Professional Documents
Culture Documents
Καλλέργη Κωνσταντίνα μελέτη - Παραλλαγές Πάπιας David Mamet
Καλλέργη Κωνσταντίνα μελέτη - Παραλλαγές Πάπιας David Mamet
Καλλέργη Κωνσταντίνα μελέτη - Παραλλαγές Πάπιας David Mamet
Καλλέργη Κωνσταντίνα
ΑΜ: 7568012200024
Καθηγήτρια: Αλεξιάδου Θ.
Αθήνα, 2022
Στην παρούσα εργασία, θα προβούμε σε μια κειμενική ανάλυση, του θεατρικού έργου
του David Mamet, «Παραλλαγές Πάπιας», προκειμένου να εντοπίσουμε πιθανά
στοιχεία ζωικότητας στο έργο, να μελετήσουμε τη σχέση τους με την ανθρωπινότητα,
και να εξετάσουμε την αλληλεπίδραση του ανθρώπινου και του μη-ανθρώπινου ζώου
στο πλαίσιο της θεατρικής συνθήκης.
Το ζώο-συμβάν
1
G. P. Pefanis, «Is the ‘Animal-Event’ Possible? Animal Precariousness and Moral Indeterminacy
in Performance», New Theatre Quarterly, 34, 2 (2018), σ. 176-185.
doi:10.1017/S0266464X18000076
υπάρχει σκηνοθετική οδηγία που να υποδεικνύει προς αυτή την κατεύθυνση], ωστόσο
η απουσία τους είναι τόσο «ηχηρή», καθώς αποτελούν τον κεντρικό άξονα και την
αφορμή για τον προβληματισμό των ηρώων του έργου, ώστε είναι σαν να βρίσκονται
πέρα κι από τον αφηγηματικό χώρο, και να κυριαρχούν με την παρουσία τους, σε
ολόκληρο το κείμενο, περνώντας από την α-δυνατότητα στη συμβαντικότητα.
Τζωρτζ: Πάπιες.
Έμιλυ: Πού;
Έμιλυ: Α! (σ. 5)
2
J. Derrida, Θέσεις (μετ. Τ. Μπέτζελος), εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2006, όπως αναφέρεται στον Χ.
Ράπτη, Poe-Lacan-Derrida Συνδεσμολογίες, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2013, σ. 281
παράλληλων νοημάτων, του πλάγιου ομιλιακού ενεργήματος (speech act)
και της ισχυρής υπερλεκτικής (prelocutionary) δύναμης»3 που το διακρίνει.
Με την εισαγωγή, λοιπόν, της πάπιας στο έργο, ερχόμαστε σε θέση να εξετάσουμε τη
σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρωπινότητας και ζωικότητας, αλλά και τον
τρόπο που αυτή εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της δράσης.
Η σχέση αυτή [όπως ειπώθηκε παραπάνω], φαίνεται ότι ξεκινά βασισμένη στην
ανθρώπινη υπεροχή, στην ανωτερότητα του ανθρώπινου έναντι του μη-ανθρώπινου
ζώου, καθώς οι ήρωες αρχίζουν να παρατηρούν τις πάπιες από τη σκοπιά του
ανθρώπινου, λογικού νου που κοιτά εξεταστικά το «αντικείμενό» του. Με τη στάση
τους αυτή, οι ήρωες, επιβεβαιώνουν τη θεμελίωση της ανωτερότητας του ανθρώπου
στο καρτεσιανό cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω), που καθόρισε τον
ειδολογικό διαχωρισμό ανθρώπου-ζώου, οριοθετώντας τον με «ένα μοναδικό,
ιεραρχικό χαρακτηριστικό (συνήθως μιας αθάνατης ψυχής ή της χρήσης της
λογικής)»4, και «επέλεξε του ανθρώπους, που ήταν οι μόνοι εξοπλισμένοι με λογική
ψυχή, από ολόκληρο το φάσμα των πλασμάτων, και τα υπόλοιπα συμπιέστηκαν στα
μηχανιστικά όρια της καθαρά ενστικτώδους συμπεριφοράς»5.
3
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου», CNN Greece, 20 Νοεμβρίου 2019, «Παραλλαγές πάπιας» του David Mamet στη
«Θεατρική Σκηνή» του Αντώνη Αντωνίου - CNN.gr, [15/11/2022]
4
L. Shannon, «Poor, Bare, Forked: Animal Sovereignty, Human Negative Exceptionalism, and the
Natural History of "King Lear"», Shakespeare Quarterly, 60, 2, (2009), σ. 168-196
5
L. Shannon, «The Eight Animals in Shakespeare; Or, before the Human», Modern Language
Association, 124, 2 (2009), σ. 472 - 479
δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανθρωπινότητας-ζωικότητας και στο
έργο, σε φιλοσοφικό κυρίως επίπεδο [καθώς η φερόμενη ως αλληλεπίδραση,
υποκινείται από τον ίδιο τον άνθρωπο-παρατηρητή].
Στην πορεία, λοιπόν, του στοχασμού και του διαλόγου των ηρώων, τα όρια, και
οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ειδών, καθίστανται όλο και πιο θολά, οι
οντότητες συγχέονται, κι αυτός ο «τρίτος», που αποτελούσε το αντικείμενο της
μελέτης τους, γίνεται τώρα ένα μέσο για να κατανοήσουν καλύτερα τον ίδιο τον
εαυτό τους· με αφορμή τη ζωή της πάπιας, γίνονται αναφορές σε συνθήκες και
καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν κομμάτι και της ζωής του ανθρώπου, και κάπως
έτσι, η «ετερότητα», γίνεται ένα και το αυτό με το «εγώ» των παρατηρητών της·
επομένως φτάνουμε σε μια ανθρωπομορφική παρουσίαση του ζώου, μέσα από την
[μοιραία ανθρωποκεντρική] ματιά των παρατηρητών του, η οποία το εξομοιώνει με
τη δική της φύση. Ακόμα και το ζευγάρωμα της πάπιας, παρουσιάζεται υπό του
πρίσμα ενός συναισθηματικού ανθρωπομορφισμού, καθώς οι άνθρωποι-παρατηρητές,
6
Ε. Μπακανικόλα-Γιαμά, «Ο ανθρωπισμός του E. Levinas», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 17,
(2000), σ. 207-214
7
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 3
8
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου»
αποδίδουν στο ζώο τα δικά τους αισθήματα και τη δική τους οπτική, σχετικά με τη
συνεύρεση και την αναπαραγωγή
9
Παραπομπές σε σελίδες του κειμένου του έργου, σε μετάφραση Μ. Αντωνίου
10
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου»
Η κατά συνθήκη ανωτερότητα του ζώου
Αναφερόμενοι, βέβαια, οι ήρωες στα «σημαντικά πράγματα στη ζωή» μιας πάπιας [σ.
15], δεν κάνουν τίποτα παραπάνω, από το να απαριθμούν τις βασικές ανάγκες,
λειτουργίες [όπως ο ύπνος, η τροφή, η υγεία, η αναπαραγωγή] και φοβίες του
ανθρώπου [όπως ο θάνατος], μπροστά στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και το
απρόβλεπτο της ζωής. Ακόμα και αναφορές περί τελεολογικού χαρακτήρα της ζωής
και του κόσμου, όπου τα πάντα γίνονται για κάποιο «λόγο και αιτία», που ξεκινούν
με αφορμή το ζευγάρωμα της πάπιας [σ. 9-11], δεν εκφράζουν κάτι άλλο, παρά τη
βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου, να εξηγήσει/ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω
του και να δώσει ένα νόημα -έστω κι ασαφές ή ετεροκαθοριζόμενο- σε καταστάσεις
και γεγονότα της πραγματικότητας, που δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ή που του
προκαλούν απίστευτο πόνο, αν τα αφήσει άλυτα και αναπάντητα, καθώς «αν
αποδεικνυόταν ότι η ζωή δεν έχει κανέναν σκοπό, τότε θα έχανε κάθε αξία»11.
Τζωρτζ: Αλλά η ζωή της πριν το θάνατο είναι πολύ πιο απλή […]
11
S. Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (μετ. Ν. Μυλωνά), Νίκας Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία Α.Ε.,
Αθήνα 2011, σ. 22
παραλλαγή], αποτελούν και μια πηγή «ζήλειας» -αν θα μας επιτρεπόταν να το
εκφράσουμε κατ’ αυτό τον τρόπο- από μεριάς του δεύτερου, προς τα πρώτα. Μια
εσωτερικευμένη, ίσως, «πληγωμένη υπερηφάνεια» κι ένα παράπονο, που καμία
επίπλαστη θεωρία περί ειδολογικής υπεροχής δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει και
να απαλύνει· ο ίδιος ο Freud εξάλλου, συμπεριλαμβάνει στις «τρεις πηγές από τις
οποίες προέρχεται ο πόνος μας», την «υπεροχή της φύσης»12.
Στον πυρήνα αυτού του προβληματισμού, θα μπορούσε να βρίσκεται και ο λόγος για
τον οποίο ο άνθρωπος τόσο συχνά κι υπό τόσες συνθήκες στρέφεται εναντίον των
ζώων και της φύσης εν γένει, επιχειρώντας να δείξει -ή ακριβέστερα να αποδείξει-
την υπεροχή του σε σχέση με τα άλλα είδη, κυριαρχώντας σε αυτά.
Δεν είναι λίγα και τα σημεία στο κείμενο όπου αυτό καθίσταται φανερό, με
αναφορές σε συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου, που υποδουλώνουν θα λέγαμε,
τη ζωική φύση ή καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον· η εκτροφή ζώων με μόνο
σκοπό τη σφαγή τους [σ. 9], η αιχμαλωσία τους σε ζωολογικούς κήπους «προς τέρψη
του φιλοθεάμονος κοινού»13 [σ. 20-21] αλλά και η συνήθης πρακτική του κυνηγιού,
για την οποία γίνεται και το εύστοχο σχόλιο
Έμιλυ: Έχουν φτιάξει τις εποχές έτσι ώστε την μόνη περίοδο που δεν
είναι νόμιμο να τις σκοτώσεις είναι όταν δεν είναι καν εδώ.
(σ. 30)
12
ό. π.: σ. 37
13
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 21
14
ό. π.: σ. 31
φύση του, προκειμένου να οργανωθεί σε κοινωνίες και πολιτισμούς. «Η “φύση” μας
κυβερνάται από την κουλτούρα. Αυτό που ονομάζεται “ανθρώπινη φύση” δεν είναι
κάτι “ουσιωδώς” φυσικό αλλά η διακυβέρνηση της φύσης μας από την κουλτούρα.
Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι κάτι έμφυτο και απαράλλαχτο, είναι
κάτι που, τουλάχιστον εν μέρει, εισάγεται απ’ έξω15», δηλαδή από τους κοινωνικούς
κανόνες, για αυτό το λόγο, μέσα στον πολιτισμό, η αληθινή, ενστικτώδης φύση του
ανθρώπου, καταπιέζεται.
15
J. Storey, Πολιτισμική θεωρία και λαϊκή κουλτούρα (μετ. Β. Ντζούνης), Πλέθρον Αθήνα 2015, σ. 145
16
S. Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, σ. 28
17
ό. π.: σ. 38
18
Γ. Κακολύρης, «Εμμανουέλ Λεβινάς: Ο φιλόσοφος της ευθύνης», Ελευθερία, 2018, Εμμανουέλ
Λεβινάς: Ο φιλόσοφος της ευθύνης (eleftheria.gr), [19/11/2022]
φύση, κι άρα χάσει την «εγγύτητα»19 με το ζώο, δεν είναι σε θέση να δει σε αυτό τον
εαυτό του, και δεν αναγνωρίζει σε αυτό την έννοια του «προσώπου», το οποίο «με
παραπέμπει, κατά τον Λεβινάς, στην ευθύνη μου απέναντι στον άλλον»20· κατ’ αυτό
τον τρόπο, παύει να ισχύει πως «το να είμαι πρόσωπο-με-πρόσωπο με τον άλλον,
σημαίνει ότι δεν μπορώ να τον φονεύσω»21. Έτσι, ο άνθρωπος καθησυχάζει το -
πολιτισμένο κατά τα άλλα- Εγώ του, σε σχέση με το βασανισμό, το κυνήγι και τη
θανάτωση ενός ζώου, θεωρώντας πως δεν φέρει καμία ευθύνη απέναντί του, και πως η
εξουσία του πάνω σε αυτό είναι δεδομένη και δικαιολογημένη, λόγω της -κυρίως
καρτεσιανά προσδιορισμένης- ειδολογικής υπεροχής του, ενώ δε λείπουν και
περιπτώσεις, όπου οι άνθρωποι έχουν αποδώσει την ανωτερότητά τους, σε θεία
πρόνοια, καθώς όπως αναφέρει ο Horkheimer «Ο Πάπας Πίος ο IX δεν επέτρεψε να
ιδρυθεί στη Ρώμη ένας σύλλογος για την πρόληψη της σκληρότητας προς τα ζώα
διότι, όπως δήλωσε, η θεολογία διδάσκει22 ότι ο άνθρωπος δεν έχει καμία υποχρέωση
απέναντι σε κανένα ζώο»23.
Η άποψη αυτή, [της ανωτερότητας του ανθρώπου έναντι του ζώου] διαφαίνεται
στο κείμενο, και μέσα από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται οι ήρωες στο θάνατο
του ζώου, σε αντίθεση με το πώς θα αναφέρονταν στο θάνατο ενός ανθρώπου.
Τζωρτζ: Πεθαίνει.
19
Ε. Μπακανικόλα-Γιαμά, «Ο ανθρωπισμός του E. Levinas», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 17,
(2000), σ. 207-214, σ. 9
20
ό. π.: σ. 207
21
ό. π.: σ. 208
22
(Γεν. 1:26 και 2:16)
23
M. Horkheimer, Η έκλειψη του λόγου, Κριτική, Αθήνα 1987
για τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση -της πάπιας- χρησιμοποιείται κατ’
εξακολούθηση μία και μόνο λέξη, κατηγορηματική, κοφτή και σκληρά αληθινή
(«Πεθαίνει»24), [για να μην αναφερθούμε στο πιο κατηγορηματικό ρήμα «ψόφησε»,
που συχνά χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη για περιπτώσεις ζώων].
Αποδεικνύεται, λοιπόν, από αυτό, πως ο θάνατος του ζώου, δε θεωρείται [για
τον άνθρωπο] κάτι το τόσο τραγικό, όσο αυτός του ανθρώπου [αν και σε πρακτικό
επίπεδο πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για το θάνατο ενός έμβιου όντος], καθώς
ως είδος θεωρούμε πως τόσο η ζωή, όσο και ο θάνατός μας, βαρύνουν περισσότερο
από ό,τι του ζώου, καθώς «μόνον η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να σωθεί· τα ζώα δεν
έχουν άλλο δικαίωμα παρά μόνο να υποφέρουν»25, και για αυτό το λόγο, μας φαίνεται
απολύτως θεμιτό να τα σκοτώνουμε οι ίδιοι, για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας
και να εξασφαλίσουμε τη δική μας επιβίωση («Τζωρτζ: Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν
για να ζήσουν οι υπόλοιποι λίγο παραπάνω»26).
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το κείμενο του David Mamet, και τη
σχέση ανθρωπινότητας-ζωικότητας, όπως αυτή αναπτύσσεται στο έργο, γίνεται
έκδηλη η εσωτερική δυστυχία κι ο πόνος του ανθρώπου, για την αποκοπή του από τη
ζωική του φύση· συναίσθημα το οποίο επιχειρεί να κατευνάσει, καλλιεργώντας και
υποστηρίζοντας διαχρονικά την αντίληψη της ειδολογικής του υπεροχής, έναντι του
μη-ανθρώπινου ζώου.
24
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 32
25
M. Horkheimer, Η έκλειψη του λόγου, Κριτική, Αθήνα 1987
26
ό.π.: σ. 28
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο, που μέσω του αλληγορικού του χαρακτήρα,
υμνεί θα λέγαμε, τη ζωικότητα και την ανθρωπινότητα [ή αλλιώς τη σχέση ανάμεσα
στο μη-ανθρώπινο ζώο και το ανθρώπινο ζώο], ως δυο κατοπτρικές όψεις του ίδιου
και του αυτού νομίσματος, της ύπαρξης.