Professional Documents
Culture Documents
Σημειώσεις Γενικής Ψυχολογίας 2021Β
Σημειώσεις Γενικής Ψυχολογίας 2021Β
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων Α’
Εξάμηνο
Εισαγωγικά Στοιχεία
Γνωστική ψυχολογία
Το επιστημονικό πεδίο της Γνωστικής Ψυχολογίας βασίζεται στην προσπάθεια
ερμηνείας των εσωτερικών νοητικών διεργασιών (αντίληψη, μάθηση, μνήμη/λήθη,
σκέψη/νόηση, γλώσσα), οι οποίες είναι υπεύθυνες για την απόκτηση, την
αναπαράσταση, την αποθήκευση και τη χρήση της γνώσης.
Η προσπάθεια αυτή έχει ως στόχο την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθώς
είναι σχετικές με κάθε δραστηριότητά του ατόμου ανά πάσα στιγμή και παράλληλα η
σημασία τους γίνεται ολοφάνερη όταν κάποιες από αυτές δυσλειτουργεί (π.χ. Ν.Κ.).
Η δυσλειτουργία αυτών, με τη σειρά της επιφέρει ελλιπής ανάπτυξη της
προσαρμοστικής λειτουργίας (διαταραχή στον τρόπο που το άτομο
κοινωνικοποιείται, προσαρμόζεται και λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της
ψυχοσυναισθηματικής, ακαδημαϊκής και κοινωνικής ζωής. Η γνωστική ψυχολογία
έχει συμβάλλει ζωτικά στην κατανόηση της μάθησης και έχει τεράστια εφαρμογή
στην παιδοψυχολογία αλλά και όχι μόνο.
1
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΑΝΤΙΛΗΨΗ
2
Απόλυτο κατώφλι ευαισθησίας των αισθήσεων
Η αντίληψή μας για τον κόσμο βασίζεται σε πολύ περισσότερα στοιχεία από τις
πληροφορίες που καταγράφουν οι αισθητηριακοί υποδοχείς μας. Επίσης, βασίζεται
στην αλληλεπίδραση των προϊόντων των αισθήσεών μας με τις γνώσεις μας για τον
κόσμο που μας περιβάλλει ενώ οι αντιλήψεις δεν είναι άμεσες καταγραφές του
περιβάλλοντος, αλλά δημιουργούνται εσωτερικά σύμφωνα με εγγενείς κανόνες και
περιορισμούς που επιβάλλονται από τις ικανότητες του νευρικού συστήματος.
3
Συναισθηματικοί – Προκαταλήψεις: έχει διαπιστωθεί ότι έντονες
συναισθηματικές καταστάσεις, διαθέσεις αναμονής καθώς κι η ύπαρξη
αρνητικής διάθεσης επηρεάζουν την αντίληψη.
Νοητικοί: η αντίληψη επηρεάζεται έντονα από τις ψυχικές στάσεις του
ανθρώπου έναντι αξιών, καθώς και σκέψεων, ενδιαφερόντων, ή/και γνώσεων,
ή των στάσεων απέναντι στον εαυτό μας και τον άνθρωπο γενικά.
4
E. Simplicity
5
πλάνες ανάλογα με το ποιες πλευρές του ερεθίσματος θα αντιληφθούμε και με τι
τρόπο θα κρίνουμε και θα αισθανθούμε.
Κινητικές πλάνες
Η κίνηση στο χώρο γίνεται αντιληπτή χωρίς πραγματικά να υπάρχει, καθώς
προκαλείται από διαστήματα ενέργειας-παύσης, δηλαδή διαδοχής στο χρόνο.
Παραδείγματα κινητικών πλάνων είναι οι κινήσεις μιας τοποθεσίας που βλέπουμε
όταν βρισκόμαστε σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει, οι εικόνες στον κινηματογράφο
(διαδέχονται η μια την άλλη με ταχύτητα όμως εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο το
σύνολο τους), οι κινήσεις του φεγγαριού ανάμεσα στα (κινούμενα) σύννεφα,
φαινομενικές κινήσεις και το λεγόμενο φαινόμενο Φ (Phi-phenomenon) του
Wertheimer. Πρόκειται για μια αντιληπτική ψευδαίσθηση κατά την οποία παράγεται
κίνηση από τη διαδοχή επιμέρους εικόνων. O Wertheimer έκανε ένα πείραμα στο
οποίο χρησιμοποίησε δύο φώτα σποτ, τοποθετημένα σε μια απόσταση μισού περίπου
μέτρου μεταξύ τους, που αναβόσβηναν σε διαφορετικό χρόνο. Tη στιγμή που το ένα
ήταν αναμμένο το άλλο ήταν κλειστό και αντίστροφα. Αποτέλεσμα ήταν οι θεατές
του να πιστεύουν πως υπάρχει μόνο ένα φως που τρέχει δεξιά αριστερά και όχι δύο
ξεχωριστά.
Οπτικές πλάνες
Πρόκειται για πλάνες που χαρακτηρίζονται από τη μικρή διαφορά του περιεχομένου
της αντίληψης από την πραγματικότητα. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι:
6
Πλάνες αντίθεσης (Εικόνα 2)
Γεωμετρικές πλάνες (Εικόνα 3)
Οπτικές Πλάνες που οφείλονται στη διάθεση: Το κύπελλο του Rubin και
Η νύφη και η πεθερά του Boring(Εικόνα 4)
Παραδείγματα
Εικόνα 1
Εικόνα 2
Εικόνα 3
7
Εικόνα 4
8
ΜΑΘΗΣΗ
Η κατανόηση του φαινομένου της μάθησης έχει αποτελέσει βασικό αντικείμενο της
παιδαγωγικής ψυχολογίας, η οποία στηριζόμενη σε ψυχολογικές γνώσεις και θεωρίες
προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε προβλήματα μάθησης και διδασκαλίας στο
σχολείο.
Η ύπαρξη διαφορετικών Ψυχολογικών Σχολών οδηγεί στη διατύπωση διαφορετικών
Θεωριών για τη Μάθηση και κατά συνέπεια σε διαφορετικές επεμβάσεις, επιδράσεις
και επιρροές στην υλοποίηση και μεθοδολογία της διδασκαλίας.
Αν και έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες, καμία δεν καλύπτει απόλυτα και δεν εξηγεί
πλήρως το φαινόμενο της μάθησης. Όλες, όμως, προσθέτουν στην καλύτερη
κατανόηση του και αντιμετώπιση του ως πολύπλευρου και πολυδιάστατου αλλά και
πολύτιμου ζητήματος για την εκπαίδευση και την παιδεία
9
Θεωρίες μάθησης
Το φαινόμενο της μάθησης είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια του σχολείου.
Θεωρείται ο βασικός χώρος στον οποίο μέσω της διδασκαλίας και της
αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού και μαθητή, διενεργείται η μάθηση. Η διδασκαλία
είναι ένα σύστημα οργανωμένων ενεργειών που στοχεύουν στην επίτευξη της
μάθησης. Εννοείται ότι η μάθηση συμβαίνει ανεξάρτητα από τη διδασκαλία. Τα
άτομα καθημερινά πλουτίζουν την εμπειρία τους παίρνοντας πληροφορίες από τα
γεγονότα της ζωής και αποκτούν ποικίλες δεξιότητες για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων της. Δεν πρέπει όμως ούτε να θεωρηθεί ότι όπου υπάρχει διδασκαλία,
πραγματοποιείται αναγκαστικά και μάθηση. Άλλωστε η διδασκαλία και κατά τον
Gagne δεν είναι μια διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών, αλλά ένας τρόπος
ενεργοποίησης των δυνατοτήτων του μαθητή. Η διδασκαλία μεταβάλλεται σε μάθηση
όχι από τον εκπαιδευτικό αλλά από τον μαθητή. Ο πρώτος διευκολύνει, εμψυχώνει,
ενισχύει την επιτέλεση ενός έργου που θα υλοποιήσει ουσιαστικά ο δεύτερος. Αυτό
σημαίνει ο μαθητής να βρίσκεται σε κατάσταση που να ευνοεί την πρόσληψη και την
επεξεργασία των ερεθισμάτων που θα δεχθεί και να βοηθηθεί με κατάλληλες και
σωστά οργανωμένες διδακτικές ενέργειες για να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή τη
μάθηση
Με τον όρο «θεωρία μάθησης» εννοούμε μια ολοκληρωμένη συστηματική άποψη για
τη φύση της διαδικασίας μέσα από την οποία οι άνθρωποι σχετίζονται με το
περιβάλλον τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να επαυξάνουν την ικανότητά τους να
χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά τόσο τον εαυτό τους όσο και το περιβάλλον τους.
Μια θεωρία μάθησης στηρίζεται σε εμπειρικά και πειραματικά δεδομένα για να
καταγράψει ή προσδιορίσει το «πως» και προχωρεί σε παραδοχές και υποθέσεις για
να ερμηνεύσει το «γιατί».
Οι διάφορες θεωρίες μάθησης προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε αυτά τα
ερωτήματα ενώ οι απόψεις που επικρατούν σε κάθε εποχή σχετικά με τη μάθηση
επηρεάζουν σημαντικά τις διδακτικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στο σχολείο.
Α. Συμπεριφοριστικές Θεωρίες
Επιχειρώντας μία γενική επισκόπηση των σημαντικότερων θέσεων της
συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις: Για το
συμπεριφορισμό η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Πρόδρομος αυτής της σχολής υπήρξε ο I. Pavlov και βασικοί εκπρόσωποί της οι J.B.
Watson, E.L. Thorndike, και B.F. Skinner. Για τους συμπεριφοριστές δεν υπάρχει
δυνατότητα πρόσβασης στις νοητικές καταστάσεις των υποκειμένων (τα «πιστεύω»
τους, οι προσδοκίες τους, οι προθέσεις τους όπως και τα κίνητρά τους δεν είναι
προσβάσιμα) άρα το μόνο που προέχει να γίνει είναι η περιγραφή της συμπεριφοράς
και όχι η εξήγησή της.
Οι συμπεριφοριστές αποδέχονται ότι υπάρχουν γενικοί νόμοι που διέπουν την
ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι νόμοι αυτοί μπορούν να ανακαλυφθούν αν
10
συσχετίσουμε τα φυσικά χαρακτηριστικά των ερεθισμάτων που δέχεται το
υποκείμενο με τα φυσικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του. Ο άνθρωπος είναι
«χάρτης λευκός, ευεργός προς απογραφήν». Πηγές της γνώσης είναι οι αισθήσεις και
η εμπειρική αντίληψη. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μάθησης, η
οποία πραγματοποιείται από τις εξωτερικές συνδέσεις ερεθισμάτων και αντιδράσεων.
11
Ο Αμερικανός ψυχολόγος JohnWatson(1878-1958)θεωρείται ιδρυτής του
συμπεριφορισμού. Μελέτησε την παρατηρήσιμη και έκδηλη συμπεριφορά του
ανθρώπου. Η συμπεριφορά του ατόμου είναι αποτέλεσμα μάθησης καθώς και τα
συναισθήματα, και οι φόβοι. Υποστήριξε ότι οι περισσότεροι φόβοι δεν είναι έμφυτοι
αλλά μαθαίνονται. Ένα πολύ γνωστό πείραμα του Watson είναι αυτό με ένα 11μηνο
μωρό, τον Άλμπερτ. Όταν δόθηκε η ευκαιρία στο μωρό να παίξει με ένα άσπρο
ποντικάκι καθώς και με άλλα λούτρινα παιχνίδια διαπιστώθηκε ότι παίζει μαζί τους
και τα αγγίζει χωρίς κανένα φόβο. Στη συνέχεια κάθε φορά που άγγιζε το ποντίκι, ο
πειραματιστής προκαλούσε έναν δυνατό κρότο, ένα οξύ ήχο, που προκαλούσε φόβο.
Ύστερα από μερικές επαναλήψεις, ο Άλμπερτ άρχισε να εκδηλώνει φόβο κάθε φορά
που άγγιζε το ποντίκι ή οποιοδήποτε άλλο μαλακό λευκό χνουδωτό αντικείμενο,
ακόμη και τα γένια του παππού του, ή την άσπρη μπλούζα του οδοντίατρου, παρόλο
που απουσίαζε ο δυνατός κρότος.
Ο Watson αρνήθηκε το ρόλο της νόησης και του ψυχισμού στη διαμόρφωση και
ανάπτυξη της συμπεριφοράς και υποστήριξε ότι η ψυχολογία είναι ένας πειραματικός
κλάδος των φυσικών επιστημών, που μελετά την έκδηλη συμπεριφορά του ανθρώπου
με στόχο να την προβλέψει και να την ελέγξει. Η προσωπικότητα είναι το σύνολο των
παρατηρήσιμων δραστηριοτήτων και είναι επίκτητη και ανανεώσιμη. Η κλασική
εξαρτημένη μάθηση είναι μορφή μάθησης κυρίως βιολογική. Προετοιμάζει τον
οργανισμό για τη ζωή, βοηθάει την προσαρμογή του στο περιβάλλον. Δεν είναι ο
μοναδικός τρόπος μάθησης. Συνηθίζεται στην πρώιμη παιδική ηλικία για
εξαρτημένες αντιδράσεις (πιπίλα, η εκμάθηση της τουαλέτας), στη σχολική ηλικία για
πολλές μνημονικές δεξιότητες ανακλαστικές κινήσεις της επαγγελματικής ζωής, η
οδήγηση κλπ.
12
Α2. Μέθοδος με Δοκιμή και Πλάνη
Στα πλαίσια του συμπεριφορισμού αναπτύχθηκαν και θέσεις που υποστηρίζουν ότι η
συμπεριφορά δεν καθορίζεται μόνο από τα ερεθίσματα που προηγούνται, αλλά και
από ενισχύσεις που ακολουθούν μία συμπεριφορά. Ο EdwardThorndike(1879-
1949) περιέγραψε τη μάθηση ως μια διαρκή πορεία δοκιμών και λαθών,
(trialanderror).
Σε ένα πείραμά του έκλεισε γάτες, που είχαν μάθει να ζουν ελεύθερες, σε ένα κλουβί
και παρατήρησε ότι οι γάτες διαρκώς δοκίμαζαν τρόπους να ελευθερωθούν από το
κλουβί και δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες έως ότου να βρουν τη «λύση». Βέβαια οι
γάτες έβρισκαν τη «λύση» τυχαία, καθώς κάποια στιγμή πατούσαν το μανταλάκι της
πόρτας. Όταν η ακούσια αυτή κίνηση επαναλαμβανόταν πολλές φορές και οδηγούσε
στο ευχάριστο αποτέλεσμα της απελευθέρωσής τους, οι γάτες άρχισαν να μαθαίνουν
να πατούν πλέον το μανταλάκι και να ανοίγουν την πόρτα. Η μάθηση της
συγκεκριμένης συμπεριφοράς προήλθε από την εξάσκηση και το ευχάριστο
αποτέλεσμα. Έτσι, ο Thorndike διατύπωσε νόμους μάθησης, όπως:
Η σύναψη ερεθίσματος-αντίδρασης ενισχύεται όταν το αποτέλεσμα είναι
ευχάριστο και οδηγεί στην επανάληψη (νόμος του αποτελέσματος).
Η σύναψη διατηρείται με την επανάληψη (νόμος άσκησης και αχρηστίας).
(Στην πορεία αναθεώρησε αυτόν το νόμο και ισχυρίστηκε πως χρειάζονται και
άλλοι παράγοντες όπως η ακρίβεια και το κίνητρο).
Μετά από πολλές δοκιμές και πλάνες επιλέγεται εκείνη που οδηγεί στην
επιτυχία (νόμος πολλαπλής αντίδρασης).
Ο οργανισμός αντιδρά στα νέα ερεθίσματα με ίδιο ή ανάλογο τρόπο, γνωστό
από παρόμοιες περιπτώσεις (νόμος αναλογίας ή ομοιότητας).
Σε σύγκριση με τους προηγούμενους που δίνουν έμφαση στην τοποχρονική συνάφεια
ερεθίσματος-αποτελέσματος, ο Thorndike ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα της
αντίδρασης.
13
Α3. Θεωρία της Συντελεστικής Εξαρτημένης Μάθησης
Ο Αμερικανός ψυχολόγος BurrhusSkinner (1904-1990) υποστήριξε ότι η μάθηση
επιτυγχάνεται με τη συνάφεια της συμπεριφοράς με τις συνέπειες της και όχι
μέσα από την τοποχρονική σύνδεση της με κάποιες αντιδράσεις.
Διακρίνει δύο μορφές συμπεριφοράς:
Την αντανακλαστική (ο οργανισμός αντιδρά στο περιβάλλον) και
τη συντελεστική (ενεργός, αποτελεσματική= ο οργανισμός δρα στο
περιβάλλον).
Υπάρχει ενεργητική συμμετοχή του οργανισμού και το άτομο μαθαίνει νέες
συμπεριφορές από τις συνέπειες που έχει η συμπεριφορά του. Όταν το περιβάλλον
αντιδρά με ενίσχυση, η συμπεριφορά επαναλαμβάνεται, διαφορετικά, όχι. Η
ενίσχυσηπρέπει να είναι άμεση.
14
Άμεση τιμωρία: προσθήκη δυσάρεστου συναισθήματος, μειώνει την
πιθανότητα μιας αντίδρασης, (ο μαθητής λέει μια «άσχημη» λέξη, ο δάσκαλος
τον τιμωρεί, οπότε δεν το επαναλαμβάνει).
Έμμεση τιμωρία: ο μαθητής λέει μια «άσχημη» λέξη, ο δάσκαλος του στερεί
το διάλειμμα, (διακοπή ευχάριστης κατάστασης), οπότε δεν το
επαναλαμβάνει.
Απόσβεση: έλλειψη ενίσχυσης ή και τιμωρίας (η μαθήτρια συμμετέχει, η
δασκάλα ούτε την επιβραβεύει, ούτε την τιμωρεί. Η μαθήτριααποθαρρύνεται
και δε συμμετέχει ξανά).
ΕΙΔΗ ΕΝΙΣΧΥΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟ
ΘΕΤΙΚΟΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ
Ι
(προσφέρουν κάτι (αφαιρούν κάτι
(βιοφυσιολογικές ευχάριστο στο δυσάρεστο από
ανάγκες) σύστημα το σύστημα
επικοινωνίας) επικοινωνίας)
Νερό Υλικοί Μορφές Γόητρο
Τροφή Κοινωνικοί αποστέρησης Δόξα
Ύπνος Δραστηριότητας Αποφυγή Χρήμα
Τρυφερότητα Πληροφόρησης δυσάρεστων Τιμή
Σεξουαλική καταστάσεων Ευφυΐα
ικανοποίηση
Β. Γνωστικές Θεωρίες
Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται να «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν».
16
Οι γνωστικές θεωρίες μάθησης έρχονται να δώσουν ερμηνείες και εξηγήσεις για το
ρόλο των γνωστικών διεργασιών του ανθρώπινου νου. Επικεντρώνονται στην
ανθρώπινη νόηση και στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται τις
σχέσεις των πραγμάτων, σκέφτεται και αντιδρά στις διάφορες καταστάσεις.Η μάθηση
είναι μια γνωστική διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών και όχι απλή σύνδεση
ερεθίσματος αντίδρασης. Δίνουν έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες που
παρεμβάλλονται «διάμεσα»: αντίληψη, νόηση, γλώσσα, κριτική σκέψη, μνήμη,
επίλυση προβλημάτων, στρατηγικές μελέτης, λήψη αποφάσεων, γι’ αυτό λέγονται και
διάμεσες θεωρίες.
Αυτές, προσδίδουν νόημα και σημασία στα ερεθίσματα και παρεμβάλλονται ως
Organismusανάμεσα στο S και το R, στο Ερέθισμα και την Αντίδραση. Η
διαδικασία της μάθησης δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά αποτελεί κλειστό κύκλωμα
νοηματοδοτώντας τα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα, συμβάλλοντας στο
μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος τα επεξεργάζεται
17
λόγος για τον οποίο η λύση μιας κατάστασης - προβλήματος ικανοποιεί τον
ανθρώπινο οργανισμό). Η διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης με τη μέθοδο Decroly:
πρώτα η λέξη και μετά τα γράμματα στηρίζεται από τη μορφολογική θεωρία.
ΓιΑπΑρΑδΕιΓμΑεΙνΑιΔύΣκΟλΟνΑδΙαΒάΣοΥμΕαΥτΗτΗνΠρΟτΑσΗ
18
Ο EdwardTolman(1886-1959) προσπαθεί να συνδυάσει τα θετικά σημεία του
συμπεριφορισμού με τα πλεονεκτήματα της γνωστικής προσέγγισης της
Μορφολογικής Ψυχολογίας. Επιχειρεί να εισάγει στο συμπεριφοριστικό πρότυπο νέες
έννοιες, όπως γνώσεις, σκοπούς, προθέσεις, οργάνωση κ.ά., οι οποίες αποτελούν
δομικά στοιχεία της ανθρώπινης σκέψης.
Βασικές θέσεις: Η συμπεριφορά έχει πάντα κάποια πρόθεση, κάποιο στόχο. Η
επιλογή του μέσου μεταβάλλεται από τις συνθήκες με βάση την αρχή της ελάχιστης
προσπάθειας. Ο άνθρωπος δεν μαθαίνει με τον μπιχεβιοριστικό τρόπο, αλλά μαθαίνει
σήματα που αντιπροσωπεύουν σημαινόμενα, τα οποία επηρεάζονται από τις
προσδοκίες. Όταν μαθαίνουμε να προσανατολιζόμαστε στο χώρο, μαθαίνουμε
ευκολότερα και άλλες δεξιότητες (ποντίκια στο λαβύρινθο: αυτά που ήξεραν πού
είναι η τροφή, την βρήκαν ευκολότερα). Επίσης οι προσδοκίες παίζουν σημαντικό
ρόλο. Προσδοκία είναι να ξέρω ότι αν χτυπήσω το κουδούνι της πόρτας θα χτυπήσει.
Έτσι το κουμπί γίνεται κουμπί –κουδούνι, ένα σήμα δηλαδή. Επίσης ο Τόλμαν
εισήγαγε τους γνωστικούς χάρτες, εσωτερικές δηλαδή αναπαραστάσεις του
περιβάλλοντος χώρου που διευκολύνουν την οργάνωση και την επιλογή της σωστής
πορείας – δράσης κάθε φορά. Η επιβεβαίωση των προσδοκιών εμπεδώνει και προάγει
τη μάθηση. Όταν οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώνονται ο οργανισμός και πάλι μαθαίνει,
μόνο που η γνώση βρίσκεται αυτή τη φορά σε λανθάνουσα κατάσταση. Αν όμως η
προσδοκία επαληθευτεί, ή αρχίζει να επαληθεύεται τότε η μάθηση είναι ραγδαία (τα
ποντίκια που περιφέρονταν στο διάδρομο τυχαία, μόλις τους δόθηκε φαΐ μετά την
ενδέκατη μέρα, έκαναν πολύ λιγότερα λάθη μέχρι να το βρουν).
19
Ο JeanPiaget(1896-1980)ήταν βιολόγος, γενετιστής, επιστημολόγος που ασχολήθηκε
με τη νοητική ανάπτυξη του παιδιού. Η νοημοσύνη κατά τον Piagetοικοδομείται
πάνω στην εμπειρία και είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων.
Οι γνώσεις κάθε ατόμου δεν είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας, αλλά
μια εποικοδόμηση. Τα παιδιά μαθαίνουν με τις νοητικές ενέργειες που κάνουν πάνω
στα «πράγματα», όταν αυτές τις συντονίσουν, δηλαδή, ταξινομήσουν, αντιστοιχίσουν
και σειροθετήσουν. Με το συντονισμό οικοδομούν γνωστικά σχήματα.
Η γνωστική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσα από την οικοδόμηση νέων γνωστικών
σχημάτων, η οποία συμβαίνει με την ωρίμανση του ατόμου, δηλαδή τη βαθμιαία
εξελικτική διαδικασία, με την ποιοτική αλλαγή της δομής του τρόπου σκέψης, που
αποτελεί προϊόν αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του. Για τη σχολική
μάθηση απαιτείται η ενεργητική συμμετοχή του μαθητή, ο οποίος μέσα από
καταστάσεις - προβλήματα και γνωστικές συγκρούσεις θα βιώσει, θα ανακαλύψει,
θα διαμορφώσει και θα τροποποιήσει τις νέες γνώσεις και δεξιότητες. Οι
λανθασμένες απαντήσεις στη διαδικασία μάθησης εκλαμβάνονται ως λανθασμένες
γνωστικές δομήσεις. Τα πρώτα σχήματα-δομές είναι απλά, αλλά όσο προχωράει η
πνευματική ανάπτυξη γίνονται σύνθετα σχήματα συμπεριφοράς, κανόνες, σχέδια,
μέθοδοι, στρατηγικές.
Ο πολλαπλασιασμός των νοητικών δομών, η πνευματική ανάπτυξη γίνεται με τις
λειτουργίες της «αφομοίωσης» και της «συμμόρφωσης». Αφομοίωση είναι η
ενσωμάτωση στοιχείων του περιβάλλοντος στις υπάρχουσες νοητικές δομές
(συντηρητική λειτουργία). Συμμόρφωση είναι η τροποποίηση των νοητικών δομών
ώστε να κατανοούνται τα εμπειρικά δεδομένα. Επειδή οι διαθέσιμοι μηχανισμοί δεν
είναι σε θέση να λύσουν ένα νέο πρόβλημα, το άτομο, είτε δημιουργεί νέο σχήμα για
το νέο ερέθισμα είτε τροποποιεί ένα υπάρχον. Η αφομοίωση αφορά στην ποσοτική
μεταβολή των νοητικών δομών, η συμμόρφωση στην ποιοτική. Αποτελούν
συμπληρωματικές λειτουργίες που συμμετέχουν και οι δύο σε οποιαδήποτε νοητική
πράξη. Η συμπληρωματικότητά τους, δίνει στη νόηση τη δυνατότητα να
αντιλαμβάνεται σωστά τον κόσμο. Ως συμπληρωματικές τείνουν να αποκαταστήσουν
μια διανοητική δραστηριότητα του ατόμου, να φέρουν μία σχετική ισορροπία χωρίς
ποτέ να το κατορθώνουν γιατί πάντα νέα ερεθίσματα αφομοιώνονται. Με την
αφομοίωση μεταβάλλονται και βελτιώνονται οι αντιληπτικοί μηχανισμοί, γεγονός
που οδηγεί σε ανακατάταξη και καλύτερη οργάνωση.
Γ. Κοινωνικογνωστικές Προσεγγίσεις
20
Οι κοινωνικογνωστικές προσεγγίσεις έρχονται να συνδυάζουν τη συμπεριφοριστική
θέση με τη γνωστική κατεύθυνση. Εστιάζουν στην ανάπτυξη τεχνικών και μεθόδων
τροποποίησης της συμπεριφοράς, οι οποίες εφαρμόζονται στην εκπαιδευτική πράξη.
Αποδέχονται ότι οι αντιδράσεις του ανθρώπου δεν είναι μηχανιστικές και αυτόματες
συνεξαρτήσεις του τύπου S – R, αλλά καθοδηγούνται επίσης από τις σκέψεις, τις
προσδοκίες, τις αξίες του ίδιου του ανθρώπου. Ο ίδιος ο άνθρωπος θέτει σκοπούς και
καταστρώνει και ελέγχει σχέδια και στρατηγικές για την επιτυχία τους. Δεν είναι
αποκλειστικά κάτω από τον έλεγχο του περιβάλλοντος, (συμπεριφοριστικό πρότυπο),
είναι ενεργητικός κι έχει την ικανότητα για αυτοκαθοδήγηση. Το ερώτημα
μεταφέρεται από το πώς μαθαίνει το άτομο γενικά, στο πώς μαθαίνει αποτελεσματικά
τα αντικείμενα του σχολείου.
Ακόμη, το γνωστικό σύστημα του ανθρώπου δεν λειτουργεί όπως ο ηλεκτρονικός
υπολογιστής, αλλά θεωρείται ένα βιονευρολογικό και βιοχημικό σύστημα, το οποίο
λειτουργεί μέσα σε ένα πολυδύναμο και κοινωνικό – πολιτισμικό περιβάλλον.
21
Ο μαθητής δεν μαθαίνει άμεσα, από τις δικές του πράξεις, αλλά έμμεσα, από τις
πράξεις των άλλων. Αν τα αποτελέσματα από τις πράξεις των άλλων
α) οδηγούν στην αμοιβή και έχουν θετική έκβαση (αναγνώριση, απολαβή), θα τα
καταγράψει, θα τα κωδικοποιήσει, θα τα διατηρήσει και θα τα αναπαραγάγει, για να
έχει τα ίδια οφέλη
β) οδηγούν στην τιμωρία (αποδοκιμασία, απόγνωση), θα τα καταγράψει… αλλά δε θα
τα εφαρμόσει… (διαχωρισμός μάθησης και εκτέλεσης)
Στο διάσημο πείραμα του Bandura το 1961, τα παιδιά παρατήρησαν σε μια ταινία
κάποιους ενήλικες να χτυπούν μια κούκλα, την Bobo. Όταν τα παιδιά αφέθηκαν μόνα
με την κούκλα, μιμήθηκαν τους ενήλικες. Ο Bandura έδειξε πώς οι παρατηρητές
μιμούνται τη βία που βλέπουν. Το κατά πόσο θα συμβεί αυτό εξαρτάται και από το
πόσο απορριπτικό ή όχι είναι το περιβάλλον σε τέτοιες συμπεριφορές. Ο Bandura
πίστευε ότι η επιθετική συμπεριφορά ενισχύεται από τα μέλη της οικογένειας, τα
οποία είναι τα κύρια πρότυπα μίμησης. Τα παιδιά αναπαράγουν συμπεριφορές τις
οποίες χρησιμοποιούν οι γονείς τους όταν αλληλεπιδρούν με τους άλλους.
Η μάθηση με παρατήρηση και μίμηση προτύπου μπορεί να αξιοποιηθεί παιδαγωγικά
και εκπαιδευτικά, στοχεύοντας στην απόκτηση γνωστικών, κινητικών και
συναισθηματικών μορφών συμπεριφοράς μέσα από την ανάπτυξη της αυτορρύθμισης
της συμπεριφοράς και τη δημιουργία κατάλληλων περιβαλλόντων μάθησης.
22
του - και του επιπέδου που το παιδί μπορεί να φτάσει αν βοηθηθεί από κάποιους πιο
έμπειρους ενήλικους ή συνομήλικους (διαμεσολαβητική λειτουργία του
περιβάλλοντος) και να εσωτερικεύσει τα αντίστοιχα νοήματα.
Η σημασία της γλώσσας
Με αυτή το παιδί μαθαίνει να οικοδομεί τη σκέψη του, να κατανοεί τον κόσμο γύρω
του και να διαμορφώνει την ίδια του την ταυτότητα. Επιπλέον και το σημαντικότερο,
μέσω της γλώσσας μεταβιβάζονται αναπαραστάσεις κοινωνικών δομών και σχέσεων
και νοήματα κοινωνικά καθορισμένα, είναι δηλαδή το σημαντικότερο μέσο
αναπαράστασης του κόσμου στη νόηση, με αποτέλεσμα η αντίληψη του κόσμου να
βασίζεται σε αυτή. Καθότι βέβαια είναι ένας κώδικας κοινωνικά καθορισμένος, είναι
φανερό το μέγεθος του κοινωνικού καθορισμού της γνώσης. Διαμέσου λοιπόν της
γλώσσας, το άτομο, παρωθούμενο από κοινωνικά κίνητρα, κατά την αλληλεπίδρασή
του με το κοινωνικό του περιβάλλον, επηρεάζεται από τα πολιτισμικά του στοιχεία
συγκροτώντας τελικά τις νοητικές του δομές.
Το Πλαίσιο Στήριξης
Η έννοια αυτή περιέχει όλα αυτά τα οποία ο εκπαιδευτικός προσφέρει στο μαθητή για
να το στηρίξει και να τον "οπλίσει" με τρόπο τέτοιο που αυτός να καταστεί ικανός να
προχωρήσει με σιγουριά πέρα από το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Ο δάσκαλος δεν
είναι αυτός που απλά παρέχει στο μαθητή έννοια πλούσιο μαθησιακό περιβάλλον
βοηθώντας τον να αυτοαναπτυχθεί, αλλά ενεργός διαμεσολαβητής των κοινωνικών
και πολιτισμικών νοημάτων που διαπραγματεύεται με το μαθητή του και τον βοηθά
να εσωτερικεύσει όλα αυτά που τον βοηθούν να αναπτυχθεί.
Η θεωρία του έχει δύο βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση:
1. Η πρώτη είναι ότι πρέπει να δημιουργούμε στην τάξη περιστάσεις συνεργατικής
μάθησης ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετικά επίπεδα ικανότητας. Πρέπει δηλαδή να
εξασφαλίζουμε δυνατότητες, ώστε περισσότερο ικανοί μαθητές ή μαθητές οι οποίοι
ξέρουν καλά κάτι, να το διδάσκουν σε λιγότερο ικανούς ή σε μαθητές οι οποίοι δεν το
ξέρουν.
2. Η δεύτερη είναι η εφαρμογή της αρχής της σταδιακής μείωσης της βοήθειας των
μεγάλων και η σταδιακή ανάληψη όλο και μεγαλύτερης υπευθυνότητας από τα
παιδιά. Η προσέγγιση η οποία ονομάζεται «υποβοηθούμενη ανακάλυψη» στηρίζεται
σε αυτήν ακριβώς την αρχή (fadingscaffolding).
23
Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου της μάθησης οφείλουμε να
συγκρίνουμε τους δύο μεγάλους παιδαγωγούς γιατί οι μελέτες τους στα δύο μεγάλα
ζητήματα της νοημοσύνης και της γλώσσας αποτέλεσαν τα θεμέλια της επιστήμης
της Ψυχογλωσσολογίας.
24
έχει μάθει» συνδέεται τόσο με το νοητικό δυναμικό του παιδιού, όσο και με το
περιβάλλον του: τους ανθρώπους, τα ερεθίσματα, τις ευκαιρίες μάθησης κα.
Αντί Επιλόγου
Η μάθηση αυτή καθαυτή αποτελεί ένα πολύπλοκο και πολυσύνθετο φαινόμενο,
ιδιαίτερα στον άνθρωπο. Το γεγονός αυτό καθιστά δύσκολη και την ερμηνεία του,
ειδικά όταν γίνεται μέσα από το πρίσμα μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδας
επιστημόνων συγκεκριμένης φιλοσοφικής θεώρησης. Τα τελευταία χρόνια γίνεται
όλο και περισσότερο κατανοητή η ανάγκη για μια συνεργασία μεταξύ των
επιστημόνων διαφόρων κλάδων ώστε μέσα από μια διεπιστημονική συνεργασία να
δοθεί μια ολοκληρωμένη και πιο αντικειμενική θεώρηση του φαινομένου της
μάθησης.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η εφαρμογή τους στην πράξη και η ουσιαστική συμβολή
τους στη μαθησιακή διαδικασία αφορά στον εκπαιδευτικό, στις απόψεις, κρίσεις και
επιλογές του. Θα πρέπει να είναι άριστος γνώστης των θεωριών μάθησης ώστε να
διαμορφώνει, να εμπλουτίζει, να αναθεωρεί εμπεριστατωμένα και επιστημονικά την
προσωπική του θεωρία που ούτως ή άλλως είναι αυτή που καθορίζει το στυλ
διδασκαλίας του, επηρεάζει το διδακτικό του έργο και εφαρμόζει στη μαθησιακή
πράξη.
25
ΜΝΗΜΗ
Ο όρος μνήμη σημαίνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Είναι οι πληροφορίες που
έχουμε μάθει στη διάρκεια της ζωής μας, από πολύ απλές (ο αριθμός του τηλεφώνου
μας) μέχρι πολύ σύνθετες (πώς αλλάζουμε λάστιχο στο αυτοκίνητό μας). Μνήμη
είναι επίσης η διαδικασία αποθήκευσης καινούριων πληροφοριών. Με τον ίδιο όρο
τέλος μπορεί κάποιος να εννοεί τον αποθηκευτικό χώρο των πληροφοριών που
γνωρίζουμε. Προφανώς, η μελέτη της μνήμης δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από τη
μελέτη της μάθησης ή της κατηγοριοποίησης, διότι ο τρόπος με τον οποίο
διαμορφώνεται η μνήμη μας εξαρτάται από τις διεργασίες μάθησης. Το να
θυμηθούμε κάτι συνήθως προϋποθέτει να το έχουμε μάθει με κάποιο τρόπο.
Η σύγχρονη μελέτη της μνήμης ξεκινά το 1890 με τη δημοσίευση του βιβλίου του
WilliamJames (1842 – 1910) «Αρχές της Ψυχολογίας». Ο James υποστήριξε ότι
υπάρχουν δύο είδη μνήμης: η ‘πρωταρχική’ μνήμη και η ‘δευτερεύουσα’ μνήμη. Η
πρωταρχική μνήμη έχει να κάνει με την άμεση, συνειδητή σκέψη. Δηλαδή, η
πρωταρχική μνήμη είναι το μέσο το οποίο μας επιτρέπει να έχουμε άμεσα στη σκέψη
μας κάποιες πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γνωσιακές
διεργασίες. Η δευτερεύουσα μνήμη αντιπροσωπεύει μία μόνιμη και σταθερή
καταγραφή του παρελθόντος. Οι πληροφορίες της δευτερεύουσας μνήμης μπορούν
επίσης να χρησιμοποιηθούν από το γνωσιακό μας σύστημα, αλλά μόνο μετά από
κάποια προσπάθεια.
Η πρώτη πειραματική μελέτη της μνήμης πραγματοποιήθηκε από τον
HermannvonEbbinghaus (1850 –1909) στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά ευρήματα του Ebbinghaus, ήταν η καμπύλη της
λήθης (τι ποσοστό μαθημένων πληροφοριών ξεχνάμε με την πάροδο του χρόνου), η
σημασία της επανάληψης στην απομνημόνευση του υλικού, η υπεροχή στη μνήμη
πληροφοριών που έχουν νόημα, και πολλά άλλα. Η σημαντικότερη όμως προσφορά
του Ebbinghaus έγκειται στο ότι μελέτησε εμπειρικά μια γνωσιακή λειτουργία, σε
πείσμα της επικρατούσας άποψης ότι οι γνωσιακές λειτουργίες του ανθρώπου δεν
αποτελούν μετρήσιμες μεταβλητές στην Ψυχολογία.
Τέλος, ανάμεσα στους πρωτοπόρους της πειραματικής μελέτης της μνήμης θα πρέπει
να αναφέρουμε τους sirFredericBartlett (1886 – 1969) και AlfredBinet (1857 – 1911).
Και οι δύο θεωρούσαν φτωχό υλικό τις άσημες συλλαβές που είχε χρησιμοποιήσει ο
Ebbinghaus για τη μελέτη της μνήμης και προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν
ερεθίσματα πιο σύνθετα από το χώρο της λογοτεχνίας και της ποίησης αλλά και
σύγχρονό τους υλικό από την εκπαίδευση. Οι μελέτες του Bartlett τον οδήγησαν στο
συμπέρασμα ότι η μνήμη μας είναι πολύ λιγότερο ακριβής από ότι φανταζόμαστε, και
ότι τροποποιείται ανάλογα με την προϋπάρχουσα γνώση μας για τον κόσμο (τα
σχήματα).
26
αποθηκευτούν για μετέπειτα ανάκληση και το γνωστικό σύστημα που επιτρέπει αυτή
τη διαδικασία.
Τα στάδια της μνήμης είναι τρία:
Ανάσυρση (ανάκληση &
Κωδικοποίηση Αποθήκευση
αναγνώριση)
28
Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στη σημασιολογική και τη μνήμη γεγονότων είναι
ότι η πρώτη έχει «αφαιρετικό» χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν μας ενδιαφέρει το
πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτήθηκε μία πληροφορία. Η μνήμη γεγονότων αντίθετα
εμπεριέχει πληροφορίες σχετικές με το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτήθηκε η γνώση
(πού, πότε, κλπ.).
Σημείωση: μια τεχνική για να θυμάμαι λίστες αντικειμένων είναι τα ακρώνυμα. Ένα
ακρώνυμο χρησιμοποιήθηκεε και παραπάνω για να μας βοηθήσει να θυμόμαστε τις τεχνικές
βελτίωσης της μνήμης (ΑΣΕ, ΣΟΚ!).
29
παρεμβάλλεται αρνητικά και εμποδιστικά στην αφομοίωση και διατήρηση
μιας ύλης, όσο κι αν η διδασκαλία γίνεται με κατάλληλο τρόπο.
30
Σύμφωνα με την θεωρία της λήθης, η μνήμη για τις πληροφορίες που δεν
χρησιμοποιούνται εξασθενίζει, λόγω της παρόδου του χρόνου.
ΓΙΑΤΙ ΞΕΧΝΑΜΕ;
31
ΣΚΕΨΗ / ΝΟΗΣΗ
Πρόκειται για βασική ψυχική λειτουργία, κύρια και χαρακτηριστική του ανθρώπινου
όντος. Αφετηρία της είναι οι αντιλήψεις ενώ περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές
μεταξύ τους νοερές διεργασίες, οι οποίες όμως έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία:
Εδρεύουν στον εγκέφαλο (φυσιολογικό υπόβαθρο)
Σχετίζονται με γνώσεις για πράγματα που δεν είναι παρόντα τη στιγμή εκείνη
Αφορούν συμπερασμούς από υπάρχουσες γνώσεις
Επιτρέπουν την επίλυση προβλημάτων
Ενυπάρχει αιτιακός χαρακτήρας της σκέψης σε σχέση με τη δράση
(συμπεριφορά)
Υπάρχει ενσυνειδησία των σκέψεων και ίσως των διαδικασιών που
εφαρμόζουμε για την επίλυση ενός προβλήματος
Ορισμός: Η νόηση ή σκέψη είναι μια γνωστική λειτουργία της οποίας το έργο
συνίσταται στην ανακάλυψη σχέσεων και συναφειών των διαφόρων αντικειμένων
αλλά και των ιδιοτήτων και της ουσίας των φαινομένων. Είναι λειτουργία
ουσιαστικότερης ταξινόμησης των δεδομένων που προέρχονται από τη λειτουργία
της αντίληψης και της μνήμης. Η ταξινόμηση αυτή είναι μια δυναμική και συνολική
επεξεργασία και συσχέτιση. Η νόηση ως λειτουργία ενεργοποιείται όταν ο άνθρωπος
θέλει να πετύχει κάτι και είναι βοηθητικό μέσο στην υπηρεσία άλλων ψυχικών
λειτουργιών.
32
Θεωρίες της νόησης
Οι πιο γνωστές θεωρίες για τη νόηση είναι:
1. Σύμφωνα με τον Piagetο άνθρωπος κατά την ανάπτυξη κατακτά άλλου τύπου
νοημοσύνη. Οι ατομικές διαφορές ως προς τη νοημοσύνη κατά τη φάση της
ανάπτυξης (από τη γέννηση μέχρι και το 20ο έτος) είναι ποιοτικές και όχι ποσοτικές
(αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κόσμο κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο).
Μελετώντας την νοητική ανάπτυξη του παιδιού, συμπέρανε ότι υπάρχουν πέντε
στάδια ανάπτυξης που είναι τα ακόλουθα:
33
2.ΟLouisLeonThurstone (1887 – 1955): υποστήριξε ότι υπάρχουν εφτά (7)
πρωτογενείς νοητικοί παράγοντες, ο καθένας από τους οποίους αποτελεί μια
διαφορετική βασική-θεμελιακή νοητική ικανότητα, ανεξάρτητη από τις άλλες
Γλωσσική ικανότητα
Κατανόηση της έννοιας των λέξεων και του λόγου
Γλωσσική ευχέρεια
Ευκολία και ταχύτητα χρησιμοποίησης μεμονωμένων λέξεων
Αριθμητική ικανότητα
Ταχύτητα και ακρίβεια εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων
Αντίληψη του χώρου
Προσδιορισμός της θέσης και του προσανατολισμού γεωμετρικών σχημάτων
Ταχύτητα αντίληψης
Ταχεία και ακριβή αντίληψη λεπτομερειών, ομοιοτήτων και διαφορών
Συλλογιστική ικανότητα
Χρήση επαγωγικής σκέψης
Μηχανική μνήμη
Η ευχέρεια ανάκλησης και διατήρησης λέξεων, γραμμάτων και αριθμών κλπ
34
Η ρέουσα νοημοσύνη φτάνει στη μέγιστη επίδοσή της γύρω στα 20 χρόνια ενώ η
κρυσταλλική νοημοσύνη αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
35
Τα είδη της νοημοσύνης είναι:
Λεκτική/Γλωσσική. Η γλωσσική νοημοσύνη δεν εμπεριέχει μόνο τρόπους
παραγωγής της γλώσσας, αλλά και την ευαισθησία για λεπτές αποχρώσεις,
κανόνες και ρυθμούς της γλώσσας . Αυτό το είδος νοημοσύνης σχετίζεται με
λέξεις είτε προφορικά είτε γραπτά.
Λογική - Μαθηματική. Λογική / μαθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα
να ερευνάς σχέδια, κατηγορίες και σχέσεις με το χειρισμό αντικειμένων ή
συμβόλων και να πειραματίζεσαι με έναν ελεγχόμενο και πειθαρχημένο
τρόπο. Σχετίζεται με αριθμούς, με τη λογική, την αφαιρετική ικανότητα και
την ικανότητα επαγωγικής και απαγωγικής λογικής.
Χωροταξική. Νοημοσύνη χώρου είναι η ικανότητα να παρατηρείς και να
χειρίζεσαι νοερά με επιδεξιότητα μια μορφή ή αντικείμενο, να παρατηρείς και
να δημιουργείς τάσεις, ισορροπίες και συνθέσεις με μια παραστατική και
χωρική έκθεση. Είναι η ικανότητα να σχηματίζεις παραστατικές / χωρικές
αναπαραστάσεις του κόσμου, να τις μεταφέρεις νοερά ή αισθητά και να
θεωρείς τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία.
Μουσική. Μουσική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να απολαμβάνεις, να
εκτελείς και να συνθέτεις μουσικά κομμάτια. Εμπεριέχει ευαισθησία στην
κίνηση, στο ρυθμό και στη χροιά του ήχου καθώς και ανταπόκριση στις
συναισθηματικές εφαρμογές σ’ αυτά.
Κιναισθητική. Σωματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να χρησιμοποιείς
εξαίρετα και συνδυασμένα τις κινητικές δεξιότητες στα αθλήματα (εκτέλεση
και επινόηση). Η σωματική νοημοσύνη υποκινεί το σώμα να λύνει
προβλήματα, να επινοεί νέες καταστάσεις και να μεταβιβάζει ιδέες και
συναισθήματα.
Ενδροπροσωπική. Η ενδοπροσωπική νοημοσύνη είναι η ικανότητα για
κατανόηση των βαθύτερων αισθημάτων, επιθυμιών και ιδεών του εαυτού.
Αποτελεί ικανότητα προσωπικής γνώσης που στρέφεται προς τον ίδιο μας τον
εαυτό.
Διαπροσωπική. Διαπροσωπική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να
καταλαβαίνεις τους άλλους ανθρώπους, να επισημαίνεις τους σκοπούς, τα
κίνητρα και τα ενδιαφέροντά τους και να δουλεύεις μαζί τους
αποτελεσματικά, δηλαδή να αλληλεπιδράς με τους άλλους.
Νατουραλιστική Η φυσιοκρατική νοημοσύνη σχετίζεται με τη φύση και τη
σύνδεση της πληροφορίας με το φυσικό περίγυρο. Τα άτομα με φυσιοκρατική
νοημοσύνη είναι ευαίσθητα ως προς τη φύση και τη θέση τους μέσα σε αυτήν
και διαθέτουν μεγαλύτερη ευκολία στη φροντίδα και την αλληλεπίδραση με
τα ζώα.
Υπαρξιακή Αυτή την νοημοσύνη κατέχουν οι άνθρωποι που
προβληματίζονται με τα θέματα ύπαρξης και ανυπαρξίας, καλού και κακού,
σωστού και λάθους, με μια σταθερή τάση να διευρύνουν τα πλαίσια της
ανθρώπινης σκέψης.
36
6. ΟAlfredBinet(1857 – 1911).υποστήριξε ότι η νοημοσύνη είναι μία γενική
αδιαφοροποίητη πνευματική ικανότητα, ανεξάρτητη σχολικών ή περιβαλλοντικών
γνώσεων.
Η Νοητική ηλικία είναι μια έννοια που εκφράζει το επίπεδο της νοητικής
ανάπτυξης του ατόμου σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η νοητική ηλικία
ενδέχεται να διαφέρει από τη χρονολογική ηλικία του ατόμου και τότε
υπάρχει απόκλιση στη νοητική ικανότητα του ατόμου σε σχέση με το μέσο
όρο στο γενικό πληθυσμό. Η νοητική ηλικία μεταβάλλεται στο χρόνο, δε
μένει σταθερή.
Το Νοητικό πηλίκο είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης που έχει
δημιουργηθεί με στατιστική επεξεργασία. και θεωρείται σταθερό στη ζωή του
ανθρώπου
Νοητική
Νοητικό Πηλίκο= Ηλικία X 100
Χρονολογική
Ηλικία
Παράδειγμα: Παιδί με τα ακόλουθα στοιχεία
• χρονολογική ηλικία 6 ετών
• νοητική ηλικία 4 ετών
Αν κάνουμε την πράξη θα δούμε ότι το Νοητικό Πηλίκο του παιδιού ΝΠ 66 το
κατατάσσει Ελαφρά Νοητική Καθυστέρηση, καθώς βρίσκεται κάτω από το ΝΠ 70.
37
ΓΛΩΣΣΑ
ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Φθόγγοι+Κανόνες=Λέξεις Έννοιες+Κανόνες=Νοήματα
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ
Λέξεις+Κανόνες=Προτάσεις
ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ
Προτάσεις+Κανόνες=Επικοινωνία
Σκοπός της γλώσσας είναι να κάνει δυνατή την επικοινωνία ανάμεσα στους
ανθρώπους. Υπάρχουν γλωσσικά όρια στην επικοινωνία και αυτά καθορίζονται από
τις ιδιαίτερες πολιτισμικές και συναισθηματικές αποχρώσεις και συνδέσεις της
γλώσσας. Ξέρουμε επίσης ότι η ανθρώπινη επικοινωνία μπορεί να έχει κι άλλες
μορφές, που δε συνδέονται με τη γλώσσα. Η επικοινωνία εκτός από λεκτική μπορεί
να είναι και μη λεκτική, να μη χρησιμοποιεί δηλαδή τη γλώσσα αλλά σύμβολα,
εικόνες, χειρονομίες κα. Ως επικοινωνία ορίζεται η ανταλλαγή και μετάδοση
πληροφοριών, μηνυμάτων και απόψεων ,μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Η
λειτουργία της γλώσσας προς επικοινωνία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πομπού,
ενός δέκτη και του μηνύματος. Ο πομπός έχει το μήνυμα, θα κωδικοποιήσει το
μήνυμα για να το εκφράσει στον δέκτη. Έτσι τον προσκαλεί να το αποκωδικοποιήσει,
ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δύο άνθρωποι σε μια διαδικασία επικοινωνίας
συνήθως λειτουργούν εκ περιτροπής μια ως πομπός και μια ως δέκτης (αμφίδρομη
επικοινωνία).
Η επικοινωνία μπορεί να διαταράσσεται σε διάφορα σημεία της λειτουργίας της. Οι
δυσκολία μπορεί να αφορά
στον πομπό: θέμα γλώσσας, προσωπικότητας κα
στο δέκτη: θέμα γλώσσας, αντίληψης, προσωπικότητας κα
στο μέσο που επιλέχτηκε για την επικοινωνία: βλάβη μέσου
στη μορφή επικοινωνίας που επιλέχτηκε: μονομερής ή αμφίδρομη επικοινωνία
38
Κύριες θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης
39
Η σκέψη είναι έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου, η οποία μεταδίδεται κληρονομικά
ως προδιάθεση και αναπτύσσεται σταδιακά χάρη στους ερεθισμούς του κοινωνικού
και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Γλώσσα και σκέψη διαμορφώνονται χάρη στην αλληλεπίδρασή τους, συνυφαίνονται
και «συνλειτουργούν», σε σημείο να είναι προβληματική αν όχι αδύνατη η διάκριση
της μιας από την άλλη. Επομένως δεν είναι ορθή η άποψη, σύμφωνα με την οποία η
σκέψη προηγείται και η γλώσσα ακολουθεί, για να την εκφράσει. Ο άνθρωπος δε
μιλάει μόνο, αλλά και σκέπτεται με τη γλώσσα. Όσο ωριμάζει πνευματικά ένα άτομο
τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί καθώς σκέπτεται λέξεις-σύμβολα και εγκαταλείπει
τις εικόνες-παραστάσεις. Η σκέψη αναδύεται μαζί με τη μορφή που την εκφράζει και
μέσα σε αυτήν.
40
και γραμματικά σωστές, απαντά σε σύνθετες ερωτήσεις που αποτελούνται από 2
μέρη , ρωτά για ορισμούς λέξεων, ο λόγος του είναι συνήθως καταληπτός από τους
ξένους, δίνει προσοχή σε μία ιστορία και απαντά σε απλές ερωτήσεις για την ιστορία,
μιλά σχετικά με εμπειρίες στο σχολείο, σε σπίτια φίλων κλπ. Και αναμεταδίδει με
ακρίβεια μια μεγάλη ιστορία, παράγει σύμφωνα με 90% ακρίβεια, Μετράει ως το 10
μηχανικά ενώ κατανοεί τις έννοιες των αριθμών ως το 3 και αρχίζει να αναγνωρίζει
χρώματα.
41
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ανθογαλίδου, Θ. (1992.).«Γλωσσική ανάπτυξη και περιβάλλον, Η σημαντική
πρόταση του ΛεβΒυγκότσκι και της σχολής της Κοινωνικής Ψυχογένεσης»,
Εκπαιδευτική Κοινότητα, 15, σελ. 38 - 42.
Atkinson, R., Atkinson, R., Smith, E., Bem. D.,& Nolen-Hoeksema (2003). Εισαγωγή
στην Ψυχολογία του Hilgard, Παπαζήση, Αθήνα
Βοσνιάδου, Σ. (2001). Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Gutenberg, Αθήνα
Βυγκότσκι, Λεβ (1993), Σκέψη και Γλώσσα, μτφρ. ΑντζΡόδη,: Γνώση, Αθήνα
Donaldson, M. (2001). Η σκέψη των παιδιών, Gutenberg,Αθήνα
Eysenck, W. M. (2010). Βασικές Αρχές ΓνωστικήςΨυχολογίας,επιμ. Ελένη
Βασιλάκη, Gutenberg, Αθήνα
Fromkin, V. -.Rodman, R -.Hyams, N. (2010).Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας,
μτφρ. Ε. Βάζου-Γ. Ξυδόπουλος, Β. Παπαδοπούλου, Πατάκη, Αθήνα
Κατή, Δ. (2000). Γλώσσα και επικοινωνία στο παιδί, Οδυσσέας Αθήνα
Κολιάδης, Ε. (2002). Γνωστική ψυχολογία, γνωστική νευροεπιστήμη και
εκπαιδευτική πράξη: Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών. Δ’ τόμος. Αυτοέκδοση,
Αθήνα
Kωσταρίδου-Ευκλείδη Α. (1997). Ψυχολογία της Σκέψης, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα
Λυμπεράκης Σ. (1997). Εγκέφαλος και Ψυχολογία. Εισαγωγή στη Νευροψυχολογία,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
Ματσαγγούρας, Η. (2000). Θεωρία και Πράξη της Διδασκαλίας. Θεωρία της
Διδασκαλίας. Τόμος Α., Gutenberg,Αθήνα
Μπασέτας, Κ. (2002). Ψυχολογία της Μάθησης, Ατραπός, Αθήνα
Νατσιοπούλου, Τ. (1996). «Η σχέση γλώσσας και σκέψης κατά τον L. Vygotsky»,
Γλώσσα, 39, σελ. 17 - 23.
Ντάβου, Μ. (2000). Οι διεργασίες της σκέψης στην εποχή της πληροφορίας: Θέματα
Γνωστικής Ψυχολογίας και Επικοινωνίας, Παπαζήση,Αθήνα
Παπαδόπουλος, Ν &. Ζάχος, Γ (1985). Ψυχολογία, Κέντρο Ψυχολογικών Μελετών,
Αθήνα
Παπαηλιού, Χ. (2005). Ανάπτυξη της γλώσσας, Παπαζήση, Αθήνα
Σαμαρτζή, Σ. (1995). Εισαγωγή στις Γνωστικές λειτουργίες, Παπαζήση,Αθήνα
Sternberg, J. R. (2007). Γνωστική ψυχολογία,επιμ. Γ. Ξανθάκου-Μ. Καΐλα, μτφρ.
Ιωάννα Βραχωρίτου. Ατραπός-Περιβολάκι, Αθήνα
Φλουρής, Γ. (2005). Εγκέφαλος, Μάθηση, Νοημοσύνη και Εκπαίδευση. Επιστήμες
της Αγωγής, 2, 7-32
42
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
44
σημαίνει ότι η έρευνα ενδιαφέρεται να κατανοήσει ποιες είναι οι πηγές των
κινητήριων δυνάμεων, πώς διαμορφώνονται οι στόχοι και οι επιθυμίες των ατόμων ,
και πώς αυτές συνδέονται με ορισμένη δράση και όχι άλλη. Βεβαίως, η οργάνωση της
δράσης –δηλαδή ποιες ενέργειες και με ποια σειρά θα χρησιμοποιηθούν για την
επίτευξη ενός στόχου- είναι δικαιοδοσία του γνωστικού πεδίου. Τα κίνητρα όμως
είναι αυτά που μέσω της πρόθεσης προσφέρουν το βάρος που απαιτείται για την
επιλογή μιας δράσης έναντι άλλων εναλλακτικών, είναι αυτά που διευρύνουν ή
περιορίζουν τη δράση, που δίνουν εντολή έναρξης και περαίωσής της., που
συντονίζουν και σχηματοποιούν τις γνωστικές και κινητικές λειτουργίες που θα
εμπλακούν σε μια δράση. Τα κίνητρα δεν εξηγούν πώς λειτουργεί το γνωστικό
σύστημα αλλά για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται με τον τρόπο που
χρησιμοποιείται. Η κατανόηση του μηχανισμού των κινήτρων είναι αναγκαία
προκειμένου να μπορούν να μετρηθούν οι επιδράσεις τους στη συμπεριφορά και να
είναι δυνατή η ακριβής πρόβλεψη για τις επιπτώσεις τους όταν είναι παρόντα.
Πέμπτο, αν τα κίνητρα μπορούν να αλλάξουν και να διδαχτούν νέα. Εφόσον
γνωρίζουμε αν τα κίνητρα είναι επίκτητα ή όχι, υπό ποιες συνθήκες εκδηλώνονται και
μέσα από ποιο μηχανισμό επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τότε μπορούμε να
«δημιουργήσουμε» συνθήκες τέτοιες ώστε το άτομο να αποκτήσει τάσεις που δε
διαθέτει ή να μεταβάλει τάσεις που διαθέτει.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι το αντικείμενο της μελέτης των
κινήτρων είναι ο εντοπισμός των αιτιών που οδηγούν σι συγκεκριμένη κάθε φορά
συμπεριφορά ή δράση. Τέτοιες αιτίες μπορεί να είναι εσωτερικές ή εξωτερικές
δυνάμεις, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο εντοπίζονται, μπορεί να είναι
συναισθήματα, ορμές, επιθυμίες, ή ακόμη στόχοι και επιδιώξεις, ή ερεθισμοί
διαφόρων τύπων. Επίσης, συχνά συνυπάρχουν πολλές αιτίες ταυτοχρόνως. Τέλος, οι
αιτίες μπορεί να είναι εύκολο να συνειδητοποιηθούν και να αναφερθούν από το
άτομο.
ΚΙΝΗΤΡΑ
Κίνητρο είναι μια συνειδητή ή ασυνείδητη δύναμη, η οποία κινεί, ωθεί ή παρασύρει
σε δράση ένα άτομο. Η δράση κατευθύνεται στην προσέγγιση ενός στόχου ή σκοπού,
η προσέγγιση του οποίου μειώνει την ένταση του οργανισμού. Τα κίνητρα ωθούν το
άτομο ενεργώντας από μέσα ή το έλκουν ενεργώντας από έξω. Κίνητρα επομένως ,
είναι τόσο οι εσωτερικές αιτίες της συμπεριφοράς, όπως τα ένστικτα, οι ορμές, οι
σκοποί, οι επιθυμίες ή οι προθέσεις, τα συναισθήματα, οι διάφορες συγκινησιακές
καταστάσεις όσο και εξωτερικές αιτίες, όπως οι αμοιβές, τα θέλγητρα ή φόβητρα ή οι
απωθητικοί ερεθισμοί.
45
Κινητοποιούν προς ορισμένη κατεύθυνση και σκοπό. Π.χ. υπάρχει το
κίνητρο της πείνας που οδηγεί στο σκοπό (μήλο)
Είναι αυτόματα. Π.χ. δεν πεινάμε επειδή θέλουμε να πεινάσουμε
Ασκούν πίεση για ικανοποίηση των αναγκών
Έχουν μακρόχρονη διάρκεια ή επηρεάζουν συνεχώς τη συμπεριφορά, π.χ.
κίνητρο για αναγνώριση
Είδη κινήτρων
Τα κίνητρα μπορεί να είναι εγγενή, δηλαδή να έχουν κληρονομική βάση,
όπως τα ένστικτα, ή να είναι επίκτητα να αποκτούνται μέσα από διαδικασίες
μάθησης κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον (αμοιβές και
τιμωρίες)
Διακρίνονται επίσης σε φυσιολογικά, που εξυπηρετούν τη λειτουργία του
οργανισμού και τη σωματική ομοιόσταση, σε βιολογικά, που εξυπηρετούν
την επιβίωση, συντήρηση και αναπαραγωγή του ατόμου και του είδους και σε
ψυχολογικά, που έχουν να κάμουν με το θυμικό, την προσωπικότητα, και τις
συναλλαγές του ατόμου με το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό
Τα κίνητρα μπορεί να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα. Συχνά οι άνθρωποι
άγονται από ορμές ή κίνητρα τα οποία δεν γνωρίζουν, τα οποία αρνούνται ή
διαστρεβλώνουν σε συνειδητό επίπεδο. Για το λόγο αυτό δεχόμαστε και τα
ένστικτα ως κίνητρα, παρόλο που είναι μηχανισμός τελείως ασυνείδητος και
έξω από τον έλεγχο του οργανισμού.
Συγκρούσεις κινήτρων
Ο άνθρωπος έχει πολλά κίνητρα που λειτουργούν για την εκπλήρωση
διάφορων στόχων που μπορεί να είναι παρόντα την ίδια στιγμή. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, είναι δυνατόν να υπάρξει σύγκρουση κινήτρων. Σύγκρουση είναι το
αποτέλεσμα δύο ή περισσότερων ισότιμων αλλά ασυμβίβαστων τάσεων για
αντίδραση
Ο KurtLewin κατέταξε τους τύπους κινητήριων συγκρούσεων στις ακόλουθες
κατηγορίες, ανάλογα με το στόχο των συγκρουόμενων κινήτρων:
Σύγκρουση επιθυμίας/επιθυμίας: δύο στόχοι παρουσιάζονται ισότιμοι αλλά
μόνο ο ένας μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η σύγκρουση αυτή επιλύεται όταν
συμβεί κάτι που αυξάνει τη θετική ενέργεια του ενός εκ των δύο στόχων. Π.χ.
το παιδί που έχει να επιλέξει ανάμεσα στην εκδρομή με τους γονείς του και το
παιχνίδι με τους φίλους του.
46
Σύγκρουση αποφυγής/αποφυγής: δύο στόχοι παρουσιάζονται ανεπιθύμητοι
αλλά το άτομο μπορεί να αποφύγει μόνο έναν. Η σύγκρουση λύνεται όταν η
αρνητική ενέργεια του ενός στόχου μειωθεί. Π.χ. ο μαθητής έχει να κάνει μια
κουραστική εργασία που αν την αποφύγει θα τιμωρηθεί… «μπρος γκρεμός
και πίσω ρέμα»
Σύγκρουση επιθυμίας/αποφυγής: ένας στόχος είναι ταυτόχρονα απωθητικός
και επιθυμητός. Οι συγκρούσεις αυτού του τύπου μπορεί να είναι ιδιαίτερα
επίμονες και λύνονται είτε με μείωση της θετικής ενέργειας του θελκτικού
στόχου, είτε με αύξηση της αρνητικής ενέργειας του απωθητικού στόχου. π.χ.
θέλουμε να φάμε ένα γλυκό αλλά κάνουμε δίαιτα ή θέλουμε να διαβάσουμε
για την εξεταστική, αλλά και να βγούμε το βράδυ με τους φίλους μας
Σύγκρουση διπλής επιθυμίας/διπλής αποφυγής: δύο στόχοι, που μόνο ο
ένας μπορεί να πραγματοποιηθεί αλλά και οι δύο παρουσιάζουν επιθυμητά ή
απωθητικά στοιχεία. Η μορφή αυτής της σύγκρουσης είναι συχνή κατά την
εκλογή επαγγέλματος ή σπουδών. Π.χ. κατέχει κάποιος μια επαγγελματική
θέση και του παρουσιάζεται η δυνατότητα αλλαγής με μια άλλη που έχει
θετικές πλευρές αλλά και στοιχεία που τον απωθούν
Θεωρίες κινήτρων
47
Η Προσωποκεντρική θεωρία του CarlRogers. Θεωρεί ότι η προσωπικότητα
των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τάση για ψυχολογική
αύξηση και ολοκλήρωση. Υπάρχει μια εσωγενής τάση του οργανισμού να
αναπτύξει όλες τις ικανότητές του με τρόπους που εξυπηρετούν τη συντήρηση
ή προαγωγή του οργανισμού. Η τάση αυτή δίνει μια θετική κατεύθυνση στη
συμπεριφορά αλλά επειδή ασκεί πίεση στο άτομο είναι δυνατό να προκαλέσει
και συγκρούσεις, άγχος, στενοχώρια. Ένα μέρος της τάσης για ενεργοποίηση
είναι η αυτοπραγμάτωση. Η τάση για αυτοπραγμάτωση κινεί το άτομο να
συμπεριφέρεται με συνέπεια προς την εικόνα του εγώ του την κάθε
συγκεκριμένη στιγμή.
48
Η Συμπεριφοριστική θέση δίνει έμφαση στα περιβαλλοντικά γεγονότα,
ιδιαίτερα τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Θεωρεί ως
πηγή κινήτρων την εξωτερική ενίσχυση. Σημαντικές επιδράσεις γίνονται
μέσω των ενισχυτών, των αμοιβών και των τιμωριών. Η μελέτη των
παραγόντων που μπορούν να παίξουν το ρόλο ενίσχυσης στη συντελεστική
μάθηση, άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή ψυχολογικών κινήτρων στη
συμπεριφορά
Η Γνωστική θέση τονίζει το ρόλο της σκέψης και των πεποιθήσεων και
θεωρεί ότι πηγή κινήτρων είναι η εσωτερική ενίσχυση. Σημαντικές επιδράσεις
γίνονται μέσω των πεποιθήσεων, της απόδοσης επιτυχίας ή αποτυχίας και των
προσδοκιών. Σύμφωνα με τις απόψεις του Lewin, η μάθηση δεν είναι
49
αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως υιοθετεί το συμπεριφοριστικό
πρότυπο μάθησης αλλά απόρροια της δράσης και αλληλεπίδρασης του ατόμου
με το ψυχολογικό του περιβάλλον. Συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι το
άτομο αντιδρά διαφορετικά στις ποικίλες καταστάσεις –ερεθίσματα. Κατά το
Lewin η μάθηση πραγματώνεται μέσα στο ζωτικό χώρο του ατόμου, όταν οι
ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και οι επιθυμίες του προκαλούν μια κατάσταση
έντασης και από-ισορρόπησης, η οποία κινητοποιεί και θέτει σε λειτουργία
πολλές ψυχολογικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούν ένα δυναμικό πεδίο. Η
συνισταμένη όλων αυτών των δυνάμεων, που αποτελεί τα κίνητρα δράσης του
ανθρώπου, τείνει να πραγματοποιήσει τον τελικό σκοπό, δηλαδή να
ικανοποιήσει τις ανάγκες του ατόμου και να το επαναφέρει σε κατάσταση
ισορροπίας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
50
51
Γ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Προσωπικότητα
Ο Γαληνός, τον 2ο μ.Χ, αιώνα στηρίχθηκε στις απόψεις του Ιπποκράτη. Υποστήριξε
ότι το ανθρώπινο σώμα (μικρόκοσμος) συνίσταται από τέσσερις χυμούς όπως ο
κόσμος (μακρόκοσμος) συνίσταται από τέσσερα στοιχεία. Και αυτοί οι χυμοί είναι: 1)
μέλαινα χολή (γη), 2) κίτρινη χολή (φωτιά), 3) φλέγμα (νερό), 4) αίμα (αέρας). Η
κυριαρχία καθενός από τα στοιχεία αυτά στον οργανισμό δίνει μια ιδιοσυγκρασιακή
προδιάθεση:
Αιματώδης τύπος: στην αιματώδη ιδιοσυγκρασία παρατηρούνται
μεγαλύτερες ποσότητες αίματος, σε σχέση με τους άλλους «χυμούς» και αυτό
επηρεάζει διαφορετικά τις ψυχικές λειτουργίες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι
συνήθως εύθυμοι, αντιδρούν γρήγορα και με ένταση στα εξωτερικά και
εσωτερικά ερεθίσματα, έχουν ζωντάνια αλλά τα συναισθήματά τους είναι
ευμετάβλητα και ασταθή.
Μελαγχολικός τύπος; έχει περισσότερη μαύρη χολή. Συνήθως είναι
λυπημένος, δεν αντιδρά με ταχύτητα και ένταση στα εξωτερικά και εσωτερικά
ερεθίσματα, είναι μια ήπια παρουσία, που δεν μπορεί να δώσει πάθος στις
σχέσεις του. Τα συναισθήματά του αφυπνίζονται με δυσκολία αλλά, αν αυτό
συμβεί τότε αποκτούν βαθιές ρίζες, διάρκεια και συνέπεια.
Χολερικός τύπος: η κίτρινη χολή επικρατεί σ’ αυτόν τον τύπο
ιδιοσυγκρασίας. ‘Άνθρωπος ευερέθιστος και εκρηκτικός, έχει πάντα ζωντάνια.
Αναπτύσσει βαθιά και σταθερά συναισθήματα αλλά τα εκφράζει με
ακανόνιστο τρόπο.
52
Φλεγματικός τύπος: επικρατεί το φλέγμα. Είναι ο τύπος του ανθρώπου που
παρουσιάζει χλιαρά συναισθήματα, χωρίς ιδιαίτερο βάθος και διάρκεια.
Όλες οι αρρώστιες οφείλονται σε διαταραχή των ισορροπιών ανάμεσα σε αυτούς τους
χυμούς. Δηλαδή, μια μικρή υπερίσχυση του ενός στοιχείου μάς δίνει τον αντίστοιχο
τύπο ιδιοσυγκρασίας, μια ακόμα μεγαλύτερη υπερίσχυση αρχίζει να δημιουργεί
παθολογικές διαταραχές, διότι πλέον αποσυντονίζει θεμελιώδεις ισορροπίες.
Ο Κρέτσμερ, Ερνστ (1888 – 1964), γερμανός ψυχίατρος, έγινε γνωστός από τις
έρευνές του, με τις οποίες προσπάθησε να συσχετίσει τη σωματική κατασκευή και τη
φυσική κατάσταση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις ψυχικές
ασθένειες. Η σωματική τυπολογία του διακρίνει τα άτομα σε τρεις τύπους:
λεπτόσωμο ή ασθενικό: υπερέχουν οι διαστάσεις σε μήκος
πυκνικό, κοντό και ευτραφή: υπερέχουν οι διαστάσεις του σώματος σε
πλάτος
αθλητικό: διακρίνεται για την καλή ανάπτυξη των μυϊκών μαζών.
Ωστόσο, το έργο του Kretchmer περιέχει γενικότητες και αφορισμούς και δεν
βασίζεται σε στατιστικές μελέτες και αναλύσεις
• Συγκρατημένος Εξωστρεφής
• Λιγότερο Έξυπνος Περισσότερο Έξυπνος
• Σταθερός, Ισχυρό Εγώ Συναισθηματικός/Νευρωτισμός
• Ταπεινός Διεκδικητικός
• Σοβαρός Εύθυμος
• Συμφεροντολόγος Ευσυνείδητος
• Ντροπαλός Ριψοκίνδυνος
• Επίμονος Διαλλακτικός
• Γεμάτος Εμπιστοσύνη Καχύποπτος
• Πρακτικός Επινοητικός
53
• Ευθύς Πονηρός
• Ήρεμος Ενεργητικός
• Συντηρητικός Τολμηρός
• Εξαρτημένος από την ομάδα Αυτάρκης
• Απείθαρχος Πειθαρχημένος
• Χαλαρός Σφιγμένος
54
Η Θεωρία της προσωπικότητας τουS. Freud
Τη δομή της προσωπικότητας την χώρισε σε τρία μέρη: το Εκείνο, το Εγώ, και το
Υπερεγώ και προσπάθησε να δεί τη δομική σχέση μεταξύ τους. Τα τρία αυτά επίπεδα
της προσωπικότητας είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Η ψυχική ενέργεια
που ενεργοποιεί και παρακινεί τον άνθρωπο και η οποία ονομάζεται libido, επενεργεί
και στα τρία αυτά επίπεδα.
• Το Εκείνο: γεννιόμαστε με το αυτό το οποίο περιλαμβάνει όλα τα βιολογικά
ένστικτα της πείνας, της δίψας, της σεξουαλικής ικανοποίησης, τα οποία
κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το εκείνο είναι μία ασυνείδητη
δύναμη η οποία δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα. Αποζητά
μόνο ένα πράγμα: την ικανοποίηση των βασικών αναγκών και την εκτόνωση
της έντασης που συνοδεύει την ικανοποίηση αυτών των σωματικών αναγκών.
Λειτουργεί βάσει της αρχής της ικανοποίησης / ευχαρίστησης (Αρχή της
ηδονής pleasureprinciples).
55
• Το Εγώ: αρχίζει να εξελίσσεται μετά τη γέννηση και εμφανίζεται γύρω στον
6ο μήνα. Ο ρόλος του εγώ είναι να μεσολαβεί μεταξύ του εκείνο, της
πραγματικότητας, και του υπέρ-εγώ. Γι’ αυτό λέμε ότι το εγώ λειτουργεί
βάσει της αρχής της πραγματικότητας (realityprinciple) και είναι συνειδητό.
Με βάσει προηγούμενες εμπειρίες και αποτελέσματα το εγώ προσπαθεί να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του εκείνο χωρίς να βλάψει το υπέρ-εγώ.
• Το Υπέρ-εγώ: είναι η δομή της προσωπικότητας που αντιπροσωπεύει τις
ηθικές αρχές της κοινωνίας όπως μεταφέρονται στο άτομο από τους γονείς
του – είναι αυτό που αποκαλούμε συνείδηση (conscience)—και είναι η πηγή
των ενοχών. Εκτός από την συνείδηση το υπέρ-εγώ έχει και ένα άλλο
κομμάτι το ιδανικό εγώ (ego-ideal). Η συνείδηση μας υποδεικνύει τα
πράγματα που δεν πρέπει να κάνουμε και μας τιμωρεί με τις ενοχές όταν δεν
υπακούμε, το ιδανικό-εγώ μας υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε, πως θα
έπρεπε ιδανικά να είμαστε. Όπως το εκείνο, έτσι και το υπέρ-εγώ δεν
βασίζεται στην πραγματικότητα αλλά συνέχεια απαιτεί το «πνίξιμο» των
ενστίκτων, του σεξουαλικού και επιθετικού, προς χάρη ηθικών σκοπών και
της εκπλήρωσης του ιδανικού-εγώ.
Το εκείνο και το υπέρ-εγώ βρίσκονται σε μια πάλη. Όταν το εγώ δεν μπορεί να βρει
λύση και να συμβιβάσει τις επιθυμίες του εκείνο και του υπέρ-εγώ δημιουργείται
άγχος. Το άγχος είναι ένα προειδοποιητικό μήνυμα ότι το εγώ δεν τα καταφέρνει στο
ρόλο του.
56
ή η άρνηση να αποδεχθεί τα τρία αυτά καθήκοντα της ζωής αποτελούν για τον Adler
σημάδια νευρωτικού ή δυσπροσάρμοστου γενικά ανθρώπου.
57
– η σκέψη το άτομο προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του κόσμου και
την εμπειρία
– το συναίσθημα συμβάλει στην αξιολόγηση αυτών των γεγονότων με
βάση την ευχαρίστησης και τη δυσαρέσκεια
– η αντίληψη συνεπάγεται την κωδικοποίηση και την ερμηνεία του
εξωτερικού κόσμου και των εσωτερικών καταστάσεων
Ορισμός προσαρμογής
Η διαδικασία εκείνη του οργανισμού που θα επιτρέψει στο άτομο να
ανταποκριθεί και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες και απαιτήσεις του
περιβάλλοντος ονομάζεται προσαρμογή. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα είναι
μια ένδειξη ψυχικής υγείας.
Οι τρόποι και τα μέσα που χρησιμοποιεί το άτομο για να αντιμετωπίσει τις
απαιτήσεις τόσο του βιολογικού όσο και του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος
58
του μπορεί να είναι συνειδητοί ή ασυνείδητοι. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα
είναι μια δύσκολη και συνεχής διαδικασία που βασίζεται σε μια δυναμική
διεργασία και όχι σε απλή και παθητική αποδοχή των απαιτήσεων του
περιβάλλοντος. Η δυνατότητα/ ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει την
πραγματικότητα και να δώσει λύσεις σε καταστάσεις και προβλήματα που τον
ταλαιπωρούν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά κυρίως από την
προσωπικότητα του.
Έτσι για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή απαιτείται μια προσωπικότητα
που να έχει γερά θεμέλια και την ικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων.
Προβλήματα στην ομαλή εξελικτική πορεία του ατόμου μπορεί να οδηγήσουν τόσο
σε προβλήματα προσαρμογής όσο και σε σοβαρότερες ψυχικές ασθένειες. Μερικές
φορές η προσαρμογή γίνεται αυτόματα, είναι δηλαδή απλή για το άτομο, αλλά αυτό
συμβαίνει μόνο όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος είναι βιολογικά και
ψυχολογικά αποδεκτές. Τότε τις αντιμετωπίζει εύκολα και ανταποκρίνεται αρμονικά,
συνήθως όμως η διαδικασία αυτή είναι δύσκολη, περιπλέκεται και αναγκάζει το
άτομο να αναπτύξει ορισμένου τύπου συμπεριφορές. Άλλοτε εσωτερικοί παράγοντες
και άλλοτε οι περιβαλλοντικές συνθήκες παίζουν τον σπουδαιότερο ρόλο για τον
καθορισμό του τρόπου αντίδρασης. Πάντως κάθε μορφή αντίδρασης στις δυσκολίες
που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία της προσαρμογής είναι το αποτέλεσμα της
συνεργασίας εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.
Μορφές προσαρμογής
• Η καλή ή ολοκληρωμένη προσαρμογή απαιτεί μια προσωπικότητα που να
έχει γερά θεμέλια και την ικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων
με αποτέλεσμα μια απόλυτα υγιή συμπεριφορά σε σχέση με το περιβάλλον
• Η κακή ή μη ολοκληρωμένη προσαρμογή ενέχει προβλήματα στην ομαλή
εξελικτική πορεία του ατόμου που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σοβαρές
ψυχικές ασθένειες.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
59
Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Επικοινωνία
Είναι αρκετά δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα «Τι είναι επικοινωνία;». Οι
επιστήμονες των θετικών επιστημών, οι μηχανικοί, οι τεχνικοί, όταν αναφέρονται
στην επικοινωνία μιλούν για δίκτυα υπολογιστών, για καλώδια και υλικά δικτύων, για
οδικούς κόμβους και μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ. Οι βιολόγοι μιλούν για τις
σχέσεις μεταξύ ζωντανών οργανισμών (ιών, κυττάρων κ.ο.κ), ενώ οι κοινωνικοί
επιστήμονες και οι ψυχολόγοι αναφέρονται στις διαπροσωπικές σχέσεις των
ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνίας γενικότερα και θα χρησιμοποιούσαν αυτόν τον
όρο για να περιγράψουν την αλληλεπίδραση που υφίσταται ανάμεσα σε δύο
κοινωνικές ομάδες ή ανάμεσα σε κάποιο άτομο και στο περιβάλλον του.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς που
προσδίδει στον άνθρωπο μια ξεχωριστή θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα,
είναι η ομιλία, δηλαδή η δυνατότητα διατύπωσης και ανταλλαγής πληροφοριών δια
της χρήσεως κάποιας φυσικής γλώσσας που περιγράφεται από κάποιο αλφάβητο και
κάποιο συντακτικό. Αυτό ασφαλώς είναι συνέπεια της νοημοσύνης που χαρακτηρίζει
το ανθρώπινο είδος και η οποία με τη σειρά της αποδίδεται στον αρκετά εξελιγμένο
εγκέφαλο που διαθέτει. Ας σημειωθεί ωστόσο πως όλα σχεδόν τα έμβια όντα έχουν
την ικανότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, καθώς αυτό είναι απαραίτητο για την
επιβίωσή τους. Αυτή η επικοινωνία είναι δυνατή είτε δια μέσου φωνητικών ήχων και
κραυγών (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα ζώα της ζούγκλας και στα πουλιά) είτε
με τη χρήση κάποιας νοηματικής γλώσσας (που χαρακτηρίζει, για παράδειγμα, τον
τρόπο ζωής των πιθήκων). Ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις αυτές οι διαφορετικές
μορφές επικοινωνίας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη μετάδοση κάποιου
μηνύματος από μια πηγή προς ένα προορισμό, ή ισοδύναμα, από ένα αποστολέα προς
ένα παραλήπτη.
Θα ορίσουμε έτσι την επικοινωνία ως :
• την ανταλλαγή και τη μετάδοση σκέψεων, πληροφοριών και μηνυμάτων
μεταξύ ατόμων. Χαρακτηριστικό της επικοινωνίας είναι η μετάδοση κάποιου
μηνύματος από μια πηγή προς ένα προορισμό, δηλ. από ένα αποστολέα προς
ένα παραλήπτη με σκοπό να επηρεάσει τη συμπεριφορά του. Η επικοινωνία
είναι το βασικότερο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων που επηρεάζουν
την ποιότητα της ζωής μας είτε άμεσα (π.χ. ανοσοποιητικό σύστημα) είτε
έμμεσα (π.χ. οικονομικά οφέλη). Συνεπώς επικοινωνία είναι η διαδικασία με
την οποία ένας πομπός εκπέμπει ή στέλνει μήνυμα σε κάποιον δέκτη και
προκαλεί ένα «αποτέλεσμα».
60
Στη διαδικασία της επικοινωνίας συμπεριλαμβάνεται η προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε τις θέσεις και την αντίληψη των άλλων ανθρώπων, η επιδίωξή μας να
επηρεάσουμε τη συμπεριφορά τους, για να ικανοποιήσουμε τις δικές μας ανάγκες ή
επιθυμίες, η αξιολόγηση της συμπεριφοράς μας πάνω στους άλλους ανθρώπους, αλλά
και οι ενέργειές μας για τη βελτίωση των διαπροσωπικώνμαςσχέσεων.
Διαδικασία επικοινωνίας
61
πλέον είναι ο μαθητής που απαντά στην ερώτηση, ενώ ο παραλήπτης
είναι ο εκπαιδευτικός που δέχεται την απάντηση
Κωδικοποίηση
Πρόκειται για την μετατροπή του μηνύματος σε συμβολική μορφή, ώστε να
είναι δυνατή η αποστολή, η λήψη και η κατανόηση από τον παραλήπτη. Θα πρέπει να
τονιστεί ότι, ο αποστολέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του παραλήπτη και να κωδικοποιεί κατάλληλα το μήνυμα. Η μορφή της
κωδικοποίησης μπορεί να είναι λεκτική ή μη λεκτική, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί
να γίνεται με σύμβολα ή σήματα, ή να είναι συνδυασμός λεκτικής και μη λεκτικής
μορφής. Η μορφή κωδικοποίησης επηρεάζεται από την προσωπικότητα του
αποστολέα, τις ικανότητές του, τις γνώσεις του, αλλά και από τους περιορισμούς που
θέτει το κανάλι μέσω του οποίου θα γίνει η μετάδοση
Παραδείγματα:
– στην περίπτωση της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, ως
κωδικοποίηση θεωρείται η μετατροπή των σκέψεων και των ιδεών που
εκπορεύονται από τον εγκέφαλο σε ακολουθία λέξεων και φράσεων
που προφέρονται από τον ομιλητή δια της χρήσεως του φωνητικού του
συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις και εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί
αναγκαίο η κωδικοποίηση περιλαμβάνει εκτός από λεκτικά και μη
λεκτικά χαρακτηριστικά όπως είναι για παράδειγμα οι κινήσεις του
σώματος.
– σε περιπτώσεις ενδιάμεσων μέσων – π.χ. ηλεκτρονικοί υπολογιστές– η
κωδικοποίηση περιλαμβάνει τον κατάλληλο μετασχηματισμό του
μηνύματος έτσι ώστε να μπορέσει διερχόμενο από το μέσο μετάδοσης
να φτάσει τελικά στον παραλήπτη. Αυτός ο μετασχηματισμός
αναφέρεται στην ψηφιοποίηση του φωνητικού μηνύματος και του
σήματος εικόνας που καταγράφονται από το μικρόφωνο και την
κάμερα
Μήνυμα
– Είναι το φυσικό προϊόν που επιθυμεί να μεταδώσει, κωδικοποιημένο,
ο αποστολέας. Εν τέλει είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας του
αποστολέα να επικοινωνήσει με τον παραλήπτη και γίνεται με τη
μορφή συμβατικού κώδικα, που είναι κατανοητός και από τους δύο.
Τα μηνύματα κατατάσσονται ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε
λεκτικά και μη λεκτικά, σε οπτικά, ηχητικά, σε απλά ή σύνθετα κ.ο.κ.
Τα χαρακτηριστικά του μηνύματος θα πρέπει να είναι τα ακόλουθα:
απλό, λιτό, απέριττο, δεκτικό στην αντιληπτική ικανότητα του δέκτη
και ενδιαφέρον και η γλώσσα του να είναι προσεγμένη
Παραδείγματα:
– στην επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ως μήνυμα ορίζεται το
περιεχόμενο της συνομιλίας τους που προφανώς είναι λεκτικής
62
φύσεως αν και σχεδόν πάντα περιλαμβάνει και μη λεκτικά
χαρακτηριστικά.
– στην επικοινωνία μέσου ψηφιακού εξοπλισμού ως μήνυμα νοείται το
ψηφιακό ισοδύναμό του που μεταδίδεται μέσα από το επικοινωνιακό
σύστημα
Αποκωδικοποίηση
Είναι η αντίστροφη διαδικασία της κωδικοποίησης, δηλαδή η μετατροπή του
μηνύματος (από τον παραλήπτη) σε συμβολική μορφή, τέτοια που να του επιτρέπει
την κατανόησή του. Η επιτυχία της επικοινωνίας προσδιορίζεται από την ταύτιση
του αποκωδικοποιημένου μηνύματος με αυτό που αρχικά μετέδωσε ο πομπός.
Ενδεχόμενη αποτυχία επικοινωνίας θα μπορούσε (πέρα από τεχνικής φύσης
προβλήματα) να αποδοθεί στο ότι ο αποστολέας δεν γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο
θα αποκωδικοποιούσε ο παραλήπτης το μήνυμα. Κατά την αποκωδικοποίηση, όπως
και κατά την κωδικοποίηση, σημαντικό ρόλο έχουν τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά,
οι ικανότητες και οι εμπειρίες του παραλήπτη. Σημαντικό πρόβλημα προκύπτει όταν
63
οι τελικοί αποδέκτες του μηνύματος είναι περισσότεροι από έναν. Σε αυτή την
περίπτωση το μήνυμα αποστέλλεται μαζικά και ο αποστολέας πρέπει να επιλέξει
τρόπο αποκωδικοποίησης που να ευνοεί όλους τους παραλήπτες, σύμφωνα με κάποια
χαρακτηριστικά (γεωγραφικά, πολυτισμικά, γνωστικά, η συνδυασμούς αυτών)
Για παράδειγμασκεφτείτε τα προβλήματα που μπορεί να ανακύπτουν κατά την
ομαδική αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mail)
Παραλήπτης ή αποδέκτης
Είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα της διαδικασίας επικοινωνίας. Εν τέλει είναι
η αιτία της επικοινωνίας. Είναι άτομα ή ομάδες ατόμων, όπου απευθύνεται ο
αποστολέας. Για να πραγματοποιηθεί με επιτυχία η επικοινωνία θα πρέπει ο
αποστολέας να γνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραλήπτη και να
κωδικοποιήσει κατάλληλα το μήνυμα. Ο παραλήπτης από τη μεριά του θα πρέπει να
είναι «συντονισμένος» (δηλαδή να βρίσκεται στην κατάλληλη κατάσταση) με τον
αποστολέα, ώστε να λάβει και να κατανοήσει το μήνυμα. Αυτό θα πρέπει να το έχει
υπόψη του και ο αποστολέας, ώστε να επιλέγει τον κατάλληλο χρόνο αποστολής
Θόρυβος
Είναι το σύνολο των παραμορφώσεων που επηρεάζουν την τέλεια μετάδοση του
μηνύματος, από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη. Η ελαχιστοποίηση του θορύβου
αποτελεί υποχρέωση και του αποστολέα και του παραλήπτη
Παραδείγματα:
– κωδικοποίηση, λόγω π.χ. κακογραμμένου κειμένου
– αποκωδικοποίηση, λόγω μη κατανόησης από τον παραλήπτη
– επιλογή καναλιού μετάδοσης, λόγω λανθασμένης επιλογής, π.χ.
διεύθυνσης e-mailκ.ο.κ.
Αναπληροφόρηση (Feedback)
Ο όρος συναντάται και ως επαναπληροφόρηση, ανατροφοδότηση, ή ανάδραση.
Είναι η ανταπόκριση του παραλήπτη στο μήνυμα του αποστολέα, μέσω της οποίας ο
αποστολέας ενημερώνεται για το αν ο παραλήπτης έλαβε το μήνυμα και για το αν το
κατανόησε. Αν και δεν είναι απαραίτητη για την επιτυχή ολοκλήρωση της
διαδικασίας επικοινωνίας, η αναπληροφόρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον
αποστολέα. Του δίνει πληροφορίες για το αν λαμβάνονται ή όχι τα μηνύματα που
στέλνει, για το βαθμό κατανόησής, καθώς και τις αντιδράσεις του παραλήπτη σ’
αυτές. Όταν υπάρχει αναπληροφόρηση η επικοινωνία χαρακτηρίζεται αμφίδρομη,
ενώ όταν δεν υπάρχει χαρακτηρίζεται μονόδρομη.Η αμφίδρομη επικοινωνία είναι
πλήρης και ολοκληρωμένη. Ο ρόλος του παραλήπτη είναι ενεργητικός, σε αντίθεση
με τον παθητικό ρόλο του στη μονόδρομη επικοινωνία. Στην αμφίδρομη επικοινωνία
ο παραλήπτης γίνεται πλέον αποστολέας και ο αποστολέας παραλήπτης
64
Μορφές επικοινωνίας
Άμεση και έμμεση επικοινωνία
Άμεσηχαρακτηρίζεται η επικοινωνία, όταν η μεταφορά του μηνύματος από
τον αποστολέα στον παραλήπτη γίνεται, μέσω ενός ή περισσότερων
καναλιών, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου τρίτου. Ο αποστολέας έχει τον
πλήρη έλεγχο του μηνύματος, καθώς και την ευθύνη για τον τρόπο
κωδικοποίησης, το χρόνο εκπομπής και την επιλογή του μέσου
Έμμεσηχαρακτηρίζεται η επικοινωνία, όταν μεταξύ αποστολέα και
παραλήπτη μεσολαβεί κάποιος τρίτος. Αυτό το τρίτο πρόσωπο ονομάζεται
ενδιάμεσος. Η ύπαρξή του μπορεί να οφείλεται είτε στην επιθυμία του
αποστολέα να τον χρησιμοποιήσει για να προσεγγίσει τον παραλήπτη, είτε σε
περιορισμούς που επιβάλλει το μέσο, είτε και στα δύο
65
Μονόδρομη και αμφίδρομη επικοινωνία
Μονόδρομη είναι η επικοινωνία στην οποία ο παραλήπτης του εκάστοτε
μηνύματος δεν έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στο μήνυμα αυτό. Τα
διασημότερα τέτοια μέσα είναι το ραδιόφωνο και κυρίως η τηλεόραση.
Αμφίδρομη επικοινωνία είναι η επικοινωνία στην οποία ο παραλήπτης του
εκάστοτε μηνύματος έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στο μήνυμα αυτό αλλά
όχι ταυτόχρονα. Τα διασημότερα τέτοια μέσα είναι το τηλέφωνο (σταθερό,
κινητό)και το διαδίκτυο (e-mail, κοινωνικά δίκτυα)
66
• Διαταραχές που αφορούν τις μορφές επικοινωνίας:η μορφή επικοινωνίας
που θα χρησιμοποιηθεί είναι ικανή να διαταράξει την επικοινωνία όπως π.χ.
αν επιλέξει κάποιος την ανεπίσημη μορφή επικοινωνίας σε μια επίσημη
κοινωνική συνθήκη. Ακόμα η μονόδρομη επικοινωνία – δεν υπάρχει
επανατροφοδότηση από τον δέκτη – δημιουργεί διαταραχή στην επικοινωνία
δύο ατόμων
67
Ανθρώπινες σχέσεις και επικοινωνία
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σχέσεις αλληλεπίδρασης των ατόμων που
αναπτύσσουν τα άτομα κατά την προσωπική τους επαφή με άλλα άτομα, δρώντας
απέναντι σε άλλους με κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, προκαλώντας τις
αντιδράσεις τους. Για ανθρώπινες ή κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις μιλούμε,
όταν οι ενέργειες και γενικότερα η συμπεριφορά ενός ατόμου επηρεάζει την
συμπεριφορά ενός ή άλλων ατόμων, έτσι ώστε να έχουμε αλληλεπίδραση και
αμοιβαία ρύθμιση της συμπεριφοράς. Η αμοιβαιότητα αυτή αποτελεί ουσιαστικό
στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων και χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να μιλούμε για
διαπροσωπικές σχέσεις.
Οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στο πεδίο της επικοινωνίας. Κάθε άτομο,
κάθε φυτό, κάθε ζώο και κάθε αντικείμενο εκπέμπουν σήματα τα οποία όταν γίνουν
αντιληπτά, μεταδίδουν ένα μήνυμα σε κάποιον δέκτη. Τα μηνύματα αλλάζουν την
πληροφορία αυτού που τα αντιλαμβάνεται και κατά συνέπεια αλλάζουν τη
συμπεριφορά του. Η αλλαγή στη συμπεριφορά του αποδέκτη του μηνύματος, με τη
σειρά της μπορεί να επηρεάσει τον “πομπό”, αυτόν που εκπέμπει το μήνυμα, με έναν
τρόπο αντιληπτό ή όχι
Ως ομάδα ορίζεται η συγκέντρωση δύο ή περισσοτέρων ατόμων που
βρίσκονται μεταξύ τους και αλληλεπιδρούν έχοντας συνείδηση ότι αποτελούν μια
κοινωνική μονάδα αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα και ρόλους έχοντας κοινά
κίνητρα, κοινούς στόχους και σκοπούς.
68
Στάσεις
Οι στάσεις αντιπροσωπεύουν τον κεντρικό άξονα της αντίληψης των κοινωνικών
φαινομένων από την πλευρά του ανθρώπου επειδή, όπως κι η προσωπικότητα,
κατευθύνουν τη συμπεριφορά του ατόμου με τους άλλους.
Ως στάση ορίζεται «ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο τοποθετείται σε σχέση με
κοινωνικά αντικείμενα αξίας που μπορεί να είναι π.χ. διάφορα κοινωνικά ή πολιτικά
θέματα, φυλές και λαοί, κοινωνικές ομάδες, η φύση, τα ζώα κλπ.» .
Βασικές λειτουργίες των στάσεων:
Γνωσιακή λειτουργία, η οποία ομοιάζει προς την κοινή αντίληψη για το ρόλο των
στάσεων. Οι στάσεις μας βοηθούν να εξηγήσουμε και να καταλάβουμε τον κόσμο
γύρω μας,
Χρησιμοθηρική λειτουργία, που σημαίνει ότι συνδράμουν στο να διασφαλίζουμε
ανταμοιβές και να αποφεύγουμε τιμωρίες,
Λειτουργία έκφρασης αξιών. Μερικές φορές η εκδήλωση μιας στάσης δεν είναι
τίποτα παραπάνω από δημόσια έκφραση των πιστεύω μας, των αξιών με τις οποίες
ταυτιζόμαστε.
Λειτουργία άμυνας του εγώ. Τέτοιες στάσεις είναι συνήθως ριζωμένες βαθιά,
αλλάζουν δύσκολα και διάκεινται εχθρικά προς το αντικείμενό τους. Οι στάσεις που
υπηρετούν τη λειτουργία αυτή προβάλλουν επομένως, εκ των έσω προς τα έξω,
πραγματικές ενδοψυχικές συγκρούσεις.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αλλαγή των στάσεων εξαρτώνται από την
ψυχοσυναισθηματική σύνδεση του ατόμου με κάποιον άλλον, δηλ. την διαπροσωπική
σχέση που θα δημιουργήσει. Επίσης, εξαρτάται από τη δυνατότητα και τον τρόπο
προσφοράς νέων πληροφοριών, κάτω από ποιες συνθήκες θα τις αποκτήσει, από το
περιεχόμενο αυτών των πληροφοριών καθώς και από την αξιοπιστία και την
ικανότητα του άλλου (πομπού). Βασικός παράγοντας στην αλλαγή των στάσεων είναι
η προσωπικότητα του ατόμου και η ικανότητα που έχει να εκτιμά τις καταστάσεις σε
συνδυασμό με τις εμπειρίες του.
69
Η έννοια του στερεοτύπου
Τα στερεότυπα αποτελούν γνωστικές αναπαραστάσεις που αφορούν µια οποιαδήποτε
κοινωνική οµάδα και τα µέλη της. Πρόκειται για «µια εικόνα στο κεφάλι µας» , µια
γενίκευση που κατασκευάζουµε και την αποδίδουµε σε όλα τα µέλη µιας ανθρώπινης
οµάδας. Tα στερεότυπα αντλούν τη µορφή και το περιεχόµενό τους από το κοινωνικό
πλαίσιο το οποίο µας περιβάλλει και η εφαρµογή τους οδηγεί σε κοινωνικές αδικίες.
Tα στερεότυπα, τέλος, δηµιουργούν προσδοκίες για το ποια είναι η
αναµενόµενησυµπεριφορά του άλλου, οδηγώντας στο φαινόµενο που ονοµάζεται
«αυτοεκπληρούµενη προφητεία»
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
70
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
71