Η συμβολή των τσιγγάνων μουσικών στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 11

μουσικά προάστια



Κυριακή 28 Απριλίου 2013
Η συμβολή των τσιγγάνων μουσικών στην εξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής της Ελλάδας

Η συμβολή των τσιγγάνων μουσικών στην εξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής της Ελλάδας

του Θανάση Μωραΐτη

με τη συνεργασία του Μάρκου Δραγούμη

Από τον 11ο αιώνα έως σήμερα, το ζήτημα των Τσιγγάνων μουσικών είναι κεφαλαιώδες στην
ιστορία της παραδοσιακής μας μουσικής. Όσοι ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική της
Ελλάδας γνωρίζουν ότι ένα από τα πλέον ουσιαστικά συστατικά στοιχεία της εξέλιξής της ήταν
και κατά κάποιο τρόπο εξακολουθεί να είναι η συμβολή των τσιγγάνων μουσικών, ιδιαίτερα στον
τομέα της οργανικής μουσικής.

Η προέλευση των Τσιγγάνων, Ρομά, Γύφτων κτλ., ανάλογα με την ορολογία που επικρατεί ή
προτιμάται σε κάθε περίπτωση, θεωρείται υπόθεση περίπλοκη. Οι πληθυσμοί αυτοί ξεκίνησαν
στην ιστορία ως πλανόδιες ομάδες, αλλά με το χρόνο και με το κλείσιμο των συνόρων οι
μετακινήσεις τους περιορίστηκαν στο εσωτερικό των κρατικών σχηματισμών. Αρκετοί
εγκαταστάθηκαν σε διάφορες χώρες ως εδραίοι, έγιναν σ’ ένα βαθμό δίγλωσσοι και δέχθηκαν
τις επικρατούσες θρησκείες των τόπων της εγκατάστασής τους.

Το πιθανότερο είναι ότι ο ιστορικός πυρήνας τους ξεκίνησε ως περιπλανώμενες ομάδες με


απώτερη προέλευση την Ινδία, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι η πατροπαράδοτη γλώσσα τους,
η Ρομανί, ανήκει στην Ινδική υφομογλωσσία. Στη μακρά ιστορική τους παρουσία στην Ευρώπη,
αλλά και την Ασία και Αφρική, ασφαλώς αναμείχθηκαν με ντόπιες πληθυσμιαίες συνιστώσες,
είτε μέσω μεικτών γάμων είτε διότι διάφορα μεμονωμένα άτομα τούς ακολούθησαν και
ενώθηκαν μαζί τους για μια ποικιλία λόγων. Πολλές φορές ένας τέτοιος πληθυσμός, αφού είχε
μείνει για καιρό σε ένα χώρο και είχε μετάσχει σε όλες τις εύλογες επιτόπιες ζυμώσεις, αργότερα
έφευγε και μετακινιόταν προς κάποιον επόμενο χώρο, σωρεύοντας έτσι τα επίπεδα των
αλληλεπιδράσεων και επιμειξιών.

Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτούς τους νομάδες ή πλάνητες και στους κατά τόπους εδραίους
πληθυσμούς υπήρχαν διάφοροι βαθμοί ανταλλαγής πολιτισμικού ρευστού, με τους πρώτους να
λειτουργούν επιπρόσθετα ως «μεταφορείς» και εν μέρει «διαμορφωτές» πολιτισμού από
περιοχή σε περιοχή. Ιδιαίτερα οφείλουμε να σημειώσουμε την αισθητή επίδραση των
πλανόδιων επαγγελματιών μουσικών κατά μήκος μιας κύριας οδού που εκτείνεται από τη
Βαλτική, σχεδόν, έως την Ελλάδα. Οι μουσικοί αυτοί φαίνεται πως κάτω από το γενικό
χαρακτηρισμό των Τσιγγάνων / Γύφτων / Ρομά συγκέντρωναν ένα κράμα από προελεύσεις,
καταβολές και επηρεασμούς. Έχοντας προφανώς ενσωματώσει την παράδοση των Γερμανο-
πολωνο-εβραίων πλανόδιων μουσικών Γκλεζμορίμ, των οποίων αφετηρία ήταν η Γαλικία,
περιοχή ανάμεσα στην Κρακοβία και το Λβουφ, των Ούγγρων, των Τουρκοτατάρων της Ρωσίας,
των Γότθων κτλ., έφεραν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και κατόπιν στη Σερβία και Βουλγαρία,
την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα ένα είδος μουσικής που μοιάζει πολύ μ’
αυτό που εμείς αποκαλούμε αστικολαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, ή ακόμα συνέβαλε
αποφασιστικά στη διαμόρφωσή του.

«Οι Έλληνες θαύμαζαν τη μουσική ιδιοφυία των τσιγγάνων, δεν τους είχαν υποδουλώσει όπως
στη Μολδοβλαχία, τους θεωρούσαν όμως κατώτερους και δε δέχονταν να παίζουν το ζουρνά
εκεί όπου τον έπαιζαν αυτοί. Οι τσιγγάνοι στην αρχή δε θα τραγουδούσαν παρά μόνο κάποια
στιχάκια στους χορούς και ίσως στους σκοπούς που ήταν του συρμού στην Πόλη, στο Ιάσι και
στα Γιάννινα. Όταν άρχισαν όμως να τραγουδούν και τα ντόπια πατροπαράδοτα τραγούδια,
τους άλλαξαν ριζικά το ύφος και το ήθος. Για να το συνειδητοποιήσει κανείς, αρκεί να συγκρίνει
το ίδιο τραγούδι της τάβλας όπως το τραγουδάει Θεσσαλός χωρικός και όπως το ερμηνεύει ο
Μπενάτσης, ο Γιαννιώτης Γύφτος. Ίσως ο μουσικολόγος, που τον ενδιαφέρει το γνήσιο δημοτικό
τραγούδι, αλλά και ο μουσικός, από αισθητική άποψη, θα προτιμήσουν τη μονοφωνική
εκτέλεση του χωριάτη, τη γυμνή, την τραχιά. Τον μέσο ακροατή όμως θα τον συνεπάρει η
εκτέλεση του Γύφτου με το φανταχτερό χρωμάτισμα, με τα πολλά στολίδια, με τη
χαρακτηριστική εναλλαγή της ελεύθερης απαγγελίας του τραγουδιστή και του χορευτικού
ρυθμού των οργάνων» (Samuel Baud-Bovy: Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, Π.Λ.Ι.,
Ναύπλιο 1984, σ. 64).

Αθήνα, Ιούλιος 2003

Artviews
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΗΣ
ART & CULTURE
ΤΕΧΝΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΑ
WHO IS WHO
ΤΕΧΝΕΣΜΟΥΣΙΚΗΩ9
Οι Τσιγγάνοι λαϊκοί οργανοπαίχτες και η ελληνική μουσική
21/11/2019

Φεστιβάλ Μουσικής Ρομά


Γράφει η Ελένη Μοσχοβούδη
Ελένη Μοσχοβούδη
Δέκα αιώνες καλύπτει η παρουσία των Τσιγγάνων στη χώρα μας που υπήρξε κομβικό σημείο για
την εξάπλωσή τους στην Ευρώπη. Ήδη σε ένα αγιογραφικό κείμενο του 1068 μαρτυρείται η
παρουσία των «Αθίγγανων» στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1346 αναφέρεται σε κείμενα η
ύπαρξη «φέουδο Τσιγγάνων» (feudum acinganorum) στην Κέρκυρα όπου διατηρήθηκε ως τον
19ο αι. Σε βυζαντινούς κανόνες, κείμενα βυζαντινών λογίων αλλά και σε πολλά δημοτικά
τραγούδια συναντάμε πλήθος αναφορές στους Τσιγγάνους.

Αθίγγανοι λαϊκοί οργανοπαίχτες


Στο πέρασμα των αιώνων η πορεία των Ρομ (Rom) στην Ελλάδα και των Ρωμιών υπήρξε κοινή,
έτσι ώστε «τσιγγάνικη και ελληνική συνείδηση να συνυπάρχουν στην ψυχή του Έλληνα
Τσιγγάνου». Όπως σημειώνει ο κοινωνιολόγος Γιάννης Γεωργίου, αυτό οφείλεται και στο
γεγονός ότι στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι δεν υπέστησαν διωγμούς και θανατώσεις ούτε
απαγορεύτηκε η χρήση της γλώσσας τους και της κουλτούρας τους.

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΜ (ROM) ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ
ΥΠΗΡΞΕ ΚΟΙΝΗ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ «ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗΝ
ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥ»

Αντιθέτως, στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη γνώρισαν συχνά έως και προσφάτως, μαζικές
διώξεις, με αποκορύφωμα τη γενοκτονία από τους Ναζί. Για τους λόγους αυτούς οι Τσιγγάνοι
της Ευρώπης ζήτησαν από πολύ νωρίς να αναγνωρισθούν ως εθνική μειονότητα, σε αντίθεση με
τους Τσιγγάνους της Ελλάδας που δηλώνουν Ρομ αλλά και Ρωμιοί.

Ικανότατοι λαϊκοί οργανοπαίχτες , οι Τσιγγάνοι υπήρξαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις


παραμένουν ακόμα, από τους κυριότερους φορείς της δημοτικής μας μουσικής. Σιδεράδες και
μουσικοί οι παραδοσιακές ασχολίες τους (συνδυάζοντας κάποιες φορές και τις δύο τέχνες),
κατέληξαν σε κάποιες περιοχές το όνομα τους να είναι συνώνυμο του οργανοπαίχτη.

Όπως σημειώνει η Δέσποινα Μαζαράκη στο βιβλίο της «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα»: «Σε
περιοχές ολόκληρες η οργανική μουσική του τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των ‘γύφτων’.
Οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη. Σ’ ολόκληρη την Ήπειρο, στο
Δομοκό, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, στην περιοχή του Ασπροποτάμου, της
Λειβαδιάς και αλλού η λέξη «γύφτος» σημαίνει οργανοπαίχτης».

Ο Αναστάσιος Τσιάρας διηγείται για τους μουσικούς του χωριού του, στα Γραμμενοχώρια της
Ηπείρου:

«Το επάγγελμα του λαϊκού οργανοπαίχτη το εξασκούσαν μονάχα οι ακτήμονες χωριανοί μας, οι
λεγόμενοι ‘γύφτοι’, που η οικονομική τους κατάσταση βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και οι
συνθήκες διαβίωσής τους ήταν πανάθλιες. Γι’ αυτό και το επάγγελμα του οργανοπαίχτη δεν
ήταν κοινωνικά αποδεκτό και εθεωρείτο, χωρίς υπερβολή, αναξιόπρεπο και καταφρονεμένο».
Οι Γύφτοι στάθηκαν λοιπόν οι κυριότεροι φορείς της ελληνικής δημοτικής μουσικής – ιδίως της
οργανικής – στη Στεριανή Ελλάδα (στα νησιά και στην Κρήτη δεν επεκτείνεται η δραστηριότητά
τους). Παραμένουν ικανότατοι ζουρνατζήδες, με τις πίπιζες και τα νταούλια στη Μακεδονία
καθώς και στη Δ. Ρούμελη (με επίκεντρο το πανηγύρι του Αϊ – Συμιού στο Μεσολόγγι) και στη Δ.
Πελοπόννησο (στην περιοχή της Αμαλιάδας και της Γαστούνης).

Υπάρχουν επίσης, αρκετές αναφορές για την παρουσία Γύφτων οργανοπαιχτών με ζουρνά και
νταούλι στα ασκέρια των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο μανιώδης θηρευτής και συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός, ο Christopher C. King, ο
Αμερικανός συγγραφέας του βιβλίου: «Ηπειρώτικο μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη
ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», υπογραμμίζει και αυτός στο βιβλίο του τη μεγάλη
συμβολή των Τσιγγάνων στη δημιουργία, τη διατήρηση και τη διάδοση της ελληνικής δημοτικής
μουσικής, όχι μόνο της ηπειρώτικης. Συμβολή τόσο κρίσιμη ώστε να μετριάζει κάπως τον
υπερβολικό τόνο που σίγουρα έχει ο τίτλος ενός βιβλίου του Σκυριανού λαογράφου και
λογοτέχνη Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, που εκδόθηκε το 1927: «Το πρόβλημα του δημοτικού μας
τραγουδιού: ελληνικό ή γύφτικο;». Αρκεί μία μνεία για να φανεί το μέγεθος της συμβολής.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΗΣ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

O Σαμουήλ Μπω-Μποβύ στο υποκεφάλαιο «Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι» του βιβλίου του
«Δοκίμιο για το δημοτικό τραγούδι» γράφει:

«Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην Ουγγαρία, όπου οι Γύφτοι είναι σχεδόν αποκλειστικά
οργανοπαίχτες […], στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Ήπειρο, φημίζονταν όχι μόνο για το παίξιμό
τους αλλά και για το τραγούδι τους. […] Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι “δοκιμότατοι
στιχοπλόκοι” […] που έφεραν το δίστιχο στην Ήπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα».

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γύφτοι οργανοπαίχτες δεν έπαιζαν τα ντόπια μουσικά όργανα
(γκάιντες, λύρες, ταμπουράδες κ. λ. π.) αλλά ζουρνά και νταούλι. Αυτό συνέβαινε και στην
Ουγγαρία, όπου οι Τσιγγάνοι δεν χρησιμοποιούσαν τα όργανα που έφτιαχναν και έπαιζαν οι
ντόπιοι.

Η ιστορία του λαϊκού κλαρίνου επίσης, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της
ελληνικής μουσικής. Το όργανο ‘φτάνει’ στην Ελλάδα μέσω της Τουρκίας από τους Αθίγγανους
οργανοπαίχτες, μόλις στα μέσα του 19ου αι. Ένα όργανο ‘δυτικό’, το οποίο αναδείχθηκε και
διαδόθηκε στη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όργανο – σύμβολο της δημοτικής
παράδοσης.

Το όργανο ‘μεταμορφώνεται’ στα χέρια των πρακτικών λαϊκών οργανοπαικτών (μεταφυτεύτηκαν


τα ‘πιασίματα’: η τεχνική παιξίματος του ζουρνά και της φλογέρας, ανάπτυξη εντυπωσιακής
τεχνικής τόσο στη δακτυλοθεσία όσο και στον τρόπο φυσήματος και στη χρήση της γλώσσας) ,
επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά τη δύναμη της ελληνικής παράδοσης να ενσωματώνει μέσω
της αναδημιουργίας τις ξένες επιδράσεις.

Η κομπανία: κλαρίνο, βιολί, λαγούτο και ντέφι, καθιερώθηκε ως το τυπικό συγκρότημα μουσικής
της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μέσα από τις κομπανίες ξεπήδησαν σπουδαίοι δεξιοτέχνες του
λαϊκού κλαρίνου και του βιολιού, που άφησαν εποχή και έδωσαν εξαιρετικά δείγματα
επεξεργασίας του δημοτικού μέλους.

Times News

NEWSROOMΚΟΙΝΩΝΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μουσικοί τσιγγάνοι
«Ήρθαν οι γύφτοι» σημαίνει ήρθαν τα όργανα!
19 Μαρτίου 2022

0
Μοιραστείτε το!
Share
Tweet
Των Μ. Αγγέλη & Μ. Τασιόπουλου
«Κι ήρθαν οι γύφτοι οι λαλητάδες
… πλάσμα εσύ από ήχο
πλάσμα ρυθμού και πλάσμα ονείρου.
‘σαι η γλώσσα τους η μία
κι η ασάλευτη κι η μουσική.
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι μουσικοί».

Κ. Παλαμάς

Σιδεράδες και μουσικοί οι παραδοσιακές ασχολίες τους, συνδυάζοντας κάποιες φορές και τις
δύο τέχνες, κατέληξαν κάποια στιγμή τ’ όνομα τους να είναι συνώνυμο του οργανοπαίχτη.
«Ήρθαν οι γύφτοι» σημαίνει ήρθαν τα όργανα! Όπως σημειώνει η Δέσποινα Μαζαράκη στο
βιβλίο της ‘‘Το λαϊκό όργανο στην Ελλάδα’’: «Σε περιοχές ολόκληρες η οργανική μουσική του
τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των γύφτων. Οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα
του οργανοπαίχτη. Σ’ ολόκληρη την Ήπειρο, στο Δομοκό, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην
Καρδίτσα, στην περιοχή του Ασπροπόταμου, της Λιβαδειάς και αλλού η λέξη «γύφτος» σημαίνει
οργανοπαίχτης…».

Οι γύφτοι στάθηκαν, λοιπόν, οι κυριότεροι φορείς της ελληνικής δημοτικής μουσικής -ιδίως της
οργανικής- στη στεριανή Ελλάδα ενώ στα νησιά και στην Κρήτη δεν επεκτείνεται η δραστη -
ριότητα τους. Παραμένουν ικανότατοι ζουρνατζήδες, με τις πίπιζες και τα νταούλια, στη
Μακεδονία, της Αγίας Αγαθής στο Αιτωλικό και στη Δυτική Πελοπόννησο στην περιοχή της
Γαστούνης. Το Πανηγύρι τ’ Αη Συμιού στο Μεσολόγγι και της Αγ. Αγάθης στο Αιτωλικό είναι από
τα πιο παραδοσιακά της Αιτωλοακαρνανίας, που ζωντανεύουν την περιοχή. Το πρώτο γίνεται
δύο φορές: στις 2 με 3 Φεβρουαρίου, γιορτή του Αγ. Συμεώνος, και την άλλη, την Κυριακή της
Πεντηκοστής και τη Δευτέρα του Αγ. Πνεύματος. Και το δεύτερο στο Αιτωλικό στις 23
Αυγούστου. Σημαντική σ’ αυτά τα πανηγύρια είναι η προσφορά των «γύφτων λαλητάδων».
Κάθε παρέα «κλείνει» τη δική της ζυγιά. Άνθρωποι του Μεσολογγίου μας εξέφρασαν το φόβο
τους, πως αν εκλείψουν οι Γύφτοι κατασκευαστές και παίχτες ζουρνατζήδες, θα σβήσει και η
παράδοση των πανηγυριών…

Ο ζουρνάς ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον αρχαίο ελληνικό αυλό – όργανο με διπλό γλωσσίδι
– ενώ τη «ζυγιά» ζουρνάς – νταούλι, τη συναντάμε σ’ όλη τη διαδρομή που ακολούθησαν οι
τσιγγάνοι.

Ζουρνάς: Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 22 έως 60 εκατοστά, από διάφορα ξύλα: οξυά,
κερασιά, καρυδιά, ελιά, μαυρομουριά… Στην περιοχή του Μεσολογγίου φημισμένος είναι ο
ζουρνάς ο κατασκευασμένος από ξύλο τριανταφυλλιάς, 0 ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το
νταούλι. Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα της ηπειρωτικής
Ελλάδος.

Νταούλι: Ένας ξύλινος κύλινδρος σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις τους με δέρμα
τεντωμένο με σχοινί – είναι ένα ρυθμικό κυρίως όργανο που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένο
νταουλόξυλα.

Πανηγύρια

Υπάρχουν αρκετές αναφορές για την παρουσία γύφτων οργανοπαιχτών με ζουρνά και νταούλι
στα ασκέρια των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης που μαζί με τους «ψυχογυιούς» ήταν
στην υπηρεσία των καπεταναίων. Ανάλογο ρόλο «αυλικού μουσικού» έπαιξαν οι γύφτοι και
στην αυλή του Αλή Πασά, εξυμνώντας τη δόξα του, διεκτραγωδώντας ιστορικά περιστατικά,
όπως τον πνιγμό της κυρά-Φροσύνης και θρηνώντας για τα. θάνατο του, μέσα από μιαν ειδική
κατηγορία τραγουδιών, τα αληπασαλίτικα, που συνδυάζουν το πνεύμα του κλέφτικου
τραγουδιού με την δομή των αστικών τραγουδιών της Κωνσταντινούπολης. Ο Γερμανός περιη-
γητής Bartholdy αναφέρει, το 1804, ένα γλέντι στο παλάτι του Μουχτάρ, γιου του Αλή Πασά,
όπου παρευρίσκονται «ο μητροπολίτης Άρτης, ένας Εβραίος τραπεζίτης κι ένας νεαρός Έλληνας
που τον είχε μπιστικό και σύντροφο στα γλέντια του». Σ’ αυτά τα γλέντια έπαιζαν συνήθως
γύφτοι μπιστικοί από το γυφτομαχαλά που δεν βρισκόταν μακριά από τα παλάτια του Πασά και
των παιδιών του.

«Σε πόλεις όπως το Καρπενήσι, η Κατερίνη – που λεγόταν και «Γυφτοκατερίνη» – τα Γιάννινα, η
Χαλκίδα, η Κόνιτσα, η Ναύπακτος, υπήρχε ολόκληρος μαχαλάς από γύφτους μουζικάντηδες»,
γράφει ο Τ. Γιαννακόπουλος. «Οι γύφτοι εκείνοι γίνονταν παρέες, ονομαζόμενες «ζυγιές», και
γύριζαν στους γάμους, είτε από πανηγύρι σε πανηγύρι. Τα ελληνικά πανηγύρια άρχιζαν του Αη
Θανασιού (2 Μαΐου) και τελείωναν του Αη Δημητρίου (26 Οκτωβρίου). «Όργωναν λοιπόν
κυριολεκτικά την Ελλάδα, από τη μια ίσαμε την άλλη της άκρη…». Από τότε ίσαμε σήμερα η
γύφτικη κομπανία συντροφεύει τις ευχάριστες στιγμές των ανθρώπων, που σέβονται και θέλουν
να διατηρήσουν την παράδοση. Και στις βαφτίσεις και στους γάμους οι «γύφτοι λαλητάδες»
σκορπούν το κέφι με την μαεστρία που τους διακρίνει.

Η παρουσία του γύφτου στο χωριό, εξυπηρετεί βασική κοινωνική λειτουργία και αποτελεί
αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία και την συντήρηση του δημοτικού τραγουδιού και.
της λαϊκής κουλτούρας γενικά. Το τραγούδι στο χωριό, το τραγουδάει μόνο ο γύφτος με την
πίπιζα. Εκείνος το λέει στις ξεφάντωσες. Αυτός καταδέχεται να μπει στη μέση του κύκλου του
χορού, να παίζει την πίπιζα και το νταούλι, γύρω του να χοροπηδάνε οι χορευτές και να του
κολάνε στο κούτελο παράδες. Οι γύφτοι στο χωριό δεν τραγουδάνε μονάχα το δημοτικό
τραγούδι, αλλά και το διατηρούνε στη θύμιση των χωριανών και κάτι ακόμα. Δεν διστάζουν και
οι ίδιοι να δημιουργήσουν τραγούδια, όπως για παράδειγμα, ένα γνωστό δημοτικό τραγούδι τη
φημισμένη Ζαχαρούλα, όμορφη και σχετικά πλούσια κόρη από την Γαστούνη της Ηλείας.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα. Η Ζαχαρούλα, πρώτη αυτή, πέταξε την
πατροπαράδοτη Ελληνική γυναικεία ενδυμασία και όπως λέει το τραγούδι της «ντύθηκε στα
ευρωπαϊκά». Τρεις φίλοι του Βαγγέλη του αδελφού της την γνωρίσανε, συνεχίζει το τραγούδι,
στο Βαγγέλη πάνε και του το είπανε. Εκείνος πήγε, την βρήκε, τη σκότωσε. Αυτό το περιστατικό,
κάποιος τ’ άρπαξε, το έφτιαξε τραγούδι. Ο φονιάς αδελφός της, στο κακουργιοδικείο της
Πάτρας, απηλλάγη με επαίνους. Το τραγούδι δεν ακούστηκε στη Γαστούνη, όπως ήταν φυσικό,
αλλά κάπου στην Πάτρα. Είναι φανερό ότι το τραγούδι αυτό, δημιουργήθηκε από τους γύφτους
και σκορπίστηκε από τους ίδιους σ’ ολόκληρο τον Μοριά.

Επομένως είναι ολοφάνερο ότι θεματοφύλακας της μουσικής παράδοσης του λαού μας, ήταν ο
γύφτος. Εκείνος μορφοποιούσε μουσικά τα δημοτικά μας τραγούδια, τα διατηρούσε στην
ενθύμηση του λαού, τα σκορπούσε από χωριό σε χωριό, έχοντας την ελευθερία να μετακινείται
ακόμη και σε δύσκολες ιστορικά εποχές που πέρασε η πατρίδα μας.

Κλαρίνο

Στους γύφτους οργανοπαίχτες του τουρκικού στρατού, που μετέφεραν το κλαρίνο στην Ήπειρο
και στη Μακεδονία, αποδίδεται η είσοδος αυτού του οργάνου στην Ελλάδα. Η ιστορία του λαϊ-
κού κλαρίνου, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής, μια
συναρπαστική περιπέτεια που συνδέεται με την είσοδο και τη διάδοση του στη χώρα και την
ανάδειξη του, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε όργανο – σύμβολο της δημοτικής
παράδοσης. Ένα όργανο «δυτικό», που ήρθε όμως στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας, μόλις στα μέσα
του περασμένου αιώνα και κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε στα χέρια των πρακτικών λαϊκών
οργανοπαικτών, επιβεβαιώνοντας άλλη μια φορά τη δύναμη της ελληνικής παράδοσης ν’
αφομοιώνει και να μεταπλάθει τις ξένες επιδράσεις. Στο καινούργιο όργανο μεταφυτεύτηκαν τα
«πιασίματα» – η τεχνική παιξίματος – του ζουρνά και της φλογέρας, με την εντυπωσιακή τεχνική
τόσο στη δακτυλοθεσία, όσο και στον τρόπο φυσήματος και στην χρήση της γλώσσας. Αυτό
οφείλεται, πάνω απ’ όλα, στους γύφτους μουσικούς στους οποίους είχε αφεθεί -όπως είδαμε-
το «περιθωριακό» επάγγελμα του όργανο παίχτη. Η «κομπανία» – κλαρίνο, λαγούτο και ντέφι –
αντικατέστησε τη ζυγιά και καθιερώθηκε ως το τυπικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Μέσα από τις κομπανίες ξεπήδησαν σπουδαίοι δεξιοτέχνες του λαϊκού τραγουδιού και του
βιολιού, που άφησαν εποχή και έδωσαν εξαιρετικά δείγματα επεξεργασίας του δημοτικού
τραγουδιού.

Τραγουδιστές τσιγγάνοι: Μ. Αγγελόπουλος, Μ. Χριστοδουλόπουλος, Κ. Χατζής, Β. Παϊτέρης κ.ά.

Οργανοπαίκτες (κλαρίνο, βιολί): Σούκας, Σαλέας, Βασιλόπουλος, Κοκώνης, Αριστόπουλος,


Αχαλινοτόπουλος κ.ά.

Βιολί

Εκτός από κλαρίνο, νταούλι και πίπιζα παίζουν και βιολί. Υπάρχει μάλιστα ο θρύλος ότι πατέρας
του βιολιού είναι γύφτος. Οπωσδήποτε, η αλήθεια είναι ότι το βιολί μπήκε στην Ελλάδα, πριν
από το κλαρίνο. Το όργανο αυτό ήρθε στον τόπο μας απ’ τους γύφτους ύστερα από το 1826.
Σύμφωνα άλλωστε με ένα άλλο θρύλο που κυκλοφορεί ευρύτατα στη Μεσευρώπη, κάποιος
γύφτος παραβγήκε στη μαστοριά του βιολιού με τον φημισμένο μουσουργό Λιστ. Δεν νίκησε
τον Λιστ αλλά τον εξέπληξε. Στον σχετικό διαγωνισμό, είπε στον Λιστ «παίζε πάντα πρώτος». Ό,τι
έπαιζε ο Λιστ, ο γύφτος το επαναλάμβανε με μεγάλη ευχέρεια. Η φήμη των γύφτων σαν
μουζικάντηδων στη μέση Ευρώπη στα χρόνια κυρίως της Αυστροουγγρικής μοναρχίας υπήρξε
άφταστη. Η τσιγγάννικη μουσική που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στις ευρωπαϊκές κυρίως
αυλές τα χρόνια εκείνα, είναι δικό τους αποκλειστικά δημιούργημα και θάμα. Πλάι στους
φημισμένους μεγάλους μουσουργούς Μπετόβεν, Βάγκνερ, Λιστ, στην ιστορία της μουσικής
εκείνων των χρόνων, ξεχωρίζουν τα ονόματα των τσιγγάνων μουσουργών Μπίχαρη, Ρεμενί,
Ξερμιάκ.

Περπερίτσα – Λαζαρίνες

Σ’ άλλους θρύλους, γίνεται λόγος για τη δύναμη της τσιγγάνικης μουσικής στο να δίνει λύσεις
στα αδιέξοδα των ανθρώπων και της φύσης, Έτσι λοιπόν μια γυφτοπούλα ντύνονταν στα λου-
λούδια, τριγύριζε στο χωριό, οι χωριανοί τραγουδούσαν το γνωστό τραγούδι Περπερίτσα, και η
μαγική αυτή ιεροτελεστία έφερνε, τις πιο πολλές φορές, τη βροχή. Τα κάλαντα, τον παλιό εκείνο
καιρό, δεν τα έλεγαν τα παιδιά όπως στις μέρες μας. Τα τραγουδούσαν οι γύφτοι του χωριού,
Επίσης, την ανάσταση του Λαζάρου, την τραγουδούσαν μόνο οι γύφτισσες που απ’ αυτό
ονομάζονταν Λαζαρίνες. Κοντολογίς κάθε τι που σχετίζονταν με την ειδωλολατρία στο χωριό
είναι δουλειά του γύφτου.

Πηγή: fthiotikos-tymfristos.blogspot.com
Αθίγγανος – ετυμολογία – Έχετε ακούσει ποτέ το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου <<
Όνειρο>>; Αν όχι να η ευκαιρία να παρατηρήσετε τους εξής στίχους:
Τράβηξα δειλά δειλά
της Κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ’ όσα είδαν.

Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.

Στα στενά της σέρνονταν


άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μυρίζανε παλάμες.

Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Τζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.

Κι έτσι όπως χάζευα


δερβισάδες, μπεκτασίδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.

Σεμ ολντού ασίκ λαρί


άνθρωπέ μου τι ξεφτύλα,
να σου χαλάνε το όνειρο
κι εσύ να τους αφήνεις.

Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.

Αυτό που μας κεντρίζει την προσοχή είναι ο όρος αθίγγανοι. Λοιπόν, η λέξη αθίγγανος που στην
ελληνιστική κοινή γράφεται ἀθίγγανος προέρχεται από το ἀ το στερητικό και το αρχαίο ελληνικό
ρήμα θιγγάνω που σύμφωνα με το λεξικό Liddell scott έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα και από μόνο
του σημαίνει ακουμπώ, αγγίζω. Με το ἀ όμως, έχει την σημασία αυτός που δεν τον ακουμπάει
κανείς. Ο όρος αθίγγανος συναντάται τον 13ο αιώνα, ενώ το ρήμα θιγγάνω σύμφωνα με το
λεξικό Liddell scott το εντοπίζουμε και σε αρχαίες τραγωδίες του Σοφοκλή, καθώς και του
Ευριπίδη με την έννοια του αγκαλιάζω: <<θιγγάνω ὠλέναισιν τέκνου>>.

Τσιγγάνικος χορός και μουσικός


Τσιγγάνικος χορός
Η κοινή για όλους μας έννοια είναι αυτή του τσιγγάνου που την ταυτίζουμε και με την λέξη
γύφτος. Με βάση βυζαντινές μαρτυρίες παρατηρούμε τις λέξεις ”τζιγκάνα”, ”ατζίγγανε”και
”μαυροκατζίβελο” ,καθώς ήταν μια από τις ονομασίες τους. Σύμφωνα με την τελευταία λέξη,
προσδιορίζονταν η φυλή τους προερχόμενη από την Ινδία γι΄ αυτό και Ρομά, όρος που
συναντάμε στα σανσκριτικά και δηλώνει το μελαμψό χρώμα τους. Επίσης, <<Ρομ>> στη γλώσσα
τους σημαίνει <<ο άντρας>> ή << ο σύζυγος>>. Αποτελεί νομαδικός λαός που έφτασε στην
Ευρώπη τον 10ο με 11ο αιώνα ,καθώς τότε καταγράφονται στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η
γλώσσα των Ρομά έχει αρκετά κοινά γλωσσικά στοιχεία με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και
διαθέτει στοιχεία από τα περσικά, τα τούρκικα, τα ρουμανικά, τα αρμένικα, τα βουλγαρικά και
τα ελληνικά.

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό


και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Κείμενο: Δήμητρα Γκαμπλιά (Lavart)
Πηγές πληροφοριών: 1,2,3
Πηγές φωτογραφιών:1,2,3

You might also like