Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 72

ΓΕΝΙΚΗ

Οικονόμου Μαρία, Ψυχολόγος

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων Α’
Εξάμηνο
Εισαγωγικά Στοιχεία

Η Ψυχολογία είναι η ακαδημαϊκή και εφαρμοσμένη επιστήμη που μελετά τη


συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου (κυρίως) αλλά και των
άλλων έμβιων όντων. Η ψυχολογία έχει ως άμεσο στόχο την κατανόηση της
συμπεριφοράς των ανθρώπων τόσο ως άτομα, όσο και ως ομάδες, προσπαθώντας και
να εξάγει γενικές αρχές αλλά και να ερευνήσει ειδικές περιπτώσεις, με τελικό στόχο
την καλύτερη προσαρμογή στο κοινωνικό σύνολο. Οι ψυχολόγοι προσπαθούν να
κατανοήσουν το ρόλο που οι άνθρωποι λειτουργούν τόσο ως ανεξάρτητες μονάδες
αλλά και ως μονάδες της κοινωνίας, καθώς και να εξερευνήσουν τις φυσιολογικές και
βιονευρολογικές διεργασίες που αποτελούν τη βάση συγκεκριμένων συμπεριφορών.
Η ψυχολογική γνώση εφαρμόζεται συχνά για αξιολόγηση, διάγνωση και θεραπεία
ανθρώπινων προβλημάτων υγείας κι απευθύνεται στην κατανόηση και επίλυση
προβλημάτων πολλών διαφορετικών πεδίων της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Οι Κλάδοι της Ψυχολογίας δημιουργήθηκαν χάρη στην ποικιλία και την
πολλαπλότητα της συμπεριφοράς του ατόμου, κι ένας από αυτούς είναι αυτός της
Γενικής Ψυχολογίας. Η Γενική Ψυχολογία διερευνά τις βασικές ψυχικές λειτουργίες
του ατόμου, στοχεύοντας στη διαπίστωση νομοτελειών οι οποίες διέπουν λειτουργίες
όπως η αντίληψη, η μάθηση, η μνήμη, η νόηση - σκέψη, καθώς και την επικοινωνία,
την γλώσσα, τα κίνητρα, την προσωπικότητα και τα συναισθήματα.

Γνωστική ψυχολογία
Το επιστημονικό πεδίο της Γνωστικής Ψυχολογίας βασίζεται στην προσπάθεια
ερμηνείας των εσωτερικών νοητικών διεργασιών (αντίληψη, μάθηση, μνήμη/λήθη,
σκέψη/νόηση, γλώσσα), οι οποίες είναι υπεύθυνες για την απόκτηση, την
αναπαράσταση, την αποθήκευση και τη χρήση της γνώσης.
Η προσπάθεια αυτή έχει ως στόχο την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθώς
είναι σχετικές με κάθε δραστηριότητά του ατόμου ανά πάσα στιγμή και παράλληλα η
σημασία τους γίνεται ολοφάνερη όταν κάποιες από αυτές δυσλειτουργεί (π.χ. Ν.Κ.).
Η δυσλειτουργία αυτών, με τη σειρά της επιφέρει ελλιπής ανάπτυξη της
προσαρμοστικής λειτουργίας (διαταραχή στον τρόπο που το άτομο
κοινωνικοποιείται, προσαρμόζεται και λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της
ψυχοσυναισθηματικής, ακαδημαϊκής και κοινωνικής ζωής. Η γνωστική ψυχολογία
έχει συμβάλλει ζωτικά στην κατανόηση της μάθησης και έχει τεράστια εφαρμογή
στην παιδοψυχολογία αλλά και όχι μόνο.

1
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Γιατί η αντίληψη είναι αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας; Ή ακόμη περισσότερο,


γιατί είναι αντικείμενο μελέτης από οποιαδήποτε επιστήμη; Φανταστείτε έναν
άνθρωπο ο οποίος γεννιέται χωρίς καμιά αντιληπτική ικανότητα. Δεν έχει όραση,
ακοή, η αφή του είναι καταστραμμένη, η γεύση και η όσφρησή του δε λειτουργούν. Ο
άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά δυνατότητα επικοινωνίας με το περιβάλλον. Δε θα
μάθει ποτέ να μιλάει, να περπατάει ή να σκέφτεται. Δε θα θυμάται τίποτε, διότι δεν
έχει καμιά εμπειρία να θυμηθεί. Ο ρόλος της αντίληψης στην ανάπτυξη ενός
οργανισμού λοιπόν είναι κεντρικός και είναι ίσως η βασικότερη γνωστική μας
λειτουργία, υπό την έννοια ότι αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις υπόλοιπες
διεργασίες του γνωστικού μας συστήματος. Η αντίληψη είναι ο βασικός τρόπος με
τον οποίο παίρνουμε πληροφορίες για το περιβάλλον που ζούμε.

Σαν αντίληψη χαρακτηρίζεται η σύνθετη ψυχολογική διαδικασία με την οποία το


άτομο αφού λάβει γνώση για την ύπαρξη εξωτερικών ερεθισμάτων με τη
μεσολάβηση ενός αισθητήριου οργάνου αναλύει τα χαρακτηριστικά του ερεθίσματος,
συνθέτοντάς τα, συσχετίζοντάς τα και με τις προηγούμενες εμπειρίες του ερμηνεύει ή
αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου.
Κάθε αίσθηση είναι ένα σύστημα μετατροπής εξωτερικών πληροφοριών σε νευρική
δραστηριότητα, π.χ. οι οφθαλμοί μετατρέπουν το φως (δηλαδή την ηλεκτρομαγνητική
ενέργεια) σε νευρική δραστηριότητα η οποία µμεταφέρεται στον εγκέφαλο και τον
πληροφορεί σχετικά µε την πηγή του φωτός.
Οι αισθήσεις μας παρότι είναι 5 βασικές, εξυπηρετούν ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό
αντιληπτικών λειτουργιών
• Όραση (νυχτερινή όραση και όραση στο φως)
• Ακοή (διατήρηση ισορροπίας)
• Γεύση (γλυκό, πικρό, ξινό, αλμυρό)
• Όσφρηση (άμεση επικοινωνία με τη μνήμη μέσω του θαλάμου στον
εγκέφαλο)
• Αφή (πόνος, πίεση, κραδασμός, αλλαγή θερμοκρασίας)

2
Απόλυτο κατώφλι ευαισθησίας των αισθήσεων

Η αντίληψή μας για τον κόσμο βασίζεται σε πολύ περισσότερα στοιχεία από τις
πληροφορίες που καταγράφουν οι αισθητηριακοί υποδοχείς μας. Επίσης, βασίζεται
στην αλληλεπίδραση των προϊόντων των αισθήσεών μας με τις γνώσεις μας για τον
κόσμο που μας περιβάλλει ενώ οι αντιλήψεις δεν είναι άμεσες καταγραφές του
περιβάλλοντος, αλλά δημιουργούνται εσωτερικά σύμφωνα με εγγενείς κανόνες και
περιορισμούς που επιβάλλονται από τις ικανότητες του νευρικού συστήματος.

Διαδικασία σχηματισμού της αντίληψης


Η αντίληψη είναι μία ενεργός και δημιουργική διεργασία, η οποία δεν
περιλαμβάνει απλώς την πρόσληψη αισθητικών πληροφοριών και τη συναρμολόγησή
τους με έναν προσθετικό τρόπο, στοιχείο προς στοιχείο αλλά είναι ένα σύνθετο
ψυχικό φαινόμενο που περιλαμβάνει οργανικά αισθήματα και στοιχεία εμπειρίας,
προκειμένου να οδηγηθούμε στην συνειδητοποίηση και στη γνώση ενός
αντικειμένου.

Η διαδικασία σχηματισμού της αντίληψης περιλαμβάνει τα εξής στάδια:


 Ύπαρξη εξωτερικού ερεθίσματος που εισέρχεται στο αισθητήριο όργανο
(φυσικό ή υλικό γεγονός)
 Μεταβίβαση του ερεθίσματος μέσω των νευρικών ινών στον εγκέφαλο
(φυσιολογικό ή οργανικό γεγονός)
 Πληροφορία για την ύπαρξη του αντικειμένου, επεξεργασία της πληροφορίας
και η συνειδητοποίησή του (ψυχικό γεγονός)

Παράγοντες που επηρεάζουν την Αντίληψη


Οι ατομικοί παράγοντεςή αλλιώς παράγοντες προσωπικότητας, που επηρεάζουν την
αντίληψη, μπορούν να διακριθούν σε φυσικούς – βιολογικούς, συναισθηματικούς και
νοητικούς.
 Φυσικο-χημικοί / Βιολογικοί: τα ίδια τα αισθητήρια όργανα είναι
διαφοροποιημένα στους ανθρώπους και συντελούν στη δημιουργία διαφορών
στην αντίληψη π.χ. αισθητηριακή οξύτητα, τραύμα ή άλλη εγκεφαλική
δυσλειτουργία.

3
 Συναισθηματικοί – Προκαταλήψεις: έχει διαπιστωθεί ότι έντονες
συναισθηματικές καταστάσεις, διαθέσεις αναμονής καθώς κι η ύπαρξη
αρνητικής διάθεσης επηρεάζουν την αντίληψη.
 Νοητικοί: η αντίληψη επηρεάζεται έντονα από τις ψυχικές στάσεις του
ανθρώπου έναντι αξιών, καθώς και σκέψεων, ενδιαφερόντων, ή/και γνώσεων,
ή των στάσεων απέναντι στον εαυτό μας και τον άνθρωπο γενικά.

Οι κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον σχηματισμό της αντίληψης είναι:


 Η επίδραση της ομοιομορφίας της ομάδας: Οι αντιλήψεις των μελών μιας
ομάδας επηρεάζονται σημαντικά από τη γνώση της γνώμης της ομάδας.
Επίσης, επίδραση στην αντίληψη μπορεί να ασκήσει και η προσωπικότητα
κάποιου μέλους της ομάδας π.χ. αρχηγός ομάδας, ιδιαίτερα αν πρόκειται για
τον γενικά παραδεκτό αρχηγό. Αλλά και διάφοροι οργανισμοί έχουν τη
δυνατότητα ψυχολογικά να ασκήσουν μια τέτοια επίδραση. Η ένταξη του
ατόμου σ’ αυτούς επηρεάζει την αντίληψη του.
 Η αλληλεπίδραση στην κρίση – εκτίμηση: Αν κάποιο άτομο που κρίνεται
έχει συμβάλλει στη δημιουργία καλής φήμης του κριτή του (τον έχει κρίνει
θετικά), το γεγονός αυτό είναι δυνατό να επηρεάσει την αντίληψη (θετική)
του ίδιου του κριτή για τον κρινόμενο.

Αρχές που διέπουν την αντίληψη


Η αντιληπτική οργάνωση του κόσμου γίνεται βάσει της έμφυτης λειτουργίας του
οργανισμού να αντιδρά σύμφωνα με κάποιους μορφολογικούς κανόνες. Σε ότι αφορά
τα οπτικά ερεθίσματα, ισχύουν οι ακόλουθοι νόμοι οργάνωσης:
 η αρχή της εγγύτητας (proximity): όσο πιο κοντά εμφανίζονται αντικείμενα ή
γεγονότα το ένα στο άλλο, τόσο περισσότερο τείνουμε να τα
αντιλαμβανόμαστε σαν ένα σύνολο, μια ομάδα..
 η αρχή της ομοιότητας (similarity): όμοια ή παρόμοια αντικείμενα τείνουμε
να τα αντιλαμβανόμαστε ως μια ομάδα, ένα σύνολο
 η αρχή της συνέχειας (continuity): αισθήματα και μορφές που εμφανίζονται ή
δημιουργούν μια συνεχή μορφή γίνονται αντιληπτά σαν να σχηματίζουν μια
ομάδα.
 η αρχή του εγκλεισμού (closure): ένα ανοιχτό ή ημιτελές ερέθισμα ή μια
μορφή με κενά γίνονται αντιληπτό ως ολοκληρωμένο και κλειστό, γιατί έτσι
είναι πιο εύκολο να προσληφθεί.
 η αρχή της απλότητας (simplicity): κάθε ερέθισμα προσλαμβάνεται με τον
απλούστερο δυνατό τρόπο.

4
E. Simplicity

Αντίθετα κάποιοι ερευνητές παρουσιάζουν επίσης αξιοπρόσεκτες απόψεις σχετικά με


τις αρχές που διέπουν την αντίληψη σε «κοινωνικοψυχολογικά πλαίσια» κι αυτές
είναι:
 Επιλογή: εκλεκτικότητα αντίληψης, ανάλογα με την ένταση της κάθε
ανάγκης. Κάνουμε επιλογή των ερεθισμάτων, με βάση τι μας ενδιαφέρει,
γεγονός που προελάσει τις αισθήσεις μας από το παραφόρτωμα που επιφέρει
σύγχυση στον οργανισμό. Το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γίνεται με
βάση την εμπειρία μας, που είναι διαφορετική σε κάθε οργανισμό και
εξαρτάται από τις ατομικές τάσεις και τα ενδιαφέροντα του.
 Οργάνωση: το είδος της αντίληψης της μορφής η οποία επηρεάζεται από
ειδικούς κοινωνικούς παράγοντες. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η
αντίληψη της μορφής ως «όλου» κυριαρχεί έναντι της αντίληψης των
«μερών» (Gestalttheory)
 Τονισμός: ορισμένα στοιχεία στο περιβάλλον μας υπερτονίζονται και άλλα
υποτονίζονται βάση των προσωπικών μας επιλογών
 Σταθερότητα: οι πιο οικείες μορφές στη συνείδηση μας, κυριαρχούν έναντι
άλλων. Έτσι εξηγείται η εμμονή σε ένα ορισμένο είδος αντίληψης.

Αντιληπτικές πλάνες και διαταραχές της αντίληψης

Όταν τα υποκειμενικά βιώματα, τα συναισθήματα, τα κίνητρα και οι προσδοκίες ή η


ψυχική κατάσταση (πχ ψύχωση) μας επηρεάζουν, τότε πέφτουμε σε αντιληπτικές

5
πλάνες ανάλογα με το ποιες πλευρές του ερεθίσματος θα αντιληφθούμε και με τι
τρόπο θα κρίνουμε και θα αισθανθούμε.

 Αντιληπτικές πλάνες χαρακτηρίζονται περιεχόμενα της αντίληψης


«συνειδητά βιώματα», που παραλλάσουν από την αντικειμενική
πραγματικότητα που γίνονται όμως αισθητά ως βίωμα ή αντίληψη του
συγκεκριμένου εκάστοτε περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται όμως για πλάνη των
αισθητηρίων οργάνων αλλά για διαφορετικό περιεχόμενο της αντίληψης που
προέρχεται ακριβώς από την επεξεργασία των πληροφοριών (ή ερεθισμών)
στον εγκέφαλο. Διακρίνονται σε
 Παραισθήσειςόπου υπάρχει κάποιο πραγματικό ερέθισμα, το οποίο
αλλοιώνεται χωρίς αντίστοιχους εξωτερικούς παράγοντεςκαι σε
 Ψευδαισθήσεις όπου δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό ερέθισμα και
οφείλονται σε προβολή έντονης ψυχικής κατάστασης που
συνεπάγεται και λανθασμένη ερμηνεία της πραγματικότητας
Και οι δύο περιπτώσεις είναι έντονα περιεχόμενα της αντίληψης, στην οποία
προκαλούνται από ψυχική διαταραχή, εξαρτησιογόνες ουσίες ή και από εξαιρετικά
ακραίες καταστάσεις π.χ. δίψα στην έρημο.

 Κινητικές πλάνες
Η κίνηση στο χώρο γίνεται αντιληπτή χωρίς πραγματικά να υπάρχει, καθώς
προκαλείται από διαστήματα ενέργειας-παύσης, δηλαδή διαδοχής στο χρόνο.
Παραδείγματα κινητικών πλάνων είναι οι κινήσεις μιας τοποθεσίας που βλέπουμε
όταν βρισκόμαστε σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει, οι εικόνες στον κινηματογράφο
(διαδέχονται η μια την άλλη με ταχύτητα όμως εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο το
σύνολο τους), οι κινήσεις του φεγγαριού ανάμεσα στα (κινούμενα) σύννεφα,
φαινομενικές κινήσεις και το λεγόμενο φαινόμενο Φ (Phi-phenomenon) του
Wertheimer. Πρόκειται για μια αντιληπτική ψευδαίσθηση κατά την οποία παράγεται
κίνηση από τη διαδοχή επιμέρους εικόνων. O Wertheimer έκανε ένα πείραμα στο
οποίο χρησιμοποίησε δύο φώτα σποτ, τοποθετημένα σε μια απόσταση μισού περίπου
μέτρου μεταξύ τους, που αναβόσβηναν σε διαφορετικό χρόνο. Tη στιγμή που το ένα
ήταν αναμμένο το άλλο ήταν κλειστό και αντίστροφα. Αποτέλεσμα ήταν οι θεατές
του να πιστεύουν πως υπάρχει μόνο ένα φως που τρέχει δεξιά αριστερά και όχι δύο
ξεχωριστά.

 Οπτικές πλάνες
Πρόκειται για πλάνες που χαρακτηρίζονται από τη μικρή διαφορά του περιεχομένου
της αντίληψης από την πραγματικότητα. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι:

 Προοπτικής και απόστασης (Εικόνα 1)

6
 Πλάνες αντίθεσης (Εικόνα 2)
 Γεωμετρικές πλάνες (Εικόνα 3)
 Οπτικές Πλάνες που οφείλονται στη διάθεση: Το κύπελλο του Rubin και
Η νύφη και η πεθερά του Boring(Εικόνα 4)

Παραδείγματα

Εικόνα 1

Εικόνα 2

Εικόνα 3

Το κύπελλο του Rubin Η νύφη και η πεθερά του Boring

7
Εικόνα 4

8
ΜΑΘΗΣΗ

Η κατανόηση του φαινομένου της μάθησης έχει αποτελέσει βασικό αντικείμενο της
παιδαγωγικής ψυχολογίας, η οποία στηριζόμενη σε ψυχολογικές γνώσεις και θεωρίες
προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε προβλήματα μάθησης και διδασκαλίας στο
σχολείο.
Η ύπαρξη διαφορετικών Ψυχολογικών Σχολών οδηγεί στη διατύπωση διαφορετικών
Θεωριών για τη Μάθηση και κατά συνέπεια σε διαφορετικές επεμβάσεις, επιδράσεις
και επιρροές στην υλοποίηση και μεθοδολογία της διδασκαλίας.
Αν και έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες, καμία δεν καλύπτει απόλυτα και δεν εξηγεί
πλήρως το φαινόμενο της μάθησης. Όλες, όμως, προσθέτουν στην καλύτερη
κατανόηση του και αντιμετώπιση του ως πολύπλευρου και πολυδιάστατου αλλά και
πολύτιμου ζητήματος για την εκπαίδευση και την παιδεία

Ορισμός της Μάθησης


Ως μάθηση θεωρείται η μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του ατόμου που
προέρχεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Η αλλαγή αυτή δεν έχει σχέση με
ενστικτώδεις ικανότητες αντίδρασης ή με τη βιολογική ωρίμανση που συντελείται
αυτόματα. Προκαλείται μέσω παρατήρησης, άσκησης, ή γενικά νέας εμπειρίας και
έρχεται ως συμπλήρωμα στη βιολογική ωρίμανση προωθώντας και αξιοποιώντας ό,τι
εκείνη έχει ετοιμάσει.
Η μάθηση θεωρείται ανθρώπινο χαρακτηριστικό και απαραίτητη προϋπόθεση για την
πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης του. Ο άνθρωπος «γίνεται» άνθρωπος με τη
μάθηση. Ξεκινά από την περιέργεια που είναι βασικό γνώρισμα του ανθρώπου και
συνδέεται με την νοητική ικανότητα του ίδιου του ατόμου. Η μάθηση στηρίζεται
στην αλληλεπίδραση ατόμου – περιβάλλοντος και αποσκοπεί στην καλύτερη
προσαρμογή του τόσο στο φυσικό όσο και στο κοινωνικοπολιτισμικό του
περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι αποκτώντας νέες γνώσεις και εμπειρίες, το άτομο
αλλάζει τη συμπεριφορά του και προσαρμόζεται στο περιβάλλον (π.χ. μαθαίνει ξένες
γλώσσες για να επικοινωνήσει με ανθρώπους από άλλες χώρες)και παράλληλα
αποκτά τις προϋποθέσεις για να το αλλάξει (π.χ. με τη χρήση νέων γνώσεων
δημιουργεί το ψυγείο για να διατηρήσει τα τρόφιμα). Κατά συνέπεια είναι ένα μέσο
και ένας τρόπος (διαδικασία) ικανοποίησης ουσιαστικών αναγκών από τις οποίες το
άτομο κινείται άμεσα ή έμμεσα.
Η διαδικασία της μάθησης δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη αλλά διαπιστώνουμε την
επενέργεια της μέσα από το αποτέλεσμα και την μεταβολή της συμπεριφοράς του
ατόμου. Η μάθηση διευκολύνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως την ενίσχυση
της επιθυμητής συμπεριφοράς, την ανατροφοδότηση και άλλα παρόμοια στοιχεία και
επηρεάζεται από ορισμένους παράγοντες οι οποίοι αφορούν τόσο το υποκείμενο
(ανάγκες, ενδιαφέροντα, συναισθήματα, διαθέσεις, κίνητρα) όσο και την κατάσταση
(ερεθίσματα, περιβάλλον, συνθήκες επίλυσης προβλήματος, προϋπάρχουσες ιδέες).
Το αποτέλεσμα της μάθησης το οποίο προκαλεί ορισμένη αντίδραση (ικανοποίηση,
απογοήτευση) παράλληλα επηρεάζει την επανάληψή της.

9
Θεωρίες μάθησης
Το φαινόμενο της μάθησης είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια του σχολείου.
Θεωρείται ο βασικός χώρος στον οποίο μέσω της διδασκαλίας και της
αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού και μαθητή, διενεργείται η μάθηση. Η διδασκαλία
είναι ένα σύστημα οργανωμένων ενεργειών που στοχεύουν στην επίτευξη της
μάθησης. Εννοείται ότι η μάθηση συμβαίνει ανεξάρτητα από τη διδασκαλία. Τα
άτομα καθημερινά πλουτίζουν την εμπειρία τους παίρνοντας πληροφορίες από τα
γεγονότα της ζωής και αποκτούν ποικίλες δεξιότητες για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων της. Δεν πρέπει όμως ούτε να θεωρηθεί ότι όπου υπάρχει διδασκαλία,
πραγματοποιείται αναγκαστικά και μάθηση. Άλλωστε η διδασκαλία και κατά τον
Gagne δεν είναι μια διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών, αλλά ένας τρόπος
ενεργοποίησης των δυνατοτήτων του μαθητή. Η διδασκαλία μεταβάλλεται σε μάθηση
όχι από τον εκπαιδευτικό αλλά από τον μαθητή. Ο πρώτος διευκολύνει, εμψυχώνει,
ενισχύει την επιτέλεση ενός έργου που θα υλοποιήσει ουσιαστικά ο δεύτερος. Αυτό
σημαίνει ο μαθητής να βρίσκεται σε κατάσταση που να ευνοεί την πρόσληψη και την
επεξεργασία των ερεθισμάτων που θα δεχθεί και να βοηθηθεί με κατάλληλες και
σωστά οργανωμένες διδακτικές ενέργειες για να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή τη
μάθηση
Με τον όρο «θεωρία μάθησης» εννοούμε μια ολοκληρωμένη συστηματική άποψη για
τη φύση της διαδικασίας μέσα από την οποία οι άνθρωποι σχετίζονται με το
περιβάλλον τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να επαυξάνουν την ικανότητά τους να
χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά τόσο τον εαυτό τους όσο και το περιβάλλον τους.
Μια θεωρία μάθησης στηρίζεται σε εμπειρικά και πειραματικά δεδομένα για να
καταγράψει ή προσδιορίσει το «πως» και προχωρεί σε παραδοχές και υποθέσεις για
να ερμηνεύσει το «γιατί».
Οι διάφορες θεωρίες μάθησης προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε αυτά τα
ερωτήματα ενώ οι απόψεις που επικρατούν σε κάθε εποχή σχετικά με τη μάθηση
επηρεάζουν σημαντικά τις διδακτικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στο σχολείο.

Α. Συμπεριφοριστικές Θεωρίες
Επιχειρώντας μία γενική επισκόπηση των σημαντικότερων θέσεων της
συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις: Για το
συμπεριφορισμό η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Πρόδρομος αυτής της σχολής υπήρξε ο I. Pavlov και βασικοί εκπρόσωποί της οι J.B.
Watson, E.L. Thorndike, και B.F. Skinner. Για τους συμπεριφοριστές δεν υπάρχει
δυνατότητα πρόσβασης στις νοητικές καταστάσεις των υποκειμένων (τα «πιστεύω»
τους, οι προσδοκίες τους, οι προθέσεις τους όπως και τα κίνητρά τους δεν είναι
προσβάσιμα) άρα το μόνο που προέχει να γίνει είναι η περιγραφή της συμπεριφοράς
και όχι η εξήγησή της.
Οι συμπεριφοριστές αποδέχονται ότι υπάρχουν γενικοί νόμοι που διέπουν την
ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι νόμοι αυτοί μπορούν να ανακαλυφθούν αν

10
συσχετίσουμε τα φυσικά χαρακτηριστικά των ερεθισμάτων που δέχεται το
υποκείμενο με τα φυσικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του. Ο άνθρωπος είναι
«χάρτης λευκός, ευεργός προς απογραφήν». Πηγές της γνώσης είναι οι αισθήσεις και
η εμπειρική αντίληψη. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μάθησης, η
οποία πραγματοποιείται από τις εξωτερικές συνδέσεις ερεθισμάτων και αντιδράσεων.

Ε – Α: Ερέθισμα – Αντίδραση (S – R : Stimuli – Response)

Θεμελιακό αξίωμα του συμπεριφορισμού είναι ότι η συμπεριφορά διαμορφώνεται και


ελέγχεται από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ο συνειρμικός δεσμός μεταξύ
ερεθίσματος και αντίδρασης είναι απαραίτητος για την πραγματοποίηση της μάθησης
και κατά συνέπεια η κατάλληλη χειραγώγηση του μπορεί να επιφέρει τις επιθυμητές
ή ανεπιθύμητες παρατηρήσεις αλλαγές στη συμπεριφορά του ανθρώπου.

Α1. Θεωρία της Κλασικής Εξαρτημένης Μάθησης


Μια ανθρώπινη συμπεριφορά μαθαίνεται ή απομαθαίνεταιμηχανιστικά, ανακλαστικά
με τη σύνδεση ή την αποσύνδεση της από το ερέθισμα που την προκαλεί. Οι αλλαγές
που συμβαίνουν στον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του είναι
αποτέλεσμα αποκλειστικά της μάθησης. Η μάθηση είναι μια αυτόματη σύζευξη
(σύνδεση, συσχέτιση) παλιών αντιδράσεων του οργανισμού με νέα ερεθίσματα.
Ο Ρώσος φυσιολόγος IvanPavlov(1849-1936)ερεύνησε τα αντανακλαστικά που
αποκτώνται με τη μάθηση (επίκτητα) και δημιουργούνται με αυτόματο τρόπο μέσω
κάποιας μαθησιακής διαδικασίας. Τα πειράματα του έγιναν με ζώα, και το πιο
χαρακτηριστικό είναι το πείραμα με το σκύλο Julia. Ο σκύλος όταν βλέπει την τροφή
του (Ανεξάρτητο Ερέθισμα) εκκρίνει σάλιο (Ανεξάρτητη Αντίδραση). Αν κάθε φορά
που του παρέχεται τροφή, ακούγεται ταυτόχρονα ένα κουδούνι (Εξαρτημένο
Ερέθισμα), μετά από ορισμένες επαναλήψεις αυτού του περιστατικού, ο σκύλος
μαθαίνει να εκκρίνει σάλιο ακούγοντας απλώς τον ήχο του κουδουνιού (Εξαρτημένη
Αντίδραση), χωρίς να εμφανίζεται τροφή. Με αυτόν τον τρόπο ο σκύλος μαθαίνει να
εκδηλώνει μια παλιά συμπεριφορά (έκκριση σάλιου) σ’ ένα νέο ερέθισμα (ήχος
κουδουνιού). Με την ενδυνάμωση, ενίσχυση (τοποχρονική σύζευξη) και την
επανάληψη, εδραιώνεται η μάθηση, ενώ με την απόσβεση απομαθαίνεται κάτι. Είναι
παθητική μάθηση και δίνει περισσότερη σημασία στο ερέθισμα παρά στην
αντίδραση. Δεν μπορεί όμως να περιγράψει ολοκληρωμένα τα φαινόμενα της
ποιοτικής ανάπτυξης, κατά τα οποία καινούργιες συμπεριφορές εμφανίζονται στο
ρεπερτόριο του ανθρώπου στη διάρκεια της ζωής του.

11
Ο Αμερικανός ψυχολόγος JohnWatson(1878-1958)θεωρείται ιδρυτής του
συμπεριφορισμού. Μελέτησε την παρατηρήσιμη και έκδηλη συμπεριφορά του
ανθρώπου. Η συμπεριφορά του ατόμου είναι αποτέλεσμα μάθησης καθώς και τα
συναισθήματα, και οι φόβοι. Υποστήριξε ότι οι περισσότεροι φόβοι δεν είναι έμφυτοι
αλλά μαθαίνονται. Ένα πολύ γνωστό πείραμα του Watson είναι αυτό με ένα 11μηνο
μωρό, τον Άλμπερτ. Όταν δόθηκε η ευκαιρία στο μωρό να παίξει με ένα άσπρο
ποντικάκι καθώς και με άλλα λούτρινα παιχνίδια διαπιστώθηκε ότι παίζει μαζί τους
και τα αγγίζει χωρίς κανένα φόβο. Στη συνέχεια κάθε φορά που άγγιζε το ποντίκι, ο
πειραματιστής προκαλούσε έναν δυνατό κρότο, ένα οξύ ήχο, που προκαλούσε φόβο.
Ύστερα από μερικές επαναλήψεις, ο Άλμπερτ άρχισε να εκδηλώνει φόβο κάθε φορά
που άγγιζε το ποντίκι ή οποιοδήποτε άλλο μαλακό λευκό χνουδωτό αντικείμενο,
ακόμη και τα γένια του παππού του, ή την άσπρη μπλούζα του οδοντίατρου, παρόλο
που απουσίαζε ο δυνατός κρότος.
Ο Watson αρνήθηκε το ρόλο της νόησης και του ψυχισμού στη διαμόρφωση και
ανάπτυξη της συμπεριφοράς και υποστήριξε ότι η ψυχολογία είναι ένας πειραματικός
κλάδος των φυσικών επιστημών, που μελετά την έκδηλη συμπεριφορά του ανθρώπου
με στόχο να την προβλέψει και να την ελέγξει. Η προσωπικότητα είναι το σύνολο των
παρατηρήσιμων δραστηριοτήτων και είναι επίκτητη και ανανεώσιμη. Η κλασική
εξαρτημένη μάθηση είναι μορφή μάθησης κυρίως βιολογική. Προετοιμάζει τον
οργανισμό για τη ζωή, βοηθάει την προσαρμογή του στο περιβάλλον. Δεν είναι ο
μοναδικός τρόπος μάθησης. Συνηθίζεται στην πρώιμη παιδική ηλικία για
εξαρτημένες αντιδράσεις (πιπίλα, η εκμάθηση της τουαλέτας), στη σχολική ηλικία για
πολλές μνημονικές δεξιότητες ανακλαστικές κινήσεις της επαγγελματικής ζωής, η
οδήγηση κλπ.

12
Α2. Μέθοδος με Δοκιμή και Πλάνη
Στα πλαίσια του συμπεριφορισμού αναπτύχθηκαν και θέσεις που υποστηρίζουν ότι η
συμπεριφορά δεν καθορίζεται μόνο από τα ερεθίσματα που προηγούνται, αλλά και
από ενισχύσεις που ακολουθούν μία συμπεριφορά. Ο EdwardThorndike(1879-
1949) περιέγραψε τη μάθηση ως μια διαρκή πορεία δοκιμών και λαθών,
(trialanderror).
Σε ένα πείραμά του έκλεισε γάτες, που είχαν μάθει να ζουν ελεύθερες, σε ένα κλουβί
και παρατήρησε ότι οι γάτες διαρκώς δοκίμαζαν τρόπους να ελευθερωθούν από το
κλουβί και δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες έως ότου να βρουν τη «λύση». Βέβαια οι
γάτες έβρισκαν τη «λύση» τυχαία, καθώς κάποια στιγμή πατούσαν το μανταλάκι της
πόρτας. Όταν η ακούσια αυτή κίνηση επαναλαμβανόταν πολλές φορές και οδηγούσε
στο ευχάριστο αποτέλεσμα της απελευθέρωσής τους, οι γάτες άρχισαν να μαθαίνουν
να πατούν πλέον το μανταλάκι και να ανοίγουν την πόρτα. Η μάθηση της
συγκεκριμένης συμπεριφοράς προήλθε από την εξάσκηση και το ευχάριστο
αποτέλεσμα. Έτσι, ο Thorndike διατύπωσε νόμους μάθησης, όπως:
 Η σύναψη ερεθίσματος-αντίδρασης ενισχύεται όταν το αποτέλεσμα είναι
ευχάριστο και οδηγεί στην επανάληψη (νόμος του αποτελέσματος).
 Η σύναψη διατηρείται με την επανάληψη (νόμος άσκησης και αχρηστίας).
(Στην πορεία αναθεώρησε αυτόν το νόμο και ισχυρίστηκε πως χρειάζονται και
άλλοι παράγοντες όπως η ακρίβεια και το κίνητρο).
 Μετά από πολλές δοκιμές και πλάνες επιλέγεται εκείνη που οδηγεί στην
επιτυχία (νόμος πολλαπλής αντίδρασης).
 Ο οργανισμός αντιδρά στα νέα ερεθίσματα με ίδιο ή ανάλογο τρόπο, γνωστό
από παρόμοιες περιπτώσεις (νόμος αναλογίας ή ομοιότητας).
Σε σύγκριση με τους προηγούμενους που δίνουν έμφαση στην τοποχρονική συνάφεια
ερεθίσματος-αποτελέσματος, ο Thorndike ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα της
αντίδρασης.

13
Α3. Θεωρία της Συντελεστικής Εξαρτημένης Μάθησης
Ο Αμερικανός ψυχολόγος BurrhusSkinner (1904-1990) υποστήριξε ότι η μάθηση
επιτυγχάνεται με τη συνάφεια της συμπεριφοράς με τις συνέπειες της και όχι
μέσα από την τοποχρονική σύνδεση της με κάποιες αντιδράσεις.
Διακρίνει δύο μορφές συμπεριφοράς:
 Την αντανακλαστική (ο οργανισμός αντιδρά στο περιβάλλον) και
 τη συντελεστική (ενεργός, αποτελεσματική= ο οργανισμός δρα στο
περιβάλλον).
Υπάρχει ενεργητική συμμετοχή του οργανισμού και το άτομο μαθαίνει νέες
συμπεριφορές από τις συνέπειες που έχει η συμπεριφορά του. Όταν το περιβάλλον
αντιδρά με ενίσχυση, η συμπεριφορά επαναλαμβάνεται, διαφορετικά, όχι. Η
ενίσχυσηπρέπει να είναι άμεση.

Σύμφωνα με το μοντέλο του Skinner, αν η ανθρώπινη συμπεριφορά μελετηθεί μέσα


από το σχήμα: ερέθισμα → αντίδραση → συνέπειες, είναι δυνατόν να προβλεφθεί η
αντίδραση και άρα να ελεγχθεί η συμπεριφορά. Οι συνέπειες μιας αντίδρασης, κατά
τον Skinner, ή αλλιώς τα είδη της συντελεστική μάθησης όπως τα ονομάζει είναι
πέντε:
 Θετική ενίσχυση: αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστεί μία συμπεριφορά (ο
μαθητής απαντά σωστά, επικροτείται από τον εκπαιδευτικό).
 Αρνητική ενίσχυση: αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστεί μία συμπεριφορά
(ο μαθητής δεν κάνει τις εργασίες του, η δασκάλα τον απειλεί με μικρό βαθμό,
ο μαθητής βάζει τα κλάματα, η δασκάλα τον παρηγορεί και αποσύρει την
ποινή. Ο μαθητής θα χρησιμοποιεί τα δάκρυα για να αποφύγει ενοχλητικές
καταστάσεις).

14
 Άμεση τιμωρία: προσθήκη δυσάρεστου συναισθήματος, μειώνει την
πιθανότητα μιας αντίδρασης, (ο μαθητής λέει μια «άσχημη» λέξη, ο δάσκαλος
τον τιμωρεί, οπότε δεν το επαναλαμβάνει).
 Έμμεση τιμωρία: ο μαθητής λέει μια «άσχημη» λέξη, ο δάσκαλος του στερεί
το διάλειμμα, (διακοπή ευχάριστης κατάστασης), οπότε δεν το
επαναλαμβάνει.
 Απόσβεση: έλλειψη ενίσχυσης ή και τιμωρίας (η μαθήτρια συμμετέχει, η
δασκάλα ούτε την επιβραβεύει, ούτε την τιμωρεί. Η μαθήτριααποθαρρύνεται
και δε συμμετέχει ξανά).

Οι ενισχυτές είναι ερεθίσματα που αυξάνουν ή μειώνουν την πιθανότητα


επανάληψης μίας συμπεριφοράς. Ορίζονται από την επίδραση τους. Όταν
επιβάλλουμε τους αρνητικούς ενισχυτές είναι θετική τιμωρία. Όταν τις
καταργούμεείναι θετική ενίσχυση.

ΕΙΔΗ ΕΝΙΣΧΥΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟ
ΘΕΤΙΚΟΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ
Ι
(προσφέρουν κάτι (αφαιρούν κάτι
(βιοφυσιολογικές ευχάριστο στο δυσάρεστο από
ανάγκες) σύστημα το σύστημα
επικοινωνίας) επικοινωνίας)
 Νερό  Υλικοί  Μορφές  Γόητρο
 Τροφή  Κοινωνικοί αποστέρησης  Δόξα
 Ύπνος  Δραστηριότητας  Αποφυγή  Χρήμα
 Τρυφερότητα  Πληροφόρησης δυσάρεστων  Τιμή
 Σεξουαλική καταστάσεων  Ευφυΐα
ικανοποίηση

Ο Skinner απέδωσε την αναποτελεσματικότητα των σχολείων σχετικά με τη μάθηση


των μαθητών στην ακατάλληλη ενίσχυση των μαθητών. Γι’ αυτό προτείνει την
μέθοδο της προγραμματισμένης διδασκαλίας. Πρόκειται για μια μέθοδο που
στηρίζεται στις αρχές της συντελεστικής μάθησης, και κυρίως στην θετική και
αρνητική ενίσχυση.
Οι αρχές της μάθησης, όπως διατυπώνονται από τον Skinner, απαιτούν την ενεργό
συμμετοχή του παιδιού, τη δόμηση της διδακτέας ύλης σε σύντομες διδακτικές
ενότητες, τη σταδιακή πρόοδο της διδασκόμενης ύλης σύμφωνα με τους ρυθμούς του
15
μαθητή (προσαρμογή), την άμεση επαλήθευση της απάντησης του μαθητή, την
ενίσχυση της σωστής απάντησης στην τιθέμενη ερώτηση.
Στην κλασική εκδοχή της, η προγραμματισμένη διδασκαλία χρησιμοποιούσε μηχανές
με γραμμική οργάνωση (ευθύγραμμος σχεδιασμός), όπου η μάθηση προχωρούσε
γραμμικά χωρίς διακλαδώσεις (η περίπτωση των μηχανών που αναπτύχθηκαν από
τον Skinner). Η αλληλουχία της ύλης είναι με τέτοιο τρόπο σχεδιασμένη ώστε να
μπορούν να την ακολουθήσουν όλοι οι μαθητές:
 Σε κάθε μαθητή δίνεται μια ορισμένη ύλη πολύ μικρής έκτασης.
 Ο μαθητής καλείται να απαντήσει σωστά σε μια ερώτηση ή να λύσει ένα
πρόβλημα, δηλαδή να αντιδράσει ενεργητικά.
 Κάθε μαθητής πρέπει να λάβει αμέσως μετά την απάντησή του πληροφορίες
για την ορθότητα της λύσης που έδωσε.
Ο συνδυασμός των παραπάνω βημάτων αποτελούν ένα μαθησιακό βήμα του
προγράμματος. Στη συνέχεια, σε κάθε μαθησιακό βήμα στηρίζεται το επόμενο, έτσι
ώστε ο μαθητής να οικοδομεί στις εμπειρίες του και να οδηγείται σταδιακά στη
διαμόρφωση της συμπεριφοράς του.
Η προγραμματισμένη διδασκαλία στηρίζεται στις θετικές ενισχύσεις και στις
ανατροφοδοτήσεις που δέχονται οι μαθητές και οι οποίες παρωθούν ή και αυξάνουν
την επιθυμία του ατόμου για περισσότερη δράση και σκέψη. Δεν πρόκειται μόνο για
εξωτερική ενίσχυση, αλλά για μια αυτόματη εσωτερική ενίσχυση, που δημιουργείται
στο άτομο με την κατάκτηση των αντικειμένων διδασκαλίας. Αποτελεί ένα εσωτερικό
κίνητρο, που όμως δε δεχόταν ο Skinner ως συμπεριφοριστής.

Β. Γνωστικές Θεωρίες
Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται να «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν».

16
Οι γνωστικές θεωρίες μάθησης έρχονται να δώσουν ερμηνείες και εξηγήσεις για το
ρόλο των γνωστικών διεργασιών του ανθρώπινου νου. Επικεντρώνονται στην
ανθρώπινη νόηση και στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται τις
σχέσεις των πραγμάτων, σκέφτεται και αντιδρά στις διάφορες καταστάσεις.Η μάθηση
είναι μια γνωστική διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών και όχι απλή σύνδεση
ερεθίσματος αντίδρασης. Δίνουν έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες που
παρεμβάλλονται «διάμεσα»: αντίληψη, νόηση, γλώσσα, κριτική σκέψη, μνήμη,
επίλυση προβλημάτων, στρατηγικές μελέτης, λήψη αποφάσεων, γι’ αυτό λέγονται και
διάμεσες θεωρίες.
Αυτές, προσδίδουν νόημα και σημασία στα ερεθίσματα και παρεμβάλλονται ως
Organismusανάμεσα στο S και το R, στο Ερέθισμα και την Αντίδραση. Η
διαδικασία της μάθησης δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά αποτελεί κλειστό κύκλωμα
νοηματοδοτώντας τα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα, συμβάλλοντας στο
μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος τα επεξεργάζεται

Stimulus Organismus Response


Ερέθισμα Οργανισμός Αντίδραση
(αντίληψη)
(νόηση)
(γλώσσα)
(μνήμη, κ.ά)

Β1. Μορφολογική Ψυχολογία (Gestalt)


Η θεωρία της Gestalt με κύριο εκφραστή τον MaxWertheimer(1880-1943)
υποστηρίζει ότι το παιδί της προσχολικής ηλικίας πρώτα αντιλαμβάνεται το ΟΛΟ και
μετά τα μέρη και τις λεπτομέρειες. Με την πάροδο της ηλικίας η συγκριτική
αντίληψη υποχωρεί σταδιακά. Έτσι κάθε διδασκαλία πρέπει να χαρακτηρίζεται από
το στοιχείο της ολότητας και της παραγωγικότητας.
Η έννοια της ολότητας σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιορίζεται η διδασκαλία στη
μηχανική μάθηση αποσπασματικών λύσεων, αλλά να ενεργοποιεί το μαθητή για να
επιτύχει τη συνοργάνωση της ύλης. Ως προς την έννοια της παραγωγικότητας οι
μαθητές ενεργοποιούνται νοητικά αναδιοργανώνουν μία κατάσταση, δημιουργούν
μια νέα μορφή κι επιφέρουν την επιθυμητή ισορροπία, καλλιεργώντας την
παραγωγική και δημιουργική τους σκέψη.
Οι καταστάσεις - προβλήματα δημιουργούν μία «νοητική αποϊσορρόπηση» η οποία
αποτελεί ισχυρή παρωθητική δύναμη για το μαθητή. Στη συνέχεια όταν
αποκατασταθεί η νοητική ισορροπία ικανοποιείται η αρχή της Ειδοτροπίας και το
άτομο βιώνει ευχάριστα συναισθήματα τα οποία αποτελούν στοιχεία
ανατροφοδότησης και ενίσχυσης της συμπεριφοράς του μαθητή.(Νόμος της
Ειδοτροπίας: Ο νους τείνει να ολοκληρώνει τα κενά και να συμπληρώνει ελλείψεις
ώστε το πεδίο να αποκτήσει κλειστή μορφή, πλήρη (ψ_χ_λ_γ_α). Αυτός είναι ο

17
λόγος για τον οποίο η λύση μιας κατάστασης - προβλήματος ικανοποιεί τον
ανθρώπινο οργανισμό). Η διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης με τη μέθοδο Decroly:
πρώτα η λέξη και μετά τα γράμματα στηρίζεται από τη μορφολογική θεωρία.

ΓιΑπΑρΑδΕιΓμΑεΙνΑιΔύΣκΟλΟνΑδΙαΒάΣοΥμΕαΥτΗτΗνΠρΟτΑσΗ

Β2. Ενορατική Μάθηση και Λύση Προβλημάτων

Ο WolfgangKöhler(1887-1967) είναι ο εισηγητής της ενορατικής μάθησης και της


επίλυσης προβλημάτων η οποία αναφέρεται σε μια στιγμιαία έκλαμψη του νου που
οδηγεί σε
αποτελεσματικότερη δράση και όχι από τη μέθοδο δοκιμής και λάθους. Αυτός ο
τρόπος μάθησης ονομάζεται ενορατική μάθηση.
 Η κατάσταση - πρόβλημα αντιμετωπίζεται από τον οργανισμό ως ένα ενιαίο
δομημένο σύνολο. Η ανακάλυψη των σχέσεων που εμφανίζονται σε ένα πεδίο
είναι βασική προϋπόθεση για την εμφάνιση της ενορατικής μάθησης.
 Η λύση είναι ξαφνική (έκλαμψη του νου), δεν είναι τυχαία, έχει μόνιμο
χαρακτήρα, («το α-χα βίωμα»-«εύρηκα») Προηγείται μία περίοδος απραξίας
και εσωτερικής διεργασίας.
 Η λύση πρώτα συλλαμβάνεται με το νου -ύστερα από ενεργητική επεξεργασία
των δεδομένων και επισκόπηση των πιθανών λύσεων- και μετά εκτελείται.
 Στην ενορατική μάθηση υπάρχει ένα νέο δημιουργικό στοιχείο. Οι
προηγούμενες επιτυχείς και ανεπιτυχείς προσπάθειες σχετίζονται με τα
στοιχεία του προβλήματος. Κάποιο από αυτά τα στοιχεία χρησιμοποιείται με
διαφορετικό, νέο τρόπο.

Β3. Εμπρόθετη Σκόπιμη Μάθηση

18
Ο EdwardTolman(1886-1959) προσπαθεί να συνδυάσει τα θετικά σημεία του
συμπεριφορισμού με τα πλεονεκτήματα της γνωστικής προσέγγισης της
Μορφολογικής Ψυχολογίας. Επιχειρεί να εισάγει στο συμπεριφοριστικό πρότυπο νέες
έννοιες, όπως γνώσεις, σκοπούς, προθέσεις, οργάνωση κ.ά., οι οποίες αποτελούν
δομικά στοιχεία της ανθρώπινης σκέψης.
Βασικές θέσεις: Η συμπεριφορά έχει πάντα κάποια πρόθεση, κάποιο στόχο. Η
επιλογή του μέσου μεταβάλλεται από τις συνθήκες με βάση την αρχή της ελάχιστης
προσπάθειας. Ο άνθρωπος δεν μαθαίνει με τον μπιχεβιοριστικό τρόπο, αλλά μαθαίνει
σήματα που αντιπροσωπεύουν σημαινόμενα, τα οποία επηρεάζονται από τις
προσδοκίες. Όταν μαθαίνουμε να προσανατολιζόμαστε στο χώρο, μαθαίνουμε
ευκολότερα και άλλες δεξιότητες (ποντίκια στο λαβύρινθο: αυτά που ήξεραν πού
είναι η τροφή, την βρήκαν ευκολότερα). Επίσης οι προσδοκίες παίζουν σημαντικό
ρόλο. Προσδοκία είναι να ξέρω ότι αν χτυπήσω το κουδούνι της πόρτας θα χτυπήσει.
Έτσι το κουμπί γίνεται κουμπί –κουδούνι, ένα σήμα δηλαδή. Επίσης ο Τόλμαν
εισήγαγε τους γνωστικούς χάρτες, εσωτερικές δηλαδή αναπαραστάσεις του
περιβάλλοντος χώρου που διευκολύνουν την οργάνωση και την επιλογή της σωστής
πορείας – δράσης κάθε φορά. Η επιβεβαίωση των προσδοκιών εμπεδώνει και προάγει
τη μάθηση. Όταν οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώνονται ο οργανισμός και πάλι μαθαίνει,
μόνο που η γνώση βρίσκεται αυτή τη φορά σε λανθάνουσα κατάσταση. Αν όμως η
προσδοκία επαληθευτεί, ή αρχίζει να επαληθεύεται τότε η μάθηση είναι ραγδαία (τα
ποντίκια που περιφέρονταν στο διάδρομο τυχαία, μόλις τους δόθηκε φαΐ μετά την
ενδέκατη μέρα, έκαναν πολύ λιγότερα λάθη μέχρι να το βρουν).

Β4. Γνωστικός Εποικοδομισμός

19
Ο JeanPiaget(1896-1980)ήταν βιολόγος, γενετιστής, επιστημολόγος που ασχολήθηκε
με τη νοητική ανάπτυξη του παιδιού. Η νοημοσύνη κατά τον Piagetοικοδομείται
πάνω στην εμπειρία και είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων.
Οι γνώσεις κάθε ατόμου δεν είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας, αλλά
μια εποικοδόμηση. Τα παιδιά μαθαίνουν με τις νοητικές ενέργειες που κάνουν πάνω
στα «πράγματα», όταν αυτές τις συντονίσουν, δηλαδή, ταξινομήσουν, αντιστοιχίσουν
και σειροθετήσουν. Με το συντονισμό οικοδομούν γνωστικά σχήματα.
Η γνωστική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσα από την οικοδόμηση νέων γνωστικών
σχημάτων, η οποία συμβαίνει με την ωρίμανση του ατόμου, δηλαδή τη βαθμιαία
εξελικτική διαδικασία, με την ποιοτική αλλαγή της δομής του τρόπου σκέψης, που
αποτελεί προϊόν αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του. Για τη σχολική
μάθηση απαιτείται η ενεργητική συμμετοχή του μαθητή, ο οποίος μέσα από
καταστάσεις - προβλήματα και γνωστικές συγκρούσεις θα βιώσει, θα ανακαλύψει,
θα διαμορφώσει και θα τροποποιήσει τις νέες γνώσεις και δεξιότητες. Οι
λανθασμένες απαντήσεις στη διαδικασία μάθησης εκλαμβάνονται ως λανθασμένες
γνωστικές δομήσεις. Τα πρώτα σχήματα-δομές είναι απλά, αλλά όσο προχωράει η
πνευματική ανάπτυξη γίνονται σύνθετα σχήματα συμπεριφοράς, κανόνες, σχέδια,
μέθοδοι, στρατηγικές.
Ο πολλαπλασιασμός των νοητικών δομών, η πνευματική ανάπτυξη γίνεται με τις
λειτουργίες της «αφομοίωσης» και της «συμμόρφωσης». Αφομοίωση είναι η
ενσωμάτωση στοιχείων του περιβάλλοντος στις υπάρχουσες νοητικές δομές
(συντηρητική λειτουργία). Συμμόρφωση είναι η τροποποίηση των νοητικών δομών
ώστε να κατανοούνται τα εμπειρικά δεδομένα. Επειδή οι διαθέσιμοι μηχανισμοί δεν
είναι σε θέση να λύσουν ένα νέο πρόβλημα, το άτομο, είτε δημιουργεί νέο σχήμα για
το νέο ερέθισμα είτε τροποποιεί ένα υπάρχον. Η αφομοίωση αφορά στην ποσοτική
μεταβολή των νοητικών δομών, η συμμόρφωση στην ποιοτική. Αποτελούν
συμπληρωματικές λειτουργίες που συμμετέχουν και οι δύο σε οποιαδήποτε νοητική
πράξη. Η συμπληρωματικότητά τους, δίνει στη νόηση τη δυνατότητα να
αντιλαμβάνεται σωστά τον κόσμο. Ως συμπληρωματικές τείνουν να αποκαταστήσουν
μια διανοητική δραστηριότητα του ατόμου, να φέρουν μία σχετική ισορροπία χωρίς
ποτέ να το κατορθώνουν γιατί πάντα νέα ερεθίσματα αφομοιώνονται. Με την
αφομοίωση μεταβάλλονται και βελτιώνονται οι αντιληπτικοί μηχανισμοί, γεγονός
που οδηγεί σε ανακατάταξη και καλύτερη οργάνωση.

Γ. Κοινωνικογνωστικές Προσεγγίσεις

20
Οι κοινωνικογνωστικές προσεγγίσεις έρχονται να συνδυάζουν τη συμπεριφοριστική
θέση με τη γνωστική κατεύθυνση. Εστιάζουν στην ανάπτυξη τεχνικών και μεθόδων
τροποποίησης της συμπεριφοράς, οι οποίες εφαρμόζονται στην εκπαιδευτική πράξη.
Αποδέχονται ότι οι αντιδράσεις του ανθρώπου δεν είναι μηχανιστικές και αυτόματες
συνεξαρτήσεις του τύπου S – R, αλλά καθοδηγούνται επίσης από τις σκέψεις, τις
προσδοκίες, τις αξίες του ίδιου του ανθρώπου. Ο ίδιος ο άνθρωπος θέτει σκοπούς και
καταστρώνει και ελέγχει σχέδια και στρατηγικές για την επιτυχία τους. Δεν είναι
αποκλειστικά κάτω από τον έλεγχο του περιβάλλοντος, (συμπεριφοριστικό πρότυπο),
είναι ενεργητικός κι έχει την ικανότητα για αυτοκαθοδήγηση. Το ερώτημα
μεταφέρεται από το πώς μαθαίνει το άτομο γενικά, στο πώς μαθαίνει αποτελεσματικά
τα αντικείμενα του σχολείου.
Ακόμη, το γνωστικό σύστημα του ανθρώπου δεν λειτουργεί όπως ο ηλεκτρονικός
υπολογιστής, αλλά θεωρείται ένα βιονευρολογικό και βιοχημικό σύστημα, το οποίο
λειτουργεί μέσα σε ένα πολυδύναμο και κοινωνικό – πολιτισμικό περιβάλλον.

Γ1. Κοινωνική μάθηση


Η θεωρία του AlbertBandura (1925 - ) γνωστή και ως μάθηση με παρατήρηση και
μίμηση προτύπου εδραίωσε την «κοινωνική» ή αλλιώς «κοινωνικογνωστική
μάθηση». Η Κοινωνική μάθηση ρίχνει φως στο ρόλο της παρατήρησης (observation)
στη διαδικασία της μαθήσεως. Ο άνθρωπος και ειδικά το παιδί μαθαίνει όχι μόνο
αυτά που διδάσκεται ή αυτά στα οποία εκπαιδεύεται (γνώσεις και δεξιότητες). Σε
μεγάλο βαθμό μαθαίνει και από τη συμπεριφορά άλλων, στην οποία εκτίθεται, είτε
ως αποδέκτης, είτε ως παρατηρητής, έχοντας ως παράδειγμα τους άλλου.
Μιμούμαστε συχνότερα τρόπους συμπεριφοράς ατόμων που αντιπροσωπεύουν για
εμάς υψηλό γόητρο, αξιοθαύμαστο ρόλο ή άτομα με φιλική προς τα εμάς
συμπεριφορά. Μιμούμαστε δηλ., τα «πρότυπά» μας.
Η Μίμηση είναι η περιορισμένη υιοθέτηση μιας πλευράς της συμπεριφοράς του
άλλου ή μιας εκδήλωσης ενώ η Ταύτιση: περιλαμβάνει την πλήρη υιοθέτηση της
συμπεριφοράς του άλλου. Το παιδί μέσα από τη μίμηση προτύπων επιδιώκει να
ικανοποιήσει τόσο πρωταρχικές, βιολογικές ανάγκες (πχ πείνα, μέσα από το φαγητό),
όσο και ψυχοκοινωνικές (πχ ανάγκη για αποδοχή μάσα από τους καλούς τρόπους που
ορίζει η κοινωνία). Το παιδί θα μιμηθεί συχνότερα τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου –
«πρότυπο» για το ίδιο, είτε λόγω σχέσης είτε λόγω θέσης. Για παράδειγμα η σχέση
του παιδιού με τον πατέρα ή η θέση του δασκάλου ή του δημοφιλούς συμμαθητή θα
κινήσει το παιδί να μιμηθεί τη συμπεριφορά τους.
Ο Bandura ισχυρίζεται, ότι η μάθηση επέρχεται με την παρατήρηση της
συμπεριφοράς των άλλων και των συνεπειών που προκύπτουν από αυτές. Μέσω της
παρατήρησης το άτομο διευκολύνεται και προτρέπεται να επενδύσει σε μια
συγκεκριμένη συμπεριφορά, εάν οι παρατηρούμενες συνέπειες είναι θετικές. Έτσι,
λοιπόν η δυνατότητα να μαθαίνει κανείς μέσω της παρατήρησης καθιστά τα άτομα
ικανά να αποκτούν συμπεριφορές, χωρίς να πρέπει να τις επεξεργάζονται σταδιακά
μέσα από μια διαδικασία δοκιμών και λαθών, όπως συμβαίνει στο συμπεριφορισμό.

21
Ο μαθητής δεν μαθαίνει άμεσα, από τις δικές του πράξεις, αλλά έμμεσα, από τις
πράξεις των άλλων. Αν τα αποτελέσματα από τις πράξεις των άλλων
α) οδηγούν στην αμοιβή και έχουν θετική έκβαση (αναγνώριση, απολαβή), θα τα
καταγράψει, θα τα κωδικοποιήσει, θα τα διατηρήσει και θα τα αναπαραγάγει, για να
έχει τα ίδια οφέλη
β) οδηγούν στην τιμωρία (αποδοκιμασία, απόγνωση), θα τα καταγράψει… αλλά δε θα
τα εφαρμόσει… (διαχωρισμός μάθησης και εκτέλεσης)
Στο διάσημο πείραμα του Bandura το 1961, τα παιδιά παρατήρησαν σε μια ταινία
κάποιους ενήλικες να χτυπούν μια κούκλα, την Bobo. Όταν τα παιδιά αφέθηκαν μόνα
με την κούκλα, μιμήθηκαν τους ενήλικες. Ο Bandura έδειξε πώς οι παρατηρητές
μιμούνται τη βία που βλέπουν. Το κατά πόσο θα συμβεί αυτό εξαρτάται και από το
πόσο απορριπτικό ή όχι είναι το περιβάλλον σε τέτοιες συμπεριφορές. Ο Bandura
πίστευε ότι η επιθετική συμπεριφορά ενισχύεται από τα μέλη της οικογένειας, τα
οποία είναι τα κύρια πρότυπα μίμησης. Τα παιδιά αναπαράγουν συμπεριφορές τις
οποίες χρησιμοποιούν οι γονείς τους όταν αλληλεπιδρούν με τους άλλους.
Η μάθηση με παρατήρηση και μίμηση προτύπου μπορεί να αξιοποιηθεί παιδαγωγικά
και εκπαιδευτικά, στοχεύοντας στην απόκτηση γνωστικών, κινητικών και
συναισθηματικών μορφών συμπεριφοράς μέσα από την ανάπτυξη της αυτορρύθμισης
της συμπεριφοράς και τη δημιουργία κατάλληλων περιβαλλόντων μάθησης.

Γ2. Κοινωνικός Εποικοδομισμός

Ο LevVygotsky(1896-1934)είναι ο εισηγητής της κοινωνικο-πολιτισμικής


προσέγγισης της μάθησης. Θεμελίωσε τον κοινωνικό
εποικοδομισμόυποστηρίζοντας ότι το παιδί αναπτύσσεται μέσα από το κοινωνικό
του περιβάλλον και από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία
του κοινωνικού εποικοδομισμού, η κοινωνία επηρεάζει αποφασιστικά τον τρόπο με
τον οποίο μαθαίνει το άτομο και το κέντρο βάρους βρίσκεται στην αλληλεπίδραση
ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον του.

Σημαντικές πλευρές της θεωρίας του Vygotsky είναι:


 Η κοινωνική διαμεσολάβηση
Η γνωστική ανάπτυξη είναι η "μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων σε νοητικές
λειτουργίες" η οποία και συντελείται μέσω της επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα με
τη διαμεσολάβηση των "σημάτων" που δεν είναι τίποτε άλλο από πολιτισμικά
εργαλεία. Ακολουθεί δε η εσωτερίκευση, που είναι η οικειοποίηση ορισμένων
νοημάτων, δηλαδή η ατομική πρόσληψη του κοινωνικού γεγονότος, που
ακολουθείται από μετασχηματισμό της νοητικής διαδικασίας και τελικά του ίδιου του
ατόμου.
 Η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης (ΖΕΑ -
ZoneofProximalDevelopment - ZPD)
Η ΖΕΑ είναι η απόσταση μεταξύ του επίπεδου ανάπτυξης στο οποίο το παιδί
βρίσκεται σε μια γνωστική περιοχή - αυτών που το παιδί μπορεί να επιτύχει από μόνο

22
του - και του επιπέδου που το παιδί μπορεί να φτάσει αν βοηθηθεί από κάποιους πιο
έμπειρους ενήλικους ή συνομήλικους (διαμεσολαβητική λειτουργία του
περιβάλλοντος) και να εσωτερικεύσει τα αντίστοιχα νοήματα.
 Η σημασία της γλώσσας
Με αυτή το παιδί μαθαίνει να οικοδομεί τη σκέψη του, να κατανοεί τον κόσμο γύρω
του και να διαμορφώνει την ίδια του την ταυτότητα. Επιπλέον και το σημαντικότερο,
μέσω της γλώσσας μεταβιβάζονται αναπαραστάσεις κοινωνικών δομών και σχέσεων
και νοήματα κοινωνικά καθορισμένα, είναι δηλαδή το σημαντικότερο μέσο
αναπαράστασης του κόσμου στη νόηση, με αποτέλεσμα η αντίληψη του κόσμου να
βασίζεται σε αυτή. Καθότι βέβαια είναι ένας κώδικας κοινωνικά καθορισμένος, είναι
φανερό το μέγεθος του κοινωνικού καθορισμού της γνώσης. Διαμέσου λοιπόν της
γλώσσας, το άτομο, παρωθούμενο από κοινωνικά κίνητρα, κατά την αλληλεπίδρασή
του με το κοινωνικό του περιβάλλον, επηρεάζεται από τα πολιτισμικά του στοιχεία
συγκροτώντας τελικά τις νοητικές του δομές.
 Το Πλαίσιο Στήριξης
Η έννοια αυτή περιέχει όλα αυτά τα οποία ο εκπαιδευτικός προσφέρει στο μαθητή για
να το στηρίξει και να τον "οπλίσει" με τρόπο τέτοιο που αυτός να καταστεί ικανός να
προχωρήσει με σιγουριά πέρα από το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Ο δάσκαλος δεν
είναι αυτός που απλά παρέχει στο μαθητή έννοια πλούσιο μαθησιακό περιβάλλον
βοηθώντας τον να αυτοαναπτυχθεί, αλλά ενεργός διαμεσολαβητής των κοινωνικών
και πολιτισμικών νοημάτων που διαπραγματεύεται με το μαθητή του και τον βοηθά
να εσωτερικεύσει όλα αυτά που τον βοηθούν να αναπτυχθεί.
Η θεωρία του έχει δύο βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση:
1. Η πρώτη είναι ότι πρέπει να δημιουργούμε στην τάξη περιστάσεις συνεργατικής
μάθησης ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετικά επίπεδα ικανότητας. Πρέπει δηλαδή να
εξασφαλίζουμε δυνατότητες, ώστε περισσότερο ικανοί μαθητές ή μαθητές οι οποίοι
ξέρουν καλά κάτι, να το διδάσκουν σε λιγότερο ικανούς ή σε μαθητές οι οποίοι δεν το
ξέρουν.
2. Η δεύτερη είναι η εφαρμογή της αρχής της σταδιακής μείωσης της βοήθειας των
μεγάλων και η σταδιακή ανάληψη όλο και μεγαλύτερης υπευθυνότητας από τα
παιδιά. Η προσέγγιση η οποία ονομάζεται «υποβοηθούμενη ανακάλυψη» στηρίζεται
σε αυτήν ακριβώς την αρχή (fadingscaffolding).

Συγκριτική Παράθεση των Θέσεων Piaget - Vygotsky

23
Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου της μάθησης οφείλουμε να
συγκρίνουμε τους δύο μεγάλους παιδαγωγούς γιατί οι μελέτες τους στα δύο μεγάλα
ζητήματα της νοημοσύνης και της γλώσσας αποτέλεσαν τα θεμέλια της επιστήμης
της Ψυχογλωσσολογίας.

Ελβετός J. Piaget (1924) Ρώσος L. Vygotsky (1934)


ΓΝΩΣΤΙΚΟ-ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΨΥΧΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΘΕΩΡΙΑ
Αναπτυξιακή δύναμη θεωρεί την Η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι πηγή
εσωτερική ωρίμαση και τις ατομικές δύναμης και εξέλιξης. Ο «συλλογικός
εμπειρίες μέσα από τις λογικομαθηματικές νους» της ομάδας συλλαμβάνει και
δραστηριότητες κατά την επεξεργασία του δημιουργεί έννοιες, διαδικασίες,
φυσικού κόσμου. Βιώνει γνωστικές δεξιότητες και το άτομο μέσα από τη
συγκρούσεις, τις οποίες η επαφή με τους μάθηση τις εσωτερικοποιεί και τις
συνομηλίκους απλώς επιτείνει. Η προσλαμβάνει. Η μάθηση είναι κοινωνικά
κοινωνική αλληλεπίδραση διευκολύνει προσδιορισμένη.
την ανάπτυξη αλλά δεν τη δημιουργεί.
Ο εκπαιδευτικός γίνεται διευκολυντής της Ο εκπαιδευτικός γίνεται διαμεσολαβητής
ανάπτυξης μέσω της διαρρύθμισης του με την άμεση παρέμβαση και διδασκαλία
περιβάλλοντος

Η πορεία ανάπτυξης πηγαίνει από το Η πορεία ανάπτυξης πηγαίνει από το


ατομικό στο κοινωνικό κοινωνικό στο ατομικό
Η ανάπτυξη προηγείται της μάθησης Η μάθηση προωθεί την ανάπτυξη

Μάθηση και εξέλιξη


Κλείνοντας το κεφάλαιο της μάθησης αξίζει να δούμε πως επηρεάζει την εξελικτική
πορεία του παιδιού αρχικά και του ανθρώπου γενικότερα.
Το παιδί, όπως είπαμε δε μαθαίνει μόνο αυτά που διδάσκεται, τις ειδικές γνώσεις του
σχολείου. Μαθαίνει και γενικές γνώσεις καθημερινής ζωής (πχ κυκλοφοριακή
αγωγή), καθώς ακόμα και νέες ικανότητες και δεξιότητες (πχ δένω τα κορδόνια μου,
μπαίνω στο διαδίκτυο κα). Ο καθένας μας μαθαίνει συνεχώς ακόμα και χωρίς να το
επιδιώκει ή και να το θέλει, από τις εμπειρίες του, ευχάριστες ή δυσάρεστες.
Η μάθηση είναι λοιπόν απεριόριστη και χαρακτηρίζεται από ποικιλία και ευελιξία.
Μπορώ να μάθω το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς τρόπους και να τροποποιήσω αυτό
που έμαθα, αν έρθω σε επαφή με καινούργια δεδομένα.
Το σημαντικό στη μάθηση είναι ότι οδηγεί τον άνθρωπο να αλλάζει τον τρόπο που
συμπεριφέρεται. Οδηγεί, όπως λέμε, σε σχετικά μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς.
Μ’ αυτό τον τρόπο η μάθηση συνδέεται με την προσαρμογή του ανθρώπου στο
περιβάλλον και την ικανοποίηση των αναγκών του. Με άλλα λόγια η καλή ή κακή
προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο, το αν θα τα καταφέρει σ’ αυτό το νέο
περιβάλλον στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί εξαρτάται και από το πόσα και τι
πράγματα έχει μάθει (γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες κτλ). Και αυτό το «πόσα και τι

24
έχει μάθει» συνδέεται τόσο με το νοητικό δυναμικό του παιδιού, όσο και με το
περιβάλλον του: τους ανθρώπους, τα ερεθίσματα, τις ευκαιρίες μάθησης κα.

Αντί Επιλόγου
Η μάθηση αυτή καθαυτή αποτελεί ένα πολύπλοκο και πολυσύνθετο φαινόμενο,
ιδιαίτερα στον άνθρωπο. Το γεγονός αυτό καθιστά δύσκολη και την ερμηνεία του,
ειδικά όταν γίνεται μέσα από το πρίσμα μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδας
επιστημόνων συγκεκριμένης φιλοσοφικής θεώρησης. Τα τελευταία χρόνια γίνεται
όλο και περισσότερο κατανοητή η ανάγκη για μια συνεργασία μεταξύ των
επιστημόνων διαφόρων κλάδων ώστε μέσα από μια διεπιστημονική συνεργασία να
δοθεί μια ολοκληρωμένη και πιο αντικειμενική θεώρηση του φαινομένου της
μάθησης.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η εφαρμογή τους στην πράξη και η ουσιαστική συμβολή
τους στη μαθησιακή διαδικασία αφορά στον εκπαιδευτικό, στις απόψεις, κρίσεις και
επιλογές του. Θα πρέπει να είναι άριστος γνώστης των θεωριών μάθησης ώστε να
διαμορφώνει, να εμπλουτίζει, να αναθεωρεί εμπεριστατωμένα και επιστημονικά την
προσωπική του θεωρία που ούτως ή άλλως είναι αυτή που καθορίζει το στυλ
διδασκαλίας του, επηρεάζει το διδακτικό του έργο και εφαρμόζει στη μαθησιακή
πράξη.

25
ΜΝΗΜΗ

Ο όρος μνήμη σημαίνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Είναι οι πληροφορίες που
έχουμε μάθει στη διάρκεια της ζωής μας, από πολύ απλές (ο αριθμός του τηλεφώνου
μας) μέχρι πολύ σύνθετες (πώς αλλάζουμε λάστιχο στο αυτοκίνητό μας). Μνήμη
είναι επίσης η διαδικασία αποθήκευσης καινούριων πληροφοριών. Με τον ίδιο όρο
τέλος μπορεί κάποιος να εννοεί τον αποθηκευτικό χώρο των πληροφοριών που
γνωρίζουμε. Προφανώς, η μελέτη της μνήμης δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από τη
μελέτη της μάθησης ή της κατηγοριοποίησης, διότι ο τρόπος με τον οποίο
διαμορφώνεται η μνήμη μας εξαρτάται από τις διεργασίες μάθησης. Το να
θυμηθούμε κάτι συνήθως προϋποθέτει να το έχουμε μάθει με κάποιο τρόπο.
Η σύγχρονη μελέτη της μνήμης ξεκινά το 1890 με τη δημοσίευση του βιβλίου του
WilliamJames (1842 – 1910) «Αρχές της Ψυχολογίας». Ο James υποστήριξε ότι
υπάρχουν δύο είδη μνήμης: η ‘πρωταρχική’ μνήμη και η ‘δευτερεύουσα’ μνήμη. Η
πρωταρχική μνήμη έχει να κάνει με την άμεση, συνειδητή σκέψη. Δηλαδή, η
πρωταρχική μνήμη είναι το μέσο το οποίο μας επιτρέπει να έχουμε άμεσα στη σκέψη
μας κάποιες πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γνωσιακές
διεργασίες. Η δευτερεύουσα μνήμη αντιπροσωπεύει μία μόνιμη και σταθερή
καταγραφή του παρελθόντος. Οι πληροφορίες της δευτερεύουσας μνήμης μπορούν
επίσης να χρησιμοποιηθούν από το γνωσιακό μας σύστημα, αλλά μόνο μετά από
κάποια προσπάθεια.
Η πρώτη πειραματική μελέτη της μνήμης πραγματοποιήθηκε από τον
HermannvonEbbinghaus (1850 –1909) στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά ευρήματα του Ebbinghaus, ήταν η καμπύλη της
λήθης (τι ποσοστό μαθημένων πληροφοριών ξεχνάμε με την πάροδο του χρόνου), η
σημασία της επανάληψης στην απομνημόνευση του υλικού, η υπεροχή στη μνήμη
πληροφοριών που έχουν νόημα, και πολλά άλλα. Η σημαντικότερη όμως προσφορά
του Ebbinghaus έγκειται στο ότι μελέτησε εμπειρικά μια γνωσιακή λειτουργία, σε
πείσμα της επικρατούσας άποψης ότι οι γνωσιακές λειτουργίες του ανθρώπου δεν
αποτελούν μετρήσιμες μεταβλητές στην Ψυχολογία.
Τέλος, ανάμεσα στους πρωτοπόρους της πειραματικής μελέτης της μνήμης θα πρέπει
να αναφέρουμε τους sirFredericBartlett (1886 – 1969) και AlfredBinet (1857 – 1911).
Και οι δύο θεωρούσαν φτωχό υλικό τις άσημες συλλαβές που είχε χρησιμοποιήσει ο
Ebbinghaus για τη μελέτη της μνήμης και προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν
ερεθίσματα πιο σύνθετα από το χώρο της λογοτεχνίας και της ποίησης αλλά και
σύγχρονό τους υλικό από την εκπαίδευση. Οι μελέτες του Bartlett τον οδήγησαν στο
συμπέρασμα ότι η μνήμη μας είναι πολύ λιγότερο ακριβής από ότι φανταζόμαστε, και
ότι τροποποιείται ανάλογα με την προϋπάρχουσα γνώση μας για τον κόσμο (τα
σχήματα).

Ορισμός της γνωστικής λειτουργίας της μνήμης


Στην ψυχολογία, ο όρος μνήμηαναφέρεται στην νοητική διαδικασία της απόκτησης
και διατήρησης των πληροφοριών, εμπειριών και συμπεριφορών που μπορούν να

26
αποθηκευτούν για μετέπειτα ανάκληση και το γνωστικό σύστημα που επιτρέπει αυτή
τη διαδικασία.
Τα στάδια της μνήμης είναι τρία:
Ανάσυρση (ανάκληση &
Κωδικοποίηση Αποθήκευση
αναγνώριση)

Τα είδη διατήρησης της μνήμης.


Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που απασχόλησαν τους μελετητές της μνήμης είναι
εάν αυτή είναι ένα ενιαίο σύστημα, ή εάν εμπεριέχει διακριτές δομές. Όπως είδαμε
νωρίτερα, ο James ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η μνήμη αποτελείται από δύο
διαφορετικές δομές, την πρωτογενή και τη δευτερογενή μνήμη. Οι Atkinson&Shiffrin
(1968) ανέπτυξαν τη βασική ιδέα του James και υποστήριξαν ότι η μνήμη
διαχωρίζεται σε διαφορετικά υποσυστήματα, τα οποία διαφέρουν κυρίως στο χρόνο
διατήρησης πληροφοριών και στη χωρητικότητά τους.
Η οργάνωση της μνήμης γίνεται ως εξής
 Αισθητηριακή αποτύπωση.: Νέες πληροφορίες αρχικά γίνονται δεκτές στον
‘αντιληπτικό χώρο’ (sensoryregister). Ο αντιληπτικός χώρος διατηρεί
πληροφορίες οι οποίες προέρχονται άμεσα από τις αισθήσεις μας. Στον
αντιληπτικό χώρο η διατήρηση πληροφοριών είναι ιδιαίτερα πρόσκαιρη (από
μερικά δέκατα ως λίγα δευτερόλεπτα). Ο αντιληπτικός χώρος δεν είναι ενιαίος
για όλες τις αισθήσεις μας, αλλά χωρίζεται σε επιμέρους χώρους για κάθε μία
από τις αισθήσεις (π.χ., όραση, ακοή κτλ.). Παρότι φαίνεται ότι για όλες τις
αισθήσεις μας υπάρχει ένας αντίστοιχος αποθηκευτικός μνημονικός χώρος,
παραδοσιακά όταν μιλάμε για αυτή την κατηγορία μνήμης εννοούμε συνήθως
εικονικές (iconic) και ηχητικές (echoic) καταγραφές. Το ποιες πληροφορίες θα
επιλεγούν για να καταγραφούν στον αντιληπτικό χώρο, εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την προσοχή. Ερεθίσματα στα οποία προσηλώνουμε την προσοχή
μας θα καταγραφούν, ενώ άλλα (που δεν τυγχάνουν ανάλογης προσοχής) θα
αγνοηθούν. Η χωρητικότητα του αντιληπτικού χώρου δεν έχει προσδιοριστεί
ακριβώς. Μία από τις δυσκολίες είναι η ταχύτητα με την οποία οι
πληροφορίες του αντιληπτικού χώρου διαγράφονται (φθορά). Από πειράματα
που έχουν γίνει στο χώρο αυτό (Sperling, 1960, 1963) είναι δυνατόν να
υποθέσουμε ότι η χωρητικότητα του αντιληπτικού χώρου είναι αρκετά
μεγάλη.
 Βραχυπρόθεσμη μνήμη (shorttermstore- STS), Οι πληροφορίες που
υπάρχουν στον αντιληπτικό χώρο, στη συνέχεια περνούν στη
‘βραχυπρόθεσμη μνήμη’. Οι πληροφορίες στη βραχυπρόθεσμη μνήμη
διαρκούν γύρω στα 20 δευτερόλεπτα κι αν δεν επαναληφθούν, εξασθενούν
και εξαφανίζονται. Η Χωρητικότητα της βραχύχρονης μνήμης έχει αποδειχτεί
από εμπειρικά δεδομένα ότι μπορεί να αποθηκεύσει 7 ± 2 «κομμάτια
πληροφοριών» (chunks). Σκεφτείτε για παράδειγμα την περίπτωση που
27
κοιτάζετε τον αριθμό ενός τηλεφώνου και πηγαίνετε μέχρι τη συσκευή σας για
να τον καλέσετε. Οι περισσότεροι από εμάς επαναλαμβάνουμε τον αριθμό
ώστε να τον διατηρήσουμε στη μνήμη μας όσο χρειαστεί μέχρι να πάρουμε
τηλέφωνο. Πολλές φορές αν κάτι συμβεί και εμποδιστεί αυτή η επανάληψη,
ξεχνάμε τον αριθμό! Η επανάληψη λοιπόν φαίνεται να διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, τόσο για τη διατήρηση των
πληροφοριών σε αυτή, όσο και για τη μονιμότερη αποθήκευσή τους στη
μακρόχρονη μνήμη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και μία τέτοια παραδοχή
φαίνεται να είναι γενικά σωστή (πόσο συχνά δεν έχουμε ακούσει τη ρήση «η
επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης»), υπάρχουν πάντως περιπτώσεις
όπου ο ρόλος της επανάληψης δεν φαίνεται να είναι κεντρικός στη λειτουργία
της μνήμης. Πόσες φορές δεν έχουμε δει τα πλήκτρα του τηλεφώνου μας με
τους αριθμούς και τα αντίστοιχα γράμματα; Προσπαθήστε όμως να θυμηθείτε
ποια γράμματα υπάρχουν στο πλήκτρο του επτά για παράδειγμα. Οι
περισσότεροι δεν έχουν άμεσα αυτή την πληροφορία παρότι έχει επαναληφθεί
πολλές φορές. Αναφορικά με την χωρητικότητα, σε πειραματικό επίπεδο,
μπορούμε να ζητήσουμε από τα υποκείμενα να απομνημονεύσουν αριθμούς οι
οποίοι δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, αυξάνοντας διαδοχικά των αριθμό των
ψηφίων του κάθε αριθμού (π.χ., 4, 34, 475, 1297 κτλ.). Αυτό που έχει
διαπιστωθεί εμπειρικά είναι ότι, από ένα σημείο και έπειτα, τα υποκείμενα δεν
θα μπορούν να θυμηθούν τους αριθμούς. Το σημείο όπου φαίνεται να
σταματούν οι περισσότεροι είναι τα 7 ψηφία. Παρόμοια πειράματα μπορούμε
να επαναλάβουμε με πολλά είδη ερεθισμάτων, όπως για παράδειγμα λέξεις,
φράσεις κλπ.
 Μακροπρόθεσμη μνήμη (longtermstore- LTS). είναι η κύρια μορφή μνήμης
και έχει μεγάλη χρονική διάρκεια. Η λειτουργία της είναι η διατήρηση των
πληροφοριών μέσω της επανάληψης, της επεξεργασίας της κωδικοποίησης
και της αποθήκευσης των πληροφοριών. Η μελέτη της έχει εστιαστεί σε δύο
κυρίως ζητήματα: πρώτον τι κατηγορίες πληροφοριών περιλαμβάνει, και
δεύτερον πώς οργανώνονται αυτές οι πληροφορίες. Ο Tulving το 1972
πρότεινε ότι η μακροπρόθεσμη μνήμη μπορεί να διαχωριστεί σε
‘σημασιολογική μνήμη’ και σε ‘μνήμη για γεγονότα’ (semanticvs.
episodicmemory).
Η σημασιολογική μνήμη αφορά πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο με
τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο. Όλες αυτές οι πληροφορίες δεν αναφέρονται σε
συγκεκριμένα γεγονότα στην εμπειρία μας, αν και είναι πιθανό να απορρέουν από
ομάδες εμπειριών που είχαμε, π.χ.
2+2 =4
Σε ένα βιβλιοπωλείο είναι πιθανό να βρω τον ταξιδιωτικό οδηγό που ψάχνω.
Είναι πιθανό ότι θα βρέξει γιατί ο καιρός είναι μουντός και συννεφιασμένος.
Η μνήμη γεγονότων, αντιθέτως, αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα:
Χθες έφαγα κρέας.
Ο Ολυμπιακός κέρδισε το πρωτάθλημα πέρυσι.
Την προηγούμενη εβδομάδα έκανε πολύ κρύο.

28
Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στη σημασιολογική και τη μνήμη γεγονότων είναι
ότι η πρώτη έχει «αφαιρετικό» χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν μας ενδιαφέρει το
πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτήθηκε μία πληροφορία. Η μνήμη γεγονότων αντίθετα
εμπεριέχει πληροφορίες σχετικές με το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτήθηκε η γνώση
(πού, πότε, κλπ.).

Μνημονικές στρατηγικές για βελτίωση της μνήμης


Οι μνημονικές στρατηγικές είναι τεχνικές που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν
την αποτελεσματικότητα της μνήμης. Αυτές είναι:
1. Αισθήσεις, έρχομαι σε επαφή με την ύλη με πολλές αισθήσεις (οπτικά,
σημασιολογικά κα)
2. Σύνδεση, με ήδη γνωστά δεδομένα
3. Επανάληψη της ύλης, με την τήρηση των μνημονικών τεχνικών και βαθιά
επεξεργασία
4. Συναίσθημα θετικό που διευκολύνει την καλή νοητική λειτουργία και
αποφυγή συναισθηματικών φορτίσεων
5. Οργάνωση της ύλης με σχεδιαγράμματα κτλ
6. Κατανομή χρόνου εξάσκησης για καλύτερες συνδέσεις του νέου με το
παλιό υλικό

Σημείωση: μια τεχνική για να θυμάμαι λίστες αντικειμένων είναι τα ακρώνυμα. Ένα
ακρώνυμο χρησιμοποιήθηκεε και παραπάνω για να μας βοηθήσει να θυμόμαστε τις τεχνικές
βελτίωσης της μνήμης (ΑΣΕ, ΣΟΚ!).

Μορφές παρακώλυσης της μνήμης


Υπάρχουν ολοένα αυξανόμενες αποδείξεις ότι μεγάλο μέρος της λήθης στην
καθημερινή ζωή οφείλεται σε παρεμβολή. Ένας από τους κυριότερους λόγους που
οδηγεί σε αποτυχία ανάσυρσης είναι η παρεμβολή. Παρεμβολή είναι η σύνδεση δύο
στοιχείων με το ίδιο μνημονικό σήμα (νύξη).
Οι μορφές παρακώλυσης ή παρεμβολής είναι:
 Όταν η μάθηση νέου υλικού παρεμβάλλεται στην ανάκληση παλαιότερου
(πρόκειται για αναδρομική παρεμβολή) Ένας φίλος σας αλλάζει τηλέφωνο,
και δε μπορείτε να θυμηθείτε τον πρώτο του αριθμό
 Όταν προγενέστερη ύλη παρεμβάλλεται στην απόκτηση νέας ύλης (πρόκειται
για προδρομική παρεμβολή) π.χ. όταν αναζητάτε το αυτοκίνητό σας στη
συνηθισμένη θέση παρκαρίσματος, ενώ για κάποιο λόγο έχετε παρκάρει σε
διαφορετικό σημείο.
 Όταν όμοια περιεχόμενα που ακολουθούν άμεσα το ένα το άλλο
παρεμβάλλονται αμοιβαία ακριβώς λόγω της ομοιότητας τους (πρόκειται
παρεμβολή ομοιότητας) π.χ. όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε αριθμούς
τηλεφώνων που μοιάζουν μεταξύ τους.
 Όταν έντονα συναισθήματα παρεμβάλλονται στη διαδικασία μάθησης και
διατήρησης της ύλης (πρόκειται για συναισθηματική παρεμβολή) Οι
συναισθηματικές παρεμβολές δημιουργούνται όταν π.χ. η κακή βαθμολογία

29
παρεμβάλλεται αρνητικά και εμποδιστικά στην αφομοίωση και διατήρηση
μιας ύλης, όσο κι αν η διδασκαλία γίνεται με κατάλληλο τρόπο.

Η Λήθη των πληροφοριών

“Η στιγμή που συνειδητοποιούμε πιο ξεκάθαρα τη λειτουργία


της μνήμης μας, είναι όταν αυτή αποτυχαίνει’’

Πρωτοπόρος στην επιστημονική διερεύνηση των ψυχολογικών μηχανισμών της


μνήμης, και κυρίως της λήθης, θεωρείται ο HermannEbbinghaus (1850-1909). Το
1875 προσέγγισε πειραματικά την πολύπλοκη λειτουργία της μνήμης και αρχικά
πειραματίστηκε με τον εαυτό του στην απομνημόνευση συλλαβών που δεν είχαν
νόημα (ψευδολέξεις). Αποτέλεσμα των ερευνών του ήταν η καμπύλη της λήθης.
Σύμφωνα με την καμπύλη, η συγκράτηση των προσλαμβανόμενων πληροφοριών
μειώνεται κατά τις πρώτες ώρες που ακολουθούν την μάθηση αλλά η μείωση αυτή
ουσιαστικά δεν αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.

 Στην καμπύλη απεικονίζονται τα ποσοστά των συλλαβών που συγκρατούνται


έπειτα από λανθάνουσες φάσεις, διάρκειας 20 λεπτών, μιας ώρας, 9 ωρών και
2 έως 31 ημερών.
 Όπως φαίνεται ξεχνάμε περισσότερο αμέσως μετά την φάση της εντύπωσης.
 Περισσότερο από το 50% των συλλαβών ξεχνιέται μέσα στο διάστημα των
πρώτων 20 λεπτών.
 Ένα ποσοστό 15% των συλλαβών ξεχνιέται στο διάστημα των 2 ημερών και
κατόπιν η καμπύλη συνεχίζει σχεδόν οριζόντια.
 Το ποσοστό συγκράτησης των συλλαβών για το διάστημα των 6 ημερών
αγγίζει σχεδόν το 30%.

30
 Σύμφωνα με την θεωρία της λήθης, η μνήμη για τις πληροφορίες που δεν
χρησιμοποιούνται εξασθενίζει, λόγω της παρόδου του χρόνου.

Λήθη ορίζεται ως η μειωμένη ή ελλαττωματική λειτουργία της μνήμης σε κάποιο


σημείο της αλυσίδας κωδικοποίηση - συγκράτηση – ανάκληση. Αναφέρεται σε
πληροφορίες που δεν εντάχθηκαν, δεν ταξινομήθηκαν σωστά ή δεν
χρησιμοποιήθηκαν και δεν επαναλήφθηκαν κατά οποιοδήποτε τρόπο με αποτέλεσμα
να εξασθενούν και να εξαλείφονται.

ΓΙΑΤΙ ΞΕΧΝΑΜΕ;

 Φθορά είναι η απώλεια των πληροφοριών από τη μνήμη ως συνέπεια της


παρόδου του χρόνου και της έλλειψης χρήσης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η
μνήμη είναι αποθηκευμένη σε μνημονικά ίχνη , τα οποία εξαφανίζονται όταν
δεν χρησιμοποιούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
 Παρεμβολή είναι η σύγχυση μιας πληροφορίας με μια άλλη ή η κυριαρχία της
υπέρ της άλλης.
 Αμνησία είναι η ανικανότητα να θυμηθούμε τα γεγονότα από το παρελθόν,
λόγω του ψυχολογικού τραύματος ( ψυχογενής αμνησία ), ή ενός
φυσιολογικού τραύματος ( οργανική αμνησία ), όπως οι εγκεφαλικές βλάβες
που προκύπτουν από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Η απώλεια μνήμης συνήθως
περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο.
 Οι άνθρωποι ξεχνούν μερικές φορές τα πράγματα επειδή τα βρίσκουν πάρα
πολύ δυσάρεστα να τα σκέπτονται. Ένα τέτοιο περιστατικό ονομάζεται
παρακινούμενη λήθη.
 Ενίοτε, η αδυναμία ανάκλησης οφείλεται σε αποτυχία αποθήκευσης. Οι
περισσότερες ενδείξεις που έχουμε για αυτό το φαινόμενο προέρχονται από
έρευνες με τραυματισμό του ιππόκαμπου, ο οποίος εμπλέκεται στη
«στερεοποίηση» των πληροφοριών στη ΜΜ. Πειραματόζωα στα οποία
καταστρέφεται ο ιππόκαμπος φαίνεται να αδυνατούν να αποθηκεύσουν
καινούριες πληροφορίες, ενώ θυμούνται παλαιότερες.
 Ο Freud υποστήριξε ότι οι πολύ απειλητικές ή τραυματικές αναμνήσεις συχνά
δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην συνειδητή επίγνωση και γι’αυτό
το φαινόμενο χρησιμοποίησε τον όρο απώθηση. Απώθηση λοιπόν, είναι η
λειτουργία απόρριψης κάποιου πράγματος και διατήρηση του εκτός
συνείδησης, δηλαδή είναι μια επιδιωκόμενη λήθη τραυματικών ή απειλητικών
γεγονότων.
 Ένα ιδιαίτερο είδος αμνησίας που έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των
ερευνητών, είναι η αδυναμία μας να ανακαλέσουμε γεγονότα που μας
συνέβησαν πριν το 3ο έτος της ηλικίας μας.

31
ΣΚΕΨΗ / ΝΟΗΣΗ

Πρόκειται για βασική ψυχική λειτουργία, κύρια και χαρακτηριστική του ανθρώπινου
όντος. Αφετηρία της είναι οι αντιλήψεις ενώ περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές
μεταξύ τους νοερές διεργασίες, οι οποίες όμως έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία:
 Εδρεύουν στον εγκέφαλο (φυσιολογικό υπόβαθρο)
 Σχετίζονται με γνώσεις για πράγματα που δεν είναι παρόντα τη στιγμή εκείνη
 Αφορούν συμπερασμούς από υπάρχουσες γνώσεις
 Επιτρέπουν την επίλυση προβλημάτων
 Ενυπάρχει αιτιακός χαρακτήρας της σκέψης σε σχέση με τη δράση
(συμπεριφορά)
 Υπάρχει ενσυνειδησία των σκέψεων και ίσως των διαδικασιών που
εφαρμόζουμε για την επίλυση ενός προβλήματος

Η σκέψη για τη γνωστική ψυχολογία


 Η σκέψη είναι «γνωστική» (άρα εσωτερική, μη παρατηρήσιμη διεργασία),
αλλά συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά. Συμβαίνει εσωτερικά, στο νου ή σε
ένα γνωστικό σύστημα, και συμπεραίνεται έμμεσα.
 Η σκέψη είναι μια διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει το χειρισμό της γνώσης
στο γνωστικό σύστημα.
 Η σκέψη είναι κατευθυνόμενη και έχει ως αποτέλεσμα τη συμπεριφορά που
λύνει ένα πρόβλημα ή στοχεύει στη λύση
 Η σκέψη είναι μια νοητική εμπειρία, ένα από τα περιεχόμενα της συνείδησης.
 Η σκέψη είναι οι γνώσεις που διαθέτει κανείς και οι οποίες προσδιορίζουν το
νόημα της νοητικής εμπειρίας.
 Η σκέψη είναι μια ακολουθία νοερών διαδικασιών που κατευθύνεται προς ένα
στόχο.
 Η σκέψη μεσολαβεί και προσδιορίζει τη δράση.

Ορισμός: Η νόηση ή σκέψη είναι μια γνωστική λειτουργία της οποίας το έργο
συνίσταται στην ανακάλυψη σχέσεων και συναφειών των διαφόρων αντικειμένων
αλλά και των ιδιοτήτων και της ουσίας των φαινομένων. Είναι λειτουργία
ουσιαστικότερης ταξινόμησης των δεδομένων που προέρχονται από τη λειτουργία
της αντίληψης και της μνήμης. Η ταξινόμηση αυτή είναι μια δυναμική και συνολική
επεξεργασία και συσχέτιση. Η νόηση ως λειτουργία ενεργοποιείται όταν ο άνθρωπος
θέλει να πετύχει κάτι και είναι βοηθητικό μέσο στην υπηρεσία άλλων ψυχικών
λειτουργιών.

32
Θεωρίες της νόησης
Οι πιο γνωστές θεωρίες για τη νόηση είναι:

1. Σύμφωνα με τον Piagetο άνθρωπος κατά την ανάπτυξη κατακτά άλλου τύπου
νοημοσύνη. Οι ατομικές διαφορές ως προς τη νοημοσύνη κατά τη φάση της
ανάπτυξης (από τη γέννηση μέχρι και το 20ο έτος) είναι ποιοτικές και όχι ποσοτικές
(αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κόσμο κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο).
Μελετώντας την νοητική ανάπτυξη του παιδιού, συμπέρανε ότι υπάρχουν πέντε
στάδια ανάπτυξης που είναι τα ακόλουθα:

Αισθησιοκινητικό στάδιο 0-2 • Αντιλαμβάνεται με τις


αισθήσεις
• Διαφοροποιεί τον εαυτό
του από τους άλλους
• Επιτυγχάνει μονιμότητα
αντικειμένου

Προσυλλογιστικό στάδιο 3-4 • Χρησιμοποιεί σύμβολα


1: στο εδώ και τώρα
Προεννοιολογικό • Εγωκεντρική σκέψη
• Χρήση γλώσσας

Προσυλλογιστικό στάδιο 5-6


2: Διαισθητικό • Διαισθητική σκέψη

Στάδιο Συγκεκριμένης 7-11 • Λογική σκέψη στο εδώ


σκέψης και τώρα
• Διατήρηση αριθμού,
μάζας, βάρους

Στάδιο αφηρημένης 12-16 • Λογική σκέψη για


σκέψης αφηρημένες έννοιες
• Αφαιρετική σκέψη
• Ενδιαφέρον για
υποθετική, μελλοντικά,
ιδεολογικά προβλήματα

33
2.ΟLouisLeonThurstone (1887 – 1955): υποστήριξε ότι υπάρχουν εφτά (7)
πρωτογενείς νοητικοί παράγοντες, ο καθένας από τους οποίους αποτελεί μια
διαφορετική βασική-θεμελιακή νοητική ικανότητα, ανεξάρτητη από τις άλλες
 Γλωσσική ικανότητα
Κατανόηση της έννοιας των λέξεων και του λόγου
 Γλωσσική ευχέρεια
Ευκολία και ταχύτητα χρησιμοποίησης μεμονωμένων λέξεων
 Αριθμητική ικανότητα
Ταχύτητα και ακρίβεια εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων
 Αντίληψη του χώρου
Προσδιορισμός της θέσης και του προσανατολισμού γεωμετρικών σχημάτων
 Ταχύτητα αντίληψης
Ταχεία και ακριβή αντίληψη λεπτομερειών, ομοιοτήτων και διαφορών
 Συλλογιστική ικανότητα
Χρήση επαγωγικής σκέψης
 Μηχανική μνήμη
Η ευχέρεια ανάκλησης και διατήρησης λέξεων, γραμμάτων και αριθμών κλπ

3. Ο JoyPaulGuilford (1897 – 1987) παρουσίασε μια θεωρία για την νοημοσύνη


ιδιαίτερα σύνθετη αποτελούμενη από συνδυασμούς επιμέρους δεδομένων που
διέκρινε σε:
 –Διεργασίες (5)
Βασικές νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου (κατανόηση, μνήμη, αποκλίνουσα
νόηση, συγκλίνουσα νόηση, αξιολόγηση)
 Νοητικά περιεχόμενα (4)
Γνωστικά στοιχεία στα οποία επενεργούν οι διεργασίες (σχηματικό περιεχόμενο,
συμβολικό περιεχόμενο, σημασιολογικό περιεχόμενο, περιεχόμενο συμπεριφοράς)
 Νοητικά προϊόντα (6)
Αποτελέσματα της επενέργειας των διεργασιών πάνω στο γνωστικό υλικό (μονάδες,
τάξεις, σχέσεις, συστήματα, μετατροπές, προβολές)

4.ΟιJohnHorn(1929–2006)&RaymondBernardCattell (1905 – 1998) διέκριναν την


νοημοσύνη σε
 Ρέουσα Νοημοσύνη: (Η βασική βιολογική πνευματική ικανότητα του
ατόμου). Αφορά ικανότητες επεξεργασίας πληροφοριών, ικανότητα
συλλογισμού και μνήμη
 Κρυσταλλική Νοημοσύνη: (Η απόκτηση γνώσεων μέσα από τη διαδικασία
μάθησης). Αφορά τη συσσώρευση πληροφοριών, δεξιοτήτων και
στρατηγικών τις οποίες το άτομο έχει αποκτήσει μέσω εμπειρίας και τις
οποίες μπορεί να εφαρμόσει για την επίλυση προβλημάτων

34
Η ρέουσα νοημοσύνη φτάνει στη μέγιστη επίδοσή της γύρω στα 20 χρόνια ενώ η
κρυσταλλική νοημοσύνη αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

5. Ο HowardEarlGardner (1943 - ) υποστήριξε ότι υπάρχουν εννέα (9)


μεμονωμένες νοημοσύνες οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους αλλά
αλληλεπιδρούν και λειτουργούν σε συνεργασία όταν οι ανάγκες το απαιτούν. Η
θεωρία της Πολλαπλής Νοημοσύνης αποτελεί μια κριτική θέση απέναντι στην άποψη
σύμφωνα με την οποία γεννιόμαστε με μια μόνο νοημοσύνη, την οποία δεν έχουμε τη
δυνατότητα να αλλάξουμε και την οποία οι ψυχολόγοι μπορούν να μετρήσουν.
Σύμφωνα µε τη θεωρία αυτή, που βασίζεται σε ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών
ερευνών (ψυχολογικών, ανθρωπολογικών, βιολογικών), η νοημοσύνη µας χωρίζεται
σε εφτά τομείς οι οποίοι έχουν την έδρα τους σε διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου
µας. Είναι εξίσου σημαντικοί, όχι όμως και το ίδιο αναπτυγμένοι σε κάθε άτομο.Τα
είδη αυτά νοημοσύνης προέκυψαν μετά από έρευνα του εγκεφάλου, της ανθρώπινης
ανάπτυξης, της εξέλιξης και μετά από διαπολιτισμικές συγκρίσεις. Υποστηρίζεται,
λοιπόν, ότι η νοημοσύνη είναι προϊόν μιας μακράς και συμμετοχικής αλληλεπίδρασης
μεταξύ της φύσης (βιολογικές δυνάμεις και κληρονομικές προδιαθέσεις) και της
ανατροφής (περιβαλλοντικές δυνάμεις και εμπειρίες της ζωής). Η νοημοσύνη
δημιουργείται βιολογικά αλλά ο βαθμός ανάπτυξής της εξαρτάται από τις προσωπικές
εμπειρίες του καθενός. Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύει κανείς στη χρήση και
ενίσχυση της νοημοσύνης και όσο καλύτερη καθοδήγηση και ενθάρρυνση δέχεται,
τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ανάπτυξης του συγκεκριμένου τομέα νοημοσύνης.
Τα τέσσερα σημαντικότερα σημεία της θεωρίας της Πολλαπλής Νοημοσύνης του
Gardner είναι:
 Κάθε άτομο έχει ένα συνδυασμό των ειδών νοημοσύνης. Αυτή η τυχαία
κατάταξη των δυνάμεων και αδυναμιών καθιστά κάθε πρόσωπο μοναδικό με
αποτέλεσμα κάθε τάξη να διαθέτει μια ποικιλομορφία σκέψης.
 Κάθε άτομο μπορεί να αναπτύξει τις νοημοσύνες του σε επαρκές επίπεδο. Με
ενθάρρυνση, εμπλουτισμό και κατάλληλη καθοδήγηση, οποιοσδήποτε
μαθητής ή άτομο, μπορεί να αναπτύξει τις νοημοσύνες του.
 Οι νοημοσύνες συνεργάζονται. Πάντα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
 Καμιά νοημοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει μόνη της. Εξαιτίας γενετικών
καταβολών και του περιβάλλοντος, δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι που να έχουν
το ίδιο προφίλ νοημοσύνης -ούτε ακόμη και οι απαράλλακτοι δίδυμοι- επειδή
οι εμπειρίες τους είναι διαφορετικές και η νοημοσύνη τους συνεχώς
εξελίσσεται. Για παράδειγμα, αν δυο άτομα διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ισχυρής
γλωσσικής νοημοσύνης, το ένα μπορεί να είναι καλύτερο στην ανάγνωση,
ενώ το άλλο στο γραπτό λόγο.

35
Τα είδη της νοημοσύνης είναι:
 Λεκτική/Γλωσσική. Η γλωσσική νοημοσύνη δεν εμπεριέχει μόνο τρόπους
παραγωγής της γλώσσας, αλλά και την ευαισθησία για λεπτές αποχρώσεις,
κανόνες και ρυθμούς της γλώσσας . Αυτό το είδος νοημοσύνης σχετίζεται με
λέξεις είτε προφορικά είτε γραπτά.
 Λογική - Μαθηματική. Λογική / μαθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα
να ερευνάς σχέδια, κατηγορίες και σχέσεις με το χειρισμό αντικειμένων ή
συμβόλων και να πειραματίζεσαι με έναν ελεγχόμενο και πειθαρχημένο
τρόπο. Σχετίζεται με αριθμούς, με τη λογική, την αφαιρετική ικανότητα και
την ικανότητα επαγωγικής και απαγωγικής λογικής.
 Χωροταξική. Νοημοσύνη χώρου είναι η ικανότητα να παρατηρείς και να
χειρίζεσαι νοερά με επιδεξιότητα μια μορφή ή αντικείμενο, να παρατηρείς και
να δημιουργείς τάσεις, ισορροπίες και συνθέσεις με μια παραστατική και
χωρική έκθεση. Είναι η ικανότητα να σχηματίζεις παραστατικές / χωρικές
αναπαραστάσεις του κόσμου, να τις μεταφέρεις νοερά ή αισθητά και να
θεωρείς τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία.
 Μουσική. Μουσική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να απολαμβάνεις, να
εκτελείς και να συνθέτεις μουσικά κομμάτια. Εμπεριέχει ευαισθησία στην
κίνηση, στο ρυθμό και στη χροιά του ήχου καθώς και ανταπόκριση στις
συναισθηματικές εφαρμογές σ’ αυτά.
 Κιναισθητική. Σωματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να χρησιμοποιείς
εξαίρετα και συνδυασμένα τις κινητικές δεξιότητες στα αθλήματα (εκτέλεση
και επινόηση). Η σωματική νοημοσύνη υποκινεί το σώμα να λύνει
προβλήματα, να επινοεί νέες καταστάσεις και να μεταβιβάζει ιδέες και
συναισθήματα.
 Ενδροπροσωπική. Η ενδοπροσωπική νοημοσύνη είναι η ικανότητα για
κατανόηση των βαθύτερων αισθημάτων, επιθυμιών και ιδεών του εαυτού.
Αποτελεί ικανότητα προσωπικής γνώσης που στρέφεται προς τον ίδιο μας τον
εαυτό.
 Διαπροσωπική. Διαπροσωπική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να
καταλαβαίνεις τους άλλους ανθρώπους, να επισημαίνεις τους σκοπούς, τα
κίνητρα και τα ενδιαφέροντά τους και να δουλεύεις μαζί τους
αποτελεσματικά, δηλαδή να αλληλεπιδράς με τους άλλους.
 Νατουραλιστική Η φυσιοκρατική νοημοσύνη σχετίζεται με τη φύση και τη
σύνδεση της πληροφορίας με το φυσικό περίγυρο. Τα άτομα με φυσιοκρατική
νοημοσύνη είναι ευαίσθητα ως προς τη φύση και τη θέση τους μέσα σε αυτήν
και διαθέτουν μεγαλύτερη ευκολία στη φροντίδα και την αλληλεπίδραση με
τα ζώα.
 Υπαρξιακή Αυτή την νοημοσύνη κατέχουν οι άνθρωποι που
προβληματίζονται με τα θέματα ύπαρξης και ανυπαρξίας, καλού και κακού,
σωστού και λάθους, με μια σταθερή τάση να διευρύνουν τα πλαίσια της
ανθρώπινης σκέψης.

36
6. ΟAlfredBinet(1857 – 1911).υποστήριξε ότι η νοημοσύνη είναι μία γενική
αδιαφοροποίητη πνευματική ικανότητα, ανεξάρτητη σχολικών ή περιβαλλοντικών
γνώσεων.
 Η Νοητική ηλικία είναι μια έννοια που εκφράζει το επίπεδο της νοητικής
ανάπτυξης του ατόμου σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η νοητική ηλικία
ενδέχεται να διαφέρει από τη χρονολογική ηλικία του ατόμου και τότε
υπάρχει απόκλιση στη νοητική ικανότητα του ατόμου σε σχέση με το μέσο
όρο στο γενικό πληθυσμό. Η νοητική ηλικία μεταβάλλεται στο χρόνο, δε
μένει σταθερή.
 Το Νοητικό πηλίκο είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης που έχει
δημιουργηθεί με στατιστική επεξεργασία. και θεωρείται σταθερό στη ζωή του
ανθρώπου

Νοητική
Νοητικό Πηλίκο= Ηλικία X 100
Χρονολογική
Ηλικία
Παράδειγμα: Παιδί με τα ακόλουθα στοιχεία
• χρονολογική ηλικία 6 ετών
• νοητική ηλικία 4 ετών
Αν κάνουμε την πράξη θα δούμε ότι το Νοητικό Πηλίκο του παιδιού ΝΠ 66 το
κατατάσσει Ελαφρά Νοητική Καθυστέρηση, καθώς βρίσκεται κάτω από το ΝΠ 70.

Νόηση και πράξη


Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους για να συλλογιστούν και να λύσουν
προβλήματα. Η συλλογιστική σκέψη ή αλλιώς η νόηση είναι η διαδικασία εξαγωγής
συμπερασμάτων από ορισμένα δεδομένα. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η νόηση
αποτελεί τη βάση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η συλλογιστική σκέψη ως
διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων λειτουργεί βασικά με δύο τρόπους: τον
παραγωγικό και τον επαγωγικό.
Οι άνθρωποι δε συλλογίζονται όπως μια λογική μηχανή, εφαρμόζοντας αυστηρά τους
κανόνες της λογικής ακολουθίας. Όταν κρίνουν την ορθότητα ενός συλλογισμού
επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις τους (αναδρομική, προδρομική,
συναισθηματική παρεμβολή, παρεμβολή ομοιότητας).
Η πράξη είναι πρωταρχική μορφή ύπαρξης νόησης και παραμένει και το
αποφασιστικό κριτήριο για την ορθότητά της. Πρόκειται για το διαλεκτικό τρόπο
γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας κατά το οποίο η σκέψη είναι μια
διαδικασία μετάβασης από το επιμέρους στο γενικό κι από το γενικό στο επιμέρους.
Το ειδικό περιεχόμενο της σκέψης είναι η έννοια «λέξη» και συνδέεται άμεσα με την
εξέλιξη της κοινωνικής πράξης. Η νόηση ενεργοποιείται όταν βρισκόμαστε σε
κατάσταση προβλήματος του οποίου η λύση δεν εξαρτάται από έμφυτους τρόπους
δράσης, ούτε από μαθημένους τρόπους συμπεριφοράς.

37
ΓΛΩΣΣΑ

Η γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβόλων με τα οποία μεταδίδονται σημασίες και


μηνύματα σε άτομα που επικοινωνούν. Αποτελείται από τέσσερις τομείς: το
φωνολογικό, το σημασιολογικό, το συντακτικό και τον πραγματολογικό.

ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Φθόγγοι+Κανόνες=Λέξεις Έννοιες+Κανόνες=Νοήματα

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ
Λέξεις+Κανόνες=Προτάσεις

ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ
Προτάσεις+Κανόνες=Επικοινωνία

Σκοπός της γλώσσας είναι να κάνει δυνατή την επικοινωνία ανάμεσα στους
ανθρώπους. Υπάρχουν γλωσσικά όρια στην επικοινωνία και αυτά καθορίζονται από
τις ιδιαίτερες πολιτισμικές και συναισθηματικές αποχρώσεις και συνδέσεις της
γλώσσας. Ξέρουμε επίσης ότι η ανθρώπινη επικοινωνία μπορεί να έχει κι άλλες
μορφές, που δε συνδέονται με τη γλώσσα. Η επικοινωνία εκτός από λεκτική μπορεί
να είναι και μη λεκτική, να μη χρησιμοποιεί δηλαδή τη γλώσσα αλλά σύμβολα,
εικόνες, χειρονομίες κα. Ως επικοινωνία ορίζεται η ανταλλαγή και μετάδοση
πληροφοριών, μηνυμάτων και απόψεων ,μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Η
λειτουργία της γλώσσας προς επικοινωνία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πομπού,
ενός δέκτη και του μηνύματος. Ο πομπός έχει το μήνυμα, θα κωδικοποιήσει το
μήνυμα για να το εκφράσει στον δέκτη. Έτσι τον προσκαλεί να το αποκωδικοποιήσει,
ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δύο άνθρωποι σε μια διαδικασία επικοινωνίας
συνήθως λειτουργούν εκ περιτροπής μια ως πομπός και μια ως δέκτης (αμφίδρομη
επικοινωνία).
Η επικοινωνία μπορεί να διαταράσσεται σε διάφορα σημεία της λειτουργίας της. Οι
δυσκολία μπορεί να αφορά
 στον πομπό: θέμα γλώσσας, προσωπικότητας κα
 στο δέκτη: θέμα γλώσσας, αντίληψης, προσωπικότητας κα
 στο μέσο που επιλέχτηκε για την επικοινωνία: βλάβη μέσου
 στη μορφή επικοινωνίας που επιλέχτηκε: μονομερής ή αμφίδρομη επικοινωνία

38
Κύριες θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης

Ο AvramNoamChomsky(1928 - ), γλωσσολόγος, θεωρεί ότι η εκμάθηση της


γλώσσας βασίζεται σε μια κληρονομικά- βιολογικά καθορισμένη ικανότητα που έχει
ο άνθρωπος. Δέχεται έμφυτους και καθολικούς κανόνες σύνταξης στους οποίους
στηρίζεται η απόκτηση της γλωσσικής ικανότητας. Επίσης ο Chomsky υποστηρίζει
ότι το παιδί κατορθώνει να ανακαλύψει την καθολική γλωσσική δομή της μητρικής
του γλώσσας χάρη σε έναν έμφυτο μηχανισμό που διαθέτει, το «μηχανισμό
γλωσσικής απόκτησης» (LanguageAcquisitionDevice) L.A.D.
Ο EricHeinzLenneberg (1921 – 1975), γλωσσολόγος, θεωρεί ότι ο άνθρωπος
χαρακτηρίζεται από μια βιολογικά καθορισμένη ικανότητα να αποκτά και να
χρησιμοποιεί γλώσσα, ικανότητα που μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με τις άλλες
έμφυτες ικανότητες (όπως του βαδίσματος) οι οποίες μεταβιβάζονται με το γενετικό
κώδικα. Η ικανότητα αυτή αντιδιαστέλλεται με δεξιότητες όπως η γραφή, που είναι
αποτέλεσμα εξάσκησης και κοινωνικο-πολιτιστικών επιδράσεων..
Ο Skinner υποστηρίζει ότι η απόκτηση της γλώσσας είναι αποτέλεσμα της
συσσωρευμένης εμπειρίας, από την επίδραση των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων,
σύμφωνα με τη μέθοδο της κλασσικής και της συντελεστικής υποκατάστασης.
Ο J. Piaget είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους της άποψης ότι η γλώσσα
εξαρτάται από τη σκέψη και τη νοητική ανάπτυξη του ατόμου (εγωκεντρικός λόγος
του παιδιού). Η δραστηριότητα/πράξη καθορίζει τη σκέψη στην αισθησιοκινητική
περίοδο, που αντανακλάται στη γλώσσα
Η θεωρία του L. Vygotsky υποστηρίζει ότι σκέψη και γλώσσα αναπτύσσονται
αρχικά ως ανεξάρτητες γνωστικές λειτουργίες: προ-νοητική γλώσσα και προ-
γλωσσική σκέψη.Στην ηλικία των 2 ετών περίπου οι δύο ανεξάρτητες λειτουργίες
συναντώνται και συμβάλλουν στην εμφάνιση μιας άλλης μορφής γνωστικής
συμπεριφοράς. Η προ-νοητική γλώσσα γίνεται κοινωνική γλώσσα και καθιστά
δυνατή τη διεκπεραίωση της εξωτερικής επικοινωνίας, ενώ η προ-γλωσσική σκέψη
γίνεται εσωτερικός λόγος και συμβάλλει στην εσωτερική τακτοποίηση των σκέψεων.
Η σπουδαιότητα της γλώσσας για τον άνθρωπο εντοπίζεται στην αναφορική,
συναισθηματική, βουλητική, μεταγλωσσική και ποιητική της λειτουργία. Αποτελεί
κεντρικό φαινόμενο της ανθρώπινης συμπεριφοράς γιατί είναι μέσο επικοινωνίας,
κανάλι αυτοέκφρασης, μέσο σκέψης και προαγωγής της σκέψης, μέσο μεταβίβασης
γνώσεων, πολιτισμού, καταγωγής και παράγοντας εθνικής συνοχής. Βέβαια ο
κυρίαρχος ρόλος της είναι ο επικοινωνιακός.

Σκέψη και γλώσσα


Η σχέση σκέψης και γλώσσας αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο, είναι όμως μια
σχέση πολυσύνθετη της οποίας η φύση δύσκολα προσδιορίζεται εξαιτίας του
πολύπλοκου χαρακτήρα και της σκέψης και της γλώσσας.
Η γλώσσα είναι ένα συμβατικό σύστημα συμβόλων.

39
Η σκέψη είναι έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου, η οποία μεταδίδεται κληρονομικά
ως προδιάθεση και αναπτύσσεται σταδιακά χάρη στους ερεθισμούς του κοινωνικού
και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Γλώσσα και σκέψη διαμορφώνονται χάρη στην αλληλεπίδρασή τους, συνυφαίνονται
και «συνλειτουργούν», σε σημείο να είναι προβληματική αν όχι αδύνατη η διάκριση
της μιας από την άλλη. Επομένως δεν είναι ορθή η άποψη, σύμφωνα με την οποία η
σκέψη προηγείται και η γλώσσα ακολουθεί, για να την εκφράσει. Ο άνθρωπος δε
μιλάει μόνο, αλλά και σκέπτεται με τη γλώσσα. Όσο ωριμάζει πνευματικά ένα άτομο
τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί καθώς σκέπτεται λέξεις-σύμβολα και εγκαταλείπει
τις εικόνες-παραστάσεις. Η σκέψη αναδύεται μαζί με τη μορφή που την εκφράζει και
μέσα σε αυτήν.

Στάδια φυσιολογικής εξέλιξης ανάπτυξης του λόγου και της επικοινωνίας:


Από 0-6 μηνών. Το παιδί αντιδρά στους ήχους, κοιτάει ή στρέφει το κεφάλι του προς
την πηγή τους, παράγει ήχους, κάνει βλεμματική επαφή, αναγνωρίζει τη φωνή της
μητέρας του, αλληλεπιδρά, όπως για παράδειγμα να χαμογελά όταν του μιλάτε.
7-12 μηνών .Το παιδί καταλαβαίνει και αποκρίνεται στο όνομα του, καταλαβαίνει το
όχι και το ναι, καταλαβαίνει τις απλές εντολές και γνώριμα αντικείμενα π.χ. δώσε μου
τη μπάλα, ακούει όταν του μιλάμε, παράγει μία ή περισσότερες λέξεις και κυρίως
ουσιαστικά.
13-18 μηνών. Έχει εκφραστικό λεξιλόγιο 3-20 ή περισσότερες λέξεις, παράγει
φράσεις 2 λέξεων και παραλείπει μερικά αρχικά σύμφωνα και σχεδόν όλα τα τελικά
σύμφωνα, ακολουθεί τις απλές εντολές, συνδυάζει χειρονομία και φώνηση και
απαιτεί περισσότερα επιθήματα αντικείμενα.
19-24 μηνών. Έχει λεξιλόγιο έκφρασης από 50-100 ή περισσότερες λέξεις, αρχίζει να
συνδυάζει τα ουσιαστικά και τα ρήματα και να χρησιμοποίει προσωπικές αντωνυμίες
(εγώ, εσύ), απολαμβάνει να ακούει ιστορίες, χρησιμοποιεί τον κατάλληλο επιτονισμό
όταν κάνει ερωτήσεις, κατονομάζει οικεία αντικείμενα και αναγνωρίζει μέλη του
σώματος, ακολουθεί εντολές που έχουν 2 μέρη.
2-3 ετών. Είναι καταληπτή η ομιλία του στο 50-70%, χρησιμοποιεί φράσεις με 3-4
λέξεις, κάνει ερωτήσεις με 2 λέξεις και απαντάει σε ερωτήσεις με ναι ή όχι,
χρησιμοποιεί άρνηση (δεν, μη) , ζητά τα αντικείμενα με το όνομα τους και απαντάει
στο γιατί, ποιος, ποιου, και πόσα είναι, κάνει πολλά γραμματικά λάθη, καταλαβαίνει
τις λειτουργίες πολλών καθημερινών αντικειμένων, χρησιμοποιεί συμβολικά διάφορα
παιχνίδια (π.χ τάϊσμα μωρού κ.α).
3-4 ετών. Η ομιλία του είναι καταληπτή 80%, συμμετέχει σε μεγάλης διάρκειας
συνομιλίες, χρησιμοποιεί το λόγο του για να εκφράσει συναισθήματα, χρησιμοποιεί
μέχρι 6 λέξεις σε μια πρόταση, βελτιώνονται οι γραμματικές προτάσεις αν και μερικά
λάθη παραμένουν, έχει επίγνωση για το παρελθόν και το μέλλον, χρησιμοποιεί με
συνέπεια πληθυντικούς, κτητικές αντωνυμίες, σωστή κλήση των ρημάτων,
καταλαβαίνει τις λειτουργίες του αντικειμένου, καταλαβαίνει τα αντίθετα π.χ. (πάνω-
κάτω, μεγάλο-μικρό).
4 ετών. Έχει αντιληπτικό λεξιλόγιο 2800 ή περισσότερων λέξεων και λεξιλόγιο
έκφρασης 900 ως 2000 ή παραπάνω λέξεων, χρησιμοποιεί προτάσεις 4 ως 8 λέξεων

40
και γραμματικά σωστές, απαντά σε σύνθετες ερωτήσεις που αποτελούνται από 2
μέρη , ρωτά για ορισμούς λέξεων, ο λόγος του είναι συνήθως καταληπτός από τους
ξένους, δίνει προσοχή σε μία ιστορία και απαντά σε απλές ερωτήσεις για την ιστορία,
μιλά σχετικά με εμπειρίες στο σχολείο, σε σπίτια φίλων κλπ. Και αναμεταδίδει με
ακρίβεια μια μεγάλη ιστορία, παράγει σύμφωνα με 90% ακρίβεια, Μετράει ως το 10
μηχανικά ενώ κατανοεί τις έννοιες των αριθμών ως το 3 και αρχίζει να αναγνωρίζει
χρώματα.

41
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ανθογαλίδου, Θ. (1992.).«Γλωσσική ανάπτυξη και περιβάλλον, Η σημαντική
πρόταση του ΛεβΒυγκότσκι και της σχολής της Κοινωνικής Ψυχογένεσης»,
Εκπαιδευτική Κοινότητα, 15, σελ. 38 - 42.
Atkinson, R., Atkinson, R., Smith, E., Bem. D.,& Nolen-Hoeksema (2003). Εισαγωγή
στην Ψυχολογία του Hilgard, Παπαζήση, Αθήνα
Βοσνιάδου, Σ. (2001). Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Gutenberg, Αθήνα
Βυγκότσκι, Λεβ (1993), Σκέψη και Γλώσσα, μτφρ. ΑντζΡόδη,: Γνώση, Αθήνα
Donaldson, M. (2001). Η σκέψη των παιδιών, Gutenberg,Αθήνα
Eysenck, W. M. (2010). Βασικές Αρχές ΓνωστικήςΨυχολογίας,επιμ. Ελένη
Βασιλάκη, Gutenberg, Αθήνα
Fromkin, V. -.Rodman, R -.Hyams, N. (2010).Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας,
μτφρ. Ε. Βάζου-Γ. Ξυδόπουλος, Β. Παπαδοπούλου, Πατάκη, Αθήνα
Κατή, Δ. (2000). Γλώσσα και επικοινωνία στο παιδί, Οδυσσέας Αθήνα
Κολιάδης, Ε. (2002). Γνωστική ψυχολογία, γνωστική νευροεπιστήμη και
εκπαιδευτική πράξη: Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών. Δ’ τόμος. Αυτοέκδοση,
Αθήνα
Kωσταρίδου-Ευκλείδη Α. (1997). Ψυχολογία της Σκέψης, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα
Λυμπεράκης Σ. (1997). Εγκέφαλος και Ψυχολογία. Εισαγωγή στη Νευροψυχολογία,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
Ματσαγγούρας, Η. (2000). Θεωρία και Πράξη της Διδασκαλίας. Θεωρία της
Διδασκαλίας. Τόμος Α., Gutenberg,Αθήνα
Μπασέτας, Κ. (2002). Ψυχολογία της Μάθησης, Ατραπός, Αθήνα
Νατσιοπούλου, Τ. (1996). «Η σχέση γλώσσας και σκέψης κατά τον L. Vygotsky»,
Γλώσσα, 39, σελ. 17 - 23.
Ντάβου, Μ. (2000). Οι διεργασίες της σκέψης στην εποχή της πληροφορίας: Θέματα
Γνωστικής Ψυχολογίας και Επικοινωνίας, Παπαζήση,Αθήνα
Παπαδόπουλος, Ν &. Ζάχος, Γ (1985). Ψυχολογία, Κέντρο Ψυχολογικών Μελετών,
Αθήνα
Παπαηλιού, Χ. (2005). Ανάπτυξη της γλώσσας, Παπαζήση, Αθήνα
Σαμαρτζή, Σ. (1995). Εισαγωγή στις Γνωστικές λειτουργίες, Παπαζήση,Αθήνα
Sternberg, J. R. (2007). Γνωστική ψυχολογία,επιμ. Γ. Ξανθάκου-Μ. Καΐλα, μτφρ.
Ιωάννα Βραχωρίτου. Ατραπός-Περιβολάκι, Αθήνα
Φλουρής, Γ. (2005). Εγκέφαλος, Μάθηση, Νοημοσύνη και Εκπαίδευση. Επιστήμες
της Αγωγής, 2, 7-32

42
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

1. Δώστε τον ορισμό της αντίληψης και αναφέρετε τη διαδικασία


σχηματισμού.
2. Ποιοι παράγοντες της προσωπικότητας και ποιοι κοινωνικοί παράγοντες
επηρεάζουν το σχηματισμό της αντίληψης;
3. Αναφέρετε επιγραμματικά τι γνωρίζετε για τις Αντιληπτικές πλάνες και τις
διαταραχές;
4. Αναλύστε τη θεωρητική κατεύθυνση της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης
του Pavlov.
5. Αναλύστε τη συντελεστική μάθηση του Skinner.
6. Αναλύστε την μίμηση των προτύπων ως είδος μάθησης.
7. Ποιος ο ρόλος της μάθησης στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου;
8. Δώστε τον ορισμό της μνήμης και αναλύστε τα είδη διατήρησης αυτής.
9. Ποιες μορφές παρακώλυσης της μνήμης γνωρίζετε;
10. Τι γνωρίζετε για τη λήθη;
11. Η νόηση ως γνωστική λειτουργία. Νοητική ηλικία και νοητικό πηλίκο.
12. Υπάρχει σχέση νόησης – πράξης και νόησης – γλώσσας; Τεκμηριώστε την
άποψή σας.
13. Ποιες θεωρίες για την νόηση γνωρίζετε; Αναφέρετε τα κύρια σημεία για
κάθε μια.
14. Η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων.
15. Αναφέρατε Θεωρίες που ερμηνεύουν την γλωσσική μάθηση.
16. Αναλύστε τη σχέση γλώσσας και σκέψης.
Β’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ

Η ψυχολογία κινήτρων ασχολείται με τις δυνάμεις που ενεργοποιούν και


καθοδηγούν τη συμπεριφορά. Έχει ως στόχο της να περιγράψει:
Πρώτο, ποια και πόσα κίνητρα υπάρχουν. Ποιες είναι, δηλαδή, οι δυνάμεις που
συνυπάρχουν με τη γνωστική διαδικασία και προσδιορίζουν την κατεύθυνσή της,
δηλαδή τους επιδιωκόμενους στόχους, αλλά και την ένταση και τη διάρκεια της
προσπάθειας για την επίτευξη του στόχου. Για παράδειγμα, είναι δυνατό να
ξεκινήσουμε τις ενέργειες για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού και στη συνέχεια
να εγκαταλείψουμε τη σχετική δράση. Αντιστοίχως, μπορεί να διακοπεί μια δράση
για κάποιο λόγο και παρά τη διακοπή να επανέλθουμε σε αυτήν μετά από καιρό. Η
ύπαρξη στόχου είναι ένα πράγμα, η ένταση της σχετικής επιθυμίας είναι άλλο. Η
επιθυμία είναι δυνατό να αυξομοιώνεται και να διαρκεί περισσότερο ή λιγότερο
χρονικό διάστημα. Ένα άλλο σχετικό ερώτημα είναι αν κάθε συμπεριφορά
προϋποθέτει κάποιο κίνητρο και αν συγκεκριμένες  συμπεριφορές συνδέονται με
ορισμένο κίνητρο μόνον.
Δεύτερο, πώς αναγνωρίζονται τα διάφορα κίνητρα και πώς μπορούμε
ναμετρήσουμε την έντασή τους. Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι 
συχνά κάνουμε το σφάλμα να ταυτίζουμε το κίνητρο με τη συμπεριφορά που 
απορρέει από αυτό. Για παράδειγμα, κοιτάζει κάποιος έξω  από το παράθυρο και
εμείς λέμε ότι το κάνει αυτό «από περιέργεια» πώς όμως είμαστε σίγουροι ότι το
άτομο αυτό είναι πραγματικά «περίεργο»και αυτός  είναι ο λόγος  που προκάλεσε τη
συγκεκριμένη συμπεριφορά; Συχνά το επιχείρημα είναι κυκλικό, δηλαδή κοιτάζει από
το παράθυρο γιατί είναι περίεργος και είναι περίεργος γιατί κοιτάζει από το
παράθυρο. Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένα
ανεξάρτητο μέσο μέτρησης της περιέργειας, το οποίο να μπορεί να διαφοροποιεί τους
ανθρώπους ανάλογα με αυτό το χαρακτηριστικό. Στη συνέχεια να ελεγχθεί αν τα
άτομα που διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό επιδεικνύουν αυτή τη συμπεριφορά, το
κοίταγμα έξω από το παράθυρο, περισσότερο από ό,τι τα άτομα που δε διαθέτουν
αυτό το χαρακτηριστικό. Με τον τρόπο αυτό αποσυνδέεται η συμπεριφορά από την
αιτία που υποτίθεται ότι την προκάλεσε.
Τρίτο, αν οι άνθρωποι διαφέρουν στα κίνητρά τους, αν υπάρχουν δηλαδή ατομικές
διαφορές και πού οφείλονται αυτές. Το ερώτημα αυτό έχει να κάνει με την
καθολικότητα των κινήτρων, αν δηλαδή υπάρχουν δε όλους τους ανθρώπους,
ανεξάρτητα από προσωπικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Το
περιβάλλον από μόνο του δεν αρκεί να οδηγήσει σε σκόπιμη δράση. Αλληλεπιδρά με
το άτομο, τις προδιαθέσεις του για αξίες, τις ικανότητές του καθώς και τα πρόσφορα
μέσα τα οποία προσδιορίζουν την πιθανότητα επίτευξης του σκοπού του. Το κίνητρο
δεν είναι τίποτε άλλο από έναν προσανατολισμό προς ένα συγκεκριμένο στόχο, σε
μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο άτομο.
Τέταρτο, ποιος είναι ομηχανισμός μέσα από τον οποίο διαμορφώνονται τα
κίνητρακαι μέσα από τον οποίο επηρεάζουν την τελική συμπεριφορά. Αυτό

44
σημαίνει ότι η έρευνα ενδιαφέρεται να κατανοήσει ποιες είναι οι πηγές των
κινητήριων δυνάμεων, πώς διαμορφώνονται οι στόχοι και οι επιθυμίες των ατόμων ,
και πώς αυτές συνδέονται με ορισμένη δράση και όχι άλλη. Βεβαίως, η οργάνωση της
δράσης –δηλαδή ποιες ενέργειες και με ποια σειρά θα χρησιμοποιηθούν για την
επίτευξη ενός στόχου- είναι  δικαιοδοσία του γνωστικού πεδίου. Τα κίνητρα όμως
είναι αυτά που μέσω της πρόθεσης προσφέρουν το βάρος που απαιτείται για την
επιλογή μιας δράσης έναντι άλλων εναλλακτικών, είναι αυτά που διευρύνουν ή
περιορίζουν τη δράση, που δίνουν εντολή έναρξης και περαίωσής της., που
συντονίζουν και σχηματοποιούν τις γνωστικές και κινητικές λειτουργίες που θα
εμπλακούν σε μια δράση. Τα κίνητρα δεν εξηγούν πώς λειτουργεί το γνωστικό
σύστημα αλλά για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται με τον τρόπο που
χρησιμοποιείται. Η κατανόηση του μηχανισμού των κινήτρων είναι αναγκαία
προκειμένου να μπορούν να μετρηθούν οι επιδράσεις τους στη συμπεριφορά και να
είναι δυνατή η ακριβής πρόβλεψη για τις επιπτώσεις τους όταν είναι παρόντα.
Πέμπτο, αν τα κίνητρα μπορούν να αλλάξουν και να διδαχτούν νέα. Εφόσον
γνωρίζουμε αν τα κίνητρα είναι επίκτητα ή όχι, υπό ποιες συνθήκες εκδηλώνονται και
μέσα από ποιο μηχανισμό επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τότε μπορούμε να
«δημιουργήσουμε» συνθήκες τέτοιες ώστε το άτομο να αποκτήσει τάσεις που δε
διαθέτει ή να μεταβάλει τάσεις που διαθέτει.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι το αντικείμενο της μελέτης των
κινήτρων είναι ο εντοπισμός των αιτιών που οδηγούν σι συγκεκριμένη κάθε φορά
συμπεριφορά ή δράση. Τέτοιες αιτίες μπορεί να είναι εσωτερικές ή εξωτερικές
δυνάμεις, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο εντοπίζονται, μπορεί να είναι
συναισθήματα, ορμές, επιθυμίες, ή ακόμη στόχοι και επιδιώξεις, ή ερεθισμοί
διαφόρων τύπων. Επίσης, συχνά συνυπάρχουν πολλές αιτίες ταυτοχρόνως. Τέλος, οι
αιτίες μπορεί να είναι εύκολο να συνειδητοποιηθούν και να αναφερθούν από το
άτομο.

ΚΙΝΗΤΡΑ

Κίνητρο είναι μια συνειδητή ή ασυνείδητη δύναμη, η οποία κινεί, ωθεί ή παρασύρει
σε δράση ένα άτομο. Η δράση κατευθύνεται στην προσέγγιση ενός στόχου ή σκοπού,
η προσέγγιση του οποίου μειώνει την ένταση του οργανισμού. Τα κίνητρα ωθούν το
άτομο ενεργώντας από μέσα ή το έλκουν ενεργώντας από έξω. Κίνητρα  επομένως ,
είναι τόσο οι εσωτερικές αιτίες της συμπεριφοράς, όπως τα ένστικτα, οι ορμές, οι
σκοποί, οι επιθυμίες ή οι προθέσεις, τα συναισθήματα, οι διάφορες συγκινησιακές
καταστάσεις όσο και εξωτερικές αιτίες, όπως οι αμοιβές, τα θέλγητρα ή φόβητρα ή οι
απωθητικοί ερεθισμοί.

Τα βασικά γνωρίσματα των κινήτρων είναι:


 Αποτελούν παράγοντα δράσης. Είναι τα αίτια της συμπεριφοράς (δράσης)
του οργανισμού

45
 Κινητοποιούν προς ορισμένη κατεύθυνση και σκοπό. Π.χ. υπάρχει το
κίνητρο της πείνας που οδηγεί στο σκοπό (μήλο)
 Είναι αυτόματα. Π.χ. δεν πεινάμε επειδή θέλουμε να πεινάσουμε
 Ασκούν πίεση για ικανοποίηση των αναγκών
 Έχουν μακρόχρονη διάρκεια ή επηρεάζουν συνεχώς τη συμπεριφορά, π.χ.
κίνητρο για αναγνώριση

Είδη κινήτρων
 Τα κίνητρα μπορεί να είναι εγγενή, δηλαδή να έχουν κληρονομική βάση,
όπως  τα ένστικτα, ή να είναι επίκτητα να αποκτούνται μέσα από διαδικασίες
μάθησης κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον (αμοιβές και
τιμωρίες)
 Διακρίνονται επίσης σε φυσιολογικά, που εξυπηρετούν τη λειτουργία του
οργανισμού και τη σωματική ομοιόσταση, σε βιολογικά, που εξυπηρετούν
την  επιβίωση, συντήρηση και αναπαραγωγή του ατόμου και του είδους και σε
ψυχολογικά, που έχουν να κάμουν με το θυμικό, την προσωπικότητα, και τις
συναλλαγές του ατόμου με το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό
 Τα κίνητρα μπορεί να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα. Συχνά οι άνθρωποι
άγονται από ορμές ή κίνητρα τα οποία δεν γνωρίζουν, τα οποία αρνούνται  ή
διαστρεβλώνουν  σε συνειδητό επίπεδο. Για  το  λόγο  αυτό δεχόμαστε  και τα
ένστικτα ως κίνητρα, παρόλο που είναι μηχανισμός τελείως ασυνείδητος και
έξω από τον έλεγχο του οργανισμού.

Η έννοια της ορμής


Η ορμή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο στο οποίο υπάρχει πολλαπλή συμμετοχή
ψυχικών λειοτυργιών (βίωμα). Είναι ο συνδυασμός ενστίκτου και νοητικής
αντίδρασης, στο οποίο υπερέχει η κυριαρχία του ενστίκτου. Υπάρχουν δύο
κατηγορίες ορμών: οι έμφυτες ή βιολογικές, οι οπίες είναι απαραίτητες και οι
επίκτητες (τις αποκτάμε είτε μέσω μίμησης ή με κάποιο άλλο τρόπο μάθησης).

Συγκρούσεις κινήτρων
Ο άνθρωπος έχει πολλά κίνητρα που λειτουργούν για την εκπλήρωση
διάφορων στόχων που μπορεί να είναι παρόντα την ίδια στιγμή. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, είναι δυνατόν να υπάρξει σύγκρουση κινήτρων. Σύγκρουση είναι το
αποτέλεσμα δύο ή περισσότερων ισότιμων αλλά ασυμβίβαστων τάσεων για
αντίδραση
Ο KurtLewin κατέταξε τους τύπους κινητήριων συγκρούσεων στις ακόλουθες
κατηγορίες, ανάλογα με το στόχο των συγκρουόμενων κινήτρων:
 Σύγκρουση επιθυμίας/επιθυμίας: δύο στόχοι παρουσιάζονται ισότιμοι αλλά
μόνο ο ένας μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η σύγκρουση αυτή επιλύεται όταν
συμβεί κάτι που αυξάνει τη θετική ενέργεια του ενός εκ των δύο στόχων. Π.χ.
το παιδί που έχει να επιλέξει ανάμεσα στην εκδρομή με τους γονείς του και το
παιχνίδι με τους φίλους του.

46
 Σύγκρουση αποφυγής/αποφυγής: δύο στόχοι παρουσιάζονται ανεπιθύμητοι
αλλά το άτομο μπορεί να αποφύγει μόνο έναν. Η σύγκρουση λύνεται όταν η
αρνητική ενέργεια του ενός στόχου μειωθεί. Π.χ. ο μαθητής έχει να κάνει μια
κουραστική εργασία που αν την αποφύγει θα τιμωρηθεί… «μπρος γκρεμός
και πίσω ρέμα»
 Σύγκρουση επιθυμίας/αποφυγής: ένας στόχος είναι ταυτόχρονα απωθητικός
και επιθυμητός. Οι συγκρούσεις αυτού του τύπου μπορεί να είναι ιδιαίτερα
επίμονες και λύνονται είτε με μείωση της θετικής ενέργειας του θελκτικού
στόχου, είτε με αύξηση της αρνητικής ενέργειας του απωθητικού στόχου. π.χ.
θέλουμε να φάμε ένα γλυκό αλλά κάνουμε δίαιτα ή θέλουμε να διαβάσουμε
για την εξεταστική, αλλά και να βγούμε το βράδυ με τους φίλους μας
 Σύγκρουση διπλής επιθυμίας/διπλής αποφυγής: δύο στόχοι, που μόνο ο
ένας μπορεί να πραγματοποιηθεί αλλά και οι δύο παρουσιάζουν επιθυμητά ή
απωθητικά στοιχεία. Η μορφή αυτής της σύγκρουσης είναι συχνή κατά την
εκλογή επαγγέλματος ή σπουδών. Π.χ. κατέχει κάποιος μια επαγγελματική
θέση και του παρουσιάζεται η δυνατότητα αλλαγής με μια άλλη που έχει
θετικές πλευρές αλλά και στοιχεία που τον απωθούν

Θεωρίες κινήτρων

 Θεωρία του Maslow. Υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιήσει τις


ανάγκες του βάσει μίας ιεραρχίας. Η κεντρική ιδέα είναι ότι η ανθρώπινη
συμπεριφορά κινείται κατά κύριο λόγο από τον αγώνα του ατόμου να
καταστεί όσο πιο άνθρωπος γίνεται, δηλαδή να αναπτύξει τις ικανότητές του,
να είναι αποτελεσματικός, δημιουργικός, και ευφάνταστος. Ο όρος που
συνήθως εκφράζει την προσπάθεια αυτή είναι το «κίνητρο για
αυτοπραγμάτωση». Το κίνητρο αυτό δεν είναι μαθημένο αλλά εγγενές και
επηρεάζει τη συμπεριφορά άμεσα. Έτσι, ή ανάγκη για αυτοπραγμάτωση
οδηγεί σε συμπεριφορές που θα επιφέρουν αυτό το αποτέλεσμα.

47
 Η Προσωποκεντρική θεωρία του CarlRogers. Θεωρεί ότι η προσωπικότητα
των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τάση για ψυχολογική
αύξηση και ολοκλήρωση. Υπάρχει μια εσωγενής τάση του οργανισμού να
αναπτύξει όλες τις ικανότητές του με τρόπους που εξυπηρετούν τη συντήρηση
ή προαγωγή του οργανισμού. Η τάση αυτή δίνει μια θετική κατεύθυνση στη
συμπεριφορά αλλά επειδή ασκεί πίεση στο άτομο είναι δυνατό να προκαλέσει
και συγκρούσεις, άγχος, στενοχώρια. Ένα μέρος της τάσης για ενεργοποίηση
είναι η αυτοπραγμάτωση. Η τάση για αυτοπραγμάτωση κινεί το άτομο να
συμπεριφέρεται με συνέπεια προς την εικόνα του εγώ του την κάθε
συγκεκριμένη στιγμή.

 Θεωρία του Freud. Θεωρούσε ότι τα κίνητρα είναι ασυνείδητες δυνάμεις


που ωθούν το άτομο στη δράση. Οι συνειδητές σκέψεις και εμπειρίες
χαρακτηρίζονται από ενημερότητα και επίγνωση, ενώ τα κίνητρα θεωρείται
ότι πηγάζουν κυρίως από το ασυνείδητο (UnconsciousLevel), που είναι η έδρα
των ορμών, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν ενστικτώδεις δυνάμεις που
προέρχονται από την ψυχική ενέργεια του ατόμου.

48
 Η Συμπεριφοριστική θέση δίνει έμφαση στα περιβαλλοντικά γεγονότα,
ιδιαίτερα τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Θεωρεί ως 
πηγή κινήτρων  την εξωτερική ενίσχυση. Σημαντικές επιδράσεις γίνονται
μέσω των  ενισχυτών, των αμοιβών και των τιμωριών. Η μελέτη των
παραγόντων που μπορούν να παίξουν το ρόλο ενίσχυσης στη συντελεστική
μάθηση, άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή ψυχολογικών κινήτρων στη
συμπεριφορά

 Η θέση της Κοινωνικής μάθησης συνδυάζει και τη δύναμη των συνεπειών


μιας συμπεριφοράς και το ρόλο της σκέψης και των προσδοκιών. Θεωρεί ότι
πηγή κινήτρων είναι η εξωτερική και η εσωτερική ενίσχυση
Τρεις είναι οι βασικές πηγές κινήτρων, σύμφωνα με τον Bandura:
– οι άμεσες. Ως  εξωτερικά κίνητρα λειτουργούν οι συνέπειες της
δράσης του ατόμου από την παρατήρηση της πρότυπης συμπεριφοράς
– οι έμμεσες-συμβολικές. Τα πρότυπα δεν είναι μόνο πηγές
διαπροσωπικής ανταμοιβής, αλλά και πολύτιμες πηγές ικανοτήτων και
δεξιοτήτων που θα τις χρησιμοποιήσει για να αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά τα προβλήματα που παρουσιάζονται στο κοινωνικό
και φυσικό του περιβάλλον
– οιαυτοπαραγόμενες. Η αυτοαξιολόγηση της ίδιας του της
συμπεριφοράς του ατόμου οδηγεί στην αυτοενίσχυση

 Η Γνωστική θέση τονίζει το ρόλο της σκέψης και των πεποιθήσεων και
θεωρεί ότι πηγή κινήτρων είναι η εσωτερική ενίσχυση. Σημαντικές επιδράσεις
γίνονται μέσω των πεποιθήσεων, της απόδοσης επιτυχίας ή αποτυχίας και των
προσδοκιών. Σύμφωνα με τις απόψεις του Lewin, η μάθηση δεν είναι

49
αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως υιοθετεί το συμπεριφοριστικό
πρότυπο μάθησης αλλά απόρροια της δράσης και αλληλεπίδρασης του ατόμου
με το ψυχολογικό του περιβάλλον. Συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι το
άτομο αντιδρά διαφορετικά στις ποικίλες καταστάσεις –ερεθίσματα. Κατά το
Lewin  η μάθηση πραγματώνεται μέσα στο ζωτικό χώρο του ατόμου, όταν οι
ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και οι επιθυμίες του προκαλούν μια κατάσταση
έντασης και από-ισορρόπησης, η οποία κινητοποιεί και θέτει σε λειτουργία
πολλές ψυχολογικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούν ένα δυναμικό πεδίο. Η
συνισταμένη όλων αυτών των δυνάμεων, που αποτελεί τα κίνητρα δράσης του
ανθρώπου, τείνει να πραγματοποιήσει τον τελικό σκοπό, δηλαδή να
ικανοποιήσει τις ανάγκες του ατόμου και να το επαναφέρει σε κατάσταση
ισορροπίας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

17. Δώστε τον ορισμό των κινήτρων. Ποια γνωρίσματα παρουσιάζουν; Σε


ποια είδη διακρίνονται;
18. Ποια η έννοια της ορμής; Αναφέρετε τα είδη των ορμών που γνωρίζετε.
19. Ποιες μορφές συγκρούσεων γνωρίζετε;
20. Αναφέρετε επιγραμματικά ποιες θεωρίες για τα κίνητρα γνωρίζετε.

50
51
Γ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Προσωπικότητα

Ορισμός: Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο το άτομο σκέπτεται,


αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Αποτελεί ένα σύνθετο σχήμα συμπεριφοράς που
αναπτύσσει κάθε άτομο συνειδητά και ασυνείδητα σαν στυλ ζωής ή τρόπο ύπαρξης
κατά την διαδικασία προσαρμογής του στο περιβάλλον. Η προσωπικότητα
αναφέρεται σε λίγο πολύ σταθερούς, και εσωτερικούς παράγοντες οι οποίοι κάνουν
την προσωπικότητα ενός ατόμου να διακατέχεται από μια συνέπεια σε διαφορετικές
χρονικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα να είναι και διαφορετική από τη συμπεριφορά
άλλων ατόμων σε παρόμοιες καταστάσεις».
Η προσωπικότητα αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που
εξηγούν τους σταθερούς τύπους συναισθήματος, σκέψης και συμπεριφοράς. Τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας αντανακλούν σε τάσεις συμπεριφοράς, ενώ ο
σχηματισμός τους και τρόπος που διευθύνονται ποικίλει, καθιστώντας μοναδική την
κάθε προσωπικότητα. Όπως οι προδιαθέσεις για συμπεριφορά, έτσι και τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας συνεισφέρουν στην πρόβλεψη της
συμπεριφοράς αλλά δεν την ερμηνεύουν εξ ολοκλήρου.

Θεωρίες της Προσωπικότητας

Ο Γαληνός, τον 2ο μ.Χ, αιώνα στηρίχθηκε στις απόψεις του Ιπποκράτη. Υποστήριξε
ότι το ανθρώπινο σώμα (μικρόκοσμος) συνίσταται από τέσσερις χυμούς όπως ο
κόσμος (μακρόκοσμος) συνίσταται από τέσσερα στοιχεία. Και αυτοί οι χυμοί είναι: 1)
μέλαινα χολή (γη), 2) κίτρινη χολή (φωτιά), 3) φλέγμα (νερό), 4) αίμα (αέρας). Η
κυριαρχία καθενός από τα στοιχεία αυτά στον οργανισμό δίνει μια ιδιοσυγκρασιακή
προδιάθεση:
 Αιματώδης τύπος: στην αιματώδη ιδιοσυγκρασία παρατηρούνται
μεγαλύτερες ποσότητες αίματος, σε σχέση με τους άλλους «χυμούς» και αυτό
επηρεάζει διαφορετικά τις ψυχικές λειτουργίες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι
συνήθως εύθυμοι, αντιδρούν γρήγορα και με ένταση στα εξωτερικά και
εσωτερικά ερεθίσματα, έχουν ζωντάνια αλλά τα συναισθήματά τους είναι
ευμετάβλητα και ασταθή.
 Μελαγχολικός τύπος; έχει περισσότερη μαύρη χολή. Συνήθως είναι
λυπημένος, δεν αντιδρά με ταχύτητα και ένταση στα εξωτερικά και εσωτερικά
ερεθίσματα, είναι μια ήπια παρουσία, που δεν μπορεί να δώσει πάθος στις
σχέσεις του. Τα συναισθήματά του αφυπνίζονται με δυσκολία αλλά, αν αυτό
συμβεί τότε αποκτούν βαθιές ρίζες, διάρκεια και συνέπεια.
 Χολερικός τύπος: η κίτρινη χολή επικρατεί σ’ αυτόν τον τύπο
ιδιοσυγκρασίας. ‘Άνθρωπος ευερέθιστος και εκρηκτικός, έχει πάντα ζωντάνια.
Αναπτύσσει βαθιά και σταθερά συναισθήματα αλλά τα εκφράζει με
ακανόνιστο τρόπο.

52
 Φλεγματικός τύπος: επικρατεί το φλέγμα. Είναι ο τύπος του ανθρώπου που
παρουσιάζει χλιαρά συναισθήματα, χωρίς ιδιαίτερο βάθος και διάρκεια.
Όλες οι αρρώστιες οφείλονται σε διαταραχή των ισορροπιών ανάμεσα σε αυτούς τους
χυμούς. Δηλαδή, μια μικρή υπερίσχυση του ενός στοιχείου μάς δίνει τον αντίστοιχο
τύπο ιδιοσυγκρασίας, μια ακόμα μεγαλύτερη υπερίσχυση αρχίζει να δημιουργεί
παθολογικές διαταραχές, διότι πλέον αποσυντονίζει θεμελιώδεις ισορροπίες.

Ο Κρέτσμερ, Ερνστ (1888 – 1964), γερμανός ψυχίατρος, έγινε γνωστός από τις
έρευνές του, με τις οποίες προσπάθησε να συσχετίσει τη σωματική κατασκευή και τη
φυσική κατάσταση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις ψυχικές
ασθένειες. Η σωματική τυπολογία του διακρίνει τα άτομα σε τρεις τύπους:
 λεπτόσωμο ή ασθενικό: υπερέχουν οι διαστάσεις σε μήκος
 πυκνικό, κοντό και ευτραφή: υπερέχουν οι διαστάσεις του σώματος σε
πλάτος
 αθλητικό: διακρίνεται για την καλή ανάπτυξη των μυϊκών μαζών.
Ωστόσο, το έργο του Kretchmer περιέχει γενικότητες και αφορισμούς και δεν
βασίζεται σε στατιστικές μελέτες και αναλύσεις

Ο Αμερικανός Sheldon και οι συνεργάτες του (1954) πρεσβεύουν ότι ο σωματικός


τύπος που καθορίζεται από την εποχή της εμβρυακής ζωής δημιουργεί ξεχωριστούς
τύπους ανθρώπων με ξεχωριστά χαρακτηριολογικά στοιχεία. Τους ταξινόμησε:
 στον ενδομορφικό τύπο: μάλλον ευτραφής, εξωστρεφής, άνετος, και αγαπά
την πολυτέλεια,
 στον μεσομορφικό τύπο: μυώδης, δραστήριος, δυναμικός, επιθετικός, και
 στον εκτομορφικό τύπο: αδύνατος, εύθραυστος, εσωστρεφής, με αλλεργίες
και χρόνια αϋπνία.

ΟRaymondB.Cattell (1905-1998): Αμερικανός ψυχολόγος εφάρμοσε την


παραγοντική ανάλυση στη μελέτη της προσωπικότητας. Το 1943, κατέληξε σε 16
πρωτογενείς παράγοντες - διαστάσεις της προσωπικότητας (ζεύξη αντίθετων
εννοιών). Από τους παράγοντες αυτούς προέκυψε το ερωτηματολόγιο 16PF
(PersonalityFactors) για Ενήλικες.

• Συγκρατημένος Εξωστρεφής
• Λιγότερο Έξυπνος Περισσότερο Έξυπνος
• Σταθερός, Ισχυρό Εγώ Συναισθηματικός/Νευρωτισμός
• Ταπεινός Διεκδικητικός
• Σοβαρός Εύθυμος
• Συμφεροντολόγος Ευσυνείδητος
• Ντροπαλός Ριψοκίνδυνος
• Επίμονος Διαλλακτικός
• Γεμάτος Εμπιστοσύνη Καχύποπτος
• Πρακτικός Επινοητικός

53
• Ευθύς Πονηρός
• Ήρεμος Ενεργητικός
• Συντηρητικός Τολμηρός
• Εξαρτημένος από την ομάδα Αυτάρκης
• Απείθαρχος Πειθαρχημένος
• Χαλαρός Σφιγμένος

Ο Hans J. Eysenck (1916-1997), αμερικανός ψυχολόγος, ασχολείται κυρίως με τη


μελέτη της προσωπικότητας, την ευφυΐα, τη γενετική της συμπεριφοράς και της
συμπεριφοράς και άλλες πτυχές της θεωρίας. Υποστήριξε την άποψη της ψυχολογίας
από την πλευρά των φυσικών επιστημών, τους ανθρώπους ως μια βιολογική και
κοινωνική οργανισμό. Στο περιγραφικό της μέρος η θεωρία υπογραμμίζει την
ιεραρχική δομή της προσωπικότητας. Οι ποικιλομορφίες στην ανθρώπινη
ιδιοσυγκρασία συνδέονται με τις διαστάσεις, της Αστάθειας-Σταθερότητας, και της
Εξωστρέφειας-Εσωστρέφειας. Η θέση ενός προσώπου σε καθεμιά διάσταση
καθορίζει τον τύπο στον οποίο αυτό το πρόσωπο ανήκει, και ο οποίος, με τη σειρά
του, καθορίζει τα γνωρίσματα της προσωπικότητας αυτού του προσώπου. Αυτά τα
γνωρίσματα καθορίζουν τις συνήθεις αντιδράσεις του και αυτές οι συνήθειες
καθορίζουν τις εξειδικευμένες επιμέρους αντιδράσεις του.

54
Η Θεωρία της προσωπικότητας τουS. Freud
Τη δομή της προσωπικότητας την χώρισε σε τρία μέρη: το Εκείνο, το Εγώ, και το
Υπερεγώ και προσπάθησε να δεί τη δομική σχέση μεταξύ τους. Τα τρία αυτά επίπεδα
της προσωπικότητας είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Η ψυχική ενέργεια
που ενεργοποιεί και παρακινεί τον άνθρωπο και η οποία ονομάζεται libido, επενεργεί
και στα τρία αυτά επίπεδα.
• Το Εκείνο: γεννιόμαστε με το αυτό το οποίο περιλαμβάνει όλα τα βιολογικά
ένστικτα της πείνας, της δίψας, της σεξουαλικής ικανοποίησης, τα οποία
κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το εκείνο είναι μία ασυνείδητη
δύναμη η οποία δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα. Αποζητά
μόνο ένα πράγμα: την ικανοποίηση των βασικών αναγκών και την εκτόνωση
της έντασης που συνοδεύει την ικανοποίηση αυτών των σωματικών αναγκών.
Λειτουργεί βάσει της αρχής της ικανοποίησης / ευχαρίστησης (Αρχή της
ηδονής pleasureprinciples).

55
• Το Εγώ: αρχίζει να εξελίσσεται μετά τη γέννηση και εμφανίζεται γύρω στον
6ο μήνα. Ο ρόλος του εγώ είναι να μεσολαβεί μεταξύ του εκείνο, της
πραγματικότητας, και του υπέρ-εγώ. Γι’ αυτό λέμε ότι το εγώ λειτουργεί
βάσει της αρχής της πραγματικότητας (realityprinciple) και είναι συνειδητό.
Με βάσει προηγούμενες εμπειρίες και αποτελέσματα το εγώ προσπαθεί να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του εκείνο χωρίς να βλάψει το υπέρ-εγώ.
• Το Υπέρ-εγώ: είναι η δομή της προσωπικότητας που αντιπροσωπεύει τις
ηθικές αρχές της κοινωνίας όπως μεταφέρονται στο άτομο από τους γονείς
του – είναι αυτό που αποκαλούμε συνείδηση (conscience)—και είναι η πηγή
των ενοχών. Εκτός από την συνείδηση το υπέρ-εγώ έχει και ένα άλλο
κομμάτι το ιδανικό εγώ (ego-ideal). Η συνείδηση μας υποδεικνύει τα
πράγματα που δεν πρέπει να κάνουμε και μας τιμωρεί με τις ενοχές όταν δεν
υπακούμε, το ιδανικό-εγώ μας υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε, πως θα
έπρεπε ιδανικά να είμαστε. Όπως το εκείνο, έτσι και το υπέρ-εγώ δεν
βασίζεται στην πραγματικότητα αλλά συνέχεια απαιτεί το «πνίξιμο» των
ενστίκτων, του σεξουαλικού και επιθετικού, προς χάρη ηθικών σκοπών και
της εκπλήρωσης του ιδανικού-εγώ.
Το εκείνο και το υπέρ-εγώ βρίσκονται σε μια πάλη. Όταν το εγώ δεν μπορεί να βρει
λύση και να συμβιβάσει τις επιθυμίες του εκείνο και του υπέρ-εγώ δημιουργείται
άγχος. Το άγχος είναι ένα προειδοποιητικό μήνυμα ότι το εγώ δεν τα καταφέρνει στο
ρόλο του.

Η Θεωρία της προσωπικότητας του Adler


Ο Adler τονίζει στη θεωρία του την ολότητα και το αδιάσπαστο της ανθρώπινης
προσωπικότητας. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος διαμορφώνει κατά τρόπο μοναδικό τα
κίνητρα, τα ενδιαφέροντα και τις αξίες του, σύμφωνα με τη γνώμη που έχει για τον
εαυτό του, έτσι ώστε κάθε τι που κάνει να φέρει τη σφραγίδα του δικού του τρόπου
ζωής. Η έννοια του τρόπου ζωής αποτελεί το σύνθημα της θεωρίας της
προσωπικότητας. Είναι η αρχή που ερμηνεύει τη μοναδικότητα της προσωπικότητας.
Ο τρόπος ζωής ενός ανθρώπου είναι όλα όσα κάνει στη ζωή του για να φθάσει στον
τελικό του στόχο: είναι ο αγώνας για ανωτερότητα. Κάθε άνθρωπος καταστρώνει το
δικό του σχέδιο με το οποίο θα προσπαθήσει να φτάσει στην ανωτερότητα. Το σχέδιο
αυτό διαμορφώνει το χαρακτήρα του. Ένας άλλος όρος που επινόησε ο Adler και που
συνδέεται άμεσα με το χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής του ανθρώπου, είναι ο
"δημιουργικός εαυτός" που τον έβλεπε ως την "αρχική αιτία" όλης της συμπεριφοράς.
Κατά τη δική του περιγραφή, ο δημιουργικός εαυτός μπορεί να παρομοιαστεί με την
έννοια της ψυχής. Η λειτουργία του έγκειται στο να βοηθήσει κάθε άνθρωπο στην
αναζήτηση των εμπειριών που θα του επιτρέψουν να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί στο
έπακρο και, με αυτό τον τρόπο, να αναγνωρίσει το μοναδικό τρόπο ζωής του. Ο
τρόπος ζωής ενός ανθρώπου καθορίζεται από αισθήματα κατωτερότητας, και ο
στόχος της ανωτερότητας προς τον οποίο αγωνίζεται είναι απλώς μία αναπλήρωση
για το αίσθημα κατωτερότητας που έχει. Ως κοινωνικό ον, που είναι ο υγιής
άνθρωπος, πρέπει να εκπληρώσει τρία βασικά καθήκοντα στη ζωή του τα οποία ο
Adler επιγραμματικά ονομάζει: εργασία, αγάπη, φιλία. Η αδυναμία να προσαρμοστεί

56
ή η άρνηση να αποδεχθεί τα τρία αυτά καθήκοντα της ζωής αποτελούν για τον Adler
σημάδια νευρωτικού ή δυσπροσάρμοστου γενικά ανθρώπου.

Η θεωρία γνωρισμάτων του Allport


Η θεωρία γνωρισμάτων του Allport εστιάζει στο σύνολο της προσωπικότητας των
υγιών ατόμων. Τα γνωρίσματα της προσωπικότητας αποτελούν τους δομικούς λίθους
της θεωρίας. Κατά τον Αllport τα γνωρίσματα είναι η πηγή της συνέπειας στην
ανθρώπινη συμπεριφορά και ευθύνονται για τις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι
άνθρωποι αντιδρούν στις ίδιες καταστάσεις. Ο Allport πίστευε ότι τα γνωρίσματα
μπορούν να εντοπιστούν έμμεσα μέσω της συχνότητας με την οποία ένα πρόσωπο
εκδηλώνει μία συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, καθώς και μέσω της έντασης της
εκάστοτε προτιμώμενης αντίδρασης. Εισήγαγε επίσης τη μέθοδο της προσωπικής
συνέντευξης, δηλαδή της απευθείας θέσης ερωτημάτων στους ανθρώπους σχετικά με
τους ίδιους, τα σχέδια και τις προθέσεις τους, καθώς και αυτή της χρήσης εγγράφων,
επιστολών και ημερολογίων, που αποτελούν μία καλή πηγή στοιχείων για τα
γνωρίσματα ενός προσώπου. Σύμφωνα με τον Allport, τα γνωρίσματα δεν είναι
πλήρως παρόντα κατά τη γέννηση, αλλά αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα μάθησης
μέσα σε ένα περίπλοκο περιβάλλον. Ο σωματότυπος, η ιδιοσυγκρασία και η ευφυ .ί.α
συνιστούν την κληρονομική πρώτη ύλη από την οποία αναπτύσσονται τα ατομικά
γνωρίσματα ως αποτέλεσμα της διαντίδρασής της με το περιβάλλον. Επιπρόσθετα,
μολονότι η προσωπικότητα μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα διαντίδρασης μεταξύ
γενετικών προδιαθέσεων και κοινωνικής μάθησης, η συμπεριφορά πρέπει να
ερμηνεύεται με όρους τωρινών κινήτρων και προθέσεων του ατόμου.

Η Θεωρία τύπων του Jung


H θεωρία τύπων του Jung (1875 – 1961) έχει τρεις άξονες και αντιπροσωπεύει τους
κύριους τρόπους προσαρμογής και κατανόησης των συμπεριφεριολογικών,
συναισθηματικών, γνωσιακών και εικονοπλαστικών προϊόντων της ψυχής. Η
πολικότητα εξωστρέφεια-εσωστρέφεια υποδεικνύει ένα σχήμα σχέσης αντικειμένου.
Οι εξωστρεφείς προσανατολίζονται προς το εξωτερικό αντικείμενο κατ' αρχάς και
έπειτα επιστρέφουν, για να συμπεριλάβουν και να προσαρμόσουν τον εαυτό τους
στην κατανόηση της διαντίδρασης. Οι εξωστρεφείς προσανατολίζονται προς
ανθρώπους, αντικείμενα και εξωτερικές καταστάσεις. Είναι πιθανό να διακρίνουν
υποκειμενική δραστηριότητα μόνο υπό το φως της εξωτερικής πραγματικότητας και
των σχέσεων αντικειμένου. Οι εσωστρεφείς, ωστόσο, προσανατολίζονται προς τον
εσωτερικό κόσμο, ιδίως στον εσωτερικό κόσμο αντικειμένων ή συμπλεγμάτων και
εικόνων.. Παρατηρούν πρώτα τον εσωτερικό τους κόσμο και έπειτα εξετάζουν πώς τα
εξωτερικά αντικείμενα μπορούν να ταιριάξουν με αυτόν και να προσαρμοστούν σε
αυτόν.
Οι βασικές ψυχικές λειτουργίες που διέπουν τη συμπεριφορά τόσο του εσωστρεφή
όσο και του εξωστρεφή τύπου είναι:

57
– η σκέψη το άτομο προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του κόσμου και
την εμπειρία
– το συναίσθημα συμβάλει στην αξιολόγηση αυτών των γεγονότων με
βάση την ευχαρίστησης και τη δυσαρέσκεια
– η αντίληψη συνεπάγεται την κωδικοποίηση και την ερμηνεία του
εξωτερικού κόσμου και των εσωτερικών καταστάσεων

Η θεωρία προσωπικών κατασκευών του Kelly


Η προσέγγιση του Kelly στην κατανόηση της προσωπικότητας είναι διαφορετική. Η
ουσία έγκειται στην κατανόηση κάθε ατόμου με τους δικούς του όρους. Για τον
Kelly, η προσωπικότητα δεν είναι δυνατό ούτε να ποσοτικοποιηθεί αλλά ούτε και να
γενικευτεί ως υπερκατηγορία διαφόρων ατόμων. Η συμπεριφορά και η
προσωπικότητα κάθε ατόμου συνιστούν άμεσα αποτελέσματα του τρόπου με τον
οποίο αυτό το άτομο προσλαμβάνει και κατανοεί τον κόσμο, ιδίως τους άλλους
ανθρώπους. Κατά τον Kelly, οι άνθρωποι λειτουργούν σαν επιστήμονες: προσπαθούν
να κατανοούν τον κόσμο, ώστε να είναι σε θέση να προβλέπουν τα γεγονότα και να
ελέγχουν το περιβάλλον. Οι δομικοί λίθοι της θεωρίας του Kelly ονομάζονται
"προσωπικές κατασκευές" και διαμορφώνουν τις επιμέρους υποθέσεις εργασίας που
οι άνθρωποι κάνουν για τον κόσμο. Πρόκειται για ζεύγη αντίθετων εννοιών που
αποδίδουμε στον κόσμο των αντικειμένων και των ανθρώπων που μας περιβάλλουν.
Προκύπτουν από την πείρα και, από τη στιγμή που θα διαμορφωθούν, καθοδηγούν τη
συμπεριφορά μας. ΄Ετσι, κατά τον Κelly, η θεμελιώδης συνέπεια στη συμπεριφορά
ενός ατόμου είναι το άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος προσωπικών κατασκευών
που χρησιμοποιεί, προκειμένου να διερμηνεύσει τον κόσμο, και που αποτελεί κατ'
ουσίαν την ίδια την προσωπικότητά του.

Η θεωρία του C. Rogers


Η θεωρία του Rogers υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πάντα τείνει προς την αυτο-
πραγμάτωση (self-actualization). Ο Rogersλεει πως η αυτο-πραγμάτωση «είναι η
έμφυτη τάση του οργανισμού να αναπτύξει όλες του τις δυνατότητες μεένα τρόπο ο
οποίος χρησιμεύει στη διατήρηση ή στην προαγωγή του ατόμου».Οεαυτός (self) και
ο ιδανικός εαυτός (idealself) αποτελούν τις δομικές έννοιες της φαινομενολογικής
θεωρίας. Η έννοια του εαυτού είναι πρωταρχικά συνειδητή και παρουσιάζει ένα
οργανωμένο και σταθερό σύστημα αντιλήψεων. Ο ιδανικός εαυτός είναι η αντίληψη
και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που το άτομο αξιολογεί με υψηλούς
δείκτες και επιθυμεί να έχει

Ορισμός προσαρμογής
Η διαδικασία εκείνη του οργανισμού που θα επιτρέψει στο άτομο να
ανταποκριθεί και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες και απαιτήσεις του
περιβάλλοντος ονομάζεται προσαρμογή. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα είναι
μια ένδειξη ψυχικής υγείας.
Οι τρόποι και τα μέσα που χρησιμοποιεί το άτομο για να αντιμετωπίσει τις
απαιτήσεις τόσο του βιολογικού όσο και του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος

58
του μπορεί να είναι συνειδητοί ή ασυνείδητοι. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα
είναι μια δύσκολη και συνεχής διαδικασία που βασίζεται σε μια δυναμική
διεργασία και όχι σε απλή και παθητική αποδοχή των απαιτήσεων του
περιβάλλοντος. Η δυνατότητα/ ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει την
πραγματικότητα και να δώσει λύσεις σε καταστάσεις και προβλήματα που τον
ταλαιπωρούν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά κυρίως από την
προσωπικότητα του.
Έτσι για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή απαιτείται μια προσωπικότητα
που να έχει γερά θεμέλια και την ικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων.
Προβλήματα στην ομαλή εξελικτική πορεία του ατόμου μπορεί να οδηγήσουν τόσο
σε προβλήματα προσαρμογής όσο και σε σοβαρότερες ψυχικές ασθένειες. Μερικές
φορές η προσαρμογή γίνεται αυτόματα, είναι δηλαδή απλή για το άτομο, αλλά αυτό
συμβαίνει μόνο όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος είναι βιολογικά και
ψυχολογικά αποδεκτές. Τότε τις αντιμετωπίζει εύκολα και ανταποκρίνεται αρμονικά,
συνήθως όμως η διαδικασία αυτή είναι δύσκολη, περιπλέκεται και αναγκάζει το
άτομο να αναπτύξει ορισμένου τύπου συμπεριφορές. Άλλοτε εσωτερικοί παράγοντες
και άλλοτε οι περιβαλλοντικές συνθήκες παίζουν τον σπουδαιότερο ρόλο για τον
καθορισμό του τρόπου αντίδρασης. Πάντως κάθε μορφή αντίδρασης στις δυσκολίες
που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία της προσαρμογής είναι το αποτέλεσμα της
συνεργασίας εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.

Μορφές προσαρμογής
• Η καλή ή ολοκληρωμένη προσαρμογή απαιτεί μια προσωπικότητα που να
έχει γερά θεμέλια και την ικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων
με αποτέλεσμα μια απόλυτα υγιή συμπεριφορά σε σχέση με το περιβάλλον
• Η κακή ή μη ολοκληρωμένη προσαρμογή ενέχει προβλήματα στην ομαλή
εξελικτική πορεία του ατόμου που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σοβαρές
ψυχικές ασθένειες.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

1. Ποιες θεωρίες για την ερμηνεία της προσωπικότητας γνωρίζετε;


2. Τι σημαίνει προσαρμογή; Ποια τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης
προσαρμογής;
3. Ποιες μορφές προσαρμογής γνωρίζετε;

59
Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Επικοινωνία
Είναι αρκετά δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα «Τι είναι επικοινωνία;». Οι
επιστήμονες των θετικών επιστημών, οι μηχανικοί, οι τεχνικοί, όταν αναφέρονται
στην επικοινωνία μιλούν για δίκτυα υπολογιστών, για καλώδια και υλικά δικτύων, για
οδικούς κόμβους και μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ. Οι βιολόγοι μιλούν για τις
σχέσεις μεταξύ ζωντανών οργανισμών (ιών, κυττάρων κ.ο.κ), ενώ οι κοινωνικοί
επιστήμονες και οι ψυχολόγοι αναφέρονται στις διαπροσωπικές σχέσεις των
ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνίας γενικότερα και θα χρησιμοποιούσαν αυτόν τον
όρο για να περιγράψουν την αλληλεπίδραση που υφίσταται ανάμεσα σε δύο
κοινωνικές ομάδες ή ανάμεσα σε κάποιο άτομο και στο περιβάλλον του.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς που
προσδίδει στον άνθρωπο μια ξεχωριστή θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα,
είναι η ομιλία, δηλαδή η δυνατότητα διατύπωσης και ανταλλαγής πληροφοριών δια
της χρήσεως κάποιας φυσικής γλώσσας που περιγράφεται από κάποιο αλφάβητο και
κάποιο συντακτικό. Αυτό ασφαλώς είναι συνέπεια της νοημοσύνης που χαρακτηρίζει
το ανθρώπινο είδος και η οποία με τη σειρά της αποδίδεται στον αρκετά εξελιγμένο
εγκέφαλο που διαθέτει. Ας σημειωθεί ωστόσο πως όλα σχεδόν τα έμβια όντα έχουν
την ικανότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, καθώς αυτό είναι απαραίτητο για την
επιβίωσή τους. Αυτή η επικοινωνία είναι δυνατή είτε δια μέσου φωνητικών ήχων και
κραυγών (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα ζώα της ζούγκλας και στα πουλιά) είτε
με τη χρήση κάποιας νοηματικής γλώσσας (που χαρακτηρίζει, για παράδειγμα, τον
τρόπο ζωής των πιθήκων). Ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις αυτές οι διαφορετικές
μορφές επικοινωνίας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη μετάδοση κάποιου
μηνύματος από μια πηγή προς ένα προορισμό, ή ισοδύναμα, από ένα αποστολέα προς
ένα παραλήπτη.
Θα ορίσουμε έτσι την επικοινωνία ως :
• την ανταλλαγή και τη μετάδοση σκέψεων, πληροφοριών και μηνυμάτων
μεταξύ ατόμων. Χαρακτηριστικό της επικοινωνίας είναι η μετάδοση κάποιου
μηνύματος από μια πηγή προς ένα προορισμό, δηλ. από ένα αποστολέα προς
ένα παραλήπτη με σκοπό να επηρεάσει τη συμπεριφορά του. Η επικοινωνία
είναι το βασικότερο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων που επηρεάζουν
την ποιότητα της ζωής μας είτε άμεσα (π.χ. ανοσοποιητικό σύστημα) είτε
έμμεσα (π.χ. οικονομικά οφέλη). Συνεπώς επικοινωνία είναι η διαδικασία με
την οποία ένας πομπός εκπέμπει ή στέλνει μήνυμα σε κάποιον δέκτη και
προκαλεί ένα «αποτέλεσμα».

60
Στη διαδικασία της επικοινωνίας συμπεριλαμβάνεται η προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε τις θέσεις και την αντίληψη των άλλων ανθρώπων, η επιδίωξή μας να
επηρεάσουμε τη συμπεριφορά τους, για να ικανοποιήσουμε τις δικές μας ανάγκες ή
επιθυμίες, η αξιολόγηση της συμπεριφοράς μας πάνω στους άλλους ανθρώπους, αλλά
και οι ενέργειές μας για τη βελτίωση των διαπροσωπικώνμαςσχέσεων.

Διαδικασία επικοινωνίας

Αποστολέας (πομπός ή πηγή)


Αποτελεί τον πρώτο κρίκο στη διαδικασία της επικοινωνίας. Είναι αυτός που
επιθυμεί να στείλει κάποιο μήνυμα, κάτι που αποτελεί την αιτία πρόκλησης της
επικοινωνίας. Μπορεί να είναι ένα άτομο, ή ομάδα ατόμων, ή οργανισμός που
επιθυμεί να μεταβιβάσει κάποιο μήνυμα (ή περισσότερα μηνύματα) σε άλλο άτομο ή
ομάδα ατόμων, ή άλλον οργανισμό. Ο αποστολέας καθορίζει τη φύση του
μηνύματος, τον παραλήπτη, καθώς και το κανάλι μέσα απ’ το οποίο θα μεταδοθεί το
μήνυμα. Ο πομπός πρέπει να αποσκοπεί στις βέλτιστες δυνατές συνθήκες, να
γνωρίζει καλά τι θέλει να πει και να γνωρίζει κατά το δυνατό καλύτερα τον δέκτη. Η
γνώση του πομπού σε ότι αφορά τον δέκτη αναφέρεται στα δημογραφικά και
ψυχογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση,
κοινωνικοοικονομική θέση, θρησκεία, τόπος καταγωγής και διαμονής).
Παραδείγματα:
– σε μια διάλεξη, ως αποστολέας θεωρείται ο κεντρικός ομιλητής και
ως παραλήπτες οι ακροατές στους οποίους απευθύνεται η ομιλία
– μέσα στη σχολική αίθουσα ως πομπός της πληροφορίας νοείται ο
εκπαιδευτικός που παρουσιάζει την ύλη του μαθήματος και ως
παραλήπτες οι μαθητές που παρακολουθούν το μάθημα
– σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αλληλεπίδραση μεταξύ των
ανθρώπων είναι διαλογικής φύσεως οι ρόλοι που αποστολέα και του
παραλήπτη εναλλάσσονται. Για παράδειγμα, κατά την υποβολή μιας
ερώτησης από τον εκπαιδευτικό προς κάποιο μαθητή, ως αποστολέας
νοείται ο εκπαιδευτικός και ως παραλήπτης ο μαθητής που καλείται να
απαντήσει. Αντίθετα, κατά την απάντηση του μαθητή, ο αποστολέας

61
πλέον είναι ο μαθητής που απαντά στην ερώτηση, ενώ ο παραλήπτης
είναι ο εκπαιδευτικός που δέχεται την απάντηση

Κωδικοποίηση
Πρόκειται για την μετατροπή του μηνύματος σε συμβολική μορφή, ώστε να
είναι δυνατή η αποστολή, η λήψη και η κατανόηση από τον παραλήπτη. Θα πρέπει να
τονιστεί ότι, ο αποστολέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του παραλήπτη και να κωδικοποιεί κατάλληλα το μήνυμα. Η μορφή της
κωδικοποίησης μπορεί να είναι λεκτική ή μη λεκτική, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί
να γίνεται με σύμβολα ή σήματα, ή να είναι συνδυασμός λεκτικής και μη λεκτικής
μορφής. Η μορφή κωδικοποίησης επηρεάζεται από την προσωπικότητα του
αποστολέα, τις ικανότητές του, τις γνώσεις του, αλλά και από τους περιορισμούς που
θέτει το κανάλι μέσω του οποίου θα γίνει η μετάδοση
Παραδείγματα:
– στην περίπτωση της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, ως
κωδικοποίηση θεωρείται η μετατροπή των σκέψεων και των ιδεών που
εκπορεύονται από τον εγκέφαλο σε ακολουθία λέξεων και φράσεων
που προφέρονται από τον ομιλητή δια της χρήσεως του φωνητικού του
συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις και εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί
αναγκαίο η κωδικοποίηση περιλαμβάνει εκτός από λεκτικά και μη
λεκτικά χαρακτηριστικά όπως είναι για παράδειγμα οι κινήσεις του
σώματος.
– σε περιπτώσεις ενδιάμεσων μέσων – π.χ. ηλεκτρονικοί υπολογιστές– η
κωδικοποίηση περιλαμβάνει τον κατάλληλο μετασχηματισμό του
μηνύματος έτσι ώστε να μπορέσει διερχόμενο από το μέσο μετάδοσης
να φτάσει τελικά στον παραλήπτη. Αυτός ο μετασχηματισμός
αναφέρεται στην ψηφιοποίηση του φωνητικού μηνύματος και του
σήματος εικόνας που καταγράφονται από το μικρόφωνο και την
κάμερα

Μήνυμα
– Είναι το φυσικό προϊόν που επιθυμεί να μεταδώσει, κωδικοποιημένο,
ο αποστολέας. Εν τέλει είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας του
αποστολέα να επικοινωνήσει με τον παραλήπτη και γίνεται με τη
μορφή συμβατικού κώδικα, που είναι κατανοητός και από τους δύο.
Τα μηνύματα κατατάσσονται ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε
λεκτικά και μη λεκτικά, σε οπτικά, ηχητικά, σε απλά ή σύνθετα κ.ο.κ.
Τα χαρακτηριστικά του μηνύματος θα πρέπει να είναι τα ακόλουθα:
απλό, λιτό, απέριττο, δεκτικό στην αντιληπτική ικανότητα του δέκτη
και ενδιαφέρον και η γλώσσα του να είναι προσεγμένη
Παραδείγματα:
– στην επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ως μήνυμα ορίζεται το
περιεχόμενο της συνομιλίας τους που προφανώς είναι λεκτικής

62
φύσεως αν και σχεδόν πάντα περιλαμβάνει και μη λεκτικά
χαρακτηριστικά.
– στην επικοινωνία μέσου ψηφιακού εξοπλισμού ως μήνυμα νοείται το
ψηφιακό ισοδύναμό του που μεταδίδεται μέσα από το επικοινωνιακό
σύστημα

Μέσο ή κανάλι επικοινωνίας


Είναι το μέσο επικοινωνίας, ο φορέας μεταφοράς του μηνύματος από τον
αποστολέα στον παραλήπτη. Η επιλογή του μέσου καθορίζεται από τη φύση και το
περιεχόμενο του μηνύματος, καθώς και από τον τελικό αποδέκτη. Η επιλογή αυτή
είναι στην κρίση του αποστολέα και το βασικό κριτήριο θα πρέπει να είναι η
μετάδοση του μηνύματος με τη μικρότερη δυνατή παραμόρφωση. Βασικό ρόλο στην
επιλογή του καναλιού παίζει η φύση του μηνύματος, η διαθεσιμότητα, αλλά και οι
περιορισμοί που επιβάλλουν τα μέσα, καθώς και η δυνατότητα του παραλήπτη να
αποκωδικοποιήσει το μήνυμα. Το πιο κλασσικό μέσο ανταλλαγής μηνυμάτων σε
διαδικασίες συνομιλίας μεταξύ ανθρώπων είναι ο αέρας που αποτελεί και το μέσο
μετάδοσης των φωνητικών σημάτων. Στην περίπτωση αυτή η ταχύτητα μετάδοσης του
σήματος δεν είναι άλλη από την ταχύτητα του ήχου που είναι ίση με 340 μέτρα το
δευτερόλεπτο.
Το μέσο που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι το κατάλληλο ώστε να προσελκύει
το ενδιαφέρον του δέκτη και να ελαττώνει τα παράσιτα. Συνεπώς κάθε προσφερόμενο
μήνυμα πρέπει να παρουσιάζεται ώστε να διεγείρει όσες των αισθήσεων είναι
δυνατόν να ερεθίσει. Ίσως είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο άνθρωπος το 80%
των μηνυμάτων τα λαμβάνει με την όραση, το 10% με την ακοή, το 5% με την
όσφρηση, το 3% με την αφή και το 2% με τη γεύση.
Παραδείγματα:
– σε διαδικασίες συνομιλίας μεταξύ ανθρώπων π.χ. είναι ο αέρας που
αποτελεί και το μέσο μετάδοσης των φωνητικών σημάτων ή η όραση
για τη μετάδοση μη λεκτικών
– σε περιπτώσεις έμμεσης επικοινωνίας δια της χρήσεως ενδιάμεσου
επικοινωνιακού εξοπλισμού, υπάρχουν πολλές δυνατότητες όσον
αφορά την επιλογή του μέσου μετάδοσης το οποίο μπορεί να είναι
τόσο ενσύρματο όσο και ασύρματο

Αποκωδικοποίηση
Είναι η αντίστροφη διαδικασία της κωδικοποίησης, δηλαδή η μετατροπή του
μηνύματος (από τον παραλήπτη) σε συμβολική μορφή, τέτοια που να του επιτρέπει
την κατανόησή του. Η επιτυχία της επικοινωνίας προσδιορίζεται από την ταύτιση
του αποκωδικοποιημένου μηνύματος με αυτό που αρχικά μετέδωσε ο πομπός.
Ενδεχόμενη αποτυχία επικοινωνίας θα μπορούσε (πέρα από τεχνικής φύσης
προβλήματα) να αποδοθεί στο ότι ο αποστολέας δεν γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο
θα αποκωδικοποιούσε ο παραλήπτης το μήνυμα. Κατά την αποκωδικοποίηση, όπως
και κατά την κωδικοποίηση, σημαντικό ρόλο έχουν τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά,
οι ικανότητες και οι εμπειρίες του παραλήπτη. Σημαντικό πρόβλημα προκύπτει όταν

63
οι τελικοί αποδέκτες του μηνύματος είναι περισσότεροι από έναν. Σε αυτή την
περίπτωση το μήνυμα αποστέλλεται μαζικά και ο αποστολέας πρέπει να επιλέξει
τρόπο αποκωδικοποίησης που να ευνοεί όλους τους παραλήπτες, σύμφωνα με κάποια
χαρακτηριστικά (γεωγραφικά, πολυτισμικά, γνωστικά, η συνδυασμούς αυτών)
Για παράδειγμασκεφτείτε τα προβλήματα που μπορεί να ανακύπτουν κατά την
ομαδική αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mail)

Παραλήπτης ή αποδέκτης
Είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα της διαδικασίας επικοινωνίας. Εν τέλει είναι
η αιτία της επικοινωνίας. Είναι άτομα ή ομάδες ατόμων, όπου απευθύνεται ο
αποστολέας. Για να πραγματοποιηθεί με επιτυχία η επικοινωνία θα πρέπει ο
αποστολέας να γνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραλήπτη και να
κωδικοποιήσει κατάλληλα το μήνυμα. Ο παραλήπτης από τη μεριά του θα πρέπει να
είναι «συντονισμένος» (δηλαδή να βρίσκεται στην κατάλληλη κατάσταση) με τον
αποστολέα, ώστε να λάβει και να κατανοήσει το μήνυμα. Αυτό θα πρέπει να το έχει
υπόψη του και ο αποστολέας, ώστε να επιλέγει τον κατάλληλο χρόνο αποστολής

Θόρυβος
Είναι το σύνολο των παραμορφώσεων που επηρεάζουν την τέλεια μετάδοση του
μηνύματος, από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη. Η ελαχιστοποίηση του θορύβου
αποτελεί υποχρέωση και του αποστολέα και του παραλήπτη
Παραδείγματα:
– κωδικοποίηση, λόγω π.χ. κακογραμμένου κειμένου
– αποκωδικοποίηση, λόγω μη κατανόησης από τον παραλήπτη
– επιλογή καναλιού μετάδοσης, λόγω λανθασμένης επιλογής, π.χ.
διεύθυνσης e-mailκ.ο.κ.

Αναπληροφόρηση (Feedback)
Ο όρος συναντάται και ως επαναπληροφόρηση, ανατροφοδότηση, ή ανάδραση.
Είναι η ανταπόκριση του παραλήπτη στο μήνυμα του αποστολέα, μέσω της οποίας ο
αποστολέας ενημερώνεται για το αν ο παραλήπτης έλαβε το μήνυμα και για το αν το
κατανόησε. Αν και δεν είναι απαραίτητη για την επιτυχή ολοκλήρωση της
διαδικασίας επικοινωνίας, η αναπληροφόρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον
αποστολέα. Του δίνει πληροφορίες για το αν λαμβάνονται ή όχι τα μηνύματα που
στέλνει, για το βαθμό κατανόησής, καθώς και τις αντιδράσεις του παραλήπτη σ’
αυτές. Όταν υπάρχει αναπληροφόρηση η επικοινωνία χαρακτηρίζεται αμφίδρομη,
ενώ όταν δεν υπάρχει χαρακτηρίζεται μονόδρομη.Η αμφίδρομη επικοινωνία είναι
πλήρης και ολοκληρωμένη. Ο ρόλος του παραλήπτη είναι ενεργητικός, σε αντίθεση
με τον παθητικό ρόλο του στη μονόδρομη επικοινωνία. Στην αμφίδρομη επικοινωνία
ο παραλήπτης γίνεται πλέον αποστολέας και ο αποστολέας παραλήπτης

64
Μορφές επικοινωνίας
Άμεση και έμμεση επικοινωνία
Άμεσηχαρακτηρίζεται η επικοινωνία, όταν η μεταφορά του μηνύματος από
τον αποστολέα στον παραλήπτη γίνεται, μέσω ενός ή περισσότερων
καναλιών, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου τρίτου. Ο αποστολέας έχει τον
πλήρη έλεγχο του μηνύματος, καθώς και την ευθύνη για τον τρόπο
κωδικοποίησης, το χρόνο εκπομπής και την επιλογή του μέσου
Έμμεσηχαρακτηρίζεται η επικοινωνία, όταν μεταξύ αποστολέα και
παραλήπτη μεσολαβεί κάποιος τρίτος. Αυτό το τρίτο πρόσωπο ονομάζεται
ενδιάμεσος. Η ύπαρξή του μπορεί να οφείλεται είτε στην επιθυμία του
αποστολέα να τον χρησιμοποιήσει για να προσεγγίσει τον παραλήπτη, είτε σε
περιορισμούς που επιβάλλει το μέσο, είτε και στα δύο

Λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία


Η λεκτική είναι η κορυφαία και πολυπλοκότερη μορφή επικοινωνίας. Είναι
το μέσο έκφρασης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τον κάνει να ξεχωρίζει
από τους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς. Πραγματοποιείται κυρίως
μέσω της γλώσσας. Περιλαμβάνει τη μεταβίβαση και την αποδοχή
μηνυμάτων, μέσω της χρήσης λέξεων
Διακρίνεται σε: Προφορική επικοινωνία, που πραγματοποιείται μέσω της
ομιλίας και Γραπτή επικοινωνία, που πραγματοποιείται μέσω εγγράφων,
επιστολών κ.ο.κ.
Η Μη λεκτική επικοινωνία χαρακτηρίζεται και ως «σιωπηρή γλώσσα» και
ορίζεται ως η ανταπόκριση, χωρίς τη χρήση ομιλίας ή γραπτού λόγου, η οποία
συμπεριλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, τα οποία γίνονται
αντιληπτά, εντός του οποίου μεταδίδονται και λαμβάνονται τα λεκτικά και μη
λεκτικά μηνύματα. Για την εφαρμογή της μη λεκτικής επικοινωνίας απαιτείται
οπτική επαφή μεταξύ πομπού (αποστολέα) και δέκτη (παραλήπτη).
Χρησιμοποιείται συνοδευτικά με τη λεκτική επικοινωνία (ένα νεύμα, μία
χειρονομία μπορούν να πουν πολλά περισσότερα, από πάρα πολλές λέξεις)
Η μη λεκτική επικοινωνία περιλαμβάνει: Τη γλώσσα του σώματος, την
προσωπική παρουσίαση, την επικοινωνία με διευθέτηση του χώρου, τη σιωπή

Τυπική και άτυπη επικοινωνία


η τυπική επικοινωνία καθορίζεται από τη δομή του οργανισμού. Η ροή της
πληροφόρησης ακολουθεί τα τυπικά κανάλια της ιεραρχίας, ενώ αφορά και
στην εξωτερική επικοινωνία του οργανισμού
στην άτυπη επικοινωνία δε λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες δομές του
οργανισμού, ούτε τα επίσημα ιεραρχικά επίπεδα και οι προβλεπόμενες
σχέσεις μεταξύ των μελών του οργανισμού

65
Μονόδρομη και αμφίδρομη επικοινωνία
Μονόδρομη είναι η επικοινωνία στην οποία ο παραλήπτης του εκάστοτε
μηνύματος δεν έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στο μήνυμα αυτό. Τα
διασημότερα τέτοια μέσα είναι το ραδιόφωνο και κυρίως η τηλεόραση.
Αμφίδρομη επικοινωνία είναι η επικοινωνία στην οποία ο παραλήπτης του
εκάστοτε μηνύματος έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στο μήνυμα αυτό αλλά
όχι ταυτόχρονα. Τα διασημότερα τέτοια μέσα είναι το τηλέφωνο (σταθερό,
κινητό)και το διαδίκτυο (e-mail, κοινωνικά δίκτυα)

Διμερής και πολυμερής επικοινωνία


Διμερής επικοινωνία: αφορά την επικοινωνία που λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο
ατόμων
Πολυμερής είναι η επικοινωνία που πραγματοποιείται με πολλούς ανθρώπους
ταυτόχρονα

Συμμετρική και συμπληρωματική επικοινωνία


Συμμετρική επικοινωνία, όπου μεταξύ πομπού και δέκτη υπάρχει σχέση
ισότητας και αμοιβαιότητας)
Συμπληρωματική επικοινωνία αφορά την επικοινωνία όπου μεταξύ πομπού
και δέκτη υπάρχει σχέση ανισότητας, διάθεση επιβολής εξουσίας και άσκησης
ελέγχου

Ελλιπής και ολοκληρωμένη επικοινωνία


Ελλιπής ή ατελής όταν υπάρχουν λάθη σε οποιοδήποτε στάδιο της
διαδικασίας της επικοινωνίας
Ολοκληρωμένη, η διαδικασία της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με επιτυχία

Διαταραχές στην ανθρώπινη επικοινωνία


• Διαταραχές που αφορούν τον πομπό και τη μετάδοση του μηνύματος:
αφορά κυρίως την ανικανότητα του πομπού να κωδικοποιήσει μια
πληροφορία με κατανοητό τρόπο για τον δέκτη. Π.χ. ο πομπός μιλά
διαφορετική γλώσσα από τον δέκτη
• Διαταραχές που αφορούν τον δέκτη και την λήψη ενός μηνύματος:η
επικοινωνία από την πλευρά του δέκτη είναι κυρίως θέμα αντίληψης. Αν για
κάποιο λόγο ο δέκτης αντιληπτικά υπολειτουργεί θα είναι προβληματική η
λήψη του μηνύματος. Π.χ. ο δέκτης είναι κωφός κι ο πομπός του στέλνει ένα
ακουστικό μήνυμα ή είμαστε κουρασμένοι και τα όργανα αντίληψής μας δε
λειτουργούν με τον ιδανικό τρόπο
• Διαταραχές που αφορούν τα μέσα επικοινωνίας:τα μέσα που θα επιλεγούν
από τον πομπό π.χ. λέξεις, σύμβολα, εικόνες, κ.ά. μπορούν να διαταράξουν
την επικοινωνία

66
• Διαταραχές που αφορούν τις μορφές επικοινωνίας:η μορφή επικοινωνίας
που θα χρησιμοποιηθεί είναι ικανή να διαταράξει την επικοινωνία όπως π.χ.
αν επιλέξει κάποιος την ανεπίσημη μορφή επικοινωνίας σε μια επίσημη
κοινωνική συνθήκη. Ακόμα η μονόδρομη επικοινωνία – δεν υπάρχει
επανατροφοδότηση από τον δέκτη – δημιουργεί διαταραχή στην επικοινωνία
δύο ατόμων

67
Ανθρώπινες σχέσεις και επικοινωνία
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σχέσεις αλληλεπίδρασης των ατόμων που
αναπτύσσουν τα άτομα κατά την προσωπική τους επαφή με άλλα άτομα, δρώντας
απέναντι σε άλλους με κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, προκαλώντας τις
αντιδράσεις τους. Για ανθρώπινες ή κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις μιλούμε,
όταν οι ενέργειες και γενικότερα η συμπεριφορά ενός ατόμου επηρεάζει την
συμπεριφορά ενός ή άλλων ατόμων, έτσι ώστε να έχουμε αλληλεπίδραση και
αμοιβαία ρύθμιση της συμπεριφοράς. Η αμοιβαιότητα αυτή αποτελεί ουσιαστικό
στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων και χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να μιλούμε για
διαπροσωπικές σχέσεις.
Οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στο πεδίο της επικοινωνίας. Κάθε άτομο,
κάθε φυτό, κάθε ζώο και κάθε αντικείμενο εκπέμπουν σήματα τα οποία όταν γίνουν
αντιληπτά, μεταδίδουν ένα μήνυμα σε κάποιον δέκτη. Τα μηνύματα αλλάζουν την
πληροφορία αυτού που τα αντιλαμβάνεται και κατά συνέπεια αλλάζουν τη
συμπεριφορά του. Η αλλαγή στη συμπεριφορά του αποδέκτη του μηνύματος, με τη
σειρά της μπορεί να επηρεάσει τον “πομπό”, αυτόν που εκπέμπει το μήνυμα, με έναν
τρόπο αντιληπτό ή όχι
Ως ομάδα ορίζεται η συγκέντρωση δύο ή περισσοτέρων ατόμων που
βρίσκονται μεταξύ τους και αλληλεπιδρούν έχοντας συνείδηση ότι αποτελούν μια
κοινωνική μονάδα αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα και ρόλους έχοντας κοινά
κίνητρα, κοινούς στόχους και σκοπούς.

Οι τρόποι συμπεριφοράς ηγεσίας μέσα σε μια ομάδα είναι:


• «Αυταρχικό» ύφος καθοδήγησης: ο συντονιστής λαμβάνει ο ίδιος όλες τις
αποφάσεις, ορίζει τους συνεργάτες και την εργασία του καθένα, κάνει
παρατηρήσεις και κριτικές θετικές ή αρνητικές στα άτομα, κάνει υποδείξεις,
αλλά δεν συμμετέχει στην εργασία
• «Δημοκρατικό» ύφος καθοδήγησης: οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού
μετά από ομαδικές συζητήσεις, σκιαγραφείται αρχικά η πορεία όλης της
εργασίας, τα μέλη επιλέγουν ελεύθερα τους συνεργάτες τους, οι θετικές ή
αρνητικές παρατηρήσεις και κριτικές απευθύνονται στην εργασία και όχι στο
πρόσωπο, συμπεριφέρεται ως ισότιμο μέλος, συμμετέχει στην εργασία
• «Laissez-faire» (φιλελεύθερο) ύφος καθοδήγησης: oι αποφάσεις
λαμβάνονται ομαδικά ή ατομικά, χωρίς συμμετοχή του καθοδηγητή/
συντονιστή, δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες εάν ζητηθεί, δίχως να
παίρνει μέρος στις συζητήσεις, δεν συμμετέχει στις αποφάσεις καταμερισμού
εργασίας, δεν εκφράζει παρατηρήσεις ή κριτικές, δεν συμμετέχει στην
εργασία

68
Στάσεις
Οι στάσεις αντιπροσωπεύουν τον κεντρικό άξονα της αντίληψης των κοινωνικών
φαινομένων από την πλευρά του ανθρώπου επειδή, όπως κι η προσωπικότητα,
κατευθύνουν τη συμπεριφορά του ατόμου με τους άλλους.
Ως στάση ορίζεται «ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο τοποθετείται σε σχέση με
κοινωνικά αντικείμενα αξίας που μπορεί να είναι π.χ. διάφορα κοινωνικά ή πολιτικά
θέματα, φυλές και λαοί, κοινωνικές ομάδες, η φύση, τα ζώα κλπ.» .
Βασικές λειτουργίες των στάσεων:
Γνωσιακή λειτουργία, η οποία ομοιάζει προς την κοινή αντίληψη για το ρόλο των
στάσεων. Οι στάσεις μας βοηθούν να εξηγήσουμε και να καταλάβουμε τον κόσμο
γύρω μας,
Χρησιμοθηρική λειτουργία, που σημαίνει ότι συνδράμουν στο να διασφαλίζουμε
ανταμοιβές και να αποφεύγουμε τιμωρίες,
Λειτουργία έκφρασης αξιών. Μερικές φορές η εκδήλωση μιας στάσης δεν είναι
τίποτα παραπάνω από δημόσια έκφραση των πιστεύω μας, των αξιών με τις οποίες
ταυτιζόμαστε.
Λειτουργία άμυνας του εγώ. Τέτοιες στάσεις είναι συνήθως ριζωμένες βαθιά,
αλλάζουν δύσκολα και διάκεινται εχθρικά προς το αντικείμενό τους. Οι στάσεις που
υπηρετούν τη λειτουργία αυτή προβάλλουν επομένως, εκ των έσω προς τα έξω,
πραγματικές ενδοψυχικές συγκρούσεις.

Διαστάσεις των στάσεων


• Γνωστική διάσταση: αφορά τις αντιλήψεις, τις απόψεις, τις προφορικές
δηλώσεις και τις γνώμες του ατόμου
• Συναισθηματική διάσταση: αφορά τόσο τα συναισθήματα που συνδέονται με
τη συγκεκριμένη στάση όσο και οι σχετικές εκδηλώσεις του αυτόνομου νευρικού
συστήματος, και
• Διάσταση της συμπεριφοράς: αναφέρεται στη συμπεριφορά του ατόμου όταν
αντιμετωπίζει συγκεκριμένες καταστάσεις

Έκδηλο είναι ότι οι στάσεις συμπεριλαμβάνουν το στοιχείο της σταθερότητας.. Οι


στάσεις μας είναι σταθερές, δεν αλλάζουν εύκολα και αντιστέκονται στην αλλαγή.
Μια σημαντικότατη προϋπόθεση, όσον αφορά τη διαμόρφωση των στάσεων είναι, ότι
οι στάσεις μαθαίνονται από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αλλαγή των στάσεων εξαρτώνται από την
ψυχοσυναισθηματική σύνδεση του ατόμου με κάποιον άλλον, δηλ. την διαπροσωπική
σχέση που θα δημιουργήσει. Επίσης, εξαρτάται από τη δυνατότητα και τον τρόπο
προσφοράς νέων πληροφοριών, κάτω από ποιες συνθήκες θα τις αποκτήσει, από το
περιεχόμενο αυτών των πληροφοριών καθώς και από την αξιοπιστία και την
ικανότητα του άλλου (πομπού). Βασικός παράγοντας στην αλλαγή των στάσεων είναι
η προσωπικότητα του ατόμου και η ικανότητα που έχει να εκτιμά τις καταστάσεις σε
συνδυασμό με τις εμπειρίες του.

69
Η έννοια του στερεοτύπου
Τα στερεότυπα αποτελούν γνωστικές αναπαραστάσεις που αφορούν µια οποιαδήποτε
κοινωνική οµάδα και τα µέλη της. Πρόκειται για «µια εικόνα στο κεφάλι µας» , µια
γενίκευση που κατασκευάζουµε και την αποδίδουµε σε όλα τα µέλη µιας ανθρώπινης
οµάδας. Tα στερεότυπα αντλούν τη µορφή και το περιεχόµενό τους από το κοινωνικό
πλαίσιο το οποίο µας περιβάλλει και η εφαρµογή τους οδηγεί σε κοινωνικές αδικίες.
Tα στερεότυπα, τέλος, δηµιουργούν προσδοκίες για το ποια είναι η
αναµενόµενησυµπεριφορά του άλλου, οδηγώντας στο φαινόµενο που ονοµάζεται
«αυτοεκπληρούµενη προφητεία»

Tα στερεότυπα δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικές γενικεύσεις, µπορεί να είναι και


θετικές. Στερεότυπο είναι, για παράδειγµα, η άποψη ότι (όλοι) οι Έλληνες είναι
φιλόξενοι και γλεντζέδες. Οι προκαταλήψεις είναι αρνητικά και υποτιµητικά
στερεότυπα. Η διαφορά µεταξύ στερεοτύπων και προκαταλήψεων είναι ότι τα
στερεότυπα είναι προϊόν ασυνείδητων διεργασιών, ενώ οι προκαταλήψεις βρίσκονται
κάτω από συνειδητό, γνωστικό έλεγχο

Προκατάληψηείναι το να κατέχεις υποτιμητικές, κοινωνικές στάσεις ή γνωστικές


απόψεις, ή η έκφραση αρνητικών αισθημάτων ή η εκδήλωση εχθρικής ή ρατσιστικής
συμπεριφοράς προς τα μέλη μιας ομάδας, επειδή συμβαίνει να έχουν την ιδιότητα του
μέλους της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας Η αδυναµία του ατόµου να ανεχθεί
τους άλλους οι οποίοι δεν είναι σαν κι αυτόν προέρχεται συχνά από την απειλή που
νιώθει σε ένα βαθύτερο επίπεδο του εαυτού. Φόβος, θυµός και εχθρότητα είναι τα
συναισθήµατα που ανακινούνται όταν οι άλλοι προσλαµβάνονται ως απειλητικοί. Το
προκατειληµµένοάτοµοαντιλαµβάνεται τη δική του οµάδα ως καλή, ως οµάδα που
έχει τις δικές του αξίες, τις δικές του συνήθειες και παραδόσεις, τη δική του
ιδεολογία. Έτσι, η οµάδα των άλλων, µε διαφορετικές αξίες, παραδόσεις και άλλη
ιδεολογία, δεν µπορεί να γίνει ψυχολογικά αποδεκτή ως ισότιµη χωρίς να απειλήσει
τον εαυτό µε ακύρωση και αφανισµό.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

1. Ορίστε την επικοινωνία και αναφέρετε επιγραμματικά ποιες μορφές


επικοινωνίας ξέρετε;
2. Ποια είναι η διαδικασία της επικοινωνίας; Αναφέρετε ένα παράδειγμα.
3. Ποιες διαταραχές στην ανθρώπινη επικοινωνία γνωρίζετε;
4. Ποιους τρόπους συμπεριφοράς ηγεσίας γνωρίζετε;
5. Αναλύστε τις τρεις διαστάσεις των στάσεων.
6. Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την αλλαγή των στάσεων;
7. Πότε ορίζουμε μια στάση ως προκατάληψη και πότε ως στερεότυπο;

70
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Αζίζι-Καλατζή Α., Ζώνιου-Σιδέρη Α. &Βλάχου Α., (1996). Προκαταλήψεις και


στερεότυπα: Δημιουργία και αντιμετώπιση, Αθήνα, Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης
Δραγώνα Θ., (2001). «Κοινωνικές ταυτότητες/ετερότητες», στο Εκπαίδευση:
Πολιτισμικές διαφορές και κοινωνικές ανισότητες, τόμος Α, Πάτρα, Ελληνικό
Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ιωαννίδης, Ι., Δ., (1996). Παιδαγωγική Ψυχολογία - Προσαρμογή – Προσωπικότητα,
Αθήνα: Κορφή
Κοκκινάκη, Φ. (2005). Κοινωνική ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής
συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Κωσταρίδου - Ευκλείδη, Α. (1998). Τα κίνητρα στην εκπαίδευση, Αθήνα, Ελληνικά
Γράμματα
Κωσταρίδου– Ευκλείδη, Α. (1999). Ψυχολογία κινήτρων, Αθήνα, Ελληνικά
Γράμματα
Μαριδάκη- Κασσωτάκη, Α. (2009). Εισαγωγή στην παιδαγωγική ψυχολογία. Αθήνα,
Ατραπός
Ναυρίδης, Κ. (1994). Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις. Στο Κ. Ναυρίδης, Κλινική
Κοινωνική Ψυχολογία, σελ. 165-178, Αθήνα, Παπαζήση
Παπαστάμου, Σ., &Μαντόγλου, Α., (Επιμ.) (1995). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις,
Αθήνα, Οδυσσέας
Pervin, L., A., andJohn, O.P., (1999).Θεωρίες προσωπικότητας. Έρευνα και
εφαρμογές, Αθήνα, Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος
Ποταμιάνος, Γ. (1997). Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα
Συγκολλίτου, Ε. (1998). Εαυτός, κίνητρα και επίδοση στο σχολείο. Στο: Αν.
Κωσταρίδου- Ευκλείδη (επιμ.) Τα Κίνητρα στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Τριλιανός, Α. (2002). Η παρώθηση του μαθητή για μάθηση. Επιστημονικές
θεωρήσεις και τεχνικές παρώθησης του μαθητή κατά τη διδακτική διαδικασία.
Αθήνα, Αυτοέκδοση
Φροΰντ Σ., (2005) Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, Αθήνα, Γκοβόστης
Χρηστάκης, Ν., (2006). Το φαινόμενο της πειθούς: Οι κοινωνικές στάσεις και η
αλλαγή τους. Στο Σ. Παπαστάμου (Επιμ. Έκδ.) Εισαγωγή στην Κοινωνική
ψυχολογία: Η παράδοση.Τόμ. Β’. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. (σελ. 133- 198).
Woolfolk, A. (2007). Εκπαιδευτική Ψυχολογία. Ε. Μακρή- Μπότσαρη (επιμ.). Μ.
Μπαρμπάτση (μετ.). Αθήνα: Έλλην. 

71

You might also like