Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες - Ανδρέας Τσεπαπαδάκης PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 108

Ανδρέας Απ.

Τσεπαπαδάκης
Συνταξιούχος ∆ιπλ. Ηλεκτρονικός Μηχανικός / Πληροφορικής – Εκπαιδευτικός

Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες


Άξιοι και Πολυµήχανοι
∆ώδεκα ιστορίες µεγάλων και µικρών άξιων, πολυµήχανων και αξιαγάπητων ανθρώπων

B’ έκδοση

Βιβλίο έγραψα για ανθρώπους προικισµένους


Τσι Κρήτης µας τους κλωθονούσηδες µα κι τους προκοµµένους

Ηράκλειο Κρήτης 2016

2
Πρώτη έκδοση Οκτώβρης 2016 αντίτυπα δωρεάν διανοµής 500
Copyright © Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Β’ έκδοση: Ιανουάριος 2017
Επιµέλεια έκδοσης : Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Επιµέλεια εξωφύλλων : Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Σχεδίαση εξωφύλλου και µορφοποίηση έκδοσης: Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Στο εξώφυλλο λιθογραφεία του Giuseppe Gerola (Τζιουζέπε Τζερόλα) από το έργο
”Βενετικά µνηµεία εις την νήσων Κρήτη”.
Στο οπισθόφυλλο Λιθογραφεία του 1832 (Μονή Γωνιάς, Κολυµπάρι Κισσάµου, Χανιά)
Σύνθεση εξώφυλλου: Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Εκδοτική φροντίδα: Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
Ψηφιοποίηση κειµένου: Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας
e-mail : tsepkris@gmail.com

ISBN 978-618-82870-0-6

Για την διάθεση του βιβλίου µπορείτε να απευθύνεστε στο e-mail tsepkris@gmail.com
Τυχόν οποιεσδήποτε οµοιότητες σε πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις, περιοχές είναι όλως τυχαίες και
εντελώς συµπτωµατικές. Το παρών βιβλίο είναι προϊόν µυθιστορηµατικής φαντασίας.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ∆ΩΡΕΑΝ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΒΙΒΛΙΌΦΙΛΟ

Άδεια Creative Commons - Αναφορά ∆ηµιουργού – Μη Εµπορική χρήση - Όχι Παράγωγα έργα 4.0 ∆ιεθνές (CC-BC-NC-ND 4.0)
Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριµένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

Ευχαριστήρια
Ευχαριστώ από καρδιάς τους δύο υιούς µου, τον Απόστολο για όλη την πολύτιµη βοήθεια που µου προσέφερε
για να καταφέρω να ολοκληρώσω το βιβλίο µου. Τον δε Μιχάλη για όλα αυτά, µέχρι να φτάσω στην ηλεκτρονική
µορφή (e-book). Ο συντονισµός και των τριών µας κατάφερε να µπορέσει να ολοκληρωθεί και να διανεµηθεί το
βιβλίο, ενώ η απόσταση δεν στάθηκε εµπόδιο στην αγαστή συνεργασία µας.

Ευχαριστήριο B’ έκδοσης: Ευχαριστώ πολύ όλους συγγενείς, φίλους και γνωστούς που βόηθησαν για την
ποιοτική βελτίωση του βιβλίου µε επιπλέον στοιχεία αρτιότητας σε εµφάνιση, κείµενο και το Κρητικό Γλωσσάρι.

3
4
Περιεχόµενα
Πρόλογος…………………………………………………………..………………………………………….…….6

Ιστορία 1 - Ριζικάρης και δοξαρόµυαλος (Τυχερός και κοφτερό µυαλό)…………………..………….……….7

Ιστορία 2 - Ο θείος Αντρουλής……………………………………………..………………………………….14

Ιστορία 3 - Ο Μιχαλιός ο καλονούσης (Μιχαλιός ο καλοσυνάτος)…………………………………………….20

Ιστορία 4 - Μια µικρή χαΐνισσα ηρωίδα (Μια µικρή αντάρτισσα ηρωίδα)……………………………………25

Ιστορία 5 - Η γοργονούσα και ο αµαξολαλητής (Η αξιέπαινη και ο αυτοκινητοδηγός)………………………..34

Ιστορία 6 – Μανούσος ο κατσουκανιονούσης (Μανούσος ο άτακτος)……………………………………….43

Ιστορία 7 - Παιδονόµος ο “Κούντουρος” (Παιδονόµος ο “Κοντός”)…………………………………………....51

Ιστορία 8 – Το Αθηναιάκι στο χωριό (O πρωτευουσιάνος στο χωριό)…………..…………………….….……61

Ιστορία 9 - Φαγονούσης και Βαρεσάρης (Πολυφαγάς και Τεµπέλης)…………………………………………69

Ιστορία 10 - Ο γοργονούσης µαθητής (Ο άξιος µαθητής)……………………………………………..………..74

Ιστορία 11 – Γοργονούσα και αϊτόκαρδη µα όχι ριζικάρα………………………………………………..82


(Άξια και λέφτερη καρδιά µα όχι τυχερή)

Ιστορία 12 – Ο γοργοκλωθονούσης Μύρων και το κουρουπάρι………………………………………97


(Ο άξιος-πολυµήχανος Μύρων και η αναπαραγωγή αιγοπροβάτων)

Γλωσσάρι Κρητικών Λέξεων………………………………………………………………….……………105

5
Οι δώδεκα παρακάτω ιστορίες από την Κρήτη σε ελαφρύ Κρητικό ιδίωµα γλώσσας,
έχουν να παρουσιάσουν µια γενιά ανθρώπων που γαλουχήθηκαν σε δύσκολες εποχές.
Εποχές που πολλές αξίες είχαν νόηµα. Σήµερα µήπως, πολλές απ’ αυτές έχουν χαθεί;
Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, των ηρώων, χαρακτηρίζονται από αξίες όπως αξιοπρέπεια,
ειλικρίνεια, τιµιότητα, συντροφικότητα, δηµιουργικότητα, ανθρωπιά, αγάπη και
αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο. Αξίες διαχρονικές ανά τους αιώνες, στην σηµερινή
εποχή της παγκοσµιοποίησης ενώ υπάρχουν, τις βρίσκεις εύκολα; Ίσως όµως, γιατί τα
βιώµατα τότε ήταν άλλα και σήµερα διαφορετικά, όµως είναι έτσι;
Ο κάθε ήρωας των ιστοριών, είναι ένας χαρακτήρας που τον χαρακτηρίζουν όλες ή
µέρος των παραπάνω αξιών, αλλά ταυτόχρονα και πολλές άλλες υγιείς συµπεριφορές.
Ήταν ετοιµόλογοι στον λόγο τους, καυστικοί όταν έπρεπε, πολυµήχανοι, αγαπητοί και
άξιοι δηµιουργοί. Είχαν πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια µε πείνα, πριν, κατά την
διάρκεια και µετά το τέλος του Β’ παγκοσµίου πολέµου. Τρυφερά χρόνια δύσκολα, που
καθόρισαν την πορεία τους, όχι όµως σε λάθος κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση της
αγάπης, για την ζωή, στην αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, ανθρωπιά στις συµπεριφορές
τους και τις πράξεις τους. Όλοι τους έγιναν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι και όχι αυτό που
ήθελαν οι άλλοι γι’ αυτούς.
Η εποχή των ιστοριών ειδικά πριν τον πόλεµο, ήταν µια εποχή των µεγάλων
οικογενειών. Όλες οι οικογένειες είχαν το λιγότερο από τέσσερα, µέχρι δέκα ή δώδεκα
παιδιά. Έτσι η εξασφάλιση της απαραίτητης καθηµερινής τροφής ήταν τεράστιο θέµα,
όλα έπρεπε να τα καλλιεργήσεις ή να πάρεις ό,τι δίνει η γη δωρεάν. Η ζήτηση µεγάλη
και η προσφορά µικρή. Οι σηµερινές ανέσεις σε ηλεκτρικό ρεύµα και νερό δικτύου δεν
υπήρχαν, όµως ήταν καθαροί σε σώµα και ψυχή.
Είχαµε πολλές οικογένειες που δεν είχαν την χαρά των παιδιών, αλλά είχαν
ανθρωπιά και προσφορά στο διπλανό, στον συγγενή, στον αδύναµο. Σήµερα έχουµε
τεχνολογία και ανέσεις, στην καθηµερινότητα της ζωής. Το ζητούµενο είναι αν είµαστε
σήµερα πιο ευτυχισµένοι από τους τότε, ενώ αυτοί ήταν ευτυχισµένοι χωρίς ανέσεις, µε
πείνα και πολυπληθείς οικογένειες συνήθως. Φυσικά δεν έλειπαν οι άσχηµες
συµπεριφορές, όπως αυταρχισµός και συντηρητισµός, σε όλο το φάσµα της κοινωνίας.
Στην οικογένεια, στο σχολείο και στις υπηρεσίες ταυτόχρονα, µ’ αυτές τις
συµπεριφορές υπήρχε σεβασµός, αξιοπρέπεια και δηµιουργικότητα αλλά και τεµπελιά.
Οι νεότεροι τελικά, που διδάχθηκαν από τους µεγαλύτερους τις αξίες της ζωής, τις
τίµησαν και τις εξύψωσαν. Έδειξαν απαράµιλλο θάρρος απέναντι στον οποιοδήποτε
δυνάστη (Κατοχής-Χούντας), χωρίς φόβο, αναδεικνύοντάς τους σε παραδείγµατα, προς
µίµηση. Τίµησαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά, όποτε χρειάστηκε να
βάλουν τον µπέτι (στήθος) τους µπροστά. Η ελεύθερη βούληση, όσο και αν
καταπατήθηκε, συνέχισε να φυτρώνει παντού, γιατί υπήρχε µεγάλη σπορά από τους
προγενέστερους. Υπήρξαν λιγόψυχοι και τεµπέληδες, ήταν πάντα µειοψηφίες γι’ αυτό
και ήταν µε µικρή προσφορά στην κοινωνία του χωριού, δυστυχώς υπήρξαν και αυτοί.
Το σηµαντικότερο όλων, είναι ότι πάντα υπήρχαν άξιοι (γοργονούσηδες), πολυµήχανοι
(κλωθονούσηδες) και άνθρωποι που έδιναν και έπαιρναν αγάπη απλόχερα (Αµπολιαρονούσηδες).
Όλοι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι, έζησαν στην όµορφη Κρήτη και την έκαναν γνωστή,
για τις αξίες της, για την φιλοξενία της και τις παραγωγές διαχρονικά σε όλους τους
αιώνες. Ευχαριστούµε αυτή την ευλογηµένη γη που µας µεγάλωσε, µε όλες αυτές τις
αξίες που εξυψώνουν τον άνθρωπο. Ένας πολύτιµος βοηθός σε όλα αυτά ήταν το
Κρητικό ιδίωµα. Πολύ µακριά από την διάσταση την µη ανθρώπινη, την ζωώδη,
αιµοβόρα και κτηνώδη. Σε µια διάσταση γλυκιά, τρυφερή, σαν αγαπητό δηµιούργηµα.

6
Ριζικάρης και δοξαρόµυαλος (Τυχερός και κοφτερό µυαλό)

ε ένα µικρό ηµιορεινό χωρίο της Κισσάµου, ζούσε η οικογένεια του Νικολή και
της Αικατερίνης, µε τα δέκα παιδιά τους. Ο Νικολής ήταν σαµαράς στο πολύ κοντινό
παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι, µε λιµανάκι που εξυπηρετούσε όλη την περιοχή. Έτσι ο
Σαµαρονικολής είχε δυο σπίτια, ένα στο χωριό που ήταν η περιουσία µε τα λιόφυτα, τα
περβόλια και τους κήπους κι ένα στο παραθαλάσσιο χωριό, που ήταν το σαµαράδικο. Η
απόσταση ήταν πολύ µικρή σε πεζοπορία, µικρότερη των τριάντα λεπτών. Ο Νικολής
ήταν ο µοναδικός σαµαράς στην περιοχή και τα παιδιά του όλα είχαν το παρατσούκλι,
“τα σαµαράκια”. Το µικρότερο αγόρι από τα τέσσερα που είχε, ήταν το Γιαννάκη. Ένα
παιδί το οποίο από τους πρώτους µήνες της ζωής του, έκανε την ζωή τους διαφορετική,
την έκανε πολυτάραχη!
Η Αικατερίνη σαν το µικρότερο αγόρι, του είχε ήδη µια ιδιαίτερη αδυναµία. Το
Γιαννάκη µόλις εννέα µηνών, το έπαιρναν µαζί τους στις εργασίες στην εξοχή. Ήταν
εποχή όπου µάζευαν τις ελιές και όλη η οικογένεια ήταν στο λιόφυτο. Το κάθε µέλος
της οικογένειας µε την δύναµη που µπορούσε, πρόσφερε στο µάζεµα του καρπού της
ελιάς. Το Γιαννάκη συµµετείχε και αυτό στο µάζεµα µε την παρέα του, τα γέλια του και
τα κλάµατά του. Μια µέρα ενώ όλοι ήταν απασχοληµένοι µε το µάζεµα της ελιάς, δεν
πρόσεξαν το κλωθονούσικο Γιαννάκη, που µπουσουλώντας πήγε στην διπλανή ρίζα
ελιάς. Το πρόβληµα δεν ήταν ότι πήγε στην διπλανή ελιά, αλλά ότι έφαγε όλους σχεδόν
τους αµανίτες (µανιτάρια) που υπήρχαν στην ρίζα της. ∆υστυχώς όµως, εκτός από τους
φαγώσιµους, έφαγε και τους δηλητηριώδεις. Η αδελφή του η Μαρία, αρκετά
µεγαλύτερή του που τον είχε έγνοια, πήγε κάποια στιγµή να δει τι κάνει, διότι υπήρχε
πολύ ησυχία. Μόλις πλησίασε στην ελιά που τον είχαν αφήσει τρόµαξε, διότι δεν ήταν
εκεί ως συνήθως. Κοιτά στις γύρω ελιές τροµοκρατηµένη και τον βλέπει στην διπλανή
ελιά. Η Μαρία τρέχει κοντά και βλέπει το Γιαννάκη, να κρατά στα χεράκια του
δηλητηριώδεις αµανίτες (µανιτάρια) και να τους τρώει χαµογελώντας κάνοντας χωρατά,
από την χαρά της κατσουκανιάς (αταξίας) του. Οι φωνές της Μαρίας έφεραν όλη την
οικογένεια κοντά. Κοιτάζοντας την κατάσταση, όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει αν δεν
κάνουν κάτι άµεσα. Η Αικατερίνη µόλις τον κράτησε στα χέρια της, του έβγαλε ό,τι
είχε στο στόµα µε τα δαχτύλια της. Μετά αµέσως γυρίζει και λέει στον µεγαλύτερο γιό
της Νικήτα, να φύγει αµέσως µε το µπεγίρι (άλογο) να πάει στο κεφαλοχώρι και να φέρει

7
επειγόντως τον γιατρό. Στην προσπάθεια της αυτή να του βγάλει από το στόµα τους
αµανίτες (µανιτάρια), του προκάλεσε εµετό. Σε λιγότερο από µία ώρα ο γιατρός είχε έλθει,
λόγω του περιστατικού που δεν σήκωνε πολύ καθυστέρηση. Ο γιατρός µόλις του
έδειξαν τι είχε στα χεράκια του, είπε στην µάνα του µε αυστηρό ύφος:
-Ααα σκύλα µόλαρες (άφησες) το κοπέλι (παιδί) και έφαε τους αµανίτες (µανιτάρια).
Ο γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά έλεγε πάντα ευθέως αυτό που σκεπτόταν, όσο
βαρύ και να ’ταν. Η Αικατερίνη µετά τα λόγια του γιατρού έβαλε τα κλάµατα,
αντιλαµβανόµενη το βάρος της ευθύνης της. Ο γιατρός αµέσως τους είπε να φτιάξουν
και να του φέρουν ένα ρόφηµα από βότανα. Τον ενηµέρωσαν ότι όπως του έβγαζαν από
το στόµα τα µανιτάρια έκανε εµετό, για να τους πει:
-Αυτό ήταν πολύ καλό, ίσως και να τον σώσατε µ’ αυτή την ενέργεια. Θα προσπαθήσω
και εγώ.
Όταν του πήγαν το βραστάρι, τους είπε να ’ναι χλιαρό. Αφού κρύωσε αρκετά, έδωσε
στο µικρό δυό-τρείς γουλιές και µετά από λίγη ώρα του προκάλεσε πάλι εµετό. Ακόµη
µια φορά του έδωσε αρκετό βραστάρι, περίµενε να ουρήσει και µετά το έδωσε στην
Αικατερίνη λέγοντάς της:
-Οι άνθρωποι, εσύ και εγώ, έκαναν τα ανθρώπινα, ο θεός τώρα ό,τι θελήσει.
Ο γιατρός της έδωσε οδηγίες, στο τι να τρώει το παιδί, για τα δύο πρώτα
εικοσιτετράωρα. Τους είπε αν δεν έχουν τίλιο να αγοράσουν και να του δίνουν άµεσα
τρείς φορές την µέρα, για να αποβάλει γρηγορότερα όλα τα πιθανά υπολείµµατα. Αν
συµβεί τίποτα και πάθει σπασµούς ή δεν ξυπνάει αµέσως, να τον ειδοποιήσουν.
Το Γιαννάκη λόγο άγνοιας κινδύνου, τους τρόµαξε και τους στεναχώρησε πάρα
πολύ, ζώντας στιγµές µεγάλης αγωνίας. Τελικά το τίλιο έκανε πολύ καλή διουρητική
δουλειά. Στο τρίτο εικοσιτετράωρο το βρέφος ήταν καλά, δίνοντας µεγάλη χαρά και
ικανοποίηση στους γονείς και τα αδέλφια του. Όλοι είπαν ότι ο Θεός βόηθησε πολύ,
αλλά και η θέλησή του επίσης. Η µητέρα του έκανε τάξιµο στον Αϊ Γιάννη στου
Γκιώνα, αν ζούσε να του δώσει τον όνοµα Γιάννης και να κάνει αρτοπλασία.
Όταν ο Σαµαρονικολής είπε του γιατρού ότι το κοπέλι (παιδί) τα κατάφερε, είπε του ο
γιατρός:
-Γιάε Σαµαρονικολή κανόνισε το καλοκαίρι στου Γκιώνα να το βαφτίσω θέλει το
κοπέλι,;
Ο Σαµαρονικολής συµφώνησε, λέγοντάς του ότι η Αικατερίνη ήδη το έταξε στο Αϊ
Γιάννη. Το καλοκαίρι το βάφτισε ο γιατρός, όπου τελικά έγινε ένας πραγµατικός
πνευµατικός πατέρας του. Τον παρακολουθούσε όλα τα χρόνια στο δηµοτικό σχολείο

8
και χαιρόταν που ήταν παιδί γοργονούσικο, κλωθονούσικο και καλός µαθητής. Όταν
τέλειωσε το δηµοτικό και ο Σαµαρονικολής δεν τον έστειλε στο Γυµνάσιο, έκαναν ένα
µεγάλο καυγά, διότι ο δάσκαλος και ο σύντεκνος (κουµπάρος) φώναζαν ότι το Γιαννάκη
άξιζε και έπρεπε να σπουδάσει. Ο Σαµαρονικολής καµένος από τους άλλους τρείς
γιους, που τους έστειλε στο Γυµνάσιο και δεν τα πήγαν καλά αρνιόταν. Όλοι τους
εγκαταλείψαν µετά από ένα ή δύο χρόνια. Ο Σαµαρονικολής, επειδή ξόδεψε αρκετά
χρήµατα χωρίς αντίκρισµα ήταν αρνητικός, για σπουδές στο γυµνάσιο στο Βενιαµίν
Γιαννάκη. Έτσι το Γιαννάκη που άξιζε τελικά να συνεχίσει, πλήρωσε ακριβά τις
αδυναµίες των τριών αδελφών του.
Μεγαλώνοντας το Γιαννάκη, ένα από τα φαγώσιµα που του άρεσαν πολύ, ήταν
περιέργως οι άγριοι αµανίτες (µανιτάρια). Έτσι έµαθε από ένα θείο του πως να τους
διακρίνει και τι να προσέχει κατά την εύρεσή τους. Μετά από µαθητεία µε τον θείο του,
για χρόνια που πήγαιναν µαζί στο µάζεµά τους, έγινε από τους καλύτερους
αµανιτολόγους (ειδικός στα µανιτάρια) στο χωριό. Ίσως η βρεφική περιπέτεια να του καθόρισε
αυτήν την γεύση και γι’ αυτό του άρεσαν τόσο πολύ. Λογικά τ’ αντίθετο έπρεπε να
συµβαίνει, αλλά το Γιαννάκη ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Στην κατάσταση που
δηµιουργήθηκε µε τους αµανίτες όταν ήταν βρέφος, φάνηκαν δύο πράγµατα. Αφενός
ήταν ένα παιδάκι που δεν χόρταινε εύκολα και πάντα πεινούσε (ήταν µόλις ταϊσµένος
όταν έφαγε τους αµανίτες (µανιτάρια)). Αφετέρου είχε µεγάλη θέληση να ζήσει και να
δηµιουργήσει.
Έτσι το Γιαννάκη αφού δεν συνέχισε στο σχολείο, κάθισε και αυτό στο σαµαράδικο.
Ο µεγάλος του αδελφός είχε φύγει προ πολλού, για το Ηράκλειο να φτιάξει εκεί την
δική του επιχείρηση και την δική του ζωή. Υπήρχε κενή θέση την οποία ανέλαβε
αµέσως, δικαιώνοντας ότι ήταν έξυπνο και δηµιουργικό παιδί. Σε σύντοµο διάστηµα
είχε µάθει να κάνει πολλές εργασίες, αλλά η εργασία του σαµαρά δεν τον
ικανοποιούσε, ήθελε κάτι άλλο. ∆εν ήξερε όµως, ακόµη τι ήταν αυτό. Γεγονός ήταν ότι
του ανέθεταν να µαστορέψει ακόµη και δύσκολα, αυτός πάντα τα κατάφερνε.
Στην αρχή έκανε εξωτερικές δουλειές αλλά αργότερα έµαθε πολλές εργασίες να
κάνει απαραίτητες στο σαγµατοποιείο-σαµαράδικο. Πολλές φορές τα βράδια που δεν
πήγαιναν στο χωριό, για ύπνο, τον έστελνε ο πατέρας του στο χωριό να παραγγείλει
κάτι της γυναίκας του και το πρωί να επιστρέψει. Τα ωράρια πολλές φορές ήταν άγρια,
είτε την νύκτα ή την µέρα µεσηµέρι µες στο λιοπύρι ή µε βροχή. Με οποιονδήποτε
καιρό όµως, το Γιαννάκη πήγαινε ευχάριστα. ∆εν φοβόταν την νύκτα, ενώ την µέρα
κυνηγούσε καβρούς (καβούρια) και όφιδες (φίδια) στο ρυάκι της περιοχής. Βέβαια όταν

9
πήγαινε στο σπίτι, µια από τις αρµοδιότητές του ήταν να µαζεύει ξύλα, για την
παραστιά (εστία µαγειρέµατος) και το τζάκι. Αυτός ήταν ένα καηµός, διότι όλα τα παιδιά του
χωριού των έντεκα οικογενειών µάζευαν ξύλα, για το σπίτι τους, οπότε ήταν
δυσεύρετα. Παρόλα αυτά, το Γιαννάκη είχε εντοπίσει κάποιες περιοχές στην κορυφή
του λόφου, που τα περισσότερα παιδιά δεν πήγαιναν, γιατί είχε φίδια. Η χαρά του ήταν
να πάει στην κορυφή, να σκοτώσει δύο ή και τρία φίδια και να µαζέψει ξύλα. Όταν τα
έφερνε, έβαζε τις αδελφές του να τα τακτοποιήσουν και ανάµεσα στα ξύλα είχε τα
σκοτωµένα φίδια. Όταν τα έβλεπαν αυτές, οι φωνές τους ξεσήκωναν όλο το χωριό. Το
Γιαννάκη καθόταν σε µια γωνιά και έσκαγε στα γέλια, ήταν χωρατατζής. Τον
κυνηγούσαν να τον πιάσουν, για να τον δείρουν όλες µαζί που τις τρόµαζε. Το
Γιαννάκη όµως, ήταν άπιαστο αγρίµι.
Μία άλλη συνήθεια που είχε, ήταν όταν η µητέρα του έστρωνε το τραπέζι, για το
µεσηµεριανό ή βραδινό φαγητό πήγαινε και κοίταζε τα πιάτα. Αµέσως ρωτούσε
ποιανού ήταν το µεγαλύτερο πιάτο σε ποσότητα, και µετά ποιο ήταν το δικό του.
Σίγουρα το δικό του ήταν λιγότερο, λόγω ηλικίας. Μόλις η µάνα του έδειχνε το πιάτο
του, αµέσως έλεγε:
-Γιάντα (γιατί) το δικό µου είναι µια ολιά (λιγότερο);
-Γιάντα εσύ είσαι δεκαπέντε χρόνια µικρότερος του αδελφού σου και δεν τρώτε το ίδιο.
-∆εν κατέχω πράµα (ξέρω τίποτα) εγώ θέλω το ίδιο πιάτο.
Έτσι το Γιαννάκη κατάφερνε πολλές φορές, να τρώει παραπάνω από τα αδέλφια του
και να µην είναι ποτέ χορτασµένο. Το µόνο φαγητό που έτρωγε µόνο αυτός και η
αδελφή του Ελένη, ήταν οι αµανίτες (µανιτάρια) που µάζευε το Γιαννάκη τα οποία γνώριζε
πολύ καλά. ∆εν τα µάζευε όλα, συγκεκριµένα δύο τύπους µάζευε που του είχε πει ο
θείος του ότι ήταν σίγουρα µη δηλητηριώδη. Έσκαβε βαθιά µην έχει στις ρίζες σίδερο ή
πετσί, που µετέτρεπαν τους µη δηλητηριώδεις σε δηλητηριώδεις αµανίτες (µανιτάρια). Μ’
αυτό τον τρόπο πάντα ήταν ασφαλή, αλλά δεν το έλεγε, για να µην του τρώνε τους
αµανίτες (µανιτάρια). Η µόνη που δεν τα φοβόταν αλλά της άρεσαν πολύ, ήταν η µεγάλη
του αδελφή η Ελένη. Έτσι όταν του τα έψηνε, πάντα του έτρωγε από µια µερίδα.
Στο φαγητό είχε και µια άλλη ιστορία το Γιαννάκη, µε τον πατέρα του. Όταν ήταν
ακόµα µικρό κοπελάκι (παιδάκι), ο Σαµαρονικολής λέει της γυναίκας του της Αικατερίνης:
-Μωρσύ γυναίκα µια και κάθοµαι µε το Γιαννιό, να µας βάζεις ένα πιάτο να τρώµε να
µην πλένεται περίσσια πιάτα µετά.
Μια βδοµάδα κράτησε αυτή η συµφωνία… Ο Σαµαρονικολής δεν άντεξε να του
τρώει όλο το φαϊ το Γιαννιό. Μέχρι να πιάσει την µπουκάλα µε το κρασί να βάλει µια

10
κούπα, το Γιαννιό έτρωγε το µισό πιάτο. Προλάβαινε δυο µπουκιές ο Σαµαρονικολής
και µετά στην δεύτερη κούπα δεν προλάβαινε πράµα (τίποτα). Τότε λέει της Αικατερίνης:
-Γυναίκα γιάε, µπίτισε (τέλειωσε) η συµφωνία συµµισιακό πιάτο φαγητού µε το Γιαννιό,
αυτό δεν µ’ αφήνει να φάω πράµα (τίποτα).
Θρήνος το Γιαννάκη που έχασε τις χοντροµπουκιές και τώρα πάλι στα ίδια. Όλο και
καµιά γαλατσίδα (χόρτο φαγώσιµο) παραπάνω όµως, θα έβρισκε ή κανένα αµανίτη την εποχή
τους, να ξεγελάσει την πείνα του.
Το Γιαννάκη όταν πήγαινε ακόµη δηµοτικό, έφτιαξε ένα τσουρί (παιχνίδι της εποχής). Για
να το φτιάξει χρειάστηκε χοντρό σύρµα, εργαλεία και τέχνη. Τα δύο πρώτα τα βρήκε
από το σαµαράδικο του πατέρα, ενώ την τέχνη την έβαλε ο ίδιος. Μέσα σε µία µέρα,
συγκεκριµένα Κυριακή το είχε φτιάξει. Το τσουρί αποτελείτο από δύο µέρη: την ρόδα
και τον άξονα, που στο κάτω µέρος είχε τον οδηγό, ο οποίος οδηγούσε τη σιδερένια
ρόδα. Όταν οι συµµαθητές του είδαν το τσουρί του Γιαννιού ξετρελάθηκαν. Όλοι του
ζητούσαν να το λαλήσουν (οδηγήσουν) και να τους φτιάξει ένα. Αν του έδιναν τα υλικά τα
έφτιαχνε δωρεάν. Αλλιώς τους ζητούσε ότι έχουν παραγωγή (αυγά, µέλι, ξηροί καρποί
κλπ), µε αντάλλαγµα την κατασκευή µε δικά του υλικά. Έτσι έγινε ο µέγας
κατασκευαστής στο χωριό, µε την φήµη του να ταξιδεύει και στα γύρω χωριά.
Πέρασαν τα χρόνια και το Γιαννιό συνέχιζε τις κατασκευές του, αναπτύσσοντας τις
δικές του εµπειρίες σε ικανότητα δηµιουργίας και τότε ξαφνικά ήλθε η κατοχή.
Ο Σαµαρονικολής είχε δύο µεγάλους γιούς, ηλικίας πάνω από είκοσι χρονών και ένα
δεκατετράχρονο το Γιαννάκη. Οι Γερµανοί απαίτησαν, για αγγαρεία τους δυο µεγάλους
γιούς, δύο φορές την εβδοµάδα τον καθένα. Ο Σαµαρονικολής βρέθηκε σε δύσκολη
κατάσταση, διότι οι δύο µεγάλοι γιοί χρειάζονται στο µαγαζί κάθε µέρα. Τότε σκέφτηκε
να προτείνει το Γιαννάκη, για κάθε µέρα, δηλαδή έξι µέρες την βδοµάδα, αντί τέσσερις
που θα πήγαιναν οι άλλοι. Για καλή του τύχη οι Γερµανοί δέχτηκαν, αλλά το Γιαννιό
δυσανασχέτησε πάρα πολύ. ∆εν µπορούσε να κάνει όµως, διαφορετικά και ξεκίνησε
την αγγαρεία του, που δεν ήταν άλλη από το να µοιράζει νερό στους εργάτες,
γυρνώντας όλα τα συνεργεία σε τακτά διαστήµατα. Μετά ήταν και στην διανοµή του
φαγητού εκεί όµως, άνοιξε η τύχη του, γιατί έτρωγε όσο ήθελε. Αυτό το πόστο του
άρεσε καλύτερα και είχε την τύχη σαν έξυπνο παιδί, να µάθει τα Γερµανικά, για να
µπορεί να συνεννοείται. Οι Γερµανοί συµπαθούσαν το Γιαννιό, γιατί ήταν εργατικό και
ποτέ δεν του έκαναν υποδείξεις. Μια φορά του έλεγαν τι να κάνει και το έκανε πάντα
σωστά. Γι’ αυτό και το Γιαννιό στο φαϊ του έδινε και καταλάβαινε, χωρίς να του το

11
απαγορεύουν ποτέ οι Γερµανοί. Καµιά φορά έπαιρνε περίσσευµα και κανένα ψωµί, για
το σπίτι.
Στον ελεύθερο χρόνο ξεκούρασής του, πήγαινε στο συνεργείο των µηχανών και
αυτοκινήτων, όπου παρακολουθούσε τις επισκευές και την συντήρηση. Στην αρχή τον
έδιωχναν οι µηχανικοί, αλλά στη συνέχεια βλέποντας την επιµονή του, τον άφηναν να
παρακολουθεί. Σιγά-σιγά το Γιαννιό έµαθε κάποιες βλάβες και την αποκατάστασή τους,
αλλά και τα βασικά της συντήρησης. Μια µέρα ένας νέος µηχανικός, ξέχασε να βάλει
λάδι σε µια µηχανή, γιατί έκανε δύο δουλειές ταυτόχρονα. Έπειτα προσπάθησε να
εκκινήσει τη µηχανή, χωρίς αποτέλεσµα φυσικά. Το Γιαννιό βλέποντας την παράληψη,
του το είπε, αλλά ο νέος µηχανικός τον αποπήρε από εγωισµό. Το Γιαννιό
παρακολουθούσε την µάταιη προσπάθειά του και ξαφνικά χαµογέλασε. Τότε ο νεαρός
µηχανικός άφησε τη µηχανή και άρχισε να χτυπά το Γιαννιό, µε σκαµπίλια και
κλωτσιές, επειδή τον κοροϊδεύει. Χρειάστηκε να επέµβει ο µάστορας του συνεργείου.
Καθώς τους χώριζε, του είπε:
-Το παιδάκι που δεν είναι µηχανικός προσπαθεί να σου πει ότι δεν έχεις βάλει λάδι και
εσύ το χτυπάς, επειδή χαµογέλασε µε την ανικανότητά σου;
Ο νεαρός µηχανικός έβαλε τελικά λάδι και µόλις δοκιµάζει µε την πρώτη πήρε
µπρός η µηχανή. Το Γιαννιό κοιτώντας τον νεαρό, του έκανε το σήµα τέλεια-
συγχαρητήρια. Ο Γερµανός δεν συµπάθησε ποτέ το Γιαννιό, από εκεί και έπειτα. Ο
άλλος βοηθός που ήταν Αυστριακός, πλησίασε το Γιαννιό και του είπε να
παρακολουθεί αυτόν αν θέλει. Αυτό ήταν, από εκείνη την ηµέρα γίνανε φίλοι και το
Γιαννιό ο βοηθός του! Ο Αυστριακός πολλές φορές, τον έβαζε και έκανε απλές
εργασίες. Μετά από καιρό έκανε την απλή συντήρηση, γνωρίζοντας ο Αυστριακός
Φράντς ότι θα την κάνει τέλεια. Το Γιαννιό έτσι, µέχρι να φύγουν οι Γερµανοί, έκανε
µια πολύ καλή µαθητεία µηχανικού, µε τον νεαρό Αυστριακό φίλο του Φράντς.
Μια µέρα έφτασε και το µαντάτο, ότι ο µεγάλος του αδελφός που ήταν στο
Ηράκλειο, ήταν στην αντίσταση. Τους έλεγε λοιπόν, αν µάθουν ότι τον πιάσανε να µην
κάνουν καµιά ενέργεια, για να µην µπλέξουν και αυτοί. ∆εν πέρασαν πολλοί µήνες και
φτάνει το µαύρο µαντάτο, ότι τον έπιασαν. Σε δέκα µέρες τον τουφέκισαν, µαζί µε
άλλους πενήντα, ενώ πριν µερικές µέρες είχαν τουφεκίσει άλλους δώδεκα. Σύνολο 62
µάρτυρες σε αντίποινα, για το σαµποτάζ του αεροδροµίου Ηρακλείου. Ο µεγάλος γιός,
παντρεµένος χωρίς παιδιά, προδοµένος από δοσίλογους, έδωσε την ζωή του
αγωνιζόµενος για την πατρίδα.

12
Ο Σαµαρονικολής έτρεµε στην ιδέα µην τυχόν τους µπλέξουν και ειδικά τα αγόρια
του. Ευτυχώς δεν δηµιουργήθηκε κανένα πρόβληµα και συνέχισαν την ζωή τους,
µοιρολογώντας, για τον χαµένο γιό και αδελφό.
Το Γιαννάκη συνέχισε να µοιράζει νερό στους εργάτες της αγγαρείας και οι όποιες
σχέσεις του µε κάποιους Γερµανούς ατονήσανε. Με τον Αυστριακό βοηθό µηχανικό
Φράντς όµως, δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο στο συνεργείο πήγαινε ευχάριστα. Είχε χαθεί η
όρεξη, για όλα τα άλλα, διότι αγαπούσε τον µεγάλο αδελφό του πολύ. Όταν τέλειωσαν
οι αγγαρείες ανακουφίστηκε, αλλά έχασε τα καλά και πλούσια γεύµατα. Η πείνα
έφτασε πάλι στο πιάτο του και πλέον το φαγητό, του φαινόταν πολύ λίγο.
Μετά την απελευθέρωση, όταν ήταν σχεδόν δεκαοκτώ ετών έµεινε στο σαµαράδικο,
αλλά ποτέ δεν τον ενθουσίασε αυτή η εργασία. Τον είχε ήδη κερδίσει ο µηχανικός
µηχανών. Στο στρατό πήγε στο ναυτικό και έγινε ένας πολύ καλός µηχανικός πλοίων,
κάτι που τον ενθουσίασε πάρα πολύ, γι’ αυτό έγινε το επάγγελµά του στην µετέπειτα
ζωή του. Στο πολεµικό ναυτικό, ήταν αµέσως µετά τον εµφύλιο, εκεί ήταν που όλοι
ξεπέρασαν την στέρηση της πείνας την οποία ζούσαν τόσα χρόνια, µαζί και ο Γιάννης.
Ο Γιάννης ήταν ευφυέστατο άτοµο γιαυτό κατάφερε να µάθει ξένες γλώσσες
ολοµόναχος, δείχνοντας ότι πάντα είχε την έφεση των γραµµάτων, απλώς η συγκυρία
δεν του το επέτρεψε τότε να σπουδάσει. Τις γλώσσες τις έµαθε µε βιβλία και µεθόδους
άνευ διδασκάλου. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο, για ένα άτοµο όµως σαν τον Γιάννη όχι,
όλα ήταν εφικτά. Με την εργασία του απόκτησε οικονοµική άνεση, ώστε η οικογένειά
του να µπορέσει να ζήσει µια άνετη ζωή. Βοήθησε και κάποια αδέλφια του στις
δυσκολίες τους κάποια του το αναγνώρισαν και κάποια όχι. Ο Γιάννης δεν κράτησε
κακία σε κανένα, σε πολλούς συµπαραστάθηκε στις δύσκολές στιγµές τους στα
γεράµατά τους.
Ένα από τα πολλά έργα (σπίτια, περιουσίες, συλλογές γραµµατοσήµων) που άφησε
στα παιδιά του, ήταν το ηµερολόγιο όλων των χρόνων θαλάσσιας υπηρεσίας του.
Περιέγραψε όλα τα λιµάνια που επισκέφτηκε. Πότε έφτανε, πότε έφευγε, ήµερα και
ώρα, ποιο πλοίο ήταν, ποιος καπετάνιος και ποιος πρώτος µηχανικός. Μια εικόνα που
δεν την συναντάς εύκολα σε πολλούς ναυτικούς. Τα µεγαλύτερα έργα του ήταν ότι
γαλούχησε τα παιδιά του µε αξίες όπως ειλικρίνεια, τιµιότητα, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια
και δηµιουργικότητα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος!

13
Ο θείος Αντρουλής

Αντρουλής ήταν ένας φιλήσυχος αγρότης, σε ένα µικρό χωρίο της Κισσάµου.
Ήταν φιλόξενος και άτοµο της καλής παρέας, για κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη. Ο
Αντρουλής µε την σύζυγό του την Αργυρώ ζούσαν στο χωριό τους σε ένα όµορφο
σπίτι, µε µεγάλη αυλή και κήπο. Η αυλή του είχε µια πολύ καλά περιποιηµένη
κρεβατίνα (κληµαταριά), από την οποία ο Ανδρουλής έτρωγε ωραιότατα επιτραπέζια
σταφύλια. Είχε µια τεράστια µουριά µε µαύρα µούρα, από την οποία έβγαζε
µουρνόρακο, αλλά έτρωγε και µούρα. Είχε µια συκιά που έβγαζε τόσα πολλά σύκα που
το περίσσευµα το έφτιαχνε συκοπιταρίδες, ξερά σύκα µε σουσάµι και καρύδι ή
αµύγδαλο, για τον χειµώνα. Είχε δυο λεµονιές δίφορες, για τα λεµόνια που είχαν
ανάγκη στο σπίτι. Η κυρά Αργυρώ έφτιαχνε και µαρµελάδα απ’ αυτά όταν είχαν πολλά,
για να µην χαλάσουν. Είχε ακόµα µια µεγάλη δεσπολιά (µουσµουλιά), που την άνοιξη
χόρταινε να τρώει τους καρπούς της, στα κλεφτά από την Αργυρώ που όλο του φώναζε
όταν τον έπιανε επ’ αυτοφώρω κοντά της. Είχε επίσης, κυδωνιές, βερικοκιές, τζανεριές
από τις οποίες έκανε µαρµελάδες και γλυκά η Αργυρώ. Ο Αντρουλής είχε όλα τα
καλούδια στην αυλή του, εκτός των περιβολιών που είχε πορτοκαλιές, λεµονιές,
µανταρινιές, καρυδιές, αµυγδαλιές, απιδιές (αχλαδιές) και άλλα πολλά.
Εκτός των δένδρων είχε και πολλά ζώα, για κρέας και τυροκοµικά όπως τρείς αίγες
και τρεις προβατίνες, πολλές κότες και κοκόρια, αρκετές πάπιες, µερικές χήνες (αυτές
τις είχε ειδικά, για τους κλέφτες) και τέλος παραπολλά κουνέλια. Για εργασίες
οργώµατος στα χωράφια είχε ένα µουλάρι πολύ δυνατό, το οποίο χρησιµοποιούσε και
στις µετακινήσεις τους ή για βαριές µεταφορές. Επίσης είχε ένα άλογο, για να
µετακινείται µε την κυρά του σε εκδηλώσεις κοινωνικές (όπως γάµους, βαφτίσια,
κηδείες, µνηµόσυνα), θρησκευτικές (εορτές, χάρες αγίων, λιτανείες, ολονυκτίες κλπ) και
εµπορικές (παζάρια, ζωοπάζαρα κλπ) της εποχής του. Τέλος είχε το καθηµερινό του
ζώο, για τις οποιεσδήποτε απλές µετακινήσεις του, µια συµπαθέστατη γαϊδάρα που
κρυφίως την φώναζε Ασηµούλα. Την είχε βγάλει έτσι, αφού δεν µπορούσε να την
βγάλει Αργυρούλα. Γι’ αυτό και το Ασηµούλα τον ικανοποιούσε πλήρως. Η συµβία του
η Αργυρώ, δεν του έκανε παιδιά και ήταν άκληρος. Επίσης του έκανε την ζωή δύσκολη,
γιατί ήθελε σαν γυναίκα να έχει την πλήρη εξουσία του κάνω και του λέγειν και έτσι ο
καηµένος ο Ανδρουλής, είχε υποταχτεί στην µοίρα του. Στο σπίτι µπορεί να ’ταν

14
υποταγµένος, από την αδυναµία που είχε στην Αργυρώ, αλλά έξω από το σπίτι ήταν
αετός σε όλα του. Ετοιµόλογος, έξυπνος, καλός αγρότης µε πολύ καλή επιφάνεια
οικονοµική, καλός κτηνοτρόφος και καλός γνώστης στη παραγωγή κτηνοτροφικών
προϊόντων (γάλα, τυριά, γιαούρτια, στάκα κλπ) αλλά και αγροτικών (ελιές, λάδι, στάρια,
κριθάρια κλπ). Στο κρασί, την τσικουδιά και το µουρνόρακο ήταν επίσης, πολύ καλός
είχε πάντα δικές του παραγωγές.
Η Αργυρώ ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, αγρότισσα και από τις καλύτερες
µαγείρισσες του χωριού. Ό,τι φαγητό και να έφτιαχνε, ήταν ξεχωριστό. Είχε όµως, ένα
µεγάλο ελάττωµα. ∆εν χαλάλιζε εύκολα ένα καλό φαγητό, για τον άνδρα της, µε τόσα
ζωντανά που είχαν, παρά µόνο όταν είχαν επισκέπτες ή τις µεγάλες σχόλες (εορτές).

Ευτυχώς όµως, για τον Αντρουλή, ερχόταν η αδελφή του από τα Χανιά και άλλοι
συγγενείς. Η Αργυρώ, για να µην την πούνε τσιφούτα (τσιγκούνα), πάντα τους τραπέζωνε
µε κουνέλια, κοκόρια, πάπιες και ό,τι άλλο καλύτερο είχε στη διάθεσή της εκείνη την
εποχή. Ο Αντρουλής ήταν πάντα ευτυχής όταν είχαν επισκέπτες, διότι µαζί µ’ αυτούς,
πέρναγε καλά και αυτός. Αλλοίµονο όµως, σ’ αυτούς που δεν το φίλευαν όπως αυτός,
δεν ήθελε να τους ξαναδεί στα µάτια του. Είχε ένα καλό παρεάκι στα ριζίτικα
τραγούδια που πήγαινε δύο φορές τον µήνα. Πάντα µετά τα τραγούδια ακολουθούσε
κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη και στο σπίτι είχε την παράφωνη «ριζίτικη» γκρίνια
της Αργυρούλας.
Μια φορά είχε πάει στα Χανιά, για κάτι δουλειές του. Μετά πέρασε από ένα
Κισσαµίτικο καφενείο ήπιε ένα καφέ και µίλησε µε γνωστούς του Κισσαµίτες. Έπειτα
νωρίς το µεσηµέρι πήγε στης αµπλάς (αδελφής) του να την δει και να φάει. Μόλις τον είδε
αυτή, αφού τον κέρασε το αγαπηµένο του γλυκό του κουταλιού σταφύλι, τον ρώτησε
αν θα καθίσει, για φαγητό το µεσηµέρι. Ο Αντρουλής θέλοντας, να φερθεί ευγενικά της
λέει:
-Αµπλά (αδελφή) µου αφού µε ρωτάς δεν θα σου χαλάσω χατίρι.
-Α ωραία Αντρουλή, γιατί το είχα έγνοια. Έχω χθεσινό αρακά και έλεγα ποιός θα τον
εφάει, τόσο που είχα κάνει.
Μόλις το ακούει αυτό ο Αντρουλής σηκώνεται πάνω φουρκισµένος και της λέει :
-Μωρή αθεόφοβη βουρλόγενη, όταν έρχεσαι στο χωριό χθεσινό αρακά σε φιλεύω ή
σου σφάζω κουνέλι ή κόκορα ή πάπια ή χήνα ό,τι καλύτερο κρεατικό έχω; Να τον φας
µωρή µόνη σου, εγώ να πάω θέλει στο µαγειρειό (εστιατόριο) να φάω, παλιό τσιφούτα
(τσιγκούνα).

15
Ανοίγει την πόρτα και φεύγει ντελόγο (αµέσως), αφήνοντας άναυδη την αδελφή του, η
οποία κατάλαβε τότε πόσο χαζά και επιπόλαια του φέρθηκε. Αυτό έγινε αιτία και µετά
βλεπόντουσαν αραιά και πού, µε µεγάλο χαµένο τον Αντρουλή, να µη τρώει ούτε στης
αµπλάς (αδελφής) του αλλά και ούτε όταν ερχόταν αυτή στο χωριό. ∆ιότι αυτή πλέον τον
ντρεπόταν, και δεν πήγαινε σπίτι του. Αυτός όµως, την περίµενε και αν την συναντούσε
την ρωτούσε λέγοντας:
-Γιάντα µωρέ συ δεν περνάς από το σπίτι; Να το κατέχεις ότι δεν έχω αρακά χθεσινό.
Η αδελφή του καταλάβαινε ότι ο Αντρουλής δεν το είχε ξεπεράσει αλλά µετά
ντρεπόταν και την νύφη της, δεν είχε µούτρα να την δει. Έτσι ο Αντρουλής
προσπαθούσε, µήπως και καταφέρει να φάει κανένα καλό µεζέ αλλά η αδελφή του
δυστυχώς δεν πήγαινε. Ευτυχώς υπήρξαν ευχάριστα γεγονότα, επανασυνδέοντας τα δυο
αδέλφια αλλά οι υποχρεώσεις της αµπλάς του και η ηλικία περιόρισαν τις επισκέψεις.
Ο Αντρουλής πήγαινε κάθε µέρα στα χωράφια, για να κάνει δουλειές αλλά το
Σαββάτο πήγαινε µισή µέρα και την Κυριακή καθόλου. Ένα Σαββάτο µεσηµεράκι, τρία
ανιψούδια του από το διπλανό χωριό, βρέθηκαν να έχουν πάει, για βοσκή τα οζά (ζώα)

τους κοντά στο χωριό του θείου Αντρούλη. Τα ανιψούδια ήταν του πρώτου του
ξαδέλφου παιδιά, η µάνα του και ο παππούς των παιδιών αδέλφια. Το αγόρι της παρέας,
τα άλλα δύο ήταν κορίτσια, που είχε ακούσει από τον πατέρα του πόσο φιλόξενος ήταν
ο θείος Αντρουλής και η γυναίκα του πρότεινε στις αδελφές τους το εξής:
-Μπρέ σεις γιάντα (γιατί) να πάµε στο χωριό να φάµε και να µην πάµε στου θείου
Αντρουλή το σπίτι που είναι επαέ (εδώ) κοντά;
-Μα είντα λες βρε Αλεκάκι να πάµε ακάλεστοι και να τους φέρουµε σε δύσκολη θέση
τον θείο και τη θεία.
-Ντα είντα λέτε βρε κουζουλές (τρελές) µε το που θα πάµε η θεία για µιας (αµέσως) θα µας
ετοιµάσει να φάµε πλούσια.
-Και είντα µωρέ µπορεί να µας ετοιµάσει για µιας;
-Ένα σφουγγάτο, µια σαλάτα και ένα κουνέλι τηγανιτό µε τυρί και παξιµάδι
Οι δυο κοπελιές, αν και ποιο µεγάλες από το Αλεκάκι, κατάλαβαν ότι ο µικιός (µικρός)
είχε δίκιο. Έτσι τα τρία ανιψούδια, ξεκίνησαν, για το σπίτι του θείου Αντρουλή. Το
µικιό (µικρό) Αλεκάκι ήταν µες στην τρελή χαρά, διότι ήξερε ότι σήµερα θα φάει καλά!
Το Αλεκάκι ήταν ένα παιδάκι που πάντα ήταν φαγονούσικο, όπως όλα τα παιδιά της
εποχής εκείνης. Η αιτία ήταν ότι το φαγητό δεν έφτανε, γιατί ήταν πολυπληθείς οι
οικογένειες. Στο σπίτι του ήταν οκτώ αδέλφια, συν δύο οι γονείς τους δέκα. Έτσι πάντα
το φαί πήγαινε σε ποσότητα ανάλογα την ηλικία. Το Αλεκάκι το µικρότερο, πάντα

16
έτρωγε το λιγότερο και το είχε απωθηµένο, διότι ήταν πάντα πεινασµένο. Σήµερα όµως,
ήταν σίγουρο, ότι στου θείου Αντρουλή θα ήταν η µέρα που θα έτρωγε καλά.
Περπάτησαν λοιπόν, τα τρία ανιψούδια περίπου είκοσι λεπτά, τραβώντας τις αίγες
και τις προβατίνες. Μαζί τους είχαν το γαϊδουράκο της οικογενείας, γιατί έπρεπε
αφενός να βοσκήσει και αφετέρου να µαζέψουν ξύλα, για το σπίτι. Έτσι λοιπόν, η
µεταφορά θα γινόταν µε το γάιδαρο.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι του θείου Αντρουλή φώναξαν λίγο κοµπιασµένα:
-Θεία, θείε Αντρουλή είστε εδώ;
Πετάγονται έξω και οι δύο και µε το που θωρούν (βλέπουν) τα ανιψούδια τρέχουν µες
στην τρελή χαρά κοντά τους. Τα αγκάλιαζαν και τα φιλούσαν τρισευτυχισµένοι, τους
έλειπαν τα παιδιά τα δικά τους, που ήταν ένας µεγάλος καηµός και για τους δύο.
-Πως κι από δω, µωρέ τα ανιψούδια µας;
-Να θείε, είχαµε πάει να βοσκήσουµε τα οζά (ζώα) και επειδή ήταν µακριά το χωριό
είπαµε ναρθούµε να σας δούµε και να µας φιλέψετε ό,τι έχετε. Μετά να πάµε να
µαζέψουµε λίγα ξύλα, που θέλει η µάνα µας.
-Καλά το κάνατε κοπελάκια µου και ήρθατε να µας δείτε, για να φάωµε και µια
µπουκιά παρέα.
Αµέσως η θειά, πιάνει µια γριά κότα που είχε την σφάζει και την βάζει σε καυτό
νερό που υπήρχε, για να την ξεπουπουλιάσει. Αµέσως µετά πάει στον κουνελώνα
πιάνει δυό κουνέλια τα σφάζει, µέχρι να συνέλθουν τα ανιψούδια τα έχει γδάρει κιόλας.
Οι κοπελιές, βλέποντας το ζόρι της θείας ρωτούν:
-Θεία να σε βοηθήσουµε όπου µπορούµε;
-Ε να επισκέπτες εσύ καθίστε να τα φτιάξω θέλει εγώ.
-Όι θεία να βοηθήσουµε θέλει.
Η θεία έδωσε στις κοπελιές να καθαρίσουν πατάτες και να τις κόψουν ροδέλες και
αµέσως µετά τους έδωσε τα υλικά και ετοίµασαν την σαλάτα.
Όταν οι κοπελιές τέλειωναν η θεία ξεπουπούλιασε την κότα, την καθάρισε και την
έβαλε να βράσει. Στην άλλη παραστιά (εστία), έβαλε το τηγάνι και µέχρι να ζεσταθεί το
λάδι, έκοψε τα δύο κουνέλια σε µερίδες. Αφού τα αλεύρωσε, άρχισε να τηγανίζει σε µια
φωτιά µέτρια. Μόλις τέλειωσε µε τα κουνέλια, δυνάµωσε την φωτιά και έβαλε µέσα
στο λάδι που τηγάνισε τα κουνέλια, τις πατάτες να τηγανιστούν. Στην δεύτερη τηγανιά
µε πατάτες, είχε ψηθεί η κότα και έριξε το ρύζι µέσα, για να κάνει ένα πιλάφι. Αλάτισε
την κότα και την έβαλε σε µια πιατέλα, έστυψε µερικά λεµόνια, για να τα ρίξει µέσα
όταν σβύσει το πιλάφι, µε λίγη στάκα δική της (Χανιώτικο βούτυρο). Τα τρία ανιψάκια είχαν

17
µείνει µαγεµένα µε την σβελτάδα της θείας, να ετοιµάζει το γεύµα. Οι δύο κοπελούδες
ζήλεψαν την αξιοσύνη της θείας τους, ενώ το Αλεκάκι του έτρεχαν τα σάλια από τα
τόσα καλά που θα έτρωγε. Μέσα σε όλα αυτά, έβγαλε η θεία και τις µπάµιες που είχε
ετοιµάσει γιαυτούς.
Μόλις τέλειωσε την δεύτερη τηγανιά η θεια Αργυρώ, είπαν οι κοπελιές:
-Θεία να βοηθήσουµε στο στρώσιµο του τραπεζιού;
-Είντα να βοηθήσετε ανιψούδια µου, επισκέπτες είστε;
-Μετά χαράς να σε βοηθήσουµε θειά, όπως στις πατάτες και την σαλάτα.
Η θεία ευχαριστήθηκε, για την όλη προθυµία των κοριτσιών, αλλά και την ανατροφή
της ξαδέλφης στα κορίτσια της. Μέχρι να στρώσουν το τραπέζι οι κοπελιές µε τις
υποδείξεις της θείας, είχε ετοιµαστεί και το πιλάφι. Η θεία πριν το σερβίρει του έριξε
λεµόνι και στάκα (βούτυρο) δικιά της, το ανακάτεψε µερικές φορές, αφήνοντας µια
µεθυστικά όµορφη µυρωδιά που τρέλανε τα κοπέλια, αλλά και τον θείο Αντρουλή. Ο
θείος Αντρουλής σήµερα θα έκανε ένα ωραίο γεύµα, αλλά θα έπινε και δύο ποτηράκια
κρασί παραπάνω από το καθηµερινό του.
Αφού ετοιµάστηκαν όλα, η θεία έβγαλε και ένα κεφάλι τυρί, το έκοψε στην µέση και
καθάρισε το µισό. Το υπόλοιπο το έβαλε στη φύλαξη, για άλλη µέρα. Μετά κάλεσε τα
κοπέλια να καθίσουν και να ξεκινήσουν το γεύµα. Τα κοπέλια έτρωγαν και δεν
χόρταιναν την νοστιµιά των φαγητών, διότι η θεία Αργυρώ ήταν µια καταπληκτική
µαγείρισσα, όπως αναφέρθηκε.
Το καλό ήταν, ότι οι κοπελιές ήταν λιγόφαγες και έφαγαν λίγο από όλα. Από την
άλλη το Αλεκάκι και ο θείος Αντρουλής, έφαγαν διπλό πιάτο πιλάφι, σχεδόν οι δυό
τους, τη µια τηγανιά πατάτες, ένα κουνέλι και πάνω από το µισό τυρί. Τις µπάµιες δεν
τις άγγιζε κανείς, µέχρι εκείνη την στιγµή όλοι είχαν πέσει στα κρεατικά και το πιλάφι.
Η θεία απογοητεύτηκε λίγο, αλλά ξαφνικά βλέπει το Αλεκάκι να γεµίζει το πιάτο του.
Το ίδιο έκαναν και οι κοπελιές και αφού τις δοκίµασαν, τα ανιψούδια σχεδόν µε µια
φωνή είπαν:
-Θειά όλα καλά, αλλά οι µπάµιες ήταν το πιο νόστιµο πιάτο.
-Φάτε παιδιά µου όσο θέλετε από όλα! Χαρά µου να σας θωρώ να τρώτε µε όρεξη.
Η θειά είπε στα ανιψούδια, όταν έτρωγαν το πιλάφι, αν ήθελαν να ρίξουν λίγο τυρί.
Κανένα τους όµως, δεν συµφώνησε παρά µόνο ο θείος Αντρουλής. Το Αλεκάκι
σκέφτηκε πονηρά κι ’πε µέσα του:
-Σιγά που θα το φάω ετσά και δεν θα το φάω µε παξιµάδι να χορτάσω.

18
Αφού τέλειωσαν το γεύµα η θεία έφερε φρούτα, που τα τίµησαν το Αλεκάκι µε τον
θείο Αντρουλή δεόντως. Σε όλη την διάρκεια του γεύµατος η θεία µε το θείο ρωτούσαν
νέα, για την οικογένεια και τα ίδια τα ανίψια, για το σχολείο πως πήγαν φέτος. Τα
ανιψούδια απαντούσαν ευχαριστώντας τους θείους µε τα νέα τους.
Όταν ήλθε η ώρα να φύγουν, ευχαρίστησαν την θεία, για το πολύ ωραίο γεύµα και
την φίλησαν µε µια σφιχτή αγκαλιά όλα µαζί, κάνοντάς την να πετάξει σε πελάγη
ευτυχίας. Μια χαρά που τόσο λαχταρούσε να την βιώσει µε δικά της παιδιά, που
δυστυχώς όµως, δεν κατάφερε να κάνει.
Ο Θείος Αντρουλής, πηγαίνοντας τα ανιψούδια, µέχρι τη άκρη του χωριού τους είπε:
-Μωρεσείς ανιψούδια µου ευλογηµένα. Όταν πηγαίνετε, για βοσκή εδώ κοντά
νάρχεστε από δω, να κάνουµε τόση χαρά όπως εκάµαµε σήµερα. Επίσης να τρώτε και
εσείς καλούδια, να τρώω και εγώ πράµα (τίποτα) µεζέ, που δεν µου κάµει η θεία σας όταν
είµαστε αµοναχοί. Με εσάς είναι άλλο πράµα τρώτε εσείς τρώω και εγώ ο καηµένος.
-Ναρχόµαστε θέλει θείε να σας ευρίχνοµε να κάνουµε παρέα και να τρώµε.
-Από το στόµα σας και στου θεού τα αυτί κοπέλια µου γλυκά, καλοστρατιά και τα
χαιρετίσµατά µου στους γονέους σας……
Έτσι ο Αντρουλής βρήκε ένα τρόπο να τρώει κανένα καλό µεζέ, αλλά και το
Αλεκάκι να ξελιµάζει (ξεπεινάει) κάπου-κάπου, από τα ισχνά γεύµατα του σπιτιού του.

19
Ο Μιχαλιός ο καλονούσης (Μιχαλιός ο καλοσυνάτος)

ε ένα µικρό, εύπορο χωριουδάκι της Κρήτης, αρκετοί άνδρες είχαν µια πολύ κακή
συνήθεια. Η συµπεριφορά προς τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους συνήθως ήταν
άσχηµη, βάναυση. Για ασήµαντους λόγους και αιτίες, κακοµεταχειριζόταν και ενίοτε
έδερναν τις γυναίκες τους. Με αιτία αυτήν την άσχηµη συµπεριφορά τη οποίαν έκαναν
σχεδόν παράδοση µια ισχνή πλειοψηφία, άρχισε το χωριό να αποκτά µια άσχηµη φήµη.
Όποιος δεν ακολουθούσε αυτή τη συµπεριφορά, προσπαθούσαν να τον απαξιώσουν.
Επίσης θεωρούσαν υποτιµητικό, η γυναίκα να κάνει κουµάντο στο σπίτι και ότι αυτό
τους εκθέτει. Στο χωρίο υπήρχε και µερίδα ανδρών, µειοψηφία όµως, που ήταν
τρυφεροί, ευγενικοί, γενναιόδωροι και καλοσυνάτοι µε τις γυναίκες τους, αλλά και τα
παιδιά τους.
Ο Μιχαλιός, νιόπαντρος, είχε την τύχη να έχει µια πολύ καλή και γλυκιά γυναίκα,
την Ζαχαρένια όνοµα και πράµα, η οποία δεν δηµιουργούσε την παραµικρή αφορµή.
Πάντα µε τον γλυκό λόγο τον καλωσόριζε όταν έφτανε στο σπίτι, πάντα µε το γλυκό
λόγο τον ξεπροβόδιζε όταν έφευγε. Ο Μιχαλιός και να ήθελε να δείρει την γυναίκα του,
αυτή δεν του έδινε την παραµικρή αφορµή ή αιτία. Όταν οι άνδρες του χωριού έλεγαν
τις διάφορες ανδραγαθίες τους στο καφενείο, για τους καυγάδες και τις άσχηµες
συµπεριφορές κυρίως κατά των γυναικών τους, ο µόνος που δεν είχε κάτι να πει ήταν ο
Μιχαλιός.
Μια µέρα τον ερώτησαν :
-Γιάντα µωρέ Μιχαλιό δεν µας λες είντα σου λέει η γυναίκα και σε νευριάζει;
-Εµένα η γυναίκα µου, γλυκοµιλεί µου και δεν έχω αφορµές, για τέτοια πράµατα.
-Ντα είντα (Μα τι) µας λες µωρέ Μιχαλιό δεν σε νευριάζει να την δείρεις;
-Όι δεν µου κάνει πράµα (τίποτα).
Τότε αποφάσισαν όλοι τους να τον νουθετήσουν και να του υποδείξουν τρόπους, για
να βρει την ευκαιρία να ξυλοφορτώσει την γυναίκα του, τη γλυκιά Ζαχαρένια. ∆εν
ήθελαν να υπάρχει νέος άνδρας, που να µην είναι σαν και αυτούς. Έπρεπε όλοι να
δέρνουν, για να µην έχουν ενοχές; Έτσι έπιασαν τον Μιχαλιό και του είπαν:
-Μωρέ συ Μιχαλιό να πας θέλει σήµερα στο σπίτι, αφού καθίσεις κοντά στο τζάκι, θα
απλώσεις τα χέρια σου προς το τζάκι και θα της πεις «ώφου ώφου κρύο που κάνει και τί
ζεστασιά ευτυχώς µας δίνει το τζάκι». Αυτή να σου πει θέλει «Μα καλά είσαι άντρα µου;

20
Καλοκαιριάτικα να µας ζεσταίνει θέλει το τζάκι;». Τοτεσάς θα νευριάσεις που σου
αντιµίλησε και θα την δείρεις.
Ο Μιχαλιός µε βαριά καρδιά πάει σπίτι µε σκοπό να παίξει το παιχνίδι των
συγχωριανών του, για να δείρει την γυναίκα του. Ο Μιχαλιός περνάει τόσο όµορφα µε
την Ζαχαρένια του, χωρίς καυγάδες και τώρα µπήκε σε µπελάδες. Φοβούνταν µην τον
διώξουν και από το καφενείο, µην και δεν τον κάνουν παρέα. Το χειρότερο όλων θα
ήταν να βγάλουν καµιά άσχηµη φήµη, ότι τις τρώει από την γυναίκα του και γίνει ο
περίγελως του χωριού.
Φτάνει ο Μιχαλιός λοιπόν, στο σπίτι του. Μόλις τον βλέπει η γυναίκα του, αρχίζει:
-Καλώς τον αφέντη του σπιτιού µου, τον ντελικανή µου.
Ο Μιχαλιός τα χάνει προς στιγµή, αλλά πιάνει µια καρέκλα αποφασισµένος να
παίξει το παιχνίδι των άλλων και να δείρει την γυναίκα του. Κάθεται κοντά στο τζάκι,
τρίβει τα χέρια του να ζεσταθούν ταχύτερα και λέει:
-Ω το παντέρµο εδά (τώρα) ζέστη που την βγάζει;
-Ναι άντρα µου αυτό πάντα µας συντροφεύει και µας ζεσταίνει τις καρδιές, για να
χαιρόµαστε την αγάπη µας καλύτερα.
Ο Μιχαλιός περίµενε να ακούσει τα λόγια που του είχαν πει οι άλλοι, ότι θα έλεγε.
Η Ζαχαρένια όµως, όπως πάντα γλυκοµίλητη στον σύντροφο της, τον άντρα της και
αφέντη της. Πότε της δεν τον απαξίωνε, ούτε τον υποτιµούσε ακόµη και όταν έπρεπε. Η
καλοσύνη, η ευγένεια και η γενναιοδωρία χαρακτήριζαν τους λόγους και τις πράξεις
της. Πάντα είχε την γλυκιά κουβέντα, που θα τον έκανε να νιώσει όµορφα και
σηµαντικός γι’ αυτήν και το σπίτι τους. Ο Μιχαλιός δεν είχε πλέον λόγο ή κάποιο
έρεισµα, για να δείρει την γυναίκα του.
Την άλλη µέρα στο καφενείο, όλη η οµήγυρη µε αγωνία περίµενε τα νέα, ρωτώντας
τον αµέσως:
-Μιχαλιό ειντάκαµες χθες κατάφερες την;
-Όι δεν έγινε πράµα (τίποτε), γιατί συµφώνησε µε ότι έλεγα.
Οι άλλοι έγιναν θηρία, πιστεύοντας είτε ότι ο Μιχαλιός είναι ανίκανος, είτε τους
κοροϊδεύει. Τότε του λένε να πει άλλη εξυπνάδα, που θα αναγκαστεί να του
αντιµιλήσει, για να βρει την ευκαιρία να την δείρει.
-Όταν την άλλη µέρα το πρωί φεύγοντας, για το χωράφι θα της πεις, «τι θα ψήσεις
σήµερα Ζαχαρένια;» και αυτή θα σου πει ένα φαγητό ή θα σ’ ερωτήσει τι θες εσύ. Ότι και
να γίνει εσύ όταν επιστρέψεις από το χωράφι θα της πεις: «γυναίκα έφτιαξες “ένα
φαγητό;”» άλλο απ’ αυτό που συµφωνήσατε το πρωί. Τότε θα σου πει «µα δεν µου είπες

21
να φτιάξω άλλο;» θα βρεις την ευκαιρία που σου αντιµίλησε να τσακωθείτε και να την
δείρεις.
Ο Μιχαλιός πήγε σπίτι του στεναχωρηµένος µε όλο αυτό το µπλέξιµο, αλλά από την
άλλη δεν ήθελε να χάσει την παρέα, τη νόµιζε σπουδαία. Την άλλη µέρα το πρωί,
φεύγοντας λέει στην Ζαχαρένια:
-Τι θα ψήσεις σήµερα Ζαχαρένια;
-Τι θέλει ο αφέντης µου και εγώ να του το κάµω θέλει;
-Μπαρµπουνοφασόλες.
-Εντάξει αφέντη µου το πρωί έκοψα τις από το κήπο και είναι φρέσκιες.
Ο Μιχαλιός πήγε στο χωράφι και αργά το µεσηµέρι επέστρεψε. Μόλις µπήκε στο
σπίτι άκουσε την µυρωδιά από τις φασόλες αλλά είπε:
-Έφτιαξες το σφουγγάτο που σου είπα το πρωί;
-Επερίµενά σε άντρα µου, για να ’ναι φρέσκο να το φας, έτοιµο θα ’ναι, µέχρι να
δέσεις τα οζά (ζώα).
Ο Μιχαλιός, µέχρι να τακτοποιήσει τα ζώα και να πλυθεί λίγο, µπαίνοντας στην
κουζίνα βλέπει στο τραπέζι, ένα ωραιότατο σφουγγάτο, σαλάτα µε ντοµάτες και τις
µπαρµπουνοφασόλες σε µια πιατέλα, για να πάρει όσες ήθελε. Βρέθηκε σε τροµερή
αµηχανία, αλλά δεν το έβαλε κάτω και της λέει:
-Γιάντα (γιατί) έφτιαξες και µπαρµπουνοφασόλες;
-Έκοψα τις το πρωί και έκανα µια τσανάκα (κατσαρόλα), για να συµπληρώσουµε στο
σφουγγάτο.
Ο Μιχαλιός παραδόθηκε πλέον, διότι η γυναίκα του δεν του αντιµιλούσε. Επίσης
παραδέχτηκε, ότι δεν θα ήταν εύκολο να την δείρει. Προβληµατιζόταν τι θα κάνει το
απόγευµα στο καφενείο. Πάλι φασαρίες θα είχε µαζί τους.
Πηγαίνοντας το απόγευµα στο καφενείο, όταν µαζεύτηκε όλη η οµήγυρη µε µια
φωνή του λένε:
-∆εν πιστεύουµε να µην τα κατάφερες και σήµερα;
-Όι, γιατί της είπα το πρωί να φτιάξει µπαρµπουνοφασόλες, αλλά όταν επέστρεψα την
ρώτησα, «έτοιµο το σφουγγάτο;». Μου απαντά «περίµενα σε, για να το ετοιµάσω, νάνε
φρέσκο, µέχρι να τακτοποιήσεις τα οζά (ζώα)» και ήταν έτοιµο.
-Μιχαλιό θαρρούµε (νοµίζουµε) ότι δεν λες πράµα (τίποτα) της γυναίκας σου, γιατί την
φοβάσαι; Μα τόσο δα είναι δύσκολο, να βρεις µια ευκαιρία να την δείρεις;
-Τι να σας-ε-πώ έχει µια γλυκοµιλιά και πάντα δεν µου χαλά χατίρι ό,τι και να της
ζητήσω ή να της πω.

22
-Γιάε (κοίτα) θα σου πούµε σήµερα µια άλλη δουλειά να κάµεις που δεν υπάρχει
περίπτωση να µην σου αντιµιλήσει και τότε σας θα την δείρεις.
-Ειντάνε (Τι είναι) τουτηνέ (αυτή) η δουλειά;
-Οντέ (όταν) γυρίσεις από το χωράφι να πιάσεις θέλει τον γάιδαρο από την ουρά και να
προσπαθείς να τον βάλεις σπίτι µε την πίσω πλευρά του. Τότε σας θα σου πει «µα γιάντα
αφέντη (γιατί άντρα) µου δεν τον βάζεις από την µεριά της κεφαλής του;» εσύ θα νευριάσεις
και τότες σας να τσακωθείτε θέλει και να την δείρεις που σε υποτίµησε.
-Να το κάµω θέλει και αυτό, θαρρώ (νοµίζω) ότι θα τσακωθούµε σίγουρα.
Την άλλη µέρα όταν επέστρεψε από το χωράφι, πιάνει το γάιδαρο από τη ουρά και
προσπαθεί να τον βάλει στην αυλή. Ο γάιδαρος δεν µπαίνει µέσα, ό,τι και να κάνει ο
Μιχαλιός. Τότε βγαίνει η Ζαχαρένια, πιάνει τη ουρά του γαϊδάρου και του λέει:
-Έλα παντέρµε τόσες φορές µπαίνεις µε τη κεφαλή, µπες εδά µια φορά και µε την
όπισθεν.
Σιγά-σιγά, η Ζαχαρένια µε το Μιχαλιό κατάφεραν να βάλουν τον γάιδαρο µε την
όπισθεν. Ο Μιχαλιός έχει χάσει τα λόγια του. ∆εν ξέρει τι να σκεφτεί και τι να κάνει.
Παίρνει τότε µια γενναία απόφαση. Με τους φίλους του περνάει λίγες ώρες και όλο
τσακώνονται και τον αποπαίρνουν. Με την γυναίκα του είναι τις περισσότερες ώρες και
δεν τσακώνεται ποτέ µαζί της. Του κάνει όλα τα χατίρια, τον έχει άρχοντα στο σπίτι και
ό,τι πει εκτελείται αδιαµαρτύρητα σαν διαταγή. Καλιά (καλύτερα) έχει να περνά µε την
γυναίκα του µονιασµένα και αγαπηµένα. Όσο για φίλους, θα βρει άλλους και ας πουν
ό,τι θέλουν γι’ αυτόν.
Το απόγευµα στο καφενείο, τους είπε τι έγινε µε την γυναίκα του. Όλοι τον
κατηγόρησαν, για ανδρική ανικανότητα, ότι προσβάλει του άνδρες του χωριού και δεν
θα τον ξανακάνουν παρέα.
Τότε ο Μιχαλιός σηκώθηκε να φύγει, λέγοντάς τους µια φράση, που τους έκανε να
δαγκωθούν όλοι.
-Καλιά έχω να περνώ µε την γυναίκα µου καλά και νάµαι µαλωµένος µαζί σας, παρά
το αντίθετο. Εσείς όλοι κάθεστε µονιασµένοι µεταξύ σας και µαλωµένοι µε τις γυναίκας
σας. Εγώ φεύγω και όποιος το µετανιώσει, η ζωή θα µας το δείξει.
Ο Μιχαλιός δεν ξαναπήγε στο καφενείο αυτής της παρέας, αλλά κατάφερε µαζί µε
την γυναίκα του, να κάνουν µια πολύ καλή ήρεµη και αρκετά εύπορη οικογένεια.
Κέρδισε η οικογένειά του και έκανε άλλους φίλους, που είχαν την δική του νοοτροπία
και άποψη, για την γυναίκα. Απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο θυγατέρες.
∆ύο έγιναν αξιωµατικοί του ναυτικού και της αεροπορίας και ο τρίτος διπλωµατούχος

23
Μηχανολόγος Μηχανικός. Ενώ οι δύο θυγατέρες, η µία έγινε καθηγήτρια Φυσικός και
η άλλη Βιολόγος, µε µεγάλη καριέρα στο εξωτερικό.

24
Μια µικρή χαΐνισσα ηρωίδα (Μια µικρή αντάρτισσα ηρωίδα)

ίναι καλοκαίρι του 1941, σε ένα ηµιορεινό χωριό της Μεσσαράς. Εκεί έχουν
εγκατασταθεί δυο αδελφές, η Μαγδαληνή δεκαέξι χρονών και η Καλλιόπη, µόλις οκτώ
χρονών. Οι δύο αδελφές ζούσαν σε άλλο χωριό, λόγω της Γερµανικής κατοχής, οι
γονείς τους αποφάσισαν να τις στείλουν στο χωριό του σύντεκνου (κουµπάρου) και
σάντολου (νονός) της Μαγδαληνής. Ο λόγος ήταν κυρίως οι πολλοί Γερµανοί στο χωριό
µε πιθανά προβλήµατα συµπεριφορών, αντιποίνων λόγων ανταρτών αλλά επίσης, οι
αγγαρείες που επέβαλαν στον πληθυσµό να κάνει, σε άνδρες, γυναίκες και νέους νέες.
Οι δυο αδελφές ζούσαν όµορφα και ειρηνικά στο νέο χωριό, µέχρι να τους
ειδοποιήσει ο αφέντης (πατέρας) τους, να επιστρέψουν στην πατρογονική εστία τους. Ο
σάντολος (νονός) της Μαγδαληνής ήταν κτηνοτρόφος, έχοντας το µιτάτο του σε
υψηλότερο σηµείο στο βουνό από το χωριό. Στο χωριό κοντά στο σπίτι του, είχε ένα
µικρό οίκηµα των γονιών του, οι οποίοι είχαν πεθάνει λίγο πριν τον πόλεµο, αυτό το
παραχώρησε στα κορίτσια. Το σπίτι είχε µία κουζίνα µε παραστιά, µια σάλα όχι µεγάλη
και ένα δωµάτιο που κοιµόταν τα κορίτσια. Επίσης είχε αυλή µε πηγάδι, για το νερό
που θα χρειάζονταν.
Καθηµερινά τα δύο κορίτσια, πήγαιναν να µαζέψουν ανάλογα την µέρα και τον
καιρό χόρτα, χοχλιούς (σαλιγκάρια) γυρευτούς (ψαχτούς) αλλά και βότανα όπως τσάι του
βουνού ή µαλωτήρα, έρωντα ή δίκταµο, φασκόµηλο, ρίγανη, αρισµαρί ή δεντρολίβανο
και άλλα που τους χάριζε απλόχερα η ευλογηµένη Κρητική φύση. Επίσης ο σάντολος
(νονός) της Μαγδαληνής, είχε βάλει ένα µεγάλο κήπο και τους είπε να πηγαίνουν να
κόβουν ό,τι θέλουν, οι κοπελιές επιπλέον τον φρόντιζαν εξυπηρετώντας τον σάντολο
(νονό) της Μαγδαληνής. Ο κήπος είχε πολλά ζαρζαβατικά όπως κολοκυθάκια,
µελιτζάνες, µπάµιες, φασόλια, ντοµάτες και ατζούρια. Επίσης υπήρχαν και πολλά
δένδρα µε λεµόνια, τζάνερα, µούρα, καρύδια και µε καρπούς της εποχής.
Η Μαγδαληνή ήταν µια κοπελιά οµορφούλα στο πρόσωπο, κοντή και λίγο
γεµατούλα, που είχε ένα µικρό ελάττωµα, ήταν λίγο δυσκίνητη στα πόδια. Από την
άλλη, η µικρούλα Καλλιόπη ήταν ένα όµορφο, πανέξυπνο, αλλά και πολύ υπάκουο
παιδί. Αεικίνητη, έκοβε το µάτι της και µπορούσε να κάνει ταυτόχρονα πολλές
δουλειές, χωρίς να χάνεται. Όταν έπαιζε µε τα άλλα παιδιά του χωριού, κανένα δεν την
έφτανε στο τρέξιµο, ούτε καν τα αγοράκια. Η Μαγδαληνή, επειδή ήταν τόσο καλό

25
παιδί, δεν την φώναζε Καλλιόπη αλλά Καλή, ακόµη πριν φύγουν από το πατρικό τους
σπίτι. Στο σπίτι, ακόµα και η µητέρα τους είχε αρχίσει να την φωνάζει Καλή και σιγά-
σιγά, όλα της τα αδέλφια συνήθισαν να την φωνάζουν µ’ αυτό το όνοµα.
Ο αφέντης (πατέρας) τους µια φορά τον µήνα ερχόταν να τις δει και να τους φέρει
τρόφιµα που είχαν ανάγκη. Η µητέρα τους έστελνε ανάλογα τι είχε φτιάξει και
µπορούσε να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου όπως χόντρος, ξινόχοντρος και άλλα. Επίσης
τους έφερνε καµία όρνιθα ή κανένα κουνέλι, ενώ ο σάντολος (νονός) από την άλλη, τους
έδινε κανένα κατσίκι ή καµιά προβατίνα όταν έσφαζε, για το σπίτι του. Η Μαγδαληνή
έδινε πολλές φορές στο πατέρα της αντίστοιχα χοχλιούς (σαλιγκάρια), χόρτα αν είχαν
φρέσκα και βότανα. Το ίδιο έκανε και για τον σάντολο της σε προµήθεια από ό,τι
µάζευαν.
Η ζωή των κοριτσιών περνούσε ανέµελα, χωρίς την βαριά αίσθηση της Γερµανικής
κατοχής. Στο χωριό τους από την άλλη, οι γονείς τους και οι συγχωριανοί τους,
περνούσαν δύσκολες µέρες. Οι αγγαρείες ήταν σκληρές, για τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια
τα έπαιρναν στην συγκοµιδή καρπών. Οι γονείς των κοριτσιών, είχαν στείλει και άλλα
παιδιά σε διαφορετικά χωριά. Στο χωριό είχαν µείνει µια κόρη νιόπαντρη, η οποία µε
τον άντρα της ήταν στις αγγαρείες, καθώς και τα δύο µεγάλα αγόρια της οικογένειας. Ο
µεγάλος ήταν κουρέας, οπότε έκανε πολύ πρωϊνή αγγαρεία σε κουρέµατα και
ξυρίσµατα αλλά και αργότερα κάποια ελαφρότερη, ενώ ο µικρότερος δούλευε σκληρά
σαν εργάτης. Στην αρχή ο µικρότερος αδελφός ταλαιπωρούνταν πολύ, διότι ήταν 19
χρονών και δεν άντεχε την καθηµερινή τόσο σκληρή εργασία. Ο µεγαλύτερος λοιπόν,
αφού γνωρίστηκε πρώτα µε τους αξιωµατικούς πάνω στο κούρεµα, κατάφερε σιγά-σιγά
να απαλλάξει τον αδερφό του από τις βαριές εργασίες, καθώς του έδωσαν ελαφρότερες
ανάλογα την ηλικία του να κάνει.
Ο καιρός πέρναγε και οι κατακτητές γίνονταν συνεχώς σκληρότεροι, φτάνοντας
ακόµη και σε δολοφονίες κατοίκων, για διαφόρους λόγους. Τις δυσάρεστες αυτές
καταστάσεις, τις δηµιουργούσαν πολλές φορές οι δοσίλογοι, που εµφανίστηκαν στην
πορεία της κατοχής. Αυτοί λοιπόν, βρήκαν την ευκαιρία µε κατηγορίες να εκδικηθούν
συγχωριανούς τους στον κατακτητή εχθρό, µε τους οποίους είχαν κυρίως προηγούµενα.
Ήταν ακόµη νωρίς και έτσι, δεν είχαν προλάβει να φύγουν όλοι οι Άγγλοι
στρατιώτες από το νησί. Πολλοί Κρήτες λοιπόν, τους βοηθούσαν, ώστε να φτάσουν σε
σηµεία όπου έρχονταν πλοία ή υποβρύχια να τους παραλάβουν. Σε µια τέτοια ανάλογη
κατάσταση βρέθηκε ο σάντολος της Μαγδαληνής που ήταν ήδη στην αντίσταση, όταν
ζήτησε από την φιλιότσα (βαφτισιµιά) του να βοηθήσουν δυο Άγγλους στρατιωτικούς. Το

26
σχέδιο ήταν να ξωµείνουν (µείνουν-φιλοξενηθούν) για δύο βράδια. Στο σπίτι του δυστυχώς δεν
υπήρχε αρκετός χώρος και αφετέρου ήταν σε άσχηµο σηµείο µε γείτονες που δεν τους
είχε εµπιστοσύνη. Μετά η µέρα αναχώρησής τους θα ήταν πρωί στις πέντε τα χαράµατα
και δεν έπρεπε να τους δει ή ακούσει κανείς, το σπίτι των κοριτσιών ήταν στην άκρη
του χωριού χωρίς γείτονες άµεσα κοντά. Οι Άγγλοι έπρεπε να κινηθούν προς το σηµείο
συνάντησης, µε τους αντάρτες που θα τους πήγαιναν, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς
στο σηµείο αναχώρησης, για το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Αυτό ήταν η
απόκρηµνη παραλία ενός µοναστηριού, όπου θα τους παραλάµβανε κρυφά νύχτα ένα
υποβρύχιο, µε πορεία προς την Μέση Ανατολή.
Όντως ήλθαν αποβραδίς αργά οι δύο Άγγλοι, ο Ρόµπερτ και ο Άρθρουρ.
Ταγµατάρχης και λοχαγός αντίστοιχα σηµαντικά πρόσωπα του αγγλικού στρατού και
εµπειροπόλεµοι. Οι δύο Άγγλοι κοιµήθηκαν στο δωµάτιο των κοριτσιών, ενώ οι δύο
αδελφές στην κουζίνα που είχε δυο πάγκους. Φαγητό έφερε ο σάντολος της
Μαγδαληνής και έφαγαν το πρώτο βράδυ. Ο Ρόµπερτ ήξερε λίγα Ελληνικά και
µπορούσαν να συνεννοηθούν. Οι δύο Άγγλοι την πρώτη βραδιά πήγαν νωρίς να
κοιµηθούν, διότι ήταν κατάκοποι. Πολύ πριν το χάραµα είχαν ξεκινήσει να περπατούν
πάνω στα βουνά, για να µην τους εντοπίσουν οι Γερµανοί, µαζί µε αντάρτες που τους
οδήγησαν στο µιτάτο του σάντολου της Μαγδαληνής.
Την άλλη µέρα το πρωί, οι δύο αδελφές πήγαν την συνηθισµένη πρωινή τους βόλτα.
Στην επιστροφή τους, είπαν στους Άγγλους ότι το σηµερινό φαγητό θα ’ναι χοχλιοί µε
τσιγαριαστά χόρτα που µόλις µάζεψαν. Στους Άγγλους δεν άρεσε και πολύ η ιδέα, ότι
θα έτρωγαν “σκουλήκια”. Η Καλή µόλις το κατάλαβε, αµέσως τους είπε:
-Ειδέ (κοίτα) µωρέ στρατιώτες που φοβούνται να φάνε χοχλιούς, εγώ κάτεχα (ήξερα) ότι οι
στρατιώτες τρώνε τα πάντα αλλιώς πώς να πολεµούνε θέλει;
Ο Άρθρουρ το άκουσε και ρώτησε τον Ρόµπερτ τι είπε η µικρή και αυτός απάντησε:
-Μας θεωρεί φοβητσιάρηδες που δεν τρώµε τα σαλιγκάρια.
-Πες της ότι εγώ θα φάω, για να της δείξω ότι δεν φοβάµαι και τρώω τα πάντα.
-Άρθρουρ κι εγώ θα τα φάω. Το κοριτσάκι πρέπει να πάρει το µήνυµα ότι δεν
φοβόµαστε, γιατί αυτό είναι ήδη γενναίο που µας φιλοξενεί και δεν φοβάται.
Τότε ο Ρόµπερτ γυρίζει και λέει στην Καλή:
-Καλή εγώ και Άρθουρ θα φάµε χοχλιούς.
-Θα πω τσ’ αµπλάς (αδελφής) µου να σας τσι κάµει µπουµπουριστούς και ξέχωρα τα
χόρτα µε τσι πατάτες.
-Καλή τι είναι “µπουµπουριστούς”;

27
-Εµα δεν κατέχεις χοχλιούς τηγανητούς.
-Τι; Τηγανητούς χοχλιούς…;
Η Καλή πιάνει το τηγάνι και το λάδι, για να τους δείξει πως γίνονται οι τηγανιτοί
χοχλιοί. Έπειτα από λίγο, ήλθε η Μαγδαληνή και της λέει η Καλή:
-Μαγδαληνή, καλιά είναι να κάµεις τους χοχλιούς µπουµπουριστούς, να τους φάνε
θέλει οι Άγγλοι ετσά καµωµένους.
-Γιάντα είπανεσου ότι ετσά είναι πιά καλιά (καλύτερα) γιαυτούς;
-∆εν κατέω (ξέρω), αλλά ετσά κατάλαβα, ρώτηξέ τους.
Η Μαγδαληνή κατάφερε να το ξεκαθαρίσει µε τον Ρόµπερτ, οπότε άρχισε να
µαγειρεύει τα τσιγαριαστά χόρτα και να ετοιµάζει τους χοχλιούς. Μάζεψε όλους του
χοντρούς και µεγάλους και ξεκίνησε να τους πλένει και να τους προετοιµάζει. Οι δύο
Άγγλοι παρακολουθούσαν τα δύο κορίτσια που µαγείρευαν και έµειναν έκπληκτοι από
τις ικανότητές τους. Η Μαγδαληνή ήταν µια τέλεια µαγείρισσα, ενώ η µικρούλα Καλή
έκανε τη µαθητεία της στη µαγειρική δίπλα στην αδελφή της. Ήταν κάτι που δεν το
είχαν ξαναδεί.
Όταν κάθισαν στο τραπέζι το µεσηµέρι, η Μαγδαληνή τους έδειξε πως θα τρώνε
τους χοχλιούς (σαλιγκάρια) και πως να βουτάνε το βρεγµένο παξιµάδι στο λάδι. Οι Άγγλοι
έφαγαν πρώτα το πιάτο µε τα τσιγαριαστά, για τα οποία έδωσαν συγχαρητήρια στην
Μαγδαληνή, για τη νοστιµιά τους. Η έκπληξη για τις δύο κοπελιές, ήταν όταν
δοκίµασαν τον πρώτο χοχλιό (σαλιγκάρι). Η δυσφορία τους ήταν έκδηλη και πίστεψαν οι
µικρές ότι δεν θα τα φάνε τελικά. Ο Ρόµπερτ έχει βγάλει το δεύτερο χοχλιό από το
κέλυφος, κοιτάζοντάς τον πάνω στο πιρούνι του για ώρα... Ο Άρθρουρ ξεκίνησε να
δοκιµάσει ξανά χοχλιούς µε σάλτσα, βγάζοντας µια φωνή επιδοκιµασίας λέγοντας:
-My God is perfect, is divine, is delicious.
(Θεέ µου είναι τέλειο, είναι θεϊκό, είναι νοστιµότατο)
Αµέσως οι αδελφές του είπαν να κάνει ησυχία, µην τυχόν και τον ακούσει κανείς
γείτονας. Το επόµενο σπίτι ήταν λίγο µακριά βέβαια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ο Ρόµπερτ
τότε, βλέποντας ότι ο Άρθρουρ δοκίµασε την σάλτσα µε το σαλιγκάρι και του άρεσε
τόσο πολύ, έφαγε τον χοχλιό του βουτώντας τον στην σάλτσα, για να πει σιγά-σιγά:
-Really is very good, Arthour hoxlios is delicious.
(Πράγµατι είναι πολύ καλός, Άρθουρ ο χοχλιός είναι νοστιµότατος)
Οι δυό αδελφές κοιτάχτηκαν, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα απ’ αυτά που λένε και
ρώτησε η Καλή:
-Μωρεσείς αρέσεις σας;

28
-Καλή πολύ ωραίο χοχλιός µπουµπουριστός, πιο ωραία η σάλτσα.
-Φάτετους τότεσας ούλους εσείς εγώ µε την αµπλά (αδελφή) µου να φάµε θέλει άλλη
µέρα.
-Όχι Καλή φάε και συ αλλιώς σταµατήσω τρώει.
Τότε οι δύο αδελφές, για να µην τους κακοκαρδίσουν, έφαγαν µερικούς αλλά τους
περισσότερους τους έφαγαν αυτοί, ανακαλύπτοντας ένα νοστιµότατο Κρητικό πιάτο
που θα τους έµενε αξέχαστο. Επίσης έµαθαν ότι τα χόρτα και οι χοχλιοί ήταν από τα
βασικά ηµερήσια πιάτα τους, αντιλαµβανόµενοι µε πόση καρτερικότητα αντιµετώπιζαν
την κατοχή των Γερµανών.
Το βράδυ ήλθε ο σάντολος της Μαγδαληνής, µε ρούχα που θα έβαζαν οι Άγγλοι, για
να φύγουν τα χαράµατα. Τα ρούχα τους τα στρατιωτικά, είπε στην Μαγδαληνή να τα
κάψουν, διότι αν τα βρουν οι Γερµανοί θα µας εκτελέσουν όλους. Η µικρή Καλή
απορηµένη λέει:
-Γιάντα (γιατί) οι Γερµανοί έρχονται και επαέ (εδώ);
-Άµα θέλουνε να βρούνε κάποιο έρχονται και επαέ Καλή.
Φτιάχνοντας το βραδινό φαγητό, η Μαγδαληνή, ανάβοντας την παραστιά, έκαψε και
τα ρούχα. Για κακή της τύχη όµως, ο Ρόµπερτ δεν της έδωσε το καπέλο του, που το
ξέχασε κρεµασµένο πάνω σ’ ένα καρφί.
Αφού ετοιµάστηκαν χαιρέτησαν τις δύο αδελφές και τις ευχαρίστησαν, για όλα και
ειδικά, για τους νοστιµότατους µπουµπουριστούς χοχλιούς. Ήταν πρωί πέντε η ώρα που
ξεκίνησαν, πηγαίνοντας στο ραντεβού µε τους αντάρτες, που θα τους οδηγούσαν στο
µοναστήρι. Από εκεί θα έφευγαν, για την Μέση Ανατολή στο στρατηγείο.
Όταν ξηµέρωσε, οι δύο αδελφές ξεκίνησαν, για τη συνηθισµένη τους βόλτα. Πριν
φύγουν, είχαν δει το ξεχασµένο καπέλο του Ρόµπερτ και είπαν το µεσηµέρι να το
κάψουν όταν θα φτιάχνουν φαγητό. Έχοντας ανεβεί στην βουνοπλαγιά, άκουσαν
θόρυβο από µηχανές και αυτοκίνητα. Κοιτούν κάτω και βλέπουν τους Γερµανούς, να
ανηφορίζουν, για το χωριό. Μόλις το συνειδητοποιεί αυτό που βλέπει η Μαγδαληνή
λέει:
-Ώφου Παναγιά µου και δεν κάψαµε το καπέλο, να µας σκοτώσουν θέλει, Παναγιά µου
είντα θα κάµω εδά;
Ντελόγο (αµέσως), χωρίς να το πολυσκεφτεί η Καλή αρχίζει να τρέχει το ίσα κάτω (προς
τα κάτω). Μέχρι να καταλάβει η Μαγδαληνή τι έγινε, η Καλή είχε κάνει την µισή
διαδροµή. Τρέχει ξωπίσω η Μαγδαληνή, αλλά φούσκωνε και σταµατούσε να πάρει

29
ανάσες. Κάποια στιγµή βλέπει την Καλή να έχει φτάσει στο σπίτι, την ώρα που οι
Γερµανοί έµπαιναν στο χωριό.
-Παναγιά µου ειντάπαθα (τι έπαθα) πάει να µου σκοτώσουν θέλει το κοπέλι (παιδί).
Τρέχει τότε όσο µπορεί, µπας και προλάβει τίποτα. Η Καλή έφτασε στο σπίτι, όταν
οι Γερµανοί άρχισαν να κατεβαίνουν από τις µηχανές τους. Σβέλτα µπαίνει µέσα στο
σπίτι παίρνει το καπέλο, µετά αρπάζει από χάµε (κάτω) ένα µεγαλωπό τσούρλο (πέτρα) και
τον βάζει µέσα στο καπέλο. Σηκώνει έπειτα την ποδιά της, κρύβοντας το καπέλο και
τον τσούρλο (πέτρα) από κάτω, για να µην φαίνονται. Σιγά-σιγά στα µουλωχτά, φτάνει
στο πηγάδι. Εκείνη την στιγµή φτάνει και η Μαγδαληνή, όµως, την βλέπει ένας
στρατιώτης και της λέει να πάει αµέσως στην πλατεία. Η Καλή βρίσκει τότε την
ευκαιρία που δεν την βλέπει κανείς και πετάει το καπέλο µε τον τσούρλο στο πηγάδι,
που πάνε αµέσως στον πάτο. Ο στρατιώτης γυρνώντας προς την Καλή, είδε ότι η µικρή
κάτι έριξε στο πηγάδι, αλλά δεν είδε τι ακριβώς είδε µόνο την κίνηση επιστροφής της
Καλής στο πέταγµα. Το ανέφερε στον ανώτερό του και άρχισε η ανάκριση στην
Μαγδαληνή.
-Τι έριξε το κοπέλι (παιδί) µέσα στο πηγάδι;
-∆εν κατέχω πράµα (ξέρω τίποτα) εγώ είχα πάει, για χόρτα και χοχλιούς αλλά κοπέλι είναι
και του αρέσει να ρίχνει κανένα πετραδάκι στο πηγάδι.
-∆εν σε πιστεύουµε κάτι άλλο έριξε. Ξέρουµε ότι κάποιοι κρύβουν Άγγλους εδώ στο
χωριό.
-Μα είντα λες άνθρωπέ µου εµείς δυο κοπέλια κρύβουµε Άγγλους;
Εκείνη την στιγµή στον ασύρµατο, αναφέρεται ότι δεκαπέντε χιλιόµετρα από εκεί,
εθεάθηκαν αντάρτες. Οπότε µια διµοιρία να πάει να τους κυνηγήσει άµεσα και οι άλλοι
µετά το ψάξιµο του χωριού να πάνε κι αυτοί εκεί.
Ο σάντολος της Μαγδαληνής, όσο οι Γερµανοί ασχολούνταν µε τον ασύρµατο,
βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει.
-Είντα έριξε η µικρή στο πηγάδι;
-Το καπέλο...
Οι Γερµανοί έπειτα, άρχισαν να ψάχνουν εξονυχιστικά όλα τα σπίτια, χωρίς φυσικά
να βρεθεί τίποτα. Τότε ένας είπε να ανακρίνουν την µικρή. Μόλις την πλησίασε ο
δοσίλογος µε τον αξιωµατικό, της λένε:
-Τα όπλα πέταξες µέσα στο πηγάδι; Πες µην τα βρούµε, γιατί θα έχετε άσχηµα
ξεµπερδέµατα µε την αδελφή σου και το σάντολο της.

30
-Εγώ δεν έχω όπλα έπαιζα στην αυλή, µέχρι ναρθεί η αµπλά µου από τα χόρτα και
τους χοχλιούς. Βρήκα µια πετρούλα που µου άρεσε και ήθελα να την ρίξω στο πηγάδι να
δω τι θόρυβο θα κάµει.
-Εγώ λέω ότι ήταν όπλα και δεν ήταν πετρούλα.
Η Καλή, χωρίς να φοβάται καθόλου, ενώ ο σάντολος της αµπλάς (αδελφή) της και η
Μαγδαληνή είχαν ασπρίσει από τον φόβο τους, ψυχραιµότατα τους απαντά:
-Εγώ δεν κατέχω είντα όπλα λέτε µετά τα όπλα στο πηγάδι θε να τα έριχνα που είναι
µεγάλα και µπορείτε να τα βρείτε;
-Εποµένως µικρούλα, κάτι έριξες που δεν ήθελες να βρούµε.
Η Καλή µε ηρεµία και σιγουριά ότι δεν έριξε όπλα, αρά αυτό που τους ενδιαφέρει
είναι τα όπλα γιαυτό τους λέει µε αφοπλιστική παιδική αφέλεια.
-Μα γιάντα (γιατί) θείο δεν ψάχνεται το πηγάδι, να βρείτε αυτό που λέτε ότι πέταξα.
-Αυτό θα κάµουµε ντελόγο (αµέσως) και αλλοίµονό σου αν βρεθούν τίποτα όπλα.
-Όσο και να ψάξετε, όπλα δεν θα βρείτε γιάντα δεν έχοµε, εµείς ψώµατα (ψέµατα) δεν
λέµε.
Η Μαγδαληνή νοµίζει ότι θα λιγοθυµήσει από τον φόβο της, ενώ ο σάντολος της
έχει αρχίσει να δακρύζει από συγκίνηση, για την µικρούλα Καλή. Είναι τόσο ψύχραιµη
και µε θάρρος αντιµετωπίζει τους Γερµανούς, ενώ ξέρει τι έχει κάνει. Από το µυαλό του
περνά η σκέψη αν ψάξουν το πηγάδι θα βρουν το καπέλο και τότε δεν θα την
γλυτώσουν. Όµως σκέπτεται αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει:
-Μπρέ συ Νικήτα καθάρισες το πηγάδι από τις λάσπες;
-Να το καθαρίσω θέλει πατέρα µια απ’ αυτές τις µέρες.
Οι µέρες πέρασαν ο πατέρας του πέθανε και το πηγάδι ακόµη δεν έχει καθαριστεί. Ο
Νικήτας σκέφτεται και αρχίζει να ελπίζει, ότι και το νερό να αδειάσουν αποκλείεται µε
τόση λάσπη να βρουν το καπέλο, θα έχει πατώσει για τα καλά. Οπότε στο πρόσωπό του
επιστρέφει η γαλήνη και η πεποίθηση ότι η Καλή, αν και µικρή έκανε την καλύτερη
επιλογή και τους έσωσε όλους.
Ο επικεφαλής των Γερµανών, είπε ότι οι Άγγλοι σίγουρα πέρασαν από εδώ και
κάποιος τους φιλοξένησε. Οπότε να αδειάσουν το πηγάδι, διότι είναι σίγουρος ότι τα
όπλα τους είναι στον πάτο. Αµέσως αρχίζει η επιχείρηση αδειάσµατος του πηγαδιού.
Φέρνουν τρείς κουβάδες και αρχίζουν να βγάζουν το νερό. Η Μαγδαληνή πιάνει το χέρι
του σάντολου της και αυτός της ψιθυρίζει:
-Μην φοβάσαι έχει τόση λάσπη που δεν θα βρουν πράµα (τίποτα).

31
Όντως, µετά από µια ώρα περίπου είχε αδειάσει το πηγάδι και οι λάσπες άρχισαν να
βγαίνουν, απογοητεύοντας τους Γερµανούς. Κάποια στιγµή βρήκαν τις πέτρες. Είχε
δυο-τρείς µεγαλούτσικες και µια πιο µικρή, την οποία και έβγαλαν µε πολύ δυσκολία,
γιατί νόµιζαν ότι ήταν όπλο. Όταν την είδε η Καλή, είπε αυθόρµητα:
-Ειδέ (κοίτα) η πέτρα που ’ριξα δεν είναι όπλο.
-Σκάσε παλιοθήλυκο, που θα µας κοροϊδέψεις κιόλας.
Ο δοσίλογος της έδωσε ένα δυνατό σκαµπίλι. Η Καλή βάζει αµέσως τα κλάµατα,
αλλά λέει πάλι:
-Ειντάπα (τι είπα) θείο ότι η πέτρα του βρήκατε είναι αυτή που έριξα µέσα και όι το
όπλο;
Ο Αξιωµατικός ζήτησε να µάθει τι είπε η µικρή και όταν του εξήγησαν διέταξε
αµέσως να σταµατήσουν τα πάντα και να φύγουν, διότι δεν υπάρχει κάτι το
ενοχοποιητικό.
Η συµπεριφορά της Καλής τελικά, έσωσε τους πάντες στο χωριό µε τον τρόπο που
εξαφάνισε το καπέλο, αλλά και µε την στάση της. Ήταν η ηρωίδα της ηµέρας, χωρίς να
το καταλάβει κανείς, εκτός από την Μαγδαληνή και τον Νικήτα.
Όταν έφυγαν οι Γερµανοί, ο Νικήτας µέσα στο σπίτι άρπαξε την Καλή στην αγκαλιά
του και της είπε:
-Καλή κόρη µου είσαι η ηρωίδα του χωριού χάρις σ’ εσένα δεν θρηνήσαµε θύµατα.
-Μα γιάντα σάντολε Νικήτα; Μόλις είδα τους Γερµανούς ντελόγο έφυγα, γιατί
θυµήθηκα το καπέλο και δρόµο-δρόµο σκεπτόµουν τι να το κάνω. Μόλις έφτασα, µου
“µίλησε” ένας τσούρλος και µου είπε «µέσα στο πηγάδι ρίξε µε µαζί µε το καπέλο» και
έτσι έγινε.
-Γιάε που είναι και χωρατατζού το Καλλιώ;
-Γιάντα, επειδή µίλησέ µου ο τσούρλος να τον ρίξω στο πηγάδι;
-Ναι γιάντα δεν γνώριζες ότι το πηγάδι είχε πολλή λάσπη και δεν θα το έβρισκαν.
-Μα γιάντα και λάσπη να µην είχε θα βλέπανε τόσο βαθύ που είναι;
-Γιάντα γνωρίζεις το ότι είναι βαθύ;
-Όι µα πηγάδι είναι, δεν θάναι βαθύ.
-∆εν µπορώ να το πιστέψω, ότι έκανες όλες αυτές τις σωστές σκέψεις!.
Η Μαγδαληνή δεν πίστευε σ’ αυτά που άκουγε, από τον σάντολό της και την
αδελφής της. Αγκάλιασε την Καλή και της είπε:
-Τι χαρά θα κάνει ο αφέντης µας σα θα µάθει ειντάκαµες.
-Χαρά θα κάµει ή ξυλιές θα µας ε-δώσει;

32
-∆εν λέµε πράµα Καλή.
-Όι φιλιότσα (βαφτισιµιά) µου θα τα πω εγώ του σύντεκνου (κουµπάρου) και δεν θα κάµει
πράµα (τίποτα) αλλά θα χαρεί ετσά (έτσι) που θα του τα πω.
Ο Νικήτας όταν ήλθε ο σύντεκνος, τούπε µε καµάρι τι φιλιότσες έχει λεβεντόκαρδες,
γενναίες και µε πολύ µυαλό, ειδικά η µικρή. Ο σύντεκνος φοβήθηκε µη κάνουν πράµα
στα κοπέλια οι χωριανοί ή κανένας ρουφιάνος.
-Σύντεκνε µόνο εγώ, οι φιλιότσες και οι Άγγλοι ξέρουν το περιστατικό. Όλοι άλλοι στο
χωριό δεν γνωρίζουν πράµα απολύτως, διότι µόνο εγώ είµαι ο σύνδεσµος µε τους
αντάρτες.
Οι δύο µικρές έµειναν στο χωριό, µέχρι το τέλος του πολέµου. Επέστρεψαν µε την
φυγή των Γερµανών, για µια νέα ζωή, χωρίς τον Γερµανικό ζυγό. Η Καλή βοηθώντας
τον πάτερα της που ήταν ράφτης, έγινε µοδίστρα, κάνοντας µαθητεία µετά από αρκετά
χρόνια στην Αθήνα. Ο αεικίνητος χαρακτήρας της αναδείχθηκε στο επάγγελµα της,
κάνοντάς την µια ξεχωριστή µοδίστρα µε µεγάλη επιτυχία σε πελατεία και απολαβές.

33
Η γοργονούσα και ο αµαξολαλητής (Η αξιέπαινη και ο αυτοκινητοδηγός)

ρχές δεκαετίας του 1950, έχει τελειώσει ο Β’ παγκόσµιος πόλεµος και ο


Ελληνικός εµφύλιος. Η χώρα µπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και οι νέοι ξαναρχίζουν να
εργάζονται, να αγαπιούνται, να κλέβονται ενίοτε και να παντρεύονται.
Στο µικρό χωριό της δυτικής Μεσσαράς, η ζωή άρχισε να ζωντανεύει, καθώς οι
άνθρωποι ήταν χαρούµενοι και ελεύθεροι. Στο χωριό ένα έξυπνος σχετικά νέος, έστησε
αµέσως µια µικρή βιοτεχνία σαπωνοποιίας. Από τα «λάφυρα» του πολέµου, το
ελληνικό δηµόσιο, για την προσπάθειά του στην ανάπτυξη, του έδωσε δύο Γερµανικά
φορτηγά. Το ένα θα το οδηγούσε αυτός, το άλλο όµως, ποιος; ∆ύσκολο να βρεθεί
οδηγός εκείνη τη εποχή, αφού τα µοναδικά µέσα µετακίνησης ήταν ο γάιδαρος, το
µουλάρι και το άλογο. Μέσα στην απελπισία του ο Κωστής, ψάχνει να βρει ένα δεύτερο
οδηγό και ένας θείος του λέει:
-Ο Στρατής του ξαδέλφου µας του Φανουρογιώργη, στις αγγαρείες των Γερµανών είχα
τον δει να λαλεί (οδηγεί) αυτά τα φορτηγά. Οι Γερµανοί τον είχαν µάθει να τα λαλεί (οδηγεί),

αν και µικρός τότε δεκαπέντε χρονών παιδί.


-Να το κοιτάξω θέλει θείε ευχαριστώ πολύ.
Πράγµατι, ο Κωστής βρήκε τον Στρατή ένα λυγερόκορµο αρκετά ψηλό νέο, ο οποίος
όντως ήξερε να οδηγεί τα Γερµανικά φορτηγάκια. Έτσι ο Στρατής αµέσως προσελήφθη,
σαν δεύτερος οδηγός στην νεόδµητη βιοτεχνία σαπωνοποιίας. Η επιχείρηση γρήγορα
αναπτύχθηκε, προσελήφθηκαν και νέα άτοµα σαν βοηθοί στις περισυλλογές και τις
µεταφορές εµπορευµάτων. Μερικοί απ’ αυτούς µάθαιναν να οδηγούν τα φορτηγά,
έχοντας εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση αρρώστιας κάποιου οδηγού.
Τότε ήταν που ο Στρατής γνώρισε την Αργυρώ. Αµέσως αναπτύχθηκε ένας
παράφορος και φλογερός έρωτας µεταξύ τους. Ο Στρατής δεν τολµούσε να το πει στους
γονείς του, διότι δεν είχε πάει στρατιώτης ακόµη. Προβληµατίζονταν λοιπόν, οι δύο
νέοι να βρουν τον τρόπο να παντρευτούν, που τόσο πολύ ήθελαν. Την ιδέα τους την
έβαλε ένας φίλος και αργότερα κουµπάρος τους, ο Μηνάς. Τους είπε να κλεφτούνε και
να εξαφανιστούν, για µια εβδοµάδα. Αυτός θα κανόνιζε να πήγαιναν σε ένα συγγενικό
του σπίτι σε παρακείµενο ορεινό χωριό, όπου κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι ήταν εκεί. Ο
Στρατής µε την Αργυρώ το συζήτησαν και απεφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή.
Έτσι ένα καλοκαιρινό απόγευµα έφυγαν, για το κοντινό ορεινό χωριό και πήγαν στο

34
σπίτι που ο Μηνάς είχε ήδη συνεννοηθεί. Έπειτα από δύο µέρες, ο Μήνας πήγε στους
γονείς τους και τους είπε ότι τα παιδιά κλέφτηκαν, γιατί αγαπιούνται. ∆εν του είπαν
τίποτα, διότι δεν µπορούσαν πλέον να κάνουν κάτι να αλλάξει αν και οι δύο οικογένειες
είχαν τις αντιρρήσεις τους. Ειδικά οι γονείς της Αργυρώς είχαν τις µεγαλύτερες. Παρ’
όλη την αντίδρασή τους, οι γονείς της Αργυρώς ήταν και οι µόνοι που τους δέχτηκαν να
µείνουν στο σπίτι, αφού τους πάντρεψαν πρώτα αµέσως.
∆εν πέρασαν τέσσερις µήνες και ήλθε ειδοποίηση να παρουσιαστεί στρατιώτης στην
Αθήνα ο Στρατής. Αποχαιρέτησε την Αργυρώ, η οποία κλαίουσα του έλεγε να προσέχει
το κρύο, γιατί η Αθήνα δεν είναι σαν το χωριό. Ο Στρατής παρουσιάστηκε και έπειτα
από δύο µήνες εκπαίδευσης, πήρε την ειδικότητα οδηγός φορτηγού. Εκπαιδεύτηκε για
οδηγός στα ΡΕΟ του στρατού και πήγε στην µονάδα του, στο µακρινό Κιλκίς. Την
εποχή που πήγε ήταν άνοιξη και ο καιρός ήταν καλός. Αυτό ξεγέλασε τον Στρατή, που
πέρασε ένα ελαφρύ κρύωµα και δεν το πρόσεξε. Όλο το καλοκαίρι, στον ελεύθερο
χρόνο του βοηθούσε τους µηχανικούς του όρχου, µε τα τροχοφόρα του τάγµατός του.
Σύντοµα εκτός από καλός οδηγός, είχε γίνει και ένας καλός µάστορας στην ανίχνευση
βλαβών και την αποκατάστασή τους. Τέλος Αυγούστου πήρε µια άδεια πέντε ηµερών
και πήγε στο χωριό να δει την γυναίκα του. Ήταν τόση η επιθυµία να βρεθεί ο ένας
κοντά στον άλλον, που όταν έφυγε ο Στρατής άφησε πίσω του την Αργυρώ βαρεµένη
(έγκυο).

Το γράµµα µε την είδηση ότι η Αργυρώ ήταν βαρεµένη (έγκυος), µετά από δύο µήνες
από την επιστροφή της άδειας του, τον βρήκε δυστυχώς άρρωστο µε βαρύ κρύωµα στο
νοσοκοµείο. Ο Λοχαγός του, ένας σκληρός άντρας δεν πίστεψε τον Στρατή ότι ήταν
άρρωστος, πίστευε ότι είχε ένα µικρό κρυολογηµατάκι, και τον έβαζε συνεχώς
υπηρεσία, χωρίς να τον στείλει στο αναρρωτήριο, για ένα έλεγχο. Αυτό είχε σαν
αποτέλεσµα να βαρύνει πολύ και µια µέρα ο Στρατής λιγοθύµησε πάνω στο ΡΕΟ σε
µεταφορά ωνίων (ψώνια) που είχε πάει. Όπως επέστρεφαν, κάποια στιγµή κατάλαβε ότι θα
καταρρεύσει και γιαυτό σταµάτησε το ΡΕΟ στο πλάι του δρόµου, το ασφάλισε και δεν
πρόλαβε να απαντήσει στον δόκιµο ανθυπολοχαγό:
-Στρατιώτη, γιατί σταµατούµε;
-Κύριε δόκιµε δεν αισθάνοµαι καλ……….
Ο δόκιµος αντιλαµβανόµενος την κατάσταση, έστειλε δυο φαντάρους να πάνε στο
στρατόπεδο που ήταν δύο µε δυόµιση χιλιόµετρα, να φέρουν βοήθεια και να
µεταφερθεί ο Στρατής σε νοσοκοµείο της πόλης εσπευσµένα. Μόλις µεταφέρθηκε στο

35
νοσοκοµείο, ο γιατρός αξιωµατικός που τον είδε πήρε προσωπικά, ο ίδιος τον διοικητή
του Στρατή λέγοντάς του σε αυστηρό τόνο:
-Κύριε διοικητά, σας αναφέρω ότι ο στρατιώτης του τάγµατός σας έχει βαριά
πνευµονία και υπάρχει περίπτωση να πεθάνει, αν δεν τον πιάσει η φαρµακευτική αγωγή.
Θα κάνω αναφορά στον ταξίαρχο ότι υπάρχουν ευθύνες σας, διότι αν δεν το κάνω θα έχω
τις ευθύνες εγώ και θα είµαι υπόλογος.
Ο διοικητής, ακούγοντας την βαριά κατηγορία, ότι χάνουν πιθανά στρατιώτη εν
ειρήνη από πιθανή απροσεξία ή αδιαφορία του λοχαγού και του λοχία σάστισε. Τους
κάλεσε λοιπόν και τους δύο στο γραφείο του. Πρώτα τον λοχία και έπειτα τον λοχαγό.
Ο λοχίας ανέφερε, ότι ο στρατιώτης ζητούσε ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, αλλά ο
λοχαγός του έλεγε ότι κοροϊδεύει και να τον βάζει κανονικά υπηρεσίες. Ο λοχαγός
φοβούµενος τις συνέπειες άρχισε να λέει ψέµατα, κάνοντας τον διοικητή εξωφρενών,
αναγκάζοντάς τον να του πει:
-Αν πεθάνει ο στρατιώτης, να ξέρετε ότι θα θεωρηθείτε υπόλογος, για αµέλεια.
Ο λοχαγός τροµοκρατηµένος και αντιλαµβανόµενος το λάθος του, πήγαινε τακτικά
το απόγευµα στο νοσοκοµείο, δίνοντας κουράγιο στον Στρατή. Έλεγε στους γιατρούς,
αν χρειαστεί κάποιο νέο φάρµακο που δεν το έχουν, ότι θα το αγοράσει αυτός, για να το
χορηγήσουν. Όντως, µετά από µερικές µέρες, του έδωσαν τη συνταγή, για να αγοράσει
µια σειρά πενικιλίνης που δεν είχαν. Αφού του χορηγήθηκε µέσω Αθηνών, έπειτα από
µια εβδοµάδα άρχισε η σταδιακή, αλλά σταθερά βελτίωση του Στρατή, µέχρι και την
πλήρη ίαση του.
Η Αργυρώ µετά το γράµµα που του έστειλε µε τα ευχάριστα νέα, για δύο µήνες δεν
έλαβε κανένα γράµµα του. Αµέσως άρχισε να κακοβάζει µε το µυαλό της, τι θα
µπορούσε να συνέβαινε; Οι γονείς του ήταν επίσης, το ίδιο ανήσυχοι, γιατί δεν
απαντούσε ο γιος τους. Ο πατέρας του µια µέρα πήγε στην Χώρα, για δουλειές. Πήγε
επιπλέον και στο φρουραρχείο ζητώντας να µάθει, για τον γιό του. Ο ίδιος ο
φρούραρχος, τον κάλεσε στο γραφείο του και του ανακοίνωσε την κατάσταση του γιού
του. Ο Στρατής τότε ήταν ακόµη σε επικίνδυνη κατάσταση, κάνοντας τον πατέρα του
να λυγίσει από τον πόνο. Μάλιστα του έδωσε και είδε το σήµα που θα έστελναν στο
χωριό, για να ενηµερωθούν οι οικείοι του.
Ο πατέρας του σοκαρισµένος και στεναχωρηµένος επέστρεψε στο χωριό, χωρίς να
πει σε κανένα τίποτα. Η γριά του µέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, είχε καταλάβει ότι κάτι
σοβαρό συµβαίνει στο Στρατή και ο γέρος τα κρύβει. Η συµπεριφορά του γέρου δεν
ήταν η συνηθισµένη, κάτι τον απασχολούσε. Τελικά ό,τι και να έκανε η γριά, δεν του

36
πήρε κουβέντα. Η καηµένη η Αργυρώ είχε λιώσει από την στεναχώρια της, δεν ήξερε τι
να υποθέσει. Ξαφνικά µια µέρα, µετά από µεγάλο διάστηµα, η Αργυρώ έλαβε ένα
γράµµα. Ο Στρατής της εξήγησε όλα όσα πέρασε και της έλεγε να µην στενοχωριέται,
διότι βελτιώνεται η πνευµονία, ενώ τα δύσκολα ευτυχώς πέρασαν. Η Αργυρώ
βαλάντωσε στο κλάµα, αλλά µετά σκέφτηκε το παιδί της που χοροπηδούσε σαν άγριο
κατσικάκι στην κοιλιά της, αντιλαµβανόµενο την αντάρα της µαµάς του.
Η Αργυρώ ειδοποίησε τα πεθερικά της, για την κατάσταση του Στρατή και την
βελτίωση, ώστε να ηρεµήσουν. Η Αργυρώ, παίρνοντας κουράγιο από την ηρεµία του
σπλάχνου της, επέστρεψε στο πατρικό της. Η γριά µόλις έφυγε η νύφη, έκανε ένα
µεγάλο καυγά του γέρου, που κόντεψε να τους ακούσει όλα το χωριό, για να πάρει την
απάντηση:
-Κι ειντάθελες να σου ‘λεγα, ότι τα βλαστάρι µας ποθαίνει...; ∆εν ήξερε κανείς τι
πρόκειται να γενεί, γι’ αυτό και εγώ περίµενα . Προτιµώ όµως, τώρα που µου φωνάζεις,
γιατί δεν είπα πράµα (τίποτα), από το να φώναζες που τον χάσαµε.
Η γριά αφού φώναξε και εκτονώθηκε, ζήτησε συγγνώµη από το γέρο, αφού
κατανόησε την δυσκολία του, καθώς και εκείνη στην θέση του ίσως να έκανε το ίδιο.
Ο Στρατής µόλις ανάρρωσε πλήρως, του έδωσαν είκοσι ηµέρες αναρρωτική άδεια,
για να πάει στην οικογένειά του. Ήλθε ξαφνικά, χωρίς να τους πει τίποτα, µε την
Αργυρώ να ξεσπά σε ένα κλάµα λύτρωσης που είδε τον Στρατή καλά, όπως τον ήξερε.
Μετά από την άδεια ο καιρός κύλησε γοργά και ο Στρατής απολύθηκε, ταυτόχρονα µε
τη γέννηση του γιού τους. Μαζί µε το απολυτήριο, του έδωσαν και το δίπλωµα
οδήγησης φορτηγού, για την µεγαλύτερη δυνατή κατηγορία.
Παράλληλα µε το απολυτήριο και το δίπλωµα οδήγησης φορτηγών, έφερε από το
στρατό και ένα µεγάλο ελάττωµα. Πριν φύγει φαντάρος, είχε το ελάττωµα να παίζει
χαρτιά και ζάρια, δηλαδή ήταν ένας µικρός τζογαδόρος. Αυτό του το ελάττωµα όµως,
µεγεθύνθηκε στο στρατό. Τον καιρό που πέρασε στο νοσοκοµείο, συνάντησε µερικούς
επαγγελµατίες χαρτοπαίκτες που τον έκαναν ξεφτέρι. Με το αζηµίωτο βέβαια, τα
τσιγάρα που του έδινε ο στρατός και δεν µπορούσε να καπνίσει. Έγινε επίσης, πολύ
καλός στα ζάρια και στο τάβλι.
Στο χωριό µετά την απόλυσή του, πήγε στην παλιά του εργασία αλλά τα οικονοµικά
τους ήταν πολύ πενιχρά, διότι πλέον ήταν τρείς. Ένας στενός συγγενής της Αργυρώς,
αγόρασε λεωφορείο και ταξί. Έψαχνε λοιπόν, έναν καλό οδηγό και για τα δύο. Ο
Στρατής ήταν ο καλύτερος επαγγελµατίας οδηγός εκείνη την εποχή, οπότε αµέσως πήρε
τη δουλειά, η οποία είχε πολύ καλύτερες αποδοχές.

37
Η ζωή κυλούσε όµορφα και ευτυχισµένα! Η Αργυρώ ήταν ήδη βαρεµένη (έγκυος) στο
δεύτερο παιδί τους. Ο γιός τους ήταν λίγο µεγαλύτερος από τεσσάρων ετών, όταν
γεννήθηκε η κόρη τους. Με τη γέννησή της, ξεκίνησε µια περίοδος µε πολύ οδυνηρά
γεγονότα γι’ αυτούς. Η Αργυρώ, επειδή είχε αντιληφθεί το µεγάλο ελάττωµα του
Στρατή, προσπαθούσε να κάνει αιµατηρές οικονοµίες, ώστε να έχει κάτι στην άκρη.
Αυτό το κρυφό ταµείο η Αργυρώ δεν το είχε πει του Στρατή, ο φόβος του τζόγου την
είχε τροµοκρατήσει. Αγαπούσε πολύ τον Στρατή και προσπαθούσε µε γλυκό και
αξιοπρεπή τρόπο να τον απελευθερώσει απ’ αυτή την µάστιγα, που ακόµη δεν είχε
κάνει την ζωή τους δύσκολη. Ο Στρατής επίσης, αγαπούσε και λάτρευε την Αργυρώ
όσο τίποτα άλλο και δεν ήθελε να την στεναχωρεί ή να την απογοητεύει. Από την µία η
αγάπη και η λατρεία, για την όµορφη Αργυρώ και από την άλλη το αχαλίνωτο πάθος
του τζόγου. ∆υό δυνατά πάθη ένα ευγενές και ένα ολέθριο. Αν υπερίσχυε το πρώτο
έναντι του δευτέρου θα σωζόταν η οικογένεια αλλιώς θα υπήρχε πιθανά ένα ολέθριο
τέλος.
Η πρώτη µεγάλη δύσκολη στιγµή τους, ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που είχαν την
κόρη τους. Την παραµονή των Χριστουγέννων, η Αργυρώ περίµενε τον Στρατή να πάνε
να ψωνίσουν, για τις γιορτές τρόφιµα, αλλά και για τα παιδιά κάτι να αισθανθούν τις
γιορτές. Ο Στρατής όµως, έχοντας το δώρο και τον µισθό του, πήγε στο καφενείο όπου
είχε στρωθεί µεγάλο τραπέζι χαρτοπαιξίας. Ο Στρατής παρ’ ότι ήταν καλός
χαρτοπαίχτης, λίγο η ατυχία και λίγο οι καλοί αντίπαλοι, έχασε όλα του τα χρήµατα στα
χαρτιά και στα ζάρια. Όταν πήγε πίστευε ότι θα βγάλει αρκετά χρήµατα και θα
περάσουν πλούσιες γιορτές. Μην έχοντας πλέον ούτε µία δραχµή στην τσέπη, πήγε στο
σπίτι του ερείπιο, αντιλαµβανόµενος το µέγεθος του ατοπήµατός του. Μόλις µπήκε
σπίτι, η Αργυρώ κατάλαβε αµέσως από την συµπεριφορά του τι είχε συµβεί. Με µία
κίνηση βάζει το χέρι στο κόρφο της και τραβάει ένα µάτσο χαρτονοµίσµατα, λέγοντας
στον Στρατή:
-Πάρε χρήµατα να πας να ψωνίσεις, για τα παιδιά µας να χαρούν και να φάνε αυτές
τις άγιες µέρες.
Τότε ήταν που ο Στρατής αισθάνθηκε την µεγαλύτερη ντροπή της ζωής του.
Προτιµούσε να πεθάνει παρά να ζει εκείνη την στιγµή, όντας ένας ανάξιος σύζυγος,
πατέρας και οικογενειάρχης. Παρ’ όλα αυτά, είχε µια γυναίκα άξια, αξιοπρεπή και
λεβέντισσα η οποία πάλευε, για την οικογένεια της. Ακόµη και γι’ αυτόν τον σύζυγο
που λάτρευε, µ’ αυτό το µεγάλο του ελάττωµα. Αυτή της η αξιοπρέπεια, αυτή της η
στάση, που δεν είπε την παραµικρή κουβέντα και δεν τον κακολόγησε καθόλου, τον

38
έσφαζε αργά και βασανιστικά. Πήρε τα χρήµατα και ψώνισε τα απαραίτητα τρόφιµα.
Επίσης ένα παιχνίδι, για τον γιό του και µια κουδουνίστρα, για την κόρη του. Για την
Αργυρώ, αγόρασε ένα πανέµορφο µεταξωτό µαντίλι κεφαλής. Τα χρήµατα δυστυχώς
δεν έφταναν και ζήτησε από τον καταστηµατάρχη να του κάνει πίστωση, µέχρι να
πληρωθεί. ∆υστυχώς γι’ αυτόν, ο καταστηµατάρχης γνώριζε ήδη τι είχε πάθει στον
τζόγο και του αρνήθηκε την πίστωση. Ο Στρατής σε απόγνωση, δεν ήξερε τι να κάνει.
Το µαντίλι ήταν αυτό που δεν είχε να αγοράσει, αλλά η Αργυρώ το άξιζε και έπρεπε να
το πάρει ακόµη και αν έπρεπε να πονέσει. Τότε θυµήθηκε το ρολόι τσέπης που είχε
εργαλείο δουλειάς του κυρίως. Το βγάζει, δίχως δισταγµό και λέει του
καταστηµατάρχη:
-Κράτα ενέχυρο το ρολόι και αν, µέχρι τα Φώτα δεν σου φέρω τα χρήµατα κάντο ό,τι
θες.
Ο καταστηµατάρχης δέχτηκε και έτσι του έδωσε το µαντίλι. Όταν έφτασε στο σπίτι
και είδε το µαντίλι η Αργυρώ δακρυσµένη του λέει:
-Στρατή αγάπη µου, τα χρήµατα που σου ‘δωκα δεν έφταναν, για όλα αυτά, τι άλλο
έδωκες και τα πήρες;
-Αργυρώ τίποτα, τα κανόνισα και θα του δώσω τα χρήµατα όταν ξαναπληρωθώ.
-Στρατή πολύ θέλω να το πιστέψω αλλά ξέρω τι τσιφούτης (τσιγκούνης) είναι και πόσο
κάνει το µαντίλι. Θέλω να µου πεις τι του έδωσες.
-Σου είπα τα κανόνισα και δεν έδωσα πράµα (τίποτα).
-∆εν πειράζει Στρατή που δεν µου λες, εγώ ξέρω τι του έδωσες και φοβούµαι µην µας
στοιχίσει πολύ ακριβότερα το µαντίλι.
Ο Στρατής νόµιζε ότι η Αργυρώ µπλόφαρε και δεν ήξερε. Αυτή όµως, είχε ήδη
εύστοχα παρατηρήσει, ότι το αλυσιδάκι του ρολογιού κρεµόταν έξω από την τσέπη,
χωρίς το ρολόι. Την ευχαρίστησε αυτή του η θυσία, αλλά φοβόταν πολύ το πάθος του
µε τα χαρτιά και δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Όλες τις µέρες, µέχρι την πρωτοχρονιά
έβλεπε την νευρικότητά του και το ζόρι της στέρησης που περνούσε. Ευχόταν αυτό να
του γίνει µάθηµα. Αφού πέρασαν οι γιορτές και βασανίστηκε αρκετά από την στέρηση,
η ζωή τους την νέα χρονιά ξεκίνησε µε νέα δεδοµένα. Ο τζόγος είχε γίνει ελεγχόµενος
εν µέρει, χωρίς η Αργυρώ να πει µια κουβέντα παραπάνω. Ο Στρατής µόνο που
αισθανόταν το φόβο της Αργυρώ τρελαινόταν, ήθελε να την πείσει ότι ο τζόγος
τέλειωσε γι’ αυτόν, ότι πήρε το µάθηµά του. Πέρασαν κάποιοι µήνες, για να πειστεί η
Αργυρώ, ότι ο τζόγος µειώθηκε σε πολύ µικρά ποσά. Με τον καιρό τέλειωσε και το
τάβλι, για τον Στρατή και έπαιζε µόνο το κέρασµα του αντιπάλου. Παρόλα αυτά δεν

39
του είπε ποτέ τίποτα, τον άφηνε να ζει την ταπείνωση που ένιωσε όταν µπήκε σπίτι
χωρίς τα χρήµατα. Ο Στρατής έδινε και αυτός την µάχη του, σε ένα πάθος που δύσκολα
παλεύεται. Η αγάπη του, για την Αργυρώ και τα παιδιά του βόηθησαν να βρει την
κατάλληλη λύση και να το ξεπεράσει σε βάθος χρόνου ανώδυνα.
∆εν είχαν περάσει πολλοί µήνες από τα Χριστούγεννα και µια µέρα στο καθηµερινό
δροµολόγιο του λεωφορείου, ο Στρατής είχε µία ακόµη περιπέτεια. Έχοντας φτάσει το
λεωφορείο στους Ανεγύρους (σηµείο µε στροφές πάνω σε βουνό), κάποια στιγµή ανακαλύπτει ότι
δεν έχει φρένα, έχουν σπάσει. Το λεωφορείο προς στιγµή πήγαινε σαν τρελό στην
κατηφόρα. Άρχισε τότε να κατεβάζει ταχύτητες και το λεωφορείο να ισορροπεί στην
ταχύτητα και συµπεριφορά στον δρόµο. Ταυτόχρονα οι επιβάτες παρατήρησαν ότι δεν
ήταν µια συνήθη κατάσταση και άρχισαν να ανησυχούν, για το οδήγηµα και την πορεία
του λεωφορείου. Τότε φωνάζει τον εισπράκτορα ο Στρατής και του λέει ψιθυριστά:
-Γιώργη έχουµε πρόβληµα µε τα φρένα. Βάλε όλους τους επιβάτες από την µεριά µου
να καθίσουν και πες τους ότι θα σταµατήσω το λεωφορείο, χωρίς να πάθει κανείς
απολύτως τίποτα.
Ο εισπράκτορας µόλις το άκουσε, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Πήγε στην πίσω
πόρτα και φώναξε:
-Έσπασαν τα φρένα του λεωφορείο, γι’ αυτό πηδήξτε, για να σωθείτε.
Ο Στρατής έβαλε τις φωνές λέγοντας:
-Καθίστε στις θέσεις και εγώ σας εγγυώµαι ότι δεν θα πάθει κανείς τίποτα. Θα
σταµατήσω το λεωφορείο. Ακούστε έµενα που είµαι ο οδηγός και ξέρω πώς να το
σταµατήσω, αν βγείτε από το λεωφορείο θα χτυπήσετε άσχηµα σίγουρα.
Μέσα στην ατυχία του ο Στρατής είχε την τύχη, για σύµµαχο. Στο λεωφορείο ήταν
ένας ενωµοτάρχης της χωροφυλακής, που σηκώθηκε και µε αποφασιστικό τρόπο είπε:
-Ακούστε τις οδηγίες που σας δίνει ο οδηγός. Όποιος τις παρακούσει και πάθει τίποτα
θα καταθέσω µάρτυρας, ότι άλλα τους είπε και άλλα έκαναν. Είµαι ενωµοτάρχης της
Χωροφυλακής.
Πολλοί γνώριζαν τον ενωµοτάρχη και τήρησαν αυτά που είπε. ∆ύο άνδρες και ο
εισπράκτορας δεν πείστηκαν και πήδηξαν από την πόρτα κτυπώντας άσχηµα στα χέρια,
τα πόδια και το κεφάλι. Ο ενωµοτάρχης πλησίασε τον Στρατή και τον ρώτησε αν θέλει
κάποια βοήθεια:
-Ναι κύριε ενωµοτάρχα. Να πείτε στους επιβάτες να καθίσουν από την δική µου
πλευρά και να µείνει η δεξιά πλευρά του λεωφορείου κενή. Έχω το σκοπό µου.

40
Ο ενωµοτάρχης τους έβαλε όλους να καθίσουν τότε από την αριστερή πλευρά. Ο
Στρατής όταν έφτασαν σε συγκεκριµένο σηµείο, που δεν ήταν πολύ κατηφορικό,
έχοντας µειώσει αρκετά την ταχύτητα του λεωφορείου, κατάφερε µε πολύ µεγάλη
δυσκολία, να βάλει την πρώτη ταχύτητα, κάνοντας το λεωφορείο να πηγαίνει πάρα
πολύ αργά. Όταν έφτασαν στο σηµείο που υπήρχε ένα µικρό χαντάκι, περίπου 40
πόντους βάθος, έβαλε το λεωφορείο µέσα, κόβοντας περισσότερο ταχύτητα. Μετά
ακουµπώντας ελαφριά στο χώµα του µικρού υψώµατος, από τη δεξιά πλευρά, το
λεωφορείο σύρθηκε πάνω στο χώµα η δεξιά πλευρά του πλαϊνού µεταξύ ουρανού και
παραθύρων φρενάροντάς το. Έτσι σταµάτησε εντελώς, χωρίς να πάθει ζηµιά, εκτός από
κάποιες πολύ ελαφριές εκδορές του χρώµατος. Ο Στρατής έστριψε όσο µπορούσε
περισσότερο τις ρόδες µε κατεύθυνση πάνω στο ύψωµα, ασφαλίζοντας καλύτερα το
αµάξι κι ’πε στον ενωµοτάρχη:
-Κύριε ενωµοτάρχα, µπορείτε να καθίσετε στην θέση του οδηγού και να κρατάτε το
τιµόνι στην θέση που το έχω, για να κατέβω να βάλω πέτρες στις ρόδες να το ασφαλίσω
να µη µας φύγει.
Μόλις έπιασε το τιµόνι ο ενωµοτάρχης, ο Στρατής ταχύτατα άνοιξε την πίσω πόρτα
του λεωφορείου, ίσα που άνοιγε και, τρέχοντας πήρε µια µεγάλη πέτρα που την έβαλε
στον πίσω τροχό, τον αριστερό. Και ακόµα µία στον πίσω δεξιά µε αρκετή δυσκολία,
διότι ήταν κοντά στο ύψωµα και µέσα στο χαντάκι. Έπειτα είπε, ότι όποιος θέλει µπορεί
να κατέβει από την πίσω πόρτα του λεωφορείου, αλλιώς µπορεί να παραµείνει µέσα µε
ασφάλεια.
Ο ενωµοτάρχης, µερικοί άνδρες και δύο νέες κοπέλες, έτρεξαν να δουν τι έγιναν
αυτοί που πήδηξαν και αν ήταν καλά. Όντως ενάµιση χιλιόµετρο πιο πίσω, ήταν στην
άκρη του δρόµου, ο εισπράκτορας που είχε χτυπήσει λιγότερο και οι δύο άλλοι που
ήταν χειρότερα. Μόλις έφτασαν κοντά τους, πέρναγε ένα µικρό φορτηγό το οποίο
σταµάτησε ο ενωµοτάρχης τους έβαλε όλους πάνω, µαζί µε έναν από τους άνδρες που
είχαν πάει για βοήθεια. Όταν έφτασαν στο σηµείο του λεωφορείου, ο Στρατής είπε στον
άνδρα να ειδοποιούσε το πρακτορείο στους Αγίους ∆έκα όταν έφταναν µε το φορτηγό,
για να στείλουν άλλο λεωφορείο να πάρουν τους επιβάτες.
Τελικά ήρθε το άλλο λεωφορείο, ενώ ο Στρατής περίµενε το συνεργείο, για την
επισκευή. Ο ενωµοτάρχης, φεύγοντας τον πλησίασε και του έσφιξε το χέρι, λέγοντάς
του:
-Στρατή είσαι λεβέντης, πολύ καλός και έµπειρος οδηγός. Ίσως αν ήταν άλλος να
είχαµε ακόµα και θύµατα. Μόλις πάω στο τµήµα θα κάνω αναφορά και θα την στείλω

41
στην κεντρική διοίκηση, εξαίροντας την συµπεριφορά σου σαν επαγγελµατία οδηγό! Για
ό,τι µε χρειαστείς, έλα στο τµήµα Μεσσαράς της χωροφυλακής να µε βρεις.
-Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια κύριε ενωµοτάρχα, αλλά θεωρώ ότι έκανα
απλά το καθήκον µου. Ελπίζω να πάνε όλα καλά και να µην έχω προβλήµατα µε τον
εισπράκτορά µου.
-Αν έχεις, θα ’ρθω µάρτυρας να σε υπερασπιστώ εγώ.
∆εν είχε άδικο ο Στρατής, ο εισπράκτορας έκανε µήνυση στον Στρατή και του
ζητούσε χρήµατα, για τον τραυµατισµό του. Στο δικαστήριο τελικά αθωώθηκε µε την
κατάθεση του ενωµοτάρχη και την αναφορά που είχε κάνει στην διοίκηση. Μετά το
ατύχηµα αυτό, ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου που ήταν και αυτός οδηγός του ίδιου
λεωφορείου έδωσε συγχαρητήρια του Στρατή και του αύξησε τον µισθό. Ουσιαστικά
κατάλαβε, ότι του έσωσε το λεωφορείο. Αν ήταν ο ίδιος, δεν θα είχε την αντίδραση του
Στρατή. Πιθανότατα να σταµατούσε µε δύναµη σε κανένα ύψωµα, κάνοντας µεγάλη
ζηµιά, µε πολλούς τραυµατισµούς και ίσως θύµατα.
Σαν να µην έφταναν όλα αυτά, ο Στρατής µε την Αργυρώ πέρασαν κάτι χειρότερο,
µια τραγωδία, µετά από αρκετούς µήνες από το ατύχηµα µε το λεωφορείο. Το σπιτικό
τους κτυπήθηκε συθέµελα από αρρώστια, στο ένα από τα δύο τους παιδιά. Η µικρούλα
κόρη τους αρρώστησε βαριά και µετά από οκτώ µήνες άνισης µάχης µε την αρρώστια
της, πέθανε. Η Αργυρώ έζησε τις δυσκολότερες µέρες της ζωής της, δίπλα στο άρρωστο
παιδί της. ∆εν το άφησε δευτερόλεπτο από δίπλα της, εκτός από την ώρα που ήταν στο
χειρουργείο, στις δύο εγχειρήσεις που έκανε και οι οποίες δεν βόηθησαν δυστυχώς στη
διάσωσή του.
Η Αργυρώ µε τον Στρατή µετά από αρκετά χρόνια, έκαναν µια δεύτερη κόρη που
τους έδωσε πολλή χαρά και ευτυχία, ζώντας πλέον µια ήρεµη ευτυχισµένη ζωή, για
πολλά ακόµα χρόνια. Μετά από σκληρή εργασία και χωρίς τζόγο, ο Στρατής κατάφερε
να γίνει ιδιοκτήτης φορτηγού, όπου συνεταιρίστηκε µε άλλους και δηµιούργησαν ένα
µεγάλο γραφείο µεταφορών. Εργάστηκε εκεί, µέχρι να συνταξιοδοτηθεί και έπειτα
ανέλαβαν οι απόγονοί του.

42
Μανούσος ο κατσουκανιανούσης (Μανούσος ο άτακτος)

άποτε, τα παιδιά των πόλεων της Κρήτης, στον ελεύθερο χρόνο τους από το
σχολείο, πήγαιναν σε δουλειές σαν παραγιοί αµισθί. Αυτό γινόταν για να µαθαίνουν την
ζωή, τον µόχθο και ταυτόχρονα να µη γυρίζουν στους δρόµους άσκοπα. Μέσω αυτής
της σύντοµης µαθητείας, τα παιδιά µάθαιναν τα διάφορα επαγγέλµατα, τι σηµαίνει ζωή
και πώς αγωνίζεται κάποιος για να επιβιώσει.
Τα περισσότερα παιδιά ήταν ατίθασα, υπερκινητικά και έκαναν πάρα πολλές
κατσουκανιές (αταξίες) σε φίλους, τρίτους και στην οικογένεια πολλάκις. Ένα τέτοιο παιδί
ήταν και ο Μανούσος του κυρ Αντώνη ή ∆ιακαντώνη όπως τον φώναζαν από το
∆ιακάκης το επίθετο. Ο ∆ιακαντώνης ήταν ένα καλός µάστορας κτίστης στο Ρέθυµνο.
Ο Μανούσος ήταν ένα παιδί που το µυαλό του ήταν συνεχώς στην κατσουκανιά (αταξία).
Ό,τι και να τον έβαζες να σου κάνει, πάντα θα έβρισκε τον τρόπο να σου τη φέρει,
κάνοντας µια κατσουκανιά (αταξία). Οι γονείς του δεν ήξεραν τι να κάνουν µαζί του. Ο
µόνος τρόπος που είχαν, ήταν να τον βάζουν να δουλεύει σαν παραγιός σε διάφορες
δουλειές. Έτσι κάπως ηρεµούσε.
Πάντως λένε ότι έγινε περισσότερο κατσουκανιάρης (αταξιάρης) από τότε που τον
κλώτσησε η «Τουρκοφάγα» γαϊδάρα τους. Ο Μανούσος την βασάνιζε σαν µικρό παιδί
τραβώντας της την ουρά. Μια µέρα φαίνεται ότι την πόνεσε πολύ ή την ενόχλησε πολύ
οπότε του έριξε ευτυχώς ένα ελαφρύ κλωτσίδι, πετώντας τον κάτω, σπάζοντας το χέρι
του και κτυπώντας ελαφρά στο κεφάλι. Θα µπορούσε να τον είχε σκοτώσει, ευτυχώς
όµως, το κτύπηµα όµως, ήταν άσχηµο. Γιαυτό πολλοί τότε είπαν ότι του άφησε
µεγαλύτερο κουσούρι, έγινε πιο άτακτος. Όλοι είχαν φοβηθεί ότι ξύπνησε το DNA της
γαϊδάρας, γιατί µια προ προγιαγιά της µερικά χρόνια πριν την Κρητική Πολιτεία έδινε
κλωτσίδια (κλωτσιές) µόνο στους Τούρκους και γενικώς Μουσουλµάνους. Ο λόγος ήταν
ότι ο προπάππους του Μανούσου την έδενε πολλές φορές στην άκρη ενός χωραφιού
που δίπλα ήταν ένας πολύ κακός Τούρκος. Αυτοί οικογενειακά βασάνιζαν την γαϊδάρα
όταν την έβρισκαν κοντά στην περιουσία τους. Μια Κυριακή πρωί που ήταν στην
εκκλησία ο προπάππους του Μανούσου οικογενειακά όταν επέστρεψαν βρήκαν την
γαϊδάρα σε άθλια κατάσταση και τον Τούρκο να του λέει:
-Ανέ την ξαναδέσεις σιµά (κοντά) στη περιουσία µου και µου σβολώσει (κτυπήσει άσχηµα)

κανένα κοπέλι να την σκοτώσω θέλει.

43
-Αγά µου η γαϊδάρα είναι ήσυχη άρα την κτυπάτε και µανίζει (νευριάζει).
-Εγώ δεν κατέχω είντα λες την άλλη φορά να την σκοτώσω θέλει.
Ο προπάππος του Μανούσου δεν ξαναπήγε την γαϊδάρα κοντά στου Τούρκου αλλά
παρατήρησε πως όταν την πλησίαζε κανένας Τούρκος, Τουρκάλα ή Τουρκάκι αυτή
έδινε κλωτσίδια και αρκετοί είχαν κατασβολωθεί (κατακτυπηθεί) όλοι Τούρκοι, Τουρκάλες
και Τουρκάκια. Κάποια στιγµή ο προπάππους του Μανούσου και άλλοι κατάλαβαν ότι
η γαϊδάρα είχε βασανιστεί πολλές φορές και άγρια από την οικογένεια του Τούρκου για
να έχει τέτοια συµπεριφορά. Η γαϊδάρα γνώριζε, όπως κατάλαβαν, από τις φορεσιές
αυτούς που την βασάνιζαν γιαυτό κλωτσούσε όταν την πλησίαζαν µόνο Μουσουλµάνοι
και όχι Χριστιανοί, γιατί φορούσαν διαφορετικά ρούχα. Έτσι η γαϊδάρα ονοµάστηκε
«Τουρκοφάγα» και όλη η οικογένεια είχε από µια απόγονο της «Τουρκοφάγας», γιατί
ήταν γαϊδάρα αντοχής σε δύναµη και ζωή αλλά και ιστορική επαναστάτρια. Ο
Μανούσος αν και το ήξερε σαν κοπελάκι δεν έδωσε σηµασία, ξύπνησε το DNA της
«Τουρκοφάγας και έτσι τον κτύπησε.
Ο Μανούσος εκτός του άτακτου κοπελιού που ήταν είχε και ένα παρατσούκλι. Τον
φώναζαν «Σαµά» κάτι που στην αρχή, όταν άρχισε να καταλαβαίνει σαν παιδί, τον
πείραζε πολύ µετά το συνήθισε. Είχε ένα σηµάδι από γεννησιµιού του σαν κοκκινιά
σχεδόν στρογγυλή κάτω από το δεξί µάτι και δίπλα από την µύτη. Έτσι ο Μανούσος
από νωρίς στην ζωή του είχε πάρει δύο µαθήµατα ότι δεν πειράζουµε ή βασανίζουµε
ζώα ή ανθρώπους, γιατί νευριάζουν και ενίοτε κτυπούν. Μετά δεν κάνουµε ό,τι δεν
θέλουµε να µας κάνουν. Το δεύτερο σηµαίνει ότι οι άνθρωποι και ειδικά τα παιδιά αν
δουν κάτι παράξενο πάνω σου το οποίο σε πειράζει σε πληγώνουν υπενθυµίζοντάς το
συνέχεια. Γιαυτό και αυτός δεν είπε ποτέ για κανένα φίλο του τίποτα που είχε µεγάλα
αυτιά ή κεφάλι ή µύτη περίεργη. Ότι πείραζε τους φίλους του ήταν γεγονός αλλά ποτέ
δεν τους πρόσβαλε για κάτι που είχαν άσχηµο πάνω τους.
Ο Μανούσος ένα καλοκαίρι πριν τελειώσει το δηµοτικό, πήγε για παραγιός στο
παντοπωλείο του Αλέκου. Ο πρώτος καιρός ήταν ήσυχος και απολαυστικός θα λέγαµε,
µέχρι τα µέσα Ιουλίου. Τότε ξεκίνησε ο κυρ Αλέκος να ανακαλύπτει διάφορες
µικροελλείψεις στα προϊόντα του. Του έλειπαν ρεβίθια, καθώς είχε την εµπειρία µε το
µάτι να γνωρίζει απόλυτα την ποσότητα. Αµέσως κατάλαβε ότι τα τρώει ο Μανούσος,
γιατί πιθανά πεινάει και τα περνάει για σκληρά στραγάλια. Στην αρχή δεν είπε, ούτε
έκανε κάτι. Καµιά φορά του έλειπαν και τίποτα ξερά κουκιά, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα.
Μια µέρα όµως, ανακάλυψε ότι στη ζάχαρη έβλεπε µπαλάκια ζάχαρης από υγρασία.
Έσπαγε το κεφάλι του, από πού να προέρχεται η υγρασία µέσα στο κατακαλόκαιρο.

44
Πέρναγε ο καιρός αλλά το πρόβληµα δεν λυνόταν, οπότε απεφάσισε να βάλει τα
µεγάλα µέσα. Έλεγε στον Μανούσο ότι θα πάει, µέχρι δίπλα και θα ξανάρθει όµως,
αυτός κρυβόταν και παρακολουθούσε τον Μανούσο. Ο Μανούσος αµέσως έτρεχε στη
ζάχαρη, που τη ρουφούσε µε το στόµα του. Ο κυρ Αλέκος πάλι δεν είπε τίποτα όµως,
τον είχε υπό στενή παρακολούθηση. Ο Μανούσος δεν κατάφερνε την περίοδο αυτή να
πάρει ούτε µια ρουφηξιά ζάχαρης, χωρίς άθελά του να αφήσει και µερικά σάλια.
Βέβαια είχε παρατηρήσει τελευταία, ότι ο κυρ Αλέκος σαν να τον παρακολουθούσε
διακριτικά. Αποφάσισε λοιπόν, να αφήσει να περάσουν µερικές µέρες, χωρίς να κάνει
τίποτα. Έτσι έγινε και ο Μανούσος δεν είχε αγγίξει τίποτα, έχοντας σκάσει από έλλειψη
κατσουκανιάς (αταξίας) αλλά και φαγητού που ξεγελούσε την πείνα του.
Μια µέρα ο κυρ Αλέκος λέει στον Μανούσο, να µεταφέρουν µερικά σακιά σε άλλα
σηµεία του µαγαζιού. Κατά την µεταφορά ο Μανούσος ίδρωσε πολύ. Έτσι µόλις
τέλειωσαν, ο κυρ Αλέκος λέει στον Μανούσο ότι θα πάει στην αποθήκη να κοιτάξει για
κάτι που του λείπεται και έρχεται. Ο Μανούσος δράττεται τις ευκαιρίας και αρπάζει
λίγα ροβίθια, καθώς πήγαινε προς τον κύριο στόχο του, τη ζάχαρη. Ο κυρ Αλέκος στις
αλλαγές θέσης που έκαναν την είχε βάλει έτσι, ώστε η πλάτη του Μανούσου να ’ναι
προς την πόρτα της αποθήκης. Την ώρα που σκύβει λοιπόν, ο Μανούσος πάνω από τη
ζάχαρη για µια ρουφηξιά ιδρωµένος, αθόρυβα έρχεται από πίσω ο κυρ Αλέκος και του
πιέζει το κεφάλι για µερικά δευτερόλεπτα µέσα στην ζάχαρη. Όταν τον άφησε, ο
Μανούσος ήταν γεµάτος ζάχαρη σε όλο του το πρόσωπο. Ο κυρ Αλέκος αµέσως πριν
συνέλθει από την έκπληξή του ο Μανούσος του λέει:
-Κατσουκανιάρικο (αταξιάρικο) κάτσε εδά (τώρα) εκειά (εκεί) και µην σηκώσεις τα χέρια σου
να καθαρίσεις τη ζάχαρη. Γιάντα θωρείς (βλέπεις) µε την κατσούνα (χοντρή µαγκούρα) που έχω,
να την σπάσω θέλει πάνω σου.
Ο Μανούσος φοβισµένος, κάθισε εκεί που του είπε, σε ένα σηµείο να µη φαίνεται
και πολύ από τους πελάτες. Ο κυρ Αλέκος καθάρισε την ζάχαρη από τα σάλια του
Μανούσου. ∆εν πέρασε πολύς χρόνος, µέχρι να κάνουν επίθεση οι µύγες στον
ζαχαρωµένο Μανούσο, σύννεφο οι µύγες. Κούναγε το κεφάλι του παραδώθε, αλλά οι
µύγες εκεί, επίµονες και κολληµένες πάνω του. Ο Μανούσος είχε αρχίσει να
τρελαίνεται και να µανίζει (θυµώνει) πολύ. Από την άλλη όµως, φοβόταν και τον κυρ
Αλέκο µε την κατσούνα (µαγκούρα). Τον άφησε έτσι καµιά ώρα, κάνοντας τον Μανούσο
να το φυσάει και να µην κρυώνει από την τιµωρία του κυρ Αλέκου. Αυτός ο
αρχικατσουκανιάρης (αρχιαταξιάρης) να πιαστεί έτσι στην φάκα, δεν το περίµενε καθόλου.
Αυτό όµως, που τον πείραζε περισσότερο, ήταν ότι θα το µάθαιναν οι φίλοι του και θα

45
τον κορόιδευαν. Ήδη είχαν περάσει κάποιες µητέρες και τον είδαν στην τιµωρία του,
οπότε θα το έλεγαν και θα καταστρεφόταν η φήµη του.
Αυτό έγινε µάθηµα στον Μανούσο, διότι στις κατσουκανιές (αταξίες) υπάρχουν και
τιµωρίες που µπορεί καµιά φορά να ’ναι σκληρές. Ακόµη σκληρότερες από το πιθανό
ξύλο που θα έτρωγε, όπως νόµιζε. Όταν το έµαθε ο πατέρας του, τον κυνηγούσε να τον
δείρει για το ξεφτίλισµα που του έκανε στον κυρ Αλέκο, µε τον οποίο ήταν φίλοι. Όταν
τον έπιασε, επειδή ήταν βράδυ τη γλύτωσε φτηνά µε δυό-τρείς ξυλιές µε το χέρι και ένα
καλό τράβηγµα του αυτιού. Παρόµοιες κατσουκανιές είχε κάνει και σε άλλες δουλειές,
µέχρι που τέλειωσε το δηµοτικό σχολείο.
Όταν τέλειωναν το δηµοτικό σχολείο, συνήθως αµέσως πήγαιναν να µάθουν µια
τέχνη, αν δεν πήγαιναν γυµνάσιο. Έτσι ο πατέρας του Μανούσου τον έστειλε να µάθει
ράφτης, µια και βρήκαν µαθητεία µε ένα µικρό µεροκάµατο. Ο Μανούσος ξεκίνησε µε
πολλή όρεξη τη µαθητεία. Πρόσεχε πώς έκοβε τα υφάσµατα, πώς ξεκίναγε το αφεντικό
τη ραφή, ποιες ήταν οι αρχικές εργασίες και όλα αυτά.
Μια µέρα συζητούσαν µε τον πατέρα του. Έβλεπε λοιπόν, ότι ήταν ευχαριστηµένος
ο Μανούσος και έτσι του είπε :
-Μανούσο αντράκι µου, αφού αρέσει σου η δουλειά, για να γίνεις ένας καλός ράφτης
πρέπει να «κλέψεις το ψαλίδι» του δασκάλου σου. Αν δεν το κάνεις αυτό, ράφτης δε θα
γίνεις πότε σου.
-Μείνε ήσυχος πατέρα και να το κλέψω θέλει εγώ, ο κόσµος να χαλάσει.
-Μπράβο γιε µου, θα µε κάνεις πολύ υπερήφανο αν το καταφέρεις.
Ένα βασικό λάθος του πατέρα του, ήταν ότι δεν του εξήγησε σαφέστατα τι σηµαίνει
«κλέβω το ψαλίδι». Μίλησε σαν να απευθυνόταν σε µεγάλο άνδρα και όχι σε παιδί,
που δεν ξεχώριζε το κλέβω πράξη, από το «κλέβω» νοητική πράξη.
Έτσι ο Μανούσος παρανοώντας, έβαλε σκοπό να κλέψει το ψαλίδι του αφεντικού
του. Παραµόνευε να βρει την ευκαιρία, αλλά δυστυχώς τίποτα. Πάντα ο κυρ Μήτσος
όταν τέλειωνε, έφευγε τελευταίος και έβαζε το ψαλίδι και όλα τα σύνεργά του στην
κατάλληλη θέση τους. Ο Μανούσος έµαθε πού έβαζε το ψαλίδι, αλλά µάταια
προσπαθούσε να το αρπάξει. Σε κάθε ευκαιρία ο Μανούσος, το έκρυβε για να το κλέψει
αργότερα, αλλά του έλεγε ο κυρ Μήτσος:
-Μανούσο πιάσε αντράκι µου το ψαλίδι, να κόψω κάτι εδώ που θέλω.
Τι να κάνει ο Μανούσος, έδινε το ψαλίδι και έχανε την ευκαιρία. ∆εν το έβαζε κάτω
όµως, αµέσως µε την επόµενη ευκαιρία ήταν πανέτοιµος να κλέψει το ψαλίδι.
∆υστυχώς οι συγκυρίες πάντα ήταν αρνητικές και όλο στο παραπέντε γλύτωνε το

46
ψαλίδι την κλεψιά. Ο Μανούσος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται που δεν µπορούσε να
κλέψει το ψαλίδι και σκεφτόταν:
-Να δεις που ο αφέντης (πατέρας) µου θα µε περνάει για ανίκανο, που δεν µπορώ να
κλέψω το ψαλίδι. Ώφου ντροπή µου εµένα που είµαι το πρώτο αλάνι.
Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Μανούσος και όλο πιο πολύ πείσµωνε που δεν κατάφερνε
να κλέψει το ψαλίδι. Μια τόσο εύκολη πράξη γι’ αυτόν και να µην τα καταφέρνει.
Μετά σκεπτόταν ότι και οι φίλοι του το ξέρανε ήδη αυτό. ∆ηλαδή ότι, για να γίνεις
καλός ράφτης πρέπει να «κλέψεις» το ψαλίδι του µάστορα ράφτη. Αυτό ήταν το
αποκορύφωµα της ντροπής απέναντι στους φίλους του. ∆εν του έλεγαν τίποτα, αλλά
αυτός καταλάβαινε πολλές φορές από τα υπονοούµενα, ότι τον είχαν πάρει στην
κοροϊδία.
Η ευκαιρία που περίµενε ο Μανούσος, δεν άργησε να του φανερωθεί µια µέρα
ανέλπιστα. Ο κυρ Μήτσος, αφού µάζεψε όλα τα εργαλεία του, τα φύλαξε. Εκείνη την
ώρα που έκλειναν, περνά ένας φίλος του προσκαλώντας τον να τα πουν, πίνοντας ένα
καφέ στο διπλανό καφενείο. Ο κυρ Μήτσος λέει τότε του Μανούσου, να κλείσει το
µαγαζί και να του φέρει το κλειδί στο καφενείο. Ο Μανούσος αρπάζει την ευκαιρία και
βάζει το ψαλίδι γρήγορα µέσα στην βούργια (υφαντή τσάντα) του. Αφού κλείδωσε καλά,
έδωσε το κλειδί στον κυρ Μήτσο, καληνύχτισε και πήγε σπίτι του ευτυχισµένος,
έχοντας υλοποιήσει την υπόσχεση προς τον πατέρα του.
Όταν έφτασε σπίτι, έψαξε όλο χαρά τον πατέρα του, ο οποίος έλειπε και ήλθε αργά
όταν κοιµόταν. Το πρωί ο πατέρας του έφευγε αξηµέρωτα για να πάει στην δουλειά και
δεν συναντήθηκαν.
Το πρωί στην δουλειά, ψάχνει ο κυρ Μήτσος το ψαλίδι, άφαντο αυτό. Ψάχνει όλο το
µαγαζί τίποτα. Όταν ήρθε ο Μανούσος, τον ρωτάει ο κυρ Μήτσος:
-Μανούσο αντράκι µου είδες το ψαλίδι µου; Έχασα το.
-Όι αφεντικό δεν είδα πράµα (τίποτα). Αλλά χθες, δεν το βάλετε στην θέση του;
-Εγώ νοµίζω ότι το έβαλα, αλλά ήρθε ο φίλος µου και κάπως έχασα τα νερά µου.
Τρέχα στο σπίτι, να µου φέρεις το εφεδρικό που έχω.
Φεύγει ντελόγο (αµέσως) ο Μανούσος και το φέρνει. Ήταν Σαββάτο και ο πατέρας του
µετά τη δουλειά πήγαινε στο καφενείο, για να βλέπει τους φίλους του και να κανονίζει
τα µεροκάµατα µε τα αφεντικά του. Εκεί στο καφενείο ήταν και ο Μήτσος ο ράφτης.
Αφού τέλειωσε τις δουλειές του πλησίασε τον Μήτσο και τον ρωτά:
-Μωρεσύ Μήτσο τι κάνει το κοπέλι τα καταφέρνει;

47
-Καλώς είναι µωρέ Αντώνη, αλλά να όλο αφηρηµένο τον βλέπω. Σαν να σκέφτεται
κάτι πολύ έντονα. Έχετε πράµα (τίποτα) πρόβληµα στο σπίτι;
-Μα τι λες µωρέ Μήτσο, µια χαρά είµαστε όλοι.
-Επίσης σήµερα δεν είχα το καλό ψαλίδι και ήθελα να του δείξω κάποια κοψίµατα. Το
εφεδρικό όµως, που έχω δεν είναι τόσο καλό και δεν το έκανα. Μόλις το έχω, θα τον
αρχίσω να µαθαίνει.
-Νάσαι καλά Μήτσο σε ευχαριστώ! Τα λέµε.
Ο Μανούσος περίµενε τον πατέρα του, για να του ανακοινώσει ότι κατάφερε τελικά
να κλέψει το ψαλίδι του κυρ Μήτσου. Αυτός όµως, µετά το καφενείο βρήκε µια παρέα
στης αδελφής του το σπίτι και τα πίνανε, µέχρι αργά. Όταν επέστρεψε σπίτι, ο
Μανούσος πάλι κοιµόταν.
Η επόµενη µέρα ήταν Κυριακή. Μετά την εκκλησία, όπως ο Αντώνης έπινε το
καφεδάκι του στην αυλή, βρίσκει την ευκαιρία ο Μανούσος και του λέει µε καµάρι:
-Πατέρα, έκλεψα το ψαλίδι του κυρ Μήτσου!
-Μα τι λες βρε Μανούσο. Αφού χθες µου έλεγε, ότι ήθελε να σου δείξει µερικά
κοψίµατα για να µαθαίνεις αλλά το καθυστερεί λίγο για να εµπεδώσεις καλά τα βασικά
που σου ‘δειξε και, να στα δείξει θέλει αργότερα. Άσε που τόσο γρήγορα αποκλείετε να
του «’κλέψες» εσύ το ψαλίδι;
-∆εν κατέχω είντα λες πατέρα, αλλά εγώ έκλεψα το και µπορώ να στο αποδείξω.
-Άντε βρε µη σ’ αρχίσω στις γρήγορες, που θα µου πεις ότι «του ‘κλεψες» το ψαλίδι
τόσο γρήγορα.
Ο Μανούσος θυµωµένος απαντά στον αφέντη (πατέρα) του:
-Γιάε δεν θα µε λες ψεύτη. Εδά θα δεις αν το ‘κλεψα για όχι.
Πάει ο Μανούσος στο δωµάτιο που είχε το ψαλίδι στην βούργια (υφαντή τσάντα) και το
φέρνει, λέγοντας του πατέρα του:
-Τώρα είντα λες; Το ‘κλεψα η δεν το ‘κλεψα το ψαλίδι του κυρ Μήτσου;
-Βρε κερατά παλιό κερατά, διαολόρατσα…. Εσύ µωρέ έκλεψες το ψαλίδι του Μήτσου
και εγώ νόµιζα ότι ο άνθρωπος το ‘χε για ακόνισµα;
-Μα εσύ αφέντη µου δεν µου είπες να το κλέψω; Ε και εγώ νάντο το ‘κλεψα.
-Μα τι λες βρε τροζοκόπελο (τρελόπαιδο). Όταν λέµε να το «κλέψεις», εννοούµε να κοιτάς
πως το χρησιµοποιεί και να του «κλέψεις» τον τρόπο που το χρησιµοποιεί. Γιατί βρε
κουζούλακα (τρελάρα) άµα κλέψω εγώ το ψαλίδι του Μήτσου, έγινα ράφτης; Όταν λέµε
«κλέβω» το ψαλίδι, εννοούµε να του κλέψω την τέχνη.
-Να µε σκοτώσει εδά (τώρα) θέλει ο κυρ Μήτσος µόλις το µάθει.

48
-Να µην σου πω τίποτα παλιό κουζούλακα (τρελάρα). Την ∆ευτέρα κακοµοίτση (κακοµοίρη)

µου, κοίταξε να το βάλεις σε µια θέση παράµερη και να του πεις “Κυρ Μήτσο εύρηκα το
εδώ το είχες βάλει”.
-Εντάξει πατέρα θα το κάνω.
Ο Μανούσος ή «Σαµάς» τώρα κατάλαβε, γιατί οι φίλοι του κρυφογέλαγαν, είχαν
καταλάβει τι ήθελε να κάνει, ενώ αυτοί ήξεραν τι σηµαίνει «κλέβω το ψαλίδι του
ράφτη». Ευτυχώς όµως, δεν θα το µάθουν και θα γλιτώσει το ξεγιβέντισµα (ξεφτίλισµα).
Τη ∆ευτέρα το πρωί, ο Μανούσος βλέπει τον κυρ Μήτσο να διαβάζει µε προσοχή
κάτι µέτρα. Τότε βγάζει το ψαλίδι και το βάζει σε µια απόµερη γωνιά πίσω από το ξύλο
σιδερώµατος. Μετά από κάποια ώρα που το είχε βάλει σ’ αυτή τη θέση, ενώ έκανε κάτι
άλλο, ξαφνικά µε έκπληκτο ύφος λέει στον κυρ Μήτσο:
-Αφεντικό αφεντικό βρήκα σου το ψαλίδι εκεί που το ‘χες αφήσει.
-Πούντο βρε Μανούσο;
-Θωρείς στο στην γωνιά της σιφονιέρας, πίσω από το ξύλο σιδερώµατος;
Κοιτάει ο Μήτσος και τι να δει βλέπει το ψαλίδι. ∆ίνει συγχαρητήρια του Μανούσου
και του λέει:
-Μανούσο, είχα σκοπό να σου µάθω λίγα πράµατα στα απλά κοψίµατα και τα άλλα να
τα µάθεις από µόνος σου. Τώρα θα σου µάθω περισσότερα. Σε κάποια άλλα όµως, πρέπει
να µου «κλέψεις το ψαλίδι» που λένε.
Πρώτη φορά ο Μανούσος καταλάβαινε σαφέστατα, τι σηµαίνει «κλέβω το ψαλίδι»
και γίνοµαι ράφτης. Αποσαφήνισε ότι δεν χρειάζεται να γίνεις κλέφτης, για να µάθεις
ραπτική αν και ήταν αυτονόητο. Αλλά άµα το µυαλό σου είναι στην κατσουκανιά
(αταξία), µπερδεύεις έννοιες που έχουν παγιωθεί µεταφορικά στην γλώσσα. Οι φίλοι του
κοροϊδευτικά του έλεγαν:
-«Σαµά» ακόµη να «κλέψεις» το ψαλίδι τ’ αφεντικού σου;
-Έκλεψα το άτιµο για µιας αλλά δεν µ’ άρεσε και γιάγειρα το.
Ο «Σαµάς» τους έλεγε την αλήθεια και αυτά δεν τον πίστευαν, γιατί δεν µαθεύτηκε η
κλεψά για να γελάσουν µαζί του. Έτσι ο «Σαµάς» γέλαγε αυτός µαζί τους.
Παρόλα αυτά ο Μανούσος σαν κατσουκανιάρης (αταξιάρης) που ήταν, ούτε ράφτης
τελικά έµαθε, ούτε κάποια άλλη τέχνη. Το µόνο που έκανε, ήταν να γίνει ένας
εργατικός και χρήσιµος άνθρωπος για την κοινωνία και τις αταξίες πλέον τις έκανε
πλάκες. Έγινε ένας εύθυµος χωρατατζής και δουλεύοντας εργάτης, έβγαζε τα
απαραίτητα χρήµατα για να επιβιώνει αυτός και η οικογένειά του. Ήταν θετικό, ότι
έµαθε να δουλεύει και αυτό ήταν σηµαντικό για την ζωή του. Έγινε ένας χρήσιµος

49
άνθρωπος, µε πολλά µαθήµατα ζωής που άρχισαν από τα τρυφερά του χρόνια. Ενώ η
σαµιά (σηµάδι) δεν έγινε εµπόδιο στην γοητεία του, το παρατσούκλι όµως, του έµεινε για
πάντα.

50
Παιδονόµος ο “Κούντουρος” (Παιδονόµος ο “Κοντός”)

ίναι λίγο µετά την αρχή της δεκαετίας του 1960. Σε ένα χωριό της Μεσσαράς που
διέθετε εξατάξιο Γυµνάσιο σχολείο, φοιτούσαν ο Μιχάλης µε τον Ιδοµενέα. Η
πλειοψηφία των παιδιών ήταν από τα γύρω χωρία ή ακόµη και τα πιο µακρινά, που δεν
διέθεταν Γυµνάσιο στο χωριό τους. Όλα αυτά τα παιδιά που ήταν κυρίως από µακρινά
χωριά, νοίκιαζαν σπίτι και έµεναν. Συνήθιζαν να µένουν δύο-δύο, για να µοιράζονται
τα έξοδα το ενοικίου. Αυτά που ήταν από κοντινά χωρία, έως πέντε µε έξι χιλιόµετρα
µακριά, πήγαιναν µε τα πόδια ή αν οι γονείς τους ήταν πιο εύποροι, τους έδιναν ένα
ζώο, γάιδαρο ή µουλάρι ή σπάνια άλογο, για να πηγαίνουν και να έρχονται ταχύτερα
και ξεκούραστα. Τα παιδιά που ήταν από µακρινά χωριά, συνήθως πήγαιναν αν υπήρχε
λεωφορείο το Σαββάτο µετά την λήξη των µαθηµάτων και γύριζαν την Κυριακή το
απόγευµα. Πολλές φορές ερχόταν κάποιος από τους γονείς τους που διέθεταν άλογο,
µουλάρι ή και γάιδαρο, αν δεν υπήρχε λεωφορείο, και τους έφερνε κυρίως φαγητά για
να περνούν την εβδοµάδα. Για να µην έχουν το άγχος, να µαγειρεύουν αµέσως µετά το
σχολείο.
Μια αντίστοιχη περίπτωση, ήταν ο Μιχάλης µε τον Ιδοµενέα. Γείτονες από το ίδιο
µικρό χωριό και συµµαθητές σε όλο το δηµοτικό. Του Μιχάλη ο πατέρας, ερχόταν κάθε
Σάββατο στο παζάρι του χωριού που ήταν το Γυµνάσιο (ήταν 15 χιλιόµετρα µακριά) και
πουλούσε αγροτικά προϊόντα που καλλιεργούσε. Επίσης τροφοδοτούσε το Μιχάλη, µε
τα αντίστοιχα φαγητά της εβδοµάδας. Ο Μιχάλης ήταν ένα βολικό και διαβαστερό
παιδί, που δεν δηµιουργούσε προβλήµατα στου γονείς του. Αντίθετα ο Ιδοµενέας ήταν
ένας άτακτος µαθητής, όχι πολύ διαβαστερός και έµπλεκε συνεχώς σε διαβολιές. Οι
γονείς του είχαν απηυδήσει µαζί του, από τις συνεχείς τιµωρίες του. Στη σχέση του
όµως, µε το Μιχάλη και στο σπίτι, ήταν υπόδειγµα συµπεριφοράς. Τον Μιχάλη τον
αγαπούσε σαν αδελφό του και τον υπερασπιζόταν, διότι ήταν πάντα χαµηλών τόνων.
Τα σχολεία εκείνα τα χρόνια είχαν τον παιδονόµο. Ο ρόλος του ήταν να επιβλέπει
εάν τηρούνται οι κανονισµοί του σχολείου. Όποιος δεν τους τηρούσε, του επιβάλλονταν
οι ανάλογες τιµωρίες. Στο Γυµνάσιο του Μιχάλη και του Ιδοµενέα, παιδονόµος ήταν ο
«Κούντουρος» µε το όνοµα. Πρώην χωροφύλακας, που αντιµετώπιζε ή έβλεπε τους
µαθητές πάντα σαν παραβάτες ενώ τους ατίθασους σαν παρανόµους. Το παρατσούκλι
«Κούντουρος», το έβγαλαν τα παιδιά για να µην τους καταλαβαίνει όταν µιλούσαν

51
γιαυτόν. Ήταν λοιπόν, αντίθετο απ’ αυτό που ήταν ο παιδονόµος. Ενώ ήταν ψηλός, το
παρατσούκλι παρέπεµπε σε κοντό. Ο «Κούντουρος», είχε φτιάξει κανονισµούς στα
µέτρα που, δείχνοντας ένα υπερβάλλοντα ζήλο.
Οι κανονισµοί ήταν κυρίως αυστηροί, αλλά υπήρχαν και κάποιοι πιο χαλαροί. Ένας
από τους αυστηρούς κανόνες, ήταν :
Οι άρρενες µαθητές να φορούν πηλίκιο κατά την προσέλευσή τους ή αποχώρησή
τους από το σχολείο. Επίσης έπρεπε να το φορούν καθ’ όλη την διαδροµή από το σπίτι
στο σχολείο και το αντίθετο αλλά και σε κάθε έξοδό τους από το σπίτι, για να
ξεχωρίζουν ότι είναι µαθητές. Αν κάποιος δεν το τηρούσε αυτό, τον παρέπεµπε ο
παιδονόµος την εποµένη για τιµωρία. Η τιµωρία ήταν από απλή επίπληξη, µέχρι και
αποβολή για κάποιες µέρες από το σχολείο. Για τις µαθήτριες, αντί το πηλίκιο ίσχυε η
µπλε ποδιά. Που ήταν ουσιαστικά ένα φόρεµα σε µπλε χρώµα, που φορούσαν όλες οι
µαθήτριες, όπως οι µαθητές τα πηλίκια. Το επιπλέον για τις µαθήτριες µε τις ποδιές,
ήταν ότι έπρεπε να ’ναι µακριές, µέχρι κάτω ακριβώς από το γόνατο. Επίσης έπρεπε να
τη φορούν καθ’ όλη την διάρκεια του µαθήµατος και παραµονής τους στο σχολείο. Ενώ
τα αγόρια τα πηλίκια, µόνο στη διαδροµή και στα διαλλείµατα ήταν προαιρετικό. Οι πιο
ατίθασες µαθήτριες, είχαν ποδιά ρόµπα µε κουµπιά. Όταν λοιπόν, έφευγαν από το
σχολείο και πήγαιναν στο χωριό τους τις έβγαζαν και έµεναν µε την εσωτερική φορεσιά
τους, που µπορεί να ’ταν και λίγο πάνω από το γόνατο. Αν ο παιδονόµος είχε
πληροφόρηση για κάτι τέτοιο, έκανε έφοδο και µετά είχαµε τιµωρίες αντίστοιχες µε τα
πηλίκια ή καµιά φορά και βαρύτερες.
Επίσης, όταν σουρούπωνε οι µαθητές αγόρια και κορίτσια, απαγορευόταν να
κυκλοφορούν στο χωριό, να πηγαίνουν στα καφενεία ή στον σινεµά, ακόµη και τις
Κυριακές που δεν είχαν σχολείο. Η µόνη δικαιολογία στην νυκτερινή κυκλοφορία
υπήρχε αν ήταν µε τους γονείς τους, αν και πολλές φορές ο «Κούντουρος» έδειχνε
υπερβάλλοντα ζήλο, κάνοντας παρατηρήσεις.
Ένα Σάββατο του Αγίου Νικολάου, δύο συµµαθητές του Μιχάλη και του Ιδοµενέα
εορτάζοντες αποφάσισαν να κάνουν ένα πάρτι στο σπίτι του ενός. Θα είχαν µουσική σε
σιγανή ένταση, από ένα γραµµόφωνο που είχαν εξασφαλίσει από κάποιο µεγαλύτερο
γνωστό τους. Θα είχαν επίσης, γλυκά του κουταλιού, ξηρούς καρπούς αρκετούς, ποτά
βερµούτ και τσικουδιά, τους το προµήθευσε αυτός µε το γραµµόφωνο, πορτοκαλάδες
και γκαζόζες. Το σπίτι, ήταν στην πίσω µεριά ενός κυρίως σπιτιού και θα ήταν δύσκολο
να τους ανακαλύψει ο «Κούντουρος». Το βράδυ θα κοιµόντουσαν όλοι εκεί και το πρωί
θα πήγαιναν ο καθένας σπίτι του µετά τον εκκλησιασµό, χωρίς προβλήµατα. Ήταν όλα

52
µελετηµένα και σχεδιασµένα στην εντέλεια. Υπήρξε όµως, προδοσία από κάποιο καρφί
του σχολείου ότι θα γινόταν πάρτι. Ευτυχώς όµως, δεν µπόρεσε να µάθει σε ποιό σπίτι.
Το αστυνοµικό δαιµόνιο του Κούντουρου ξύπνησε και άρχισε να σχεδιάζει την
επιχείρηση εφόδου στο πάρτι, καθώς και την σύλληψη των «παρανόµων». Βρήκε
λοιπόν, όλους τους Νικολήδες και αποφάσισε να πάει σε όλα τα σπίτια των
εορταζόντων. Είχε το δικαίωµα να πηγαίνει στα σπίτια και να ελέγχει αν οι µαθητές
είναι νύχτα στο σπίτι τους όχι όµως, αργότερα από τις 9:00 το βράδυ. Τελικά η
«επιχείρηση έφοδος» ήταν ατυχής, γιατί έφαγε την ώρα του να πηγαίνει στα σπίτια
αυτών που γιόρταζαν, αλλά δεν έκαναν το συγκεκριµένο πάρτι. Ήταν σίγουρος ότι το
έκανε κάποιος του χωριού µεγάλης τάξης και όχι κάποιος ξένος. Αυτό ήταν το µέγα
λάθος του, διότι ήθελε να τα ψάλει λίγο και στους γονείς που επέτρεπαν κάτι τέτοιο.
Αυτό έγινε αιτία να τον καθυστερούν για τα χρόνια πολλά και τα κεράσµατα, µε
αποτέλεσµα 9:15 να έχει ακόµη πέντε σπίτια να ελέγξει. Πάλι η επιλογή ήταν λάθος να
πάει σε δύο και να µην πετύχει το πάρτι. Η ώρα εκείνη την στιγµή ήταν ήδη 9:40 και
είχε περάσει κατά πολύ το όριο επίσκεψης σε σπίτια.
Τελικά σε ένα από τα τρία σπίτια που δεν είχε κοιτάξει, ήταν το σπίτι που γινόταν το
πάρτι. Αποφάσισε λοιπόν, να περιµένει απέξω από το ένα απ’ αυτά που θεωρούσε ποιο
ύποπτο, για να τους πιάσει ό,τι ώρα βγουν. Ήταν τόσο νευριασµένος µε την αποτυχία
του, µέχρι εκείνη την στιγµή, οπότε δεν έκανε σωστές σκέψεις. Όταν αργά την νύχτα
δεν είδε κίνηση, κατάλαβε ότι το πάρτι γίνεται αλλού. Τότε αποφάσισε να πάει στα
σπίτια των άλλων δύο που έκαναν το πάρτι. Στο πρώτο που πήγε, πείστηκε αµέσως ότι
ούτε εκεί γινόταν.
Μόλις έφτασε στο τελευταίο σπίτι, συνειδητοποίησε ότι η κάµαρα του µαθητή ήταν
στην πίσω πλευρά. Μετά ήταν από τους στενούς φίλους του Ιδοµενέα. Τότε κατάλαβε
το µέγα λάθος του. Εδώ ήταν το πάρτι σίγουρα, αλλά πώς να χτυπήσει στους
νοικοκυραίους τέτοια ώρα, άγρια µεσάνυχτα. Ένα επιπλέον πλεονέκτηµα, ήταν ότι το
σπίτι που νοίκιαζε ο εορτάζων και γινόταν το πάρτι, το είχαν δύο γέροντες που το
χειµώνα κοιµόταν από τις 8:00 η ώρα και κλείδωναν την πόρτα. Βέβαια ο νεαρός είχε
κλειδί και έµπαινε ό,τι ώρα ήθελε, κάτι που το αγνοούσε ο παιδονόµος. Ήταν µια
παράµετρος που δεν γνώριζε αλλά ήταν σηµαντική. Ο Ιδοµενέας, ο εµπνευστής του
πάρτι, στο σηµείο αυτό άδραξε την ευκαιρία, επιλέγοντας το σπίτι που θα κάνουν το
πάρτι µε µεγάλη ασφάλεια. Επίσης για καλή τους τύχη, το σπίτι που γινόταν το πάρτι
ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτό που έστησε στην αρχή το καρτέρι ο παιδονόµος
«Κούντουρος». Στο σπίτι εκείνο έµενε µαθητής πολύ µεγαλύτερος σε τάξη και

53
ατίθασος σαν τον Ιδοµενέα, ένα τρίτο σηµείο λάθους. Έτσι δεν πέρασε νωρίτερα που θα
µπορούσε να ακούσει πιθανά την µουσική ή κάποια φασαρία από γέλια. Την ώρα που ο
«Κούντουρος» έστησε το δεύτερο καρτέρι, έχοντας ανάψει ένα τσιγάρο για να του
περάσουν τα νεύρα, ο Ιδοµενέας έκανε αναγνώριση αν έχουν ανακαλυφτεί. Με
ιδιαίτερη προσοχή πλησίασε την πόρτα και αµέσως αισθάνθηκε την µυρωδιά του
καπνού. Κατάλαβε ότι ήταν ο παιδονόµος και είχε στήσει καρτέρι, έχοντας σιγουρέψει
το σπίτι. Ο Ιδοµενέας γύρισε κι ’πε στους άλλους, ότι ο «Κούντουρος» είναι απ’ έξω
και καπνίζει µανιωδώς το ένα τσιγάρο µετά το άλλο.
-Θα έχει ένα άχτι όποιον πιάσει θα τον στείλει µε αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος
στον Έβρο.
Όλοι θορυβήθηκαν και οι δύο που σκεπτόταν να φύγουν κατά της µία, το ανέβαλαν
για αύριο. Έτσι κοιµήθηκαν όλοι µαζί στρωµατσάδα στο σπίτι. Οι συνονόµατοι που
έκαναν το πάρτι, είχαν και µια επιπλέον αβάντα. Πηδώντας ένα χαµηλό µπεντένι (µάντρα-
τοίχος), στα 50 µέτρα ήταν η εκκλησία της ενορίας που λειτουργούσε το πρωί της
Κυριακής. Όλοι αποφάσισαν το πρωί να πάνε στην εκκλησία, µόλις χάραζε, έτσι στο
τέλος της θα πήγαιναν σπίτια τους και δεν θα το αντιλαµβανόταν κανείς.
Αυτή ήταν η σκέψη του Ιδοµενέα, που ήταν ο ιθύνων νους της οργάνωσης του πάρτι.
Ήθελε να την φέρει του παιδονόµο και έψαχνε την ευκαιρία. Αυτή ήταν η ιδανική
περίπτωση. Τελικά δεν πήγαν όλα κατ’ ευχήν όπως υπολόγιζαν. Όταν ο παιδονόµος
έφτανε το πρωί στην εκκλησία, τον είδε από µακριά ο Ιδοµενέας. Ειδοποίησε τους
άλλους να βιαστούν, γιατί αν δεν προλάβουν να µπουν πρώτοι αυτοί στην εκκλησία, θα
τους προλάβει ο «Κούντουρος» και πάει το άλλοθί τους. Τρέχουν, αλλά
αντιλαµβάνονται ότι από την κεντρική πύλη θα τους δει. Πάνε λοιπόν, από την πλαϊνή,
αλλά αυτή είναι κλειστή. Ο Ιδοµενέας προσπαθεί µια δυο φορές να την ανοίξει, αλλά
µάταια. Έχουν παγώσει όλοι και εκεί που ήταν έτοιµοι να παραδοθούν, ως εκ θαύµατος
ξεκλειδώνεται η πόρτα και µπαίνουν, τρέχοντας να πιάσουν θέση. Ο Επίτροπος που
ήταν στο εσωτερικό και τους άνοιξε, κατάλαβε ότι κάποια κατσουκανιά (αταξία) είχαν
κάνει, αλλά είπε από µέσα του:
-Παιδιά είναι µωρέ, άστα να κάνουν τις κατσουκανιές (αταξίες) τους τώρα που µπορούν.
Καθώς δεν πρόλαβαν να ανάψουν κερί, τους άναψε ο επίτροπος από ένα στον
καθένα. Το είδε ο Ιδοµενέας και τον ευχαρίστησε πολύ. Πήγαν όµως, αµέσως και
προσκύνησαν τις εικόνες του τέµπλου. Την ώρα που τέλειωναν, έφτασε και ο
παιδονόµος. Βλέποντας όλους τους παρευρισκοµένους, κατάλαβε το φιάσκο του. Ήταν
να εκραγεί από τα νεύρα του που δεν τους πρόλαβε, αν και πήγε πολύ πρωί. Το

54
χειρότερο ήταν, ότι τον κοίταγε ο Ιδοµενέας και νόµιζε ότι τον κορόιδευε. Όταν η θεία
λειτουργία έφτασε στο σηµείο «Μετά φόβου θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε»,
αρκετοί µεταξύ αυτών και ο Ιδοµενέας πήγαν να µεταλάβουν. Ο παιδονόµος κόντευε να
εκραγεί, αλλά δεν µπορούσε να κάνει τίποτα.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας, ο Μιχάλης ευχαρίστησε τον επίτροπο, πλήρωσε τα
κεριά και έριξε στο φιλόπτωχο ταµείο ό,τι είχαν περίσσευµα. Τους υπόλοιπους τους
πλησίασε ο «Κούντουρος» και τους λέει:
-Εσείς που κοινωνήσατε είχατε νηστέψει;
Όλα µε µια φωνή του είπαν:
-Μα κύριε παιδονόµε, εµείς κρέας τρώµε µια στις δεκαπέντε µέρες και ανέ µας
στείλουν οι γονέοι µας. Όλα τα άλλα που τρώµε είναι νηστίσιµα.
Τότε πετάγεται ο Ιδοµενέας, δήθεν πικραµένος:
-Μα κύριε παιδονόµε, δεν έχουµε χρήµατα να ψωνίσουµε τυροκοµικά ή κρεατικά.
Τρώµε όσπρια, πατάτες, ελιές και χόρτα.
-Οψάργας (χθες βράδυ) στο πάρτι, δεν φάγατε πράµα µη νηστίσιµο;
-Ποιο πάρτι κυρ παιδονόµε…; Εµείς σπίτια µας κοιµόµασταν. Έχουµε λεφτά για
τέτοια.
Ο παιδονόµος που ήταν και λίγο στρουµπουλός, παρότι ψηλός δαγκώθηκε που ο
Ιδοµενέας τον κοροϊδεύει και ταυτόχρονα του κάνει µαθήµατα. Αυτό που τον πείραξε
ήταν ότι αυτός τρώει δυο - τρείς φορές κρέας την εβδοµάδα από διάφορα πεσκέσια
(δωράκια), για να µην κυνηγά µερικούς γιούς ή να προσέχει θυγατέρες, διαπλοκή επ’
αµοιβή ο «Κούντουρος». Αυτό το ήξερε ο Ιδοµενέας και γι’ αυτό τον κάρφωσε,
βρίσκοντας την ευκαιρία.
Την άλλη µέρα στο σχολείο, ο Ιδοµενέας διέρρευσε εντέχνως το πάθηµα του
παιδονόµου. Όταν αυτό έφτασε στα αυτιά του, κόντευε να σκάσει, γι’ αυτό αποφάσισε
να µην αφήσει τον Ιδοµενέα σε χλωρό κλαδί. Λογάριαζε, χωρίς να ξέρει ότι ο
Ιδοµενέας είχε πάρει την απόφαση να πάει στην πρωτεύουσα, σε ένα θείο του να
δουλέψει και να πηγαίνει σε τεχνική σχολή για ηλεκτρολόγος. Για τον Ιδοµενέα είτε
έµενε στην ίδια τάξη είτε όχι, ήταν το ίδιο. ∆ιότι η σχολή ήταν τρία χρόνια, εκτός και
αν είχε τελειώσει τις τρείς πρώτες τάξεις του εξαταξίου γυµνασίου. Σ’ αυτήν την
περίπτωση, θα έκανε µόνο δύο χρόνια στη σχολή και ο Ιδοµενέας ήταν ήδη στην Β’
τάξη του Γυµνασίου.
Ο Ιδοµενέας όµως, µετά την τάπα (του την έφερε) στον παιδονόµο, ήταν σχετικά
υπάκουος και περίµενε την ευκαιρία για άλλη µια γερή κόντρα. Ο συγκάτοικός του, ο

55
Μιχάλης, ένα απόγευµα είχε πάει σε ένα καλό συµµαθητή του να διαβάσουν µαζί και
να του λύσει κάποιες απορίες. Όταν τέλειωσαν, ο Μιχάλης διαπίστωσε ότι είχε
βραδιάσει. Παρότι οι γονείς του συµµαθητή του, του πρότειναν να τον συνοδέψουν
σπίτι, για να µην έχει πρόβληµα, αυτός τους ευχαρίστησε και έφυγε µόνος. Σχεδόν
τρέχοντας έφτασε στο σπίτι, αλλά στην τελευταία γωνία του φώναξε ο παιδονόµος. Ο
Μιχάλης δεν σταµάτησε αλλά έτρεξε και πρόλαβε να µπει στο σπίτι. Η ατυχία του
Μιχάλη, ήταν ότι στο σηµείο αυτό, ήταν το µόνο σπίτι που έµεναν µαθητές. Υπήρχαν
άλλα δύο σπίτια, άλλα ήταν λίγο πιο µακριά από το δικό τους. Ο παιδονόµος έφτασε
και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ο Ιδοµενέας και αµέσως ο παιδονόµος του λέει :
-Γιάντα (γιατί) Ιδοµενέα δεν σταµάτησες όταν σε φώναξα;
-Γιάντα εγώ ήµουνα, µ’ είδες καλά ότι ήµουν εγώ;
-Αν δεν ήσουν εσύ, τότε ήταν ο συγκάτοικός σου.
-Γιάντα, δεν µπορεί να ’ταν τα κορίτσια λίγο παρακάτω;
-Μη µε κοροϊδεύεις Ιδοµενέα, αφού ήταν αγόρι αυτός που µπήκε µέσα.
-Γιάντα, λίγο το ήθελε να φόρεσε αγορίστικα για να βγει έξω µε ένα πηλίκιο;
Ο παιδονόµος προς στιγµή ξαφνιάστηκε µε την εκδοχή του Ιδοµενέα, που δεν την
είχε σκεφτεί. Αναρωτήθηκε στιγµιαία και µετά σκέφτηκε για να το λέει ο Ιδοµενέας
γίνεται, όποτε το σηµείωσε. Ο παιδονόµος, συνεχίζοντας του απάντησε αφοπλιστικά:
-Αν ήταν όπως τα λες, θα προλάβαινα να δω που µπήκε. Ενώ τώρα δεν πρόλαβα, άρα
είστε ένας από τους δυό σας.
- Εµείς λέµε ότι δεν είµαστε εµείς και τιµώρησε όποιον θες.
Ο παιδονόµος δεν περίµενε τέτοια απάντηση, συνήλθε άµεσα και του είπε :
-Αφού δε λέτε ποιος από τους δύο ήταν, θα τιµωρηθείτε και οι δύο.
-Επειδή δεν τον έπιασες επ’ αυτοφώρω θα τιµωρηθούµε και οι δύο; Ποιος νόµος το
λέει αυτό; Αφού δεν έπιασες επ’ αυτοφώρω τον δράστη, µπορεί να ’ταν άλλο παιδί και να
σε φοβήθηκε. Λυπούµαι κύριε παιδονόµε, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι τροµοκρατείς µε την
παρουσία σου µ’ αυτά που λες και κάνεις. Όλα τα παιδιά, ακόµη και αυτά που δεν είναι
µαθητές. Τιµώρησε εµένα να τελειώνουµε. Εγώ ήµουν ικανοποιήθηκες;
Ο παιδονόµος έχει σκάσει από το κακό του που ένα παιδάκι του αντιστέκεται µε
επιχειρήµατα και δεν τον φοβάται όπως όλα τα άλλα παιδιά. Αυτό ήταν που τον πείραζε
περισσότερο δεν τον φοβόταν. Τελικά ο παιδονόµος την άλλη µέρα περιέργως δεν
κατήγγειλε κανέναν µάλλον, λόγω αµφιβολιών, τώρα είχε στο στόχαστρο και τον
Μιχάλη που ήταν φιλήσυχο και υπάκουο παιδί. Ο συντηρητισµός και ο υπερβάλλων
ζήλος του παιδονόµου τον είχαν κάνει αντιπαθέστατο σε όλη την κοινωνία του χωριού

56
ακόµη και σ’ αυτούς που δεν είχαν τα παιδιά τους µαθητές. Το είχε καταλάβει ο
παιδονόµος από διάφορες συµπεριφορές, το επιβεβαίωσε και ο Ιδοµενέας, έτσι
προσπαθούσε να το µετριάσει.
Πλησίαζε το καλοκαίρι και άνοιξε στο χωριό ο θερινός κινηµατογράφος. Οι µαθητές
ήταν απαγορευµένο να πηγαίνουν, ακόµη και τις Κυριακές, διότι οι προβολές ήταν
βράδυ και αυτό απαγορευόταν. Ο Ιδοµενέας βάλθηκε να βρει τρόπο να βλέπουν έργα
µε κάποιον τρόπο, χωρίς να τους βλέπει κανείς. Τελικά ο Ιδοµενέας βρήκε λύση, αλλά
µόνο για τέσσερα άτοµα την βραδιά, όχι περισσότερους.
Ο θερινός κινηµατογράφος, ήταν στην πίσω πλευρά του µαγαζιού του
σπιτονοικοκύρη του. Τον έπεισε µε µερικές βοήθειες που του έκανε στο µαγαζί αµισθί
και του έδωσε το κλειδί για να µπαίνει στην αυλή, πίσω από το µαγαζί να βλέπει
κανένα έργο. Στην αυλή υπήρχε ένα µπεντένι (µάντρα-τοίχος), που ήταν χαµηλότερο από το
µπεντένι (τοίχο) του κινηµατογράφου περίπου στο ένα µέτρο και σαράντα πόντους. Αν
στεκόταν κάποιος όρθιος, το κεφάλι µπορούσε να ’ταν λίγο πάνω από το µπεντένι (τοίχο)
του κινηµατογράφου ή αν δεν έφτανε, έβαζαν καµιά πέτρα. Ο Ιδοµενέας µε τον Μιχάλη
το είχαν δοκιµάσει µερικές φορές και είχε πετύχει, απλώς στα διαλείµµατα του έργου
κατέβαιναν από το µπεντενάκι (τοιχαλάκι) για να µην φαίνονται. Το σπίτι του Ιδοµενέα και
του Μιχάλη ήταν ακριβώς απέναντι από το µαγαζί του σπιτονοικοκύρη, οπότε ήταν
εύκολη η µετακίνηση. Βέβαια κάθε βράδυ είχαν βάρδια, τη µια µέρα ο Ιδοµενέας µε
άλλους τρείς και την άλλη ο Μιχάλης. Μ’ αυτό τον τρόπο έβλεπαν όλα τα έργα και στο
τέλος οι τρεις κοιµόντουσαν στο σπίτι τους και το πρωί πήγαιναν όλοι µαζί σχολείο.
Εκτός και αν ήταν Κυριακή, που πήγαιναν µετά την εκκλησία σπίτια τους.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ένα µήνα και περιέργως ο «Κούντουρος» δεν κατάλαβε
ή έµαθε τίποτα. Μια µέρα όµως, πήγε ένας συµµαθητής τους λίγο ανερούβαλος
(χαζοχαρούµενος-απερίσκεπτος). Ο Ιδοµενέας δεν τον ήθελε, γιατί φοβόταν την ανερουβαλιά
(απερισκεψία) του, ο Μιχάλης, όµως, τον λυπόταν γιατί τον παρακαλούσε µέρες. Πάνω στο
καλό που πήγε να κάνει ο Μιχάλης, βρήκαν όλοι τον µπελά τους. Ο συµµαθητής τους
µίλαγε κατά την διάρκεια του έργου δυνατά και τον άκουσαν κάποιοι θεατές. Ένας απ’
αυτούς, ήταν και µια καθηγήτριά τους, πολύ κακιά που τον κάρφωσε στον παιδονόµο.
Η καθηγήτρια έκανε µάθηµα στον µαθητή αυτόν και αναγνώρισε την φωνή του. Έτσι ο
παιδονόµος ένα βράδυ που ήταν η βάρδια του Ιδοµενέα, τους έστησε καρτέρι. Ο
Μιχάλης από το σπίτι είδε τον «Κούντουρο» και φεύγει για µιας (κατ’ ευθείαν-αµέσως) από
την πίσω πλευρά του σπιτιού, για να τους ενηµερώσει. Έτσι πάει από ένα άλλο δύσκολο
πέρασµα που είχαν για ώρα ανάγκης, ενηµερώνοντάς τους ότι ο παιδονόµος είναι απ’

57
έξω και τους περιµένει. Φεύγουν όλοι λοιπόν, από το εφεδρικό πέρασµα, καθώς ο
παιδονόµος περίµενε το τέλος της προβολής για να τους πιάσει. Ο Ιδοµενέας έβλεπε
από το κλειστό παράθυρο µε τον Μιχάλη και σκούσαν στα γέλια, που του την έφεραν
πάλι του «Κούντουρου». Ειδικά ο Ιδοµενέας που τον είχε άχτι. Ο παιδονόµος κοίταγε
από δω, κοίταγε από εκεί, αλλά πουθενά οι µαθητές. Τρία τέταρτα περίµενε, µέχρι που
κατάλαβε ότι του ξέφυγαν, διότι ήταν σίγουρος ότι ήταν µέσα, αφού έλεγξε και είδε τα
κεφαλάκια τους, αν και αυτοί δεν τον είδαν. Μεταξύ όλων διέκρινε τον Ιδοµενέα και
έκανε µια τρελή χαρά που θα τον απέβαλε, αλλά εις µάτην. ∆εν είχε σκεφτεί ότι υπήρχε
και άλλη έξοδος διαφυγής.
Την άλλη ηµέρα µε πολύ θράσος και αφέλεια, ρωτά τον παιδονόµο ο Ιδοµενέας:
-Γιάντα κύριε παιδονόµε οψάργας (χθες αργά) ήσασταν στο σπίτι µας απέναντι; Έγινε
πράµα (τίποτα) µε µας και µας παρακολουθούσατε;
-Έγινε Ιδοµενέα, αλλά να συχωρνάς αυτόν που σε ειδοποίησε και µου ξεγλίστρησες.
Αλλά κατέχω (γνωρίζω) τον ότι ήταν το Μιχαλιό και να το σάσω (συγυρίσω) θέλει, γιάντα πολλά
µου ‘χει καωµένα (καµωµένα) τελευταία.
-Μα γιάντα κύριε παιδονόµε θέλεις νάσαι κακός άνθρωπος ενώ κατά βάθος δεν είσαι;
Είντα φταίει το Μιχαλιό και εγώ;
-Οψάργας (χθες βράδυ) δεν ήσουν στο κινηµατογράφο;
-Όι (όχι) δεν ήµουν;
-Αφού σ’ είδα, γιάντα µου λες ψώµατα (ψέµατα);
-Ε, κυρ παιδονόµε µε το συµπάθιο µα δεν θωρείς (βλέπεις) καλά. Εγώ µε το Μιχαλιό
διαβάζαµε, µέχρι αργά.
-Ντα είντα (µα τι) µωρσύ θαρρείς (νοµίζεις) πως είµαι, µπουνταλάς (χαζός) και δεν κατέχω
ειντάγινε οψάργας; Λάλιε (πήγαινε) στην τάξη σου και µουρµού (µιλιά µην βγάλεις).
-Μας αδικείς κυρ παιδονόµε και είµαστε καλά κοπέλια, µας αδικείς.
Ο Ιδοµενέας έφευγε και από µέσα του σκούσε στα γέλια µε τον παιδονόµο, που τον
ξεγέλασε άλλη µια φορά, χωρίς να τον πιάσει. Ήξερε ότι, µέχρι τις εξετάσεις πρέπει να
’ναι υπάκουος, για να µην κάνει κακό στο Μιχάλη, που θα συνέχιζε την επόµενη
χρονιά.
Την µέρα των εξετάσεων, ο Ιδοµενέας λέει του κυρ παιδονόµου:
Γιάε κοίταξε να µου προσέχεις το Μιχαλιό του χρόνου. Γιάντα να ‘ρθω θέλει από την
Αθήνα να σε κυνηγώ, ανέ µάθω ότι του ‘κανες πράµα.
-Γιάντα µωρέ Ιδοµενέα; ∆εν σε βάζει η Κρήτη και πας για ανώτερες σπουδές στην
Αθήνα;

58
-Όι πάω για ηλεκτρολόγος να δουλέψω και να πάω στην σχολή.
-Ο Θεός να ξεµιστεύει (προστατεύει) τους ανθρώπους που θα τους φτιάχνεις τα ηλεκτρικά
γιάντα να τους σκοτώσεις θέλει ούλους.
-Ανέ θέλεις ηλεκτρικά να µην µε πάρεις κυρ παιδονόµε γιαντα για σένα θα κάνω
εξαίρεση. Πάντως ταχιά (του χρόνου) θα ’ναι πολύ ήρεµα που θα λείπω.
-Μην ανησυχείς και έχει πολλούς σανε του λόγου σου (σαν εσένα).
Ο Ιδοµενέας πήγε στην Αθήνα, δούλεψε, τέλειωσε την σχολή κι έγινε ένας πολύ
καλός ηλεκτρολόγος. Όταν τέλειωσε τον στρατό, πήρε την άδεια του ηλεκτρολόγου και
γύρισε στο χωριό, όπου έγινε ο καλύτερος ηλεκτρολόγος της περιοχής. Η ποιότητα
δουλειάς του ήταν αξεπέραστη, οι τιµές του πολύ καλές και τηρούσε πάντα την έναρξη
και τέλος εργασιών που υποσχόταν. Ο δε Μιχάλης έγινε πολιτικός µηχανικός. Γύρισε
και αυτός στο χωριό και συνεργάστηκαν σε δουλειές που έκανε. Ο Μιχάλης πρότεινε
πάντα τον Ιδοµενέα, σαν ηλεκτρολόγο, αλλά και ο Ιδοµενέας τον Μιχάλη για µηχανικό.
Το αποκορύφωµα ήταν, όταν ο παιδονόµος µεγάλος σε ηλικία πλέον πάντρευε την
µικρή του κόρη και πήγε στο Μιχάλη για την άδεια οικοδοµής. ∆εν τον αναγνώρισε,
αλλά ο Μιχάλης του είπε µε χιούµορ:
-Καλώς τον κυρ παιδονόµο που δεν του ξέφευγε πράµα (τίποτα).
-Μα ποιός είσαι γιέ µου που µε κατέχεις (ξέρεις);
-Το Μιχαλιό, που καθόταν µε τον Ιδοµενέα.
-Ώφου θέ µου είντα µου θύµισες… Μπράβο σου Μιχαλιό αντράκι µου που έγινες
µηχανικός αλλά αυτός ο Ιδοµενέας ειντάγινε, αλήτης;
-Όι ηλεκτρολόγος κυρ παιδονόµε και πολύ καλός µάλιστα. Είναι επίσης, παντρεµένος
µε τρία κοπελάκια (παιδάκια). Μάλιστα γίναµε και σύντεκνοι βαπτίζοντάς του ένα κοπέλι.
-Είντα µου λες µωρέ Μιχαλιό; Τόσο πολύ λάθος έκαµα µ’ αυτό το κοπέλι;
-Ναι έκαµες, γιάντα δεν έλαβες υπόψη σου ότι ήταν ένα κουζουλοκόπελο (τρελόπαιδο), που
όταν µεγάλωσε ωρίµασε και έσασε.
Το αποκορύφωµα ήταν, όταν πήγε να του φτιάξει τα ηλεκτρικά και η κόρη του µε
τον γαµπρό του τον εκθειάσανε. Τι οργανωµένος επαγγελµατίας, τι ωραία που στα
εξηγεί, τι ωραία που σου κανονίζει την αρχή και τέλος των εργασιών! Ο
γεροπαιδονόµος δεν άντεξε και πήγε να τον βρει. Ήθελε να πειστεί ότι πράγµατι ο
Ιδοµενέας αυτό το ατίθασο παιδί ήταν όπως του έλεγαν.
Όταν βρέθηκαν ο παιδονόµος δεν τον αναγνώρισε ο Ιδοµενέας όµως, αµέσως του
είπε:

59
-Γειά σου κυρ παιδονόµε που ήσουν καλός άνθρωπος αλλά υπερέβαλες λίγο και εκεί
χαλούσες την εικόνα σου.
-Μου το είχες πει µια φορά εσύ Ιδοµενέα ότι είµαι καλός άνθρωπος αλλά κανείς άλλος
και σ’ ευχαριστώ αν και δεν το έλαβα υπόψη µου τότε.
Αφού µιλήσανε αρκετή ώρα, ήπιαν και ένα καφεδάκι ενθυµούµενοι όλες τις
σκανδαλιές του Ιδοµενέα. Για το αξέχαστο πάρτι, για την εκκλησία την άλλη µέρα, για
τον κινηµατογράφο αλλά και για το Μιχαλιό που δεν σταµάτησε στις φωνές του. Αφού
είπαν λεπτοµέρειες ο ένας για τον άλλο στα γεγονότα αυτά ο παιδονόµος λέει:
-Μωρέ συ Ιδοµενέα, να µε συγχωρέσεις θέλει που σου φέρθηκα τόσο άσχηµα και σε
κυνηγούσα;
-Συγχωρεµένος είσαι από τότε κυρ παιδονόµε. ∆ε σου κράτησα ποτέ κακία, µου άρεσε
να σε πειράζω και κυρίως να σε ξεγελώ, αλλά ήµουν κοπέλι (παιδί) τότε.
-Καλό κλωθονούσικο (πολυµήχανο) κοπέλι ήσουν εσύ. Νάσαι καλά και να ζήσεις πάντα
ευτυχισµένος και χαρούµενος, όπως τότε.

60
Το Αθηναιάκι στο χωριό (Το πρωτευουσόπαιδο στο χωριό)

οικογένεια του Αποστόλη ζούσε στην πρωτεύουσα Αθήνα. Οι γονείς του όµως,
ήταν από την Κρήτη. Συγκεκριµένα από χωριό του Λασιθίου ο πατέρας του και από
χωριό του Ηρακλείου η µητέρα του. Οι σχέσεις µε τους αντίστοιχους τόπους καταγωγής
των γονιών του Αποστόλη, ήταν πιο στενές από την µεριά της µητέρας του. Έτσι
υπήρχε περισσότερη επικοινωνία και επισκέψεις πολλών συγγενών από το χωριό στο
σπίτι τους. Ήταν έντεκα ετών ο Αποστόλης, όταν κάποιος συγγενής ανέβηκε για
διακοπές τον Ιούνιο στην Αθήνα. Επιστρέφοντας στο χωριό, πήρε µαζί του και τον
µικρό Αποστόλη, για διακοπές κάποιων ηµερών.
Φθάνοντας στο όµορφο παραθαλάσσιο χωριό της Μεσσαράς, έµεινε στην αδελφή
της µητέρας του, όπου είχε συνοµήλικο ξάδελφο. Έτσι εξασφαλίστηκε η εύκολη
προσαρµογή του. Εύκολη στα λόγια βέβαια, γιατί η πραγµατικότητα ήταν διαφορετική.
Ο ξάδελφός του και οι συνοµήλικοι φίλοι του, κυκλοφορούσαν το καλοκαίρι χωρίς
παπούτσια. Για τον Αποστόλη αυτό ήταν αδιανόητο, αλλά ο χωραΐτης (το Αθηναιάκι)

έπρεπε να προσαρµοστεί στα δεδοµένα του χωριού. Αυτό ήταν µια προσαρµογή αρκετά
δύσκολη για τον χωραΐτη. ∆υστυχώς δεν τα κατάφερε τελικά αν και πέρασαν πολλές
µέρες. Μετά είχε πλησιάσει και ο καιρός της επιστροφής στην πρωτεύουσα, έτσι
σταµάτησε την προσπάθεια προσαρµογής. Μια άλλη ακόµη δυσκολία ήταν στην
συνεννόηση, διότι τα παιδιά του χωριού χρησιµοποιούσαν λέξεις του Κρητικού
ιδιώµατος, που το Αθηναιάκι αγνοούσε την ερµηνεία τους. Έτσι πολλές φορές τον
κορόιδευαν, αλλά ευτυχώς ήταν εκεί ο ξάδελφος, για να σβήνει τις οποιεσδήποτε
εντάσεις ή παρεξηγήσεις. Επίσης τα φαγητά ήταν πολύ διαφορετικά στο χωριό, αλλά
ευτυχώς ήταν καλόφαγο παιδί. Αυτό όµως, που δεν µπορούσε να συνηθίσει µε τίποτα,
ήταν το παξιµάδι αντί για ψωµί. Τέλος ένα άλλο περίεργο, ήταν ότι δεν υπήρχε ρεύµα
στο χωριό και έβλεπαν µε τα λυχνάρια και τις λάµπες πετρελαίου. ∆υσκολεύτηκε
λοιπόν, αρκετά στην αρχή. Όταν όµως, τελικά συνήθισε το καινούριο περιβάλλον του
άρεσε υπερβολικά. Ειδικά όταν κοιτούσε τον βραδινό έναστρο ουρανό και έβλεπε ένα
θέαµα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Όλα τα παιδιά γνώριζαν τα άστρα, ενώ αυτός αγνοούσε
τα πάντα. Έτσι άρχισε αργά να µαθαίνει και να ξεχωρίζει τα άστρα. Αυτό που τον είχε
εκτασιάσει, ήταν ο «Ιορδάνης ποταµός». Τα παιδιά του χωριού έλεγαν έτσι τον
Γαλαξία! Του άρεσε που µε τα γαϊδουράκια πήγαιναν στα αµπέλια και έτρωγαν

61
σταφύλια. Επίσης και στα καρύδια, που τα έτρωγαν κατ’ ευθείαν από το δέντρο µε το
φλούδι, πράγµα που σου έκανε τα χέρια χρωµατιστά. Και στα µούρα ακόµα που,
τρώγοντάς τα έβαφαν τα µπλουζάκια τους, µε αποτέλεσµα να φωνάζει η θειά του, γιατί
δεν έβγαιναν εύκολα. Επίσης πήγαιναν στους κήπους και έκοβαν τα διάφορα λαχανικά
όπως ντοµάτες, ατζούρια, φασόλες, µπάµιες, αγγούρια, πιπεριές, µελιτζάνες και
διάφορα άλλα. Επίσης αξέχαστα ήταν τα απογεύµατα που συνήθως πήγαιναν στην
θάλασσα, περπατώντας δύο µε τρία χιλιόµετρα. Η θάλασσα πάντα ήταν
ψιλοανταριασµένη, κάνοντας δύσκολη την είσοδο µα και την έξοδό τους. Το βράδυ
τέλος κοιµόντουσαν στο δώµα, µαθαίνοντας τα αστέρια του πανέµορφου Κρητικού
ουρανού.
Οι µέρες πέρασαν γρήγορα και ετοιµάστηκε ο Αποστόλης για την επιστροφή στην
Αθήνα, µε έναν άλλο συγγενή που πήγαινε για δουλειές. ∆εν του έκανε καρδιά να
φύγει, διότι είχε περάσει απίθανα καλά, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Υποσχέθηκε στα
ξαδέλφια και τους φίλους, ότι του χρόνου θα ’ρθει για όλο το καλοκαίρι. Τρείς
ολόκληρους µήνες δηλαδή!
Πράγµατι, κράτησε την υπόσχεσή του και το επόµενο καλοκαίρι κατέβηκε ξανά, µε
σκοπό να µείνει όλο το καλοκαίρι. Αυτή την φορά δεν έµεινε στην θεία του, διότι είχαν
µεταφερθεί στο Ηράκλειο, λόγω εργασίας του θείου. Έτσι πήγε σε άλλον αδελφό της
µητέρας του, που είχε και αυτός γιο σχεδόν συνοµήλικο του Αποστόλη. Η παρέα των
ξαδελφιών παρέµεινε η ίδια, εκτός των φίλων του ξαδέλφου που πήγε στο Ηράκλειο.
Αυτό δεν ήταν πρόβληµα όµως, αφού και µε τα ξαδέλφια του πέρναγε πολύ καλά,
µάλιστα πολύ καλύτερα. Φέτος όµως, κάθε πρωί πήγαιναν στο χωράφι για δουλειές και
επέστρεφαν νωρίς το απόγευµα, για να κάνουν το µπάνιο τους στην θάλασσα. Στο
χωράφι κάνανε δουλειές αποψίλωσης και έφτιαχναν φράχτες, ανοίγοντας στυλιές για να
µπαίνουν οι υποστηρικτικοί πάσσαλοι του φράχτη. Επίσης µάζευαν ξύλα για την
παραστιά και τον φούρνο, τα οποία φόρτωναν στο γάιδαρο και επέστρεφαν µε τα πόδια
για 4-5 χιλιόµετρα. ∆εν υπήρχαν γκαζιέρες ή υγραέριο για το µαγείρεµα, αλλά µόνο
παραστιά (εστία σπιτιού, τζάκι) και ξυλόφουρνος.
Ο θείος είχε ένα ανοξείδωτο πεντακάθαρο κουβά, που σ’ αυτόν έπιναν νερό το
µουλάρι, ο γάιδαρος, οι δύο αίγες και οι τρείς προβατίνες. Μια δουλειά που την
ανέλαβε ο Αποστόλης, διότι του άρεσαν τα ζώα. Επίσης είχε αναλάβει να ταΐζει και να
ποτίζει τον χοίρο. Μάζευε όλα τα αποφάγια της ηµέρας και µετά το απογευµατινό
µπάνιο στην θάλασσα, ήταν η ώρα του χοίρου. Ο χοίρος µόλις τον έβλεπε έκανε σαν
τρελός από την χαρά του, γιατί ερχόταν το γεύµα (ο θείος όταν έσφαζε το χοίρο δεν

62
ξεχνούσε τον ανιψιό του και του έστελνε πάντα λουκάνικα και σύγλινα). Λίγο πριν
σουρουπώσει, πήγαινε και τις αίγες στον τράγο που τις άφηνε όλη νύκτα. Το πρωί
πήγαινε να τις πάρει, λέγοντάς του ο ιδιοκτήτης αν ο τράγος βάτεψε (γκάστρωσε) καµιά.
Αυτό το έβλεπε από τα σηµάδια που άφηνε ο τράγος. Αν τις είχε βατέψει ή έστω την
µία, δεν ήταν ανάγκη να ξαναπάνε. Θα περιµένανε τη γέννα, µετά από τους
προβλεπόµενους µήνες κύησης. Ο τράγος αν είχε γκαστρώσει την αίγα δεν την
ξαναπλησίαζε και ήταν άδικος κόπος να την πηγαίνουν. Το γνώριζε από τις µυρωδιές
αυτό ο τράγος.
Αυτή τη φορά στο χωριό, ο Αποστόλης αντιµετώπισε τρείς δύσκολες καταστάσεις.
Η πρώτη ήταν µια εµπύρετη λοίµωξη, που κράτησε δέκα µέρες περίπου. Στην πρώτη
βδοµάδα παραµονής στο χωριό τα επτά ξαδελφάκια του χωριού µε το Αθηναιάκι
αποφάσισαν µετά από πολλές συζητήσεις να πάνε στην «Λιβάδα» που ήταν τα αµπέλια
της οικογενείας να κόψουν σταφύλια για τα σπίτια. Έτσι γύρω στις 9:00 µαζεύτηκαν
όλα τα ξαδελφάκια στου θείου που έµενε ο Αποστόλης για να ξεκινήσουν. Είχαν
τέσσερα γαϊδουράκια, θα κάθονταν ανά δύο στο κάθε γαϊδουράκι. Ο Αποστόλης µε το
Μανώλη, στο σπίτι του οποίου έµενε, είχαν τον «Σπαγγουλίδι». Τα άλλα ξαδέλφια ανά
δύο είχα συνεννοηθεί µεταξύ τους πως θα πήγαιναν. Ο µόνος που ήταν έξω φρενών
ήταν ο έτερος ξάδελφος Μανώλης, γιατί οι δυο αδελφές του ήθελαν να έλθουν και
αυτές. Ο Μανώλης δεν της ήθελε, γιατί δεν αισθανόταν ελεύθερος να κάνει και να λέει
ό,τι ήθελε ενώ µε τα ξαδέλφια αγόρια ήταν άνετος. Οι αδελφές του συνεχώς του έλεγαν
αν έκανε πράµα (τίποτα) που δε τους άρεσε:
-Εδά που θα γιαγείρουµε (επιστρέψουµε) να το πω θέλει του αφέντη (πατέρα) µας και να σε
σάσει (συγυρίσει-κανονίσει) θέλει αυτός.
Πώς να τις θέλει µαζί του µε τέτοιες απειλές και εκβιασµούς που του έκαναν, ενώ µε
τα ξαδέλφια ήταν όλοι µαζί στην κατσουκανιά (αταξία). Το «απόσπασµα των ελεύθερων
καβαλάρηδων» ξεκίνησε για την «Λιβάδα» µες την τρελή χαρά µε πειράγµατα και
χαχανητά. Μετά από είκοσι λεπτά γαϊδουρινού «ξέφρενου καλπασµού» το
«απόσπασµα» έφτασε στην περιοχή των «επιχειρήσεων» «Λιβάδα». Αµέσως όσοι είχαν
αµπέλι άρχισαν να κόβουν ώριµα και ωραία τσαµπιά σταφύλια. Αφού έκοψαν τα
σταφύλια έτρεξαν γρήγορα να πάνε να τα πλύνουν από τα πιθανά υπολείµµατα από
θειάφι για να φάνε µερικά και τα υπόλοιπα για το σπίτι. Την στιγµή αυτή ο
αγροφύλακας από κάπου ψηλότερα βλέπει τις κινήσεις αυτές και πιστεύει ότι κλέβουν
σταφύλια. Είχε ένα ωραίο και γρήγορο άλογο, και µε γρήγορο καλπασµό έφτασε στην

63
σκιά των δέντρων στο ποταµάκι που έπλεναν τα σταφύλια τα ξαδελφάκια. Ξαφνικά
νάσου ο Αγροφύλακας, και το Μανωλιό (µε τις µαρτυριάρες αδελφές) λέει του:
-Έλα κυρ αγροφύλακα να φιλέψουµε κανένα φρέσκο σταφυλάκι που εδά µόλις
τρυγήσαµε!
-Γιάντα µωρέ Μανωλιό από τα αµπέλι σου είναι κοµµένα;
-Όι από της θείας µου της Αργυρώς και έχω το ελεύθερο, γιάε είναι επαέ και ο
βλαστός της να στο επιβεβαιώσει.
-Ετσά είναι µωρέ Μιχαλιό, γιάντα το Μανωλιό όλο και κανένα ψώµα λέει µου οντέ
τον πιάνω.
-Μα είντα λέτε κυρ αγροφύλακα, είµαι παρών, και να τα ‘κλεψε; Μετά έχουµε
επισκέπτη και ήλθαµε να φάµε κανένα σταφύλι να κάµει και την βόλτα το χωραϊτάκι
(Αθηναϊάκι) ξαδελφάκι µας.
-Ναι µωρέ Μιχαλιό έχεις δίκιο εδά που σας θωρώ καλά όλα είστε ξαδελφάκια και
είναι δικές σας περιουσίες, από ψηλά δεν σας γνώρισα καλά. Μείνετε µακριά από τα ξένα
µόνο.
-Εµείς κυρ αγροφύλακα εδά να πάµε θέλει στα σύκα και τα καρύδια που είναι
παραπάνω και δεν είναι κανενός.
-Να πατέ µωρέ Μανωλιό! Γιάντα να τα τρυγήσουν άλλοι; Στα ξένα να µην πηγαίνεις
και µε στεναχωράς που το λέω του αφέντη σου και του ιδιοκτήτη.
-Μην στεναχωράσαι κυρ αγροφύλακα εγώ έχω το ελεύθερο από ούλους
Ο αγροφύλακας έφυγε γελώντας, αλλά ήξερε ότι το Μανωλιό ήταν αγαπητό κοπέλι
και ούλοι δεν έκαναν πράµα όταν τους το έλεγε. Μετά είντα ‘κλεβε; Μια χαχαλιά (χούφτα)
αµύγδαλα τσάγαλα (άγουρα), ή κανένα πορτοκάλοµαντάρινο να φάει ή κανένα ατζούρι ή
ντοµάτα.
Μετά που έφαγαν τα σταφύλια και πήγαν λίγο παρακάτω, για καλή τους τύχη είχε
σπάσει ένα µεγάλο κλωνάρι από την καρυδιά και είχε καρύδια να φάνε δέκα πατούλιες
(οµάδες) σαν αυτούς. Αφού έφαγαν αρκετά και έγιναν χάλια σε χέρια και ρούχα µάζεψαν
και για το σπίτι όλοι τους. Τέλος πήγαν στις συκιές. Εκεί έφαγαν µε την ψυχή τους δεν
µάζεψαν για το σπίτι, είπαν ναρθούν άλλη µέρα µόνο για σύκα.
Επέστρεψαν στα σπίτια το µεσηµεράκι, έφαγαν και ο Αποστόλης µε τον ξάδελφό
του κοιµήθηκαν. Όταν ξύπνησαν, ο Αποστόλης δεν αισθανόταν πολύ καλά και µέχρι το
βράδυ έβαλε πυρετό. Μετά από µια δύσκολη βραδιά που πέρασε ο Αποστόλης να
ψήνεται στον πυρετό πρωί-πρωί, ο θείος του έφερε το γιατρό και η διάγνωση ήταν
παράτυφος. Για δέκα µέρες αγωγή µε φάρµακα, ελαφριά φαγητά και στο κρεβάτι. Να

64
του κάνουν κοµπρέσες για να του πέφτει λίγο ο πυρετός. Ο γιατρός είπε ότι πιθανά να
το έπαθε από όχι καλά πλυµένα σταφύλια που έφαγε ή το νερό από το ρυάκι που ήπιε.
Οι µέρες πέρναγαν, ο πυρετός δεν µειωνόταν τις πρώτες µέρες, γι’ αυτό του έκαναν
συνεχώς κοµπρέσες. Μια µέρα µέσα στον πυρετό ξύπνησε και ήθελε νερό. Κοίταξε
δίπλα του και είδε ένα ποτήρι γεµάτο. Το αρπάζει και όπως ήταν διψασµένος, το
κατεβάζει όλο άµεσα αισθανόµενος ταυτόχρονα να καίγονται τα σωθικά του! Το ποτήρι
δεν είχε νερό, αλλά τσικουδιά που την είχαν εκεί για να του κάνουν κοµπρέσες. Το
θερµόµετρο κόντεψε να σπάσει, καθώς η ζαλάδα και το µεθύσι του άρρωστου µικρού
Αποστόλη χειροτέρευσαν. Ο θείος και η θεία δεν ήξεραν τι να κάνουν, ενώ τα ξαδέλφια
του όλα είχαν σκάσει στα γέλια µε το πάθηµά του. Όταν µετά από λίγο άρχισε να
παραµιλά από τον πυρετό και το µεθύσι, ήταν απολαυστικός. Πάνω στο παραµιλητό,
έλεγε πολλά αστεία πράγµατα άθελά του και όλοι γελούσαν παρότι στεναχωριόνταν µε
την ασθένειά του.
Η δεύτερη περιπέτεια ήταν όταν µια µέρα πήγαν στο περιβόλι να ποτίσουν τα
ξινόδεντρα, να σπάσουν τους βόλους του ζευγαρισµένου χωραφιού και να το
φρεζάρουν. Το φρεζάρισµα γινόταν µε τον βολόσυρο. Ένα πλατύ ξύλο µε κοφτερές
πέτρες από κάτω, στο οποίο κάθισαν όλοι επάνω: ο θείος, ο γιός του Μανώλης και ο
µικρότερος Αποστόλης. Οι δύο µικροί κράταγαν γερά τον θείο, ενώ ο θείος κράταγε
γερά τα γκέµια του µουλαριού. Το πλατύ ξύλο είχε δεθεί πάνω στο µουλάρι που το
τραβούσε µαζί µε τους επιβαίνοντες. Έκαναν αρκετούς γύρους και το χωράφι είχε
φρεζαριστεί τέλεια, έτοιµο να δεχτεί την νέα παραγωγή πάνω του. Μετά πότισαν και
µάζεψαν καρπούς από τα δένδρα, κυρίως λεµόνια. Αργά το µεσηµέρι έφαγαν και
ξάπλωσαν για λίγη ώρα. Μετά από ένα καλό υπνάκο µίας ώρας, ξύπνησε ο θείος,
ξύπνησε τον Αποστόλη και τον γιό του Μανώλη. Αµέσως τους λέει, κοιτάξτε δεξιά σας.
Κοιτάνε και τι να δούνε; Ένα τεράστιο φίδι είχε περάσει πάνω από τα σώµατά τους. Ο
Αποστόλης µε το Μανώλη δεν το κατάλαβαν και δεν πίστευαν πως δεν τους έκανε
τίποτα κακό ένα τόσο µεγάλο φίδι. Ο θείος όµως, κοιτούσε µην ξυπνήσουνε και
κάνουνε καµιά κίνηση φόβου και τους επιτεθεί. Τότε τους εξήγησε ότι ήταν νερόφιδο
το οποίο δεν δαγκώνει, ούτε είναι δηλητηριώδες, αλλά µόνο αν απειληθεί επιτίθεται.
Αφού µάζεψαν για µια ώρα τα απαραίτητα ξύλα, τα φόρτωσαν στα ζώα και επέστρεψαν
στο χωριό.
Η τρίτη καλή περιπέτεια, ήταν όταν για κάποιες µέρες άνοιγαν στυλιές (τρύπες για
να µπουν στύλοι), σ’ ένα χωράφι που ήθελε ο θείος του να το φυτέψει ντοµάτες
υπαίθριες. Κάµποσες µέρες πήγαιναν τα δύο παιδιά και άνοιγαν τις στυλιές, ενώ το

65
µεσηµέρι πήγαινε ο ένας από τους δύο στο χωριό που ήταν κοντά και έπαιρνε το
µεσηµεριανό φαγητό. Έτρωγαν, ξεκουράζονταν λίγη ώρα και συνέχιζαν, µέχρι αργά το
απόγευµα. Μετά πήγαιναν για µια βουτιά στην θάλασσα που ήταν κοντά και
επέστρεφαν στο σπίτι. Μια µέρα πήγε ο Αποστόλης το µεσηµέρι να φέρει το φαγητό.
Ήταν φακές και είχε ντοµάτες, αγγούρια για σαλάτα, ελιές, τυρί και παξιµάδι. Τα είχε
τυλίξει σε µια µεγάλη πετσέτα η θεία του, εκτός τις φακές που τις είχε βάλει σε ένα
κατσαρόλι µε σκέπασµα. Όλα µαζί, τα είχε βάλει στον ανοξείδωτο καθαρό κουβά που
πότιζαν τα ζώα. Το κατσαρόλι µε τις φακές το είχε στριµώξει µε τα άλλα πράγµατα, για
να µην χυθεί µέσα στο κουβά. Ο Αποστόλης όµως, πεινούσε πολύ και γι’ αυτό
τσίγκλαγε το γάιδαρο να τρέχει. Το αποτέλεσµα ήταν, όπως κάλπαζε χοροπηδώντας ο
κουβάς, γύρισε το κατσαρόλι και χύθηκαν όλες οι φακές µέσα στον κουβά. Όταν
ξεπέζεψε στο χωράφι και πήγαν να στρώσουν να φάνε, βλέπουν τις φακές χυµένες. Ο
Μανώλης λέει τότε στον Αποστόλη:
-Εγώ δεν τρώω, πάρε το γάιδαρο και πήγαινε να φέρεις άλλο φαϊ.
-Εγώ την σειρά µου την έκανα, τώρα είναι η δική σου. Τρέχα…. Εγώ πάντως θα φάω
από τον κουβά τις φακές δεν µε πειράζει. Εσύ που είσαι βαµβακόκωλος (καλοµαθηµένος)

πήγαινε στο χωριό για άλλο.


Ο Μανώλης, βλέποντας την αδιαλλαξία του Αποστόλη, αλλά και την πείνα που τον
θέριζε, κάθισε και σιγά-σιγά ξεκίνησε να τρώει. Κάποια στιγµή που τέλειωναν οι
φακές, οι δύο µικροί έπαιρναν το βρεγµένο παξιµάδι και σκούπιζαν την σάλτσα από τις
φακές στον κουβά να µην µείνει τίποτα. Ο Μανώλης στην αρχή δεν το έκανε, άρχισε
όµως, να συµβιβάζεται στη ιδέα, βλέποντας τον ξάδερφό του να βουτά µε µανία! Αφού
έφαγαν όλο το τυρί µε το υπόλοιπο παξιµάδι και χόρτασαν καλά, ξαφνικά ο Μανώλης
βάζει τα γέλια:
-∆εν το πιστεύω ότι φάαµε τις φακές µέσα από τον κουβά που ποτίζουµε τα οζά (ζώα).
-Με την πείνα που είχαµε ξάδελφε, και τον κουβά θα τρώγαµε αν γινόταν.
-Να δεις φασαρία που θα µας κάµει η µάνα µου άµα της το πούµε.
-Τι φασαρία; Τώρα που το φάγαµε.
Το βράδυ στο σπίτι όταν το έµαθε η θεία έβαλε τις φωνές, φοβούµενη µην πάθει
πάλι τίποτε ο επισκέπτης. Γι’ αυτό έφτιαξε λεµόνι µε καφέ σε µια κουτάλα και έβαλε
και τους δύο να το πιούν προληπτικά. Μετά συνέχισε το ζύµωµα, αφού την εποµένη
ήταν µέρα ψησίµατος ψωµιού. Η θεία πρωί-πρωί κοίταξε τους νεαρούς, αν ήταν καλά
και, όταν βεβαιώθηκε ότι κοιµόταν ήσυχα-ήσυχα, ηρέµησε που δεν έπαθαν πράµα.

66
Το πρωί όταν ξύπνησαν, µοσχοβολούσε η αυλή από την όµορφη µυρωδιά του
ψηµένου φρέσκου ψωµιού. Άρπαξαν ένα ψωµί καυτό και έκαναν πρωινό αλείφοντάς το
µε φρέσκο βούτυρο, το οποίο µόλις το έβαζαν πάνω στο καυτό ψωµί έλιωνε ακαριαία,
µαζί µε µπόλικο µέλι θυµαρίσιο. Εκείνο το πρωί έφαγαν από ένα ολόκληρο ψωµί ο
καθένας τους, ένα βάζο µέλι και µια συσκευασία βούτυρο.
Μετά από δύο ηµέρες, όταν επέστρεψαν από το χωράφι που έφτιαχναν τις στυλιές,
λέει η θεία στον Αποστόλη:
-Αποστόλη παιδί µου, να µε βοηθήσεις να βγάλω το παξιµάδι από το φούρνο.
-Ναι θεία, ευχαρίστως.
Ο Αποστόλης αγνοώντας την διαδικασία, όταν πήγε, διαπίστωσε ότι έπρεπε να µπει
µέσα στον φούρνο που ήταν ευρύχωρος για την κορµοστασιά του όχι όµως, και του
ξαδέλφου του. Μπαίνοντας µέσα αισθάνθηκε µια κάψα και µέχρι να βγάλει όλο το
παξιµάδι, είχε γίνει µούσκεµα στο ιδρώτα και µουτζουρωµένος από την κάπνα του
φούρνου. Όταν τέλειωσε και βγήκε έξω, ήταν τόσο ιδρωµένος, που κρύωνε. Αµέσως ο
θείος του πήρε το λάστιχο και άρχισε σιγά-σιγά να τον καταβρέχει από κάτω προς τα
πάνω, ώστε να πάρει τη θερµοκρασία περιβάλλοντος και να δροσιστεί. Επίσης ήταν
πολύ δύσκολο να σκουπιστεί όταν βγήκε, γιατί ήταν µέσα στην µαύρη καπνιά του
φούρνου, οπότε το λάστιχο µε το νερό ήταν η µόνη λύση. Αφού έφυγαν οι πολλές
µουτζούρες έκανε σαπουνάδα να καθαρίσει πλήρως.
Η ζωή στο χωριό είχε ένα δικό της ρυθµό και ένα τρόπο διαφορετικό από την πόλη.
Το πρωί είχε ξύπνηµα νωρίς στις επτά, µε επτάµιση για πρωινό. Συνήθως κατσικίσιο
γάλα µε παξιµάδι, βούτυρο και µέλι. Μετά ετοιµασία των ζώων για αναχώρηση στην
εξοχή για κάποιες δουλειές που έπρεπε να γίνουν και επιστροφή µε ξύλα για την
παραστιά. Μετά την ετοιµασία των ζώων, ετοιµαζόταν το φαγητό που θα παίρνανε µαζί
στην εξοχή, κάνοντας ένα καλό δεκατιανό. Στην εξοχή, µέχρι αργά το µεσηµέρι κάνανε
δουλειές, µετά φαγητό και ξεκούραση να περάσει η λάβρα η µεσηµεριανή. Ό,τι
αποφάγια υπήρχαν, τα κρατούσανε για τις κότες ή το χοίρο, ανάλογα την περίπτωση.
Το απόγευµα µάζεµα ξύλων, φόρτωµα και επιστροφή στο σπίτι, συνήθως µε τα πόδια,
διότι τα ζώα ήταν φορτωµένα µε τα ξύλα. Αν ήταν νωρίς, πηγαίνανε και για µπάνιο,
αλλιώς, την άλλη µέρα. Στην παραλία µαζεύανε µικρά σαλιγκαράκια, που τα τρώγανε
συνήθως στις σχόλες και νωρίς το απόγευµα της Κυριακής. Στην επιστροφή είχανε
πάντα πότισµα των ζώων και µετά στο στάβλο για το βράδυ.
Μετά ακολουθούσε η βεγγέρα, µε ιστορίες από τους παρευρισκοµένους στην αυλή
του σπιτιού, λέγοντας ιστορίες ο θείος και η θεία, µέχρι να πάνε για ύπνο. Ύπνο στο

67
δώµα (ταράτσα από χώµα) κάτω από τον υπέροχο έναστρο ουρανό. Βραδιές αξέχαστες για µια
ζωή γεµάτη οµορφιά και εικόνες µαγείας!
Τις Κυριακές και τις γιορτές, το πρόγραµµα ήταν πολύ διαφορετικό από το
ηµερήσιο. Εκκλησία, µετά επίσκεψη σε καµιά θεία-θείο και µετά για µπάνιο στην
θάλασσα. Μετά το µπάνιο ακολουθούσε γεύµα στο σπίτι ή ήταν καλεσµένοι σε κάποιο
συγγενή. Αργά το απόγευµα βόλτα στην πλατεία και στον πλατύ δρόµο ή νυφοπάζαρο
όπως αλλιώς λεγόταν.
Όλα αυτά γινόταν χωρίς ρεύµα, µε µαγείρεµα σε παραστιές και φούρνο, µε ξύλα για
καύσιµο υλικό. Ψωµί σπάνια, αλλά άφθονο παξιµάδι. Το σπουδαιότερο όλων, ήταν ότι
το 90% των τροφίµων ήταν δικής τους παραγωγής και όσα πρόσφερε µε αφθονία σε
άγρια µορφή η γη (χόρτα, αβρωνιές, χοχλιούς, βότανα ή βραστάρια), όλα φρέσκα, χωρίς
φάρµακα ή ορµόνες και ελάχιστα βιοµηχανοποιηµένα.

68
Φαγονούσης και Βαρεσάρης (Πολυφαγάς & Τεµπέλης)

ε όλα τα χωριά λίγο-πολύ, υπάρχει αυτός που του αρέσει να τον πειράζουν και να
βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της οµήγυρης. Έτσι, σε ένα χωρίο της Μεσσαράς,
υπήρχε το Αντωνιό. Επειδή είχε συνεχώς το µυαλό του στο φαϊ, του είχαν δώσει τα
παρατσούκλια “Φαγονούσης” (πολυφαγάς) που επεκράτησε αλλά και το “Βαρεσάρης”
(τεµπέλης) που ξεπεράστηκε. Του άρεσαν πολύ οι ξηροί καρποί. Όλοι ανεξαιρέτως, αλλά
περισσότερο τα καρύδια και κυρίως τα φρέσκα. Πολλοί για να γελάσουν, του έδιναν
φρέσκα το καλοκαίρι, που τα έσπαγε µε µια πέτρα. Έτσι γινόταν γεµάτος στίγµατα στα
χέρια, στο πρόσωπο και, το χειρότερο, στα ρούχα. Η οικογένεια όλη αλλά περισσότερο
η µητέρα του προσπαθούσε να τον προφυλάξει από όλους αυτούς που εκµεταλλευόταν
τις αδυναµίες του και τον κορόιδευαν. Όσο οι αδελφές του που ήταν µεγαλύτερες
ζούσαν στο χωριό, η κατάσταση ήταν ελεγχόµενη από την οικογένεια, αλλά όταν
παντρεύτηκαν έφυγαν η µία για την Χώρα και η άλλη σε άλλο χωριό. Έτσι η µητέρα
του µε τον πατέρα µόνοι τους δυστυχώς δεν τα κατάφερναν.
Πέρασαν τα χρόνια και ο Φαγονούσης µεγάλωσε, έγινε έφηβος αλλά οι συνήθειές
του δεν άλλαξαν. Οι γονείς του µεγάλωσαν κι αυτοί, οπότε χρειάζονταν βοήθεια στα
χωράφια και τις καλλιέργειες, οι κόρες είχαν φύγει και αυτός ούτε που πλησίαζε.
Μάλιστα άρχισε να τους βάζει και τις φωνές όταν τον πίεζαν. Κάποιες φορές πήγαινε
βέβαια, αλλά η προσφορά του ήταν πενιχρή. Την εποχή της ελαιοπαραγωγής, δεν
υπήρχαν παρέες στο καφενείο εκτός από τα γεροντάκια. Οπότε πήγαινε και βοηθούσε
αυτό το λίγο όχι όµως, παραπάνω. Ένα ακόµη µειονέκτηµά του στην εργασία, ήταν το
γεγονός ότι ήταν υπέρβαρος. Έτρωγε το υπερδιπλάσιο απ’ αυτό που χρειαζόταν.
Πολλοί στο χωριό, πίστευαν ότι ήταν χαζός. Είχε ένα παρουσιαστικό που βοηθούσε
σε κακές κρίσεις, είχε ένα µεγάλο κεφάλι δυσανάλογο µε το σώµα του, µε τεράστια
αυτιά και µεγάλη και χοντρή µύτη. Αλλά, όπως αποδεικνυόταν από διάφορα γεγονότα,
έκανε τον χαζό για να περνάει ωραία και να ’ναι µέσα σε όλες τις παρέες. Έτσι η
παιδική ηλικία στο ∆ηµοτικό σχολείο πέρασε σχετικά ανώδυνα, αλλά µετά το ∆ηµοτικό
δεν πήγε στο Γυµνάσιο και τότε άρχισαν τα δύσκολα. Λίγο µετά το ∆ηµοτικό σχολείο
παντρεύτηκαν και οι αδελφές του.
Όταν ήταν δεκαπέντε ετών, είχε έρθει ένας ξάδελφος που έµενε στα Χανιά. Ο
πατέρας του είχε ένα αδελφό παντρεµένο εκεί. Ο ξάδελφος ήλθε να δει το σόι του και

69
τον φιλοξενούσε ο θείος του και πατέρας του Φαγονούση. Ο Αντώνης ο εξάδελφος
συνονόµατος, λόγω παππού, ήταν ένα προκοµµένο παιδί, δουλευταράς του χωραφιού
αλλά και πολύ οξύθυµος µε τους βαρεσάρηδες. Τις πρώτες µέρες, έλεγε του ξαδέλφου
ευγενικά να κάνει πιο γρήγορα και ότι δεν θα κάνει την δουλειά του αυτός. Μετά από
πέντε µέρες, ο ξάδελφος έχει αρχίσει να νευριάζει µε τη συστηµατική πονηριά του
Φαγονούση. Έτσι µια µέρα που έσπαγαν βόλους ενός οργωµένου χωραφιού, ο
ξάδελφος είχε σχεδόν τελειώσει το κοµµάτι του και ο Φαγονούσης δεν είχε κάνει ούτε
δύο µέτρα, σκεπτόµενος πονηρά ότι θα τον βοηθήσει ο ξάδελφος και δεν θα κουραστεί
καθόλου αυτός.
Ξαφνικά γυρίζει ο ξάδελφος και τον ρωτάει:
-Αντώνη, θα κάνεις γοργά ή θα µε νευριάσεις πάλι;
-∆εν µας παρατάς ρε ξάδελφε, που θα κάνεις κουµάντα στην περιουσία µου!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο ξάδελφος ο Χανιώτης του πετά το σκαπέτι (τσάπα) και του
περνάει ξυστά, πέντε πόντους από το κεφάλι του, κάνοντας ένα δαιµονισµένο βουητό
όπως πέταγε. Ο Φαγονούσης µόνο που δεν λιγοθύµησε από τον φόβο του. Την επόµενη
ακριβώς στιγµή, είχε γίνει ένα µηχανάκι και σε ελάχιστο χρόνο είχε τελειώσει το
κοµµάτι του! Αυτό ήταν! Τις επόµενες είκοσι µέρες ο Φαγονούσης ήταν υπόδειγµα
εργάτη και έτρεµε από τον φόβο του τον ξάδελφο. Όλα βέβαια, τα έκανε µε πολύ κόπο
και αφάνταστη καταπίεση. Οι γονείς του ήταν ευτυχισµένοι που ο γιος τους επιτέλους
άρχισε να δουλεύει, αγνοώντας την αιτία.
Όταν πήγαιναν στην παραλία για θαλάσσιο µπάνιο, ο ξάδελφος τού το έβγαζε ξινό.
Τον πήγαινε µε ελαφρύ τρεξιµατάκι τουλάχιστον ενάµιση χιλιόµετρο και τον γύριζε.
Κάθε µέρα που πήγαιναν στην παραλία ήταν συγκαµένος. Μέχρι που έφυγε ο ξάδελφος
είχε χάσει αρκετά κιλά. Από εκεί και πέρα όµως, για µια εβδοµάδα δεν έκανε απολύτως
τίποτα. Μόνο κοιµόταν και το απόγευµα παρέα µε τους φίλους, που τον είχαν χάσει
τόσο καιρό. Ο ξάδελφος είχε καταλάβει τι παιζόταν µε τους φίλους του και
προσπαθούσε να τον αποκόψει, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Μετά από µια εβδοµάδα
ξεκούρασης, ο Φαγονούσης ξαναµπήκε στον παλιό του ρυθµό, ξαναπαίρνοντας και τα
κιλά που είχε χάσει.
Τέλος Ιουλίου ήλθαν δύο µικρά ξαδελφάκια του, από της µητέρας του το σόι, τα
οποία έµεναν σε διαφορετικό σπίτι. Μια Κυριακή, είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους
και πριν το φαγητό, είπαν να πάνε για µπάνιο µε τον γάιδαρο, για να µην περπατήσουν
τα ξαδελφάκια που ήταν από την χώρα. Είχαν καθίσει τα ξαδελφάκια στο σαµάρι του
γαϊδάρου και το αγοράκι κράταγε τα χαλινάρια. Αυτό εξανάγκασε τον Φαγονούση να

70
δώσει ένα σάλτο και να καθίσει στην καπούλα (πίσω µέρος) του γαϊδάρου. Το ζώο δεν
άντεξε τον όγκο του και την ορµή που έσκασε πάνω του και σταµάτησε, παίρνοντας µια
στάση για γέλια. Η σκηνή ήταν: ο γάιδαρος ακινητοποιηµένος µε λυγισµένα τα πίσω
του πόδια, σε όρθια στάση και οι τρεις αναβάτες ο ένας πάνω στον άλλο, µε τον
Φαγονούση τελευταίο. Προς στιγµή τα ξαδελφάκια τρόµαξαν, αλλά µετά έσκασαν στα
γέλια, για πολλή ώρα. Μετά από πολλά ζόρια, κατάφεραν να καθίσουν και οι τρείς
πάνω στο γάιδαρο και να πάνε για µπάνιο.
Μια άλλη πλάκα που έκαναν τα µικρά ξαδελφάκια στο Φαγονούση, ήταν όταν πήγαν
πάλι παρέα να ποτίσουν ένα περιβόλι µε ξινόδεντρα. Το νερό θα ερχόταν στο αρδευτικό
κανάλι από τις τέσσερις, έως τις έξι το απόγευµα. Η θεία τους είχε φτιάξει τρείς
πετσέτες, και µέσα στην κάθε µία είχε ντοµάτες, αγγούρια, ελιές, τυρί και παξιµάδι για
να κολατσίσουν. Όταν έφτασαν, τα µικρά έκρυψαν την πετσέτα µε τα φαγητά του
Φαγονούση που ήταν η µεγαλύτερη, για να του κάνουν πλάκα. Τελικά το νερό δεν ήλθε
στις τέσσερις, αλλά στις πέντε. Ο Φαγονούσης κατά τις τεσσερισήµισι πείνασε και πήγε
να πάρει την πετσέτα του, για να φάει. Ψάχνει για την πετσέτα του, αλλά τίποτα. Τα
µικρά έβλεπαν, αλλά δε µίλαγαν. Ξαφνικά τα ρωτάει:
-Μωρέ εσείς να µου πήρατε θέλει την πετσέτα µε τα φαγητά µου;
-Όχι, εµείς δεν πήραµε πράµα (τίποτα). Γιάντα ξάδελφε;
-∆εν κατέχω ειντάγινε και η πετσέτα µου δεν είναι στο καλάθι µέσα;
-Ωχ κακοµοίτση (καηµένε) ξάδελφε! Κοντό θέλει (άραγε λες) να ‘πεσε στο δρόµο;
Ο Φαγονούσης κόντευε να πάθει συγκοπή, µόνο στο άκουσµα ότι µπορεί να έχει
πέσει η πετσέτα µε τα φαγητά. Τότε τους λέει:
-Λοιπόν, εγώ θα φάω την δική σου Μιχαλιό και εσύ µε την αδελφή σου να φάτε θέλει
την δική της.
-Να χορτάσεις θέλει ξάδελφε;
-Εδά τρώµε ό,τι µας βρίχνεται!
-Ανέ βρεθεί πράµα άλλο, να το µοιραστούµε θέλει;
-Όι, όποιος το βρει το τρώει;
O Φαγονούσης ανοίγει την πετσέτα του Μιχαλιού και αρχίζει να τρώει τα φαγητά µε
λαιµαργία ενώ τα µικρά κρυφογελούσαν. Ξαφνικά ο µικρός σηκώνεται, πηγαίνοντας
στην άκρη του χωραφιού λέγοντας:
-Μα εγώ κάτι θωρώ εκειά πέρα νάχει παραπέσει. Να πάω θέλει να δω ειντάναι.
Ενώ ο ξαδερφούλης πάει προς τα εκεί, µετά από λίγο ακούγεται να λέει :
-Οωωω, εγώ βρήκα την πετσέτα σου και να την φάω θέλει εσύ φάε την δική µου.

71
-Ντα είντα (Μα τι) λες; ∆εν συµφωνήσαµε συµµισιακό (µισό-µισό) ανέ βρούµε πράµα άλλο;
-Όι δεν το ‘παµε ετσά, είσαι και ψωµµατάρης.
-Ναι ξάδελφε. Είπες το! Ό,τι θε να βρούµε, δικό µας! Εύρηκέ το, εποµένως, ξα του
(δικαίωµα του)!

Ο Φαγονούσης βρίσκεται σε δύσκολή θέση και αναγκαστικά τους λέει:


-Καλά µωρέ δώστε µου και µένα µια ολιά (λίγο) που πεινώ.
-Ε τότε σας, να σου δώσω θέλει.
Ο µικρός που ήταν πειραχτήρι, του δίνει ένα παξιµάδι, ενώ είχε µέσα έξι, ένα
αγγούρι από τα τέσσερα, µία ντοµάτα από τις πέντε και δυο-τρεις ελιές. Στο τυρί δεν
άντεξε ο Φαγονούσης. Του το αρπάζει από τα χέρια και του λέει:
-Αυτό θα το µοιράσω εγώ, γιαντα εσύ είσαι µπαγαπόντης (πονηρός);
Τα δύο ξαδελφάκια έσκασαν στα γέλια µε την συµπεριφορά του ξαδέλφου τους,
αφού κόντευε να πάθει υστερία που του έτρωγαν το µερίδιο του. Τελικά τα µοίρασαν
δίκαια και έµειναν όλοι ευχαριστηµένοι.
Το αποκορύφωµα της απληστίας του στο φαγητό ήταν, όταν τα αδέλφια της µάνας
του, τα οποία όλα µαζί είχαν ένα χωράφι στα τρία µοιρασµένο. Αυτό συνήθιζαν να το
καλλιεργούν κάθε χρόνο όλα τα άλλα αδέλφια µαζί και να µοιράζονται τον καρπό, την
καλλιέργεια την έκανε κάθε χρόνο ένα από τα αδέλφια. Εκεί έβαζαν συνήθως στάρια
και κριθάρια. Κάθε χρόνο ένας από τα αδέλφια τα καλλιεργούσε, τα φρόντιζε και
µοιραζόντουσαν τους καρπούς. Την χρονιά που τα είχαν οι γονείς του, όταν µάζευαν
τίποτα (χόρτα, αβρωνιές, χοχλιούς κλπ), έκαναν και αντίστοιχη προµήθεια και για τα
αδέλφια τους, όπως έκαναν και αυτά τις άλλες χρονιές. Την πρώτη φορά που είπε, η
µητέρα του Φαγονούση, να πάει ειπώθηκαν πολλά όπως:
-Αντωνιό αντράκι µου να πας θέλει στις θείες πράµατα που µαζέψαµέ τους;
-Εδά µωρέ µάνα εσκέφτηκές το, είµαι φαωµένος και δεν µου παντίδει (µε βολεύει).
-Μ’ αντράκι µου να περπατήσεις θέλει, να χωνέψεις κιόλας.
-Όι δεν πάω, όι δεν πάω!
-Γιάντα αντράκι µου µε παιδεύεις και ποιος να πάει θέλει που δεν µπορώ και κατέχεις
ότι πονεί ο πόδας µου.
Από τα πολλά πείστηκε να πάει, ήταν πλέον έφηβος και είχε άποψη και λόγο. Μόλις
πήγε στην πρώτη θεία, τους βρήκε στο τραπέζι να τρώνε και του λένε:
-Αντωνιό φαωµένος είσαι αντράκι µου;
-Όι θειά, αλλά ήρθα µάνι-µάνι να σας δώσω τα πράµατα και µετά να πάω για φαί.

72
Η θεία χωρίς δεύτερη κουβέντα βάζει ένα πιάτο φαί, ο Φαγονούσης κάθεται και το
τρώει όλο και σαλάτα, τυρί και ό,τι άλλο υπήρχε. Αφού έφαγε έφυγε βιαστικά να πάει
στην άλλη θεία. Αυτοί µόλις είχαν αποφάει, αλλά καθόντουσαν ακόµη στο τραπέζι, και
µόλις βλέπει τον ανιψιό του λέει:
-Αντωνιό αντράκι µου φαωµένος είσαι;
Ο Φαγονούσης προς στιγµή σκέφτηκε πάλι να φάω; Αλλά, αφού του το δίνουν µε
την ψυχή τους, να πει όχι.
-Όι θεια αφάγωτος είµαι αλλά είµαι βιαστικός να γιαγείρω (γυρίσω ) να φάω.
-Κάτσε εδά που είµαστε στο τραπέζι, και δεν τρως στο σπίτι σου µετά
-Να σας ε-κάµω θέλει την χάρη, µη µε πείτε και ακατάδεκτο
Κάθεταο ο Φαγονούσης και τρώει και τρίτη µερίδα φαγητού και µάλιστα η θειά τού
όπως και η προηγούµενη έβαλε µπόλικη.
Όταν επέστρεψε µετά από ώρα σπίτι τον ρωτά η µάνα του:
-Ειντάκαµες µωρέσυ Αντωνιό τοσηνά ώρα και κακόβανα µε τον νου µου;
-Ε, να µιλούσα µε την θεία και τα ξαδέλφια µου και καθυστέρησα το λίγο.
-Είντα κάνει η αµπλά (αδελφή) µου και ο αδελφός µου;
-Η αµπλά σου καλά είναι τον αδελφό σου δεν τον είδα. Ήταν ακόµη στο χωράφι
επεριµενανέντονε.
Αυτό άρεσε τελικά στον Φαγονούση σαν ιδέα και άµα αργούσε η µάνα του να
στείλει πράγµατα στην αδελφή της και τον αδελφό της ρωτούσε δήθεν αδιάφορα:
-∆εν έχεις πράµα να πάω στα αδέλφια σου;
-Γιαντα µωρέ Αντωνιό εδά έχεις τόσην όρεξη και την πρώτη φορά µου ‘βγαλες την
ψυχή;
-Λυπούµαι σε µητέρα που πονεί ο πόδας σου και µετά βλέπω και τα ξαδέλφια µου
κάπου-κάπου.
Ο Φαγονούσης εκείνη την χρονιά όποτε πήγαινε στα αδέλφια της µάνας του εκτός
ελαχίστων περιπτώσεων που πήγε αργά το απόγευµα και δεν έφαγε, έτρωγε ξηρούς
καρπούς που του άρεσαν εξ ίσου πάρα πολύ.
Ο Φαγονούσης έµεινε για πάντα ένας φαγανός, τεµπελάκος, που δούλευε ελάχιστα
στις δουλειές της οικογενείας του αλλά, όποιος του ζητούσε µια µικρή χάρη βοηθείας
ποτέ δεν έλεγε όχι. Ήταν καηµός της οικογένειάς του να βοηθά τους άλλους έστω και
αυτό το λίγο και αυτούς σχεδόν καθόλου. Όσο ήταν ανύπαντρος τον έτρεφαν οι γονείς
του, έπειτα η γυναίκα του και στα γεράµατα, µέχρι που πέθανε τα παιδιά του.

73
Ο γοργονούσης µαθητής (Ο άξιος µαθητής)

ε µια µεγαλούπολη της Κρήτης, ζούσε ο Τιµολέων. Μεγάλωνε µέσα σε µία τυπική
πολυπληθή οικογένεια της εποχής, µε δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο Τιµολέων ήταν ο
µικρότερος. Ο πατέρας του ήταν αυτοκινητιστής µε ιδιόκτητο λεωφορείο, ο οποίος
ήταν και ο οδηγός του. Ζούσαν στο περιβάλλον της Χώρας του νοµού, µε όλες τις
ανέσεις τότε. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, ο πατέρας του τον έπαιρνε στις
καλοκαιρινές διακοπές για εισπράκτορα στο λεωφορείο του, όπως έκανε και µε τον
αδελφό του. Ο αδελφός του ήταν µεγαλύτερος και είχαν οκτώ χρόνια διαφορά. Όταν
απολύθηκε από το στρατό, έχοντας πάρει µάλιστα και την ειδικότητα του οδηγού,
εργάστηκε αµέσως και αυτός στο λεωφορείο, αυξάνοντας τα δροµολόγιά του. Έτσι ο
Τιµολέων στις διακοπές, αναγκαζόταν να δουλεύει σχεδόν όλη µέρα.
Αυτή η δουλειά τον έκανε σιγά-σιγά πολύ ανεξάρτητο, ετοιµόλογο και κυρίως
χωρατατζή. Όλοι αγαπούσαν και χαίρονταν να ταξιδεύουν µ’ αυτόν σαν εισπράκτορα,
µε τα καλαµπούρια, τα πειράγµατα και τις µαντινάδες του, ανάλογα σε ποιόν
αναφερόταν. Με τις γυναίκες ήταν πολύ προσεχτικός και πείραζε µόνο όσες του είχαν
δώσει δικαιώµατα. Στις στριφνές πάλι, έλεγε:
-Σταµατάτε µπλιό (πλέον) το πικρόχορτο, φάτε και λίγο γλυκόχορτο.
Άµα τον ρωτούσαν ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο, αυτός έλεγε:
-∆εν κατέχετε (ξέρετε); Το στύφνο και τα βλήτα!
Ο πατέρας του και ο αδελφός του ένιωθαν υπερηφάνεια που, όταν άρχιζε το σχολείο
και σταµάταγε την υπηρεσία, όλοι ρωτούσαν:
-Μα καλά; Που είναι ο Τιµολέων;
Ένας χωρατατζής (αστείος) έλεγε:
-Τώρα θα πηγαίνουµε χωρίς γέλιο και πειράγµατα. ∆ηλαδή σιωπηλά.
Τα σχολεία στη χώρα είχαν παιδονόµο, αλλά δεν ήταν τόσο αυστηρά όπως στα
χωριά. Επίσης δεν ήταν µεικτά. Εδώ είχε σχολεία αρρένων και θηλέων. Στα αρρένων
είχε µεγαλύτερο κέφι, διότι τα αγόρια ήταν πιο ανεξάρτητα και απελευθερωµένα εκείνη
την εποχή. Ο Τιµολέων ήταν ένας καλός µαθητής και ήθελε να σπουδάσει, αλλά ακόµη
δεν είχε καταλήξει σε τι ακριβώς. Στο σχολείο ήταν ο αρχηγός της τάξης του στις
κατσουκανιές (αταξίες). Πείραζε τους πάντες από τους µαθητές, µέχρι και τους καθηγητές.

74
Μια καθηγήτρια νεοδιόριστη, η ∆άφνη, τους έκανε «Αγωγή του πολίτη». Σ’ αυτήν
περισσότερο της έκανε την ζωή δύσκολη. Τι παινέµατα για τα ρούχα της, για τα µαλλιά
της και ό,τι άλλο του χτυπούσε στο µάτι! Η καθηγήτρια, σαν νέα γυναίκα, της άρεσε,
αφού ο Τιµολέων ήταν αρκετά ψηλός για την ηλικία του και έδειχνε µεγαλύτερος. Μια
µέρα στην εφηµερία της στην αυλή, τον κάλεσε για να του µιλήσει :
-Τιµολέων θα σε παρακαλούσα να σταµατήσεις τα παινέµατα στο πρόσωπό µου, γιατί
αισθάνοµαι άβολα στο περιβάλλον της τάξεως.
-Μην ανησυχείτε κυρία, εγώ να σας τα λέω θέλει έξω από το σχολιό για να µην
αισθάνεστε άσχηµα.
-Τιµολέων δε κατάλαβες ότι η συµπεριφορά σου δηµιούργησε σχόλια εις βάρος µου.
-∆ηλαδή κυρία σας εκθέτω που θαυµάζω το ντύσιµό σας και το πόσο όµορφη είσαστε;
Αυτό µας κάνει κι εµάς να αισθανόµαστε όµορφα. Είναι ψυχολογικά καλύτερα να έχεις
µια χαριτωµένη καθηγήτρια, αντί για µερικές γεροντοκόρες, µε κάτι τρίχες στα πόδια
µεγαλύτερες από τις δικές µου.
-Τιµολέων σ’ ευχαριστώ! Είσαι ένα πολύ ευαίσθητο και γλυκοµίλητο παιδί. ∆εν παύει
όµως, να µου λένε λόγια διάφοροι συνάδελφοι και δεν µου αρέσει. Το ίδιο δεν µου αρέσει
να σου απαγορεύω να φέρεσαι όπως αισθάνεσαι. ∆εν φταίω εγώ όµως, αλλά η τοπική
κοινωνία και οι συνήθειές σας.
-Εντάξει κυρία, θα είµαι τότε πολύ προσεχτικός από εδώ και πέρα.
-Σ’ ευχαριστώ. Ξέρω ότι είσαι ένας κύριος σε όλα του.
Αυτό το τελευταίο του Τιµολέοντα του άρεσε πολύ, καθώς µια µορφωµένη
καθηγήτρια, πολύ δηµοκρατική, τον αποδεχόταν σαν ένα νέο µε τρόπους που αρέσουν
στις γυναίκες. Αυτό του έδωσε θάρρος και αυτοπεποίθηση να γίνει ποιο άνετος µε τις
κοπέλες και σύντοµα είχε το πρώτο του καρδιοχτύπι, µε µια µαθήτρια από το θηλέων.
Τα προβλήµατα µε την καθηγήτρια σε προσωπικό επίπεδο σταµάτησαν. Στο µάθηµα
όµως, της «Αγωγής του πολίτη», της έκανε πολλές ερωτήσεις που αυτή πολύ θα ήθελε
να απαντήσει αλλά, λόγω χούντας της το απαγόρευαν. Μάλιστα ο διευθυντής τής έκανε
πολλές υποδείξεις, για το τι θα διδάσκει και τι όχι, όπως και πού να απαντά και πού όχι.
Αυτό απογοήτευσε τον Τιµολέοντα, αλλά κάπως καταλάβαινε την πολιτική κατάσταση,
διότι µέσα στα λεωφορεία τα καλοκαίρια είχε πολιτικοποιηθεί, χωρίς να το καταλάβει.
Το αποκορύφωµα ήταν όταν έφτασαν στα µαθήµατα µε τα πολιτεύµατα, όπου δεν
έκαναν κανένα. Ο Τιµολέων ρωτούσε συνέχεια:
-∆εν θα µας µιλήσετε καθόλου για το πολίτευµα της ∆ηµοκρατίας;
-Αυτό το κεφάλαιο είναι εκτός ύλης;

75
-Όλα; Ακόµη και ο Σοσιαλισµός, ο Κουµµουνισµός ή άλλα πολιτεύµατα; ∆ηλαδή δεν
θα µάθουµε τίποτα;
-Όχι....
-Κυρία µπορείτε να µας πείτε τι πολίτευµα έχουµε στην Ελλάδα σήµερα;
Η καθηγήτρια είχε γίνει κατακόκκινη από τον θυµό της µε τον Τιµολέοντα, γιατί
ξεσηκωνόταν και οι άλλοι µαθητές. Καταλάβαινε ότι σαν νέος ήθελε να µάθει κάτι
παραπάνω, αλλά η χούντα τα απαγόρευε τότε όλα αυτά. Ήταν ευκολότερο, να
δαιµονοποιούνται όλα αυτά τα καθεστώτα ως επικίνδυνα. ∆εν του απάντησε λοιπόν και
συνέχισε να µιλά για το παρακάτω κεφάλαιο. Είδε τον Τιµολέοντα απογοητευµένο, µε
ένα ύφος απαξίωσης πλέον για το µάθηµα, κάτι που την στεναχώρησε ιδιαίτερα. Ήθελε
πολύ να µιλήσει για τα πολιτεύµατα και στεναχωρήθηκε που απογοήτευσε τον
Τιµολέοντα, όπως και αρκετούς άλλους. ∆εν ικανοποίησε τις ανησυχίες των µαθητών
της και αυτό την έκανε να αισθάνεται πολύ άσχηµα ως καθηγήτρια. Ένα σφάλµα που
έκανε άθελά της, ήταν ότι ανέφερε τις ανησυχίες των παιδιών στους καθηγητές. Έτσι ο
θεολόγος τής είπε:
-Αυτός ο Τιµολέων είναι ο ανήσυχος; Γιατί και σε µένα τα ίδια λέει.
-Όχι, όχι είναι αρκετοί στην τάξη αυτοί που έχουν ανησυχίες.
-Ο Τιµολέων είναι αρχηγός, αυτός τα κάνει όλα. Τώρα καπνίζει και κάνει τον άντρα,
αφού έχει και φιλενάδα. Θα τον σάσω (περιποιηθώ) όµως, εγώ.
Η καθηγήτρια χάρηκε για τον Τιµολέοντα, γιατί ζούσε την ζωή του και έκανε αυτό
που ήθελε. Ήταν ευχαριστηµένη που είχε ζωντανούς µαθητές, οι οποίοι έκαναν το
συντηρητικό µάθηµά της, κάπως ευχάριστο. Για να τον προφυλάξει, του είπε µια µέρα
στην αυλή:
-Πρόσεχε Τιµολέων µε το κάπνισµα, γιατί θα σε πιάσουν και θα τιµωρηθείς αυστηρά.
Ο Τιµολέων κατάλαβε ότι ο θεολόγος τής το ’πε και έτσι έβαλε σε εφαρµογή το
σχέδιό του για να τον εκθέσει. Κάθε Πέµπτη, την πρώτη ώρα είχαν θρησκευτικά. Μια
µέρα κατά το τέλος Μαΐου, οι ζέστες είχαν αρχίσει. Ο Τιµολέων φόραγε ήδη
καλοκαιρινά ρούχα. Εκείνη την Πέµπτη φόρεσε ένα πουκάµισο που ήταν διάφανο και
ό,τι είχε στη τσέπη του φαινόταν. Έβαλε µέσα ένα πακέτο πλακέ χοντρό από τσιγάρα,
που περιείχε χρωµατιστές κιµωλίες και πήγε στο µάθηµα. Όπως γύριζε στην τάξη και
έκανε παράδοση ο θεολόγος, πέφτει ξαφνικά το µάτι του στο τσεπάκι του Τιµολέοντα
και βλέπει το πακέτο µε τα τσιγάρα. Τρέχει αµέσως το αρπάζει και του λέει:
-Έπιασάσε κακοµοίτση (κακοµοίρη) και εδά (τώρα) θα φας το καµπανίδι (τιµωρία), για να
µάθεις.

76
-Μα κύριε να σας εξηγήσω....
-Μουρµού (άχνα µη βγάλεις). Είντα θέλεις να µου εξηγήσεις… ∆εν θωρούν (βλέπουν) τα µάτια
µου; Να µε µοτσάρεις (προσβάλεις) θέλεις κιόλας;
Τον αρπάζει από το χέρι και τον πάει κατ’ ευθείαν στον διευθυντή. Του δείχνει το
πακέτο που έχει το θράσος να το µοστράρει, για να το βλέπουν όλοι, διαφθείροντας
έτσι τους µαθητές. Ο ∆ιευθυντής λέει του θεολόγου να γυρίσει στην τάξη και αρχίζει
την κατήχηση στον Τιµολέντα:
-Ντα είντα είναι αυτά τα καµώµατα µώρε συ Τιµολέων; ∆εν κατέχεις σε είντα καζά
(µπελά) να βρεθείς θέλει;
-Να σας ε-πω κύριε διευθυντά..
-Είντα να µου ξεδιαλύνεις (εξηγήσεις) αντράκι µου, επαέ είναι φως φανάρι.
-Μα δεν καταλάβατε κυρ......
-Είντα να καταλάβω; Ότι ετουτονέ (αυτό εδώ) είναι ένα πακέτο τσιγάρα που βρέθηκε
καταλάθος πάνω σου;
-Όχι....
Εκείνη την στιγµή κτυπάει το κουδούνι και του λέει ο διευθυντής:
-Άντες εδά να πάµε στο γραφείο των καθηγητών για σύλλογο και να σε καταστέσουµε
(τιµωρήσουµε) θέλει εδά καλά.
-Μα κύριε διευθυντά να σας ε-πω.....
-Μα είντα να µου πεις; ∆εν θέλω πράµα εδά και λάλιε (προχώρα) οθέντε την σάλα.
Μόλις µαζεύτηκαν όλοι οι καθηγητές, άρχισε ο ∆ιευθυντής να εξηγεί τι έγινε κατά
την ώρα του µαθήµατος. Η καθηγήτρια της «Αγωγής του πολίτη» είδε τον Τιµολέοντα
τόσο ήρεµο, χωρίς ίχνος φόβου και έτσι κατάλαβε ότι κάτι έχει σκαρώσει. ∆εν είπε
τίποτα όµως, και άφησε να εξελιχθούν όλα φυσιολογικά. Αφού µίλησαν όλοι οι
καθηγητές και είπαν χίλιες κατηγορίες για βαριά καµπάνα στο διαφθορέα, η
νεοδιοριζόµενη ∆άφνη, ρώτησε τον Τιµολέοντα:
-Μετανιώνεις γι’ αυτή σου την πράξη; Θα ήθελες να ζητήσεις συγγνώµη, αφού
υποσχεθείς ότι δεν θα το επαναλάβεις.
-Όι,όι. Μα γιάντα κυρία να ζητήσω συγγνώµη ειντάκαµα; Ναι να το κάµω θέλει πάλι.
Η έκρηξη ήταν οµαδική. Όλοι ωρυόντουσαν για αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος
στην Αθήνα. Ο δε θεολόγος, λίγο έλειψε να τον σκαµπιλίσει µετά την απάντησή του. Η
πρακτικογράφος κάποια στιγµή, αφού έγραψε τα πάντα για τις προτάσεις των ποινών
ρωτά:
-Να µου πει θέλει κάποιος πόσα τσιγάρα έχει το πακέτο;

77
Το πακέτο το κράταγε ο θεολόγος. Με το που το ανοίγει για να µετρήσει τα τσιγάρα
χλωµιάζει, έτοιµος να καταρρεύσει από εγκεφαλικό. Για είκοσι δευτερόλεπτα δεν µιλά,
µετά άρχισε να τσεβδίζει. Όλοι τον κοιτούν µε αγωνία και δεν καταλαβαίνουν τι
συµβαίνει. Μόνο η ∆άφνη κατάλαβε ότι ο Τιµολέων είχε κάτι µέσα που δεν ήταν
τσιγάρα. Τον ρωτά λοιπόν, ο διευθυντής:
-Κύριε συνάδελφε, είντα πάθατε, γιάντα τσεβδίζετε; Να µας πείτε θέλει ειντάχει το
πακέτο;
-Κύριε διευθυντά και αγαπητοί συνάδελφοι, το πακέτο δεν έχει τσιγάρα, αλλά
κιµωλίες...
Όλοι εκτός από τη ∆άφνη έµειναν άφωνοι.
Ο θεολόγος γυρίζει και λέει στον Τιµολέοντα:
-Γιάντα αντράκι µου τόσηνα ώρα δεν µας µολογάς πράµα (τίποτα), αφήνοντάς µας να
κάµουµε όλη τουτηνέ τη διαδικασία;
-Τουλάχιστον δέκα φορές προσπάθησα και όλοι µε αποπαίρνατε, λέγοντας αυτό που
θέλατε εσείς. ∆εν θέλατε να ακούσετε. Εσείς µας είπατε να φέρνουµε κιµωλίες
χρωµατιστές όσοι µπορούµε και να τις βάζουµε σε κουτί ακόµη και των τσιγάρων, που
είναι σκληρά και δεν µας λερώνουν. Αυτό λοιπόν, έκανα.
Μετά απ’ αυτό το πάθηµα, όλοι έγιναν επιφυλακτικοί, εκτός από τον θεολόγο που
ήθελε να τιµωρήσει τον Τιµολέοντα. Ο Τιµολέων αισθανόταν αυτή την επιθυµία του
θεολόγου και βάλθηκε να τον αντικρούσει για την απρέπειά του αυτή. Μια µέρα στο
µάθηµα που τους εξηγούσε το «Αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν», ο Τιµολέων ζήτησε να
του δώσει µερικά παραδείγµατα από τη σηµερινή ζωή. Ο θεολόγος εκθείασε την αγάπη
του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του, µέσα από την προσφορά προς τους
αδύναµους. Μίλησε για την αγάπη προς όλους του ανθρώπους, ανεξαρτήτως χρώµατος
και φυλής. Ο Τιµολέων τότε ρωτά:
-Και πίστης;
-Τι εννοείς Τιµολέων;
-Αγαπάµε εξίσου όπως τον Ορθόδοξο Χριστιανό τον Καθολικό, τον Μωαµεθανό, και
τον Εβραίο;
Ο θεολόγος µένει άφωνος για αρκετά δευτερόλεπτα και του απαντά:
-Όλοι άνθρωποι είναι Τιµολέων, γιατί να µην τους αγαπούµε;
-Γιατί κύριε εγώ καταλαβαίνω σ’ αυτή την εντολή, ότι αν δεν αγαπάµε τους πάντες,
τότε θα παραβούµε άλλες εντολές. Όπως π.χ. το ου φονεύσεις, ου µοιχεύσεις, ου
ψευδοµαρτυρήσεις και άλλα.

78
-Συγχαρητήρια Τιµολέων, αυτό είναι το νόηµα αυτής της εντολής.
-Εγώ κύριε όµως, όταν µε πήγατε για τα δήθεν τσιγάρα στο γραφείο, δεν είδα αγάπη
από κανέναν σας. Ούτε από εσάς, που λίγο έλειψε να µε χαστουκίσετε. Και ερωτώ λοιπόν,
κύριε. Γιατί;
-Τιµολέων παιδί µου, ήταν µια άτυχη στιγµή η περίπτωσή σου.
-Λυπάµαι κύριε, αλλά εγώ και οι συµµαθητές µου έχουµε νιώσει πολλές άτυχες στιγµές,
γεγονός που κάθε άλλο παρά αγάπη δείχνει από όλους εσάς, και είµαστε παιδιά. Εγώ δεν
νιώθω ότι µας αγαπάτε και θεωρώ πολύ υποκριτικά όλα αυτά που µας λέτε.
Ο θεολόγος δεν έχει λόγια να απαντήσει στον Τιµολέοντα και το κουδούνι του
διαλείµµατος τον βγάζει από το αδιέξοδο. Απλώς λέει:
-Θα συνεχίσουµε στο επόµενο µάθηµα.
Όλοι οι συµµαθητές του Τιµολέοντα τον περικύκλωσαν και του έδωσαν
συγχαρητήρια. Πίστευαν ότι ο θεολόγος θα γίνει αρνάκι από δω και πέρα. Είναι παιδιά
όµως, και δεν ξέρουν ότι η συµπεριφορά είναι κάτι που δεν αλλάζει εύκολα. Έτσι η
συµπεριφορά του θεολόγου θα µείνει η ίδια, ίσως και χειρότερη.
Πράγµατι, ο θεολόγος κράτησε υποδειγµατική συµπεριφορά για µια εβδοµάδα και
µετά σιγά-σιγά επανήλθε στα ίδια πρότυπα. Επίσης δεν συζήτησε µε κανέναν άλλο
καθηγητή, ό,τι έγινε στο µάθηµά του. Η ∆άφνη τα έµαθε από άλλον µαθητή, κάνοντάς
τη να θαυµάσει ακόµη περισσότερο τον Τιµολέοντα. Άδραξε την ευκαιρία και ρώτησε
τον θεολόγο, ότι έµαθε πως έγινε µια πολύ ωραία συζήτηση στο µάθηµά του. Του
ζήτησε να το συζητήσουν, αλλά ο θεολόγος, εµφανώς νευριασµένος, αρνήθηκε. Έκτοτε
δεν του ξαναµίλησε εκτός από τα τυπικά.
Μια µέρα ξανά στη εφηµερία της, βρήκε τον Τιµολέοντα και του µίλησε:
-Τιµολέων, κάποτε µε ρώτησες για τα πολιτεύµατα στην «Αγωγή του Πολίτη» και σου
είπα ό,τι είναι εκτός ύλης. Αν θέλεις εκτός σχολείου µια µέρα, µπορούµε να πάµε σε ένα
απόµερο καφέ και να τα συζητήσουµε. Τι λες;
-Μάλιστα κυρία! Να καλέσω και δύο συµµαθητές της εµπιστοσύνης µου;
-Ευχαρίστως.
Πήγαν όλοι λοιπόν, στην καφετέρια και το συζήτησαν όσο το δυνατό πιο
χαµηλόφωνα. Οι µαθητές έµειναν έκπληκτοι µε τη θέρµη που τους µιλούσε, για όλα
αυτά που τους απαγόρευαν να διδαχθούν. Όντως ήταν επικίνδυνα για την χούντα και το
κατάλαβαν, ότι αν οι νέοι τα µάθαιναν όλα αυτά, θα αντιδρούσαν. Φεύγοντας ο
Τιµολέων και οι συµµαθητές του από την καφετέρια, ήρθε ο αδελφός του ο Μηνάς.
Γνωρίστηκε λοιπόν, µε την καθηγήτρια, κάθισε στο τραπέζι τους και ζήτησε

79
ενηµέρωση για τον Τιµολέοντα. Αυτή η συζήτηση της καθηγήτρια και του Μηνά, έγινε
αιτία να γνωριστούν καλύτερα.
Ο Τιµολέων έµελε να αποδείξει στους καθηγητές πόσο συντηρητικοί είναι και γι’
αυτό η ιδιότητα του δάσκαλου, έχει χάσει πλέον τη σηµασία της. Μετά το Πάσχα του
επόµενου έτους από το πάθηµα της κιµωλίας, εµφανίστηκαν στην αγορά κάτι τσίχλες
σε σχήµα και σε πακέτο τσιγάρου. Αµέσως ο Τιµολέων, βάζει σε εφαρµογή το νέο
σχέδιο του. Αυτός και πέντε συµµαθητές του, αγοράζουν αυτές τις τσίχλες και στο
µεγάλο διάλλειµα, βγάζουν τα πακέτα και βάζουν ένα «τσιγάρο» στο χέρι τους,
κρατώντας τα εµφανώς. Ο θεολόγος δεν ήταν εφηµερία, αλλά τους είδε από το
παράθυρο του γραφείου και κόντευε να τρελαθεί µε το θράσος τους. Βγαίνει έξω,
πιάνει τους δύο καθηγητές που έκαναν εφηµερία και πάνε να συλλάβουν τους µαθητές.
Μόλις πλησίαζαν και τους είδαν, δήθεν τροµαγµένοι οι µαθητές βάζουν τις τσίχλες στο
στόµα τους µε τα χαρτάκια, ενώ ο θεολόγος φώναζε :
-Μη τα βάζετε στο στόµα σας. Τα είδαµε όλα, θα πάθετε και τίποτα από τον καπνό.
Οι µαθητές, µέχρι να φτάσουν, φτύνουν το χαρτάκι της τσίχλας και µασουλούσαν
την τσίχλα ανενόχλητοι. Μόλις πλησίασαν οι καθηγητές και πριν προλάβουν να τους
πουν τίποτα τους λένε :
-Τσιγαράκι να πάρετε θέλει;
-Τιµολέων, να µε κάνεις θέλει να εκραγώ;
-Μα γιάντα να εκραγείτε κύριε καθηγητά;
-Γιάντα κρατείς τσιγάρο που θέλεις λέει να µου το προσφέρεις;
-Γιάντα κύριε καθηγητά είναι πολύ γευστικό και γλυκό. Για δοκιµάστε...
Ο θεολόγος κατάλαβε αµέσως ότι κάτι του σκάρωνε ο Τιµολέων και για να σώσει τα
προσχήµατα παίρνει ένα. Αφού το µυρίζει, αµέσως καταλαβαίνει ότι ήταν κάτι µε
ζάχαρη. Σκίζει το χαρτάκι και βλέπει ότι είναι ένα µασουράκι µακρόστενο και ρωτά:
-Ειντάνε (τι είναι) τουτονά (αυτό εδώ) βρε Τιµολέων;
-Τσίχλα Αµερικάνικη σε σχήµα τσιγάρου, η επανάστασή µας τα προωθεί.
Ο θεολόγος τα χάνει, χωρίς να πει τίποτα φεύγει για το γραφείο, ενώ οι άλλοι δύο
καθηγητές λένε:
-Να σκάσει θέλει αν δεν τους πιάσει µε τσιγάρα και αυτοί τονε παίζουνε ( κοροϊδεύουν).
Οι δυο τους, το µετέφεραν στους υπολοίπους καθηγητές, λέγοντας ότι τον θεολόγο
πάλι τον ξεγέλασε ο Τιµολέων µε δήθεν τσιγάρα.
Μετά και απ’ αυτή την κοροϊδία, πολλοί καθηγητές αντιλήφθησαν ότι η πολιτική
συγκυρία τούς είχε κάνει σαν τους στρατιωτικούς, πολύ συντηρητικούς και

80
αυταρχικούς. Όσοι διέπονταν από αγνά αισθήµατα έγιναν καλύτεροι και κέρδισαν
πολλά από τους µαθητές τους. Όταν τους έβλεπαν, τους χαιρετούσαν µε εγκαρδιότητα
ενώ τους άλλους τους απέφευγαν, κάνοντάς τους να αισθάνονται άσχηµα.
Ο Τιµολέων µε την συµπεριφορά του, έκανε το σχολείο καλύτερο και οι µαθητές
έγιναν περισσότερο ανοικτόµυαλοι. Πλέον άρχισαν να ακούνε ερασιτεχνικούς
σταθµούς ραδιοφώνου, τις Κυριακές πήγαιναν για κανένα καφέ πιο ελεύθερα και
γενικώς καλυτέρεψε προς το χαλαρότερο η ζωή τους, χωρίς πολλές φοβίες. Είχαν
επιλογές, που πριν ήταν απαγορευτικές, τις οποίες κατέκτησαν. Ο Τιµολέων σπούδασε
τελικά γεωπόνος και ασχολήθηκε µε την οικογενειακή περιουσία που ήταν αρκετή,
παράγοντας ποιοτικά γεωργικά προϊόντα, όπως κρασί, τσικουδιά, µέλι και Κρητικό
λάδι. Κάποια στιγµή τα τυποποίησε και άρχισε να τα εξάγει, κάνοντας µεγάλη καριέρα
στις εξαγωγές Κρητικών προϊόντων. Η νεοδιοριζόµενη καθηγήτρια ∆άφνη έγινε νύφη
του, παντρεύτηκε τον αδελφό του το Μηνά, που έγινε µεγάλος αυτοκινητιστής, µε τρία
ιδιόκτητα λεωφορεία.

81
Γοργονούσα και αϊτόκαρδη µα όχι ριζικάρα (Άξια και λέφτερη καρδιά µα όχι τυχερή)

ε ένα όµορφο γραφικό χωριό της Κισσάµου ζούσε το Μαριώ, η µεγαλύτερη κόρη
και το τρίτο παιδί, σε σειρά γέννησης, µιας πολυάριθµης οικογένειας. Από τα πρώτα
βήµατα της ζωής της φάνηκε ότι ήταν ένα πνεύµα ξεχωριστό. Ήταν ένα παιδί που στα
οκτώ του χρόνια ήταν ελεύθερο και ανοιχτό µυαλό, πολύ καλή καρδιά µε πολύ αγάπη
για όλους, ετοιµόλογη, χωρατατζού (εύθυµη), δηµιουργική και καλλιτεχνική φύση. Η
Μαριώ δεν τέλειωσε το δηµοτικό για δύο χρονιές, διότι ο Β’ παγκόσµιος πόλεµος της
στέρησε την υπόλοιπη µόρφωση του δηµοτικού σχολείου. Ήταν από τις καλύτερες
µαθήτριες σε όσες τάξεις σχολείου κατάφερε να παρακολουθήσει. Όταν τέλειωσε ο
πόλεµος ήταν µεγάλη και δεν ήθελε να συνεχίσει στο σχολείο.
Από µικρή ηλικία σχεδόν µόνη της είχε µάθει να παίζει ένα µουσικό όργανο. Στην
ηλικία των επτά ετών ο σάντολός της (νονός της), της είχε χαρίσει ένα θιαµπόλι (είδος φλογέρας)
και τις είχε δείξει πώς παίζεται. Το Μαριώ όταν πήγαινε τα οζά (ζώα) για βοσκή πάντα
είχε το θιαµπόλι µαζί της. Με συνεχή προσπάθεια ήθελε να µάθει να παίζει µουσική.
Τελικά µετά από µερικά χρόνια προσπάθειας τα κατάφερε και µάλιστα αρκετά καλά.
Το τέλος του πολέµου την βρίσκει δεκαέξι ετών, µια λυγερόκορµη ντελίνα (όµορφη νέα),
δείχνοντας ότι σύντοµα θα ήταν ένα πανέµορφο µπουµπούκι έτοιµο ν’ ανθίσει. Επίσης
ήταν ήδη γοργονούσα (άξια), κλωθονούσα (πολυµήχανη), δροσόκορµη, λαµπαδόχυτη,
µελοχρούσα (µελαχρινή) και ροδόχειλη (κόκκινα χείλη) όλα τα στοιχεία για να κάψει αρσενικές
καρδιές. Το Μαριώ έπαιρνε τα οζά της οικογένειας τα πήγαινε για βοσκή και στην
επιστροφή µάζευε ξύλα για την παραστιά (εστία κουζίνας) και το τζάκι. Κοντά στο χωριό
είχε αρκετούς λόφους και ενδιαµέσως αρκετά σώπατα (επίπεδα εδάφη). Ήταν χέρσα αλλά µε
αρκετή βλάστηση και αρκετά ξύλα αναγκαία για το σπίτι. Έτσι το Μαριώ συνήθιζε να
πήγαινε σ’ αυτές τις τοποθεσίες και µε το τσεκουράκι της τα έκοβε. Πάντα βαστούσε
όταν γάερνε (γύριζε) µε τα οζά µια δεµατέ (δεµάτι) ξύλα.
Ήταν για το Μαριώ µια µοναδική απόλαυση να βρίσκεται ολοµόναχη µέσα στην
πανέµορφη φύση, παίζοντας πάντα µουσική µε το θιαµπόλι της. Μια µέρα όπως έπαιζε
και ήταν σίγουρη ότι δεν την άκουγε κανείς, µετά από τόσο χρόνο που πήγαινε,
ξαφνικά µόλις σταµάτησε άκουσε κάποιον να της παίζει παλάµια (παλαµάκια). Γυρίζει και
έκπληκτη βλέπει ένα ντελικανή (όµορφο νέο) λίγα χρόνια µεγαλύτερο της. Ένα ντελικανή
που εκ πρώτης όψης ήταν αϊτοβούλης (δεν τον χωρά ο τόπος), αντροπαλίκαρα (δυνατός άντρας),

82
αστραποµάτης (µάτια που πετούσαν σπίθες), είχε ένα θεοβάδιστο βήµα, πανέµορφος σαν ηµίθεος
και γλυκοµίλητος.
-Είντα οµορφιά είσαι εσύ που το θιαµπόλι παίζεις
βάστα ακόµη µια στιγµή να το χαρώ σαν ξαναπαίζεις
Το Μαριώ άφωνο θωρεί και ακούει το νιό και η καρδιά της φτερουγίζει, χωρίς να
κατέχει γιάντα. ∆εν χορταίνει να τον κοιτά και να τον ακούει. Το Μανωλιό, ετσά είναι
το όνοµά του και της λέει:
-Ειντάπαθες µωρσύ κοπελιά και δεν µιλείς, εφοβησάσε;
-Οι αλλά γροικώ (ακούω) για µιας τα παλάµια και ξιπάστικα (ξαφνιάστηκα).
-Πως είναι το όνοµά σου;
-Μαριώ…
-Μανωλιό µε λένε, από παέ σιµά (κοντά) είσαι;
-Ναι πίσω από τον λόφο είναι το χωριό µου…
-Και το δικό µου πίσω από τον άλλο λόφο, έρχεσαι συχνά εδώ για βοσκή και παίζεις
το θιαµπόλι;
-Έρχοµαι κάπου-κάπου να βοσκήσουν τα οζά και αφού κόψω λίγα ξύλα ξαποσταίνω
και παίζω το θιαµπόλι…
-Να σε πειράξει θέλει αν έρχοµαι να σ’ ακούω όταν παίζεις το θιαµπόλι;
-Μα ανέ µας ε-δεί κανείς, είντα θα πω τ’ αφέντη µου;
-Αν δεν θέλεις δεν θα ‘ρχοµαι αλλά ανέ θέλεις θα βρούµε τρόπο νάµαστε µακριά από
την κονταρίδα (µονοπάτι σύντοµο) για να µην µας γροικούν και να µην µας θωρούν
-Όι γιαντα φοβούµε νάµαστε αµοναχοί και να µην µας ακούει κανείς.
-Έχεις δίκιο Μαριώ να φοβάσε και συγχαρητήρια για την στάση σου, εγώ να σου
ζητήσω µόνο να ’ρχοµαι καµιά φορά να σε γροικώ, γιαντα αρέσει µου όπως παίζεις το
θιαµπόλι και σου υπόσχοµαι ότι δεν θα σε πειράξω µάρτυς µου ο θεός;
-∆εν κατέχω Μανωλιό είντα να σου πω, µπορεί νάσαι καλό κοπέλι αλλά δεν το
κατέχω, γιαυτό να µε συµπαθάς, που σου µιλώ ετσά και δεν σ’ εµπιστεύοµαι αλλά θέλω
να µε καταλάβεις.
-Μαριώ, κατανοώ τους φόβους σου µικρή κοπελιά είσαι, αλλά βλέπω ότι έχεις πολύ
καλή και αξιοπρεπή συµπεριφορά. Σαν άντρας της τιµής και της αξιοπρέπειάς σου
υπόσχοµαι δεν θα σ’ ενοχλήσω άλλη φορά. Οµολογώ όµως, ότι αρέσει µου πολύ όπως
παίζεις το θιαµπόλι, είσαι εξαιρετική.
-Είντα να σου πω µωρέ Μανωλιό ούτε ετσά µ’ αρέσει που τα λες αλλά φοβούµαι πάλι.

83
-Είντα λες να µε δοκιµάσεις, αν είµαι ψωµατάρης και σκάρτος µάρτυς µου ο Άι
Γιάννης να ρίξει φωτιά να µε κάψει.
-Όι Μανωλιό δεν µου αρέσουν οι όρκοι, πάρε τον πίσω σε παρακαλώ να σε πιστέψω
θέλει και ο θεός ας µας βοηθήσει να είµαστε ειλικρινείς.
-Όι δεν τον παίρνω πίσω γιαντα θέλω να νιώθεις ασφαλής µαζί µου.
Ο καιρός πέρναγε όµορφα να βλέπονται δυό ή τρεις φορές την εβδοµάδα να µιλούν
να ακούει ο Μανωλιός το Μαριώ να παίζει το θιαµπόλι και σιγά-σιγά να ερωτεύονται
χωρίς όµως, κανείς τους να το λέει στον άλλο. Ειδωθήκανε σε αρκετά πανηγύρια
χορέψανε µαζί αλλά κανείς δεν κατάλαβε τον έρωτά τους. Τέλος Αυγούστου στου Αϊ
Γιάννη το πανηγύρι η οικογένεια της Μαριώς πήγε πέντε µέρες πριν, το ίδιο και η
οικογένεια του Μανωλιού. Εκεί ανακάλυψαν και τα παιδιά ότι οι γονείς
γνωριζόντουσαν από ένα συµπεθεριό που υπήρχε. Οι δύο οικογένειες είχαν
κατασκηνώσει κοντά-κοντά. Έτσι το Μαριώ µε τον Μανωλιό µιλούσαν χωρίς κανείς να
αντιλαµβάνεται ότι οι δύο νέοι ήταν ερωτευµένοι. Έκαναν µεγάλη προσπάθεια να µην
τους καταλάβουν ότι γνωριζόντουσαν από πριν και τα κατάφεραν. Το ευχάριστο ήταν
όταν µια µέρα το Μαριώ άκουσε, την µάνα της µε τον πατέρα της να λένε ότι το
Μανωλιό είναι ένας πολύ καλός γαµπρός για το Μαριώ µας. Το ίδιο ακριβώς όµως,
είχαν συζητήσει και οι γονείς του Μανωλιού, χωρίς να τους ακούσει αυτός.
Μετά το πανηγύρι του Άι Γιάννη του ριγολόγου 29 Αυγούστου το Μαριώ πήγαινε
στο συνηθισµένο µέρος τους αλλά ο Μανωλιός άφαντος. Άρχισε να ανησυχεί αλλά δεν
µπορούσε και να ρωτήσει, µετά δεν ακούστηκε και τίποτα κακό ή χαρµόσυνο. Μια
µέρα όπως το Μαριώ έπαιζε το θιαµπόλι του θλιµµένα ξαφνικά ακούει τον Μανωλιό:
-Γιάντα χαρά µου παίζεις ετσά θλιµµένα ειντάχεις;
Το Μαριώ έλαµψε το προσωπάκι του, ενώ η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την
τρελή χαρά της που ξανά έβλεπε τον Μανωλιό και δεν την είχε ξεχάσει.
-Ειντάχω Μανωλιό µόνο εγώ κατέχω το, αλλά εσύ πού ήσουν τόσο καιρό;
-Ανέ σου πω ότι στου Άι Γιάννη κρύωσα και ήµουν αρρωστάρης όλο αυτόν τον καιρό;
-Ε να κάτι κακό σκέφτηκες για µένα και ντελόγο ό όρκος σου, σου ’κανε γνώρα
(ενηµέρωση).

-Ε εδά που το λες δεν έχεις άδικό, όλο και κάτι σκεφτόµουν όι όµως, κακό.
-Είντα σκεφτόσουν Μανωλιό;
-Είντα να σκεφτώ µωρέ συ, Μαριώ, αγαπώσε και σκεφτόµουν πώς να σου το πω να
µην µε παρεξηγήσεις.
-Γιάντα Μανωλιό να σε παρεξηγήσω;

84
-Ε να έδωκά σου µια υπόσχεση και ένα όρκο και δεν τον κράτησα αγάπησα σε.
-Να αγαπάς µια κοπελιά δεν είναι κακό, καλό είναι για κάνω λάθος;
-Εσύ µ’ αγαπάς µια ολιά;
-∆εν κατέχω Μανωλιό αλλά κατέχω ότι θέλω να σε βλέπω, ναµαι κοντά σου, να µου
µιλείς να αισθάνοµαι την παρουσία σου συνεχώς δίπλα µου. Τώρα αν αυτό είναι έρωτας
τότε σ’ αγαπώ, µα δεν κατέχω γιαντα δεν έχω ξανά αγαπήσει.
-Ναι Μαριώ µου αγαπιόµαστε και δεν τολµούσαµε τόσο καιρό να το πούµε ο ένας στον
άλλο.
Ο Μανωλιός αγκαλιάζει το Μαριώ και την φιλά στο µέτωπο. Το Μαριώ τον
αγκαλιάζει µε πάθος και παρασύρονται σε ένα ερωτικό παιχνίδι φιλιών και χαϊδεµάτων.
Αυτό το ασταµάτητο πάθος τους, λίγο έλειψε να τους παρασύρει σε απάτητα µονοπάτια
και για τους δύο. Ευτυχώς ο Μανωλιός πιο ψύχραιµος έδειξε αυτοσυγκράτηση,
κάνοντας το Μαριώ να συνειδητοποίηση, πόσο λίγο απέχανε από την ολοκλήρωση της
σχέσης τους. Αυτό τους έγινε µάθηµα και πρόσεχαν πολύ το πάθος τους και οι δύο
τους, ώστε άλλοτε ό ένας και άλλοτε ο άλλος να σταµατάνε και να µην προχωρούν.
Πέρασε ο Σεπτέµβριος αφήνοντάς τους τις καλύτερες αναµνήσεις για την αγάπη τους.
Το Μαριώ είχε κλείσει τα δεκαεπτά όταν εκδηλώθηκαν τα αισθήµατά τους ενώ ο
Μανωλιός τα εικοσιτέσσερα. Όλο το φθινόπωρο και το χειµώνα ειδωθήκανε λίγες
φορές µε τον Μανωλιό να της παραπονιέται ότι θέλει να την βλέπει συχνότερα. Το
Μαριώ του είπε ότι είναι δύσκολα, διότι δεν πάει πλέον τα οζά για βοσκή. Χειµώνιασε
και βολεύονται µε βοσκή κοντά στο σπίτι, επιπλέον δίνουν τροφή τα ξερά σανά και
τριφύλλια που έχουν για τις δύσκολες µέρες. Το Μαριώ του είπε να κάνουν υποµονή να
περάσει ο χειµώνας και την άνοιξη να δουν τι θα κάνουν.
Ο καιρός πέρασε ταχύτερα από ό,τι ήλπιζαν και από τον Μάιο ξανάρχισαν να έχουν
τις κρυφές του συναντήσεις. Ο έρωτάς τους καθηµερινός µεγάλωνε αλλά και το πάθος
τους ώρες-ώρες ήταν ασυγκράτητο. Ο Μανωλιός λίγο πριν του Άι Γιάννη της λέει να το
πει στους γονείς του και το Μαριώ του είπε να το πει µετά του Άι Γιάννη.
Όταν πήγαν οι οικογένειες στο πανηγύρι του Άι Γιάννη εκεί η µητέρα του Μανωλιού
κατάλαβε ότι ο γιός της είναι ερωτευµένος µε το Μαριώ. Αµέσως το λέει του συζύγου
της και αυτός της απαντά «να η ευκαιρία να σάσουµε το προξενιό». Όταν φεύγανε από
το πανηγύρι ο πατέρας του Μανωλιό ζήτησε από τον πατέρα της Μαριώς να
συζητήσουν. Όταν του είπε αν ήθελε να παντρέψουν τον Μανωλιό µε το Μαριώ ο
πατέρας του Μαριού του είπε αµέσως το ναι απ’ αυτόν, αλλά θα ήθελε να το συζητήσει
οικογενειακώς και θα του απαντούσε το σαββατοκύριακο.

85
Όταν το Μαριώ το άκουσε τρελάθηκε από την χαρά του, χωρίς να δείξει ότι έχουν
κάτι µεταξύ τους είπε:
-Ανέ µε θέλει ο Μανωλιός και εγώ τον θέλω γιάντα είναι καλός άνθρωπος.
Όλη η οικογένεια συµφώνησε ότι ο Μανωλιός είναι πολύ καλός γαµπρός και το
βασικότερο, ότι όλη η οικογένειά τους είναι από τις καλύτερες της περιοχής τους.
Όµως όπως πέρυσι αρρώστησε ο Μανωλιός από κρύο έτσι φέτος αρρώστησε ο πατέρας
της Μαριώς. Το Σαββατοκύριακο δεν µπορούσε να πάει και πήγε ο µεγάλος αδελφός να
αβιζάρει τον πατέρα του Μανωλιού ότι όλοι συµφωνούν, αλλά µόλις συνέλθει και ο
πατέρας του να κάνουν τον αρραβώνα. Όλοι συµφώνησαν και περίµεναν την ίαση του
πατέρα της Μαριώς. Αυτό όµως, δεν εµπόδιζε το Μαριώ και τον Μανωλιό να
συναντώντε.
Την πρώτη µέρα που βρέθηκαν το Μαριώ και ο Μανωλιός µετά την ειδοποίηση της
οικογένειας της ότι συµφωνεί, το πάθος τους ήταν ασυγκράτητο. Το Μαριώ κάποια
στιγµή µέσα στο πάθος του δεν καταλάβαινε ότι ο Μανωλιός δεν µπόρεσε να κρατηθεί
και την έκανε δική του. ∆εν το µετάνιωσαν αφού σε λίγο καιρό θα ήταν σύζυγοι. Έτσι
δεν έβλεπαν πλέον την ώρα να βρεθούν µαζί να χαρούν τον έρωτά τους. Έζησαν σχεδόν
δυο µήνες αχαλίνωτου πάθους και έρωτος. Ο πατέρας της Μαριώς τελικά ήταν βαρύ το
κρύωµα και συνήλθε τέλος Σεπτέµβρη. Μετά τα µέσα Οκτώβρη µπόρεσαν να βρεθούν
οι οικογένειες και να συζητήσουν για τον Μανωλιό και την Μαριώ. Ένας άλλος
παράγων ήταν ο βροχερός καιρός τότε, που δυσκόλευε τις µετακινήσεις. Αυτό είχε
αποτέλεσµα να περιµένουν λίγη καλυτέρευση του καιρού, για να µπορέσουν να
συνεννοηθούν για τις διαδικασίες του αρραβώνα και µετά να τον ανακοινώσουν στα
σόγια.
Μια µέρα ο Μανωλιός λέει στους γονείς του:
-Συγχωρέστε µε γιαυτό που θα σας πω αλλά δεν µπορούµε να κάνουµε αρραβώνα αλλά
γάµο.
-Γιάντα παιδί µου συµβαίνει πράµα;
-Ναι µητέρα έχω αφήσει βαρεµένη την Μαριώ και πρέπει να επισπεύσουµε τον γάµο.
-Να το πω θέλει του συµπεθέρου αύριο κιόλας.
-Εντάξει εγώ να πάω θέλει αύριο στο µιτάτο του κουµπάρου να τα κανονίσουµε.
Πράγµατι την άλλη µέρα ο πατέρας έφυγε για να βρει τον συµπέθερο και να
µιλήσουν για τον γάµο και όχι τον αρραβώνα. Ο πατέρας του Μαριού µόλις τα έµαθε
στεναχωρήθηκε αλλά πάλι αφού θέλανε τον γάµο καλύτερα να κερδίσουν και ένα

86
έξοδο. Θα περίµεναν τον Μανωλιό για να συµφωνήσουν την ηµεροµηνία και να
ειδοποιήσουν τα σόγια τους.
Ο Μανωλιός για δυο τρείς µέρες θα πήγαινε στου κουµπάρου. Πράγµατι έφυγε και
µετά από τρεις µέρες περίµεναν αλλά ο Μανωλιός δεν ερχόταν. Την πέµπτη µέρα
πρωί-πρωί ο πατέρας του µαζί µε τον αδελφό του Λευτέρη, βετεράνο του Αλβανικού
µετώπου µε αναπηρία στο ένα πόδι από το οποίο κούτσαινε λίγο, απεφάσισαν να πάνε
στου κουµπάρου να δούνε τι συνέβαινε. Φθάνοντας στο µιτάτο, είδαν κόσµο κάποιοι να
κτυπιόντε αµέσως κακόβαλαν και τρέξανε να µάθουν µε σφιγµένες τις καρδιές. Μόλις
ξεπέζεψαν και µπήκαν µέσα αντίκρισαν ένα θέαµα αποκρουστικό. Πέντε νέοι άνθρωποι
νεκροί, µεταξύ αυτών και ο Μανωλιός. Το πόρισµα της χωροφυλακής ήταν ότι έφαγαν
δηλητηριώδη µανιτάρια που ήταν η αιτία θανάτου όλων. Έτσι η χωροφυλακή έκλεισε
τον φάκελο της υπόθεσης, αποκλείοντας την εγκληµατική ενέργεια.
Ο πατέρας του Μανωλιού καταρρακωµένος έκανε την αναγνώριση του γιού του. Με
βαριά καρδιά και αφόρητο πόνο µαζί µε τον νεκρό Μανωλιό και τον Λευτέρη
ξεκίνησαν για το σπιτικό τους. Ο πατέρας σκεπτόταν για γάµο ξεκίνησαν και τώρα πάνε
για κηδεία, δεν το χωρούσε ο νους του. Όλο τον δρόµο µοιρολογούσε τον Μανωλιό για
την τύχη την άδικη. Καθοδόν ο χαροκαµένος πατέρας βρίσκει το κουράγιο και λέει του
γιού του Λευτέρη:
-Γιέ µου πρέπει να αναλάβεις ένα χρέος του αδελφού σου.
-Είντα χρέος πατέρα;
-Να παντρευτείς το Μαριώ;
-Γιάντα πατέρα να την παντρευτώ;
-Γιάντα παιδί µου ο αδελφός σου την άφησε βαρεµένη και είναι ντροπής πράµα να το
ξέρουµε και να την αφήσουµε ατιµασµένη στην κοινωνία. Το εγγόνι µου και ανιψούδι σου
µπάσταρδο δεν µου το επιτρέπει η συνείδησή µου, εσένα αρέσει σου;
-Όι πατέρα δεν µ’ αρέσει, αλλά είναι κάτι πολύ δύσκολο που µου ζητάς, όχι από την
µεριά µου αλλά από την µεριά του Μαριού, να µε θέλει ετσά κουτσό που είµαι και αρκετά
µεγαλύτερος της;
-Μα είντα λες βρε Λευτέρη εµείς πρέπει να πράξουµε αυτό που λέει η τιµή, αν δεν
θέλουν τότε αλλάζει το θέµα, αλλά πρέπει να το προτείνουµε.
-Πατέρα είµαι σύµφωνος θα περιµένουµε την δική τους απόφαση.
Όταν το Μαριώ έµαθε το µαντάτο λιγοθύµησε κατευθείαν και τρόµαξαν να την
συνεφέρουν. Πέρασε πολύ ώρα για να καταλάβουν τι δράµα πέρναγε το Μαριώ. Όταν
έµαθα την ακριβώς συνέβαινε δεν ήξεραν τι να κάνουν ήταν σε αδιέξοδο. Αµέσως µετά

87
την κηδεία, ο πατέρας του Μανωλιού έπιασε τον συµπέθερο και του ανακοίνωσε την
πρότασή του, γνωρίζοντας από τον γιό τους την κατάσταση της κόρης του Μαριώς.
Μπορεί να την δέχθηκε σαν λύση ανάγκης αλλά δεν ήξερε τι θα γίνει µε το Μαριώ όταν
το µάθει. Το Μαριώ όταν το έµαθε µε ηρεµία είπε:
-Πατέρα θα δεχτώ οτιδήποτε µου πείτε να κάνω για µένα η αξιοπρέπεια και η τιµή της
οικογενείας µας δεν πρέπει τραυµατιστεί, δεν θέλω να ατιµαστεί από λάθος µου. Το
πρόβληµα που δηµιούργησα είµαι έτοιµη να το αποκαταστήσω µε οποιοδήποτε τίµηµα.
Το Μαριώ, µετά από την απόφαση της αυτή, ένα πρωινό πήγε µόνη στο σηµείο που
πρώτο συναντήθηκε, αγαπήθηκε και δόθηκε στον Μανωλιό και εκεί έθαψε το θιαµπόλι.
Μαζί µε τον Μανωλιό πέθανε και η διάθεση να παίζει αυτό το όργανο. Κανείς δεν
έµαθε πως χάθηκε το θιαµπόλι, γιατί κανείς δεν ρώτησε και έτσι ξεχάστηκε από όλους
ότι το Μαριώ ήταν µια δεξιοτέχνης στο θιαµπόλι. Πέθανε αυτή η χαρά µαζί µε την
χαρά της αγάπης της.
Τελικά µετά τα σαράντα του Μανωλιού το πρώτο Σάββατο σε ένα Μοναστήρι έγινε
ο γάµος σε πολύ στενό οικογενειακό περιβάλλον και από τις δύο πλευρές.
Όταν γεννήθηκε ο γιός του Μανωλιού το ανακοίνωσαν σαν εφταµηνίτικο, για να
µην καταλάβει κανείς τίποτα. Φρόντισαν µάλιστα να γεννηθεί στα Χανιά σε κλινική,
λέγοντας επιπλέον ότι η γέννα ήταν δύσκολη.
Το Μαριώ, µέχρι να γεννηθεί το παιδί, είχε τον Λευτέρη και κοιµόταν σε ξεχωριστό
κρεβάτι από το νυφικό, στο ίδιο δωµάτιο. Το Μαριώ έδειχνε να ζει σε άλλο κόσµο, δεν
είχε ξεπεράσει τον θάνατο του Μανωλιού. Η γέννηση του γιούς τους την ξύπνησε από
τον λήθαργο που ζούσε και άρχισε να δείχνει δείγµατα του παλιού Μαριού. Η σχέση
του ζευγαριού παρέµενε δυστυχώς πολύπλοκη και δυσάρεστη. Ο Λευτέρης ήταν
υποµονετικός, τρυφερός µε το Μαριώ και περίµενε την ώρα που θα τον αποδεχόταν
σαν σύζυγο. Ο Λευτέρης δεν είχε πει ποτέ σε κανένα τι συνέβαινε στο σπίτι του απλώς
πίστευε ότι κάποια στιγµή η κατάσταση θα γινόταν καλύτερη.
Το Μαριώ, βλέποντας τον Λευτέρη πώς συµπεριφερόταν σ’ αυτήν και ειδικά στο
παιδί, κάποια στιγµή τον είδε πιο θετικά. Συνειδητοποίησε ότι η ζωή της έπαιξε ένα
πολύ άσχηµο παιχνίδι, αισθανόταν και αυτή εν µέρη υπεύθυνη µια και επέτρεψε στον
Μανωλιό να καταπατήσει τον όρκο του. Η νεανικότητα της, το πάθος της για τον
Μανωλιό δεν την άφησαν να δει την σχέση της ποιο νηφάλια, να γίνει πιο εγκρατής και
να φτάσουν στον γάµο όπως έπρεπε. Όλες αυτές οι σκέψεις τριγούνιζαν το µυαλό της
πριν από την γέννα, και δεν την άφηναν να σκεφτεί λογικά. Μετά την γέννα
συνειδητοποιεί ότι έχει γεννήσει τον καρπό του µεγάλου της έρωτα που χρειάζεται την

88
µητέρα του και τον πατέρα του, και τους δύο. Το παιδί της δεν έπρεπε να πληγωθεί,
πληρώνοντας την απώλεια του πατέρα εξ αιτίας των λανθασµένων σκέψεων της
µητέρας του. Έτσι το Μαριώ αποφασίζει να δει τον Λευτέρη µε διαφορετική οπτική
γωνία από ό,τι πριν. Προσπάθησε ειλικρινά να ξεπεράσει αυτόν το τεράστιο σκόπελο.
Έξι µήνες µετά την γέννα του Μανωλιού άρχισε να ’ναι τρυφερή µαζί του και να
προσπαθεί να χτίσουν µια καλή σχέση µεταξύ τους. Της ήταν δύσκολο αλλά αναγκαίο
για το παιδί. Του εξήγησε ότι δεν µπορεί να τον αγαπήσει αλλά θα προσπαθήσει να
γίνει µια καλή σύζυγος, απλώς να της δώσει λίγο χρόνο και αυτή θα τον πλησίαζε.
Τελικά µετά την βάφτιση του Μανωλιού έγιναν ένα τυπικά τρυφερό ζευγάρι, µπορεί το
αχαλίνωτο πάθος να µην υπήρχε αλλά σύντοµα το Μαριώ ήταν πάλι βαρεµένη στο
δεύτερο παιδί της τώρα από τον Λευτέρη. Όσο ήταν βαρεµένη στο δεύτερο παιδί
συναποφάσισαν να εκµεταλλευτούν τα πορτοκάλια τους που είχαν αντί να τα δίνουν
στους εµπόρους-µεσάζοντες που κέρδιζαν αυτοί και όχι οι ίδιοι οι παραγωγοί. Έτσι
έφτιαξαν µια µικρή βιοτεχνία παραγωγής συµπυκνωµένων χυµών πορτοκαλιού,
λεµονιού και µανταρινιού. Η αγορά των µηχανηµάτων ήταν εφικτή µε ένα δάνειο που
πήραν. Η λειτουργία άρχισε δύο µήνες µετά την γέννα της κόρης τους της Αννιώ. Το
Μαριώ ανέλαβε το κοµµάτι παραγωγή χυµών ενώ ο Λευτέρης την καλλιέργεια και
παραγωγή των δένδρων αλλά και την εύρεση πελατών. Τα προϊόντα ήταν πολύ βολικά
για τα καφενεία της εποχής και αρκετά οικονοµικό και µε πολύ µεγάλη απόδοση.
Σύντοµα όλη η παραγωγή διατίθετο και ξόφλησαν το δάνειο αρκετά πριν την ώρα του.
Τα κέρδη ήταν καλά και δεν υπήρχαν άλλοι ανταγωνιστές. Το Μαριώ συνεχώς
βελτίωνε το προϊόν κάνοντάς το ανάρπαστο. Η δική τους παραγωγή δεν έφτανε και
ζήτησαν προϊόντα από άλλους καλλιεργητές δέντρων. Αρκετοί ανταποκρίθηκαν η
πλειοψηφία όµως, προτίµησε τους εµπόρους. Το Μαριώ µε τον Λευτέρη είχαν πλέον
χρήµατα, έτσι αγόρασαν ακόµη περισσότερα περβόλια, φτάνοντας την παραγωγή τους
στο µέγιστο της αποδόσεως των µηχανηµάτων τους. Ο Λευτέρης ήταν πλέον υπεύθυνος
της καλλιέργειας και παραγωγής των περβολιών και το Μαριώ στην βιοτεχνία όλα
περνούσαν από τα χέρια της και τα πήγαινε περίφηµα. Ο γιός της είχε γίνει ήδη
µαθητής δηµοτικού όταν το Μαριώ µένει πάλι βαρεµένη στο Λενιώ την δεύτερη κόρη
της από τον Λευτέρη. Ο Λευτέρης τους δυο τελευταίους µήνες της εγκυµοσύνης της και
τους δύο µετά δυσκολεύτηκε πολύ, έχοντας αναλάβει και τα περβόλια και την βιοτεχνία
χυµών. Το Μαριώ έβλεπε τον αγώνα του, την κούρασή του και την ικανότητά του να τα
ξεπερνά όλα µε επιτυχία. Στο σπίτι πάντα µε το χαµόγελο και τρυφερότητα µιλούσε
έπαιζε µε τα παιδιά, χωρίς να ξεχωρίζει τα δικά του από τον Μανωλιό. Αυτό έκανε το

89
Μαριώ να τον θαυµάζει για την σηµαντική προσφορά της πατρικής υποστήριξης στον
γιό της, από τον έρωτα της ζωής της και αδελφό του. Μπορεί να µην αγάπησε τον
Λευτέρη µε το πάθος που αγάπησε τον Μανωλιό, η εκτίµηση της όµως, στο πρόσωπό
του ήταν απεριόριστη. Πάντα ευχαριστούσε τον θεό, που ο Λευτέρης ήταν ένας γλυκός
και ήρεµος άνθρωπος και όχι ένας στριφνός, παράξενος ή βάναυσος.
Ο γιος της Μανωλιός τέλειωσε το εξατάξιο Γυµνάσιο, δίνοντας πανελλήνιες
εξετάσεις. Τα αποτελέσµατα ήταν να περάσει στην Αθήνα στα ΚΑΤΕΕ σε ένα νέο
τµήµα Τροφίµων και Οινολογίας. Ήταν η πρώτη χρονιά δηµιουργίας του και ήταν για
τον Μανωλιό η πρώτη του επιλογή. Αφού τέλειωσε το τµήµα και την στρατιωτική του
θητεία ανέλαβε ενεργή θέση στην βιοτεχνία χυµών. Ήταν κάτι που το γνώριζε και το
έκανε ερασιτεχνικά τα καλοκαίρια και στις διακοπές όταν ήταν µαθητής και φοιτητής.
Η αδελφή του, το Αννιώ, είχε περάσει επίσης, στα ΚΑΤΕΕ Κρήτης στο Ηράκλειο στο
τµήµα Γεωργικών καλλιεργειών. Το Αννιώ είχε αγάπη µε τα περβόλια, γι’ αυτό διάλεξε
αυτή την ειδικότητα, αλλά ήθελε επιπλέον να βοηθήσει τον πατέρα της στην καλύτερη
και αποδοτικότερη καλλιέργεια, των εσπεριδοειδών που είχαν αλλά και στα λιόφυτα
που ήταν αρκετά και αυτά. Αντίθετα το Λενιώ πέρασε στο Οικονοµικό της Αθήνας και
έκανε Μεταπτυχιακό στην Οργάνωση και ∆ιοίκηση Βιοτεχνικών επιχειρήσεων.
Ενώ όλα φαινόταν ότι είχα δροµολογηθεί τόσο καλά στην ζωή της Μαριώς και του
Λευτέρη µε τις καλλιέργειες και την βιοτεχνία χυµών. Στην οικογένεια τα δυο
µεγαλύτερα παιδιά τους σπουδαγµένα είχαν αναλάβει ήδη ρόλους. Το Αννιώ στις
καλλιέργειες και ο Μανωλιός στην βιοτεχνία χυµών έτοιµα να κάνουν και αυτά τις
δικές τους οικογένειες.
Ξαφνικά, σαν κεραυνός εν αιθρία αρρωσταίνει το Αννιώ, µε διάγνωση καρκίνος του
µαστού, µόλις στα είκοσι τρία χρόνια της. Η απόγνωση όλων ήταν τεράστια, το Μαριώ
αν και λύγισε µπροστά στο νέο κτύπηµα της ζωής τους , ήταν η µόνη που µε ψυχραιµία
πήρε την κόρη της και έφυγαν για Αθήνα και αµέσως µετά για Αγγλία. ∆υστυχώς εκεί
τους είπαν ότι για να υπάρξει αποτελεσµατική αντιµετώπιση πρέπει να αφαιρεθούν και
από τα δύο στήθη µεγάλο µέρος, να γίνει µαστεκτοµή. Ένα ερώτηµα που τους
προβληµάτισε ήταν «στην εργασία που κάνετε χρησιµοποιείται φυτοφάρµακα και τι
µέτρα παίρνεται για να αποφύγετε παρενέργειες;». Εκεί παραδέχτηκαν και ειδικά το
Αννιώ, ότι ναι χρησιµοποιούν χωρίς σχεδόν καµία προφύλαξη κάποια φυτοφάρµακα.
Τελικά αυτά πιθανά να ’ταν οι πιθανοί ένοχοι του προβλήµατος στης Αννιώς το στήθος.
Το Μαριώ το συζήτησε για την µαστεκτοµή, µε την κόρη της διεξοδικά αλλά και σε
τηλεφωνική επικοινωνία µε τον Λευτέρη. Όλοι αποδέχτηκαν µε βαριά καρδιά ότι ήταν

90
η µόνη λύση τελικά της µαστεκτοµής, για να µην έχει άλλα προβλήµατα αργότερα. Το
Μαριώ αν και πονούσε για την κατάσταση της κόρης της έδειχνε ότι το είχε αποδεχτεί
θετικότερα από ότι το Αννιώ. Επειδή έβλεπαν οι γιατροί το Αννιώ προβληµατισµένο
ένας γιατρός της είπε:
- Anna will come with me for a walk without your mom? (Άννα θαρθείς µαζί µου µια βόλτα χωρίς

την µαµά σου;)

- Gladly! (Ευχαρίστως!)
Το Μαριώ δεν κατάλαβε τίποτα και ρώτησε «τι συµβαίνει;» για να πάρει την
απάντηση «ο γιατρός θέλει να κάνουµε µια βόλτα οι δύο µας». Πράγµατι έφυγαν µετά
από σαράντα πέντε λεπτά γύρισαν και το Αννιώ ήταν γενικώς πιο ευδιάθετη. Το Μαριώ
την ρωτά µες στην αγωνία:
-Πες µου µωρέ συ Αννιώ να χαρώ και εγώ είντα σου πε ο γιατρός;
-Μάνα µε γύρισε σε όλο το ογκολογικό και µου έδειξε δεκαπέντε νέους ανθρώπους που
δεν είχαν σαν το πρόβληµά µου, αλλά πολύ χειρότερα, δεν είχαν καµία ελπίδα ζωής. Η
µόνη ελπίδα ήταν να ζήσουν µερικούς µήνες ακόµη και πολλοί ήταν µικρότεροί µου.
Επίσης µου είπε ότι µε την µαστεκτοµή, επειδή το αντιληφθήκαµε πολύ νωρίς, δεν έχουν
προσβληθεί οι λεµφαδένες στην µασχάλη και ο όγκος είναι µικρότερος του ενός
εκατοστού. Έτσι µου τεκµηρίωσε λέγοντάς µου, ότι δεν θα έχω προβλήµατα υγείας κατά
99%, άφησε το 1%, διότι στην ιατρική 1 και 1 δεν κάνουν δύο και δεν έχουν ακόµη
µεγάλο όγκο δεδοµένων, για να απαντήσουν µε σιγουριά. Από τον τύπο του καρκίνου που
βρήκαν στην βιοψία, οι πιθανότητες είναι υπερβολικά αισιόδοξες να µην υπάρξει κανένα
πρόβληµα στην ζωή µου. Μου έδειξε και µου εξήγησε µε τόσο παραστατικό τρόπο την
περίπτωσή µου που µε έπεισε ότι δεν θα έχω πρόβληµα στην ζωή µου. Το αισθητικό
πρόβληµα που θα έχουν τα στήθη µου ίσως είναι το µεγαλύτερό µου πρόβληµα.
-Ναι κόρη µου και εγώ θα συµφωνήσω µαζί του, αλλά θέλω εσύ να φανείς δυνατή
στην ατυχία σου και να αντιµετωπίσεις την ζωή µε αισιοδοξία και σιγουριά. Να πιστέψεις
ότι θα έχεις µια ζωή φυσιολογική, θα κάνεις οικογένεια, παιδιά και δεν θα στερηθείς την
ζωή σου.
-Μητέρα πρέπει να σου πω ότι έχω µια σχέση µε ένα συµφοιτητή µου εδώ και αρκετά
χρόνια αλλά δεν ξέρω πώς θα το αποδεχτεί.
-Ο χρόνος κόρη µου και η οµορφιά της ζωής είναι ο καλύτερος οδηγός στα δύσκολα,
άκουµε ξέρω καλά από δύσκολα.
Μετά από σαράντα µέρες στην Αγγλία επέστρεψαν στο χωριό. Όλοι είχαν µείνει
έκπληκτοι µε το Αννιώ που συνέχισε µετά την ανάρρωση κανονικά της ζωή της. Το
µόνο άσχηµο ήταν ότι ο συµφοιτητής της Αννιώς, χάθηκε και το χειρότερο δεν θέλησε
91
να την συναντήσει ούτε για ένα αντίο. Η Αννιώ πόνεσε, γιατί τον αγαπούσε, αλλά αφού
αντιµετώπισε την υγεία της µε θάρρος αντιµετώπισε και την ζωή της, µε
αποφασιστικότητα ξεπερνώντας ένα έρωτα που ίσως δεν άξιζε.
Η πρώτη µεγάλη χαρά στο σπίτι ήταν όταν ο Μανωλιός είπε στο Μαριώ και τον
Λευτέρη, ότι αγαπά µια κοπέλια την οποία γνώριζαν, καθώς και τους γονείς της.
Έπρεπε όµως, να επισπεύσουν τον γάµο, γιατί ήταν βαρεµένη. Οι γονείς του
τροµοκρατήθηκαν τόσο που ο Μανωλιός δεν µπορούσε να καταλάβει την αιτία του
τρόµο τους.
-Μα γιάντα εδά είστε σαν σε κηδεία, δεν σας αρέσει η κοπέλα µου ή η οικογένεια της,
τι είναι τέλος πάντων το πρόβληµα;
-Μανωλιό αγόρι µου εγώ και η µητέρα µένουµε έκπληκτοι µε την κατάστασή σου.
Μετά είµαστε ανέτοιµοι µετά την άσχηµη περιπέτεια της αδελφής σου. Γιαυτό σου ζητάµε
συγγνώµη αλλά ακόµη δεν το έχουµε ξεπεράσει και αυτή η απρόσµενη χαρά µας βρήκε
απροετοίµαστους.
-Μάνα γιάντα δεν λες πράµα;
-Είντα να πω γιέ µου που πήγα στην κόλαση µε την αδελφή σου και απότοµα εσύ µε
πας στον παράδεισο. Το σοκ είναι µεγάλο, ήδη το ξεπεράσαµε, να δούµε πότε θα γίνει ο
γάµος σου.
Πράγµατι έβαλαν τα πράγµατα κάτω και συµφώνησαν σε δεκαπέντε µε είκοσι µέρες
να έχει γίνει. Πήγαν για µιας στους συµπεθέρους αφού το Μανωλιό µε το Κατερινιώ
ενηµέρωσαν προηγουµένως τους γονείς της.
Όλες τις µέρες το Μαριώ πρόσεχε τον Μανωλιό τι τρώει πού πάει, είχε γίνει εµµονή
η δική της ατυχία και φοβόταν για τον γιό της, µέχρι την ώρα που πήγαν στην
εκκλησία, όπου έκλαιγε συνεχώς και κανείς δεν γνώριζε το λόγο εκτός του Λευτέρη και
τα αδέλφια τους. Όλοι οι υπόλοιποι πήραν τα δάκρυα της για την χαρά της ευτυχίας του
παιδιού της µετά τον Γολγοθά της Αννιώς.
Στο γάµο του Μανωλιού το Αννιώ έδωσε να καταλάβουν όλοι ότι ήταν µια χαρά και
σε όλους τους χορούς ήταν µέσα εκτός στο χορό των δύο νεόνυµφων. Ένας
παρακούµπαρος (καλεσµένος του κουµπάρου) γιατρός εντυπωσιάστηκε από την Αννιώ µε την
ζωντάνια της, την οµορφιά της, την χάρη των κινήσεων της και ειδικότερα όταν έµαθε
τι πέρασε. Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε ότι είχε θέληση για ζωή, αυτό του άρεσε
πολύ και σαν γιατρός ήξερε καλύτερα από τον οποιοδήποτε την κατάσταση της. ∆εν
έχασε την ευκαιρία πάνω σε κάποιους χορούς της είπε ευθέως πόσο εντυπωσιασµένος
είναι από όλη της την εικόνα και θα ήθελε να την ξαναδεί.

92
∆εν πέρασε πολύ καιρός και ο Μιχάλης µε την Αννιώ έγιναν ένα αχώριστο
ευτυχισµένο ζευγάρι. Οκτώ µήνες µετά τον γάµο του Μανωλιού ο Μιχάλης ζήτησε από
την Αννιώ να τον παντρευτεί. Η Αννιώ αν και γνώριζε ότι ο Μιχάλης ήξερε την
κατάσταση της του είπε:
-Μιχάλη θα ήθελα να σου πω ότι µαζί µου µπορεί να βρεθείς σε περιπέτειες και δεν θα
ήθελα να σε ταλαιπωρήσω, µήπως θες να το ξανασκεφτείς;
-Αννιώ ξέρω τι λέω, τι θέλω και τι µπορεί να µου συµβεί όµως, εγώ εσένα αγαπώ, σε
θέλω και αν η ζωή µας επιφυλάσσει περιπέτειες θέλω να τις περάσω µαζί σου.
Η Αννιώ του κρατούσε το χέρι όση ώρα της µιλούσε, στα τελευταία λόγια του
έσφιξε µε τόση δύναµη το χέρι του που λίγο ήθελε να φωνάξει, ο Μιχάλης. Απ’ αυτό
κατάλαβε πόσο πολύ τον ήθελε και αυτή αλλά σκεπτόταν την ευτυχία του και τον
πιθανό Γολγοθά µαζί της. Η Αννιώ µέσα στα δάκρυα δεν πρόσεξε τον Μιχάλη που της
πέρασε το µονόπετρο στο δάχτυλο. Τον αγκαλιάζει και ξεσπάει σ’ ένα γοερό κλάµα
ενώ ο Μιχάλης την σφίγγει στην αγκαλιά του δυνατά να καταλάβει ότι την αγαπά και
την θέλει όπως είναι. Γιαυτόν µετράει αυτή η ανίκητη ψυχή της και δεν τον φοβίζει το
αύριο το αντιµετωπίζει µε περίσσια αισιοδοξία και παρά φόβο. Η Αννιώ έκλαιγε από
ευτυχία, για την τύχη της να συναντήσει αυτόν τον υπέροχο άντρα, γιατί την αγάπησε
γι’ αυτό που είναι και όχι γιαυτό που µπορεί να γίνει. Η Αννιώ έκλαιγε, γιατί αψηφούσε
ότι ενώ ήταν καρκινοπαθής ήθελε να ζήσει µαζί της όσο χρόνο θα της επέτρεπε η
αρρώστια της µια ζωή ολόκληρη ή ένα χρόνο. Το τελευταίο την τρέλαινε, τι µεγαλείο
ψυχής, τι αγάπη, τι λατρεία, τι άντρας ήταν αυτός, πόσο µπορούσε να την αγαπά για να
θέλει να ζήσει µαζί της, χωρίς να υπολογίζει τι µπορεί να συµβεί αύριο.
Όταν ηρέµησε το Αννιώ της λέει:
-Εδά να πάµε θέλει στο Μαριώ και το Λεφτεράκι να τους πούµε τα νέα.
-Όι γιαντα µπορεί να πάθουν πράµα, πολλές συγκινήσεις τον τελευταίο καιρό και δεν
κατέχω ανέ τις αντέξουν.
-Να τις αντέξουν θέλει γιαντα έχουν αντέξει και χειρότερες.
-Μιχάλη είντα κατέχεις που δεν κατέχω για την µάνα µου και τον πατέρα µου;
Ο Μιχάλης καταλαβαίνει ότι δεν ξέρει τίποτα για το συµβάν µε τον πατέρα του. Ο
πατέρας του Μιχάλη θα ήταν ο κουµπάρος της µάνας της και του Μανωλιού, του
αδελφού του πατέρα της. Προσπαθεί να τα µπαλώσει αλλά µάταια. Το Αννιώ επιµένει,
γιατί κατάλαβε ότι υπάρχει κάτι που αγνοεί, ενθυµούµενη και την φράση στην Αγγλία
«ξέρω από δύσκολα».

93
-Μιχάλη αγάπη µου καταλαβαίνω ότι σε πιέζω να µου πεις κάτι που νόµιζες ότι ήξερα.
Αν µ’ αγαπάς πες µου δεν αντέχω να ξέρω ότι υπάρχει ένα τραγικό µυστικό που αφορά
την οικογένειά µου που εσύ ξέρεις και εγώ αγνοώ.
-Θα µου υποσχεθείς ότι θα µείνει µεταξύ µας και αν δεν στο πει η µάνα σου δεν θα µ’
εκθέσεις;
-Όσο τραγικό και αν είναι Μιχάλη µου θα το αντέξω και δεν θα πω πράµα.
-Αννιώ µου οι γονείς σου καταρχάς είναι δύο υπέροχοι άνθρωποι που έβαλαν την ζωή
τους σε δεύτερη µοίρα για την τιµή της οικογένειάς τους.
-Γιάντα το λες αυτό Μιχάλη είντα άτιµο πράµα έγινε και το καλύψανε;
-∆εν έγινε καµιά ατιµία απλώς η µάνα σου το Μαριώ αγαπούσε τρελά και παλαβά
όπως εγώ εσένα τον Μανωλιό τον αδελφό του πατέρα σου.
-Και πώς το κατέχεις αυτό;
-Ο αδικοχαµένος πατέρας µου θα ήταν ο κουµπάρος τους αλλά πήγε στο µιτάτο του να
κανονίσουν τα της κουµπαριάς του γάµου. Ο αδελφός του πατέρα µου είχε µαζέψει
µανιτάρια, αυτά δυστυχώς ήταν δηλητηριώδη τα έφαγαν και τους βρήκαν όλους νεκρούς.
Τον πατέρα µου, τον Μανωλιό, το θείο µου, ένα φίλο του και τον βοσκό του πατέρα µου.
-Πως έγινε και η µάνα µου παντρεύτηκε τον πατέρα µου µετά;
-∆ύο λόγοι µόνο υπάρχουν ή ήταν ατιµασµένη η µάνα σου από τον Μανωλιό, ή ήταν
βαρεµένη στον αδελφό σου, γιατί γεννήθηκε στα Χανιά. Εγώ έµαθα ότι ήταν φυσιολογικός
τοκετός και όχι προβληµατικός όπως διαδόθηκε. Το πιθανότερο, για µένα, είναι να ’ταν
βαρεµένη στον αδελφό σου τον Μανωλιό.
-Ο Λευτέρης µετά παντρεύτηκε το Μαριώ για να µην µείνει έκθετη και πρέπει να το
ήξερε η οικογένειά του ότι ήταν βαρεµένη από τον Μανωλιό.
-Το πιθανότερο είναι έτσι που το λες αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να την παντρευτεί ο
πατέρας σου. Η µάνα µου δεν ήξερε περισσότερες λεπτοµέρειες να µου πει, ήξερε ό,τι της
είχε πει ο πατέρας µου πριν το θάνατό του.
-Εσύ πώς έγινε και τα έµαθες αυτά Μιχάλη µου;
-Πριν είκοσι µέρες είχα πάει στο χωριό µου και είπα στην µάνα µου ότι σε θέλω για
γυναίκα µου και χωρίς άλλη κουβέντα µου είπε «κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή ενώ δεν
κουµπαριάσαµε µε το Μαριώ θα συµπεθεριάσουµε». Τότε την ρώτησα και µου είπε ό,τι
γνώριζε.
Μετά απ’ αυτή την κουβέντα έφυγαν για το χωριό να αναγγείλουν τα ευχάριστα
στους γονείς της Αννιώς. Μόλις τους το είπαν το Μαριώ ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάµα,
διότι είχε µάθει ποιανού γιός ήταν ο γιατρός που τα είχε η κόρη της. Η χαρά και ο

94
φόβος την έκαναν να ξεσπάσει στο κλάµα. Το Μαριώ κρατούσε το Αννιώ στη αγκαλιά
της και την φιλούσε και έκλαιγε συνεχώς. Κάποια στιγµή ο Μιχάλης της λέει:
-Στην χαρά γελάνε Μαριώ, γιάντα εσύ κλαίς;
-∆εν κατέχεις γιε µου είντα Γολγοθά πέρασα για το Αννιώ µου δεν κατέχεις. Όταν την
στήριζα ότι θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια τα έλεγα και δεν τα πίστευα. Τα έλεγα
για το παιδί µου να του ανυψώσω το ηθικό και τώρα αυτά που δεν πίστευα βλέπω να
γίνονται πραγµατικότητα πώς να µην κλαίω.
-Έχεις δίκιο Μαριώ αλλά το Αννιώ µέσα από την δοκιµασία της έγινε πιο ανθρώπινη,
ωρίµασε και έγινε µια γλυκιά γυναίκα ό,τι καλύτερο για σύντροφος και µάνα.
-Μιχάλη, αγάπη µου, µη µε κάνεις να κλαίω τώρα εγώ.
-Εγώ πάντως λέω αυτό που έλεγαν οι παλιοί «δεν υπάρχει γάµος χωρίς κλάµατα και
κηδεία χωρίς γέλια»
-Έχεις δίκιο Λευτέρη και για να έχουµε καλό ερώτηµα για πότε λέτε να κάνουµε το
γάµο;
-Εγώ θα συνιστούσα σε ένα µήνα θα πάµε µε το Αννιώ µαζί στην Αγγλία να την δουν οι
γιατροί και αµέσως µετά σε δεκαπέντε ή είκοσι µέρες κάνουµε το γάµο.
-Εσύ Λευτέρη και Αννιώ είντα λέτε εγώ λέω ότι ο Μιχάλης τα λέει σωστά.
-Μαριώ και εγώ συµφωνώ.
-Μιχάλη είναι περιττό να περιµένεις την απάντησή µου, διότι συµφωνώ απόλυτα µαζί
σου.
Όταν το έµαθαν τα άλλα παιδιά χάρηκα αφάνταστα για το Αννιώ ειδικά ο Μανωλιός.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, κάνοντας το Μαριώ και τον Λευτέρη, να κλάψουν από
συγκίνηση για την αγάπη που έχουν καταφέρει να έχουν τα παιδιά τους µεταξύ τους.
Ο Μιχάλης µε το Αννιώ πήγαν Αγγλία και γύρισαν τρισευτυχισµένοι και
δικαιωµένοι, ειδικά ο Μιχάλης, από τις εξετάσεις της Αννιώς που έδειξαν ότι το Αννιώ
ήταν απόλυτα υγιείς και µπορεί να ατενίζει το µέλλον µε πολύ µεγάλη αισιοδοξία.
Όντως έκαναν µια πολυπληθή οικογένεια δυο αγόρια και δύο κορίτσια και έζησαν µια
ζωή ευτυχισµένοι.
Ο Μανωλιός µετά από ώριµη σκέψη σκέφτηκε να κάνουν ένα οινοποιείο,
µαζεύοντας τα σταφύλια της περιοχής. Αρκετό καιρό προσπαθούσε να δηµιουργήσει
ένα κρασί κόκκινό, ένα ροζέ και ένα άσπρο όλα ξηρά. Τελικά τα είχε καταφέρει και
ήθελε να δοκιµάσουν και σε αυτό το πεδίο. Αφού συζητήθηκε οικογενειακώς πήραν
ένα δάνειο και έφτιαξαν ένα σύγχρονο οινοποιείο που ανέλαβε να το λειτουργεί ο
Μανωλιός. Η Αννιώ είχε βρει ένα αναπτυξιακό νόµο και έπαιρνε χρηµατοδότηση

95
περίπου το 50% δωρεάν και το άλλο 50% χρηµατοδότηση του ίδιου. Μ’ αυτό τον τρόπο
έφτιαξαν και ένα σύγχρονο ελαιοτριβείο το οποίο λειτουργούσε το Αννιώ. Το καλό µε
το λιοτρίβι ήταν ότι η περίοδος λειτουργίας του ήταν µικρή και συγκεκριµένη, από τον
Οκτώβριο έως τέλος Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου το αργότερο. Τον υπόλοιπο χρόνο
ασχολείτο πολύ λίγο µε το λιοτρίβι αλλά και µε τις άλλες δραστηριότητες της
οικογένειας.
Το Λενιώ, τελειώνοντας τις σπουδές και τα µεταπτυχιακά γνώρισε ένα
Ελληναµερικάνο επιχειρηµατία ο οποίος αγόραζε ελληνικά προϊόντα χύµα όπως λάδι,
κρασί, τσικουδιά, µουρνόρακο, βότανα-βραστάρια τα συσκεύαζε σε µια εταιρεία του
και τα εξήγαγε στις Ηνωµένες Πολιτείες. Αφού παντρεύτηκαν µε το Λενιώ έµεναν
µόνιµα Κρήτη και ο Νικολής πηγαινοερχόταν ΗΠΑ δυο-τρεις φορές τον χρόνο. Με
αυτόν τον τρόπο συντόνιζε τις ανάγκες της εκεί αγοράς µέσω της επιχείρησης που είχαν
µαζί µε τα αδέλφια του στις ΗΠΑ, ενώ αυτός αντιπρόσωπος στην Κρήτη τροφοδοτούσε
µε τα αναγκαία προϊόντα.
Τελικά την ιστορία της Μαριώς και του Λευτέρη την έµαθαν τα παιδιά τους από
τους ίδιους αµέσως µετά τον γάµο της Αννιώς µε το Μιχάλη. Ήταν µια επιθυµία και
των δύο να τα πουν στα παιδιά τους µην τα µάθουν από τρίτους και δεν θα ήταν
όµορφο ίσως και λάθος. Ο Μανωλιός ο νεώτερος όλοι αγωνιούσαν πώς θα το πάρει.
Τελικά το δέχτηκε πολύ θετικά και µάλιστα είπε στο θείο του και θετό του πατέρα
Λευτέρη «σ’ ευχαριστώ που δεν µ’ άφησες να µεγαλώσω χωρίς πατέρα ορφανό ή
µπάσταρδο». Όσο για τις αδελφές του δεν θα µπορούσε να αλλάξει τίποτα ήταν αδέλφια
ετεροθαλή.
Οι επιχειρήσεις της οικογένειας λειτουργούσαν και πήγαινα πολύ καλά. Το Μαριώ
συµµετείχε σε όλες προσφέροντας, µέχρι την ηλικία των 75 χρόνων, πάντα δυνατή και
αγέρωχη. Χαιρόταν πού τα παιδιά της ήταν δηµιουργικά, άξια και υγιείς επιχειρηµατίες
αξιοποιώντας τα βιολογικά προϊόντα από τους πρώτους στην περιοχή τους. Η Αννιώ µε
το πάθηµα της υγείας της έδειξε το δρόµο ότι το κέρδος µπορεί να ’ναι λιγότερο αλλά
το κέρδος της ζωής πολύ µεγαλύτερο.

96
Ο γοργοκλωθονούσης και το κουρουπάρι (Ο άξιος-πολυµήχανος και η αναπαραγωγή αιγοπροβάτων)

ε συστάδα χωριών νοτιανατολικά του νοµού Ηρακλείου ζούσε ο Μύρων γιός


πολύτεκνης οικογένειας και το µεγαλύτερο αγόρι της. Ο Μύρων από µικρό παιδί
θυµάται το κουρουπάρι που έκανε ο πατέρας του όταν ήταν µικρός. Αυτός το ανέλαβε
όταν έγινε επτά χρονών έως τα δεκαοχτώ του που έφυγε για σπουδές, τότε ανέλαβαν
επίσηµα τα αδέλφια του αλλά βοηθούσε και αυτός στις διακοπές του καλοκαιριού των
φοιτητικών χρόνων. Όταν ήταν ακόµη µικρότερος ο πατέρας του τον έβαζε να
παρακολουθεί για να µαθαίνει. Την πρώτη χρονιά που ανέλαβε, ο πατέρας του ήταν
µαζί του και του έδειχνε, την επόµενη ανέλαβε µόνος ο µικρός Μύρων, έχοντας πλέον
την πλήρη ευθύνη. Για ό,τι στραβό ή λάθος γινόταν είχε και τις ανάλογες επιπτώσεις
για τον Μύρωνα από τις φωνές του πατέρα του έως τις τιµωρίες. Ευτυχώς µόνο την
πρώτη χρονιά υπήρξαν κάποιες µικρές αβλεψίες του Μύρωνα που δεν ξανάγιναν ποτέ.
Έτσι ο Μύρων τον δεύτερο χρόνο ήταν ήδη έµπειρος για την ηλικία του, να κάνει αυτή
την αρκετά πολύπλοκη δουλειά. Μια δουλειά που του καθόρισε το µέλλον του, όσο και
αν ακούγεται παράξενο για παιδί εκείνης της εποχής και αυτής της ηλικίας.
Τι ακριβώς ήταν το κουρουπάρι το οποίο έκανε ο Μύρων κάθε καλοκαίρι;
Ορισµένοι, όπως ο πατέρας του ο οποίος ήταν επαγγελµατίας κτηνοτρόφος, στα χωριά
είχαν δυνατά κριάρια και τράγους βαρβάτους, ειδικούς για την αναπαραγωγή ζώων. Τα
κριάρια και τους τράγους, ο πατέρας του Μύρων, τα εκµεταλλευόταν για να βγάλουν
κάποια κέρδη. Οι χωριανοί, σε κάθε χωριό, γνώριζαν ποιος κάθε καλοκαίρι θα έκανε
κουρουπάρι και του πήγαιναν τα αιγοπρόβατά τους, όσα ήταν για γονιµοποίηση και
αναπαραγωγή. Τα αιγοπρόβατα παρέµεναν στο κουρουπάρι τουλάχιστον ένα µήνα και
η πληρωµή γινόταν σε είδος. ∆ηλαδή ο κουρουπάρης έπαιρνε το γάλα, την κοπριά και
το µαλί στα πρόβατα σαν αµοιβή, αν ήταν ακούρευτα. Ήταν υποχρέωση του ιδιοκτήτη
των ζώων να πάει τροφή για τα ζώα του για όλη την διάρκεια του κουρουπάρι, έτσι ο
κουρουπάρης δεν είχε καθόλου έξοδα αλλά µόνο έσοδα. Συνήθως το κουρουπάρι
γινόταν λίγο έξω από το χωριό σε κάποιο χώρο που διέθετε ο κουρουπάρης.
Ο χώρος που διάθετε ο πατέρας του Μύρων ήταν ιδανικός, το πιθανότερο το είχε
φτιάξει ο παππούς του ή ο προπάππους του. Ήταν τέσσερις χώροι κυκλικοί από
κυπαρίσσια σε µια διάµετρο γύρω στα δεκαπέντε µέτρα. Τα κενά που υπήρχαν ανάµεσα
στα κυπαρίσσια τα έκλειναν µε φράχτη γερά από ξύλα για να µην φεύγουν τα

97
αιγοπρόβατα. Υπήρχε µια πόρτα ευρύχωρη σε κάθε κύκλο για να µπαινοβγαίνουν τα
αιγοπρόβατα. Σε κάθε ένα κύκλο ο πατέρας του Μύρων έβαζε αλλού τα πρόβατα µε το
κριάρι και άλλους τις αίγες µε τον τράγο. Το καλό µε τα κυπαρίσσια σε κύκλο ήταν ότι
όλη ηµέρα υπήρχε κάποιος χώρος µε σκιά, για να δροσίζονται τα αιγοπρόβατα τις
ζεστές µέρες που πολλές φορές στην διάρκεια του κουρουπάρι ήταν πολύ υψηλές.
Ο Μύρων αν και µικρός είχε µάθει να βγάζει το µέγιστο δυνατόν κέρδος από το
κουρουπάρι, κάνοντας τον πατέρα του πολύ υπερήφανο για τον γοργονούση γιό. Ο
Μύρων γνώριζε ότι στον µήνα που θα είχαν τα ζώα θα έπρεπε να µαζέψει το
περισσότερο δυνατόν γάλα από τα ζώα, την µέγιστη δυνατή κοπριά, το µέγιστο δυνατόν
µαλί από τις προβατίνες. Συγχρόνως όµως, έπρεπε να παραδώσει και όλα τα ζώα
βαρεµένα (γκαστρωµένα) ουδενός εξαιρουµένου. Επίσης βασικό η τροφή που τους έδωσαν
να φτάσει, για όλα τα ζώα που είχαν παραλάβει, χωρίς να χρειαστούν να δώσουν δική
τους τροφή. Όλα αυτά ο Μύρων τα γνώριζε καλά και τα πρόσεχε ιδιαιτέρως, γιατί
έπρεπε στον απολογισµό του κουρουπάρι το κέρδος να ’ναι πάντα πλούσιο. Αυτό έδινε
αυτοπεποίθηση στον Μύρων που πάντα σκεφτόταν πώς θα βελτιώσει τα πάντα, για να
’ναι όλοι ευχαριστηµένοι µε το ετήσιο κουρουπάρι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα να
έχουν την πελατεία τους σταθερή, χωρίς να χάνουν ούτε ένα πελάτη. Μάλιστα κάποιες
χρονιές είχαν και νέους πελάτες από κοντινά χωριά που γνώριζαν πόσο καλό
κουρουπάρι ήταν αυτό του Σαββόκωστα. Το όνοµα Κωστής ήταν το όνοµα τ’ αφέντη
(πατέρα) του Μύρωνα ενώ το άλλο ήταν από το επίθετο. Αυτό ήταν κάτι πολύ
συνηθισµένο στην Κρήτη µε τα παρατσούκλια, η σύντµηση επωνύµου µε ονόµατος,
που χαρακτήριζαν ακριβώς το άτοµο.
Ο Μύρων ακολουθούσε µια τακτική που όλα γινόντουσαν µε µαθητική ακρίβεια σε
διαδικασίες αλληλουχίες χωρίς καµία παρέκκλιση σε ώρα και µέρα. Επίσης φρόντιζε να
ξεκουράζει του τράγους και τα κριάρια για να µπορούν να ανταποκριθούν στο έργο
τους, χωρίς να υπάρχουν προβλήµατα.
Ο πατέρας, του Μύρωνα, µετά από δύο χρόνια αντελήφθηκε ότι, ο Μύρων, ήταν
αετοβούλης στην διαχείριση του κουρουπάρι. Παρατήρησε ότι ο Μύρων εκτός τις
σηµειώσεις που κρατούσε για τις γέννες των αιγοπροβάτων κρατούσε και άλλες
σηµειώσεις που µάθαινε από τους πελάτες. Πόσα κατσικάκια ή προβατάκια γεννούσαν
τα ζώα τους τι ράτσας ήταν, αν αρρώσταιναν ή δεν αρρώσταιναν και πολλά άλλα
στοιχεία. Ο πατέρας δεν µιλούσε για ό,τι έκανε ο Μύρων, ήταν υπερήφανος για το γιό
του, ήταν αετός στο κουρουπάρι όλα τα έκανε στην εντέλεια. Για τον Μύρωνα το
κουρουπάρι ενώ ήταν η ίδια του η ζωή, δεν σταµατούσε µε την λήξη του, αλλά

98
συνέχιζε και µε τις γέννες των αιγοπροβάτων σε πλήθος νεογνών, το βάρος τους, το
γάλα παραγωγής αλλά και την ίδια αναπαραγωγή στα νεώτερα ζώα. Έκανε συσχετίσεις
και εύρισκε ποια ράτσα ήταν ποιο αποδοτική από κάποια άλλη. ∆οκιµές έκανε ο
Μύρων και ο πατέρας του στα δικά τους τα ζώα και σχεδόν όλα ήταν σωστά αυτά που
παρατηρούσε ο Μύρων. Τελικά ακολουθώντας τις παρατηρήσεις του Μύρωνα και τις
γνώσεις του πατέρα, σε ένα εποικοδοµητικό συνδυασµό, κατάφεραν σε µερικά χρόνια
να έχουν το καλύτερο κοπάδι αιγοπροβάτων. Είχαν την µεγαλύτερη απόδοση γάλακτος,
κρέατος, κοπριάς, µαλλιού και τις λιγότερες ασθένειες.
Το κουρουπάρι των αιγών ήταν το τελευταίο σε σχέση µε τις προβατίνας που ήταν
νωρίτερα. Στις αίγες είχαµε ότι βοηθούσαν µε το µπεµπέρισµα, δείχνοντας πότε ήθελαν
τον τράγο. Μ’ αυτόν τον εύκολο τρόπο ο Μύρων επέλεγε τις αίγες για να υλοποιήσουν
την αναπαραγωγή. Οι αίγες όταν πήγαιναν µε το τράγο συνέβαινα τα εξής:
Σταµατούσαν ακαριαία το γάλα
Ο τράγος δεν την ξαναπλησίαζε
Η αίγα έπαβε να µπεµπερίζει όπως όταν θέλει τον τράγο
Αυτά τα γνώριζε καλά ο Μύρων και µπορούσε να ξεχωρίζει τις αίγες που είχαν πάει
µε τον τράγο απ’ αυτές που δεν είχαν πάει. Μετά έβαζε λίγες-λιγες κάθε φορά για να
µπορεί να τις ελέγχει καλύτερα και αποδοτικότερα. Κρατούσε σηµειώσεις πότε
βατεύτηκε (συνουσιάστηκε) η αίγα για να το πει του ιδιοκτήτη να ξέρει σε πόσους µήνες θα
περιµένει να γεννήσει, συνήθως ήταν πέντε µήνες. Αν είχε κλείσει ο µήνας ειδοποιούσε
τον ιδιοκτήτη να ’ρθει να πάρει την αίγα δίνοντάς του και τις αντίστοιχες πληροφορίες
για την γέννα όταν γινόταν. Τα ίδια σχεδόν έκανε και µε τις προβατίνες, αν και υπήρχαν
µικροδιαφορές στο κουρουπάρι προβατίνας από αίγας.
Στα όσα χρόνια ο Μύρων έκανε το κουρουπάρι ποτέ δεν έγινε κάποιο λάθος. Όταν
ακόµη συµµετείχαν και τα µικρότερα αδέλφια του, που µυήθηκαν σταδιακά στην
διαδικασία λειτουργίας του κουρουπάρι. Αυτό έγινε, διότι έπρεπε να υπάρχουν και
αντικαταστάτες για ώρες ανάγκης. Αυτά ήταν τα δύο µικρότερά του αδέλφια που σιγά-
σιγά αλλά µεθοδικά έµαθαν και αυτά αυτή την διαδικασία. Έτσι ο Μύρων απέκτησε
βοηθούς, µειώνοντας την κούρασή του στο άρµεγµα του γάλακτος, στο τάϊσµα και
πότισµα των οζών αλλά και στο µάζεµα της κοπριάς.
Ενώ όλα πήγαιναν καλά ξαφνικά ο Μύρων παθαίνει τύφο πάνω στη διαδικασία του
κουρουπάρι για τις αίγες. Ο Μύρων ενώ δεν αισθανόταν καλά δεν έλεγε τίποτα. Ήταν
καλοκαίρι και οι εφιδρώσεις του, δεν σπουδαιολογήθηκαν από τα αδέλφια του αλλά και
τον ίδιο. Η αδυναµία τον έβαλε σε υποψίες για αρρώστια, αλλά το πέρασε για

99
καλοκαιρινό κρύωµα. Μια µέρα όµως, έπεσε κάτω λιπόθυµος, ο Μιχάλης, ο αδελφός
του ο µικρότερος έτρεξε για µιας στο χωριό, να ειδοποιήσει την µάνα τους. Ο Μηνάς
τον έβαλε σε µια σκιά και άρχισε να του σκουπίζει το βρεγµένο µέτωπο µε ένα δροσερό
πανί. ∆εν άργησαν και ήλθαν από το χωριό που ήταν κοντά ο θείος του, δυο µεγάλα
ξαδέλφια του και η µητέρα του αλαφιασµένη. Αµέσως τον µετέφεραν στο σπίτι και
φώναξαν ένα πρακτικό γιατρό που τους είπε αµέσως και σωστά.
-Το κοπέλι έχει τύφο και να του δώσετε αντιβίωση για να συνέλθει. Να του βρέχεται
ένα πανί µε τσικουδιά βάζοντάς το στο µέτωπο για να του ρίχνεται τον πυρετό.
-Την τσικουδιά µε το πανί εχουµέντη, την αντιβίωση πού να την έβρουµε θέλει;
-Να πάτε στο κεφαλοχώρι να πάρετε από το φαρµακείο, να του δίνετε και κανένα
βραστάρι για το στοµάχι και τις διάρροιες. Φαγητά ελαφριά, σουποειδή ζεστά όχι καυτά.
Η µάνα του Μύρωνα, η κυρά Βασιλικώ για µιας πιάνει την τσικουδιά και βρέχει ένα
πανί και το απλώνει σε όλο το µέτωπο του άτυχου Μύρωνα.
-Θειά να πάω θέλει να φέρω την αντιβίωση από το κεφαλοχώρι; Σε δυο ώρες και κάτι
θα ’µαι πίσω.
-Αλήθεια να πας θες ανίψιο;
-Ναι θειά δεν αφήνω τον Μύρωνα αβοήθητο να πάω θέλει γερά-γερά να την φέρω.
Έφυγε ο ξάδελφος του Μύρωνα, φθάνοντας στο φαρµακείο λέει στο Φαρµακοποιό,
γιατί θέλει την αντιβίωση ο οποίος του δίνει την κατάλληλη αλλά του λέει:
-Αντράκι µου αυτή θα γιάνει το άρρωστο κοπέλι αλλά εκεί πού κοιµόταν κοιµούνται
άλλοι;
-Ναι θείο κοιµούνται άλλα δυο κοπέλια.
-Να πάρεις και τουτονέ το φάρµακο να το βάλουν εκιά να σκοτώσουν τα µικρόβια,
γιάντα να κολλήσουν θέλει και τ’ άλλα.
-Μα θείο δεν µε φτάνουν τα λεφτά να το πάρω και δεν έχω άλλα.
-Μα να το κατέχεις άµα δεν το βάλετε να αρρωστήσουν θέλει και τ’ αλλά.
Ο ξάδελφος σκέφτηκε λίγο και µετά λέει στον Φαρµακοποιό: «να πάω θέλει, µέχρι
το καφενείο που πάνε οι συγχωριανοί µου, µήπως και συναντήσω κανένα να µε δανείσει,
για να αγοράσω το φάρµακο απολύµανσης». Πράγµατι βρήκε κάποιον δανείστηκε πήρε
το φάρµακο και σε δυόµιση ώρες ήταν πίσω µαζί µε την αντιβίωση και το φάρµακο της
απολύµανσης. Για µιας έτρεξαν τα δυο ξαδέλφια µε το θείο και απολύµαναν τους
χώρους στο κουρουπάρι. Τα µικρά πλέον ήσυχα το βράδυ θα κοιµηθούν προφυλαγµένα
τουλάχιστον από τα βακτήρια των τρωκτικών που ίσως κόλλησαν τον Μύρωνα.

100
Ο Μύρων τελικά σε δεκαπέντε µέρες συνήλθε και την ∆ευτέρα µετά το
Σαββατοκύριακο που έφαγε κανονικά, το απόγευµα της Κυριακής πήγε στο
κουρουπάρι, γιατί τα µικρά αδέλφια του είχαν αρχίσει να ζορίζονται. Βέβαια στις µέρες
της νοσηλείας του Μύρωνα είχε τις περιπέτειές του. Μια µέρα ξυπνώντας δεν ήταν
κανείς δίπλα του και διψούσε πολύ, βλέποντας το ποτήρι µε την τσικουδιά την πέρασε
για νερό. Αρπάζει το ποτήρι και µε την δίψα που είχε την πίνει µονορούφι. Για µιας
αισθάνεται να καίγονται στην κυριολεξία τα σωθικά του. Αυτό ήταν κάτι που το είχαν
πάθει πολλά παιδιά σε παρόµοιες καταστάσεις, όλα µες την ζάλη τους δεν
αντιλαµβάνονται την διαφορά του νερού από την τσικουδιά και κάνουν το σφάλµα. Η
µεθιά (µεθύσι) του Μύρωνα ήταν µοναδική, όλοι νόµιζαν από όλα αυτά που έλεγε, ότι
έφταιγε ο πυρετός. Ξαφνικά η µητέρα του βλέπει άδειο το ποτήρι της τσικουδιάς και
τροζένεται (τρελαίνεται), καταλαβαίνει ότι ο Μύρων ήπιε την τσικουδιά, νοµίζοντας ότι
ήταν νερό. Αµέσως άλλαξε το ποτήρι µε ένα λαινάκι µπρούτζινο και έβαλε νερό στο
ποτήρι εξηγώντας στον Μύρων την αλλαγή που εκείνη την στιγµή δεν κατάλαβε
τίποτα. Την άλλη µέρα ζητούσε νερό και η µητέρα του έλεγε να πιεί από το ποτήρι.
-Γιάντα, για να καώ;
-Όι αντράκι µου, άλλαξα το µε νερό, δεν έχει τσικουδιά.
-Μα οψάργας είχε τσικουδιά και έκαψε µε άσχηµα.
-Μόνο έκαψε σε, είχες και µια µεθιά άσχηµη.
Αυτή η δοκιµασία της αρρώστιας του Μύρωνα, έγινε αιτία και κάθε χρόνο
απολύµαιναν, για να µην κολλήσουν τίποτα τα παιδιά. Το ίδιο έκαναν και στο µιτάτο,
γιατί όλο και κάποιο τρωκτικό θα τριγυρνούσε. Ειδικά µην κολλήσει ο πατέρας, ο
οποίος ήταν η κινητήριος οικονοµική δύναµη της οικογένειας, όπου σιγά-σιγά αλλά
σταθερά έµπαιναν και τα παιδιά για πάν ενδεχόµενο. Το µόνο αγόρι που ξεχώριζε από
τους τρείς, ήταν ο Μύρων, ο οποίος ήταν άριστος µαθητής στο Γυµνάσιο και ο µόνος
που ήθελε να σπουδάσει. Ο Μηνάς πρώτα και µετά ο Μιχάλης στις πρώτες τάξεις του
γυµνασίου τα παράτησαν και πήγαν στο µιτάτο και έγιναν κτηνοτρόφοι όπως ο πατέρας
τους.
Ο Μύρων, αντίθετα έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις και πέρασε στο Γεωπονικό
Πανεπιστήµιο Αθηνών τελειώνοντάς το αριστούχος. Αµέσως µετά το στρατό άρχισε
µεταπτυχιακές σπουδές, µε προοπτική ακαδηµαϊκής καριέρας. Μετά το µεταπτυχιακό
και το διδακτορικό του, έκανε επισκέψεις σε ξένα πανεπιστήµια ειδικευόµενος στην
ζωική παραγωγή. Πολλά πανεπιστήµια τον ζήτησαν να µείνει σαν καθηγητής, ο Μύρων
είχε τις δικές του αγάπες στην Ελλάδα, γυναίκα, οικογένεια και το κουρουπάρι. Το

101
Γεωπονικό Πανεπιστήµιο πάντα τον έβλεπε, σαν ένα λαµπρό επιστήµονα τον οποίο
χρειαζόταν, τον ήθελε διακαώς και µια µέρα του έδωσε την θέση που του άξιζε. Το
κουρουπάρι ήταν αυτό που του είχε καθορίσει την ζωή και την ακαδηµαϊκή του
καριέρα. Τα δύο µιτάτα των αδελφών του Μηνά και Μιχάλη γίνανε παιδία εφαρµογών
νέων πρακτικών ανάπτυξης και αναπαραγωγής. Τα τρία αδέλφια δεν έπαψαν ποτέ να
συνεργάζονται, αναδεικνύοντας πάντα την ευφυΐα του Μύρωνα που οι δύο µικρότεροι
πάντα παραδέχονταν και πάντα πίστευαν τυφλά. Γνώριζαν ό,τι έκανε είναι σίγουρα
σωστό και δεν θα τους απογοητεύσει ποτέ, κάνοντας και τους τρείς ευχαριστηµένους
και ευτυχισµένους. Το κυριότερο ήταν δεµένοι µεταξύ τους όπως τα παιδικά τους
χρόνια χωρίς ο ένας να αποκλείει τους άλλους. Ειδικά ο Μύρων που ήταν πλέον
Καθηγητής Πανεπιστηµίου ποτέ δεν τους έκανε να νιώσουν µειονεκτικά, αντιθέτως
πάντα τους έλεγε και τους έκανε να αισθάνονται σηµαντικοί και όλοι τους υπηρέτες της
επιστήµης. Αργότερα έβαλαν και τον ένα γαµπρό τους, σαν κτηνοτρόφο, στα διάφορα
προγράµµατα αναπτύσσοντας και αυτός το δικό του µιτάτο. Ο άλλος γαµπρός τους
ήταν κουρέας αλλά και γεωργός για τις οικογενειακές του ανάγκες κυρίως.
Ο Μύρων παντρεύτηκε µια συµφοιτήτρια του από το Ρέθυµνο και αυτή από
κτηνοτροφική οικογένεια, την όµορφη και δυναµική Ευαγγελία ή Βαγγελιώ όπως την
φώναζαν οι δικοί της άνθρωποι. Όταν ο Μύρων µετά από χρόνια έγινε καθηγητής στο
Πανεπιστήµιο, η Βαγγελιώ έγινε βοηθός του στα εργαστήρια και έτσι ήταν στο σπίτι
και στην δουλειά µαζί, καταφέρνοντας να κάνουν µια όµορφη οικογένεια µε τρία παιδιά
ένα αγόρι και δύο κορίτσια.
Οι ακαδηµαϊκές ανησυχίες του Μύρων ήταν γύρω από το κουρουπάρι, την
κτηνοτροφική ανάπτυξη, τις ασθένειες, νέες τεχνικές οργάνωσης του µιτάτου και
καλύτερη αξιοποίηση των προϊόντων µέσω συνεταιρισµών. Το καλοκαίρι στην Κρήτη
εφάρµοζε στα δύο µιτάτα των αδελφών του πολλές νέες καινοτόµες ιδέες. Εν συνεχεία,
γινόταν εργασία αν οι ιδέες είχαν την αναµενόµενη επιτυχία και απόδοση. Αν υπήρχε
κάτι µη αναµενόµενο έψαχνε το πιθανό λάθος άλλοτε το εύρισκε άλλοτε όχι, διότι
υπήρχε και η φύση που επιθυµούσε διαφορετικά, είχε τους δικούς της ανίκητους
νόµους. Το ευχάριστο ήταν ότι ποτέ δεν υπήρχε το ρίσκο στο µη αναµενόµενο να
υπήρχε ζηµιά, απλά δεν υπήρχε κέρδος αλλά ούτε χασούρα. Είναι γεγονός ότι η
προσφορά του ήταν ανεκτίµητη στην κτηνοτροφική ανάπτυξη. Αυτό µαθεύτηκε και
όλοι ζητούσαν την συµβουλή του στο χωριό του αλλά και στης γυναίκας του την
περιοχή. Ο Μύρων πάντα πρόθυµος, έδινε τις κατάλληλες συµβουλές σε όλους άνευ
διακρίσεως. Αυτό έδινε ικανοποίηση σε όλους αυτούς που ξεπερνούσαν το πρόβληµά

102
τους. Πολλοί ήταν αυτοί που µετά υιοθετούσαν τις δικές του επιστηµονικές πρακτικές
στην ανάπτυξη του µιτάτου και των ζώων τους.
Ο Μύρων µε την Βαγγελιώ είχαν γίνει ένα δίδυµο στην κτηνοτροφία που είχε
αναγνωριστεί πανελλαδικά και πανευρωπαϊκά σε ακαδηµαϊκό επίπεδο αλλά και σε
πραγµατικό κτηνοτροφικό επίπεδο. Στην Κρήτη που ήταν η µεγαλύτερη περιφέρεια της
Ελλάδος σε πλήθος αιγοπροβάτων και παραγωγής γάλακτος και τυριών, αξιοποιήθηκαν
οι επιστηµονικές πρακτικές του στο έπακρο. Η Κρήτη άλλωστε ήταν το πεδίο έρευνας
και εφαρµογής τους και µετά πήγαινε σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, Ευρώπη και τον
κόσµο. Για πολλές δεκαετίες η προσφορά του ήταν ανεκτίµητη. Η ικανοποίηση του
Μύρων ήταν απερίγραπτη. Γιατί κατάφερε τις παιδικές και εφηβικές του ανησυχίες να
τις κάνει επιστηµονικές ανησυχίες και πρακτικές. Τα αποτελέσµατα πάντα ή σχεδόν
πάντα ήταν από τέλεια έως άριστα.
Ο Μύρων συνταξιοδοτήθηκε περίπου δώδεκα χρόνια µετά την είσοδο της Ελλάδος
στη Ε.Ο.Κ. έτσι κατάφερε να αξιοποιήσει πολλές ιδέες του επιτυχώς µε προγράµµατα,
κάνοντάς τον γνώστη αυτών των διαδικασιών. Ανακηρύχτηκε οµότιµος καθηγητής και
για µια τριετία πρόσφερε τις υπηρεσίες του αµισθί στο πανεπιστήµιο.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε και µετά την τριετία σαν οµότιµος καθηγητής κατέβηκε
στην Κρήτη για µόνιµη εγκατάσταση, στο χωριό του. Τα αδέλφια του τον τίµησαν
ιδιαίτερα, για ό,τι έκανε γι’ αυτά όλα τα χρόνια και στην κληρονοµιά µιας θείας τους,
του άφησαν το σπίτι της που ήταν ένα όµορφο αρχοντικό. Ο Μύρων το ανακαίνισε και
το έκανε ένα άνετο λειτουργικό σπίτι για τις ανάγκες του. Απ’ αυτό το σπίτι συνέχισε
να βοηθάει τα αδέλφια του και τα ανίψια του στην κτηνοτροφία µε τις τεράστιες
γνώσεις που είχε.
Από τα παιδιά του µόνο η µικρή του κόρη, η Βασιλική, είχε το όνοµα της µάνας του,
σπούδασε Γεωπόνος τα άλλα δυο του παιδιά ο υιός, οφθαλµίατρος και η κόρη
οδοντίατρος, µένοντας µόνιµα στην Αθήνα. Η Βάσω έκτος από γεωπόνος, ήλθε στην
Κρήτη για εργασία, παντρεύτηκε και έµεινε µόνιµα στην Κρήτη, κοντά στους γονείς
της, τελικά µεγάλη παρηγοριά γι’ αυτούς.
Η Βάσω δούλευε στην περιφέρεια Κρήτης µαζί µε τον σύζυγός της. Είχε αναλάβει
όλα τα γεωργικά και κτηνοτροφικά θέµατα της Κρήτης. Με βοήθεια των γονιών της και
των γνώσεων της κατάφερε να γίνει µια σηµαντική υπάλληλος. Ήταν αυτή που έφερε
αρκετά προγράµµατα και χρήµατα στην Κρήτη για την ανάπτυξη της αγροτικής και
κτηνοτροφικής ζωής του νησιού. Η Περιφέρεια Κρήτης κατάφερε να κάνει πολλά
προϊόντα της Κρήτης µοναδικά να πάρει αυθεντικότητα σε πάρα πολλά προϊόντα,

103
ατύχησε όµως, σε κάποια. Τέτοια παραδείγµατα είναι όπως στην Φέτα, όπου πολλές
περιοχές της Ελλάδος έχουν το δικαίωµα να παράγουν φέτα εκτός την Κρήτη, που έχει
την µεγαλύτερη παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος σε όλη την Ελλάδα. Σε επίπεδο
Ευρωπαϊκό το όνοµα της Ρακής το πήραν οι Τούρκοι και εµείς κρατήσαµε το
Τσικουδιά. Ως προς την λέξη καλώς την χάσαµε, διότι δεν είναι Ελληνική είναι
Αραβική ή Σλάβικη. Αντιθέτως ως προς το προϊόν ίσως αδικηθήκαµε, επειδή είναι πιο
γνωστή σαν Ρακή αντί Τσικουδιά, αλλά κρατήσαµε το Τσικουδιά τουλάχιστον είναι
Ελληνική λέξη (κίκουδο < κούκουδο = κουκούτσι) και µάλιστα κατέληξε Κρητική
Τσίκουδο > Τσικουδιά.
Το κουρουπάρι µπορεί µε τα χρόνια να εγκαταλείφθηκε, διότι πλέον ελάχιστοι έχουν
σήµερα ζώα οικόσιτα όπως παλιά. Το κουρουπάρι όµως, συνεχίζει να γίνεται
αποκλειστικά στα µιτάτα και θα συνεχίζεται για ακόµη πολλά χρόνια. Είναι µια
διαδικασία που χάθηκε λόγο του σύγχρονου τρόπου ζωής, οικόσιτα πλέον ζώα έχουν
ελάχιστοι και αυτά είναι κυρίως κότες και κουνέλια.

104
Γλωσσάρι Κρητικών λέξεων

Αβιζάρω ειδοποιώ
Αίγα κατσίκα
Αϊτοβούλης δεν τον χωρά ο τόπος
Αλλάργο µακριά
Αµπλά αδελφή
Ανεγύρους ανεγύροι
Αντροπαλίκαρα δυνατός άντρας
Αποδώσατε καταντήσατε
Αστραποµάτης µάτια που πετούσαν σπίθες
Αφέντης ο πατέρας, ο σύζυγος
Άχνα χωρίς µιλιά
Βαρεµένη έγκυος
Βατεύτηκε συνουσιάστηκε το ζώο
Βούργια υφαντή τσάντα ώµου
Γιαγείρω/γαέρνω επιστρέψω
Για µιας µε την µία, αµέσως
Γιάντα γιατί
Γλάκισες έτρεξες
Γοργονούσης/α πολύστροφο µυαλό, άτοµο που κόβει το µυαλό του, άξιο άτοµο
∆ιαβάζουµε παρακολουθούµε ή πηγαίνουµε στο ίδιο σχολείο
∆εµατέ δεµάτι
Εκειά εκεί
Έγιανε, έγιανα θεραπεύτηκε, θεραπεύτηκα
Εκάτεχα γνώριζα
Ελάλιε οδηγούσε
Επαδά εδώ
Ετουλόγουµας εµείς (Ετουλόγουµου=εγώ)
Είντα τι;
Ειντάνε τι είναι
Ειντάπαθε τι έπαθε
Θε µου θεέ µου
Θωρώ κοιτώ, βλέπω
Θωριά εµφάνιση, όπως φαίνεται
Ίσα πάνω προς τα πάνω
Καβρούς καβούρια
Κακορίζικο καηµενούλι, κακότυχο
Κακοτερένιο καχεκτικός
Καλλιά καλύτερα
Καλολοϊδια φιλέµατα στα παιδιά, όπως γλυκά
Καλοστρατιά καλό δρόµο
Καλούδια φαγώσιµα διάφορα
Κατσουκανιές αταξίες, απάτες
Κατέχω γνωρίζω
Κατέχουµε γνωρίζουµε
Καωµένα καµωµένα
Κονταρίδα µονοπάτι σύντοµο
Κοντό άραγε, µήπως

105
Κοπέλι παιδί
Κλωθονούσης/α άτοµο που µηχανεύεται, πολυµήχανος/η
Κλώθω µπερδεύω ανακατώνοντας
Λογιάσω βάζω στο νου µου, σκέπτοµαι
Λοής λογής
Μεθιά µεθύσι
Μελοχρούσα µελαχρινή
Μιγάδι παξιµάδι µε αλεύρι από διάφορα δηµητριακά (κυρίως από στάρι και κριθάρι)
Μικιός, Μικιά µικρός, µικρά
Μιτάτο στάνη
Μολογάτε µαρτυράτε, φανερώνετε
Μπαλοθιά πιστολιά
Μπεντενάκι τειχαλάκι
Μπεγίρια άλογα
Μπέτι στήθος
Μπιστικός έµπιστος
Ντελικανής ο νέος, ο όµορφος, ο ωραίος, ο λεβέντης
Ντελίνα η νέα, η όµορφη, η ωραία, η λεβέντησα
Ντελόγο αµέσως
Ντρέτα ευθεία, ίσια, σωστά
Ντρέτους ευθείς, δίκαιους, έντιµους
Ξάσου κανόνισε, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις
Ξεγιβεντίζω ξευτιλίζω, ντροπιάζω, γελοιοποιώ
Ξεκάνω σκοτώνω, τραυµατίζω θανάσιµα
Ξιπάστικα τρόµαξα, ξαφνιάστηκα
Οζά ζώα
Οθεντά προς το µέρος αυτό
Οντέ όταν
Οντονέ όταν αυτός
Παλάµια παλαµάκια
Παντέρµο καηµένο
Παραστιά εστία µαγειρέµατος µε ξύλα
Πράµα τίποτα
Ρέγεται (σε) της/του αρέσεις
Ρίφι το κατσίκι, το ερίφιο
Ροδόχειλη κόκκινα χείλη
Σάσουµε θα αποκαταστήσουµε
Σβολώνω χτυπώ, πληγώνω (σβόλωσες=εχτύπησες)
Σιµά κοντά
Σιµώνω πλησιάζω
Σφουγγάτο αυγά οµελέτα µε πατάτες κυρίως στρογγυλά κοµµένες
Σχόλη εορτή ή γιορτινή µέρα
Σώπατα επίπεδα εδάφη
Ταχιά την άλλη µεθαύριο
Τριγούνιζαν ταρακουνούσαν
Χέρα χέρι
Χόντρος χοντραλεσµένο στάρι (γινόταν και πιάτο φαγώσιµο π.χ. µε σαλιγκάρια)
Χοχλιούς σαλιγκάρια
Ώφου επιφώνηµα πόνου ή τρόµου

106
Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες

Λέξεις που χρησιμοποίησε ο Νίκος


Καζαντζάκης στην μετάφραση της Ομήρου
Οδύσσειας. Αποκαλώντας τον πολυμήχανο
Τσεπαπαδάκης Απ. Ανδρέας Οδυσσέα Κλωθονούση και τον κάθε άξιο
γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα από Κρητικούς βασιλιά ή πολεμιστή Γοργονούση.
γονείς, Κίσσαμο ο πατέρας, Μεσαρά η μητέρα. “Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες” είναι το
Τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο στην Αθήνα εκ τέταρτο βιβλίο που γράφηκε, επιμελήθηκε και
των οποίων δυο χρόνια πήγε στο Εσπερινό εκδίδεται που αφορά δώδεκα ιστορίες της
Γυμνάσιο εργαζόμενος. Σπούδασε στην Ιταλία Κρήτης την εποχή του μεσοπολέμου, πριν από
Ηλεκτρονικός Μηχανικός - Πληροφορικής. τον ΙΙ Παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι και την
Ομιλεί και γράφει δυο ξένες γλώσσες Ιταλικά χούντα. Ιστορίες μικρών και μεγάλων μέσα σε
και Αγγλικά. Αποφοιτώντας και μετά την ένα κλίμα πολυμηχανοσύνης των ηρώων αλλά
στρατιωτική θητεία εργάστηκε μια 10ετία σαν και μιας καλοσύνης και μεγαλοθυμίας τους.
Αναλυτής-Προγραμματιστής αναπτύσσοντας Ήρωες φανταστικοί που όμως οι περισσότεροι
πολλές εφαρμογές. Παράλληλα ήταν ήταν υπαρκτοί σε ένα παρελθόν όχι πολύ
Καθηγητής με σύμβαση στα ΤΕΙ Αθηνών στο μακρινό. Με αρκετή δόση φαντασίας
Τμήμα Πληροφορικής ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν αυτές οι ιστορίες για να
παρακολούθησε μαθήματα στην Παιδαγωγική ταξιδέψουν κάποιες ηλικίες στα χρόνια της
Τεχνική Σχολή (ΠΑΤΕΣ) της ΣΕΛΕΤΕ. Διορίστηκε νιότης τους. Επίσης οι νεώτεροι να μάθουν για
μόνιμος καθηγητής στην Μέση Τεχνική τους παλαιότερους και να κρίνουν τις εποχές.
Επαγγελματική Εκπαίδευση τελειώνοντας
μετά και τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο
Ε.Α.Π. “Σπουδές στην Εκπαίδευση”. Από το
1991 είναι εγκατεστημένος μόνιμα στην πόλη
του Ηρακλείου έχοντας περάσει από όλα τα
Εσπερινά σχολεία του και το Πειραματικό
Λύκειο. Διατέλεσε Σχολικός Σύμβουλος
Πληροφορικής Κυκλάδων και Διευθυντής του
Εσπερινού Γυμνασίου Ηρακλείου. Ασχολήθηκε
με τα κοινά στον παλιό Δήμο Νέας
Αλικαρνασσού όπου και διαμένει διατελώντας
Πρόεδρος του Αθλητικού Οργανισμού Δήμου
Νέας Αλικαρνασσού (ΑΟΔΝΑ) και υπήρξε
μέλος του Δ.Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης
ΔΕΠΑΝΑΛ. Μερικά χρόνια πριν
συνταξιοδοτηθεί άρχισε να ασχολείται ενεργά
με την Κρητική Ιστορία και ειδικά της πόλης
του Ηρακλείου.
Ασχολείται με την συγγραφή από το 2012. Το
βιβλίο “Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες”
είναι το πρώτο που εκδίδεται και το τέταρτο
κατά σειρά συγγραφής.

107
108

You might also like