Καλλέργη Κωνσταντίνα μελέτη - Παραλλαγές Πάπιας David Mamet

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 12

Τμήμα Θεατρικών Σπουδών

ΠΜΣ Ελληνικό και Παγκόσμιο Θέατρο: Εκπαίδευση, Δραματουργία,


Παράσταση

Μάθημα: «Θεατρικό Bestiarium: Φιλοσοφία και Θεωρία του Θεάτρου


και του Δράματος»

Καλλέργη Κωνσταντίνα

ΑΜ: 7568012200024

Καθηγήτρια: Αλεξιάδου Θ.

Αθήνα, 2022

«Να διαβάσετε το έργο του David Mamet Παραλλαγές πάπιας, σε


μετάφραση Μιχαέλας Αντωνίου.

Προτείνεται να εντοπιστούν/αναλυθούν/ερμηνευθούν στοιχεία


ζωικότητας στο έργο και η σχέση τους με την ανθρωπινότητα.»
Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία, θα προβούμε σε μια κειμενική ανάλυση, του θεατρικού έργου
του David Mamet, «Παραλλαγές Πάπιας», προκειμένου να εντοπίσουμε πιθανά
στοιχεία ζωικότητας στο έργο, να μελετήσουμε τη σχέση τους με την ανθρωπινότητα,
και να εξετάσουμε την αλληλεπίδραση του ανθρώπινου και του μη-ανθρώπινου ζώου
στο πλαίσιο της θεατρικής συνθήκης.

Ορμώμενοι από το κείμενο του E. Levinas, «Nom d’ un chien ou le droit


naturel», και τη θεωρία του περί ανθρωπισμού, αλλά και βασιζόμενοι σε άλλα
κείμενα και μελετήματα, θα εξετάσουμε το συγκεκριμένο έργο του Mamet από
σκοπιά φιλοσοφική, αλλά και δραματουργική, με σκοπό να αναλύσουμε τις σχέσεις
ανάμεσα στους ήρωες και τα ζώα, το δίπολο ανθρωπινότητα-ζωικότητα στο έργο και
τη δυναμική του, καθώς και την έννοια του ζώου-συμβάντος.

Μελετώντας την αλληγορική φύση του κειμένου, θα δείξουμε πώς η


ανθρωπινότητα και η ζωικότητα, συναντιούνται, συνομιλούν κι εν τέλει εξισώνονται,
στο έργο, αφού παρουσιαστούν οι πιθανές εκφάνσεις της μεταξύ τους
αλληλεπίδρασης.

Το ζώο-συμβάν

Επιχειρώντας να μιλήσουμε για την έννοια «ζώο-συμβάν», στο έργο, δε θα ήταν


δυνατό, να μην ανατρέξουμε στον J. Derrida, και την προβληματική του σχετικά με
τον όρο «συμβάν», σύμφωνα με την οποία, «το γνήσιο συμβάν, δεν είναι αυτό που
απλά συμβαίνει, σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλά κάτι που πάντα ενέχει
μια α-δυνατότητα, ως συστατικό στοιχείο του»1. Η πραγμάτωσή του, δηλαδή, έρχεται
ως μια διακοπή στο καθεστώτος της δυνατότητας, χωρίς να ακολουθεί γραμμικές
σχέσεις αιτίου-αιτιατού.

Ομοίως, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι φαίνεται να λειτουργούν και οι πάπιες,


στο έργο που μελετάμε, καθώς δεν παρουσιάζονται καθόλου επί σκηνής [και δεν

1
G. P. Pefanis, «Is the ‘Animal-Event’ Possible? Animal Precariousness and Moral Indeterminacy
in Performance», New Theatre Quarterly, 34, 2 (2018), σ. 176-185.
doi:10.1017/S0266464X18000076
υπάρχει σκηνοθετική οδηγία που να υποδεικνύει προς αυτή την κατεύθυνση], ωστόσο
η απουσία τους είναι τόσο «ηχηρή», καθώς αποτελούν τον κεντρικό άξονα και την
αφορμή για τον προβληματισμό των ηρώων του έργου, ώστε είναι σαν να βρίσκονται
πέρα κι από τον αφηγηματικό χώρο, και να κυριαρχούν με την παρουσία τους, σε
ολόκληρο το κείμενο, περνώντας από την α-δυνατότητα στη συμβαντικότητα.

Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο εισάγονται στο έργο [ξαφνικά, απρόσμενα, σα


να σηματοδοτούν ένα νέο κεφάλαιο στη συζήτηση και να διακόπτουν τα έως τότε
λεγόμενα], στη μέση, περίπου, της πρώτης παραλλαγής, μας δίνει την ευχέρεια να
αποδώσουμε στις «αόρατες» αυτές πάπιες του Mamet, την ιδιότητα του «ζώου-
συμβάντος», καθώς η έμμεση εμφάνισή τους, διαθέτει κάτι το απρόοπτο, το
απροϋπόθετο κι απρογραμμάτιστο, καταφέρνοντας όχι απλά να αιφνιδιάσει τους
ήρωες

Τζωρτζ: Πάπιες.

Έμιλυ: Πού;

Τζωρτζ: Εκεί που δείχνω.

Έμιλυ: Α! (σ. 5)

αλλά και να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον τους στο εξής, σηματοδοτώντας


την αρχή του προβληματισμού που θα κυριαρχήσει κατόπιν στο έργο.

Η πάπια φαίνεται να είναι, ουσιαστικά, περισσότερο μία μεταφορά ή


ένα σύμβολο, καθώς δεν είναι λίγες οι στιγμές στο έργο, όπου τα όσα
αναφέρουν οι ήρωες, ορμώμενοι από την παρουσία της πάπιας, δεν είναι
ξεκάθαρο αν αναφέρονται στη δική της ζωή ή στη ζωή των ανθρώπων, οι
οποίοι φαίνεται να «ξεγυμνώνονται» όλο και πιο πολύ κατά τη διάρκεια της
συζήτησης και να απεκδύονται το «μανδύα» της αποστασιοποιημένης
ανωτερότητας σε σχέση με το ζώο, που τους διακρίνει στην αρχή του έργου.

Το κείμενο φαίνεται, έτσι, να έχει μια « “αναλυτική” και αποδομητική


ικανότητα», όπως θα τη χαρακτήριζε ο Derrida2, η οποία καταφέρνει να
εισδύσει σε βάθος, και να μας συστήσει καλύτερα τους ήρωες, μέσω «των

2
J. Derrida, Θέσεις (μετ. Τ. Μπέτζελος), εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2006, όπως αναφέρεται στον Χ.
Ράπτη, Poe-Lacan-Derrida Συνδεσμολογίες, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2013, σ. 281
παράλληλων νοημάτων, του πλάγιου ομιλιακού ενεργήματος (speech act)
και της ισχυρής υπερλεκτικής (prelocutionary) δύναμης»3 που το διακρίνει.

Το δίπολο ζωικότητα – ανθρωπινότητα

Με την εισαγωγή, λοιπόν, της πάπιας στο έργο, ερχόμαστε σε θέση να εξετάσουμε τη
σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρωπινότητας και ζωικότητας, αλλά και τον
τρόπο που αυτή εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της δράσης.

Η σχέση αυτή [όπως ειπώθηκε παραπάνω], φαίνεται ότι ξεκινά βασισμένη στην
ανθρώπινη υπεροχή, στην ανωτερότητα του ανθρώπινου έναντι του μη-ανθρώπινου
ζώου, καθώς οι ήρωες αρχίζουν να παρατηρούν τις πάπιες από τη σκοπιά του
ανθρώπινου, λογικού νου που κοιτά εξεταστικά το «αντικείμενό» του. Με τη στάση
τους αυτή, οι ήρωες, επιβεβαιώνουν τη θεμελίωση της ανωτερότητας του ανθρώπου
στο καρτεσιανό cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω), που καθόρισε τον
ειδολογικό διαχωρισμό ανθρώπου-ζώου, οριοθετώντας τον με «ένα μοναδικό,
ιεραρχικό χαρακτηριστικό (συνήθως μιας αθάνατης ψυχής ή της χρήσης της
λογικής)»4, και «επέλεξε του ανθρώπους, που ήταν οι μόνοι εξοπλισμένοι με λογική
ψυχή, από ολόκληρο το φάσμα των πλασμάτων, και τα υπόλοιπα συμπιέστηκαν στα
μηχανιστικά όρια της καθαρά ενστικτώδους συμπεριφοράς»5.

Επιπλέον, παρουσιάζει ενδιαφέρον, το γεγονός πως οι δύο ηλικιωμένοι ήρωες


βρίσκονται στο πάρκο, και παρατηρούν τις πάπιες στο βάθος, το οποίο μας
παραπέμπει και στις πρακτικές των ζωολογικών κήπων, όπου οι άνθρωποι πάνε για
να θαυμάσουν τα ζώα στο «φυσικό» τους περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα,
πρόκειται για μια συνθήκη υποκριτικής φυσικότητας, στα πλαίσια της αιχμαλωσίας,
που έχει κατασκευάσει για τα συγκεκριμένα ζώα ο άνθρωπος. Αυτή η ιδιαίτερη
σχέση του ανθρώπου με την ετερότητα του ζώου [στην περίπτωση των ζωολογικών],

3
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου», CNN Greece, 20 Νοεμβρίου 2019, «Παραλλαγές πάπιας» του David Mamet στη
«Θεατρική Σκηνή» του Αντώνη Αντωνίου - CNN.gr, [15/11/2022]
4
L. Shannon, «Poor, Bare, Forked: Animal Sovereignty, Human Negative Exceptionalism, and the
Natural History of "King Lear"», Shakespeare Quarterly, 60, 2, (2009), σ. 168-196
5
L. Shannon, «The Eight Animals in Shakespeare; Or, before the Human», Modern Language
Association, 124, 2 (2009), σ. 472 - 479
δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανθρωπινότητας-ζωικότητας και στο
έργο, σε φιλοσοφικό κυρίως επίπεδο [καθώς η φερόμενη ως αλληλεπίδραση,
υποκινείται από τον ίδιο τον άνθρωπο-παρατηρητή].

Ο ανθρωπομορφισμός του ζώου

Σταδιακά, η σκοπιά των ηρώων-παρατηρητών, φαίνεται να μεταβάλλεται, καθώς


εστιάζουν όλο και περισσότερο [κυρίως νοητικά παρά μορφικά-σωματικά] σε αυτή
την ετερότητα, που αποτελεί το ζώο, σε αυτόν τον «άλλον», τον τρίτο, που «είναι
αυτός που δε γνωρίζω, αλλά με αφορά»6. Ακόμα κι αν επιχειρήσουμε να
«ακολουθήσουμε» το βλέμμα τους [με βάση τα όσα διαβάζουμε στο κείμενο], θα
δούμε [προς επιβεβαίωση των παραπάνω] πως η παρατήρηση κι ο στοχασμός τους,
ξεκινά από τον υλικό κόσμο - «Να ένα σκάφος!»7 - κι επεκτείνεται στο ζωικό,
περνώντας πρώτα στην πάπια, κι ύστερα, κατ’ επέκταση στον άνθρωπο· επομένως,
«σε αυτό το πέρασμα από τη ζωολογική αναφορά στην ανθρωπολογική
αυτοπαρατήρηση, μπορούμε να σκεφτούμε τη ζωικότητα ως τη θεμελιακή διάσταση
των έμβιων όντων»8.

Στην πορεία, λοιπόν, του στοχασμού και του διαλόγου των ηρώων, τα όρια, και
οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ειδών, καθίστανται όλο και πιο θολά, οι
οντότητες συγχέονται, κι αυτός ο «τρίτος», που αποτελούσε το αντικείμενο της
μελέτης τους, γίνεται τώρα ένα μέσο για να κατανοήσουν καλύτερα τον ίδιο τον
εαυτό τους· με αφορμή τη ζωή της πάπιας, γίνονται αναφορές σε συνθήκες και
καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν κομμάτι και της ζωής του ανθρώπου, και κάπως
έτσι, η «ετερότητα», γίνεται ένα και το αυτό με το «εγώ» των παρατηρητών της·
επομένως φτάνουμε σε μια ανθρωπομορφική παρουσίαση του ζώου, μέσα από την
[μοιραία ανθρωποκεντρική] ματιά των παρατηρητών του, η οποία το εξομοιώνει με
τη δική της φύση. Ακόμα και το ζευγάρωμα της πάπιας, παρουσιάζεται υπό του
πρίσμα ενός συναισθηματικού ανθρωπομορφισμού, καθώς οι άνθρωποι-παρατηρητές,

6
Ε. Μπακανικόλα-Γιαμά, «Ο ανθρωπισμός του E. Levinas», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 17,
(2000), σ. 207-214
7
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 3
8
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου»
αποδίδουν στο ζώο τα δικά τους αισθήματα και τη δική τους οπτική, σχετικά με τη
συνεύρεση και την αναπαραγωγή

Έμιλυ: Το ζευγάρωμα της πάπιας είναι θέμα προσωπικό κι αφορά

την πάπια και το ταίρι της. (σ. 9)

Επιπλέον, η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης [σ. 5-6]9, η δομή κι ο


τρόπος λειτουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών και της πολιτικής ηγεσίας [σ. 6-7], ο
αγώνας επιβίωσης από τις δυσκολίες και τους κινδύνους της ζωής [σ. 7-8], η
αναπόφευκτη μοίρα του θανάτου [σ. 7, 15-16], οι κανόνες που οφείλει να ακολουθεί
στη ζωή της η πάπια [σ. 26], είναι κάποιοι από τους άξονες που διαδοχικά διατρέχουν
το έργο, κι αποτελούν τα μεταίχμια όπου η ζωικότητα και η ανθρωπινότητα
συναντιούνται, ταυτίζονται και συγχέονται, επιβεβαιώνοντας τη χρήση της πάπιας ως
μεταφοράς, καθώς «ο θεατής μπορεί να σκέφτεται συνεχώς τον άνθρωπο στη θέση
της πάπιας και την κοινωνία στη θέση του κοπαδιού»10.

Το «πέρασμα», επιπλέον της πάπιας, και η μετανάστευσή της κάθε φορά,


ανάλογα με τις εποχές, όπως αναφέρεται ήδη από την αρχή του έργου, άμα τη
εμφανίσει του ζώου,

Έμιλυ: Επιστρέφουν… Έρχονται.

Τζωρτζ: Φεύγουνε… (σ. 6)

θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχα συμβολικό του χρόνου που περνάει κι


επηρεάζει τόσο τους ανθρώπους-παρατηρητές [που είναι ήδη ηλικιωμένοι], όσο και
τις πάπιες [οι οποίες, ακόμα κι αν επιστρέψουν με την αλλαγή του καιρού, δε θα είναι
οι ίδιες, καθώς κάποιες από αυτές θα έχουν πεθάνει, ενώ άλλες θα έχουν επίσης
μεγαλώσει].

9
Παραπομπές σε σελίδες του κειμένου του έργου, σε μετάφραση Μ. Αντωνίου
10
Γ. Π. Πεφάνης, «“Παραλλαγές πάπιας” του David Mamet στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη
Αντωνίου»
Η κατά συνθήκη ανωτερότητα του ζώου

Αναφερόμενοι, βέβαια, οι ήρωες στα «σημαντικά πράγματα στη ζωή» μιας πάπιας [σ.
15], δεν κάνουν τίποτα παραπάνω, από το να απαριθμούν τις βασικές ανάγκες,
λειτουργίες [όπως ο ύπνος, η τροφή, η υγεία, η αναπαραγωγή] και φοβίες του
ανθρώπου [όπως ο θάνατος], μπροστά στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και το
απρόβλεπτο της ζωής. Ακόμα και αναφορές περί τελεολογικού χαρακτήρα της ζωής
και του κόσμου, όπου τα πάντα γίνονται για κάποιο «λόγο και αιτία», που ξεκινούν
με αφορμή το ζευγάρωμα της πάπιας [σ. 9-11], δεν εκφράζουν κάτι άλλο, παρά τη
βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου, να εξηγήσει/ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω
του και να δώσει ένα νόημα -έστω κι ασαφές ή ετεροκαθοριζόμενο- σε καταστάσεις
και γεγονότα της πραγματικότητας, που δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ή που του
προκαλούν απίστευτο πόνο, αν τα αφήσει άλυτα και αναπάντητα, καθώς «αν
αποδεικνυόταν ότι η ζωή δεν έχει κανέναν σκοπό, τότε θα έχανε κάθε αξία»11.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, δε λείπουν και τα σημεία, όπου ο άνθρωπος


παρουσιάζεται ως -εν μέρει- υποδεέστερος του ζώου, καθώς η ζωή του [λόγω και των
προαναφερθέντων υπαρξιακών ανησυχιών] δεν είναι τόσο απλή όσο μιας πάπιας, και
επιπλέον ο ίδιος δε διαθέτει ορισμένες ικανότητες που εκείνη ή άλλα ζώα μπορεί να
έχουν

Έμιλυ: … κάνουν πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν

πολύ αργότερα. (σ. 11)

Τζωρτζ: Όμως πρέπει να είσαι πουλί για να πετάξεις. (σ. 12)

Τζωρτζ: Αλλά η ζωή της πριν το θάνατο είναι πολύ πιο απλή […]

Μια απλή, ξεκάθαρη, εύκολη παπίσια ζωή (σ. 15).

Θα μπορούσαμε, πιθανώς, να πούμε πως τα χαρακτηριστικά αυτά, στα οποία


ορισμένα ζώα υπερτερούν του ανθρώπου, αλλά και per se το γεγονός της «υπαρξιακά
ξέγνοιαστης» οντότητάς τους, λόγω της μη-συνείδησης της θνητότητάς τους
[τουλάχιστον, με βάση τα όσα μπορούμε ανθρωποκεντρικά να γνωρίζουμε επί του
θέματος – προβληματισμός που εμμέσως εκφέρεται και από τους ήρωες στη δωδέκατη

11
S. Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (μετ. Ν. Μυλωνά), Νίκας Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία Α.Ε.,
Αθήνα 2011, σ. 22
παραλλαγή], αποτελούν και μια πηγή «ζήλειας» -αν θα μας επιτρεπόταν να το
εκφράσουμε κατ’ αυτό τον τρόπο- από μεριάς του δεύτερου, προς τα πρώτα. Μια
εσωτερικευμένη, ίσως, «πληγωμένη υπερηφάνεια» κι ένα παράπονο, που καμία
επίπλαστη θεωρία περί ειδολογικής υπεροχής δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει και
να απαλύνει· ο ίδιος ο Freud εξάλλου, συμπεριλαμβάνει στις «τρεις πηγές από τις
οποίες προέρχεται ο πόνος μας», την «υπεροχή της φύσης»12.

Η επιβολή του ανθρώπου στο ζώο και τη φύση

Στον πυρήνα αυτού του προβληματισμού, θα μπορούσε να βρίσκεται και ο λόγος για
τον οποίο ο άνθρωπος τόσο συχνά κι υπό τόσες συνθήκες στρέφεται εναντίον των
ζώων και της φύσης εν γένει, επιχειρώντας να δείξει -ή ακριβέστερα να αποδείξει-
την υπεροχή του σε σχέση με τα άλλα είδη, κυριαρχώντας σε αυτά.

Δεν είναι λίγα και τα σημεία στο κείμενο όπου αυτό καθίσταται φανερό, με
αναφορές σε συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου, που υποδουλώνουν θα λέγαμε,
τη ζωική φύση ή καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον· η εκτροφή ζώων με μόνο
σκοπό τη σφαγή τους [σ. 9], η αιχμαλωσία τους σε ζωολογικούς κήπους «προς τέρψη
του φιλοθεάμονος κοινού»13 [σ. 20-21] αλλά και η συνήθης πρακτική του κυνηγιού,
για την οποία γίνεται και το εύστοχο σχόλιο

Έμιλυ: Έχουν φτιάξει τις εποχές έτσι ώστε την μόνη περίοδο που δεν

είναι νόμιμο να τις σκοτώσεις είναι όταν δεν είναι καν εδώ.

(σ. 30)

είναι μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

Χαρακτηριστικότερη, ωστόσο, της κατ’ εξακολούθησην απόπειρας επιβολής


[συχνά βίαιης] του ανθρώπου στη φύση, αλλά και στο μη-ανθρώπινο ζώο, είναι η
περιγραφή μιας σκηνής κυνηγιού, στη δέκατη τρίτη παραλλαγή· η φράση «Θέλει να
γυρίσει στο σπίτι της κι εσύ θέλεις γι’ αυτό να την σκοτώσεις»14, αποτελεί το
απόσταγμα της φιλοσοφικής προέκτασης και κοινωνικοπολιτισμικής θεωρίας, πως ο
άνθρωπος φθονεί το ζώο, καθώς αυτό είναι ελεύθερο να είναι ζώο [με βάση τον
ανθρωποκεντρικό ορισμό του ζώου], ενώ αυτός έχει απαρνηθεί την άγρια, ενστικτώδη

12
ό. π.: σ. 37
13
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 21
14
ό. π.: σ. 31
φύση του, προκειμένου να οργανωθεί σε κοινωνίες και πολιτισμούς. «Η “φύση” μας
κυβερνάται από την κουλτούρα. Αυτό που ονομάζεται “ανθρώπινη φύση” δεν είναι
κάτι “ουσιωδώς” φυσικό αλλά η διακυβέρνηση της φύσης μας από την κουλτούρα.
Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι κάτι έμφυτο και απαράλλαχτο, είναι
κάτι που, τουλάχιστον εν μέρει, εισάγεται απ’ έξω15», δηλαδή από τους κοινωνικούς
κανόνες, για αυτό το λόγο, μέσα στον πολιτισμό, η αληθινή, ενστικτώδης φύση του
ανθρώπου, καταπιέζεται.

Ο άνθρωπος λοιπόν, καταπιεσμένος μέσα σε αυτή τη συνθήκη -λόγω των


περιορισμών που του επιβάλλει η φόρμα, την οποία ο ίδιος δημιούργησε- δε μπορεί
ποτέ να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, καθώς «το αίσθημα της ευτυχίας από την
ικανοποίηση μίας μη δεσμευμένης από το Εγώ ορμικής διέγερσης είναι ασύγκριτα πιο
έντονο από αυτό του κορεσμού μιας χαλιναγωγημένης ενόρμησης»16. Δυστυχισμένοι
κι εγκλωβισμένοι, μέσα στον πολιτισμό, καθώς «θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι εάν
παραιτούμασταν από αυτόν και ξαναγυρνούσαμε σε πρωτόγονες συνθήκες»17, κι
έχοντας συνειδητοποιήσει πως δεν μπορούμε πια να υπάρξουμε και να επιβιώσουμε
έξω από αυτόν, φτάνουμε στο σημείο να εκδικούμαστε τη φύση, και κυριότερα τα
ζώα, ως μια κατοπτρική μας ετερότητα, για το πλεονέκτημα της ελευθερίας τους, να
υπηρετούν την ενστικτώδη κι ορμητική τους φύση· μια φύση από την οποία
προέρχεται κι ο άνθρωπος, αλλά στην οποία δε μπορεί πλέον να επιστρέψει, κι
επιλέγει να μάχεται εναντίον της, για να ξεχάσει τη δυστυχία και τον πόνο του, που
την απαρνήθηκε.

Ο άνθρωπος, μάλιστα, φτάνει να μην αντιμετωπίζει την ετερότητα του μη-


ανθρώπινου ζώου, με τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε το ανθρώπινο ζώο ως ετερότητα,
κι άρα να μην αναγνωρίζει τη λεβινασιανή ηθική ευθύνη, απέναντι σε αυτό, η οποία
με καθιστά ηθικά υπεύθυνο για τον άλλο και «με διατάζει να μην τον αφήσω
αβοήθητο, δηλαδή να σταθώ αλληλέγγυος μαζί του»18. Έχοντας απομακρυνθεί από τη

15
J. Storey, Πολιτισμική θεωρία και λαϊκή κουλτούρα (μετ. Β. Ντζούνης), Πλέθρον Αθήνα 2015, σ. 145
16
S. Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, σ. 28
17
ό. π.: σ. 38
18
Γ. Κακολύρης, «Εμμανουέλ Λεβινάς: Ο φιλόσοφος της ευθύνης», Ελευθερία, 2018, Εμμανουέλ
Λεβινάς: Ο φιλόσοφος της ευθύνης (eleftheria.gr), [19/11/2022]
φύση, κι άρα χάσει την «εγγύτητα»19 με το ζώο, δεν είναι σε θέση να δει σε αυτό τον
εαυτό του, και δεν αναγνωρίζει σε αυτό την έννοια του «προσώπου», το οποίο «με
παραπέμπει, κατά τον Λεβινάς, στην ευθύνη μου απέναντι στον άλλον»20· κατ’ αυτό
τον τρόπο, παύει να ισχύει πως «το να είμαι πρόσωπο-με-πρόσωπο με τον άλλον,
σημαίνει ότι δεν μπορώ να τον φονεύσω»21. Έτσι, ο άνθρωπος καθησυχάζει το -
πολιτισμένο κατά τα άλλα- Εγώ του, σε σχέση με το βασανισμό, το κυνήγι και τη
θανάτωση ενός ζώου, θεωρώντας πως δεν φέρει καμία ευθύνη απέναντί του, και πως η
εξουσία του πάνω σε αυτό είναι δεδομένη και δικαιολογημένη, λόγω της -κυρίως
καρτεσιανά προσδιορισμένης- ειδολογικής υπεροχής του, ενώ δε λείπουν και
περιπτώσεις, όπου οι άνθρωποι έχουν αποδώσει την ανωτερότητά τους, σε θεία
πρόνοια, καθώς όπως αναφέρει ο Horkheimer «Ο Πάπας Πίος ο IX δεν επέτρεψε να
ιδρυθεί στη Ρώμη ένας σύλλογος για την πρόληψη της σκληρότητας προς τα ζώα
διότι, όπως δήλωσε, η θεολογία διδάσκει22 ότι ο άνθρωπος δεν έχει καμία υποχρέωση
απέναντι σε κανένα ζώο»23.

Η άποψη αυτή, [της ανωτερότητας του ανθρώπου έναντι του ζώου] διαφαίνεται
στο κείμενο, και μέσα από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται οι ήρωες στο θάνατο
του ζώου, σε αντίθεση με το πώς θα αναφέρονταν στο θάνατο ενός ανθρώπου.

Έμιλυ: Ζει τις τελευταίες της στιγμές.

Τζωρτζ: Πεθαίνει.

Έμιλυ: Αποχαιρετά Γη και ουρανό.

Τζωρτζ: Πεθαίνει. (σ. 32)

Η χρήση μεταφορικών φράσεων για το θάνατο [όπως αυτές που μεταχειρίζεται η


Έμιλυ], είθισται όταν κάποιος άνθρωπος πεθαίνει, κι αδύναμοι, μπροστά στο μοιραίο
κι αμετάκλητο του θανάτου, συχνά αποφεύγουμε [από φόβο και πόνο] ακόμα και να
αναφερθούμε σε αυτόν με το όνομά του. Αντιθέτως, δε συμβαίνει το ίδιο με τα ζώα,

19
Ε. Μπακανικόλα-Γιαμά, «Ο ανθρωπισμός του E. Levinas», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 17,
(2000), σ. 207-214, σ. 9
20
ό. π.: σ. 207
21
ό. π.: σ. 208
22
(Γεν. 1:26 και 2:16)
23
M. Horkheimer, Η έκλειψη του λόγου, Κριτική, Αθήνα 1987
για τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση -της πάπιας- χρησιμοποιείται κατ’
εξακολούθηση μία και μόνο λέξη, κατηγορηματική, κοφτή και σκληρά αληθινή
(«Πεθαίνει»24), [για να μην αναφερθούμε στο πιο κατηγορηματικό ρήμα «ψόφησε»,
που συχνά χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη για περιπτώσεις ζώων].

Αποδεικνύεται, λοιπόν, από αυτό, πως ο θάνατος του ζώου, δε θεωρείται [για
τον άνθρωπο] κάτι το τόσο τραγικό, όσο αυτός του ανθρώπου [αν και σε πρακτικό
επίπεδο πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για το θάνατο ενός έμβιου όντος], καθώς
ως είδος θεωρούμε πως τόσο η ζωή, όσο και ο θάνατός μας, βαρύνουν περισσότερο
από ό,τι του ζώου, καθώς «μόνον η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να σωθεί· τα ζώα δεν
έχουν άλλο δικαίωμα παρά μόνο να υποφέρουν»25, και για αυτό το λόγο, μας φαίνεται
απολύτως θεμιτό να τα σκοτώνουμε οι ίδιοι, για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας
και να εξασφαλίσουμε τη δική μας επιβίωση («Τζωρτζ: Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν
για να ζήσουν οι υπόλοιποι λίγο παραπάνω»26).

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το κείμενο του David Mamet, και τη
σχέση ανθρωπινότητας-ζωικότητας, όπως αυτή αναπτύσσεται στο έργο, γίνεται
έκδηλη η εσωτερική δυστυχία κι ο πόνος του ανθρώπου, για την αποκοπή του από τη
ζωική του φύση· συναίσθημα το οποίο επιχειρεί να κατευνάσει, καλλιεργώντας και
υποστηρίζοντας διαχρονικά την αντίληψη της ειδολογικής του υπεροχής, έναντι του
μη-ανθρώπινου ζώου.

Μέσα από το φιλοσοφικό προβληματισμό που εκτυλίσσεται στο έργο, ωστόσο,


οι ήρωες [και κατ’ επέκταση ο άνθρωπος] καταλαβαίνουν -ή καλύτερα, φτάνουν σε
σημείο να παραδεχτούν- πως στην πραγματικότητα, η ετερότητα αυτή [δηλαδή το
ζώο], δεν είναι τόσο ριζικά αντίθετή τους, καθώς τους ενώνουν οι ίδιες ανάγκες
(τροφή, επιβίωση, αναπαραγωγή), οι ίδιοι φόβοι, και -το κυριότερο όλων- η ίδια
αναπόφευκτη μοίρα του θανάτου.

24
D. Mamet, Παραλλαγές Πάπιας (μετ. Μ. Αντωνίου), ανέκδοτο 2019-20, σ. 32
25
M. Horkheimer, Η έκλειψη του λόγου, Κριτική, Αθήνα 1987

26
ό.π.: σ. 28
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο, που μέσω του αλληγορικού του χαρακτήρα,
υμνεί θα λέγαμε, τη ζωικότητα και την ανθρωπινότητα [ή αλλιώς τη σχέση ανάμεσα
στο μη-ανθρώπινο ζώο και το ανθρώπινο ζώο], ως δυο κατοπτρικές όψεις του ίδιου
και του αυτού νομίσματος, της ύπαρξης.

You might also like