Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 19

η «·| Μ * J s s b

Χ Ρ Ο Ν Ι Α A '. A Ρ· 1 Α Θ Η Ν Α —ΑΤΤΡιΛΗΣ Ι Θ 2 8

ΑΙΝΟΎΡΓΙΑ ZQH
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΙΔΟΔΟΓΙΕΟ— Β Γ Α ΙΝ Ε Ι ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ

Θ. Π Ρ Ο Δ Ρ Ο Μ Ο Υ
Ε Π ΙΜ Ε Λ Η Τ Ε Σ Τ Η Σ ΥΛΗ Σ Μ π Α γ Λ 0 Υ

ΑΙΓΑ ΛΟΓΙΑ
Κ· ΠΑΑΑΠ1Α— Κριτικός και ποιητής
GH YIL0SAG— Τ ραγοΰδι ε ν ό ς φαντάρου(Μετ. Κ. ΒΒΡΝλΛΗ)
' ΠΑΠΑΔΗίϊΙΑ-Ά νοιςιάτι κοι. καϋμοί.
ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ— Στον Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ
SE6UH— Νίτστε και οί πηγές τής φιλοσοφίας του (μετ.
Elpenor)
DELENDA -IΙάσχά στη Σαρδηνία (μετ. Σ. Πάνου)
YI0LET0F Οί Α λήτες (μετ. Πέτρι)
ΔΑΣΚΑΑΑΚΗ— ο Δημητράκης (μετ. Πέτρι)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ- Δείλι
ELPEHOn. 1·Υπάρχει τίποτα;
Κ· ΟΡΑΧΙΩΤΗ· Spleen
Α· ΠΑΠΑΔΗ,^Α— Έ κατόχρονα ’Ίψεν.
ΑΙΓΑ ΛΟΓΙΑ— Βιβλιογραφία (Δ. Βενετίδη)
ΕΚΟΕΣΕΕΣ (Ν. Ζιώγα)— Περιοδικά βιβλία
ΚΑΛΛΙ ΤΕΧ ΝΙ ΚΗ EIKOMR Γ. Ι ΗΚΩΒ Ι Δ Η - Σ Κ Ι Τ Σ Π Γ. ΓΡΗΓΟΡΗ.

ΓΡΑΦ ΕΙΑ ΣΙΝΑ ιι ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΔΡΑΧ. 4


ΣΥΓΧΡΦΝΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝίΑ
Κ Α ΙΝ Ο Υ Ρ Γ ΙΑ ΖΩΗ
3

Α Ι Γ Α Λ Ο Γ Ι Α

Π ώς Φά σκαρφαλώσω καλύτερα στο βουνό ;


άνέβαινε όλοένα καί μή το σκέφτεσαι.
Φ· ΝΙΤΣΕ
Στα τελεφταία χρόνια εχουνε.βγει ενα
σει ολόκληρο τον πρώτο του τόμο θά
•σωρό περιοδικά. Τά καμπόσα μέ τό π ρώ ­
διει ολοφάνερα πώς τό ξεχωριστό του
το φύλλο, αλλα πάλι μέ to δέφτερο στα­
γνώρισμα είναι ένας κούφιος δογματι­
ματήσανε την έκδοση τους. Έ τσι σήμε­
σμός, μιά άρνητη συνεχίζοντας τό έργο
ρα που βγαίνει « Ή Καινούργια Ζωή.»
τών Ά ποστολάκη πού τό χαβά τους τον
θαρρούμε υποχρέωση μας νά ποΰμε λίγα
ακούμε από χρόνια.
-λόγια για τό σκοπό και για την αιτία
Τά ίδια καί τά ϊδια. Πόσο θά εΐτανε
πού αναγκάσανε την ομάδα μας νά βγά-
κερδεσμένοι άν γιά λίγο πάβανε τήν κρι­
•λει τό περιοδικό.
τική τους καί μάς παρουσιάζανε κανένα
Είναι φανερό πώς τά δυο μεγαλήτερα
έργο τέτοιο ακριβώς πού τό θέλει ή κρι-
λογοτεχνικά μας περιοδικά έχουνε πάρει
τική τους;
μιά περίεργη ταχτική. Στο ένα βασιλέβει
^ στε@ απο τα ποχραπανοο θά μπορού-
ή γλωσσική αναρχία,πράμα πού δεν έπρε­
σαμε νά διατυπώσουμε τό πρόγραμμά
πε νά γίνει καί μάλιστα σε περιοδικό λο­
μας. Δεν εχουμε να υποσκεθούμε πρά­
γοτεχνικό. Ό διεφθυντής του γνωστός
ματα πολλά. Μιά μονάχα λέξη τό διατυ­
-συντηρητικός τύπος, φαίνεται, πώς ξέχα-
πώνει διαφωτισμός. Ό διαφωτισμός γιά
σε πόσοι αγώνες σκληοοι γενήκανεγιάνά
το σημερινό νεο είναι απαραίτητος σήμε­
κυριαρχήσει ή δημοτική γλώσσα στή λο­
ρα από κάθε άλλη φορά. Οί σελίδες τού
γοτεχνία μας' ίσως πάλι νά πιστέβει πώς
είμαστε ακόμα στήν εποχή πού βασιλέ- περιοδικού μας είναι άvoιχτέc γιά τον
βει ό Μιστριωτισμός. Γιά μάς τούς νέους καθένα που θελει να διαφωτίσει τά λο-
είναι θλιβερό το παραστράτισμα ένού λο­ γής προβλήματα τής έποχής μας.
γοτέχνη πού στά παλιά χρόνια αγωνί­ “Οσοι βρίσκουνε τό σκοπό μας σύμφω­
στηκε γιά την επικράτηση τού Δημοτικι­ νο μέ το δικό τους, άς μας υποστηρίξου­
σμού. νε μέ ^φανατισμό. Ό αγώνας τίμιος καί
Στο ά'λλο περιοδικό, γίνεται κάτι πιο ταπεινός. Ισοις μερικοί νά γελάσουνε
χειρότερό."Οταν πρωτοβγήκε ΰποσκέθηκε μέ τήν τολμηρή προσπάθεια μας. Τούς
πως θ αγαινιστεϊ γιά μιά «εξυγίανση» κυρίους άφτούς τοΰ περιφρονοϋμε. Δέν
«νά φυσήξει ένας αγέρας αγνότητας». κάνουμε αλλο τίποτα παρά νά προσπα­
θούμε για κείνο πού δλοι μας τό πιθυ-
Τίποτα δμως άπ’ άφτά. "Ολα αέρας. Π ώς
μούμε καί πού δλοι πρέπει νά δώσουμε
θά φυσήσει αγέρας τής αγνότητας; Μέ οτι μάς είναι μπορετό. Έ ν α ς φιλόσοφος
την άρνητη; Μέ τον Ελληνοκεντρισμό; τού περασμένου αιώνα μάς συμβουλέβει
Η μέ το να &ελησόυνε ν’ αποδείξουνε να μΐ| μας τρομάζει τό ψήλωμα τού
χήν ύπαρξη τού Θεού; βουνου, καθέ αλλο να σκαρφαλώνουμε
ώστου νά φτάσουμε έκεΐ πού πρέπει
Ετσι άν κανένας θελήσει νά ξεφυλλί­
Η Κ Α Ι Ν Ο Υ Ρ Γ Ι Α ΖΩΗ.
IF

1 " a
■ Ο Π Ο ΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο KP1TIΚΟΣ ■
w*
IS. .S i
Π Ο ΙΗ Τ Η Σ Κ Α Ι Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Ο Σ
Z H T H M R T R K R i M R 0H M R T R α

Μ ε γ ά λ ο κ α λ ό μ α ς χ ά ν ου ς δ σ ο ι μ ά ς α ν α γ κ ά ζο υ ν ε
φιλοτιμιεται νά δείξη πώς ξέρει νά δου-
ν α σ τ ο χ α σ τ ο ύ μ ε α π ά ν ω σ τ ο ν ϊδιο το ν εα υ τό μ α ς. ητή. Ξα ναστοχάζε ται τό ποίημα, καί μπο­
■εύη, οχι μέ^τό αυτό σχεδίασμα, μά μέ
, ΓΚΑΙΤΕ ρούμε νά ποΰμε, μέ τήν ανάλυση πού τοΰ
Ο τι ξερει ο νοικοκύρης δέν τό ξέρει ό κ όσ ιιος τη μελέτη, κ εκεί ακόμα, πού, τάχα τα-
κάνει, ξηγώντας το λ ερμηνεύοντας το,
° λο?· ΤΤΑΡΟΙΜΙΑ πεινόφρονα, ομολογεί, πώς ή κριτική του
δείχνοντας τήν αξία του, φέρνοντας πιό
Α\ εχει χαραχτήρα «πρόχειρο καί δημοσιο-
γραφικο. χεροττκχοτϊ] την ομορφιά του, μπαζοντας
Γ ΕΝ ΙΚ Ο ΚΟ ΙΤ Α Μ Α σέ^είνο μέσα και τούς ανίδεους* μπο­
Καί δμως δσο κανείς κι’άν τό μολογά,
ρούμε να πούμε στο τέλος jtcoς το ξανα-
■δεν μπορεί νάτόν συχωρεθή ενα μίλημα
Ποιητής καί πεζογράφος από τούς δυ­ σημαντικά καί παραδειγματικά- τοΰ άρα- πλάθει. Τό παραφράζει, τό μαντεύει, τό
ρεραια πρόχειρό, καί βέβαια δημοσιογρα-
νατούς άνάμεσό μας ό Κων)τίνος Χ ατζό- διάζει ψεγάδια, δέν τοΰ κακοβλέπει χα­ φωτίζει άπ’ δλες * τις μεριές, το βλέπει
»-φικο, γιά έργο, σάν τό δικό μου Κ '
πουλος' δμως δπου μοΰ δόθηκε αφορμή ρίσματα' το βαθμολογεί, τό τοποθετεί-, σάν ομορφιάς εργο, μέ τούς δικούς του
ενω σωστά θυμίζει προς τούς νέους πώς
νά σταθώ καί νά τον προσέξω, iJa μέ τό βάζει στή θέση του. ’Αγγίζει από την νομούς, ξεχωριστά από κάθε του συγγέ­
χρεος^ έχουνε νά πειθαρχοΰνε στό νόημα
την ώρα τούτη, κριτικός πιο πολύ νευρι­ αφορμή του ζητήματα γενικά τής ποιητι­ νεια πρός τή γύρο του ατμόσφαιρα καί
της τέχνης, ό ϊδιος φαίνεται σά νά μην
κός παρά στοχαστικός, κοιτάζοντας νά κής τέχνης καί γενικώτερα τής καλολογί­ προς τον άνθρωπο πού τό γέννησε, υστέ­
υποψιάζεται σωστά τό νόημα τής κριτι -
γιομίστι μέ τον αέρα μιας άρνησης μεφι- ας, κατεβαίνει από τά δόγματα στά πα­ ρα το ψάχνει σά δείγμα τήςέσώψυχης,διά­
κής. Κανόνες τάχα μ’ επισημότητα βαλ­
στολικής καθώς καί άλλου παρατήρη- ραδείγματα κί’ από τούτα ξανανε- θεσης και τής ζωής ενος ανθρώπου,έπειτα
μένοι και σιόριασμα παραδείγματα»ν από
σα{1)— κάποια θετική γνώση πού τοϋ λεί­ βαίνει οέ κείνα, κάνει δ,τι πρέπει καισα φανέρωμα μιας ψυχολογίαςκοινωνι-
Λογης κομμάτια, καί δικαστικές άπόφασες,
πει,— η πού κάνει πώς τοϋ λείπει — γιά νά κάντ) δ κριτικός πού νοιώθει σοβα­ κήζ> μιας εξω κι απανου άπο τό ατομι­
καταδικαστικές ή άθωοτικές, δέν είναι
τάντικείμενα ποΰ μιλά. Ρίχνοντας λόγια ρά κάπως τή δουλειά του. Τέτοια μπο­ κό τον άνθρωπο δύναμης, καί στό τέλος
το σημαντικό ^ γνώρισμα τοΰ κριτικού.
από καιρό, σχετικά μέ τό έργο μουκαί τε­ ρεί νά φαντάξτ) στό πρώτο πέρασμα το ^ςανασυνθετει με τήν κριτική του
1π°ρεΐ κι άπο τοΟτα νά πέραση καί κεί­
λευταία κινημένος από κάποια κεντήματα καί ή κριτική τοΰ Χατζόπουλου, καί βοη­ γλώσσα πού μπορεί, στην άνάγκη νά πά-
να να τά μεταχειριστή· μά ή δουλειά του
τοϋ Νουμά, βάλθηκε νά μιλήστ) γιά κείνο θάνε προς τή γνώμη τούτη κάποια της ρη,κι’δλες τις χάρες τής ποιητικής γλώσσας
■κάπως αλλοκότικα ξετυλίγεται- καί τά
στόΐδιο τό φύλλο καινά γιομίστ) φύλλατου Ιξωτερικά σημάδια. Τό δυστύχημα είναι και το ξαναβάνει στον τόπο του. Κ ’ έτσι
-σημάδια τοΰ σοβαροΰ τοΰ κριτικοΰ πού
μέ τό ξέτασμά του. (2) ’Αγωνίστηκε νά πώς φαίνεται μονάχα' μά καλά καλά δέν ο^ κριτικός συνεργαι,ετα'. με τον ποιητή,
ξερει τη δουλειά του κ’ εχει καθαοή συ­
δείξΐ] τά στοιχεία τοϋ έ'ργου μου τάντι- είναι. Ή σύγκριση πού ζητά νά μοΰ κά- κ’ έτσι πουθενά δέν φάνηκε ποίηση, σέ
νείδηση τής επιστήμης του θά φανεοω-
ποιηχιχά, καθώς τά είπε, κολάζοντας τό μΐΐ μολονότι μέ τιμά, γιατί ένας Σολωμός κανένα τοπο καί σέ κανένα καιοό.
ίτουν απο άλλα συστήματα. Κάποιος
δείξιμο μέ τό παρουσίασμα καί τής ά'λ- είναι πού συγκρίνεται μ’ εμένα (δσο κι’άν χωρίς νά σταθ-ή στό πλευρό της καί
ιστοριογράφος, μιλώντας κάπου τώοα νιά
λης του όψης, τής καλής καθώς τή θέλει. ή σύγκριση γίνεται μέ τό σκοπό νά δεί- μιά κριτική, ειτε από τον ίδιο τον
το αξιοθαμασμο κριτικό χάρισμα τοΰ
Ή αλήθεια είναι πώς ή « ’Απόκριση» ξτ] πόσο κοντότερο είναι τοΰ ενός τό ποιητη, που, μ οσα κι ά λέγονται εί­
Herder, πού ακόμα ίσα με τά σήμερα ή
του, σάν την πριοσπεράσχ) κανείς, εχει τά μπόι), ή συγκριτική του εϊναι κάτι παρά­ ναι ο ίδιος τις πιό πολλές φορές (φτάνει
επιρροή του δυνατή, παρατηρούσε πώς δ
γνωρίσματα μιας αξιόλογης κριτικής, μιας καιρο καί παράτονο. Ή κριτική του,, νάχγ} όρεξη και νά βρίσκει περίσταση) ό
κριτικός τοΰτος δέν είναι σοφός μονάχα,
δουλειάς πού αξίζει νά την προσέξουμε. αψυχολόγητη κι* άλοφροστόχαστη, πάει διωρισμένος κριτικός άπάνου καί στά δι-
μα ^και γιομάτος φαντασία, καμωμένος
Ό κριτικός φανερώνει κάποιαν άμερολη- μπροστά μέ τό έτσι θέλω κι δχι μέ τό κάτου τά εργακαί στά εργατών άλλων,εί­
ςεπιτηδες για νά ξυπνά τά μυαλά, επιδέ­
■ψία, φαίνεται πώς άκουμπά σέ κάποια Λόγο, ακόμη κι’ εκεί που μέ παινεύει. τε ^από τον εκεί επίτηδες άφοσιωμένο
ξιος να χώνεται μέσα στό νόημα των έρ-
δεκανίκιαάντικειμενικά,πού χωρίς αΰτάδυ- Μέ τέτοιο ασύστατο σύστημα, καί ή τοπο­ στην κριτική σκέψη τεχνίτη τοΰ λόγου.
/cov να μπαίνη,πρώτ’άπ’δλα,μέσα στή σκέ-
σκολα μπορεί ναπάτ) μπροστά τέτοια λογής θέτηση, πού μοΰ κάνει, άτοπη. Κρίση Ο σωστός δ κριτικός γίνεται βιολόγος
ψητοΰσυγραφέα.Τέτοιαιικαθεαυτόδύναμη και φυσιοδίφης άπάνου στούς διανοητι­
επιχείρηση. Λαβαίνει αφορμή νά μιλήστ) πού δέν μπορεί νά σταθή, καί κρέμεται του κριτικοΰ. Κ’ έτσι θά την ένοιωθε τήν
δχι από καταφρόνια κι από αντιπάθεια στον αέρα. Καί τά γενικά του, γιά την κούς οργανισμούς, ό βιογράφος κι ό έξη-
κριτική ό βαθυστόχαστος Ά μ ιελ , δταν
προς τό εργο τοϋ Ποιητοΰ, μά Τσα ίσα ιδέα τής τέχνης, θεωρήματα, καί τά συ- γητης μυαλών καικαρδιών καί ψυχών πο­
-έγραφε: ^ «Τό νά καταλαβαίνης αξίζει
από προσοχή κι’ από κάποια τιμή προς μπερασματά του, δσα δέν είναι άπάνου λυ περισσότερο παρά ό δικαστής, κι’ό δι-
πιο πολυ απο τό νά κρίνης.» Ό νοΰ ς'ό
εκείνο. Τ ό κρίνει δηλαδή τό κοιτάζει, τό σέ ζητήματα γνωρισμένα καί διαλαλημέ- κηγορος τους, ο θεολογος καί ό ποινικο-
δημιουργικός ξεχύνεται μέ τήν ποίηση
ξαπλώνει κάτου, τό ψάχνει, τό ζυγίζει, να, πού κανένας γνωστικός δέ στοχάζε­ λογος τους. Δ έ μπορεί νά μιλή γιά ενα
και ξεκαθαρίζεται μέ τήν κριτική.
τό ξετάζει σά νά εί'ταν άνατόμος του καί ται νά τά φιλονεικήση— λόγια απροσδιό­ έργο με τη σκέψη τή δική του τήν από
Η ποίηση περνά από τό κόσκινο τής
σάν αναλυτής τό συγκρίνει μέ άλλα εργα ριστα ή παραπατήματα. πρωτητερα βαλμένη, μέ τή σκέψη πώς
κριτικής. Καρπός, ξεδιαλέγεται, αφήνει
Ή « ’Απόκριση— τό ξαναλέω — μπορεί ήθελ εκείνο νά εΐτανε γραμμένο, σύμ­
κα{*ε τι χοντροειδέστερο καί περιττό,
νά μη είναι γυμνή από χαρίσματα, σκα­ φωνα δέν ξέρω μέ ποιές γνώμες του— φι­
1) Γ ρ ά μ μ α τ α , τ ό μ ο ς Α . Ή φ ιλ ο λ ο γ ία μ α ς. ετσι πιο καλοπρόσδεχτη γίνεται στά μά­
( 2 ) Κ ο ν τ ά Ν ου μ ά ) τ ο ΰ (1910) Μ ια α π όκ ρ ισ η ρωμένη καθώς είναι, δέξια. Ό κριτικός: λοσοφικές η φιλολογικές— καλά καλά δέ
τια, στβγγισμα, στό οτόμα. Μά τό κόσκι­
νοιώθει κι 6 ϊδιος στρογγυλά νά μάς τ:ς
νο του Χατζόπουλου τρύπεςγιομάτο. Σκε-
παραστησϊΐ· Τέτοιο πού εϊνε τό εργο, μέ
ν τίποτα δέ βαστιέται μέσατου.Όσωστός
δποια ιδέα, καί μέ δποια τέχνη, τό ζήτη­
κριτικός, αναγκαίο συμπλήρωμα τοϋ ποι­
μα είναι δν είναι τοΰτο γέννημα μιάς τέ-
Π Ο ΙΗ Τ Η Σ Κ Α Ι Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Ο Σ 7

λολογώντας, ψυχολογώντας, κοινωνιολο-


ϊσα τάντίθετα— τά κομμάτια πού βάζει
γωντας, σωριάζοντας παραδείγματα καί για να^ στηρίξη τη γνώμη του. Πρώτα απ’
χνης πόύ αξίζει τδνομα, λογική καί αρμο­ θρωπο πού ή συγκαιρινός μας είναι ή πε­ με συμπεράσματα μέ τό νΐ καί μέ
νική σωμάτωση τής ιδέας τοϋ ποιητή— τό ρασμένου καιρού, έζησε ή τή ζή τή ζωή, ολα, τα κομμάτια εκείνα καί τά ποιήματα
σΐμα, αναλυτικά, μακρόλογα, μαθημα­
ζήτημα είναι άνίσως μέ τό μέσα πού βά­ του μυστικά καί απόμερα, ή μπροστά ή δεν μπορεί νά μνημονευτοϋνε καί νά φερ-
τικά, δείχνοντας, αποδείχνοντας. Μπορεί
ζει σ’ ενέργεια ό ποιητής, φτάνει στο στα μάτια ολου τοϋ κόομου' ή άνθρωπος θοΰνε^γιά παραδείγματα,’ καλά κακά,κομ­
ο κριτικός^ να μιλήση γιά τό έργο τοϋ
σκοπό του ανάλογα καί ταιριαστά, κι αν είναι ή^ ανθρωπάκος, όμως είναι ό ποιη­ μένα ετσι^ αυθαίρετα καί ξεκρεμασμένα.
ποιητη σύντομα, πεταχτά, κομματιαστά,
εκείνο πού θέλει νά πή, τό λέει, καθώς τής- ξέρει νά μεταμορφώνω σέ ομορφιά α "κλωνάρια θέλουν τά δέντρα τους καί
χρησμοδοτικά, σχεδόν, παρουσιάζοντας
θά φέρνονταν καί θά'κανε τον κόσμο ένας τα καδρα τούς τοίχους τους. Ποιήματα σάν
καί τήν δποια του ασχήμια ακόμα, καί μονάχα τό αποτέλεσμα τής εργασίας πού
χαραχτήρας. "Ενας ποιητής εΐναι μιά -ψυ­ τήν κακία του, μιά συγκίνηση από ένα τις« Εκατό φωνές»καίσάν τόν « ’Ασκραίο»
εγινε στο νοϋ του καί πού ή δέν έχει
χή πού ξεσκεπάζεται ή καί πού άποσκε- λουλουδι, μιάν εντύπωση από ένα βιβλίο, καιρό η δέν ορέγεται νά τήν παρουριάση κ®ισαν το «Δωδεκάλογο τοϋ Γύφτου»καί
πάζεται μέσα στο έργο του. (Δεν πρέπει τά ταξίδια του ή τήν κάμαρά του, τήν κί­ σαν τους «Στίχους σέ γνωστόν ήχο» καί σάν
και τούτη,μακρια πλατειά.Μάή μέ τόν ένα
νά μας παραξηνεύει πολύ ό λόγος του νησην ή τήν άκινησιά του, τή σκέψη- τα «Κομμάτια άπό τό τραγούδι τοϋ 'Ή ­
ή με τόνάλλο τρόπο, ό κριτικός φαίνεται
Ό σκάρ Οΰαΐαλντ «Π ώς ό τεχνίτης πιό λιου», είναι, όση καί δποια κι’άν είναι
του ή τήν άστοχασιά του, τή σοφία του· πως τόν κατάλαβε τόν ποιητή,πώς ιιπήκε
πολύ τό κρύβει παρ’ δσο τό ξεσκεπάζει ή τήν αγραμματοσύνη του, τόν πόνο του,, η ομορφιά τους, μέρη οργανικού σύνολου,
μεσα στην ιδέα της τέχνης του, εϊτε πρα-
τό εγώ του)· Ή ποίηση, όσο κι αν ξεχω­ απλό, διπλό, τρίδιπλο, ατομικό, καναινικό- πλασματα, πού ξεχωρίζονται, μά πού δέν
ματικα είτε καί κατα λογικό σύστημα,άξιο
ρίζει γιά τήν ευκολία της ή κριτική άνα- χωρίζονται από τά κορμιά τους, χωρίς νά
έθνικό, κοσμικό. "Ομως είναι ό ποιητής,, της κριτικής τέχνης. Μά όταν (5 κριτικός
λυση τον τεχνίτη από τον άνθρωπο --— εί­ καί ή ζωή του, καί δυσκολοξέταστη, κι’ στοτωθοϋνε ή νά συντριφτούν ή νά κο-
ζητείς νά χαραχτηρίσΐ] τό Σολωμό", άξα­
ναι τό σπουδαιότατο γνώρισμα ενός αν­ δσο θαμπή καί δυσκολογνο^ριστη, δέ λιοβωθοϋνε βάρβαρα καί τυφλά. Σ ’ ένα
φνα από κάποια του κομμάτια καί παοα-
θρωπισμού. Μά πρώτ’ άπ’ δλα ό κριτικός μπορεί παρά νά δώση τά σημάδια της τοϋ μόνο ε'δειςε ό κριτικός καλή προαίρησηκαί
βάλματα, πού καθώς τά βάζει, δέ δεί­
χρειάζεται νά'μπη μέσα στο έργο πού ζη­ ματιού τοϋ αρματωμένου μέ τόν κριτικό» ειλικρίνεια πού εΐναι γιά νά τοϋ λογαρια­
χνουν τήν αξία καί τήν υπεροχή τοϋ ποι­
τά νά κρίνη. Τοΰτο, κυριώτατα, καί ού- φακό- ή ζωή του πού δεν μπορεί παρά στούν τά κομμάτια τούτα τάβαλε στά
ητή, καθώς θάστεκε νά δείχτη; Γιατί κ ή
σιαστικώτατα, τό νόη μ α τής κριτικής.' νά ξεμυτίζη μεσ’ από τά τραγούδια του... ματια των αναγνωστών τοί’ μπόλικα γιά
ασύγκριτη αςία τοϋ Σολωμοϋ, ποϋ πηγά­
λα το κρίνουν οί ’ίδιοι. Μά δέ χρειάζε­
Γιατί,άλλοιώτικα, ό κριτικός πέφτει όξω, δσο καί νά δείχνουνται τά τραγούδια του ζει, βέβαια, απο μουσικωτατα, μά καί
καί πάνε οί κόποι του χαμένοι" καί τά άμοιαστα μέ τή ζωή του, μέ τήν εξωτερι­ ται και μεγάλη φιλοσοφία, από έναν πού
φανταχτερώτατα κομματιαστό τοϋ έργου
συμπεράσματά του καί οί φεφτάδες του κή ζωή του πού. χτυπά στά μάτια, μέ τή νοιο)ι. ει ή ^καί που αίστάνεται από ποίη­
του, καί όχι τόσο από τό έργο του αυτό
κιντυνεύουνε νά φανούνε μπροστά στον ζωή του τήν εσωτερική τήν άπόσκεπη. ση, που είναι κάπως από τούς άλλους
καθεαυτο, η αςία του είναι σά νά πάη τοϋ
ορθό λόγο, πράσιν’ ά'λογα καί περιβόλια Γιατί κάθε ποιητής πού αξίζει τδνομα.. στενωτερα γνωρισμένος μέ τόν ποιητή,
κακού, με τον τροπο που βάζουνται τά
στον άέρα'ή,τόλιγώτερο αστήριχτα γούστα που, και χωρίς τά καπνισμένα ματογυά­
καί πού έφτασε να φανέρωση τοϋ κό­ κομματία γιά το σκοπό μιας αστόχαστη;
δσο καλογραμμένα κι αν είναι. Καί μο­ σμου, μέ κάποια σειρά καί μέ κάποιο συγ- λια τοϋ κριτικού, τά δποια μάτια του τά-
σύγκρισης. Καί θά μπορούσε κάποιο; άλ­
ναχά γιατί τον προσέχεις, ένα ποιητή νοιγει κάτου από τό φω ς κάποιων κανό­
κρατημό, κάποιο έργο του, είναι σάν ένα. λος κριτικός μέ ανάλογο αφελέστατο πεί­
καί τον τιμάς οπωσδήποτε, καί δσα ψεγά­ ψυχολογικά πρόβλημα, είναι σάν ένα κοι·* νων προ.)τοδίδαχτων ποιητικής ομορφιάς,
σμα να διαλέξη άλλα κομμάτια μεσ’άπό
δια κι άν τοϋ ΰποψιάζεσε, κι δσα προ­ νωνικό φαινόμενο, μιά υπόθεση γιά ιστο­ πο^ς τα κομμάτια εκείνα, δσο κι αν είναι
το έργο τού Σολωμοϋ καί τά ϊδια α­
τερήματα κι αν τοϋ αναγνωρίζεις, δεν ρία, ένας ήρωας κ’ κείνος λυρικός ή επι­ κομματιασματα, φέρνουνε μολαταύτα σά
κόμα (καθώς άπάνου κάτου έκαμεν ένας,
μπορείς νά μιλήσης αξιωματικά, χωρίς κός, ή δραματικός καί στο ξέτασμα καί χέρια καί σάν πόδια και σά μέλη αγαλμά­
πάντα από σόϊ συγγραφέας, ό Ζαμπέλιος)
μπροστά σου νά ξαπλώσης μ’ ένα προσε­ στην έχτίμηση τοϋ έργου, του, τό έργο δ’έ των που συντριφτήκαν, κρατάνε ακόμα
για να βρή μέσα στα κομμάτια τούτα τάν-
χτικό ξέτασμα τον ά'νθρωπο πού στέκε­ μπορεί νά χωριστή (παρά προσωρινά μο­ ςωηρη τη βούλα τοϋ τεχνίτη πού τά σκά­
τίθετ’ από δσα τούς βρίσκει ό κύριος Χα-
ται άχοόριστος από τον ποιητή καί πού νάχα καί γιά τήν ευκολία τοϋ κριτή) απ’ λισε ωστε νά γνωρίζουνται πώς είναι δι­
τζοπουλος, ή αν θέλετε τά ϊδια ψεγάδια
τον εξηγεί τον ποιητή καθώς, από τήν τόν πλάστη του: καί πλάστης καί πλάσμα κά του έργα- καί ^πρώτ’ άπ’ δλα, έργα
ίσα ϊσα πού αγωνίστηκε νά τά συλλάβη,
άλλη μεριά, κι ό ποιητής τον εξηγεί τόν βοηθιένται, μεταξύ τους καί ξηγιένται καί που τα χαραχτηρίζουνε σημάδια σκεδόν
σκαλίζοντας μέσαστούς δικούς μουτοί'ςστι-
ά'νθρωπο. Τόν άνθρωπο, πού —- καθώς ολως διόλου άντίΟετ’ από τά σημάδια
συμπληρώνονται μέσα στή δουλειά τοϋ- χους. Μά πιό πολύ παραστρατίζει, όταν
πιό πάνου τό είπα — τό σημαντικώτερο που θελει να τους κολλήση ό περίεργος
κριτικού. Άλοιώτικα ό κριτικός τόνομα παίρνοντας να μιληση γιά έναν ποιητή
φανέρωμα τήςάνθρωπιάς του καί τό χα- κριτικός, καθο^ς ί)ά μάς δοθή αφορμή,
μόνο θάχει, μά όχι τή χάρη, κιδσο καί αν καθώς ειμ εγώ, δσο κι άν είμαι ταπει-
ρακτηριστικώτερο είναι ή δποια του ποί­ και με τα καθέκαστα, νά δείξουμε ποϊρα-
προφασίζεται τάχα τά «πρόχειρα καί βια­ νος> ζητά νά τόνε χαραχτηρίση, ζητά νά κατου.
ηση, φτάνει νά'χη γνωριστεί οπωσδήπο­ στικά», δεν είναι τό πολύ πολύ παρά ένας. τονε βαθμολογήση από κάποια κομμάτια
τε μ’ ένα κανονικό ξετύλιμα- τόν άνθρω ­ πονηρός ή άπόκοτος λογσμάχος, μέ μισά Κοντολογής: Ή κριτική τοϋ Χατζό-
του, που, καθώς τά διαλέγει, καί μέ τόν
πο που ζή σέ ώρισμένο μέρος, μέ ώρ.,- καί μέ άχαραχτήριστα δειξίματα, μέ σκο- π:ουλου χτίστηκε απάνω στόν άμμο μιας
τρόπο που ακκουμπά σ ’έκείναάπάνου γιά
σμιένο τρόπο, στοχαστικός, αΐστηματικός, λαστικές παρατήρησες, μέ ταχυδαχτυλουρ— ^αραξηγησηςκαί μιας κακονόησης τοϋ έρ-
να κρίνη, δέν κατορθώνει νά δείξη τίπο­
συμπαθητικός, αντιπαθητικός, αφέντης γικά στριφογυρίσματα καί κολοβώματα. , ου μου. Καί σέ μιά μονόπαντη, μονόμε-
τε.^ Αλλα θέλει νά πή αυτός κι’ άλλα
σκλάβος, φανταχτερός, άποσυρμένος, κρυ­ QVt αποκλειστική ξέταοη τοϋ έργου τού­
Μπορεί νά μιλήση ο κριτικός γιά τό έρ­ δείχνουν- καί τις πιό πολλές φορές ίσα
φός, γιά ζήλε μα, γιά λύπη, πάντα γιά ξέ­ του κι ακόμα καί σέ μιάν αντίληψη, στά
γο τοϋ ποιητή μέ δλη τή φροντίδα καί
τασμα γαληνό καί φροντισμένο- τόν άν­ μέ τήν απλωσιά τής κριτικής .τέχνης, κα—
γενικά, τής ποιητικής τέχνης πού είναι του. Έχτίμηση τοϋ έργου μου πιό πολΐ>
γιά νά φίλον εικηθη. Ό κριτικός μου, τίς από τό εξωτερικό του, ξαίδερμη, βια­
στική, άχαραχτήριστη, σύμφωνα μέ τό ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ CHAB.LES TILDI1AG
πιό πολλές φορές, δέν κάνει τίποτα ά'λλο
παρά νά χτυπά τούς στίχουςμον με δασκα­ καπρίτσιο τοϋ ατομικού του γούστου καί
λική βέργα και κάποτε νά τούς μοιράζτ) χωρίς μιάν ανάλυση τοΰ έργου, δηλαδή ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝ Ο Σ ΦΑΝΤΑΡΟΥ
κι από ενα εύσημο. Μ άτά χέρια των παι- μιάν ερμηνευτική παράφραση, ενά ξανα-
θιώνε μου, δσο κι αν κοκκινίζουν από τίς στόχασμα καί ξαναδόσιμο τοϋ έργου από Ά μ π ο τ ’ έγώ νά μουν δ γέρος,
βέργες, τίς κάλ'ουν τρίψαλα. "Οσο γιά τά τήν κριτική φαντασία, πού μόνη μπορεί πού μια φορά κ’ εναν καιρό
εύσημα δέν τούς κάνουν εντύπωση, τά νά πιάση μέ τή μαντεύτρα δύναμη, τήν μέσα στό δρόμο τόν κοιτούσα
σκορπάνε στον αέρα, σά χαρτάκια σκί- αλήθεια. "Ενας μεγάλος ποιητής έγραφε, νά κάθ-εται γεμάτος ήλιο
ζοντάς τα, γιά νά διασκεδάσουν. μιλώντας γιά ένα ζωγράφο: (1) κι άνάμεσ’ α π ' τά γόνατά του
Γιατί τά παιδιά μου δέ δουλεύουν γιά « Ή διάθεσή του, ό χαραχτήρας του, η άσπρα χαλίκια νά τσακίζει.
εύσημα. Είναι κάτι κούφιο καί κάτι πού ζωή του, δλα συνεργάζονται γιά νά μάς ¥
κρατιέται στόν αέρα τό μίλημα γιά τό δείξουν τήν Τέχνη του καθώς προσπαθή­ Δεν τοΰ γυρέβαν άλλο, πάρεξ
έργου ενός ποιητή, χωρίς ό κριτικός λ·ά σαμε νά τήν ορίσουμε, δλα ή ίδια βαθειά τή μοναξιώτισσα δουλειά του.
καταλάβη ή χωρίς νά 0 έλη νά καταλάβη σφραγίδα τά σφραγίζει δλα είνα ι ενα- Σά φλόγιζε τά στάχια ό ήλιος,
πόσο σφιχτά κι αχώριστα δεμένη μέ τό Καί δέν έπρεπε πρός τήν ανακάλυψη στ’ απόσκιο έμάσα τό ψωμί του.
* *
Ι'ργο τοΰτο είναι ή ζωή τοϋ ποιητή' το ϋ ενός τούτου, πού συνταιριάζει σφιχ-
χωρίς νά καταλάβη και χωρίς νά θέλη τοδεμένα τά κινήματα, τούς λογισμούς» Ξ αφω σέ χάπια, χούνη μέσα
νά καταλάβη ®πό τή ζωή τούτη, τό πιό καί τά εργα τοΰ μεγάλου νοΰ άπάνον κάπιαν καριέρα λογγωμένη
■ψυχόρμητο, τό θεμέλιο: τήν καρδία' μ’ στή γή, νά κοιτάζη αποκλειστικά, λυ­ παρατημένη από καιρούς
δλο τό στενό άνακάτωμα πάντα καρ τρωμένη τέλος πάντων από έ'να οα>ρο- χωρίς στρατί καί μονοπάτι.
* *
διάς καί νοΰ στή ζωή καί στή βουλή πλάνες,ή κριτική;». *
τοΰ ανθρώπου, πού δσο πιό παραστατικός ΈκεΓ τό φως, εκεί ή βροχούλα
Μέ κάθε νοΰ πού καθρεφτίζεται σέ
καί πιό ακέριος είναι, τόσο πορεύεται καί της άνοιξης φτάνει δε φτάνει.
κάποιο έργο αλήθειας καί ομορφιάς, καί
δουλεύεται μέ δλες του τίς δύναμες σφι- Καί μόνο κάπου 2να πουλάκι
πού αξίζει νά τό προσέξουμε, μέ τέτοια
χτοταιριασμένες καί δυσκολοξεχώριστες, τή βαθερή σιωπή άντισκόβει.
μάτι έπρεπε νά τον κοιτάζει ό κριτικός. $ ί:
αυνειδητές, μισοσυνειδητές, ασυνείδητες, Λ
άνηπολόγιστες. υπολογισμένες. Χωρίς νά Είναι σά μιά πληγή βαθιά
κοι.τ«Ετ| ό κριτικός πώς νά συνταιριάση (1) Ό Β έ ρ α ρ ε ν γ ιά τ ό Ρ οΰμΛ ενς.
παλιά, στενή, λησμονημένη
ξανά ζα>ή καί τέχνη καθώς είναι τά δυό κι από τόν ίδιον ουρανό.
*
στην ποίηση μου, ετσι καί στήν κριτική (Α κ ο λ ο υ θ ε ί) Κ. Π Α Λ Α Μ Α Σ Α
Έ κ εΐ νά ζοΰσα βυθισμένος
μές τά βατόμουρα καί σκοινά.
*
'Α μποτε νά μουν δ τυφλός
μπροστά στής εκκλησίας τή θύρα,
πού τραγουδάει στή βογγερή του
νύχτα! Κι δ χρόνος πού κυλάει
στά σωθικά του, είναι δικός του,
καθάριος άνεμος των θόλων.
iji Α
Είναι ναβάγιο τυχερό,
πού τό χει δ πόταμος πετάςει
στόν δχτο του καί δέν τό σέρνει
μέσα σε μίσητα καί βούρκους.

Ά μ π ο τ ’ έγώ νά μουν δ πρώτος


νεκρός στρατιώτης τοΰ πολέμου
τήν πρώτη μέρα τοΰ πολέμου.

Κ. Β Α Ρ Ν Α Λ Η Σ
? * " ” g -· ff··· ^ -i.g---gy.| g y, » ;
ψ Λ . ΠΑΤΓΛΔΗΜΑ
■s S— ^ — g— g— 5— — g— f — ΑΝ Ο ΙΞ ΙΑΤΙΚ Ο Ι Κ Α Ϊ ΜΟΙ 11
4*
m

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΙ KA'Y'MOI — Τότε, παπά μου, άφησε νάπάω εγώ.


— θ έλ ω νά ξεχάσω πρώτα, ξαναεΐπε
...Τά γυμνά κλαδιά τής κληματαριάς σκε­
πάζανε τά παράθυρα, πού είχανε ξεθω­
δ ι η γ η μ /γ
παπα-—Συμεών άνοιξε τό παράθυ- ■αργά ό παπάς. Καί νομίζω, πώς θά πέ­ ριάσει, οί τοίχοι εϊταν γκριμισμένοι, τά.
Ο QO. Η μυρουδιά τοΰ νεοβλαστημέ-
νου χόρτου,ή πλανώμενη στον πρωϊνό θ ο-
Επειτα άνοιξε τήν πόρτα καί φώναξε:
— Σμαραγδα, τόν καφέ.
ραση καιρός γι’ αυτό.
Ή Σμαράγδα δέν ξαναμίλησε . Τιόρα
μεγάλα δοκάρια τής στέγης ξεχωρίζανε
κι’ ένας σοιρός μαύροον, παράξενων που­
Λον αερα μπήκε στο δωμάτιο. Σ ά νά £ΰ- Ή βραχνή φωνή μιας γυναίκας απάντη­ ό ήλιος πυρπολούσε τό παράθυρο, φωτί­ λιών πέταγε γύρω, σά νά έβγαιναν από
πναγε^ αργά από τήν κοιμισμένη, φύση, σε και σε λίγο τά βήματά της σύρθηκαν ζοντας μέ μιά λεπτή άχνα τά άκοϋνητα τήν ανοιχτή στέγη, κρώζοντας. Τότε ό
στην είσοδο:
περα εκεί στήν όλοπράσινη γής,τό άνατρί- δέντρα. Ό δρόμος γέμιζε, ολοένα άπότόν παπα— Συμεών έτρεχε νά φύγη άπό τό
χιασμα μιας νέας ζωής κι’ 6 κυριαρχικός —-’Αμέσως .. έρχομαι.
πρωινό θόρυβο' σιγανή βουή Ιρχόταν από­ σπίτι τοΰ τρόμου καί τής έρήμωσης, αλ­
του τονος, πού ανάβρυζε κι’ άπότό τελευ­ =- Μ·άτια της τόν κοίταζαν μέ κουτί?; μακρα, από τούς ήχους τής ζωής, πού τί­ λά οί δρόμοι εϊταν φραγμένοι καί τριγύ­
ταίο ανθάκι, έμπαινε στή μουδιασμένη έκπληξη, καθώς υποκρινόταν ένα θρησ­ ναζε τό λήθαργο. ριζε στο τετράγωνο, μή βρίσκοντας διέ­
σκέψη του, αϊσθάνθηκε νά τόν κυριεΰη κευτικό σεβασμό, που τόν γεννοϋσε ή πα­ — Κι’ δμως δέν βρίσκεται εδώ οΰτε μιά ξοδο πουθενά. Ξύπναγε μουδιασμένος. Ή
ανεπάντεχη πίκρα γιά τήν πρόσκαιρη ζωή. ρουσία τοϋ παπά, ενώ τά μαγουλά της φωτογραφία δική της, είπε ή Σμαράγδα, νύχτα είχε ακόμη πολλές ώρες. Μιά τρο­
* ^ ε ΑιΥ° το κορμί θά κυρτοοθή, συλλο­ βάφονταν μέ βαθυκόκκινο χοώαα. Κάθε κρατώντας μέ κόπο κάποια κακεντρέχεια μαχτική γαλήνη απλωνόταν' έβλεπε τά
γίστηκε, ενώ τό της κίνηση έδειχνε μιά δουλική ευγένεια κι’ αλλάζοντας τόνο φωνής. άστρα πού τρεμοσβήνανε κι’ άφουγκρα-
πνεύμα θυσιάζε­ καί ταπει νοσύνη. — Τις τελευταίες νύχτες έρχεται ταχτι­ ζόταν σά ν’ ακουγε μακρινούς ήχους κου-
ται στον εξαγνι­ 3Αφησε τό δί­ κά στον ύπνο μου. δουνιών. ’Ερημιά, ατελείωτη ερημιά
σμό. . Υπάρχει σκο μέ τόν καφέ Μιά φωτογραφία της μπροστά μου απλωνόταν πέρα έκεΐ, στο σκοτεινό μά­
δμως κάποια με­ πάνω στο τραπέ­ πάντα,θά εϊταν σωστό μαρτύριο. κρος καί οί σβησμένες πνοές τοϋ άνεμου
γαλόπρεπη χειρο­ ζι καί μέ τή βρα­ J—’Έχεις κάτι ιδέες. Είναι νά νομίζη θροιζανε στά νιόβγαλτα φύλλα. Κάπο-
νομία σ ’ αυτό.» χνή τηςφωνήεΐ-ε: κανείς. . ’Ά ς είναι, ένα πρωΐ θά πάρω τες τό θρόισμα γινότανε τραγούδι θλι­
Τώρα τά πρω­ — Θάχη μιά μέ­ τά κλειδιά και θά πάω μέ τή μητέρα ν’ βερό καί άγριο στις καλαμιές και τότε ό
ινό θάμπος δια­ ρα σήμερα.. άνοίξω τό σπίτι, πρόσθεσε γρήγορα ή παπά— Συμεών πέρναγε μιά δοκιμασία
λυόταν και στην — Ναι, άποκ,ρί- Σμαράγδα, μέ τόν γελαστόν εκείνον τόνο, φριχτή. Άγανάχτηση ξέσπαγε μέσα του.
άκρη τοϋ ορίζον­ θηκε ό παπάς κι*' πού συνήθιζε πάντα ή πεθαμένη αδερφή πού τοΰ άναστάτωνε τή σκέψη, παλεύον­
τα ό ουρανός βα­ έρρινε τή ματιά της. τας μέ τις ξυπνημένες επιθυμίες.
φόταν μέ tic πρώ­ του στο παράθυρο,-. Ό παπάς προχώρησε ώς τήν πόρτα.
τες πυρόχρωμες που το πλημμύρι­ "Εσκυψε τό κεφάλι, σηκώνοντας τό χέρι Τις έπιθυμίες αυτές τις ένιωθε πιότε­
αχτίνες. Μόλιςφά- ζε ό μαρτιάτικος ψηλά κι έγνεψε «οχι». Ή Σμαράγδα ρο τά δειλινά. Τό αίμα του κόχλαζε στις
νηκε ό ήλιος οί ήλιος. πήρε τό δίσκο καί βγήκε. φλέβες, μπροστά στήν πνοή τής ζωής...
ήσκιοι λεπτύνανε πού ερχόταν άπό τή μυρωδιά τών νερα-
Σήμερα -θτ/ρ-
πέρα στην όλο- .... Ό παπά— Συμεών, τήν άλλη μέρα, τζιών, άπό τά πυρά πέταλα τών ρόδων,
θά μπο­
πράσινη γ ή ς , κι’ έπειτα από τό θάνατο τής γυναίκας του, πού πρόβαλλαν μέσα άπο τις ανθισμένες
ρούσαμε ν’ άνοί-
οϊ κορφές τώνδέν- ςωμε τό σπίτι. Πέ­ έκλεισε τό σπίτι κι’ ήρθε στο σπίτι τής τριανταφυλλιές, άπό τά αδιάκοπα κελαη-
τρωνφωτίστηκαν.. ρασε πολύς καιρός.: γυναικαδέρφης του, που ζοΰσε μέ τή δίσματα τών πουλιών, πού γέμιζαν το
Ό παπά Συμεών πια. Δέν ειν’ έτσι; μητέρα της.Δέν μπορούσε μείνει ούτε στι­ διάφανο μαλακόν αέρα.
μάζεψε τά μαλ­ 3/ 4 3/ r γμή, έκεΐ πού άφησε τήν τελευταία της Ό εσπερινός είχε τελειώσει.
λιά του σφιχτά καί / οχι.. ειπε Έκεΐ κάτω, πού έσμιγε ό ουρανός μέ
πνοή ή Ευτυχία.
[.ιέ σβησμένη φ ω ­
τά σκέπασε κάτω Πέρασαν έτσι δυο μήνες. Ή Ευτυχία τή στενή λουρίδα τής θάλασσας, οί χλω­
απο το καλιμάφχι. νή ό παπάς. Δ έ
τώρα ερχόταν ταχτικά στον ύπνο τοϋ πα­ μές αχτίνες τής ημέρας,πού έσβηνε, έστελ­
Ενας μικρός κα­ θελα) νά ξέρω τί-
πά, ντυμένη πάντα μέ τό όλόασπρο φόρε­ ναν τό ξέθο^ρο φ ώ ς τους,, σά νά φώτιζαν
θρέφτης κρεμα­ ποτ’ άπ’ αυτά α­ μα τών πριότων ευτυχισμένων ημερών. τό φόντο μιάς ζωής, πού λιποψ.υχοΰσε,
κόμη. Ναι, ό παπά— Συμεών ξεχιόριζε καθαρά πέθαινε... Τότε τό βράδι, πλημμύριζε άπό-
σμένος στο γυμνόν τοίχο έδειξε τό είδωλο - Παπά μοι>, έχεις άδικο. Είνε κακο- τό πρόσωπο της. Είχε μια τέτοια παιδιά­ ήσκιους, πού γλυστροϋσαν εύθυμα στις
του ένα πρόσωπο μέ μεγάλα σκεπτικά για τον ήσκιο τής μακαρίτισας. Μάς άφη­ στικη ξενασιά! Σά νά τήν προκαλοϋσε στή άπόμερες γωνιές καί ή, αδύνατη λάμψη,
μάτια, πού φαίνονταν νά πιάνουν τό .πε­ σε τοσο ήσυχα. Η άθιόα ψυχή της θά ζωή μέ τή ματιά του, μέ τά λόγια του, τών φαναριών, φώτιζε δυο αστραφτερά
ρισσότερο μέρος τοΰ προσώπου, άφοϋ τό •τριγυρναη ακόμη έκεΐ, παραπονεμένη για­ αυτή γελοΰσε μ’ έναν τρόπο, σά νά μήν μάτια, πού αφήνανε στο πέρασμά τους
τί τήν κλείνομε τόσο άσπλαχνα!
αλλο το σκέπαζαν τά γένεια, πού άφηναν πρόσεχε τίποτα άπ’ δσα γίνονταν γύρω τή μυρωδιά τής βιολέτας μέ τήν ερεθι­
— Σέ παρακαλώ, Σμαράγδα. . . Δέ θ ε της. Έ πειτα τήν έχανε καί βρισκόταν εξο* στική μυροοδιά τής σάρκας.
«όνο τις κόγχες νά ξεχωρίζουνε ωχρές.
λω, δεν μπορώ, δεν εχω τή δύναμη. από τό κλεισμένο σπίτι τους... 'Ο παπά— Συμεών ένιωθε τιόρα τή.
ΑΝ Ο ΙΞ ΙΑΤΙΚ Ο Ι Κ Α Ϊ ΜΟΙ 13

στήθος του ογκώθηκε από ένα καφτερό 'Αλλά ή πόρτα σκληρά κί άμείλιχτα
κϋμα, πού έλουσε τό κορμί του ολόκληρο. έφραζε τό δρόμο καί πίσω της κανένας
«Ευτυχία, γιατί πέθανες, γιατί...» ήχος δέν ακουόταν. Ή Σμαράγδα σταυρο-
μυρωδιά αυτή νά τόν κυνηγάη παντοΰ. Καλησπέρισε βιαστικά κί άφέθηκε νά πέ-
"Εμπαινε στην πόλη από τόν ερημικό ση βαρύς στήν καρέκλα. Έ ρριξε τό πρόσωπο στά χέρια. κοπιόταν άβουλη, μέ τήν ξενιασιά τής
— Ά ρ γ η σ ες τόσο απόψε καί νύσταξα» Στά λαμπερά μάτια δέ φαινόταν ούτε ασφάλειας ζωγραφισμένη στό ελαφρά
δενδροφυτεμένο δρόμο και ολοένα ό θό­
ρυβος τής εΰθυμης ζωής ακουόταν γύ­ τοϋ είπε ή Σμαράγδα. ενα δάκρυ. Βέβαιος, πώς τώρα θ ά ξέσπα- χλωμιασμένο πρόσωπό της.
γε σ’ ένα κλάμα βουβό καί ήσυχο κράτη­ —-Άνοιξε, ακούστηκε ή γεμάτη παρά­
ρω του, σάν ένα πλατύ κι’ αδιάφορο γέ­ Κι’έπειτα πρόσθεσε.
σε πολλές σ ιγμές τό πρόσωπό του ανάμε­ πονο φωνή τοϋ παπά.
λιο. Ά , ναί, μισοΰσε τήν κινούμενη αυτή — Ή μητέρα κοιμήθηκε... εϊταν ανή­
ζωή! Πλασμένος γιά νά ζή κυριαρχικά μπορη... Γεράματα πιά. σα στά χέρια. Καί τά χέρια του χτύπησαν μέ μανία
στήν ησυχία του, αφανιζόταν τώρα μπρο­ Ό παπάς δέν|άπάντησε παρά κοίταξε «Γιατί πέθανες;» μουρμούρισε ξανά. τώρα τήν πόρτα.
στά στήν κινητικότητα πού τόν τριγύριζε. γύρω του σαστισμένα. ’ Επειτα σηκώθηκε Κι’ ή σιγανή φωνή του έγινε ά'ξαφνα — Ά νοιξε, μά άνοιξε επί τέλους!....
Δροσερά γυναικεία πρόσωπα μέ προκλη­ ά'φωνος καί τά βήματά του σύρθηκαν μιά αναρθρη κραυγή, πού πλημμύρισε τό Τά γόνατά του λύγισαν καί τό κορμί του
τική έκφραση περνούσαν μπροστά του κουρασμένα στό διάδρομο. Τό κορμί του σπίτι, σά ν’ απαντούσαν σ ’αυτήν άλλες μι­
έπεσε βαρύ στό πάτωμα, μέ τά δυο χέρια,
καί ή απαλή μυρωδιά τους τόν μεθούσε. εϊταν σάν παραλυμένο,τό κεφάλι του βα­ κρές κραυγές μέ λυπητερόν αχό. Τότε
απλωμένα στήν πόρτα, πού σώπαζε. Κι’
Τά μάτια του είχανε μιά ανήσυχη λάμψη ρύ καί τά μάτια ορθάνοιχτα, κοίταζαν στό σκοτάδι άνοιξε ή πόρτα καί δ άσπρος
ένα μουγγρητό, πού έμοιαζε μέ μουγγρη-
και τά ωχρά στεγνά|του χείλη σφίγγονταν. σ’ ένα σημάδι. “Ενα αθέλητο σκίρτημα ήσκιος τής Σμαράγδας γλύστρησε γρήγο­ τό ζώου, βγήκε από τά στήθεια του, σάν
«Ευτυχία, πήρες τοΰ κεφαλιού, έδει­ ρα, μέ τά μαλλιά στις πλάτες. μιά πρωτόγονη διαμαρτυρία τής παράφο­
μαζΰ σου καί τή ζωή χνε, πώς τόν τυρα- Τ ά χέρια τοϋ παπά απλώθηκαν σ’ αυτήν ρης επιθυμίας του.
μ ου» συλλογίστηκε. νοΰσε κάποια δυσά­ τά μαλλιά του αναδεύτηκαν καί τά λόγια
Μά ή σκέψη του ρεστη σκέψη. πνίγηκαν στό στεγνό στόμα του.
κεντημένη επίτηδες Ή Σμαράγδα τόν
— Θεέ μου, τί έγινε; Πρόφθασε μό­ ’Έ ξω ό αέρας γέμιζε από τίς πνοές τών
γιά νά λυπηθή στήν καληνύχτισε.
ανάμνηση τής Ευτυ­ ’Ακούστηκε μιά νο νά πή ή Σμαράγδα και τρομαγμένη ανθισμένων ακακιών κι’ από τήν κοιμισμέ­
χίας, έπεσε πάλι στή πόρτα πού έτριξε ετρεξε στό άλλο δωμάτιο, κλείνοντας τήν νη φύση ξύπναγε αργά τό άνατρίχιαμα
νάρκη τής απαλής κλείνοντας κι’έπειτα πόρτα από μέσα. τής ανοιξιάτικης νύχτας.
μυρωδιάς. τά Υδια βήματα, πού — Ά ν ο ιξ ε , είπε βραχνά δ παπάς, χτυ­
«Εΐναι φριχτό» σύρθηκαν ξανά στό Α. Δ. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Σ
μουρμούρισε.Κι’ έτρε διάδρομο. πώντας.
ξε περισσότερο, πέ­ «Ευτυχία,μουρμού­
φτοντας απρόσεχτα ρισε,σά νά εϊταν ολο­
στους διαβάτες. Τό μόναχος. Τί εΐν’ αυ­
αίμα χτΰπαγε στάμη- τό;» ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
νίγγια του, ενώ τά Φόβος τόν κυρίεψε. STON κ. © Ε Ο Τ Ο Κ Η *
ΐδια αδιάφορα, προ Έ π ειτα θέλησε νά ’Ατίμητο είναι δ στίχος σου πετράδι
κλητικάμάτια σπιθη- ξεσπάση σέ δάκρυα. Μέ τή θεϊκιά του λάμψη, που φωτίζει
. ρίζανε μπροστά του ’Αλλά τό πρόσωπο Κι’ αυτόν τον ολοσκότεινο τον Ά δ η . ^
μέ γελαστές λάμψεις, τής Ευτυχίας,που αλ θαρρείς τον σάν τδ αγρίμι πως μανίζει.
τά χείλη φλυαρού­ λοτε παρουσιαζόταν Μά καί τόν νοιώθεις τρυφερό σάν χάδι
σανε κι’ ή δυνατή μέ τά αγνά παιδιά­ Τήν παραδείσια γλύκα νά χαρίζει.
μυρωδιά των ανθισ­ Τ ό τ ε σ τ ό σ κ ο τ ά δ ι ά ν οιξε ή π ό ρ τ α κι’ ό στικα μάτια, χανόταν Σ έ άτεχνο, δέ θρονιάζεται ρημάδι,
μένων νερατζιών, ερ­ ά σ π ρ ο ς ίσκ ιος τή ς Σ μ α ρ ά γ δ α ς φ ά ν η κ ε... τώρα στην παραζάλη, Μά σέ ναό ύπερκόσμιο αντιφεγγίζει.
χόταν απόμακρα. άγνωστων λάγνων Γοργά κυλοΰν οί στίχοι σου σά ρέμμα,
«Ευτυχία» μουρμούρισε σάν τρελλός. ματιών, πού στριφογυρίζανε μέσα σ’ ένα Δροσίζοντας καί τό άγονο τό χώμα
Τ ώρα σά νά γέλασε μπροστά του ένα φόντο ρουμπινί. ’Έπειτα απαλή γυνακείχ Κ ’ είναι γραμμένο δλο μέ σάρκα κ’αίμα.
πλατύ γέλιο κάποιος, ακούσε μιά ά'λλη σάρκα άχνόσβηνε μπροστά του,σά νά φ ω ­ Τί σοϋ γράφει τής μοίρας τό βιβλίο,
φωνή μέσα του, πειστική καί ήσυχη. Ποιος ξέρει! Μά τραγούδα, ψάλε άκόμα,
τιζόταν από αθώρητο χλωμό φως.
«Είναι τόσο δμορφα δ λ α !. . . Καί τά Γιά σέ καί δ πόνος είναι μεγαλείο.
είχες άπαρνηθή! . . . . » Τινάχθηκε δρθιος από τήν καρεκλά, Ε ΙΡ Η Ν Η Α . Δ Ε Ν Τ Ρ ΙΝ Ο Υ
* Γ ρ ά φ τ η κ ε πριν π εθ ά νη .
Γ ύρισε στό σπίτι ανήσυχα. Ή Σμαρά- πού είχε καθήση. Τ ό κεφάλι του έγειρε
νδα καθόταν κί έρραβε. αδιάφορο καί βαρύ, σά νά μήνυπαρχε μέ­
Τ ό νυσταγμένο φ ω ς της λάμπας έρρι- σα το ο καμμά σκέψη, άλλα σά νά έφερνε
χνε τήν αδύνατη λάμψη γύρω του. στή ράχη του ένα κεφάλι ζώου. Καί τό
Ν. S E G U R 15

ζ ε τή λνπη του πού άφησε νά μπουν στή δ συγραφέας ευρησκε αργότερα «άΐΐ3-
μελέτη του ζητήματα σύγχρονα, πού, κρουστικό» καί τούς σκοτεινούς αυτούς
ϊπως έλεγε «χαλοΰσαν τό μεγαλειώδικο τύπους, οπού αναγνωρίζει «τή μυρουδιά
Ο ΝΙΤΣΕ Ιλληνικό πρόβλημα, ό'πως αύτό τοΰ είχε
παρουσιαστεί».
τών κηδειών, χαραχτηριστική τοΰ Σοι-εν-
χάουερ.»
χι οί πήγες της φιλοσοφίας του Έπιμένοντας δμως σ’ αύτή του τήν Καί θά δειχθεΐ, τό ελπίζω, δτι αύτές
Μ ετάφ ραση E L P E N O R ατέλεια, καί χαραχτηρίζοντάς το ώς σκο­ οι σελίδες ελληνικής φιλολογίας, έμπεριέ-
τεινό, στά καθαρό ελληνικό του μέρος, χουν κι’ δ'λες τίς κυριώτερες Εδεες τοΰ
I. «ήταν ενα αληθινό βιβλίο, πού είχε Νίτσε, κι’ δτι μελετώντας τήν τραγωδία
φχαριστήσει τούς πιό έκλεχτούς.»Καί τόν τής Ε λλάδας σχημάτισε τίς τολμηρές
ΤΟ ΠΡ2 Τ 0 ΣΥΓΓΡΑΜ Α ΤΟΥ Ν ΙΤΣΕ Φλεβάρη τοΰ 1872 κι’ ό’λας, γράφοντας του θεωρίες γιά τήν ηθική καί γενικά
-σ’ ένα του φίλο, έλεγε; «Τά έργο μου τού­ τή φιλοσοφία του.
'Η κυριώτερη αιτία κ’.’ ή μεγαλύτερη "Ενα ελληνικά στοιχείο, ή σωστότερα, ενα.
το θά ζήσει, γιατί διδάσκει μερικές αιώ­
πρωτοτυπίατής επιτυχίας του Φρειδερίκου δωρικό στοιχείο πρωτοστάτησε ^στή σκε-
νιες αλήθειες.» Καί στ’ άλήθεια, μελε­ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Τ Υ Χ Η Ε ΙΉ Τ Ρ Α Γ 2 Δ Ι Α
Νίτσε χρωσταται, χωρίς καμιά άμφφο- ψητού, κι’ενας θεός ελληνικός, ενας θεός
τώντας βαθειά καί σκοτεινά προβλήματα, Γιά νά ξεχάσει τήν πραγματικότητα
λία, στό ότι μπόρεσε νά μας θυμίσει τούς τοΰ’ Ολυμπου, δ Διόνυσος, ^γίνηκε τό
καί φέρνοντας γιά τήν έξήγησή τους φώ­ τής ζωής,γιά νάξεφύγει μιά στιγμή άπ’τό
φιλόσοφους ποιητές τής αρχαίας Έ λλά- οδηγό πνέμα της ποιητικής κι άντρίκιας
τα καινούργια, τό βιβλίο αύτό έκανε με­ τραγικό μυστήριο τής ύπαρξης, δ άνθρω­
δας. "Οπως ο Ηράκλειτος κι’ όπως ό Πυ- έμπνεψής του.
γάλο κρότο δ'ταν πρωτοβγήκε. πος αφήνει τάν έαυτότου νά πλανηθειστάν
θαγόρας, μπόρεσε νά έκφράσει τίς άλή- Δέν Ιχω σκοπο νά μελετήσω έδώ τδ
Αν καί βρήκε πολλούς αρνητές, καί κόσμο τής τέχνης, Σ ’αύτό τόν κόσμο μπο­
θείες πού είχε νά μας πει, μέ δραματι- έργο του, τιού λίγοι τό ^ξέρουν, μά jjiou
μεταξύ τών άλλων τόν Βιλάμοβιτς Μέλ- ρεί νά διακρίνει κανένας, κατά τόν Νίτσε,
κή μορφή, κι’ επειδή είχε τήν ίκανότη- πολλοί μιλοΰν γι αυτό. Θ άρκεστώ νά
λεντορφ, συνάντησε δμως καί πολλούς τήν επίδραση δύο πνεμάτων: τοΰ Ά π ο λ -
τα τοΰ παραστατικού καί χτυπητοΰ λό- αναφέρω τις ελληνικές πηγές της Νιτσεΐ- θερμούς ύποστηριχτές, δχι μονάχα μέσα
γου, χρησιμοποίησε τή λυρική έξαρση χης φιλοσοφίας, έπιμένοντας ιδιαίτερα σ λωνιαχοϋ πνεμάτου καί τοΰ Αιονυσια-
στους ποιητές καί φιλόσοφους, μά καί χοϋ πνεμάτου· Τά πρώτο μας διαθέτει
μέ εξαιρετική Ιπιτυχία. gva λίγο γνωστό του βιβλίο, σ ’ ενα εργο στόν κύκλο τών ελληνιστών, όπως τον
Χωρίς νά σκοτιστεί πλάθωντας δλό- νειότης πού δ Νίτσε έμπνεύστηκε άπό νά ςαναπλάσουμε μπροστά μας τόν κό­
Έρβιν Ρόντε. σμο σέ εικόνες αναλλοίωτες καί σταθερές,
κλήρο φιλοσοφικό σύστημα καί χωρίς νά Χήν άρχαίαΈλλάδα καί πούμοΰ φαίνεται,
Κι’ αυτά έξηγιέται, γιατί σ’ αύτό τό τό δεύτερο μας ενώνει μέ τήν ψυχή τής
σκιαστεΐ γιά τίς άντίφασες, υποστήριξε §ΧΙ περιέχει σέ πρωτόγονη μορφή, τίς μελ-
μικρά φυλλάδιο τοΰ θερμοΰ βαγκνεριστή φύσης βγάζοντας μας άπό τάν κόσμο τών
στά συγγράμματα του θεωρίες καινούρ- λοντικές του θεωρίες, δέν πρόκειται μόνο γιά ένα σημείο τέ­
γιες, κάποτε παράδοξες καί άπογοητευ- Θέλω νά μιλήσω γιά τήν «αρχή τής δνείρων. Ό ’Απόλλωνας κι’ δ Διόνυσος
χνης ή λογοτεχνίας. Μελετώντας τίς πη­ δ θεάς τοΰ δνείρου, τών τέλειων μορφών,
τικές, μά πού ποτέ δέν τούς λείπει τό έν- τραγωδίας» γι’ αύτό τό βιβλίο πού έπιφα-
γές τής τραγωδίας, δ Νίτσε προσπαθεί κι’ δ θεάς τής μέθης καί τΰΰ ένθουσια-
διαφέροντο. νειακά φαίνεται νά είναι προορισμένο
νά δρίσει τήν ουσία τοΰ έλληνικοΰ πολι­ σμοΰ χρησιμεύουν έτσι στά Νίτσε γιά σύμ­
Τώρα πού ό τόσος θόρυβος πού γίνηκε γκχ τή λύση ένός φιλολογικοΰ προβλήμα-
τισμού, καί πηγαίνοντας πιό πέρα άκόμα- βολα δύο αντίθετων ρεμάτων, δύο αντί­
γύρω στή φιλοσοφία του επαψε, θά μπο- τ0υ, μά πού φανερώνει τήν πλούσια φύ-
άγγίζει τά προβλήματα τοΰ άνταγωνι, θετων στοιχείων, πού τά βλέπουμε ν’άνα-
ροΰσε κανείς νά έξετάσει τήν έπίδραση γΛ; τήν Χ0ο μελλοντικού έπα- σμοΰ τής τέχνης καί τής ήθικής. Ή πτύσσωνται χωριστά ή νά συγχωνεύωνται
πού είχε δ αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ναστάτη. άττική τραγωδία τοΰ φαίνεται σά ν’ άπο- στήν ιστορία τής αισθητικής.
στό σχηματισμό καί στήν εξέλιξη της Άρχισμένο στα 1870, όταν δ Νίτσε τελεΐ τά θρίαμβο τής αγνής καί λογικά
σκέψης του. 'Ο Νίτσε χαραχτηρίζει δ ϊ- ήταν καθηγητής τοΰ ΙΙανεπιστη- Ή άπολλωνιακή τέχνη είναι ή τέχνη
πεσιμιστικής συνείδησης τών Ελλήνων, τής μορφής, ή πνεματοποιημένη παρά­
δ’.ος τόν εαυτό του «τραγικό φιλόσοφο» -ου ^ . g a l e , τό βιβλίο αύτό προοριζό- κι’ αναγνωρίζει ώς αιτίες τής κατάπτω­ σταση τοΰ έξωτερίκοΰ κόσμου — αντικεί­
κι’ δ'ταν δμολογοΰσε ότι «κοντά στόν Η- τ=£νε, στή σκέψη τοΰ συγγραφέα του, νά σής της τήν πραχτοκή ηθική καί τά δια- μενο χαραχτηριστικά τής γλυπτικής καί
ράκλειτο αισταντανόταν καλύτερα άπό συμπε?(.ληφτεΐ σέ μιά πολύ πιό εκτενή λυτικό δπτιμισμό τοΰ Σωκράτη. τής ζωγραφικής. 'Υπά τήν επίδραση τής
πουθενά» μας φανέρωνε μία ούσιώδικη μεχ^τη τοΰ ελληνισμού. ’ Αλλά ή φιλία Δηλαδή, ή εξέταση τής προσωπικής άπολλωνιακής έμπνεψης, δ τεχνίτης θέ-
μορφή τοΰ πνεμάτου του. του τύ βάγκνερ κι’ δ θαυμασμός πού άξίας τής έπιστήμης καί τοΰ ρόλου της λωντας νά ξεχάσει τήν πραματικότητα
Ή νειότη του πέρασε σέ έξακολουθητι- «[στανόταν γιά τή νέα μουσική, τόν άπο- στήν πρόοδο τοΰ πολιτισμοΰ αποτελούν κοιτάζει τάν έξωτερικά κόσμο σάν κάτι
κή ενασχόληση μέ το ελληνικό πνέμα κι’ τρέψανε άπ’ τό σκοπό του καί τόν ώθη- τό άληθ-ινά αντικείμενο τοΰ περίεργου αύ- πού νά τοΰ είναι ξένο καί πού δέν είναι
δταν έγεινε καθηγητής στήν Bale τής σανε νά συμπληρώσει τή μελέτη του αύ- τοΰ έργου, πού θά προσπαθήσω νά μελε γι’ αύτάν παρά μιά σειρά άπό όμορφες
Έλβετίας είχε τήν εύκαιρία νά προσαρ- -ή γιά τίς πηγές τής τραγωδίας μέ μιάν τήσω. Ή κυριώτερη μου φροντίδα θά εί­ εικόνες, μιά πηγή αισθητικής ηδονής.
μοστεϊ άκόμα περισσότερο στήν έλληνι- απολογία τοΰ βαγκνερισμοΰ. Μ’ αυτή τή ναι νά κάνω εύκολονόητο, ’ τά δυστυχώς Ά π ’ άλλο μέρος, ή διονυσιακή τέχνη
κή φιλολογία. ' μορφή δημοσιεύτηκε τό βιβλίο τό Δεκεμ- πολύ γερμανικά στά ύφος του, βιβλίο αύ­ απαλλαγμένη άπό κάθε μορφή, καί προ-
Στά έργο του φαίνουνται τά σημάδια βρη τοΰ 1871. τό καί νά άποβάλω, δ'σο τούτο θά είναι σωποποιημένη άπο τά λυρισμό καί τή
τών κλασικών αότών σπουδών, πού δδή- Δέκα πέντε χρόνια υστέρα, στόνπρολο- δυνατό, τόν Έγκελιανιστικάν αέρα, πού μουσική, μας κάνει νά δοΰμε τό έσωτερι-
γησαν τά πρώτα του ονειροπολήματα, γο τής δεύτερης έκδοσης, ο ΙΝιτσε έκφρα­

Α
Ο Ν ΙΤΣΕ Κ Α Ι 01 ΠΗΓΕΣ ΤΗ Σ Φ ΙΛΟΣΟΦ ΙΑΣ Τ Ο Ϊ Ν. S E G U R ■17
16

Αισχύλο, δ αιώνας τής μάχης τοΰ Μαρα­ λου τής ανθρωπότητας, τοΰ Προμηθέα, Στις γιορτές τοΰ Βάκχου, τοϋ θεοΰ τής
■χο τ ο » ανθρώπου. 'Υ π ό τήν επίδραση τη ς
θώνα, στον δποΐον δέν μπορεί κανείς νά αύτό τά απαίσιο πεπρωμένο τοΰ σο®οΰ μέθης, δταν μέσα στή θρησκευτική Ιξα-
διονυσιακές Ιμπνεψης, δ τεχνίτης δέν π λ *
συναντήσει τίποτα τό αύθησιακό, καμιά Οιδίποδα, αύτή ή κατάρα τής ράτσας τών ψη δ οργιαστικός χορός απεκδυόταν τις
%.Ει εικόνες, άλλα ξεσκεπάζει αυτή την
γεροντική άλαφρότητα, μά, αντίθετα, την- Ατρειδών, πού άναγκάζει τόν Όρέστη εικόνες τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου «αίστα-
®δσία της ζώης. πιό βαθειά καί θρησκευτική έννοια τής νά σκοτώσει τή μάννα του, μ’ ενα λόγο,
Αίστάνεται τή σγέση του μέ την^ φυ- νόταν κανείς τόν έαυτό του νά πλημ­
ζωή?· , ~ , δλη αύτή ή φιλοσοφία τοΰ θεοΰ τών δα­ μυρίζεται .άπό τό περίσσευμα τής χαράς,
ατι, τήν αδερφοσύνη του μ’ δλα που υ­
Ή παραγωγή τής τέχνης των έποχων σών, μαζύ μέ τούς σχετικούς μύθους, αύ­ τοΰ πόνου καί τής γνώσης τής φύσης.»
πάρχουν, καί με τόν ήχο ή τό^ ρυθμό, έ-
αύτών, δέν είναι, κατά τόν Νίτσε πάντα, τή ή φιλοσοφία άπ’ τήν δποία καταστρά­ Και τότες, εγκαταλειμένος στήν έπί-
ξωτερικεύει τή βαθειά φωνή της αιώνιας
παρά ένα παράδειγμα τοΰ σοβαρού^ καί φηκαν οί Έτροΰσκοι — ολα αύτά αιώνια δραση τοΰ τρομεροΰ θεοΰ τοΰ ξανανιώμα-
■θέλησης, της δποίας δέν είναι παρα μια ■/ενναιόφρονου τρόπου μέ τόν δποίο δ ^Ελ­
κι άοιακοπα, νικήθηκαν καί κατατρο­ του, αίστανόμενος μέσα του ενα κομμάτι
άπ ό τις άπειρες μορφές. ληνας άντίκρυζε τή ^ ζωή: «Κ ατα πώθηκαν άπό τούς 'Έλληνες, μέ τή βοή­ μικρά τής ψυχής τοΰ Σύμπαντου, δ Έ λ ­
'Υ π ό τήν επίδραση τοϋ δωρικού Απόλ­
τόν αρχαίο θρύλο, λέει, ο βασιλιάς θεια τοΰ ενδιάμεσου καί αίστητικοΰ αύ- ληνας εφεύρηκε τά λυρισμό. Κι’ Ιπειδή
λωνα ή έλληνική τέχνη διανοήθηκε τήν
Μήδας, κατέδιωχνε στο δάσος ενα φαΰνο τοΰ κόσμου τών ολυμπιακών θεών... ή λυρική ποίηση δέν τοΰ έφτανε γιά νά
δπέροχη εικόνα των θεών τοΰ Ολυμπου,
σύντροφο τοΰ Διόνυσου, χωρίς νά μπορεί »Σ τό φώς πού ρίχνουν αύτοί οί θεοί εξωτερικέψει αύτά τό κΰμα αίστήσεων
πού αποθανατίστηκε άπό τήν λύρα τοΰ
νά τον πιάσει. “Οταν έπί τέλους τό κα- πάνω στήν ανθρωπότητα, ή ζωή φαίνε­ πού τοΰ πλημμύριζαν τήν ψυχή, σύγκαι­
"Ομηρου κι’ άπό τή σμύλη τοΰ Φειδία
τώρθωσε, δ βασιλιάς τόν ρώτησε πιο πρά­ ται νά είναι άξια τοΰ κόπου πού θά κά­ ρα μέ τήν οργιαστική έξαψη, τής πρόστε-
από τήν αντίθετη επίδραση τοΰ δρμητι-
μα επρεπε δ άνθρωπος νά προτιμά και νει κανείς γιά νά τή ζήσει, κι’ ό αληθι­ σε συμβολικές κίνησες καί τή συνόδεψε
κοΰ θεοΰ της άμπελιδς βλέπουμε ν ανα­
νά επιθυμεί. ’Ακίνητος καί σιωπηλός ο νός πόνος τών ομηρικών προσώπων είναι άπο ήχους, πλάθωντας ετσι τά χορό καί
πτύσσεται ή αντικειμενική κα! μουσική
φαΰνος έμεινε βουβός, ώσπου, έξαναγκα- τό νά στερηθοΰν τής ύπαρξης αύτής καί τήν μουσική.
τέχνη, δ λυρισμός τοΰ ’ Αρχίλοχου και οι
σμένοα άπ’ τό νικητή του, γέλασε και εί­ νά σκεφτοΰν τΤ5ν προσεχή θάνατο κι’ ετσι Αύτή ναι ή διονυσιακή πηγή τοΰ ποι-
ηχοι τοΰ δργιαστικοΰ αύλοΰ τοΰ’Όλυμπου.
πε: «Εφήμερη καί άθλια φυλή, γέννημα αναποδογυρίζοντας τή ρήση τοΰ φαύνου ηματου του ’Αρχίλοχου, αύτοΰ τοΰ πρό
"Κι* οταν, μέ μιάν δπέρτατη προσπά­
τής τύχης καί τοΰ πόνου γιατί μ’ άνα- γι’ αυτούς τά χειρότερο πράμα είναι ένας γονου τοΰ λυρισμού, καί τής μουσικής
θεια, στο ανώτατο σημείο της πλαστικής
νκάζεις:νά σοΰ πώ κάτι πού κάλλιο νάμήν γλήγορος θάνατος καί κατά δεύτερο λό­ τοΰ Τέρπανορου.
Ικανότητάς της, ή Ε λ λ ά δα κατωρθωσε τόξερες; Ε κείνο πού πρέπει νά προτιμή­ γο τό οτι πρεπει νά πεθάνουν μιά μέρα.»
y * ένώσει αρμονικά τόν κόσμο τοΰ δνει- Καί βλέπουμε έτσι κοντά στή δωρική
σεις είναι άδύνατο νά τό επιτύχεις: είναι Ό “Ομηρος μας φαίνεται νά είναι δ
ρου μέ τόν κόσμο της μέθης, γεννήθηκε τέχνη τοΰ ’Απόλλωνα νά έξελίσσεται μιά
νά μήν εχεις γεννηθεί, νά μήν υπάρχεις χαραχτηριστικά άπολλωνιακός πλάστης,
■ή αττική τραγωδία, εύγενικά καί Υπέρο­ τέχνη πιό βαθειά,πιό συμβολική, πιό συν-
νά είσαι τίποτα. ’Αλλά, ύστερα απ ^αυ­ δ άδολος κι’ άγνάς τεχνίτης πού μπόρεσε
χο μϊγμα τοΰ άπολλωνιακοΰ δνείρου και δεμενη μέ τό άπειρο καί τό μυστήριο.
τό, αυτό πού πρέπει νά έπιθυμήσεις είναι νά ξεδιπλώσει τήν ατέλειωτη σειρά τών
της διονυσιακής έξαψης. Τέλος, ή άρμονική ένωση τών δυό
νά πεθάνεις σύντομα.» ωραίων μορφών. Κατεβάζοντας τις ιδιό­
Μά γιά νά έξηγηθεΐή πηγή κι’ ^ή εξέ­ Τί άντρίκια σοφία καί βαθειά μελετη τητες τών θεών στό γήϊνο επίπεδο, έδω­ αυτών διάφορων έπιδράσεων πούείδαμε νά
λιξη των δυό αυτών έπιδράσεων ϊσα μέ τοΰ ανθρώπινου πεπρωμένου, σ’ αυτό τό
τή γέννηση τής τραγωδίας πρέπει νά με­ σε στον 'Έλληνα τήν εύκαιρία νά ξεχα- εξωτερικεύωνται χωριστά στις πλαστικές
λαϊκό θρΰλο πού μας δείχνει πόσο δ Ελ- στεΐ θωρώντας τήν εικόνα τών θεών του. τέχνες καί στις τέχνες τοΰ ρυθμού, γέν­
λετηθεί δ έλληνικός χαραχτήρας καί νά ληνας αίστάντηκε τήν αγωνία τοΰ άγνω­
έμβαθυνθεΐ ή αντίληψή του για τή ζωή. Μ' ακόμα κι’ άπορροφημένος άπ’ τά
στου πού τόν περιστοίχιζε. νησε τή τραγωδία, υπέροχο γέννημα τοΰ
Θ ά νιώσουμε τό έλληνικό πνέμα, κα­ άπολλωνιακό δνειρο, δ Έλληνας αίστανό-
Γιά νά ξεφύγει άπ’ αύτά τα κακα, γ:α ταν πάντα μέσα του τήν αιώνια Σφίγγα έλληνικού δαιμόνιου.
τ ά τόν Νίτσε, δταν θ ά πάψουμε νά τό νά Εεχάσει τις δύσκολες συνθήκες τής
θεωρούμε εύθυμα, δπτιμιστικό κι’ αλα­ 3SCU τοΰ έθετε τά αίνιγμα τής ύπαρξης.
ζωής, τό έλληνικό δαιμόνιο έπιδόθηκε (Ά κ ο υ λ οο θεΐ cιΛ ;\ι)
φρό, γνώμη πού διαδόθηκε άπό τήν διδα­ στις τέχνες, έγκατελειψε τόν εαυτό του
σκαλία τοΰ ’Επικούρου κι’ άπό τις πολε­ στ’ δνειρο ένός Εδεώδικου κόσμου ησυχίας
μικές των πρώτων αιώνων τοΰ Χριστια­ κι’ ομορφιάς. Τότες έπλασε, υπό τήν ε­
νισμού. πίδραση τής άπολλωνιακής τέχνης, τούς
Συνηθίσαμε νά συγχέουμε τις εποχές θεούς τοΰ’ Ολυμπου, αύτό τά λαμπρό και
θεωρώντας τόν "Έλληνα δλων τών επο­ γεμάτο αΐστημα όραμα.
χών έκπροσωπόμενο άπό τό γραικϋ- «Γιά νά μπορέσει νά ζήσει δ "Ελληνας
λ ο τής παρακμής, φίλο τών ηδονών καί επρεπε νά επικαλεστεί τό δλυμπιακό αυ­
της συζήτησης, όπως τόν γνώρισαν οι τό δνειρο. Αύτή ή εξαιρετική ταραχή
Ρωμαίοι. Ξεχνάμε δτι πριν άπό τήν έπο- μποοστά στις τιτανικές δύναμες τής φύ­
χ η τών σοφιστών καί τών άλεξανδρινών σ η ς, αυτή ή θρονιασμένη αλύπητα Μοί­
ώπήρξεν δ εχτος αιώνας, δ αιώνας τοΰ ρα πάνω σέ κάθε γνώση, αύτό τό γεράκι
Πυθαγόρα, τοΰ Ηράκλειτου κι’ δ πέμ­ πού τρώει τά σπλάγχνα τοΰ μεγάλου φ ι-
πτος πού άνάδειξε τόν Πίνδαρο καί τόν
Ζ MurΕΙΕΙΙΕΡ.ΙΗΒΠ|Η>
Π Α Σ Χ Α ΣΤΗ Σ Α Ρ Δ Η Ν ΙΑ 19
||! GO. DU L EH D i
IE? ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΣΑΡΔΗΝΙΑ Δ Ι ΗΓΗΜΑ
στιγμή πού ή λιτανεία μέ τήν μελαχροινή μα άλλαξε μαζύ μέ τούς συγγενείς της
Παναγιά μέ τά εφτά σπαθιά στήν καρδιά καί τούς φίλους καί τούς γείτονες, διάφο­
-πού πήγαινε ζητώντας νά βρει τόν πεθα- ρα δώρα άπό ψωμί, πάστες καί κρέας. Σέ
καί τρόμο, εϊταν ό νεαρός εφημέριος h.oj :μένο γυιό της, ή άπό πράσινη μεταξωτή
Ξημέρωνε τό μεγάλο Σάββατο. θά έγύριζε δλο τό χωριό φέρνοντας στό κάθε καινούργια τράμπα πού έκανε ευχα­
'Η ’ Απολλώνια Φάρα σηκώθηκε άπο μουσσελίνα σημαία,οί αγροτικοί μουσικάν- ριστιόνταν κάμνοντας σύγκριση τοΰ ψωμι-
κάθε σπιτικό τήν Πασχαλινή έβλογία.Με­
<50 φαρδύ ξύλινο κρεββάτι της με τό θο­
τιοες, κι’ οί ντυμένες στά μάβρα γυναίκες, οΰ πού τής έδιναν μέ τό ψωμί πού εδινε
ρικά χ ρ ό ν ι α πρωτήτερα, εϊταν άρραβωνια-
λωτό κουβοϋκλι, τήν ώρα πού τό γλυκο­ χάθηκαν στό γύρισμα τοΰ δρόμου. "Γστε- άφτή κι’ είταν περήφανη πού έβρισκε τό
σμένος μαζύ της, μ’ άφτή τόν απαράτησε ,ρα, ξανάγύρισε στό φούρνο της καί στό
χάραμα lppt-χνε γαλάζιους ίσκιους πάνω καί παντρέφθηκε κάποιον πλούσιο τσε- δικό της πιό άσπρο καί πιό καλοφτιαγμένο.
στό μοναδικό χοντρό τζάμι τού παραθυρι­ -ζυμάρι της κι’ εφκιαξε τό Πασχαλιάτικο Κ ατά τό βραδάκι δ άντρας της γύρισε άπό
λιγγα. , ,,, σλόασπρο ψωμί, πού εϊταν κομμένο σέ
ού. πού άπό μέσα μπορούσε ωστόσο να Ό νέος, πού τήν αγαπούσε με τρελλα τήν στάνη καβάλλα άπάνω στό- δλόασπρο
δει κανείς ενα θαβμάσιο τοπεΐο- ανάμεσα, κομμάτια καί γιομάτο άπό τρύπες’ έτοί- ομορφο άλογό του μέ ένα μεγάλο ντορβά
δοκίμασε ν’ άφτοκτονήσει με μιά σφαίρα
στή νωπή καί θαμπή πρωινή άχνα της μασε τίς κ α ζα ντίνες ενα γλυκό άπό άλεΰ- ^γιομάτο άπό τυρί καί δυό μικρά άρνάκια
ρεβόλβερ στό στηθ-ος του, άλλα τον^ έσω­ ρι, φρέσκο τυρί καί κίτρινο σαφρά, κι’
καινούργιας άνοιξης θά νόμιζες πώς το σαν μόλις καί μετά βίας οί συγγενείς κι τό ενα άσπρο καί τ ’ άλλο μάβρο πού θά
τοπεΐο άφτό εϊταν πίνακας τοΰ Πουσσεν: ■ίίπειτα κάτι μικρά γλυκουδάκια άπό ζυ­ τά είχαν στό Πασχαλιάτικο τραπέζι τους.
οί φίλοι του. "Αφησε τότε τό χωρίο του
ή πλαγιά ενός μικρού λοφίσκου, ενα γα­ καί πήγε νά γίνει παπάς. μαρικό πού σχημάτιζαν πότε παιδάκια μ’ Ο άντρας τής Απολλώνιας ειταν πλού­
λάζιο ποταμάκι πού κόλλαγε τά νερα Ινα ελαφρό καλοκαιριάτικο περικάλυμμα, σιος αλλά σάν ό'λοι οί πλούσιοι άνθρωποι
του' φιδοστρίβοντας, έδώ καί κει ^μερικά πότε μούμιες, καί πότε πουλιά πού τούς πού παντρέφθηκαν μιά φτώχειά κόρη,
δέντρα σέ μιά εξαίσια σειρά τό Ινα απο έβαζε γιά κεφάλι ενα χοντρό αβγό, εϊταν γέρος κι’ άσκημος μέ μιά κίτρινη
τό άλλο καί πού τά πρασινισμένα χλωρά ^Ολόγυρά της μιά αδιατάραχτη γαλήνη μούρη πού δέν έβλεπε κανείς παρά τή
κλαδιά τους εϊταν σκεπασμένα άπό τρυ­ ξαπλώνονταν τυλίγοντας τό μικρό ερημι­ μύτη, λιγάκι μάγουλα καί κούτελο πού
φερά φύλλα καί μιά άπέραντη δροσοστά- κό σπιτάκι καί τήν ηλιόλουστη έξοχή· τά ξεπεταζονταν σάν σκοτεινιασμένο φεγγάρι
λαχτη μικρή πρσινάδα πού λαμποκοποΰ- καμπαναριά μίνανε μουγγά, δεμένα γιά μεσα άπό ενα σύννεφο γενειών κι’ άνακα-
τό θάνατο τσΰ Σωτήρα καί τό κάθε τι τωμένων μαλλιών. Τό Σαββατόβραδο άρ­
σε αγνή καί αθώα.
Καθώς εβαζε τό άπό κίτρινο καί κόκκι­ άφωνο,· θαρρείς πώς περίμενε κάτι τίς τό χισαν οι Πασχαλιάτικες γιορτές· ό πλού­
νο ύφασμα φόρεμά της ή Απολλώνια κοι­ μυστηριώδικο· πού καί πού μερικές σιος τσελιγγας κάλεσε σπίτι του πολλούς
τούσε μέσα άϊΐό τό τζάμι του παραθυρι­ φοβισμένες φωνίτσες πουλιών ανέβαιναν συγγενείς, φίλους καί γείτονες καί τρώ­
ού τόν ούρανό. Σάν τελείωσε, επεΐγο να πάνω άπό τούς άσάλεφτους θάμνους καί γοντας πάστες καί πίνοντας τό άψιθο
δει στό πλεγμένο άπό ασφοδέλους πανε- ξεψυχούσαν κι’ αυτές γρήγορα γρήγορα, κρασί καί τό ρακί, τραγούδησαν ολοι μα-
οι πού εϊταν γιομάτο Ιως άπάνω άπό ζυ­ σά φοβισμένες άπό τή-ν βαθε-ιά γαλήνη ί-,υ κανοντας καθένας του χωριστά χαρού­
πού χαλούσαν. μενα τετραστιχα γιά τήν τίμια άνάσταση
μαρικό ετοιμασμένα κατά το βραδάκι τής
περασμένης μέρας καί πού μέ τό δάχτυ­ Κι’ οί ώρες περνούσαν χωρίς δ εφημέ­ τοϋ Σωτήρα. Καί γίνηκαν ετσι δλοι στου­
λο της είχε χαράξει άπάνω του ενα σταυ- ριος νά φαίνεται. Κατά τίς δέκα ή ’Απολ­ πί στό μεθύσι γιά νά δείξουνε τήν περιφ­
οό έτσι γιά τό «καλό τό ζύμωμα.» λώνια εννοιωσε κάτι σάν ελαφρό τρεμού- ρόνησή τους στους Όβρηούς πού σταβρώ-
Τό ψωμί είχε φουσκώσει μιά χαρά. λιαμα νά περνά μεσ" τόν άέρα" τινάχθη- σανε τόν Θεό.—
Γ κ ο ά τ ζ ια Ν τελεν ια
Ή νέα γυναίκα, τότε, έπήρε τό πανέ- κε όρθή άπάνω γιά ν’ άκούσει" τά καμπα­ Την άλλη μέρα ή ’Απολλώνια ξύπνη­
οι στά άσπρα καί δυνατά χέρια της^ και ναριά χτυπούσαν κι’ άνάμεσα άπό τά σε πάλι πρωι— πρω'ί γιά νά τοιμάσει τό
Δέν είνε πολύί καιρός τώρα πού έρχον­ πρώτα κουδουνίσματα τους μιά ντουφεκιά
το έπήγε στήν κουζίνα- εκεί, αφού ζήμω- Πασχαλιάτικο τραπέζι. "Οσο ό ήλιος ανέ­
ταν στό χωριό μέ τόν βαθμό τοΰ εφημερί­ ακούστηκε, ύστερα μιά άλλη άκόμα, τρεις
σ ε τό ψωμί άναψε τόν φοΰρνε. κ’ εψησε
ου καί κάθε φορά πού συναντούσε^ την βαινε σιγά σιγά πάνω άπό τό βουνό ή νέα
-6ν καφέ. 'Όσο ή μέρα έρχονταν ολόδρο­ δέκα, έκατό. Χαρούμενα χαιρετίσματα καί γυναίκα ακοίμητη πάντα στήν κουζίνα,
’Απολλώνια χλώμιαζε ελαφρά. Αυτή τον δυνατές φωνές συνόδεβαν τόν θόρυβο τών
ση καί ζεστή, ή ’Απολλώνια αισθανόταν κοιτούσε χωρίς συγκίνηση. Τούτο το πρωί, ενοιωθε τήν ϊδια ταραχή τής περασμένης
μιά αόριστη άνησυχία, πέφτοντας σε σκε- ντουφεκιών καί τά κουδουνίσματα τών μέρας καθώς δ νοΰς της έρχονταν στήν
ωστόσο, εϊταν ανήσυχη στή σκέψη πως ο καμπαναριών. Ο άντίλαλος τοΰ λοφίσκου
Λες. , επίσκεψη πού θά τής εκανε δ εφημέριος.
παπάς θά έμπαινε σπίτι της για να βλογη- ξανάστελνε πίσω τίς ντουφεκιές. Παρέες
Θά ρθεϊ στις οχτώ, μπορεί και στις Σήμερα χωρίς άλλο θά έρχονταν δέν μπο-
σει ψωμί της καί τό στείρο πιά κρεβ- ολόκληρες άπό χαμίνια περνούσαν άνάμε­
εννιά, μπορεί κι’ άβριο κι’ αργότερα, ω ροΰσε νά γίνει άλλοιώς. Π ’Απολλώνια
βάτι της. Σάν άνοιξε τό μικρό παραθύρι σα στό χωριό τραγουδώντας χαρούμενα,
Χρίστε μου, μεγαλοδύναμε. Α^ πια, δε ηςερε πως κι’ άφτος σήμερα θά εϊχε ση­
ν·ά νά δει τή λιτανεία πού περνούσε 'Ο Θ εό ς μ ας ά ν α στή θ η κ ε
♦έλω νά τό σκέφτουμαι άφτο, άς έρσει κωθεί άπό τά χαράματα καί ντυμένος μέ
Ιν ο ιω σ ε κάποια βαθειά καί ουνα- Jti’ α ς σ κ άβου ν οί Ό β ρ η ο ί.
δταν τού καπνίσει. _ τά επίσημα παπαδίστικα ρούχα του αυ­
χή ταραχή ' άντικρύζοντας τήν άνησυχη Ή ’Απολλώνια είχε πιά τελειώσει τό
'Ωστόσο, δμως, χωρίς να το θελει επε- τός μπροστά,ενας άνθρωπος άπό πίσω του
καί ξεραγκιανή μορφή ~°ΰ παππα. _ σ - ψήσιμο τοΰ ψωμιοΰ της, τίς πάστες καί
φτε καί πάλι στήν ίδια συλλοή. φέρνοντας ενα ντορβά κι’ ενα παιδάκι μ’
τόσο^ εξακολούθησε νά κοιτάζει ώς τη ■τίς Πασχαλιάτικες λιχουδιές. Τ ’ άπόγιο-
Ά φτόν πού περίμενέ με τόση άγωνια Ινα κουβά άγιασμένου νεροΰ θά τέλειωνε
Κ Α Ρ ΒΙΟΑΕΤΩΦ
l ? i i M ........................
; ΕΛΛΗΣ Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ

μιά ήσυχη χειρονομία επιασε τήν άστρα, U . . ................ — ............
xic έπισκέψεις πού δέν μπόρεσε ν* χάνει -βτερή αγιαστούρα γιά να σκορπίσει όλογ>- .ίΙ
ρασ δλες τϊς μεριές τ4_ ■ αγιασμέ^ο
Λ ; , ρ4 μ * * · a * * »·. ’ Γ « =
γιομίζουν τόν ντορβά με ψωμί, πάσχες
I I ξερά φρούτα καί ρίχνουν στον κουρά
κιάπ’τά βάθη τής ψυχής
ευλογία του. Έ π ειτα «μεσως ή Απολλω­
Ή ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ
Γί^ι*/άί Ύ*&Χ , νία άνοιξε τήν πόρτα τής « π ο θ η χ η ς ο πα­ Τά παιδιά τού ορφανοτροφείου τής «Στέ­
/
Κατά xic δέκα εφτασε μπρος στο σπι- εννιά τό βράδι μέ τό σιωπητήριό, βρισκό­
πάς βλογάει τό ψωμί τις πάστες, το „ι»ρ.._ γης Μικρών ’Αδελφών» εΐχαν, όπως καί μουν κιόλας στό κρεββάτι. Κι’άγρυπνη άν
τι της ’ Απολλώνιας πού είχαν απο τα Ή ’ Απολλώνια είχε πιά γιομωσει τον ντορ­ τά παιδιά τών άλλοι ν σκολειών, τήν ιστο­ έμενα θάταν χειρότερο. Ή «Στέγη» χτι­
πιό υ,ακρυνά σπίτια τού χωριου; Ο αν- βά μέ δυό μεγάλα ψωμιά πέντε παστέ,,., ρία τους περασμένη μέ τάξη στά βιβλία σμένη σέ μιάν ερημιά, πολύ κοντά στήν
θ-ρωπος πού έρχονταν πίσω του ε’-7^ τ“ · καί μιά τσαπέλλα άπό ξηρά σύκα' υσχ=- τοΰ αρχείου, μόνο πώς σέ τούτα, πολλά θάλασσα, ήταν ευχάριστη διαμονή τήν
p i πιά γιομάτο τόν ντορβά του και τ Χ σ ε υ . α ζ ύ μέ τόν παπά στήν κουζίνα, σημεία τής γενεαλογίας τους ήτάνε σκοτει­
παιδάκι τόν κουβά του μισογεμισμενο απ ημέρα, μά τίς νύχτες δχι.Ό άέραςπού φυ­
καί δειλά δειλά άναξε τήν πόρτα της-, νά. Τά περισσότερα στοιχεία έλειπαν, σέ σομανούσε άγριος, σά νά ’θελε νά συνεπά-
Χ ά ναι λεφτά. Ό παπάς μπήκε μεσα κοεββατοκάμαρας. Μέσ απο το παραθύ­ τροπο που οι στήλες τοΰ μαθητολογίου έ­ ρη τό σκολειό, καί τό βογγητό τής θάλασ­
5 ^ X »* Vi « * « Φ ρι έμπαινε τό ζωηρό γλυκό φως του η λ ^ μεναν άδειες. Μόνο ή στήλη μέ τις πα­ σας πού δέν έπαυε ποτέ, γέμιζε κανενοΰ
γιά πρώτη ®ορά τώρα απο τοτε που ε. Κρατώντας τήν αναπνοή της, βουβή κα.. ρατηρήσεις θά είχε πάντα κάποια σημεί­
νε Εαίαδεΐτήν ’ Απολλώνια δέν χλωμια- τήν ψυχή άπό τρόμο. Γύρω, σ ’ δλο τό ορ­
γλωμιασμένη ή ’Απολλώνιο κυτταξε. τ δ / ωση: Φωτεινή καί φτάνανε στις παρα­ φανοτροφείο βασίλευε ένας ύπνος ομαδι­
παπα. ' Αυτός
Λ,\τλ£ είχε
ειγε νλωμιασει
ΑΛΙ” ΐ* „ λιγάκι,.
1
' < s? αλ- τηρήσεις «έρρίφθη εις τήν βρεφοδόχον
νλΜίιιάϋει Θά καταριόταν uO σπιτ. που κός, δμοιος μέ θάνατο. Πολλές φορές, έ­
) ά τό γέρι του σκόρπιζε ατρ-μα τη εις ηλικίαν ενός έτους περίπου, άνευ ού- τσι άπό γούστο, άνοιγα τούς θαλάμους των
ί t r f * S : λο^α πάνω άπό τό συζυγικό κρεββατικ*- δενός σημειώματος, καί έβαπτίσθη έν τώ παιδιών, σ’ αυτές τίς άγριες νύχτες τοϋ
ίδν έσπρωξε ίος τό κατώφλι του θώς τά χείλη του ψιθύριζαν ^ ια βρεφοκομείο)». ’Αθανάσιος «εύρέθη χειμώνα. Τά λασπωμένα ξυπόλυτα ποδα-
Έ δ α ζ ε μπροστάτης άφτο χο^τρομερ ρ ν «λεστικά νά δώσει καρπούς. Ιη στ.γμη περιπλανώμενος εις τήν οδόν Πειραιώς, ράκια, με τα πληγωμένα γόνατα, άναπαύ-
τημα μέ μιά σφιχτή ^ ω ν ια , γι® - αύτή ή ’ Απολλώνια έρριξε τό νόμισμα, περισυλλεγείς υπό τής ’Αστυνομίας, παρε-
στόν κ ο υ β ά κι’ Ενα δάκρυ.της,. ονταν πεσμένα εδώ κ’ έκεΐ. Τά χέρια
μικρά χωριαδάκια της - « ρ ψ ια δόθη εις τό Έμπειρίκειον. Έκ τοΰ Έ μ- ήταν έξο) άπό τά σκεπάσματα.
8οϋν πώς οι παπαδες με ταΤι* s έπεσε πάνω στό αγιασμένο νερο, κανοντα^ πειρικείου εστάλη εις τήν «Στέγην Μικρών Πολλές κουβέρτες καί μαξηλάρια εί­
Βλ-'α μπορούν ν’ άφαιρεσουν και ;α κα Αδελφών». Έπί τοΰ λαιμοΰ του εΰρέθη
|να μικρό κύκλο μέσα στά, μεγάλο κύκλο, χαν ξεγλυστρήσει καί βρίσκονταν χάμω.
ταραστοϋν δποιον θέλουν κι « ■ κρεμάμενον καρτόνιον μέ τήν εξής επι­
καπνίσει: Μιά μ ο ν α χ ά ματια αν ερρι/νε Τ ’ αδύναμα κορμιά έμε.ναν εκτεθειμένα—
πού έκανε τό νόμισμα. γραφήν: «ονομάζεται ’Αθανάσιος. Προ-
2ΤΕΦΑΝΟΣ Κ. ΠΑΝΟΣ. ’ Εδώ δέν είνε μανάδες γιά νά άνησυχοϋν
δαως ή ’ Απολλώνια πάνω στο εξαυλωμε στατεύσατέ το πού έπεσε στά χέρια σας. τίς νύχτες καί νά σηκώνουνται νά δοΰν,
νο πρόσωπο τοϋ παπά τή στιγμή Ό πατέρας του σκοτώθηκε στόν πόλεμο.» μήν ξεσκεπάστηκαν τά μωρά τους, γιά νά
Τό Δημητράκι μόνο, τό μικρότερο μας τά σκεπάσουν.
άπό τά ορφανά, ω ς τριώμ’συ χρονώ, έκα­ — Μά βαθιά σιωπή ! Δέν άκουα παρά
Β Ο Υ Λ ΓΑ Ρ ΙΚ Η Π Ο ΙΗ ΣΗ νε εξαίρεση. ’Ή ξερα εγώ πώς καί ποΰ τίς μικρές αθώες ανάσες, καί δέν έβλεπα
ΚΑΡΑ ΒΙΟΑΕΤΩΦ
γεννηθηκε, ολα καταλειπως' άς μήν ήταν παρά στηθάκια ν’ άνεβοκατεβαίνουν μο­
περασμένα στό μαθητολόγιο. Ή ϊδια ή ναχικό σημάδι ζωής.
μητέρα του μούχε κάμει τήν ιστορία. Μά Ή Λυγερής μόνη αύτή, άπ’ δλο τό
ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ την ξέραμε μόνο οί δυό μας, δέν έσύμφερ- σκολειό, σά νάναι τό πνεΰμα τής νύχτας
νε νά την μαθη κι’ άλλος. ’Εγώ πού ήμουν πού ξαγρυπνά, ανοίγει κάθε βράδυ δειλά
^κληοά είναι παγωμένοι οι τοίχοι,
δασκαλα εσωτερική τοΰ ορφανοτροφείου, καί μαζεμένα τήν πόρτα μου, καί μπαί­
’Αδιάφορη μά; βλέπει η πολη, σάμπως ή άπό'ξενη κ“ 6δ^ κι’ αύτή υπηρέτρια. Δέν βαστοΰσε πιά ή νει στο δωμάτιό μου νά νυχτερέψη. Τό
κάθε κατώφλι μάς μισα, θά πορευτούμε ω παλε
^ - δ * γ έ (Χ * * ’
μάς δέρνει, σαν οχρος, τσουχτα.
σά δυο χαμένα εμείς παιδια.
Λυγερή’ μοϋ άνοιξε τήν καρδιά της, μοΰ
τά εϊπε ολα.
Τά χειμωνιάτ:κα βράδια στό ορφανο­
φώς, στά δωμάτια τής υπηρεσίας εινε λί­
γο,^ δέν την βοηθάει στά μάτια, καί πάλι
Ίδές, εΐν’ έρημος ό δρομος, εμένα μ’ άρέσει ν’ αποκοιμούμαι μέ τήν
γιόνι άμολάνε οί ουρανοί- ^ τροφείο ήσαν φοβερά μονότονα. Μά κα­ αΐστηση πώς κάποιος άγρυπνά δίπλα
Νΰχτα τών άστεγων, σάν ξένος
οέ μάς δ θόλοζ πάνα> α ν ο ^ . στά σκότη αύτά ίσως τη θλιψ* θ ώ ς κείνο τόν καιρό δέν είχα όρεξη γιά μου.
μάς θάψει ετούτο την τρανή. τίποτα, βρισκόμουν κ’ ευχαριστημένη, πού Ή Λυγερή καθισμένη κοντάστότραπέ-
μακριά άπό μας το καθε χαδι
απαλλάχτηκαάπό τήν ευθύνη τοϋ ίδιου μου ζι, πλέκει τήν κάλτσα της κάί μιλεΐ άδιά-
γΓά μάς εΐν’ πάλαιμα η ζωη. -Ω σάν άνθάκι συμμαζώξου— εαυτού. Άφινόμουνα νά μέ κανονίζη τό κοπα: διηγιέται τή ζωή της. Ή φωνή της
γεί’οε σέ μέ τήν κεφαλή— / πρόγραμμα ταΰ ορφανοτροφείου. Πρόβα­
Τίς φεγγερές μή βλέϊΓΚ μου τά χέρια να ζεστάνω, εινε σιγαλή, απαλή, καί ή διήγησή της
το ανάμεσα στ’ άλλα πρόβατα. Σηκωνό­ δίχως άνεβοκατεβάσματα τής φωνής, ήρε­
(φυλάνε αΙώνια στιςμπασες)
νά*μάς νοιαστή ε κ ε ί , ποιος δεν είναι το κρούσταλλο a0\ T
e^ J 9" X 'n E T P I μουν μέ τό εγερτήριο’ πεινούσα καί νύσ­ μη, τόσο πού μοϋ φαινόταν καί μοΰ φαί­
ταζα σάν τό διάτασσε τό κουδούνι, καί στις νεται «κόμη τή σήμερο, πώς δέν ήταν
γιά μ at" φαινόμενα ειν αυτές.
Ε Λ Λ Η Σ ΔΑΣΚ ΑΛΑΚ Η ΙΣΤ Ο Ρ ΙΑ ΤΟΓ Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Κ Ι!

γιά τίποτα. "Ως νά φύγη άπο to χωρίο, ντρεπόμουνα νά τό πώ. . . Στό σπίτι ή Δέν καταλαβαίνεις πώς τόρα είσαι πιό
άνθρωπος, που μου μιλούσε αυτα τα λο ήμουν άνω κάτω' καί ήταν μεγάλος εκεί­ μητέρα μου δλο καί δεχόταν προξενιές· δική μου παρά πρώτα; Δέ θέλω ν’
για, παρά πώς ήταν μυθιστόρημα, που νος, τριάντα χρόνων κι’ άπάνω Με τον ή μιά έφευγε καί ή άλλη ερχόταν. Ειχε ακούω πώς στενοχωριέσαι ή πά»ς γυρεύ­
τό διάβαζα κάθε βράδυ, και διαβαζοντας πατέρα μου κάνανε εμπόριό. Καθε φορα τόν τρόπο του ό πατέρας μου" καί είχανε εις νά ρίξης τό παιδί. ”Αν αγαπάς έμε­
το απ οκοιμόμουν. Γιατί πραγματικό απο­ πού έοχόταν, περνούσε κι’ άπό το σπίτι νά πούνε, στό χοοριό, πώς καί άπό ομορ­ να πρέπει ν’ άγαπας καί τό παιδί μας.
κοιμόμουν πρωτοϋ η Λυγερή τελιωση το
μας καί μ’ εβαζε ή μητέρα μου και του φιά δέν πηγαίναμε πίσοχ Κείνες τίς ήμε­ Αυτά τά πράγματα Λυγερή, εινε εκ Θε­
νυχτέρι της. Κάπου, κ ά π ο υ σταματούσε ’βναζα τό δίσκο. Π ώς τα φτιαξαμε, δεν ρες μέ ζητούσε ό δάσκαλος. ού, δέν είνε άμαρτία κακό μην κάμης,
σάν ήταν γιά νά κλάψη. Ακουμπωντας ξέρω καλά καλά. Είχε στό τσιφλίκι του ’Ή ταν καινουργιοφερμένος, βγαρμένος μήν βλάψης άνθρωπο αυτά εινε αμαρ­
τήν κάλτσα της πάνω στο τραπει,ι ,,επερ- μιά δούλα χριστιανή, τήν Ελένη, εκείνη άπό τά σκολειά τής ’Αθήνας. Νά ζητή- τίες — Μά μέ τό σπίτι μου πώς θά τά
νώντας τις κλωστές άπό τα δάχτυλά,τρα­ μέ καλοϋσε καί πήγαινα. Τί ζωη πέρασα, ση μένα ήτανε μεγάλη τύχη. ’Όχι γι’ άλ­ καταφέρω; τί. θά κάμω, πού μόνο νά τό
βούσε σιγά τό μαντήλι άπό την τσέπη της δσον καιρό άγαπιούμασταν. Με λάτρευε. λο τίποτις,^ μά χριστιανός, Έλληνας, μέ μάθουν θά μέ σκοτώσουν έ, Ε, μά γι’
ποδιάς της γιά νά σκουπίση τα δακρυα JVla Ή τα ν ε παντρεμένος κείνος απο τη Γοδο τοσα πολλά γράμματα ήτανε σπάνιο στόν τή Σμύρνη. Μά, πού δέ θά ξέρουν
αυτές δέν ήσαν διακοπές. Και μυθιστο- σάν ήταν είκοσι χρόνων παλλικαρι, μα τόπο μας. Ο πατέρας μου ευ αριστήθη- τί γίνηκα, καί θ ’ άνησυχοΰνε. ’Εγώ θ ’
οημα νά διάβαζα, στά ΐδια σημεία που πέθανε ή γυναίκα του. Τήν αγαπούσε και κε. Ητανε αποφασισμένοι άπό τό σπίτι άφήσω γράμμα τής Ελένης νά τούς τό
σταματούσε ή Λυγερή, θα σταματούσα κείνη, καλή, λέει, ήτανε, μα η αγαπη η μας νά με διόσουνε. Ύ φ α ιν α κείνες τίς δώση πρωΐ προϊι. ’Έπειτα τί νά γυρίσης,
καί έγώ, τό ίδιο κ’ εγω για να κλαψω η δική μου, μούλεγε, ήταν άλλο πράμα. μέρες στόν άργαλειό ένα χαλί, καί ή μη­ τί νά κάμης πιά κει μέσα. Τόρα είσαι πε­
γιά νά σκουπίσω τά^δακρυά μου. Δέν ειχε άποχτήσει μαζί της; παιδιά···· - α τέρα μου μπαινόβγαινε κατευχαριστημέ- ρισσότερο δική μου παρά δική τους.
φανταστής πώς κοιμόμουν σε μια καμαρα νη: «είδες Λυγερή μου, καλά τά εΐδα
«....γύρευβα νά βρω εναν άνθρωπο, νά Έ γ ώ έκλαια δλη τήν ώρα καί δέ
πού ειχε μπαλκόνι στό δρόμο, εκεί τα σπι εγώ τά σημάδια στήν ξεκίνηση, σέ τοϋτο σταματούσα καθόλου. Καί κείνος
τοϋ ανοίξω τήν καρδιά μου, να του πω τια εινε χαμηλά, δέν είναι σα δω. Ολο τό ανυφαντήρι άπάνω, θά σέ παντρέψω» νά μέ βλέπη καί νά πονή ή καρ­
τόν πόνο μου,ϊσως κ’ άλαφρωσω κομμά­ τό χειμώνα, καληώρα σάν τώρα, τον περ Καί νά ’χω βουλα>μένο τό στόμα μου διά του — "Αν πιστεύης σέ Θεό, Λυγερή
τι Ό θείος μου, γιά νά καταφερη να με νούσαμε μαζί μέ τόν μπέη. Το χειμώνα νά μήν μπορώ νά βγάλω μιλιά. Ή αδερ­ πάψε. Μήν κλαϊς, γιατί νιώθω νά ραγί-
διορίση εδώ μέσα, καί νά μπόρεση να δτι θέλει κάνει ό καθένας και δεν τον φή μου τόν πήρε ύστερα τό δάσκαλο. Έ ­ ζουνται μέσα τά φυλλοκάρδια μου . . .
δεχτούνε καί τό Δημητράκι μου μεσα παίρνουν μυρουδιά. Κλείδωνα την πόρτα γώ, μέρα νύχτα λογάριαζα τό κακό πού μέ πήρε ύστερα μ’ ανέβασε στό άλογό
στό ορφανοτροφείο, μου σύστησε να λεω, μου άπό μέσα, ύστερα δενομουνα με το μέ περίμενε και ήμουν σά παραλοϊσμένη. του, καβαλλίκεψε καί κείνος, καί τραβή­
πώο είμαι θύμα τής Τούρκικης επιδρο­ σκοινί, καί κατέβαινα κάτω κι’ ανταμώνα­ Τή νύχτα άποφάσισα πιά κι’ άνοιξα τό ξαμε γιά τή Σμύρνη, κι’ οί δυο στό ϊδιο
μής, καί πώς τό ' παιδί μ ο υ τοκαμα με με. Κάναμε βαρκάδες μέσα στα κρυα, για­ στόμα μου, καί είπα τοΰ μπέη τήν πάσαν άλογο.
Τούρκο, μέ τή βία, δίχως να το θέλω. τί τό τσιφλίκι του ήτανε μακρυα. ^ φ τ α αλήθεια.
Ναί. αλήθεια. Τούρκος εινε ο πατέρα, Στά μυθ-ιστορήματα τά διάβαζα τοϋτα
νε ώς στ’ ακρογιάλι. Ύ στερα, σαν γυρ- Τούτο καί τούτο τρέχει μπέη μου. Ό
τ ο ύ Δημητράκι, μά μόνο αυτο εινε αλή­ τά πράματα, καί δέν πίστευα πώς μπο­
νούσαμε, στις δυο, στις τρεις, άπ τα με­ μπέης παιδί μου, άκοΰς, ν’ άκούση τέτοιο ρεί νά γίνουνται στήν αλήθεια.
θεια, δλα τ’ άλλα είνε ψέματα. Θυμα σάνυχτα. ανέβαινε ό μπέης πρώτος στο λόγο, κοτζάμ άντρας, βάρθηκε νά
τής επιδρομής!..· τον καιρό κείνο, που μπαλκόνι, μέ τραβούσε ά π ά ν ω , κι υστέρα ( Έ χ ε ι καί σιινέχρικ)
κλαίη σά μωρό παιδί. Μ’ αγκάλιασε, μέ
εμείς άγαπιούμασταν με τον μπέη, μη κατέβαινε κι’ αυτός καί με τ αλογο του ε- φίλησε. Τούτο σέ στενοχο>ρα; μοΰ λέει.
κουβέντα γινόταν στόν τόπο μας απανω, φευγε πάλι μέσ’ στη νύχτα για τη Σμύρνη.
γιά πόλεμο. Ό πόλεμος τής Ά σιας γινη- Πολλές φορές ερχόταν μόνο και μόνο
κεν ίστερώτερα. Δέν μέ πήραν με_ τη γιά τό χατήρι μου. Γιά νά μ’ άνταμωση.
βία' δ πατέρας τοϋ Δημητράκι ηταν ενας Νύχτα ερχόταν καί νύχτα έφευγε, Οιχως ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΕΩΝ
άγιος άνθρωπος. Καλύτερα ν.^ πεση νά τόν δούνε στό χωριό. Δυό χρονιά εί­
άστροπελέκι νά μέ ν.άψη, παρα ν ανοί­ χαν περάσει έτσι κανείς δέν μάς ειχε πά­ ΔΕΙΛΙ
ξω τό στόμα μου νά πω κακο για ελογου ρει είδηση. Τό σπίτι μας ήταν ξεμρνα χε-
τους. Δέν μοΰ φταίξανε οί άνθρωποι δι­ Τό δείλι έπέρναες στό γιαλό τάχα σά μιά νεράϊδα
μένο άπό τ’ άλλα σπίτια, κάτω ^σ1·1], α — Χρυσό κοχύλι, ή θάλασσα, καθρέφτης τούρανοΰ—
κό μου εινε τό φταίξιμο που δεν ελογα- λασσα. κοντά στό τσιφλίκι. Σα\ ' Λ
οιασα, πώς ήταν μέγα πράμα * «Υα?ησω Κι’ εσύ ήσουν κρινορόδινη, μά πλιό δέ σέ μετάϊδα
έγκυος, καί τότε δέν τό καχάλα ’ ■>j στο Παρά μέσα στή θύμηση τοΰ μοσκοδειλινοΰ.
τοϋρκο. Μέ τότες, με_ το παιδιστικο ου σπίτι μας. Μονάχη μου μόνο, έκανα on
μυαλό— δεκάξη χρονω ημουνε— ολα^ μου μπορούσα, γιά νά πάη κάτω το παιδί,
Φ α ίνο ντα ν εύκολα. Θυμούμαι, σαν ερχό­ έβαζα κορσέδες έπινα οκάδες, τα^ κινίνα, Τό διάβα σου μιά δοξαριά σέ κάποια λύρα εντός μου
ταν ό μπέης στό τσιφλίκι του, αυτός κα­ δέν ένιωθα τό κεφάλι μου άπό τή ζα­ καί εύπνημα τό γέλιο σου σέ κελαϊδίστρα ήχ(ό
θότανε στή Σμύρνη, που ειχε κονακια μ λάδα, μά δέ βαριέσαι... ( / , Σειστό κι’ άχνοκαμάρωτο τό φάντασμά σου δμπρός μου
γάλα, πλούτη, μά είχε καί στο χωρίο μας Τέσσερις μήνες πέρασαν, και το κρυ- καί στην ψυχή μου χύνεται κελάρυσμα γλυκό.
τσιφλίκια καί σάν ερχόταν πανω στο ασ- βα ώς καί τοϋ ίδιου* τοϋ μπέη, δείλιαζα . Γ Ε Ρ Α Σ ΙΜ Ο Σ Γ Ρ Η Γ Ο Ρ Η Σ
ποο του άλογο, δέν είχα πια το νου μου
νιομ ός καί πού κάνει τόν άρρωστο νά Αυτός πού θά σκεφτεΐ έτσι, θά σκεφτεΐ
βλέπει αντί ενός χρωμάτου τό συμπληρω­ επιπόλαια γιατί ξεχνά δτι ή μέτρηση κι’
ματικό του χρώμα δηλαδή αντί τοΰ κόκ­ ή εμφάνιση τού μήκους κύματου οφείλε­
κινου βλέπει τό πράσινο, κι’ αντίθετα.Έ ται στήν αιστηση πού δπως άποδείχτηκε
Έ ν α πρόβλημα πού, αν καί εξετάστη­ του άνταποκρίνεται στήν αλήθεια;. Καί λοιπόν, αυτή τή στιγμή, αγαπητοί αναγνώ­ πιό πάνω δέν είναι ασφαλής γνώμωνας
μήν έρθήτε νά μοΰ πήτε δτι είναι αδιάφο­ στες, δέν ξέρετε άν δέν πάσχετε άπό δαλ­ τής αλήθειας κι’ άπ’ άλλο μέρος θ ά μοΰ
κε'από τά μεγαλήτερα πνέματα τής αν­
ρο αν ή αρχή είναι σωστή η λαθεμένη, τονισμό άπό γέννηση, δηλαδή δέν μπο­ δώσει τρίτο παράδειγμα γιά ν’ αποδείξω
θρωπότητας, μένει, κατά τη φτωχή μου
φτάνει τό συμπέρασμα νά είναι χρήσιμο ρείτε νά εΐσαστε βέβαιοι δτι ή αιστηση αύτό πού θέλω νά πώ: δπως ξέρουν δλοι,
αντίληψη, παραμελημενο άπό τούς ενγε-
στήν ανθρωπότητα, γιατί ο σκοπος τοΰ χρωμάτου πού σάς κάνει τό κεράσι καί κάθε χρώμα καί κάθε ήχος οφείλεται σέ
νει ερεβνητές και δέν πέρνεται καθόλου
έρεβνητή, τοΰ άγνοΰ, ίδεολόγου. ^δέν .πού ονομάζεται κόκκινο είναι ή Υδια μ’ μιά παλμική κίνηση πού διαφέρει ή μιά
στά σοβαρά απ’ άφτούς, είναι ή γνώση
είναι νά βρει κάτι το καΐλ'ουργιο, αλλα αύτήνε πού προξενεί σέ μένα τό κεράσι άπό τήν άλλη μόνο κατά τό μήκος τοϋ
τής αλήθειας. Είναι γνωστό δτι^σ’ ολους
εΐναι άπλούστατα νά έρεβνήσει, χωρίς κα­ καί πού κι’ έγώ τδνομάζω κόκκινο. Δυνα­ κυμάτου της. Κι’ έτσι καταλαβαίνουμε δτι
τούς κλάδους οί επιστήμονες έρεβνοΰν
νένα άλλο σκοπό. Κι’ ό εύσινείδητος έρεβ­ τόν είναι νά βλέπετε στό κεράσι ένα χρώ­ άν τό μήκος κυμάτου τοΰ κόκκινου χρω­
to άγνωστο γιά ν’ άνακαλύψουν τήν
νητής δέν έχει τό δικαίωμα νά προχωρή­ μα πού έγώ τό βλέπω άλλο, μά πού κι’ μάτου ήταν τόσο μεγάλο σάν τό τοΰ ήχου
αλήθεια, ό καθένας με τή μέθοδο πού
σει παρ’ δταν πειστεί δτι ή αρχή στην οί δυό μας τό ονομάζουμε κόκκινο, γιατί λά, θά άκοναμε, μάλιστα, θά ακούαμε
θεωοει καλύτερη, αλλά όλοι μέ τήν ίδια
οποία στηρίζεται είναι αληθινή. “ Αν δεν καί στούς δυό μας οί μαννάδες μας, τό τό χρώμα κόκκινο κι’ άν συνέβαινε τ ό αν­
βάση' τό τρόπο τής γνώσης. Καί ξεχωρί­
τό κάνει άφτό, ό κόπος του θ ά είναι μα- χρώμα τοΰ κερασιού μάς μάθαν νά τό λέ­ τίθετο θά βλέπ αμε τόν ήχο λά.
ζουμε δυό τρόπους γνώσης που ό πρώτος,
ταιος καί θά άμαρτήσει στό βάρος της με κόκκινο. ’Αφοΰ λοιπόν τό χρώμα κι’ ό ήχος δέν
ή γνοίΟΥ) πόυ ποοεοχεται απο tic αιστησεζ?
άλήθειάς. Κι’ έτσι, μπορεί τό κεράσι στ’ αλήθεια είναι διάφοροι στήν φύση τους, αλλά
χρήσιμοποιείται κυοια απο τούζ ερεβνη-
νά μήν έχει χρώμα κι’ εμείς δμως τό λέ- στό μήκος τοΰ κυμάτου τους ερχόμα­
τές τών φυσικομαθηματικών επιστημών ❖
'Η γνώση πού άπορέει απο τις αιστη- ιιε κόκκινο, άν καί μπορεί νά τό βλέπω στε στό συμπέρασμα δτι τό μήκος, δηλα­
κι’ ή δέφτερη, ή γνώση μέ τή συνείδηση
σες είναι, ατελέστατη γιατί θεωρεί ώς αλή­ εγώ τό χρώμα πού έσείς τό β?^έπετε πρά­ δή ό άριθμός είναι ή βάση τών αιστήσεων
άπό τούς μελετητές τών φιλοσοφικών
θεια δ,τι οί αιστησες τίς μεταδώσουν. Κι σινο. Τίς δυό διαφορετικές άφτές αΐστη- κι’ επόμενον καί τοΰ κόσμου ολάκερου.
επιστημών. σες χρωμάτου δμως τίς αποδίνουμε μέ Χαίρε, αθάνατε Πυθαγόρα!
Και πάνω σ’ αυτές τίς βάσες χτίστηκαν έτσι ή πρώτη απόδειξη," στήν οποία στη­ * *
ρίζονται δ λες οί άλλες, τοσο οι φυσικομα­ τήν ίδια λέξη.
καί χτίζονται, τα πελώρια οικοδομήματα
θηματικές δσο κι’ οι ιστορικοφιλοσοφικες, Τ ό ϊδιο απορεί νά συμβαίνει καί μέ τίς "Οσο δέ γιά τή γνώση μέ τή συνείδη-
τής σημερινής μας τόσο εξελιγμένης επι­
δτι ό κόσμος υπάρχει, είναι. « ’Αφοΰ τόν «λλες αιστησες κι’ έτσι δέν μπορούμε νά άφτό πού θά πώ δέν θά διαφέρει καί πο­
στήμης. Κι ετσι ο χημικός στο εργαστή­
βλέπω; ή τόν ακούω; ή τον μυρίζομαι, ή είμαστε απόλυτα βέβαιοι δτι ό κόσμος εί­ λύ άπ’ δσα ειπωθήκανε πιό πάνω.
ρι του, μέ τό μάτι του παραμονέβοντας
ναι δπως τό νιώθουμε. Πρέπει αρχικά νά ορίσουμε άν θεωροΰ-
τό παραμικρό καινούργιό|φαινόμενο, μάς τόν γεύομαι; ή τόν αγγίζω;» ^
Κι’ δμως αύτό δέν είναι απόδειξη για­ ’Επίσης στό ϊδιο συμπέρασμα θά φτά­ με τήν ψυχή τήν παιδική ώ ς tabula rasa
εξηγεί τή σύσταση τής ύλης κι’ ό 'φιλόσο-
σουμε άν σκεφτοΰμε έτσι.' άς υποθέσου­ ή άν άπ’ έναντίας δεχτούμε δτι πριν άπό
μέ τή σκέψη του μάς φανεριόνει τήν αι­ τί πέρνουμε ώ ς μέσο γνώσης ενα καθαρά
με δ'τι στόν δργανισμό τοΰ ανθρώπου δέν τή γέννηση τοΰ παιδιού άκόμα, ή ψυχή
τία τής ύλης. Ό ενας χρησιμοποιεί στις υλικό ό'ργανο τό οπτικό ή τό ακουστικό ή
δποιοδήποτε άλλο νεβρό, που απο μια ά- υπάρχει ένα ορισμένο νέβρο π. χ. τό ακου­ εΐχεν ιδιότητες πού αναπτύχθηκαν μαζί
εοεβνές του τις αιστησες κι αυτή ακόμα
συλόγιστη προκαταληψη θεωρούμε για στικό. Ή κοινωνία μας τότες δέν θά είχε μέ τήν σωματική ανάπτυξη τού παιδιού.
ή σκέψη του ή επιστημονική σχηματίστη­
-κανένα νόημα ήχου, δπως σ’ αυτή τήν άν- ’Ά ς υποθέσουμε λοιπόν δτι ή παιδική
κε πάνω σε αιστησιακες βασες, κι ο αλ- τέλειο. _
’Έτσι ξέρουμε δτι τό κεράσι είναι κοκ- θρωπότητα τών τέσσερων αίστήσεων, ή ψυχή είναι αύτό τό «λευκόν πινάκιον»
χρησιμοποιει τή συνείδηση. δίκιά μας ή πέμπτη αιστηση δέ θά νιωθό­ πού άπάνα) του, μέ τήν πάροδο τοΰ χρό­
Κι’ έτσι ό πρώτος μάς παρουσιάζει τούς κινο, τό λεμόνι κίτρινο καί τό χλωρό χορ­ ταν, έτσι καί*στή δίκιά μάς τήν ανθρωπό­ νου, επιδρούν ή συνήθεια κι’ άλλα παρό­
νόιιους τής φύσης, μέ τήν απόλυτη έννοια τάρι πράσινο: άφτές είναι αλήθειες πού τητα τών πέντε αίστήσεων δέν ξέρουμε αν μοια εξωτερικά αίτια. Τί θά συμβεΐ; Τ ά
δλος ό κόσμος τή παραδέχεται καί που
πού έχει ή’ λέξη νόμος, δηλαδή μια εκδή­ δέν υπάρχει άλλη ιδιότητα νοΰ κόσμου πού εξωτερικά υλικά αίτια πού θά έπιδράσουν
λωση τής απόλυτης αλήθειας, κι ό άλλος θεωρούνται απόλυτες, καί που μ^ αψτες
χαραχτηρίζουμε μιά σπουδαιότατη ιδιότη­ νά μήν μάς φανερώνεται άπό τίς αΐστη- άπάνω στό παιδί δε θά μπορέσουν, δταν
τούί ψυχικούς νόμους μ’ επίσης απόλυτη σές μας δηλαδή ερχόμαστε στό ϊδιο συμ­ τό παιδί άναπτυχθεΐ, νά τοΰ δώσουν μίαν
τα τοΰ κόσμου: τό χρώμα. Ω στόσο, κα-
έννοια. Καί πιστεβουμε όλοι μας ακράδα­ πέρασμα μέ τοΰ προηγούμενου παραδεί- ανεξάρτητη βάση γιά τήν έρεβνα τής αλή­
λοσκέφτηκε κανένας δτι μπορεί νά μήν
ντα δτι ή πέτρα πέφτει κι’ δτι η αρχή δέ γματου. θειας αφού άφτά τά υλικά αίτια θά ενερ­
υπάρχει-—μέ τήν απόλυτη έννοια τής λέ­
νιώθεται χωρίς τό τέλος. Κι όμως. Δεν Τωρα κάποιος μπορεί τά ξαφνιαστεί γήσουν μέ τίς αϊστησες.
ξης— αυτή ή ιδιότητα πού ονομάζουμε
είναι αυτός" ό έρεβνητής επίπολαιος— γιά καί νά πει: μά τό χρώμα κι’ ό ήχος είναι Ό σ ο δέ γιά τά έσωτερικά ψυχικά αίτια
νά μήν μεταχειριστεί καμιά έκφραση βα- χρώμα; Γιά ν’ αποδείξει δτι αυτή ή ύπαρ­
ιδιότητα τοΰ κόσμου πού φανερώνονται τό ίδιο θά συμβεΐ, γιατί άφοΰ ή παιδική
οίτεοη— πού χάνει τόν καιρό του άδικα ξη δέν εΐναι βέβαιη, θα πάρω ένα παρά­ κι’ -αλλιώς μέ Ιδιαίτερα τοΰ κάθε χρωμά­ ψυχή δέν είναι παρά tabula rasa είναι
ζητώντας να κάνει τηλ’ επίσημη να προ- δειγμα: ^a του καί ήχου χαραχτηριστικά δπως π. - χ. αδύνατο νά γεννηθούν ψυχικές ιδιότητες
"Ολος ό κόσμος γνωριςει τη αφτην πά­
χωοήσει στήν έΕερέβνηση τής αλήθειας, μη τό μήκος κύματου. πού οί βάσες τους νά μήν είναι υλικές.
θηση τοΰ ματιοΰ, που ονομαζεται δα λ ιο-
όντας βέβαιος δτι ή αρχή τής επιστήμης
Έ τσι ή παιδική ψυχή άφοϋ εξελιχτεί δέν . πώς θελουμε λοιπόν δλοι μέ διάφορα μέ­
θά μπορέσει νά νιώσει τήν αλήθεια πού σα νά καταχτήσουμε τήν αλήθεια, πού Ή δμιχλένια χώρα τών φγιόρδ γιορτά­ φήνεια καί ισορροπία οί χΰποι, χοΰ συν-
θά παρουσιάζεται υπό καθαρή υλική μορ­ ζει χήν έκαχονχαετηρίδα τοΰ μεγάλου δρα- χηρηχικοΰ καθηγηχή Κρόλ - άπολογητή
άφτή δέν έχει άπειρες μορφές κι’ είναι
φή. Δέν θά μπορέσει π. χ. νά νιώσει το ματουργοΰ χης.Μά ή γιορτή αύχή δέν εχει χοΰ υφισταμένου κοινωνικού καθεστώτος
μιιά; Π ώς είναι δυνατό, βαδίζοντας λογι­
Θεό μόνο μέ τή συνείδηση του καί θά χρη- κά, να φΰγουμε δλοι άπό διάφορα σημεία χοπική σημασία, αλλά παγκόσμια απή­ καί τοΰ επαναστάτη νεοχριστιανοΰ Ρό-
αστεϊ γιά νά τόν νιώσει νά μεταχειριστεί και να φτάσουμε δλοι στό ϊδιο τέρμα; χηση, μιά κι’ δ Ερρίκος ’Ίψεν εξακολου­ σμερ)Παιζόμενο άπό τούς πιό δυνατούς άρ-
τις αιστησες του, ή καλύτερα, θά τον νιώ­ θεί μ’ ολες (χίς αντιρρήσεις χοΰ κ. Ξε- τίσχες, θά μπορούσε άραγε νά συγ­
Έχτός άν παραδεχτούμε δτι ή αλήθεια
σει μέ τή συνείδηση, αλλά όχι αποκλειστι­ νοπούλου,σέ καθαρεύουσα μάλισχα!)νά εί­ κίνηση χό θεατρικά κοινό εκείνο πού
δέν είναι μιά, αλλά πολλές, πράμα πού
κά μέ αύτή, μά μέ τή βοήθεια τών αίστή- σημαίνει δτι δέν υπάρχει αλήθεια, οπότε ναι δχι μόνο ένας άπό τούς πρώτους σκη­ χειροκροτεί μέ μανία χήν «Ά γ ν ω στο»
σεω ν οπωσδήποτε ή τό ενα συμβεϊ ή τό ολες μας οί προσπάθειες θά είναι μάται­ νικούς χεχνίτες,άλλά καί δ ρωμαλαιότερος χοΰ Μπιζόν ή μιά έπιθεωρησιακή βωμο­
αντιπρόσωπος τού ιδεολογικού θεάτρου.Βέ­ λοχία; Κι’ ή αίχία; Ή αιχία είναι ή !λ-
ά'λλο, τό συμπέρασμα θά είναι τό ίδιο ες καί δέν θά υπήρχε λόγος γιά την ύπαρ­
βαια πολλοίμεταϊψενικοί δραματικοί συγ­ λειψή γοργής σκηνικής δράσης, γιατί τό
ή γνώση αύτή θά προέρχεται άπό τίς αϊ- ξη μας.
❖^❖ γραφείς καχαπιάστηκαν μέ χό θέαχρο χών μόνο δραματικό ξέσπασμα είναι ή τελευ­
στησες, δηλαδή θά είναι ατελής. ιοεών,ποιοί είναι εκείνοι δμως πού άπόφυ- ταία σκηνή, οπού ή κ. Έ λ σ ε θ βλέπει
Έτσι λοιπόν βλέπουμε δτι καί στις δυό
”Αν τώρα στή γέννηση τοΰ παιδιοΰ έ­ γαντό ρητορισμό;Μά θά μού π ή τε:δ«Έ χ - τό σύμπλεγμα τοΰ Ρόσμερ καί τής Ρε-
περίπτωσες τής γνώσης δέν μποροΰμε
χει κι" ολας μερικές ιδιότητες, δηλαδή άν νά είμαστε βέβαιοι μέ &ετικότητα δτι θ-ρός χοΰ Λαού» δεν έχει κηρυγματικό βέκας νά προχωρή πρός χή γέφυρα, μέ.
στόμφο άπό χή,ν άρχή ώς χό τέλος; — στή τήν πρόθεση τής αύτοκτονίας.
υπάρχει συνείδηση χωρίς γιά τό σχηματι­ ή αρχή άπό τήν οποία ξεκινάμε εΐναι α­
Γαλλία μάλισχα πολλοί κύκλοι επηρεα­ Συμπέρασμα:ή αυστηρή προσήλωση
σμό της νά έπιδράσουν οί αιστησες,δηλα­ ληθινή. Κι’ άν τό καλοσκεφεί κανένας
σμένοι άπό εναν άκρατο σωβινισμό, πού στούς τεχνικούς κανόνες τής σκηνής, πρέ­
δή αν συνυπάρχει στόν άνθροοπο ή συνεί­ άφτό, δέν θά βρει δτι εΐναι εντελώς πε­
χούς προδιέθετε εχθρικά, καί άπό μιά πει νά λαβαίνεχαι ύπ’ δψει μόνο γιά εργα.
δηση μέ τή ζωή, τά πράματα αλλάζουν ριττό νά σκοτωνόμαστε γιά νά κάνουμε
λιγάκι. κριτική ελαφρότητα, πού χαρακτηρίζει πού χό περιεχόμενό χους δέν άνχέχει σέ.
νά προχωρήσει ή αβέβαιη επιστήμη ένω
πολλές φορές χό φρανχζέζικο πνεΰμα, μιά νοηχικόχερη κριχική.άλλά είναι περισ-
Σ ’ αύτή τήν περίπτωση πρέπει νά εξε­ πρέπει νά στραφούμε καί νά ρωτήσουμε:: καχαχάξανε χόν «Ε χθρό χοΰ λαοΰ» σχίς σόχερο σκηνικά παιχνίδια, τά δποια ζη -
τάσουμε τήν αίτια τής ύπαρξης τής συνεί­ ■υπάρχει τίποτε; Υπάρχουμε; μπροσούρες, καταλήγονχας στό συμπέ­ τάνε νά έπιβληθοΰνε μέ διάφορα τρυκ..
δησης. Ποια εϊν’ αύτή ή αιτία; Ή πιό ELPENOR ρασμα πώς μπορούσε άνχί νά γίνη δρά­ Καί θά είχε κανείς ν’ άραδιάση πολλά;
λογική απάντηση πού_ μπορεί νά δοθεί σ ’ μα δ Σχόκμαν, νά γραφή κύριο άρθρο! τέτοια,κυρίως τοΰ ελαφρού γαλλικού δρα­
αυτή τήν ερώτηση είναι δτι ή συνείδηση ΠΟΙΗΣΗ ΝΕΩΝ Χωρίς άλλο κανείς δέν άρνεΐχαι χόν ματολογίου. "Ωστε νά πού καί δ«Ροσμερ-
είναι ένα μέσο γιά τόν άνθρωπο γιά τήν κάποιο ρηχορικόν χόνο, πού εχει χό έργο σχόλμ» - τεχνικά άψεγάδιαστο— θά Ικα­
απόχτηση μιας, άν όχι καί τών τριών, άπ’ SPLEEN
τούτο, έκχελούμενο δμως άπό ηθοποιούς νέ τούς θεατές τής «"Αμαξας ύπ’ άρ..
άφτές τίς αρχικές έννοιες: τοΰ καλοΰ, τοΰ Βαρειά, βαρειά, κυλάν τά σύγνεφα αξίας, άπό εμπνευσμένους ερμηνευτές καί 13» νά νυστάξουν! Ό "Ιψεν λοιπόν κα­
όμορφου καί τοΰ άληθινοΰ. Κι’ επειδή στόν ούρανό-σάν τά πουλιά, σάν γερανοί- δχι άπό καμποτίνους, πού συνηθίσανε ν’ ταδικάζει μέ τό θέατρό του χίς αγοραίες
άφτές οί τρεις έννοιες δέν μποροΰν παρά άπαγγέλνουνε τά ήθικά διδάγματα της μεθόδους τής «πλοκής» άκόμη καί σ’
θλιβά ποΰ παν γοργοτρεχάμενα;
νά συνυπάρχουν, ή συνείδηση λοιπόν είναι πεντάρας, δέ θά παρουσίαζε καμμιά χε- αύτό τό περίεργο καί πολύπλοκο έργο
ένα μέσον γιά τήν απόχτηση τής αλήθειας. τήν ώ ρα’φτή, ξυπνοϋν μου οί λογισμοί.
χνική έλλειψη κι’ άκόμη οί τιράντες του του: ‘Η κυρία “Ιγγερ άπό τό Ε στρατ.
’ Αλλά — καί εδώ ξαναρχόμαστε σ’ δτι * * θά συγκρατοΰσαν άμετάπτωτο χό ένδιαφέ- Νά γιατί τοΰ ταιριάζει απόλυτα δ χαρα­
'Ωρες κακές! ένα μπουμποΰκισμα
έλεγα παραπάνω— δλοι μας παρατηροΰμεν ροχοΰ κάπως προηγμένου θεατή, άπαρά- κτηρισμός τοΰ Μπρανχές:άνακινητής ιδεών·
χαράς, νά ξεπετάξει απτή θλιμμένη μουζωή
δτι ή συνείδηση δέν είναι ενιαία, κι’ δτι λαχτα όπως θά τό συγκρατοΰσε χό «Γ α ­ καί ώς τέτοιον πρέπει νά τόν δεχθοΟμε
κάθε άνθρωπος εχει διαφορετικά διαπλα- πώς λαχταρώ! κιάπ τό λαΐνι σου μήλιο Έμβατήριο»χού Μπατάιγ ή ή«Φ ω- καί νά τόν κρίνουμε κι’ δχι νά τόν με­
σμένη τή συνείδησή του. ’Έτσι π. χ. ή συ­ ώ πόνε! πάψε νά κερνάς κρασί πικρό... χεινή Σάνχρη» χοΰ κ. Ξενοπούλου άπό χε- τράμε μέ τό ίδιο μέτρο, πού θά μετρού­
νείδηση τοΰ Μουσουλμάνου, δέν είναι ή ,χνική μεριά! Γιαχί έχω χήν ιδέα, πώς μιά σαμε τόν Μπερνστάϊν. Στό σημείο αύτό
ίδια μέ τή συνείδηση τοΰ Χριστιανού, κι’ Κλώθει, ξεκλώθ ή μοίρα μου αύσχηρή προσήλωση στους χεχνικούς κα­ θεωρώ απαραίτητο νά παραθέσω από­
ή συνείδηση ενός χριστ-ανοΰ δέν εΐναι 6- τό γνέμα της τάτέλειωτο καί καρτερώ νόνες τής σκηνής καχανχάει πάντα νάβλά- σπασμα άπό σχετική κριτική τοΰ Μπραν-
μοια μέ τήν συνείδηση άλλου χριστιανοΰ νά στείλει μου μες τό χειμώνιασμα, ψη χό ιδεολογικό μέρος, μειώνοντας τήν τές: «Τίποτα δέ θά μπορούσε— γράφει ά.
κι’ αυτό έξηγιέται πολύ καλά γιατί στόν τό πιό γλυκό-πιός ξέρει;- χάδι, τό στερνό... πρώτη δρμηχικόχηχά χου.Σ’ αύτό πάνω θά Δανός κριτικός—ν’ άποδείξη τό μεγαλεία
κάθε άνθρωπο έπιδροΰν τό περιβάλλον- είχαν* φέρω κι’ ενα άλλο παράδειγμα: Ό τοΰ ανθρώπου αύτοΰ παρά τά δ,τι στή
Κ Ο Σ Τ Α Σ Θ Ρ Α Κ ΙΩ Τ Η Σ : «Ροσμερσχόλμ», πού θεωρείται τό αρτιό­ Νορβηγία τόν πήρανε στήν αρχή γιά συν-
το, ή συνήθεια κι’ ή ανάγκη.
Π ώς θέλουμε λοιπόν, μ’ ένα ό'ργανο τερο άπό σκηνική άποψη κι’άπά ιδεολογι­ τηρικό κι’ αργότερα γιά ριζοσπάστη, στή
πού- σ’ ολους έχει τό ίδιο δνομα κι' έχει κό περιεχόμενο, εργο χοΰ Ίψεν (σέ κα­ Γερμανία τόν δοξάσανε γιά νατουραλι-
μερικές ιδιότητες δμοιες, μά πού εκδηλώ­ νένα άλλο έργο τοΰ Νορβηγέ ο δραμαχουρ- στή, καί σοσιαλιστή, ένφ στή Γαλλία τόν
νεται σέ άπειρες μορφές σέ κάθε στιγμή, γοΰ δέ διαγραφονται με περισσόχερη σα­ άνακηρύξανε συμβολιστή κι’ ,, άν αρχικό.
28 Κ Α ΙΝ Ο Υ Ρ Γ ΙΑ ΖΩΗ 29
Α. Π Α Π Α ΔΗ Μ Α

Kosi για πολύν καιρό σέ κάθε χώρα δέν γμα επαναστατικό; Βέβαια ό Ρόσμερ σάν ΣΗ Μ ΕΙΩ Μ Α ΤΑ
ξεχώριζαν παρά μερικές απόψεις τοΰ έρ­ νεοχριστιανικός τύπος δέν εϊταν σέ θέση
γου jrou. Αλλά κανένα άλλο πραγμα δέν νά έφαρμόση τ ι ς ιδ έ ε ς του αύτές, έρχεται
Αποδείχνει τήν καθολικότητα της ιδιο­ δμως 6 Στόκμαν σ τ ό ν « ’Εχθρό τοΰ Ααοΰ» ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
φυίας του, περισσότερο άπό τό πλήθος οπλισμένος μέ αρκετή σκληρότητα καί
αδτό τών άπόψεών της». φωνάζει; Εγώ δέν είμαι πράος, σάν κά­
Ενα καθολικό πνεΰμα Λ οιπ όν είναι ποιον άλλον πού είπε— αφες α ύ τ ο Γ ς ού ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ
πάντα σεβαστό, φίλε κ . Ξενόπουλε, κ α ί ΤΣΕ ΚΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ
καμμιά μόδα δέν εΐναι σέ θέση νά τό
γάρ οί’δασι τ ί ποιοΰσι Κι’ άλλου;
— Πρίν φύγω άπό τήν πόλη αύτή, θά Π Ο!ΗΤΗΣ_ & ΚΡΙ ΤΙΚΟΣ — Ή μελέτη τοΰ
Π οιη τή Κ ω σ τ ή Π α λ α μ α τ ο ΰ α ρχίζου μ ε
Ο ΤΟΥ· ’Α π ό τ ό βιβλίο το ΰ Ν . Segur
μ ε τ α φ ρ ά σ α μ ε κ α ίδη μ οσιέβουμ ε τή μ ελέτη .γιά
οιαγοάψη, πράγμα δηλαδή πού μπορή ν ά τινάξω τή σκόνη τών παπουτσιών μου. τή δημ οσίεψ η τη ς ά π ό τό π ρ ώ τ ο φ ύ λ λ ο, είχε τ ό Ν ίτσ ε π ο ύ δ σ α κι’ α ν έχουν δ η μ ο σ ίε φ τ ε ΐ σ τ ο
γ ιν η γιά τούς «κοινούς π α ν σ έ ρ » — Κι άλλοΰ: Γιά νά κατεβής στή δράση δ η μ ο σ ίε φ τεΐ σ τ ό « Ν ο υ μ ά » το ϋ 1912 γ ι’ α π ά ν ­ έ λ λ η ν ικ ά γ ιά τ ό ερ γ ο το ΰ φ ιλ ό σ ο φ ο υ ή μ ε λ έ τ η τ ο δ
οπως λέτε δτι απέδειξαν τόν Ίψεν διά­ πρέπει νά μή φοράς σιδερωμένα ροΰχα! τη ση σέ μ ιά κριτική του Χ α τ ζ ό π ο υ λ ο υ . Σ ή μ ε­ Segur ε ίν α ι α π α ρ α ίτη τη γ ια τ ί ε ξ ε τ ά ζ ε ι πιά
φοροι κριτικοί— εικοστής γιά μάς— τ ό το- ρ α πού μερικοί θ έλ ου νε ν ’ ά ρ ν η θ ο ΰ ν ε κ ά θ ε
Ό σ ο τώρα γιά τούς κριτικούς πού όπο- ε π ί δ ρ α σ η είχ ε ή ’Α ρ χ α ία Ε λ λ ά δ α σ τ ό σχϊ;-
άξί<ί σ τ ό μ εγ α λ ό π ν ο ο εργο το ΰ Π ο ιη τή « Τ ή ς
>ίζω— τάξης ή μοντεονίζοντες κατά τρό­ στηρίζουνε, οπως λέτε κ. Ξενόπουλε— δ'τι Ά σ ά λ ε φ τ η ς Ζ ω ή ς — ά κ ό μ α κι’ δ Ψ υχάρης—
μ α τ ι σ μ ό τή ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς , Σ τ ό ερ χ όμ ενο fpj
πο έςωφρενικό κι’ αποδεχόμενοι γι’ αλη­ δ η μ ο σ ιέψ ο υ μ ε καί μιά μ ελ έτη του ίδιου γιά
«ό, Ίψεν δέν είχεν οϋτε μίαν ιδέαν ϊδι- νομ ίζου μ ε π ώ ς ή μελέτη ά φ τή θ ά δ ια φ ω τ ίσ ε ι τ ό ν φ ιλ ό σ ο φ ο Μ π έρ ξο ν π ο ύ δ έν έχουνε 8 ή -
θινούς δημιουργούς εναν Καβάφη (κατα­ κήν του»άλλά-προσθέτουμε έμεϊς— ή πα- εκείνους π ού θ έλ ο υ ν ε νά μ ά θ ου ν ε π ώ ς δ ο υ -
μ ο σ ι ε φ τ ε ΐ καί π ο λ λ ά γ ιά τό έρ γ ο του έ χ τ ό ς
σκευαστή χθαμαλών στίχων) στήν ποί­ λ έβει ό π οιη τή ς, ά κ ό μ α καί π ό σ ο γερή μ ό ρ ­
τρότητά τους διεκδικεΐται— κατ’ αυτούς ά π ό μ ιά μ ελέτη το ϋ Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η καί Π ά π ο ­
φ ω σ η έχει σέ ζ η τ ή μ α τ α κ α λ ολ ογικ ά , ιστορικ ά
ηση ένα Ραβέλ (μουσικό συνοθύλειμα) πάντοτε— άπό τή Γεωργία Σάνδη καί τό κ .τ.λ .
ν ο ι τ σ ο . Ή μ ε τ ά φ ρ α σ η θ ά ε ίν α ι ά π ’ τ ό ν τ α ­
στή μουσική, έναν Πιραντέλο (σκηνικόν γαλλικό ρωμαντισμό— σας παραθέτουμε χ τικ ό μ ας σ υ ν ε ρ γ ά τ η Ε Ιρ ε ίΙΟ Γ π ού τ ό σ ο π ι-.
Θ α ρρ ού μ ε υ π ο χ ρ έω σ η ν ά έκ φ ρ ά σ ο υ μ ε τίς τυχιμένα μ ετά φ ρα σε τή μ ελέτη γ ιά τέ·ν
ΐ&χυδαχτυλουργό) στά θέατρο κ α ί εναν τή γνώμη τοΰ Μπραντές — κάθε Ιφ χ α ρ ισ τίες μ ας π ρ ό ς τό ν π οιη τή π ού ειχε Ν ίτσ ε.
Πίχασσό(άθλιο μπογιατζή)στήζωγραφική! — πού γιά νά καθησυχάση τή συ­ τήν κ αλοσύνη νά δ ώ σ ε ι τήν ά δ ε ια γιά τήν
«Πρέπει νά δμολογηθή γράφει στή νείδησή του ρώτησε τόν Ίψεν άν ύπέστη άνα δη μ οσίεψ η τή ς μ ελέτη ς του.
ΟΡΘΟΓΡήΦ ΙΗ-— Σ ή μ ε ρ α π ιά θ α ρ ρ ο δ μ ε
^μονογραφία του γιά τόν * 1ψεν ο Όσσίπ
Αουριέ— οτι ή λέξη «σοσιαλισμός» δέ
τήν επίδραση τής Γεωργίας Σάνδης. Κι’
δ νορβηγός δραματουργός τοΰ άποκρίθηκε: KOMR ΕΝΑΣ. — Ό δ ιεφ θ υ ν τή ς τώ ν « 'Ε λ ­
Η π ώ ς τ ρ έ π ει νά κ ά ν ο υ μ ε λ ίγ α β ή μ α τα
μ π ρ ό ς σχετικά μέ τή ο ρ θ ο γ ρ α φ ί α μας· Έ φ τ « -
βρίσκεται σε κανένα άπό τά έργα τοΰ «Δηλώνω έπίτώ λόγω τής τιμής μου καί
Ιψεν. Κι δμως είναι τό λογικό καί φυ­ τής συνείδησής μου,δ'τι ποτέ στή ζωή μου,
A ληνικών Γ ρ α μ μ ά τ ω ν » έ χ ε ι μερικές ο μ ο ιό ­
τη τες με τόν ’ Α π ό σ τ ο λ ο Π ά β λ ο . Έ τ σ ι ό π ω ς
χ ώ ς τ ώ ρ α τ ε λ ε φ τ α ΐα π α ρ α τ η ρ ή θ η μ ιά κίνησ*;
σ τ ό π εριοδικ ό 'Α ν α γ έ ν ν η σ η το ϋ Γ λ η νοϋ . Ή
σικό συμπέρασμά του» Καί προσθέτει ; οΰτε στά νιάτα μου,ούτε αργότερα δέ διά­ εκ είνος στις τ ε λ ε φ τ α ϊε ς μέρες έτυχε ν ’ α λ λ ά ­ « Κ α ιν ο ύ γ ια Ζ ω ή » π α ρ α κ α λ εί το ύ ς σ υ ν ερ γ ά τες
ξει τήν π ίστη το υ καί ν ά γίνει υ π ε ρ α σ π ισ τή ς τη ς νά γ ρ ά φ ο υ ν ε δ σ ο μ π ορ ού νε σ ύ μ φ ω ν α |α£
_ « Έ φ 5 ό'σον ή κτηνώδης δύναμις θά βασα ούτε ενα βιβλίο τήςΓεωργίαςΣάνδης.» τή μ ετα ρ ρίθμ η ση τ ή ς « ’ Α ν α γ έ ν ν η σ η ς »,ά φ ο ΰ « α ί
το ύ Χ ρ ισ τ ο ύ , ά π ό δκ όχ τη ς, τ ά ϊδ ια έ π α θ ε κι’
ελαττώνεται, οί ανθρώπινες ιδέες τής δι­ Ά λ λω στε; δπως βεβαιώνη δ Αουριέ. ό Μ π α στιά ς: Έ γ ρ α φ ε ό ά ν θ ρ ω π ο ς ε ρ γ α π ά ­ μ εγά λ οι γ λ ω σ σ ο λ ό γ ο ι μ ας δ π ω ς 'ό Ψ υχάρης, 6
καιοσύνης καί τής ισότητος θά αυξάνουν δ μεγάλος νορβηγός δραματουργός δέ διά­ ν ω σ τ ά κ α λού π ια τ ώ ν π α λ ιώ ν δ α σ κ ά λ ω ν . Μ ά Φ ιλή ντας ά π ό χ ρ όνια μ ά ς φ ω ν ά ζ ο υ ν ε γ ι’ άπλί.
κα^ι ή μέλλουσα γενεά θά δή τήν εγκα­ βαζε γαλλικά. ξα φ ν ικ ά κά π οια α ό ρ α τ η δύ να μ η φ ώ τ ι σ ε τό ποίη ση τή ς ’ Ο ρ θ ο γ ρ α φ ία ς . Κ α ί ειδικ ά ο ί ¥β<η
θίδρυσή των» μυαλό του, ό ά ν θ ρ ω π ο ς β λ έπ ε τε ζ η τ ο ύ σ ε λύ­ π ού δ έν έχουνε π ο λ λ ο ύ ς δ εσ μ ο ύ ς μέ τ ό π α ­
Γιά τήν αυθαίρετη πάλι δημιουργία τ ρ ω σ η καί τή βρήκε σ τ ό φ ω τ ε ιν ό έργο τού λιά σύ στη μ α.
Σ αύτό τό πόρισμα καταλήγει δ γάλ- τύπων— μιλάει πάντα δ κριτικός τοΰ κ. Ά π ο σ τ ο λ ά κ η .Μ έ συντριμμένη τήν κ α ρ δ ιά του
Αος^ κριτικός,κρίνοντας συνολικά τό Ιψ ε­ ά ρνήθηκ ε δλ ο τό π ροη γού μ ενο έρ γ ο το υ καί ζή PRBE10 Β ΙΚ Ε Λ Π .Σ τή νπ α νη γυρικ ή συνεδρί-
νικό θέατρο. Κ ι’ άπ’αύτό βέβαια φθάνει
Ξενοπούλου— πρός Ικπροσώπησιν ανθρώ­
πων κάθε άλλο παρά ζωντανών— επικα­
τη σ ε ά φ ε σ ιν α μ α ρ τ ιώ ν ), ά π ’ τ ό μ εγ ά λ ο δ ά σ κ α ­
λο. Δ ιά β α σ ε καμμία δ εκ α ρ ιά φ ο ρ ές τό μ ε γ ά λ ο τε-
B α ση τ ή ς ’ Α κ α δ η μ ία ς ’ Α θ η ν ώ ν δ ια β ά σ τη κ ε f
έκ θ εσ η τή ς έ π ιτ ρ ο π ή ς γ ιά τό β ρ α β ε ίο Β ικέλο .
κάνεις στό χαρακτηρισμό τοΰ νορβηγοΰ λούμαι πάλι τόν Μπραντές, δ όποιος α­ Τ υ χεροί έτυχε ν ά είνα ι ό Ξ ενόπ ου λος κ&·.
φ τέ ρ ι « Ή Π οίη ση στή Ζ ω ή μ α ς » κ ι’ ά π ό τ ό ­
δραματουργού, ώς επαναστάτη, άν δι­ ποδείχνει διεξοδικά, οτι δλοι οί ήρωες τών τες έμ α θ ε ν ’ ά ν τικ ρ ύ ζειδ λ α τ ά π ρ ο β λ ή μ α τα Π α π α ν τω ν ίο υ . Σ τ ό έρ χόμ ενο φ ύ λ λ ο θ ά δη»
στάζει νά τό κάμη, διαβάζοντας τά έργα ’Ιψενικών δραμάτων εϊταν παρμένοι άπό τή ς εποχής μ ας, μέ θ ά ρ ρ ο ς α ν θ ρ ώ π ο υ δ υ ν α το ύ μοσιέψ ουμε κριτική γ ιά τά δυ ό β ρ α β εβ μ έν α
του. ’Αναμφισβήτητα δέν υπάρχουν # ε - καί λεφ τερω μ ένου . Π α ίζει σ ά ν π α λ ιά τ σ ο ς έρ γ α . Ό Π α ρ ο ρ ίτ η ς μ π ο ρ εί ν ά κ α φ χ ιετα ι
τήν πραγματικότητα, μέχρι τήν παραμι- σ τ ά δά χτυλ ά του δ λ α τά π ρ ο β λ ή μ α τα τό κ ο - π ώ ς έχει π ρ οφ η τικ ό π ν έβ μ α ,μ ιά π ού α λ ή θ ε υ ε
« χ έ ς υ π ο δ ε ίξε ις τοΰ Ίψεν στό έργο κρότερη λεπτομέρεια τους— μ’ άλλα λόγια σ μ ογον ικ ό, τό κ οινω νικ ό, τό εκπ αιδευτικό έν α ς λ ό γ ο ς το υ ειπ ω μ έν ο ς ε δ ώ καί λίγον
“ ου, σχετικά μέ τήν Οργάνωση μιας νέας ώς αύτές τίς μικροσυνήθειες τής καθημε­ καί τ ρ ά β α κορδέλα. Κ αί μέ τήν β εβ α ιό τ η τ α καιρό.
κοινωνίας, μά τή στιγμή πού ό Ρόσμερ ρινής ζωής τους. π ώ ς τ ά φ ώ τ α του είν α ι α ρκ ετά , γιά -νά « κ α ­
μιλεΐ γιά τή χρησιμότητά του πρός τούς τα υ γ ά σ ο υ ν ε τήν οικ ουμένη» κ ά θ ισ ε κ ι' έ γ ρ α ­ Δ ή λ ω σ η : δυ στυ χ ώ ς ά π ό κακή τα ξιν ό μ ισ η τ ί ς
Άνακινητής ιδεών λοιπόν δ Έ ρ. Ίψεν ψε μιά μελέτη γιά δ ιεθ ν ισμ ό , γιά τα ξισ μ ό .
Ανθρώπους καί γιά τόν έξευγενισμό τους, ύλης ά π ’ τόν τυ π ο γ ρ ά φ ο ν μ α ς, δ έν μπορί -
μ’ έπαναστατημένη σκέψη καί φιλοσοφι­ Ά κ ό μ α έβγ αλ ε καί π εριοδικό πού σ τ ό π ρ ο τ ε ­ σ α μ ε ν ά δ η μ ο σ ιεύ ο υ μ ε τή γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ή μ ε ­
για τό όποιον θέλει νά πασχίση τή στιγ­ κή συνείδηση, καθολικό καί ισορροπη­ λ ευ τα ίο φ ύλ λ ο του μ άς μίλησε γ ιά « τ ρ ία λ έτη το ϋ Φ ιλή ντα, τό ά φ τ ό γ ρ α φ ο το ϋ %,
μή πού ή Νόρα παρουσιάζεται στήν τε­ μένο πνεΰμα, στέκεται βράχος ασάλευ­ γ ρ ά μ μ α τα τρ ε ις απ όψ εις» μέ αρκετή κ ο υ το ­ Θ εο τό κ η π ού είχε τήν κ α λω σ ύ νη ν ά μ ά ς δ ώ ­
λευταία πράξη τοΰ «Σπιτιού τής Κού- τος μπροστά στό φθοροποιά πέρασμα τοΰ π ονη ριά , τί ν ά γίνει ο μ ω ς; " Α ς χ αίρεται ό σει ή π ο ιή τρια Ειρήνη Δ εν τρ ιν ο ύ , κ α θ ώ ς ν.·.
■κλας» άπολογήτρια τοΰ φεμινισμοΰ, άπο- ’ Α π ο σ το λ ά κ η ς πού ά π ό χ τη σ ε άκ όμα ε>α ο π α ­ εν α σ η μ είω μ α γ ιά τήν έκ θ εσ η τ ο ϋ Χ ρ ισ τ ο φ Γ;
χρόνου καί πέρνει αναμφισβήτητα θέση, δ ό π ού λ εφ τερ ω μ έν ο ς κ α μ α ρ ώ ν ει καί φ ο υ ­ Σ τ ό δ εύ τερ ο φ ύλ λ ο θ ά δ η μ ο σ ιε φ το ϋ ν ε δλο.
λογήτρια τών δικαιωμάτων πού Ιχει μιά στό πλάϊ τοΰΣαίξπηρ— στήν κατπλήσου- σ κ ώ νει. δ σ α παραλείιραμε.
γυναίκα νά ζήση τήν ατομική της ζωή— σα αΰτή μεγαλοφυΐα!
τι η λ ο είναι αυτο παρά ένα άμεσο κήρυ­ Α. Π Α Π Α Δ Η Μ α Σ .

*
ΣΗ Μ Ε ΙΩ Μ Α Τ Α ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 31
30 ΣΗ Μ ΕΙΩ Μ ΑΤΑ ΣΤΟ Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ

<τε καί έπ εσε χ ά μ ω — Ό τ ρ α β μ α τ ία ς μέ τά δ υ ό Κ Α Λ Λ ΙΤ Ε Χ Ν ΙΚ Α ‘ Σ Η Μ Ε ΙΟ Μ Α Τ Α -


το υ χέρια καί μέ τ ό γ ό ν α σ ύ ρ θ η κ ε ω ς τ ο ν τ ο ΐ
ΚΑίΝΟΥΡΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 7 ,0 , φ έ ρ ν ο ν τ α ς μ α ζί το υ κ α ίτ ή μιά π α τ ε ρ ίτ σ α .»
* Κ α ί α κ ουμ π ισμ ένος σ τ ό ν το ίχ ο δ π ω ς ε ΐ τ α ­
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
νε ά μ α τελ είω σ ε ή ισ τ ο ρ ία π ού έτυχε ν ά κρυ­ Σ ή μ ε ρ α , τ ά έγκ αίνια μιάς έκ θ εσ η ς π ερ ν ού ­
Τό Κ ήρυγμα τή ς Τ ρουμ π έτας θελ ει ν α π ει κ άτι π ου θ ά συγκινήσει ά λ η θ ι- φ α κ ο ύ σ ε ι, τ ό τ ε ς έν ιω σ ε « π ό σ ο γλυκά κι’ άκ ρι- νε κοσμικό χ αρα χ τή ρα . Ά ν είνα ι το ΰ τ ο λυπ η­
νά . ’ Α ρχ ίζει μέ μ οναδική τέχνη π ερ ιγ ρ ά φ ο ν - {1ή εΐν α ι ή Ζ ω ή » « έ ν α σ υ ν α ίσ θ η μ α μ εγαλείου
ΙΣ . Κ Α Ρ Α Λ Η ρό ή δχι, μ π ο ρ εί ό κ α θ έ ν α ς ν ά τ ό ά ν τιλ η φ τεΐ.
τ α ς τ ά « χ α ρ ά μ α τ α π ού ε ϊτ α ν ο λ ο κ ά θ α ρ α » ή γ ιά τ ή Ζ ω ή τ ο ν ε κ α τ έ λ α β ε ' κι’ έν α κ ο ύ φ ω μ α Ω σ τ ό σ ο ο λ ο φ ά ν ε ρ ο γ έν ετα ι, π ώ ς χάνει έτσι
« τ α λ υ χ τισ μ α τα τοΰ σκυλου π ού άκουγιότανε α ίσ τ ά ν θ η κ ε μ έσ α του ». τό σ ω σ τ ό του χ α ρχ τή ρα κι’ ά μ α συμβαίνει
"Ο Φ ιλήντας σ τ ό ν π ρ ό λ ο γ ο του π ού εχει τό β ρ ο ν τε ρ ά στή ν άκρη τή ς π όλ η ς κι* ά ν τιχ ο ύ - Ά φ τ ό τ ό κ ο ύ φ ω μ α , εΐν α ι τό σ π ο υ δ α ιό τε ρ ο ά φ τ ό , θ ά π ει π ώ ς τ ό π ρ ά μ α έκ φ υ λ ίζετα ι:β έ-
βιβλίο ά φ τ ό , γ ρ ά φ ε ι π ολ λ ά π αινετικά λ όγια σ α ν ε στή σ ιγ α λ ιά το ϋ σ τ ε ρ ε ώ μ α τ ο ς » . Π α ­ κ α ί πού μέ μ εγά λ η δύναμ η μ π όρεσ ε ό Κ α ρ α ­ β α ια ή π α ρ α τή ρ η σ η το ύ τη δέ βγήκε ά π ό τό
γ ιά τό τα λ έν τ ο τοϋ Κ α ρ α λ ή , στή ν άρχή καί ρακάτω ςα κ ολ ου θ ά ει νά π εριγρά φ ει λής ν ά ζ ω γ ρ α φ ίσ ε ι, έτσι, π ού νά γεννάει κ ο ίτα γ μ α τ ώ ν έγ κ αίνιω ν μιάς μ ονάχ α έκ θ εση ς,
το ύ τ α « σ ’ ά φ τ ά (τ ά διη γ ή μ α τα ) βλέπ ουμ ε τήν δ ιά φ ο ρ ε ς λεπ τομ έρειες σ ά ν ενα « ά ν ν α ν τ ε - σ τ ό δ ια β α σ τ ή μιάν ά ν είπ ω τη συγκίνηση. Θ ά ρ - ά λ λ ά ά π ’ ο λ ες σχεδόν. Τ ρ α ν ό π α ρ ά δ ε ιγ μ α , τό
£εχο>ριστή α το μ ικ ό τη τ α το ϋ σ υ γ ρ α φ έ α τους, φ τ ή ς » π ού εχει μ ά τι δ υ ν α τό καί βλέπ ει π ρ ά ­ ρ ώ π ώ ς δέν π ρέπ ει νά έπ ιμένω π ερ σ ό τερ ο β φ ν ισ ά ζ τή ς έκ θ εσ η ς Γ ύ ζ η ς δπ ου μ α ζεφ τή κ α νε
μ ία ν π ρ ω το τυ π ία π ού δέν τή σ υ ν α ν τά ς σέ κ α ­ μ α τ α που ο κ α θ έ ν α ς δύ σ κ ολ α τ ά π οοσέχ ει. γ ι ά τό δ ιή γη μ α ά φ τ ό . Γ ια τ ί τό κ α λή τερο ά ν θ ρ ω π ο ι ά νίδεοι, χ ω ρ ίς κ α ν έν α , έν δ ια φ έ ρ ο ,
νέν α ά π ό ο σ α έχεις δ ια β ά σ ει ώ ς τήν ώ ρ α .» Κ α ί μ π ρ ο σ τ ά στή χτυπητή εικόνα π ού ζ ω γ ρ ά ­ ί-ϊναι ν ά τ ό δ ια β ά σ ει κ ανείς ο λ ά κ ερ ο γ ιά νά ά λ λ ά ά π λ ώ ς, γιά νά δείξου νε μέ τήν α ν επ ι­
'Ο λ α δ σ α λέει 6 Φ ιλή ντας μ π ορ ώ νά π ώ π ώ ς φ ισε α ρ χ ή τερ α ,ςε π ετα ε ι ή δυ ν α τή του φ α ν τ α σ ία ΐιιεί τήν ά ξιά του. Β έ β α ια γ ιά τό διήγημα θ ύμ η τη π α ρ ο υ σ ία του ς, δ τ ι νοιιόθουνε καί άπ ό
ε ΐν α ι α λ η θ ιν ά , π ρ α γ μ α τ ικ ά ό Κ αραλής ένα ανα.τηρο με τις δυ ό π α τερ ίτσ ες καί ά φ τ ό ί σ ω ς μερικοί ν ά π οΰνε π ώ ς δέν είνα ι τ έ το ια π ρ ά μ α τ α , π ώ ς τ ά χ α π α ρ α κ ο λ ο υ θ ά ν ε
ε ϊ τ ε τ ή φ ύ ση π ερ ιγ ρ ά φ ε ι ε ϊτ ε τούς α ν θ ρ ώ π ο υ ς μέκομμένο τό έ'να του π οδά ρι. ■δσο π ρέπ ει επ α ν α σ τα τικ ό . Δ έ θ ά έχουνε δ μ ω ς τή καλλιτεχνική κίνηση το ΰ τό π ο υ . Κ ι’ έ'τσι
π ά ν τ α μ ’ εν α δ ΐ'.ό του τρ ό π ο τό κάνει. Π ο λ ­ κ α θ ό λ ο υ δίκιο. βλέπ ει ό κ α θ έ ν α ς τό ν ά ξε σ τ ο ν σ δ λ ε ς του τίς
λές φ ο ρ έ ς δ μ ω ς ό τ ρ ό π ο ς του ά φ τ ό ς δέν τόν .Ο τ ρ α β μ α ε ια ς α φ τ ό ς π ού δέν έχει κα,νένα "Ε ν α ά λ λ ο διήγημ α μ ’ έκ ανε ιδ ια ίτερ η εν -
ο ν ο μ α σ υ νειθ ισμ ένο, μά εν α α ρ ιθ μ ό , τό « Ν ο εκ δ ή λ ω σ ες ν ε ό π λ ο υ το , ν ά μή λείπει ά π ό κ α ­
β ο η θ ά ε ι ν ά π ει κ είνο π ού θ έλ ει, ετσι τύπ ιοση καί σ ίγ ο υ ρ α θ ά εΐτ α ν ε τό π ιό καλό μιά π α ρ ό μ ο ια σ υ γκ έντρ ω ση . Τ ά ίδ ια καί χει­
604», έτ σ ι τ ό ν είχ α ν ε ση μ α δεμ έν ο σ τ ό « Π α ­ « ν ό σ υ γ ρ α φ ε α ς φ α ν έ ρ ω ν ε κ α θ α ρ ό τ ε ρ α κείνο
π ού ν α είνα ι τ α ιρ ια σ τ ό μέ την π ερίστα ση . ρ ό τ ε ρ α ή γυ ν αίκ α , π ού ά μ α βά λει κ α π έλ λ ο καί
τρικό σ π ίτι», φ ερμ ένος στή ν εικ όνα τή συ μ ­
Ετίτι, θ έ λ ο ν τ α ς να φ α ν ε ί π ρ ω τ ό τ υ π ο ς π έ­ π ο ύ θ έλ ει ν ά π ει. Τ ό διήγημ α ά φ τ ο έ π ι γ ρ ά φ ε γού ν α , γένη χ ε κυρία καί π ού σ α ν τέ το ια
φ τ ε ι οέ λ α θ ια π ολ λ ά , κάνει π α ρ ομ είω σ εις πού π λ η ρώ νει. Τ ό · « Ν ο 604» δέν είν α ι ό συνειθ ι- τα ι σ τή Σ τ ά ν η » καί τελ ειώ ν ει έτ σ ι «Θ υ
σ μ έν ος τ ρ α β μ α τ ία ς π ού βλ έπ ουμ ε συχ νά στού ς « τ ό ν ο ιώ θ ε ι» τή ς επ ιτρ έπ ετα ι ν ά π α ρ ο υ σ ία -
δέν τα ιρ ιά ζου νε κ α θ ο λ ο υ . Ό π ω ς σ τ ό διή γ η ­ μ οΰ μ α ι μ ό ν ο ν πού ά κ ο υ γ α κ ο ν τά μου σκυλιά σ τ ε ΐ π α ν το ϋ . Τ ά λ ό γ ια το ΰ τ α , ί σ ω ς π ολ λοί
δ ρ όμ ου ς, θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α ν ά π ώ , π ώ ς εΐναι ν ά γου ρ γ ιά ζου νε: κι’ ο τ ι ρ ώ τ η σ α « Ι Ι ο ϋ π ά °
μ α *Της^ Μ ά να ς ό Ί σ κ ι ο ς » , σ τή σ ελ ίδα 23, ν ά π οΰνε π ώ ς ε ΐν α ι π ερ ιττά κ ι' ά κ ό μ α ά σ χ ε ­
γ ρ ά φ ε ι* ά ν ο ιξε λίγο τ ά μ ά τια του καί ε ίδ ε τις ό λ ό τ ε λ α δημ ιου ρνημ ένος ά π ’ τή φ α ν τ α σ ία <ο;» κι' α μ έ σ ω ς μιά α ν θ ρ ώ π ιν η φ ω ν ή μοΰ τ α μέ τό κύριο θ έμ α πού μ α ς άπασκολεΤ . 'Ω σ ­
/ε ιτ ο ν ισ σ ε ς να π έφ του ν ε α π ά ν ω σ ά γ λ ά ρ οι, τοϋ σ υ γ ρ α φ έ α του . Ό Κ α ρ α λ ή ς έκανε πολύ α π ά ν τη σ ε : « Κ α λ ά π ά ς .» Κ α ί δ έ φ τερ η φ ο ρ ά τ ό σ ο έμ εΐς τ ά π α ρ α θ έ σ α μ ε , γιά λ'αμαστε σέ
εν ώ ή ξ α δ έ ρ φ η τ ο υ ε ΐτ α ν ε στή ν ά κ ρα κ ο ιτ ά ­ κ α λ σ π ού π ροτίμ η σε ν α τό ν δημ ιου ργήση μέ ί Ι π α « θ έ λ ω νά λ υ τ ρ ω θ ώ ,» κ α ί π ά λι μου α π ά ν ­ τά ξη , το υ λ ά χ ισ το μέ τή συνείδηση μας.
ζ ο ν τ α ς λ ο ξ ά » . ’ Ε δ ώ φ α ίν ετα ι π ώ ς ό Κ α ρ α λ ή ς τήν φ α ν τ α σ ία του π α ρ ά νά τό ν π ά ρει σάν τη σε. « ’ Ε τσ ι θ ά λυτριόνεσαι» Έ τ σ ι λ ο ιπ ό ν , β ρ έθ η κ α σ τ ά έγ κ αίνια τη ς ό -
θεΛ,ησε ν ά το ν ίσ ει τήν α δ ια φ ο ρ ία τής ξα δ έ ρ - έν ας φ ω τ ο γ ρ ά φ ο ς ά π ’ τή γ ύ ρ ω του ζ ω ή . Μ άς Τ ώ ρ α π ώ ς α κ ρ ιβ ώ ς θ ά β ρ ε ι τή λ ύ τρ ω σ η ιιαδικής έκ θ ε σ η ς τ ώ ν έ ρ γ ω ν , τη ς κ. Ά θ η ν ά ς
φ η ς π ού έμεινε σ τή ν άκρη καί κοίταζε" λ ο ξά τ ό ν ζ ω γ ρ α φ ίζ ε ι τή ν ώ ρ α π ού σ κ έφ τετα ι, τήν μένει σκ οτεινό. Μ αντί βο> π ώ ς θ έλ ε ι νά πει Τ α ρ σ ο ύ λ η καί τ ώ ν δ εσ π ο ιν ίδ ω ν Π ίτσ α ς Κ ό κ ­
καί γιά ν ά το κάνει ά φ τ ό πιό χτυπ ητό β ά ζε ι ώ ρ α πού ά χού ει, ή α κ ό μ α δ τα ν κ ου ρα σ μ ένος γ υ ρ ίζ ο ν τ α ς σ τή σ τά ν η , έπ ισ τ ρ έ φ ο ν τ α ς στή κινη καί ’ Ι ω ά ν ν α ς Σ χ ίν ς, σ τή σ ά λ α το ϋ Π α ρ -
τις άλλ ες γ υ ν αίκ ες ν ά κ οιτά ζου νε σά γλ ά ροι. σ τέκ ε τα ι καί κ ρυφακούειτήν Ισ το ρ ία π ού έτυ - φ ύ σ η . Δ έ ν ξ έ ρ ω π ά λι, ί σ ω ς ν ά λ α θ ε β ω . ν α σ σ ο ΰ . Ε ί δ α κίΰ ξ α ν ά δ α έπ α νελ η μ μ έν α δ λ α
ϊ <ττερε σ ά άλλη σ ε λ ίδ α — σ τ ό ίδιο διή γη μ α — χε ν ά δ ιη γ ιέ τ α ι μιά. γυ ν α ίκ α .Σ υ ν τριμ μ έν οςόιιω ς Τ ά ά λ λ α δ ιη γ ή μ α τα δχι κ α ί τ ό σ ο κ αλά τ ά έ ρ γ α , μέ π ροσοχή . ’ Ε κ είνο π ού λείπει καί
γ ρ ά φ ε ι«κ α ίτο ΰ π α ρ ο υ σ ια ζό τ α ν ε ή φ υ σιογ ν ω μ ία ά π ’ τό κ α τά ν τη μ ά του δέν εχει καμιά δική στή ν έχ τέλεση . Μ εγα λύ τερη α ρ ετή τό ΰ Κ α ­ γ ιά τ ό λ ό γ ο τ ο ΰ τ ο γένεται άμέσως^ ά ν τιλ η φ το ,
το ϋ π α τέρ α το υ α π ο τ ο τ ε π ου ή τα ν ε πολύ χα^ του θ έλ η σ η , μά « π ά ε ι νά έχ τελ έσει ο ρ ισ μ έν ε ; ρ α λ ή εΐν α ι θ α ρ ρ ώ , π ώ ς εΐν α ι ένας κ α λός ά π ό το ύ τη τήν έκ θ εσ η , εΐνα ι ή σύνθεση.
ρουμ ενη , ώς τότε πού ε ΐτ α ν ε λ ίγο ε ν τολ ή ς», δ π ω ς μ α θ α ίν ου μ ε στά τέλος. Β λ έ­ « ά γ ν α ν τ ε φ τ ή ς , π ού ξέρει ν ά βλέπ ει .καλά Τ ρ ία π ρ ό σ ω π α εκ θ έτου νε καί μιά δέν υ π ά ρ ­
χ αρού μ ενη καί πο.λι α π ο τ ό τ ε π ού ή τ α ­ πει, ακούει κ ι’ δ λ α μέ κά π οιο ιδιαίτερο τ ή γύρο) του ζ ω ή καί ν ά μάς τή ζ ω γ ρ α φ ίζ ε ι χει. Ί σ ω ς , επ ειδή εΐν α ι δύ σ κ ο λ ο τ ό ε ίδ ο ς α ύ ­
νε π ολύ μελαγχολική, ώ ς τ ό τ ε πού ή τα νε λ ί ­ τρ ό π ο κι ’δχι σ ά ν έν ας ση μ ερν ός α ν ά π η ρ ο ς πού β ά ζ ο ν τ α ς καί τή ν α τομικ ή του σ φ ρ α γ ίδ α . τ ό , νά τ'ά π ε φ υ γ α ν . Κ α ί π ρ ώ τ α ά ς π ούμε μ ε­
γο μ ε λ α γ χ ο λ ικ ή ».Σ ω σ τ ό ς γ ρ ϊφ ο ςμ ά ς φ α ίν ο ν τα ι ά ν έβλεπε π α ιδιά νά τ ό ν κ ορ οϊδέβου ν ε δέ θ ά Τ ό π ρ ώ τ ο έρ γο το ΰ Κ α ρ α λ ή δείχνει π ώ ς θ ά ρικά γ ιά τό έρ γο τή ς κ. Ά θ . Τ α ρ σ ο υ λ η , πού·*
ο λ α α φ τ ά . Γ εν ικ ά τό διή γη μ α ά φ τ ό εΐν α ι π ο ­ τ ά ά φ η ν ε δίχ ω ς ά π ά ν τη σ η θ ά τ ά έβ ρ ιζε τή μ π ο ρ έ σ ει ν ά δά>σει στή φ τω χ ή μ ας λ ο γ ο τ ε ­ ν α ι γ ν ω σ τ ό κι’ ά π ό άλλες τη ς εμ φ ά νισες.
λύ σ κ οτεινό. ’ Α κ ό μ α λέει καί π ρ ά μ α τ α ό λ ό - μ άνν α του ς κι οτι ά λλ ο του ερχ ότα νε κείνη χ ν ί α έρ γ ο πιο δ υ ν α τό καί λ υ τρ ω μ έν ο απ τήν (Λ ύκειο Ή λ λ η ν ΐδ ω ν , y l ϊϊα ν ελ λ ή ν ιο ι κ. α .)
τ ε /.ct α π ίθ α ν α ο π ω ς στή ν σ ελ ίδ α 25 « ο ί γ ια ­ την ω ρ α σ τ ό ν.ου. Τ ο « Ν ο 604» δέν κάνει σ κ ο τειν ά δ α τοΰ π ρ ώ τ ο υ του. Δ . Β Ε Ν Ε Τ Ι Δ Η Σ X α ρ α χ τη ρ ισ τικ ό είν α ι, ή π ρ ο σ ο χ ή στή ν έκλο~
τρ ο ί ώ ρ ισ α ν π ώ ς π ρέπ ει νά κ οπ εί τό π όδι δ μ ω ς ά φ τ ό πού θ ά έκανε έ'νας ά λ λ ο ς, στέκ ετα ι ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ γή γ ιά τ ο ®έμα, . π ού π ά ν τ α π ρέπ ει ν ά να ι
σ το μ έρος ά φ τ ό γιά νά μή μ ο λ υ ν θ εΐ δ λ ο » σ ά ν α δ ύ ν α τ ο ς π ου ε ΐν α ι καί άκούει τά δ μ ο ρ φ ο καί γεμ ισμ έν ο, γ ν ώ ρ ισ μ α τή ς γυναί-
τ ω ρ α π ω ς ά π ό έν α σ φ ύ ξιμ ο τή ς μ άκ ενα ς θ ά y XQο ν t] Σ κ έψ η δ ιμ ή ν ο Π ε ρ ιο δ ικ ο
π α ιδιά , Τ ’ ακούει, γιατί οί φοινές, τ ώ ν π α ι­ κειας ν ο ο τ ρ ο π ία ς. Π ο λ λ ά π ρ ά μ α τ α έτσι, που
γ ιν ό τα ν ε σέ^ λίγες μέρες μόλυνση δέ θ έλ ει έκ δ ίδ ετα ι σ τ ό Σ ικ ά γ ο ’ Α μ ερ ικ ή ς. θ ά π ρ ε π ε νά λεί.τουνε, ύ π ά ρ χ ου να ι καί π ο λ λ ές
δ ιώ ν « ο ί φ ω ν έ ς τ ώ ν π α ιδιώ ν , σ ά ν ά πούμε,
Va. τ °· ^εθει ° ιί 'γ ρ α φ ε α ς. Τ ό γ ρ ά φ ε ι ετ σ ι βρίσκ α νε σ το ν Εγκέφαλο του μ ιάν απ ήχηση, ΣΙa q iPεν ά) ν— μηνιάτικο, διεφθ. A. Ρ άλλης. φ ο ρ έ ς μ ά λ ισ τα ,α π ο τελ ο ύ ν ε κύριο άντικ είμενο.
γ ια να δ ικ ιολ ογή σ ει τό τ α ξίδ ι τοϋ ά ρ ρ ω σ το υ . κ λ ονίζα νε το ν κ όσμ ο τ ώ ν σκέψ εω ν τ ο υ , ” τοΰ Τό 2 % ο λ ε ί ό μ α ς - μ α θ η τ ι κ ό π ε ρ ι ο δ ι κ ό · Ά π ό 'Ω σ τ ό σ ο δ ύ ο — τρ ία , ξ ε χ ώ ρ ιζ α ν ; καί γ ια τ ο ύ ­
Εγοι, θ α ρ ρ ώ , π ω ς μ π ο ρ ο ϋ ο ε ν ά β ρ ε ι μ ιά α λ ­ σ τερ ε ώ ν α ν ε κ α τόπ ι πιό ά ρ τ ια , κι’ ά ρχ ιζε νά το α π ο τελ ο ύ ν ε α ν τ ίθ ε σ η καί τρ α ν ή α π ό δ ειςη ,
κή α ίτία π ού ν.* δικ α ιολ ογ ή σ ει τό τα ξίδι. τίς μαθήτριες τήςΚωνσταντινίδιουΣχολής
β ρίσκει τό τε , δ ,τ ι π ά σχ ιζε ν ά γ ν ω ρ ίσει π ρίν, π ώ ς τ ό ά π λ ό είνα ι κι’ ώ ρ α ι ο σ ύ γ χ ρ ο ν α ,κ α θ ώ ς
Δ ε ν τ ό έκ ανε δμ<ος, ί σ ω ς γ ια τ ί δέν τό π ο ό -
α π ο το ν κύκλο τή ς ζ ω ή ς τοΰ σ α κ α τεμ ένου Στίχοι,— Τής Αωρας Μοατσοι1. σ τ ό έρ γο ({Π εύ κ ο σ τή Χ ε λ ιδ ο ν ιο ύ )) α ρ .
σε§ε. Β ά β α ια σ τ ; διή γη μ α ά φ τ ό σέ π ολλές Ε λ ε ύ θ ε ρ η ά γά η η — Α. Παπαδημα π ούναι γ ιά τήν π α ρ α π ά ν ω α ιτ ία καλό^ ά ν καί
ά ν θ ρ ώ π ο υ ».
μ έριες ο σ υ γ ρ α φ ε α ς γ ρ ά φ ε ι καί διατυ π ώ νει άνήκει σ τ ά π α λ α ιό τερ α έρ γα . Κ α ί μ δλ ο π ού
ό μ ο ρ φ α π ρ ά μ α τ α , μ ά δυ σ τυ χ ώ ς τ ά ψ εγάδια _ "Ε τ σ ι δ ικ α ιολ ογ ιέτα ι π ώ ς δίχ ω ς νά λέει Κ όχ υλ α ρ— Ν. Σαράβα
Σ ύ μ β ο λ α — Γ. Μαλτέζου. ή κ. Τ α ρ σ ο ύ λ η εκ θ έτει π ά ν ω ά π ό εκ α τό »*>-
υου εΐνα ι π ιότερ α . ’ Α ν τ ίθ ε τ α ό μ ω ς ά π ό « τ ή ς τ ίπ ο τ α , άκουγε τ ά π α ιδιά τοΰ δρόμ ου νά τοϋ
μ ά τια , λ ίγ α π ολ ύ ε ΐν ’ εκ είνα π ου έχουνε α ξ ί ­
μ ά ν α ς ο ίσ κ ιο ς,»εν ά άλλ ο του διή γη μ α ά ξίζει φ ω ν ά ζ ο υ ν ε κ ο ρ ο ϊδ εφ τικ ά : « Τ ί ε ίσ α ι ρέ σύ: Κ ριτικ ά Σ η μ ειώ μ ατα— Α. Φράγκου ω σ ε ς. Κ α ί τά. τ α μ π λ ώ αύτα. εΐν α ι, ( ( Μ έ /α
να τό π ροσέξου μ ε. Τ ό διήγηιια ά φ τ ό τό ε π ι­ γυ μ να στή : Π ο ιό ς σέ γέννησε έ'τσι ρέ; χά! Δ ΙΗ Γ Η Μ Α Τ Α Χ· Χ ρη στοβα σίλη καί Σ π ή λ α ιο ν, ιχοναστήρι)) ά ς . 3, ((ά π οψ ις Μ εγά ­
γ ρ ά φ ε ι « τ ρ α υ μ α τ ία ς N o 604», ά π ό τήν π ρ ώ ­ χά. Α π ό π ού βήχεις; Ά ν σ οϋ π ή ζει β /ι-
τη α ρ ά δ α π ού α ρχ ίζεις ν ά τ ό δ ια β ά σ εις ν ιώ ­ χ εις;».
Ρωσσικές σελίδες— Ε· Σ ν φ ν α ίο ν . Ι^κδό- λου Σ π η λ α ίο υ )) ά ρ. 4, ({‘ Ε κκλησία Κ α ιά α ρ ια -
νή ς)) άρ. 9, ό ((Μ εσ ση ν ια κ ό ς κ ό λ π ο ς)) ά ρ. 1,
θ εις π ω ς άλλο χέρι τό έ'χει γρα μ μ έν ο, π ώ ς τ:ης I Σιδέρης.
Κ α ί π α ρ α κ ά τω : «Μ ά σ ά ν π η δ ο ύ σ ε γ λ ύ σ τ ρ η -
ΣΗ Μ Ε ΙΩ Μ Α ΤΑ Σ Τ Ο Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ

π οβχει κ άτι τό διακ οσμ η τικ ό και τ ά σχ έδια είν α ι κ α λά σ η μ ά δια καί δείχνουνε ένα α ρ κ ε­
« ά ν τα ν τή ς το ΰ χ ω ρ ιο ΰ » ά ρ . 74 καί τό « π α - τ ά γερά τ α λ έ ν τ ο καί Ισ ορροπ η μ έν ο.
λ η ό σ π ιτ ο » ά ρ . 59, π οΰ ξεχ ω ρ ίζο υ ν ε ά ν ά μ ε σ α Τ ά λ οιπ ά τ α μ π λ ώ π ο δ ν α ι π ερ ισ ό τερ α άίτό
ά π ό τ ά λ λ α ε ρ γ α . Έ ν το ύ τ ο ις, τό ερ γ ο τή ς κ. π εν ή ντα , φ α ν ε ρ ώ ν ο υ ν ε τ ά π α ρ α π ά ν ω χ α ρ ί­
Τ α ρ σ ο ύ λ η , φ έρ ν ει τό ν π ρ ο σ ω π ικ ό τη ς χ α ρ α - σ μ α τ α , ά λ λ ά δχι μ α ζεμ έν α δ λ α σ τ ό κ α θ έν α
χ τή ρα π οΰ να ι μ ά λ ισ τα σέ κ ά θ ε κ ομ ά τι β α λ ­ κομ άτι. Σ τ ό ν π ίνακα π, χ. « Π α ν τ έ λ η » ά ρ. 52·
μ ένο έν το ν α , μέ δύναμ η, Ά π ό άπ ειρους μ έ ­ εν ώ τό μ π ρ ο σ ιειν ό π λ ά ν ο είνε ω ρ α ί α έκ τελ ε-
σ α π ίνακες τ ό δικό τη ς τό τ α μ π λ ώ φ α ίν ετα ι σμ ένο, τ ό φ ό ν τ ο (π ύ να ι καί τό κύριο α ν τ ι ­
Τ ο ϋ τ ο ε δ ώ τ ό χ αρ α κ τη ρισ τικ ό π ολ λές φ ο ρ έ ς κείμενο τοΰ έρ γου ) ά π εν α ν τία ς δείχνει μιάν
μ ας φ α ίν ετα ι α π λ ό έτσι καί α σ ή μ α ν το . Κ α ί ά δυ ν α μ ία π ού γ ίν ετ α ι ά ν τιλ η φ τή ιδίω ς στήν
σ τή ν π ερ ίπ τω σ η το ύ τη ν ε δ ώ β έ β α ια , δέν α π ο ­ ά π ό δ ο σ η του τόν ου σ τ ό χ ρ ώ μ α ). Σ τ ό ν α λ ο ι ­
τ ε λ ε ί τ ίπ ο τ α τ ό εξα ιρετικ ό ά λ λ ά ο π ω σ δ ή π ο ­ π όν , λείπει τό κ α λό σ χ έδιο (σ έ μερικά μ άλ ι­
τε π ά ν τ α του π α ραμ έν ει εν α κ αλό σημ άδι. σ τ α εΐν α ι ά ν.τικ αταστη μ ένο μ ένα ά λ λ ο ά σ κ η ­
Ά λ λ ο τ ίπ ο τ α ξε χ ω ρ ισ τ ό δέ βλέπει κανείς, μο π οΰ π ροδίν ει βιασύνη καί ά συ νειδη σ ία ) καί
έκ τος ά π ό τή δου λ ειά τ ώ ν γ υ μ νώ ν, ποΰ σέ σ τ ά λ λ ο , τ ά χ ρ ώ μ α τ α δέν είν α ι κ α λ ά το ν ισ μ έ­
ώ ρ ισ μ έ ν α κ ο μ ά τια εΐν α ι καλή, κ α θ ώ ς σ τ ό να ή τέ λ ο ς μ ιά κακή έχ τέλ εση τ ό διακρίνει.
« Ρ ο μ ά ν τ σ ο » ά ρ. 20 καί σ τ ό « μ ο ν τ έ λ ο » άρ. Φ α ίνετα ι έτ σ ι, δ τ ι ή δις Κ οκκίνη καί Σ χίνς
22, α ν τ ίθ ε τ α π ρ ό ς τή ν άσχημ η εκ τέλεση τ ώ ν άγ ν οοΰ ν ε π ώ ς « τ ό κ αλό ’ δέν βρ ίσκ ετα ι πιό
ά λ λ ω ν γυμ νώ ν. Κ ά νει ιδίω ς κ α τά π λη ξη καί π ολ ύ ». Γ ια τ ί ά λ λ ιώ τικ α , θ ά τ α ν ε εκ α τό φ ο ρ έ ς
δ ίκ α ια φ έρ ν ει τό ν π α ρ α τ η ρ η τή σέ σκέψη ά λ ­ π ρ ο τιμ ό τε ρ ο ν ά βλ έπ α μ ε πολύ λ ιγ ώ τ ε ρ α ερ γα ,
λη, τό σχέδιο « Γ υ μ ν ό » ά ρ . 76, π οΰ ά π ο ρ ε ΐ ό π α ρ ά δ λ α εκ είνα π οΰ κ α τα κ λ ύ σα ν ε τίς σ ά λ ε ς
κ α θ έν α ς π ώ ς έν α τέτοιο π ρ ά μ α είδε τ ό φ ώ ς . τοΰ Π α ρ ν α σ σ ο ΰ . Τ ο ΰ τ ο , θ ά π ρ ε π ε π ερ ισ σότερ ο
Γ εν ικ ά , δείχνει μιάν ώ ριμ η κ αλλιτέχ νιδα ν ά τό τονίσου μ ε γιά νά τά κ ού σ η ή δ)νις
τό ερ γ ο τη ς καί πολύ π ιθ α ν ό ν νά τ ό δ ιχνε Σ χ ίν ς π ού ε δ ώ σ έ τ ρ ία ή τ έ σ σ ε ρ α έρ γ α της,
π ιότερο κ α λά ά ν έλειπε ή βιασύ νη καί ή επι­ κ α θ ώ ς «κ εφ α λ ή ν έ ο υ » ά ρ . 12 (π α ρ ά δ ο ξ ο φ α ί ­
θ υ μ ία νά τά κ ά νουμ ε δ λ α , νά κ α τ α π ια σ τ ο ύ ­ νετα ι τ ό δ ού λ εμ α τοΰ ώ μ ο υ το ΰ π α ιδιοΰ . κ ά ­
με μέ τ ό κ ά θ ε τί καί τ ό χ ειρ ότερ ο, ν ά ε ρ γ α ­ τ ω δ εξ ιά , σ ά ν ά τ έ λ ε ιω τ ο είν α ι) «κ εφ α λ ή γ έ ­
ζ ό μ α σ τ ε ά κ α τ ά π α φ α τ α χ ω ρίς α ν α π ν οή , π ρ ά ­ ρ ο υ » ά ρ . 10 καί τή ς νεκρής φ ύ σ η ς τ ό κομ άτι
μ α π ού δείχνει π ρ ο χ ειρ ο λ ο γ ία . Ό Γ ύ ζ η ς π.χ. «ν α ρ γ ιλ έ ς » ά ρ . 20., (καί ή κ. Τ α ρ σ ο ύ λ η κ * -
« δ έ ν ζ ω γ ρ ά φ ι ζ ε π ο τέ, π ρ όχ ειρ α , ά μ ελέτη τα , θ ώ ς κι’ ή δ)νίς Κ οκκίνη έχουνε κ α λά έργα
ά τη μ έλ η τα . Ή τέχνη του γ ια φ τ ό ν ή το ίερ ά ». νεκρής φ ύ σ η ς π ρ ά μ α π οΰ δέν θ ά π ρ επ ε νά
Γ ιά τ ο ΰ τ ο καί δημ ιού ργησε. π αραλείψ ουμ ε μιά καί εΐν α ι κ αλό σ τοιχ ε ίο γιά
Τ ώ ρ α γ ιά τή δου λ ειά τή ς δ. Κ οκκίνη θ ά τήν δλ η δου λ ειά το υ ς) φ α ίν ε τ α ι νά ξέρει κά ­
μ π ο ρ ο ύ σε ν ά π ει κανείς οτι μ ιά καλλίτερη π ε­ τι, νά μ π ο ρ ε ί δη λ α δή ν ά φ τ ιά ξε ι κάτι καλό,
ριμέναμε. Ά π ό τή ν εμ φ ά νιση τη ς σ τ ό Λ ύ ­ σ τ ά υ π όλ οιπ α δείχ νεται τελ ειω τικ ά ξένη π ρος
κειο τ ώ ν Έ λ λ η ν ίδ ω ν π ο ύ τα ν κι’ ή προιτη τή τέχ ν η ’ Μ ά διά β ο λ ε! εΐν α ι έ ρ γ α τέχνης, τ ά ­
αν δ έν κ ά ν ω λ ά θ ο ς , π ερ ά σ α ν ε κ ον τά τρ ία χα εκ είνα π οΰ κ ρεμ α στή κ α νε έκεΐ; Δείχ νου­
χ ρόνια . Τ ό χ ρονικ ό τ ο ΰ τ ο δ ιά σ τ η μ α , δέν ε ί ­ νε κα μ ιά δύναμ η, κα μ ιά ικ α ν ότ η τα , τί­
ναι β έ β α ια ά ρ κ ετό γιά ν ά γένει κ ά τι π ρ α γ μ α ­ π ο τ ε ά π ο λ ύ τ ω ς Δ έ ξέρει κ α νέν α ς τί ν ά β ά λ ­
τικ ά κ α λλ ίτερ ο, ά λ λ ά ά μ α λ ά β ου μ ε ύ π ’ λει μέ τό ν οΰ του γιά ν ά δικ α ιολ ογ ή σ η ενα
δψει μ ας δ τ ι π ρ όκ ειτα ι γ ιά πρόσωπο τέ το ιο ά θ λ ιο φ α ιν όμ εν ο π οΰ ά θ ε λ α π ροξεν εί
νέο σ τ ά χ ρόνια , είν α ι δ υ ν α τ ό ν ά σ υ μ βεΐ τό ν οΐχ το.
τά λ λ ο . Σ ά λέμε τ ώ ρ α φ υ σ ικ ά , π ώ ς δέν π α ­ Ά λ ά δ. Σ χ ίν ς, δέν εΐν α ι θ ά λ α σ σ α εκεί­
ρ ο υ σ ιά ζ ει το ύ τ η τή στιγ μ ή τ ό ερ γ ο τή ς δ. νη, ούτε ε ίν α ι εκ είν α τ ά κ α φ ετ ιά καί μ αύ ­
Κ οκκίνη μ ιά κ ά π ο ια π ρ ό ο δ ο . Α π ε ν α ν τ ία ς ρα καί π ρ ά σ ιν α , κ α ρ ά β ια , οΰ τε ΐά
μ ά λ ισ τ α , λέμ ε δ τ ι, μιά εξέλιξη π α ρ ο υ σ ιά ζε τ α ι ά π ρ ο σ δ ιό ρ ισ τ α έκ εΐν α — σ χ ή μ α τα , α­
σ ά φ τ ό , μέ τή μικρή δ ια φ ο ρ ά π ώ ς , μ π οροΰ σε τμ ό σ φ α ιρ α . ’ Ε κ τός ά ν π ίσ ω ά π ’ δ λ α τού τα
το ύ τ η ε δ ώ ν ά μήν υπήρχε κ α θ ό λ ο υ . 'Ω σ τ ό σ ο , κ ρύ βετα ι κα μ ιά κ α ινού ργια μ α νιέρ α τή ς οπ οία ς
π α ρ ο υ σ ιά ζε ι μ ερικά π λ εον εχ τή μ α τα π ού β ρ ί- τ ά μ υ στικ ά τυχαίνει ν ά μήν ε ίμ α σ τ ε εμ είς
σκ ουντα ι δ λ α α ρμ ο ν ικ ά συ ν δια σ μ έν α σέ λ ίγ α
ά ξιο ι ν ά τ ά νοιώ σ ου μ ε. Α ύ τ ό εΐν α ι άλλ ο ζή ­
κ ο μ ά τια , κ α θ ώ ς σ τ ά « δ ε λ φ ο ί -δ ρ ό μ ο ς Ά ρ ά χ ω -
β α » ά ρ . 11 δ ρ ό μ ο ι χ ω ρ ιο ΰ » ά ρ . 12, « Ε κ κ λ η ­ τη μ α β έβ α ια . Ά λ λ ά π ολ ύ φ ο β ο ύ μ α σ τ ε μ ή π α ς
σ ία Κ α ισ α ρ ια ν ή ς » ά ρ . 37 (τ ο ΰ τ ο έ δ ώ κ ι' ή δέν σνμ βα ίνει ά φ τ ό .
κ. Α θ . Τ α ρ σ ο ύ λ η τόχ ει φ τ ια γ μ έ ν ο κ α θ ώ ς
ά ν ά φ ε ρ α ), «ψ α ρ ό β α ρ κ β ς» ά ρ . 30, « σ τ ή ν ά κ ρ ο - Β Λ Ι Α Σ Κ. Ζ Ι Ω Γ Α Σ
θ α λ α σ σ ι ά » ά ρ. 7, « σ τ ή ν ε ξ ώ π ο ρ τ α » ά ρ . 10.
« ν η σ ιω τικ ό σ π ίτ ι» ά ρ . 36 καί σ τ ό « β ά ρ κ α ψ α -
ρ ά δ ικ ια » ά ρ . 33.
Σ τ ά π α ρ α π ά ν ω βλ έπ ου μ ε κ α λ ό σκέδιο,
χ ρ ώ μ α τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν ο μέ συνειδητή β ε β α ιό ­
τη τ α σ τ ή θ έ σ η το υ κα ί τ ό κ υ ρ ιώ τερ ο μέ π ε­
π ο ίθ η σ η καί θ ά ρ ρ ο ς . Τ ά γ ν ω ρ ίσ μ α τ α ά φ τ ά ,
—S—t—*—S—3—S—3—3—S—S—*- ■ Ι γ·"·8 ·- I —'-"3*· § * » 3 -

ΕΤΟΙΜΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΜΑΤΑ ΚΑΠΕΑΑΑ 4


+
.1 1 1 1 1 1 Α Ρ ΓΥ Ρ ΙΟ Υ *
24 Ε ΤΜ ΤΕ Μ Π Ύ Μ Ι 24
+
Δ ’. ί Ρ Κ . Μ Σ Ε Κ Θ Β Σ ΙΣ Φ Ο Ρ Ε Μ Ρ Τ ίΐΝ
f
^Π Ο A P S X . SSO 1 ,C O O
sje
ί8 τ
Ε ΙΧ Π Λ Ο Υ Ζ ΙΆ Μ Χ Τ Α Α Ο Γ Η Γ ί n K r iA IiQ ·^ *1*
ν
*4*

ΠΑΙ ΔΙ ΚΗ ΧΑΡΑ
ΠΑΙΔΙΚΟ ΙΙΕ Ο Κ Ο ΓΡΑ Φ Ε Ε Μ Ο Π3ΡΙΟΔΙΖΟ
Διευθυντής A. L Ρ Α Λ Λ Η Σ
Έ κ ΰ ίδ ο τ α ί τ^ ε ΐς φ ο ζ $ ς ν ύ ρη ?&
Δ ιη γ ή μ α τ α — Μ υ θ ι σ τ ο ρ ή μ α τ α — Ε γ κ υ κ λ ο π α ιδ ικ ή " Υ λ η — Φ υ-
σιογ ν ω στικ ες γ ν ώ σ ε ις — Τ α ξ ε ϊδ ι α — Χ ε ιρ ο τ ε χ ν ία — Ν έ α και Π ε
ρ ίε ρ γ α — Π α ρ α μ ύ θ ια
Συσταίνεται μέ τήν ΰπ’ άριθ. 5983 ’ Εγκύκλιον 'Υπουργείου Παι­
δείας. 11-2-2»

Κ Α ΙΝ Ο Υ Ρ Γ ΙΑ Σ Ω Ε
ΑΓΓΑ0ΕAAHHIRH ΕΤΑΙΡΕΙΑ iSASAonaa g e m o -s m use max
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΏΝ Γράμματα -/εμβάσματα διεφθύνονταί <ττόν
Ν. Φ ΡΑΝΚ. & S IA κ. Θ. Π Ρ Ο Δ Ρ Ο Μ Ο Υ . Γραφεία Σίνα 11
Συνδρομή χρονιάτικη δραχ. 60.
Ενοικιάσεις, Ά γοραί, Πουλήσεις,
» γιά τούς φυιτητάς δρχ. γ>0
Κατασκευαι Κινηματογραφικών ται­
νιών Ά$ί)να·ί~Χο·λχοΜ ονδνλη 3 9
Λίγα άπ’ τό 2ο φύλλο πού θά κυκλο­
φορήσει στις αρχές τοΰ Μάη με 48 πλού-
σιες σελίδες και συνεργασία : Κ ΑΖΑΝ -
Ό ’Ιατρός τοΰ Προσφυγικοΰ Νο­
Τ Ζ Α Κ Π , Π Α Λ Α Μ Α , Φ ΙΛΗ Ν ΤΑ. κτλ.
σοκομείου ’Αθηνών κ. ΔΙΟΝ ΥΣΙΟ Σ
Ε. C A R R IE R E -M .P R U S T E , Ν. SE-
X " ΣΤΑΥΡΟΓ Έγκατεστάθη εις G U R κτλ.— άφτόγραφο Κ. ΘΕΟΤΟΚII.
ΙτονΣυνοικισμόν Βΰρωνοςκαι δέχε­ Παγκόσμια πνεβματική κίνηση, β,μλιο
ται καθ’ έκάστην 2-6 μ. μ· *ρπίες, Σκέψεις γνώμες, εκθέσεις— εικό­
'\)δός Χρυσοστόμου Σμύρνης αρ. 5 νες, σκίτσα κτλ.

Τυπογραφεία Α . Τσιγαρίδα

You might also like