You are on page 1of 13

Τίτος Πατρίκιος:

Η Νέα Χάραξη
σελίδες 7-22
Ομάδα: Νάντια, Μαριέττα, Τέρψη, Ηλιάννα, Μαρϊζα
Η ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
1) Στο συγκεκριμένο ποϊημα, φαϊνεται
πως ο τϊτλος έχει άμεση σχέση με το
περιεχόμενο του κειμένου, καθώς
αναφέρεται στον εαυτό του, που
“βρϊσκεται” σε μια θάλασσα και
κατευθύνεται προς την ακρογιαλιά.
Στο ποϊημα παρ‟ όλα αυτά, φαϊνεται
πως μιλάει με μεταφορές, καθώς
επϊσης απουσιάζει το μέτρο και η
ομοιοκαταληξϊα. Τέλος, υπάρχει
απουσϊα στϊξης και ο λόγος εϊναι
συνειρμικός και κρυπτικός, κάτι που
εντάσσει το ποϊημα στη μοντέρνα
ποϊηση.
Η ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
2) Πρωταγωνιστής της ιστορϊας φαϊνεται να εϊναι ο ϊδιος. Φαϊνεται πωςβρϊσκεται σε μια
δύσκολη κατάσταση, κατά την οποϊα παύει να νοιάζεται και προσπαθεϊ να προχωρήσει και να
βγει από αυτήν. Επϊσης, όπως αναφέρεται και στο ποϊημα, το ποιητικό υποκεϊμενο καταφέρνει
να ξεπεράσει τις δυσκολϊες του παρελθόντος.

3) Στο ποϊημα αυτό, ο χρόνος δεν εϊναι ξεκάθαρος, αναφέρεται μόνο η φράση “εϊδα τον ουρανό
να φέγγει” που συνεπάγεται στο γεγονός ότι ήταν νύχτα. Ο χώρος επϊσης φαϊνεται να
εναλλάσσεται, καθώς ξεκινάει με το ποιητικό υποκεϊμενο να βρϊσκεται μέσα στη θάλασσα, και
να καταλήγει κολυμπώντας στην ακρογιαλιά.

4) Ο αφηγητής της ιστορϊας φαϊνεται να εϊναι το ϊδιο το ποιητικό υποκεϊμενο. Φαϊνεται πως
υπάρχει η επικράτηση του α‟ ενικού ρηματικού προσώπου, με το οποϊο δηλώνονται προσωπικές
εμπειρϊες. Αναδύονται προσωπικά βιώματα και το ύφος του κειμένου γϊνεται βιωματικό.
Επιτάφιος στο Παρίσι, το 1960
1. Περιεχόμενο: Με αφορμή μϊα
χαρακτηριστική θρησκευτική τελετή,
εκεϊνη του Επιταφϊου, ο Πατρϊκιος
προβάλλει τις ελπϊδες και επιδιώξεις που
κατεϊχαν οι νέοι της δεκαετϊας του „60 σε
μϊα ξένη, γνωστώς διαφωτισμένη χώρα,
τη Γαλλϊα. Στη συνέχεια, ωστόσο
επισημαϊνει την κατάληξη τους, καθώς
μετά από τόσους κοινούς αγώνες και
στιγμές, πλέον συναντιούνται σαν ξένοι.
Τέλος, έχοντας ο ϊδιος δράσει ως
τελεσιουργός παράγοντας για σημαντικές
πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές, στα
γεράματα του δυσκολεύεται να
προσαρμοστεϊ στα νέα δεδομένα που
έχουν δημιουργήσει οι νέοι της
σύγχρονης εποχής.
Επιτάφιος στο Παρίσι, το 1960
2. Κειμενικοί δείκτες: Καταρχάς, ο Πατρϊκιος εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα του ποιήματος με μϊα εύστοχη περιγραφή
μιας μοναδικής του εμπειρϊας στο Παρϊσι κατά την οποϊα, μάλιστα, χρησιμοποιεϊ α‟ πληθυντικό πρόσωπο ώστε να
αποδώσει την συλλογικότητα και την οικειότητα που οι νέοι τότε αισθανόντουσαν, καθώς βϊωναν μαζϊ τις ξεχωριστές
στιγμές και μάχονταν “σχεδόν αγκαλιασμένοι” για τους ϊδιους απώτερους σκοπούς. Επιπλέον, ο ποιητής κάνει χρήση
ρημάτων έντονης συναισθηματικής φόρτισης (“πλάθαμε”, “παλεύαμε”) στην προσπάθειά του να προσδώσει
παραστατικότητα στα αναγεγραμμένα γεγονότα και τον απαραϊτητο συναισθηματισμό που τα συνόδευε. Έπειτα,
μεταβαϊνει σε ένα εξομολογητικό ύφος, που επιτυγχάνεται με το α‟ ενικό πρόσωπο, παραθέτοντας μϊα “προφητεϊα” που
εϊχε κάνει ως νέος, ότι στο μέλλον αυτές οι στιγμές που τώρα ζούνε θα αποτελούν απλές αναμνήσεις και μεταξύ τους θα
απομακρυνθούν, που με την παρομοϊωση “σαν ξένοι” εκφράζεται εναργώς. Επιπροσθέτως, τονϊζεται η πάροδος του
χρόνου και το ασταθές και ευμετάβλητο στοιχεϊο που τον χαρακτηρϊζουν καθώς μέσα σε 43 χρόνια ολόκληρα κράτη
εξαφανϊστηκαν από χάρτες με φωτεινό παράδειγμα την Σοβιετική Ένωση παραλληλϊζοντας το γεγονός αυτό με την
απώλεια φιλϊων. Τέλος, δηλώνει την αδυναμϊα του να εξοικειωθεϊ με την νέα πραγματικότητα με την μεταφορά “να
συντονιστεϊ μαζϊ με τους ρυθμούς της” όντας ένα στοιχεϊο δηλωτικό της αντϊθεσης νιότης-γήρατος.
Επιτάφιος στο Παρίσι, το 1960
3. Παρατηρήσεις: Ο τϊτλος του ποιήματος δύναται να ερμηνευτεϊ και κυριολεκτικά, καθώς περιγράφεται εξ αρχής μια
εμπειρϊα του Πατρϊκιου στο Παρϊσι σε μϊα τελετή Επιταφϊου το 1960, και μεταφορικά, καθώς επισημαϊνεται το πέρασμα
του χρόνου, με την μετάβαση από τον ϊδιο να εϊναι νέος και φιλόδοξος στη νέα εποχή στην οποϊα εκεϊνος δυσκολεύεται
να ενταχθεϊ λόγω των αλλαγών που οι σύγχρονοι νέοι έχουν τελέσει. Με άλλα λόγια, θρηνεϊ τη νεότητα που κάποτε εϊχε
και εξαϊρει τα επιτεύγματα που πραγματοποϊησε η γενιά του, δϊχως να αποδοκιμάζει την τελευταϊα για τις προσπάθεια
της.
Άλλο ένα
καλοκαίρι
1) Ο ηίηινο έρεη άκεζε ζρέζε κε ην
πεξηερόκελν ηνπ πνηήκαηνο, θαζώο εθείλν
αλαθέξεηαη ζε όιεο ηηο δξαζηεξηόηεηεο
πνπ ιακβάλνπλ ρώξα εθείλε ηελ επνρή,
όπσο είλαη ην αδηάθνπν ηξαγνύδη ησλ
ηδηηδηθηώλ, νη θαηλνύξγηεο γλσξηκίεο, ε
ζάιαζζα θαη νη έξσηεο. Αθόκα, ε θξάζε
‚Απηό ην θαινθαίξη‛ επαλαιακβάλεηαη
άιιεο δύν θνξέο ζην πνίεκα. Παξά ηελ
λνεκαηηθή ζπλάθεηα ηίηινπ-πεξηερνκέλνπ,
ην πνίεκα θαηαηάζζεηαη ζηελ κνληέξλα
πνίεζε εμαηηίαο ηνπ ειεύζεξνπ ζηίρνπ, ηεο
απνπζίαο ζηξνθώλ θαη νκνηνθαηαιεμίαο
θαη ηεο ύπαξμεο δηαζθειηζκώλ.
Άλλο ένα καλοκαίρι
2,4) Ο πξσηαγσληζηήο ηνπ ζπγθεθξηκέλνπ πνηήκαηνο θαίλεηαη λα είλαη ην ίδην ην πνηεηηθό ππνθείκελν, όπσο
καξηπξά θαη ε ρξήζε ηνπ α εληθνύ πξνζώπνπ κε ην νπνίν εθθξάδνληαη ηα πξνζσπηθά βηώκαηά ηνπ. Τν πνηεηηθό
ππνθείκελν, δειαδή, αλαινγίδεηαη όιεο ηηο εκπεηξίεο ηνπ πεξαζκέλνπ θαινθαηξηνύ αηζζάλνληαο έληνλε
λνζηαιγία. Θα κπνξνύζακε λα πνύκε όηη νη εκπεηξίεο απηέο ρσξίδνληαη ζε πλεπκαηηθέο θαη πιηθέο: θάπνηεο από
ηηο πιηθέο απνιαύζεηο πνπ έρεη βηώζεη είλαη ‚ην εθηπθισηηθό θσο‛, ‚ζάιαζζεο δεζηέο‛, ‚δξνζεξέο θαη
ραιαζκέλεο κπξσδηέο‛, ‚γιπθόμηλεο θαη πηπεξάηεο γεύζεηο‛, ελώ νη πλεπκαηηθέο πεξηιακβάλνπλ πην αθεξεκέλα
έξσηεο -παιηνύο θαη θαηλνύξγηνπο- , θίινπο πνπ έξρνληαη από καθξηά, αλζξώπνπο πνπ ηνλ αγαπνύλ θαη ηνλ
ζηεξίδνπλ , όπσο επίζεο θαη λέεο αιιαγέο. Εληέιεη, κε ην ηέινο ηνπ θαινθαηξηνύ εθθξάδεη ηελ ειπίδα γηα ηνλ
γξήγνξν εξρνκό ησλ Χξηζηνπγέλλσλ θαη ηεο Πξσηνρξνληάο.

3) Ο ηόπνο ζην πνίεκα είλαη ιηγάθη απξνζδηόξηζηνο, αλ θαη κπνξνύκε λα ππνζέζνπκε όηη ν πξσηαγσληζηήο
βξίζθεηαη ζε θάπνηα παξαζαιάζζηα πεξηνρή, όπσο ππνδειώλεη ε αλαθνξά ηεο ζάιαζζαο θαη ησλ γπκλώλ
ζσκάησλ. Τα γεγνλόηα δηαδξακαηίδνληαη θαηά ηελ δηάξθεηα ηνπ θαινθαηξηνύ -θαη παξόιν πνπ δελ
ζπγθεθξηκελνπνηείηαη ε εκεξνκελία, ν κήλαο Αύγνπζηνο θαίλεηαη ε πην πηζαλή απάληεζε, θαζώο απηόο είλαη ν
πην δεζηόο κήλαο ηνπ θαινθαηξηνύ ,όηαλ νη άλζξσπνη ζπξξένπλ ζηηο παξαιίεο θαη ζηα ρσξηά όπνπ γίλνληαη νη
θαηλνύξγηεο γλσξηκίεο θαη ε επαλέλσζε θίισλ θαη ζπγγελώλ, πνπ αλαθέξεη ην πνίεκα.
Οι μάρτσρες
1)Ο ηηηινο ηνπ πνηήκαηνο ζπλνςηδεη θαη ην πεξηερόκελό ηνπ. Οη
‘’κάξηπξεο‛ επαλαιακβάλνληαη θαη κέζα ζην πνίεκα. Πξόθεηηαη
γηα όινπο ηνπο αλζξώπνπο πνπ γλώξηζαλ ηνλ Τηην Παηξηθην, πνπ
εηδαλ απηνπξνζώπσο ηε δσή ηνπ πνηεηή λα εθηπιηζζεηαη θαη πνπ
ράλνληαη έλαο - έλαο ηώξα πνπ απηή πιεζηάδεη ζην ηέινο ηεο.
Απηό πξνζθέξεη ζηνλ πνηεηή ηε δπλαηόηεηα λα παξαπνηεί ηα
γεγνλόηα ηεο δσήο ηνπ θαη λα ηα πιάζεη αλάινγα κε ην ζπκθέξνλ
ηνπ, εθόζνλ δελ ππάξρνπλ απηνπηεο κάξηπξεο λα ειέγμνπλ ηελ
εγθπξόηεηα όζσλ ιέεη. Εληνύηνηο, εθεηλνο ζαλ από ρξένο θαη
ζεβαζκό ζηνλ λεόηεξν εαπηό ηνπ παξακέλεη εηιηθξηλήο.

Τν πνηεκα, αλ θαη παξνπζηάδεη ζηνηρεηα παξαδνζηαθεο πνηεζεο


εηλαη κνληέξλν, θάηη πνπ γηλεηαη αληηιεπηό από ηελ έιιεηςε
νκνηνθαηαιεμηαο θαη κέηξνπ θαη ην θαζεκεξηλό ιεμηιόγην.
Οι μάρτσρες
2,4) Πξσηαγσληζηήο θαη αθεγεηήο ηνπ πνηήκαηνο εηλαη ν ηδηνο ν Τηηνο Παηξηθηνο ζε
πξνρσξεκέλε ειηθηα, αθνύ ρξεζηκνπνηώληαο α΄ εληθό (μένω, μπορώ, αλλάδω), εμηζηνξεη
ζηνπο αλαγλώζηεο πξνζσπηθά ηνπ βηώκαηα θαη ζπλαηζζήκαηα, πξνζδηδνληαο ύθνο
εμνκνινγεηηθό ζην πνηεκα. Σεκαληηθά πξόζσπα ζηελ πνηεηηθή ηζηνξηα εηλαη θαη νη
κάξηπξεο, νη άλζξσπνη πνπ ηνλ γλώξηζαλ.

3) Μνινλόηη δελ πξνζδηνξηδεηαη αθξηβήο ηόπνο θαη ρξόλνο ζην ηδην ην πνηεκα, ππάξρεη
ππνζεκείσζε πνπ αλαθέξεη πσο απηό γξάθηεθε ζηηο 15 Απγνύζηνπ 2002, ζηνλ Μόιπβν
(ζηελ Μήζπκλα) ηεο Λέζβνπ.
ΑΝΑΒΟΛΕΣ
1) Ο ηίηινο ηνπ πνηήκαηνο είλαη ζηελά ζπλδεδεκέλνο κε ην ίδην ην
πνίεκα. Ο πξώηνο ζηίρνο μεθηλάεη κε ην ξήκα ‚αλαβάιινπκε‛, ελώ
ην πνίεκα νλνκάδεηαη ‚Αλαβνιέο‛. Ο ηίηινο πξντδεάδεη ηνλ
αλαγλώζηε γηα ην πεξηερόκελν ηνπ πνηήκαηνο. Με ηνλ όξν
‚αλαβνιέο‛ ν πνηεηήο αλαθέξεηαη ζηηο κάηαηεο πξνζπάζεηεο πνπ
θάλνπλ νη άλζξσπνη γηα λα απνθύγνπλ ην γεγνλόο όηη θάπνηα
ζηηγκή ζα πεζάλνπλ. Απηέο νη πξνζπάζεηεο απνηεινύληαη από
αλαδξνκέο ζην παξειζόλ ζε όκνξθεο αλακλήζεηο πνπ έρνπλ όηαλ
βξίζθνληαη κε θίινπο. Αληίζεηα, όηαλ βξίζθνληαη ζε θαηάζηαζε
κνλαμηάο έξρνληαη αληηκέησπνη κε ηελ ηδέα ηνπ ζαλάηνπ ρσξίο λα
έρνπλ θάπνηνλ δίπια ηνπο λα ρξεζηκνπνηήζνπλ σο αληηπεξηζπαζκό
γηα λα θξπθηνύλ από ηελ αιήζεηα.
ΑΝΑΒΟΛΕΣ
2/4) Σηελ ζπγθεθξηκέλε ηζηνξία παξνπζηάδνληαη δύν ή παξαπάλσ πξόζσπα. Αξρηθά, ν αθεγεηήο
ηεο ηζηνξία, ν νπνίνο εθθξάδεηαη ζε α’ πιεζπληηθό πξόζσπν, είλαη αζθαιέο λα ζεσξεζεί όηη είλαη ν
ίδηνο ν Τίηνο Παηξίθηνο, ην πνηεηηθό ππνθείκελν. Σε θάζε ζηίρν ηα ξήκαηα πνπ ρξεζηκνπνηεί είλαη
ζε α’ πιεζπληηθό πξόζσπν, θάηη ην νπνίν δειώλεη ηελ ύπαξμε ελόο ή πεξηζζόηεξσλ αηόκσλ ηα
νπνία κνηξάδνληαη ηηο ίδηεο αλεζπρίεο κε απηόλ. Θα κπνξνύζε αθόκα λα ζεσξεζεί όηη ν πνηεηήο
πξνζδίδεη έλα δηαινγηθό ύθνο ζην πνίεκα θαη κηα νηθεηόηεηα κε ηελ επηινγή ρξήζεο α’
πιεζπληηθνύ, πξνζπαζώληαο λα θάλεη ηνλ αλαγλώζηε λα ηαπηηζηεί ρσξίο λα εκπιέθεηαη θάπνην
άιιν πξόζσπν ζηελ ηζηνξία.
3) Η ηζηνξία ηνπ πνηήκαηνο δηαδξακαηίδεηαη ζην παξόλ. Απηό θαίλεηαη από ηελ ππθλή ρξήζε
ελεζηώηα (1ε ζηξνθή: αναβάλλουμε, 3ε ζηξνθή: γελάμε). Ο πνηεηήο κηιάεη γηα πξάμεηο πνπ
ιακβάλνπλ ρώξα ζην παξόλ νη νπνίεο εζηηάδνπλ ζην κέιινλ θαη ζην παξειζόλ. Σπγθεθξηκέλα, ζην
κέιινλ γηαηί ν ζάλαηνο πιεζηάδεη θαη ηα πξόζσπα ηεο ηζηνξίαο ην μέξνπλ αιιά δελ κπνξνύλ λα ην
αλαβάινπλ, θαη ζην παξειζόλ γηαηί ζπκνύληαη παιηέο επράξηζηεο αλακλήζεηο πνπ κνηξάδνληαη.
Όκσο όια απηά ζπκβαίλνπλ ζην παξόλ κε ηνλ ηόπν ηνπ πνηήκαηνο λα κέλεη απξνζδηόξηζηνο.
Ευχαριστούμε πολύ!

You might also like