Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 86

Ο Πολιτισμός της Βακτρίας - Μαργιανής και οι Ελλαδικές επιδράσεις

Την δεκαετία τού 1970 στην Κεντρική Ασία ο αρχαιολόγος Βίκτωρ


Σαρηγιαννίδης, Πόντιος της διασποράς, απεκάλυψε την ύπαρξη ενός άγνωστου
μέχρι τότε πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού, πέραν των ήδη γνωστών της
Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Κρήτης, Κίνας και του Ινδού ποταμού. Ο υψηλός
αυτός πολιτισμός άνθισε σε περιοχή όπου σήμερα υπάρχει το Τουρκμενιστάν,
το βόρειο Αφγανιστάν, το ανατολικό Ουζμπεκιστάν και το δυτικό
Τατζικιστάν, με κέντρο το ανώτερο τμήμα του ποταμού Αμού Νταρία ή Ώξου
των Αρχαίων Ελλήνων γεωγράφων. Στην περιοχή ανεσκάφησαν πολλά και μεγάλα
τειχισμένα οικιστικά συγκροτήματα κατασκευασμένα κατόπιν αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού, ο δε πολιτισμός αυτός ονομάσθηκε πολιτισμός του Ώξου ή
αρχαιολογικό σύμπλεγμα Βακτρίας - Μαργιανής (BMAC). Ο πολιτισμός
εμφανίσθηκε αιφνίδια στα μέσα της τρίτης χιλιετίας και διακρίνεται σε
δύο φάσεις με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκάστη, την πρώτη χρονολογούμενη
μεταξύ 2200-1800 π.Χ. (Gonur) και την δεύτερη (1800-1500 π.Χ.,
Togolok).B1 Φαίνεται ότι εστερείτο γραφής,B2 αν και υπάρχουν ενδείξεις
υπάρξεως πρωτόγονων μορφών της, όπως τα κεραμεικά σφραγίσματα – κέρματα
(token),B3 όμως εγνώριζε και χρησιμοποιούσε τον εξημερωμένο ίππο.B4

1. Ταυτότητα του πολιτισμού BMAC

Η ιδιαίτερη ταυτότητα του πολιτισμού του Ώξου συνδέεται με την


μνημειακή αρχιτεκτονική του, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής στα ισχυρά
τείχη τα οποία προστάτευαν κάθε οικισμό. Ο πολιτισμός άνθισε σε χώρο ο
οποίος ήταν μέχρι τότε μη κατοικήσιμος και εστερείτο βασικών φυσικών
πόρων. Επομένως έπρεπε να είναι σε θέση να οργανώσει την αρχική
εγκατάσταση, να προχωρήσει στα απαραίτητα έργα για την εξασφάλιση της
αρδεύσεως των καλλιεργήσιμων εδαφών, ήτοι δεξαμενών, αρδευτικών
διωρύγων, φραγμάτων κλπ., και εν συνεχεία, να διαχειρίζεται
αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους και το σύστημα παραγωγής εν γένει.B5
Η ύπαρξη ισχυρών τειχών αποκαλύπτει ότι ήταν έντονη η ανάγκη προστασίας
έναντι τρίτων, οι οποίοι διεκδικούσαν τους πολύτιμους πόρους, κυρίως την
εύφορη γή και το πόσιμο νερό. Είναι φυσικό να θεωρηθεί ότι η εξασφάλιση
των πόρων οι οποίοι στην περιοχή ευρίσκονται σε στενότητα, και η
διαχείρισή τους προς όφελος της κοινότητας, απαιτoύσε και προϋπέθετε την
ύπαρξη κεντρικής εξουσίας τουλάχιστον σε επίπεδο πόλεως, και μάλιστα
πιθανώς ‘δεσποτικού χαρακτήρος’.B6 Ο Lamberg-Karlovsky εκτιμά ότι ο
ανταγωνισμός για τους πολύτιμους πόρους εντός του συμπλέγματος BMAC θα
πρέπει να οδήγησε σε όξυνση της κοινωνικής ανισότητας και στην
δημιουργία μιάς έντονα διαστρωματωμένης κοινωνίας.B7 Βασιζόμενος σε
ανάλυση των ταφικών ευρημάτων της Μαργιανής ο Σαρηγιαννίδης κατέληξε σε
συμπεράσματα τα οποία φαίνονται να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό. Σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις του η κυρίαρχη τάξη απετέλη το 4% του πληθυσμού, η
μεσαία το 85% και η κατώτερη το 10% περίπου, όπου πιθανώς
περιελαμβάνοντο και δούλοι.B8

Εικ. B1: Πέντε μεγάλοι παραποτάμιοι αρχαίοι πολιτισμοί


2. Προέλευση του πολιτισμού BMAC

Οι επιστήμονες δεν συμφωνούν σχετικά με την προέλευση αυτού του


πολιτισμού, κατά τον Σαρηγιαννίδη όμως η δημιουργία του συνδέεται με
μεταναστεύσεις φύλων λόγω της ξηροθερμικής κρίσεως η οποία έπληξε την
ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, από την Ελλάδα ως τον Ινδό ποταμό. B9
Η μείωση της αγροτικής παραγωγής λόγω της κρίσεως ώθησε διάφορα
μεταναστευτικά φύλα προς τις καλώς αρδευόμενες περιοχές περί τον ποταμό
Μάργο ή Έπαρδο (κατ’ Αρριανό), τον σημερινό Μουργκάμπ. Η αφετηρία αυτών
των φύλων πιθανολογείται ότι ευρίσκεται στο σημερινό Κουρδιστάν, την
Μικρά Ασία, την περιοχή του Αιγαίου έως την περιοχή περί την λίμνη
Ουρμία (Καπαύτα ή Μαντιανή κατά Στράβωνα, Στρ.11.13.2 και 11.14.8
αντιστοίχως, Μαργιανή κατά Πτολεμαίο, Πτολ.6.3).B10
Ο Parpola, αντιθέτως, θεωρεί τον πολιτισμό BMAC ως αυτόχθονα,
ερμηνεύει δε την γλωσσική συγγένειά του με τους Αρίους ως αποτέλεσμα
μεταναστεύσεως ολιγάριθμων ομάδων από τον βορρά ομιλούντων την Αρία
γλώσσα, οι οποίες ανέλαβαν την εξουσία επιβληθέντες των γηγενών.B11 Τους
κατακτητές, οι οποίοι σύμφωνα με την ίδια άποψη διατήρησαν την γλώσσα
αλλά ενσωματώθηκαν στον τοπικό πολιτισμό, ο Parpola ταυτίζει με τους
Dasa ή Δάους κατά τον Ηρόδοτο, Ηδτ.1.125, λαό νομαδικό ο οποίος αργότερα
ευρίσκεται να πολεμά εναντίον του Μ. Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα,
Αρρ.Αν.3.11.37, αλλά και να συμπολεμά με τον Έλληνα στρατηλάτη ως σώμα
έφιππων τοξοτών, Αρρ.Αν.5.12.2. Την ίδια εποχή εμφανίζεται στην περιοχή
του Ώξου ποταμού το εξημερωμένο άλογο και το άρμα, προς επιβεβαίωση,
κατά Parpola, της Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των Δάων. Την μετάβαση του
πολιτισμού BMAC από την πρώτη στην δεύτερη φάση ο Parpola αποδίδει σε
δεύτερο μεταναστευτικό κύμα από τις βόρειες στέππες των Αρίων οι οποίοι
ακολουθούν την τελετουργία του Soma.

3. Ταφικά έθιμα
Τα ταφικά έθιμα και η εν γένει στάση των κοινωνιών έναντι του
νεκρού συνιστούν στοιχείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον μελετητή
αρχαίων πολιτισμών, διότι αποκαλύπτουν σημαντικές πλευρές της
επικρατούσας ιδεολογίας. Δεδομένου μάλιστα ότι τα ταφικά έθιμα και οι
σχετικές λατρείες είναι ιδιαίτερα ‘συντηρητικά’ και ‘παραδοσιακά’,
εμφανίζοντας επίμονη αντίσταση στην μεταβολή, η σχετική έρευνα αποκτά
επιπρόσθετο ενδιαφέρον και χρησιμότητα, διότι φωτίζει στοιχεία τα οποία
χαρακτηρίζουν και διαφοροποιούν τα έθνη.
Στην νεκρόπολη της Gonur προσδιορίσθηκαν πέντε κύριοι τύποι τάφων:
ο τύπος dakhma, οι θαλαμοειδείς, οι κίστεις, οι λακκοειδείς κατακορύφου
προσπελάσεως και οι απλοί λακκοειδείς. Ο Σαρηγιαννίδης θεωρεί ότι οι
διαφορετικές ταφικές συνήθειες δεν οφείλονται στις ποικίλες εθνικές
ρίζες των ταφέντων στην νεκρόπολη. Αντίθετα υπογραμμίζει ότι σε όλα τα
είδη τάφων απεκαλύφθη ο ίδιος τρόπος ταφής των ανθρώπινων υπολειμμάτων
ήτοι η συνεσταλμένη στάση του ύπνου, κυρίως στην δεξιά πλευρά, με την
κεφαλή προς τα βόρεια - βορειοδυτικά και με τα ταφικά δώρα στο κεφάλι.
Έτσι κατέληξε ότι οι διαφορετικές ταφικές κατασκευές ερμηνεύονται από
την διαφορετική κοινωνική θέση του νεκρού και όχι από την εθνική
καταγωγή του. Αξίζει όμως εν προκειμένω να σημειωθεί ότι ο τρόπος ταφής
απαντάται ο αυτός σε πολλά μέρη από αρχαιώτατες εποχές. Έτσι η ταφή του
Παλαιολιθικού Αρχανθρώπου των Πετραλώνων σε κόγχη βράχου έγινε με το
σώμα σε συνεσταλμένη θέση και τοποθετημένο στην δεξιά πλευρά.B12 Ομοίως
σε ταφή γυναίκας στο Απήδημα Μάνης, χρονολογούμενη πρίν 30000 έτη, η
νεκρή ευρέθη επίσης σε εμβρυϊκή στάση.B13
Ο τύπος ‘dakhma’ εχρησιμοποιείτο για την ταφή των μελών της
βασιλικής οικογένειας, περιελάμβανε το στάδιο του καθαρισμού τον οστών
από την σάρκα, και ακολουθείτο από την απόθεση των καθαρθέντων οστών σε
θαλαμοειδή τάφο.B14 Στους τοίχους των βασιλικών τάφων ανεσκάφησαν
περίτεχνες εικονογραφίες διακοσμημένες με ιδιαίτερη τέχνη και
περιλαμβάνουσες συνθέσεις πολλών μορφών καθώς και μωσαϊκά, που όμοιές
τους δεν ευρέθησαν στο ανάκτορο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι δεν
έλιπαν και οι ανθρωποθυσίες, κατ’ αναλογία προς ότι συνέβαινε στους
βασιλικούς τάφους της Ur.B15
Οι θαλαμοειδείς τάφοι συνιστούσαν μόνον το 1.9% του συνόλου των
ανασκαφέντων της νεκροπόλεως, εμφανίζονται δε στην Gonur για πρώτη φορά
στην Κεντρική Ασία. Οι τάφοι αυτοί αντιπροσώπευαν ομοιώματα οίκων ή
ακριβέστερα υπνοδωματίων, τα δε κύρια χαρακτηριστικά τους περιελάμβαναν
κλιμακωτές εισόδους σφραγισμένες με τούβλα, εστίες με τοιχώματα και
ομοιώματα διπλών εστιών.B16 Μερικοί από αυτούς τους τάφους διέθεταν
ομοιώματα ερμαρίων για σκεύη φαγητού, ‘κρεββάτια’ από τούβλα, ακόμη και
‘τραπέζια’. Οι ανασκαφέντες στην Gonur θαλαμοειδείς τάφοι ευρίσκοντο
κατά τα τρία τέταρτα υπό την επιφάνεια της γής, επάνω δε από αυτήν
διακρινόταν ο τοξωτός θόλος.

Εικ. B2: Ψηφιδωτό με ελεφαντοστούν σε θάλαμο βασιλικού τάφου της Gonur δεικνύον μυθικά
πλάσματα με κεφαλή πτηνού και σώμα λέοντος

Οι θαλαμοειδείς τάφοι του ‘Υπόγειου τύπου’, από την άλλη, ανήκαν


ομοίως στην κατηγορία των οικιόσχημων τάφων, όμως ήταν καθ’ ολοκληρίαν
υπόγειοι. Τέτοιοι υπόγεια οικοδομήματα και μάλιστα μνημειακά ανεσκάφησαν
στην Κνωσσό και χρονολογούνται στην Πρώϊμη Μινωική Περίοδο (2800-2400
π.Χ.), από δε τον Hogan χαρακτηρίσθηκαν ως τάφοι, αν και το ζήτημα της
χρήσεώς τους κάθε άλλο παρά λυμένο θεωρείται.B17 Υπόγειοι τάφοι
ανεσκάφησαν και στην κοιλάδα του Μέσου Ευφράτη, χρονολογούνται δε από το
δεύτερο ήμισυ της τρίτης χιλιετίας.B18 Είναι γνωστό ότι οι οικιόσχημοι
τάφοι θεωρούνται στοιχείο Ινδο-Ευρωπαϊκής ταυτότητος, αν και ο Μινωικός
οικιόσχημος τάφος υπήρχε ήδη από την ΠΜ ΙΙ εποχή, και μάλιστα με πολλούς
θαλάμους (Μόχλος),B19 ενώ οι θαλαμοειδείς εμφανίσθηκαν στην Κύπρο ήδη από
την Πρώϊμη Κυπριακή περίοδο, στο δεύτερο ήμισυ της τρίτης χιλιετίας.B20
Έτσι το ενδιαφέρον των ερευνητών εστράφη στην κατεύθυνση προσδιορισμού
της προελεύσεως αυτών οι οποίοι καθιέρωσαν στην Gonur τον συγκεκριμένο
τύπο τάφου. Ο Σαρηγιαννίδης αναζήτησε αναλογίες στους τάφους της
κοιλάδας του Μέσου Εφράτη, άν και οι θαλαμοειδείς τάφοι της Gonur
προεξέχουν εν μέρει της επιφάνειας του εδάφους, ομοιάζοντες κατά τούτο
με τους αντιστοίχους Μυκηναϊκούς, στερούνται όμως του τριμερούς
χαρακτήρος των τελευταίων.B21 Οι Συριακοί τάφοι, μέχρις ωρισμένου
σημείου, προσομοιάζουν προς τους υπό συζήτηση. Πρόκειται γιά ορθογώνια
δωμάτια με κλιμακωτές εισόδους, κόγχες, ομοιώματα κρεββατιών, παραθύρων
και μαξιλαριών, τα οποία έδιδαν την εντύπωση ενός πραγματικού
υπνοδωματίου (Halawa, Lidar, Gediki, Hadidi), η χρήση τους δε απεδόθη
στην τοπική ιθύνουσα τάξη. Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικοί είναι οι τάφοι
από το Till Barsip τού 2600-2000 π.Χ. οι οποίοι εχρησιμοποιούντο από την
τοπική ‘αριστοκρατία’, αλλά και οι σύγχρονοί τους του Tall Tuttul που
έδωσαν εντυπωσιακά ανάλογα τόσο λακκοειδών τάφων όσο και ταφών του
Υπόγειου τύπου.B22 Σχετικά με την προέλευσή του υπάρχει η άποψη ότι ο
Υπόγειος τύπος τάφου αντανακλά όχι μόνον την εμπορική αλλά και την
πολιτιστική επέκταση της Πρώϊμης Δυναστικής Περιόδου III, ενώ, σύμφωνα
με άλλη ερμηνεία, θα μπορούσε να έχει και τοπική Βόρειο-Συριακή
προέλευση.B23
Ενταφιασμούς αυτού του είδους ο Σαρηγιαννίδης αναγνωρίζει στο Mari
από τα μέσα της τρίτης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας,B24 στην Άβαριν
(El Dabca) από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην Ευαγορίτιδα
(Ugarit) από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας.B25, B26
Πολλά από τα ευρήματα
των τάφων της Αβάριος (El Dabca) χαρακτηρίζονται ως Συρο-Παλαιστινιακά,
ενώ υπάρχουν και επιγραφές σε ταφικά ευρήματα (σκαραβαίους) αναφερόμενες
σε αξιωματούχους των Amu,B27 επιπρόσθετα δε τόσον το Mari όσον και η
Ugarit υπήρξαν κέντρα του Συριακού χώρου. Αυτά τα στοιχεία εν συνδυασμώ
με την παρουσία οικιόσχημων τάφων στον ευρύτερο Συριακό και Συρο -
Παλαιστινιακό χώρο από παλαιά οδήγησαν τον Σαρηγιαννίδη στο συμπέρασμα
ότι ο νέος στην Κεντρική Ασία τύπος τάφου εισήχθη από φύλα προερχόμενα
από την συγκεκριμένη περιοχή. Σχετικά με αυτό το συμπέρασμα υπάρχουν
ενστάσεις οι οποίες αν δεν το καταρρίπτουν πάντως αδυνατίζουν τα υπέρ
του επιχειρήματα. Κατ’ αρχήν οι τάφοι της Ευαγορίτιδας (Ugarit) έπονται
χρονικά, τοποθετούμενοι στην ύστερη Εποχή του Χαλκού, έχουν δε
χαρακτηρισθεί ως Κρητικής εμπνεύσεως. Άλλωστε η Ευαγορίτις (Ugarit) κατά
την Μέσο - Μινωική περίοδο εδέχθη έντονη την Μινωική επιρροή,
αποτελώντας ένα από τα σημαντικώτερα εμπορικά κέντρα Κρητικού
εμπορίου.B28 Η Άβαρις, της οποίας όμως οι τάφοι έπονται αυτών της Gonur,
είχε επίσης σχέσεις με την Μινωική Κρήτη και τον Ελλαδικό χώρο,
διαθέτουσα τοιχογραφίες με Μινωικά θέματα και χαρακτηριστικά, ενώ από τα
ανάκτορά της δεν έλειπε και αίθουσα του θρόνου, με όλα τα σύμβολα της
Κνωσσιακής εξουσίας.B29 Για το Mari στοιχεία επαφών έχουμε από την
δεύτερη χιλιετία, εκφραζόμενα και εδώ με την εικονογράφηση των ανακτόρων
με τοιχογραφίες Μινωικού ύφους. Άλλωστε η Ελλαδική παρουσία υπήρχε
εμφανής στην Παλαιστίνη ήδη από την δεύτερη χιλιετία, για να κορυφωθεί
αργότερα με την ίδρυση της κρατικής οντότητος της Φιλισταϊκής
Πενταπόλεως. Τα παραπάνω εν συνδυασμώ με την ανασκαφή στον Ελλαδικό χώρο
οικιόσχημων τάφων ήδη από παλαιώτατη εποχή αναδεικνύουν τον Αιγαιακό
χώρο ως εξ ίσου πιθανό τόπο προελεύσεως των φύλων τα οποία μετανάστευσαν
στην Κεντρική Ασία.
Οι κίστεις αντιπροσωπεύουν ορθογώνια ταφικά μνημεία κατασκευασμένα
με τούβλα στην επιφάνεια του εδάφους (με την εξαίρεση ολίγων υπόγειων)
και αποτελούσαν το 2,1% του συνόλου. Κατά κανόνα εχρησιμοποιούντο μία
φορά, για την ταφή μίας σωρού. Οι σκελετοί είχαν την συνήθη συνεσταλμένη
στάση και δεν ακουμπούσαν άμεσα την γή. Οι άνθρωποι οι οποίοι εθάπτοντο
σε κίστεις ανήκαν σε μάλλον υψηλή τάξη αν και όχι σε τόσον υψηλή όπως
αυτοί που εθάπτοντο σε θαλαμοειδείς τάφους. Οι παλαιώτερες από τις
γνωστές κίστεις κατασκευάζοντο από επίπεδες λίθινες επιφάνειες,
εχρησιμοποιούντο για μία σωρό, περιλαμβανομένων των παιδιών, ευρέθησαν
δε στον μέσο Εφράτη (Tilmen, Karchemin, Barsip, Lidar) στην ίδια ζώνη
όπου ανεσκάφησαν οι λακκοειδείς και πιθανώς οι θαλαμοειδείς τάφοι. Ο
Σαρηγιαννίδης θεωρεί πολύ πιθανόν ότι και αυτός ο τύπος ταφής διεσπάρη
στην κεντρική Ασία και την Μαργιανή από φύλα προερχόμενα από τον μέσο
Εφράτη, μετακινηθέντα προς τα ανατολικά. Όμως οι κιβωτιόσχημοι τάφοι
συναντώνται σε πλειάδα θέσεων από παλαιά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις
κίστεις της βορειο - ανατολικής Κρήτης, χρονολογούμενες από την ΠΜ
περίοδο,B30 τις κίστεις στην θέση Μήτρου Λοκρίδος της ΜΕ περιόδου,B31 στο
Σουφλί Μαγούλα της ΜΕ περιόδου επίσης,B32 στις Κυκλάδες από την ΠΚ
περίοδο,B33 και στο Σέσκλο της Χαλκολιθικής περιόδου.B34
Οι πιο διαδεδομένοι τάφοι στην νεκρόπολη της Gonur, ήτοι το 85.4%,
περιγράφονται ως λακκοειδείς με κατακόρυφο όρυγμα προσπελάσεως.
Πρόκειται για οπές τετράπλευρες ή ελλειψοειδείς (σπανίως κυκλικές) οι
οποίες ανασκάπτονται κατακόρυφα με βάθος ενός ως ενάμισυ μέτρου. Στον
βυθό ένός τέτοιου κατακόρυφου ορύγματος, συνήθως στην δυτική πλευρά,
διαμορφώνεται ελλειψοειδής πλευρικός θάλαμος, όπου τοποθετείται ο
νεκρός. Τα προσωπικά αφιερώματα του νεκρού όπως και τα δώρα
ετοποθετούντο στο κεφάλι του. Εν συνεχεία η είσοδος στον πλευρικό θάλαμο
έκλεινε με τούβλα. Πιθανόν ο νεκρός ετοποθετείτο στον θάλαμο ακάλυπτος
από χώμα, στην συνέχεια δε το χώμα το οποίο είχε εξορυχθεί
εχρησιμοποιείτο για να γεμίσει το κατακόρυφο όρυγμα. Ανεσκάφη ένας
αριθμός λακκοειδών τάφων οι οποίοι ήταν πολύ μεγάλοι, και περιελάμβαναν
επίσης στοιχεία θαλαμοειδών τάφων όπως διπλή εστία με ίχνη φωτιάς. Δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτός ο υβριδικός τύπος τάφου συνεδύαζε τα
πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του λακκοειδούς, ήτοι τον πλευρικό θάλαμο,
όπως επίσης του θαλαμοειδούς, ήτοι την εστία και την κλιμακωτή είσοδο.
Μέχρι τώρα δεν έχουν βρεθεί λακκοειδείς τάφοι στο γειτονικό ανατολικό
Ιράν, όμως έμμεσες ενδείξεις οδήγησαν τον Σαρηγιαννίδη να πιστέψει ότι
υπήρχαν στο νεκροταφείο Shahdad του Ιρανικού οροπεδίου, αν και ως
αποτέλεσμα φυσικών καταστροφών οι περισσότεροι είναι πιά σχεδόν
επιφανειακοί. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα Hakemi μερικοί διέθεταν είσοδο
από τούβλα, θυμίζοντας αυτούς της Μαργιανής.B35 H μεγάλη ομοιότητα και η
ταυτότητα, σχεδόν, των νεκρικών δώρων συνηγορούν, σύμφωνα με τον
Σαρηγιαννίδη, υπέρ της αναγνωρίσεως ότι αμφότερα τα ταφικά μνημεία της
Shahdad και τού Gonur ανήκουν σε ενιαίο τύπο. Μέχρι στιγμής τέτοιοι
λακκοειδείς τάφοι δεν έχουν ευρεθεί πιο δυτικά, ενώ ήταν μάλλον
δημοφιλείς στον μέσο Εφράτη. Υφίσταται επίσης και η άποψη ότι
προέρχονται από την βόρεια Συρία, βασισθείσα στην ύπαρξη στο Selenkaya
λακκοειδών τάφων ενός απλοποιημένου τύπου.B36
Ο Σαρηγιαννίδης σημειώνει ότι οι αρχαιότεροι λακκοειδείς τάφοι,
συχνά με κατακόμβες τριών και τεσσάρων θαλάμων, απαντώνται στην
Παλαιστίνη κατά την μετάβαση από την τέταρτη στην τρίτη χιλιετία, εν
συνεχεία δε εξαπλώθηκαν σε όλη την Εγγύς Ανατολή. Εκεί ανευρίσκονται όχι
μόνον προσωπικοί τάφοι αλλά και οικογενειακοί με συλλογικές ταφές,
περιλαμβανομένης και μίας επαναταφής. Μέχρις ωρισμένου σημείου τα ταφικά
έθιμα φαίνεται ότι προσομοιάζουν με αυτά της νεκροπόλεως Gonur. Οι
λακκοειδείς τάφοι ήταν μάλλον διαδεδομένοι στην Ευρασία και
αντανακλούσαν την φυσική επιθυμία των ζώντων να προστατεύσουν τους
νεκρούς από την βεβήλωση. Πάντως με βάση το αρχαιολογικό υλικό ο
Σαρηγιαννίδης υποστηρίζει ότι οι λακκοειδείς τάφοι της Gonur είχαν μία
ενιαία κοινή προέλευση και ήταν συνδεδεμένοι με τα ταφικά μνημεία του
λακκοειδούς τύπου τα οποία ήταν συνήθη παλαιώτερα στην Παλαιστίνη και,
σε κάποιο βαθμό, στις περιοχές της Ανατολίας. Όμως οι λακκοειδείς ταφές
είναι γνωστές σε πλείστες θέσεις, στον δε Ελλαδικό χώρο απαντώνται στο
Φράγχθι ήδη από την πρώϊμη Νεολιθική,B37 στον Μόχλο από την ΠΜ ΙΙ εποχή,B38
στην Αίγινα κατά την Μέση Εποχή του Χαλκού και αλλού. B39 Η σύνδεση,
επομένως, των λακκοειδών της Gonur αποκλειστικά με την Παλαιστίνη και
την Ανατολία φαίνεται μη δικαιολογημένη, ως αγνοούσα τα Ελλαδικά
παραδείγματα.
Οι απλοί λακκοειδείς τάφοι αποτελούσαν το 10,5% του συνόλου,
κατασκευάζοντο σε σχετικώς υποθαθμισμένες από άποψη εδάφους περιοχές,
φαίνεται δε ότι ανήκαν στους πτωχούς κατοίκους της αρχαίας Μαργιανής. Αν
και οι νεκροί ετοποθετούντο στην παραδοσιακή συνεσταλμένη στάση, ο
προσανατολισμός τους δεν ήταν συγκεκριμένος.
Οι λακκοειδείς τάφοι καύσεως αποτελούσαν το 7.4% του συνόλου, ήταν
συνήθως ορθογώνιοι ή κυκλικοί τάφοι με επιφάνεια από 0.35 έως 1.2 τ.μ.
και βάθος έως ενός μέτρου περίπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτούς
τους τάφους υπήρχαν ίχνη φωτιάς μόνον στα τοιχώματα ενώ στο δάπεδο
υπήρχαν μαύρες στάχτες, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η φωτιά έμπαινε
μέσα στον λακκοειδή τάφο. Από την άλλη σε μερικούς τάφους ίχνη φωτιάς
ευρέθησαν μόνον στην μία πλευρά ή σε μόνον δύο σημεία. Υποθέτουμε ότι η
διαδικασία της πυράς ήταν σύνθετη και για τον σκοπό αυτό εχρησιμοποιείτο
κάποιο ειδικό καύσιμο. Το συγκεκριμένο είδος τάφου πιθανολογείται ότι
προορίζετο για νεκρούς με ανατομικά ή άλλα ελαττώματα.
Oι απλοί λακκοειδείς τάφοι αντιπροσωπεύουν απλά ταφικά μνημεία
διαδεδομένα ευρέως στον αρχαίο κόσμο, ενώ λακκοειδείς τάφοι με ίχνη
πυράς στα τοιχώματα συναντώνται για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον
Σαρηγιαννίδη. Όμως ταφές καύσεων υπήρχαν στην Ελλάδα ήδη από την
Αρχαιότερη Νεολιθική, γεγονός μάλιστα το οποίο καθιστά το συγκεκριμένο
έθιμο γηγενή πρόγονο των μεταγενέστερων καύσεων της Μυκηναϊκής
περιόδου.B40 Άλλωστε ήδη από την Πρωτο-Μινωική Ι εποχή γνωρίζουμε ότι
είχαν εμφανισθεί θολωτοί τάφοι καύσεως, για παράδειγμα οι δύο θολωτοί
τάφοι της Οδηγήτριας στα Αστερούσια όρη Κρήτης.B41
Καταλήγοντας, ο ανασκαφέας του πολιτισμού Βακτρίας – Μαργιανής
θεωρεί ότι στο έδαφος αυτού του μεγάλου πολιτισμού αναπτύχθηκε ο
λεγόμενος Ιρανικός παγανισμός, ο οποίος απετέλεσε εν συνεχεία την βάση
της θρησκείας – κοσμοθεωρίας του Ζωροαστρισμού. Τα ταφικά έθιμα απηχούν
την κεντρική ιδέα της αποφυγής βεβηλώσεως του εδάφους και της ιεράς
Φύσεως γενικώτερα, καθώς και της απομακρύνσεως των ακάθαρτων σωμάτων
μακράν των ζώντων, και την εν συνεχεία αποκάθαρσή τους μέσω της πυράς.B42
Η έννοια του ζεύγους ‘καλό – κακό’ και της πάλης μεταξύ τους φαίνεται
επίσης βασική στην ιδεολογία του πολιτισμού BMAC, όπως δείχνουν τα
καλλιτεχνήματα του πολιτισμού.
Ένα ενδιαφέρον όσο και σπάνιο ταφικό αφιέρωμα, συγκεκριμένα τα
πήλινα ομοιώματα υποδημάτων, συνόδευαν, σε μερικές περιπτώσεις, τους
νεκρούς θαλαμοειδών τάφων της Gonur στο ταξίδι της μετά θάνατον ζωής.
Τέτοια υποδήματα ανεσκάφησαν από δύο τάφους στο Dashli-3, ενώ στο ιερό
Togolok-21 ανεσκάφη άλλο ένα, με το ίδιο δε θέμα υπάρχουν και χάλκινα
ομοιώματα ποδιών από την Βακτρία.B43, B44
Τα υποδήματα αυτά μπορούν να
συγκριθούν με άλλα από την Ανατολία, συνιστούσαν δε στοιχείο ενδυμασίας
των θεοτήτων και των βασιλέων.B45 Τα αρχαιότερα εμφανίσθηκαν σε
Σουμεριακούς τάφους της τρίτης χιλιετίας, ωστόσο ο μεγάλος αριθμός
ευρημάτων χρονολογείται από το τέλος της Πρώϊμης Εποχής του Χαλκού.B46 Η
συνήθεια είναι κάθε άλλο παρά άγνωστη και στον Ελλαδικό χώρο, όπου
έχουμε ανάλογα ευρήματα από την Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο.B46a
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα Μυκηναϊκά υποδήματα διαθέτουν αγκιστροειδές
πρόσθιο άκρο, ομοιάζοντας στο προερχόμενο από τον τάφο 2169 της Gonur.
Στην τελευταία τουλάχιστον περίπτωση αυτός ο τύπος υποδημάτων φαίνεται
ότι συνδέεται με αξιωματούχους, γεγονός το οποίο, άλλωστε, υποστηρίζεται
από το γεγονός ότι το υπόδημα – ανάθημα ανεσκάφη σε θαλαμοειδή τάφο. B47
Φυλακτά σχήματος ποδιού εμφανίζονται στην Χερσόνησο του Αίμου και την
βόρεια Ελλάδα από την Πρώϊμη Νεολιθική, κατά δε την Πρώϊμη Μινωική ΙΙ
είναι συνήθη στους θόλους της Μεσσαράς αλλά και στην Eγγύς Aνατολή.B48
Επιπρόσθετα σε πολλές θέσεις στον Ελλαδικό χώρο έχουν ανασκαφεί περίαπτα
σε σχήμα ανθρώπινου ποδιού,B49 για παράδειγμα στην Ανεμοσπηλιά Κρήτης, τα
παλαιώτερα των οποίων είναι σύγχρονα αυτών του BMAC.

Εικ. B3: Ομοίωμα υποδήματος από την ταφή 2169 της Gonur (αριστερά), Πήλινο ομοίωμα
υποδήματος Μυκηναϊκού τάφου Αλυκής (δεξιά)

Στην Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή η συνήθεια διατηρήθηκε, όπως δείχνουν


τα υψηλά κλειστά ομοιώματα υποδημάτων από την Αγορά των Αθηνών, καθώς
και τα χάλκινα αναθήματα από το μεγάλο ιερό της Ήρας και το τέμενος του
Απόλλωνoς του Κερκυραίου.B50
Ένα άλλο εξόχως ενδιαφέρον και μοναδικό εύρημα περιλαμβάνεται
μεταξύ των ταφικών κεραμεικών τα οποία ευρέθησαν στην νεκρόπολη. Ο
Σαρηγιαννίδης το αποκαλεί δακτυλιοειδές αντικείμενο ή ‘ντόνατσ’,
αναγνωρίζει δε ότι παρόμοια αντικείμενα ευρέθησαν στην Τροία ΙΙ, την
Ευαγορίτιδα (Ugarit),B51 τις Κυκλάδες, την Άβαριν της Αιγύπτου κ.α. B52
Σύμφωνα με την εικόνα την οποία παραθέτει, βλ. εικ. B4 (δεξιά),
πρόκειται κατά πάσαν πιθανότητα για δακτυλιοειδή κέρνο, και μάλιστα
παρόμοιο με αυτούς οι οποίοι ευρέθησαν σε θέσεις του πολιτισμού του
Ινδού.B53 Το συγκεκριμένο αγγείο, αντίθετα με την άποψη του Σαρηγιαννίδη
ο οποίος το συσχετίζει με την Συρία,B54 συνδέεται ιδιαίτερα με τον
Ελλαδικό γεωγραφικό ή πολιτιστικό χώρο από παλαιά. Εμφανίζεται
συστηματικά από τα μέσα της τρίτης χιλιετίας περίπου, η δε παρουσία του
συνεχίζεται στην επόμενη περίοδο, ενώ έχει ενσωματωθεί και στην
λατρευτική της Ελληνορθοδόξου εκκλησίας.B55 Οι συνέπειες αυτής της
ευρέσεως είναι πολύ σημαντικές, όπως αναλύεται περαιτέρω στο κεφάλαιο
περί Ινδού, διότι παρέχουν βάση να πιθανολογήσουμε Ελλαδική επιρροή ή
και την ύπαρξη κοινότητας Ελλαδιτών στον χώρο του BMAC.

Εικ. B4: Κέρνος από την Gonur (αριστερά) και από το Mohenjo-daro (δεξιά)

Μεταξύ των κτερισμάτων των τάφων περιλαμβάνονται πολλά κοσμήματα


και κομψοτεχνήματα από χαλκό, άργυρο ή χρυσό. Σε θαλαμοειδείς συνήθως
τάφους της νεκροπόλεως ανεσκάφησαν τελετουργικά διαδήματα (άμπυκες)
διακοσμημένα με κοκκίδωση στο σχήμα σειράς τριγώνων ενώ σε άλλη
περίπτωση περιελάμβαναν οκτάκτινο ρόδακα.B56 Τέτοιου είδους διαδήματα
κατασκευασμένα με την τεχνική των στικτών κοκκίδων από χρυσό ή άργυρο
ήταν διαδεδομένα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο γενικώτερα,
ανεσκάφησαν δε έως και από την Δυτική Ασία. Τα παλαιώτερα παραδείγματα
προέρχονται από πλούσιους πολυθάλαμους οικιόσχημους τάφους του κοιμητη-
ρίου του Μόχλου της ΠΜ ΙΙ εποχής (2900-2300 π.Χ.), B57 από κέντρα του
πολιτισμού του Βορείου Αιγαίου του μέσου της τρίτης χιλιετίας πρίν από
την εποχή μας,B58 από την Κολώνα Αιγίνης αλλά και από τους βασιλικούς
τάφους της Ur.B59 Πολύ γνωστά είναι τα κοσμήματα του λεγομένου ‘θησαυρού
του Πριάμου’ από την Τροία ΙΙ, όπου η κοκκίδωση συνδυάστηκε με την
συρματερή τεχνική.B60 Διαδήματα χρησιμοποιούμενα ως κτερίσματα, κατασκευ-
ασμένα με την τεχνική της κοκκιδογραφίας από λεπτό φύλλο χρυσού ή από
άργυρο, και με ανάλογα διακοσμητικά στοιχεία έχουν ανασκαφεί επίσης από
τους βασιλικούς τάφους του Alaca Huyuk του τέλους της τρίτης χιλιετί-
ας,B61 από την Συρο-Παλαιστίνη (Tell el Ajjul),B62 τους ταφικούς κύκλους Α
και Β των Μυκηνών και από άλλες πολλές θέσεις.B63
Ο οκτάκτινος ρόδακας, τυπικό σύμβολο των Σουμερίων αρχικώς,
εμφανίζεται ως δημοφιλές διακοσμητικό θέμα των ταφικών αφιερωμάτων,
ιδιαίτερα μάλιστα στους θαλαμοειδείς τάφους των αριστοκρατών.B64 Αξίζει
να σημειωθεί ότι σε Μινωικό πλαίσιο ο ρόδακας θεωρείται αλλόμορφο του
ηλιακού δίσκου και συνδέεται με την λατρεία της Μινωικής ηλιακής
θεότητος.B65
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χρυσά και αργυρά ενώτια τα οποία
διαθέτουν βρόχους και είναι κατασκευασμένα από ένα πολύ ψιλό φύλλο
χρυσού. Πρόκειται για κυρτά ημισφαίρια με απλή γεωμετρική ελικοειδή
διακόσμηση τα οποία, σύμφωνα με τον Σαρηγιαννίδη,B66 προσομοιάζουν πολύ
με κοσμήματα από την Μεσοποταμία. Τα ενώτια δίδουν την εντύπωση ότι
είναι συμπαγή, απομιμούμενα, κατά την άποψή μας, σφηκωτήρες κώμης από
τους βασιλικούς τάφους της Ur, της Τροίας και της Πολιόχνης.B67 Τα
τελευταία είναι χυτά, στην κατασκευή τους δε υιοθετείται η κοκκίδωση
και, σε μερικές περιπτώσεις, η συρματερή τεχνική.
Το διακοσμητικό θέμα της τετραπλής σπείρας είναι επίσης σύνηθες στα
κοσμήματα – κτερίσματα της Gonur, και μάλιστα σε περόνες και δακτυλίδια,
χρυσά ή αργυρά.B68 Το ίδιο διακοσμητικό στοιχείο είναι κοινό σε κοσμήματα
από την Πολιόχνη, την Τροία, την Κρήτη, το Mari, την Ur και αλλού.B69
Σημειώνεται ότι η τετραπλή σπείρα αποδίδεται από την Kantor στην Μινωική
Κρήτη, όπου εμφανίζεται από την ΠΜ ΙΙΙ περίοδο (2400-2200 π.Χ.).B70
Σε τάφους της βασιλικής νεκροπόλεως της Gonur ευρέθησαν, μεταξύ των
άλλων αναθημάτων, ροπαλοειδή καμπύλα αντικείμενα τα οποία από τον
Σαρηγιαννίδη χαρακτηρίσθηκαν ως αντικείμενα κύρους ενδεικτικά της υψηλής
κοινωνικής θέσεως των ταφέντων.B71, B72
Ανάλογο αντικείμενο αναγνωρίσθηκε
από τον ίδιο και στην διάσημη τοιχογραφία Ενθρονίσεως του ανακτόρου του
Mari (Investiture Panel), όπου εμφανίζεται φερόμενο από την θεότητα.B73
Το αντικείμενο έχει χαρακτηρισθεί ως ράβδος, γνώμων ή καμάκι,B74 φαίνεται
όμως ότι πρόκειται για το εκτινασσόμενο ρόπαλο.B75

Εικ. B5: Χρυσό δακτυλίδι από την Gonur (αριστερά), περόνη από τον βορειο-ανατολικό Αιγαίο
(δεξιά), με την τετραπλή έλικα

Το τελευταίο ήταν γνωστό πολεμικό και κυνηγετικό όπλο της εποχής,


διαδεδομένο στην Αίγυπτο, το Mari, το Ebla, την Χατούσα και αλλού. B76
Ευρήματα συνδέουν το όπλο και με τους Amu,B77 ήταν δε δημοφιλές και στον
Ελλαδικό χώρο, τόσο στην Μινωική Κρήτη όσον και στην Μυκηναϊκή Ελλάδα, B78
παρά την αντίθετη άποψη του Σαρηγιαννίδη.B79 Σε εγχάρακτο επίχρυσο ξίφος
του βασιλέως Απώφιδος (Apophis) των Amu, υπάρχει παράσταση κυνηγίου όπου
το θήραμα εμφανίζεται να προσγειώνεται με εκτεταμένα τόσον τα εμπρόσθια
όσον και τα οπίσθια πόδια του. Η στάση αυτή είναι χαρακτηριστική της ΜΜ
ΙΙ περιόδου και θεωρείται τυπικό θέμα της Μινωικής Κρήτης. Στην
παράσταση ο Evans αναγνωρίζει ως όπλο του κυνηγού το εκτινασσόμενο
ρόπαλο.B80 Αναλόγως εκτινασσόμενο ρόπαλο έχει ο ίδιος αναγνωρίσει και σε
παραστάσεις ασημένιου Μυκηναϊκού αγγείου,B81 ενώ ένα παρόμοιο έχει
ευρεθεί σε Αιγυπτιακό τάφο ο οποίος διέθετε και Αιγαιακό αμφορέα. B82 Στις
μικρο-τοιχογραφίες του Ανακτόρου του Μίνωος ανεκαλύφθησαν επίσης
πολεμιστές φέροντες το συγκεκριμένο όπλο,B83 ενώ σε ταφική μετώπη
Αιγυπτιακού τάφου του Μέσου Βασιλείου εικονίζονται Μινωίτες φέροντες το
ίδιο όπλο στον ώμο.B84 Στην Άβαριν ευρέθη υπερμεγέθες άγαλμα αξιωματούχου
των Amu, χρονολογούμενο περί το 1800 π.Χ., φέροντος επίσης εκτινασσόμενο
ρόπαλο στον δεξιό ώμο του.B85 Η κόμμωση του αξιωματούχου έχει σχήμα
μανιταριού και χρώμα κόκκινο, η δε επιδερμίδα του κίτρινο, χρώμα το
οποίο συνήθως εχρησιμοποιείτο για ξένους, ήτοι για Χανααναίους,
Χετταίους ή προερχόμενους από την Εγγύς Ανατολή. Συμπερασματικά η ύπαρξη
εκτινασσόμενων ροπάλων σε τάφους του βασιλικού νεκροταφείου μπορεί να
συνδεθεί με Ασιάτες ή Ελλαδίτες αξιωματούχους.

Εικ. B6: Εκτινασσόμενο ρόπαλο φερόμενο από Μινωίτη (αριστερά), ταφικά αναθήματα βασιλικών
τάφων Gonur (κέντρο) και απόσπασμα τοιχογραφίας του Mari με την θεότητα φέρουσα
εκτινασσόμενο ρόπαλο στα αριστερό χέρι (δεξιά)

Μεταξύ των αναθημάτων περιλαμβάνονται συχνά ελεφανοστέϊνα


αντικείμενα υπό την μορφή γνωμώνων τύχης ή κτένας.B86 Δημοφιλές
διακοσμητικό στοιχείο τέτοιων αντικειμένων ήταν ο κύκλος, ο δε
Σαρηγιαννίδης έχει διαπιστώσει και υπογραμμίσει την υπάρχουσα αναλογία
και ομοιότητα με αντίστοιχο αντικείμενο από το Mohenjo-daro.B87 Στο Tell
Abraq του Περσικού Κόλπου του τέλους της τρίτης χιλιετίας έχουν επίσης
ανασκαφεί ανάλογες κτένες, καθώς και άλλα ελεφαντοστέϊνα αντικείμενα με
την ίδια διακόσμηση.B88 Tο διακοσμητικό θέμα των κύκλων ή, κατά
Schliemann, των εγχάρακτων αστέρων με κουκίδα στην μέση, ανευρίσκεται
και στην Τροία, πάλι σε ελεφαντοστέϊνα αντικείμενα όπως σε τραπέζιο και
εδώλιο της Τροίας I,B89 αλλά και σε δίσκους, σε στοιχεία εξαρτημάτων
ιππικής και αλλού, χρονολογούμενων από την Τροία IV. B90 Ένα άλλο αγνώστου
χρήσεως ελεφαντοστέϊνο αντικείμενο έχει σχήμα πρίσματος και διαθέτει την
ίδια διακόσμηση, ευρέθη δε στην Τροία ΙΙΙ. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να
σημειωθεί ότι παρόμοιο αντικείμενο με διακόσμηση εγχάρακτων κύκλων
ανεσκάφη από τάφο της Ιαλυσού Ρόδου, εκτίθεται δε στο Βρεττανικό
Μουσείο.B91

Εικ. B7: Ελεφαντοστέϊνη κτένα από το Gonur (αριστερά) και από το Tell Abraq (δεξιά), από τα
τέλη της τρίτης χιλιετίας

4. Αρχιτεκτονική
Κατά τον Σαρηγιαννίδη τα μνημειακά οικοδομήματα της Βακτρίας –
Μαργιανής παρουσιάζουν μεν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μοιράζονται όμως
και ωρισμένα σημαντικά γνωρίσματα, κοινά με την περιοχή της Εγγύς
Ανατολής και του Αιγαίου.
Τα Προπύλαια του ανακτόρου της Gonur σχεδόν αντιγράφουν την είσοδο
της άνω προστάσεως (προθαλάμου) των Προπυλαίων στον δεύτερο όροφο του
ανακτόρου της Κνωσσού, διαθέτοντας δύο διαδρόμους προσπελάσεως με
κλίμακα.B92 Τέτοιοι κλιμακωτοί διάδρομοι υιοθετούντο στην Μεσοποταμία
σχεδόν αποκλειστικά σε ιερά, με αποτέλεσμα ο Roaf να υποστηρίξει ότι η
ύπαρξή τους αποτελεί σχεδόν αλάνθαστη ένδειξη ότι ένα συγκεκριμένο
κτίριο ήταν ναός.B93 Αυτό το αρχιτεκτονικό στοιχείο καθώς και οι
διακοσμητικοί πεσσοί και οι εσοχές εγκαινιάσθηκαν στο Tepe Gawra ήδη από
την τέταρτη χιλιετία πρίν από την εποχή μας. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα
θεωρείται ότι σημαδεύει την μετάβαση από τα πρώϊμα Χαλκολιθικά αγροτικά
χωρία στις σύνθετες οικιστικές εγκαταστάσεις με κτιστές οικίες,
σφραγίδες, με τα πρώτα μεταλλικά αντικείμενα και την μνημειακή
αρχιτεκτονική.B94 Πρόκειται για το 13ο στρώμα του Tepe Gawra, πλησίον της
Νινευΐ και της σύγχρονης Μοσούλης, όπου ανεσκάφη το πρωϊμότερο
παράδειγμα τέτοιου οικήματος, ο δε συγκεκριμένος τύπος παρέμεινε
κυρίαρχος για τους επόμενους αιώνες. Πάντως, κατά την Μέση Νεολιθική
στην Ελλάδα, ήτοι ήδη από την έκτη χιλιετία, κτίζονται για πρώτη φορά
οικίες με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους, εσωτερικά
επιχρισμένους. Οι οικίες είναι ορθογώνιες, μονόχωρες ή πολύχωρες,
διαθέτουν δε και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (τύπος μεγάρου).B95 Το
Σέσκλο αυτής της περιόδου καταλαμβάνει έκταση περίπου εκατό χιλιάδων
τετραγωνικών μέτρων, περιλαμβάνει πολλές εκατοντάδες καταλύματα, ακόμη
και διώροφα, και κατοικείται συνολικά από τρείς έως τέσσερεις χιλιάδες
κατοίκους. Η εξειδίκευση της εργασίας έχει προχωρήσει, η παραγωγή
κεραμεικής γνωρίζει άνθιση, σφραγίδες δε ευρίσκονται εν χρήσει ήδη από
την εποχή πρωτο – Σέσκλου, ενώ είναι εμφανής ο αστικός σχεδιασμός.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο υιοθετείται στην
αίθουσα ακροάσεων του ανακτόρου της Gonur, θεωρείται δε ιδιαίτερα
δημοφιλές στον Αιγαιακό χώρο, επί παραδείγματι στην Φαιστό, από όπου η
χρήση του επεξετάθη στην Ανατολική Μεσόγειο, για να ανακαλυφθεί εν
συνεχεία στην Μαργιανή. Πρόκειται για την χαρακτηριστική κατασκευή των
διόδων με χαμηλά κατώφλια και κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς
στηριζόμενους σε πέτρινες δισκοειδείς βάσεις, όπως στην αρχιτεκτονική
του Αιγαίου.B96 Αυτοί οι υπερυψωμένοι ‘διάδρομοι’ εχρησιμοποιούντο
συνήθως στα επίσημα δωμάτια, το ίδιο δε παρατηρείται και στα ανάκτορα
της Κνωσσού, του Mari (περί το 1900 π.Χ.), τής Alallakh (περί το 1600
π.Χ.), και της Ευαγορίτιδος (Ugarit, περί το 1450 π.Χ.). Παραλληλισμοί
παρατηρούνται επίσης με το ανάκτορο της Αβάριος στο Δέλτα του Νείλου των
μέσων της δεύτερης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας. Αξίζει να σημειωθεί
ότι στην Alallakh ο Wooley ανεκάλυψε αρχιτεκτονικές ομοιότητες με την
Κνωσσό, ενώ ευρέθησαν και τοιχογραφίες οι οποίες προσομοίαζαν στις
Μινωικές. Η αρχικώς υποστηριχθείσα από τον ανασκαφέα άποψη ότι οι
Μινωίτες επηρρεάστηκαν από την Συριακή αρχιτεκτονική και εικονογραφία
γρήγορα διαψεύστηκε όταν η χρονολόγηση των τοιχογραφιών αναθεωρήθηκε και
προσδιορίστηκε τελικώς περί το 1600. Ο Wooley, όμως, δεν είχε κάνει
ολότελα λάθος, απλώς η πορεία των επιρροών κατευθύνετο κατά την αντίθετη
φορά, ήτοι από την Κρήτη στην Alallakh. Άλλωστε υπενθυμίζεται ότι
τοιχογραφίες Μινωικού ύφους ανεσκάφησαν και στο Mari όπως και στην
Άβαριν (El-Dabca), στην τελευταία δε επιπρόσθετα έχουν ευρεθεί τα
διακριτικά της βασιλικής αρχιτεκτονικής και εξουσίας των Μινωιτών της
Κνωσσού.B97 Ο ανασκαφέας του ανακτόρου της Gonur υποστηρίζει την άποψη
ότι τα ανάκτορα της Ανατολικής Μεσογείου, όπως του Alalakh και της
Ευαγορίτιδος (Ugarit), κατέχουν μια ενδιάμεση θέση στην εξελικτική
αλυσσίδα μεταξύ της Ελλαδικής αφετηρίας και της Μαργιανής.B98
Ο Σαρηγιαννίδης έχει σημειώσει επίσης την ύπαρξη ομοιοτήτων και
αναλογιών μεταξύ της μεγάλης αιθούσης (δωμάτιο 170) του ανακτόρου της
Gonur και του δημοσίου κτιρίου λατρείας της Harappa, τις οποίες μάλιστα
χαρακτηρίζει καθόλου τυχαίες. Οι ομοιότητες έγκεινται στην αντικατάσταση
δύο τοίχων της μεγάλης αιθούσης από ευρείς διαδρόμους με κατώφλια και
κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς, εν είδει περιπτέρου, όπως στην Harappa.
Ομοιότητα έχει επίσης διαπιστωθεί μεταξύ του βασιλικού ιερού στα βόρεια
της νεκροπόλεως Gonur και του δωματίου XXIII του Mohenjo-daro.
Σημειώνεται ότι οι Dhavalikar and Atre έχουν υποστηρίξει ότι αυτό το
δωμάτιο ήταν ιερό της Πυράς, παρά την αντίθετη άποψη του Marshall. To
δωμάτιο 115, στο κέντρο του προαναφερθέντος βασιλικού ιερού της Gonur,
διέθετε επιχρίσματα από πηλό, ήταν διακοσμημένο με δέκα ‘τυφλά παράθυρα’
και στις τέσσερεις γωνίες του έστεκαν γωνιακά βάθρα. Το δωμάτιο
εστερείτο τοίχων, τα δε γωνιακά βάθρα συνεδέοντο με υπερυψωμένους
διαδρόμους – κατώφλια και κεντρικά τοποθετημένους πεσσούς. Αυτή η
κατασκευή περιπτέρου ήταν άγνωστη στην Εγγύς Ανατολή, η δε μόνη αναλογία
μπορεί να αναζητηθεί στο δωμάτιο XXIII του Mohendjo Daro.B99
Το αρχιτεκτονικό στοιχείο των ‘τυφλών παραθύρων’ αλλα και οι κόγχες
– βωμοί υιοθετούνται συχνά στα δημόσια κτίρια της νεκροπόλεως, αυτή δε η
παράδοση συνεχίζεται και πολύ αργότερα.B100 Θα πρέπει έτσι να σημειωθεί
ότι κατά τις αρχές της πρώτης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας ‘τυφλά
παράθυρα’ διακοσμούσαν το εσωτερικό ιερών από την σημερινή ανατολική
Ανατολία (Tilya), το οροπέδιο Urmia (Hasanlu, Baba Jan) μέχρι την Μηδία
(Tepe Nush-i Jan).

Εικ. B8: Βασιλικό ιερό της Gonur


Εικ. B9: Αναπαράσταση περιπτέρου 115 (Βασιλικό ιερό της Gonur)

Το γεγονός ότι αυτές οι εσοχές ή ‘τυφλά παράθυρα’ συνέχισαν την παράδοση


η οποία καθιερώθηκε στο Tepe Gawra και γενικώτερα στην περίοδο Uruk,
όπου εχρησιμοποιούντο ως διακοσμητικά ιερών στα μέσα της τέταρτης
χιλιετίας, πιστοποιεί την επί πολλούς αιώνες ύπαρξη αυτών των
αρχιτεκτονικών διακοσμητικών στοιχείων σε αυτό το τμήμα της Μικράς
Ασίας.B101 Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις ο Σαρηγιαννίδης κατέληξε στην
θέση ότι η προέλευσή τους ευρίσκεται στην βόρεια Μεσοποταμία. B102
Υποστήριξη στην θέση αυτή παρέχει, σύμφωνα με τον ίδιο, η ανεύρεση βωμού
στο ιερό των Mitanni του Tell Brak (τέλη της δεύτερης χιλιετίας) ο
οποίος είχε την μορφή εσοχής ή ‘τυφλού παραθύρου’.B103 Άλλωστε από την
ίδια θέση προέρχονται κοσμήματα του τέλους της τρίτης χιλιετίας, τα
οποία εντάσσονται σε κοινή κατηγορία μαζύ με άλλα από την Ελλάδα, Τροία,
κεντρική Ανατολία και Ur.B104 Σύμφωνα με την προαναφερθείσα θεώρηση και
δεδομένου ότι στην θέση επικρατούσαν οι Mitanni, θεωρούμενοι ως Ινδο-
Ιρανοί, φαίνεται ότι το ιερό κατέχει μία χρονολογικά ενδιάμεση θέση
μεταξύ των μνημείων της βόρειας Μεσοποταμίας και της Μαργιανής. Μια
τέτοια υπόθεση μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι
παραλληλισμοί μεταξύ των ‘τυφλών παραθύρων’ στο ιερό της Πυράς και στο
ανάκτορο της βόρειας Gonur (όπως επίσης της Βακτριανής θέσεως Dashli-3),
αφ’ενός, και στον αντίστοιχο βωμό στο Tell Brak, αφ’ ετέρου, αντανακλούν
– πέραν της αρχιτεκτονικής ομοιότητος – την ύπαρξη κοινών τελετών και
εθίμων τα οποία μπορούν σε μάκρος χρόνου να συσχετισθούν με τις Ινδο-
Ιρανικές θρησκευτικές αντιλήψεις.
Η κόγχη είναι αρχιτεκτονικό στοιχείο γνωστό στον πολιτιστικό κύκλο
της Samarra και του Eridu από την έκτη χιλιετία πρίν από την εποχή μας,
συναντάται δε και στο Tepe Gawra της τέταρτης χιλιετίας, όπως ήδη
αναφέρθηκε. Ακόμη παλαιώτερα οι φυσικές κόγχες εχρησιμοποιήθηκαν από τον
άνθρωπο για ταφές. Στον Ελλαδικό χώρο οι τεχνητές κόγχες απαντώνται στην
Μινωική Κρήτη, συνήθως σε τάφους. Μία από τις αρχαιότερες έχει
εντοπισθεί σε κυψελωτό τάφο στην Κουμάσα, χρονολογείται δε από την ΠΜ Ι
εποχή,B105 ενώ άλλες υπάρχουν στον τάφο των διπλών πελέκεων (ΥΜΙΙΙ-ΙΙΙΑ1),
στον βασιλικό τάφο στα Ισόπατα (ΥΜ ΙΙΙ), στον Χρυσόλακκο (ΜΜ ΙΑ) και
αλλού.B106 Επίσης κόγχες συναντώνται στο ιερό το αποκληθέν από τον Evans
‘θάλαμος της πηγής’, στην βασιλική έπαυλη της Κνωσσού, στην διώροφη
έπαυλη Μινωίτη Αρχιερέως στην θέση Νίρου Χάνι, στον βόρειο τοίχο της
αίθουσας του θρόνου του ανακτόρου της Κνωσσού, στο ανάκτορο της Φαιστού
κ.α.B107
Η εμφάνιση της κόγχης συνηθέστατα σε θρησκευτικό πλαίσιο, ήτοι
συνδεδεμένη με τάφους, ιερείς ή τον θρόνο, σηματοδοτεί την ιδιαίτερη
συμβολική σημασία της. Πράγματι η κόγχη μπορεί να θεωρηθεί ως μία
‘ψευδοθύρα’ η οποία οριοθετεί τον κόσμο των ζώντων από αυτόν των νεκρών
όπου ευρίσκονται και οι πρόγονοι, ενώ, επιπρόσθετα, τον συνδέει με
αυτόν.B108
Στα μέσα της τρίτης χιλιετίας εμφανίσθηκε στον Ελλαδικό ηπειρωτικό
κυρίως χώρο μία νέα αρχιτεκτονική μορφή κτηρίου μνημειακού χαρακτήρος,
το ‘κτίριο με διαδρόμους’. Αυτό είναι ορθογώνιο συνήθως διώροφο, με
τετράγωνα δωμάτια, κεραμωτή οροφή, με εσωτερική κλίμακα και
επιχρισμένους τοίχους. Κατά τον Γαλανάκη ο τύπος αυτός διαθέτει ένα
αποκρυσταλλωμένο σχέδιο το οποίο υπονοεί μία μακρά πορεία αναπτύξεως,
ήτοι αποτελεί κατάκτηση της Ελλαδικής αρχιτεκτονικής, όμως υπάρχει και η
αντίθετη άποψη.B109 Σε πολλά από τα δείγματα αυτού του τύπου συναντώνται
εσοχές – κόγχες, οι οποίες δεν γνωρίζουμε εάν συνδέονται με την
συμβολική της Μινωικής Κρήτης.B110 Βεβαίως κόγχες απαντούν σε τάφους της
Πελοποννήσου της ΜΕ εποχής και στους δρόμους των θαλαμοειδών της ΥΕ
εποχής.B111 Εν κατακλείδι οι κόγχες ετράβηξαν το ενδιαφέρον του
προϊστορικού ανθρώπου, αρχικώς στην φυσική τους μορφή, εν συνεχεία δε
υιοθετήθηκαν στην οικοδομική, τόσον στην Μεσοποταμία όσον και στον
Ελλαδικό χώρο.
Ομιλώντας για παραλληλισμούς και ομοιότητες με την Δύση θα μπορούσε
κάποιος να αναφέρει την σχέση μεταξύ των διπλών κογχών του τύπου
χελιδονοουράς στις γωνίες της αίθουσας του θρόνου στο ανάκτορο της Gonur
(δωμάτιο 196) και τις παρόμοιες στο κεντρικό προαύλιο του ανακτόρου του,
και μάλιστα στο επίσημο δωμάτιο 5 στο Alallakh.B112 Στο ανάκτορο της Gonur
μία κόγχη – θρόνος του ίδιου τύπου ευρίσκεται στην πλευρά μάλλον παρά
στο κέντρο, αντιστοιχώντας έτσι στην θέση του θρόνου στο ανάκτορο του
Mari. Καταλήγοντας, ο ανατολικός διάδρομος στο δωμάτιο 119 του ανακτόρου
της Gonur παραπέμπει στις διακοσμήσεις των διαδρόμων του ανακτόρου της
Κνωσσού.B113 Επίσης οι κόγχες στην αίθουσα ακροάσεων του ανακτόρου της
Gonur διαθέτουν τα ευθέως ανάλογά τους στις κόγχες της αίθουσας του
θρόνου του ανακτόρου της Κνωσσού.

Εικ. B10: Κόγχη με κλιμακωτή μορφή

Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί οικισμοί του χώρου BMAC διέθεταν


προηγμένο σύστημα παροχής και αποχετεύσεως υδάτων,B114 ανάλογο του οποίου
έχει ευρεθεί στην Μινωική Κρήτη (Κνωσσός, Τυλισσός, Μάλια κ.α.) και σε
οικισμούς του πολιτισμού του Ινδού. Σε όλες αυτές τις θέσεις έχουν
υιοθετηθεί μεταξύ των διαφόρων μορφών (ανοικτοί επιφανειακοί αγωγοί,
κεραμεικοί αγωγοί τετραγωνικής διατομής κ.α.) και οι κωνικοί, οι οποίοι
διαθέτουν σημαντικά πλεονεκτήματα.
Συνοψίζοντας υπάρχουν συγκεκριμένα παρόμοια χαρακτηριστικά μεταξύ
διαφόρων μνημειακών αρχιτεκτονημάτων από την βόρεια Μεσοποταμία και εν
μέρει τον Αιγαιακό χώρο, αφ’ ενός, και το συγκρότημα της Βακτρίας –
Μαργιανής, αφ’ ετέρου. Η απόδοση αυτών των κοινών χαρακτηριστικών στην
πολιτιστική ανταλλαγή φαίνεται, σύμφωνα με τον Σαρηγιαννίδη, εξόχως
απίθανη. Πιό πιθανό είναι να υποθέσουμε ότι οι κατασκευές στην Βακτρία
και Μαργιανή αυτής της περιόδου ανακλούν την ονομαζόμενη ‘αρχιτεκτονική
μνήμη’ των νέων αποίκων οι οποίοι ήλθαν στην κεντρική Ασία από μακρυνούς
τόπους στα δυτικά.

5. Kαλλιτεχνική έκφραση – Θρησκεία

H εικονογραφία του πολιτισμού Βακτρίας – Μαργιανής διαθέτει


ιδιαίτερη προσωπικότητα και ύφος, παρουσιάζεται δε σε μικρά λίθινα
αντικείμενα, κεραμεικά διαζώματα, διαμερισματοποιημένες σφραγίδες,
μεταλλικά δοχεία, χρηστικά αντικείμενα, μωσαϊκά, εδώλια και λοιπά
λατρευτικά και διοικητικά αντικείμενα. Ο Amiet αναγνωρίζει τον φαλλικό
συμβολισμό σε πλήθος συνθέσεων οι οποίες περιλαμβάνουν φίδια
αντιπαλεύοντα φανταστικούς οφιοειδείς δράκους. Μεταξύ των πρώτων,
εκπροσώπων των δυνάμεων του καλού, και των τελευταίων, που προσωποποιούν
το κακό, λαμβάνει χώραν μία συνεχής πάλη με έπαθλο το ‘ζωοποιό σπέρμα’.!
B115
Το ζωοποιό σπέρμα αναζητείται μεταξύ των οπίσθιων ποδών των ειρηνικών
ζώων, θεωρείται δε ως συμβολίζον την γονιμότητα και την διατήρηση της
ζωής. Αυτό το κεντρικό θέμα της γλυπτικής του πολιτισμού BMAC
ανιχνεύεται σε πλήθος σφραγίδων και φυλακτών, συνδέεται δε με την
δυαδικότητα - διχοτομία η οποία αργότερα θα αποτελέσει κύριο συστατικό
στην κοσμοθέαση του Ζωροαστρισμού.B116
Στην Gonur ανευρέθησαν ορειχάλκινες σφραγίδες, διακοσμητικές φιάλες
και καρφίτσες οι οποίες είχαν επαργυρωθεί με τεχνολογία η οποία
θεωρείται ως τυπική Κρητο-Μινωική ενώ ήταν διαδεδομένη και στην Μικρά
Ασία.B117 Aξίζει να αναφερθεί ότι μεταλλικά εργαλεία έχουν ανευρεθεί σε
πλείστες θέσεις, ενώ αρκετές κάμινοι μετάλλου έχουν εντοπισθεί στην
νότια και βόρεια Βακτρία.B118
Στο πολιτιστικό σύμπλεγμα BMAC είναι συνήθης η εύρεση καλλιτεχνικών
μορφών και προτύπων κοινών με αυτά του χώρου της Ανατολικής Μεσογείου,
σε κάποιες δε περιπτώσεις αυτή η ομοιότητα περιορίζεται στον Ελλαδικό
χώρο. Έτσι η παράσταση λεόντων είναι μια εικονογραφική συνήθεια η οποία
εμφανίζεται τόσον στην Μαργιανή όσον και στην Μυκηναϊκή Ελλάδα και την
Μικρά Ασία.B119 Στην εικόνα B10 φαίνεται μια θεότης παρουσιαζόμενη με
υποταγμένα θηρία ή καθήμενη επί λεοντοφανούς δαίμονος, η δε ομοιότης με
αντίστοιχη παράσταση του Αιγαιακού κόσμου είναι εντυπωσιακή. B120 Σύμφωνα
με τον Σαρηγιαννίδη μόνον στις Μυκήνες και την Βακτρία οι θεότητες
εμφανίζονται σε σφραγίδες και χάνδρες καθήμενες σε φανταστικά ζώα, ενώ
στην Μεσοποταμία παρίστανται στεκόμενες εμπρός τους ή καθήμενες σε
θρόνους επί αυτών. Επιπρόσθετα στην Μινωική Κρήτη θεότητες του τύπου της
Πότνιας Θηρών συνδέονται με τα ίδια ζώα (περιστέρια, φίδια, ταύρους)
όπως και στον πολιτισμό BMAC.B121 Αυτή η θρησκευτική συσχέτιση αποτελεί
στην Κρήτη κατάληξη μιάς μακραίωνης παραδόσεως η οποία κρατά ήδη από την
Νεολιθική Εποχή. Έτσι για παράδειγμα στην ένθρονη θεά με το παιδί, από
το Νεολιθικό Σέσκλο, εικ. B11, η Gimbutas αναγνωρίζει πιθανώς την θεά
των φιδιών,B122 ενώ στην εικ. B12 παρουσιάζεται μια άλλη εκδοχή της από
την Νεολιθική Κρήτη.B123 H περίεργη μορφή της τελευταίας εικόνας, εικ.
B12, μοιάζει ανθρώπινη ως προς τον γενική σύλληψη, το σχήμα και την
καθήμενη στάση της, αλλά και μη ανθρώπινη σε πολλά σημεία. Στο πρόσωπό
της μπορούμε να αναγνωρίσουμε το ράμφος του πτηνού, ενώ οι βραχίονες και
τα σκέλη – τα οποία σημειωτέον καταλήγουν σε ουρά - θυμίζουν φίδι,
ομοιότητα η οποία, στην εικ. B11, υπογραμμίζεται με τις γραμμώσεις. Σε
μιά άλλη ανάγνωση οι γραμμές θυμίζουν την πηγή της ζωής, το νερό, το
οποίο συλλέγεται και παρέχεται ρέον. Έχουμε έτσι εδώ μια πρώϊμη αναφορά
και εικονογράφηση του πτηνού και του φιδιού, τα οποία θα αποτελέσουν
κατά την Μινωική περίοδο ιδιαίτερα δημοφιλή θέματα, συνδεδεμένα με την
θεότητα και την αναπαραγωγή, την ικανότητα της πτήσεως και την
οικοκυρική και τόσα άλλα. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το εδώλιο της εικ.
B12 υιοθετεί μια στάση η οποία χιλιετίες αργότερα θα ονομασθεί στάση του
yoga, ενώ και οι πλούσιοι γοφοί και τα οπίσθιά του μας θυμίζουν έντονα
τα τυπικά γυναικεία εδώλια του BMAC, υπογραμμίζοντας τον γονιμικό
χαρακτήρα της. Η όλη μορφή παρίσταται κατά τρόπο επιβεβαιώνοντα τον
γήϊνη συσχέτιση και σύνδεση, χαρακτηριστικό επίσης παρόν στις
‘πριγκίπισσες’ της Βακτρίας και Μαργιανής.

Εικ. B11: Πότνια Θηρών από την Bακτρία (αριστερά) και το Αιγαίο (δεξιά)

Στην τέχνη της Βακτρίας – Μαργιανής ανακαλύπτουμε επίσης την ύπαρξη


θεμάτων και συνθέσεων σχετιζόμενων με τον Αιγαιακό κόσμο, όπως παράσταση
σε χυτή σφραγίδα της οποίας το θέμα προσομοιάζει εντυπωσιακά προς τον
μύθο του Ηρακλέους και της Λερναίας Ύδρας. Σε άλλη περίπτωση ο
ερπετόμορφος δράκων εμφανίζεται να κατατρώει έναν άνδρα, παραπέμποντας
στον μύθο του Ιάσωνος και στο Χρυσόμαλλο Δέρας, ενώ δεν λείπει και
φυλακτό με παράσταση άνδρα στο έδαφος ο οποίος δέχεται την επίθεση
αετού, θυμίζοντας τον μύθο του Προμηθέως.B124 Δεδομένου ότι αναφορές στους
παραπάνω ήρωες – ημιθέους δεν έχουν ευρεθεί στην Γραμμική Β’ εκτιμήθηκε
ότι η κοινή θεματολογία μεταξύ Ώξου και Ελλαδικού χώρου οφείλεται στην
κοινή πολιτιστική κληρονομιά αυτών ως κλάδων των Ινδο – Ευρωπαίων. Σε
κάθε περίπτωση αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη σχετικών προς τους μύθους
αυτούς παραστάσεων σε σφραγίδες της Σουμεριακής τέχνης, των μέσων της
τρίτης χιλιετίας.B125
Εικ. B12: Ένθρονη θεά με παιδί, πιθανώς η Θεά – φίδι (Σέσκλο, Θεσσαλίας, Ύστερη Νεολιθική
Εποχή, Gimbutas 1982, p. 144, fig. 96)

Εικ. B13: Νεολιθικό εδώλιο Μητέρας Θεάς – Φιδιού (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, 5800-4800
π.Χ.)
Σε συνθέσεις διακοσμητικών φιαλιδίων της Βακτρίας παρουσιάζονται
φανταστικά όντα, προσομοιάζοντα στους Μινωικούς δαίμονες (genii).B126 Οι
τελευταίοι εμφανίσθηκαν στην Κρήτη της ΜΜ ΙΙb περιόδου,B127 εκτιμάται δε
ότι ακολουθούν το πρότυπο της Αιγυπτιακής θεότητας – ιπποποτάμου
Taweret, προσαρμοσμένο στην Μινωική θρησκευτική αντίληψη, ενώ διέθεταν
και αστρική συσχέτιση.B128 Σε ένα εκ των δύο φιαλιδίων υπάρχει πολύπλοκη
σύνθεση μοναδική στην εικονογραφία της νοτιοδυτικής Ασίας, η οποία
περιλαμβάνει την τόσο δημοφιλή, στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο, ‘σκηνή
δεξιώσεως’, όπου τρόφιμα και ποτά προσφέρονται από φανταστικά πλάσματα
στην καθήμενη θεότητα. Στην Βακτριανή σύνθεση τον ρόλο των προσφερόντων
έχουν αναλάβει πιθηκοειδή, κατ’ αναλογίαν των λεοντοφανών Μινωικών
δαιμόνων, ενώ στην θέση της θεότητας ευρίσκεται αίγα, δεν λείπει δε και
η παράσταση φυτού εκ του οποίου εκτιμάται ότι ήτο δυνατή η παραγωγή
μεθυστικού χυμού.B129 Ενώ οι συσχετίσεις αφορούν την ευρύτερη ανατολική
Μεσόγειο, ήτοι την Εγγύς Ανατολή, Ανατολία και Αιγαίο, η σύνδεση
ιδιαίτερα με την Μινωική Κρήτη φαίνεται προεξάρχουσα. Πράγματι
σημειώνουμε ότι στην Κρήτη ο κερκοπίθηκος υιοθετήθηκε συχνά ως υπηρέτης
της θεότητας, εμφανιζόμενος ως ενδιάμεσος μεταξύ της ανθρωπότητας και
του θείου.B130 Στην γνωστή τοιχογραφία από την Ξεστή 3 της Θήρας ο
κερκοπίθηκος απεικονίζεται να προσφέρει κρόκο στην θεότητα ή στο
υποκατάστατό της,B131 κατέχοντας έτσι ρόλο ανάλογο της Βακτριανής
συνθέσεως, εικ. B14.

Εικ. B14: Σύνθεση σκηνής δεξιώσεων από κοσμητική φιάλη της Βακτρίας (Σαρηγιαννίδης)
Εικ. B15: Αναπαραγωγή τοιχογραφίας από την Ξεστή 3 (Όλγα Αναστασιάδου)

Καθ’ όμοιο τρόπο η σύνθεση του αναπηδούντος ταύρου με τον ακροβάτη


εμφανίζεται συχνά στην Βακτρία – Μαργιανή, σε πλείστα λατρευτικά
αντικείμενα.B132 Η λατρεία του ταύρου συνιστά προϊστορική θρησκευτική
πρακτική η οποία κυριάρχησε στην Μινωική Κρήτη,B133 γεννήθηκε δε μέσα από
την παράδοση του πολιτιστικού κύκλου ο οποίος άνθισε στην ευρύτερη
Ελληνική Χερσόνησο αλλά και την Μικρά Ασία τουλάχιστον από την Νεολιθική
Εποχή.B134
Μιά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σειρά εδωλίων συνήθως μικρού μεγέθους
είναι αυτή των Βακτριανών πριγκιπισσών ή θεαινών, εικ. B15, οι οποίες
εμφανίζονται σε στάση καθιστή αποπνέουσα ισχύ και ηρεμία και εμπνέουσα
τον σεβασμό.B135 Συνήθως είναι κατασκευασμένα από περισσότερα του ενός
πετρώματα, π.χ. ασβεστίτη και στεατίτη, και παρουσιάζουν τα πρόσωπα
ενδεδυμένα τον καυνάκη. Το ένδυμα αυτό εθεωρείτο από την εποχή της
κλασικής περιόδου ως Περσικό αργότερα όμως επεκράτησε η άποψη ότι υπήρξε
Σουμεριανό. Άρχικώς απετελείτο από δέρμα προβάτου, όμως στην συνέχεια
έγινε μάλλινο, μιμούμενο την όψη της προβιάς. Σε ανάγλυφο χρονολογούμενο
από το 2900 π.Χ. περίπου, το οποίο εκτίθεται στο Λούβρο, παρουσιάζεται η
κόρη του πρωθιερέως των Σουμερίων να φέρει καυνάκη, πιθανότατα από
προβιά.B136 Ήδη από τις αρχές του αιώνος ο Evans ανεγνώρισε το ένδυμα αυτό
σε ευρήματα στο ιερό κορυφής του Πετσοφά, στην Ανατολική Κρήτη, το
προσομοίασε δε προς το ένδυμα της θεάς των φιδιών. B137, B138
Σήμερα το ένδυμα
έχει ταυτοποιηθεί σε ευρήματα από την Κνωσσό (περί το 2100 π.Χ.), στην
σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας και αλλού.B139 Δεν είναι λίγοι πλέον αυτοί οι
οποίοι αποδίδουν την καταγωγή του ενδύματος στην Κρήτη, αν και οι
επιρροές από τον εξωτερικό κόσμο είναι αναμφισβήτητες.B140
Εντός των οικιστικών συγκροτημάτων στην Βακτρία – Μαργιανή
ανευρέθησαν σημαντικά ιερά (Togolok-1, Togolok-21, τέμενος Gonur)
μεγέθους αναλόγου τών συγχρόνων τους της Μεσοποταμίας, εικ. B16. Στα
ιερά αυτά ανεσκάφη υλικό το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη λατρείας
περιλαμβάνουσας την πόσι μεθυστικών ροφημάτων. Ο Σαρηγιαννίδης εκτιμά
ότι η λατρεία αυτή επέζησε και αργότερα περιελήφθη στην θρησκεία του
Ζωροαστρισμού, υπό το όνομα Soma (Rigveda) και Haoma (Avesta).B141 Στα
προαναφερθέντα ιερά ευρέθησαν αγγεία με ίχνη φυτών κατάλληλων για την
παραγωγή ναρκωτικών, όπως εφέδρας, καννάβεως και παπαρούνας, καθώς και
εξαρτήματα και εγκαταστάσεις απαραίτητες για την εξαγωγή του μεθυστικού
χυμού Soma από αυτά. Επιπρόσθετα, σε δύο από τα ιερά ευρέθησαν βωμοί,
των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ότι συνδυάζεται με την λατρεία της Πυράς,
αν και σε κατώτερο επίπεδο εν σχέσει με την λατρεία Soma – Haoma.
Σύμφωνα με τον Σαρηγιαννίδης το ιερό της Gonur ανεγέρθη από τους
πρώτους αποίκους της περιοχής προς τιμήν της Soma – Haoma και της πυράς,
για την κατασκευή δε οι τελευταίοι ακολούθησαν τον πατροπαράδοτο
αρχιτεκτονικό σχεδιασμό τον οποίο είχαν αναπτύξει στην πατρίδα τους.B142
Το παραγόμενο μεθυστικό ρόφημα αρχικώς ετοποθετείτο σε
τελετουργικές φιάλες φέρουσες στο χείλος τους παράσταση γλυπτών μορφών,
τέτοιες φιάλες δε ανεσκάφησαν σε όλα τα λατρευτικά κέντρα του BMAC αλλά
και σε τάφους. Ανάλογες φιάλες έχουν ανασκαφεί και στo ανάκτορο του
Beycesultan στην Μικρά Ασία όπως και στο Αιγαίο, όπως εξηγείται
ακολούθως, αλλά όχι σε άλλα μέρη της Εγγύς Ανατολής. Στο ανάκτορο του
Beycesultan, του οποίου η αρχιτεκτονική φέρεται επηρεασμένη από Μινωικά
πρότυπα, η παπαρούνα (Papaver somniferum) όπως και τα τελετουργικά
φιαλίδια είναι γνωστά από παλαιά.B143

Εικ. B16: Bακτρία πριγκίπισσα (Μουσείο Λούβρου ΑΟ 31917)

Εικ. B17: Αναπαράσταση ιερού Togolok-21 (Sarianidi 2003, Fig. 1)

Στην Μαργιανή ευρέθησαν επίσης μικροί οστέϊνοι αυλοί


χρονολογούμενοι από την δεύτερη περίοδο (1800-1500 π.Χ.) φέροντες
διακόσμηση με πρόσωπα, μερικοί των οποίων περιείχαν ίχνη παπαρούνας,
επομένως εχρησιμοποιούντο για την πόσι του μεθυστικού χυμού.B144 Ανάλογοι
αυλοί, ομοίως διακοσμημένοι με πρόσωπα, ευρέθησαν στην Κύπρο και
περιλαμβάνονται στην γνωστή Συλλογή Κυπριακών Αρχαιοτήτων του Morris.B145
Τα πρόσωπα τα διακοσμούντα την επιφάνεια των αυλών, τόσον αυτών της
Μαργιανής όσον και της Κύπρου, έχουν χαρτακτηριστικά διεσταλμένη την
κόρη συνεπεία χρήσεως ναρκωτικών.B146 Σημειώνεται ότι πέραν των
παραστάσεων προσώπων οι οστέϊνοι αυλοί έφεραν γραμμική διακόσμηση
ανάλογη αυτής η οποία συναντάται σε αυλούς από θέσεις του Αιγαίου, της
Ανατολίας και της Συρο – Παλαιστίνης, χρονολογούνται δε από την Πρώϊμη
Εποχή του Χαλκού.B147
Μεταξύ των ευρημάτων τα οπόία ανεσκάφησαν στα ιερά εξέχουσα θέση
κατέχουν τα κεραμεικά τελετουργικά αγγεία. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών
έφερε απλές παραστάσεις εγχάρακτου δένδρου πλαισιούμενου από ζεύγος
έκτυπων αιγών.B148 Η σύνθεση αυτή του ‘δένδρου της ζωής’ θεωρείται
Μεσοποταμιακής καταγωγής, κατέστη δε ιδιαίτερα δημοφιλής στην
διακοσμητική της Αιγύπτου, Κύπρου, Παλαιστίνης και Elam, από όπου, κατά
τον Σαρηγιαννίδη, διαδόθηκε στον χώρο BMAC. Το θέμα του ζεύγους των
αντιτιθέμενων, συχνά μυθικών, ζώων θεωρείται ότι είχε επινοηθεί από τους
Σουμερίους, συναντάται όμως επίσης στην Ιεράκων - πόλιν της Αιγύπτου ήδη
από την προδυναστική περίοδο.B149

Εικ. B18: Οστέϊνοι αυλοί για την πόση του μεθυστικού χυμού

Στον Ελλαδικό χώρο το θέμα εμφανίζεται στην Ρόδο, την Μινωική Κρήτη, την
Μυκηναϊκή Ελλάδα και την Κύπρο,B150 επιβιώνει δε ακόμη και κατά την
Γεωμετρική περίοδο.B151 Το ιερό δένδρο συνιστά την ανεικονική εκδήλωση του
θείου, το δε ζεύγος των ζώων από το οποίο πλαισιώνεται αναλαμβάνει ρόλο
φυλάκων ή υποστηρικτών του. Το ίδιο θέμα συναντούμε σε σφραγιδοκύλινδρο
της ύστερης εποχής του Χαλκού από την Κύπρο, όπου όμως η θεά εμφανίζεται
όχι ανεικονικώς αλλά αυτοπροσώπως, φέρουσα μακρύ φόρεμα και πλαισιωμένη
από ζεύγος κάπρων.B152

Εικ. B19: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το ιερό Togolok-21 φέρον εδώλια
Εικ. B20: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το Παλαίκαστρο

Μια άλλη κατηγορία τελετουργικών κεραμεικών αγγείων περιλαμβάνει


αυτά τα οποία διέθεταν στο χείλος ή στην επιφάνειά τους γλυπτά εδώλια
πτηνών και άλλων ζώων ή και ανθρώπινες μορφές. Τέτοια αγγεία είναι
γνωστά από την Ανατολία και τον Μεσογειακό κόσμο, αλλά όχι από άλλα μέρη
της Εγγύς Ανατολής.B153 Οι συνθέσεις των εδωλίων συνιστούσαν την περιγραφή
μύθων και παραδόσεων, δημοφιλών μεταξύ των φυλών της Μαργιανής. Ανάλογα
αγγεία, φέροντα μικρές γλυπτές μορφές ζώων είτε ανθρώπων και σε άλλες
περιπτώσεις περιέχοντα μικρώτερα αγγεία, είναι γνωστά από το
Παλαίκαστρο, την Κνωσσό καθώς και από άλλες θέσεις της Μινωικής
Κρήτης.B154 Το εξαιρετικό ημισφαιρικό αγγείο από το Παλαίκαστρο, των αρχών
της δευτέρας χιλιετίας, φέρει στο εσωτερικό του πληθώρα εδωλίων,
παριστάνει δε κοπάδι προβάτων με τον βοσκό. Χρονολογούμενα, το
υστερώτερο, από την ΜΜ ΙΙ περίοδο, ήτοι πρίν το 1800 π.Χ., B155 τα αγγεία
αυτά σε μερικές περιπτώσεις περιείχαν με την σειρά τους πλήθος
μικροσκοπικών αγγείων, κατ΄ αναλογίαν προς παρόμοια ευρήματα προερχόμενα
από τα ιερά του BMAC.B156 Άλλωστε παραδείγματα των τελευταίων
μικροσκοπικών αγγείων και αναθηματικών εδωλίων έχουν ανασκαφεί στο ιερό
του Πετσοφά, προερχόμενα μάλιστα από την Μ.Μ. Ι περίοδο.B157
Συγγενή κρίνονται, τέλος, και τα λατρευτικά αγγεία – ομοιώματα
ιερών τα οποία έχουν ανασκαφεί από πλείστες θέσεις του BMAC κατάγονται
όμως από την Κύπρο, όπου εμφανίσθηκαν ήδη από την Χαλκολιθική εποχή. B158 Η
συσχέτιση των λατρευτικών σκευών με τον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο
υπογραμμίζεται – επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την ανασκαφή αγγείων των
οποίων στόμιο εκροής ήταν διαμορφωμένο ως κεφαλή ταύρου, συνδέοντας έτσι
τον πολιτισμό της Βακτρίας – Μαργιανής με την κατ’ εξοχήν περιοχή όπου
κυριαρχούσε η λατρεία του ταύρου.B159
Ενδιαφέρουσα, από την άποψη αυτή, είναι η παράσταση η αποτυπούμενη
από σφραγιδοκύλινδρο ανασκαφέντα σε τάφο του Togolok-1. Σε αυτήν
εικονίζονται ακροβατικές δραστηριότητες συνοδευόμενες από μουσική
μεγάλων κυμβάλων, οι δε συμμετέχοντες φέρουν μάσκες πιθηκοειδών. Η
παράσταση αποπνέει θρησκευτικότητα η δε παρουσία ακροβατών κρίνεται ως
στοιχείο αποδεικνύον την συνάφεια της Μαργιανής θρησκευτικότητος με
αυτήν του Αιγαίου και της Ανατολίας.B160 Η εικονιζόμενη τελετή φαίνεται να
διαθέτει πλείστα Διονυσιακά στοιχεία, όπως την μουσική, τον τελετουργικό
χορό και την μάσκα, ενώ δεν λείπει και ο ταύρος. B161 Είναι πιθανόν η
δυνατή μουσική και ο χορός να εχρησιμοποιούντο για την μετάβαση σε
‘αλλοιωμένη κατάσταση συνειδητότητος’ ή, αλλοιώς, για την επίτευξη της
‘βακχικής μανίας’, δεν αποκλείεται δε και η παραλληλη χρήση
παραισθησιογόνων, για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Άλλωστε το θέμα της
μήκωνος της υπνοφόρου είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην τέχνη του BMAC.
Έτσι εμφανίζεται σε πλείστα καλλιτεχνήματα, όπως σε κεφαλή
ελεφαντοστέϊνης περόνης, σε σφραγίδες, λίθινα αγγεία κ.α. ενώ
υπολείμματά της ευρέθησαν επίσης σε πλείστες θέσεις.B162
Εικ. B21: Ομοίωμα ιερού από την Κύπρο

Άλλωστε το θέμα της μήκωνος της υπνοφόρου είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην
τέχνη του BMAC. Έτσι εμφανίζεται σε πλείστα καλλιτεχνήματα, όπως σε
κεφαλή ελεφαντοστέϊνης περόνης, σε σφραγίδες, λίθινα αγγεία κ.α. ενώ
υπολείμματά της ευρέθησαν επίσης σε πλείστες θέσεις.B162 Το ίδιο θέμα
είναι εξ ίσου σύνηθες στον Ελλαδικό χώρο, στην εικονογραφία,
αγγειοπλαστική, κοσμηματοποιία κ.α.B163 Η συσχέτιση της παραπάνω
παραστάσεως με τον Ελλαδικό χώρο αποδεικνύεται ακόμη στενώτερη εάν
ληφθεί υπ’ όψιν ότι η υιοθέτηση της εικόνας του πιθήκου στην
εικονογραφία και σφραγιδογλυφία ήταν συνήθης στην Ανατολία, Αίγυπτο,
ιδίως όμως στην Μινωική Κρήτη.B164 Στην τελευταία ο πίθηκος εμφανίζεται
συχνά να εκτελεί ανθρώπινες δραστηριότητες και μάλιστα να παίζει μουσικά
όργανα στα πλαίσια τελετών θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στην
σχολιαζόμενη Βακτριανή παράσταση.B165 Μάλιστα σε τοιχογραφία στον βόρειο
τοίχο πάνω από την ‘δεξαμενή καθαρμών’ της Ξεστής 3 οι εικονιζόμενοι
κερκοπίθηκοι εμφανίζονται συνδεόμενοι με μουσική από κρουστά (κρόταλα ή
καστανιέτες) αυτή δε η συσχέτιση υπογραμμίζεται περαιτέρω από την
παρουσία, στην ίδια σκηνή, γυναίκας η οποία παίζει με περιδέραιο,
παράγοντας το χαρακτηριστικό κροτάλισμα!B166 Κατά την άποψή μας οι
εντοπισθείσες ανωτέρω αναλογίες με την Βακτριανή σύνθεση παρέχουν επαρκή
θεμελίωση στον ισχυρισμό ότι η τελευταία εμφανίζει σαφείς Μινωικές
αναφορές και καταβολές.

Εικ. B22: Αποτύπωμα σφραγιδοκυλίνδρου εικονίζουσα τελετή με ‘Διονυσιακά’ στοιχεία

Ο Σαρηγιαννίδης εκτιμά ότι τα φύλα τα οποία μετανάστευσαν στην


Βακτρία – Μαργιανή ήταν κατά το μάλλον ή ήττον άσχετα προς την
ανθρωπόμορφη πλαστική, πρίν την μετανάστευσή τους. Ως εκ τούτου, κατά
τον ίδιο πάντα, υιοθέτησαν την πλαστική των τοπικών φύλων του
Τουρκμενιστάν, η δε παραγωγή τους ήταν αριθμητικά περιορισμένη. B167 Τα
περισσότερα εδώλια του πρώτου ημίσεως της δεύτερης χιλιετίας ανήκουν σε
νέο τύπο εδωλίου, ήτοι εδωλίου το οποίο δεν συνεχίζει την προηγούμενη
πλαστική παράδοση των τοπικών φύλων.B168 Ο νέος τύπος αναπαριστά συνήθως
σε πεπλατυσμένο ‘σανιδόσχημο’ αγαλματίδιο γυναικεία μορφή με
χαρακτηριστικά ρομβοειδή μάτια, μικρή κεφαλή με κορώνα και εντόνως
προεξέχουσα μύτη, συνήθως με τα χέρια σε έκταση. Η κορώνα συνήθως
διαθέτει οπές για την τοποθέτηση δακτυλίων (ενωτίων), ενώ η κεφαλή είναι
διακοσμημένη περίτεχνα, χαρακτηριστικά τα οποία συναντώνται επίσης στην
Μεσοποταμιακή και Κυπριακή γλυπτική.B169 Κάτω από την κοιλιά παρίστατο
εμφανώς το ηβικό τρίγωνο με κεκλιμένες εγχάρακτες γραμμές, ενώ τα στήθη
ήταν μικρά και κωνικά.B170 Ο Σαρηγιαννίδης ανακαλύπτει ομοιότητες με
αγαλματίδια του Hissar III αλλά και της Συρο – Παλαιστίνης, σε άλλες δε
περιπτώσεις εντάσσει σχηματικά εδώλια του BMAC στον πολιτιστικό κύκλο
Namazga V.B171 Όμως, κατά την άποψή μας, υφίσταται στενή συσχέτιση με την
πλαστική του νεολιθικού πολιτισμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά και της
Μικράς Ασίας. Πράγματι κατά την Μέση Νεολιθική η ειδωλοπλαστική στον
χώρο της βόρειας Ελλάδας και, ευρύτερα, της Χερσονήσου του Αίμου
χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση μικρών ραμφόσχημων κεφαλών, με μεγάλες
μύτες, τεράστια εγχάρακτα αμυγδαλοειδή μάτια, έντονα σχηματισμένο ηβικό
τρίγωνο κλπ.B172 Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται, για παράδειγμα, σε
γυναικείο στεατοπυγικό εδώλιο από πηλό από την Νέα Νικομήδεια της
αρχαιότερης νεολιθικής, σε εδώλια από την μεσολιθική Κουτρουλού Μαγούλα,
αλλά και την Κύπρο της τέταρτης – τρίτης χιλιετίας.B173 Επομένως η
έμπνευση των βασικών χαρακτηριστικών των ανθρωπόμορφων εδωλίων του
πολιτισμού της Βακτρίας – Μαργιανής μπορεί εξ ίσου να αναζητηθεί στην
κατά πολύ παλαιώτερη παράδοση της πλαστικής της ανατολικής Μεσογείου.
Μεταξύ των θεμάτων τα οποία διακοσμούν τα καλλιτεχνήματα της
Βακτρίας – Μαργιανής περιλαμβάνεται και αυτό του φύλλου της ιεράς συκής
(Ficus religiosa), το οποίο ξεχωρίζει διότι θεωρείται ως κατ’ εξοχήν
συνδεόμενο με τον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού. Το θέμα αυτό έχει
ευρεθεί και σε σκήπτρο ανασκαφέν από βασιλικό τάφο της Αβάριος (El-
Dabca),B174 όπου ανευρέθη επίσης ξίφος διακοσμημένο με το τυπικό Μινωικό
θέμα των ‘εφαπτομένων σπειρών’.B175 Οι συσχετίσεις μεταξύ BMAC, Ινδού και
Μινωικής Κρήτης καθίστανται εντονώτερες και αξιομνημόνευτες από το
γεγονός ότι το ιδιόρρυθμο φύλλο της ιεράς συκής συναντάται εγχάρακτο και
σε Κρητικά δισκάρια.B176

Εικ. B23: Κυλινδρικό αναθηματικό αγγείο από τάφο της Gonur (αριστερά), Δισκάριο KN Wc 26
ευρισκόμενο στην ιδιωτική συλλογή Schoyen Collection (MS 249, δεξιά)

6. Σφραγίδες και Φυλακτά


Η κατασκευή σφραγίδων για πρώτη φορά είναι σημαντικό γεγονός της
διαδικασίας Νεολιθικοποιήσεως, έλαβε χώραν δε αρχικώς στην Μεσοποταμία
και την Θεσσαλία κατά την έβδομη χιλιετία πρίν από την εποχή μας. B177 Εν
συνεχεία το φαινόμενο εξαπλώθηκε γεωγραφικά ενώ διαδόθηκε η χρήση των
σφραγίδων για διοικητικούς – εμπορικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τον Lichter
στον Ελλαδικό χώρο έχουν ανασκαφεί δεκάδες θέσεων με ευρήματα νεολιθικών
σφραγίδων της έβδομης και έκτης χιλιετίας, ενώ στην Ανατολία και στην
υπόλοιπη Χερσόνησο του Αίμου από μία δεκάδα περίπου.B178 Για λόγους
συγκρίσεως αναφέρεται ότι το πολύ γνωστό Tepe Gawra έχει παράσχει περί
τις δεκαπέντε μόνον σφραγίδες από τα στρώματα τα πρότερα του ΧΙΙΙ.B179
Οι σφραγίδες και τα φυλακτά της Βακτρίας και Μαργιανής συνιστούν
έναν σημαντικό θησαυρό ο οποίος παρέχει πλείστες πληροφορίες για τον
πολιτισμό BMAC. Σύμφωνα με τον Amiet οι παραστάσεις των σφραγίδων και
φυλακτών εμφανίζουν αναλογίες προς την γλυπτική του νοτιο-ανατολικού
Ιράν ήτοι του Elam (Tepe Hissar, Shahdad, Tepe Yahya), ο δε
Σαρηγιαννίδης υπογραμμίζει επιπρόσθετα την επιρροή της εικονογραφίας της
Εγγύς Ανατολής και ειδικά της Συρο-Χιττιτικής.B180 Σε πλείστες θέσεις του
Elam απαντάται η ίδια ή παρόμοια θεματολογία σφραγίδων, κοινή, μέχρις
ενός σημείου, με αυτήν της Ανατολίας, του Αιγαίου και της Χερσονήσου του
Αίμου. Άλλωστε η κοινότης θεμάτων στην ευρύτερη περιοχή συνιστά
διαπίστωση στην οποίαν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές, έχει μάλιστα
διατυπωθεί η άποψη για την ύπαρξη ‘γλυπτικής κοινής’ στον συγκεκριμένο
γεωγραφικό χώρο, όρος ο οποίος ονοματίζει μεν την κατάσταση αλλά δεν την
ερμηνεύει.B181 Στις εικ. B24, B25 και B26 παρουσιάζονται σφραγίδες και
διακοσμητικά θέματα από περιοχές του Elam της πέμπτης χιλιετίας, καθώς
και από τον Ελλαδικό κόσμο, από όπου προκύπτει η κοινή εν πολλοίς
θεματολογία.B182 Αυτή η ομοιότητα εμπλέκει το Tepe Hissar, Shahdad, Giyan,
Sialk και άλλες θέσεις, ενώ παραλληλισμοί μπορούν να ανακαλυφθούν και σε
άλλες πλευρές του υλικού πολιτισμού. Έτσι αγγείο πραγματικά Αιγαιακής
εμφανίσεως έχει ανασκαφεί στο βορειο-ανατολικό Ιράν, χρονολογούμενο στα
τέλη της τρίτης χιλιετίας, ενώ αιχμές βέλους από το Tepe Hissar ΙΙΙ και
το Giyan IV προσομοιάζουν προς αυτές της Τροίας ΙΙ του πολιτιστικού
κύκλου του βορειο-ανατολικού Αιγαίου.B183 Ομοιότητες, όμως, εμφανίζονται
και μεταξύ των σφραγιστικών πρακτικών Λέρνης και Tuttul της Συρίας του
δευτέρου ημίσεως της τρίτης χιλιετίας, ακόμη δε και μεταξύ Lothal και
Λέρνης.B184
Η ύπαρξη στις σφραγίδες του πολιτισμού BMAC παραστάσεων κοινών με
αυτές του Αιγαιακού κόσμου αναγνωρίζεται από τον Σαρηγιαννίδη,
αποδίδεται όμως στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την Ινδο-Ευρωπαϊκή θεώρηση,
οι Έλληνες μοιράζονται κοινή θεματολογία με τους Ινδο-Ευρωπαίους της
Βακτρίας – Μαργιανής, όντες οι ίδιοι Ινδο-Ευρωπαίοι. Η ύπαρξη επαφών με
τον Αιγαιακό κόσμο απορρίπτεται από τον Σαρηγιαννίδη εκ των προτέρων, αν
και, κατά την γνώμη μας, τα ευρήματα δεικνύουν προς την κατεύθυνση αυτή.

Εικ. B24: Παρόμοιες σφραγίδες από το Hissar IA, Siyalk III (τέταρτης χιλιετίας) και την Λέρνη
(2650-2200 π.Χ.)

Εικ. B25: Παρόμοιες σφραγίδες και θέματα από το Giyan VC, Siyalk III (τετάρτης χιλιετίας) και
την Ελλάδα (2650-2200 π.Χ.)
Οι τρίπλευρες πρισματικές σφραγίδες, πρακτικώς άγνωστες στην Μεσοποταμία
και το Ιράν, είναι συνήθεις στην πεδιάδα του Ινδού, έχουν ανασκαφεί δε
και στον χώρο επιρροής της Βακτρίας – Μαργιανής και μάλιστα σε ταφικές
κατασκευές.B185 Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, σύμφωνα με την During Caspers, η
εμφάνιση τέτοιων πρισματικών σφραγίδων στην κοιλάδα του Ινδού θεωρείται
αποτέλεσμα Μινωικής επιδράσεως και υπάρξεως επαφών με τους
τελευταίους,B186 ανάλογες δε θέσεις μπορούν να υποστηριχθούν και για τον
χώρο BMAC.

Εικ. B26: Παρόμοιες σφραγίδες από το Gawra I (περί το 1500 π.Χ.), Ελλαδική (περί το 1500 π.Χ.)
και Ελλαδική (Νεολιθικής περιόδου)

Μεταξύ των παραστάσεων θεοτήτων καθήμενων επί θηρίων αναφέρεται η


σύνθεση όπου άνθρωπος – πτηνό με δύο κεφαλές αετού κάθεται επί δύο
πανθήρων, αυτό δε το θέμα διαθέτει το Αιγαιακό ανάλογό του στην ‘Πότνια
Θηρών’, καθήμενη επί ζεύγους λεόντων.B187
Η ‘Πότνια Θηρών’ εμφανίζεται στην Ευαγορίτιδα (Ugarit), ημίγυμνη
ενδεδυμένη τον καυνάκη και πλαισιωμένη από δύο κάπρους, σε τάφους οι
οποίοι αποδόθηκαν σε Μυκηναίους.B188 Η κατηγορία των σφραγίδων οι οποίες
παρουσιάζουν βρόχους ή κόμβους είναι ευρεία, υπάρχουν δε ανάλογα στον
Ελλαδικό χώρο και μάλιστα τα τελευταία φαίνεται ότι πιθανότατα είναι
παλαιώτερα. Στην επόμενη εικόνα B28 παρουσιάζεται η σφραγίδα CMS II, 1
084, από την Αγία Τριάδα της ΜΜ Ι εποχής, ακολουθεί δε στά δεξιά της η
σφραγίδα 1632 (β’ πλευρά), από το ιερό Togolok 21 των μέσων της δεύτερης
χιλιετίας.
Εικ. B27: Σφραγίδα 21 με τον άνθρωπο – πτηνό

Εικ. B28: Παρόμοιες σφραγίδες με θέμα τον βρόχο από την Κρήτη (αριστερά) και το Togolok 21

Υπάρχουν επίσης σφραγίδες οι οποίες περιλαμβάνουν παραστάσεις με


σκορπιούς, κάπρους, αρπακτικά πτηνά κ.ά. οι οποίες ονομάζονται σφραγίδες
του ‘τύπου Murgab’, αποδίδονται δε σε επιρροή του Elam ή των Συρο-
Χετταίων.B189 Θα προσθέταμε ότι σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις υπάρχει
Ελλαδικό ανάλογο, όπως στην περίπτωση της εικ. B29, όπου παρουσιάζεται η
χάλκινη Βακτριανή σφραγίδα 268 και δεξιά η πανομοιότυπη S61 από την
Λέρνη της ΠΕ ΙΙ περιόδου.
Ομοιότητα αν όχι ταυτότητα παρατηρείται επίσης στην κατηγορία των
θεμάτων με γεωμετρικά στοιχεία. Έτσι ο πολυπέταλος ρόδακας με διπλό
κύκλο στο κέντρο λίθινης σφραγίδας της Μαργιανής σχεδόν αντιγράφει (ή
αντιστρόφως) την σφραγίδα CMS V 036 της Λέρνης IV του τέλους της τρίτης
χιλιετίας. Το ίδιο θέμα του ενδεκαπέταλου ρόδακα επαναλαμβάνεται και σε
δικωνικές χάνδρες ανασκαφείσες στο ανάκτορο της Gonur.B190
Εικ. B29: Σφραγίδες με θέμα τον σκορπιό από την Βακτρία (αριστερά) και την Λέρνη (δεξιά)

Εικ. B30: Το θέμα του ενδεκαπέταλου ρόδακα σε σφραγίδα της Μαργιανής (αριστερά) και της
Λέρνης (κέντρο), καθώς και σε χάνδρα της Gonur (δεξιά)

Η τετραπλή σπείρα ή τετράφυλλο είναι θέμα το οποίο υιοθετείται


συχνά σε φυλακτά ή σφραγίδες της Βακτρίας – Μαργιανής, ανάλογό του δε
απαντάται ήδη από την Πρώϊμη Μινωική εποχή σε οστεοφυλάκια της Μεσαράς,
στην Φαιστό και στην Σητεία όπως και σε νησιά του Αιγαίου (Αμοργό και
Μήλο).B191 Συχνά η τετραπλή σπείρα εμφανίζεται ως γαμμάδιο ή αγκυλωτός
σταυρός, όμως αυτό το θέμα δεν το συναντούμε μόνον στον χώρο BMAC αλλά
και στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού, καθώς και σε πλείστα μέρη του κόσμου
από αρχαιότατες εποχές.B192 Το γαμμάδιο εμφανίζεται σε πλείστα Μινωικά
τεχνουργήματα, σε μία περίπτωση δε δίπλα σε αίγα θηλάζουσα τον υιό της
θεότητος.B193, B194
Το ίδιο θέμα υπάρχει ακόμη και σε παλαιώτατες
βραχογραφίες του Παγγαίου και μάλιστα μαζύ με τους Διδύμους (Κάστορα και
Πολυδεύκη).B195 Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Σανσκριτική είναι γνωστό ως
swastika του οποίου η Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή εκδοχή δίδεται ως:
*(e)su- "καλός" + as-, ρίζα του asti "είναι"
σχετιζόμενο με το Ελληνικό ευς + εστίν το οποίο σημαίνει ακριβώς το
καλώς έχειν.B196
To τρισκέλιον είναι ένα άλλο δημοφιλές θέμα το οποίο απαντάται σε
διαμερισματοποιημένες σφραγίδες του πολιτισμού BMAC, εμφανιζόμενο αρχικά
στην Νεολιθική Ιρλανδία, το Ραχμάνι Θεσσαλίας, την Μινωική Κρήτη, την
Λέρνη και την Κέα στην συνέχεια δε στις Μυκήνες, την Μεγάλη Ελλάδα και
σε πλείστα μέρη του κόσμου.B197
Στα κοινά θέματα μεταξύ σφραγίδων της Βακτρίας – Μαργιανής και του
Ελλαδικού χώρου περιλαμβάνονται επίσης ο σπειροειδής ρόδακας, ο σταυρός
με τρίγωνα στα άκρα των πλευρών, το σταυροειδές τετράγωνο, ο τροχός
κ.ά.B198

7. Kαταληκτικές Παρατηρήσεις

Συμπερασματικά ο πολιτισμός του Ώξου ανεπτύχθη κατά μήκος της


εμπορικής οδού η οποία αργότερα ονομάσθηκε ‘δρόμος του μεταξιού’ και
μοιραζόταν πολλά κοινά στοιχεία και επιρροές από την ευρύτερη Μικρά
Ασία, την Συρο-Παλαιστίνη και το Αιγαίο πέλαγος. Η ύπαρξη κοινών ταφικών
εθίμων, διακοσμητικών θεμάτων, θρησκευτικών αντιλήψεων, αλλά και η
υιοθέτηση κοινών αρχιτεκτονικών στοιχείων, τεχνολογίας κοσμημάτων και
άλλων χαρακτηριστικών συνδέουν τον πολιτισμό ΒΜΑC με τις προαναφερθείσες
περιοχές. Χαρακτηριστική απόδειξη της επαφής και αλληλεπιδράσεως
διαφόρων πολιτιστικών ενοτήτων συνιστά εύρημα από τα Θυάτειρα Λυδίας
(Akhisar) της πρώϊμης εποχής του Χαλκού, το οποίο αποτελεί την μία από
τις δύο δικλείδες που συνιστούσαν μία μήτρα (καλούπι).B199 Οι φορητές
αυτές μήτρες εχρησιμοποιούντο από πλανόδιους μεταλλουργούς για την
επιτόπια χύτευση κοσμημάτων, φυλακτών και μεταλλικών σφραγίδων. Είναι
αξιοσημείωτο ότι τα θέματα των σφραγίδων ανήκουν στην συλλογή η οποία
είναι κοινή σε μία ευρύτατη περιοχή από την Χερσόνησο του Αίμου και το
Αιγαίο, μέχρι την Μεσοποταμία και, τώρα, έως και την κεντρική Ασία. Στην
δικλείδα περιλαμβάνεται επίσης γυναικεία παράσταση με εντυπωσιακά μεγάλα
μάτια, η οποία μπορεί να συγκριθεί με μολύβδινο εδώλιο από την Τροία του
πολιτιστικού κύκλου του βορειο-ανατολικού Αιγαίου!.B200 Άλλωστε στον χώρο
ΒΜΑC έχει ευρεθεί μαρμάρινο βάζο του Κυκλαδικού Πολιτισμού,
χρονολογούμενο από την περίοδο 2700-2200 π.Χ., αλλά και κεραμεικά τα
οποία θυμίζουν χαρακτηριστικά τον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού
ποταμού,B201 ενώ, από την άλλη πλευρά, στην Θήρα έχει ανασκαφεί ζωόμορφο,
χρυσό εδώλιο το οποίο φαίνεται να συσχετίζεται με την Ασία.B202
Προς επιβεβαίωση του τίτλου γνωστού άρθρου της Aruz, ‘Από την
Μεσόγειο στον Ινδό’, η κοινότης καλλιτεχνικών θεμάτων στην προαναφερθεί-
σα ευρύτατη γεωγραφική περιοχή, περιλαμβάνει επίσης τις επίπεδες χάνδρες
με κεντρική αυλοειδή προεξοχή, την τετραπλή έλικα καθώς και τις
εγχάρακτες χάνδρες από σάρδιο λίθο. B203

Ωρισμένα στοιχεία υποδεικνύουν σχέση ειδικά με τον Αιγαιακό χώρο,


δεν αποκλείεται δε και η ύπαρξη Ελλαδικής κοινότητος στα πλαίσια του
πολιτισμού. Σε κάθε περίπτωση οι εμπορικές ανταλλαγές συνέδεαν τον
πολιτισμό του Ώξου με τα κέντρα της εποχής, περιλαμβανομένων αυτών του
Ελλαδικού χώρου, και λειτούργησαν ως αγωγοί μεταδόσεως και ανταλλαγής
ιδεών. Η εμφάνισή του αποδίδεται σε μετακινήσεις φύλων θεωρείται δε ότι
αυτές είχαν επαφή με τις προαναφερθείσες περιοχές από παλαιά, ενώ κατά
τον Σαρηγιαννίδη “οι καινοτομίες και νεωτερισμοί του πολιτισμού
μεταφέρθηκαν από τα φύλα τα οποία μετανάστευσαν από την Μικρά Ασία και
το Αιγαίο”.B204
Οι ενδείξεις για συσχέτιση του πολιτισμού BMAC με τον Ελλαδικό χώρο
ενισχύονται από τις πανάρχαιες ελληνικές παραδόσεις ότι της εκστατείας
του Μ. Αλεξάνδρου είχαν προηγηθεί εκστρατείες του Ηρακλέους και του
Διονύσου. Η ύπαρξη κοινών πολιτιστικών στοιχείων και παραδόσεων καθιστά
ιδιαίτερα πιθανή την άποψη ότι οι θρυλούμενες εκστρατείες του Ηρακλέους
και του Διονύσου απηχούν την ιστορική πραγματικότητα μεταναστεύσεων από
την πλευρά του Αιγαίου. Η γνώση της περιοχής από τους Έλληνες φαίνεται
και από την αναφορά από τον Κτησία τον Κνίδιο αλλά και τον Διόδωρο
Σικελιώτη στον βασιλέα της Βακτρίας Οξυάρτη ο οποίος ήττήθηκε από τον
Νίνο, μία χιλιετία πρίν τα Τρωϊκά.
Εικ. B31: Δικλείς χυτεύσεως κοσμημάτων από τα Θυάτειρα Λυδίας (αριστερά), Μολύβδινο
εδώλιο γυμνής γυναίκας Ανατολίας (δεξιά)

Άλλωστε η παρουσία των Ελλήνων τουλάχιστον από τον 6/5ο αιώνα π.Χ. σε δύο
τουλάχιστον θέσεις, ήτοι των Βραγχιδών στην Σογδιανή και των Βαρκαίων
στην Βάρκη της Βακτρίας, θεωρείται ιστορικά επιβεβαιωμένη,B205 όπως είναι
επιβεβαιωμένη και η διάχυση των Ιωνικών ιδεών στην ευρύτερη περιοχή, ήδη
από την εποχή πρίν τον Μέγα Αλέξανδρο.B206 Η επιρροή των Ελλήνων στα
πράγματα της Βακτρίας και της κεντρικής Ασίας γενικώτερα κατέστη
αποφασιστική μετά την Αλεξανδρινή κατάκτηση,B207 διατηρήθηκε δε για αιώνες
μετά, στην γλώσσα, τα νομίσματα, την τέχνη και σε κάθε πλευρά του
πολιτισμού.B208 Σύμφωνα με το Κινέζικο Ιστορικό Αρχείο SJ 123 στην
Ferghana τον πρώτο αιώνα πρίν από την εποχή μας οι Έλληνες κάτοικοι
πιθανολογείται ότι αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδων,B209 ανάλογη δε παρουσία
διατηρείτο και στην Πενταποταμία. O Narain υποστήριξε επίσης την
ευάριθμη παρουσία Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή πρίν την Αλεξανδρινή
περίοδο, ο δε Ισίδωρος Σαρακηνός απεκάλεσε την Αραχωσία ως Λευκή
Ινδική.B210
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

B1. Hiebert 1994a; Lamberg-Karlovsky 2005, p. 163; Bendezu-Sarmiento


2012, p. 4.
B2. Ο I. S. Klotchkov (1998) έχει σημειώσει ότι στην Gonur ευρέθησαν
ίχνη γραφής του Elam σε θραύσμα αγγείου, αυτό όμως είναι η μοναδική
απόδειξη γραφής εντός του BMAC (Lamberg-Karlovsky 2005, p. 164).
B3. Sarianidi 2007, pp. 191-192; Marangou 2001, pp. 15-22.
B4. Lamberg-Karlovsky 2013, p. 36; Sarianidi 2007, pp. 192. Η ύπαρξη του
εξημερωμένου ίππου στον πολιτισμό BMAC έχει αμφισβητηθεί από τον
Lamberg-Karlovsky.
B5. Hiebert 1994, p. 372.
B6. Lamberg-Karlovsky 2013, p. 56.
B7. Lamberg-Karlovsky 2013, p. 58.
B8. Sarianidi 2007, pp. 124, 191.
B9. Sarianidi 2007, pp. 12–13.
B10. Brill 1987, p. 1037.
B11. Οι Δάοι υποστηρίζεται ότι προέρχονται από τον πολιτιστικό κύκλο του
Andronovo, o οποίος άνθισε στις στέππες, βλ. Parpola 1995, p. 363. Κατά
τον Στράβωνα, Στρ.11.8.2, αποτελούσαν το τμήμα των Σκυθών οι οποίοι
κατοικούσαν παρά την Κασπία, ήσαν δε συγγενείς προς τους Μασαγέτες,
Σάκες, Τόχαρους.
B12. Ορφανίδου 2010.
B13. Λεκάκης 2014; Πίτσιος 1976.
B14. Γαλανίδης και Μπαλή 2008, σελ. 30. Dakhma: ‘πύργος της σιωπής’.
Επικήδειος πύργος για την διάθεση των νεκρών σύμφωνα με την τελετουργία
των Ζωροαστρών. Τέτοιοι πύργοι ήταν φτιαγμένοι από τούβλα ή πέτρα, είχαν
ύψος 8 μ. και περιείχαν εσχάρες πάνω στις οποίες εξετίθεντο τα σώματα
των νεκρών. Μετά την αφαίρεση των ιστών από τα λείψανα, από τα
αρπακτικά, τα οστά έπεφταν σε λάκκο ευρισκόμενο κάτω από την εσχάρα. Με
αυτόν τον τρόπο το λείψανα δεν ήρχοντο σε επαφή ούτε με την φωτιά αλλά
ούτε και με την γη, εκπληρώνοντας έτσι τον ιερό νόμο των Ζωροαστρών.
B15. Sarianidi 2007, p. 27, pp. 140-146; C.C. Lamberg-Karlovsky 2013, p.
32; Kovaleva 2012, pp. 172-174, fig. 10. Σύμφωνα με την Kovaleva τα
θέματα, το ύφος και οι τεχνολογικές μέθοδοι συναρμολογήσεως των ψηφίδων
καθώς και η χρήση του χρώματος στα μωσαϊκά της Gonur ομοιάζουν με την
αυτά της διακοσμήσεως του ανακτόρου του Mari στην Συρία.
B16. Sarianidi 2001, p. 421; Sarianidi 2006, p. 80. Οι διπλές εστίες
εχρησιμοποιούντο όχι για μαγείρεμα αλλά για την προετοιμασία
εξιλαστήριων προσφορών.
B17. Hogan 2007; Evans 1921, pp. 103-107, fig. 74. Η πρόσβαση στο
υπόγειο οικοδόμημα εγίνετο μέσω κλιμακωτής εισόδου, ο δε Evans απέκλεισε
την πιθανότητα να επρόκειτο για τάφο, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να
αποτελούσε αποθήκη (‘θησαυρό’).
B18. Baccarin 2012.
B19. Demand 2011. Πρόκειται για τους τάφους I, II, III και IV, V, VI του
κοιμητηρίου του Μόχλου, οποίοι ευρίσκοντο στην καλλίτερη περιοχή, είχαν
θέα στην ανοικτή θάλασσα και διέθεταν πλήθος χρυσών κοσμημάτων, μερικά
των οποίων εισαγόμενα, και άλλα παρόμοια με αυτά των βασιλικών τάφων της
Ur.
B20. Rutter 1999; Soles 1992, p. 114; Kiely 2014.
B21. Οι θολωτοί τάφοι συνίστανται από τρία στοιχεία (θάλαμος, δρόμος,
στόμιο), στην τριάδα δε αποδίδεται ιδεολογικό φορτίο σχετικό με την
τριαδικότητα.
B22. Strommenger and Kohlmeyer 1998, p. 51. Αναφέρεται από τον
Σαρηγιαννίδη (Sarianidi 2007, p. 49).
B23. Carter and Parker, 1994, pp. 113-115. Αναφέρεται από τον
Σαρηγιαννίδη (Sarianidi 2007, p. 49).
B24. Parrot 1956, pp. 10-11; Mallowan 1971, p. 291. Πρόκειται για τρείς
λίθινους βασιλικούς τάφους με τοξωτό θόλο, μεγάλες διαστάσεις,
συνδεδεμένους με το ιερό της Ishtar (Αστάρτης), κατασκευασμένους κατά
ζεύγη. Χρονολογούνται στην Πρώϊμη Δυναστική Ι – ΙΙ περίοδο.
B25. Bietak 1996, pp. 22-25, figs. 20, 21. Πρόκειται για διπλούς
θαλαμοειδείς τάφους θαμμένους σε μεγάλους λάκκους. Οι τάφοι συνεδύαζαν
την ταφή ζευγών γαϊδάρων ή αιγών στην είσοδο.
B26. Evans 1935, pp. 770-776; Schaeffer 1939, pp. 19-20, 46-56; Hays
2011, pp. 100-101; Pardee 2002, p. 5. Ο Evans αναγνώρισε Κρητική
καταγωγή των τάφων της Ευαγορίτιδας, λόγω των αναλογιών με τους τάφους
στα Ισόπατα πλησίον της Κνωσσού, οι οποίοι διέθεταν πολλούς θαλάμους,
τυφλά ανοίγματα, κόγχες αλλά και ελεύθερο άνοιγμα στον οπίσθιο τοίχο. Οι
ταφές της Ευαγορίτιδας ευρίσκοντο στα υπόγεια οικιών, συνδέονται δε,
ενδεχομένως, με λατρεία των προγόνων.
B27. Bietak 1996, pp. 14; Sarianidi 2007, p. 154.
B28. Schaeffer 1939, pp. 12.
B29. Bietak 2008, pp. 2-3; Koehl 2011, pp. 190-191; Walberg 1991; Cline
1998. Στην Άβαριν έχει ανασκαφεί πληθώρα εισαγόμενων Κυπριακών
κεραμεικών και 140 Αιγαιακές αιχμές βέλους, κατασκευασθείσες σε τοπικά
εργαστήρια. Χρυσή καρφίτσα ανευρεθείσα σε τάφο της Αβάριος, εικονίζουσα
ζεύγος κυνών, θεωρήθηκε από την Walberg έργο της Μινωικής χρυσοτεχνίας.
Από την άλλη μια σειρά αντικειμένων σχετιζόμενων με την περίοδο
κυριαρχίας των Hyksos έχουν ευρεθεί στον Ελλαδικό χώρο (Cline).
B30. Rutter 1999.
B31. Moortel and Aleydis – Zahou 2009, p. 1133.
B32. Gallis 1979, p. 66.
B33. Doumas 1987, p. 16.
B34. Wace and Thompson 1912, p. 66.
B35. Hakemi 1997, pp. 213, 215, fig. 48. Αναφέρεται από τον Σαρηγιαννίδη
(Sarianidi 2007, p. 34).
B36. Carter and Parker 1994, pp. 113-114. Αναφέρεται από τον
Σαρηγιαννίδη (Sarianidi 2007, p. 34).
B37. Souvatzi 2008, p. 187.
B38. Demand 2011.
B39. Gauss and Smetana 2006, p. 165.
B40. Ορφανίδου 2010.
B41. Vasilakis and Branigan 2010. Βλ. επίσης σύνοψη του άρθρου στο:
http://www.minoancrete.com/odiyitria.htm.
B42. Sarianidi 2007, pp. 160-161; Sarianidi 2001.
B43. Sarianidi 2007, p. 171, p. 120, fig. 228; Sarianidi 2010, p. 55.
B44. Ομοιώματα ποδιών από χαλκό σε μικρό μέγεθος περιλαμβάνονται στα
ευρήματα από την Βακτρία, αρ. 872 έως 877, 879 και 1215, αλλά και στην
δεύτερη πλευρά της σφραγίδας 1018, βλ. Σαρηγιαννίδη (Sarianidi 1998).
B45. Aruz, Benzel and Evans 2009, p. 76; Πασχαλίδης 2002, σελ. 100-101,
σημ. 23; Πολυχρονάκου – Σγουρίτσα 1988, σελ. 321-323. Αναφέρεται από τον
Πασχαλίδη. Κεραμεικά ομοιώματα υποδημάτων παρόμοια των Μυκηναϊκών έχουν
ευρεθεί και στο Kanesh χρονολογούνται δε από τις αρχές της δεύτερης
χιλιετίας, βλ. τον κατάλογο της εκθέσεως ‘Beyond Balylon’ (Aruz, Benzel
and Evans 2009, p. 76, cat. nr. 38). Σημειώνεται ότι το Kanesh διεξήγαγε
εμπόριο και με το Αιγαίο, βλ. Kool (Kool 2012, p. 55).
B46. Πασχαλίδης 2002, σελ. 100.
B46a. Alberti 2012 [2014], pp. 129-130, figs. 6, 7; Evans 1928, fig.
455a, b. Υποδήματα αυτού του τύπου φέρονται από Μινωίτες σε τοιχογραφία
του Rekhmire, αποτελούν την υπόδηση του Κούρου του Παλαικάστρου, ενώ
ομοίωμα του είδους ανεσκάφη στην Κνωσσό και τις Αρχάνες, ενώ εμφανίζεται
σε μορφή ρυτού από την Βούλα Αττικής.
B47. Francfort 1994.
B48. Younger 2009, p. 4; Younger 1991, p. 38. Αναφέρεται για παράδειγμα
φυλακτό σε σχήμα ποδιού από την Νεσσωνίδα (V 722), από τον Άγιο Κοσμά
(ΠΜ εποχή), αλλά και την Βύβλο. Για περισσότερες πληροφορίες βλ.
Branigan (Branigan 1970).
B49. Πασχαλίδης 2002; Murphy 2012, pp. 74-75, fig. 6. Τα τρία Μυκηναϊκά
πήλινα ομοιώματα υποδημάτων είναι το προερχόμενο από τάφο της Αλυκής
Βούλας (αρ. 8557, Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), το ρυτό των Φίλων
προερχόμενο πιθανώς από το Πικέρμι (αρ. 15879, Αρχαιολογικό Μουσείο
Αθηνών) και ένα τρίτο αποσπασματικά σωζώμενο, προερχόμενο από την
ανασκαφή στο δωμάτιο 13, στις ‘Οικίες του λόφου της Παναγίας’ στις
Μυκήνες, της ΥΕ ΙΙΙΒ εποχής. Περίαπτα σε σχήμα ανθρώπινου ποδιού έχουν
ανασκαφεί στην Κρήτη, Κύθηρα, Ζυγουριές, Άγιο Κοσμά και Κόρινθο. Τα
πήλινα, λίθινα και, σπανιώτερα, χάλκινα μικρογραφικά ομοιώματα άκρων
ποδών της Κρήτης και των Κυθήρων χρονολογούνται από την ΠΜ ΙΙ έως την ΜΜ
ΙΙ εποχή.
B50. Young 1949, p. 296, fig. 12; Υπουργείο Πολιτισμού 2007. Πήλινα
ομοιώματα κλειστών, υψηλών υποδημάτων έχουν ευρεθεί σε τάφους της
Γεωμετρικής περιόδου των Αθηνών και Ελευσίνας. Xάλκινα αναθήματα μορφής
υποδημάτων και πήλινα ομοιώματα ποδών της Αρχαϊκής περιόδου εκτίθενται
στο Μουσείο Παλαιοπόλεως Κερκύρας.
B51. Schaeffer 1949, p. 150, fig. 57; p. 178, fig. 71; p. 226, fig. 95.
πρόκειται για Μυκηναϊκούς κέρνους του δευτέρου ημίσεως της δεύτερης
χιλιετίας.
B52. Sarianidi 2010, pp. 80, 149; Sarianidi 2007, p. 65.
B53. Dales, Kenoyer and Alcock 1986, p. 442, fig. 92:3.
B54. Sarianidi 2007, p. 66.
B55. Pande 1971, pp.311-314. Οι κέρνοι συναντώνται σε ευρύτατη περιοχή
(Ελλάδα περιλαμβανομένων των νήσων, Κύπρο, Συρο - Παλαιστίνη, Αίγυπτο,
Ιράκ), από τα μέσα της τέταρτης χιλιετίας πρίν από την εποχή μας. Στην
Ελλαδική περιοχή εμφανίζονται από την ΠΜ και προ Μυκηναϊκή, συνεχίζονται
δε κατά την ΜΜ και την ΥΜ εποχή, η δε παράδοση επιβιώνει στην
Ελληνορθόδοξη εκκλησία.
B56. Sarianidi 2007, p. 94, figs. 121, 122.
B57. Demand 2011; Evans 1921, p. 96, fig. 67; Vavouranakis 2011, p. 104,
fig. 6.
B58. Bass 1966.
B59. Koehl 2011, p. 192.
B60. Βλαχόπουλος 2011, pp. 14-17; Schliemann 1880, p. 463, No. 767.
B61. Terrace 1962, p. 220.
B62. Koehl 2011, p. 195.
B63. Terrace 1962, pp. 220-221.
B64. Sarianidi 2007, pp. 91-98, figs. 111, 130, 132, 141. Ο οκτάκτινος
ρόδακας απαντά στην ταφή 1770 (εικ. 141), ως χρυσό μετάλλιο (μενταγιόν,
εικ. 132), σε κεφαλή καρφίτσας (εικ. 130, ταφή 397 αλλά και εικ. 111,
ταφή 2398) κλπ.
B65. Marinatos 2009, p. 27.
B66. Sarianidi 2007, pp. 97-98, figs. 138, 139, 140.
B67. Bass 1966, p. 35; Schliemann 1880, p. 460, Nos. 694 and 695;
Βλαχόπουλος 2011; Aruz and Wallenfels 2003, p. 271, cat. nr. 175. Οι
Schliemann και Bass χαρακτηρίζουν τα κοσμήματα αυτά ως ενώτια, όμως ο
Βλαχόπουλος όπως και το Μουσείο του Πανεπιστημίου Penn θεωρούν ότι
πρόκειται για σφηκωτήρες ή δακτυλίους κώμης. Οι Aruz και Wallenfels
αναφερόμενοι σε εύρημα από την Πολιόχνη δίδουν και τις δύο εκδοχές.
B68. Sarianidi 2007, pp. 97-98, figs. 143, 146.
B69. Aruz and Wallenfels 2003, pp. 244, 266, cat. nr. 170a, 170b.
B70. Kantor 1945, p. 365, n. 14; Kantor 1947, pp. 21-24.
B71. Дубова 2011; Sarianidi 2005, p. 194, fig. 61. Πρόκειται για τους
τάφους 3230, 3280 και 3130.
B72. Сарианиди 2011, p. 41, fig. 6.
B73. Parrot 1958, p. 54, fig. 4; Pittman and Aruz 1987, p. 36.
B74. Bradshaw and Head 2012, pp. 3-4, fig. 1; p. 35; Sarianidi 2010, p.
31.
B75. Petrie 1917, pp. 36-37, pl. xliii (1-7), pl. lxix (8-13).
B76. Bietak 1996, p. 20; Mattiae 1990, p. 425, fig. 21; Schiestl 2002,
p. 142; Sarianidi 2012, p. 20. Η παραπομπή στον Mattiae γίνεται από τον
Bietak.
B77. Bietak 1996, p. 20.
B78. Evans 1928, p. 178, n. 2.
B79. Sarianidi 2005, p. 198. Ο Σαρηγιαννίδης υποστηρίζει, εσφαλμένως,
ότι ρόπαλα αυτού του τύπου ήταν γνωστά μόνον στην Αίγυπτο, Συρία,
Παλαιστίνη, Elam και στην Βακτρία.
B80. Evans 1921, p. 719.
B81. Evans 1909, p. 3.
B82. Hankey and Tufnell 1973.
B83. Evans 1930, p. 97.
B84. Evans 1928, p. 178, n. 2; p. 177, fig. 90.
B85. Schiestl 2002, pp. 135-136; Bietak 1996, p. 20.
B86. Sarianidi 2007, p. 122; p. 152, fig. 34; Sarianidi 2008, p. 195,
fig. 107; Schliemann 1880, p. 425, Nos 522, 523, 525. Συνήθης διακόσμηση
των ελεφαντοστέϊνων ή οστέϊνων γνωμώνων και αυλών είναι η γραμμική,
παρόμοια με αυτήν της Τροίας III.
B87. Sarianidi 2007, p. 122. Πρόκειται για την κτένα την οποία αναφέρει
ο Marshall (Marshall 1931, p. 532, Pl. CXXXII, N. 13). Παρόμοιες κτένες
έχουν ευρεθεί στο Chanhudaro και στο Kalibangan, βλ. Aruz and Wallenfels
(Aruz and Wallenfels 2003, p. 315).
B88. Aruz and Wallenfels 2003, pp. 315-316, fig. 83, cat. nr. 212a & b,
213, 214.
B89. Schliemann 1880, p. 262, No. 141, 142.
B90. Schliemann 1880, p. 425, No. 521; p. 427, No. 540, 541; pp. 565-
566, No. 1254, 1255, 1256.
B91. Schliemann 1880, p. 426, No. 529.
B92. Sarianidi 2001, p. 420; Evans 1928, p. 715, fig. 448.
B93. Roaf 1995, pp. 426-428; Roaf 1998, pp. 57-58.
B94. Sarianidi 2001, p. 420; Brittanica, s.v. Tepe Gawra.
B95. Mackenzie 1907, p. 375; Ίδρυμα Ελληνικός Κόσμος (Αρχιτεκτονική);
Carr Rider 1916, p. 66.
B96. Sarianidi 2007, p. 156-157.
B97. Marinatos 1989, p. 44, n. 52. Shaw 2009, p. 473. Η Μαρινάτου
υπογραμμίζει τις αρχιτεκτονικές και άλλες ομοιότητες του ανακτόρου του
Mari (της περιόδου Zimrilim) και της Κνωσσού, σημειώνοντας το ενδεχόμενο
να είναι περίπου σύγχρονα. Η Shaw υπογραμμίζει υπάρχουσες ομοιότητες με
τοιχογραφίες του κτιρίου Τ του Κόμμου της ΜΜ ΙΙΙ περιόδου.
B98. Sarianidi 2007, p. 156.
B99. Sarianidi 2001, p. 420; Subhash 2005, pp. 7-8; Dhavalikar and Atre
1989, p. 196; Sarianidi 2010, p. 156.
B100. Sarianidi 2001, p. 421; Bryce 2009, pp. 707-708. Στο ανάκτορο και
στο ιερό της Πυράς στην βόρεια Gonur, τα οποία είναι έργα των τελευταίων
αιώνων της τρίτης χιλιετίας, ανεσκάφησαν "τυφλά παράθυρα" και κόγχες –
βωμοί. Χαρακτηριστικό θεωρείται το ιερό μέρος (δωμάτιο 100) στο ιερό της
Πυράς με τα πέντε του "τυφλά παράθυρα" και μία διπλή εστία ειδικής
κατασκευής Το ίδιο είδος ιερού μέρους με αρκετά "τυφλά παράθυρα" ευρέθη
επίσης στο ανάκτορο της βόρειας Gonur (δωμάτιο 185), όπου υπήρχε μία
παρόμοια αν και πολύ μεγαλύτερη διπλή εστία, τοποθετημένη σε κεντρική
εξέδρα. Η παράδοση των κογχών συνεχίζεται και πολύ αργότερα, για
παράδειγμα στο Tilla Hoyuk της Ανατολίας της εποχής του Σιδήρου, βλ.
Bryce.
B101. Emberling et al. 1999, pp. 7-8. Η σημασία της χρήσεως της κόγχης
στα δημόσια κτήρια της περιόδου Uruk ήταν μεγάλη.
B102. Sarianidi 2001, p. 422.
B103. Oates, Oates and McDonald 1997, p. 14, fig. 28; Kohlemeyer 2009,
p. 194. Σύμφωνα με τον τελευταίο ψευδο-παράθυρα και κόγχες έχουν
υιοθετηθεί και από τους Χετταίους της μέσης Εποχής του Χαλκού στο
ανακαινισθέν ιερό του θεού της καταιγίδας στο Aleppo.
B104. Aruz and Wallenfels 2003, p. 255. Πρόκειται για κοσμήματα από την
Αίγινα, Θυρεάτιν, Μόχλο Κρήτης, Alaca Hoyuk, Eskiyapar, Kultepe, Tell
Brak και Ur.
B105. Evans 1928, p. 38.
B106. Evans 1928, p. 279; Evans 1935, p. 295; Rutter 1999; Evans 1902,
p. 6, fig. 2, p. 9, p. 17.
B107. Evans 1928, p. 126, 412; Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού 2012;
Rutter 1999b; Brown 1984; Hogan 2007b. Για φωτογραφία της κόγχης βλ.
εικόνα 15/46 από το: http://joebulat.smugmug.com/2012/2012-Crete-
Greece/DK15-Knosso-second-visit/i-HMbVDMR/#!/2012/2012-Crete-Greece/
DK15-Knosso-second-visit/i-RKbCBMW.
B108. Dempsey 2010, pp. 222-223, p. 225, 255, 314, 332.
B109. Γαλανάκης; Reinholdt 2003, p. 255; Shaw 2007, p. 138, n. 4; Rutter
1999c.
B110. Γαλανάκης. Εσοχές-κόγχες εντοπίζονται στα Μέγαρα στα Ακοβίτικα
Μεσσηνίας, στο κτήριο Α των Θηβών και στην λευκή οικία Κολώνας Αιγίνης.
B111. Boyd 2014, p. 5, pp. 45-47, pp. 60-62; Ίδρυμα Ελληνικός Κόσμος.
B112. Woolley 1955, p. 100, pl. xv. Αναφέρεται από τον Σαρηγιαννίδη
(Sarianidi 2001, p. 422).
B113. Graham 1962, fig. 106.
B114. Burian and Edwards 2002, p. 2-4; Evans 1921, pp. 142-143, figs.
103-104; Evans 1935, p. 146, figs. 112-113; Angelakis, Koutsoyiannis and
Papanicolaou 2012, p. 176, fig. 5.
B115. Sarianidi 2006, pp. 84-85.
B116. Hiebert 1994, p. 373.
B117. Sarianidi 2007, p. 77.
B118. Askarov and Shirinov 1993. Αναφέρεται από τον Σαρηγιαννίδη
(Sarianidi 2007).
B119. Στον τάφο 164 της Νεκροπόλεως της Gonur ανευρέθη καρφίτσα στην
κεφαλή της οποίας εμφανίζονται διπλοί λέοντες, σε απεικόνιση παρόμοια
της Μεσοποταμίας και της Μυκηναϊκής Ελλάδας, (Sarianidi 2007, p. 89).
B120. Η φακοειδής Μυκηναϊκή σφραγίδα CMS I 167 1 ανεσκάφη σε θολωτό τάφο
των Μυκηνών και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (αρ.
8718).
B121. Sarianidi 2007, p. 156.
B122. Gimbutas 1982, p. 144.
B123. Η θεά της εικ. B12 εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου,
χρονολογείται από την Μέση – Νεώτερη Νεολιθική περίοδο (5800-4800 π.Χ.),
προέρχεται δε από την Ιεράπετρα. Παράσταση θεάς – φιδιού με ράμφος
πουλιού εικονίζεται επίσης σε σκέλος τραπεζίου – βωμού της Πρωτο-
Ανακτορικής περιόδου από την Φαιστό, αρχές της δεύτερης χιλιετίας
(Gimbutas 1982, p. 146, fig. 97).
B124. Sarianidi 2007, p. 157; Sarianidi 1998, p. 9.
B125. Waddell 1929, p. 107, figs. 17, 18; Boardman 1998. Ο Waddell
απέδωσε το πρότυπο του Ηρακλέους στον Gilgamesh, άποψη την οποία
απορρίπτει ο Boardman.
B126. Sarianidi 1992; Sarianidi 2007, p. 92, p. 157. Πρόκειται μάλλον
για φιάλες αρωματικών ελαίων, ανήκουσες στην συλλογή Anahita Gallery.
B127. Weingarten 1991, p. 6, n. 19. Πρόκειται για τις σφραγίδες CMS II.5
321-322 από την Φαιστό και την HM 202 από την Κνωσσό, ενώ υπάρχει
πληθώρα άλλων απεικονίσεων, βλ. Evans (Evans 1935, p. 435, figs. 438a ,
b, p. 439, fig. 363).
B128. Evans 1935, p. 432-467.
B129. Sarianidi 1992, pp. 84-86; Krukova 2012, p. 225.
B130. Vanschoonwinkel 1990, p. 332.
B131. Rimell 2010.
B132. Sarianidi 2007, p. 157.
B133. Brittanica, s.v. bull cult); Gimbutas 1982, p. 93; Haarman 2011,
pp. 94-96.
B134. Ο πολιτιστικός κύκλος της ευρύτερης Ελληνικής Χερσονήσου έχει
επικρατήσει να ονομάζεται σχήμα της Vinca. Το πολιτιστικό σχήμα της
Vinca περιλαμβάνει την Ελλαδική Θράκη και Μακεδονία και εκτείνεται
βόρεια στην σημερινή Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία. Η περιοχή αυτή
αποτελεί τμήμα του ευρύτερου χώρου της ‘Ελληνικής Χερσονήσου’, όρου ο
οποίος ευρίσκετο σε χρήση μέχρι τους τελευταίους αιώνες και περιλαμβάνει
την σημερινή Ελλάδα, Αλβανία, Βοσνία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία.
Βλ. για παράδειγμα τον χάρτη του Stefano Bonsignori του 1589 με τίτλο
‘Ελληνική Χερσόνησος’ (Palazzo Vecchio Museum, acc. nr. 3455). Στα
νεώτερα χρόνια η χρήση του όρου εξέλειπε βαθμιαία για λόγους πολιτικούς
και άλλους.
B135. Aruz and Wallenfels 2003, pp. 367-368; p. 169, cat. 108. Τέτοια
γλυπτά αποτελούν τμήμα της μακράς γλυπτικής παραδόσεως της Μεσοποταμίας.
B136. Waddell 1929, p. 111, fig. 20; Houston 2003, p. 3.
B137. Evans 1921, p. 726, fig. 500d.
B138. Η άποψη υποστηρίζεται και από την Ουρανία Μαρινάτου (Marinatos
1993, pp. 141-145). Το παραπάνω αναφέρεται από τον Soles (Soles 1995, p.
407).
B139. Houston 2003, p. 2-4; Kindersley 2012, pp. 20-21.
B140. Houston 2003, p. 2-4. Αξιοσημείωτη άλλωστε είναι η συσχέτιση και
με την Ελληνική λέξη νάκος (LSJ, s.v. νάκος) σημαίνουσα την προβιά, βλ.
Burkert and Pinder (Burkert and Pinder 1992, p. 37).
B141. Sarianidi 2003.
B142. Sarianidi 2007, p. 142.
B143. Sarianidi 2007, p. 175; Merlin, 1984; Graham 1962; Wachsmann 2009,
p. 85. Άποψη των ανασκαφέων S. Loyd και J. Melaart.
B144. Hiebert 1994b, p. 372.
B145. Morris 1985. Το 1985 ο Desmond Morris δημοσίευσε την συλλογή του
με έργα της αρχαίας Κύπρου, την οποία δημιούργησε μεταξύ 1967 και 1985
από έργα τέχνης διαθέσιμα στην διεθνή αγορά. Πιθανώς όλα τα
κομψοτεχνήματα της συλλογής είναι λάφυρα, πολλά δε αποκτήθηκαν μετά την
τουρκική εισβολή στην νήσο. Ως εκ τούτου η νομική υπόσταση της συλλογής
είναι έντονα αμφισβητούμενη.
B146. Sarianidi 2007, p. 175; Morris 1985, Fig. 263-268.
B147. Saliari and Draganits 2013.
B148. Sarianidi 2007, pp. 62-63, figs. 15, 17-19; Sarianidi 2008, p.
279; Krukova 2012, p. 236, fig. 6.
B149. Evans 1901, p. 54; Bushnell 2005; Quibell and Green 1902, pl.
LXXVI. Πρόκειται για πρώϊμη παράσταση της Πότνιας Θηρών περιλαμβάνουσα
ήρωα – βασιλέα – ιερέα εν μέσω δύο αντωπών ζώων ισχύος (λεόντων ή
ταύρων), προερχόμενη από τοιχογραφία του τάφου 100 της Ιεράκων πόλεως,
χρονολογούμενη από το δεύτερο ήμισυ της τέταρτης χιλιετίας.
B150. Marinatos 2009, pp. 22-23; Drakaki 2005; Benson 1984. Πρόκειται
για Ροδιακή σφραγίδα, σύγχρονη του Τούθμωση ΙΙΙ, για Κρητικές σφραγίδες
(Evans 1901, p. 63, fig. 41), CMS II 8.326, CMS I 266, CMS II 656, CMS
II 657, CMS II 8.491, και για Μυκηναϊκές σφραγίδες (Evans 1901, pp. 60-
61, figs. 36-39). Το Κυπριακό παράδειγμα αφορά σε αναθηματική φιάλη της
συλλογής Cesnola (αρ. 545).
B151. Papadaki and Galanaki 2013; Kantor 1945 (rev. 1999), p. 840, fig.
XX.112.
B152. Caubet, Karageorghis, and Jon 1981, Pl. 28, n. 112.
B153. Sarianidi 2007, pp. 156-157; Sarianidi 1999, p. 304, fig. 5.
Ανάλογα αγγεία ευρέθησαν στο Tell Brack (Sarianidi 2007, p. 139). Αγγεία
φέροντα στο χείλος εδώλια πτηνών και άλλων ζώων έχουν ανασκαφεί και στο
Βρόκαστρο Κρήτης, είναι όμως ασαφούς χρονολογήσεως, βλ. Hayden (Hayden
1991, pp. 111-113).
B154. Evans 1921, pp. 180-181, fig. 130; Myres 1902, pp. 373-382, pls.
XI, XII, XII; Δημοπούλου - Ρεθεμιωτάκη 2005, σελ. 73.
B155. Watrous 1994, p. 698.
B156. Evans 1921 p. 180, n. 8; Sarianidi 2008, pp. 274-278, fig. 160. To
συγκεκριμένο τελετουργικό αγγείο προέρχεται από το Togolok 1.
B157. Evans 1921, pp. 151-154, fig. 111. Κατά τον Evans οι θρησκευτικές
συσχετίσεις αναθηματικών σταθμών όπως του Πετσοφά επιβίωσαν επί μακρό
χρονικό διάστημα στην Κρήτη.
B158. Sarianidi 2007, p. 157; Hatzaki and Schuster 2012, p. 315, fig.
17.2; Benoit. Ομοίωμα ιερού της αρχαϊκής περιόδου από το Ιδάλιο Κύπρου
εκτίθεται στο Λούβρο (Ν 3294).
B159. Sarianidi 2007, p. 157, fig. 16.
B160. Sarianidi 2008, p. 107.
B161. Sarianidi 1998. Πρόκειται για τον σφραγιδοκύλινδρο 1765 όπου δύο
πρόσωπα με πιθηκοειδείς κεφαλές κρατούν κοντάρι, ενώ τρίτος εκτελεί
ακροβατικό. Πλησίον παρίσταται μουσικός, ομοίως με πιθηκοειδή κεφαλή, ο
οποίος παίζει κύμβαλα, ενώ δίπλα του γονατιστό πρόσωπο κρατά ράβδο
μπροστά από ταύρο ο οποίος στέκεται όρθιος στα οπίσθια πόδια. Υπάρχει
ακόμη γονατιστό ζωόμορφο πρόσωπο, το οποίο κρατά δύο ‘ράβδους με
σφαιρίδια’.
B162. Sarianidi 2007, p. 104, fig. 175; p. 105, fig. 180; p. 198, fig.
112; p. 124; p. 174; Krukova 2012, p. 235, figs. 1, 2, 3, 4.
B163. Κρητικός και Παπαδάκη 1963.
B164. Bealby 2013; Tamvaki 1985, nn. 45-51, n. 57; Zouzoula 2007 p. 12-
13, p. 29, p. 40, p. 97.
B165. Mikrakis 2011; Tamvaki 1985; Mikrakis 2007. Στο ακρωτήρι Θήρας
έχουν ευρεθεί ξύλινα χειρόμορφα κρόταλα.
B166. Mikrakis 2011, p. 59.
B167. Sarianidi 2007, pp. 68-72.
B168. Sarianidi 2007, p. 206.
B169. Sarianidi 2007, pp. 69-70, fig. 47; Karageorghis, Mertens, and
Rose 2000, p. 19-25. Στην Κύπρο τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται από
την Μέση Κυπριακή περίοδο (1900-1600 π.Χ.), καθίστανται δε συνηθέστερα
στην Ύστερη Κυπριακή Ι και ΙΙ.
B170. Masson and Sarianidi 1973, p. 89, fig. 13.
B171. Sarianidi 2007, pp. 69-70.
B172. Ορφανίδου 2010.
B173. Hamilakis et al. 2012, p. 7, fig. 7; Κοκκινίδου και Νικολαΐδου
2009, p. 26, fig. 1; Sarianidi 2007, pp. 68-72, figs. 43-53; Γαλλής
1990; Cyprus, Before the Bronze Age, p. 34, fig. 17. Το γυναικείο
στεατοπυγικό ειδώλιο από πηλό της αρχαιότερης νεολιθικής προέρχεται από
την Νέα Νικομήδεια, εκτίθεται δε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βεροίας. Τα
χαρακτηριστικά μάτια ευρίσκονται και σε εδώλιο από την Πλατιά Μαγούλα
Ζάκρου, αλλά και σε κεραμεική κεφαλή από την Κύπρο της πρώϊμης – μέσης
χαλκολιθικής. Το εύρημα της Πλατιάς Μαγούλας περιελαμβάνετο εντός
προπλάσματος οικίας στην θεμελίωση οικίας της αρχής της νεώτερης
Νεολιθικής (Γαλλής).
B174. Sarianidi 2007, p. 48; Bietak 1996, pp. 24-29. Πρόκειται για τον
τάφο F/1-m/18-no. 3, στρώμα d/1.
B175. Bietak 1996, pp. 27-29, fig. 22-8.
B176. Hallager 1987. Πρόκειται για το δισκάριο KN Wc 26 ευρισκόμενο στην
ιδιωτική συλλογή Schoyen Collection (MS 249), αλλά και το δισκάριο ΗΤ Wc
3008 κ.ά.
B177. Rahmstorf 2012, p. 314; Gimbutas 2001, p. 79. Αρχαιότερη σφραγίδα
στον Ελλαδικό χώρο είναι αυτή του πρωτο – Σέσκλου με θέμα τον λαβύρινθο.
Βλ. επίσης ανάρτηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
B178. Lichter 2011, p. 36, fig. 1.
B179. Akkermans and Schwartz 2004, p. 172.
B180. Sarianidi 1998, p. 6.
B181. Younger 2009.
B182. Θεοχάρης 1973, σελ. 67, εικ. 29. Στην τέταρτη γραμμή και στην
πρώτη θέση αριστερά εικονίζεται Ελλαδική νεολιθική σφραγίδα, με το θέμα
του σταυρού με διαγράμμιση. Παρόμοιο θέμα εμφανίζεται σε σφραγίδα του
Medvednjak (Gimbutas 1989, fig. 21).
B183. McCown 1957, p. 8, fig. 2 (1,2,6,7); p. 16, fig. 7 (1, 2, 3, 6, 7,
8); p. 53, p. 55.
B184. Rahmstorf 2012, p. 314. Ο Rahmstorf διαπιστώνει ότι τόσον στην
Λέρνη όσον και στο Tuttul τα δοχεία από κεραμεικό ή άλλο αναλώσιμο
υλικό, όπως και οι κλειδαριές θυρών σφραγίζονται με όμοιο τρόπο.
Αναλογία επίσης αναγνωρίζεται και στην σφραγιστική πρακτική του
πολλαπλού σφραγίσματος η οποία ακολουθείτο τόσον στην Λέρνη όσον και στο
Lothal.
B185. Sarianidi 1998, p. 14.
B186. During Caspers 1985; During Caspers 1993, p. 98.
B187. Sarianidi 1998, p. 15, seal 21.
B188. Sarianidi 1998, p. 13; Schaeffer 1929, Pl. XVI. Βλ. εικ. 8 και 9
του άρθρου.
B189. Sarianidi 1998, p. 15; p. 31.
B190. Sarianidi 2007, p. 116, fig. 216.
B191. Kantor 1947, Pl. IIB; p. 24; Evans 1895, p. 328, fig. 50.
B192. Η swastika εικονίζεται σε σφραγίδες του BMAC: 258, 260, 795, 798
(σχηματιζόμενη από φίδια), 797 κ.α. Στον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο την
συναντάμε στην Μάνικα Χαλκίδος της ΠΕ ΙΙ-ΙΙΙ εποχής (αρ. 6081
Αρχαιολογικού Μουσείου Χαλκίδος), βλ. Σάπουνα – Σακελλαράκη (Sapouna-
Sakellarakis 1995, p. 66, fig. 92), αλλά και στην Λέρνη ΙΙΙ (CMS V 095)
κ.α.
B193. Evans 1921, p. 185, fig. 134c; p. 515, fig. 372; p. 640, fig. 475;
p. 684, fig. 518b; Mosso 1910, p. 261.
B194. Glotz 1925, p. 256.
B195. Βογιατζής 1996, σελ.14.
B196. On Line Etymology Lexicon, s.v. swastika.
B197. Evans 1928, p. 196-197, fig. 106a; Wiencke 1969, p. 516, n. 54,
pl. 125; Θεοχάρης 1973, σελ. 152, εικ. 99. Ο μεγαλιθικός τάφος του
Newgrange Ιρλανδίας χρονολογείται περί το 3200 π.Χ., η δε χρήση της
τριπλής έλικας στην Κρήτη τοποθετείται στην Πρώϊμη Μινωική περίοδο. Το
τρισκέλιο συνιστά διακοσμητικό θέμα του πολιτιστικού κύκλου Ραχμανίου
Θεσσαλίας, απεικονίζεται δε σε σφραγίδες της Κέας (Κ 2466), στην Λέρνη
ως τριμερής C έλικα (S 74) και ως τριμερής διπλός βρόχος (S 83) και
αλλού.
B198. Σπειροειδής ρόδακας: σφραγίδες 1019.2, 1283 του BMAC και CMS VI
047c, 051b, VI 075b, του Ελλαδικού χώρου. Σταυρός με τρίγωνα στα άκρα
των πλευρών: σφραγίδα 1793 του BMAC και αρ. 192 της Λέρνης. Σταυροειδές
τετράγωνο: σφραγίδα 396 του BMAC και CMS IS 065 από την Πολιόχνη.
Αστέρας: σφραγίδα 710 έως 713 και 1360 του BMAC και CMS XI 025 από την
Ελλάδα όπως και νεολιθικός πεντάκτινος τροχός, βλ. Θεοχάρη (Θεοχάρης
1973, εικ. 73).
B199. Aruz and Wallenfels 2003, p. 258, cat. nr. 163c, 164. H δικλείς
υπ. αρ. 164 ευρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου (AO 26063).
B200. Το εδώλιο της γυμνής γυναίκας του τέλους της τρίτης χιλιετίας
ανήκει στην συλλογή Rogers Fund, 1966, και εκτίθεται στο Βρεττανικό
Μουσείο υπ. αρ. 66.12.
B201. Sarianidi 2007, p. 64.
B202. Masseti 2008. Το εδώλιο ευρέθη σε λάρνακα της ύστερης εποχής του
Χαλκού, αποκληθείσα η ‘κιβωτός της διαθήκης’, εκτιμάται δε ότι
απεικονίζει γαζέλα, είδος άγνωστο στο Αιγαίο. Καλλιτεχνικά μπορεί να
συσχετισθεί με το Maikop, όμως παρόμοια εδώλια ανευρίσκονται και στην
κεντρική Ασία.
B203. Aruz and Wallenfels 2003, p. 314; p. 182; p. 232; p. 240, fig. 72;
p. 263, p. 290; p. 241, fig. 73; p. 242, fig. 74.
B204. Συνεντεύξεις και προσωπική επικοινωνία του Δ. Κοσμίδη, Cosmidis
and Lyberis, 2004.
B205. Dictionary of Greek and Roman Geography, Walton and Maberly, s.v.
Barca, Barce; Ησύχιος, s.v. Βαρκαίοις όχοις; Σουΐδας, s.v. Βαρκαίοις
Λιβυκοίς; Στέφανος Βυζάντιος s.v. Βάρκη. Για την μετανάστευση των
Βραγχιδών από την Μίλητο της Μικράς Ασίας στην Σογδιανή βλ. και
Panchenko (Panchenko 2002, p. 245).
B206. Panchenko 2002.
B207. Gardin 1985. Ο Gardin υποστηρίζει ότι, κατά την Αλεξανδρινή
περίοδο, η επαφή της Βακτρίας με τον Ελλαδικό χώρο ήταν στενή και
συνεχής, με αποτέλεσμα η αισθητική εξέλιξη της κεραμεικής στην Βακτρία
να ακολουθεί αυτήν στον Ελλαδικό κορμό χωρίς αισθητη χρονική
καθυστέρηση.
B208. De Rossi 2004, p. 204; Yatsenko, S.A. 2012. Σύμφωνα με την
επιγραφή Rabatak, γραμμένη στην Βακτριανή γλώσσα σε ελληνική γραφή, ο
Κουσάνος ηγέτης Kanishka απεφάσισε, μόλις τον πρώτο αιώνα, την διακοπή
χρήσεως της ‘Ιωνικής γλώσσας’. Άλλωστε ακόμη και κατά την αρχή της
εποχής μας υπήρχαν ακόμη τοπικοί Έλληνες ηγεμόνες στην ευρύτερη περιοχή,
ενώ Έλληνες κατασκευαστές κοσμημάτων διακοσμούσαν τους τάφους του
κοιμητηρίου του Tillya-tepe.
B209. Η συγκεκριμένη αναφορά ευρίσκεται στο SJ 123 και χρονολογείται από
το 126 π.Χ.. Τα ‘Ιστορικά Αρχεία’ ή ‘Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού’,
συντομογραφικά SJ ή Shiji, συνιστούν την περιληπτική ιστορία της Κίνας,
καλύπτουσα περίοδο 2500 ετών περίπου, από τον μυθικό Κίτρινο αυτοκράτορα
έως τον αυτοκράτορα Wu της δυναστείας Han του δευτέρου αιώνα πρίν από
την εποχή μας. Βλ. επίσης Wikipedia, s.v. Ferghana.
B210. Narain 1957, p. 130; Χαρακηνός, σελ. 256.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Akkermans, P.M.M.G., and G.M. Schwartz. 2004. The Archaeology of Syria:
From Complex Hunter-Gatherers to Early Urban Societies (ca. 16000-300
BC), Cambridge University Press.
Alberti, L. 2012 [2014]. “Making visible the invisible: Cretan objects
mentioned in the cuneiform texts of Mari and archaeological discoveries
in Crete in the II millennium BC,” in Studi Micenei ed Egeo-Anatolici
54, pp. 117-142.

Angelakis, A. N., D. Koutsoyiannis, and P. Papanicolaou. 2012. “On the


geometry of the Minoan water conduits,” in third IWA Specialized
Conference on Water & Wastewater Technologies in Ancient Civilizations,
Istanbul, Turkey, pp. 172–177.

Aruz, J., K. Benzel, and J.M. Evans, eds. 2009. Beyond Babylon: Art,
Trade, and Diplomacy in the Second Millennium B.C.: Catalogue of an
Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, New York.

Aruz, J., and R. Wallenfels, eds. 2003. Art of the First Cities, The
Third Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus: Catalogue of
an Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, New York.

Askarov, A., and T. Shirinov. 1993. Ranyaya Gorodskaya Kultura Epohi


Bronzi Uga Sredneyi Azii. Tashkent.

Baccarin, C. 2012. “Burial Practices in the Middle Euphrates Area during


the Early Bronze Age: The Contribution of the Hypogeum of Tell Ahmar
(North Syria),” in Broadening Horizons 3. Conference of Young
Researchers Working in the Ancient Near East, ed. F.B. Tena, M.B.
Garcia, A.G. Bach, C.T. Dacasa, and O.V. Campos, Ballaterra, pp. 137-
149.

Bass, G.F. 1966. “Troy and Ur, Gold Links Between Two Ancient Capitals,”
in Expedition 8 (4), pp. 26-39.

Bealby, M. 2013. “Cybelle Greenlaw, The Representation of Monkeys in the


Art and Thought of Mediterranean Cultures: A new perspective on ancient
primates. Oxford, 2011,” Rosetta 13, pp. 135-139.
Bendezu-Sarmiento, J. 2012. “Ulug Depe a forgotten city in Central
Asia,”
<www.academia.edu/1980772/2012_Ulug_Depe_a_forgotten_city_in_Central_Asia> (14
January 2014).

Benoit N. “Model of a shrine,” Department of Near Eastern Antiquities:


Levant, Louvre Museum, <http://www.louvre.fr/en/oeuvre-notices/model-
shrine> (7 Sept. 2014).

Benson, J.L. 1984. “A Pilgrim Flask of Cosmopolitan Style in the Cesnola


Collection,” Metropolitan Museum Journal 18, pp. 5-16.

Bietak, M. 1996. Avaris. The Capital of the Hyksos, British Museum


Press.

Boardman, J. 1998. “Herakles’ Monsters: Indigenous or Oriental?,” Le


Bestiaire d’Herakles, Kernos Supplement 7, eds. C. Jourdain-Annequin,
and V. Pirenne-Delforge, pp. 27-36.

Boyd, M.J. 2014. Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices
in the Southern and Western Peloponnese, British Archaeological Reports.

Bradshaw, J.M., and R.J. Head. 2012. “The Investiture Panel at Mari and
Rituals of Divine Kingship in the Ancient Near East,” Studies in the
Bible and Antiquity 4, ed. B.M. Hauglid, USA, pp. 1-42.

Branigan, Κ. 1970. "Minoan Foot Amulets and their Near Eastern


Counterparts", SMEA 11, pp. 7-23.

Brill, E.J. 1987. First Encyclopaedia of Islam 1913-1936, The


Netherlands.
Brown, A.C. 1984. Arthur Evans and the Palace of Minos, Ashmolean Museum
publications.

Bryce, T. 2009. The Routledge Handbook of the Peoples and Places of


Ancient Western Asia, New York.
Burkert, W., and M.E. Pinder. 1992. The Orientalizing Revolution: Near
Eastern Influence on Greek Culture in the Early Archaic Age, transl.
M.W. Pinder and W. Burkert, London.

Burian, S.J., and F.G. Edwards. 2002. “Historical Perspectives of Urban


Drainage,” American Society of Civil Engineers (ASCE), pp. 1-16.

Bushnell, L. 2005. “The Wild Goat-and-Tree Icon and its Special


Significance for Ancient Cyprus,” Postgraduate Cypriot Archaeology
(POCA). Proceedings of the Fifth Annual Meeting of Young Researchers on
Cypriot Archaeology, ed. G. Papantoniou, A. Fitzgerald, and S. Hargis,
Dublin, pp. 65-76.

Carr Rider, B. 1916. The Greek House, Its History and Development from
the Neolithic Period to the Hellenistic Age, Cambridge University Press,
London.

Carter, E., and A. Parker. 1995. “Pots, People and the Archaeology of
Death in Northern Syria and Southern Anatolia in the Latter Half of the
Third Millennium B.C.,” in The Archaeology of Death in the Ancient Near
East, ed. S.Campbell and A.Green, Oxford, pp. 96-116.

Caubet, L., V. Karageorghis, and M. Jon. 1981. Les Antiquités de Chipre.


Paris.

Cline, E.H. and D. Harris-Cline, eds. 1998. Proceedings of the 50th


Anniversary Symposium, University of Cincinnati, 18-20 April 1997, “The
Aegean and the Orient in the Second Millennium”, Aegaeum 18.
Corpus der minoischen und mykenischen Siegel (= CMS, Corpus of Minoan
and Mycenaean Seals),” Berlin 1964,
<http://arachne.uni-koeln.de/drupal/?q=de/node/196>, (2 August 2014).

Cosmidis, D. and N. Lyberis. 2004. “Before and after Alexander:


Hellenism and Central Asia,” <http://www.archive.gr/news.php?
readmore=104> (14 Jan 2014).

Cyprus, Before the Bronze Age, Art of the Chalcolithic Period: Catalogue
of an exhibition held at the J.P. Getty Museum, Malibu, 1990.

Dales, G.F. J.M. Kenoyer, and L. Alcock. 1986. Excavations at Mohenjo


Daro, Pakistan: The Pottery, Philadelphia.

Demand, N.H. 2011. The Mediterranean Context of Early Greek History,


Oxford.

Dempsey, J. 2010. “Calendar House: Clues to Minoan Time from Knossos


Labyrinth,” <http://ancientlights.org/CalendarHouse/ch8.html> (17 July
2014).

De Rossi, F.C., ed. 2004. Iscrizioni dello Estremo Oriente Greco,


Inschriften griechischer Städte aus Kleinasien 65, Bonn.

Dhavalikar, M.K., and S. Atre. 1989. “The fire cult and virgin
sacrifice, Some Harappan rituals,” in Old Problems and New Perspectivcs
in the Archaeology of South Asia (Wisconsin Archaeological Reports, 2),
ed. J. M. Kenoyer, Madison, pp. 193-205.

Doumas, C. 1987. “Early Cycladic Society: The Evidence from the Graves,
Aegaeum 1, "Thanatos. Les coutumes funéraires en Egée à l'âge du
Bronze". Actes du colloque de Liège, 21-23 avril 1986, édités par Robert
Laffineur, pp. 15-18.
Drakaki, E. 2005. “The Ownership of Hard Stone Seals with the Motif of a
Pair of Recumbent Bovines from the Late Bronze Age Greek Mainland: A
Contextual Approach,” AEA 8, pp. 81-93.

Дубова, Н.А. 2011. “Погребения знатных воинов на Гонур Депе


(Туркменистан),” in ТЕОРИЯ И ПРАКТИКА АРХЕОЛОГИЧЕСКИХ ИССЛЕДОВАНИЙ,
Сборник научных трудов, ВЫПУСК 6, pp. 47-57.

During-Caspers, E.C.L. 1985. “A Possible Harappan Contact with the


Aegean World” in South Asian Archaeology 1983 (Colloquium Brussels
1983), ed. J. Schotsman, and M. Taddei, Naples, pp. 435-452.

During Caspers, E.C.L. 1993. Triangular Stamp Seals from Arabian Gulf,
once again,” in Proceedings of the Seminar for Arabian Studies 24,
Proceedings of the Twenty Seventh Seminar for Arabian Studies held at
London on 22-24 July 1993 (1994), pp. 97-114.

Emberling, G., J. Cheng, T.E. Larsen, H. Pittman, T.B.B. Skuldboel, J.


Weber, and H.T. Wright. 1999. “Excavations at Tell Brak 1998:
Preliminary Report,” Iraq 61, pp. 1-41.

Evans, A.J. 1901. “The Mycenaean Tree and Pillar Cult and its
Mediterranean Relations,” MacMillan & Co, New York.

Evans, A.J. 1902. “The Pallace of Knossos,” The Annual of the British
School at Athens IX, pp. 1-153.

Evans, A. 1909. Scripta Minoa: The Written Document of Minoan Crete with
Special Reference to the Archives of Knossos, Oxford.

Evans, A. 1921. The Palace of Minos at Knossos 1: The Neolithic and


Early and Middle Minoan Ages, London.

Evans, A. 1928. The Palace of Minos at Knossos 2, London.


Evans, A. 1930. The Palace of Minos at Knossos 3: The Great Transitional
Age in the Northern and Eastern Sections of the Palace: The Most
Brilliant Records of Minoan Art and the Evidences of an Advanced
Religion, London.

Evans, A. 1935. The Palace of Minos at Knossos 4, London.

Francfort, H.-P. 1994. “The Central Asian dimension of the symbolic


system in Bactria and Margiana,” Antiquity 68 (259), pp. 406-418.

Gallis, C.J. 1979. “Cremation burials from the Early Neolithic in


Thessaly,” in La Thessalie, CMO 6 (2), pp. 65-79.

Gardin, J.C. 1985. “Les relations entre la Méditerranée et la Bactriane


dans l’Antiquité d’après des données céramologiques inédites,” De
L’Indus aux Balkans, recueil Jean Deshayes, Editions recherche sur les
civilisations, Paris, pp. 447-460.

Gauss, W., and R. Smetana. 2006. “Aegina Kolonna in the Middle Bronze
Age,” in Mesohelladika (Μεσοελλαδικά) La Grece Continentale au Bronze
Moyen (Η ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού), BCH Supplement
52, ed. A. Philippa-Touchais, G. Touchais, S. Voutsaki, and J. Wright,
Athenes, pp. 165-174.

Gimbutas, M. 1982. The Goddesses and Gods of Old Europe, 6500-3500 B.C.:
Myths and Cult Images, California.

Gimbutas, M. 1989. The Language of the Goddess, London.

Gimbutas, M. 2001. Η Επιστροφή της Μεγάλης Θεάς, Αθήνα.

Glotz, G. 1925 (reprinted 1996, 1998). The Aegean Civilization (The


History of Civilization), Routledge, New York.
Graham, J. 1962. The Palaces of Crete, Princeton, N.J.

Hakemi, A. 1997. Shahdad, Archaeological Excavations of a Bronze Age


Center in Iran, Rome.

Hallager, E. 1987. “The Knossos Roundels,” The Annual of the British


School at Athens 82, pp. 55-70.

Hamilakis, Y., N. Kyparissi-Apostolika, T. Loughlin, V. Tsamis, J. Cole,


C. Papadopoulos, and N. Zorzin. 2012. “Koutroulou Magoula in Central
Greece: from the Neolithic to the present,” Antiquity 086 (333).

Hankey, V., and O. Tufnell 1973. “The Tomb of Maket and Its Mycenaean
Import,” The Annual of the British School at Athens
Vol. 68, pp. 103-111.

Hatzaki, E., and P. Schuster Keswani. 2012. “Mortuary practices and


ideology in Bronze Age–Early Iron Age Crete and Cyprus: comparative
perspectives,” in Parallel Lives, Ancient Island Societies Crete and
Cyprus, ed. G. Cadogan, M. Iacovou, K. Kopaka, and J. Whitley, British
School at Athens, Studies 20, Athens, pp. 307-330.

Hayden, B.J. 1991. “Terracotta Figures, Figurines, and Vase Attachments


from Vrokastro, Crete,” in Hesperia 60 (1), pp. 103-144.

Hays, C.B. 2011. Death in the Iron Age II and in First Isaiah, Tubingen.
Hiebert, F.T. 1994. “Production evidence for the oiigins of the Oxus
Civillization,” Antiquity 68 (259), p. 372-387.

Hogan, M. 2007. “Knossos fieldnotes,” in Modern Antiquarian (2007),


http://www.themodernantiquarian.com/site/10854/knossos.html#fieldnotes,
(2 July 2014).
Hogan, M. 2007b. “Phaistos fieldnotes,” in Modern Antiquarian (2007),
<http://www.themodernantiquarian.com/latest/40/0/9873> (2 July 2014).

Houston, M.G. 2003. Ancient Greek, Roman & Byzantine Costume, Dover,
USA.

Karageorghis, V., J.R. Mertens, and M.E. Rose, eds. 2000. Ancient Art
from Cyprus, The Cesnola Collection at the Metropolitan Museum of Art,
New York.

Kantor, H. 1945 (1999 rev.). “Plant Ornament in the Ancient Near East”
(diss. Univ. of Chicago).

Kantor, H. 1947. The Aegean and the Orient on the Second Millennium
B.C., The Archaeological Institute of America, Monograph nr 1, 1947, The
Principia Press, Inc., Bloomington, Indiana.

Kiely, T. ed. “ Burial practices on Late Bronze Age Cyprus,” Ancient


Cyprus in the British Museum,
<https://www.britishmuseum.org/research/publications/online_research_cat
alogues/ancient_cyprus_british_museum/enkomi/introduction/
burial_practices.aspx> (3 July 2014).

Kindersley, D. 2012. “The Ancient World: Minoan Culture,” in Fashion:


The Ultimate Book of Costume and Style, ed. K. Hennesy, DK Publishing.

Koehl, R. B. 2011. “South Levantine Middle Bronze Age Goldwork in the


Aegean in Aegina,” in 10th IntCretCongr (Khania 2006), επ. Μ. Ανδρεαδάκη
– Βλαζάκη, Ε. Παπαδοπούλου, pp. 189-208.

Kohlemeyer, K. 2009. “The Temple of the Storm God in Aleppo during the
Late Bronze and Early Iron Ages,” Near Eastern Archaeology 72 (4), pp.
190-203.
Kool, J. 2012. “The Old Assyrian Trade Network from an Archaeological
Perspective” (Bach. Th. Univ. Leiden).

Kovaleva, N.A. 2012. “Preliminary Research and Conservation of Two


Fragments of ‘Carpet’ Mosaic of Gonur,” in Transactions of Margiana
Archaeological Expedition 4, Gonur Depe Studies in 2008-2011, ed.
Sarianidi, V.I., P.M. Kozhin, M.F. Kosaref, and N.A. Dubova, Moscow, pp.
176-184.

Krukova, V.Y. 2012. “About Gonur Tulips,” in Transactions of Margiana


Archaeological Expedition 4, Gonur Depe Studies in 2008-2011, ed.
Sarianidi, V.I., P.M. Kozhin, M.F. Kosaref, and N.A. Dubova, Moscow, pp.
222-237.

Lamberg-Karlovsky, C. C. 2005. “Archaelogy and Language: The case of the


Bronze Age Indo-Iranians,” in The Indo-Aryan Controversy: Evidence and
inference in Indian history, ed. E.F. Bryant and L.L. Patton, pp. 142-
178.

. 2013. The Oxus Civilization, CuPAUAM 39, pp. 21-63.


________

Lichter, C. 2011. “Neolithic Stamps and the Neolithization Process, A


Fresh Look at an Old Issue,” in Beginnings - New Research in the
Appearance of the Neolithic between Northwest Anatolia and the
Carpathian Basin, International Workshop 8th - 9th April 2009, Istanbul,
ed. R. Krauß, Istanbul, pp. 35-44.

Mackenzie, D. 1907. “Cretan Palaces and the Aegean Civilization IV,” The
Annual of the British School at Athens XIV (1907-1908), pp. 343-423.

Mallowan, M. E. L. 1971. “The Early Dynastic Period in Mesopotamia,” in


The Cambridge Ancient History, ed. I. E. S. Edwards, C. J. Gadd, and N.
G. L. Hammond, Cambridhe University Press, pp. 238-314.
Marangou, C. 2001. ”Evidence for counting and recording in the
Neolithic? Artefacts as signs and signs on artefacts,” in Manufacture
and Measurement: Counting, Measuring and Recording Craft Items in Early
Aegean Societies, MELETHMATA 33, ed. A. Michailidou, Athens, pp. 9-43.

Marinatos, N. 1989. “The Minoan Harem: the Role of Eminent Women and the
Knossos Frescoes,” in Dialogues d'histoire ancienne 15 (2), pp. 33-62.

. 2009. “The Indebtedness of Minoan Religion to Egyptian Solar


________

Religion: Was Sir Arthur Evans Right?,” Journal of Ancient Egyptian


Interconnections 1:1, pp. 22-28.

Marcien d’ Heraclee, Periple de Marcien d’ Heraclee: Epitome d’


Artemidore, Isidore de Charax, etc., ou Supplement aux dernieres
editions des Petits geographes d’ après un manuscript grec de la
Bibliotheque royale, avec une carte par E. Miller, Paris 1839.

Marshall J. 1931. Mohenjo-Daro and Indus Civilization, London.

Masson, V., and V. Sarianidi.1973. Middle Asian Terracottas of the


Bronze Age, Classification and Interpretation Experience, Moscow.

Masseti, M. 2008. “Zoomorphic Gold Figurine from the Late Bronze Age on
the Island of Thera (Santorini), Grecce,” in Archaeozoology of the Near
East VIII. Proceedings of the eighth international Symposium on the
Archaeozoology of southwestern Asia and adjacent areas, TMO 49, Lyon,
pp. 553-560.

Mattiae 1990. “Nouvelles fuilles a Ebla en 1987-1989,” Academie des


Inscriptions et Belles Lettres, Comptes rendus des séances d l’ annee
1990, Fasc. II, Paris, pp. 384-431.
McCown, D.E. 1957. The Comparative Stratigraphy of Early Iran, The
Oriental Institute of the University of Chicago, Studies in ancient
Oriental Civilization 23, The University of Chicago Press, Chicago.

Mikrakis, M. 2011. “Technologies of Sound across Aegean Crafts and


Mediterranean Cultures,” in Tracing Prehistoric Social Networks through
Technology: A Diachronic Perspective on the Aegean, Routledge Studies in
Archaeology 3, ed. A. Brysbaert, Routledge, New York and Oxon, pp. 48–
71.

Morris, D. 1985. Τhe Art of Ancient Cyprus, London.

Myres, J. 1902. “The Sanctuary Site of Petsofa,” Annals of the British


School of Athens 9, pp. 356-387.

Murphy, C. 2012. “Minoan Three-Dimensional Anthropomorphic


Representations, Problems of Definition,” Creta Antica 13, pp. 61-82.

Narain, A. K. 1957. The Indo-Greeks. Oxford

Oates, D., J. Oates, and H. McDonald. 1997. Excavations at Tell Brak 1:


The Mitanni and Old Babylonian Periods, Mc Donald Institute Monographs,
British Scool of Archaeology in Iraq, Oxford.

Panchenko, D. 2002. “The City of the Branchidae and the Question of


Greek Contribution to the Intellectual History of India and China,”
Hyperboreus 8 (2), pp. 244-255.

Pande, B.M. 1971. “Harappan ring kernoi: A study,” East and West 21
(3/4), pp. 311-323.

Papadaki, C., and C.E. Galanaki. 2013. ““Tree of Life” depiction on a LG


amphora,” Archaeology and Arts (2013),
<http://www.archaiologia.gr/en/blog/2013/12/02/a-tree-of-life-depiction-
on-a-lg-amphora-from-aitania/> (25 August 2014).

Pardee, D. 2002. Ritual and Cult at Ugarit, ed. T.J. Lewis, Society of
Biblical Literature, Atlanta.

Parrot, A. 1956. Mission Archeologique de Mari 1: Le Temple D’ Ishtar,


Paris.

Parrot, A. 1958. Mari II: Les Palais, Peintures murales, Institut


Français d'Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque archéologique et
historique, Tome LXIX, Paris.

Parpola, A. 1995. “The problem of Aryans and the Soma: Textual-


linguistic and archaeological evidence,” in The Indo-Aryans of Ancient
South Asia: Language, Material Culture and Ethnicity (Indian Philology
and South Asian Studies), ed. G. Erdosy, De Gruyter, Berlin, 1995, pp.
353-381.

Petrie, W.M.F. 1917. Tools and Weapons Illustrated by the Egyptian


Collection in Universtity College, London, and 2,000 Outlines from Other
Sources, British School of Archaeology in Egypt, London.

Pittman, H., and J. Aruz. 1987. Ancient Art in Miniature: Near Eastern
Seals from the Collection of Martin and Sarah Cherkasky, The
Metropolitan Museum of Art, New York.

Quibell, J.E., and F.W. Green. 1902. Hierakonpolis II, Egyptian Research
Account, London.

Rahmstorf, L. 2012. “Control Mechanisms in Mesopotamia, the Indus


Valley, the Aegean and Central Europe, c. 2600–2000 BC, and the Question
of Social Power in Early Complex Societies,” Beyond Elites, Alternatives
to Hierarchical Systems in Modelling Social Formations, International
Conference at the Ruhr-Universitat Bochum, Germany, Teil 2, ed. T.L.
Kienlin, and A. Zimmerman, Bonn, pp. 311-326.

Rutter, J. B. “The Early Minoan Period: The Tombs,” 1999,


<http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=624#/l76> (1 July
2014).

Roaf, M. 1995. “Palaces and Temples in Ancient Mesopotamia ,” in


Civilizations of the Ancient Near East 1, ed. Jack M. Sasson, New York,
pp. 423–41.

Roaf, M. 1998. “Multiple rabbets on doors in Iron Age Assyria and westem
Iran,” Iranica Antiqua 33, pp. 57-80.

Rutter, J. B. “Lesson 15: Narrative, Minoan Religion,” 1999b, <


http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=720> (1 July 2014).

Reinholdt, C. 2003. “The Aegean and Western Anatolia: Social Forms and
Cultural Relationships,” in Art of the First Cities, The Third
Millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus: Catalogue of an
Exhibition Held at the Metropolitan Museum of Art, ed. Aruz, J., and R.
Wallenfels, New York, pp. 255-256.
Rimell, B. 2010. “The Minoan Epiphany: A Bronze Age Visionary Culture,”
2010, <http://www.biroz.net/words/minoan-epiphany/epiphany-part-one.htm>
(1 Sept. 2014).

Rutter, J. B. “Lesson 3: The Eutresis and Korakou Cultures of Early


Helladic I-II,” 1999c, < http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?
page_id=519> (1 July 2014).

Rutter, J. B. “The Early Minoan Period: The Tombs,” 1999,


<http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=624#/l76> (1 July
2014).
Rutter, J. B. “The Eutresis and Korakou Cultures of Early Helladic I-
II,” 1999, < http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=519> (1
July 2014).

Saliari, K., and E. Draganits. 2013. “Early Bronze Age Bone Tubes from
the Aegean: Archaeological Context, Use and Distribution,” Archeometriai
Műhely X/3, pp. 179-192.

Sapouna-Sakellarakis, E. 1995. Chalkis History, Topography and Museum,


Ministry of Culture-ARF, Athens.

Sarianidi, V. I. 1992. “Two Unique Flacons from Bactria (in Russian),”


in Journal of Ancient Archaeology 3 (202), Moscow, pp. 81-89.

. 1998. Myths of Ancient Bactria and Margiana on its Seals and


________

Amulets, Moscow.

. 1999. “Near Eastern Aryans in Central Asia,” The Journal of Indo-


________

European Studies 27 (3), pp. 295-326.

. 2001. “The Indo-Iranian Problem in the Light of the Latest


________

Excavations in Margiane,” Studia Orientalia 94, pp. 417-441.

. 2003. “Margiana and Soma-Haoma,” in Electronic Journal of Vedic


________

Studies (EJVS 9), ed. Jan E.M. Houben, Leyden.

.
________
(В.И. Сарианиди) 2004. “ДВОРЦОВО-КУЛЬТОВЫЙ АНСАМБЛЬ СЕВЕРНОГО
ГОНУРА,” in Margiana Archaeological Expedition, Near the Sources of
Civilizations, The Issue in Honor of the 75-Anniversary of Victor
Sarianidi, Moscow, pp. 229-253.

. 2005. Gonur-Depe City of Kings and Gods, Asgabat, Miras.


________
. 2006. “Turkmenistan as a Central Asian Center of Ancient Oriental
________

Civilization,” in Ancient Margiana is the New Centre of the World


Civilization, Materials of the International Scientific Conference,
Mary, pp. 71-87.

. 2007. Necropolis of Gonur, Athens.


________

. 2008. Margush, Mystery and Truth of the Great Culture, Asgabat.


________

. 2010. Long Before Zaratushtra (Archaeological evidences of


________

Protozoroastrianizm in Bactria and Margiana), ed. N. Dubova, Moscow.

Сарианиди, В.И. 2011. “Археологические свидетельства раннего


зороастризма в Каракумах (III–II тыс. до н.э.),” in ТЕОРИЯ И ПРАКТИКА
АРХЕОЛОГИЧЕСКИХ ИССЛЕДОВАНИЙ, Сборник научных трудов, ВЫПУСК 6, pp. 33-
46.

Sarianidi, V.I. 2012. “Arias from the Southwest Asia in Bactria and
Margiana,” in Transactions of Margiana Archaeological Expedition 4,
Gonur Depe Studies in 2008-2011, ed. Sarianidi, V.I., P.M. Kozhin, M.F.
Kosaref, and N.A. Dubova, Moscow, pp. 11-28.

Schaeffer, C. F. A. 1929. Les Fondles de Minet el Beida et de Ras


Shamra, Syria, v.X, Paris.

. 1939. The Cuneiform Texts of Ras Shamra – Ugarit, London.


________

. 1949. Ugaritica II: Nouvelles Etudes Relatives Aux Decouvertes de


________

Ras Shamra, Paris.

Schiestl, R. 2002. “The Statue of an Asiatic Man from Tell El-Dabca,


Egypt,” in Third ICAANE, Paris, pp. 133-145.

Schliemann, H. 1880. Ilios, the City and Country of the Trojans, London.
Shaw, J. W. 2007. “Sequencing the EH II 'Corridor Houses',” The Annual
of the British School at Athens 102 (2007), pp. 137-151.

Shaw, M. C. 2009. Rev. of M. Bietak, N. Marinatos, C. Palivou, and A.


Brysbaert, Taureador Scenes in Tell El-Dab'a (Avaris) and Knossos, in
AJA 113 (3), pp. 471-477.

Soles, J. S. 1992. “The Prepalatial Cemeteries at Mochlos and Gournia


and the House Tombs of Bronze Age Crete,” Hesperia: Supplement XXIV,
ASCSA, Princeton.

Subhash, Kak. 2005. “Early Indian Architecture and Art,” in Migration


and Diffusion 6 (23), pp. 6-27.

Souvatzi, S. G. 2008. A Social Archaeology of Households in Neolithic

Greece: An Anthropological Approach, Cambridge.

Speiser, E. A. 1927. “Preliminary Excavations at Tepe Gawra,” The Annual


of the American Schools of Oriental Research 9, pp. 17-57.

Strommenger, E., and K. Kohlmeyer. 1998. Tall Bi’A Tuttul. Die


Altorientalischen Bestattungen, Saarbrucken.

Tamvaki, A. 1985. “Minoan and Mycenaean elements in the Iconography of


the Pylos sealings,” in Bulletin de Correspondance Hellénique,
Supplément 11, pp. 267-292.

Terrace, E. L. B. 1962. “Some Recent Finds from Northwest Persia,” in


Syria 39 (3-4), pp. 212-224.

Younger, J. G. 2009. “A Balkan-Aegean-Anatolian Glyptic Koine in the


Neolithic and EBA Periods,” VIth International Aegean Symposium, Athens,
Greece, 31 August - 5 September 1987.
. 1991. “Seals? From Middle Helladic Greece,” in Hydra, Working
________

Papers in Middle Bronze Age Studies 8, pp. 35-54.

Yatsenko, S. A. 2012. “Yuezhi on Bactrian Embroidery from Textiles Found


at Noyon uul, Mongolia,” The Silk Road 10, pp. 39-48.

Young, R. S. 1949. “An Early Geometric Grave near the Athenian Agora,”
Hesperia XVIII (4), pp. 275-304.

Van de Moortel, and E. Aleydis – Zahou. 2009. “Five years of


archaeological excavation at the Bronze Age and Early Iron Age site of
Mitrou, East Lokris (2004-2008). Preliminary results,” in Αρχαιολογικό
Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος 3, pp. 1131-1146.

Vanschoonwinkel, J. 1990. "Animal Representations in Theran and Other


Aegean Arts," in Thera and the Aegean World III (1), Archaeology:
Proceedings of the third International Congress, Santorini 1989, eds.
D.A. Hardy, C.G. Doumas, J.A. Sakellarakis, and P.M. Warren, London, pp.
327-349.

Vasilakis, Α., and K. Branigan. 2010. Moni Odigitria: a Prepalatial


Cemetery and its Environs in the Asterousia, Southern Crete (Prehistory
Monographs 30), INSTAP Academic Press, Philadelphia.

Vavouranakis, G. 2011. “Funerary customs and martime activity in Early


Bronze Crete,” in The seascape in Aegean Prehistory, Monographs of the
Danish Institute at Athens 14, ed. G. Vavouranakis, Athens, pp. 91-118.

Wace, A. J. B., and M. S. Thompson. 1912. Prehistoric Thessaly,


Cambridge.

Waddell, L. A. 1929. Makers of Civilization in Race & History, London


1929.
Weingarten, J. 1991. “The Transformation of Egyptian Taweret into the
Minoan Genius: A Study in Cultural Transmission in the Middle Bronze
Age,” in Studies in Mediterranean Archaeology LXXXVIII, Partile, pp. 1-
24.

Walberg, G. 1991. “A Gold Pendant fron Tell-el Dab ca,” Agypten und
Levante 2, pp. 111-114.

Watrous, L. V. 1994. “Review of Aegean Prehistory III: Crete from


Earliest Prehistory through the Protopalatial Period,” AJA 98 (4), pp.
695-753.

Wiencke, M. H. 1969. ”Further Seals and Sealings from Lerna,” Hesperia


38 (4), pp. 500-521.

Woolley, C. L. 1955. Alallakh, Oxford.

Zouzoula, E. 2007. “The Fantastic Creatures of Bronze Age Crete” (diss.


Univ. of Nottingham).

Βλαχόπουλος, A. 2011. “Κρητομυκηναϊκή μικροτεχνία, Κωδικός μαθήματος ΑΠΡ


567”, <users.uoi.gr/gramisar/prosopiko/vlaxopoulos/Mikrotexnia_web.pdf>
(10 July 2014).

Βογιατζής, Γ. 1996. Οι Βραχογραφίες του Παγγαίου Αποκαλύπτουν, Δίον,


Αθήναι.

Γαλανάκης, Κ. “Tο πρωτοελλαδικό κτήριο με διαδρόμους, Πληροφορίες και


μαρτυρίες των δεδομένων,” στο Archaeology and Arts,
<http://www.archaiologia.gr/blog/publishig/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF
%89%CF%84%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BA
%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%B5-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CF
%81%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%85/> (17 July 2014).
Γαλανίδης, Ι. και Ι. Μπαλλή. 2008. Μνημειακή Αρχιτεκτονική στην Έρημο
Κάρα Κουμ, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Τομέας Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής, καθ. Ε. Κορρές.

Γαλλής, Κ. 1990. “Πρόσφατες έρευνες στην Νεολιθική Θεσσαλία,”


Αρχαιολογία 34, σελ. 9-20.

Δημοπούλου - Ρεθεμιωτάκη, Ν. 2005. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου,


Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση.

Ίδρυμα Ελληνικός Κόσμος. Αρχιτεκτονική,


<http://www.fhw.gr/chronos/01/gr/nl/housing/nl_arch.html> (17 July
2014).

Ίδρυμα Ελληνικός Κόσμος. Chamber Tombs,


<http://www.fhw.gr/chronos/02/mainland/en/mg/society/burials/index3.html
> (17 July 2014).

Ίδρυμα Μείζoνος Ελληνισμου, “Greek History: Seals,” 2007,


http://www.ime.gr/chronos/01/en/nl/culture/seals.html (29 July 2014).

Θεοχάρης, Δ.Ρ. 1973. Νεολιθική Ελλάς, Αθήνα.

Κοκκινίδου, Δ., και Μ. Νικολαΐδου. 2009. “Έμφυλες Όψεις στην Προϊστορία


της Μακεδονίας,” Προ-ϊστορήματα: Διαδικτυακό Περιοδικό του Ομίλου
Μελέτης και Προβολής της Ελληνικής Προϊστορίας 2,
<http://proistoria.files.wordpress.com> (17 August 2014).

Κρητικός, Π., και Σ. Παπαδάκη. 1963. “Μήκωνος και Οπίου Ιστορία και
Εξάπλωσις εν τη Περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα,”
Aρχαιολογική Εφημερίς της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήναι,
σελ. 80- 150.
Λεκάκης, Γ. 2014. “Όταν ο… Νεάντερταλ «έκοβε βόλτες» στο Αιγαίο…,” στο
Εθνικές Επάλξεις Ιαν. Μαρτ., σελ. 16-20.

Ορφανίδου, Λ. 2010. ”Εισαγωγή στη Νεολιθική Ειδωλοπλαστική,”


(2010),http://www.neolithic.gr/introduction_01.html (28 June 2014).

Ορφανίδου, Λ. 2010. “Η Θεωρία της Επανάληψης,” (2010),


<http://www.neolithic.gr/doc_03.html> (28 June 2014).

Πασχαλίδης, Κ. Π. 2002. “Στα ίχνη των πήλινων υποδημάτων, Πήλινα


ιδιότυπα ρυτά από την Μυκηναϊκή Αττική στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,”
Το Μουσείον (Περιοδική έκδοση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου) 3
(2002-2003), σελ. 93-110.

Πίτσιος, Θ. Κ. 1976. “Ο Ταινάριος Άνθρωπος,” Αρχαιολογία και Τέχνες 60,


σελ. 68-72.

Πολυχρονάκου – Σγουρίτσα, Ν. 1988. Το Μυκηναϊκό Νεκροταφείο Αλυκής


Βούλας (Διδακτορική διατριβή Παν. Αθηνών, Αθήνα).

Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 2012. “Μινωική έπαυλη Νίρου Χάνι,”


< http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=437> (17 Ιουλίου 2014).

Υπουργείο Πολιτισμού, “Μόνιμη Έκθεση Παλαιόπολης,” 2007,


<http://odysseus.culture.gr/h/4/gh430.jsp?obj_id=4805> (19 July 2014).
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ. B1: Πέντε μεγάλοι παραποτάμιοι αρχαίοι πολιτισμοί

Sarianidi 2007, fig. 1.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B2: Ψηφιδωτό με ελεφαντοστούν σε θάλαμο βασιλικού τάφου της Gonur
δεικνύον μυθικά πλάσματα με κεφαλή πτηνού και σώμα λέοντος.

Andrew Lawler. Central Asia's Lost Civilization,


http://austin.directrouter.com/~andrewla/discover/item/46-central-asias-
lost-civilization.html?tmpl=component&print=1 (13 February 2014).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B3: Ομοίωμα υποδήματος από την ταφή 2169 της Gonur (αριστερά),
Πήλινο ομοίωμα υποδήματος Μυκηναϊκού τάφου Αλυκής (δεξιά).

Sarianidi 2007, p. 120, fig. 228.


Πασχαλίδης 2002, σελ. 94, εικ. 3.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B4: Κέρνος από την Gonu (αριστερά) και από το Mohenjo-daro (δεξιά).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B54: Χρυσό δακτυλίδι από την Gonur (αριστερά), περόνη από τον
βορειο-ανατολικό Αιγαίο (δεξιά), με την τετραπλή έλικα.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B6: Εκτινασσόμενο ρόπαλο φερόμενο από Μινωίτη (αριστερά), ταφικά
αναθήματα βασιλικών τάφων (κέντρο) και απόσπασμα τοιχογραφίας του Mari
με την θεότητα φέρουσα εκτινασσόμενο ρόπαλο στα αριστερό χέρι (δεξιά).

Evans 1928, p. 177, fig. 90.


Сарианиди 2011, p. 41, fig. 6.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B7: Ελεφαντοστέϊνη κτένα από το Gonur (αριστερά) και από το Tell
Abraq (δεξιά), από τα τέλη της τρίτης χιλιετίας
Sarianidi 2008, p. 91, fig. 33,
Aruz and Wallenfels 2003, p. 315, cat. nr 213 a.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B8: Βασιλικό ιερό της Gonur

Sarianidi 2010, p. 112.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B9: Αναπαράσταση περιπτέρου 115 (εργασία Α. Niyazmuhammedovoy),
Βασιλικό ιερό της Gonur

Sarianidi 2004, p. 236, fig. 10.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B10: Κόγχη με κλιμακωτή μορφή (Γαλανίδης και Μπαλλή 2008)
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B11: Πότνια Θηρών από την Bακτρία (αριστερά) και το Αιγαίο (δεξιά)
(Sarianidi 2007, p. 157, fig. 49 & 50).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B12: Ένθρονη θεά με παιδί, πιθανώς η Θεά – φίδι (Σέσκλο, Θεσσαλίας,
Ύστερη Νεολιθική Εποχή, Gimbutas 1982, p. 144, fig. 96).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B13: Νεολιθικό εδώλιο Μητέρας Θεάς – Φιδιού (Αρχαιολογικό Μουσείο
Ηρακλείου, 5800-4800 π.Χ.), Θεοχάρης 1973, εικ. 73.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B14: Σύνθεση σκηνής δεξιώσεων από κοσμητική φιάλη της Βακτρίας

Sarianidi 1992, p. 85, fig. 6.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B15: Αναπαραγωγή τοιχογραφίας από την Ξεστή 3 (Όλγα Αναστασιάδου)

Rimell 2010
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B16: Bακτρία πριγκίπισσα (Μουσείο Λούβρου ΑΟ 31917)

2006 Marie-Lan Nguyen, public domain, wikiemedia commons.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B17: Αναπαράσταση ιερού Togolok-21 (Sarianidi 2003, fig. 1).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B18: Οστέϊνοι αυλοί για την πόση του μεθυστικού χυμού (Sarianidi
2003, fig. 3).
------------------------------------------------------------------------
Εικ. Am19: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το ιερό Togolok-21 φέρον
εδώλια

Sarianidi 2007, pp. 156-157


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B20: Τελετουργικό κεραμεικό αγγείο από το Παλαίκαστρο

Δημοπούλου - Ρεθεμιωτάκη 2005, σελ. 73 (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)


Evans 1921, pp. 180-181, fig. 130
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B21: Ομοίωμα ιερού από την Κύπρο

Hatzaki and Schuster 2012, p. 315, fig. 17.2.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B22: Αποτύπωμα σφραγιδοκυλίνδρου εικονίζουσα τελετή με ‘Διονυσιακά’
στοιχεία

Sarianidi 1998. Πρόκειται για τον σφραγιδοκύλινδρο 1765.


------------------------------------------------------------------------
Εικ. B23: Κυλινδρικό αναθηματικό αγγείο από τάφο της Gonur (αριστερά),
Δισκάριο KN Wc 26 ευρισκόμενο στην ιδιωτική συλλογή Schoyen Collection
(MS 249, δεξιά)

Metropolitan Museum of Art: ac. nr. 1983.535.7; Sarianidi 2007, p. 112,


fig. 199
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B24: Παρόμοιες σφραγίδες από το Hissar IA, Siyalk III (τέταρτης
χιλιετίας) και την Λέρνη (2650-2200 π.Χ.)
McCown 1957, p. 8, fig. 2 (1,2,6,7); CMS V 052
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B25: Παρόμοιες σφραγίδες και θέματα από το Giyan VC, Siyalk III
(τέταρτης χιλιετίας) και την Ελλάδα (2650-2200 π.Χ.)

McCown 1957, p. 16, fig. 7 (1, 2, 3, 6, 7, 8); p. 53, p. 55.


CMS V 471
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B26: Παρόμοιες σφραγίδες από το Gawra I (περί το 1500 π.Χ.),
Ελλαδική (περί το 1500 π.Χ.) και Ελλαδική (Νεολιθικής περιόδου)

Speiser 1927, p. 75, fig. 71.


CMS IS 162
Θεοχάρης 1973, pl. XX.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B27: Σφραγίδα 21 με τον άνθρωπο – πτηνό

Sarianidi 1998
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B28: Παρόμοιες σφραγίδες με θέμα τον βρόχο από την Κρήτη (αριστερά)
και το Togolok 21

CMS II, 1 084


Sarianidi 1998
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B29: Παρόμοιες σφραγίδες με θέμα τον σκορπιό από την Βακτρία
(αριστερά) και την Λέρνη (δεξιά)

Sarianidi 1998
Rutter 1999.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B30: Το θέμα του ενδεκαπέταλου ρόδακα σε σφραγίδα της Μαργιανής
(αριστερά) και της Λέρνης (κέντρο), καθώς και σε χάνδρα της Gonur
(δεξιά)

Sarianidi 1998
CMS V 036
Sarianidi 2007, p. 116, fig. 216.
------------------------------------------------------------------------
Εικ. B31: Δικλείς χυτεύσεως κοσμημάτων από τα Θυάτειρα Λυδίας
(αριστερά), Μολύβδινο εδώλιο γυμνής γυναίκας Ανατολίας (δεξιά).
------------------------------------------------------------------------

You might also like