Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 12

Νίκου Καββαδία, «Στο άλογό μου»

Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα
ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει.
Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως
για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα
τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε
πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη
ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας.
Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας
μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω...

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα


τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα.
Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό
παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η
όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε
μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι
σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε
συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι
περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί
να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε.
Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και
τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το
σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν'
αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις
ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες.
Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι
πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν
προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός
σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν
φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα
φαντάζομαι...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε
φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε
απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...

Κούδεσι, Μάρτης 1941

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα Άλογα του Αχιλλέως»


Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων


αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Κ.- ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ (1927)


Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε οι σκέψεις τώρα,
φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούν ένα παίζει,
να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1924-2008)

ΤΟ ΣΑΚΙ (απόσπασμα)
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωίμα δε σταθήκανε.
Περάσανε αργά πάνω στο χιόνι.
Τα γένια τους ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου
Κράτα το άλογο, μου είπε και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει και τό ’να μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

sofia-moutsou.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6.html
Ανθρωπος και άλογο : Μια σχέση αγάπης με παιδαγωγικά και θεραπευτικά
αποτελέσματα

http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/07/blog-post_19.html
Το άλογο και ο άνθρωπος Γράφει ο Γιάννης Δημάκης

https://stergioulas.wordpress.com/2014/01/25/%CF%84%CE%B1-%CE%AC%CE%BB%CE
%BF%CE%B3%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-
%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85/ Τα άλογα του Αγίου Μάρκου

sxoleio1.blogspot.gr/2012/05/blog-post_26.html

Αφιέρωμα στο Άλογο Το άλογο στη Φύση, στην Ιστορία, στην Τέχνη

ΣΤΑ ΑΛΟΓΑ ΜΑΣ

Στα Άλογα
που μας όργωσαν τα χωράφια μας, τον Καρά και τον Ντορή,
που κάποτε τα καβαλικέψαμε και τα τρέξαμε,
που κάποτε τα πήγαμε να βοσκήσουν σε λιβάδι χλωρό χορτάρι,
που κάποτε ακούσαμε να μας καλωσορίζουν με το χλιμίντρισμα τους,
που κάποτε βοηθήσαμε τον πατέρα να τα πεταλώσει,
κι άλλοτε βοηθήσαμε να τα σαμαρώσει και να τα φορτώσουμε με βρώμη,
τα ταΐσαμε στα χέρια μας,

και τα σφουγγίσαμε από τον ιδρώτα στη μεγάλη κούραση της δουλειάς ,
που ήταν ζευγάρι, ποτέ κάποιο δεν τραβούσε μπροστά απ 'άλλο, ούτε ξέμενε πιο
πίσω, ούτε αναμέριζε  στ' αυλάκι ,ούτε και ποτέ δυστρόπησε,
και κάποτε τα ποτίσαμε με το σατιλι  καθαρό νερό, μόνο καθαρό  
γάργαρο  νερό έπιναν, να μην έχει ουτ 'ένα μικρό τσαχαλακι
ούτε  το παραμικρό θόλωμα και τους άρεσε εκείνη την ώρα να τους 
σφυρίζουμε κάποιο σκοπό, ένα ρυθμό, σαν χάδι,
και να μην ξεχάσουμε την ομορφιά τους, ψηλά γερά πόδια, -
κομψό, ευλύγιστο κορμί, γυμνασμένο, μεγάλη ταχύτητα, σαν βέλη φεύγαμε,
αστραπές, οξύ βλέμμα, έξυπνο, ευγενικό, και χαίτη στιλπνή,
πλήρης συμμετρία κι ομορφιά, δύναμη ,υπερηφάνεια ,εργατικότητα, αρχοντιά.

Αι  Καρά
Αι  Ντορή
Αι αι
Ἴππος καὶ ἱπποκόμος Αἰσώπου Μῦθοι

Κριθὴν τὴν τοῦ ἵππου ὁ ἱπποκόμος κλέπτων καὶ πωλῶν τὸν ἵππον ἔτριβεν, ἐκτένιζεν
πᾶσαν ἡμέραν. Ἔφη δὲ ὁ ἵππος· Εἰ θέλεις ἀληθῶς καλὸν εἶναί με, τὴν κριθὴν τὴν
τρέφουσάν με μὴ πώλει. Ὅτι οἱ πλεονέκται τοῖς πιθανοῖς λόγοις καὶ ταῖς κολακείαις
τοὺς πένητας δελεάζοντες ἀποστεροῦσιν αὐτοὺς καὶ τῆς ἀναγκαίας χρείας.

Ἴππος καὶ ἱπποκόμος

Κριθὰς τοῦ ἵππου ὁ ἱπποκόμος κλέπτων διεπώλει, τὸν δὲ ἵππον ψήκτραις διέτριβε.
Ὁ δὲ εἶπεν· Εἰ θέλεις ὡραῖον εἶναί με, τὰς κριθὰς ἃς ἐσθίω μὴ κλέπτε.

Στα νέα Ελληνικά

Ένας ιπποκόμος (υπηρέτης που φρόντιζε άλογα), ξύστριζε και χτένιζε το άλογο
καθημερινά, απο την άλλη όμως έκλεβε και πουλούσε το κριθάρι που ήταν να τρώει
το άλογο. Οπότε το άλογο του λέει: τί με χτενίζεις και με ξυστρίζεις καθημερινά,
νομίζεις οτι έτσι θα γίνω όμορφο άλογο; Άν πραγματικά θέλεις να γίνω όμορφο,
σταμάτα να κλέβεις το κριθάρι μου!

Έτσι κάνουνε και κάποιοι πολιτικοί: στολίζουν τους ανθρώπους με πολλά ωραία
λόγια, αλλα τους στερούν απο υλικά αγαθά.

Εξαίσια θα ναι πάντοτε των ίππων η ορμή


Ιδίως προς το τέλος κάθε αγώνος
Ανδρέας Εμπειρίκος: Τα ακαταπάτητα

Του Κοσμά Κέφαλου


 
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης καθώς και μεταγενέστεροι Έλληνες ποιητές έχουν
εμπνευστεί από το σκάκι και αναφέρονται σε αυτό, κυρίως μεταφορικά. Εξιστορούν
πολέμους, αναδεικνύουν κοινωνικούς αγώνες, πλέκουν ερωτικές ιστορίες.
Γράφουν για το παιχνίδι, αλλά και για κάθε κομμάτι ξεχωριστά. Πολλοί στίχοι για τη
βασίλισσα που μετενσαρκώνεται σε συνήθως άπιστη γυναίκα, για την αυτοθυσία του
πιονιού, τη λοξοδρομική κίνηση του αξιωματικού. Λιγότερες αναφορές στους
στιβαρούς πύργους και ελάχιστες στον βασιλιά.
Περίοπτη θέση σε αυτές τις αναφορές έχει το άλογο,
που μπορεί να είναι «προσεκτικό κι ασάλευτο, βουβό κι αφαιρεμένο» (Μιχαήλ
Στασινόπουλος)
ή εκφοβιστικό «τους πύργους τ' άλογα μου έχουν τρομάξει» (Νάσος Βαγενάς)

ή ανήμπορο «τα άλογα κουτσά» (Μαρία Χαραλαμπίδη)


ή συγκριτικά μικρής αξίας: «Όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω. / Μονάχα ετούτον
τον τρελό μου θα κρατήσω» (Μανώλης Αναγνωστάκης).
Ο Μιχάλης Γκανάς δείχνει το τέλμα («η παρτίδα μου στη μέση, / τ' άλογα στην ίδια
θέση»),
ο Νίκος Καρούζος χρησιμοποιεί τον συμβολισμό της κίνησης («Σαν το άλογο στο
σκάκι / την ευθεία την απεχθάνομαι»)
και ο Κώστας Γαρμπής εισάγει το ερωτικό στοιχείο: «οργιαστικοί ίπποι Μαινάδων
μαινομένων / διεγειρουσών έρωτες μανιώδεις».

Ο Χάρης Βλαβιανός στην ποιητική σύνθεση «Σχεδόν διάσημος», που κυκλοφόρησε


το 2014 εκτός εμπορίου, γράφει: "Έπαιξα σκάκι με τον Εμπειρίκο στη βεράντα του
σπιτιού του στην Άνδρο. Μετά από είκοσι δύο κινήσεις είχε χάσει τους δύο
αξιωματικούς και τον έναν πύργο. Γελούσε νευρικά κι έπινε το ένα ούζο πίσω από τ'
άλλο. Κάθε τόσο επαναλάμβανε τη φράση: 'Εξαίσια θα 'ναι πάντοτε των ίππων η
ορμή'».

Δούρειος Ίππος

δούρειος ίππος (δούρειος=ξύλινος) στην ελληνική μυθολογία είναι κατασκευή


εμπνευσμένη από τον Οδυσσέα, ένα ξύλινο άλογο-κρύπτη. Σκοπός του Οδυσσέα
ήταν να παραπλανηθούν οι Τρώες και να το εκλάβουν ως δώρο και ως δείγμα καλής
θελήσεως και ειρήνης από τους Αχαιούς. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια
κατασκευή που έκρυβε εντός της τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες ήρωες.
Εκείνοι, μετά την είσοδο του ίππου στην Τροία, βγήκαν από αυτόν και άνοιξαν τις
πύλες στους υπόλοιπους, προκειμένου να ξεκινήσει η λεηλασία της πόλης. Στις
πρώιμες αναπαραστάσεις του 8ου και 7ου Π.Κ.Ε./π.Χ. αιώνα παρουσιάζεται ως
πελώρια κατασκευή με σειρά ανοιγμάτων, ενώ ο αριθμός των πολεμιστών που
περιελάμβανε ποικίλλει, ανάλογα με την αφήγηση και τον ποιητή[1]. Η
έκφραση Δούρειος Ίππος σήμερα υποδηλώνει είσοδο με τέχνασμα, δόλο και
πονηρία
Οι Αχαιοί προετοιμαζόμενοι για την άλωση της Τροίας ετοιμάζουν το ξύλινο άλογο
και χαράζουν επάνω του την επιγραφή Έλληνες, Αθηνά χαριστήριον[2]. Με τον
Οδυσσέα επικεφαλής κρύβονται οι γενναιότεροι των Αχαιών και μαζί τους ο
κατασκευαστής του αλόγου Επειός[3]. Ο υπόλοιπος στρατός, προκειμένου να πείσει
τους Τρώες για την αναχώρησή του βάζει φωτιά στο στρατόπεδο και τις
εγκαταστάσεις του, επιβιβάζεται στα πλοία και κρύβεται στην Τένεδο για να μην είναι
ορατός από την Τροία. Οι Τρώες πεπεισμένοι από τον κατάσκοπο των Αχαιών
Σίνωνα και βλέποντας την επιγραφή, θέλουν να φέρουν το ξόανο[4] εντός των τειχών
της πόλης, προκειμένου να αντικαταστήσουν το κλεμμένο από τον
Οδυσσέα Παλλάδιο.[5]. Στην απόφαση αντιστέκεται ο Λαοκόων, που γνωρίζει ως
μάντης ότι ο ίππος είναι τέχνασμα των Αχαιών και προοιωνίζει τον χαμό της Τροίας.
Τον Λαοκόοντα και έναν από τους γιους του καταβροχθίζουν δύο φίδια σταλμένα
από τονΑπόλλωνα που έρχονται από τη θάλασσα[6]. Κατά άλλη εκδοχή, τα φίδια
έστειλε ο θεός Ποσειδώνας. Οι Τρώες διασκεδάζουν, θεωρώντας ότι η πολύχρονη
δοκιμασία τελείωσε και πέφτουν σε ύπνο βαθύ. Η μόνη που αντιλαμβάνεται την
αλήθεια είναι η Ελένη, η οποία προσπαθεί μάταια να εξαναγκάσει με τρόπο μαγικό
τους Αχαιούς να μιλήσουν και να αποκαλυφθούν, μιμούμενη τις φωνές των
γυναικών τους. Οι κρυμμένοι Αχαιοί την ώρα που ανέτειλε η Σελήνη βγαίνουν από
το άλογο, ανοίγουν τις πύλες για τα στρατεύματα που είχαν κρυφτεί στην Τένεδο και
επιδίδονται σε γενοκτονία!

Φιλολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Δούρειος ίππος ως συμβάν ανήκει στον Τρωικό πόλεμο, όπως τον αφηγείται
ο Βιργίλιος στο έπος της Αινειάδας. Τα γεγονότα που αφηγείται στην προκειμένη
περίπτωση λαμβάνουν χώρα μετά την Ιλιάδα τουΟμήρου και πριν την Οδύσσεια και
την κύρια αφήγηση της Αινειάδας. Στα έπη Ιλιάς Μικρά και Ιλίου Πέρσις προβάλλεται
ως κατασκευαστής του αλόγου ο Επειός, ο γιος του Πανοπέα από τη Φωκίδα,
κατόπιν συμβουλής της ίδιας της Αθηνάς. Ο Επειός ασήμαντη πολεμικά
προσωπικότητα, δεν αναφέρεται στις μάχες της Ιλιάδας, καθώς κατ' ομολογία του
ίδιου δεν είναι ιδιαίτερα ικανός με το αντικείμενο του πολέμου.[7]

 Η μυθοπλασία του ξύλινου αλόγου ή της ξύλινης αγελάδας στην Κρήτη αντλεί την
καταγωγή της από ανάλογα λατρευτικά ομοιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση
υπονοεί ο Δούρειος ίππος τη λατρεία της Ιππίας Αθηνάς, διαφορετικά δε θα ήταν
δυνατόν να πειστούν οι Τρώες που είχαν χάσει το δικό τους ξόανο από τον
Οδυσσέα, να γκρεμίσουν μέρος των τειχών της πόλης για την εισαγωγή του
δούρειου ίππου.  

Αφιέρωμα στο Άλογο

Το άλογο στη Φύση, στην Ιστορία, στην Τέχνη

Ο Γάλλος ζωολόγος Μπυφόν αναφέρει πως "το άλογο είναι η ωραιότερη κατάκτηση
του ανθρώπου", καταδεικνύοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ιδιαίτερη και πολυδιάστατη
σχέση του ανθρώπου με το άλογο. Σχέση, που κορυφαίο σύμβολό της, για μας τους
Έλληνες, είναι οι Κένταυροι της μυθολογίας μας.

Όλοι οι λαμπροί πολιτισμοί στηρίχθηκαν στο άλογο για την πρόοδο και την εξέλιξή
τους. Αξιοσημείωτο είναι δε, πως διαχρονικά η κατοχή ενός δυνατού και
καλογυμνασμένου αλόγου αποτελούσε δείγμα κοινωνικής ισχύος και προβολής, εξ
ανάγκης λοιπόν βασιλείς, στρατηγοί και άλλοι πολλοί άρχοντες όφειλαν να είναι
καλοί ιππείς.   

Η σχέση του αλόγου με τον άνθρωπο υπήρξε μοναδική. Το άλογο ήταν και φίλος και
σύντροφος του ανθρώπου, τον σήκωνε πιο ψηλά από τους πεζούς συνανθρώπους
του και του έδινε δύναμη και ταχύτητα. Όργωνε τα χωράφια του και μετέφερε τη
συγκομιδή και άλλα αγαθά, καθώς επίσης ταξιδιώτες και πολεμιστές στις μάχες και
εξερευνητές σε άγνωστες χώρες. Χρησιμοποιήθηκε για κυνήγι και αργότερα για
φύλαξη κοπαδιών, βοοειδών. Ήταν ο πιστός σύμμαχος σε αγώνες και  προσέφερε
ψυχαγωγία  σε αγώνες ιππασίας.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, πως αθάνατα άλογα, σύμφωνα με την ελληνική
μυθολογία, διέθεταν οι θεοί Ποσειδώνας, Ήρα, Αθηνά και Άρης.

Ο πιο αγαπητός ήρωας της μυθολογίας μας, ο Ηρακλής, ανέλαβε να αιχμαλωτίσει


τα άλογα του Διομήδη, με τον όγδοο άθλο που του ανέθεσε ο Ευρυσθέας. Τα άλογα
αυτά ήταν ανθρωποφάγα και διέθεταν χάλκινους σιαγόνες. Ήταν συνεχώς δεμένα με
σιδερένιες αλυσίδες. Ο Διομήδης τους έριχνε για τροφή κάθε άτυχο ξένο που
περνούσε στην ακτή του βασιλείου του.

  Το άλογο κατέλαβε ιδιαίτερη θέση στο χώρο της τέχνης. Από τις βραχογραφίες του
σπηλαίου Λασκό στη Γαλλία μέχρι τα αριστουργήματα των αετωμάτων του
Παρθενώνα, από τα γλυπτά των τάφων της κινεζικής δυναστείας των Τανγκ μέχρι τα
σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι, από τα έπη του Ομήρου έως και τη σύγχρονη
λογοτεχνία, το άλογο ενέπνευσε καλλιτέχνες  όλων των εποχών. 

Ακόμα και σήμερα οι ωραιότεροι αδριάντες θεωρούνται εκείνοι των έφιππων που
στολίζουν τις κυριότερες πλατείες των πόλεων.

Φέτος στην ιστορία μας μάθαμε για το μεγαλείο του οράματος του Μ. Αλεξάνδρου.
Το ονομαστό του άλογο ο  Βουκεφάλας, τον μετέφερε μέχρι την Ινδία.

Αποφασίσαμε να ξετυλίξουμε λοιπόν το νήμα του χρόνου και να μελετήσουμε το


ζώο αυτό από την εξημέρωσή του ως τις μέρες μας. Μιλήσαμε για την εξημέρωσή
του, τη θέση του στη ζωή των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των αιώνων. Διαβάσαμε
το βιβλίο "Το σπήλαιο του Λασκό" που περιέγραφε τις βραχογραφίες των
προσφιλών μας ζώων από τον Homo Sapiens.

Μάθαμε για την εξημέρωσή του και πώς τα χρησιμοποίησαν πολλοί πολιτισμοί από
την προϊστορία μέχρι το Μεσαίωνα, όπως οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι
Πέρσες, οι Εβραίοι, οι Αιγύπτιοι, οι Ρωμαίοι και οι Άραβες.

Ακόμα και στην ελληνική λαϊκή συνείδηση  το άλογο συνδέεται με ιδιαίτερα


χαρίσματα και πλήθος από δοξασίες. Όπως για παράδειγμα αν χλιμιντρίζει στον
ύπνο του το άλογο θα πεθάνει τ΄αφεντικό του, ή ανάλογα με το χλιμίντρισμα
προαναγγέλει και τη μεταβολή του καιρού. Οι Έλληνες ονομάζουν τα άλογά τους
"Ντορή", "Ψαρρή", "Καρά", "Ρούσο" ανάλογα με το χρώμα του τριχώματός τους. Στα
μεσαιωνικά, ακριτικά ποιήματα κυριαρχούν τα ονόματα "Γρίβας", "Μαύρος" και
"Πέπανος".

 Ιδιαίτερη αγάπη έχει ακόμη ο λαός μας, στον Άγιο Γεώργιο και στον Άγιο Δημήτριο,
οι οποίοι απεικονίζονται  αγιογραφικά ,ο μεν πρώτος να σκοτώνει ένα δράκο,  ο δε
δεύτερος να σκοτώνει έναν ειδωλολάτρη, το Λυαίο.

Πολλά είναι και τα κλέφτικά τραγούδια που κάνουν αναφορά σε άλογα με την έννοια
του πιστότερου συντρόφου του πολεμιστή που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και
τραυματισμένο προτρέποντάς τον μάλιστα να καβαλικέψει και πάλι για να
συνεχίσουν. Χαρακτηριστικό είναι το λυρικό δημοτικό τραγούδι του λαβωμένου
ήρωα προς το αγαπημένο του άλογο:

Δεν μπορώ, καημένε γρίβα


γιατί μ' έχουν λαβωμένο
στην καρδιά πετυχημένο.
Σύρε σκάψε με τα νύχια,
με τ' αργυροπέταλά σου,
τράβηξέ με με τα δόντια,
ρίξε με μέσα στο χώμα.
Έπαρε και τ' άρματά μου,
δώσε τα στα γονικά μου.
Έπαρε και το μαντήλι,
το χρυσό μου δαχτυλίδι,
να το δώσεις της καλής μου,
να με κλαίει, όταν τα βλέπει.

ΤΙ ΖΗΤΑ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΦΕΝΤΗ ΤΟΥ

"Άκουσε, αφέντη μου, την θερμή παράκλησή μου. Τάιζέ με και πότιζέ με καλά. Αφού
εργασθώ και κοπιάσω όλη την μέρα, να έχω το βράδυ καταφύγιο και ανάπαυση σε
καθαρό στάβλο. Να μου μιλάς ήμερα, για να κάμω ό,τι θέλεις, διότι ο καλός λόγος
είναι καλύτερος από τα χαλινάρια και από το καμτσίκι. Να με χαϊδεύεις για να με
μάθεις να εργάζομαι πάντα με ευχαρίστηση, πρόθυμα. Να μη με κτυπάς στον
ανήφορο και να μη μου σέρνεις το χαλινάρι στον κατήφορο. Αν τύχει να μην
καταλάβω αμέσως τι θέλεις να μην αρπάζεις το καμτσίκι, αλλά να εξετάζεις πρώτα
την αιτία, μήπως είναι μπερδεμένο το χαλινάρι ή πληγώνει το στόμα μου το σίδερο.
Μη μου κόβεις την ουρά μου, γιατί μ' αυτή διώχνω τις μύγες που με τσιμπούν και με
τυραννούν. Όταν γεράσω και είμαι άρρωστο και δεν μπορώ πλέον να δουλέψω, μη
με αφήνεις να πεθάνω από την πείνα. Καλύτερα σκότωσέ με για να μην υποφέρω
ανώφελα. Συγχώρεσέ με, αφέντη μου, που σου κάμω αυτή την παράκληση, στο
όνομα εκείνου, που και Εκείνος γεννήθηκε μέσα σ' ένα στάβλο".

Στα άπαντα των διηγημάτων του Τσέχοφ, ξεφυλλίστε και σταθείτε σε αυτό, με
τον τίτλο ‘Καημός’. Είναι το μοναδικό του μεγάλου συγγραφέα, που συνοδεύεται
από υπότιτλο επτά λέξεων ‘Σε ποιον να πω τον πόνο μου’. Με δυο λόγια η πλοκή
του διηγήματος : Ο Τσέχοφ, περιγράφει το 24ωρο ενός αμαξά στους δρόμους μιας
παγωμένης, βροχερής και λασπωμένης Μόσχας.  Οι πελάτες, όλοι τους βιάζονται,
μπαίνουν στην άμαξα και προστάζουν τον αμαξά να τους πάει γρήγορα, το ταχύτερο
δυνατό στον προορισμό τους. Ο αμαξάς, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος
ταλαιπωρημένος από τα βάσανα της ζωής του, υπακούει, όμως εκείνη τη θλιβερή
μέρα έχει μέσα του ένα μεγάλο καημό, που τον βασανίζει και που θέλει να τον
βγάλει προς τα έξω. Νοιώθει ότι θα σκάσει. Κάπου ‘να πει τον πόνο του’ μήπως και
μαλακώσει η ψυχή του. Ουδείς έχει όρεξη να τον προσέξει, ή να δώσει για λίγο έστω
σημασία στα λόγια του. Φέρονται στον αμαξά αδιάφορα, δεν έχουν όρεξη να
ακούσουν λέξη... Πέφτει η νύχτα για τα καλά, ο κόσμος έχει αραιώσει, οπότε
αποφασίζει βαθιά λυπημένος να γυρίσει στην καλύβα του, να μετρήσει την είσπραξη
– μιλάμε για μερικά ρούβλια σε κέρματα- και να ξεκουραστεί ενόψει της επόμενης
μέρας. Μέσα του ο καημός έχει φουντώσει. Φτάνει στο κονάκι του, βγάζει τη σέλα
και τα χάμουρα από το άλογο και το συνοδεύει στον μικρό στάβλο να πιει νερό και
να ζεστάνει τα παγωμένα του πόδια πάνω στο καθαρό άχυρο. Με το που τελειώνει
τη διαδικασία, σχεδόν χωρίς να το θέλει, αρχίζει να μιλάει στο ζωντανό, του ιστορεί
τα βάσανά του και ό,τι που αρχίζει να ξαλαφρώνει, διακρίνει ένα δάκρυ να κυλά από
τα μεγάλα μάτια της κουρασμένης φοράδας. Την χάϊδεψε με όση τρυφερότητα
σκόπευε να μεταδώσει σε ανθρώπους και αποκοιμήθηκε σε μιαν άκρη...

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι υπήρξε μέθυσος, μούτρο, τζογαδόρος, και μεγάλος


‘πορνόγερος’ όπως ο ίδιος περιγράφει στα βιβλία του. Εζησε ‘τη μισή ζωή του’ μέσα
στα ιπποδρόμια με ένα μπουκάλι στο χέρι (που μόνιμα ανανεωνόταν...), έπαιξε όσα
διέθετε στα ιπποδρομιακά στοιχήματα, εντούτοις, ποτέ δεν έγραψε μιαν άσχημη
λέξη για τα άλογα. Μάλλον τα λάτρευε και μέσα του πονούσε για την ταλαιπωρία
τους. Μπορεί να πει κανείς ότι άλογο που νικούσε, ήταν μόνιμα ο ήρωας μέσα στον
στίβο, εν αντιθέσει με τους αναβάτες και τους ανώτερους υπαλλήλους στα πάντα
γεμάτα ιπποδρόμια της Πασαντένα, της Καλλιφόρνια ή του Νιου Μέξικο. Γράφει ο
Μπουκόβσκι : ‘...Οι περισσότεροι άνθρωποι, πάνε στις κούρσες επειδή βρίσκονται
σε αγωνία, ναι, ναι, και είναι τόσο απελπισμένοι που θα ρίσκαραν κάποια
περισσότερη αγωνία από το να αντιμετωπίσουν την παρούσα θέση τους στη ζωή’.
Είναι σαφές ότι αυτή την πρόσθετη αγωνία μόνο το άλογο μπορούσε να τους
προσφέρει την συγκεκριμένη στιγμή. Με δεδομένο φυσικά ότι ‘για να κερδίσεις
πρέπει πρώτα να τζογάρεις’ ! Ο Μπουκόβσκι δεν έπαιζε τίποτε άλλο εκτός από
ιπποδρομιακά στοιχήματα, άντε  και μερικές φορές κάποια μικροποσά σε αγώνες
πυγμαχίας. Χωρίςς να το πολυκαταλάβει, η διαδικασία της κούρσας είχε ταυτιστεί με
την ίδια του την πολυτάραχη ζωή. Μόνο που καταγράφοντας σχεδόν μισό αιώνα
λεπτομερώς το περιθώριο (και το χαμένο Αμερικάνικο Ονειρο...) απέφυγε επιμελώς
μέσα από τις συγκλονιστικές του σελίδες να ενοχοποιήσει το άλογο κι’ ας τον έριχνε
εφτά φορές στις δέκα ο ιππόδρομος στην ανεργία.

 Το άλογο στην λογοτεχνία δεν έχει βρει ακόμη την θέση που του αξίζει (σε αντίθεση
με τους αδριάντες σε όλο τον κόσμο,. Που αφιερώνονται από τα κράτη στους
ήρωες). Πλάϊ στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, ο Μεγαλέξαντρος καμαρώνει
ισότιμα με τον Βουκεφάλα. Εργο τέχνης θεωρείται από τους ειδικούς η στάση του
αλόγου που ιππεύει ο Κολοκοτρώνης στο προαύλιο της Παλιάς Βουλής. Χωρίς το
άλογο, οι στρατηλάτες θα έχαναν πολύ –ως αγάλματα- από την αξία τους. Οπως και
οι διάσημοι ήρωες στα παλιά αμερικάνικα γουέστερν... Σκεφθήκατε ποτέ τον
Ρίτσαρντ Γουϊτμαρκ ή τον Τζον Γουέιν να τρέχουν με φολξσβάγκεν σκαραβαίο ;

 Οι πολεμιστές
Οι πόλεμοι διά μέσου των αιώνων, έχουν διεξαχθεί πάνω σε άλογα. Τα άρματα που
έσερναν άλογα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των μαχών. «Ο Ασσυριακός
λαός», μας πληροφορεί η Luz Aguilar, «ανέπτυξε την ιππευτική τέχνη, που
αργότερα υιοθετήθηκε από τους Πέρσες, αφού κατέλαβαν την Αυτοκρατορία τους το
612 π.Χ. Ο ιδρυτής της περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ο Μέγας, διέθετε πολλές
χιλιάδες άλογα και φοράδες μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας, το 538 π.Χ. (...)
Για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία, το
άλογο αποτελούσε αναγκαίο μέσο για την επέκτασή της».

Πήγασος: Το φτερωτό μυθικό άλογο


Η ελληνική μυθολογία έχει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το άλογο, τον Πήγασο. Ένα
πανέμορφο άλογο με αστείρευτες δυνάμεις και, το κυριότερο, είχε φτερά. Αυτό το
άλογο θέλησε να αποκτήσει ο Βελλερεφόντης, ώσπου με τη βοήθεια της θεάς
Αθηνάς κατάφερε να δαμάσει τον Πήγασο και έτσι πέταξε στους ουρανούς
βοηθώντας τους ανθρώπους. Η Έντιθ Χάμιλτον γράφει σχετικά στην «Επίτομη
Ελληνική και Παγκόσμια Μυθολογία»: «Ντυμένος με ολόκληρη τη μπρούντζινη
πανοπλία του, πήδησε στη ράχη του και το έβαλε να τρέξει με όλη του την ταχύτητα.

Το άλογο φάνηκε ενθουσιασμένο τόσο με το τρέξιμο, όσο και με εκείνον τον ίδιο.
Τώρα πια ήταν κύριος του αέρα. Πετούσε όπου ήθελε και τον ζήλευαν όλοι. Καθώς
αποδείχτηκε, όμως, ο Πήγασος δεν ήταν κατάλληλος μόνο για διασκέδαση, αλλά
μπορούσε να προσφέρει και μεγάλη βοήθεια σε ώρα ανάγκης, γιατί σκληρές
δοκιμασίες περίμεναν τον Βελλερεφόντη...». Μέσα από αυτά τα λόγια, πιθανόν να
βρίσκεται μια εξήγηση, αποκωδικοποιώντας τον μύθο, δηλαδή την εξημέρωση του
αλόγου και τη συνύπαρξή του με τον άνθρωπο. Στην αστρονομία υπάρχει ο
αστερισμός του Πήγασου, που σχηματίζει το φτερωτό μυθικό άλογο στον νυχτερινό
ουρανό.

- See more at: http://www.sigmalive.com/simerini/world/315022/alogo-o-aionios-


ypiretis-tou-anthropou#sthash.ekr3Gsjh.dpuf

You might also like