ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 62

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ.
Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις. (=το πρώτο πράγμα για σωστή
επικοινωνία είναι η γνώση)
- Αντισθένης ο Κυνικός

Στο 13Σ κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην θρησκευτική


ελευθερία, το οποίο εμπεριέχει στην έννοια της την
θρησκευτική κρατική ουδετερότητα, καθιστώντας μια ρήτρα
για κρατική ουδετερότητα στο 3Σ αναμφίβολα περιττή.
Με αφορμή των Ευαγγελικών (αιματηρών επεισοδίων στο
κέντρο της Αθήνας το 1901 λόγω δημοσίευσης σε εφημερίδα
μεταφρασμένης της Αγίας Γραφής στην δημοτική), τέθηκε
στην παρ.3 του 3Σ διάταξη που απαγορεύει επίσημη
μετάφραση της χωρίς έγκριση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία
σήμερα είναι περιττή.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Σύνολο κανόνων δικαίου κυρίως


πολιτειακής προέλευσης που διέπουν τις έννομες σχέσεις της
εκκλησίας με το κράτος. Μεθοδολογικά αποτελεί sui generis
επιστημονικό κλάδο, προσιδιάζοντας το δημόσιο δίκαιο (ότι
π.χ. οι σχέσεις εκκλησίας-κράτους είναι συνταγματικά
κατοχυρωμένες και ότι η ορθόδοξη εκκλησία είναι ΝΠΔΔ),
αλλά και (σε μικρότερο βαθμό) το ιδιωτικό δίκαιο (οι μοναχοί
κληρονομούνται με ειδικό καθεστώς)

Εντός της ενιαίας πολιτικής επικράτειας υπάρχουν


επικράτειας υπάρχουν πλείονα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά
καθεστώτα με κοινά χαρακτηριστικά:

a) Ορθόδοξη κατεύθυνση
b) Εξάρτηση από τον Οικουμενικό Πατριαρχείου
Κωνσταντινούπολης

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Σύστημα (15 προς το παρόν)


αυτοκέφαλων και αυτόνομων εκκλησιών χωρίς ενιαίο

[1]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

κωδικοποιημένο σύστημα κανόνων δικαίου. Διέπονται από


δύο συστήματα κανόνων δικαίου:

a) Κανονικό δίκαιο: για θέματα δογματικά, λειτουργικά και


οργανωτικά. Δεν είναι κωδικοποιημένο, προέκυψε από
αποφάσεις οικουμενικών συνόδων και υπάρχει
ρευστότητα στην εφαρμογή τους.
b) Εθνικό δίκαιο: περιεχόμενο του εκκλησιαστικού δικαίου

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

a) Εκκλησία της Ελλάδας (ν.590/1977) που διακρίνεται σε


i) Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος
ii) Μητροπόλεις των Νέων Χωρών/ «Νέες Χώρες»
b) Εκκλησία της Κρήτης (ημιαυτόνομη)
c) Δωδεκάνησα (ανήκουν απευθείας στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο)
d) Άγιο Όρος (105Σ)

Αυτοκέφαλη: με ίδια κεφαλή, δηλαδή εκκλησία που έχει την


δική της συνέλευση επισκόπων και διοικητική οργάνωση, ώστε
να επιλέγει μόνη της τον επικεφαλής της.

Αυτόνομη: ελάσσων μορφή διοικητικής αυτοτέλειας, έχει


δική της σύνοδο, αλλά δεν επιλέγει τον επικεφαλής της,
μπορεί πάντως να προτείνει κάποιον υποψήφιο.

Ημιαυτόνομη: δεν επιλέγει τον προκαθήμενο της, ενώ το


Πατριαρχείο επεμβαίνει και σε ζωτικά οργανωτικά ζητήματα.

Το 1833 δημιουργήθηκε πραξικοπηματικά (δηλαδή


χωρίς έγκριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο) η ανεξάρτητη
Ελληνική Εκκλησία. Ωστόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο
ανακήρυξε την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη με τον
πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του 1850, θέτοντας έναν
σημαντικό όρο, να διοικείται ελευθέρως και ακωλύτως από
κάθε κοσμική εξουσία. Να υπογραμμίσουμε ξανά ότι δεν
αναγνώρισε την αυτοκεφαλία, αλλά την ανακήρυξε. Στο
Σύνταγμα πάντως του 1975, ο προαναφερθείς τόμος
περιλαμβάνεται ρητά στο άρθρο 3 (οπότε πρακτικά υπάρχει

[2]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης κράτους-εκκλησίας).


Υπάρχει σχετική διχογνωμία για το εξουσιαστικό μέρος στην
σχέση πολιτείας-εκκλησίας.
Η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος φτάνει ως τη
Θεσσαλία και την Άρτα, ενώ οι βορειότερες στον χάρτη
περιοχές (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά
Βορειοανατολικού Αιγαίου) συνιστούν της νέες χώρες, ένας
όρος που υιοθετήθηκε πρώτα από την πολιτεία και καθ’
αργότερη υποχώρηση της Εκκλησίας. Αυτές διέπονται από
ιδιόμορφο καθεστώς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1928
παραχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος την διοίκηση αυτών
των περιοχών, διατηρώντας για το ίδιο την «κανονική
εποπτεία»/ «κανονική δικαιοδοσία» με κυριότερη έκφανση το
μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχη, δηλαδή ότι θα
μνημονεύεται το όνομά του κατά την Θεία Λειτουργία. Όλες οι
ιεροπραξίες μιας μητρόπολης «νέας χώρας» πρέπει να
μνημονεύουν το όνομα του πατριάρχη για να είναι
εκκλησιολογικά και νομικά έγκυρες. Ανάμεσα στους
υπολοίπους όρους με τους οποίους παραχωρήθηκε η
διοίκηση (στο σύνολο δέκα) συγκαταλέγονται η ισότιμη
συμμετοχή των επαρχιών αυτών του Οικουμενικού Θρόνου
στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, η
απαγόρευση των αρχιερατικών μεταθέσεων, το δικαίωμα του
εκκλήτου των Ιεραρχών των Νέων Χωρών ενώπιον του
Οικουμενικού Πατριάρχη και η διατήρηση απαραμείωτων των
δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των
Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών που βρίσκονται
στην Ελλάδα.

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
Μπορεί να αποκτηθεί μόνον από την ηλικία των 21 ετών και
με την απόκτηση της η περιουσία του μοναχού μεταβαίνει
ολόκληρη στο μοναστήρι. Για την αποφυγή αυτού, μπορεί ο
μελλοντικός μοναχός να διανείμει από πριν όπως θέλει την
περιουσία του σε τρίτα πρόσωπα. Η μοναχική ιδιότητα επίσης
είναι ανεξάλειπτη (άπαξ μοναχός, για πάντα μοναχός), δεν
επιτρέπεται δηλαδή αυτόβουλη απέκδυση της με εξαίρεση την

[3]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

περίπτωση αλλαγής θρησκεύματος. Για αυτόν τον λόγο πριν


την λήψη της μοναχικής ιδιότητας, υπάρχει στάδιο
δοκιμασίας (περίπου τριετούς), όπου ο υποψήφιος ζει ως
δόκιμος μοναχός. Η Εκκλησία από μεριάς της μπορεί να
ανακόψει την μοναχική ιδιότητα κάποιου με την ποινή του
αναθέματος («μεγάλου αφορισμού»).

ΟΡΚΟΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

a) Υπόσχεση ακτημοσύνης
b) Υπόσχεση υπακοής (στον επικεφαλής του μοναστηριού)
c) Υπόσχεση παρθενίας (από δω και στο εξής)

Ο μοναχός διάγει την ζωή του «μόνω θεώ» (μόνος απέναντι


στον θεό), αρνείται το «ίδιον θέλει» (προσωπικές επιθυμίες),
εγκαταλείποντας τα εγκόσμια. Επειδή ο μοναχός με την
μοναχική κουρά αποκτά συνήθως νέο όνομα, επιτρέπεται με
την διαδικασία της εκούσια δικαιοδοσίας να ζητήσει
συμπλήρωση του νέου ονόματος του στην ληξιαρχική πράξη
γεννήσεως, ώστε να μπορεί να αλλάξει και την αστυνομική του
ταυτότητα (για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών)

Αν μοναχός και μοναχή συνάψουν ερωτική σχέση, μπορούν


να συνάψουν πολιτικό γάμο ακώλυτα, έγκειται όμως στην
εκκλησία να τους τιμωρήσει.

ΑΕΡΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ: έκτακτο βάπτισμα (από οποιονδήποτε)


για παιδί που κινδυνεύει να πεθάνει και που
πιθανολογείται/διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει χρόνος ή
τρόπος τέλεσης του τακτικού μυστηρίου. Εφόσον το παιδί
επιβιώσει, το τακτικό μυστήριο θα τελεστεί.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ VS ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΕΙΑ


ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΕΙΑ: ανοχή των θρησκειών που πρεσβεύουν οι
πολίτες (περιορισμένη πολιτειακή δράση)

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: εξασφαλίζει αγώγιγη αξίωση


ενάντια στην πολιτεία για θετική ενέργεια διασφάλισης της
ανεμπόδιστης διαμόρφωσης και εκδήλωσης της θρησκευτικής
συνειδήσεως και είναι ως εκ τούτου άρρηκτα συνδεδεμένη με

[4]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (Σ2 παρ.1) και την ελεύθερη


ανάπτυξη της προσωπικότητας (Σ5 παρ.1). Επίσημα
αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1776 από την πολιτεία
Virginia στο “Declaration of Rights”, ενώ πλέον
κατοχυρώνεται από κάθε ευρωπαϊκό σύνταγμα. Φορέας της
στην ελληνική επικράτεια είναι οποιοσδήποτε βρίσκεται σε
ελληνικό έδαφος, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται νόμιμα ή όχι, ιδία
βουλήσει ή μη.

Την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας σχετικοποιεί ο


όρος «επικρατούσα θρησκεία» που προστέθηκε στο
Σύνταγμα του 1844 (πρώτη φορά βρίσκουμε τον όρο στο
Σύνταγμα του 1804 των Ιονίων Νήσων). Ενώ στο Σ1844 ο όρος
βρισκόταν στο ίδιο άρθρο που κατοχύρωνε την θρησκευτική
ελευθερία, έχει πλέον μεταφερθεί στο άρθρο 3. Γίνεται λόγος
για ανεπιτυχής μεταφορά, αφού παραγνωρίζεται η μεταξύ τους
στενή συνάφεια. Κατά μία άποψη ο όρος αυτός δηλώνει απλώς
το θρήσκευμα της πλειοψηφίας των Ελλήνων και άρα δεν έχει
κανονιστικό περιεχόμενο. Κατά αυτής της οπτικής μπορεί να
προβληθεί το επιχείρημα ότι το Σύνταγμα σε καμία περίπτωση
δεν αποτελεί στοιχείο στατιστικής καταγραφής και άρα δεν
έχει θέση μια τέτοια αναφορά σε κανονιστικό κείμενο.
Σύμφωνα πάντως με την κρατούσα γνώμη, το κανονιστικό
περιεχόμενο του όρου «επικρατούσα θρησκεία» εξαντλείται στο
οργανωτικό κομμάτι του πολιτεύματος. Αναγνωρίζεται η
συμβολή της ορθοδοξίας για την διατήρηση της ελληνικής
εθνικής συνείδησης κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Δεν
επεκτείνεται σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και επομένως
δεν δικαιολογεί δυσμενή μεταχείριση μη ορθοδόξων.
Εκδηλώσεις του όρου «επικρατούσα θρησκεία» είναι π.χ. ότι οι
αργίες της πολιτείας είναι ίδιες με αυτές της εκκλησίας, ότι
εκπρόσωποι της εκκλησίας νομιμοποιούνται να παρίστανται σε
κύριες εκδηλώσεις της πολιτικής ζωής, όπως οι παρελάσεις ή
ο αγιασμός της νέας βουλής. Η ορθόδοξη εκκλησία έχει
επίσης in globo αναγνωριστεί ως ΝΠΔΔ (ήδη από το 1969)
χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η απώλεια της ιδιότητάς της ως
επικρατούσας θα συνεπιφέρει και την απώλεια της ιδιότητας

[5]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

της ως ΝΠΔΔ (έτσι κι αλλιώς και η ισραηλιτική κοινότητα είναι


επίσης ΝΠΔΔ χωρίς να αποτελεί επικρατούσα θρησκεία).

Η θρησκευτική ελευθερία διακρίνεται σε:

 Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης: ενδιάθετη


πεποίθηση κάθε ανθρώπου σε σχέση με το θείο που
μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο και έχει τις
ακόλουθες εκφάνσεις:
1. Ελευθερία πρέσβευσης θρησκευτικών
πεποιθήσεων: από το 13Σ προστατεύονται και οι
αιρέσεις και τα σχίσματα.
Αίρεση: άρνηση θεμελιώδους δόγματος της
ορθόδοξης εκκλησίας που αποτελεί εκκλησιαστικό
αδίκημα και δεν κολάζεται από τους νόμους της
πολιτείας.
Σχίσμα: α) απόσχιση από την ενότητα της ορθόδοξης
εκκλησίας και β) προσχώρηση σε άλλη ήδη
υπάρχουσα θρησκευτική κοινότητα. Διακρίνεται σε:
i) Σχίσμα διοικήσεως: παύση αναγνώρισης μιας
συγκεκριμένης διοικητικής οργάνωσης (π.χ.
Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας Εκκλησίας της Ελλάδας
το 1833 χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου)
ii) Σχίσμα πίστεως: δογματικές διαφορές ήσσονος
σημασίας και όχι θεμελιώδεις, διότι σε αυτήν την
περίπτωση, θα μιλούσαμε για αίρεση. (π.χ. Σχίσμα
ορθόδοξης- ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας λόγω
filioque)
2. Δικαίωμα εκδήλωσης θρησκευτικών
πεποιθήσεων: δυνατότητα εκδήλωσης ή
αποσιώπησης τους. Η αναγραφή στην αστυνομική
ταυτότητα του θρησκεύματος κατά το ΣτΕ, ακόμη και
η προαιρετική, δεν είναι επιτρεπτή, καθώς θίγει την
αρνητική έκφανση του δικαιώματος. Μάλιστα στις 14
Σεπτεμβρίου του 2000 διενεργήθηκε άτυπο
δημοψήφισμα της Εκκλησίας της Ελλάδος για την

[6]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στην


αστυνομική ταυτότητα υπό τον Μητροπολίτη
Χριστόδουλο.
Σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα (2019) δεν πρέπει να
αναγράφεται το θρήσκευμα ούτε στο απολυτήριο
λυκείου (σύμφωνο το ΣτΕ).
Η δήλωση του θρησκεύματος είναι υποχρεωτική,
α) όταν αφορά στατιστικούς σκοπούς και τούτο
εφόσον πληρούνται οι αναγκαίοι όροι απρόσωπης και
εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των σχετικών στοιχείων
β) όταν η αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων
είναι απαραίτητη για την απόλαυση ορισμένων
προνομίων.
Π.χ.1: αντιρρησίες συνείδησης
Π.χ.2: Ο ν.4301/2014 εισάγει τον θεσμό των
εκκλησιαστικών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων
ιδιωτικού δικαίου, για την ίδρυση των οποίων
απαιτείται η κατάθεση ενός φακέλου με έγγραφα, ένα
εκ των οποίων και η ομολογία πίστεως, όπου
περιγράφονται οι βασικές αρχές της συγκεκριμένης
διδασκαλίας, οι οποίες ελέγχονται ως προς την
συμβατότητα τους με το Σύνταγμα.
Π.χ.3: Για να αιτηθεί κανείς άδεια ίδρυσης χώρου
λατρείας, πρέπει να δηλώσει σε ποια θρησκεία ανήκει,
καθώς και που πρόκειται να αφιερωθεί ο ναός αυτός.
3. Δικαίωμα μεταβολής θρησκευτικών
πεποιθήσεων: η συχνότητα και η σοβαρότητα της
μεταβολής είναι αδιάφορες
4. Δικαίωμα διάδοσης θρησκευτικών πεποιθήσεων:
μπορεί η διάδοση να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο
μέσο (γραπτά, προφορικά, social media) ατομικά ή
ομαδικά , αρκεί να μην φτάνει στο σημείο του
αδικήματος του προσηλυτισμού.
5. Δικαίωμα συναθροίσεως για θρησκευτικούς
σκοπούς: Οι πιστοί μπορούν να οργανωθούν σε:
i) σωματείο ii) ίδρυμα iii) Αστική Εταιρεία χωρίς
[7]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

νομική προσωπικότητα και iv) Εκκλησιαστικό ή


Θρησκευτικό ΝΠ (με τον ν.4301/2014). Πάντως αυτές
τις τέσσερις μορφές δεν μπορούν να λάβουν:
i) Εκκλησία της Ελλάδος (και της Κρήτης), διότι είναι
ΝΠΔΔ από το 1910 με αναγνώριση το 1993
ii) Εβραϊκές κοινότητες
iii) Μουφτίες Δυτικής Θράκης,
διότι είναι ήδη ΝΠΔΔ.
Το γεγονός πάντως ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι
ΝΠΔΔ δεν σημαίνει ότι ανήκει στους φορείς της
κυβέρνησης, απλώς της αποδόθηκε η ιδιότητα για την
προστασία της έναντι τρίτων, κυρίως της περιουσίας
αυτής. Το κράτος μπορεί να ελέγξει τα οικονομικά της
εκκλησίας ΜΟΝΟΝ εφόσον πρόκειται για κρατικό
χρήμα ή προερχόμενο από χρηματοδότηση της Ε.Ε.
Συμπλήρωμα του δικαιώματος συμπήξεως
θρησκευτικών κοινοτήτων πρέπει να θεωρηθεί και το
δικαίωμα διοικήσεως αυτών συμφώνως προς τους
ιδιαίτερους κανόνες κάθε μιας θρησκευτικής
κοινότητας.
6. Ίση Μεταχείριση: κανείς δεν δέχεται άνιση
μεταχείριση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων (π.χ.
παλιά για τον διορισμό εκπαιδευτικών στο δημόσιο ή
σε σώματα ασφαλείας απαιτείτο η ιδιότητα του
Χριστιανού Ορθοδόξου).
Εξαίρεση: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να
είναι ορθόδοξος, ορκίζεται δε στην Αγία Τριάδα κατά
το 33Σ. Για την τυπολογία του όρκου του ΠτΔ έχουν
διατυπωθεί τρεις απόψεις:
i) Ο ΠτΔ πρέπει αναγκαίως να είναι Χριστιανός
Ορθόδοξος
ii) Αρκεί η ιδιότητα του Χριστιανού
iii) καθώς το 33Σ έρχεται σε αντίθεση με το 13Σ, ο
υποψήφιος πρέπει να μπορεί να μεταβάλει τον όρκο
(άποψη, η οποία αν γίνει δεκτή, συνεπάγεται την
αποδοχή της καταρριφθείσης θεωρίας των
αντισυνταγματικών διατάξεων του συντάγματος)
[8]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

7. Δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης:


i) Δυνατότητα ίδρυσης θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων
ii) Δικαίωμα γονέων να ανατρέφουν τα παιδιά τους με
τις δικές τους θρησκευτικές ή αθεϊστικές αντιλήψεις.
Η εκπαίδευση πάντως με αθεϊστικές αντιλήψεις δεν
εναρμονίζεται με το 16Σ που ζητάει από τα σχολεία
την διαμόρφωση θρησκευτικής συνείδησης εκ μέρους
των μαθητών. Πάντως η δυνατότητα αυτή επιτρέπει
την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των
θρησκευτικών, το οποίο έχει (νομικά) ομολογιακό
χαρακτήρα. Θεμιτή λύση θα ήταν να έχουν οι
απηλλαγμένοι μαθητές άλλο παρεμφερές μάθημα,
όπως π.χ. ηθική.
8. Απουσία εξαναγκασμού σε πράξεις αντίθετες με
ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις: περιλαμβάνει
τόσο τον εξαναγκασμό σε ενέργεια που απαγορεύεται,
όσο και την παρακώλυση σε συμπεριφορά που
επιβάλλεται από συγκεκριμένη θρησκεία. Έτσι
αντισυνταγματική πρέπει να θεωρηθεί και η
ανεξαίρετη επιβολή θρησκευτικού όρκου ως
αντιβαίνουσα στο 13Σ. Πάντως το ίδιο το Σύνταγμα
προβλέπει θρησκευτικό όρκο για τον ΠτΔ και τους
βουλευτές, όμως το 2015 για πρώτη φορά και παρά
την συνταγματική πρόβλεψη, καθιερώθηκε ατύπως
και ο πολιτικός όρκος, για όσους βουλευτές το
θέλησαν, με επίκληση της τιμής και της συνείδησής
τους.
 Ελευθερία λατρείας: ελευθερία άσκησης λατρευτικών ή
άλλων καθηκόντων που απορρέουν από την ένταξη σε
μια θρησκευτική κοινότητα, που μπορούν να τελεστούν
ατομικά ή ομαδικά, δημόσια ή ιδιωτικά, σε χώρους
ειδικά διαμορφωμένους αδιακρίτως αποδιδόμενης
ονομασίας ή στο ύπαιθρο. Παρουσιάζει τα ακόλουθα δύο
βασικά σημεία:
i) Κατά την 13§2 η λατρεία όλων των γνωστών
θρησκειών είναι ακώλυτος· προφανής περιορισμός η
έννοια της γνωστής θρησκείας εντός της ελληνικής
[9]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

επικράτειας που αποτελεί αόριστη νομική έννοια. Το


1835 ο Ν.Ι. Σαρίπολος προσεγγίζει για πρώτη φορά την
έννοια γνωστή θρησκεία με αφορμή την εκπροσώπηση
ενώπιον του Α.Π. ενός ορθοδόξου κληρικού (Καϊρης) που
είχε φέρει το θρησκευτικό κίνημα (φιλοσοφικό πάντως
κατά τον ίδιο) «Θεοσέβη». Η ορθόδοξη εκκλησία τον
καθαίρεσε, ενώ η ελληνική πολιτεία τον δίωξε για
προσηλυτισμό. Πέθανε δύο μέρες πριν βγει η απόφαση
της αναιρετικής δίκης. Ο Σαρίπολος έδωσε τότε τον
πρώτο ορισμό που εξελίχθηκε μετέπειτα από το ΣτΕ για
την γνωστή θρησκεία.
Έτσι γνωστή θρησκεία:
α) δεν σημαίνει αναγνωρισμένη (δηλαδή δεν απαιτείται
κρατική πράξη αναγνώρισης)
β) έχει φανερά δόγματα και λατρεία
γ) δεν απαιτεί ελάχιστο αριθμό πιστών
δ) δεν ενδιαφέρει αν είναι παλαιά ή νέα
ε) δεν ενδιαφέρει αν αποτελεί αίρεση σε σχέση με την
επικρατούσα ορθόδοξη
στ) δεν ενδιαφέρει αν στις τάξεις της εμπεριέχει
θρησκευτικούς λειτουργούς (που στερούνται ιεροσύνης
με την καθιερωμένη στην Ορθόδοξη εκκλησία έννοια του
όρου)
ζ) δεν προϋποθέτει μύηση
Από το 1985 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζονται
από το ΣτΕ ως γνωστή θρησκεία.
Από το 2014 υπάρχει μαχητό τεκμήριο γνωστής
θρησκείας, εφόσον επ’ ονόματι αυτής έχει εκδοθεί
άδειας ίδρυσης τόπου λατρείας.
ii) Δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας τόπου λατρείας
(διαφορετική για την ορθόδοξη εκκλησία από αυτήν για
ετερόδοξους, αλλόθρησκους και Γνήσιους Ορθόδοξους
Χριστιανούς (ΓΟΧ/ παλαιοημερολογήτες). Για την
Εκκλησία της Ελλάδος απαιτείται:
α)άδεια μητροπολίτη
β)άδεια δομήσεως
γ)έγκριση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος
[10]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

δ) έκδοση Π.Δ. για την ολοκλήρωση της σύνθετης


διοικητικής ενέργειας

ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΧΩΡΩΝ ΛΑΤΡΕΙΑΣ


Ρυθμίζεται από τον μεταξικό ν.1363/1938, ο οποίος
εκδόθηκε υπό το συνταγματικό καθεστώς του Σ1911, του
οποίου τα πρώτα δύο άρθρα κατοχυρώνουν την προστασία
της ορθόδοξης εκκλησίας, και εξακολουθεί να ισχύει με
τροποποιήσεις. Προβαίνει σε εννοιολογική διαφορά
διάκριση μεταξύ ναών (που είναι μεγάλοι για να χωρέσουν
μεγάλο αριθμό πιστών) και ευκτήριων οίκων (που είναι
μόνο για περιορισμένο κύκλο προσώπων, με
υποβαθμισμένη λατρευτική πράξη) με διαφορά το μέγεθος.
Προϋποθέσεις για ίδρυση ορθοδόξου ναού:

a) Αίτηση 50 τουλάχιστον οικογενειών (τουλάχιστον 4


μελών) προς τον επιχώριο (οικείο) μητροπολίτη
b) Επικύρωση του γνησίου της υπογραφής από την
οικεία αστυνομική αρχή
c) Ο ναός που πρόκειται να ανεγερθεί πρέπει να μην
γειτνιάζει με ναό της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας
d) «Άδεια» του ορθόδοξου μητροπολίτη, η οποία δεν
εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, είναι
προπαρασκευαστική πράξη γνωμοδοτικού χαρακτήρα
και άρα ο ναός μπορεί να χτιστεί και χωρίς αυτή.
e) Έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας και
Θρησκευμάτων

Προϋποθέσεις για ίδρυση ευκτήριου οίκου ή


θρησκευτικού εντευκτηρίου (ως λιγότερος σε σημασία,
έχει λιγότερες προϋποθέσεις):

a) Αίτηση ενδιαφερομένων (κατά ΣτΕ τουλάχιστον 7)


«δια του ποιμένος αυτών» στο Υπουργείο Παιδείας
και Θρησκευμάτων.
b) Επικύρωση γνησίου υπογραφής από δήμαρχο ή
πρόεδρο κοινότητας (δημιουργεί προβλήματα)

[11]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

c) Έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας και


Θρησκευμάτων
d) (κατά νομολογιακή επέκταση) άδεια μητροπολίτη
e) Μη διενέργεια προσηλυτισμού της συγκεκριμένης
κοινότητας (αδιάφορο αν ένα μεμονωμένο μέλος
αυτής της θρησκευτικής κοινότητας έχει
καταδικαστεί για τέτοιο αδίκημα)

Με νόμο του 2006 η προϋπόθεση υπό d), άδεια μητροπολίτη,


καταργήθηκε και για τις δύο περιπτώσεις. Επίσης η
επικύρωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται κατά τις
διατάξεις της κοινής νομοθεσίας με οποιονδήποτε νόμιμο
τρόπο (π.χ. ΚΕΠ).
Εγείρεται πρόβλημα αντισυνταγματικότητας λόγω του ελέγχου
της Διοίκησης, ο οποίος δεν έχει κατασταλτικό, αλλά
προληπτικό χαρακτήρα. Η διοίκηση π.χ. στην προϋπόθεση
γειτνίασης ασκεί ουσιαστικό έλεγχο για να προσδιορίσει
εννοιολογικά την γειτνίαση. Το ζήτημα έφτασε στο ΕΔΔΑ το
1996 από μάρτυρα του Ιεχωβά, ο οποίος λόγω κωλυσιεργίας
της διοίκησης έχτισε δικό του ναό (Μανουσάκης και λοιποί
κατά Ελλάδας: καταρχήν το νομοθετικό πλαίσιο είναι
σύμφωνο με ΕΣΔΑ9 υπό τον όρο ότι ο έλεγχος της Διοίκησης
είναι απλώς έλεγχος συνδρομής προϋποθέσεων). Εφόσον
συντρέχουν οι προϋποθέσεις η διοίκηση έχει δέσμια
αρμοδιότητα να χορηγήσει άδεια, τυχόν δε άρνηση της πρέπει
να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, ώστε να είναι δυνατός ο
ακυρωτικός έλεγχος από το ΣτΕ.
Η δημιουργία και λειτουργία χώρου λατρείας χωρίς άδεια
συνιστά πλημμεληματικό αδίκημα.
Ολομ. Α.Π. 20/2001: το τρέχον νομικό καθεστώς είναι εν
μέρει αντισυνταγματικό, πράγμα που δεν εμποδίζει την
εφαρμογή του (μειοψήφησαν Μπαρμπαντώνης και Ματθίας)
ΣτΕ 2188/2010: το σύστημα είναι αντισυνταγματικό και
παραπέμφηκε στην ολομέλεια
Ολομ. ΣτΕ 4202/2012: το σύστημα είναι μερικώς
αντισυνταγματικό
Η απαίτηση από το νόμο ειδικής άδειας της Διοίκησης για

[12]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

λειτουργία ναού και ευκτήριου οίκου δεν συνάδει με το


σύνταγμα και υπάρχει επιτακτική ανάγκη καταργήσεως αυτών
των διατάξεων και αντικατάσταση τους με τρόπο που να
διασφαλίζει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της
λατρείας. Είναι προφανές ότι η άδεια δόμησης σύμφωνα με
τον εκάστοτε ΓΟΚ είναι αναγκαία, ικανή και σύμφωνη με το
Σύνταγμα προϋπόθεση για ίδρυση τόπου λατρείας
οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας με νόμιμη δράση.

ΙΔΡΥΣΗ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ


Σαν ζήτημα ηγέρθηκε το 2004, επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών
Αγώνων για την ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής
ελευθερίας εκ μέρους των τουριστών που θα συνέρρεαν. Ο ν.
2833/2000 πρόβλεψε τη δημιουργία ισλαμικού πολιτιστικού
κέντρου που θα περιλάμβανε και τέμενος (και εκεί θα
γίνονταν εκδηλώσεις και διαλέξεις) στην Παιανία πριν το
2004. Διατυπώθηκαν ενστάσεις από την Εκκλησία (και όχι
μόνο) ως προς τούτο, διότι η Παιανία είναι στην «είσοδο» της
Αθήνας (θεώμενης από την σκοπιά του Ελ. Βενιζέλος). Τελικά
ο ν.3512/2006 πρόβλεψε δημιουργία ισλαμικού τεμένους, το
οποίο θα διοικούταν από 7μελή επιτροπή (2 εκπροσώπους
αναγνωρισμένων μουσουλμανικών σωματείων και 5 κρατικούς
αξιωματούχους). Η σύνθεση αυτή προφανώς στρεβλώνει την
θρησκευτική ελευθερία. Η επιτροπή εποπτεύεται από τον
Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων και έχει σκοπό την
διοίκηση και διαχείριση του τεμένους.
Το κτήριο εν τέλει φτιάχτηκε από οικοδομικής σκοπιάς κατά
90% στον Βοτανικό, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά μέχρι
σήμερα δεν έχει ανοίξει τις πύλες του, ενώ υπάρχει
διορισμένος θρησκευτικός λειτουργός.
Η δημιουργία δεν έγινε σύμφωνα με την διαδικασία του
ν.1363/1938, δημιουργήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την
ελληνική πολιτεία. Αυτό έγινε για λόγους προστασίας του
δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας ασφάλειας, επειδή
κατά την δημοσίευση της απόφασης ίδρυσης, ισλαμικές
χώρες, ιδίως η Τουρκία, έσπευσαν να ζητήσουν αναλάβουν την
περάτωση του έργου και η ελληνική πολιτεία φοβήθηκε τυχόν

[13]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

κεκαλυμμένο θύλακα τρομοκρατίας.


Πολλοί (κάποιοι και μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ένας
επίσκοπος επίσης) προσέφυγαν στο ΣτΕ για την
αντισυνταγματική αυτή χρηματοδότηση. Το ΣτΕ απέρριψε τις
προσφυγές, δικαιολογώντας αυτήν την παρέκκλιση ως
επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Σημαντική στρέβλωση της θρησκευτικής ελευθερίας είναι και
ότι το πλήθος των μουσουλμάνων που διαμένουν στο κέντρο
είναι τρομερά ετερόκλητο τόσο δογματικά όσο και εθνολογικά.
Είναι απαράδεκτο ότι δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιείται
αυτός ο χώρος σε κοινό χρόνο από κάθε δόγμα (κάτι που
αναδεικνύει ότι το έργο εξ αρχής είχε συμβολική στόχευση και
δεν ήταν ρεαλιστική επιδίωξη).
Λύση αυτού του ζητήματος θα επέφερε η υπό προϋποθέσεις
αδειοδότηση παρανόμων χώρων λατρείας για την
πρακτικότερη πραγματοποίηση της κάλυψης των
θρησκευτικών αναγκών των αλλοθρήσκων.

ΦΡΑΓΜΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ: προέρχονται


από το ίδιο το σύνταγμα, κάνουν φανερό ότι η άσκηση του
δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι απεριόριστο
και είναι η εξής 4:

1. Γνωστή θρησκεία: ως περιορισμός προκύπτει εμμέσως


από το Σύνταγμα. (για το περιεχόμενο της γνωστής
θρησκείας, βλ. παραπάνω)
2. Μη αντίθεση στην α) Δημόσια Τάξη και β) τα χρηστά
ήθη:
Χρηστά ήθη: περί ηθικής αντίληψη του μέσου συνετού
ανθρώπου (περιλαμβάνονται στην ευρεία εννοία δημόσια
τάξη, για αυτό και ως περιορισμός εξετάζονται ομού)
Δημόσια Τάξη: σύνολο κανόνων δικαίου
φιλοσοφικών/κοινωνικών/θρησκευτικών/πολιτιστικών
αντιλήψεων, οι οποίες επικρατούν μια δεδομένη χρονική
στιγμή. Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια που
εννοιοδοτείται κάθε φορά από τον δικαστή με βάση την
αντικειμενική πίστη του μέσου κοινωνού.
Παράδειγμα: Επίσκοπος που μένει στις ΗΠΑ με μεγάλη
[14]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

περιουσία πεθαίνει και κληρονομείται (ως επίσκοπος με


βάση τις κοινές διατάξεις) από τα 3 του αδέρφια, οι
οποίοι κάνουν στην Ελλάδα δήλωση αποδοχής
κληρονομιάς, την μεταγράφουν, πληρώνουν σχετικό
φόρο. Εμφανίζεται θετός γιος από ΗΠΑ (του οποίου η
υιοθεσία είχε επικυρωθεί από αμερικανικό δικαστήριο)
και διαπιστώνει ότι η κληρονομιά είχε ήδη μοιραστεί,
έτσι τα αδέρφια συνειδητοποιούν ότι δεν είναι
κληρονόμοι και ο θετός γιος επιδιώκει να κηρυχθεί
εκτελεστή η επικύρωση της πράξης υιοθεσίας στην
Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση για κήρυξη εκτελεστότητας
είναι να μην προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη. Η
Α.Π. 17/2008 απορρίπτει την αίτηση να κηρυχθεί
εκτελεστή με την αιτιολογία ότι προσκρούει στους
κανόνες της ορθόδοξης εκκλησίας που είναι μέρος της
ελληνικής δημόσιας τάξης και έχουν άλλωστε
διαμορφώσει τα χρηστά ήθη. Συγκεκριμένα προσκρούει
στον κανόνα ότι ο μοναχός απεκδύεται απεκδύεται από
κοσμικές δεσμεύσεις. Δεν υπάρχει, όπως
καταλαβαίνουμε, ρητός κανόνας που να απαγορεύει την
υιοθεσία, αλλά συνάγεται από τον ανώτερο. Ο γιος
προσφεύγει στο ΕΔΔΑ επικαλούμενος την ΕΣΔΑ1. Αυτό
το 2011 ανατρέπει την απόφαση του Α.Π., λέγοντας ότι
πρώτον η υιοθεσία από μοναχό δεν απαγορεύεται ρητά,
αλλά και εμμέσως συναγόμενος να ήταν τέτοιος κανόνας,
αποφάνθηκε ότι δεν είναι δυνατόν εν έτει 2011 να
εφαρμόζονται τέτοιοι αναχρονιστικοί κανόνες. Η Ελλάδα
υποχρεώθηκε να τον αποζημιώσει. (Νεγρεπόντης κατά
Ελλάδας).
Κατά ΣτΕ 560/2019 ως προς την ίδρυση χώρου λατρείας
από αλλόθρησκους, αυτοί πρέπει να είναι κατάλληλοι
για χρήση. Το δικαίωμα περιορίζεται από τους
πολεοδομικούς κανόνες που είναι κανόνες δημοσίας
τάξεως. Η απόφαση του ΕΔΔΑ 10.10.18 (Παντελίδου
κατά Ελλάδος) επιβεβαιώνει τα ανωτέρω.
3. Α) Δεν πρέπει να αντίκειται η θρησκευτική λατρεία στα
καθήκοντα απέναντι στο κράτος (κυρίως αφορά
[15]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

φορολογία, από την οποία κανείς δεν μπορεί να


απαλλαγεί επικαλούμενος την θρησκευτική του
συνείδηση ή ότι από τα έσοδα των φόρων
χρηματοδοτούνται πολιτικές αντίθετες προς την πίστη
του)
Οι αποφάσεις του ΣτΕ 582/2001 και 1070/2018 για
υποχρεωτική απόδοση ΑΦΜ και ΑΜΚΑ αντίστοιχα
επιβεβαιώνουν ότι η θρησκευτική ελευθερία υποχωρεί
μπροστά στις φορολογικές υποχρεώσεις.
Αντιρρησίες συνείδησης: πρόσωπα που για λόγους
θρησκευτικούς/φιλοσοφικούς/ιδεολογικούς αρνούνται
αιτιολογημένα να τελέσουν ένοπλη θητεία. Το Σ
προβλέπει υποχρεωτική συντέλεση στην άμυνα της
πατρίδας όχι αναγκαστικά ενόπλως, αλλά με άοπλη
θητεία ή εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία. Τούτο
διευκρινίστηκε αυθεντικώς με ερμηνευτική δήλωση που
προστέθηκε στο άρθρο 4Σ με την αναθεώρηση του 2001,
συμφώνως προς την οποία η επιταγή του 4§6Σ: «Δεν
αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική
προσφορά άλλων υπηρεσιών εντός ή εκτός των ενόπλων
δυνάμεων, από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση
συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά
στρατιωτικής υπηρεσίας. Η αντίρρηση συνείδησης
καθιερώθηκε με τον ν.2510/1997, ο οποίος έχει έκτοτε
πολλαπλώς τροποποιηθεί. Η ορθόδοξη εκκλησία (μέσω
του Χριστόδουλου) έχει εκφράσει την στάση της κατά της
αντίρρησης συνείδησης. Σήμερα εκπληρώνουν οι
αντιρρησίες συνείδησης θητεία στον δημόσιο τομέα
(ακόμα και σε θρησκευτικό ΝΠΔΔ) διπλάσιου χρόνου
από την κοινή, ενώ στο παρελθόν ο χρόνος της άοπλης
θητείας ή της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας ήταν
μειωμένος. Αυτή εκπληρώνεται με παροχή υπηρεσιών
κοινής ωφέλειας, σε περιοχές εκτός της περιφερεαικής
κατοικίας των ενδιαφερομένων. Κυρίως αφορά ως θεσμός
του Μάρτυρες του Ιεχωβά που δεν αποδέχονται να
κρατήσουν όπλα, αλλά και να φέρουν στρατιωτική
περιβολή. Πάντως στατιστικά οι περισσότεροι αντιρρησίες
[16]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

επικαλούνται ιδεολογικούς λόγους, ενώ πλέον τα


περισσότερα αιτήματα γίνονται δεκτά. Την έγκριση των
αιτημάτων αποφασίζει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας με
την σύμπραξη γνωμοδοτικής επιτροπής· ο Υπουργός
πάντως μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά. Η επιτροπή
αυτή περιλάμβανε δύο μέλη ΔΕΠ (κοινωνιολογία,
ψυχολογία, φιλοσοφία, πολιτική επιστήμη), πάρεδρο
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2 στρατιωτικούς
(από το υγειονομικό και στρατολογικό σώμα των ενόπλων
δυνάμεων)με διετή θητεία. Επειδή τα μέλη ΔΕΠ συνήθως
δεν εμφανίζονταν, οι στρατιωτικοί αποκτούσαν
πλειοψηφία έχοντας εκ προοιμίου άποψη κατά της
αντίρρησης συνείδησης. Με την απόφαση
Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος, ΕΔΔΑ, 2016), η σύνθεση
της επιτροπής αλλάζει και περιλαμβάνει τρία μέλη ΔΕΠ
(πέρα από τις άλλες επιστήμες πλέον και νομικής),
πάρεδρο του νομικού συμβουλίου του κράτους και έναν
στρατιωτικό, ώστε να πληρούνται οι όροι της αρχής της
αμεροληψίας.
Πάντως η υπαγωγή στο εξαιρετικό καθεστώς του
αντιρρησία συνείδησης απαιτεί (εφόσον γίνεται για
θρησκευτικούς λόγους) αποκάλυψη θρησκευτικής
συνείδησης και απόδειξη αυτής.
Σε περίπτωση πολέμου πάντως οι διατάξεις για την
εναλλακτική υπηρεσία μπορεί να αναστέλλονται με
απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Β) Ανάγκη συμμόρφωσης στους νόμους του κράτους· όχι
σε όλους ανεξαιρέτως, αλλά μόνο σε γενικής ισχύος
νόμους που αποβλέπουν στην προστασία ενός εξίσου με
την θρησκευτική ελευθερία σημαντικού εννόμου αγαθού
(π.χ. ΓΟΚ, ΚΟΚ ή νόμους για την εθνική άμυνα,
δημόσια τάξη και ασφάλεια, δημόσια υγεία, νεότητα,
φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, λειτουργία δημοσίων
υπηρεσιών κ.λπ.)
4. Δεν πρέπει να συνιστά προσηλυτισμό, ο οποίος
απαγορεύεται από το 13Σ, ενώ η απαγόρευση του
προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο 1Σ του 1844, άρθρο
[17]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

που διαρρύθμιζε τις σχέσεις εκκλησίας κράτους. Ωστόσο


η τότε απαγόρευση διαφέρει από την σημερινή, αφού
αφορούσε μόνον εκείνον που στρέφεται κατά της
επικρατούσας θρησκείας καθώς και κάθε άλλη
επέμβαση, όπως π.χ. την τέλεση ορθόδοξου γάμου από
ετερόδοξους. Επαναλήφθηκε με αυτό το περιεχόμενο σε
όλα τα μετέπειτα συντάγματα μέχρι και το 1975, όπου
επαναλαμβάνεται η απαγόρευση του προσηλυτισμού με
τις εξής διαφοροποιήσεις:
 Έγινε μεθοδολογική μετατόπιση της διάταξης με
ουσιαστική και τεχνική διάσταση: δεν περιλαμβάνεται
πλέον στις διατάξεις που ρυθμίζουν σχέσεις πολιτείας-
εκκλησίας, αλλά σε εκείνες που ρυθμίζουν την
θρησκευτική ελευθερία, χωρίς να περιλαμβάνει την
πρόβλεψη για «απαγόρευση κάθε άλλης επέμβασης».
 Έχει γενικότητα, αφού πλέον απαγορεύεται γενικά, όταν
στρέφεται κατά οποιαδήποτε άλλης γνωστής θρησκείας

Είναι προφανές ότι για την εφαρμογή της συνταγματικής


απαγορεύσεως κρίσιμο μέγεθος συνιστά η έννοια του
προσηλυτισμού, ενόψει και της συνταγματικώς
κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας, έκφανση της
οποίας, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, συνιστά βεβαίως και
η διάδοση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η θρησκευτική
διδασκαλία. Στην έννοια του προσηλυτισμού δεν μπορεί να
δοθεί περιεχόμενο τέτοιο που θα έχει ως συνέπεια τον
περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας ή της ελεύθερης
ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως η διάδοση των
θρησκευτικών πεποιθήσεων με συναθροίσεις, κηρύγματα ή
ιεραποστολή. Δεν συνιστά επίσης προσηλυτισμό η πώληση ή η
αποστολή ή η απλή διανομή εντύπων και διαφημιστικών
φυλλαδίων εφόσον δεν επιχειρείται με αθέμιτα μέσα.

Ο προσηλυτισμός ποινικοποιήθηκε με τον Α.Ν. 1363/1938,


που αργότερα τροποποιήθηκε με τον ν.1678/1939 και δεν
προβλέπεται εντός του ποινικού κώδικα. Ο ποινικοποιητικός
νόμος εκδόθηκε εντός του συνταγματικού καθεστώτος του

[18]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

1911 και έχει ως τίτλο: «Προς κατοχύρωση των διατάξεων 1


και 2 (του εν ισχύι συντάγματος του 1911)». Ο προσηλυτισμός
ορίζεται ως άμεση ή έμμεση προσπάθεια προς διείσδυση στην
θρησκευτική συνείδηση άλλου που γίνεται με την χρήση
αθέμιτων μέσων που μνημονεύονται ενδεικτικά (ιδία):
i) εκμετάλλευση κουφότητας, αδυναμίας
ii) με χρήση απατηλών μέσων.
Ο προσηλυτισμός, όπως φαίνεται από το ανώτερο χωρίο,
συνιστά τυπικό έγκλημα, δηλαδή αρκεί η πράξη να είχε αυτήν
την κατεύθυνση και είναι αδιάφορο αν ο στόχος επιτεύχθηκε,
ενώ προφανώς δεν νοείται απόπειρα του.
Πάντως ο ανωτέρω νόμος παρουσιάζει τα ακόλουθα
προβλήματα:

 Ιδία (ιδίως): τα μέσα τέλεσης προσηλυτισμού δεν


προβλέπονται περιοριστικά κατά απόφαση του Α.Π.,
δηλαδή μπορεί να διαπραχθεί και με μη προβλεπόμενο
μέσο (διαζευκτική χρήση προβλεπόμενων μέσων, αρκεί
ένα). Ωστόσο η ενδεικτική απαρίθμηση έχει αναγκαστική
συνέπεια την αντισυνταγματική αναλογική επέκταση του
αξιοποίνου εγείροντας ένσταση αντισυνταγματικότητας
(7Σ). Ως πλημμεληματικό έγκλημα τιμωρείται με ποινή
φυλάκισης μέχρι 5 έτη και χρηματική ποινή καθώς και
με απέλαση, αν είναι αλλοδαπός, ή με αστυνομική
επιτήρηση, αν είναι Έλληνας. (ποινική κύρωση). Δεν
μπορεί μια θρησκευτική κοινότητα της οποίας τα μέλη
διαπράττουν συστηματικά να ζητήσει άδεια για ίδρυση
χώρου λατρείας (διοικητική κύρωση).
 Προβλέπεται εις βάρος όλων πλέον, κάτι που δεν ήταν η
στόχευση του ιστορικού νομοθέτη, και άρα ερμηνευτικά,
για να περισώσουμε την συνταγματικότητα του νόμου,
θεωρούμε ότι αφορά κάθε θρησκεία. Πάντως μετά την
Κοκκινάκης κατά Ελλάδος (1993) ποινικές καταδίκες για
προσηλυτισμό είναι ελάχιστες και υπάρχει γενικά μικρό
περιθώριο εφαρμογής, κάτι που μπορεί να μεταφραστεί
και ως σιωπηρή αποδοχή της αντισυνταγματικότητας
του. Η ελληνική πολιτεία πάντως φαίνεται να μην τον

[19]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

καταργεί ρητώς για να αποφύγει άλλη μια ρήξη στις


σχέσεις της με την Εκκλησία. Επείγει κατά Κονιδάρη η
αντικατάσταση των διατάξεων αυτών στο σύνολό τους με
ένα σύγχρονο νομοθέτημα, το οποίο θα καλύπτει τα
σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία και τον
προσηλυτισμό, εφόσον κριθεί ότι τα αθέμιτα μέσα
διεισδύσεως στην θρησκευτική συνείδηση δεν
περιγράφονται επαρκώς από διατάξεις του ΠΚ, όπως
εκείνες για την εκβίαση ή την απάτη.

Επειδή η ιεραποστολική δράση της εκκλησίας (έκφραση


δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας) συνοδεύεται από
φιλανθρωπικές πράξεις και ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων, έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι αποτελεί προσηλυτισμό δια
εκμεταλλεύσεως αδυναμίας. Πάντως επειδή η προσφορά
γίνεται απροϋπόθετα (ανεξάρτητα από το αν ο δέκτης δείχνει
να αποδέχεται την ορθοδοξία) και η επέμβαση στην συνείδηση
του δεν γίνεται με φορτικότητα και επιμονή (επιθετική
διάσταση προσηλυτισμού) δεν θεωρείται προσηλυτισμός.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:


Προβλέπονται από το ν.4301/2014 με αφορμή την σχετική
πίεση εκ μέρους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Έως τότε οι
πιστοί μιας θρησκείας είχαν δικαίωμα να οργανωθούν σε:
α) σωματεία (τουλάχιστον 20 άτομα)
β) ίδρυμα
γ) αστική μη κερδοσκοπική εταιρία (τουλάχιστον 2 άτομα),
αλλά καμία από τις παραπάνω επιλογές δεν ταιριάζει σε
θρησκευτική κοινότητα που έχει μεταφυσικό προσανατολισμό.
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν ήθελε να γίνει ΝΠΔΔ, ώστε
να μην υπόκειται στον έλεγχο της πολιτείας, αλλά ούτε και
ΝΠΙΔ και ζήτησε να γίνει κάτι που ως τότε δεν είχε
προβλεφθεί, ένα εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Συστάθηκε
επιτροπή για να λύσει το συγκεκριμένο ζήτημα που κατέληξε
σε πόρισμα, το οποίο στη συνέχει παραμερίστηκε.
Χαρακτηριστικά των εκκλησιαστικών ή θρησκευτικών νομικών
προσώπων:

[20]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

1. Είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου


2. Εξαιρούνται τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου (Εκκλησία της Ελλάδος, Ισραηλιτικές
Κοινότητες, Μουφτείες της Θράκης)
3. Ένωση 300 προσώπων που διαμένουν στην ίδια
γεωγραφική περιοχή και είναι μέλη του υπό ίδρυση
θρησκευτικού νομικού προσώπου.
4. Συστήνονται με δικαστική απόφαση με την διαδικασία
της εκούσιας δικαιοδοσίας. Πρέπει να κατατεθεί αίτηση
στην γραμματεία του οικείου Πρωτοδικείου, ο φάκελος
της οποίας πρέπει να περιλαμβάνει:
α) συστατική πράξη υπογεγραμμένη από 300 μέλη, τα
οποία αναγράφουν τόπο κατοικίας και στοιχεία
ταυτότητας
β) ομολογία πίστεως, δηλαδή αποτύπωση στα βασικά της
σημεία της διδασκαλίας του υπό σύσταση θρησκευτικού
νομικού προσώπου
γ) κατάλογο με τα μέλη της διοίκησης (δεν υπάρχει
ελάχιστος ή μέγιστος αριθμός), όπου πρέπει να
συμμετέχει ο οικείος θρησκευτικός λειτουργός (ή ο
προϊστάμενος αυτών, εφόσον υπάρχουν πλείονες)
δ) πλήρες βιογραφικό σημείωμα θρησκευτικού
λειτουργού, όπου θα πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος και
χρόνος εκλογής ή επιλογής του, καθώς και οι τυχόν
θρησκευτικές σπουδές του
ε) κατάλογο με τους χώρους λατρείας
στ) κανονισμό λειτουργίας (επωνυμία, έδρα, δομή
διοίκησης, τρόπος ενσωμάτωσης καθώς και αποβολής
από το ΝΠ),
και ο οποίος φάκελος κοινοποιείται 15 μέρες πριν την
δικάσιμο στον αρμόδιο εισαγγελέα και στην εποπτεύουσα
αρχή των θρησκευτικών ΝΠ δηλαδή στον Υπουργό
Παιδείας και Θρησκευμάτων με επιμέλεια των αιτούντων.
Στην συνέχεια η απόφαση για ίδρυση, ο κανονισμός, η
ομολογία και τα στοιχεία των μελών της διοίκησης
καταχωρίζονται στο αρχείο του οικείου
Πρωτοδικείου(που καλείται βιβλίο Θρησκευτικών
[21]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Νομικών Προσώπων).
Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο: ένωση τουλάχιστον
τριακοσίων προσώπων της αυτής θρησκευτικής
κοινότητας, η οποία επιδιώκει τη συστηματική και
οργανωμένη άσκηση της λατρείας της και τη συλλογική
εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών
της, αποκτά δε προσωπικότητα, όταν εγγραφεί, με την
έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως, σε ειδικό
δημόσιο βιβλίο «Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων» που
τηρείται στο Πρωτοδικείο της έδρας του.
Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο: συνένωση
τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της
αυτής θρησκείας, η οποία έχει επισκοπική ή συνοδική ή
άλλη κεντρική δομή, λειτουργεί βάσει του κανονισμού
του, διοικείται από διορισμένα ή εκλεγμένα, ατομικά ή
συλλογικά όργανα, και αποκτά νομική προσωπικότητα
με διαδικασία αντίστοιχη με εκείνη που ισχύει για τα
Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα. Η επιλογή του όρου
«Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο» υπήρξε ατυχής,
καθόσον έχει συγκεκριμένο ομολογιακό περιεχόμενο, το
οποίο δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο οργανώσεως και
διοικήσεως όλων ανεξαιρέτως των θρησκευτικών
κοινοτήτων.

Η απαίτηση ελάχιστου αριθμού μελών εγείρει ζητήματα


αντισυνταγματικότητας, καθώς απευθύνεται σε μειονοτικές
ομάδες (μειονοτικές πάντα σε σχέση με την επικρατούσα)
στις οποίες πυκνώνει μικρός αριθμός πιστών και επομένως
ο αριθμός πιστών που πρέπει μάλιστα και να κατοικεί στην
ίδια γεωγραφική περιοχή καθίσταται προβληματικός.

Γίνεται διευκρίνιση ότι ο προβλέπων αυτά νόμος


λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τις άλλες μορφές
οργάνωσης και δεν τις καταργεί (σύμφωνα με την
αιτιολογική του έκθεση).

Οι ρωμαιοκαθολικές εκκλησίας που ιδρύθηκαν πριν από


την εισαγωγή του ΑΚ (1946) έχουν αποκτήσει νομική

[22]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

προσωπικότητα.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΕΙΧΑ


ΝΕΥΡΑ ΟΣΟ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΟΠΟΤΕ ΗΤΑΝ
ΜΕΤΡΙΕΣ)
Στην μακραίωνη ιστορική εξέλιξη οι σχέσεις Πολιτείας και
Εκκλησίας έλαβαν όλες τις δυνατές μορφές ρυθμίσεως, από
την άκρατη πολιτειοκρατία έως τον πλήρη χωρισμό, ανάλογα
την ιστορική περίοδο που διανυόταν ή την κρατική οντότητα
εντός της οποίας διαμορφώνονταν. Πάντως διαφορετικά χωρία
της Καινής Διαθήκης επιτρέπουν διαφορετικό προβληματισμό
για το δέον των σχέσεων μεταξύ των δύο.
Κατά καιρούς υποστηρίχθηκαν διάφορα σχήματα εντάξεως των
μορφών ρυθμίσεως των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας.
Κάθε προσπάθεια συστηματικής κατάταξης τους προσκρούει
στην πολυμορφία της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία δεν
μπορεί να υπαχθεί αβιάστως σε μικρό αριθμό σχημάτων.
Πάντως η συστηματοποίηση αυτή διευκολύνει την μελέτη και
κατανόηση του προβλήματος αυτής της σχέσης. Έτσι έχουμε
την διάκριση σε:

1. Συστήματα Ενώσεως: ουσιώδες χαρακτηριστικό αυτών


των σχέσεων είναι ο στενότατος σύνδεσμος Πολιτείας και
Εκκλησίας που δεν διακρίνονται πλέον τυπικώς, αλλά,
συγχωνευόμενες, εμφανίζονται και δρουν με τα ίδια κατ’
αρχήν όργανα, τα οποία ασκούν και την κρατική και την
εκκλησιαστική εξουσία. Αναλόγως το επικρατούν κέντρο
βάρους, ιστορικώς διαμορφώθηκαν οι εξής τρεις μορφές
του συστήματος:
α) Ιεροκρατία ή Παποκαισαρισμός: στο πρόσωπο του
θρησκευτικού άρχοντα συνυπάρχει και η θρησκευτική
και η κοσμική εξουσία. Στην ορθοδοξία υπάρχει
ασυμβίβαστο μεταξύ των δύο εξουσιών· μολαταύτα δύο
παραδείγματα εκκλησιαστικού κράτους συναντούμε στο
ορθόδοξο Μαυροβούνιο του 1516- 1851 και στην Ρωσία
του 1652 – 1666. Αξίζει να σημειωθεί πως η ιεροκρατία

[23]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

δεν πρέπει να συγχέεται με την θεοκρατία, η οποία


σημαίνει ότι ο ηγεμόνας ασκεί την εξουσία ως
αντιπρόσωπος και κατ’ εντολή του θεού, και άρα μπορεί
να αναπτυχθεί και στο πλαίσιο του πολιτειοκρατικού
συστήματος.
β) Πολιτειοκρατία: Δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην
υπερβολική εξουσία του Πάπα και αφορά την
συγκέντρωση τόσο της κοσμικής όσο και της
εκκλησιαστικής εξουσίας στα όργανα της Πολιτείας.
Εμφανίζεται με τις ακόλουθες μορφές:
i) Καισαροπαπισμός: Ο αρχηγός του κράτους είναι και
αρχηγός της Εκκλησίας, αφού ο Θεός –κατά τον
θεμελιώδη κανόνα του συστήματος- δίνει όλη την
εξουσία στον κοσμικό ηγεμόνα («ελέω θεού»).
ii) Εδαφισμός (territorialismus) ή Περιφερειακό
Σύστημα: Ο πολιτικός ηγέτης μπορεί να επέμβει σε
κάθε εκκλησιαστικό ζήτημα, όχι μόνο εκείνα που
αφορούν στη διοίκηση αλλά και στο δόγμα, δηλαδή να
μεταβάλλει τους θρησκευτικούς κανόνες ή να επιβάλλει
στον λαό όποια θρησκεία θέλει (cuius regio, eius religio).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγγλικανική
Εκκλησία, της οποίας το ευχολόγιο (εκκλησιαστικό
βιβλίο, όπου περιλαμβάνονται οι ακολουθίες της
Εκκλησίας) υπόκειται στην έγκριση του Κοινοβουλίου,
ενώ ο βασιλεύς είναι και κεφαλή της.
iii) Απολυταρχία Ρωμαιοκαθολικών Κρατών: ίσχυσε
στα κράτη εκείνα που δεν προσχώρησαν στην λουθηρική
μεταρρύθμιση. Η κρατική εξουσία παρεμβαίνει μόνο στις
εξωτερικές εκδηλώσεις της Εκκλησίας, ενώ οι εσωτερικές,
καθαρώς πνευματικές υποθέσεις, ρυθμίζονται αυτοτελώς
από την εκκλησία. Τα όρια πάντως μεταξύ των δύο
μορφών εκδηλώσεων είναι ρευστά και ως εκ τούτου το
συγκεκριμένο σύστημα εμφανίστηκε διαφοροποιημένο
ανάλογα τον χρόνο και την περίσταση.
γ) Νόμω κρατούσα πολιτεία: Πρόκειται για εξελιγμένη
και πιο ήπια μορφή πολιτειοκρατικού συστήματος, στην
οποία η Πολιτεία επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά
[24]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

ζητήματα, όχι βιαίως, αλλά ήπια, με νόμους, και πάντως


δεν έχει δικαιοδοσία στο πνευματικό κομμάτι, αλλά μόνο
στο διοικητικό, μέχρι το σημείο πάντα που δεν
παραβιάζεται η αυτοδιοίκηση της (ΣτΕ). Σε αυτό το
σύστημα γίνεται φανερό ότι η Εκκλησία διοικείται
διττώς. Επίσης καθιερώνεται το απαραβίαστο της
θρησκευτικής ελευθερίας και η εποπτεία της Πολιτείας
επί των άλλων θρησκειών και δογμάτων που υπάρχουν
στην επικράτειά της. Αυτό το σύστημα ισχύει στην
Ελλάδα.
2. Συστήματα Διακρίσεως: θεμελιώδες γνώρισμα τους
είναι ότι η Εκκλησία διακρίνεται όχι μόνο ουσιαστικώς,
αλλά και τυπικώς από την Πολιτεία, εμφανίζεται και δρα
με διαφορετικά όργανα. Διακρίνονται σε:
Α) Ομοταξία: υπάρχει ισοτιμία μεταξύ Εκκλησίας και
Πολιτείας και κάθε μία ασχολείται με τα δικά της
ζητήματα, χωρίς να αναμειγνύεται στα θέματα της άλλης.
Αυτό το σύστημα αξιοποίησε η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία, η οποία με την ιδιότητα του Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, μπορούσε να
συνάπτει ειδικές διεθνείς συμβάσεις (Κονκορδάτα) με
διάφορα κράτη. Εγγύτατα προς αυτό το σύστημα
βρίσκεται το σύστημα της Συναλληλίας στο Βυζάντιο
(του οποίου πάντως η ιστορική ύπαρξη αμφισβητείται),
όπου εξασφαλίζεται η αυτοτέλεια της Εκκλησίας και της
Πολιτείας, αλλά προϋποτίθεται και ένας βαθύτατος
σύνδεσμός τους με την αναγνώριση ως κοινής υπέρτατης
αρχής του Ιησού Χριστού. Με αυτόν όμως τον τρόπο το
σύστημα καταλήγει ιεροκρατικό.
Β) Συστήματα Πλήρους Χωρισμού: Τα ζητήματα της
Εκκλησίας θεωρούνται αυστηρώς ιδιωτικές υποθέσεις και
κατά συνέπεια, νομικώς αντιμετωπίζεται η Εκκλησία σαν
ΝΠΙΔ. Η Πολιτεία αδιαφορεί για τα εκκλησιαστικά
πράγματα, ώστε η εκκλησία να μην χαίρεις καμίας
προστασίας, αλλά ούτε και να υπόκειται κάποιας
ιδιαίτερης ή αυστηρής εποπτείας. Εφαρμόστηκε στην
Γαλλία (με αποτέλεσμα το 1905 να διακοπούν οι
[25]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

διπλωματικές της σχέσεις με το Βατικανό και


αποκαταστάθηκαν το 1921), Πορτογαλία, Βραζιλία,
Ισπανία, καθώς και στην Σοβιετική Ένωση και στις
Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης (π.χ
Αλβανία, όπου είχε απαγορευθεί και εντελώς η ίδρυση
οποιαδήποτε Θρησκευτικής Κοινότητας. Πάντως στις
προαναφερθείσες χώρες πλέον εφαρμόζεται σύστημα
ήπιου χωρισμού ή δεν έχει διασαφηνιστεί εντελώς η
μορφή του νέου συστήματος σχέσεων.
Γ) Συστήματα Ήπιου Χωρισμού: καθιερώνεται ευμενής
ουδετερότητα της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας
γενικώς ή έναντι μεγάλων ή καθιερωμένων θρησκευτικών
κοινοτήτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά των
Η.Π.Α, το πολίτευμα των οποίων εξασφαλίζει
ουδετερότητα, αμεροληψία και πολιτικές ίσων
αποστάσεων απέναντι στις πολυάριθμες Εκκλησίες και
λοιπές θρησκευτικές κοινότητες. και της Γερμανίας,
όπου ακόμα κι αν δεν υπάρχει επίσημη κρατική
θρησκεία, η ιδιότητα του ΝΠΔΔ έχει παραμείνει σε
θρησκευτικές κοινότητες που την είχαν προ του
Συντάγματος της Βαϊμάρης, ενώ υπό προϋποθέσεις
απονέμεται και σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ


ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΕΛΕΙΠΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑΤΙ
ΤΣΑΚΩΝΟΜΟΥΝ, οπότε είναι σημειώσεις άλλου)
Η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, η οποία ψήφισε το
Σύσταγμα που τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου του 1975 είχε
ενώπιον της το Σύνταγμα του 1952, που καθιέρωνε την
Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία ως
«επικρατούσα», δηλαδή επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτήν
θα έπρεπε να πρεσβεύει ο Βασιλέας, ο Επίτροπος του
ανηλίκου διαδόχου και ο Αντιβασιλέας, ενώ προσηλυτισμός
και οποιαδήποτε επέμβαση απαγορευόταν μόνον κατά αυτής.
Στα πλαίσια φιλελευθεροποίησης των σχετικών διατάξεων και
της εκκοσμικεύσεως του Κράτους, η διάταξη που αναφέρεται
στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας βρίσκεται για πρώτη

[26]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

φορά όχι στο πρώτο, αλλά στο τρίτο άρθρο του Συντάγματος,
ενώ ο ανώτατος άρχοντας δεν απαιτείται να είναι πλέον
Χριστιανός ούτε κατά την ορκωμοσία του (η οποία λαμβάνει
χώρα ενώπιον της Βουλής χωρίς την παρουσία της Ιεράς
Συνόδου) υπόσχεται να προστατεύει την επικρατούσα
θρησκεία. Πλέον ο προσηλυτισμός απαγορεύεται γενικώς,
δηλαδή κατά όποιας θρησκευτικής κοινότητας και αν
ασκείται. Από την άλλη πλευρά, στην επικεφαλίδα του
Συντάγματος επαναλαμβάνεται η επίκληση της Αγίας Τριάδος,
η οποία πάντως έχει απλώς ιστορικό χαρακτήρα και στερείται
νομικής σημασίας.

Η θεμελιώδης διάταξη του άρθρου 3Σ ορίζει πως η Ορθόδοξη


Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από
της Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και της εκ ταύτης
προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που συγκροτείται
κατά τους όρους του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας,
τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850
και της Συνοδικής Πράξεως του 1928.

Με βάση τις προαναφερθείσες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το


Σύνταγμα του 1952 φάνηκε να κρατεί η άποψη πως
διαμορφωνόταν ένα νέο καθεστώς σχέσεων μεταξύ Πολιτείας
και Εκκλησίας που απομακρυνόταν από το παραδοσιακό
σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας» και έτεινε προς το
σύστημα της ομοταξίας. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγούσε και η
άποψη πως ο όρος «επικρατούσα» θρησκεία δεν είχε παρά
διαπιστωτικό χαρακτήρα. Οι ρηξικέλευθες τροποποιήσεις στο
στερεότυπο κείμενο του πυρήνα των συνταγματικών διατάξεων
για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, δηλαδή του άρθρου
3§1Σ, όχι μόνο ήταν ατέχνως διατυπωμένο, αλλά δημιούργησε
και πρόσθετα ερμηνευτικά προβλήματα. Η ίδια η διάταξη
αυτή περιέχει λέξεις ή φράσεις κλειδιά που επιδέχονται
διαφορετικές ερμηνείες με σοβαρές επιπτώσεις στην τελική
άποψη για το ποιο σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας
ισχύει. Παραδείγματος χάρη, η μετοχή «τηρουμένων», αν
θεωρηθεί ότι προσδιορίζει το «διοικείται», σημαίνει πως το
Σύνταγμα υιοθετεί στο σύνολο του τον Πατριαρχικό Τόμο του
[27]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

1850 και την Συνοδική Πράξη του 1928. Αν από την άλλη
θεωρηθεί ότι προσδιορίζει απλώς την άλλη μετοχή
«συγκροτουμένης», τότε τα πατριαρχικά κείμενα διέπουν μόνο
τον τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όπως
υποστηρίζει ακόμα και η νομολογία του ΣτΕ και άρα οι
ρυθμίσεις σχετικά με την συγκρότηση αυτής πρέπει να
λαμβάνονται υπό το φως των ρυθμίσεων των ανωτέρω
κειμένων.

Μεταξύ των νομοσχεδίων που ψηφίζονται από την Ολομέλεια


της Βουλής το άρθρο 72 παρ.1 Σ καταλέγει σε εκείνα που
αφορούν στα θέματα του άρθρου 3Σ. Από τον συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 3 και 72 παρ.1 Σ κρίθηκε ότι ο
Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, τον οποίο γνωρίζει και
μνημονεύει ο συντακτικός νομοθέτης, είναι πάντοτε και μόνο
νόμος που ψηφίζεται στην Ολομέλεια της Βουλής. Και
βεβαίως η νομοθετική λειτουργία κάνοντας χρήση της
εξουσίας αυτής, την οποία ούτως ή άλλως εθιμικώς ασκούσε
από την εποχή της Βαυαρικής Αντιβασιλείας, ψήφισε τον
πρώτο μετά από τη δικτατορία της 21 Απριλίου 1967
Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον
ν.590/1977, ο οποίος, όπως στο μεταξύ επανειλημμένως
τροποποιήθηκε, εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.
Η ερμηνεία αυτή, η οποία είναι η κρατούσα, ανεξαρτήτως από
την ορθότητά της, δεν μπορεί να είναι η μόνη δυνατή
ερμηνεία. Το Σύνταγμα κάνοντας λόγο για νομοσχέδια και
προτάσεις νόμων για τα θέματα, μεταξύ άλλων, του άρθρου
3Σ, αναφέρεται σε ολόκληρο το άρθρο και όχι μόνο στην
πρώτη παράγραφο του, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα το
όριζε ρητώς, όπως πράττει στην περίπτωση του άρθρου 36Σ, το
οποίο επίσης μνημονεύει. Επομένως, στην έννοια των
«θεμάτων» του άρθρου 72 παρ.1 Σ περιλαμβάνονται και τα
θέματα των λοιπών παραγράφων του άρθρου 3Σ.
Όταν το σύνταγμα αναφέρει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος
διοικείται «όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της
Εκκλησίας», δεν σημαίνει ότι ο Καταστατικός αυτός Χάρτης θα
πρέπει απαραιτήτως να είναι νόμος του Κράτους. Θα

[28]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

μπορούσε να είναι ένα κανονιστικό κείμενο της ίδιας της


Εκκλησίας. Καθιδρύει συνεπώς το Σύνταγμα την ευχέρεια ο
Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να είναι είτε νόμος της
Πολιτείας είτε Κανονισμός της Εκκλησίας. Εφόσον προκριθεί
ο Καταστατικός Χάρτης να είναι νόμος του Κράτους, τότε θα
πρέπει να ψηφισθεί στην Ολομέλεια της Βουλής. Ωστόσο,
τίποτα δεν εμποδίζει να είναι ο Καταστατικός Χάρτης
κανονιστική πράξη της ίδιας της Εκκλησίας.

Το πρόβλημα της συνταγματικής κατοχύρωσης των «ιερών


κανόνων» της επικρατούσας κυριολεκτικά ταλαιπώρησε τη
θεωρία και την πράξη του Δημοσίου και Εκκλησιαστικού
Δικαίου ήδη από τις αρχές του αιώνα. Η διατύπωση του 3§1Σ
πως η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος «υπάρχει
αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς» με τη Μεγάλη του
Χριστού Εκκλησία (δηλ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως και κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία),
«τηρούσα απαρασαλεύτως ως εκείναι τους ιερούς
αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τα ιεράς
παραδόσεις», θεωρήθηκε πως αφήνει αδιευκρίνιστο το
ερώτημα, αν η «απαρασάλευτη τήρηση» των κανόνων
αναφέρεται μόνο στη δογματική ένωση και κατ’ επέκταση, αν
κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα όλοι οι εκκλησιαστικοί
κανόνες αδιακρίτως του υπό ρύθμιση θέματος. Για την
επίλυση του ζητήματος υποστηρίχθηκαν οι εξής τρεις απόψεις:
α) όλοι οι κανόνες είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένοι, είτε
αναφέρονται στο δόγμα είτε αναφέρονται στην διοίκηση της
Εκκλησίας.
β) η συνταγματική κατοχύρωση των ιερών κανόνων
περιορίζεται μόνο στους δογματικούς κανόνες (που αφορούν
ζητήματα αμετάθετα και αμετάβλητα) και όχι στους
διοικητικούς (που αφορούν ζητήματα μεταβαλλόμενα ανάλογα
με τις περιστάσεις και τις εποχές).
γ) Η αναφορά στο Σύνταγμα των ιερών κανόνων δεν επιδιώκει
να τους προσδώσει νομοθετική ισχύ και μάλιστα με τυπικώς
αυξημένη δύναμη, αλλά απλώς να εξασφαλίσει την δογματική
ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό

[29]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Πατριαρχείο και με τις λοιπές ομόδοξες εκκλησίες. Η άποψη


αυτή συμπίπτει με την υπό β) κατά το αποτέλεσμα, αλλά
διαφοροποιείται ως προς τα κίνητρα.

Για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της συνταγματικής


κατοχύρωσης των ιερών κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας
της Ελλάδος, το Συμβούλιο της Επικρατείας προχώρησε σε
υποδιαίρεση των ιερών κανόνων σε θεμελιώδεις διοικητικούς
και μη θεμελιώδεις διοικητικούς κανόνες. Αλλά ακόμα και αν
ήθελε γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή τέτοια διάκριση, μόνη
αρμόδια για να διακρίνει ποιοι κανόνες είναι ζωτικοί για την
διοίκηση της Εκκλησίας, είναι η ίδια με τα όργανα της και την
Σύνοδο της Ιεραρχίας. Συνεπώς με βάση το 13§1Σ
προστατεύονται από το Σύνταγμα όλοι οι ιεροί κανόνες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, είτε αναφέρονται στο
δόγμα, είτε στην διοίκηση, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο
διασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία και για τους πιστούς
της επικρατούσας θρησκείας. Η θέση αυτή ενισχύεται από την
στερεότυπη διατύπωση του 3§1Σ, το οποίο δεν κάνει καμία
διάκριση μεταξύ δογματικών και διοικητικών κανόνων, αλλά
διατάσσει την απαρασάλευτη τήρηση των ιερών κανόνων εν
γένει. Η κατοχύρωση μάλιστα των ιερών δεν είναι δυνατόν να
αρθεί ούτε με αναθεώρηση του Συντάγματος, διότι η διάταξη
του 13§1Σ που διασφαλίζει την θρησκευτική ελευθερία και
άρα την κατοχύρωση του πολιτεύματος κάθε γνωστής
θρησκείας είναι μη αναθεωρητέα.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Η (έγκυρη) βάφτιση συνιστά αναγκαία προϋπόθεση αλλά και
πιστοποίηση της εισόδου στο σώμα της Εκκλησίας. Τελείται
από κληρικό με βαθμό πρεσβυτέρου ή επισκόπου, εν ανάγκη
όμως και από κατώτερο κληρικό ή ακόμα και από μοναχό ή
λαϊκό, αρκεί να έχει την ιδιότητα του χριστιανού, όπως π.χ.
στην περίπτωση του αεροβαπτίσματος. Η βάπτιση ανήκει στα
επτά μυστήρια της εκκλησίας, εκ των οποίων μόνο ορισμένα
είναι υποχρεωτικά, όπως η Θεία Ευχαριστία και η
Εξομολόγηση (η υποχρεωτικότητα κρίνεται με βάση την
διδασκαλία της Ορθ. Εκκλησίας.)
[30]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Καθοριστικό ρόλο στην βάφτιση διαδραματίζει ο ανάδοχος, ο


οποίος απαγγέλει μαζί με τον βαφτιζόμενο ή αντι αυτού
(εφόσον είναι ανήλικος) το Σύμβολο της Πίστεως. Ανάδοχος
μπορεί να γίνει όποιος (σωρευτικα):
α) είναι ορθόδοξος χριστιανός
β) δεν έχει τελέσει πολιτικό γάμο (και άρα δεν είναι
ασυνείδητο μέλος της Εκκλησίας, πάντως ανήκει στην
διακριτική ευχέρεια του κάθε μητροπολίτη να εφαρμόζει τον
κανόνα με χαλαρότητα ή αυστηρότητα)
γ) δεν είναι γονέας του βαπτιζομένου
δ) δεν είναι κληρικός
ε) δεν είναι μοναχός,

Πάντως η απουσία του αναδόχου δεν συνεπάγεται ακυρότητα


του βαπτίσματος, το οποίο αποδεικνύεται με πιστοποίηση του
τελούντα το μυστήριο κληρικού ή με κάθε άλλο μέσο. Δεν
απαιτείται επισκοπική άδεια για το βάπτισμα, ενώ εφόσον
τελέσθηκε έγκυρα, επ’ ουδενί επαναλαμβάνεται.

Η βάφτιση δεν ταυτίζεται με την ονοματοδοσία, με την οποία


λαμβάνεται και το τελικό όνομα και συνιστά διοικητική πράξη
του ληξιαρχείου (που καταρτίζεται συνήθως με καταχώριση
της πιστοποίησης βάφτισης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η
επανάληψη του ονόματος που δόθηκε κατά την βάφτιση) με
δήλωση του ονόματος του παιδιού και από τους δύο γονείς ή
ενός με εξουσιοδότηση ως άσκηση της γονικής έρευνας κατά
1518ΑΚ.

Μετά το μυστήριο της βάφτισης τελείται το μυστήριο του


χρίσματος, με το οποίο σφραγίζεται η πνευματική ζωή του
νεοφώτιστου, από πρεσβύτερο ή επίσκοπο με την επάλειψη
μελών του βαπτισθέντος με άγιο μύρο και εφόσον τελεσθεί
εγκύρως, δεν επαναλαμβάνεται.

ΜΕΛΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Α) Λαϊκοί: είναι καθ’ όλα ισότιμοι των κληρικών ως μέλη του
σώματος του Χριστού
Β) Κληρικοί: αποκτούν την ιδιότητά τους έπειτα από το

[31]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

μυστήριο της χειροτονίας για την λήψη ιεροσύνης, η οποία


τελείται μόνο μια φορά για κάθε βαθμό και πάντοτε από
κληρικό με βαθμό επισκόπου, του οποίου η χειροτονία είναι
επίσης έγκυρη και κανονική (ώστε να μην διασπάται η
αποστολική διαδοχή, δηλαδή η αλυσίδα έγκυρων χειροτονιών
από τους 12 αποστόλους έως εκείνους· εάν διασπαστεί αυτή η
αλυσίδα το ελάττωμα της χειροτονίας δεν θεραπεύεται ούτε
κατ’ οικονομίαν, αφού η πρόσκρουση στο ορθόδοξο δόγμα
είναι κατάδηλη.)

Η ιδιότητα αυτή έχει τις εξής εκφάνσεις:


i) Τελετουργική ή Αγιαστική εξουσία: Εξουσία προς τέλεση
μυστηρίων και άλλων ιεροπραξιών
ii) Διδακτική εξουσία: Εξουσία για απαγγελία κηρύγματος
(ανάλυση των σημείων της χριστιανικής διδασκαλίας με
αφορμή το διαβασθέν ευαγγελικό ανάγνωσμα)
iii) Διοικητική εξουσία: ο προϊστάμενος μιας ενορίας είναι
επικεφαλής του ΝΠΔΔ της οικείας ενορίας

Προϋποθέσεις για έγκυρη χειροτονία είναι ο υποψήφιος να:

a) Είναι άντρας (παλαιότερα υπήρχε ο θεσμός των


διακονισσών για την βοήθεια των κληρικών κατά την
βάφτιση γυναικών και για την άσκηση φιλανθρωπικού
έργου· πλέον όμως δεν έχει ιερατικό χαρακτήρα)
b) Είναι χριστιανός ορθόδοξος
c) Να έχει την κανονική και νόμιμη ηλικία, δηλαδή για τον
διάκονο τα 25 έτη, για τον πρεσβύτερο τα 30 έτη και για
τον επίσκοπο τα 34 έτη. Πάντως για τους δύο πρώτους
βαθμούς ιεροσύνης επιτρέπονται κατ’ οικονομίαν (κατ’
εξαίρεση) παρεκκλίσεις και είσοδος στα αντίστοιχα
αξιώματα και σε νεαρότερη ηλικία. Πάντως δεν
προβλέπεται κατώτατο όριο χρόνου παραμονής σε
κάποιο αξίωμα, το οποίο απόκειται στην συνετή κρίση
του χειροτονούντος.
d) Να διάκειται υγιώς περί τη πίστει και αν προσχώρησε
στην Ορθ. Εκκλησία σε ώριμη ηλικία, να έχει παρέλθει
ικανός χρόνος από το βάπτισμα του.

[32]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

e) Να έχει αρκούσα θεολογική μόρφωση και απαραίτητα


μορφωτικά προσόντα (αυξάνονται οι απαιτήσεις όσο
αυξάνονται οι ιερατικοί βαθμοί)
f) Να είναι ψυχικά και σωματικά υγιής, ώστε να μπορεί να
τελεί τα ιερατικά του καθήκοντα
g) Εφόσον είναι έγγαμος, να έχει συνάψει θρησκευτικό
γάμο (πάντως χειροτονία υποψηφίου που έχει συνάψει
πολιτικό γάμο μπορεί να τελεστεί, εφόσον η εφαρμογή
του κανόνα ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του
επισκόπου τελούντος την χειροτονία). Έπειτα από την
χειροτονία, ο γάμος απαγορεύεται αδιακρίτως για κάθε
κληρικό.
h) Να μην είχε προγαμιαίες γενετήσιες σχέσεις
i) Να διακρίνεται για σεμνότητα βίου και ανεπίληπτη
διαγωγή, έννοιες που προσδιορίζονται από τον
χειροτονούντα με βάση τις εκάστοτε κρατούσες
εκκλησιαστικές και κοινωνικές αντιλήψεις,

η παράβαση των ως άνω προϋποθέσεων οδηγεί σε ακυρότητα


της χειροτονίας, εκτός αν προβλέπεται από ειδική διάταξη
άλλη κύρωση. Η ακυρότητα πρέπει πάντως να κηρυχθεί από
το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο και μέχρι τότε οι πράξεις
του χειροτονηθέντος είναι έγκυρες, εκτός αν το ελάττωμα της
χειροτονίας είναι πασίδηλο (π.χ. χειροτονήθηκε γυναίκα),
οπότε και οι πράξεις είναι άκυρες ακόμα και πριν την
ανακήρυξη της χειροτονίας ως τέτοιας.

Οι βαθμοί ιεροσύνης κληρικού είναι οι εξής τρεις:

a) Διάκονος
b) Πρεσβύτερος (Παπάς)
c) Επίσκοπος/ Αρχιερέας/ Δεσπότης/ Μητροπολίτης

Η ανέλιξη μεταξύ των ανωτέρω βαθμών δεν είναι υποχρεωτική,


αλλά σίγουρα ευκταία. Η πλειοψηφία του κλήρου φτάνει στον
β’ βαθμό, αφού υπάρχει η προϋπόθεση της αγαμίας ή χηρείας
για την είσοδο στον βαθμό του επισκόπου.

[33]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

ΑΠΟΒΟΛΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥ


Η ιδιότητα του κληρικού δεν αποβάλλεται εκουσίως, με
παραίτηση από την αρχιεροσύνη, αλλά μόνο έπειτα από την
επιβολή σχετικής ποινής με απόφαση εκκλησιαστικού
δικαστηρίου. Τέτοια ποινή είναι:

a) Καθαίρεση: έχει συνέπεια την απώλεια της κληρικής


ιδιότητας και όλων των από αυτήν την ιδιότητα
πηγαζόντων προνομίων. Επιστρέφει στην τάξη από την
οποία προήλθε (είτε των λαϊκών είτε των μοναχών), ενώ
δεν μπορεί να τελεί μυστήρια, παραμένοντας πάντως στο
σώμα της Εκκλησίας. Ο καθαιρεθείς αποκτά την ιδιότητα
του κληρικού μόνο με την απονομή χάρης, χωρίς να
επιτρέπεται ή απαιτείται η αναχειροτόνηση σου.
b) Μεγάλος Αφορισμός: αφορά και τους λαϊκούς και
συνεπάγεται ολοσχερή αποκοπή από το σώμα της
ορθόδοξης εκκλησίας και άρα αποβολή της κληρικής
ιδιότητας, ακόμα και αν δεν συνεπιβλήθηκε η ποινή της
καθαίρεσης. Η τελετή του αφορισμού είναι μεγαλειώδης
και λαμβάνει χώρα εντός της εκκλησίας, όπου
αναγιγνώσκεται κείμενο με κατάρες στο όνομα του
αφοριζομένου που ζητούν να παραμείνει άλιωτος,
πρησμένος μετά θάνατον και στην ζωή του να έχει την
τύχη του Κάιν και του Άβελ. Επιβάλλεται σε τελέσαντες
βαρύτατα αδικήματα (κυρίως αιρετικούς). Μπορεί να
επιβληθεί (ή να αρθεί) ακόμα και μετά θάνατον, ώστε να
αποκοπεί ο αποθανών (ή να επανέλθει) στην
«θριαμβεύουσα εκκλησίᆻ (δηλ. τα εκλιπόντα μέλη της
Εκκλησίας, σε αντίθεση με την «Στρατευόμενη
Εκκλησία»). Ο αποθανών αφορισμένος δεν μπορεί να
κηδευθεί ή να γίνει για αυτόν μνημόσυνο· σε κάποιες
κηδείες παρευρίσκεται επίσκοπος που λύνει τον
αφορισμό. Με την άρση του αφορισμού αυτοδίκαια
ξαναενσωματώνεται ο αφορισθείς στο σώμα της
εκκλησίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο παρελθόν ο
αφορισμός είχε γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την
πολιτεία, η οποία και απειλούσε με τέτοιον όποιον

[34]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

σιωπά, ενώ γνωρίζει στοιχεία για την εξιχνίαση ενός


εγκλήματος.

Όποια και αν είναι η επιβληθείσα ποινή, είναι ευνόητο ότι


η εκκλησία μπορεί να επανεξετάσει το ζήτημα και εφόσον
θεωρήσει ότι έκρινε εσφαλμένα ή ότι οι λόγοι που την
δικαιολογούσαν έχουν εκλείψει, να άρει την ποινή.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

Ως προς: Κληρικοί Μοναχοί


Τρόπο απόκτησης Χειροτονία Κουρά:
ιδιότητας (μυστήριο) σταυροειδής
απόκαρση της
κόμης του
μοναχού (δηλαδή
κούρεμα σε
σχήμα σταυρού)
(θρησκευτική
τελετή)
Φύλο άντρες αδιάφορο
Υποσχέσεις παρθενία, υπακοή, Καμία
ακτημοσύνη
Κατώτατο όριο 25 για διακόνους, Ο υποψήφιος
ηλικίας 30 για πρώτα γίνεται
πρεσβυτέρους, 34 δόκιμος για 3 έτη,
για επισκόπους οπότε και
αποφασίζει ο
επίσκοπος αν θα
τον καταστήσει
μοναχό. Πάντως ο
χρόνος μπορεί να
ελαττωθεί σε
περιπτώσεις που ο
υποψήφιος είναι
μεγάλος σε ηλικία
ή να παραταθεί,
αν ο υποψήφιος
δεν έχει ακόμα
κατασταλάξει.
Πάντως κατώτατο

[35]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

όριο ηλικίας είναι


αυτό των 21 ετών
Οικογενειακή Έγγαμος/άγαμος Άγαμος ή χήρος
Κατάσταση χωρίς ανήλικα
παιδιά ή έγγαμος
με άδεια συζύγου
που είναι πάντως
αιτία διαζυγίου
Απώλεια Ιδιότητας Καθαίρεση Ανεξάλειπτη*
*Η μοναχική ιδιότητα δεν αποβάλλεται με παραίτηση, ενώ
η πρόβλεψη αναγκαστικής στέρησης της μοναχικής
ιδιότητας για βαρύτατα αδικήματα (αποσχηματισμός) έχει
καταργηθεί. Πάντως εξαιρέσεις από το ανεξάλειπτο είναι οι
εξής δύο:

a) Ερμηνευτικά συνάγεται από το 13Σ ότι δικαιολογείται


η εκούσια αποβολή μοναχικής ιδιότητας μόνον με
αλλαγή θρησκευτικών πεποιθήσεων.
b) Αφορισμός

Οι αποφάσεις εκκλησιαστικού δικαστηρίου είναι κατ’ αρχήν


εκτελεστές και προσβάλλονται ακυρωτικά ενώπιον του ΣτΕ,
εφόσον δεν είναι αμιγώς πνευματικού χαρακτήρα.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙ: Μοναχοί που αργότερα χειροτονήθηκαν


κληρικοί και άρα βρίσκονται ανάμεσα σε κληρικούς και
μοναχούς. Στα μοναστήρια είναι απαραίτητη η ύπαρξη
ιερομονάχου, ώστε να τελούνται από κάποιον οι
θρησκευτικές/μυστήρια, αφού ο μοναχός δεν μπορεί να
ιεροπρακτεί. Η διπλή ιδιότητα αυτή (από την οποία αυτή του
κληρικού υπερτερεί) έχει την συνέπεια ότι ο ιερομόναχος
μπορεί να καθαιρεθεί και άρα να επιστρέψει στην τάξη των
μοναχών.

ΡΑΣΟΦΟΡΟΙ: Έχουν μεν περιβληθεί το μοναχικό ένδυμα, δεν


έχουν όμως ακόμα καρεί και επομένως, από νομική έποψη,
δεν έχουν αποκτήσει τη μοναχική ιδιότητα.

ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

[36]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

1. Ιερά Σύνοδος Ιεραρχίας (ΙΣΙ): Είναι η ανώτερη


εκκλησιαστική αρχή από το 1923 (συνυπάρχει με την
ΔΙΣ από το 1925) και συγκροτείται από τον
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και «εκ πάντων διαποιμαινόντων
μητρόπολης αρχιερέων» (δηλαδή από όλους τους εν
ενεργεία επικεφαλής μητροπόλεων), οι οποίοι σήμερα
(2019) είναι 82 και πρέπει να έχουν:
i) Εκλεγεί νομίμως, δηλ. σύμφωνα με διατάξεις
πολιτειακής προέλευσης
ii) Χειροτονηθεί κανονικά, δηλ. έλαβε την ιδιότητα του
σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας
iii) Εγκατασταθεί στην μητρόπολη τους με Προεδρικό
Διάταγμα,
εφόσον δεν έχουν αποβάλει την κληρική ιδιότητα ή
τελούν υπό την ποινή αργίας (ισόβιας ή για όσο αυτή
διαρκεί).
Συνεδριάζει στην αίθουσα συνεδριάσεων του Συνοδικού
Μεγάρου (εκεί που στεγάζονται οι υπηρεσίες της Ιεράς
Συνόδου) στην Μονή Πετράκη, πίσω από τον
Ευαγγελισμό, εκτός από την περίπτωση εκλογής
Αρχιεπισκόπου Αθηνών, η οποία εξαιρετικά γίνεται στην
Μητρόπολη Αθηνών (στην πλατεία Μητροπόλεως στο
Μοναστηράκι).
Συνεδριάζει:
α) Τακτικά: Μια φορά τον χρόνο, την πρώτη εβδομάδα
κάθε Οκτώβρη, υποχρεωτικά, η ημερομηνία δεν
μεταβάλλεται παρά με τροποποίηση του καταστατικού. Η
σύγκληση για τακτική συνεδρίαση είναι αυτοδίκαιη,
δηλαδή δεν χρειάζεται να προηγηθεί σύγκληση του
σώματος από άλλο όργανο και η αποστολή πρόσκλησης
προς υπόμνηση και ημερήσιας διάταξης, εφόσον γίνει,
δεν βλάπτει, αλλά είναι περιττή.
β) Εκτάκτως: Συγκαλείται από τον (ισόβιο) Πρόεδρο της
(τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών):
i) με απόφαση του ίδιου (π.χ. το 2018 για το ουκρανικό
ζήτημα), οπότε καταρτίζει ο ίδιος και την ημερήσια
διάταξη, η οποία κοινοποιείται μαζί με την πράξη
[37]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

συγκλήσεως στα μέλη της Ιεραρχίας.


ii) με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (κατά
πλειοψηφία): ο πρόεδρος οφείλει με πράξη του εντός 10
ημερών από την ημέρα που αποφασίσθηκε η σύγκληση
να συγκαλέσει την Ιεραρχία σε έκτακτη συνέλευση σε
ημέρα συνεδριάσεως που δεν θα απέχει πλέον των 20
ημερών από την ημέρα λήψεως της σχετικής αποφάσεως
από τη ΔΙΣ.
iii) μετά από αίτηση (ενιαία και κοινή) που
προσυπογράφεται από το 1/3 τουλάχιστον των εν
ενεργεία Μητροπολιτών, όπου και εκτίθεται ο λόγος
έκτακτης σύγκλησης. Κατατίθεται στον Πρόεδρο που
θέτει την αίτηση αμελλητί στην ΔΙΣ (η οποία, εφόσον δεν
συνεδριάζει εκείνη την ώρα, συγκαλείται εκτάκτως από
τον ίδιο), η οποία και αποφασίζει παραχρήμα. Αν
αποδεχτεί την αίτηση, συγκαλεί την ΙΣΙ κατά την
διαδικασία που αναπτύχθηκε στο υπό ii), ενώ αν αρνηθεί
την σύγκληση, οφείλει να κοινοποιήσει την απόφαση της
στους προσυπογράψαντες με σχετική αιτιολογία. Αυτοί
μπορούν είτε να εμμείνουν στην θέση τους και να
υποβάλλουν την αίτηση εκ νέου (είναι αδιάφορο αν οι
προσυπογραψαντες είναι οι ίδιοι, αρκεί να
συμπληρώνεται το ελάχιστο 1/3), οπότε και συγκαλείται
υποχρεωτικά η ΙΣΙ από τον Πρόεδρο, είτε να
υπαναχωρήσουν αποδεχόμενοι την απόρριψη της
αίτησης τους.
Στις περιπτώσεις υπό ii) και iii) αν ο Αρχιεπίσκοπος δεν
συγκαλέσει την ΙΣΙ συμμορφούμενος υπέχει κανονική
ευθύνη(διαπράττει κανονικό αδίκημα), ενώ τελεί
παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία
προσβάλλεται ακυρωτικά μετά από 60 ημέρες. Πάντως
κανένας από τους δύο τρόπους δεν συνιστά πρόσφορο
νομικό εξαναγκασμό του Προέδρου για σύγκληση.
Σε κάθε περίπτωση (έκτακτης ή τακτικής συνεδρίασης)
αυτή περατώνεται όταν εξαντληθεί η ημερήσια διάταξη ή
αυτοδικαίως μετά την πάροδο ενός μηνός από την
έναρξή της, εκτός αν το σώμα της Ιεραρχίας αποφασίσει
[38]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

άλλως για συγκεκριμένη περίπτωση.


Η ΙΣΙ πρέπει για να συνεδριάζει νομίμως να έχει συνήθη
απαρτία (1/2 των μελών συν ένας), εκτός από την
περίπτωση εκλογής Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όπου και
απαιτείται αυξημένη απαρτία (2/3). Οι αδικαιολόγητα
απόντες δεν υπολογίζονται, ενώ οι δικαιολογημένα
απόντες θεωρούνται παρόντες. Οι αποφάσεις
λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, ενώ σε περίπτωση
ισοψηφίας σε φανερή ψηφοφορία, υπερισχύει η ψήφος
του Προέδρου. Σε ζητήματα θεμελιώδους σπουδαιότητας
πάντως (όπως η επιβολή του μεγάλου αφορισμού ή η
άσκηση εκκλησιαστικής οικονομίας) απαιτείται
αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (2/3).
Η μετάδοση των διαμειβόμενων στις συνεδριάσεις της ΙΣΙ
από οποιονδήποτε παρόντα απαγορεύεται, ενώ τα
πρακτικά των συνεδριάσεων είναι απόρρητα.
Οι κυριότερες αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΙΣΙ είναι:
i) Ανάδειξη Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Μητροπολιτών
ii) Επιβολή μεγάλου αφορισμού
2. Διαρκής Ιερά Σύνοδος: Συγκροτείται από 13 μέλη. Το
πρώτον από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως μόνιμο μέλος
και Πρόεδρο και δώδεκα εν ενεργεία Μητροπολίτες με
ετήσια θητεία. 6 από τους μητροπολίτες αυτούς
προέρχονται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Ελλάδος, ενώ οι άλλοι έξι από τις Μητροπόλεις των Νέων
Χωρών. Κριτήριο επιλογής των έξι είναι τα «πρεσβεία της
αρχιεροσύνης», δηλαδή επιλέγονται εκείνοι με τα πιο
πολλά χρόνια στον βαθμό του Μητροπολίτη αδιακρίτως
ηλικίας. Αν κάποιο μέλος κωλύεται ή παραιτηθεί ή χωρίς
άδεια και αδικαιολογήτως δεν έλαβε μέρος στις εργασίες
της Συνόδου, αντικαθίσταται από τον επόμενο κατά τα
πρεσβεία της αρχιεροσύνης Μητροπολίτη από το ίδιο
«κλήμα» (δηλαδή από την ίδια ομάδα· θεολογικός όρος
προερχόμενος από την παραβολή της αμπέλου).
Μητροπολίτης που καλείται σε αντικατάσταση παραμένει
και για την επόμενη συνοδική περίοδο, αν κλήθηκε μετά
από την λήξη του πρώτου εξαμήνου (μετά την 1η
[39]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Μαρτίου) της συνοδικής περιόδου (1η Σεπτεμβρίου με 31


Αυγούστου).
Συγκαλείται:
i) Τακτικά: από Τρίτη μέχρι Παρασκευή των δύο πρώτων
εβδομάδων κάθε μήνα (όχι απαραίτητο), ενώ την Τρίτη
εβδομάδα συνεδριάζει ως συνοδικό δικαστήριο ανάλογα
τις τρέχουσες ανάγκες. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο
διακόπτει τις εργασίες της και συνεδριάζει μόνο
εκτάκτως.
ii) Εκτάκτως:
α) όποτε το αποφασίσει ο Πρόεδρος με πρόσκληση των
συνοδικών μελών
β) έπειτα από αίτηση επτά τουλάχιστον συνοδικών που
υποβάλλεται στον Πρόεδρο και στην οποία πρέπει
απαραιτήτως να αναγράφονται και οι λόγοι που
επιτάσσουν την έκτακτη σύγκληση.
γ) Δια περιφοράς (π.χ. από τηλέφωνο)
Η ΔΙΣ έχει απαρτία αν τα παρόντα της μέλη υπερβαίνουν
κατά ένα το μισό του συνολικού αριθμού, είναι δηλαδή
8. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. απονομή χάριτος σε
καθηρημένο κληρικό απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία. Οι
ψηφοφορίες είναι συνήθως φανερές και αν προκύψει
ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του
αναπληρωτή του (παρών συνοδικό μέλος με τα πρεσβεία
της αρχιεροσύνης). Αν όμως προκύψει ισοψηφία σε
μυστική ψηφοφορία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται και
σε περίπτωση νέας ισοψηφίας, η πρόταση αποσύρεται
(και επανέρχεται στο μέλλον, όταν αλλαγμένων των
σχηματισμών θα ευνοηθεί η λήψη τέτοιας απόφασης).
3. 12 Συνοδικές Επιτροπές: επιβοηθούν τα άλλα δύο
διοικητικά όργανα της Εκκλησίας (κυρίως την ΔΙΣ) με
κυριότερες την Επιτροπή επί της Αρχιγραμματείας, επί
των οικονομικών της Εκκλησίας και επί των
νομοκανονικών ζητημάτων.

[40]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ


ΕΛΛΑΔΟΣ
Ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΙΣΙ και δεν
εκχωρείται. Σε κανένα στάδιο της δεν συμμετέχει το λαϊκό
στοιχείο.
Αμέσως μετά την χηρεία του Αρχιεπισκοπικού θρόνου (λόγω
π.χ. θανάτου του Αρχιεπισκόπου), αναλαμβάνει Τοποτηρητής
ο έχων τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης Μητροπολίτης της
Εκκλησίας της Ελλάδος και σε περίπτωση αρνήσεως ή
κωλύματος του ο επόμενος κατά την ίδια λογική. Εντός 5
ημερών από την χηρεία του θρόνου συγκαλεί την ΔΙΣ, η οποία
ορίζει έκτακτη σύγκληση της ΙΣΙ στον Καθεδρικό Ναό των
Αθηνών, σε ημέρα που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από
20 ημέρες από την ημέρα χηρείας του θρόνου, με μόνο θέμα
ημερήσιας διάταξης την εκλογή Αρχιεπισκόπου, η οποία
διενεργείται σε μία και μόνη συνεδρία. Τιμητικά μπορεί να
παρευρεθεί ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο
οποίος επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, πρέπει να
προσκληθεί εγγράφως τουλάχιστον 48 ώρες πριν την εκλογή.
Εάν παρότι κλήθηκε, δεν εμφανίστηκε, η διαδικασία είναι
καθ’ όλα έγκυρη, μιας και η ανταπόκριση στην πρόσκληση
δεν είναι υποχρεωτική. Η ΙΣΙ βρίσκεται σε απαρτία, εάν
παρίστανται τουλάχιστον τα 2/3 των μελών της, αριθμός που
αν δεν συγκεντρωθεί, ματαιώνει την συγκεκριμένη συνεδρία
και η ΙΣΙ συνέρχεται «άνευ ετέρου» (δηλ. χωρίς άλλη
διαδικασία) την επομένη εργάσιμο, στον ίδιο τόπο και ίδια
ώρα ανεξαρτήτως αριθμού παρόντων.
Η ψηφοφορία είναι μυστική και διεξάγεται ενώπιον της
Τριμελούς Επιτροπής Εκλογής που συγκροτείται από τους 3
έχοντες τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης, ενώ ξεκινάει από το
νεότερο κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης.
Κάθε ένσταση που εγείρεται κατά την διάρκεια της εκλογής, η
οποία αφορά την διαδικασία της ψηφοφορίας ή τα προσόντα
των εκλογίμων υποβάλλεται εγγράφως μέχρι το πέρας της
ψηφοφορίας. Επ’ αυτών αποφαίνεται (με απόφαση του που
καταχωρίζεται στα Πρακτικά) ο Υπουργός Παιδείας και
Θρησκευμάτων, ενώ ,αν δεν έχει αποδεχτεί την πρόσκληση, η
[41]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Τριμελής Επιτροπή Εκλογής.


Για την εκλογή Αρχιεπισκόπου απαιτείται απόλυτη
πλειοψηφία των ψηφισάντων, η οποία αν δεν συκεντρωθεί,
έχει ως συνέπεια δεύτερη μυστική ψηφοφορία. Αν και αυτή
αποβεί άκαρπη, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται για Τρίτη
φορά, αλλά τότε η σχετική πλειοψηφία είναι επαρκής (δηλ.
όποιος έχει τις περισσότερες ψήφους εκλέγεται). Σε περίπτωση
ισοψηφίας στην Τρίτη ψηφοφορία ο Αρχιεπίσκοπος
αναδεικνύεται με κλήρωση.
Μετά από την εκλογή ακολουθεί το «Μήνυμα», δηλαδή η
ανακοίνωση της εκλογής του στον εκλεγέντα, ο οποίος και
ερωτάται αν αποδέχεται. Μετά την αποδοχή η ΔΙΣ ενημερώνει
αυθημερόν τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο
οποίος, αφού κάνει έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας, εντός
5 ημερών οφείλει να προκαλέσει έκδοση Προεδρικού
Διατάγματος για την αναγνώριση και κατάσταση του νέου
Αρχιεπισκόπου. Μετά την δημοσίευση του ΠΔ, ο
Αρχιεπίσκοπος ορκίζεται ενώπιον του ΠτΔ, παρουσία του
Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και της ΔΙΣ. Έτσι
ολοκληρώνεται η πολιτειακή διαδικασία εκλογής. Η
εκκλησιαστική από την άλλη ολοκληρώνεται με την
ενθρόνιση, δηλ. με την ανάβαση του εκλεγέντος στον
Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του Καθεδρικού Ναού, όπου διαβάζει
τον ενθρονιστήριο λόγο του, ουσιαστικά τις προγραμματικές
του δηλώσεις.

Εκλόγιμοι είναι όλοι οι Έλληνες το γένος(τουλάχιστον ένας


γονέας Έλληνας) εν ενεργεία Μητροπολίτες της Ορθόδοξης
Εκκλησίας (δηλαδή όχι μόνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της
Ελλάδος), αλλά και οι εγγεγραμμένοι στον «προς αρχιερατίαν
εκλογήν» κατάλογο (οι οποίοι και χειροτονούνται στον γ’
βαθμό, εφόσον εκλεγούν). Απαραίτητα προσόντα για εγγραφή
στον συγκεκριμένο κατάλογο είναι:

i. Ελληνικό γένος
ii. Άνδρες κληρικοί

[42]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

iii. Αγαμία / Χηρεία (οι διαζευγμένοι κατά μια άποψη δεν


μπορούν να εγγραφούν, ενώ κατά άλλη άποψη πρέπει
πάντα να εξετάζεται ad hoc ο λόγος διαζυγίου)
iv. Χειροτονία τουλάχιστον 5 χρόνια πριν
v. Απόκτηση πτυχίου Θεολογικής Σχολής (αδιάφορη η
χώρα σπουδών) τουλάχιστον 5 χρόνια πριν
vi. Τέλεση στρατιωτικής θητείας (ή μόνιμη απαλλαγή από
αυτή)
vii. Ηλικία τουλάχιστον 34
viii. Υγιής πίστη και ανεπίληπτος βίος

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ
Μετά την χηρεία ενός μητροπολιτικού θρόνου, ο Πρόεδρος της
ΔΙΣ (Αρχιεπίσκοπος) αναθέτει την Τοποτηρητεία στον έχοντα
τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης από τους όμορους (δηλ. από
γειτονικές μητροπόλεις) μητροπολίτες. Πάντως ο ανωτέρω
κανόνας δεν είναι δεσμευτικός, δηλ. ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί
να μην επιλέξει όμορο ή πρεσβύτερο μητροπολίτη, ή ακόμα δε
και να ορίσει τον εαυτό του Τοποτηρητή. Η πλήρωση του
θρόνου πρέπει να γίνει εντός έξι μηνών από την ημέρα της
χηρείας από την εκτάκτως συνερχόμενη στην Μονή Πετράκη
ΙΣΙ (συνήθης απαρτία), εφόσον στο διάστημα που μεσολαβεί
δεν συμπίπτει ο χρόνος τακτικής συνέλευσής της. Η
προθεσμία των έξι μηνών πάντως είναι πιο πολύ ευχετική,
παρά δεσμευτική.
Οι τρόποι ανάδειξης είναι οι εξής:

 Μετάθεση/Μεταθετό/Κατάσταση: Μετακίνηση ενός


ήδη Μητροπολίτη στην χηρεύουσα Μητρόπολη.
Επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, κατ’ άσκηση
εκκλησιαστικής οικονομίας για την εξυπηρέτηση
μείζονος συμφέροντος της Εκκλησίας. Ακολουθείται
αυστηρή διαδικασία, στην οποία προβλέπονται δύο
ψηφοφορίες. Η πρώτη αφορά στην αρχική απόφαση της
ΙΣΙ για το αν θα πληρωθεί ο συγκεκριμένος θρόνος με
μετάθεση, η οποία λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία
και πλειοψηφία των 2/3 των παρόντων. Η δεύτερη

[43]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

(εφόσον αποφασισθεί μετάθεση) αφορά το πρόσωπο του


μετατιθέμενου και απαιτεί πάλι αυξημένη πλειοψηφία
των 2/3 των παρόντων. Αν δεν συγκεντρωθούν τα 2/3 για
το πρόσωπο του μετατιθέμενου, έπειτα από δύο
ψηφοφορίες, η συζήτηση κηρύσσεται άγονη και
επιλέγεται ο τρόπος της εκλογής. Ο προς μετάθεση
Μητροπολίτης πρέπει να έχει διατελέσει τουλάχιστον 5
χρόνια Μητροπολίτης στην αρχικώς εκλεγείσα
Μητρόπολη του, καθώς και να μην έχει μετατεθεί άλλη
φορά. Είναι φανερό ότι με την μετάθεση κενώνεται η
πρώην Μητρόπολη του μετατεθέντος Μητροπολίτη, της
οποίας η πλήρωση μπορεί να γίνει και στην ίδια
συνεδρίαση, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται στην
συγκεκριμένη ημερήσια διάταξη· πλέον τίθεται στην
ημερήσια διάταξη συνεδρίασης για πλήρωση χηρεύοντος
μητροπολιτικού θρόνου η πρόβλεψη «και τυχόν άλλων
προς πλήρωσιν Μητροπόλεων». Πάντως από τότε που
τέτοια πλήρωση ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της
Επικρατείας ιστορικά δεν έχει ξαναγίνει απόπειρα.
 Εκλογή: η πλήρωση γίνεται έτσι, εφόσον δεν τεθεί καν ή
δεν ευδοκιμήσει η πλήρωση του κενού μητροπολιτικού
θρόνου με μετάθεση. Εκλόγιμοι είναι οι εγγεγραμμένοι
στον κατάλογο των προς αρχιερατείαν εκλογίμων
κληρικών (σύμφωνα με τα ως άνω αναδειχθέντα), καθώς
και οι καθ’ οιονδήποτε τρόπο σχολάζοντες μητροπολίτες
της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και οι Βοηθοί
Επίσκοποι, δηλαδή κληρικοί με γ’ βαθμό ιεροσύνης
(χωρίς να είναι μητροπολίτες) που επιτελούν επικουρικά
καθήκοντα επιβοηθώντας τον μητροπολίτη με το
ποιμαντικό του έργο, χωρίς να είναι υποχρεωτική η
παρουσία τους σε μία μητρόπολη· συνήθως απαντώνται
σε μεγάλες μητροπόλεις ή σε εκείνες όπου ο
Μητροπολίτης είναι περιορισμένων δυνατοτήτων να
ασκήσει τα καθήκοντα του· δεν είναι εκλόγιμοι μόνο
στην μητρόπολη στην οποία βοηθούν, αλλά σε
οποιαδήποτε. Εκλόγιμοι είναι επίσης και οι Τιτουλάριοι
Μητροπολίτες (Μητροπολίτες ψιλώ τω τίτλω). Η εκλογή
[44]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Μητροπολίτη διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία σε δύο


φάσεις. Στην πρώτη, τα μέλη της ΙΣΙ αναγράφουν
υποχρεωτικώς στα ψηφοδέλτια τρεις υποψηφίους από
τους εκλόγιμους κληρικούς. Ανοίγει η κάλπη, οπότε και
καταρτίζεται το «τριτοπρόσωπο», δηλαδή κατάλογος των 3
επικρατούντων σε ψήφους. Αυτοί οι τρεις θα είναι και οι
μόνοι υποψήφιοι στην δεύτεροι ψηφοφορία, στην οποία
οι ψηφίζοντες αναγράφουν μόνο ένα όνομα.
Μητροπολίτης θα εκλεγεί εκείνος με τις περισσότερες
ψήφους. Σε περίπτωση ισοψηφίας είτε στην πρώτη είτε
στην δεύτερη ψηφοφορία, προτιμάται ο ανώτερος στον
βαθμό, μεταξύ δε ισόβαθμων ο αρχαιότερος στην
αρχιεροσύνη. Στον εκλεγέντα Μητροπολίτη
ανακοινώνεται το Μικρό και το Μεγάλο Μήνυμα από όλο
το σώμα της συνόδου και ακολουθείται ανάλογη
ολοκλήρωση της πολιτειακής και εκκλησιαστικής
διαδικασίας, όπως αναδείχθηκε για την εκλογή
Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ


Ο μητροπολίτης χάνει τον θρόνο του, εφόσον:
i. Καρεί μοναχός, δηλ. με την κουρά του ως μοναχός,
αφού δεν μπορεί να τελεί και ως ελέγχων και ως
ελεγχόμενος στο ίδιο μοναστήρι.
ii. Του επιβληθεί με αμετάκλητη καταδικαστική
απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου η ποινή της
έκπτωσης από τον θρόνο (μπορεί να τελεί
ιεροπραξίες πάντως) ή της ισόβιας αργίας, με την
οποία ο πρώην μητροπολίτης δεν μπορεί να ασκεί
διοικητικά καθήκοντα, αλλά ούτε και να τελεί
ιεροπραξίες, παρά μόνο με την άδεια του εγχώριου
Μητροπολίτη, όχι πάντως επί ποινή ακυρότητας,
αφού έχει την ιερατική ιδιότητα. Τέλεση πάντως
χωρίς άδεια είναι αιτία για επιβολή νέας ποινής.
Στο ίδιο αποτέλεσμα με τις δυο προαναφερθείσες
ποινές προφανώς καταλήγουν και η καθαίρεση,
όπως και ο μεγάλος αφορισμός.
[45]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

iii. Του επιβληθεί η ποινή της διαθεσιμότητας: Το


1976 στο λιμάνι της Κεφαλληνίας μεγάλο πλήθος
συγκεντρώθηκε, φωνάζοντας συνθήματα κατά του
Μητροπολίτη Προκοπίου με την κατηγορία του
τεμαχισμού και της πώλησης κομματιών του
σκηνώματος του πολιούχου αγίου του νησιού,
Αγίου Γερασίμου («Προκόπη, Προκόπη, ο Άγιος
εκόπη»). Πάντως δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, διότι
διαπιστώθηκε κατά το στάδιο της ανάκρισης πως
κανένας τεμαχισμός δεν έλαβε χώρα, με την
έκδοση δύο βουλευμάτων. Ο Μητροπολίτης ωστόσο
προσπάθησε να επιστρέψει στο νησί, αλλά οι
Κεφαλλονίτες δεν τον ήθελαν πίσω και η ΙΣΙ του
επέβαλλε την ποινή της διαθεσιμότητας (ποινή
προσωρινού χαρακτήρα) λόγω της διαταραγμένης
σχέσης που είχε με το ποίμνιο του. Προσέφυγε
κατά της ποινής ακυρωτικά στο ΣτΕ με το
επιχείρημα ότι του επιβλήθηκε μη προβλεπόμενη
ποινή και η προσφυγή ευδοκιμεί με την αιτιολογία
της αντικανονικής και αντισυνταγματικής ποινής
(3Σ). Το τμήμα του ΣτΕ παρέπεμψε στην ολομέλεια
το ζήτημα. Κατά την αναμονή για την έκδοση
αποφάσεως από την ολομέλεια του ΣτΕ με τον
Ν.1351/1983 τροποποιείται μονομερώς από την
Πολιτεία (αλλά με παρότρυνση της Εκκλησίας) ο
Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας (Ν.590/1972)
και προβλέπεται η ποινή της διαθεσιμότητας, η
οποία έτσι κι αλλιώς όμως δεν θα μπορούσε να
εφαρμοστεί αναδρομικά. Η Εκκλησία ωστόσο
αποσκοπούσε στην επανεπιβολή της ποινής και
τώρα και με νομοθετικό όπλο. Όπως και είχε όμως,
η ΟλομΣτε εσφαλμένα δέχτηκε την
συνταγματικότητα της ποινής της διαθεσιμότητας
εφαρμόζοντας αναλογικά την διάταξη του Χάρτη. Η
ποινή της διαθεσιμότητας λοιπόν μπορεί να
επιβληθεί από την ΔΙΣ μετά από πρόταση του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών (και άρα δεν μπορεί να
[46]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

επιβληθεί σε αυτόν) σε Μητροπολίτη που έχει


διαταράξει την κοινωνική ειρήνη και την
εκκλησιαστική τάξη (αόριστες νομικές έννοιες) και
έχει δημιουργήσει σκάνδαλο. Για 6 μήνες ο
Μητροπολίτης τίθεται στην «διάθεση» της
Εκκλησίας, δηλ. χάνει τον μητροπολιτικό θρόνο
(αναγκαστική απώλεια), με το πέρας του 6μήνου
όμως η ΔΙΣ αποφασίζει την οριστική έκπτωση του ή
την επάνοδο του(εφόσον έχουν εκλείψει οι λόγοι
που δικαιολογούσαν αρχικά την ποινή). Η ποινή
έχει επιβληθεί μία φορά στον Μητροπολίτη Αττικής
Παντελεήμονα Μπεζενίτη λόγω υποψιών
υπεξαίρεσης χρημάτων και λοιπών οικονομικών
σκανδάλων σε σχέση με την Μονή του Οσίου
Εφραίμ στη Νέα Μάκρη. Έπειτα καταδικάστηκε σε
εξαετή κάθειρξη και καθαιρέθηκε, αφού πρώτα η
ΔΙΣ είχε ήδη αποφασίσει την οριστική έκπτωσή του.
Σύμφωνα με Ν. του 1932, αν κληρικός
καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης, η εκκλησία
υποχρεούται σε αυτοδίκαιη καθαίρεσή του χωρίς
προηγούμενη συνεδρίαση. Η απόφαση, που
εκδίδεται έπειτα από ακρόαση του Μητροπολίτη
και για την οποία είναι προφανές ότι εκείνος –
εφόσον είναι μέλος της ΔΙΣ- δεν ψηφίζει,
συνεπάγεται ορισμό Τοποτηρητή στην Μητρόπολή
του από τους όμορους τον έχοντα τα πρεσβεία της
αρχιεροσύνης, καθώς και την αντικατάσταση του
από τον ίδιο στην ΔΙΣ, αν είναι μέλος της μέχρι και
το πέρας του εξαμήνου. Οι εν διαθεσιμότητα
Μητροπολίτες (σχολάζοντες) δεν μετέχουν στην ΙΣΙ
ή στην ΔΙΣ λαμβάνουν μόλις τα 2/3 των απολαβών
που θα είχαν κανονικά.
iv. Παραιτηθεί (περίπτωση εκούσιας απώλειας) για
τρεις λόγους (περιοριστική κατ’ αρχήν η αναφορά
τους):
α) γήρας: Ο ισχύων καταστατικός χάρτης δεν
προβλέπει ανώτατο όριο ηλικίας μητροπολίτη (ενώ
[47]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

το 1923 ήταν τα 65 έτη, το 1966 τα 80 έτη και το


1969 τα 72 έτη). Θεωρείται θετική η έλλειψη
ανώτατου ορίου, διότι οι Μητροπολίτες είναι
ισόβιοι, αλλά και αρνητική, π.χ. στις περιπτώσεις
των «αποίμαντων Μητροπόλεων», δηλ. Μητροπόλεις,
των οποίων ο Μητροπολίτης λόγω γήρατος δεν είναι
σε θέση να ασκήσει τα διοικητικά και ιερατικά του
καθήκοντα. Θα ήταν θεμιτό λοιπόν με πρωτοβουλία
της Εκκλησίας να γίνει εισήγηση για την θέσπιση
κάποιου ορίου ηλικίας. Να προβλέπεται ότι με την
συμπλήρωση τάδε έτους, ο Μητροπολίτης πρέπει
να θέτουν στην διάθεση της ΙΣΙ/ΔΙΣ την παραίτησή
τους, η οποία και θα κρίνει ad hoc αν θα την
αποδεχθεί ή αν θα την απορρίψει ή πότε θα την
ενεργοποιήσει.
β)σοβαρή νόσος
γ) άλλος σπουδαίος λόγος, περί του οποίου
αποφαίνεται η ΔΙΣ με απόλυτη πλειοψηφία των
παρόντων.
πάντως η επίκληση κάποιου από τους τρεις λόγους
είναι συχνά προσχηματική. Η παραίτηση
υποβάλλεται εγγράφως στην ΔΙΣ, μετά την αποδοχή
της από αυτήν ανακοινώνεται στο Υπουργείο
Παιδείας και Θρησκευμάτων για την έκδοση του
σχετικού προεδρικού διατάγματος.
v. Αποπεμφθεί, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις
ανικανότητας άσκησης καθηκόντων ύστερα από
πόρισμα ελεγκτικής τριμελούς επιτροπής
(Πρόεδρος ΣτΕ και δύο μέλη ΔΕΠ Ιατρικής της
οικείας Μητρόπολης) και ο Μητροπολίτης δεν
παραιτείται. Συγκεκριμένα η επιτροπή σε
συνεννόηση τον επισκέπτεται, εξετάζει και
υποβάλλει το πόρισμα της στην ΔΙΣ, η οποία και
αποφασίζει για την αποπομπή του ή όχι. Συνήθως
πάντως με τον φόβο εκκίνησης της διαδικασίας που
κρίνεται ιδιαίτερα ταπεινωτική, ο Μητροπολίτης
εκουσίως παραιτείται.
[48]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΝΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ


Στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν 82 Μητροπόλεις (ΝΠΔΔ)
που διαιρούνται σε πλείονες ενορίες, που είναι επίσης ΝΠΔΔ
(β’ βαθμός περιφερειακής οργάνωσης της Εκκλησίας). Η
ενορία ιδρύεται με ΠΔ που εκδίδεται με πρόταση του
Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Συγκεκριμένα
απαιτούνται:

1. Συγκεκριμένος αριθμός κατοίκων, ο οποίος ποικίλλει


αναλόγως με το μέγεθος των πόλεων από 300 έως 600
οικογένειες, στα χωρία δε και τους συνοικισμούς έως 50
οικογένειες
2. Αίτηση τουλάχιστον του μισού από τον προηγούμενο
αριθμό
3. Σύμφωνη γνώμη του οικείου Μητροπολιτικού
Συμβουλίου
4. Γνωμοδότηση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, η
οποία παρέχεται εντός προθεσμίας ενός μηνός από την
διαβίβαση της σχετικής αίτησης, η άπρακτη παρέλευση
της οποίας δεν εμποδίζει την έκδοση ΠΔ.

Κέντρο της κάθε ενορίας είναι ένας ενοριακός ναός, στον


οποίο υπάγονται τα στερούμενα νομικής προσωπικότητας
(εφόσον βρίσκονται εντός πόλεως) παρεκκλήσια και
(εφόσον βρίσκονται εκτός πόλεως) εξωκκλήσια.
Οι ενορίες διοικούνται από το πενταμελές Εκκλησιαστικό
Συμβούλιο, που αποτελείται από τον Εφημέριο ως
πρόεδρο, ο οποίος και αποφασίζει πότε θα συνεδριάσει το
όργανο και τέσσερις λαϊκούς ως μέλη, οι οποίοι καλούνται
«επίτροποι», διορίζονται από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο
μετά από πρόταση του Μητροπολίτη και έχουν τριετή
θητεία. Η επιλογή τους γίνεται με κριτήριο:
i) να μην έχουν καταδικασθεί για κακούργημα ή
πλημμέλημα σχετικά με την πρόσληψη εκκλησιαστικού
υπαλλήλου
ii) να είναι σχετικώς εγγράμματοι
iii) να μην έχει καταλογιστεί οποιοδήποτε ποσό σε βάρος
του υπό την ιδιότητα του ως εκκλησιαστικού συμβούλου
[49]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

iv) να μην οφείλει στον Ναό


v) να είναι πιστό και αφοσιωμένο τέκνο της Εκκλησίας
Το αξίωμα του μέλους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου
είναι τιμητικό και άμισθο, το οποίο αποβάλλεται με
παραίτηση, με απαλλαγή από τα καθήκοντα, αν το μέλος
μετοίκησε εκτός της ενορίας ή με απόλυση, μετά από
απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
Τον Εφημέριο από την άλλη, εφόσον σε μία ενορία
υπηρετούν περισσότεροι, διορίζει ο οικείος Μητροπολίτης
που επιλέγει εκείνον με τα περισσότερα θεολογικού
χαρακτήρα προσόντα.
Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο συνεδριάζει σε απαρτία,
εφόσον είναι παρόντα τουλάχιστον 3 μέλη του, το ένα από
τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να είναι ο Εφημέριος ή
εφόσον δεν μπορεί να είναι αυτός παρών, ο ένας από τους
τρεις λαϊκούς πρέπει να είναι ο Αντιπρόεδρος. Οι
αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία και με φανερή
ψηφοφορία, επί ισοψηφίας δε υπερισχύει η ψήφος του
Προέδρου. Όλες οι αποφάσεις υποβάλλονται απαραιτήτως
προς έγκριση στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο, το οποίο και
πρέπει εντός διμήνου να αποφανθεί. Εάν η προθεσμία
παρέλθει άπρακτη, υπάρχει σιωπηρή έγκριση της
απόφασης. Κατ’ εξαίρεση η άπρακτη προθεσμία δεν
σημαίνει έγκριση, επειδή απαιτείται απαραιτήτως ρητή
εγκριτική απόφαση, στην αποδοχή ή αποποίηση
κληρονομίας ή δωρεάς από την ενορία, στην παραίτηση
από ένδικο μέσο, στην δωρεά ακινήτου και στην έγερση
αγωγής.
Για την παράσταση δικηγόρου ως νομικού εκπροσώπου
ενορίας στο δικαστήριο απαιτείται προσκομιδή της
απόφασης του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για
πληρεξούσιο, καθώς και της εγκριτικής απόφασης του
Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Επί μη προσκομιδής, στην
καλύτερη των περιπτώσεων, θα ζητηθεί από την γραμματεία
του δικαστηρίου να καλέσει τον δικηγόρο σε προσκομιδή
τους. Στην χειρότερη, η παράσταση του κρίνεται
απαράδεκτη.
[50]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο (1 σε κάθε μητρόπολη)


αποτελείται από 7 μέλη· τον εγχώριο Μητροπολίτη (ή τον
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, εφόσον μιλούμε για την Μητρόπολη
Αθηνών), έναν δικηγόρο που ανήκει στο δικηγορικό
σύλλογο της οικείας περιφέρειας και συνήθως είναι και
δικηγόρος της Μητρόπολης, έναν λογιστή που συνήθως
είναι και λογιστής της Μητρόπολης, 2 εφημέριους και 2
λαϊκούς εκκλησιαστικούς συμβούλους. Όλα τα μέλη
διορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον
Μητροπολίτη με τριετή θητεία. Το Μητροπολιτικό
Συμβούλιο συνεδριάζει μια φορά το δίμηνο, αλλά και
όποτε το κρίνει απαραίτητο ο Πρόεδρος ή ύστερα από
αίτηση του 1/3 των συμβούλων. Οι αποφάσεις
λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, συνήθη απαρτία (4
δηλ. άτομα) και με φανερή ψηφοφορία. Επί ισοψηφίας, η
ψηφοφορία επαναλαμβάνεται δύο φορές, οπότε και γίνεται
προσπάθεια σύγκλισης απόψεων. Αν πάντως υπάρξει εκ
νέου ισοψηφία, η ψήφος του Μητροπολίτη υπερισχύει. Οι
συνεδριάσεις δεν είναι δημόσιες, εκτός αν αποφασιστεί
διαφορετικά (σπάνιο).

ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ


Ιδιαίτερη νομική μεταχείριση δεν σημαίνει αυτομάτως και
προνομιακή μεταχείριση, διότι πολλές φορές τα «προνόμια»
αυτά είναι δυσμενή (privilegia odiosa). Και φυσικά δεν
τίθεται θέμα διασπάσεως της αρχής της ισότητας (4Σ),
αφού αυτή επιβάλλει την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση
όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή όμοιες
συνθήκες. Κατά συνέπεια είναι και επιτρεπτή η
διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση κατηγοριών
προσώπων που τελούν κάτω από ειδικές συνθήκες, όπως οι
κληρικοί. Έτσι, οι κληρικοί:

1. Έχουν κώλυμα (θρησκευτικού) γάμου. Ο κληρικός


μπορεί να τελέσει πολιτικό γάμο και τούτο ασχέτως
των συνεπειών που η πράξη αυτή θα του επισύρει από
πλευράς εκκλησίας. Πέραν αυτού, αν ένας κληρικός,
παρά την απαγόρευση, κατορθώσει και τελέσει τον
[51]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

θρησκευτικό γάμο, επειδή λ.χ. απέκρυψε από τον


θρησκευτικό λειτουργό την ιδιότητα του, ο γάμος
αυτός δεν είναι άκυρος, αφού η αναφορά στο 1372ΑΚ
είναι περιοριστική ασχέτως πάλι των συνεπειών που η
πράξη του αυτή θα του επισύρει από πλευράς της
Εκκλησίας. Το κώλυμα διαρκεί όσο διαρκεί η
ιδιότητα του κληρικού, η οποία αν αποβληθεί με
τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση εκκλησιαστικού
δικαστηρίου, επιτρέπει στον τέως να συνάψει
οποιοδήποτε τύπο γάμου. Δεν μπορεί να συνάψει
όμως θρησκευτικό γάμο ο κληρικός που απέβαλε
εκουσίως το σχήμα, επειδή παραίτηση από την
ιεροσύνη δεν χωρεί. Αναφορικά με το διαζύγιο από
την άλλη, εφαρμόζεται το κοινό δίκαιο του ΑΚ.
Πάντως, αν ο κληρικός διαπιστώσει μοιχεία της
συζύγου του οφείλει να ζητήσει λύση του γάμου,
αλλιώς κινδυνεύει με καθαίρεση.
2. Δεν προσωποκρατούνται. Η προσωποκράτηση, ως
μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση
χρηματικών απαιτήσεων ανεξαρτήτως ποσού (ακόμα
και ανωτέρου των 50.000€), δεν επιβάλλεται σε βάρος
κληρικών και θρησκευτικών λειτουργών κάθε γνωστής
θρησκείας.
3. Δεν ιερολογούν μνηστεία χωριστά από γάμο. Αν
ιερολογήσουν μνηστεία χωριστά από γάμο (ή γάμο
χωρίς επισκοπική άδεια) τιμωρούνται με ποινή
φυλακίσεως έως ενός έτους (ποινή ανεξάρτητη του
οικείου κανονικού αδικήματος). Δικαιολογητική βάση
της ρύθμισης είναι ότι για την Εκκλησία, η μνηστεία
θεωρείται ιδιαίτερα ιερή ως προπαρασκευαστικό
στάδιο του γάμου.
4. Οι κληρικοί κληρονομούνται σήμερα με βάση τις
γενικές διατάξεις του ΑΚ. Ειδικώς όμως για τους
αρχιερείς που πέθαναν αδιάθετοι ή με διαθήκη που
δεν προέβλεπε ειδικά, προβλέπεται ότι τα άμφια και
η βιβλιοθήκη περιέρχονται στο νομικό πρόσωπο της
οικείας μητροπόλεως. Οι αδιάθετοι κληρικοί (α’ και β’
[52]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

βαθμού), εφόσον πεθάνουν αδιάθετοι,


κληρονομούνται από την εκκλησία που διακονούσαν
σύμφωνα με νεαρά του Ιουστινιανού που διατηρείται
σε ισχύ με την 99ΕισΝΑΚ.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΜΟΝΑΧΩΝ


Οι ίδιοι λόγοι που επιβάλλουν την ιδιαίτερη νομική
μεταχείριση των κληρικών δικαιολογούν και την ιδιαίτερη
νομική μεταχείριση των μοναχών, οι οποίοι αναλαμβάνουν με
την μοναχική επαγγελία ή ομολογία κατά τη στιγμή της
κουράς τους, ακόμη αυστηρότερες υποχρεώσεις ενώπιον του
Θεού και της Εκκλησίας. Τα αυτά ισχύουν και για τους
ιερομονάχους. Η κληρονομική διαδοχή των μοναχών της
Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και των Δωδεκανήσων
(κατά κρατούσα άποψη) στηρίζεται στον Ν.ΓΥΙΔ’/1909, που
διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με την
99ΕισΝΑΚ. Να σημειωθεί πάντως ότι κατά μια άποψη το
προαναφερθέν νομοθέτημα δεν επεκτείνεται στους μοναχούς
της Σάμου και της Θράκης, όπου και εφαρμόζεται η
Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου. Εκφράζεται πάντως σοβαρός
προβληματισμός για το αν οι ισχύουσες ρυθμίσεις συνάδουν
με το ισχύον Σύνταγμα και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Η κληρονομική διαδοχή του μοναχού ανοίγει δύο φορές· μία
με την κουρά του και την δεύτερη με τον φυσικό θάνατό του.
Στην πρώτη περίπτωση από και με την κουρά του, η
περιουσία του περιέρχεται αυτοδίκαια στην Μονή, όπου εκάρη
(Μονή Μετανοίας). Προαφαιρείται, όμως, η νόμιμη μοίρα
υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, η οποία είναι και αμέσως
απαιτητή και καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του ΑΚ. Έτσι
μιλούμε για «οιονεί καθολική διαδοχή». Πάντως τίποτα δεν
περιορίζει τον μοναχό από το να δωρίσει όλα του τα
περιουσιακά αντικείμενα πριν την κουρά του ως μοναχού.
Ενώ δεν ρυθμίζεται ρητά από το νόμο, υπάρχουν δύο απόψεις
ως προς το κύρος διαθήκης συνταγμένης από μοναχό πριν την
κουρά του. Κατά μία άποψη, η διαθήκη είναι καθ’ όλα άκυρη,
ενώ κατά άλλη άποψη, η διαθήκη είναι έγκυρη στο μέτρο που

[53]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

δεν προσκρούει σε διάταξη αναγκαστικού δικαίου, δηλαδή


μόνο περιέχει εγκατάσταση υπέρ νομίμου μεριδούχου και
μέχρι το ύψος της νόμιμης μοίρας του ή τυχόν αποκλήρωση ή
εγκατάσταση σε δήλο πράγμα, όπου και έγκειται η πρακτική
της σημασία. Η διαθήκη αυτή δημοσιεύεται (κατ’ ορθή
άποψη) ευθύς μετά την κουρά του μοναχού.
Πάντως και μετά την κουρά τους, οι μοναχοί διατηρούν τόσο
την ικανότητα δικαίου όσο και δικαιοπραξίας και άρα
μπορούν να αποκτήσουν εγκύρως τόσο από χαριστική
δικαιοπραξία όσο και από επαχθή, περιουσιακά στοιχεία. Αν
αποκτήσουν περιουσία από χαριστική αιτία, αυτή περιέρχεται
αυτοδικαίως (κατά Άρειο Πάγο είναι νόμιμος τίτλος) στη Μονή,
ενώ οι ίδιοι διατηρούν το μισό της επικαρπίας. Αν ο μοναχός
αποποιηθεί το κληρονομιαίο αντικείμενο, τότε επιτρέπεται
στην Μονή να αποδεχθεί η ίδια για λογαριασμό της ολόκληρο
το κληρονομιαίο αντικείμενο. Αν όμως αποκτήσουν περιουσία
από επαχθή αιτία, αυτή βρίσκεται ολόκληρη στην κυριότητα
τους χωρίς όμως να μπορούν να την αξιοποιήσουν για να
κάνουν χαριστικές δικαιοπραξίες.
Με το φυσικό θάνατο του μοναχού, ανοίγει εκ νέου ζήτημα
κληρονομικής διαδοχής του. Κατά μία άποψη, η περιουσία
του περιέρχεται κατά το ήμισυ στο μοναστήρι που διαβιούσε
και κατά το άλλο μισό στην Εκκλησία της Ελλάδος. Κατά
δεύτερη άποψη (που είναι και προκριτέα) όλη η περιουσία
περιέρχεται στο μοναστήρι και αν έχει συντάξει ως μοναχός
διαθήκη, αυτή είναι σχετικά άκυρη υπέρ της μονής, εκτός αν
αφήνει την περιουσία του ή μέρος της σε άλλους αδελφούς ή
δόκιμους μοναχούς της ίδιας Μονής.
Για την κληρονομική διαδοχή των ιερομονάχων υπάρχουν
επίσης δύο απόψεις· ότι κληρονομούνται ως απλοί μοναχοί,
καθώς και ότι κληρονομούνται κατά το κοινό δίκαιο, στην
οποία δεύτερη άποψη συγκλίνει τόσο θεωρία όσο και
νομολογία.

ΚΑΝΟΝΙΚΑ/ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Κανονικό αδίκημα: προβλέπεται και τιμωρείται από
εκκλησιαστικό κανόνα και η ποινή του επιβάλλεται από

[54]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

εκκλησιαστικό δικαστήριο (ουσιαστικά πρόκειται για


πειθαρχικό συμβούλιο), οι δικαστές του οποίου δεν έχουν κατ’
ανάγκη νομική παιδεία, ενώ η ποινή δεν έχει μόνο
πνευματικό χαρακτήρα, αλλά μπορεί να επηρεάσει την
υπηρεσιακή κατάσταση (π.χ. με στέρηση απολαβών).
Μερικά από τα εκκλησιαστικά αδικήματα είναι αυτά:

 Της εισπηδήσεως: Μητροπολίτης/κληρικός ενεργεί


πράξεις σε περιοχή που δεν ανήκει στην τοπική
δικαιοδοσία του, χωρίς την άδεια του αρμόδιου
επιτόπιου Μητροπολίτη/κληρικού.
 Της τελέσεως εξομολόγησης χωρίς την εξουσία προς
τούτο
 Της τελέσεως κουράς μοναχού χωρίς την εξουσία προς
τούτο,

πάντως τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά αδικήματα είναι τα


εξής 5:

1. Αποστασία: εγκατάλειψη χριστιανικής πίστης και


προσχώρηση σε άλλη θρησκεία ή στην αθεΐα. Είναι το
βαρύτερο εκκλησιαστικό αδίκημα και μπορεί να
διαπραχθεί από οποιαδήποτε τάξη (λαϊκούς, κληρικούς,
μοναχούς), ενώ είναι αδιάφορος ο λόγος που οδήγησε
τον αποστάτη σε απόρριψη της χριστιανικής θρησκείας.
Είναι προφανές ενόψει την συνταγματικώς
κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας (13Σ) ότι δεν
μπορεί να τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα. Τιμωρείται
τέλος με την ποινή του μεγάλου αφορισμού,
επιβαλλομένου από την ΙΣΙ.
2. Αίρεση: άρνηση θεμελιώδους δόγματος της ορθόδοξης
εκκλησίας που πάντως δεν φτάνει με την εγκατάλειψη
της (ώστε να θεωρηθεί αποστασία). ΔΕΝ αποτελεί
αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Τιμωρείται με την
ποινή του μεγάλου αφορισμού, επιβαλλομένου από την
ΙΣΙ.
3. Σχίσμα: απόσχιση από την ενότητα της Εκκλησίας και
σύμπηξη σε ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα· πάντως ο

[55]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

σχισματικός δεν παύει να είναι χριστιανός, ώστε να


θεωρηθεί αποστάτης. Το σχίσμα διακρίνεται σε:
α) Σχίσμα πίστεως: άρνηση δόγματος ήσσονος
σημασίας (διότι αν η άρνηση αφορούσε θεμελιώδες
δόγμα, θα μιλούσαμε για αίρεση)
β) Σχίσμα διοικήσεως: μη αναγνώριση υπάρχουσας
εκκλησιαστικής διοίκησης και δημιουργία νέας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχίσμα της Βουλγαρικής
Εκκλησίας που ήρθη εν τέλει το 1945,
Αδικήματα συναφή του σχίσματος είναι η
παρασυναγωγή (απείθεια στον οικείο Επίσκοπο ή
Αρχιεπίσκοπο από κληρικούς, που τελούν ιεροπραξίες
χωρίς να τον αναγνωρίζουν ή μνημονεύουν σε ιδιωτικό
ναό), η συνωμοσία, η φατρεία, η συνομωσία και η
τυρεία.
4. Σιμωνία (δωροδοκία): Πώληση θείας χάριτος για άσκηση
εκκλησιαστικής εξουσίας (τελετουργικής ή διοικητικής),
κυρίως με την τέλεση χειροτονίας ή άλλων ιεροπραξιών,
όπως της μοναχικής κουράς. Η ονομασία του
αδικήματος προέρχεται από τον μάγο Σίμωνα, ο οποίος
προσέφερε χρήματα στους Αποστόλους για να του
παράσχουν την θεία χάρη. Το αντάλλαγμα μπορεί να
συνίσταται σε οποιαδήποτε παροχή. Προϋποτίθεται
δόλος και από τα δύο μέρη, τα οποία είναι και τα
υποκείμενα του αδικήματος και τιμωρούνται με
καθαίρεση και μεγάλο αφορισμό (εφόσον είναι κληρικοί)
ή με μεγάλο αφορισμό (εφόσον είναι λαϊκοί).
5. Ιεροσυλία: Αφαίρεση πράγματος αφιερωμένου στον θεό
οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Κατά το κοινό ποινικό
δίκαιο τιμωρείται από την ΠΚ374 περ. α’ ως
διακεκριμένη κλοπή, η αφαίρεση πράγματος
προορισμένου για θρησκευτική λατρεία σε τόπο
αφιερωμένο σε αυτήν. Ο Ν.4637/2019 τροποποίησε την
συγκεκριμένη διάταξη προσβλέποντας προσθέτως πως το
αφαιρούμενο πράγμα πρέπει να είναι και μεγάλης
αρχαιολογικής ή καλλιτεχνικής αξίας. Κατά το κανονικό
δίκαιο, ο δράστης τιμωρείται με καθαίρεση, αν είναι
[56]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

κληρικός και με μεγάλο αφορισμό, αν είναι λαϊκός. Κατά


το κοσμικό δίκαιο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα
ετών.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΣΕ ΟΛΑ


ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Δεν θεωρούνται ποινές για την εκκλησία αλλά σωστικά της
ψυχής μέτρα σωφρονισμού.

Αφορισμός:

 Μικρός: Συνεπάγεται την προσωρινή αποκοπή του


τιμωρουμένου από το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας και κατ’ επέκταση από το σώμα της
εκκλησίας. Επιβάλλεται κατ’ αρχήν στο πλαίσιο του
μυστηρίου της μετανοίας ή εξομολογήσεως, κατά το
οποίο παρέχεται άφεση των μετά από το βάπτισμα
αμαρτιών. Το μυστήριο σήμερα τελείται από επίσκοπο
ή συνηθέστερα από πρεσβύτερο (πνευματικό ή
εξομολόγο), που έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο με το
«ενταλτήριο γράμμα» από επίσκοπο εντός των ορίων
της εδαφικής του δικαιοδοσίας. Πάντως παλιά
αποκλειστική αρμοδιότητα για τέλεση του μυστηρίου
είχε ο επίσκοπος. Άλλος κληρικός ή αχειροτόνητος
μοναχός δεν έχει κατ’ αρχήν τέτοια εξουσία. Πάντως ο
Επίσκοπος έχει, και πέραν του μυστηρίου της
μετάνοιας, το δικαίωμα να επιβάλει μικρό αφορισμό
σε πρόσωπα που ανήκουν στην εδαφική του
δικαιοδοσία, εφόσον πεισθεί ότι υπέπεσαν σε
κανονικό παράπτωμα και αφότου πρώτα τους
καλέσουν να απολογηθούν. Γνωστή είναι η επιβολή
μικρού αφορισμού σε δημοσιογράφο για δημοσίευση
του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που απεικόνιζε με
άσεμνο τρόπο την εικόνα της Παναγίας από τον
Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Πάντως
αμφίβολο είναι αν κλήθηκε ο δημοσιογράφος να
απολογηθεί, ενώ αδιαμφισβήτητα δεν άνηκε στην

[57]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

δικαιοδοσία του συγκεκριμένου Μητροπολίτη. Στον


προϊσχύοντα κώδικα ποινικής δικονομίας
προβλεπόταν να απειλούν οι επίσκοποι με την
επιβολή αφορισμού αόριστο αριθμό ατόμων για να
εξιχνιαστεί κάποιο έγκλημα (κυρίως κλοπή). Υπό τον
φόβο της αιώνιας τιμωρίας τους οι ένοχοι
ομολογούσαν, ενώ οι σιωπώντες κατέθεταν όσα
στοιχεία γνώριζαν για την υπόθεση.
 Μεγάλος ή Ανάθεμα: Συνεπάγεται την μόνιμη
αποκοπή του τιμωρούμενου από το σώμα της
εκκλησίας και είναι η βαρύτερη εκκλησιαστική ποινή.
Επιβάλλεται με απόφαση της ΙΣΙ για την λήψη της
οποίας (λόγω της ιδιάζουσας σημασίας της ποινής)
απαιτείται πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των
μελών της. Επιβάλλεται σε όσες περιπτώσεις
προβλέπουν οι ιεροί κανόνες χωρίς πρόβλεψη του
κοσμικού νομοθέτη, συνήθως σε αιρετικούς.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ποινής είναι ότι
μπορεί να επιβληθεί ακόμη και post mortem. Με τον
τρόπο αυτό η Εκκλησία αποδοκιμάζει, έστω και εκ
των υστέρων αιρετικές διδασκαλίες με την καταδίκη
των αιρεσιαρχών. Ούτως η άλλως το σώμα της
Εκκλησίας συναποτελείται από ζώντες (Στρατευομένη
Εκκλησία) και εκλιπόντες (Θριαμβεύουσα Εκκλησία),
ώστε να είναι λογική η επιβολή του αναθέματος
οποτεδήποτε. Μπορεί πάντως να ανακληθεί
οποτεδήποτε από το όργανο που την επέβαλε, εφόσον
πεισθεί ότι εξέλιπαν οι λόγοι επιβολής του.
Συγκριτική εξέταση της ποινής του αναθέματος στο
ισχύον και προϊσχύον δίκαιο:
Επιβάλλεται: Κατά Ισχύον Κατά προϊσχύον
Δίκαιο δίκαιο
με απόφαση της ΙΣΙ της ΔΙΣ ή της ΙΣΙ
σε περιπτώσεις ορισμένες από ορισμένες από
τους ιερούς τον κοινό
κανόνες νομοθέτη
με εγκριτική κανενός του Υπουργού

[58]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

απόφαση Παιδείας και


Θρησκευμάτων
Σε περιπτώσεις μεγάλου αφορισμού συνήθως συνεπιβάλλεται
η ποινή της στερήσεως της εκκλησιαστικής κηδεύσεως (και
κατ’ επέκταση των υπέρ αναπαύσεως της ψυχής μνημοσυνών).
Η ανάκληση πάντως του αναθέματος συνεπιφέρει την
ανάκληση της προαναφερθείσας ποινής, η οποία επίσης
επιβάλλεται στους αυτόχειρες, εφόσον είχαν ικανότητα προς
καταλογισμό. Πάντως η κηδεία συνήθως θα τελεσθεί και για
τους αυτόχειρες προς αποφυγή της περαιτέρω επιβάρυνσης
της οικογένειας του.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Εξετάζουν κανονικά αδικήματα που διαπράττουν κληρικοί και
μοναχοί. Προβλέπονται από το ν.5383/1939 («περί
εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας»).
Υπάρχει πάντως ανάγκη αντικατάστασης του συγκεκριμένου
νόμου λόγω πληθώρας νομοτεχνικών προβλημάτων. Για την
σύνταξη νέου σχετικού νόμου, έχουν συσταθεί αρκετές
νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, οι προσπάθειες των οποίων
δεν έχουν πάντων τελεσφορήσει. Από το ΣτΕ αντιμετωπίζονται
ως πειθαρχικά συμβούλια και είναι τα εξής:

1. Επισκοπικό Δικαστήριο: Συγκροτείται σε κάθε


Μητρόπολη από τον οικείο Μητροπολίτη, ως Πρόεδρο, και
δυο εν ενεργεία Εφημέριους της Μητροπόλεως, οι οποίοι
διορίζονται με τριετή θητεία από τη ΔΙΣ μετά από πρόταση
του Μητροπολίτη. Τον Πρόεδρο αναπληρώνει ο
Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος και
τους Εφημέριους δύο Εφημέριοι αναπληρωτές τους που
ορίζονται κατά τον αυτό τρόπο, ενώ καθήκοντα γραμματέα
εκτελεί ο Γραμματέας της Μητροπόλεως με αναπληρωτή
του άλλον κληρικό που ορίζεται από τον Μητροπολίτη. Στο
δικαστήριο αυτό αποφασιστική ψήφο έχει μόνο ο
Μητροπολίτης, οι συμπαρεδρεύοντες δικαστές δικαιούνται
απλώς να καταχωρίσουν στα πρακτικά την τυχόν
διαφορετική τους γνώμη. Στην περίπτωση που απουσιάζει ή
κωλύεται ο Μητροπολίτης, όλα τα μέλη του δικαστηρίου
[59]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

έχουν αποφασιστική ψήφο.


Το Επισκοπικό δικαστήριο δικάζει τα εκκλησιαστικά
παραπτώματα των κληρικών (διακόνων και πρεσβυτέρων)
και μοναχών της Μητρόπολης οπουδήποτε και αν
διαπράχθησαν, καθώς επίσης και τα παραπτώματα που
διαπράχθηκαν εντός της περιφέρειας της Μητρόπολης από
οποιονδήποτε κληρικό ή μοναχό. Μεταξύ συναρμοδίων
δικαστηρίων προτιμάται εκείνο που πρώτο κάλεσε τον
κατηγορούμενο για ανάκριση. Εκδικάζει τα παραπτώματα
των διακόνων, των πρεσβυτέρων και των μοναχών, εφόσον
τιμωρούνται με τις εξής ποινές:
α) επίπληξη
β) στέρηση μισθού ή συντάξεως έως τρεις μήνες ή
χρηματική ποινή
γ) αργία έως ενάμιση έτος σε έγγαμους κληρικούς και έως
ένα έτος σε ιερομονάχους
δ) σωματικό περιορισμό έως δεκαπέντε μέρες σε έγγαμους
και έως τρία έτη σε άγαμους κληρικούς
ε) έκπτωση από το αξίωμα (οφφίκιο).
Στην περίπτωση που τα διαπραχθέντα εγκλήματα είναι
σοβαρότερα και τιμωρούνται με αυστηρότερες ποινές το
Επισκοπικό Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και
παραπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό
Δικαστήριο.
2. Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο: Συγκροτείται από
τον πρώτο τη τάξει συνοδικό Μητροπολίτη, ως πρόεδρο, και
τέσσερα ακόμα μέλη της ΔΙΣ που ορίζονται με κλήρωση
κατά την πρώτη συνεδρίαση κάθε συνοδικής περιόδου. Η
θητεία των μελών του δικαστηρίου συμπίπτει με την
συνοδική περίοδο. Τον πρόεδρο αναπληρώνει το επόμενο
κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης μέλος του δικαστηρίου,
τα μέλη δε ο νεότερος κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης
συνοδικός Μητροπολίτης. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί
ένας από τους γραμματείς της ΔΙΣ, που ορίζει η ίδια με τον
αναπληρωτή του.
Δικάζει σε πρώτο μεν βαθμό τα παραπτώματα των
πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών, για τα οποία το
[60]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

Επισκοπικό Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, σε


δεύτερο δε βαθμό τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
Επισκοπικού Δικαστηρίου.
3. Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο: Σύγκειται από τον
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως πρόεδρο, και έξι συνοδικούς
Μητροπολίτες, οι οποίοι είναι εκείνοι οι συνοδικοί που δεν
κληρώθηκαν ως μέλη του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού
Δικαστηρίου. Η θητεία του είναι επίσης ετήσια και
συμπίπτει με την συνοδική περίοδο. Τα μέλη του
δικαστηρίου αναπληρώνει καταρχήν ο νεότερος κατά τα
πρεσβεία συνοδικός Μητροπολίτης και αν κωλύονται
περισσότερα μέλη καλούνται σε αναπλήρωση τους από τη
ΔΙΣ παρεπιδημούντες στην Αθήνα ή όμοροι εν ενεργεία
Μητροπολίτες. Γραμματέας του δικαστηρίου είναι ο
Αρχιγραμματέας της ΔΙΣ, που αναπληρώνεται από έναν
γραμματέα.
Είναι αποκλειστικώς δικαστήριο δευτέρου βαθμού και
δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου
Συνοδικού Δικαστηρίου.
4. Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο:
Συγκροτείται από όλα τα μέλη της ΔΙΣ πλην του
Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και τελεί υπό την προεδρία του
αρχαιότερου κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης μέλους
του. Μέλη που τυχόν κωλύονται αναπληρώνονται από
άλλους μη συνοδικούς αρχιερείς, κατά τα πρεσβεία της
αρχιεροσύνης και κατ’ ισομοιρία από τις Μητροπόλεις της
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και του
Οικουμενικού Θρόνου. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί ένας
γραμματέας της ΔΙΣ ή άλλος υπάλληλος που ορίζεται από
τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου.
Δικάζει σε πρώτο βαθμό τα παραπτώματα των Αρχιερέων
και μπορεί να επιβάλλει όλες τις ποινές που απειλούνται
κατ ’αυτών και συγκεκριμένως: α) μομφή β) αργία από
κάθε ιεροπραξία γ) έκπτωση από τον θρόνο δ) καθαίρεση.
5. Δευτεροβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο:
Αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως Πρόεδρο και
τους δεκατέσσερις αρχαιότερους κατά τα πρεσβεία της
[61]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΚΟΥΛΑΣ (ΠΕΓΚΥ ΦΟΥΚΑΡΑ ΕΙΣΑΙ ΦΟΥΚΑΡΙΑΡΑ ΜΟΥ)

χειροτονίας μη συνοδικούς Μητροπολίτες, από τους


οποίους επτά προέρχονται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία
της Ελλάδος και οι άλλοι επτά από τις Μητροπόλεις του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γραμματέας του δικαστηρίου
είναι ο Αρχιγραμματέας της ΔΙΣ, ο οποίος αναπληρώνεται
από ένα γραμματέα της που ορίζει ο πρόεδρος του
δικαστηρίου.
Δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου
για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου.
6. Δικαστήριο για Συνοδικούς: Συγκροτείται από το 1/3
των εν ενεργεία Μητροπολιτών, που πάντως πρέπει να είναι
περισσότεροι από δεκαπέντε, οι οποίοι ορίζονται με
κλήρωση μεταξύ όλων των μελών της Ιεραρχίας,
εξαιρουμένων εκείνων των Μητροπολιτών, που διετέλεσαν
συνοδικοί, κατά την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκαν
τα παραπτώματα για τα οποία οι κατηγορούμενοι
διώκονται. Τα μέλη του δικαστηρίου προσκαλούνται με
προεδρικό διάταγμα, που ορίζει τον τόπο και χρόνο των
συνεδριάσεων.
Δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα παραπτώματα που
ο Πρόεδρος και τα μέλη της ΔΙΣ συγκεκριμένης συνοδικής
περιόδου διέπραξαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων
τους και μπορεί να επιβάλλει όλες τις ποινές που
προβλέπονται για τους Αρχιερείς.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΕΛ. 292-294


ΑΠΟΝΟΜΗ ΧΑΡΗΣ 295-296 υπό γ’)

[62]

You might also like