Professional Documents
Culture Documents
Untitled
Untitled
Untitled
Α.6
Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση
Α.6.1
ΓΕΝΙΚΗ
Επόπτρια:
ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΔΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΑΣΠΑΙΤΕ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ,
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Εκπονήτρια:
ΒΑΡΣΑΜΙΔΟΥ ΑΘΗΝΑ
ΕΔΙΠ Α.Π.Θ. ΣΕΠ στο Ε.Α.Π.
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού,
Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση
Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
2
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Ο υπεύθυνος Πράξης
Μάριος Ευαγγελινός
4
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Πίνακας περιεχομένων
1
Διοικώ-διοίκηση: δια+οίκω (φροντίζω τα του οίκου μου). Ήδη από την αρχαιότητα η λέξη είχε τη
γενική σημασία «κυβερνώ», «διευθύνω». Η λέξη απαντάται ήδη σε απόσπασμα του Αισχύλου 6ος-
5ος αιώνας π.Χ. (Μπαμπινιώτης, 2011). Αποδίδεται και ως η μέριμνα για την περάτωση ενός έργου
(Σαΐτης, 2005).
9
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Προγραμματισμός
Έλεγχος Οργάνωση
Διεύθυνση
Σχήμα 1
Ενέργειες της διοίκησης
2
Ο Σαΐτης (2005) δέχεται πέντε (5) κύριες λειτουργίες-καθήκοντα του διοικητικού στελέχους: α)
προγραμματισμός, β) λήψη αποφάσεων, γ) οργάνωση, δ) διεύθυνση και ε) έλεγχος, τονίζοντας πως
αυτές οι λειτουργίες του διοικητικού στελέχους, καθώς και άλλες επιμέρους, όπως η πρόβλεψη, ο
προϋπολογισμός, η στελέχωση και ο συντονισμός, αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους.
10
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Η διοικητική αυτή διαδικασία έχει σημαντική βαρύτητα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η κοινωνική και
οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας είναι συνάρτηση της ποιοτικής στάθμης του εκπαιδευτικού συστή-
ματος και υπάρχει απαίτηση για απόδοση λόγου.
3
Ήδη από το 3500 π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε η έννοια της «πόλης-κράτους», που αφορούσε
ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα διαχείρισης. Η πόλη-κράτος ήταν ουσιαστικά ένα διοικητικό-
θρησκευτικό κέντρο με πλήρη αυτονομία. Επίσης, στην Ακαδημία του Πλάτωνα στην κλασική Ελ-
λάδα εφαρμόζεται το μοντέλο της συλλογικής εκπαιδευτικής διοίκησης (Σαΐτης, 2005). Ο βασιλιάς
Κύρος, αντίστοιχα, στο περσικό κράτος (600-500 π.Χ.) με τον χωρισμό της αυτοκρατορίας σε «σα-
τραπείες», δηλαδή σε διοικητικές ημιαυτόνομες περιφέρειες, καθορίζει τον τρόπο διαχείρισης και
άσκησης εξουσίας. Η διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε «σατραπείες» ξεκίνησε από τον
Κύρο τον Μέγα και ολοκληρώθηκε επί βασιλείας του Δαρείου Α΄ που όρισε 20 σατραπείες καθορί-
ζοντας τρόπους κεντρικού ελέγχου. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, που άρχισε σιγά σιγά να μειώνε-
ται ο κεντρικός έλεγχος αυτών, οι σατραπείες άρχισαν ουσιαστικά να συμπεριφέρονται ως τελείως
ανεξάρτητες και αυτόνομες διοικητικές μονάδες. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος (325-323 π.Χ.) έφθασε
στη περιοχή και κατέλυσε την Περσική Αυτοκρατορία, όχι μόνο διατήρησε το διοικητικό σύστημα
των σατραπειών, το οποίο και συνέχισαν αργότερα και οι Επίγονοι, αλλά σε ορισμένες εξ αυτών
διατήρησε τους ίδιους σατράπες (διοικητές των μονάδων).
11
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Προγραμματισμός-
συντονισμός Λήψη αποφάσεων Οργάνωση Διεύθυνση
Σχήμα 2
Τα καθήκοντα του διοικητικού στελέχους
-Κλασική διοίκηση (Taylor, Fayol, Weber, Urwick…): Σύμφωνα με την κλασική προσέγγιση της διοί-
κησης (πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα), το ζητούμενο είναι η μέθοδος εργασίας, η οποία θα δίνει το
καλύτερο αποτέλεσμα με λιγότερη θυσία σε χρόνο, χρήμα και ανθρώπινη προσπάθεια. Αυτό μπορεί
να επιτευχθεί με βάση την αρχή του καταμερισμού της εργασίας, την ανάθεση καθηκόντων σε άτομα
που έχουν επιλεγεί με σωστές και αντικειμενικές διαδικασίες, αλλά και με τη δημιουργία κινήτρων,
έτσι ώστε να υπάρχει αυξημένη αποδοτικότητα. Το μοντέλο της κλασικής διοίκησης, σύμφωνα με το
θεμελιώδες πλέον έργο του Taylor5 (1856-1915), διέπεται από τους εξής βασικούς άξονες: α) ύπαρξη
επιστημονικών αρχών για κάθε στοιχείο της ανθρώπινης εργασίας, β) επιστημονική επιλογή ατόμων
σε θέσεις εργασίας και στη συνέχεια ενεργοποίηση μηχανισμού επιμόρφωσης για τη σωστή εφαρ-
μογή των θεωρητικών γνώσεων, γ) καταμερισμός εργασίας, δ) ισόρροπη κατανομή ευθύνης μεταξύ
αυτών που ασκούν διοίκηση και αυτών που διοικούνται. Είναι φανερό πως το μοντέλο του Taylor
δέχτηκε έντονες κριτικές, κυρίως λόγω της αποπροσωποποίησης του ατόμου, καθώς έδωσε έμφαση
στην απόλυτα ορθολογική οργάνωση της εργασίας.
O Henri Fayol (1841-1925) εστίασε τη θεωρία του στον τρόπο με τον οποίο τα διοικητικά στελέχη
εκτελούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο ενός οργανισμού. Βασίζει τη θεωρία του
σε πέντε λειτουργίες (προγραμματισμός, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμός και έλεγχος) και διατυ-
πώνει αρχές, όπως ο καταμερισμός εργασίας, η σχέση εξουσίας- ευθύνης, η πειθαρχία, το ομαδικό
πνεύμα κτλ.).
4
Τα στοιχεία για το παρόν κεφάλαιο βασίζονται στο βιβλίο «Οργάνωση & Διοίκηση της Εκπαίδευ-
σης», Σαΐτης
5
Taylor, F.W. (1911). Principles of Scientific Management-Αρχές Επιστημονικής Διοίκησης.
12
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Ισόρροπη
Επιστημονικές
κατανομή αρχές
Σωστή επιλογή
Καταμερι-
σμός
ατόμων-
Σχήμα 3
Οι βασικοί άξονες του μοντέλου Taylor
Σχήμα 4
Οι βασικές αρχές διοίκησης κατά τον H.Fayol
13
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
O M. Weber (1864-1920) στη θεωρία του προτάσσει τη θέσπιση αυστηρών κανόνων και συγκεκριμέ-
νου πλαισίου κατά την άσκηση διοίκησης. Οι κανόνες αναμφίβολα εξασφαλίζουν συνοχή και σταθε-
ρότητα, ωστόσο το συγκεκριμένο μοντέλο υπέστη κριτική, λόγω της οργανωτικής ακαμψίας και του
περιορισμού των κοινωνικών σχέσεων. Σύμφωνα με το γραφειοκρατικό μοντέλο του Weber, τα ζω-
τικά στοιχεία της διοίκησης είναι α) ο καταμερισμός εργασιών, β) η ιεραρχία της εξουσίας, γ) η ο-
μοιομορφία κατά την εκτέλεση μιας εργασίας, δ) η αμεροληψία στις κοινωνικές σχέσεις και ε) η α-
ξιολόγηση του προσωπικού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.
Διοίκηση
Ομοιομορφία
Καταμερισμός Ιεραρχία
Αμεροληψία Αξιολόγηση
εκτέλεσης
εργασιών εξουσίας εργασιών
Σχήμα 5
Δομικά στοιχεία διοίκησης κατά τον M.Weber
-Νεοκλασική διοίκηση (Mc Gregor, Mayo, Ouchi…): Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα διαμορ-
φώθηκε το μοντέλο της νεοκλασικής διοίκησης, που πλέον εστιάζει στην ανάπτυξη των ανθρωπίνων
σχέσεων στο πλαίσιο της άσκησης διοίκησης. Τόσο οι διοικούντες όσο και οι διοικούμενοι ενός ορ-
γανισμού πρέπει να βλέπουν εαυτούς ως μέλη ομάδας που έχουν κοινούς στόχους και συνεργάζο-
νται αρμονικά για την επίτευξή τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασκούντες εξουσία οφείλουν να καθοδη-
γούν τους συνεργάτες τους, βασιζόμενοι στην εμπειρία και στις ικανότητές τους, χωρίς να κάνουν
κατάχρηση της θέσης και της εξουσίας τους. Ο D. Mc Gregor (1906-1964) διατύπωσε τις θεωρίες Χ
και Υ, δίνοντας έμφαση στον τρόπο αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού για την αύξηση της πα-
ραγωγικότητας ενός οργανισμού. Η θεωρία Χ στηρίζεται στην υπόθεση πως ο άνθρωπος λόγω φύσης
είναι φυγόπονος και προτιμά να διοικείται. Αντίθετα, σύμφωνα με τη θεωρία Υ, ο άνθρωπος είναι
ικανός να συνεισφέρει και να αυξήσει την αποδοτικότητα ενός οργανισμού, αν βρεθεί στο ιδανικό
για αυτόν περιβάλλον εργασίας. Οι υποθέσεις της θεωρίας Χ προσκρούουν σε ενδείξεις ερευνών
σχετικά με τη φυσική και πνευματική ενεργητικότητα του ανθρώπου, αλλά και πορίσματα που δεί-
χνουν πως η αυταρχική διοίκηση είναι αδύνατον να προσφέρει κίνητρα και να έχει αποδοχή. Ο D. Mc
Gregor καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο θεμέλιος λίθος της επιτυχημένης και αποτελεσματικής
διοίκησης είναι η συνεργασία, ο διάλογος, ο καθορισμών κοινών και εφικτών στόχων. Ο W. Ouchi
(1981) διατύπωσε τη Θεωρία Ζ: Η θεωρία αυτή επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στις δεξιότητες του
προσωπικού, στον τρόπο λήψης αποφάσεων και στην πραγματοποίηση του καλύτερου δυνατού α-
ποτελέσματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι αποφάσεις είναι πιο αποτελεσματικές όταν είναι ομαδικές, παρά
ατομικές και υπάρχουν λιγότερα επίπεδα διοίκησης. Η κριτική που ασκήθηκε στη θεωρία αυτή εστιά-
ζει στο γεγονός πως ο οργανισμός μπορεί μεν να γίνει πιο δημοκρατικός, αλλά η δύναμη των εργα-
ζομένων μειώνεται (δεν είναι πλέον τόσο «πολύτιμοι» ή απαραίτητοι). Επιχειρώντας τη σύγκριση
μεταξύ κλασικού και νεοκλασικού μοντέλου διοίκησης, αξίζει να τονίσουμε πως στον μεν πρώτο (κλα-
σικό) η έμφαση δίνεται στον οικονομικό άνθρωπο, ενώ στο δεύτερο (νεοκλασικό), ο προσανατολι-
σμός της διοίκησης είναι κατεξοχήν ανθρωπιστικός.
14
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Κλασική Νεοκλασική
διοίκηση διοίκηση
Σχήμα 6
Διαφορές κλασικού και νεοκλασικού μοντέλου διοίκησης
- Σύγχρονη διοίκηση (Argyris, Herzberg, Getzels & Guba…): Το μοντέλο της σύγχρονης διοίκησης επι-
κρατεί μετά τη δεκαετία του 1950 και πλέον ο προσανατολισμός του δεν είναι μονομερής (μόνο ο
«οικονομικός» ή μόνο ο «κοινωνικός» άνθρωπος), αλλά στη βάση της θεωρητικής προσέγγισης τίθε-
ται ο «πολύπλοκος» άνθρωπος. Στο μοντέλο αυτό ενσωματώνονται στοιχεία από διάφορες επιστή-
μες, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η οικονομία. Βέβαια, στην ανάπτυξη του μοντέλου της σύγ-
χρονης διοίκησης αξίζει να αναφέρουμε τη συμβολή του ερευνητή A. Maslow, ο οποίος διατύπωσε
τη θεωρία των αναγκών6 (1954). Αυτοί που ασκούν διοίκηση οφείλουν να μεριμνούν για την ικανο-
ποίηση αναγκών κατώτερου επιπέδου (φυσιολογικές, ασφάλεια) των διοικούμενων, έτσι ώστε να
μπορέσουν να καταστήσουν τις ανάγκες ανώτερου επιπέδου ως παρωθητικές προς την επίτευξη των
κοινών στόχων. Στο σύγχρονο μοντέλο διοίκησης, ενδεικτικά, αναφέρουμε τη θεωρία του C. Argyris,
ο οποίος με τη διατύπωση της θεωρίας της ωριμότητας-ανωριμότητας (1957), καταλήγει στη θέση
πως η δημιουργία ευνοϊκού κλίματος μέσα σε έναν οργανισμό, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ανάπτυ-
ξης, ωρίμανσης και απόδοσης των διοικούμενων.
6
Σύμφωνα με τη θεωρία της ιεράρχησης των αναγκών του Maslow, οι ανάγκες κατηγοριοποιούνται
ως εξής σε διάταξη πυραμίδας: Ανάγκες κατώτερου επιπέδου (φυσιολογικές και ασφάλειας), ανά-
γκες ανώτερου επιπέδου (κοινωνικές, εκτίμησης, αυτοπραγμάτωσης-ολοκλήρωσης). Οι άνθρωποι
ικανοποιούν πρώτα τις ανάγκες του κατώτερου επιπέδου και προχωρούν σταδιακά στην ικανοποί-
ηση αναγκών του ανώτερου επιπέδου.
15
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Καταλήγοντας, υπογραμμίζουμε πως η σύγχρονη διοίκηση, που συνδυάζει θεωρίες και άλλων επι-
στημονικών πεδίων, ουσιαστικά αναζητά τρόπους, ώστε οι ανάγκες του οργανισμού, της διοίκησης
και των διοικούμενων να ικανοποιούνται μέσα σε ένα αρμονικό, ισορροπημένο και δημοκρατικό
πλαίσιο. Ωστόσο, αναφερόμενος στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ο Σαΐτης (2005) παρατηρεί πως
η εκπαιδευτική διοίκηση δε φαίνεται να αναζητά τη χρυσή τομή που εξυπηρετεί τις ανάγκες και των
δύο πλευρών, του σχολείου και του διδακτικού προσωπικού. Αντίθετα, η έμφαση δίνεται μονομερώς
στην ικανοποίηση των εκπαιδευτικών λειτουργιών.
Κλασική Διοίκηση
Μέγιστο κέρδος οργανισμού Ανάγκες οργανισμού-Στόχος τα κέρδη
Νεοκλασική Διοίκηση
Ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός Ανάγκες ατόμων-Υποκίνηση ατόμων
Σχήμα 7
Τα μοντέλα διοίκησης συγκριτικά
7
Στην έννοια του «ηγέτη» θα αναφερθούμε στην ενότητα που σχετίζεται με τη λειτουργία της διεύ-
θυνσης.
16
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
από τα ηγετικά στελέχη: α) διατυπώνονται προβλέψεις για τη μελλοντική συμπεριφορά των συντε-
λεστών παραγωγής του οργανισμού, β) καθορίζονται σαφείς και αντικειμενικοί στόχοι, γ) επιλέγεται
μεταξύ των προσφερόμενων εναλλακτικών λύσεων η καλύτερη δυνατή και δ) μεθοδεύονται προσε-
κτικά όλες οι ενέργειες που κρίνονται απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.
Σύμφωνα με τους Κουτούζη (1999) και Σαΐτη (2005), δύο είναι οι βασικές μορφές του προγραμματι-
σμού: Ο λειτουργικός-τακτικός προγραμματισμός (operational planning) και ο στρατηγικός (strategic
planning). Ο λειτουργικός προγραμματισμός είναι βραχυπρόθεσμος και εστιάζει στις τρέχουσες λει-
τουργίες και εξελίξεις. Αυτός ο τύπος προγραμματισμού εφαρμόζεται στο κατώτερο επίπεδο διοίκη-
σης και σχετίζεται με ενέργειες που άπτονται του άμεσου μέλλοντος του οργανισμού. Ο στρατηγικός
προγραμματισμός είναι μακροχρόνιος, εστιάζει στο σύνολο των λειτουργιών του οργανισμού και
προσδιορίζει τη θέση του οργανισμού στο περιβάλλον. Αποτελεί μια νευραλγική διαδικασία κατάρ-
τισης μακροπρόθεσμων προγραμμάτων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση του οργανισμού και
εφαρμόζεται από διοικητικά στελέχη που ανήκουν στις ανώτερες βαθμίδες της διοικητικής ιεραρ-
χίας.
Εκκινώντας από την αξιωματική θέση πως το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί ο οργανισμός
σχετίζεται άμεσα με τη διαμόρφωση των στρατηγικών στόχων, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως στο
κατεξοχήν συγκεντρωτικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα περιθώρια του στρατηγικού προγραμ-
ματισμού περιορίζονται αισθητά. Στα δημόσια σχολεία, οι στρατηγικοί στόχοι είναι αδύνατον να δια-
μορφωθούν ανεξάρτητα από τους στρατηγικούς στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος και τους
περιορισμούς που αυτό θέτει. Στη διαδικασία του στρατηγικού προγραμματισμού η αυτονομία του
δημόσιου σχολείου είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Τα ελληνικά δημόσια σχολεία δεν έχουν μεγάλες
δυνατότητες να εφαρμόσουν τη δική τους στρατηγική και δεν μπορούν να θέσουν στρατηγικούς-
μακροχρόνιους στόχους, επειδή ο σχεδιασμός σε τέτοιο επίπεδο εφαρμόζεται από τα υψηλότερα
επίπεδα διοικητικής ιεραρχίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα σχολεία καλούνται να υλοποιή-
σουν τους σκοπούς που έχουν τεθεί μέσα από μια σειρά διαχειριστικών διαδικασιών. Είναι σημα-
ντικό να τονίσουμε πως υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ στρατηγικών και λειτουργικών προγραμ-
μάτων, αφού τα τελευταία είναι ο φορέας μέσω του οποίου τα πρώτα καθορίζουν τη μελλοντική
πορεία των εκπαιδευτικών μονάδων. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως σε επίπεδο σχολικής μονά-
δας, ο λειτουργικός προγραμματισμός αποτελεί μια δραστηριότητα, η οποία εκτελείται χωρίς να υ-
πάρχουν ισχυρές δεσμεύσεις και περιορισμοί. Έτσι, οι καθημερινές και άμεσες λειτουργίες της εκ-
παιδευτικής μονάδας (προγραμματισμός εξόδων, εκπαιδευτικών επισκέψεων, υλοποίηση παιδαγω-
γικών δραστηριοτήτων) προγραμματίζονται και υλοποιούνται από τους/τις διευθυντές/-ντριες.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε γίνεται εύκολα αντιληπτό πως στον χώρο της ελληνικής εκπαί-
δευσης, η διοικητική λειτουργία του προγραμματισμού-σχεδιασμού σχετίζεται με ενέργειες που λαμ-
βάνουν χώρα σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής διοίκησης (εθνικό, περιφερειακό, σχολικό). Έτσι,
στο Υπουργείο Παιδείας χαράσσεται η εκπαιδευτική πολιτική και γίνεται κατανομή κονδυλίων και
αρμοδιοτήτων στις επιμέρους βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ στο μικροεπίπεδο της σχολικής μονάδας
ο/η διευθυντής/-ντρια και οι εκπαιδευτικοί καταρτίζουν το ωρολόγιο πρόγραμμα και γενικά προ-
γραμματίζουν κάθε ενέργεια που σχετίζεται με την οργάνωση και τη λειτουργία της σχολικής μονά-
δας (Σαΐτης, 2005).
Οργάνωση και Οργανωτικός σχεδιασμός: Είναι η σχεδίαση ή η διαμόρφωση της οργάνωσης μιας
επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Τα πιο σημαντικά στοιχεία της οργάνωσης και του οργανωτικού σχε-
διασμού είναι τα εξής:
● Η διαίρεση του έργου και η δημιουργία θέσεων εργασίας.
● Ο καθορισμός του αριθμού των θέσεων εργασίας ή εργαζομένων, τους/τις οποίους/-ες μπο-
ρεί να διοικεί ένας/μία προϊστάμενος/-η.
● Το εύρος διοίκησης (αριθμός εργαζομένων ανά προϊστάμενο) καθορίζει και τον αριθμό των
ιεραρχικών επιπέδων.
17
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
● Οι θέσεις εργασίας ή οι εργαζόμενοι που τοποθετούνται κάτω από τον/την ίδιο/α προϊστά-
μενο/-η δεν είναι ζήτημα τύχης, αλλά καθορίζονται με συγκεκριμένα κριτήρια.
● Τέλος, προκειμένου οι προϊστάμενοι να μπορούν να διοικούν τους υφισταμένους τους, πρέ-
πει ο επικεφαλής να τους παραχωρεί ένα μέρος από το νόμιμο δικαίωμά του να διοικεί ή
διαφορετικά να τους παρέχει κάποια εξουσία, ώστε να μπορούν να διοικούν για λογαριασμό
του (αντί αυτού).
Η οργάνωση μπορεί να είναι τυπική (επίσημη) ή άτυπη (ανεπίσημη). Στην τυπική οργάνωση ενσυνεί-
δητα όλα τα μέλη συνεργάζονται για την επίτευξη ενός σκοπού βάσει κανόνων λειτουργίας. Αντίθετα,
στην άτυπη οργάνωση υπάρχει το αυθόρμητο συναισθηματικό στοιχείο, ενώ οι κανόνες δεν είναι
αυστηροί και τα μέλη συνδέονται λόγω ταύτισης αντιλήψεων, κοινών στόχων ή και για την ικανοποί-
ηση του κοινωνικού αισθήματος (Σαΐτης, 2005). Μια βασική έννοια που σχετίζεται με αυτή της οργά-
νωσης είναι το οργανόγραμμα. Πρόκειται για την απλουστευμένη γραφική απεικόνιση μιας τυπικής
οργάνωσης που δείχνει όλους τους τομείς δράσης, καθώς και τις γραμμές εξάρτησης και ευθύνης
μεταξύ διαφόρων θέσεων. Η ύπαρξη οργανογράμματος είναι ουσιαστική, καθώς: α) παρέχεται κα-
λύτερη επικοινωνία και συντονισμός, β) οι διοικούμενοι γνωρίζουν ακριβώς τη θέση τους, γ) φαίνεται
ο βαθμός εξουσίας και ευθύνης και όλες τις γραμμές επικοινωνίας.
- Διεύθυνση και ηγεσία: Η έννοια της διεύθυνσης αφορά αυτόν/-ήν που βρίσκεται επικεφαλής όλων
και συνδέεται με τη λήψη της τελικής απόφασης8. Πρόκειται για την «δυσκολότερη» και ίσως πιο
νευραλγική λειτουργία της διοίκησης, καθώς εμπεριέχει την έννοια της καθοδήγησης και της παρα-
κίνησης του ανθρώπινου δυναμικού προς την επίτευξη στόχων. Κομβικά στοιχεία της διεύθυνσης ως
διοικητικής λειτουργίας είναι: α) η εκχώρηση εξουσίας, β) η παρώθηση, γ) η επικοινωνία, δ) ο συντο-
νισμός, ε) χειρισμός διαφορών (Πετρίδου, 2009).
Σχήμα 8
Στοιχεία της διεύθυνσης ως μιας από τις διοικητικές λειτουργίες
Οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί (ιδιωτικοί και δημόσιοι) έχουν πλέον κατανοήσει ότι, για να εξα-
σφαλίσουν την επιτυχία τους, δεν αρκεί να διαθέτουν στελέχη, τα οποία είναι μόνο ικανοί μάνατζερ,
αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται να είναι και ηγέτες. Ηγέτης είναι το άτομο εκείνο το οποίο κάνοντας
συγκεκριμένες ενέργειες καταφέρνει να κάνει τα άλλα άτομα να τον “ακολουθούν εθελοντικά και
πρόθυμα”. Ηγέτης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στην ομάδα του. Είναι εκείνος/-η ο/η
8
Για τη διαδικασία λήψης απόφασης θα αναφερθούμε σε ενότητα που έπεται.
18
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
προϊστάμενος/-η που, ανεξάρτητα από την οργάνωση και το ιεραρχικό επίπεδο που βρίσκεται, κατα-
φέρνει να πετυχαίνει εξαιρετικά αποτελέσματα με τη βοήθεια ικανοποιημένων συνεργατών. Εκτός
αυτού βέβαια ο καλός ηγέτης στον χώρο του καθοδηγεί, παίρνει πρωτοβουλίες, ανοίγει ορίζοντες
και βελτιώνει συνεχώς τα πράγματα. Η έννοια του ηγέτη μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή, αν
σκεφτεί κανείς τις διαφορές μεταξύ ενός προϊσταμένου και ενός ηγέτη: Αυτό που διαφοροποιεί έναν
ηγέτη από ένα διευθυντικό στέλεχος εντοπίζεται στον τρόπο αξιοποίησης του ανθρώπινου παράγο-
ντα και στα ποσοτικά και ποιοτικά μεγέθη του αποτελέσματος (Σαΐτης, 2005). Οι δεξιότητες ενός η-
γέτη9 συνοψίζονται στα εξής στοιχεία: α) ικανότητα του συνεργάζεσθαι, β) επαγγελματική ικανότητα
και γ) αντιληπτική ικανότητα.
-Συντονισμός: Είναι η λειτουργία της διοίκησης που συνδέεται άμεσα με τη διεύθυνση. Ο σωστός
συντονισμός (προσωπικού, εργασιών, επίτευξης στόχων, αξιολόγησης αποτελεσμάτων, καταγραφής
στοιχείων) απορρέει από τη διεύθυνση ενός οργανισμού, καθώς «συντονίζω» σημαίνει κατευθύνω
δραστηριότητες που προέρχονται από διαφορετικά άτομα ή φορείς προς έναν κοινό στόχο. Στο
σχήμα που ακολουθεί, αποτυπώνονται τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον συντονισμό ενεργειών
στο πλαίσιο ενός οργανισμού.
Σχήμα 9
Συντονισμός και διεύθυνση: δύο διοικητικές λειτουργίες αλληλένδετες
- Έλεγχος: Είναι το σύνολο των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων που εξασφαλίζουν την παρακολού-
θηση και αξιολόγηση των λειτουργιών και συμπεριφορών όλων των συντελεστών της επιχείρησης ή
του οργανισμού, ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότητά τους. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό,
ο έλεγχος ασκείται τόσο πάνω στις λειτουργίες και τις συμπεριφορές που παρατηρούνται στο πλαίσιο
της επιχείρησης ή του οργανισμού, όσο και πάνω στα αποτελέσματά τους, τα οποία προσδιορίζονται
κατά τη λειτουργία του προγραμματισμού. Σκοπός της λειτουργίας του ελέγχου είναι να: α) διαπι-
στώσει εάν υπήρξε απόκλιση από τον αρχικό προγραμματισμό, β) υπάρξει μέριμνα, έτσι ώστε να
διορθωθούν οι αποκλίσεις, γ) ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μη σημειωθούν αποκλίσεις στο
μέλλον. Η διαδικασία του ελέγχου περιλαμβάνει 4 (τέσσερα) στάδια: α) καθορισμός προτύπων από-
δοσης, β) μέτρηση της απόδοσης, γ) σύγκριση της απόδοσης με τα πρότυπα, δ) διόρθωση αποκλί-
σεων.
-
9
Πολλές έρευνες έχουν καταδείξει πλήθος δεξιοτήτων των ηγετικών στελεχών, όπως τεχνικές, αν-
θρώπινες, νοητικές δεξιότητες, φιλοπονία, ακεραιότητα (Σαΐτης, 2005˙ Πετρίδου 2008).
19
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Καθορισμός Μέτρηση
προτύπων της
απόδοσης απόδοσης
Σύγκριση
Διόρθωση
της απόδοσης
αποκλίσεων
με πρότυπα
Σχήμα 10
Τα στάδια του ελέγχου
Πρόκειται, μαζί με τη λειτουργία της διεύθυνσης, για «δύσκολη» και απαιτητική διοικητική λειτουρ-
γία, καθώς συνδέεται με την έννοια της αξιολόγησης (συχνά εκλαμβάνεται ως μορφή τιμωρίας ή κα-
ταπίεσης). Είναι θεμελιώδες να πεισθεί το ανθρώπινο δυναμικό για την αναγκαιότητα ελέγχου-αξιο-
λόγησης με μοναδικό στόχο τη βελτίωση. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται προς την κατεύθυνση
αυτή παρουσιάζουν ενδιαφέρον και είναι πάντα επίκαιρες:
● Συμμετοχή των εργαζομένων στον καθορισμό των κριτηρίων ή προτύπων απόδοσης,
● Σωστή και έγκαιρη ενημέρωση των εργαζομένων για τους “φορείς”10 ελέγχου,
● Η από κοινού (διοικούντων & διοικούμενων) εκτίμηση της κατάστασης και διόρθωση λαθών.
Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των διοικούμενων προς την κατεύθυνση
αυτή.
Στο σχήμα που ακολουθεί αποτυπώνονται διαγραμματικά ο βασικές λειτουργίες της διοίκησης.
10
Φορέας καλείται αυτός/-ή που ασκεί έλεγχο και αξιολόγηση.
20
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Προγραμματισμός
1
Η πρωταρχική λειτουργία (στόχοι-πρόβλεψη)
Οργάνωση
2
Διαίρεση του έργου-επιμερισμός εργασιών
Διεύθυνση
3
Η δυσκολότερη λειτουργία-Ανθρώπινος παράγοντας-Λήψη απόφα-
Συντονισμός
4.
Συνδέεται με τη διεύθυνση-ομαδικό πνεύμα-κοινός στό-
Έλεγχος
5.
Αποτίμηση-Αξιολόγηση επίτευξης στόχων-συνδέεται με τη διεύθυνση
Σχήμα 11
Οι βασικές λειτουργίες της διοίκησης
Εισροές
Επεξεργασία
Σύστημα
Εκροές
Ανατροφοδότηση
Όρια
Σχήμα 12
Τα βασικά στοιχεία του συστήματος (Σαΐτης, 2005˙ Πετρίδου, 2008)
Ένα σύστημα μπορεί να είναι ανοικτό ή κλειστό. Το ανοικτό σύστημα βρίσκεται σε άμεση επαφή με
το περιβάλλον11 του και διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου των εισροών και των εκροών. Αντίθετα, κλει-
στό χαρακτηρίζεται εκείνο το σύστημα που δε βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του.
Το σχολείο προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ανοικτού συστήματος, επειδή υπάρχει και λειτουργεί
μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και από το οποίο επηρεάζεται άμεσα.
Σχήμα 13
Το σχολείο ως ανοικτό σύστημα (Σαΐτης, 2005˙ Πετρίδου, 2008)
11
Με τον όρο “περιβάλλον” εννοούμε το σύνολο εκείνο των στοιχείων και των σχέσεων που δρουν
πάνω στο σύστημα, χωρίς ωστόσο να ανήκουν σε αυτό.
22
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση και συντελούν στην αλλαγή της σχολικής
κουλτούρας
Η διαμόρφωση ενός ευνοϊκού κλίματος σε μια σχολική μονάδα εξαρτάται κυρίως από τον/τη διευ-
θυντή/-ντρια, ο/η οποίος/-α επιδιώκει τη συνεργασία και την επικοινωνία με τα υπόλοιπα εμπλεκό-
μενα μέλη, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της σχολικής μονάδας της οποίας ηγείται. Ο/Η
διευθυντής/-ντρια εξάλλου είναι και ο βασικός εκφραστής-φορέας της κουλτούρας και της δυναμι-
κής του σχολικού οργανισμού. Έτσι, σε ένα σχολείο, όπου επικρατεί θετικό και φιλικό κλίμα, οι εκ-
παιδευτικοί χαρακτηρίζονται από την ανοικτή επικοινωνία που έχουν μεταξύ τους, τη συλλογική,
κοινή προσπάθεια για την πρόοδο των μαθητών/-τριών τους και την υπακοή σε κοινούς κανόνες συ-
μπεριφοράς. Επικρατεί πνεύμα συνεργασίας και συναδελφικότητας τόσο μεταξύ των εκπαιδευτικών
όσο και ανάμεσα στους/στις εκπαιδευτικούς και τον/τη διευθυντή/-ντρια, υπάρχει συμμετοχή όλων
στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τα προβλήματα που προκύπτουν επιλύονται με δημοκρατικό
τρόπο, ο προγραμματισμός είναι προϊόν συνεργασίας.
23
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν αποτελεσματικά στη δημιουργία ενός θετικού κλίμα-
τος σε μια σχολική μονάδα είναι οι εξής: η επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκομένων στη σχολική μο-
νάδα, η συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών, η οργάνωση και η διοίκηση του σχολείου και τέλος
οι μαθητές/-τριες (Πασιαρδή, 2001).
δεξιότητες που ήδη κατέχει. Ο Σαΐτης (2005) καταλήγει πως η βασική διαφορά μεταξύ «προϊσταμέ-
νου» και «ηγέτη» έγκειται στον τρόπο αξιοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα και στα ποσοτικά,
αλλά κυρίως στα ποιοτικά μεγέθη του αποτελέσματος.
Βέβαια, σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα εκπαίδευσης, όπως είναι το δικό μας, το πλαίσιο μέσα στο
οποίο ο/η διευθυντής/-ντρια καλείται να επιτελέσει το έργο του/της είναι αυστηρά οριοθετημένο.
Πρόκειται για μια θέση με ελάχιστα περιθώρια αυτονομίας και ευελιξίας, καθώς και ελάχιστα περι-
θώρια στη λήψη αποφάσεων. Καθώς, σύμφωνα με την Πετρίδου (2008), η ποιότητα στην εκπαίδευση
εξαρτάται κυρίως από το management (τον προγραμματισμό, τη λήψη αποφάσεων, τον έλεγχο), το
ερώτημα που ανακύπτει είναι απολύτως εύλογο: Σε ποιον βαθμό ο/η διευθυντής/-ντρια της εκά-
στοτε σχολικής μονάδας μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας υψηλών προσδοκιών και επιβλέπων/-
ουσα της ποιότητας της διδασκαλίας του απασχολούμενου εκπαιδευτικού προσωπικού, όταν περιο-
ρίζεται σε ένα νομικό πλαίσιο που τον/τη θέλει περισσότερο εκτελεστικό όργανο της σχολικής διοί-
κησης, παρά διευθυντή/-ντρια-ηγέτη; Ο διευθυντής/-ντρια Α΄θμιας και Β΄θμιας Εκπαίδευσης στη
χώρα μας δεν μπορεί να λειτουργήσει απόλυτα ως ηγέτης και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να ασκή-
σει συγκεκριμένη πολιτική προώθησης και εγγύησης της ποιότητας του έργου των εκπαιδευτικών. Σε
εκπαιδευτικά συστήματα χωρών του εξωτερικού (π.χ. Μ. Βρετανία, Γαλλία), ο/η διευθυντής/-ντρια
έχει την απόλυτη ελευθερία να αποφασίζει πώς θα λειτουργεί το σχολείο του/της, αντίθετα στη χώρα
μας ένα τέτοιο μοντέλο αυτονομίας φαντάζει ουτοπία. Τα αίτια μπορούν να σχετίζονται ακόμα και
με την επιλογή των διευθυντικών στελεχών: Όταν δίνεται αρκετά μεγάλη έμφαση στην αρχαιότητα,
όταν απουσιάζει και στην περίπτωση αυτή η περιγραφή και η προδιαγραφή θέσης (job description-
job specification), όταν δεν αποτιμώνται ανάλογα με τις απαιτήσεις του διοικητικού έργου τα τυπικά
προσόντα, όταν τα διευθυντικά στελέχη στερούνται ειδικής κατάρτισης σε θέματα σύγχρονου
management (Σαΐτης & Γουρναρόπουλος, 2001), όταν η εκχώρηση αρμοδιοτήτων περιορίζεται αυ-
στηρά σε επίπεδο σχολικής μονάδας, τότε εμφανώς διαπιστώνουμε πως η στελέχωση των διευθυ-
ντικών θέσεων του εκπαιδευτικού μας συστήματος δε στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα, σε όρους
γνώσεων και ικανοτήτων, αλλά μάλλον σε άλλου είδους επιλογές και προφανώς η παραγωγικότητα
δεν μπορεί να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η ποιότητα στην εκπαίδευση δεν μπο-
ρεί να εξασφαλιστεί υπό τους όρους που αναφέραμε.
Από την ανάλυση που επιχειρήσαμε προκύπτει πως η θέση του/της διευθυντή/-ντριας της σχολικής
μονάδας είναι ζωτική, αφού από αυτόν/-ή εξαρτάται η επιτυχία των στόχων του σχολείου, επιτυχία
η οποία πρωτίστως συνδέεται με την έννοια της «ποιότητας» στην εκπαίδευση. Με βάση αυτή τη
διαπίστωση, προτείνουμε τη θέσπιση ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου, το οποίο να προβλέπει
αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια εκλογής διευθυντικών στελεχών (κάτι που επιχειρήθηκε κατά τις τε-
λευταίες κρίσεις, αλλά και πάλι διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις), να παρέχει ισχυρά κίνητρα για την
προσέλκυση ικανών εκπαιδευτικών και το κυριότερο όλων, να ευνοεί τη μεταφορά σημαντικών αρ-
μοδιοτήτων από τα ανώτερα επίπεδα διοίκησης στη σχολική μονάδα. Μόνο έτσι θα μπορέσει ο/η
διευθυντής/-ντρια του ελληνικού σχολείου να απαγκιστρωθεί από πάγιες λιμνάζουσες πρακτικές του
παρελθόντος και να πάψει να αντιμετωπίζεται ως ένας παραμελημένος και απαξιωμένος θεσμός.
Βιβλιογραφία
Ανδρεαδάκης, Ν. (2004). Αποτελεσματικός εκπαιδευτικός [πανεπιστημιακές σημειώσεις]. Πανεπι-
στήμιο Αιγαίου, ΤΕΠΑΕΣ, Ακαδημαϊκό έτος 2003-2004. Ρόδος.
Ανδρεαδάκης, Ν. (2006). Αποτελεσματικό σχολείο [πανεπιστημιακές σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο
Κρήτης, Π.Τ.Δ.Ε., Ακαδημαϊκό έτος 2006-2007. Ρέθυμνο.
Ανδρεαδάκης, Ν., Βάμβουκας, Μ. (2005). Οδηγός για την εκπόνηση και τη σύνταξη ερευνητικής ερ-
γασίας: σεμιναριακής, διπλωματικής, πτυχιακή. Αθήνα: Ατραπός.
26
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Αustin, G.(1981). Exemplary Schools and their Identification, unpublished manuscript, Center for Re-
search and Development, University of Maryland.
Βαρσαμίδου, Α., Ρες, Γ. (2007). Αποτελεσματικά σχολεία: Μύθος και πραγματικότητα.
Παιδαγωγικό Βήμα Αιγαίου, τ. 63, σ.σ. 117-122.
Brookover, W., Lawrence, L. (1979). Changes in School Characteristics Coincident with Changes in
Student Achievement, Occasional Paper No 17 (Michigan, The Institute for Research on
Teaching, Michigan).
Δούκας, Χ. (1997). Εκπαιδευτική Πολιτική και Εξουσία, 1982-1994, Αθήνα, Γρηγόρης.
Fullan, M. & Hargreaves, A. (1993) «Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών» (μετάφρ. Π. Χατζηπαντελή) Α-
θήνα: Πατάκη.
Καραγιώργης, Α. Γ. (1981) Εκπαιδευτική Διοίκηση. Οριοθέτηση βασικών εννοιών. Νέα Παιδεία,
16, σ.σ. 21-26.
Καρατζιά- Σταυλιώτη, E., Λαμπρόπουλος, Χ. (2006). Αξιολόγηση, Αποτελεσματικότητα και Ποιότητα
στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg.
Κάτσικας, Χ. & Καββαδίας, Γ. (2002). Το «εγχειρίδιο» του καλού εκπαιδευτικού: Ο δάσκαλος που α-
γάπησα και άλλες «ιστορίες» του μαυροπίνακα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Knowles, M. (1975). Self-directed learning: A guide for learners and teachers. Chicago: Follett Pub-
lishing Company, σ.σ. 78-83.
Κουτούζης, Μ. (1999). Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων-Εκπαιδευτική Διοίκηση και πολιτική. ΕΑΠ
Levine, D. & Lezotte, L. (1990). Unusually Effective schools: A review and Analysis of Research and
Practice. Madison: NCESRD Publications.
McBeath, J. (2001). Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο. (Χ. Δούκας & Ζ. Πολυμεροπούλου, Μετάφρ.).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαραθεύτης, Μ. (1981). Ο διευθυντής του σχολείου και ο ρόλος του. Νέα Παιδεία, 16, σ.46.
Mαυρογιώργος, Γ. (1993). Εκπαιδευτικοί και αξιολόγηση. Αθήνα: Σύγχρονη Εκπαίδευση. Μπαμπι-
νιώτης, Γ. (2011). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής. Κέντρο Λεξικολογίας.
OECD (1989). The condition of teaching: General report, Restricted Draft, Paris. In Fullan, M. & Har-
greaves, A. (Eds), Teacher Development and Educational Change. London: Falmer Press, 72-
74.
Παπακωνσταντίνου, Π. (2002). Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο: Κριτική ανάλυση,
υλικό στήριξη. Αθήνα: Έκφραση.
Πασιαρδής, Π. (1996). Η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών, Αθήνα: Γρηγόρης. Πασιαρδή, Γ.
(2001) Το Σχολικό Κλίμα – Θεωρητική Ανάλυση και Εμπειρική Διερεύνηση των Βασικών
Παραμέτρων του, Αθήνα, Τυπωθήτω
Πασιαρδής, Π. & Πασιαρδή, Γ. (1993) Το αποτελεσματικό σχολείο και ο αποτελεσματικός εκπαιδευ-
τικός, Θεσσαλονίκη, Art of Text.
Πασιαρδής, Π. & Πασιαρδή, Γ. (2000). Αποτελεσματικά σχολεία: Πραγματικότητα ή ουτοπία;,
Αθήνα: Τυπωθήτω.
Πασιαρδής, Π. (2004). Εκπαιδευτική Ηγεσία, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Purkey, S. & Smith, M. S. (1983). Effective schools: A review. The Elementary School Journal, 83
(4), 427- 452.
27
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Πετρίδου, Ε. (2008). Η αξιολόγηση στο πλαίσιο της συστημικής προσέγγισης. [πανεπιστημιακές ση-
μειώσεις]. Ε.Α.Π. Ακαδημαϊκό έτος 2007-2008. Θεσσαλονίκη.
Sammons, P., Hillman, J., Mortimore, P. (1995). Key characteristics of effective schools: A review of
school effectiveness. London: Office of Standards in Education.
Σαΐτης, Χ. (2005). Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης, Αθήνα: εκδ. ιδίου.
Σαΐτης, Χ., Γουρναρόπουλος, Γ. (2001). Η αναγκαιότητα προγραμματισμού για τη δημιουργία διοι-
κητικών στελεχών στην εκπαίδευση. Νέα Παιδεία, τ. 99, σ.σ 75-90.
Saunders, L. (1997). Value-added principles, Practice, and ethical considerations, in Harris, A., Ben-
nett, N., Preedy, M. (επιμ.) Organization Effectiveness and Improvement in Education. UK:
Open University.
Scheerens, J., Bosker, R. (1997). The foundations of Educational Effectiveness. Oxford: Pergamon.
Stall, L. & Mortimore, P. (1997). School effectiveness and school improvement in: Perspectives on
School Effectiveness and School Improvement, edited by J. White and M. Barber, London,
pp 9- 24.
Stoll, L., Fink, D. (1994). Views from the field: Linking school effectiveness and school improvement,
in School Effectiveness and School Improvement, v.5 p.p.149-177.
Walberg, H. (1991). Synthesis of research on teaching. In M.C. Wittrock (ed.), Handbook of research
on teaching: third edition (pp 214- 229), New York, Macmillan.
Weber, G. (1971). Inner City can be taught to read: Four successful schools, Occasional Paper no 18,
Washington, DC, Council for Public Education.
Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι δυσκολότερες λειτουργίες της εκπαίδευσης και γιατί;
28
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σκοπός της εσωτερικής αξιολόγησης είναι η συνεχής βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου εκ-
παιδευτικού έργου σε επίπεδο σχολικής μονάδας και κατ’ επέκταση στο σύνολο του εκπαιδευτικού
συστήματος. Η αξιολόγηση είναι μια διαρκής και δυναμική διαδικασία, στην οποία εμπλέκεται το
σύνολο της σχολικής κοινότητας για τον εντοπισμό των θετικών σημείων, των αδυναμιών, των περι-
θωρίων βελτίωσης και των αναγκών που συνδέονται με το έργο που παρέχει η σχολική μονάδα. H
12
Σύμφωνα με αυτό το σύστημα διοίκησης, η λειτουργία όλων των κρατικών υπηρεσιών εξασφαλί-
ζεται από την κεντρική κρατική εξουσία. Αντίθετα, το αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης εξασφαλί-
ζει την αποσυμφόρηση των κεντρικών υπηρεσιών, με ανάθεση της διεξαγωγής ορισμένων αρμοδιο-
τήτων σε περιφερειακά κρατικά όργανα (Σαΐτης, 2005).
13
Στην ΥΑ 108906/ΓΔ1/2021 (ΦΕΚ 4189/Β/10-09-2021) “Συλλογικός προγραμματισμός-εσωτερική
και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο” αποφασί-
στηκε η εσωτερική αξιολόγηση - αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, βάσει συγκεκριμένων
δεικτών ποιότητας. Σκοπός της εσωτερικής αξιολόγησης είναι η συνεχής βελτίωση της ποιότητας
του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου σε επίπεδο σχολικής μονάδας και κατ' επέκταση στο σύ-
νολο του εκπαιδευτικού συστήματος.
30
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
διαδικασία αυτή αποτελεί τη βάση για τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου, καθώς και για
τον σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων που θα συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας των
τριών βασικών λειτουργιών της σχολικής μονάδας:
● της παιδαγωγικής και μαθησιακής λειτουργίας,
● της διοικητικής λειτουργίας,
● της λειτουργίας της ως επαγγελματικής κοινότητας μάθησης, που προωθεί την επαγγελμα-
τική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.
Βασικός φορέας της διαδικασίας του προγραμματισμού και της εσωτερικής αξιολόγησης είναι η ίδια
η σχολική μονάδα, που έχει πλέον λόγο για ό,τι την αφορά (ανάδειξη της συμβολής της αυτοαξιολό-
γησης και των μελών των σχολικών μονάδων, διευθυντών/-ντριών & εκπαιδευτικών). Στο σχήμα 1
που ακολουθεί αποτυπώνεται η κυκλική πορεία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας.
Σχήμα 1
Η κυκλική διαδικασία της αυτοαξιολόγησης, σύμφωνα με το ΦΕΚ 4189/Β/10-09-2021)
“Συλλογικός προγραμματισμός-εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως
προς το εκπαιδευτικό τους έργο”
γνώρισμα της σχολικής μονάδας ως ανοιχτού συστήματος. Τα πρόσωπα στη σχολική μονάδα ανα-
λαμβάνουν διακριτούς ρόλους για να προωθήσουν την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Στη διαδι-
κασία αυτή, ο/η διευθυντής/-ντρια ασκεί ηγετικό ρόλο, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελε-
σματικότητα του οργανισμού του οποίου προΐσταται (Πασιαρδής, 2004˙ Σαΐτης, 2005). Πολλοί μελε-
τητές (Sammons, 1992˙ Stoll & Fink, 1994˙ Scheerens & Bosker, 1997˙ Saunders, 1997) έχουν προτείνει
μοντέλα με βάση τα οποία εξετάζεται και αξιολογείται η αποτελεσματικότητα ενός εκπαιδευτικού
οργανισμού, αναζητώντας αξιόπιστους δείκτες ποιότητας. Τα τελευταία χρόνια, τα προτεινόμενα μο-
ντέλα συνδυάστηκαν και προέκυψε το “συνδυαστικό” μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η αποτελεσμα-
τικότητα και η ποιότητα ενός οργανισμού εξαρτώνται από πολλά κριτήρια (σε σχέση με τα αποτελέ-
σματα, τις δομές και τις διαδικασίες). Οι θεμελιώδεις πλέον έρευνες της δεκαετίας του 1980 γύρω
από το αποτελεσματικό σχολείο συγκλίνουν σε ένα κοινό σημείο: Η αποτελεσματικότητα μιας εκπαι-
δευτικής μονάδας είναι συνδυασμός ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και ισότητας ευκαι-
ριών για όλους/-ες τους/τις μαθητές/-τριες (Lezotte, ό.π. αναφ. στο Πασιαρδής & Πασιαρδή, 2000).
Πιο συγκεκριμένα, έρευνες αυτής της περιόδου προτείνουν διαφορετικό αριθμό μεταβλητών σχετικά
με τη σχολική αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, ο Austin (1981) πρότεινε 29 μεταβλητές, οι
Brookover & Lawrence (1979) πρότειναν 10 μεταβλητές αποτελεσματικότητας, ο Weber (1971) πρό-
τεινε 8 κτλ. Ο κατάλογος αποτελεσματικότητας των Purkey & Smith (1983) παρουσίασε την πιο συ-
στηματική προσέγγιση της σχετικής βιβλιογραφίας: Περιλαμβάνει 13 μεταβλητές αποτελεσματικό-
τητας, οι οποίες χωρίζονται σε οργανωτικές/διαρθρωτικές μεταβλητές (οργάνωση και λειτουργία του
σχολείου) και σε μεταβλητές διαδικασιών (διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στη
σχολική μονάδα) (Ανδρεαδάκης, 2006). Επιπρόσθετα, έχουν διαπιστωθεί από άλλες έρευνες και άλ-
λοι παράγοντες που επιδρούν, ώστε ένα σχολείο να χαρακτηρίζεται ως αποτελεσματικό ή όχι, όπως
το συναίσθημα ασφάλειας, δικαιοσύνης, υπευθυνότητας, η ύπαρξη σκοπού, συνοχής και οράματος
(Πασιαρδής & Πασιαρδή, 2000).
Η γνώση, βέβαια, και η συστηματική μελέτη όλων αυτών των μεταβλητών που παρουσιάστηκαν σε
διεθνείς έρευνες δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα μιας σχολικής μονάδας, ε-
πειδή τα σχολεία διαφέρουν μεταξύ τους σε πολλά σημεία (σύσταση μαθητικού δυναμικού, διαφο-
ρετικές ανάγκες, διαφορετικές αξίες της ευρύτερης κοινωνίας μέσα στην οποία εντάσσεται το σχο-
λείο, γεωγραφική θέση…). Επομένως, αυτά τα ευρήματα αποκτούν βαρύτητα και σπουδαιότητα όταν
συνδεθούν μεταξύ τους με βάση τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν τη διακριτή λειτουργία της
κάθε σχολικής μονάδας. Στο δικό μας συγκεντρωτικό σύστημα, η κεντρική διοίκηση πρέπει να δίνει
έμφαση σε διοικητικές δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται με την επιμόρφωση των ηγετικών στε-
λεχών, την τεχνική διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων14, την ποιότητα εκπαίδευσης, με-
τεκπαίδευσης και διαρκούς επιμόρφωσης του διδακτικού προσωπικού, τη σταθερότητα του προσω-
πικού των σχολείων, την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους/-ες τους/τις μαθητές/-τριες, τη βελτίωση
των συνθηκών λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων, τον εξοπλισμό και τη διαθέσιμη υλικοτε-
χνική υποδομή (Σαΐτης, 2005).
Στην εποχή της γνώσης και της πληροφορίας, των ραγδαίων εξελίξεων και της αλματώδους τεχνολο-
γικής ανάπτυξης προβάλλει επιτακτική η απαίτηση για αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα, για λο-
γοδοσία των εκπαιδευτικών μονάδων και για ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έννοιες όπως,
“διασφάλιση της ποιότητας” (quality assurance),
“λογοδότηση” ή “απόδοση λόγου” (accountability), “δείκτες επίδοσης” (performance indicators),
“προδιαγραφές στόχων” (standards), που πριν μερικά χρόνια αφορούσαν αποκλειστικά τον χώρο της
οικονομίας, έχουν πλέον υπεισέλθει στο λεξιλόγιο της σύγχρονης εκπαίδευσης. Είναι αλήθεια, πως
κατά τη δεκαετία του 1990, το κίνημα της αποτελεσματικότητας γνώρισε ύφεση και οι νεότερες έ-
14
http://iep.edu.gr/el/nea-programmata-spoudon-arxiki-selida (Αξίζει να αναφερθεί η ολοκλήρωση
του έργου που αφορούσε τη συγγραφή των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών-Οκτώβριος 2021.)
32
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
ρευνες στράφηκαν στην προσέγγιση και την ανάλυση του όρου “ποιότητα” στην εκπαίδευση. Η έν-
νοια της ποιότητας είναι δύσκολο να οριστεί, λόγω της ύπαρξης διαφορετικών απόψεων αναφορικά
με τους σκοπούς, τους στόχους, τις πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες της εκπαίδευσης (Δούκας,
1997).
Μέσα στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικών αναγκών που περιγράφηκαν δημιουργήθηκε η Διοίκηση
Ολικής Ποιότητας (Total Quality Management). Εμπνευστής της παραπάνω θεωρίας θεωρείται ο W.
Edwards Deming.
Οι αρχές της ΔΟΠ εφαρμόστηκαν τόσο στη βιομηχανία και στις επιχειρήσεις, όσο και στην εκπαί-
δευση κυρίως τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τις αρχές αυτής της θεωρίας, όλοι οι οργανισμοί
μπορούν να εμπλακούν σε ένα πρόγραμμα επαναξιολόγησης μεθόδων εργασίας και οι αλλαγές που
θα προκύψουν να βοηθήσουν τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος ή της υπηρε-
σίας. Βέβαια, για να επιτευχθεί βελτίωση της ποιότητας απαιτείται κατάρτιση και εφαρμογή συγκε-
κριμένου προγράμματος από τη διοίκηση (Σαΐτης, 2005). Βασικό στοιχείο της παραπάνω θεωρίας
είναι η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ενός ορ-
γανισμού, άρα και μιας σχολικής μονάδας. Το σχολείο, στο σύνολό του, αντιμετωπίζεται ως “σύ-
στημα”, αποτελούμενο από πλήθος στοιχείων που βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης, τα οποία
αλληλοεπηρεάζονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Δίνε-
ται, λοιπόν, ιδιαίτερη έμφαση στις ομαδικές εργασίες και στη συλλογικότητα για την εξασφάλιση της
ποιότητας (Πασιαρδής, 2004).
Η ανάγκη για ποιότητα στην παρεχόμενη εκπαίδευση είναι πρόδηλη. Η φιλοσοφία της ΔΟΠ στηρίζε-
ται στην αρχή της ουσιαστικής συμμετοχής στη διοίκηση και στην αξιολόγηση όλων των εμπλεκομέ-
νων, κάτι το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Βέβαια, η έννοια
της ποιότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της αξιολόγησης. Με την εφαρμογή ενός
αξιόπιστου συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης, σύμφωνα με το οποίο οι εκπαιδευτικές μονάδες
θα παρακολουθούνται σε βάθος χρόνου και θα κρίνονται βάσει συγκεκριμένων δεικτών ποιότητας
και χωρίς συγκρίσεις και αρνητικά πρόσημα, θα προτείνονται τρόποι βελτίωσης των σχολείων που
έχουν αδυναμίες και -γιατί όχι;- θα επιβραβεύονται οι σχολικές μονάδες που λειτουργούν αποτελε-
σματικά, μέσα σε ένα ανατροφοδοτικό και συνεργατικό πλαίσιο. Θα ήταν, ίσως, μια αφορμή για να
ισχύσει και στην ελληνική εκπαίδευση η αρχή “της συνεισφοράς και της ανταμοιβής”, δηλαδή η πα-
ροχή κινήτρων υλικών και ηθικών. Βέβαια, κατά την αξιολόγηση σε επίπεδο σχολικής μονάδας, κρί-
νεται αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες που σίγουρα επηρεάζουν σε μεγάλο
βαθμό το εκπαιδευτικό έργο, όπως η γεωγραφική θέση του σχολείου, η κοινωνική και οικονομική
αφετηρία των μαθητών/-τριών, η υλικοτεχνική υποδομή του εκπαιδευτηρίου, η σχολική κουλτούρα,
οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των σχολείων (Βαρσαμίδου & Ρες, 2007).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το σχολείο είναι ένα κοινωνικό σύστημα αποτελούμενο από ένα σύνολο
λειτουργικών στοιχείων, καθένα από τα οποία επιτελεί το δικό του επιμέρους έργο και ταυτόχρονα
όλα μαζί συνεργάζονται και αλληλοεπηρεάζονται για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Είναι
κοινή παραδοχή πως η βιωσιμότητα μιας οργάνωσης, άρα και του σχολείου, εξαρτάται από την απο-
τελεσματικότητά της. Σήμερα, η έρευνα για τη σχολική αποτελεσματικότητα δεν οριοθετείται στο
ερώτημα αν το σχολείο μπορεί να επηρεάζει τη σχολική επιτυχία, μια και αποδέχεται εκ των προτέ-
ρων ότι μπορεί. Τώρα, το πρόβλημα εντοπίζεται στις στρατηγικές που απαιτούνται, ώστε τα μη απο-
τελεσματικά σχολεία να αναβαθμιστούν και τα αποτελεσματικά όχι μόνο να παραμείνουν, αλλά να
βελτιωθούν περισσότερο, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν κατατάξεις, υποβαθμίσεις, συγχωνεύσεις και
αρνητικές συνέπειες. Στη σημερινή εποχή, όπου το σχολείο συνδέεται άρρηκτα με την αγορά εργα-
σίας και κατ΄ επέκταση την οικονομία, οι έννοιες της συνεχούς βελτίωσης και αποτελεσματικότητας
δικαίως βρίσκονται στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων (Λισαβόνα, 2000˙ Βρυξέλλες, 2001˙ Πα-
ρίσι, 2003, ό.π. αναφ. στο Καρατζιά- Σταυλιώτη, 2006) και πρέπει να αναδεικνύονται.
Βέβαια, στην επικρατούσα τεχνοκρατική αντίληψη για την εκπαίδευση, της εφαρμογής συστημάτων
ελέγχου και μέτρησης της απόδοσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, υπάρχει και ισχυρός αντίλογος,
33
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
που πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη: Δεν είναι δυνατόν να αποτιμώνται και να αξιολογούνται
με βάση τις αρχές και τους στόχους του “σχολείου της αγοράς” οι νοητικές λειτουργίες των υποκει-
μένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας (διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, πνευματική και επιστημο-
νική συγκρότηση, ικανότητα επικοινωνίας, η συμπεριφορά, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία, η
ενσυναίσθηση, οι διαπροσωπικές σχέσεις…), καθώς και στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Το
“καλό” και αποτελεσματικό σχολείο δεν είναι αποκλειστικά αυτό των δεξιοτήτων και της αγοράς,
αλλά πρωτίστως αυτό της ολόπλευρης μάθησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης (Μαυρογιώργος,
1993˙ Κάτσικας & Καββαδίας, 2002˙ Κωνσταντίνου, 2017).
Σχήμα 2
Οι λειτουργίες, οι άξονες και οι δείκτες ποιότητας σύμφωνα με το ΦΕΚ 4189/Β/10-09-2021)
“Συλλογικός προγραμματισμός-εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως
προς το εκπαιδευτικό τους έργο”
34
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
15
Στο σημείο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος “δάσκαλος”, χωρίς σεξιστικό υπαινιγμό ή διαφυλικό στε-
ρεότυπο, μόνο για λόγους συντομίας και απλοποίησης.
16
Στο πνεύμα αυτό κινείται η υιοθέτηση του φακέλου υλικού (portfolio) ως βασικού αξιολογικού
εργαλείου.
35
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Είναι αλήθεια πως ανέκαθεν, αλλά στις μέρες μας πιο έντονα, το περιεχόμενο της κατάρτισης των
εκπαιδευτικών αποτελεί επίκεντρο του προβληματισμού και των σχετικών αναζητήσεων, γιατί από
την ποιότητα της κατάρτισής τους εξαρτάται καθοριστικά η επιτυχία στην οργάνωση και διεκπεραί-
ωση της παιδαγωγικής πράξης (Παπακωνσταντίνου, 2002). Σύμφωνα με τους Fullan & Hargreaves
(1993), η επαγγελματική ανάπτυξη περιλαμβάνει την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων σε καινού-
ρια θέματα, τη συμπλήρωση γνώσεων που έχουν αποκτηθεί από παλιά, την προώθηση της διδακτι-
κής ικανότητας, την ανάπτυξη της ικανότητας συνεργασίας και τη βαθύτερη συνειδητοποίηση του
επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. Επομένως, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη επιστημονικής κατάρ-
τισης των εκπαιδευτικών και υπέρβασης του παραδοσιακού εμπειρισμού.
Ο Παπακωνσταντίνου (2002) πολύ χαρακτηριστικά και αιρετικά επισημαίνει πως, παρόλο που ανα-
γνωρίζεται η προηγούμενη παραδοχή, πως δηλαδή προβάλλει επιτακτική η ανάγκη επιστημονικής
κατάρτισης των εκπαιδευτικών και υπέρβασης του παραδοσιακού εμπειρισμού κατά την άσκηση των
διδακτικών καθηκόντων τους, εντούτοις αυτό δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζεται θεωρητικά η δυ-
νατότητα ύπαρξης μιας εξαίρετης παιδαγωγικής εφαρμογής ή ενός εμπνευσμένου παιδαγωγικού χει-
ρισμού. Οι προσωπικές δεξιότητες, οι κατάλληλοι χειρισμοί, οι επιτυχημένες επιλογές με “εντυπω-
σιακά” αποτελέσματα δεν αποκλείονται, με την έννοια ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθεί και στο επί-
πεδο της εκπαιδευτικής πράξης αυτό που ο Όμηρος περιέγραψε με τον όρο μήτις. Η παιδαγωγική
μήτις, ως έννοια που μπορεί να στηρίξει ψυχοπαιδαγωγικές όψεις της εκπαιδευτικής πράξης, βρίσκει
εφαρμογή σε φευγαλέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται εξελικτικά, είναι δομικά χαλαρές και
αμφίβολες, καθώς δεν προσφέρονται ούτε σε ακριβή μέτρηση, ούτε σε σίγουρο υπολογισμό, ούτε
σε αυστηρή λογική. Και ίσως μέσα σε ένα σύστημα δασκαλοκεντρικό, που ευνοεί μόνο την αναπα-
ραγωγή της έτοιμης γνώσης, είτε αυτή προέρχεται από τον δάσκαλο, είτε από το σχολικό εγχειρίδιο,
με τον/τη μαθητή/-τρια σε ρόλο παθητικού ακροατή/-τριας και την αξιολόγηση του διαδικασία κα-
νονιστική και αποδεικτική, μια παρόμοια πρακτική να μη θεωρείται άξια λόγου και να κρίνεται δεδο-
μένη. Όμως, η σύγχρονη πραγματικότητα της γνώσης και της πληροφορίας απαιτεί από τον/την εκ-
παιδευτικό άρτια κατάρτιση, προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει και να εκτιμά τις «δυνάμει» ικανό-
τητες του παιδιού και να το βοηθά να τις αναπτύξει. Η εκπαίδευση δεν περιορίζεται στην ανάπτυξη
και καλλιέργεια των παθητικών νοητικών ικανοτήτων των μαθητών/-τριών, αλλά γίνεται διαδικασία
ενεργητικής μάθησης, όπου ο/η εκπαιδευτικός λειτουργεί ως εμψυχωτής, ως βασικός συντελεστής,
δημιουργώντας ευκαιρίες μάθησης. Αναδεικνύεται, με τον τρόπο αυτό, ο ρόλος του δασκάλου ως
εξαιρετικής σημασίας στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι, αφού καλείται να απαγκιστρωθεί από χρόνιες τα-
κτικές και πρότυπα του παρελθόντος και να διδάξει με νέα βιβλία, τεχνικές, μεθοδολογία (διερευνη-
τική, βιωματική, διαφοροποιημένη προσέγγιση), να αξιολογήσει χρησιμοποιώντας και εναλλακτικές
μορφές αξιολόγησης (portfolio, εννοιολογικούς χάρτες, ανεστραμμένη τάξη κτλ.), να αξιοποιήσει νέα
προγράμματα σπουδών, να απομυθοποιήσει δεδομένες καταστάσεις, τελικά να εμπλέξει τους/τις
μαθητές/-τριες στην πορεία προς τη μάθηση με γνώμονα πάντα τον σεβασμό στην προσωπικότητά
τους. Δυστυχώς, όμως, η επιμόρφωσή του/της συχνά εναπόκειται στον/στην ίδιο/-α, κάτι που από
πολλούς κρίνεται ως θέμα ήσσονος σημασίας.
Είναι δεδομένο πως ένας/μια άρτια καταρτισμένος/-η και σωστά επιμορφωμένος/-η εκπαιδευτικός
αποτελεί, αν όχι την κύρια, τουλάχιστον τη βασική προϋπόθεση, αλλά και εγγύηση για μια ουσια-
στική αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Η αναζήτηση της ποιότητας στην εκπαίδευση αναζητείται πρω-
τίστως στον/στην ίδιο/-α τον/την εκπαιδευτικό, στη μόρφωσή του/της και στη συνεχή κατάρτισή
του/της. Καταλήγουμε, στη συνέχεια, σε κάποιες προτάσεις-σκέψεις αναφορικά με την «εξασφά-
λιση» της ποιότητας του/της εκπαιδευτικού στη χώρα μας:
α) Αποτιμάται ως θετική η αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, κυρίως των λεγόμενων «κα-
θηγητικών» σχολών, αλλά και των Παιδαγωγικών Τμημάτων (περαιτέρω εμπλουτισμός με αντικεί-
μενα όπως αξιολόγηση, διοίκηση, οικονομία της εκπαίδευσης, φιλοσοφία της παιδείας, επικοινωνία,
ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, περιβαλλοντική εκπαίδευση, εκπαίδευση εκπαιδευτικών με
χρήση νέων τεχνολογιών και e- learning, αναλυτικά προγράμματα και σχολικά εγχειρίδια κτλ…) που
επιχειρείται τα τελευταία χρόνια.
36
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
β) Το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας17 που θα επικυρώνει στο τέλος των σπουδών την εκ-
παιδευτική κατάρτιση (διδακτική-παιδαγωγική-γνωστική) των μελλοντικών εκπαιδευτικών, είναι
κάτι πολύ σημαντικό, έχει ήδη εφαρμογή σε πολλές σχολές και σίγουρα πρέπει να αναδειχθεί περισ-
σότερο και να διευρυνθεί.
γ) Με την κατοχή:
● μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή διδακτορικού διπλώματος στις επιστήμες της αγωγής,
● πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν.3027/2002 (Α’152)2,
● πτυχίου Παιδαγωγικών Τμημάτων Α.Ε.Ι. (Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαί-
δευσης, Τμημάτων Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, Τμημάτων Φιλοσοφίας
– Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας, Τμημάτων Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής και Παιδαγωγικού
Τμήματος Ειδικής Αγωγής), καθώς και με την κατοχή πτυχίου της Ανώτατης Σχολής Παιδαγω-
γικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ)”.
δ) Επιπρόσθετα, ο περιορισμός της επιμόρφωσης μόνο κατά τα ακαδημαϊκά χρόνια (βασική μόρ-
φωση εκπαιδευτικών κατά αντικείμενο στη Β΄θμια Εκπαίδευση), δεν αποτελεί, σε καμιά περίπτωση,
εγγύηση της ποιότητας. Στη σύγχρονη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία, όπου κατακτημένες γνώ-
σεις και δεξιότητες δεν μπορούν ποτέ να θεωρούνται δεδομένες και αρκετές, ο/η εκπαιδευτικός δεν
είναι δυνατόν να μένει θεατής έχοντας ως μοναδικό εφόδιο τη βασική πανεπιστημιακή μόρφωση ή
έστω μια υποτυπώδη επιμόρφωση που έλαβε χώρα μόνο στην αρχή της καριέρας του/της. Κρίνεται
αναγκαίο να τεθεί σε ισχύ μηχανισμός διαρκούς κατάρτισης-επιμόρφωσης που θα αρχίζει κατά τη
φοίτηση στο Πανεπιστήμιο και θα συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του/της πορείας.
Πρέπει να δοθεί μέριμνα στην εισαγωγική επιμόρφωση (σε αυτό διαδραματίζει εξέχων ρόλο το πα-
ρόν έργο) και να γίνει σύνδεση του θεσμού της επιμόρφωσης με τα ΑΕΙ.
ε) Η διαδικασία στελέχωσης των εκπαιδευτικών μονάδων στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα προβλημα-
τική, κάτι που αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας. Δε συνοδεύεται από την περιγραφή θέσης (job
description) και από την προδιαγραφή θέσης (job specification), στοιχεία τα οποία διευκολύνουν την
επιλογή του καταλληλότερου ατόμου. Η ίδια απουσία παρατηρείται και κατά την επιλογή των στελε-
χών της εκπαίδευσης (Σαΐτης, 2005), γεγονός που καταδεικνύει την αδυναμία του συστήματος στε-
λέχωσης να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες για ποιότητα στην εκπαίδευση18.
17
Πιστοποίηση Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας (Νόμος 4610/2019 - ΦΕΚ 70/Α/7-5-2019).
Η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια πιστοποιείται βάσει των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του άρ-
θρου 54 και, μεταβατικά, βάσει των παρ. 2 και 3 του άρθρου 66 του ανωτέρω νόμου. Ειδικότερα:
Α.1. Στην παρ. 4 του άρθρου 54, ορίζεται: “4. Η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια πιστοποιείται:
α) Με βεβαίωση που χορηγείται από Τμήμα Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) ή από ομά-
δες συνεργαζόμενων Τμημάτων του ίδιου ή περισσότερων Α.Ε.Ι. σε αποφοίτους, ύστερα από παρα-
κολούθηση ομάδας μαθημάτων που προσφέρονται στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος σπουδών ή
στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών πρώτου κύκλου ή και συνδυαστικά. Με απόφαση της Συ-
νέλευσης του Τμήματος, η οποία εγκρίνεται από τη Σύγκλητο του οικείου Α.Ε.Ι., καθορίζεται η ο-
μάδα μαθημάτων του προηγούμενου εδαφίου και καταρτίζεται τυχόν ειδικό πρόγραμμα σπουδών,
το οποίο παρακολουθούν φοιτητές και απόφοιτοι Τμήματος του ίδιου ή άλλου Α.Ε.Ι. που έχουν τα
ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού στην Πρωτοβάθμια ή Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις. Με όμοια απόφαση καθορίζεται ο αριθμός των αποφοίτων, καθώς και των
φοιτητών άλλων Τμημάτων, που παρακολουθούν τα μαθήματα αυτά κατ’ έτος, αλλά και η χορή-
γηση βεβαίωσης σε παλαιούς αποφοίτους του Τμήματος χωρίς παρακολούθηση επιπλέον μαθημά-
των, εφόσον το πρόγραμμα σπουδών που ολοκλήρωσαν καλύπτει με επάρκεια το περιεχόμενο των
ως άνω μαθημάτων. Τα μαθήματα προσφέρονται δωρεάν.
18
Αξίζει να αναφέρουμε πως στον πρόσφατο Νόμο 4823/21 καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό τόσο η
περιγραφή όσο και η προδιαγραφή της θέσης.
37
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
στ) Η ύπαρξη αξιολογικού μηχανισμού, η λειτουργία του οποίου διέπεται από αυστηρά κριτήρια,
αποτελεί τη μόνη εγγύηση αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας στην εκπαίδευση. Αξιολόγηση, η
οποία θα αφορά όλους τους συντελεστές της εκπαιδευτικής διεργασίας (σχολικές μονάδες, αναλυ-
τικά προγράμματα, βιβλία, υποδομές και βέβαια στον/στην ίδιο/α τον/την εκπαιδευτικό, αλλά και
στη διοικητική ιεραρχία). Ενώ στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως υπάρχει έντονη κινητικότητα και
προβληματισμός σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων γενικά, στη χώρα μας
η αξιολόγηση παραμένει ως “αγκάθι” και το πρόβλημα, ενώ υπάρχει, αποσιωπάται ή κάποτε ανασύ-
ρεται και χρησιμοποιείται τεχνηέντως αποπροσανατολιστικά και χωρίς πειστικά επιχειρήματα προς
την εκπαιδευτική κοινότητα. Μάλιστα, ενώ η πλειοψηφία του εκπαιδευτικού κόσμου τάσσεται υπέρ
της αναγκαιότητας της αξιολόγησης, κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια προσκρούει σε αντιδράσεις
που περιβάλλονται μανδύα πολιτικό ή/και κομματικό και αναπτύσσονται σε κλίμα σύγκρουσης19.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που η παιδεία αποτελεί τον πιο σημαντικό ίσως παράγοντα για την οικονο-
μική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη μιας χώρας, καθίσταται ολοφάνερη η αναγκαιότητα της
καθολικής αξιολόγησης στον χώρο της εκπαίδευσης με στόχο την ουσιαστική εξασφάλιση της ποιό-
τητας (Κωνσταντίνου, 2017).
-Η αντιληπτική ικανότητα: Η δεξιότητα αυτή εντοπίζεται σε στοιχεία τα οποία δεν μπορούν ίσως να
μετρηθούν αμιγώς αριθμητικά. Η αντιληπτική ικανότητα σχετίζεται με τους λεπτούς χειρισμούς διοι-
κητικών θεμάτων (π.χ. συγκρούσεων που μπορεί να προκύψουν) που απαιτούν παρατηρητικότητα,
διαύγεια πνεύματος, διοικητική φαντασία, διορατικότητα, ικανότητα πρόληψης και πρόβλεψης, μα-
εστρία. Στο σχήμα 1 που ακολουθεί αποτυπώνονται οι τρεις βασικές δεξιότητες του/της ικανού/-ής
διευθυντή/-ντριας.
19
Είναι βασικό η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών να θεωρηθεί πρωτίστως ως διαδικασία
αναστοχαστική. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ο μηχανισμός της αξιολόγησης σε περιβάλλον καχυπο-
ψίας και έλλειψης εμπιστοσύνης. Χρειάζεται γόνιμος διάλογος, με επιχειρήματα που θα εισακου-
στούν, συναίνεση και να αντιμετωπιστεί ως συλλογική διαδικασία.
38
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Ικανότητα "συνεργάζε-
Επαγγελματική ικανότητα
Αντιληπτική ικανότητα
Σχήμα 3
Οι δεξιότητες του ικανού/-ής διευθυντή/-ντριας (Σαΐτης, 2005)
Συνοψίζοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα (Σαΐτης, 2005), ο/η
διευθυντής/-ντρια θεωρείται αποτελεσματικός/-ή όταν: κατανέμει σωστά το έργο του σχολείου, πα-
ρακινεί και δίνει κίνητρα στο προσωπικό, αλλά και στο μαθητικό δυναμικό. Λειτουργεί υποστηρι-
κτικά, έχει ανοικτή επικοινωνία, χειρίζεται σωστά τις διαφορές που προκύπτουν και ενεργεί ως πα-
ράγοντας διοικητικής ανάπτυξης.
Αυταρχική ηγεσία
Συμμετοχική ηγεσία
Εξουσιοδοτική ηγεσία
Σχήμα 4
Τα στιλ ηγεσίας (Σαΐτης, 2005)
20
https://www.minedu.gov.gr/publications/docs2018/EPAL_N_1566_1985.pdf
21
https://www.e-nomothesia.gr/kat-ekpaideuse/protobathmia-ekpaideuse/proedriko-diatagma-79-
2017- fek-109a-1-8-2017.html
40
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σεπτεμβρίου), β) στο τέλος κάθε τετραμήνου, γ) μετά τη λήξη της διδασκαλίας των μαθημά-
των (15-21 Ιουνίου).
2. Πέραν αυτών των τακτικών συνεδριάσεων ο Σύλλογος Διδασκόντων συνεδριάζει εκτάκτως
ύστερα από πρόσκληση του/της διευθυντή/-ντριας ή του/της προϊσταμένου/-ης του σχο-
λείου ή ύστερα από γραπτή αίτηση προς τον/τη διευθυντή/-ντρια ή τον/την προϊστάμενο/-η
του σχολείου τουλάχιστον από το ένα τρίτο (1/3) των μελών του Συλλόγου Διδασκόντων.
3. Η συμμετοχή του διδακτικού προσωπικού στις συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων εί-
ναι υποχρεωτική και η απουσία μέλους πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς.
4. Οι συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων πραγματοποιούνται εντός εργασιακού και εκτός
διδακτικού ωραρίου.
5. Θέματα που ρυθμίζονται από την υφιστάμενη εκπαιδευτική νομοθεσία ή είναι αντίθετα από
τους νόμους και τις κείμενες διατάξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα συζήτησης
κατά τις συνεδριάσεις.
6. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και τον χρόνο πραγματοποίησης της συνεδρίασης ορίζει
ο/η πρόεδρος ή τα μέλη του Συλλόγου Διδασκόντων που ζήτησαν τη σύγκληση του οργάνου
σε έκτακτη συνεδρίαση. Εισήγηση επί των θεμάτων κάνει ο/η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊ-
στάμενος/-η του σχολείου ή άλλος/-η εκπαιδευτικός ο οποίος ορίζεται από τον/τη διευθυ-
ντή/-ντρια ή τον/την προϊστάμενο/-η του σχολείου ή από τον Σύλλογο Διδασκόντων.
7. Οι αποφάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρό-
ντων και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη με την οποία τάσσεται ο/η πρόεδρος.
Όταν οι προτάσεις είναι περισσότερες και καμιά δε συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία,
η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ανάμεσα στις δύο επικρατέστερες. Το μέλος που απέχει από
την ψηφοφορία ή δίνει λευκή ψήφο θεωρείται απόν. Η ψηφοφορία είναι φανερή. Μυστική
ψηφοφορία διεξάγεται όταν προβλέπεται από σχετική ειδική διάταξη ή αποφασίζει ο Σύλλο-
γος Διδασκόντων κατά πλειοψηφία.
Στον πρόσφατο Ν.4823/ΦΕΚ 136/03-08-202122 και συγκεκριμένα στα άρθρα 100-101-102 οριοθετού-
νται ορισμένα από τα καθήκοντα του Συλλόγου Διδασκόντων:
Άρθρο 100
Ανάθεση διδασκαλίας από τον/τη διευθυντή/-ντρια ή τον/την προϊστάμενο/-η της σχολικής μονάδας
1. Στην αρχή του διδακτικού έτους και το αργότερο εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την
έναρξή του, οι εκπαιδευτικοί υποβάλλουν στον/στη διευθυντή/-ντρια ή τον/την προϊστά-
μενο/-η της σχολικής μονάδας τις προτιμήσεις τους ως προς τις αναθέσεις διδασκαλίας των
μαθημάτων στις τάξεις και στα τμήματα.
2. Ο Σύλλογος Διδασκόντων, ύστερα από εισήγηση του/της διευθυντή/-ντριας ή του/της προϊ-
στάμενου/-ης της σχολικής μονάδας, αποφασίζει την ανάθεση στο διδακτικό προσωπικό της
διδασκαλίας των μαθημάτων στις τάξεις και στα τμήματα. Στην περίπτωση μη λήψης της α-
πόφασης του πρώτου εδαφίου από τον Σύλλογο Διδασκόντων, κατά την πρώτη συνεδρίασή
του στην αρχή του διδακτικού έτους, την απόφαση λαμβάνει ο/η διευθυντής/-ντρια ή ο/η
προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας, χωρίς να δεσμεύεται από τις δηλώσεις προτίμησης
των εκπαιδευτικών.
3. Ο/Η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας δύναται να αναθέτει
σε εκπαιδευτικό που έχει τοποθετηθεί στη σχολική μονάδα υπερωριακή διδασκαλία, υπο-
χρεωτική ή προαιρετική, έως πέντε (5) ώρες την εβδομάδα, για την κάλυψη διδακτικών ανα-
γκών. Η ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται
22
https://www.e-nomothesia.gr/kat-ekpaideuse/nomos-4823-2021-phek-136a-3-8-2021.html
41
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
μόνο εφόσον, οι εκπαιδευτικοί της ίδιας ειδικότητας που υπηρετούν στη συγκεκριμένη σχο-
λική μονάδα καλύπτουν πλήρως το υποχρεωτικό τους διδακτικό ωράριο και δεν υπάρχουν
πλεονάσματα ωρών της ίδια ειδικότητας σε σχολικές μονάδες της ίδιας ή όμορης ομάδας
σχολείων.
Άρθρο 101
Ανάθεση εξωδιδακτικών εργασιών από τον/τη διευθυντή/-ντρια ή τον/την προϊστάμενο/-η της σχο-
λικής μονάδας
(Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 13 του ν. 1566/1985)
1. Ο/Η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας αναθέτει στο διδακτικό
προσωπικό την εκτέλεση εξωδιδακτικών εργασιών, εκτός του διδακτικού και εντός του εργα-
σιακού ωραρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 13 του ν. 1566/1985 (Α’
167).
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 13 του ν. 1566/1985 τροποποιείται και η παρ. 8
διαμορφώνεται ως εξής: “Παρ.8. Οι εκπαιδευτικοί των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευ-
τεροβάθμιας Εκπαίδευσης παραμένουν υποχρεωτικά στο σχολείο τους τις εργάσιμες ημέρες,
πέρα από τις ώρες διδασκαλίας, όχι όμως πέρα από έξι (6) ώρες την ημέρα ή τριάντα
3. ώρες την εβδομάδα και με την επιφύλαξη της παρ. 2 του Κεφαλαίου ΣΤ’ του άρθρου 11, για
την προσφορά και άλλων υπηρεσιών που ανατίθενται από τον/τη διευθυντή/-ντρια ή ή
τον/την προϊστάμενο/-η της σχολικής μονάδας και συνδέονται με το γενικότερο εκπαιδευτικό
έργο, όπως
● η προετοιμασία του εποπτικού εκπαιδευτικού υλικού και των εργαστηριακών ασκήσεων,
● η διόρθωση εργασιών και διαγωνισμάτων, η καταχώριση - ενημέρωση της αξιολόγη-
σης των μαθητών,
● η συμμετοχή στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση εορταστικών, αθλητικών και
πολιτιστικών εκδηλώσεων,
●
● ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου,
● η συνεργασία με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο ίδιο τμήμα ή διδάσκουν τα ίδια
γνωστικά αντικείμενα,
● οι παιδαγωγικές συναντήσεις για την κατάρτιση ομαδικών ή εξατομικευμένων προ-
γραμμάτων υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητικών ομάδων ή μαθητών,
● η επίβλεψη σχολικών γευμάτων, η ενημέρωση των γονέων και κηδεμόνων,
● η τήρηση βιβλίων του σχολείου και
● η εκτέλεση διοικητικών εργασιών. Με την επιφύλαξη της περ. α’ της παρ. 2 του άρ-
θρου 53 του ν. 2721/1999 (Α’ 112), από τις πρόσθετες αυτές υπηρεσίες απαλλάσσεται ο
γονέας παιδιού μέχρι δύο ετών”.
Άρθρο 102
Ορισμός υπεύθυνων τμημάτων και μαθητικών κοινοτήτων
42
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
1. Στην αρχή του διδακτικού έτους, με απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων, μετά από εισή-
γηση του/της διευθυντή/-ντριας ή του/της προϊσταμένου/-ης της σχολικής μονάδας, ορίζο-
νται ένας/μία (1) εκπαιδευτικός ως υπεύθυνος/-ης για κάθε τμήμα, καθώς και οι εκπαιδευ-
τικοί που αναλαμβάνουν τα καθήκοντα συμβούλων των αντίστοιχων μαθητικών κοινοτήτων
της σχολικής μονάδας. Στα ιδιωτικά σχολεία και στα ξένα σχολεία του ν. 4862/1931 (Α’ 2) η
απόφαση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται από τον διευθυντή ή τον προϊστάμενο της
σχολικής μονάδας.
2. Στην περίπτωση μη λήψης της απόφασης της παρ. 1 από τον Σύλλογο Διδασκόντων, κατά την
πρώτη συνεδρίασή του στην αρχή του διδακτικού έτους, την απόφαση λαμβάνει ο/η διευθυ-
ντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας.
23
https://myschool.sch.gr/help/manual_mySchool_sxoleia.pdf
24
https://www.e-nomothesia.gr/kat-aytokinita/nomos-4850-2021-phek-208a-5-11-2021.html
43
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
έτος 2021-2022): Αποκλειστικά για τις μεταθέσεις του σχολικού έτους 2021-2022, οι αιτήσεις μετά-
θεσης των εκπαιδευτικών υποβάλλονται το αργότερο έως και τις 30/11/2021 και οι αιτήσεις μετάθε-
σης των μελών Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ)
υποβάλλονται το αργότερο έως και τις 28/2/2022.
25
Πηγές από όπου αντλήθηκαν οι πληροφορίες: https://www.edweek.gr/ , www.alfavita.gr,
www.esos.gr
44
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
με το άρθρο 14 του ΠΔ 100/97. Σημειώνεται ότι οι υπεράριθμοι εκπαιδευτικοί προηγούνται στις το-
ποθετήσεις έναντι όλων των υπολοίπων και των ειδικών κατηγοριών μετάθεσης της παρ. 13 περ. α΄
και γ΄ του ΠΔ50/96 που έπονται.
παρ. 8 του άρθρου 14 του ΠΔ 50/1996. Ως εκ τούτου, υπεράριθμος εκπαιδευτικός που τοπο-
θετείται με τη διαδικασία άρσης υπεραριθμίας σε οργανικό κενό σχολικής μονάδας, μπορεί,
εάν επιθυμεί, αμέσως μετά, εφόσον έχει υποβάλει αίτηση για βελτίωση θέσης, να διεκδική-
σει νέα τοποθέτηση με βελτίωση θέσης, συνεξεταζόμενος με όλους όσους ζητούν βελτίωση
θέσης ή τοποθέτησης λόγω μετάθεσης.
Μετά την εξέταση των αιτήσεων και των δηλώσεων, τα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια ανα-
κοινώνουν τις θέσεις που εξακολουθούν να παραμένουν κενές (παρ. 10 άρθρο 15 ΠΔ 100/97). Οι
εκπαιδευτικοί που υπέβαλαν δήλωση για τοποθέτηση, εφόσον δεν κατέστη δυνατόν να τοποθετη-
θούν σε σχολείο της προτίμησής τους, μπορούν, αν το επιθυμούν, να υποβάλουν συμπληρωματική
δήλωση για τοποθέτηση στις υπόλοιπες αυτές θέσεις μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ανακοίνωσή
τους. Η τοποθέτηση αυτών γίνεται ύστερα από σύγκριση μεταξύ τους (παρ. 10 άρθρο 15 του ΠΔ
100/97). Οι εκπαιδευτικοί που δεν τοποθετήθηκαν σε σχολεία της προτίμησής τους τοποθετούνται
προς το συμφέρον της υπηρεσίας στις υπόλοιπες κενές θέσεις. Σε περίπτωση που οι εκπαιδευτικοί
αυτοί/-ές είναι περισσότεροι/-ες από τις οργανικές θέσεις, παραμένουν ως υπεράριθμοι στη διάθεση
των ΠΥΣΔΕ και τοποθετούνται προσωρινά ή διατίθενται για τη συμπλήρωση ωραρίου σε σχολεία της
συγκεκριμένης περιοχής.
Για τους/τις εκπαιδευτικούς Α/θμιας Εκπαίδευσης (διασταλτική εφαρμογή και στη Β/θμια Εκπαί-
δευση) σε περίπτωση που οι εκπαιδευτικοί δεν υποβάλλουν αίτηση προτίμησης για συγκεκριμένα
σχολεία, κατατάσσονται σε σειρά με βάση τις λιγότερες μονάδες μετάθεσης. Τα σχολεία στα οποία
υπάρχουν κενά κατατάσσονται σε σειρά με βάση τις περισσότερες μονάδες συνθηκών διαβίωσης.
47
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Κατόπιν αυτού τοποθετούνται, υποχρεωτικά, οι έχοντες τις λιγότερες μονάδες μετάθεσης στα σχο-
λεία με τις περισσότερες μονάδες συνθηκών διαβίωσης (παρ. 12 άρθρο 15 ΠΔ 100/97).
Οι αμοιβαίες μεταθέσεις γίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που ορίζεται στο
άρθρο 10 του ΠΔ 100/97. Οι αποφάσεις των συμβουλίων για μετάθεση ή τοποθέτηση αναρτώνται με
τους σχετικούς πίνακες στην ιστοσελίδα της οικείας ΔΔΕ και αποστέλλονται ηλεκτρονικά στα σχολεία
αρμοδιότητας των συμβουλίων. Τυχόν λάθη ή παραλείψεις στις αποφάσεις των συμβουλίων που
αφορούν μεταθέσεις ή τοποθετήσεις εκπαιδευτικών επανεξετάζονται από τα ίδια συμβούλια, ύ-
στερα από αίτηση των ενδιαφερομένων. Η αίτηση αυτή που αναφέρεται στη διόρθωση συγκεκριμέ-
νων λαθών ή παραλείψεων δεν αποτελεί ένσταση και υποβάλλεται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την
ανακοίνωση της σχετικής απόφασης. Τα οικεία ΠΥΣΔΕ εξετάζουν τις αιτήσεις αυτές μέσα στις επόμε-
νες πέντε (5) ημέρες και οριστικοποιούν τις αποφάσεις τους (παρ. 15 άρθρο 15 ΠΔ 100/97). Διευκρι-
νίζεται και πάλι ότι στην αίτηση θα δηλώνονται με σειρά προτιμήσεως -και μέχρι 20 σχολικές μονά-
δες- μόνο σχολεία της περιοχής στην οποία ανήκει ο/η εκπαιδευτικός, αλλά μπορεί να δηλώσει έως
και το σύνολο των σχολείων της περιοχής τους και μόνο, διότι κατά τη διαδικασία βελτίωσης θέσης
ασφαλώς θα προκύψουν οργανικά κενά σε άλλα σχολεία πέρα των καθορισμένων.
26
http://www.pi-schools.gr/special_education_new/ftp/nomoi/Ekp_Themata/P.D.%2050%20-1996-
%20FEK.%2045%20-A-%208-3-1996.pdf
48
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
5. Η εντοπιότητα
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 9 του ΠΔ 50/96 “Μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβά-
νουν οι εκπαιδευτικοί της Β/θμιας Εκπαίδευσης, όταν ζητούν μετάθεση από μία περιοχή σε
άλλη περιοχή, εφόσον είναι δημότες Δήμου ή Κοινότητας της περιοχής από διετίας τουλάχι-
στον μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μετάθεσης. Οι μονάδες μετάθεσης για ε-
ντοπιότητα υπολογίζονται και όταν οι εκπαιδευτικοί ζητούν μετάθεση ή τοποθέτηση μέσα
στην ίδια περιοχή, εφόσον είναι δημότες/-ισσες του Δήμου ή της Κοινότητας όπου λειτουρ-
γούν τα σχολεία στα οποία επιθυμούν να μετατεθούν ή να τοποθετηθούν. (…) Η εντοπιότητα
αποδεικνύεται από βεβαίωση του οικείου προέδρου Κοινότητας ή δημάρχου από την οποία
να προκύπτει ότι /η ο εκπαιδευτικός είναι δημότης/-ισσα του Δήμου ή της Κοινότητας από
διετίας”.
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρ. 30 του Ν.3848/2010 (ΦΕΚ 71/19-5-2010 τ. Α΄) οι μονάδες
μετάθεσης για εντοπιότητα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 16
του ΠΔ 50/1996, ορίζονται σε τέσσερις (4).
6. Η πρώτη προτίμηση
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 10 του ΠΔ 50/96 “Οι εκπαιδευτικοί που ζητούν μετάθεση από
περιοχή σε περιοχή λαμβάνουν για την περιοχή της πρώτης προτίμησής τους δύο (2) μονάδες
μετάθεσης”.
Συνολική Οικογενεια-
Συνυπηρέτηση
κοί
υπηρεσία
Συνθήκες
Εντοπιότητα 1η προτίμηση
διαβίωσης
Σχήμα 5
Τα κριτήρια μετάθεσης εκπαιδευτικών (παρ. 1 του άρθρου 16 του ΠΔ 50/1996)
Σε περίπτωση ισοβαθμίας των εκπαιδευτικών κατά τις μεταθέσεις από περιοχή σε περιοχή, σύμφωνα
με το άρθρο 16 παρ. 11 και 13 του ΠΔ 50/96, προηγούνται οι εκπαιδευτικοί που υπερέχουν κατά
κριτήριο, εάν αυτά συντρέχουν και με την εξής σειρά:
α) στη συνυπηρέτηση
β) στην εντοπιότητα
γ) στους οικογενειακούς λόγους (4 μόρια για γάμο, 4 για το πρώτο παιδί κτλ.)
δ) στη συνολική υπηρεσία
ε) στις δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας των σχολείων όπου υπηρέτησαν ή υπηρετούν
49
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σε περίπτωση ισοβαθμίας και στα επιμέρους κριτήρια τότε λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και η
σειρά δημοσίευσης του διορισμού τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
27
https://www.e-nomothesia.gr/kat-ekpaideuse/n-3848-2010.html
50
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΕΩΝ
Οι αποσπάσεις των περιπτώσεων β έως και ε αφορούν τους εκπαιδευτικούς του ίδιου ΑΠΥΣΠΕ/ΔΕ.
1.1.1 Τα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια (ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ) είναι αρμόδια για τις αποσπάσεις
από σχολείο σε σχολείο του ίδιου ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ.
2. Εκτέλεση αποσπάσεων
Οι προτάσεις των κεντρικών, των ανώτερων περιφερειακών και των περιφερειακών ΥΣ εκτελούνται
με απόφαση του/της Υπουργού ΠΔΒΜΘ, του/της περιφερειακού/-ής διευθυντή/-ντριας εκπαίδευσης
και του/της διευθυντή/-ντριας εκπαίδευσης, αντίστοιχα, εκτός από τις αποσπάσεις του εδαφίου α
της παραγράφου 1.1.2. που εκτελούνται με απόφαση του/της Υπουργού ΠΔΒΜΘ.
28
Πηγή: https://tinyurl.com/2p87fujk (open.gov.minedu)
51
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
στις περιφερειακές διευθύνσεις, στις διευθύνσεις και στα γραφεία εκπαίδευσης τα αρμόδια υπηρε-
σιακά συμβούλια λαμβάνουν υπόψη τα εξής κριτήρια:
α. τις μεταπτυχιακές σπουδές στη δημόσια διοίκηση ή στη διοίκηση της εκπαίδευσης,
β. το δεύτερο πτυχίο που είναι σχετικό με τη διοίκηση, τη νομική ή άλλη επιστήμη,
γ. την τεκμηριωμένη γνώση του αντικειμένου της θέσης που πρόκειται να καλυφθεί,
δ. τη γνώση των νέων τεχνολογιών, η οποία αποδεικνύεται με πτυχίο, μεταπτυχιακό τίτλο ή πι-
στοποίηση επιπέδου Α ́ ή Β ,́
ε. την αξιόλογη διοικητική εμπειρία, κατά προτίμηση στις υπηρεσίες ή σε νομικά πρόσωπα του
ΥΠΔΒΜΘ,
στ. την πιστοποιημένη γνώση ξένων γλωσσών, η οποία αποδεικνύεται με πτυχίο, μεταπτυχιακό
τίτλο ή πιστοποιητικό επιπέδου Β2 και άνω.
Για τον σκοπό αυτό στη σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος γίνεται συνοπτική περιγραφή
του αντικειμένου της θέσης (job description) που πρόκειται να καλυφθεί με απόσπαση και αναφέρο-
νται τα συγκεκριμένα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι/-ες, καθώς και η αριθ-
μητική αποτύπωσή τους.
3.2 Κατά τις αποσπάσεις από ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ σε ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ αποσπώνται, συγκρινόμενοι/-ες μόνο
μεταξύ τους, οι εκπαιδευτικοί που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες, κατά σειρά προτεραιότητας:
α) Ανήκουν σε ειδική κατηγορία μετάθεσης.
β) Είναι σύζυγοι στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων (παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 2946/2001).
γ) Είναι εκλεγμένοι περιφερειακοί σύμβουλοι, δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, πρόεδροι δημο-
τικών και τοπικών κοινοτήτων ή εκπρόσωποι τοπικών κοινοτήτων (άρθρα 93 παρ. 7 και 182 παρ.
10 του ν. 3852/2010).
δ) Είναι σύζυγοι δικαστικών λειτουργών (παρ. 3, άρθρου 47 ν.2304/95).
Αν δεν υπάρχουν λειτουργικά κενά στην περιοχή, όπου θεμελιώνουν δικαίωμα απόσπασης, σύμ-
φωνα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, η απόσπαση πραγματοποιείται σε όμορη αυτής πε-
ριοχή (Ν.3852/2010, άρθρο 93).
3.2.1 Κατά τις αποσπάσεις εντός του ιδίου ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ αποσπώνται κατά προτεραιότητα οι εκπαι-
δευτικοί που είναι μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων λειτουργών μέσης εκπαίδευσης
ή των συλλόγων των δασκάλων ή αιρετοί εκπρόσωποι στα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτι-
κών και ζητούν απόσπαση σε σχολεία της έδρας αυτών (παρ. άρθρου 16, παρ.Γ8, ν.1566/85).
3.2.2 Για τις αποσπάσεις από ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ σε ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ στα λειτουργικά κενά που απομένουν
μετά τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων 3.2 και 3.2.1. αυτού του άρθρου, καθώς και για
τις αποσπάσεις από σχολείο σε σχολείο του ίδιου ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ, λαμβάνονται υπόψη:
α) από τα κριτήρια για τις μεταθέσεις:
i) η συνολική υπηρεσία, που αποτιμάται με μια (1) μονάδα ανά έτος
52
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
3.2.3 Τα αρμόδια υπηρεσιακά συμβούλια είναι δυνατόν, με ομόφωνη και πλήρως αιτιολογημένη α-
πόφασή τους, να αποσπούν εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν έκτακτα και ειδικά προβλήματα,
ανεξάρτητα από τις μονάδες απόσπασης που συγκεντρώνουν.
3.2.4 Για τις αποσπάσεις σε ΣΜΕΑΕ, σε τμήματα ένταξης των λοιπών σχολείων, σε ΚΕΔΔΥ, σε καλλι-
τεχνικά, μουσικά σχολεία και σε σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης τα υπηρεσιακά συμβούλια
λαμβάνουν υπόψη τα αντίστοιχα κριτήρια για τις μεταθέσεις.
53
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
4. Κωλύματα αποσπάσεων
Δεν έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για απόσπαση οι παρακάτω κατηγορίες εκπαιδευτικών:
α. Οι νεοδιόριστοι που διανύουν την υποχρεωτική υπηρεσία στην περιοχή ή στο σχολείο του πρώτου
διορισμού τους, με εξαίρεση τους ανήκοντες σε ειδική κατηγορία.
β. Όσοι/-ες είναι στελέχη της εκπαίδευσης (σχολικοί σύμβουλοι, δ/ντές/-ντριες δ/σεων, προϊστάμε-
νοι/-ες γραφείων, προϊστάμενοι/-ες εκπαιδευτικών θεμάτων, διευθυντές/-ντριες και υποδ/ντές/-
ντριες σχολείων), με εξαίρεση τις αποσπάσεις σε θέσεις αυξημένης ευθύνης.
γ. Όσοι/-ες ανήκουν οργανικά σε ΣΜΕΑΕ, ΚΕΔΔΥ, μουσικά, καλλιτεχνικά σχολεία και σε σχολεία δια-
πολιτισμικής εκπαίδευσης, προκειμένου για τις αποσπάσεις στην KY και στις ανεξάρτητες ή σε απο-
κεντρωμένες υπηρεσίες του ΥΠΔΒΜΘ, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που επο-
πτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ, καθώς και στις περιφερειακές διευθύνσεις, στις διευθύνσεις και στα γρα-
φεία εκπαίδευσης, εφόσον δεν έχουν εξαντλήσει τον προβλεπόμενο χρόνο υποχρεωτικής παραμονής
σε αυτά.
5.3 Όταν ικανοποιείται το αίτημα εκπαιδευτικού για μια κατηγορία απόσπασης, δεν εξετάζονται οι
αιτήσεις που τυχόν έχει υποβάλει για άλλες κατηγορίες απόσπασης.
Οι κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές των εκπαιδευτικών ολοκληρώνονται μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Οι αιτήσεις αποσπάσεων εξετάζονται μετά την ανακοίνωση των μόνιμων διορισμών και των μετατά-
ξεων, που έπονται των μεταθέσεων.
54
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
29
Τα στοιχεία στην παρούσα ενότητα αντλήθηκαν από το πόνημα Σύνταξη Δημοσίων Εγγράφων των
κ.κ. Δίελλα & Πατρίκιου (2019). Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.
30
Δίελλας, Γ., Πατρίκιος, Γ. (2019). Σύνταξη Δημοσίων Εγγράφων. Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.
55
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
● Αδιαβάθμητο: Πρόκειται για τα έγγραφα που δεν έχουν χαρακτηριστεί με κάποιον από τους
παραπάνω βαθμούς ασφαλείας.
● Προϋποθέσεις εγκυρότητας των διοικητικών εγγράφων
● Για να θεωρηθεί έγκυρο ένα διοικητικό έγγραφο, πρέπει να συντρέχουν οι εξής τρεις (3) προ-
ϋποθέσεις εγκυρότητας:
● Το πρόσωπο που το συντάσσει είναι όργανο της Δημόσιας Διοίκησης.
● Το πρόσωπο που το συντάσσει έχει την αρμοδιότητα κατά κλάδο, καθ’ ύλην, κατά τόπο και
κατά χρόνο να το συντάξει.
● Το έγγραφο συντάσσεται κατά τους νόμιμους τύπους των οποίων η τήρηση αποδεικνύεται
από αυτό το ίδιο.
Ωράριο33:
Α. Εργασιακό ωράριο: Το εργασιακό ωράριο των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης ρυθμίζεται με την παρ. 8 του άρθρου 13 του Ν. 1566/1985 (167 Α΄), όπως έχει τροπο-
ποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 101 του Ν. 4823/2021 (136 Α΄) και ισχύει, που ορίζει ότι: Παρ.8. Οι
εκπαιδευτικοί των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παραμένουν υπο-
χρεωτικά στο σχολείο τους τις εργάσιμες ημέρες, πέρα από τις ώρες διδασκαλίας, όχι όμως πέρα από
έξι (6) ώρες την ημέρα ή τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα και με την επιφύλαξη της παρ. 2 του Κεφα-
λαίου ΣΤ’ του άρθρου 11, για την προσφορά και άλλων υπηρεσιών που ανατίθενται από τον/τη διευ-
θυντή/-ντρια ή τον/την προϊστάμενο/-η της σχολικής μονάδας και συνδέονται με το γενικότερο εκ-
παιδευτικό έργο, όπως η προετοιμασία του εποπτικού εκπαιδευτικού υλικού και των εργαστηριακών
ασκήσεων, η διόρθωση εργασιών και διαγωνισμάτων, η καταχώριση-ενημέρωση της αξιολόγησης
των μαθητών, η συμμετοχή στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση εορταστικών, αθλητικών και
πολιτιστικών εκδηλώσεων, ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, η συνερ-
γασία με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο ίδιο τμήμα ή που διδάσκουν τα ίδια γνωστικά αντικεί-
μενα, οι παιδαγωγικές συναντήσεις για την κατάρτιση ομαδικών ή εξατομικευμένων προγραμμάτων
υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητικών ομάδων ή μαθητών, η επίβλεψη σχολικών γευμάτων, η ενη-
μέρωση των γονέων και κηδεμόνων, η τήρηση βιβλίων του σχολείου και η εκτέλεση διοικητικών ερ-
γασιών. Με την επιφύλαξη της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 53 του Ν. 2721/1999 (Α’ 112), από τις
πρόσθετες αυτές υπηρεσίες απαλλάσσεται ο γονέας παιδιού μέχρι δύο ετών. Σύμφωνα με την παρ.
1 του άρθρου 101 του Ν. 4823/2021 (136 Α΄) ο διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής
μονάδας αναθέτει στο διδακτικό προσωπικό την εκτέλεση εξωδιδακτικών εργασιών, εκτός του διδα-
κτικού και εντός του εργασιακού ωραρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 13 του
Ν. 1566/1985 (Α’ 167).
Β. Διδακτικό ωράριο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης: Το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών της
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καθορίζεται με την παρ. 13 του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985 (167 Α΄),
όπως αντικαταστάθηκε με την υποπαρ. Θ2, περ.2, του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (107 Α΄) και
31
https://diavgeia.gov.gr/doc/%CE%A9%CE%9C%CE%A5%CE%A846%CE%9C%CE
%A4%CE%9B%CE%97-%CE%A814?inline=true
32
https://www.diorismos.gr/ekpaideush/33552/didaktiko-kai-ergasiako-orario-kai-yperoriaki-apasx-
olisi-ekpaideytikon
33
(βλ.επίσης) https://www.minedu.gov.gr/publica-
tions/docs2020/%CE%95%CE%B3%CE%BA%CF%8D%C
E%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7_%CE%BB%CE
%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CC%81%CE%B1_%CE%94%CE%B7
%CE%BC%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%89%CC%81%CE%BD_%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE
%BB%CE%B5%CE%B9%CC%81%CF%89%CE%BD_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%BF_%CF%
83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%AD%CF%84%CE%BF%CF%82_2020-
2021.pdf
58
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
ισχύει, που ορίζει ότι: Παρ.13. Οι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας και διεξαγωγής πρακτικών ασκή-
σεων από το εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ορίζονται από 1-9-2013 ως
εξής: α) διευθυντές γυμνασίων, λυκείων και επαγγελματικών σχολών ώρες 10 όταν λειτουργούν με
τρία έως πέντε τμήματα τάξεων, ώρες 9 όταν λειτουργούν με έξι έως εννέα τμήματα τάξεων, ώρες 7
όταν λειτουργούν με δέκα έως δώδεκα τμήματα τάξεων και ώρες 5 όταν λειτουργούν με περισσότερα
από δώδεκα τμήματα τάξεων. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν υπολογίζεται ως τμήμα ε-
κείνο που έχει αριθμό μαθητών μικρότερο από το μισό του προβλεπόμενου ανώτατου αριθμού. β)
Διευθυντές/-ντριες ΣΕΚ ώρες 10. γ) Υποδιευθυντές/-ντριες γυμνασίων, λυκείων και επαγγελματικών
σχολών και υπεύθυνων τομέων ΣΕΚ ώρες 16. δ) Υπεύθυνοι/-ες εργαστηρίων ώρες 20. ε) Εκπαιδευτικό
προσωπικό όλων των κλάδων της κατηγορίας ΠΕ ώρες 23 αν έχουν έως έξι έτη υπηρεσίας, ώρες 21
αν έχουν από έξι μέχρι δώδεκα έτη υπηρεσίας και ώρες 20 αν έχουν πάνω από δώδεκα έτη υπηρε-
σίας. στ) Εκπαιδευτικοί εργαστηρίων του κλάδου ΤΕ01 ώρες 24, εάν έχουν έως επτά έτη υπηρεσίας,
ώρες 21 εάν έχουν επτά μέχρι δεκατρία έτη υπηρεσίας και ώρες 20 εάν έχουν πάνω από δεκατρία
έτη υπηρεσίας. ζ) Αρχιτεχνίτες του κλάδου ΔΕ01 ώρες 28. η) Τεχνίτες του κλάδου ΔΕ01 ώρες 30.
Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 14 παρ. 13 του Ν. 1566/85 (ΦΕΚ-167 Α’) ώρες εβδομαδιαίας διδα-
σκαλίας και διεξαγωγής πρακτικών ασκήσεων για το εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης μειώνονται για όσους έχουν ή συμπληρώνουν εικοσαετή υπηρεσία κατά μία εβδομα-
διαίως από 1.9.96 και κατά μία ακόμα από 20.1.97. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να ισχύει η μείωση
διδακτικού ωραρίου κατά δύο (2) ώρες των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που
έχουν ή συμπληρώνουν εικοσαετή υπηρεσία.
Επισημάνσεις
Στους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που συμπληρώνουν τον οριζόμενο χρόνο υ-
πηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου ανατίθεται μειωμένο ωράριο διδασκαλίας από την 1η Σεπτεμβρίου
του ίδιου έτους και στους λοιπούς από την 1η Σεπτεμβρίου του επόμενου διδακτικού έτους. Οι εκ-
παιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ελλείψει ανάλογης πρόβλεψης, δικαιούνται μειω-
μένο ωράριο με τη συμπλήρωση του χρόνου υπηρεσίας, οπότε για τις τυχόν επιπλέον ώρες διδασκα-
λίας παρέχεται υπερωριακή αποζημίωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Αναφορικά με τον
χρόνο υπηρεσίας για τη μείωση του διδακτικού ωραρίου εξακολουθεί να ισχύει η αριθ.
Φ.361.23/12/123995/Γ1/20-12-2010 (ΑΔΑ: 4ΙΙ49-Ο9) εγκύκλιος. Εξυπακούεται ότι στον χρόνο αυτό
περιλαμβάνονται όλες οι προσφερθείσες υπηρεσίες ως αναπληρωτών/ωρομισθίων κατόπιν πρόσλη-
ψης από το ΥΠΑΙΘ, όπως π.χ. σε δομές ΚΕΣΥ/ΚΕΔΑΣΥ. Επισημαίνεται ότι το υποχρεωτικό διδακτικό
ωράριο δε μειώνεται ή συμπληρώνεται λόγω απασχόλησης των εκπαιδευτικών σε εξωδιδακτική α-
πασχόληση (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη). Μόνο στην περίπτωση που έχουν καλυφθεί πλήρως οι
ανάγκες σε διδακτικό ωράριο για την αντίστοιχη ειδικότητα, στο/στα σχολείο/-α που υπηρετεί ο/η
εκπαιδευτικός ή σε σχολεία της οικείας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης είναι δυνατή η συμπλήρωση του
υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου α) σε γραμματειακή υποστήριξη στο σχολείο όπου υπηρετεί ο/η
εκπαιδευτικός ή σε όμορο αυτού και β) σε υπηρεσίες διοίκησης της εκπαίδευσης στη Διεύθυνση Εκ-
παίδευσης και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, σύμφωνα με την περ. 6 της παρ. 1 του
άρθρου 25 του Ν. 4203/2013 (235 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν.
4386/2016 (83 Α΄), τροποποιήθηκε με το άρθρο 46 του Ν. 4415/2016 (159 Α΄) και ισχύει. Επισημαί-
νεται ότι, σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 14 του ν. 1566/1985 167 Α΄), διδασκαλία με μειωμένο
ωράριο δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η συμπλήρωσή του δεν είναι αντικειμενικά δυνατή. Αν οι διδά-
σκοντες/ουσες δεν συμπληρώνουν το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας στο σχολείο που υπηρε-
τούν, διατίθενται, μερικά ή ολικά σε άλλα σχολεία. Η εξάντληση των ωρών του υποχρεωτικού ωρα-
ρίου πραγματοποιείται σε μία (1) έως και πέντε (5) όμορες σχολικές μονάδες (περ. 5 παρ. 1 άρθρου
25 του Ν. 4203/2013 (Α΄ 235). Ειδικότερα για τους/τις εκπαιδευτικούς που έχουν τέκνο/σύζυγο με
αναπηρία η μείωση του ωραρίου εργασίας τους κατά μία (1) ώρα την ημέρα, χωρίς ανάλογη περι-
κοπή αποδοχών, δεν αφορά, σε καμία περίπτωση, τις ώρες διδασκαλίας τους. Αυτό σημαίνει ότι το
δικαίωμα που απορρέει από την υπ’ αριθ. 268/2012 γνωμοδότηση του ΝΣΚ δύναται να ασκηθεί ως
προς τις ώρες πέραν των διδακτικών, (ήτοι ως προς το εργασιακό ωράριο), που υποχρεούνται να
59
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
παραμείνουν στο σχολείο για την προσφορά και άλλων υπηρεσιών που συνδέονται με το γενικότερο
εκπαιδευτικό τους έργο (βλ. και ΔΙΑΔΠ/Φ.Β.3/9763/5-4-2013, ΑΔΑ: ΒΕΑΦΧ-ΜΙ7, εγκύκλιο).
Αναφορικά με το διδακτικό ωράριο των υπηρετούντων εκπαιδευτικών στα Πρότυπα Σχολεία (ΠΣ) και
τα Πειραματικά Σχολεία (ΠΕΙ.Σ.), σημειώνουμε ότι κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 23 του άρθρου 19
του Ν. 4692/2020 (111 Α΄) έχει εκδοθεί και ισχύει η υπ’ αριθ. 78054/Δ6/22-6-2020 (ΦΕΚ 2494 Β΄/23-
6-2020) υπουργική απόφαση. Επισημαίνεται ότι, ανεξάρτητα από τις ώρες λειτουργίας της Σχολικής
Βιβλιοθήκης, τρεις (3) ώρες εβδομαδιαίως θεωρούνται ως διδακτικές για τον/την εκπαιδευτικό που
ορίζεται με απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων ως υπεύθυνος/-η λειτουργίας της Σχολικής Βιβλιο-
θήκης, σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. Γ3 της υπ’ αριθ. Φ.14/22511/Δ1/9-2-2018 (ΦΕΚ 688 Β΄/28-02-
2018) υπουργικής απόφασης. Επιπλέον, εκπαιδευτικός της σχολικής μονάδας στην οποία λειτουργεί
Σχολική Βιβλιοθήκη δε δύναται να συμπληρώνει διδακτικό ωράριο αναλαμβάνοντας διοικητικό έργο
στη Σχολική Βιβλιοθήκη. (βλ. Φ.17/139463/Δ1/28-8-2018 (ΑΔΑ: 7ΘΓΤ4653ΠΣ-Ρ2Κ) (σ.σ. Αφορά την
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση).
Υπερωριακή διδασκαλία: Η υπερωριακή διδασκαλία των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτερο-
βάθμιας Εκπαίδευσης ρυθμίζεται καταρχήν με την παρ. 3 του άρθρου 100 του Ν. 4823/2021 (136 Α΄)
που ορίζει ότι: Ο/Η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας δύναται να ανα-
θέτει σε εκπαιδευτικό που έχει τοποθετηθεί στη σχολική του/της μονάδα υπερωριακή διδασκαλία,
υποχρεωτική ή προαιρετική, έως πέντε (5) ώρες την εβδομάδα, για την κάλυψη διδακτικών αναγκών.
Η ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται μόνο εφόσον οι
εκπαιδευτικοί της ίδιας ειδικότητας που υπηρετούν στη συγκεκριμένη σχολική μονάδα καλύπτουν
πλήρως το υποχρεωτικό τους διδακτικό ωράριο και δεν υπάρχουν πλεονάσματα ωρών της ίδιας ει-
δικότητας σε σχολικές μονάδες της ίδιας ή όμορης ομάδας σχολείων. Παράλληλα, εξακολουθούν να
ισχύουν, για όσα ζητήματα δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί υπερω-
ριακής διδασκαλίας, και οι διατάξεις των παρ. 16 και 18 του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985 (167 Α΄),
όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, που ορίζουν ότι: Παρ.16. Σε περίπτωση που οι προβλεπόμενες
ώρες διδασκαλίας για κάθε μάθημα δεν καλύπτονται με το υποχρεωτικό ωράριο των διδασκόντων
και οι απομένουσες δε δικαιολογούν θέση εκπαιδευτικού ή αν δικαιολογούν, μέχρι να προσληφθεί
προσωρινός αναπληρωτής/-τρια και εφόσον δεν υπάρχει προσφορά προαιρετικής υπερωριακής δι-
δασκαλίας, ο σύλλογος των διδασκόντων αναθέτει την κάλυψη των ωρών αυτών σε εκπαιδευτικούς
του ίδιου σχολείου. Αν ο σύλλογος διδασκόντων παραλείπει να αναθέσει την κάλυψη των ωρών αυ-
τών, η ανάθεση γίνεται με απόφαση του/της διευθυντή/-ντριας εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση
του οικείου περιφερειακού υπηρεσιακού συμβουλίου. Για την κάλυψη των ωρών του προγράμματος
μπορεί να ανατεθεί προαιρετική υπερωριακή διδασκαλία μέχρι 5 ώρες την εβδομάδα σε εκπαιδευ-
τικούς του ίδιου σχολείου με απόφαση του συλλόγου των διδασκόντων και σε εκπαιδευτικούς άλλου
σχολείου με απόφαση του περιφερειακού υπηρεσιακού συμβουλίου. Η ανάθεση γίνεται με από-
φαση του συλλόγου των διδασκόντων, αν πρόκειται για το ίδιο σχολείο ή με απόφαση του περιφε-
ρειακού υπηρεσιακού συμβουλίου, αν πρόκειται για άλλο σχολείο και εφόσον και στις δύο περιπτώ-
σεις δεν υπάρχει προσφορά για προαιρετική υπερωριακή διδασκαλία. Ανάθεση υπερωριακής διδα-
σκαλίας, προαιρετικής ή υποχρεωτικής, καθώς και ανάθεση διδασκαλίας με ωριαία αντιμισθία, επι-
τρέπεται μόνο αν οι καθηγητές/-τριες της ίδιας ειδικότητας έχουν καλύψει το υποχρεωτικό ωράριο
διδασκαλίας τους. Τα όργανα, ο τρόπος επιλογής και η διαδικασία για την ανάθεση διδασκαλίας στις
περιπτώσεις της προηγούμενης παρ., ρυθμίζονται με απόφαση του/της Υπουργού Εθνικής Παιδείας
και Θρησκευμάτων. Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου περιφε-
ρειακού υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι δυνατόν να αυξηθούν μέχρι 10 οι ώρες προαιρετικής υπε-
ρωριακής διδασκαλίας, αν δεν καλύπτεται το εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εφόσον οι εκπαιδευτικοί της ίδιας ειδικότητας που υπηρετούν στη
συγκεκριμένη σχολική μονάδα καλύπτουν πλήρως το υποχρεωτικό τους διδακτικό ωράριο και δεν
υπάρχουν πλεονάσματα ωρών της ίδια ειδικότητας σε σχολικές μονάδες της ίδιας ή όμορης ομάδας
σχολείων, ο/η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας δύναται να αναθέτει
60
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
σε εκπαιδευτικό που έχει τοποθετηθεί στη σχολική του/της μονάδα υπερωριακή διδασκαλία, υπο-
χρεωτική ή προαιρετική, έως πέντε (5) ώρες την εβδομάδα, για την κάλυψη διδακτικών αναγκών.
Στην περίπτωση που πρόκειται για ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας έως 5 ώρες την εβδομάδα
στον/στη διευθυντή/-ντρια ή στον/στην προϊστάμενο/-η της σχολικής μονάδας, ή στην εξαιρετική
περίπτωση που ο/η διευθυντής/-ντρια ή ο/η προϊστάμενος/-η της σχολικής μονάδας παραλείπει να
αναθέτει υπερωριακή διδασκαλία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 100 του Ν.
4823/2021 (136 Α΄), η ανάθεση γίνεται με απόφαση του/της διευθυντή/-ντριας εκπαίδευσης, ύστερα
από πρόταση του οικείου περιφερειακού υπηρεσιακού συμβουλίου. Επίσης, όπως ορίζει η παρ. 18
του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985 (167 Α΄), με απόφαση του/της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμά-
των ύστερα από πρόταση του οικείου περιφερειακού υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι δυνατόν να
αυξηθούν μέχρι 10 οι ώρες προαιρετικής υπερωριακής εβδομαδιαίας διδασκαλίας, αν δεν καλύπτε-
ται το εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας.
Οι διατάξεις της παρ. 1 του μέρους Γ του άρθρου 20 του Ν. 4354/2015 (176 Α΄) σχετικά με την ωριαία
αμοιβή για το εκπαιδευτικό προσωπικό της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ορί-
ζουν ότι: παρ.1. Για το εκπαιδευτικό προσωπικό της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευ-
σης για την ανάθεση διδασκαλίας του μαθήματος της ειδικότητάς του, προαιρετικής ή υποχρεωτικής
(επιμίσθιο), η ωριαία αμοιβή ορίζεται στο ποσό των δέκα (10) ευρώ και για μέχρι είκοσι (20) ώρες
μηνιαίως. Ως εκ τούτου, η ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας, υποχρεωτική ή προαιρετική, άνω των
5 ωρών την εβδομάδα, για την κάλυψη διδακτικών αναγκών (με απόφαση του/της Υπουργού Παι-
δείας και Θρησκευμάτων βάσει των διατάξεων της παρ. 18 του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985 (167 Α΄)
δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, καθότι -σε αυτήν την περίπτωση- θα υπάρξει υπέρβαση των
20 ωρών μηνιαίως, ήτοι του ανώτατου ορίου που προβλέπει ο εν ισχύ νόμος περί του μισθολογίου
(Ν. 4354/2015). Σε κάθε περίπτωση, η ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας προϋποθέτει την ύπαρξη
των σχετικών πιστώσεων, οπότε και απαιτείται συνεννόηση με την οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης
πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης/ πράξης ανάθεσης υπερωριακής διδασκαλίας.
Στους/Στις αναπληρωτές/-τριες εκπαιδευτικούς μειωμένου ωραρίου δε δύναται να ανατεθεί υπερω-
ριακή διδασκαλία.
Άδειες εκπαιδευτικών: Για τις άδειες που δικαιούνται οι εκπαιδευτικοί ισχύει η εγκύκλιος34
Φ.351.5/43/67822/Δ1/05-05-2014 του Υπουργείου Παιδείας.
34
https://www.alfavita.gr/sites/default/files/2021-08/egkyklios%20adeies%20ekpaideutikon.pdf
35
https://www.esos.gr/sites/default/files/articles-legacy/6vig46mtli-hl91.pdf
36
Υπουργική Απόφαση Αρ.Φ.353.1/324/105657/Δ1/2002, ΦΕΚ 1340/16-10-2002 https://www.e-
nomothesia.gr/kat-ekpaideuse/ya-f353-1-324-105657-d1-2002.html (άρθρα 36: Καθήκοντα και Αρ-
μοδιότητες διδασκόντων-Άρθρο 37: Σύνθεση και Λειτουργία Συλλόγου Διδασκόντων).
61
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
των Νηπιαγωγείων για το σχολικό έτος 2019-2020 με αριθμ. πρωτ. 136727/Δ1/05-09-2019 (ΑΔΑ Ω-
ΘΚΞ4653ΠΣ- ΞΗ2).
Υπηρεσιακά Συμβούλια37:
1. Αρμόδια Υπηρεσιακά Συμβούλια, τα οποία εξετάζουν και προτείνουν όλες τις υπηρεσιακές με-
ταβολές των αντίστοιχων κλάδων των υπαλλήλων είναι τα ακόλουθα:
α) για τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στις ΣΜΕΑΕ και τα ΚΕΔΔΥ, αρμόδια είναι τα
οικεία ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ,
β) για το ΕΕΠ και το ΕΒΠ των ΣΜΕΑΕ και των ΚΕΔΔΥ, αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο είναι το
ΠΥΣΕΕΠ,
γ) για το ΔΠ αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο είναι το Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο
Διοικητικού Προσωπικού (ΠΥΣΔΙΠ).
2. Για τις μεταθέσεις, μετατάξεις και αποσπάσεις υπαλλήλων που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες
των περιφερειακών συμβουλίων, αρμόδια είναι κατά περίπτωση το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμ-
βούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΚΥΣΠΕ), το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθ-
μιας Εκπαίδευσης (ΚΥΣΔΕ) και το ΚΥΣΕΕΠ.
3. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων συγκροτείται στην Κεντρική Υπηρεσία
του Υπουργείου, Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΚΥΣΕΕΠ),
το οποίο αποτελείται: α) από τον/την πρόεδρο του ΚΥΣΠΕ αναπληρούμενο/-η από τον/την αντι-
πρόεδρο του ίδιου Συμβουλίου, β) από τον/την πρόεδρο του ΚΥΣΔΕ αναπληρούμενο/-η από
τον/την αντιπρόεδρο του ίδιου Συμβουλίου, γ) από έναν/μία διευθυντή/-ντρια εκπαίδευσης α-
ναπληρούμενο/-η από άλλον/-η διευθυντή/-ντρια εκπαίδευσης κατά προτίμηση με σπουδές ή
εμπειρία στην Ειδική Αγωγή και δ) από δύο αιρετά μέλη του ΕΕΠ αναπληρούμενα από τα ανα-
πληρωματικά αιρετά μέλη ΕΕΠ. Εισηγητής ορίζεται ο/η πρόεδρος και γραμματέας διοικητικός
υπάλληλος ή αποσπασμένος/-η εκπαιδευτικός της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής, αναπληρούμε-
νος/-η από διοικητικό υπάλληλο ή αποσπασμένο εκπαιδευτικό της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής.
Στην ίδια απόφαση ορίζεται ως πρόεδρος του ΚΥΣΕΕΠ ένας από τους προέδρους των ΚΥΣΠΕ ή
ΚΥΣΔΕ.
4. Στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης συγκροτείται το Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμ-
βούλιο Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΠΥΣΕΕΠ) με απόφαση του/της περιφερειακού/-ής
διευθυντή/-ντριας, το οποίο είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν/μία διευθυντή/-ντρια
εκπαίδευσης κατά προτίμηση με σπουδές ή εμπειρία στην ειδική αγωγή ως πρόεδρο, έναν/μία
διευθυντή/-ντρια εκπαίδευσης κατά προτίμηση με σπουδές ή εμπειρία στην ειδική αγωγή, έ-
ναν/μία σχολικό σύμβουλο ΕΑΕ και δύο αιρετά μέλη ΕΕΠ αναπληρούμενα από αναπληρωματικά
μέλη ΕΕΠ. Με την ίδια απόφαση συγκρότησης, ορίζεται ο/η αναπληρωτής/-τρια πρόεδρος, επί-
σης διευθυντής/-ντρια εκπαίδευσης, καθώς και οι αναπληρωτές των τακτικών μελών επίσης
διευθυντής/-ντρια εκπαίδευσης και σχολικός σύμβουλος ΕΑΕ ή μέλος ΕΕΠ αντίστοιχα. Γραμμα-
τέας και αναπληρωτής αυτού ορίζονται από τον/την περιφερειακό/-ή διευθυντή/-ντρια εκπαί-
δευσης διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν στην Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
Τα θέματα στο ΠΥΣΕΕΠ εισηγούνται ο/η πρόεδρος ή μέλος που ορίζεται από τον/την πρόεδρο.
Όταν εξετάζονται θέματα που αφορούν το ΕΒΠ στις συνεδριάσεις συμμετέχει και ένας εκπρόσω-
πος του ΕΒΠ, ο οποίος ορίζεται όπως και οι αναπληρωτές όλων των μελών της παρούσας παρα-
γράφου.
37
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1937
62
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
38
Τα καθήκοντα των Περιφερειακών Διευθυντών/-ντριών Εκπαίδευσης περιγράφονται στο ΦΕΚ
1340/16-10-2002.Φ.353.1/324/105657/Δ1/2002 (Άρθρο 1).
65
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Οι Διευθυντές/-ντριες Εκπαίδευσης39
1. Οι διευθυντές/-ντριες της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχουν τη γε-
νική ευθύνη της διοίκησης και του ελέγχου λειτουργίας των σχολικών μονάδων της πε-
ριοχής ευθύνης τους.
2. Εποπτεύουν, ελέγχουν, συντονίζουν και καθοδηγούν τη λειτουργία των Γραφείων Εκπαί-
δευσης, των Γραφείων Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Φυσικής Αγωγής, κα-
θώς και τη λειτουργία των σχολικών μονάδων της ευθύνης τους.
3. Συμμετέχουν στη διαδικασία της αξιολόγησης, όπως ορίζεται από την κείμενη νομοθε-
σία.
4. Είναι διοικητικοί και πειθαρχικοί προϊστάμενοι των προϊσταμένων Γραφείων και των εκ-
παιδευτικών και διοικητικών υπαλλήλων που υπάγονται στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
5. Μετέχουν στα Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια και στις νομαρχιακές επιτροπές και
συγκροτούν όλες τις προβλεπόμενες επιτροπές εξετάσεων και παρακολούθησης συντο-
νισμού διδακτέας ύλης.
6. Παρέχουν οδηγίες στους/στις διευθυντές/-ντριες των σχολικών μονάδων σχετικά με τη
διοίκηση και λειτουργία των σχολείων. Αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για καινοτόμες δρά-
σεις και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, αντιμετωπίζουν ενδεχόμενα
κρίσιμα προβλήματα, επιλύουν διαφορές, συμβάλλουν στη σύνθεση ιδεών και απόψεων
και αίρουν αμφιβολίες και αμφισβητήσεις.
7. Ενεργούν γενικότερα με γνώμονα την αρχή ότι η διοίκηση της εκπαίδευσης πρέπει να α-
σκείται όχι μόνο με την εφαρμογή νομικών διατάξεων και επιστημονικών αρχών αλλά και
με την αντίληψη της υποχρέωσης για την εξυπηρέτηση των πολιτών και της κοινωνίας.
39
Τα καθήκοντα των Περιφερειακών Διευθυντών/-ντριών Εκπαίδευσης περιγράφονται στο ΦΕΚ
1340/16-10-2002.Φ.353.1/324/105657/Δ1/2002 (Άρθρο 14).
66
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
σης, καθώς και τους εκπαιδευτικούς που στελεχώνουν τις ΔΥΕΠ, τους διευθυντές/προϊ-
σταμένους ή και τους υποδιευθυντές των σχολικών μονάδων.
8. Ενεργούν γενικότερα με γνώμονα την αρχή ότι η διοίκηση της εκπαίδευσης πρέπει να α-
σκείται όχι μόνο με την εφαρμογή νομικών διατάξεων και επιστημονικών αρχών, αλλά και
με την αντίληψη της υποχρέωσης για την εξυπηρέτηση των πολιτών και της κοινωνίας.
9. Εξασφαλίζουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων και ΕΚ.
● Ασκούν εποπτεία στα ξένα σχολεία αρμοδιότητάς τους με ελληνικό πρόγραμμα σπουδών α-
ναφορικά με διοικητικά θέματα (διοριστήρια εκπαιδευτικών, άδειες ανατροφής, πειθαρχι-
κούς ελέγχους για καταγγελίες, αξιολόγηση εκπαιδευτικών), εκπαιδευτικά θέματα (ενημέ-
ρωση για εκδρομές, έκδοση αδειών ΙΒ) και θέματα λειτουργίας τους (ωρολόγιο πρόγραμμα,
υγιεινή, ασφάλεια). Όσον αφορά τα ξένα σχολεία με ξένο πρόγραμμα σπουδών, οι Δ/νσεις
εκπαίδευσης ασκούν ελέγχους κατόπιν καταγγελιών, τηρούν αρχεία καταργηθέντων σχο-
λείων, εκδίδουν ισοτιμίες-αντιστοιχίες απολυτηρίων, εκδίδουν άδειες ΙΒ, ενημερώνονται για
εκπαιδευτικές εκδρομές και για το ωρολόγιο πρόγραμμα, ελέγχουν την υγιεινή και ασφάλεια
των σχολείων, αποστέλλουν απολογιστικά στοιχεία.
● Συγκεντρώνουν τα δικαιολογητικά του φακέλου αιτημάτων χορήγησης, τροποποίησης, μετα-
βίβασης, επικαιροποίησης αδειών ιδιωτικών σχολείων και τα διαβιβάζουν στο ΥΠΑΙΘ.
● Ελέγχουν τα φροντιστήρια και επιβάλλουν κυρώσεις στους ιδιοκτήτες τους σε περιπτώσεις
παραβάσεων.
● Εκδίδουν τις άδειες διδασκαλίας για τα Φροντιστήρια, τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών και την κατ’
οίκον διδασκαλία.
● Συνεργάζονται με τους διευθυντές των δημοσίων ΙΕΚ και των Επαγγελματικών Σχολών Κα-
τάρτισης (ΕΣΚ) αρμοδιότητας ΥΠΑΙΘ που έχουν έδρα στην περιοχή
● ευθύνης τους, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών της παρεχόμενης κατάρτισης και την
αντιμετώπιση ενδεχομένων προβλημάτων.
● Εισηγούνται στον οικείο περιφερειακό διευθυντή εκπαίδευσης, για την επιλογή Υπευθύνου
Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για τη Μαθητεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο
εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο.
● Συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Επαγγελματικής Εκπαί-
δευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας για το Μεταλυκειακό Έτος-Τάξη Μα-
θητείας και ειδικότερα, ως προς τα θέματα διοίκησης των τμημάτων.
● Συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Επαγγελματικής Εκπαί-
δευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας για τον χαρακτηρισμό ενός ΕΠΑΛ. ως
ΠΕΠΑΛ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 4763/2020 (Α’ 254).
● Επιλαμβάνονται κάθε θέματος που ρυθμίζεται στην παρούσα και αφορά τη λειτουργία, το
εκπαιδευτικό προσωπικό και τους εκπαιδευόμενους των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας της
περιοχής ευθύνης τους, για το οποίο δε συντρέχει στην κείμενη νομοθεσία ειδική πρόβλεψη
περί αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά
Βίου Μάθησης και Νεολαίας.
● την υποστήριξη και τον συντονισμό των εκπαιδευτικών ανά ομάδες ειδικοτήτων ή ανά ομά-
δες τάξεων διδασκαλίας,
● τον προγραμματισμό της διδακτέας ύλης,
● την οργάνωση δειγματικών διδασκαλιών και την ανταλλαγή καλών επαγγελματικών πρακτι-
κών,
● την εισαγωγή καινοτόμων εκπαιδευτικών εργαλείων διδασκαλίας και την αξιολόγησή τους
και
● τον προγραμματισμό των διαδικασιών αξιολόγησης των μαθητών.
Στο πλαίσιο των ως άνω καθηκόντων, ο ενδοσχολικός συντονιστής συγκαλεί συναντήσεις εργασίας
με εκπαιδευτικούς ομάδων ειδικοτήτων ή ομάδων τάξεων διδασκαλίας καθ’ όλη τη διάρκεια του
σχολικού έτους.
Οι ενδοσχολικοί συντονιστές ορίζονται με απόφαση του διευθυντή ή του προϊσταμένου της σχολικής
μονάδας, ο οποίος δύναται να αναθέτει στον ίδιο εκπαιδευτικό καθήκοντα συντονιστή τάξης ή συ-
ντονιστή γνωστικού πεδίου, εφόσον τούτο εξυπηρετεί τις ανάγκες της συγκεκριμένης σχολικής μονά-
δας.
Με απόφαση του διευθυντή ή του προϊστάμενου της σχολικής μονάδας δύναται να αποφασίζεται ότι
οι παιδαγωγικοί σύμβουλοι - μέντορες του άρθρου 93 μπορούν να αναλαμβάνουν, παράλληλα, κα-
θήκοντα ενδοσχολικών συντονιστών.
Μετά την πρώτη εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ως συντονιστές τάξεων
ή γνωστικών πεδίων μπορούν να επιλεγούν μόνο εκπαιδευτικοί με αξιολόγηση «εξαιρετική» ή «πολύ
καλή» σε όλα τα πεδία, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς της παρ. 1 του άρθρου 67.
74
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Βιβλιογραφία
Ανδρεαδάκης, Ν. (2004). Αποτελεσματικός εκπαιδευτικός [πανεπιστημιακές σημειώσεις]. Πανεπι-
στήμιο Αιγαίου, ΤΕΠΑΕΣ, Ακαδημαϊκό έτος 2003-2004. Ρόδος.
Ανδρεαδάκης, Ν. (2006). Αποτελεσματικό σχολείο [πανεπιστημιακές σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο
Κρήτης, Π.Τ.Δ.Ε., Ακαδημαϊκό έτος 2006-2007. Ρέθυμνο.
Βαρσαμίδου, Α., Ρες, Γ. (2007). Αποτελεσματικά σχολεία: Μύθος και πραγματικότητα. Παιδαγωγικό
Βήμα Αιγαίου, τ. 63, σ.σ. 117-122.
Brookover W., Lawrence L. (1979). Changes in School Characteristics Coincident with Changes in Stu-
dent Achievement, Occasional Paper No 17 (Michigan, The Institute for Research on Teach-
ing, Michigan).
Δούκας Χ. (1997). Εκπαιδευτική Πολιτική και Εξουσία, 1982-1994, Αθήνα, Γρηγόρης.
Fullan, M. & Hargreaves, A. (1993) «Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών» (μετάφρ. Π. Χατζηπαντελή) Α-
θήνα: Πατάκη.
Καρατζιά- Σταυλιώτη, E., Λαμπρόπουλος, Χ. (2006). Αξιολόγηση, Αποτελεσματικότητα και Ποιότητα
στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg.
Κάτσικας, Χ. & Καββαδίας, Γ. (2002). Το «εγχειρίδιο» του καλού εκπαιδευτικού: Ο δάσκαλος που α-
γάπησα και άλλες «ιστορίες» του μαυροπίνακα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Levine, D. & Lezotte, L. (1990). Unusually Effective schools: A review and Analysis of Research and
Practice. Madison: NCESRD Publications.
Κωνσταντίνου Χ., Κωνσταντίνου Ι. (2017). Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Gutenberg
McBeath, J. (2001). Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο. (Χ. Δούκας & Ζ. Πολυμεροπούλου, Μετάφρ.).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαυρογιώργος, Γ. (1993). Εκπαιδευτικοί και αξιολόγηση. Αθήνα: Σύγχρονη Εκπαίδευση.
OECD (1989). The condition of teaching: General report, Restricted Draft, Paris. In Fullan, M. & Har-
greaves, A. (Eds), Teacher Development and Educational Change. London: Falmer Press, 72-
74.
Παπακωνσταντίνου, Π. (2002). Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο: Κριτική ανάλυση,
υλικό στήριξη. Αθήνα: Έκφραση.
Πασιαρδής, Π. (1996). Η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών, Αθήνα: Γρηγόρης.
Πασιαρδής, Π. & Πασιαρδή, Γ. (2000). Αποτελεσματικά σχολεία: Πραγματικότητα ή ουτοπία;, Α-
θήνα: Τυπωθήτω.
Πασιαρδής, Π. (2004). Εκπαιδευτική Ηγεσία, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Purkey, S. & Smith, M. S. (1983). Effective schools: A review. The Elementary School Journal, 83 (4),
427- 452.
76
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Πετρίδου, Ε. (2008). Η αξιολόγηση στο πλαίσιο της συστημικής προσέγγισης. [πανεπιστημιακές ση-
μειώσεις]. Ε.Α.Π. Ακαδημαϊκό έτος 2007-2008. Θεσσαλονίκη.
Sammons, P., Hillman, J., Mortimore, P. (1995). Key characteristics of effective schools: A review of
school effectiveness. London: Office of Standards in Education.
Σαΐτης, Χ. (2005). Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης, Αθήνα: εκδ. ιδίου.
Saunders, L. (1997). Value-added principles, Practice and ethical considerations, in Harris, A., Ben-
nett, N., Preedy, M. (επιμ.) Organization Effectiveness and Improvement in Education. UK:
Open University. Scheerens, J., Bosker, R. (1997). The foundations of Educational Effective-
ness. Oxford: Pergamon.
Stoll, L., Fink, D. (1994). Views from the field: Linking school effectiveness and school improvement,
in School Effectiveness and School Improvement, v.5 p.p.149-177.
Walberg, H. (1991). Synthesis of research on teaching. In M.C. Wittrock (ed.), Handbook of research
on teaching: third edition (pp 214- 229), New York, Macmillan.
Weber, G. (1971). Inner City can be taught to read: Four successful schools, Occasional Paper no 18,
Washington, DC, Council for Public Education.
Το σχολείο, ως θεσμικό στοιχείο της κοινωνίας, είναι ένα σύστημα ανοικτό, γιατί υπάρχει και λει-
τουργεί μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο ρόλος της επικοινωνίας είναι ζωτικής
σημασίας. Η επικοινωνία αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες (μαζί με τη συνεργασία και
την οργάνωση του σχολείου) για τη δημιουργία ενός θετικού σχολικού κλίματος (Πασιαρδή, 2001).
Καθημερινά, στον χώρο του σχολείου όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία (εκπαιδευτι-
κοί, διευθυντής/-ντρια, μαθητές/-τριες, γονείς) ανταλλάσσουν μεταξύ τους μηνύματα, απόψεις, σχο-
λιάζουν, παρατηρούν, αναλύουν, επικοινωνούν. Και όταν στο σχολείο υπάρχει αμφίδρομη επικοινω-
νία διευθυντή/-ντριας- εκπαιδευτικών, διδασκόντων-διδασκομένων, διευθυντή/-ντριας – γονέων,
τότε υπάρχει ευνοϊκό κλίμα, κλίμα που προάγει την αμοιβή και τον έπαινο και επηρεάζει θετικά την
επίδοση των μαθητών/-τριών (Σαΐτης, 2005).
Στον τομέα της επικοινωνίας στη σχολική μονάδα, βασικός και εξαιρετικής σημασίας κρίνεται ο ρόλος
του/της διευθυντή/-ντριας, ο/η οποίος/-α λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των ανώτερων
ηγετικών στελεχών της εκπαιδευτικής διοίκησης και των υφιστάμενων εκπαιδευτικών. Επίσης, πρέ-
πει να έχει μια αμφίδρομη επικοινωνία με τους γονείς των μαθητών/-τριών, καθώς και με διάφορους
κοινωνικούς φορείς. Ο/Η διευθυντής/-ντρια είναι αυτός/-ή που, αναπτύσσοντας σωστές διαπροσω-
πικές σχέσεις με όσους εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, επιτυγχάνει τη συνεργασία, α-
ποφεύγοντας εντάσεις, συγκρούσεις, διαφορές που κατά διαστήματα προκύπτουν στη σχολική μο-
νάδα.
Επιπρόσθετα, πρέπει να υπάρχει μια γνήσια επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών- μαθητών/-τριών40:
πρωταρχικό μέλημα των εκπαιδευτικών είναι η δημιουργία ενός άνετου και φιλικού κλίματος μέσα
στην τάξη. Αυτό επιτυγχάνεται με επιμονή και υπομονή από την πλευρά των εκπαιδευτικών, καθώς
θα πρέπει να ενημερωθούν πρωτίστως για τις ικανότητες και τις αδυναμίες του κάθε μαθητή ξεχω-
ριστά και στη συνέχεια με συζήτηση μαζί τους, να προσπαθήσουν να καθορίσουν, από κοινού, τους
στόχους της συγκεκριμένης τάξης και του σχολείου γενικότερα.
40
http://iep.edu.gr/images/axiologisi/odigos_axiologisis_sept_2021_v5.pdf (Οδηγός Εφαρμογής για
τον Προγραμματισμό Εσωτερικής και Εξωτερικής Αξιολόγησης του έργου της σχολικής μονάδας- ΙΕΠ
Σεπτέμβριος 2021)
79
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σχήμα 1
Οι σχέσεις μεταξύ μαθητών/-τριών-εκπαιδευτικών ως άξονας κατά την εσωτερική αξιολόγηση του
έργου της σχολικής μονάδας (ΙΕΠ, 2021)
3.2 Παράγοντες που επιδρούν θετικά στη δημιουργία και διατήρηση ενός
αποτελεσματικού επικοινωνιακού συστήματος σε μια εκπαιδευτική μονάδα
Για να υπάρχει αποτελεσματική επικοινωνία ανάμεσα στον/στη διευθυντή/-ντρια και τους/τις εκπαι-
δευτικούς της σχολικής μονάδας, αλλά και με όλους όσοι εμπλέκονται στην παιδαγωγική διαδικασία,
απαραίτητα στοιχεία είναι το ήθος, η ειλικρίνεια, η ευαισθησία, αλλά και η αξιοπρέπεια (Πασιαρδή,
2001).
Ο/Η διευθυντής/-ντρια, που βρίσκεται στην κορυφή της σχολικής κοινότητας, επιδιώκει την ύπαρξη
και τη διατήρηση επικοινωνιακού κλίματος, αμβλύνοντας τις αντιθέσεις, ενθαρρύνοντας πρωτοβου-
λίες και δραστηριότητες των εκπαιδευτικών, συνεργαζόμενος/-η ισότιμα με όλους, καλλιεργώντας
πνεύμα αλληλεγγύης, εμπνέοντας με το παράδειγμά του και την παρουσία του, παρέχοντας θετικά
κίνητρα (Σαΐτης, 2005). Γενικά, θέτει ως στόχο τη δημιουργία ευνοϊκού παιδαγωγικού κλίματος, μέσα
στο οποίο προάγονται οι ανθρώπινες σχέσεις και υπάρχει συνοχή διδακτικού και μαθητικού προσω-
πικού. Επιπρόσθετα, εγγύηση αποτελεσματικού επικοινωνιακού συστήματος στη σχολική μονάδα α-
ποτελεί η θετική στάση του/της διευθυντή/-ντριας προς το μαθητικό δυναμικό. Εκφράζοντας αγάπη,
ειλικρινές ενδιαφέρον, σεβασμό στην προσωπικότητα του καθενός, δικαιοσύνη, «δεσμεύει» τους/τις
μαθητές/-τριες ώστε να συνεργαστούν με τους/τις δασκάλους/-ες τους και τον/την ίδιο/-α, επιτυγ-
χάνοντας με τον τρόπο αυτό αμφίδρομη επικοινωνία και εξασφαλίζοντας τη διαμόρφωση θετικού
κλίματος στο σχολείο.
80
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Τέλος, η συμμετοχή και η εμπλοκή των γονέων στο σχολικό «γίγνεσθαι» αποτελεί παράγοντα που
επιδρά θετικά στη δημιουργία και διατήρηση αποτελεσματικού επικοινωνιακού συστήματος σε μια
σχολική μονάδα. Η αποτελεσματική επικοινωνία του σχολείου με τους γονείς των μαθητών και η
ουσιαστική εμπλοκή των τελευταίων σε δραστηριότητες του σχολείου συμβάλλουν στην από κοινού
επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί41.
41
Βλ. σελ. 14 Κεφ. «Θετική συνεργασία με γονείς και κηδεμόνες των μαθητών/-τριών»
42
Βλ. Ενότητα 2.1.4 «Ο θεμελιώδης ρόλος του/της διευθυντή/-ντριας της εκπαιδευτικής μονάδας»
81
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Συγκεκριμένοι τρόποι που μπορούν να βελτιώσουν το επικοινωνιακό κλίμα στη σχολική μονάδα:
● Ανάπτυξη συνεργασίας διευθυντή/-ντριας με εκπαιδευτικούς-συναδέλφους για τη δημιουρ-
γία ευνοϊκού κλίματος.
● Συμμετοχή υφισταμένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
● Παροχή κινήτρων, επιβράβευση των υφισταμένων.
● Καθορισμός προτύπων απόδοσης με τη συμμετοχή των υφισταμένων.
● Άνοιγμα του σχολείου στην τοπική κοινωνία.
● Τακτικές συναντήσεις και συζητήσεις με το προσωπικό.
● Οργάνωση ανεπίσημων φιλικών συγκεντρώσεων του προσωπικού του σχολείου.
● Πρόσκληση γονέων στο σχολείο σε τακτά χρονικά διαστήματα.
● Πρόσκληση γονέων, αλλά και φορέων του εξωτερικού περιβάλλοντος στις εορταστικές εκδη-
λώσεις του σχολείου.
● Από κοινού αντιμετώπιση (διευθυντής/-ντρια-εκπαιδευτικοί) προβλημάτων πειθαρχίας που
ανακύπτουν.
● Υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων (π.χ. Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης,
● eTwinning κτλ.). Έτσι προάγεται η ομαδικότητα, η συνεργασία και η επικοινωνία.
3.5 Συμπεράσματα
Η αμοιβαία και γνήσια επικοινωνία βασίζεται στην ειλικρίνεια, την κατανόηση, τον αλληλοσεβασμό,
την ευαισθησία, την εμπιστοσύνη. Με γνώμονα αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και με καλή διάθεση,
θέληση για συμμετοχή και προσφορά, δραστηριοποίηση, ενεργητικότητα από όλες τις πλευρές, είναι
δυνατόν να εξασφαλιστεί θετικό και εποικοδομητικό σύστημα επικοινωνίας στο σχολείο, που θα
προάγει τις ανθρώπινες σχέσεις και τη συνεργασία. Από όλα όσα προηγήθηκαν μπορούμε να συμπε-
ράνουμε πως η αποτελεσματική επικοινωνία και η αγαστή συνεργασία στον χώρο του σχολείου με-
ταξύ όλων όσοι μετέχουν της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την
αποδοτική λειτουργία της σχολικής μονάδας. Ενθαρρύνεται ο διάλογος, εντοπίζονται λύσεις, απο-
φεύγονται λάθη, βελτιώνονται οι διαπροσωπικές σχέσεις. Για τους λόγους αυτούς το σχολείο πρέπει
να είναι: «τόπος συνεργασίας, επικοινωνίας, συναναστροφής, ομαδικής εργασίας και ενεργού συμ-
μετοχής» (Δανάσης-Αφεντάκης, όπ. αναφ. στο Πασιαρδή, 2001).
Βιβλιογραφία
Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (1999) Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Πασιαρδή, Γ.
(2001) Το σχολικό κλίμα –Θεωρητική Ανάλυση και Εμπειρική Διερεύνηση των Βασικών Πα-
ραμέτρων του, Αθήνα, Τυπωθήτω.
Πετρόφσκι, Α.Β. (1990) Επικοινωνία. Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, Αθήνα, Ελ-
ληνικά Γράμματα, τόμος 4, 2025.
Σαΐτης, Χ. (2002) Ο διευθυντής στο Σύγχρονο Σχολείο, Αθήνα, έκδ. ιδίου.
Σαΐτης, Χ. (2005) Οργάνωση και Λειτουργία των Σχολικών Μονάδων, Αθήνα, έκδ. ιδίου.
Σαΐτης, Χ. (2005) Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης, Αθήνα, έκδ. ιδίου.
82
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σχήμα 2
Η διαδικασία λήψης απόφασης
Η διαδικασία λήψης απόφασης στο συγκεντρωτικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διακρίνεται στα
εξής επίπεδα: α) εθνικό, β) περιφερειακό και γ) σχολικό. Η εξουσία πηγάζει από την πολιτική ηγεσία
του Υπουργείου Παιδείας, δηλαδή τον/την εκάστοτε Υπουργό και καταλήγει στην κατώτερη ιεραρ-
χική βαθμίδα που είναι -σε επίπεδο σχολικής μονάδας- ο/η διευθυντής/-ντρια του σχολείου. Σε ε-
θνικό επίπεδο, το Υπουργείο Παιδείας έχει την ευθύνη σε θέματα σπουδών, κατάρτισης αναλυτικών
προγραμμάτων, επιλογής σχολικών βιβλίων, διορισμών, μεταθέσεων, διοικητικών υποθέσεων, οικο-
νομικών υποθέσεων. Αξίζει να αναφέρουμε τον ιδιαίτερο ρόλο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολι-
τικής στη διοικητική ιεραρχία: Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής είναι ανεξάρτητη δημόσια αρχή
που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας και έχει ως σκοπό τη μελέτη εκπαιδευτικών θεμάτων
και την επιστημονική έρευνα. Ειδικότερα, για τον ρόλο και την αποστολή του Ινστιτούτου Εκπαιδευ-
τικής Πολιτικής44, ισχύουν τα εξής: http://iep.edu.gr/el/dioikisi/ti-einai-to- iep/genika
43
Η κλασική θεωρία για τις αποφάσεις θεωρεί ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι οι τελείως λογικές
μεταξύ των εναλλακτικών προσφερόμενων λύσεων (Σαΐτης, 2005).
44
http://iep.edu.gr/el/dioikisi/ti-einai-to-iep/genika
83
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
● Το ΙΕΠ είναι επιτελικός επιστημονικός φορέας που υποστηρίζει το Υπουργείο Παιδείας και
Θρησκευμάτων και τους εποπτευόμενους φορείς του στα θέματα που αφορούν την πρωτο-
βάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τη μεταλυκειακή εκπαίδευση, τη μετάβαση από τη
δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την
αντιμετώπιση της μαθητικής διαρροής και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, με
στόχο τη διασφάλιση του δικαιώματος όλων των παιδιών στην εκπαίδευση. Για κάθε συναφή
πρωτοβουλία ή δράση υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εποπτευ-
όμενων φορέων του, απαιτείται συνεργασία με το ΙΕΠ
● Σκοπός του ΙΕΠ είναι η επιστημονική έρευνα και η μελέτη των θεμάτων που αναφέρονται
στην παράγραφο 1, καθώς και η διαρκής επιστημονική και τεχνική υποστήριξη του σχεδια-
σμού και της εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής στα θέματα αυτά.
●
Για την εκπλήρωση του σκοπού του, το ΙΕΠ ασκεί, ιδίως, τις εξής αρμοδιότητες:
α) Γνωμοδοτεί ύστερα από σχετικό ερώτημα του /της εκάστοτε Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμά-
των ή εισηγείται αυτεπαγγέλτως προς τον/την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων για θέματα σχε-
τικά με:
● τη διαμόρφωση, το διαρκή εκσυγχρονισμό και τη βέλτιστη εφαρμογή της εκπαιδευτικής πο-
λιτικής σε όλους τους τύπους των σχολικών μονάδων, καθώς και τον προγραμματισμό και
την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων,
● τα προγράμματα σπουδών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα σχολικά
βιβλία, καθώς και τα λοιπά διδακτικά μέσα, έντυπα και ψηφιακά,
● την εναρμόνιση της κατάρτισης και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, καθώς και της επι-
λογής των εκπαιδευτικών μέσω του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.),
του προγράμματος υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) ως προς τις ε-
πιστήμες της εκπαίδευσης (αγωγής) και των εκπαιδευτικών αδειών των εκπαιδευτικών με
τους σκοπούς και τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής,
● την αξιολόγηση των διοικητικών και εκπαιδευτικών δομών της πρωτοβάθμιας και δευτερο-
βάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητάς τους,
● τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων του εξωτερικού,
● την εκπαίδευση των ομογενών, μεταναστών/μεταναστατριών και προσφύγων, καθώς και τη
διαπολιτισμική εκπαίδευση,
● την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και μεταλυκειακής
εκπαίδευσης, όπως είναι ο σχεδιασμός της πολιτικής για την επιμόρφωση και την πιστοποί-
ηση των επιμορφωτικών φορέων, ο συντονισμός και η παρακολούθηση των διαδικασιών υ-
λοποίησης, πιστοποίησης και αποτίμησης της επιμόρφωσης, η σύσταση μητρώων επιμορ-
φωτών/επιμορφωτριών με διαμόρφωση των κριτηρίων ένταξης, η εκπόνηση μελετών για θέ-
ματα επιμόρφωσης ή η ανάθεση σε τρίτους/τρίτες σχετικών ερευνών, η οργάνωση εκδηλώ-
σεων δημοσιότητας και διάχυσης αποτελεσμάτων των δράσεων επιμόρφωσης, καθώς και η
μέριμνα για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα δράσεων επιμόρφωσης.
● τα θέματα που συνδέονται με τη σχολική ζωή και γνωμοδοτεί ή εισηγείται για τους τρόπους
βελτίωσής της,
● τα θέματα και τους παράγοντες που συνδέονται με τη μαθητική διαρροή και την πρόωρη
εγκατάλειψη του σχολείου και γνωμοδοτεί ή εισηγείται για τους τρόπους αντιμετώπισής
τους,
● τα θέματα της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, καθώς και των εκπαιδευτικών αναγκών συ-
γκεκριμένων ομάδων του μαθητικού πληθυσμού και γνωμοδοτεί ή εισηγείται για τους τρό-
πους ικανοποίησης και αντιμετώπισής τους,
● τους παράγοντες που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν το χαρακτήρα, τη λειτουργία και την α-
ποτελεσματικότητα των σχολικών μονάδων, όπως τη δομή της εκπαίδευσης, το οργανωτικό
- διοικητικό σύστημα και τις υλικοτεχνικές υποδομές και γνωμοδοτεί ή εισηγείται για τις βέλ-
τιστες αναγκαίες παρεμβάσεις,
● τα θέματα που σχετίζονται με το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την ανάπτυξη εκπαιδευτικής
πολιτικής για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των σχετικών δράσεων.
δ) Σχεδιάζει και υλοποιεί υποστηρικτικές δράσεις στα θέματα των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του, στο
πλαίσιο της εφαρμογής νέων εκπαιδευτικών πολιτικών.
ε) Σχεδιάζει την εθνική στρατηγική για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και παρακολουθεί την
υλοποίησή της στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.
στ) Εισηγείται σχετικά με τα μέτρα και την πολιτική για τη στήριξη και την αποτίμηση της λειτουρ-
γίας των σχολείων.
● Με προγραμματική συμφωνία μεταξύ του ανωτέρω Υπουργείου και του ΙΕΠ μπορεί να ανα-
τίθεται στο ΙΕΠ η υλοποίηση συγκεκριμένης δράσης και να ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό
θέμα.
● Για αποφάσεις εποπτευόμενων από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων φορέων, που
συνδέονται άμεσα με τις αρμοδιότητες του ΙΕΠ, απαιτείται συνεργασία με το ΙΕΠ
● Για την εκπλήρωση του σκοπού του, το ΙΕΠ συνεργάζεται και μπορεί να συνάπτει μνημόνιο
συνεργασίας με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το Εθνικό Συμ-
βούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΣΕΚΑΑΔ), τα Ανώτατα Εκπαι-
δευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) και ιδίως τα παιδαγωγικά τμήματά τους, τους ερευνητικούς φορείς,
τα γνωμοδοτικά συμβούλια της εκπαίδευσης, τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώ-
σεις των εκπαιδευτικών, τα ιδρύματα και τους οργανισμούς μελετών και ερευνών της ημε-
δαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα με
συναφή αποστολή ή τα μέλη των ανωτέρω φορέων».
Σε περιφερειακό επίπεδο, η διοίκηση ασκείται από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης (με
προϊστάμενο/-η τον/την ΠΔΕ) και τα συλλογικά όργανα ΑΠΥΣΔΕ (Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) και ΑΠΥΣΠΕ (Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαί-
δευσης).
Σε σχολικό επίπεδο (αρχικά σε επίπεδο νομού) διοίκηση ασκούν οι Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας και
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (καθώς και τα κατά τόπους γραφεία, όπου προβλέπονται) και τα συλ-
λογικά όργανα αιρετών εκπροσώπων ΠΥΣΔΕ (Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης) και ΠΥΣΠΕ (Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Σε ε-
πίπεδο σχολικής μονάδας, η διαδικασία λήψης αποφάσεων επαφίεται στον/στη διευθυντή/-ντρια,
85
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
τον/την υποδιευθυντή/-ντρια, καθώς και τον Σύλλογο Διδασκόντων (αποφάσεις για καταμερισμό δι-
δακτικού-εξωδιδακτικού έργου, υλοποίηση προγραμμάτων, ωρολόγιο πρόγραμμα, οργάνωση της
σχολικής ζωής κτλ.).
Σε τοπικό επίπεδο, υπάρχουν οι Δημοτικές Επιτροπές Παιδείας, η Σχολική Επιτροπή, το Σχολικό Συμ-
βούλιο, που συνδέονται με τη λειτουργία του σχολείου και αποτελούν όργανα λαϊκής συμμετοχής
(Σαΐτης, 2005).
Υπουργείο Παιδείας
Περιφερειακή Διεύθυνση
Εκπαίδευσης
Σχήμα 3
Η ιεραρχική πυραμίδα για λήψη αποφάσεων
45
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/index.php/2014-09-06-09-18-43/2014-09-06-09-
35- 19/42-c5-ziliask?showall=1
86
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Σχήμα 4
Σχέσεις σχολείου-οικογένειας ως άξονας αξιολόγησης του έργου της σχολικής μονάδας
(ΙΕΠ, Σεπτέμβριος 2021)
Παρά την αναγνώριση της σπουδαιότητας της γονεϊκής εμπλοκής, αυτή δεν είναι πάντα απρόσκο-
πτη47. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν τη διαμόρφωση της ε-
μπλοκής των γονέων και κατ' επέκταση τη συνεργασία σχολείου- οικογένειας. Οι παράγοντες αυτοί
αφορούν τα χαρακτηριστικά του παιδιού, τις στάσεις και προσδοκίες των γονέων και των εκπαιδευ-
τικών, τις εξωτερικές συνθήκες αλλά και τα χαρακτηριστικά της σχολικής μονάδας (Πνευματικός κ.ά.,
2008: 196-197).
46
http://iep.edu.gr/images/axiologisi/odigos_axiologisis_sept_2021_v5.pdf
47
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/index.php/2014-09-06-09-18-43/2014-09-06-09-
35- 19/42-c5-ziliask?showall=1
87
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Ειδικότερα, φαίνεται ότι η ηλικία, το φύλο και οι μαθησιακές ανάγκες του/της μαθητή/-τριας επηρε-
άζουν σημαντικά τη γονεϊκή εμπλοκή. Αναφορικά με την ηλικία, προκύπτει ότι η γονεϊκή εμπλοκή
είναι εντονότερη κατά τη φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο και σταδιακά μειώνεται καθώς το παιδί με-
γαλώνει. Επιπλέον, το φύλο του παιδιού επηρεάζει τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς σύμφωνα με ερευνη-
τικά δεδομένα οι γονείς των αγοριών εμπλέκονται περισσότερο στην εκπαιδευτική διαδικασία από
τους γονείς των κοριτσιών. Τέλος, οι μαθησιακές ανάγκες του παιδιού φαίνεται ότι ρυθμίζουν τη
γονεϊκή εμπλοκή, καθώς η τελευταία αυξάνεται όταν η ανατροφοδότηση για την επίδοση από το
σχολείο είναι αρνητική και μειώνεται όταν είναι θετική (Πνευματικός κ.ά., 2008: 196-197)48.
Αναφορικά με τους γονείς, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η εκπαιδευτική εμπειρία τους, καθώς φαί-
νεται ότι γονείς που είχαν αρνητικές εμπειρίες ως μαθητές/-τριες από την εκπαίδευση και τους/τις
εκπαιδευτικούς μπορεί να διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στη συνεργασία με τους/τις εκ-
παιδευτικούς ή ακόμη και να απέχουν από τις σχολικές δραστηριότητες. Επιπλέον, αντικειμενικοί
παράγοντες διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις και τις στάσεις για τη γονεϊκή εμπλοκή. Για παράδειγμα,
οι γονείς με υψηλό ή μεσαίο κοινωνικομορφωτικό επίπεδο θεωρούν τον εαυτό τους συνυπεύθυνο
για την εκπαίδευση των παιδιών τους και εμπλέκονται ενεργά σε αυτήν. Επιπλέον, μπορεί να θεω-
ρούν τις καλές επιδόσεις των παιδιών τους αποτέλεσμα της δικής τους επιρροής ή των ικανοτήτων
των παιδιών τους, ενώ οι δυσκολίες μάθησης και οι χαμηλές επιδόσεις καταλογίζονται στον εκπαι-
δευτικό και στο σχολείο. Αντίθετα, οι γονείς από χαμηλά στρώματα θεωρούν ότι η εκπαίδευση είναι
αποκλειστικό καθήκον των εκπαιδευτικών ή αισθάνονται ότι δεν κατέχουν τις απαραίτητες εξειδι-
κευμένες γνώσεις για την υποστήριξη των παιδιών τους (Πνευματικός κ.ά., 2008: 258-259).
Παράλληλα, αντικειμενικές δυσκολίες μπορεί να εμποδίζουν τη γονεϊκή εμπλοκή. Για παράδειγμα,
τα σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, η μονογονεϊκότητα και η απουσία ελεύθερου χρόνου λόγω
φόρτου εργασίας και ωραρίου μπορεί να μην επιτρέπουν στους γονείς να διαθέσουν τον απαιτού-
μενο χρόνο για εμπλοκή στην εκπαίδευση των παιδιών τους (Μπόνια κ.ά., 2008:72-73). Τέλος, οι
διαφορές εκπαιδευτικών και γονέων σε γλωσσικό και πολιτισμικό επίπεδο μπορεί να δυσχεραίνουν
τη συνεργασία (π.χ. μετανάστες, ρομά) (Μπρούζος, 2009: 259- 260).
Από την πλευρά τους, οι εκπαιδευτικοί συχνά μπορεί να αποθαρρύνουν τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς
την αντιλαμβάνονται ως απειλή για το επαγγελματικό τους κύρος, θεωρούν τον εαυτό τους αποκλει-
στικά αρμόδιο για την εκπαίδευση των παιδιών, αμφιβάλλουν ότι οι γονείς μπορούν να συμβάλουν
θετικά στο έργο τους ή είναι απρόθυμοι να δεχτούν ότι χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων. Παράλ-
ληλα, συνήθεις αρνητικές πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών είναι ότι οι γονείς ενδιαφέρονται μόνο για
τη σχολική επίδοση του παιδιού και αδιαφορούν για τη συνολική εικόνα του στο σχολείο και ανάγουν
τις καλές επιδόσεις των μαθητών στην καλή ποιότητα του μαθήματός τους, ενώ για τις κακές καθι-
στούν υπεύθυνους τους γονείς ή τις ανεπαρκείς ικανότητες των μαθητών/-τριών (Μπρούζος, 2009:
257-258). Συχνά μπορεί να υιοθετούν την τεχνοκρατική θεώρηση και προσέγγιση του εκπαιδευτικού
έργου, σύμφωνα με την οποία τα «προσωπικά» προβλήματα των μαθητών και των γονέων θεωρού-
νται προσωπική υπόθεση αυτών και η ενασχόληση με αυτά δεν αποτελεί υποχρέωσή τους (Μπρού-
ζος, 2009: 263).
Καθοριστικό, επίσης, ρόλο στην ανάπτυξη της γονεϊκής εμπλοκής διαδραματίζουν τα ιδιαίτερα χαρα-
κτηριστικά της σχολικής μονάδας, όπως η αναλογία μαθητών/-τριών- εκπαιδευτικών, η δυσκολία
πρόσβασης στο σχολείο, το σχολικό κλίμα και κυρίως η στάση του/της διευθυντή/-ντριας της σχολι-
κής μονάδας απέναντι στη γονεϊκή εμπλοκή (Μπρούζος, 2009: 260).
48
Τα στοιχεία της υπονοέτητας έχουν αντληθεί από την ιστοσελίδα
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/index.php/2014-09-06-09-18-43/2014-09-06-09-
35- 19/42-c5-ziliask?showall=1
88
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Βιβλιογραφία
Μπόνια, Α., Μπρούζος, Α. & Κοσσυβάκη, Φ. (2008). Αντιλήψεις και στάση των εκπαιδευτικών πρω-
τοβάθμιας εκπαίδευσης για τους παράγοντες που δυσχεραίνουν τη γονεϊκή εμπλοκή στο
σχολείο. Επιστημονική Επετηρίδα της Ψυχολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, 6, 69- 95.
Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική συμβουλευτική: θεωρία, έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα:
Γ.Δαρδανός.
Μπρούζος, Α. (2009). Ο εκπαιδευτικός ως λειτουργός συμβουλευτικής: μια ανθρωπιστική θεώρηση
της εκπαίδευσης. Αθήνα: Gutenberg.
Πνευματικός, Δ., Παπακανάκης, Π. & Γάκη, Ε. (2008). Γονεϊκή εμπλοκή στην εκπαίδευση των παι-
διών: Διερεύνηση των πεποιθήσεων των γονέων. Επιστημονική Επετηρίδα της Ψυχολογι-
κής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, 6, 193- 216.
Δικτυογραφία
(Σχέσεις σχολείου-οικογένειας) http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/index.php/2014-
09-06-09-18-43/2014-09- 06-09-35-19/42-c5-ziliask?showall=1
Μια πρακτική που κινείται στο παραπάνω πλαίσιο είναι η συνεργατική ή ομαδική διδασκαλία: Η συ-
νεργατική ή ομαδική διδασκαλία (team teaching) μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές. Σύμ-
φωνα με τον Sandholtz (2000:39-54) υπάρχουν τρεις τύποι συνεργατικής διδασκαλίας: α) δύο ή πε-
ρισσότεροι εκπαιδευτικοί αόριστα μοιράζονται τις ευθύνες της διδασκαλίας, αλλά δε διδάσκουν
μαζί, β) η διδασκαλία προγραμματίζεται από κοινού, αλλά πραγματοποιείται ατομικά και γ) ο προ-
γραμματισμός, η διδασκαλία και η αξιολόγηση γίνονται από κοινού με αλληλοπαρατήρηση στο πλαί-
σιο της πρακτικής των
«ανοιχτών θυρών». Υπάρχουν δηλαδή επίπεδα ομαδικής διδασκαλίας, ανάλογα με τον βαθμό συ-
νεργατικότητας μεταξύ των εμπλεκομένων, αλλά και τον βαθμό κατανομής των ευθυνών. Έτσι μια
«χαμηλή» συνεργασία σημαίνει πως ο προγραμματισμός μπορεί να είναι ομαδικός, αλλά η διδασκα-
λία και η αξιολόγηση στη συνέχεια πραγματοποιούνται μόνο από ένα μέλος της ομάδας, κάτι βέβαια
που αποτρέπει την παρατήρηση της τάξης. Μια συνεργασία «υψηλού» επιπέδου σημαίνει πως όλες
οι εκφάνσεις του μαθήματος, από τον προγραμματισμό μέχρι τον χρόνο διδασκαλίας, είναι αποτελέ-
σματα κοινής προσπάθειας πολλών εκπαιδευτικών. Ο Buckley (2000:56) δίνει τον ακόλουθο ορισμό:
«Η ομαδική διδασκαλία εμπεριέχει μια ομάδα εκπαιδευτικών, οι οποίοι εργάζονται τακτικά, συνερ-
γατικά και με κοινούς στόχους προκειμένου να βοηθήσουν τους μαθητές στην πορεία μάθησης τους».
Στο ίδιο πνεύμα και οι Austin & Baldwin (1991:3) θεωρούν τη συνεργασία ως μια προσπάθεια που
περικλείει κοινούς στόχους, συντονισμένες ενέργειες και κοινή απονομή ευθυνών αναφορικά με τα
τελικά αποτελέσματα στους εμπλεκόμενους εκπαιδευτικούς. Βέβαια, αξίζει να επισημάνουμε πως,
παρά το γεγονός πως στη βιβλιογραφία η συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών κατέχει βαρύνουσα
θέση, εντούτοις στην πράξη ελάχιστα προωθείται και επιδιώκεται.
Εμπειρία
& Γνώση
Ρόλοι &
Προσωπικότητα
Προσδοκίες
Σχήμα 5
Διαθεματική-συνεργατική διδασκαλία: Ένα καινοτόμο μοντέλο επαγγελματικής ανάπτυξης
Timothy Stewart & Bill Perry (2005:1-16). Στοιχεία αποτελεσματικής ομαδικής διδασκαλίας
O ρόλος των εκπαιδευτικών, συμπερασματικά, είναι πολύ σημαντικός: οι εκπαιδευτικοί, με τις στά-
σεις, τις προκαταλήψεις και τις προσδοκίες τους από τους/τις μαθητές/-τριές τους αποτελούν βασικό
στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σημαντικός είναι ο ρόλος της συνεργασίας μεταξύ εκπαι-
δευτικών, η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: α) συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών που
διδάσκουν το γλωσσικό μάθημα και εκείνων που διδάσκουν άλλα γνωστικά αντικείμενα, με στόχο να
προσαρμοστεί η διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων στις ανάγκες των μαθητών με διαφορετικά
επίπεδα γλωσσομάθειας, και β) συνεργατική διδασκαλία (partnership teaching), κατά την οποία το
90
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
μάθημα γίνεται από δύο δασκάλους οι οποίοι ασχολούνται και οι δύο κατά καιρούς είτε με ολόκληρη
την τάξη είτε με ομάδες είτε με μεμονωμένους μαθητές, εναλλάσσονται ενίοτε στους ρόλους του
«πρώτου τη τάξει» και του «βοηθού» δασκάλου και κυρίως συζητούν πάνω στα υλικά και τη μέθοδο
που θα χρησιμοποιήσουν στη συγκεκριμένη τάξη.
Βιβλιογραφία
Austin, A.E. & Baldwin, R.C. (1991). Faculty collaboration: Enhancing the quality of scholarship and
teaching. ASHE-ERIC Higher Education Report, No 7, Washington, DC: George Washington
University, School of Education and Human Development.
Buckley, F.J. (2000). Team teaching: What, why and how? Thousand Oaks, CA: Sage publications, Inc.
Mc Beath, J. (2001b). Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο. (Χ. Δούκας & Ζ. Πολυμεροπούλου, Μετάφρ.).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Sandholtz, J. H. (2000). Interdisciplinary team teaching as a form of professional development.
Teacher Education Quarterly, 27 (3), pp. 39-54.
Stewart, T. & Perry, B. (2005). Interdisciplinary team teaching as a model for teacher development.
Teaching English as a second or foreign language. 9 (2), pp. 1-16.
4.1 Εισαγωγή
Η προώθηση της δημοκρατίας στο σύνολο της κοινωνίας προϋποθέτει τη δημοκρατική λειτουργία
εντός του πλαισίου του εκπαιδευτικού οργανισμού. Με αφετηρία τις αρχές των νέων προγραμμάτων
σπουδών που διασφαλίζουν ότι οι ταυτότητες, η γλώσσα ή οι γλώσσες, οι ειδικές εκπαιδευτικές α-
νάγκες, οι ικανότητες, οι δεξιότητες και οι στάσεις μαθητών/-τριών αναγνωρίζονται και αξιοποιού-
νται χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς, η παρούσα θεματική ενότητα επιδιώκει αρχικά οι εκπαιδευ-
τικοί να συσχετίσουν την εκπαίδευση με τις αξίες και τις πρακτικές της δημοκρατίας και να εκτιμή-
σουν την αξία του ενεργητικού ρόλου του/της εκπαιδευτικού στην προώθηση της δημοκρατίας στην
εκπαίδευση και τη κοινωνία.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επιδιώκεται οι εκπαιδευτικοί να υποστηριχθούν στην αποτελεσματική βοή-
θεια των μαθητών/-τριών ως μελλοντικών ενεργών πολιτών μέσα από τη μείωση των προκαταλή-
ψεων, την παιδαγωγική για την ισότητα και την ενδυνάμωση της διαφορετικότητας στην κουλτούρα
της σχολικής μονάδας.
Με βάση τις παιδαγωγικές παραδοχές του επιμορφωτικού σχεδιασμού, οι εκπαιδευτικοί επιμορφώ-
νονται, ώστε να είναι σε θέση να συνεργάζονται και να συμπράττουν διαδίδοντας καλές πρακτικές
εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας δημιουργώντας κοινότητες μάθησης, αλλά και να συνεργάζονται
εποικοδομητικά με τους γονείς/κηδεμόνες των μαθητών/-τριών, καθώς και με (άλλους) κοινωνικούς
εταίρους. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι εκπαιδευτικοί -μέσα από την ενεργητική συμμετοχή
τους στις συλλογικές διαδικασίες της σχολικής μονάδας- λειτουργούν ως εταίροι στη διοίκησή της,
κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η ανάπτυξη κομβικών κοινωνικών δεξιοτήτων, όπως η δημοκρατική η-
γεσία, η οικοδόμηση δημοκρατικών σχέσεων και η ανάπτυξη του αισθήματος του ανήκειν.
Επιπρόσθετα, ενώ βασικός πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την επίτευξη των εκπαιδευ-
τικών αποτελεσμάτων είναι η σχολική μονάδα και οι εκπαιδευτικοί της, προβλέπεται ταυτόχρονα η
θέσπιση υπερκείμενων άυλων εκπαιδευτικών δομών που θα μπορούν να ενώνουν τις δυνάμεις τους,
να συνεργάζονται, να ανταλλάσσουν γνώσεις, εμπειρίες και πρακτικές και να συντονίζονται για την
επίτευξη κοινών στόχων. Προκειμένου να δημιουργηθούν και να αξιοποιηθούν δημιουργικά αυτά τα
εκπαιδευτικά επιμορφωτικά δίκτυα, απαραίτητη κρίνεται η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για τη
δημοκρατική τους λειτουργία στο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
92
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Η θεματική ενότητα εστιάζει στην ευαισθητοποίηση των επιμορφούμενων σχετικά με το ότι η τε-
χνητή εναρμόνιση απόψεων χωρίς ανοικτή συζήτηση παραπέμπει στην καταπίεση, ενώ σε μια πλου-
ραλιστική κοινωνία ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων και διευθέτησης των διαφορών είναι η
συνθετική συζήτηση και η διαφωνία, αφού οι αντικρουόμενες απόψεις αποτελούν τον κανόνα και
όχι την εξαίρεση. Στόχος της καταληκτικής αυτής ενότητας είναι η παρώθηση των εκπαιδευτικών να
υιοθετήσουν αρχές και να εφαρμόσουν πρακτικές που προωθούν τη δημοκρατία στην εκπαίδευση,
όπως την αρχή της μη-χειραγώγησης/προπαγάνδας και την αρχή της διαλογικής συζήτησης με αντι-
τιθέμενα επιχειρήματα, συμβάλλοντας θετικά στην οικοδόμηση δημοκρατικών σχολείων.
4.2 Η δημοκρατική λειτουργία των εκπαιδευτικών μέσα στο πλαίσιο της σχο-
λικής μονάδας
Σύμφωνα με την κοινωνιοκεντρική προσέγγιση49, το σχολείο πρέπει και μπορεί να ικανοποιεί τις α-
νάγκες της κοινωνίας που το συντηρεί ως θεσμό και με τον τρόπο αυτό να συμβάλλει στο κοινωνικό
γίγνεσθαι. Την κοινωνία δεν τη διαμορφώνουν μόνο οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, αλλά και
μορφωτικοί. Οι μορφωτικοί παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν τους τρόπους σκέψης, στάσεις
και οράματα και διασφαλίζουν δυνατότητες κοινωνικής δράσης. Κάποιοι από τους υποστηρικτές της
κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης (Dewey, Δελμούζος, Παπανούτσος) υποστηρίζουν πως μέσω των εκ-
παιδευτικών παρεμβάσεων θα υπάρξει εκδημοκρατισμός της κοινωνίας. Ενώ άλλοι (Counts, Bramel,
Γληνός) αποβλέπουν στη ριζική ανασυγκρότηση της κυρίαρχης κοινωνικο-πολιτικής τάξης μέσω των
πολιτικο-εκπαιδευτικών ανατροπών (Ματσαγγούρας, 2009).
Για την κοινωνιοκεντρική προσέγγιση δεν αρκεί το σχολείο να μυήσει τους/τις μαθητές/-τριες στον
πολιτισμό και την επιστήμη ή να τους/τις εντάξει σε μια λειτουργικότερη κοινωνία. Η κοινωνία είναι
ταξική και άδικη και για τον λόγο αυτό η εκπαίδευση πρέπει να καταστήσει τους/τις μαθητές/-τριες
ικανούς/-ές να διακρίνουν τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, που δημιουργεί η εκμε-
τάλλευση των ισχυρών και να τους/τις εμφυσήσει το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία, η οποία θα
έχει θέση για όλους και θα σέβεται και το περιβάλλον. Η δημοκρατία προσφέρει το κοινωνικό και
πολιτικό πλαίσιο που διασφαλίζει σε όλους τους πολίτες τις δυνατότητες να αναπτύξουν στο έπακρο
τις ικανότητές τους και να τις θέσουν στην υπηρεσία του συνόλου. Ο Ματσαγγούρας (2009) προτείνει
τους εξής τρόπους εκδημοκρατισμού του σχολείου και ανάληψης κοινωνικής δράσης:
● Το σχολείο, χρησιμοποιώντας σχετικά σχέδια εργασίας, να κάνει θέμα μελέτης κοινωνικά
προβλήματα που βιώνουν στο άμεσο περιβάλλον τους οι μαθητές/-τριες και ταυτόχρονα να
κάνει την αρχή της δράσης μέσα στο σχολείο, με την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων
που αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως μαθητές/-τριες.
● Το σχολείο, αφού από μόνο του δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί να αλλάξει τη
στάση των μαθητών/-τριών έναντι του κόσμου (π.χ. να γίνουν επιφυλακτικοί/ές στη χρήση
προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών που βασίζονται στην εκμετάλλευση της παιδικής εργα-
σίας και στην καταπάτηση των εργαζομένων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και όχι μόνο).
49
Σύμφωνα με τον Ματσαγγούρα (2009) οι βασικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις είναι οι εξής: α) με-
θοδοκεντρική, β) παιδοκεντρική, γ) γνωσιοκεντρική και δ) κοινωνιοκεντρική. Κατά τη μεθοδοκε-
ντρική προσέγγιση, ο/η εκπαιδευτικός έχει το ρόλο του τεχνοκράτη μάνατζερ. Στην παιδοκεντρική
προσέγγιση λειτουργεί ως διευκολυντής/εμψυχωτής της μάθησης και της ανάπτυξης. Στη γνωσιο-
κεντρική προσέγγιση αναλαμβάνει τον ρόλο του μέντορα στη μύηση των μαθητών/-τριών στον ε-
πιστημονικό τρόπο σκέψης. Τέλος, σύμφωνα με την κοινωνιοκεντρική προσέγγιση ο/η εκπαιδευτι-
κός έχει τον ρόλο του πρωτεργάτη της κοινωνικής ανασυγκρότησης. Γνωρίζει τους μηχανισμούς
της εξουσίας και των τρόπων αντίστασης και ανατροπής τους. (Ματσαγγούρας, 2009, σελ.76-77).
93
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Μια πρόταση προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν η υιοθέτηση της έρευνας δράσης ως τρόπου εκ-
δημοκρατισμού των διαδικασιών, αντιμετώπισης παθογενών καταστάσεων, δημιουργίας κοινοτήτων
μάθησης και ανάπτυξης του αισθήματος του «ανήκειν».
50
Action research requires «continual disciplined inquiry» (Calhoun, 2007:479-497).
94
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
να διαμορφώσουν προσωπικούς στόχους και στρατηγικές που θα μπορούν στη συνέχεια να σταθμί-
σουν μέσα από τη μεταξύ τους συνεργασία. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, ο Shulman (2000:48-45) τονίζει
τη σπουδαιότητα της αξιοποίησης δεδομένων που προκύπτουν άμεσα από τη διδακτική πράξη, στη
διαδικασία λήψης μελλοντικών εκπαιδευτικών αποφάσεων. Η διάχυση, η επικαιροποίηση και η επι-
στημονική αξιοποίηση των ερευνητικών δεδομένων που προκύπτουν από την έρευνα δράση που
λαμβάνει χώρα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, καθιστούν τη διαδικασία διαφανή και χωρίς ερωτηματικά.
Βέβαια, υπάρχουν μελετητές οι οποίοι υποστηρίζουν πως η διαδικασία μετατροπής του σχολείου σε
ουσιαστική επαγγελματική κοινότητα μάθησης μέσα από την έρευνα δράση, ίσως, είναι ακόμα λίγο
αόριστη και ασαφής (Berliner et al., 1996:1108-1149˙ Westheimer, 1999:71-105).
Παρόλα αυτά, βιβλιογραφικά, προκύπτουν αρκετά παραδείγματα που δηλώνουν την επιτυχή λει-
τουργία ορισμένων σχολείων ως επαγγελματικών κοινοτήτων μάθησης (Bambino, 2002:25- 27˙Rust
& Meyers, 2006:69-86): στo Teachers Network Leadership Institute (TNLI) η πρωτοβουλία της ανά-
πτυξης της έρευνας δράσης λήφθηκε ακριβώς για να μεταφέρει τη φωνή των εκπαιδευτικών στην
αρένα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Για τους/τις εκπαιδευτικούς που ενεπλάκησαν ήταν μια «ευερ-
γετική» εμπειρία και δήλωσαν πως αισθάνθηκαν πιο συνειδητοποιημένοι, πιο ώριμοι και με περισ-
σότερη κριτική διάθεση απέναντι στις καθημερινές δυσκολίες. Από την άλλη, πολλά από τα στελέχη
της εκπαίδευσης που είχαν πάρει μέρος (πάνω από το 80%) δήλωσαν πως αυξήθηκαν οι γνώσεις τους
και οι δεξιότητες τους σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική. Το παράδειγμα αυτό δείχνει τη σπου-
δαιότητα της συνεργασίας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας δράσης, η οποία μπορεί να ενισχύσει ση-
μαντικά τους εκπαιδευτικούς και τα στελέχη και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση να γεφυρώσει
το χάσμα μεταξύ σχολικής αίθουσας και διοικητικού μηχανισμού (Rust & Meyers, 2006:69-86). Ένα
άλλο παράδειγμα επαγγελματικής κοινότητας μάθησης είναι η δημιουργία του Critical Friends Group
(CFG). Πρόκειται για μικρές ομάδες εκπαιδευτικών που συζητούν θέματα παιδαγωγικής υφής και
ανταλλάσσουν εμπειρίες και γνώμες. Με τη συμμετοχή σε αυτές τις μικρές ομάδες οι εκπαιδευτικοί
ενθαρρύνονται να μιλούν για τη δουλειά τους, να αποδέχονται εποικοδομητικές κρίσεις, να διατυ-
πώνουν αμερόληπτα σχόλια για τη δουλειά των συναδέλφων και γενικά να αυτοβελτιώνονται και να
βελτιώνουν παράλληλα τους μαθητές τους (Bambino, 2002:25-27˙ Wood, 2007:699-739).
Οι εκπαιδευτικοί στα παραπάνω παραδείγματα, αλλά και σε άλλα που απαντώνται σε διεθνές επί-
πεδο, που χρησιμοποίησαν την έρευνα δράση σε ένα αυθεντικό πλαίσιο επαγγελματικής κοινότητας
μάθησης, εκτιμούν πως η προσπάθεια αυτή αποτελεί μοναδική πρόκληση για τη δουλειά τους (Rust
& Meyers, 2006:69-86). Τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να υπερβούν δυο καθοριστικά εμπό-
δια για τη συνέχιση και την ευόδωση της προσπάθειας: α) το φόβο της έρευνας και β) την έλλειψη
χρόνου για εργασία από κοινού και αλληλοϋποστήριξη (Bradley-Levine et al., 2009:152-161). Η
Peraro (2005:234-270) υποστηρίζει πως παρά τις πολλές και συστηματικές προσπάθειες για να λει-
τουργήσουν οι σχολικές μονάδες ως επαγγελματικές κοινότητες μάθησης βασιζόμενες στις αρχές της
έρευνας δράσης, αυτό στην πράξη φαίνεται να είναι μια διαδικασία μη βιώσιμη. Παρατηρεί δε, πως
ο ρόλος της διοίκησης του σχολείου κρίνεται εξαιρετικής σημασίας στην προσπάθεια αυτή, προκει-
μένου να εξασφαλισθεί χώρος και χρόνος στους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς να στοχαστούν πάνω
στις εμπειρίες τους. Η ίδια μάλιστα τονίζει πως στη δική της μελέτη χρειάστηκαν τουλάχιστον πέντε
χρόνια προκειμένου η έρευνα να αποκτήσει χαρακτήρα τελετουργικής διαδικασίας στην εκπαιδευ-
τική πρακτική και να ενσωματωθεί σε αυτήν, αφού στην αρχή παρατηρούσε άρνηση και φόβο ως
προς την αποτελεσματικότητα και το λόγο ύπαρξης της από εκπαιδευτικούς και διοίκηση.
Σίγουρα υπάρχουν στη βιβλιογραφία αρνητικά παραδείγματα, τα οποία μπορούν να μας διδάξουν
σχετικά με σφάλματα ή κενά κατά τη διαδικασία. Από τα θετικά παραδείγματα (όπως στην περί-
πτωση του Teachers Network Leadership Institute), σημειώνουμε τη θέληση των εκπαιδευτικών να
μοιραστούν με άλλους εκπαιδευτικούς την εμπειρία τους και τη διάχυση των αποτελεσμάτων της
δράσης μέσα από διαλέξεις και φόρα που οργανώθηκαν στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα. Οι
Rust & Meyers (2006:69-86) πολύ εύστοχα παρατηρούν πως η διάχυση των ευρημάτων αποτελεί τη
«λαμπρή πλευρά της έρευνας δράσης». Κατατάσσουν την έλλειψη οικειότητας των εκπαιδευτικών
με ερευνητικές δομές και την έλλειψη χρόνου, μεταξύ των βασικών προβλημάτων που ανέκυψαν
95
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
στην πορεία, αλλά επιμένουν πως η έρευνα των προσωπικών πρακτικών και η ανταλλαγή εμπειριών
μπορούν να γεφυρώσουν τους μικρόκοσμους των εκπαιδευτικών και να βοηθήσουν στο σχεδιασμό
της εκπαιδευτικής πολιτικής.
καθιστά εξίσου υπεύθυνους για τη δική τους μάθηση δεσμεύοντάς τους ηθικά51. Ο Van Manen,
(1990:152-157) αναφέρει πολύ παραστατικά: «ο παιδαγωγικός στοχασμός, μέσα από την έρευνα
δράση, μας εξασκεί στο να δούμε και να διακρίνουμε σημαντικές στιγμές από τις ζωές των μαθητών
μας».52
51
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα λόγια μιας εκπαιδευτικού, η οποία συμμετείχε σε ένα πρό-
γραμμα έρευνας δράσης στις Ηνωμένες Πολιτείες: «…It’ s not about me, it is about the kids. My fo-
cus should be on the students thinking, their feelings and their aspirations» (Rogers et al., 2007:217-
221).
52
«…pedagogical reflection, through action research, exercises our ability to see and perceive signifi-
cant moments in children’s life» Van Manen, (1990:152)
98
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Αυτά τα κριτήρια δείχνουν πως μια «κοινότητα πρακτικών» (community of practice) δίνει τη δυνατό-
τητα στους εκπαιδευτικούς να διακρίνουν κοινά στοιχεία σε συγκεκριμένα πλαίσια δράσης. Η άποψη
πως τα ευρήματα της έρευνας δράσης δεν μπορούν να γενικευτούν, επειδή προέρχονται ουσιαστικά
από μικρές μελέτες περίπτωσης, δε φαίνεται να ευσταθεί, σύμφωνα με τον Elliott (2007:229-246).
Από όσα προηγήθηκαν αναφορικά με τη συνεργατική έρευνα δράση, καταλήγουμε πως ο γενικός
σκοπός της συνεργατικής έρευνας δράσης στην εκπαίδευση είναι η επιδίωξη αλλαγών στις υπάρχου-
σες θεωρίες μάθησης και διδασκαλίας των εκπαιδευτικών (Zygouris-Coe et al., 2001:399-412). Σύμ-
φωνα με τους Oja & Smulyan (1989:78-79) τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου έρευνας δρά-
σης συνοψίζονται στα εξής τέσσερα σημεία: (α) πρόκειται για δράση εξ ορισμού συμμετοχική, (β)
εστιάζει σε ζητήματα πρακτικής υφής, (γ) συμβάλλει στην επαγγελματική ανάπτυξη των εμπλεκομέ-
νων εκπαιδευτικών, (δ) απαιτεί ένα καλά δομημένο σχέδιο δράσης το οποίο θα επιτρέψει την ανά-
πτυξη των τριών προαναφερθέντων χαρακτηριστικών. Αυτό το δομημένο σχέδιο δράσης στη συνερ-
γατική έρευνα δράση επιτρέπει σε εκπαιδευτικούς και μαθητές να συνεργάζονται, να θέτουν κοινούς
στόχους, να σχεδιάζουν το αναλυτικό πρόγραμμα από κοινού, να αναλύουν και να παρουσιάζουν
δεδομένα.
53
«…understanding, mutual involvement, change and a process that promotes personal growth»
Κidd & Kral (2005:187).
99
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Freire54 στη Βραζιλία, του Mahatma Ghandi στην Ινδία και του Julius Nyerere στην Τανζανία (Fals-
Borda, 2001:27-37). Αναγνωρίζεται πως η συμμετοχική έρευνα δράση μπορεί να συμβάλει στη βελ-
τίωση τοπικών παθογόνων καταστάσεων μέσω του στοχασμού και της νόησης. Για τον λόγο αυτό, ο
συγκεκριμένος τύπος έρευνας δεν αποτελεί μόνο μια μεθοδολογική εναλλακτική πρόταση, αλλά
πολύ περισσότερο μια φιλοσοφία ζωής, η οποία, όπως εύστοχα ο Fals-Borda (2001:27-37) επισημαί-
νει: «μπορεί να μετατρέψει τους εμπλεκομένους σε ενεργά, σκεπτόμενα άτομα». Η συμμετοχική έ-
ρευνα δράση επιδιώκει να παρωθήσει τους συμμετέχοντες να ενεργοποιηθούν, προκειμένου να ε-
ξαλείψουν ή να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν (Cockburn & Trentham,
54
Η έννοια που χαρακτηρίζει το έργο του Freire (1977:45 & 2006:57-58) είναι αυτή της κοινωνικής
αλλαγής. Επηρεασμένος βαθύτατα από τον τόπο καταγωγής του, τη Βραζιλία, ο Λατινοαμερικάνος
μελετητής ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και γύρω από το ζή-
τημα αυτό ανέπτυξε μια συγκροτημένη και βαθιά ανθρωπιστική θεωρητική προσέγγιση και εκπαι-
δευτική πρακτική. Για τον Freire, η εκπαίδευση και ιδιαίτερα η εκπαίδευση ενηλίκων δεν είναι ποτέ
ουδέτερη. Ο ρόλος της έγκειται είτε στη συμμόρφωση των εκπαιδευομένων σύμφωνα με τις κυρίαρ-
χες επιταγές, είτε στην απελευθέρωσή τους από αυτές. Στη δεύτερη περίπτωση η εκπαίδευση ενηλί-
κων αποκτά τα χαρακτηριστικά οργανωμένης προσπάθειας που έχει ως σκοπό να αμφισβητήσουν οι
συμμετέχοντες όλα αυτά που προηγουμένως θεωρούσαν δεδομένα και στη συνέχεια ενεργώντας
πάνω στην πραγματικότητα να μπορέσουν να τη μετασχηματίσουν. Ο μετασχηματισμός της πραγμα-
τικότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του κριτικού στοχασμού. Ο Freire (1977) πιστεύει πως η
επίγνωση που αποκτάται μέσα στη χειραφετική εκπαιδευτική διεργασία είναι αναπόσπαστα συνδε-
δεμένη με την πράξη. Η αυθεντική εκπαίδευση δημιουργεί την προσδοκία ότι οι εκπαιδευόμενοι,
από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουν τον ψεύτικο τρόπο ζωής που έχουν αποδεχτεί, δε θα πα-
ραμείνουν παθητικοί, αλλά θα δράσουν πολιτικοκοινωνικά, με στόχο την απελευθέρωσή τους. Στο
σημείο ακριβώς αυτό, αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος του εκπαιδευτή-δασκάλου. Ο Freire
(1977:45 & 2006:57-58) στις μελέτες του κάνει λόγο για τα επιθυμητά προσόντα του προοδευτικού
δασκάλου, στηριζόμενος στις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που χαρα-
κτηρίζουν την περιοχή του. Θεωρεί πως πρόκειται για προσόντα που αποκτώνται σε βάθος χρόνου,
δεν είναι κληρονομικά και δε μεταδίδονται. Αναπτύσσονται μέσα από την καθημερινή πρακτική πα-
ράλληλα με την πολιτική απόφαση πως ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι μείζονος σημασίας. Ο εκπαι-
δευτής πρέπει να υποκινεί τον διάλογο με επίκεντρο πάντα τα προβλήματα των συμμετεχόντων, δη-
μιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες μάθησης. Ο εκπαιδευτής με κανέναν τρόπο δε θεωρείται μο-
ναδικός κάτοχος της αλήθειας που μεταβιβάζει κάθετα τις γνώσεις του στους εκπαιδευομένους και
τους ζητά να αφομοιώσουν τα λόγια του. Αντίθετα, πρέπει να δίνει εναύσματα, να δημιουργεί προ-
ϋποθέσεις συζήτησης, να γίνεται κι ο ίδιος εκπαιδευόμενος. Τονίζει πως ο εκπαιδευτής πρέπει να
διακρίνεται από ταπεινοφροσύνη και να μην επιβάλλει τις προσωπικές του απόψεις στην ομάδα λει-
τουργώντας ως αυθεντία και ως μοναδικός φορέας γνώσης. Ένα πρόσθετο προσόν του διδάσκοντος
θα έπρεπε να είναι η αποφασιστικότητα. Σίγουρα, δεν είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το μέλ-
λον των εκπαιδευομένων, αλλά θα πρέπει να διακρίνονται από τόλμη και αποφασιστικότητα και να
μην αποφεύγουν την ευθύνη λήψης αποφάσεων. Επισημαίνει πως ένα σχολείο ανοικτό και δημο-
κρατικό μπορεί να είναι δημιούργημα δασκάλων με θάρρος, αποφασιστικότητα, δύναμη. Στα κεί-
μενα του Freire διαφαίνεται ξεκάθαρα η άποψή του πως ο στόχος της εκπαίδευσης ενηλίκων είναι
να συνειδητοποιήσουν οι κυριαρχούμενοι τις αιτίες της καταπίεσης τους και στη συνέχεια να δρά-
σουν πολιτικά για να αποτινάξουν την εξάρτηση. Η έννοια της σύγκρουσης θεωρεί πως υπάρχει στη
συνείδησή μας και όσο την αποφεύγουμε συντηρούμε τα κακώς κείμενα. Αξίζει, βέβαια, να τονί-
σουμε πως στις δυτικές κοινωνίες οι επιδιώξεις της εκπαίδευσης ενηλίκων, λόγω διαφορετικών οικο-
νομικών και κοινωνικών συνθηκών, αντικειμενικά διαφοροποιούνται από αυτές που αναφέρει ο λα-
τινοαμερικάνος μελετητής.
100
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
2002:20- 30). Έτσι, η δράση μπορεί να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα από τον στοχα-
σμό κατά την πράξη, αλλά και μέσα από την ίδια την πράξη (Savin-Baden & Wimpenny, 2007:331-
343).
Αξίζει να αναφέρουμε πως η συμμετοχική έρευνα δράση οριοθετείται χρονολογικά μεταξύ των δε-
καετιών 1960 και 1970 και ουσιαστικά εκκινεί με τις εργασίες της Φινλανδής ερευνήτριας Swantz
(1975:44-53) στο Bureau for Research on Land Use and Productivity στο Πανεπιστήμιο του Dar-es-
Salaam στην Τανζανία. Εισήγαγε έναν σημαντικό αριθμό προτάσεων που σχετίζονταν με το θέμα των
αλλαγών στις κοινότητες της αφρικανικής χώρας. Στη συνέχεια, ο Hall (1975:24-32 & 2001:171-178),
μελετώντας τις πρακτικές και τις διεξόδους της εκπαίδευσης ενηλίκων στην ίδια χώρα, κατέληξε πως
οι ήδη χρησιμοποιούμενες μέθοδοι κρίνονταν εξαιρετικά ανεπαρκείς. Διαισθάνθηκε πως οι υπάρ-
χουσες μέθοδοι επικύρωναν την καταπιεστική εδραιωμένη ιδεολογία και δεν μπορούσαν να αντα-
ποκριθούν στην κοινωνική πραγματικότητα ενός πάσχοντος λαού. Κατέληξε πως η συμμετοχική έ-
ρευνα δράση, μια τεχνική που εκλαμβάνει τα μέλη της υπό εξέταση κοινότητας ως ζωτικούς παράγο-
ντες της ερευνητικής διαδικασίας και όχι απλώς ως πηγές συλλογής δεδομένων, μπορεί να τύχει επι-
τυχούς εφαρμογής σε παρόμοιες κοινωνικές ομάδες. Ο Hall (1981:16-17 & 2001:171-178) έθεσε τις
βασικές αρχές της συμμετοχικής έρευνας δράσης, αρχές οι οποίες πλέον, βιβλιογραφικά, θεωρού-
νται αντιπροσωπευτικές (Woodward & Hetley, 2007:97-105). Συνοπτικά, η φιλοσοφία της συγκεκρι-
μένης ερευνητικής προσέγγισης περικλείει τα παρακάτω (Hall, 1981: 6-17 & 2001:171-178):
● Η υπό εξέταση ομάδα παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα και ο ερευνητής, όπως και τα μέλη της
ομάδας το γνωρίζουν.
● Ο απώτερος στόχος της έρευνας είναι η θεμελιώδης και δομική αλλαγή της υπάρχουσας προ-
βληματικής κατάστασης, αλλά και η προσωπική βελτίωση των εμπλεκομένων μελών. Η προ-
σωπική βελτίωση δεν αναφέρεται μόνο στα μέλη της υπό εξέτασης ομάδας, αλλά και στον
ίδιο τον ερευνητή (ή τους ερευνητές).
● Η συμμετοχική έρευνα δράση εμπλέκει, δραστηριοποιεί και δεσμεύει όλα τα μέλη της ομά-
δας καθ΄ όλη τη διάρκεια της ερευνητικής προσπάθειας.
● Η συμμετοχική έρευνα δράση εστιάζει κυρίως σε ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες που κα-
ταπιέζονται ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης (μετανάστες, γυναίκες, άνεργους…).
● Βασική αποστολή της συμμετοχικής έρευνας δράσης αποτελεί η ενίσχυση της συνειδητοποί-
ησης των μελών της ομάδας πως έχουν ικανότητες και ισχύ. Επίσης, η συμμετοχική έρευνα
δράση λειτουργεί υποστηρικτικά και ενθαρρύνει την οργάνωση και την κινητοποίηση.
● Ο όρος «ερευνητής» μπορεί να αναφέρεται τόσο στο πρόσωπο με τις εξειδικευμένες γνώ-
σεις, που έρχεται να μελετήσει την ομάδα, όσο και στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που ε-
μπλέκονται στη δράση.
● Αν και το εξειδικευμένο άτομο, ο ερευνητής, είναι συχνά «εκτός» της τρέχουσας προβλημα-
τικής κατάστασης, εντούτοις λειτουργεί ως ενεργός συμμετέχων και μανθάνων σε μια διαδι-
κασία που προσβλέπει στη συλλογική δράση και όχι στην προσωπική του αποσύνδεση από
το υπάρχον πρόβλημα.
Συνοψίζοντας, αξίζει να σημειώσουμε πως η συμμετοχική έρευνα δράση είναι συνδυασμός έρευνας,
εκπαίδευσης και δράσης. Επιπλέον, η συμβολή του ερευνητή έγκειται στο να βοηθήσει τα μέλη της
ομάδας να μάθουν από τους εαυτούς τους, να εκτιμήσουν τις δυνάμεις τους και να αποκτήσουν πο-
λύτιμη γνώση. Η γνώση που παράγεται αποκαλείται «λαϊκή γνώση» (popular knowledge) και αντιτί-
θεται στην «επίσημη γνώση» (official knowledge) που εδραιώνεται από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Ο
Brydon-Miller (2001:76) αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Ο στόχος της PAR είναι η αλλαγή»55.
55
«…the goal of PAR is transformation» Brydon-Miller (2001:76). Education, research and action:
Theory and methods of participatory action research. In D.L.Tolman & M. Brydon-Miller (Eds.), From
101
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Βιβλιογραφία
Arhar, J., Holly, M.L., Kasten, W.C. (2001). Action research for teachers: Travelling the yellow brick
road. 2nd ed. Columbus, OH: Merrill.
Bambino, D. (2002). Critical friends. Educational Leadership, 59, pp. 25-27.
Βαρσαμίδου, Αθ. (2018). Η έρευνα δράση ως στρατηγική ποιοτικής έρευνας-Μοντέλα επαγγελματι-
κής ανάπτυξης εκπαιδευτικών. Εκδόσεις Φυλάτος.
Berliner, D.C., Baron, T., Blanchard, J., et al. (1996). A future for teacher education. Developing a
strong sense of professionalism, in: J. Sikula (Eds.) Handbook of Research on Teacher Edu-
cation, 2nd edition, pp 1108-1149. New York: Simon & Schuster Mac Millan.
Bradley-Levine, J., Smith, J., Carr, K. (2009). The role of action research in empowering teachers to
change their practice. Journal of Ethnographic & Qualitative Research, v.3, pp. 152-161.
Brydon-Miller, M. (2001). Education, research, and action: Theory and methods of participatory ac-
tion research. In D.L. Tolman & M. Brydon-Miller (Eds.), From subjects to subjectivities: A
handbook of interpretive and participatory methods, pp. 76-89. New York, NY: New York
University Press.
Cahill, C. (2007). The personal is political: Developing new subjectivities through participatory action
research. Gender, Place and Culture, 14 (3), pp. 267-292.
Calhoun, E. (2007). Leaders as researchers: Supporting practitioner enquiry through the NCSL Re-
search Associate Programme. Educational Management Administration & Leadership, 35,
pp. 479-497.
Cochran-Smith, M., Lytle, S.L. (1993). Inside/Out: Teacher research and knowledge. New York: Teach-
ers College Press.
Cockburn, L., Trentham, B. (2002). Participatory action research: Integrating community occupa-
tional therapy practice and research. Canadian Journal of Occupational Therapy, 69 (1), pp.
20-30.
Dufour, R. & Eaker, R. (1998). Professional Learning Communities at Work: Best Practices for Enhanc-
ing Student Achievement. Bloomington, Ind.: National Education Service, pp. 56-59.
Dufour, R., Eaker, R. (2005). On common ground: The power of professional learning communities.
Bloomington, IN: National Education Service.
Elliott, J. (2007). Assessing the quality of action research. Research Papers in Education, 22 (2), pp.
229-246.
Freire, P. (1977). Η αγωγή του Καταπιεζόμενου (μετάφρ. Γ. Κρητικού). Αθήνα: Ράππας.
Hall, B.L. (1981). Participatory research, popular knowledge, and power: A personal reflection.
Convergence, 14 (3), pp. 6-17.
Hall, B.L. (2001). I wish this were a poem of practices of participatory research. In Handbook of ac-
tion research. Participative inquiry and practice. pp. 171-178. London: Sage.
Hewitt, R., Little, M. (2005). Leading action research in schools. Daytona Beach: University of central
Florida, Department of education.
subjects to subjectivities: A handbook of interpretive and participatory methods. New York, NY: New
York University Press.
102
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Kemmis, S., Mc Taggart, R. (2005). Participatory action research: Communicative action and the pub-
lic sphere. Beverly Hills, CA: Third Edition.
Kidd, S.A., Kral, M.J. (2005). Practicing participatory action research. Journal of Counseling Psychol-
ogy, 52 (2), pp. 187-195.
Ματσαγγούρας, Η. (2009). Εισαγωγή στις Επιστήμες της Παιδαγωγικής/Εναλλακτικές προσεγγίσεις,
Διδακτικές προσεγγίσεις. Αθήνα, Gutenberg.
Mc Taggart, R., Henry, H. Johnson, E. (1997). Traces of participatory action research: Reciprocity
among educators. Educational action research, 5 (1), pp. 123-139.
Noffke, S., Stevenson, R. (1995). Educational action research: Becoming practically critical. New York:
Teachers College Press.
Oja, S., Smulyan, L. (1989). Collaborative action research: A developmental approach. London:
Falmer-Press.
Peraro, M. (2005). Developing a professional learning community through action research. (Doctoral
dissertation, Columbia University Teachers College). Dissertation Abstracts International,
66.
Robinson, V.J.M. (1993). Problem based methodology. Oxford: Pergamon Press.
Rock, T.C., Levin, B.L. (2002). Collaborative action research projects: Enhancing pre-service teacher
development schools. Teacher Education Quarterly, 29 (1), pp. 7-21.
Rust, F., Meyers, E. (2006). The bright side: Teacher research in the context of educational reform
and policymaking. Teachers and teaching: Theory and practice, 12, pp. 69-86.
Savin-Baden, M., Wimpenny, K. (2007). Exploring and implementing participatory action research.
Journal of Geography in Higher Education, 31 (2), pp. 331-343.
Schoen, S.F. (2007). Action research: A development model of professional socialization. The Clear-
ing House May- June 2007, pp. 211-217.
Schoen, S. F., Bullard, M. (2002). Action research during recess: A time for children with autism to
play and learn. Teaching Exceptional Children, 35 (1), pp. 36-39.
Schoen, S. F., Nolen, J. (2004). Action research: Decreasing acting-out behaviour and increasing
learning. Teaching Exceptional children, 37 (1), pp. 26-29.
Schoen, S. F., Thomas, R. (2006). Altering the inappropriate comments of a student with multiple dis-
abilities. Journal of Instructional Psychology, 33 (1), pp. 75-79.
Shulman, L. S. (2000). From Minsk to Pinsk: Why a scholarship of teaching and learning? The Journal
of Scholarship of Teaching and Learning, 1, pp. 48-53.
Stringer, E. (2004). Action research in education. Columbus, OH: Pearson.
Swantz, M.L. (1975). Research as an educational tool for development. Convergence, 8, pp. 44-53.
Van Manen, M. (1990). Beyond assumptions: Shifting the limits of action research. Theory
and Practice, 29 (3), pp. 152-157.
Westheimer, J. (1999). Communities and consequences: An inquiry into ideology and practice in
teacher’s professional work. Educational Administration Quarterly, 35, pp. 71-105.
Wood, D. (2007). Teachers’ learning communities: Catalyst for change or a new infrastructure for the
status quo? Teachers College Record, 109, pp. 699-739.
Woodward, W., Hetley, R. (2007). Diffusion, decolonializing and participatory action research.
103
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ
Ελληνόγλωσση
Αθανασούλα-Ρέππα Α. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Η Παιδαγω-
γική της Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Αθήνα: Έλλην.
Αθανασούλα-Ρέππα, Α., Δακοπούλου, Α., Κουτούζης, Μ., Μαυρογιώργος, Γ, Χαλκιώτης, Δ. (2008).
Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. ISBN: 978-
960-538-750-1.
Apple, Μ. (1986). Ιδεολογία και Αναλυτικά Προγράμματα. Μτφρ. Τ. Δαρβέρης. Θεσ-
σαλονίκη: Παρατηρητής
Bernstein, B. (1992). Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος (εισαγωγή, μετάφραση, σημειώ-
σεις Ιωσήφ Σολομών). Αθήνα, Αλεξάνδρεια.
104
Α.6 - Οργάνωση και διοίκηση στην εκπαίδευση / Α.6.1 - ΓΕΝΙΚΗ