ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Δέσποινα Παπαδημητρίου Ιστορια

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 30

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Δέσποινα Ι.Παπαδημητρίου

1. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ 2

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 2

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ελληνική ήττα στην Μικρά Ασία 4

2. ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ 7

To αίτημα της ανόρθωσης και το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα των Φιλελευθέρων 7

Ο Εθνικός Διχασμός και το πολιτειακό ζήτημα. Η έκπτωση του κοινοβουλευτισμού. 9

3. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 12

Eλληνο-ιταλικός πόλεμος – κατοχή– αντίσταση –απελευθέρωση 12

Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος και η πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία 18

Η «σύντομη δεκαετία» του 60. Από την άνοδο της ΕΚ στην δικτατορία των
Συνταγματαρχών 24

H ιδρυτική στιγμή της «Τρίτης Δημοκρατίας» 27

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και το νέο μοντέλο διακυβέρνησης (1981-1989) 28

Η δεκαετία του 1990 και οι νέες προκλήσεις 30

1
1. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Με πληγωμένο το κύρος από την «επαίσχυντον ήτταν» του 1897, το μικρό Ελληνικό βασίλειο που
περιελάμβανε τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και τα
νησιά του Ιονίου πελάγους, κατόρθωσε να διπλασιάσει την έκτασή του μετά τους Βαλκανικούς
Πολέμους του 1912-13 και και να αυξήσει τον πληθυσμό του (4,7 εκατ. κάτοικοι το 1913 σε
σύγκριση με τα 2,6 εκ.του 1912). Ειδικότερα, τούτο το πέτυχε χάρη στις νίκες στο σύντομο
«τουρκικό» και τον συντομότερο «βουλγαρικό» πόλεμο, ή σύμφωνα με τις μεταγενέστερες
ονομασίες τους, τον Πρώτο και τον Δεύτερο Βαλκανικό.1
Με τη συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτισε τον πόλεμο των σύμμαχων βαλκανικών
κρατών εναντίον της Τουρκίας – τον οποίο οι Έλληνες, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι και οι
Βούλγαροι αντιλαμβάνονταν ως «απελευθερωτικό»2 – η ηττημένη παραχώρησε όλα τα εδάφη
δυτικά της γραμμής Αίνου-Μήδειας και παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα στην Κρήτη (Μάιος 1913).
Το Ανατολικό ζήτημα τουλάχιστον στο μέρος που αφορούσε τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας είχε λυθεί. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου που επισφράγησε τη λήξη του
Δευτέρου Βαλκανικού καθορίστηκαν τα σύνορα της Βουλγαρίας με την Ελλάδα, τη Σερβία και την
Ρουμανία (Αύγ.1913). Στην Ελλάδα ανήκε πλέον η Ανατολική Μακεδονία, που περιλάμβανε την
Δράμα κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία καθώς και την Καβάλα και τις Σέρρες, ενώ δυτικότερα
παρά τα ελληνοσερβικά σύνορα τη Φλώρινα. Τα όρια του βασιλείου επεκτάθηκαν έτσι από τη
Μελούνα στο Νέστο, το Μπέλες και την Πρέσπα. Επρόκειτο για την ιστορική στιγμή της
κορύφωσης του ελληνικού εθνικισμού, κατά την οποία το έθνος δεν οριζόταν τόσο προοπτικά,
όσο με όρους μιας απτής πραγματικότητας. Την 5η Οκτωβρίου 1913 η Αθήνα υποδεχόταν τους
«νικητές» Αρχιστράτηγο και Πρωθυπουργό, ως «πρωτεύουσα της Μείζονος Ελλάδος».3
Οι μάχες του Σαραντάπορου και των Γιαννιτσών, στο μέτωπο της Μακεδονίας,
καθώς και στο Αιγαίο η ναυμαχία της Έλλης, κατά την οποία ο ελληνικός στόλος καταναυμάχησε
τον τουρκικό με ναυαρχίδα τον «Αβέρωφ», και εκείνη της Λήμνου, αποτέλεσαν τις σημαντικότερες
πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού και του ναυτικού κατά τον Πρώτο Βαλκανικό.
Ομοίως, η μάχη του Κιλκίς και του Λαχανά, όπως και εκείνη της Δοϊράνης κατά τον Δεύτερο
Βαλκανικό, συμπλήρωσαν την λαϊκή εποποιΐα των πολέμων αυτών. Η Βόρειος Ήπειρος
επιδικάσθηκε από τις Δυνάμεις στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας (Δεκ.1913). Ζητήθηκε
επισήμως από την Αθήνα να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την περιοχή με
αντάλλαγμα την παραχώρηση όλων των νησιών του κεντρικού Αιγαίου, πλήν της Ίμβρου και της
Τενέδου.4 Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, δίνει λύση στο Κρητικό ζήτημα το οποίο
είχε βρεθεί συχνά στο επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών αλλά και είχε

1 Βλ.Γιάννης Ν.Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις...». Εξωτερική Πολιτική και «Εθνικά


θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα 1999, σ.220.
2 Bλ.ενδεικτικά, Χρόνος, Σεπτ.1912
3 Ακρόπολις, 5-8-1913.
4 Γιανουλόπουλος, σ.223.

2
συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής κοινής γνώμης. Η αμφισβήτηση
του καθεστώτος της αυτονομίας από τους Κρήτες και ο αγώνας για την ένωση είχε διχάσει εξάλλου
την ευρωπαϊκή αριστερά. Ενώ η Δεύτερη Διεθνής είχε ταχθεί υπέρ της αυτονομίας, ο Γερμανός
σοσιαλδημοκράτης E.Bernstein αρθρογραφούσε με θέρμη το 1897 υπέρ του αιτήματος των
Κρητών για ένωση και οι Ιταλοί Γαριβαλδινοί οι οποίοι είχαν δεσμούς με τον ελληνικό αλυτρωτισμό
τάχθηκαν ενθουσιωδώς υπέρ της Ελλάδος.5 Η πολιτική ρήξη ανάμεσα στον Πρίγκιπα Γεώργιο και
στον Ελευθέριο Βενιζέλο και η επανάσταση στο Θέρισο, τον Μάρτιο 1905, με διττό αίτημα - εθνικό
και εσωτερικής μεταβολής - συνόδευσε τη φήμη του Βενιζέλου στην Ελλάδα.6
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο διευθετήθηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου υπήρξε το
Μακεδονικό, εφόσον παραχωρείτο στην Ελλάδα ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας. Ας σημειωθεί
στο σημείο αυτό ότι ο Μακεδονικός Αγώνας που αποσκοπούσε στη διεκδίκηση της Μακεδονίας, η
οποία βρισκόταν υπό οθωμανική διοίκηση, έφερε σε σύγκρουση τις βουλγαρικές ανταρτικές
ομάδες με τις ελληνικές. Η διαπάλη μεταξύ του βουλγαρικού και του ελληνικού εθνικισμού
εγκαινιάζει τη χρήση νέων κατηγοριών διάκρισης. Δίπλα στον «προαιώνιο» εχθρό του έθνους,
εμφανίσθηκε την περίοδο εκείνη της άνθησης της σλαβοφοβίας, ένα καινούργιος εχθρός, η
Βουλγαρία. Επομένως, στην αντίθεση Χριστιανών-Μωαμεθανών προστέθηκε εκείνη ανάμεσα
στους Πατριαρχικούς-Ορθοδόξους και τους Εξαρχικούς-Βουλγάρους (Η Εξαρχία ιδρύθηκε από την
Πύλη το 1870). Οι Μακεδονομάχοι – ντόπιοι ή εθελοντές από την Κρήτη ή αλλού – συνιστούσαν
εμβληματικές μορφές του ελληνικού εθνικισμού. Μεταξύ των ηγετικών μορφών του αγώνα υπήρξε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Παύλος Μελάς, ο οποίος σκοτώθηκε από
τουρκικό απόσπασμα και ο Ίων Δραγούμης.

5Στο ίδιο, σ.94-129.


6Για την προσπάθεια απονομιμοποίησης, από τον αντιβενιζελικό τύπο, της πολιτικής δράσης
του Βενιζέλου στην Κρήτη ως ανταρσίας, βλ.Χρόνος, 5-8-1916.

3
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ελληνική ήττα στην Μικρά Ασία

Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Entente
Cordiale: του συνασπισμού που προέκυψε από τις διμερείς συμφωνίες, Αγγλίας και Γαλλίας το
1904, Αγγλίας και Ρωσίας το 1907) πραγματοποιήθηκε μόλις το 1918. Παρά ταύτα η Ελλάδα
δέχθηκε εξαρχής τις συνέπειές του, εξαιτίας των «καταπιεστικών μέτρων»7 των Συμμάχων
(νηοψίες, έλεγχοι, αποκλεισμοί, καταλήψεις εδαφών), αλλά και εξαιτίας της εγκατάστασης των
συμμαχικών δυνάμεων στη Μακεδονία. Δέχθηκε εξάλλου τις συνέπειές του και για έναν
επιπρόσθετο λόγο. Οι εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική ήσαν περισσότερο από άλλοτε άμεσα
συνδεδεμένες με εκείνες στο εσωτερικό μέτωπο. Ο Πρώτος Πόλεμος υπήρξε το γεγονός εκείνο
που επιτάχυνε τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την έφερε σε σύγκρουση με τις Δυτικές
Δυνάμεις, τους παραδοσιακούς συμμάχους της. Η πολιτική κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα το 1915
και είχε ως βάση τη διαφωνία που εκδηλώθηκε το 1914 μεταξύ του πρωθυπουργού Ε.Βενιζέλου
και του υπουργού των Εξωτερικών Γ.Στρέιτ καθώς και του γερμανόφιλου κύκλου του βασιλιά
Κωνσταντίνου γενικότερα σχετικά με την ενδεικνυόμενη από τις περιστάσεις στάση (πολιτική θέση
υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο με το μέρος των Δυνάμεων της Αντάντ ή πολιτική
ουδετερότητας) και τον καθορισμό της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα. Στελέχη του
κόμματος των Φιλελευθέρων συγκρότησαν από τα τέλη του 1915 και με την έγκριση του Βενιζέλου,
την πρώτη «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης», η οποία πραγματοποίησε το κίνημα της Θεσσαλονίκης,
τον Αύγουστο του 1916, με την έγκριση του στρατηγού Sarrail. Ο εθνικισμός των φιλελευθέρων
εμφανίζεται ως εκφραστής του ελληνκού αλυτρωτισμού αλλά συμπλέκεται με μια συγκροτημένη
αντίληψη περί της σύγχρονης πραγματικότητας. Η πολιτική της εξόδου ως εθνικά επιβεβλημένης
λύσης που θα έδινε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τους «προαιώνιους εχθρούς»
της στο πλευρό ισχυρών συμμάχων, συνιστούσε στρατηγική επιλογή του πρωθυπουργού
Ε.Βενιζέλου (1910-15). Εναρμονιζόταν ωστόσο με το «κυρίαρχο διεθνώς πολιτικό πρότυπο του
επεκτατικού ιμπεριαλισμού», στα πλαίσια του οποίου η «μειονεκτική θέση της Ελλάδας δεν άφηνε
παρά στενό περιθώριο στρατηγικών επιλογών».8 H κοινή γνώμη στην Ελλάδα υπήρξε εξάλλου
φιλικά προσκείμενη προς την Αντάντ κατά την έναρξη του ευρωπαϊκού πολέμου. Εντούτοις, από
την εποχή ήδη των βαλκανικών πολέμων, όταν η Ελλάδα αποτέλεσε χώρο εκδήλωσης του γαλλο-
γερμανικού ανταγωνισμού, διαμορφώθηκαν διαφορετικοί προσανατολισμοί στην ελληνική
εξωτερική πολιτική. Ειδικότερα, το καλοκαίρι του 1913 διαφάνηκαν οι πρώτες ενδείξεις της
διάστασης μεταξύ του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου που επιθυμούσε την προσχώρηση της

7 Βλ. ενδεικτικά τις εξής αντιβενιζελικές εφημερίδες: Αστραπή, 7-11-1915, Νέα Ημέρα, 4-11-
1915, Χρόνος, 6-11-1915, 23-12-1915 και Σκρίπ, 24-12-1915.
8 Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Μορφωτικό

Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, σ.15.

4
Ελλάδας στη Συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών,9 έστω κι αν η γεωγραφική θέση της
Ελλάδας δεν επέτρεπε την ανοικτή συνεργασία με την Γερμανία. 10
Η μη ικανοποίηση από την ελληνική κυβέρνηση της απαίτησης του ναυάρχου Νταρτύζ ντυ
Φουρνέ για την παράδοση μιας συγκεκριμένης ποσότητας όπλων οδήγησε στα γεγονότα του
Δεκεμβρίου 1916 (τα Νοεμβριανά (π.η). Πρόκειται για τη μάχη των Αθηνών μεταξύ των Γάλλων
ναυτών που μόλις είχαν αποβιβασθεί στον Πειραιά και των Ελληνικών δυνάμεων. Η σύγκρουση
αυτή που έγινε αντιληπτή από τη Γαλλία ως προσχεδιασμένη πράξη ενός εχθρικού κράτους
αποτελεί μια στιγμή του Μεγάλου Πολέμου. Μετά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από τον
Θρόνο, τον Ιούνιο του 1917, από τους Συμμάχους, ο Βενιζέλος επανερχόμενος στην εξουσία
(1917-20) προέταξε την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο που προϋπέθετε την
οργάνωση μεγάλου στρατεύματος.
Μετά την κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και την επιστράτευση, δέκα
ελληνικές μεραρχίες συμμετείχαν στην συμμαχική επίθεση του Σεπτεμβρίου 1918 στο βαλκανικό
μέτωπο που οδήγησε στην συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Στο μεταξύ, τον Ιούνιο, στο Σκρά ντι
Λέγκεν, στο Βαρδάρη, τα ελληνικά στρατεύματα με τη βοήθεια του γαλλικού πυροβολικού,
κατέλαβαν όλες τις βουλγαρικές θέσεις σύμφωνα με το σχέδιο του στρατηγού Γκυγιωμά που είχε
αντικαταστήσει το Σαράιγ στη θέση του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στο
Μακεδονικό μέτωπο. Η συνθήκη με τη Βουλγαρία υπογράφηκε στο πλαίσιο του Συνεδρίου των
Παρισίων (1919-1920), αλλά ειδικά το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Θράκης στην Ελλάδα δεν
ρυθμίστηκε, παρά μόνον τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας. Με την υπογραφή της ανακωχής του
Μούδρου, το Νοέμβριο του 1918, μικτή ναυτική μοίρα του ελληνικού, αγγλικού και γαλλικού στόλου
εισήλθε στα Στενά και αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη. Η εντολή της Αντάντ για απόβαση
του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η οποία πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1919, δεν ήταν
αποτέλεσμα ομοθυμίας. Η Αγγλία ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τα παραδοσιακά
βρετανικά συμφέροντα στον Εύξεινο Πόντο.
Η Συνθήκη των Σεβρών που υπέγραψαν οι Οθωμανοί με τους νικητές του πολέμου (Αύγ.
1920) αποτελούσε τη στιγμή κατά την οποία ο ελληνικός αλυτρωτισμός πραγματοποιούσε τις
προσδοκίες του. Παραχωρούνταν στην Ελλάδα, η Δυτική Θράκη, η ανατολική έως τα οχυρά της
Τσατάλτζας (είχε ήδη περιέλθει στην ελληνική κατοχή), τα νησιά του Ανατ.Αιγαίου (πλην της
Ρόδου) και επισημοποιείτο η ελληνική κατοχή στη ζώνη της Σμύρνης για μια περίοδο πέντε ετών,
μετά το λήξη της οποίας οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα αν επιθυμούσαν την
προσάρτηση της περιοχής τους στην Ελλάδα.
Εξαιτίας ωστόσο της δυσμενούς εξέλιξης του μικρασιατικού πολέμου για την Ελλάδα,
ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της πορείας προς την Άγκυρα, τη γενική τουρκική αντεπίθεση, και τις
ευνοϊκές για την Τουρκία διπλωματικές εξελίξεις, και τέλος την πυρπόληση της Σμύρνης και την
εγκατάλειψη των μικρασιατικών πατρίδων, ακυρώθηκε ο μικρασιατικός ελληνισμός.
Επιπροσθέτως, η Ελλάδα αναγκάστηκε να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη την οποία κατείχε

9 Δέσποινα Παπαδημητρίου, Ο Τύπος και ο Διχασμός 1914-1917, ανέκδοτη διδακτορική


διατριβή, Αθήνα 1990, σ.43.
10 Λεονταρίτης, σ.23.

5
στρατιωτικά. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης (Ιούλ.1923) μεταξύ Τουρκίας και Συμμάχων έκλεισε το
κεφάλαιο του ελληνικού αλυτρωτισμού και η περίοδος της επέκτασης των συνόρων σε «περιοχές
με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς».11 Η Τουρκία κέρδιζε σε βάρος της Ελλάδας την Ανατολική
Θράκη, ένα μικρό τμήμα της Δυτικής, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη ζώνη της Σμύρνης, ενώ
αναγνωριζόταν η κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα. Η Ελλάδα μετατράπηκε σε κράτος
status quo που δεν πρόβαλε πλέον εθνικές διεκδικήσεις και σεβόταν το Διεθνές Δίκαιο. Η
εξοικονόμηση πόρων απαραίτητων για τη διαχείριση των εσωτερικών προβλημάτων που είχαν
προκύψει κυρίως από τη μαζική εισροή των προσφύγων επέβαλε τον περιορισμό των
στρατιωτικών δαπανών. Εξάλλου με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Ελλάδα
έπαψε να θεωρείται ως η προφυλακή της πολιτισμένης Ευρώπης έναντι της βάρβαρης Ανατολής.12
Οι κίνδυνοι που θα απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα του κράτους στο μέλλον δεν θα
ενδιέφεραν συνεπώς κανέναν πέραν της Ελλάδας που θα αντιμετώπιζε τις αξιώσεις της
Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Η διπλωματική αδυναμία της Ελλάδας φάνηκε κατά την
πρώτη μεγάλη εξωτερική κρίση του Μεσοπολέμου, την κατάληψη της Κέρκυρας από τις ιταλικές
δυνάμεις.13
Στη Λωζάνη υπογράφηκε επίσης η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών, η
αποδοχή της οποίας από τον Βενιζέλο που ηγείτο της ελληνικής αντιπροσωπείας, προκάλεσε
κύμα διαμαρτυριών στην Ελλάδα.14 H υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία
είχε ωστόσο ως συνέπεια να αποκτήσει η Ελλάδα εθνική ομοιογένεια. Από την ανταλλαγή
εξαιρέθηκαν εξαρχής οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της Θράκης και αργότερα οι (Αλβανοί) Τσάμηδες
της Ηπείρου. Παρέμειναν ακόμη στη Μακεδονία σλαβόφωνοι με βουλγαρική ταυτότητα. Οι τρεις
αυτές μειονότητες συμπαγείς σε παραμεθόριες περιοχές που γειτνίαζαν με τα κράτη, με τα οποία
ταυτίζονταν δυνητικά τουλάχιστον, μπορούσαν να στηρίξουν εδαφικές βλέψεις σε βάρος του
ελληνικού κράτους. Ας σημειωθεί ότι η τουρκική μειονότητα υπήρξε μάλλον εχθρική προς την
κεμαλική Τουρκία. Εντούτοις, η προθυμία του Βενιζέλου να υλοποιήσει την πολιτική του Κεμάλ στη
Θράκη (απομάκρυνση 150 αντικεμαλικών και εισαγωγή βασικών κεμαλικών μεταρρυθμίσεων) στο
πλαίσιο της ελληνοτουρκικής φιλίας του 1930, συνέτεινε ιδιαίτερα στη μετατροπή του
μουσουλμανικού πληθυσμού του νομού σε εθνική μειονότητα, ενσωματώνοντας σε αυτήν και τους
Πομάκους.15

11 Θάνος Βερέμης, «Η Εποχή (1900-1936)», στο Θ.Βερέμης - Γ.Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος


Βενιζέλος. Κοινωνία-Οικονομία-Πολιτική στην Εποχή του, Εκδ.Γνώση, Αθήνα 1989, σ.15-25,
ειδ.20.
12 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Κοινοβούλιο και δικτατορία», στο Χρ.Χατζηιωσήφ (επιμ.), , Ιστορία

της Ελλάδας του 20ου αι. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τόμ.Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003, σ.37-
13, ειδ.53.
13 Βλ. Προκόπης Παπαστράτης, «Εξωτερική Πολιτική», στο ίδιο, σ.259-293.
14 Ιωάννης Γιαννουλόπουλος, «Η Διεθνής Συνδιάσκεψη και η Συνθήκη της Λωζάννης», Ιστορία

του Ελληνικού Έθνους, τόμ.ΙΕ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ.260-271.


15 Βλ. σχετικά Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, «Οι εθνικές μειονότητες», στο Χρ.Χατζηιωσήφ (επιμ.),

Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμ.Β2, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, σελ.9-35.

6
2. ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ
ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
To αίτημα της ανόρθωσης και το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα των
Φιλελευθέρων

Η ίδρυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου (ως αρχηγός του εμφανιζόταν ο συνταγματάρχης του
Πυροβολικού Νικόλαος Ζορμπάς) και το κίνημα του Γουδί (Αύγ.1909) που ακολούθησε, εξέφραζε
τις ανησυχίες της κοινής γνώμης για την παλαιοκομματική συναλλαγή και την κακή κατάσταση της
δημόσιας διοίκησης. Βασική μέριμνα των αξιωματικών και των οπλιτών υπήρξε εξάλλου η
αναδιοργάνωση του στρατού. Επίσης, ενώ στους επαγγελματικούς λόγους που κατέστησαν
σοβαρότεροι εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης προστέθηκε και η δυσαρέσκεια των αξιωματικών
απέναντι στο θρόνο, το κίνημα δεν ήταν αντιδυναστικό ούτε περιόρισε τις ατομικές ελευθερίες.
Εντούτοις, ο Σύνδεσμος είχε ζητήσει από το διάδοχο και τους πρίγκιπες να εγκαταλείψουν τις
θέσεις τους στο στρατό και στο ναυτικό. Η απόφαση του Συνδέσμου να κληθεί ο Βενιζέλος από την
Κρήτη να αναλάβει το έργο της συμφιλίωσης της επανάστασης με τα κόμματα και πρωτίστως την
ηγεσία του ανορθωτικού έργου, έδειχνε την αδυναμία των αξιωματικών να κυβερνήσουν. Η λαϊκή
στήριξη στο στρατιωτικό κίνημα ήρθε μάλλον εκ των υστέρων, όπως δείχνει και η μαζικότητα της
συγκέντρωσης του Σεπτεμβρίου που οργανώθηκε από τις συντεχνίες – κοινωνικά ριζοσπαστικές
οργανώσεις – και τα επαγγελματικά σωματεία.16
Στις πρώτες εκλογές του 1910 ο Βενιζέλος συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους παρότι
δεν δέχθηκε επίσημα την υποψηφιότητά του, ενώ οι νέοι υποψήφιοι γενικότερα συγκέντρωσαν το
40% περίπου της κοινοβουλευτικής δύναμης. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ανέθεσε εντολή στον Βενιζέλο,
ο οποίος προκήρυξε τις δεύτερες εκλογές του 1910,τις οποίες κέρδισε το νεοϊδρυθέν Κόμμα των
Φιλελευθέρων. Την ίδια χρονιά το Μάρτιο είχε ξεσπάσει η εξέγερση στο Κιλελέρ μέσα στα πλαίσια
της γενικότερης αναταραχής στις θεσσαλικές επαρχίες, όπου υπήρξε ζωντανό το αίτημα για την
αναγκαστική απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε σε εφαρμογή το εκσυγχρονιστικό της πρόγραμμα, το οποίο
περιλάμβανε καταρχάς την συνταγματική αναθεώρηση του 1911 που έδωσε την ευκαιρία να
υιοθετηθούν και να μορφοποιηθούν θεσμοί και διατάξεις όπως η μονιμότητα των δημοσίων
υπαλλήλων, η υποχρεωτική δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το
εκλογοδικείο και τα Δικαστήρια Συγκρούσεως Καθηκόντων και Αγωγών Κακοδικίας.17 Στο πεδίο
της κατοχύρωσης των ατομικών ελευθεριών η συνεισφορά του Βενιζέλου στάθηκε καθοριστική.
Τούτο αφορά στην προστασία της προσωπικής ασφάλειας, την ελευθερία της έκφρασης και

16Για το λαϊκό συλλαλητήριο βλ. το δημοσιογραφικό όργανο του Συνδέσμου, την


εφημ.Χρόνος, 15 Σεπτεμβρίου 1909.
17Νίκος Κ.Αλιβιζάτος, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο συνταγματικός εκσυγχρονισμός της
χώρας», στο Γιώργος Θ.Μαυρογορδάτος-Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και
Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδ.Κρήτης, 1988, σ.33-43, ειδ.34-35.

7
κυρίως στο σωματειακό δίκαιο.18 Εξάλλου η θεσμοθέτηση της εργατικής πολιτικής εγκαινιάστηκε
την περίοδο 1911-15.
Η εισαγωγή από τη μία της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο και από την άλλη των νέων
σχολικών βιβλίων – το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού «Σαν τα
ψηλά βουνά» – υπήρξαν μεταξύ των πλέον σημαντικών μεταρρυθμίσεων που προώθησε η
βενιζελική διακυβέρνηση της δεύτερης όμως δεκαετίας του αιώνα (1917-20). Με την
προσπάθεια αυτή συντάχθηκαν τα στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου που είχε συσταθεί το 1910,
Δημήτριος Γληνός, Μανόλης Τριανταφυλλίδης και Αλέξανδρος Δελμούζοs· ο τελευταίος διετέλεσε
διευθυντής του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου στο οποίο εφάρμοζε καινοτόμες
παιδαγωγικές μεθόδους. Στους πρωτεργάτες αυτούς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού ανατίθεται η
διαγραφή της εκπαιδευτικής πολιτικής από την Επανάσταση του 1922 και την κυβέρνηση
Παπαναστασίου αργότερα. Κατά την τελευταία βενιζελική διακυβέρνηση (1928-32), το νέο δομικό
σχήμα της μεταρρύθμισης του 1929 θα εφαρμοσθεί, με κυριότερο μέτρο την κατάργηση του
«ελληνικού σχολείου» και τη θέσπιση δύο εξαετών κύκλων σπουδών, του δημοτικού και του
γυμνασίου. Ας σημειωθεί τέλος ότι το γλωσσικό ζήτημα που είχε καταστεί πηγή εσωτερικής
διαμάχης ήδη από τις αρχές του αιώνα,19 θα λυθεί υπέρ του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (1964) και
οριστικά πλέον με την επιβολή της δημοτικής στο σύνολο του δημοσίου τομέα (1982). Επρόκειτο
δηλαδή για επέκταση της ρύθμισης του 1964 που είχε ανανεωθεί το 1976, αφού άλλωστε η
δικτατορία του 1967 είχε ακυρώσει την μεταρρύθμιση του 1964.20
Στο Μεσοπόλεμο υλοποιήθηκαν επίσης σοβαρές επεμβάσεις στο αστικό τοπίο των Νέων
Χωρών πρωτίστως, με ορθολογικά κριτήρια, προκειμένου να ενταχθεί ο προσφυγικός πληθυσμός
σε αυτό αλλά και να διορθωθούν ζημιές και καταστροφές. Οι πόλεις αναμορφώθηκαν
πολεοδομικά, ενώ ιδρύθηκε η Αστυνομία Πόλεων και Ειδικών Υπηρεσιών Ασφάλειας για την
αστυνόμευσή τους και η δικαιοδοσία του στρατού παρέμεινε στην επαρχία. Ας σημειωθεί τέλος ότι
το 1918 ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και το 1932 επί
κυβερνήσεως Παπαναστασίου κατατέθηκε προς ψήφιση το νομοσχέδιο για τις κοινωνικές
ασφαλίσεις που προέβλεπε την σύσταση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ),21 το οποίο
τέθηκε σε εφαρμογή από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

18 Βλ.αναλυτικότερα στο ίδιο, σ.40.


19 Έτσι δείχνουν τα γεγονότα τα γνωστά ως Ευαγγελιακά (1901) και εκείνα που
αποκλήθηκαν Ορεστειακά (1903).
20 Βλ. σχετικά, Αλέξης Δημαράς, «Εκπαίδευση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ.ΙΣΤ,

Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.548-558.


21 Γι'αυτό βλ. Αντώνης Λιάκος, Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Το

Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Ίδρυμα Έρευνας και
Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1993, σ.489 και passim.

8
Ο Εθνικός Διχασμός και το πολιτειακό ζήτημα. Η έκπτωση του
κοινοβουλευτισμού.

Η περίοδος μεταξύ 1899 και 1910 φιλοξενεί τις τελευταίες εθνοσυνελεύσεις του
«παλαιοκομματισμού», όταν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης βίωνε ως κακοδαιμονία την
σύγχρονή της πραγματικότητα. Η «ανόρθωση» ως αίτημα-προσδοκία και ως εμπειρία
προαναγγέλθηκε και σχεδιάσθηκε από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων – συντηρητικών και
προοδευτικών – οι οποίες στήριξαν για ένα μεγάλο διάστημα τον βενιζελισμό ή προσχώρησαν σε
αυτόν. Από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα έως την εγκαθίδρυση του μεταξικού καθεστώτος η
κυρίαρχη διαιρετική τομή ορίζεται από τον βενιζελισμό και τον αντιβενιζελισμό, όπως
συγκροτήθηκε στις αρχές του 1915 από τους πολιτικούς αρχηγούς που έβλεπαν την επιρροή τους
να μειώνεται. Εκμεταλλευόμενοι έτσι τη διαφωνία του Βενιζέλου με τον Βασιλιά, ανέλαβαν το ρόλο
του προστάτη του Στέμματος συντείνοντας στην καταβίβαση του ανεύθυνου παράγοντα στο πεδίο
της πολιτικής διαμάχης. Η πολιτική κρίση του 1915 που είχε ως αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό του
εκλεγμένου Πρωθυπουργού σε παραίτηση για δεύτερη φορά σε ένα χρόνο, διοχετεύτηκε στην
κοινωνία και δίχασε βαθύτατα τις συνειδήσεις. Συνεπώς, η διαιρετική τομή δεξιάς-αριστεράς δεν
είναι μια κατηγορία που αποδίδει το ιστορικό περιεχόμενο των πολιτικών και κοινωνικών
αντιθέσεων του ελληνικού μεσοπολέμου. Τούτο επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων και από το γεγονός
ότι οι αποκαλούμενες «εθνικές οργανώσεις», οι «δεξιοί» εφεδριοπολεμιστικοί σύλλογοι που
συστάθηκαν με σκοπό την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, υπήρξαν πρωτίστως
αντιβενιζελικοί. Εξάλλου, για τους βενιζελικούς, δεν ήταν παρά «αναφυόμενα επιστρατικά22
υπολείμματα». Toύτο δεν απέτρεψε τον αστό του μεσοπολέμου να διαμορφώσει την ταυτότητά του
και μέσα από την αντίληψη που συγκρότησε για τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Παρά ταύτα, δεξιές
ευαισθησίες υπέρ της υπέρβασης του διχασμού και της ενότητας των αστικών κομμάτων
αναπτύχθηκαν μόνον στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Παρά την συναίρεση επίσης βενιζελισμού
και κομμουνισμού στον αντιβενιζελικό λόγο, ο αντικομμουνισμός υπήρξε κοινό χαρακτηριστικό των
αστικών κομμάτων.
Η πρώτη φάση του Εθνικού Διχασμού κορυφώνεται με την ίδρυση του Κράτους της
Θεσσαλονίκης το 1916, με τη δίωξη των αντιβενιζελικών επί της βενιζελικής τριετίας (1917-20) και
τέλος με τη δίκη των έξ, οι οποίοι θεωρήθηκαν από την «Επανάστασιν του Στρατού και του
Στόλου» (1922, αρχηγός ο Νικ.Πλαστήρας) ως υπεύθυνοι της ήττας στη Μικρά Ασία, και τον
τουφεκισμό των αντιβενιζελικών αρχηγών τον Νοέμβριο 1923.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον δολοφονηθέντα Γεώργιο το 1913
και είχε επανέλθει στο θρόνο του μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, αναγκάσθηκε πάλι να
παραιτηθεί εξαιτίας της Επανάστασης του 1922 και πέθανε τον Ιανουάριο του επομένου έτους.
Μετά το κίνημα του Οκτωβρίου 1923, το οποίο στηρίχθηκε σε συμμαχία από ετερόκλητα στοιχεία,

22Οι Σύλλογοι των Επιστράτων εμφανίσθηκαν τον Ιούνιο του 1916 και έδρασαν ως
πολιτοφυλακή του Βασιλιά .

9
ενισχύθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και οι αξιωματικοί στο στράτευμα που ήσαν υπέρ της
αβασίλευτης δημοκρατίας σε βάρος των μετριοπαθών. Ο αντιβασιλέας, ναύαρχος Κουντουριώτης
φιλικά διακείμενος προς τους δημοκρατικούς, κάλεσε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου να
σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 25 Μαρτίου 1924 η Βουλή ενέκρινε ψήφισμα περί εκπτώσεως της
Δυναστείας. Στο δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 192423 επικυρώθηκε η ανακήρυξη της
Δημοκρατίας με 69,95% έναντι 30,05% κατά. Από τις αντιβενιζελικές πολιτικές δυνάμεις, ο μεν
Ι.Μεταξάς (κόμμα των Ελευθεροφρόνων) αναγνώρισε την αβασίλευτη δημοκρατία αμέσως, ενώ το
Λαϊκό Κόμμα το αρνήθηκε. Οι επιφυλάξεις απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα ήρθησαν εκ
μέρους του Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγού του κόμματος, μόνον το 1932, ενώ ο στρατιωτικός
Σύνδεσμος αυτοδιαλύθηκε αμέσως μετά.
Η ανάμειξη των στρατιωτικών στην πολιτική –ένα σταθερό χαρακτηριστικό του ελληνικού
μεσοπολέμου – φθάνει στο αποκορύφωμά της την περίοδο 1922-1926 και καθιστά την ελληνική
δημοκρατία εύθραυστη και ανασφαλή. Το πραξικόπημα του Ιουνίου 1925 επέβαλε τη δικτατορία
Παγκάλου, η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή με προτροπή του Αλέξανδρου
Παπαναστασίου, ηγέτη του Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος. Επί του καθεστώτος αυτού,
διώχθησαν δημοσιογράφοι, εκτοπίστηκαν αρχηγοί βενιζελογενών κομμάτων και οργανώθηκε η
Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας για την πάταξη του κομμουνισμού, η οποία μετονομάστηκε σε
Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας επί της δικτατορίας Μεταξά. Η ανατροπή του Παγκάλου έγινε από
τους πραιτοριανούς του δικτάτορα και τον Κονδύλη τον Αύγουστο 1926.
Εξάλλου, την περίοδο των οικουμενικών κυβερνήσεων (1926-28) και της τελευταίας
βενιζελικής διακυβέρνησης (1928-32), ακολούθησε από το 1933 η δεύτερη φάση της όξυνσης του
Εθνικού Διχασμού. Στη ριζοσπαστικοποίηση των ακραιφνών αντιμοναρχικών δυνάμεων
συνήργησε η η αιφνίδια εκδήλωση των κινημάτων – το 1933 (κίνημα Πλαστήρα) και 1935 (με
φορείς την «Ελληνικήν Στρατιωτικήν Οργάνωσιν» και την «Δημοκρατική Άμυνα»), τα οποία
επιτάχυναν τις διαδικασίες τις οποίες ήθελαν να αποτρέψουν, την παλινόρθωση της μοναρχίας. Ο
Γεώργιος Κονδύλης, πρώην βενιζελικός, αρχηγός του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και
ισχυρός υπουργός Στρατιωτικών της κυβέρνησης Τσαλδάρη (1933-35), και οι αρχηγοί των
ενόπλων δυνάμεων υποστράτηγοι Παπάγος και Ρέππας και ο υποστράτηγος Οικονόμου
ανέτρεψαν την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Κονδύλη κατήργησε την αβασίλευτη δημοκρατία και
επέβαλε το στρατιωτικό νόμο. Με το νόθο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 1935 η βασιλεία
υπερψηφίσθηκε με 97,88% και ο Γεώργιος επανήλθε στην Αθήνα. Ενώ οι ρεπουμπλικανοί αρχηγοί
των βενιζελογενών κομμάτων (Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Μυλωνάς και
Παπανδρέου) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς, το μέτωπο διερράγη όταν το κόμμα
των Φιλελευθέρων εξέφρασε προθυμία να δώσει στη μοναρχία περίοδο χάριτος, αν ο Βασιλιάς
επρόκειτο να αποκαταστήσει την κοινοβουλευτική τάξη και να δώσει γενική αμνηστία.24

23 Το Γρηγοριανό ημερολόγιο καθιερώθηκε από την Επανάσταση του 1922 στη θέση του
Ιουλιανού που υπολείπετο του νέου ημερολογίου κατά 13 μέρες.
24George Th.Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in
Greece, 1922-1936, Univ.of California Press, 1983, σ.50-51.

10
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 για την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής και τον
ισοψηφισμό των δύο παρατάξεων, όταν ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης
άρχισε βολιδοσκοπήσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα, οι
αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί έδειξαν την απροθυμία τους να δεχθούν τέτοια λύση. Στο μεταξύ
αντιδράσεις είχε προκαλέσει το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα (Φιλελευθέρων-Κομμουνιστών),
σύμφωνα με το οποίο η κομμουνιστική ηγεσία υποσχόταν να ψηφίσει τον υποψήφιο των
Φιλελευθέρων έναντι της κατάργησης του Ιδιωνύμου του 1929 και της αμνηστίας που υπόσχονταν
οι Φιλελεύθεροι. Η θέση διαιτητή στην οποία βρέθηκε το Παλλαϊκό Μέτωπο (15 βουλευτές) μετά τις
εκλογές, είχε προκαλέσει έντονες ανησυχίες σε μέρος του αστικού κόσμου. Ο Βασιλιάς έδωσε το
Υπουργείο των Στρατιωτικών στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αποδυθεί από το 1935 σε
φιλομοναρχικό αγώνα. Μετά τις εκλογές του Μαρτίου, οι Φιλελεύθεροι άρχισαν συνομιλίες με τους
Λαϊκούς, τις οποίες ματαίωσαν πάλι οι αδιάλλακτοι. Μετά το θάνατο του Ε.Βενιζέλου και του
μετριοπαθούς υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κων/νου Δεμερτζή, ο Μεταξάς διορίστηκε ως
πρωθυπουργός.
Η αντίθεση μετριοπαθών-αδιάλλακτων εξέφραζε μια πραγματική διαίρεση που υπερέβαινε
τη συγκυρία η οποία διαμορφώθηκε με το κίνημα του 1935, το δημοψήφισμα για τη μοναρχία και
τις εκλογές του 1936. Είναι αξιοσημείωτη έτσι η μετάβαση από την άποψη ότι η βασιλοφροσύνη
περιέκλειε τον πατριωτισμό και την νομιμοφροσύνη στην άποψη ότι το ζήτημα της μορφής του
πολιτεύματος είναι δευτερεύον σε μια συγκυρία κατα την οποία η ρήξη δημοκρατίας-μοναρχίας είχε
ενδυναμώσει την τομή βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936-41) κλείνει το κεφάλαιο της χρονικότητας της
οποίας η αρχή ορίζεται από τη διαδρομή της πολιτικής διαίρεσης του Μεσοπολέμου. Η αναστολή
των διατάξεων που κατοχύρωναν τις ατομικές ελευθερίες, ο αντικομμουνισμός του καθεστώτος και
η διάλυση της Γ'Αναθεωρητικής Βουλής, αποτελούν μέσα επιβολής που εντάσσονται στην
παράδοση των «εξωσυνταγματικών πρακτικών που είχαν ακολουθήσει οι δύο παρατάξεις». Το
«Νέον Κράτος», όπως αποκαλούσαν το καθεστώς ο ιδρυτής του Ι.Μεταξάς και οι θεωρητικοί του,
κάνει χρήση του αιτήματος της εθνικής ενότητας και της λησμοσύνης των χρόνων που δίχασαν,
όπως συμβαίνει συνήθως στις δικτατορίες. Από τους βασικούς στόχους του καθεστώτος υπήρξε η
ανάπτυξηε της αγροτικής οικονομίας που θα υλοποιείτο μεταξύ άλλων με τη στήριξη της τιμής των
γεωργικών προϊόντων και κυρίως του σιταριού. Επίσης, οι συντηρητικές ιδέες τις οποίες
επικαλείτο ο Μεταξάς – θρησκεία, έθνος και οικογένεια ως διαρκείς αξίες – δεν μπορούν αν
συνεκτιμηθούν παρά στο σύνολο που παράγουν μαζί με τις κορπορατιστικές ιδέες και εκείνες περί
του ολοκληρωτικού κράτους που διατυπώθηκαν από τους φορείς του καθεστώτος. Η εργατική
νομοθεσία του καθεστώτος απέβλεπε στην κοινωνική γαλήνη, όπως δείχνει η καθιέρωση του
θεσμού των συλλογικών συμβάσεων και της υποχρεωτικής διαιτησίας μεταξύ εργαζομένων και
εργοδοτών. Η ίδρυση της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας (ΕΟΝ) το 1936, επικεφαλής της οποίας
τέθηκε ο διάδοχος το 1938, προέδιδε το θαυμασμό του Μεταξά προς τον φασισμό, δίχως αυτό να
καθιστά το καθεστώς του φαστικό.

11
3. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Eλληνο-ιταλικός πόλεμος – κατοχή– αντίσταση –απελευθέρωση

Η εμπλοκή της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των παραδοσιακών
συμμάχων που συγκρότησαν το αντιφασιστικό μέτωπο έγινε αμέσως μετά την ιταλική εισβολή (28-
10-1940), η οποία ακολούθησε την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από τον Πρωθυπουργό
της Ελλάδας Ι.Μεταξά, το οποίο απαιτούσε την διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνο-
αλβανική μεθόριο και την κατάληψη στρατηγικών σημείων με στόχο την προώθησή του στην
Αφρική. Η εισβολή αναχαιτίσθηκε σύντομα και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε μεγάλο μέρος της
κατεχόμενης από την Ιταλία Αλβανίας. Ενώ απέτυχε η αντεπίθεση των Ιταλών τον Μάρτιο 1941, η
γερμανική εισβολή από τη Βουλγαρία και την Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο και η κατάληψη των
Ιωαννίνων είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου μετά από λίγο, παρά την
ηρωική αντίσταση ορισμένων μονάδων. Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία
με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση των ανωτέρων του υπέγραψε τη
συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού με τη Γερμανία, στις 20 Απριλίου. Η τελετή
συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε τρείς μέρες μετά, με την ιταλική παρουσία, σύμφωνα με το αίτημα
του Μουσολίνι στον Χίτλερ.Στο μεταξύ ο Κορυζής που είχε αντικαταστήσει τον Μεταξά μετά τον
θάνατό του τον Ιανουάριο 1941, αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου. Ακολούθησε η κατάληψη της
Αθήνας και του Πειραιά (27 Απριλίου) και της Κρήτης τον επόμενο μήνα, με την οποία
τερματιζόταν η επίσημη αντίσταση της Ελλάδας κατά του Άξονα. Έλληνες, Βρετανοί, Νεοζηλανδοί
και Αυστραλοί πολέμησαν στη μάχη της Κρήτης εναντίον των Γερμανών που διέθεσαν μεταξύ
άλλων την επίλεκτη έβδομη μεραρχία αλεξιπτωτιστών, η οποία αποδεκατίστηκε. Εξαιτίας της
μαζικής αντίστασης στους εισβολείς, οι Γερμανοί ισοπέδωσαν την Κάνδανο, κατέστρεψαν και άλλα
χωριά και τουφέκισαν εκατοντάδες Κρήτες.
Η πρωτεύουσα της Ελλάδας που είχε μεταφερθεί προσωρινά στην Κρήτη εγκαταστάθηκε κατόπιν
στη Μέση Ανατολή έως την Απελευθέρωση.
Η αντίσταση της Ελλάδας συνολικά δέσμευσε πολλές δυνάμεις του Άξονα. Οι ελληνικές
νίκες στην Αλβανία προκάλεσαν εκδηλώσεις θαυμασμού σε μία στιγμή του πολέμου κατά την
οποία η αστραπιαία προέλαση της ναζιστικής Γερμανίας είχε οδηγήσει στην κατάληψη της
Πολωνίας, της Δανίας, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας. Από τον
αντιστασιακό Αντρέ Φουζερόν, τον πολεοδόμο, αρχιτέκτονα και ζωγράφο Λε Κορμπυζιέ έως τον
Πωλ Ελυάρ και πολλούς άλλους η Γαλλία της τέχνης και των γραμμάτων τίμησε την ελληνική
αντίσταση ως υπέρτατη πράξη υπεράσπισης της τιμής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το
1949, ο Ροζέ και η Τατιάνα Μιλιέξ διοργάνωσαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο έκθεση με τίτλο

12
«Hommage à la Grèce», με έργα τέχνης που προσφέρθηκαν από Γάλλους καλλιτέχνες «προς
τιμήν του αντιστασιακού ελληνικού λαού».25
Η τριπλή κατάτμηση της Ελλάδας περιλάμβανε τη γερμανική ζώνη στην οποία ανήκε η
Αττική, η Θεσσαλονίκη, ορισμένα νησιά του Αιγαίου και το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης, την
ιταλική με τα Ιόνια νησιά, την Ήπειρο, την Στερεά Ελλάδα και τμήματα της Κεντρικής και Δυτικής
Μακεδονίας (έως τη στρατιωτική κατάρρευση της Ιταλίας) και τέλος την Βουλγαρική που
απαρτίσθηκε από την Δυτική Θράκη, την Α.Μακεδονία, την Θάσο και την Σαμοθράκη.
Παρότι η Γερμανία δεν εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την διοίκηση στην κατεχόμενη
Ελλάδα, άφησε τα περιθώρια για κάποια μορφή συνεργασία. Τα παράπονα των κυβερνήσεων
στρέφονταν εξάλλου κυρίως περί την βουλγαρική κατοχή, ενώ η ιταλόφιλη με τη γερμανόφιλη
φράξια ανταγωνίζονταν στα πλαίσια του κατοχικού καθεστώτος. Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του
Γ.Τσολάκογλου ανακήρυξε την αβασίλευτη «Ελληνική Πολιτεία», ενώ εκπρόσωποι και των δύο
παρατάξεων αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης».26 Παραιτήθηκε
σε συνθήκες δεινής οικονομικής και επισιτιστικής κρίσης υπέρ του Κ.Λογοθετόπουλου, καθηγητή
της Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επί της τελευταίας κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη ιδρύθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας –
στην Αθήνα (όπου οι άνδρες έφεραν στολές Ευζώνων) και τρία στην Πελοπόννησο καταρχάς –
εξαπλώθηκαν το 1944 στις περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας,
εκτός από τη βουλγαρική ζώνη. Οι διοικητές των Ταγμάτων – που ήσαν υπεύθυνα για αντίποινα,
για συμμετοχή στα μπλόκα και στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών μαζί με
τους Γερμανούς – τελούσαν υπό τις διαταγές του αρχηγού τών SS, στη δικαιοδοσία του οποίου
είχαν υπαχθεί και τα αναδιοργανωμένα σώματα ασφαλείας και έδρασαν κυρίως κατά του ΕΛΑΣ. Η
ιδέα για τη δημιουργία τους ανήκε στον Στ.Γονατά και στον Θεόδ. Πάγκαλο με αντικομμουνιστικό
και αντιμοναρχικό αρχικά προσανατολισμό. Συχνά αναφέρονται στη σχετική βιβλιογραφία τα
ονόματα του Διον.Παπαδόγκωνα, διοικητή των Ταγμάτων Πελοποννήσου, του Λεων.Βρεττάκου
επικεφαλής του Τάγματος «Λεωνίδας» και του Νικ.Κουρκουλάκου διοικητή του Τάγματος της
Πάτρας, στο οποίο φέρεται ότι υπηρέτησε ο μετέπειτα δικτάτωρ Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ας
μνημονευθεί επίσης το εθελοντικό σώμα του Γεωργίου Πούλου στη Μακεδονία και τη Θράκη, οι
άνδρες του οποίου έφεραν γερμανικές στολές με τα διακριτικά ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός), η
ομάδα του Αντ.Δάγκουλα στη Θεσσαλονίκαη και εκείνη κάποιων τουρκόφωνων Ποντίων. Τέλος, το
μηχανοκίνητο σώμα του Νικ.Μπουραντά συνεργάσθηκε στενά με τις ναζιστικές αρχές ιδιαίτερα σε
μπλόκα στις εργατικές συνοικίες.
Η καθημερινή ζωή των κατοίκων των αστικών κέντρων υπήρξε δεινή, εξαιτίας της έλλειψης
τροφίμων, που γνώρισε τη χειρότερη στιγμή της το χειμώνα του 1941-42. Η κάλυψη των δαπανών
των στρατευμάτων κατοχής έφθασε το 1942 στα 90% του εθνικού προϊόντος. Η αθρόα εξάλλου

25 Βλ. σχετικά τον πρόλογο του Milliex στην ελληνική έκδοση Αφιέρωμα στην Ελλάδα, 1940-
1944. Κείμενα και μαρτυρίες Γάλλων πού συγκέντρωσε και παρουσιάζει ο Roger Milliex,
Κέδρος, Αθήνα 1980, σ.23-24.
26 Χάγκεν Φλάισερ, «Κατοχή και Αντίσταση, 1941-1944», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,

τόμ.ΙΣΤ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.8-57 και ειδ.16.

13
εκτύπωση χαρτονομίσματος είχε επιφέρει τεράστια άνοδο του πληθωρισμού, ενώ οι επιτάξεις
είχαν πλήξει την εγχώρια βιομηχανία. Ας σημειωθεί ότι οι συναλλαγές με τη Δύση, από όπου η
Ελλάδα εισήγαγε σιτηρά, είχαν διακοπεί. Παρά ταύτα η λαϊκή αντίδραση εναντίον του κατακτητή
εμφανίσθηκε ευθύς αμέσως είτε με τη μορφή αυθόρμητων εκδηλώσεων συμπαράστασης προς
Βρετανούς αιχμαλώτους, είτε με την διανομή προκηρύξεων και την αναγραφή αντιφασιστικών
συνθημάτων στους τοίχους. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και μορφές πάλης στο «πολιτιστικό
μέτωπο», όπως η άρνηση της εκμάθησης των υποχρεωτικών πλέον γλωσσών των κατακτητών και
οι μαζικές εγγραφές στο Γαλλικό Ινστιτούτο.27 Η υποστολή της γερμανικής σημαίας της
αναρτημένης στην Ακρόπολη, στις 30 Μαΐου 1942, από τους φοιτητές Μανώλη Γλέζο και Λάκη
Σάντα, υπήρξε αντιστασιακή ενέργεια μεγάλης συμβολικής αξίας.
Η ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) από το ΚΚΕ το Σεπτέμβριο 1941
σηματοδοτεί την έναρξη της οργανωμένης αντίστασης. Στόχος, σύμφωνα με την ιδρυτική
διακήρυξη, υπήρξε η εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία, ο σχηματισμός προσωρινής
κυβέρνησης από το ΕΑΜ αμέσως μετά την απελευθέρωση και η κατοχύρωση του δικαιώματος του
ελληνικού λαού να αποφασίσει ελεύθερα ποιοί θα τον κυβερνούσαν. Το ιδρυτικό υπέγραψαν οι
εκπρόσωποι του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος (ΑΚΕ), του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος
(ΣΚΕ) και ο Ηλίας Τσιριμώκος, αρχηγός της νεοσύστατης Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Τα
παλαιά πολιτικά κόμματα δεν συμμετείχαν στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Το ιδρυτικό του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ) (Ιαν.1942) είχε
αντιμοναρχικό χαρακτήρα και επαναλαμβανόμενες αναφορές στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Ο
συνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας ιδρυτής του ΕΔΕΣ ανακήρυξε τον στρατηγό Πλαστήρα
αρχηγό της οργάνωσης αυτής, η οποία αποτέλεσε την μεγαλύτερη μετά το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δύναμη,
μετά την έναρξη της ένοπλης δράσης της το καλοκαίρι του 1942, η οποία εκτυλίχθηκε στην
Ήπειρο. Η Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1942 από
προσωπικότητες του Κέντρου, όπως ο Γ.Καρτάλης και ο συνταγματάρχης Δ.Ψαρρός, ο οποίος
επανασυγκρότησε λίγο αργότερα στην Παρνασσίδα το τοπικό 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Άλλες
οργανώσεις ήταν η Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών (ΣΝΝ), η Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων
Νέων (ΠΕΑΝ), η οποία ανατίναξε το αρχηγείο της φιλοφασιστικής Εθνικής Σοσιαλιστικής
Πατριωτικής Οργανώσεως (ΕΣΠΟ) στο κέντρο της Αθήνας (Σεπτ.1942). Η ΠΕΑΝ είναι από τις
πλέον γνωστές ομάδες-εκπροσώπους της δημοκρατικής-σοσιαλιστικής τάσης, όπως και ο ΕΔΕΣ
στην αρχική του μορφή και η ΕΚΚΑ, σε μια περίοδο κατά την οποία ο προοδευτικός-σοσιαλιστικός
λόγος αποτελούσε μάλλον τον κανόνα, όπως εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης των εντύπων.
Ομάδες παρόμοιου ιδεολογικού προσανατολισμού είναι η Επαναστατική Σοσιαλιστική Οργάνωση
Νέων (ΕΣΟΝ), η Νεοδημοκρατική Πρωτοπορία (ΝΠ). Η Λαϊκή Απελευθερωτική Ένωση (ΛΑΕ)
βρέθηκε σε συνεννόηση με ορισμένους ηγέτες πολιτικών κομμάτων για την ίδρυση ενός μετώπου
που θα είχε αντιμοναρχικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Η συμμετοχή των γυναικών δεν είναι
μεγάλη στις ομάδες αυτές, όπως συμβαίνει με το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ (βλ.παρακάτω), με την

27Χάγκεν Φλάισερ, «Κατοχή και Αντίσταση, 1941-1944», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τόμ.ΙΣΤ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.8-57.

14
εξαίρεση της ομάδας κατασκοπείας «Mπουμπουλίνα» επικεφαλής της οποίας είχε τεθεί η Λέλα
Καραγιάννη, καθώς και η αποκλειστικά γυναικεία οργάνωση «Σπίθα» της Λουκίας Μαντζούφα-
Μεταξά.28
Εξάλλου, η αποστολή του ταγματάρχη Ι.Τσιγάντε ως εκπροσώπου του συμμαχικού
στρατηγείου Μέσης Ανατολής και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης είχε ως στόχο τη σύσταση
ανταρτικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Οι Βρετανοί και ειδικότερα η Υπηρεσία Ειδικών
Επιχειρήσεων (SOE) συνέστησαν την οργάνωση «Προμηθέας» επιφορτισμένη με την συλλογή
πληροφοριών και την φυγάδευση Βρετανών αιχμαλώτων πολέμου. Η ανατίναξη της γέφυρας του
Γοργοποτάμου το Νοέμβριο 1942, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της σιδηροδρομικής
επικοινωνίας με την Νότια Ελλάδα, υπήρξε η πρώτη κοινή επιχείρηση των Βρετανών και των
μεγαλύτερων ελληνικών ανταρτικών οργανώσεων (ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ). Ο φόβος συμμαχικής
απόβασης και της δράσης των ανταρτών είχαν κρατήσει στην Ελλάδα πολλές γερμανικές
μεραρχίες. Η SOE παρέμεινε έκτοτε στην Ελλάδα ως Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ΒΣΑ) και
πρώτος αρχηγός της ορίστηκε ο ταξίαρχος «Έντι» Μάιερς και αναπληρωτής αρχηγός ο
ελληνομαθής ταγματάρχης «Κρις» Γούντχαους. Και οι δύο θα αντικατασταθούν από τον
πρεσβευτή Ρέτζιναντ Λήπερ τον Οκτώβριο 1943.
Η Ελλάδα εξάλλου συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων και με τους τρεις
κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα πλοία που διασώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των
Γερμανών, οδηγήθηκαν στην Αλεξάνδρεια και ενώθηκαν με τις βρετανικές δυνάμεις. Τον Μάιο
1941 έφθασε μεταξύ άλλων και το γνωστό για τις νίκες του στον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο
θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ». Πλοία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού συμμετείχαν επίσης στις
συμμαχικές επιχειρήσεις της Βόρειας Αφρικής, στις αποβατικές επιχειρήσεις στη Σικελία, στην
Καλαβρία, στο Σαλέρνο και στα Δωδεκάνησα (1943), στην απόβαση της Νορμανδίας και της
Νότιας Γαλλίας. Η συμφωνία Ήντεν-Τσουδερού (Μάρτιος 1942) όριζε ότι την οργάνωση του
Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής αναλάμβανε η βρετανική διοίκηση. Η πρώτη
ελληνική ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Παναγιώτη Κατσώτα διακρίθηκε στην μάχη του Ελ
Αλαμέιν, στην οποία συμμετείχε και η ελληνική αεροπορία. Η τρίτη ταξιαρχία – που δημιουργήθηκε
μετά τη διάλυση της πρώτης (Απρ.1944) και της δεύτερης εξατίας των στάσεων στο στράτευμα
(Ιούλιος 1943)– διακρίθηκε με τη σειρά της στη μάχη του Ρίμινι.
Κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης που ακολούθησε την κήρυξη γενικής απεργίας από το
ΕΑΜ, το Φεβρουάριο 1943, εξαγγέλθηκε η ίδρυση της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων
(ΕΠΟΝ) και των Ομάδων Προστασίας του Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Τον Μάρτιο 1943 η μαζική
αποχή των δημοσίων υπαλλήλων και η διαδήλωση κατά της πολιτικής επιστράτευσης πέτυχε την
ματαίωση της. Η οργάνωση των πρώτων ανταρτικών ομάδων και των τμημάτων του Ελληνικού
Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) ανατέθηκε στον Άρη Βελουχιώτη (Θανάσης Κλάρας)
που υπήρξε ο «αρχικαπετάνιος» του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ από το 1943. Το λεγόμενο
«Σύμφωνο Εθνικών Ομάδων» υπογράφηκε από τον ΕΛΑΣ τον Ιούλιο, στο οποίο προσχώρησε ο

28Βλ.σχετικά Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της
Αντίστασης 1941-1944, τόμ.2, Εκδ.Παπαζήση, Αθήνα 1995, σ. 13.

15
ΕΔΕΣ μετά από βρετανική πίεση. Αμέσως μετά, το Κοινό Γενικό Αρχηγείο των Ανταρτών
συγκροτήθηκε στο Περτούλι. Τούτο δεν απέτρεψε τις συγκρούσεις στο βουνό ανάμεσα στον
ΕΛΑΣ και τις άλλες ανταρτικές ομάδες – οι οποίες δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν έναν μη εαμικό
πόλο – και κυρίως αυτές μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Η ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής
Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στην Ευρυτανία, στις αρχές Μαρτίου 1944, αποσκοπούσε στη
διοίκηση της ορεινής «Ελεύθερης Ελλάδας», της περιοχής δηλαδή που είχε απελευθερωθεί από
τον ΕΛΑΣ. Οι περιοχές αυτές είχαν προηγουμένως οργανωθεί στη βάση θεσμών λαΙκής
αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, εγκεκριμένων και από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο των Ανταρτών.
Η ΠΕΕΑ συγκρότησε Γραμματείες-Υπουργεία, όρισε διοικητικές επιτροπές και διοικητές στις
επαρχίες και το Εθνικό Συμβούλιο ως αντιπροσωπευτικό σώμα. Επίσης, έθεσε κανόνες απονομής
δικαιοσύνης, ένα σύστημα φορολόγησης σε είδος, υπήγαγε στην εξουσία της τον ΕΛΑΣ και ίδρυσε
την Εθνική Πολιτοφυλακή. Με την έλευση της εξόριστης κυβέρνησης, η ΠΕΕΑ διαλύθηκε
αυτοβούλως το Νοέμβριο 1944. Η απόφαση αυτή του ΕΑΜ επηρέασε τις εξελίξεις προς την
κατεύθυνση της δημιουργίας ενιαίας κυβέρνησης,29 μιας και οι παραδοσιακοί ηγέτες έσπευσαν να
στείλουν εκπροσώπους.
Στο Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο 1944, οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ δέχτηκαν να
υπογράψουν το κείμενο της τελικής απόφασης που είχε συντάξει ο πρωθυπουργός της εξόριστης
κυβέρνησης Γεώργιος Παπανδρέου, η οποία είχε σχηματιστεί μετά την σοβαρή κρίση του Απριλίου
στην Μέση Ανατολή και την συνεπαγόμενη παραίτηση Τσουδερού. Το κείμενο μεριμνούσε για την
αποκατάσταση της πειθαρχίας στις ένοπλες δυνάμεις, τη συμμετοχή των ανταρτικών ομάδων στην
κυβέρνηση και το σεβασμό της ασφάλειας και της ελευθερίας στην Ελλάδα μετά την
απελευθέρωση. Ο Παπανδρέου, ο οποίος διαπνεόμενος από φιλελεύθερες αξίες είχε εκφράσει τον
αντικομμουνισμό του από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1940, κατηγόρησε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ότι
αποσκοπούσε στην κατάληψη της εξουσίας μετά τη λήξη του πολέμου. Το κλίμα δεν ήταν εξάλλου
ευνοϊκό για τον ΕΛΑΣ μετά την επίθεση στο 5/42 Σύνταγμα της ΕΚΚΑ τον Απρίλιο και την εκτέλεση
του Συνταγματάρχη Ψαρρού. Τα αστικά κόμματα επιδίωκαν τη συγκρότηση ενός εθνικού στρατού
που δεν θα είχε σχέση με τον ΕΛΑΣ.
Την περίοδο εκείνη έλαβε χώρα η «συμφωνία των ποσοστών» μεταξύ της Βρετανίας και
της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης, ενώ η ηγεσία του ΕΑΜ δεν ενέκρινε καταρχήν την συμφιλιωτική
στάση των εκπροσώπων του στο Συνέδριο, απέσυρε λίγο αργότερα τις επιφυλάξεις της και όρισε
τέσσερις εκπροσώπους σε αυτό. Στην Καζέρτα της Ιταλίας εξάλλου, το Σεπτέμβριο, ο ανώτατος
διοικητής του ΕΛΑΣ Στρατηγός Στέφανος Σαράφης και ο Ναπολέων Ζέρβας δέχθηκαν να θέσουν
τις δυνάμεις τους υπό τις διαταγές του Βρετανού Αντιστράτηγου Ρόναλντ Σκόμπι. Αποφασίστηκε
επίσης ο χαρακτηρισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας ως εχθρικών σχηματισμών, εφόσον δεν
παραδίδονταν.
Οι Γερμανοί διέβησαν τον Ισθμό στις 3 Οκτωβρίου και οι Βρετανοί αποβιβάσθηκαν στην
Πάτρα εγκαθιστώνας ως κυβερνητικό επίτροπο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Στις 12 Οκτωβρίου
αποχώρησαν οι Γερμανοί από την Αθήνα και ως τις 3 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η αποχώρησή

29 Στο ίδιο, σ.38.

16
τους από την Ελλάδα. Ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωσε την προσπάθειά τους να ανατινάξουν
υποχωρούντες το εργοστάσιο της Ηλεκτικής Εταιρείας στο Κερατσίνι. Μεγάλες προσπάθειες
καταβλήθηκαν από την κυβέρνηση για να τερματιστεί η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική
Μακεδονία και στη Θράκη. Μετά τη διάβαση του Δούναβη από τον Κόκκινο Στρατό, η Σόφια είχε
αλλάξει στρατόπεδο δίχως ωστόσο να εγκαταλείψει τις εδαφικές της βλέψεις στη Μακεδονία. Κάτω
από τις συμμαχικές πιέσεις δέχθηκε να εκκενώσει τα ελληνικά εδάφη.
Η εξόριστη κυβέρνηση έφθασε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου, όπου έγιναν μεγάλες λαϊκές
εκδηλώσεις. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έβγαλε βαρυσήμαντο λόγο στην Πλατεία Συντάγματος,
υποσχόμενος τη δημιουργία εθνικού στρατού, την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας και τη
λύση του πολιτειακού. Η πρώτη μεταπελευθερωτική κυβέρνηση σχηματίστηκε στις 23 Οκτωβρίου
με επικεφαλής τον Παπανδρέου και στην οποία συμμετείχαν έξι υπουργοί της εαμικής Αριστεράς.
Οι Βρετανοί ενίσχυσαν τη Χωροφυλακή και μεθόδευσαν τη μεταφορά της Ορεινής Ταξιαρχίας από
το Ρίμινι, οι άνδρες της οποίας διακρίνονταν από αντικομμουνιστικά αισθήματα. Κύριο μέλημά τους
ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων της Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο και προς
τούτο ο παραγκωνισμός των εαμικών δυνάμεων θεωρήθηκε απ'αυτούς αναγκαίος.
Η εμπλοκή της Ελλάδας στον Δεύτερο Πόλεμο άφησε την εθνική οικονομία κατεστραμμένη,
ένα εκατομμύριο περίπου ανθρώπους άστεγους, και πέραν από τις απώλεις στις μάχες, τη χώρα
στερημένη από μισό εκατομμύριο ανθρώπους, θύματα του λιμού, το μεγαλύτερο μέρος από τους
ελληνοεβραίους και τα θύματα των αντιποίνων (Ολοκαύτωμα Κανδάνου, Κομμένου Άρτας,
Δομένικου, Δοξάτου, Καλαβρύτων, Διστόμου, Σκοπευτηρίου Καισαριανής, Χαϊδαρίου, Χορτιάτη
30
Θεσσ/νίκης). Η μεταφορά των Ελληνοεβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα θανάτου
ξεκίνησε το Μάρτιο 1943. Ακολούθησαν τέλος η Κρήτη, η Κέρκυρα, η Ρόδος και η Κως, με τη
φωτεινή εξαίρεση της Ζακύνθου, όπου ο εβραϊκός πληθυσμός διασώθηκε.
Μεταξύ 1945 και 1947, η βοήθεια από την UNRA (United Nations Relief and Rehabilitation
Administration), που διαδέχθηκε την Στρατιωτική Ένωση (LIAISON), αντιμετώπισε τα προβλήματα
επισιτισμού. Το αίτημα της ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου δεν ικανοποιήθηκε, αφού ελληνικές
διεκδικήσεις σε βάρος της Αλβανίας και της Βουλγαρίας συνάντησαν τη σοβιετική αντίδραση. Το
αίτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα προσέκρουσε στην αποφασιστική άρνηση του
Τσώρτσιλ, ενώ αντίθετα τα Δωδενάνησα παραχωρήθησαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη Ειρήνης
του Παρισιού (η επίσημη ενσωμάτωση στις 7 Μαρτίου 1948).

30Βλ. Γιάννης Δ.Στεφανίδης, «Η Ελλάδα στον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, 1940-44», Εκπαιδευτική


Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ.25, Εκδοτική Αθηνών, σ.396-405 και ειδ.405. Βλ. επίσης
Στράτος Ν.Δορδανάς, Το Αίμα των Αθώων. Αντίποινα των Γερμανικών Αρχών Κατοχής στη
Μακεδονία, 1941-1944, Εστία, Αθήνα 2007.

17
Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος και η πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία

Αν οι συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ θεωρηθούν ως ο πρώτος γύρος του Εμφυλίου Πολέμου, σύμφωνα


με την τριχοτόμηση που είχε προταθεί από τη δεξιά ιστοριογραφία του εμφυλίου, τον δεύτερο γύρο
συνιστούν οι συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1944 στην Αθήνα, τις οποίες πυροδότησε η διαταγή του
Στρατηγού Σκόμπι για τον αφοπλισμό της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Οι εαμικοί υπουργοί
αποχώρησαν από την κυβέρνηση και οργανώθηκε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία
Συντάγματος για τις 3 Δεκεμβρίου. Το συγκεντρωμένο πλήθος δέχτηκε πυρά από την κατεύθυνση
των Παλαιών Ανακτόρων και τη Διεύθυνση της Αστυνομίας που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο
τριάντα περίπου διαδηλωτών και τον τραυματισμό πολλών άλλων. Τούτη ήταν η αρχή μιας
πολυήμερης σύρραξης, κατά την οποία ενώ στην αρχή φάνηκε ότι ήταν ευνοϊκή για τον ΕΛΑΣ,
αργότερα μεταστράφηκε σε βάρος του. Διέθετε εξάλλου μικρότερο αριθμό δυνάμεων από τους
αντιπάλους του και λιγότερες πηγές ανεφοδιασμού. Περικυκλώθηκε έτσι και αφοπλίστηκε το 2ο
σύνταγμα της II μεραρχίας του ΕΛΑΣ από τις βρετανικές δυνάμεις. Την επομένη μέρα, κατά το νέο
μεγάλο συλλαλητήριο με αφορμή την κηδεία των θυμάτων, έγινε επίθεση που υπήρξε επίσης
αιματηρή.
Στις 31 Δεκεμβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέως, ενώ η
κυβέρνηση Πλαστήρα διαδέχθηκε την παραιτηθείσα κυβέρνηση Παπανδρέου (3-1-1945) και η
πρωτεύουσα εκκενώθηκε από τις εαμικές δυνάμεις. Το αντι-εαμικό συλλαλητήριο που οργανώθηκε
στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου, μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την πρωτεύουσα, έδειξε ότι
τα αντικομμουνιστικά αισθήματα ήσαν ισχυρά σε μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Η μνήμη
του Δεκέμβρη, τα θύματα μεταξύ των αμάχων που είχαν προκαλέσει και οι δύο πλευρές, οι
επιθέσεις των Άγγλων και του ΕΛΑΣ, η βία και οι αντεκδικήσεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ,
διαμόρφωσαν εχθρικές παραστάσεις για τον κομμουνισμό. 31
Μετά την ανακωχή του ΕΛΑΣ και των Βρετανών, η ειρηνευτική Συμφωνία της Βάρκιζας που
υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945, δεν πέτυχε να συμφιλιώσει τα δύο αντίπαλα μέρη. Η
αποστράτευση των ένοπλων αντιστασιακών τμημάτων, την οποία αξίωνε πραγματοποιήθηκε, όσο
αφορούσε στον ΕΛΑΣ, παρότι δεν παραδόθηκαν όλα τα όπλα. Οι περιοχές οι ελεγχόμενες από το
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα παραδίδονταν στην κεντρική κυβέρνηση, ενώ θα ήρετο ο στρατιωτικός νόμος και θα
αμνηστεύονταν τα πολιτικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μετά την 3η Δεκεμβρίου 1944. Η
ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν επίσης να συγκροτήσει εθνικό στρατό, να προβεί σε εκκαθάριση
του δημόσιου τομέα από τους δοσίλογους και τους μεταξικούς και να διενεργήσει γνήσιο
δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα.
Τον Απρίλιο αποχώρησαν από το ΕΑΜ οι συνεργαζόμενες οργανώσεις (ΕΛΔ, ΣΚΕ, ΕΣΚΕ)
και η 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ διέγραψε τον Άρη Βελουχιώτη από το ΚΚΕ
με την αιτιολογία ότι αρνήθηκε να πειθαρχήσει στη Συμφωνία της Βάρκιζας και να παραδώσει τα

31Βλ.σχετικά Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Δεκέμβρης 1944. Τέλος και αρχή», στο Ιστορία της
Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμ.Γ'2, 1940-45, σ.303-391, ειδ.387.

18
όπλα. Η κομματική αποκατάστασή του έγινε το 1962. Ύστερα από δύο χρόνια εγκλεισμού στο
Νταχάου, Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, επέστρεψε
στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ ένα κύμα λευκής τρομοκρατίας είχε εξαπλωθεί μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Οι αντικομμουνιστικές τρομοκρατικές συμμορίες, με προεξάρχουσα την «Χ» που έδρασε κυρίως
στην Πελοπόννησο, κατεδίωκαν όλους τους μη βασιλόφρονες πολίτες. Οι εφημερίδες του Κέντρου
κατήγγειλαν το γεγονός της δίωξης και της φυλάκισης όχι μόνον κομμουνιστών αλλά και
«νοικοκυραίων, μη κομμουνιστών, δημοκρατικών αστών». Για την Φθιώτιδα και την Ευρυτανία
έγραφαν ότι ασκείτο τρομοκρατία από βασιλικές συμμορίες που δρούσαν υπό την προστασία και
την κάλυψη της Χωροφυλακής.32 Από τον Ιούνιο 1945, τέσσερις βενιζελικοί πρώην πρωθυπουργοί
και ο αρχηγός του μικρού Αγροτικού κόμματος, είχαν επισημάνει το γεγονός αυτό της δίωξης των
δημοκρατικών πολιτών από οργανώσεις της άκρας Δεξιάς που είχαν εν μέρει οπλισθεί από τους
Γερμανούς. Εξάλλου αντί των εκκαθαρίσεων στις τάξεις της Εθνοφρουράς που προέβλεπε η
Συμφωνία της Βάρκιζας, επανεντάχθηκαν όσοι υπηρετούσαν, μεταξύ των οποίων και άνδρες των
Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ αποκλείσθηκαν οι επαγγελματίες αξιωματικοί του Μεσοπολέμου που
είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ. Το ίδιο πνεύμα επικράτησε από το 1945 στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα και στα Πανεπιστήμια, παρότι ο Γ.Παπανδρέου είχε θέσει το ζήτημα της «ηθικής καθάρσεως
του παρελθόντος» σε ό,τι αφορούσε στα Πανεπιστήμια, τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της
Επικρατείας.33 Η δίκη των τριών κατοχικών πρωθυπουργών και άλλων στην Αθήνα (21-2 έως 31-
5-1945) κατέληξε σε βαριές καταδίκες που δεν θα εφαρμόζονταν ποτέ. Η πορεία προς την εμφύλια
διαμάχη είχε δρομολογηθεί.
Οι εκλογές του Μαρτίου 1946, κατά τις οποίες η Αριστερά απείχε, έδωσαν πλειοψηφία
στους βασιλόφρονες που προετοίμασαν το δημοψήφισμα το Σεπτέμβριο για την επιστροφή του
Βασιλιά. Παρά τη συμμετοχή σε αυτό όλων των αντιμοναρχικών-δημοκρατικών δυνάμεων, στις
οποίες ανήκε πλέον και η Εθνική Πολιτική Ένωση υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Γ. Παπανδρέου
και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, οι οποίοι είχαν έως εκείνη τη στιγμή αποφύγει να πάρουν θέση
στο πολιτειακό, το αποτέλεσμα ήταν 68% υπέρ της βασιλείας.34
Τον Οκτώβριο 1946 ιδρύθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, υπό τον Μάρκο Βαφειάδη,
προορισμένο να συντονίσει τις ομάδες στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Στερεά.
Δύο μήνες αργότερα οι ανταρτικές ομάδες μετονομάσθηκαν σε «Δημοκρατικό Στρατό της
Ελλάδας», αποσκοπώντας πιθανόν στην απόκτηση του χαρακτήρα του εμπολέμου. Τον
Δεκέμβριο 1947 εξαγγέλθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας η δημιουργία
της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης με πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών τον
Μάρκο. Η θέση της ήταν στο χωριό Πύλη, κοντά στα Αλβανικά και Γιουγκοσλαβικά σύνορα. Σε

32 Ελευθερία, 23-3-1946, Τα Νέα, 22-1-1946, 14,15-8-1946.


33 Βλ. σχετικά Γιάννης Γ.Γιανουλόπουλος, Ο Μεταπολεμικός Κόσμος. Ελληνική και Ευρωπαϊκή
Ιστορία (1945-1963), Παπαζήση, Αθήνα 1992, σ.225-230.
34 Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, «Οι εκλογές και το Δημοψήφισμα του 1946 προοίμιο του Εμφυλίου

Πολέμου» στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984,
σ.307-340.

19
αυτήν συμμετείχαν στελέχη του ΚΚΕ. Αμέσως μετά, άρχισε η μάχη της Κόνιτσας, η οποία δεν
κατέληξε στον επιθυμητό στόχο για το ΚΚΕ, την κατάληψη της πόλης. Στις αρχές του 1948,
αποφασίστηκε η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό και προς τούτο επελέγη ο ορθόδοξος
πόλεμος εκ παρατάξεως. Επιβλήθηκε αυστηρή πειθαρχία, στρατοδικεία και δημιουργήθηκαν
στρατιωτικές σχολές. Μετά την απομάκρυνση του Μάρκου, εξαιτίας της διαφωνίας με τον
Ζαχαριάδη σε στρατιωτικά ζητήματα και στο θέμα της ρήξης Τίτο-Στάλιν, ο γενικός γραμματέας του
ΚΚΕ έγινε και αρχηγός του ΔΣΕ. Το καλοκαίρι του 1948, μετά την εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από
την Κομινφόρμ, ο Μάρκος είχε ταχθεί αλληλέγγυος προς τον Τίτο, ενώ οι Έλληνες αντάρτες
στερήθηκαν σημαντικών εφοδίων και εφεδρειών.
Μετά το 1947 το ΚΚΕ κλιμάκωσε την πολεμική προσπάθεια. Δεν ήταν διατεθειμένο να
δεχθεί συμφωνία που θα κατέληγε όπως εκείνη του Φεβρουαρίου 1945.35 Και τούτο, δεδομένης
της αδυναμίας ή της απροθυμίας της ΕΣΣΔ να συνδράμει τον αγώνα του, ιδιαίτερα μετά την
εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ. Η Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή
είχε αρχίσει να συνεργεί προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του κυβερνητικού στρατού. Ο
διορισμός του στρατηγού Παπάγου ως αρχιστρατήγου με δικτατορικές εξουσίες έγινε μετά από
αμερικανικές πιέσεις, τον Ιανουάριο 1949.36
Μετά τις μαζικές συλλήψεις του Ιουλίου 1947 λειτούργησε και το γνωστό στρατόπεδο
«αναμόρφωσης» της Μακρονήσου. Η βασίλισσα Φρειδερίκη μαζί με άλλες κυρίες της υψηλής
κοινωνίας είχαν ήδη δημιουργήσει τον Βασιλικό Οργανισμό Προνοίας που ανέλαβε την λειτουργία
53 Παιδουπόλεων έως το τέλος του Εμφυλίου. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν η συγκέντρωση
παιδιών ανταρτών και η διαπαιδαγώγησή τους σύμφωνα με τις αξίες της εθνικοφροσύνης. Τον
Μάιο του 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ίδρυσε από την πλευρά της την Επιτροπή
Βοήθειας στο Παιδί, η οποία ανέλαβε να συντονίσει τις αποστολές των παιδιών στις «Λαϊκές
Δημοκρατίες». Ο «πόλεμος των παιδιών» υπήρξε μια άλλη όψη του Εμφυλίου που παρότι
χρησιμοποιήθηκε κι από τις δύο πλευρές για τις ανάγκες της προπαγάνδας, αφορούσε τις ζωές
των ανυποψίαστων θυμάτων του πολέμου που γνώρισαν σε μια ευαίσθητη ηλικία την εμπειρία του
εγκλεισμού ή της πολιτικής προσφυγιάς μακριά από τις οικογένειές τους. Μια άλλη σκληρή όψη
του πολέμου υπήρξε η εναλλαγή των ρόλων του θύτη και του θύματος στην ιστορία του ΚΚΕ.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σταύρου Κασιμάτη που ενώ υποψιαζόταν τον σύντροφό
του Νίκο Πλουμπίδη37 για χαφιέ, θεωρήθηκε κι αυτός ύποπτος και τιμωρήθηκε από την ηγεσία του
κόμματος με εξορία.38
Οι τελευταίες μάχες του πολέμου ήταν εκείνες που έγιναν στην περιοχή Γράμμου και Βίτσι,
το καλοκαίρι του 1949, όπου ήταν οχυρωμένο το κύριο σώμα των ανταρτών. Μετά την ήττα του

35 Για τη στρατηγική του ΚΚΕ στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, η οποία περιστρεφόταν γύρω από την
«εναλλαγή των εννοιών του πολέμου και της ειρήνης, με τον πόλεμο να διεξάγεται μετά το 1946 με σκοπό
την αποκατάσταση του κόμματος στη θέση που απολάμβανε πριν από το Δεκέμβριο του 1944», βλ.
Θανάσης Δ.Σφήκας, Πόλεμος και Ειρήνη στη στρατηγική του ΚΚΕ, 1945-1949, Φιλίστωρ, Αθήνα 2001.
36
Γιάννης Ιατρίδης, «Εμφύλιος Πόλεμος, 1945-1949», στο Η Ελλάδα στη Δεκαετίας 1940-1950. 'Ενα ΈΘνος
σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ.341-382, ειδ.367.
37
Για την εκτέλεση Πλουμπίδη, βλ.εφημερίδες 14ης Αυγούστου 1954.
38
Βλ. τη μαρτυρία του στο Στέλιος Κούλογλου, Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική Αριστερά, Εστία,
Αθήνα 2006, σ.299-338.

20
ΔΣΕ, περισσότεροι από τρεις χιλιάδες αντάρτες και συμπαθούντες ακολούθησαν τον Ζαχαριάδη
στην Αλβανία, και λιγότεροι δραπέτευσαν στη Βουλγαρία. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν.
Η πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία αποτελεί την άτυπη συνέχιση του πολέμου αφού τα
«έκτακτα μέτρα» του εμφυλίου διατηρήθησαν εν ισχύ και μάλιστα παράλληλα με το Σύνταγμα του
1952. Η μοναρχία και ο στρατός λειτουργούσαν αυτόνομα και όχι πάντοτε υπό τον έλεγχο του
κοινοβουλίου και της εκάστοτε κυβέρνησης. Η παρουσία επίσης παραστρατιωτικών μονάδων στην
ύπαιθρο, όπως τα Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας (ΤΕΑ) – μετεξέλιξη των Μονάδων Ασφαλείας
Υπαίθρου και των Μονάδων Αποσπασμάτων Διώξεως του Εμφυλίου Πολέμου (ΜΑΔ) – οι
διοικητικές εκτοπίσεις και οι στερήσεις της ελληνικής ιθαγένειας αντανακλούσαν τις όψεις μιας
«καχεκτικής δημοκρατίας». Ο αποκλεισμός των κομμουνιστών από το εθνικό σώμα – το ΚΚΕ
τίθεται εκτός νόμου και οι προσκείμενες σε αυτό εφημερίδες κλείνουν με τον αναγκαστικό νόμο
502/1947– ήταν έκδηλος στον χαρακτηρισμό τους ως σλαβοκομμουνιστών ή έστω Ελλήνων ξένης
συνείδησης και κατασκόπων. Εξάλλου, η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης θα προσλάβει
μεταπολεμικά το ιστορικό της περιεχόμενο ως ιδεολογία του αποκλεισμού, του εξοβελισμού των
κομμουνιστών από το εθνικό σώμα.
Η τομή επομένως μεταξύ Ελλήνων και μη Ελλήνων, η άποψη περί της έξωθεν επιβουλής
και της συνεχιζόμενης εμπόλεμης κατάστασης είναι στοιχεία που θα επικρατήσουν στον πολιτικό
λόγο της Δεξιάς την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία. Η δεξιά συγκροτήθηκε ως παράταξη μετά το
1951 με τη συσπείρωση όλων των τάσεων στον Ελληνικό Συναγερμό (ΕΣ) του αρχιστρατήγου
Παπάγου που κυβέρνησε από το 1952 έως το θάνατό του τον Οκτώβριο 1955. Το Φεβρουάριο
1952 η Βουλή ενέκρινε την προσχώρηση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, με την αρνητική ψήφο των
βουλευτών της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) που είχε ιδρυθεί λίγους μήνες νωρίτερα.
Εξάλλου, την περίοδο εκείνη πραγματοποιήθηκε η νομισματική μεταρρύθμιση, βασικό μέτρο της
οποίας υπήρξε η υποτίμηση της δραχμής από τον υπουργό Συντονισμού της κυβέρνησης
Παπάγου, Σπύρο Μαρκεζίνη.
Τον Ιανουάριο του 1956 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανήγγειλε την ίδρυση της Εθνικής
Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ) στην οποία προσχώρησαν οι περισσότεροι βουλευτές του
Συναγερμού αλλά και τριάντα στελέχη των Φιλελευθέρων, όπως ο Ε.Αβέρωφ, ο Γρ.Κασιμάτης, ο
Κ.Τσάτσος και ο Ε.Τσουδερός. Ο Καραμανλής θα κυβερνούσε επί μία οκταετία, από το 1956 έως
το 1963. Η οικονομική ανάπτυξη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 που χαρακτηρίστηκε
από την κυβέρνηση ως «οικονομικό θαύμα» συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας μεσαίας τάξης
με νέα καταναλωτικά πρότυπα και συνοδεύτηκε από αύξηση των ανισοτήτων και ένα μεγάλο κύμα
εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε επίσης στη
σύνδεση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και στη σύσφιξη των σχέσεων
με τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία.39


Η έκφραση ανήκει στον Ηλία Νικολακόπουλο.
39Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967,
Εκδ.Πατάκη, Αθήνα2001, σ.254-5.

21
Ο Καραμανλής, ο οποίος είχε διατελέσει επιτυχημένος υπουργός Δημοσίων Έργων, έλαβε
την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από το Βασιλιά. Στην εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου
1956 αντιπαρατέθησαν προς αυτήν εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες δυνάμεις μέσω της
Δημοκρατικής Ενώσεως στην οποία συμμετείχε και η ΕΔΑ. Στις εκλογές του Μαΐου 1958 η ΕΡΕ
εξασφάλισε άνετη πλειοψηφία αλλά έκπληξη συνιστούσε η άνοδος της ΕΔΑ, η οποία κατέλαβε τη
δεύτερη θέση με ποσοστό 24,43% και το Κέντρο την τρίτη. Στους γενικούς τίτλους του φύλλου της
2ας Μαΐου η Ακρόπολις προειδοποιούσε τους αναγνώστες της να μην παρασύρονται από
συνθήματα περί ειρήνης, γιατί η Ρωσία δια της ΕΔΑ θα άπλωνε την ηγεμονία της στην Ελλάδα.
Η «ανταρσία» δεν είχε λήξει ακόμη για τους εθνικόφρονες. Για το επίσημο κράτος,
θεωρείτο ωστόσο λήξασα μόλις το 1962, όπως θα έκρινε τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Μετά
τον Εμφύλιο πόλεμο του 1946-49 που ερμηνεύτηκε με όρους διεθνούς πάλης εναντίον του
σοβιετικού ολοκληρωτισμού, η Ελλάδα ήταν σε θέση να ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει μια διαρκή
σλαβική-σοβιετική απειλή εντός των συνόρων της. Όπως και άλλες εκδοχές της μεταπολεμικής
αντικομμουνιστικής ιδεολογίας στο δυτικό κόσμο, η εθνικοφροσύνη εγγράφεται συγχρόνως στο
εθνικό πεδίο και στο σύστημα αξιών της Δύσης.
Ας σημειωθεί ότι το έγκλημα της κατασκοπείας ενεργοποιήθηκε στην Ελλάδα εκ νέου με
την ψήφιση νόμου που διατηρούσε σε ισχύ τον αναγκαστικό νόμο 375, κατά την παραμονή της
έναρξης ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα του 1950. Ο νόμος αυτός όριζε την ποινή του θανάτου
σε όποιον μετέδιδε στρατιωτικά ή άλλα μυστικά ασκώντας κατασκοπεία, ακόμη και σε καιρό
ειρήνης. Τον Ιανουάριο 1952, μετά την κατάργηση της δικαιοδοσίας των εκτάκτων στρατοδικείων
στα αδικήματα που προβλέπονταν από τον αναγκαστικό νόμο 509, ο νόμος 375 επέτρεπε πλέον
την αρμοδιότητα των στρατοδικείων «στο πεδίο των εγκλημάτων εναντίον του κράτους». Η πρώτη
από τις δίκες που έγιναν για παράβαση του 375 υπήρξε η δίκη γαι κατασκοπεία εναντίον του Νίκου
Μπελογιάννη και 28 συγκατηγορουμένων του που κατέληξε στην εκτέλεση τεσσάρων
ανθρώπων.40 Κάτω από τις συνθήκες αυτές επισπεύσθηκε η ψήφιση του νομοσχεδίου για τα μέτρα
επιείκειας που κατατέθηκε από την κυβέρνηση Πλαστήρα το Δεκέμβριο 1951. Τούτο προέβλεπε ότι
οι θανατικές ποινές που είχαν επιβληθεί έως τα τέλη Οκτωβρίου για αδικήματα που σχετίζονταν με
τον Εμφύλιο πόλεμο θα μετατρέπονταν σε ισόβια. Η κυβέρνηση προχώρησε στην απόλυση
εκτοπισμένων στον Άγιο Ευστράτιο και στο Τρίκερι, συνάντησε την αντίθεση της δεξιάς, αλλά και
τις επιφυλάξεις του ίδιου του Βενιζέλου.
Ορισμένα, δειλά μέτρα εκδημοκρατισμού θα υιοθετούσε η κυβέρνηση Καραμανλή που
σχηματίσθηκε μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1961, όπως η κατάργηση του στρατοπέδου
εκτόπισης στον Άγιο Ευστράτιο. Στα μέτρα αυτά προχώρησε ο Καραμανλής μετά τις εργατικές
κινητοποιήσεις και τις μαθητικές-φοιτητικές που ξεκίνησαν το Δεκέμβριο 1962 με αίτημα τη διάθεση
του 15% του προϋπολογισμού για την Παιδεία, όπως επίσης και τα μαχητικά αγροτικά
συλλαλητήρια που οργανώθηκαν.
Ο «ανένδοτος αγώνας» ξεκίνησε συμβολικά με την απουσία της Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ) και της
ΕΔΑ από την εναρκτήρια συνεδρίαση της Βουλής ως εκδήλωση διαμαρτυρίας στο «εκλογικό

40 Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, σ.571-2.

22
πραξικόπημα», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που προσέδωσε ο Γ.Παπανδρέου στις πρακτικές
«βίας» και «νοθείας» που ασκήθηκαν κατά τις εκλογές.41 Ο ανένδοτος αγώνας διεπλάκη έτσι με
ένα κίνημα πολιτικής διαμαρτυρίας και εξέφρασε ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα σε μια
ιστορική στιγμή κατά την οποία οι πολίτες αισθάνθηκαν ικανοί να διεκδικήσουν ό,τι θεωρούσαν
πως είχε καταστρατηγηθεί τα πρώτα χρόνια μετά το πέρας του Εμφυλίου πολέμου, διαγράφοντας
για πρώτη φορά νέους ορίζοντες προσδοκιών. Ο ανένδοτος υπήρξε όμως σε μία στενότερη
προοπτική ένα στοιχείο ταυτότητας για έναν πολιτικό χώρο που τον καθιστούσε διακριτό από την
δεξιά και την αριστερά.42
Συνθήκες οξύτατης πολιτικής κρίσης δημιούργησε όμως η δολοφονία του βουλευτή της
ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου 1963, στη Θεσσαλονίκη, από αντικομμουνιστικές ομάδες
με την εμπλοκή στελεχών της Χωροφυλακής, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης οργανωμένης από
την Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Οι ανακρίσεις που διεξήχθησαν υπό την
καθοδήγηση του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη έδειξαν τη συνέργεια κράτους και παρακράτους,
χωρίς να προκύψει κυβερνητική ευθύνη. Ο Καραμανλής υπέβαλε κατόπιν την παραίτησή του και
αναχώρησε προσωρινά από την Ελλάδα, δεδομένης και της διαφωνίας που προέκυψε με τον
Βασιλιά Παύλο σχετικά με την σχεδιαζόμενη επίσκεψη των βασιλέων στο Λονδίνο. Στις 9
Δεκεμβρίου παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΕΡΕ, στην οποία τον διαδέχθηκε ο
Π.Κανελλόπουλος.

41 Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Από το τέλος του Εμφυλίου πολέμου έως την άνοδο της
Ένωσης Κέντρου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ.ΙΣΤ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000,
σ.205.
42 Βλ. σχετικά Χρήστος Χρηστίδης, «Ανένδοτος Αγώνας: η αιχμή του δόρατος. Παρατηρήσεις

για τη θεματολογία της Ελευθερίας 1961-63», στο Η Σύντομη Δεκαετία του 60,

23
Η «σύντομη δεκαετία» του 60. Από την άνοδο της ΕΚ στην δικτατορία
των Συνταγματαρχών

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 την πρώτη θέση κατέλαβε η ΕΚ του Γ.Παπανδρέου που είχε
ιδρυθεί το 1961. Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε αλλά η αδυναμία της να εξασφαλίσει απόλυτη
πλειοψηφία στη Βουλή και να διαδεχθεί την κοινοβουλευτική στήριξη της ΕΔΑ την οδήγησε σε
παραίτηση μετά από διάστημα πενήντα ημερών. Κατά την περίοδο εκείνη, εξήγγειλε ή έθεσε σε
εφαρμογή μέτρα κοινωνικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων εκείνα που στόχευαν στην μερική άρση
των συνεπειών του Εμφυλίου και στην αναβάθμιση της εθνικής παιδείας.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η ΕΚ εξασφάλισε το 52,7% των ψήφων και
αυτοδυναμία 171 εδρών. Λίγο πριν τις εκλογές απεβίωσε ο Σ.Βενιζέλος, και λίγο μετά απ'αυτές ο
βασιλιάς Παύλος, τον οποίο διαδέχθηκε ο ηλικίας 24 ετών γιός του Κωνσταντίνος. Ο Παπανδρέου
επιχείρησε να ελέγξει το στράτευμα, το οποίο αποτελούσε εκτός από το Στέμμα τον άλλο ισχυρό
πόλο εξουσίας. Τοποθέτησε ως υπουργό Εθνικής Άμυνας τον φιλομοναρχικό Πέτρο Γαρουφαλιά
και ως υφυπουργό τον μετριοπαθή κεντροαριστρό Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Με μια ανάλογη
πρόθεση τήρησης ισορροπιών όρισε ως νέο αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και παρά τις
αντιρρήσεις του Παπακωνσταντίνου, τον αντιστράτηγο Ιωάννη Γεννηματά, δεξιό και φίλο του
Στέμματος που είχε δεχεί επικρίσεις για το ρόλο του στις αμφιλεγόμενες εκλογές του 1961. Οι
αποστρατείες περιορίστηκαν σε αυτό που θεωρούσε ως σκληρό πυρήνα του ΙΔΕΑ, ενώ επανέφερε
ευάριθμους μόνον απόστρατους κεντρώους αξιωματικούς. Ο στόχος του ήταν ο έλεγχος της ΚΥΠ
και η αποτροπή του ενδεχομένου του πραξικοπήματος, μιας και υπήρχαν αναφορές για κινήσεις
αποστράτων.
Επιχειρώντας να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα των αντιδεξιών δυνάμεων για την μερική
άρση των συνεπειών του Εμφυλίου, η κυβέρνηση της ΕΚ το ικανοποίησε μόνον εν μέρει.
Παρέμειναν επίσης σε ισχύ οι Α.Ν 509/47 και 375/36, αλλά απελευθερώθηκαν πάνω από 400
κομμουνιστές, πολιτικοί κρατούμενοι. Η επιδρομή μιας ομάδας ακροδεξιών νεαρών στη Βουλή
μετά την προεκλογική συγκέντρωση του Γ.Πλυτά, υποψηφίου της ΕΡΕ για τον δήμο της Αθήνας,
τον Ιούλιο 1964, αποκάλυψε συλλογικές συμπεριφορές ανομίας. Εξάλλου, το Νοέμβριο ξέσπασε η
από καιρό σοβούσα κρίση στο κυβερνών κόμμα, με αφορμή την επίθεση στον Ανδρέα
Παπανδρέου, αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού. Το πολιτικό κλίμα κατέστη ακόμη βαρύτερο με
την έκρηξη που πλαισίωσε τις διαμαρτυρίες των συγκεντρωμένων αριστερών κατά τον επίσημο
εορτασμό στο Γοργοπόταμο. Ο απολογισμός ήταν 13 νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Η
δημοσιοποίηση από την κυβέρνηση του σχεδίου «Περικλής» με το οποίο οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ
φαλκίδευσαν, κατά τον ισχυρισμό της, το λαϊκό φρόνημα όξυνε περαιτέρω το κλίμα.
Την άνοιξη του 1965 κυριάρχησε στη δημοσιότητα η πολύκροτη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ,
σύμφωνα με την οποία είχαν επισημανθεί στο στράτευμα δύο συνωμοτικές οργανώσεις, η μία
αριστερής ιδεολογίας με την επωνυμία Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία
Αξιοκρατία και η άλλη κεντρώας (ΦΕΑ, Φρουρός Ελευθερίας-Ανεξαρτησίας). Το πόρισμα που
εκδόθηκε επιβεβαίωνε την ύπαρξη του ΑΣΠΙΔΑ αφήνοντας να εννοηθεί ότι επρόκειτο για μια

24
ανάξια λόγου συνωμοτική κίνηση. Ο Γ.Παπανδρέου απέδωσε τη διόγκωση της υπόθεσης σε
σκευωρία. Σε κάθε περίπτωση ο Α.Παπανδρέου και οι Λαμπράκηδες αποτελούσαν τους
προσφιλείς στόχους της δεξιάς και των Ανακτόρων. Ο Α.Παπανδρέου θα αποδεχθεί αργότερα την
ύπαρξη μιας μικρής ομάδας αξιωματικών απογοητευμένων από τους κυβερνητικούς
συμβιβασμούς που ίδρυσαν επαγγελματικό σύνδεσμο για να προστατεύσουν τα επαγγελματικά
τους συμφέροντα.
Η άρνηση του Βασιλιά να συναινέσει στην αποπομπή του Γαρουφαλιά που επιθυμούσε ο
Πρωθυπουργός, θεωρήθηκε απ'αυτόν ως παραβίαση των αρχών του κοινοβουλευτισμού. Το
χάσμα μεταξύ των δύο ανδρών αποκαλύφθηκε κατά την ανταλλαγή επιστολών, ιδιαίτερα μάλιστα
όταν στην τρίτη εξ αυτών αποδεχόταν την απομάκρυνση Γαρουφαλιά όχι όμως και την ανάληψη
του αξιώματος του υπουργού ΕΘνικής Άμυνας από τον Πρωθυπουργό. Ο εξαναγκασμός αυτού σε
παραίτηση συνοδεύθηκε από κινήσεις που στόχευαν στην διάσπαση της ΕΚ, όπως η εσπευσμένη
ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον πρόεδρο της Βουλής Γ.Αθανασιάδη-Νόβα. Ο
Παπανδρέου χαρακτήρισε τις μεθοδεύσεις αυτές ως παραβίαση του πολιτεύματος και κάλεσε το
λαό σε νέο «ανένδοτο αγώνα». Οι πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν έμειναν γνωστές ως
«Ιουλιανά». Στις 22 Ιουλίου κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στο κέντρο της Αθήνας σκοτώθηκε ο
αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, στη κηδεία του οποίου επικράτησε αντιβασιλική και
αντικυβερνητική διάθεση. Ο Στ.Στεφανόπουλος και ο Η.Τσιριμώκος βασικοί εκφραστές της
συνδιαλλαγής στην ΕΚ, αποχώρησαν από το κόμμα ασκώντας έντονη κριτική στον Παπανδρέου.
Στις 18 Αυγούστου ο Βασιλιάς έδωσε την εντολή στον Τσιριμώκο, ενώ με τον σχηματισμό της
κυβέρνησης Στεφανόπουλου (Σεπτ.65-Φεβρ.66) η εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό έγινε
σαφής. αφού οι ηττημένοι των εκλογών του Φεβρουαρίου καθόριζαν το πολιτικό παιχνίδι.
Η μόνη διέξοδος από την πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε με την βασιλική παρέμβαση και
καθίστατο διαρκώς σοβαρότερη ήταν η διεξαγωγή νέων εκλογών, την οποία όμως απέστεργαν οι
πολιτικές δυνάμεις που στήριξαν τις βασιλικές ενέργειες. Τον Σεπτέμβριο 1965, ο
Π.Κανελλόπουλος διατύπωσε πρόταση για άμεση διεξαγωγή εκλογών στο Συμβούλιο του
Στέμματος, η οποία δεν έγινε δεκτή. Παρά τη μυστική συμφωνία επίσης στην οποία κατέληξαν οι
αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων το Δεκέμβριο του 1966 και την ανατροπή της κυβέρνησης
Στεφανόπουλου, το πολιτικό κλίμα οξύνεται. Ακολούθησε η αίτηση της εισαγγελίας Αθηνών στη
Βουλή για την άρση της ασυλίας του Α.Παπανδρέου και οι παρασκηνιακές διεργασίες προς την
κατεύθυνση της ματαίωσης των εκλογών. Η φιλοκαραμανλική μερίδα στον Τύπο είχε ασκήσει
κριτική στην πολιτική του Κανελλόπουλου από το 1964, χαρακτηρίζοντάς την άχρωμη και
υπερβολικά ψύχραιμη σε μια συγκυρία κατά την οποία επιχειρείτο η «παπανδρεοποίησις του
κρατικού μηχανισμού». Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος προοιωνιζόταν στον Ελεύθερο Κόσμο τη
ρήξη με την αστική νομιμότητα και την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ανέτρεψε την κυβέρνηση Κανελλόπουλου που είχε
σχηματιστεί τον Απρίλιο 1967, η οποία είχε προκηρύξει εκλογές για τις 28 Μαΐου. Το πραξικόπημα
ανέτρεψε έτσι την «επαπειλούμενη καταστροφή», αφού η προοπτική της εκλογικής νίκης της ΕΚ
ήταν ισχυρή. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, τέθηκε σε ισχύ ο
στρατιωτικός νόμος και ανεστάλησαν οι βασικότερες ατομικές ελευθερίες. Ο ηγέτης της

25
«Επανάστασης» συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος υπήρξε μέλος του ΙΔΕΑ και ιθύνων
νους της συνωμοτικής κίνησης των νέων αξιωματικών (ΕΝΑ), αξιωματικός της ΚΥΠ και
συνωμότης. Συντόνισε το σχέδιο της φαλκίδευσης του εκλογικού αποτελέσματος το 1961 και
ενέπνευσε το «σαμποτάζ του Έβρου» το 1965. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, οι πρωτεργάτες
του, Γ.Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο συνταγματάρχης Νικόλαος
Μακαρέζος ορίσθηκαν υπουργοί Προεδρίας, Εσωτερικών και Συντονισμού αντίστοιχα στην
βασιλική κυβέρνηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κων/νου Κόλλια.
Μετά το αποτυχημένο βασιλικό αντι-πραξικόπημα της 13ης Δεκεμβρίο, ορίστηκε
αντιβασιλέας ο Αντιστράτηγος Ζωϊτάκης. Η κίνηση μονάδων του Ναυτικού το Μάιο του 1973 έδωσε
την αφορμή για την προώθηση της κατάργησης της μοναρχίας με αποτέλεσμα το καθεστώς να
εμφανίζεται έκτοτε ως Προεδρική Δημοκρατία. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου για το πολιτειακό
απέδωσε ένα 78% στην αβασίλευτη δημοκρατία. Ο Παπαδόπουλος αναγόρευσε εαυτόν Πρόεδρο
της Δημοκρατίας διατηρώντας και τη θέση του Πρωθυπουργού.
Αν και η στάση της μεγαλύτερης μερίδας της κοινής γνώμης ήταν μάλλον παθητική
απέναντι στη Χούντα, εμφανίσθηκαν σύντομα κινήματα και οργανώσεις αντίστασης. Τέτοιες ήταν
το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), η
Δημοκρατική Άμυνα, αλλά και μια μικρή ομάδα βασιλοφρόνων αξιωματικών, οι Ελεύθεροι Έλληνες.
Εξάλλου τον Αύγουστο του 1968 ο Αλέκος Παναγούλης σχεδίασε αποτυχημένη απόπειρα
δολοφονίας του δικτάτορα και καταδικάσθηκε σε θάνατο χωρίς να εκτελεσθεί η ποινή. Η κηδεία
του Γ.Παπανδρέου, στις 3 Νοεμβρίου 1968, εξελίχθηκε επίσης σε μια μεγάλη διαδήλωση αντίθεσης
των πολιτών στην στρατιωτική δικτατορία, όπως επίσης και το μνημόσυνο του «γέρου της
Δημοκρατίας». Αντιδικτατορικές εκδηλώσεις έλαβαν χώρα και στην κηδεία του Γεωργίου Σεφέρη,
το Σεπτ. του 1971.
Η σταδιακή κατάρρευση του καθεστώτος συνέβη υπό το βάρος των φοιτητικών
διαδηλώσεων και του αντι-δικτατορικού φοιτητικού κινήματος (1972-3), του κινήματος του Ναυτικού
και εξαιτίας των εσωτερικών του αντιθέσεων. Μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου και την είσοδο
του τάνκ, στις 17 Νοεμβρίου 1973, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Οι περισσότεροι φόνοι τις δύο
ημέρες που ακολούθησαν την εκκένωση του Πολυτεχνείου έγιναν στο πλαίσιο της καταστολής που
εξαπολύθηκε. Πυρά προήλθαν από στρατιωτικές μονάδες που είχαν ακροβολιστεί σε διάφορα
σημεία της πόλης. Τα γεγονότα αυτά έδωσαν την αφορμή στον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη,
διοικητή της Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ), να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση
Μαρκεζίνη. Η δικτατορία του Ιωαννίδη ήταν ιδιαίτερα σκληρή όχι μόνον με τους πολιτικούς της
αντιπάλους αλλά και με όσους θεωρούσε ως ιδεολογικούς εχθρούς. Κατέρρευσε μετά το
πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
O πολιτικός κόσμος έπρεπε να διαχειρισθεί την ελληνοτουρική κρίση (η δεύτερη εισβολή
της Τουρκίας στην Κύπρο έγινε στις 14 Αυγούστου (Αττίλας ΙΙ) κατά τη διάρκεια των εργασιών της
διάσκεψης της Γενεύης), την οικονομική κρίση η οποία οφειλόταν στην πετρελαϊκή κρίση του 1973,
τα φαινόμενα απειθαρχίας στο στράτευμα και την κρίση των κοινοβουλευτικών θεσμών που είχαν
πληγεί κατά την επταετία..

26
H ιδρυτική στιγμή της «Τρίτης Δημοκρατίας»

Η επάνοδος στην κοινοβουλευτική ομαλότητα και η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος


έγινε σύντομα και με επιτυχία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος επέστρεψε από το Παρίσι,
ορκίστηκε Πρωθυπουργός στις 24 Ιουλίου 1974 και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Μεταξύ των πρώτων μέτρων που έλαβε ήταν η κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, η
αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων και η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους είχε
αφαιρεθεί επί δικτατορίας. Επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 και η διοίκηση των Ενόπλων
Δυνάμεων ανατέθηκε ρητά στην κυβέρνηση. Εξαρθρώθηκε επίσης απόπειρα των χουντικών για
ανακατάληψη της εξουσίας. Το Σεπτέμβριο αποκαταστάθηκε η ομαλότητα στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, ακυρώθηκαν οι απολύσεις των ανώτατων δικαστικών και άλλαξε η ηγεσία
των Σωμάτων Ασφαλείας. Καταργήθηκε ο νόμος 509 και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ.
Μετά τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 η Νέα Δημοκρατία, το νέο κόμμα της δεξιάς που
ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής, ανέλαβε την εξουσία. Στη συνέχεια η Ελλάδα επανεντάχθηκε επίσημα
στο Συμβούλιο της Ευρώπης, από το οποίο είχε διωχθεί επί δικτατορίας. Το Δεκέμβριο
διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και επικυρώθηκε η αβασίλευτη δημοκρατία.
Εξάλλου, το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας ανακήρυσσε τη χώρα προεδρευομένη κοινοβουλευτική
δημοκρατία και πρώτος πρόεδρός της εξελέγη ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Ιούνιος 1975). Τον
Ιανουάριο 1975 η Βουλή των Ελλήνων απεφάνθη ότι η δημοκρατία δεν είχε καταλυθεί δικαίω αλλά
πραξικοπηματικά. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την προφυλάκιση των Γ.Παπαδόπουλου,
Σ.Παττακού, Ν.Μακαρέζου, Μ.Ρουφογάλη, Ι.Λαδά, Δ.Ιωαννίδη, Κ.Παπαδόπουλου και
Θ.Θεοφιλογιαννάκου. Η δίκη των πρωαιτίων, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στο
οποίο προήδρευε ο Ι.Ντεγιάννης, στηρίχθηκε στις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης
προδοσίας. Η απόφαση προέβλεπε θάνατο και ισόβια κάθειρξη για την τριανδρία και ισόβια
κάθειρξη (για τη δεύτερη πράξη) για τους Γρ.Σπαντιδάκη, Γ.Ζωιτάκη, Δ.Ιωαννίδη, Ι.Λαδά, Α.Λέκκα,
Μ.Ρουφογάλη, Κ.Παπαδόπουλο και Μ.Μπαλόπουλο. Παρότι οι θανατικές ποινές δεν
εκτελέστηκαν, η δίκη των πρωταιτίων υπήρξε ίσως η μόνη πολιτική δίκη του ελληνικού εικοστού
αιώνα
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1977 η Ν.Δ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα (41,8%), ενώ τη θέση
της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέλαβε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) που
ιδρύθηκε το 1974. Στις 28 Μαΐου 1979 υπογράφηκε στο Ζάππειο Μέγαρο η Συνθήκη
προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η οποία θα καθίστατο πλήρες μέλος το
1981. Οι πετρελαϊκές κρίσεις προκάλεσαν την άνοδο του πληθωρισμού και αποκάλυψαν τις
διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η μετάβαση του Καραμανλή στην προεδρία της
Δημοκρατίας το Μάιο του 1980 και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Ράλλη σε συνδυασμό με την
άνοδο της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, δημιούργησε καινούργια δεδομένα.
Στο πεδίο του πολιτισμού, ευτυχή γεγονότα επισφράγισαν τη δεκαετία. Το 1977 ο Μανόλης
Ανδρόνικος ανακάλυψε τους βασιλικούς μακεδονικούς τάφους στη Βεργίνα (αρχαίες Αιγές) και το
1979 ο Οδυσσέας Ελύτης έλαβε το νόμπελ λογοτεχνίας.

27
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και το νέο μοντέλο διακυβέρνησης
(1981-1989)

Oι εκλογές του Οκτωβρίου 1981 οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (48,1%) με το πρόγραμμα του
«σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας» και τον Ανδρέα Παπανδρέου στην
πρωθυπουργία έως το 1989 και από το 1993 έως το 1996. Η κυβερνητική αλλαγή έγινε με
δημοκρατικό τρόπο, γεγονός που αποδείκνυε την σταθεροποίηση των κοινοβουλευτικών θεσμών
και την υιοθέτηση της πολιτικής κουλτούρας αποδοχής του κομματικού Άλλου.
To ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωσε την κατάργηση της μετεμφυλιακής νομοθεσίας,
αποστρατιωτικοποίησε την ΥΕΝΕΔ, η οποία μετονομάσθηκε σε ΕΡΤ2, και αναγνώρισε την Εθνική
Αντίσταση, θεσμοθετώντας την συνταξιοδότηση των αγωνιστών αυτής. Mε τη μεταρρύθμιση στα
ΑΕΙ καταργήθηκε η έδρα και εισήχθη νέο λειτουργικό πλαίσιο, η μεταρρύθμιση στο Οικογενειακό
δίκαιο καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο και το συναινετικό διαζύγιο, ενώ δημιουργήθηκε το Εθνικό
Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση υπήρξε ευρεία. Από την κατάργηση της
αριθμητικής βαθμολογίας και των εξετάσεων στο σχολείο, την οργάνωση των μαθητικών
κοινοτήτων έως το νόμο-πλαίσιο (1268/82) για τα πανεπιστήμια, βασικός άξονας των
παρεμβάσεων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ υπήρξε το στοιχείο της άρσης των παγιωμένων
ιεραρχήσεων και η προσπάθεια εισαγωγής της ισότιμης λειτουργίας των εμπλεκομένων στην
εκπαιδευτική κοινότητα. Παρά ταύτα, ο εκπαιδευτικός εκδημοκρατισμός συνοδεύτηκε και από
έναν «συγκεχυμένο προοδευτισμό, ο οποίος προήγαγε μια απόλυτα εξισωτική επιταγή».43 Στο
πεδίο του πολιτισμού το στίγμα έδωσε η συντονισμένη προσπάθεια της Μελίνας Μερκούρη,
υπουργού Πολιτισμού, για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.
Οι εκλογές του Ιουνίου 1985 εγκαινίασαν μια δεύτερη κυβερνητική τετραετία για το ΠΑΣΟΚ.
Στο μεταξύ, η συγκατοίκηση του Κ.Καραμανλή με την κυβέρνηση Παπανδρέου έληξε το Μάρτιο,
μετά την αιφνιδιαστική απόφαση του τελευταίου να μην υποστηρίξει εκ νέου τον Καραμανλή. Το
ΠΑΣΟΚ πρότεινε τον δικαστή Χρ.Σαρτζετάκη – γνωστό από τις ανακρίσεις για τη δολοφονία
Λαμπράκη – ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εξάλλου, με την συνταγματική
αναθεώρηση του 1986 οι εξουσίες του Προέδρου περιορίστηκαν. Την περίοδο των παροχών της
πρώτης περιόδου ακολούθησε η «πολιτική λιτότητας», ενώ η πολιτική απέναντι στην ΕΟΚ και τις
ΗΠΑ καθίσταται ρεαλιστικότερη και η προσαρμογή στο κοινοτικό καθεστώς φαίνεται να
επιταχύνεται. Το πρόγραμμα σταθεροποίησης εφαρμόστηκε από τον Κώστα Σημίτη, υπουργό
Εθνικής Οικονομίας (έως την παραίτησή του το 1987) και μετέπειτα Πρωθυπουργό (1996-2004)
που εξέφραζε τους υποστηρικτές του οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Γι'αυτούς, η
αναδιανομή του πλούτου και η άρση των κοινωνικών αδικιών που επαγγελόταν το ΠΑΣΟΚ ήταν
δυνατή μόνον μέσω της εξασφάλισης σημαντικών ρυθμών ανάπτυξης, του περιορισμού των
δημοσίων δαπανών και της μείωσης των ελλειμμάτων.
Ας σημειωθεί ότι το 1985 έχει χαρακτηρισθεί ως «βραδυφλεγώς εκρηκτικό», αφού
εμφανίστηκαν στοιχεία που αφορούσαν στα πολιτικά ήθη και στη φύση του κομματικού

43 Λεξικό δεκαετίας του 1980

28
ανταγωνισμού που προκάλεσαν αργότερα έναν βαθύτερο μετασχηματισμό της ελληνικής πολιτείας
και κοινωνίας.44
Η ασθένεια του Παπανδρέου και το «σκάνδαλο Κοσκωτά» σχεδόν μονοπώλησαν τη
δημοσιότητα το 1988, ενώ οι εκλογές του Ιουνίου 1989 επιβεβαίωσαν την πτώση του ΠΑΣΟΚ. Η
Βουλή που προέκυψε απ'αυτές αποφάσισε την παραπομπή του Παπανδρέου και τεσσάρων
υπουργών του σε ειδικό δικαστήριο για παράβαση καθήκοντος. Η διαδικασία αυτή έλαβε χώρα επί
της κυβέρνησης Τζαννετάκη που στηρίχθηκε στη σύμπραξη ΝΔ και Συνασπισμού της Αριστεράς
και της Προόδου. Τα χρόνια αυτά εκδηλώθηκε ο «αυριανισμός», η λαϊκιστική δημαγωγία που
ξεκίνησε ως αγώνας εναντίον της υποψηφιότητας Καραμανλή και επηρέασε σημαντικά την
πολιτική πρόταση του ΠΑΣΟΚ. Το 1989 συνιστούσε μια στιγμή βαθειάς κρίσης για το ΠΑΣΟΚ.
Το κόμμα αυτό μπόρεσε να συγκεράσει στοιχεία αναχρονιστικά σε σχέση με την ιστορική
συγκυρία και την εποχή, όπως ήταν ο μεσσιανισμός του αρχηγού του, η ελλειμματική διαβούλευση
στο εσωτερικό του κόμματος και ο υπολανθάνων ή εκπεφρασμένος αντιδυτικισμός, με στοιχεία
νεωτερικά, όπως ήταν φερ'ειπείν η νομοθεσία του οικογενειακού δικαίου ή η ανανέωση του
πολιτικού προσωπικού. Γενικότερα, στη δεκαετία αυτή η Ελλάδα διατήρησε την εξάρτηση της
δημόσιας διοίκησης από το κράτος, των κοινωνικών οργανώσεων, των συνδικάτων και των
φοιτητικών παρατάξεων από τα κόμματα, ενώ παρέμεινε στην κατώτερη θέση μεταξύ των κρατών
μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως προς το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας.
Και τούτο, παρά την υιοθέτηση καταναλωτικών συμπεριφοτών σε ευρεία κλίμακα και την άνοδο
του ατομικού ευδαιμονισμού. Ας σημειωθεί η δεκαετία κλείνει με την εμφάνιση της ιδιωτικής
τηλεόρασης που έθεσε τέρμα στο κρατικό μονοπώλιο, καθώς και τη δολοφονία του
δημοσιογράφου και βουλευτή της Ν.Δ. Παύλου Μπακογιάννη από την τρομοκρατική οργάνωση 17
Νοέμβρη.

44Ο χαρακτηρισμός και οι επισημάνσεις του Γιάνν Βούλγαρη, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης
1974-1990, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σ.199.

29
Η δεκαετία του 1990 και οι νέες προκλήσεις

Στην αρχή της μεταψυχροπολεμικής εποχής και της νέας δεκαετίας, στην Ελλάδα
σχηματίζεται κυβέρνηση Ν.Δ. υπό τον Κων/νο Μητσοτάκη (1990-1993), ενώ επικρατεί κλίμα
εθνικιστικής έξαρσης, την οποία τροφοδότησε η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της πρώην
Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (1991).
Εγκαινιάζεται επίσης η μαζική έλευση στην Ελλάδα Αλβανών και Βορειοηπειρωτών οικονομικών
προσφύγων και εποχικών εργατών.
Παράλληλα, το 1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Συνθήκη του Μάαστριχτ, αν και η
προοπτική της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή νομισματική ένωση φαινόταν ακόμη
απομακρυσμένη. Μετά την αποπομπή του, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, που
αντιπροσώπευε την αδιάλλακτη τάση στο ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας, ίδρυσε την
Πολιτική Άνοιξη. Η προσχώρηση σε αυτό του βουλευτή της ΝΔ Συμπιλίδη, είχε ως αποτέλεσμα την
απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Το 1993, μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου, το σχηματίστηκε κυβέρνηση Παπανδρέου για
τρίτη φορά, με διαγεγραμμένη μια πολιτική σταθεροποίησης της οικονομίας, μετά την πολιτική των
παροχών της προηγούμενης διακυβέρνησης. Εξάλλου, η λήξη της θητείας του Κ.Καραμανλή ως
προέδρου της Δημοκρατίας το 1995, οδήγησε στην εκλογή στο ύπατο αξίωμα του Κωστή
Στεφανόπουλου, πρώην ηγέτη της Δημοκρατικής Ανανέωσης. Στην προεδρία της ΝΔ εξελέγη το
1997 ο Κώστας Καραμανλής, ανηψιός του ιδρυτή της ΝΔ, ο οποίος εξέλιπε το 1998 δύο χρόνια
μετά τον Α.Παπανδρέου.
Η κυβέρνηση Σημίτη (1996-2004) επιδίωξε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και
οικονομίας και την ενδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη, η οποία κατέληξε στην
ένταξή της στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (2000). Η πορεία αυτή έγινε εν μέσω
προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής (ελληνο-τουρκική κρίση του 1996), αλλά και εσωτερικών,
όπως οι αγροτικές και οι μαθητικές κινητοποιήσεις (1997 και 1999 αντίστοιχα).

30

You might also like