Professional Documents
Culture Documents
Εισαγωγή Στην Ιστορία, Χαρίλαος Εξερτζόγλου, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Εισαγωγή Στην Ιστορία, Χαρίλαος Εξερτζόγλου, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Χαρίλαος Εξερτζόγλου
Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας
https://eclass.aegean.gr/courses/SA202/
Απέναντι σε μια συμβατική αντίληψη που θέλει την ιστορία να καταγράφει γεγονότα ή να
αναπαριστά «πιστά» το παρελθόν η ενότητα αυτή θα εξετάσει τους τρόπους
διαπραγμάτευσης του παρελθόντος από την ιστορία [δηλαδή τους ιστορικούς] στην
νεώτερηκαι σύγχρονη εποχή
Στο πλαίσιο της ενότητας «Τι είναι η Ιστορία» θα εξεταστούν τα παρακάτω θέματα:
Ιστορία και παρελθόν, Μνήμη και ιστορία, Χρόνος και ιστορικότητα, To υλικό του
ιστορικού-μαρτυρίες, Περιοχές ιστορικής έρευνας (Πολιτική ιστορία, οικονομική ιστορία,
κοινωνική ιστορία, πολιτισμική ιστορία)
Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με την εμφάνιση και διαμόρφωση της ιστορίας ως
επιστήμης στα πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα και
της αισιοδοξίας με την οποία συνδέθηκε.
Ενότητα 3: Οι τροχιές της ιστορίας ΙΙ
Στην ενότητα αυτή θα συνεχίσουμε την παρουσίαση της διαμόρφωσης της ιστοριογραφίας
μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειες που επέφερε στη σύλληψη και βίωση του
χρόνου και τις επιδράσεις τους στην ιστοριογραφία.
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε ένα σημαντικό πρόβλημα, την σχέση της ιστορίας με τον
χρόνο και την χρονικότητα. Η σχέση με την ιστορία αφορά και μια εξοικείωση με την
αίσθηση του χρόνου και τις διαφορετικές χρονικότητες. Η παρουσίαση αυτή θα μας
επιτρέψει να κατανοήσουμε τόσο τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες
οργάνωσαν τη σχέση τους με τον χρόνο αλλά και να προβληματιστούμε για την βίωση του
χρόνου ιστορικά.
Η ενότητα αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης. Εδώ θα εξετάσουμε ζητήματα που
αφορούν την βίωση του χρόνου και την ιστορικότητά της καθώς και πως οι αντιλήψεις για
τον χρόνο επιδρούν στην δυνατότητα της ιστορικής σκέψης.
Στην ενότητα αυτή θα προσεγγίσουμε τη σχέση μνήμης και ιστορίας. Η πολύπλοκη αυτή
σχέση αφορά τόσο την ατομική μνήμη όσο και αυτήν τη μορφή μνήμης που ονομάζουμε
συλλογική. Οι σχέσεις μνήμης και ιστορίας δεν είναι αυτονόητες και μέχρι πρόσφατα η
μνήμη αποτελούσε μια «ύποπτη» κατηγορία για τους περισσότερους ιστορικούς που την
ταύτιζαν με το αυθαίρετο και το ασταθές.
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε την συλλογική μνήμη, τους τρόπους δηλαδή με τους
οποίους «θυμούνται» συλλογικότητες. Οι συλλογικότητες αυτές μπορεί να είναι μικρές ή
μεγάλες, να έχουν σταθερότητα στο χρόνο ή όχι αλλά οι συλλογική τους δράση σε μικρό η
μεγάλο βαθμό απαιτεί μια σχέση με τον τρόπο που οργανώνουν την μνήμη τους.
Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με την δημόσια ιστορία. Πρόκειται για ένα πεδίο που
σχετίζεται με την συλλογική μνήμη χωρίς να ταυτίζεται με αυτή. Αφορά τις πολλαπλές
επινοήσεις του παρελθόντος και την χρήση του γενικότερα που προκύπτουν πέραν της
ακαδημαϊκής ιστορίας και τον τρόπο που διαχέονται μέσα από τα μέσα επικοινωνίας και
δικτύωσης αλλά και άλλους τρόπους αναπαράστασης.
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι ιστορικοί σε σχέση
με το βασικό μέρος του υλικού τους που είναι οι μαρτυρίες. Ο αναγνώστης θέλουμε να
κατανοήσει ότι τα ίχνη του παρελθόντος συνιστούν μάλλον ένα πρόβλημα παρά κάτι το
αυτονόητο που μεταφέρει ένα σαφές και διαφανές νόημα.
•Ενότητα 1 (Εισαγωγική): Τι είναι η Ιστορία;
m Με άλλα λόγια η ιστορία αποτελεί μια πολιτισμική πρακτική, στο μέτρο που έχει σχέση με τον τρόπο
πρόσληψης του παρελθόντος αλλά και μια μορφή λόγου στο μέτρο που η πρόσληψη αυτή μεταφέρεται
πάντα γλωσσικά, επομένως υπακούει σε συγκεκριμένουςαφηγηματικούς κώδικες.
“ Η ιστορία όπως είπαμε αποτελεί πάντα ένα λόγο για το παρελθόν που όυωο είναι αναδοουικότ. νίνεται δηλαδή εκ
των υστέρων. Αυτό σημαίνει όπ ο ιστορικός δεν είναι μάρτυρας των όσων περιγράφει, επομένως η ννώσπ που
προσφέρει είναιπάντα έμμεση.
m Ο/η ιστορικός επιχειρεί να αναπαραστήσειτσ ιστορικό παρελθόν το οποίο όμως είναι νεκρό με την έννοια ότι δεν
μπορεί το ίδιο να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Παρότι υπάρχουν ίχνη από το παρελθόν, αυτό που ονομάζουμε
πηγές , που ανάλογα με την εποχή μπορεί να είναι περισσότερα ή λιγότερα δεν είναι σε θέση από μόνα τους να
προσφέρουν από μόνα τους μια συνολική ιστορική αναπαράσταση. Ο/η ιστορικός χρησιμοποιεί ίχνη-τεκμήρια
από το παρελθόν για να το ανασυστήσει χωρίς όμως ποτέ να είναι σε θέση να το επιτύχει εξολοκλήρου. 'Εχει
ωστόσο ένα πλεονέκτημα, γνωρίζει πως εξελίχθη καντα πράγματα σε σχέση με το συμβάν που τον απασχολεί, κάτι
που δεν ισχύει για τους πρωταγωνιστέςτων συμβάντων του παρελθόντος
m Αναφερθήκαμε ήδη σε μια μορφή δυσκολίας ως προς την αναπαράσταση του
παρελθόντος. Ας δούμε σε τι συνίσταται πέραν των όσων είπαμε ήδη.
m Καταρχήν στην τυχαιότητα των τεκμηρίων.
• Κατά δεύτερον στην ιδιαίτερη θέση των ιστορικών ως υποκειμένων και της εποχής
τους ως κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου στην «κατασκευή» του ιστορικού
παρελθόντος.
m Κατά τρίτον στην οντολογική διάκριση ιστορίας και παρελθόντος.
m Τα τρία αυτά επίπεδα συνδέονται μεταξύ τους αλλά δεν είναι της ίδιας βαρύτητας.
Τι είναι η Ιστορία;
m Η τυχαιότητα των τεκμηρίων αναφέρεται στο απλό γεγονός ότι δε έχουν διασωθεί όλα τα
τεκμήρια που παρήχθησαν στο παρελθόν. Τεράστιος αριθμός τεκμηρίων έχει χαθεί ή
καταστραφεί στην εποχή ή κοντά στην εποχή που δημιουργήθηκαν, είτε πρόκειται για έγγραφα
είτε για υλικά τεκμήρια. Εξ αυτών που διατηρήθηκαν πολλά καταστράφηκαν στη συνέχεια μέσα
στο πέρασμα του χρόνου λόγω κακών συνθηκών συντήρησης. Τις περισσότερες φορές δεν
είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τεκμηρίων που παράγεται σε μια εποχή.
m Επομένως, οι ιστορικοί, κυρίως αυτοί που ασχολούνται με παλαιότερες περιόδους, έχουν στη
διάθεσή τους το υλικό που έτυγε να βρουν, κάτι που συνιστά σημαντικό περιορισμό. Αυτό όμως
ισχύει και για τους ιστορικούς μεταγενέστερων περιόδων στις οποίες παράγονται πολύ
περισσότερα τεκμήρια καθώς αυξάνεται τόσο η εννοαυυατοσύνη και περισσότεροι μπορούν να
γράψουν αλλά και η δημιουργία πολλών νέων θεσμών που συνδέονται με το σύγχρονο
γραφειοκρατικό κράτος και παράγουν τα δικά τους τεκμήρια αλλά και γενικότερα με τον
εγγράμματο πολιτισμό της επικοινωνίας [πχ Τύπος, βιβλία κλπ] Εδώ το πρόβλημα είναι συχνά
αντίστροφο. Υπάρχει πληθώρα υλικού το οποίο συχνά ξεπερνά τις δυνατότητες του ιστορικού
που πρέπει να επιλέξεί τελικά το τμήμα του υλικού στο οποίο θα επικεντρωθεί, επομένως να
εγκαταλείψει το υπόλοιπο. Όπως όμως θα δούμε στην συνέχεια η εργασία του ιστορικού είναι
πολύ περισσότερο σύνθετη και η διαδικασία της επιλογής εκφράζει μέρος αυτής της
συνθετότητας.
m To δεύτερο ζήτηιια είναι πολύ πιο σύνθετο. Έχει αποδειχθεί ότι ο ιστορικός γράφει ιστορία πάντα από
μια σκοπιά, ακόμη και όταν ο ίδιος δεν το παραδέχεται. Η υποκειιιενικότπτα του ιστορικού συνδέεται
με το έργο του και αντίστροφα. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα τουλάχιστον βαθμό ο ιστορικός μεταφέρει
ερωτήματα, ιδεολογικές προτιμήσεις, προσδοκίες, ευαισθησίες κλπ στο παρελθόν που ερευνά που
απορρέουν από την υποκειμενικότητά του και από το παρόν του και όγι από το ίδιο το παρελθόν. Αυτό
αποτελεί μια από τις συνθήκες της ιστορικής έρευνας και δεν πρέπει να συγχέεται με το ζήτημα της
αντικειμενικότητας, ούτε θα πρέπει να μας οδηγήσει σε μια άγονη αντίθεση αντικειμενικότητας και
υποκειμενικότητας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ενώ ο/η ιστορικός οφείλει να εξαντλεί στο μέτρο του
δυνατού το υλικό του είναι αδύνατο να ακυρώσει την υποκειμενικότητά του, όπως πίστευαν πολλοί
ιστορικοί στο παρελθόν. Επομένως η παραγωγή ιστορικής γνώσης δεν συνδέεται αποκλειστικά με την
έρευνα τεκμηρίων ή μια αυστηρή ιστορική μεθοδολογία. Κάτι που ισχύει και για όλους τους
κοινωνικούς επιστήμονες είναι η αλήθεια. Επομένως, ο ιστορικός προσεγγίζει το [νεκρό] παρελθόν στη
βάση ενός αθροίσματος συνθηκών [επιστημονικών, πολιτισμικών και υποκειμενικών] που κάνουν την
εργασία του να χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα.
»· Η εργασία του ιστορικού δεν είναι απλώς η συλλονή τεκιιηρίων αλλά η εριιηνεία. Ο/η ιστορικός
ερμηνεύει ακόμη και όταν φαίνεται πως περιγράφει, διότι αυτό μπορεί να κάνει στην βάση των
συνθηκών που εργάζεται. Να προσφέρει εουηνείετ, οι οποίες δεν είναι ποτέ οριστικές αλλά πάντα
υπόκεινται σε αναθεωρήσεις.
m Ένα άλλο σημείο αφορά τη σχέση του ιστορικού με το περιβάλλον στο οποίο ζει και την επίδρασή του στην
εργασία του. Ο ιστορικός είναι και αυτός κοινωνικό υποκείμενο, ζει σε ένα πολιτισμικό και κοινωνικό
περιβάλλον και επηρεάζεται από αυτό. Αυτό το περιβάλλον έχει χρονικότητα και ιστορικότητα δηλαδή
προσδιορίζεται από πολιτισμικούς κώδικες και κοινωνικές σχέσεις που μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο [πγ
Μεσαίωνας και Βιομηχανική εποχή αποτελούν δύο διαφορετικές εποχές που μοιράζονταν εντελώς
διαφορετικές πολιτισμικές παραδοχές. Κάτι που στον Μεσαίωνα εθεωρείτο αυτονόητο [πχ για τη φύση του
κακού και την ανάγκη της θανάτωσης των μαγισσών στην πυρά ] στην βιομηχανική εποχή του 19ου αιώνα είχε
εγκαταληφθεί και αντικατασταθεί με άλλες παραδοχές [π.χ την πίστη στην πρόοδο, την τεχνολογία και τον
ορθό λόγο, την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού]. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό διότι σημαίνει ότι οι
διαφορετικές εποχές/ πολιτισμοί έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από το παρελθόν. Κατά συνέπεια τα
ερωτήματα που πιστεύουν ότι μπορεί να απαντήσει το παρελθόν αλλά και οι τρόποι με τους οποίους
προσλαμβάνεται σε κάθε εποχή το παρελθόν μεταβάλλονται/ μετατοπίζονται. Αυτό το πολιτισμικό
περιβάλλον επιδρά στον ιστορικό με διάφορους τρόπους. [ ποοσηυείωση του παρελθόντος] [11
• Επομένως τα ερωτήματα του θέτει ο εκάστοτε ιστορικός στο παρελθόν το οποίο μελετά δεν είναι
αποκλειστικά δικά του αλλά αυτά της εποχής του. [Αναχρονισμός; Βλ επόμενη κάρτα] Δεν είναι ωστόσο
σαφές πως ακριβώς το εξωτερικό πολιτισμικό περιβάλλον επιδρά στο τρόπο εργασίας του ιστορικού. Αυτό
μπορεί να κριθεί κατά περίπτωση. Πολύ συχνά δεν το συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος /α η ιστορικός.
αυτό που διατυπώσαμε στην προηγούμενη κάρτα, ότι δικούς της. Εκ των πραγμάτων πολλές πτυχές από του
δηλαδή ο/η ιστορικός μεταφέρει ερωτήματα από το δικό του παρελθόν είναι πολιτισμικά ανοίκειες και σχεδόν
παρόν στο παρελθόν τότε τίθεται το ερώτημα αν τελικά απροσπέλαστες. Επιπλέον παρεισφρέουν ερωτήματα,
μεταφέρουμε στο παρελθόν ερωτήματα ή καταστάσεις που υποθέσεις και προβολές που απορρέουν από την εποχή του
δεν του ανήκουν και αν από αυτήν την άποψη οδηγούμαστε αλλά και τη γνώση των μεταγενέστερων εξελίξεων αλλά και
στην παραχάραξή του. Αν τελικά δηλαδή το παρελθόν της ιστοριογραφίας. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα δεύτερο
οφείλει να κατανοηθεί με δικούς τους όρους αποκλειστικά. πεδίο αναφοράς του ιστορικού έργου, πέραν του πεδίου
Αυτό είναι ένα σύνθετο επιστημολογικό και μεθοδολογικό αναφοράς που «συνιστά» το παρελθόν. Όσο και αν
ζήτημα που δεν επιδέχεται εύκολων απαντήσεων. Και εκ των ακούγεται παρακινδυνευμένο είναι αυτό το δεύτερο πεδίο
πραγμάτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εδώ παρά αναφοράς που επιτρέπει στον/την ιστορικό να αναδείξει την
ενδεικτικά. περιπλοκότητα και τη διαφορά του παρελθόντος που
εξετάζει. Διαφορετικά θα είχαμε μπροστά μας ατελείς
m Από την μια πλευρά είναι σωστό ότι το παρελθόν δεν μπορεί
«μιμήσεις» που θα επαναλάμβαναν το παρελθόν στη βάση
να είναι αποκλειστικά προϊόν των ερωτημάτων ή των
των όσων «αυτό» κατέθεσε. Εξάλλου μια τέτοια προσέγγιση
προσδοκιών του εκάστοτε παρόντος που το ερμηνεύει ή το
αποτελεί μια διαφορετική μεθοδολογική επιλογή που απλώς
χρησιμοποιεί. Το παρελθόν μπορεί να θέσει περιορισμούς
παραγνωρίζει τη δική της σχέση με το παρόν.
στο πως το αντιμετωπίζουμε. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε
να αυθαιρετούμε ερμηνεύοντας. Από την άποψη αυτή
οφείλουν οι ιστορικοί να αντιλαμβάνονται την ιστορικότητα
των καταστάσεων που εξετάζουν και επομένως τη διαφορά
με τη δική τους εποχή. Άκριτες προβολές του παρόντος στο
παρελθόν είναι πιθανότατα ανταστορικές και
αντιπαραγωγικές.
Το τρίτο ζήτηιια που θέτει προβλήματα στην δυνατότητα αναπαράστασης του παρελθόντος είναι
ότι ιστορία και παρελθόν είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτή η υπόθεση εργασίας θα
μπορούσε να συζητηθεί από διαφορετικές σκοπιές, εδώ απλώς θα σημειώσω ότι μπορούμε να
ακολουθήσουμε αυτόν τον προβληματισμό υποστηρίζοντας ότι η ιστορία είναι ταυτόχρονα κάτι
περισσότερο και κάτι λιγότερο από το παρελθόν.
Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο οξύμωρο αλλά έχει σημασία να το κατανοήσουμε.
Όταν λέμε ότι το παρελθόν και η ιστορία διαφέρουν είναι γιατί το παρελθόν περιέχει πολύ
περισσότερα πράγματα από αυτά που ενδιαφέρουν την ιστορία.
Π.χ «Ο Καίσαρας διέβη τον Ρουβίκωνα». Αυτή η φράση αναφέρεται σε ένα πραγματικό
περιστατικό όταν ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε να κινηθεί εναντίον της Ρώμης και η διάβαση του
ποταμού συνιστά μια πράξη χωρίς επιστροφή. Αλλά... πόσοι άλλοι διέβησαν τον Ρουβίκωνα χωρίς
να απασχολήσουν ποτέ την ιστορία;
Αντίθετα η ιστορία ασχολείται με αυτό που κάθε εποχή θεωρεί ιστορικά σημαντικό. Καιαία εποχή
δεν συμπεριλαμβάνει στο ιστορικά σημαντικό τα πάντα, αλλά όλες οι εποχές/πολιτισμοί έχουν τα
δικά τους ξεχωριστά κριτήρια σχετικά με την σημαντικότητα του ιστορικού παρελθόντος.
• Αυτό σημαίνει ότι τελικά για την ιστορία αυτό που μετρά είναι το ιστορικά σημαντικό παρελθόν
που είναι ιστορικά και πολιτισιιικά καθορισμένο. Αυτό σημαίνει επιπλέον OTL το ιστορικά
σημαντικό παρελθόν, δηλαδή αυτό που λογίζεται ως ιστορία, μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή,
και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Διαφορετικές εποχές/ πολιτισμοί δίνουν διαφορετικό νόημα στο
παρελθόν και το ερμηνεύουν με τους δικούς τους όρους.
• Αυτό σημαίνει ότι τελικά για την ιστορία αυτό που μετρά είναι το ιστορικά σημαντικό παρελθόν
που είναι ιστορικά και πολιτισιιικά καθορισμένο. Αυτό σημαίνει επιπλέον ότι το ιστορικά
σημαντικό παρελθόν, δηλαδή η ιστορία, μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή, και από πολιτισμό σε
πολιτισμό. Διαφορετικές εποχές/ πολιτισμοί δίνουν διαφορετικό νόημα στο παρελθόν και το
ερμηνεύουν με τους δικούς τους όρους.
• Για τους λόγους αυτούς η ιστορία είναι κάτι πολύ λιγότερο από το παρελθόν. Αλλά γιατί είναι και
κάτι περισσότερο από αυτό;
• Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί η ιστορία όπως είπαμε αποτελεί μια μορφή λόγου, αφορά το ό,τι
λέγεται ή γράφεται για το παρελθόν. Όσοι γράφουν για το παρελθόν έχουν στο μυαλό τους το
ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Αφηγούνται και αναμένουν την κατανόηση των όσων
γράφουν από το κοινό. Η ιστορία ως λόνος έγει εποιιένως ιπα επικοινωνιακή διάσταση είτε σε
γραπτό είτε σε προφορικό επίπεδο.
m Η ιστορική αφήγηση βέβαια στηρίζεται σε διαθέσιμα τεκμήρια αλλά δεν έχουμε ποτέ στη διάθεσή μας όλα τα
διαθέσιμα τεκμήρια για να γεμίσουμε όλα τα κενά. Συχνά το υλικό που χρησιμοποιεί ένας ιστορικός παρέχει
πληροφορίες που είναι χαοηκές-ασύνδετες. Οι ιστορικοί χρειάζεται να «δαμάσουν» αυτό το χάος, να «γεμίσουν
τα κενά» και να προσφέρουν μια συνεκτική ερμηνεία συχνά χρησιμοποιώντας ένας τόπο φαντασίας που θα την
ονομάζαμε ιστορική. Η ιστορική φαντασία αποτελεί βασικό στοιχείο της ιστορικής εονασίας αλλά είναι
αδιάσπαστα δειιένη υ,ε τις ννώσεις του /της ιστορικού που επιτρέπουν συσχετισυούς ανάυ,εσα σε καταστάσεις
που δεν συσγετίζονται άιιεσα ή εύκολα. Με άλλα λόνια η ιστορική φαντασία και π ιστορία ως νοαφή αποδίδουν
στο παρελθόν ιιια συνεκτικότητα που δεν είνε απαραίτητα.
m Αναγνωρίζοντας κάτι τέτοιο δεν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η ιστορία αποτελεί μια παραποίηση αλλά
ότι η ιστορία, δηλαδή η ιστορική ερμηνεία, πιθανολονεί. προσφέρει δηλαδή εκδοχές για το τι μπορεί να
συνέβη. Ο έιιυεσος και επανωνικόε χαρακτήρας της ιστορίας επιτρέπει πιθανές ερμηνείες που μπορούν να
επαληθευθούν εν ιαέρει από τα διαθέσιμα τεκμήρια. Η ιστορική ερμηνεία συνήθως έχει αφηγηματική δομή,
απαιτεί μια αρχή, μέση και τέλος, όπως απαιτεί και μια πλοκή για να λειτουργήσει. Η περάτωση της αφήνησης
αποτελεί προϋπόθεση αληθοφάνειας, έστω και αν ο/η ιστορικός αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν και άλλες
εκδοχές.
m Επομένως, ο ιστορικός έχει κεντρική θέση στην παραγωγή της ιστορίας όγι απλώς ως ερευνητής αλλά και ως
δηιιιουρνός- συννοαφέαε. Αυτός κάνει το παρελθόν συνεκτικό και την ιστορία κάτι περισσότερο από το
παρελθόν.
m Αποφεύγω να παρουσιάσω την ιστορία της ιστορίας πριν την περίοδο αυτή αλλά χρειάζεται να
επισημάνουμε τα παρακάτω.
m Η ιστορία ως λέξη προέρχεται από τον ίστορεΐν που σημαίνει την πράξη της αφήγησης αλλά και
της έρευνας. Ίστωρ επιπλέον σημαίνει δικαστής ή αξιόπιστος μάρτυρας.* Θεωρείται ότι η ιστορία
ξεκινά με την αρχαία ελληνική παράδοση, όταν ο ιαύθος διαχωρίζεται από τον λόνο.
m Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης που συνέγραφαν τα έργα τους τον 5° αιώνα θεωρούνται ως οι
πρώτοι ιστορικοί. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δύο δημιουργούς. Ο
μεν Ηρόδοτος αντλεί ελεύθερα από μια προφορική παράδοση εντάσσοντας στην ιστορία του
μυθολογικά και πραγματολογικά στοιχεία χωρίς διάκριση μεταξύ τους ενώ ο Θουκυδίδης
ενδιαφέρεται να αποδώσει την ιστορική ακρίβεια στη βάση μαρτυριών που θεωρεί αξιόπιστες.
Ομολογεί, ωστόσο, ότι μετέφερε τις μαρτυρίες αυτές «έχοντας υπόψη τι ήταν φυσικό να πουν οι
ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίπτωση και ακολουθώντας τη γενική έννοια των όσων
πραγματικά είπαν.»**
m Βέβαια και οι δύο γράφουν κατά βάση την ιστορία της εποχής τους. Ο Θουκυδίδης, γράφει για τον
Πελοποννησιακό πόλεμο και πέθανε πριν αυτός ολοκληρωθεί. Αντίθετα νια τα ιιακρινά στο χρόνο
νενονότα οι αρχαίοι δεν χοησιαοποιούσαν τον όρο ιστοοία αλλά τον όρο αογαιολονία.*
m Η αρχαία ελληνική παράδοση υπήρξε σημαντική στην διαμόρφωση μιας μορφής λόγου
που ονομάστηκε ιστορία. Στο πλαίσιο της κλασσικής εποχής η ιστορία υπήρξε
αναγνωρισμένο είδος λόγου που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λογίους της
ελληνιστικής και ρωμαϊκή εποχής.
m Ωστόσο, ήδη από την εμφάνιση της ιστορίας ως μορφής λόγου ενυπήρχε σε αυτήν μια
εγγενής ένταση. Από την μια πλευρά ήταν η ιστορία του τύπου του Θουκυδίδη που
ενδιαφέρονταν για την ιστορική ακρίβεια και την αξιόπιστη μαρτυρία. Ο Λουκιανός π.χ
θεωρούσε ότι ο ιστορικός θα έπρεπε να είναι άπολις προκειμένου να γράφει
αντικειμενικά και με ακρίβεια τα γεγονότα.
m Από την άλλη υπήρχαν εκείνοι, όπως ο Κικέρωνας, που έβλεπαν στην ιστορία μια
ποιητική και ρητορική διάσταση με στόχο την διδαχή και τον φρονηματισμό. Historia
magistra vitae.
m Οι δύο αυτοί προσανατολισμοί της ιστορίας ενυπήρχαν στην κλασική παράδοση χωρίς
να διαμορφώσουν εντελώς διαφορετικούς τύπους ιστορίας.
m Η αξία της ιστορίας αυξήθηκε σημαντικά κατά τον 18ο αιώνα και μετά καθώς αρχίζουν
να μεταβάλλονται οι απαιτήσεις που έχουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για το παρελθόν.
Αυτή η στροφή συνδέεται ιιε τη διαιιόρφωση αίας νέας αντίληφης που δεν αποδεχόταν
ότι η πορεία των ανθρώπινων πρανιιάτων ήταν ήδη προκαθορισιιένη από την Θεία
πρόνοια αλλά έβαζε τον «άνθρωπο» ως κύριο της μοίρας του. Η αντίληψη αυτή που
χοντρικά ταυτίζεται με τον διαφωτισμό δεν επικράτησε βεβαίως ολοκληρωτικά αλλά
έθεσε νέα ερωτήματα τα οποία για να απαντηθούν έπρεπε να υπάρξει μια ιστορική
οπτική.
m Από την άλλη πλευρά ο χώρος του διαφωτισμού δεν ήταν ομοιογενής παρότι όσοι
εγγράφονται σε αυτήν την οπτική μοιράζονταν κάποιες θεμελιώδεις αρχές, όπως πχ η
πίστη στα φυσικά δικαιώματα και τη φύση του ανθρώπου και την πίστη βεληωσιμότητα
του ανθρώπου και την προόδο.
m Ο διαφωτισμός συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκαθήλωση κυρίαρχων ιδεών όπως πχ η
παντοδυναμία της Θεία βούλησης στην ανθρώπινη ιστορία, προσανατολίζοντας τους
ανθρώπους προς την αναζήτηση ενός μέλλοντος ανοιχτού στην κατεύθυνση της
προόδου και της βελτίωσης του ανθρώπου για να ξεφύγει από την μοίρα που δεν
επέλεξε. Οι διαφωτιστές δεν ήσαν άθεοι αλλά θεωρούσαν ότι η «κοινωνία» είχε
κοσιιική υπόσταση. Ο άνθρωπος ήταν προϊόν της φύσης και τα δικαιώματα όπως και οι
ιδιότητές του [πχ ορθός λόγος] ανάγονται σε αυτήν.
m Ειδικότερα για την ιστορία ενδιαφέρθηκαν κατά βάση για την κατανόηση των βασικών
φάσεων της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας αναζητώντας γενικά σγήιιατα ή
συστήαατα τα οποία στηρίζονταν σε καθολικές κατηγορίες [ο άνθρωπος, η κοινωνία,
πολιτισμός, πνεύμα της εποχής] Επομένως, αναζήτηση του γενικού, χωρίς ιδιαίτερη
σημασία στις λεπτομέρειες και τις ιστορικές ιδιαιτερότητες. Έψαχναν δηλαδή για
εριιηνείες που θα ίσγυαν γενικώς χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνουν τον Θεό στην
κίνηση της ιστορίας. Αλλά και την ίδια την κατανόηση της ιστορίας ως ειδικής μορφής
γνώσης υπήρξε ενδιαφέρον αν δούμε για παράδειγμα τι λήμμα που προετοίμασε ο
Βολταίρος για την Εγκυκλοπαίδεια.
m Ο 19ος αιώνας υπήρξε η κατεξοχήν περίοδος κατά την οποία η ιστορία άρχισε να
αντιμετωπίζεται ως επιστήμη στη βάση της απαίτησης για ιστορική ακρίβεια. Οι
απαιτήσεις από την ιστορία αυξάνονται γεωμετρικά και αυτό σηματοδοτείται από την
επαγγελματοποίηση της. Η ιστορία θεσμοθετείται, γίνεται πυλώνας της εκπαίδευσης των
ευρωπαϊκών κρατών και σταδιακά εγκαταλείπεται η σχέση της με τη λογοτεχνία και την
φιλοσοφία.
m Στην ουσία η ιστορία τοποθετείται πλέον στον χώρο των «επιστημών». Οι ιστορικοί
αναγνωρίζονται ως αυθεντίες στη γνώση του (εθνικού ) παρελθόντος.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι άξονες που στηρίζουν αυτήν την στροφή.
m Α) η στροφή στην τεκμηρίωση που αναζητείται πλέον στην σταθερότητα των γραπτών
πηγών και όχι στο ευμετάβλητο της προφορικής μαρτυρίας. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο
της επιστημονικής ιστορίας καθώς θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται η
αυθαιρεσία στις ερμηνείες και απομακρύνεται η ιστορία από την λογοτεχνία.
m Β) η ιστορία στηρίζεται πλέον σε μια διαφορετική αντίληψη του χρόνου, δηλαδή στην
υιοθέτηση ενός γραμμικού χρόνου που διακρίνει καθαρά το παρελθόν από το παρόν και
το μέλλον.
m Γ) ο ιστορικός ως αυτόνομος ερευνητής που αναζητά την αλήθεια σε πλήρη απόσταση
από το αντικείμενο που μελετά στη βάση μιας μεθοδολογίας και κάποιων αξιών όπως η
αντικειμενικότητα και η αποφυγή ηθικών κρίσεων. Με βάση αυτά θεωρήθηκε ότι ο
ιστορικός μπορεί να αποκαταστήσει το παρελθόν στην μορφή του με βάση τις
μαρτυρίες που ευσυνείδητα αναζητεί. [Κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της αντίληψης
υπήρξε το ρεύμα του γερμανικού ιστορισμού αλλά δεν περιορίστηκε εκεί καθώς η
κατεύθυνση αυτή ισχύει και για άλλες εθνικές «σχολές»
m Δ) το αίτημα της αποκατάστασης του παρελθόντος αντιστοιχεί στο πνεύμα της
επιστημονικής αισιοδοξίας του 19ου αιώνα. Η ιστορία μια επιστήμη που όπως και οι
άλλες μπορεί να συμβάλεί στην ανθρώπινη γνώση, L στην πρόοδο και την εξέλιξη.
m Βέβαια αυτή η νέα θέση της ιστορίας δεν έλυσε εντελώς κάποιες εντάσεις που
κληροδότησαν προηγούμενες παραδόσεις. Για παράδειγμα το αν τελικά η ιστορία είναι
επιστήμη ή τέχνη, στο οποίο οι περισσότεροι ιστορικοί απαντούσαν ότι είναι επιστήμη
αλλά χρειάζεται ταυτόχρονα και γλαφυρότητα ή η κοσμική υπόσταση της ανθρώπινης
εξέλιξης καθώς ορισμένοι ιστορικοί, ανάμεσά του ο Λεοπόλδος Ράνκε, διατήρησαν την
πίστη στην Θεία πρόνοια.
m Η μετατροπή της ιστορίας σε επιστήμη υπήρξε η κυρίαρχη τάση του 19ου αιώνα που
υποστηρίχθηκε από την επαννελιιατοποίηση της ιστορίας. Το κυρίαρχο παράδειγμα της
ιστορίας ισοδυναμούσε με την ιστορία μεγάλων προσωπικοτήτων, κρατών & θεσμών.
Αντίθετα άλλες πτυχές του παρελθόντος [κοινωνική ιστορία, πολιτισμική ιστορία]
αγνοήθηκαν σχεδόν τελείως.
m Από τις αρχές 20ου αιώνα εμφανίζεται μια κριτική αμφισβήτηση του ισχύοντος
παραδείγματος κυρίως σε σχέση με τα θέματα που απασχολούν την ιστορία αλλά και
την ιστορική μέθοδο. Γάλλοι και Αμερικανοί ιστορικοί, επηρεασμένοι από την
κοινωνιολογία και τη γεωγραφία θέτουν το ζήτημα των απρόσωπων δοιιών που
διαμορφώνουν τις κοινωνίες και επομένως απομακρύνονται από την διερεύνηση
μεγάλων προσωπικοτήτων και την αφηγηματική ιστορία [παράδειγμα αποτελεί η
γαλλική «σχολή» των Annales.]
m Πάντως η κριτική που απευθύνεται στον ιστορισμό δεν αμφισβητεί την
επιστημονικότητα της ιστορίας, αντίθετα το αίτημα της είναι να γίνει η ιστορία ακόμη
περισσότερο επιστημονική μέσα από την διεπιστημονικότητα.
m Η επιστημονική Ιστορία και το πρότυπο των φυσικών επιστημών
m Παρά τις κριτικές αυτές η ιστορία όπως διαμορφώθηκε τον 19° αιώνα συνέχισε να
κυριαρχεί μέχρι και τον ΑΠΠ. Η θεσμική της θέση ήταν περισσότερο ισχυρή από ποτέ και
αντίστοιχη με την ισορροπία που υπήρχε στα ευρωπαϊκά πράγματα, δηλαδή την
εδραίωση των εθνικών κρατών και την αποικιακή εξάπλωση των κυριότερων
ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η επιτυχία των φυσικών επιστημών δημιουργούσε το αίτημα
διαμόρφωσης αντίστοιχων μοντέλων που θα ερμήνευαν τα ιστορικά φαινόμενα με
ανάλογο τρόπο. Κάποιοι ιστορικοί πείστηκαν από αυτήν την προοπτική, αλλά οι
περισσότεροι θεωρούσαν ότι η ιστορία δεν μπορεί να γίνει επιστήμη όπως η φυσική.
Απέναντι στον ισχυρισμό του John Bury ότι «η ιστορία είναι επιστήμη, τίποτε λιγότερο
και τίποτε περισσότερο» (1903) άλλοι όπως ο George Trevelyan θεώρησαν ότι μια
τέτοια μεταμόρφωση θα ήταν αταίριαστη και «θα εξέτρεπε τελείως την ιστορία από τον
σκοπό της» (1913).
m Η επίδραση των φυσικών επιστημών στην ιστορία δεν μπορεί να υποβαθμιστεί παρά το
γεγονός ότι οι περισσότεροι ιστορικοί εξακολουθούσαν να κάνουν ιστορία με τον
«παραδοσιακό» τρόπο. Το αίτημα για μια ιστορία που θα δίνει σημασία στη δυνατότητα
νενίκευσης. σε ευρύτερα φαινόιιενα ακόιιη και στην αναζήτηση νόιιων συναντούσε
αντίσταση από όλους εκείνους που θεωρούσαν ότι τα ιστορικά φαινόμενα είναι
ιιοναδικά και δεν επιδέχονται γενικεύσεων. Η ιστορία δεν είναι εργαστήριο και θα
έπρεπε να διατηρήσει τον αφηγηματικό, ηθικό και παιδευτικό χαρακτήρα της.
m Το ενδιαφέρον και παράδοξο είναι ότι την εποχή που εξελίσσεται αυτή η διαμάχη
ανάμεσα στους ιστορικούς, παραγνωρίζονται οι αλλαγές που επισυμβαίνουν στις
επιστήμες, δηλαδή την όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση ότι η επιστημονική έρευνα
αποκαλύπτει ένα πολύ περισσότερο πολύπλοκο φυσικό κόσμο για την γνώση του οποίου
δεν αρκούσε η αισιοδοξία του 19ου αιώ. [θεωρία της σχετικότητας, κβαντομηχανική]
Αντίθετα ο φυσικός κόσμος εμφανίζεται μυστηριώδης, γεμάτος αντινομίες μη
επιδεχόμενος εύκολων γενικεύσεων. [ Alfred Einstein, Werner Heizenberg, Max Born και
γενικότερα η ομάδα της Κοπεγχάγης.]
•Ενότητα 3: Οι τροχιές της ιστορίας II
m Μία βασική υπόθεση είναι ότι οι συνέπειες του πολέμου οδήγησαν σε αμφισβήτηση την
πεποίθηση ότι η ιστορία κινείται προς τα εμπρός και την πίστη στην πρόοδο που διακατείχε
τον 19° αιώνα. Αντίθετα, επέτειναν την αίσθηση του γάους, την αντίληψη ότι η ιστορία δεν
έχει νόημα και δεν είναι μια συνεχής πορεία προς την ανθρώπινη ολοκλήρωση, όπως
πίστευαν οι άνθρωποι του 19ου αιώνα. Είναι απρόβλεπτη, ασταθής χωρίς καμία βεβαιότητα
και επομένως αφήνει πολύ χώρο για ρίσκο και πειραματισμό. Σε αντίθεση με την βίωση του
χρόνου ως γραμμικού, ομαλού και συνεχούς που κυριαρχούσε τον 19° αιώνα, τώρα οι
πύκνωση του χρόνου και οι εντελώς απρόβλεπτες μεταβολές επιτρέπουν μια διαφορετική,
χαοτική βίωση που καταργεί κάθε βεβαιότητα. Η βίωση αυτή γίνεται εμφανής τόσο στο
χώρο της τέχνης όσο και σε αυτόν της επιστήμης.
m Η μνήμη του πολέμου συμπιέζεται η μάλλον το τι σήμαινε ο πόλεμος παραμένει στο
παρασκήνιο παρά την επίσημη μνημόνευσή του. Η ζωή, η επιθυμία για ζωή που συνδέεται
με την άρνηση της καταπίεσης βγαίνει στο προσκήνιο. Το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή ,
η ζωτικότητα της στιγμής. Υπήρξε δηλαδή μια ανοικτή διανοητική κρίση που προηγήθηκε
της οικονομικής. Που αναζητά το νέο, την καινοτομία, τον πειραματισμό ως στοιχείο της
ίδιας της ζωής και προβάλει την ανάγκη αυτοεκπλήρωσης ενάντια στις υπάρχουσες
κυρίαρχες νόρμες
m Πως απορεί να ανταποκριθεί η ιστορία σε αυτή την κατάσταση;Από την μια πλευρά η εποχή αυτή
αμφισβητεί τη αξία του παρελθόντος εντελώς [βλ πχ τα μανιφέστα του φουτουρισμού]. Από την άλλη
η ιστορία μπορούσε να εξυπηρετήσει όπως και τον 19° αιώνα την ανάγκη των νέων εθνικών κρατών
με ένα τεκμηριωμένο εθνικό παρελθόν. Αυτή η ένταση όμως δεν αναγνωρίζεται απαραίτητα από τους
ιστορικούς που στην μεγάλη πλειοψηφία τους δεν θεωρούν ότι είναι δικό τους πρόβλημα.
m Όσο και αν ακούγεται περίεργο σε αυτό το διάστημα οι περισσότεροι ιστορικοί εξακολούθησαν να
γράφουν ιστορία όπως παλιά. Όμως ήταν πλέον εμφανείς κάποιες μετατοπίσεις στο εσωτερικό της
ιστοριογραφίας, κυρίως με την εμφάνιση της σχολής των Annales και την απομάκρυνση από την
μοναδικότητα του ιστορικού γεγονότος και την διερεύνηση του παρελθόντος μέσα και από το πρίσμα
άλλων επιστημών όπως η γεωγραφία και η ψυχολογία. Οι μετατοπίσεις αυτές αφορούσαν κατά
βάθος, τουλάχιστον όσον αφορά την γαλλική νεωτεριστική σχολή των Annales την αναζήτηση της
υετάβασης από τις «προνεωτερικές» στις «νεωτερικές» κοινωνίες, μια διάκριση που δεν αφορούσε
μόνο την ιστορία αλλά βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ευρωπαϊκών αποικιακών
δυνάμεων που διαχειρίζονταν αποικίες. Για πολλούς ιστορικούς όμως η διάκριση αυτή αποτελεί
προϋπόθεση για την κατανόηση των διαδικασιών κοινωνικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού που θα
ερμήνευε τον 20° αιώνα. .
m Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε τον Πρώτο δημιούργησε εκ νέου τις προϋποθέσεις
για μια αποκαλυπτική προοπτική.
m Το κόστος του πολέμου υπήρξε καταστροφικό σε ανθρώπινες ζωές. Υπολογίζεται ότι μόνο στην
Ευρώπη ο πόλεμος στοίχισε 37 εκ. ζωές στο διάστημα 1939-1945 και σε αυτό θα έπρεπε να προστεθεί
ανάλογος σχεδόν αριθμός τραυματιών. Από τον αριθμό αυτό οι μισοί περίπου ήσαν άμαχοι και
m -σε αυτούς βέβαια υπολογίζονται τα 6 περίπου εκατ. Εβραίων που χάθηκαν στα στρατόπεδα
εξόντωσης.
m -Δίπλα στο πρωτοφανή αυτό αριθμό πρέπει να υπολογίσουμε τα εκατομμύρια νεκρών και
τραυματιών αλλά και τον τεράστιο αριθμό ανθρώπων που μετακινήθηκαν αναγκαστικά σε άλλες
περιοχές με το τέλος ή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πάνω από 10 εκατ. Γερμανοί μετακινήθηκαν
από τα ανατολικά προς την Δυτική Γερμανία αλλά και άλλοι εκτοπισμοί, Εσθονών, Λεττονών,
Λιθουανών, Εβραίων κ.α.
m Σε αυτά βέβαια θα έπρεπε να προστεθεί και η χρήση της ατομικής βόμβας που προεικόνισε την
έλευση μιας πυρηνικής εποχής και της ισορροπίας του τρόμου.
m Μετά τον πόλεμο η Ευρώπη δεν ήταν απλώς ένας σωρός ερειπίων αλλά και ένας χώρος όπου νικητές
και ηττημένοι έψαγναν την αποκατάσταση της κανονικότητας. Δηλαδή την αποκατάσταση της ζωής σε
καθημερινό επίπεδο, την αποκατάσταση της διατροφής, της δημόσιας υγείας, της οικονομικής ζωής
της εκπαίδευσης της διοίκησης κλπ
m Πώς θα μπορούσαν οι νικήτριες δυνάμεις να αποκαταστήσουν την διοίκηση χωρίς συνεργασία με τους
ανθρώπους του προϋπάρχοντος καθεστώτος με δεδομένες τις ανάγκες της διακυβέρνησης Η επιστροφή
στην κανονικότητα επέβαλλε υια σειοά συυβιβασυούς. τόσο για παράγοντες της οικονομικής ζωής βιομήχανοι
τραπεζίτες επιχειρηματίες όσο και για δικαστικούς εκπαιδευτικούς αστυνομικούς δημάρχους κλπ. Οι οποίοι
είχαν συνεργαστεί με τα φασιστικά καθεστώτα. Αλλά και για τους υπόλοιπους η επιστροφή σε μια κανονική
ζωή προϋπέθετε μια μορφή λήθης.
m Αυτός ο συμβιβασμός συνεπαγόταν ένα είδος συλλογικής αμνησίας μια πολιτική λήθης που απέδωσε τα
εγκλήματα του πολέμου στον Χίτλερ και το στενό επιτελείο του και παρέκαμψε τις ευθύνες των εκατομμυρίων
Γερμανών και άλλων που συνεργάστηκαν. Η αμνηστία που ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά κράτη στηρίχθηκε
στην ανάγκη της λήθης καθώς η τιμωρία των ναζί των συνεργατών, τους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες
περιορίστηκε σε κραυγαλέες περιπτώσεις. Απέναντι στο δίλημμα της επιστροφής κανονικότητα ή της
πλήρους εκκαθάρισης των νάζι και των συμμάχων τους σε όλα τα επίπεδα που ενείχε το ρίσκο εμφυλίων
πολέμωνεπιλέχθηκε το πρώτο.
m Κεντρικό θέμα στην πολιτική της λήθης η παραγνώριση της σημασίας του Ολοκαυτώματος των Εβραίων καιτης
συνεργασίας μεγάλων τμημάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τους νάζι με αποτέλεσμα τη διάβρωση της
ιστορικής συνείδησης και την άρνηση της υνήιτης των θυιτάτων. Όλοι θέλουν να ξεχύσουν το συντομότερο.
Όπως έχει υποστηριχθεί, χωρίς την λήθη αυτή πιθανότατα η μεταπολεμική ανάκαμψη θα ήταν ανέφικτη. Αυτό
ίπνι ιρ τήπη ν/ι η τη ISI mm rSrsn mi virvrrv knrVrn ι ιττότη frrhrvinnrmr F77A
m Στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της Ευρώπης και της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης υπάρχει
μεγάλο περιθώριο για την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Το ενδιαφέρον για τους
κλάδους αυτούς αντιστοιχεί και στον γενικότερο εκδημοκρατισμό των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η ανάπτυξη εργατικών κομμάτων, η εδραίωση της καθολικής ψηφοφορίας, η αναρρίχηση
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην εξουσία, η διεύρυνση του κράτους προνοίας και το άνοιγμα της
εκπαίδευσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα δημιουργεί καινούργια αιτήματα για την ιστορία, όπως
πχ η ιστορία των εργατικών τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων.
m Φυσικά και ο εκδηυοκρατισυότ της ιστορίας δεν ήταν άσχετος με αυτό το αποτέλεσμα. Αναφέρομαι
στο «άνοιγμα» των ιστορικών σπουδών με την ίδρυση εκατοντάδων νέων εδρών σε όλο τον κόσμο τις
οποίες κατείχαν άνδρες αλλά για πρώτη φορά και γυναίκες που δίνουν τρομακτική ώθηση στις
ιστορικές σπουδές.
m Κατά την δεκαετία του 70 η στροφή προς την μελέτη κοινωνικών ομάδων θα ενισχυθεί από την
επίδραση του φεμινιστικού κινήματος που υπογράμμισε ότι η ιστορία κατέγραφε τα πράγματα
αποκλειστικά από την πλευρά των ανδρών αναγνωρίζοντας μόνο σε αυτούς θέση ιστορικού
υποκειμένου και παραγνωρίζοντας εντελώς την γυναικεία δράση.
m Το ίδιο ισχύει για την επιρροή της μετά-αποικιακής κατάστασης και της κριτικής του ευρωκεντρισμού
που προέκυφε με το τέλος των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και συνδυάστηκε με τα κινήματα της
φοιτητικής νεολαίας που αντιδρούσαν στην αποικιοκρατία και αργότερα στον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις ενισχύθηκε σημαντικά η κοινωνική ιστορία και η μελέτη των
κοινωνικών τάξεων αν και ιιε τρόπο που αναδείκνυε ποσοτικές και δοιιικές πλευρές, παραγνωρίζοντας
εντελώτ το υποκείαενο ως παράνοντα ιστορικής δράσης/ αλλαγής και γενικά ως ανάξιο προσοχής.
m Η τάση αυτή αντιστρέφεται προς τα τέλη της δεκαετίας του 70όταν εκδηλώνεται μια σταδιακή
μετατόπιση προς την μελέτη των υποκειμένων και της υποκειμενικότητας.
m Η στροφή αυτή έγινε αισθητή γρήγορα στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας για διαφορετικούς
λόγους. Πολλοί ιστορικοί επηρεάστηκαν από την εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων που
διέφεραν αισθητά από τα κινήματα ταξικής βάσης. Ο φεμινισμός, η οικολογία, τα εθνοτικά κινήματα,
και αυτά σεξουαλικού προσανατολισμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή τα κινήματα εκδημοκρατισμού
στην Ανατολική Ευρώπη έθεσαν εντελώς διαφορετικού τύπου ζητήματα. Επηρεάστηκαν επίσης από
την κοινωνική ανθρωπολογία που με την σειρά της ανακάλυψε την ανάγκη ιστορικοποίησης των
κατηγοριών που χρησιμοποιούσε.
m Από την άλλη η κοινωνική ιστορία όπως είχε διαμορφωθεί αντιμετώπισε μια ισχυρή κριτική κυρίως
επειδή εξακολουθούσε να αγνοείτο υποκειμενικό και επικεντρωνόταν στις μακρόχρονες δομές, παρά
το γεγονός ότι είχαν από την δεκαετία εμφανιστεί εργασίες που επιχειρούσαν να αποκαταστήσουν το
υποκείμενο στην ιστορική διαδικασία όπως η γνωστή μελέτη του Ε.Ρ Thomson για την δημιουργία της
εργατικής τάξης στην Αγγλία (1964). Υπήρχε επομένως μια αναντιστοιγία με τα κυρίαρχα κοινωνικά
αιτήματα που πολλοί ιστορικοί πρόσεξαν.
• Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιο σταθερό συμπέρασμα της σχέσης της ιστορίας με το
περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Σίγουρα δεν υπάρχει μια ευθεία συσχέτιση ανάμεσα στα
δύο αλλά πολλά επίπεδα και ρυθμοί ανταπόκρισης στις αλλαγές του κοινωνικού πολιτισμικού
περιβάλλοντος [πχ είναι ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς την «αντοχή» της πολιτικής- διπλωματικής
ιστορίας μέχρι και πρόσφατα παρά τις εμφανείς μετατοπίσεις του παραδείγματος]. Επομένως, αν και
είναι χρήσιμο να σκεφτόμαστε για τα πολιτισμικά συμφραζόμενα της ιστορικής έρευνας δεν είναι
πάντα εύκολο να αναγάγουμε την δεύτερη ευθέως στα πρώτα. Τα ιστορικά έργα raL η ιστορική
έρευνα διατηρεί την αυτονομία της αν και από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να απομονωθεί με σινικά
τείχη από τον πολιτισμικό και κοινωνικό της περίγυρο. Σε κάθε περίπτωση αυτοί οι προβληματισμοί
δεν αφορούσαν όλους τους ιστορικούς ή όλα τα Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα με τον ίδιο
τρόπο, όμως σήμερα είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε το πρόβλημα με περισσότερο καθαρό τρόπο
σε σχέση με το παρελθόν, έστω και αν απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν εύκολα. Παρά ταύτα
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι παρατηρήθηκαν σημαντικές μετατοπίσεις στα ενδιαφέροντα των
ιστορικών και στις προσεγγίσεις τους που μπορούν να τοποθετηθούν σε ευρύτερα συμφραζόμενα.
• Ανάδειξη των σπουδών ανήαηο που έφεραν στο προσκήνιο την μνήμη των υποκειμένων και την
εμπειρία τους. Ενώ η ιστορία κατά τον 19° αι είχε στηριχθεί πάνω σε έγγραφα τεκμήρια και
υποβάθμισε την προσωπική μαρτυρία ως υποκειμενική. Αρχής γενομένης με τους επιβιώσαντες στο
Ολοκαύτωμα, η προφορική ιιαρτυρία επιτρέπει στους ιστορικούς να εξετάσουν ζητήματα που μέχρι
τότε τους διέφευγαν τελείως ή δεν τους ενδιέφεραν, όπως π.χ η συγκρότηση της υποκειμενικότητας
αλλά και η αστάθεια, η ιστορικότητα του υποκειμένου καθώς και η σχέση δημόσιου/ιδιωτικού.
•Την ίδια περίπου περίοδο κάτω από διαφορετικές φιλοσοφικές επιρροές αναδεικνύεται η σημασία
της γλώσσας ως παραγωγού νοήματος
• Αλλά και η εμφάνιση της μικροιστορίας όπου η πολύ μικρή κλίμακα έρευνας αποτελεί μεθοδολογική
επιλογή
• Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μεγάλη ανανέωση των θεμάτων και αντικειμένων στον
χώρο της ιστορίας [ νέα πεδία κοινωνικής -πολιτισμικής ιστορίας. Πέρασμα από την ιστορία των
μεγάλων προσωπικοτήτων στην μελέτη των λαϊκών τάξεων, την ιστορία της παιδικής ηλικίας, του
φύλου, από την ιστορία των εθνικών κρατών στην ιστορία του εθνικισμού και της εθνικής ιδεολογίας,
από την ιστορία των επίσημών πολιτικών θεσμών και των συνταγμάτων στην ιστορία των
νοσοκομείων και της ψυχιατρικής, ιστορία των συναισθημάτων κ.α]
m Οι μετατοπίσεις στις οποίες αναφέρομαι αφορούν, τέλος, και μια νέα ματιά στην ίδια την ιστορία
στην κατανόηση των ορίων των μεθόδων και της επιστημολογίας της. Αν μέχρι τα μέσα του 20ου
αιώνα η ιστορία θεωρείτο ως ένα πεδίο σωρευτικής γνώσης, όπου κάθε ιστορικός έβαζε το λιθαράκι
του για να μπορέσουμε γνωρίσουμε ένα ενιαίο και αντικειμενικό παρελθόν που προσφερόταν προς
ανακάλυψη μετά τα μέσα του 20ου αι πολλοί ιστορικοί αναγνωρίζουν στην ιστορία τον λόγο για το
παρελθόν ή μάλλον τις διαφορετικές πρακτικές λόγου που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν
προκειμένου αυτό να αναπαρασταθεί χωρίς να υπάρχει η πλήρης δυνατότητα αναπαράστασης η
«αποκατάστασής» του. Υποστηρίζουν ότι το παρελθόν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί τηλεσκοπικά
αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ωτ πεδίο που συνεχώς ιιεταβάλλεται, πεδίο το οποίο δεν ενδιαφέρει
υε τον ίδιο τρόπο κάθε εποχή και κάθε πολιτισιχό. Αλλά και τα ίδια τα αντικείμενα που εξετάζουμε
στο παρελθόν δεν παραμένουν τα ίδια αλλά μεταβάλλονται στον χρόνο [π.χ παιδί, βιασμός]
m Ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρει και η οπτική ματιά με την οποία κάθε ιστορικός παρατηρεί το παρελθόν
(καλειδοσκοπική ματιά) αλλά και για τον τρόπο που γράφεται ιστορία, όχι απλώς στη βάση των
καλολογικών στοιχείων αλλά τω περιορισμών που θέτει στην ιστορική γραφή και ταυτόχρονα των
δυνατοτήτων που θέτουν οι πολιτισμικά διαθέσιμοι τρόποι γραφής που η ιστορία μοιράζεται με τη
λογοτεχνία ήδη από την εποχή που συγκροτείται ως «επιστήμη».
Ενότητα 4 (Εισαγωγική): Ιστορία, χρόνος, χρονικότητα
m Αν όμως ο φυσικός χρόνος δεν μας επιβάλλει πως θα τον μετρήσουμε τότε πως αρχίζουμε να μετράμε τις
βαθμίδες του χρόνου; Πχ του έτους; Υπάρχει μια αυθαιρεσία εδώ που όμως ερμηνεύεται πολιτισμικά. Οι
άνθρωποι το αποφασίζουν αυτό.
m Πχ στην ρωμαϊκή εποχή εισάγεταί η 1η Ιανουάριου ως αρχή του έτους 6LOU τότε αναλάμβαναν τα
καθήκοντά τους οι ύπατοι. Οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου , 25
Μαρτίου , ενώ στην βυζαντινή αυτοκρατορία η 1η Σεπτεμβρίου και η Βενετία την 1η Μαρτίου μέχρι και την
κατάλυση της από τον Ναπολέοντα το 1797. Οι ισλαμικές κοινωνίες ακολουθούν ακόμη και σήμερα το Έτος
Εγίρας ενώ με το σεληνιακό ημερολόγιο στο οποίο στηρίζονται ο κάθε αιώνας αντιστοιχεί σε 97 έτη.
m Ιδιαίτερο παρουσιάζει ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο αναδιοργανώνεται η
μέτρηση του χρόνου όταν ανέρχονται στην εξουσία επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις,
m Η Γαλλική Επανάσταση σε μια συμβολική χειρονομία τομής σε σχέση με το παρελθόν του ancien
regime εισηγήθηκε δικό της ημερολόγιο, μαζί με τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις άλλες
μεγάλες αλλαγές. Προχώρησε στην αλλαγή των ονομάτων των μηνών του γρηγοριανού
ημερολογίου, μετάβαλε τις ισχύουσες αφετηρίες κάθε μήνα, και τους χώρισε σε τρία
δεκαήμερα, καταργώντας την εβδομάδα. Το ίδιο ίσχυε για τις ημέρες που χωρίζονταν πλέον σε
δέκα ώρες ενώ η κάθε ώρα είχε ΙΟΟλπτά των 100 δευτερολέπτων έκαστο. Το έτος άρχιζε στις 22
Σεπτεμβρίου Αρχής γενομένης από την 22 Σεπτεμβρίου 1792 η Γαλλική Επανάσταση εισήγαγε
το έτος 1. Το επαναστατικό ημερολόγιο διατηρήθηκε μέχρι το 1806 όταν ο Ναπολέων επανέφερε
το γρηγοριανό ημερολόγιο.
m Η ρώσικη επανάσταση εισήγαγε για τους ίδιους λόγους το δικό της ημερολόγιο [1928-1940]
δώδεκα μηνών, έξη εβδομάδες των πέντε ημερών- αφαίρεσε δηλαδή τις δύο ημέρες που είχαν
ιδιαίτερο θρησκευτικό βάρος δίνοντας έμφαση στην παραγωγική υπόσταση της οργάνωσης του
χρόνου. Καθόλου τυχαία το ημερολόγιο αυτό καταργήθηκε με τον πόλεμο όταν η σοβιετική
εξουσία θέλησε, ανάμεσα σε άλλα, να κινητοποιήσει τους αγροτικούς πληθυσμούς που
συνδέονταν ακόμη στενά με τον χριστιανισμό.
m Ένα ενδιαφέρον ζήτημα ως προς τη ιστορία του χρόνου είναι η ανάδειξη της σημασίας
της ακρίβειας του χρόνου και κατά συνέπεια η ιστορικοποίηση της αξίας της ακρίβειας
του χρόνου. Το θέμα είναι παρά το γεγονός ότι η δυνατότητα ακριβούς μέτρησης του
χρόνου είχε αυξηθεί σημαντικά με την επινόηση του εκκρεμούς, τον 17° αιώνα
μπορούσαν ήδη να μετρούν τα δευτερόλεπτα, η σημαία της χρονικής ακρίβειας είναι
προϊόν της νεώτερης εποχής. Είναι η οικονομική και κοινωνική οργάνωση της
σύγχρονης εποχής που επέβαλε την υιοθέτηση ενός ομοιογενούς και ακριβούς
χρόνου με την εισαγωγή και τη διάχυση του ατομικού ρολογιού. Στην εποχή της
βιομηχανικής νεωτερικότητας η χρονική ακρίβεια υπήρξε θεμέλιο κάθε κοινωνικής
και οικονομικής οργάνωσης σε πλανητικό πλέον επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό
καταργείται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η σημασία του τοπικού χρόνου¬
τοπικής ώρας, που ίσχυε με βάση τις ισχύουσες πρακτικές αιώνων.
m Η οργάνωση του ομοιογενούς χρόνου ξεκίνησε με τον χώρο των μαζικών μεταφορών αρχικά
με τα οργανωμένα ταξίδια με άμαξα και αργότερα με τον σιδηρόδρομο στη Βρετανία. Ήδη
από τα 1784 υπάρχει εκεί ένα ενιαίο σύστημα δημόσιας μεταφοράς που στηριζόταν σε
αυστηρό χρονοδιάγραμμα και συνδύαζε την μεταφορά ταχυδρομείου και επιβατών. Η
ουσιώδης αλλαγή προκύπτει με την γενίκευση των σιδηροδρομικών μεταφορών μετά το
1839 και τη δημιουργία ενός τεράστιου δίκτυο στην Βρετανία. Η λειτουργία του
σιδηροδρομικού δικτύου ήταν εξαιρετικά δύσκολη χωρίς την εισαγωγή ομοιογενούς χρόνου.
m Έτσι εισάγεται στα 1850 για τους σιδηροδρόμους η ενιαία ώρα για όλη τη χώρα με βάση τον
μεσημβρινό χρόνο του αστεροσκοπείου Γκρίνουιτς. Στα 1880 το σύστημα επεκτείνεται με
απόφαση του βρετανικού κοινοβουλίου σε όλη τη χώρα και οι τοπικές ώρες καταργήθηκαν.
Στα 1884 διεθνή διάσκεψη για την τυποποίηση της ώρας σε παγκόσμια κλίμακα με 24 χώρες
μόνο: τότε καθιερώθηκε ο GMT για όλη την χώρα, ενός χρόνου που ορίζεται από τον
μεσημβρινό του Γκρίνουιτς και δεν αλλάζει με τις εποχές. Η διάσκεψη καθιέρωσε τι 24
χρονικές ζώνες σε παγκόσμια κλίμακα προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός των
οικονομικών και άλλων πράξεων. Σταδιακά ο χρόνο GMT επεκτάθηκε στην Ευρώπη [Γερμανία
1893, Γαλλία 1911] για να κυριαρχήσει στη συνέχεια σε όλη την υφήλιο.
m Η βαρύτητα αυτών των αλλαγών σχετικά με την ακρίβεια του χρόνου αφορά και την καθημερινή ζωή
καθώς αυτή συντονίζεται με ένα ομοιογενή χρόνο για όλους σε μια περίοδο κατά την οποία ο χρονικός
συντονισμός επιβάλλεται από την ταχύτατη ανάπτυξη του καπιταλισμού και της βιομηχανικής κοινωνίας.
m OL βιομηχανικές κοινωνίες στηρίχθηκαν στην ισχύ του ατμού και την ακρίβεια του ρολογιού. Η
παραγωγική δραστηριότητα απαιτεί μια σχέση ακρίβειας του εργαζόμενου με το αντικείμενο της
εργασίας του. Ο συντονισμός της εργασίας είναι απαραίτητος στη βάση ακριβούς χρονοδιαγράμματος
που όριζε την εργατική βάρδια και το ωράριο εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό ο χρόνος παύει να είναι
ασταθής και υπόκειται στην ακρίβεια της ιαέτρησης του ρολονιού. Οι εργάτες κατοικούν κοντά στα
εργοστάσια και ειδοποιούνται με ηχητικά σήματα για το πότε αρχίζει η βάρδια τους, σχολάνε όλοι μαζί
και οργανώνουν τη ζωή τους με την ακρίβεια του βιομηχανικού χρόνου.
m Η τεχνολογία της μέτρησης του χρόνου ενισχύει την κατεύθυνση αυτή καθώς το ατομικό ρολόι καθορίζει
τη ζωή μας με ακρίβεια δευτερολέπτου. Ο χρόνος καθορίζει τις σχέσεις στις νεωτερικές κοινωνίες όχι
γιατί έχει από μόνος τους αυτή την ιδιότητα αλλά γιατί η οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής
γίνεται με βάση την ακρίβεια του χρόνου που σε άλλες εποχές ήταν ανύπαρκτη. Αυτό έχει σήμερα
ενισχυθεί ιδιαίτερα με την διάχυση νέων μορφών χρονικότητας όπως το διαδίκτυο, το Skype κλπ.
• Σε κάθε περίπτωση ο φυσικός χρόνος που κυλά γύρω μας και εμείς μέσα του δεν είναι σε θέση να μας
πει πώς να τον μετρήσουμε να τον ταξινομήσουμε. Δεν έχει νόημα πέρα από αυτό που εμείς του
δίνουμε..
Ενότητα 5: Ιστορία, χρόνος, χρονικότητα
Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ότι δεν ζούμε απλώς σε σχέση με ένα χρόνο τον οποίο
μετρούμε με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια αλλά ότι ζούμε σε σχέση με ένα χρόνο που μας
προσδιορίζει, με την έννοια της εποχής που θέτει όρια αλλά δίνει και δυνατότητες στο τι μπορούμε να
σκεφθούμε και τι μπορούμε να κάνουμε.
Έχει υποστηριχθεί ότι σήμερα ζούμε στην εποχή της επιτάχυνσης του χρόνου, σε μια εποχή που ο χρόνος
πυκνώνει ταχύτατα και επισυμβαίνουν αλλαγές μεγάλης κλίμακας πολύ γρήγορα. Πχ ας σκεφθούμε ότι
μέχρι τον 19ο αιώνα οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για χιλιάδες χρόνια άλογα για τη μεταφορά τους και
μέσα σε λιγότερο από ένα αιώνα φθάσαμε στις υπερηχητικές ταχύτητες και το πύραυλο. Ας σκεφθούμε
επίσης την επιτάχυνση που γνώρισε η γραφή με την τυπογραφία (16ος αιώ.) που συχνά πολλοί
συγκρίνουν και την μεταβολή που επέφερε η χρήση του ίντερνετ.
Η σημασία της επιτάχυνσης αφορά την ταχύτητα με την οποία ο χρόνος επιβάλλεται στο χώρο καθώς οι
αποστάσεις μειώνονται μέσα από την έκρηξη στις τεχνολογίες επικοινωνίας ήδη από τον 19ο αιώνα αλλά
κυρίως μετά τον ΒΠ Π. Τηλέγραφος 1838, ατμόπλοιο 1820, σιδηρόδρομος 1820, τηλέφωνο 1886, αλλά και
ίντερνετ, δορυφορική μετάδοση ή τεχνολογία του πολέμου. Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις που σήμερα έχουν
επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο μέσα από τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο που
έπεισαν πολλούς ότι η γη είναι πλέον ένα παγκόσμιο χωρίο.
• Ο χρόνος κυλά πολύ γρήγορα αλλά αυτό αφορά τη δική μας εποχή. Συχνά δεν έχουμε συναίσθηση της
ταχύτητας αυτής διότι αποτελεί μέρος της καθημερινής μας εμπειρίας. Πιθανότατα αυτό σημαίνει ότι
διαφορετικές εποχές βίωναν διαφορετικά το χρόνο, επομένως υπάρχει μια ιστορικότητα στην ίδια την
βίωση του χρόνου.
• Ωστόσο η σχέση με το χρόνο είναι περισσότερο πολύπλοκη καθώς δεν είναι μόνο η ταχύτητά με την
οποία τον προσλαμβάνουμε, αλλά συχνά και άλλες περισσότερο χαμηλές ταχύτητες που έχουν σχέση
με την καθημερινότητά μας. Από την άποψη αυτή οι σχέσεις μας με το χρόνο είναι πολλαπλές. Αν και
ζούμε μέσα στο χρόνο η αίσθηση που συχνά έχουμε είναι αυτή της επανάληψης που αντιστοιχεί στην
καθημερινότητά μας. [διαδοχή γενεών, διαδοχή εποχών, καλλιεργειών κλπ] Η αίσθηση της συνέχειας
του χρόνου , η πεποίθηση ότι ο χρόνος υπήρχε πριν από εμάς και θα υπάρχει και μετά από εμάς είναι
συχνά μια πηγή ασφάλειας, σταθερότητας, διότι τοποθετούμαστε στο χρόνο όπως και τόσοι άλλοι.
•Για αυτό το λόγο ίσως είμαστε έτοιμοι να πιστέψουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.
• Ωστόσο αυτή η αίσθηση όσο σημαντική είναι για την οργάνωση της προσωπικής μας ζωής
συγκαλύπτει την άλλη διάσταση του χρόνου, την αλλαγή.
Τα πράγματα δεν επαναλαμβάνονται συνεχώς αλλά μεταβάλλονται με ρυθμούς απρόβλεπτους και
ακανόνιστους. Η χρονική ακολουθία δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει την επανάληψη γιατί ό,τι βρίσκεται
μέσα στο χρόνο υπόκειται σε αλλαγή.
Οι γενεέτ εναλλάσσονται χρονικά αλλά διαφέρουν μεταξύ τους βιολογικά και πολιτισμικά. Διαφορές που
μπορεί να οφείλονται στη διατροφή, στην κλιματική αλλαγή στις οικιστικές συνθήκες ή την εξάλειψη
ασθενειών [φυματίωση, κληρονομικά μεταδιδόμενες ασθένειες] αλλά και στον τρόπο ζωής, [πχ οι αιτίες
θανάτου στο παρελθόν, ασθένειες, κακή διατροφή, υποσιτισμός, σε αντίθεση με τον καρκίνο, τις
καρδιοπάθειες ή το AIDS ]
Ο άνθρωπος ως φυσικό ον-είδος σήμερα είναι αντικείμενο φαρμακευτικών, και ιατρικών παρεμβάσεων αλλά
και προσθετικών παρεμβάσεων (τεχνητά μέλη, ρομποτική κίνηση, αισθητικές εγχειρήσεις κα) που έχουν
μετακινήσει σημαντικά τα φυσικά όρια του ανθρωπίνου σώματος και έχουν μεταβάλει το βιολογικό καθεστώς.
Πολιτισμικές διαφοροποιήσεις έχουν μεταβάλλει αισθητά τον τρόπο που αντιμετωπίζουν διαφορετικές εποχές
το ανθρώπινο όν στις διαφορετικές φάσεις της ζωής του, όπως η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας, η διαχείριση
της γεροντικής ηλικίας, η αντιμετώπιση πολλών νέων ασθενειών.
Πράγματι εξακολουθούμε να καλλιεργούμε προϊόντα για τα οποία υπάρχει σπορά και συγκομιδή όπως και στο
παρελθόν. Αλλά η αγροτική παραγωγή ήταν τελείως διαφορετικά την εποχή της σπάνης και της
αυτοκατανάλωσης σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Καλλιεργούμε τα ίδια προϊόντα με ό,τι καλλιεργούσαν πχ
τον 18° αιώνα; Η εισαγωγή των μεταλλαγμένων ή άλλων επεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία δεν
μεταβάλλει τελικά και το ίδιο προϊόν που όμως διατηρεί το ίδιο όνομα;
Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να σκεφτούμε το χρόνο και τη βίωση του και σε σγέση αε την ποιότητα
Tnc αλλανήτ. Έχει παρατηρηθεί ότι ο χρόνος δεν ρέει απλώς γραμμικά ούτε αναπτύσσεται ομοιόμορφα.
Συχνά υπάρχουν φάσεις κατά τις οποίες ο ypovoc πυκνώνει εντυπωσιακά καθώς μέσα σε ελάχιστο
διάστημα γίνονται αλλαγές μεγάλης κλίμακας που θα περίμενε κανείς να περάσει πολύ μεγαλύτερο
διάστημα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης είναι οι επαναστατικές περίοδοι όταν
προκύπτουν μεγάλες μεταβολές σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και αν πολλές μεταβολές
βρίσκονταν ήδη σε μια πορεία ολοκλήρωσης, όπως συχνά έχει επισημανθεί, επιταχύνονται από
επαναστατικές εξελίξεις σε συχνά απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Έτσι τόσο η Γαλλική Επανάσταση το 1789
όσο και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση το 1917 επέφεραν μεγάλες αλλαγές σε εξαιρετικά σύντομο
διάστημα.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες η σώρευση πολλών δυναμικών οδηγούν σε τρομακτικές
μεταβολές χωρίς αυτές να είναι απαραίτητα σχεδιασμένες ή αποδεκτές. Αυτό είναι η περίπτωση του A
παγκοσμίου Πολέμου και των τεκτονικών αλλαγών που επέφερε στην Γηραιά Ήπειρο.
m Η αντίληψη αυτή άρχισε να μεταβάλλεται μόνο από τον 18° αιώνα όταν έγινε δυνατή η αναγνώριση
του ιστορικού χρόνου, κυρίως ανάμεσα στα εγγράμματα στρώματα. Αν μέχρι τότε η καθημερινή
εμπειρία και η προσδοκία ήταν περίπου ταυτόσημες από ένα σημείο και μετά άρχισαν να
απομακρύνονται καθώς το μέλλον έπαυσε να θεωρείται επανάληψη του παρελθόντος και
αναγνωρίζεται ως ανοικτό, χωρίς όρια και απρόβλεπτο. Οι κοινωνίες της νεωτερικότητας βίωσαν το
χρόνο διαφορετικά από τη στιγμή που αποδέχτηκαν την γραμμικότητα του χρόνου και τον διαχωρισμό
παρελθόντος, παρόντος μέλλοντος.
m Ότι το αύριο θα ήταν καλύτερο από το χθες εδραιώνεται όλο και περισσότερο κατά τον 19° αιώνα
λόγω των αλλανών που Φέρνει η επιστήιιη και η τεχνολονία οι οποίετ ιαετέβαλλαν δραιιατικά τον
ορίζοντα των προσδοκιών των ανθρώπων.
m Οι άνθρωποι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους ως κάτι ριζικά διαφορετικό από το παρόν τους
στη βάση της αναγνώρισης ότι τα πάντα μεταβάλλονται. Έτσι ενώ υπάρχει μια φυσική πορεία του
χρόνου που μας προσδιορίζει εμείς μπορούμε με τη σειρά μας να επέμβουμε στο νόημα και την
οργάνωση του χρόνου με τις δικές μας επιλογές.
m Επομένως εδραιώνεται μια αντίληψη για τον χρόνο σύμφωνα με την οποία το παρόν, παρελθόν και
υέλλον διαγωρίζονται ρητά ιιεταξύ τους.
m Η αντίληψη του χρόνου και η έρευνα για το ιστορικό παρελθόν
m Η αντίληψη ότι οι βαθμίδες του χρόνου διακρίνονται μεταξύ τους είχε σημαντικές συνέπειες για την
δυνατότητα διαμόρφωσης μια νέας ιστορικής σκέψης. Στο βαθμό που αναγνωρίστηκε ότι το παρελθόν
ήταν διαφορετικό από το εκάστοτε παρόν-μέλλον τότε δεν θα μπορούσε να είναι ενιαίο. Αυτή είναι μια
βασική προϋπόθεση για την νέα προσέγγιση του παρελθόντος το οποίο πλέον μπορεί να ταξινομηθεί
σε διαφορετικές φάσεις, να χρονολογηθεί, να αποκτήσει μια συνοχή εκ των υστέρων από τη σκοπιά
του παρόντος που το διερευνά ως ιστορικά διαφορετικό. Έτσι ο ιστορικός χρόνος εξορθολογίζεται,
νοηματοδοτείται με βάση μεταγενέστερα κριτήρια, χωρίζεται σε περιόδους που έχουν τα δικά τους
μοναδικά γνωρίσματα και είναι μη επαναλαμβανόμενες. Οι εποχές αυτές είναι εξέλιξη η μια της
άλλης αλλά όχι επανάληψή τικ.
m Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία και για το πως οι άνθρωποι σκέφτονταν για το παρελθόν και κατά
συνέπεια για την ιστορία. Η δυνατότητα εμφάνισης της ιστορίας προϋποθέτει τον πλήρη διαχωρισμό
παρόντος- παρελθόντος-μέλλοντος, επομένως την πλήρη διάκριση του παρελθόντος ως «κάτι που
πέρασε οριστικά» και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας.
m Αυτή ακριβώς η συνθήκη αναγνώρισης του ιστορικού χρόνου ως διαιρεμένου σε διακριτές περιόδους
είναι η βάση για την νεώτερη περιοδολόγηση της ιστορίας. Αναφέρομαι για παράδειγμα στην διαίρεση
της ιστορίας με βάση το σχήμα Αρχαιότητα, Μέσοι Χρόνοι, Νεώτερη εποχή αλλά και σε επιμέρους
διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό αυτών των περιόδων που εισήχθησαν αργότερα όπως η Ύστερη
Αρχαιότητα, ο Πρώιμος Μεσαίωνας ή η Πρώιμη Νεώτερη εποχή, ή η Σύγχρονη εποχή.
m Οι χρονικές αυτές περίοδοι χαρακτηρίστηκαν έτσι εκ των υστέρων. Η Αρχαιότητα δεν ήταν σε θέση
από μόνη της να γνωρίζει ότι θα αποτελούσε την αφετηρία του σχήματος αυτού, δεν είχε καν
συνείδηση της «Αρχαιότητάς» της. Η θέση αυτή της αποδόθηκε κυρίως τον 16° αιώνα όταν οι λόγιοι
της εποχής εκείνης την αναγόρευσαν σε απόλυτο κριτήριο αισθητικής και επιστημονικής ωριμότητας.
Την ίδια ακριβώς περίοδο εδραιώθηκε ο Μεσαίωνας ως μια σκοτεινή εποχή επιστροφής στην
βαρβαρότητα από την Αναγέννηση που θεώρησε ότι τον αντικατέστησε ως περίοδος φωτισμού και
αναβίωσης της Αρχαιότητας. Αργότερα, κατά τον 17° και τον 18° αιώνα κυρίως στο πλαίσιο της
διαμάχης «Αρχαίων και Νέων» και της όλο και περισσότερο εδραιούμενης πεποίθησης ότι η μίμηση
των Αρχαίων δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να φθάσει κανείς στην αλήθεια- μια πεποίθηση που
είχε θεμελιωθεί πάνω στις επιστημονικές ανακαλύψεις στη αστρονομία και τη φυσική [Νεύτων
Principle/ 1687] του 17ου αιώνα που έδειξε ότι η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου- αναγνωρίστηκε ότι
η Αρχαιότητα ολοκληρώθηκε και ότι η νεώτερη εποχή έχει τα δικά της αιτήματα και την δική της
ξεχωριστή υπόσταση.
m Κατά τον 19ου αιώνα πολλές εξελίξεις στον χώρο της επιστήμης και τα νέα παραδείγματα ενίσχυσαν
σημαντικά της εμπιστοσύνη της δυτικής νεωτερικότητας στον εαυτό της σε σχέση με μια σειρά
κριτήρια που η ίδια έθεσε ως κριτήρια πολιτισμού και ιστορικής ωριμότητας [όπως ο ορθολογισμός, η
ακεραιότητα και ανεξαρτησία του υποκειμένου και η πίστη στην επιστήμη]. Με αυτόν τον τρόπο η
δυτική νεωτερικότητα δεν διαφοροποίησε μόνο τον εαυτό της από τις μη δυτικές κοινωνίες αλλά
ταυτόχρονα επινόησε και το δικό της παρελθόν ως «παραδοσιακό» και κατά βάση άξιο εγκατάλειψης.
m Επομένως η βίωση του ιστορικού χρόνου, η πεποίθηση ότι το μέλλον θα είναι διαφορετικό από το
παρόν επέτρεφε την ανάγνωση του παρελθόντος με άλλο μάτι. Δηλαδή το εκάστοτε παρόν μετά τον
18° αιώνα επαναξιολογεί το παρελθόν στη βάση της πεποίθησης της ριζικής διαφοράς με αυτό.
m Αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις της ιστορικής έρευνας χωρίς να συνεπάγεται μια
προβληματοποίηση της έννοιας του ιστορικού χρόνου. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον
μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα η αντίληψη που υπήρχε στους ιστορικούς ήταν ότι ο ιστορικός χρόνος
κινείται ομαλά και γραμμικά και η μια περίοδος διαδέχεται την άλλη. Η ιστορική αφήγηση δηλαδή
θεμελιωνόταν σε μια σύλληψη του χρόνου που ήταν γραμμικός και ενιαίος. Αυτό θα αλλάξει κατά την
επόμενη περίοδο, κυρίως υπό την επίδραση της σχολής των Annales.
m Ο 20ος αιώνας θα φέρει στο προσκήνιο της έννοια της τομής, δηλαδή της διακοπής αυτής της
κανονικής ακολουθίας με τρόπο που η συνέχεια των πραγμάτων να μην μπορεί να αναχθεί σε αυτά
που προηγήθηκαν. Η έννοια της τομής του ιστορικού χρόνου επέτρεψε στους ιστορικούς να σκεφτούν
διαφορετικά το παρελθόν αναζητώντας τομές και ρήξεις αντί της συνέχειας.
m Ωστόσο δεν θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε αυτήν την ενότητα χωρίς αναφορά στην προσθήκη
της σύλληψης του χρόνου του Fernand Braudel του ο οποίος μίλησε για την συμβίωση διαφορετικών
χρονικοτήτων/ χρόνων που έχουν διαφορετική βαρύτητα στην ανθρώπινη ιστορία. Στο σχήμα αυτό ο
χρόνος διακρίνεται σε τρία επίπεδα, την μακρά, την μεσαία και την μικρή διάρκεια που αντιστοιχούν σε
εντελώς διαφορετικά επίπεδα καταστάσεων αλλά και περιορισμών της ανθρώπινης δράσης. Η μακρά
διάρκεια αντιστοιχεί σε αυτό που ο Braudel ονόμασε «ακίνητη ιστορία» που απλώνεται σε πολλούς
αιώνες και έχει σχέση με το κλίμα και την γεωγραφία. Η μεσαία διάρκεια είναι αυτή μακροχρόνια αλλά
αντιστοιχεί στη ζωή οικονομικών -κοινωνικών συστημάτων ενώ η μικρή διάρκεια αντιστοιχεί στον
βιωμένο χρόνο των ανθρώπων που για τον Γάλλο ιστορικό μικρή σημασία είχε.
m Η διαπίστωση ότι το παρελθόν είναι ριζικά διαφορετικό από το παρόν είναι κεφαλαιώδης διότι μας
φέρνει μπροστά σε μια βασική αναγνώριση, την ιστορικότητα των πάντων, δηλαδή του ότι όλα τα
πράγματα οφείλουμε να τα κατανοήσουμε μόνο στο πλαίσιο της εποχής τους, δηλαδή σε συγκεκριμένο
χρόνο (αλλά και χώρο).
Ενότητα 6: Ιστορία και μνήμη
Στην ενότητα αυτή θα προσεγγίσουμε τη σχέση μνήμης και ιστορίας. Η πολύπλοκη αυτή σχέση
αφορά τόσο την ατομική μνήμη όσο και αυτήν τη μορφή μνήμης που ονομάζουμε συλλογική.
Οι σχέσεις μνήμης καί ιστορίας δεν είναι αυτονόητες και μέχρι πρόσφατα η μνήμη αποτελούσε
μια «ύποπτη» κατηγορία για τους περισσότερους ιστορικούς που την ταύτιζαν με το αυθαίρετο
και το ασταθές.
Σε ποιόν ανήκει το παρελθόν/ Ιστορία; Ή για ποιους είναι η Ιστορία.
Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η ιστορία έχει χρήσεις, δηλαδή χρησιμοποιείται από ομάδες, θεσμούς, άτομα
για να στηρίξει επιδιώξεις στο παρόν. Αυτή ακριβώς η χρήση καθιστά περισσότερο κατανοητή την παοοντική
φύση της ιστορίας, δηλαδή ότι η ιστορική γνώση δεν απορεί να αποκοπεί από την χρήση της στο παρόν και
για λόγους που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με το παρελθόν.
Αυτό σημαίνει ότι το παρελθόν δεν είναι κάτι που έχει «τελειώσει», όπως πολλοί ιστορικοί θέλουν να
πιστεύουν, αλλά «ανακαλείται» στο παρόν και για τις ανάγκες του παρόντος.
Η αναφορά στη χρήση του παρελθόντος μπορεί να γίνει κατανοητή σε σγέση αε την ίΐνήυ,η. καθώς είναι οι
λειτουργίες της μνήμης που κατά βάση είναι υπεύθυνες για την «ανάκληση» αυτή. Αυτά όλα μπορεί να
ακούγονται ομιχλώδη, αλλά δεν είναι. Η χρήση του παρελθόντος αφορά πολύ απτά ποάνυατα όπως η
ατομική και η συλλογική μνήμη, δηλαδή πράγματα που μας αφορούν άμεσα στην καθηαερινότητά uac.
Η ατομική μνήμη
Η ιινήιχη είναι ένα σύνθετο ζήτηιια στο βαθμό καθώς αποτελεί ταυτόχρονα μια φυσική λειτουργία έχει
δηλαδή φυσιολογική βάση, συνδέεται με την φυσιολογία του ανθρώπου (η μνήμη εγγράφεται στον φλοιό
του εγκεφάλου) αλλά υπηρετεί και μια κοινωνική επικοινωνιακή διαδικασία. Η μνήμη υποστηρίζεται από
νευρικά δίκτυα που απλώνονται στον εγκέφαλο. Η μνήμη ως ανώτερη λειτουργία του εγκεφάλου, όπως και η
γλώσσα, είναι απλωμένη σε διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου, και συνίσταται στην μνήμη των επεισοδίων
της ζωής μας. Σε κάθε περίπτωση η ιινήιιη είναι αυτή που επιτρέπει στους ανθρώπους να ανακαλούν
τιιήιιατα της ζωής τους. Η μνήμη η ίδια είναι άυλη αλλά έχει σχέση με την υλικότητα των συνθηκών ή των
αισθήσεων που την κινητοποιούν. Η μνήμη προκαλείται από τις αισθήσεις, ακοή, αφή, μυρωδιά γεύση κ.ά.
Στη φυσική της λειτουργία η μνήμη είναι αντικείμενο τόσο των νευροεπιστημών (νευρολογία,
νευροφυχολογία) που ασχολούνται με την φυσιολογία της μνήμης όσο και της ψυχολογίας,
αντιμετωπίζοντάς την μέχρι πρόσφατα ως καθαρά φυσιολογική υπόθεση και αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο
ως καθολικό φυσικό ον ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές και τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαβιώνει.
Η ατομική μνήμη
m Αντίθετα για την ιστορία, ανθρωπολογία αλλά και άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως οι πολιτισμικές
σπουδές και η μικροκοινωνιολογία η μνήμη ενδιαφέρει στην πολιτισμική και κοινωνική της διάσταση. Για
τους ιστορικούς/ ανθρωπολόγους το ζήτημα της μνήμης δεν ενδιαφέρει ως προς την φυσιολογία της
μνήμης αλλά ως προς την πολιτισμική και κοινωνική διαδικασία παραγωγής της. Αλλά και πολλοί
νευροεπιστή μονές αναγνωρίζουν πλέον ότι η δυνατότητα του εγκεφάλου να συγκεντρώνει, να ανακαλεί
και να επεξεργάζεται πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν αναδιαμορφώνεται πάνω σε διαδρόμους του
εγκεφάλου που έχουν ήδη προκόψει ως αντίδραση σε προηγούμενα ερεθίσματα από το εξωτερικό
πολιτισμικό περιβάλλον. Επομένως και η φυσιολογία του εγκεφάλου μεταβάλλεται με βάση εξωτερικά
ερεθίσματα.
m Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το ενδιαφέρον των ιστορικών και των ανθρωπολόγων για τη μνήμη
και την διαδικασία παραγωγής της πρέπει να ξεκινήσουμε από την διάκριση ανάυεσα στην ατουική και
την συλλονική ιινήιαη.
m Η ατομική μνήμη συνδέεται καταρχήν με αυτό που θα ονομάζαμε "πρακτικό παρελθόν". Το πρακτικό παρελθόν είναι
συνδεδεμένο με ένα σώμα μνήμης, γνώσεων και δεξιοτήτων που χρησιμοποιεί ο καθένας για να προσανατολιστεί
στη ζωή του [πως κινούμαστε στη γειτονιά, πως μαγειρεύουμε, πως χορεύουμε ή τραγουδάμε, πως οδηγούμε, πως
μαθαίνουμε κ.λπ] Αυτά συνήθως είναι ασυνείδητα με την έννοια ότι έχουν ήδη γίνει μέρος μιας καθημερινότητας,
και χρειάζεται να αποτελόσουν μέρος μιας σύνθετης διανοητικής εργασίας.
m Το παρελθόν που ανακαλούμε όμως δεν περιορίζεται σε αυτά.
• Το παρελθόν που ανακαλεί κανείς στην μνήμη του είναι ατομικό αλλά και κοινωνικό ( δεν μοιραζόμαστε τα πάντα
αλλά υπάρχουν και πράγματα που μοιραζόμαστε). Έχουμε προσωπικές μνήμες που είναι αποκλειστικά δικές μας
αλλά και άλλες που τις μοιραζόμαστε με άλλους. Πολλοί μπορεί να είχαν παππού αντάρτη, στρατιώτη, πρόσφυγα ή
μετανάστη και να έχουν τις δικές τους μνήμες από αυτόν, [τις οποίες ακούν αλλά δεν βιώνουν], αλλά ταυτόχρονα
μπορούν να μοιραστούν με άλλους που είχαν αντίστοιχους παππούδες την μνήμη του αντάρτικού ή της προσφυγιάς
ή της μετανάστευσης. Πολλές από αυτές τις μνήμες τις οικειοποιούμαστε μέσω μιας συνειδητής επεξεργασίας άλλες
επιλέγουμε να τις ξεχάσουμε.
m Η ατομική μνήμη μας συνδέεται με διάφορες πτυχές της προσωπικής μας κοινωνικής ζωής. Αφορά δηλαδή
«χώρους» και χώρους στους οποίους συνδέουμε το εγώ μας με το παρελθόν μας. Πχ η οικογένεια σίγουρα αποτελεί
ένα χώρο μνημονικής αναφοράς, όπως και το σχολείο.
» Επομένως δεν υπάρχουιιε νωρίς uviiun. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η ατουική ιινήιιη είναι στοιχείο
συγκρότησης ταυτότητας ανεξάρτητα από το κατά πόσον θυμόμαστε κάτι από το δικό μας παρελθόν ή κάτι
από ένα παρελθόν που δεν ανήκει στην δική μας εμπειρία.
m Από την άλλη πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι όλες οι μνήμες ισοδύναμες. Υπάρχουν μνήμες με πολύ
μεγαλύτερη βαρύτητα και συνέπειες στη ζωή μας από άλλες. Κυρίως βιωιιένες τραυιαατικές ιινήιιες
[βιασμός, βία, απώλεια αγαπημένων, συστηματική αποτυχία] μετρούν διαφορετικά από πχτις διακοπές μας
στη Μυτιλήνη.
m Η τοαυιαατική ιανήιαη αφορά συνήθως μια καθυστερημένη αντίδραση σε ένα συμβάν που παίρνει τη μορφή
παραισθήσεων, ονείρων και σωματικών εκδηλώσεων. Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση για το τραύμα και το
μετατραυματικό σύνδρομο στον χώρο της ψυχολογίας και της νευροβιολογίας που δεν θα μας απασχολήσει.
Όσον αφορά αυτά που μας ενδιαφέρουν αυτό που χρειάζεται να θυμόμαστε είναι ότι η τραυματική μνήμη
δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία με τις υπόλοιπες. Αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την προσέγγιση που
προσφέρει η ψυχανάλυση που κατά βάση τοποθετείτο τραύμα στην παιδική ηλικία, αυτό δεν απορρέει από
την συνείδηση, παραμένει στο ασυνείδητο και μπορεί να προκόψει ξαφνικά και ανεξέλεγκτα μέσα από
διαφορετικά ερεθίσματα. Η αντιμετώπιση του τραύματος προϋποθέτει την συμφιλίωση», τον
«εξορθολογισμό» του και επομένως την μεταφορά στο συνειδητό που επιτρέπει, λέγεται, το ξεπέρασμά του.
m Πάντως όλα τα επεισόδια της ζωής μας [ακόμη και τα τραυματικά] μπορούν να ανακληθούν ή να
λησμονηθούν νιατί η ιινήιιη και η λήθη αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας. Το τι θυμόμαστε και το τι
ξεχνάμε αποτελεί καταρχήν ζήτηιαα επιλονής. Επιλέγουμε τι θυμόμαστε, επομένως δεν θυμόμαστε τα
πάντα. Πολλά τα ξεχνούμε είτε γιατί δεν θεωρούμε ότι έχουν σημασία για εμάς, είτε γιατί επιλέγουμε να τα
ξεχάσουμε, είτε γιατί είναι τόσο τραυματικά που είναι μας είναι οδυνηρό όταν τα επαναφέρουμε στη μνήμη.
Αλλά τελικά η λειτουργία της μνήμης είναι εξίσου σημαντική με αυτήν της λήθης καθώς δεν θα μπορούσαμε
να διαχειριστούμε τη ζωή μας αν θυμόμαστε τα πάντα, όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε αν ξεχνάμε τα πάντα.
m Η ατοιιική ιινήιιη είναι επίσης θέιια ατοιιικού δικαιώιιατος. Μπορούμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στη
μνήμη απέναντι σε διάφορες μορφές εξουσίας που έχουν συμφέρον την συμπίεση της μνήμης για λόγους
πολιτικούς, ιδεολογικούς ή άλλους. Στο βαθμό που αισθανόμαστε ότι κάτι τέτοιο προσβάλει το δικό μας
δικαίωμα στη μνήμη τότε μπορούμε να αντιδράσουμε. Ωστόσο εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό που
θα ονομάζαμε πολιτικοποίηση της μνήμης, κάτι που συναντάμε συχνά σήμερα.
» Η ατομική μνήμη που έχουμε για ένα παρελθόν το οποίο αισθανόμαστε οικείο είτε γιατί το έχουμε βιώσει
είτε γιατί το έχουμε οικειοποιηθεί πχ μέσα από την οικογένειά μας έχει την δική του αυτονομία υπό την
έννοια ότι μπορεί να μην ταυτίζεται ή και να αντιδρά απέναντι στο λεγόμενο «ιστορικό παρελθόν» δηλαδή
το παρελθόν που φέρνει στο προσκήνιο η ιστοριογραφική έρευνα και οι ιστορικοί. Αυτό αποτελεί ένα
αρκετά σύνθετο ζήτημα αλλά στη πιο απλή μετάφρασή του σημαίνει ότι μπορεί να θεωρούμε ως δικό μας
ένα παρελθόν που δεν αναγνωρίζεται από τους ιστορικούς, να πιστεύουμε σε μια αφήγηση που οι
(περισσότεροι) ιστορικοί μπορεί να απορρίπτουν.
•Η χρήση του παρελθόντος, η οικειοποίηση του παρελθόντος μέσω της μνήμης συνιστά ταυτόχρονα μια
διαπραγμάτευση με το ιστορικό παρελθόν, το παρελθόν των ιστορικών. Δεν είναι βέβαιο ότι οι απαντήσεις
που δίνουν οι ιστορικοί νια πτυχές του παρελθόντος ικανοποιούν τους πάντες. Δεν πρόκειται να διαφωνήσει
κάποιος γενικά με τους ιστορικούς αλλά για τις πτυχές εκείνες του παρελθόντος που τον αγγίζουν
προσωπικά και αφορούν την θέση του στο σήμερα. (Συχνά για παράδειγμα βρισκόμαστε μπροστά σε
αντιδράσεις που στηρίζονται στην πεποίθηση ότι «Μου το είπε ο παππούς μου» και μπορούν να αφορούν πχ
αφηγήσεις για τον Εμφύλιο πόλεμο ή την Μικρασιατική καταστροφή που μπορεί να αντέχουν ανεξάρτητα
από το αν επιβεβαιώνονται από την ιστορική έρευνα.
m Η μνήμη (και η λήθη) δεν είναι παθητικές καταστάσεις αλλά έχουν να κάνουν με την συγκρότηση της
υποκειμενικότητάς μας που είναι μια διαρκής διαδικασία και συνολικά επιτρέπει το ζην.
m Αλλά τελικά πώς θυιαόιιαστε; Υπάρχει η φυσιολογική βάση της μνήμης που μας επιτρέπει να θυμόμαστε
αλλά η βάση αυτή δεν μας λέει το πώς ή το τι να θυμόμαστε. Επομένως, θυμόμαστε γιατί μπορούμε να
θυμόμαστε, γιατί μπορούμε να ανακαλούμε στη μνήμη αλλά τι και πως θυμόμαστε είναι προϊόν
πολιτισμικών και κοινωνικών παραγόντων.
m θυυόιιαστε διότι υαθαίνουιαε να θυιαόιιαστε μέσα από κοινωνικούς μηχανισμούς που προσδιορίζουν την
θέση την δική μας και των κοινωνιών που ζούμε στο σήμερα. (Ημερολόγιο, ατζέντα, οργάνωση ζωής,
γενέθλιες εορτές, προσωπικά κειμήλια, ενθυμήματα από το στρατό, φωτογραφίες ή άλλο οπτικό υλικό
σχετικά με την κοινωνική και συγγενική μας ζωή. κ.λ.π)
OL φάσεις της μνήμης
m Η μνημονική διαδικασία είναι σύνθετη και μπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια
• Εισροή- το πρωταρχικό υλικό που εισάγεται/ αποθηκεύεταιμε τις αισθήσεις στο κεφάλι μας ποικίλλει εξαιρετικά
αλλά δεν εγγράφεται στη μνήμη στο σύνολό του (εμπειρίες, φήμες, ειδήσεις, σημαντικές ή ασήμαντες). Εδώ
μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην βιωμένη εμπειρία που αφορά την εισροή του συνόλου των πραγμάτων
που βλέπουμε, ακούμε και αισθανόμαστε και την αντιληπτή εμπειρία που αφορά ό,τι γίνεται αξιολογείται ως
σημαντικό και εγγράφεται στη μνήμη.
m Μετάπλαση- η διαδικασία της μετάπλασης της μνήμης είναι εξαιρετικά σύνθετη και αφορά το σύνολο της ζωής μας.
Οι πληροφορίες που εισρέουν μέσω των αισθήσεων μας δεν σβήνονται ποτέ και είναι εν δυνάμει ανακτήσιμες
Αλλά το τι θυμάται κανείς υπόκειται σε επιλογή μνήμης, λήθης, μεταβολής. Στο επίπεδο αυτό η μνήμη είναι
συνεχώς ενεργή σε βαθμό που να επεξεργάζεται και να μεταβάλλει το ίδιο το αντικείμενό της μέσα στο χρόνο.
Πράγματι μπορεί να απωθήσει κανείς κάτι αλλά να το επαναφέρει στην μνήμη του μετά από χρόνια με την
μεσολάβηση νέων μεταγενέστερων εμπειριών. Επομένως η μετέπειτα εμπειρία επηρεάζει τον τρόπο που
θυμόμαστε.
m Εκροή- η βιοαφήγηση η αφήνη ματοποίηση της μνήμης . η αφήγηση μιας περασμένης μνήμης σε μια συγκεκριμένη
στιγμή, εκ των υστέρων που μπορεί να διαφέρει ανά χρονικό σημείο εκφοράς. Η αφήγηση βάζει τα πράγματα σε
τάξη, τους δίνει συνεκτικότητα και πειθώ.
·■ Τον όρο συλλογική μνήμη επινόησε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Maurice Halbawchs κατά τον
μεσοπόλεμο (1929) και αυτό υποστήριξε ότι κατ'ουσίαν δεν υπάρχει ατομική μνήμη αλλά
μόνο κοινωνική. Τα άτομα μαθαίνουν να θυμούνται αυτά που θυμάται η κοινωνική ομάδα
που ανήκουν. Θυμόμαστε αυτό που θυμάται η οικογένειά μας -η οικογένεια αποτελεί ένα
«φυσικοποιημένο» αγωγό μνήμης μέσα από τον οποίο περνούν από γενιά σε γενιά κάποιες
εμπειρίες. Αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες συλλογικότητες όπως η κοινωνική ή
επαγγελματική ομάδα, η εθνοτική η εθνική κοινωνία, η τοπική κοινωνία ή ακόμη και ο
αθλητικός σύλλογος στην συλλογική μνήμη των οποίων οποία συμμετέχουμε ως μέλη τους
ακόμη και αν δεν έχουμε άμεση εμπειρία του πράγματος. Και η ιινήιιπ αυτή συντονίζεται ιιε
τις ανάγκες του παρόντος όχι του παρελθόντος. Το παρόν επομένως καθοδηγεί αυτό που
θυμάται μια συλλογικότητα όχι το παρελθόν στο πλαίσιο της θέσης και στο πλαίσιο αυτό και
τα μέλη της. Τα συμβάντα με τα οποία συνδέονται συλλογικές ταυτότητες δεν είναι
απαραίτητο να αντιστοιχούν στα συμβάντα της ιστορίας των ιστορικών αλλά συχνά
συμβαίνει να παρεκκλίνουν. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει απόλυτη
συναίνεση των ιστορικών, που σπάνια συμβαίνει.
m To πρόβλημα με τον ορισμό της συλλογικής μνήμης του Halbawchs είναι ότι παρακάμπτει
τελείως το ζήτημα της εξατομικευμένης, ατομικής μνήμης διότι δεν θυμούνται κοινωνίες
αλλά άνθρωποι. Έτσι ενώ είναι σωστό ότι η μνήμη δεν είναι τελείως ατομική υπόθεση καθώς
προκύπτει και μεταβάλλεται μέσα από την κοινωνική ζωή από την άλλη έχει ιδιαίτερη
σημασία στην συγκρότηση της υποκειμενικότητας και της θέσης των ατόμων μέσα στην
κοινωνία.
m Η συλλογική μνήμη δεν είναι άθροισμα των ατομικών μνημών αλλά σημείο αναφοράς. Η
συλλογική μνήμη δεν συμπεριφέρεται ανάλογα με τους κανόνες της ατομικής μνήμης. Για
παράδειγμα είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει η συλλογική μνήμη το working through που
είναι απαραίτητο για τα άτομα, ή την καταστολή της μνήμης που στα άτομα έχει το κόστος
του τραύματος. Η έννοια του θύματος ή του επιβιώσαντος από μια σφαγή, γενοκτονία κλπ
δεν μπορεί ως βιωμένη εμπειρία να επεκταθεί σε συλλογικότητες.
m Από την άλλη πλευρά ο Halbawchs είχε δίκαιο όταν επέμενε για την ύπαρξη κοινωνικών
μηχανισμών που παράγουν συλλογική μνήμη, είτε πρόκειται για τους απλούς μηχανισμούς
της καθημερινότητας (π.χτο οικογενειακό κυριακάτικο τραπέζι, ή τις γενέθλιες εορτές) είτε
πρόκειται για μηχανισμούς που εκπέμπουν μηνύματα για το παρελθόν σε ευρύτερα
ακροατήρια, όπως π.χ το κράτος, ή οι σύλλογοι και οργανώσεις πάσης φύσεως. Βασικά
παραδείγματα οι τελετουργίες όπως οι εθνικές επέτειοι και οι εθνικές παρελάσεις και οι
μνημονικοί τόποι όπως τα μνημεία και τα μουσεία. Μέσα από τους μηχανισμούς αυτούς το
παρελθόν σχηματοποιείται, εξορθολογίζεται γίνεται ένα στερεότυπο χάνει τις αμφίσημες
και χαοτικές διαστάσεις του και αποκτά ένα νόημα βολικό για τον φορέα που εκπέμπει το
μήνυμα.
m Η συλλογική μνήμη βασίζεται σε μια κοινότητα και τα σύμβολα της, στα υλικά, τις πρακτικές
και τους θεσμούς της κοινωνικής ζωής που λειτουργούν εντός της χωρίς όμως να απαιτεί τη
συμμετοχή μας. Η συλλογική μνήμη ξεκινά από την επικοινωνία που μοιραζόμαστε σχετικά
με το νόημα του παρελθόντος που εγγράφεται στις προσλαμβάνουσες των υποκειμένων.
m Ο τρόπος οργάνωσης της συλλογικής μνήμης αποκτά θεσμικές μορφές. Η αναφορά στους
θεσμούς δεν περιορίζεται στο κράτος αλλά μπορεί να έχει αναφορές σε κάθε κοινωνικό
θεσμό, πχ οικογένεια, τοπική κοινωνία, πολιτικό ή συνδικαλιστικό φορέα ακόμη και
ποδοσφαιρική η αθλητική ομάδα και τον χορευτικό ή επαγγελματικό σύλλογο.
m Η συλλογική μνήμη δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές
αλλαγές. Η μνήμη αυτή συχνά γίνεται αντικείμενο ανταγωνισμών, διότι δεν είναι απαραίτητο
ότι όλοι αποδέχονται το νόημα του παρελθόντος που προβάλλουν οι φορείς της συλλογικής
μνήμης. Η συλλογική μνήμη διχάζει και στην πράξη υπάρχουν διαφορετικές συλλογικές μνήμες
που εγγράφονται στους κοινωνικού και πολιτικούς ανταγωνισμούς κάθε εποχής. Καλύτερα
λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την συλλογική μνήμη με όρους πληθυντικότητας.
m Η έμφαση με την οποία πολλοί προσκολλώνται στην συλλογική μνήμη των ομάδων τους
δημιουργεί συχνά την αντίδραση ότι κάτι τέτοιο στο μέτρο που δεν αντιστοιχεί στα πορίσματα
της ιστορικής έρευνας αποτελεί ένδειξη ανορθολογισμού. Συχνά λοιπόν υπάρχει η αναφορά σε
κατασκευασμένες μνήμες που στην λογική αυτής της γλώσσας είναι μια άλλη λέξη για το
ψεύδος. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για αδυναμία κατανόησης μιας κατάστασης, της
συλλογικής μνήμης, που δεν μπορεί να κριθεί με τους όρους της ακαδημαϊκής ιστορίας καθώς
ανήκει στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας. Στη δημόσια ιστορία δεν αναζητούμε ακρίβεια καθώς
σε κάθε περίπτωση αυτό που ενδιαφέρει είναι το νόημα που δίνουν οι άνθρωποι στο παρελθόν
τους. Η συλλογική μνήμη όπως και η ατομική σήμερα αποτελεί ένα δικαίωμα στο οποίο όλοι
μπορούν να έχουν πρόσβαση έστω και αν η συλλογική μνήμη την οποία μπορεί να διεκδικεί μια
ομάδα μπορεί να κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από την επίσημη ιστορία.
m Η σχέση της συλλογικής μνήμης με το «πραγματικό» παρελθόν αποτελεί ένα εξαιρετικά
σύνθετο ερώτημα. Η συλλογική μνήμη έχει ηθική και κανονιστική βάση, όγι «κυριολεκτική».
Σημασία δεν έχει η αντιστοιχία της με «ό,τι πραγματικά συνέβη» αλλά με την αναγνώριση
μιας συγκεκριμένης εκδοχής για συμβάντα του παρελθόντος που μπορεί να
επιβεβαιώνονται αλλά μπορεί και όχι από την ακαδημαϊκή ιστορία. Επομένως η αξία της
συλλογικής μνήμης ως ιστορική μαρτυρία δεν είναι ισχυρή. Αλλά δεν είναι αυτό που
ενδιαφέρει.
m Αυτό που ενδιαφέρει είναι η διαπραγμάτευση μιας ταυτότητας μέσα από την επιλογή
συγκεκριμένων εκδοχών για συμβάντα του παρελθόντος. Δεν εξετάζουιιε τη συλλονική
μνήμη για να μάθουμε «τι ακριβώς συνέβη», αλλά πως μια συγκεκριμένη εκδογή για το
παρελθόν καλύπτει τις ανάγκες της συλλογικής ταυτότητας συγκεκριμένων ομάδων στο
παρόν. Αυτή είναι μια επισήμανση απαραίτητη προκειμένου να μην συγχέουμε τα
πράγματα, όπως συμβαίνει με πολλούς ιστορικούς που μένουν απλώς στο κατά πόσον τα
συμβάντα με τα οποία συνδέονται μορφές συλλογικής μνήμης αντιστοιχούν στα
πραγματικά η τα αλλοιώνουν.
·· Στο σημείο αυτό μπορούμε να υπογραμμίσουμε τη σχέση της δημόσιας ιστορίας ιιε τις
μορφές/ τρόπους αναπαράστασης του παρελθόντος. Αναφέρθηκα πριν σε τρόπους
αναπαράστασης του παρελθόντος για να δείξω το εύρος των αναπαραστατικών μέσων
που μπορούν να κινητοποιήσουν το ενδιαφέρον του κοινού για τη δημόσια ιστορία.
Επομένως το ενδιαφέρον προκύπτει μέσα από τα μέσα αυτά. Η δημόσια ιστορία
αναπτύσσεται μέσα από διαφορετικά μέσα και έτσι συνδέεται όχι μόνο με «συμβατικές»
μορφές ιστορικής αναπαράστασης πχτο έντυπο αλλά και μέσα από μουσειακές εκθέσεις,
διάφορα δρώμενα, το ιστορικό φιλμ και το ιστορικό μυθιστόρημα αλλά και περισσότερο
σύγχρονες τεχνολογικά μορφές όπως πχ οι ιστότοποι στο διαδίκτυο. Η χρήση αυτών των
μέσων καθιστά το κοινό ικανό να συμμετάσχει, να εμπλακεί με το παρελθόν όπως αυτό
αναπαρίσταται, να μιλήσει για αυτό και να το διαχειριστεί.. Αντίθετα η ακαδημαϊκή
ιστορία χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά το έντυπο ιιέσο νια ιστορικές
αναπαραστάσεις.
m Επομένως η δημόσια ιστορία αποτελεί μια μορφή επικοινωνίας και ταυτόχρονα
προϋποθέτει μέσα επικοινωνίας στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό. Ιδιαίτερη όμως
σημασία πρέπει να αποδώσουμε σήιιερα στην σγέση της δηιιόσιας ιστορίες ιιε τις νέες
τεγνολονίες.
m Η αναφορά στα μέσα αναπαράστασης δεν είναι τυχαία και έχει μεγάλη σημασία. Οι
περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η μορφή με την οποία επικοινωνούμε κάτι, μια
πληροφορία πχ, είναι ουδέτερη, δεν επιδρά στο περιεχόμενο του μηνύματος, δηλαδή στο
τι θέλουμε να πούμε. Αυτό όμως είναι λάθος. Τα μέσα αναπαράστασης επιδρούν στο τι
θέλουμε να πούμε και το μετασχηματίζουν. Όπως ακριβώς η γλώσσα που
χρησιμοποιούμε έχει κανόνες που επιβάλουν το πώς μπορούμε να πούμε κάτι, έτσι και τα
μέσα αυτά αποτελούν μορφές «γλώσσας» που επιδρά στο περιεχόμενο. Αυτό βέβαια έχει
και τους περιορισμούς του, που σημαίνει ότι η χρήση των μέσων αυτών επιτρέπει να
«ειπωθεί» κάτι αλλά όχι κάτι άλλο. Έτσι πχ ένα ντοκιμαντέρ έχει διαφορετικές
δυνατότητες αλλά και περιορισμούς στην αναπαράσταση του παρελθόντος σε σχέση με
ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
m Επιπλέον, και αυτό έχει μεγάλη σημασία, οι τρόποι ιστορικής αναπαράστασης είναι
πολιτισμικά και ιστορικά προσδιορισμένοι, που σημαίνει ότι το κοινό στο οποίο
απευθύνονται τους αναννωρίζει και έχει συνκεκριιιένες προσδοκίες από αυτούς.
·· Η δημόσια ιστορία λοιπόν αφορά σχέση με το «κοινό» και οργανώνεται στη βάση
αναπαρασταηκών μέσων. Αλλά χρειάζεται μια διευκρίνιση σχετικά με το κοινό. Το κοινό
δεν αποτελεί ma παθητική ιιάζα αλλά ma ενεονητική δύναιιπ. Οι «πληροφορίες» που
μεταφέρονται μέσα στη δημόσια ιστορία με τα μέσα αυτά προκαλούν αντιδράσεις και
δεν γίνονται απλώς δεκτές από το κοινό.
m Επιπλέον όταν αναφερόμαστε στο κοινό δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας μόνο
συλλογικότητες/ ομάδες, αλλά και άτομα. Η δημόσια ιστορία επιδρά τόσο στη
διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων, όσο και στην διαμόρφωση της υποκειμενικότητας.
Τα δύο αυτά επίπεδα συγκρότησης ταυτότητας είναι διαφορετικά αλλά και
επικαλυπτόμενα. Πρέπει να τα έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας και να διευκρινίζουμε
πάντα σε τι αναφερόμαστε.
m Το «κοινό» πάλι είναι ένας μάλλον γενικός όρος. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι το κοινό
αυτό υποδιαιρείται σε ομάδες με διαφορετικές επιδιώξεις. Η δημόσια ιστορία αποτελεί
ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να επιδιωχθεί συναίνεση αλλά πιο συχνά εκδηλώνεται
ένταση και αντανωνισιιός. Σο πεδίο αυτό η επίκληση του παρελθόντος συνιστά πάντα ένα
επιχείρημα νια επιδιώξεις στο παρόν. Η δημόσια ιστορία είναι κατεξοχήν παροντική
ιστορία ακόμη και όταν όσοι επικαλούνται το παρελθόν κάνουν ότι δεν το κατανοούν,
φωνάζοντας πχ για την παραποίηση της ιστορίας. Στο πεδίο αυτό εμπλέκονται τόσο
ισχυροί κρατικοί θεσμοί, με κέντρο το μουσείο [π.χ Μουσείο της Ακρόπολης] αλλά όχι
μόνο, μορφές ιδιωτικής πρωτοβουλίας- πχ από δωρεές σε μουσεία που κάνει μια
επιχείρηση μέχρι την τηλεοπτική ή την κινηματογραφική βιομηχανία, όσο και ομάδες που
αμφισβητούν μια κυρίαρχη ιστορική αφήγηση προασπίζοντας μια ταξική ή εθνοτική ή
έμφυλη ταυτότητα. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με την μία ή την άλλη ιστορική
αφήγηση αλλά σε κάθε περίπτωση θα βρισκόταν στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας.
m Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι ιστορικοί σε
σχέση με το βασικό μέρος του υλικού τους που είναι οι μαρτυρίες. Ο αναγνώστης
θέλουμε να κατανοήσει OTL τα ίχνη του παρελθόντος συνιστούν μάλλον ένα πρόβλημα
παρά κάτι το αυτονόητο που μεταφέρει ένα σαφές και διαφανές νόημα.
Η ιστορική έρευνα. Μεθοδολογικές και επιστημολογικές επισημάνσεις
»· Η ιστορία αντλεί ισχύ, αυθεντία στη βάση της σχέσης της με την αλήθεια. Θεωρητικά, η ιστορία
έρχεται να μας πει σε διάφορες παραλλαγές σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα και σε διάφορα πεδία τι
ακριβώς συνέβη στη βάση της συστηματικής εξέτασης/ έρευνας πρωτογενούς υλικού, της
διαφάνειας των ευρημάτων και της δυνατότητας ελέγχου των πορισμάτων. Αυτού του τύπου οι
πρακτικές έδιναν και δίνουν στους ιστορικούς το δικαίωμα να προβάλλουν ιιια αξίωση αλήθειας
την οποία βασίζουν στην βεβαιότητα ότι εκπροσωπούν την αντικειμενικότητα και την
αμεροληφία, επομένως η γνώμη τους δεν ήταν απλώς υποκειμενική.
m Αυτές οι βεβαιότητες υπήρξαν στη βάση της επιστημονικής ιστορίας από τη συγκρότησή της τον
19° αιώνα μέχρι την τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τις
αρχές του 80 μέχρι σήμερα πολλές από αυτές τις βεβαιότητες δεν ισχύουν πια. Η αυτονόητη
σχέση της ιστορίας με την αλήθεια και την αντικειμενικότητα έχει τρωθεί, πρώτα με την
διαπίστωση ότι η πραγματοποίηση της αντικειμενικότητας είναι αδύνατη καθώς δεν μπορεί να
εξαλειφθεί η υποκειμενικότητα του ιστορικού, και κατά δεύτερον με την συνειδητοποίηση ότι η
πραγμάτωση της απόλυτης αλήθειας είναι εξίσου αδύνατη αφού θα προϋπέθετε τέτοιες
δυνατότητες οπτικών γωνιών που «μόνο ο Θεός κατέχει». Επομένως η ιστορία δεν είναι σε
θέση να ανταποκριθεί σε απόλυτα κριτήρια αλήθειας.
m Αν όμως η ιστορία δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε απόλυτα κριτήρια αλήθειας και
αντικειμενικότητας αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παραμένει σήμερα όπως και στο παρελθόν μια
διανοητική πειθαρχία με βαρύτητα. Έχει δηλαδή τις δυνατότητες να προσφέρει ικανοποιητικές
εριιηνείες νια το παρελθόν ακόιιη και αν οι εριιηνείες αυτές είναι πάντα προσωρινές. Επομένως
όταν αναφερόμαστε στην ιστορική γνώση πρέπει να έχουμε υπόφη τον προσωρινό χαρακτήρα
της αλλά και να αναγνωρίσουμε γενικότερα ότι πάντα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε χωρίς
όμως υψηλό βαθμό βεβαιότητας.
m Αυτή την δυνατότητα προσφέρει στους ιστορικούς η συστηματική έρευνα για πληροφορίες ή
άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να φωτίσουν πλευρές του παρελθόντος. Η έρευνα αποτελεί
όγι ιιόνο προϋπόθεση αλλά και εντελώς κρίσιιιο πεδίο στη δουλειά του ιστορικού και είναι αυτή
που επιτρέπει στην ιστορικό να ζητήσει την ειιπιστοσύνη του κοινού, εξειδικευυένου ή όχι.
Το υλικό του ιστορικού-μαρτυρίες
Η ιστορική έρευνα
m Πράγματι, η πλαστογραφία εγγράφων ήταν στο παρελθόν ιδιαίτερα διαδεδομένη για διάφορους λόγους
[π.χ διαθήκες]
m Αλλά και οι πολιτικές χρήσεις της πλαστογραφίας ήσαν γνωστές όπως πχ η «δωρεά του Μεγάλου
Κωνσταντίνου» (4ος αι μ.Χ) σύμφωνα με την οποία ο αυτοκράτορας «χάρισε» τη μισή του αυτοκρατορία
στην δυτική Εκκλησία ως ένδειξη της μεγάλης του χαράς για την προσχώρησή του στο Χριστιανισμό και ως
εκδήλωση ευγνωμοσύνης για τη θεραπεία του από μόλυνση χολέρας που είχε πάθει. Η "Δωρεά" δίνει στην
Εκκλησία της Ρώμης διαρκή πνευματική εξουσία πάνω σ' όλες τις εκκλησίες της γης και προσωρινή εξουσία
πάνω στην πόλη της Ρώμης, σ' ολόκληρη την Ιταλία και σ' όλον το δυτικό κόσμο. Το έγγραφο της "Δωρεάς",
που αποτελείται από τρεις χιλιάδες λέξεις έγινε γνωστό τον 9° αιώνα και ήταν ισχυρό όπλο στα χέρια του
Πάπα. Πολύ αργότερα μια φιλολογική εξέταση από τον Lorenzo Valla που συνέκρινε τους τύπους που
χρησιμοποιούσε το κείμενο της δωρεάς ανέδειξε την πλαστότητά του καθώς οι γλωσσικοί τύποι δεν ήταν
διαθέσιμοι τη περίοδο κατά την οποία υποτίθεται ότι συντάχθηκε η δωρεά.
m Φυσικά υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα και για πολύ μεταγενέστερα κείμενα όπως τα περίφημα
«ημερολόγια του Χίτλερ» που προσφέρθηκαν προς πώληση 1 εκ στερλινών στην εφημερίδα The Times και
για τα οποία ο μεν διάσημος τότε ιστορικός Hough Trevor Roper δέχθηκε την αυθεντικότητά τους όμως η
χημική ανάλυση της μελάνης με την οποία γράφτηκαν τα ημερολόγια απέδειξε ότι αυτή δεν ήταν
διαθέσιμη στη διάρκεια του ΒΠΠ. Φυσικά το κύρος του Trevor Roper τρώθηκε σημαντικά.
• Βέβαια σήμερα δεν θα έπρεπε να δίνει κανείς υπερβολική σημασία στην καχυποψία
απέναντι στην πλαστότητα των εγγράφων. Τα πλαστά έγγραφα δεν έγιναν για να
παραπλανήσουν τους ιστορικούς αλλά παρά ταύτα θέτουν το ερώτημα τι μπορούμε να
εμπιστευόμαστε. Όμως η συντριπτική πλειοψηφία των εγγράφων που βρίσκουμε είναι
γνήσια και αλλοίμονο αν δεν ήταν.
• Επιπλέον η πλαστότητα ενός εγγράφου, στο μέτρο που διακριβώνεται, θέτει ζητήματα
σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στην παραγωγή πλαστού εγγράφου, επομένως δεν
είναι άχρηστη.
m Από την άλλη η γνησιότητα ενός εγγράφου δεν ισοδυναμεί με αξιοπιστία διότι δεν
χρειάζεται να παίρνουμε τοις μετρητοίς μια πληροφορία που προέρχεται από αυθεντικό
έγγραφο. Αυτό πιθανότατα να ακούγεται παράδοξο αλλά δεν είναι διότι ο ιστορικός δεν
είναι συλλέκτης πληροφοριών, τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό, αλλά πρωτίστως
ενδιαφέρεται να ερμηνεύσει το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό αναζητά πολύ περισσότερο
σύνθετα πράγματα που συχνά τον οδηγούν στο να σκεφθεί ξανά πάνω σε ό,τι συχνά
θεωρούσε δεδομένο, όπως η φύση των πηγών.
m Η εξακρίβωση των πηγών επομένως απασχολεί τους ιστορικούς, αλλά νομίζω ότι το βασικότερο ζήτημα
είναι το τι ακριβώς θεωρείται πηγή.
m Το τι αναγνωρίζεται ως πηγή και ως μαρτυρία διαφοροποιείται στον χρόνο με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται
το είδος των μαρτυριών που θεωρούνται αξιόπιστες. Μιλώντας σχηματικά περάσαμε από την αξιοπιστία της
[προφορικής] μαρτυρίας των αυτοπτών ή αυτήκοων μαρτύρων που με βάση την μνήμη τους και την
ανομολόγητη προσδοκία υστεροφημίας, έγγραφαν για συμβάντα στα οποία είχαν συμμετάσχει, στην
αξιοπιστία του [αναλλοίωτου] εγγράφου προκειμένου να αναζητηθεί ένα είδος μαρτυρίας που θα παρέχει
εχέγγυα αξιοπιστίας. Η προσωπική μαρτυρία θα αποκατασταθεί στην ιστορική έρευνα στις τελευταίες
δεκαετίες του 20ου αιώνα με την συγκρότηση της προφορικής ιστορίας. Έτσι η έννοια της μαρτυρίας
αναγνωρίζεται πλέον ότι χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα.
m Φυσικά οι μετατοπίσεις που παρατηρούνται σχετικά με την αξιολόγηση και την χρήση μαρτυριών είναι και
συνάρτηση των αντίστοιχων μετατοπίσεων των ερωτημάτων και των αντικειμένων της ιστορικής έρευνας.
Όπως είπαμε ό ιστορικός αναζητά πηγές με βάση τα ερωτήματα που θέτει και του ιστορικού χρόνου που
ερευνά. Το έντονο ενδιαφέρον για την σύγχρονη κοινωνική και εργατική ιστορία για παράδειγμα επανέφερε
το ενδιαφέρον στις προφορικές μαρτυρίες και την αξιοποίησή τους.
• Η στάση του ιστορικού απέναντι στη μαρτυρία πρέπει να ξεκινά από την αμφιβολία ακόμη και γνωρίζει ότι
οι πηγές που εξετάζει είναι γνήσιες.
m Ένα βασικό ζήτημα είναι ότι οι πηγές δεν μιλούν από μόνες τους ούτε μας αποκαλύπτουν το παρελθόν αν
απλώς μπουν σε μια χρονολογική σειρά. Μια τέτοια επιστημολογικού τύπου διαπίστωση έχει τόσο
θεωρητικές όσο και πρακτικές διαστάσεις. Οι περισσότεροι ιστορικοί συνήθως αρνούνται να υπεισέλθουν
σε επιστημολογικού τύπου συζητήσεις αν και πάνω στην έρευνά τους συχνά αναγνωρίζουν την αξία της
παραπάνω διαπίστωσης.
m Το πρόβλημα με τις πηγές είναι ότι δεν αποτελούν μόνο άθροισμα πληροφοριών αλλά και ένα νλωσσικό
ανηιαείο: αυτό που εκπροσωπούν δεν είναι το ίδιο το συμβάν αλλά ένα γλωσσικό σημείο. Δηλαδή τα
συμβάντα για τα οποία διαβάζουμε σε ένα τεκμήριο είναι πάντα διαμεσολαβημένα από την γλώσσα που
τα περιγράφει.
m Αυτό μπορεί να συζητηθεί σε σχέση με την γλώσσα ως αυτοαναφορικό σύστημα σημείων, που όμως δεν
θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του συγκεκριμένου μαθήματος. Θα μπορούσε όμως να επισημανθεί κάτι που
είναι πολύ χρήσιμο στην ιστορική έρευνα, ότι δηλαδή οι πληροφορίες που αναφέρονται στις πηγές είναι
ήδη μέρος μιας αφήγησης σε σχέση με την οποία αποκτούν νόημα.
m Επιπλέον οι πληροφορίες αυτές ανάγονται σε ευρύτερες πολιτισυικές αναφορές που είναι πάντα ιστορικές
[νοοτροπίες, γενικές ιδέες, πρακτικές, κ.λ.π] και τις οποίες ο ιστορικός οφείλει να γνωρίζει.
Ποιος μιλά;
m Ένα κρίσιμο ζήτημα στην διερεύνηση του υλικού του ιστορικού αφορά την φωνή της μαρτυρίας.
Φυσικά συνήθως δεν υπάρχει αμφιβολία για το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την μαρτυρία.
Συνήθως, λέμε, γιατί υπάρχουν και μαρτυρίες που είναι ανώνυμες χωρίς να υπάρχουν στοιχεία
ταύτισης του προσώπου που παράγει το τεκμήριο με συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο.
m Ωστόσο η γνώση αυτή δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Δεν είναι η ανωνυμία από μόνη της ισχυρό εμπόδιο, τουλάχιστον για μια μεγάλη κατηγορία
πηγών. Επιπλέον, πρέπει να έχουμε υπόφη την επικοινωνιακή διάσταση της [κάθε] μαρτυρίας. Η
φωνή της μαρτυρίας έχει σχέση με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται καθώς προσαρμόζεται
σε αυτό. Το γεγονός λοιπόν ότι ο μάρτυράς [αυτόπτης μάρτυρας, διπλωματικός υπάλληλος,
έμπορος, δημοσιογράφος, πολιτικός ή οτιδήποτε] γνωρίζει σε ποιόν απευθύνεται, μετατοπίζει
όχι μόνο το ύφος αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας. Από την άποψη αυτή η σχέση της
μαρτυρίας με το ακροατήριό της μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι το πληροφοριακό περιεχόμενό
της μπορεί να επηρεάζεται αναλόγως.
Οι διαφορετικές μαρτυρίες
m Συχνά για το ίδιο συμβάν υπάρχουν διαφορετικές μαρτυρίες. Η διαφορά έγκειται στο
διαφορετικό νόημα με το οποίο επενδύει η κάθε μαρτυρία το συμβάν που
περιγράφει. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα σε σχέση με το ποια μαρτυρία να
επιλέξουμε καθώς το ίδιο το συμβάν στο οποίο αναφέρονται δεν μας είναι άμεσα
διαθέσιμο. Ανάλογα με την κλίμακα του συμβάντος συχνά μπορούμε να
διευκρινίσουμε «το τι συνέβη» με κάποια βεβαιότητα [πχ πότε γεννήθηκε κάποιος,
πότε έγινε μια μάχη ή μια συνθήκη]. Ωστόσο το πρόβλημα είναι πολύ περισσότερο
σύνθετο όταν αναγνωρίσουμε ότι η μαρτυρία καί OL πληροφορίες της μας
μεταφέρονται ήδη αφηγηματοποιημένες , επομένως οι πληροφορίες/συμβάν έχουν
ήδη τεθεί μέσα σε ένα αφηγηματικό σχήμα που ερμηνεύει, ακόμη και στη
χαμηλότερη δυνατή κλίμακα. Η μαρτυρία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως
ουδέτερη αλλά ως ερμηνεία μέσα στην οποία οι πληροφορίες επενδύονται με
νόημα. Από την άποψη αυτή το συμβάν μετασγη ματίζεται μέσα από την ερμηνεία
υε τρόπο που πεοινοαφόιιενο σε άλλη εοιιηνεία ιιεταβάλλεται, το νόπιια του
υετατοπίζεται έστω και ελαφρά.