Professional Documents
Culture Documents
Βιοχημεία Γεώργιος Καρίκας ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ
Βιοχημεία Γεώργιος Καρίκας ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ
Βιοχημεία (Θ)
Γεώργιος Καρίκας
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, PhD Manchester University,
Καθηγητής Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας, Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων
Ενότητα 1: Εισαγωγή
Βιοεπιστήμες 1/4
• Οι Βιοεπιστήμες ομοιάζουν με το αντικείμενο τους:
Εξελίσσονται.
• Οι διαχωριστικές γραμμές, που αποξένωναν για αιώνες τους
κλάδους των φυσικών και βιολογικών επιστημών, έχουν
σχεδόν καταργηθεί. Η επιδίωξη όμως παραμένει η ίδια και
δεν είναι άλλη από την ορθολογική κατανόηση των
βιολογικών συστημάτων και τη σχέση τους με το περιβάλλον.
• Η βασανιστική και μακρά πορεία της επιστημονικής έρευνας
αιώνων, επιβεβαίωσε, ότι η γέννηση και συσσώρευση νέων
πληροφοριών αυξάνεται, στην εποχή που ζούμε, με ρυθμό
εκθετικό.
Βιοεπιστήμες 2/4
• Σε όλη αυτή τη επίπονη διαδικασία συνέβαλαν καθοριστικά η
αλματώδης ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, αλλά και της
πληροφορικής. Με τις εφαρμογές της νανοτεχνολογίας,
μοριακά αυτόματα συστήματα θα «εισέρχονται» στη
κυκλοφορία του αίματος να αναγνωρίζουν και να
καταστρέφουν στη συνέχεια καρκινικά κύτταρα. Από την
άλλη, η πλήρης διαλεύκανση των πολυμορφισμών των
ενζύμων και του DNA, θα οδηγήσει σε ορατό χρονικό ορίζοντα
στην ουσιαστική εξατομίκευση των φαρμακευτικών δόσεων,
με συνέπεια τη μείωση των παρενεργειών.
2
Βιοεπιστήμες 3/4
• Με την εκπληκτική ανάπτυξη της Μοριακής Βιολογίας, οι
εφαρμογές των αρχών της κλωνοποίησης, με την ελεγχόμενη
ανάπτυξη ιστών ή οργάνων από βλαστοκύτταρα, θα λύσουν
πολύ σύντομα, το ιδιαίτερα οξυμένο στις μέρες μας
πρόβλημα της εξεύρεσης συμβατών μοσχευμάτων.
Βιοεπιστήμες 4/4
• Είναι βέβαιο, ότι ανάλογες συγκλονιστικές ανακαλύψεις, που
βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη αλλά και αναθεώρηση, θα
συμβάλλουν, αν χρησιμοποιηθούν επωφελώς, στην έγκαιρη
διάγνωση και θεραπευτική επίλυση ανίατων ή θανατηφόρων
νόσων, στο άμεσο μέλλον.
4
Περιεχόμενα μαθήματος
Η διάταξη της ύλης περιλαμβάνει τις παρακάτω θεματικές ενότητες:
• Στατική Βιοχημεία, που εκτός μιας εισαγωγής με θεμελιώδεις
γνώσεις και ορισμούς από τη βασική χημεία και βιολογία, εστιάζει
στη βιοχημεία του ύδατος και του χημικού υποστρώματος της ζωής
(αμινοξέα, πρωτεΐνες, σάκχαρα, λιπίδια, βιταμίνες, ορμόνες), με
όρους κλασικής χημείας
• Δυναμική Βιοχημεία, που αναδεικνύει πολύ συνοπτικά, τις βασικές
μεταβολικές πορείες και το ρόλο του χημικού υποστρώματος στις
λειτουργίες του οργανισμού, με όρους κλινικής χημείας.
• Πρακτική Βιοχημεία, που περιλαμβάνει, εργαστηριακές μεθόδους,
υπολογιστικές ασκήσεις, περιγραφή σύγχρονων τεχνικών
ενόργανης ανάλυσης και πρωτόκολλα εργαστηριακών ασκήσεων.
6
Θεμελιώδεις έννοιες και ορισμοί 2/7
• Με βάση τον παραπάνω ορισμό η Βιοχημεία περιλαμβάνει
σημαντικά κεφάλαια της γενικής και οργανικής χημείας της
κυτταρικής-μοριακής βιολογίας και γενετικής. Έτσι η γνώση τους
είναι απαραίτητη για μια σειρά βιοεπιστημών όπως:
o Τη Φυσιολογία, που μελετά τις λειτουργίες του οργανισμού και
ουσιαστικά συμπίπτει με το αντικείμενο της Βιοχημείας.
o Τη Ανοσολογία, που χρησιμοποιεί πληθώρα βιοχημικών
τεχνικών και αντιστρόφως.
o Τη Φαρμακολογία-Φαρμακευτική, που στηρίζονται
καθοριστικά στο γνωστικό οπλοστάσιο της Βιοχημείας, αφού η
δράση και ο μεταβολισμός των φαρμάκων εκδηλώνονται μέσω
ενζυμικών αντιδράσεων.
8
Θεμελιώδεις έννοιες και ορισμοί 4/7
10
Θεμελιώδεις έννοιες και ορισμοί 6/7
• Από τα 100 και πλέον χημικά στοιχεία της φύσης, μόνο 6 παίρνουν
μέρος στη σύνθεση των ενώσεων της βιο-ύλης. Ο τεράστιος αριθμός
των ενώσεων αυτών, είναι απλά το αποτέλεσμα των άπειρων
συνδυασμών και μετατροπών μόλις 20 αμινοξέων, 5 νουκλεοτιδίων,
2 σακχάρων, ανοργάνων ιόντων και νερού.
• Οι ενώσεις αυτές-βιομόρια μπορούν να διακριθούν σε 4 κατηγορίες.
o Πρωτεΐνες- Ένζυμα (ενώσεις C, Ο, Η, Ν, S, Ρ)
o Πολυσακχαρίτες (C, Ο, Η και μερικοί Ν, S, Ρ)
o Νουκλεϊνικά οξέα (απαραίτητα από C, Ο, Ν, Η, Ρ)
o Λιπίδια (απαραίτητα από C, Ο, Η, και μερικά Ν, S, Ρ)
Οι κατηγορίες α, β, και γ χαρακτηρίζονται και ως βιο-πολυμερή, λόγω
συμπύκνωσης επαναλαμβανόμενων δομικών μονάδων. 11
13
Θερμοδυναμικά δεδομένα-Κινητική
βιοχημικών αντιδράσεων 2/4
• Η ζώσα, όπως και η νεκρή φύση, υπακούουν στους νόμους της
θερμοδυναμικής. Η θερμοδυναμική μελετά τις μεταβολές, ή
τις μετατροπές της ενέργειας, από μια μορφή σε μια άλλη. Στη
Βιοχημεία, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η μελέτη των
ενεργειακών μεταβολών, που λαμβάνουν χώρα στις χημικές
αντιδράσεις του οργανισμού μας. Τα ανωτέρω συνοψίζουν οι
παρακάτω νόμοι.
1ος νόμος: Το ολικό ποσό Ε δεν μεταβάλλεται, απλώς αλλάζει
μορφή. Ενέργεια δεν δημιουργείται από το μηδέν.
14
Θερμοδυναμικά δεδομένα-Κινητική
βιοχημικών αντιδράσεων 3/4
2ος νόμος: Δεν γίνεται μετατροπή μιας μορφής ενέργειας σε μια
άλλη, χωρίς απώλεια. Οι αυθόρμητες αντιδράσεις, από μια
περισσότερο οργανωμένη δομή, προχωρούν προς μια απλούστερη
και σταθερότερη (αύξηση ενέργειας).
Ε + pm = Κ
Θερμοδυναμικά δεδομένα-Κινητική
βιοχημικών αντιδράσεων 4/4
• Μάζα δεν υπάρχει χωρίς ενέργεια και αντίστροφα.
• Διάφορες μορφές μάζας είναι οι χημικές ενώσεις.
• Διάφορες μορφές ενέργειας είναι η μηχανική, η ηλεκτρική,
κλπ.
Συνήθως: Δm = 0 και ΔΕ = 0
Όταν έχουμε μεταβολές της Ε, τότε μιλάμε για φαινόμενα, που
διακρίνονται σε:
1. Αυθόρμητα (δίνουν Ε).
2. Παίρνουν Ε από το περιβάλλον.
3. Τα ευρισκόμενα σε ισορροπία (όση Ε δίνουν – τόση δέχονται).
16
Εντροπία (S) 1/2
• Υπάρχουν διαβαθμίσεις οργάνωσης - τάξης ή αταξίας, που
μπορούν να μετρηθούν σε μονάδες ενέργειας. Η ενέργεια,
που έχει μια μάζα σε κατάσταση αταξίας (σε ορισμένη
απόλυτη θερμοκρασία Τ), ισούται με TS
𝑇𝑆
• Το S, καλείται Εντροπία και ισούται με: 𝑆 =
𝑇
ΔΕ = Ε2 – Ε1 < 0
18
Ενθαλπία (H) – Ελεύθερη Ενέργεια (ΔG) 1/9
• Επειδή η TS δεν μετατρέπεται σε άλλη μορφή ενέργειας,
τότε η διαφορά Ε-TS = Α = Μέγιστο έργο, παριστά τις
μορφές ενέργειας, που μπορούν να μετατραπούν σε άλλες
μορφές ενέργειας.
• Στις περιπτώσεις χημικών μεταβολών, όπου επιτελούνται
κάτω από σταθερή θερμοκρασία και πίεση (όπως στον
οργανισμό μας), η Ε συμβολίζεται με Η (ενθαλπία ή θερμικό
περιεχόμενο), οπότε η διαφορά: Η-TS = ελεύθερη ενέργεια
= G.
19
20
Ενθαλπία (H) – Ελεύθερη Ενέργεια (ΔG) 3/9
Συμπεράσματα:
• Οι αντιδράσεις που έχουν αρνητικό ΔΗ εξώθερμες.
• Οι αντιδράσεις που έχουν αρνητικό ΔG εξεργονικές
(αυθόρμητη).
• Οι αντιδράσεις με θετικό ΔΗ ενδόθερμες.
• Οι αντιδράσεις με θετικό ΔG ενδεργονικές.
21
22
Ενθαλπία (H) – Ελεύθερη Ενέργεια (ΔG) 5/9
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ζώσας ύλης από θερμοδυναμική
άποψη είναι:
1. Κατάσταση μη ισορροπίας ΔG < 0 (ΔG = 0 = θάνατος).
2. Μικρή τιμή Εντροπίας (S) - Τάξη (οργάνωση).
3. Προσαρμογή (Η προσαρμογή επιτυγχάνεται με τη ρύθμιση
της ταχύτητας των βιολογικών αντιδράσεων).
23
24
Ενθαλπία (H) – Ελεύθερη Ενέργεια (ΔG) 7/9
• Η αντίδραση με υ1, είναι πρώτης τάξης (ανάλυση συγκέντρωσης
μιας ένωσης) .
• Η αντίδραση με υ2, είναι δεύτερης τάξης (ανάλυση
συγκεντρώσεων 2 ενώσεων).
• Μηδενικής τάξης είναι η αντίδραση, που η ταχύτητά της δεν
εξαρτάται από τη συγκέντρωση του αντιδρώντος και η ταχύτητα
είναι σταθερή.
25
c
𝐾1 𝑡
• Ο Υπολογισμός της 𝑃 = 𝐶0 1 − 10− 23
ταχύτητας μιας αντίδρασης
γίνεται με τη βοήθεια
εκθετικής συνάρτησης: 𝐾1 𝑡
𝐶 = 𝐶0 ∙ 10− 23
28
Ενέργεια ενεργοποίησης ΔG#
Καταλύτες (ένζυμα) 2/4
• Το φράγμα αυτό της ενέργειας, που πρέπει να προσλάβουν τα
αντιδρώντα την ονομάζουμε, ενέργεια ενεργοποίησης (ΔG#).
• Από τη στιγμή, που τα αντιδρώντα προσλάβουν και
ξεπεράσουν το φράγμα ενέργειας, η αντίδραση γίνεται
ακαριαία. Η σχέση, που συνδέει την Κ με τη ΔG#, δίδεται ως
εξής:
𝚫𝐆#
𝚱= 𝛔𝛕𝛂𝛉.∙ 𝟏𝟎−𝟐𝟑𝑹𝑻
29
30
Ενέργεια ενεργοποίησης ΔG#
Καταλύτες (ένζυμα) 4/4
• Έτσι οι βιολογικοί καταλύτες, που είναι και τα ένζυμα,
μειώνοντας το φράγμα ενέργειας των αντιδράσεων,
προσφέρουν έναν ειδικό μηχανισμό αντίδρασης, μετά από
προσωρινή σύνδεση με το υπόστρωμα, που απαιτεί
χαμηλότερη ενέργεια ενεργοποίησης.
32
Προκαρυωτικά – Ευκαρυωτικά κύτταρα 2/2
• Οι κυριότερες διαφορές μεταξύ των ευκαρυωτικών και
προκαρυωτικών είναι ότι τα ευκαρυωτικά κύτταρα διαθέτουν
πυρήνα και άλλα οργανίδια, που περικλείονται από μεμβράνες αφ'
ενός, αφ' ετέρου έχουν μεγαλύτερη εξειδίκευση και
πολυπλοκότητα δομών και λειτουργιών, σε αντίθεση με τους
προκαρυωτικούς οργανισμούς.
• Μόνο στον άνθρωπο, απαντούν 200 τουλάχιστον διαφορετικά
κύτταρα.
Προκαρυωτικό κύτταρο
34
Ευκαρυωτικό κύτταρο
1. Πυρηνίσκος
2. Πυρήνας
3. Ριβόσωμα
4. Κυστίδιον
5. Αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο
6. Συσκευή Golgi
7. Κυτταρικός σκελετός
8. Λείο ενδοπλασματικό δίκτυο
9. Μιτοχόνδριον
10.Κενοτόπιον “Biological cell”, από MesserWoland , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
11.Κυτταρόπλασμα
12.Λυόσωμα
13.Κεντριόλιο
35
36
Οργανίδια κυττάρου – Βιοχημικοί δείκτες
2/2
37
Πυρήνας 1/2
• Περιέχει σχεδόν το σύνολο του
DNA. Ο σπουδαιότερος τόπος
για εναποθήκευση,
αναδιπλασιασμό και έκφραση
των γενετικών πληροφοριών.
Εδώ, δεν γίνεται σύνθεση
πρωτεϊνών. Οι πυρηνικές
πρωτεΐνες (ιστόνες κ.ά.)
μεταφέρονται από το
κυτταρόπλασμα, με τις οποίες “Blausen 0212 CellNucleus”, από BruceBlaus ,
το DNA μετασχηματίζεται σε διαθέσιμο με άδεια CC BY 3.0
χρωματίνη.
38
Πυρήνας 2/2
Μιτοχόνδριο 1/3
• Στο μιτοχόνδριο γίνονται οι ακόλουθες διεργασίες:
o Μετατροπή του πυροσταφυλικού σε ακετυλο-CoA.
o Ο κύκλος του κιτρικού οξέος.
o Αναπνευστική αλυσίδα, ρόλος NAD – σύνθεση ΑΤΡ
(οξειδωτική φωσφορυλίωση).
o β-οξείδωση.
o Μερικώς, ο κύκλος της ουρίας.
41
Μιτοχόνδριο 3/3
42
Υπεροξεισώματα
• Απαντούν σε όλα τα ζωϊκά και φυτικά κύτταρα. Τα ηπατικά
κύτταρα περιέχουν περίπου 400.
• Τα οργανίδια αυτά περιέχουν οξειδωτικά ένζυμα και
παράγουν ως οξειδωτικό παραπροϊόν υπεροξείδιο του
υδρογόνου (Η2Ο2), ενώ άλλα το καταστρέφουν (καταλάση).
• Το Η2Ο2 είναι δηλητηριώδες, αφού συμβάλλει στο
σχηματισμό ριζών, που μπορούν να προσβάλουν τις
πρωτεΐνες, τα λιπίδια και τα νουκλεϊνικά οξέα.
43
44
Συσκευή Golgi
45
Λυσοσώματα
48
Κυτταροπλασματική μεμβράνη 2/6
50
Κυτταροπλασματική μεμβράνη 4/6
• Οι λειτουργίες των μεμβρανών σχετίζονται με:
1. Οριοθέτηση και μόνωση των κυττάρων-οργανιδίων.
2. Ελεγχόμενη μεταφορά ουσιών (ομοιόσταση).
3. Παραλαβή εξωτερικών μηνυμάτων.
4. Ενζυμική κατάλυση.
5. Σύζευξη και αλληλεπίδραση με εξωτερικές ουσίες και
κύτταρα για το σχηματισμό ιστών.
6. Αγκυροβόληση του κυτταροσκελετού.
51
52
Κυτταροπλασματική μεμβράνη 6/6
• Συμπερασματικά οι μεταβολικές διεργασίες που επιτελούνται
στο κυττόπλασμα (το σύνολο του κυττάρου εκτός πυρήνα-
μιτοχονδρίων) είναι συνοπτικά οι παρακάτω:
53
Γενικά 2/4
• Η πολικότητα και η δυνατότητα του ύδατος να συγκροτεί δεσμούς
υδρογόνου, επιτρέπουν στο μόριό του να αλληλεπιδρά με άλλα
μόρια. Είναι ένας αποτελεσματικός διαλύτης για πολικά μόρια διότι
αποδυναμώνει τις ηλεκτροστατικές δυνάμεις και τους δεσμούς
υδρογόνου, με το να συναγωνίζεται τις θέσεις της μεταξύ τους
έλξης.
2
Γενικά 3/4
• Στα βιολογικά συστήματα, είναι η ένωση, που συνήθως δέχεται
πρωτόνια. Η ενυδατωμένη τριυδρική μορφή του (Η9Ο4+), το ιόν
υδρωνίου και το υδροξύλιο συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση
της δομής των πρωτεϊνών, των νουκλεϊνικών οξέων, της κυτταρικής
μεμβράνης και των οργανιδίων του κυττάρου.
• Η μεγάλη συγκέντρωσή του (55.6 Μ) στα βιολογικά συστήματα,
επηρεάζει την κατεύθυνση πολλών αντιδράσεων.
Γενικά 4/4
• Η διηλεκτρική σταθερά D του ύδατος εμφανίζει τη
μεγαλύτερη τιμή της (80). Έτσι ευρισκόμενη στο
παρονομαστή της σχέσης Coulomb (17), εξασθενεί σημαντικά
τους ιοντικούς δεσμούς ενός ηλεκτρολύτη π.χ. NaCl στο νερό.
𝒒𝟏 ∙ 𝒒 𝟐
𝑭= 𝟐
𝒓 ∙𝑫
o q1, q2 = ιοντικά φορτία,
o r = απόσταση μεταξύ των φορτίων,
o D= διηλεκτρική σταθερά
4
Δεσμός υδρογόνου 1/2
• Η εξέχουσα θέση του ύδατος ως διαλύτη οφείλεται στη μεγάλη του
πολικότητα (σχηματισμός ηλεκτροστατικών δεσμών με ιοντικές
ομάδες). Τούτο ερμηνεύεται από τη τάση του οξυγόνου να αποσπά
ηλεκτρόνια από τα υδρογόνα, με συνέπεια την ηλεκτροθετική τους
φόρτιση. Έτσι ο συνδυασμός -Ο-Η σχηματίζει ένα ηλεκτρικό δίπολο
-Οδ- -Ηδ+, όπου το Ο έλκει, χωρίς όμως να αποσπά, τα ηλεκτρόνια
του υδρογόνου. Οι ηλεκτροστατικές αυτές δυνάμεις, που είναι
ασθενέστερες του ιοντικού δεσμού, συνιστούν τον δεσμό
υδρογόνου, που είναι ιδιαίτερης βιολογικής αξίας.
8
Άλλες σημαντικές ιδιότητες του ύδατος 2/3
Τα υδρογόνα αφήνουν το ηλεκτρόνιο τους στη τροχιά του οξυγόνου,
ενώ την ίδια στιγμή το παίρνουν πίσω, σύμφωνα με την αντίδραση.
Η2Ο + Η2Ο H3O+ + OH-
Η συγκέντρωση του καθαρού νερού στους 25°C, με πυκνότητα
0.997g/ml είναι:
1mol / 18g · 997g / L = 55.4M
Η συγκέντρωση των Η3O+, ΟΗ-, στην ίδια θερμοκρασία είναι 0.1 μΜ ή
10-7.
Όταν η ανωτέρω αντίδραση βρίσκεται σε ισορροπία (και σταθ.
θερμοκρ.), τότε οι συγκεντρώσεις δεν μεταβάλλονται, έτσι και ο λόγος
Κισορ της παραμένει σταθερός.
𝚮𝟑 𝚶+ ∙ 𝚶𝚮 − 𝟏𝟎−𝟕 ∙ 𝟏𝟎−𝟕
𝚱𝛊𝛔𝛐𝛒 = =
𝚮𝟐 𝚶 𝟐 𝟓𝟓, 𝟒 𝟐
9
11
12
Υπενθύμιση βασικών εννοιών 3/3
Αν λογαριθμίσουμε τη προηγούμενη σχέση:
𝑯𝑨
−𝐥𝐨𝐠 𝚮+ = − 𝐥𝐨𝐠 𝐊𝒂+ − 𝐥𝐨𝐠 −
𝑨
Αλλά
𝑨 𝑩
−𝒍𝒐𝒈 = − 𝐥𝐨𝐠
𝑩 𝑨
τότε
𝑨−
𝒑𝑯 = 𝒑𝑲𝒂 + 𝐥𝐨𝐠 Εξίσωση Henderson-Hasselbach (ΗΗ)
𝑯𝑨
14
Πρακτικές εφαρμογές της εξίσωσης ΗΗ 2/2
• Ένα χαμηλό pΗ, αναστέλλει τον ιονισμό ενός ασθενούς οξέος. Τούτο,
διευκολύνει παραπέρα την απορρόφηση του, διαμέσου της
κυτταρικής μεμβράνης.
• Ένα χαμηλό pΗ, προωθεί τον ιονισμό μιας ασθενούς βάσης.
Αναστέλλει έτσι την απορρόφηση της, διαμέσου της κυτταρικής
μεμβράνης.
o Όταν pΗ < pKa, κυριαρχούν οι πρωτονιωμένες μορφές ΗΑ, ΒΗ+
o Όταν pΗ = pKa, τότε ΗΑ = Α- και ΒΗ+ = Β
o Όταν pΗ > pKa, κυριαρχούν οι μη πρωτονιωμένες μορφές Α- και Β.
Συμπερασματικά: Η pKa αποτελεί ένα μέτρο της ισχύος της
αλληλεπίδρασης μιας χημικής ένωσης με ένα Η+.
15
• Ένα οξύ, όπως το Η3ΡΟ4, που μπορεί να δώσει περισσότερα από ένα
ιονιζόμενα Η, ονομάζεται πολυσθενές οξύ. Αντίστοιχα ονομάζονται
και οι πολυσθενείς βάσεις. Έτσι, όταν ογκομετρούμε H3PΟ4 με
ισχυρή βάση, για κάθε mole Η3PO4, θα χρειαστούμε 3 mole NaOH,
για την πλήρη εξουδετέρωσή του.
17
18
Ρυθμιστικά διαλύματα 4/5
Τα κύρια συστήματα ρυθμιστικών διαλυμάτων του οργανισμού, που
συμβάλλουν στη λεγόμενη οξεοβασική ισορροπία είναι.
1. Σύστημα πρωτεϊνών (αλβουμίνη, σφαιρίνες).
2. Σύστημα αιμοσφαιρίνης.
3. Σύστημα διττανθρακικών.
Το σπουδαιότερο μικρομοριακό ρυθμιστικό σύστημα του αίματος,
συνίσταται από CO2, H2O και με τιμή pKα = 6.3.
−
• Άλλο ρυθμιστικό του αίματος είναι το 𝐻2 𝑃𝑂 4
𝐻𝑃𝑂4 με pKα = 7.2.
• Το σπουδαιότερο ρυθμιστικό των ούρων, αποτελείται από
𝑁𝐻 + 4
𝑁𝐻3 .
19
“Davenport Fig 12”, από Spra , διαθέσιμο με άδεια GNU Free Documentation 21
License
22
Οξέωση – Αλκάλωση 3/3
• Αναπνευστικές ανωμαλίες που έχουν ως αποτέλεσμα
διαταραχή της μερικής πίεσης του διοξειδίου του άνθρακα,
ΡCO2 , αντανακλούν αύξηση, ή μείωση του κυψελιδικού
αερισμού. Η πτώση του pH, που αντιστοιχεί σε αύξηση της
μερικής πίεσης του διοξειδίου του άνθρακα ΡCO2 , καλείται
αναπνευστική οξέωση ενώ η αύξηση του pH οφειλόμενη σε
αυξημένο κυψελιδικό αερισμό που μειώνει τη μερική πίεση
του διοξειδίου του άνθρακα, ΡCO2, καλείται αναπνευστική
αλκάλωση.
23
24
Ενδεικτικές διαταραχές ηλεκτρολυτών 2/4
• Κάλιο: Αυξημένα ποσά του, μπορούν να προκαλέσουν
προβλήματα στη μυϊκή ερεθιστικότητα. Αυξημένες
συγκεντρώσεις του ανευρίσκονται σε καταστάσεις shock,
κυκλοφορικής ανεπάρκειας και στη μεταβολική όσο και
νεφρική σωληνώδη οξέωση. Μειωμένα επίπεδα μπορούν να
προκύψουν μετά από εμετό, διάρροια, διουρητικά φάρμακα
και από κάποια καρκινώματα. Δείγματα ασθενών
αιμολυμένα, δίνουν εσφαλμένα αποτελέσματα καλίου.
25
26
Ενδεικτικές διαταραχές ηλεκτρολυτών 4/4
• Ασβέστιο: Με τις συγκεντρώσεις του φωσφόρου υπάρχει
αμοιβαία σχέση. Υψηλά επίπεδά του εμφανίζονται σε
υπερπαραθυρεοειδισμό, κάποιες κακοήθειες, πολλαπλό
μυέλωμα και νόσο του Paget. Χαμηλά επίπεδα σε ψευδο- και
υποπαραθυρεοειδισμό, ανεπάρκεια βιταμίνης D, χρόνια
νεφροπάθεια και οξεία παγκρεατίτιδα.
• Μαγνήσιο: Μαζί με το νάτριο, κάλιο και ασβέστιο ρυθμίζει τη
νευρομυική ερεθιστικότητα. Αυξημένες τιμές του σε χρόνια
νεφροπάθεια, οξεία αφυδάτωση και ανεπάρκεια
επινεφριδίων. Μειωμένες σε κακή απορρόφηση, επίμονη
διάρροια, οξεία παγκρεατίτιδα, οξύ αλκοολισμό, διουρητικά.
27
28
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 2/22
• Στο πλάσμα ο σίδηρος φέρεται στην τρανσφερρίνη ενωμένος με
την πρωτεΐνη σιδηροφυλλίνη, ενώ στα κύτταρα και ιδιαίτερα σε
αυτά του μυελού των οστών, του ήπατος και του σπλήνα,
απαντάται αποθηκευμένος ως φερριτίνη και ως αιμοσιδερίνη.
Στον ανθρώπινο οργανισμό, λόγω έλλειψης μηχανισμού αποβολής
του σιδήρου με τα ούρα, οι σχετικές απώλειες γίνονται μόνο από
τον εντερικό σωλήνα και το δέρμα και για τούτο οι ανάγκες
αντικατάστασης του αποβαλλόμενου σιδήρου είναι πολύ
περιορισμένες.
“Mitochondrial Ferritin”,
διαθέσιμο με άδεια CC
από Havinm38 ,
από-SA 3.0
29
Μιτοχονδριακή φερριτίνη
30
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 4/22
• Η έλλειψη του σιδήρου προκαλεί υπόχρωμη αναιμία και
μειωμένη παραγωγή των λοιπών ενώσεων, στη σύνθεση των
οποίων μετέχει. Αντίθετα, η μακροχρόνια υπερφόρτιση του
οργανισμού με σίδηρο οδηγεί σε αύξηση των αποθεμάτων
του στα κύτταρα, μια παθολογική κατάσταση η οποία
χαρακτηρίζεται από την παρουσία κόκκων υδροξειδίου του
σιδήρου ενωμένων με την πρωτεΐνη αιμοσιδερίνη, που είναι
ορατοί με το μικροσκόπιο (αιμοχρωμάτωση).
31
32
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 6/22
• Το μαγγάνιο αποτελεί συστατικό διαφόρων ενζύμων όπως
είναι η καρβοξυλάση του πυροσταφυλικού, που μετέχουν στο
μεταβολισμό των υδατανθράκων, ενεργοποιεί , διάφορα
άλλα ένζυμα όπως την αργινάση στο ήπαρ και την ΑΤΡάση
στους μύες, ενώ είναι σημαντικός παράγων για την ανάπτυξη
των οστών και τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού
συστήματος.
33
34
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 8/22
• Ο χαλκός δρα ως ενεργοποιητής
πολλών μεταλλοενζύμων όπως
είναι οι κυττοχρωμικές οξειδάσες, η
β-υδροξυλάση, η τυροσινάση, η
οξειδάση του ουρικού οξέος, η
κυττοπλασματική υπεροξειδική
δισμουτάση στην οποία μετέχει και
ο ψευδάργυρος. Η περίσσεια του
χαλκού (80-95%) φέρεται στο
πλάσμα ενωμένη με τη σφαιρίνη
σερουλοπλασμίνη και το υπόλοιπο
είναι ενωμένο χαλαρά με
αλβουμίνη, ενώ στα Μόριο σερουλοπλασμίνης
ερυθροκύτταρα είναι ενωμένος με “Protein CP PDB 1kcw”, από PDBbot ,
διαθέσιμο με άδεια CC από-SA 3.0
την πρωτεΐνη ερυθροκουπρεΐνη.
35
36
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 10/22
• Άλλη ασθένεια η οποία σχετίζεται με ανώμαλο μεταβολισμό
του χαλκού είναι η νόσος του Wilson στην οποία παρατηρεί-
ται μειωμένη παραγωγή σερουλοπλασμίνης και αυξημένη
απόθεση χαλκού στον εγκέφαλο και το ήπαρ. Τροφές
πλούσιες σε χαλκό είναι το κρέας, το συκώτι, τα νεφρά, οι
σταφίδες, τα καρύδια, τα όστρακα, τα λαχανικά και τα
δημητριακά ολικής άλεσης. Οι ημερήσιες ανάγκες του
οργανισμού των ενηλίκων ανέρχονται σε 2.5mg περίπου, ενώ
η συνολική σωματική ποσότητα του χαλκού είναι 100-150mg.
37
38
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 12/22
• Επιπλέον, είναι ρυθμιστής της έκλυσης της ινσουλίνης με την
οποία σχηματίζει σύμπλοκη ένωση όπως και ρυθμιστής των
επιπέδων της βιταμίνης Α στο αίμα, έχοντας έμμεσο αλλά
σημαντικό ρόλο στη φυσιολογία της όρασης. Μία ακόμη
δράση του ψευδαργύρου είναι η συμβολή του στην
επούλωση τραυμάτων. Αποτελεί συστατικό της γουστίνης,
ενός πολυπεπτιδίου που παράγεται στους σιελογόνους
αδένες και δρα στη λειτουργία των γευστικών θηλών.
39
41
42
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 16/22
• To μολυβδαίνιο αποτελεί συστατικό του ενζύμου ξανθίνη
οξειδάση μαζί με το σίδηρο, διαφόρων άλλων ενζύμων καθώς
και των συνθέτων μολυβδαινοφλαβοπρωτεϊνών. Η ποσότητα
του στον οργανισμό είναι σε ίχνη και για το λόγο αυτόν οι
ανάγκες σε μολυβδαίνιο καλύπτονται από μία ισορροπημένη δί-
αιτα. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση του παρατηρείται στο ήπαρ
και τους νεφρούς.
• Η έλλειψη του μολυβδαινίου προκαλεί καθυστέρηση στην
ανάπτυξη του οργανισμού, ενώ η αυξημένη πρόσληψη του
προκαλεί μεταξύ άλλων αναιμία, λύσεις του δέρματος και
ελάττωση των επιπέδων του χαλκού στο πλάσμα.
43
44
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 18/22
• Το χρώμιο είναι απαραίτητο για το μεταβολισμό των
υδατανθράκων και ιδιαίτερα για τη σύνδεση της ινσουλίνης
στους κατάλληλους υποδοχείς των κυτταρικών μεμβρανών.
Ως εκ τούτου, η έλλειψη του επηρεάζει την ανάπτυξη του
οργανισμού.
45
46
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 20/22
• Το σελήνιο χρησιμοποιείται κυρίως από το ένζυμο
γλουταθειόνη υπεροξειδάση η οποία καταστρέφει τα
υπεροξείδια στο κυττόπλασμα, επίσης μετέχει και στον
ανοσοποιητικό μηχανισμό του οργανισμού. Σε μεγάλες δόσεις
δρα τοξικά επειδή αντικαθιστά το θείο στα αμινοξέα κυστίνη
και μεθειονίνη. Η ευεργετική για τον οργανισμό δράση του,
επιτελείται με συγκεντρώσεις μικρότερες από 3 ppm.
47
48
Απαραίτητα ιχνοστοιχεία 22/22
• Το νικέλιο μετέχει στη δομή των μεμβρανών των κυττάρων
και των κυτταρικών οργανιδίων.
• Το πυρίτιο αποτελεί συστατικό των βλεννοπολυσακχαριτών
και συμβάλλει στη δόμηση του συνδετικού ιστού, του
δέρματος και των οστών, ενώ ο κασσίτερος και το βαννάδιο
δρουν ως ενεργοποιητές οξειδοαναγωγικών ενζύμων που
μετέχουν στο μεταβολισμό των λιπιδίων.
49
50
Τοξικά ιχνοστοιχεία – ισότοπα 2/2
• Στις τελευταίες δεκαετίες του πρoηγούμενου αιώνα ο αέρας,
το έδαφος και το νερό μολύνθηκαν σε πολλές περιοχές της
Γης από μακρόβια ραδιενεργά ισότοπα προερχόμενα από
πυρηνικές δοκιμές και από βλάβες πυρηνικών αντιδραστή-
ρων.
• Τα ραδιενεργά ισότοπα με την εισαγωγή τους στον
οργανισμό, έστω και σε ίχνη, είναι ιδιαίτερα καταστροφικά
για τα κύτταρα λόγω σχηματισμού ελεύθερων ριζών.
51
Γενικά 2/6
• Σε φυσιολογικό pH, όλα τα ΑΟ έχουν θετικό και αρνητικό
φορτίο (πλησίον του 7).
• Όλα τα ΑΟ, που συνθέτουν τις πρωτεΐνες είναι α-αμινοξέα
(δηλαδή έχουν μια NΗ2 στο α-άτομο C). Με το α-άτομο C
συνδέεται το υπόλειμμα, η ρίζα R, που προσδίδει την
«προσωπικότητα» σε κάθε ΑΟ.
2
“AminoAcidball”, από YassineMrabet , διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Γενικά 3/6
• Η σημαντικότερη ιδιότητά τους είναι ότι σχηματίζουν το
λεγόμενο πεπτιδικό δεσμό, που οδηγεί στο σχηματισμό
πεπτιδίων-πρωτεϊνών.
• Ο πεπτιδικός δεσμός
δημιουργείται μεταξύ δύο
αμινοξέων με συμπύκνωση
των αμινοξέων και απόσπαση
ενός μορίου νερού που
προέρχεται από το υδροξύλιο
της καρβοξυλομάδας του ενός
αμινοξέος και το ένα
υδρογόνο της αμινομάδας “PEPTIDE-BOND-FIGURE”, από Protein Chemist ,
ενός άλλου αμινοξέος. διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
Γενικά 4/6
• Όπως όλοι οι αμιδικοί δεσμοί, έτσι και ο πεπτιδικός,
σταθεροποιείται, λόγω μεσομέρειας και είναι ως εκ τούτου
επίπεδος. Έχει επίσης χαρακτήρα διπλού δεσμού και είναι
άκαμπτος. Μια περιστροφή γύρω από τον C-N είναι δυνατή
μόνο με προσφορά ενέργειας. Η ημιακαμψία του πεπτιδικού
δεσμού επηρεάζει σημαντικά το τρόπο αναδίπλωσης των
πεπτιδίων και πρωτεϊνών, που προκύπτουν.
4
Γενικά 5/6
• Ο πεπτιδικός δεσμός λύεται κάτω από κατάλληλες συνθήκες,
οπότε με την προσθήκη ενός μορίου νερού το υδροξύλιο και
το υδρογόνο επανέρχονται αντίστοιχα στο καρβοξύλιο και
στην αμινομάδα από όπου και αποσπάστηκαν. Η λύση αυτή
του πεπτιδικού δεσμού, η υδρόλυση, γίνεται στον βιολογικό
κόσμο με τη δράση κυρίως ενζύμων και γενικά με την
επίδραση αραιών διαλυμάτων οξέων ή βάσεων.
Γενικά 6/6
• Η ονοματολογία των πεπτιδίων προέρχεται από τα ονόματα
των αμινοξέων που τα αποτελούν και από τη σειρά με την
οποία είναι αυτά συνδεμένα στο μόριο του πεπτιδίου.
Στη ρίζα του ονόματος του αμινοξέος μπαίνει η κατάληξη -υλ
εκτός από το όνομα του τελευταίου αμινοξέος που παραμένει
αυτούσιο π.χ. στο τετραπεπτίδιο αλανυλ-γλυκυλ-τυροσυλ-
βαλίνη.
6
Είδη αμινοξέων 1/7
Τα ΑΟ ταξινομούνται ανάλογα με την πολικότητα του
υπολείμματος (ρίζα R), στις εξής κατηγορίες (σε παρένθεση η
κύρια βιολογική τους δράση):
I. ΑΟ με άπολες R -(CH2)v -CH3
1. Αλανίνη (υπόστρωμα της αμινοτρανφεράσης, ALT),
2. Βαλίνη, (απαραίτητο =Α)
3. Λευκίνη, (Α)
4. Ισολευκίνη, (Α)
5. Προλίνη (συστατικό κολλαγόνου, ελαστίνης)
8
Είδη αμινοξέων 3/7
II. ΑΟ με πολικές R (μη ιονισμένες)
(Δημιουργούν δεσμούς Η)
1. Γλυκίνη: (Η –) (στη βιοσύνθεση πουρινών, πορφυρινών και
ως ρυθμιστικό διάλυμα in vitro).
10
Είδη αμινοξέων 5/7
III. ΑΟ με πολικές αρνητικά φορτισμένες R
1. Ασπαρτικό:
(υπόστρωμα με γλυκόζη για ασπαρτική
τρανσαμινάση, AST).
2. Γλουταμικό:
(υπόστρωμα με αλανίνη για ALT).
11
12
Είδη αμινοξέων 7/7
• Τα 10 απαραίτητα (θεμελιώδη) ΑΟ δεν μπορεί να τα συνθέσει
ο οργανισμός.
Μνημονικός κανόνας απαραίτητων ΑΟ: Private Tim Hall (PVT
TIM HALL)
o Phelylalanine, Valine, Tryptophan.
o Threonine, Isoleucine, Methionine.
o Histidine, Arginine, Leucine, Lycine.
o Τα Ιστιδίνη - Αργινίνη, θεωρούνται σχετικώς απαραίτητα.
13
14
Στερεοχημεία αμινοξέων-Ισομέρεια 2/2
Οι συνέπειες ενός τέτοιου μορίου είναι ότι:
1. Στρέφουν το επίπεδο του πολωμένου φωτός.
2. Ύπαρξη οπτικής ισομέρειας (εναντιομερείς μορφές).
3. Δυνατότητα, ή όχι αντίδρασης μεταξύ εναντιομερών (οπτικοί
αντίποδες).
Ρακεμικό μίγμα: (δεν στρέφει το φως). Είναι το ισομοριακό
μίγμα 2 οπτικών αντίποδων.
15
16
Zwitterion-Alanine
Κανόνες για τον καθορισμό της
D και L μορφής 1/2
• Για τον καθορισμό της D-glyceraldehyde L-glyceraldehyde
(R)-glyceraldehyde (S)-glyceraldehyde
σχετικής θέσης των (+)-glyceraldehyde (−)-glyceraldehyde
υποκατάστατων ενός
ασύμμετρου ατόμου C,
χρησιμοποιούμε ως πρότυπο
μόριο τη γλυκεραλδεΰδη.
17
Glyceraldehyde
18
Όξινες και βασικές ιδιότητες των αμινοξέων
(αμφολύτες) 1/4
• Η καρβοξυλομάδα είναι δότης πρωτονίων και η αμινομάδα
είναι δέκτης πρωτονίων, δηλαδή η καρβοξυλομάδα
συμπεριφέρεται ως οξύ και η αμινομάδα ως βάση.
Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για το διαχωρισμό και
την πιστοποίηση των αμινοξέων.
R-CΟΟΗ → R-COO- + H+
R-ΝΗ2 + Η+ → R-ΝΗ3+
19
20
Όξινες και βασικές ιδιότητες των αμινοξέων
(αμφολύτες) 3/4
• Η σύγχρονη αυτή ύπαρξη όξινων και βασικών ομάδων που
ιοντίζονται εύκολα, δίνει την ιδιότητα του αμφολύτου στα
αμινοξέα, δηλαδή συμπεριφέρονται και ως οξέα και ως βάσεις
στα διαλύματα τους.
Στην περίπτωση όπου και οι δύο ομάδες είναι φορτισμένες,
στο μόριο ενός αμινοξέος όπου η R δεν είναι πολική, τότε το
μόριο έχει συνολικό φορτίο μηδέν και συνιστά ένα δίπολο.
Αυτό συμβαίνει όταν το pΗ του διαλύματος έχει τέτοια τιμή
που να επιτρέπει τον ίδιο εξιοντισμό των όξινων και των
βασικών ομάδων του αμινοξέος.
21
Μορφές Zwitterion
• Η ίδια μορφή απαντά και σε υδατικό διάλυμα. Αν η ομάδα R
είναι και αυτή ιονιζόμενη, συμβάλλει στο συνολικό φορτίο
του ΑΟ. 22
Ισοηλεκτρικό σημείο (pI) 1/3
• Είναι το pΗ στο οποίο το ΑΟ συμπεριφέρεται ως δίπολο ιόν,
δεν μετακινείται δηλαδή ούτε προς το θετικό, ούτε προς το
αρνητικό ηλεκτρόδιο. Στη περίπτωση αυτή, η μορφή
Zwitterion απαντά σχεδόν εξ ολοκλήρου με ελάχιστες, αλλά
ακριβώς ίσες ποσότητες των μορφών ΙΙ και ΙΙΙ (Σχήμα).
(ΙΙ) (ΙΙΙ)
23
𝑝𝐾𝑎′1 + 𝑝𝐾𝑎′2
𝑝𝑙 =
2
Όπου:
pK΄α1 = α-καρβοξυλικής
pK΄α2 = α-αμινομάδας
Στο pI: PH = pK
𝟐. 𝟎𝟗 + 𝟑. 𝟖𝟔
𝒑𝑰 = 𝒑𝑰 = 𝟐. 𝟗𝟕
𝟐
25
26
Φυσικές ιδιότητες αμινοξέων 2/2
• Οι φορτισμένες λειτουργικές ομάδες των αμινοξέων
διευκολύνουν τη διάλυσή τους σε πολικούς διαλύτες (ύδωρ,
αιθανόλη), αλλά όχι σε μη πολικούς διαλύτες (αιθέρα,
χλωροφόρμιο, εξάνιο, βενζόλιο κ.α). Τα αμινοξέα δεν
απορροφούν το ορατό φως, είναι δηλαδή άχρωμα. Παρ όλα
αυτά η τρυπτοφάνη αλλά και η τυροσίνη και φαινυλαλανίνη
απορροφούν στο υπεριώδες (250-290nm). Το γεγονός αυτό
επιτρέπει την ανίχνευση των περισσοτέρων πρωτεϊνών στο UV
στη περιοχή των 280nm.
27
28
Βιολογική σημασία των αμινοξέων 1/2
29
30
Παραδείγματα παραγώγων αμινοξέων 2/5
τυροσίνη ντοπαμίνη
Νορ-επινεφρίνη επινεφρίνη
31
τρυπτοφάνη σεροτονίνη
32
Παραδείγματα παραγώγων αμινοξέων 4/5
• Πολυαμίνες (πουτρεσκίνη, σπερμιδίνη, σπερμίνη):
Σχηματίζονται από ορνιθίνη και συμμετέχουν στον καθορισμό
της δομής του DNA.
• Κρεατίνη (από αργινίνη – γλυκίνη και μεθειονίνη). Σε
περιπτώσεις μυϊκής ηρεμίας, η κρεατίνη μετατρέπεται σε
φωσφοκρεατίνες, η οποία σε περιπτώσεις ανάγκης
φωσφορυλιώνει το ADP.
𝜿𝝆𝜺𝜶𝝉𝜾𝝂𝜼
𝝋𝝎𝝈𝝋𝝄𝜿𝜾𝝂𝜶𝝈𝜼
𝚽𝛚𝛔𝛗𝛐𝛋𝛒𝛆𝛂𝛕𝛊𝛎𝛈 + 𝐀𝐃𝐏 𝚱𝛒𝛆𝛂𝛕𝛊𝛎𝛈 + 𝐀𝐓𝐏
33
34
Βιολογική σημασία των αμινοξέων 2/2
• Οι ανεπάρκειες των αμινοξέων, ενώ είναι σχετικά σπάνιες στο
Δυτικό κόσμο, είναι ενδημικές σε περιοχές της Δ. Αφρικής,
λόγω της διατροφής κυρίως σιτηρών, είναι φτωχή σε
τρυπτοφάνη-λυσίνη (σύνδρομο Kwashlorkor), που οδηγεί σε
μαρασμό.
• Επειδή μόνο τα L-αμινοξέα είναι βιολογικώς ενεργά, για το
σχηματισμό ζωικών πρωτεϊνών, η συνθετική παρασκευή τους
με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στην Ιατρική ως παρεντερική
διατροφή σε ασθενείς, πραγματοποιείται με βιοτεχνολογικές
μεθόδους, με τη χρήση μεταλλαγμένων μικροοργανισμών.
35
36
Κληρονομικές νόσοι του μεταβολισμού των
αμινοξέων 2/4
2. Αλφισμός. Η υδροξυλάση της τυροσίνης, επειδή εμπλέκεται
στη βιοσύνθεση των κατεχολαμινών (βλ. Κατ.), που οδηγεί σε
μειωμένη παραγωγή μελανίνης της χρωστικής του δέρματος,
με αποτέλεσμα τα άτομα που πάσχουν από αλφισμό (albino),
είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα από το ηλιακό φως.
37
38
Κληρονομικές νόσοι του μεταβολισμού των
αμινοξέων 4/4
Αλκαπτονουρία (συνέχεια)
Νόσος ούρων με οσμή σφενδάμου. Οφείλεται σε διαταραχή του
μεταβολισμού λευκίνης ισολευκίνης, βαλίνης, σε συχνότητα
1/300000 γεννήσεις, που οδηγεί σε συσσώρευση των αντίστοιχων
κετοξέων στο αίμα. Χωρίς άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση
(δίαιτα, χορήγηση πυροφωσφορικής θειαμίνης), μπορεί να
οδηγήσει σε φυσική και διανοητική καθυστέρηση του νεογέννητου
και σε διακριτή οσμή σιροπίου σφενδάμου στα ούρα.
39
Γενικά 2/10
• Οι πρωτεΐνες είναι μία μεγάλη τάξη βιομορίων, μεγάλου εύρους
μοριακών βαρών (Μ.Β).
Στον πίνακα φαίνονται τα Μ.Β. και του αριθμού των πεπτιδικών
αλυσίδων, μιας σειράς πρωτεϊνικών μορίων.
Πρωτεΐνη MB # πεπτιδικών
αλυσίδων
Ινσουλίνη (βόειος) 5.700 2
Μυοσφαιρίνη (καρδιά αλόγου) 16.900 1
Αιμοσφαιρίνη (ανθρώπου) 64.500 4
Σύμπλεγμα πυροσταφυλικής δεϋδρογενάσης 7.000.000 160
Ιός μωσαϊκής καπνού 40.000.000 2.130
2
Γενικά 3/10
• Οι πρωτεΐνες όπως και τα αμινοξέα, είναι αμφολύτες και έχουν
καθορισμένα ισοηλεκτρικά σημεία (pI). Όταν στα διαλύματα των
πρωτεϊνών με pΗ διαφορετικό από το pI εφαρμοστεί διαφορά
δυναμικού, τα φορτισμένα σωματίδια οδεύουν προς τον πόλο που
είναι αντιθέτου ηλεκτρικού φορτίου. Στην αρχή αυτή στηρίζεται η
μέθοδος της ηλεκτροφόρησης των πρωτεϊνών η οποία αποτελεί
μία από τις κύριες μεθόδους διαχωρισμού των.
3
“Monoclonal gammopathy Multiple Myeloma”, από Stevenfruitsmaak , διαθέσιμο με άδεια CC BY-
SA 3.0
Γενικά 4/10
• Η γνώση του ισοηλεκτρικού σημείου κατευθύνει το
κλινικοβιοχημικό εργαστήριο στην επιλογή των απαραίτητων
συνθηκών για τον ηλεκτροφορητικό διαχωρισμό των
πρωτεϊνών, π.χ η ηλεκτροφόρηση σε pH 7.0 θα διαχωρίσει 2
μόρια με τιμές ισοηλεκτρικού σημείου (pl) 6.0 και 8.0, αφού
στη συγκεκριμένη τιμή pH, το μόριο με pl 6.0 φέρει θετικό
καθαρό φορτίο και το μόριο με pl 8.0 φέρει αρνητικό καθαρό
αρνητικό φορτίο.
4
Γενικά 5/10
Γενικά 6/10
• Η διαλυτότητα των πρωτεϊνών εξαρτάται από το είδος της
πρωτεΐνης, το διαλυτικό μέσο, την περιεκτικότητα του σε
άλατα και το pΗ του. Στο ισοηλεκτρικό σημείο της πρωτεΐνης,
η διαλυτότητα της είναι η ελάχιστη και αρχίζει να αυξάνεται
όσο απομακρύνεται από αυτό η οξύτητα ή η αλκαλικότητα του
διαλύματος. Η διαλυτότητα επηρεάζεται από την παρουσία
ουδετέρων αλάτων και με τη χρήση αλάτων όπως το θειικό
νάτριο ή το θειικό αμμώνιο, οι πρωτεΐνες μπορούν να
καταβυθιστούν από το διάλυμα. Η τεχνική αυτή λέγεται
εξαλάτωση των πρωτεϊνών και βοηθά στο διαχωρισμό τους.
6
Γενικά 7/10
• Οι πρωτεΐνες σε όξινο περιβάλλον συμπεριφέρονται ως
κατιόντα, έτσι μπορούν να σχηματίσουν άλατα. Π.χ. με
τριχλωροξικό οξύ (χρησιμοποιείται για τη καταβύθιση
πρωτεϊνών σε βιολογικά υγρά). Στο ανιόν του τριχλωροξικού
οξέος ( CCl3COO–) η πρωτεΐνη ως θετικά φορτισμένη
σχηματίζει το αντίστοιχο άλας (pealing).
Γενικά 8/10
• Επειδή το μέγεθος των πρωτεϊνικών μορίων είναι μεγάλο, η
διέλευσή τους δεν είναι ελεύθερη μέσα από ημιπερατές μεμβράνες,
όπως είναι σχεδόν το σύνολο των βιολογικών μεμβρανών που
επιτρέπουν την ελεύθερη διέλευση μικρών μορίων όπως είναι το
νερό, τα ιόντα και μερικές άλλες ενώσεις. Όταν ένα πρωτεϊνικό
διάλυμα διαχωρίζεται από καθαρό νερό με μία τέτοια μεμβράνη,
επειδή η συγκέντρωση του νερού είναι διαφορετική στις δυο
πλευρές της μεμβράνης, τα μόρια του νερού θα κινηθούν προς την
κατεύθυνση εξίσωσης των συγκεντρώσεων του. Η τάση που πρέπει
να εφαρμοστεί στο διάλυμα ώστε να σταματήσει αυτή η
μετακίνηση, είναι η ωσμωτική πίεση.
8
Γενικά 9/10
• Η ωσμωτική πίεση ενός διαλύματος είναι συνάρτηση του
αριθμού των σωματιδίων που υπάρχουν μέσα σε αυτό και η
μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης που προκαλείται από
ορισμένη ποσότητα διαλυμένης ουσίας μπορεί να οδηγήσει
στον προσδιορισμό του μοριακού βάρους της ουσίας. Τα δια-
λύματα που διαχωρίζονται από μία ημιπερατή μεμβράνη και
έχουν την ίδια ωσμωτική πίεση σε κάθε πλευρά της
μεμβράνης ονομάζονται ισοτονικά διαλύματα.
Γενικά 10/10
• Ο πεπτιδικός δεσμός σχηματίζεται, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων,
μεταξύ της καρβοξυλομάδας ενός ΑΟ και της αμινομάδας ενός
άλλου. Η αλληλουχία των ΑΟ είναι γενετικά καθορισμένη.
• Άλλοι δεσμοί – δυνάμεις, που σταθεροποιούν την πρωτεϊνική δομή
είναι:
1. Δεσμός Υδρογόνου
2. Ιοντικές δυνάμεις
3. Δυνάμεις Van der Waals
o Ελκτικές (δυνάμεις London)
o Απωστικές
4. Υδρόφοβες αλληλεπιδράσεις
5. Ηλεκτροστατική άπωση.
10
Πρωτεϊνικές δομές 1/3
• Επειδή στη Φύση η δομή έπεται της λειτουργίας, ένα νέο
πολυπεπτίδιο, που συντίθεται για να μεταμορφωθεί
(ωρίμανση) σε μια βιολογικά λειτουργική πρωτεΐνη (οστά,
τένοντες, οδόντες), πρέπει να αναδιπλώνεται σε μια
τρισδιάστατη διαμόρφωση. Εκτός αυτής της ωρίμανσης,
κάποιες μεταφραστικές τροποποιήσεις, μπορούν να
προσθέσουν νέες χημικές ομάδες ή αφαίρεση πεπτιδικών
τμημάτων.
11
13
“Protein structure”, από Holger87 , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
15
Δευτεροταγής δομή
(α-έλικα, β-δομή) 1/3
• Οι αλυσίδες των πρωτεϊνών (στο Η2Ο, δηλαδή
στον οργανισμό) μετά από μελέτες “Alpha helix”, από İnfoCan , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
Δευτεροταγής δομή
(α-έλικα, β-δομή) 3/3
18
Τριτοταγής δομή 1/3
• Χαρακτηρίζεται από αναδίπλωση ολόκληρης της πεπτιδικής
αλυσίδας στο χώρο και είναι γενετικά προκαθορισμένη.
Σήμερα, είναι γνωστή η στερεοδιαμόρφωση εκατοντάδων
πρωτεϊνών. Στη διάταξη αυτή συμβάλλουν διθειογέφυρες (S-
S), η σουλφυδρυλομάδα –SH της κυστεΐνης, δεσμοί Η και
ετεροπολικοί δεσμοί.
19
22
Τεταρτοταγής δομή 2/3
• Οι ιδιαιτερότητες που απαντούν στη τεταρτοταγή δομή είναι:
o Οι υπομονάδες δεν συνδέονται συνήθως με ομοιοπολικούς
δεσμούς, αλλά με ασθενείς δεσμούς (υδρόφοβες ή
ηλεκτροστατικές).
o Η βιολογική σημασία της πρωτεΐνης εξαρτάται από την
κατάλληλη σύνδεση, χωροδιάταξη αλλά και την παρουσία
όλων των υπομονάδων, που την αποτελούν.
• Σε αυτή τη δομή οφείλονται ο αλλοστερισμός και η ύπαρξη
ισοενζύμων.
23
24
Πεμπτοταγής δομή
• Μίγματα πρωτεϊνικών μορίων (ενζύμων) άλλων σε τριτοταγή
και άλλων σε τεταρτοταγή δομή, που έχουν διαφορετική
ενζυμική δράση το καθένα, είναι δυνατόν να σχηματίσουν
σύμπλεγμα, που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο, με
ελεγχόμενο ρυθμό. Π.χ. πολυενζυμικά συστήματα για τη
κατάλυση διαδοχικών υποστρωμάτων.
• Η σύνδεση των μορίων στο σύμπλεγμα γίνεται με ασθενείς
δεσμούς, όπως στη τεταρτοταγή δομή.
• Συνιστά σημαντικό συντελεστή της κανονικής πορείας του
μεταβολισμού.
25
26
Διαταραχές πρωτεϊνικών δομών 2/6
27
28
Διαταραχές πρωτεϊνικών δομών 4/6
• Συχνά η αντικατάσταση ενός μόνο Α.Ο. σε ορισμένες θέσεις
μιας πεπτιδικής αλυσίδας, μπορεί να προκαλέσει γενικότερες
δομικές μεταβολές π.χ. Στη δρεπανοκυτταρική αναιμία
(συχνά θανατηφόρος νόσος στους ομοζυγώτες) στη θέση-6
της β-αλυσίδας της αιμοσφαιρίνης αντί γλουταμικού, έχει την
υδρόφοβο βαλίνη. Αυτή η αλλαγή προκαλεί ελάττωση της
διαλυτότητας, με τάση για κρυστάλλωση, μέσα στο ερυθρό
αιμοσφαίριο και συνεπώς την καταστροφή του.
29
30
Διαταραχές πρωτεϊνικών δομών 6/6
• Νόσος Creutzfeldt-Jacob (πολύμορφη εγκεφαλοπάθεια των
βοοειδών, νόσος τρελών αγελάδων). Ως αιτία της
νευροεκφυλιστικής αυτής νόσου αναγνωρίσθηκε πρόσφατα
μια ομάδα πρωτεϊνών με την ονομασία πριόνια. Σε ένα
ποσοστό των φορέων διαπιστώθηκαν μεταλλάξεις σε γονίδια
περιοχών του εγκεφάλου πολλών σπονδυλωτών (ποντικού,
ανθρώπου), που σχετίζονται με τον σχηματισμό αυτών των
πρωτεϊνών.
31
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Δομική)
32
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Χημική) 1/5
1. Απλές πρωτεΐνες
i. Ινώδεις ή σκληροπρωτεΐνες (κερατίνες, κολλαγόνα,
ελαστίνη).
ii. Σφαιρικές (αλβουμίνες, σφαιρίνες, ιστόνες, πρωταμίνες
κ.α.).
33
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Χημική) 2/5
2. Συνδεδεμένες πρωτεΐνες
i. Νουκλεοπρωτεΐνες ( με RNA και DNA, απαντούν στους ιούς
και τα χρωμοσώματα)
ii. Λιποπρωτεΐνες (με λιπίδια, φορέας των λιπιδίων στο αίμα) .
iii. Βλεννοπρωτεΐνες (με υδατάνθρακες, γ-σφαιρίνη,
πρωτοταγών ομάδων αίματος, χοριακή γοναδοτροπίνη,
ωχρινοτρόπος-θυρεοειδότροπος ορμόνη, πεψίνη κ.α.).
iv. Φωσφοροπρωτεΐνες (με φωσφορικές ομάδες, καζεΐνη) .
34
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Χημική) 3/5
v. Φλαβοπρωτεΐνες (φλαβινο-αδενινονουκλεοτίδια) .
vi. Μεταλλοπρωτεΐνες (χημικές ενώσεις*, παραπρωτεΐνη,
καρβονική ανυδράση, μεταλλοθειονίνη).
Για να σχηματιστεί μια χημική ένωση με ένα πεπτίδιο, πρέπει το
μέταλλο να «χάσει» ένα μεγάλο τμήμα από την ενυδάτωση του. Η
ενυδάτωση είναι μεγαλύτερη στα μικρότερα ιόντα, που έχουν στο
περιβάλλον τους τουλάχιστον 6 μόρια Η2Ο π.χ. Na+(16) Κ+(10).
vii. Αιμοπρωτεΐνες (με Fe, αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη,
κυτόχρωμα C, καταλάση, φεριτίνη κ.α.).
35
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Χημική) 4/5
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Λειτουργική) 1/3
38
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Λειτουργική) 2/3
39
Κατάταξη πρωτεϊνών
(Λειτουργική) 3/3
• Οι χαρακτηριστικότερες
αλβουμίνες είναι η αλβουμίνη του
λευκού του αυγού η ωαλβουμίνη,
η αλβουμίνη του γάλακτος η
καζεΐνη ή λακτοαλβουμίνη, η
αλβουμίνη του σίτου η λευκοσίνη
και η αλβουμίνη του αίματος.
“ALB structure”, από Lmbuga ,
διαθέσιμο ως κοινό κτήμα 41
42
Σφαιρικές πρωτεΐνες – Αλβουμίνη 3/5
43
44
Σφαιρικές πρωτεΐνες – Αλβουμίνη 5/5
• Οι μέθοδοι του προσδιορισμού της στο αίμα είναι πολλές και
στηρίζονται σε διαφορετικές μεθόδους όπως είναι η
ηλεκτροφόρηση που γίνεται σε αλκαλικό περιβάλλον με pΗ
8.6 (όπου η αλβουμίνη είναι το ταχύτερα κινούμενο
πρωτεϊνικό κλάσμα), η χρωματομετρία, η θολομετρία, η
εξαλάτωση και άλλες.
45
“Electrophoresis”, από Akane700 , διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
46
Σφαιρικές πρωτεΐνες – Σφαιρίνες 2/2
47
50
Ινώδεις πρωτεΐνες 1/2
• Οι ινώδεις πρωτεΐνες, είναι ετερογενής ομάδα και μπορεί να
διαιρεθεί σε υποομάδες διαφόρων χαρακτηριστικών τύπων.
Είναι χαρακτηριστικές πρωτεΐνες των ανωτέρων ζωικών
οργανισμών, είναι πολύ ανθεκτικές στη δράση των
πρωτεολυτικών ένζυμων, έχουν απλούστερη χωροδιάταξη
από τις σφαιρικές πρωτεΐνες και οι πολυπεπτιδικές τους
αλυσίδες είναι διαταγμένες κατά μήκος, γραμμικές ή
εσπειραμένες, συνήθως σε παράλληλους σχηματισμούς.
51
52
Κολλαγόνα 1/2
• Τα κολλαγόνα είναι οι κύριες πρωτεΐνες του συνδετικού ιστού,
αδιάλυτες στο νερό και ανθεκτικές στα ζωικά πεπτικά ένζυμα.
Τα κολλαγόνα με διαλύματα αλκάλεων, αραιών οξέων ή με νερό
όταν θερμανθούν ισχυρά, μετατρέπονται στις γνωστές ζελατίνες.
Κολλαγόνα 2/2
• Τα κολλαγόνα έχουν μεγάλες ποσότητες 3- και 4-υδροξυπρολίνης
και περιέχουν και υδροξυλυσίνη. Περίπου το 30% της ολικής
πρωτεΐνης του σώματος των θηλαστικών είναι κολλαγόνα. H κατά
βάρος σώματος αντιστοιχία τους είναι περίπου 6%. Σήμερα είναι
γνωστοί πάνω από 10 τύποι κολλαγόνου, που χαρακτηρίζονται με
τους λατινικούς αριθμούς από I-X. Οι γενετικές διαταραχές στη
βιοσύνθεση των κολλαγόνων, οδηγούν σε εύθραυστα οστά και το
σύνδρομο Ehlers-Danlos.
em, διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
“Ehlers-Danlos syndrome3”, από Filip
54
Ελαστίνες
55
Κερατίνες
56
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Νουκλεοπρωτείνες)
57
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Βλεννοπρωτεΐνες)
58
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Γλυκοπρωτεΐνες) 1/2
59
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Γλυκοπρωτεΐνες) 2/2
60
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 1/7
61
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 2/7
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 4/7
64
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 5/7
65
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 6/7
66
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Λιποπρωτεΐνες) 7/7
67
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Μεταλλοπρωτεΐνες) 1/2
68
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Μεταλλοπρωτεΐνες) 2/2
69
“Protein TF PDB 1a8e”, από PDBbot , διαθέσιμο με άδεια CC BY-
SA 3.0
Συνευγμένες πρωτεΐνες
(Φωσφοπρωτεΐνες)
70
Ενδεικτικές διαταραχές πρωτεϊνών
πλάσματος 1/2
• Ολικές Πρωτεΐνες: Αύξησή τους συνιστά αύξηση του
κλάσματος των σφαιρινών και πιθανά σημαίνει τη παρουσία
παραπρωτεΐνης. Η μείωσή τους οφείλεται συνήθως σε
υποαλβουμιναιμία.
• Αλβουμίνη: Η χαμηλή συγκέντρωσή της οδηγεί σε οίδημα.
• Τροπονίνη. Συνιστά σύμπλοκο 3 πρωτεϊνών, που
εμπλέκονται στη μυϊκή σύσπαση του καρδιακού μυός και των
σκελετικών μυών (εκτός των λείων). Τα επίπεδα τροπονίνης
αυξάνονται 2-6 ώρες μετά από την εκδήλωση εμφράγματος
του μυοκαρδίου και παραμένουν υψηλά για 4-10 ημέρες.
71
72
Ενότητα 5: Βιοχημεία ενζύμων
Γενικά 1/6
• Από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα
ο J. Berzelius (1837), παρατήρησε ότι οι
ζυμώσεις των σακχάρων οφείλονται σε
ορισμένες ουσίες που τις ονόμασε
"ζυμωτές".
Γενικά 3/6
πλήρως διευκρινιστεί.
3
Γενικά 4/6
• Τα ένζυμα, εκτός του RNA και των ριβοενζύμων, είναι ουσίες
πρωτεϊνικής φύσης που παράγονται στα ζώντα κύτταρα και
καταλύουν θερμοδυναμικά δυνατές αντιδράσεις χωρίς να
μεταβάλλουν τη σταθερά ισορροπίας της αντίδρασης.
• Αυτό που επιτυγχάνουν τα ένζυμα είναι να επιταχύνουν την
αποκατάσταση της ισορροπίας μιας χημικής αντίδρασης,
μειώνοντας την ενέργεια ενεργοποίησης, δηλαδή το ποσό
ενέργειας, που θα απαιτούσε χωρίς τη παρουσία τους.
• Η αύξηση της ταχύτητας της αντίδρασης από τη παρουσία του
ενζύμου μπορεί να είναι της τάξης του 1012, δηλαδή ενώ μια
αντίδραση χωρίς ένζυμο θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι και 300
χρόνια, με ένζυμο μπορεί να ολοκληρωθεί σε μόλις 1 sec!
Γενικά 5/6
Τα ένζυμα, ως πρωτεΐνες κατά κύριο λόγο, έχουν τις 3
χαρακτηριστικές δομές, ενώ αρκετά έχουν και τεταρτοταγή
δομή.
• Η εξειδίκευση αυτή του ενζύμου προς μία αντιδρώσα ουσία,
το υπόστρωμα (substrate), το οποίο μετατρέπεται στα
προϊόντα, είναι αποτέλεσμα της πρωτεϊνικής φύσης του
ενζύμου και οφείλεται στη δομή του πρωτεϊνικού μορίου.
5
Γενικά 6/6
• Η χωροδιάταξη του πρωτεϊνικού μορίου επηρεάζεται από ελκτικές
ή απωστικές δυνάμεις μεταξύ των χημικών ομάδων του μορίου, από
σταθερότερους ή ασταθέστερους μη ομοιοπολικούς δεσμούς, από
στερεοχημικές παρεμποδίσεις και άλλου είδους αλληλεπιδράσεις
και είναι δυνατόν σε δεδομένη περίπτωση, να δράσουν παράλληλα
όλες αυτές οι παράμετροι αθροιστικά για τη δημιουργία ή τη
διάσπαση χημικών δεσμών.
• Τα ενδοκυτταρικά ένζυμα είναι κατανεμημένα σε κάθε κυτταρικό
χώρο όπως στο κυττόπλασμα, στα μιτοχόνδρια, στον πυρήνα, στα
λυσοσώματα κλπ. Τα εξωκυτταρικά ένζυμα παράγονται από τα
κύτταρα αλλά εκκρίνονται από αυτά για να δράσουν σε άλλους
χώρους, όπως π.χ. τα πεπτικά ένζυμα του παγκρέατος και άλλα.
7
Κατάταξη ενζύμων 2/4
• Οι έξη βασικές ενζυμικές κατηγορίες.
1. Οξειδορεδουκτάσες ή οξειδοαναγωγάσες, oxidoreductases
2. Τρανσφεράσες, transferases
3. Υδρολάσες, hydrolases
4. Λυάσες, lyases
5. Ισομεράσες, isomerases
6. Λιγάσες, ligases.
ΕΝΖΥΜΑ EC αριθμός
Ακονιτάση Μεταβολισμός 4.1.3.8
Ψευδοχολινεστεράση λιπιδίων 3.1.1.8
Χολίνη ακυλτρανσφεράση 2.3.1.6
Ασπαρτική τρανσκαρβαμοϋλάση Μεταβολισμός πουρινών και 2.1.3.2
Διϋδροορατάση πυριμιδινών 3.5.2.3
Ξανθίνη οξειδάση 1.2.3.2
10
11
Μελέτη ενζυμικής δράσης-Κινητικά δεδομένα 2/5
12
13
Μελέτη ενζυμικής δράσης-Κινητικά δεδομένα 4/5
15
Συνένζυμα 1/12
• Πολλές φορές για να εκφραστεί η ενζυμική δραστικότητα είναι
απαραίτητη η παρουσία ορισμένων άλλων μορίων ή ιόντων τα
οποία μετέχουν στη δημιουργία ενός συμπλέγματος με το ένζυμο.
• Το ολοένζυμο είναι το ενζυμικό σύμπλεγμα που αποτελεί ένα πλήρες
σύστημα. Το ολοένζυμο αποτελείται από το πρωτεϊνικό του τμήμα
που καλείται αποένζυμο και από το μη πρωτεϊνικό τμήμα που
καλείται συμπαράγων και το οποίο είναι συνδεμένο με το
αποένζυμο.
16
Συνένζυμα 2/12
• Τα συνένζυμα είναι μη πρωτεϊνικές οργανικές ενώσεις οι οποίες
συχνά περιέχουν βιταμίνες τους συμπλέγματος Β όπως είναι το
νικοτιναμίδιο, η θειαμίνη, η ριβοφλαβίνη, το παντοθενικό οξύ που
χρειάζονται για αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής, το φολικό ή
φυλλικό οξύ που χρησιμεύει, ως συνένζυμο για το μεταβολισμό των
ενώσεων ανά ένα άτομο άνθρακα και άλλες.
• Τα συνένζυμα φαίνεται ότι εξυπηρετούν την απομάκρυνση ή τη
μεταφορά προϊόντων της ενζυμικής αντίδρασης μέσω της
προσωρινής σύνδεσης τους με αυτό. Σε άλλες περιπτώσεις το
συνένζυμο φαίνεται να δρα ως ένα άλλο υπόστρωμα, ως
συνυπόστρωμα, όπως συμβαίνει στις αντιδράσεις τρανσαμίνωσης
με τη φωσφορική πυριδοξάλη.
17
Συνένζυμα 3/12
• Σε όλα τα αερόβια κύτταρα υπάρχει μια αλυσίδα οξειδοαναγωγικών
καταλυτών που σκοπό έχει τη μεταφορά ηλεκτρονίων (e-) στο
μοριακό οξυγόνο, με αποτέλεσμα την αναγωγή του προς νερό
(αναπνευστική αλυσίδα).
• Η αντίδραση αυτή είναι ιδιαίτερα εξώθερμη και η ελεύθερη
ενέργειά της χρησιμοποιείται για τη σύνθεση του ATP- ενεργειακό
νόμισμα του οργανισμού. Έτσι η αποθηκευμένη χημική ενέργεια
στο μόριο του ATP χρησιμοποιείται για πολλές βιοχημικές
διεργασίες, όπως τη μυϊκή σύσπαση και το ωσμωτικό έργο.
18
Συνένζυμα 4/12
• Καθοριστικό ρόλο στην αναπνευστική αλυσίδα
διαδραματίζουν τα συνένζυμα.
• Τα συνένζυμα συνδέονται με ένζυμα καταλύουν εκτός
αντιδράσεις οξειδοαναγωγής, αλλά και αντιδράσεις
μεταφοράς ομάδας, ισομερείωσης και σχηματισμού
ομοιοπολικών δεσμών, ενώ οι αντιδράσεις λύσης δεσμών δεν
χρειάζονται συνένζυμα.
19
Συνένζυμα 5/12
• Τα συνηθέστερα κοινά οξειδωτικά συνένζυμα του
οργανισμού είναι:
o NAD (Νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο) - NADP
(Φωσφορικό νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο)
o FΑD (φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο)
o Κυτοχρώματα Fe+++
o O2
20
Συνένζυμα 6/12
• Τα συνηθέστερα κοινά
αναγωγικά συνένζυμα είναι:
o NADH
o NADPH
o FADH2
o Κυτοχρώματα Fe++
o Συνένζυμο Qα
ATP ADP + Pi
22
Συνένζυμα 8/12
23
Συνένζυμα 9/12
• Τo συνένζυμο Α (CoA) παραλαμβάνει το οξικό οξύ, ή άλλα
καρβοξυλικά οξέα με δεσμό πλούσιο σε ενέργεια.
Συνένζυμα 10/12
• Μερικά ένζυμα χρειάζονται την παρουσία μικρών συγκεντρώσεων
ιόντων, συνήθως μονοσθενών ή δισθενών μετάλλων ως
ενεργοποιητών όπως το Μg++ που χρειάζεται για αντιδράσεις
φωσφορυλίωσης, το Ca++ για την πήξη του αίματος, ο Zn++ για τη
δράση της καρβονικής δεϋδρογενάσης, ο Fe+++ και ο Cu++ για ορι-
σμένες οξειδωτικές αντιδράσεις κλπ.
• Η παρουσία των ιόντων δρα διευκολυντικά για το σχηματισμό
ιοντικών γεφυρών ή συμπλόκων ενώσεων μεταξύ ολοενζύμου και
υποστρώματος ή τα ιόντα συμμετέχουν σε αντιδράσεις μεταφοράς
ηλεκτρονίων.
25
Συνένζυμα 11/12
• Στον πίνακα αναφέρονται μερικές βιταμίνες που δρουν ως
συνένζυμα.
Συνένζυμα 12/12
27
Προένζυμα 1/3
• Μία ειδική κατηγορία ένζυμων είναι ορισμένα πεπτικά υδρολυτικά
ένζυμα, που παραγόμενα σε ειδικά κύτταρα, παραμένουν μέσα εκεί
σε ανενεργό μορφή και όταν χρειαστεί να δράσουν μετατρέπονται
στην ενζυμικά ενεργό μορφή τους έξω από τα κύτταρα παραγωγής
τους, με την επίδραση άλλων πρωτεολυτικών ενζύμων.
• Οι ανενεργές αυτές μορφές καλούνται προένζυμα ή ζυμογόνα και
οι ενζυμικά ενεργές μορφές ζυμάσες. Τα προένζυμα που
μετατρέπονται σε ένζυμα είναι το γαστρικής επιθηλιακής
προέλευσης πεψινογόνο που δίνει πεψίνη και τα παγκρεατικής
προέλευσης τρυψινογόνο για την τρυψίνη και χυμοτρυψινογόνο για
τη χυμοτρυψίνη.
28
Προένζυμα 2/3
• Η ενεργός μορφή του ένζυμου προέρχεται από το αντίστοιχο
ζυμογόνο με την απόσπαση από αυτό ορισμένων τμημάτων
του μορίου του, που είναι μεγάλα ή μικρά σε μέγεθος
πεπτίδια.
πεψινογόνο → πεψίνη + πεπτίδια
τρυψινογόνο → τρυψίνη + εξαπεπτίδιο
χυμοτρυψινογόνο → χυμοτρυψίνη + 2 διπεπτίδια
29
Προένζυμα 3/3
• Το πεψινογόνο μετατρέπεται σε πεψίνη με τη δράση της ίδιας
της πεψίνης στο στομάχι σε pΗ περίπου 1.5, ενώ η μετατροπή
των δυο άλλων ζυμογόνων στα ενεργά ένζυμα γίνεται στον
εντερικό σωλήνα σε αλκαλικό περιβάλλον.
• Ακόμα και με μία μικρή ποσότητα πεψίνης ή τρυψίνης, που θα
σχηματιστεί στην αρχή, τα προένζυμα θα καταλυθούν προς τη
μαζική παραγωγή των ενζύμων με αυτοκατάλυση.
30
Ισοένζυμα 1/3
• Τα ισοένζυμα είναι πολλαπλές μορφές ενός ενζύμου, καταλύουν την
ίδια αντίδραση, προέρχονται από διαφορετικά γονίδια, έχουν
διαφορετικές ορισμένες φυσικές ή χημικές ιδιότητες και
παρουσιάζουν διαφορετική συγγένεια για τα υποστρώματα και τα
συνένζυμα.
• Ως παράδειγμα αναφέρεται η διαφορετική τους ηλεκτροφορητική
κινητικότητα, η ανοσολογική δράση, η πρωτοταγής δομή κλπ. Τα
ένζυμα που διαθέτουν ισοένζυμα συνήθως συντίθενται από δυο ή
περισσότερες πολυπεπτιδικές αλυσίδες ή υποομάδες. Εάν οι
υποομάδες είναι όμοιες, το ένζυμο λέγεται ομοπολυμερές, εάν δε
είναι ανόμοιες, τότε καλείται ετεροπολυμερές.
31
Ισοένζυμα 2/3
• Τα ισοένζυμα ως διαφοροποιημένες πολλαπλές μορφές του
ενζύμου, είναι προσαρμοσμένες στα διάφορα είδη κυττάρων του
οργανισμού. Για παράδειγμα, η γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH), η
προερχόμενη από τον καρδιακό μυ και η προερχόμενη από τους
σκελετικούς μύες, φαίνονται να είναι διαφορετικές και να
συνίστανται από δυο ειδών αλυσίδες χαρακτηριζόμενες κατά την
προέλευσή τους ως Η (heart) και Μ (muscle), σε διαφορετικές
ποσότητες η κάθε μία.
• Τελικά απομονώθηκαν πέντε ισοένζυμα της LDH με διαφορετικές
περιεκτικότητες σε Η και Μ αλυσίδες, τα Η4, Η3Μ, Η2Μ2, ΗΜ3 και Μ4
τα οποία και υπάρχουν σε διάφορους ιστούς όπως είναι, η καρδιά,
το ήπαρ, οι πνεύμονες και άλλοι.
32
Ισοένζυμα 3/3
• Αρκετά άλλα ένζυμα έχουν ισοένζυμα όπως είναι η κρεατίνη κινάση
(CΚ), που έχει δύο υποομάδες τις Β (brain) και Μ (muscle). Η
κρεατίνη κινάση υπάρχει στους σκελετικούς μύες, στην καρδιά και
στον εγκέφαλο, το μόνο μη μυϊκό όργανο στο οποίο ανευρίσκεται.
Κατά κύριο λόγο τα ισοένζυμα της κρεατίνης κινάσης κατανέμονται
ως εξής: το ΒΒ ή CΚ1 ευρίσκεται στον εγκέφαλο, το ΜΒ ή CΚ2
ευρίσκεται στο μυοκάρδιο και το ΜΜ ή CΚ3 ευρίσκεται στους
σκελετικούς μύες και το μυοκάρδιο. Ισοένζυμα επίσης έχουν η
αλκαλική φωσφατάση, η αλδολάση, η αμυλάση και άλλα.
• Τα ισοένζυμα μπορούν να διαχωριστούν με τη κλασική μέθοδο
πρωτεϊνικής ανάλυσης την ηλεκτροφόρηση.
33
Κανονιστικά ένζυμα 1/6
• Πολλά ένζυμα, δεν έχουν απλή μονομερή μοριακή υπόσταση,
δηλαδή δεν αποτελούνται από μία απλή πρωτεϊνική αλυσίδα
αλλά από περισσότερες, τις υποομάδες, κατάλληλα
διευθετημένες στο χώρο ώστε να συνδέονται μεταξύ τους σε
ένα πολλαπλό ενζυμικό σύστημα το οποίο με τη διευθέτηση
αυτή έχει μεγαλύτερη δραστικότητα από ότι θα είχαν οι
υποομάδες μόνες τους (κατέχουν και 2° ενεργό κέντρο).
34
35
Κανονιστικά ένζυμα 3/6
• Τα αλλοστερικά ένζυμα έχουν στο πολλαπλό σύστημα τους
εκτός από το ενεργό τους κέντρο και έναν ειδικό τόπο που
ευρίσκεται μακριά από το ενεργό κέντρο, από τον οποίο
ελέγχουν στερεοχημικά την ενζυμική δραστικότητα.
• Καταλύουν μη αντιστρεπτές αντιδράσεις. Με μικρές
συγκεντρώσεις [S], δίνουν μικρή κλίση στη καμπύλη
Michaelis-Menten. Αυξανόμενης της [S], η κλίση αυξάνει
απότομα. Η συμπεριφορά αυτή, παρίσταται διαγραμματικά
με μια σιγμοειδή καμπύλη.
36
39
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 1/14
• Η μελέτη της μεταβολής της αρχικής κατάστασης των
συγκεντρώσεων των αντιδρώντων και των προϊόντων προς την
τελική κατάσταση, αφορά στην κινητική της αντίδρασης.
• Η μελέτη της ενζυμικής κινητικής είναι σημαντική επίσης για
πρακτικούς λόγους. Ο ορισμός ικανοποιητικών μονάδων
(Units) απαιτεί να γνωρίσουμε τις βέλτιστες συνθήκες
θερμοκρασίας, pH, συγκέντρωσης υποστρώματος κλπ, καθώς
και την επίδραση αναστολέων, ενεργοποιητών κλπ.
40
41
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 3/14
• Η γραφική παράσταση της μεταβολής της ταχύτητας μιας
ενζυμικής αντίδρασης σε σχέση με τη μεταβολή της
συγκέντρωσης του υποστρώματος, είναι μία υπερβολική
καμπύλη.
42
𝑘1
𝐸 + 𝑆 ↔ 𝐸𝑆
𝑘2
43
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 5/14
• Το σύμπλοκο ενζύμου-υποστρώματος διίσταται σε προϊόντα και
με το συνδυασμό των δύο αυτών παραδοχών, διαμορφώνεται η
παρακάτω αντίδραση:
𝑘1 𝑘
3
↔
𝐸 + 𝑆 𝐸𝑆 𝐸 + 𝑃
𝑘2
όπου Ε=ένζυμο, S=υπόστρωμα, Ρ=προϊόν και k1 ,k2 ,k3 οι σταθερές
ισορροπίας των αντιδράσεων.
Με βάση την παραπάνω αντίδραση, διαμορφώθηκε η ομώνυμη
εξίσωση των Michaelis-Μenten .
44
Km = K2 + K3 / K1
45
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 7/14
• Η εξίσωση Michaelis-Μenten ισχύει για ενζυμικές αντιδράσεις
ενός ένζυμου και ενός υποστρώματος, σύμφωνα με τη γενική
αντίδραση:
Ε + S → ES → E + P
• Στην περίπτωση που η αντίδραση γίνεται με περισσότερα
ένζυμα ή περισσότερα υποστρώματα, η κινητική της
αντίδρασης είναι πολυπλοκότερη και υπολογίζεται
ευκολότερα είτε με το διάγραμμα Eadie-Hofstee, είτε με τη
χρήση Η/Υ.
46
47
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 9/14
• Με μία σειρά παραδοχών, μετασχηματισμών και
υποκαταστάσεων, η τελική μορφή της εξίσωσης Michaelis-
Menten,υποστηρίζει, ότι η ταχύτητα μιας ενζυμικής
αντίδρασης είναι ο λόγος της μέγιστης ταχύτητας επί την
συγκέντρωση του υποστρώματος δια του αθροίσματος της
Km, μιας σταθεράς, της σταθεράς Michaelis-Menten συν την
συγκέντρωση του υποστρώματος.
V=Vmax.[S]/ Km + [S]
48
49
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 11/14
• Μια διαφορετική μαθηματική προσέγγιση διατυπώθηκε από τους
Briggs-Haldane (1925). Η θεωρία τους βασίστηκε στη παραδοχή ότι
σε κάθε χρονική στιγμή, ο ρυθμός σχηματισμού και διάσπασης του
συμπλόκου ES είναι σχεδόν ίσος, έτσι ώστε να αποκαθίσταται μια
δυναμική ισορροπία (steady state).
• Κατά συνέπεια, η εξίσωση Michaelis-Menten μπορεί να θεωρηθεί
μερική περίπτωση της θεωρίας Briggs-Haldane, που ισχύει εν τέλει,
όταν η ταχύτητα διάσπασης του ES σε E+S είναι αμελητέα, δηλαδή
Κ2<<Κ1.
50
𝑉𝑚𝑎𝑥 𝑆 𝐾𝑚 1
𝑉= +
𝑆 + 𝐾𝑚 𝑉𝑚𝑎𝑥 𝑆 𝑉𝑚𝑎𝑥
51
Κινητική ενζυμικής αντίδρασης 13/14
• Διαγραμματικά η τελευταία μαθηματική σχέση.
52
53
Μεταβολές ενζυμικής δράσης 1/4
• Η ενζυμική δραστικότητα ελαττώνεται ή φτάνει μέχρι
μηδενισμού της. Η σχετική μελέτη οδήγησε στο συμπέρασμα
ότι για να συμβεί αυτό, ουσίες οι οποίες είναι παρόμοιες στη
δομή ως προς το πραγματικό υπόστρωμα του ένζυμου
δεσμεύουν τη θέση του ενεργού κέντρου του ένζυμου, με
αποτέλεσμα το πραγματικό υπόστρωμα να μη μπορεί να
προχωρήσει σε παραγωγική σύνδεση. Το φαινόμενο
ονομάστηκε αναστολή (inhibition) της ενζυμικής δράσης και
οι ουσίες που το προκαλούν ονομάστηκαν αναστολείς
(inhibitors).
54
55
Μεταβολές ενζυμικής δράσης 3/4
• Η αντιστρεπτή αναστολή διακρίνεται σε:
o Ανταγωνιστική (competitive), όπου με τη προσθήκη
αναστολέα μεταβάλλεται το Km, ενώ δεν επηρεάζεται το
Vmax
o Μη ανταγωνιστική (noncompetitive), όπου συμβαίνει το
αντίθετο.
o Συναγωνιστική (uncompetitive), όπου τα Km, Vmax
μεταβάλλονται κατά τον ίδιο παράγοντα.
56
57
Αντιστρεπτή αναστολή 1/5
• Συνδέονται με το ένζυμο με ασθενείς δεσμούς δίνοντας ένα
ενδιάμεσο σύμπλοκο Ε-Αναστολέα, που δεν μπορεί να δώσει
Ε+Ρ. Αυτούς τους αναστολείς (inhibitors) μπορούμε να τους
απομακρύνουμε από το ένζυμο. Διακρίνονται σε 3 κατηγορίες:
1. Ανταγωνιστική: Εδώ, τόσο το
υπόστρωμα όσο και ο
αναστολέας ανταγωνίζονται
στη πρόσδεσή τους με το
ενεργό κέντρο. Κινητικά ο
αναστολέας αυξάνει το Km,
αλλά δεν επηρεάζει το Vmax.
58
59
“Competitive inhibition”, από Fvasconcellos , διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Αντιστρεπτή αναστολή 3/5
• Μη Ανταγωνιστική: Στη περίπτωση αυτή ο αναστολές
συνδέεται έξω από την ενεργό περιοχή του ενζύμου, ή
συνδέεται μη αναστρέψιμα με την ενεργό περιοχή. Κινητικά ο
αναστολέας μειώνει το Vmax> ,αλλά δεν επηρεάζει το Km
συνδεόμενος, τόσο με το ένζυμο, όσο και με το σύμπλοκο
ενζύμου-υποστρώματος.
60
61
Αντιστρεπτή αναστολή 5/5
• Συναγωνιστική: Εδώ ο αναστολέας συνδέεται με το ένζυμο,
μετά τη σύνδεση του υποστρώματος. Κινητικά τα Km, Vmax
μεταβάλλονται εξίσου.
Εδώ η παρουσία του αναστολέα δείχνει σαν να ελαττώνει
παράλληλα τις συγκεντρώσεις τόσο του ενζύμου, όσο και του
υποστρώματος.
62
Μη αντιστρεπτή αναστολή
• Οι αναστολείς αυτοί συνδέονται με το ένζυμο με ισχυρούς
(ομοιοπολικούς) δεσμούς, αλλάζοντας μόνιμα τη δομή της
ενεργούς περιοχής (π.χ. CN-, CO, στα κυτοχρώματα της
αναπνοής, που οδηγεί σε ασφυξία) οργανοφωσφορικοί
εστέρες, όπως το παραθείο, εντομοκτόνα κ.ά.
• Δηλητήρια είναι συνήθως ιόντα ορισμένων βαρέων μετάλλων
όπως Ag+, Ηg++, Pb++ καθιστώντας το ένζυμο ανενεργό, λόγω
ολικής καταστροφής της δομής του. Αυτού του τύπου η
αναστολή, δεν υπακούει στην εξίσωση Michaelis-Menten.
63
Παράγοντες που επηρεάζουν την ενζυμική
δράση – Θερμοκρασία 1/2
• Η πιο κατάλληλη θερμοκρασία για τα ένζυμα ζωικής
προέλευσης είναι οι 37° C, ενώ για τα ένζυμα φυτικής
προέλευσης η θερμοκρασία είναι υψηλότερη και φθάνει και
τους 650 C. Τα ένζυμα διαφόρων μικροοργανισμών
προσαρμόζουν τη δράση τους στις διάφορες θερμοκρασίες
στις οποίες μπορεί να εγκλιματιστούν οι μικροί οργανισμοί και
αυτές οι θερμοκρασίες μπορούν να είναι από χαμηλές μέχρι
αρκετά υψηλές.
64
65
Παράγοντες που επηρεάζουν την ενζυμική
δράση – pH
• Μικρές αλλαγές του pH του διαλύματος στο οποίο γίνεται μία
ενζυμική αντίδραση, επιδρούν στην ιοντική κατάσταση του
ενζύμου και συχνά και του υποστρώματος, με αποτέλεσμα,
για ένζυμα που δρουν σε pH μεταξύ 5 και 9 να παρατηρείται
ενδεχόμενα μία αυξημένη δραστικότητα και μία βελτιωμένη
ταχύτητα της αντίδρασης. Όμως, για την πλειονότητα των
ενζύμων οι ακραίες τιμές του pH και γενικά η απομάκρυνση
από μία ευνοϊκή, άριστη, τιμή προκαλούν μετουσίωση του
ενζυμικού μορίου.
66
67
Παράγοντες που επηρεάζουν την ενζυμική
δράση – Συγκέντρωση του υποστρώματος 1/2
• Όπως ελέχθη, κατά τη μελέτη της κινητικής μιας ενζυμικής
αντίδρασης, εάν μεταβάλλεται η συγκέντρωση του
υποστρώματος και οι άλλες παράμετροι της αντίδρασης πα-
ραμένουν σταθερές, τότε η αρχική ταχύτητα της αντίδρασης
αυξάνεται μέχρι μία τιμή που χαρακτηρίζεται μέγιστη
ταχύτητα, V max, πέραν της οποίας δεν παρατηρείται άλλη
αύξηση.
68
69
Μέτρηση ενζυμικής δραστικότητας 1/2
• Η απαιτούμενη συγκέντρωση του ενζύμου για την διεξαγωγή μιας
ενζυμικής αντίδρασης είναι πολύ μικρή, έτσι, ο άμεσος
προσδιορισμός της συγκέντρωσης του ένζυμου μπορεί να είναι μία
δύσκολη διαδικασία που σχετίζεται με χρονοβόρες και υψηλού κό-
στους αντιδράσεις κλπ. Για τους λόγους αυτούς, η έκταση της
ενζυμικής δράσης μετράται με τον προσδιορισμό της δραστικότητας
του ενζύμου.
• Η ενζυμική δραστικότητα καθορίζεται :
o Από την αύξηση της συγκέντρωσης του προϊόντος ή των
προϊόντων.
o Από την ελάττωση της συγκέντρωσης του υποστρώματος ή των
υποστρωμάτων.
70
IU = 1 μmol/ min
71
Τα ένζυμα ως δείκτες στη κλινική διάγνωση 1/6
72
74
75
Τα ένζυμα ως δείκτες στη κλινική διάγνωση 5/6
76
78
79
Ενζυμα και Φαρμακολογία 1/2
• Πολλά φάρμακα και δηλητήρια είναι αναστολείς ή
ενεργοποιητές ενζύμων. Τα ένζυμα επίσης μεταβολίζουν και
αποτοξινώνουν τον οργανισμό από τα φάρμακα (κυτόχρωμα
P450).
• Η εφαρμοσμένη ενζυμική κινητική συμβάλει καθοριστικά στη
ταυτοποίηση και χαρακτηρισμό των φαρμάκων, που τα
περισσότερα αναστέλλουν εκλεκτικά ειδικά ένζυμα
(κυκλοοξυγενάσες, αγγειοτενσίνη-μετατρεπτικό ένζυμο,
κινάσες, φωσφοδιεστεράσες, ATPαση, HMG-CoA αναγωγάση,
τoποισομεράσες, πρωτεάσες, κ.α.), που σχετίζονται με την
εκδήλωση πολλών ασθενειών-παθήσεων.
80
Γενικά 1/4
• Οι υδατάνθρακες είναι μία μεγάλη τάξη οργανικών ενώσεων
που απαντά στο φυτικό και στο ζωικό κόσμο. Το όνομα της
τάξης αυτής προήλθε από το γεγονός ότι οι πρώτες ενώσεις
που μελετήθηκαν, είχαν τον εμπειρικό χημικό τύπο (CΗ2Ο)ν ,
που έδινε την εικόνα «ενυδατωμένου άνθρακα». Η υπόθεση
αυτή δεν επαληθεύτηκε όταν έγιναν γνωστοί οι συντακτικοί
τύποι των ενώσεων αυτών, παρ' όλα αυτά, ο όρος
υδατάνθρακες παρέμεινε στη διεθνή βιβλιογραφία.
1
Γενικά 2/4
• Οι υδατάνθρακες είναι κατ' εξοχήν προϊόντα του φυτικού
κόσμου, που παράγονται στα φυτά με τη φωτοσύνθεση. Είναι
είναι τα συστατικά που δομούν τα φυτά, όπως η κυτταρίνη
(υποστηρικτική ουσία των κορμών και των φύλλων), ενώ το
άμυλο είναι η μορφή υπό την οποία εναποτίθεται η γλυκόζη
στις ρίζες, στους καρπούς και τα σπέρματα των φυτών, ώστε
να εξυπηρετούνται οι ενεργειακές ανάγκες τους κ.α.
Γενικά 3/4
• Στους ζωικούς οργανισμούς (1/100 του ολικού βάρους στον
άνθρωπο) η σύνθεση υδατανθράκων είναι περιορισμένη.
Προσλαμβάνονται με την τροφή για να χρησιμεύσουν πριν
από όλα ως πηγή ενέργειας, όπως η γλυκόζη ή για άλλες
ειδικές μεταβολικές λειτουργίες. Ιδιαίτερα ο νευρικός ιστός,
έχει ως μοναδική πηγή ενέργειας, τη γλυκόζη. Έχουν όμως και
λειτουργική σημασία όπως η ριβόζη, δεσοξυριβόζη στα
νουκλεϊνικά οξέα, η γαλακτόζη στα γλυκολιπίδια κα.
3
Γενικά 4/4
• Οι ασθένειες που σχετίζονται με το μεταβολισμό των
υδατανθράκων περιλαμβάνουν το σακχαρώδη διαβήτη, τη
γαλακτοζαιμία, τη δυσανεξία στη λακτόζη και τα νοσήματα
αποθήκευσης του γλυκογόνου.
• Χημικά είναι αλδεϋδικά ή κετονικά παράγωγα ανωτέρων
πολυϋδρόξυ-αλκοολών καθώς και πολυμερή, που
σχηματίζονται από αυτά.
5
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 2/12
• Η δομική μονάδα των σπουδαιότερων πολυσακχαριτών στον
οργανισμό μας είναι η γλυκόζη, η οποία στο νερό λόγω
ενδομοριακής αντίδρασης μεταξύ C-1 και C-5, απαντά υπό τις
εξής μορφές:
(Τύπος Haworth)
7
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 4/12
• Οι τύποι του Haworth δεν είναι προβολικοί, αλλά πλησιάζουν
περισσότερο στη πραγματικότητα.
• Στον οργανισμό υπάρχουν μονοσακχαρίτες, από 3-8 άτομα C.
• Με βάση την κυκλική τους μορφή, τα σάκχαρα
χαρακτηρίζονται ως ετεροκυκλικές ενώσεις, με πενταμελή
δακτύλιο (φουρανόζες) Ι, ή εξαμελή δακτύλιο (πυρανόζες) ΙΙ.
9
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 6/12
• Στη φύση οι υδατάνθρακες είναι κατά κανόνα της D-
στερεοχημικής σειράς.
• Στη D- γλυκόζη αντιστοιχούν 2 νέα διαστερεοϊσομερή, που
ονομάζονται ανωμερή, ή αλλιώς α- και β- D-γλυκοπυρανόζες.
10
11
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 8/12
• Η ιδιότητα των ουσιών που σε διαλύματα τους στρέφουν το
επίπεδο του πολωμένου φωτός που διέρχεται μέσα από αυτά,
λέγεται στροφική ικανότητα και τα ισομερή που έχουν αυτή
την ιδιότητα είναι τα οπτικά ισομερή. Η στροφική ικανότητα
παριστάνεται ως [α] και εξαρτάται από την διαλυμένη ουσία,
από τη συγκέντρωση της στο διάλυμα, από τη θερμοκρασία
του διαλύματος, το μήκος κύματος της δέσμης του φωτός κλπ.
και μετράται σε μοίρες.
12
13
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 10/12
• Επιμέρεια είναι το φαινόμενο που παρατηρείται όταν προκύπτουν
ισομερείς ενώσεις, λόγω ενδομοριακών αλληλομεταθέσεων των -Η
και -ΟΗ στους λοιπούς ασύμμετρους άνθρακες του μορίου ενός
σακχάρου,. Τα ειδικά αυτά ισομερή καλούνται επιμερή. Τα πιο
σημαντικά επιμερή της γλυκόζης που έχουν και βιολογική σημασία
είναι αυτά που προκύπτουν από την επιμερείωση των -Η και -ΟΗ των
C2 και C4 και είναι η μαννόζη και η γαλακτόζη αντίστοιχα.
• Στα διαλύματα των σακχάρων ευνοείται η κυκλική δομή, με το
σχηματισμό δεσμού μεταξύ της καρβονυλικής ομάδας του σακχάρου
(C1 στις αλδόζες και C2 στις κετόζες) και του -ΟΗ του τελευταίου
ασύμμετρου άνθρακα του μορίου (C4 στις πεντόζες και C5 στις
εξόζες).
14
15
Ταξινόμηση – Στερεοχημεία 12/12
• Η δεξιόστροφη α-μορφή έχει το υδρογόνο της θέσης 1 του
δακτυλίου πάνω από το οριζόντιο επίπεδο, ενώ η
αριστερόστροφη β-μορφή αντίθετα, έχει το υδρογόνο κάτω
από το οριζόντιο επίπεδο.
17
Χημικές ιδιότητες 2/15
18
Υδροξυ-μεθυλο-φουρφουράλη
22
23
Χημικές ιδιότητες 8/15
6. H αναγωγή της αλδεϋδικής ή κετονικής ομάδας, οδηγεί στο
σχηματισμό αλκοολών.
Π.χ. Γλυκόζη
αναγωγη
γλυκόζη Σορβιτόλη
Χρησιμοποιούνται στη
αναγωγη
Μαννόζη Μανιτολη θεραπευτική ως διουρητικά.
24
25
Χημικές ιδιότητες 10/15
• Το D-γλυκουρονικό οξύ, που θα συναντήσουμε στο
μεταβολισμό, συνδεδεμένο με διάφορες ενώσεις, συμβάλλει
στην ταχύτερη αποβολή τους μέσω των ούρων, γιατί τις
καθιστά πιο ευδιάλυτες. Το D-γλυκουρονικό η λακτόνη Η καρΗ
κΗ του αλδονικού, δεν είναι άλλη από τη γνωστή, βιταμίνη C.
26
i. Εσωτερική
Η καρβοξυλομάδα 1, ή 6, μπορεί να αντιδράσει με την
αλκοολομάδα του C5 ή C2, σχηματίζοντας τις λακτόνες.
ii. Εξωτερική
Μεγάλη βιολογική σημασία έχουν οι φωσφορικοί εστέρες (βλ.
Μεταβολισμός). Οι κυριότεροι είναι:
G – 1 – P (γλυκόζη–1–Ρ)
F – 6 – P (φρουκτόζη–1–Ρ)
F – 1,6 – di P
G–6–P
27
Χημικές ιδιότητες 12/15
9. Σχηματισμός αμινοσακχάρων (γλυκοζαμίνη).
Σχηματίζονται με αντικατάσταση του ΟΗ του C2, με μια –ΝΗ2
Απαντούν στο ολιγοσακχαρικό τμήμα των γλυκοπρωτεϊνών
και των βλεννοπρωτεϊνών (Ν-ακετυλοπαράγωγα). Παράγωγα
αμινοσακχάρων με 11 άτομα C, αποτελούν το τοίχωμα
βακτηριδίων.
28
29
Χημικές ιδιότητες 14/15
10. Σιαλικά οξέα
Υπάγονται τα Ν- και Ο- ακετυλοπαράγωγα του νευραμινικού
οξέος. Βρίσκονται συνδεδεμένα με πρωτεΐνες και λιπίδια.
Το υψηλό αρνητικό φορτίο της επιφάνειας των
ερυθροκυττάρων, όπως και ορισμένων καρκινωματωδών
κυττάρων, οφείλεται στα σιαλικά οξέα που περιέχουν.
Ορισμένοι μυξοιοί (π.χ. γρίπης) περιέχουν το ένζυμο
νευραμιδάση, που καταλύει τη διάσπαση σιαλικών οξέων με
τα αμινοσάκχαρα, αποσπώντας τα από την κυτταρική
μεμβράνη. Έτσι η εισβολή των ιών στον οργανισμό, γίνεται
ευκολότερη.
30
11. Δεοξυ-σάκχαρα
31
Δισακχαρίτες 1/2
• Οι πιο σημαντικοί, που απαντούν στη φύση είναι:
o Σακχαρόζη = D-φρουκτόζη + D-γλυκόζη (σύνδεση 2 1)
o Λακτόζη = γαλακτόζη + γλυκόζη (στο γάλα) (σύνδεση β(1 4)
o Μαλτόζη = γλυκόζη + γλυκόζη (στη μπύρα) (σύνδεση α(1 4)
32
Δισακχαρίτες 2/2
• Η σακχαρόζη διασπάται από την ιμβερτάση (+αραιά οξέα). Το
μέλι περιέχει σε μεγάλο βαθμό ιμβερτοσάκχαρο. Η εξαιρετικά
γλυκιά γεύση του οφείλεται στην περιεχόμενη φρουκτόζη,
που θεωρείται το γλυκύτερο απλό σάκχαρο.
• Επειδή, η σακχαρόζη στερείται ελεύθερου ανωμερούς
άνθρακα (ο δεσμός είναι μεταξύ ημιακεταλικού ΟΗ και άλλου
υδροξυλίου), δεν έχει αναγωγικές ιδιότητες, σε αντίθεση με
την μαλτόζη και τη λακτόζη.
33
Πολυσακχαρίτες 1/5
• Οι σημαντικότεροι είναι: (εξοζάνες)
1. Άμυλο: Αποτελείται από 2 βασικές αλυσίδες την α-αμυλόζη και
την αμυλοπηκτίνη (Σχ.42). Απαντά στα φυτά, ως αποταμιευτικό
σάκχαρο και κατά συνέπεια στο ανθρώπινο διαιτολόγιο.
𝜐𝛿𝜌ό𝜆𝜐𝜎𝜂
𝛼 − 𝛼𝜇𝜐𝜆ό𝜁𝜂 → 𝛾𝜆𝜐𝜅ό𝜁𝜂 + 𝜇𝛼𝜆𝜏ό𝜁𝜂 (+𝐿𝑢𝑔𝑜𝑙 → 𝜅𝜐𝛼𝜈𝜂 𝜒𝜌ώ𝜎𝜂
𝛼 − 𝛼𝜇ό𝜆𝜐𝜎𝜂
𝜐𝛿𝜌ό𝜆𝜐𝜎𝜂
𝛼𝜇𝜐𝜆𝜊𝜋𝜂𝜅𝜏𝜄𝜈𝜂 → 𝛾𝜆𝜐𝜅ό𝜁𝜂 + 𝜇𝛼𝜆𝜏ό𝜁𝜂 (+𝐿𝑢𝑔𝑜𝑙 → 𝜄𝜔𝛿𝜀𝜍 − 𝜅𝛼𝜎𝜏𝛼𝜈𝜂 𝜒𝜌ώ𝜎𝜂
𝛼 − 𝛼𝜇ό𝜆𝜐𝜎𝜂
34
Πολυσακχαρίτες 2/5
2. Γλυκογόνο: Αποτελείται από αλυσίδες α-D-γλυκόζης και απαντά
μόνο στους ζωικούς οργανισμούς (ήπαρ, μυς, νεφροί). Η δομή του
ομοιάζει με εκείνη της αμυλοπηκτίνης, αλλά με μεγαλύτερη
διακλάδωση και Μ.Β. από 270.000 – 1.000.000.
Είναι πολυσακχαρίτης της γλυκόζης, ζωικής προέλευσης και είναι η
μορφή με την οποία αποθηκεύεται η γλυκόζη στο ζωικό οργανισμό,
σε αντιστοιχία με το άμυλο των φυτικών οργανισμών.
35
Glykogen
Πολυσακχαρίτες 3/5
• Το γλυκογόνο ευρίσκεται στους μύες σε ποσοστό 1-2% του
βάρους των, ενώ στο ήπαρ οι ποσότητες του σε μορφή μικρών
σφαιριδίων είναι σημαντικές, μέχρι και 10% του βάρους του
ήπατος (περίπου 400gr). Τα μόρια του γλυκογόνου έχουν
περισσότερες πλευρικές αλυσίδες από την αμυλοπηκτίνη προς
την οποία ομοιάζει, σχηματίζοντας μία πυκνότερη δομή, έχει
δηλαδή γλυκοζιτικό δεσμό α-1—>4 για τα μόρια της γλυκόζης
που είναι στη σειρά και γλυκοζιτικό δεσμό α-1—>6 για την
ανάπτυξη των πλευρικών αλυσίδων που γίνονται κάθε 8-12
μόρια γλυκόζης.
36
Πολυσακχαρίτες 4/5
• Η παρουσία του στον οργανισμό είναι σημαντική επειδή με
υδρόλυση αποδίδει γλυκόζη όταν τα επίπεδα της
συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα ελαττώνονται. Η
παρουσία του γλυκογόνου στο ήπαρ συνήθως παραμένει
σταθερή παρ' όλη τη συνεχή κατανάλωση του, επειδή
αναπληρώνεται από την περίσσεια της γλυκόζης όταν υπάρχει
κανονική διατροφή. Στην περίπτωση της νηστείας, τα
αποθέματα του γλυκογόνου εξαντλούνται σε 24 ώρες και όταν
τραφεί ξανά ο οργανισμός δημιουργούνται από την αρχή.
37
Πολυσακχαρίτες 5/5
3. Κυτταρίνη: Από μόρια γλυκόζης με δεσμό β(1 4), συνιστά
το σκελετό των φυτών. Το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου
δεν διαθέτει ένζυμα (κυττάσες) για τη διάσπαση του δεσμού
β(1 4). Η ζύμωσή της στο παχύ έντερο προκαλεί το
σχηματισμό ανεπιθύμητων προϊόντων, χωρίς θρεπτική αξία,
όπως CΟ2, CΗ4.
4. Ινουλίνη: Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης διαφόρων φυτών.
Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του όγκου
του εξωκυτταρίου υγρού και για λειτουργικές εξετάσεις του
νεφρού.
38
Ετεροπολυσακχαρίτες 1/3
• Αποτελούνται από μονάδες ουρονικού οξέος και Ν-ακετυλο-
εξοζαμίνης, που συχνά περιέχουν μία, ή περισσότερες θετικές
ρίζες. Μερικοί σημαντικοί αντιπρόσωποι:
1. Υαλουρονικό οξύ: Απαντά στο συνδετικό ιστό, στο υαλώδες
σώμα – υδατοειδές υγρό του οφθαλμού, στο ενδοαρθριτικό
υγρό και στον ομφάλιο λώρο.
2. Ηπαρίνη: Έχει αντιπηκτική δράση. Ως αντιλιπαιμικός
(διαυγαστικός) παράγοντας, ενεργοποιεί τη λιποπρωτεϊνική
λιπάση, που προκαλεί διάσπαση των χυλομικρών.
39
Ετεροπολυσακχαρίτες 2/3
3. Χονδροϊτίνες: Απαντά στο έμβρυο και σε μικρά ποσά στον
κερατοειδή.
4. Βλεννο-Γλυκοπρωτεΐνες: Ανευρίσκονται στο συνδετικό ιστό
και στις κυτταρικές μεμβράνες. Στις γλυκοπρωτεΐνες,
υπάγονται οι ομάδες αίματος. (παράγωγα του
ολιγοσακχαρίτη Η-ουσία). Έχουν μεγάλο Μ.Β. (200.000 –
2.000.000).
40
Ετεροπολυσακχαρίτες 3/3
5. Κόμμεα – Φυτοβλέννες: Σχηματίζουν κολλοειδή διαλύματα,
ή διογκούνται στο H2O. To άγαρ, που αποτελείται από D και
L-γαλακτόζη εστεροποιημένη με θετικές ρίζες,
χρησιμοποιείται για την παρασκευή θρεπτικών υλικών για την
καλλιέργεια μικροβίων και ως μέσο ηλεκτροφόρησης.
6. Πηκτίνες: Προκαλούν την ζελατινοποίηση των φρούτων
(αλγινικό οξύ).
41
Μεταβολικές διαταραχές υδατανθράκων 1/4
• Ο σακχαρώδης διαβήτης,
Σ.Δ. ("ζάχαρο") είναι μια
πολύ διαδεδομένη
ασθένεια του
μεταβολισμού (12%
πληθυσμού), που
οφείλεται σε μερική, ή
πλήρη έλλειψη ινσουλίνης.
43
Μεταβολικές διαταραχές υδατανθράκων 3/4
Άλλες παθήσεις που σχετίζονται με το μεταβολισμό των υδατανθράκων
είναι:
• Η νόσος του McArdle, χαρακτηρίζεται από έλλειψη της
φωσφορυλάσης του γλυκογόνου στους μυς.
• Η νόσος του Forbes, χαρακτηρίζεται από αυξημένη εναπόθεση
γλυκογόνου στο ήπαρ και τους μυς.
• Η νόσος του von Gierke, οφείλεται σε έλλειψη της φωσφατάσης της
6-φωσφορικής γλυκόζης.
• Η έλλειψη της λακτάσης: που καταλύει την αντίδραση:
Λακτόζη Γαλακτόζη + Γλυκόζη
οδηγεί σε πρόσληψη ύδατος στο κόλον (με το μηχανισμό της ώσμωσης)
με συνέπεια την εκδήλωση διάρροιας. Η διαταραχή αυτή είναι
ιδιαίτερα συχνή σε πληθυσμούς της Ασίας – Αφρικής.
44
45
Ενότητα 7: Βιοχημεία Λιπιδίων
Γενικά 1/2
• Αποτελούν συστατικά ζωικών και φυτικών οργανισμών, που
τις περισσότερες φορές απαντούν στα βιολογικά υγρά και
στους ιστούς, συνδεδεμένα με πρωτεΐνες. Η σύνδεση αυτή,
ευνοεί τη διαλυτότητά τους στο Η2Ο, αφού, όταν συναντώνται
ελεύθερα, διαλύονται μόνο σε μη πολικούς οργανικούς
διαλύτες, όπως αιθέρα, χλωροφόρμιο κ.ά.
1
Γενικά 1/2
3
Ο φυσιολογικός ρόλος των λιπιδίων στον
οργανισμό 2/2
• Συστατικά της κυτταρικής επιφάνειας (ανοσία).
• Οι Βιταμίνες Α, Ε, Κ, οι σεξουαλικές ορμόνες και οι ορμόνες
του φλοιού των επινεφριδίων ανήκουν στην κατηγορία των
λιπιδίων. Υπό την ευρεία έννοια, στην κατηγορία των ορμονών
υπάγονται και οι προσταγλανδίνες.
• Κάποια λιπίδια σχηματίζουν ενώσεις μεγάλης βιολογικής
σημασίας με πρωτεΐνες (λιποπρωτεΐνες) και σάκχαρα
(γλυκολιπίδια).
5
Λιπώδης ιστός 2/2
• Τα καφέ λιποκύτταρα, περιέχουν πολλά σταγονίδια λιπιδίων
διαφόρων μεγεθών και πολλά μιτοχόνδρια, που συμμετέχουν
στη παραγωγή ενέργειας (θερμότητας) μέσω της β-οξείδωσης.
Επειδή τα μιτοχόνδρια περιέχουν μεγάλες ποσότητες σιδήρου,
δίνει στον ιστό καφεκόκκινη χροιά, και βρίσκεται στους
ενήλικες στο ανώτερο τμήμα της πλάτης, στη πλευρά του
αυχένα, ανάμεσα στη κλείδα και την ωμοπλάτη και κατά μήκος
της σπονδυλικής στήλης.
7
Ταξινόμηση λιπιδίων 2/3
Γενικοί τύποι
Τριακυλ-γλυκερόλη,ΤG
9
Λιπαρά οξέα 1/4
• Τα λιπαρά οξέα (ΛΟ) και οι ενώσεις που προέρχονται από
αυτά είναι πολύ σημαντικές για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Επιτελούν κύριες λειτουργίες όπως: παράγουν μεταβολική
ενέργεια με την οξείδωση τους ή αποταμιεύονται με τη
μορφή των τριγλυκεριδίων στον λιπώδη ιστό με σκοπό την
παροχή ενέργειας όταν εξαντλούνται τα άμεσα ενεργειακά
αποθέματα. Τα λιπαρά οξέα του οργανισμού των θηλαστικών
ευρίσκονται σε ποσοστό πάνω από 95% συνδεμένα σε
διάφορα είδη ενώσεων. Για να μεταβολιστούν πρέπει να
προηγηθεί η κατανομή τους σε ιστούς και όργανα και να
υπάρξουν συγχρόνως και οι κατάλληλοι μηχανισμοί.
10
11
Λιπαρά οξέα 3/4
13
Ιδιότητες των λιπαρών οξέων 1/3
1. Είναι πρακτικώς αδιάλυτα στο Η2Ο (pKa = 4,8). Είναι αδιάλυτα στο
νερό με εξαίρεση το πρώτο και το δεύτερο μέλος της σειράς που
είναι αντίστοιχα, το βουτυρικό οξύ διαλυτό στο νερό κατά 6% και
το καπροϊκό οξύ διαλυτό κατά 0.5% περίπου.
2. Σχηματίζοντας άλατα με Na και Κ, μετατρέπονται σε διαλυτά
κολλοειδή στο νερό (σάπωνες). Σε όξινο περιβάλλον γίνονται πάλι
αδιάλυτα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλατα των λιπαρών οξέων με
Ca – Mg.
3. Η καρβοξυλική τους ομάδα σχηματίζει εστέρες (γλυκερόλη).
14
16
17
Είδη λιπαρών οξέων 2/3
• Τα λιπαρά οξέα του οργανισμού είναι είτε εξωγενή, προερχόμενα
δηλαδή από τη διατροφή, είτε ενδογενή, παραγόμενα από
μεταβολικές διεργασίες.
• Ο οργανισμός μπορεί να συνθέτει (de novo) τα λιπαρά οξέα που
χρειάζεται εκτός από τρία πολυακόρεστα οξέα, το λινολεϊκό, το
λινολενικό και το αραχιδονικό, για αυτό πρέπει να τα
προσλαμβάνει με τη δίαιτα φυτικής προέλευσης. Τα λιπαρά αυτά
οξέα ονομάζονται απαραίτητα. Εάν τα απαραίτητα λιπαρά οξέα
λείψουν από τον οργανισμό, τότε παρατηρούνται διάφορα
παθολογικά συμπτώματα κακής ανάπτυξης, δερματοπαθειών,
μικρής αναπαραγωγικής ικανότητας κλπ.
18
Φωσφολιπάση
Φωσφολιπίδιο Αραχιδονικό οξύ
Α2
19
ω-3, ω-6 λιπαρά οξέα 1/4
• Ένας ευρύτατα χρησιμοποιούμενος τρόπος διάκρισης των
ακόρεστων (κυρίως των πολυακόρεστων) λιπαρών οξέων βασίζεται
στη θέση του πρώτου διπλού δεσμού ξεκινώντας από το πιο
απόμακρο άτομο άνθρακα (άνθρακα της μεθυλομάδας, CH3-) σε
σχέση με την καρβοξυλική ομάδα. Ο άνθρακας αυτός ονομάζεται
"ωμέγα" (ω-άνθρακας).
• Έτσι ως ω-3 και ω-6 χαρακτηρίζονται τα ακόρεστα λιπαρά οξέα των
οποίων ο πρώτος διπλός δεσμός βρίσκεται στο 3ο και το 6ο άτομο
άνθρακα ξεκινώντας την αρίθμηση από τον ωμέγα-άνθρακα (δηλ. το
τελευταίο άτομο άνθρακα με βάση την κανονική αρίθμηση).
20
21
ω-3, ω-6 λιπαρά οξέα 3/4
• Έχουν πραγματοποιηθεί και μελέτες σχετικά με την επίδραση στην
υγεία της αναλογίας (ω-6):(ω-3) στη διατροφή. Οι μελέτες αυτές
έδειξαν ότι υψηλή αναλογία (ω-6):(ω-3) μπορεί να έχει
επιβαρυντικές επιπτώσεις στο καρδιοαγγειακό σύστημα. 'Εχει
εκτιμηθεί ότι η μέση αναλογία (με βάση τις διατροφικές συνήθειες
των κατοίκων των ΗΠΑ) είναι 10:1 έως 30:1, ενώ ιδανικά θα έπρεπε
να βρίσκεται στην περιοχή 1:1 έως 4:1. Πρέπει να σημειωθεί ότι η
πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων από τα μαγειρικά έλαια είναι
περιορισμένη λόγω της ευαισθησίας αυτών των λιπαρών οξέων στη
θέρμανση.
22
23
Τριγλυκερίδια 1/2
• Με τον όρο τριγλυκερίδια, περιγράφονται παραδοσιακά οι
τριεστέρες της γλυκερόλης με λιπαρά οξέα. Η συστηματική
ονομασία των τριγλυκεριδίων είναι τριακυλγλυκερόλες. Τα
τριγλυκερίδια είναι η πλέον διαδεδομένη μορφή εστέρων της
γλυκερόλης. Ο εστερικός δεσμός γίνεται με την απόσπαση μορίου
νερού που παράγεται από το υδροξύλιο του καρβοξυλίου του
λιπαρού οξέος και από το υδρογόνο ενός υδροξυλίου της
γλυκερόλης. Λύεται κατά την αντίστροφη αντίδραση, με
υδρόλυση που καταλύεται με ένζυμα ή πραγματοποιείται με
αραιά οξέα. Τα τριγλυκερίδια είναι η μορφή υπό την οποία γίνεται
η αποταμίευση των λιπιδίων στους φυτικούς και ζωικούς ιστούς.
24
Τριγλυκερίδια 2/2
26
Φωσφογλυκερίδια 2/4
o χολίνη φωσφατιδυλο-χολίνη
o Σερίνη φωσφατιδυλο-σερίνη
o Ινοσιτόλη φωσφατιδυλο-ινοσιτόλη
o Γλυκερόλη φωσφατιδυλο-γλυκερόλη
27
Φωσφογλυκερίδια 3/4
• Τα συνηθέστερα φωσφογλυκερίδια στον οργανισμό είναι οι
φωσφατιδυλο-αιθανολαμίνες (κεφαλίνες) και οι φωσφατιδυλο-
χολίνες (λεκιθίνες).
• Οι λεκιθίνες είναι φωσφολιπίδια τα οποία είναι κατανεμημένα στο
σώμα, στο πλάσμα και τις κυτταρικές μεμβράνες και κυρίως στο
ήπαρ. Στις λεκιθίνες, το φωσφατιδικό οξύ έχει εστεροποιηθεί στη
θέση του C3 με την αζωτούχο τεταρτοταγή βάση χολίνη. Η χολίνη
είναι μία σημαντική λιποτρόπος ένωση που δρα στο ήπαρ κατά της
υπερβολικής φόρτισης του με λίπη και είναι επίσης συστατικό της
ακετυλοχολίνης, ουσίας που συμβάλλει στη μεταβίβαση των
νευρικών ώσεων.
28
Φωσφογλυκερίδια 4/4
• Οι λεκιθίνες είναι επιφανειοδραστικές ενώσεις, δηλαδή χαμηλώνουν
την επιφανειακή τάση στα διαλύματα, βοηθώντας τη
γαλακτωματοποίηση των λιπών για την πέψη και την απορρόφηση
ενώ στην κυκλοφορία διευκολύνουν την ανταλλαγή της
χοληστερόλης και των εστέρων της στις λιποπρωτεΐνες.
• Στους πνεύμονες σημαντική δράση έχει η διπαλμιτυλ-λεκιθίνη ως
επιφανειοδραστική ένωση. Στην περίπτωση που το υδροξύλιο του
C2 δεν έχει εστεροποιηθεί, τότε τα προϊόντα λέγονται
λυσολεκιθίνες.
• Οι κεφαλίνες και η φωσφατιδυλσερίνη συνυπάρχουν με τις λεκιθίνες
αλλά ανευρίσκονται σε σχετικά μεγαλύτερες ποσότητες στον
εγκέφαλο.
29
Άλλες κατηγορίες σαπωνοποιήσιμων
λιπιδίων 1/2
• Σφιγγολιπίδια (1 πολική κεφαλή + 2 μη πολικές αλυσίδες)
Μία τέτοια ένωση είναι η σφιγγομυελίνη που υπάρχει σε
μεγάλες ποσότητες στον εγκέφαλο και τους νευρικούς ιστούς
αλλά υπάρχει και σε άλλους ιστούς σε ελάχιστες ποσότητες
που μπορεί να αυξηθούν σε σπάνιες παθολογικές
καταστάσεις.
31
Συστατικά κυτταρικών μεμβρανών
33
Ασθένειες σφιγγολιπιδίων
34
“Sphingolipidoses”, από Sav vas , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
35
Μη σαπωνοποιήσιμα λιπίδια 2/2
36
Βιοσύνθεση
χοληστερόλης
Στεροειδή 2/7
• Η σημαντικότερη ένωση αυτής της κατηγορίας είναι η χοληστερόλη
(δομικό και λειτουργικό συστατικό των μεμβρανών), που είναι
συνδεδεμένη με πρωτεΐνες στο πλάσμα του αίματος με τη μορφή
των λιποπρωτεïνών.
• Η χοληστερόλη είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο
C27Η46Ο, μοριακό βάρος 386 daltons και σημείο τήξης 150° C. Είναι
αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε θερμή αλκοόλη, σε αιθέρα και
χλωροφόρμιο.
Μόριο Χοληστερόλης
“Cholesterol”, από ChemNerd , διαθέσιμο ως κοινό κτήμα 39
Στεροειδή 3/7
• Υπάρχει ευρύτατα κατανεμημένη σε όλους τους ιστούς, τα όργανα
και τα κύτταρα των ζωικών οργανισμών, όχι όμως στα φυτά. Κυρίως
ευρίσκεται στις κυτταρικές μεμβράνες, στους νευρικούς ιστούς, στο
ήπαρ, στον λιπώδη ιστό, στη χολή, στους χολόλιθους και είναι
συστατικό των λιποπρωτεϊνών.
• Παράγωγα της χοληστερόλης είναι σημαντικές ορμόνες όπως:
i. Ανδρογόνα,
ii. Οιστρογόνα,
iii. ορμόνες επινεφριδίων (γλυκοκορτικοειδή).
40
Στεροειδή 4/7
42
Στεροειδή 6/7
• Η σύνθεση χοληστερόλης στον οργανισμό γίνεται κυρίως από το
ήπαρ και λιγότερο από άλλους ιστούς, με πρώτη ύλη το
ακετυλοσυνένζυμο Α. Ένα από τα βασικά ένζυμα για τη σύνθεσή
της είναι η αναγωγάση του 3-υδροξυ-3-μεθυλγλουταρικού
συνενζύμου Α (HMG-CoA αναγωγάση), που είναι ο στόχος, των
αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων (στατίνες).
• Πολλές έρευνες, έχουν αποδείξει τη σχέση μεταξύ υψηλών
επιπέδων στις τιμές των λιπιδίων του ορού με περιστατικά
στεφανιαίας νόσου και αθηρωματώσεων. Παρατηρήθηκε ότι η
χοληστερόλη είναι από τους σημαντικούς αθηρωματικούς
παράγοντες όταν τα επίπεδα της συγκέντρωσης της στο αίμα είναι
υψηλότερα από τις φυσιολογικές τιμές για μεγάλα χρονικά
διαστήματα μερικών ετών.
43
Στεροειδή 7/7
• Όταν συστηματικά ανευρίσκονται υψηλά επίπεδα
συγκέντρωσης χοληστερόλης στο αίμα, τότε πρέπει να
ερευνηθεί εάν πρόκειται για διατροφική ή άλλου τύπου
περίπτωση και να αντιμετωπιστεί αναλόγως είτε με την
κατάλληλη δίαιτα είτε και με τη χρήση φαρμάκων (στατίνες
κ.α.). Η προσεγμένη διατροφή, η ζωή χωρίς άγχος και stress, η
σωματική άσκηση και το σωστό βάρος, συμβάλλουν κατά
πολύ στη διατήρηση χαμηλών επιπέδων συγκέντρωσης της
χοληστερόλης, ώστε τα επίπεδα αυτά να μην υπερβαίνουν τα
200-220 mg/dL.
44
Δράση στατινών
46
47
Λιποπρωτεΐνες (πλάσμα, μεμβράνες) 3/4
• Τα χυλομικρά μεταφέρουν τα λιπίδια της τροφής από το
έντερο στους ιστούς.
• Οι VLDL, IDL και LDL μεταφέρουν τριακυλογλυκερόλες,
χοληστερίνη και φωσφολιπίδια από το ήπαρ στους ιστούς
(βλαπτική δράση στα αγγεία).
• Αντίθετα, οι HDL που σχηματίζονται στους ιστούς,
επαναφέρουν την περίσσεια της χοληστερόλης στο ήπαρ
(προστατευτική δράση).
48
49
Δομή λιποπρωτεΐνης
50
1
“Nucleotides 1”, από Leyo , διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Νουκλεοτίδια 2/8
• Η αμινοξική αλληλουχία κάθε κυτταρικής πρωτεΐνης και η
νουκλεοτιδική αλληλουχία κάθε μορίου RNA, ορίζεται από μια
νουκλεοτιδική αλληλουχία στο DNA του κυττάρου.
Νουκλεοτίδια 4/8
4. Το DNA μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικές τρισδιάστατες
μορφές.
5. Ορισμένες αλληλουχίες DNA διαθετούν ασυνήθιστες δομές.
6. Το mRNA κωδικοποιεί πολυπεπτικές αλυσίδες.
7. Πολλά RNA έχουν πιο περίπλοκη τρισδιάστατη δομή.
8. Τα δίκλωνα μόρια DNA-RNA μπορούν να αποδιαταχθούν και να
σχηματίσουν υβρίδια.
9. Ορισμένες βάσεις του DNA είναι μεθυλιωμένες.
4
Νουκλεοτίδια 5/8
• Στο σχήμα
φαίνονται οι δομές
RNA-DNA, οι έλικες
και οι βάσεις τους.
Νουκλεοτίδια 6/8
• Το νουκλεοτίδιο, αποτελεί τη βασική μονάδα, που
επαναλαμβάνεται προς σχηματισμό του βιοπολυμερούς
(νουκλεϊνικό οξύ).
• Αποτελείται από 3 διαφορετικές τάξεις χημικών ενώσεων:
o Τη βάση πουρίνης ή πυριμιδίνης (Β).
o Το σάκχαρο (D-ριβόζη ή 2'-δεσοξυ-D-ριβόζη).
o Το φωσφορικό οξύ.
6
Νουκλεοτίδια 7/8
• Ανάλογα του σακχάρου, που περιέχουν, διακρίνονται σε 2
μεγάλες κατηγορίες:
o Ριβονουκλεϊνικά οξέα (RNA).
o Δεσοξυριβονουκλεϊνικά οξέα (DNA).
• Πέντε είναι οι πιο σημαντικές βάσεις, που απαντούν στα
νουκλεοτίδια: (3 παράγωγα πυριμιδίνης και 2 παράγωγα
πουρίνης).
Νουκλεοτίδια 8/8
Οι αζωτούχες βάσεις διακρίνονται σε:
• Πυριμιδίνες (CUT)
10
Ιδιότητες των βάσεων 3/4
Συμπεράσματα: Το RNA δεν περιέχει Τ. Το DNA δεν περιέχει U.
• Από πειράματα, με ακτίνες Χ, βρέθηκε ότι:
1) Η Α μπορεί να δεσμευτεί
με την Τ, με 2 δεσμούς
υδρογόνου:
2) Η G μπορεί να δεσμευτεί
με τη C, με 3 δεσμούς Η.
11
12
Ζεύγη βάσεων - Δομές
• Το σύνολο των πουρινών ισούται με το σύνολο των
πυριμιδινών. Σύμφωνα με τον κανόνα του Chargaff:
Α=Τ&G=C
• Στον άνθρωπο:
o Το 30% είναι Α (άρα και 30% Τ).
o Το 20% είναι G (άρα και 20% C).
13
Φωσφοδιεστερικός Δεσμός
14
Πρωτοταγής δομή νουκλεοτιδίων 2/2
• Η πρωτοταγής δομή των νουκλεϊνικών οξέων χαρακτηρίζεται
από:
o Τον αριθμό των νουκλεοτιδίων.
o Το είδος των νουκλεοτιδίων.
o Την αλληλουχία των νουκλεοτιδίων.
o Το φωσφοδιεστερικό δεσμό.
16
Δευτεροταγής Δομή RNA 2/2
• Πέραν αυτού, στο RNA δεν σχηματίζονται διπλές έλικες,
διότι το οξυγόνο στη θέση 2' της ριβόζης εμποδίζει τις
διαδοχικές βάσεις να προσανατολιστούν κατάλληλα, για το
σχηματισμό σταθερού δεσμού υδρογόνου.
Μπορούν όμως
τμήματα της αλυσίδας
του RNA να
αναδιπλωθούν και να
σχηματίσουν μερικώς
διπλές έλικες (A – U),
(G – C).
“Stem-loop”, από Sakurambo , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
17
18
Τοπολογία-χημικές μεταβολές DNA 1/3
• Σχεδόν όλη η ποσότητα του DΝΑ ευρίσκεται στον πυρήνα,
όμως σε ορισμένα βακτήρια υπάρχουν και μικρές ποσότητες
στο κυττόπλασμα. Το DΝΑ αυτό έχει μικρό σχετικά μήκος και
σχηματίζει τα καλούμενα πλασμίδια ή επισώματα.
• Τα ευκαρυωτικά κύτταρα περιέχουν πολύ μικρές ποσότητες
(0.1%-0.2%) DΝΑ στα μιτοχόνδρια και αυτό ονομάζεται
μιτοχονδριακό DΝΑ (mtDΝΑ).
19
20
Τοπολογία-χημικές μεταβολές DNA 3/3
• Το DΝΑ μετουσιώνεται με την επίδραση της θερμότητας, των
ακτινοβολιών και των χημικών αντιδραστηρίων. Η θερμότητα
ενεργοποιεί το μόριο και ιδίως συμβάλλει στη λύση των
δεσμών υδρογόνου μεταξύ συμπληρωματικών βάσεων. Όσο
μεγαλύτερη είναι η αποδιάταξη που προκαλείται στη δομή
του DΝΑ τόσο λιγότερο αντιστρεπτή είναι η μετουσίωση του.
Ορισμένες όμως αυθόρμητες μεταλλάξεις είναι ευνοϊκές για
το γενετικό υλικό, ενισχύουν την επιβίωση του οργανισμού σε
ένα δεδομένο περιβάλλον και σε αυτές οφείλεται η εξέλιξη και
η διαφοροποίηση των ειδών.
21
22
Τύποι διπλής έλικας και δομή του DNA 2/10
Α Β Ζ
25
“DNA-ligand-by-Abalone”, από P99am , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
26
Τύποι διπλής έλικας και δομή του DNA 6/10
• Η τρέχουσα θεώρηση είναι ότι η διπλή έλικα του DΝΑ περιελίσσεται
γύρω από οκταμερή μόρια ιστόνης, που αποτελούνται από δύο Η3
και δύο Η4 ισχυρά συνδεμένα μεταξύ τους και από, ανά δύο ακόμη,
μόρια των Η2a, και Η2b ασθενέστερα ενωμένων.
• Η έλικα συνδέεται στην αύλακα που σχηματίζουν τα μόρια της
ιστόνης και περιστρέφεται γύρω από το οκταμερές της ιστόνης κατά
μία και 3/4 στροφές, σχηματίζοντας συνεχόμενα διακριτά
συσσωματώματα κατά μήκος του μορίου του DΝΑ, γνωστά ως
πυρηνοσωμάτια ή νουκλεοσωμάτια ή κατά δύο στροφές,
σχηματίζοντας τα χρωματοσωμάτια.
27
28
“Nucleosome structure-2”, από Cwbm (commons) , διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA
3.0
Τύποι διπλής έλικας και δομή του DNA 8/10
• Στις διάφορες φάσεις της οργάνωσης των χρωματοσωμάτων, το
μόριο του DΝΑ αναδιπλούται και συστρέφεται σχηματίζοντας
υπερέλικες και στον τελικό σχηματισμό των χρωματοσωμάτων οι
υπερέλικες σχηματίζουν βρόχους οι οποίοι συγκρατούνται στο
κέντρο του χρωμοσώματος, με πρωτεΐνες που σχηματίζουν τη
λεγόμενη "σκαλωσιά", (scaffold).
• Στο DΝΑ του σπέρματος ορισμένων ζωικών ειδών, οι ιστόνες έχουν
αντικατασταθεί από πρωταμίνες οι οποίες προκαλούν μεγαλύτερη
συσπείρωση του μορίου, ενώ στα βακτήρια και γενικά στα
προκαρυωτικά κύτταρα το DΝΑ δεν συνδέεται με πρωτεΐνες.
29
31
32
Συνένζυμα που περιέχουν νουκλεοτίδια 1/3
• Συνένζυμα είναι ενώσεις, που απαιτούνται σε μικρές
συγκεντρώσεις και συνεχώς αναπαράγονται προς
επαναχρησιμοποίηση.
• Συντίθενται από βιταμίνες, αφού αντιδράσουν με νουκλεοτίδια.
Π.χ. NAD = νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (από Νιασίνη)
NADP = φωσφορικός εστέρας του NAD
33
34
Συνένζυμα που περιέχουν νουκλεοτίδια 3/3
• Συμπέρασμα: Η βιοσύνθεση των συνενζύμων έχει το κοινό
χαρακτηριστικό, ότι σε μόριο βιταμίνης μεταφέρεται το ΑΜΡ,
ενός ΑΤΡ.
Νουκλεοτίδιο
Αδενίνης
(NAD)
Νουκλεοτίδιο
Νιασίνης
35
38
Καταβολισμός των βάσεων
1. Ουρινικές βάσεις ουρικό οξύ (αποβάλλεται από τα ούρα)
(Αδενίνη, γουανίνη)
39
Βιοσύνθεση νουκλεοτιδίων
Σχηματισμός PRPP
Ριβόζη–5–Ρ + ΑΤΡ 5–Ρ–Ριβόζη–1–πυροφωσφορικό (PRPP)
i. Πουρινικά νουκλεοτίδια:
40
Πυριμιδινικά νουκλεοτίδια
ii. Πυριμιδινικά νουκλεοτίδια:
o Σχηματισμός βάσης
o Βάση + PRPP UMP CMP
TMP
• Τα δεοξυπαράγωγα σχηματίζονται με αναγωγή
𝛼𝜈𝛼𝛾
𝐶𝐷𝑃 𝑑𝐶𝐷𝑃 → 𝑑𝑈𝑀𝑃 → 𝑑𝑇𝑀𝑃
• Κατ' ανάλογο τρόπο, σχηματίζονται και τα δεσοξυπαράγωγα των
πουρινικών νουκλεοτιδίων: π.χ. ADP d ADP , GDP d GDP
Η μετατροπή τους γίνεται με την παρουσία ATP και μιας κινάσης.
𝑼𝑴𝑷 −𝜿𝜾𝝂𝜶𝝈𝜼
Π.χ. UMP + ATP UDP + ADP
𝝁𝝊𝝄𝜿𝜾𝝂𝜶𝝈𝜼
Ο σχηματισμός του ADP γίνεται ως εξής: ΑMP + ATP 2 ADP
41
rRNA
Πρωτεΐνες
42
Βιοσύνθεση του DNA – Αντιγραφή 2/8
• Χιλιάδες γονίδια ενός οργανισμού, κωδικοποιούν τις ακολουθίες
των πρωτεϊνών (ακολουθίες αμινοξικών καταλοίπων).
• Κάθε αμινοξικό κατάλοιπο μιας πρωτεΐνης, κωδικοποιείται στην
αντίστοιχη DNA-ακολουθία από το κωδικόνιο.
• Η ουσιαστική μεταφορά της πληροφορίας, για τη σύνθεση της
αντίστοιχης πρωτεΐνης, βασίζεται στην αλληλεπίδραση του
κωδικονίου του mRNA, με ένα άλλο είδος RNA, του t-RNA.
• Τα t-RNA, είναι υπεύθυνα για την τοποθέτηση του σωστού
αμινοξέος στο ριβόσωμα (το DNA δεν παίρνει το ίδιο μέρος στην
πρωτεϊνοσύνθεση).
43
44
Βιοσύνθεση του DNA – Αντιγραφή 4/8
• Για να "κατασκευασθεί" ένα νέο DNA, απαιτείται η ύπαρξη του
παλιού DNA και τα 5'-τριφωσφορικά δεσοξυριβονουκλεοτίδια dGTP,
dATP, dCTP και dTTP (5'dNTP).
• Η διπλή έλικα ‘ανοίγει’ σε πολλά σημεία κατά μήκος του DNA
αφήνοντας μετέωρες τις βάσεις των 2 αλυσίδων. Τότε τα ανωτέρω
νουκλεοτίδια που βρίσκονται στο περιβάλλον έρχονται στις
αντίστοιχες θέσεις του DNA.
• Έτσι, η διπλή έλικα του νέου DNA, θα περιλαμβάνει τη μία
πολυνουκλεοτιδική αλυσίδα του παλιού DNA και την άλλη
πολυνουκλεοτιδική αλυσίδα, που θα προέρχεται από τα 5'dNTP.
45
46
DNAreplicationModes
Βιοσύνθεση του DNA – Αντιγραφή 6/8
Όλη αυτή η πολύπλοκη διαδικασία περιλαμβάνει:
• Άνοιγμα της αλυσίδας του παλιού DNA.
• Σχηματισμό μικρού RNA.
• Σύνδεση των dNTP.
• Σχηματισμό φωσφοδιεστερικού δεσμού.
• Απόσπαση του RNA.
• Συνένωση των τμημάτων της αλυσίδας του DNA.
• Απόσπαση του RNA, συνένωση της αλυσίδας του νέου DNA.
• Το κλείσιμο της αλυσίδας του παλιού DNA.
47
Παλιό DNA
3’ 5’
a
3’ 5’
5’ 3’
RNA
b
3’ 5’
5’ 3’
Νέο RNA
c
3’ 5’
5’ 3’
49
50
Τύποι RNA
• Υπάρχουν 3 τύποι RNA, που παίρνουν μέρος στη σύνθεση των
πρωτεϊνών:
o rRNA (ριβοσωμικό): (Συνιστά το 80% του RNA. Απαντά στα
ριβοσώματα και τους πυρηνίσκους.
o mRNA (αγγελοφόρο): (5%). περιέχει κωδόνια (τις 3
νουκλεοτιδικές σειρές που καθορίζουν τα αμινοξέα).
o tRNA (μεταφέρον): (15%). Περιέχει τα αντι-κωδόνια,
συμπληρωματικά των κωδονίων του mRNA.
51
53
54
Λειτουργίες RNA 4/4
• Η σύνθεση του RNA απαιτεί και χαρακτηρίζεται από:
o Διπλή ή μονή έλικα DNA.
o ATP, UTP, GTP, CTP (Δεν απαιτείται RNA)
o H μεταγραφή γίνεται, όπως και στην αντιγραφή, κατά τη
φορά 5' 3'.
o Τα σχηματιζόμενα RNA δεν είναι τελικά προϊόντα.
o Τμήματα από τις αλυσίδες του RNA μπορούν να
αποκοπούν και να δώσουν μικρότερα RNA.
55
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 1/7
56
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 2/7
57
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 3/7
58
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 4/7
Πιο ειδικά:
I. Η τριάδα της αντικωδικής μονάδας συνδέεται με την τριάδα
του m-RNA, που ονομάζεται κωδική μονάδα.
II. Τα μισά περίπου νουκλεοτίδια του t-RNA σχηματίζουν διπλή
έλικα. Οι περιοχές της αλυσίδας, που δεν σχηματίζουν διπλή
έλικα, καλείται αντικωδική θηλιά, που περιέχει 3 εν σειρά
νουκλεοτίδια (αντικωδική μονάδα).
III. Η τριάδα της αντικωδικής μονάδας συνδέεται με την τριάδα
του m-RNA, που ονομάζεται κωδική μονάδα.
59
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 5/7
60
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 6/7
61
Μετάφραση (Πρωτεϊνοσύνθεση)
RNA Πρωτεΐνη 7/7
62
Μεταλλάξεις 1/3
• Κάθε αλλαγή στην αλληλουχία των βάσεων του DNA, που
μεταβάλλει το γενετικό υλικό, ονομάζεται μετάλλαξη.
• Οι μεταλλάξεις είναι αποτέλεσμα φυσικών ή χημικών επιδράσεων,
μπορούν όμως να προέλθουν και από σφάλματα του
αναδιπλασιασμού ή ανασυνδυασμού του DNA.
• Μεταξύ των φυσικών μεταλλαξιογόνων περιλαμβάνονται:
o Ιονίζουσα ακτινοβολία. Σχηματίζει μόρια με ασύζευκτα
ηλεκτρόνια (ελεύθερες ρίζες), που προκαλούν βλάβες στο DNA.
o Υπεριώδες φως (UV). Σχηματισμός διμερών θυμίνης, με
ομοιοπολικό δεσμό.
63
Μεταλλάξεις 2/3
Μεταξύ των χημικών:
• Νιτρώδες οξύ.
απαμινώνουν τις βάσεις
• Υδροξυλαμίνη.
• Αλκυλιωτικά μέσα (πολλά αντικαρκινικά φάρμακα).
• Μεθυλο-νιτροζαμίνη (μεθυλιώνει ΟΗ, ΝΗ2 του DNA).
• Βενζο(α)πυρένιο (το δραστικό εποξείδιο του αντιδρά με την αμινική
ομάδα της γουανίνης).
Επειδή οι συχνές μεταλλάξεις θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση των
οργανισμών, τα κύτταρα διαθέτουν μηχανισμούς επιδιόρθωσης του
DNA, που αποκαθιστούν το μεγαλύτερο μέρος των μεταβολών του.
64
Μεταλλάξεις 3/3
• Μια μετάλλαξη στα γεννητικά κύτταρα, μεταβιβάζεται στους
απογόνους ως κάθετη μεταβίβαση. Μεταλλάξεις
σημειώνονται συχνά στα σωματικά κύτταρα και έτσι
μεταβιβάζονται σε διαδοχικές σε διαδοχικές γενεές κυττάρων
σε ένα μόνο οργανισμό (οριζόντια μεταβίβαση). Οι
περισσότερες μορφές καρκίνου οφείλονται στη συνδυασμένη
επίδραση κάθετης και οριζόντιας μεταβίβασης των
επαγομένων μεταλλάξεων.
65
66
Ανθρώπινο γονιδίωμα 2/5
• Το Διεθνές πρόγραμμα για το ανθρώπινο γονιδίωμα (Human
Genome Project), που ήταν το αποτέλεσμα μιας πολυεθνικής
ερευνητικής προσπάθειας που ξεκίνησε το 1980, κατέληξε το 2003
να ανακοινώσει τη καταγραφή-ανάγνωση 3 δισεκατομμυρίων
ζευγών βάσεων ολόκληρου του γονιδιώματος του ανθρώπου, που
υπόσχεται ένα εντελώς νέο επιστημονικό τοπίο για τον 21ο αιώνα.
67
• Αναπαράσταση ανθρώπινου
καρυότυπου, που
συμπεριλαμβάνει τα
χρωμοσώματα ΧΧ,ΧΥ του
φύλου.
69
Βιταμίνες 1/6
• Είναι οργανικές ενώσεις απαραίτητες για τη ζωή, που δεν
δύναται να συνθέσει ο ζωικός οργανισμός, πιθανώς λόγω
μεταλλάξεων.
• Στους μικροοργανισμούς και τα φυτά αντίθετα, λειτουργούν οι
αντίστοιχες βιοσυνθετικές οδοί.
• Συνήθως είναι πρόδρομα συνενζύμων και σε άλλες
περιπτώσεις ενώσεις – σηματοδότες.
1
Βιταμίνες 2/6
• Είναι φυσικά συστατικά των τροφών στις οποίες απαντούν σε
πολύ μικρές ποσότητες.
• Είναι απαραίτητες, σε πολύ μικρές ποσότητες για την
κανονική, φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού όπως π.χ.
για την ανάπτυξη, την ομοιόσταση και την αναπαραγωγή.
• Η απουσία τους ή η μειωμένη χρησιμοποίησή τους προκαλεί
συγκεκριμένο σύνδρομο έλλειψης.
Βιταμίνες 3/6
• Οι συμπληρωματικές ανάγκες, όπου απαιτείται η χορήγηση
βιταμινών, ποικίλλουν και εξαρτώνται από διάφορες
φυσιολογικές καταστάσεις όπως:
o Εγκυμοσύνη.
o Θηλασμός.
o Σωματική κόπωση.
o Ελλιπής διατροφή.
3
Βιταμίνες 4/6
• Γενικά η ορθολογική και υγιεινή διατροφή καλύπτει τις
ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνες.
• Λίγες βιταμίνες μπορούν να εναποθηκευτούν (A, D, E, B12).
Έτσι η έλλειψη βιταμινών οδηγεί σε ασθένειες στέρησης, που
προσβάλλουν συχνά το δέρμα, τα ερυθρά αιμοσφαίρια και το
νευρικό σύστημα.
• Υπερβολική δοσολογία βιταμινών, μόνο στην περίπτωση των
βιταμινών Α και D, οδηγεί σε υπερβιταμινώσεις.
• Φυσιολογικά, η περίσσεια βιταμινών αποβάλλεται με τα ούρα.
Βιταμίνες 5/6
• Με βάση τη διαλυτότητά τους, διακρίνονται σε:
o Λιποδιαλυτές (αποθηκεύονται, δύσκολα μεταβολίζονται).
o Υδατοδιαλυτές (λιγότερο τοξικές, αποβάλλονται από τα ούρα).
• Ως βιταμερή θεωρούνται οι ενώσεις που αλληλομετατρέπονται ή
υποκαθιστούν τη λειτουργική μορφή της βιταμίνης, όπως για
παράδειγμα χρησιμοποιείται ο όρος φολικά δηλαδή το φολικό οξύ
(φυλλικό οξύ) και τις συγγενείς του ενώσεις ή ο όρος Β6 που
σημαίνει τα βιταμερή πυριδοξίνη, πυριδοξάλη και πυριδοξαμίνη.
5
Βιταμίνες 6/6
• Η κατανομή των βιταμινών στους ιστούς και οι μορφές εναπόθεσή
τους στον οργανισμό φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
ΚΥΡΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
ΙΣΤΟΣ - ΟΡΓΑΝΟ ΒΙΤΑΜΙΝΗ
ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ
Ηπαρ Βιταμίνη Α Ρετινυλικοί εστέρες
Βιταμίνη Κ (και σε όλους τους
άλλους ιστούς)
Β2 (και στους νεφρούς και την FAD
καρδιά
Β6 (και στους νεφρούς και την Φωσφορική
καρδιά) πυριδοξάλη
Β12 (και στους νεφρούς, την καρδιά Μεθυλκοβαλα-μίνη
τον σπλήνα και τον εγκέφαλο)
Λιπώδης ιστός Βιταμίνη D (και στο πλάσμα και τους Βιταμίνη D3
μύες)
Βιταμίνη Ε (και στα επινεφρίδια, α-τοκοφερόλη
στους όρχεις και άλλους ιστούς)
Επινεφρίδια Λευκοκύτταρα Βιταμίνη C Ασκορβικό οξύ
6
9
Βιταμίνη Α (Ρετινόλη) 3/5
• Το πρώτο σύμπτωμα της έλλειψης της βιταμίνης Α είναι η
νυκτερινή τύφλωση, η αδυναμία δηλαδή του οφθαλμού να
διακρίνει τα αντικείμενα σε χαμηλό φωτισμό. Το σύμπτωμα
αυτό ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και μάλιστα ο
Ιπποκράτης, πολύ ορθά, συνιστούσε την κατανάλωση
συκωτιού για τη θεραπεία της αν και η αιτιολογία της νόσου
ήταν τότε και για πολλούς ακόμη αιώνες άγνωστη.
10
11
Βιταμίνη Α (Ρετινόλη) 5/5
• Η βιταμίνη βρίσκεται σε φυτικές τροφές όπως καρότα,
σπανάκι, μαρούλι, γλυκοπατάτες κλπ. με τη μορφή των
καροτενίων και καροτενοειδών αλλά και σε ζωικές τροφές, στο
συκώτι, στον κρόκο του αυγού, στο βούτυρο, στο πλήρες γάλα
κ.α.
• Η υπερκατανάλωση της βιταμίνης Α, ιδίως όταν αυτή
συνεχίζεται για μακρό χρόνο, έχει τοξικές συνέπειες για το
ήπαρ και οδηγεί στην απασβέστωση των οστών που γίνονται
εύθραυστα. Η ελάχιστη αναγκαία ημερήσια δόση είναι 600-
750 μg.
12
13
Βιταμίνη D (καλσιόλη) 2/3
Η έλλειψή της συνεπάγεται:
• Ραχίτιδα στα παιδιά
• Οστεομαλάκυνση στους ενηλίκους
• Οι καλύτερες πηγές της βιταμίνης D είναι τα ψάρια όπως ο
σολωμός, η σαρδέλλα και η ρέγγα και ιδιαίτερα τα ηπατέλαια
όπως το μουρουνέλαιο. Καλές πηγές επίσης αποτελούν και το
συκώτι όπως και ο κρόκος του αυγού. Εάν το σώμα μας εκτί-
θεται σε επαρκή ηλιακή ακτινοβολία, απαιτείται ελάχιστη ή
καμία ενίσχυση του οργανισμού με βιταμίνη. Το γάλα, η κυρία
πηγή ασβεστίου για τα παιδιά όπως και το βούτυρο,
ενισχύονται σήμερα προληπτικά με βιταμίνη D2.
14
15
Βιταμίνη Ε (τοκοφερόλη) 1/2
• Απαντά αποκλειστικά στα φυτά (σπέρματα σιτηρών) και
προστατεύει τα ακόρεστα λιπίδια από οξείδωση, δεσμεύοντας
το μοριακό οξυγόνο και τις ελεύθερες ρίζες, που επηρεάζουν
τη λειτουργία των λιποπρωτεϊνών των κυτταρικών
μεμβρανών. Επίσης δρα ευνοϊκά στη σύνθεση της αίμης,
αυξάνοντας τα επίπεδα των ενζύμων δ- ΑLΑ συνθετάση και δ-
ΑLΑ δεϋδρατάση.
16
17
Βιταμίνη Κ (φυλλοκινόνη) 1/2
• Είναι σπάνια η έλλειψή της στο βαθμό, που συντίθεται από τα
βακτήρια της εντερικής χλωρίδας.
• Συμμετέχει στην καρβοξυλίωση των γλουταμινικών κατάλοιπων των
πρωτεϊνών του πλάσματος, που αφορούν στην πήξη του αίματος.
• Αποτελεί συμπαράγοντα για την προθρομβίνη και άλλων
παραγόντων στη διαδικασία της πήξης. Η βιταμίνη Κ μετέχει στην
ηπατική σύνθεση της προθρομβίνης και της προκονβερτίνης,
ουσιών απαραίτητων για το μηχανισμό πήξης του αίματος.
18
20
22
23
Βιταμίνη Β1 (θειαμίνη) 3/5
• Τα συμπτώματα της έλλειψης της θειαμίνης είναι ποικίλα και
περιλαμβάνουν από μέτρια σύγχυση, κατάθλιψη, έλλειψη
προσανατολισμού, νευροπάθειες, μέχρι και έλλειψη ελέγχου
των κινήσεων, εξασθένηση της μυϊκής δύναμης και ακόμη
διόγκωση της καρδιάς. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται
και από αλλοιώσεις του στοματικού βλεννογόνου που
εκδηλώνονται ως γλωσσίτιδα, χειλίτιδα και άλλα, όλα
χαρακτηριστικά της ασθένειας beri-beri, η οποία διακρίνεται
σε ξηρή με τα παραπάνω συμπτώματα και σε υγρή με
πρόσθετο γενικευμένο οίδημα.
24
25
Βιταμίνη Β1 (θειαμίνη) 5/5
• Ακόμη η έλλειψή της συνεπάγεται και το σύνδρομο Wernicke
– Korsakoff (παλίνδρομη αμνησία, μυθομανία).
• Η αναγκαία ημερήσια ποσότητα της βιταμίνης για τον ενήλικα
ανέρχεται σε 1.0-1.5 mg και εξασφαλίζεται με μία
ισορροπημένη δίαιτα.
26
Βιταμίνη Β2 1/2
• Βιταμίνη Β2 (σύμπλεγμα ριβοφλαβίνης, φυλλικού, νικοτινικού
και παντοθενικού οξέος).
• Η ριβοφλαβίνη, είναι δομικός
λίθος των προσθετικών ομάδων
φλαβινο-μονονουκλεοτιδίου
(FMN) και φλαβινο-
μονονουκλεοτιδίου (FAD), που
δρουν ως συνένζυμα στις
διεργασίες παραγωγής ενέργειας
και αναπνοής των κυττάρων.
27
Βιταμίνη Β2 2/2
• Η έλλειψή της συνεπάγεται την εμφάνιση δερματίτιδας,
γλωσσίτιδας. Πηγές πλούσιες σε ριβοφλαβίνη είναι το γάλα, το
κρέας, το συκώτι, η μαγιά, ο φλοιός των δημητριακών και τα
πράσινα φυλλώδη λαχανικά. Η ριβοφλαβίνη παράγεται σε
αφθονία με ειδικές καλλιέργειες μυκήτων και βακτηρίων και
χρησιμοποιείται όπως και άλλες βιταμίνες του συμπλέγματος
Β για τον εμπλουτισμό της τροφής. Η συνιστώμενη ημερήσια
δόση είναι 1.2-1.7 mg.
28
Νιασίνη
• Το νικοτινικό και νικοτιναμίδιο (από κοινού ως νιασίνη),
συμβάλλουν στη βιοσύνθεση των NAD+ και NADP+, που
χρησιμεύουν στην μεταφορά ιόντων υδριδίου. Η έλλειψή τους
εκδηλώνεται με αλλοιώσεις στο δέρμα (πελάγρα).
• Πλούσια πηγή νικοτινικού οξέος είναι το κρέας και ιδιαίτερα το
συκώτι. Το γάλα και τα αυγά δεν περιέχουν ικανοποιητική ποσότητα
της βιταμίνης, είναι όμως πλούσια σε τρυπτοφάνη και
συνεισφέρουν στη σύνθεση της βιταμίνης από τον οργανισμό.
29
Παντοθενικό οξύ 1/2
• Το παντοθενικό οξύ του οποίου το όνομα προέρχεται από την
ελληνική λέξη «πάντοθεν» είναι απαραίτητο για την βιοσύνθεση
του συνενζύμου Α, που συμμετέχει στο μεταβολισμό όλων των
κυρίων βιομορίων, των πρωτεϊνών, των λιπιδίων και των
υδατανθράκων, μέσω του κύκλου του κιτρικού οξέος. Όπως είναι
γνωστό, περισσότερα από 60 ένζυμα έχουν ανάγκη της παρουσίας
του συνενζύμου Α για την επιτέλεση της λειτουργίας τους. Το
παντοθενικό οξύ συντίθεται από πολλά φυτά και μικροοργανισμούς
όχι όμως από ορισμένα ζώα όπως ο ποντικός, ο σκύλος και ο χοίρος,
για τα οποία αυτό αποτελεί μία απαραίτητη βιταμίνη.
30
31
Βιταμίνη Β6
(πυριδοξάλη, πυριδοξόλη, πυριδοξαμίνη) 1/2
32
Βιταμίνη Β6
(πυριδοξάλη, πυριδοξόλη, πυριδοξαμίνη) 2/2
33
Φυλλικό οξύ (φολικό οξύ) 1/4
• Με τη μορφή του τετραϋδροφολικού οξέος, μετέχει στο μετα-
βολισμό ενώσεων που το μόριο τους περιέχει ένα μόνο άτομο
άνθρακα όπως π.χ. είναι το μυρμηκικό οξύ (ΗCΟΟΗ),
• Tο μόριο του φυλλικού οξέος είναι σύνθετο και αποτελείται
από πτερίνη, μια ένωση παράγωγη της τριφωσφορικής
αδενοσίνης από p-αμινοβενζοϊκό οξύ και από γλουταμικό
οξύ.
34
35
Φυλλικό οξύ (φολικό οξύ) 3/4
• Άλλα συμπτώματα είναι η λευκοπενία και η ιδιοπαθής
στεατόρροια. Το φυλλικό οξύ είναι ευρέως διαδεδομένο στο
ζωικό και φυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στο κρέας και στα
πράσινα φυλλώδη λαχανικά (φύλλα), από τα οποία αρχικά
απομονώθηκε και στα οποία οφείλει το όνομα του (φυλλικό
οξύ, folic acid). Έλλειψη φυλλικού οξέος μπορεί να παρου-
σιαστεί μόνο σε περιπτώσεις αυξημένης ζήτησης από τον
οργανισμό όπως συμβαίνει στην κύηση.
36
37
Βιταμίνη Β12 (κοβαλαμίνη) 1/2
• Συνιστά ένα πολύπλοκο σύστημα
δακτυλίων, με κεντρικό άτομο το
κοβάλτιο. Eχει κοινά
χαρακτηριστικά με τη δομή της
αίμης. Συντίθεται αποκλειστικά
από μικροοργανισμούς.
• Περιέχεται κύρια στο ήπαρ,
κρέας, αυγά και γάλα. Αντίθετα
δεν απαντά στα φυσικά
προϊόντα. Η αυστηρή
χορτοφαγία εγκυμονεί τον
κίνδυνο της μη πρόσληψης Β12.
38
39
Βιταμίνη C (L-ασκορβικό οξύ) 1/5
• Μόνον οι άνθρωποι, οι πίθηκοι και τα ινδικά χοιρίδια
χρειάζονται τη βιταμίνη C, διότι δεν έχουν το ένζυμο L-
γουλονολακτονική οξειδάση, που μετατρέπει τη γλυκόζη σε
ασκορβικό οξύ.
• Χρησιμεύει ως αναγωγικό μέσο (κύρια σε υδροξυλιώσεις)
συμβάλλοντας:
o Σύνθεση κολλαγόνου.
o Αποδόμηση τυροσίνης.
o Σύνθεση κατεχολαμινών.
o Βιοσύνθεση χολικού οξέος.
40
41
Βιταμίνη C (L-ασκορβικό οξύ) 3/5
• Η έλλειψή της οδηγεί, μετά από μερικούς μήνες, στο
σκορβούτο, που οφείλεται σε ελλιπή σχηματισμό του
κολλαγόνου και εκδηλώνεται με χαρακτηριστικά συμπτώματα
όπως την εμφάνιση αιμορραγικών και σπογγώδους υφής
ούλων που συνοδεύονται από χαλάρωση και απόπτωση των
δοντιών, υποδόριες αιμορραγίες λόγω μειωμένης
ελαστικότητας των τριχοειδών αιμοφόρων αγγείων, οίδημα,
πόνους στις αρθρώσεις κ.α.
42
43
Βιταμίνη C (L-ασκορβικό οξύ) 5/5
• Κυρίες πηγές της βιταμίνης είναι τα διάφορα κηπευτικά όπως οι
ντομάτες, οι πράσινες πιπεριές και γενικά τα πράσινα λαχανικά και
ιδιαίτερα τα νωπά φρούτα, εσπεριδοειδή ακτινίδια, μούρα, πεπόνι
κλπ.
• Η βιταμίνη C είναι ευαίσθητη και ευοξείδωτη, καταστρέφεται
εύκολα με τη θέρμανση όπως και από την επίδραση του
ατμοσφαιρικού οξυγόνου ή από οξειδωτικές ουσίες. Οι τεχνικές
διατήρησης των τροφίμων που δεν καταναλώνονται νωπά όπως
είναι η κονσερβοποίηση, καταστρέφουν το ασκορβικό οξύ.
Ημερήσιες ανάγκες σε ασκορβικό: 60 mg.
44
45
Βιταμίνη Η (βιοτίνη) 2/2
• Η έλλειψη βιοτίνης μειώνει την ικανότητα του οργανισμού στο να
κάνει καρβοξυλιώσεις και να συνθέτει λιπαρά οξέα και επίσης δρα
ανασταλτικά στη σύνθεση της ουρίας και των πουρινών καθώς και
στη σύνθεση τρυπτοφάνης.
• Στα ζώα υπάρχει επάρκεια της βιοτίνης επειδή αυτή συντίθεται από
βακτήρια του εντερικού σωλήνα. Οι μοναδικές περιπτώσεις ένδειας
είναι αυτές που προκαλούνται από την παρατεταμένη χρήση
αντιβιοτικών που καταστρέφουν την εντερική χλωρίδα και από
υπερβολική κατανάλωση ωμού λευκώματος αυγού, επειδή αυτό
περιέχει μια πρωτεΐνη, την αβιδίνη, που συνδέεται σταθερά με τη
βιοτίνη σε μία άπεπτη μορφή.
46
Ορμόνες 2/13
• Οι ορμόνες είναι ουσίες που επηρεάζουν τις κυτταρικές
λειτουργίες των διαφόρων ιστών και οργάνων με την αλλαγή
της ταχύτητας των κυτταρικών μεταμορφώσεων ή με τον
έλεγχο μιας μεγάλης ποικιλίας μεταβολικών δραστηριοτήτων,
ως χημικοί αγγελιαφόροι. Οι ορμόνες δεν αρχίζουν τις
διάφορες βιοχημικές αντιδράσεις, αλλά τις ρυθμίζουν και τις
ελέγχουν. Μία ελάχιστη ποσότητα ορμόνης αρκεί για να
επιφέρει μεγάλης κλίμακας αλλαγές στην ανάπτυξη, τη δομή
και τη συμπεριφορά ενός οργανισμού.
2
Ορμόνες 3/13
• Το ενδοκρινικό σύστημα και το νευρικό σύστημα είναι τα
συστήματα που παρέχουν τρόπους επικοινωνίας μέσα στον
οργανισμό, δηλαδή μετασχηματίζουν ένα μήνυμα που
προέρχεται από ένα ερέθισμα και παράγουν μία αντίδραση.
• Στο ενδοκρινικό σύστημα το μήνυμα έχει τη μορφή μιας
χημικής ουσίας που κυκλοφορεί μέσω του αίματος, ενώ στο
νευρικό σύστημα είναι ένα δυναμικό δράσης μεταβιβαζόμενο
μέσω της νευρικής ίνας.
Ορμόνες 4/13
• Χημικά μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
o Πεπτιδικές ορμόνες, που είναι πολυπεπτίδια ή παράγωγα
αμινοξέων και οι οποίες κατά κύριο λόγο δρουν στην
κυτταρική μεμβράνη.
o Στεροειδείς ορμόνες, αυτές που δρουν στο εσωτερικό των
κυττάρων.
4
Ορμόνες 5/13
• Με τη σημερινή έννοια του όρου ορμόνη, ως της ουσίας που
μεταφέρει ένα μήνυμα για να αρχίσει κάποια αλλαγή σε
κυτταρικό επίπεδο και διάφορες άλλες ουσίες μπορούν να
οριστούν ως ορμόνες. Τέτοιες είναι οι ιστικές ορμόνες
(παραορμόνες), που απαντούν στο πεπτικό σύστημα και
ακόμη οι λεγόμενοι διαμεσολαβητές, όπως η ισταμίνη, οι
προσταγλανδίνες, η σεροτονίνη, το μονοξείδιο του αζώτου.
Ορμόνες 6/13
• Οι ορμόνες μπορούν να διακριθούν, σε σχέση με την απόσταση του
τόπου παραγωγής τους από τον τόπο δράσης τους:
• Σε ενδοκρινείς, τις ορμόνες που δρουν μακριά από τον τόπο
παραγωγής τους.
• Σε παρακρινείς, τις ορμόνες που είναι εκείνες που παράγονται σε
παρακείμενους τόπους με αυτούς της δράσης τους.
• Σε αυτοκρινείς, τις ορμόνες που δρουν σε ελάχιστη απόσταση και οι
οποίες δεν ευρίσκονται σε σταθερές μορφές όπως οι ενδοκρινείς
ορμόνες.
6
Ορμόνες 7/13
• Η δράση μιας ορμόνης καθορίζεται από διάφορους παράγοντες,
μεταξύ των οποίων είναι:
o Ο ρυθμός σύνθεσης και έκκρισης της από τον αδένα παραγωγής.
o Ο τρόπος μεταφοράς της στο πλάσμα.
o Η μορφή με την οποία δρα, δηλαδή αν δρα στη μορφή με την
οποία παράγεται ή αν χρειάζεται να μετατραπεί σε πλέον
ενεργές μορφές.
o Η παρουσία υποδοχέων για την ορμόνη και ο αριθμός των
υποδοχέων αυτών.
o Ο τρόπος μεταβολισμού της ορμόνης σε παράγωγα που
διευκολύνουν την αποβολή της από τον οργανισμό.
Ορμόνες 8/13
• Η παραγωγή διαφόρων ορμονών δεν γίνεται με σταθερή
συγκέντρωση σε όλες τις ώρες του 24ωρου, αλλά μπορεί να
κυμαίνεται ανάλογα με την ώρα. Για παράδειγμα, η αυξητική
ορμόνη εκκρίνεται σε μεγαλύτερη ποσότητα το βράδυ κατά τη
διάρκεια του ύπνου. Άλλες ορμόνες έχουν κυκλική
ημερολογιακή εμφάνιση και ρυθμό παραγωγής όπως η
ορμόνη του ωχρού σωματίου.
8
Ορμόνες 9/13
• Άλλες εκκρίνονται και δρουν για ορισμένο χρονικό διάστημα
όπως οι ορμόνες που καθορίζουν τα δευτερογενή γνωρίσματα
του φύλου ή παράγονται μόνον όταν πληρούνται ορισμένοι
όροι π.χ, η προλακτίνη θα εμφανιστεί μόνον με τον τοκετό.
• Οι συγκεντρώσεις των ορμονών κυμαίνονται από 10-6 έως 10-
12 Μ, με συνήθη συγκέντρωση δράσης μικρότερη του 10-8 Μ.
Ορμόνες 10/13
• Οι εκλυτικές ορμόνες προκαλούν την έκκριση των ορμονών της
πρόσθιας υπόφυσης που χαρακτηρίζονται ως τροπικές
ορμόνες, tropic hormones σε ποσότητες που αντιστοιχούν σε
μg.
• Οι τροπικές ορμόνες διεγείρουν τους αδένες που εκκρίνουν τις
ορμόνες τους με τελική κατεύθυνση τα όργανα-στόχους σε
ποσότητες που αντιστοιχούν σε μg έως και mg.
10
Ορμόνες 11/13
• Το σύστημα αυτό ονομάζεται ορμονικός καταρράκτης για δύο
λόγους:
1. Η ποσότητα των εκκρινομένων ορμονών αυξάνεται σε επίπεδα
συγκέντρωσης από αρχικά ng σε μg και φτάνει έως και mg.
2. Ο χρόνος ημιζωής, (t1/2) των παραγομένων ορμονών αυξάνει και
αυτός. Χρόνος ημιζωής (εδώ πρόκειται περί του βιολογικού χρόνου
ημιζωής) είναι ο χρόνος που απαιτείται ώστε να παραμείνει η μισή
ποσότητα ορμόνης από αυτή που εκκρίθηκε αρχικά. Ο χρόνος
ημιζωής των ορμονών στο κυκλοφορικό διαφέρει μεταξύ
λιπόφιλων – υδρόφιλων ορμονών.
o Λιπόφιλες (από h, μέχρι μέρες).
o Υδρόφιλες (από min, μέχρι h).
11
Ορμόνες 12/13
Η ιεραρχία παραγωγής των ορμονών εξαρτάται από τους
παρακάτω επιμέρους παράγοντες:
• Άξονας υπόφυσης – υποθαλάμου (ελέγχεται από το ΚΝΣ).
Εκκρίνουν:
o Λιμπερίνες (εκλυτικοί παράγοντες) προκαλούν διέγερση.
o Στατίνες προκαλούν αναστολή και ελέγχουν την
βιοσύνθεση Τροπινών οι οποίες στη συνέχεια καθοδηγούν
τους περιφερικούς αδένες για την παραγωγή αδενικών
ορμονών.
12
Ορμόνες 13/13
Υποθάλαμος
FRH, Dopa TRH CRF
GRH
LRH min
+ + + + + + +
Ωοθήκες, Χόνδροι Στήθη, Θυρεο Επινεφρίδια Νεφρά Στήθη,
όρχεις γενν.όργανα ειδής μήτρα
14
Ορμόνες Υποθαλάμου-Υπόφυσης 2/6
ΟΡΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟ
εκλυτική ορμόνη της θυροτροπίνης Thyrotropin releasing TRH
hormone
εκλυτική ορμόνη της Gonadotropin releasing GnRH
γοναδοτροπίνης hormone
εκλυτική ορμόνη της Corticotropin releasing CRH
κορτικοτροπίνης hormone
εκλυτικός παράγων της προλακτίνης Prolactin releasing factor PRF
16
“Pituitary gland image”, από Was a bee διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 2.1 JP
Ορμόνες Υποθαλάμου-Υπόφυσης 4/6
• Η πρόσθια υπόφυση ή αδενοϋπόφυση εκκρίνει τις τροπικές
ορμόνες που συνήθως ονομάζονται με το όνομα του αδενικού
ιστού-στόχου που δρουν και την κατάληξη –τρόπος. Όμως πολλές
από τις ορμόνες και όχι μόνον του προσθίου λοβού, διατηρούν τα
παλαιά παραδοσιακά τους ονόματα.
17
“Pituitary gland representation”, από Vini 175 διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
20
Μηχανισμός δράσης ορμονών 2/6
• Το μήνυμα των ορμονών μεταφέρεται στα κύτταρα-στόχους με 2
τρόπους:
1. Οι λιπόφιλες ορμόνες, εισδύουν στα κύτταρα και δρουν στον
πυρήνα, συνδεόμενες με ειδικό υποδοχέα (receptor). Το σύμπλοκο
ορμόνης-υποδοχέα εισέρχεται στον πυρήνα και τελικά ενώνεται σε
ορισμένα μέρη της χρωματίνης. Αυτή η σύνδεση έχει ως
αποτέλεσμα τη παραγωγή ενός νέου αγγελιαφόρου του mRNA το
οποίο φεύγει από το πυρήνα, εισέρχεται στο κυτταρόπλασμα και
μεταφράζεται σε πρωτεΐνη, που αντανακλά τη δράση της
συγκεκριμένης ορμόνης.
Η δράση αυτών των ορμονών εκδηλώνεται με βραδύτητα.
21
23
24
Μηχανισμός δράσης ορμονών 6/6
Λιπόφιλες ορμόνες
• Είναι σχετικά μικρά μόρια με γραμμομοριακή μάζα μεταξύ 300
– 800. Χημικά ανήκουν στα στεροειδή (παράγονται από
χοληστερόλη), εικοσανοειδή, ιωδοθυρονίνες .
Προγεστερόνη 2/3
• Η προγεστερόνη εμφανίζεται μετά την ωορρηξία και συντελεί
στην ανάπτυξη του ενδομητρίου ώστε η μήτρα να δεχτεί και
να μεγαλώσει το έμβρυο, Η προγεστερόνη καταστέλλει τον
οίστρο, αναστέλλει την παραγωγή της ωχρινικής ορμόνης από
την υπόφυση και διεγείρει τους γαλακτοφόρους αδένες για
την παραγωγή γάλακτος. Εάν δεν γίνει η γονιμοποίηση του
ωαρίου, οι θυλακικές και προγεστογονικές ορμόνες
ελαττώνονται ξαφνικά περίπου την 26η ημέρα του γυναικείου
κύκλου και ένας άλλος καινούριος κύκλος αρχίζει με την
επόμενη έμμηνη ρύση.
28
Προγεστερόνη 3/3
• Πρέπει επίσης να αναφερθεί η παρουσία σε υψηλές
συγκεντρώσεις της ορμόνης ανθρώπινη χοριονική
γοναδοτροπίνη, HCG, στα ούρα εγκύου γυναικός. Η χοριονική
γοναδοτροπίνη είναι μία γλυκοπρωτεΐνη που παράγεται από
τους τροφοβλάστες του πλακούντα. Είναι μία ορμόνη που
κανονίζει μεταβολικές και αναπαραγωγικές λειτουργίες και η
ανίχνευση της παρουσίας της στα ούρα γυναικός υποστηρίζει
τη διάγνωση της κύησης από τα πρώτα στάδια της.
29
Κορτιζόλη 1/2
• Τα γλυκοκορτικοειδή επηρεάζουν το μεταβολισμό των
υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων. Τα
γλυκοκορτικοειδή έχουν μεταβολική και αντιφλεγμονώδη
δράση, αυξάνουν τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα
παρεμποδίζοντας τη χρησιμοποίηση της από τα κύτταρα και
αυξάνουν την παραγωγή του γλυκογόνου στο ήπαρ, δηλαδή
έχουν αντιινσουλινική δράση. Επίσης μειώνουν την
πρωτεϊνική σύνθεση, την παραγωγή αντισωμάτων κλπ., είναι
δε απαραίτητα για τη ζωή.
30
Κορτιζόλη 2/2
31
Αλδοστερόνη 1/2
• Τα μεταλλοκορτικοειδή ρυθμίζουν την ισορροπία των
ηλεκτρολυτών και του νερού στους ιστούς του σώματος και
παράγονται από τη σπειραματική ζώνη τον φλοιού των
επινεφριδίων.
• Από τα μεταλλοκορτικοειδή, σημαντικότερη είναι η
αλδοστερόνη που ελέγχει τη μεταφορά των ιόντων Κ+ και Να+
μέσω των μεμβρανών σε όλο το σώμα και έχει ως αποτέλεσμα
την ισορροπία της αρτηριακής πίεσης.
32
Αλδοστερόνη 2/2
• Η αλδοστερόνη κυκλοφορεί περίπου κατά 55% συνδεμένη με
πρωτεΐνες, μεταβολίζεται σε ικανές ποσότητες στο ήπαρ και
ανιχνεύεται στα ούρα. Παρόμοια δράση με την αλδοστερόνη
μπορούν να έχουν σε υψηλές συγκεντρώσεις η κορτιζόλη, η
κορτικοστερόνη και η δεοξυκορτικοστερόνη.
33
34
Οιστραδιόλη – Τεστοστερόνη 2/6
• Στις γυναίκες η θυλακοτρόπος ορμόνη, FSH, προκαλεί την ανάπτυξη
των ωοθυλακίων και την έκκριση των οιστρογόνων και η ωχρινική
ορμόνη, LΗ, δρα στα τελικά στάδια της ωορρηξίας και για την
παραγωγή προγεστερόνης από τα ωχρινικά κύτταρα.
• Στους άνδρες η θυλακοτρόπος ορμόνη επηρεάζει τη
σπερματογένεση και η ωχρινική ορμόνη προκαλεί την παραγωγή
τεστοστερόνης.
35
36
Οιστραδιόλη – Τεστοστερόνη 4/6
• Η κύρια ανδρική ορμόνη είναι η τεστοστερόνη που συντίθεται στα
κύτταρα του Leiding στους όρχεις, προερχόμενη από την
ανδροστενεδιόνη και την δεύδροεπιανδροστερόνη. Η τεστοστερόνη
προκαλεί την ανάπτυξη και τη λειτουργία της επιδιδυμίδας, των
σπερματικών εκφορητικών αγγείων, του προστάτου, των σπερ-
ματικών κυστιδίων και του πέους. Κατά την εφηβεία, συντελεί στη
μυϊκή και σκελετική ανάπτυξη και γενικά στη σύνθεση πρωτεϊνών
και είναι μία από τις πιο σημαντικές αναβολικές ορμόνες.
37
38
Οιστραδιόλη – Τεστοστερόνη 6/6
• Οι σεξουαλικές ορμόνες και οι αδένες που τις παράγουν.
Εικοσανοειδή
Θεωρούνται δεύτεροι αγγελιοφόροι και διαμεσολαβητές, με
σπουδαιότερους εκπροσώπους:
• Αραχιδονικό οξύ (πρόδρομος ουσία των κάτωθι).
• Προσταγλανδίνες.
• Θρομβοξάνη.
• Προστακυκλίνες.
• Υδροϋπεροξυ-λιπαρά οξέα.
• Λευκοτριένια.
Ιωδοθυρονίνες
(ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα) 2/5
43
Ιωδοθυρονίνες
(ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα) 4/5
46
Υδρόφιλες ορμόνες 2/3
• Οι κατεχολαμίνες επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη, είναι γνωστές
και με τα ονόματα αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη και δρουν
στους νευρώνες του συμπαθητικού και του κεντρικού νευρικού
συστήματος καθώς και σε ομάδες χρωμιόφιλων κυττάρων που
είναι διεσπαρμένες σε πολλά σημεία του σώματος.
• Οι δύο αυτές κατεχολαμίνες επιτελούν πολύ σημαντικές
μεταβολικές λειτουργίες. Προάγουν τη γλυκογενόλυση στο ήπαρ
και αυξάνουν την κινητοποίηση των τριακυλγλυκερολών από τα
αποθέματα του λιπώδους ιστού, δρουν δηλαδή ανταγωνιστικά
προς την ινσουλίνη.
47
48
Πεπτίδια και Πρωτεΐνες 1/5
Είναι πρωτογενή προϊόντα γονιδίων.
• Ωκυτοκίνη
Σύσπαση μήτρας, έκκριση γάλακτος, μείωση της σύνθεσης
στεροειδών στους όρχεις.
• Βασοπρεσσίνη (ADH, αντιδιουρητική)
Ρύθμιση αρτηριακής πίεσης, επαναρρόφηση ύδατος στους νεφρούς.
• Αδρενοκορτικοτροπίνη (ACTH)
Αύξηση της σύνθεσης και έκκρισης στεροειδών.
• Λιποτροπίνη (LPH)
Αύξηση απελευθέρωσης λιπαρών οξέων.
49
50
Πεπτίδια και Πρωτεΐνες 3/5
• Ωχρινοτρόπος (LH)
Αύξηση της σύνθεσης προγεστερόνης στις ωοθήκες και της
τεστοστερόνης στους όρχεις (κύτταρα Leydig). Η ανθρώπινη
χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), που παράγεται στον
πλακούντα, έχει παρόμοιες δράσεις.
• Θυλακοτρόπος (FSH)
Ανάπτυξη του θυλάκιου των ωοθηκών, αύξηση της παραγωγής
οιστρογόνων και της σπερματογένεσης.
• Εκλυτικός παράγων κορτικοτροπίνης (CRF)
Απελευθέρωση ACTH και β-ενδορφίνης (λιποτροπίνης).
51
52
Πεπτίδια και Πρωτεΐνες 5/5
Ορμόνες Υπόφυσης-Υποθαλάμου
53
54
Ορμόνες Παραθυρεοειδούς 2/2
• Η παραθορμόνη είναι ένα γραμμικό πολυπεπτίδιο με 84
αμινοξέα που όταν απελευθερωθεί στην κυκλοφορία,
αποικοδομείται σχετικά γρήγορα, με χρόνο ημιζωής 18 λεπτά.
“The ribbon cartoon structure”, από Yifei Yang διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 55
3.0
56
Ορμόνες του Παγκρέατος 2/3
• Τα άλφα κύτταρα παράγουν την ορμόνη γλυκαγόνη, τα βήτα
κύτταρα την ινσουλίνη, τα δέλτα την γαστρίνη και τα F την
σωματοστατίνη (καταστέλλει την έκκριση αυξητικής ορμόνης
(GH) και της θυροτροπίνης (TSH), ενώ αναστέλλει την
απελευθέρωση ινσουλίνης και γλυκαγόνης) και το παγκρεατικό
πολυπεπτίδιο. Οι μορφές με τις οποίες παράγονται η
γλυκαγόνη και η ινσουλίνη είναι μεγαλύτερες από αυτές που
κυκλοφορούν, είναι πρόδρομες μορφές, βιολογικά ανενεργές
και ονομάζονται προγλυκαγόνη και προϊνσουλίνη.
57
Μόριο σωματοστατίνης
58
“Somatostatin”, από Edgar181 διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Ινσουλίνη 1/5
• Τα β-κύτταρα του παγκρέατος παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη,
μία ένωση που αποτελείται από δυο πεπτιδικές αλυσίδες, την Α
αλυσίδα με 21 αμινοξέα και τη Β αλυσίδα με 30 αμινοξέα. Οι δυο
αυτές αλυσίδες ενώνονται μεταξύ τους με δυο γέφυρες θείου.
Μία τρίτη γέφυρα θείου είναι ενδοπεπτιδική της αλυσίδας Α,
μεταξύ των αμινοξέων Α6 και Α11.
• Σε σύγκριση του μορίου ινσουλίνης διαφόρων ζώων προς την
ανθρώπειο, η χοίρειος είναι συγγενέστερη και διαφέρει από
αυτή μόνο στο τελευταίο αμινοξύ της Β αλυσίδας.
59
Ινσουλίνη 2/5
• Στα β-κύτταρα η ινσουλίνη παράγεται ως προϊνσουλίνη και με τη
μορφή αυτή αποθηκεύεται στα σωματίδια Golgi σε κόκκους,
έτοιμη για να εκκριθεί. Η προ-ινσουλίνη έχει ένα πρόσθετο
πεπτίδιο, το πεπτίδιο C με 35 αμινοξέα, το οποίο είναι ενωμένο
στην Α και Β αλυσίδα ώστε να σχηματίζεται ένα ενιαίο μόριο. Η
προϊνσουλίνη είναι ένα βιολογικά ανενεργό μόριο και παραμένει
έτσι μέχρις ότου χρειαστεί να εκκριθεί η ινσουλίνη. Τότε
αποκόπτεται το τμήμα του πεπτιδίου C με τη δράση
πρωτεολυτικού ενζύμου και η βιολογικά ενεργός πλέον ινσουλίνη
διοχετεύεται στην κυκλοφορία.
60
Ινσουλίνη 3/5
• Τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στον οργανισμό προκαλούν
την έκκριση της ινσουλίνης με ταχύτατο ρυθμό, επιδρώντας
στο μηχανισμό απελευθέρωσης μέσα σε δευτερόλεπτα. Η
σύνθεση της προϊνσουλίνης γίνεται με αργότερους ρυθμούς,
αλλά υπάρχει πάντοτε απόθεμα για να εκκριθεί ανά πάσα
στιγμή.
Ινσουλίνη 4/5
• Η ινσουλίνη δρα συνδεόμενη με κατάλληλους υποδοχείς των
κυτταρικών μεμβρανών και επηρεάζει τη διαπερατότητα της
μεμβράνης για τη διέλευση γλυκόζης, το σχηματισμό γλυκογόνου,
πυροσταφυλικού και λιπαρών οξέων.
62
“Insulin glucose metabolism ZP”, από File Upload Bot (Magnus Manske) διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Ινσουλίνη 5/5
• Μετέχει επίσης στη διεργασία της διέλευσης των ιόντων
καλίου, νατρίου και ασβεστίου και την ενεργοποίηση της
σύνθεσης διαφόρων πρωτεϊνικών μορίων με ενζυμική δράση.
Η παρουσία της ινσουλίνης είναι θεμελιώδης για το
μεταβολισμό της γλυκόζης. Χαμηλά επίπεδα συγκέντρωσης
της προκαλούν την ασθένεια του σακχαρώδους διαβήτη, με
διάφορη βαρύτητα ανάλογα με την αιτία που προκαλεί το
πρόβλημα.
63
Γλυκαγόνη 1/2
• Είναι ένα γραμμικό πολυπεπτίδιο με 29 αμινοξέα γνωστής σύ-
νταξης, με υπεργλυκαιμική και γλυκογενολυτική δράση που
παρατηρήθηκε πρώτα στο ήπαρ.
• Η γλυκαγόνη συντίθεται ως η προορμόνη προγλυκαγόνη με
διπλάσιο σχεδόν μοριακό βάρος, αλλά όταν πρόκειται να
περάσει στην κυκλοφορία, αποβάλλεται ένα μέρος του μορίου
της και απομένει ως βιολογικά δραστικό το μέρος εκείνο του
μορίου που χαρακτηρίζεται ως γλυκαγόνη.
64
Γλυκαγόνη 2/2
• Κύτταρα παρόμοια με τα α-κύτταρα του παγκρέατος
υπάρχουν και στο δωδεκαδάκτυλο όπου παράγεται και εκεί
γλυκαγόνη με διάφορη όμως βιολογική δράση και για να
διακρίνεται από την παγκρεατική γλυκαγόνη, ονομάζεται
εντερογλυκαγόνη. Η γλυκαγόνη προάγει τη σύνθεση του
κυκλικού ΑΜΡ, προωθεί τη γλυκογενόλυση στο ήπαρ, τη
γλυκογένεση από αμινοξέα, κινητοποιεί τις τριακυλγλυκερόλες
του λιπώδους ιστού και γενικά η δράση της είναι παρόμοια
της επινεφρίνης και αντίθετη με εκείνη της ινσουλίνης.
65
66
Γαστρεντερικές και νεφρικές ορμόνες 2/6
• Από πλευράς φυσιολογίας μεγαλύτερη αξία έχουν οι
παρακάτω:
• Γαστρίνη (big, little, big little gastrin).
• Σεκρετίνη (αποτελούμενη από 27 αμινοξέα).
• Χολοκυστοκινίνη – παγκρεοζυμίνη (CCK – Pz) (33 αμιν.).
• Ανασταλτικό πεπτίδιο γαστρικής έκκρισης (GIP) (43 αμιν.).
• Αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο (VIP) (20 αμιν.).
67
68
Γαστρεντερικές και νεφρικές ορμόνες 4/6
• Λεπτίνη παράγεται κυρίως από λιποκύτταρα και σε
μικρότερες συγκεντρώσεις από το θόλο του στομάχου, το
έντερο, τους σκελετικούς μύες το επιθήλιο του μαστού, τον
πλακούντα και τον εγκέφαλο. Σχετίζεται με τη αποθήκευση
ενέργειας, αφού αυξάνεται με την αύξηση του σωματικού
βάρους, ενώ μειώνεται στην απώλεια βάρους και στη
διάρκεια νηστείας.
• Αλλες ουσίες του λιπώδους ιστού, που διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο στη παχυσαρκία είναι η αδιπονεκτίνη,
ρεσιστίνη κ.α.
69
70
Γαστρεντερικές και νεφρικές ορμόνες 6/6
71
“Endocrine Alimentary system en”, από LadyofHats διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Μεταβολισμός 2/11
• Καταβολισμός: Απελευθέρωση Ελεύθερης Ενέργειας, από την
οξείδωση των υποστρωμάτων.
• Αναβολισμός: Απορρόφηση Ενέργειας, από την αναγωγή των
υποστρωμάτων.
• Οι χημικές ουσίες από το περιβάλλον, που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τις υλικές και ενεργειακές
ανάγκες ενός οργανισμού, περιλαμβάνονται στις τροφές που
είναι το χημικό υπόστρωμα της ζωής.
Πρωτεΐνες
Λιπίδια
Τροφές
Υδατάνθρακες
Μεταβολισμός 4/11
• Η ελεύθερη ενέργεια, που απελευθερώνεται από τον
καταβολισμό, χρησιμοποιείται για τη σύνθεση του ATP, από το
διφωσφορικό εστέρα της αδενοσίνης (ADP) και το φωσφορικό
οξύ Pi.
ADP + Pi ΑΤP + Η2Ο
4
Μεταβολισμός 5/11
• Η υδρόλυση του ΑΤΡ ελευθερώνει την ενέργεια, που μετατρέπεται
σε μηχανικό, ωσμωτικό, ή αναβολικό έργο.
ΑΤΡ + Η2Ο ADP + Pi + E (7000 cal/mole ATP)
Μεταβολισμός 6/11
• Oι ενεργειακές ανάγκες ανέρχονται σε 2400Kcal/gr για τον
άνδρα και σε 1800 Kcal/gr για τη γυναίκα.
• Η ενέργεια αυτή πρέπει να παρέχεται από τις τροφές σε
λογικές αλληλοσχετίσεις. Έτσι οι υδατάνθρακες πρέπει να
προμηθεύουν τον οργανισμό με το 50-55% της ενέργειας, τα
λίπη με το 30% και οι πρωτεΐνες με το 10-15% αυτής.
6
Μεταβολισμός 7/11
• Η ενέργεια αυτή παράγεται συνοπτικά ως εξής:
• Η αερόβια ενεργειακή αξιοποίηση των τροφών ξεκινά με το
σχηματισμό των ακετυλομάδων, οι οποίες μέσω του κύκλου Krebs ή
των τρικαρβοξυλικών οξέων (Citric acid cycle) τις αποικοδομεί σε
διοξείδιο του άνθρακος και αναγωγικά δυναμικά με τη συμμετοχή
κάποιων συνενζύμων. Αν και το οξυγόνο δεν είναι απαραίτητο για
τη μετατροπή της γλυκόζης σε γαλακτικό (γλυκόλυση), είναι
απαραίτητο για τον οξειδωτικό μεταβολισμό του πυροσταφυλικού
σε διοξείδιο του άνθρακα και ύδωρ, για τη μέγιστη απόδοση
ενέργειας από τη γλυκόζη. Η περίσσεια οξυγόνου μπορεί να είναι
τοξική προκαλώντας οξειδωτικό στρες και διάσπαρτη ιστική βλάβη.
Μεταβολισμός 8/11
• Το πυροσταφυλικό, στα κύτταρα που λειτουργούν αερόβια,
μετασχηματίζεται σε ακετυλοσυνένζυμο Α (ακετυλο-CoA), που
είναι κοινό ενδιάμεσο προϊόν στο μεταβολισμό ενέργειας
υδατανθράκων, λιπιδίων και αμινοξέων. Το ακετυλο-CoA,
εισέρχεται στο κύκλο Krebs, στη μιτοχονδριακή μήτρα και το
οξειδώνει σε διοξείδιο του άνθρακα, ενώ παράλληλα ανάγει
τα σημαντικά συνένζυμα NAD+, FAD.
8
Μεταβολισμός 9/11
• Τα τελευταία παραλαμβάνουν την ενέργεια από την οξείδωση των 3
κατηγοριών και συνιστούν τα υποστρώματα για την οξειδωτική
φωσφορυλίωση. Με την οξείδωσή τους παρέχεται η ενέργεια για
τη σύνθεση του ATP. Οι οξειδωτικές (καταβολισμός) και αναγωγικές
αντιδράσεις (αναβολισμός) και ο ρόλος του συνενζύμου NAD,
φαίνονται στο σχήμα.
ΚΑΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Θρεπτικές Προϊόντα
ύλες ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΕΣ
οξείδωσης
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Ο2
NAD(P)+ αναπνευστική NAD(P)Η
αλυσίδα
ATP+H2O
Ανηγμένα ΑΝΑΓΩΓΙΚΕΣ Οξειδωμένες
προϊόντα ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ πρόδρομες
βιοσύνθεσης ενώσεις
9
ΑΝΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Μεταβολισμός 10/11
Η σίτιση και η νηστεία αντιπροσωπεύουν τους 2 διαφορετικούς τύπους
μεταβολισμού (αναβολισμό και καταβολισμό).
• Στη κατάσταση της σίτισης, η γλυκόλυση, η σύνθεση γλυκογόνου, η
λιπογένεση και η σύνθεση πρωτεΐνης, ανανεώνοντας τους ιστούς,
αποθηκεύουν τη περίσσεια του μεταβολικού καυσίμου.
• Στη κατάσταση νηστείας, που αρχίζει μερικές ώρες από το
τελευταίο γεύμα, η κατεύθυνση του μεταβολισμού αντιστρέφεται.
Τα αποθέματα γλυκογόνου και λιπιδίων διασπώνται, η πρωτεΐνη
μετατρέπεται σε γλυκόζη , μέσω γλυκονεογένεσης και άλλες
βιοσυνθετικές διαδικασίες επιβραδύνονται.
10
Μεταβολισμός 11/11
• Σε κατάσταση κόπωσης η παραγωγή ενέργειας γίνεται
αναερόβια, η οξείδωση γλυκόζης επιτελείται μέσω
γλυκογονόλυσης, των λιπαρών οξέων μέσω λιπόλυσης, ενώ
αυξάνεται η έκκριση επινεφρίνης.
11
13
14
Αποθήκες των τροφών στον οργανισμό 2/2
• Δεν υφίστανται αποθήκη αμινοξέων.
• Η αποθήκη των μονοσακχαριτών είναι πολύ μικρή, σε σχέση μ'
εκείνη των λιπαρών οξέων – γλυκερόλης.
• Όταν γεμίσει η αποθήκη με γλυκογόνο, το περίσσευμα των
μονοσακχαριτών μετατρέπεται σε λίπος.
• Το γλυκογόνο μπορεί να καταβολιστεί (σχεδόν όλο), μετά από μια
μέρα νηστείας.
• Η αποθήκη των λιπών, επειδή είναι πολύ μεγαλύτερη, μπορεί να
διατηρηθεί και μετά από πολλές μέρες νηστείας.
15
16
Μηχανισμοί ρύθμισης του μεταβολισμού
2/2
• Ο έλεγχος μεταγραφής επιτυγχάνεται με τη δράση των
ρυθμιστικών πρωτεϊνών (RP, regulator proteins), που
προσδένονται άμεσα στο DNA.
• H καταλυόμενη από ένζυμα ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση
ενζύμων κλειδιών του διαμέσου μεταβολισμού, ονομάζεται
διαμετατροπή και επιτυγχάνεται με την παρουσία ορμονών
(ρύθμιση αποδόμησης γλυκογόνου από αδρεναλίνη,
γλυκαγόνη).
17
18
Αναβολικές πορείες (βιοσύνθεση) 2/2
Συνοπτικά:
• Οι υδατάνθρακες, μπορούν να μετατραπούν σε λιπαρά οξέα και
μερικά αμινοξέα.
• Τα λιπαρά οξέα δεν μπορούν να μετασχηματισθούν σε
υδατάνθρακες.
• Τα περισσότερα αμινοξέα μπορούν να μετασχηματισθούν σε
υδατάνθρακες (γλυκογονικά αμινοξέα).
• Μερικά αμινοξέα μπορούν να μετασχηματισθούν σε λιπαρά οξέα ή
κετονικά σώματα.
19
20
Μεταβολισμός πρωτεϊνών 2/3
• Η κυριότερη αντίδραση αποδόμησης των αμινοξέων (με συνένζυμο
τη φωσφορική πυριδοξάλη) είναι η τρανσαμίνωση.
• Η αποκαρβοξυλίωση οδηγεί στις βιογενείς αμίνες, που εκτός των
άλλων λειτουργούν ως διάμεσες ουσίες στην ορμονική δράση και
ως νευρομεταβιβαστές.
• Με την οξειδωτική απαμίνωση των αμινοξέων παράγεται αμμωνία,
η οποία μπορεί να εξουδετερωθεί από το γλουταμινικό οξύ με
παραγωγή της γλουταμίνης.
• Η τελική μορφή απέκκρισης της αμμωνίας είναι η ουρία, που
σχηματίζεται στο ήπαρ από τον ομώνυμο κύκλο.
21
22
Τρανσαμίνωση
• Η Τρανσαμίνωση είναι αντίδραση α-αμινοξέος με ένα α-κετονοξύ.
𝜏𝜌𝛼𝜈𝜎𝛼𝜇𝜄𝜈𝛼𝜎𝜀𝜍
𝑅1 𝐶𝐻𝑁𝐻2 𝐶𝑂𝑂𝐻 + 𝑅2 𝐶𝑂𝐶𝑂𝑂𝐻 𝑅1 𝐶𝑂𝐶𝑂𝑂𝐻 + 𝑅2 𝐶𝐻𝑁𝐻2 𝐶𝑂𝑂𝐻
23
Απαμίνωση 1/2
• Η πιο σημαντική είναι εκείνη του γλουταμικού οξέος,
σύμφωνα με το σχήμα: (επιτυγχάνεται η απαλλαγή του α-
αζώτου).
(γλουταμικό) (α-κετογλουταρικό)
* (Γλουταμική δεϋδρογενάση) 24
Απαμίνωση 2/2
• Στη συνέχεια, η αμμωνία παίρνει μέρος στην αντίδραση, που
επιτελείται στο ήπαρ, παρουσία του ενζύμου
καρβαμυλοφωσφορικής συνθετάσης.
O O
|| ||
NH4+ + CO2 + 2 ATP + H2O H2N- C – O – P – OH + 2 ADP + Pi
|
OH
Καρβάμυλο -φωσφορικό
25
28
Κατάληξη των ανθράκων των α-αμινοξέων
1/3
• Τα κάτωθι αμινοξέα εισέρχονται στα ενδιάμεσα στάδια του κύκλου
του Krebs:
o Αλανίνη
o Γλυκίνη
Πυροσταφυλικό
o Κυστεΐνη
o Σερίνη
o Ισολευκίνη
o Λευκίνη ΑκετυλοCoA
o Τρυπτοφάνη
29
o Ισολευκίνη
o Μεθειονίνη
ηλεκτρυλ-CoΑ
o Θρεονίνη
o Βαλίνη
30
Κατάληξη των ανθράκων των α-αμινοξέων
3/3
o Τυροσίνη
o Φαινυλαλανίνη Φουμαρικό
o Ασπαρτικό
o Ασπαραγίνη
Οξαλοξικό
o Ασπαρτικό
31
32
Βιοσύνθεση των μη απαραίτητων α-
αμινοξέων 2/2
• Ομάδα οξαλοξικού: Σχηματισμός ασπαρτικού (μέσω
τρανσαμίνωσης γλουταμικού).
• Ομάδα φωσφορικού εστέρα γλυκερικού οξέος: Σχηματισμός
σερίνης, γλυκίνης, κυστεΐνης).
• Ομάδα πυροσταφυλικού: Μέσω τρανσαμίνωσης και
γλουταμικού σχηματίζεται η αλανίνη και από φαινυλαλανίνη
με υδροξυλίωση η τυροσίνη.
33
34
Μεταβολισμός υδατανθράκων 2/4
• Το ήπαρ, είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες ομοιόστασης
της γλυκόζης.
1. Αν η συγκ. Γλυκόζης είναι > 5 mM, τότε βγαίνοντας από το ήπαρ
5 mM.
2. Αν η συγκ. είναι >> 5 mM, τότε βγαίνοντας από το ήπαρ > 5 mM.
3. Αν η συγκ. είναι < 5 mM, τότε βγαίνοντας από το ήπαρ 5 mM.
4. Αν η συγκ. είναι << 5 mM, τότε βγαίνοντας από το ήπαρ < 5 mM.
35
36
Μεταβολισμός υδατανθράκων 4/4
• Τα διάφορα σάκχαρα εμφανίζουν μια ενδομετατροπή κατά
τη διάρκεια του μεταβολισμού τους. Τούτο πραγματοποιείται
σχεδόν πάντα στη φωσφορυλιωμένη τους μορφή.
• Στη περίπτωση αυτή ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι
αντιδράσεις της τρανσκετολάσης και τρανσαλδολάσης. Με
το συνδυασμό των δύο αυτών αντιδράσεων, είναι δυνατή η
πλήρης μετατροπή των φωσφορικών εξοζών σε φωσφορικές
πεντόζες και αντίστροφα.
37
Γλυκόλυση 1/14
• Η σημαντικότερη μεταβολική αντίδραση της γλυκόζης είναι η
γλυκόλυση (αποδομή κατά Emden-Mayerhof).
• Από τη γλυκολυτική διάσπαση παράγονται 200KJ/μόριο γλυκόζης, που
είναι ικανά να μετατρέψουν 2 μόρια φωσφορικού σε πλούσιο σε
ενέργεια ATP.
• Ο σχηματισμός του πυροσταφυλικού οξέος, γίνεται στοιχειομετρικά
σύμφωνα με την αντίδραση.
Γλυκόζη+2ADP+2Pi+2NAD+ ↔
2 πυροσταφυλικό+ 2ATP+ 2NADH+ 2H++2H2O
38
Γλυκόλυση 2/14
• Στον ανθρώπινο οργανισμό, η γλυκόλυση γίνεται από όλα τα
κύτταρα του και για αυτόν. Ο όρος "αναερόβιος" υποδηλώνει το
ότι η παροχή της ενέργειας στο κύτταρο γίνεται απουσία μοριακού
οξυγόνου, πράγμα που σημαίνει για τους περισσότερους ιστούς
την πιο γρήγορη παραγωγή ενέργειας που αντιστοιχεί σε 2 μόρια
ΑΤΡ ανά μόριο καταβολιζομένης γλυκόζης.
• Η γλυκόλυση γίνεται και στα κύτταρα που έχουν μιτοχόνδρια και
αποθέματα οξυγόνου, οπότε στην περίπτωση αυτή το τελικό
προϊόν που παράγεται είναι ως επί το πλείστον πυροσταφυλικό
οξύ και όχι γαλακτικό οξύ.
39
Γλυκόλυση 3/14
• Η γλυκόζη για να αρχίσει να μεταβολίζεται, πρέπει πρώτα να
μετασχηματιστεί στον γλυκόζη-6-φωσφορικό εστέρα, ώστε να
μετάσχει στους διάφορους μεταβολικούς δρόμους που πρέπει
κατά περίπτωση να συντελεστούν, ανάλογα με τις ανάγκες του
οργανισμού. Όταν η διαθέσιμη γλυκόζη του οργανισμού δεν
καταναλώνεται με τη γλυκόλυση, τότε η περίσσειά της δεσμεύεται
και αποθηκεύεται στο ζωικό πολυσακχαρίτη γλυκογόνο, κυρίως
στο ήπαρ και τους μύες. Όταν ελαττωθούν τα επίπεδα της
συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα, υδρολύεται το γλυκογόνο
προς γλυκόζη και αποκαθίσταται η συγκέντρωση της.
40
Γλυκόλυση 4/14
• Ουσιαστικά, ο προορισμός της γλυκόζης στον οργανισμό είναι
να παρέχει μεταβολική ενέργεια στο σύνολο των κυττάρων
των ιστών και των οργάνων. Για παράδειγμα, ο εγκέφαλος
εξαρτάται μόνον από τη γλυκόζη για τις ενεργειακές του
ανάγκες, επειδή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει λιπαρά οξέα
που δεν διέρχονται την εγκεφαλική μεμβράνη. Οι μύες όταν
έχουν φόρτο μυϊκής εργασίας απαιτούν μεγάλα ποσά
ενέργειας κλπ.
41
Γλυκόλυση 5/14
• Νοσήματα όπου είναι προβληματικά τα ένζυμα της γλυκόλυσης
(π.χ. πυροσταφυλική κινάση), εκδηλώνονται κυρίως ως αιμολυτικές
αναιμίες ή ως κόπωση. Στα καρκινικά κύτταρα η γλυκόλυση
αυξάνει, σχηματίζοντας μεγάλες συγκεντρώσεις πυροσταφυλικού,
που ανάγεται σε γαλακτικό (όξινο περιβάλλον)
• Ο σχηματισμός του φωσφορικού εστέρα της γλυκόζης, στη θέση
του άνθρακα 6. (G – 6 – P), γίνεται, σύμφωνα με την αντίδραση:
42
Γλυκόλυση 6/14
• Η φωσφορυλίωση της γλυκόζης γίνεται επειδή:
1. Στο κυτταρικό pH(7) τα φωσφορυλιωμένα σάκχαρα,
έχουν αρνητικό φορτίο και δεν διέρχονται την κυτταρική
μεμβράνη.
2. Οι φωσφορικές ομάδες δρουν και ως σημεία
αναγνώρισης στο ενεργό κέντρο των ενζύμων.
43
Γλυκόλυση 7/14
• Το ηπατικό κυτοσόλιο περιέχει τα ένζυμα:
o Εξοκινάση, καταλύει τη φωσφορυλίωση γλυκόζης, φρουκτόζης
και γαλακτόζης, αναστέλλεται όταν αυξηθεί η συγκέντρωση της
G-6-P.
o Γλυκοκινάση, καταλύει τη φωσφορυλίωση γλυκόζης, δεν
αναστέλλεται από την αύξηση της G-6-P.
Εξοκινάση
Ηπατικό Κυτοσόλιο
(Κυτταρόπλασμα χωρίς Γλυκοκινάση
μιτοχόνδρια)
44
Γλυκόλυση 8/14
• Το πυροσταφυλικό οξύ που παράγεται από τη γλυκόλυση, ανάλογα
με τις ενεργειακές ανάγκες μπορεί, είτε να μετατραπεί πάλι σε
γαλακτικό οξύ το οποίο θα κατευθυνθεί από ιστούς στο ήπαρ, είτε
να μετατραπεί σε ακετυλοσυνένζυμο Α, AcCoA, για να εισέλθει στη
συνέχεια σε ένα κύκλο αερόβιων διεργασιών που καλείται κύκλος
των τρικαρβοξυλικών οξέων ή κύκλος του κιτρικού οξέος η κατά την
παλαιότερη ονομασία, κύκλος του Krebs. Η ονομασία που
χρησιμοποιείται πλέον στη βιβλιογραφία είναι κύκλος των
τρικαρβοξυλικών οξέων, Tricarboxylic Acid Cycle, TCA cycle.
45
Γλυκόλυση 9/14
• Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή του συνδυασμού της
γλυκόλυσης με την παραπέρα πλήρη οξείδωση του
πυροσταφυλικού οξέος υπό αερόβιες συνθήκες, το συνολικό
κέρδος του κυττάρου σε ενέργεια υπό μορφή ΑΤΡ είναι 38
μόρια ΑΤΡ που προέρχονται από 2 μόρια ΑΤΡ της
γλυκόλυσης και 36 μόρια ΑΤΡ από τον κύκλο των
τρικαρβοξυλικών οξέων/μόριο καταβολιζομένης γλυκόζης.
46
Γλυκόλυση 10/14
• Το πυροσταφυλικό είναι ο σημαντικότερος μεταβολίτης του
αερόβιου και αναερόβιου μεταβολισμού των υδατανθράκων.
Αναλυτικά η όλη πορεία διακρίνεται σε 2 στάδια.
• Το πρώτο στάδιο αφορά στην προπαρασκευή της γλυκόζης με τη
δημιουργία φωσφορικών εστέρων για το μετασχηματισμό της σε
διφωσφορικό εστέρα της φρουκτόζης και τελειώνει με τη σχάση της
φρουκτόζης σε δύο τριόζες που μπορούν να αλληλοϊσομερειωθούν.
Για τη μετατροπή της γλυκόζης σε διφωσφορικό εστέρα της
φρουκτόζης, καταναλώνονται μόρια ΑΤΡ.
47
Γλυκόλυση 11/14
• Στο δεύτερο στάδιο, μετά από άλλους κατάλληλους
μετασχηματισμούς, η κάθε τριόζη μετασχηματίζεται στο τελικό
προϊόν της γλυκόλυσης, το γαλακτικό οξύ. Στο στάδιο αυτό
υπάρχει απόδοση ΑΤΡ μεγαλύτερη από την κατανάλωση που
χρειάστηκε στο πρώτο στάδιο και έτσι η συνολική απόδοση
της γλυκόλυσης σε ΑΤΡ είναι θετική.
48
Γλυκόλυση 12/14
• Η διάσπαση σε φωσφορικούς εστέρες 2 τριοζών, γίνεται σύμφωνα
με τις αντιδράσεις:
Γλυκόλυση 13/14
Η ανωτέρω πορεία καλείται αερόβια γλυκόλυση.
Έτσι στην αερόβια γλυκόλυση έχουμε:
50
Γλυκόλυση 14/14
• Σε μερικά κύτταρα χωρίς μιτοχόνδρια, ή σε ανοξαιμία μυϊκού ιστού,
το πυροσταφυλικό μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ, σύμφωνα με την
αντίδραση.
CH3COCOOH + NADH + H+ ↔ CH3CHOHCOOH + NAD+
Η ανωτέρω αντίδραση (αναερόβια γλυκόλυση), πραγματοποιείται
με τη παρουσία του ενζύμου γαλακτική δευδρογενάση (LDH). Σε
έμφραγμα μυοκαρδίου, αυξάνει δραματικά η συγκέντρωση της
LDH, όπως και άλλων ενζύμων(CK, AST) στον ορό του αίματος στα
πρώτα μόλις 24ωρα, από την εκδήλωση της προσβολής.
51
52
Κύκλος του Krebs 2/12
Βασικές χημικές ενώσεις εκκίνησης του κύκλου είναι:
• Οι πολυσακχαρίτες, τα λίπη και ορισμένα αμινοξέα καταλήγουν,
μέσα από διαφορετικές μεταβολικές οδούς, στο σχηματισμό του
ακετυλο-CoA.
COCOOH
• Το ακετυλο-CoA και το οξαλοξικό οξύ. |
CH2COOH
53
54
“Citric acid cycle with aconitate 2”, από File Upload Bot (Magnus Manske) διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
Κύκλος του Krebs 4/12
• Ο κύκλος των τρικαρβοξυλικών οξέων, TCA cycle, είναι μία
κυκλική σειρά αντιδράσεων.
• Ο κύκλος αρχίζει με τη συμπύκνωση του ακετυλίου από το AcCoA
που κατευθύνεται προς τον κύκλο TCA και του οξαλοξεικού οξέος,
ενός δικαρβοξυλικού α-κετοξέος, συστατικού του κύκλου, για την
παραγωγή του τρικαρβοξυλικού οξέος κιτρικό οξύ παρουσία του
ενζύμου κιτρική συνθάση, αντίδραση που είναι το πρώτο βήμα
για να αρχίσει μία πλήρης «στροφή» του κύκλου
55
56
Κύκλος του Krebs 6/12
• Το α-κετογλουταρικό με τη δράση του ενζύμου α-
κετογλουταρική δεϋδρογενάση που δρα με την παρουσία
ΝΑD ή ΝΑDΡ και μετά με τη δράση της ηλεκτρικής CοΑ
συνθετάσης ή ηλεκτρικής θειοκινάσης παράγει ηλεκτρικό
οξύ.
• Το ηλεκτρικό οξύ στη συνέχεια, με τη δράση της ηλεκτρικής
δεϋδρογενάσης παράγει φουμαρικό οξύ.
57
58
Κύκλος του Krebs 8/12
• Το παραγόμενο οξαλοξεικό οξύ με ένα νέο μόριο
ακετυλοσυνένζυμου Α, AcCoA, θα δώσει πάλι κιτρικό οξύ για να
αρχίσει μία καινούργια αλληλουχία αντιδράσεων που θα
επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ένα αναγεννώμενο οξαλοξεικό
οξύ θα αντιδρά με ένα ακετυλοσυνενζυμο Α.
• Ο κύκλος των τρικαρβοξυλικών οξέων δεν λειτουργεί μόνον για τη
σύνθεση του ΑΤΡ, αλλά για να δίνει ηλεκτρόνια στο σύστημα
μεταφοράς ηλεκτρονίων και για την παραγωγή ενδιαμέσων
ενώσεων που διοχετεύονται σε διάφορες άλλες μεταβολικές
διεργασίες.
59
60
Κύκλος του Krebs 10/12
• Τα ένζυμα του κύκλου Krebs και της β-οξείδωσης απαντούν στα
μιτοχόνδρια, που μαζί με την αναπνευστική αλυσίδα κατευθύνουν
τα αναγωγικά ισοδύναμα στην τελική τους αντίδραση με το
οξυγόνο, προς σχηματισμό ύδατος.
• Πολλά δηλητήρια όπως το κυανίδιο αναστέλλουν την αναπνευστική
αλυσίδα, τα ένζυμα της οποίας και της οξειδωτικής
φωσφορυλίωσης επηρεάζονται από γενετικές και κληρονομικές
διαταραχές (μυοπάθειες, εγκεφαλοπάθειες, μεταβολική νόσος).
61
ΟΞΕΙΔΩΣΗ
Κύκλος του Krebs 11/12
ΠΡΟΣ
ΑΚΕΤΥΛΟ-CoA
14 ATP ΟΞΕΙΔΩΣΗ
γλυκόζη ΠΡΟΣ
ΒΙΟΣΥΝΘΕΣΗ ΠΥΡΟΣΤΑΦΥΛΙΚΟ • Η σχέση του κύκλου
6-P-γλυκόζη
ΑΠΌ 8 ATP
Krebs με τη πορεία
ΠΥΡΟΣΤΑΦΥΛΙΚΟ
12 ATP 6-φωσφοφρουκτόζη της γλυκόλυσης.
1,6-διφωσφοφρουκτόζη
Φωσφοδιυδροξυ-ακετόνη 3-φωσφογλυκεριναλδεϋδη
NADH
1,3-διφωσφογλυκερινικό οξύ
ATP
ΠΛΗΡΗΣ
3-φωσφογλυκερινικό οξύ ΟΞΕΙΔΩΣΗ
38 ATP
2-φωσφογλυκερινικό οξύ
ATP
ΑΝΑΕΡΟΒΙΑ Φωσφο-ενολο-πυροσταφυλικό οξύ ATP FADH2
ΓΛΥΚΟΛΥΣΗ NADH Οξαλικό οξύ 2NADH
2ΑΤΡ πυροσταφυλικό οξύ NAD(P)H
ATP
ATP Κύκλος Krebs
Γαλακτικό οξύ ακετυλο-CoA 24 ATP 62
Κύκλος του Krebs 12/12
H2O
63
64
Μηχανισμοί ομοιόστασης γλυκόζης 2/10
II. Μετατροπή του γλυκογόνου σε γλυκόζη–6–Ρ (Γλυκογονόλυση)
• Τούτο συμβαίνει όταν η γλυκόζη < 5mM. Στην περίπτωση αυτή
διασπώνται οι γλυκοζιτικοί δεσμοί (1 4) του γλυκογόνου, από τη
φωσφορυλάση.
Η πορεία συνοπτικά έχει ως κάτωθι:
𝛷𝜔𝜎𝜑𝜊𝜌𝜐𝜆𝛼𝜎𝜂 𝛼
𝜏𝜊𝜐 𝛾𝜆𝜐𝜅𝜊𝛾𝜊𝜈𝜊𝜐
Γλυκογόνο Γλυκόζη–1–Ρ + Γλυκογόνο
65
66
Μηχανισμοί ομοιόστασης γλυκόζης 4/10
• Η ενεργοποίηση των ενζύμων εξαρτάται, αν βρίσκονται υπό
την φωσφορυλιωμένη ή μη μορφή.
• Εξαρτάται ακόμη από τη συγκέντρωση των ορμονών
ινσουλίνης, ή γλυκαγόνης ,που συνθέτει, το πάγκρεας.
• Η σύνθεση του γλυκογόνου στο ήπαρ δεν είναι απεριόριστη
και δεν ξεπερνά το 1/10 από το συνολικό βάρος το ήπατος. Αν
υπάρχει συγκέντρωση > 5 mM γλυκόζης, τότε μετατρέπεται σε
λίπος.
67
68
Μηχανισμοί ομοιόστασης γλυκόζης 6/10
69
70
Μηχανισμοί ομοιόστασης γλυκόζης 8/10
V. Η μετατροπή της G–6–P σε Πεντόζες (παρακύκλωμα
πεντοζών) (PPP = Pentose Phosphate Pathway)
Μια ακόμη μεταβολική οδός που ακολουθεί η G–6–P στο
ήπαρ, είναι η μετατροπή της σε φωσφορικούς εστέρες
πεντοζών, που είτε χρησιμοποιούνται ως δομικές μονάδες
των νουκλεϊνικών οξέων, είτε καταλήγουν σε φωσφορικούς
εστέρες εξοζών, που θα οδηγηθούν στη γλυκόλυση.
71
72
Μηχανισμοί ομοιόστασης γλυκόζης 10/10
Συνοψίζοντας:
• Γλυκόλυση: επιτελείται σε όλους τους ιστούς.
• Γλυκογονοσύνθεση: συμβαίνει κύρια στον σκελετικό μυ (1% του
βάρους του).
• Γλυκονεογένεση: γίνεται κυρίως στους νεφρούς.
• Παρακύκλωμα Πεντοζών: επιτελείται κύρια στο λιπώδη ιστό και τα
ερυθρά αιμοσφαίρια.
• Στο λιπώδη ιστό παρέχει το απαιτούμενο NADPH, για τη βιοσύνθεση
των λιπών.
• Το NADPH συμβάλλει στην ακεραιότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων
και τη διατήρηση του Fe της αιμοσφαιρίνης στη δισθενή μορφή.
73
74
Ορμονική ρύθμιση του μεταβολισμού των
υδατανθράκων 2/2
• Η ινσουλίνη, επάγει την εκ νέου σύνθεση της συνθετάσης του
γλυκογόνου καθώς και πολλών ενζύμων της γλυκόλυσης.
Εμποδίζει επίσης τη σύνθεση ενζύμων κλειδιών της
νεογλυκογένεσης. Η ινσουλίνη επηρεάζει επίσης το
μεταβολισμό των λιπιδίων, αλλά και την αποδόμηση των
πρωτεϊνών του μυϊκού συστήματος. Η γλυκαγόνη και η
κορτιζόλη, έχουν την αντίθετη δράση.
75
76
Μεταβολισμός λιπιδίων 2/2
• Σε περίπτωση κινητοποίησης και απόδοσης στη κυκλοφορία
υψηλής συγκέντρωσης λιπαρών οξέων από τις λιπαποθήκες, τα
περιφερικά όργανα και το ήπαρ δεν μπορούν να τα οξειδώσουν,
αφού η δυνατότητα β-οξείδωσης είναι περιορισμένη. Τότε
σχηματίζονται στο ήπαρ τα κετονοσώματα (ακετοξικό, 3-
υδροξυβουτυρικό. Τα οξέα αυτά μπορούν να οξειδωθούν, με
κέρδος ενέργειας, στους περιφερικούς ιστούς και τον εγκέφαλο.
• Αν και ο ανθρώπινος οργανισμός έχει μικρές ανάγκες σε λιπίδια,
οι τροφές που καταναλώνει περιέχουν το 20% - 40% των
απαραίτητων θερμίδων, από την κατανάλωση λιπιδίων.
77
78
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 1/14
79
80
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 3/14
81
82
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 5/14
83
84
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 7/14
86
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 9/14
87
88
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 11/14
89
90
Αποδόμηση λιπαρών οξέων, β–οξείδωση 13/14
91
92
Βιοσύνθεση των λιπών 1/2
Διαφορές Βιοσύνθεσης – Καταβολισμού
• Η βιοσύνθεση γίνεται στο κυτοσόλιο, ενώ ο καταβολισμός στο
μιτοχόνδριο.
• Η βιοσύνθεση καταλύεται από το σύμπλεγμα των ενζύμων
συνθετάση των λιπαρών οξέων. Αυτό δεν παρατηρείται στον
καταβολισμό.
• Το συνένζυμο (δότης e–) στη βιοσύνθεση είναι το NADPH NADP,
στον καταβολισμό (για την οξείδωση) είναι το NAD NADH και το
FAD FADH2.
• Η βιοσύνθεση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς CO2 (ως
καταλύτη), ενώ η ομάδα που βοηθά στην επιμήκυνση της αλυσίδας
είναι το μηλονυλοCoA, που παράγεται ως εξής (από το ακετυλο-CoA).
93
94
Σχέση γλυκόζης – λίπους
• Οι λιπάσες όπως και η φωσφορυλάση του γλυκογόνου, απαντούν
υπό 2 μορφές:
o Την ανενεργή (δραστηριοποιείται όταν υπάρχει έλλειψη
γλυκογόνου).
o Την ενεργή.
• Όταν διαθέτουμε
περίσσεια ενέργειας,
ενεργοποιείται η πορεία Α.
• Όταν υπάρχει έλλειψη
ενέργειας, ενεργοποιείται
η πορεία Β, ενώ η πορεία Α
παραμένει ανενεργός.
95
96
Ανωμαλίες του μεταβολισμού των λιπιδίων 2/7
97
98
Ανωμαλίες του μεταβολισμού των λιπιδίων 4/7
99
100
Ανωμαλίες του μεταβολισμού των λιπιδίων 6/7
101
102
Συνήθεις διαταραχές στα επίπεδα
προϊόντων του μεταβολισμού 1/7
• Γλυκόζη. Αυξημένα επίπεδα της παρατηρούνται σε σακχαρώδη
διαβήτη, νόσο του Cushing, οξύ stress, υπερθυρεοειδισμό,
παγκρεατίτιδα, χρόνια ηπατική νόσο, εγκεφαλικό τραύμα.
Μειωμένη εμφανίζεται σε υπερδοσολογία ινσουλίνης, νόσο
Addison, βακτηριακή σήψη, ηπατική νέκρωση, υποθυρεοειδισμό
και αποθήκευση γλυκογόνου.
• Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη. Δείχνει τη μέση συγκέντρωση
της γλυκόζης στο αίμα σε μια περίοδο 8-12 εβδομάδων.
Αυξημένες τιμές της αποδεικνύουν, τη μεγάλη διακύμανση της
γλυκόζης.
103
104
Συνήθεις διαταραχές στα επίπεδα
προϊόντων του μεταβολισμού 3/7
• Το άζωτο της ουρίας (BUN), συνήθως συσχετίζεται με την
κρεατινίνη. Ως γνωστόν, το άζωτο της ουρίας στο αίμα συνιστά το
τελικό προϊόν διάσπασης των πρωτεϊνών. Αυξημένες
συγκεντρώσεις του εμφανίζονται σε διαιτολόγιο υψηλής
πρωτεΐνης, μετά χορήγηση κορτιζονούχων φαρμάκων και μετά
από καταστάσεις stress.
Μείωση του BUN, παρατηρείται σε καθυστερημένη εγκυμοσύνη,
ασιτία και σε ασθενείς με διαιτολόγιο πτωχό σε πρωτεΐνες.
105
107
108
Συνήθεις διαταραχές στα επίπεδα
προϊόντων του μεταβολισμού 7/7
• Ουρικό οξύ . Είναι το αποτέλεσμα της διάσπασης ή της
καταστροφής των κυττάρων, κυκλοφορεί στο πλάσμα και
αποβάλλεται από τους νεφρούς. Αυξημένες τιμές του
ανευρίσκονται στην ουρική αρθρίτιδα, νεφρική νόσο, λευχαιμία,
τοξαιμία και πνευμονία.
Μείωση των τιμών του διαπιστώνεται μετά από τη χρήση
φαρμάκων όπως, στεροειδή, ασπιρίνη, αλοπουρινόλη και
πενικιλλαμίνη.
109
2
Ελεύθερες Ρίζες 3/6
Οι ελεύθερες ρίζες σχηματίζονται στον οργανισμό ακόμη και κάτω από
φυσιολογικές συνθήκες.
Πηγές παραγωγής ελευθέρων ριζών:
1. Αναπνευστική αλυσίδα.
2. Αντιδράσεις οξειδασών (ξανθίνης, λιπαρών οξέων κλπ).
3. Κυτόχρωμα P450 (βασική πηγή ROS).
4. Μεταβολισμός εικοσανοειδών (κυκλοοξυγενάση, λιποοξυγενάση,
που σχηματίζουν λιποειδικά υπεροξείδια).
5. Οξείδωση αιμοσφαιρίνης (οξυαιμοσφαιρίνη).
6. Φαγοκκυτάρωση (NADPH οξειδάση, μυελοϋπεροξειδάση), κ.α.
Κυτταρικοί μηχανισμοί
σχηματισμού ελευθέρων ριζών.
6
Βιομετατροπή- αποτοξίνωση ενώσεων του
περιβάλλοντος 1/5
• Μαζί με τη τροφή ο οργανισμός προσλαμβάνει από το περιβάλλον
και άλλες ουσίες, άλλοτε χρήσιμες, άλλοτε άχρηστες, που
χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο ξένες ουσίες, xenobiotics. Σε
αυτές περιλαμβάνονται:
o Ουσίες φυσικής προέλευσης (Ξενοβιοτικά).
o Φάρμακα.
o Συντηρητικά.
o Χρωστικές.
o Ζιζανιοκτόνα κ.α.
8
Βιομετατροπή-αποτοξίνωση ενώσεων του
περιβάλλοντος 3/5
• Οι βιομετατροπές αυτές διακρίνονται βασικά σε δύο κύριες
φάσεις.
1. Αντιδράσεις Φάσης Ι (αντιδράσεις μετατροπής):
o Αντιδράσεις οξείδωσης (υδροξυλιώσεις, σχηματισμός
εποξειδίων, σουλφοξειδίων, απαλκυλιώσεις, απαμινώσεις).
o Αντιδράσεις αναγωγής (καρβονυλικών, αζωτο-, ή
νιτροενώσεων).
o Μεθυλιώσεις.
o Αποσουλφώσεις.
10
Βιομετατροπή-αποτοξίνωση ενώσεων του
περιβάλλοντος 5/5
2. Αντιδράσεις Φάσης ΙΙ (σχηματισμός συνεζευγμένων ενώσεων):
Στη φάση αυτή τα παράγωγα μετατροπής της φάσης Ι,
συνδέονται χημικά με μόρια υψηλής πολικότητας και αρνητικό
φορτίο, όπως:
o Γλυκουρονικό.
o Θειικό (εστεροποίηση).
o Σχηματισμός αμιδίων με γλυκίνη , γλουταμίνη.
11
12
Φαρμακογενετική-Φαρμακογονιδιωματική
1/3
• Η επιστήμη της φαρμακογενετικής συνδέει τις διαφορές στη
γονιδιακή δομή (πολυμορφισμοί) με τις διαφορές στη δράση των
φαρμάκων και τις επιδράσεις των καρκινογόνων παραγόντων. Η
φαρμακογενετική αποτελεί το τρίτο σκέλος στη βάση του τριγώνου
της Φαρμακολογίας. Οι άλλες δυο πλευρές είναι η
Φαρμακοδυναμική (δράση του φαρμάκου στον οργανισμό) και η
Φαρμακοκινητική (δράση του οργανισμού στο φάρμακο).
• Επειδή στη πορεία εξέλιξης του κλάδου αυτού προέκυψε σύγχυση
με τον όρο φαρμακογονιδιωματική, καταγράφονται εν συντομία, οι
ορισμοί που δόθηκαν από τη Δ/νση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA)
των ΗΠΑ, το 2005.
13
Φαρμακογενετική-Φαρμακογονιδιωματική
2/3
• Φαρμακογενετική εξέταση είναι η μέθοδος που προορίζεται
για τη μελέτη των παραλλαγών μεταξύ των ατόμων ως προς
τις αλληλουχίες του DNA που σχετίζονται με την απορρόφηση
και τον μεταβολισμό των φαρμάκων (φαρμακοκινητική) ή με
τη φαρμακολογική δράση (φαρμακοδυναμική),
συμπεριλαμβανομένων των πολυμορφικών παραλλαγών στα
γονίδια που κωδικοποιούν μεταφορείς, μεταβολικά ένζυμα,
υποδοχείς και άλλες πρωτεΐνες.
14
Φαρμακογενετική-Φαρμακογονιδιωματική
3/3
• Φαρμακογονιδιωματική εξέταση είναι η αναλυτική μέθοδος που
προορίζεται για τη μελέτη των παραλλαγών μεταξύ ατόμων στο
ολικό γονιδίωμα ή σε υποψήφια γονίδια, σε χάρτες SNP, σε
απλοτυπικούς δείκτες, ή σε μεταβολές στη γονιδιακή έκφραση ή
αδρανοποίηση που πιθανόν να σχετίζονται με τη φαρμακολογική
λειτουργία και τη θεραπευτική ανταπόκριση.
• Η αξιοποίηση τέτοιων πληροφοριών μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη
μελλοντική κλινική φαρμακολογία και τοξικολογία, στη ταξινόμηση
ασθενών με βάση το κίνδυνο καρκινογένεσης και στο σχεδιασμό
νέων φαρμάκων.
15
16
Κυτταροστατικά φάρμακα 2/2
4. Αλκαλοειδή της Vinca (ενώνονται με τη τοβουλίνη των
μικροσωληναρίων, διακόπτοντας έτσι τη μιτωτική διαίρεση).
5. Ποδοφυλλοτοξίνες (αναστέλλουν τη τοποϊσομεράση ΙΙ, που
συμβάλει στην επανόρθωση των βλαβών του DNA).
6. Αναστολείς της τοποϊσομεράσης Ι (συμβάλλει στον
αναδιπλασιασμό του DNA).
7. Ταξάνες (δρουν στα μικροσωληνάρια, αναστέλλοντας τις
διεργασίες αναδιοργάνωσης, απαραίτητες για τη μίτωση).
8. Ορμονικά (ανδρογόνα, οιστρογόνα).
9. Διάφορα.
17
18
Βιοχημεία των ιών (Virus) 2/4
• Το νουκλεϊνικό οξύ συνιστά το λοιμογόνο παράγοντα, που
χάρη σε αυτό, ο ιός έχει την ικανότητα του όμοιου
αναδιπλασιασμού μέσα στο κύτταρο ξενιστή. Επιπλέον
περιέχει τις πληροφορίες για τις πρωτεΐνες των ιού, όπως και
για ορισμένα ένζυμα, τις αντίστοιχες πολυμεράσες, που είναι
απαραίτητες για το πολλαπλασιασμό του.
19
20
Βιοχημεία των ιών (Virus) 4/4
• Μετά από προσβολή των ιών, τα κύτταρα μπορούν να παράγουν
πρωτεΐνες που εισέρχονται σε άλλα κύτταρα και τα προφυλάσσουν
από τη λοίμωξη.
• Οι ουσίες αυτές ονομάστηκαν ιντερφερόνες
(interfere=παρεμποδίζω), που προσδένονται στη κυτταρική
μεμβράνη και εκλύουν σειρά αντιδράσεων στα αντίστοιχα κύτταρα,
όπως η φωσφορυλίωση, με συνέπεια την ανενεργοποίηση της
πρωτεϊνοσύνθεσης.
• Διακρίνονται σε ιντερφερόνες α, β, και γ.
21
Κυτοκίνες 1/2
• Το ανοσολογικό σύστημα αναγνωρίζει τη παρουσία παθογόνων,
μέσω πρωτεϊνών που εκκρίνει ο παθογόνος παράγοντας. Τα
υπεύθυνα κύτταρα για την ανοσολογική ανταπόκριση είναι ως
γνωστό τα Β-κύτταρα, Τ-κύτταρα, τα μακροφάγα, ουδετερόφιλα,
βασεόφιλα κλπ κύτταρα, με διακριτούς ρόλους και επικοινωνούν
μεταξύ τους μέσω των κυτοκινών. Διακρίνονται από τις ορμόνες
διότι δεν παράγονται από συγκεκριμένο αδένα, αλλά από τα
ανωτέρω κύτταρα.
• Είναι μόρια σήμανσης και ανήκουν χημικά στα πεπτίδια, πρωτεΐνες
και γλυκοπρωτεΐνες.
22
Κυτοκίνες 2/2
• Η παραγωγή τους σχετίζεται ακόμη με την νευρική, αιμοποιητική
και νευρονική ανάπτυξη και με τη φλεγμονή εν γένει.
• Ανάλογα με τη βιολογική τους ανταπόκριση έχουν ταξινομηθεί σε
προ- και αντι-φλεγμονώδεις κυτοκίνες.
• Οι κύριες κυτοκίνες είναι οι ιντερλευκίνες (IL, 1, 2, 4, 5, 6, 10), οι
ιντερφερόνες (IFN), η αυξητική ορμόνη (GH) και ο παράγοντας
νέκρωσης όγκου (TNFα, β).
23
24
Μεταβολικό σύνδρομο 2/17
• Οι λόγοι αύξησης των περιστατικών, αποδίδονται στη σταδιακή
εγκατάλειψη της Μεσογειακής ή Κρητικής πιο σωστά δίαιτας, αλλά
και της αλλαγής του τρόπου ζωής (life style), από τα πρώτα κιόλας
στάδια της ζωής, με θλιβερή συνέπεια τη παιδική και νεανική
παχυσαρκία, που άρχισε να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις τα
τελευταία δέκα χρόνια.
• Από μια πληθώρα μελετών μια από τις κυριότερες αιτίες των Κ.Π.
θεωρείται η παχυσαρκία και μια από τις ανεπιθύμητες συνέπειές
της το μεταβολικό σύνδρομο.
25
26
Μεταβολικό σύνδρομο 4/17
• Το Μ.Σ. αυξάνει το κίνδυνο εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη
τύπου 2 κατά 5-9 φορές, ενώ κατά 2-4 φορές το κίνδυνο
πρώιμης εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.
• Η παχυσαρκία θα μπορούσε να ορισθεί ως μια ακραία
κατάσταση αποταμίευσης λίπους, που δημιουργεί
μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές στον οργανισμό.
• Υπάρχουν σήμερα 1 δισεκατομμύριο υπέρβαρα άτομα στο
πλανήτη, ενώ οι παχύσαρκοι φτάνουν τα 300 εκατομμύρια.
27
28
Μεταβολικό σύνδρομο 6/17
• Η ινσουλινοαντοχή οδηγεί σε αύξηση της γλυκόζης στο αίμα
(υπεργλυκαιμία), αλλά και διαταραχή στο μεταβολισμό των
λιπιδίων.
• Έτσι, η αύξηση της απελευθέρωσης των ελεύθερων λιπαρών οξέων
(FFA), οδηγεί σε αύξηση τριγλυκεριδίων (TG), πτώση της
ευεργετικής υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL-C), με
παράλληλη αύξηση των βλαπτικών πολύ χαμηλής-χαμηλής
πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (VLDL-LDL) και απολιποπρωτεΐνης Β.
• Οι λοιμώξεις από χλαμύδια πνευμονίας, helicobacter pilori,
κυτταρο-έρπητο ιούς, φαίνεται ότι επάγουν την έκκριση IL-6 και
TNF-α.
29
30
Μεταβολικό σύνδρομο 8/17
31
32
Μεταβολικό σύνδρομο 10/17
• Η κατανομή του λίπους στον άνθρωπο διακρίνεται σε:
o Ανδροειδούς τύπου παχυσαρκία (κατανομή λίπους στο
τράχηλο, κοιλιά και κορμό).
o Γυναικοειδούς τύπου (κατανομή στους γλουτούς και
μηρούς).
33
34
Μεταβολικό σύνδρομο 12/17
35
36
Μεταβολικό σύνδρομο 14/17
• Σύμφωνα με την ATTICA STUDY, που διενεργήθηκε στην Αττική, το
20% των ενηλίκων πάσχει από Μ.Σ. με κατανομή:
o 25% άνδρες
o 15% γυναίκες
• Η συχνότητα εκδήλωσης του Μ.Σ. έδειξε να παρουσιάζει αυξητική
τάση με την αύξηση της ηλικίας (ποσοστό 38% σε ηλικίες >65 ετών).
• Η Ελλάδα κατέχει δυστυχώς τη 1η θέση στην Ευρώπη σε συχνότητα
παχυσαρκίας ενηλίκων και τη 2η (μετά την Ιταλία) σε συχνότητα
παιδικής παχυσαρκίας.
37
38
Μεταβολικό σύνδρομο 16/17
• Ως ένα χρήσιμο οδηγό έγκαιρης διάγνωσης του Μ.Σ. η
Διεθνής Ομοσπονδία του Διαβήτη (IDF) θέσπισε το 2005
αυστηρότερα όρια σε σχέση με προηγούμενους αλγόριθμους
(NCEP). Οι τιμές αυτές αφορούν στη κοιλιακή παχυσαρκία, το
λιπιδικό profile, την αρτηριακή πίεση και τη συγκέντρωση της
γλυκόζης .
• Τιμές μεγαλύτερες (ή μικρότερες για τη προστατευτική HDL-C)
εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο εκδήλωσης Μ.Σ.
39
40
Μέτρα πρόληψης μεταβολικού συνδρόμου 1/2
41
42