Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 69

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ- 2020/2021

23 Οκτωβρίου 2020
Αρχή προσηκουσών ενδείξεων ( προσήκοντος βαθμού υπονοιών): όσο προχωράει η
διαδικασία, πρέπει να αυξάνονται οι ενδείξεις- υποψίες, ώστε να συνεχιστεί -> δεν μας
ενδιαφέρει απλώς η χρονική γραμμή της δίκης.

Ιδιαίτερη σημασία της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων: αυξημένες απαιτήσεις, όταν η
απόφαση είναι καταδικαστική, λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας. Αντιθέτως, όταν η
απόφαση είναι καταδικαστική, αρκεί το δικαστήριο να πει ότι δεν πείστηκε με την ενοχή
του (δε χρειάζεται περαιτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία)

ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

ΚΠΔ 27: η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

*ποινική δίωξη: ενέργεια που ασκείται αποκλειστικά από τον εισαγγελέα (αρμόδιο
δικαστικό όργανο)

Τρόποι πληροφόρησης του εισαγγελέα: 1) Ιδιωτική καταγγελία (έγκληση, μήνυση,


αναφορά) 2) Ανακοίνωση από δημόσιο όργανο 3) Προσωπική γνώση του εισαγγελέα (μόνο
όταν το έγκλημα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο)

*ΚΠΔ 37: κανόνας η αυτεπάγγελτη δίωξη, κατ’ εξαίρεση το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση
(ΚΠΔ 53 παρ.1) -> πρέπει να αναφέρεται ρητά στον ΠΚ για το συγκεκριμένο έγκλημα ότι
διώκεται κατ’ έγκληση

Διαφορά έγκλησης-μήνυσης: Η έγκληση γίνεται ΜΟΝΟ από τον παθόντα (όχι από τρίτο
πρόσωπο), ενώ η μήνυση μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε.

*Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα ισχύουν και οι 3 τρόποι ενημέρωσης του


εισαγγελέα, ενώ στα κατ’ έγκληση πρέπει να ασκηθεί αποκλειστικά από τον παθόντα.

Μήνυση (ΚΠΔ 42): αν δίωξη αυτεπαγγέλτως, δε χρειάζεται να αποδειχθεί ότι αυτός που
καταγγέλλει έχει κάποια σχέση με το έγκλημα, μπορεί να ασκήσει κανονικά μήνυση.

Τρόπος υποβολής μήνυσης-έγκλησης

ΚΠΔ 42 παρ.2

ΚΠΔ 55, 54/ ΠΚ 117: ανάκληση-παραίτηση από έγκληση (ΔΕΝ ισχύει αυτό για τη μήνυση)

ΠΚ 114-117: σημασία εγκλήσεως στα κατ’ έγκληση εγκλήματα

-> εξάλειψη αξιοποίνου αν δεν ασκηθεί η έγκληση εντός ορισμένης προθεσμίας


Κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος γνώσης της πράξεως του εγκλήματος και όχι ο χρόνος
τελέσεως

-> δικαιούχος εγκλήσεως (ΠΚ115): κατ’ αρχήν ο αμέσως παθών, εκτός αν ισχύουν τα της 2ης
παραγράφου

-> ΠΚ 116: αδιαίρετο της έγκλησης: στρέφεται κατά όλων των συμμετόχων ανεξαιρέτως
*υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες μεν το έγκλημα είναι αυτεπάγγελτα διωκόμενο,
αλλά μετά από παρέμβαση του παθόντος μπορεί ο εισαγγελέας δυνητικά να ανακαλέσει
την ποινική δίωξη (πχ λόγω επιθυμίας του παθόντος).

30 Οκτωβρίου 2020
Τρόπος υποβολής μήνυσης και έγκλησης

ΚΠΔ 42 παρ.2: απευθείας στον εισαγγελέα ή σε άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους από τον
ίδιο τον μηνυτή ή ειδικό πληρεξούσιο

*ΚΠΔ 31: γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (δεν υπάρχει πλέον πταισματοδικείο)

*Μπορώ να υποβάλλω μήνυση και σε αστυνομικό τμήμα, διότι οι περισσότεροι


αστυνομικοί είναι ανακριτικοί υπάλληλοι.

ΚΠΔ 42 παρ.3: αν μήνυση σε ανακριτικό υπάλληλο -> τη στέλνει αμέσως στον εισαγγελέα

ΈΓΚΛΗΣΗ: ΚΠΔ 51 -> εφαρμόζεται το άρθρο 42 παρ. 2,3,4.

ΜΗΝΥΣΗ: εγγράφως ή προφορικά (τύπος της μήνυσης). Το ίδιο και για έγκληση.

*ειδικός πληρεξούσιος: αρκεί απλή έγγραφη δήλωση πληρεξουσιότητας , που πρέπει να


έχει γνήσιο υπογραφής (απαραίτητη προϋπόθεση)

Αν υπάρχει ελάττωμα πχ της πληρεξουσιότητας στη μήνυση/έγκληση σε αυτεπαγγέλτως


διωκόμενο έγκλημα -> δεν εμποδίζεται κάπως η διαδικασία, διότι λειτουργεί ως τρόπος
πληροφόρησης του εισαγγελέα. Στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα το ελάττωμα
αποτελεί τροχοπέδη στη διαδικασία (ΚΠΔ 52 παρ.1). ΔΕΝ υπάρχει έγκυρη έγκληση, άρα δεν
μπορεί να συνεχιστεί η διαδικασία.

Άλλοι τρόποι ενημέρωσης

1) ΚΠΔ 40 παρ.1 υποχρέωση αναγγελίας (αναφορά). Μόνο αν προβλέπεται ρητά στον νόμο

2) ΚΠΔ 37,38,41: Αίτηση κάποιας αρχής για την εκκίνηση δίωξης ενός εγκλήματος (πρέπει
να προβλέπεται ρητά στο εκάστοτε έγκλημα- αφορά κυρίως εγκλήματα που επηρεάζουν
ξένη χώρα). /Ανακοίνωση της εγκληματικής πράξης από τους ανακριτικούς υπαλλήλους
στον εισαγγελέα (μόνο για τα αυτεπάγγελτα)/ παρ.2 άρθρο 38: και δημόσιοι υπάλληλοι,
εφόσον πληροφορήθηκαν γι’ αυτό κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αποκλειστικά /
ΚΠΔ 41: τα διαδικαστικά.

Κατ’ εξαίρεση δε χρειάζεται ενημέρωση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.


ΚΠΔ 28: Ολομέλεια Εφετείου σε συμβούλιο -> στον εισαγγελέα εφετών ποινική δίωξη για
εγκλήματα εξαιρετικής σημασίας (είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς, αν έχει ήδη
προηγηθεί ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών)

ΚΠΔ 242 παρ.1: αυτόφωρο έγκλημα (όταν ο δράστης καταλαμβάνεται τη στιγμή τέλεσης
του εγκλήματος.

*Υποχρέωση σύλληψης εκείνη τη στιγμή από τους ανακριτικούς υπαλλήλους.

*Δικαίωμα επέμβασης και οι απλοί πολίτες για τη σύλληψη, εάν δεν υπάρχουν αστυνομικά
όργανα (ΚΠΔ 275,279).

Διάκριση από άμυνα υπέρ τρίτου: αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου χωρίς περαιτέρω
δυνατότητα σύλληψης. Ισχύει, δηλαδή, η άμυνα μόνο για όσο χρόνο τελείται το έγκλημα.

● Η πληροφόρηση από τον εισαγγελέα ενός εγκλήματος δεν οδηγεί αμέσως σε


ποινική δίωξη (αρχή της νομιμότητας και αρχή σκοπιμότητας κατά την άσκηση
ποινικής δίωξης)

*ΚΠΔ παρ.3: πρώτος (προ)έλεγχος από εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Τη θέτει σε αρχείο, αν


η μήνυση/αναφορά νόμω αβάσιμη, ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως.

Παρ.5: υποβολή ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.

*ΚΠΔ 243: προκαταρκτική εξέταση (2ος έλεγχος)

Επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν


πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη (άλλοτε υπάρχει δικαίωμα, άλλοτε υπάρχει υποχρέωση).

4 Νοεμβρίου 2020

Αρχή της νομιμότητας: εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ο εισαγγελέας


οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη

Αρχή της σκοπιμότητας: ο εισαγγελέας ασκεί ποινική δίωξη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

ΚΠΔ 243: προκαταρκτική εξέταση = συνοπτική έρευνα κατά την οποία ο εισαγγελέας
αποφασίζει αν θα ασκήσει ποινική δίωξη ή όχι.

ΚΠΔ 244: αν κατονομάζονται πρόσωπα (ύποπτοι) στη μήνυση/ έγκληση: 5 μέρες πριν
παρέχουν εξηγήσεις και εξετάζονται χωρίς όρκο.

-> υποχρεωτική η εξέταση του υπόπτου (ΚΠΔ 43 παρ.1 εδ. β’) : όταν κακουργήματα ή
πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου

● Ύποπτος: δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη


● Κατηγορούμενος: έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του
Πλημμελήματα Τριμελούς Πλημμελειοδικείου: υποχρεωτική η προκαταρκτική εξέταση
(πρόκειται για σοβαρότερα εγκλήματα)

Πλημμελήματα Μονομελούς Πρωτοδικείου: δεν είναι υποχρεωτική η προκαταρκτική


εξέταση

Απόφαση εισαγγελέα να μην ασκήσει ποινική δίωξη: είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο
στάδιο ελέγχου (ΚΠΔ 43 παρ.3-5, 51 παρ.2,3) -> αρχειοθέτηση μήνυσης/ έγκλησης

*η έγκληση πρέπει να απορριφθεί και να επιδοθεί στον εγκαλούντα.

ΚΠΔ 52: δικαίωμα προσφυγής εγκαλούντος σε περίπτωση του ΚΠΔ 51.

ΚΠΔ 43 παρ.6: οιονεί προσωρινό δεδικασμένο

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

1) ΚΠΔ 44: αναβολή και αναστολή της ποινικής δίωξης (δυνατότητα) -> διάταξη
σκοπιμότητας

2) ΚΠΔ 45 παρ.1+ 46: αποχή από ποινική δίωξη ενηλίκου- ανηλίκου αντιστοίχως

3) ΚΠΔ 29: δικαίωμα υπουργού Δικαιοσύνης

4) ΠΚ 314 παρ.2: σωματική βλάβη από αμέλεια

5) ΠΚ 344: παραπομπή σε βιασμό και κατάχρηση σε γενετήσια πράξη (ΠΚ 336, 343)

6) ΠΚ 187Γ παρ.1,3: εγκληματική οργάνωση και τρομοκρατία -> παραπομπή σε ΚΠΔ 43


παρ.3

7) ΚΠΔ 59: προδικαστικά ζητήματα

5 Νοεμβρίου 2020
Η προδικασία διακρίνεται από τη διαδικασία στο ακροατήριο στο πλαίσιο του εξεταστικού
συστήματος.

Αρχές προδικασίας

1) Μυστικότητα
2) Έγγραφος χαρακτήρας
3) Δίκη καταναγκασμού

Αρχές διαδικασίας στο ακροατήριο

1) Κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης (αγγλοσαξωνικός χώρος)

Ο συνδυασμός του εξεταστικού και του κατηγορητικού συστήματος στην Ελλάδα


δημιουργούν το «μικτό σύστημα»

● Αρχή προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου


● Αρχή της δημοσιότητας
● Αρχή της συμμετοχής του λαϊκού δικαστή στο σύστημα της ποινικής δίκης ->
μικτό ορκωτό σύστημα

ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ

Είναι σύμφυτοι με την έννοια του εγκλήματος.

Κατά παρέκκλιση περάτωση της ποινικής δίκης

Πχ ΚΠΔ 301 + 303 (θεσμοί)

ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Θεμελιώδης αρχή των σύγχρονων δικονομικών συστημάτων

«Αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου»

Κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ + 71 ΚΠΔ.

Η εμβέλεια του τεκμηρίου αφορά όλη την ποινική διαδικασία.

Τρόποι παραβίασης: α) Από τα δικαστικά όργανα κατά τη διαδικασία της δίκης και προ
αυτής (εκδήλωση προκατάληψης) Πχ Υπόθεση Καμπάνης κατά Ελλάδος (παραβίαση
του τεκμηρίου αθωότητας από την Ελλάδα)

Β) Περιπτώσεις όπου κρατικοί λειτουργοί ή πολιτικοί αναφέρονται σε πρόσωπα που


έχουν εμπλακεί σε κάποια υπόθεση χωρίς να έχουν καταδικαστεί ως ένοχοι με
δικαστική απόφαση

Δύναται να προσφύγουν οι θιγόμενοι στο ΕΔΔΑ για αποζημίωση -> άρθρο 7 ν.


4596/2019

*η αρχή in dubio pro reo είναι μέρος του τεκμηρίου αθωότητας

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ


ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Απαγορεύεται η αμφισβήτηση του τεκμηρίου αθωότητας και οι παραβιάσεις των


δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ (ΚΠΔ 171 παρ.1δ)
Υπόθεση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Στάδιο πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, όπου μετά από παραγγελία του
εισαγγελέα οι ανακριτικοί υπάλληλοι συλλέγουν στοιχεία ή αστυνομική ανάκριση σε
επείγουσες περιπτώσεις -> ανακριτική διερεύνηση σε επίπεδο δραστηριότητας
τακτικού ανακριτή για κακουργήματα -> έπεται της ποινικής διώξεως, προηγείται όμως
της διαδικασίας στο δικαστήριο -> άσκηση ποινικής δίωξης

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ

Πρόκειται για την κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης, η οποία συνεπάγεται την τήρηση
των κανόνων. (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ και 525 ΚΠΔ)

Αν μετά από αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου ο κατηγορούμενος προσφύγει στο


ΕΔΔΑ με την αιτιολογία πως έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά του στα πλαίσια της
δίκαιης δίκης και αυτό γίνει δεκτό, τότε ανακύπτει λόγος επανάληψης της δίκης.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΑΡΧΕΣ: ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

● Αρχή της κρατικής δίωξης του εγκλήματος

Στη χώρα μας τα εγκλήματα διώκονται από το κράτος, όχι από τους ιδιώτες ( σημαντική
διαφορά με την πολιτική δίκη). Στο αγγλοσαξωνικό σύστημα, αλλά και σε ορισμένα
ηπειρωτικά δικονομικά συστήματα (πχ Γερμανία) ισχύει ο θεσμός της ιδιωτικής δίωξης.
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών λειτουργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας, καθώς κινεί
τις διαδικασίες άσκησης της ποινικής διώξεως.

Διάκριση της κρατικής δίωξης με πρωτοβουλία δίωξης = όταν ο παθών ζητά από τον
εισαγγελέα την άσκηση της ποινικής δίωξης

*ΚΠΔ 37: αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος

ΚΠΔ 38: υποχρέωση ανακοίνωσης ανακριτικών υπαλλήλων

+ ΚΠΔ 31: έννοια ανακριτικών υπαλλήλων.

6 Νοεμβρίου 2020

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
)
Α. Καθ’ ύλην Αρμοδιότητα

Δικαστήρια που δικάζουν πλημμελήματα

ΜονΠλημ: δικάζει μόνο ως πρωτοβάθμιο ⇒ απαρτίζεται από 1 δικαστή, 1 Εισαγγελέα και 1


γραμματέα

ΤριμΠλημ: δικάζει

(α) ως πρωτοβάθμιο → σε β’ βαθμό πάνε στο ΤριμΕφετ πλημμελημάτων

(β) ως β’ βάθμιο εναντίον των υποθέσεων που έχουν εκδοθεί από το ΜονΠλημ

⇒ απαρτίζεται από 3 δικαστές, 1 εισαγγελέα και 1 γραμματέα

Δικαστήρια που δικάζουν κακουργήματα

Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Μ.Ο.Δ.) αλλά τα περισσότερα δικάζονται σε δικαστήρια που ο


νόμος δικάζει διαφορετικά (άρ. 97 §2 Σ, άρ. 109 ΚΠΔ)

Μεικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.): δικάζει σε β’ βαθμό τις υποθέσεις το Μ.Ο.Δ.

Ωστόσο, ελάχιστα κακουργήματα εκδικάζονται πλέον από το Μ.Ο.Δ και κατ’ επέκταση από
το Μ.Ο.Ε., καθώς περιορίζονται από τα άρ. 110-111 ΚΠΔ. Συνεπώς, εγκλήματα κατά της
ζωής, της γενετήσιας ελευθερίας έχουν απομείνει στο ΜΟΔ, ενώ όλα τα υπόλοιπα
εκδικάζονται από τα ΜονΕφετ ή το ΤριμΕφετ, ενώ στο ΠεντΕφετ δεν εκδικάζει σε α’ βαθμό,
είναι β’ βάθμιο και εκδικάζει τις εφέσεις του ΤριμΕφετ.

Η διαφορά μεταξύ των παραπάνω δικαστηρίων είναι ότι τα Ορκωτά δικαστήρια συντίθενται
από 7μελή επιτροπή, η οποία αποτελείται τόσο από τακτικούς δικαστές (3) όσο και από
λαϊκούς δικαστές (4), οι οποίοι είναι απλοί πολίτες και πρέπει να καλύπτουν ορισμένες
προϋποθέσεις για να διοριστούν ως ένορκοι.

ΜονΕφετ κακουργημάτων ⇒ απαρτίζεται 1 δικαστής (εφέτης), 1 εισαγγελέα και 1


γραμματέα

Είναι αρμόδιο για τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρ. 110 ΚΠΔ

ΤριμΕφετ κακουργημάτων ⇒ απαρτίζεται 3 δικαστές (εφέτες), 1 εισαγγελέα και 1


γραμματέα

Είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρ. 111Α §1-5 ΚΠΔ.
Δικάζουν, όμως, και ως β’ βάθμια Δ κατά των αποφάσεων του ΜονΕφετ κακουργημάτων,
όπως ορίζεται στην §7. Παράλληλα, όμως δικάζει και τα πλημμελήματα συγκεκριμένων
προσώπων, όπως προβλέπει η §6.

ΠΡΟΣΟΧΗ! Αν κάποιος από αυτούς που δικάζονται κατά την §6 τελεί κακούργημα εκτός της
επαγγελματικής του δραστηριότητας δικάζεται από το ΜΟΔ και όχι από το ΜΟΕ σε πρώτο
βαθμό, διότι διαφορετικά δεν θα υπήρχε δικαστήριο να δικαστεί σε β’ βαθμό
ΠεντΕφετ κακουργημάτων ⇒ απαρτίζεται 5 δικαστές (εφέτες), 1 εισαγγελέα και 1
γραμματέα

Δικάζει μόνο ως β’ βάθμιο Δ, κατά των αποφάσεων του ΤριμΕφετ κακουργημάτων (άρ.
111Β) είτε τις αποφάσεις των ΤριμΕφετ πλημμελημάτων που έχουν εκδώσει αποφάσεις
ειδικής δωσιδικίας.

Αν δεν υπάρχει Εισαγγελέας ή γραμματέας, τότε έχουμε κακή σύνθεση δικαστηρίου.

Όταν έχουμε τριμελή δικαστήρια εκ δεξιών είναι ο πρόεδρος, που είναι ο αρχαιότερος, και
εξ αριστερών ο νεότερος.

Λόγοι εξαίρεσης αφορούν ΜΟΝΟ δικαστές και εισαγγελείς, όχι γραμματείς.

Ειδικά Δικαστήρια:

(α) Δικαστήρια ανηλίκων

(β) Στρατιωτικά Δικαστήρια (στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία στον α’ βαθμό και το


αναθεωρητικό Δ στον β’ βαθμό, ενώ η αναίρεση πάει στον ΑΠ)

(γ) Ειδικό δικαστήριο του άρ. 86 Σ (εγκλήματα περί ευθύνης υπουργών)

Β. Προβλήματα στη σύνθεση των δικαστηρίων

1. Το πολυπρόσωπο ή μη της σύνθεσης του Δικαστηρίου

2. Η συμμετοχή των ενόρκων και το πλαίσιο συμμετοχής τους

3. Κατά πόσο υπάρχει ή όχι η ανάγκη δημιουργίας ειδικών ποινικών δικαστών;

11 Νοεμβρίου 2020

Εξαιρέσεις από την αρχή της νομιμότητας (συνέχεια)

● ΚΠΔ 47: αποχή από ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος

Ο αρμόδιος εισαγγελέας παραγγέλλει στον εποπτεύοντα εισαγγελέα του ΑΠ την εξαίρεση


των εν λόγω μαρτύρων οριστικά από την ποινική δίωξη. (αφορά μόνο συγκεκριμένες
πράξεις)
● Άρθρο 32 ν. 4139/2013: ναρκωτικά – εξαρτημένοι χρήστες, που υποβάλλονται σε
θεραπευτικό πρόγραμμα

Αφορά μόνο συγκεκριμένα εγκλήματα: απεμπλοκή του χρήστη από την ποινική διαδικασία
με σκοπό την ομαλότερη επανένταξη του στην κοινωνία.

Επέκταση των εξαιρέσεων με τους νέους κώδικες

● ΚΠΔ 45 παρ.2: εγκλήματα μικρής κοινωνικοηθικής απαξίας -> ο εισαγγελέας


πλημμελειοδικών με έγκριση του εισαγγελέα εφετών -> οριστική αποχή από την
ποινική δίωξη, εφόσον: δεν υπάρχει σοβαρό δημόσιο συμφέρον και συντρέχουν
ειδικές συνθήκες κατά την τέλεση της πράξεως
● ΚΠΔ 48: αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους (μέχρι «μέσης
βαρύτητας» πλημμελήματα -> φυλάκιση έως 3 έτη)

Απαιτείται η σύμφωνη γνώμη δικαστή ( e contrario 45 παρ.2 ΚΠΔ) , δηλαδή του


διευθύνοντος του δικαστηρίου πρωτοδίκη, και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής -> προσωρινή αποχή και με όρους.

Σκοπός του νομοθέτη είναι, εφόσον τεθεί ως όρος να ικανοποιηθούν κάποιοι από τους
προβλεπόμενους στη διάταξη όρους, να μην ασκηθεί ποινική δίωξη προσωρινά. Όταν
τηρηθούν οι τιθέμενοι όροι, ο εισαγγελέας απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη. Ωστόσο,
αν δεν ικανοποιηθούν οι όροι, δεν λειτουργεί εις βάρος του.

● ΚΠΔ 49: σκοπός κυρίως η αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος (αφορά αποχή
από συγκεκριμένα κακουργήματα)

Παρ 2: όρος να μη τελεστεί ομοειδές κακούργημα/ πλημμέλημα εντός τριετίας -> μετά την
παρέλευση τριετίας απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη.

Πρόκειται για ποιοτική διαφορά μεταξύ αυτών των νέων διατάξεων και των
προηγούμενων αναφορικά με την εξαίρεση απ’ την αρχή της νομιμότητας: τα εγκλήματα
αυτά έχουν κυρίως περιουσιακό περιεχόμενο, οπότε ο νομοθέτης θεωρεί ότι με την
αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας εκ μέρους του υπόπτου αποσυμφορεί το ποινικό
σύστημα.

● ΚΠΔ 50: για εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως, αν το θύμα δηλώσει ότι δεν
επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας οφείλει να απόσχει ( λόγος εξάλειψης
του αξιοποίνου -> ΠΚ 381 παρ.2)

Σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος ή κατά την προκαταρκτική εξέταση ( «μετά την


εξέταση και μέχρι την άσκηση ποινικής δίωξης)

Αν ο δράστης προβεί σε αποκατάσταση της βλάβης σε διάφορα χρονικά σημεία -> αυτό έχει
αντίκτυπο και στο αν ή σε ποιο βαθμό θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του.

*ν. 2803/2000: νόμος που διαφυλάσσει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ


(αντικαταστάθηκε από τον ν.4689/2020)
● ΚΠΔ 57 παρ.4: έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη έναντι ενός προσώπου σε άλλο
κράτος- μέλος της ΕΕ (φαινόμενο της εκκρεμοδικίας)
● ΚΠΔ 59 παρ.4: αναβολή της ποινικής δίωξης, εφόσον ο ύποπτος είναι θύμα ενός
από τα εγκλήματα που αναφέρονται στη διάταξη (πχ εμπορία ανθρώπων)

Τρόποι άσκησης της ποινικής δίωξης (ΚΠΔ 43 παρ.1)

1) ΚΠΔ 246 παρ.2: παραγγελία κύριας ανάκρισης

Αποκλειστικός τρόπος άσκησης όταν πρόκειται για κακούργημα.

Περίπτωση β’: μετά από απολογία του κατηγορουμένου, είναι δυνατόν να παρθούν
κάποια δικονομικά μέτρα ποινικού καταναγκασμού -> προσωρινή κράτηση

2) Απευθείας κλήση στο ακροατήριο

Κύριος τρόπος άσκησης όταν πρόκειται για πλημμελήματα

3) Διαβίβαση δικογραφίας στον εισαγγελέα εφετών (ΚΠΔ 111 παρ.6)

Πλημμελήματα προσώπων ειδικής δωσιδικίας: θα δικαστούν από τα δικαστήρια στα


οποία παραπέμπει η εν λόγω διάταξη

4) Υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής (ΚΠΔ 409- 416)

Αφορά συγκεκριμένα πλημμελήματα χαμηλού πλαισίου ποινής.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

Μόνο για εγκλήματα που εκδικάζονται από ΜονΠλημμ και επαπειλείται ποινή
φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή ή και τα 2 μαζί. Πρόκειται για εγκλήματα
χαμηλής απαξίας -> αντί να το στείλει στο ακροατήριο, υποβάλλει αίτηση για έκδοση
ποινικής διαταγής.

ΚΠΔ 410: αν ο δικαστής δε συμφωνεί με την κρίση του εισαγγελέα -> τακτική
διαδικασία. Αν συμφωνεί, χωρίς προηγούμενη ακρόαση εκδίδει ποινική διαταγή, όπου
επιβάλλεται χρηματική ποινή (περιοριστικά ό, τι προβλέπεται στη διάταξη)

ΚΠΔ 412: αντιρρήσεις του καταδικασθέντος ως μέσο προστασίας του, εφόσον με τη


διαδικασία της διαταγής ο ίδιος δεν ακούστηκε -> ΚΠΔ 413+166: συζήτηση με την κοινή
διαδικασία (ανατροπή διαταγής)

*τρόπος πληροφόρησης του καταδικασθέντος: επίδοση


12 Νοεμβρίου 2020

ΚΠΔ 42 παρ.2 επ.: η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί κανονικά, ακόμα και αν δεν τηρηθούν
οι τύποι της μηνύσεως, γιατί αφορά αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα.

Διαφορετική η έγκληση: ΚΠΔ 37 -> μόνο από τον παθόντα (είτε σε κατ’ έγκληση είτε σε
αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα)

ΚΠΔ 51+53: έγκληση στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα αποτελεί διαδικαστική
προϋπόθεση, ώστε να προχωρήσει η ποινική διαδικασία.

Συνάγεται ειδικότερα από τα άρθρα 311 παρ.1, 368 περ. γ’ ΚΠΔ

Άδεια αρχής (ΚΠΔ 56): πράξη κρατικής αρχής με την οποία επιτρέπεται στις δικαστικές
αρχές να εκκινήσουν ποινική δίωξη εναντίον συγκεκριμένου προσώπου.

Πχ άρθρο 61 παρ.2 Συντάγματος (άδεια κοινοβουλίου)

ΚΠΔ 37: πληροφόρηση εισαγγελέα και από οποιονδήποτε άλλο νοητό τρόπο
πληροφόρησής του (πχ ανώνυμη επιστολή, δημοσιεύματα έντυπου, ηλεκτρονικού τύπου)

Όροι στην υποχρέωση αυτεπάγγελτης δίωξης του εισαγγελέα: ένα κριτήριο τα σοβαρότερα
εγκλήματα ή το διαρκές/ επαναλαμβανόμενο έγκλημα κλπ (αμφισβητούμενο) -> στάθμιση
μεταξύ του δικαιώματος ιδιωτικού βίου και υποχρέωσης ποινικής διώξεως.

Κατηγορητική αρχή-Κατηγορητικό σύστημα

Δεν ξεκινάει κάποια ποινική διαδικασία, αν δεν έχει πρώτα ασκηθεί ποινική δίωξη από τον
εισαγγελέα.

Αυστηρός διαχωρισμός των λειτουργιών (εκδίωξη- εκδίκαση): άλλος ασκεί τη δίωξη, άλλος
θα αποφασίσει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου

Διαχωρίζονται τόσο τα φυσικά πρόσωπα, όσο και οι λειτουργίες καθαυτές.

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ: εξεταστικό σύστημα-> όλες οι λειτουργίες συγκεντρώνονταν σε ένα μόνο


πρόσωπο (καταργήθηκε όταν ιδρύθηκε ο θεσμός της εισαγγελίας)

● Πλεονεκτήματα
1) Παροχή δικονομικών δικαιωμάτων (μέσα απόκρουσης της κατηγορίας) στον
κατηγορούμενο
2) Δεν διώκει και αποφασίζει ταυτόχρονα το ίδιο άτομο, πράγμα το οποίο κατέληγε
συνήθως στην καταδίκη του κατηγορουμένου
3) Αναβάθμιση του συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου: κεντρικό
πρόσωπο που μπορεί να αποκρούσει την κατηγορούσα αρχή ως νομικός
● ΠΚΔ 27: ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, όχι από το δικαστήριο (e contr.)
● ΠΚΔ 30 παρ.2: πριν από κάθε απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να έχει
εισακουστεί οπωσδήποτε ο εισαγγελέας ως κατηγορούσα αρχή
● ΠΚΔ 171 παρ.1 β’: απόλυτη ακυρότητα αν δεν τηρηθεί η κατηγορητική αρχή
● ΚΠΔ 250: επέκταση των ορίων της ποινικής δίωξης εκ μέρους του εισαγγελέα και σε
άλλους συμμετόχους

«Νόθευση» της κατηγορητικής αρχής μέσω της ανάμειξης των δικαστών στις αρμοδιότητες
του εισαγγελέα -> ΠΚΔ 28 παρ.1: το δικαστήριο εφετών αποφασίζει για την άσκηση της
ποινικής δίωξης.

13 Νοεμβρίου 2020

1) Πολυπρόσωπο ή όχι της σύνθεσης των ποινικών δικαστηρίων

Πλεονεκτήματα Μονομελούς

● Ταχύτητα έκδοσης δικαστικών αποφάσεων


● Τόνωση ευθύνης του ενός και μόνο δικαστή

Πλεονεκτήματα Πολυμελούς

● Πανοπτική γνώση και αντίληψη των πραγμάτων


● Δε μένουν πτυχές της υπόθεσης αδιευκρίνιστες

Οι σοβαρότερες ως προς τις συνέπειες υποθέσεις εκδικάζονται από τα Πολυμελή, ενώ για
τις λοιπές από τα Μονομελή (κριτήριο η βαρύτητα του εκάστοτε εγκλήματος)

2) Συγκρότηση δικαστηρίων από λαϊκούς ή τακτικούς δικαστές

Μικτό Ορκωτό Σύστημα: 4 λαϊκοί και 3 τακτικοί δικαστές

Πλεονεκτήματα αμιγούς ορκωτού συστήματος

● Εκφράζουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα


● Εμπέδωση εμπιστοσύνης των πολιτών στην απονομή της δικαιοσύνης

Μειονεκτήματα ενόρκων

● Έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων -> αδυναμία στην αιτιολόγηση της


δικαστικής αποφάσεως
● Κίνδυνος επηρεασμού από παράγοντες της διαδικασίας (πχ συνήγοροι
υπερασπίσεως, ΜΜΕ)
● Δυσχέρεια θεσμοθέτησης του 2ου βαθμού κρίσεως
● Απροθυμία πολιτών να ασκήσουν δικαστικά καθήκοντα

Το πλεονέκτημα της συνεργασίας των τακτικών και λαϊκών δικαστών είναι πως οι
τακτικοί θα συγγράψουν την αιτιολογία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η
έκδοση αίτησης αναιρέσεως.

ΚΠΔ 401: ισοτιμία ψήφου λαϊκών και τακτικών δικαστών

3) Συγκρότηση κλάδου ειδικών ποινικών δικαστών


� Πρέπει να ασχολούνται αποκλειστικά με ποινικές υποθέσεις και να έχουν
εξειδικευμένες γνώσεις πάνω σε αυτό
� Εγκυμονεί κίνδυνος επαγγελματικής διαστροφής λόγω της διαρκούς ενασχόλησης
με υποθέσεις ποινικού δικαίου, γι’ αυτό υπάρχει ενότητα ποινικής και πολιτικής
δικαιοσύνης.

ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ΚΠΔ 122 παρ.1: τόπος τέλεσης του εγκλήματος, τόπος κατοικίας, τόπος προσωρινής
διαμονής

Αναφέρεται με συγκεκριμένη σειρά, γιατί στον τόπο τέλεσης μπορεί κανείς να βρει
περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία. Ο τόπος κατοικίας κατά δεύτερον βοηθάει ως προς
το να μάθει κανείς καλύτερα τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Τέλος, ο τόπος διαμονής
αποτελεί τελευταία ελπίδα, κυρίως εξυπηρετεί για την επίδοση εγγράφων.

*αποκλειστική κατά τόπον αρμοδιότητα

Α) τόπου τέλεσης: αξιόποινες πράξεις που αφορούν εκλογές

ΚΠΔ 126: ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας

ΚΠΔ 120 παρ.1: αυτεπάγγελτος έλεγχος της καθ’ ύλην σε κάθε στάδιο της δίκης

Το βάρος της αρμοδιότητας πέφτει στην καθ’ ύλην, η οποία θεωρείται πιο σημαντική σε
σχέση με την κατά τόπον (επιχείρημα από ΚΠΔ 120). Η κατά τόπον προτείνεται μόνο με
ένσταση και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (δηλαδή μέχρι και την
εξέταση του πρώτου μάρτυρα)

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ

Αφορά πράξεις!

ΚΠΔ 128: περιοριστική απαρίθμηση

Περ. α’: πχ πλαστογραφία

Περ. β’: «δεν είναι συναίτιοι» -> παραυτουργία ( συνεκτέλεση, όχι συναπόφαση)
Περ. δ’: πχ ΠΚ 231 -> υπόθαλψη εγκληματία

ΚΠΔ 129 παρ.1: συνεκδίκαση εφόσον δεν προκαλείται βλάβη (για παράδειγμα,
προκαλείται βλάβη σε περίπτωση που δικάζεται κάποιος ανήλικος)

Παρ.2: ανώτερο δικαστήριο αρμόδιο και για συναφή εγκλήματα που υπάγονται στην
καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστήριου

Πχ: ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) και απόπειρα


ανθρωποκτονίας με δόλο (ΜΟΔ)

Είναι ομοιόβαθμα, αλλά όχι ομοειδή και κατά ΚΠΔ 129 παρ.2 εδ.β’ το ΜΟΔ θεωρείται
ανώτερο από όλα!!

ΑΛΛΑ εν προκειμένω η ανθρωποκτονία θεωρείται ελαφρύτερο έγκλημα, καθώς


πρόκειται για απόπειρα, ενώ η ληστεία είναι τετελεσμένη, οπότε η τελευταία
συμπαρασύρεται και θα δικάσει το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

18 Νοεμβρίου 2020

Έννομες συνέπειες της ποινικής δίωξης

1) Εκκρεμοδικία (ΚΠΔ 57 παρ.3)


2) Θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης
3) Απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 72)
4) Ποινική δίωξη in rem- in personam (ΚΠΔ 245 παρ.3 και 308 παρ.5)

1. Δεν μπορεί να γίνει δίκη 2η φορά δίωξη του ίδιου προσώπου για το ίδιο αδίκημα
(ne bis in idem). Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης ο εισαγγελέας δεν μπορεί να την
ανακαλέσει.
2. Ο εισαγγελέας αξιολογώντας το υλικό που έχει συλλέξει από την προκαταρκτική
εξέταση, εντάσσει στην ειδική υπόσταση των εγκλημάτων τα πραγματικά
περιστατικά.
3. Απόκτηση ιδιότητας με την άσκηση ποινικής διώξεως ΡΗΤΑ εκ μέρους του
εισαγγελέα.
4. In rem: όχι προσωποποίηση των κατηγορουμένων γιατί δεν έχουν εντοπιστεί οι
δράστες. Αυτό δεν εμποδίζει την άσκηση της ποινικής δίωξης (245 παρ.3 ΚΠΔ)
Δυνατή η ποινική δίωξη κατά αγνώστων μέχρι ένα σημείο (μέχρι παραπομπή σε
ακροατήριο). Αν δεν ταυτοποιηθούν -> αρχειοθέτηση της δικογραφίας, καθώς δεν
μπορεί να υπάρξει παραπομπή αγνώστου στο δικαστήριο.

ΚΠΔ 250: δε χρειάζεται άσκηση νέας ποινικής δίωξης -> δικαίωμα επέκτασης της
ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα αν προκύψει και άλλος συμμέτοχος στην πορεία
ΑΝΑΚΡΙΣΗ

Αφορά όλα τα κακουργήματα και κατά περιπτώσεις τα πλημμελήματα

Σκοπός ανάκρισης (ΚΠΔ 239): συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να


βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος
σε δίκη για αυτό. -> στάδιο ελέγχου και εμπλουτισμού της διαδικασίας, διασφαλίζεται
επίσης το αποδεικτικό υλικό.

Άρα, έλεγχος βασιμότητας της κατηγορίας και συλλογή επαρκούς αποδεικτικού υλικού.

Η ανάκριση είναι έγγραφη (ΚΠΔ 148-153-> αναφορά σε εκθέσεις) και μυστική. Πρέπει
όλες οι ενέργειες του ανακριτή να είναι έγγραφες για να είναι έγκυρες και μυστικές
έναντι τρίτων (προσώπων άσχετων με την ποινική δίκη) και έναντι του κατηγορουμένου
(μόνο ο ανακριτής και ο γραμματέας γνωρίζουν)

Πχ η κλήτευση ενός μάρτυρα είναι γνωστή μόνο στον ανακριτή και τον γραμματέα, δε
γνωρίζει κανείς άλλος.

ΚΠΔ 251 παρ.2 + 25 παρ.1 Συντάγματος: διενέργεια ανακριτικών πράξεων και αρχή
αναλογικότητας. Ρητή ενσωμάτωση στον ΚΠΔ του θεμελιώδους δικαιώματος.

Εξέλιξη της ανάκρισης με κατάληξη την απολογία του κατηγορουμένου (τελευταία


ανακριτική πράξη, όπου και παύει πλέον η μυστικότητα) -> κατ’ αρχήν η ανάκριση
διαρκεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Έρευνα και για την προσωπικότητα του δράστη, γιατί συνεκτιμάται κατά την εκδίκαση
στο δικαστήριο.

ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΚΠΔ 251 επ. -> ειδικότερες ανακριτικές πράξεις, ιδιαίτερα επαχθείς: πράξεις
δικονομικού καταναγκασμού (μπορούν να περιορίζουν δικαιώματα ορισμένων
προσώπων, πχ κατηγορούμενοι ή τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τη δίκη). Αφορά
το στάδιο της προδικασίας.

+ 180-238 -> οι ανακριτικές πράξεις έχουν ως αντικείμενο την απόδειξη (όλο το στάδιο
της διαδικασίας)

● ΈΡΕΥΝΕΣ

ΚΠΔ 253 επ. -> ειδικότερη έννοια: κάποιες ενέργειες που περιλαμβάνουν απομάκρυνση
ανακριτή

Προϋποθέσεις: όταν είναι απαραίτητη/αναγκαία με βάση την αρχή της αναλογικότητας.


ΚΠΔ 256: έρευνα με τεχνική έννοια του όρου -> καθορισμός προϋποθέσεων εφαρμογής
του 253 ΚΠΔ. -> κατ’ οίκον έρευνα (άρθρο 9 Συντ. + 8 ΕΣΔΑ). Σύμπραξη και 2 ου
ανακριτικού υπαλλήλου. Δυνατότητα παραβίασης της πόρτας. Σε κάθε περίπτωση, ένας
από τους ανακριτικούς υπαλλήλους πρέπει να είναι δικαστικός λειτουργός. Σύνταξη
έκθεσης της έρευνας (στοιχείο που επιβεβαιώνει την αρχή του εγγράφου των
ανακριτικών πράξεων). Έρευνα σε νυχτερινές ώρες με ακόμα περισσότερες και
αυστηρότερες προϋποθέσεις (περιοριστικά κατά τον νόμο).

ΚΠΔ 257: σωματική έρευνα (άρθρο 7 παρ.2 Συντ. + 137 Α παρ.4 ΠΚ) -> όταν εξαιτίας
σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας. Δεν μπορούν να
υπερβούν τα όρια της σωματικής έρευνας, διαφορετικά έχουμε παραπομπή στη
συνταγματική διάταξη και τη διάταξη του ΠΚ, όπου τιμωρείται η υπέρβαση αυτή.

Γενικά επιδιώκεται η εξισορρόπηση ανάμεσα στην προστασία των δικαιωμάτων του


θιγομένου και στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διαδικασία για την αναζήτηση
της ουσιαστικής αλήθειας.

ΚΠΔ 258: έγγραφη διαδικασία

● ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ (ΚΠΔ 260-269)

ΚΠΔ 260: σε τράπεζες και άλλων δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων -> παρέμβαση σε
περιουσιακά δικαιώματα (όχι ουδέτερη δικονομική πράξη). Δεν είναι απαραίτητο να
ανήκουν στον κατηγορούμενο, αρκεί να σχετίζονται με το έγκλημα.

ΚΠΔ 261,262: δέσμευση περιουσιακών στοιχείων -> επέκταση και σε άυλου χαρακτήρα
αγαθά και σε αγαθά που συνδέονται και έμμεσα με το έγκλημα ή αφορούν τρίτους.
(«πάγωμα της περιουσίας», ώστε να εξασφαλιστούν τα ενδεχόμενα αποδεικτικά
στοιχεία)

ΚΠΔ 263: υποχρέωση για παράδοση εγγράφων, εφόσον τα έγγραφα αυτά έχουν
σημασία για την ανάκριση.

ΚΠΔ 264: κατάσχεση εγγράφων- εντύπων

ΚΠΔ 265: κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων

ΚΠΔ 258: πειστήρια -> αναλογική εφαρμογή ΚΠΔ 260 επ. -> αφορά τα αντικείμενα του
εγκλήματος που συνδέονται άμεσα με την τέλεσή του -> συντάσσεται έκθεση και
αμέσως μετά θα κατασχεθούν, ώστε να αξιολογηθούν στα επόμενα στάδια της
διαδικασίας.

ΚΠΔ 266-269: λοιπές διατάξεις

● ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ (254-255)

Α. Συγκαλυμμένη έρευνα: κάποιος διευκολύνει την τέλεση του εγκλήματος που ο


δράστης είχε ήδη προαποφασίσει
Β. Ανακριτική διείσδυση: τέλεση πράξεων από ανακριτικούς υπαλλήλους που τα μέλη
είχαν ήδη προαποφασίσει

Γ. Ελεγχόμενες μεταφορές: παρακολουθούν τη μεταφορά όπλων, ναρκωτικών κλπ


χωρίς να παρεμβαίνουν οι ανακριτικοί υπάλληλοι σε πρώτη φάση, ώστε να δουν που
θα καταλήξει η μεταφορά

Δ. Άρση απορρήτου επικοινωνιών: επιτρέπεται να παρακολουθείται η επικοινωνία


μεταξύ κάποιων προσώπων, μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις

Ε. Καταγραφή δραστηριότητας: παρακολούθηση στον εξωτερικό φυσικό χώρο

ΣΤ. Συσχέτιση δεδομένων: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που δεν προστατεύονται


για συγκεκριμένους λόγους

Έχουν συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής, μόνο για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις.


Συνδετικό στοιχείο από πλευράς περιεχομένου δεν υπάρχει, ούτε από πλευράς ουσίας.
Απλώς θεωρούνται σοβαρά εγκλήματα και διέπονται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκ
φύσεως, ώστε κατά την ανάκριση χρειάζεται «πρόσθετος εξοπλισμός» για τη συλλογή
επαρκούς αποδεικτικού υλικού.

● ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ (ΚΠΔ 209 επ.) -> προσωπικό αποδεικτικό μέσο και
εξετάζονται κατά το στάδιο της ανάκρισης

Καθήκον προσέλευσης (εξαιρέσεις: ΚΠΔ 214,215,216)

Καθήκον ορκοδοσίας (εξαίρεση: ΚΠΔ 221) -> πλέον πολιτικός όρκος και αν αρνηθεί έχει
ποινική ευθύνη

Καθήκον κατάθεσης (εξαίρεση: ΚΠΔ 222,223 παρ.4, ΠΚ 212 και 371) +τρόπος
κατάθεσης: ΚΠΔ 224

Καθήκον αλήθειας (ΠΚ 224)

● Πραγματογνωμοσύνη (ΠΚΔ 183 επ.) -> κατά την ανάκριση, αν χρειάζεται

Πότε διατάσσεται (ΚΠΔ 183) -> απαιτείται ειδική γνώση επί τεχνικού θέματος

Μορφές του έργου του (195)

Αποδεικτικό μέσο και «βοηθός δικαστή»

Ειδικότερες ρυθμίσεις

Αντικαταστατοί, λόγοι εξαίρεσης

Ελεύθερη εκτίμηση (ΠΚΔ 177) και ειδική αιτιολόγηση

● Αυτοψία (ΠΚΔ 180)

Ενέργεια ανακριτή για να εντοπίσει ίχνη στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος.
ΠΚΔ 178: επιτρέπεται κάθε είδους αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία (άρα
και στην ανάκριση) -> δεν υπάρχει περιορισμός (ό, τι δεν απαγορεύεται στον
ανακριτή, επιτρέπεται να το πράξει).

19 Νοεμβρίου 2020

Αρχή σκοπιμότητας: αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής της νομιμότητας. Και οι δύο μαζί
συγκροτούν ένα ενιαίο ποινικό σύστημα

Αρχή αναλογικότητας (Σ25): επιβάλλεται φειδώ, έτσι ώστε να ασκείται ποινική δίωξη μόνο
όταν εξυπηρετούνται οι σκοποί της ποινής (γενική και ειδική πρόληψη, από κοινού με την
αρχή της ενοχής και τον χαρακτήρα του αδίκου). Πολλές φορές εξυπηρετούνται αυτοί οι
σκοποί με το να μην ασκείται ποινική δίωξη (πχ ο εισαγγελέας αντί αυτού επιβάλλει
κάποιους όρους στον δράστη που οφείλει να ικανοποιεί)

Η υπερβολική ποινικοποίηση βλάπτει τόσο τη γενική όσο και την ειδική πρόληψη.

Περιπτώσεις αρχής της σκοπιμότητας

Αξιόποινη συμπεριφορά που έχει μηδαμινή βαρύτητα: δεν εξυπηρετείται ο σκοπός με την
άσκηση δίωξης σε αυτές τις περιπτώσεις, αντιθέτως επιβαρύνεται η ειδική και γενική
πρόληψη.

ΚΠΔ 45 παρ.2: δικαίωμα αποχής από ποινική δίωξη

ΚΠΔ 44 παρ.1: (ομοίως)

Περιπτώσεις υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος: κατά διακριτική ευχέρεια μπορεί ο


εισαγγελέας λόγω συνδρομής κάποιου άλλου υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος να
απόσχει από την ποινική δίωξη.

ΠΚΔ 45 παρ.1,48 παρ.1,49,50: αποχή από ποινική δίωξη με αντάλλαγμα την τήρηση
κάποιων όρων εκ μέρους του κατηγορουμένου

Πλεονέκτημα η αποσυμφόρηση του μηχανισμού της ποινικής δικαιοσύνης με την


αποζημίωση του παθόντος εκ μέρους του κατηγορουμένου -> αποβλέπουν στην
ικανοποίηση του παθόντος κατά κύριο λόγο.

Πρόκειται για ένα είδους καταναγκασμό εκ μέρους του εισαγγελέα, επομένως ο


κατηγορούμενος μπορεί να παραδέχεται εμμέσως την τέλεση του εγκλήματος παρ’ όλο που
ενδέχεται να είναι αθώος.

ΚΠΔ 47: μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος

Αρχή της ανακρίσεως: αντιπαραβολή με το συζητητικό σύστημα -> πολιτική δικονομία,


όπου το αίτημα καθορίζεται από την άσκηση της αγωγής από κοινού με τους ισχυρισμούς
των διαδίκων. Ο δικαστής δεν μπορεί να επιδικάσει κάτι διαφορετικό από το αίτημα του
ενάγοντος, από τους οποίους δεσμεύεται απολύτως.

Στο ανακριτικό σύστημα: ο ποινικός δικαστής δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς των
κατηγορουμένων, αλλά μπορεί να εξετάσει και άλλους ισχυρισμούς -> ΚΠΔ 250: όρια της
διερευνητικής εξουσίας του ανακριτή (υπάρχει δυνατότητα διεύρυνσης της ποινικής δίωξης
εκ των υστέρων είτε ως προς τα πρόσωπα είτε ως προς την άσκηση συμπληρωματικής
δίωξης για εγκλήματα που δεν είχαν εκδιωχθεί εξαρχής)

Σύνδεση με υποχρεωτικό χαρακτήρα της ποινικής δίωξης (αυτεπάγγελτος χαρακτήρας) ->


κάθε δικαστικό πρόσωπο συμβάλλει στην διαδικασία

ΚΠΔ 239 παρ.2: άλλη έκφανση της ανακριτικής αρχής, γιατί κάθε δικαστικό πρόσωπο
ερευνά αυτεπαγγέλτως την αθωότητα του κατηγορουμένου (πχ ο δικαστής δε
δεσμεύεται από τυχόν ομολογία, υπάρχει ελεύθερη εκτίμηση της αποδείξεώς της)

Οριοθέτηση της αρχής ανακρίσεως για λόγους εξασφάλισης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου: πχ δεν μπορεί να απαγγελθεί νέα κατηγορία εις βάρος του ή να
προστεθούν νέοι κατηγορούμενοι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Διεύρυνση
ποινικής δίκης μέχρι τη στιγμή που φτάνει η υπόθεση στο ακροατήριο.

Αρχή της επιτάχυνσης: η ποινική δικαιοσύνη απονέμεται εντός του συντομότερου


δυνατού χρόνου, όχι διαιώνιση της εκδίκασης μιας υπόθεσης. Λόγοι -> εξυπηρετεί τα
συμφέροντα του κατηγορουμένου, ο οποίος επιθυμεί την ταχεία έκδοση δικαστικής
αποφάσεως (ιδιαίτερα μιας αθωωτικής απόφασης) για να αρθεί η όποια προσβολή της
προσωπικότητάς του κατά τον τρόπο αυτό

ΕΣΔΑ 6 ΠΑΡ.1: δικαίωμα ανθρώπου να δικαστεί εντός εύλογης προθεσμίας -> εμπεριέχεται
η αρχή της επιτάχυνσης. Τυχόν παραβίαση οδηγεί σε καταδίκη της χώρας και αποζημίωση
του παθόντος.

ΆΡΘΡΟ 5 ΠΑΡ.3 ΕΣΔΑ: παραπομπή σε ποινική δίκη το ταχύτερο δυνατό του


κατηγορουμένου

Προβλέπονται ακόμα στον ΚΠΔ σύντομες προθεσμίες ως προς την άσκηση ενδίκων μέσων.

Επίσης, συμβάλλει στην ποιότητα της δικαστικής κρίσεως: όσο απομακρυνόμαστε από το
σύντομο της ποινικής δίκης, τόσο πιθανότερη είναι η έκδοση λανθασμένης δικαστικής
απόφασης, γιατί εξασθενούν και τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα (πχ οι μάρτυρες με την
πάροδο του χρόνου ξεχνούν τα ακριβή πραγματικά περιστατικά)

*αποτελεί και ερμηνευτικό κριτήριο των ποινικών διατάξεων

Αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας (συγκεντρωτικό σύστημα): από τη στιγμή που


θα αρχίσει η διαδικασία στο ακροατήριο και μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η
δίκη διεξάγεται συνεχώς με όσο το δυνατόν λιγότερες διακοπές.

Λόγος: η ποιότητα της δικαστικής κρίσεως.


Αποτελεί εξειδίκευση της αρχής της επιταχύνσεως και ισχύει αποκλειστικά για τη
διαδικασία στο ακροατήριο. Ως ένα βαθμό έχουμε κατοχύρωση της αρχής αυτής (ΚΠΔ 339
παρ.2 -> διακοπή της συζήτησης μόνο κατ’ εξαίρεση, ΚΠΔ 352 παρ.1 -> διακοπή δίκης μέχρι
την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο: η ενότητα της ποινικής διαδικασίας
δεν διασπάται έτσι, γιατί η σύνθεση του δικαστηρίου παραμένει ίδια, άρα συνεχίζεται από
το σημείο που διεκόπη, ΚΠΔ 369 παρ.1, 375)

*αναβολή: παύση της εκδίκασης της υπόθεσης και εκ νέου εκδίκασή της (διάκριση από
διακοπή). Προτιμάται η διακοπή παρά η αναβολή της εκδίκασης μιας υποθέσεως.

Αρχή της δημοσιότητας/ μυστικότητας: μυστικότητα -> αναπόσπαστο χαρακτηριστικό


της εξεταστικής δίκης, ενώ η δημοσιότητα τηρείται στη διαδικασία στο ακροατήριο.

Μυστικότητα: δεν υπάρχει πρόσβαση στα τεκτενόμενα της ποινικής διαδικασίας.

Δημοσιότητα: πρόσβαση κάθε τρίτου στις διαδικαστικές πράξεις

Διάκριση και των 2 σε εσωτερικές/ εξωτερικές: όταν τρίτοι έχουν πρόσβαση -> λαϊκή, όταν
τα μέρη έχουν πρόσβαση -> των μερών

Προδικασία: αρχή της μυστικότητας/ Ακροατήριο: αρχή της δημοσιότητας

ΚΠΔ 241: ανάκριση είναι μυστική. Τρίτοι εκτός των δικαστών δεν έχουν πρόσβαση στις
διαδικαστικές πράξεις.

ΚΠΔ 306: συνεδριάσεις μυστικές

Θα πρέπει να μην λαμβάνουν δημοσιότητα, για να μη γίνει αντιληπτό από τους δράστες ότι
επίκειται η σύλληψή τους -> στοιχείο αιφνιδιασμού κατά τις αστυνομικές πράξεις ιδίως.
Επίσης, ο κατηγορούμενος ενδεχομένως δεν επιθυμεί να δημοσιευτεί η διαδικασία εις
βάρος του, γιατί πλήττει καίρια την τιμή και την προσωπικότητά του (εύλογο συμφέρον).
Από την άλλη, υπάρχουν και κίνδυνοι για τον κατηγορούμενο, γιατί παρέχεται σε αυτόν
δικαίωμα ακροάσεως με διάφορους τρόπους, το οποίο όμως για να ασκηθεί σωστά θα
πρέπει να έχει πλήρη γνώση σε ό, τι αποδεικτικό υλικό υπάρχει έτσι ώστε να ετοιμάσει μία
ικανοποιητική υπεράσπιση (δημοσιότητα των μερών). Άρα, από τον χρόνο κλήσεως του
κατηγορουμένου και έπειτα πρέπει να παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης στα ανακριτικά
έγγραφα (ΚΠΔ 100 παρ.1).

Για κατοχύρωση ισότητας των διαδίκων (ΚΠΔ 107) -> παρέχεται η ίδια δυνατότητα και για
το θύμα που παρίσταται.

Δυνατότητα άρσης της λαϊκής μυστικότητας και στο στάδιο της προδικασίας για προστασία
κάποιων υπέρτερων δημοσίων συμφερόντων -> δημοσιοποιείται η φωτογραφία τους και τα
προσωπικά στοιχεία τους (ν. 2472/1997 άρθρο 2). Αφορά συγκεκριμένα εγκλήματα και
μόνο ο εισαγγελέας είναι αρμόδιος για τη δημοσιοποίηση αυτή.

ΚΠΔ 329: αρχή της δημοσιότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ΕΣΔΑ 6 παρ.1, Σ92)

Εκτός από δικαστήρια ανηλίκων -> κεκλεισμένων των θυρών


ΚΠΔ 330: κάμψη της αρχής της δημοσιότητας πχ για προστασία του ιδιωτικού βίου του
θύματος.

20 Νοεμβρίου 2020

Συνάφεια (ΚΠΔ 128)

1) Αληθινή κατ’ ιδέα συρροή


2) Παραυτουργία
3) Πολλοί δράστες που αλληλοπροσβάλλονται είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς
τόπους και χρόνους
4) Διευκόλυνση εκτέλεσης και αλληλοκάλυψης ( υφίσταται αλληλουχία, έτσι ώστε η
εκδίκαση του ενός να φέρνει στο προσκήνιο και την εκδίκαση του άλλου)

ΚΠΔ: αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας

ΑΝΗΛΙΚΟΙ: Μονομελές Δικ. Ανηλίκων (περισσότερα αναμορφωτικά και θεραπευτικά


μέτρα),

Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων (ΠΚ 127, συμπλήρωση του 15 ου έτους +ΠΚΔ 113) -> αν η
πράξη είχε τελεστεί από ενήλικα, θα επρόκειτο για κακούργημα και θα εκδικαζόταν από
το ΜΟΔ (στοιχεία βίας, κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας). Συγκροτείται
από 3 δικαστές (Πρόεδρο Πρωτοδικών και άλλοι 2 πρωτοδίκες), εισαγγελέα και
γραμματέα. ΑΡΘΡΟ 96 ΠΑΡ.3 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ: δικονομική παρέκκλιση για τους
ανηλίκους

Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων: Εφέτης Ανηλίκων και άλλοι 2 Εφέτες, εισαγγελέας και
γραμματέας (συγκρότηση) -> ορίζονται για 2 χρόνια με προεδρικό διάταγμα. Δικάζει τις
εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ΠΚΔ 114)

Ιδιάζουσα ποινή του ποινικού σωφρονισμού (όσοι έχουν συμπληρώσει το 15 ο έτος):


τελείται σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Αλλιώς, αναμορφωτικά/ θεραπευτικά
μέτρα -> όχι περιορισμός κράτησης σε ειδικό κατάστημα, ακόμα και αν η εκδίκαση γίνει
μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους του ανηλίκου.

Αν εισαχθεί σε δίκη μετά την συμπλήρωση του 18ου έτους -> κατ’ αρχήν επιβάλλεται η
θέσπιση θεραπευτικών μέτρων, μετά η ιδιάζουσα ποινή του ποινικού σωφρονισμού. Αν
δεν είναι επαρκή τίποτα από τα δύο, διατάσσεται η επιβολή και έκτιση ποινής (ΠΚ 54)
σε σωφρονιστικό κατάστημα χωριστά από τους λοιπούς ενηλίκους (ειδικό κατάστημα
κράτησης νέων, διαφορετικό από το 2ο).

*αν κάποιος έχει τελέσει ελαφρύτερο έγκλημα -> Μονομελές Δικαστήριο παρ’ όλο που
έχει συμπληρώσει το 15ο έτος.
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Ενδιαφέρουν τα άτομα που συμμετέχουν σε μία πράξη. (ΠΚΔ 130)

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ/ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Όχι ακυρότητα ούτε λόγος αναίρεσης -> πρόκειται για εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, που οδηγεί σε άλλο λόγο αναίρεσης -> υπέρβαση
εξουσίας.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ (ΚΠΔ 132)

Καταφατική σύγκρουση αρμοδιότητας: τα επιληφθέντα δικαστήρια/ δικαστικές αρχές


διεκδικούν την αρμοδιότητά τους και εμμένουν σε αυτή. Το ένα δικαστήριο αμφισβητεί
το άλλο.

Αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας: όταν τα επιληφθέντα δικαστήρια/ δικαστικές


αρχές αποποιούνται της αρμοδιότητάς τους.

ΚΠΔ 132+133: άρση της αμφισβήτησης της αρμοδιότητας, αίτηση στον εισαγγελέα
εφετών ή του ΑΠ, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εφετών ή του ΑΠ.

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ (ΚΠΔ 135)

Παραπομπή εκδίκασης της υπόθεσης από το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο (αφορά
περιοριστικές περιπτώσεις κατά τον νόμο) σε άλλο δικαστήριο, ΙΣΟΒΑΘΜΟ ΚΑΙ
ΟΜΟΕΙΔΕΣ.

Πχ ισόβαθμο και ομοειδές: ΜονΠλημμΑθ και ΜονΠλημμΠατρ (ίδια απαξία και ίδια
σύνθεση)

1) Αδυναμία συγκρότησης του αρμοδίου δικαστηρίου (λόγοι εξαίρεσης/αποχής


δικαστικών προσώπων -> ΚΠΔ 14 επ.)
2) Σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια (πχ υπόθεση Γρηγορόπουλου
δικάστηκε στην Άμφισσα παρ’ όλο που κατά τόπον αρμόδιο ήταν δικαστήριο της
Αθήνας, βεντέτες στην Κρήτη -> αντεκδίκηση κατά του κατηγορουμένου και
πρόκληση σοβαρών επεισοδίων)
3) Λόγοι που ανάγονται στον κίνδυνο απόδρασης του κατηγορουμένου
4) Αμφισβήτηση της αντικειμενικής δικαστικής κρίσεως (πχ να είναι κατηγορούμενος
ο ίδιος ο δικαστής)

Αν αυτόφωρο έγκλημα δικαστικών λειτουργών κατά της τιμής ή της ακεραιότητας ->
ΟΧΙ παραπομπή!

Νομιμοποίηση: εισαγγελέας, κατηγορούμενος, παριστάμενος προς υποστήριξη της


κατηγορίας + αν κίνδυνος δημόσιας ασφάλειας/ κίνδυνος απόδρασης -> εισαγγελέας ή
μετά από παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης

Αρμόδιο για την παραπομπή δικαστήριο -> ΚΠΔ 136

Ζητείται ήδη κατά την προδικασία.


Αν δεν ισχύσει ενώ έχει ήδη ζητηθεί -> γεννάται λόγος αναίρεσης (λόγω υπέρβασης
εξουσίας)

ΚΠΔ 70 -> ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

1) Διάδικος: πρόσωπα που έχουν άμεσο συμφέρον από την έκβαση της δίκης
(περιλαμβάνεται και ο ύποπτος πλέον) + κατηγορούμενος +αυτός που παρίσταται
για την υποστήριξη της κατηγορίας
2) Παράγοντες της ποινικής δίκης: μάρτυρες, πραγματογνώμονες κλπ

Τεκμήριο αθωότητας: ΚΠΔ 71 -> συσχετισμός με αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία
υπέρ του κατηγορουμένου)

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ

ΠΚΔ 72: κατηγορούμενος -> απόκτηση ιδιότητας με την άσκηση ποινικής δίωξης και σε
όποιον αποδίδεται η αξιόποινη πράξη στο στάδιο της ανάκρισης

Πχ αν κάποιος ως μάρτυρας εξεταστεί ανωμοτί, στην ουσία τον πάνε για


κατηγορούμενο έτσι ώστε να επεκταθεί η ποινική δίωξη (έτσι αποδίδεται αξιόποινη
πράξη κατά το στάδιο της ανάκρισης). Κατ’ αρχήν οι μάρτυρες πρέπει να εξετάζονται με
όρκο.

25 Νοεμβρίου 2020

*Προανάκριση -> διατάσσεται από τον εισαγγελέα σε ορισμένες περιπτώσεις. Η


αυτεπάγγελτη/ αστυνομική προανάκριση γίνεται χωρίς παραγγελία του εισαγγελέα.

Διαφορές ανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με τις αποδεικτικές πράξεις

Η κύρια διαφορά: η λειτουργική αρμοδιότητα του ανακριτή. Έχοντας την ιδιότητα του
δικαστικού λειτουργού έχει άλλη αυτονομία, καθώς δε δέχεται κατευθύνσεις εν αντιθέσει
με τον προανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος ακολουθεί τις διαταγές του εισαγγελέα. Κατ’
εξαίρεση μεγαλύτερη αυτονομία στην αυτεπάγγελτη προανάκριση, η οποία τελείται όμως
και πάλι υπό την έγκριση του εισαγγελέα.

ΚΠΔ 32: ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση (κυρίως αφορά την προκαταρκτική εξέταση μέχρι
την άσκηση της ποινικής δίωξης ή σε ελάχιστες περιπτώσεις την προανάκριση, ΟΧΙ την
κύρια ανάκριση) -> εισαγγελέας εφετών μπορεί να αρχειοθετήσει τη δικογραφία ή να
διατάξει την ποινική δίωξη. Κατευθύνει τους αντεισαγγελείς γενικότερα ως αρμόδιος της
ευρύτερης περιφέρειας, ΑΛΛΑ δεν έχει την έννοια ότι ο εισαγγελέας εφετών εποπτεύει τον
ανακριτή, απλώς έχοντας γενικότερη ευθύνη πληροφορείται για τις υποθέσεις, χωρίς να
έχει δικαίωμα ουσιαστικής επέμβασης/εποπτείας σε αυτές.

ΚΠΔ 247: αρμοδιότητες δικαστικού συμβουλίου (3μελές, αρμόδιο για θέματα της
προδικασίας) -> άρση διαφωνίας μεταξύ του ανακριτή και εισαγγελέα (περιοριστική
απαρίθμηση περιπτώσεων) , ΚΠΔ 244 παρ.5: αμφισβητήσεις κατά την προκαταρκτική
εξέταση, ΚΠΔ 307: κατά το στάδιο της ανάκρισης το συμβούλιο πλημμελειοδικών αίρει τις
διαφωνίες μεταξύ εισαγγελέα και ανακριτή -> διαμεσολαβητικός ρόλος του συμβουλίου
γενικότερα, όχι ελεγκτικός.

Η κύρια διαφορά έχει ως σημείο αναφοράς την απολογία του κατηγορουμένου -> στο
στάδιο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης (η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί
παρά μόνο με την απολογία του κατηγορουμένου, ενώ η προκαταρκτική εξέταση+
προανάκριση περατώνεται και χωρίς την εμφάνιση του κατηγορουμένου)

ΛΗΨΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ

Απαραίτητος όρος για να περατωθεί η προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση και ανάκριση

ΚΠΔ 244 (προκαταρκτική εξέταση): ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου
προσώπου -> το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικά για παροχή εξηγήσεων και ανωμοτί
εξέταση

Παρ.2: παράλειψη κλήσης προς παροχή εξηγήσεων από τον ύποπτο αν προκύπτει πως
υπάρχει προσχεδιασμένη φυγή ή τέλεση νέων εγκλημάτων -> αμέσως ποινική δίωξη

Παρ.4: εκ νέου άσκηση δικαιωμάτων του υπόπτου αν υπάρχει πράξη ουσιωδώς


διαφορετική από εκείνη για την οποία είχε προηγουμένως κληθεί

ΚΠΔ 245 (προανάκριση): ΔΕΝ περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου.
Κατ’ εξαίρεση περάτωση αν κλήτευση νόμιμα, αλλά ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε

ΚΠΔ 270 (ανάκριση): ΔΕΝ θεωρείται τελειωμένη αν δεν ληφθεί η απολογία. Άρα κατά
κανόνα απαιτείται κλήτευση του κατηγορουμένου -> στην ανάκριση αποτελεί αναγκαίο όρο
περάτωσης η απολογία.

Θεμελιώδης διαφορά -> στην ανάκριση αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, περάτωση


ανάκρισης με τους τρόπους που αναγράφονται στην παράγραφο 2. (πράξεις δικονομικού
καταναγκασμού)

Απαραίτητη η κλήτευση πάντως και στις 3 περιπτώσεις.

ΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

Κλήση (ΚΠΔ 271 παρ.2): εγγράφως + επίδοση στον κλητευόμενο


Ένταλμα σύλληψης (ΚΠΔ 276 παρ.2) + ΚΠΔ 277/278: εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης
και τρόπος συλλήψεως. -> επαχθές δικονομικό μέσο: προσωρινή στέρηση της ελευθερίας
κάποιου με την βίαιη προσαγωγή του στον ανακριτή, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και
με εγγυήσεις (συμφωνία δικαστή και γνώμη εισαγγελέα), ώστε να διασφαλίζονται τα
ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Προσβάλλεται η ελευθερία του ατόμου, ωστόσο
σκοπός δεν είναι η τιμωρία, αλλά η εμφάνισή του στον ανακριτή εφόσον ο ίδιος δεν
εμφανίστηκε με προηγούμενη κλήτευσή του (ηπιότερο δικονομικό μέσο).

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΗ (ΚΠΔ 273)

Είτε στο πλαίσιο κλήτευσης είτε μετά από σύλληψή του. Απολογία είναι η τελευταία
χρονικά ανακριτική πράξη (έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, Σ10), με την οποία και
περατώνεται η διαδικασία της ανακρίσεως.

1) Δικαίωμα παράστασης με συνήγορο (ΚΠΔ 99 παρ.1, 89 παρ.1)


2) Δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών (ΚΠΔ 91)
3) Δικαίωμα επικοινωνίας με τον συνήγορο (ΚΠΔ 99 παρ.4)
4) Δικαίωμα προθεσμίας 48 ωρών (ΚΠΔ 103 + Σ 6 παρ.2)
5) Δικαίωμα στην ανακοίνωση των εγγράφων (ΚΠΔ 100)
6) Δικαίωμα σε μετάφραση και διερμηνεία (ΚΠΔ 101)

2 όψεις: αρνητική -> ηθικοκοινωνική αποδοκιμασία, στιγματισμός του κατηγορουμένου.

Θετική -> παρ’ όλο που είναι κατηγορούμενος, σε ένα σύγχρονο σύστημα
εξασφαλίζεται στο μέγιστο δυνατό μέτρο η προστασία των δικαιωμάτων του.

1) 2 συνήγοροι στην προδικασία, 3 συνήγοροι στο ακροατήριο -> δικαίωμα που δεν
μπορεί να αρνηθεί κανείς, ωστόσο υπάρχει αριθμητικό όριο.
2) Περαιτέρω επέκταση της εκπροσώπησης από δικηγόρο υπό ορισμένες ειδικότερες
προϋποθέσεις.
3) Συνήγορος όχι απλώς συμπαρίσταται, αλλά κατοχύρωση της ακώλυτης
επικοινωνίας, η οποία καλύπτεται από απόρρητο.
4) Προθεσμία απολογίας έως 48 ώρες με δυνατότητα παράτασης (αν κάποιος δεν
κρατείται, αλλά καλείται με κλήση) εκ μέρους του ανακριτή κατόπιν αίτησης του
κατηγορουμένου -> συνταγματική υποχρέωση ανακριτή είτε να απολύσει τον
συλληφθέντα είτε να διατάξει τη φυλάκισή του μετά το πέρας της προθεσμίας.
Θεωρείται επαρκής χρόνος οι 48 ώρες ενόψει των συνταγματικών περιορισμών που
επιβάλλονται στο άρθρο 6 του Συντάγματος.
5) Κάμψη της αρχής της μυστικότητας έναντι των διαδίκων μόλις κληθεί κάποιος προς
απολογία. Πληροφόρηση για τα έγγραφα και το πλήρες περιεχόμενο του
κατηγορητηρίου, αλλά και το σύνολο των εγγράφων της ανάκρισης (σύνολο της
δικογραφίας). Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος παραλαμβάνουν αντίγραφα των
εγγράφων με σκοπό να τα μελετήσουν ζητώντας παράλληλα προθεσμία ώστε να
απολογηθεί ο πρώτος.
6) Περαιτέρω διασφάλιση έπειτα από ευρωπαϊκές κυρίως οδηγίες -> ΚΠΔ 233,237 επ.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΠΤΟΥ
ΚΠΔ 244 παρ.1: τα ίδια δικαιώματα με τον κατηγορούμενο

Αλλά προκαταρκτική εξέταση -> δικαίωμα ενημέρωσης μόνο για τις ποινικές διατάξεις , των
οποίων η παραβίαση διερευνάται. Διαφοροποίηση ως προς το ότι δεν του παρέχεται τόσο
αναλυτικό κείμενο όπως είναι εκείνο της ανάκρισης, παρά μόνο μία περιγραφή των
πράξεων για τις οποίες θεωρείται ύποπτος (μόνο τα στοιχειώδη δηλαδή) + τα δικαιώματα
του υπόπτου μπορούν να ασκηθούν και από τον συνήγορό του, εν αντιθέσει με τον
κατηγορούμενο, ο οποίος απολογείται πάντοτε αυτοπροσώπως.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΠΔ 273 παρ.2: κατηγορητήριο που συντάσσεται από τον ανακριτή -> αποτελεί τον πυρήνα
της κατηγορίας αν δεν υπάρξουν περαιτέρω ενέργειες και ο κατηγορούμενος απολογείται
με βάση αυτό.

+ΚΠΔ 100 παρ.1 συμπληρωματικά -> στην πράξη συντάσσεται το κατηγορητήριο μαζί με το
υλικό της δικογραφίας στο οποίο περιγράφονται όχι μόνο οι αξιόποινες πράξεις αλλά και τα
πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική
υπόσταση αυτών.

Συντάσσεται από τον ανακριτή (ΚΠΔ 274). Για κάποιους είναι ορθότερο να συντάσσεται από
εισαγγελέα (αμφ.) -> προβληματική: ζήτημα γεννάται γιατί ο κατηγορούμενος καλείται να
απολογηθεί ενώπιον του ανακριτή, ενώ ο τελευταίος είχε συντάξει ο ίδιος το
κατηγορητήριο. Αν ο κατηγορούμενος αμφισβητεί το κατηγορητήριο είτε νομικά είτε
ουσιαστικά δημιουργείται σύγχυση, οπότε θα ήταν ορθότερο με βάση την κατηγορητική
αρχή να συντάσσεται από τον εισαγγελέα. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται η
καταλληλότητα του ανακριτή λόγω του ότι είναι ο μοναδικός που έχει στη διάθεσή του όλα
τα περιστατικά και γνωρίζει με πληρότητα κάθε γεγονός.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΙΩΠΗΣ (ΚΠΔ 273 παρ.2): πρόσκληση προς απολογία και υπόδειξη μέσων
υπερασπίσεως -> εδ. β’ έχει δικαίωμα άρνησης να απαντήσει ο κατηγορούμενος, πράγμα
που ΔΕΝ μπορεί να αξιολογηθεί εις βάρος του (κατοχύρωση και στην ΕΣΔΑ).

Εδάφιο γ’: δικαίωμα παράδοσης γραπτής απολογίας (απολογητικό υπόμνημα), εντοπίζεται


ιδιαιτέρως στα κακουργήματα. Έκθεση απόψεων εφ’ όλου του κατηγορητηρίου και
ενδεχόμενη επίκληση και αποδεικτικών μέσων. Δεν περιορίζεται όμως στην γραπτή
απολογία ο ανακριτής, καθώς ο κατηγορούμενος υπόκειται σε περαιτέρω αποσαφηνίσεις
για τις οποίες συντάσσεται έκθεση. Άρα το υπόμνημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
υποκατάστατο της προφορικής απολογίας.

Μπορεί να απολογηθεί και μόνο προφορικά, όπου συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα
καταγράφοντας τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις.

� Η απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί την τελευταία ανακριτική πράξη. Μετά,


η υπόθεση δεν «κλείνει», καθώς επακολουθούνται άλλα βήματα στο πλαίσιο της
δυναμικής διαδικασίας της δίκης. Γεννάται ζήτημα ως προς το τι θα γίνει με τον
κατηγορούμενο που απολογήθηκε. Κάποιος επιστρέφει ελεύθερος, σε άλλους
επιβάλλονται περιοριστικοί όροι, ενώ άλλοι επιβάλλονται σε κατ’ οίκον περιορισμό
με παράλληλη ηλεκτρονική επιτήρηση. Τέλος, μπορεί να διαταχθεί και η προσωρινή
του κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα. Συμμετέχουν από κοινού ο ανακριτής
και ένας εισαγγελέας.

26 Νοεμβρίου 2020

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Ποινικά δικαστήρια, εισαγγελέας, ανακριτής και διάδικοι.

Εισαγγελικοί λειτουργοί

Ο ΚΠΔ διαχωρίζει τη δικαιοδοτική κρίση και την κατηγορία για την τέλεση συγκεκριμένης
αξιόποινης πράξεως (κατηγορητικό σύστημα).

Εντάσσεται στην εκτελεστική ή δικαστική εξουσία; -> κατά πρώτη αντίληψη ο εισαγγελέας
ήταν μέλος της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με τον πρότυπο γαλλικό ΚΠΔ («φρουρός
του νόμου» -> τήρηση της νομιμότητας τόσο από τα αστυνομικά όργανα όσο και από τα
δικαστήρια)

Στην Ελλάδα σήμερα δεν ανήκει στην εκτελεστική εξουσία (Σύνταγμα 1975 όπως έχει
αναθεωρηθεί -> άρθρα 87 επ.) -> εντάσσεται στους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά δεν
είναι δικαστής, γιατί δεν δικαιοδοτεί. Επομένως, είναι ένα όργανο απονομής της
δικαιοσύνης, αλλά όχι δικαστής, πρόκειται για βοηθητικό όργανο, που υποβοηθά τον
δικαστή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης με στόχο την αναζήτηση της ουσιαστικής
αλήθειας.

Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ΔΕΝ είναι διάδικος της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή δεν
επιδιώκει μέσω της διαδικασίας την ικανοποίηση ενός προσωπικού συμφέροντος, αφού
δεν έχει συμφέρον στην καταδίκη του κατηγορουμένου. (διαφορά από αλλοδαπά ποινικά
συστήματα, όπου προβλέπεται η αντιδικία του εισαγγελέα με τον κατηγορούμενο ->
αγγλοσαξωνικός χώρος ως επί το πλείστον). Συνεπώς, μειώνεται η επίδραση του
εισαγγελέα στην έκβαση της δικαστικής αποφάσεως, καθώς ο δικαστής δεν επηρεάζεται το
ίδιο εύκολα από την άποψη του εισαγγελέα υιοθετώντας την.

Αντανακλάται και στον ΚΠΔ στο άρθρο 70, όπου δεν αναγράφεται πουθενά ο εισαγγελέας
ως διάδικος + ΚΠΔ 14,15: περιλαμβάνεται και ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις εξαίρεσης
λόγω αμεροληψίας (αντιθέτως δε νοείται εξαίρεση σε διαδίκους) + ΚΠΔ 43 παρ.2, 51
παρ.2,3: ο εισαγγελέας δεν είναι μονόπλευρα προσανατολισμένος κατά του
κατηγορουμένου, γιατί ενέχει υποχρέωση αντικειμενικότητας + ΚΠΔ 308 παρ.1:
απαλλακτική πρόταση ή παραπεμπτική πρόταση (η δυνατότητα επιλογής δείχνει πως δεν
είναι διάδικος) + ΚΠΔ 327 παρ.1: κλήση στο ακροατήριο μάρτυρες κατηγορίας ΚΑΙ
υπερασπίσεως + ΚΠΔ 479,483 παρ.1,489: δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου για
απαλλαγή του κατηγορουμένου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος.

ΚΠΔ 27 παρ.2: εισαγγελέας ανεξάρτητος από το ποινικό δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί, δε
δεσμεύεται από εντολές του δικαστηρίου. Ωστόσο, από την πάγια νομολογία, κατά βάση
του ΑΠ, κάποιοι θεωρούν ότι οφείλει να δεσμεύεται, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν
πρέπει να δεσμεύονται.

� Κρατούσα άποψη: ο εισαγγελέας δεσμεύεται από νομολογία που έχει διαμορφωθεί


εις βάρος του κατηγορουμένου, με συνέπεια να μην μπορεί να απέχει από την
ποινική δίωξη, αν και ο ίδιος ενδέχεται να μην θεωρεί ότι η υπάγεται ο
κατηγορούμενος στην εν λόγω ποινική διάταξη. Με βάση την αρχή της
νομιμότητας, ο νόμος θα πρέπει να εκλαμβάνεται όπως έχει διατυπωθεί από τα
δικαστήρια, ιδιαίτερα τα ανώτατα, και εξασφαλίζεται η αρχή της ισότητας + Σ96:
δεν μπορεί ο εισαγγελέας με την αποχή από την ποινική δίωξη να στερεί από τα
ποινικά δικαστήρια τη δυνατότητα να εκδικάσουν μια υπόθεση
� Εισαγγελέας ανεξάρτητος από τα δικαστήρια και δεν μπορεί να εξαναγκασθεί σε
συμμόρφωση προς τις νομολογιακές αποφάσεις, ώστε να ασκεί ποινική δίωξη
υποχρεωτικά όποτε προβλέπεται σύμφωνα με αυτές.
� Ο εισαγγελέας πράττει εις βάρος του κατηγορουμένου ασκώντας ποινική δίωξη
ερχόμενος σε αντίθεση με πάγια νομολογία του ΑΠ -> έχει δικαίωμα να προβεί σε
ποινική δίωξη σε παρόμοιες υποθέσεις, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στα
δικαστήρια να αλλάζουν τη νομολογία τους κατά καιρούς (κρατούσα άποψη).

Οργάνωση και λειτουργία εισαγγελικής αρχής

Κάθε εισαγγελία βασίζεται στο ατομικό σύστημα -> για κάθε διαδικαστική πράξη
πράττει ένας εισαγγελέας μόνο, που είναι τοπικά και καθ’ ύλην αρμόδιος.

Ταυτόχρονα , όμως, οι εισαγγελίες λειτουργούν ως μια ενιαία και αδιαίρετη αρχή ->
άρα κάθε εισαγγελέας δρα ατομικά μεν, αλλά και ως εκπρόσωπος της εισαγγελικής
αρχής εν γένει. Άρα, δεν είναι απαραίτητο σε μία υπόθεση να διεξαχθούν όλες οι
διαδικαστικές πράξεις από τον ίδιο εισαγγελέα.

Στοιχείο της ιεραρχικής εξαρτήσεως των υφισταμένων εισαγγελέων από τους


προϊσταμένους της -> οι κατώτεροι εισαγγελείς οφείλουν να εκτελούν τις παραγγελίες
των ανώτερων εισαγγελέων.

Διάκριση ιεραρχικής σχέσης μεταξύ α) προϊσταμένου μιας εισαγγελίας με τους λοιπούς


εισαγγελείς που υπηρετούν στην ίδια εισαγγελία: ο ανώτερος αναθέτει στους
κατώτερους διάφορες υποθέσεις, αναθέτει διάφορες παραγγελίες που αφορούν τη
διενέργεια συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων -> είναι δεσμευτικές και αν τις
παραβεί, πράττει ακύρως και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα + Δικαίωμα
προσωπικής ανάληψης και δικαίωμα αντικατάστασης εκ μέρους του ανώτερου
εισαγγελέα. ΚΑΙ β) ιεραρχικά ανώτερου εισαγγελέα εν γένει και τους κατώτερους
εισαγγελείς: παρέχει παραγγελίες προς τους κατώτερους και υποχρέωση των
τελευταίων να προβούν σε αυτές, ΑΛΛΑ η απόκλιση από αυτές τις παραγγελίες δεν
συνιστά λόγο ακυρότητας. Οριοθέτηση -> οι εισαγγελείς κατά την εκτέλεση των
καθηκόντων τους έχουν δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να δρουν
αδέσμευτα ως προς την ουσιαστική κρίση (ΚΠΔ 322 παρ.3)

Αρχή της νομιμότητας ως όριο άσκησης της ιεραρχικής υπεροχής -> δεν μπορεί ο
ανώτερος εισαγγελέας να παραγγείλει στον κατώτερο να μην ασκήσει ποινική δίωξη
παρότι πιστεύει ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις -> διαφορετικά, κατάχρηση
εξουσίας και υπόθαλψη.

Αρμοδιότητες εισαγγελέα

Λειτουργικές: πράξεις έναρξης/ κίνησης της ποινικής δίωξης + πράξεις άσκησης της
ποινικής δίωξης.

Προκαταρκτική ανάκριση και άσκηση της ποινικής δίωξης.

ΚΠΔ 30 παρ.1: δικαίωμα παράστασης σε κάθε ανακριτική πράξη και δικαίωμα ενημέρωσης
σε οποιοδήποτε στάδιο

Υποβολή προτάσεων προς τα συμβούλια.

Προπαρασκευαστική αρμοδιότητα στη διαδικασία στο ακροατήριο -> κλητήριο θέσπισμα


με το οποίο ο κατηγορούμενος καλείται σε δίκη

Κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο -> υποχρέωση παράστασης με ποινή
ακυρότητας της διαδικασίας, δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων στους μάρτυρες και
κατηγορουμένους, υποβολή διασαφηνίσεων και υποβολή πρότασης προς το δικαστήριο

Δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων και βουλευμάτων.

Ανακριτής

Διενέργεια κύριας ανάκρισης επί κακουργημάτων και ορισμένων πλημμελημάτων.

Είναι Πρόεδροι Πρωτοδικών και (ΚΠΔ 246 παρ.1) κύρια υποχρέωση είναι η διεξαγωγή της
τακτικής ανάκρισης.

Ανακριτικοί υπάλληλοι
Βοηθητικά όργανα του εισαγγελέα , που διεκπεραιώνουν ορισμένες πράξεις μετά από
παραγγελία του τελευταίου -> ΚΠΔ 31 (γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι).

Διάδικοι της ποινικής διαδικασίας

Επιδιώκουν στην ποινική δίκη για ικανοποίηση των συμφερόντων τους και συμμετέχουν
στη διαδικασία είτε εκούσια είτε υποχρεωτικά.

ΚΠΔ 70 παρ.1: ύποπτος, κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της
κατηγορίας -> φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

Ύποπτος (ΚΠΔ 244 παρ.1): πρόσωπο στο οποίο ρητά αναφέρεται η μήνυση/έγκληση και
πρόσωπα στα οποία αποδίδεται κατά την προκαταρκτική εξέταση η τέλεση ενός
εγκλήματος (υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κάποιο έγκλημα)

Δικαιώματα υπόπτου -> ΚΠΔ 244, 89 επ. εμμέσως -> δικαίωμα κλήτευσης προς παροχή
εξηγήσεων, δικαίωμα ορισμού τεχνικού συμβούλου σε περίπτωση διενέργειας
πραγματογνωμοσύνης , δικαίωμα ενημερώσεως, εκπροσώπηση από συνήγορο.

27 Νοεμβρίου 2020

ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ (ΚΠΔ 70-108)

ΚΠΔ 70: ύποπτος, κατηγορούμενος και εκείνος που παρίσταται προς υποστήριξη της
κατηγορίας

ΚΠΔ 244 -> δικαιώματα υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση (ανήκει στον γενικότερο
χώρο της δίκης, αν και προστάδιο της ανάκρισης)

Εισαγγελέας δε θεωρείται διάδικος, γιατί σκοπός του είναι η εύρεση της αντικειμενικής και
ουσιαστικής αλήθειας (παράλληλη φορά με τον δικαστή) -> δεν συνιστάται κάποια μορφή
αντιδικίας με τον κατηγορούμενο εκ μέρους του εισαγγελέα (όχι έννομο συμφέρον του
εισαγγελέα)

ΚΠΔ 70 παρ.2: εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης

ΚΠΔ 71: τεκμήριο αθωότητας (διάκριση από επιμέρους αρχή in dubio pro reo)

Ύποπτος
ΚΠΔ 244 παρ.1: διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ύστερα από μήνυση ή έγκληση
ορισμένου προσώπου ή κατηγορείται ορισμένο πρόσωπο για την τέλεση μιας αξιόποινης
πράξης -> ιδιότητες υπόπτου

Υποχρέωση παροχής εξηγήσεων + ανωμοτί εξέταση. Επειδή είναι εν δυνάμει


κατηγορούμενος, έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με εκείνον (ΚΠΔ 89-104) και ασκούνται
είτε αυτοπροσώπως είτε από κάποιο συνήγορο, εκτός αν κριθεί πως είναι αναγκαία η
αυτοπρόσωπη εμφάνισή του.

2 Δεκεμβρίου 2020

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑ (ΚΠΔ 288)

● Ο κατηγορούμενος είναι ελεύθερος -> καμία απολύτως μεταβολή στα δικαιώματα


του κατηγορουμένου γενικώς
● Περιοριστικοί όροι -> ήπια επέμβαση στα ατομικά του δικαιώματα
● Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση -> αυστηρότερη επέμβαση
● Προσωρινή κράτηση -> το πιο επαχθές μέσο δικονομικού καταναγκασμού

(Αν μετά την απολογία συνεχίζεται η ανάκριση για οποιουσδήποτε λόγους, δημιουργείται η
υποχρέωση να κληθεί ξανά ο κατηγορούμενος για συμπληρωματική απολογία. Είναι ο
μόνος τρόπος περάτωσης της ανάκρισης.)

Σκοπός και προϋποθέσεις ΚΠΔ 282

ΚΠΔ 282 παρ.1: προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου (κοινή
προϋπόθεση για όλα τις τρεις παραπάνω κατηγορίες, εκτός της άφεσης του
κατηγορουμένου)

Παρ.2 (σκοπός): αποτροπή κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, άρα στόχευση προς το
μέλλον + ειδικότερος σκοπός να εξασφαλιστεί η παράσταση του κατηγορουμένου στο
δικαστήριο

Το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο σοβαρές ενδείξεις ενοχής δεν οδηγεί απαραιτήτως και στην
επέμβαση των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μπορεί κάλλιστα να αφεθεί
ελεύθερος, αν δεν πληρούται ο σκοπός της δεύτερης παραγράφου.

Παρ.3: σχέση διαβάθμισης μεταξύ των περιοριστικών όρων του ΚΠΔ 288. Πρέπει τα
περιοριστικά μέτρα να είναι απολύτως αναγκαία σε σχέση με τον σκοπό της 2ης
παραγράφου (εφαρμογή αρχής της αναλογικότητας στην ποινική διαδικασία).

Περιοριστικοί όροι (ΚΠΔ 283)

Ενδεικτική απαρίθμηση (ιδίως): παροχή εγγύησης, υποχρέωση να εμφανίζεται κατά


διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή κλπ.. (παράγραφος 1)
Ακόμα και εντός των περιοριστικών όρων υπάρχει μία σχέση διαβάθμισης. Για το ύψος
εγγύησης πχ πάντοτε λαμβάνεται υπόψιν η οικονομική ευχέρεια του κατηγορουμένου,
καθώς με άλλα κριτήρια, όπως το να καταστεί σαφές εκ μέρους του ανακριτή πως δεν
πρέπει να παραβεί τους όρους αυτούς.

Προϋποθέσεις επιβολής (παρ. 2): σοβαρές ενδείξεις ενοχής για κακούργημα ή πλημμέλημα
με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών.

Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση (ΚΠΔ 284)

Παρ.1: έννοια (χωρίς την ηλεκτρονική επιτήρηση θα μπορούσε να ενταχθεί στην ενδεικτική
απαρίθμηση του ΚΠΔ 283) -> απαγόρευση να μην εξέρχεται από ορισμένο κτίριο ή
σύμπλεγμα κτιρίων, συνήθως από την οικία του. Μπορεί να υπάρξει και ευρύτερη
περίμετρος με σκοπό την κάλυψη βιοτικών αναγκών. Υπάρχει και το στοιχείο της διαρκούς
ηλεκτρονικής επιτήρησης από κοινού με τον περιορισμό (σαφώς επαχθέστερο μέσο από
ΚΠΔ 283, αλλά ηπιότερο από προσωρινή κράτηση).

Προϋποθέσεις (παρ.2-5): επαρκείς ενδείξεις ενοχής ΜΟΝΟ για κακούργημα, δεν επαρκούν
άλλοι περιοριστικοί όροι αιτιολογημένα, γνωστή διαμονή κατηγορουμένου στη χώρα,
προπαρασκευαστικές ενέργειες με σκοπό τη φυγή του ή πιθανότητα να διαπράξει
παρόμοιο έγκλημα (παρ.2)

Παρ.3: επέκταση προϋποθέσεων με σημείο αναφοράς όχι τόσο την προσωπικότητα του
δράστη, αλλά τα χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης, πχ απειλείται ισόβια ή προσωρινή
κάθειρξη ή κατ’ εξακολούθηση τέλεση -> επιβολή χωρίς τις προϋποθέσεις της 2 ης
παραγράφου.

Ο νομοθέτης επιχειρεί να ισορροπήσει ότι ο κατηγορούμενος θα δικαστεί από τη μία με το


να αποτρέψει την τέλεση ομοειδούς εγκλήματος από την άλλη. Παράμετρος, ωστόσο, που
λαμβάνεται πάντοτε υπόψιν είναι το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, καθώς
εκείνος δεν έχει δικαστεί και άρα πρέπει να δικαιολογείται η επιβολή των επαχθών
δικονομικών μέσων προς το πρόσωπό του. Έτσι επιτυγχάνεται και η προστασία της
κοινωνίας, αλλά και η προστασία της ελευθερίας και της περιουσίας του κατηγορουμένου.

Παρ.4: εξαιρετική περίπτωση, μόνο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή

Παρ.5: βασική ρύθμιση -> για να διαταχθεί πρέπει να υπάρξει σχετικό αίτημα του
κατηγορουμένου + προϋποθέσεις 284 ΚΠΔ. Υπάρχει αυτή η επιλογή, γιατί δεν μπορεί να
ενταχθεί κάποιος χωρίς τη θέλησή του στο σύστημα της ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Εξ
αντιδιαστολής, δεν μπορεί να θεωρηθεί εις βάρος του το ότι δεν υποβλήθηκε το αίτημα και
άρα να του επιβληθεί προσωρινή κράτηση.

Προσωρινή κράτηση (ΚΠΔ 286)

Είναι το επαχθέστερο μέτρο, που επιβάλλεται σε συγκεκριμένα κακουργήματα. Αμέσως


μετά την απολογία του, οδηγείται απευθείας στις φυλακές. Κρατείται ως υπόδικος, αφού
δεν έχει καταδικαστεί, αλλά στην πραγματικότητα βιώνει συνθήκες φυλάκισης.
Προϋποθέσεις (παρ. 1,2): κλιμακωτή σχέση -> τελευταίο έσχατο μέσο, που επιβάλλεται
έναντι των προηγουμένων, εάν αυτά δεν μπορούν να επιβληθούν λόγω μη υποβολής
σχετικού αιτήματος για κατ’ οίκον περιορισμό, αγνώστου διαμονής, ή τα ηπιότερα μέτρα
δεν επαρκούν. Αντί για περιοριστικά μέτρα, επιβάλλεται κράτηση αν δεν επαρκούν τα
πρώτα.

«μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται..πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα» (παρ.1):


επιδιώκει ο νομοθέτης ισορροπία. Δεν πρέπει να κρατείται προσωρινά μεγάλος αριθμός
προσώπων, αλλά από την άλλη υπάρχει ο κίνδυνος άτομα που δεν κρατούνται προσωρινά
είτε να διαφύγουν είτε να διαπράξουν ομοειδή εγκλήματα είτε να συγκαλύψουν κάποια
από τα στοιχεία τέλεσης του διαπραχθέντος εγκλήματος.

*ιστορική εξέλιξη του ΚΠΔ 286 από εγχειρίδιο

Παρ.2: κατ’ εξαίρεση για πλημμέλημα ανθρωποκτονίας κατά συρροή.

ΚΠΔ 287: προσωρινή κράτηση ανηλίκων

● ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (ΚΠΔ 288 παρ.1): Αποφασίζει ο ανακριτής, αφού λάβει σύμφωνη


γραπτή γνώμη του εισαγγελέα (από κοινού σύμπραξη). Ο εισαγγελέας εισακούει
πρώτα τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του. Είναι υποχρέωσή του να τους
ακούσει (βοηθάει και το απολογητικό υπόμνημα, το οποίο παραδίδεται και στον
εισαγγελέα). Τυχόν διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα λύνεται από το
δικαστικό συμβούλιο (πολυμελές όργανο) -> αν διαφωνία για προσωρινή κράτηση,
προθεσμία απόφανσης εντός 5 ημερών

Διάρκεια προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων

ΚΠΔ 292 + Σ 6 παρ.4

Κατ’ αρχήν 6 μήνες για κακούργημα ή κατ’ εξαίρεση για πλημμέλημα 3 μήνες.

Για κακουργήματα: Το δικαστικό συμβούλιο πρέπει να αποφανθεί για τη συνέχιση ή όχι της
προσωρινής κράτησης με ειδικό αιτιολογημένο βούλευμα εντός των 6 μηνών. Μετά από
ορισμένες διαδικαστικές ενέργειες, το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα για τη συνέχιση
ή όχι. Μετά την παρέλευση εξαμήνου και εφόσον έχει αποφασιστεί η συνέχιση της
προσωρινής κρατήσεως (παρ. 2) -> όχι υπέρβαση έτους, εκτός αν υπό ορισμένες
προϋποθέσεις περαιτέρω παράταση 6 μηνών (δηλαδή 1,5 χρόνος συνολικά= απώτατο όριο)
-> με έκδοση νέου βουλεύματος.

Συνταγματική κατοχύρωση: ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης διατυπώνονται ρητά και


υπάρχει και η δυνατότητα παράτασης: 18 μήνες για κακουργήματα, 9 μήνες για
πλημμελήματα ΣΥΝΟΛΙΚΑ το απώτατο όριο. Τελευταίο εδάφιο παρ.4 άρθρου 6Σ: δεν
υπάρχει βεβαιότητα τέλεσης του εγκλήματος εφόσον δεν υπάρχει ακόμα καταδίκη, άρα
ισχύει το τεκμήριο αθωότητας -> αν κατηγορείται κάποιος για πλείονα κακουργήματα ->
διαδοχική προσωρινή κράτηση για κάθε ένα από τα κακουργήματα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, γιατί
έτσι επέρχεται κάμψη των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης.

*η ίδια υπόθεση κρίνεται με βάση τον ΚΠΔ 293, το Σύνταγμα απλώς χαράσσει
κατευθυντήριες γραμμές.

(Βέβαια, κατ’ αρχήν για τα πλημμελήματα δεν προβλέπεται πλέον προσωρινή κράτηση.
Εξαίρεση μόνο η ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή!!)

ΚΠΔ 293: κατ’ ιδέαν συρροή -> διάπραξη πολλών εγκλημάτων με μία πράξη, κατ’
εξακολούθηση (ΠΚ 98) -> ομοειδής πραγματική συρροή, δηλ. με περισσότερες πράξεις τελεί
περισσότερα ομοειδή εγκλήματα

Χρονικά όρια δεν διασπώνται ούτε σε αυτές τις περιπτώσεις.

Παρ.2: συντονισμός με συνταγματική πρόβλεψη -> όχι νέα προσωρινή κράτηση για άλλη
πράξη για την οποία ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη από την αρχή. Κατ’ εξαίρεση εκ
νέου προσωρινή κράτηση (εδάφιο β’).

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

Δεν αφορά τις περιπτώσεις που αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο.

ΚΠΔ 290: προσφυγή του προσωρινώς κατηγορουμένου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών


για άρση της προσωρινής κράτησης. Μόνο αν έχει γίνει με σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα και
ανακριτή. Αν έχει αποφανθεί ήδη το Συμβούλιο λόγω διαφωνίας εισαγγελέα- ανακριτή, δεν
επιτρέπεται προσφυγή.

Παρ.4: δυνατότητες δικαστικού συμβουλίου σε περίπτωση προσφυγής.

ΚΠΔ 291 παρ.2: αίτηση άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων που του έχουν
υποβληθεί. Υποβάλλεται στον ανακριτή.

Στην πράξη με αυτή την αίτηση προσπαθεί ο κατηγορούμενος να πείσει τον ανακριτή πως
έχουν αλλάξει τα δεδομένα παρουσιάζοντας νέα στοιχεία, αφού συνήθως η αίτηση αυτή
υποβάλλεται όσο ακόμα διεξάγεται κύρια ανάκριση και ο κατηγορούμενος επρόκειτο να
κληθεί ξανά σε απολογία. Επιπλέον, έχει και δυνατότητα προσφυγής εκ των υστέρων στο
δικαστικό συμβούλιο.

● Διαδικασία εγγυοδοσίας (ΚΠΔ 295)


● Λόγοι για αντικατάσταση περιοριστικών όρων (ΚΠΔ 296)
● Υποχρεώσεις απολυόμενου (ΚΠΔ 297)
● Η τύχη της εγγύησης (ΚΠΔ 298)
● Απόδοση της εγγύησης (ΚΠΔ 299)
● Πλειστηριασμός πραγμάτων (ΚΠΔ 300)
3 Δεκεμβρίου 2020

ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ

Πεποίθηση ως προς την αλήθεια κάποιων πραγματικών γεγονότων. Υπάρχουν διάφοροι


βαθμοί απόδειξης -> α)πλήρης (κύρια διαδικασία στο ακροατήριο) , β)πιθανολόγηση
κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (προδικασία και στα δικαστικά συμβούλια), γ)σοβαρές
ενδείξεις ενοχής.

Αντικείμενο απόδειξης: α) γεγονότα/ περιστατικά που συνθέτουν την α.υ. και την υ.υ. του
εγκλήματος και πρέπει να αποδεικνύονται πλήρως στην κύρια διαδικασία. Β) άμεσα
σημαντικά γεγονότα, δηλαδή ενδείξεις (σημαντικά γεγονότα από τα οποία προκύπτουν
άλλα σημαντικά γεγονότα) πχ από DNA προκύπτει ότι 2 άτομα έχουν έρθει σε σωματική
επαφή. Γ) άλλα αποδεικτικά γεγονότα, που είναι βοηθητικά (πχ μνήμη μάρτυρα) -> με
σκοπό την απόδειξη της μαρτυρίας, προσκόμιση των αντίστοιχων αποδεικτικών.

Ελεύθερη απόδειξη είναι αυτή στην οποία δεν είναι κλειστός ο αριθμός των αποδεικτικών
μέσων και αυτά χρησιμοποιούνται χωρίς προδιαγεγραμμένη διαδικασία. (ΚΠΔ 178)

ΤΥΠΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Τυπική: δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα όπως αυτά έχουν λάβει χώρα, αλλά είναι αυτή
που διαμορφώνεται με βάση ορισμένους κανόνες αποδείξεως (ΚΠολΔ 106: αρχή του
συζητητικού συστήματος, ο δικαστής αποφασίζει με βάση τα όσα έχουν προτείνει οι
διάδικοι). Έτσι, ένας ισχυρισμός παρ’ όλο που είναι αληθής μπορεί να μη γίνει δεκτός, γιατί
δεν ανταποκρίνεται στην αποδεικτική διαδικασία. -> αφορά το ελληνικό αστικό δικονομικό
δίκαιο.

Ουσιαστική: ο δικαστής δεν αποφασίζει με ό, τι αποδεικνύεται από τους διαδίκους, αλλά


αποφασίζει και αποδεικνύει μόνος του-> αυτεπάγγελτο (ενεργός δράση δικαστών και
εισαγγελέων για την αναζήτηση της αλήθειας) + παθητική έκφανση με την έννοια της
απαγόρευσης μη προσκόμισης ενός αποδεικτικού μέσου (δεν πρέπει να εμποδίζεται ο
δικαστής ως προς την αναζήτηση της αλήθειας περιοριζόμενος από κλειστό αριθμό
αποδεικτικών μέσων) -> ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο.

ΚΠΔ 178 παρ.2: αυτεπάγγελτη εξέταση όλων των αποδεικτικών μέσων που θεμελιώνουν
την ενοχή/ αθωότητα + ενδείξεις για προσωπικότητα του κατηγορουμένου -> ΚΠΔ 239
παρ.2: κάθε πράξη κατατείνει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. -> ΚΠΔ 251 παρ.1:
διασαφήνιση όσο το δυνατόν πληρέστερη, ώστε να σχηματιστεί βέβαιη πεποίθηση για την
αθωότητα ή ενοχή του δράστη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ- ΗΘΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Διαφοροποίηση σε 3 επίπεδα

1) Μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο οτιδήποτε ή υπάρχει κλειστός


αριθμός;
2) Τα αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα;
3) Επιτρέπεται αξιοποίηση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ανεξαρτήτως του
τρόπου με τον οποίο έχει αποκτηθεί;

1+2: στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο ακολουθείται η αρχή της ηθικής αποδείξεως
(ΚΠΔ 178: ενδεικτική απαρίθμηση) -> ανοικτός αριθμός αποδεικτικών μέσων ποινικής δίκης
και ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων. (συστατικά στοιχεία της αρχής αυτής)

*καθαρό ή αμιγές μοντέλο πεποίθησης: βασίζεται αποκλειστικά στην ενδόμυχη πεποίθηση


των δικαστών και δεν απολογούνται σε κανέναν για τον τρόπο με τον οποίο κατέληξαν στην
πεποίθηση αυτή. Παρατηρείται κυρίως στα ΜΟΔ (ΚΠΔ 398 παρ.3 εδ. τελευταίο) -> σήμερα
αυτό που είναι ζητούμενο είναι η διυποκειμενικά ελέγξιμη η πεποίθηση του δικαστή, άρα
να είναι και αιτιολογημένη (μοντέλο αιτιολογημένης πεποίθησης -> ΚΠΔ 177 παρ.1).

Συστατικά αιτιολογίας: πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά μέσα και ξεχωριστή


αξιολόγηση, εξήγηση του συλλογισμού βάση του οποίου ο δικαστής κατέληξε στο
συμπέρασμα και αναφορά των νομικών κανόνων υπαγωγής, όταν δεν προκύπτουν
εμμέσως.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

Η αλήθεια δεν μπορεί να αναζητείται αντί παντός ζητήματος.

Διάκριση σε απαγόρευση διεξαγωγής/κτήσης και απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών


μέσων

Απαγόρευση κτήσης: απορρέει από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων κατά κύριο
λόγο. Πχ θεματική απαγόρευση (ΠΚ 366 -> απλή δυσφήμιση. Όχι διεξαγωγή αποδείξεως για
θέματα ιδιωτικού βίου, είναι αδιάφορο για το ποινικό δίκαιο). Απαγόρευση των μαρτύρων
για συγκεκριμένα εγκλήματα (ΚΠΔ 212). Απαγόρευση συγκεκριμένων μεθόδων συλλογής
απόδειξης (πχ βασανιστήρια -> ΠΚ 137Α).
Απαγόρευση αξιοποίησης: δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν αποδεικτικά μέσα κατά τον
σχηματισμό δικανικής πεποίθησης (διάκριση σε ρυθμισμένες και αρύθμιστες/ εξαρτημένες
και μη εξαρτημένες)

Εξαρτημένες: αυτές για τις οποίες απαιτείται προηγουμένως παραβίαση κάποιας


απαγόρευσης διεξαγωγής/ ανεξάρτητες: δεν απαιτείται παραβίαση

Αρύθμιστες και ανεξάρτητες: κυρίως για πράξεις που εντάσσονται στον ιδιωτικό βίο
(κυρίως υποθέσεις γερμανικού δικαστηρίου). Πχ δεν λαμβάνονται υπόψιν τα ημερολόγια
του κατηγορουμένου, εντάσσονται στον πυρήνα της ιδιωτικής ζωής ως ειδικότερη έκφανση
της αξίας του ανθρώπου.

Ρυθμισμένες και ανεξάρτητες (ΚΠΔ 104): δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης

Εξαρτημένες και ρυθμισμένες: αν παραβιαστεί μία απαγόρευση διεξαγωγής, τότε το


εύρημα δεν μπορεί να αξιοποιηθεί (πχ ΚΠΔ 212, Σ9Α, Σ19 παρ.1)

Αρύθμιστες και εξαρτημένες: συναγάγεται από το πνεύμα του δικαίου και στάθμιση των
εννόμων αγαθών συνταγματικής αξίας (βάσει σταθμίσεων αξιολογούμε αν πρέπει να
λάβουμε υπόψιν μας το παρανόμως αποκτηθέν υλικό ή όχι). -> περιορισμένη ισχύς γιατί
υπάρχει ευρύ φάσμα ρυθμίσεων.

4 Δεκεμβρίου 2020

ΔΙΑΔΙΚΟΙ (άρ. 70 επ ΚΠΔ)

04 Δεκεμβρίου 2020 (και Λιούρδη)

Ως διάδικοι θεωρούνται οι εξής:

1. Ύποπτος, καθώς θεωρείται ως πρόσωπο άμεσου ενδιαφέροντος και συμφέροντος. Ως


ύποπτος θεωρείται, σύμφωνα με το άρ. 244 §1 ΚΠΔ, το πρόσωπο στο οποίο ρητά
αναφέρεται η μήνυση ή η έγκληση, αλλά και όσα πρόσωπα αποδίδεται στη διάρκεια
της προκαταρκτικής εξέτασης η τέλεση του εγκλήματος, υπό την έννοια ότι υπάρχουν
ενδείξεις που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εν λόγω προσώπου.
Τα δικαιώματα του υπόπτου είναι, πέραν των όσον προβλέπονται για τον
κατηγορούμενο, υπάρχουν και κάποια που ευθέως αναφέρονται στον ύποπτο, μερικά
από τα οποία είναι τα εξής:
● Δικαίωμα κλήσης για παροχή εξηγήσεων. Σε περίπτωση παραβίασης του εν λόγω
δικαιώματος, το αποτέλεσμα είναι ακυρότητα της διαδικασίας
● Δικαίωμα ορισμού τεχνικού συμβούλου
● Δικαίωμα ενημερώσεως
● Δικαίωμα παραστάσεως με συνήγορο
Πρέπει να ορίζεται προθεσμία κλήσης του κατηγορουμένου με βάση το άρ. 244 ΚΠΔ.
Παράλληλα, ο νομοθέτης πιστεύει ότι πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία που
ακολουθείται για τον κατηγορούμενο, γι’ αυτό και του δίνει το δικαίωμα να εξεταστεί
ανωμοτί. Σύμφωνα με το 243 §1 εδ. β’ ΚΠΔ, είναι δικονομικά επιτρεπτή και η κατ’
οίκον έρευνα, που θεωρείται μία επαχθής δικονομική πράξη, μπαίνοντας στην ιδιωτική
σφαίρα του υπόπτου, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά να είναι ίδια με αυτή του
κατηγορουμένου, ενώ στο εδ. γ’ φαίνεται ότι όταν έχουμε να κάνουμε με υποψία
εγκλήματος του άρ. 187 ΠΚ, δηλ. εγκλήματα εγκληματικών οργανώσεων, τότε
εφαρμόζονται οι πράξεις του άρ. 254 ΚΠΔ, καθώς έχουμε μια ιδιαιτέρως επαχθή
εγκληματική πράξη. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι έχουμε μία σειρά διατάξεων
οι οποίες εφαρμόζονται όπως και στον κατηγορούμενο, με συνέπεια να ερχόμαστε στο
πρόβλημα της υποστήριξης της κατηγορίας στο πλαίσιο της προανακριτικής
διαδικασίας. Με βάση τον παλιό ΚΠΔ, ο τότε πολιτικός ενάγων δεν μπορούσε να
καταστεί διάδικος στην προανακριτική εξέταση και αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με την
ΕΣΔΑ και με την αρχή της συζήτησης και της δίκαιης δίκης, πλέον όμως στον νέο ΚΠΔ
αναγνωρίζεται η θέση του υποστηρίζοντος του διαδίκου ως διαδίκου και συνεπώς έχει
πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας από τη στιγμη που κάποιος καθίσταται ύποπτος,
ώστε να μπορεί να αντιδράσει σχετικά (πρώιμη ποινική διαδικασία).

2. Κατηγορούμενος (άρ. 72 επ ΚΠΔ): αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της ποινικής δίκης,


χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει κύρια διαδικασία.
Ο κατηγορούμενος αποκτά την ιδιότητα με βάση το άρ. 72 ΚΠΔ, άρα προϋποτίθεται
διαζευκτικά:
(α) να ασκήθηκε ρητά η ποινική δίωξη σε αυτόν από τον Εισαγγελέα. Ο όρος «ρητά»
χρησιμοποιείται διότι πρέπει να υπάρχει αντικειμενική στάθμιση των γεγονότων που να
οδηγούν σε ορισμένη διωκτική επιλογή, καθώς η ενέργεια αυτή του Εισαγγελέα έχει
ένα μειωτικό στίγμα σε αυτόν κατά του οποίου ασκείται.
(β) να του αποδοθεί η αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Αυτό
σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ποινική δίωξη ασκείται in rem, μπορεί να μην έχουμε
γνωστό δράστη ή να μην γνωρίζει ο Εισαγγελέας τους συνεργούς του δράστη. Όταν,
λοιπόν, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης διαπιστωθεί ότι υπάρχουν και άλλοι ύποπτοι
για την ίδια πράξη, πρέπει να καλέσει προς απολογία και τα νέα αυτά πρόσωπα, τα
οποία καθίστανται κατηγορούμενοι.
Αν εξεταστεί ο μάρτυρας ανωμοτί, δηλ. χωρίς όρκο, τότε μπορεί να στραφούν οι αρχές
εναντίον του και θα μπορεί να καταστεί κατηγορούμενος, διότι αν τον εξετάσει με όρκο
δεν μπορεί να τον καταστήσει κατηγορούμενο και αν είναι μάρτυρας χωρίς όρκο, τότε η
μαρτυρία του είναι άκυρη. Αν εξεταστεί κάποιος μάρτυρας κατά το στάδιο που δεν
υπάρχουν υποψίες ενοχής του, όμως στη συνέχεια ανακαλύπτεται ότι υπάρχουν
ενδείξεις ενοχής του, εδώ δεν υπάρχει παραβίαση δικαιωμάτων του, καθώς εκείνη τη
χρονική στιγμή δεν υπήρχε γνώση, οπότε δεν υπάρχει ακυρότητας της ανακριτικής
διαδικασίας, αλλά και πάλι η μαρτυρία του δεν λαμβάνεται υπόψη.
Τυπικά η ιδιότητα του κατηγορουμένου αποκτάται με την αναφορά του σε μήνυση,
έγκληση ή αίτηση, ώστε να μπορεί να λογίζεται κατηγορούμενος και να μπορεί να
καταστεί διάδικος. Αυτό το πρόσωπο, λοιπόν, αποκτά όλα τα δικαιώματα του
κατηγορουμένου από εκείνο το σημείο. Την ιδιότητα αυτή τη διατηρεί μέχρι να εκδοθεί
αμετάκλητη απόφαση, δηλ. απόφαση κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί κανένα
ένδικο μέσο (άρ. 73 ΚΠΔ).
Τελεσίδικη απόφαση: είναι αυτή που εκδίδεται μετά από την κατάθεση έφεσης αυτή
κατά της οποίας έχει ασκηθεί έφεση αλλά απορρίφθηκε ή απόφαση κατά της οποίας
δεν άσκησα έφεση
Οριστική απόφαση: είναι αυτή που υπόκειται σε ένδικα μέσα, δηλ. πρόκειται για την
πρωτόδικη απόφαση που υπόκειται σε έφεση και αναίρεση

Παράλληλα, διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, το


οποίο είναι η απόφαση που εκδίδεται από τα Δικαστικά Συμβούλια. Σε κάθε περίπτωση
πάντως περιορίζεται με ρητή άσκηση της κατηγορίας από τον ανακριτή. Δεν θεωρείται
ότι χρειάζεται βούλευμα ή απόφαση, όταν γίνει αρχειοθέτηση μετά την προκαταρκτική
εξέταση και διαπίστωση ότι είναι ακύρως ασκηθείσα η έγκληση ή η μήνυση, οπότε
επέρχεται παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου. Κλασσική περίπτωση απόρριψης
της έγκλησης, για παράδειγμα, είναι όταν έχει παρέλθει η 3μηνη προθεσμία ασκήσεως
της εγκλήσεως. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το άρ. 245 §2, όπου προβλέπεται η
αστυνομική προανάκριση, τότε αν δεν υπάρχει εισαγγελική παραγγελία και χωρίς την
άσκηση ποινικής δίωξης, αφού σταλούν τα έγγραφα και ο Εισαγγελέας αμέσως
αρχειοθετεί την υπόθεση, δεν χρειάζεται δικαστική απόφαση για την παύση της
ιδιότητας του κατηγορουμένου.7
Ωστόσο, μπορεί να την αποκτήσει εκ νέου στις περιπτώσεις του άρ. 57 §2 ΚΠΔ, το οποίο
προβλέπει τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν συντρέχει κώλυμα δεδικασμένου
και μπορεί να ασκηθεί εκ νέου ποινική δίωξη κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια
πράξη.

9 Δεκεμβρίου 2020

Τέλος της ανάκρισης (τελευταία πράξη η απολογία του κατηγορουμένου)

Απαιτείται γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης της ανάκρισης στους διαδίκους (άρ. 308 §4),
διότι πρόκειται για ένα κομβικό σημείο της εξέλιξης η ανάκριση. Από εκείνο το σημείο και
μετά μπορεί η δικογραφία να διαβιβαστεί και πάλι στον Εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας (άρ.
308 §1 εδ. β’), αφού λάβει το φάκελο της υπόθεσης με όλα τα έγγραφα, έχει δύο
δυνατότητες:

(α) να κρίνει ότι η ανάκριση χρειάζεται συμπλήρωση, οπότε επιστρέφει την δικογραφία
στον ανακριτή, επισημαίνοντας ποιες διαδικασίες πρέπει να γίνουν για την συμπλήρωση
της ανάκρισης,

(β) να υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο. Στο σημείο, λοιπόν, αυτό ο εισαγγελέας έχει τις
εξής δυνατότητες:

i. Παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο (για κακούργημα) ή απευθείας παραπομπή


στο ακροατήριο (για πλημμέλημα) με σύμφωνη γνώμη του ανακριτή (άρ. 308 §3).
Αναλυτικότερα, η γνώμη του εισαγγελέα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για να
παραπεμφθεί να δικαστεί ο κατηγορούμενος. Πρόκειται για μία πολύ σοβαρή
διαδικαστική πράξη και κατ’ αρχήν ο νομοθέτης προβλέπει τη διατύπωση πρότασης
προς το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίσει με την έκδοση ενός
βουλεύματος.
ii. Υποβολή δικογραφίας στον ΕισΕφετ (ορισμένα κακουργήματα, όπως: φορολογικά,
τελωνειακά εγκλήματα, εγκλήματα σχετικά με τα όπλα, εγκλήματα για τα
ναρκωτικά, ληστεία, διακεκριμένες κλοπές). Πρόκειται για την κατ’ εξαίρεση
περάτωση της κύριας ανάκρισης (άρ. 309), κατά την οποία ο ΕισΕφετ συντάσσει
απευθείας κλήση στον μονομελές ή πολυμελές εφετείο κακουργημάτων με τη
σύμφωνα γνώμη του Προέδρου Εφετών. Συνεπώς, παρακάμπτεται το συμβούλιο
πλημμελειοδικών ώστε να επιτευχθεί μία ταχύτερη διαδικασία. Αναλυτικότερα,
αυτή η δυνατότητα υπάρχει μόνο για τα οριζόμενα στο νόμο κακουργήματα, για τα
οποία ο ΕισΕφετ αν συμφωνεί με την ενέργεια του ΕισΠλημ, προτείνει στον
Πρόεδρο Εφετών την παραπομπή στο ακροατήριο, οπότε σε περίπτωση συμφωνίας
ο ΕισΕφετ συντάσσει παραπεμπτικό βούλευμα. Τα κακουργήματα αυτά επιλέγονται
καθώς δεν πρόκειται για σύνθετα εγκλήματα, χωρίς να θέλουν ιδιαίτερη νομική
επιχειρηματολογία.
iii. Αν ο ΕισΕφετ δεν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, τότε συντάσσει
απαλλακτική πρόταση προς το ΣυμβΠλημ (άρ. 310).
iv. Υπάρχει, όμως και η δυνατότητα, κατά την οποία ο ΕισΕφετ κάνει πρόταση στο
δικαστικό συμβούλιο για προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης, κατά την οποία
ούτε παραπέμπεται ούτε απαλλάσσεται, και αφορά μόνο συγκεκριμένα και
οριζόμενα στο νόμο εγκλήματα.
Σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την ύπαρξη
εισαγγελικής πρότασης, χωρίς, όμως να δεσμεύεται από την πρόταση του εισαγγελέα και
χάρη σε αυτό μπορεί να λάβει ακόμη και αντίθετη απόφαση. Ωστόσο, ο Εισαγγελέας κατά
την κατάρτιση της εισαγγελικής πρότασης, με την οποία τοποθετείται επί της ουσίας της
υποθέσεως, έχει υποχρέωση ενημέρωσης των διαδίκων (άρ. 308 §2), που σημαίνει ότι
ενημερώνονται όχι μόνο για την κατάρτιση της πρότασης αλλά και για το περιεχόμενο της
πρότασης.

Από την πλευρά του, το Δικαστικό Συμβούλιο είναι το αποφασιστικό όργανο για την
περαιτέρω πορεία της υπόθεσης και έχει καθοριστικό ρόλο για την περάτωση της
ανακριτικής διαδικασίας εκδίδοντας βούλευμα, με το οποίο μπορεί:
Α) να διατάξει περαιτέρω ανάκριση

Β) να εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα, αν δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή δεν είναι


επαρκείς ή το γεγονός δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το
άδικο και τον καταλογισμό (άρ. 311)

Γ) να παύσει την ποινική δίωξη (άρ. 311 §1 εδ. β’ ή 312 σε συνδ. με 310 §1 περ. γ)

Δ) να παραπέμψει το ακροατήριο- έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος (άρ. 313)

Αν εμφανιστούν νέα στοιχεία κατά το στάδιο αυτό, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρ. 310
§2ΚΠΔ.

Αν κατά το τέλος της ανάκρισης δεν διαπιστώθηκε το πρόσωπο και η ταυτότητα του δράστη
(άρ. 308 §5), τότε αρχειοθετείται η δικογραφία με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και αν
αποκαλυφθεί ο δράστης τότε ανασύρεται από το αρχείο (αναλογική εφαρμογή άρ. 245 §3).

Ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων: τα βουλεύματα υπόκεινται σε ένδικα μέσα, τα οποία


διακρίνονται από τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία ασκούνται στο ίδιο όργανο (δεν έχουν
μεταβιβαστικό αποτέλεσμα). Το βούλευμα είναι μία δικαστική κρίση που εκδίδεται από τα
δικαστικά συμβούλια και υπόκεινται σε έφεση και αναίρεση.

Α. Έφεση κατά βουλεύματος

Μπορεί να την ασκήσει ο κατηγορούμενος ή ο εισαγγελέας (άρ. 477). Στον κατηγορούμενο


επιτρέπεται η έφεση μόνο κατά παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον τον παραπέμπει για
κακούργημα και μόνο για τους λόγους που προβλέπει ο νόμος, οι οποίοι είναι νομικά
σφάλματα, χωρίς να πλήττει την ουσία της υπόθεσης (άρ. 478). Συνεπώς, το ένδικο μέσο
του κατηγορουμένου είναι πολύ περιορισμένο. Από την άλλη, ο ΕισΕφετ μπορεί να
προσβάλει οποιοδήποτε βούλευμα, χωρίς να έχει τους περιορισμούς του κατηγορουμένου
(άρ. 479). Για την έφεση αποφαίνεται το ΣυμβΕφετ, γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη
μεταβιβαστικού αποτελέσματος (άρ. 481). Η έφεση δεν σημαίνει ότι ακυρώνεται το
βούλευμα, αλλά στέλνεται στο ΣυμβΕφετ, το οποίο είτε επικυρώνεται η γνώμη του
ΣυμβΠλημ είτε την απορρίπτει και τότε αποφαίνεται το ίδιο υπό της υποθέσεως.

Β. Αναίρεση κατά βουλεύματος

Έχει δικαίωμα μόνο ο Εισαγγελέας να ασκήσει αναίρεση (άρ. 483) και έχει αμιγώς νομικό
χαρακτήρα, κάτι το οποία φαίνεται από τους λόγους που προβλέπονται στο άρ. 484 ΚΠΔ. Η
υπόθεση παραπέμπεται στο ποινικό τμήμα ΑΠ, γεγονός που αποδεικνύει ότι και η
αναίρεση έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (άρ. 485).

Το βούλευμα καθίσταται αμετάκλητο αν δεν ασκηθεί εντός της προθεσμίας το ε.μ. ή αν


ασκηθεί έφεση αλλά όχι αναίρεση εντός της προθεσμίας

Υπό ποιες προϋποθέσεις τα βουλεύματα αποκτούν δεδικασμένο;

10 Νοεμβρίου 2020

Είδη αποδεικτικών μέσων (άρ. 178 ΚΠΔ)

Η αναφορά στο νόμο είναι ενδεικτική με αποτέλεσμα το δικαστήριο να μπορεί να


χρησιμοποιήσει και άλλα ένδικα μέσα ⇒ το δίκαιό μας δεν είναι αυστηρό προς τα ένδικα
μέσα. Τα απαριθμούμενα, όμως, είναι αυτά που σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούνται
στην Ελλάδα, ωστόσο υπάρχουν και άλλα, όπως η απολογία του κατηγορουμένου

1. Ενδείξεις (Άρ. 179 ΚΠΔ): πλέον ο νέος ΠΚ υιοθετεί τους επιστημονικούς ορισμούς στο
νόμο, κάτι που δεν συνέβαινε στον προηγούμενο ΚΠΔ. Ενδείξεις μπορούν να
αποτελέσουν για παράδειγμα το ίχνος (π.χ. γενετικό υλικό, αποτυπώματα). Βασικό
στοιχείο για την εγκυρότητα της ένδειξης είναι η ορθότητα του συλλογισμού. Πρέπει,
βέβαια, να τις διαχωρίσουμε από άλλες ενδείξεις, όπως αυτές που αναφέρονται στο
άρ. 313 ΚΠΔ, οι οποίες έχουν άλλο νόημα και στη συγκεκριμένη περίπτωση νοούν ένα
βαθμό πιθανολόγησης για την ενοχή του κατηγορουμένου.
2. Μάρτυρες : καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας και είναι το πιο
συχνά χρησιμοποιούμενο, χωρίς να καθίσταται και το πιο αξιόπιστο, καθώς μπορεί να
συντρέχουν λόγοι χρονικοί, υγείας, ή που αφορούν την πρόθεση ψευδομαρτυρίας, με
αποτέλεσμα να καθίσταται αναξιόπιστος ο μάρτυρας. Μάρτυρες είναι εκείνα τα
πρόσωπα ου καλούνται να προσφέρουν την προσωπική τους αντίληψη επί του θέματος
και διακρίνονται από τον πραγματογνώμονα, καθώς καλείται για να καταθέσει τη
γνώμη του ως προς ένα γεγονός, συνεπώς δεν έχουν μία ιστορική σχέση με το γεγονός.
Το δικαστήριο δεν ενδιαφέρεται για τις κρίσεις ή τις αξιολογήσεις του μάρτυρα, αλλά
μόνο για τα πραγματικά γεγονότα. Ωστόσο, κατά το άρ. 203 ΚΠΔ, προβλέπει την
εξέταση «μαρτύρων», οι οποίοι καλούνται μόνο για να εκφέρουν τη γνώμη τους.
Συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά, δεν είναι κατά κυριολεξία μάρτυρες, αλλά
πραγματογνώμονες, που καλούνται να αξιολογήσουν ορισμένα γεγονότα. Σύμφωνα και
με το άρ. 223 ΚΠΔ, καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εξετάζονται οι
μάρτυρες. Ως μάρτυρες μπορούν να εξεταστούν όλοι όσοι έχουν ιστορική σχέση με τα
γεγονότα, ωστόσο ορισμένοι εξαιρούνται με βάση το άρ. 210 ΚΠΔ. Ο μάρτυρας έχει
καθήκον μαρτυρίας, το οποίο επιβεβαιώνεται από το άρ. 231 (καθήκον παράστασης
στο δικαστήριο), άρ. 219 (καθήκον ορκοδοσίας), άρ. 209 και 231 (καθήκον
καταθέσεως), άρ. 224ΠΚ (καθήκον αληθείας). Ωστόσο, προβλέπονται και εξαιρέσεις
από την υποχρέωση καταθέσεως: (α) δικαίωμα άρνησης κατάθεσης μαρτυρίας (άρ.
222), (β) απαγορεύσεις μαρτυρίας για την προστασία του απορρήτου (άρ. 212)

11 Δεκεμβρίου 202

11 Δεκεμβρίου 2020

Κατηγορούμενος
Παράλληλα, διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, το
οποίο είναι η απόφαση που εκδίδεται από τα Δικαστικά Συμβούλια. Σε κάθε περίπτωση
πάντως περιορίζεται με ρητή άσκηση της κατηγορίας από τον ανακριτή. Δεν θεωρείται
ότι χρειάζεται βούλευμα ή απόφαση, όταν γίνει αρχειοθέτηση μετά την προκαταρκτική
εξέταση και διαπίστωση ότι είναι ακύρως ασκηθείσα η έγκληση ή η μήνυση, οπότε
επέρχεται παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου. Κλασσική περίπτωση απόρριψης
της έγκλησης, για παράδειγμα, είναι όταν έχει παρέλθει η 3μηνη προθεσμία ασκήσεως
της εγκλήσεως. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το άρ. 245 §2, όπου προβλέπεται η
αστυνομική προανάκριση, τότε αν δεν υπάρχει εισαγγελική παραγγελία και χωρίς την
άσκηση ποινικής δίωξης, αφού σταλούν τα έγγραφα και ο Εισαγγελέας αμέσως
αρχειοθετεί την υπόθεση, δεν χρειάζεται δικαστική απόφαση για την παύση της
ιδιότητας του κατηγορουμένου.7
Ωστόσο, μπορεί να την αποκτήσει εκ νέου στις περιπτώσεις του άρ. 57 §2 ΚΠΔ, το οποίο
προβλέπει τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν συντρέχει κώλυμα δεδικασμένου
και μπορεί να ασκηθεί εκ νέου ποινική δίωξη κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια
πράξη.
Τεκμήριο αθωότητας: ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι την έκδοση
αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης (άρ. 71 ΚΠΔ)
Θεμελιώδη δικαιώματα κατηγορουμένου: είναι αυτά που έχει και ο ύποπτος και
αναφέρονται συγκεκριμένα στα άρ. 95
● Δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο (άρ. 99 ΚΠΔ): Σε συνδυασμό με το άρ. 89
ΚΠΔ, αποδεικνύεται ότι η παράσταση μπορεί να γίνει και με περισσότερους
από 1 δικηγόρους, οι οποίοι μπορεί να είναι μέχρι 2 στην προδικασία και μέχρι
3 στην κύρια διαδικασία. Ο διορισμός του δικηγόρου μπορεί να γίνει είτε
εγγράφως είτε προφορικά είτε με αίτηση στο ένδικο μέσο. Η γενική
πληρεξουσιότητα δεν αφορά τα ένδικα μέσα, μόνο εφόσον αυτό αναφέρεται
ρητά αυτή πληρεξουσιότητα για άσκηση ενδίκων μέσων, αλλιώς απορρίπτεται
ως παράνομο. Σύμφωνα με το 99 § 3 ΚΠΔ, την ίδια υποχρέωση έχει και στα
πλημμελήματα αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος/ διάδικος, τότε ο
ανακριτής (ο οποίος είναι πάντα δικαστής) είναι υποχρεωμένος να του διορίσει
πληρεξούσιο
● Δικαίωμα επικοινωνίας (άρ. 99 §4 ΚΠΔ): η επικοινωνία είναι απόρρητη, με την
έννοια ότι δεν πρέπει να παρίσταται κανείς άλλος κατά τη συζήτηση δικηγόρου
και πελάτη. Ο συνήγορος θα πρέπει, επίσης, να είναι σε επικοινωνία με τον
πελάτη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί. Σε περίπτωση που
απαγορευθεί το δικαίωμα αυτό, τίθεται θέμα απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα
με το άρ. 171 §1 περ. δ ΚΠΔ, δηλ. απόλυτη ακυρότητα που έγκειται στην
προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
● Δικαίωμα εξασφάλισης προθεσμίας για απολογία (άρ. 103 ΚΠΔ): ο
κατηγορούμενος έχει δικαίωμα προθεσμία 48 ωρών για να απολογηθεί, το
οποίο είναι το minimum. Βέβαια, μπορεί ο ίδιος ο κατηγορούμενος να ζητήσει
παράταση της προθεσμίας και μάλιστα χωρίς περιορισμό διαρκείας (§2). Όταν,
όμως, ο κατηγορούμενος πηγαίνει αυτοβούλως ο ανακριτής μπορεί να του
δώσει την προθεσμία που ζητάει, χωρίς να είναι δεσμευτική η 48ωρη
προθεσμία.
● Δικαίωμα πληροφόρησης (άρ. 100 ΚΠΔ): ανακοίνωση των εγγράφων της
ανάκρισης, και πρωτίστως το κατηγορητήριο και των εγγράφων της ανάκρισης.
Το ίδιο δικαίωμα έχει και σε περίπτωση συμπληρωματικής απολογίας του
κατηγορουμένου. Πάντως, μετά το τέλος της ανάκρισης ο κατηγορούμενος
καλείται πάντα να μελετά το υλικό. Αυτό το δικαίωμα πληροφόρησης
στηρίζεται στο άρ. 20Σ, δηλ. στην ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος
ακροάσεως, το οποίο είναι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αντικρούσει
την κατηγορία.
● Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης (άρ. 101 ΚΠΔ)
● Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης άρ. 104 ΚΠΔ): πρόκειται για μια νέα
διάταξη με την οποία ο νόμος ξεκαθαρίζει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα
μη αυτοενοχοποίησης, δηλ. αυτό το δικαίωμα δεν εμποδίζει τη νόμιμη
συγκρότηση αποδεικτικών στοιχείων, με την έννοια ότι σύμφωνα με το άρ. 253
ΚΠΔ οι ανακριτικές πράξεις δεν εμποδίζονται ώστε να συλλεχθούν τα
αποδεικτικά υλικά, αλλά και δικαίωμα σιωπής, το οποίο δεν σημαίνει ότι
υπάρχει ομολογία ενοχής καθώς συνδέεται στενά με το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης.

16 Δεκεμβρίου 2020

Η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση

1) Παραπεμπτική πρόταση στο Συμβούλιο (για κακούργημα) ή απευθείας παραπομπή


στο ακροατήριο (για πλημμέλημα) με σύμφωνη γνώμη ανακριτή.
2) Υποβολή δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών (ορισμένα κακουργήματα). Ο
Εισαγγελέας Εφετών απευθείας κλήση στο Μονομελές/Τριμελές Εφετείο
Κακουργημάτων με σύμφωνη γνώμη Προέδρου Εφετών.
3) Απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο
4) Πρόταση στο Συμβούλιο για προσωρινή παύση (ορισμένα κακουργήματα)
5) Πρόταση για οριστική παύση της ποινικής δίωξης

Είδη βουλευμάτων (ΚΠΔ 311)

1) Απαλλακτικά -> παράγει δεδικασμένο, δεν θα συζητηθεί ποτέ η υπόθεση στο


ακροατήριο
2) Παύουν οριστικά την ποινική δίωξη
3) Απαράδεκτη ποινική δίωξη
4) Παύουν προσωρινά την ποινική δίωξη
5) Περαιτέρω ανάκριση -> δεν κλείνει η υπόθεση, όχι απόφανση του συμβουλίου επί
της ουσίας της υποθέσεως
6) Παραπεμπτικά (ΚΠΔ 313)

Τα υπ’ αριθμόν 1 και 6 είναι εκ διαμέτρου αντίθετα βουλεύματα (κρίσεις επί της
ουσίας). Τα υπ’ αριθμόν 2,3,4 υπέχουν επίσης κρίσεις επί της ουσίας, αλλά διαφέρουν.
ΚΠΔ 212 -> προσωρινή παύση, αλλά αν στο μέλλον ενισχυθούν οι ενδείξεις, συνεχίζει
κανονικά η διαδικασία. Η 2η και 3η περίπτωση παράγουν δεδικασμένο, αλλά διαφέρουν
από την 1η κατηγορία, γιατί δεν αφορά ουσιαστικούς λόγους (ΚΠΔ 311 εδ.α’), όπως
αυτή.

ΚΠΔ 311 παρ.1 εδ.β’: τότε παύει οριστικά την ποινική δίωξη (περιπτωσιολογία). Κρίση
δικαστικού συμβουλίου, όχι επειδή έκρινε επί της ουσίας, αλλά επειδή επήλθε κάποιο
από τα γεγονότα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη (πχ παραγραφή, θάνατος
κατηγορουμένου -> όχι σχέση με ουσιαστική εκτίμηση)

ΚΠΔ 311 παρ.1 εδ.γ’: Απαράδεκτη ποινική δίωξη -> διαφορά από τη 2 η κατηγορία ως
προς το ότι εξαρχής έλειπε κάποια δικονομική προϋπόθεση ώστε να ασκηθεί ποινική
δίωξη.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ

Έχουν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, δηλαδή το βούλευμα θα κριθεί από ανώτερο


όργανο.

ΚΠΔ 462: γενικοί ορισμοί ενδίκων μέσων -> έφεση + αίτηση για αναίρεση (τακτικά
ένδικα μέσα)

ΚΠΔ 463: εφαρμογή και σε οιονεί ένδικα μέσα/ ένδικα βοηθήματα του ΚΠΔ 462

ΚΠΔ 464: ασκείται μόνο από όποιον νομιμοποιείται ex lege + να έχει έννομο συμφέρον
για την άσκηση του ενδίκου μέσου

ΚΠΔ 465: νομιμοποιείται και ο Εισαγγελέας για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού δεν
είναι διάδικος στην ποινική διαδικασία (είναι δημόσιος λειτουργός) -> εφάπαξ κρίση εκ
μέρους του Εισαγγελέα

ΚΠΔ 468: μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (γνώρισμα που διακρίνει τα ένδικα μέσα από τα
ένδικα βοηθήματα) -> παρ.2: «τόσο μεταβιβάζεται, όσο ανακαλείται»

Ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων

Πρώτα έφεση, έπεται η αναίρεση (χρονική προτεραιότητα)

1. Έφεση (ΚΠΔ 477-482)

νομιμοποίηση (ΚΠΔ 477) -> κατηγορούμενος και εισαγγελέας


ΚΠΔ 478: πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο: ΜΟΝΟ κατά του βουλεύματος
ΣυμβΠλημμ παραπεμπτικού για κακούργημα + προβλέπονται και συγκεκριμένοι λόγοι
(α) απόλυτη ακυρότητα -> σοβαρό δικονομικό σφάλμα (β) εσφαλμένη ερμηνεία ή
ευθεία εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης -> νομικό επιχείρημα.
Άρα, δεν μπορεί να γίνει έφεση κατά βουλεύματος για την ουσία της υπόθεσης.

Παράγραφος 2: δικαίωμα ανηλίκου -> ειδική μέριμνα λόγω ηλικίας ως προς την άσκηση
εφέσεως.

ΚΠΔ 479: πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα: Εισαγγελέας Εφετών προσβάλλει


ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ βούλευμα του ΣυμβΠλημμ με έφεση. Δεν ισχύει κάποιος περιορισμός,
εν αντιθέσει με τον κατηγορούμενο, γιατί υπάρχει μόνιμο έννομο συμφέρον του
Εισαγγελέα, αφού ως σκοπό έχει την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

ΚΠΔ 480: προθεσμία

ΚΠΔ 481: καθ’ ύλην αρμοδιότητα -> παραπομπή σε ΚΠΔ 316, 318, 319

2. Αναίρεση (ΚΠΔ 483-485)

ΚΠΔ 483: κάθε παράγραφος αντιστοιχεί σε μία βαθμίδα εισαγγελέα (1. Εισαγγελέας
πλημμελειοδικών, 2. Εισαγγελέας Εφετών, 3. Εισαγγελέας ΑΠ)

ΚΠΔ 484: λόγοι αναίρεσης του Εισαγγελέα -> αποκλειστικά νομικό περιεχόμενο
(αποκλειστική απαρίθμηση)

ΚΠΔ 485: αρμόδιο το Συμβούλιο του ΑΠ με προηγούμενη πρόταση του Εισαγγελέα του
ΑΠ. + δικαίωμα ενημέρωσης και υποβολής υπομνημάτων.

Με τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων λόγω της περιορισμένης έφεσης του


κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας είναι ο μόνος αρμόδιος να ασκήσει έφεση και
αναίρεση. Άρα, στην πράξη συχνά παρατηρείται να υποβάλλεται από κάποιον που έχει
έννομο συμφέρον (πχ ο παθών, ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας)
κάποια αίτηση προς τον εισαγγελέα, ώστε ο τελευταίος να ασκήσει έφεση/αναίρεση ως
ο μόνος νομιμοποιούμενος. Σκοπός η αποσυμπίεση, αλλά περιορισμένη δυνατότητα,
αφού πρόκειται απλώς για μία αίτηση, η οποία δε δεσμεύει κατά κανένα τρόπο τον
εισαγγελέα ως προς την άσκηση ή όχι του ενδίκου μέσου.

Αμετάκλητο βούλευμα -> όταν παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση


έφεσης/αναίρεσης. Τότε και δημιουργείται δεδικασμένο, οπότε και σταματάει η
ποινική διαδικασία, εκτός αν πρόκειται για παραπεμπτικό βούλευμα, οπότε προχωράει
η διαδικασία στο ακροατήριο.

ΝΕΟΙ ΘΕΣΜΟΙ

1. Ποινική συνδιαλλαγή (ΚΠΔ 301, 302)/ βλ. και κατάλογο 49 + άρθρο 100 παρ.11
ν.4622/2019
2. Ποινική διαπραγμάτευση (ΚΠΔ 303) -> ελληνική εκδοχή του plea bargaining

Συνδιαλλαγή

Αφορά στο στάδιο της ανάκρισης και αφορά ορισμένα κακουργήματα (παράγραφος 1).
Προϋπόθεση το αίτημα του κατηγορουμένου -> καλείται ο παθών και ο κατηγορούμενος να
εμφανισθούν για συνδιαλλαγή (εναλλακτικός τρόπος περάτωσης της ποινικής δίκης, κυρίως
για κακουργήματα οικονομικού περιεχομένου -> ταχύτητα και αποσυμφόρηση του
ποινικού συστήματος δικαιοσύνης). Ο κατηγορούμενος ομολογεί μεν την ενοχή του ως
προς την τέλεση του κακουργήματος, αλλά αποδίδει το πράγμα ή ικανοποιεί εντελώς τη
ζημία που ο ίδιος προκάλεσε (2 προϋποθέσεις). Αίτημα του κατηγορουμένου είναι η
σύνταξη ενός πρακτικού συνδιαλλαγής, με το οποίο ο παθών «συμφωνεί» ως προς την
αποκατάσταση της ζημίας εκ μέρους του κατηγορουμένου.

Παράγραφος 4: ΑΠΟΚΛΙΣΗ -> θεωρείται περατωμένη η ανάκριση εάν συνταχθεί πρακτικό


συνδιαλλαγής πριν δοθεί η απολογία του κατηγορουμένου και αίρονται μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού που τυχόν είχαν επιβληθεί.

Παράγραφος 5: η απολογία του κατηγορουμένου, σε περίπτωση που δε δεχτεί ο παθών τη


συνδιαλλαγή, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν εις βάρος του με σκοπό να αποδειχθεί η ενοχή
του.

Ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος και επιβάλλονται οι ανάλογες ποινές (ΠΚ 79 Ή 94).


Πρόκειται για πολύ χαμηλές ποινές συγκριτικά με τον κακουργηματικό χαρακτήρα της
αξιόποινης πράξης. (παροχή κοινωφελούς εργασίας ή αναστέλλεται)

ΚΠΔ 302: στάδιο μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης και όσο διαρκεί η
υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο (μέχρι την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος).
Μπορεί να συντελεστεί ακόμα και όταν η υπόθεση συζητείται στο ακροατήριο.

Διαπραγμάτευση

Κατατείνει στην αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος και είναι ταχύτερη από την
παραδοσιακή διαδικασία και επίτευξη σκοπού μέσω οικονομικών πόρων για πραγματική
αποκατάσταση της ζημίας. Διαφοροποιείται, όμως, από τη συνδιαλλαγή ως προς το ότι
πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ του κατηγορουμένου και του Εισαγγελέα.

Αφορά στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, εκτός συγκεκριμένων κακουργημάτων,


που εξαιρούνται ρητά στον νόμο (κριτήριο βαρύτητας και αξιολογική κρίση του νομοθέτη).

Δικαίωμα του κατηγορουμένου να το ζητήσει ο ίδιος με αίτημα δια του συνηγόρου ->
Υποβάλλεται μέχρι την περάτωση της κύριας ανάκρισης.

Εάν επιτευχθεί η διαπραγμάτευση -> παράγραφος 4 303 ΚΠΔ. Αντικείμενο της


διαπραγμάτευσης είναι η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή (παράγραφος 1). Όχι
διαπραγμάτευση ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης, μόνο η ποινή είναι αντικείμενο.
Περιεχόμενο πρακτικού διαπραγμάτευσης: απολογία κατηγορουμένου, η
διαπραγματευθείσα ποινή καθώς και ο τρόπος έκτισής της. Μετά εισαγωγή για εκδίκαση
της υποθέσεως σε Μονομελές Εφετείο/Πλημμελειοδικείο, όπου κηρύσσεται η ενοχή του
και επιβάλλεται η ποινή που έχει συμφωνηθεί βάσει του πρακτικού της διαπραγμάτευσης.

Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να γίνει και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας
στο ακροατήριο.

17 Δεκεμβρίου 2020

Εξέταση του κατηγορουμένου ως αποδεικτικό μέσο

Πρόκειται για προσωπικό αποδεικτικό μέσο (συμβάλλει με τη γνώση του) ή για


αντικειμενικό αποδεικτικό μέσο (συμβάλλει μόνο με την ύπαρξή του). Δεν είναι
αποδεικτικό μέσο με στενή έννοια (τεχνικό αποδεικτικό μέσο) όταν πρόκειται για
προσωπικό αποδεικτικό μέσο, πχ μέσω της απολογίας.

Δικαιώματα κατηγορουμένου: δικαίωμα σιωπής, δικαίωμα ψεύδους (αναληθούς άρνησης


της κατηγορίας) -> δεν λειτουργεί πάντοτε προς απόδειξη της ουσιαστικής αλήθειας, για
αυτό και δεν θεωρείται πάντοτε τεχνικό αποδεικτικό μέσο.

Όταν, όμως, είναι αντικειμενικό μέσο -> πχ αυτοψία στο σώμα του κατηγορουμένου, λήψη
φωτογραφιών, εξέταση DNA -> λειτουργεί ως εν στενή εννοία αποδεικτικό μέσο, αφού με
αντικειμενικό τρόπο και ανεξάρτητα από τη βούληση του κατηγορουμένου συλλέγονται
στοιχεία προς αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

Για τη λήψη της απολογίας απαιτείται η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του είτε κατά την
προδικασία είτε στη διαδικασία στο ακροατήριο. Υπάρχει λοιπόν καθήκον αυτοπρόσωπης
εμφάνισης στο δικαστήριο ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο;; -> πλέον
συρρίκνωση της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο δικαστήριο, ώστε να μην
προσβάλλεται το άρθρο 6 ΕΣΔΑ (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο ως ειδικότερη
έκφανση του δικαιώματος δίκαιης δίκης), οπότε κατοχυρώνεται δικαίωμα κατηγορουμένου
να εκπροσωπείται από συνήγορο (ΚΠΔ 340 παρ.3) σε κάθε στάδιο της δίκης, εκτός από
εξαιρετικές περιπτώσεις με σκοπό την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας (εξαίρεση από
το δικαίωμα εκπροσώπησης).
ΚΠΔ 340 παρ.1: «χολή» διάταξη, γιατί αναγνωρίζεται δικαίωμα αυτοπρόσωπης διάταξης,
ενώ στην 3η παράγραφο θεμελίωση δικαιώματος του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται
από συνήγορο. Προκύπτει σύγκρουση και υπερισχύει η παράγραφος 3 εν προκειμένω.

Κανόνας της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του κατηγορουμένου κατά την προδικασία -> ΚΠΔ
270/272: αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή διατάσσεται βίαιη προσαγωγή του. Κατά την
προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση (ΚΠΔ 105, 244 παρ.1) παρέχεται στον
κατηγορούμενο το δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο κατ’ εξαίρεση.

Εξέταση κατηγορουμένου

Εντάσσεται στην αποδεικτική διαδικασία στην ελληνική έννομη τάξη. Προσομοιάζει ο


τρόπος διαμόρφωσης σε όλα τα στάδια της δίκης, καθώς υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά
με ελάχιστες κάθε φορά τροποποιήσεις.

Καλείται σε παροχή εξηγήσεων και μετά σε απολογία, ακολουθεί η λήψη των στοιχείων της
ταυτότητας με σκοπό την ταυτοποίηση ανά πάσα στιγμή και εν συνεχεία ο
ύποπτος/κατηγορούμενος πρέπει να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του (ΚΠΔ 95, 273
παρ.2). Μετά γνωστοποιείται η πράξη η οποία του αποδίδεται (αποτελεσματική άσκηση
δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως, ως εγγύηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης -> ΚΠΔ
100).

ΚΠΔ 274: κλήση κατηγορουμένου για πλήρη έκθεση των λόγων που συμβάλλουν στην
υπεράσπισή του. +ΚΠΔ 273 παρ.2/223 παρ.2 + 365 παρ.1: ο κατηγορούμενος θα πρέπει να
αφήνεται ελεύθερος να εκθέσει τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι αποτελούν την απολογία
του (μπορεί να γίνει και γραπτώς δια υπομνήματος). Μετά μπορούν να υποβληθούν
ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο αν υπάρχουν ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί
πλήρως κατά τα προηγούμενα στάδια.

● Δικαίωμα κατηγορουμένου να πει ψέματα κατά την απολογία του για την τέλεση ή
όχι ενός εγκλήματος: ψευδής άρνηση τελείται υπό διάφορες μορφές -> απλή
άρνηση ή θεμελιωμένη άρνηση (πχ αδίκως κατηγορούμαι για την πράξη αυτή, διότι
κατά τον χρόνο τέλεσης βρισκόμουν σε διαφορετικό τόπο). Υπάρχουν
αμφισβητούμενες απόψεις για το αν έχει το δικαίωμα αυτό ο κατηγορούμενος ->
κρατούσα εν μέρει είναι η άποψη πως ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα μόνο
απλής ψευδούς αρνήσεως, ενώ απαγορεύεται η αιτιολογημένη ψευδής άρνηση.
Ωστόσο, δεν τιμωρείται με κάποιον τρόπο η ψευδής ανωμοτί κατάθεση στον ΚΠΔ.
Αλλά ο κατηγορούμενος αν ενοχοποιήσει άλλους ανθρώπους ώστε να αθωωθεί ο
ίδιος, τότε θα πρέπει να τιμωρηθεί για άλλα εγκλήματα, όπως αυτό της ψευδούς
καταμηνύσεως ή της συκοφαντικής δυσφήμισης λόγω της άδικης αυτής
κατηγορίας. Το ίδιο ισχύει και όταν πείσει κάποιον να ομολογήσει αντί εκείνου
εγκλήματα που δε διέπραξε (ηθική αυτουργία σε ψευδή κατάθεση). Άρα, κατ’
αρχήν απαγορεύεται η θεμελιωμένη ψευδής άρνηση, αν και δεν είναι αξιόποινη
πράξη.
● Διάκριση από δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 104), όπου υπάρχει
εύλογο συμφέρον να μην απολογηθεί καθόλου ή να μην υποβληθεί σε
συγκεκριμένες ερωτήσεις. (δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως ως δικαίωμα της
δίκαιης δίκης). Δικαίωμα μερικής σιωπής -> απαντά σε ορισμένα ερωτήματα, ενώ
ως προς άλλα επιλέγει να σιωπήσει. Κατά κρατούσα άποψη η μερική αυτή σιωπή
είναι αξιοποιήσιμη.
● Ανακριτικές μέθοδοι κατά την εξέταση του κατηγορουμένου -> ο τελευταίος έχει
πρωτίστως αξίωση να γίνεται σεβαστή η αξία του, αφού εκτός από αντικείμενο
απόδειξης είναι και υποκείμενο της δίκης ως διάδικος και δεν πρέπει να
προσβάλλεται ο ίδιος, όταν πχ χρησιμοποιείται ως αντικείμενο προς επίτευξη
ορισμένου σκοπού. Άρα, απαγορεύεται η επέμβαση στη διαμόρφωση της
βουλήσεώς του και τα βασανιστήρια (βλ. άρθρο 7) ή ο ψυχολογικός καταναγκασμός
του με σκοπό την απόσπαση ομολογίας. Άλλα αποδεικτικά μέσα που
απαγορεύονται είναι η χορήγηση υπνωτικών φαρμάκων ή η χρήση ανιχνευτή
ψεύδους (ΠΚ 137Α).

Πραγματογνώμονας

Πρόκειται για προσωπικό αποδεικτικό μέσο. Διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη όταν


προβλέπει το άρθρο 180 ΚΠΔ (ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης). Άρα, είναι
αναγκαίος εκεί όπου το δικαστήριο δε διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις.

Πχ ανικανότητα προς καταλογισμό λόγω σχιζοφρένειας (ψυχιατρική


πραγματογνωμοσύνη), έγγραφο είναι πλαστό (γραφολογική πραγματογνωμοσύνη)

Νοητοί τρόποι εισφοράς του πραγματογνώμονα στην απόδειξη των πραγματικών


γεγονότων: 1) ενημέρωση δικαστηρίου για κάποια πορίσματα της επιστήμης/τέχνης,
για κάποιους αφηρημένους κανόνες (θεωρείται ως βοηθός του δικαστή) -> δεν
ερωτάται για γεγονότα 2) ο πραγματογνώμων υπάγει ορισμένα πραγματικά γεγονότα
που του γνωστοποιεί το δικαστήριο σε κάποιες από τις αφηρημένες έννοιες (βοηθός
του δικαστή και όχι αποδεικτικό μέσο, αφού δε δίνει γνώση για πραγματικά γεγονότα)
3) διαπίστωση γεγονότων κρίσιμων για τη δίκη, τα οποία εισφέρει στην ποινική
διαδικασία ο ίδιος (πχ εξετάζει ο ίδιος ο πραγματογνώμων τον κατηγορούμενο -> εδώ
λειτουργεί ως προσωπικό αποδεικτικό μέσο και όχι ως απλός βοηθός).

Πρόκειται για αντικαταστατό αποδεικτικό μέσο είτε από το δικαστήριο είτε από τους
διαδίκους είτε να ζητήσει και ο ίδιος να ζητήσει να εξαιρεθεί, όταν εγείρει υπόνοιες
μεροληψίας (εν αντιθέσει με τους μάρτυρες, που είναι αναντικατάστατοι)

Διορίζονται με διάταξη είτε από το δικαστήριο είτε από τον ανακρίνοντα.

ΚΠΔ 183: όχι υποχρεωτική η πραγματογνωμοσύνη, εκτός από συγκεκριμένες εξαιρέσεις


που προβλέπονται ex lege (πχ ΚΠΔ 200).

ΚΠΔ 185: προτεραιότητα για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης


ΚΠΔ 195 παρ.1: καθορισμός και των ζητημάτων για τα οποία διατάσσεται
πραγματογνωμοσύνη.

Γνωστοποίηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους της πραγματογνωμοσύνης και των
ζητημάτων για τα οποία αυτή θα διεξαχθεί -> ΚΠΔ 192+204.

ΚΠΔ 184: δυαδική πραγματογνωμοσύνη -> 2 πραγματογνώμονες και σε περίπτωση


διαφωνίας υπάρχουν άλλες προβλεπόμενες διατάξεις. Κατ’ εξαίρεση δυνατότητα ενός
και μοναδικού πραγματογνώμονα.

ΚΠΔ 189: υποχρέωση αποδοχής του διορισμού και ορκοδοσία. Βασική υποχρέωση η
σύνταξη γραπτής και αιτιολογημένης γνωμοδότησης.

Τρόπος διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης: ΚΠΔ 199 και άλλες (όχι εξαντλητική


ρύθμιση, λίγες διατάξεις).

Ζήτημα αποδεικτικής αξίας της γνωμοδότησης: κατά κανόνα ισχύει η ελεύθερη


εκτίμηση του αποδεικτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένης της πραγματογνωμοσύνης
(ΚΠΔ 177). Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι νομικοί κανόνες αποδείξεως.

Αυτοψία (ΚΠΔ 180,182/ 361)

Διαπίστωση ορισμένου γεγονότος με τις αισθήσεις του ανακρίνοντα ή του δικαστηρίου.


Η αυτοψία αφορά κάθε είδους αίσθηση και όχι μόνο την όραση. Κατά την κρατούσα
άποψη αποδεικτικό μέσο είναι το αντικείμενο της αυτοψίας και άρρηκτα συνδεδεμένη
με αυτή είναι κατά το άρθρο 181 ΚΠΔ η λήψη φωτογραφιών, η διεξαγωγή πειραμάτων
κλπ.

18 Δεκεμβρίου 2020

Εκτός από τον κατηγορούμενο, ο άλλος διάδικος που συμμετέχει στη δίκη είναι ο
παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας (παλαιότερα ονομαζόταν πολιτικός
ενάγων). Άλλαξε η ορολογία, γιατί πρέπει να υπάρχει μία αμιγώς ποινική έκφραση και
αποσυνδέεται έτσι το αστικό κριτήριο κατά την ποινική δίκη -> πρόταξη της ποινικής
αγωγής και παράκαμψη άλλων περιπτώσεων που άπτονταν της αστικής φυσιογνωμίας της
πολιτικής δίκης και αγωγής.

ΠΚΔ 82 επ. + ΠΚΔ 63-68

63: ενεργητική νομιμοποίηση

64: νομιμοποίηση κληρονόμων, όταν έχει γίνει δήλωση νομιμοποίησης πριν τον θάνατο
Εκτός από την αλλαγή της ορολογίας, μεγάλη αλλαγή επήλθε με τη δυνατότητα του
παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας να λάβει τα αντίγραφα ήδη από τη στιγμή
που ο ύποπτος καλείται προς παροχή εξηγήσεων. Παράλληλα, ελέγχεται ήδη και το
παραδεκτό της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.

Ποιος μπορεί να παρασταθεί

Ο άμεσα παθών από το έγκλημα, δηλαδή ο φορέας του εννόμου αγαθού που
προστατεύεται από την έννομη τάξη με την εν λόγω διάταξη.

Πχ αυτός που τραυματίστηκε, αυτός που εξυβρίστηκε κλπ.

ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ άτομα που απλώς έχουν παράγωγα δικαιώματα (κατ’ αντανάκλαση),


δηλαδή δεν είναι άμεσα παθόντες. Λόγου χάριν, οι δανειστές του θύματος.

Η ζημιά που έχει προκληθεί στον παθόντα πρέπει να είναι άμεση -> όταν το πρόσωπο
υφίσταται άμεση προσβολή από την εν λόγω πράξη. Ωστόσο, υπάρχει και η περίπτωση του
λεγόμενου «αδικηθέντος», όπου προσβάλλεται ένα έννομο αγαθό, το οποίο αφορά και τον
ίδιο. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι ο παθών βαρύνεται με άμεση ζημία από την
αξιόποινη πράξη, ενώ ο αδικηθείς (πχ στην πλαστογραφία, στην ψευδή
κατάθεση/καταμήνυση -> εκεί δεν υπάρχουν παθόντες, μόνο αδικηθέντες) δε θίγεται ο
ίδιος, αλλά ένα υπερατομικό έννομο αγαθό (πχ τα υπομνήματα, την ορθή απονομή της
δικαιοσύνης), καθώς η προστατευτική σφαίρα των εν λόγω διατάξεων προσβάλλει μόνο
έμμεσα το ίδιο άτομο, άμεσα προσβάλλει μόνο πχ το έγγραφο.

23 Δεκεμβρίου 2020

Το επόμενο βήμα

Προπαρασκευαστική διαδικασία (ΚΠΔ 320 επ.)

Πρόκειται για μια διαδικασία που προετοιμάζει την επ’ ακροατηρίω διαδικασία.

Σημείο έναρξης: η κλήτευση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα (έτσι προχωράει η
διαδικασία, γίνεται με 2 τρόπους η κλήτευση)

Συνέπειες κλήτευσης -> προχωράει η διαδικασία, αφού όχι μόνο έχει αποφασιστεί ότι
κάποιος πρέπει να δικαστεί, αλλά πλέον ενημερώνεται και ο κατηγορούμενος ότι θα
δικαστεί, καθώς και για την ώρα και τον τόπο εκδίκασης και πρακτική συνέπεια:
παραγραφή (ΠΚ 113 παρ.1)

*Με την κλήτευση του κατηγορουμένου αναστέλλεται η κύρια διαδικασία, ΟΧΙ ΝΩΡΙΤΕΡΑ.
*χρόνος παραγραφής πλημμελημάτων (ΠΚ 111: 5 έτη) -> κρίσιμος ο χρόνος τέλεσης μιας
πράξης. Αλλά ΠΚ 113 -> επέρχεται αναστολή της παραγραφής αν κλήτευση
κατηγορουμένου και επίδοση της κλήτευσης (για 3 έτη), οπότε μετά το πέρας συνεχίζεται
κανονικά η παραγραφή. Άρα, συνολικά για πλημμελήματα η παραγραφή επέρχεται το πολύ
μετά από 8 χρόνια. Για κακουργήματα είναι 15+5 και 20+5 αντιστοίχως.

Κλήτευση του κατηγορουμένου

Γίνεται από τον εισαγγελέα με 2 τρόπους

1. Κλητήριο θέσπισμα (απευθείας με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα) -> κυρίως


στα πλημμελήματα. Άρα απαιτείται 1 έγγραφο. -> ΚΠΔ 320 παρ.2
2. Κλήση προς εμφάνιση (μαζί με παραπεμπτικό βούλευμα) -> συντάσσεται από τον
εισαγγελέα μεν, αλλά για να έχει ισχύ πρέπει να επιδοθεί με παραπεμπτικό
βούλευμα. Άρα απαιτούνται και τα 2 έγγραφα σωρευτικά. -> ΚΠΔ 320 παρ.2

ΚΠΔ 320 παρ.1: ορισμός δικασίμου, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα για τις περιπτώσεις
που υπάρχει προσωρινή κράτηση.

Χρειάζονται 2 αντίτυπα του θεσπίσματος ή της κλήσης (παρ. 2): το ένα επιδίδεται στον
κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης.

ΚΠΔ 320 παρ.3: μετά την επίδοση κατ’ αρχήν δεν μπορεί να αποσυρθεί το θέσπισμα ή η
κλήση εκ μέρους του εισαγγελέα. Προβλέπονται ex lege κάποιες εξαιρέσεις.

ΚΠΔ 321: περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος και κλήσης. Αν υπάρχει κάποιο


ελάττωμα σε κάποιο από τα 2, επέρχεται ακυρότητα (πρόκειται για δικονομικές
κυρώσεις). Άρα, δεν πρόκειται για απλή απαρίθμηση των στοιχείων του περιεχομένου,
αλλά για στοιχεία επί ποινή ακυρότητας.

Επίδοση

Γίνεται επίδοση στον κατηγορούμενο από τον δικαστικό επιμελητή ή τον αστυνομικό.

ΚΠΔ 155: γνωστής διαμονής

ΚΠΔ 157: άγνωστης διαμονής

Επίδοση κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ (ειδική ρύθμιση) -> λειτουργεί συμπληρωματικά ως
προς το ΚΠΔ 155. Πρόκειται για πρόσθετη ρύθμιση, κατά την οποία ο κατηγορούμενος
έχει ήδη δηλώσει μια διεύθυνση και η εισαγγελία επιδίδει στη διεύθυνση αυτή.

Αποδεικτικό επίδοσης: με ποινή ακυρότητας σημειώνονται επάνω στο αποδεικτικό


ορισμένα στοιχεία (ΚΠΔ 162)

ΚΠΔ 163: αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού επιδόσεως -> αποδεικνύεται ότι
παραδόθηκε το αποδεικτικό και μελετάται από το δικαστήριο ως προς τα στοιχεία του,
τον τρόπο επίδοσης κλπ. Μέχρι να προσβληθεί για πλαστότητα, θεωρείται ότι έχει
παραδοθεί κανονικά.
Προθεσμία επίδοσης και σημασία της (ΚΠΔ 166): 15 μέρες ή 30/60 μέρες αν διάδικοι
στην αλλοδαπή. Άρα, πρέπει εκτός από έγκυρη να είναι και έγκαιρη η επίδοση.

(Με το αποδεικτικό και την προθεσμία διασφαλίζεται η εγκυρότητα της επιδόσεως ->
πχ αποδεικνύεται ότι κάποιος έλαβε την επίδοση )

Προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (ΚΠΔ 322-323)

Φύση και αποτελέσματα της προσφυγής

Ασκείται από τον κατηγορούμενο, ο οποίος κλήθηκε απευθείας στο ακροατήριο


(Τριμελές Πλημμελειοδικείο) -> προθεσμία 10 ημερών από την επίδοση του κλ.
θεσπίσματος για την προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών.

Παρ.3: δυνατότητες εισαγγελέα εφετών

7 Ιανουαρίου 2021

Δίκαιο αποδείξεως – Προστασία των μαρτύρων

ΚΠΔ 218

Προστατευόμενος μάρτυρας θεωρείται εξίσου μάρτυρας, οπότε συγκεντρώνει τα ίδια


εννοιολογικά στοιχεία, αλλά λαμβάνονται υπέρ του κάποια προστατευτικά μέτρα με σκοπό
την πρόληψη αντεκδίκησης εκ μέρους των εγκληματιών. Συνήθως έχει εμπλακεί ως
συμμέτοχος στην εγκληματική δραστηριότητα και για αυτό κατέχει σημαντικές
πληροφορίες περί της οργανώσεως κλπ. Μπορεί και να μην είναι δράστης του εγκλήματος,
αλλά να λαμβάνει με άλλο τρόπο γνώση περί τούτου και για αυτό να καθίσταται
προστατευόμενος μάρτυρας (πχ αστυνομικός που συμμετέχει σε ειδική ανακριτική πράξη,
όπως ανακριτική διείσδυση).

Για να ενταχθεί στην κατηγορία αυτή κάποιος, πρέπει να υπάρχει κάποιος επαπειλούμενος
κίνδυνος (εκφοβισμού ή αντεκδίκησης), ο οποίος αφορά είτε εκείνον είτε τους κοντινούς
του ανθρώπους + αρκεί ο κίνδυνος να είναι ενδεχόμενος.

Μέτρα προστασίας: 1. ανωνυμοποίηση του μάρτυρα (δεν αναγράφονται στην έκθεση


εξέτασης του μάρτυρα τα αληθή στοιχεία του μάρτυρα -> ψευδωνυμία). Αφορά την
προδικασία της ποινικής δίκης. Αυτή η ψευδωνυμία περικόπτει την αποτελεσματική
υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού ο τελευταίος δεν μπορεί να γνωρίζει από ποιον
προέρχεται η μαρτυρική κατάθεση και να αμφισβητήσει την αυθεντικότητά της. 2.
Κατάθεση κατά ΚΠΔ 218 παρ.4 με χρήση ηλεκτρονικών οπτικοακουστικών μέσων -> παρ.5:
ο ψευδώνυμος μάρτυρας καλείται στο ακροατήριο με το όνομα που αναγράφεται στην
εξέτασή του + ΚΠΔ 213 παρ.6: η κατάθεση θα είναι μόνο ηχητική ή ενδεχομένως
οπτικοακουστική, οπότε ο μάρτυρας δεν χρειάζεται να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο
ακροατήριο (άρα συνεχίζεται η προστασία μέσω μέτρων και σε αυτό το στάδιο της δίκης).
� Πρόκειται για περιοριστική απαρίθμηση και δεν μπορούν να προβλεφθούν άλλα

Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αποκάλυψη των στοιχείων του μάρτυρα
κατά διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα, εν αντιθέσει με το προισχύσαν δίκαιο, που ήταν
υποχρεωτική η αποκάλυψη σε περίπτωση που το ζητούσε ο πρώτος.

Ο θεσμός αυτός δημιουργεί σημαντικές επεμβάσεις στο δικαίωμά του προς υπεράσπιση,
ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακρόασης (Σ20 παρ.1).

Δεν προσβάλλεται το δικαίωμα προς υπεράσπιση αν λαμβάνονται αντισταθμιστικά μέτρα


εκ μέρους του δικαστηρίου, πχ δυνατότητα συνηγόρων να παρευρίσκονται στο δωμάτιο και
να ακούν την κατάθεση του μάρτυρα, ιδιαίτερη ενασχόληση του δικαστηρίου με τον εν
λόγω μάρτυρα κλπ. -> κατοχύρωση και από άρθρο 6 ΕΣΔΑ.

Προσβάλλεται το δικαίωμα μόνο αν η προστατευόμενη μαρτυρία είναι το μόνο αποδεικτικό


μέσο που καταδεικνύει την ενοχή του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 218 παρ.6) + πρέπει να
υπαγορεύεται από σπουδαίο λόγο, αλλιώς και πάλι υπάρχει προσβολή. (2 προϋποθέσεις,
υπόθεση Al Kavaja v. Montenegro, ΕΔΔΑ).

*διάκριση από μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (ΚΠΔ 47) -> μπορεί να εξεταστεί με μέτρα
προστασίας, αλλά δεν είναι και αναγκαίο, άρα μπορεί να εξεταστεί και αυτοπροσώπως επ’
ακροατηρίω + δεν διώκεται για συγκεκριμένα εγκλήματα (απόκλιση από την αρχή της
νομιμότητας).

ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ

Δικονομική κύρωση για παράνομες διαδικαστικές πράξεις της ποινικής δικονομίας, οι


οποίες δεν παράγουν έννομο αποτέλεσμα.

ΚΠΔ 170: διάκριση σε σχετικές και απόλυτες.

Απόλυτες είναι αυτές που προβλέπονται για κατά τεκμήριο σοβαρότερες παραβάσεις
διαδικαστικών τύπων και εγγυήσεων, δηλ. διατάξεις που σχετίζονται με βασικές αρχές της
ποινικής δικονομίας (πχ παράβαση δικαιώματος υπερασπίσεως και ούτω καθεξής) ->
περιοριστική απαρίθμηση στο άρθρο 171 ΚΠΔ. Σχετικές προβλέπονται στο άρθρο ΚΠΔ 172
(αντίστοιχη περιοριστική απαρίθμηση).

Στο άρθρο 171 χρησιμοποιούνται γενικές ρήτρες, δηλαδή περιγράφονται αφηρημένα οι


ακυρότητες και για τη συγκεκριμενοποίηση των οποίων είναι απαραίτητη η παραπομπή σε
άλλα άρθρα, πχ για την κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Το ίδιο παρατηρείται και στη 2 η
παράγραφο του άρθρου 172 ΚΠΔ. Οι σχετικές, όμως, απαγγέλλονται συχνά και σε
συγκεκριμένες διατάξεις (ΚΠΔ 171 παρ.1).

Κάποια παραβίαση μπορεί να υπαχθεί και στα δύο άρθρα -> υπερισχύει σε αυτή την
περίπτωση η απόλυτη ακυρότητα.

Διαφορές ακυροτήτων (ΚΠΔ 174,175)


1. Απόλυτη λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας -> για να
κηρυχθεί δεν απαιτείται πρόταση/αίτηση από κάποιο διάδικο ή τον εισαγγελέα. Επί
του πρακτέου προτείνεται συνήθως από τον κατηγορούμενο. Περιορίζεται από το
εδάφιο β’ το αυτεπάγγελτο της προτάσεως (πρέπει να προταθούν μέχρι το
αμετάκλητο της παραπομπής στο ακροατήριο δηλαδή είτε με παραπεμπτικό
βούλευμα, όταν καταστεί αμετάκλητο, είτε με απευθείας κλήση στο ακροατήριο
μέσω κλητηρίου θεσπίσματος, όταν ασκηθεί ποινική δίωξη και οριστεί δικάσιμος,
δηλαδή γίνει αμετάκλητη η π.δ.).

Σχετική προτείνεται από εισαγγελέα ή από διαδίκους που έχουν συμφέρον (βασική
διαφορά από απόλυτη) -> ΚΠΔ 174 παρ.2: προτείνεται ως το τέλος της προδικασίας,
δηλαδή μέχρι το αμετάκλητο της παραπομπής. Πρέπει να προταθεί μέχρι την έκδοση της
2οβάθμιας απόφασης ή με λόγο αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ.

13 Ιανουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο

Βασικές αρχές:

1) Αρχή της δημοσιότητας (Σ93 παρ.2,3 +ΚΠΔ 329) -> άμεση/έμμεση δημοσιότητα
(άρθρο 8 ν.3090/2002)

Αντίθετη από την αρχή της μυστικότητας (τηρείται στην προδικασία). Οι ποινικές δίκες
είναι δημόσιες δηλαδή, προσβάσιμες προς το κοινό. Υπάρχουν ρητές εξαιρέσεις (πχ
δικαστήρια ανηλίκων),με σκοπό την προστασία των κατηγορουμένων. Στην 3 η
παράγραφο δεν υπάρχει κάμψη της δημοσιότητας, απλώς περιορίζεται ο αριθμός των
ατόμων που θέλουν να παρακολουθήσουν, χωρίς άλλη προϋπόθεση (δηλαδή πρόκειται
για οργανωτικά μέτρα, όχι επιλεκτική είσοδος κατόπιν κριτηρίων).

ΚΠΔ 330: συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών -> άλλη εξαίρεση, που δεν άπτεται της
ηλικίας του κατηγορουμένου, αλλά της φύσεως της υπόθεσης ( πχ ιδιωτικός
οικογενειακός βίος των διαδίκων, ευκολότερος ο διασυρμός των θυμάτων ή των
κατηγορουμένων). Μόνο οι διάδικοι και τα πρόσωπα που μετέχουν στην ποινική
διαδικασία είναι παρόντες.

*Δημοσιότητα άμεση: όταν κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει με τις αισθήσεις του


την ποινική διαδικασία. Έμμεση δημοσιότητα: λαμβάνει γνώση ο πολίτης μέσω των
ΜΜΕ, ή με ραδιοφωνική/διαδικτυακή αναμετάδοση -> 1η άποψη: απαγορεύεται
απολύτως, 2η άποψη: επιτρέπονται τα πάντα ελεύθερα άνευ περιορισμών, 3 η άποψη:
κατ’ αρχήν επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση να υπάρχουν περιορισμοί. Στην Ελλάδα κατ’
αρχήν απαγορεύεται η έμμεση δημοσιότητα, εκτός αν συμφωνήσουν οι δικαστές,
εισαγγελέας και οι διάδικοι.
2) Αρχή της προφορικότητας (ΚΠΔ 331)

*προφορικοποίηση (ΚΠΔ 363, 140-144): αποδεικτικά μέσα τα οποία εκ φύσεως δεν


έχουν προφορικό χαρακτήρα (πχ έγγραφα, έκθεση πραγματογνωμοσύνης κλπ) -> δεν
μπορούν να ληφθούν υπόψιν αν δεν προφορικοποιηθούν, δηλαδή δεν αναγνωσθούν
στο ακροατήριο.

Έτσι δίνεται ουσιαστικό περιεχόμενο στην αρχή της δημοσιότητας, αφού ο πολίτης
παρακολουθεί πλήρως τη διαδικασία ακούγοντας και βλέποντας οτιδήποτε γίνεται.

3) Αρχή της αμεσότητας (ΚΠΔ 357 παρ.4, 363 παρ.1, 365 παρ.2)

Χρησιμοποιούνται μόνο όσα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν άμεσα κατά την


προφορική διαδικασία.

4) Αρχή της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης (ΚΠΔ 333 παρ.2, 358, 138 παρ.1 εδ.
α’, 333 παρ.3, 367 παρ.1, Σ20).

Πρέπει να δίνεται ο λόγος σε όλους τους διαδίκους πριν τη λήψη οποιαδήποτε


αποφάσεως ( δεν αφορά τον εισαγγελέα, ο οποίος δεν αντιδικεί, αλλά τον
κατηγορούμενο και τον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας).

5) Αρχή της αντικειμενικότητας του δικαστή (ΚΠΔ 332): αλλιώς υπέχουν πειθαρχική
ευθύνη. Κεντρικός ο ρόλος του διευθύνοντος τη συζήτηση.

Κεντρικό σημείο της ποινικής δίκης, γιατί διατηρούνται τα όρια εντός των οποίων
διεξάγεται η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οφείλουν να
συμπεριφέρονται τα πρόσωπα της κύριας διαδικασίας.

ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ (ΚΠΔ 339 παρ.1)

Ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί νόμιμα και σε συγκεκριμένη δικάσιμο προς εμφάνιση


στο ακροατήριο του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου.

● Ο κατηγορούμενος είναι δικονομικά απών (ΚΠΔ 340, 429 παρ.2) -> δεν εμφανίζεται
αυτοπροσώπως, ούτε ο συνήγορός του, δια του οποίου παρίσταται.
1) Κατηγορούμενος για πλημμέλημα και είναι γνωστής διαμονής: πρώτα έλεγχος της
νόμιμης κλήτευσής του -> σταματάει η διαδικασία και διατάσσεται εκ νέου
κλήτευση σε νέα δικάσιμο. Αν υπάρχει νόμιμη κλήτευση μεν, αλλά εμφανίζεται
ένας «άγγελος» (πχ ασκούμενος, άλλος δικηγόρος) και αναγγέλλει ένα κώλυμα
εμφάνισης του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του, τότε προβάλλεται ένα
αίτημα αναβολής (ΚΠΔ 349), το οποίο και εξετάζεται από το δικαστήριο.

*ΚΠΔ 349 (αναβολή της ποινικής δίκης): για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγους
ανωτέρας βίας και εξετάζεται είτε μετά από πρόταση του εισαγγελέα είτε
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε το αίτημα
αναβολής. Απόφαση αναβολής με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και
ταυτόχρονα αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί απλώς να διακοπεί η δίκη.

Αναβολή: σε ρητή δικάσιμο και κλήτευση μόνο των απόντων, οι υπόλοιποι που είναι
παρόντες θεωρείται ως κλήτευση η ανακοίνωση της ρητής δικασίμου.

*Αναβολή, διακοπή (ΚΠΔ 352, 353, 375): αναβολή -> η υπόθεση θα εκδικαστεί από την
αρχή και με άλλη σύνθεση του δικαστηρίου, ενώ διακοπή -> δικάζεται από το ίδιο
δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση και από το σημείο στο οποίο είχε προηγουμένως
μείνει η υπόθεση, απλώς σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, το οποίο πάντως είναι
σύντομο.

2) Κατηγορούμενος για πλημμέλημα και είναι άγνωστης διαμονής -> ΚΠΔ 429.

Και στις 2 περιπτώσεις με μικρές διαφοροποιήσεις η συνέχιση της διαδικασίας στο


ακροατήριο είναι δυνατή παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι δικονομικά
απών. Η τυχόν απουσία του δε συνιστά έμμεση ομολογία της ενοχής του ούτε
συνεπάγεται την καταδίκη του εκ μέρους του δικαστηρίου.

� Ένδικα βοηθήματα (απευθύνονται στο ίδιο δικαστήριο, δηλαδή στο ίδιο όργανο, όχι
απαραίτητα στην ίδια σύνθεση και δεν επιφέρουν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα):
1.αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (ΚΠΔ 341, 476 παρ.2), σε περίπτωση που δεν
εμφανίστηκε ούτε άγγελος ώστε να ζητήσει την αναβολή της δίκης και εφόσον ο
κατηγορούμενος καταδικάστηκε. Αφορά πλημμελήματα για τα οποία έχει εκδοθεί
ανέκκλητη απόφαση (δε χωρεί άσκηση έφεσης).
2. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης (ΚΠΔ 430, 431): όταν καταδικάστηκε ερήμην για
πλημμέλημα κατηγορούμενος, που είναι αγνώστου διαμονής (πρόκειται για
απουσία διαρκούς χαρακτήρα -> από την κλήτευση ως την έκδοση οριστικής
καταδικαστικής αποφάσεως). +ΚΠΔ 428,429. -> ακύρωση της ανέκκλητης
απόφασης κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου. Βασικός λόγος ακύρωσης είναι
το γεγονός ότι κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ ο ίδιος αποδεικνύει ότι
είναι γνωστής διαμονής και άρα δεν έπρεπε να δικαστεί ως δικονομικά απών λόγω
αγνώστου διαμονής.

● Ο κατηγορούμενος είναι παρών δικονομικά. -> αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο


δικαστήριο κατ’ αρχήν και να διορίσει εκείνη τη στιγμή συνήγορο υπεράσπισης.
ΑΛΛΑ ΠΑΡ.3: αν κατηγορείται για πλημμέλημα/κακούργημα και είναι γνωστής
διαμονής -> θεωρείται και πάλι παρών και ο συνήγορός του τον αντιπροσωπεύει
κατά την ποινική διαδικασία. Άρα, αν λείπει η φυσική του παρουσία, αλλά
παρίσταται δια συνηγόρου, θεωρείται και πάλι παρών.

● Κατηγορούμενος για κακούργημα: αν είναι άγνωστης διαμονής -> ΚΠΔ 432 παρ.1
(αναστολή μέχρι τη σύλληψη του κατηγορουμένου). Άρα δεν επιτρέπεται ερήμην
εκδίκαση όταν είναι αγνώστου διαμονής, μόνο αναστολή της ποινικής διαδικασίας
όσο εκκρεμεί η διαδικασία σύλληψης.
Αν είναι γνωστής διαμονής -> ΚΠΔ 432 παρ.2, δικάζεται σαν να ήταν παρών (εφόσον έχει
κλητευθεί νομίμως προηγουμένως).

ΚΠΔ 435: αίτηση ακύρωσης διαδικασίας επί κακουργημάτων.

14 Ιανουαρίου 2021

ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ (συν.) Οι απόλυτες ακυρότητες δημιουργούν λόγο αναιρέσεως και


προτείνονται σε κάθε στάση, μέχρι και στον ΑΠ, ενώ οι σχετικές, αν δεν προταθούν εκείνη
τη στιγμή στο ακροατήριο, καλύπτονται.

ΚΠΔ 176 παρ.1: αρμόδιο το δικαστικό συμβούλιο (προδικασία -> είτε κατά την κρίση του
επί της ουσίας της υπόθεσης είτε λόγω αυτοτελούς δυνατότητας του δικαστηρίου να
κηρύξει την ακυρότητα έπειτα από προσφυγή των διαδίκων) ή το δικαστήριο που εκδικάζει
την υπόθεση αντίστοιχα (κύρια διαδικασία).

Η ακυρότητα πρέπει να κηρυχθεί δηλαδή είτε από το συμβούλιο είτε από το δικαστήριο,
διαφορετικά δεν αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της -> πρόκειται για προϋπόθεση, η
οποία πρέπει μάλιστα να προταθεί εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων.

ΚΠΔ 176 παρ.4: σκοπός η οικονομία της δίκης -> υποχρέωση επανάληψης – έγκυρης αυτή
τη φορά - πράξεως, η οποία εκ παραδρομής δημιούργησε ορισμένη ακυρότητα.

ΚΠΔ 176 παρ.2,3: Συνέπειες

Άκυρες οι μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας, οι οποίες είναι εξαρτημένες


από την άκυρη πράξη. -> επέκταση της ακυρότητας, η οποία όμως προϋποθέτει μία σχέση
εξαρτήσεως μεταξύ των πράξεων -> η μεταγενέστερη πράξη εξαρτάται λογικά ή νομικά από
την άκυρη πράξη, η οποία προηγήθηκε.

Πχ άκυρη η κλήση στο ακροατήριο του κατηγορουμένου. Κατά λογική και νομική
αναγκαιότητα θεωρείται άκυρη και η επίδοση της κλήσεως καθώς και η εκφώνηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο

Πχ άκυρη μία αυτοψία ή έρευνα, η ακυρότητα επεκτείνεται και στην αντίστοιχη έκθεση που
συντάσσεται

Κατ’ εξαίρεση άκυρες οι σύγχρονες/προγενέστερες πράξεις, μόνο όταν είναι συναφείς με


εκείνη που ακυρώθηκε -> όχι επαρκώς διευκρινισμένο ζήτημα στη θεωρία και τη νομολογία
-> στην περίπτωση αυτή προβλέπεται διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να επεκτείνει
την ακυρότητα και στις πράξεις αυτές
Πχ ακύρωση δικαστικής αποφάσεως (καταδικαστικής) λόγω του ότι δεν εδόθη ο λόγος στον
κατηγορούμενο όπως προβλέπεται, οπότε ακυρώνεται και όλη η προηγηθείσα ποινική
διαδικασία

Επανάληψη των άκυρων πράξεων, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό (πχ εκ νέου
μαρτυρία, εκ νέου διάταξη της πραγματογνωμοσύνης και ούτω καθεξής).

Αναγκαίο -> ακύρωση της απόφασης από τον ΑΠ λόγω αναιρέσεως και το αξιόποινο της
πράξης έχει παραγραφεί, οπότε και δεν είναι αναγκαίο

Εφικτό -> δεν μπορεί να γίνει επανάληψη κατάθεσης του μάρτυρα, ο οποίος στο μεταξύ
έχει πεθάνει.

Ειδικότεροι λόγοι ακυρότητας

1. Απόλυτη ακυρότητα (ΚΠΔ 171)

Περιπτωσιολογία:

Α) κακή σύνθεση δικαστηρίου,

Β) μη τήρηση διατάξεων αναφορικά με την κίνηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα
(κυρίως ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, πχ ασκείται δίωξη στην αρχή για κλοπή
και στη συνέχεια ασκείται δίωξη για υπεξαίρεση) και την υποχρεωτική του συμμετοχή
στην διαδικασία στο ακροατήριο (δεν ακούστηκε ο εισαγγελέας πριν την ανακοίνωση
του δικαστηρίου για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου -> ΑΠ 440/2020),

Γ) δεν τηρούνται οι διατάξεις που ορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξη όπου
προβλέπεται ρητά στον νόμο (ΚΠΔ 59 παρ.2)

Δ) Παραβίαση διατάξεων για εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του


κατηγορουμένου -> πλήθος δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε όλο τον ΚΠΔ (πχ 340
δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο ή δικαίωμα διορισμού συνηγόρου, δικαίωμα
λήψης αντιγράφων των ανακριτικών πράξεων κλπ). Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα
και αν παραβιαστούν δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ, ΧΘΔΕΕ, ΔΣΑΠΔ
(διεθνές δίκαιο).

Χαρακτηριστική περίπτωση η προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη η λήψη


υπόψιν εγγράφων που δεν έχουν αναγνωσθεί στο ακροατήριο (ΚΠΔ 358) ή η μη
αιτιολογημένη άρνηση εκ μέρους του δικαστηρίου του αιτήματος του κατηγορουμένου
για διενέργεια νέων ανακριτικών πράξεων.

Ε) 2η παράγραφος του άρθρου 171 ΚΠΔ -> έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου
κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (είτε δεν απαντά καθόλου το δικαστήριο είτε το
αρνείται). Τέμνεται με την υπό περίπτωση (δ).
ΣΤ) 3η παράγραφος του άρθρου 171 ΚΠΔ -> παρίσταται παράνομα ο παριστάμενος
προς υποστήριξη της κατηγορίας. Παρίσταται κάποιος που δεν είναι παθών ή
αδικηθείς.

*Παραβάσεις επί τα τέλη και τα ένσημα ορίζονται στο άρθρο 173 ΚΠΔ.

Σχετικές ακυρότητες (ΚΠΔ 172)

Όπου ο νόμος προβλέπει ότι δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (επικουρική διάταξη).

15 Ιανουαρίου 2021

Επαναληπτικά

� In dubio pro reo και τεκμήριο αθωότητας ΔΕΝ ταυτίζονται.


� Δικαστικό συμβούλιο: τριμελές, δικάζει μυστικά (αρχή της μυστικότητας), εκδίδει
βούλευμα, όχι δικαστική απόφαση
� Αστυνομική προανάκριση: χωρίς άδεια εισαγγελέα και άσκηση ποινικής δίωξης
γίνεται αυτεπαγγέλτως. Διακρίνεται από την προανάκριση. Αφορά αυτόφωρα
κακουργήματα (όχι ΚΠΔ 417 επ.) ή πλημμέλημα αρμοδιότητας του ΤριμΠλημμ (πχ
τροχαία ατυχήματα).

Παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας

*ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: έγγραφο πληρεξουσιότητας και έκθεση εγχειρήσεως. Αν δεν


υπάρχει, δεν προκύπτει απαράδεκτο της παραστάσεως, εφόσον προκύπτει έμμεσα με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Δήλωση παράστασης: 2 στοιχεία + συνοπτική έκθεση της υπόθεσης.

ΚΠΔ 63+66: ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση

ΚΠΔ 340+ Κώδικας περί δικηγόρων άρθρο 36παρ.1 εδ. δ’ -> κατ’ αρχήν υποχρεωτική η
παράσταση συνηγόρου + ΚΠΔ 83 παρ.2

Εφόσον η παράσταση του συνηγόρου καταχωρίζεται στα πρακτικά, σημαίνει ότι


οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου.
Παράσταση διά πληρεξουσίου δικηγόρου: στην προδικασία μπορεί να δηλωθεί η
παράσταση διά πληρεξουσίου δικηγόρου με έγγραφη πληρεξουσιότητα. Δεν αρκεί η
προφορική (ειδική ή γενική). ->αναλογική εφαρμογή του ΚΠολΔ: δια πληρεξουσίου.

Ίση μεταχείριση με τον κατηγορούμενο -> ΚΠΔ 221 παρ.4 -> ανωμοτί εξέταση

Τεχνικοί σύμβουλοι δίχως όρκο, διότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι τεχνικοί συνήγοροι
του διαδίκου.

Τον κατηγορούμενο τον συμφέρει να έχει απλώς μάρτυρα κατηγορίας και όχι
παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας.

ΚΠΔ 171 παρ.3: αν παρέστη παράνομα -> απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (αφορά
μόνο τη διαδικασία στο ακροατήριο).

20 Ιανουαρίου 2021

ΈΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ

● Ο κατηγορούμενος είναι δικονομικά παρών.

ΚΠΔ 346: τι συμβαίνει όταν αποχωρήσει στη συνέχεια ο κατηγορούμενος -> δεν κωλύει την
πρόοδο της διαδικασίας στο ακροατήριο (άπαξ παρών, πάντα παρών).

ΚΠΔ 96 παρ.1: διορισμός συνηγόρου με την έναρξη της διαδικασίας (μέχρι 3 στη διαδικασία
στο ακροατήριο, 2 στην προδικασία). -> δεν είναι υποχρεωμένος να έχει διορισθεί νωρίτερα
με κάποιο έγγραφο. Αν δικονομικά απών ο κατηγορούμενος και εμφανιστεί με σχετικό
έγγραφο ο συνήγορος, τότε θεωρείται ότι παρίσταται (παρίσταται δια ή παρίσταται μετά ->
πρακτική των δικαστηρίων).

ΚΠΔ 343: λήψη ταυτότητας και ενημέρωση του κατηγορουμένου -> δικαίωμα να αντιτάξει
στην κατηγορία, να διατυπώσει παρατηρήσεις. *παρ. 2: δικαίωμα του κατηγορουμένου
(κατόπιν αιτήσεως) να ζητάει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας (διακοπή της δίκης) όταν
προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία νέες περιστάσεις που θα μπορούσαν να
συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας -> πιθανολόγηση ΔΕΝ συνιστά λόγο
αναβολής της δίκης.

Πρέπει να είναι τόσο ουσιώδεις οι περιστάσεις, ώστε να μεταβάλλεται η κατηγορία πχ από


απλή σωματική σε βαριά σωματική βλάβη.

ΚΠΔ 83 παρ.2: νομιμοποίηση παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας (δήλωση από
την οποία προκύπτει ο ειδικός και προσωπικός του σύνδεσμος με την αξιόποινη πράξη ->
αυτό συμβαίνει μετά την εκφώνηση του κατηγορουμένου και την εμφάνιση του
συνηγόρου).
ΚΠΔ 344: εκφώνηση καταλόγου μαρτύρων -> σπάνια δεν υπάρχουν μάρτυρες σε ποινική
δίκη (θεωρητικά όταν αποδεικνύεται ένα έγκλημα αποκλειστικά από ένα έγγραφο, αφορά
κυρίως εγκλήματα ταμειακού χαρακτήρα). Εκτός από τους μάρτυρες που αναφέρονται στον
κατάλογο, υπάρχει η δυνατότητα να ζητήσει ο κατηγορούμενος από τον εισαγγελέα την
κλήτευση μαρτύρων (ΚΠΔ 327), ο παριστάμενος προς υποστήριξη μπορεί να φέρει
καινούριους μάρτυρες, αρκεί να τους έχει γνωστοποιήσει εκ των προτέρων, ενώ τέλος
μπορούν να προσέλθουν και μάρτυρες υπεράσπισης χωρίς προηγούμενη υποχρέωση
ενημέρωσης εκ μέρους του κατηγορουμένου.

� ΚΠΔ 344 περιγράφει ΠΛΗΡΩΣ τη σειρά με την οποία λαμβάνουν χώρα τα στάδια
στην διαδικασία στο ακροατήριο.

ΕΝΑΡΞΗ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Μέχρι την έναρξη:

● Δήλωση παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΚΠΔ 67 παρ.1) -> αν ο


διευθύνων τη συζήτηση εκφωνήσει το όνομα του πρώτου μάρτυρα και δεν έχει
γίνει η δήλωση, είναι απαράδεκτη.
● Αποβολή του δηλώσαντος παράσταση, αλλιώς ΚΠΔ 171 παρ.3 -> το ότι δηλώνει
κάποιος παριστάμενος έγκαιρα, δε σημαίνει πως θα γίνει δεκτή η δήλωσή του. Σε
περίπτωση που δεν νομιμοποιείται, αποβάλλεται.
● Πρόταση κατά τόπον αναρμοδιότητας (ΚΠΔ 126 παρ.1) -> αλλιώς καλύπτεται.

Πρακτική σημασία έχει αν η αναβολή δόθηκε ΠΡΙΝ ή ΜΕΤΑ την «έναρξη της
αποδεικτικής διαδικασίας».

Πχ εκφωνείται ο κατηγορούμενος και ζητά αναβολή (1),

αφού αναγνωσθεί ο κατάλογος μαρτύρων ζητά αναβολή γιατί λείπουν κάποιοι


μάρτυρες (2)

-> στην 1η περίπτωση μπορεί να δηλώσει κάποιος τα όσα γράφονται παραπάνω, αφού
δεν έχει ξεκινήσει ακόμα η αποδεικτική διαδικασία, ενώ στη 2 η περίπτωση δεν
υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
● Εξέταση των μαρτύρων -> ΚΠΔ 233 (μάρτυρας που δεν κατανοεί επαρκώς την
ελληνική γλώσσα -> διερμηνέας), 219 (όρκος μάρτυρα -> έχει καταργηθεί ο
θρησκευτικός όρκος -> σύνδεση με ποινικές κυρώσεις από πλευρά ουσιαστικού
ποινικού δικαίου -> ψευδής κατάθεση ΠΚ 224 παρ.2), 350
● Τρόπος εξέτασης -> ΚΠΔ 223-225, 227-229

Ο μάρτυρας καταθέτει για γεγονότα και κατ’ εξαίρεση για κρίσεις, οι οποίες πρέπει να
συνδέονται οπωσδήποτε με τα προς κατάθεση γεγονότα. Ο μάρτυρας δεν πρέπει να
διακόπτεται, εκτός αν το περιεχόμενο της κατάθεσης είναι εκτός θέματος. Για την
αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης ο μάρτυρας καταθέτει τον τρόπο με τον
οποίο έμαθε όσα καταθέτει (αυτόπτης μάρτυρας) ή την πηγή των πληροφοριών του (αν
είναι εξ ακοής μάρτυρας).

● Ποιοι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες -> ΚΠΔ 210 -> με ποινή ακυρότητας της
διαδικασίας
● ΚΠΔ 211: μαρτυρία, παροχή εξηγήσεων, απολογία του συγκατηγορουμένου ->
δεν μπορεί να ληφθεί μόνη υπόψιν για να κατατείνει στην ενοχή του
κατηγορουμένου. Κατ’ αρχήν ο δικαστής εκτιμά ελεύθερα τα αποδεικτικά
στοιχεία (ΚΠΔ 177), οπότε μπορεί είτε να μη λάβει καθόλου υπόψιν την
μαρτυρία, ή μπορεί να την λάβει υπόψιν, ΑΡΚΕΙ να μην είναι η μόνη μαρτυρία
που καταδεικνύει την ενοχή. Η διάταξη αυτή εκτείνεται και για τρίτο μάρτυρα,
ο οποίος μεταφέρει τη μαρτυρία του συγκατηγορουμένου.
● ΚΠΔ 353: αναγκαία μαρτυρία και άμεση εμφάνιση -> αφορά μάρτυρες που δεν
κλητεύθηκαν ή το όνομα των οποίων δεν αναγνώσθηκε, αλλά η μαρτυρία τους
κρίνεται αναγκαία -> απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου.
● ΚΠΔ 363: ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων -> σύνδεση με αρχή της αμεσότητας
(κατ’ αρχήν η δίκη στο ακροατήριο είναι μία εκ νέου δίκη και τα αποδεικτικά
στοιχεία πρέπει να εμφανιστούν στο ακροατήριο, απαγορεύεται κατά κανόνα η
ανάγνωση των σε προηγούμενα στάδια της ποινικής δίκης ανακτηθέντων
αποδεικτικών στοιχείων)
● ΚΠΔ 358: παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις. ->
πρόσθετο δικαίωμα του εισαγγελέα και των διαδίκων.

ΚΠΔ 360: πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι -> κατ’ αρχήν επιτρεπτή η ανάγνωση,
γιατί δεν είναι μάρτυρες.

ΚΠΔ 362: ανάγνωση εγγράφων

ΚΠΔ 338: πλαστότητα του εγγράφου -> πρέπει να προσβληθεί ως πλαστό -> το δικαστήριο
ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και αν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε
κατηγορείται για πλαστογραφία. Μόνο αν είναι πλαστό με επαρκείς ενδείξεις, τότε
διατάσσεται η διακοπή της δίκης.

ΚΠΔ 365,366: απολογία του κατηγορουμένου -> με αυτή ολοκληρώνεται η αποδεικτική


διαδικασία.
Κοινή λογική με τον τρόπο εξέτασης του μάρτυρα -> του δίνεται ο λόγος, δεν διακόπτεται
εκτός αν ξεφεύγει από το θέμα και δεν εμποδίζεται στην περιγραφή των πραγματικών
περιστατικών. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να του τεθούν ερωτήσεις από τον
διευθύνοντα τη συζήτηση, τους δικαστές και τον εισαγγελέα. Οι λοιποί διάδικοι
υποβάλλουν ερωτήσεις μόνο μέσω του διευθύνοντος ( υποβολή ερωτήσεων δι’ υμών).

*συγκατηγορούμενος: απευθείας υποβολή ερωτήσεων στον κατηγορούμενο αν τον


ενοχοποιεί.

ΚΠΔ 367: αγορεύσεις -> ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο
(πρώτα ο εισαγγελέας, έπειτα ο παριστάμενος προς υποστήριξης της κατηγορίας και τέλος
ο κατηγορούμενος). Δικαίωμα δευτερολογίας ΟΛΟΙ, εκτός του παρισταμένου προς
υποστήριξη της κατηγορίας και απάντηση στη δευτερολογία ο εισαγγελέας και οι διάδικοι.

Έκδοση της απόφασης -> διασκέπτεται το δικαστήριο (επί της έδρας ή αποσύρεται το
δικαστήριο και διασκέπτεται σε άλλο χώρο) -> μετά τη διάσκεψη δημοσιεύονται οι
αποφάσεις του δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που
επιτάσσουν την κάμψη της αρχής της δημοσιότητας. Εάν η απόφαση αθωωτική, τότε
τελειώνει η διαδικασία. Εάν είναι καταδικαστική, ακολουθείται ένα 2ο στάδιο για την
επιβληθείσα ποινή. Η διαδικασία είναι η ίδια, όπως και για τη διαδικασία για την
ενοχή/αθωότητα του κατηγορουμένου. Μετά συζητάται αν η επιβολή της ποινής θα
ανασταλεί ή όχι, καθώς και κάποια διαδικαστικά θέματα σχετικά με το αν η έφεση θα έχει
ανασταλτικό αποτέλεσμα, εφόσον πρόκειται για πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

21 Ιανουαρίου 2021

Προανάκριση: ασκείται είτε πριν είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως (ΚΠΔ 245). Αν
υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε κάποιο αδίκημα, διεξάγεται αυτεπάγγελτη αστυνομική
προανάκριση ΠΡΙΝ την άσκηση της ποινικής δίωξης και χωρίς την παραγγελία του
εισαγγελέα (παρ.2). Αντιδιαστέλλεται από την τακτική ανάκριση, η οποία ασκείται κατόπιν
εισαγγελικής παραγγελίας από τακτικό ανακριτή (παρ.1) και έπεται της ποινικής διώξεως.

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ

Προκαταρκτική εξέταση: μοιάζει με την τακτική προανάκριση ως προς το ότι διενεργείται


μετά από εισαγγελική παραγγελία (ΟΧΙ αυτεπαγγέλτως), αλλά διαφέρει από αυτή ως προς
το ότι συντελείται πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως -> μετά από την πληροφόρηση του
εισαγγελέα για την τέλεση ενός εγκλήματος και σκοπός είναι να αποφασιστεί αν θα
ασκηθεί η ποινική δίωξη ή όχι. + ΚΠΔ 43 παρ.1

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ


Αφορά την αποδεικτική διαδικασία είτε στο στάδιο της προδικασίας είτε στο στάδιο της
διαδικασίας στο ακροατήριο -> συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της προφορικότητας, η
οποία εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δηλαδή οι διαδικαστικές πράξεις
της διαδικασίας στο ακροατήριο γίνονται προφορικώς (εκ νέου μαρτυρικές καταθέσεις
προφορικά, ανάγνωση εγγράφων, προφορική εξέταση των κατηγορουμένων -> ΚΠΔ 331:
όλα καταχωρίζονται σε πρακτικά του δικαστηρίου). Ακόμα και τα κατατεθέντα υπομνήματα
πρέπει να αναγνωστούν στο ακροατήριο προκειμένου να αξιοποιηθούν. Σύνδεση με την
αρχή της δημοσιότητας, η οποία για να είναι λειτουργική πρέπει όσοι βρίσκονται στο
ακροατήριο να αντιλαμβάνονται με τις δικές τους αισθήσεις το περιεχόμενο πχ των
εγγράφων μέσω της ανάγνωσής τους.

Αρχή της αμεσότητας: η αποδεικτική διαδικασία πρέπει να εκτυλίσσεται ενώπιόν του και να
εξετάζει ο ίδιος τα αποδεικτικά μέσα (διεξαγωγή δίκης εξ υπαρχής στο ακροατήριο), έτσι
ώστε να σχηματιστεί αξιόπιστη πεποίθηση ως προς την ενοχή ή αθωότητα του
κατηγορουμένου. Αφορά ένα ευρύτερο κύκλο θεμάτων που σχετίζεται με την αξία των
θεμάτων εξετάζονται και την εγγύτητα των θεμάτων -> περιλαμβάνει την τυπική αμεσότητα
και την ουσιαστική αμεσότητα (δεν είναι δυνατή σε πολλές περιπτώσεις η κάθετη και
σαφής διάκριση μεταξύ τους).

Τυπική: ο δικαστής στο ακροατήριο έρχεται σε άμεση προσωπική επαφή με το αποδεικτικό


μέσο (αφορά κυρίως τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα) -> δεν μπορεί να αναθέσει σε τρίτο
πρόσωπο να αναγνώσει ένα έγγραφο ή να εξετάσει έναν μάρτυρα και να πληροφορηθεί εκ
των υστέρων το περιεχόμενο.

Ουσιαστική: αρχή του εγγύτερου προς τα γεγονότα αποδεικτικού μέσου -> ο δικαστής
χρησιμοποιεί τα πρωτογενή αποδεικτικά μέσα για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, όχι
να χρησιμοποιεί δευτερογενή αποδεικτικά μέσα, τα οποία είναι μειωμένης αξιοπιστίας (πχ
προτιμά την εξέταση του αυτόπτη μάρτυρα έναντι του εξ ακοής, που συνιστά έμμεσο
αποδεικτικό μέσο). Δεν μπορεί να έχει απόλυτη ισχύ, λόγω του ότι υπάρχει η ελεύθερη
εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠΔ 177), σύμφωνα με την οποία το κάθε μέσο αξιολογείται
κατά συνείδηση από τον δικαστή.

Νομική κατοχύρωση σε περισσότερα άρθρα εν αντιθέσει με την αρχή της


προφορικότητας (ΚΠΔ 331).

Η αρχή της άμεσης προσωπικής επαφής δεν είναι απόλυτη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις
προβλέπονται και εξαιρέσεις -> ΚΠΔ 328 (ανάθεση σε εντεταλμένο ανακριτικό υπάλληλο η
εξέταση του μάρτυρα και το δικαστήριο πληροφορείται μέσα από την ανάγνωση εγγράφου
το περιεχόμενο της μαρτυρίας), ΚΠΔ 354 (εξέταση μάρτυρα στον τόπο που διαμένει ή σπίτι
του, ανάλογη εφαρμογή του 328). -> ΑΚΡΙΒΗ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ
ΕΠΑΦΗΣ (αναφορικά με το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων)

*εντεταλμένος: δεν είναι μέρος της σύνθεσης του δικαστηρίου, ενώ ο εισηγητής δικαστής
είναι μέλος του δικαστηρίου.
Αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου ισχύει τελικά; Μπορεί αντί του ίδιου του μάρτυρα
ή του κατηγορουμένου να αναγνωσθεί το έγγραφο της εξέτασής του κατά την προδικασία;

ΚΠΔ 363: ανάγνωση της κατάθεσης ΜΟΝΟ αν είναι αδύνατη η εμφάνιση του μάρτυρα στο
ακροατήριο -> περιπτώσεις προβλέπονται περιοριστικά στον νόμο. Άρα κατά κανόνα
πρέπει να έρχεται ο δικαστής σε άμεση προσωπική επαφή με τον μάρτυρα και να τον
εξετάζει ο ίδιος. Αλλιώς, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά ΚΠΔ 171 παρ.1
περίπτωση δ’ (ΕΣΔΑ παρ.3 περ. δ -> για να γίνει δεκτή η παραβίαση, θα πρέπει η συνολική
αντιπαράθεση να εμποδίζει το δικαίωμα δίκαιης δίκης του κατηγορουμένου κατά ΕΔΔΑ).

Οι καταθέσεις θα πρέπει να είναι ένορκες. Όταν δεν τεκμαίρεται αδυναμία εμφανίσεως του
μάρτυρα στο ακροατήριο -> παρ.2 363 ΚΠΔ -> διαβάζεται στο ακροατήριο ΜΟΝΟ αν
συναινεί ΡΗΤΑ ο κατηγορούμενος (τυπική προϋπόθεση), διαφορετικά απόλυτη ακυρότητα
της διαδικασίας.

Κατηγορούμενος ως προσωπικό αποδεικτικό μέσο: παρ.2 365 ΚΠΔ -> αντίφαση μεταξύ
προδικασίας και επ’ ακροατηρίω διαδικασίας -> τότε δύναται η κάμψη της αμεσότητας και
του διαβιβάζονται οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση.

22 Ιανουαρίου 2021

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ποινική διαταγή

Χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου, εκδίδεται από τον εισαγγελέα και
περιέχει τον καθορισμό της πράξης και τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία στηρίχθηκε ο
εισαγγελέας για να την εκδώσει. Κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις, που
συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου (ΚΠΔ 412). ΚΠΔ 413 -> ανατρέπεται η διαταγή και
εισάγεται κανονικά η υπόθεση στο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία. Μετά την
έκδοση της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από
τον νόμο (έφεση και αναίρεση). ΔΕΝ δεσμεύεται από το ΚΠΔ 470, όπου αναφέρεται η μη
χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 415). Αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα
αντιρρήσεις, εκτέλεση διαταγής δίχως να χωρά δικαίωμα έφεσης ή αναίρεσης.

Πλημμελήματα και κακουργήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω (ΚΠΔ 417 επ.)

ΚΠΔ 417: πλημμελήματα επ’ αυτοφώρω -> διαδικασία για όλα, περισσότερο για εκείνα που
υπάγονται στην αρμοδιότητα ΤριμΠλημμ (βαρύτερης κοινωνικής απαξίας αξιόποινες
πράξεις). Αν κρίνει ο εισαγγελέας ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία, τότε η
υπόθεση πρέπει να εισαχθεί για εκδίκαση στο ακροατήριο -> αφορά τους ανήλικους
δράστες και άτομα ειδικής δωσιδικίας -> ΚΠΔ 111 (πχ δικηγόροι/εισαγγελείς κλπ, που
δικάζονται σε πρώτο βαθμό από το ΤριμΕφΚακουργημάτων).

ΚΠΔ 418: υποχρέωση να προσέλθει αμέσως ο ύποπτος στον εισαγγελέα από τον ανακριτικό
υπάλληλο/ανακριτικό όργανο -> θα πρέπει πάση θυσία να μεταφερθεί ο κρατούμενος, για
αυτό και ορίζεται πως πρέπει να μεταφερθεί σε αναγκαίο χρόνο, ακόμα και με τα πόδια.

Εισαγγελέας παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο -> όροι
κλειδιά: ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΠΤΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ, ΑΜΕΣΩΣ, όχι κοινοποίηση κλητηρίου θεσπίσματος,
προφορική γνωστοποίηση των στοιχείων της κατηγορίας

● κλητ. θέσπισμα: απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο -> λεπτομερής κατηγορία/


κλήση: όταν εκδίδεται παραπεμπτικό βούλευμα (απόφαση δικαστικού συμβουλίου,
τριμελές δικαστήριο που συνεδριάζει μυστικά) -> δεν απαιτείται και κλητήριο
θέσπισμα, αλλά παράλληλα με την κλήση επιδίδεται και το βούλευμα, το οποίο
περιλαμβάνει ήδη λεπτομερώς την κατηγορία εις βάρος του κατηγορουμένου!!!
● Το μόνο πλημμέλημα για το οποίο μπορούν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι είναι
η ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή!

Παράγραφος 2η: δεν αναφέρεται σε πλημμέλημα του ΚΠΔ 309, αλλά για βαρύτερο
πλημμέλημα.

Παράγραφος 3η: σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, υποβάλλεται και προφορικά αυτή σε
όσους ανακριτικούς υπαλλήλους είναι αρμόδιοι για τη σύλληψη του δράστη του επ’
αυτοφώρω εγκλήματος (μόνο ανακριτικός υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο).

● Κατ’ έγκληση και αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα

1.Κατά κανόνα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα τα εγκλήματα, εκτός αν πρόκειται για


χαμηλής κοινωνικής απαξίας αξιόποινες πράξεις, οπότε διώκονται κατ’ έγκληση.

2.Έγκληση υποβάλλεται μόνο από τον παθόντα ή από τον επίτροπο, σε περίπτωση που το
θύμα είναι ανήλικο.

3.Προθεσμία τρίμηνης άσκησης της έγκλησης από την στιγμή που ο παθών πληροφορείται
ότι τελέστηκε έγκλημα εις βάρος του.

4.Ανάκληση (ΚΠΔ 55): η έγκληση μπορεί να ανακληθεί νόμιμα μόνο εφόσον συμφωνήσει
και ο κατηγορούμενος, ενώ στο αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα ΔΕΝ μπορεί να
ανακληθεί ΠΟΤΕ η μήνυση.

SOS! Δικαιώματα κατηγορουμένου (ΚΠΔ 423) ->Διάταξη υποχρεωτική για το δικαστήριο!!


Πρέπει το δικαστήριο να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τα εξής δικαιώματα:
διορισμός συνηγόρου + τριήμερη προθεσμία για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του
(διακοπή της δίκης, όχι αναβολή).

ΚΠΔ 424: Αναβολή της συζήτησης σε ορισμένη δικάσιμο προκειμένου ο κατηγορούμενος να


προετοιμάσει την υπεράσπισή του -> προβληματική διάταξη ως προς το ότι αναιρείται στην
ουσία η συνοπτική διαδικασία και η αυτόφωρη διαδικασία που είχαν επιβληθεί εξαρχής
κατά τα 417 επ. ΚΠΔ.

● Ομοειδές: ίδια σύνθεση, ομοιόβαθμο: ίδια βαρύτητα -> διακρίσεις δικαστηρίων.

Πχ ΜΟΔ και ΜονΕφ: είναι ομοιόβαθμα γιατί δικάζουν κακουργήματα, αλλά δεν είναι
ομοειδή, γιατί έχουν διαφορετική σύνθεση.

You might also like