ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ Κοινωνιολογια

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 29

Επιβλέπουσα Kαθηγήτρια: Πιτσελά Αγγελική

Επιμέλεια : Παπαδογιάννη Ελευθερία ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013


Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ, ΟΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ
ΟΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ι) ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ
Ια) Ο κλασσικός ρατσισμός
Προσπαθώντας να οριοθετήσει κανείς την έννοια του ρατσισμού, μια λέξη
τόσο γνωστή και πολυχρησιμοποιημένη που τείνει να εκφυλιστεί, θα πρέπει
αναλογιζόμενος τις συνέπειες που έχει ο στιγματισμός των σχετικών συμπεριφορών
και στάσεων, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Η υιοθέτηση ενός υπερβολικά στενού
ορισμού δημιουργεί έντονες πιθανότητες να μείνει αυθαίρετα εκτός μελέτης πληθώρα
παράνομων συμπεριφορών, ενώ αντίθετα, ένας ιδιαίτερα ευρύς ορισμός που
περιλαμβάνει κάθε μορφή διακρίσεων δημιουργεί μια επικίνδυνη υπεργενίκευση που
στοχοποιεί αδιακρίτως, με αποτέλεσμα όλοι κάποια στιγμή να μπορούν να
χαρακτηριστούν ως ρατσιστές 2, ενώ περαιτέρω, αποδυναμώνει το υπό ανάλυση
φαινόμενο και τη μάχη των αντιρατσιστών 3.
Ο ρατσισμός δεν αποτελεί μια απλή λέξη αλλά μια έννοια εμπειρική που
ερμηνεύεται υπό τις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές
συνθήκες της κάθε εποχής με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από έντονες ιδεολογικές
μεταμορφώσεις. Πίσω από αυτή κρύβεται ένα ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο και
ζοφερά ιστορικά γεγονότα που έχουν στιγματίσει την ανθρωπότητα και έχουν
παγκοσμίως καταδικαστεί. Εμφανίστηκε ως έννοια για πρώτη φορά σε γραπτό
κείμενο το 1933-1934 4, ενώ ως πρακτική κοινωνικών διακρίσεων είναι ένα
φαινόμενο γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων: διακρίνεται 5 σε βάρος των «μιαρών»
στο ινδικό σύστημα της κάστας, στο αίσθημα της πολιτιστικής υπεροχής των αρχαίων
Ελλήνων απέναντι στους βαρβάρους 6, στο θρησκευτικό και πολιτικό αντιιουδαϊσμό,
στην αντιμετώπιση των μαύρων στο κόσμο του Μεσαίωνα, όπως επίσης και κατά την

2
Γ. Τσιάκαλος, Οδηγός Αντιρατσιστικής εκπαίδευσης, 2000, σελ. 76
3
Βλ. σχετ. Δ. Ευρυγένη, Εξεταστική Επιτροπή για την άνοδο του φασισμού και του ρατσισμού στην
Ευρώπη, σελ. 27,
4
Στο βιβλίο «Ρατσισμός» του Magnus Hirschfeld. Βλ. σχετ. Ζ. Παπαδημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός
ρατσισμός, σελ. 41, υποσημ. 47
5
Όπ. παρ., σελ.41-42
6
Είναι ενδεικτική η έκφραση «πας μη Έλλην βάρβαρος».
1
διαφορετική μεταχείριση των «εντίμων» απ’τους «ευτελείς 7» κατά την απονομή της
δικαιοσύνης.
Εκκινώντας από την ετυμολογική προέλευση του όρου, ήτοι την ιταλική λέξη
razza (ράτσα) 8 που στα ελληνικά σημαίνει φυλή οδηγείται κανείς στη κλασσική
στενή έννοια του βιολογικού ρατσισμού 9 («φυλετισμού») ο οποίος γεννήθηκε το 16ο
αιώνα ταυτόχρονα με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό και συνδέθηκε με τις
επεκτατικές τάσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων 10. Με τη παραδοσιακή
λοιπόν έννοια, ρατσισμός είναι η θεωρία εκείνη σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο
γένος είναι διαιρεμένο σε ιεραρχικά αξιολογημένες φυλές. Η αξιολογική διάκριση
γίνεται βάσει σωματικών χαρακτηριστικών (π.χ χρώμα δέρματος, ύψος, σχήμα
κρανίου κλπ) ή ακόμα και πνευματικών ή ηθικών που συνδέονται με τις ανθρώπινες
ικανότητες και ιδιότητες. Η σύνδεση αυτή δημιουργεί σχέση ιεραρχίας μεταξύ των
περισσότερων φυλών, με κυρίαρχη τη λευκή, η οποία κατά συνέπεια θεωρούμενη ως
ανώτερη έχει το δικαίωμα εξουσίασης και επιβολής επί των κατώτερων φυλών
προκειμένου να διατηρήσει τη καθαρότητά της.
Η ιδεολογία αυτή που στηρίζει τις ρατσιστικές συμπεριφορές και στάσεις σε
βιολογικά αίτια έχει απορριφθεί πλήρως, διότι έχει αποδειχθεί ότι δεν έχει κανένα
επιστημονικό έρεισμα 11. Στο προοίμιο της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ του 196612
«Για τη κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων» ορίστηκε σαφώς ότι: «Κάθε
θεωρία για ανωτερότητα που βασίζεται σε φυλετική διάκριση είναι επιστημονικώς
εσφαλμένη, ηθικώς κατακριτέα και κοινωνικώς άδικη και επικίνδυνη». Η UNESCO
περαιτέρω, σε κείμενό της το 1969 κατέληξε στο ότι: «Ούτε στο πεδίο των

7
Βλ. σχετ. Ν. Παρασκευόπουλου, Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας στα εγκλήματα κατά των
ηθών-Ιστορική, συγκριτική, νομολογιακή και δογματική έρευνα, σελ. 71 επ.
8
Ή την ισπανική raza και την πορτογαλική raca. H λέξη προέρχεται από τα αραβικά όπου ras σημαίνει
κεφάλι. Στις αραβικές νομαδικές φυλές ο καθένας έπρεπε να θυμάται τη «καθαρή» φυλετική καταγωγή
του και να την έχει πάντα μέσα στο κεφάλι του. Η γνώση αυτή καθόριζε τα δικαιώματα, τα προνόμια
και τις υποχρεώσεις του μέσα στη φυλή, η οποία είχε έναν αρχηγό (το κεφάλι) και ξεχώριζε από τις
άλλες φυλές που είχαν άλλο «κεφάλι». Η φυλή δε, αποτελούνταν από τους συγγενείς κάθε ατόμου. Θ.
Λίποβατας. Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού, 2003, σελ. 233
9
Βλ. σχετ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 42, Μ. Ανθόπουλου, Πληροφόρηση και Ρατσισμός, σε
Μετανάστες, Ρατσισμός και Ξενοφοβία/ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ, 1997, σελ. 161-162, του ιδίου, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της
πληροφόρησης-Ένα συνταγματικό δίλημμα, 2000,σελ. 33-34, Θ.Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ. 234,
Pierre Andre Taguieff, Ο ρατσισμός, σελ. 66, Α. Μάνεση, Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού,
ΤοΣ 1/2000, σελ. 13-14
10 Μ. Ανθόπουλου, όπ. παρ., σελ 161
11 Βλ. Δ. Ευρυγένη, όπ. παρ., σελ. 24-25, Μ. Ανθόπουλου, όπ. παρ., 1997, σελ. 161-162 και Α.
Μάνεση, όπ. παρ., σελ. 14
12 Η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν.δ 494/1970 και έχει υπερνομοθετική ισχύ βάσει του αρ. 28
παρ. 1 του Συντάγματος.
2

10
κληρονομικών μεταβολών σχετικά με την ευφυΐα εν γένει και την ικανότητα
πολιτισμικής ανάπτυξης ούτε στο πεδίο των φυσικών χαρακτηριστικών δικαιολογείται η
έννοια της «κατώτερης» και της «ανώτερης» φυλής», ενώ στις 27 Νοεμβρίου του
1978 η Γενική Διάσκεψη της UNESCO εξέδωσε τη διακήρυξη «Περί φυλής και
φυλετικής προκατάληψης» όπου στο άρθρο 2 αυτής τόνισε ότι: «Κάθε θεωρία που
είτε ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι εγγενώς ανώτερες ή
κατώτερες αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ορισμένες θα είχαν δικαίωμα να εξουσιάσουν
ή να παραμερίσουν κάποιες άλλες που θεωρούνται κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές
κρίσεις σε φυλετικές διαφορές, δεν έχει επιστημονική θεμελίωση και αντίκειται στις
ηθικές και δεοντολογικές αρχές της ανθρωπότητας».
Τον Απρίλο του 1981 στην Αθήνα, με πρωτοβουλία της UNESCO και σε
συνεργασία με το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου πραγματοποιήθηκε Διάσκεψη με
κορυφαίους εμπειρογνώμονες η οποία κατέληξε στην δημοσίευση της Έκκλησης των
Αθηνών, που περιέλαβε συμπεράσματα απορριπτικά των ψευδοεπιστημονικών
θεωριών του ρατσισμού 13. Τονίστηκε αρχικά, ότι το ανθρώπινο γένος είναι ενιαίο14,
ωστόσο, η γεωγραφική διασκόρπισή του είναι αυτή που ευθύνεται για τα διαφορετικά
χαρακτηριστικά που έχουν οι άνθρωποι, χαρακτηριστικά εντελώς εξωτερικά και
φαινομενικά που καθορίζουν τις διαφορές ανάμεσα στις φυλές. Η επιστήμη της
Βιολογίας, έχει περίτρανα αποδείξει ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει μια ανεπανάληπτη
βιολογική ταυτότητα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δοθεί ένας αντικειμενικός
βιολογικός ορισμός των χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού ούτε να θεωρείται
επιτρεπτή η ιεράρχηση των φυλών, διότι σε κάθε άτομο αντιστοιχεί ένας μοναδικός
γενετικός συνδυασμός ανάμεσα στους περισσότερους δυνατούς. Επίσης,
υπογραμμίστηκε ότι το ανθρώπινο γένος καθορίζεται και από το πολιτισμό, τις
διανοητικές και τις νοησιακές λειτουργίες, ωστόσο, η σύγκριση των πληθυσμών και η
αξιολογική ιεράρχησή τους βάσει των ανωτέρω είναι και πάλι προβληματική, διότι οι
τεχνικές μέτρησης (π.χ των δεικτών ευφυΐας) έχουν δημιουργηθεί στηριζόμενες στα
δεδομένα των δυτικών πληθυσμών με τα συγκεκριμένα στοιχεία που τους

13
Βλ. αναλ. Α. Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου, Ρατσισμός, Επιστήμη και Ψευδοεπιστήμη, σε
Μετανάστες, Ρατσισμός και Ξενοφοβία/ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ, σελ. 208-210
14
Bλ. και Πατ Σίπμαν, Η εξέλιξη του ρατσισμού, σελ. 265, όπου αναφέρεται στην αναφορά περί
φυλής της ΟΥΝΕΣΚΟ που δημοσιοποιήθηκε το 1950, γνωστή και ως αναφορά Άσλι Μόνταγκιου,
κορυφαίου Βρετανού ανατόμου. Σύμφωνα με αυτή: « η φυλή είναι μάλλον κοινωνικός μύθος παρά
βιολογικό φαινόμενο. Οι βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις εθνικές ομάδες θα πρέπει να αγνοούνται από
τη σκοπιά της κοινωνικής αποδοχής και της κοινωνικής δράσης. Το κυριότερο είναι η ενότητα του
ανθρώπινου είδους…».
3

11
χαρακτηρίζουν. Τέλος, σημειώθηκε η δυσκολία του να διαπιστώνει κανείς ποια
στοιχεία ενός λαού είναι επίκτητα και ποια όχι, εξαιτίας της επιρροής του
περιβάλλοντος και της αλληλεπίδρασής του με τις κληρονομικές ιδιότητες του
ατόμου 15.

Ιβ) Ο νεορατσισμός 16. Ένας ρατσισμός χωρίς φυλή.


Iβ.1) O πολιτισμικός ρατσισμός
Ο παραδοσιακός ρατσισμός-βιολογισμός, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο και τη Δίκη της Νυρεμβέργης, ακριβώς επειδή συνδέθηκε απόλυτα με τις
πρακτικές του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους και καταδικάστηκε πλήρως και δια
παντός, μεταλλάχθηκε προκειμένου να επιβιώσει στην διαδρομή της ιστορικής του
εξέλιξης, να γίνει πειστικότερος και πιεστικότερος. «Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι η
φυλή έχει υποβιβαστεί ως έννοια ή ότι οι φυλετικές συνθήκες, οι ιδεολογίες και οι
πρακτικές που διαμόρφωναν το πλαίσιο έχουν ξεπεραστεί. Σημαίνει ότι μάλλον έχουν
μετασχηματιστεί, αλλοιωθεί, ανακυκλωθεί, ότι έχουν προσλάβει νέους και σε πολλές
περιπτώσεις περισσότερους συγκαλυμμένους τρόπους έκφρασης 17». Γενεσιουργός του
λό γο ς η παρο υσία σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ό πως η Γαλλία, η Γερμανία και η
Μεγάλη Βρετανία, μεταναστών προερχόμενων από χώρες πολιτισμικά μακρινές:
Τουρκία, Ασία, Αφρική κλπ., κοινωνίες δηλαδή πολυπολιτισμικές, χωρίς ομοιογένεια
όπου η προσπάθεια των μελών τους να διατηρήσουν ακέραιη τη πολιτισμική τους
ταυτότητα στη νέα πατρίδα και να διεκδικήσουν την ελεύθερη εκδήλωσή της
δημιουργούσε πολιτισμικές αντιπαραθέσεις με τους αυτόχθονες.
O σύγχρονος λοιπόν, ρατσισμός είναι ραφινάτος, συμβολικός και
συγκαλυμμένος, άλλαξε τις λέξεις 18 και παίζει πια με υπονοούμενα προκειμένου να
μην εντοπίζεται εύκολα και να ξεγελά τους αντιρατσιστές. Από τη βιολογική

15
Βλ. και Πατ Σίπμαν, όπ. παρ., σελ. 274 όπου αναφέρεται στη δεύτερη αναφορά περί φυλής της
ΟΥΝΕΣΚΟ που δημοσιεύθηκε το 1951, σύμφωνα με την οποία: «οι φυσικές διαφορές μπορεί να
προέρχονταν από κληρονομικότητα, γενετικούς παράγοντες σταθεροποιημένους μέσω των εθίμων των
γάμων ή από περιβαλλοντικές επιρροές, όμως μόνο οι γενετικά ελεγχόμενες ιδιότητες είναι θεμιτοί
παράγοντες για την επιστημονική ταξινόμηση των ανθρώπων. Η εθνότητα, η θρησκεία, ο τόπος
προέλευσης, η γλώσσα και ο πολιτισμός δεν είναι καθοριστικοί παράγοντες της φυλής και οι καθαρές
φυλές είναι αποκύημα της φαντασίας στο σύγχρονο κόσμο».
16
Βλ. P.A. Taguieff, Ο ρατσισμός, σελ.59 επ., Χ. Ανθόπουλου, όπ. παρ., 2000, σελ. 36 επ., E. Balibar,
Τα όρια της δημοκρατίας, 1993, σελ. 70-71 και Α. Μάνεση, όπ. παρ., σελ. 17 επ.
17
Giroux, H.A, «Φυλετικά θεάματα και Παιδαγωγική της άρνησης: Η ρατσιστική παιδαγωγική ενάντια
στους μαύρους», στο Η παγκοσμιοποίηση του ρατσισμού, σελ. 137
18 Η φυλή έγινε πολιτισμός και η κουλτούρα αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που ο κλασικός
ρατσισμός αντιμετώπιζε τη φυλή: ως ένας ειδικός, σταθερός και κληρονομικός χαρακτήρας. D.
Schnapper, / S. Allemand, Κρίνοντας το ρατσισμό, σελ 18
4

12
ανισότητα ανάμεσα στις φυλές μετατοπίστηκε στην απολυτοποίηση των διαφορών
ανάμεσα στις κουλτούρες οι οποίες γι’αυτόν έχουν αυστηρά διαχωρισμένα όρια και
ιεραρχικές διαβαθμίσεις. Βάλλει κατά της πολιτισμικής ταυτότητας η οποία
αποτελείται από στοιχεία εθνικά, θρησκευτικά, πολιτικά, εθίμων, παραδόσεων,
τρόπου ζωής κλπ. Εκφράζει το πανικό της επιμειξίας 19 και της ακέραιης διατήρησης
της πολιτισμικής καθαρότητας της κάθε κοινωνίας από την εισδοχή ξένων στοιχείων
μέσω της εξύμνησης του δικαιώματος στη διαφορά 20. Είναι ένας ρατσισμός
διαφοριστικός που καθιερώνει την διαφορά ανάμεσα στις κουλτούρες ως κάτι το
απόλυτο και φοβάται το έτερον. Ιδιαίτερα εμπεριστατωμένος είναι ο κοινωνιολογικός
ορισμός του Ε. Balibar 21 σύμφωνα με τον οποίο: «Ο ρατσισμός αρθρώνεται γύρω από
τα στίγματα της ετερότητας, όπως το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τις
θρησκευτικές πεποιθήσεις κτλ και εγγράφεται σε πρακτικές βίας, περιφρόνησης,
αδιαλλαξίας, ευτελισμού και εκμετάλλευσης καθώς και σε λόγους και σε
αναπαραστάσεις που συνιστούν κυρίως διανοητική επεξεργασία φαντασιώσεων
προφύλαξης ή διάκρισης όπως λόγου χάρη η αναγκαιότητα κάθαρσης του κοινωνικού
σώματος από ξένα στοιχεία, η διαφύλαξη της ταυτότητας του εμείς από κάθε
πρόσμειξη». Συναφής ορισμός είναι και αυτός που δίνει ο Τσιάκαλος 22: «Με τον όρο
ρατσισμό εννοούμε ένα πλέγμα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και/ή
θεσμοθετημένων μέτρων που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση
κι αυτό μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε μια διακριτή κατηγορία ανθρώπων. Ως
δικαιολογία για τις διακρίσεις χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην
οποία προσάπτεται συχνά, αλλά όχι πάντα, μια υποτιθέμενη κατωτερότητα ή/και
επικινδυνότητα. Το φάσμα της υποτελούς διαβίωσης είναι ευρύ. Έχει όμως πάντα ως
πυρήνα τον αποκλεισμό από δημόσια και κοινωνικά αγαθά ή την ανισότιμη συμμετοχή
σε αυτά». Τέλος, άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ο Γκότοβος 23 εγκαταλείπει την λέξη
ρατσισμός, που είναι προφανώς συνδεδεμένη με την ειδική μεταχείριση σε βάρος
κάποιου που προκύπτει με μόνο κριτήριο τη ράτσα και χρησιμοποιεί τον ευρύτερο
και πιο ευέλικτο όρο κοινωνική διάκριση. Σύμφωνα με τον ως άνω, κοινωνική
διάκριση είναι η διαφοροποιημένη συμπεριφορά είτε ευνοϊκή είτε δυσμενής απέναντι

19
Βλ. και D. Schnapper, / S. Allemand, όπ. παρ., σελ. 57
20
Το δικαίωμα αυτό δικαιολογεί τον αποκλεισμό και τη μεροληπτική μεταχείριση κάθε τι ετέρου,
προκειμένου να προστατευθεί η εκάστοτε πολιτισμική ιδιαιτερότητα.
21
Ε. Ballibar / Ι. Wallerstein,Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, 1991, σ.30
22
Γ. Τσιάκαλος, όπ. παρ., 2000, σελ.77
23
Βλ. Α. Γκότοβου, Ρατσισμός-Κοινωνικές, ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και
μιας πρακτικής, σελ. 28 επ.
5

13
σε κάποιον επειδή ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, τη στιγμή που οι
κανόνες του παιχνιδιού επιβάλλουν ίση μεταχείριση προς όλους τους κοινωνούς. Το
κρίσιμο είναι ότι η κοινωνική ταυτότητα κάποιου παρεμβαίνει και αλλάζει τους
όρους του παιχνιδιού είτε υπέρ του είτε εναντίον του με αποτέλεσμα να εισπράττει
αθέμιτα άνιση και άδικη μεταχείριση. Οι μορφές κοινωνικών διακρίσεων είναι
αναρίθμητες και συμπίπτουν με τις κοινωνικές ομάδες που θα μπορούσε να ενταχθεί
κάποιος, π.χ οι κατηγορίες της φυλής, της θρησκείας, του σεξουαλικού
προσανατολισμού, του φύλου, του κοινωνικού ή μορφωτικού επιπέδου κλπ.
Πέρα από τη θεμελίωση του ρατσισμού αυτού στο δικαίωμα στη διαφορά
(αλλά υπό μια ρατσιστική ερμηνεία) το ασυμβίβαστο των πολιτισμικών διαφορών
εμφαίνεται ως αξεπέραστο εμπόδιο και κατά την εφαρμογή της πολιτικής της
αφομοίωσης, της ενσωμάτωσης και της εξομοίωσης 24. Ως αφομοίωση νοείται η
πλήρης θεσμική και ιδεολογική εξομοίωση που πραγματοποιείται όταν μια εθνική
ομάδα έρχεται σε επαφή με τους αυτόχθονες πολίτες της χώρας υποδοχής. Η
αφομοίωση αυτή μπορεί να επιδιώκεται από τη κρατική εξουσία προκειμένου να
επιτευχθεί ομογενοποίηση του κοινωνικού ιστού μέσω της πλήρους ανάμειξης της
μιας ομάδας με την άλλη, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η διάκριση των αρχικών
πολιτισμικών της χαρακτηριστικών. Στη περίπτωση αυτή, επειδή ακριβώς η
ενσωμάτωση δεν γίνεται αυτοβούλως, προσβάλλεται η ελευθερία αυτοκαθορισμού, η
προσωπικότητα και η αξιοπρέπεια του οποιοδήποτε «Άλλου». Όταν δε, την
αφομοίωση την επιδιώκει το ίδιο το άτομο το οποίο διεκδικεί ίση μεταχείριση καθώς
και να καταστεί όμοιος με τον υπόλοιπο αυτόχθονα πληθυσμό γίνεται λόγος για
εξομοίωση. Ηπιότερη τέλος, μορφή αφομοίωσης αποτελεί η ενσωμάτωση κατά την
οποία οι μεταναστευτικές ομάδες γίνονται μέρος της κοινωνίας στην οποία
εισέρχονται χωρίς να χάνουν τελείως τη δική τους ταυτότητα. Η οποιαδήποτε
ιδιαιτερότητά τους, γλωσσική, θρησκευτική, φυλετική, σεξουαλική, δεν αποτελεί
λόγο διάκρισης, αποκλεισμού ή δίωξης αλλά είναι αποδεκτή και μάλιστα
προστατεύεται βάσει του εσωτερικού δικαίου της συγκεκριμένης χώρας αλλά και των
ισχυουσών διεθνών συνθηκών. Τις δύο τελευταίες αυτές μορφές αφομοίωσης τις
διώκει η ρατσιστική ιδεολογία με συχνότερη τη μάχη κατά της ενσωμάτωσης.
Θα πρέπει εδώ τέλος να τονιστεί, ότι κατά την αποδοχή των πολιτισμικών
ιδιαιτεροτήτων μιας εθνοτικής ομάδας θα πρέπει πάντα να τίθενται ηθικά και

24
Α. Μάνεση, όπ. παρ., σελ. 18
6

14
συνταγματικά όρια, διότι πρακτικές π.χ όπως αυτή της κλειτοριδεκτομής που
πραγματοποιείται κατά κόρον στις αφρικανικές χώρες ή της πλήρους υποβάθμισης
της θέσης της γυναίκας όπως επιβάλει η ισλαμική παράδοση, έρχονται σε πλήρη
αντίθεση με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα στην ισότητα και στην
σωματική ακεραιότητα Είναι άλλο το θέμα ότι οι ομάδες αυτές διεκδικούν ίση
μεταχείριση στις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας και αναγνώριση των
πολιτισμικών τους αξιών και άλλο να ζητάει κανείς, φοβούμενος την αντίδραση των
αντιρατσιστών, από τις εκάστοτε χώρες υποδοχής να παρακάμπτουν τις θεμελιώδεις
αρχές και αξίες που διέπουν το δίκαιο και τη κοινωνική τους πραγματικότητα. Όπως
γράφει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης 25: « Ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού δεν
πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα για να παραιτηθούμε από την υπεράσπιση αξιών που
δημιουργήθηκαν σ’εμάς που θεωρούμε ισχύουσες για όλους, που δεν έχουν τίποτα να
κάνουν με τη ράτσα ή με το χρώμα του δέρματος και στις οποίες θέλουμε, ναι,
λελογισμένα να μεταστρέψουμε όλη την ανθρωπότητα.

Iβ.2) O ανταγωνιστικός και ο φοβικός ρατσισμός 26


Δύο ακόμη μορφές του σύγχρονου ρατσισμού ίσως και οι πιο διαδομένες,
είναι αυτές του ανταγωνιστικού και του φοβικού ρατσισμού. Και οι δύο
«διαμονοποιούν» τους μετανάστες και βλέπουν πάνω τους την αιτία όλων των δεινών
μιας κοινωνίας. Ειδικότερα, ο ανταγωνιστικός ρατσισμός έχει ως έρεισμα την
προάσπιση του υποτιθέμενου αποκλειστικού δικαιώματος πρόσβασης των
αυτόχθονων πολιτών ενός τόπου στους πόρους και τις δομές του. Οι μετανάστες
μετατρέπονται σε εχθρούς στον εργασιακό χώρο, καθώς είναι αυτοί που υποτίθεται
ότι καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας και ευθύνονται για την αύξηση της ανεργίας, για
την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας γιατί εργάζονται υπό άθλιους όρους, για την
γκετοποίηση αστικών περιοχών, για την επιβάρυνση του εθνικού συστήματος υγείας,
των δημόσιων σχολείων κλπ. Ο φοβικός ρατσισμός απ’την άλλη, είναι ο φόβος για
την αύξηση της εγκληματικότητας, τη διάδοση μολυσματικών ασθενειών, την αταξία
και την έλλειψη ασφάλειας που συνδέει το κοινωνικό σύνολο παντελώς αυθαίρετα
και απόλυτα με τη παρουσία μεταναστών σε μια κοινωνία.

25
Κ. Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 41
26
Βλ. Μ. Ανθόπουλου, όπ. παρ., 1998, σελ. 164-166
7

15
II) ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
IIα) Ξενοφοβία
Η ξενοφοβία έχει ως συστατικά της δύο ελληνικές λέξεις οι οποίες
αντικατοπτρίζουν πλήρως, ήδη από την ετυμολογία της, το νόημά της: φοβία για κάθε
τι ξένο. Είναι ένας όρος που δεν φέρει κανένα ιστορικό φορτίο γι΄αυτό και
χρησιμοποιείται πολύ πιο απενοχοποιημένα από την έννοια του ρατσισμού 27. Είναι
μια έννοια αθώα που υιοθετείται μάλιστα, όπως θα λεχθεί παρακάτω, στα
περισσότερα κείμενα των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου
της Ευρώπης, συνοδεύοντας πάντα την έννοια του ρατσισμού. Εάν εκκινήσει κανείς
από το δεύτερο συστατικό της, τη φοβία, γίνεται αντιληπτό ότι η στροφή εναντίον
των ξένων δικαιολογείται από το γεγονός ότι το άγνωστο προκαλεί άγχος, φόβο και
έλλειψη εμπιστοσύνης. Η ξενοφοβία τελικά, υποδηλώνει εχθρότητα, μη ανεκτικότητα
απέναντι στον Άλλο (είτε αφορά άτομο είτε ομάδα) που βρίσκεται εκτός των ορίων
της δικής του κοινωνίας. Ο άνθρωπος είναι καχύποπτος και απορρίπτει οτιδήποτε
είναι διαφορετικό γιατί αισθάνεται μια φαντασιακή απειλή 28. Γιατί τον τρόπο ζωής
του, τις αξίες του, αυτά τα στοιχεία που συγκροτούν την ετερότητά του, τα
αντιλαμβάνεται ως ξένα. Είναι ένας φόβος που μπορεί να μένει κρυφός αλλά
συχνότερα μετατρέπεται σε εκρήξεις και μίσος τόσο μεταδοτικό που αν αποκτήσει
διαστάσεις μαζικού χαρακτήρα λειτουργεί αναπόδραστα ως προθάλαμος του
ρατσισμού 29. Δεν στρέφεται κατά όλων των ξένων αδιακρίτως αλλά κυρίως κατά των
οικονομικών και πολιτικών μεταναστών που προέρχονται από τις χώρες του
λεγόμενου τρίτου κόσμου. Σπάνια θα φοβηθεί και θα απορρίψει κανείς έναν
Αμερικανό ή έναν Ευρωπαίο για λόγους φυλετικούς ή πολιτισμικούς. Η ξενοφοβία
επομένως, στοχοποιεί και αυτή, όπως ο ρατσισμός, άτομα που θεωρεί ότι είναι
υποδεέστερα και έχουν διαφορετικές αξίες, διαφορετική προέλευση και διαφορετικό
επίπεδο 30. Δεν εκφράζεται μόνο στην οικονομική ζωή, δηλαδή ως απειλή απέναντι
στο ξένο από τον αυτόχθονα που του παίρνουν τη δουλειά αλλά εκφράζεται
παράλληλα ως απειλή και ανασφάλεια για την αλλοίωση του τρόπου ζωής του, των
εθνικών χαρακτηριστικών του, της θρησκείας του κλπ. Στη πραγματικότητα η

27
Βλ. Γ. Τσιάκαλου, Απέναντι στα εργαστήρια του ρατσισμού, 2006, σελ. 89
28
Βλ. Α. Puhar, Η σημασία της ανατροφής των παιδιών για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας, σε Μετανάστες, Ρατσισμός και Ξενοφοβία/ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ, σελ. 229-230
29
Ν. Πρας, μτφρ Α. Παπασταύρου, Γεννηθήκαμε ρατσιστές;, σελ. 94-95 και Ζ. Παπαδημητρίου, όπ.
παρ., σελ. 69
30
Βλ. σχ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 69
8

16
σημερινή ξενοφοβία στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι μια ξενοφοβία που
δεν επικεντρώνεται στους Άλλους αλλά στο Άλλο και ενεργοποιείται από την ισχυρή
απειλή και επιβολή του πανταχού παρόντος αλλά αόρατου Άλλου σ’έναν κόσμο που
κανείς πια δεν ελέγχει και κανείς δεν αναγνωρίζει 31.

IΙβ) Εθνικισμός
Ως εθνικισμός ορίζεται το δόγμα εκείνο που ασχολείται με την διατήρηση της
ταυτότητας και των χαρακτηριστικών ενός έθνους καθώς επίσης και με την
ανεξαρτησία από όλες τις απόψεις αλλά και την ευημερία του ως ξεχωριστού
έθνους 32. Για να γίνει βέβαια κατανοητή η έννοια του εθνικισμού, θα πρέπει
προηγουμένως να αναλυθεί η έννοια του έθνους. Το έθνος, λοιπόν, μπορεί να γίνει
αντιληπτό ως μία ιδεολογική, πολιτιστική αντίληψη του αισθήματος του ανήκειν σε
μία κοινότητα και μάλιστα στην κοινότητα που αποτελεί την πλειοψηφία του
πληθυσμού μιας χώρας. Mπορεί να χρησιμοποιηθεί δε, είτε με την πολιτική είτε με
την πολιτιστική σημασία του όρου 33. Με την πολιτική έννοια τείνει να ταυτιστεί με
τον λαό και δηλώνει την ενότητα των ατόμων που υπόκεινται στην ίδια εξουσία και
τους ίδιους νόμους και συμμερίζονται τους όρους μιας κοινής διαβίωσης. Συνήθως
όμως, η έννοια του έθνους υπερβαίνει την έννοια του λαού και δηλώνει την ιδεατή
εκείνη κοινότητα ανθρώπων που αποτελείται όχι μόνο από τον ενεστώτα λαό ενός
κράτους αλλά και από ομάδες ατόμων που υπόκεινται στην εξουσία άλλου κράτους
αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της ίδιας κοινότητας, μπορεί δε να
συμπεριλαμβάνει νοερά και τις παρελθούσες γενεές 34. Από την άλλη, το έθνος με την
πολιτισμική του όρου έννοια, αντιδιαστέλλεται προς την πολιτική και δηλώνει την
φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων που βασίζει την ενότητά της σε κοινές αναγωγές ή
ιδιό τητες, ό πως η κο ινή καταγωγή ή φυλή, η κο ινή γλώσσα ή θρησκεία, η κο ινή
παράδοση και ιστορία, ο κοινός πολιτισμός κλπ και χρησιμοποιείται ως το ιδεολογικό
και πολιτιστικό υπόστρωμα ενός κράτους 35. Το έθνος δημιουργεί ομοιογένεια στο
λαό μέσα στα πλαίσια της κρατικής οργάνωσης. Ωστόσο, δεν αποτελεί μόνο μία
πολιτισμική ενότητα όπου πρωταρχικό ρόλο παίζουν η καλλιέργεια αισθημάτων

31
Κ. Τσουκαλάς, Μπροστά στο ρατσισμό του σήμερα, σε Κίνηση πολιτών κατά του ρατσισμού, Έξι
κείμενα για το ρατσισμό, σελ. 32
32
Γ. Μηλιός, Εξουσία, Έθνος, Εθνικισμός, 2008 σε www.scrbd.com
33
A. Mανιτάκης, Συνταγματική οργάνωση του κράτους. Κράτος-Έθνος-Σύνταγμα. Κυριαρχία-
Παγκοσμιοποίηση, σελ. 120
34
Όπ. παρ., σελ. 120
35
Όπ. παρ., σελ 120-121
9

17
εθνικής αλληλεγγύης και συμμετοχής στην ίδια πολιτική ενότητα αλλά καταφέρνει
και ενώνει τα μέλη της είτε χάρη στην κοινή εθνική καταγωγή τους είτε χάριν της
κοινής τους γλώσσας ή θρησκείας είτε της κοινής πολιτιστικής τους παράδοσης και
με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει την δημιουργία ενός κοινού αισθήματος εθνικής και
κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, τα μέλη της κοινότητας καθίστανται φορείς της ίδιας
συλλογικής ταυτότητας, της κοινής παράδοσης, του κοινού πολιτισμού, της κοινής
γλώσσας και γενικότερα των κοινών καταβολών. Προκύπτει επομένως, από τα
ανωτέρω ότι ο εθνικισμός, όπως ακριβώς και ο ρατσισμός, προσφέρει το
καταλληλότερο έδαφος για την απομόνωση και το παραγκωνισμό των μειονοτικών
ομάδων μιας κοινωνίας κυρίως όταν είναι αδύνατο να τις ενσωματώσει πολιτιστικά
στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας, στρέφεται κατά άλλων εθνών όταν το επιβάλει η
εξουσία και αρνείται την οικουμενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης 36. Το καταφέρνει
αυτό δε, ανασύροντας στοιχεία από το παρελθόν ενός λαού ικανά να τον κάνουν να
στραφεί κατά οποιασδήποτε άλλης ομάδας ή ατόμου που δεν ανήκουν στην εθνική
κοινότητα 37.
Όσον αφορά περαιτέρω, τη σχέση εθνικισμού και ρατσισμού γίνεται
γενικότερα δεκτό, ότι ο ρατσισμός αναπτύσσεται στο πεδίο του εθνικισμού με
αποτέλεσμα ο εθνικισμός να προβάλλει αν όχι ως η μοναδική αιτία του, τουλάχιστον
ως η καθοριστική συνθήκη διαμόρφωσής του 38. Ο βαθμός στον οποίο ο εθνικισμός
δύναται να προκαλέσει ρατσιστικές συμπεριφορές εξαρτάται από τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του και αυτό διότι υπάρχει πάντα ένας καλός και ένας κακός
εθνικισμός, εκείνος που προσπαθεί με ίδια μέσα και αναφερόμενος στο δίκαιο να
δημιουργήσει ένα ομοιογενές κράτος και εκείνος που αποκλείει, υποτάσσει και
καταστρέφει ακολουθώντας ρατσιστικές τακτικές. Υπάρχει συνεπώς ο εθνικισμός
που απορρέει από την αγάπη για τη πατρίδα και εκείνος που απορρέει απ’το μίσος με
αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στη τόσο λεπτή και καθοριστική διαφορά που εύστοχα
σημειώνει ο Ε.Balibar 39 του «πεθαίνω για τη πατρίδα μου» απ’ το «σκοτώνω για τη
χώρα μου». Επομένως, η θέση του ρατσισμού μέσα στον εθνικισμό εξαρτάται απ’το
πώς εκφράζεται ο δεύτερος σε συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα. Η μετατροπή του
εθνικιστικού σε ρατσιστικό λόγο πραγματοποιείται σε περιόδους έξαρσης του
εθνικισμού και της εθνικιστικής προπαγάνδας, οπότε και ο λαός νιώθει ότι απειλείται

36
Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 248
37
Όπ. παρ., σελ. 249
38
Ε. Ballibar / Ι. Wallerstein,όπ. παρ., 1991, σελ. 60-61
39
Όπ. παρ., σελ. 76
10

18
η εθνική του υπόσταση 40, τα ζωτικά του συμφέροντα, αυξάνεται ο φόβος και η
ανασφάλεια για την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, την αύξηση της ανεργίας
και της εγκληματικότητας. Όταν οι άνθρωποι φανατίζονται και γίνονται ένα με την
έννοια του έθνους, έτοιμοι να θυσιαστούν γι’αυτό τότε, η ρατσιστικοποίηση της
εθνικής συνείδησης είναι αναπόφευκτη 41. Ο ρατσισμός επομένως, δεν αποτελεί
έκφραση του εθνικισμού αλλά εσωτερικό του συμπλήρωμα 42. Ανεξάρτητα, από τον
τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκδηλωθούν ρατσιστικές τάσεις στα πλαίσια
εθνικιστικών λόγων, μεταξύ των δύο εννοιών υπάρχει σχέση αμοιβαιότητας και ενώ η
ιστορία 43 έχει επιβεβαιώσει ότι, αν και ο εθνικισμός δύναται να μετατραπεί σε
ρατσισμό, εντούτοις δεν οδηγεί αναπόδραστα σ’αυτόν, τα δύο αυτά φαινόμενα δεν
απέχουν και πολύ μεταξύ τους αλλά τελούν σε σχέση επαλληλίας και
αλληλοσυμπληρώνουν το ένα το άλλο.

IΙγ) Προκατάληψη 44
Η προκατάληψη ορίζεται ως η στάση του φορέα της απέναντι στον άλλο είτε
ως άτομο είτε ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας. Η προδιάθεση αυτή μπορεί να είναι
θετική ή αρνητική 45, συνήθως πάντως η λέξη χρησιμοποιείται με την αρνητική της
χροιά και διαμορφώνεται όχι από τις συγκεκριμένες ιδιότητες του άλλου ως ατόμου,
αλλά η ευνοϊκή ή δυσμενής μεταχείριση του αντικειμένου απορρέει από την ευρύτερη
κο νι ωνική ο μάδα ό πο υ αυτό ς ανήκει. Αυτή είναι η μία πτυχή της έννο αι ς της
προκατάληψης, ήτοι η συναισθηματική, που περιγράφει τη ψυχική στάση του φορέα
της απέναντι στο αντικείμενο της προκατάληψης η οποία ενεργοποιείται με την απλή
παρουσία του άλλου στο προσκήνιο. Στη προκατάληψη ωστόσο, υπάρχουν και
γνωσιακά και στατικά στοιχεία: τα πρώτα αναφέρονται σε πληροφορίες για τα

40
Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ 253
41
Όπ. παρ, σελ. 254
42
Ε. Balibar, όπ. παρ., 1993, σελ. 66
43
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φασιστική Ιταλία όπου ο εθνικιστικός της λόγος δεν
στηρίχτηκε στην έννοια της φυλής με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εξάρσεις ρατσισμού σε πλήρη
αντίθεση με τη ναζιστική Γερμανία που βασίστηκε στο φυλετικό ρατσισμό προκειμένου να ενώσει
όλους τους γερμανόφωνους λαούς σε ένα ενιαίο έθνος. Βλ. σχ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 252-
253
44
Βλ. Α. Γκότοβου, όπ. παρ, σελ 22 επ.και Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Για μια παιδεία εναντίον των άμεσων
και έμμεσων διακρίσεων ανάλογα με το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνικότητα ή άλλα
χαρακτηριστικά, σε Μετανάστες ρατσισμός και ξενοφοβία, σελ. 146
45
Σύμφωνα με τη κοινωνική ψυχολογία ως προκατάληψη ορίζεται το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο
όλα ή τα περισσότερα χαρακτηριστικά κάποιου στερεότυπου έχουν αρνητική συναισθηματική
φόρτιση. Βλ. Δ. Γεωργέα, Κοινωνική Ψυχολογία, σελ 209
11

19
χαρακτηριστικά του άλλου, ενώ τα δεύτερα αφορούν την ετοιμότητα του φορέα της
προκατάληψης να δράσει εναντίον του άλλου στον οποίο διάκειται αρνητικά.
Φορέας της προκατάληψης, στο βαθμό που η θετική ή αρνητική μεταχείριση
δεν συνδέεται κατ’ αποκλειστικότητα με την εξουσία, μπορεί να είναι τα μέλη της
πλειοψηφούσας σε μια κοινωνία ομάδας απέναντι στις μειοψηφίες αλλά μπορεί να
συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο. Στη περίπτωση αυτή, ωστόσο, ακριβώς επειδή
δεν υπάρχει δυναμική σε θεσμικό επίπεδο στην ομάδα αυτή, είναι πιο δύσκολο η
προκατάληψη να μετατραπεί σε κοινωνική διάκριση ενώ σε εξω-θεσμικό πλαίσιο
παίρνει πολύ πιο άνετα τη μορφή της διάκρισης ή του ρατσισμού. Θα πρέπει όμως να
τονιστεί ότι όποιος διακατέχεται από προκαταλήψεις δεν προβαίνει απαραίτητα σε
διακρίσεις και ο ρατσισμός, αν και εμπεριέχει πάντα το στοιχείο της προκατάληψης,
δεν είναι μια απλή προκατάληψη, όπως και κάθε προκατάληψη δεν είναι πάντα
ρατσισμός 46 ούτε οδηγεί αναγκαστικά στη χρήση ρατσιστικής βίας.
Ως αίτια διαμόρφωσης της ειδικής αυτής στάσης απέναντι στον άλλο
αναφέρονται η ασυμμετρία του κοινωνικού status μεταξύ των δύο ομάδων, οι
συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ τους, το μέτρο σύγκρισης που
χρησιμοποιείται και από τις δύο, η προσωπικότητά τους και οι οικονομικές εξελίξεις.
Η ανισοκατανομή του κοινωνικού μεριδίου είναι αυτή που δημιουργεί τις έντονες
αντιθέσεις σε μια κοινωνία και αυτό διότι το αυξημένο status της μιας ομάδας,
συνεπάγεται μειωμένο της άλλης, με αποτέλεσμα οι όποιες αυξομειώσεις να
αντιμετωπίζονται με καχυποψία και να δημιουργούν αντιπαλότητες. Αντίστοιχα, σε
περιόδους οικονομικής κρίσης όπου διασαλεύεται και αναμορφώνεται όλη η
πυραμίδα της κοινωνικής κατανομής εντατικοποιείται η προκατάληψη μεταξύ των
βαλλόμενων ομάδων. Σε τελική ανάλυση η προκατάληψη αποτελεί έναν τρόπο
σκέψης οικουμενικό, διαχρονικό και βαθιά ριζωμένο στο μυαλό και την ψυχή το υ
ανθρώπου που επηρεάζει καθοριστικά την σκέψη, τα συναισθήματα και την
συμπεριφορά του. Δεν μεταβάλλεται εύκολα και μπορεί να οδηγήσει το
προκατειλημμένο άτομο στο σημείο να μην μπορεί να αντιμετωπίσει αμερόληπτα τα
άλλα άτομα ή τις ομάδες τις οποίες αφορούν οι προκαταλήψεις.

46
Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 44-45
12

20
IΙδ) H στερεοτυπική 47 σκέψη
Σύμφωνα με τη κοινωνική ψυχολογία, στερεοτυπική σκέψη είναι εκείνη βάσει
της οποίας ταξινομώντας κάποιος ένα άτομο σε μια κοινωνική ομάδα, οδηγείται σε
αυθαίρετες γενικεύσεις για τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που υποτίθεται ότι
φέρει. Έτσι, διαμορφώνονται τα στερεότυπα, ατεκμηρίωτες δηλαδή, γενικεύσεις για
την εικόνα του άλλου, που περιέχουν ωστόσο αξιολογήσεις, οι οποίες ανάλογα με την
κατηγορία-ομάδα που τον εντάσσουν μπορεί να είναι απολύτως θετικές ή απολύτως
αρνητικές. Χαρακτηριστικό επομένως, γνώρισμα της σκέψης αυτής είναι η υπερβολή
αναφορικά με τις ιδιότητες που εντοπίζονται και χαρακτηρίζουν την ομάδα και ως
προς την έκφρασή τους αλλά κυρίως ως προς την υπεργενίκευσή τους. Ουσιαστικά
πέραν του γεγονότος ότι μπορεί να υπάρχουν ψήγματα ρεαλισμού στις ιδιότητες που
αποδίδονται σε μια ομάδα κατά τη κατηγοριοποίησή της, στη πραγματικότητα
εντούτοις, είναι παντελώς υποθετικές και αθέμιτες και παρουσιάζονται πλήρως
παραπλανητικά ως εμπειρικά επιβεβαιωμένες και διαπιστώσιμες. Μάλιστα, τα
στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που προσάπτονται στα μέλη της ομάδας ενδεχομένως
να μην ανταποκρίνονται καθόλου στην πραγματικότητα ή να ανταποκρίνονται στο
ελάχιστο. Δεν προκύπτουν από την αξιολόγηση της προσωπικότητας του κάθε
ατόμου αλλά με μοναδικό κριτήριο την κατάταξη σε κάποια ομάδα (π.χ νέγρος), το
άτομο κληρονομεί αυτομάτως και όλες τις ιδιότητες που μπορεί να έχουν συνδεθεί με
αυτήν. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω πως τα στερεότυπα έχουν τρία βασικά
χαρακτηριστικά: την γενίκευση, την απλούστευση και την διαστρέβλωση.
Μεμονωμένα γεγονότα υπεραπλουστεύονται και σε επόμενο στάδιο γενικεύονται
σχηματίζοντας μια πιθανώς εσφαλμένη ιδέα γύρω από όλα τα μέλη που ανήκουν στη
ομάδα του «πρωταγωνιστή/πρωταγωνιστών» του γεγονότος. Ο άνθρωπος ήδη από τη
παιδική του ηλικία και μέχρι να αρχίσει να σκέφτεται και να αξιολογεί μόνος του,
χαρακτηρίζει εύκολα μεγάλες ομάδες ατόμων με ελάχιστα χαρακτηριστικά τα οποία
μένουν σταθερά στο νου του για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλάζουν ανάλογα με
τις κοινωνικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και αμβλύνονται όταν
διασαλεύονται οι κοινωνικές ισορροπίες, οπότε και δημιουργούνται προστριβές στην
ομαλή πορεία της κοινωνικής συμβίωσης 48. Το άτομο απλοποιεί τις εκατοντάδες
κοινωνικές πληροφορίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή καθημερινά και δημιουργεί

47
Α. Γκότοβου, όπ. παρ., σελ. 16 επ.
48
Βλ. σχετ. Δ. Γεωργέα, όπ. παρ, σελ. 209-210
13

21
κατηγορίες προκειμένου να μπορέσει να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα στοιχεία
που συγκεντρώνει για τη συγκεκριμένη ομάδα 49. Τα χαρακτηριστικά που αγνοεί στην
ουσία είναι αυτά που του προκαλούν σύγχυση στη προσπάθειά του να βρει συμφωνία
με τα υπόλοιπα και για τον λόγο αυτό προτιμά να τα παραβλέπει. Τα στερεότυπα
τέλος, διακρίνονται σε εθνικά, φυλετικά, στερεότυπα με κριτήριο το φύλο, την
κοινωνική τάξη ή κάποια άλλα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Μεταξύ των
ομοειδών στερεοτύπων πχ στερεότυπο βάσει του φύλλου, γίνονται ιεραρχικές
αξιολογήσεις και κατατάξεις των ομάδων σε ανώτερες και κατώτερες με διάφορες
πρακτικές και ιδεολογίες. Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου το στερεότυπο
συναντά το ρατσισμό.

14
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΑ ΕΝΔΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ
ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

I) Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ. ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ


ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΗΓΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Η ερμηνεία ενός τόσο σημαντικού και πολυπαραγοντικού φαινομένου που


εδώ και αιώνες χαρακτηρίζει τις κοινωνίες των πολιτών δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Τα αίτιά του δεν μένουν αμετάβλητα στο χρόνο ούτε μπορούν να ανευρεθούν με τη
βοήθεια ενός μόνο επιστημονικού χώρου ούτε να διαμορφωθεί ένας γενικός κανόνας
αιτιολόγησής του. Είναι ένα φαινόμενο κοινωνικό, που μεταβάλλεται ανάλογα με τις
οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής και έχει τη
δυναμική να αλλάζει πρόσωπα και να μεταμορφώνεται ανάλογα με αυτές ώστε να
επιβιώνει τελικά μέσα στα χρόνια. Αποτελεί αλληλεπίδραση υποκειμενικών και
αντικειμενικών παραγόντων 61 και γίνεται δεκτό ότι δεν έχει το χαρακτήρα ενός
τυχαίου γεγονότος αλλά είναι αποτέλεσμα μιας προκαθορισμένης και αναπόφευκτης
πορείας 62. Η εξήγησή του αποτελεί έργο κυρίως των κοινωνιολόγων, των ψυχολόγων,
όπως επίσης και των εγκληματολόγων, με θεωρίες που εξετάζουν αρχικά τις
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που είναι ικανές να ωθήσουν κάποιον στα
μονοπάτια των ρατσιστικών συμπεριφορών, τους συγκεκριμένους ρόλους που η
κοινωνία αποδίδει στα πρόσωπα των ρατσιστών και των θυμάτων ρατσισμού και
εγκλημάτων μίσους γενικότερα και την απάντηση της κοινωνίας απέναντι στο
φαινόμενο αυτό. Σίγουρα, αποτελεί κοινό τόπο η παραδοχή ότι ο ρατσισμός
κυριαρχείται από το παράδοξο να εκφράζεται από άτομα που νιώθουν απειλητικά
απέναντι σε ανθρώπους που βρίσκονται σε θέση πιο αδύναμη και ευπρόσβλητη από
αυτά και είναι ήδη στιγματισμένα και περιθωριοποιημένα. Παρακάτω εξετάζονται
ορισμένες από τις πλείστες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για την εξήγηση του
φαινομένου.

61
Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου,όπ. παρ., σελ. 49
62
Βλ. Σ. Ζουμπουλάκη, Ο άλλος ως εχθρός-Η περίπτωση του ρατσισμού, σε Ρατσιστές δεν είναι μόνο
οι άλλοι, σελ. 34
15

26
Iα) Η βιολογική ερμηνεία του ρατσισμού 63
Ο ρατσισμός, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, αντιμετωπίζεται ως εγγενές και
έμφυτο στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η επιθετικότητα, η απόρριψη
και ο φόβος απέναντι στον Άλλο αποτελεί έκφραση ενός επιθετικού ενστίκτου που
ενυπάρχει σε αυτόν όπως ακριβώς και στα ζώα. Η ερμηνεία αυτή θυμίζει τη
κατασκευή του «εγκληματία ανθρώπου» του Lombroso 64, ο οποίος υποστήριζε ότι ο
άνθρωπος φέρει στοιχεία εγκληματικότητας που του μεταβιβάζονται σύμφωνα με
τους κανόνες της κληρονομικότητας.
Έτσι, η ρατσιστική ιδεολογία φαίνεται να αποτελεί έκφραση της
επιθετικότητας εκείνης που είναι αυθαίρετη και θεληματική ενάντια σε άλλους
ανθρώπους χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος προσβολής τους. Η άποψη βέβαια αυτή,
μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το χαρακτηριστικό αυτό του ανθρώπου είναι
αιώνιο και παραμένει αμετάβλητο από τις διάφορες συγκυρίες. Βλέπει τον άνθρωπο
απλουστευτικά και όχι ως μια σύνθεση σώματος και πνεύματος ενώ επίσης,
παρακάμπτει και το γεγονός ότι δέχεται επιρροές από το περιβάλλον ώστε τελικά, ο
ρατσισμός να είναι απόρροια του συσχετισμού της φύσης (της κληρονομικότητας)
και του περιβάλλοντος.

Iβ) Οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης 65 και της συμβολικής


διάδρασης 66
Η θεωρία αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της βιολογικής εξήγησης του
φαινομένου του ρατσισμού καθώς υποστηρίζει ότι μια παραβατική συμπεριφορά δεν
είναι εγγενές στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου αλλά αποτελεί αντικείμενο
μάθησης. Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την διαμόρφωση και την εξέλιξη μιας
τέτοιας ιδεολογίας είναι το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το άτομο, μέσω της
διαδικασίας της κοινωνικοποίησής του και της αλληλεπίδρασης με την οικογένειά
του, τα φιλικά του πρόσωπα ή τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου μαθαίνει
τον αντίκτυπο που έχει μια συμπεριφορά του: είτε θετικό οπότε θα ανταμειφθεί
γι’αυτό είτε αρνητικό οπότε θα πρέπει να τιμωρηθεί. Έτσι, η ανάπτυξη, διατήρηση

63
Βλ. σχετ. Θ. Λίποβατς, όπ. παρ, 2003 σελ. 261 επ.
64
Bλ. αναλ. Σ. Αλεξιάδη, όπ. παρ, σελ.47 επ.
65
Βλ. Α. Γκότοβου,όπ. παρ., σελ. 86 επ. και Α.Παπαγεωργίου, όπ. παρ., σελ. 971-972. Επινοητές της
θεωρίας αυτής ήταν οι Ronald Akers και Robert Burgess.
66
Βλ. Α. Παπαγεωργίου, όπ. παρ.,σελ 972
16

27
και αναπαραγωγή διακριτικών συμπεριφορών έναντι μιας μειονοτικής ομάδας,
απαιτεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, μια μορφή κοινωνικής συναίνεσης. Όταν ο
ρατσισμός είναι δεδομένος, αποτελεί καθιερωμένη νόρμα, το άτομο αυτονόητα
θέλοντας να συμμορφωθεί με την επικρατούσα νοοτροπία, θα φερθεί ρατσιστικά.
Αυτό βέβαια, δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, ωστόσο, η ετοιμότητα
κάποιου να προσαρμοστεί γενικότερα στα δεδομένα της κυρίαρχης κοινωνικής
νοοτροπίας αποτελεί δείγμα της ενδεχόμενης συμμόρφωσής του και στη νόρμα της
ρατσιστικής ιδεολογίας. Εάν επομένως, η συμμορφωτική συμπεριφορά συνδέεται με
τη θετική αντίδραση εκ μέρους του περιβάλλοντος του ατόμου, ενώ η μη
συμμόρφωση εκλαμβάνεται ως αντίδραση στο κοινωνικό κατεστημένο, το άτομο δεν
θα τολμήσει εύκολα να παρεκκλίνει και να προκαλέσει απογοήτευση και
δυσαρέσκεια στα μέλη της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει, με αποτέλεσμα να
υιοθετεί τελικά τις επικρατούσες ρατσιστικές, συγκεκριμένα εδώ, ιδεολογίες 67.
Συναφής είναι και η θεωρία της συμβολικής διάδρασης σύμφωνα με την
οποία, τα άτομα που ανήκουν σε μια κλειστή ομάδα μαθαίνουν να αναπτύσσουν
συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας, έχουν κοινούς κώδικες συμπεριφοράς,
λεκτικούς ιδιωματισμούς και σύμβολα. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη
ταύτιση με την ομάδα που οδηγεί αναπόδραστα στην απώλεια της προσωπικής
ταυτότητας και στην τυφλή υπακοή και υιοθέτηση των όσων επιβάλλει η «κλίκα».
Έτσι, εάν η ομάδα επικροτεί, π.χ. τις βίαιες ρατσιστικές συμπεριφορές, τα μέλη
ακολουθώντας τις προσταγές της θα πρέπει να συμπεριφερθούν βίαια. Ο
κομφορμισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα τα μέλη της να χαίρουν ιδιαίτερης
εκτίμησης και σεβασμού. Η εκτίμηση που εισπράττει το άτομο από το κοινωνικό του
περιβάλλον λόγω της ανταπόκρισης της συμπεριφοράς του σε όσα επιβάλει, συνιστά
το γόητρο και το κύρος του 68. Έτσι, μπορεί να έχει πολύ υψηλό γόητρο, πολύ χαμηλό
ή να τοποθετείται κάπου ενδιάμεσα ανάλογα με την αξιολόγηση που κάνει η ομάδα
στην υιοθετούμενη από αυτόν ιδιότητα ή συμπεριφορά. Μια θέση στη κορυφή δίνει
ιδιαίτερη εκτίμηση και διαμορφώνει τη τάση για βελτίωση και περαιτέρω εξέλιξη.
Η θεωρία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τη
στρατολόγηση ατόμων νεαρής ηλικίας σε οργανώσεις που τελούν υπό την εποπτεία

67
Στο σημείο αυτό η συγκεκριμένη θεωρία διασταυρώνεται με τη θεωρία της αποτροπής σύμφωνα με
την οποία σ’ ένα κλίμα υποστήριξης του ρατσισμού η απουσία ενός σοβαρού και αποτελεσματικού
νομοθετήματος που να τιμωρεί τις σχετικές συμπεριφορές και ιδεολογίες, ουσιαστικά είναι σα να τις
επικυρώνει και να τις παρουσιάζει στους πολίτες ως θεμιτές. Βλ. Α. Παπαγεωργίου, όπ. παρ., σελ. 972
68
Βλ. Α. Γκότοβου, όπ. παρ., σελ. 91 επ
17

28
και τον έλεγχο ιεραρχικά ανώτερων. Ο νέος, ενθουσιάζεται και ταυτίζεται με την
παρέα του και έχει τη τάση να την εξιδανικεύει αποκλείοντας κάθε τι ξένο και
διαφορετικό που τείνει να το αντιμετωπίζει ως αντίπαλο, εχθρικό και παράξενο 69.
Έλκεται από νεοφασιστικές, νεοναζιστικές, εθνικιστικές, βίαιες, αναρχικές κλπ
ομάδες, αναζητώντας ένα αντιστάθμισμα στην προσωπική του ψυχική ανασφάλεια 70.
Αναζητά ένα είδωλο απλοϊκό με το οποίο ταυτίζεται και το αντιπαραθέτει σ’ έναν
υποτιθέμενο εχθρό. Έτσι, διαμορφώνει ένα χαρακτήρα βίαιο, αυταρχικό με έλλειψη
κριτικής σκέψης και ατομικής υπευθυνότητας που αναπαράγει τα κενά της
οικογένειας και της κοινωνίας: φέρεται με βία απέναντι στο ξένο γιατί δεν έμαθε ποτέ
να σέβεται και να προστατεύει τον άλλο, τον αδύναμο. Και εδώ διαμορφώνεται το
εξής παράδοξο: ενώ ο «ξένος» είναι αυτός που βελτιώνει τη κοινωνική αξία του
ατόμου με τον τρόπο που αναπτύχθηκε ανωτέρω, αυτός στέκεται εχθρικά απέναντί
του και υιοθετεί αρνητική στάση που οδηγεί σε προκαταλήψεις και κοινωνικές
διακρίσεις 71

Ιγ) Η ανάγκη αναζήτησης των αιτιών ενός αρνητικού


βιώματος 72
Μια ομαδική απογοήτευση, μια οικονομική κρίση, μια κρίση ταυτότητας κλπ.
επηρεάζουν τα μέλη μιας κοινωνίας με τέτοιο τρόπο ώστε στην προσπάθεια
ανίχνευσης των αιτιών του αρνητικού βιώματος που τους ταλανίζει, να
δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών.
Όταν το αίτιο της ματαίωσης ξεφεύγει της προσωπικής σφαίρας του ατόμου, είναι
ισχυρό και αδιαχείριστο απ’τον ίδιο τότε συνήθως στρέφει την απογοήτευσή του, που
μετατρέπεται σε επιθετικότητα, σε μια ξένη ομάδα, που παίζει το ρόλο του
υποκατάστατου της πραγματικής πηγής απογοήτευσης 73. Στη βάση αυτή λειτουργούν
η θεωρία της καταπίεσης, που είναι η πιο διαδεδομένη στους χώρους της

69
Βλ. σχετ. Θ. Λίποβατς, Το φαινόμενο του νεοναζισμού και η επιθετικότητα των νέων, σε Ρατσιστές
δεν είναι μόνο οι άλλοι, 1994, σελ. 28 επ.
70
Που φυσικά σχετίζεται με τη συμπεριφορά των γονέων και των λοιπών ενηλίκων που συναντούν
κατά τη διαδικασία της ενηλικίωσής τους.
71
Βλ. Α. Γκότοβου, όπ. παρ., σελ, 92
72
Βλ. σχετ. Α. Γκότοβου, σελ. 95 επ.
73
Αντίθετος με τη θεώρηση αυτή είναι ο Γκότοβος ο οποίος υποστηρίζει ότι η άποψη που θέλει τους
«αποτυχημένους» και τους «απογοητευμένους» να αναπτύσσουν ρατσιστικές ιδεολογίας παρακάμπτει
τη πολιτιστική, ιστορική και υποκειμενική διάσταση του ρατσισμού αντιτάσσοντας ότι δεν γίνονται
όλοι οι άνθρωποι ρατσιστές κάτω από τις ίδιες αρνητικές συνθήκες και επίσης την παραδοχή ότι ο
ρατσισμός δεν εξαφανίζεται αν τον εξηγήσει κάποιος με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια. Βλ. σχετ.
Θ. Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ. 262 επ.
18

29
κοινωνιολογίας αναφορικά με το ζήτημα της εξήγησης του ρατσισμού 74, καθώς και η
θεωρία της απογοήτευσης. Σύμφωνα με τη πρώτη, κατά την διάρκεια μιας περιόδου
δυσμενών οικονομικών συνθηκών και μείωσης των θέσεων εργασίας, παρατηρείται
αύξηση των εγκλημάτων κατά προσώπων διαφορετικής φυλετικής καταγωγής ή
άλλων μειονοτικών ομάδων. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται η κοινωνική
ιεραρχία και δημιουργείται ένας μηχανισμός πίεσης και εκφοβισμού προς τις
«κατώτερες ομάδες» οι οποίες αποκλείονται από την απόλαυση προνομίων.
Η θεωρία της απογοήτευσης περαιτέρω, εντοπίζει την τάση και την εκδήλωση
της ρατσιστικής βίας στην κοινωνική αποτυχία κυρίως των νέων, οι οποίοι
αποπροσανατολισμένοι και απογοητευμένοι από την αδυναμία εξεύρεσης εργασίας
και προσωπικής ανέλιξης, ξεσπούν την απογοήτευσή τους σε άτομα κοινωνικά
περιθωριακά. Και οι δύο θεωρίες αυτές ανιχνεύουν τα αίτια του ρατσισμού 75 στη
μετάθεση της ευθύνης σ’ένα έτερο πρόσωπο ή μια ομάδα που δεν έχει καμία σχέση
με την πρόκληση της ματαίωσης και εκτονώνει σε αυτή όλη την επιθετική της
διάθεση. Η ομάδα αυτή έτσι, παίζει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, αποκτά την
ιδιότητα του συνήθη υπόπτου κατά του οποίου δικαιολογείται η επιθετική και
διακριτική συμπεριφορά, αποτελεί σε τελική ανάλυση την εύκολη λύση στα
προβλήματα της ανεργίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της εγκληματικότητας, των
ασθενειών κλπ. και φέρει όλη την ευθύνη.

Iγ.1) Η διαδικασία της αποδιοπόμπησης 76

Οι αυτόχθονες πολίτες μιας κοινωνίας προκειμένου να αιτιολογήσουν τις


διαστάσεις της κοινωνικής παθολογίας και να ξεσπάσουν την οργή τους, στοχοποιούν
τους ξένους, τους καθιστούν υπεύθυνους, τους αποδιοπομπεύουν 77. Η
αποδιοπόμπηση συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των τύπων κοινωνικής
οργάνωσης οι οποίες αναζητούν διαρκώς άτομα ή ομάδες ώστε να τις αναγάγουν σε
φανταστικούς εχθρούς-αποδιοπομπαίους τράγους και να τους καταδιώκουν στο
όνομα της διατήρησης της εσωτερικής ενότητας και συνοχής. Η ανακάλυψη

74
Βλ. σχετ. Α. Παπαγεωργίου, όπ. παρ., σελ. 968
75
Κυρίως αφορά τις μορφές του φοβικού και ανταγωνιστικού ρατσισμού που αναλύσαμε ανωτέρω.
76 Βλ. σχετ. Κ. Γρίβα, Ο αποδιοπομπαίος τράγος, σελ.15 επ.
77 Η έκφραση αποδιοπομπαίος τράγος προέρχεται από τη τακτική που ακολουθούσε η κοινότητα του
Ισραήλ σύμφωνα με την οποία συνήθιζε να εγκαταλείπει στην έρημο έναν τράγο τον οποίο
κατηγορούσε συμβολικά για τα ανομήματά της. Βλ. Τ.Μ. Τζελούν, Ο ρατσισμός όπως τον εξήγησα
στη κόρη μου, σελ.54
19

30
αποδιοπομπαίων τράγων καθοδηγείται από την εξουσία 78 η οποία προσπαθεί μ’αυτό
τον τρόπο να ισχυροποιηθεί.
Η διαδικασία αναγωγής ενός ατόμου ή μιας ολόκληρης ομάδας σε
αποδιοπομπαίο τράγο έχει ως αφορμή τη διαφορετικότητα: η συμπεριφορά των
ανθρώπων εκείνων 79 που δεν συνάδει με το κυρίαρχο μοντέλο μιας κοινωνίας
συνιστά απειλή και πρέπει να εξοντωθεί. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ομάδα
αυτή διαμορφώνονται και καλλιεργούνται τρεις μύθοι: Α) Τα άτομα που ξεφεύγουν
από τις σταθερές της ομάδας υποφέρουν από τη διαφοροποίηση που παρουσιάζουν.
Με το μύθο αυτό τα διαφορετικά άτομα απομονώνονται και αποπροσωποποιούνται
κάτω από μια συγκεκριμένη ετικέτα πχ αλλόθρησκος, αλλοεθνής, ομοφυλόφιλος κλπ.
Β) Ο δεύτερος μύθος διαδίδει ότι τα άτομα αυτά είναι κοινωνικά και ψυχολογικά
κατώτερα από τους μη πάσχοντες. Εισάγεται με το ν τρό πο αυτό μια δήθεν
αιτιολόγηση για τη διαμόρφωση του διπόλου εμείς-αυτοί και γίνεται μια προσπάθεια
απενοχοποίησης του κοινωνικού συνόλου για την απομόνωση των συγκεκριμένων
ατόμων. Γ) Σύμφωνα με το τελευταίο μύθο, τα άτομα αυτά βρίσκονται σε άγνοια της
κατάστασής τους και πρέπει να καθοδηγούνται από άλλους που αναλαμβάνουν την
«κηδεμονία» τους ακόμα και αν η «κηδεμονία» αυτή συνεπάγεται ακούσιες σε βάρος
τους παρεμβάσεις. Η εξόντωση του «ετέρου» φαντάζει έτσι δικαιολογημένη και
αναγκαία και επιτρέπεται πια η παρέμβαση της εξουσίας για τον αφανισμό του. Η
διαδικασία εξόντωσης είναι απλή: αρχικά εντοπίζονται και στοχοποιούνται τα άτομα
που ξεφεύγουν από το κοινωνικό κατεστημένο, από το συνηθισμένο, οι διαφορετικοί.
Περαιτέρω, η εξουσία προωθεί την ιδέα του επιβεβλημένου αφανισμού, προκειμένου
να απελευθερωθεί το κοινωνικό σύνολο από τα δεινά που υποτίθεται ότι επιφέρουν
τα απειλητικά αυτά άτομα και στη συνέχεια, αφού έχει καταφέρει μέσω της
υποτιθέμενης προάσπισης του κοινού καλού, να νομιμοποιήσει την παράνομη
δραστηριότητά της, την άσκηση δηλαδή βίας, επεμβαίνει κατασταλτικά, περιορίζει
ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες και εξοντώνει τον «εχθρό».

78 Σύμφωνος με το ότι η εξουσία είναι εκείνη που δημιουργεί και προωθεί τις μειονότητες είναι και ο
Ε. Balibar, όπ. παρ., 1993, σελ.71-72, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «Στην πραγματικότητα είναι
το κράτος-έθνος που αληθινά παράγει τις εθνικές ή ψευδο-εθνικές μειονότητες (αναγόμενες στην
εθνότητα, την κουλτούρα, το επάγγελμα. Χωρίς τη νομοθετική και πολιτική του παρέμβαση αυτές θα
παρέμεναν δυνητικές. Οι μειονότητες παίρνουν πραγματική υπόσταση από τη στιγμή που καταγράφονται,
κωδικοποιούνται και ελέγχονται ως τέτοιες..».
79
Και κατ’επέκταση το χρώμα, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, το κοινωνικό στάτους
κλπ, προκειμένου να ανάγουμε την αποδιοπόμπηση στη περίπτωση συγκεκριμένα του ρατσισμού.
20

31
Iδ) Ο φόβος του διαφορετικού 80
Όπως επισημάνθηκε ήδη ανωτέρω, ο ρατσισμός εκφράζει τον πανικό και το
φόβο που νιώθουν τα άτομα στη συνάντηση και την επικοινωνία τους με το ξένο,
περισσότερο δε στη συνύπαρξη μαζί του. Για το λόγο αυτό έχουν διαμορφώσει
διαχωριστικές γραμμές, όπως είναι η φυλή, η εθνικότητα, η ηλικία, το κοινωνικό
status κλπ, προκειμένου να οριοθετήσουν τι είναι διαφορετικό και να το
απομονώσουν. Το ανησυχητικό βέβαια, δεν είναι η διαπίστωση της ύπαρξης
διαφορών αλλά η αίσθηση ότι υπάρχουν πράγματι διαφορές καθώς και το πώς
ορίζονται. Με τις διαχωριστικές γραμμές λοιπόν, δημιουργούνται δύο διαφορετικές
ομάδες με σαφή όρια: η οικεία ομάδα και η ξένη. Στα πλαίσια της πρώτης, της «δικής
μας» περιοχής, υπάρχουν κανόνες, αξίες, και γενικότερα ιδεολογία αποδεκτή απ’όλα
τα μέλη της ομάδας. Στην αντίπερα όχθη, η ξένη ομάδα έχει τα δικά της
χαρακτηριστικά τα οποία ωστόσο εφαρμόζονται και ισχύουν αντίστοιχα στη δική της
περιοχή και δεν αφορούν ούτε επηρεάζουν την άλλη, την οικεία ομάδα. Στη
συνύπαρξη των δύο ή και περισσότερων διαχωρισμένων ομάδων σε μια σύγχρονη
κοινωνία που χαρακτηρίζεται από πολυπολιτισμικότητα και ετερότητα, δεν είναι
δυνατή η πλήρης περιχαράκωση των διαφορετικών ομάδων διότι, αν και υπάρχουν
δραστηριότητες, όπως η ιδιωτική σφαίρα και ο ελεύθερος χρόνος, που
πραγματοποιούνται αποκλειστικά στο εσωτερικό της μιας ή της άλλης ομάδας,
υπάρχουν και κοινοί τόποι συνάντησής τους. Στο κοινό αυτό σημείο, στην
οικονομική ζωή, στην άσκηση εξουσίας κλπ, δεν τίθεται καν ζήτημα ανταγωνισμού
μεταξύ των δύο γιατί οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν εκδήλωση του πολιτισμού
της κυρίαρχης ομάδας στις οποίες η ξένη μετέχει αποδεχόμενη τους ήδη τιθέμενους
από την «ανώτερη» ομάδα κανόνες. Επομένως, αυτός ο έλεγχος της ετερότητας
ευνοεί το κοινωνικό σύστημα γιατί απομακρύνει τις αντιπαλότητες και εξασφαλίζει
την ομαλή λειτουργία του. Μετριάζεται έτσι, ο φόβος του διαφορετικού που
ενδέχεται να διεκδικούσε διεύρυνση του πεδίου ισχύος του πέραν των αυστηρά
περιχαρακωμένων ορίων του και τονώνεται η οικεία ομάδα. Όλα αυτά με τη βοήθεια
του ρατσισμού, των προκαταλήψεων και των σχετικών μισαλλόδοξων συμπεριφορών
που πολώνουν τα μέλη της οικείας ομάδας και αυξάνουν την αίσθηση ασφάλειας και
συνοχής.

80
Βλ. σχετ. Θ. Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ.265 επ. και Α. Γκότοβου, όπ. παρ., σελ. 88 επ.
21

32
II) ΠOIOΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΑΤΣΙΣΤΗΣ;
Κατά τη χρήση της ετικέτας «ρατσιστής» θα πρέπει κάποιος να είναι ιδιαίτερα
προσεκτικός. Πρόκειται για μία λέξη ολέθρια υποτιμητική 81 και η κατάχρησή της
αντί να διαφωτίζει το φαινόμενο, το συσκοτίζει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η
χρήση της μόνο σε περιπτώσεις που κάποιος υιοθετεί πραγματικά ρατσιστικές
ιδεολογίες. Πέραν από κάποιες θεωρίες που θέλουν να συνδέσουν τη ρατσιστική
νοοτροπία με τη φύση του ανθρώπου 82, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι ο άνθρωπος δεν
γεννιέται ρατσιστής, γίνεται 83. Στη διαμόρφωση της ρατσιστικής σκέψης επιδρούν
διάφοροι παράγοντες οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, ψυχολογικοί και
πολιτισμικοί 84. Εάν σ’έναν άνθρωπο δεν εμφυσηθούν, ήδη από τη παιδική του ηλικία
ρατσιστικές ιδεολογίες και στάσεις απ’ τους γονείς, τους συγγενείς ή το σχολικό του
περιβάλλον, δεν γίνεται ρατσιστής. Και ενώ υπάρχει, αφενός η ενστικτώδης
συμπεριφορά του ατόμου που δεν έχει λογική και προσομοιάζει μ’ αυτή του ζώου
στην οποία αντιδιαστέλλεται η μελετημένη, ήτοι αυτή που διαμορφώνεται χάρη στην
εκπαίδευση και την ευρύτερη κοινωνική μόρφωση 85 ο άνθρωπος εντούτοις, παρά το
γεγονός ότι είναι ένα έλλογο ον με κριτική σκέψη, δεν καταφέρνει σε ορισμένες
περιπτώσεις να τιθασεύσει τα ζωώδη του ένστικτα και φέρεται απολίτιστα. Ποια είναι
όμως τα στοιχεία του χαρακτήρα ενός ρατσιστή;
Αρχικά, για να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως ρατσιστής δεν αρκεί ούτε να
διαπιστώνει ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτού και του Άλλου 86 ούτε να τις
αξιολογεί υπέρ του εαυτού του. Αυτό αποτελεί απλά μια πραγματικότητα. Σε μία
δεδομένη χρονική συγκυρία προφανώς και υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των
περισσότερων κοινωνικών ομάδων και άλλες υπερέχουν σε κάποιο τομέα, ενώ άλλες
είναι λιγότερο αποτελεσματικές. Ένας ρατσιστικός τρόπος σκέψης ισοδυναμεί με την
ερμηνεία αυτών των διαφορών ως σταθερών και μόνιμων και με τη χρησιμοποίησή
τους ενεργά εναντίον του Άλλου προκειμένου να εξυπηρετηθούν προσωπικά
συμφέροντα. Πιστεύει δηλαδή, ο ρατσιστής ότι με τις πράξεις του υπερασπίζεται

81 Βλ. R. Steinbuch, Beyond the Final Frontier: A “Post-Racial” America? The Obligations of
Lawyers, the Legislature, and the Court, Harvard BlackLetter Law Journal, Spring 2009. Πηγή
www.westlaw.com
82 Βλ. σχετ. Θ. Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ. 261 αναφορικά με τη βιολογική ερμηνεία του
ρατσισμού που αναλύθηκε ανωτέρω και σελ. 273 επ, την ψυχαναλυτική ερμηνεία του ρατσισμού, που
υποστηρίζει ότι ο ρατσισμός βρίσκει ερείσματα στο ασυνείδητο ορισμένων ατόμων και ικανοποιεί
ορισμένες επιθυμίες και φαντασιώσεις τους.
83
Βλ.. Τ.Μ. Τζελούν, όπ. παρ, σελ. 16 και σελ. 25
84
Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ, σελ. 49
85
Πρόκειται δηλαδή για την αντίπαλη σχέση μεταξύ φύσης και πολιτισμού.
86
Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 48 και D. Schapper-S. Allemand, όπ. παρ., σελ. 38
22

33
προσωπικά του δικαιώματα, ακόμα και τα δικαιώματα μιας ολόκληρης κοινωνίας τα
οποία απορρέουν από την υποτιθέμενη ανωτερότητα της δικής του φυλετικής
ομάδας 87. Έτσι, προσθέτει στις υπάρχουσες διαφορές και φανταστικές και
αναπτύσσει την επιθυμία να τις εξαφανίσει 88, οπότε είτε επιτίθεται προφορικά
εναντίον του Άλλου, είτε τον αποφεύγει και τον περιορίζει σε συγκεκριμένο χώρο
(ghetto) ή προβαίνει σε διακρίσεις στερώντας του τα δικαιώματά του ή του επιτίθεται
σωματικά ασκώντας άμεση βία (πόγκρομ, λιντσάρισμα) είτε τέλος τον εξολοθρεύει
(γενοκτονία). Εξάλλου, δεν χρειάζεται να αγαπάει κανείς όλο τον κόσμο. Μπορεί να
μην νιώθει έλξη για τη μια ή την άλλη ομάδα ή να προτιμά την τάδε από τη δείνα, να
συναναστρέφεται με άτομα του κύκλου του και να απορρίπτει τους υπόλοιπους,
χωρίς αυτό να τον καθιστά αυτομάτως ρατσιστή. Διότι είναι διαφορετικό να μην
συμπαθεί μια συγκεκριμένη κατηγορία γι’αυτό που είναι και άλλο να την απορρίπτει,
επειδή της έχει προσδώσει με το μυαλό του προκαθορισμένα χαρακτηριστικά και την
αντιμετωπίζει εκ των προτέρων υποτιμητικά 89.
Βασικό επίσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρατσιστή είναι ότι διαθέτει μια
συγκεκριμένη και εκ των προτέρων καθορισμένη αρνητική γνώμη για τον
«διαφορετικό», η οποία αποτελεί θέμα πίστης και όχι γνώσης και δεν μπορεί κανείς
εύκολα να την αντικρούσει με λογικά επιχειρήματα 90. Είναι άνθρωπος με προφανώς
λαθεμένες και υπεργενικευμένες αντιλήψεις για τα άτομα που έχουν διαφορετικό
χρώμα, σεξουαλικό προσανατολισμό, που ανήκουν σε διαφορετικό λαό κλπ. Το
πρόβλημα είναι ωστόσο, ότι πέρα από το γεγονός ότι έχει αρνητική αντίληψη, έχει
και αρνητική προδιάθεση απέναντι στα άτομα της διαφορετικής ομάδας χωρίς ποτέ
να υποπτεύεται ότι η προκατειλημμένη αυτή στάση δεν ανταποκρίνεται στη
πραγματικότητα αλλά αποτελεί κληρονομημένη κοινωνική προκατάληψη που μπορεί
να προπαγανδίζεται ως σωστή και επιβεβλημένη ακόμα και από επιστήμονες,
πολιτικούς, ή γενικότερα να μεταφέρεται αυτούσια από γενιά σε γενιά 91.
Η ανάπτυξη ρατσιστικών αντιλήψεων περαιτέρω, δεν είναι αποκλειστικά
ίδιον συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, φύλλου ή κοινωνικής τάξης. Σύμφωνα με
ψυχαναλυτικές έρευνες 92, ο ρατσισμός είναι πολύ πιο πιθανό να εκδηλωθεί από

87
Γ. Τσιάκαλος, όπ. παρ, 2000, σελ. 78
88
Βλ. σχετ. Θ.Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ 238
89
Βλ. D. Schapper-S.Allemand, όπ. παρ., σελ. 40-41
90
Όπ. παρ., σελ 235
91
Βλ. Γ. Τσιάκαλου, όπ. παρ., 2000, σελ. 78-79
92
Βλ. σχετ. D. Schapper-S. Allemand, όπ. παρ., σελ 42-43 και . Θ.Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ. 265.
Σε έρευνα που έγινε το 1997 από το Home office της Αγγλίας σχετικά με τους δράστες ρατσιστικών
23

34
αυταρχικές προσωπικότητες, με έλλειμμα αγάπης στη παιδική ηλικία, με
καταπιεστική ανατροφή και την τάση να ρίχνουν το φταίξιμο στους άλλους. Οι
μελέτες αυτές ωστόσο, δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς ο ατομικός ρατσισμός είναι
δυνατόν να έχει μετατραπεί σε ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο και βασικά
παρακάμπτουν τις επιρροές που έχει το κοινωνικό περιβάλλον στη διαμόρφωση των
αντιλήψεων του ατόμου. Οι γυναίκες για παράδειγμα, είχαν πάντα διαφορετικές
(καλύτερες) σχέσεις με τον Άλλο απ’ότι είχαν οι άντρες ωστόσο, με την πάροδο των
χρόνων και την εξομοίωση των κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης των δύο φύλλων,
τείνει η συμπεριφορά τους να ταυτιστεί μ’αυτή των ανδρών 93. Περαιτέρω,
ρατσιστικές συμπεριφορές επιδεικνύουν άτομα από ανώτερα αλλά και κατώτερα
στρώματα, με πιο πιθανές αυτές των δεύτερων. Ο ρατσισμός των πρώτων είναι κατά
βάση περιφρονητικός ενώ των λαϊκών στρωμάτων δημιουργείται από τις δυσκολίες
συνύπαρξης, επιβίωσης και ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας που τους κάνει να
επιρρίπτουν τις ευθύνες για τη δυστυχία τους στους Άλλους. Τα άτομα που δηλώνουν
ρατσιστές είναι λιγότερα στις τάξεις των πτυχιούχων, χωρίς βέβαια η διαπίστωση
αυτή και πάλι να οδηγεί σε γενικά συμπεράσματα ότι π.χ ο ρατσισμός είναι θέμα
μόνο άγνοιας. Το αν θα αναπτύξει κάποιος τελικά τέτοια ιδεολογία, σχετίζεται με το
κατά πόσο μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματα απόρριψης του Άλλου, που όλοι
μπορεί να νιώθουν σε μία δεδομένη χρονική στιγμή υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά του ρατσιστή από τον αντιρατσιστή 94.
Σε τελική ανάλυση, ο ρατσιστής είναι ένα άτομο αδύναμο. Έχει χάσει τη
ταυτότητα και την εξουσία του γεγονός που του δημιουργεί άγχος, δειλία να
αντιμετωπίσει ενεργά τη νέα πραγματικότητα και γι’ αυτό αναπτύσσει ισοπεδωτικές
τάσεις 95. Πάσχει από συμπλέγματα είτε ανωτερότητας είτε κατωτερότητας. Νιώθει
φόβο απέναντι στο ξένο και αυτό του γεννά επιθετικότητα. Ενστικτωδώς στέκεται
καχύποπτα και περιφρονητικά απέναντι στο πρόσωπο εκείνο που έχει φυσικά και
πολιτιστικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα δικά του και το απορρίπτει επειδή
έχει πλάσει γι’αυτό μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό του: του άρρωστου, του
βρώμικου, του επικίνδυνου χωρίς κριτήρια και χωρίς να μπορεί να επιβεβαιώσει τα

παρενοχλήσεων και ρατσιστικής βίας, τα πρόσωπα των δραστών προέρχονται από όλες τις ηλικίες,
μεταξύ πολύ μικρών παιδιών, νεαρών και ενήλικων ακόμα και συνταξιούχων ενώ σε ρατσιστικές
επιθέσεις προβαίνουν και τα δύο φύλα. Βλ. αναλ. Rae Sibbitt, The perpetrators of racial harassment
and racial violence, Home Office Research and Statistics Directorate, 1997
93
D. Schapper-S. Allemand, όπ. παρ., σελ 45
94
Όπ. παρ., σελ. 50
95 Θ. Λίποβατς, όπ. παρ., 2003, σελ 273-274
24

35
όσα υποστηρίζει. Ό,τι είναι διαφορετικό το εισπράττει ως απειλητικό για την ηρεμία
του, για την απόλαυση των κρατικών προνομίων και τα κεκτημένα του και δεν το
εμπιστεύεται γιατί φοβάται ότι μπορεί να «κλέψει» τις βεβαιότητές του. Γι’αυτό
αναπτύσσει επιχειρήματα που στηρίζονται στην ανωτερότητα της δικής του ομάδας
και την κατωτερότητα της άλλης προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη βίαιη
συμπεριφορά του και να τη νομιμοποιήσει τη στιγμή που η ίδια η επιστήμη, όπως
αναφέρθηκε και ανωτέρω, έχει απορρίψει την ύπαρξη διαφορετικών φυλών. Το
ανθρώπινο γένος είναι ένα και κάθε άνθρωπος μοναδικός. Σε ολόκληρο τον κόσμο
και αν ψάξει κανείς δεν θα βρει ποτέ δύο απόλυτα όμοιους ανθρώπους.

25
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

I) TO ΑΘΩΟ (;) ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Στο κεφάλαιο αυτό θα αναλυθούν οι διαστάσεις του φαινομένου του
ρατσισμού και ειδικότερα της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα. Για την έννοια αυτή
δεν υπάρχει ένα κοινός ορισμός στα κράτη μέλη της Ε.Ε 147 με αποτέλεσμα να μπορεί
να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους. Ορίζεται συνήθως, ως η εγκληματική εκείνη
πράξη εις βάρος θυμάτων τα οπο ία επιλέγο νται με βάση τη φυλή, την εθνική ή
εθνοτική, τη θρησκευτική ή πολιτισμική προέλευση, το χρώμα και βάσει του ότι
ανήκουν ή συνάγεται ότι ανήκουν σε μια ομάδα που μοιράζεται το στοχοποιούμενο
χαρακτηριστικό. Μπορεί να στρέφεται και κατά υλικών αγαθών, επειδή ανήκουν
στην ομάδα ή το πρόσωπο που στοχοποιείται 148 ενώ μπορεί να εκδηλώνεται και
λεκτικά (λ.χ. απειλές, εκφοβισμός, εξύβριση). Αποτελεί την πιο αποτρόπαιη
εκδήλωση ρατσισμού και ξενοφοβίας ως χρήση φυσικής βίας και μαζί με το λόγο
μίσους, τη γκετοποίηση (apartheid), τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις ολοκληρώνει
τις ποικίλες μορφές που μπορεί να πάρει η ρατσιστική ιδεολογία 149.
Ο ελληνικός λαός από αρχαιοτάτων χρόνων είχε γαλουχηθεί με το αίσθημα
της πολιτιστικής του υπεροχής έναντι όλων των μη Ελλήνων. Η νοοτροπία αυτή είχε
διαπεραστεί και στη φιλοσοφία και αποτελούσε κοινή στάση 150 πολλών
διανοούμενων, όπως του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Ευριπίδη κλπ, γεγονός
ιδιαίτερα αξιοπερίεργο για τη χώρα στην οποία γεννήθηκε η δημοκρατία.
Ο εθνοκεντρισμός αυτός παρατηρείται επίσης, ιδιαίτερα έντονα στο σύγχρονο
εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα 151, καθώς δημιουργεί την εντύπωση μιας εθνικής
ταυτότητας στηριγμένης στην ομοιογένεια και τη διατήρηση αναλλοίωτων των
147
Βλ. σχετ. Έκθεση RAXEN 2001-2004, σε http://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/1934-
CS-RV-05-SUM-EL.pdf
148
Βλ. Η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη, Εισήγηση της
Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του ανθρώπου. Πηγή www.nchr.gr
149
Βλ. Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Για μια παιδεία εναντίον των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων ανάλογα
με το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνικότητα ή άλλα χαρακτηριστικά, σε Μετανάστες,
Ρατσισμός και Ξενοφοβία, όπ. παρ, 1998, σελ. 146. Άλλες μορφές που έχουν παρατηρηθεί στα πλαίσια
της ιστορίας είναι η εξορία, ο διωγμός, η γενοκτονία, η περιφρόνηση, η απομόνωση η καθυπόταξη
κλπ. Βλ. σχετ. Ν. Πρας, όπ. παρ., σελ. 38 επ.
150
Εξαίρεση αποτελεί ο ιστορικός Ηρόδοτος ο οποίος έχοντας ταξιδέψει σε ξένες χώρες μπορούσε να
εκτιμήσει τις αδυναμίες και τα μειονεκτήματα του ελληνικού πολιτισμού ένεκα των υπολοίπων που
είχε γνωρίσει. Βλ. αναλ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ. 56 επ.
151
Βλ. σχετ. Α. Φραγκουδάκη, Ρατσισμός και εκπαίδευση, σε Μετανάστες, ρατσισμός και ξενοφοβία,
όπ. παρ., 1998, σελ. 137 επ.
26

56
πολιτισμικών χαρακτηριστικών της χώρας από τις επιδράσεις άλλων πολιτισμών. Η
ελληνική ομοιογένεια παρουσιάζεται ως μια από τις σπουδαιότερες αρετές της χώρας
ενώ το αντίθετο φαινόμενο ως κάτι παντελώς ξένο, αρνητικό και επίφοβο για τη
δημιουργία συγκρούσεων και βίας. Περιγράφεται δηλαδή, ο ελληνικός πολιτισμός ως
ανεπηρέαστος, αναλλοίωτος στους χρόνους και ως ο βασικός παράγοντας
διαμόρφωσης του ανώτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η διαπαιδαγώγηση αυτή των
νέων γενιών, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς η χώρα
μας έχει δεχθεί πλείστες επιρροές στα έθιμα, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική από
διάφορους πολιτισμούς, καλλιεργεί στους νέους, σε τόσο πρώιμο ηλικιακό στάδιο,
ένα αίσθημα εθνικισμού και «τρόμου» μπροστά στην ανάμειξη των πολιτισμών που
μπορεί να αποτελέσει την απαρχή για τη δημιουργία ρατσιστικής σκέψης.

153
Κλασσική περίπτωση μειονότητας που διαμένει στη χώρα μας ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα
στην Ελλάδα είναι οι Τσιγγάνοι. Τα άτομα αυτά έχουν υποστεί το ρατσισμό, όχι τόσο στην επιθετική
του μορφή αλλά στη μορφή της προκατάληψης και του αρνητικού στερεοτύπου, καθώς
αντιμετωπίζονται κατά βάσει ως «βρώμικοι», «κλέφτες» κλπ, ενώ θύματα ιδιαίτερου κοινωνικού
ρατσισμού και διακρίσεων έχουν υπάρξει τα παιδιά τους στο χώρο των ελληνικών σχολείων με σωρεία
περιστατικών καταγεγραμμένων στον ελληνικό τύπο. Βλ. σχετ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ. παρ., σελ 299
επ.
27
IΙγ) Ρατσισμός και κρίση

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ 186 αναλύοντας την οικονομική, πολιτική, ηθική και


πολιτιστική κρίση της Γαλλίας στην αρχή της δεκαετίας του 1980, καταδεικνύει με
απόλυτη ευστοχία τη σχέση που έχει μια περίοδος κρίσης με την άνοδο του
ρατσισμού, το πώς δηλαδή αυτές οι έννοιες συνδέονται και αποτελούν έναν κύκλο
που ιστορικά επιβεβαιώνεται και επαναλαμβάνεται: η άνοδος του ρατσισμού, η
επιδείνωσή του και η ένταξή του στα προγράμματα των κομμάτων της Δεξιάς, είναι
τα πρόδρομα εκείνα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας βαθειάς κοινωνικής
κρίσης. Βέβαια, η ερμηνεία του ρατσισμού δεν μπορεί να εξαντληθεί με όρους
κρίσης. Δεν δημιουργεί η κρίση τα ρατσιστικά συνθήματα και τις ρατσιστικές
απόψεις. Η κρίση τα καθιστά πιο έντονα και ευνοεί τη δημόσια έκφρασή τους 187.
Η περίοδος κρίσης χαρακτηρίζεται από πολλαπλασιασμό ρατσιστικών
εγκλημάτων, αστυνομικής βίας και νομοσχέδια για την απόκτηση της ιθαγένειας του
εκάστοτε τόπου. Ο ρατσισμός και οι πράξεις βίας συνδέονται με την ανεργία, την
εκπαίδευση, τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών κλπ. και αντί να γίνει αναζήτηση
των αιτιών, προωθείται η ιδέα να απομακρυνθούν ακόμα και με τη βία όσοι από τους
ξένους δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε μια κοινωνία. Διαμορφώνεται έτσι, μια
κοινωνική συναίνεση που βασίζεται στον αποκλεισμό και τη σιωπηρή συνενοχή
εχθρότητας απέναντι στους ξένους. Ο ρατσισμός βέβαια, σύμφωνα με το συγγραφέα,
είναι πάντα ζωντανός: μπορεί να γνωρίζει διακυμάνσεις, μπορεί να χάνεται από το
προσκήνιο αλλά είναι πάντα στο παρασκήνιο. Οι διακυμάνσεις ωστόσο, του ανοιχτού
ρατσισμού που μεταβαίνει από τον ρατσιστικό λόγο στην ατομική ρατσιστική βία,
μετά στο οργανωμένο κίνημα και μπορεί να φτάσει μέχρι τη θεσμική αποδοχή των
διακρίσεων δίνει ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τις συνθήκες της εκάστοτε εποχής,
κατά την οποία μεταμορφώνεται.
Τέλος, μέσω του παραδείγματος της Γαλλίας ο Ε.Μπαλιμπάρ δείχνει πώς το
ζήτημα του χειρισμού της μετανάστευσης σε μία πολιτεία αποτελεί χαρακτηριστικό
δείγμα ότι υπάρχει έξαρση του ρατσισμού. Η χρήση για παράδειγμα, γενικόλογων
εκφράσεων αναφορικά με την παρουσία των μεταναστών μετατρέπει κάθε κοινωνικό
πρόβλημα, όπως την ανεργία, την εγκληματικότητα, τη δημόσια ασφάλεια και την
εκπαίδευση, σε πρόβλημα που δημιουργείται ή επιδεινώνεται εξαιτίας των

186
Βλ. Ε.Μπαλιμπάρ, όπ. παρ., σελ 327 επ. και Α.Παπαγεωργίου, όπ. παρ., σελ. 971-972
187
D.Schapper-S.Allemand, όπ. παρ., σελ. 54
28

66
μεταναστών και για να αντιμετωπιστεί, διαδίδεται ότι πρέπει να εξαλειφθεί η
μετανάστευση. Έτσι, η έννοια του μετανάστη, που καλύπτει υπό τη σκέπη της άτομα
διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας και δεν εξετάζει καν το νομικό καθεστώς
του εκάστοτε αλλοδαπού, φαντάζει ως το βασικό εκείνο εμπόδιο η άρση του οποίου
θα επέλυε όλα τα κοινωνικά προβλήματα ενός τόπου. Η υποτιθέμενη υπαιτιότητα των
μεταναστών σε μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων, επιτρέπει να τους φαντάζεται ο
κόσμος ως όψεις του ενός και του αυτού προβλήματος, μιας και μόνον κρίσης. Και
αυτή ακριβώς η τελευταία σκέψη του συγγραφέα φαίνεται να έχει υιοθετηθεί ως
νοοτροπία από πολλούς συμπολίτες μας.

29

You might also like