Professional Documents
Culture Documents
Α.1.3.1. ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1
Α.1.3.1. ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1
Α.1
Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση
Α.1.3.1
Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
Επόπτης:
ΜΠΡΟΥΖΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Εκπονητής:
ΠΟΛΥΖΩΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Εκπαιδευτικός Φυσικός (ΠΕ-04-01) στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
ΑνάπτυξηΑνθρώπινου Δυναμικού,
Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση
Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
2
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
1η θεματική ενότητα:
Προσδιορισμός εννοιών - Μοντέλα κοινωνικοποίησης
Η 1η θεματική ενότητα είναι οργανωμένη σε δύο (2) υποενότητες. Στην πρώτη (1η) θεματική υποε-
νότητα, με τίτλο Προσδιορισμός των εννοιών, αναλύονται: α) οι όροι της παιδαγωγικής αλληλεπίδρα-
σης, β) η ταυτότητα του ατόμου και γ) η επικοινωνιακή διάσταση της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης.
Στη δεύτερη (2η) θεματική υποενότητα, με τίτλο Μοντέλα κοινωνικοποίησης, αναλύονται: α) το ψυ-
χαναλυτικό μοντέλο, β) η θεωρία της συμπεριφοράς, γ) οι αναπτυξιακές θεωρίες και δ) η συμβολική
αλληλεπίδραση.
1
Επιλέχθηκε οι αναφορές να γίνονται στο αρσενικό με βάση το γραμματικό γένος [ο μαθητής, ο εκ-
παιδευτικός] για λόγους ομοιογένειας και ροής του κειμένου. Κρίθηκε ότι θα ήταν κουραστικό για τον
αναγνώστη να χρησιμοποιείται ο διπλός τύπος ο/η μαθητής/-τρια κ.ο.κ.
3
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
Επισημαίνουμε, επίσης, ότι ιδιαίτερα για τη σχολική παιδαγωγική πράξη η άρθρωση, η διατήρηση
και ο μετασχηματισμός της ταυτότητας του μαθητή συνιστούν σπουδαίες παραμέτρους, που η πράξη
πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη. Αυτή, όμως, η ανάγκη/απαίτηση πρέπει, τηρουμένων των αναλο-
γιών, να αντιπροσωπεύει και τον εκπαιδευτικό. Είναι ευνόητο ότι, αν αυτό δε συμβαίνει, δεν καθί-
σταται δυνατή η διάδραση και αντιστρόφως. Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο της παιδαγωγικής
δραστηριότητας, καθώς συνειδητά ή ασυνείδητα η απαίτηση αυτή φαίνεται να αφορά αποκλειστικά
το παιδί.
Οι απαιτήσεις που προβάλλονται στο άτομο εκ μέρους της κοινωνίας το καλούν πάντα να ανταπο-
κριθεί σε αυτές. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το άτομο είναι απαραίτητο να μπορεί να αντιμετωπίζει
τα εκάστοτε προβλήματα που διέπουν τον ανθρώπινο βίο. Η θετική και πλήρης απάντηση στις απαι-
τήσεις αυτές καλείται πληρότητα πράξης και δεν παραπέμπει, ασφαλώς, μόνο στη βουλητική διά-
σταση του ατόμου, αλλά και στην αποτελεσματική χρήση των απαραίτητων μέσων προς ευόδωση
του σκοπού (Γκότοβος, 1985). Κι επειδή το ανθρώπινο ον είναι ένα ον που, για να ζήσει, εμπλέκεται
σε μια γλωσσική αλληλεπίδραση, η πληρότητα της πράξης του είναι κεντρικά και πληρότητα επικοι-
νωνίας. Μέσα από τη θεωρία του «επικοινωνιακού πράττειν» του Habermas γίνεται κατανοητό ότι η
επιζητούμενη πληρότητα της πράξης έγκειται και στην πληρότητα που απορρέει από την κατοχή των
κανόνων της επικοινωνίας, τη γνώση της σπουδαιότητάς τους και την καλή εφαρμογή τους εκ μέρους
των δρώντων υποκειμένων. Η επικοινωνιακή πληρότητα συνιστά, λοιπόν, μια κεντρική παράμετρο
της επιζητούμενης πληρότητας (Habermas, 1984).
της, τονίζεται το γεγονός της αμοιβαίας επιρροής μεταξύ των μελών του παιδαγωγικού ζεύγους, αλλά
και η δυνατότητα που προσφέρεται ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό να επηρεάσει τις αξίες και τις στά-
σεις των μαθητών του (Μπακιρτζής, 2006). Πρέπει να σημειώσουμε, όμως, ότι στην εμβέλεια της
παιδαγωγικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα στο σχολικό περιβάλλον οι ερευνητές αναγνωρίζουν
ότι εμπίπτουν και οι σχέσεις εκπαιδευτικών-γονέων, οι σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, αλλά και
των εκπαιδευτικών με τη διεύθυνση του σχολείου, όπως και οι συγκρούσεις που προκύπτουν στο
σχολικό περιβάλλον (Γκότοβος,1985· Μπασέτας, 2011· Μπίκος, 2009). Τα θέματα αυτά θα συζητη-
θούν διεξοδικά σε επόμενη ενότητα.
Για την επιτυχή έκβαση μιας επικοινωνιακής προσπάθειας, πολύ σημαντική προϋπόθεση θεωρείται
η κατοχή της ικανότητας εκ μέρους των μετεχόντων να κωδικοποιούν και να αποκωδικοποιούν μη-
νύματα, χρησιμοποιώντας σύμβολα, και όχι αναγκαστικά γλωσσικά (Τριαντάρη, 2020). Από κάποιους
μάλιστα ερευνητές θα επισημανθεί ότι η επικοινωνία δεν είναι μια πράξη αποκλειστικά εργαλειακή,
εφόσον αυτό που διαμείβεται μεταξύ των μετεχόντων σε αυτή θα μπορούσε να είναι και η κατανό-
ηση της σχέσης που τους συνδέει (Θεοδωρίδης, 2012).
Επισημαίνουμε, επίσης, ότι η επικοινωνία διαθέτει έναν ισχυρά τελεολογικό χαρακτήρα, αν σκεφθεί
κανείς ότι θα μπορούσε να διέπεται, επιπλέον, από κάποιον ειδικό σκοπό και επιμέρους στόχους, οι
οποίοι, μάλιστα, στο σχολικό πλαίσιο ικανοποιούνται μέσω της διδασκαλίας (Ευαγγελόπουλος,
1994). Εν κατακλείδι, αυτό που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την παιδαγωγική σχέση στο σχολείο
είναι η ποιότητα της επικοινωνίας που θα αναπτυχθεί μεταξύ των εκάστοτε επικοινωνούντων (Μπα-
κιρτζής, 2003).
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η επικοινωνία δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον διάλογο. Οι προϋ-
ποθέσεις του διαλόγου, η ανάπτυξή του, η έκβασή του και ο σκοπός του δεν ταυτίζονται με την επι-
κοινωνία. Θεωρούμε πως η απαίτηση του μετασχηματισμού της ταυτότητας του κοινωνικού ατόμου,
είτε στον κοινωνικό κόσμο εν γένει είτε στο σχολικό παιδαγωγικό πλαίσιο, μπορεί να ικανοποιηθεί
μέσω της επικοινωνίας και του διαλόγου.2
Σύνοψη
Η παιδαγωγική αλληλεπίδραση εκφράζει τη θεμελιώδη ανάγκη της κοινωνίας να δημιουργήσει ένα
κοινωνικό άτομο που της αρμόζει, προκειμένου να μεταβιβασθεί ο πολιτισμός της στις νεότερες γε-
νιές. Η αλληλεπίδραση αυτή, που θα λάβει χώρα στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης και της διαπαι-
δαγώγησης του βιολογικού υποκειμένου, δηλαδή στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του σε πολιτι-
σμικό υποκείμενο, απαιτεί τη δημιουργία του ζεύγους εαυτός-άλλος/-οι και παιδαγωγός-παιδαγω-
γούμενος. Το υποκείμενο που θα δημιουργηθεί θα εκπροσωπεί μια ταυτότητα, προσωπική και κοι-
νωνική ταυτόχρονα, η οποία θα συνδέεται στενά με και θα εκπροσωπείται από έναν κοινωνικό ρόλο.
Η ταυτότητα αυτή ως ενότητα θα κληθεί, ασφαλώς, να πράξει (λεκτικά αλλά και μη λεκτικά). Αν η
πράξη που θα επιτελέσει θα είναι κοινωνικά επαρκής, δηλαδή αν επιτρέψει στον παιδαγωγούμενο
να διάγει έναν «βίο επαρκή», μπορούμε να ομιλούμε για πληρότητα πράξης αλλά και επικοινωνίας,
2 Βλ. επ’ αυτού ενδεικτικά: Θεοδωρίδης, Αλ. (2013). «Το πρόβλημα της αγωγής ως διαδικασίας
προσαρμογής στην υπάρχουσα κοινωνία και η θεωρία της επικοινωνιακής δράσης του Jürgen
Habermas», στο Τριαντάρη, Σ. & Τερέζης, Χ., (επιμ.), Φιλοσοφία και σύγχρονη εκπαίδευση.
Μυρμιδόνες, σσ. 11-32. Βλ. επίσης, Θεοδωροπούλου, Έλ. (2012). «Η διαλογική εκζήτηση στην
εκπαίδευση και η φιλοσοφική δυστροπία», διά-ΛΟΓΟΣ, τεύχ. 2. Παπαζήσης, σσ. 241-270. Επίσης:
Τζαβάρας, Γ. (2012). «Η στοχαστική διαλογική δραστηριότητα ως έξοχη ευκαιρία για εκδημοκρατισμό
του σχολικού Αναλυτικού Προγράμματος», διά-ΛΟΓΟΣ, τεύχ. 2. Παπαζήσης, σσ. 294-304. Επίσης,
Θεοδωροπούλου, Έλ. (2014). Φιλοσοφία της παιδείας. Όψεις της πράξης. Πεδίο, σποράδην. Για
επιπλέον αναφορές επ’ αυτού, βλ. Τζαβάρας, Γ. (2011). (επιμ). Φιλοσοφικός διάλογος μέσα στη
σχολική τάξη. Πρακτικά Ημερίδας: Από τον μονόλογο του δασκάλου στον ομαδικό διάλογο.
Φιλοσοφική σκέψη και διερεύνηση στην πρωτοβάθμια σχολική τάξη. Ιδιωτική έκδοση. Διαθέσιμο:
http://philosophicalbibliography. com/index.php?option= com_ &view=article&id=83&Itemid=56.
6
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
καθώς η επικοινωνία είναι κατ’ ουσίαν γλωσσική διάδραση. Ιδιαίτερα η σχολική παιδαγωγική επικοι-
νωνία θα πρέπει να αναγνωρισθεί ως ένα κεφαλαιώδες πλαίσιο άρθρωσης της παιδαγωγικής σχέσης.
Αναστοχαστικές Δραστηριότητες
Περαιτέρω Mελέτη
Τζαβάρας, Γ. (2011). (επιμ). Φιλοσοφικός διάλογος μέσα στη σχολική τάξη. Πρακτικά Ημερίδας: Από
τον μονόλογο του δασκάλου στον ομαδικό διάλογο. Φιλοσοφική σκέψη και διερεύνηση στην
πρωτοβάθμια σχολική τάξη. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Διαθέσιμο: http://philosophicalbibliog-
raphy.com/index.php?option=com_content&view=article&id=83&Itemid=56
7
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
Βιβλιογραφία/Δικτυογραφία
Ελληνόγλωσσες Aναφορές
Berger, P., Luckmann, T. (2003). Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας. (μτφρ. Κ. Αθανασίου).
Νήσος.
Γκότοβος, Α. Ε. (1985). Παιδαγωγική αλληλεπίδραση. Επικοινωνία και Κοινωνική Μάθηση στο σχο-
λείο. Gutenberg.
Γκότοβος, Α. Ε. (2003). Η λογική του υπαρκτού σχολείου. Gutenberg.
Ευαγγελόπουλος Σ. (1994). Η λεκτική επικοινωνία και αλληλεπίδραση στη σχολική τάξη. Ιδιωτική έκ-
δοση.
Habermas, J. (1990). «Για την κοινωνική ταυτότητα». (μτφρ. Γ. Μερτίκας). Λεβιάθαν 6, 1990, σσ. 43-
56.
Θεοδωρίδης, Αλ. (2013). «Το πρόβλημα της αγωγής ως διαδικασίας προσαρμογής στην υπάρχουσα
κοινωνία και η θεωρία της επικοινωνιακής δράσης του Jürgen Habermas», στο Τριαντάρη, Σ. &
Τερέζης, Χ., (επιμ.), Φιλοσοφία και σύγχρονη εκπαίδευση. Μυρμιδόνες, σσ. 11-32.
Θεοδωρίδης, Αλ. (2012). «Η δυνατότητα της διαπαιδαγώγησης ενός κριτικά σκεπτόμενου ανθρώπου
και τα προγράμματα σπουδών της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης», διά-ΛΟΓΟΣ, τεύχ.
2. Παπαζήσης, σσ. 224-240.
Θεοδωροπούλου, Έλ. (2012). «Η διαλογική εκζήτηση στην εκπαίδευση και η φιλοσοφική δυστροπία»,
διά-ΛΟΓΟΣ, τεύχ. 2, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 241-270.
Θεοδωροπούλου, Έλ. (2014). Φιλοσοφία της παιδείας. Όψεις της πράξης. Πεδίο.
Κωνσταντίνου, Χ. (2006). Σχολική πραγματικότητα και κοινωνικοποίηση του μαθητή. Σκιαγράφηση
των κοινωνικοποιητικών μηνυμάτων του σχολείου και των εκπαιδευτικών. Εκδόσεις Guten-
berg.
Κωνσταντίνου, Χ. (2015). Το καλό σχολείο, ο ικανός εκπαιδευτικός και η κατάλληλη αγωγή. Εκδόσεις
Gutenberg.
Μπακιρτζής, Κ. (2003). Η δυναμική της αλληλεπίδρασης στην επικοινωνία. Εκδόσεις Gutenberg.
Μπακιρτζής, Κ. ( 2006 ): Επικοινωνία και αγωγή. Εκδόσεις Gutenberg.
Μπασέτας, Κ. (2011). Παιδαγωγική αλληλεπίδραση στο σχολείο. Διάδραση.
Μπίκος, Κ. (2009). Αλληλεπίδραση και κοινωνικές σχέσεις στη σχολική τάξη. Ελληνικά Γράμματα.
Nόβα-Καλτσούνη, Χ. (2007). Κοινωνικοποίηση. Η γένεση του κοινωνικού υποκειμένου. Εκδόσεις Gu-
tenberg.
Τζαβάρας, Γ. (2012). «Η στοχαστική διαλογική δραστηριότητα ως έξοχη ευκαιρία για εκδημοκρατισμό
του σχολικού Αναλυτικού Προγράμματος», διά-ΛΟΓΟΣ, τεύχ. 2, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 294-
304.
Τριαντάρη, Σ. (2020). Ηθική και κοινωνική φιλοσοφία της επικοινωνίας. Στρατηγικές και τεχνικές της
επικοινωνίας. Αντ. Σταμούλης.
Verderber, F. R. (1998). Η τέχνη της επικοινωνίας. (μτφρ. Ν. Σαρρής). Έλλην.
Verderber, F. R. &Verderber, K. (2006). Δεξιότητες διαπροσωπικής επικοινωνίας. (μτφρ. Αν. Αποστο-
λοπούλου). Έλλην.
Ξενόγλωσσες Aναφορές
Habermas, J. (1984). The theory of communicative action I (trans. Th. McCarthy). Bacon Press.
Habermas, J. (1985). The theory of communicative action II (trans. Th. McCarthy). Bacon Press.
Mead, G. (1962). Mind, self and society. The University of Chicago Press.
Park, R. E. (1938). “Reflections on communication and culture”. American Journal of Sociology, 44 (2),
σσ. 187-205.
8
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
Το ψυχαναλυτικό μοντέλο ορίζει το Αυτό ως τις ορμές, κυρίως ερωτικής φύσης, που ήδη από την
παιδική ηλικία αναπτύσσει ο άνθρωπος, διακατεχόμενος από μία έμφυτη τάση για ικανοποίηση και
ευχαρίστηση αυτών των ορμών, διαδικασία που φέρνει συνεχώς διαμάχες και περιορισμούς από
τους κανόνες. Στην αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον δομείται το Εγώ, στο οποίο αποτυ-
πώνονται οι λειτουργίες της συνείδησης, της αντίληψης, του ελέγχου, των κινήτρων, της μνήμης και
της σκέψης, ισορροπώντας ανάμεσα στο Αυτό και το εξωτερικό περιβάλλον. Το Υπερεγώ αποτελεί το
τρίτο επίπεδο και τον εξιδανικευμένο εαυτό, που συγκροτείται με την εσωτερική προβολή του άλλου
ως τμήμα του εαυτού και περιέχει το κανονιστικό και αξιακό σύστημα. Η εσωτερίκευση από το άτομο
του κοινωνικοπολιτισμικού συστήματος, όπως αναφέρει η Μαυρουδή (2014), αποτελεί το σημείο
επαφής της ψυχαναλυτικής θεωρίας και της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης.
Η κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο και νεο-
φροϊδικών αναλύσεων. Ο Erik Erikson θεωρείται από πολλούς ότι συνέχισε τη θεωρία του Freud, δί-
νοντας περισσότερη έμφαση στον ρόλο του Εγώ ή του ορθολογικού μέρους της προσωπικότητας.
Όπως ανέφερε, η κοινωνία και οι κοινωνικές αλλαγές επηρεάζουν πολύ το αναπτυσσόμενο παιδί. Για
τον λόγο αυτό, αυτό που ο Freud ονόμασε «ψυχοσεξουαλικά στάδια» ο Erikson (1963) το μετονόμασε
σε «ψυχοκοινωνικά» στάδια, απαραίτητα για την επίτευξη της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Η έν-
νοια του κύκλου στη ζωή κάθε ατόμου και το πέρασμα από οκτώ στάδια από την παιδική ηλικία μέχρι
και την ενηλικίωση ουσιαστικά αποτύπωσαν πως η κοινωνικοποίηση συντελείται διά βίου. Το παιδί
της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης βρίσκεται στο στάδιο της «Ταυτότητας Εναντίον Σύγχυσης των
Ρόλων». Στο στάδιο αυτό οι έφηβοι εξερευνούν διαφορετικές συμπεριφορές και ρόλους, προκειμέ-
νου να διαμορφώσουν μια υγιή προσωπική ταυτότητα. Βιώνουν δηλαδή αυτό που ο Erikson ονόμασε
«κρίση ταυτότητας», η οποία θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές κρίσεις κατά τη διάρκεια της ψυ-
χοκοινωνικής ανάπτυξης του ατόμου. Τα άτομα που αναπτύσσουν μια αίσθηση ταυτότητας αισθά-
νονται ασφαλή, ενώ όσα παραμένουν σε σύγχυση σχετικά με την ταυτότητά τους είναι ανασφαλή
και μπερδεμένα (Dunn & Craig, 2021· Feldman, 2019· Lightfoot et al., 2015· Smith et al., 2018· Pervin
et al., 2013).
Έτσι, ουσιαστικά η ενίσχυση, που εκφράζεται με ανταμοιβή, ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την πιθανό-
τητα ένα παιδί να αφομοιώσει το πρότυπο συμπεριφοράς που του προτείνεται από το κοινωνικό του
πλαίσιο ως αποδεκτό. Οι ενισχύσεις χωρίζονται σε δύο ομάδες, τις θετικές και τις αρνητικές. Ως θε-
τικό θεωρείται αυτό που επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη ενός παιδιού και ως αρνητικό αυτό που
προκαλεί διαταραχές στην ανάπτυξή και δημιουργεί κοινωνικές αποκλίσεις από τις ηθικά και κοινω-
νικά αποδεκτές συμπεριφορές.
Η σχηματοποίηση της θεωρίας αυτής με το σχήμα ΕΑ ουσιαστικά απέδειξε πως είναι αδύνατον να
ερμηνευτούν τα φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με βασικό γνώμονα την ενέργεια σε ένα
ερέθισμα. Η θεωρία αυτή παραλείπει ένα μεγάλο κομμάτι του κοινωνικού περιβάλλοντος και της
συμβολής του στην κοινωνικοποίηση και αυτό αποτελεί το βασικό επιχείρημα των επικριτών της.
τη δική του θεώρηση. Το παιδί δεν μπορεί ουσιαστικά να αντιληφθεί ότι υπάρχουν σε αντικειμενικά
φαινόμενα και άλλες απόψεις. Αυτό το χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με την κατάκτηση της ομιλίας
χαρακτηρίζει τις ενέργειες και τις προσπάθειες ερμηνείας των κοινωνικών ρόλων γύρω του και τη
συμμόρφωσή του με κανόνες αλλά και κοινωνικούς ρόλους. Σε αυτή τη χρονική στιγμή το παιδί δέ-
χεται τους κανόνες που του έχουν επιβάλει οι άλλοι, ουσιαστικά αποδέχεται αυτό που του παρου-
σιάζουν ως σωστό (ετερόνομη ηθική). γ) Στο στάδιο των συγκεκριμένων λογικών πράξεων (7-10 ετών)
αναπτύσσεται η συμβολική σκέψη, η δημιουργικότητα και η φαντασία. Σταδιακά το παιδί προβαίνει
σε σύνθετους λογισμούς και μειώνεται η εγωκεντρική σκέψη, που δίνει τη θέση της στη διαισθητική.
Έτσι, θεωρείται πιο ώριμο αναπτυξιακά να κατανοήσει τον κοινωνικό άλλο σε κάθε πλαίσιο που δρα-
στηριοποιείται (οικογένεια, σχολείο, γειτονιά). Η γνωστική ευελιξία που το χαρακτηρίζει σε αυτό το
στάδιο ουσιαστικά του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται και να συμμορφώνεται σε διαφορετικές κοινω-
νικές περιστάσεις. Πλέον συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον αμφισβητώντας, αλλά-
ζοντας και προσαρμόζοντας τους κοινωνικούς κανόνες. δ) Τέλος, στο στάδιο της αφαιρετικής σκέψης
(11 - ενηλικίωση) λαμβάνουν χώρα σημαντικές αλλαγές, αφού πλέον ο έφηβος έχει την ικανότητα
της αφαίρεσης και της γενίκευσης. Πλέον, ολοκληρώνει τη διαμόρφωση του δικού του ηθικού πλαι-
σίου και το σύνολο των κανόνων που υιοθετεί και αποδέχεται χωρίς η ηθική του να χαρακτηρίζεται
ως ετεροκαθοριζόμενη, αλλά ως αυτοκαθοριζόμενη.
Η αδυναμία της θεωρίας του Piaget σε σχέση με την κοινωνικοποίηση του ατόμου έγκειται στο γεγο-
νός πως αντιμετωπίζει το παιδί ως ένα ανιστόρητο υποκείμενο, που βρίσκεται σε εξέλιξη σε σχέση
με την ανάπτυξή του, αλλά όχι σε εναρμόνιση με το κοινωνικό του περιβάλλον, από το οποίο και
επηρεάζεται. Ειδικότερα, ο Piaget θεωρούσε πως η κοινωνική εμπειρία μπορεί να συμβάλει στην
επιτάχυνση της μετάβασης του παιδιού από το ένα στάδιο γνωστικής ανάπτυξης στο άλλο, όμως στα
πειράματά του δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τη διάσταση αυτή και τον ιδιόμορφο τρόπο επικοινωνίας
του παιδιού με το περιβάλλον. Έτσι, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση του Piaget στερείται
κοινωνικής προοπτικής, ότι παρέλειψε δηλαδή τον ρόλο που διαδραματίζει στη διαμόρφωση των
γνωστικών δομών το κοινωνικό περιβάλλον.
ποίου παράγονται νοήματα και συμβολισμοί. Για τον Mead η ρέουσα κοινωνική διαδικασία (Γκότο-
βος, 1997) είναι αυτή που συντελεί στη διαμόρφωση του Εγώ και των «άλλων». β) Χειρονομίες. Στη
θεωρία του Mead οι χειρονομίες ή, όπως ο ίδιος τις ονομάζει, τα «σήματα», θεωρούνται προάγγελοι
μελλοντικών κοινωνικών ενεργειών και κυρίως ρυθμιστές στη διαδικασία της αλληλοπροσαρμογής
και αλληλεπίδρασης, αποτελώντας μια πηγή ανατροφοδότησης για την οργάνωση της συμπεριφο-
ράς. γ) Φωνητικές χειρονομίες (σήματα). Σημαντική αναφορά κάνει ο Mead στο έργο του στα φωνη-
τικά σήματα, τα οποία θεωρεί ως το πρωταρχικό στάδιο της γλώσσας. Η σημαντική διαφορά τους
από τις άλλες χειρονομίες είναι πως επηρεάζουν τόσο τον αποδέκτη όσο και τον πομπό του μηνύμα-
τος. Ουσιαστικά με αυτή τη διατύπωση η γλώσσα ως φωνητική χειρονομία αποκτά τη σημαντική της
λειτουργία ως εργαλείο οργάνωσης της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Η γλώσσα δηλαδή αποτελεί
ένα σημαντικό σύμβολο λόγω του ότι επηρεάζει και διαμορφώνει πραγματικότητες και δημιουργεί
νοήματα που συνδιαμορφώνουν το κοινωνικό γίγνεσθαι. δ) Σημασία. Ως σημασία ο Mead (Γκότοβος,
1997) αναφέρει τη σχέση ανάμεσα στο ερέθισμα ενός οργανισμού, στην αντίδραση του άλλου σε
αυτό και βέβαια στη συνέπεια που επιφέρει αυτή η αντίδραση στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. ε)
Ταυτότητα. Κάθε άτομο διαμορφώνει την ταυτότητά του αποκτώντας αυτοσυνείδηση (συνείδηση
του Εγώ) με βάση τη χρήση της γλώσσας. Η αντίληψη αρχικά του εαυτού του αλλά και της εικόνας
του μέσα από τη ματιά των άλλων γίνεται σταδιακά μέσω των σημαντικών συμβόλων, όπως η
γλώσσα και τα σήματα, που αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω. Η ανάληψη του ρόλου, όπως ονο-
μάζεται αυτός ο μηχανισμός, οδηγεί το άτομο στην αυτοσυνείδηση, καθώς θα λέγαμε πως βλέπει
τον εαυτό του μέσα από την προοπτική των άλλων. Μαθαίνει, επομένως, πώς να ενεργεί, μαθαίνει
να χρησιμοποιεί και να ανατρέχει σε παλιότερες εμπειρίες του σε σχέση με την αλληλεπίδρασή του
με διαφορετικά πρόσωπα και εντέλει να συνθέτει την προσωπικότητά του και τις μελλοντικές επιλο-
γές του. στ) Ατομικό και ομαδικό παιχνίδι. Παρατηρώντας ο Mead το παιδικό παιχνίδι, κατέληξε στο
συμπέρασμα πως το παιδί κατά τη διάρκεια του ατομικού παιχνιδιού προσποιείται διάφορους ρό-
λους, όπως της μητέρας, του γιατρού, και μέσα από αυτή τη φαντασιακή κατάσταση μεταφέρεται
στη θέση του «άλλου» κατανοώντας το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο καθένας ενεργεί. Έτσι,
στο ατομικό παιχνίδι για παράδειγμα, μπορεί να αλλάζει ρόλους, χωρίς συντονισμό ή λογική τάξη,
και από ασθενής να γίνεται γιατρός ή από παιδί γονέας. Κατά το στάδιο αυτό οι «σημαντικοί άλλοι»,
που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα από το κοινωνικό του περιβάλλον με τα οποία το παιδί έχει άμε-
σες, συχνές και στενές επαφές, ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προτύπων συμπε-
ριφοράς του. Με τη μετάβαση του παιδιού στο οργανωμένο ή ελεύθερο κοινωνικό παιχνίδι ουσια-
στικά πλέον το παιδί δραστηριοποιείται σε οργανωμένο παιχνίδι με ευδιάκριτους κοινωνικούς ρό-
λους, με κανόνες, αφομοιώνοντας έτσι περισσότερους κοινωνικούς ρόλους, πρότυπα συμπεριφοράς,
στάσεις και προσδοκίες.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως τα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού κατά τον Mead είναι
τρία: α) Το προπαρασκευαστικό στάδιο της ασυντόνιστης, δοκιμαστικής και τυχαίας συμπεριφοράς,
που συνοδεύεται από μιμήσεις. β) Το στάδιο του ατομικού παιχνιδιού, κατά το οποίο το παιδί παίζει
διαφορετικούς ρόλους. Για παράδειγμα, μπορεί να αλλάζει ρόλους, χωρίς συντονισμό ή λογική τάξη,
και από ασθενής να γίνεται γιατρός ή από μαθητής δάσκαλος. Κατά το στάδιο αυτό οι «σημαντικοί
άλλοι», που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα από το κοινωνικό του περιβάλλον με τα οποία το παιδί
έχει άμεσες, συχνές και στενές επαφές, ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προτύπων
συμπεριφοράς του. γ) Το στάδιο του ομαδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο συντελείται μετάβαση από
τους απλούς ρόλους του ατομικού παιχνιδιού σε οργανωμένους κοινωνικούς ρόλους (με κανόνες,
πρότυπα συμπεριφοράς, προσδοκίες).
Ο Mead αντιλαμβάνεται την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο, κατά
την παιδική του ηλικία, μαθαίνει με αυθαίρετο τρόπο τις σημασίες των γλωσσικών συμβόλων, επί-
σης μέσω αυτής, μαθαίνει ορισμένες αποδεκτές κοινωνικά συμπεριφορές, δηλαδή το τι είναι καλό
και τι κακό, καθώς και τα είδη συμπεριφοράς που ταιριάζουν σε ορισμένους ρόλους (παιδί, μητέρα,
πατέρας). Στη θεωρία του Mead η γλώσσα αποτελεί ένα σημαντικό σύμβολο, λόγω του ότι επηρεάζει
και διαμορφώνει πραγματικότητες και δημιουργεί νοήματα που συνδιαμορφώνουν την κοινωνική
πραγματικότητα του ατόμου (Σαββάκης, 2013).
13
Α1 - Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση / Α.1.3.1 - Δ/ΘΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ
Όταν το κοινωνικό υποκείμενο αποκτήσει αρκετά σύμβολα, ξεκινά να ενσωματώνει τους ρόλους του
«άλλου», υποδυόμενο έτσι τον ρόλο του «πατέρα», «της μητέρας» ή κάποιου άλλου οικείου προσώ-
που. Μέσω αυτής της διαδικασίας το παιδί αποκτά κάποιον βαθμό αντικειμενικότητας σχετικά με το
πώς το βλέπουν οι άλλοι.
Σύνοψη
Η ψυχαναλυτική θεωρία, όπως αναπτύχθηκε από τον Sigmund Freud, ορίζει τον πολιτισμό ως τρόπο
απομάκρυνσης από τα έμφυτα ένστικτα, αφενός για την προστασία του ανθρώπου απέναντι στη
φύση και αφετέρου για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των ομάδων. Το βασικό
μειονέκτημα είναι πως η θεωρία αυτή αδυνατεί να αντιληφθεί τον κοινωνικοπολιτισμικό παράγοντα
που επηρεάζει την κοινωνικοποίηση του ατόμου.
Στο μπιχεβιοριστικό μοντέλο της κοινωνικοποίησης η βασική θέση της θεωρίας είναι πως στη συμπε-
ριφορά του ανθρώπου συντελούνται αλλαγές με βάση τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Σύμφωνα με τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης, η κοινωνικοποίηση του ατόμου συντελείται κατά
τρόπο ανάλογο με τη γνωστική του ανάπτυξη. Η κατανόηση του κοινωνικού κόσμου συνδέεται με το
γνωστικό στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται το παιδί σύμφωνα με την ηλικία του. Για τον Piaget
η γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη συντελούνται αλληλεπιδραστικά και συνδυαστικά.
Η θεωρητική προσέγγιση της συμβολικής αλληλεπίδρασης, έτσι όπως αναπτύχθηκε από τον Mead,
ουσιαστικά αναφέρεται στη διαρκή συνδιαλλαγή στην οποία βρίσκεται το άτομο με το περιβάλλον
του. Το άτομο σε αυτή τη θεωρία διαθέτει πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού δραστηριοποιείται εντός ενός
φυσικού-πραγματικού περιβάλλοντος και ταυτόχρονα ερμηνεύει τη δράση αυτή ως μία συμβολική
αποτύπωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κατά τον Mead, η δυνατότητα του ατόμου να ενεργεί, να α-
ναστοχάζεται και να τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του άλλου είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο
που αποκαλύπτει έναν γνωσιακό πλούτο και μια σύνθετη διεργασία της ανάπτυξης του ανθρώπινου
και κοινωνικού εαυτού.
Αναστοχαστικές Δραστηριότητες
Περαιτέρω Μελέτη
Δημητριάδης, Σ. (2015). Συμπεριφορισμός. Ανακτήθηκε από:https://repository. kallipos.gr/bit-
stream/11419/3399/1/247_chapter02.pdf
Πεχτελίδης, Ι. (2015). Κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας. Ανακτήθηκε από:
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/4747/1/%CE%9A%CE%B5%CF%86%CE%B1%CC%81%
CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%202.pdf
History and Biographies: An Overview of Sigmund Freud's Theories
https://www.verywellmind.com/freudian-theory-2795845
Τσαρδάκης, Δ. (1993). Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου, 3η έκδοση, συμπληρωμένη. Εκδόσεις
Παπαζήση.
Βιβλιογραφία/Δικτυογραφία
Ελληνόγλωσσες Αναφορές
Γκότοβος, Α. Ε. (2002). Παιδαγωγική αλληλεπίδραση-Επικοινωνία και κοινωνική μάθηση στο σχολείο.
Εκδόσεις Gutenberg.
Dunn, E. L. & Craig, G. J. (2021). Κατανοώντας την ανάπτυξη του ανθρώπου. (Μετάφραση: Χ. Μιλτιά-
δου - Επιμέλεια: Π. Βορριά). Εκδόσεις Παπαζήση.
Elliott, S. N., Kratochwill, T. R., Cook, J. L. & Travers, J. F. (2008). Εκπαιδευτική ψυχολογία: Αποτελε-
ματική διδασκαλία: Αποτελεσματική μάθηση. (Μετάφραση: Μ. Σόλμαν & Φ. Καλύβα - Επι-
μέλεια: Α. Λεονταρή & Ε. Συγκολλίτου). Εκδόσεις Gutenberg.
Feldman, R. (2019). Αναπτυξιακή ψυχολογία: Δια βίου προσέγγιση. (Μετάφραση-Επιμέλεια: Ε. Γα-
λανάκη, Σ. Καζή, Μ. Μαρκοδημητράκη, Η. Μπεζεβέγκης, Φ. Μπονώτη, Α. Ράλλη & Σ. Τάντα-
ρος – Γεν. Επιμέλεια: Η. Μπεζεβέγκης). Εκδόσεις Gutenberg.
Καζάζη Μ., (2000). Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, Κοινωνικοποίηση - Εκπαίδευση. Η εκπαί-
δευση στην Ελλάδα. Εκδόσεις Έλλην.
Lightfoot, C., Cole, M. & Cole, S. R. (2015). Η ανάπτυξη των παιδιών. (Μετάφραση: Μ. Κουλεντιανού
- Επιμέλεια: Ζ. Μπαμπλέκου). Εκδόσεις Gutenberg.
Long, M., Wood, C., Littleton, K. Passenger, T., & Sheehy, K. (2020). H ψυχολογία της εκπαίδευσης.
(Μετάφραση: Γ. Κωνσταντινίδη - Επιμέλεια: Α. Ανδρέου). Πεδίο.
Μαυρουδή, Α. (2014). Κοινωνικοποίηση, Πολιτική Κοινωνικοποίηση και Εκπαίδευση: Νέες ορίζουσες
και προοπτικές σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Ormrod, J. E. (2020). Ψυχολογία της μάθησης. (Μετάφραση: Δ. Τομαράς - Επιμέλεια: Κ. Μ. Κόκκι-
νος). Εκδόσεις Gutenberg.
Piaget, J. (1983). Σοφία και ψευδαισθήσεις της φιλοσοφίας. (Μετάφραση: Κ. Παπαγιώργης). Γνώση.
Πυργιωτάκης, Ι. (1986). Κοινωνικοποίηση και εκπαιδευτικές ανισότητες. Εκδόσεις Γρηγόρης.
Σαββάκης Μ.,(2013). «Μικροκοινωνιολογία και Ποιοτική Έρευνα. Θεωρητικά παραδείγματα και ε-
μπειρικές εφαρμογές», εκδ.Κριτική, Αθήνα, σελ 59-103.
Slavin, R. E. (2007). Εκπαιδευτική ψυχολογία: Θεωρία και πράξη. (Μετάφραση: Ε. Εκκεκάκη - Επιμέ-
λεια: Κ. Μ. Κόκκινος). Μεταίχμιο.
Smith, P. K., Cowie, H. & Blades, M. (2018). Κατανοώντας την ανάπτυξη των παιδιών. (Μετάφραση:
Ι. Φυρίππη - Επιμέλεια: Ε. Γαλανάκη). Εκδόσεις Τζιόλα.
Pervin, L. A. & Cervone, D. (2013). Θεωρίες Προσωπικότητας. Έρευνα και Εφαρμογές (Μετάφραση:
Α. Αλεξανδροπούλου/ Β. Καμπορόζος- Επιμέλεια: Α. Μπρούζος). Gutenberg.
Woolfolk, A. (2007). Εκπαιδευτική ψυχολογία. (Μετάφραση: Μ. Μπαρπάτση - Επιμέλεια: Ε. Μακρή-
Μπότσαρη). Εκδόσεις Έλλην.