Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΦΥΛΕΣ

Οι Λάπωνες είναι ένας λαός που ζει στη βόρεια Σκανδιναβική Χερσόνησο.
Συνήθως ζουν σε νομάδες και ασχολούνται με την εκτροφή ταράνδων, με το
κυνήγι και το ψάρεμα. Φορούν τρίκοχο σκούφο και βαριά ρούχα, λόγω του
παγετού που επικρατεί στην περιοχή όπου διαμένουν, καθώς και ψηλά
υποδήματα. Στη φωτογραφία του βιβλίου η οικογένεια των Λαπώνων είναι
συγκεντρωμένη γύρω από την αναμμένη φωτιά, όπου βρίσκεται μια χύτρα που
ψήνει το φαγητό τους.
Ινουίτ είναι το όνομα των Εσκιμώων της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του
Καναδά. Στη γλώσσα τους, Ινουίτ (Inuit) σημαίνει «άνθρωποι» (πληθ. του inuk
«άνθρωπος»), ενώ όσο αφορά τη λέξη Εσκιμώος αποτελεί μεταφορά του
γαλλικού esquimaux, λέξη Αλεουτικής αρχής, <eskimants «τρώει ωμά» (<eski
«ωμός» + mants «τρώει»). Είναι απόγονοι της νομαδικής φυλής των Τούλε
(Thule) που εμφανίστηκαν στην Αλάσκα το 1000 μ.Χ. και μετακινήθηκαν στη
δυτική Γροιλανδία μετά από τρεις αιώνες (1300μ.Χ.) και λίγο αργότερα, το
1400 μ.Χ. στην ανατολική. Καταφέραν να επιζήσουν σε δύσκολες
κλιματολογικές συνθήκες διαμένοντας σε ιγκλού και κυνηγώντας κυρίως
φώκιες και φάλαινες, που τους εξασφάλιζαν τροφή και ένδυση. Μετακινούνταν
με έλκηθρα τα οποία έσερναν σκυλιά. Ακόμη και σήμερα ακολουθούν τον ίδιο
πατροπαράδοτο τρόπο ζωής χρησιμοποιώντας όμως ενίοτε και τζιπ - όταν αυτό
το επιτρέπει το πάχος των πάγων - και κατοικώντας σε χτισμένα σπίτια.
Οι Ινουίτ ζουν στην Αλάσκα, Βόρειο Καναδά και Γροιλανδία κοντά και γύρω
από τον Αρκτικό κύκλο. Έχουν προσαρμοστεί τέλεια στις παγωμένες περιοχές
που ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής τους φάνηκε
να κινδυνεύει από την διείσδυση μοντέρνων ιδεών και μοντέρνας τεχνολογίας.
Οι Ινουίτ κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να αναβιώσουν τον πατροπαράδοτο
τρόπο ζωής των προγόνων τους και να τον προσαρμόσουν στον μοντέρνο. Στις
περιοχές που ζουν τα φυτά είναι λιγοστά. Έτσι οι Ινουίτ είναι αποκλειστικά
κυνηγοί και ψαράδες. Κυνηγούν ταράνδους, φώκιες, θαλάσσιους ελέφαντες,
πολικές αρκούδες, πουλιά κ.ά. Ψαρεύουν διάφορα ψάρια αλλά και φάλαινες. Ένα
είδος φάλαινας είναι εξαιρετικά πολύτιμο για αυτούς διότι το δέρμα της, που
είναι μαλακό, τους προσφέρει, όχι μόνο τροφή αλλά και όλη τη βιταμίνη C που
χρειάζονται για επιβίωση. Δεν πετάνε τίποτα από ένα ζώο που σκότωσαν. Οι
πιο ξακουστές εφευρέσεις τους είναι τα Ιγκλού και τα έλκηθρα που σέρνουν
ομάδες σκύλων. Οι Ινουίτ πιστεύουν πως κάθε τι έχει ψυχή: άνθρωποι, ζώα,
φυτά, οι δυνάμεις της φύσης, η θάλασσα, ο άνεμος κλπ. Πιστεύουν ακόμα πως
όλα είναι συνδεδεμένα, όλες οι ψυχές μεταξύ τους. Έχουν Σαμάνους (σοφούς
μάγους- γιατρούς) που, όπως πιστεύουν οι Ινουίτ, μπορούν να θεραπεύσουν
κάθε σωματικό ή ψυχικό πρόβλημα, να προβλέψουν τον καιρό, να συμβουλέψουν
και να καθοδηγήσουν.
Οι Ιθαγενείς πληθυσμοί της Αυστραλίας, γνωστότεροι το όνομα Αβοριγίνες
με κεφαλαίο "Α", (στα Αγγλικά "Aborigines") όπως προσδιορίζονται από το
Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, θεωρούνται όσοι κάτοικοι της χώρας
κατάγονται βιολογικά από τους αυτόχθονες κάτοικους της ηπείρου. Οι
Αβοριγίνες της Αυστραλίας πιθανόν ήρθαν από την ΝΑ Ασία τουλάχιστον πριν
40 - 45.000 έτη. Στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν 400.000 περίπου
αυτόχθονες, κατανεμημένοι σε 500 περίπου διαφορετικές φυλές με
διαφορετικές διαλέκτους, από τις οποίες 50 έχουν εξαφανιστεί. Αυτές οι φυλές
ζούσαν νομαδική ζωή ως κυνηγοί τροφοσυλλέκτες και η επαφή τους με τους
Ευρωπαίους αποίκους υπήρξε καταλυτική, καθώς της αυτοκτονίας σε νεαρή
ηλικία, κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών και των μεταβολικών διαταραχών που
επέβαλαν οι νέες διατροφικές συνήθειες οι αυτόχθονες κάτοικοι της
Αυστραλίας πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η γη είναι
θρησκευτικό φαινόμενο και κατοικείται από τα προγονικά πνεύματα. Τούτες οι
πίστεις γιορτάζονται με θρύλους, τραγούδι, μίμηση, ξυλοτεχνία και ζωγραφική.
Οι Αβορίγινες έζησαν ολότελα απομονωμένοι, έως την εισβολή των
Ευρωπαίων, το 1788. Αν και για χρόνια ήταν κυρίαρχη η άποψη ότι η Αυστραλία
αποικίστηκε ήσυχα, δηλαδή χωρίς αντίσταση μια και οι Αβορίγινες δεν διέθεταν
ούτε κάποιου είδους πολιτική οργάνωση, ούτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης, ούτε
ιδιοκτησία, σήμερα είναι ευρέως γνωστό ότι υπήρξε αντίσταση και μάλιστα
επίμονη, με την αυξανόμενη μορφή του ανταρτοπόλεμου, σχεδόν για δύο αιώνες.
Στο μεταξύ οι αυτόχθονες άρχισαν να αποδεκατίζονται από διάφορες
ασθένειες (πνευμονία, ευλογιά, ιλαρά, αφροδίσια κ.α.) που μετέφεραν οι
Ευρωπαίοι και οι οποίες ήταν άγνωστες σε αυτούς, με συνέπεια το
ανοσοποιητικό σύστημα να είναι ευπρόσβλητο. Επίσης άρχισαν να υποφέρουν
και από έλλειψη νερού, καθώς αρκετά από τα πηγάδια τους μολύνθηκαν ή
επιχωματώθηκαν από τα ζώα που είχαν εισαχθεί, με επιπτώσεις στη βλάστηση
και στο κυνήγι. Με την πάροδο του χρόνου ορισμένοι επεδίωξαν τη συνεννόηση,
εν μέρει γιατί πίστευαν ότι οι άποικοι ήταν προσωποποιήσεις των πνευμάτων
των νεκρών προγόνων τους. Άλλοι αναγκάστηκαν να συμβιβασθούν για να
επιβιώσουν. Παράλληλα άρχισε η δράση των ιεραποστολών, ορισμένες από τις
οποίες δεν αντιδρούσαν στη σκληρή μεταχείριση των αυτοχθόνων από τους
αποίκους, ούτε καν στη εξαιρετικά απάνθρωπη μέθοδο της απομάκρυνσης των
βρεφών από τους γονείς τους ή στη βίαιη απαγόρευση των γλωσσών και των
θρησκευτικών τελετών των αυτοχθόνων. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και
1930 δημιουργήθηκαν ειδικοί καταυλισμοί αυτοχθόνων, που απομόνωσαν ακόμη
περισσότερο όσους ζούσαν εκεί, ενώ όσοι προτίμησαν να ζήσουν στις παρυφές
της κοινωνίας των λευκών διαφοροποιήθηκαν φυλετικά και δέχτηκαν την
επίδραση του δυτικού τρόπου ζωής.

You might also like