενα   –   Αθηναϊκοίί   περίίπατοι).   Ο   αφηγητήής,  

3
ως   πεζόός   στο   κέέντρο   της   Αθήήνας,   τοποθετείίται   στο   πρόόβληµμα:     Αλλάά   και   τι  
ζητούύσιν  εκείί  τα  εκθέέµματα  εκείίνα;      
Προσωπικέές  εκτιµμήήσεις  του  αφηγητήή  υπάάρχουν  ακόόµμα  στις  εξήής  παραγράάφους  
6:     Αλλάά   το   υπέέρ   παν   άάλλο,   ερεθίίζον   τα   νεύύρα,   είίναι   όόταν,   υπερβάάς   τις   την  
διασταύύρωσιν   των   οδώών   Ερµμούύ   και   Αιόόλου,   πεζοπορήή   δροµμαίίος   πέέραν   της  
µμακαρίίτιδος   «Ωραίίας   Ελλάάδος»,   βιαζόόµμενος   να   φθάάση   τον   σιδηρόόδροµμον    
Πειραιώώς  και  προσκρούύων  ανάά  παν  βήήµμα  εις  εκθέέσεις  υαλοπωλείίων,  .στην  7:  
Μυριάάκις,   αφούύ   εκινδύύνευσα   να   πατήήσω   επίί   στοιβάάδος   πινακίίων,  
κατελήήφθην   υπόό   σφοδρούύ   πόόθου   να   επιπέέσω   ως   βούύβαλος   επίί   των  
πυραµμίίδων  εκείίνων,  να  λακτίίσω  ως  ηµμίίονος  προς  δεξιάάν  και  αριστεράάν,  και  
να   µμεταβάάλω   εις   θρύύµμµματα   την   οχληράάν   και   αυθάάδη   εκείίνην   κατάάληψιν  
του   πεζοδροµμίίου,   υπόό   τον   γλυκύύν   ήήχον   του   συντριβοµμέένου   υαλίίου,   στην   8:    
τα   πεζοδρόόµμια   είίναι   προωρισµμέένα   προς   ελευθέέραν   κυκλοφορίίαν   των  
πεζοδρόόµμων,  στην  9  την  πραγµματοποίίησιν  του  χρυσούύ  µμου  ονείίρου,  και  τέέλος  
στη   14:   Κρίίµμα   τω   όόντι   όότι   αι   γυναίίκες   δεν   είίναι   εύύθραυστοι   όόσον   αι   φιάάλαι.  
Τα   κατ’   εµμέέ,   ανεχώώρησα   ικανοποιηµμέένος,   τρίίβων   τας   χείίρας   µμου   και  
ευχόόµμενος,   εις   όόλας   τας   επίί   των   πεζοδροµμίίων   εκθέέσεις   υαλικώών,   οµμοίίαν  
τύύχην  και  όόµμοιον  σκύύλον.    
Παρ.  5:  Εξειδίίκευση/  Παραδείίγµματα  και  άάλλων  οµμάάδων  πεζώών:    
o  αφηρηµμέένος  ποιητήής  και  τα  «ωάά»,  ο  βιαστικόός  διαβάάτης  και  τα  πορτοκάάλια.      
Παρ.  6:  Συνεχίίζει  να  «εξειδικεύύει»  το  πρόόβληµμα:  τα  υαλοπωλείία  και  οι  εκθέέσεις  
γυαλικώών   (Ο   Ροΐδηςείίναι   δεξιοτέέχνης   στη   δηµμιουργίία   εικόόνων   –   νοµμίίζεις   όότι  
βλέέπεις  µμπροστάά  σου  τα  υαλοπωλείία).  
Παρ   7   :   Εξοµμολογείίται   την   έέντονη   επιθυµμίία   του,   …   το   χρυσόό   του   όόνειρο,   τον  
ακοίίµμητο  πόόθο  του  :  να  πέέσει  σαν  βούύβαλος  πάάνω  στα  γυαλικάά!  
Παρ  8.  Η  θεάά  Αθηνάά  τον  συγκρατείί  κάάθε  φοράά.  
Παρ.  9  -­‐‑14  :  Tο  «περιστατικόό».  
Παρ   11.   Ο   αφηγητήής   συνεχίίζει   την   επιστηµμονικήή   του   «παρωδίία»:   Οι   σκύύλοι   της  
Αθήήνας   δεν   είίναι   πολιτισµμέένοι     ......   (µμε   το   σχόόλιόό   του   για   τη   µμειωµμέένη  
επιδεξιόότητα   των   αθηναϊκώών   σκύύλων   κριτικάάρει   έέµμµμεσα   την   «υστέέρηση»της  
Ελλάάδας   έέναντι   της   Ευρώώπης)   ,   Προβάάλλει   έέντονα   τα   «ανθρώώπινα»  
χαρακτηριστικάά  του  σκύύλου    
Παρ  12:  Η  αναπάάντεχη  εµμφάάνιση  της  γυναίίκας  του  υαλοπώώλη  ως  «µμαινάάδας»  
Παρ   13:   Η   γυναίίκα   φέέρνει   την   καταστροφήή   και   όόχι   ο   σκύύλος.   Ο   σκύύλος   είίναι  
θύύµμα.  Και  πάάλι  η  λεπτοµμερήής  περιγραφήή  φέέρνει  γέέλια  (άάµμορφο  και  ανίίδεο  χάάος  
συντριµμµμάάτων)    
Παρ.   14.   Οι   ξυλοδαρµμοίί     (συχνοίί   όόπως   φαίίνεται   την   εποχήή   εκείίνη)   –   Οι   σχέέσεις  
των  µμελώών  της  οικογέένειας  -­‐‑    Η  άάποψη  του  αφηγητήή  για  τις  γυναίίκες.    
 
Ο   αφηγητήής   χωρίίς   ίίχνος   οίίκτου   αναχωρείί   ικανοποιηµμέένος   απόό   το   «πεδίίο   της  
µμάάχης»   (αφούύ   στα   αθηναϊκάά   πεζοδρόόµμια   διακυβεύύεται   σε   κάάθε   βήήµμα   του   η  
σωµματικήή  του  ακεραιόότητα)  –  Το  όόνειρόό  του  να  επιπέέσει  ως  βούύβαλος  επάάνω  σε  
πυραµμίίδα   υαλικώών   για   να   τη   δει   να   καταρρέέει   και   να   καταλήήγει   σε   σωρόό  
συντριµμµμάάτων   έέγινε   πραγµματικόότητα   και   εύύχεται   στα   υαλοπωλείία   της   Αθήήνας  
την  ίίδια  τύύχη  µμε  το  υαλοπωλείίο  που  µμόόλις  µμας  ανέέφερε.    
 

4
H   κριτικήή,   η   διεισδυτικήή   µματιάά,   το   «έέξυπνο»,   το   ζωντανόό,   το   έέτοιµμο   να  
ανατρέέψει   βλέέµμµμα   του   Ροΐδη,   που   σε   συνδυασµμόό   µμε   την   εκπληκτικάά  
καλοδουλεµμέένη  γλώώσσα  και  τα  µμε  «ευλαβικήή»  προσοχήή  επιλεγµμέένα  εκφραστικάά  
µμέέσα,   µμας   µμεταφέέρει   µμε   την   αφήήγηση   ενόός   περιστατικούύ   στην   Αθήήνα   του   τόότε  
και   µμας   βοηθάά   έέτσι   να   αντιληφθούύµμε   µμεµμιάάς   κάάποια   απόό   τα   καθηµμερινάά  
προβλήήµματα  που  βασάάνιζαν  κατάά  τα  τέέλη  του  19ου  αι.  τους  Αθηναίίους.    
Το   κύύριο   θέέµμα   του   κειµμέένου   είίναι   η   πόόλη   και   το   κύύριο   στοιχείίο   του   ύύφους,   το  
χιούύµμορ,  που  απαιτείί  υψηλόό  βαθµμόό  κριτικήής  ικανόότητας.  Για  την  κατανόόηση  του  
ιδιαίίτερου  ύύφους  του  Ροΐδη  παραβάάλλουµμε  άάλλα  σχετικούύ  περιεχοµμέένου  κείίµμενα  
αλλάά   διαφορετικούύ   ύύφους   (βλ.   Παράάρτηµμα   κείίµμενα   Αγγ.   Τερζάάκη   και   Τ.  
Καραϊσκάάκη).  
Στα   πεζοδρόόµμια   της   Αθήήνας   σκύύλοι,   άάνθρωποι,   εµμπορεύύµματα,   παράάλογες  
επιθυµμίίες,   συνυπάάρχουν   όόλα   και   περιγράάφονται   µμε   τρόόπο   χιουµμοριστικόό.   Οι  
γλωσσικέές  επιλογέές  (η  χρήήση  µμεγαλόόστοµμων  και  εντυπωσιακώών  εκφράάσεων)  και  
τα   εκφραστικάά   µμέέσα   του   Ροΐδη   (προσωποποιήήσεις/   παροµμοιώώσεις   /   µμεταφορέές)  
ενισχύύουν   ακόόµμα   περισσόότερο   την   αστείία   ατµμόόσφαιρα»:   µμεγαλόόπρεπα  
καρπούύζια   /   ροδόόχροα   καρπούύζια     /   ποτιστικήή   µμανίία   /   οι   σκύύλοι   έέχουσι   ευκινησίία  
σχοινοβάάτου,   τα     πεζοδρόόµμια   για   τα   πόόδια   των   ανθρώώπων     όόπως   η   µμύύτη   για   τη  
στήήριξη   των   γυαλιώών,   παρουσιάάζει   τον   εαυτόό   του   σαν   οµμηρικόό   ήήρωα   (βλ.  
Θεµματικάά  κέέντρα  «το  αστείίο  /  το  γέέλιο),  την    παράάνοια  που  επικρατείί:  µμάάταιες  
οι  προσπάάθειες  των  καταστηµματαρχώών  αλλάά  παρ’  όόλα  αυτάά  δεν  αποσύύρουν  απόό  
το   πεζοδρόόµμιο   τα   εµμπορεύύµματάά   τους.   Η   εµμµμονήή   τους   να   καταλαµμβάάνουν   τα  
πεζοδρόόµμια  διαιωνίίζει  το  πρόόβληµμα  για  τους  πεζούύς  αλλάά  και  για  τους  ίίδιους  -­‐‑  οι  
επαναλαµμβανόόµμες   καθηµμερινέές   σκηνέές   κυνηγητούύ   καταντούύν   κωµμικέές   και  
γραφικέές-­‐‑   παρ’   όόλα   αυτάά   οι   καταστηµματάάρχες   παραµμέένουν   αδιόόρθωτοι,   είίναι  
στενοκέέφαλοι.   Ποιος   θα   δώώσει   τη   λύύση;   ΈΈνας   σκύύλος.   ΊΊσως   η   πλήήρης  
καταστροφήή  –ανίίδεον  χάάος  συντιµμµμµμάάτων-­‐‑   να  τους  κάάνει  να  βάάλουν  µμυαλόό.  Εδώώ  
εκφράάζεται   η   γενικόότερη   στάάση   του   Ροΐδη   ευρωπαϊκήή   του   συνείίδηση   δεν  
µμπορούύσε   να   δεχτείί   συµμπεριφορέές   και   χειρισµμούύς   των   συµμπατριωτώών   του,   οι  
οποίίοι   εξαιτίίας   της   στενοκεφαλιάάς   τους   δεν   µμπορούύσαν   να   εξασφαλίίσουν   ούύτε  
καν   τα   αναγκαίία   µμιας   στοιχειωδώώς   πολιτισµμέένης   ζωήής,   όόπως   οι   υγιεινέές  
συνθήήκες  διαβίίωσης.    
Η  καταλυτικήή  έέως  καταστροφικήή  κριτικήή  ήήταν  για  αυτόόν  το  µμόόνο  µμέέσο,  το  µμόόνο  
όόπλο,   µμε   το   οποίίο   θα   µμπορούύσε   ίίσως   να   αφυπνίίσει   τη   συνείίδηση   των  
συµμπολιτώών  του…  Προς  το  τέέλος  της  ζωήής  του,  απογοητευµμέένος  απόό  ανθρώώπους  
που  τον  πρόόδωσαν,  µμιλούύσε  σχεδόόν  µμε  περιφρόόνηση  για  πρόόσωπα  και  πράάγµματα  
(…   όόποιος   πιστεύύει   όότι   µμπορείί   να   διορθώώσει   το   ρωµμέέικο   οµμοιάάζει   σε   γελοιόότητα  
µμε   αυτόόν   που   προσπαθείί   να   τετραγωνίίσει   τον   κύύκλο)   .     Η   κριτικήή   του   παύύει   να  
είίναι  «σωφρονιστικήή»  αλλάά  έέχει  γίίνει  πλέέον  «καταστροφικήή»  (Α.  Αγγέέλου).      
Σατιρίίζει   τη   στενοκεφαλιάά,   την   κακογουστιάά,   την   έέλλειψη   σεβασµμούύ   προς   τους  
άάλλους,   το   χαµμηλόό   επίίπεδο   πολιτισµμούύ,   την   έέλλειψη   στοιχειωδώών   συνθηκώών  
υγιεινήής,   ακόόµμα   τους   αφηρηµμέένους   ποιητέές…   (Εδώώ   φαίίνεται   η   αντίίδρασήή   του  
στον  ροµμαντισµμόό  και  στις  υπερβολέές  του:  σατιρίίζει  την  αφηρηµμάάδα  των  ποιητώών,        
τις  ονειροφαντασίίες  τους,  την  απουσίία  επαφήής  τους  µμε  την  πραγµματικόότητα)  .  
 
 
   

5
Ø Λέέξεις  -­‐‑  κλειδιάά    
• Πεζοδρόόµμια  
• Πεζοίί  
• Καταστηµματάάρχες    
• Αδέέσποτοι  σκύύλοι  
 

Οι πεζοί

Τα
πεζοδρόµια
:
(Το µήλον
της έριδος!)
Οι
καταστηµατ Οι
άρχες αδέσποτοι
σκύλοι

 
Ø Διαθεµματκέές  έέννοιες    -­‐‑  Θεµματικάά  κέέντρα      
Για   την   ερµμηνείία   του   κειµμέένου   ο     διδάάσκων   µμπορείί   να   χρησιµμοποιήήσει   ως   βάάση  
τα   θεµματικάά   κέέντρα   και   τις   διαθεµμαιτκέές   έέννοιες   που   ορίίζονται   στο   βιβλίίο   του  
εκπαιδευτικούύ   και,   εφόόσον   το   επιτρέέπει   το   κείίµμενο,   να   καθορίίσει   και   άάλλα   τα  
οποίία  θα  διαφωτίίσουν  το  περιεχόόµμενο  του  κειµμέένου.    
Το   υλικόό   που   παραθέέτουµμε   στη   συνέέχεια   µμπορείί   να   χρησιµμοποιηθείί   για   την  
ανάάθεση   στους   µμαθητέές   διαθεµματικώών   εργασιώών   µμε   συναφέές   προς   αυτόό  
περιεχόόµμενο.    
 
• Η  Κριτικήή  (Αξιοποίίηση  των  εννοιώών  «άάτοµμο-­‐‑σύύνολο»)  
Ερωτήήσεις  προς  τους  µμαθητέές:Τι  είίναι  η  κριτικήή;    Για  να  ασκήήσει  κάάποιος  κριτικήή  
πώώς   νοµμίίζετε   όότι   αντιµμετωπίίζει   πράάγµματα,   πρόόσωπα   ήή   καταστάάσεις   που   όόλοι  
θεωρούύν  δεδοµμέένα;    

6
Ο  διδάάσκων  µμπορείί  να  αναφερθείί    
ü στην  αξίία  της  παρατηρητικόότητας  ως  προϋπόόθεση  της  κριτικήής.    
ü στην   έέννοια   του   σκεπτικισµμούύ   και   στην   πρακτικήή   της   αµμφισβήήτησης   (Τι  
αµμφισβητείί  ο  αφηγητήής;  Την  κατάάσταση  που  επικρατείί  στους  αθηναϊκούύς  
δρόόµμους)  
Ο   Ροΐδης   δεν   είίναι   άάνθρωπος   της   ακοήής   -­‐‑άάλλωστε   ήήταν   βαρήήκοος-­‐‑   αλλάά   της  
όόρασης   και   µμάάλιστα   της   οξύύτατης   όόρασης,   είίναι   Λυγξ   (ψευδώώνυµμόό   του   στην  
εφηµμ.   Του   Κλεάάνθη   Τριαντάάφυλλου   «Ραµμπαγάάς»)   (Μουλλάάς,   25).   Η  
παρατηρητικόότητάά   του   σε   συνδυασµμόό   µμε   την   κριτικήή   ικανόότητάά   του   -­‐‑είίναι  
γεννηµμέένος   πολεµμιστήής   αναφέέρει   ο   Κλ.   Παράάσχος   (Παράάσχος,   42)-­‐‑   καθορίίζουν  
το   ύύφος   της   λογοτεχνικήής   παραγωγήής   του:   γίίνεται   ο   θεµμελιωτήής   της  
νεοελληνικήής  κριτικήής  (ο  Δροσίίνης  τον  αποκαλούύσε  «αστυνοµμίία  της  σκέέψης»).    
Ο  Ροΐδης  υπήήρξε  κατεξοχήήν  κριτικόός.  Αυτήή  του  η  ιδιόότητα  σχετίίζεται  άάµμεσα  µμε  το  
ειρωνικόό,  σαρκαστικόό,  χιουµμοριστικόό,  σατιρικόό  και  τελικάά  ανατρεπτικόό  ύύφος  του.  
Η  λογικήή  του  σε  συνδυασµμόό  µμε  το  σκώώµμµμα  συνέέτριβε  και  άάφηνε  ερείίπια  χωρίίς  να  
προτείίνει  λύύσεις,  χωρίίς  να  δηµμιουργείί.  Γι’  αυτόό  ο  Ροΐδης  έέχει  χαρακτηριστείί    απόό  
τον   Γρ.   Ξενόόπουλος   ως   καταλυτήής   (βλ.   Ξενόόπουλος,   Το   έέργον   του   Ροΐδου,   31  
Μαρτίίου   1904).   Παντούύ   βρίίσκει   τρωτάά:   στη   λογοτεχνίία   του   καιρούύ   του,   στη  
ζωγραφικήή,   σε   όόλα.   ΌΌµμως   αυτόό   που   του   αναγνωρίίζουν   όόλοι   είίναι   όότι   µμε   τη  
συνέέπειάά  του  έέδωσε  ώώθηση  να  κάάνει  ο  πνευµματικόός  κόόσµμος  έένα  βήήµμα  µμπροστάά.  
Γι΄αυτόό  και  οι  νεόότεροι  τον  αναγνώώρισαν.  
 
• Το  κωµμικόό  στοιχείίο  /  το  αστείίο    /  το  γέέλιο  
Ερώώτηση   προς   τους   µμαθητέές:   Σε   ποια   σηµμείία   κάάνει   ο   Ροΐδης   τον   αναγνώώστη   να  
γελάάσει;   Με   ποιους   τρόόπους   πετυχαίίνει   ο   συγγραφέέας   να   αποδώώσει   το   «κωµμικόό  
στοιχείίο»  στο  κείίµμενο;  Γιατίί  γελάάµμε  διαβάάζοντας  το  κείίµμενόό  του  Ρ.;    
Καθοδηγούύµμε   τα   παιδιάά   στον   εντοπισµμόό   του   «αστείίου»   (κάάνουµμε   αναφορέές   στο  
ίίδιο   το   κείίµμενο).   Αυτόό   που   µμας   ενδιαφέέρει   κατάά   τη   διδασκαλίία   του  
συγκεκριµμέένου   κειµμέένου   είίναι   να   υποψιάάσουµμε   τους   µμαθητέές   πολύύ   γενικάά  
σχετικάά   µμε   την   έέννοια   του   κωµμικούύ   και   του   γέέλιου.   Φυσικάά   είίναι   στην   ευχέέρεια  
του   διδάάσκοντος     να   αναθέέσει   περαιτέέρω   εργασίίες   –   ακόόµμα   και   σχέέδιo   project-­‐‑    
για   το   συγκεκριµμέένο   θέέµμα,   το   οποίίο   θα   µμπορούύσε   να   αποτελέέσει   αντικείίµμενο  
οµμαδοσυνεργατικήής  έέρευνας  απόό  µμέέρους  των  παιδιώών.    
Η   ερµμηνείία   και   η   ανάάλυση   του   γέέλιου   έέχει   απασχολήήσει   και   εξακολουθείί   να  
απασχολείί   φιλοσόόφους,   κοινωνιολόόγους,   ανθρωπολόόγους.   Το   γέέλιο   είίναι   µμια  
απόό  τις  ιδιόότητες  του  ανθρώώπου  που  τον  κάάνουν  να  ξεχωρίίζει  απόό  τα  άάλλα  έέµμβια  
όόντα   (µμαζίί   µμε   τη   δεξιόότητα   των   χεριώών,την   ανωτερόότητα   του   εγκεφάάλου   και   τη  
γλώώσσα)   (Καρζήής,   11).   Ο   Πλάάτων   θεωρούύσε   το   γέέλιο   εκδήήλωση   ασχήήµμιας   και  
χαιρεκακίίας.   Ο   Νίίτσε   και   ο   Φρόόιντ   θεωρούύσαν   το   γέέλιο   ως   αποβολήή   µμύύχιου  
φόόβου   ήή   χαλάάρωση   απόό   ψυχικήή   φόόρτιση,   οι   Μπερξόόν   και   Κέέστλερ   ως  
επαναστατικήή  πράάξη  (Λουπασάάκης,  62-­‐‑65).  
Αλλάά   τι   προκαλείί   το   γέέλιο;   To   γέέλιο   προκαλείίται   απόό   τη   ύύπαρξη   του   κωµμικούύ  
στοιχείίου.  Συνεργασίία  παιδιώών  για  τον  εντοπισµμόό  του  αστείίου  (π.χ.  αναφοράά  σε  
περίίεργα   χαρακτηριστικάά…µμύύτη   /   δόόντια/   σωµματικήή   διάάπλαση   /   βάάδισµμα/  
ενδυµμασίία….   /   µμια   περίίεργη   συµμπεριφοράά   κτλ.).   Αστείίο/   κωµμικόό   είίναι  
οτιδήήποτε   έέρχεται   σε   αντίίθεση   µμε   την   κοινήή   λογικήή,   τη   µμακρόόχρονη  
συνήήθεια,   οτιδήήποτε   ξεφεύύγει   απόό   τον   κανόόνα.   Ο   Ροΐδης   είίχε   µμοναδικήή  

7
ικανόότητα  να  εντοπίίζει  το  αστείίο,  το  παράάδοξο  στη  ζωήή  και  να  το  σχολιάάζει  
µμε  τρόόπο  χιουµμοριστικόό  ήή  και  ειρωνικόό  και  εν  τέέλει  να  σατιρικόό.  Το  αστείίο,  
το   χιούύµμορ,   η   ειρωνείία   και   η   σάάτιρα   είίναι   οι   βασικοίί   άάξονες   του   ροϊδειου  
ύύφους   και   θα   πρέέπει   να   σχολιαστούύν   ιδιαίίτερα   κατάά   την   προσέέγγιση   του  
κειµμέένου.      
Αλλάά  γιατίί  γελάάµμε  διαβάάζοντας  «Τα  υαλοπωλείία»  του  Ρ.;    
Ο   Bergson   στη   µμελέέτη   του   για   το   γέέλιο   αναφέέρεται   στο   «κωµμικόό   µμιας  
κατάάστασης»   και   «στο   κωµμικόό   των   λέέξεων».   Για   να   αντιληφθούύν   οι   µμαθητέές   τη  
διαφοράά  των  δύύο  ειδώών  «κωµμικούύ»  χρησιµμοποιούύµμε  το  κείίµμενο  και  µμε  τη  βοήήθειάά  
µμας  εντοπίίζουν  το  αστείίο  που  προκύύπτει  απόό  τα  συµμβάάντα,  καθώώς  και  το  αστείίο  
που  προκύύπτει  απόό  το  ύύφος/  την  επιλογήή  των  λέέξεων/    απόό  τις  ίίδιες  τις  λέέξεις.    
Το  κωµμικόό  της  κατάάστασης:    
Η  επανάάληψη:    
ü Οι  επαναλαµμβανόόµμενες  σκηνέές  κυνηγητούύ  των  αδέέσποτων  σκυλιώών  απόό  
τους  εξοργισµμέένους  καταστηµματάάρχες.      
ü Η   αφηρηµμάάδα   /   αδεξιόότητα   των   πεζώών   (ποιητώών,   απρόόσεκτων   κ.άά.)   που  
επαναλαµμβάάνεται    -­‐‑  η  αδεξιόότητα  άάλλωστε  είίναι  απόό  µμόόνη  της  αστείία.  
ü Η  επίίµμονη  επιθυµμίία  του  αφηγητήή  να  ορµμήήσει  στη  γυάάλινη  πυραµμίίδα  κάάθε  
φοράά  που  αντικρίίζει  την  «αυθάάδη»  έέκθεση  γυαλικώών  στα  πεζοδρόόµμια.      
Το   πέέσιµμο,   το   γκρέέµμισµμα,   η   χιονοστιβάάδα   όόπως   αποκαλείί   ο   Bergson   το  
αιφνίίδιο  σώώριασµμα  ανθρώώπων  και  πραγµμάάτων:  
ü Πέέφτουν  οι  διαβάάτες,  οι  ανυποψίίαστοι  πεζοίί    
ü Σωριάάζονται  τα  γυαλικάά,  καταρρέέει  η  πυραµμίίδα.  
Η  αντιστροφήή/  το  παράάδοξο:    
ü Αντίί   για   πεζούύς   βλέέπεις     στα   πεζοδρόόµμια   σκυλιάά   και   εµμπορεύύµματα   (έέχει  
αντιστραφείί  η  φυσικήή  τάάξη)      
ü Η  επιδεξιόότητα  χαρακτηρίίζει  τα  ζώώα  και  όόχι  τους  ανθρώώπους    
 
Το  κωµμικόό  των  λέέξεων  :    
Εδώώ  το  κωµμικόό  το  δηµμιουργείί  η  ίίδια  η  γλώώσσα.  ΌΌ,τι  είίναι  το  οφείίλει  στη  δοµμήή  της  
φράάσης  ήή  στην  επιλογήή  των  λέέξεων.  Γι΄αυτόό  είίναι  δύύσκολη  και  η  µμετάάφρασήή  του  
απόό  τη  µμια  γλώώσσα  στην  άάλλη  (Bergson,  87).    
Η  υπερβολήή  /  η  µμεγαλοποίίηση:    
Η   υπερβολικάά   λεπτοµμερείίς   περιγραφέές   σκηνώών,   καταστάάσεων   και  
συναισθηµμάάτων    (βλ.  κείίµμενο)  
Η   υπερβολήή   είίναι   κωµμικήή   όόταν   παρατείίνεται   και   προπάάντων   όόταν   είίναι  
συστηµματικήή.   Αυτόό   πετυχαίίνει   τόόσο   πολύύ   να   φέέρει   γέέλιο,   ώώστε   µμερικοίί  
συγγραφείίς  έέφτασαν  να  ορίίσουν  το  κωµμικόό  µμε  τη  µμεγαλοποίίηση.    
Η  µμετατόόπιση  του  κοινόότοπου  σε  επίίσηµμο    
Στο   κείίµμενο   του   Ροϊδη,   το   «βαρύύγδουπο»   ύύφος   της   περιγραφήής   της   φυσικήής  
ανάάγκης   των   σκύύλων,   ύύφος   που   θυµμίίζει   σοβαρήή   πραγµματείία   ζωολογίίας   και  
φυσιολογίίας  της  εποχήής,  προκαλείί  γέέλιο.  Το  οικείίο,  το  επουσιώώδες,  το  ασήήµμαντο,  
µμια   συµμπεριφοράά   αχρείία,   µμια   κατάάσταση   άάκοσµμη,   όόπως   εδώώ   η   φυσικήή   ανάάγκη  
των   σκύύλων,   παρουσιάάζεται   µμε   πολύύ   επίίσηµμο   τρόόπο,   µμε   ορολογίία   αυστηρούύ  
επιστηµμονικούύ  εγχειριδίίου  σαν  να  πρόόκειται  για  κάάτι  µμεγάάλο  και  σπουδαίίο  (όό.π.,  
103).   Αυτήή   είίναι   η   λεγόόµμενη   «µμετατόόπιση»,   κυρίίως   απόό   κάάτω   προς   τα   πάάνω.   Ο  

8
Ροΐδη   Ροΐδης   χρησιµμοποιείί   πολύύ   σοβαρόό   τόόνο   για   κάάτι   πασίίδηλα   κοινόό   –τη  
φυσικήή  ανάάγκη  των  σκύύλων  και  την  έέλξη  τους  απόό  τα  εµμπορεύύµματα-­‐‑στόόχους.  
 
Παραθέέτω  απόόσπασµμα  απόό  άάρθρο  για  τον  Ροΐδη  της  Αθηνάάς  Γεωργαντάά,    (εφηµμ.  
Το  Βήήµμα,  11.01.2004):    
«Ο  Ροΐδης  δηµμοσιεύύει  µμια  σηµμαντικήή  κριτικήή  µμε  θέέµμα  τις  κωµμωδίίες  του  ‘Αγγελου  Βλάάχου.  
(Βλ.   ΆΆγγελου   Βλάάχου   Κωµμωδίίαι,   τόόµμ,2,   σελ.   28-­‐‑52).   Στο   θεωρητικόό   πρόόλογο   της   µμελέέτης  
του  αξιοποιείί  έέντεχνα  τη  δαρβινικήή  θεωρίία.  Ο  πρόόλογος  αυτόός  αποτελείί  έέπαινο  και  δοκίίµμιο  
για  το  γέέλιο.  Το  εγχείίρηµμα  του  Ροΐδη  ενθαρρύύνουν  αγαπηµμέένοι  του  συγγραφείίς  που  είίχαν  
συνθέέσει   νωρίίτερα   αντίίστοιχες   πραγµματείίες,   όόπως   ο   Jean   Paul   (Richter),   ο   Σταντάάλ   και   ο  
Μποντλέέρ.    
H  ροµμαντικήή  και  η  µμεταροµμαντικήή  αισθητικήή  έέχουν  προσφέέρει  πολλάά  κείίµμενα  για  τη  φύύση  
και   τον   µμηχανισµμόό   του   γέέλιου.   Οι   αναφορέές   στην   ουσίία   του   γέέλιου   και   στην   ηδονήή   του  
κωµμικούύ   συνδέέονται   µμε   τη   γενικόότερη   διάάθεση   του   ροµμαντισµμούύ   για   τον   αισθητικόό  
αναβιβασµμόό   της   κωµμωδίίας.   Ανάάµμεσα   στους   λογοτέέχνες   που   συνηγορούύσαν   υπέέρ   της  
κωµμωδίίας  ήήταν  ο  Μπάάιρον  και  ο  Σταντάάλ.  Το  καινοφανέές  ενδιαφέέρον  του  19ου  αιώώνα  για  το  
γέέλιο  κορυφώώθηκε  στα  κλασικάά  έέργα  του  Μπεργκσόόν  και  του  Φρόόιντ.    
Την   πρωτόόγνωρη   περιέέργεια   του   αιώώνα   ενίίσχυε   µμια   θεµμελιώώδης   έέλλειψη   στην  
παρακαταθήήκη  της  κλασικήής  αρχαιόότητας.  Είίχε  χαθείί  το  δεύύτερο  βιβλίίο  της  Ποιητικήής,  το  
σχετικόό   µμε   την   κωµμωδίία.   Υπήήρχε,   δηλαδήή,   ουσιαστικόό   κενόό   στην   ποιητικήή   παράάδοση   στην  
οποίία  µμπορούύσαν  να  αναφερθούύν  οι  ροµμαντικοίί,  θετικάά  ήή  σε  αντιπαράάθεση.    
Πρέέπει   να   υπογραµμµμιστείί   όότι   ο   ροµμαντισµμόός   ουδέέποτε   εκδήήλωσε   εχθρόότητα   προς   τον  
Αριστοτέέλη.   Οι   κορυφαίίοι   θεωρητικοίί   του   κινήήµματος   εκφράάζονται   µμε   θαυµμασµμόό   για   τον  
αρχαίίο   φιλόόσοφο.   H   Ποιητικήή   προσείίλκυσε   έέντονα   το   ενδιαφέέρον   τους   και   σε   πολλάά  
θέέµματα   οι   ροµμαντικοίί   θα   αναγνώώριζαν   πρόόθυµμα   τον   Αριστοτέέλη   ως   πρόόδροµμόό   τους.  
Ορισµμέένοι  µμάάλιστα,  όόπως  ο  Jean  Paul  και  ο  Α.W.  Schlegel,  υιοθέέτησαν  τον  δικόό  του  ορισµμόό  για  
τα  αίίτια  του  γέέλιου  και  του  κωµμικούύ  (Ποιητικήή  V1,  1449a).    
H   πραγµματείία   του   Ροΐδη   είίναι,   όόσο   γνωρίίζω,   το   πρώώτο   κείίµμενο   που   εµμφανίίστηκε   στα  
νεοελληνικάά  γράάµμµματα  για  τη  φύύση  και  τη  σηµμασίία  του  γέέλιου»...  «Ο  άάνθρωπος  "ʺγελάά"ʺ  και  
τα   ζώώα   "ʺδεν   γελώώσιν"ʺ.   Εν   τω   γέέλωτι   λοιπόόν,   και   εν   αυτώώ   µμόόνω,   έέγκειται   η   µμεταξύύ  
ανθρώώπου   και   κτήήνους   διαφοράά».   Με   αυτήή   τη   σκηνοθεσίία   συναρµμολογείί   ο   Ροΐδης   την  
πραγµματείία   του   περίί   γέέλωτος.   Για   τον   ορισµμόό   της   κρίίσιµμης   διαφοράάς   οικειοποιείίται   µμια  
διάάκριση  του  Αριστοτέέλη:  το  µμόόνον  γελάάν  των  ζώώων  άάνθρωπον  (Περίί  ζώώων  µμορίίων).  Αµμέέσως  
µμετάά  ο  θεωρητικόός  του  γέέλιου  ολοκληρώώνει  τον  συλλογισµμόό  µμε  το  εγκώώµμιο  της  κωµμωδίίας.  
Πέέντε   χρόόνια   αργόότερα,   στο   πρώώτο   άάρθρο   µμε   την   αυτοπροσωπογραφίία   του   Ασµμοδαίίου,   ο  
Ροΐδης  υπενθυµμίίζει  στους  αναγνώώστες  τη  σηµμασίία  του  θέέµματος:    
«Ο   γέέλως   είίναι   σπουδαίίον   διακριτικόόν   µμεταξύύ   ανθρώώπου   και   αλόόγων   ζώώων   και,   όόπως  
κατηντήήσαµμεν   σήήµμερον,   πλησιάάζει   να   καταστήή   ανάάγκη   να   έέχωµμεν   όόσον   το   δυνατόόν  
προχειρόότερα  τα  διακριτικάά  µμας».  ...  
Ο   Ροΐδης   εξύύψωσε   οµμοίίως   το   γέέλιο   σε   τέέχνη.   Το   θεωρείί   εξίίσου   δύύναµμη   αγαθήή   («όόσω  
περισσόότερόόν   τις   γελάά,   τόόσω   ανθρωπινόότερος   είίναι»).   Για   τη   δόόλια   θεολογίία   του  
προσέέφυγε   επίίσης   στο   κύύρος   του   Αριστοτέέλη.   Καθυβρίίστηκε   ως   κακεντρεχήής,   άάπατρις,  
όόργανο   του   Σατανάά,   όόφις.   Ωστόόσο   ο   κορυφαίίος   σατιρικόός   µμας   ήήταν   έένας   ευφυήής   και  
χρηστόός  πολίίτης  που  άάντεξε  τον  κόόσµμο  γελώών  αιωνίίως».      
 
 
 
• Χιούύµμορ  –  ειρωνείία  –  σάάτιρα      

9
Το  χιούύµμορ:  γίίνεται  στην  τάάξη  αναφοράά  στην  ετυµμολογίία  της  λ.  και  στη  θεωρίία  
των   κράάσεων   του   Ιπποκράάτη   (αιµματώώδης,   χολερικήή,   µμελαγχολικήή   και  
φλεγµματικήή)  (Λουπασάάκης,  78  κ.ε.).    
Το   χιούύµμορ   στη   βαθύύτερη   ανάάλυσήή   αποτελείί   έέκφραση   φόόβου   ήή   χαράάς.   Είίναι   η  
ικανόότητα  αποκάάλυψης  της  α-­‐‑νοησίίας  και  της  α-­‐‑συµμβατόότητας.    
Το  χιούύµμορ  είίναι  αντίίθετο  της  ειρωνείίας  Και  τα  δύύο  είίναι  µμορφέές  σάάτιρας  αλλάά  η  
ειρωνείία   είίναι   ρητορικήής   φύύσεως,   ενώώ   το   χιούύµμορ   είίναι   κάάτι   πιο   επιστηµμονικόό  
(Bergson,  107).  
Στη   λεκτικήή   ειρωνείία   το   πραγµματικόό   νόόηµμα   κρύύβεται   ήή   ανασκευάάζεται   µμε   τη  
χρήήση   της   κατάά   γράάµμµμα   σηµμασίίας   των   λέέξεων.   Υπάάρχει   προσποίίηση   της  
άάγνοιας   της   αντίίφασης   ανάάµμεσα   σε   εκείίνο   που   είίναι   κάάτι   και   σε   εκείίνο   που   θα  
έέπρεπε  να  είίναι.  Παρουσιάάζει  το  γελοίίο  µμε  σοβαρόό  τρόόπο.    
Η  σάάτιρα,  στοιχείίο  που  κατεξοχήήν  απαντάά  στα  κείίµμενα  του  Ροΐδη,  έέχει  στόόχο  την  
αποµμυθοποίίηση,   τη   διακωµμώώδηση,   τον   «ευτελισµμόό»   αυτούύ   που   σατιρίίζεται  
(προσώώπου/κατάάστασης/ακόόµμα   και   των   ίίδιων   των   θεώών).   Επειδήή   τη   σάάτιρα   την  
έέχει    έέχει  ανάάγκη  ο  αδύύναµμος  και  όόχι  ο  ισχυρόός,  όόποιος  δηλαδη  κατέέχει  εξουσίία,  
γι΄αυτόό   η   σάάτιρα   είίναι   αντιεξουσιαστικήή,   ανατρεπτικήή   (Καρζήής,   16).   ΈΈνας  
µμελετητήής   (Ian   Jack,   Writers   and   their   work,   (A.   Pope),   p.   17,   Oxford,   1954)  
αναφέέρει   σχετικάά   µμε   τη   γραπτήή   σάάτιρα:   «γεννήήθηκε   απόό   το   έένστικτο   για  
διαµμαρτυρίία  και  είίναι  µμια  διαµμαρτυρίία  που  εξελίίχθηκε  σε  τέέχνη»  (Καρζήής,  19).    
Η  σάάτιρα  αποτελείί  µμια  σηµμαντικήή  διάάσταση  στη  λογοτεχνίία.  Ο  Ροΐδης  έέλεγε  για  
τη   σάάτιρα   και   το   σαρκασµμόό   στα   «Σκαλαθύύρµματάά   του»   (σελ.   86):   «ο   σαρκαστικόός  
γέέλως  µμόόνος  διακρίίνει  τον  άάνθρωπο  απόό  του  κτήήνους».  
Η   γραφήή   του   Ροΐδη   χαρακτηρίίζεται   απόό   έένα   µμείίγµμα   χιούύµμορ,   ειρωνείίας   και  
σαρκασµμούύ.   ΌΌπως   αναφέέρει   ο   Κλ.   Παράάσχος   «Η   σάάτιρα   για   τον   Ροΐδη   έέχει  
κοινωνικήή   και   αναµμορφωτικήή   λειτουργίία.   Προχωράά   όόµμως   στα   τελευταίία   χρόόνια  
της   ζωήής   του   όόπως   και   άάλλοι   µμισάάνθρωποι   σατιριστέές   όόπως   ο   Γιουβενάάλης,   ο  
Σουίίφτ,   στη   σάάτιρα   που   έέχει   στόόχο   να   πληγώώσει   και   να   καταστρέέψει   (έέχει   γίίνει  
µμηδενιστήής:   τίίποτε   δεν   µμπορείί   να   βελτιώώσει   ήή   να   θωπεύύσει   την   ανοησίία   και   τη  
διαφθοράά:   Ο   τίίτλος   διορθωτούύ   του   ρωµμέέικου   κατήήντησε   να   αµμιλλάάται   κατάά   την  
γελοιόότητα  προς  τον  τεττραγωνισµμόόν  του  κύύκλου»).      
 
• Το  ροΐδειο  ύύφος  
ΌΌπως  και  ο  Κοραήής  έέτσι  και  ο  Ροΐδης  είίχε  διακρίίνει  τη  γλώώσσα  απόό  το  ύύφος.  Το  
ύύφος   το   συλλαµμβάάνει   ως   καλλιτεχνικήή   παρέέκκλιση   απόό   τη   νόόρµμα,   απόό   τον  
κανόόνα:    Οι  συγγραφείίς  έέχουν  απόόλυτον  άάδεια  να  συµμπλέέκουν  όόπως  θέέλουσι  τας  
λέέξεις,   να   εκτείίνωσι   ήή   να   συστέέλλωσι   ουσιαστικώών   και   επιθέέτων   συζεύύξεις…   και  
παν  άάλλο  τοιούύτο  µμα  τολµμώώσι  χάάριν  ζωηροτέέρας  παραστάάσεως  του  νοήήµματος  ήή  και  
απλώώς  επιδιώώξεως  πρωτοτυπίίας  (Δηµμηρούύλης,  Η  τέέχνη  του  ύύφους…,  27).      
Το   καλόό   ύύφος   ταυτίίστηκε   µμε   το   «παράά   προσδοκίίαν   γράάφειν,   δηλαδήή   µμε   την  
ανατρεπτικήή  χρήήση  του  λόόγου  (όό.π.,  34):      
«ΆΆγγλος  τις  συγγραφεύύς,  ο  Swift,  νοµμίίζω  διηγείίται  όότι  οι  κάάτοικοι,  δεν  ενθυµμούύµμαι  
τίίνος   τόόπου,   είίναι   τοσούύτω   απαθείίς   και   απρόόσεκτοι,   ώώστε   οσάάκις   αποτείίνεταίί   τις  
προς   αυτούύς,   πρέέπει   να   κτυπάά   εκ   διαλειµμµμάάτων   την   κεφαλήήν   των   διάά   ξηράάς  
κολοκύύνθης,   ίίνα   µμη   αποκοιµμώώνται,   ενώώ   οµμιλείί.   Τοιούύτον   τι   ανθυπνωτικόόν  
φάάρµμακον   εσκέέφθην   καγώώ   να   µμεταχειρισθώώ   κατάά   της   απαθείίας   του   ΈΈλληνος  
αναγνώώστου·∙  εν  ελλείίψει  δε  κολοκύύνθης  επροσπάάθησα  να  εξορκίίσω  τα  χασµμήήµματα  

10
καταφεύύγων   ανάά   πάάσαν   σελίίδα   εις   απροσδοκήήτους   παρεκβάάσεις   ιδιοτρόόπους  
παροµμοιώώσεις   ήή   αλλοκόότους   λέέξεων   συγκρούύσεις·∙   περιβάάλλων   εκάάστην   ιδέέαν   δι’  
εικόόνος,   ούύτως   ειπείίν,   ψηλαφητήής,   και   αυτάά   ακόόµμη   τα   σοβαρόότερα   της   θεολογίίας  
ζητήήµματα   στολίίζων   διάά   κροσσίίων,   θυσσάάνων   και   κωδωνίίσκων   ως   ποδιάάν   Ισπανήής  
χορευτρίίας».    
(Πάάπισσα  Ιωάάννα  1866)  
Ο   Δ.   Δηµμηρούύλης   παρατηρείί   σχετικάά   µμε   το   κειµμενικάά   είίδη   µμε   τα   οποίία  
αχολήήθηκε   ο   Ροϊδης:   ΌΌπως   ο   Κοραήής   κινείίται   ανάάµμεσα   στα   όόρια   των   ειδώών,  
λογοτεχνίία,   χρονογράάφηµμα,   κριτικήή,   ιστορικήή   µμελέέτη,   δοκίίµμιο.   Δεν   θεωρήήθηκε  
ποτέέ   καθαρόός   λογοτέέχνης,   αλλάά   λόόγιος   που   σε   συγκεκριµμέένες   στιγµμέές   του   βίίου  
του   πειραµματίίστηκε   µμε   τη   λογοτεχνικήή   γραφήή.   Τα   πεζογραφήήµματάά   του   µμοιάάζουν  
µμε   µμεταµμφιεσµμέένες   πραγµματείίες.   Τα   κείίµμενάά   του   συνιστούύν   πρωτόότυπες  
αφηγηµματικέές   προτάάσεις.   Η   ειρωνικήή   παραποίίηση,   η   εσκεµμµμέένη   υπερβολήή,   η  
αφηγηµματικήή  αποστασιοποίίηση,  όόλα  ανήήκουν  στη  ροΐδεια  ευφυολογίία  και  το  σπάάνιο  
ύύφος  (Δηµμηρούύλης,  όό.π.  195  κ.ε.).    
Το   ύύφος   του   ήήταν   λάάβρο   και   ορµμητικόό…   οι   φράάσεις   του   ως   βροχήή   γρόόνθων  
ισχυρώών.   Αµμίίµμητο,   λαµμπρόό,   ατοµμικόό   ύύφος   (χάάρη   και   κοµμψόότητα)   µμε  
αποκορύύφωµμα  τα  Σκαλαθύύρµματάά  του  (Κλ.  Παράάσχος).      
 
• Σύύγκριση  ζώώων  –  ανθρώώπων  
Βλ.  Παράάρτηµμα  «Ιστορίία  ορνιθώώνος».    
Ο   Ροΐδης   αγαπούύσε   πολύύ   τα   ζώώα.   Στο   κείίµμενο   που   εξετάάζουµμε   σατιρίίζει   τη  
στενοκεφαλιάά   των   Αθηναίίων   και   τον   «παραλογισµμόό»   που   επικρατείί   στους  
δρόόµμους   και   στα   πεζοδρόόµμια   της   Αθήήνας.   Στο   χρονογράάφηµμα   η   παράάλληλη  
αναφοράά   σε   ανθρώώπους   και   σκυλιάά   µμας   οδηγείί   αυτοµμάάτως   στη   µμεταξύύ   τους  
σύύγκριση  για  να  φανείί  η  ανωτερόότητα  των  δεύύτερων.  
 
• Η  πόόλη  (Αξιοποίίηση  της  έέννοιας  «µμεταβολήή»)  
Με   βάάση   φωτογραφικόό   (Η   Αθήήνα   τόότε   και   τώώρα   )   και   κειµμενικόό   υλικόό   (βλ.  
παράάρτηµμα   «Είίµμαστε   όό,τι   οι   δρόόµμοι   µμας»)   επιχειρούύµμε   συγκρίίσεις   και  
προκαλούύµμε  συζήήτηση  για  την  εξέέλιξη  της  πόόλης  της  Αθήήνας  και  αναφερόόµμαστε  
σε  προβλήήµματα  που  ξεπεράάστηκαν  και  σε  άάλλα  που  εµμφανίίστηκαν.    
Στα  τελευταίία  χρόόνια  της  ζωήής  του  ο  Ροϊδης  έέγινε  έένας  µμοναχικόός  περιπατητήής.  
Αγαπούύσε  να  κάάνει  µμακρινούύς  µμοναχικούύς  περιπάάτους  Τα  χρονογραφήήµματάά  του  
βγήήκαν  απόό  τους  περιπάάτους  αυτούύς.  (Παράάσχος,  36,37).    
Απόό  το  συγκριτικόό  χρονολογικόό  πίίνακα  που  έέχει  συµμπεριλάάβει  ο  ΆΆλκης  Αγγέέλου  
στα   ΆΆπαντα   του   Ροΐδη   (σελ.   1-­‐‑19),   ο   οποίίος   πίίνακας   βοηθάά   τον   αναγνώώστη   να  
εντάάξει   τη   ζωήή   και   το   έέργο   του   Ροΐδη   στο   γενικόό   πολιτικόό   –   κοινωνικόό   και  
λογοτεχνικόό  κλίίµμα  της  εποχήής,  πληροφορούύµμαστε  όότι    το  έέτος  γέέννησης  του  Ρ.  η  
Αθήήνα  αριθµμούύσε  14.092  κατοίίκους  και  ο  πληθυσµμόός  της  Ελλάάδας  ανερχόόταν  σε  
752.077   κατοίίκους.   Το   1879   οι   κάάτοικοι   της   Αθήήνας   ήήταν   63.374,   ενώώ   όόλης   της  
Ελλάάδας   1.679.470.   Το   1889   ο   πληθυσµμόός   όόλης   της   Ελλάάδας   ανερχόόταν   σε  
2.187.208).    
 
• Σάάτιρα  και  κοινωνικάά  φύύλα          
Η   σχέέση   του   Ροΐδη   µμε   τις   γυναίίκες   ήήταν   σχέέση   µμισογυνισµμούύ   και   θηλυµμανίίας:  
«Κάάθε   συγγραφέέας   συνοδεύύεται   λίίγο   ήή   πολύύ   απόό   τη   µμυθολογίία   του,   αν  

11
λογαριάάσουµμε   κάάποια   σηµμάάδια   της   ζωήής   του   ήή   του   έέργου   του,   αληθινάά   ήή  
ψευδεπίίγραφα,   θετικάά   ήή   αρνητικάά,   που   τον   ακολουθούύν   σαν   σκιέές.   Ο   Ροΐδης  
συνοδεύύεται   ανάάµμεσα   σε   άάλλα   απόό   τον   µμισογυνισµμόό   το,   στοιχείίο   που  
συµμπληρώώνεται   αναγκαίία   και   καθοριστικάά   (τουλάάχιστον   οφείίλει   να  
συµμπληρώώνεται)  απόό  το  αντίίθετόό  του  :  τη  θηλυµμανίία»  (Μουλλάάς,  24).  
Είίχε   επιτεθείί   στις   γράάφουσες   Ελληνίίδες,   οι   οποίίες   του   απάάντησαν   «δεόόντως»  
στην   εφηµμερίίδα   των   κυριώών   της   Καλλιρόόνης   Παρρέέν.   Θεωρείί   τις   γυναίίκες  
«σκληρόό  και  άάπιστο  γέένος».      
Σχετικάά  µμε  τη  σάάτιρα  και  το  γυναικείίο  φύύλο  αναφέέρει  ο  Θ.  Καρζήής:  «Οι  γυναίίκες,  
συνηθισµμέένος   στόόχος   των   σατιρικώών   .   Το   γυναικείίο   φύύλο   αποτελείί   στόόχο   της  
σάάτιρας  που  είίναι  είίδος  αποκλειστικόό  αρσενικόό.  Απόό  τις  γυναίίκες  που  έέπιασαν  στια  
χέέρια  τους  την  πέένα  ούύτε  µμια  δεν  επιδόόθηκε  στη  σάάτιρα  τουλάάχιστον  ως  τις  µμέέρες  
µμας.   ΊΊσως   αυτόό   να   συµμβαίίνει   επειδήή   η   σάάτιρα   λειτουργείί   ως   όόπλο   πολεµμικόό   και   ο  
πόόλεµμος   υπήήρξε   ανέέκαθεν   έέργο   του   φύύσει   επιθετικούύ   αντρικούύ   φύύλου.   ΈΈτσι,  
καθώώς   οι   σατιρικοίί   είίναι   όόλοι   άάντρες   και   µμάάλιστα   άάντρες   α   δύύσκολοι   και  
δύύστροποι,   στο   πλαίίσιο   της   λεγόόµμενης   πάάλης   των   φύύλων   συνηθισµμέένος   και  
προσφιλήής   στόόχος   τους   είίναι   οι   γυναίίκες.   Σατιρικούύς   στίίχους   που   ονειδιζουν  
γυναίίκες   θα   συναντήήσουµμε   σε   όόλη   την   ιστορίία   της   σάάτιρας   (Αρχίίλοχο   και  
Ιππώώνακτα   µμέέχρι   ΌΌσκαρ   Ουάάιλντ,   Μπέέρναντ   Σο,   Σαίίξπηρ,   Σουίίφτ,   Μολιέέρο)».  
(Καρζήής,  28-­‐‑29)  
 
• Η  γλώώσσα  (Αξιοποίίηση  της  έέννοιας  «µμεταβολήή»)  
Στο   έέργο   του   Ροϊδη   επικρατείί   η   γλώώσσα   που   ίίσχυε   για   όόλη   την   αφηγηµματικήή  
επιφυλλιδογραφίίας   της   εποχήής:   η   λόόγια   γλώώσσα   κυριαρχείί   ακόόµμα   και   στους  
διαλόόγου,  εκτόός  απόό  τις  περιπτώώσεις  όόπου  µμιλούύν  αγράάµμµματοι  άάνθρωποι  του  λαούύ.  
(Μουλλάάς   27).   Ιδιαίίτερη   φροντίίδα   για   τη   γραφήή,   επιµμέένει   στις   ορθέές   γλωσσικέές  
χρήήσεις   συσσωρεύύει   οµμηρικέές,   αρχαϊκέές,   σπάάνιες   λέέξεις   και   παραθέέτει   άάφθονα  
συνήήθως   αµμετάάφραστα   λογοτεχνικάά   χωρίίς   Γάάλλων   κατάά   κανόόνα   λογοτεχνώών.  
(Μουλλάάς,  37).    
Υπήήρξε   υποστηρικτήής   του   Ψυχάάρη.   Αλλάά   στην   αντιµμετώώπιση   του   γλωσσικούύ  
προβλήήµματος   οι   ιδέέες   του   συγγέένευαν   µμε   αυτέές   του   Κοραήή.   Τα   στοιχείία   της  
καθαρεύύουσας   δε   γίίνεται   να   απορριφθούύν   τώώρα   τουλάάχιστον   απόό   τη   γραπτήή  
γλώώσσα.     Αυτάά   που   πρέέπει   να   απορριφθούύν   είίναι   οι   βαρβαρισµμοίί   τα  
ασυµμβίίβαστα  προς  το  λόόγο  στοιχείία  που  είίχαν  βάάλει  στη  γλώώσσα  οι  αττικιστέές.  
ΉΉθελε   καθαρεύύουσα   λαφρωµμέένη   απόό   αττικισµμούύς,   εύύληπττη   και   ευµμάάθητη   και  
σχετικάά   οµμαλήή   ώώσπου   να   φτάάσουµμε   στη   δηµμοτικήή.   Πίίστευε   σε   έένα   είίδος  
συνάάντησης   εις   το   µμέέσον   της   κλίίµμακος   όόπως   την   ονειρευόόταν   και   ο   Κοραήής.   Η  
καθαρεύύουσα  ολοέένα  απλοποιούύµμενη  αποβάάλλοντας  τα  νεκράά  στοιχείία  της  και  
η  δηµμοτικήή  ολοέένα  πλουτιζόόµμενη  µμε  στοιχείία  της  καθαρεύύουσας.  Η  γλώώσσα  του  
είίναι  λοιπόόν  η  πολύύ  απλήή  καθαρεύύουσα,  κυρίίως  απόό  το  1980  και  µμετάά  (1891-­‐‑1901)  
–  (Παράάσχος,    32).    
«Την   λεγοµμέένην   καθαρεύύουσαν   µμεταχειρίίζοµμαι   ουχίί   κατάά   προτίίµμησιν,   αλλάά   κατ’  
ανάάγκην,  καθ’  όόσον  αργάά  ελθώών  εκ  ξέένης  γης  εις  την  Ελλάάδα,  έέµμαθον  την  γλώώσσαν  
εν  τοις  βιβλίίοις  ως  νεκράάν  γλώώσσαν,  στερηθείίς  του  δηµμοτικώώτατου  πάάσης  γλώώσσης  
διδασκάάλου  λαούύ»  (  Π.  Βεργωτήής,  Ο  µμικρόός  πολίίτης,  Αργοστόόλι  1885,  σ.  5)    
Ο   Ροϊδης   έέγραφε   όόχι   έένεκα   της   αγάάπης   του   προς   την   καθαρεύύουσα   αλλάά  
ακριβώώς   έένεκα   του   µμίίσους   της   κατ’   αυτήήν.     Η   καθαρεύύουσα   …   οµμοιάάζει   µμε   τα  

12
κακάά   και   δύύστροπα   εκείίνα   γύύναια,   τα   οποίία   τιθασεύύει   και   υποτάάσσει   ο  
µματαχειριζόόµμενος  όόχι  µμε  θωπείίας  αλλάά  µμε  ραβδισµμούύς.  Αναγνωρίίζει  την  ανάάγκη  
της  καθαρεύύουσας  και  συµμβουλεύύει  την  επανάάσταση  ήήρεµμο,  βραδείία,  βαθµμιαίία.  
Φανταζόόταν  τη  γλώώσσα  σαν  µμια  µμεγάάλη  σκάάλα  που  έέπρεπε  οι  δύύο  άάκρες  της  να  
συναντηθούύν,  απόό  τη  µμια  άάκρη  η  αρχαίία  γλώώσσα  των  αττικιστώών  θα  έέπρεπε  να  
αποβάάλει   σχολαστικισµμούύς   και   αρχαιοπρεπήή   στοιχείία   ξέένα   προς   το   λαϊκόό  
γλωσσικόό  αίίσθηµμα  και  απόό  την  άάλλη  η  δηµμοτικήή  τις  ακρόότητέές  της.  Οι  απόόψεις  
του   θυµμίίζουν   το   µμεγάάλο   λόόγιο   του   διαφωτισµμούύ   τον   Κοράάη,   τον   οποίίο   ο   Ροΐδης  
θαύύµμαζε.    
 
• Το  χρονογράάφηµμα    
Αναφοράά   στο   χρονογράάφηµμα   ως   κειµμενικόό   είίδος.  ΈΈχοντας   ως   σηµμείίο   αναφοράάς  
το   κείίµμενο   και   αξιοποιώώντας   παράάλληλα   το   λήήµμµμα   «χρονογράάφηµμα»   απόό   το  
Λεξικόό   Λογοτεχνικώών   ΌΌρων   οδηγούύµμε   τους   µμαθητέές   στο   να   σχηµματίίσουν   µμια  
κατάά   το   δυνατόόν   πληρέέστερη   αντίίληψη   του   συγκεκριµμέένου   ιδιόότυπου  
λογοτεχνικούύ  είίδους.    
 
• Ροµμαντισµμόός  και  Ροΐδης    (Αξιοποίίηση  της  έέννοιας  «αλληλεπίίδραση»)  
Ο   Ροΐδης   παρόότι   θαύύµμαζε   τους   ροµμαντικούύς   (Μπάάιρον,   Μπωντλέέρ,   Ταιν   κ.άά.   )  
άάσκησε   δριµμείία   κριτικήή   στους   συγχρόόνους   του   που   επιδίίδονταν   στις   ανούύσιες  
υπερβολέές  του  ροµμαντισµμούύ.  Με  τη  συνεπήή  ορθολογιστικήή  στάάση  του  και  µμε  την  
άάγρυπνη   κριτικήή   του   –   βλ.   τη   διαµμάάχη   του   µμε   τον   ΆΆγγ.   Βλάάχο   1877   και   την  
ανάάπτυξη  της  θεωρίίας  του  για  την  «περιρρέέουσα  ποιητικήή  ατµμόόσφαιρα»-­‐‑   άάνοιξε  
νέέους  δρόόµμους  στη  νεοελληνικήή  λογοτεχνίία.    
 
Αν  επιχειρήήσουµμε  να  εντάάξουµμε  τη  σάάτιρα,  το  χιουµμοριστικόό  χρονογράάφηµμα  που  
εξετάάζουµμε   του   Ροΐδη,   στο   ρεύύµμα   του   ροµμαντισµμούύ,   θα   διαπιστώώσουµμε   όότι   το  
συγκεκριµμέένο   κείίµμενο   δε   διέέπεται   απόό   τις   αρχέές   του   ροµμαντισµμούύ.   Η  
συγκεκριµμέένη  διαπίίστωση  θα  πρέέπει  να  γίίνει  απόό  τους  ίίδιους  τους  µμαθητέές,  τους  
οποίίους   παραπέέµμπουµμε   στο   ΛΛΟ   στο   λ.   ροµμαντισµμόός   αλλάά   και   στο   εισαγωγικόό  
σηµμείίωµμα   του   βιβλίίου   τους:   «ο   ροµμαντισµμόός   συγκρούύεται   µμε   το   ορθολογικόό  
πνεύύµμα   το   διαφωτισµμούύ…   και   πιο   κάάτω   :   ΌΌλα   αυτάά   οδηγούύν   τον   ροµμαντισµμόό   στο  
παράάδοξο   και   το   µμυστηριώώδες,   το   όόνειρο   το   υπερφυσικόό   και   τον   εξωτισµμόό,   το  
ασαφέές,  και  το  µμυστηριώώδες».  
Αυτοίί  οι  χαρακτηρισµμοίί  για  το  κίίνηµμα  του  ροµμαντισµμούύ  θα  οδηγήήσουν  τα  παιδιάά  
στη  διαπίίστωση  όότι  το  κείίµμενο  που  εξετάάζοµμε  κάάθε  άάλλο  παράά  ροµμαντικόό  είίναι.  
Πατάά  γεράά  στην  πραγµματικόότητα:  περιγράάφει,  σχολιάάζει  και  σκώώπτει  πράάγµματα  
επίίκαιρα,  σύύγχρονα.    
 
Παραθέέτω   σχετικόό   απόόσπασµμα   απόό   το   βιβλίίο   της   Γεωργαντάά   Αθηνάάς,  
Εµμµμανουήήλ   Ροΐδης.   Η   πορείία   προς   την   πάάπισσα   Ιωάάννα   (1860-­‐‑1865),   Ιστόός,  
Αθήήνα,  1993,  σελ.  214  κ.ε:    
Η   γενιάά   του   Ροΐδη   είίναι   η   γενιάά   των   τελευταίίων   ροµμαντικώών   της   Αθήήνας   που  
έέζησαν   σε   νεαρήή   ηλικίία   την   απογοήήτευση   του   κριµμαϊκούύ   πολέέµμου,   ωρίίµμασαν   στα  
χρόόνια   του   αντιδυναστικούύ   αγώώνα,   ενθουσιάάστηκαν   απόό   τις   επαγγελίίες   της  
Μεταπολίίτευσης   και   οδηγήήθηκαν   στην   προκλητικήή   εξέέγερση   ύύστερα   απόό   τις  
διαδοχικέές   διαψεύύσεις   τόόσων   προσδοκιώών.   Μέέσα   όόµμως   απόό   την   προκλητικήή   και  

13
βλάάσφηµμη   στάάση   τους   οι   συνοµμήήλικοι   του   Ροΐδη   δεν   θα   µμπορέέσουν   να   εκφράάσουν  
παράά   την   προσωπικήή   τους   απελπισίία   και   τις   υποκειµμενικέές   τους   αδυναµμίίες   και  
διαψεύύσεις.   Οι   ποιητέές   της   γενιάάς   του   1860   εκδηλώώνονται   µμε   δραµματικούύς   τόόνους:  
θεοποίίηση   του   πάάθους,   κραυγέές   αγωνίίας   και   παραφοράάς,   διαµμαρτυρίία   ενάάντια   σε  
όόλες   τις   κατεστηµμέένες   τάάξεις.   Με   την   οργήή   ωστόόσο   και   την   απόόγνωση   δεν  
κατορθώώνουν   να   ξεπεράάσουν   τα   όόρια   ενόός   άάµμετρου   υποκειµμενισµμούύ,   αλλάά  
περιορίίζονται   στην   έέκφραση   των   ατοµμικώών   τους   αδιεξόόδων   και   ικανοποιούύνται   µμε  
την   απελπισµμέένη   ενδοσκόόπηση   και   τη   φραστικήή   εκτόόνωση.   ΈΈτσι   αποµμακρύύνονται  
απόό   την   κοινωνικήή   πραγµματικόότητα   και   συνεπώώς   υποσκελίίζονται   απόό   τις   νέέες  
αναγκαιόότητες.  Το  τέέλος  ήήδη  της  δεκαετίίας  του  1860  βρίίσκει  τη  χρυσήή  νεολαίία  του  
αντιδυναστικούύ  αγώώνα  «αφοµμοιωµμέένη  στο  σύύστηµμα  που  είίχε  αµμφισβητήήσει».    
Με  τον  Ροϊδη  ωστόόσο  τα  πράάγµματα  συνέέβησαν  διαφορετικάά,  παρόόλο  που  και  ο  ίίδιος  
στάάθηκε   τυπικόός   εκπρόόσωπος   της   γενιάάς   του   1860.   Η   ροµμαντικήή   όόµμως   πρόόκληση  
και   διαµμαρτυρίία,   το   ροµμαντικήή   νόόσος   της   γενιάάς   του   κατόόρθωσε   στην   περίίπτωσήή  
του   να   απεµμπλακείί   απόό   τα   όόρια   του   ατοµμικούύ   εγώώ   και   να   ενσωµματώώσει   τον  
κοινωνικόό   προβληµματισµμόό   και   τη   συλλογικήή   προοπτικήή.   Οι   κραυγέές   αγωνίίας   της  
γενιάάς   του…   µμετασχηµματίίστηκαν   στο   δικόό   του   έέργο   σε   αγωνιστικήή   διάάθεση   και  
µμαχητικόότητα.   Ο   κριτικόός   στοχασµμόός   του   Ρ.   παρακολούύθησε   σε   όόλα   της   τα  
φανερώώµματα   την   πορείία   της   νεοελληνικήής   κοινωνίίας   κατάά   τις   τέέσσερις   δεκαετίίες  
του   19ου   αι.   και   είίχε   πάάντοτε   να   εκφράάσει   τη   συλλογικήή   δυσαρέέσκεια   και  
διαµμαρτυρίία.  Η  σατιρικήή  σκοπιάά  και  η  κριτικήή  απόόσταση  διαφοροροποιείί  τον  Ρ.  απόό  
την  οµμαδικήή  χρεωκοπίία  της  γενιάάς  του.  Εγκαταλείίπει  το  παλιόό  που  εκπνέέει.    
Η   σάάτιρα   στην   αρχήή   ως   αµμυντικήή   συµμπεριφοράά   γίίνεται   στη   συνέέχεια   όόπλο  
επίίθεσης  και  επιτίίµμησης  µμε  στόόχο  την  αναµμόόρφωση  της  κοινωνίίας.    
Σάάτιρα   κατάά   τον   Schelling   «ακαταµμάάχητος   έέχθρα   του   παρόόντος   και   σύύµμµμαχος   του  
µμέέλλοντος,  ήήγουν  της  προόόδου».    
(ΈΈτσι   και   ο   Byron   είίχε   εγκαταλείίψει   τη   διάάθεση   της   ροµμαντικήής   φυγήής   και  
οδηγήήθηκε  στο  σατιρικόό  ρεαλισµμόό  του  Δον  Ζουάάν  που  έέχει  στόόχο  να  ξεσκεπάάσει  τη  
διαφθοράά  και  την  υποκρισίία  µμε  την  ελπίίδα  να  βελτιώώσει  την  ανθρωπόότητα.)  
 
Ø Συσχέέτιση  µμε  τα  εξήής  µμαθήήµματα  
• Νεοελληνικήή  Γλώώσσα    
Το   κείίµμενο   του   Ροΐδη   είίναι   µμια   πολύύ   καλήή   αφορµμήή   να   ανατρέέξει   ο  
µμαθητήής  στα  στοιχείία  εκείίνα  απόό  το  µμάάθηµμα  της  Γλώώσσας  που  αφορούύν  την  
περιγραφήή   και   την   αφήήγηση.   Συγκεκριµμέένα,   µμπορούύµμε   να   αξιοποιήήσουµμε  
υλικόό   απόό   το   βιβλίίο   Νεοελληνικήή   Γλώώσσα   Α΄   Γυµμνασίίου   και   ειδικόότερα  
στοιχείία  απόό  τις  παρακάάτω  ενόότητες:    
3η   Ενόότητα   (σελ.   39   -­‐‑58):     Είίδη   κειµμέένων:   περιγραφικάά,   αφηγηµματικάά   και  
επιχειρηµματολογικάά,     (σελ.   47-­‐‑
50)  
  5    Ενόότητα    (σελ.  81-­‐‑98):        Το  ρήήµμα  στην  αφήήγηση  (σελ.  94)  
η

7η      Ενόότητα    (σελ  111-­‐‑  122):  Η  περιγραφήή  (σελ.  118)  


8η    Ενόότητα      (σελ.  123-­‐‑136):  Η  αφήήγηση  (σελ.  131),    
 
       καθώώς  και  απόό  το  βιβλίίο  Νεοελληνικήή  Γλώώσσα  Β΄  Γυµμνασίίου  την    
5η  Ενόότητα  (73-­‐‑86):  Οργάάνωση  και  συνοχήή  περιγραφήής  και  αφήήγησης  (σελ.  
83)    
 

14
Επιπλέέον   µμπορείί   να   γίίνει   αναφοράά   στην   ενόότητα   του   βιβλίίου   της  
Γλώώσσας   σχετικάά   µμε   τους   τρόόπους  
ανάάπτυξης  παραγράάφου.  
 
 
• Αρχαίία   Ελληνικήή   Γραµμµματείία   απόό   Μετάάφραση   Αριστοφάάνη   –  
ΌΌρνιθες  
Η   κωµμωδίία   ως   κατεξοχήήν   έέκφραση   του   κωµμικούύ   στοιχείίου   στο   χώώρο   της  
λογοτεχνίίας  µμπορείί  να  αξιοποιηθείί  στην  παρουσίίαση  του  συγκεκριµμέένου  
κειµμέένου.   ΈΈτσι   ο   µμαθητήής   µμπορείί   να   προβληµματιστείί   σε   σχέέση   µμε   το   «τι  
είίναι  αστείίο»,  «τι  προκαλείί  το  γέέλιο»,  …,  καθώώς  και  να  επιχειρήήσει  ακόόµμα  
και   τη   σύύγκριση   Αριστοφάάνη   (το   «κωµμικόό»   στην   αρχαιόότητα   και   ο   ρόόλος  
του   στην   κοινωνίία)   και   Ροΐδη   (το   κωµμικόό   στοιχείίο   ως   στοιχείίο   σάάτιρας  
συγκεκριµμέένων   προσώώπων,   κοινωνικώών   οµμάάδων,   δοµμώών   και  
καταστάάσεων).    
Συγκεκριµμέένα,   µμπορείί   να   αξιοποιηθείί   υλικόό   απόό   τα   εισαγωγικάά   σχόόλια  
του   βιβλίίου   του   µμαθητήή,   καθώώς   και   τα   σχετικάά   µμε   την   κωµμωδίία   και   το  
αστείίο  (σελ.  11,  12)  βιβλίίο  του  καθηγητήή  –  Εν  λόόγω  ελληνικώώ,  Κοπιδάάκης.    
 
• Ιστορίία  
Είίναι  αυτονόόητο  όότι  η  γνώώση  του  κοινωνικο-­‐‑ιστορικούύ  πλαισίίου  µμέέσα  στο  
οποίίο   έέζησε   και   δηµμιούύργησε   ο   Ροΐδης   θα   συµμβάάλει   όόχι   µμόόνο   στην  
«εµμπέέδωση   των   σχετικώών   γνώώσεώών   τους   της   ιστορίίας   αλλάά   και   στην  
πληρέέστερη   κατανόόηση   των   επιλογώών   του   Ρ.   όόχι   µμόόνο   στο   επίίπεδο   της  
γραφήής  αλλάά  και  της  ζωήής  του  .    
Απόό   την   Ιστορίία   της   Γ΄     Γυµμνασίίου   αξιοποιούύµμε   υλικόό   απόό   τα   κεφάάλαια  
που   αναφέέρονται   στην   µμετεπαναστατικήή   περίίοδο   (σελ   233-­‐‑242:  
Οικονοµμικέές   –   κοινωνικέές   θεωρίίες,   γράάµμµματα,   επιστήήµμη   και   τέέχνη   το   19ο  
αιώώνα,   249-­‐‑275:   Η   Ελλάάδα   απόό   την   ανεξαρτησίία   ως   τους   βαλκανικούύς  
πολέέµμους,   292-­‐‑300:   Η   οικονοµμικήή   και   πολιτιστικήή   πορείία   του   ελληνικούύ  
κράάτους  απόό  το  1832  ως  το  1912).      
 
• Κοινωνικήή  και  Πολιτικήή  αγωγήή  
Στις   εισαγωγικέές   έέννοιες   υπάάρχει   η   ενόότητα   1.3   Ατοµμικήή   και   κοινωνικήή  
συµμπεριφοράά  (σελ.  4),  όόπου  γίίνεται  λόόγος  για  τη  σχέέση  αλληλεπίίδρασης  
ατόόµμου  και  κοινωνίίας.    
Ακόόµμα   θα   µμπορούύσε   να   αξιοποιηθείί   το   κεφάάλαιο   2.1.2.   «Κοινωνικέές  
οµμάάδες»   /   «Διακρίίσεις   κοινωνικώών   οµμάάδων»   (σελ.   9   -­‐‑   γελοιογραφίία)  
σχετικάά  µμε  τις  προκαταλήήψεις  για  άάτοµμα  άάλλων  οµμάάδων,  των  γυναικώών,  
π.χ.,  στην  περίίπτωση  του  Ρ.  
Επίίσης,  το  κεφ.  12  «Δικαιώώµματα  και  υποχρεώώσεις  του  πολίίτη»  βλ.  σελ.  110  
–   γελοιογραφίία   /   να   σέέβοµμαι   το   περιβάάλλον   και   το   κοινόό   συµμφέέρον…   ,  
σελ.  121-­‐‑123  «Προστασίία  του  περιβάάλλοντος  και  περιβαλλοντικήή  αγωγήή»,  
καθώώς  και  άάσκηση  5  σελ.  123  σχετικάά  µμε  τις  ράάµμπες  για  αναπήήρους  στην  
πόόλη  µμας  και  την  πρόόνοια  απόό  µμέέρους  της  πολιτείίας.    
 
 

15
 
 
 
 
Ø Ενδεικτικέές  ερωτήήσεις  –  εργασίίες    αξιολόόγησης    
ü Ποια   είίναι   η   εικόόνα   των   πεζοδροµμίίων   της   Αθήήνας,     σύύµμφωνα   µμε   τον  
αφηγητήή;    
 
ü Ποιο  είίναι  το  «χρυσόό  όόνειρο»  του  αφηγητήή;    
 
ü Τι  σατιρίίζει  ο  Ροΐδης  στο  συγκεκριµμέένο  χρονογράάφηµμα;    
 
ü Ποια  είίναι  τα  πρόόσωπα  της  αφήήγησης;  Πώώς  παρουσιάάζoνται  σε  σχέέση  µμε  
τους  σκύύλους;    
 
ü Θα  µμπορούύσε  η  στάάση  του  αφηγητήή  να  είίναι  διαφορετικήή;    
 
ü Μπορείί   να   διαφανείί   απόό   το   κείίµμενο   όότι   ο   αφηγητήής   έέχει   ζήήσει   και   σε  
άάλλες  χώώρες  εκτόός  απόό  την  Ελλάάδα;    
 
ü Απόό  τη  στιγµμήή  που  ο  σκύύλος  «ύύψωσε  το  σκέέλος»  (παρ.  11)  το  συµμβάάν  θα  
µμπορούύσε   να   έέχει   εξελιχθείί   διαφορετικάά.   Επινοήήστε   µμια   διαφορετικήή  
συνέέχεια  για  το  περιστατικόό.    
 
ü Βρείίτε   στο   λεξικόό   ήή   στην   εγκυκλοπαίίδεια   τη   σηµμασίία   των   λέέξεων  
χιούύµμορ,  ειρωνείία  και  σάάτιρα.  Υπάάρχουν  αυτάά  τα  στοιχείία  στο  κείίµμενο  το  
Ρ.   που   εξετάάζουµμε;   Αιτιολογήήστε   την   απάάντησήή   σας   µμε   συγκεκριµμέένα  
παραδείίγµματα  απόό  το  κείίµμενο.    
 
ü Βρείίτε  κείίµμενα  και  φωτογραφικόό  υλικόό  για  την  Αθήήνα  της  εποχήής  του  Ρ.  
και  σχολιάάστε  τα.  
 
ü Προσεγγίίζοντας   το   κείίµμενο   φορµμαλιστικάά   θα   διαπιστώώσουµμε   όότι   αυτόό  
αποτελείίται   απόό   14   παραγράάφους   στις   οποίίες   ο   αφηγητήής   περιγράάφει  
«σχολιάάζοντας»   έένα   τυχαίίο   περιστατικόό   που   διαδραµματίίστηκε   σε  
κεντρικόό   δρόόµμο   –   Ερµμούύ   και   Αιόόλου-­‐‑   της   Αθήήνας   του   τέέλους   του   19ου   αι.  
(1898   χρονολογίία   συγγραφήής   του   χρονογραφήήµματος).   Σε   ποιες  
παραγράάφους  υπάάρχει  το  «προσωπικόό  σχόόλιο»  του  αφηγητήή;    
 
ü Σύύµμφωνα  µμε  τον  Ροϊδη  η  εικόόνα  των  δρόόµμων  της  παλιάάς  εκείίνης  Αθήήνας  
ήήταν   µμάάλλον   απογοητευτικήή   και   οπωσδήήποτε   βασανιστικήή   για   τους  
πεζούύς.   Η   σηµμερινήή   εικόόνα   των   δρόόµμων   έέχει   στο   µμεταξύύ   αλλάάξει;   Ποια  
προβλήήµματα  αντιµμετωπίίζουν  σήήµμερα  οι  πεζοίί;    
 
ü Είίπαν  για  τον  Ροΐδη  όότι  µμε  την  κριτικήή  του  προκαλούύσε  ερείίπια  χωρίίς  να  
χτίίζει.  Πούύ  φαίίνεται  αυτήή  η  στάάση  ζωήής  στο  κείίµμενο;  

16
 
ü Πώώς  χαρακτηρίίζει  ο  Ροΐδης  τους  ποιητέές  στο  κείίµμενο;  Βρείίτε  πληροφορίίες  
για  τη  στάάση  του  Ρ.  απέέναντι  στους  ποιητέές  του  καιρούύ.    
 
ü Χωριστείίτε  σε  δύύο  οµμάάδες.  Η  µμίία  να  εξετάάσει  το  ρόόλο  του  γέέλιου  στη  ζωήή  
µμας   και   η   άάλλη   να   καταγράάψει   τα   προβλήήµματα   που   αντιµμετωπίίζουµμε  
στους  δρόόµμους  της  πόόλης  µμας  και  να  προτείίνει  λύύσεις.  
 
ü Ποιες  όόψεις  της  κοινωνίίας  της  εποχήής  του  Ροΐδη  Ροΐδη  έέχουν  εκλείίψει  απόό  
τη  δικήή  µμας  εποχήή  και  ποιες  επιβιώώνουν  και  σήήµμερα;    
 
ü Ποια   στοιχείία   του   κειµμέένου   φανερώώνουν   όότι   πρόόκειται   για  
χρονογράάφηµμα;    
 
ü Πώώς  θα  χαρακτηρίίζατε  τον  αφηγητήή;  (αδιάάφορο,  οργισµμέένο,  αµμέέτοχο...)  
 
ü Το   χιούύµμορ   είίναι   η   ικανόότητα   ορισµμέένων   να   υπογραµμµμίίζουν   τον   κωµμικόό,  
γελοίίο,   παράάλογο   χαρακτήήρα   ορισµμέένων   όόψεων   της   πραγµματικόότητας.    
Πιστεύύετε   όότι   ο   Ρ.   διέέθετε   χιούύµμορ;   Αιτιολογήήστε   την   απάάντησήή   σας  
χρησιµμοποιώώντας  στοιχείία  του  κειµμέένου  
 
ü Προσπαθήήστε  να  αφηγηθείίτε  το  περιστατικόό  απόό  την  πλευράά      
α.  της  γυναίίκας  του  υαλοπώώλη      
β.  του  ίίδιου  του  υαλοπώώλη    
 
ü Πώώς  χαρακτηρίίζετε  το  ύύφος  του  κειµμέένου;    
 
ü To  κείίµμενο  είίναι  γραµμµμέένο  στη  δύύση  της  ζωήής  του  Ροΐδη,  κατάά  την  οποίία  
βιώώνει,   όόπως   υποστηρίίζουν   οι   βιογράάφοι   του,   έένα   σχεδόόν   µμόόνιµμο   πια  
κλίίµμα  πικρίίας.  Πολλοίί   τον  χαρακτήήρισαν  ως  ως  «φυγάάνθρωπο»  (ωστόόσο  
οι   µμελετητέές   του   βίίου   του   αποδίίδουν   την   κατάά   άάλλους   «µμισάάνθρωπη»  
συµμπεριφοράά   του   στη   βαρηκοϊα   του).   Θα   µμπορούύσατε   να   επιβεβαιώώσετε  
την  άάποψη  αυτήή  σχετικάά  µμε  την  απογοήήτευση  που  βίίωνε  ο  Ροΐδης  απόό  τη  
στάάση  του  αφηγητήή  στο  κείίµμενο  που  εξετάάζουµμε;    
 
ü Ποια  νοµμίίζετε  όότι  ήήταν  η  άάποψη  του  Ροΐδη  για  τις  γυναίίκες;    
 
ü Στο  κείίµμενο  του  Ροΐδη  υπάάρχει  έέντονα  το  χιουµμοριστικόό  στοιχείίο.  Σε  ποια  
σηµμείία   κάάνει   τον   αναγνώώστη   να   γελάάσει;   Με   ποιον   τρόόπο   πετυχαίίνει   ο  
συγγραφέέας  να  αποδώώσει  το  «κωµμικόό  στοιχείίο»  στο  κείίµμενο;    
 
ü Βρείίτε   πληροφορίίες   για   τα   «καφενείία»   της   εποχήής   εκείίνης,   και   για   το  
ρόόλο  τους  στην  κοινωνικήή,  πολιτικήή  και  καλλιτεχνικήή  ζωήή  των  Αθηναίίων.      
 
ü Με   ποια   απόό   τα   µμαθήήµματάά   σας   θα   µμπορούύσατε   να   συσχετίίσετε   το  
περιεχόόµμενο  του  κειµμέένου;    
 

17
ü Συγκρίίνετε   το   κείίµμενο   του   Ροΐδη   µμε   το   κείίµμενο   του   ΆΆγγ.   Τερζάάκη   (Βλ.  
Παράάρτηµμα).   Ποιες   οµμοιόότητες   και   ποιες   διαφορέές   µμπορείίτε   να  
εντοπίίσετε;  Πώώς  «βλέέπουν»  την  Αθήήνα  οι  δύύο  δηµμιουργοίί;    
 
Π  Α  Ρ  Α  Ρ  Τ  Η  Μ  Α    –    Π  Α  Ρ  Α  Λ  Λ  Η  Λ  Α      Κ  Ε  Ι  Μ  Ε  Ν  Α  
 
Περίίπατοι  εις  τας  Αθήήνας  Γ΄,  Οδόός  Αδριανούύ,    
(Εµμµμανουήήλ   Ροΐδης,   ΆΆπαντα,   πέέµμπτος   τόόµμος   1894-­‐‑1904,   επιµμ.   ΆΆλκης  
Αγγέέλου,  Φιλολογικήή  Βιβλιοθήήκη  -­‐‑1,  σελ.  156-­‐‑157,  Ερµμήής,  Αθήήνα  1978)    
 
…   Αλλάά   και   η   οδόός   Αδριανούύ   είίχε   µμεταβάάλει   όόψιν.   Ούύτε   δενδροφύύτους   αυλάάς,  
ούύτε  αίίγας,  ούύτε  γυναίίκας  έέβλεπα  πλέέον,  αλλ’  ευτελήή  εµμπορικάά,  σταµμνοπωλείία,  
ταβέέρνες   και   πεζοδρόόµμια   προωρισµμέένα   ουχίί   εις   τους   πεζοδρόόµμους,   αλλ’   εις  
παρατάάξεις   πίίθων,   βαρελίίων,   πυραύύνων   ραπτώών   και   µμαγείίρων   και   ελασµμάάτων  
σιδηρουργείίων.   των   και   ελασµμάάτων   σιδηρουργείίων.   Μετ’   ολίίγον   η   αυξάάνουσα  
ενόόχλησις   της   οσφρήήσεως   αν’ηγγειλε   την   γειτνίίσιν   αρχαιοτήήτων   και  
µμακελλείίων.   Το   νεκροφόόρον   κάάρρον,   το   οποίίο   µμ’   ετρόόµμαξε   προ   ολίίγου,  
εστάάθµμευσε   προτου   γνωστούύ   κρεοπωλείίου    
Κανδηλόόρου.  Δύύο  βιδέέλα,  το  µμεν  εκδαρέέν  ήήδη  το  δε  ακόόµμη  άάγδαρτον,  εκράάµμαντο  
απόό   σιδηρώών   αγκίίστρων   ουχίί   εντόός   του   κρεοπωλείίου,   αλλ’   εις   το   µμέέσον   του  
πεζοδροµμίίου,   όόπου   ετελείίτο   και   άάλλη   θυσίία.   Πρωταγωνισταίί   ταύύτης   ήήσαν   τρεις  
δεκαπανταετείίς  περίίπου  παίίδες,  προγυµμναζόόµμενοι  υπόό  την  επίίβλεψιν  ενήήλικων  
χασάάπηδων   εις   την   τέέχνην   το   σφαγέέως.   Οι   ΄δυο   εκ   των   εφήήβων   τούύτων  
εκράάτουν,   ο   µμεν   εκ   των   κεράάτων,   ο   δε   εκ   των   οπισθίίων   ποδώών,   µμαύύρον   τράάγον  
πλαφιαστόόν,  ενώώ  ο  τρίίτος  εβύύθιζε  µμικράάν  µμάάχαιραν  εις  τον  λαιµμόόν  του.  Το  θύύµμα  
εσφάάδαζε   τόόσον   βιαίίως,   ώώστε   µμόόλις   κατώώρθωναν   να   το   συγκρατώώσιν   οι   δύύο  
βοηθοίί  του  δηµμίίου,  των  οπίίων  οι  γυµμνοίί  πόόδες  ήήσαν  βυθισµμέένοι  εις  αποτρόόπαιον  
κουρκούύτι  αίίµματος,  κόόπρου  και  χολήής.  
Κα   τάάυτα   διεπράάττοντο   εις   το   µμέέσον   κεντρικήής   οδούύ,   καθ’   ην   ώώραν   είίναι  
πυκνόότεροι  οι  διαβάάται.    
 
 
Περίίπατοι  εις  τας  Αθήήνας  Β΄  
(Εµμµμανουήήλ   Ροϊδης,   ΆΆπαντα,   πέέµμπτος   τόόµμος   1894-­‐‑1904,   επιµμ.   ΆΆλκης  
Αγγέέλου,  Φιλολογικήή  Βιβλιοθήήκη  -­‐‑1,  σελ.  148-­‐‑149,  Ερµμήής,  Αθήήνα  1978)    
 
…Κατάά  την  διασταύύρωσιν  της  οδούύ  Μητροπόόλεως  εξακολουθείί  να  χαίίνη  λάάκκος  
πλήήρης   ακαθάάρτου   υγρούύ,   το   οποίίον   ουδέέποτε   κατώώρθωσαν   αι   ηλιακαίί   ακτίίνες  
ν’  απορροφήήσουν  εντελώώς.  Η  βροχήή  τον  µμεταβάάλλει  εις  κίίτρινον  ποταµμόόν  και  εις  
πράάσινον   έέλος   η   ανοµμβρίία.   Προς   αποξήήρανσιν   του   έέλους   τούύτου   θα   ήήρκει   εν  
κάάρρον   σκίίρρων,   ώώστε   πιθανώώτατον   φαίίνεται   όότι   απέέχει   αυτήής   η   αστυνοµμίία,  
ουχίί   εκ   φειδωλίίας,   αλλάά   διάά   να   µμη   στερήήση   τα   παιδίία   των   παροικούύντων   της  
διασκεδάάσεως   ν’   απολύύωσιν   επίί   του   µμικροσκοπικούύ   τούύτου   πελάάγους  
στολίίσκους   πλοιαρίίων,   ναυπηγουµμέένων   εκ   κελύύφους   καρυδίίου   ήή   κοίίλο  
κολοκυθίίου.  

18
Ευθύύς   µμετάά   την   υπέέρβασιν   του   τέέλµματος   αναγκάάζεται   ο   διαβάάτης,   όόχι  
µμόόνον   να   καταβήή   του   πεζοδροµμίίου,   αλλάά   και   να   προσωρήήση   προς   ανεύύρεσιν  
στενήής   διόόδου   εις   το   µμέέσον   ακριβώώς   του   δρόόµμου,   διάά   τον   λόόγον   όότι   ο  
λαχανοπώώλης,   υπόό   την   πρόόφασιν   όότι   είίναι   το   πεζοδρόόµμιον   στενόόν,   έέκρινε  
πρέέπον   να   καταλάάβη   και   ικανόόν   µμέέρος   του   πλάάτους   της   οδούύ   µμε   στάάµμνας,  
κοφίίνια   απορριµμµμάάτων,   σκαµμνίία   και   προ   πάάντων   µμε   τραπέέζιον,   επίί   του   οποίίου  
έέχει   τα   κατάάστιχάά   του   και   συντάάσσει   την   ανταπόόκρισιν   και   τους   λογαριασµμούύς  
του.   Την   κατοχήήν   συνεχίίζει   ο   κρεοπώώλης,   του   οποίίου   τα   υπαίίθρια   άάγκιστρα  
απειλούύσι   τους   οφθαλµμούύς   του   διαβάάτου,   όόταν   δε   κρέέµμανται   εξ   αυτώών  
νεόόσφακτα   πρόόβατα   µμε   την   κεφαλήήν   προς   τα   κάάτω,   σκεπασµμέένην   υπόό   της  
αναστρόόφου   και   συροµμέένης   επίί   του   εδάάφους   αιµμοσταγούύς   προβειάάς.   ΆΆλλα  
πρόόβατα   εκδέέρονται   εντόός   του   σφαγείίου   ήή   αναµμέένουν   οικτρώώς   βελάάζοντα   να  
έέλθη  η  σειράά  των.  Κατάά  γης  έέντερα  κοιλίίαι  και  περίί  αυτάάς  ηµμερωµμέένοι  κόόρακες  
και   τρίία   βδελυράά   χσαπόόσκυλα   του   είίδους   των   βουλγόόδων,   βάάφοντα   εος   τενάάγη  
αίίµματος   την   µμαύύρην   των   µμύύτην.   Τα   έέντερα   και   τας   κοιλίίας   διαδέέχονται   τα  
καζάάνια   και   οι   τεντζερέέδες   ανωνύύµμου   γανωµματήή,   φωλιάάζοντος   εις   µμαύύρον  
άάντρον   ενθυµμίίζον   την   κουφάάλαν   όόπου   εµμόόναζεν   ο   γύύφτος   του   µμακαρίίτου  
Βαλαωρίίτου.  Παρέέκει  υπαίίθριος  ράάπτης,  µμετάά  τούύτον  υπάάιθριος  υποδηµματάάς  και  
ευθύύς   έέπειτα   περιάάγουσι   τον   διαβάάτην   εις   το   απροσώώρητον   αι   επίί   του  
πεζοδροµμίίου   διαρκείίς   βιοτεχνικαίί   εκθέέσεις   λουτρώών,   πυραύύνων,   υδραντλιώών,  
σωλήήνων  και  άάλλων  ειδώών…  
 
 
Ιστορίία  Ορνιθώώνος  (απόόσπασµμα)  
(Εµμµμανουήήλ   Ροϊδης,   ΆΆπαντα,   πέέµμπτος   τόόµμος,   1894-­‐‑1904,   Φιλολ.   Επιµμ.   ΆΆλκης  
Αγγέέλου,  Φιλολογικήή  Βιβλιοθήήκη  –  1,  Ερµμήής,  1978,  κεφ.  111,  σελ.  218-­‐‑222)  
 
 Εξ  όόσων  ηυτύύχησα  ήή  εδυστήήχησα  να  γνωρίίσω  είίµμαι,  πιστεύύω,  ο  µμόόνος  άάνθρωπος  
όόστις,   αν   τον   ωνόόµμαζον   ζώώον,   δεν   θα   εθεώώρει   τούύτο   ως   προσβολήήν.   ΌΌσον  
συναναστρέέφοµμαι   τα   ζώώα,   τόόσον   µμάάλλον   πείίθοµμαι,   όότι   δεν   υπάάρχει   µμεταξύύ  
αυτώών   και   των   ανθρώώπων   καµμµμίία   διαφοράά,   ως   ηθέέλησαν   παραδοξολόόγοι   τινέές  
να   ισχυρισθώώσιν,   αλλάά   µμόόνον   όότι   τα   πράάγµματα   κατάά   τα   οποίία   διαφέέροµμεν   απόό  
τα  ζώώα,  δεν  αποδεικνύύουν  όόλα  την  ανθρωπίίνην  υπεροχήήν.  
Το   κυρίίως   διακρίίνον   αυτάά   απόό   ηµμάάς   είίναι   όότι   παρέέλαβον   απόό   τους  
ανθρώώπους  όόσα  έέχουσιν  ούύτοι  καλάά,  και  απέέφυγαν  να  µμιµμηθώώσιν  τα  άάχρηστα,  α  
επιβλαβήή   και   τα   γελοίία.   Ουδέέποτε   έέγινε   λόόγος   µμεταξύύ   αυτώών   περίί   επισκέέψεων  
του   νέέου   έέτους,   ούύτε   περίί   καπνίίσµματος,   ούύτε   περίί   φόόρου   επίί   του   καπνούύ   ήή  
οιουδήήποτε   άάλλου·∙   δεν   χαρτοπαικτούύσι,   δεν   πίίνουσι   παράά   νερόόν   ήή   γάάλα   όόταν  
είίναι  µμικράά·∙  δεν  συντηρούύν  στρατούύς,  αγνοούύν  τι  θα  είίπη  πατρίίς  και  ιδιοκτησίία,  
και   εκ   τούύτου   ούύτε   δίίκας   εγείίρουσιν   ούύτε   κινούύσιν   πολέέµμους,   αλλάά   µμόόνον  
µμονοµμαχίίας   περίί   πραγµμάάτων   τα   οποίία   ενδιαφέέρουσιν   αυτάά   αµμέέσως   και  
προσωπικώώς,   περίί   της   νοµμήής   λ.χ.   πολυχλόόου   τινόός   λειµμώώνος   ήή   της   ευνοίίας  
ωραίίας   τινόός   οµμοφύύλου   των,   γάάτας,   σκύύλας,   λεαίίνης,   φοράάδας   ήή   ελαφίίνας   Και  
αυτούύς,   τους   οικογενειακούύς   δεµμσούύς   περιώώρισαν   εις   µμόόνους   τους   αναγκαίίους  
και   τους   µμη   οχληρούύς.   ΈΈχουσι   µμεν   πατέέρα   και   µμητέέρα,   ούύτε   θείίους   όόµμως   ούύτε  
εξαδέέλφους   ούύτε   πάάππους   ούύτε   εγγόόνους,   και   το   κυριώώτερον   ούύτε   πενθερούύς  
ούύτε  πενθεράάς.  

19
Ζώώντα  κατάά  το  ευαγγελικόό  παράάγγελµμα  µμε  όό,τι  στείίλη  εις  αυτάά  η  πρόόνοια  
του   Θεούύ,   δεν   υπόόκεινται   εις   την   υποχρέέωσιν   να   συντάάξωσιν   διαθήήκην   και  
αγνοούύσιν   όότι   υπάάρχουσιν   εις   τον   κόόσµμον   συµμβολαιογράάφοι,   όόπως   και   δήήµμιοι,  
δικαστήήρια,   ιατροίί,   ειρκταίί,   στρατώώνες,   νοσοκοµμείία,   πτωχοκοµμείία   και  
οικονοµμικάά   µμαγερείία.   Ταύύτα   λέέγων   ουδόόλως   εννοώώ   ν’   αµμφισβητήήσω   των  
πραγµμάάτων   τούύτων   την   χρησιµμόότητα   και   την   ανάάγκην,   αλλάά   να   είίπω   όότι  
δύύσκολον  είίναι  να  µμακαρίίσωµμεν  τον  άάνθρωπον  δι’  όόσα  κατέέστησεν  αναγκαίία  η  
κακήή   ποιόότης   του   σώώµματος   και   της   ψυχήής   του,   ήή   να   θεωρήήσωµμεν   ως   µμικρόόν  
πλεονέέκτηµμα   των   ζώώων   το   να   δύύνανται   να   τρώώγουν   χωρίίς   µμαγείίρους,   να  
ενδύύωνται  χωρίίς  ράάπτας,  να  νυµμφεύύωνται  χωρίίς  παπάάν,  να  γεννώώνται  άάνευ  της  
βοηθείίας   µμαµμµμήής   και   ν’   αποθνήήσκουν   άάνευ   της   συµμπράάξεως   του   ιατρούύ   ήή   του  
δηµμίίου.  
Τα   ανωτέέρω   αρκούύσι,   πιστεύύοµμεν   ν’   αποδείίξωσι   πόόσον   απατώώνται   οι  
θεωρούύντες  άάλογα  τα  ζώώα…  
 
 
Πειρασµμόός  αναδροµμήής                          
 (ΆΆγγελος  Τερζάάκης,  εφηµμ.  Το  Βήήµμα,  10-­‐‑2-­‐‑1965,  απόό  Ψαράάκης,  Τάάκης,  Ανθολόόγιο  
της   Αθήήνας.   Νοσταλγίίες.   Ενθυµμήήσεις.   Μαρτυρίίες.   Βιβλίίο   τρίίτο,   Νέέα   Σύύνορα  
Α.Α.  Λιβάάνη)  
 
…Τη   γνώώρισα   την   εποχήή   που   ήήταν   αξιαγάάπητη.   ΌΌχι   αξιαγάάπητη   επειδήή   µμου  
φάάνταζε  µμέέσ’  απόό  την  αχλύύ  της  µμυθικήής  µμου  ηλικίίας,  ήή  επειδήή  µμε  την  απόόσταση  
µμέέσα  στο  χρόόνο  εξιδανικεύύτηκε,  δουλεύύτηκε  απόό  τη  µμαγείία  της  µμνήήµμης.  Αν  όόλα  
τα   καταγράάψουµμε   στην   ιδιοτέέλεια   και   στη   φρεναπάάτη,   τόότε   δεν   θα   αποµμείίνει  
κανέένα   σηµμείίο   αναγνωρίίσεως   µμέέσα   στη   ζωήή,   όόλα   θα   γίίνουν   ανυπόόστατα,  
χλευαστικάά  ίίσκιοι  των  ίίσκιων.  Η  Αθήήνα  γνώώρισε  πραγµματικάά  µμιαν  ευτυχισµμέένη  
ώώρα,  όόπως  τη  γνωρίίζουν  τα  νεαράά  πλάάσµματα  στην  αυγήή  τους.  Μια  ώώρα  όόπου  είίχε  
ταυτόότητα,  ίίσως  επειδήή  δεν  είίχε  ακόόµμα  στόόµμφο  και  πολυπραγµμοσύύνη.  
ΉΉταν  µμια  σεµμνήή  επαρχιακήή  πολιτείία,  λιγάάκι  ξαφνιασµμέένη  ακόόµμα  που  την  
είίχανε   βάάλει   να   παίίξει   την   πρωτεύύουσα.   Απόό   το   ξάάφνιασµμα   αυτόό,   απόό   το  
ανέέτοιµμο,   αναδινόόταν   δεν   ξέέρω   ποια   χάάρη   κοπελίίτσας   που   στολίίζεται   για   τον  
πρώώτο  της  χορόό.  Αυτάά  συνέέβαιναν  εκείί  την  εποµμέένη  των  βαλκανικώών  πολέέµμων.  
ΌΌλα  δεν  ήήταν  ωραίία  στην  Αθήήνα  µμας,  κάάθε  άάλλο!  Οι  δρόόµμοι,  µμόόλις  φυσούύσε  µμια  
στάάλα,   πνίίγονταν   στη   σκόόνη.   Τα   καλοκαίίρια   η   λειψυδρίία   έέδινε   κι   έέπαιρνε,   το  
αιγινήήτικο   κανάάτι   στο   παράάθυρο   γινόόταν   πολυτιµμόότερο   απόό   µμπριλλάάντι.   Τα  
τραµμ   βροντούύσαν   τα   κουδούύνια   τους   λυσσασµμέένα   και   οι   «ρεµμούύλκες»  
ξεκούύφαιναν   το   σύύµμπαν   µμε   τις   τραµμπαλιστέές   τζαµμαρίίες   τους.   Το   σκοτάάδι   έέξω  
απόό  τους  πολύύ  κεντρικούύς  δρόόµμους  θύύµμιζε  µμυστηριώώδεις  σκηνέές  απόό  καταχθόόνια  
µμυθιστορήήµματα   του   Πονσόόν   ντυ   Τεράάιγ.   Δύύο   βήήµματα   έέκανες,   στο   τρίίτο   έέπεφτες  
σε   λάάκκο.   Και   τα   σπίίτια,   αν   είίχαν   στις   προσόόψεις   τους   ρυθµμόό   κι   αρχοντιάά,   δεν  
είίχαν   όόµμως   πολυτελήή   µμπάάνια.   Εκείίνο   που   µμετρίίαζε   όόλα   τα   ελαττώώµματα   ήήταν  
πως  δεν  ξέέραµμε  καλύύτερη  ζωήή.  Αν  το  καλοσκεφτούύν  αυτόό  οι  σηµμερινοίί  νέέοι,  θα  
ιδούύν  πως  το  ίίδιο  ακριβώώς  κάάνει  και  τη  σύύγχρονη  ζωήή  ελκυστικήή:  Αν  ξέέραµμε  όό,τι  
θα  υπάάρχει  ύύστερα  απόό  πενήήντα  χρόόνια,  θα  µμας  έέλειπε  τόόσο  που  θα  µμας  γινόόταν  
αφόόρητο  να  ζούύµμε  δίίχως  αυτόό.  

20
Αλλάά  είίχαµμε  τόότε  σ’  αντιστάάθµμισµμα  κάάποια  πράάγµματα  που  δεν  πρόόκειται  
να   τα   ξαναδείί   το   ανθρώώπινο   γέένος:   την   ησυχίία   της   νύύχτας   πρώώτα   πρώώτα,   την  
ιερήή   αυτήή   ανάάπαυλα   στον   κάάµματο   και   στον   αγώώνα,   έένα   απόό   τα   πολυτιµμόότερα  
αγαθάά   της   ζωήής.   Αν   σε   ξυπνούύσε   κάάτι,   θα   ήήταν   µμια   καντάάδα,   κι   αυτήή   όόχι  
κακόόφωνη,   γιατίί   η   κακοφωνίία   έέβρισκε   άάµμεσες   κυρώώσεις,   απόό   τα   παράάθυρα   σε  
είίδος.   Με   τα   χαράάµματα   άάκουγες   κελαϊδισµμούύς,   γιατίί   δεν   υπήήρχε   γειτονιάά   χωρίίς  
κηπάάκους,   δεντράάκια.   Ακολουθούύσαν   οι   διαλαλητάάδες   κι   αυτοίί   µμελωδικοίί,  
ρυθµμισµμέένοι   καθώώς   τα   όόργανα   που   µμπαίίνουν   διαδοχικάά   σε   µμια   καλάά  
ενορχηστρωµμέένη   σελίίδα   µμουσικήής.   Στους   δρόόµμους   περπατώώντας,   και   στους   πιο  
κεντρικούύς,  είίχες  οντόότητα,  κι  ας  µμην  είίχες  όόνοµμα.  Δεν  ήήσουν  ζωντανόό  σε  κοπάάδι  
που   του   σφυράάνε   για   να   το   µμαντρίίσουν   πίίσω   απόό   αλυσίίδες.   Στον   άάνθρωπο,  
καθώώς   σε   όόλα   τα   έέµμψυχα   κι   άάψυχα   του   κόόσµμου   τούύτου   δίίνει   σηµμασίία   και  
υπόόστασης  το  µμέέτρο,  η  αυτοτέέλεια,  το  αντίίθετο  του  πολτούύ.  Πέέντε  άάνθρωποι  σε  
έένα   δρόόµμο   είίναι   πέέντε   ψυχέές   και   πέέντε   ζωέές.   Πενήήντα   χιλιάάδες   είίναι   αριθµμόός,  
χύύµμα   κρέέας   µμε   το   ζύύγι.   Και   τι   να   πει   κανέένας   όόταν   το   υλικόό   αυτόό   το   βλέέπει   να  
κυνηγιέέται   παλαβωµμέένο   απόό   τη   µμηχανήή,   που   απέέκτησε   ξαφνικάά   ζωήή  
ανεξάάρτητη   και   θέέλει   να   σκοτώώσει   τον   εφευρέέτη   της;   Στο   θέέατρο   ξέέρουµμε  
καταστάάσεις   «δραµματικέές»   και   καταστάάσεις   «κωµμικέές»,   γελοίίες   όόµμως  
καταστάάσεις   δεν   δεχόόµμαστε,   γιατίί   το   γελοίίο   είίναι   αυτόόχρηµμα   άάρνηση   της  
Τέέχνης.   ΉΉταν   γραµμµμέένο   η   ζωήή   να   δεχτείί   το   γελοίίο   σαν   αντιπροσωπευτικήή   της  
κατάάσταση.  Και  απορούύν  ύύστερα  που  η  Τέέχνη,  για  να  ευθυγραµμµμιστείί  µμε  τη  ζωήή,  
επινόόησε  το  «παράάλογο»,  που  είίναι  η  γελοίία  κατάάσταση  συνειδητοποιηµμέένη  απόό  
το   νου   του   ανθρώώπου.   Παράάλογο   σηµμαίίνει   αυτοτιµμωρούύµμενος   χωρίίς  
σκοπιµμόότητα  κι  ελπίίδα  λυτρωµμούύ.    
Να   προσθέέσω   τι   ακόόµμα   για   την   αντίίθεση;   Τις   πολυκατοικίίες,   τα  
προπλάάσµματα   αυτάά   των   στρατώώνων   του   µμέέλλοντος;   ΌΌ,τι   προσφέέρουν   σε   άάνεση  
το  αφαιρούύν  σε  ανθρωπιάά,  αρχίίζοντας  απόό  το  κυριόότερο:  την  ησυχίία  της  φωλιάάς,  
δικαίίωµμα   και   του   κατώώτερου   ακόόµμα   ζώώου.   Στην   Αθήήνα   ειδικάά   χτίίστηκαν   οι  
πολυκατοικίίες   απάάνω   στα   παλιάά   αχνάάρια   των   δρόόµμων,   τους   στέένεψαν,   τους  
έέκαναν  ασφυκτικούύς,  να  µμην  µμπαίίνει  µμέέσα  ούύτε  φως  ούύτε  αέέρας.  Η  πρωτεύύουσα  
µμε   το   υγιεινόότερο   κλίίµμα   του   κόόσµμου   έέγινε   αυτήή   όόπου   τα   καυσαέέρια   λιµμνάάζουν,  
όόπου   δεν   υπάάρχει   πια   ούύτε   µμια   ανάάσα   µμε   οξυγόόνο.   ΌΌσο   οι   πεζοίί   πληθαίίνουν,  
τόόσο   τα   πεζοδρόόµμια   κόόβονται.   Ω   ναι!   Θα   ήήθελα   σ’   αυτόό   και   µμόόνο   το   σύύµμπτωµμα  
να   σταµματήήσω:   συνοψίίζει   παραστατικάά,   σε   µμιαν   εικόόνα,   όόλη   την   εξέέλιξη:   Τον  
καιρόό  που  η  Αθήήνα  είίχε  εκατόόν  πενήήντα  χιλιάάδες  κατοίίκους,  τα  πεζοδρόόµμια  της  
µμεγαλύύτερης   αρτηρίίας   της,   της   οδούύ   Πατησίίων,   ήήταν   απέέραντα   σε   πλάάτος,   για  
να  υποδέέχονται  µμε  όόλα  τα  περιθώώρια  του  σεβασµμούύ  τον  άάνθρωπο.  Τώώρα  που  οι  
κάάτοικοι   έέφτασαν   τα   δύύο   εκατοµμµμύύρια,   τα   πεζοδρόόµμια   περιορίίζονται   στο   έένα  
πέέµμπτο  των  παλαιώών.  Ο  άάλλος  χώώρος  προσφέέρεται  –στον  άάνθρωπο  και  πάάλι  θα  
µμου   πούύµμε.   Λάάθος!   Προσφέέρεται   στη   µμηχανήή.   Ο   άάνθρωπος   συν   µμηχανήή  
υπολογίίζεται,   µμόόνος   όόχι.   ΆΆρα   σε   τελευταίία   ανάάλυση,   η   µμηχανήή   είίναι   που   δίίνει  
αξίία  στον  άάνθρωπο…  
 
 
 
Είίµμαστε  όό,τι...  οι  δρόόµμοι  µμας    
(Τασούύλα  Καραϊσκάάκη,  εφηµμ.  Καθηµμερινήή,  Μόόνιµμες  στήήλες,  12-­‐‑  5-­‐‑2006)  

21
Κάάθε  αθηναϊκήή  µμέέρα  γεννιέέται  µμέέσα  στην  παράάνοια  της  τυφλήής  βιασύύνης  και  το  
κυκλοφοριακόό  χάάος  και  σβήήνει  µμέέσα  στο  ρυπαρόό  «κορεσµμόό»  των  δηµμόόσιων  
χώώρων  και  το  αδιέέξοδο  της  στάάθµμευσης.  Ωστόόσο,  αν  και  πάάσχοντες,  δεν  
αντιδρούύµμε,  δεν  απαιτούύµμε  µμια  θεραπείία  απόό  τα  επακόόλουθα  της  «ασθέένειας»  
που  κατατρώώει  τις  ώώρες  µμας.  Δεν  θέέλουµμε  µμε  κανέένα  τρόόπο  να  εγκαταλείίψουµμε  
την  ακριβοπληρωµμέένη  βολήή  µμας.  Εγωιστικάά  και  κοντόόθωρα  βάάζουµμε  
καθηµμερινάά  το  λιθαράάκι  του  παραλογισµμούύ,  της  αυθαιρεσίίας,  της  διάάλυσης  στην  
κοινήή  µμας  ζωήή,  ακυρώώνοντας  κάάθε  προσπάάθεια  για  ανθρώώπινη  επιβίίωση.  

Και  η  τραγωδίία  στους  δρόόµμους  συνεχίίζεται.  Ως  πεζοίί  δίίνουµμε  τη  µμάάχη  του  
ασφαλούύς  βαδίίσµματος,  παλινδροµμώώντας  απόό  το  οδόόστρωµμα  στα  στενάά  
κακοφτιαγµμέένα  πεζοδρόόµμια,  ανάάµμεσα  σε  παρκαρισµμέένα  αυτοκίίνητα  και  
δίίκυκλα,  τραπεζοκαθίίσµματα,  ξεχασµμέένα  µμπάάζα,  σκουπίίδια,  λακκούύβες.  Ως  
εποχούύµμενοι  µμπουσουλάάµμε  αργάά  ανάάµμεσα  σε  διπλο–  και  τριπλο–παρκαρισµμέένα  
αυτοκίίνητα,  αιφνιδιαζόόµμαστε  απόό  απρόόσµμενες  αντικανονικέές  στάάσεις  
µμπροστινώών  οχηµμάάτων,  µμέένουµμε  για  ώώρα  (σχεδόόν  αδιαµμαρτύύρητα)  πίίσω  απόό  
σταµματηµμέένα  φορτηγάά  που  ξεφορτώώνουν  εµμπορεύύµματα  εκτόός  ωραρίίου  
τροφοδοσίίας  καταστηµμάάτων  (προβλήήµματα  δηµμιουργούύνται  ακόόµμη  κι  όόταν  
τηρείίται  το  ωράάριο).  Μέέχρι  8%  παραπάάνω  επιβάάρυνση  στην  κυκλοφορίία  
προκαλούύν  τα  φορτηγάά  που  τροφοδοτούύν  τα  µμαγαζιάά  σε  ώώρες  αιχµμήής,  
δηµμιουργώώντας  τριτοκοσµμικέές  καταστάάσεις  στην  πόόλη.  Τι  θα  έέπρεπε  να  γίίνει;  Η  
τροφοδοσίία  να  πραγµματοποιείίται  κατάά  τη  διάάρκεια  της  νύύχτας,  σε  ειδικέές  ζώώνες  
εισόόδου  και  στάάθµμευσης,  όόπως  γίίνεται  σε  όόλες  τις  πολιτισµμέένες  χώώρες  του  
κόόσµμου  κι  όόπως  γινόόταν  κατάά  τον  ολυµμπιακόό  Αύύγουστο  του  2004.  Αλλάά  
προβάάλλεται  πάάντα  το  πρόόσχηµμα  του  ελλιπούύς  κράάτους  –  δεν  µμπορείί  να  υπάάρξει  
επαρκήής  έέλεγχος  (λογιστικόός,  φορολογικόός)  στις  συναλλαγέές  αυτούύ  του  τύύπου  
µμεταµμεσονύύχτια.  

Καταστάάσεις  που  επιβεβαιώώνουν  όότι  είίναι...  προνόόµμιο  να  ζεις  σ’  αυτόόν  τον  τόόπο,  
όόπου  οι  ίίδιες  οι  Αρχέές  µμεροληπτούύν·∙  χαρίίζεται  ο  αστυνόόµμος,  ρουσφετολογείί  ο  
δήήµμαρχος,  δηµμηγορείί  ο  πολιτευτήής…  Στο  55%  των  δρόόµμων  της  Αθήήνας  η  
κυκλοφορίία  των  οχηµμάάτων  γίίνεται  µμόόνο  σε  µμίία  λωρίίδα  λόόγω  παράάνοµμης  
στάάθµμευσης.  Στο  λεκανοπέέδιο  πραγµματοποιούύνται  1,6  σταθµμεύύσεις  
αυτοκινήήτων,  απόό  τις  οποίίες  το  80%  στους  δρόόµμους  (παράάνοµμα,  κυρίίως).  Για  τα  
2,5  εκατ.  Ι.Χ.  του  λεκανοπεδίίου  διατίίθενται  µμόόνο  265.000  θέέσεις  πάάρκινγκ  σε  
δηµμόόσιους  ήή  ιδιωτικούύς  χώώρους.  Σε  οργανωµμέένα  πάάρκινγκ  καταφεύύγει  µμόόνο  το  
2%  των  οδηγώών.  

Η  αστυνόόµμευση  δεν  είίναι  µμεθοδευµμέένη  και  συστηµματικήή,  παράά  µμόόνον  


εισπρακτικήή.  Δεν  υπάάρχει  πρόόγραµμµμα  επιλεκτικούύ  ελέέγχου  σε  φορτωµμέένους  
δρόόµμους,  στροφέές  λεωφορείίων,  ράάµμπες  για  τη  διευκόόλυνση  ατόόµμων  µμε  κινητικάά  
προβλήήµματα.  Σε  κάάποιες  περιπτώώσεις  µμοιάάζει  να  βολεύύει  η  ελεγχόόµμενη  
παρανοµμίία  (και  όόχι  η  εξάάλειψήή  της),  αφούύ  τα  έέσοδα  είίναι  πολλάά  απόό  τις  κλήήσεις  
–  οι  οδηγοίί  της  Αττικήής  πληρώώνουν  κατ’  έέτος  περίί  τα  25  εκατ.  ευρώώ  για  
παράάνοµμη  στάάθµμευση.  

22
Είίναι  ν’  αναρωτιέέται  κανείίς  γιατίί  η  Πολιτείία  καθυστερείί  τόόσο  πολύύ  να  
κατασκευάάσει  νέέα  πάάρκινγκ  και  σταθµμούύς  µμετεπιβίίβασης,  γιατίί  δεν  ενθαρρύύνει  
τους  ιδιώώτες  που  ενδιαφέέρονται  να  δηµμιουργήήσουν  ιδιωτικούύς  σταθµμούύς  
αυτοκινήήτων.  Γιατίί  δεν  βρίίσκει  λύύσεις  για  τις  πυκνοδοµμηµμέένες  περιοχέές  όόπου  η  
ζήήτηση  καλπάάζει  και  οι  πολίίτες  δεν  έέχουν  άάλλες  επιλογέές.  

Φταίίει   µμόόνο   η   ανοργανωσιάά,   η   ανεπάάρκεια   ήή   παρεισφρέέει,   όόπως   και   αλλούύ,   η  


ιδιοτέέλεια  και  η  πώώρωση;  
 
 
 
Β  Ι  Β  Λ  Ι  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Ι  Α  
 
Vitti,   Mario,   Ιστορίία   της   Νεοελληνικήής   Λογοτεχνίίας,   Εκδόόσεις   Οδυσσέέας,   2003.
   
Γεωργαντάά,   Αθηνάά,   Εµμµμανουήήλ   Ροϊδης.   Η   πορείία   προς   την   Πάάπισσα   Ιωάάννα  
(1860-­‐‑1865),  Ιστόός,  Αθήήνα  1993.  
 
Δηµμαράάς,   Κ.Θ.,   Ελληνικόός   Ροµμαντισµμόός,   Νεοελληνικάά   Μελετήήµματα   7,   Ερµμήής,  
Αθήήνα  2004.  
 
Δηµμηρούύλης,   Δηµμήήτρης,   Εµμµμανουήήλ   Ροϊδης.   Η   τέέχνη   του   ύύφους   και   της  
πολεµμικήής.  Μεταίίχµμιο,  2005.  
 
Δηµμηρούύλης,   Δηµμήήτρης   (εισαγωγήή-­‐‑επιµμέέλεια),   Εµμµμανουήήλ   Ροϊδη   Κείίµμενα   για  
την  Αθήήνα  των  Ολυµμπιακώών  Αγώώνων  του  1896,  Μεταίίχµμιο,  2004.    
 
Δηµμηρούύλης,  Δηµμήήτρης  (επιµμ.),  Εµμµμανουήήλ  Ροϊδης,  ο  αιρεσιάάρχης,  ο  σαρκαστήής,  
ο  ανατρεπτικόός,  Ηµμερολόόγιο  2006,  Μεταίίχµμιο  2006.  
 
Επιστηµμονικόό   Συµμπόόσιο   (12   και   13   Νοεµμβρίίου   1999),   Ο   ροµμαντισµμόός   στην  
Ελλάάδα,   Εταιρείία   Σπουδώών   Νεοελληνικούύ   Πολιτισµμούύ   και   Γενικήής   Παιδείίας  
(Ιδρυτήής  Σχολήή  Μωραϊτη).  
 
Καρδαµμίίτση-­‐‑Αδάάµμη,   Μάάρω,   Κωνσταντίίνου,   Φανήή,   Αθήήνα.   Τόότε   &   Τώώρα.  
Β΄έέκδοση,    
Εκδόόσεις  Ολκόός.  
 
Καρζήής,  Θόόδωρος,  Η  σάάτιρα  και  η  παγκόόσµμια  ιστορίία  της,  Εκδόόσεις  Καστανιώώτη,  
Αθήήνα  2005.    
 
Κασίίνης,  Κ.  Γ.,  Το  τραγικόό  σηµμειωµματάάριο  του  Ροϊδη,  Εκδόόσεις  Φιλιππόότη,  Αθήήνα  
1985.    
 
Κοπιδάάκης,  Μ.Ζ.,  Εν  λόόγω  ελληνικώώ,  ΊΊκαρος  Εκδοτικήή  Εταιρείία,  Αθήήνα  2003.  
 

23
Κουµμαριανούύ,   Αικατερίίνη,   Αθήήνα.   Η   πόόλη   –   Οι   άάνθρωποι.   Αφηγήήσεις   και  
Μαρτυρίίες,  12ος  –  19ος  αιώώνας.  Σειράά:  Ελληνίίδες  πόόλεις,  εκδόόσεις  Ποταµμόός,  2005.    
 
Λουπασάάκης,  Αλέέξανδρος,  Γέέλιο.  Η  καλύύτερη  θεραπείία,  4η  έέκδοση,  Κέέδρος,  2002.    
 
Henri  Bergson,  Το  γέέλιο.  Δοκίίµμιο  για  τη  σηµμασίία  του  κωµμικούύ,  Εξάάντας-­‐‑Νήήµματα  
 
Νέέα  Εστίία,  Αφιέέρωµμα  στον  Εµμµμανουήήλ  Ροϊδη,  τχ.1772,  Νοέέµμβριος  2004  
 
Νεοέέλληνες   Κλασικοίί   –   Οδηγίίες   χρήήσης,   Ο   Δηµμήήτρης   Καλοκύύρης   διαβάάζει  
Εµμµμανουήήλ  Ροϊδη,  Ελληνικάά  Γράάµμµματα,  2005.  
 
Παπακώώστας,   Γιάάννης,   Φιλολογικάά   σαλόόνια   και   καφενείία   της   Αθήήνας,   2η   έέκδ  
αναθεωρηµμέένη,   Βιβλιοπωλείίον   της   Εστίίας   Ι.Δ.   Κολλάάρου   &   Σίίας   Α.Ε.,   Αθήήνα  
1991.        
 
Πολίίτης  Αλέέξης,  Ροµμαντικάά  χρόόνια.  Ιδεολογίίες  και  Νοοτροπίίες  στην  Ελλάάδα  του  
1830-­‐‑1880,  3η  έέκδοση,  Θεωρίία  και  Μελέέτες  Ιστορίίας  14,  Ε.Μ.Ν.Ε  –  Μνήήµμων  2003.  
 
Ροϊδης,   Εµμµμανουήήλ,   ΆΆπαντα,   τόόµμ.1-­‐‑5,   Φιλολογικήή   επιµμέέλεια   ΆΆλκης   Αγγέέλου,  
Φιλολογικήή  Βιβλιοθήήκη  -­‐‑1,  Εκδοτικήή  Ερµμήής  Ε.Π.Ε.,  Αθήήνα  1978.    
 
Ροϊδης,   Εµμµμανουήήλ,   Σκαλαθύύρµματα,   επιµμ.   ΆΆλκης   Αγγέέλου,   Νέέα   Ελληνικήή  
Βιβλιοθήήκη,  Εστίία,  1999.  
 
Ροϊδης,  Εµμµμανουήήλ,  Αθησαύύριστα  κείίµμενα  1882-­‐‑1885,  επιµμ.  Παν.  Μουλλάάς,  ΜΙΕΤ,  
Αθήήνα  2005.      
 
Ροϊδης,   Εµμµμανουήήλ,   επιµμ.   Κλέέωνος   Παράάχου,   Βασικήή   Βιβλιοθήήκη   20,   Αθήήναι  
(copyright  «Ι.  Ζαχαρόόπουλος»,  εκδόόσεις  Ε.&  Μ.  Ζαχαρόόπουλου  Ε.Π.Ε.  ,  Αθήήνα)  
 
Τραυλόός,   Ι.,   Πολεοδοµμικήή   εξέέλιξις   των   Αθηνώών,   Β΄   έέκδοση,   Εκδόόσεις   Καπόόν,  
Αθήήνα  1993.  
 
Ψαράάκης,   Τάάκης,   Ανθολόόγιο   της   Αθήήνας.   Νοσταλγίίες.   Ενθυµμήήσεις.   Μαρτυρίίες.  
Βιβλίίο  τρίίτο,  Νέέα  Σύύνορα  Α.Α.  Λιβάάνη.    
 
   
 
 
 

24

You might also like