Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Έφτανε τα διακόσια χιλιόμετρα στο κοντέρ, ήτανε βράδυ, έτρεχε σαν να ήθελε να

φύγει από αυτό τον κόσμο, σαν να ήθελε να εξαφανιστεί, τα τελευταία


χιλιόμετρα τα έκανε σε ένα δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, στο κοντέρ η ταχύτητα
ανέβαινε, το κράνος του έσφιγγε το κεφάλι, δεν το ήθελε, άλλωστε για αυτό που
σκεφτόταν δεν το χρειαζότανε, έτρεχε με τη μηχανή εδώ και ώρα, δεν ήξερε που
βρισκόταν, δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά ο ανοιχτός δρόμος, έτρεχε και τα
μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, δεν μπορούσε να το αποφύγει, δεν ήταν από
την ταχύτητα, δεν ήξερε γιατί δάκρυζε, πριν λίγη ώρα ήταν που χωρίσανε, αυτή
μπήκε σε ένα ταξί και έφυγε, είχαν βγει μετά από χρόνια, αυτός πάντα ήταν
ερωτευμένος μαζί της, αυτή πάλι όχι, για λίγες στιγμές μονάχα είδε κάτι στα
μάτια της, κάτι που δεν το είχε δει από εκείνη τον πρώτο καιρό που βγαίνανε,
θυμόταν το άρωμα των μαλλιών της, αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά που κάθε
φορά που συναντιόντουσαν τον έκανε να νιώθει μια ανατριχίλα, του άρεσαν
πολύ τα μαλλιά της, ήταν μακριά και μαύρα, ίσια, του άρεσε η κίνηση που έκανε
κα τα έβαζε πίσω από το αυτί της, έπειτα έγερνε το κεφάλι της και τον κοίταζε,
ένα παρατεταμένο βλέμμα που πάντα αναρωτιόταν τι σημαίνει, ποτέ δεν την
κατάλαβε, δεν ήξερε γιατί του φερόταν με αυτό τον τρόπο, πάντα πίστευε πως
την έλκυε, πως δεν της πέρναγε αδιάφορος, ποτέ όμως δεν του το έδειξε,
θυμόταν εκείνο τον καιρό που βγαίνανε και περπατάγανε άσκοπα, οι βόλτες
αυτές ήταν που πάντα θυμόταν, ήταν που πάντα αναρωτιόταν αν αυτή η
γυναίκα ήταν για αυτόν, αν ήταν η μία, τον καιρό που πέρασε μακριά της έφερνε
στη σκέψη του εκείνες της μέρες, έβγαινε τότε στον δρόμο και περπάταγε στις
ίδιες περιοχές που πηγαίνανε μαζί, δεν ήξερε γατί αλλά προσπαθούσε πάντα να
βρει τις γωνίες που κάνανε στάση, εκεί που καθόντουσαν να ξαποστάσουν, που
σταμάταγαν από τη βόλτα τους, εκεί σταμάταγε και αυτός, έψαχνε να βρει
εκείνες τις γωνίες, θυμόταν ακριβώς τι είχανε συζητήσει, επαναλάμβανε τις
λέξεις μέσα του, τα δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του, σχεδόν δεν μπορούσε να δει
μπροστά του όταν ξαφνικά πετάχτηκε ένα άσπρο αυτοκίνητο, προσπάθησε να το
αποφύγει ενστικτωδώς, για λίγο σκέφτηκε να πέσει πάνω του, δεν ήθελε πολύ,
μια μικρή στραβοτιμονιά, βέβαια με την ταχύτητα που πήγαινε εύκολα θα
έπεφτε σε οποιοδήποτε αυτοκίνητο αλλά γιατί να την πληρώσει κάποιος άλλος,
όχι ήξερε ποιο ήταν το σημείο εκείνο που έπρεπε να κάνει την κίνηση, ήταν μια
απότομη στροφή και από κάτω ήταν γκρεμός, εκεί πήγαινε, εκείνος ήταν ο
προορισμός του, σκεφτόταν την στιγμή εκείνη που η μηχανή θα αιωρούνταν στο
κενό και τα βράχια από κάτω, αυτός ήταν ο προορισμός του, δεν είχε σκεφτεί
ποτέ το μετά, δεν ήξερε τι ακολουθεί, δεν τον απασχολούσε, η σκέψη του ήταν
μονάχα αυτή, αυτή η γυναίκα, δεν μπορούσε να φανταστεί κανένα μέλλον χωρίς
αυτή, δεν ήξερε τι θα του έλεγε για αυτό που σκεφτόταν να κάνει, ίσως να του
έλεγε πως είναι ανόητος ή μπορεί να προσπαθούσε να τον αποτρέψει από αυτό
το βήμα, η στροφή πλησίαζε, ίσως σκεφτόταν την τελευταία στιγμή να δίσταζε,
δεν ήξερε, στην σκέψη του έφερνε αυτή, τα μάτια της, τα μαύρα της μάτια, τις
τελευταίες στιγμές προσπαθούσε να την φέρει στο μυαλό του, να θυμηθεί την
στιγμή εκείνη που όλα πάγωσαν, την στιγμή που τον κοίταξε στα μάτια και του
είπε να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο, σκεφτόταν, μόνο σκεφτόταν πως
του είπε αυτές τις λέξεις, πως τον απέρριψε, δεν μπορούσε να σταματήσει να
σκέφτεται, θυμόταν τα χείλια της, τα κόκκινα χείλια της, πάντα του άρεσαν, τα
είχε φανταστεί πολλές φορές να τα φιλάει, την φίλησε μια φορά και ακόμα έχει
αυτή τη γεύση στα χείλια του, αυτή τη γεύση είχε και τώρα, τα τελευταία λόγια
της ήταν σκληρά, του είπε πως δεν πρέπει ποτέ να συναντηθούν ξανά, πως δεν
τον ήθελε, πως δεν την ενδιέφερε, αναμασούσε τα λόγια της, τα έφερνε στο
μυαλό του ξανά και ξανά, δεν καταλάβαινε γιατί του μίλησε έτσι την στιγμή που
εκείνος την λάτρευε, η στροφή πλησίαζε, στο μυαλό του υπήρχε μονάχα ένα
κενό, αυτό ήταν το τέλος, τα τελευταία μέτρα, με διακόσια στο κοντέρ έσπασε τις
προστατευτικές μπάρες, έπεσε στον γκρεμό, αυτό ήταν το τέλος, το έζησε σαν να
έγινε προκαταβολικά τελευταία στιγμή την είδε μπροστά του, του είπε σταμάτα,
πάτησε φρένο, του είπε αυτή σταμάτα και σταμάτησε, από κάτω ήταν γκρεμός, ο
αέρας φύσαγε τα μαλλιά του, ένιωσε την ψύχρα στο κορμί του, σταμάτησε, αυτή
του το είπε.

You might also like