Professional Documents
Culture Documents
Paper GR v5 Bmac
Paper GR v5 Bmac
3. Ταφικά έθιμα
Τα ταφικά έθιμα και η εν γένει στάση των κοινωνιών έναντι του
νεκρού συνιστούν στοιχείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον μελετητή
αρχαίων πολιτισμών, διότι αποκαλύπτουν σημαντικές πλευρές της
επικρατούσας ιδεολογίας. Δεδομένου μάλιστα ότι τα ταφικά έθιμα και οι
σχετικές λατρείες είναι ιδιαίτερα ‘συντηρητικά’ και ‘παραδοσιακά’,
εμφανίζοντας επίμονη αντίσταση στην μεταβολή, η σχετική έρευνα αποκτά
επιπρόσθετο ενδιαφέρον και χρησιμότητα, διότι φωτίζει στοιχεία τα οποία
χαρακτηρίζουν και διαφοροποιούν τα έθνη.
Στην νεκρόπολη της Gonur προσδιορίσθηκαν πέντε κύριοι τύποι τάφων:
ο τύπος dakhma, οι θαλαμοειδείς, οι κίστεις, οι λακκοειδείς κατακορύφου
προσπελάσεως και οι απλοί λακκοειδείς. Ο Σαρηγιαννίδης θεωρεί ότι οι
διαφορετικές ταφικές συνήθειες δεν οφείλονται στις ποικίλες εθνικές
ρίζες των ταφέντων στην νεκρόπολη. Αντίθετα υπογραμμίζει ότι σε όλα τα
είδη τάφων απεκαλύφθη ο ίδιος τρόπος ταφής των ανθρώπινων υπολειμμάτων
ήτοι η συνεσταλμένη στάση του ύπνου, κυρίως στην δεξιά πλευρά, με την
κεφαλή προς τα βόρεια - βορειοδυτικά και με τα ταφικά δώρα στο κεφάλι.
Έτσι κατέληξε ότι οι διαφορετικές ταφικές κατασκευές ερμηνεύονται από
την διαφορετική κοινωνική θέση του νεκρού και όχι από την εθνική
καταγωγή του. Αξίζει όμως εν προκειμένω να σημειωθεί ότι ο τρόπος ταφής
απαντάται ο αυτός σε πολλά μέρη από αρχαιώτατες εποχές. Έτσι η ταφή του
Παλαιολιθικού Αρχανθρώπου των Πετραλώνων σε κόγχη βράχου έγινε με το
σώμα σε συνεσταλμένη θέση και τοποθετημένο στην δεξιά πλευρά.B12 Ομοίως
σε ταφή γυναίκας στο Απήδημα Μάνης, χρονολογούμενη πρίν 30000 έτη, η
νεκρή ευρέθη επίσης σε εμβρυϊκή στάση.B13
Ο τύπος ‘dakhma’ εχρησιμοποιείτο για την ταφή των μελών της
βασιλικής οικογένειας, περιελάμβανε το στάδιο του καθαρισμού τον οστών
από την σάρκα, και ακολουθείτο από την απόθεση των καθαρθέντων οστών σε
θαλαμοειδή τάφο.B14 Στους τοίχους των βασιλικών τάφων ανεσκάφησαν
περίτεχνες εικονογραφίες διακοσμημένες με ιδιαίτερη τέχνη και
περιλαμβάνουσες συνθέσεις πολλών μορφών καθώς και μωσαϊκά, που όμοιές
τους δεν ευρέθησαν στο ανάκτορο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι δεν
έλιπαν και οι ανθρωποθυσίες, κατ’ αναλογία προς ότι συνέβαινε στους
βασιλικούς τάφους της Ur.B15
Οι θαλαμοειδείς τάφοι συνιστούσαν μόνον το 1.9% του συνόλου των
ανασκαφέντων της νεκροπόλεως, εμφανίζονται δε στην Gonur για πρώτη φορά
στην Κεντρική Ασία. Οι τάφοι αυτοί αντιπροσώπευαν ομοιώματα οίκων ή
ακριβέστερα υπνοδωματίων, τα δε κύρια χαρακτηριστικά τους περιελάμβαναν
κλιμακωτές εισόδους σφραγισμένες με τούβλα, εστίες με τοιχώματα και
ομοιώματα διπλών εστιών.B16 Μερικοί από αυτούς τους τάφους διέθεταν
ομοιώματα ερμαρίων για σκεύη φαγητού, ‘κρεββάτια’ από τούβλα, ακόμη και
‘τραπέζια’. Οι ανασκαφέντες στην Gonur θαλαμοειδείς τάφοι ευρίσκοντο
κατά τα τρία τέταρτα υπό την επιφάνεια της γής, επάνω δε από αυτήν
διακρινόταν ο τοξωτός θόλος.
Εικ. B2: Ψηφιδωτό με ελεφαντοστούν σε θάλαμο βασιλικού τάφου της Gonur δεικνύον μυθικά
πλάσματα με κεφαλή πτηνού και σώμα λέοντος
Εικ. B3: Ομοίωμα υποδήματος από την ταφή 2169 της Gonur (αριστερά), Πήλινο ομοίωμα
υποδήματος Μυκηναϊκού τάφου Αλυκής (δεξιά)
Εικ. B4: Κέρνος από την Gonur (αριστερά) και από το Mohenjo-daro (δεξιά)
Εικ. B5: Χρυσό δακτυλίδι από την Gonur (αριστερά), περόνη από τον βορειο-ανατολικό Αιγαίο
(δεξιά), με την τετραπλή έλικα
Εικ. B6: Εκτινασσόμενο ρόπαλο φερόμενο από Μινωίτη (αριστερά), ταφικά αναθήματα βασιλικών
τάφων Gonur (κέντρο) και απόσπασμα τοιχογραφίας του Mari με την θεότητα φέρουσα
εκτινασσόμενο ρόπαλο στα αριστερό χέρι (δεξιά)
Εικ. B7: Ελεφαντοστέϊνη κτένα από το Gonur (αριστερά) και από το Tell Abraq (δεξιά), από τα
τέλη της τρίτης χιλιετίας
4. Αρχιτεκτονική
Κατά τον Σαρηγιαννίδη τα μνημειακά οικοδομήματα της Βακτρίας –
Μαργιανής παρουσιάζουν μεν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μοιράζονται όμως
και ωρισμένα σημαντικά γνωρίσματα, κοινά με την περιοχή της Εγγύς
Ανατολής και του Αιγαίου.
Τα Προπύλαια του ανακτόρου της Gonur σχεδόν αντιγράφουν την είσοδο
της άνω προστάσεως (προθαλάμου) των Προπυλαίων στον δεύτερο όροφο του
ανακτόρου της Κνωσσού, διαθέτοντας δύο διαδρόμους προσπελάσεως με
κλίμακα.B92 Τέτοιοι κλιμακωτοί διάδρομοι υιοθετούντο στην Μεσοποταμία
σχεδόν αποκλειστικά σε ιερά, με αποτέλεσμα ο Roaf να υποστηρίξει ότι η
ύπαρξή τους αποτελεί σχεδόν αλάνθαστη ένδειξη ότι ένα συγκεκριμένο
κτίριο ήταν ναός.B93 Αυτό το αρχιτεκτονικό στοιχείο καθώς και οι
διακοσμητικοί πεσσοί και οι εσοχές εγκαινιάσθηκαν στο Tepe Gawra ήδη από
την τέταρτη χιλιετία πρίν από την εποχή μας. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα
θεωρείται ότι σημαδεύει την μετάβαση από τα πρώϊμα Χαλκολιθικά αγροτικά
χωρία στις σύνθετες οικιστικές εγκαταστάσεις με κτιστές οικίες,
σφραγίδες, με τα πρώτα μεταλλικά αντικείμενα και την μνημειακή
αρχιτεκτονική.B94 Πρόκειται για το 13ο στρώμα του Tepe Gawra, πλησίον της
Νινευΐ και της σύγχρονης Μοσούλης, όπου ανεσκάφη το πρωϊμότερο
παράδειγμα τέτοιου οικήματος, ο δε συγκεκριμένος τύπος παρέμεινε
κυρίαρχος για τους επόμενους αιώνες. Πάντως, κατά την Μέση Νεολιθική
στην Ελλάδα, ήτοι ήδη από την έκτη χιλιετία, κτίζονται για πρώτη φορά
οικίες με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους, εσωτερικά
επιχρισμένους. Οι οικίες είναι ορθογώνιες, μονόχωρες ή πολύχωρες,
διαθέτουν δε και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (τύπος μεγάρου).B95 Το
Σέσκλο αυτής της περιόδου καταλαμβάνει έκταση περίπου εκατό χιλιάδων
τετραγωνικών μέτρων, περιλαμβάνει πολλές εκατοντάδες καταλύματα, ακόμη
και διώροφα, και κατοικείται συνολικά από τρείς έως τέσσερεις χιλιάδες
κατοίκους. Η εξειδίκευση της εργασίας έχει προχωρήσει, η παραγωγή
κεραμεικής γνωρίζει άνθιση, σφραγίδες δε ευρίσκονται εν χρήσει ήδη από
την εποχή πρωτο – Σέσκλου, ενώ είναι εμφανής ο αστικός σχεδιασμός.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο υιοθετείται στην
αίθουσα ακροάσεων του ανακτόρου της Gonur, θεωρείται δε ιδιαίτερα
δημοφιλές στον Αιγαιακό χώρο, επί παραδείγματι στην Φαιστό, από όπου η
χρήση του επεξετάθη στην Ανατολική Μεσόγειο, για να ανακαλυφθεί εν
συνεχεία στην Μαργιανή. Πρόκειται για την χαρακτηριστική κατασκευή των
διόδων με χαμηλά κατώφλια και κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς
στηριζόμενους σε πέτρινες δισκοειδείς βάσεις, όπως στην αρχιτεκτονική
του Αιγαίου.B96 Αυτοί οι υπερυψωμένοι ‘διάδρομοι’ εχρησιμοποιούντο
συνήθως στα επίσημα δωμάτια, το ίδιο δε παρατηρείται και στα ανάκτορα
της Κνωσσού, του Mari (περί το 1900 π.Χ.), τής Alallakh (περί το 1600
π.Χ.), και της Ευαγορίτιδος (Ugarit, περί το 1450 π.Χ.). Παραλληλισμοί
παρατηρούνται επίσης με το ανάκτορο της Αβάριος στο Δέλτα του Νείλου των
μέσων της δεύτερης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας. Αξίζει να σημειωθεί
ότι στην Alallakh ο Wooley ανεκάλυψε αρχιτεκτονικές ομοιότητες με την
Κνωσσό, ενώ ευρέθησαν και τοιχογραφίες οι οποίες προσομοίαζαν στις
Μινωικές. Η αρχικώς υποστηριχθείσα από τον ανασκαφέα άποψη ότι οι
Μινωίτες επηρρεάστηκαν από την Συριακή αρχιτεκτονική και εικονογραφία
γρήγορα διαψεύστηκε όταν η χρονολόγηση των τοιχογραφιών αναθεωρήθηκε και
προσδιορίστηκε τελικώς περί το 1600. Ο Wooley, όμως, δεν είχε κάνει
ολότελα λάθος, απλώς η πορεία των επιρροών κατευθύνετο κατά την αντίθετη
φορά, ήτοι από την Κρήτη στην Alallakh. Άλλωστε υπενθυμίζεται ότι
τοιχογραφίες Μινωικού ύφους ανεσκάφησαν και στο Mari όπως και στην
Άβαριν (El-Dabca), στην τελευταία δε επιπρόσθετα έχουν ευρεθεί τα
διακριτικά της βασιλικής αρχιτεκτονικής και εξουσίας των Μινωιτών της
Κνωσσού.B97 Ο ανασκαφέας του ανακτόρου της Gonur υποστηρίζει την άποψη
ότι τα ανάκτορα της Ανατολικής Μεσογείου, όπως του Alalakh και της
Ευαγορίτιδος (Ugarit), κατέχουν μια ενδιάμεση θέση στην εξελικτική
αλυσσίδα μεταξύ της Ελλαδικής αφετηρίας και της Μαργιανής.B98
Ο Σαρηγιαννίδης έχει σημειώσει επίσης την ύπαρξη ομοιοτήτων και
αναλογιών μεταξύ της μεγάλης αιθούσης (δωμάτιο 170) του ανακτόρου της
Gonur και του δημοσίου κτιρίου λατρείας της Harappa, τις οποίες μάλιστα
χαρακτηρίζει καθόλου τυχαίες. Οι ομοιότητες έγκεινται στην αντικατάσταση
δύο τοίχων της μεγάλης αιθούσης από ευρείς διαδρόμους με κατώφλια και
κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς, εν είδει περιπτέρου, όπως στην Harappa.
Ομοιότητα έχει επίσης διαπιστωθεί μεταξύ του βασιλικού ιερού στα βόρεια
της νεκροπόλεως Gonur και του δωματίου XXIII του Mohenjo-daro.
Σημειώνεται ότι οι Dhavalikar and Atre έχουν υποστηρίξει ότι αυτό το
δωμάτιο ήταν ιερό της Πυράς, παρά την αντίθετη άποψη του Marshall. To
δωμάτιο 115, στο κέντρο του προαναφερθέντος βασιλικού ιερού της Gonur,
διέθετε επιχρίσματα από πηλό, ήταν διακοσμημένο με δέκα ‘τυφλά παράθυρα’
και στις τέσσερεις γωνίες του έστεκαν γωνιακά βάθρα. Το δωμάτιο
εστερείτο τοίχων, τα δε γωνιακά βάθρα συνεδέοντο με υπερυψωμένους
διαδρόμους – κατώφλια και κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς. Αυτή η
κατασκευή περιπτέρου ήταν άγνωστη στην Εγγύς Ανατολή, η δε μόνη αναλογία
μπορεί να αναζητηθεί στο δωμάτιο XXIII του Mohendjo Daro.B99
Το αρχιτεκτονικό στοιχείο των ‘τυφλών παραθύρων’ αλλα και οι κόγχες
– βωμοί υιοθετούνται συχνά στα δημόσια κτίρια της νεκροπόλεως, αυτή δε η
παράδοση συνεχίζεται και πολύ αργότερα.B100 Θα πρέπει έτσι να σημειωθεί
ότι κατά τις αρχές της πρώτης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας ‘τυφλά
παράθυρα’ διακοσμούσαν το εσωτερικό ιερών από την σημερινή ανατολική
Ανατολία (Tilya), το οροπέδιο Urmia (Hasanlu, Baba Jan) μέχρι την Μηδία
(Tepe Nush-i Jan).
Εικ. B11: Πότνια Θηρών από την Bακτρία (αριστερά) και το Αιγαίο (δεξιά)
Εικ. B13: Νεολιθικό εδώλιο Μητέρας Θεάς – Φιδιού (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, 5800-4800
π.Χ.)
Σε συνθέσεις διακοσμητικών φιαλιδίων της Βακτρίας παρουσιάζονται
φανταστικά όντα, προσομοιάζοντα στους Μινωικούς δαίμονες (genii).B126 Οι
τελευταίοι εμφανίσθηκαν στην Κρήτη της ΜΜ ΙΙb περιόδου,B127 εκτιμάται δε
ότι ακολουθούν το πρότυπο της Αιγυπτιακής θεότητας – ιπποποτάμου
Taweret, προσαρμοσμένο στην Μινωική θρησκευτική αντίληψη, ενώ διέθεταν
και αστρική συσχέτιση.B128 Σε ένα εκ των δύο φιαλιδίων υπάρχει πολύπλοκη
σύνθεση μοναδική στην εικονογραφία της νοτιοδυτικής Ασίας, η οποία
περιλαμβάνει την τόσο δημοφιλή, στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο, ‘σκηνή
δεξιώσεως’, όπου τρόφιμα και ποτά προσφέρονται από φανταστικά πλάσματα
στην καθήμενη θεότητα. Στην Βακτριανή σύνθεση τον ρόλο των προσφερόντων
έχουν αναλάβει πιθηκοειδή, κατ’ αναλογίαν των λεοντοφανών Μινωικών
δαιμόνων, ενώ στην θέση της θεότητας ευρίσκεται αίγα, δεν λείπει δε και
η παράσταση φυτού εκ του οποίου εκτιμάται ότι ήτο δυνατή η παραγωγή
μεθυστικού χυμού.B129 Ενώ οι συσχετίσεις αφορούν την ευρύτερη ανατολική
Μεσόγειο, ήτοι την Εγγύς Ανατολή, Ανατολία και Αιγαίο, η σύνδεση
ιδιαίτερα με την Μινωική Κρήτη φαίνεται προεξάρχουσα. Πράγματι
σημειώνουμε ότι στην Κρήτη ο κερκοπίθηκος υιοθετήθηκε συχνά ως υπηρέτης
της θεότητας, εμφανιζόμενος ως ενδιάμεσος μεταξύ της ανθρωπότητας και
του θείου.B130 Στην γνωστή τοιχογραφία από την Ξεστή 3 της Θήρας ο
κερκοπίθηκος απεικονίζεται να προσφέρει κρόκο στην θεότητα ή στο
υποκατάστατό της,B131 κατέχοντας έτσι ρόλο ανάλογο της Βακτριανής
συνθέσεως, εικ. B14.
Εικ. B14: Σύνθεση σκηνής δεξιώσεων από κοσμητική φιάλη της Βακτρίας (Σαρηγιαννίδης)
Εικ. B15: Αναπαραγωγή τοιχογραφίας από την Ξεστή 3 (Όλγα Αναστασιάδου)
Εικ. B18: Οστέϊνοι αυλοί για την πόση του μεθυστικού χυμού
Στον Ελλαδικό χώρο το θέμα εμφανίζεται στην Ρόδο, την Μινωική Κρήτη, την
Μυκηναϊκή Ελλάδα και την Κύπρο,B150 επιβιώνει δε ακόμη και κατά την
Γεωμετρική περίοδο.B151 Το ιερό δένδρο συνιστά την ανεικονική εκδήλωση του
θείου, το δε ζεύγος των ζώων από το οποίο πλαισιώνεται αναλαμβάνει ρόλο
φυλάκων ή υποστηρικτών του. Το ίδιο θέμα συναντούμε σε σφραγιδοκύλινδρο
της ύστερης εποχής του Χαλκού από την Κύπρο, όπου όμως η θεά εμφανίζεται
όχι ανεικονικώς αλλά αυτοπροσώπως, φέρουσα μακρύ φόρεμα και πλαισιωμένη
από ζεύγος κάπρων.B152
Εικ. B19: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το ιερό Togolok-21 φέρον εδώλια
Εικ. B20: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το Παλαίκαστρο
Άλλωστε το θέμα της μήκωνος της υπνοφόρου είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην
τέχνη του BMAC. Έτσι εμφανίζεται σε πλείστα καλλιτεχνήματα, όπως σε
κεφαλή ελεφαντοστέϊνης περόνης, σε σφραγίδες, λίθινα αγγεία κ.α. ενώ
υπολείμματά της ευρέθησαν επίσης σε πλείστες θέσεις.B162 Το ίδιο θέμα
είναι εξ ίσου σύνηθες στον Ελλαδικό χώρο, στην εικονογραφία,
αγγειοπλαστική, κοσμηματοποιία κ.α.B163 Η συσχέτιση της παραπάνω
παραστάσεως με τον Ελλαδικό χώρο αποδεικνύεται ακόμη στενώτερη εάν
ληφθεί υπ’ όψιν ότι η υιοθέτηση της εικόνας του πιθήκου στην
εικονογραφία και σφραγιδογλυφία ήταν συνήθης στην Ανατολία, Αίγυπτο,
ιδίως όμως στην Μινωική Κρήτη.B164 Στην τελευταία ο πίθηκος εμφανίζεται
συχνά να εκτελεί ανθρώπινες δραστηριότητες και μάλιστα να παίζει μουσικά
όργανα στα πλαίσια τελετών θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στην
σχολιαζόμενη Βακτριανή παράσταση.B165 Μάλιστα σε τοιχογραφία στον βόρειο
τοίχο πάνω από την ‘δεξαμενή καθαρμών’ της Ξεστής 3 οι εικονιζόμενοι
κερκοπίθηκοι εμφανίζονται συνδεόμενοι με μουσική από κρουστά (κρόταλα ή
καστανιέτες) αυτή δε η συσχέτιση υπογραμμίζεται περαιτέρω από την
παρουσία, στην ίδια σκηνή, γυναίκας η οποία παίζει με περιδέραιο,
παράγοντας το χαρακτηριστικό κροτάλισμα!B166 Κατά την άποψή μας οι
εντοπισθείσες ανωτέρω αναλογίες με την Βακτριανή σύνθεση παρέχουν επαρκή
θεμελίωση στον ισχυρισμό ότι η τελευταία εμφανίζει σαφείς Μινωικές
αναφορές και καταβολές.
Εικ. B23: Κυλινδρικό αναθηματικό αγγείο από τάφο της Gonur (αριστερά), Δισκάριο KN Wc 26
ευρισκόμενο στην ιδιωτική συλλογή Schoyen Collection (MS 249, δεξιά)
Εικ. B24: Παρόμοιες σφραγίδες από το Hissar IA, Siyalk III (τέταρτης χιλιετίας) και την Λέρνη
(2650-2200 π.Χ.)
Εικ. B25: Παρόμοιες σφραγίδες και θέματα από το Giyan VC, Siyalk III (τετάρτης χιλιετίας) και
την Ελλάδα (2650-2200 π.Χ.)
Οι τρίπλευρες πρισματικές σφραγίδες, πρακτικώς άγνωστες στην Μεσοποταμία
και το Ιράν, είναι συνήθεις στην πεδιάδα του Ινδού, έχουν ανασκαφεί δε
και στον χώρο επιρροής της Βακτρίας – Μαργιανής και μάλιστα σε ταφικές
κατασκευές.B185 Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, σύμφωνα με την During Caspers, η
εμφάνιση τέτοιων πρισματικών σφραγίδων στην κοιλάδα του Ινδού θεωρείται
αποτέλεσμα Μινωικής επιδράσεως και υπάρξεως επαφών με τους
τελευταίους,B186 ανάλογες δε θέσεις μπορούν να υποστηριχθούν και για τον
χώρο BMAC.
Εικ. B26: Παρόμοιες σφραγίδες από το Gawra I (περί το 1500 π.Χ.), Ελλαδική (περί το 1500 π.Χ.)
και Ελλαδική (Νεολιθικής περιόδου)
Εικ. B28: Παρόμοιες σφραγίδες με θέμα τον βρόχο από την Κρήτη (αριστερά) και το Togolok 21
Εικ. B30: Το θέμα του ενδεκαπέταλου ρόδακα σε σφραγίδα της Μαργιανής (αριστερά) και της
Λέρνης (κέντρο), καθώς και σε χάνδρα της Gonur (δεξιά)
7. Kαταληκτικές Παρατηρήσεις
Άλλωστε η παρουσία των Ελλήνων τουλάχιστον από τον 6/5ο αιώνα π.Χ. σε δύο
τουλάχιστον θέσεις, ήτοι των Βραγχιδών στην Σογδιανή και των Βαρκαίων
στην Βάρκη της Βακτρίας, θεωρείται ιστορικά επιβεβαιωμένη,B205 όπως είναι
επιβεβαιωμένη και η διάχυση των Ιωνικών ιδεών στην ευρύτερη περιοχή, ήδη
από την εποχή πρίν τον Μέγα Αλέξανδρο.B206 Η επιρροή των Ελλήνων στα
πράγματα της Βακτρίας και της κεντρικής Ασίας γενικώτερα κατέστη
αποφασιστική μετά την Αλεξανδρινή κατάκτηση,B207 διατηρήθηκε δε για αιώνες
μετά, στην γλώσσα, τα νομίσματα, την τέχνη και σε κάθε πλευρά του
πολιτισμού.B208 Σύμφωνα με το Κινέζικο Ιστορικό Αρχείο SJ 123 στην
Ferghana τον πρώτο αιώνα πρίν από την εποχή μας οι Έλληνες κάτοικοι
πιθανολογείται ότι αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδων,B209 ανάλογη δε παρουσία
διατηρείτο και στην Πενταποταμία. O Narain υποστήριξε επίσης την
ευάριθμη παρουσία Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή πρίν την Αλεξανδρινή
περίοδο, ο δε Ισίδωρος Σαρακηνός απεκάλεσε την Αραχωσία ως Λευκή
Ινδική.B210
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Aruz, J., K. Benzel, and J.M. Evans, eds. 2009. Beyond Babylon: Art,
Trade, and Diplomacy in the Second Millennium B.C.: Catalogue of an
Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, New York.
Aruz, J., and R. Wallenfels, eds. 2003. Art of the First Cities, The
Third Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus: Catalogue of
an Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, New York.
Bass, G.F. 1966. “Troy and Ur, Gold Links Between Two Ancient Capitals,”
in Expedition 8 (4), pp. 26-39.
Boyd, M.J. 2014. Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices
in the Southern and Western Peloponnese, British Archaeological Reports.
Bradshaw, J.M., and R.J. Head. 2012. “The Investiture Panel at Mari and
Rituals of Divine Kingship in the Ancient Near East,” Studies in the
Bible and Antiquity 4, ed. B.M. Hauglid, USA, pp. 1-42.
Carr Rider, B. 1916. The Greek House, Its History and Development from
the Neolithic Period to the Hellenistic Age, Cambridge University Press,
London.
Carter, E., and A. Parker. 1995. “Pots, People and the Archaeology of
Death in Northern Syria and Southern Anatolia in the Latter Half of the
Third Millennium B.C.,” in The Archaeology of Death in the Ancient Near
East, ed. S.Campbell and A.Green, Oxford, pp. 96-116.
Cyprus, Before the Bronze Age, Art of the Chalcolithic Period: Catalogue
of an exhibition held at the J.P. Getty Museum, Malibu, 1990.
Dhavalikar, M.K., and S. Atre. 1989. “The fire cult and virgin
sacrifice, Some Harappan rituals,” in Old Problems and New Perspectivcs
in the Archaeology of South Asia (Wisconsin Archaeological Reports, 2),
ed. J. M. Kenoyer, Madison, pp. 193-205.
Doumas, C. 1987. “Early Cycladic Society: The Evidence from the Graves,
Aegaeum 1, "Thanatos. Les coutumes funéraires en Egée à l'âge du
Bronze". Actes du colloque de Liège, 21-23 avril 1986, édités par Robert
Laffineur, pp. 15-18.
Drakaki, E. 2005. “The Ownership of Hard Stone Seals with the Motif of a
Pair of Recumbent Bovines from the Late Bronze Age Greek Mainland: A
Contextual Approach,” AEA 8, pp. 81-93.
During Caspers, E.C.L. 1993. Triangular Stamp Seals from Arabian Gulf,
once again,” in Proceedings of the Seminar for Arabian Studies 24,
Proceedings of the Twenty Seventh Seminar for Arabian Studies held at
London on 22-24 July 1993 (1994), pp. 97-114.
Evans, A.J. 1901. “The Mycenaean Tree and Pillar Cult and its
Mediterranean Relations,” MacMillan & Co, New York.
Evans, A.J. 1902. “The Pallace of Knossos,” The Annual of the British
School at Athens IX, pp. 1-153.
Evans, A. 1909. Scripta Minoa: The Written Document of Minoan Crete with
Special Reference to the Archives of Knossos, Oxford.
Gauss, W., and R. Smetana. 2006. “Aegina Kolonna in the Middle Bronze
Age,” in Mesohelladika (Μεσοελλαδικά) La Grece Continentale au Bronze
Moyen (Η ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού), BCH Supplement
52, ed. A. Philippa-Touchais, G. Touchais, S. Voutsaki, and J. Wright,
Athenes, pp. 165-174.
Gimbutas, M. 1982. The Goddesses and Gods of Old Europe, 6500-3500 B.C.:
Myths and Cult Images, California.
Hankey, V., and O. Tufnell 1973. “The Tomb of Maket and Its Mycenaean
Import,” The Annual of the British School at Athens
Vol. 68, pp. 103-111.
Hays, C.B. 2011. Death in the Iron Age II and in First Isaiah, Tubingen.
Hiebert, F.T. 1994. “Production evidence for the oiigins of the Oxus
Civillization,” Antiquity 68 (259), p. 372-387.
Houston, M.G. 2003. Ancient Greek, Roman & Byzantine Costume, Dover,
USA.
Karageorghis, V., J.R. Mertens, and M.E. Rose, eds. 2000. Ancient Art
from Cyprus, The Cesnola Collection at the Metropolitan Museum of Art,
New York.
Kantor, H. 1945 (1999 rev.). “Plant Ornament in the Ancient Near East”
(diss. Univ. of Chicago).
Kantor, H. 1947. The Aegean and the Orient on the Second Millennium
B.C., The Archaeological Institute of America, Monograph nr 1, 1947, The
Principia Press, Inc., Bloomington, Indiana.
Kohlemeyer, K. 2009. “The Temple of the Storm God in Aleppo during the
Late Bronze and Early Iron Ages,” Near Eastern Archaeology 72 (4), pp.
190-203.
Kool, J. 2012. “The Old Assyrian Trade Network from an Archaeological
Perspective” (Bach. Th. Univ. Leiden).
Mackenzie, D. 1907. “Cretan Palaces and the Aegean Civilization IV,” The
Annual of the British School at Athens XIV (1907-1908), pp. 343-423.
Marinatos, N. 1989. “The Minoan Harem: the Role of Eminent Women and the
Knossos Frescoes,” in Dialogues d'histoire ancienne 15 (2), pp. 33-62.
Masseti, M. 2008. “Zoomorphic Gold Figurine from the Late Bronze Age on
the Island of Thera (Santorini), Grecce,” in Archaeozoology of the Near
East VIII. Proceedings of the eighth international Symposium on the
Archaeozoology of southwestern Asia and adjacent areas, TMO 49, Lyon,
pp. 553-560.
Pande, B.M. 1971. “Harappan ring kernoi: A study,” East and West 21
(3/4), pp. 311-323.
Pardee, D. 2002. Ritual and Cult at Ugarit, ed. T.J. Lewis, Society of
Biblical Literature, Atlanta.
Pittman, H., and J. Aruz. 1987. Ancient Art in Miniature: Near Eastern
Seals from the Collection of Martin and Sarah Cherkasky, The
Metropolitan Museum of Art, New York.
Quibell, J.E., and F.W. Green. 1902. Hierakonpolis II, Egyptian Research
Account, London.
Roaf, M. 1998. “Multiple rabbets on doors in Iron Age Assyria and westem
Iran,” Iranica Antiqua 33, pp. 57-80.
Reinholdt, C. 2003. “The Aegean and Western Anatolia: Social Forms and
Cultural Relationships,” in Art of the First Cities, The Third
Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus: Catalogue of an
Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, ed. Aruz, J., and R.
Wallenfels, New York, pp. 255-256.
Rimell, B. 2010. “The Minoan Epiphany: A Bronze Age Visionary Culture,”
2010, <http://www.biroz.net/words/minoan-epiphany/epiphany-part-one.htm>
(1 Sept. 2014).
Saliari, K., and E. Draganits. 2013. “Early Bronze Age Bone Tubes from
the Aegean: Archaeological Context, Use and Distribution,” Archeometriai
Műhely X/3, pp. 179-192.
Amulets, Moscow.
.
________
(В.И. Сарианиди) 2004. “ДВОРЦОВО-КУЛЬТОВЫЙ АНСАМБЛЬ СЕВЕРНОГО
ГОНУРА,” in Margiana Archaeological Expedition, Near the Sources of
Civilizations, The Issue in Honor of the 75-Anniversary of Victor
Sarianidi, Moscow, pp. 229-253.
Sarianidi, V.I. 2012. “Arias from the Southwest Asia in Bactria and
Margiana,” in Transactions of Margiana Archaeological Expedition 4,
Gonur Depe Studies in 2008-2011, ed. Sarianidi, V.I., P.M. Kozhin, M.F.
Kosaref, and N.A. Dubova, Moscow, pp. 11-28.
Schliemann, H. 1880. Ilios, the City and Country of the Trojans, London.
Shaw, J. W. 2007. “Sequencing the EH II 'Corridor Houses',” The Annual
of the British School at Athens 102 (2007), pp. 137-151.
Young, R. S. 1949. “An Early Geometric Grave near the Athenian Agora,”
Hesperia XVIII (4), pp. 275-304.
Walberg, G. 1991. “A Gold Pendant fron Tell-el Dab ca,” Agypten und
Levante 2, pp. 111-114.
Κρητικός, Π., και Σ. Παπαδάκη. 1963. “Μήκωνος και Οπίου Ιστορία και
Εξάπλωσις εν τη Περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα,”
Aρχαιολογική Εφημερίς της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήναι,
σελ. 80- 150.
Λεκάκης, Γ. 2014. “Όταν ο… Νεάντερταλ «έκοβε βόλτες» στο Αιγαίο…,” στο
Εθνικές Επάλξεις Ιαν. Μαρτ., σελ. 16-20.
Rimell 2010
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B16: Bακτρία πριγκίπισσα (Μουσείο Λούβρου ΑΟ 31917)
Sarianidi 1998
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B28: Παρόμοιες σφραγίδες με θέμα τον βρόχο από την Κρήτη (αριστερά)
και το Togolok 21
Sarianidi 1998
Rutter 1999.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B30: Το θέμα του ενδεκαπέταλου ρόδακα σε σφραγίδα της Μαργιανής
(αριστερά) και της Λέρνης (κέντρο), καθώς και σε χάνδρα της Gonur
(δεξιά)
Sarianidi 1998
CMS V 036
Sarianidi 2007, p. 116, fig. 216.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B31: Δικλείς χυτεύσεως κοσμημάτων από τα Θυάτειρα Λυδίας
(αριστερά), Μολύβδινο εδώλιο γυμνής γυναίκας Ανατολίας (δεξιά).
------------------------------------------------------------------------