Professional Documents
Culture Documents
Η Διαμάχη Των Ερμηνειών Αντώνης Λιάκος Ιστοριογραφια
Η Διαμάχη Των Ερμηνειών Αντώνης Λιάκος Ιστοριογραφια
Αντώνης Λιάκος
Η φρονηματιστική ιστοριογραφία στα 200 χρόνια της Επανάστασης. Πού βρίσκεται το στίγμα και
η στάθμη των συζητήσεων στα 200 χρόνια της ιστορίας μας, σ’ αυτή την επετειακή χρονιά;
Σε ένα από τα πιο εμβληματικά συνέδρια εφ’ όλης της ύλης, και κατά τη συζήτηση που
συνόψισε τις εργασίες του συνεδρίου, οι συμμετέχοντες κηρύσσουν με θριαμβικούς τόνους την
αλλαγή των σχημάτων ερμηνείας της νεοελληνικής ιστορίας που επηρέασαν την εξέλιξή της. Ενας
από αυτούς υποστηρίζει: «Η επέτειος των 200 ετών είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να δώσουμε ένα
τελικό χτύπημα σε αυτό το εθνικολαϊκιστικό σχήμα» (ενν. το επικρατούν). Ποιο θα μπορούσε να
είναι αυτό; Συνεχίζει ο ίδιος: «Δεν υπάρχει τίποτε που να εκπροσωπεί καλύτερα τον τρόπο που
βλέπαμε τον εαυτό μας από αυτό που έχει αποτυπώσει “Το μεγάλο μας τσίρκο” του Ιάκωβου
Καμπανέλλη»…
Ποιο ήταν το προηγούμενο «ιστοριογραφικό υπόδειγμα» που αλλάζει τώρα; Εκείνο του Νίκου
Σβορώνου, στην Επισκόπηση Νεοελληνικής Ιστορίας (Θεμέλιο 1976), του οποίου πυρήνας ήταν ο
αντιστασιακός χαρακτήρας της ελληνικής ιστορίας απέναντι στις ξένες κυριαρχίες. Τώρα,
δηλώνεται ρητά, πως το σχήμα αυτό άλλαξε με τρία βιβλία: του Κώστα Κωστή («Τα κακομαθημένα
παιδιά της Ιστορίας», εκδ. Πόλις 2013), του Στάθη Καλύβα («Καταστροφές και Θρίαμβοι», εκδ.
Παπαδόπουλος 2015) και του Γιάννη Βούλγαρη («Η Ελλάδα μια χώρα παραδόξως νεωτερική»,
εκδ. Πόλις 2019).
Ποιοι συμμετέχουν σε αυτό το καταληκτήριο πάνελ; Εκτός των συγγραφέων των τριών βιβλίων
που αναφέρθηκαν, συμμετέχουν επίσης ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο Αριστείδης Χατζής, η
Κωνσταντίνα Μπότσιου και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είναι ο εμπνευστής και οργανωτής
αυτού του συνεδρίου και ο οποίος θέτει το ερώτημα: «Γιατί η συλλογική συνείδηση ρέπει προς
θεωρίες όπως αυτές της εξάρτησης; Μήπως γιατί σε απαλλάσσουν από όλες τις ευθύνες και τις
ενοχές; Μήπως επειδή σε απαλλάσσουν από την ευθύνη του υποκειμένου της ιστορίας και
αναθέτουν την ευθύνη σε άλλους, τους ξένους; Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι τέτοιου είδους
περίεργες, ανορθολογικές συμπεριφορές και βολονταρισμούς είδαμε στο δημοψήφισμα του 2015,
όπου το έθνος ζητά “όχι” και συμβιβάζεται με το απόλυτο “ναι”».
Τα παραπάνω αναφέρονται στον τόμο «Εργαστήριον η Ελλάς. Θεσμοί και καταστάσεις που
δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις μέρες μας» (πρακτικά του συνεδρίου του
Κύκλου Ιδεών, εκδ. Επίκεντρο, 2021) και δίνουν μια μικρή ιδέα για τις πολιτικές προθέσεις αυτού
του ιστοριογραφικού εγχειρήματος. Νόμιμο και αναμενόμενο. Οι μεγάλες στροφές στην πολιτική
απαιτούν και στροφές στην ιστοριογραφία. Αυτό συνέβη και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης,
χρόνια στα οποία υπήρξε μια άνθηση των ιστορικών σπουδών, με κατευθύνσεις κυρίως την
οικονομική και την κοινωνική ιστορία και με πεδία προτεραιότητας τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Οι θεωρήσεις και οι ερμηνείες της ελληνικής ιστορίας δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου. Αφορούν
τον τρόπο με τον οποίο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, οι διαμορφωτές γνώμης και οι policy
makers αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, το παρελθόν και το μέλλον του, με
βάση τον οποίο χαράζουν πολιτική. Με λίγα λόγια, η ιστοριογραφία, μέσω των πολιτισμικών
διαμεσολαβητών, διαμορφώνει την εικόνα της ιστορίας, το συνεχές ανάμεσα στο παρόν και στο
παρελθόν στο οποίο βρισκόμαστε και αναπνέουμε όλοι. Διαμορφώνουν την ιστορική αίσθηση, την
ευρεία ιστορική αίσθηση. Για τον λόγο αυτό και η ιστορία ανήκει στα μεγάλα πολιτικά
διακυβεύματα. Δεν πρόκειται γι’ αυτό που εσχάτως ονομάζεται «δημόσια ιστορία», αλλά για την
ιστορία ως εγχείρημα που είναι ταυτόχρονα ερευνητικό, δεν απευθύνεται μόνο στους ειδικούς και
θέτει ευρύτερα ερωτήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιστορία είναι ένας στοχασμός για την πορεία της
κοινωνίας και τη μοίρα των ανθρώπων. Η ιστορία αυτή, είτε απευθείας είτε μέσω της πολιτισμικής
διαμεσολάβησης, απευθύνεται στο μεγάλο κοινό. Αποτελεί ταυτόχρονα και θεωρητικό –απαιτητικά
θεωρητικό– αλλά και πολιτικό διακύβευμα γιατί εμπεριέχει και σύγκρουση και κόστος.
«Bρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της γενικότερης αντίληψης
της απόκτησης μιας εθνικής αυτοπεποίθησης» | Ευάγγελος Βενιζέλος («Εργαστήριον Η Ελλάς»,
Αθήνα 2021, σελ. 397)
Συνήθως μια εποχή απαντά σε μιαν άλλη. Και τούτη η ιστοριογραφία θέλει να αναμετρηθεί με
την προηγούμενη. Είναι όμως η θεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου
Καμπανέλλη το κυρίαρχο και δεδομένο σχήμα ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας στα τέλη του 20ού
αιώνα; Αποδίδει πράγματι μια ιστορική αίσθηση που κυριαρχεί στο τέλος της δικτατορίας και στην
αρχή της Μεταπολίτευσης; Σ’ αυτό το θεατρικό έργο οι αναφορές στην Επανάσταση του 1821 και
στη Βαυαροκρατία χρησιμοποιούνταν ως αλληγορία της δικτατορίας για να διαφύγουν τη
λογοκρισία. Η παράσταση ήταν εμπνευσμένη από την παράσταση 1789 της Αριάν Μνουσκίν στο
Παρίσι, η παρακολούθηση απέκτησε χαρακτήρα αντιστασιακής πράξης και λειτούργησε σαν
ισχυρό αντίδοτο στα ιστορικά θεάματα της δικτατορίας. Ο ιστορικός αναχρονισμός υπηρετούσε
επομένως μια πολιτική επιτελεστικότητα. Δυσνόητο βέβαια για όσους βλέπουν την ελληνική
ιστορία μέσα από τα γυαλιά του λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού, που διακρίνει μόνο δυο χρώματα.
Υπήρχε μια λαϊκιστική αντίληψη της ιστορίας, η οποία έβλεπε τον ηρωικό ελληνικό λαό ως θύμα
των ξένων δυνάμεων; Και βέβαια υπήρξε, και πώς θα ήταν δυνατόν να μην υπάρξει σε ένα πλαίσιο
πολιτικής αντιπαράθεσης (με τη δικτατορία) που μεγεθύνει τις αντιπαραθετικές κατηγορίες και
υποβαθμίζει τις αποχρώσεις. Είναι όμως εξίσου αληθές ότι η εκδοχή της λαϊκιστικής
ιστοριογραφίας της Μεταπολίτευσης είχε τεθεί στο στόχαστρο της κριτικής από τους ιστορικούς της
Αριστεράς εκείνης της εποχής (Νίκο Σβορώνο, Φίλιππο Ηλιού, Σπύρο Ασδραχά, Βασίλη
Παναγιωτόπουλο, Βασίλη Κρεμμυδά, Αγγελο Ελεφάντη κ.ά.), καθώς και από τα περιοδικά της
Αριστεράς «Αντί» και «Ο Πολίτης», αργότερα «Τα Ιστορικά». Είναι χαρακτηριστική η έκδοση με
εκτενή εισαγωγή του Φίλιππου Ηλιού για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, η οποία αναφέρεται
μεν στον Κορδάτο και τον Ζεύγο, αλλά αφορά την εποχή της πρώιμης Μεταπολίτευσης.
Πολιτική πρόθεση
Συνοψίζοντας, η στιγμή των ιστορικών αποτιμήσεων στα 200 χρόνια Ιστορίας περιγράφεται με
τα λόγια του Ευάγγελου Βενιζέλου: «Βρισκόμαστε, θεωρώ, μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία
αναδιαμόρφωσης της γενικότερης αντίληψης της απόκτησης μιας εθνικής αυτοπεποίθησης που να
βασίζεται σε σοβαρά και ρεαλιστικά θεμέλια. Αυτό είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να
περάσουμε στην επόμενη φάση, ύστερα από τη δοκιμασία της δεκαετούς κρίσης με την προσθήκη
της πανδημίας. Είναι προϋπόθεση, δηλαδή, μιας νέας επιτυχημένης πορείας» («Εργαστήριον Η
Ελλάς», σελ. 397). Αυτό που διαπιστώνει κανείς, δηλαδή, είναι ότι στα 200 χρόνια ο ιστορικός ως
εθνικός παιδαγωγός και η ιστορία ως φρονηματισμός του έθνους δεν έχασαν ποτέ τον ρόλο τους.
Κλείνοντας, το τελευταίο ζήτημα που θα ήθελα να θέσω είναι ότι η ιστορία δεν αφορά μόνο το
περιεχόμενό της αλλά το power game της εγκυρότητας. Κι εδώ παίχτηκε, και παίζεται, ένα σκληρό
παιχνίδι: ποιος δικαιούται να μιλήσει, ποιος εκφράζει την ιστορική εγκυρότητα στα 200 χρόνια, ποια
άποψη ακούγεται δυνατότερα. Γι’ αυτό χαράχτηκαν διαχωριστικές γραμμές, αποκλεισμοί και
αποσιωπήσεις. Εκείνο που κυρίως χάνεται από αυτές τις προσεγγίσεις της ιστορίας εκ των άνω,
είναι τα ίδια τα υποκείμενα. Οταν δεν αναφερόμαστε στις μεγάλες προσωπικότητες, τα υποκείμενα
απουσιάζουν, απουσιάζει η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Απουσιάζει η εμπειρία των απλών
ανθρώπων, όλα όσα προσκόμισε η κοινωνική ανθρωπολογία, η προφορική και η κοινωνική
ιστορία, η προβληματική του κοινωνικού φύλου, η ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, η
ιστορία της εργασίας· τέλος, η συζήτηση για τα τραύματα της ιστορίας. Χάνεται δηλαδή ο
εξανθρωπισμός της ιστορίας που κατέκτησε η διεθνής αλλά και η ελληνική ιστορία τις τελευταίες
δεκαετίες. Τα πάντα κρίνονται από τις κορυφές του κράτους και από την άποψη της εξουσίας και
των ελίτ.