Professional Documents
Culture Documents
ΠοινικηΔικονομια2021ΚΛΙΜ Β
ΠοινικηΔικονομια2021ΚΛΙΜ Β
23 Οκτωβρίου 2020
Αρχή προσηκουσών ενδείξεων ( προσήκοντος βαθμού υπονοιών): όσο προχωράει η
διαδικασία, πρέπει να αυξάνονται οι ενδείξεις- υποψίες, ώστε να συνεχιστεί -> δεν μας
ενδιαφέρει απλώς η χρονική γραμμή της δίκης.
Ιδιαίτερη σημασία της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων: αυξημένες απαιτήσεις, όταν η
απόφαση είναι καταδικαστική, λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας. Αντιθέτως, όταν η
απόφαση είναι καταδικαστική, αρκεί το δικαστήριο να πει ότι δεν πείστηκε με την ενοχή
του (δε χρειάζεται περαιτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία)
ΚΠΔ 27: η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
*ποινική δίωξη: ενέργεια που ασκείται αποκλειστικά από τον εισαγγελέα (αρμόδιο
δικαστικό όργανο)
*ΚΠΔ 37: κανόνας η αυτεπάγγελτη δίωξη, κατ’ εξαίρεση το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση
(ΚΠΔ 53 παρ.1) -> πρέπει να αναφέρεται ρητά στον ΠΚ για το συγκεκριμένο έγκλημα ότι
διώκεται κατ’ έγκληση
Διαφορά έγκλησης-μήνυσης: Η έγκληση γίνεται ΜΟΝΟ από τον παθόντα (όχι από τρίτο
πρόσωπο), ενώ η μήνυση μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε.
Μήνυση (ΚΠΔ 42): αν δίωξη αυτεπαγγέλτως, δε χρειάζεται να αποδειχθεί ότι αυτός που
καταγγέλλει έχει κάποια σχέση με το έγκλημα, μπορεί να ασκήσει κανονικά μήνυση.
ΚΠΔ 42 παρ.2
ΚΠΔ 55, 54/ ΠΚ 117: ανάκληση-παραίτηση από έγκληση (ΔΕΝ ισχύει αυτό για τη μήνυση)
-> δικαιούχος εγκλήσεως (ΠΚ115): κατ’ αρχήν ο αμέσως παθών, εκτός αν ισχύουν τα της 2ης
παραγράφου
-> ΠΚ 116: αδιαίρετο της έγκλησης: στρέφεται κατά όλων των συμμετόχων ανεξαιρέτως
*υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες μεν το έγκλημα είναι αυτεπάγγελτα διωκόμενο,
αλλά μετά από παρέμβαση του παθόντος μπορεί ο εισαγγελέας δυνητικά να ανακαλέσει
την ποινική δίωξη (πχ λόγω επιθυμίας του παθόντος).
30 Οκτωβρίου 2020
Τρόπος υποβολής μήνυσης και έγκλησης
ΚΠΔ 42 παρ.2: απευθείας στον εισαγγελέα ή σε άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους από τον
ίδιο τον μηνυτή ή ειδικό πληρεξούσιο
*ΚΠΔ 31: γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (δεν υπάρχει πλέον πταισματοδικείο)
ΚΠΔ 42 παρ.3: αν μήνυση σε ανακριτικό υπάλληλο -> τη στέλνει αμέσως στον εισαγγελέα
ΜΗΝΥΣΗ: εγγράφως ή προφορικά (τύπος της μήνυσης). Το ίδιο και για έγκληση.
1) ΚΠΔ 40 παρ.1 υποχρέωση αναγγελίας (αναφορά). Μόνο αν προβλέπεται ρητά στον νόμο
2) ΚΠΔ 37,38,41: Αίτηση κάποιας αρχής για την εκκίνηση δίωξης ενός εγκλήματος (πρέπει
να προβλέπεται ρητά στο εκάστοτε έγκλημα- αφορά κυρίως εγκλήματα που επηρεάζουν
ξένη χώρα). /Ανακοίνωση της εγκληματικής πράξης από τους ανακριτικούς υπαλλήλους
στον εισαγγελέα (μόνο για τα αυτεπάγγελτα)/ παρ.2 άρθρο 38: και δημόσιοι υπάλληλοι,
εφόσον πληροφορήθηκαν γι’ αυτό κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αποκλειστικά /
ΚΠΔ 41: τα διαδικαστικά.
ΚΠΔ 242 παρ.1: αυτόφωρο έγκλημα (όταν ο δράστης καταλαμβάνεται τη στιγμή τέλεσης
του εγκλήματος.
*Δικαίωμα επέμβασης και οι απλοί πολίτες για τη σύλληψη, εάν δεν υπάρχουν αστυνομικά
όργανα (ΚΠΔ 275,279).
Διάκριση από άμυνα υπέρ τρίτου: αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου χωρίς περαιτέρω
δυνατότητα σύλληψης. Ισχύει, δηλαδή, η άμυνα μόνο για όσο χρόνο τελείται το έγκλημα.
4 Νοεμβρίου 2020
ΚΠΔ 243: προκαταρκτική εξέταση = συνοπτική έρευνα κατά την οποία ο εισαγγελέας
αποφασίζει αν θα ασκήσει ποινική δίωξη ή όχι.
ΚΠΔ 244: αν κατονομάζονται πρόσωπα (ύποπτοι) στη μήνυση/ έγκληση: 5 μέρες πριν
παρέχουν εξηγήσεις και εξετάζονται χωρίς όρκο.
-> υποχρεωτική η εξέταση του υπόπτου (ΚΠΔ 43 παρ.1 εδ. β’) : όταν κακουργήματα ή
πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου
Απόφαση εισαγγελέα να μην ασκήσει ποινική δίωξη: είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο
στάδιο ελέγχου (ΚΠΔ 43 παρ.3-5, 51 παρ.2,3) -> αρχειοθέτηση μήνυσης/ έγκλησης
1) ΚΠΔ 44: αναβολή και αναστολή της ποινικής δίωξης (δυνατότητα) -> διάταξη
σκοπιμότητας
2) ΚΠΔ 45 παρ.1+ 46: αποχή από ποινική δίωξη ενηλίκου- ανηλίκου αντιστοίχως
5) ΠΚ 344: παραπομπή σε βιασμό και κατάχρηση σε γενετήσια πράξη (ΠΚ 336, 343)
5 Νοεμβρίου 2020
Η προδικασία διακρίνεται από τη διαδικασία στο ακροατήριο στο πλαίσιο του εξεταστικού
συστήματος.
Αρχές προδικασίας
1) Μυστικότητα
2) Έγγραφος χαρακτήρας
3) Δίκη καταναγκασμού
ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Τρόποι παραβίασης: α) Από τα δικαστικά όργανα κατά τη διαδικασία της δίκης και προ
αυτής (εκδήλωση προκατάληψης) Πχ Υπόθεση Καμπάνης κατά Ελλάδος (παραβίαση
του τεκμηρίου αθωότητας από την Ελλάδα)
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Στάδιο πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, όπου μετά από παραγγελία του
εισαγγελέα οι ανακριτικοί υπάλληλοι συλλέγουν στοιχεία ή αστυνομική ανάκριση σε
επείγουσες περιπτώσεις -> ανακριτική διερεύνηση σε επίπεδο δραστηριότητας
τακτικού ανακριτή για κακουργήματα -> έπεται της ποινικής διώξεως, προηγείται όμως
της διαδικασίας στο δικαστήριο -> άσκηση ποινικής δίωξης
Πρόκειται για την κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης, η οποία συνεπάγεται την τήρηση
των κανόνων. (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ και 525 ΚΠΔ)
Στη χώρα μας τα εγκλήματα διώκονται από το κράτος, όχι από τους ιδιώτες ( σημαντική
διαφορά με την πολιτική δίκη). Στο αγγλοσαξωνικό σύστημα, αλλά και σε ορισμένα
ηπειρωτικά δικονομικά συστήματα (πχ Γερμανία) ισχύει ο θεσμός της ιδιωτικής δίωξης.
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών λειτουργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας, καθώς κινεί
τις διαδικασίες άσκησης της ποινικής διώξεως.
Διάκριση της κρατικής δίωξης με πρωτοβουλία δίωξης = όταν ο παθών ζητά από τον
εισαγγελέα την άσκηση της ποινικής δίωξης
6 Νοεμβρίου 2020
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
)
Α. Καθ’ ύλην Αρμοδιότητα
ΤριμΠλημ: δικάζει
(β) ως β’ βάθμιο εναντίον των υποθέσεων που έχουν εκδοθεί από το ΜονΠλημ
Ωστόσο, ελάχιστα κακουργήματα εκδικάζονται πλέον από το Μ.Ο.Δ και κατ’ επέκταση από
το Μ.Ο.Ε., καθώς περιορίζονται από τα άρ. 110-111 ΚΠΔ. Συνεπώς, εγκλήματα κατά της
ζωής, της γενετήσιας ελευθερίας έχουν απομείνει στο ΜΟΔ, ενώ όλα τα υπόλοιπα
εκδικάζονται από τα ΜονΕφετ ή το ΤριμΕφετ, ενώ στο ΠεντΕφετ δεν εκδικάζει σε α’ βαθμό,
είναι β’ βάθμιο και εκδικάζει τις εφέσεις του ΤριμΕφετ.
Η διαφορά μεταξύ των παραπάνω δικαστηρίων είναι ότι τα Ορκωτά δικαστήρια συντίθενται
από 7μελή επιτροπή, η οποία αποτελείται τόσο από τακτικούς δικαστές (3) όσο και από
λαϊκούς δικαστές (4), οι οποίοι είναι απλοί πολίτες και πρέπει να καλύπτουν ορισμένες
προϋποθέσεις για να διοριστούν ως ένορκοι.
Είναι αρμόδιο για τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρ. 110 ΚΠΔ
Είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρ. 111Α §1-5 ΚΠΔ.
Δικάζουν, όμως, και ως β’ βάθμια Δ κατά των αποφάσεων του ΜονΕφετ κακουργημάτων,
όπως ορίζεται στην §7. Παράλληλα, όμως δικάζει και τα πλημμελήματα συγκεκριμένων
προσώπων, όπως προβλέπει η §6.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Αν κάποιος από αυτούς που δικάζονται κατά την §6 τελεί κακούργημα εκτός της
επαγγελματικής του δραστηριότητας δικάζεται από το ΜΟΔ και όχι από το ΜΟΕ σε πρώτο
βαθμό, διότι διαφορετικά δεν θα υπήρχε δικαστήριο να δικαστεί σε β’ βαθμό
ΠεντΕφετ κακουργημάτων ⇒ απαρτίζεται 5 δικαστές (εφέτες), 1 εισαγγελέα και 1
γραμματέα
Δικάζει μόνο ως β’ βάθμιο Δ, κατά των αποφάσεων του ΤριμΕφετ κακουργημάτων (άρ.
111Β) είτε τις αποφάσεις των ΤριμΕφετ πλημμελημάτων που έχουν εκδώσει αποφάσεις
ειδικής δωσιδικίας.
Όταν έχουμε τριμελή δικαστήρια εκ δεξιών είναι ο πρόεδρος, που είναι ο αρχαιότερος, και
εξ αριστερών ο νεότερος.
Ειδικά Δικαστήρια:
11 Νοεμβρίου 2020
Αφορά μόνο συγκεκριμένα εγκλήματα: απεμπλοκή του χρήστη από την ποινική διαδικασία
με σκοπό την ομαλότερη επανένταξη του στην κοινωνία.
Σκοπός του νομοθέτη είναι, εφόσον τεθεί ως όρος να ικανοποιηθούν κάποιοι από τους
προβλεπόμενους στη διάταξη όρους, να μην ασκηθεί ποινική δίωξη προσωρινά. Όταν
τηρηθούν οι τιθέμενοι όροι, ο εισαγγελέας απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη. Ωστόσο,
αν δεν ικανοποιηθούν οι όροι, δεν λειτουργεί εις βάρος του.
● ΚΠΔ 49: σκοπός κυρίως η αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος (αφορά αποχή
από συγκεκριμένα κακουργήματα)
Παρ 2: όρος να μη τελεστεί ομοειδές κακούργημα/ πλημμέλημα εντός τριετίας -> μετά την
παρέλευση τριετίας απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη.
Πρόκειται για ποιοτική διαφορά μεταξύ αυτών των νέων διατάξεων και των
προηγούμενων αναφορικά με την εξαίρεση απ’ την αρχή της νομιμότητας: τα εγκλήματα
αυτά έχουν κυρίως περιουσιακό περιεχόμενο, οπότε ο νομοθέτης θεωρεί ότι με την
αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας εκ μέρους του υπόπτου αποσυμφορεί το ποινικό
σύστημα.
● ΚΠΔ 50: για εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως, αν το θύμα δηλώσει ότι δεν
επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας οφείλει να απόσχει ( λόγος εξάλειψης
του αξιοποίνου -> ΠΚ 381 παρ.2)
Αν ο δράστης προβεί σε αποκατάσταση της βλάβης σε διάφορα χρονικά σημεία -> αυτό έχει
αντίκτυπο και στο αν ή σε ποιο βαθμό θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του.
Περίπτωση β’: μετά από απολογία του κατηγορουμένου, είναι δυνατόν να παρθούν
κάποια δικονομικά μέτρα ποινικού καταναγκασμού -> προσωρινή κράτηση
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Μόνο για εγκλήματα που εκδικάζονται από ΜονΠλημμ και επαπειλείται ποινή
φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή ή και τα 2 μαζί. Πρόκειται για εγκλήματα
χαμηλής απαξίας -> αντί να το στείλει στο ακροατήριο, υποβάλλει αίτηση για έκδοση
ποινικής διαταγής.
ΚΠΔ 410: αν ο δικαστής δε συμφωνεί με την κρίση του εισαγγελέα -> τακτική
διαδικασία. Αν συμφωνεί, χωρίς προηγούμενη ακρόαση εκδίδει ποινική διαταγή, όπου
επιβάλλεται χρηματική ποινή (περιοριστικά ό, τι προβλέπεται στη διάταξη)
ΚΠΔ 42 παρ.2 επ.: η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί κανονικά, ακόμα και αν δεν τηρηθούν
οι τύποι της μηνύσεως, γιατί αφορά αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα.
Διαφορετική η έγκληση: ΚΠΔ 37 -> μόνο από τον παθόντα (είτε σε κατ’ έγκληση είτε σε
αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα)
ΚΠΔ 51+53: έγκληση στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα αποτελεί διαδικαστική
προϋπόθεση, ώστε να προχωρήσει η ποινική διαδικασία.
Άδεια αρχής (ΚΠΔ 56): πράξη κρατικής αρχής με την οποία επιτρέπεται στις δικαστικές
αρχές να εκκινήσουν ποινική δίωξη εναντίον συγκεκριμένου προσώπου.
ΚΠΔ 37: πληροφόρηση εισαγγελέα και από οποιονδήποτε άλλο νοητό τρόπο
πληροφόρησής του (πχ ανώνυμη επιστολή, δημοσιεύματα έντυπου, ηλεκτρονικού τύπου)
Όροι στην υποχρέωση αυτεπάγγελτης δίωξης του εισαγγελέα: ένα κριτήριο τα σοβαρότερα
εγκλήματα ή το διαρκές/ επαναλαμβανόμενο έγκλημα κλπ (αμφισβητούμενο) -> στάθμιση
μεταξύ του δικαιώματος ιδιωτικού βίου και υποχρέωσης ποινικής διώξεως.
Δεν ξεκινάει κάποια ποινική διαδικασία, αν δεν έχει πρώτα ασκηθεί ποινική δίωξη από τον
εισαγγελέα.
Αυστηρός διαχωρισμός των λειτουργιών (εκδίωξη- εκδίκαση): άλλος ασκεί τη δίωξη, άλλος
θα αποφασίσει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου
● Πλεονεκτήματα
1) Παροχή δικονομικών δικαιωμάτων (μέσα απόκρουσης της κατηγορίας) στον
κατηγορούμενο
2) Δεν διώκει και αποφασίζει ταυτόχρονα το ίδιο άτομο, πράγμα το οποίο κατέληγε
συνήθως στην καταδίκη του κατηγορουμένου
3) Αναβάθμιση του συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου: κεντρικό
πρόσωπο που μπορεί να αποκρούσει την κατηγορούσα αρχή ως νομικός
● ΠΚΔ 27: ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, όχι από το δικαστήριο (e contr.)
● ΠΚΔ 30 παρ.2: πριν από κάθε απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να έχει
εισακουστεί οπωσδήποτε ο εισαγγελέας ως κατηγορούσα αρχή
● ΠΚΔ 171 παρ.1 β’: απόλυτη ακυρότητα αν δεν τηρηθεί η κατηγορητική αρχή
● ΚΠΔ 250: επέκταση των ορίων της ποινικής δίωξης εκ μέρους του εισαγγελέα και σε
άλλους συμμετόχους
«Νόθευση» της κατηγορητικής αρχής μέσω της ανάμειξης των δικαστών στις αρμοδιότητες
του εισαγγελέα -> ΠΚΔ 28 παρ.1: το δικαστήριο εφετών αποφασίζει για την άσκηση της
ποινικής δίωξης.
13 Νοεμβρίου 2020
Πλεονεκτήματα Μονομελούς
Πλεονεκτήματα Πολυμελούς
Οι σοβαρότερες ως προς τις συνέπειες υποθέσεις εκδικάζονται από τα Πολυμελή, ενώ για
τις λοιπές από τα Μονομελή (κριτήριο η βαρύτητα του εκάστοτε εγκλήματος)
Μειονεκτήματα ενόρκων
Το πλεονέκτημα της συνεργασίας των τακτικών και λαϊκών δικαστών είναι πως οι
τακτικοί θα συγγράψουν την αιτιολογία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η
έκδοση αίτησης αναιρέσεως.
ΚΠΔ 122 παρ.1: τόπος τέλεσης του εγκλήματος, τόπος κατοικίας, τόπος προσωρινής
διαμονής
Αναφέρεται με συγκεκριμένη σειρά, γιατί στον τόπο τέλεσης μπορεί κανείς να βρει
περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία. Ο τόπος κατοικίας κατά δεύτερον βοηθάει ως προς
το να μάθει κανείς καλύτερα τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Τέλος, ο τόπος διαμονής
αποτελεί τελευταία ελπίδα, κυρίως εξυπηρετεί για την επίδοση εγγράφων.
ΚΠΔ 120 παρ.1: αυτεπάγγελτος έλεγχος της καθ’ ύλην σε κάθε στάδιο της δίκης
Το βάρος της αρμοδιότητας πέφτει στην καθ’ ύλην, η οποία θεωρείται πιο σημαντική σε
σχέση με την κατά τόπον (επιχείρημα από ΚΠΔ 120). Η κατά τόπον προτείνεται μόνο με
ένσταση και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (δηλαδή μέχρι και την
εξέταση του πρώτου μάρτυρα)
Αφορά πράξεις!
Περ. β’: «δεν είναι συναίτιοι» -> παραυτουργία ( συνεκτέλεση, όχι συναπόφαση)
Περ. δ’: πχ ΠΚ 231 -> υπόθαλψη εγκληματία
ΚΠΔ 129 παρ.1: συνεκδίκαση εφόσον δεν προκαλείται βλάβη (για παράδειγμα,
προκαλείται βλάβη σε περίπτωση που δικάζεται κάποιος ανήλικος)
Παρ.2: ανώτερο δικαστήριο αρμόδιο και για συναφή εγκλήματα που υπάγονται στην
καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστήριου
Είναι ομοιόβαθμα, αλλά όχι ομοειδή και κατά ΚΠΔ 129 παρ.2 εδ.β’ το ΜΟΔ θεωρείται
ανώτερο από όλα!!
18 Νοεμβρίου 2020
1. Δεν μπορεί να γίνει δίκη 2η φορά δίωξη του ίδιου προσώπου για το ίδιο αδίκημα
(ne bis in idem). Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης ο εισαγγελέας δεν μπορεί να την
ανακαλέσει.
2. Ο εισαγγελέας αξιολογώντας το υλικό που έχει συλλέξει από την προκαταρκτική
εξέταση, εντάσσει στην ειδική υπόσταση των εγκλημάτων τα πραγματικά
περιστατικά.
3. Απόκτηση ιδιότητας με την άσκηση ποινικής διώξεως ΡΗΤΑ εκ μέρους του
εισαγγελέα.
4. In rem: όχι προσωποποίηση των κατηγορουμένων γιατί δεν έχουν εντοπιστεί οι
δράστες. Αυτό δεν εμποδίζει την άσκηση της ποινικής δίωξης (245 παρ.3 ΚΠΔ)
Δυνατή η ποινική δίωξη κατά αγνώστων μέχρι ένα σημείο (μέχρι παραπομπή σε
ακροατήριο). Αν δεν ταυτοποιηθούν -> αρχειοθέτηση της δικογραφίας, καθώς δεν
μπορεί να υπάρξει παραπομπή αγνώστου στο δικαστήριο.
ΚΠΔ 250: δε χρειάζεται άσκηση νέας ποινικής δίωξης -> δικαίωμα επέκτασης της
ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα αν προκύψει και άλλος συμμέτοχος στην πορεία
ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Άρα, έλεγχος βασιμότητας της κατηγορίας και συλλογή επαρκούς αποδεικτικού υλικού.
Η ανάκριση είναι έγγραφη (ΚΠΔ 148-153-> αναφορά σε εκθέσεις) και μυστική. Πρέπει
όλες οι ενέργειες του ανακριτή να είναι έγγραφες για να είναι έγκυρες και μυστικές
έναντι τρίτων (προσώπων άσχετων με την ποινική δίκη) και έναντι του κατηγορουμένου
(μόνο ο ανακριτής και ο γραμματέας γνωρίζουν)
Πχ η κλήτευση ενός μάρτυρα είναι γνωστή μόνο στον ανακριτή και τον γραμματέα, δε
γνωρίζει κανείς άλλος.
ΚΠΔ 251 παρ.2 + 25 παρ.1 Συντάγματος: διενέργεια ανακριτικών πράξεων και αρχή
αναλογικότητας. Ρητή ενσωμάτωση στον ΚΠΔ του θεμελιώδους δικαιώματος.
Έρευνα και για την προσωπικότητα του δράστη, γιατί συνεκτιμάται κατά την εκδίκαση
στο δικαστήριο.
ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΚΠΔ 251 επ. -> ειδικότερες ανακριτικές πράξεις, ιδιαίτερα επαχθείς: πράξεις
δικονομικού καταναγκασμού (μπορούν να περιορίζουν δικαιώματα ορισμένων
προσώπων, πχ κατηγορούμενοι ή τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τη δίκη). Αφορά
το στάδιο της προδικασίας.
+ 180-238 -> οι ανακριτικές πράξεις έχουν ως αντικείμενο την απόδειξη (όλο το στάδιο
της διαδικασίας)
● ΈΡΕΥΝΕΣ
ΚΠΔ 253 επ. -> ειδικότερη έννοια: κάποιες ενέργειες που περιλαμβάνουν απομάκρυνση
ανακριτή
ΚΠΔ 257: σωματική έρευνα (άρθρο 7 παρ.2 Συντ. + 137 Α παρ.4 ΠΚ) -> όταν εξαιτίας
σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας. Δεν μπορούν να
υπερβούν τα όρια της σωματικής έρευνας, διαφορετικά έχουμε παραπομπή στη
συνταγματική διάταξη και τη διάταξη του ΠΚ, όπου τιμωρείται η υπέρβαση αυτή.
ΚΠΔ 260: σε τράπεζες και άλλων δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων -> παρέμβαση σε
περιουσιακά δικαιώματα (όχι ουδέτερη δικονομική πράξη). Δεν είναι απαραίτητο να
ανήκουν στον κατηγορούμενο, αρκεί να σχετίζονται με το έγκλημα.
ΚΠΔ 261,262: δέσμευση περιουσιακών στοιχείων -> επέκταση και σε άυλου χαρακτήρα
αγαθά και σε αγαθά που συνδέονται και έμμεσα με το έγκλημα ή αφορούν τρίτους.
(«πάγωμα της περιουσίας», ώστε να εξασφαλιστούν τα ενδεχόμενα αποδεικτικά
στοιχεία)
ΚΠΔ 263: υποχρέωση για παράδοση εγγράφων, εφόσον τα έγγραφα αυτά έχουν
σημασία για την ανάκριση.
ΚΠΔ 258: πειστήρια -> αναλογική εφαρμογή ΚΠΔ 260 επ. -> αφορά τα αντικείμενα του
εγκλήματος που συνδέονται άμεσα με την τέλεσή του -> συντάσσεται έκθεση και
αμέσως μετά θα κατασχεθούν, ώστε να αξιολογηθούν στα επόμενα στάδια της
διαδικασίας.
● ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ (ΚΠΔ 209 επ.) -> προσωπικό αποδεικτικό μέσο και
εξετάζονται κατά το στάδιο της ανάκρισης
Καθήκον ορκοδοσίας (εξαίρεση: ΚΠΔ 221) -> πλέον πολιτικός όρκος και αν αρνηθεί έχει
ποινική ευθύνη
Καθήκον κατάθεσης (εξαίρεση: ΚΠΔ 222,223 παρ.4, ΠΚ 212 και 371) +τρόπος
κατάθεσης: ΚΠΔ 224
Πότε διατάσσεται (ΚΠΔ 183) -> απαιτείται ειδική γνώση επί τεχνικού θέματος
Ειδικότερες ρυθμίσεις
Ενέργεια ανακριτή για να εντοπίσει ίχνη στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος.
ΠΚΔ 178: επιτρέπεται κάθε είδους αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία (άρα
και στην ανάκριση) -> δεν υπάρχει περιορισμός (ό, τι δεν απαγορεύεται στον
ανακριτή, επιτρέπεται να το πράξει).
19 Νοεμβρίου 2020
Αρχή σκοπιμότητας: αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής της νομιμότητας. Και οι δύο μαζί
συγκροτούν ένα ενιαίο ποινικό σύστημα
Αρχή αναλογικότητας (Σ25): επιβάλλεται φειδώ, έτσι ώστε να ασκείται ποινική δίωξη μόνο
όταν εξυπηρετούνται οι σκοποί της ποινής (γενική και ειδική πρόληψη, από κοινού με την
αρχή της ενοχής και τον χαρακτήρα του αδίκου). Πολλές φορές εξυπηρετούνται αυτοί οι
σκοποί με το να μην ασκείται ποινική δίωξη (πχ ο εισαγγελέας αντί αυτού επιβάλλει
κάποιους όρους στον δράστη που οφείλει να ικανοποιεί)
Η υπερβολική ποινικοποίηση βλάπτει τόσο τη γενική όσο και την ειδική πρόληψη.
Αξιόποινη συμπεριφορά που έχει μηδαμινή βαρύτητα: δεν εξυπηρετείται ο σκοπός με την
άσκηση δίωξης σε αυτές τις περιπτώσεις, αντιθέτως επιβαρύνεται η ειδική και γενική
πρόληψη.
ΠΚΔ 45 παρ.1,48 παρ.1,49,50: αποχή από ποινική δίωξη με αντάλλαγμα την τήρηση
κάποιων όρων εκ μέρους του κατηγορουμένου
Στο ανακριτικό σύστημα: ο ποινικός δικαστής δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς των
κατηγορουμένων, αλλά μπορεί να εξετάσει και άλλους ισχυρισμούς -> ΚΠΔ 250: όρια της
διερευνητικής εξουσίας του ανακριτή (υπάρχει δυνατότητα διεύρυνσης της ποινικής δίωξης
εκ των υστέρων είτε ως προς τα πρόσωπα είτε ως προς την άσκηση συμπληρωματικής
δίωξης για εγκλήματα που δεν είχαν εκδιωχθεί εξαρχής)
ΚΠΔ 239 παρ.2: άλλη έκφανση της ανακριτικής αρχής, γιατί κάθε δικαστικό πρόσωπο
ερευνά αυτεπαγγέλτως την αθωότητα του κατηγορουμένου (πχ ο δικαστής δε
δεσμεύεται από τυχόν ομολογία, υπάρχει ελεύθερη εκτίμηση της αποδείξεώς της)
Οριοθέτηση της αρχής ανακρίσεως για λόγους εξασφάλισης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου: πχ δεν μπορεί να απαγγελθεί νέα κατηγορία εις βάρος του ή να
προστεθούν νέοι κατηγορούμενοι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Διεύρυνση
ποινικής δίκης μέχρι τη στιγμή που φτάνει η υπόθεση στο ακροατήριο.
ΕΣΔΑ 6 ΠΑΡ.1: δικαίωμα ανθρώπου να δικαστεί εντός εύλογης προθεσμίας -> εμπεριέχεται
η αρχή της επιτάχυνσης. Τυχόν παραβίαση οδηγεί σε καταδίκη της χώρας και αποζημίωση
του παθόντος.
Προβλέπονται ακόμα στον ΚΠΔ σύντομες προθεσμίες ως προς την άσκηση ενδίκων μέσων.
Επίσης, συμβάλλει στην ποιότητα της δικαστικής κρίσεως: όσο απομακρυνόμαστε από το
σύντομο της ποινικής δίκης, τόσο πιθανότερη είναι η έκδοση λανθασμένης δικαστικής
απόφασης, γιατί εξασθενούν και τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα (πχ οι μάρτυρες με την
πάροδο του χρόνου ξεχνούν τα ακριβή πραγματικά περιστατικά)
*αναβολή: παύση της εκδίκασης της υπόθεσης και εκ νέου εκδίκασή της (διάκριση από
διακοπή). Προτιμάται η διακοπή παρά η αναβολή της εκδίκασης μιας υποθέσεως.
Διάκριση και των 2 σε εσωτερικές/ εξωτερικές: όταν τρίτοι έχουν πρόσβαση -> λαϊκή, όταν
τα μέρη έχουν πρόσβαση -> των μερών
ΚΠΔ 241: ανάκριση είναι μυστική. Τρίτοι εκτός των δικαστών δεν έχουν πρόσβαση στις
διαδικαστικές πράξεις.
Θα πρέπει να μην λαμβάνουν δημοσιότητα, για να μη γίνει αντιληπτό από τους δράστες ότι
επίκειται η σύλληψή τους -> στοιχείο αιφνιδιασμού κατά τις αστυνομικές πράξεις ιδίως.
Επίσης, ο κατηγορούμενος ενδεχομένως δεν επιθυμεί να δημοσιευτεί η διαδικασία εις
βάρος του, γιατί πλήττει καίρια την τιμή και την προσωπικότητά του (εύλογο συμφέρον).
Από την άλλη, υπάρχουν και κίνδυνοι για τον κατηγορούμενο, γιατί παρέχεται σε αυτόν
δικαίωμα ακροάσεως με διάφορους τρόπους, το οποίο όμως για να ασκηθεί σωστά θα
πρέπει να έχει πλήρη γνώση σε ό, τι αποδεικτικό υλικό υπάρχει έτσι ώστε να ετοιμάσει μία
ικανοποιητική υπεράσπιση (δημοσιότητα των μερών). Άρα, από τον χρόνο κλήσεως του
κατηγορουμένου και έπειτα πρέπει να παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης στα ανακριτικά
έγγραφα (ΚΠΔ 100 παρ.1).
Για κατοχύρωση ισότητας των διαδίκων (ΚΠΔ 107) -> παρέχεται η ίδια δυνατότητα και για
το θύμα που παρίσταται.
Δυνατότητα άρσης της λαϊκής μυστικότητας και στο στάδιο της προδικασίας για προστασία
κάποιων υπέρτερων δημοσίων συμφερόντων -> δημοσιοποιείται η φωτογραφία τους και τα
προσωπικά στοιχεία τους (ν. 2472/1997 άρθρο 2). Αφορά συγκεκριμένα εγκλήματα και
μόνο ο εισαγγελέας είναι αρμόδιος για τη δημοσιοποίηση αυτή.
ΚΠΔ 329: αρχή της δημοσιότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ΕΣΔΑ 6 παρ.1, Σ92)
20 Νοεμβρίου 2020
Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων (ΠΚ 127, συμπλήρωση του 15 ου έτους +ΠΚΔ 113) -> αν η
πράξη είχε τελεστεί από ενήλικα, θα επρόκειτο για κακούργημα και θα εκδικαζόταν από
το ΜΟΔ (στοιχεία βίας, κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας). Συγκροτείται
από 3 δικαστές (Πρόεδρο Πρωτοδικών και άλλοι 2 πρωτοδίκες), εισαγγελέα και
γραμματέα. ΑΡΘΡΟ 96 ΠΑΡ.3 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ: δικονομική παρέκκλιση για τους
ανηλίκους
Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων: Εφέτης Ανηλίκων και άλλοι 2 Εφέτες, εισαγγελέας και
γραμματέας (συγκρότηση) -> ορίζονται για 2 χρόνια με προεδρικό διάταγμα. Δικάζει τις
εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ΠΚΔ 114)
Αν εισαχθεί σε δίκη μετά την συμπλήρωση του 18ου έτους -> κατ’ αρχήν επιβάλλεται η
θέσπιση θεραπευτικών μέτρων, μετά η ιδιάζουσα ποινή του ποινικού σωφρονισμού. Αν
δεν είναι επαρκή τίποτα από τα δύο, διατάσσεται η επιβολή και έκτιση ποινής (ΠΚ 54)
σε σωφρονιστικό κατάστημα χωριστά από τους λοιπούς ενηλίκους (ειδικό κατάστημα
κράτησης νέων, διαφορετικό από το 2ο).
*αν κάποιος έχει τελέσει ελαφρύτερο έγκλημα -> Μονομελές Δικαστήριο παρ’ όλο που
έχει συμπληρώσει το 15ο έτος.
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Όχι ακυρότητα ούτε λόγος αναίρεσης -> πρόκειται για εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, που οδηγεί σε άλλο λόγο αναίρεσης -> υπέρβαση
εξουσίας.
ΚΠΔ 132+133: άρση της αμφισβήτησης της αρμοδιότητας, αίτηση στον εισαγγελέα
εφετών ή του ΑΠ, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εφετών ή του ΑΠ.
Παραπομπή εκδίκασης της υπόθεσης από το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο (αφορά
περιοριστικές περιπτώσεις κατά τον νόμο) σε άλλο δικαστήριο, ΙΣΟΒΑΘΜΟ ΚΑΙ
ΟΜΟΕΙΔΕΣ.
Πχ ισόβαθμο και ομοειδές: ΜονΠλημμΑθ και ΜονΠλημμΠατρ (ίδια απαξία και ίδια
σύνθεση)
Αν αυτόφωρο έγκλημα δικαστικών λειτουργών κατά της τιμής ή της ακεραιότητας ->
ΟΧΙ παραπομπή!
1) Διάδικος: πρόσωπα που έχουν άμεσο συμφέρον από την έκβαση της δίκης
(περιλαμβάνεται και ο ύποπτος πλέον) + κατηγορούμενος +αυτός που παρίσταται
για την υποστήριξη της κατηγορίας
2) Παράγοντες της ποινικής δίκης: μάρτυρες, πραγματογνώμονες κλπ
Τεκμήριο αθωότητας: ΚΠΔ 71 -> συσχετισμός με αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία
υπέρ του κατηγορουμένου)
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ
ΠΚΔ 72: κατηγορούμενος -> απόκτηση ιδιότητας με την άσκηση ποινικής δίωξης και σε
όποιον αποδίδεται η αξιόποινη πράξη στο στάδιο της ανάκρισης
25 Νοεμβρίου 2020
Η κύρια διαφορά: η λειτουργική αρμοδιότητα του ανακριτή. Έχοντας την ιδιότητα του
δικαστικού λειτουργού έχει άλλη αυτονομία, καθώς δε δέχεται κατευθύνσεις εν αντιθέσει
με τον προανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος ακολουθεί τις διαταγές του εισαγγελέα. Κατ’
εξαίρεση μεγαλύτερη αυτονομία στην αυτεπάγγελτη προανάκριση, η οποία τελείται όμως
και πάλι υπό την έγκριση του εισαγγελέα.
ΚΠΔ 32: ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση (κυρίως αφορά την προκαταρκτική εξέταση μέχρι
την άσκηση της ποινικής δίωξης ή σε ελάχιστες περιπτώσεις την προανάκριση, ΟΧΙ την
κύρια ανάκριση) -> εισαγγελέας εφετών μπορεί να αρχειοθετήσει τη δικογραφία ή να
διατάξει την ποινική δίωξη. Κατευθύνει τους αντεισαγγελείς γενικότερα ως αρμόδιος της
ευρύτερης περιφέρειας, ΑΛΛΑ δεν έχει την έννοια ότι ο εισαγγελέας εφετών εποπτεύει τον
ανακριτή, απλώς έχοντας γενικότερη ευθύνη πληροφορείται για τις υποθέσεις, χωρίς να
έχει δικαίωμα ουσιαστικής επέμβασης/εποπτείας σε αυτές.
ΚΠΔ 247: αρμοδιότητες δικαστικού συμβουλίου (3μελές, αρμόδιο για θέματα της
προδικασίας) -> άρση διαφωνίας μεταξύ του ανακριτή και εισαγγελέα (περιοριστική
απαρίθμηση περιπτώσεων) , ΚΠΔ 244 παρ.5: αμφισβητήσεις κατά την προκαταρκτική
εξέταση, ΚΠΔ 307: κατά το στάδιο της ανάκρισης το συμβούλιο πλημμελειοδικών αίρει τις
διαφωνίες μεταξύ εισαγγελέα και ανακριτή -> διαμεσολαβητικός ρόλος του συμβουλίου
γενικότερα, όχι ελεγκτικός.
Η κύρια διαφορά έχει ως σημείο αναφοράς την απολογία του κατηγορουμένου -> στο
στάδιο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης (η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί
παρά μόνο με την απολογία του κατηγορουμένου, ενώ η προκαταρκτική εξέταση+
προανάκριση περατώνεται και χωρίς την εμφάνιση του κατηγορουμένου)
ΛΗΨΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΠΔ 244 (προκαταρκτική εξέταση): ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου
προσώπου -> το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικά για παροχή εξηγήσεων και ανωμοτί
εξέταση
Παρ.2: παράλειψη κλήσης προς παροχή εξηγήσεων από τον ύποπτο αν προκύπτει πως
υπάρχει προσχεδιασμένη φυγή ή τέλεση νέων εγκλημάτων -> αμέσως ποινική δίωξη
ΚΠΔ 245 (προανάκριση): ΔΕΝ περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου.
Κατ’ εξαίρεση περάτωση αν κλήτευση νόμιμα, αλλά ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε
ΚΠΔ 270 (ανάκριση): ΔΕΝ θεωρείται τελειωμένη αν δεν ληφθεί η απολογία. Άρα κατά
κανόνα απαιτείται κλήτευση του κατηγορουμένου -> στην ανάκριση αποτελεί αναγκαίο όρο
περάτωσης η απολογία.
Είτε στο πλαίσιο κλήτευσης είτε μετά από σύλληψή του. Απολογία είναι η τελευταία
χρονικά ανακριτική πράξη (έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, Σ10), με την οποία και
περατώνεται η διαδικασία της ανακρίσεως.
Θετική -> παρ’ όλο που είναι κατηγορούμενος, σε ένα σύγχρονο σύστημα
εξασφαλίζεται στο μέγιστο δυνατό μέτρο η προστασία των δικαιωμάτων του.
1) 2 συνήγοροι στην προδικασία, 3 συνήγοροι στο ακροατήριο -> δικαίωμα που δεν
μπορεί να αρνηθεί κανείς, ωστόσο υπάρχει αριθμητικό όριο.
2) Περαιτέρω επέκταση της εκπροσώπησης από δικηγόρο υπό ορισμένες ειδικότερες
προϋποθέσεις.
3) Συνήγορος όχι απλώς συμπαρίσταται, αλλά κατοχύρωση της ακώλυτης
επικοινωνίας, η οποία καλύπτεται από απόρρητο.
4) Προθεσμία απολογίας έως 48 ώρες με δυνατότητα παράτασης (αν κάποιος δεν
κρατείται, αλλά καλείται με κλήση) εκ μέρους του ανακριτή κατόπιν αίτησης του
κατηγορουμένου -> συνταγματική υποχρέωση ανακριτή είτε να απολύσει τον
συλληφθέντα είτε να διατάξει τη φυλάκισή του μετά το πέρας της προθεσμίας.
Θεωρείται επαρκής χρόνος οι 48 ώρες ενόψει των συνταγματικών περιορισμών που
επιβάλλονται στο άρθρο 6 του Συντάγματος.
5) Κάμψη της αρχής της μυστικότητας έναντι των διαδίκων μόλις κληθεί κάποιος προς
απολογία. Πληροφόρηση για τα έγγραφα και το πλήρες περιεχόμενο του
κατηγορητηρίου, αλλά και το σύνολο των εγγράφων της ανάκρισης (σύνολο της
δικογραφίας). Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος παραλαμβάνουν αντίγραφα των
εγγράφων με σκοπό να τα μελετήσουν ζητώντας παράλληλα προθεσμία ώστε να
απολογηθεί ο πρώτος.
6) Περαιτέρω διασφάλιση έπειτα από ευρωπαϊκές κυρίως οδηγίες -> ΚΠΔ 233,237 επ.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΠΤΟΥ
ΚΠΔ 244 παρ.1: τα ίδια δικαιώματα με τον κατηγορούμενο
Αλλά προκαταρκτική εξέταση -> δικαίωμα ενημέρωσης μόνο για τις ποινικές διατάξεις , των
οποίων η παραβίαση διερευνάται. Διαφοροποίηση ως προς το ότι δεν του παρέχεται τόσο
αναλυτικό κείμενο όπως είναι εκείνο της ανάκρισης, παρά μόνο μία περιγραφή των
πράξεων για τις οποίες θεωρείται ύποπτος (μόνο τα στοιχειώδη δηλαδή) + τα δικαιώματα
του υπόπτου μπορούν να ασκηθούν και από τον συνήγορό του, εν αντιθέσει με τον
κατηγορούμενο, ο οποίος απολογείται πάντοτε αυτοπροσώπως.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΠΔ 273 παρ.2: κατηγορητήριο που συντάσσεται από τον ανακριτή -> αποτελεί τον πυρήνα
της κατηγορίας αν δεν υπάρξουν περαιτέρω ενέργειες και ο κατηγορούμενος απολογείται
με βάση αυτό.
+ΚΠΔ 100 παρ.1 συμπληρωματικά -> στην πράξη συντάσσεται το κατηγορητήριο μαζί με το
υλικό της δικογραφίας στο οποίο περιγράφονται όχι μόνο οι αξιόποινες πράξεις αλλά και τα
πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική
υπόσταση αυτών.
Συντάσσεται από τον ανακριτή (ΚΠΔ 274). Για κάποιους είναι ορθότερο να συντάσσεται από
εισαγγελέα (αμφ.) -> προβληματική: ζήτημα γεννάται γιατί ο κατηγορούμενος καλείται να
απολογηθεί ενώπιον του ανακριτή, ενώ ο τελευταίος είχε συντάξει ο ίδιος το
κατηγορητήριο. Αν ο κατηγορούμενος αμφισβητεί το κατηγορητήριο είτε νομικά είτε
ουσιαστικά δημιουργείται σύγχυση, οπότε θα ήταν ορθότερο με βάση την κατηγορητική
αρχή να συντάσσεται από τον εισαγγελέα. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται η
καταλληλότητα του ανακριτή λόγω του ότι είναι ο μοναδικός που έχει στη διάθεσή του όλα
τα περιστατικά και γνωρίζει με πληρότητα κάθε γεγονός.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΙΩΠΗΣ (ΚΠΔ 273 παρ.2): πρόσκληση προς απολογία και υπόδειξη μέσων
υπερασπίσεως -> εδ. β’ έχει δικαίωμα άρνησης να απαντήσει ο κατηγορούμενος, πράγμα
που ΔΕΝ μπορεί να αξιολογηθεί εις βάρος του (κατοχύρωση και στην ΕΣΔΑ).
Μπορεί να απολογηθεί και μόνο προφορικά, όπου συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα
καταγράφοντας τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις.
26 Νοεμβρίου 2020
Εισαγγελικοί λειτουργοί
Ο ΚΠΔ διαχωρίζει τη δικαιοδοτική κρίση και την κατηγορία για την τέλεση συγκεκριμένης
αξιόποινης πράξεως (κατηγορητικό σύστημα).
Εντάσσεται στην εκτελεστική ή δικαστική εξουσία; -> κατά πρώτη αντίληψη ο εισαγγελέας
ήταν μέλος της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με τον πρότυπο γαλλικό ΚΠΔ («φρουρός
του νόμου» -> τήρηση της νομιμότητας τόσο από τα αστυνομικά όργανα όσο και από τα
δικαστήρια)
Στην Ελλάδα σήμερα δεν ανήκει στην εκτελεστική εξουσία (Σύνταγμα 1975 όπως έχει
αναθεωρηθεί -> άρθρα 87 επ.) -> εντάσσεται στους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά δεν
είναι δικαστής, γιατί δεν δικαιοδοτεί. Επομένως, είναι ένα όργανο απονομής της
δικαιοσύνης, αλλά όχι δικαστής, πρόκειται για βοηθητικό όργανο, που υποβοηθά τον
δικαστή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης με στόχο την αναζήτηση της ουσιαστικής
αλήθειας.
Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ΔΕΝ είναι διάδικος της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή δεν
επιδιώκει μέσω της διαδικασίας την ικανοποίηση ενός προσωπικού συμφέροντος, αφού
δεν έχει συμφέρον στην καταδίκη του κατηγορουμένου. (διαφορά από αλλοδαπά ποινικά
συστήματα, όπου προβλέπεται η αντιδικία του εισαγγελέα με τον κατηγορούμενο ->
αγγλοσαξωνικός χώρος ως επί το πλείστον). Συνεπώς, μειώνεται η επίδραση του
εισαγγελέα στην έκβαση της δικαστικής αποφάσεως, καθώς ο δικαστής δεν επηρεάζεται το
ίδιο εύκολα από την άποψη του εισαγγελέα υιοθετώντας την.
Αντανακλάται και στον ΚΠΔ στο άρθρο 70, όπου δεν αναγράφεται πουθενά ο εισαγγελέας
ως διάδικος + ΚΠΔ 14,15: περιλαμβάνεται και ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις εξαίρεσης
λόγω αμεροληψίας (αντιθέτως δε νοείται εξαίρεση σε διαδίκους) + ΚΠΔ 43 παρ.2, 51
παρ.2,3: ο εισαγγελέας δεν είναι μονόπλευρα προσανατολισμένος κατά του
κατηγορουμένου, γιατί ενέχει υποχρέωση αντικειμενικότητας + ΚΠΔ 308 παρ.1:
απαλλακτική πρόταση ή παραπεμπτική πρόταση (η δυνατότητα επιλογής δείχνει πως δεν
είναι διάδικος) + ΚΠΔ 327 παρ.1: κλήση στο ακροατήριο μάρτυρες κατηγορίας ΚΑΙ
υπερασπίσεως + ΚΠΔ 479,483 παρ.1,489: δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου για
απαλλαγή του κατηγορουμένου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος.
ΚΠΔ 27 παρ.2: εισαγγελέας ανεξάρτητος από το ποινικό δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί, δε
δεσμεύεται από εντολές του δικαστηρίου. Ωστόσο, από την πάγια νομολογία, κατά βάση
του ΑΠ, κάποιοι θεωρούν ότι οφείλει να δεσμεύεται, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν
πρέπει να δεσμεύονται.
Κάθε εισαγγελία βασίζεται στο ατομικό σύστημα -> για κάθε διαδικαστική πράξη
πράττει ένας εισαγγελέας μόνο, που είναι τοπικά και καθ’ ύλην αρμόδιος.
Ταυτόχρονα , όμως, οι εισαγγελίες λειτουργούν ως μια ενιαία και αδιαίρετη αρχή ->
άρα κάθε εισαγγελέας δρα ατομικά μεν, αλλά και ως εκπρόσωπος της εισαγγελικής
αρχής εν γένει. Άρα, δεν είναι απαραίτητο σε μία υπόθεση να διεξαχθούν όλες οι
διαδικαστικές πράξεις από τον ίδιο εισαγγελέα.
Αρχή της νομιμότητας ως όριο άσκησης της ιεραρχικής υπεροχής -> δεν μπορεί ο
ανώτερος εισαγγελέας να παραγγείλει στον κατώτερο να μην ασκήσει ποινική δίωξη
παρότι πιστεύει ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις -> διαφορετικά, κατάχρηση
εξουσίας και υπόθαλψη.
Αρμοδιότητες εισαγγελέα
Λειτουργικές: πράξεις έναρξης/ κίνησης της ποινικής δίωξης + πράξεις άσκησης της
ποινικής δίωξης.
ΚΠΔ 30 παρ.1: δικαίωμα παράστασης σε κάθε ανακριτική πράξη και δικαίωμα ενημέρωσης
σε οποιοδήποτε στάδιο
Κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο -> υποχρέωση παράστασης με ποινή
ακυρότητας της διαδικασίας, δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων στους μάρτυρες και
κατηγορουμένους, υποβολή διασαφηνίσεων και υποβολή πρότασης προς το δικαστήριο
Ανακριτής
Είναι Πρόεδροι Πρωτοδικών και (ΚΠΔ 246 παρ.1) κύρια υποχρέωση είναι η διεξαγωγή της
τακτικής ανάκρισης.
Ανακριτικοί υπάλληλοι
Βοηθητικά όργανα του εισαγγελέα , που διεκπεραιώνουν ορισμένες πράξεις μετά από
παραγγελία του τελευταίου -> ΚΠΔ 31 (γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι).
Επιδιώκουν στην ποινική δίκη για ικανοποίηση των συμφερόντων τους και συμμετέχουν
στη διαδικασία είτε εκούσια είτε υποχρεωτικά.
ΚΠΔ 70 παρ.1: ύποπτος, κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της
κατηγορίας -> φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
Ύποπτος (ΚΠΔ 244 παρ.1): πρόσωπο στο οποίο ρητά αναφέρεται η μήνυση/έγκληση και
πρόσωπα στα οποία αποδίδεται κατά την προκαταρκτική εξέταση η τέλεση ενός
εγκλήματος (υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κάποιο έγκλημα)
Δικαιώματα υπόπτου -> ΚΠΔ 244, 89 επ. εμμέσως -> δικαίωμα κλήτευσης προς παροχή
εξηγήσεων, δικαίωμα ορισμού τεχνικού συμβούλου σε περίπτωση διενέργειας
πραγματογνωμοσύνης , δικαίωμα ενημερώσεως, εκπροσώπηση από συνήγορο.
27 Νοεμβρίου 2020
ΚΠΔ 70: ύποπτος, κατηγορούμενος και εκείνος που παρίσταται προς υποστήριξη της
κατηγορίας
ΚΠΔ 244 -> δικαιώματα υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση (ανήκει στον γενικότερο
χώρο της δίκης, αν και προστάδιο της ανάκρισης)
Εισαγγελέας δε θεωρείται διάδικος, γιατί σκοπός του είναι η εύρεση της αντικειμενικής και
ουσιαστικής αλήθειας (παράλληλη φορά με τον δικαστή) -> δεν συνιστάται κάποια μορφή
αντιδικίας με τον κατηγορούμενο εκ μέρους του εισαγγελέα (όχι έννομο συμφέρον του
εισαγγελέα)
ΚΠΔ 71: τεκμήριο αθωότητας (διάκριση από επιμέρους αρχή in dubio pro reo)
Ύποπτος
ΚΠΔ 244 παρ.1: διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ύστερα από μήνυση ή έγκληση
ορισμένου προσώπου ή κατηγορείται ορισμένο πρόσωπο για την τέλεση μιας αξιόποινης
πράξης -> ιδιότητες υπόπτου
2 Δεκεμβρίου 2020
(Αν μετά την απολογία συνεχίζεται η ανάκριση για οποιουσδήποτε λόγους, δημιουργείται η
υποχρέωση να κληθεί ξανά ο κατηγορούμενος για συμπληρωματική απολογία. Είναι ο
μόνος τρόπος περάτωσης της ανάκρισης.)
ΚΠΔ 282 παρ.1: προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου (κοινή
προϋπόθεση για όλα τις τρεις παραπάνω κατηγορίες, εκτός της άφεσης του
κατηγορουμένου)
Παρ.2 (σκοπός): αποτροπή κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, άρα στόχευση προς το
μέλλον + ειδικότερος σκοπός να εξασφαλιστεί η παράσταση του κατηγορουμένου στο
δικαστήριο
Το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο σοβαρές ενδείξεις ενοχής δεν οδηγεί απαραιτήτως και στην
επέμβαση των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μπορεί κάλλιστα να αφεθεί
ελεύθερος, αν δεν πληρούται ο σκοπός της δεύτερης παραγράφου.
Παρ.3: σχέση διαβάθμισης μεταξύ των περιοριστικών όρων του ΚΠΔ 288. Πρέπει τα
περιοριστικά μέτρα να είναι απολύτως αναγκαία σε σχέση με τον σκοπό της 2ης
παραγράφου (εφαρμογή αρχής της αναλογικότητας στην ποινική διαδικασία).
Προϋποθέσεις επιβολής (παρ. 2): σοβαρές ενδείξεις ενοχής για κακούργημα ή πλημμέλημα
με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών.
Παρ.1: έννοια (χωρίς την ηλεκτρονική επιτήρηση θα μπορούσε να ενταχθεί στην ενδεικτική
απαρίθμηση του ΚΠΔ 283) -> απαγόρευση να μην εξέρχεται από ορισμένο κτίριο ή
σύμπλεγμα κτιρίων, συνήθως από την οικία του. Μπορεί να υπάρξει και ευρύτερη
περίμετρος με σκοπό την κάλυψη βιοτικών αναγκών. Υπάρχει και το στοιχείο της διαρκούς
ηλεκτρονικής επιτήρησης από κοινού με τον περιορισμό (σαφώς επαχθέστερο μέσο από
ΚΠΔ 283, αλλά ηπιότερο από προσωρινή κράτηση).
Προϋποθέσεις (παρ.2-5): επαρκείς ενδείξεις ενοχής ΜΟΝΟ για κακούργημα, δεν επαρκούν
άλλοι περιοριστικοί όροι αιτιολογημένα, γνωστή διαμονή κατηγορουμένου στη χώρα,
προπαρασκευαστικές ενέργειες με σκοπό τη φυγή του ή πιθανότητα να διαπράξει
παρόμοιο έγκλημα (παρ.2)
Παρ.3: επέκταση προϋποθέσεων με σημείο αναφοράς όχι τόσο την προσωπικότητα του
δράστη, αλλά τα χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης, πχ απειλείται ισόβια ή προσωρινή
κάθειρξη ή κατ’ εξακολούθηση τέλεση -> επιβολή χωρίς τις προϋποθέσεις της 2 ης
παραγράφου.
Παρ.5: βασική ρύθμιση -> για να διαταχθεί πρέπει να υπάρξει σχετικό αίτημα του
κατηγορουμένου + προϋποθέσεις 284 ΚΠΔ. Υπάρχει αυτή η επιλογή, γιατί δεν μπορεί να
ενταχθεί κάποιος χωρίς τη θέλησή του στο σύστημα της ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Εξ
αντιδιαστολής, δεν μπορεί να θεωρηθεί εις βάρος του το ότι δεν υποβλήθηκε το αίτημα και
άρα να του επιβληθεί προσωρινή κράτηση.
Κατ’ αρχήν 6 μήνες για κακούργημα ή κατ’ εξαίρεση για πλημμέλημα 3 μήνες.
Για κακουργήματα: Το δικαστικό συμβούλιο πρέπει να αποφανθεί για τη συνέχιση ή όχι της
προσωρινής κράτησης με ειδικό αιτιολογημένο βούλευμα εντός των 6 μηνών. Μετά από
ορισμένες διαδικαστικές ενέργειες, το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα για τη συνέχιση
ή όχι. Μετά την παρέλευση εξαμήνου και εφόσον έχει αποφασιστεί η συνέχιση της
προσωρινής κρατήσεως (παρ. 2) -> όχι υπέρβαση έτους, εκτός αν υπό ορισμένες
προϋποθέσεις περαιτέρω παράταση 6 μηνών (δηλαδή 1,5 χρόνος συνολικά= απώτατο όριο)
-> με έκδοση νέου βουλεύματος.
*η ίδια υπόθεση κρίνεται με βάση τον ΚΠΔ 293, το Σύνταγμα απλώς χαράσσει
κατευθυντήριες γραμμές.
(Βέβαια, κατ’ αρχήν για τα πλημμελήματα δεν προβλέπεται πλέον προσωρινή κράτηση.
Εξαίρεση μόνο η ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή!!)
ΚΠΔ 293: κατ’ ιδέαν συρροή -> διάπραξη πολλών εγκλημάτων με μία πράξη, κατ’
εξακολούθηση (ΠΚ 98) -> ομοειδής πραγματική συρροή, δηλ. με περισσότερες πράξεις τελεί
περισσότερα ομοειδή εγκλήματα
Παρ.2: συντονισμός με συνταγματική πρόβλεψη -> όχι νέα προσωρινή κράτηση για άλλη
πράξη για την οποία ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη από την αρχή. Κατ’ εξαίρεση εκ
νέου προσωρινή κράτηση (εδάφιο β’).
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Δεν αφορά τις περιπτώσεις που αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο.
ΚΠΔ 291 παρ.2: αίτηση άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων που του έχουν
υποβληθεί. Υποβάλλεται στον ανακριτή.
Στην πράξη με αυτή την αίτηση προσπαθεί ο κατηγορούμενος να πείσει τον ανακριτή πως
έχουν αλλάξει τα δεδομένα παρουσιάζοντας νέα στοιχεία, αφού συνήθως η αίτηση αυτή
υποβάλλεται όσο ακόμα διεξάγεται κύρια ανάκριση και ο κατηγορούμενος επρόκειτο να
κληθεί ξανά σε απολογία. Επιπλέον, έχει και δυνατότητα προσφυγής εκ των υστέρων στο
δικαστικό συμβούλιο.
ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ
Αντικείμενο απόδειξης: α) γεγονότα/ περιστατικά που συνθέτουν την α.υ. και την υ.υ. του
εγκλήματος και πρέπει να αποδεικνύονται πλήρως στην κύρια διαδικασία. Β) άμεσα
σημαντικά γεγονότα, δηλαδή ενδείξεις (σημαντικά γεγονότα από τα οποία προκύπτουν
άλλα σημαντικά γεγονότα) πχ από DNA προκύπτει ότι 2 άτομα έχουν έρθει σε σωματική
επαφή. Γ) άλλα αποδεικτικά γεγονότα, που είναι βοηθητικά (πχ μνήμη μάρτυρα) -> με
σκοπό την απόδειξη της μαρτυρίας, προσκόμιση των αντίστοιχων αποδεικτικών.
Ελεύθερη απόδειξη είναι αυτή στην οποία δεν είναι κλειστός ο αριθμός των αποδεικτικών
μέσων και αυτά χρησιμοποιούνται χωρίς προδιαγεγραμμένη διαδικασία. (ΚΠΔ 178)
Τυπική: δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα όπως αυτά έχουν λάβει χώρα, αλλά είναι αυτή
που διαμορφώνεται με βάση ορισμένους κανόνες αποδείξεως (ΚΠολΔ 106: αρχή του
συζητητικού συστήματος, ο δικαστής αποφασίζει με βάση τα όσα έχουν προτείνει οι
διάδικοι). Έτσι, ένας ισχυρισμός παρ’ όλο που είναι αληθής μπορεί να μη γίνει δεκτός, γιατί
δεν ανταποκρίνεται στην αποδεικτική διαδικασία. -> αφορά το ελληνικό αστικό δικονομικό
δίκαιο.
ΚΠΔ 178 παρ.2: αυτεπάγγελτη εξέταση όλων των αποδεικτικών μέσων που θεμελιώνουν
την ενοχή/ αθωότητα + ενδείξεις για προσωπικότητα του κατηγορουμένου -> ΚΠΔ 239
παρ.2: κάθε πράξη κατατείνει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. -> ΚΠΔ 251 παρ.1:
διασαφήνιση όσο το δυνατόν πληρέστερη, ώστε να σχηματιστεί βέβαιη πεποίθηση για την
αθωότητα ή ενοχή του δράστη.
Διαφοροποίηση σε 3 επίπεδα
1+2: στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο ακολουθείται η αρχή της ηθικής αποδείξεως
(ΚΠΔ 178: ενδεικτική απαρίθμηση) -> ανοικτός αριθμός αποδεικτικών μέσων ποινικής δίκης
και ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων. (συστατικά στοιχεία της αρχής αυτής)
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
Απαγόρευση κτήσης: απορρέει από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων κατά κύριο
λόγο. Πχ θεματική απαγόρευση (ΠΚ 366 -> απλή δυσφήμιση. Όχι διεξαγωγή αποδείξεως για
θέματα ιδιωτικού βίου, είναι αδιάφορο για το ποινικό δίκαιο). Απαγόρευση των μαρτύρων
για συγκεκριμένα εγκλήματα (ΚΠΔ 212). Απαγόρευση συγκεκριμένων μεθόδων συλλογής
απόδειξης (πχ βασανιστήρια -> ΠΚ 137Α).
Απαγόρευση αξιοποίησης: δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν αποδεικτικά μέσα κατά τον
σχηματισμό δικανικής πεποίθησης (διάκριση σε ρυθμισμένες και αρύθμιστες/ εξαρτημένες
και μη εξαρτημένες)
Αρύθμιστες και ανεξάρτητες: κυρίως για πράξεις που εντάσσονται στον ιδιωτικό βίο
(κυρίως υποθέσεις γερμανικού δικαστηρίου). Πχ δεν λαμβάνονται υπόψιν τα ημερολόγια
του κατηγορουμένου, εντάσσονται στον πυρήνα της ιδιωτικής ζωής ως ειδικότερη έκφανση
της αξίας του ανθρώπου.
Αρύθμιστες και εξαρτημένες: συναγάγεται από το πνεύμα του δικαίου και στάθμιση των
εννόμων αγαθών συνταγματικής αξίας (βάσει σταθμίσεων αξιολογούμε αν πρέπει να
λάβουμε υπόψιν μας το παρανόμως αποκτηθέν υλικό ή όχι). -> περιορισμένη ισχύς γιατί
υπάρχει ευρύ φάσμα ρυθμίσεων.
4 Δεκεμβρίου 2020
9 Δεκεμβρίου 2020
Απαιτείται γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης της ανάκρισης στους διαδίκους (άρ. 308 §4),
διότι πρόκειται για ένα κομβικό σημείο της εξέλιξης η ανάκριση. Από εκείνο το σημείο και
μετά μπορεί η δικογραφία να διαβιβαστεί και πάλι στον Εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας (άρ.
308 §1 εδ. β’), αφού λάβει το φάκελο της υπόθεσης με όλα τα έγγραφα, έχει δύο
δυνατότητες:
(α) να κρίνει ότι η ανάκριση χρειάζεται συμπλήρωση, οπότε επιστρέφει την δικογραφία
στον ανακριτή, επισημαίνοντας ποιες διαδικασίες πρέπει να γίνουν για την συμπλήρωση
της ανάκρισης,
(β) να υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο. Στο σημείο, λοιπόν, αυτό ο εισαγγελέας έχει τις
εξής δυνατότητες:
Από την πλευρά του, το Δικαστικό Συμβούλιο είναι το αποφασιστικό όργανο για την
περαιτέρω πορεία της υπόθεσης και έχει καθοριστικό ρόλο για την περάτωση της
ανακριτικής διαδικασίας εκδίδοντας βούλευμα, με το οποίο μπορεί:
Α) να διατάξει περαιτέρω ανάκριση
Γ) να παύσει την ποινική δίωξη (άρ. 311 §1 εδ. β’ ή 312 σε συνδ. με 310 §1 περ. γ)
Αν εμφανιστούν νέα στοιχεία κατά το στάδιο αυτό, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρ. 310
§2ΚΠΔ.
Αν κατά το τέλος της ανάκρισης δεν διαπιστώθηκε το πρόσωπο και η ταυτότητα του δράστη
(άρ. 308 §5), τότε αρχειοθετείται η δικογραφία με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και αν
αποκαλυφθεί ο δράστης τότε ανασύρεται από το αρχείο (αναλογική εφαρμογή άρ. 245 §3).
Έχει δικαίωμα μόνο ο Εισαγγελέας να ασκήσει αναίρεση (άρ. 483) και έχει αμιγώς νομικό
χαρακτήρα, κάτι το οποία φαίνεται από τους λόγους που προβλέπονται στο άρ. 484 ΚΠΔ. Η
υπόθεση παραπέμπεται στο ποινικό τμήμα ΑΠ, γεγονός που αποδεικνύει ότι και η
αναίρεση έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (άρ. 485).
10 Νοεμβρίου 2020
1. Ενδείξεις (Άρ. 179 ΚΠΔ): πλέον ο νέος ΠΚ υιοθετεί τους επιστημονικούς ορισμούς στο
νόμο, κάτι που δεν συνέβαινε στον προηγούμενο ΚΠΔ. Ενδείξεις μπορούν να
αποτελέσουν για παράδειγμα το ίχνος (π.χ. γενετικό υλικό, αποτυπώματα). Βασικό
στοιχείο για την εγκυρότητα της ένδειξης είναι η ορθότητα του συλλογισμού. Πρέπει,
βέβαια, να τις διαχωρίσουμε από άλλες ενδείξεις, όπως αυτές που αναφέρονται στο
άρ. 313 ΚΠΔ, οι οποίες έχουν άλλο νόημα και στη συγκεκριμένη περίπτωση νοούν ένα
βαθμό πιθανολόγησης για την ενοχή του κατηγορουμένου.
2. Μάρτυρες : καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας και είναι το πιο
συχνά χρησιμοποιούμενο, χωρίς να καθίσταται και το πιο αξιόπιστο, καθώς μπορεί να
συντρέχουν λόγοι χρονικοί, υγείας, ή που αφορούν την πρόθεση ψευδομαρτυρίας, με
αποτέλεσμα να καθίσταται αναξιόπιστος ο μάρτυρας. Μάρτυρες είναι εκείνα τα
πρόσωπα ου καλούνται να προσφέρουν την προσωπική τους αντίληψη επί του θέματος
και διακρίνονται από τον πραγματογνώμονα, καθώς καλείται για να καταθέσει τη
γνώμη του ως προς ένα γεγονός, συνεπώς δεν έχουν μία ιστορική σχέση με το γεγονός.
Το δικαστήριο δεν ενδιαφέρεται για τις κρίσεις ή τις αξιολογήσεις του μάρτυρα, αλλά
μόνο για τα πραγματικά γεγονότα. Ωστόσο, κατά το άρ. 203 ΚΠΔ, προβλέπει την
εξέταση «μαρτύρων», οι οποίοι καλούνται μόνο για να εκφέρουν τη γνώμη τους.
Συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά, δεν είναι κατά κυριολεξία μάρτυρες, αλλά
πραγματογνώμονες, που καλούνται να αξιολογήσουν ορισμένα γεγονότα. Σύμφωνα και
με το άρ. 223 ΚΠΔ, καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εξετάζονται οι
μάρτυρες. Ως μάρτυρες μπορούν να εξεταστούν όλοι όσοι έχουν ιστορική σχέση με τα
γεγονότα, ωστόσο ορισμένοι εξαιρούνται με βάση το άρ. 210 ΚΠΔ. Ο μάρτυρας έχει
καθήκον μαρτυρίας, το οποίο επιβεβαιώνεται από το άρ. 231 (καθήκον παράστασης
στο δικαστήριο), άρ. 219 (καθήκον ορκοδοσίας), άρ. 209 και 231 (καθήκον
καταθέσεως), άρ. 224ΠΚ (καθήκον αληθείας). Ωστόσο, προβλέπονται και εξαιρέσεις
από την υποχρέωση καταθέσεως: (α) δικαίωμα άρνησης κατάθεσης μαρτυρίας (άρ.
222), (β) απαγορεύσεις μαρτυρίας για την προστασία του απορρήτου (άρ. 212)
11 Δεκεμβρίου 202
11 Δεκεμβρίου 2020
Κατηγορούμενος
Παράλληλα, διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, το
οποίο είναι η απόφαση που εκδίδεται από τα Δικαστικά Συμβούλια. Σε κάθε περίπτωση
πάντως περιορίζεται με ρητή άσκηση της κατηγορίας από τον ανακριτή. Δεν θεωρείται
ότι χρειάζεται βούλευμα ή απόφαση, όταν γίνει αρχειοθέτηση μετά την προκαταρκτική
εξέταση και διαπίστωση ότι είναι ακύρως ασκηθείσα η έγκληση ή η μήνυση, οπότε
επέρχεται παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου. Κλασσική περίπτωση απόρριψης
της έγκλησης, για παράδειγμα, είναι όταν έχει παρέλθει η 3μηνη προθεσμία ασκήσεως
της εγκλήσεως. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το άρ. 245 §2, όπου προβλέπεται η
αστυνομική προανάκριση, τότε αν δεν υπάρχει εισαγγελική παραγγελία και χωρίς την
άσκηση ποινικής δίωξης, αφού σταλούν τα έγγραφα και ο Εισαγγελέας αμέσως
αρχειοθετεί την υπόθεση, δεν χρειάζεται δικαστική απόφαση για την παύση της
ιδιότητας του κατηγορουμένου.7
Ωστόσο, μπορεί να την αποκτήσει εκ νέου στις περιπτώσεις του άρ. 57 §2 ΚΠΔ, το οποίο
προβλέπει τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν συντρέχει κώλυμα δεδικασμένου
και μπορεί να ασκηθεί εκ νέου ποινική δίωξη κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια
πράξη.
Τεκμήριο αθωότητας: ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι την έκδοση
αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης (άρ. 71 ΚΠΔ)
Θεμελιώδη δικαιώματα κατηγορουμένου: είναι αυτά που έχει και ο ύποπτος και
αναφέρονται συγκεκριμένα στα άρ. 95
● Δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο (άρ. 99 ΚΠΔ): Σε συνδυασμό με το άρ. 89
ΚΠΔ, αποδεικνύεται ότι η παράσταση μπορεί να γίνει και με περισσότερους
από 1 δικηγόρους, οι οποίοι μπορεί να είναι μέχρι 2 στην προδικασία και μέχρι
3 στην κύρια διαδικασία. Ο διορισμός του δικηγόρου μπορεί να γίνει είτε
εγγράφως είτε προφορικά είτε με αίτηση στο ένδικο μέσο. Η γενική
πληρεξουσιότητα δεν αφορά τα ένδικα μέσα, μόνο εφόσον αυτό αναφέρεται
ρητά αυτή πληρεξουσιότητα για άσκηση ενδίκων μέσων, αλλιώς απορρίπτεται
ως παράνομο. Σύμφωνα με το 99 § 3 ΚΠΔ, την ίδια υποχρέωση έχει και στα
πλημμελήματα αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος/ διάδικος, τότε ο
ανακριτής (ο οποίος είναι πάντα δικαστής) είναι υποχρεωμένος να του διορίσει
πληρεξούσιο
● Δικαίωμα επικοινωνίας (άρ. 99 §4 ΚΠΔ): η επικοινωνία είναι απόρρητη, με την
έννοια ότι δεν πρέπει να παρίσταται κανείς άλλος κατά τη συζήτηση δικηγόρου
και πελάτη. Ο συνήγορος θα πρέπει, επίσης, να είναι σε επικοινωνία με τον
πελάτη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί. Σε περίπτωση που
απαγορευθεί το δικαίωμα αυτό, τίθεται θέμα απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα
με το άρ. 171 §1 περ. δ ΚΠΔ, δηλ. απόλυτη ακυρότητα που έγκειται στην
προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
● Δικαίωμα εξασφάλισης προθεσμίας για απολογία (άρ. 103 ΚΠΔ): ο
κατηγορούμενος έχει δικαίωμα προθεσμία 48 ωρών για να απολογηθεί, το
οποίο είναι το minimum. Βέβαια, μπορεί ο ίδιος ο κατηγορούμενος να ζητήσει
παράταση της προθεσμίας και μάλιστα χωρίς περιορισμό διαρκείας (§2). Όταν,
όμως, ο κατηγορούμενος πηγαίνει αυτοβούλως ο ανακριτής μπορεί να του
δώσει την προθεσμία που ζητάει, χωρίς να είναι δεσμευτική η 48ωρη
προθεσμία.
● Δικαίωμα πληροφόρησης (άρ. 100 ΚΠΔ): ανακοίνωση των εγγράφων της
ανάκρισης, και πρωτίστως το κατηγορητήριο και των εγγράφων της ανάκρισης.
Το ίδιο δικαίωμα έχει και σε περίπτωση συμπληρωματικής απολογίας του
κατηγορουμένου. Πάντως, μετά το τέλος της ανάκρισης ο κατηγορούμενος
καλείται πάντα να μελετά το υλικό. Αυτό το δικαίωμα πληροφόρησης
στηρίζεται στο άρ. 20Σ, δηλ. στην ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος
ακροάσεως, το οποίο είναι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αντικρούσει
την κατηγορία.
● Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης (άρ. 101 ΚΠΔ)
● Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης άρ. 104 ΚΠΔ): πρόκειται για μια νέα
διάταξη με την οποία ο νόμος ξεκαθαρίζει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα
μη αυτοενοχοποίησης, δηλ. αυτό το δικαίωμα δεν εμποδίζει τη νόμιμη
συγκρότηση αποδεικτικών στοιχείων, με την έννοια ότι σύμφωνα με το άρ. 253
ΚΠΔ οι ανακριτικές πράξεις δεν εμποδίζονται ώστε να συλλεχθούν τα
αποδεικτικά υλικά, αλλά και δικαίωμα σιωπής, το οποίο δεν σημαίνει ότι
υπάρχει ομολογία ενοχής καθώς συνδέεται στενά με το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης.
16 Δεκεμβρίου 2020
Τα υπ’ αριθμόν 1 και 6 είναι εκ διαμέτρου αντίθετα βουλεύματα (κρίσεις επί της
ουσίας). Τα υπ’ αριθμόν 2,3,4 υπέχουν επίσης κρίσεις επί της ουσίας, αλλά διαφέρουν.
ΚΠΔ 212 -> προσωρινή παύση, αλλά αν στο μέλλον ενισχυθούν οι ενδείξεις, συνεχίζει
κανονικά η διαδικασία. Η 2η και 3η περίπτωση παράγουν δεδικασμένο, αλλά διαφέρουν
από την 1η κατηγορία, γιατί δεν αφορά ουσιαστικούς λόγους (ΚΠΔ 311 εδ.α’), όπως
αυτή.
ΚΠΔ 311 παρ.1 εδ.β’: τότε παύει οριστικά την ποινική δίωξη (περιπτωσιολογία). Κρίση
δικαστικού συμβουλίου, όχι επειδή έκρινε επί της ουσίας, αλλά επειδή επήλθε κάποιο
από τα γεγονότα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη (πχ παραγραφή, θάνατος
κατηγορουμένου -> όχι σχέση με ουσιαστική εκτίμηση)
ΚΠΔ 311 παρ.1 εδ.γ’: Απαράδεκτη ποινική δίωξη -> διαφορά από τη 2 η κατηγορία ως
προς το ότι εξαρχής έλειπε κάποια δικονομική προϋπόθεση ώστε να ασκηθεί ποινική
δίωξη.
ΚΠΔ 462: γενικοί ορισμοί ενδίκων μέσων -> έφεση + αίτηση για αναίρεση (τακτικά
ένδικα μέσα)
ΚΠΔ 463: εφαρμογή και σε οιονεί ένδικα μέσα/ ένδικα βοηθήματα του ΚΠΔ 462
ΚΠΔ 464: ασκείται μόνο από όποιον νομιμοποιείται ex lege + να έχει έννομο συμφέρον
για την άσκηση του ενδίκου μέσου
ΚΠΔ 465: νομιμοποιείται και ο Εισαγγελέας για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού δεν
είναι διάδικος στην ποινική διαδικασία (είναι δημόσιος λειτουργός) -> εφάπαξ κρίση εκ
μέρους του Εισαγγελέα
ΚΠΔ 468: μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (γνώρισμα που διακρίνει τα ένδικα μέσα από τα
ένδικα βοηθήματα) -> παρ.2: «τόσο μεταβιβάζεται, όσο ανακαλείται»
Παράγραφος 2: δικαίωμα ανηλίκου -> ειδική μέριμνα λόγω ηλικίας ως προς την άσκηση
εφέσεως.
ΚΠΔ 481: καθ’ ύλην αρμοδιότητα -> παραπομπή σε ΚΠΔ 316, 318, 319
ΚΠΔ 483: κάθε παράγραφος αντιστοιχεί σε μία βαθμίδα εισαγγελέα (1. Εισαγγελέας
πλημμελειοδικών, 2. Εισαγγελέας Εφετών, 3. Εισαγγελέας ΑΠ)
ΚΠΔ 484: λόγοι αναίρεσης του Εισαγγελέα -> αποκλειστικά νομικό περιεχόμενο
(αποκλειστική απαρίθμηση)
ΚΠΔ 485: αρμόδιο το Συμβούλιο του ΑΠ με προηγούμενη πρόταση του Εισαγγελέα του
ΑΠ. + δικαίωμα ενημέρωσης και υποβολής υπομνημάτων.
ΝΕΟΙ ΘΕΣΜΟΙ
1. Ποινική συνδιαλλαγή (ΚΠΔ 301, 302)/ βλ. και κατάλογο 49 + άρθρο 100 παρ.11
ν.4622/2019
2. Ποινική διαπραγμάτευση (ΚΠΔ 303) -> ελληνική εκδοχή του plea bargaining
Συνδιαλλαγή
Αφορά στο στάδιο της ανάκρισης και αφορά ορισμένα κακουργήματα (παράγραφος 1).
Προϋπόθεση το αίτημα του κατηγορουμένου -> καλείται ο παθών και ο κατηγορούμενος να
εμφανισθούν για συνδιαλλαγή (εναλλακτικός τρόπος περάτωσης της ποινικής δίκης, κυρίως
για κακουργήματα οικονομικού περιεχομένου -> ταχύτητα και αποσυμφόρηση του
ποινικού συστήματος δικαιοσύνης). Ο κατηγορούμενος ομολογεί μεν την ενοχή του ως
προς την τέλεση του κακουργήματος, αλλά αποδίδει το πράγμα ή ικανοποιεί εντελώς τη
ζημία που ο ίδιος προκάλεσε (2 προϋποθέσεις). Αίτημα του κατηγορουμένου είναι η
σύνταξη ενός πρακτικού συνδιαλλαγής, με το οποίο ο παθών «συμφωνεί» ως προς την
αποκατάσταση της ζημίας εκ μέρους του κατηγορουμένου.
ΚΠΔ 302: στάδιο μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης και όσο διαρκεί η
υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο (μέχρι την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος).
Μπορεί να συντελεστεί ακόμα και όταν η υπόθεση συζητείται στο ακροατήριο.
Διαπραγμάτευση
Κατατείνει στην αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος και είναι ταχύτερη από την
παραδοσιακή διαδικασία και επίτευξη σκοπού μέσω οικονομικών πόρων για πραγματική
αποκατάσταση της ζημίας. Διαφοροποιείται, όμως, από τη συνδιαλλαγή ως προς το ότι
πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ του κατηγορουμένου και του Εισαγγελέα.
Δικαίωμα του κατηγορουμένου να το ζητήσει ο ίδιος με αίτημα δια του συνηγόρου ->
Υποβάλλεται μέχρι την περάτωση της κύριας ανάκρισης.
Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να γίνει και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας
στο ακροατήριο.
17 Δεκεμβρίου 2020
Όταν, όμως, είναι αντικειμενικό μέσο -> πχ αυτοψία στο σώμα του κατηγορουμένου, λήψη
φωτογραφιών, εξέταση DNA -> λειτουργεί ως εν στενή εννοία αποδεικτικό μέσο, αφού με
αντικειμενικό τρόπο και ανεξάρτητα από τη βούληση του κατηγορουμένου συλλέγονται
στοιχεία προς αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.
Για τη λήψη της απολογίας απαιτείται η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του είτε κατά την
προδικασία είτε στη διαδικασία στο ακροατήριο. Υπάρχει λοιπόν καθήκον αυτοπρόσωπης
εμφάνισης στο δικαστήριο ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο;; -> πλέον
συρρίκνωση της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο δικαστήριο, ώστε να μην
προσβάλλεται το άρθρο 6 ΕΣΔΑ (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο ως ειδικότερη
έκφανση του δικαιώματος δίκαιης δίκης), οπότε κατοχυρώνεται δικαίωμα κατηγορουμένου
να εκπροσωπείται από συνήγορο (ΚΠΔ 340 παρ.3) σε κάθε στάδιο της δίκης, εκτός από
εξαιρετικές περιπτώσεις με σκοπό την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας (εξαίρεση από
το δικαίωμα εκπροσώπησης).
ΚΠΔ 340 παρ.1: «χολή» διάταξη, γιατί αναγνωρίζεται δικαίωμα αυτοπρόσωπης διάταξης,
ενώ στην 3η παράγραφο θεμελίωση δικαιώματος του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται
από συνήγορο. Προκύπτει σύγκρουση και υπερισχύει η παράγραφος 3 εν προκειμένω.
Κανόνας της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του κατηγορουμένου κατά την προδικασία -> ΚΠΔ
270/272: αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή διατάσσεται βίαιη προσαγωγή του. Κατά την
προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση (ΚΠΔ 105, 244 παρ.1) παρέχεται στον
κατηγορούμενο το δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο κατ’ εξαίρεση.
Εξέταση κατηγορουμένου
Καλείται σε παροχή εξηγήσεων και μετά σε απολογία, ακολουθεί η λήψη των στοιχείων της
ταυτότητας με σκοπό την ταυτοποίηση ανά πάσα στιγμή και εν συνεχεία ο
ύποπτος/κατηγορούμενος πρέπει να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του (ΚΠΔ 95, 273
παρ.2). Μετά γνωστοποιείται η πράξη η οποία του αποδίδεται (αποτελεσματική άσκηση
δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως, ως εγγύηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης -> ΚΠΔ
100).
ΚΠΔ 274: κλήση κατηγορουμένου για πλήρη έκθεση των λόγων που συμβάλλουν στην
υπεράσπισή του. +ΚΠΔ 273 παρ.2/223 παρ.2 + 365 παρ.1: ο κατηγορούμενος θα πρέπει να
αφήνεται ελεύθερος να εκθέσει τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι αποτελούν την απολογία
του (μπορεί να γίνει και γραπτώς δια υπομνήματος). Μετά μπορούν να υποβληθούν
ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο αν υπάρχουν ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί
πλήρως κατά τα προηγούμενα στάδια.
● Δικαίωμα κατηγορουμένου να πει ψέματα κατά την απολογία του για την τέλεση ή
όχι ενός εγκλήματος: ψευδής άρνηση τελείται υπό διάφορες μορφές -> απλή
άρνηση ή θεμελιωμένη άρνηση (πχ αδίκως κατηγορούμαι για την πράξη αυτή, διότι
κατά τον χρόνο τέλεσης βρισκόμουν σε διαφορετικό τόπο). Υπάρχουν
αμφισβητούμενες απόψεις για το αν έχει το δικαίωμα αυτό ο κατηγορούμενος ->
κρατούσα εν μέρει είναι η άποψη πως ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα μόνο
απλής ψευδούς αρνήσεως, ενώ απαγορεύεται η αιτιολογημένη ψευδής άρνηση.
Ωστόσο, δεν τιμωρείται με κάποιον τρόπο η ψευδής ανωμοτί κατάθεση στον ΚΠΔ.
Αλλά ο κατηγορούμενος αν ενοχοποιήσει άλλους ανθρώπους ώστε να αθωωθεί ο
ίδιος, τότε θα πρέπει να τιμωρηθεί για άλλα εγκλήματα, όπως αυτό της ψευδούς
καταμηνύσεως ή της συκοφαντικής δυσφήμισης λόγω της άδικης αυτής
κατηγορίας. Το ίδιο ισχύει και όταν πείσει κάποιον να ομολογήσει αντί εκείνου
εγκλήματα που δε διέπραξε (ηθική αυτουργία σε ψευδή κατάθεση). Άρα, κατ’
αρχήν απαγορεύεται η θεμελιωμένη ψευδής άρνηση, αν και δεν είναι αξιόποινη
πράξη.
● Διάκριση από δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 104), όπου υπάρχει
εύλογο συμφέρον να μην απολογηθεί καθόλου ή να μην υποβληθεί σε
συγκεκριμένες ερωτήσεις. (δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως ως δικαίωμα της
δίκαιης δίκης). Δικαίωμα μερικής σιωπής -> απαντά σε ορισμένα ερωτήματα, ενώ
ως προς άλλα επιλέγει να σιωπήσει. Κατά κρατούσα άποψη η μερική αυτή σιωπή
είναι αξιοποιήσιμη.
● Ανακριτικές μέθοδοι κατά την εξέταση του κατηγορουμένου -> ο τελευταίος έχει
πρωτίστως αξίωση να γίνεται σεβαστή η αξία του, αφού εκτός από αντικείμενο
απόδειξης είναι και υποκείμενο της δίκης ως διάδικος και δεν πρέπει να
προσβάλλεται ο ίδιος, όταν πχ χρησιμοποιείται ως αντικείμενο προς επίτευξη
ορισμένου σκοπού. Άρα, απαγορεύεται η επέμβαση στη διαμόρφωση της
βουλήσεώς του και τα βασανιστήρια (βλ. άρθρο 7) ή ο ψυχολογικός καταναγκασμός
του με σκοπό την απόσπαση ομολογίας. Άλλα αποδεικτικά μέσα που
απαγορεύονται είναι η χορήγηση υπνωτικών φαρμάκων ή η χρήση ανιχνευτή
ψεύδους (ΠΚ 137Α).
Πραγματογνώμονας
Πρόκειται για αντικαταστατό αποδεικτικό μέσο είτε από το δικαστήριο είτε από τους
διαδίκους είτε να ζητήσει και ο ίδιος να ζητήσει να εξαιρεθεί, όταν εγείρει υπόνοιες
μεροληψίας (εν αντιθέσει με τους μάρτυρες, που είναι αναντικατάστατοι)
Γνωστοποίηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους της πραγματογνωμοσύνης και των
ζητημάτων για τα οποία αυτή θα διεξαχθεί -> ΚΠΔ 192+204.
ΚΠΔ 189: υποχρέωση αποδοχής του διορισμού και ορκοδοσία. Βασική υποχρέωση η
σύνταξη γραπτής και αιτιολογημένης γνωμοδότησης.
18 Δεκεμβρίου 2020
Εκτός από τον κατηγορούμενο, ο άλλος διάδικος που συμμετέχει στη δίκη είναι ο
παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας (παλαιότερα ονομαζόταν πολιτικός
ενάγων). Άλλαξε η ορολογία, γιατί πρέπει να υπάρχει μία αμιγώς ποινική έκφραση και
αποσυνδέεται έτσι το αστικό κριτήριο κατά την ποινική δίκη -> πρόταξη της ποινικής
αγωγής και παράκαμψη άλλων περιπτώσεων που άπτονταν της αστικής φυσιογνωμίας της
πολιτικής δίκης και αγωγής.
64: νομιμοποίηση κληρονόμων, όταν έχει γίνει δήλωση νομιμοποίησης πριν τον θάνατο
Εκτός από την αλλαγή της ορολογίας, μεγάλη αλλαγή επήλθε με τη δυνατότητα του
παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας να λάβει τα αντίγραφα ήδη από τη στιγμή
που ο ύποπτος καλείται προς παροχή εξηγήσεων. Παράλληλα, ελέγχεται ήδη και το
παραδεκτό της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Ο άμεσα παθών από το έγκλημα, δηλαδή ο φορέας του εννόμου αγαθού που
προστατεύεται από την έννομη τάξη με την εν λόγω διάταξη.
Η ζημιά που έχει προκληθεί στον παθόντα πρέπει να είναι άμεση -> όταν το πρόσωπο
υφίσταται άμεση προσβολή από την εν λόγω πράξη. Ωστόσο, υπάρχει και η περίπτωση του
λεγόμενου «αδικηθέντος», όπου προσβάλλεται ένα έννομο αγαθό, το οποίο αφορά και τον
ίδιο. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι ο παθών βαρύνεται με άμεση ζημία από την
αξιόποινη πράξη, ενώ ο αδικηθείς (πχ στην πλαστογραφία, στην ψευδή
κατάθεση/καταμήνυση -> εκεί δεν υπάρχουν παθόντες, μόνο αδικηθέντες) δε θίγεται ο
ίδιος, αλλά ένα υπερατομικό έννομο αγαθό (πχ τα υπομνήματα, την ορθή απονομή της
δικαιοσύνης), καθώς η προστατευτική σφαίρα των εν λόγω διατάξεων προσβάλλει μόνο
έμμεσα το ίδιο άτομο, άμεσα προσβάλλει μόνο πχ το έγγραφο.
23 Δεκεμβρίου 2020
Το επόμενο βήμα
Πρόκειται για μια διαδικασία που προετοιμάζει την επ’ ακροατηρίω διαδικασία.
Σημείο έναρξης: η κλήτευση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα (έτσι προχωράει η
διαδικασία, γίνεται με 2 τρόπους η κλήτευση)
Συνέπειες κλήτευσης -> προχωράει η διαδικασία, αφού όχι μόνο έχει αποφασιστεί ότι
κάποιος πρέπει να δικαστεί, αλλά πλέον ενημερώνεται και ο κατηγορούμενος ότι θα
δικαστεί, καθώς και για την ώρα και τον τόπο εκδίκασης και πρακτική συνέπεια:
παραγραφή (ΠΚ 113 παρ.1)
*Με την κλήτευση του κατηγορουμένου αναστέλλεται η κύρια διαδικασία, ΟΧΙ ΝΩΡΙΤΕΡΑ.
*χρόνος παραγραφής πλημμελημάτων (ΠΚ 111: 5 έτη) -> κρίσιμος ο χρόνος τέλεσης μιας
πράξης. Αλλά ΠΚ 113 -> επέρχεται αναστολή της παραγραφής αν κλήτευση
κατηγορουμένου και επίδοση της κλήτευσης (για 3 έτη), οπότε μετά το πέρας συνεχίζεται
κανονικά η παραγραφή. Άρα, συνολικά για πλημμελήματα η παραγραφή επέρχεται το πολύ
μετά από 8 χρόνια. Για κακουργήματα είναι 15+5 και 20+5 αντιστοίχως.
ΚΠΔ 320 παρ.1: ορισμός δικασίμου, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα για τις περιπτώσεις
που υπάρχει προσωρινή κράτηση.
Χρειάζονται 2 αντίτυπα του θεσπίσματος ή της κλήσης (παρ. 2): το ένα επιδίδεται στον
κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης.
ΚΠΔ 320 παρ.3: μετά την επίδοση κατ’ αρχήν δεν μπορεί να αποσυρθεί το θέσπισμα ή η
κλήση εκ μέρους του εισαγγελέα. Προβλέπονται ex lege κάποιες εξαιρέσεις.
Επίδοση
Γίνεται επίδοση στον κατηγορούμενο από τον δικαστικό επιμελητή ή τον αστυνομικό.
Επίδοση κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ (ειδική ρύθμιση) -> λειτουργεί συμπληρωματικά ως
προς το ΚΠΔ 155. Πρόκειται για πρόσθετη ρύθμιση, κατά την οποία ο κατηγορούμενος
έχει ήδη δηλώσει μια διεύθυνση και η εισαγγελία επιδίδει στη διεύθυνση αυτή.
ΚΠΔ 163: αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού επιδόσεως -> αποδεικνύεται ότι
παραδόθηκε το αποδεικτικό και μελετάται από το δικαστήριο ως προς τα στοιχεία του,
τον τρόπο επίδοσης κλπ. Μέχρι να προσβληθεί για πλαστότητα, θεωρείται ότι έχει
παραδοθεί κανονικά.
Προθεσμία επίδοσης και σημασία της (ΚΠΔ 166): 15 μέρες ή 30/60 μέρες αν διάδικοι
στην αλλοδαπή. Άρα, πρέπει εκτός από έγκυρη να είναι και έγκαιρη η επίδοση.
(Με το αποδεικτικό και την προθεσμία διασφαλίζεται η εγκυρότητα της επιδόσεως ->
πχ αποδεικνύεται ότι κάποιος έλαβε την επίδοση )
7 Ιανουαρίου 2021
ΚΠΔ 218
Για να ενταχθεί στην κατηγορία αυτή κάποιος, πρέπει να υπάρχει κάποιος επαπειλούμενος
κίνδυνος (εκφοβισμού ή αντεκδίκησης), ο οποίος αφορά είτε εκείνον είτε τους κοντινούς
του ανθρώπους + αρκεί ο κίνδυνος να είναι ενδεχόμενος.
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αποκάλυψη των στοιχείων του μάρτυρα
κατά διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα, εν αντιθέσει με το προισχύσαν δίκαιο, που ήταν
υποχρεωτική η αποκάλυψη σε περίπτωση που το ζητούσε ο πρώτος.
Ο θεσμός αυτός δημιουργεί σημαντικές επεμβάσεις στο δικαίωμά του προς υπεράσπιση,
ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακρόασης (Σ20 παρ.1).
*διάκριση από μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (ΚΠΔ 47) -> μπορεί να εξεταστεί με μέτρα
προστασίας, αλλά δεν είναι και αναγκαίο, άρα μπορεί να εξεταστεί και αυτοπροσώπως επ’
ακροατηρίω + δεν διώκεται για συγκεκριμένα εγκλήματα (απόκλιση από την αρχή της
νομιμότητας).
ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ
Απόλυτες είναι αυτές που προβλέπονται για κατά τεκμήριο σοβαρότερες παραβάσεις
διαδικαστικών τύπων και εγγυήσεων, δηλ. διατάξεις που σχετίζονται με βασικές αρχές της
ποινικής δικονομίας (πχ παράβαση δικαιώματος υπερασπίσεως και ούτω καθεξής) ->
περιοριστική απαρίθμηση στο άρθρο 171 ΚΠΔ. Σχετικές προβλέπονται στο άρθρο ΚΠΔ 172
(αντίστοιχη περιοριστική απαρίθμηση).
Κάποια παραβίαση μπορεί να υπαχθεί και στα δύο άρθρα -> υπερισχύει σε αυτή την
περίπτωση η απόλυτη ακυρότητα.
Σχετική προτείνεται από εισαγγελέα ή από διαδίκους που έχουν συμφέρον (βασική
διαφορά από απόλυτη) -> ΚΠΔ 174 παρ.2: προτείνεται ως το τέλος της προδικασίας,
δηλαδή μέχρι το αμετάκλητο της παραπομπής. Πρέπει να προταθεί μέχρι την έκδοση της
2οβάθμιας απόφασης ή με λόγο αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ.
13 Ιανουαρίου 2021
ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Βασικές αρχές:
1) Αρχή της δημοσιότητας (Σ93 παρ.2,3 +ΚΠΔ 329) -> άμεση/έμμεση δημοσιότητα
(άρθρο 8 ν.3090/2002)
Αντίθετη από την αρχή της μυστικότητας (τηρείται στην προδικασία). Οι ποινικές δίκες
είναι δημόσιες δηλαδή, προσβάσιμες προς το κοινό. Υπάρχουν ρητές εξαιρέσεις (πχ
δικαστήρια ανηλίκων),με σκοπό την προστασία των κατηγορουμένων. Στην 3 η
παράγραφο δεν υπάρχει κάμψη της δημοσιότητας, απλώς περιορίζεται ο αριθμός των
ατόμων που θέλουν να παρακολουθήσουν, χωρίς άλλη προϋπόθεση (δηλαδή πρόκειται
για οργανωτικά μέτρα, όχι επιλεκτική είσοδος κατόπιν κριτηρίων).
ΚΠΔ 330: συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών -> άλλη εξαίρεση, που δεν άπτεται της
ηλικίας του κατηγορουμένου, αλλά της φύσεως της υπόθεσης ( πχ ιδιωτικός
οικογενειακός βίος των διαδίκων, ευκολότερος ο διασυρμός των θυμάτων ή των
κατηγορουμένων). Μόνο οι διάδικοι και τα πρόσωπα που μετέχουν στην ποινική
διαδικασία είναι παρόντες.
Έτσι δίνεται ουσιαστικό περιεχόμενο στην αρχή της δημοσιότητας, αφού ο πολίτης
παρακολουθεί πλήρως τη διαδικασία ακούγοντας και βλέποντας οτιδήποτε γίνεται.
3) Αρχή της αμεσότητας (ΚΠΔ 357 παρ.4, 363 παρ.1, 365 παρ.2)
4) Αρχή της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης (ΚΠΔ 333 παρ.2, 358, 138 παρ.1 εδ.
α’, 333 παρ.3, 367 παρ.1, Σ20).
5) Αρχή της αντικειμενικότητας του δικαστή (ΚΠΔ 332): αλλιώς υπέχουν πειθαρχική
ευθύνη. Κεντρικός ο ρόλος του διευθύνοντος τη συζήτηση.
Κεντρικό σημείο της ποινικής δίκης, γιατί διατηρούνται τα όρια εντός των οποίων
διεξάγεται η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οφείλουν να
συμπεριφέρονται τα πρόσωπα της κύριας διαδικασίας.
● Ο κατηγορούμενος είναι δικονομικά απών (ΚΠΔ 340, 429 παρ.2) -> δεν εμφανίζεται
αυτοπροσώπως, ούτε ο συνήγορός του, δια του οποίου παρίσταται.
1) Κατηγορούμενος για πλημμέλημα και είναι γνωστής διαμονής: πρώτα έλεγχος της
νόμιμης κλήτευσής του -> σταματάει η διαδικασία και διατάσσεται εκ νέου
κλήτευση σε νέα δικάσιμο. Αν υπάρχει νόμιμη κλήτευση μεν, αλλά εμφανίζεται
ένας «άγγελος» (πχ ασκούμενος, άλλος δικηγόρος) και αναγγέλλει ένα κώλυμα
εμφάνισης του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του, τότε προβάλλεται ένα
αίτημα αναβολής (ΚΠΔ 349), το οποίο και εξετάζεται από το δικαστήριο.
*ΚΠΔ 349 (αναβολή της ποινικής δίκης): για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγους
ανωτέρας βίας και εξετάζεται είτε μετά από πρόταση του εισαγγελέα είτε
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε το αίτημα
αναβολής. Απόφαση αναβολής με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και
ταυτόχρονα αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί απλώς να διακοπεί η δίκη.
Αναβολή: σε ρητή δικάσιμο και κλήτευση μόνο των απόντων, οι υπόλοιποι που είναι
παρόντες θεωρείται ως κλήτευση η ανακοίνωση της ρητής δικασίμου.
*Αναβολή, διακοπή (ΚΠΔ 352, 353, 375): αναβολή -> η υπόθεση θα εκδικαστεί από την
αρχή και με άλλη σύνθεση του δικαστηρίου, ενώ διακοπή -> δικάζεται από το ίδιο
δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση και από το σημείο στο οποίο είχε προηγουμένως
μείνει η υπόθεση, απλώς σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, το οποίο πάντως είναι
σύντομο.
2) Κατηγορούμενος για πλημμέλημα και είναι άγνωστης διαμονής -> ΚΠΔ 429.
� Ένδικα βοηθήματα (απευθύνονται στο ίδιο δικαστήριο, δηλαδή στο ίδιο όργανο, όχι
απαραίτητα στην ίδια σύνθεση και δεν επιφέρουν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα):
1.αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (ΚΠΔ 341, 476 παρ.2), σε περίπτωση που δεν
εμφανίστηκε ούτε άγγελος ώστε να ζητήσει την αναβολή της δίκης και εφόσον ο
κατηγορούμενος καταδικάστηκε. Αφορά πλημμελήματα για τα οποία έχει εκδοθεί
ανέκκλητη απόφαση (δε χωρεί άσκηση έφεσης).
2. Αίτηση ακύρωσης της απόφασης (ΚΠΔ 430, 431): όταν καταδικάστηκε ερήμην για
πλημμέλημα κατηγορούμενος, που είναι αγνώστου διαμονής (πρόκειται για
απουσία διαρκούς χαρακτήρα -> από την κλήτευση ως την έκδοση οριστικής
καταδικαστικής αποφάσεως). +ΚΠΔ 428,429. -> ακύρωση της ανέκκλητης
απόφασης κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου. Βασικός λόγος ακύρωσης είναι
το γεγονός ότι κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ ο ίδιος αποδεικνύει ότι
είναι γνωστής διαμονής και άρα δεν έπρεπε να δικαστεί ως δικονομικά απών λόγω
αγνώστου διαμονής.
● Κατηγορούμενος για κακούργημα: αν είναι άγνωστης διαμονής -> ΚΠΔ 432 παρ.1
(αναστολή μέχρι τη σύλληψη του κατηγορουμένου). Άρα δεν επιτρέπεται ερήμην
εκδίκαση όταν είναι αγνώστου διαμονής, μόνο αναστολή της ποινικής διαδικασίας
όσο εκκρεμεί η διαδικασία σύλληψης.
Αν είναι γνωστής διαμονής -> ΚΠΔ 432 παρ.2, δικάζεται σαν να ήταν παρών (εφόσον έχει
κλητευθεί νομίμως προηγουμένως).
14 Ιανουαρίου 2021
ΚΠΔ 176 παρ.1: αρμόδιο το δικαστικό συμβούλιο (προδικασία -> είτε κατά την κρίση του
επί της ουσίας της υπόθεσης είτε λόγω αυτοτελούς δυνατότητας του δικαστηρίου να
κηρύξει την ακυρότητα έπειτα από προσφυγή των διαδίκων) ή το δικαστήριο που εκδικάζει
την υπόθεση αντίστοιχα (κύρια διαδικασία).
Η ακυρότητα πρέπει να κηρυχθεί δηλαδή είτε από το συμβούλιο είτε από το δικαστήριο,
διαφορετικά δεν αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της -> πρόκειται για προϋπόθεση, η
οποία πρέπει μάλιστα να προταθεί εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων.
ΚΠΔ 176 παρ.4: σκοπός η οικονομία της δίκης -> υποχρέωση επανάληψης – έγκυρης αυτή
τη φορά - πράξεως, η οποία εκ παραδρομής δημιούργησε ορισμένη ακυρότητα.
Πχ άκυρη η κλήση στο ακροατήριο του κατηγορουμένου. Κατά λογική και νομική
αναγκαιότητα θεωρείται άκυρη και η επίδοση της κλήσεως καθώς και η εκφώνηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο
Πχ άκυρη μία αυτοψία ή έρευνα, η ακυρότητα επεκτείνεται και στην αντίστοιχη έκθεση που
συντάσσεται
Επανάληψη των άκυρων πράξεων, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό (πχ εκ νέου
μαρτυρία, εκ νέου διάταξη της πραγματογνωμοσύνης και ούτω καθεξής).
Αναγκαίο -> ακύρωση της απόφασης από τον ΑΠ λόγω αναιρέσεως και το αξιόποινο της
πράξης έχει παραγραφεί, οπότε και δεν είναι αναγκαίο
Εφικτό -> δεν μπορεί να γίνει επανάληψη κατάθεσης του μάρτυρα, ο οποίος στο μεταξύ
έχει πεθάνει.
Περιπτωσιολογία:
Β) μη τήρηση διατάξεων αναφορικά με την κίνηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα
(κυρίως ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, πχ ασκείται δίωξη στην αρχή για κλοπή
και στη συνέχεια ασκείται δίωξη για υπεξαίρεση) και την υποχρεωτική του συμμετοχή
στην διαδικασία στο ακροατήριο (δεν ακούστηκε ο εισαγγελέας πριν την ανακοίνωση
του δικαστηρίου για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου -> ΑΠ 440/2020),
Γ) δεν τηρούνται οι διατάξεις που ορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξη όπου
προβλέπεται ρητά στον νόμο (ΚΠΔ 59 παρ.2)
Ε) 2η παράγραφος του άρθρου 171 ΚΠΔ -> έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου
κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (είτε δεν απαντά καθόλου το δικαστήριο είτε το
αρνείται). Τέμνεται με την υπό περίπτωση (δ).
ΣΤ) 3η παράγραφος του άρθρου 171 ΚΠΔ -> παρίσταται παράνομα ο παριστάμενος
προς υποστήριξη της κατηγορίας. Παρίσταται κάποιος που δεν είναι παθών ή
αδικηθείς.
*Παραβάσεις επί τα τέλη και τα ένσημα ορίζονται στο άρθρο 173 ΚΠΔ.
Όπου ο νόμος προβλέπει ότι δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (επικουρική διάταξη).
15 Ιανουαρίου 2021
Επαναληπτικά
ΚΠΔ 340+ Κώδικας περί δικηγόρων άρθρο 36παρ.1 εδ. δ’ -> κατ’ αρχήν υποχρεωτική η
παράσταση συνηγόρου + ΚΠΔ 83 παρ.2
Ίση μεταχείριση με τον κατηγορούμενο -> ΚΠΔ 221 παρ.4 -> ανωμοτί εξέταση
Τεχνικοί σύμβουλοι δίχως όρκο, διότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι τεχνικοί συνήγοροι
του διαδίκου.
Τον κατηγορούμενο τον συμφέρει να έχει απλώς μάρτυρα κατηγορίας και όχι
παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας.
ΚΠΔ 171 παρ.3: αν παρέστη παράνομα -> απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (αφορά
μόνο τη διαδικασία στο ακροατήριο).
20 Ιανουαρίου 2021
ΚΠΔ 346: τι συμβαίνει όταν αποχωρήσει στη συνέχεια ο κατηγορούμενος -> δεν κωλύει την
πρόοδο της διαδικασίας στο ακροατήριο (άπαξ παρών, πάντα παρών).
ΚΠΔ 96 παρ.1: διορισμός συνηγόρου με την έναρξη της διαδικασίας (μέχρι 3 στη διαδικασία
στο ακροατήριο, 2 στην προδικασία). -> δεν είναι υποχρεωμένος να έχει διορισθεί νωρίτερα
με κάποιο έγγραφο. Αν δικονομικά απών ο κατηγορούμενος και εμφανιστεί με σχετικό
έγγραφο ο συνήγορος, τότε θεωρείται ότι παρίσταται (παρίσταται δια ή παρίσταται μετά ->
πρακτική των δικαστηρίων).
ΚΠΔ 343: λήψη ταυτότητας και ενημέρωση του κατηγορουμένου -> δικαίωμα να αντιτάξει
στην κατηγορία, να διατυπώσει παρατηρήσεις. *παρ. 2: δικαίωμα του κατηγορουμένου
(κατόπιν αιτήσεως) να ζητάει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας (διακοπή της δίκης) όταν
προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία νέες περιστάσεις που θα μπορούσαν να
συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας -> πιθανολόγηση ΔΕΝ συνιστά λόγο
αναβολής της δίκης.
ΚΠΔ 83 παρ.2: νομιμοποίηση παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας (δήλωση από
την οποία προκύπτει ο ειδικός και προσωπικός του σύνδεσμος με την αξιόποινη πράξη ->
αυτό συμβαίνει μετά την εκφώνηση του κατηγορουμένου και την εμφάνιση του
συνηγόρου).
ΚΠΔ 344: εκφώνηση καταλόγου μαρτύρων -> σπάνια δεν υπάρχουν μάρτυρες σε ποινική
δίκη (θεωρητικά όταν αποδεικνύεται ένα έγκλημα αποκλειστικά από ένα έγγραφο, αφορά
κυρίως εγκλήματα ταμειακού χαρακτήρα). Εκτός από τους μάρτυρες που αναφέρονται στον
κατάλογο, υπάρχει η δυνατότητα να ζητήσει ο κατηγορούμενος από τον εισαγγελέα την
κλήτευση μαρτύρων (ΚΠΔ 327), ο παριστάμενος προς υποστήριξη μπορεί να φέρει
καινούριους μάρτυρες, αρκεί να τους έχει γνωστοποιήσει εκ των προτέρων, ενώ τέλος
μπορούν να προσέλθουν και μάρτυρες υπεράσπισης χωρίς προηγούμενη υποχρέωση
ενημέρωσης εκ μέρους του κατηγορουμένου.
� ΚΠΔ 344 περιγράφει ΠΛΗΡΩΣ τη σειρά με την οποία λαμβάνουν χώρα τα στάδια
στην διαδικασία στο ακροατήριο.
Πρακτική σημασία έχει αν η αναβολή δόθηκε ΠΡΙΝ ή ΜΕΤΑ την «έναρξη της
αποδεικτικής διαδικασίας».
-> στην 1η περίπτωση μπορεί να δηλώσει κάποιος τα όσα γράφονται παραπάνω, αφού
δεν έχει ξεκινήσει ακόμα η αποδεικτική διαδικασία, ενώ στη 2 η περίπτωση δεν
υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες.
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
● Εξέταση των μαρτύρων -> ΚΠΔ 233 (μάρτυρας που δεν κατανοεί επαρκώς την
ελληνική γλώσσα -> διερμηνέας), 219 (όρκος μάρτυρα -> έχει καταργηθεί ο
θρησκευτικός όρκος -> σύνδεση με ποινικές κυρώσεις από πλευρά ουσιαστικού
ποινικού δικαίου -> ψευδής κατάθεση ΠΚ 224 παρ.2), 350
● Τρόπος εξέτασης -> ΚΠΔ 223-225, 227-229
Ο μάρτυρας καταθέτει για γεγονότα και κατ’ εξαίρεση για κρίσεις, οι οποίες πρέπει να
συνδέονται οπωσδήποτε με τα προς κατάθεση γεγονότα. Ο μάρτυρας δεν πρέπει να
διακόπτεται, εκτός αν το περιεχόμενο της κατάθεσης είναι εκτός θέματος. Για την
αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης ο μάρτυρας καταθέτει τον τρόπο με τον
οποίο έμαθε όσα καταθέτει (αυτόπτης μάρτυρας) ή την πηγή των πληροφοριών του (αν
είναι εξ ακοής μάρτυρας).
● Ποιοι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες -> ΚΠΔ 210 -> με ποινή ακυρότητας της
διαδικασίας
● ΚΠΔ 211: μαρτυρία, παροχή εξηγήσεων, απολογία του συγκατηγορουμένου ->
δεν μπορεί να ληφθεί μόνη υπόψιν για να κατατείνει στην ενοχή του
κατηγορουμένου. Κατ’ αρχήν ο δικαστής εκτιμά ελεύθερα τα αποδεικτικά
στοιχεία (ΚΠΔ 177), οπότε μπορεί είτε να μη λάβει καθόλου υπόψιν την
μαρτυρία, ή μπορεί να την λάβει υπόψιν, ΑΡΚΕΙ να μην είναι η μόνη μαρτυρία
που καταδεικνύει την ενοχή. Η διάταξη αυτή εκτείνεται και για τρίτο μάρτυρα,
ο οποίος μεταφέρει τη μαρτυρία του συγκατηγορουμένου.
● ΚΠΔ 353: αναγκαία μαρτυρία και άμεση εμφάνιση -> αφορά μάρτυρες που δεν
κλητεύθηκαν ή το όνομα των οποίων δεν αναγνώσθηκε, αλλά η μαρτυρία τους
κρίνεται αναγκαία -> απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου.
● ΚΠΔ 363: ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων -> σύνδεση με αρχή της αμεσότητας
(κατ’ αρχήν η δίκη στο ακροατήριο είναι μία εκ νέου δίκη και τα αποδεικτικά
στοιχεία πρέπει να εμφανιστούν στο ακροατήριο, απαγορεύεται κατά κανόνα η
ανάγνωση των σε προηγούμενα στάδια της ποινικής δίκης ανακτηθέντων
αποδεικτικών στοιχείων)
● ΚΠΔ 358: παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις. ->
πρόσθετο δικαίωμα του εισαγγελέα και των διαδίκων.
ΚΠΔ 360: πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι -> κατ’ αρχήν επιτρεπτή η ανάγνωση,
γιατί δεν είναι μάρτυρες.
ΚΠΔ 338: πλαστότητα του εγγράφου -> πρέπει να προσβληθεί ως πλαστό -> το δικαστήριο
ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και αν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε
κατηγορείται για πλαστογραφία. Μόνο αν είναι πλαστό με επαρκείς ενδείξεις, τότε
διατάσσεται η διακοπή της δίκης.
ΚΠΔ 367: αγορεύσεις -> ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο
(πρώτα ο εισαγγελέας, έπειτα ο παριστάμενος προς υποστήριξης της κατηγορίας και τέλος
ο κατηγορούμενος). Δικαίωμα δευτερολογίας ΟΛΟΙ, εκτός του παρισταμένου προς
υποστήριξη της κατηγορίας και απάντηση στη δευτερολογία ο εισαγγελέας και οι διάδικοι.
Έκδοση της απόφασης -> διασκέπτεται το δικαστήριο (επί της έδρας ή αποσύρεται το
δικαστήριο και διασκέπτεται σε άλλο χώρο) -> μετά τη διάσκεψη δημοσιεύονται οι
αποφάσεις του δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που
επιτάσσουν την κάμψη της αρχής της δημοσιότητας. Εάν η απόφαση αθωωτική, τότε
τελειώνει η διαδικασία. Εάν είναι καταδικαστική, ακολουθείται ένα 2ο στάδιο για την
επιβληθείσα ποινή. Η διαδικασία είναι η ίδια, όπως και για τη διαδικασία για την
ενοχή/αθωότητα του κατηγορουμένου. Μετά συζητάται αν η επιβολή της ποινής θα
ανασταλεί ή όχι, καθώς και κάποια διαδικαστικά θέματα σχετικά με το αν η έφεση θα έχει
ανασταλτικό αποτέλεσμα, εφόσον πρόκειται για πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
21 Ιανουαρίου 2021
Προανάκριση: ασκείται είτε πριν είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως (ΚΠΔ 245). Αν
υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε κάποιο αδίκημα, διεξάγεται αυτεπάγγελτη αστυνομική
προανάκριση ΠΡΙΝ την άσκηση της ποινικής δίωξης και χωρίς την παραγγελία του
εισαγγελέα (παρ.2). Αντιδιαστέλλεται από την τακτική ανάκριση, η οποία ασκείται κατόπιν
εισαγγελικής παραγγελίας από τακτικό ανακριτή (παρ.1) και έπεται της ποινικής διώξεως.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ
Αρχή της αμεσότητας: η αποδεικτική διαδικασία πρέπει να εκτυλίσσεται ενώπιόν του και να
εξετάζει ο ίδιος τα αποδεικτικά μέσα (διεξαγωγή δίκης εξ υπαρχής στο ακροατήριο), έτσι
ώστε να σχηματιστεί αξιόπιστη πεποίθηση ως προς την ενοχή ή αθωότητα του
κατηγορουμένου. Αφορά ένα ευρύτερο κύκλο θεμάτων που σχετίζεται με την αξία των
θεμάτων εξετάζονται και την εγγύτητα των θεμάτων -> περιλαμβάνει την τυπική αμεσότητα
και την ουσιαστική αμεσότητα (δεν είναι δυνατή σε πολλές περιπτώσεις η κάθετη και
σαφής διάκριση μεταξύ τους).
Ουσιαστική: αρχή του εγγύτερου προς τα γεγονότα αποδεικτικού μέσου -> ο δικαστής
χρησιμοποιεί τα πρωτογενή αποδεικτικά μέσα για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, όχι
να χρησιμοποιεί δευτερογενή αποδεικτικά μέσα, τα οποία είναι μειωμένης αξιοπιστίας (πχ
προτιμά την εξέταση του αυτόπτη μάρτυρα έναντι του εξ ακοής, που συνιστά έμμεσο
αποδεικτικό μέσο). Δεν μπορεί να έχει απόλυτη ισχύ, λόγω του ότι υπάρχει η ελεύθερη
εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠΔ 177), σύμφωνα με την οποία το κάθε μέσο αξιολογείται
κατά συνείδηση από τον δικαστή.
Η αρχή της άμεσης προσωπικής επαφής δεν είναι απόλυτη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις
προβλέπονται και εξαιρέσεις -> ΚΠΔ 328 (ανάθεση σε εντεταλμένο ανακριτικό υπάλληλο η
εξέταση του μάρτυρα και το δικαστήριο πληροφορείται μέσα από την ανάγνωση εγγράφου
το περιεχόμενο της μαρτυρίας), ΚΠΔ 354 (εξέταση μάρτυρα στον τόπο που διαμένει ή σπίτι
του, ανάλογη εφαρμογή του 328). -> ΑΚΡΙΒΗ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ
ΕΠΑΦΗΣ (αναφορικά με το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων)
*εντεταλμένος: δεν είναι μέρος της σύνθεσης του δικαστηρίου, ενώ ο εισηγητής δικαστής
είναι μέλος του δικαστηρίου.
Αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου ισχύει τελικά; Μπορεί αντί του ίδιου του μάρτυρα
ή του κατηγορουμένου να αναγνωσθεί το έγγραφο της εξέτασής του κατά την προδικασία;
ΚΠΔ 363: ανάγνωση της κατάθεσης ΜΟΝΟ αν είναι αδύνατη η εμφάνιση του μάρτυρα στο
ακροατήριο -> περιπτώσεις προβλέπονται περιοριστικά στον νόμο. Άρα κατά κανόνα
πρέπει να έρχεται ο δικαστής σε άμεση προσωπική επαφή με τον μάρτυρα και να τον
εξετάζει ο ίδιος. Αλλιώς, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά ΚΠΔ 171 παρ.1
περίπτωση δ’ (ΕΣΔΑ παρ.3 περ. δ -> για να γίνει δεκτή η παραβίαση, θα πρέπει η συνολική
αντιπαράθεση να εμποδίζει το δικαίωμα δίκαιης δίκης του κατηγορουμένου κατά ΕΔΔΑ).
Οι καταθέσεις θα πρέπει να είναι ένορκες. Όταν δεν τεκμαίρεται αδυναμία εμφανίσεως του
μάρτυρα στο ακροατήριο -> παρ.2 363 ΚΠΔ -> διαβάζεται στο ακροατήριο ΜΟΝΟ αν
συναινεί ΡΗΤΑ ο κατηγορούμενος (τυπική προϋπόθεση), διαφορετικά απόλυτη ακυρότητα
της διαδικασίας.
Κατηγορούμενος ως προσωπικό αποδεικτικό μέσο: παρ.2 365 ΚΠΔ -> αντίφαση μεταξύ
προδικασίας και επ’ ακροατηρίω διαδικασίας -> τότε δύναται η κάμψη της αμεσότητας και
του διαβιβάζονται οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση.
22 Ιανουαρίου 2021
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Ποινική διαταγή
Χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου, εκδίδεται από τον εισαγγελέα και
περιέχει τον καθορισμό της πράξης και τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία στηρίχθηκε ο
εισαγγελέας για να την εκδώσει. Κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις, που
συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου (ΚΠΔ 412). ΚΠΔ 413 -> ανατρέπεται η διαταγή και
εισάγεται κανονικά η υπόθεση στο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία. Μετά την
έκδοση της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από
τον νόμο (έφεση και αναίρεση). ΔΕΝ δεσμεύεται από το ΚΠΔ 470, όπου αναφέρεται η μη
χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 415). Αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα
αντιρρήσεις, εκτέλεση διαταγής δίχως να χωρά δικαίωμα έφεσης ή αναίρεσης.
Πλημμελήματα και κακουργήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω (ΚΠΔ 417 επ.)
ΚΠΔ 417: πλημμελήματα επ’ αυτοφώρω -> διαδικασία για όλα, περισσότερο για εκείνα που
υπάγονται στην αρμοδιότητα ΤριμΠλημμ (βαρύτερης κοινωνικής απαξίας αξιόποινες
πράξεις). Αν κρίνει ο εισαγγελέας ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία, τότε η
υπόθεση πρέπει να εισαχθεί για εκδίκαση στο ακροατήριο -> αφορά τους ανήλικους
δράστες και άτομα ειδικής δωσιδικίας -> ΚΠΔ 111 (πχ δικηγόροι/εισαγγελείς κλπ, που
δικάζονται σε πρώτο βαθμό από το ΤριμΕφΚακουργημάτων).
ΚΠΔ 418: υποχρέωση να προσέλθει αμέσως ο ύποπτος στον εισαγγελέα από τον ανακριτικό
υπάλληλο/ανακριτικό όργανο -> θα πρέπει πάση θυσία να μεταφερθεί ο κρατούμενος, για
αυτό και ορίζεται πως πρέπει να μεταφερθεί σε αναγκαίο χρόνο, ακόμα και με τα πόδια.
Εισαγγελέας παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο -> όροι
κλειδιά: ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΠΤΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ, ΑΜΕΣΩΣ, όχι κοινοποίηση κλητηρίου θεσπίσματος,
προφορική γνωστοποίηση των στοιχείων της κατηγορίας
Παράγραφος 2η: δεν αναφέρεται σε πλημμέλημα του ΚΠΔ 309, αλλά για βαρύτερο
πλημμέλημα.
Παράγραφος 3η: σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, υποβάλλεται και προφορικά αυτή σε
όσους ανακριτικούς υπαλλήλους είναι αρμόδιοι για τη σύλληψη του δράστη του επ’
αυτοφώρω εγκλήματος (μόνο ανακριτικός υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο).
2.Έγκληση υποβάλλεται μόνο από τον παθόντα ή από τον επίτροπο, σε περίπτωση που το
θύμα είναι ανήλικο.
3.Προθεσμία τρίμηνης άσκησης της έγκλησης από την στιγμή που ο παθών πληροφορείται
ότι τελέστηκε έγκλημα εις βάρος του.
4.Ανάκληση (ΚΠΔ 55): η έγκληση μπορεί να ανακληθεί νόμιμα μόνο εφόσον συμφωνήσει
και ο κατηγορούμενος, ενώ στο αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα ΔΕΝ μπορεί να
ανακληθεί ΠΟΤΕ η μήνυση.
Πχ ΜΟΔ και ΜονΕφ: είναι ομοιόβαθμα γιατί δικάζουν κακουργήματα, αλλά δεν είναι
ομοειδή, γιατί έχουν διαφορετική σύνθεση.