Professional Documents
Culture Documents
Διάστημα
Διάστημα
Διάστημα
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
του
ΙΩΑΝΝΗ ΚΙΟΣΣΕ
Α.Ε.Μ.: 56173
1
Περίληψη
Λέξεις Κλειδιά: Πρόβλεψη , Σεισμός , Διάστημα , Μαγνητόσφαιρα ,Ηλιακός άνεμος ,Ηλιακή κηλίδα,
συμπεριστρεφόμενη περιοχή αλληλεπίδρασης, Στεμματική εκπομπή μάζας
2
Ευχαριστίες
Δεν θα ήταν υπερβολή να ευχαριστήσω για αυτή τη κοπιαστική εργασία τον επιβλέποντα
καθηγητή μου π.Γεώργιο Αναγνωστόπουλο για την κατανόηση και την υπομονή του, καθώς και
για την βοήθεια, την ενθάρρυνση και την καθοδήγηση που μου πρόσφερε σε όλα τα στάδια που
χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση της εργασίας αυτής. Αισθάνομαι υποχρέωση μου να
ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα δύο μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής, κ. Θ.Σαρρή και
κα.Ε.Κατσίρη, όπως επίσης και την οικογένειά μου για την υλική και πνευματική συμπαράσταση
όλα αυτά τα χρόνια.
3
Πίνακας Περιεχομένων
1 Πρόλογος ............................................................................................................................................. 5
2 Εισαγωγή.............................................................................................................................................. 6
3 Η Γή ως πλανήτης της ο Ήλιος ............................................................................................................. 8
3.1 Ηλιος ................................................................................................................................................... 8
3.1.1 Ηλιακές κηλίδες ........................................................................................................................... 8
3.1.2 Ηλιακός Κύκλος .......................................................................................................................... 13
3.1.3 Ηλιακό Στέμμα (corona)............................................................................................................. 15
3.2 Ηλιακές εκπομπές μάζας στον διαπλανητικό χώρο ......................................................................... 22
3.2.1 Στεμματικές εκπομπές μάζας (CME) .......................................................................................... 22
3.2.2 Γρήγορος ηλιακός άνεμος (HSS)- Συπεριστρεφόμενη περιοχή αλληλεπίδρασης (CIR) ............ 28
3.2.3 Διαφορετικές επιδράσεις CME-CIR στη μαγνητόσφαιρα .......................................................... 35
3.3 Ήλιος , μαγνητόσφαιρα και σεισμοί ................................................................................................. 41
3.3.1 Ηλιακή δραστηριότητα και σεισμικότητα ................................................................................. 41
3.3.2 Μελέτη της σεισμικότητας για την περιοχή της Vrancea.................................................................. 43
3.3.3 Γεωμαγνητική δραστηριότητα κατά τον μήνα πριν τον τεράστιο σεισμό στη Σουμάτρα στις
26/12/2004 ......................................................................................................................................... 47
3.3.4 Ασυμμετρία σεισμικότητας ημέρας –νύχτας ............................................................................ 52
3.3.5 Ηλιακή και σεισμική δραστηριότητα (M≥5) κατά τους ηλιακούς κύκλους 23 και 24............... 59
4 Νέες Παρατηρήσεις ......................................................................................................................... 63
4.1 Ηλιακή και σεισμική δραστηριότητα (M ≥7,8, 8,3) κατά τη διάρκεια των ηλιακών κύκλων 21-24
(1980-2017) ......................................................................................................................................... 63
4.2 Σχέση ηλιακής-γήινης σεισμικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια των ηλιακών κύκλων 14 - 24
(1900 -2017): Στατιστικά στοιχεία και περιορισμοί. .......................................................................... 69
4.3 Στεμματικές οπές (Coronal holes), ρεύματα ηλιακού ανέμου και γιγαντιαίοι σεισμοί (1980-2017)
............................................................................................................................................................ 79
4.3.1 Υψηλής ταχύτητας ροές (HSS) και σεισμών .............................................................................. 79
4.3.2 Μεγάλες ηλιακές στεφανιαίες οπές (CHs) πριν από τα γιγαντιαίους σεισμούς (EQs) ............. 79
5 Συμπεράσματα......................................................................................................................................... 81
Βιβλιογραφία .............................................................................................................................................. 84
4
1 Πρόλογος
Σεισμοί είναι οι εδαφικές δονήσεις που γεννιούνται κατά τις διαταράξεις της μηχανικής
ισορροπίας των γήινων πετρωμάτων από φυσικά αίτια τα οποία βρίσκονται στο εσωτερικό της
Γης.
Με τον όρο πρόβλεψη σεισμού εννοούμε τη γνώση του χώρου γένεσης, του χρόνου
γένεσης και του μεγέθους συγκεκριμένου σεισμού πριν από τη γένεσή του. Η δυσκολία πρόβλεψης
των σεισμών οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην ανεπαρκή γνώση της φυσικής διαδικασίας η οποία
πραγματοποιείται στους σεισμογενείς χώρους των σεισμών πριν από τη γένεσή τους. Ακόμα και
να είναι γνωστή η διαδικασία αυτή, θα είναι δύσκολη η ακριβής πρόβλεψη χωρίς τη δυνατότητα
της συνεχής παρακολούθησης στην επιφάνεια της Γης της πορείας των φυσικών αυτών εξελίξεων,
γιατί ο χρόνος γένεσης των σεισμών είναι ευαίσθητος αφού επηρεάζεται και από μικρές ακόμα
μεταβολές των αιτίων που καθορίζουν την πορεία αυτή.
Σε αυτή την εργασία παρέχουμε σημαντικές ενδείξεις ότι ο Ήλιος είναι ένας κύριος
παράγοντας που προκαλεί σεισμική δραστηριότητα. Πραγματοποιήσαμε αρκετές στατιστικές
μελέτες για τα ηλιακά, διαστημικά και σεισμολογικά δεδομένα μεταξύ 1980-2017 και μια μελέτη
για μεγάλο χρονικό διάστημα από το έτος 1900 έως το έτος 2017. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα
των αναλύσεων δεδομένων είναι ότι οι περισσότεροι από τους γιγαντιαίους σεισμούς (M≥8.3)
ακολουθούν τα υψηλής ταχύτητας ρεύματα του ηλιακού ανέμου (HSS) και τις περιοχές
αλληλεπίδρασης (CIRs) που προέρχονται από τις ηλιακές οπές (CH) κατά τη φθίνουσα φάση των
ηλιακών κύκλων.
Η μελέτη της περιόδου 1900-2017 έδειξε ότι: (α) όλα οι γιγαντιαίοι σεισμοί (EQs) (M ≥
8,5) συνέβησαν κατά τη διάρκεια της μείωσης, της ελάχιστης και της φάσης ανόδου του ηλιακού
κύκλου ή σε στιγμές ισχυρής μείωσης του μηνιαίου μέσου όρου ηλιακού αριθμός (SSN) στη
μέγιστη φάση. και (β) η παγκόσμια απελευθέρωση ενέργειας όλων των EQs με μεγέθη M ≥ 5,5
εμφανίζει τις υψηλότερες τιμές κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου και
συγκεκριμένα 3 χρόνια μετά το ηλιακό μέγιστο.
Σημαντικά στοιχεία που παρουσιάζονται σε αυτή την εργασία υποδηλώνουν ότι τα
προαναφερθέντα φαινόμενα δεν πρέπει να θεωρούνται αποκλειστικά πρόδρομοι σεισμού, αλλά
και παράγοντες που προκαλούν τη δημιουργία σεισμών. Η προτεινόμενη σημασία των HSS που
σχετίζονται με CH / CIR για την παραγωγή σεισμικών επιπτώσεων στη Γη παρέχει ένα πλαίσιο
για μελλοντική θεωρητική και παρατηρητική έρευνα για τον εντοπισμό των φυσικών διεργασιών
που αποτελούν τη βάση της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης διαστημικού καιρού και
σεισμού.
5
2 Εισαγωγή
Ο ήλιος είναι η κύρια πηγή ενέργειας στο ηλιακό μας σύστημα και επομένως ο παράγοντας
πολλών φυσικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στη μαγνητόσφαιρα της Γης , ατμόσφαιρα ,
λιθόσφαιρα και της βιόσφαιρας. Επιπλέον, στις μέρες μας οι γνώσεις μας σχετικά με τις
ηλεκτρομαγνητικές σχέσεις Ήλιου-Γής αυξάνονται συνεχώς και επιτρέπουν μια νέα αντίληψη για
σημαντικά φυσικά και βιολογικά φαινόμενα.
Στη Γη, οι σεισμοί (EQs) είναι γνωστό ότι είναι το πιο καταστροφικό φυσικό φαινόμενο.
Οι σεισμοί προκαλούν δραματικές επιπτώσεις, όπως χιλιάδες θανάτους και πολύ μεγάλο αριθμό
τραυματιών και άστεγων ανθρώπων κάθε χρόνο, καθώς και κοινωνικές επιπτώσεις,
συμπεριλαμβανομένων των κατεστραμμένων πόλεων και κοινωνικών , οικονομικών
προβλημάτων και αναταραχών. Σήμερα, η έρευνα επιστημονικής πρόβλεψης σεισμού φαίνεται να
είναι ένα ελπιδοφόρο κοινωνικό -επιστημονικό εργαλείο για τη μείωση των δραματικών
επιπτώσεων του σεισμού. Σημαντική πρόοδος προς την πληρέστερη κατανόηση του σεισμικού
φαινομένου επιτεύχθηκε με την αναζήτηση διαφόρων ηλεκτρομαγνητικών (EM) φαινομένων που
προηγούνται των σεισμών.
Επιπλέον, έχει υποτεθεί ότι οι σεισμοί σχετίζονται με τη δραστηριότητα της ηλιακής και
της διαστημικής μετεωρολογίας. Αρκετές μελέτες έχουν δώσει σημαντικές ενδείξεις ότι η
σεισμικότητα εξαρτάται από τη φάση του ηλιακού κύκλου, τον ηλιακό άνεμο και τη γεωμαγνητική
δραστηριότητα. Επιπλέον, αρκετές μελέτες έχουν δώσει σημαντικές αποδείξεις ότι οι
περισσότεροι από τους σεισμούς (EQs) συμβαίνουν εκτός της μέγιστης φάσης των ηλιακών
κύκλων, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου.
Μέχρι τώρα, η πιθανή συσχέτιση ηλιακή-γήινης δραστηριότητας ενεργοποίηση των
σεισμών έχει βασικά εξεταστεί με βάση τη σύγκριση μεταξύ των σεισμολογικών δεδομένων και
του αριθμού των ηλιακών κηλίδων (SSN). Το SSN είναι ένας χρήσιμος και πιο γνωστός δείκτης
της ηλιακής δραστηριότητας, αλλά δεν είναι ο μοναδικός ηλιακός δείκτης. Επιπλέον, η τιμή του
SSN που παρατηρείται δεν αποκαλύπτει ολόκληρη την κατάσταση της ηλιακής δραστηριότητας,
ιδίως όταν χρησιμοποιούνται μεγάλος (1 έτους) μέσος όρος δεδομένων.
Από την άλλη πλευρά, τα HSSs που προέρχονται από την ηλιακή κορώνα είναι ένας
σημαντικός παράγοντας, ο οποίος είναι γνωστό ότι επηρεάζει το περιβάλλον της Γης. Ως εκ
τούτου, σε αυτή την εργασία διερευνάμε, εκτός από τον 11-ετή κύκλο του SSN, την πιθανή σχέση
των HSS που κατευθύνεται από CH με σεισμική δραστηριότητα και, ειδικότερα, την πιθανή
επίδραση της περιόδου περιστροφής των 27 ημερών (η ηλιακή περιστροφική περίοδο) για
σεισμολογικά δεδομένα. Για το λόγο αυτό, στο κεφάλαιο 4 παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα από
διάφορες στατιστικές μελέτες των γιγαντιαίων EQs (≥ 7.8, 8.3, 8.5) και της παγκόσμιας έκλυσης
σεισμικής ενέργειας. Τα στατιστικά αποτελέσματα παρουσιάζονται από μια περίοδο έως και 117
χρόνια, αλλά ιδιαίτερη έμφαση δίνετε στη μελέτη των τεσσάρων τελευταίων ηλιακών κύκλων.
6
Η ποικιλία των μελετών που παρουσιάζουμε σε αυτή την εργασία παρέχει μια καλή
ένδειξη ότι τα HSS που κατευθύνονται από CH (συνήθως κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης
του ηλιακού κύκλου) συμβάλλουν σημαντικά στην πρόκληση γιγαντιαίων σεισμών και την
ενίσχυση της παγκόσμιας σεισμικότητας. Τέλος, συζητούμε διάφορα θέματα που σχετίζονται με
τη νέα αντίληψη των HSS που κατευθύνεται από την CH, ως σημαντικού εξωτερικού παράγοντας
που συμβάλλει στην σεισμικότητας της Γης.
7
3 Η Γή ως πλανήτης της ο Ήλιος
3.1 Ηλιος
3.1.1 Ηλιακές κηλίδες
Οι κηλίδες (sunspots) είναι σκοτεινοί σχηματισμοί της φωτόσφαιρας με μέση έκταση 104 Km
και χρόνο ζωής αρκετών ημερών. Αυτές αποτελούνται από :
• Την σκιά (ubra) , μια κεντρική περιοχή που δείχνει σκοτεινή εξαιτίας της κατά πολύ
χαμηλότερης θερμοκρασίας σε σχέση με την ηλιακή φωτόσφαιρα (περίπου 2000 Κ
χαμηλότερη) , με λαμπρότητα 0.2-0.3 L της ηλιακής.
• Την παρασκιά (penubra) , μια λιγότερο σκοτεινή ζώνη που αποτελείται από δίκτυο
φωτεινών και σκοτεινών νημάτων με ακτινική διάταξη. Η περιοχή αυτή έχει λαμπρότητα
0.7 L της ηλιακής.
Οι κηλίδες παρουσιάζουν μαγνητικό πεδίο έντασης: 3000 – 4000 Gauss. Με το ισχυρό αυτό
μαγνητικό πεδίο που αναπτύσσεται στην περιοχή και που ενδέχεται να ξεπεράσει τα 4000 Gauss,
σχετίζεται μια σειρά φαινομένων που έχουν να κάνουν με τη ροή αερίων από την παρασκιά προς
τη φωτόσφαιρα , και τανάπαλιν (φαινόμενο Evershed ) . Το φαινόμενο Evershed αναφέρεται σε
κίνηση υλικού από την κηλίδα προς τη φωτόσφαιρα που την περιβάλλει , με χαρακτηριστικά
υποηχητικής ροής σίφωνα. Σύμφωνα με αυτή , η ροή κατά μήκος ενός αψιδωτού σωλήνα ροής
προκαλείται εξαιτίας μιας πτώσης της πίεσης του αερίου ανάμεσα σε δύο σημεία του τόξου.
8
Οι κηλίδες σχηματίζονται στη φωτόσφαιρα στα σημεία ανάδυσης των μαγνητικών κορδονιών
από τη ζώνη μεταφοράς. Κάθε τέτοιο μαγνητικό κορδόνι αποτελείται από πλήθος
συνεστραμμένων μαγνητικών δυναμικών γραμμών , που καθεμία αποτελεί έναν σωλήνα ροής
εξαιτίας του παγωμένου σε αυτή πλάσματος. Έτσι αν παρατηρήσουμε τις κηλίδες με μεγαλύτερη
διακριτική ικανότητα θα δούμε να παρουσιάζουν στίγματα (dark dots) στα σημεία εξόδου των
μαγνητικών δυναμικών γραμμών που συναποτελούν το μαγνητικό κορδόνι.
Εικόνα 3.1 Η προέλευση της δομής της παρασκιάς αναζητείται στη βύθιση των σωλήνων ροής από
τα καθοδικά ρεύματα του φαινομένου της κοκκίασης.
Σύμφωνα με το μοντέλο των John H Thomas.Nigel O Weiss Steven M.Tobias and Nicholas
H .Brummell (2004) που βλέπουμε στην εικόνα ,οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές του σωλήνα
ροής μετά την έξοδο τους στη φωτόσφαιρα είτε στρέφονται οριζόντια δημιουργώντας σκοτεινά
νημάτια που στη συνέχεια βυθίζονται πάλι κάτω από την επιφάνεια του ορατού δίσκου , είτε
ανυψώνονται και εκτείνονται ακτινικά προς τα έξω πέρα από την παρασκιά σε γωνία 40ο περίπου
ως προς το οριζόντιο επίπεδο (δηλαδή το επίπεδο της φωτόσφαιρας) δημιουργώντας φωτεινά
νημάτια , Έτσι όταν κοιτάζουμε την κηλίδα σε κάτοψη , βλέπουμε στην παρασκιά το
χαρακτηριστικό δίκτυο που αποτελείται από εναλλασσόμενα φωτεινά και σκοτεινά νημάτια. (γι’
αυτό δείχνει λιγότερο σκοτεινά
Δίπλα στον μεγάλο σωλήνα ροής εικόνα 3.1 βλέπουμε ένα μεγάλο ανοδικό ρεύμα
μεταφοράς να δημιουργεί έναν υπερκόκκο (παχύ βέλος) , ο οποίος εκβάλει στην παρασκιά και
από πάνω του να κυρτώνονται οι σωλήνες ροής. Δημιουργείται έτσι μια τάφρος (moat cell)
περιμετρικά της κηλίδας , που περικυκλώνεται από κόκκους οι οποίοι αποτελούν τις κορυφές των
μικρής κλίμακας ανοδικών ρευμάτων μεταφοράς (μικρά λεπτά μαύρα βέλη) . Κάποιοι τώρα από
τους σωλήνες ροής του οριζόντιου μαγνητικού πεδίου , παρασυρόμενοι από τα καθοδικά ρεύματα
της κοκκίασης (κατακόρυφα βέλη) βυθίζονται κάτω από τη φωτόσφαιρα στα όρια της παρασκιάς
, ενώ οι υπόλοιποι εκτείνονται οριζόντια (ελαφρώς ανυψωμένοι), σε μεγαλύτερη απόσταση
δηλαδή πέρα από τα όρια της παρασκιάς.
9
Εικόνα 3.2 Η παρασκιά αποτελείται από σκοτεινά νημάτια , τα οποία είναι υπερυψωμένα από το
επίπεδο της κηλίδας καθώς κυρτώνονται πριν βυθιστούν κάτω από τη φωτόσφαιρα , δημιουργώντας
έτσι μια τάφρο (moat cell)
Σε αυτούς τους σωλήνες ροής που εκτείνονται οριζόντια πάνω στη φωτόσφαιρα η ροή του
παγιδευμένου πλάσματος κατά μήκος των μαγνητικών δυναμικών γραμμών , δημιουργεί το
φαινόμενο Evershed . Ωστόσο , ένα μικρό κλάσμα της ροής φεύγει από τις ελαφρώς ανυψωμένες
δυναμικές γραμμές που εκτείνονται σχεδόν οριζόντια πάνω από τη φωτόσφαιρα ακτινικά προς τα
έξω περα από τα όρια της παρασκιάς.
Οι Σωλήνες ροής που ανυψώνονται πάνω από την κηλίδα δημιουργώντας το κεκλιμένο
μαγνητικό πεδίο , εκτείνονται έως και τη χρωμόσφαιρα δημιουργώντας στο εσωτερικό τμήμα της
χρωμόσφαιρικής υπερπαρασκιάς φωτεινούς νηματοειδείς σχηματισμούς. Στο εξωτερικό τμήμα
της χρωμοσφαιρικής υπερπαρασκιάς , διακρίνουμε σκοτεινά νήματα (fibrils) , που εκτείνονται
ακτινικά προς τα έξω μήκους περίπου 11.000 Km έκαστο , που πιθανότατα είναι σωλήνες ροής
στους οποίους η ένταση του μαγνητικού πεδίου είναι χαμηλότερη.
10
Εικόνα 3.3 Οι κηλίδες είναι σχηματισμοί της φωτόσφαιρας (πάνω εικόνα) , που όμως είναι ορατές
και στη χρωμόσφαιρας (κάτω εικόνα) . Σε αυτό το στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας , οι κηλίδες
φαίνονται να περιβάλλονται από μια λιγότερο σκοτεινή ζώνη , η οποία όμως έχει πολύ μεγαλύτερη
έκταση σε σχέση με την παρασκιά που παρατηρούμε στη φωτόσφαιρα. Για αυτό ονομάζεται
χρωμοσφαιρική υπερπαρασκιά. Μέσα σε αυτή τη ζώνη διακρίνουμε σκοτεινά νημάτια , που
εκτείνονται ακτινικά προς τα έξω (fibrils).
Για τη δημιουργία των φωτεινών νηματίων που εναλλάσσονται με τα σκοτεινά νημάτια
στην παρασκιά της κηλίδας , έχει προταθεί ένα άλλο μοντέλο , αυτό των D.A.N. Muller,
R.Schlichenmaier, G.Fritz, and C.Beck (2006). Σύμφωνα με αυτό , τα φωτεινά νημάτια στην
παρασκιά της κηλίδας προέρχονται από σωλήνες ροής που γίνονται ασταθείς και αναδύονται
απευθείας στην παρασκιά και όχι στην κηλίδα. Επειδή τότε το μαγνητικό πεδίο τους είναι πιο
ισχυρό από αυτό της παρασκιάς, είναι πιο λαμπροί και επομένως δείχνουν πιο φωτεινοί
11
Εικόνα 3.4 Τα φωτεινά νημάτια στην παρασκιά της κηλίδας προέρχονται από σωλήνες ροής που
γίνονται ασταθείς και αναδύονται απευθείας στην παρασκιά και όχι στην κηλίδα.
Οι κηλίδες λοιπόν έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία από τις γύρω περιοχές γιατί όπως
πιστεύεται το πολύ ισχυρό μαγνητικό πεδίο παρεμποδίζει και εκτοπίζει από το εσωτερικό του
Ήλιου να μη φθάσει στις περιοχές αυτές και έτσι να δείχνουν πιο σκοτεινές. Αντίθετα το λιγότερο
συγκεντρωμένο μαγνητικό πεδίο των πυρσών διευκολύνει την έκλυση μαγνητικής ενέργειας είτε
από MHD κύματα, είτε από απευθείας μετατροπή μαγνητικής ενεργείας σε θερμότητα.
Εικόνα 3.5 Το πολύ ισχυρό μαγνητικό πεδίο των κηλίδων παρεμποδίζει τα ανοδικά ρεύματα της
ζώνης μεταφοράς με αποτέλεσμα το θερμό πλάσμα από το εσωτερικό του Ήλιου να μη φθάνει εκεί
12
και έτσι αυτές να είναι ψυχρές με θερμοκρασία κατά 2000Κ χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές και
να δείχνουν σκοτεινές(εδώ κόκκινο για το θερμό μπλε για το ψυχρό)
Εικόνα 3.6 Το πολύ ισχυρό μαγνητικό πεδίο των κηλίδων εκτοπίζει τα ανοδικά ρεύματα της ζώνης
μεταφοράς.
13
Εικόνα 3.7 Σε αυτή την εικόνα το πάνω διάγραμμα είναι το λεγόμενο διάγραμμα της πεταλούδας
(butterfly diagram) και το κάτω είναι ένα διάγραμμα που απεικονίζει την ηλιακή δραστηριότητα
των τελευταίων 12 11ετών κύκλων.
Πρόσφατες καταγραφές κηλίδων αποδεικνύουν ότι ο Ήλιος πέρασε από μία περίοδο μειωμένης
δραστηριότητας κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, η οποία ονομάζεται ελάχιστο Maunder (εικόνα
3.8). Συγκεκριμένα από το 1645 μέχρι και το 1715 παρατηρήθηκαν πολύ μικροί αριθμοί κηλίδων
ακόμη και στα μέγιστα των κύκλων. Αυτή η περίοδος μειωμένης δραστηριότητας συμπίπτει και
με μία κλιματική περίοδο γνωστή ως σύντομη εποχή των παγετώνων, όπου δημιουργήθηκαν
παγετώνες και σε χαμηλά γεωγραφικά πλάτη.
14
Εικόνα 3.8 Στο παράπλευρο διάγραμμα διακρίνεται η περίοδος όπου εντοπίζεται το ελάχιστο
Maunder, ενώ είναι δυνατή η σύγκριση με τη δραστηριότητα άλλων κύκλων.
Το στέμμα (corona) είναι ένας σφαιρικός φλοιός που περιβάλλει τη χρωμόσφαιρα και
εκτείνεται μέσα στο διαπλανητικό χώρο. Δεν υπάρχει ένα ακριβές όριο της έκτασης του , επειδή
η πυκνότητα της ύλης , που ρέει συνεχώς από τον Ήλιο προς το διάστημα (ηλιακός άνεμος)
μειώνεται συνεχώς όσο απομακρυνόμαστε από αυτόν αλλά δε μηδενίζεται ποτέ. Σήμερα
θεωρούμε ότι ο ηλιακός άνεμος αποτελεί προέκταση του στέμματος το οποίο δεχόμαστε ότι
τελειώνει εκεί που η πυκνότητα του γίνεται ίση με την πυκνότητα του μεσοαστικού χώρου. Αυτό
φαίνεται ότι συμβαίνει πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα . Συνήθως όμως όταν μιλάμε για
στέμμα αναφερόμαστε στην περιοχή του που βρίσκεται σχετικά κοντά στον Ήλιο. Δηλαδή για
πάχος d μερικών ηλιακών ακτίνων (d<10Ro).
Η θερμοκρασία του πλάσματος στο στέμμα είναι 2x106 Κ . Το ότι το στέμμα έχει τόσο
μεγάλη θερμοκρασία , ενώ όπως είδαμε η θερμοκρασία στη φωτόσφαιρα ελαττώνεται από τη βάση
προς την κορυφή της φαίνεται παράδοξο και σε πρώτη αντιμετώπιση ανεξήγητο. Πραγματικά ένα
σώμα δεν μπορεί να θερμάνει ένα άλλο σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από τη δική του , γιατί έτσι
παραβιάζονται τα κλασικά θερμοδυναμικά αξιώματα. Σήμερα πιστεύουμε ότι η υψηλή
θερμοκρασία του στέμματος οφείλεται στην εναπόθεση εκεί ενέργειας από την απορρόφηση
μαγνητουδροδυναμικών η ακουστικών κρουστικών κυμάτων που δημιουργούνται στη
φωτόσφαιρα.
15
Επειδή η πυκνότητα του στέμματος και το οπτικό του βάθος είναι πολύ μικρά δεν
μπορούμε να παρατηρήσουμε κατά τη διάρκεια φυσικών ή τεχνητών εκλείψεων (με τη βοήθεια
του στεμματογράφου) οφείλεται κυρίως στη σκέδαση του φωτός της φωτόσφαιρας από τα
ηλεκτρόνια του στέμματος. Παρατήρηση του στέμματος στο λευκό φως δείχνει ότι δεν είναι
καθόλου σφαιρικά συμμετρικό αλλά αντίθετα έχει κάποια δομή. Στην περίοδο της χαμηλής
δραστηριότητας των κηλίδων το στέμμα έχει μια σαφή διπολική μορφή που οφείλεται στο βασικό
μαγνητικό πεδίο του Ήλιου. Αντίθετα στην περίοδο του μέγιστου των κηλίδων παρουσιάζει
μεγάλους «πλοκάμους» που εκτείνονται στο μεσοπλανητικό χώρο και αποτελούνται προφανώς
από ανοικτούς μαγνητικούς σωλήνες.
Η παρατήρηση του στέμματος στις ακτίνες Χ κατά το πρόσφατο παρελθόν με τηλεσκόπια
τοθετημένα σε τεχνητούς δορυφόρους φανέρωσε δυο νέα φαινόμενα: Τις οπές του στέμματος
(Coronal holes) και τα παροδικά φαινόμενα του στέμματος (coronal transients). Οι οπές του
στέμματος παρατηρούνται στις ακτίνες Χ σαν τεράστιες σκοτεινές περιοχές , όπου η θερμοκρασία
και η πυκνότητα είναι χαμηλές. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δυναμικές γραμμές στις περιοχές τω
οπών είναι ανοιχτές με αποτέλεσμα το πλάσμα που κινείται εύκολα κατά μήκος τους , να διαφεύγει
προς το μεσοπλανητικό χώρο. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται ότι είναι η βασική πηγή του ηλιακού
ανέμου και παλιότερα ονομαζόταν περιοχές Μ. Τα παροδικά φαινόμενα είναι μεγάλοι
σχηματισμοί που φαίνονται να αποσπώνται από τη βάση του στέμματος και να απομακρύνονται
από τον Ήλιο σαν τεράστιες σταγόνες ύλης. Το φαινόμενο αυτό φαίνεται ότι είναι στενά
συνδεδεμένο με τις εκλάμψεις και τις εκρηκτικές προεξοχές. Έτσι σήμερα πιστεύουμε ότι τα
παροδικά φαινόμενα του στέμματος είναι η συνέχεια ( στην εξωτερική περιοχή του στέμματος )
των εκρηκτικών προεξοχών και ίσως των χρωμοσφαιρικών εκλάμψεων.
Στο μέγιστο της δράσης του Ήλιου , το στέμμα απλώνεται συμμετρικό γύρω από αυτόν
και δείχνει αρκετά εκτεταμένο , με κέντρα δράσης να απεικονίζονται (στα κατά μήκη κύματος
των ακτίνων Χ) ως συμπυκνώσεις μεγαλύτερης θερμοκρασίας , δηλαδή φαίνονται πολύ φωτεινά
Στο ελάχιστο της δράσης του Ήλιου παρατηρείται (στα ραδιοκύματα) μια πλάτυνση του
Ήλιου στο επίπεδο του ισημερινού του . Αυτό που συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα είναι ότι
η έκταση του στέμματος μειώνεται στους πόλους καθώς τα κέντρα δράσης συσσωρεύονται στον
ισημερινό , με αποτέλεσμα το στέμμα να δείχνει πιο εξογκωμένο στα μικρά ηλιογραφικά πλάτη
(στις περιοχές γύρω από τον ισημερινό). Στην πάνω εικόνα βλέπουμε στις ακτίνες Χ τον Ήλιο να
διανύει από το μέγιστο στο ελάχιστο της δράσης του.
16
Η μετάβαση του Ήλιου από το μέγιστο στο ελάχιστο διαρκεί 11.6 έτη και είναι γνωστή ως
ενδεκαετής κύκλος (11ετής κύκλος ) . Κατά τη μετάβαση αυτή δημιουργούνται στον ¨Ηλιο
περιοχές με ασθενές μαγνητικό πεδίο , αφού οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές που εξέρχονται από
τον ένα πόλο δεν επιστρέφουν στον άλλο , γεγονός που προκαλεί την εμφάνιση σκοτεινών
περιοχών στο στέμμα που καλούνται στεμματικές οπές.
17
Εικόνα 3.10 Μια εικόνα ακτίνων Χ για κάθε χρόνο του ενδεκαετούς κύκλου , ξεκινώντας
από το μέγιστο της ηλιακής δραστηριότητας και καταλήγοντας στο ελάχιστο.
18
Στο στέμμα συναντάμε ακόμα , αψιδωτούς σχηματισμούς που αποτελούνται από πλήθος
μαγνητικών δυναμικών γραμμών , οι οποίες εξορμούνται κατά συστάδες από τη ζώνη μεταφοράς
, εκβάλλουν στη φωτόσφαιρα και εξαπλώνονται στο στέμμα. Οι σχηματισμοί αυτοί ονομάζονται
μαγνητικοί βρόχοι (coronal loops) και είναι « φορτωμένοι » με μαγνητισμένο πλάσμα – δηλαδή
με φορτισμένα σωματίδια – το οποίο προέρχεται από το εσωτερικό του Ήλιου και βρίσκεται
παγωμένο (παγιδευμένο) στις μαγνητικές δυναμικές γραμμές.
19
Εικόνα 3.12 Το διπολικό μαγνητικό πεδίο του κέντρου δράσης
Στο στέμμα πάνω από τους κλειστούς βρόχους που ξεπροβάλλουν από τα κέντρα δράσης
υπάρχουν και ανοιχτές δυναμικές γραμμές (ανοιχτές δομές στέμματος) οι οποίες εντοπίζονται
στον ηλιακό ισημερινό. Αυτές όπως πιστεύουμε σήμερα , δημιουργούνται όταν δύο κέντρα
δράσης που ανήκουν σε διαφορετικά ημισφαίρια προσεγγίζουν στον ισημερινό και οι βρόχοι που
εκκινούν από αυτά , αλληλεπιδρούν μαγνητικά. Μπορούν ακόμα να δημιουργηθούν πάνω από το
ίδιο κέντρο δράσης όταν μια μαγνητική φιάλη «σπάσει» στο ένα άκρο της ή όταν προκληθεί μια
έκλαψη ή μια CME που μπορεί να ανοίξει τις υπερκείμενες δυναμικές γραμμές (όπως περιγράφει
το μεντέλο break out). Από αυτές τις δομές εκρέει ελεύθερα ο ηλιακός άνεμος.
Εικόνα 3.13
20
Εικόνα 3.14 Μια ανοιχτή δομή στέμματος (ανοιχτές μαγνητικές δυναμικές γραμμές ) πάνω
από έναν σωλήνα ροής (flux rope) , από όπου «ξεχύνεται» ελεύθερα ο ηλιακός άνεμος. Ο σωλήνας
ροής δείχνει τότε πολύ πυκνός και λαμπρός μέσα στην ανοιχτή σκοτεινή δομή , με αποτέλεσμα να
δημιουργείται ένας σχηματισμός ο οποίος ονομάζεται condensation.
21
3.2 Ηλιακές εκπομπές μάζας στον διαπλανητικό χώρο
3.2.1 Στεμματικές εκπομπές μάζας (CME)
Όπως είδαμε στα προηγούμενα πολλές φορές πάνω από τα κέντρα δράσης δημιουργούνται
μαγνητικές φιάλες (flux tubes). Σε ορισμένες περιπτώσεις μια τέτοια φιάλη μπορεί να αποσπαστεί
ολόκληρη (πλασμοειδές με μάζα ≥ 1016 g και ενέργεια ≥ 1032 erg ) , να καταστεί ελεύθερη και να
διαφύγει από τον Ήλιο. Δημιουργείται τότε μια εκτόξευση στεμματικού υλικού ευρύτερα γνωστή
ως CME (Coronal Mass Ejection) , όπου το πλάσμα μαζί με το πρότερα σταθεροποιημένο πεδίο
αποχωρίζεται από τον Ήλιο και εκτοξεύεται στον διαπλανητικό χώρο με μεγάλη ταχύτητα.
Εικόνα 3.15 Μια μαγνητική φιάλη που αποσπάται από την ηλιακή επιφάνεια.
22
Εικόνα 3.16 Η μαγνητική φιάλη αποσπάται από τον Ήλιο , δημιουργώντας μια CME , που
διαταράσσει τις δυναμικές γραμμές του ασθενούς μαγνητικού πεδίου του.
Η μαγνητική φιάλη που αποσπάται περιέχει ηλεκτρόνια , τα οποία – λόγω του φαινομένου της
σκέδασης – ακτινοβολούν και έτσι η CME είναι φωτεινή.
23
Εικόνα 3.17 Η μαγνητική φιάλη που αποσπάται από τον Ήλιο είναι φωτεινή γιατί περιέχει
ηλεκτρόνια , τα οποία ακτινοβολούν λόγω του φαινομένου της σκέδασης
Εικόνα 3.18 Μπροστά από το εκτοξευόμενο στεμματικό υλικό δημιουργείται ένα κρουστικό κύμα
Καθώς η CME προωθείται τώρα προς τα έξω οι διαστάσεις της αυξάνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε
να προκαλεί μεγάλη διαταραχή στις μαγνητικές δυναμικές γραμμές του Ήλιου και να επιδρά
ισχυρά στις μαγνητόσφαιρες των πλανητών σε μεγάλη έκταση και με μεγάλη σφοδρότητα. Το
εκρηκτικό αυτό φαινόμενο φαίνεται να συνδέεται και με τις εκλάμψεις και με τις εκρηκτικές
προεξοχές , αν και το θέμα παραμένει ανοιχτό.
24
Οι CMEs που εκτοξεύονται από κεντρική περιοχή του ηλιακού ονομάζονται Halo CMEs
γιατί δείχνουν σαν να προέρχονται από ολόκληρο το ηλιακό δίσκο.
Εικόνα 3.19 Μια Halo CME εκτοξεύεται προς τη Γη από κεντρική περιοχή του ηλιακού δίσκου.
Τότε από τη Γη φαίνεται σαν να προέρχεται από ολόκληρο τον ηλιακό δίσκο.
25
Εικόνα 3.20 Μια Halo CME πραγματοποιείται πάνω στον άξονα που ενώνει τον Ήλιο με τη Γη.
Τότε όπως παρατηρούμε τη CME από τη Γη , αυτή δείχνει σα να προέρχεται από ολόκληρο τον
ηλιακό δίσκο , ενώ προέρχεται από κάποια περιοχή του κέντρου του ηλιακού δίσκου.
26
Υπάρχει ακόμα μια περίπτωση μετά τη δημιουργία μιας CME να ακολουθεί και δεύτερη
ή ακόμα και τρίτη , γεγονός όχι παράξενο αφού , όπως είδαμε , όταν λαμβάνει χώρα μια ηλιακή
έκλαμψη τότε ενεργοποιείται όλη η γύρω περιοχή , με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
συμπαθητικές εκλάμψεις. Κάποιες από αυτές δύναται να προκαλέσουν εκτόξευση στεμματικού
υλικού , δηλαδή νέες CME. Αυτές επιταχύνονται γρήγορα και προλαβαίνουν την πρώτη , με
αποτέλεσμα το φαινόμενο να λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Η περίπτωση αυτή είναι
γνωστή με τον αγγλικό όρο Cannibal CME και πιθανολογείται πως τα μαγνητικά νέφη αποτελούν
εξέλιξη αυτού του φιανομένου.
Εικόνα 3.21 Μια cannibal CME δημιουργείται από απανωτές εκλάμψεις , που στην πορεία τους
προλαβαίνουν η μια την άλλη.
27
3.2.2 Γρήγορος ηλιακός άνεμος (HSS)- Συπεριστρεφόμενη περιοχή
αλληλεπίδρασης (CIR)
Ο ηλιακός άνεμος είναι μια ροή πλάσματος και το παγωμένο ηλιακό μαγνητικό πεδίο από
τον Ήλιο. Η εξωτερική ροή οφείλεται στην διαφορά πίεσης αερίου μεταξύ διαπλανητικού χώρου
και της ηλιακής κορώνας. Οι αλλαγές στο ηλιακό μαγνητικό πεδίο (από την ηλιακή
δραστηριότητα) επηρεάζουν τον ηλιακό άνεμο, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει τους πλανήτες,
τα διαστημικά σκάφη και άλλα σώματα μέσα στον ηλιακό άνεμο (την ηλιόσφαιρα). Kοντά στον
πλανήτη, σε σύγκριση με τη μαγνητόσφαιρα, το πλάσμα του ηλιακού ανέμου (κυρίως ιονισμένο
υδρογόνο) είναι ζεστό, λεπτό και γρήγορα κι το αδύναμο μαγνητικό πεδίο είναι σχεδόν παράλληλο
με το εκλειπτικό επίπεδο, αλλά 45˚ προς τη γραμμή Ηλίου-γής
28
⃗⃗
∂B 1
⃗⃗ × ⃗B) + σμ ∇2 ⃗Β
= ∇ × (v
∂x 0
ο πρώτος όρος στο δεξί σκέλος αναφέρεται στη μεταφορά του μαγνητικού πεδίου και ο δεύτερος
στη διάχυσή του. Λόγω της μεγάλης αγωγιμότητας του πλάσματος σ , ο όρος της διάχυσης είναι
αμελητέος και έτσι κυριαρχεί η μεταφορά το μαγνητικού πεδίου από τον ηλιακό άνεμο. Στον
ηλιακό άνεμο παρατηρούνται ροές δύο ταχυτήτων. Αυτές αναφέρονται ως γρήγορος και αργός
ηλιακός άνεμος.
Ο γρήγορος ηλιακός άνεμος High Speed Streams (HSS) πηγάζει από τις στεμματικές
οπές (coronal holes), τις σκοτεινές περιοχές του στέμματος που κυριαρχούνται από ανοικτές
μαγνητικές γραμμές. Τα ρεύματα του ταχέος ηλιακού ανέμου είναι συνήθως σταθερά κατά τη
διάρκεια μερικών ηλιακών περιστροφών. Έχουν ταχύτητες από 400 km/s μέχρι και 800 km/s,
χαμηλή μέση πυκνότητα, περίπου 3 ιόντα/cm3 στην 1AU. Περίπου το 4% είναι He. Αυτός ο λόγος
είναι αρκετά σταθερός μεταξύ των διαφόρων γρήγορων ρευμάτων. Η μέση ροή σωματιδίων είναι
περίπου 2×1012m−2s−1 , οπότε η μέση απώλεια σωματιδίων από τον Ήλιο είναι 1.3×1031 / s .
Ο αργός ηλιακός άνεμος έχει ταχύτητες από 250 km/s μέχρι και 400 km/s. Η πυκνότητά
του είναι 8 ιόντα/cm3 στη 1 AU και η πυκνότητα ροής διπλάσια από αυτή του γρήγορου ηλιακού
ανέμου. Στο ηλιακό ελάχιστο ο αργός ηλιακός άνεμος προέρχεται από περιοχές κοντά στον
ηλιομαγνητικό ισημερινό. Στο ηλιακό μέγιστο πηγάζει από τις ενεργές περιοχές. Συγκριτικά με
τον γρήγορο ηλιακό άνεμο, ο αργός είναι έντονα μεταβλητός και τυρβώδης, ενώ συνήθως
εμφανίζει στο εσωτερικό του δομές μεγάλης κλίμακας, όπως κρουστικά κύματα. Παρά τις
διαφορές τους, τα γρήγορα και τα αργά ρεύματα του ηλιακού ανέμου παρουσιάζουν και
ομοιότητες. Για παράδειγμα, η ροή της ορμής M= npmpvp2 είναι περίπου ίδια και για τους δύο
τύπους ρευμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τη ροή της ολικής ενέργειας. Τα δύο πιο γνωστά μοντέλα
για το στέμμα και τον ηλιακό άνεμο είναι εκείνα του Chapman (Chapman, 1957) και του Parker
(Parker, 1958). Στο μεν πρώτο, o Chapman θεώρησε το στέμμα ως μία στατική ατμόσφαιρα, όπου
ίσχυε η υδροστατική ισορροπία μεταξύ της δύναμης της βαθμίδας της πίεσης και της δύναμης της
βαρύτητας.
dp GMs
= −ρ 2
dr r
Στο δε δεύτερο, ο Parker ισχυρίστηκε πως η υψηλή θερμοκρασία του στέμματος δεν αφήνει
περιθώρια στο τελευταίο για να είναι στατικό και ότι η θερμότητα πρέπει να μεταφέρεται από μια
ροή σωματιδίων. Ο Parker προσέγγισε το πρόβλημα υδροδυναμικά, προσθέτοντας στην
υδροστατική εξίσωση έναν όρο που περιέγραφε τη ροή ενός ρευστού. Έτσι η εξίσωση τελικά ήταν
:
GMs
⃗ ⃗⃗⃗⃗
𝜌(𝑢 ∙ ∇)𝑢⃗ = −∇𝑝 − ρ r2
29
Συμπεριστρεφόμενες περιοχές αλληλεπίδρασης CIR
Από τον Ήλιο πηγάζουν γρήγορα και αργά ρεύματα ηλιακού ανέμου. Καθώς αυτά τα ρεύματα
διαδίδονται προς τα έξω, οι δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου που φέρουν παγωμένο
σχηματίζουν την σπείρα του Αρχιμήδη. Όταν ένα γρήγορο ρεύμα ηλιακού ανέμου συναντήσει ένα
προπορευόμενο αργό ρεύμα τότε δημιουργείται κρουστικό κύμα. Πιο συγκεκριμένα
δημιουργούνται δύο κρουστικά κύματα που διαδίδονται εκατέρωθεν της διαχωριστικής
επιφάνειας μεταξύ των δύο ρευμάτων. Από αυτά το ένα ονομάζεται ηγούμενο κρουστικό κύμα
και το άλλο ανάστροφο κρουστικό κύμα. Το ηγούμενο κρουστικό κύμα διαδίδεται κάθετα προς
την επιφάνεια αλληλεπίδρασης των δύο ρευμάτων και απομακρύνεται από τον ήλιο, ενώ το
ανάστροφο διαδίδεται πάλι κάθετα προς την επιφάνεια αλληλεπίδρασης αλλά ακτινικά προς τον
ήλιο εικόνα 3.35 Αυτά τα κρουστικά κύματα δημιουργούνται ακριβώς γιατί ο ηλιακός άνεμος έχει
υπεραλφενική ταχύτητα. Επειδή οι περιοχές συμπίεσης που προκύπτουν μεταξύ των δύο
κρουστικών κυμάτων (ηγούμενου και ανάστροφου) παρασύρονται από την προς τα έξω ροή του
ηλιακού ανέμου και ακολουθούν τις γραμμές ροής του που σχηματίζουν την έλικα του Αρχιμήδη,
ονομάζονται περιστρεφόμενες περιοχές αλληλεπίδρασης (corotating interaction regions).
Εικόνα 3.35 Η δημιουργία κρουστικού κύματος μεταξύ αργών και γρήγορων ρευμάτων ηλιακού
ανέμου. Διακρίνεται η συμπεριστρεφόμενη περιοχή αλληλεπίδρασης (CIR) μεταξύ των δύο
κρουστικών κυμάτων, ηγουμένου (forward) και ανάστροφου (reverse).
(www.srl.caltech.edu/ACE/ACENews/ACENews67.html)
30
Η σπείρα του Parker, είναι η σπείρα της μαγνητικής γεωμετρίας του Αρχιμήδη του ηλιακού
ανέμου λόγω της ηλιακής περιστροφής. Τα τεμάχια του ηλιακού ανέμου που φεύγουν από τον
ήλιο είναι ανάλογα με οι σπείρες νερού που σχηματίζονται από ένα περιστρεφόμενο καταιωνιστή.
Η γωνία μιας γραμμής μαγνητικού πεδίου ηλιακού ανέμου είναι 1 AU κοντά στους 45 βαθμούς.
Εικόνα 3.36
31
Ο ηλιακός άνεμος διακρίνεται σε συνιστώσες γρήγορου και αργού ανέμου.
Εικόνα 3.37
32
α)αύξηση της ταχύτητας του ηλιακού ανέμου από «αργή» σε «γρήγορη» για περιόδους
που υπερβαίνουν μία ημέρα ,
β) μια εκτροπή Ανατολής-Δύσης στην ταχύτητα του ηλιακού ανέμου που υποδεικνύει την
αλληλεπίδραση μεταξύ του «αργού» και του «γρήγορου» ηλιακού ανέμου,
γ) τοπικά μέγιστα στην πυκνότητα του πλάσματος του ηλιακού ανέμου και το μέγεθος του
διαπλανητικού μαγνητικού πεδίου (IFM) - υπογραφές της «συσσώρευσης» υλικού στην αιχμή του
γρήγορου ανέμου.
33
Εικόνα 3.38 Σχηματική απεικόνιση ενός γρήγορου ρεύματος που αλληλεπιδρά με ένα αργό ρεύμα
Οι περιστρεφόμενες περιοχές αλληλεπίδρασης δεν περιορίζονται πάντα από ένα σόκ. Ο λόγος
είναι ότι ο σχηματισμός του σόκ συμβαίνει εξαιτίας της μη γραμμικής κλίσης των κυμάτων,
απαιτώντας έτσι να περάσουν αρκετοί μη γραμμικοί χρόνοι ογκομέτρησης πριν σχηματιστεί ένας
σοκ. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι CIR δεν έχουν κρούσεις σε 1 AU αλλά έχουν κατακρημνιστεί
σε κρούσεις κατά 2 AU, εμπειρικά ο μη γραμμικός χρόνος απότομης διάρκειας πρέπει να είναι
τάξης 4 ημερών. Ο λόγος για τον οποίο δυο σόκ τελικά σχηματίζονται σε ένα CIR οφείλεται στη
συμμετρία σχετικά με την ενίσχυση της πίεσης που προκαλείται από τη συμπίεση και τη σύλληψη
του αργού ανέμου μπροστά από το γρήγορο ρεύμα: οι κρούσεις οδηγούνται μακριά από την
αύξηση της πίεσης προς τις δύο κατευθύνσεις, - καλείται ζεύγος "μπροστινών και
αντεστραμμένων κώνων", όπου το σοκ προς τα εμπρός διαδίδεται μακριά από τον Ήλιο, ενώ το
ανάστροφο σοκ διαδίδεται προς τον Ήλιο αλλά εκτελείται με τη ροή του ηλιακού ανέμου.
34
3.2.3 Διαφορετικές επιδράσεις CME-CIR στη μαγνητόσφαιρα
Πίνακα 3.1
Διαφορές
Οι διαφορές μεταξύ των καταιγίδων που οδηγούνται από CME και των καταιγίδων που
οδηγούνται από το CIR συλλέγονται στον Πίνακα 3.1 Η κατηγορία «CME-driven» περιλαμβάνει
την οδήγηση με ejecta, θήκες CME και μαγνητικά σύννεφα. Η κατηγορία «CIR-driven»
περιλαμβάνει επίσης την οδήγηση από το ρεύμα υψηλής ταχύτητας (HSS) που ακολουθεί το CIR.
Κάθε σειρά του Πίνακα 1 περιγράφεται λεπτομερώς στις διάφορες υποενότητες αυτής της
ενότητας.
Φάση του ηλιακού κύκλου
Είναι γνωστό ότι οι καταιγίδες με CIR γενικά συμβαίνουν στην ύστερη φθίνουσα φάση
του ηλιακού κύκλου και ότι οι καταιγίδες που προκαλούνται από την CME τείνουν να
εμφανίζονται στο ηλιακό μέγιστο. Υπάρχουν εξαιρέσεις από αυτή τη γενική τάση. Τα CMEs
εμφανίζονται σε ολόκληρο τον ηλιακό κύκλο, αλλά οι συχνότητες εμφάνισης και οι ταχύτητές
τους είναι και οι δύο μεγαλύτερες κατά τη διάρκεια του ηλιακού μέγιστου. Επίσης, ρεύματα
υψηλής ταχύτητας επαναλαμβανόμενης διάρκειας 27 ημερών μπορούν επίσης να εμφανιστούν σε
φάσεις του ηλιακού κύκλου εκτός από τη φάση της πτώσης. Επιπλέον, οι περιοχές
αλληλεπίδρασης (IR) που δεν είναι επαναλαμβανόμενες 27 ημερών συμβαίνουν καθ 'όλη τη
διάρκεια του ηλιακού κύκλου, αν και η γεωμεγνητική τους αποτελεσματικότητα είναι
ασθενέστερη κατά μέσο όρο από ό, τι η γεωμετρία των CIR.
35
Συχνότητα εμφάνισης
Τα CIR, όταν εμφανίζονται, περνούν τη Γη κάθε 27 ημέρες λόγω της περιστροφής του
Ήλιου. Κατά τη διάρκεια της φθίνουσας φάσης του ηλιακού κύκλου, η δομή στεφανιαίας οπής
στην επιφάνεια της ηλιακής επιφάνειας είναι μακρόβια και απλή, και ως εκ τούτου συχνά
απαντώνται καταιγίδες υψηλής θερμοκρασίας που εκπέμπονται σε 27 ημέρες.
Η ηρεμία πριν την καταιγίδα
Οι Borovsky και Steinberg [2006] διαπίστωσαν ότι οι περισσότερες επαναλαμβανόμενες
καταιγίδες με υψηλή ταχύτητα ρεύματος έχουν ένα εκτεταμένο διάστημα (1-2 ημέρες) ακραίας
γεωμαγνητικής ηρεμίας (Kp ≥ 1+) εντός 24 ωρών πριν από την έναρξη της καταιγίδας. Αυτά
χαλαρώνουν πριν από τις καταιγίδες προκαλούνται από το ίδιο φαινόμενο Russell-McPherron που
παράγει αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καταιγίδας υψηλής ταχύτητας: εξαιτίας μιας
αντιστροφής τομέα ακριβώς πριν από τη διεπαφή ρεύματος CIR, όταν το IMF στην υψηλή
ταχύτητα ο άνεμος είναι ευνοϊκός για μια καταιγίδα, το IMF στον αργό άνεμο είναι ευνοϊκό για
μια ηρεμία. Μια έρευνα με 83 καταιγίδες από τον Borovsky και τον Steinberg [83] έδειξε ότι το
67% των καταιγίδων προηγήθηκαν αμέσως από παρατεταμένα διαστήματα γεωμεγνητικής
ηρεμίας. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές ανάλυσης, μια έρευνα από τους σημερινούς
συγγραφείς 68 καταιγίδων που οδηγούνται από CME (από τον κατάλογο Denton et al., 2006),
διαπιστώνει ότι μόνο το 37% προηγείται αμέσως από παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ηρεμίας.
Ως εκ τούτου, ηρεμία πριν από τις καταιγίδες είναι κατά κύριο λόγο ένα φαινόμενο καταιγίδας
που οδηγείται από το CIR. Οι καταιγίδες που κινούνται από το CIR είναι πιο συχνά
προετοιμασμένες από την ηρεμία από τις καταιγίδες που οδηγούνται από την CME.
Γεγονότα ηλιακών ενεργειακών σωματιδίων Solar energetic particles (SEP)
Τα γεγονότα των ηλιακών ενεργειακών σωματιδίων είναι ενισχυμένες ροές υπο-
ρεαλιστικών και σχετικιστικών ιόντων που έχουν διάρκεια ωρών έως ημερών. Τα γεγονότα SEP
είναι γνωστό ότι σχετίζονται με ηλιακές εκλάμψεις και με ισχυρά διαπλανητικά πλήγματα που
οδηγούνται από την εκτόξευση από τον ήλιο. Οι εκλάμψεις και οι ισχυροί διαπλανητικοί
κλονισμοί είναι και τα δύο φαινόμενα που σχετίζονται με CMEs, επομένως τα συμβάντα SEP
μερικές φορές συνοδεύουν τις καταιγίδες που προκαλούνται από την CME. Η ένταση των
συμβάντων SEP συσχετίζεται με την ταχύτητα του στεφανιαίου εξαερώματος που προκαλεί τους
κραδασμούς. Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα συμβάντα SEP μπορεί να είναι αρκετά μεγάλα ώστε να
θέτουν σε κίνδυνο τους επιβάτες και τα ηλεκτρονικά αεροσκάφη και τους αστροναύτες σε τροχιές
υψηλού επιπέδου. Τα γεγονότα των ενεργειακών σωματιδίων παράγονται επίσης από τα CIR (από
CIR σοκ στην ηλιόσφαιρα πέρα από 2 AU, με τα ενεργειακά σωματίδια να επιστρέφουν σε 1 AU),
αλλά η έντασή τους στη Γη είναι ασθενής σε σύγκριση με τα συμβάντα SEP που σχετίζονται με
CME και επεκτείνονται μόνο στα 20 MeV/n .
Ξαφνική έναρξη καταιγίδας (SSC)
Οι περισσότερες ξαφνικές αρχικές θύελλες συνδέονται με ισχυρά διαπλανητικά
κτυπήματα που συμπιέζουν τη μαγνητόσφαιρα. Τα ισχυρά σοκ συνήθως βρίσκονται μπροστά από
36
τα γρήγορα CME. Οι καταιγίδες που οδηγούνται από το CIR γενικά στερούνται αιφνίδιας αρχής.
Μια εξέταση των καταιγίδων υποστηρίζει το συμπέρασμα ότι οι SSC τείνουν να οδηγούνται από
CMEs, με πιο σταδιακές αντιστάσεις να οδηγούνται από ροές υψηλής ταχύτητας. Τα SSC είναι
κοινά (70%) για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME και σπάνιες (20%) για καταιγίδες που
προκαλούνται από CIR.
Πυκνότητα φύλλου πλάσματος
Η πυκνότητα του φύλλου πλάσματος της Γης διέπεται από την πυκνότητα του ηλιακού
ανέμου με χρονική υστέρηση λίγων ωρών. Σε μια μελέτη υπερκείμενης εποχής, συγκρίθηκε η
πυκνότητα φύλλων πλάσματος της Γης για καταιγίδες οδηγούμενες από CME με την πυκνότητά
της για καταιγίδες οδηγούμενες από CIR ως λειτουργίες του χρόνου κατά τη διάρκεια της
καταιγίδας και του τοπικού χρόνου γύρω από τη γεωσύγχρονη τροχιά. Τυπικές πυκνότητες
νυχτερινών ζωνών χωρίς καταιγίδα είναι 0.7 cm-3. Για καταιγίδες οδηγούμενες από CME και CIR,
εμφανίζονται στρώματα πλάσματος υπερέντασης, με πυκνότητα διπλάσια ή μεγαλύτερη της
τυπικής τιμής. Συγκρίνοντας τους δύο τρόπους οδήγησης κατεγίδων, οι CMEs οδηγούν ένα φύλλο
πλάσματος που είναι πιο πυκνό και οι τιμές υψηλής πυκνότητας παραμένουν περισσότερο.
Θερμοκρασία φύλλου πλάσματος
Σε σύγκριση με τις θερμοκρασίες των ιόντων και των ηλεκτρονίων του πλάσματος της Γης
για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME με καταιγίδες που προκαλούνται από CIR,
κάνοντας την εξέταση ως συνάρτηση του χρόνου κατά τη διάρκεια της καταιγίδας και της τοπικής
ώρας της μέτρησης του διαστημικού σκάφους. Και για τους δύο τύπους καταιγίδων οι
θερμοκρασίες των ιόντων και των ηλεκτρονίων είναι σημαντικά αυξημένες σε σχέση με τις
τυπικές τιμές, πιθανώς επειδή η ταχύτητα του ηλιακού ανέμου είναι υψηλή και η θερμοκρασία
του φύλλου πλάσματος σχετίζεται με την ταχύτητα του ηλιακού ανέμου. Συγκρίνοντας τη
θερμοκρασία του φύλλου πλάσματος για τους δύο τύπους καταιγίδων, το φύλλο πλάσματος είναι
θερμότερο για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CIR από ό, τι για τις καταιγίδες που
προκαλούνται από CME και οι αυξημένες θερμοκρασίες επιμένουν περισσότερες ημέρες για
καταιγίδες που προκαλούνται από CIR. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν εξετάζονται οι
θερμοκρασίες ηλεκτρονίων.
Σύνθεση φύλλου πλάσματος
Σε μια μελέτη συγκρίθηκε ο εκτιμώμενος λόγος Ο+ / Η+ στο φύλλο πλάσματος της Γης για
καταιγίδες που προκαλούνται από CME με καταιγίδες που προκαλούνται από CIR ως λειτουργίες
του χρόνου κατά τη διάρκεια της καταιγίδας και του τοπικού χρόνου γύρω από τη γεωσύγχρονη
τροχιά. Και οι δύο τύποι καταιγίδων παρήγαγαν αυξημένες αναλογίες, αλλά CMEs που οδηγούν
μεγάλες θύελλες Dst που παράγουν πολύ υψηλές αναλογίες Ο+ / Η. Ως εκ τούτου, οι καταιγίδες
που προκαλούνται από CME μπορούν να έχουν πολύ ισχυρές ιονόσφαιρες εκροές καταιγίδων που
προκαλούνται από Ο+ και CME, μπορούν να παράγουν φύλλα πλάσματος που είναι κατά κύριο
λόγο Ο+ με αριθμό πυκνότητας.
37
Σε σύγκριση με τις μετρηθείσες τάσεις του διαστημικού οχήματος με γεωσύγχρονη τροχιά
σε σχέση με το πλάσμα περιβάλλοντος για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME με
καταιγίδες που προκαλούνται από CIR. Η σύγκριση γίνεται ως λειτουργίες του χρόνου κατά τη
διάρκεια της καταιγίδας και της τοπικής ώρας του διαστημικού οχήματος. Και για τους δύο τύπους
καταιγίδων, τα ζεστά πλάσματα της μαγνητόσφαιρας οδηγούν σε ουσιαστική φόρτιση
διαστημικών σκαφών, ακόμη και έξω από τη σκιά της Γης. Η φόρτιση διαστημικών σκαφών που
συμβαίνει κατά τη διάρκεια των καταιγίδων που προκαλούνται από CIR είναι πιο σοβαρή από ό,τι
για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME: οι τάσεις που επιτυγχάνονται είναι υψηλότερες
(άνω των 1000 volts), η περιοχή της τοπικής ώρας κατά την οποία συμβαίνει η σοβαρή φόρτιση
είναι ευρύτερη της μαγνητόσφαιρας και οι υψηλές τάσεις παραμένουν περισσότερες ημέρες. Αυτό
το αποτέλεσμα είναι σύμφωνο με το γνωστό γεγονός ότι η φόρτιση των διαστημικών σκαφών
οδηγείται από καυτά ηλεκτρόνια και οι θερμοκρασίες ηλεκτρονίων της μαγνητόσφαιρας είναι
θερμότερες και πιο ανθεκτικές για καταιγίδες που προκαλούνται από CIR από ό, τι για τις
καταιγίδες που προκαλούνται από CME. Σημειώστε ότι οι τάσεις διαφορικής επιφανειακής
φόρτισης του διαστημικού σκάφους είναι ανάλογες με τις τάσεις επιφανειακής φόρτισης,
επομένως η διαφορική επιφανειακή φόρτιση αναμένεται να είναι πιο σοβαρή κατά τη διάρκεια
καταιγίδων που προκαλούνται από CIR από ό,τι κατά τη διάρκεια των καταιγίδων που
προκαλούνται από την CME.
Ροή ρεύματος και Dst
Σε πολλές ερευνές σχετικά με τις διαταραχές Dst, διαπίστωθηκε ότι οι CMEs είναι πιο
αποτελεσματικές στην παραγωγή ισχυρών τιμών Dst από ό,τι οι CIR και οι ροές υψηλής
ταχύτητας. Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από μια έρευνα που εξέτασε την αντίδραση της
Γης σε CMEs και CIR στον ηλιακό άνεμο, η οποία επίσης διαπίστωσε ότι οι CMEs παρήγαγαν
μεγαλύτερες διαταραχές Dst .
38
ULF παλμούς
Τα διαστήματα των ενεργών παλμών ULF είναι μεγαλύτερα για καταιγίδες που
προκαλούνται από CIR από ό, τι για τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME, επειδή τα
διαστήματα αυξημένης ταχύτητας του ηλιακού ανέμου είναι μεγαλύτερα.
Παραμόρφωση του Διπόλου
Οι καταιγίδες που προκαλούνται από CIR παράγουν μέτρια τάνυση του διπολικού
μαγνητικού πεδίου προς μια γεωμετρία τύπου ουράς (με το σχεδόν ισημερινό πεδίο σε
γεωσύγχρονη τροχιά που περιστρέφεται 30 μοίρες από το δίπολο) με τη γωνία τεντώματος
ανάλογη με την τοπική πίεση του φύλλου ιόντων πλάσματος. Κατά τη διάρκεια των global
sawtooth oscillations, οι οποίες προκαλούνται από CMEs, το διπολικό μαγνητικό πεδίο μπορεί να
παρουσιάσει πλήρη ουρά όπως το τέντωμα σε γεωσύγχρονη τροχιά (με το σχεδόν ισημερινό πεδίο
να περιστρέφεται 70 μοίρες από το δίπολο)
Ροές σχετικιστικών Ηλεκτρονίων
Ο εξωτερική ζώνη ακτινοβολίας ηλεκτρονίων της Γης είναι πολύ δυναμική. Είναι ευρέως
γνωστό ότι οι ροές των σχετικιστικών ηλεκτρονίων στον εξωτερική ζώνη ακτινοβολίας
μεγιστοποιούνται με επαναλαμβανόμενες καταιγίδες με μεγάλη ταχύτητα ρεύματος κατά τη
διάρκεια της φθίνουσας φάσης του ηλιακού κύκλου. Επαρκώς υψηλές ροές ηλεκτρονίων σε αυτήν
την ζώνη οδηγούν σε εσωτερική φόρτιση στο διαστημικό σκάφος, γεγονός που οδηγεί σε
λειτουργικά προβλήματα για διαστημικά σκάφη σε γεωσύγχρονη τροχιά. Η συχνότητα αυτών των
προβλημάτων κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της φθίνουσας φάσης του ηλιακού κύκλου όπου οι
καταιγίδες που προκαλούνται από CIR κορυφώνονται .
Δημιουργία νέων ζωνών ακτινοβολίας ιόντων και ηλεκτρονίων
Η παραγωγή μιας νέας ζώνης ακτινοβολίας ιόντων είναι γνωστό ότι προκαλείται από τη
σύλληψη των ιόντων SEP κατά τη διάρκεια μιας ισχυρής συμπίεσης των κραδασμών της
μαγνητόσφαιρας. Οι SEP και οι σοβαρές διαταραχές είναι και τα δύο φαινόμενα που οφείλονται
στην CME και ο σχηματισμός μιας νέας ζώνης ακτινοβολίας ιόντων είναι επομένως μια εκδήλωση
καταιγίδων που προκαλούνται από την CME. Ο σχηματισμός μιας νέας εσωτερικής ζώνης
ακτινοβολίας ηλεκτρονίων έχει παρατηρηθεί συμπτωματικά με τη συμπίεση της μαγνητόσφαιρας
από τα SSC. Ο μηχανισμός πιστεύεται ότι είναι μια μετατόπιση των παγιδευμένων ηλεκτρονίων
κατά τη διάρκεια μιας ταχείας συμπίεσης και χαλάρωσης της μαγνητόσφαιρας που προκαλείται
από ένα διαπλανητικό σοκ που οδηγείται από CME. Δεν παρατηρήθηκε σχηματισμός νέας ζώνης
ακτινοβολίας σε συνδυασμό με CIR.
Περίοδος μαγνητοσφαιρικής ροής
Μια μελέτη της αντίδρασης της μαγνητόσφαιρας σε CMEs και CIR, εξέτασε το χρονικό
προφίλ του δείκτη Kp. Kp είναι ένα μέτρο της ισχύος της μεταφοράς στην μαγνητόσφαιρα. βρήκε
ότι οι CMEs παράγουν ένα Kp χρονικό προφίλ που κορυφώνεται κοντά στον χρόνο Dst maximum
και πέφτει γρήγορα (σε κλάσμα μιας ημέρας) πίσω στα προ-καταιγίδα επίπεδα, ενώ τα CIR
παράγουν ένα Kp χρονικό προφίλ που κορυφώνεται κοντά στο χρόνο του Dst το μέγιστο αλλά
39
πέφτει αργά (σε λίγες μέρες) πίσω στα προρυθμισμένα επίπεδα. Ως εκ τούτου, το διάστημα της
ενισχυμένης μεταφοράς είναι μεγαλύτερο για καταιγίδες που προκαλούνται από CIR από ό, τι για
τις καταιγίδες που προκαλούνται από CME.
Μεγάλη Aurora
Από όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες Aurora συνδέονται
κυρίως με τις καταιγίδες που προκαλούνται από την CME και σπάνια με τις καταιγίδες που
οδηγούνται από το CIR.
Γεωμαγνητικά επαγόμενα ρεύματα (GIC)
Γεωμαγνητικά επαγόμενα ρεύματα που είναι επικίνδυνα από τα ηλεκτροφόρα συστήματα
που βασίζονται στη γη πιστεύεται ότι προκαλούνται από την ταχεία εντονότερη ιονόσφαιρα
ρεύματα που μπορούν να οδηγηθούν από την συμπίεση των ηλεκτρομαγνητικών μαγνητόσφαιρων
ή από μια υπομορφή. Αυτές οι επικίνδυνες GIC συνδέονται κυρίως με καταιγίδες που
προκαλούνται από CME και όχι οι καταιγίδες που προκαλούνται από CIR.
40
3.3 Ήλιος , μαγνητόσφαιρα και σεισμοί
3.3.1 Ηλιακή δραστηριότητα και σεισμικότητα
41
Στο μέγιστο των ηλιακών κηλίδων έχουμε και μέγιστο στις ηλιακές εκλάμψεις, ενώ στη
φθίνουσα φάση του κύκλου έχουμε μέγιστο των ηλιακών οπών. Και οι ηλιακές εκλάμψεις και οι
οπές είναι περιοχές ανοιχτής μαγνητικής ροής και πηγές υψηλής ταχύτητας ηλιακού ανέμου.
Για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ της σεισμικής δραστηριότητας και του υψηλής ταχύτητας
ηλιακού ανέμου χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα για την περίοδο Ιανουαρίου 1973 – Μαΐου 2000. Οι
μέρες άφιξης στη Γη του ηλιακού ανέμου ορίστηκαν αυτές στις οποίες παρουσιάστηκε απότομη
αύξηση της ταχύτητας του ηλιακού ανέμου, συνοδευόμενη από πτώση στην πυκνότητα του
ηλιακού ανέμου και ταυτόχρονη αύξηση στη θερμοκρασία. Σε αυτό το χρονικό παράθυρο
εντοπίστηκαν 307 περιπτώσεις όπου είχαμε υψηλής ταχύτητας ηλιακό άνεμο. Η σεισμική
δραστηριότητα για το ίδιο χρονικό διάστημα εκτιμήθηκε από τον αριθμό των σεισμών παγκοσμίως
με μέγεθος 5.5 και άνω.
Στην εικόνα 3.40 βλέπουμε τον μέσο ημερήσιο αριθμό σεισμών στη μέρα αύξησης του ηλιακού
ανέμου στη Γη (μέρα 0), μία μέρα πριν (μέρα -1) και μία μέρα μετά (μέρα +1). Παρατηρούμε ότι
υπάρχει ένα ευδιάκριτο μέγιστο του αριθμού των σεισμών την μέρα άφιξης καθώς και μία μέρα
μετά.
Εικόνα 3.40 Μέσος ημερήσιος αριθμός σεισμών την μέρα άφιξης του υψηλής ταχύτητας ηλιακού
ανέμου (μέρα 0), μία μέρα πριν (μέρα -1) και μία μέρα μετά (μέρα +1). (M. N. Gousheva, K. Y.
Georgieva, B. B. Kirov, D. Atanasov, 2003.)
42
Μελετήθηκε και η στατιστική σημασία της διαφοράς μεταξύ της ύπαρξης σεισμών σε
διαφορετικές μέρες σε σχέση με αυτές που είχαμε άφιξη του ηλιακού ανέμου υψηλής ταχύτητας.
Από την ανάλυση βρέθηκε ότι η μέρα άφιξης του ηλιακού ανέμου και η αμέσως επόμενη είναι
‘ιδιαίτερες’ όσων αφορά την σεισμική δραστηριότητα, διαφέρουν σημαντικά από όλες τις άλλες
μέρες. Από την άλλη μεριά, η μέρα πριν την άφιξη του ηλιακού ανέμου δεν διαφέρει σε τίποτα
από όλες τις άλλες.
Για το παράδειγμα της σεισμικής ζώνης της Vrancea μελετήθηκε η συσχέτιση μεταξύ των
μεταβολών του γεωμαγνητικού πεδίου και της σεισμικής δραστηριότητας.
Εξετάστηκε η γεωμαγνητική κατάσταση για παραπάνω από 200 σεισμούς με υπό κέντρα
ενδιάμεσου βάθους υπό την εν λόγω ζώνη για τα έτη 1988 – 1996. Η μελέτη έγινε ξεχωριστά για
σεισμούς με βαθύ επίκεντρο (περισσότεροι από 150) και για επιφανειακούς (60). Τα
χαρακτηριστικά των μεταβολών μελετήθηκαν μέσω των μεταβολών στο πλάτος της Η-
συνιστώσας του γεωμαγνητικού πεδίου.
Με τον όρο κύρια βαθμίδα (main gradient) ονομάστηκε η μεγαλύτερη αλλαγή στην
οριζόντια Η-συνιστώσα, η οποία μπορεί και να προηγείται του σεισμού σε διάστημα αρκετών
ημερών. Ως βαθμίδες (gradients) ορίστηκαν οι αλλαγές στην Η-συνιστώσα 1-2 μέρες πριν το
σεισμό.
Από την ανάλυση που έγινε παρατηρήθηκε ότι :
1) Τα σεισμικά γεγονότα έλαβαν χώρα κυρίως σε μέρες ελαφρά διαταραγμένες ή ήσυχες
(85%) και μόνο το 15% των γεγονότων συνέβησαν σε γεωμαγνητικά ανήσυχες.
2) Οι επιφανειακοί σεισμοί συνδέονται με καταιγίδες με απότομη έναρξη (sudden
commencement).
3) Η γεωμαγνητική δραστηριότητα που καθορίζεται από τον δείκτη Kp σε σχέση με την
σεισμικότητα στην περιοχή που εξετάζουμε είναι πάντα θετική (λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό
διάστημα από τη βαθμίδα μέχρι την δόνηση).
4) Το χρονικό διάστημα από τη κύρια βαθμίδα μέχρι έναν σεισμό μεγάλου εστιακού
βάθους ποικίλει από μερικές μέρες μέχρι ένα μήνα ή και παραπάνω (Εικόνα 3.41.a). Από τις
βαθμίδες μέχρι έναν επιφανειακό σεισμό το χρονικό διάστημα είναι συνήθως μερικές ώρες και
σπάνια πάνω από 2 μέρες (Εικόνα 3.41.b).
43
Εικόνα 3.41 Το χρονικό διάστημα από την κύρια βαθμίδα μέχρι τους σεισμούς μεγάλου εστιακού
βάθους (a); από τη βαθμίδα μέχρι τους σεισμούς και των 2 κατηγοριών(b).
V. Bakhmutov, F. Sedova, T. Mozgovaya , (2007).
44
Εικόνα 3.42 : Ημερήσια κατανομή υποκαταιγίδων πριν από επιφανειακούς και σεισμούς μεγάλου
εστιακού βάθους στην περιοχή της Vrancea για τα έτη 1988-1996. V. Bakhmutov, F. Sedova, T.
Mozgovaya , (2007).
7) Παρατηρήθηκε μια γραμμική εξάρτηση μεταξύ του εστιακού βάθους και της διάρκειας
της πολικής υπο-καταιγίδας και για τις 2 κατηγορίες σεισμών όπως φαίνεται στην παρακάτω
(Εικόνα 3.43.a).
8) Το χρονικό διάστημα μεταξύ του μεγίστου της υπο-καταιγίδας και του σεισμού
συνδέεται με το εστιακού βάθος (h) αυτού (Εικόνα 3.43.b).
Όσο πιο βαθιά βρίσκεται το εστιακό βάθος, τόσο μεγαλύτερη η χρονική καθυστέρηση τ. Οι
απότομες αλλαγές στο γεωμαγνητικό πεδίο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας μπορεί να μειώσουν
το τ (σε 4-7 ώρες) το οποίο επηρεάζει τη γραμμικότητα μεταξύ τ και h.
Από την μελέτη αυτή συνολικά βλέπουμε ότι η σεισμικότητα στην εξεταζόμενη περιοχή
συνδέεται με έναν συγκεκριμένο τύπο γεωμαγνητικής διαταραχής (εκδήλωση στα μεσαία πλάτη
πολικών υπο-καταιγίδων που συμβαίνουν κοντά στα μεσάνυχτα). Όταν δεν είχαμε υπο-καταιγίδα
δεν παρατηρήθηκαν ούτε σεισμοί μεγάλου εστιακού βάθους στην περιοχή. Ο σεισμός συμβαίνει
μετά από ένα χρονικό διάστημα τ από την καταιγίδα, η τιμή του οποίου συνδέεται με το εστιακό
βάθος του σεισμού. Η ένταση του σεισμού συνδέεται με το πλάτος των μεταβολών στην Η-
συνιστώσα, ενώ η επίδραση των μαγνητικών διαταραχών στην σεισμικότητα είναι πάντα θετική.
45
Εικόνα 3.43 Η εξάρτηση του εστιακού βάθους των σεισμών από τη διάρκεια των υπο-καταιγίδων
(a) και το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα τ για σεισμούς μεγάλου εστιακού βάθους (b). Το τρίγωνο
δηλώνει την μέση τιμή του τ για τους επιφανειακούς. Ο αριθμός των σεισμών δίνεται στις
παρενθέσεις. V. Bakhmutov, F. Sedova, T. Mozgovaya , (2007).
46
3.3.3 Γεωμαγνητική δραστηριότητα κατά τον μήνα πριν τον τεράστιο
σεισμό στη Σουμάτρα στις 26/12/2004
Έχουν μελετηθεί τα διαστημικά και σεισμολογικά δεδομένα για την περίοδο ενός μήνα
πριν από τον πολύ ισχυρό σεισμό που εκδηλώθηκε στη Σουμάτρα (9.3, 26/12/2004).
Χρησιμοποιήθηκαν και συγκρίθηκαν τιμές του γεωμαγνητικού δείκτη Kp και της ταχύτητας του
ηλιακού ανέμου, V.
Στον πίνακας 3.2 δίνονται τα στοιχεία των σημαντικών σεισμών για την χρονική περίοδο
ενός μήνα πριν από το σεισμό στη Σουμάτρα και στην εικόνα 3.44 βλέπουμε ένα χάρτη στον οποίο
έχουν σημειωθεί τα επίκεντρα των σεισμών.
Συγκρίνοντας τα δεδομένα από των πίνακας 3.2 με την εικόνα 3.44 βλέπουμε ότι τα
επίκεντρα των 6 σεισμών είναι όλα συγκεντρωμένα σε μια συγκεκριμένη περιοχή του πλανήτη.
Οι σεισμοί 1-5 συνέβησαν με ωρολογιακή φορά γύρω από την πλάκα του Ειρηνικού, με τον έκτο
σεισμό να λαμβάνει χώρα κοντά και σύντομα μετά από τον πέμπτο. Επιπλέον, οι δύο ισχυρότεροι
σεισμοί πριν από τον τελευταίο βρέθηκαν ότι ήταν σχετικά κοντά μεταξύ τους και μόλις μόνο
~3μέρες πριν από τον σεισμό 6.
47
Εικόνα 3.44 Χάρτης με τη θέση του επικέντρου 6 ισχυρών σεισμών που εκδηλώθηκαν το
μήνα πριν το σεισμό στη Σουμάτρα. Οι σεισμοί εντοπίστηκαν στα άκρα της πλάκας του Ειρηνικού
G. Anagnostopoulos, A. Papandreou, 2012.
Η χωρο-χρονική ταξινόμηση των έξι αυτών σεισμών που έλαβαν χώρα μέσα σε έναν μήνα
σε μια μοναδική γεωλογική δομή του πλανήτη το πιο πιθανόν υποδηλώνει ότι κάποιες
υποβόσκουσες γεωλογικές διεργασίες ήταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα και οι
οποίες μπορεί να είναι υπεύθυνες για την αναπάντεχη ισχύ του τελευταίου σεισμού.
Στην εικόνα 3.45 παρουσιάζεται το μέγεθος του κάθε σεισμού (πρώτο πλαίσιο), οι
ημερήσιες τιμές του δείκτη ηλεκτρομαγνητικής δραστηριότητας Kp (μεσαίο πλαίσιο) και η
ημερήσια μεταβολή ΔKp αυτού. Οι έξι σεισμοί συμβολίζονται ο καθένας με το νούμερό του στην
κορυφή του σχήματος. Από αυτή την εικόνα παρατηρούμε πως πέντε από συνολικά έξι σεισμούς
(οι 1,3,4,5, και 6) συνέβησαν μετά από ημέρες ενισχυμένης γεωμαγνητικής δραστηριότητας, όπως
φαίνεται και από τις αυξήσεις στις τιμές του Kp και τις υψηλές θετικές τιμές του ημερήσιου
ρυθμού μεταβολής του.
Στην εικόνα 3.46 εξετάζεται η σχέση μεταξύ των αυξήσεων στον ηλιακό άνεμο με την
ενισχυμένη γεωμαγνητική δραστηριότητα. Εδώ συγκρίνονται οι ημερήσιες τιμές του
γεωμαγνητικού δείκτη Kp με την μέση ημερήσια ταχύτητα του ηλιακού ανέμου V, μαζί με τις
αντίστοιχες τιμές των ημερήσιων μεταβολών των δύο αυτών μεγεθών (ΔKp και ΔV). Τα βέλη
υποδεικνύουν την αύξηση της γεωμαγνητικής δραστηριότητας ύστερα από την αύξηση στην
ταχύτητα του ηλιακού ανέμου.
48
Εικόνα 3.45 Το μέγεθος του κάθε σεισμού (πρώτο πλαίσιο), οι ημερήσιες τιμές του δείκτη
ηλεκτρομαγνητικής δραστηριότητας Kp (μεσαίο πλαίσιο) και η ημερήσια μεταβολή ΔKp αυτού. Οι
έξι σεισμοί συμβολίζονται ο καθένας με το νούμερό του στην κορυφή του σχήματος. G.
Anagnostopoulos, A. Papandreou, 2012.
49
Εικόνα 3.46 Οι ημερήσιες τιμές του γεωμαγνητικού δείκτη Kp με την μέση ημερήσια
ταχύτητα του ηλιακού ανέμου V, μαζί με τις αντίστοιχες τιμές των ημερήσιων μεταβολών των δύο
αυτών μεγεθών (ΔKp και ΔV). G. Anagnostopoulos, A. Papandreou, 2012.
50
Εικόνα 3.47 Το μέγεθος των έξι σεισμών μαζί με τις τιμές του δείκτη Kp.
Πίνακας 3.3 Διαφορά ώρας Δt=TEQ – TM μεταξύ του χρόνου εμφάνισης σεισμού και του
χρόνου της τελευταίας μέγιστης τιμής Kp πριν από την αντίστοιχη ισοτιμία. G. Anagnostopoulos, A.
Papandreou, 2012.
51
3.3.4 Ασυμμετρία σεισμικότητας ημέρας –νύχτας
52
Οι γεωμαγνητικές μεταβολές που προκαλούνται λόγω αυτού του συστήματος
παρατηρούνται κάθε μέρα σε παρατηρητήρια που υπάρχουν σε όλο τον πλανήτη. Το σχήμα και
το πλάτος αυτών των Sq-variations εξαρτάται κατά πολύ από το γεωγραφικό πλάτος του εκάστοτε
παρατηρητηρίου. Η ένταση τους μεταβάλλεται με τον τοπικό χρόνο με μια κυκλική περίοδο 24
ωρών.
Εικόνα 3.48: Ιονοσφαιρικό σύστημα ρεύματος που προκαλεί τις Sq-variations (ρεύμα σε 103A).
G. Duma, Y. Ruzhin, (2003).
Στην εικόνα 3.49 παρουσιάζεται η κατανομή του αριθμού των σεισμών ανάλογα με την ώρα που
παρατηρήθηκαν (nh), για μια περίοδο 90 ετών (1901-1990), στην Αυστρία. Συγκρίνεται με μια
μέση Sq-variation (1986) της οριζόντιας συνιστώσας του γήινου μαγνητικού πεδίου (Η-
component), η οποία μετρήθηκε σε παρατηρητήριο στην Αυστρία. Το εύρος της έντασης των
σεισμών ήταν 2.5≤Μ≤5 για συνολικά 938 γεγονότα.
Η εικόνα 3.50 είναι ίδια με την εικόνα 3.49 για 1400 σεισμικά γεγονότα σε μια περιοχή 10x10km
γύρω από τον Βεζούβιο στην Ιταλία για τα έτη 1972-1996. Η μέση Sq-variation (1986) μετρήθηκε
στο παρατηρητήριο L’Aquila. Το εύρος της έντασης των σεισμών ήταν 1.8≤Μ≤3.4. Τα
αποτελέσματα είναι παρόμοια με της εικόνα 3.49. Φαίνεται ότι η κατανομή του αριθμού των
σεισμών ακολουθεί αυτή των Sq-variations.
53
Μια ακόμα σημαντική παρατήρηση έγινε όταν συγκρίθηκε η σεισμική δραστηριότητα με
την τοπική γεωμαγνητική ένταση σε βάθος χρόνου. Ένα παράδειγμα φαίνεται στην εικόνα 3.51,
όπου παρουσιάζεται ο αριθμός των σεισμών ανά δεκαετία στην Αυστρία συγκριτικά με τη χρονική
μεταβολή του H-component (μετρήθηκε σε παρατηρητήριο στην Αυστρία), στον εικοστό αιώνα.
Το εύρος της έντασης των σεισμών ήταν 3.1≤Μ≤5, για 380 γεγονότα. Και πάλι βλέπουμε ότι η
κατανομή του αριθμού των σεισμών ακολουθεί αυτή των Sq-variations.
Εικόνα 3.49: H κατανομή του αριθμού των σεισμών ανάλογα με την ώρα που παρατηρήθηκαν (nh),
για μια περίοδο 90 ετών (1901-1990), στην Αυστρία. Συγκρίνεται με μια μέση Sq-variation (1986)
της οριζόντιας συνιστώσας του γήινου μαγνητικού πεδίου (Η-component), η οποία μετρήθηκε σε
παρατηρητήριο στην Αυστρία. G. Duma, Y. Ruzhin, (2003).
54
Εικόνα 3.50 Ίδια με την εικ. 4.11 για 1400 σεισμικά γεγονότα σε μια περιοχή 10x10km γύρω από
τον Βεζούβιο στην Ιταλία για τα έτη 1972-1996. Η μέση Sq-variation (1986) μετρήθηκε στο
παρατηρητήριο L’Aquila. G. Duma, Y. Ruzhin, (2003).
Εικόνα 3.51 Αριθμός των σεισμών ανά δεκαετία στην Αυστρία συγκριτικά με τη χρονική μεταβολή
του H-component (μετρήθηκε σε παρατηρητήριο στην Αυστρία), στον εικοστό αιώνα. G. Duma, Y.
Ruzhin, (2003).
55
Το φαινόμενο που παρουσιάστηκε δεν αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο ισχυρό σεισμό, αλλά
στην σεισμική δραστηριότητα σε μία περιοχή. Οι αλλαγές στην ένταση του μαγνητικού πεδίου σε
βάθος χρόνου παρουσιάζουν εύρος εκατοντάδων nT μέσα σε μερικές δεκαετίες, ξεπερνώντας έτσι
τις ανωμαλίες που έχουν παρατηρηθεί λόγω της μαγνήτισης πετρωμάτων (πιεζομαγνητικό
φαινόμενο) κατά πολύ.
Οι Sq-variations καθώς και οι μεταβολές σε βάθος χρόνου προέρχονται χωρίς αμφιβολία εκτός
των σεισμογενών ζωνών (ιονόσφαιρα και βαθιά στο εσωτερικό της Γης, αντίστοιχα). Επομένως,
οι μαγνητικές μεταβολές δεν είναι μια συνέπεια της σεισμικής δραστηριότητας και των αλλαγών
στη λιθόσφαιρα, αλλά παίρνουν μέρος σε μια διαδικασία που επηρεάζει σημαντικά ή ακόμα και
την ελέγχει.
Βασιζόμενο στις παραπάνω παρατηρήσεις σχεδιάστηκε το ακόλουθο γεωφυσικό μοντέλο:
Σύμφωνα με τις βασικές αρχές τις ηλεκτροδυναμικής, κυκλικά ηλεκτρικά ρεύματα προκαλούν
μαγνητική ροπή Μ (Am2)
Μ = μ0 ∙ I ∙ (D2 ∙ π/4) εξίσωση (3.1)
όπου μ0 = 4π10-7 Vs/Am, η διαπερατότητα του κενού, I ηλεκτρικό ρεύμα σε Α και
D, διάμετρος της περιοχής σε m.
Αυτό το σύστημα ρευμάτων με κατακόρυφη μαγνητική ροπή Μ εκτίθεται στο κύριο
μαγνητικό πεδίο της Γης. Μας ενδιαφέρει κυρίως η οριζόντια συνιστώσα (H-component)
μιας και είναι σε γωνία 90ο με την Μ.
56
Η Εικόνα 3.52 δείχνει αυτό το ηλεκτρομαγνητικό μοντέλο. G. Duma, Y. Ruzhin, (2003).
Εικόνα 3.52 Η Μ, η οποία παράγεται από το σύστημα των ιονοσφαιρικών ρευμάτων Sq,
αλληλοεπιδρά με την οριζόντια ένταση Η του κύριου μαγνητικού πεδίου της Γης. Αυτή η διαδικασία
προκαλεί τη δημιουργία μιας ροπής, η οποία ενεργεί πάνω στο στρώμα ρεύματος στην λιθόσφαιρα.
Η μετρούμενη μαγνητική Sq variation είναι ανάλογη του ρεύματος Ι και επομένως αντανακλά της
μεταβολές της ροπής Τ ανάλογα με την ώρα της ημέρας, καθώς η δίνη ρεύματος κινείται προς τα
δυτικά.
Επομένως, οι αργές αλλαγές στην Η ανά περιοχή (στη διάρκεια ετών ή δεκαετιών)
προκαλούν μια αύξηση ή μείωση στην ροπή Τ, πιθανώς εξηγώντας έτσι την επίδραση στη
σεισμική δραστηριότητα σε βάθος χρόνου. Οι Sq-variations που παρατηρούνται σε κάθε
παρατηρητήριο στο βόρειο ημισφαίριο είναι ανάλογες του Ι. Δηλαδή, η Sq-variation
αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στο Ι ανάλογα με την ώρα (LT) στην περιοχή και επομένως
57
και τις μεταβολές στη ροπή. Για να προσδιοριστεί το μέγεθος της Τ, χωρίσαμε τη δίνη του
ρεύματος κατά τη διάρκεια της μέρας σε δαχτυλίδια ίδιου πλάτους (15ο σε γεωγραφικό μήκος ή
η κίνηση του ήλιου σε 1h).
Από την εξίσωση (3.1) υπολογίζουμε την συμβολή κάθε δαχτυλιδιού στην συνολική
μαγνητική ροπή της δίνης. Τα αποτελέσματα φαίνονται στον παρακάτω πίνακα.
Πίνακας 3.4 Η συνεισφορά του κάθε ρεύματος στη συνολική μαγνητική ροπή και οι περιστροφικές
δυνάμεις , παραγόμενες από μια μέση οριζόντια ένταση των 30000nT του Γήινου μαγνητικού πεδίου.
G. Duma, Y. Ruzhin, (2003).
Η συνολική μαγνητική ροπή της δίνης (περιοχή ακτίνας 3200km) ανέρχεται σε περίπου
17∙1011 Am2 , που έχει ως αποτέλεσμα μια ενέργεια που αντιστοιχεί σε σεισμό εντάσεως Μ5.9.
Σε μια περιοχή ακτίνας 500-1500km, η ενέργεια που προσφέρεται είναι και πάλι μεγάλη και
αντιστοιχεί σε σεισμό εντάσεως Μ5.6. Κοντά στο κέντρο της δίνης, σε μια περιοχή ακτίνας
περίπου 300km, ενεργεί πάνω της μια ροπή αντίστοιχη σε Μ4.7, λόγω των ισχυρών ρευμάτων.
Για τους υπολογισμούς το Η θεωρήθηκε ότι ήταν 30 A/m (30000nT).
Συνοψίζοντας, σημαντικός αριθμός παρατηρήσεων για μια 6ετία δείχνουν μια ισχυρή
αλληλεπίδραση μεταξύ των Sq-variations και τις μεταβολές στη σεισμικότητα σε ημερήσια βάση,
αλλά και σε βάθος χρόνου.
Δημιουργώντας ένα μοντέλο που ταιριάζει στις ποίκιλες παρατηρήσεις και που περιλαμβάνει ένα
υψηλό ποσό ενέργειας που μεταφέρεται στη λιθόσφαιρα, η θεώρηση ενός σημαντικού και γενικού
μηχανισμού σκανδαλισμού λόγω της επαγόμενης μαγνητικής ροπής κερδίζει αρκετή αξιοπιστία.
Ο μηχανισμός αυτός προφανώς ισχύει και για ισχυρή σεισμική δραστηριότητα, κάτι πολύ
σημαντικό για την εκτίμηση ρίσκου λόγω σεισμού.
58
3.3.5 Ηλιακή και σεισμική δραστηριότητα (M≥5) κατά τους ηλιακούς
κύκλους 23 και 24
Σε αυτή την ενότητα επικεντρωνόμαστε στη μετάβαση SC23 και SC23-SC24, όταν
καταγράφηκε ειδική ηλιακή και σεισμική δραστηριότητα. Όπως παρουσιάσαμε στην
προηγούμενη ενότητα, πολλοί γίγαντες σεισμοί συνέβησαν κατά τη διάρκεια της βαθιάς ηλιακής
ελάχιστης ύφεσης μετά τη μέγιστη φάση SC23.
Ο ηλιακός κύκλος 23 διήρκεσε 12,3 χρόνια, αρχίζοντας τον Αύγουστο του 1996 και έληξε
τον Δεκέμβριο του 2008 και είναι ένας από τους μεγαλύτερους ηλιακούς κύκλους από την αρχή
των ημερήσιων ηλιακών παρατηρήσεων το 1849. Επιπλέον, η ελάχιστη διέλευση SC23-SC24
ήταν μία από τις μεγαλύτερες από το 1849, με περίοδο χωρίς κηλίδες έως και 817 ημερών. Κατά
τη διάρκεια της φθίνουσας φάσης του SC23, μια σειρά από γρήγορες ροές ηλιακού ανέμου για
περίπου ένα μήνα ακολουθήθηκε από μια άλλη σειρά μεγάλων σεισμών (EQs), μετατοπισμένων
σε χρόνο κατά μέσο όρο 1,5 ημέρες, η οποία τελείωσε με το σεισμό M9.1 Sumatra-Andaman και
σχετικό καταστροφικό τσουνάμι στις 26 Δεκεμβρίου 2004.
Εδώ εξετάζουμε την πιθανή συσχέτιση των σεισμών, EQs διαφόρων μεγεθών με τον
ηλιακό κύκλο. Στο Σχήμα 4.3 φαίνονται τα ηλιακά, γεωμαγνητικά και σεισμικά δεδομένα για
χρονικό διάστημα 22 ετών, από το 1993 έως το 2015. Στο πλαίσιο a εμφανίζετε ο ετήσιος μέσος
αριθμός ηλιακών κηλίδων NS, ο οποίος είναι δείκτης της ηλιακής δραστηριότητας. Το πιο έντονο
χαρακτηριστικό της ηλιακής δραστηριότητας είναι σίγουρα τα δύο μέγιστα ηλιακών σημάτων των
SC23 και SC24 κατά τα έτη 2000-2002 και 2013-2014.
Στο πλαίσιο b παρουσιάζουμε τον αριθμό των "απότομων αυξήσεων" στη γεωμαγνητική
δραστηριότητα ανά έτος, NΔKp.3, όπου με τον όρο "απότομες αυξήσεις" ορίζουμε εδώ τις
μαγνητικές καταιγίδες, με αυξήσεις μεταξύ διαδοχικών 3ωρων τιμών του δείκτη Kp υψηλότερες
από 3, δηλ. ΔKp ≥ 3. Αυτές οι απότομες μεταπηδήσεις τυπικά χαρακτηρίζουν τις αρχικές φάσεις
της μαγνητικής θύελλας που σχετίζονται με την CME, ενώ οι μαγνητικές καταιγίδες που
σχετίζονται με το HSS / CIR έχουν πιο βαθμιαίες αντιδράσεις.
Από τη σύγκριση των δύο άνω πλαίσιο του Σχήμα 4.3 (πλαίσιο a - b) συμπεραίνουμε ότι
το NΔKp.3 ακολουθεί τον γενικό τύπο διανομής του αριθμού των ηλιακών κηλίδων NS. Όταν οι
NΔKp.3 και NS κανονικοποιήθηκαν για να συγκριθούν οι κατανομές με παρόμοιες τιμές, ο
συντελεστής συσχέτισης Spearman βρέθηκε να είναι τόσο υψηλός όσο rS = 0,96 (P <0,001). Αυτή
η στενή θετική συσχέτιση μεταξύ NΔKp.3 και NS είναι σύμφωνη με τα προηγούμενα αποτελέσματα
πολλών ερευνητών, οι οποίοι έχουν βρει στενή σχέση μεταξύ SSN και καταιγίδες που προκαλείται
από CME. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταιγίδων με ΔKp ≥
3 (μεταξύ 1993 -2015) ήταν συμβάντα που σχετίζονταν με το CME.
τα πλαίσιο (c), (d), (e) και (f) εμφανίζουν τους αριθμούς NM.5, NM.6, NM.6.5, NM.7 σεισμών
ετησίως με μεγέθη M≥ 5, 6, 6.5 και 7, αντίστοιχα. Μια κόκκινη γραμμή στα πλαίσιο c-f δείχνει
τον μέσο αριθμό σεισμών για κάθε δείγμα (NM.5 - NM.7), καθ 'όλη τη διάρκεια του εξεταζόμενου
χρονικού διαστήματος (1993-2015).
59
Από τη σύγκριση των πλαίσιο (α), (b) με τα πλαίσιο (c) - (f) συμπεραίνουμε ότι ο αριθμός
των σεισμών NM.5, NM.6, NM.6.5, NM.7 δείχνει τις υψηλότερες τιμές τους κατά τη διάρκεια της
μετάβασης στο ελάχιστο από έναν κύκλο στον επόμενο. Συγκεκριμένα, ο μεγαλύτερος αριθμός
EQs παρατηρείται (i) κατά τη φάση μείωσης της SC22 (1994-1996, M≥ 6, M≥ 6,5 στα πλαίσιο d
και e), στη φάση μείωσης της SC23 (2004-2007 για EQs με M≥ 5 και 2007 για EQs με M ≥ 6) και
(iii) κατά την αύξουσα φάση του SC24 (2010-2011, όλα τα πλαίσιο). Αντίθετα, οι χαμηλότερες
τιμές παρατηρούνται για μια περίοδο που περιλαμβάνει την αυξανόμενη (1998-1999) και τη
μέγιστη φάση (2000-2002) του ηλιακού κύκλου 23.
Σημαντικό να σημειωθεί από το Σχήμα 4.3 είναι επίσης ότι κατά το έτος 2010 (το έτος με
τον μεγαλύτερο αριθμό M≥ 7 EQ), ο αριθμός EQs με μέγεθος M≥ 5, NM5, φτάνει μια τιμή τόσο
υψηλή όσο NM5 = 2392, που είναι ~ 2 τάξεις μεγέθους υψηλότερες από τον αριθμό των EQs με
M≥ 5. NM7 = 24 ≈ NM5 x 0.01. Μια τέτοια διαφορά στον αριθμό των EQs NM5 και NM7 μπορεί να
παρατηρηθεί και σε άλλα χρόνια με υψηλή σεισμικότητα καθ 'όλη την περίοδο 1993-2015.
Συμπεραίνουμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο νόμος Gutenberg-Richter ισχύει για τη κατανομή
σεισμών (EQs) διαφόρων μεγεθών. Ωστόσο, η κατανομή αυτή φαίνεται να μην ισχύει γενικά,
λόγω της μετατόπισης των μακροπρόθεσμων διακυμάνσεων της συχνότητας εμφάνισης των EQs
διαφόρων μεγεθών (M ≥ 6, M ≥ 6,8 και M ≥ 8) σε ορισμένες περιόδους μεταξύ 1876-2012, που
σχετίζονται με μακροπρόθεσμες μεταβολές του SSN. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά
επιβεβαιώνουν περαιτέρω ότι η ηλιακή δραστηριότητα επηρεάζει την επίγεια σεισμικότητα.
Ο ηλιακός κύκλος 24 ήταν πολύ ασθενής (Σχήμα 4.1). Εντούτοις, είναι σημαντικό να
σημειωθεί ότι η μη φυσιολογική ηλιακή και διαπλανητική δραστηριότητα του ελάχιστου βαθμού
SC23 και του SC24 συνδέεται με έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό γιγαντιαίων (M ≥ 8.3) και
καταστροφικών EQs εκείνων των χρόνων (Σχήμα 4.3 b).
Μια πρόσφατη μελέτη των γεωμαγνητικών καταιγίδων που σχετίζονται με τις στεφανιαίες
οπές κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος 1976-2018 (συμπεριλαμβανομένου του SC21-
SC24) υποδηλώνει ότι τα μέγιστα στην ταχύτητα του ηλιακού ανέμου συνέβησαν στη φάση
μείωσης όλων αυτών των κύκλων. δηλαδή κατά τα έτη 1982-1986, 1994-1996, 2003-2009 και
2016-2017. Αυτό το αποτέλεσμα είναι συνεπές με το υψηλό ποσοστό παραγωγής των HSS
οδηγούμενων απο CH και την υψηλότερη συχνότητα των μεγάλων EQs κατά τη διάρκεια της
φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου ως γεγονότα που σχετίζονται με αιτιώδη συνάφεια. Όπως και
στην περίπτωση της φάσης μείωσης του SC23, παρατηρήθηκε υψηλή συχνότητα ισχυρών EQs
κατά τη φάση ανόδου του ασθενούς SC24 (2010-2011), όταν παρατηρήθηκαν μεγάλες περιοχές
στεφανιαίας οπής στις μετρήσεις EUV AIA / SDO.
60
Σχήμα 4.3 Ηλιακή, μεγάλη μαγνητική καταιγίδα και σεισμική δραστηριότητα, σε σύγκριση
σε περίοδο 22 ετών (1993 - 2015). (πλαίσιο α) Ο ετήσιος αριθμός ηλιακών κηλίδων NS. (πλαίσιο
b) Ο ετήσιος αριθμός NΔKp.3 μεγάλων μαγνητικών καταιγίδων που αναγνωρίστηκαν από πολύ
61
απότομη αρχική φάση (ΔΚp ≥ 3) (πλαίσιο c, d, e, f). Ο αριθμός των σεισμών ετησίως, με μέγεθος
M ≥ 5 (NM5), M ≥ 6 (NM6), M ≥ 6.5 (NM6.5), M ≥ 7 (NM7). Οι υψηλότερες συχνότητες των EQs
διαφόρων μεγεθών πάνω από το M5 παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης των SC22
και SC23, καθώς και κατά τη φάση ανόδου των SC24 , σε συμφωνία με την κατανομή των ισχυρών
/ γιγαντιαίων EQs του σχήματος 4.1 . ο αριθμός που περικλείεται από παρένθεση δείχνει το μέγιστο
και τον ελάχιστο αριθμό EQ σε κάθε πλαίσιο. Κατά τη διάρκεια της μέγιστης φάσης του SC23, όταν
παράγονται και διαδίδονται πολλά CME στον διαπλανητικό χώρο, η συχνότητα EQ εμφανίζει
χαμηλές τιμές (ή ακόμα και τις χαμηλότερες τιμές κατά τα έτη 1993 - 2015). Τα δεδομένα
υποδεικνύουν μια καλή σχέση της συχνότητας EQ με την παρουσία των HSS και όχι με CMEs.
Α.Καρλή 2016
62
4 Νέες Παρατηρήσεις
63
Σχήμα 4.1 Ο μηνιαίος μέσος όρος του αριθμού των ηλιακών κηλίδων (SSN) μαζί με τους σεισμούς
(EQs) μεγέθους M ≥ 7.8 (πλαίσιο a) και M ≥ 8.3 (πλαίσιο b) μεταξύ 1980-2018 (Ιανουάριος). Στο
Σχήμα 4.1a, βλέπουμε ότι οι EQs (M ≥ 7.8) συλλέγονται σε διάφορες ομάδες. Οι περισσότεροι από
τους σεισμούς (EQs) και στα δύο πλαίσιο εμφανίζονται σε μέτριες και χαμηλές τιμές SSN και
ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης και κοντά στο ηλιακό ελάχιστο. Κατά τη διάρκεια της
φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου, όταν η υψηλή συχνότητα των EQs καταγράφηκε υψηλή, η
συχνότητα των HSSs που προέρχονται από την ηλιακή κορώνη είναι επίσης υψηλότερη. HSS
παρατηρήθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια της φάσης ανόδου (2010-2011) του ηλιακού κύκλου 24, η
οποία έδειξε ασυνήθιστες ηλιακές και διαπλανητικές συνθήκες. Ο καταστροφικός σεισμός (EQ) στην
Ιαπωνία τον Μάρτιος 2011 M9.1 EQ εμφανίστηκε εντός αυτής της χρονικής περιόδου.
64
# 21 21-22 22 22-23 23 23-24 24 24-25 Total
Solar Max Transit Max Transit Max Transit Max Transit Number
Cycle of EQs
Number 1 2 7 7 17
of EQs ( ~23%)
Number 5 16 24 (11) 56
of EQs (~77%)
Total
Number 73
Of EQs
Στον Πίνακα 4.1 εξετάζουμε την κατανομή των σεισμών (EQs) που εξετάζονται στο
σχήμα 4.1.a σε σχέση με τη φάση του ηλιακού κύκλου. Ο πίνακας 4.1 εμφανίζει τον αριθμό των
σεισμών (EQs) που προέκυψαν στη μέγιστη φάση των ηλιακών κύκλων, σε σύγκριση με τον
αριθμό των σεισμών (EQs) που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των διελεύσεων από τον έναν κύκλο
στον επόμενο. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα εμφανίζονται από τη μέγιστη φάση της SC21 μέχρι τη
διέλευση των SC24 έως SC25 (σημειώστε ότι αυτή η φάση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, οπότε ο
αντίστοιχος αριθμός των σεισμών (EQs) κατά τη διάρκεια αυτής της τελευταίας περιόδου μπορεί
να μην είναι τελικός αριθμός). Από τον πίνακας 4.1 καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κατά τη
διάρκεια των μέγιστων φάσεων σημειώθηκαν συνολικά 17 σεισμοί (M ≥ 7.8), ενώ ένας αριθμός
σεισμών (EQs) τόσο υψηλός όσο 56 συνέβη κατά τις περιόδους των μετακινήσεων από τον έναν
κύκλο στον επόμενο. Αυτοί οι αριθμοί, 17 έναντι 56, αντιστοιχούν σε ποσοστό 23% και 77% του
συνολικού αριθμού (73) των σεισμών (EQs) που εξετάζονται στο σχήμα 4.1.a
65
#Solar Cycle Rising Phase Decay Phase
21 - 3
22 2 13
23 3 16
24 8 (11)
1980-2018 (Jan) 13 43
(23%) (77%)
Στον πίνακας 4.2 παρουσιάζετε η κατανομή του παραπάνω υποσυνόλου των 56 μεγάλων
σεισμών (EQs) σε σχέση με την φάση ανόδου και μείωσης των ηλιακών κύκλων 21 έως 24.
Βλέπουμε ότι συνολικά 13 EQs εμφανίστηκαν στην ανοδική φάση του SC21-SC24, ενώ ένας πολύ
μεγαλύτερος αριθμός, τόσο υψηλός όσο 43 EQs, συνέβη κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης
αυτών των ηλιακών κύκλων.
Από τον πίνακα 4.1 και 4.2 συμπεραίνουμε τα ακόλουθα για τους σεισμούς (EQs)
μεγέθους M ≥ 7.8 που εμφανίστηκαν κατά την περίοδο 1980-2018 (Ιανουάριος): (i) υπάρχει τάση
να προκύψουν οι μεγάλοι σεισμοί (EQs) κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον έναν κύκλο
στον επόμενο σε σύγκριση με τη μέγιστη φάση και (ii) κατά την εξέταση των EQ που προέκυψαν
κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον έναν κύκλο στον επόμενο, βλέπουμε ένα πολύ
μεγαλύτερο ποσοστό (77%) των σεισμών (EQs) να εμφανιστούν στη φάση μείωσης σε σύγκριση
με εκείνο των σεισμών (EQs) που συνέβησαν στην αυξανόμενη φάση των ηλιακών κύκλων. Δύο
επιπλέον σχόλια μπορούν να γίνουν σχετικά με τη κατανομή των μεγάλων σεισμών (EQs) μεταξύ
των ετών 1980-2018 (Ιαν.). Πρώτον, όπως φαίνεται από τον πίνακα 4.1 και 4.2, ο αριθμός των
σεισμών (EQs), σε κάθε φάση, αυξάνεται γενικά με το χρόνο από το μέγιστο της SC21 στο μέγιστο
του SC24. Δεύτερον, μια πιο λεπτομερής ανάλυση δεδομένων που υποδείξαμε δείχνει ότι τρία
από τα επτά μεγάλα EQs που παρατηρήθηκαν κατά το μέγιστο των SC23 (Σχήμα 4.1a) συνέβησαν
τον Νοέμβριο του 2000, όταν το SSN μειώθηκε από 244 τον Ιούλιο του 2000 σε τοπικό μηνιαίο
ελάχιστο μόλις 158 το Νοέμβριο του 2000 · τα τρία μεγάλα EQs προέκυψαν εντός δύο μόνο
ημερών (2011.11.16, M8 , 2011.11.16,M7.8, 2011.11.17, M7.8) με παρόμοιες ηλιακές συνθήκες.
Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι υπάρχει μια τάση μεγάλων EQs να εμφανιστούν
κατά τη διάρκεια περιόδων μέτριας έως χαμηλής SSN και, ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της φάσης
μείωσης του ηλιακού κύκλου. Aπαιτείται περισσότερη ανάλυση προκειμένου να εξεταστεί η
66
πιθανή σχέση των EQs που εμφανίζονται στη μέγιστη φάση σε περιόδους μεγάλων μειώσεων του
SSN κατά τη μέγιστη φάση (όπως στην περίπτωση των EQs τον Νοέμβριο του 2000).
Σχήμα 4.2 Ο αριθμός των σεισμών (EQs) M ≥ 7.8 (μηνιαίο μέσο όρο) έναντι του
λογαρίθμου του SSN, και οι δύο κατά μέσο όρο για δύο χρόνια, μεταξύ 1980-2018(Ιανουάριος).
Διαπιστώνουμε σαφώς μια αρνητική τάση συσχέτισης μεταξύ των δύο ποσοτήτων (rs = -0.55, p =
0.016). Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι σε όλο το χρονικό διάστημα τεσσάρων πρόσφατων
ηλιακών κύκλων (SC21 - SC24) υπάρχει τάση προς μια υψηλότερη συχνότητα ενός μεγάλου σεισμού
(EQ) (M ≥ 7.8) όταν μειώνεται το SSN.
Στο Σχήμα 4.2 παρουσιάζουμε τον λογάριθμο του μηνιαίο μέσο όρο των SSN μεταξύ
1980-2018 (Ιαν.) NS, 2Y έναντι του αριθμού των σεισμών M ≥ 7.8 NEQ, 2 και οι δύο κατά μέσο όρο
σε δύο χρόνια, όπου το διάστημα των δύο ετών επιλέχτικε ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα
διαστήματα χωρίς σεισμούς M ≥ 7.8 . Από το σχήμα 4.2 βλέπουμε καθαρά αρνητική τάση
συσχέτισης μεταξύ Ns, 2Y και log NEQ,2Y, με συντελεστή συσχέτισης Speerman τόσο υψηλό όσο
rs = -0.55 (P <0,01). Τα δεδομένα που παρουσιάζονται στο σχήμα 4.2 υποδεικνύουν ότι κατά τη
διάρκεια ολόκληρου του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων πρόσφατων ηλιακών κύκλων
67
(SC21 - SC24) υπάρχει σαφής τάση προς υψηλότερη συχνότητα μεγάλων (M ≥ 7.8) EQs όταν ο
αριθμός των ηλιακών κηλίδων NS,2Y μειώνεται.
Πίνακα 4.3 Δεδομένα για τους τεράστιους σεισμούς M ≥ 8.3 που σημειώθηκαν κατά την
περίοδο 1980-2018 (Ιανουάριος). Οι θάνατοι, οι τραυματίες και το κόστος προστίθενται για να
τονιστούν οι τραγικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις ορισμένων καταστροφικών μεγάλων
σεισμών (EQs) και, κατά συνέπεια, η σημασία της έρευνας πρόβλεψης των σεισμών (EQs).
68
4.2 Σχέση ηλιακής-γήινης σεισμικής δραστηριότητας κατά τη
διάρκεια των ηλιακών κύκλων 14 - 24 (1900 -2017): Στατιστικά
στοιχεία και περιορισμοί.
Σχήμα 4.4 Ο χρόνος εμφάνισης των γιγαντιαίων EQs (κανονικές γραμμές στα πλαίσια a, b
και c) με μεγέθη τόσο μεγαλύτερα όσο M ≥ 8.5 συγκρίνεται με τα μηνιαία μέσα SSNs, για τη χρονική
69
περίοδο από 1900 έως 2017 (SC14 - SC24). Το μηνιαίο μέσο SSN είναι ένα εργαλείο που μπορεί να
εξαγάγει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική ηλιακή δραστηριότητα, οι οποίες χάνονται
στις ετήσιες μέσες τιμές SSN. Βλέπουμε ότι όλοι οι 16 γιγαντιαίοι σεισμοί (EQs) (M ≥ 8.5) μεταξύ
1900 - 2017 συνέβησαν κατά τη διάρκεια της μείωσης, της ελάχιστης και της αυξανόμενης φάσης
του ηλιακού κύκλου ή σε στιγμές ισχυρής μείωσης των SSN κατά τη μέγιστη φάση, τα οποία είναι
γνωστό ότι σχετίζονται με την επέκταση των περιοχών των στεφανιαίων οπών και των CH-
οδηγούμενων HSSs.
Δεδομένου ότι βρήκαμε σημαντικές αποδείξεις μεταξύ των HSS που κατευθύνονται από
CH και της επίγειας σεισμικότητας μεταξύ των ετών 1980-2017, προχωρούμε τώρα να
επανεξετάσουμε ακόμη πιο μακροπρόθεσμες χρονολογικές σειρές.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι τα HSSs / CIR που κατευθύνονται από CH
παρατηρούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου, αλλά
εμφανίζονται συχνά κατά τη μέγιστη φάση. Ο γρήγορος άνεμος προέρχεται από τις στεφανιαίες
οπές σε υψηλά ηλιακά πλάτη, αλλά μπορούν να σχηματιστούν σχεδόν ισοδύναμες οπές
οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του ηλιακού κύκλου των 11 ετών. Δεδομένου ότι τα HSS
που σχετίζονται με το CH, τα οποία φαίνεται να αποτελούν τον κύριο διαστημικό οδηγό της
επίγειας σεισμικότητας που διαρκεί συχνά για μερικές εβδομάδες, πρέπει να διερευνάται η ηλιακή
- γήινη σεισμικότητα βάσει τουλάχιστον των μηνιαίων (και όχι ετήσιων) μέσων δεδομένων.
Για το λόγο αυτό, στο Σχήμα 4.4 συγκρίνουμε το χρόνο εμφάνισης των γιγαντιαίων EQs
(κανονικές γραμμές στα πλαίσια a, b και c) με μεγέθη τόσο μεγάλα όσο M ≥ 8.5 με μηνιαία μέση
τιμή SSNs, για το χρονικό διάστημα από 1900 έως 2017 (SC14 - SC24). Το μηνιαίο μέσο SSN
είναι ένα εργαλείο που μπορεί να εξαγάγει σημαντικές πληροφορίες για την πραγματική ηλιακή
δραστηριότητα, οι οποίες χάνονται στις ετήσιες μέσες τιμές SSN. Αυτό είναι εμφανές στο Σχήμα
4.4, όπου μπορούμε να δούμε ότι τα τέσσερα EQs στη μέγιστη φάση (SC14, SC17, SC19 και SC
24, μοβ κύκλοι) του ηλιακού κύκλου, στην πραγματικότητα εμφανίστηκαν σε στιγμές μεγάλης
μείωσης του SSN. Για παράδειγμα, το SC14 EQ, με μέγεθος M8.8, εμφανίστηκε στις 31
Ιανουαρίου 1906 στη μείωση του μηνιαίου SSN από 179, το Νοέμβριο του 1905, σε τιμή τόσο
χαμηλή όσο 52 το Φεβρουάριο του 1906. Μια παρόμοια συμπεριφορά μπορεί να διερευνηθεί για
τον EQ M.8.6 του Απριλίου 2012 που παρατηρήθηκε στη μέγιστη φάση του SC24, αλλά συνέβη
κατά τη διάρκεια της μείωσης του SSN (από τιμή 139 τον Νοέμβριο του 2011 έως 86 τον Απρίλιο
του 2012). Ένα παρόμοιο προφίλ δείχνει το μηνιαίο μέσο SSN γύρω από τον EQ M8.5 1938 και
τον EQ M8.6 1957 στη μέγιστη φάση των SC17 και SC19, αντίστοιχα. Επίσης, ενδιαφέρον είναι
να σημειωθεί ότι οι SC14 και SC24 ήταν οι πιο αδύναμοι κύκλοι της περιόδου που εξετάστηκε
στο Σχήμα 4.4. Ωστόσο, μια σειρά HSS καταγράφηκε από το διαστημικό σκάφος ACE, κατά τη
διάρκεια μιας διευρυμένης στεφανιαίας οπής που παρατηρήθηκε από τον δορυφόρο SDO, πριν
από τον γιγαντιαίο M9.1 2011 Japan EQ, κατά τη διάρκεια του "αδύναμου" SC24.
Από την παραπάνω ανάλυση συμπεραίνουμε ότι μια ηλιακή-γήινη σεισμική διεξαγωγή
έρευνας με βάση την ετήσια μέση τιμή SSN αντισταθμίζει την πραγματική εικόνα της ηλιακής
δραστηριότητας ως παράγοντα επίγειας σεισμικότητας. Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον να
σημειώσουμε ότι οι τέσσερεις προαναφερόμενοι γιγαντιαίοι EQs εμφανίστηκαν κατά περιόδους
με μηνιαία (ετήσια) SSNs που κυμαίνονταν από 76 (90) έως 222 (269), που μέσα σε μια ευρεία
70
περιοχή των τιμών SSN κατά τις μέγιστες ηλιακές φάσεις λόγω της μακροχρόνιας διακύμανσης
της ηλιακής δραστηριότητας.
Επιπλέον, μπορούμε να δούμε ότι οι περισσότεροι (δώδεκα από τα δεκαέξι) από τους
γιγαντιαίους EQs που δείχνονται στο Σχήμα 4.4 (υποδεικνύεται από έναν κόκκινο κύκλο)
συνέβησαν κατά τη διάρκεια της μείωσης (8 EQs), του ελάχιστου (1 EQ) και της φάσης αύξησης
του ηλιακού κύκλου. Τρείς γίγαντοι εξαιρετικά καταστροφικοί EQs συνέβησαν κατά τη διάρκεια
της φάσης μείωσης (Chile M9.5 1960 EQ, Alaska M9.2 1964 EQ, Sumatra M9.1 2004 EQ) και
ένας EQ (Japan M9.1, 2011) κατά την έναρξη της φάσης " strange " SC24.
Συμπεραίνουμε ότι όλα οι 16 EQs (M ≥ 8.5) μεταξύ 1900 - 2017 εμφανίστηκαν κατά τη
διάρκεια της μείωσης, της ελάχιστης και της φάσης ανόδου του ηλιακού κύκλου ή σε στιγμές
ισχυρής μείωσης των SSNs κατά τη μέγιστη φάση, τα οποία είναι γνωστά (με την επέκταση των
περιοχών των στεφανιαίων οπών και των CH-οδηγούμενων HSSs, όπως και τα μεγάλα EQs που
μελετήθηκαν για την περίοδο 1980-2017 (Σχήμα 4.1).
71
EQs Country,Region Date Time M Longitude, Depth
Latitude(deg)
Πίνακα 4.4 Δεδομένα για τους τεράστιους σεισμούς M ≥ 8.5 που σημειώθηκαν κατά την
περίοδο 1900-2017.
72
Σχήμα 4.5 Οι πίνακες c,και e του Σχήμα 4.5 δείχνουν τις ετήσιες μέσες τιμές των SSN Ns,
και την σεισμική ενέργεια ES των M ≥ 5,5 EQ αντίστοιχα. Οι κανονικές διακεκομμένες γραμμές
(αριθμημένες 1-21) υποδεικνύουν τις κορυφές της σεισμικής ενέργειας Ε, οι οποίες συσχετίστηκαν
με τους χρόνους εμφάνισης του EQ στην μείωση, την ελάχιστη και την αυξανόμενη φάση του ηλιακού
κύκλου. Βλέπουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κορυφών της σεισμικής ενέργειας ES (πλαίσιο
73
e) παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της μείωσης, της ανόδου και της ελάχιστης φάσης του ηλιακού
κύκλου (πλαίσιο c). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι όλες οι πέντε πιο έντονες ES κορυφές
παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της μείωσης (# 11, 12, 13, 19) και της φάσης ανόδου (# 21)
Στο Σχήμα 4.5 παρουσιάζουμε τα δεδομένα προκειμένου να επεξεργαστούμε περαιτέρω
το ηλιακό-γήινο σεισμικό αποτέλεσμα ενεργοποίησης και τους περιορισμούς που τίθενται στις
στατιστικές μελέτες. Για το λόγο αυτό συγκρίνουμε τις ετήσιες τιμές του SSN με την παγκόσμια
σεισμική ενέργεια, κατά τη διάρκεια του ίδιου χρονικού διαστήματος όπως στο σχήμα 7 (1900-
2017). Η απελευθερωμένη ενέργεια υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας την κλίμακα Richter E =
10(4.8+1.5M), όπου E είναι η απελευθερωμένη ενέργεια και το M είναι το μέγεθος του σεισμού
(Gutenberg and Richter, 1956)
Αν και στις περισσότερες στατιστικές μελέτες σχετικά με την ηλιακή- γήινη σεισμική
σχέση έχει εξεταστεί η συχνότητα εμφάνισης διακριτών μεγάλων EQs, η υπόθεση της μεταφοράς
ηλιακής ενέργειας ως κύριου παράγοντα της επίγειας σεισμικότητας επιβάλλει επίσης την εξέταση
της συνολικής παραγωγή ενέργειας.
Από τη σύγκριση των κορυφών ES (πλαίσιο e) με τα Ns, (πλαίσιο c) μπορούμε να κάνουμε
αρκετά σχόλια. Πρώτον, παρατηρούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κορυφών ES της
σεισμικής ενέργειας (21 από σύνολο 27) παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της μείωσης (14), της
έναρξης (5) και της ελάχιστης (2) φάσης του ηλιακού κύκλου, ενώ μόνο 6 κορυφές συσχετίστηκαν
με τη μέγιστη φάση, όπου ως "μέγιστη φάση" θεωρήσαμε εδώ τα τριετή διαστήματα με τα
υψηλότερα SSN Ns σε κάθε ηλιακό κύκλο, με εξαίρεση την περίπτωση του SC15, λόγω της λοξής
μορφής του. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι όλες οι πέντε πιο έντονες ES κορυφές παρατηρήθηκαν
κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης (# 11, 12, 13, 19) και της φάσης έναρξης (# 21).
Οι κορυφές στο μέγιστο των SC14 και SC23 παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των
πτώσεων στον μηνιαίο αριθμό του SSN, όπως φαίνεται στα πλαίσια a και b και στο Σχήμα 4.4,
ενώ οι κορυφές στο μέγιστο των SC19 και SC20 δείχνουν πολύ χαμηλές τιμές σε σύγκριση με τις
κοντινές κορυφές που παρατηρήθηκαν στη φάση μείωσης της SC19 (κορυφή ES # 12) και την
φάση έναρξης της SC20 (κορυφή ES # 13).
74
Σχήμα 4.6 (πλαίσιο α) Εκτίμηση του συντελεστή cross-correlation coefficient (CCF) μεταξύ
των ετήσιων αριθμών της σεισμικής ενέργειας ES και του αριθμού των ηλιακών κηλίδων NS που
φαίνεται στο σχήμα 4.5c και στο σχήμα 4.5e, μεταξύ ετών 1900-2017. Είναι προφανές ότι υπάρχει
καθυστέρηση τριών ετών για την παραγωγή σεισμικής ενέργειας ES σε σύγκριση με το έτος της
μέγιστης SSN, η οποία είναι σημαντική στο επίπεδο p <0,05. (b) Όπως στο πλαίσιο a, αλλά όταν
αφαιρέθηκε η εποχικότητα στη χρονολογική σειρά SSN. (f) Αποτελέσματα από τη super epoch
analysis που εφαρμόστηκε για την σεισμική ενέργεια ES. Ο αριθμός αυτός υποδηλώνει επίσης ότι η
75
μέγιστη σεισμική ενέργεια απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους μετά τη μέγιστη
ηλιακή κηλίδα.
Δεδομένου ότι από τα Σχήματα 4.1, 4.4 και 4.5 είδαμε μια εμφάνιση προτίμησης EQs
κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου, πραγματοποιήσαμε στατιστικές
δοκιμές για να ερευνήσουμε τη σημασία αυτού του φαινομένου. Για το λόγο αυτό, στό σχήμα
4.6a παρουσιάζουμε την εκτίμηση του συντελεστή cross-correlation coefficient (CCF) μεταξύ των
δύο χρονικών σειρών των ετήσιων αριθμών της σεισμικής ενέργειας ES και του αριθμού ηλιακών
κηλίδων NS που φαίνεται στο σχήμα 4.5c και στο σχήμα 4.5e ( μεταξύ ετών 1900-2017). Η
σταθερή γραμμή στο μέσο αντιστοιχεί στην υπόθεση ότι οι δύο χρονοσειρές είναι ανεξάρτητες,
ενώ οι διακεκομμένες γραμμές αντιστοιχούν στα όρια εμπιστοσύνης 95% υπό την υπόθεση ότι οι
δύο χρονολογικές σειρές είναι λευκοί θόρυβοι. Οι τιμές της εκτίμησης εκτός των ορίων
εμπιστοσύνης υποδεικνύουν αποκλίσεις από την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Στην περίπτωση
αυτή, είναι προφανές ότι υπάρχει καθυστέρηση τριών ετών μεταξύ των δύο χρονοσειρών, δηλαδή
μια καθυστέρηση 3 ετών της σεισμικής παραγωγής ενέργειας ES σε σχέση με το έτος του μέγιστου
SSN, κατά τη διάρκεια του εξεταζόμενου χρονικού διαστήματος. Από το ίδιο σχήμα είναι επίσης
εμφανής η μεταβολή των ηλιακών κύκλων (~ 11 ετών).
Το Σχήμα 4.6b παρουσιάζει την εκτίμηση του CCF μεταξύ των δύο χρονοσειρών
σεισμικής ενέργειας ES και του Sunspot Number NS όταν αφαιρεθεί η εποχικότητα (seasonality)
στη χρονoσειρά SSN. Αυτό μπορεί να είναι απαραίτητο, επειδή η παρουσία της εποχικότητας
μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα (Chatfield, 1996). Σύμφωνα με αυτό το σχήμα υπάρχει
επίσης μια καθυστέρηση 3-4 ετών μεταξύ των δύο χρονοσειρών, η οποία είναι σημαντική σε
επίπεδο Ρ <0,05.
Επιπλέον, δεδομένου ότι σε προηγούμενες στατιστικές μελέτες χρησιμοποιήθηκε η
μέθοδος superposed epoch analysis (SEA) για τον έλεγχο της πιθανής σχέσης μεταξύ της ηλιακής
δραστηριότητας και της σεισμικής δραστηριότητας, στο Σχήμα 4.6f παρουσιάζονται τα
αποτελέσματα της SEA που εφαρμόστηκαν για τα ίδια δεδομένα όπως στην αξιολόγηση της CCF.
Ο αριθμός αυτός δείχνει επίσης ότι η μέγιστη ενέργεια απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια του
τρίτου έτους μετά το μέγιστο σημείο της ηλιακής κηλίδας, σε συμφωνία με το CCF. Το Student’s
t-test για την μέγιστη ενέργεια E (+3) κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους μετά το μέγιστο σημείο
της ηλιακής κηλίδας σε σύγκριση με την ενέργεια κατά τη μέγιστη ηλιακή κηλίδα E(0)
υποδηλώνει ασθενή στατιστική σημασία, σε επίπεδο P ≤ 0,1.
|̅̅̅̅
𝑋1 |−|̅̅̅̅
𝑋2 |
Student’s t-test : 𝑡 =
𝑆2 𝑛 +𝑆2 𝑛
√ 1 1 2 2 𝑛1 +𝑛2
𝑛1 𝑛2 −2 𝑛1 𝑛2
76
Σχήμα 4.7 Χρονοσειρές των ετήσιων μέσων αριθμών των ηλιακών κηλίδων NS (πλαίσιο a)
και του ετήσιου αριθμού σεισμών με M> = 7 N E (πλαίσιο b) από το 1900 έως το 2017. Οι
αντίστοιχες τάσεις (κόκκινες γραμμές) εμφανίζονται επίσης. Οι τάσεις δείχνουν μια πολύ σημαντική
αρνητική συσχέτιση (rS = -0,42, p <10-4) μεταξύ της μακροπρόθεσμης μεταβολής του SSN και του
αριθμού σεισμών με Μ> = 7 κατά την περίοδο 1930-2010, με γενικά υψηλό πλάτος ηλιακούς
77
κύκλους. Όταν η τιμή του SSN αυξάνεται τότε ο αριθμός των EQs μειώνεται και αντίστροφα.
Ι.Σπύρογλου 2018
Ο συντελεστής συσχέτισης Spearman (rS) των δύο συνόλων δεδομένων του Σχήμα 4.7
βρέθηκε να είναι ίσος με -0,42, με τιμή p<0,0001. Αυτή η εξαιρετικά υψηλή p-τιμή του
συντελεστή συσχέτισης υποδηλώνει πολύ μεγάλη αρνητική συσχέτιση μεταξύ της
μακροπρόθεσμης μεταβολής του SSN και του αριθμού των σεισμών με Μ> = 7, μεταξύ της
χρονικής περιόδου 1930 - 2010. Οι δύο σκιασμένες περιοχές στο αρχή και στο τέλος είναι τμήματα
ολόκληρου του χρονικού διαστήματος που εξετάζεται στο Σχήμα 4.7. Δεν περιλαμβάνονται στον
υπολογισμό του rS, αφού η καταχώρησή τους καταστρέφει την αρνητική συσχέτιση μεταξύ των
δύο μεγεθών NS και NE.
Συμπερασματικά, από την εξέταση μηνιαίων, ετήσιων και μακροπρόθεσμων παραλλαγών
της SSN και της σεισμικής δραστηριότητας μεταξύ 1900-2017, συμπεραίνουμε ότι τα γιγαντιαία
EQ και η συνολική παραγωγή ενέργειας από όλα τα EQs με μεγέθη M ≥ 5,5 σχετίζονται κατά
προτίμηση με τη φάση μείωσης του ηλιακού κύκλου. Επιπλέον, οι στατιστικές δοκιμές
επιβεβαιώνουν μια σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ηλιακών κηλίδων και
της παγκόσμιας σεισμικής ενέργειας.
Ο αριθμός των EQs με μεγέθη M ≥ 7 δεν ακολουθεί σε κάποιο βαθμό τα παραπάνω
πρότυπα, αλλά δεν παρουσιάζουν σημαντικά στατιστικά αποτελέσματα. Το γεγονός αυτό μπορεί
να οφείλεται: (α) στον περιορισμό του ετήσιου μέσου όρου SSN, καθώς ένα μεγάλο (7 <M <~ 8)
EQ που προέκυψε κατά τη διάρκεια του ηλιακού μέγιστου σχετίζεται με τα CH-HSSs που
διαρκούν μόνο λίγους μήνες και β) ο περιορισμός της αρνητικής συσχέτισης μεταξύ του αριθμού
των ηλιακών κηλίδων και της παγκόσμιας σεισμικής ενέργειας κατά τη διάρκεια των ηλιακών
κύκλων με πολύ χαμηλό (<100) SSN, (γ) τις μακροπρόθεσμες διακυμάνσεις της χρονικής
κατανομής του EQ (Shestopalov and Kharin, 2014) (δ) πιθανή συμβολή των επιδράσεων που
σχετίζονται με την CME που παρατηρούνται συχνότερα κατά τη διάρκεια του ηλιακού μέγιστου.
Υποθέτουμε ότι τα γιγαντιαία EQs και η παγκόσμια απελευθέρωση ενέργειας, που
αντικατοπτρίζουν τις κύριες διεργασίες που προκαλούν την υψηλότερη σεισμική απελευθέρωση
ενέργειας, αποδεικνύουν σαφώς τις κατάλληλες ηλιακές συνθήκες για ενισχυμένη σεισμική
δραστηριότητα.
78
4.3 Στεμματικές οπές (Coronal holes), ρεύματα ηλιακού ανέμου και
γιγαντιαίοι σεισμοί (1980-2017)
Η ροή πλάσματος από την ηλιακή κορώνα είναι μη ομοιόμορφη τόσο στον χρόνο όσο και
στον χώρο. Ο εκπεμπόμενος ηλιακός άνεμος από την ηλιακή κορώνα παρουσιάζει μια εξάρτηση
από το πλάτος, με τις υψηλότερες τιμές (~ 500-800 km / s) πάνω από τους πόλους και χαμηλότερες
τιμές (~ 300-400 km / s) προς τον ισημερινό του Ήλιου, όταν φθάνει κοντά στη Γη. Ο γρήγορος
άνεμος εκπέμπεται από τις στεφανιαίες τρύπες, τις σκοτεινές περιοχές στο στέμμα, όπου το
μαγνητικό πεδίο είναι ανοιχτό και ρέει σε διαπλανητικό χώρο κυρίως κατά τη διάρκεια της φάσης
μείωσης ενός ηλιακού κύκλου, όταν τα πολικά CH εκτείνονται προς τον ηλιακό ισημερινό. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, το HSS που κατευθύνεται από το CH σχηματίζει μια περιοχή
αλληλεπίδρασης (CIR), η οποία περιορίζεται από δύο MHD σοκ: το μπροστινό σοκ στο μπροστινό
μέρος του CIR και το ακόλουθο αντίστροφο σοκ στο τέλος του CIR. Οι στεφανιαίες οπές
εμφανίζονται επίσης στα μεσαία έως χαμηλά ηλιακά πλάτη, είτε ως διακριτά ανοίγματα είτε ως
στενή, δακτυλοειδή επέκταση από μια πολική στεφανιαία οπή, κατά τη μέγιστη ηλιακή φάση.
Το πιο εμφανές αποτέλεσμα της παρούσας μελέτης είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα
από τα γιγαντιαία EQs (M ≥ 8.3), αλλά και τα μικρότερα EQs με μεγέθη M ≥ 5, κατά τη διάρκεια
των τεσσάρων πρόσφατων ηλιακών κύκλων (Σχήματα 4.1, 4.3, 4.4, 4.5), συνέβισαν στη φάση
μείωσης και κοντά στο ηλιακό ελάχιστο. αυτοί είναι οι χρόνοι που παρατηρούνται επίσης συχνά
κοντά στον ισημερινό του ήλιου CHs και HSSs
79
σκοτεινές περιοχές. Η μεγάλη στεφανιαία οπή που φαίνεται στο σχήμα Σχήμα 4.8c σχετίζεται με
το HSS που προηγείται του EQ της Chile.
Περαιτέρω εξέταση μερικών πρόσφατων καταστροφικών EQs επιβεβαιώνει μια παρόμοια
προ-σεισμική παρουσία των ηλιακών στεφανιαίων οπών, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις
των σεισμών του Nepal 2015 (M7.8) και του Kumamoto και του Japan 2016 (M7).
Η σύγκριση των αντιπροσωπευτικών ηλιακών εικόνων με την παρατήρηση των HSSs /
CIRs υποστηρίζει την υπόθεση των διαδοχικών HSSs που παρατηρήθηκαν πριν από τα γιγαντιαία
EQs (Πίνακα 4.3) όπως οδηγούνται από στεφανιαίες οπές.
(a) Japan M9.1, 10.11.2011 (b) Sumatra, M8.6, 9.4.2012 (c ) Chile M8.3, 14.09.2015
Σχήμα 4.8 Αντιπροσωπευτικές εικόνες με στεφανιαίες οπές πριν από τεράστιους σεισμούς.
Οι εικόνες παρατηρήθηκαν περίπου δύο ημέρες πριν από τους σεισμούς Japan 2011 (M9.1),
Sumatra 2012 (M8.6) και Chile 2015 (M8.3). Οι μεγάλες πολικές ή σχεδόν ισημερινές τρύπες
εμφανίζονται στις τρεις εικόνες ως σκοτεινές περιοχές.
80
5 Συμπεράσματα
Ηλιακή και σεισμική δραστηριότητα (M ≥7,8, 8,3) κατά τη διάρκεια των ηλιακών κύκλων
21-24
Από τον πίνακας 4.1 καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ 1980-2018 (Ιαν)
σημειώθηκαν 56 σεισμοί (EQs) (M ≥ 7.8) κατά τις περιόδους των μετακινήσεων από τον έναν
κύκλο στον επόμενο ενώ κατά τη διάρκεια των μέγιστων φάσεων σημειώθηκαν συνολικά μόνο
17 σεισμοί. Αυτοί οι αριθμοί, 17 έναντι 56, αντιστοιχούν σε ποσοστό 23% και 77% του συνολικού
αριθμού (73) των σεισμών (EQs) που εξετάζονται στο σχήμα 4.1.a
Στον πίνακας 4.2 παρουσιάζετε η κατανομή του παραπάνω υποσυνόλου των 56 μεγάλων
σεισμών (EQs) σε σχέση με την φάση ανόδου και μείωσης των ηλιακών κύκλων 21 έως 24.
Βλέπουμε ότι συνολικά 13 EQs εμφανίστηκαν στην ανοδική φάση του SC21-SC24, ενώ ένας πολύ
μεγαλύτερος αριθμός, 43 EQs, σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης αυτών των
ηλιακών κύκλων.
Για τους σεισμούς (EQs) μεγέθους M ≥ 7.8 σχήμα 4.1a που εμφανίστηκαν κατά την
περίοδο 1980-2018 (Ιανουάριος): (i) υπάρχει τάση να προκύψουν οι μεγάλοι σεισμοί (EQs) κατά
τη διάρκεια της μετάβασης από τον έναν κύκλο στον επόμενο σε σύγκριση με τη μέγιστη φάση
και (ii) κατά την εξέταση των EQ που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον έναν
κύκλο στον επόμενο, βλέπουμε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (77%) των σεισμών (EQs) να
εμφανιστούν στη φάση μείωσης σε σύγκριση με εκείνο των σεισμών (EQs) που συνέβησαν στην
αυξανόμενη φάση των ηλιακών κύκλων.
Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι υπάρχει μια τάση μεγάλων EQs να
εμφανιστούν κατά τη διάρκεια περιόδων μέτριας έως χαμηλής SSN και, ειδικότερα, κατά τη
διάρκεια της φάσης μείωσης του ηλιακού κύκλου.
Προσεκτική εξέταση των υπολοίπων σεισμών (EQs) που φαίνονται στο σχήμα 4.1a, όπως
για παράδειγμα οι σεισμοί (EQs) που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των SC22 και SC24,
υποδηλώνει ότι και μερικοί επιπλέον σεισμοί (EQs) σημειώθηκαν επίσης κατά τα τοπικά ελάχιστα
του SSN.
81
Στο σχήμα 4.1b παρατηρείται μεγάλη συχνότητα εμφάνισης γιγαντιαίων σεισμών (EQs)
(M ≥ 8.3) μεταξύ 2003-2010, με 6 EQs - από το σύνολο των 12 EQs- που κατανέμονται εντός 6,5
ετών, κατά τη διάρκεια της ελάχιστης μετάβασης από SC23 έως SC24. Υποθέτουμε ότι οι χρόνοι
εμφάνισης των γιγαντιαίων σεισμών (EQs) στο σχήμα 4.1b είναι σύμφωνοι με την τάση των (M
≥ 7.8) (EQs) για υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης κατά τη διάρκεια της φάσης μείωσης των
ηλιακών κύκλων.
Τα δεδομένα που παρουσιάζονται στο σχήμα 4.2 υποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια
ολόκληρου του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων πρόσφατων ηλιακών κύκλων (SC21 - SC24)
υπάρχει σαφής τάση προς υψηλότερη συχνότητα μεγάλων (M ≥ 7.8) EQs όταν ο αριθμός των
ηλιακών κηλίδων NS,2Y μειώνεται.
82
Στεμματικές οπές (Coronal holes), ρεύματα ηλιακού ανέμου και γιγαντιαίοι σεισμοί (1980-
2017)
Το πιο εμφανές αποτέλεσμα της παρούσας μελέτης είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα
από τα γιγαντιαία EQs (M ≥ 8.3), αλλά και τα μικρότερα EQs με μεγέθη M ≥ 5, κατά τη διάρκεια
των τεσσάρων πρόσφατων ηλιακών κύκλων (Σχήματα 4.1, 4.3, 4.4, 4.5), συνέβισαν στη φάση
μείωσης και κοντά στο ηλιακό ελάχιστο. αυτοί είναι οι χρόνοι που παρατηρούνται επίσης συχνά
κοντά στον ισημερινό του ήλιου CH-HSSs
Στο σχήμα 4.8 η σύγκριση των αντιπροσωπευτικών ηλιακών εικόνων με την παρατήρηση
των HSSs / CIRs υποστηρίζει την υπόθεση των διαδοχικών HSSs που παρατηρήθηκαν πριν από
τα γιγαντιαία EQs (Πίνακα 4.3) όπως οδηγούνται από στεφανιαίες οπές.
83
Βιβλιογραφία
84