Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 47

ἅµᾰ[ᾰµ], επίρρ. I. µε τη µία, την ίδια ώρα, συγχρόνως, σε Όµηρ. κ.λπ. II. πρόθ. µε δοτ.

, την ίδια
ώρα µε, µαζί µε, ἅµ' ἠοῖ, στην αυγή, σε Οµήρ. Ιλ.· ἅµα ἕῳ, ἅµα ἕῳ γιγνοµένῃ, σε Θουκ. (πρβλ.
ὁµ-οῦ, Λατ. sim-ul).

ἀµᾰρύσσω (√ΑΜΑΡΥΓ), µόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το µαρµαίρω, σπινθηροβολώ,
στίλβω, λάµπω, λέγεται για το µάτι, σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το χρώµα, σε Ανθ.

ἀµαυρόω[ᾰµ], µέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἠµαύρωσα — Παθ. παρακ. ἠµαύρωµαι· Ιων. αόρ. αʹ ἀµαυρώθην·
(ἀµαυρός)· αµαυρώνω, καθιστώ κάτι αδύνατο, εξασθενώ, αποδυναµώνω, σε Ξεν.· µεταφ.,
θολώνω, ελαττώνω, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., αµβλύνω, εξαλείφω, υπόκειµαι σε έκλειψη, λέγεται για
τον ήλιο, σε Ηρόδ.· εξαφανίζω, αφανίζω, σε Ησίοδ.

ἀµάω[ᾱ στον Όµηρ., ᾰ στους µεταγενέστερους ποιητές]· παρατ. ἤµων, µέλ. ἀµήσω, αόρ. αʹ
ἤµησα, Επικ. ἄµησα — Μέσ. µέλ. ἀµήσοµαι· Επικ. αόρ. αʹ ἀµήσατο — Παθ. παρακ. ἤµηµαι, θερίζω
σιτάρι, απόλ., σε Οµήρ. Ιλ., Ησίοδ.· µεταφ., ἤµησαν καλῶς, θέρισαν άφθονη σοδειά, σε Αισχύλ.·
οµοίως µε αιτ., θερίζω, µάλα κεν βαθὺ λήϊον.. εἰς ὥρας ἀµῷεν, σε Οµήρ. Οδ.· ὡς ἀµήσων τὸν
σῖτον, σε Ηρόδ. 2. γενικά, κόβω καλάµια κ.λπ., σε Οµήρ. Ιλ., Θεόκρ. II. στη Μέσ., συγκεντρώνω,
συλλέγω, συµµαζεύω, όπως οι θεριστές συγκεντρώνουν το σιτάρι, ἀµησάµενοι (γάλα), έχοντας
συλλέξει γάλα· οµοίως στην Ενεργ., ἀµήσας κόνιν, έχοντας ξύσει µαζί το έδαφος πάνω από ένα
πτώµα, σε Ανθ. (από τη√ΜΑ µε προσθήκη α ευφωνικού, πρβλ. Λατ. MET-O, θερίζω, κόβω).

ἄµητος ή ἀµητός[ᾱ], ὁ (ἀµάω), I. 1. θερισµός, θέρος, συγκοµιδή, τρύγος, σε Οµήρ. Ιλ. (µεταφ.
λέγεται για τη σφαγή). 2. θερισµός, η εποχή του θερισµού, σε Ησίοδ., Ηρόδ. II. σοδειά ή
συγκοµιδή που θερίστηκε, Λατ. seges, σε Ανθ.

ἀνατείνω, ποιητ. ἀν-τείνω, µέλ. -τενῶ, I. 1. τεντώνω, εκτείνω, χεῖρα ἀν., σηκώνω το χέρι σε
ορκωµοσία ή προσευχή, σε Πίνδ.· ή ως ένδειξη συναίνεσης, έγκρισης σε ψηφοφορία, σε Ξεν. 2.
εκτείνω προς τα µπροστά, τὴν µάχαιραν ἀνατεταµένα, µε προτεταµένο το σπαθί του, στον ίδ.·
οὐδὲνἀνατείναθαι φοβερόν, να επισείσει καµιά ανησυχητική απειλή, σε Δηµ. 3. κρατώ ψηλά ως
βραβείο, σε Πίνδ. 4. σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ. II. εκτείνω, µεγαλώνω, δηλ. τη γραµµή της
µάχης, σε Ξεν.· ἀετὸς ἀνατεταµένος, υψωµένος αετός, στον ίδ. III. αµτβ., εκτείνοµαι προς τα
πάνω, φθάνω µέχρι κάποιου σηµείου, πέδιλα ἐς γόνυ ἀνατείνοντα, σε Ηρόδ.· εκτείνοµαι,
απλώνοµαι, οὖρος ἀν. ἐς τὴν Οἴτην, στον ίδ.

ἀξιόω, µέλ. -ώσω, παρακ. ἠξίωκα — Παθ. µέλ. ἀξιωθήσοµαι και στον µέσο τύπο ἀξιώσοµαι· αόρ.
αʹ ἠξιώθην, παρακ. ἠξίωµαι· (ἄξιος)· I. 1. σκέφτοµαι ή θεωρώ άξιο είτε κάποιου πράγµατος είτε
αµοιβής, σε Ευρ., Ξεν.· ή ακόµα ποινής, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., θεωρούµαι άξιος, τινός, σε
Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. µε αιτ. προσ., εκτιµώ, τιµώ, σε Τραγ. II. µε αιτ. προσ. και απαρ., 1. θεωρώ
κάποιον ικανό να πράξει ή να είναι, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. θεωρώ κατάλληλο,
ελπίζω, απαιτώ, προσδοκώ ότι, Λατ. postulare, ἀξ. τινὰ ἐλθεῖν, σε Ηρόδ., κ.λ. III. 1. µε απαρ. µόνο,
ἀξ. κοµίζεσθαι, τυγχάνειν, κοµίζω, θεωρώ κάποιον άξιο να παραλάβει, προσδοκώ να παραλάβει,
σε Θουκ. — Παθ., αξιώνοµαι να πράξω, σε Δηµ. 2. νοµίζω πρέπον, προσδοκώ, αποφασίζω,
συναινώ, ἀξιῶ θανεῖν, σε Ʃοφ.· εἴ τις ἀξιοῖ µαθεῖν, αν ευαρεστείται στο να µαθαίνει, σε Αισχύλ.·
οµοίως στη Μέσ., ἀξιοῦσθαι µέλειν, ευαρεστούµαι να φροντίζω για, στον ίδ., κ.λ.· επίσης ως
γνήσιο Μέσ., οὐκ ἀξιεύµενος, µη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο, σε Ηρόδ. IV. διεκδικώ,
ισχυρίζοµαι, νικᾶν ἠξίουν, διεκδίκησε τη νίκη, σε Θουκ.· απόλ., εγείρω αξίωση, στον ίδ. V.
θεωρώ, έχω τη γνώµη, σε Δηµ.· ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι, σε τέτοια κατάσταση γνώµης, σε Θουκ.

ἀποκείρω, µέλ. -κερῶ, Επικ. -κέρσω· αόρ. αʹ -έκειρα, Επικ. -έκερσα — Παθ. αόρ. βʹ -εκάρην [ᾰ],
παρακ. -κέκαρµαι· I. 1. κόβω, κουρεύω τα µαλλιά, κατά κανόνα στη Μέσ.· απεκείρατο χαίτην,
έκοψε τα µαλλιά του, σε Οµήρ. Ιλ.· ἀποκείρασθαι τὰς κεφαλάς, κουρεύουν τα µαλλιά τους µέχρι
το δέρµα, σε Ηρόδ.· και απόλ., ἀποκείρασθαι, κόβω πολύ κοντά τα µαλλιά µου, σε Αριστοφ. —
Παθ., µτχ. παρακ. ἀποκεκαρµένος, έχοντας τα µαλλιά του κοντοκουρεµένα, στον ίδ. 2. µεταφ.,
εξαπατώ· τοὺς παχεῖς, σε Λουκ. II. γενικά, διαχωρίζω, διατέµνω, αποχωρίζω, σε Οµήρ. Ιλ. III.
πετσοκόβω, σφαγιάζω, φονεύω, σε Αισχύλ.

ἀπόλλυµι & ἀπολύω: Α. I. αφανίζω ολοσχερώς, φονεύω, σκοτώνω, σφάζω· λέγεται για πράγµατα,
καταστρέφω, ερειπώνω, αφανίζω, ερηµώνω, σε Όµηρ., Αττ.· µε περιληπτική σηµασία, γᾶς ἐκ
πατρίας ἀπώλεσε, µε εξεδίωξε κατεστραµµένο από την πατρίδα µου, σε Ευρ.· λόγοις ἀπόλλυµί
τινα, σε Ʃοφ., φλυαρώ και προκαλώ σε κάποιον ανία µέχρι θανάτου, σε Αριστοφ. II. χάνω
ολοκληρωτικά, πατέρα, νόστιµον ἦµαρ, σε Όµηρ. Β. Μέσ., ἀπόλλῠµαι, µέλ. -ολοῦµαι, Ιων.
-ολέοµαι, µε µτχ. ἀπολεύµενος· αόρ. βʹ -ωλόµην, παρακ. -όλωλα, υπερσ. ἀπολώλειν· I.
αφανίζοµαι ολοσχερώς, πεθαίνω, σε Οµήρ. Ιλ.· µε σύστ. αντ. ἀπόλλυµαι κακὸν µόρον, αἰπὺν
ὄλεθρον, σε Οµήρ. Οδ.· καταστρέφοµαι, στο ίδ.· ἀπόλωλας, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες,
σε Αριστοφ.· ως κατάρα, κάκιστ' ἀπολοίµην, στον ίδ.· στη µτχ. µέλ. ὦ κάκιστε ἀπολούµενε, που
κακό τέλος να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ. II. χάνοµαι, ξεγλιστρώ, εξαφανίζοµαι,
γίνοµαι άφαντος, λέγεται για το νερό που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Οµήρ. Οδ.· λέγεται για τον
ύπνο, σε Οµήρ. Ιλ.

ἀποτρέχω, µέλ. -θρέξοµαι και -δραµοῦµαι· αόρ. βʹ -έδρᾰµον· I. φεύγω τρέχοντας από κάπου, το
βάζω στα πόδια, σε Ηρόδ., Αττ. II. τρέχω γρήγορα, λέγεται για αθλητές που προπονούνται σε
αγώνα δρόµου, σε Αριστοφ.

ἀποτυµπᾰνίζω, Αττ. µέλ. -ῐῶ, ξυλοκοπώ, σκοτώνω στο ξύλο, κάνω κάποιον «τούµπανο» στο ξύλο,
υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο της φάλαγγας, σε Δηµ.

ἅπτω (√ΑΠ και √ΑΦ), µέλ. ἅψω, αόρ. αʹ ἧψα — Παθ., παρακ. ἧµµαι, Ιων. ἅµµαι (βλ. ἑάφθη) —
Μέσ. µέλ. ἅψοµαι, µε Παθ. παρακ. ἧµµαι·
Α. I. 1. στερεώνω, προσαρµόζω, δένω σφιχτά, σε Οµήρ. Οδ., Ευρ. 2. συνάπτω, συµµετέχω, χορόν,
σε Αισχύλ.· πάλην τινὶ ἅπτειν, αγωνίζοµαι στην πάλη εναντίον κάποιου, στον ίδ. II. Μέσ., 1.
συνάπτοµαι, προσκολλώµαι, εξαρτώµαι από κάποιον, κρατώ κάποιον, σφίγγω, αγγίζω, µε γεν.,
ἅψασθαι γούνων, ως ικέτης, σε Οµήρ. Οδ.· έτσι, ἅψασθαι γενείου, στο ίδ.· ἅπτεσθαι νηῶν, σε
Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· απόλ., φθάνω, αγγίζω το στόχο µου, στο ίδ. 2. εµπλέκοµαι, συµµετέχω, µε γεν.,
βουλευµάτων, σε Ʃοφ.· πολέµου, σε Θουκ.· ἡµµένος φόνου, µπλεγµένος σε..., σε Πλάτ.· αλλά,
ἅπτεσθαι τῶν λόγων, απορρίπτω, αµφισβητώ το επιχείρηµα κάποιου, στον ίδ.· τούτων ἥψατο,
άγγιξε, πραγµατεύτηκε αυτά τα ζητήµατα, σε Θουκ. 3. εφορµώ, επιτίθεµαι, προσβάλλω εχθρικές
θέσεις, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 4. αγγίζω, επιδρώ, επενεργώ, ἄλγοςοὐδὲν ἅπτεται νεκρῶν, σε
Αισχύλ. κ.λπ. 5. προσλαµβάνω µε τις αισθήσεις, αντιλαµβάνοµαι, εννοώ, σε Ʃοφ., Πλάτ. 6.
φθάνω, αγγίζω, αποκτώ, καταλαµβάνω, σε Πλάτ., Ξεν. Β. 1. Ενεργ. επίσης, ανάβω, βάζω φωτιά,
καίω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., µε Μέσ. µέλ. καίγοµαι, παίρνω φωτιά, σε Οµήρ. Οδ., Ηρόδ. 2.
ἅπτειν πῦρ, ανάβω φωτιά, σε Ευρ. — Παθ., ἄνθρακες ἡµµένοι, πυρωµένα κάρβουνα, σε Θουκ.

ἀρά, Ιων. ἀρή, ἡ· I. ευχή, προσευχή, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. 1. επίκληση του κακού, της θείας
δίκης, κατάρα, καταλαλιά, κατά κανόνα στον πληθ., σε Οµήρ. Ιλ., Τραγ. 2. αποτέλεσµα κατάρας,
όλεθρος, καταστροφή· ἀρὴν καὶ λοιµὸν ἀµῦναι, σε Οµήρ. Ιλ. III. η Ἀρά προσωποποιήθηκε ως η
θεά του ολέθρου και της εκδίκησης, Λατ. Dira, σε Ʃοφ. [ᾱρ- κατά κανόνα στην Επικ.· στην Αττ.
πάντοτε ᾰρ-].

ἀράσσω, Αττ. -ττω, ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον· µέλ. ἀράξω, Δωρ. ἀραξῶ· αόρ. αʹ ἤραξα, Επικ.
ἄραξα — Παθ., αόρ. αʹ ἠράχθην, Επικ. ἀράχθην· (α ευφωνικό και ῥάσσω, συγγενές του ῥήσσω)· I.
1. χτυπώ, πλήττω µε σφοδρότητα, φέρνω σε σύγκρουση, συντρίβω (ο Όµηρ. παραθέτει το ρήµα
αυτό µόνο στα σύνθετα ἀπ-, συν-αράσσω)· λέγεται για άλογα, ὁπλαῖς ἀράσσουσιν χθόνα, σε
Πίνδ.· θύρας ἀράσσω, χτυπώ µε µανία την πόρτα, σε Ευρ.· ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα, χτυπώ το
στήθος, το κεφάλι µου, κατά τις θρηνωδίες, Λατ. plangere, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄρασσε µᾶλλον,
χτύπα δυνατότερα, σε Αισχύλ.· ἀράσσω ὄψεις, βλέφαρα, σε Ʃοφ. 2. µε δοτ. τρόπου, ἀράσσειν
ὀνείδεσι κακοῖς, χτυπώ, προσβάλλω κάποιον µε ύβρεις και λοιδορίες, δηλ. τις εκστοµίζω
βάναυσα, στον ίδ. II. Παθ., καταρρίπτοµαι πάνω σε, εκσφενδονίζοµαι, πρὸς τὰς πέτρας, σε
Ηρόδ.· πέτραις, σε Αισχύλ.

ἄρουρα, ἡ (ἀρόω): καλλιεργηµένη ή κατάλληλη για καλλιέργεια γη, σπαρµένη γη, καρποφόρα γη,
χωράφι

ἁρπᾰλέος, -α, -ον (ἁρπάζω)· I. αδηφάγος, άπληστος, επίρρ. ἁρπαλέως, άπληστα, διακαώς,
λάβρως, σε Οµήρ. Οδ., Θέογν. II. ελκυστικός, γοητευτικός, σε Οµήρ. Οδ., Πίνδ.

ἀσπάζοµαι, µέλ. -άσοµαι, αποθ.: 1. υποδέχοµαι ευχάριστα, χαιρετίζω ευγενικά, Λατ. salutare,
τινα, σε Όµηρ. κ.λπ.· ως συνηθισµένος τρόπος συνάντησης, ἀσπάζοµαί σε ή ἀσπάζοµαι µόνο, σε
Αριστοφ.· πρόσωθεν αὐτὴν ἀσπάζοµαι, την χαιρετώ από σεβαστή απόσταση, δηλ. κρατιέµαι
µακριά απ' αυτή, την αποφεύγω, σε Ευρ.· επίσης, αποφεύγω, στον ίδ., Ξεν. 2. εναγκαλίζοµαι,
φιλώ, χαϊδεύω, θωπεύω, σε Αριστοφ.· λέγεται για σκύλους, Λατ. blandiri, σε Ξεν. 3. λέγεται για
πράγµατα, επιζητώ πρόθυµα, επιδιώκω, Λατ. amplector, ἀσπάζοµαι τὸν οἶνον, σε Πλάτ. 4.
ἀσπάζοµαι ὅτι, δέχοµαι µε χαρά, σε Αριστοφ.
ἄσπιλος, -ον (σπίλος), αυτός που δεν έχει κηλίδα, σηµάδι, ακηλίδωτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

ἄτη[ᾱ], Δώρ. ἄτα, ἡ (ἀάω αντί ἀάτη)· I. σύγχυση, παραλογισµός, απερίσκεπτη παρόρµηση που
προκαλείται από πλάνη, τύφλωση που στέλλνεται από τους θεούς, σε Όµηρ.· απ' όπου, η Ἄτη
προσωποποιηµένη είναι η θεά της βλάβης και της απερίσκεπτης συµπεριφοράς, Ἄτη, ἣ πάντας
ἀᾶται, σε Οµήρ. Ιλ.· οι Λιταί έρχονται µετά από αυτή, θεραπεύοντας το κακό που εκείνη έχει
διαπράξει, στο ίδ. II. λέγεται για τις συνέπειες, 1. απερίσκεπτη ενοχή ή αµαρτία, όπως αυτή του
Πάρη, στο ίδ. 2. όλεθρος, καταστροφή, σε Όµηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ολέθριος,
καταστροφικός, σε Αισχύλ., Ʃοφ.

Ἀτθίς, -ίδος, ἡ, η Ατθίδα· ως ουσ. (ενν. γῆ), η Αττική, σε Ευρ.

αὐδή, ἡ: ανθρώπινη φωνή, οµιλία, αντίθ. προς το ὀµφή (η θεϊκή φωνή)

αὔριον, επίρρ. (συγγενές προς το ἠώς)· I. αύριο, Λατ. cras, σε Όµηρ. κ.λπ.· ἐς αὔριον, στην
επόµενη µέρα ή κατά τη διάρκεια του πρωινού, στον ίδ. II. ως ουσ., η επόµενη µέρα, σε Οµήρ.
Ιλ., Αττ.· ἡ αὔριον (ενν. ἡµέρα), η αυριανή µέρα, σε Ευρ.· ἡ αὔριον ἡµέρα, σε Ξεν.· ἡ ἐς αὔριον
ἡµέρα, σε Ʃοφ.· ὁ αὔριον χρόνος, σε Ευρ.

ἁφή, ἡ (ἅπτω)· I. φωτισµός, άναµµα, περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα που ανάβουν τους
λύχνους, σε Ηρόδ. II. (ἅπτοµαι) άγγιγµα, ψηλάφηση, σε Αισχύλ.· αίσθηση αγγίγµατος, σε Πλάτ.
κ.λπ.

ἄφθορος, -ον: άφθαρτος, αµόλυντος, λέγεται για νέους ανθρώπους, σε Ανθ.

ἀφύη, ἡ, σε γεν. πληθ. ἀφύων (όχι ἀφυῶν), είδος αντζούγιας ή σαρδέλας, σε Αριστοφ.

ἄχραντος, -ον (χραίνω): αµόλυντος, άσπιλος, σε Πλάτ.

ἄωρος (Α), -ον (ὥρα)· I. 1. άκαιρος, ανεπίκαιρος, Λατ. intempestivus, σε Αισχύλ., Ευρ.· µε γεν.,
γήρως ἀωρότερα, πράγµατα που δεν αρµόζουν στη γεροντική ηλικία, σε Πλούτ. 2. άγουρος,
ἄωρος πρὸς γάµον, στον ίδ. II. αυτός που δεν έχει τη νεανική φρεσκάδα, άσχηµος, σε Ξεν., Πλάτ.

βάλλω (√ΒΑΛ), µέλ. βᾰλῶ, Ιων. βαλέω, σπάνια βαλλήσω· αόρ. βʹ ἔβαλον, Ιων. απαρ. βαλέειν·
παρακ. βέβληκα· υπερσ. ἐβεβλήκειν, Επικ. βεβλήκειν· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. βαλλέσκετο· µέλ.
βᾰλοῦµαι· αόρ. βʹ ἐβαλόµην, Ιων. προστ. βαλεῦ· Παθ. µέλ. βληθήσοµαι και βεβλήσοµαι· Παθ.
αόρ. ἐβλήθην· στον Όµηρ. υπάρχει ένας συγκεκ. τύπος γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. ἔβλητο, υποτ.
βλήεται (αντί βλῆται), βʹ ενικ. ευκτ. βλῇο ή βλεῖο· απαρ. βλῆσθαι· µτχ. βλήµενος· Παθ. παρακ.
βέβληµαι, Ιων. γʹ πληθ. βεβλήαται· Παθ. υπερσ. ἐβεβλήµην, Ιων. γʹ πληθ. ἐβεβλήατο.
Α. Ενεργ., ρίχνω, I. 1. µε αιτ. προσ. ή πράγµ., ρίχνω µε στόχο να χτυπήσω, χτυπώ κάποιον µε
οποιοδήποτε βλήµα, αντίθ. προς τα ρ. που σηµαίνουν «χτυπώ ενώ έχω το όπλο στο χέρι»
(τύπτω, οὐτάω), βλήµενος ἠὲ τυπείς, σε Οµήρ. Ιλ.· µε διπλή αιτ. προσ. και µέρους, µιν βάλε
µηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· µε προστιθέµενο σύστ. αντ., ἕλκος, τό µιν βάλε, πληγή, τραύµα το οποίο
αυτός του δηµιούργησε, στο ίδ.· επίσης, βάλε κατ' ἀσπίδα, χτύπησε επάνω στην ασπίδα, στο ίδ.
2. λέγεται για πράγµατα, ἡνίοχον ῥαθάµιγγες ἔβαλλον, στο ίδ.· χρησιµοποιείται για τον ήλιο,
ἀκτῖσιν ἔβαλλεν (χθόνα), σε Οµήρ. Οδ.· προσβάλλω τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, κτύπος
οὔατα βάλλει, σε Οµήρ. Ιλ. 3. µεταφ., βάλλω τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, πλήττω κάποιον µε
ονειδισµούς, σε Ʃοφ. κ.α.· φθόνος βάλλει τινά, σε Αισχύλ. II. 1. µε αιτ. του όπλου που
χρησιµοποιείται προς ρίψη, ρίχνω, εξακοντίζω, βαλὼν βέλος, σε Οµήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν πῦρ
βάλλειν, στο ίδ.· µε δοτ. του βλήµατος, του µέσου, ρίχνω, πλήττω µε κάποιο πράγµα, χερµαδίοισι
βάλλον, στο ίδ.· βέλεσι βάλλειν τινά, σε Οµήρ. Οδ.· βάλλειν ἐπί τινα, ρίχνω εναντίον κάποιου, σε
Θουκ.· ἐπὶ σκοπὸν ή σκοποῦ βάλλειν, σε Ξεν. 2. γενικά, λέγεται για κάθε είδους βαλλόµενο
πράγµα, εἰς ἅλα λύµατ' ἔβαλλον, σε Οµήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιµοποιείται για πρόσωπα, βάλλειν τινὰ
ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, σε Όµηρ. κ.α.· µεταφ., ἐς κακὸν βάλλειν τινά, σε Οµήρ. Οδ.· βάλλειν
τινὰ ἐς φόβον, σε Ευρ.· επίσης, ἐν αἰτίᾳ ή αἰτίᾳ βάλλειν τινά, σε Ʃοφ. 3. αφήνω κάτι να πέσει,
ἑτέρωσε κάρη βάλεν, σε Οµήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, σε Οµήρ. Οδ. 4. λέγεται για τα
µάτια, ἑτέρωσε βάλ' ὄµµατα, στρέφω το βλέµµα µου σε άλλη κατεύθυνση, στο ίδ. κ.α. 5. µε
χαλαρότερη έννοια, πετώ, τοποθετώ, εναποθέτω, ἐν στήθεσσι µένος βάλε, σε Οµήρ. Ιλ.· ὅπως...
φιλότητα µετ' ἀµφοτέροισι βάλωµεν, µπορούµε να βάλουµε τη φιλία µεταξύ τους, στο ίδ.·
βάλλειν τί τινι ἐν θυµῷ, σε Οµήρ. Οδ.· ἐς θυµὸν βάλλειν, βάζω στην καρδιά µου (µε τη σηµασία
του Μέσ. τύπου), σε Ʃοφ. 6. βάλλω ολόγυρα, ἀµφ' ὀχέεσσι βάλε κύκλα, σε Οµήρ. Ιλ.· επιπλέον
λέγεται για ενδύµατα και όπλα, ἀµφὶ δ' Ἀθήνη ὤµοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ. 7. η µτχ. βαλών
µερικές φορές προστίθεται, όπως το λαβών ή το ἔχων, στο τέλος της πρότασης ή της περιόδου
σχεδόν κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Ʃοφ. III. 1. αµτβ., ποταµὸς εἰς ἅλα βάλλων, ο ποταµός
χύνεται, σε Οµήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ βαλῶ (ενν. ἐµαυτήν), σε Αισχύλ. 2. οµοίως στην καθοµιλουµένη,
βάλλ' ἐς κόρακας, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεµίσου! Λατ. pasce corvos! abi in malam
rem! σε Αριστοφ.Β. I. 1. Μέσ., θέτω, βάζω σε κάτι δικό µου, ὡς ἐνὶ θυµῷ βάλλευ, για να το βάλεις
στο νου σου, σε Οµήρ. Οδ.· ἐςθυµὸν βάλλεσθαί τι, σε Ηρόδ.· ἐφ' ἑωυτοῦ βαλόµενος, κατά την
προσωπική κρίση κάποιου, από µόνος του, στον ίδ. 2. τόξα ἤ ξίφος ἀµφ' ὤµοις βάλλεσθαι, ρίχνω
γύρω απ' τους ώµους µου τα τόξα ή το ξίφος, σε Οµήρ. Ιλ. 3. ἐς γαστέρα βάλλεσθαι, λέγεται για
γυναίκες, συλλαµβάνω, καθίσταµαι έγκυος, σε Ηρόδ. 4. βάζω θεµέλια, βάσεις, ξεκινώ να
δηµιουργώ κάτι, οἰκοδοµίαν, στρατόπεδον, σε Πλάτ., κ.α.· βάλλειν ἄγκυραν, ρίχνω άγκυρα, σε
Ηρόδ. II. σπανιότερα, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, ρίχνω νερό στο σώµα µου, λούζοµαι, σε Οµηρ.
Ύµν.

βάπτω (√ΒΑΦ), µέλ. βάψω· αόρ. αʹ ἔβαψα· Παθ. µέλ. βᾰφήσοµαι· Παθ. αόρ. αʹ ἐβάφθην· Παθ.
αόρ. βʹ ἐβάφην [ᾰ]· Παθ. παρακ. βέβαµµαι· I. 1. µτβ., βυθίζω µέσα στο νερό, βουτώ, Λατ.
immergere, σε Οµήρ. Οδ., Πλάτ.· λέγεται για σφαγή, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος, σε Αισχύλ.·
ἔβαψας ἔγχος, σε Ʃοφ.· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν, σε Ευρ.· 2. βυθίζω στο δηλητήριο, ἰούς,
χιτῶνα ἔβαψεν, σε Ʃοφ. 3. βυθίζω σε βαφή, βάφω, χρωµατίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· µε κωµική
σηµασία, βάπτειν τινὰ βάµµα Ʃαρδιανικόν, βάφω κάποιον µε την κόκκινη βαφή των Ʃάρδεων,
δηλ. του δίνω ένα «αιµατηρό κόσµηµα», τον δέρνω µέχρι να µατώσει, σε Αριστοφ. 4. αντλώ νερό
µέσω της βύθισης ενός αγγείου σε αυτό, σε Θεόκρ.· βάψασα ἁλὸς (ενν. τὸ τεῦχος), έχοντας
βυθίσει αυτό, µε αποτέλεσµα να αντλείται νερό από τη θάλασσα, σε Ευρ. II. αµτβ., ναῦς ἔβαψεν,
το πλοίο βυθίστηκε, βούλιαξε, στον ίδ.

βασκαίνω, µέλ. -ᾰνῶ, αόρ. ἐβάσκηνα, -ᾱνα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβασκάνθην. I. 1. µε αιτ., ονειδίζω,
ψέγω, κακολογώ, µέµφοµαι, σε Δηµ. 2. µε δοτ., ζηλεύω, φθονώ, εχθρεύοµαι, κρατώ κακία, στον
ίδ. II. µαγεύω µε ξόρκια — Παθ., ὡς µὴ βασκανθῶ (υποτ. αόρ. αʹ), ώστε να µη µαγευθώ, σε Θεόκρ.

βελτίων, [ῑ], -ον, γεν. -ονος, Αττ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν,
βελτιώνοµαι, εξελίσσοµαι, σε Θουκ. (πρβλ. βέλτερος).

βόστρῠχος, ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς), 1. µπούκλα µαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. οτιδήποτε
είναι πλεγµένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγµένο· πυρὸς βόστρυχος,
λέγεται για την αστραπή, στον ίδ.

βρῶµα, -ατος, τό (βι-βρώσκω), αυτό το οποίο τρώγεται, φαγητό, κρέας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

γαλέη, συνηρ. γαλῆ, -ῆς, ἡ, γάτα, «νυφίτσα»· Λατ. mustela, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

γαλῆ, ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.

γελάω, Επικ. γελόω, Επικ. µτχ. πληθ. γελόωντες, γελώοντες, -ώωντες ή -οίωντες, Επικ. παρατ.
γελοίων ή -ώων, Δωρ. γʹ πληθ. γελᾶντι, θηλ. µτχ. γελᾶσα· µέλ. γελάσοµαι [ᾰ], µεταγεν. γελάσω·
αόρ. αʹ ἐγέλᾰσα, Επικ. ἐγέλασσα, Δωρ. ἐγέλαξα· Παθ. αόρ. αʹ ἐγελάσθην. I. ως απόλ., γελώ, σε
Όµηρ. κ.λπ.· ἐγέλασσεν χείλεσιν, λέγεται για το προσποιητό, το επίπλαστο γέλιο, σε Οµήρ. Ιλ. —
Παθ., ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι, χάριν της πρόκλησης γέλιου, σε Δηµ. II. 1. γελώ εις βάρος κάποιου,
Λατ. irrideo· ἐπί τινι, σε Οµήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εις βάρος κάποιου πράγµατος, σε Ξεν.·
οµοίως µε δοτ., σε Ʃοφ. κ.λπ.· σπανίως, όπως το καταγελάω, µε γεν. προσ., στον ίδ. 2. µε αιτ.,
ειρωνεύοµαι, χλευάζω, περιπαίζω· τινά ή τι, σε Θεόκρ., Αριστοφ. — Παθ., εµπαίζοµαι,
περιγελώµαι, χλευάζοµαι, σε Αισχύλ., Ʃοφ.

γέλως, Αιολ. γέλος, ὁ, γεν. γέλωτος, Αττ. γέλω, δοτ. γέλωτι, Επικ. γέλῳ ή (συντετµ.) γέλω, αιτ.
γέλωτα, ποιητ. γέλων (γελάω), I. γέλιο· γέλῳ ἔκθανον, παραλίγο να «πεθάνουν» από τα γέλια, σε
Οµήρ. Οδ.· γέλωτα ποιεῖν, κινεῖν κ.λπ., σε Ξεν.· κατέχειν γέλωτα, συγκρατώ το γέλιο µου, στον ίδ.·
γέλωτα ὀφλεῖν, προκαλώ, επισύρω γέλιο, σε Ευρ.· ἐπὶ γέλωτι, µε σκοπό την πρόκληση γέλιου, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.· γέλωτος ἄξια, πράξεις γελοίες, φαιδρές, σε Ευρ. II. κατάσταση που αποτελεί
αιτία γέλιου, υπόθεση για γέλιο· γέλως γίγνοµαί τινι, σε Ʃοφ.

γηθέω, Δωρ. γᾱθέω, µέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐγήθησα· Επικ. γήθησα, παρακ. γέγηθα· Δωρ. γέγᾱθα (µε
σηµασία ενεστ.), υπερσ. ἐγεγήθειν, Επικ. γεγήθειν (γαίω)· χαίρω, αγάλλοµαι, σε Όµηρ.· µε αιτ.
πράγµ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν; σε Οµήρ. Ιλ.· µε µτχ. γηθήσει προφανείσα (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί µε
την εµφάνισή µας, στο ίδ.· γέγηθας ζῶν, χαίρεσαι µε το να ζεις, µε τη ζωή, σε Ʃοφ.· γεγηθέναι
ἐπί τινι, στον ίδ.· µτχ. γεγηθώς, όπως το χαίρων, Λατ. impune, στον ίδ.

γηθοσύνη, ἡ (γηθέω), χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη, τέρψη, σε Οµήρ. Ιλ.

γλαυκός, -ή, -όν, I. σε Όµηρ. πιθ. χωρίς την έννοια χρώµατος, αυτός που λαµπυρίζει, που
αστράφτει, ο ασηµένιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Οµήρ. Ιλ., Τραγ. II. αργότερα κυρίως µε την
έννοια χρώµατος, γαλαζοπράσινος, γαλαζόγκριζος (κυανόφαιος), Λατ. glaucus, χρησιµοποιείται
για την ελιά, σε Ʃοφ., Ευρ.· ιδίως λέγεται για τα µάτια, τα ανοιχτά γαλάζια ή γκρίζα, Λατ. caesius,
σε Ηρόδ., Ευρ.

γλαύξ, Αττ. γλαῦξ, γεν. γλαυκός, ἡ, κουκουβάγια· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια
αστραφτερών, εκθαµβωτικών οφθαλµών της (βλ. γλαυκός και πρβλ. σκώψ)· παροιµ., γλαῦκ'
Ἀθήναζε, γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας = κάνω κάτι περιττό, µάταιο και ωστόσο καµαρώνω γι' αυτό, όπως
όταν κάποιος φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, γιατί έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα υπάρχουν
πολλές (στα νοµίσµατα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασηµένια νοµίσµατα λέγονταν γλαῦκες
Λαυρεωτικαί, επειδή ως εικόνα τους είχαν µια κουκουβάγια, στον ίδ.

γυῖον, τό, το µέλος του σώµατος, σε Όµηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις γυῖα λέλυντο, ὑπὸ
τρόµος ἔλλαβε γυῖα, ὅπποτέ κέν µιν γυῖα λάβῃ κάµατος· οµοίως και σε Τραγ.· γυῖα ποδῶν, τα
πόδια, σε Οµήρ. Ιλ.· γυῖα, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και γυῖον, στον ενικ. το χέρι, στον ίδ.

δάκνω (√ΔΑΚ), µέλ. δήξοµαι, παρακ. δέδηχα, αόρ. βʹ ἔδᾰκον, Επικ. δάκε, αναδιπλ. δέδακε, Επικ.
απαρ. δακέειν — Παθ. µέλ. δηχθήσοµαι, αόρ. αʹ ἐδήχθην, παρακ. δέδηγµαι· I. δαγκώνω, λέγεται
για σκύλους, σε Οµήρ. Ιλ.· στόµιον δ., κρατώ µε τα δόντια το χαλινάρι, σε Αισχύλ.· χεῖλος ὀδοῦσι
δακών, ως ένδειξη αποφασιστικότητας, σοβαρής απόφασης, σε Τυρτ.· δ. ἑαυτόν, δαγκώνω τα
χείλια µου από το φόβο να µη γελάσω, σε Αριστοφ. II. µεταφ., λέγεται για τον ενοχλητικό,
ερεθιστικό καπνό και τη σκόνη, τσούζω ή ερεθίζω τα µάτια, σε Αριστοφ. III. χρησιµ. για το µυαλό,
τη νόηση, κεντρίζω ή ερεθίζω, δάκε φρένας µῦθος, σε Οµήρ. Ιλ.· ἔδακε ἡ λύπη, σε Ηρόδ.·
οµοίως, στους Τραγ. — Παθ., λέγεται για την αγάπη, δηχθεῖσα, σε Ευρ.· καρδίαν δέδηγµαι,
τσιµπήθηκα, προσβλήθηκα στην καρδιά, σε Αριστοφ.

δάκτῠλος, ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, I. 1. δάχτυλο, Λατ. digitus· ἐπί δακτύλων συµβάλλεσθαι,
υπολογίζω µε τα δάχτυλα, σε Ηρόδ.· ὁ µέγας δ., αντίχειρας, στον ίδ. 2. οἱ δ. τῶν ποδῶν,
ποδοδάχτυλα, σε Ξεν.· και το δάκτυλος µόνο του, όπως το Λατ. digitus, δάχτυλο ποδιού, σε
Αριστοφ. II. η µικρότερη ελλ. µονάδα για τη µέτρηση του µήκους· πλάτος ενός δαχτύλου,
περίπου 7/10 µιας ίντσας, ίση µε 19,26 χιλιοστά του µέτρου, σε Ηρόδ. III. ένας µετρικός πόδας,
δάκτυλος, ¯˘˘, σε Πλάτ. (αµφίβ. προέλ., πιθ. από το δείκ-νυµι).

δείδω, ενεστ. µόνο στο πρώτο πρόσ., δέδοικα ή δέδια που χρησιµ. πάντοτε ως ενεστ. στην Αττ.·
µέλ. δείσοµαι, αόρ. αʹ ἔδεισα, Επικ. ἔδδεισα, παρακ. µε ενεστ. σηµασία δέδοικα, Επικ. δείδοικα·
επίσης δέδια, Επικ. δείδια I, προστ. δέδῐθι, Επικ. δείδιθι, απαρ. δεδιέναι, Επικ. δειδίµεν (πρέπει
να διαχωρίζεται από το αʹ πληθ. οριστ. δείδιµεν)· µτχ. δεδιώς, Επικ. πληθ. δειδιότες· υπερσ. (µε
σηµασία παρατ.) ἐδεδοίκειν, επίσης ἐδεδίειν, Επικ. πληθ. ἐδείδιµεν, ἐδείδισαν, δείδισαν (για τη
ρίζα, βλ. δίω), Φοβάµαι, απόλ., σε Όµηρ. κ.λπ.· 1. ακολουθ. από πρόθ., δ. περί τινι, είµαι
αναστατωµένος, ανήσυχος για, σχετικά µε..., σε Οµήρ. Ιλ., Αττ.· ἀµφί τινι, περί τινος, ὑπέρ τινος,
στους ίδ.· συνοδευόµενο από δευτερεύουσα πρόταση µε το µή..., Λατ. vereor ne..., φοβάµαι
µήπως..., ακολουθ. από υποτ.· σπανίως µε οριστ., δείδω µὴ νηµερτέα εἶπεν, σε Οµήρ. Οδ.· δ. µὴ
οὐ..., Λατ. vereor ut..., φοβάµαι µήπως δεν..., ακολουθ. από υποτ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. µε απαρ.,
φοβάµαι να κάνω κάτι, σε Οµήρ. Ιλ., Θουκ. 3. µε αιτ., φοβάµαι, τρέµω, σε Όµηρ. κ.λπ. 4. τὸ
δεδιός, το αντικείµενο φόβου κάποιου, ο φόβος του, =δέος, σε Θουκ.

δείκνυµι και -ύω (√ΔΕΙΚ), προστ. δεῖκνυε, δεικνύτω, παρατ. ἐδείκνυν και -υον, µέλ. δείξω, Ιων.
δέξω, αόρ. αʹ ἔδειξα, Ιων. ἔδεξα, παρακ. δέδειχα — Μέσ. µε Παθ. παρακ. (βλ. κατωτ. II) — Παθ.
µέλ. δειχθήσοµαι και δεδείξοµαι, αόρ. αʹ ἐδείχθην, Ιων. ἐδέχθην I. φέρνω στο φως, εκθέτω,
παρουσιάζω, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ. 1. Μέσ., παριστάνω ενώπιον κάποιου, σε Οµήρ. Ιλ. 2.
υποδεικνύω, φανερώνω, στο ίδ., σε Ʃοφ.· απόλ., αὐτὸδείξει, η πείρα θα αποκαλύψει, θα
αποδείξει, σε Πλάτ.· οµοίως, το δείξει µόνο του, σε Αριστοφ. 3. εκφράζω, διατυπώνω, κάνω
γνωστό µε λέξεις, εξηγώ, λέω, διδάσκω, Λατ. indicare ὁδόν, σε Οµήρ. Οδ., κ.λπ· φανερώνω,
αποδεικνύω, µε µτχ., ἔδειξαν ἕτοιµοι ὄντες, απέδειξαν ότι είναι έτοιµοι, σε Θουκ. 4. λέγεται για
τους κατηγόρους, καταγγέλω, µηνύω τινα, σε Αριστοφ. 5. προσφέρω, παρουσιάζω, τὰ πιστά, σε
Αισχύλ.· προξενώ, επιφέρω, πήµατα, στον ίδ.· II. στη Μέσ., όπως το δειδίσκοµαι, δεξιόοµαι,
καλωσορίζω, υποδέχοµαι, χαιρετίζω, χαιρετώ· τὼ καὶ δεικνύµενος προσέφη, σε Όµηρ.· οµοίως
επίσης στον Παθ. παρακ. και υπερσ., δείδεκτ' Ἀχιλῆα, τον χαιρέτησε, ήπιε στην υγειά του, σε
Οµήρ. Ιλ.· τοὺς µὲν κυπέλλοις δειδέχατο, στο ίδ.· δειδέχαται µύθοισι, σε Οµήρ. Οδ.

δέπας, -αος, τό, πληθ., ονοµ. δέπᾰ· Επικ. δοτ., δεπάεσσι και δέπασσι· κύπελλο, κούπα,
δισκοπότηρο, σε Όµηρ.

διαγελάω, µέλ. -άσοµαι [ᾰ], γελώ εις βάρος κάποιου, τινα, σε Ευρ., Ξεν.

διακελεύοµαι, αποθ.: 1. παρακινώ, δίνω διαταγές, εντολές, οδηγώ, κατευθύνω, δ. τινι ποιεῖν τι
κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινί τι (ενν. ποιεῖν), σε Πλάτ.· δ. τινι µόνο, στον ίδ. 2.
ενθαρρύνούµε, εµψυχώνουµε ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ.· δ. ἀλλήλοις, σε Ξεν.· δ. ἑαυτῷ, στον ίδ.

διαλέγω, µέλ. -ξω, Α. επιλέγω κάτι από κάτι άλλο, κάνω επιλογή, εκλέγω, σε Ηρόδ., Ξεν. Β.
Αποθ., δια-λέγοµαι, µέλ. -λέξοµαι και -λεχθήσοµαι, αόρ. αʹ δι-ελεξάµην και διελέχθην, παρακ.
διείλεγµαι, γʹ ενικ. υπερσ. διείλεκτο· I. συνδιαλέγοµαι µε, συνοµιλώ µε, συσκέπτοµαι, τινι, σε
Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Πλάτ.· δ. τί τινι ή πρός τινα, συζητώ µια υπόθεση µε κάποιον, σε
Ξεν.· δ. τινι µὴ ποιεῖν, προσπαθώ συνοµιλώντας να πείσω κάποιον να µην κάνει κάτι, σε Θουκ.·
απόλ., µιλώ, συνοµιλώ, συζητώ µε επιχειρήµατα, εξετάζω, σε Πλάτ., Ξεν. II. µεταχειρίζοµαι
κάποια συγκεκριµένη διάλεκτο ή γλώσσα, σε Ηρόδ.
διαρρήγνῡµι, µέλ. -ρήξω — Παθ. µέλ. βʹ -ρᾰγήσοµαι, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· ξεσχίζω, διασπώ, σε
Οµήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Ʃοφ. — Παθ., εκρήγνυµαι, ξεσπώ, σκάζω, από την πολυφαγία, σε
Ξεν.· από το πάθος, σε Αριστοφ.· διαρρᾰγείης, λέγεται ως κατάρα, «να σκάσεις!», στον ίδ.·
παρακ. διέρρωγα, µε την ίδια σηµασία, σε Πλάτ.

δῑνεύω, Ιων. παρατ. δινεύεσκον, µέλ. -εύσω· επίσης δῑνέω, παρατ. ἐδίνεον, Επικ. δίνεον, µέλ.
-ήσω, αόρ. αʹ ἐδίνησα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδινήθην, παρακ. δεδίνηµαι (δίνη)· I. 1. περιστρέφω,
στροβιλίζω ή στριφογυρίζω, σε Όµηρ.· συστρέφω κυκλικά, σε Οµήρ. Ιλ. — Παθ., στροβιλίζοµαι ή
περιστρέφοµαι, σε Όµηρ.· λέγεται για ποτάµι, περιδινούµαι, σε Ευρ.· στροβιλίζοµαι στον χορό,
σε Ξεν. 2. Παθ. επίσης, περιτριγυρίζω, περιφέροµαι, περιπλανώµαι, Λατ. versari, σε Οµήρ. Οδ. II.
αµτβ. στην Ενεργ., όπως ακριβώς στην Παθ., περιστρέφοµαι, λέγεται για χορευτές ή ακροβάτες,
σε Οµήρ. Ιλ.· λέγεται για το περιστέρι, το οποίο κάνει κύκλους στο πέταγµά του, στο ίδ.· γενικά,
περιφέροµαι, σε Όµηρ.· δινεύειν βλεφάροις, περιστρέφω το βλέµµα άγρια τριγύρω, σε Ευρ.

δοκέω, παρατ. ἐδόκουν· ο µέλ. και οι άλλοι χρόνοι είναι διπλοί. Από το *δόκω, µέλ. δόξω, αόρ. αʹ
ἔδοξα, Παθ. ἐδόχθην, Παθ. παρακ. δέδογµαι. Από το δοκέω, µέλ. δοκήσω, Δωρ. δοκησῶ ή -ᾱσῶ,
αόρ. αʹ ἐδόκησα, Επικ. δόκησα, Παθ. ἐδοκήθην, παρακ. δεδόκηκα, Παθ. δεδόκηµαι· I. 1. videor
mihi, νοµίζω, θεωρώ, υποθέτω, εικάζω, φαντάζοµαι, αναµένω, προσδοκώ, µε αιτ. και απαρ.,
δοκέω νικησέµεν, σε Οµήρ. Ιλ.· οὔ σε δοκέω πείθεσθαι, σε Ηρόδ.· τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν, της
φάνηκε ότι το φίδι γέννησε, σε Αισχύλ.· ἔδοξ' ἰδεῖν, Λατ. visus sum videre, µου φάνηκε, νόµισα
ότι είδα, σε Ευρ.· ἀείδειν δοκῶ, µου φαίνεται, νοµίζω ότι τραγουδώ, σε Αισχύλ. 2. απόλ., έχω ή
διαµορφώνω µια γνώµη, περίτινος, σε Ηρόδ.· σε παρενθετικές εκφράσεις, ὡς δοκῶ, σε Τραγ.·
πῶς δοκεῖς; πώς σκέφτεσαι; πώς φαντάζεται; σε Ευρ. 3. δοκῶ µοι στην Αττ., όπως ακριβώς το
δοκεῖ µοι, όπως το Λατ. videor mihi αντί videtur mihi, νοµίζω, µου φαίνεται, µε απαρ., σε Ηρόδ.,
κ.τ.λ.· επίσης, είµαι αποφασισµένος, µε απαρ., σε Αριστοφ. 4. µε απαρ. επίσης, παρουσιάζοµαι ή
προσποιούµαι ότι κάνω, Λατ. simulo, ή µε άρνηση, παρουσιάζοµαι ή προσποιούµαι ότι δεν κάνω
κάτι, Λατ. dissimulo· ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν, σε Ευρ. II. 1. videor, φαίνοµαι σε
κάποιον, δοκέεις δέ µοι οὐκ ἀπινύσσειν, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ. 2. απόλ., φαίνοµαι κατά αντίθετη µε
ό,τι είµαι στην πραγµατικότητα, οὐδοκεῖν, ἀλλ' εἶναι θέλει, σε Αισχύλ. 3. µου φαίνεται καλό,
αποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα, στον ίδ. 4. α) απρόσ., δοκεῖ µοι, µε περίπου ίδια
σηµασία µε το δοκῶµαι (ανωτ. I. 3), φαίνεται σε εµένα, µου φαίνεται, µου φαντάζει, νοµίζω, ὥς
µοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε διατάγµατα, ψηφίσµατα και άλλα παρόµοια, ἔδοξε
τῇ βουλῇ, placuit senatui, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ δόξαν, το ψήφισµα, η απόφαση, σε Ηρόδ.·
τὰ δόξαντα, σε Ʃοφ.· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡµῖν, σε Θουκ.· οµοίως στην Παθ., δέδοκται, Λατ. visum
est, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. β) αιτ. απόλ., δόξαν, όταν διατάχθηκε ή αποφασίσθηκε, δόξαν αὐτοῖς
ὥστε διαναυµαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς), σε Θουκ.· οµοίως, δεδογµένον αὐτοῖς, στον ίδ. 5.
θεωρούµαι ή φηµολογούµαι, ἄξιοι δοκοῦντες, στον ίδ.· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, άνδρες που
θεωρούνται ότι είναι κάτι, άνδρες φήµης, σε Πλάτ.· οµοίως, οἱ δοκοῦντες µόνο του, σε Ευρ.· τὰ
δοκοῦντα, αντίθ. προς τὰ µηδὲν ὄντα, στον ίδ.· επίσης στην Παθ., οἱ δεδογµένοι ἀνδρόφονοι,
αυτοί οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία, σε Δηµ.
δόρπον, τό, στον Όµηρ., βραδινό φαγητό, που ονοµαζόταν δείπνο

δῶµα, -ατος, τό (δέµω), οίκος, οίκηµα, κατοικία, σε Όµηρ., Τραγ. I. µέρος σπιτιού, κυρίως
δωµάτιο, σε Όµηρ.· από όπου στον πληθ., λέγεται για το σπίτι µόνο, σε Οµήρ. Οδ., Τραγ. II. σπίτι,
οικογενειακή θαλπωρή, οικογένεια, νοικοκυριό, σε Αισχύλ., Ʃοφ.

ἔαρ, ἔᾰρος, τό, µεταγεν. Επικ. τύπος εἶαρ, εἴᾰρος· συνηρ. ἦρ, ἦρος· Λατ. ver, spring, ἔαρος νέον
ἱσταµένοιο, στην αρχή της άνοιξης, σε Οµήρ. Οδ.· ἅµα τῷ ἔαρι, στο ξεκίνηµα της άνοιξης, σε
Ηρόδ.· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Ʃοφ.· µεταφ., στην ακµή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔαρ ὁρᾶν, αυτός που δείχνει ακµαίος και σπινθηροβόλος, σε Θεόκρ.· γενύων ἔαρ,
δηλ. το πρώτο χνούδι στα µάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου, σε Ανθ.

ἐγγύη όχι ἐγγύα, ἡ (ἐν, γύαλον), ενέχυρο στα χέρια κάποιου, εγγύηση, ασφάλεια, Λατ.
vadimonium, σε Οµήρ. Οδ., Αττ.

ἐγγυάω, µέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠγγύησα — Μέσ. µέλ. -ήσοµαι· οι τύποι ἐν-εγύων, ἐν-εγύησα, ἐγ-
γεγύηκα (όπως αν ήταν το ρήµα σύνθ. µε πρόθ. ἐν ή ἐγ) είναι εσφαλµένοι· (ἐγγύη)· I. 1. δίνω ή
εγχειρίζω κάτι ως εγγύηση, ενέχυρο, Λατ. spodnere και στη Μέσ., εγγυώµαι, γίνοµαι εγγυητής,
δέχοµαι κάτι ως εγγύηση, σε Οµήρ. Οδ., Πλάτ. 2. λέγεται για πατέρα που δίνει την κόρη του σε
γάµο, δίνω λόγο, αρραβωνιάζω, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., λαµβάνω γυναίκα ως σύζυγο,
µνηστεύοµαι, σε Δηµ. II. Μέσ., αναλαµβάνω την υποχρέωση, παρέχω εγγύηση, σε Πλάτ. κ.λπ.· µε
αιτ. και απαρ. µέλ. υπόσχοµαι ή διαβεβαιώνω ότι..., σε Αριστοφ., Ξεν. 2. µε αιτ. πράγµ., είµαι
υπεύθυνος για, σε Δηµ.

ἔθος, -εος, τό (ἔθω), έθιµο, συνήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν ἔθει εἶναι, έχει τη συνήθεια, σε Θουκ.·
ἔθει, καθ' έξιν, συνήθως σε Αριστ.

εἰσοράω, Επικ. µτχ. εἰσορόων, Μέσ. απαρ. εἰσοράασθαι· µέλ. -όψοµαι, αόρ. βʹ -εῖδον, Επικ. απαρ.
-ιδέειν· I. κοιτάζω µέσα, εξετάζω, µελετώ, παρατηρώ, αντικρύζω, αντιµετωπίζω, µε αιτ., σε Όµηρ.
κ.λπ.· οµοίως και σε Μέσ., σε Οµήρ. Ιλ. 2. παρατηρώ µε θαυµασµό, θαυµάζω, περιεργάζοµαι µε
θαυµασµό, Λατ. suspicere, θεὸν ὣς εἰσορόωντες, στο ίδ.· απ' όπου, αποδίδω σεβασµό, σέβοµαι,
τι, σε Ʃοφ., Ευρ.· οµοίως, ἐσ.ἔς τι, σε Ηρόδ.· εἰσορ. πρός τι, κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω, κοιτώ
πρόθυµα, σε Ʃοφ. 3. βλέπω µέσα απ' το µυαλό, αντιλαµβάνοµαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, στον ίδ.
4. λέγεται για οργισµένους θεούς, πλήττω κάποιον, τιµωρώ, στον ίδ. 5. ακολουθ. από το µή,
φρόντισε, κοίτα µη, µήπως, µη τυχόν..., στον ίδ.

ἑκάς[ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ., I. 1. µακριά, µακριά από, Λατ. procul, σε Όµηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε
Θουκ.· µε γεν., µακριά από κάποιον, σε Οµήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ. 2. Ʃυγκρ.
ἑκαστέρω, µακρύτερα, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ.· µε γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε Θεόκρ.·
υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ µακριά, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ µακριά
από..., στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι µακρινό χρονικό διάστηµα, στον ίδ.

ἔκγονος, -ον (ἐκ-γίγνοµαι): I. αυτός που έχει γεννηθεί από, έχει φυτρώσει από, τινος, σε Όµηρ.
II. ως ουσ., τέκνο, παιδί, είτε γιος είτε κόρη, στο ίδ.· και στον πληθ., ἔκγονοι, απόγονοι, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· ουδ., ἔκγονά τινος, καρποί, γενιά, βλαστοί, απόγονοι κάποιου, σε Αισχύλ.

ἐκδῐκάζω, µέλ. -άσω· I. αποφασίζω οριστικά, αµετάκλητα, τελεσιδικώ, λέγεται για δικαστή, σε
Αριστοφ. II. εκδικούµαι, τιµωρώ, σε Ευρ.

ἐκθνῄσκω, µέλ. -θᾰνοῦµαι, αόρ. βʹ ἐξέθᾰνον· 1. εξαλείφοµαι σταδιακά, σχεδόν πεθαίνω, γέλῳ
(αντί γέλωτι) ἔκθανον, σχεδόν πέθαναν στα γέλια, στο γέλιο, σε Οµήρ. Οδ. 2. πέφτω σε
λιποθυµία που µοιάζει µε θάνατο, νεκρώνοµαι, βρίσκοµαι στο σηµείο του θανάτου, σε Ʃοφ

ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν, 1. πρόθυµος, θεληµατικός, εθελούσιος, αυτός που έχει ελεύθερη προαίρεση,
πρόθυµος, σε Όµηρ. κ.λπ. 2. επίτηδες, σκόπιµα, εκούσια, ἑκὼνἡµάρτανε φωτός, σε Οµήρ. Ιλ.,
Αττ. 3. στον πεζό λόγο, ἑκὼν εἶναι ή ἑκών, όσο εξαρτάται από τη δική µου θέληση, κυρίως µε
άρνηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.

ἕλιξ, ποιητ. εἷλιξ, -ῐκος, ἡ (ἑλίσσω), οτιδήποτε έχει σπειροειδές, ελικοειδές σχήµα· 1. βραχιόλι ή
σκουλαρίκι, σε Οµήρ. Ιλ. 2. συστροφή, περιδίνηση, στροβιλισµός, περιστροφή, ἕλικες στεροπῆς,
λάµψεις, σπινθηρισµοί δισχιδούς αστραπής, σε Αισχύλ. 3. έλικας αµπελιού, σε Ευρ.· κισσού, στον
ίδ. 4. µπούκλα, σγουρά µαλλιά, σε Ανθ. 5. περιέλιξη, σπείρα φιδιού, το κουλούριασµά του, σε
Ευρ.

ἐλύω, Αττ. ἕλύω, κυλώ (πρβλ. εἰλύω)· I. µόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, κύλησε στο
έδαφος, στο χώµα, σε Οµήρ. Ιλ.· προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, κουβαριασµένος,
κουλουριασµένος µπροστά στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς, αυτός που
ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε κάτω από (την πίεση) της κοιλιάς, του στοµαχιού, σε Οµήρ.
Οδ. II. = εἰλύω, τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, περιβάλλω, καλύπτω, σε Απολλ. Ρόδ.

ἐµποδών, επίρρ., = ἐν ποσὶν ὤν, σχηµ. κατά αναλογία προς το ἐκποδών· 1. αυτός που βρίσκεται
µπροστά στα πόδια κάποιου, που είναι στο δρόµο του ή µέσα στα πόδια του, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2.
αυτός που παρεµβάλλεται στο δρόµο κάποιου, δηλ. δηµιουργεί εµπόδιο, κώλυµα, ἐµπ.εἶναι,
βρίσκοµαι στη µέση, σε Αισχύλ.· ἐµπ. εἶναι τῷ ποιεῖν, σε Ξεν.· ἐµπ. εἶναι ή γίγνεσθαί τινι µὴ
πράττειν, εµποδίζω την ενέργεια κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸἐµπ., εµπόδιο, κώλυµα,
παρακώλυση, πρόσκοµµα, σε Ηρόδ.

ἐνόδιος, -α, -ον, Επικ. εἰν-όδιος, -η, -ον (ὁδός), αυτός που βρίσκεται στον ή πάνω στο δρόµο,
κατά το δρόµο, σε Οµήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίθ. λέγεται για θεούς, που είχαν τα αγάλµατά τους
στην οδό των τριπόδων, Λατ. triviales, όπως για την Εκάτη, σε Ʃοφ., Ευρ.· Ἐνοδία = Λατ. Trivia,
στον ίδ.
ἔντευξις, -εως, ἡ (ἐντυγχάνω), 1. τυχαία συνάντηση κάποιου, συναναστροφή, συνοµιλία,
γνωριµία, συνέρευση, επικοινωνία, τινος, µε κάποιον, σε Αισχίν. 2. παράκληση, αίτηση, αναφορά,
σε Πλούτ.· µεσολάβηση, συνηγορία, µεσιτεία για κάποιον, σε Κ.Δ.

ἐντίθηµι, µέλ. -θήσω· απαρ. ποιητ. αορ. αʹ ἐνθέµεν· 1. θέτω, βάζω µέσα σε πλοίο, σε Οµήρ. Οδ.,
Αττ.· οµοίως και στη Μέσ., σε Οµήρ. Οδ.· έπειτα, γενικά, βάζω µέσα σε, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2.
µεταφ., βάζω µέσα σε κάποιον, εµπνέω, σε Θέογν., Ξεν. — Μέσ., χόλον ἔνθεο θυµῷ, εναπόθεσες
στην ψυχή σου οργή, σε Οµήρ. Ιλ.· πατέρας ἔνθεο τιµῇ, τίµησε τους πατέρες µας, στο ίδ. 3. βάζω
κάτι στο στόµα κάποιου, τί τινι, σε Αριστοφ.· στη Μέσ., ἐνθοῦ, βάλε µέσα, δηλ. φάε, στον ίδ.

ἐντυγχάνω, µέλ. -τεύξοµαι, αόρ. βʹ ἐνέτῠχον, παρακ. ἐντετύχηκα, µτχ. Παθ. αορ. αʹ ἐντευχθείς,
µε Ενεργ. σηµασία· I. 1. σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, συναντώ, συναντιέµαι µε κάποιον ή
κάτι, µε δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ὁἐντυχών, ο πρώτος που µας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο
πρόσωπο, σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, πλήττω, πέφτω πάνω σε, χτυπώ, µε δοτ., σε Ξεν.·
οµοίως λέγεται και για δυστυχήµατα, σε Αισχύλ. 2. σπανίως, όπως το τυγχάνω, µε γεν.,
λελυµένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες, βρίσκοντας τη γέφυρα διαλυµένη, σε Ηρόδ.· ἐντυχὼν
Ἀσκληπιδῶν, συναντώντας τους, σε Ʃοφ. II. 1. συναναστρέφοµαι, συνοµιλώ µε κάποιον, τινί, σε
Πλάτ. 2. µεσολαβώ, µεσιτεύω, παρεµβαίνω, ικετεύω, παρακαλώ, τινί, σε Κ.Δ., Πλούτ.· µε απαρ.,
ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. III. λέγεται για βιβλία, συναντώ (δηλ. τυχαίνει
να έρθουν στα χέρια µου), σε Πλάτ.· απ' όπου, διαβάζω, σε Λουκ.

ἕξις, -εως, ἡ (ἔξω, µέλ. του ἔχω),· I. µτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ. II. 1. αµτβ., φυσική κατάσταση
ή συνήθεια του σώµατος, ιδίως, λέγεται για καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ.
2. νοητική κατάσταση, στον ίδ.

ἐπαινέω, Επικ. παρατ. ἐπῄνεον, µέλ. -έσω ή -έσοµαι, ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) -ήσω· αόρ. αʹ
ἐπῄνεσα· ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) ἐπῄνησα, παρακ. ἐπῄνεκα — Παθ., µέλ. -αινεθήσοµαι, αόρ. αʹ
ἐπῃνέθην· I. 1. εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιµάζω, Λατ. laudare, σε Όµηρ. κ.λπ.· ἐπ. τινά τι,
επιδοκιµάζω κάποιον για κάτι, σε Αισχύλ. 2. επαινώ δηµόσια, εγκωµιάζω, σε Θουκ. 3.
αναλαµβάνω να κάνω κάτι, µε απαρ., σε Ευρ. 4. ο αόρ. ἐπῄνεσα χρησιµ. στην Αττ. µε ενεστ.
σηµασία, ἐπῄνεσ' ἔργον, το επιδοκιµάζω, σε Ʃοφ.· απόλ., πολύ καλά! λαµπρά! εύγε!, σε Αριστοφ.
II. προτείνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, σπρώχνω, συµβουλεύω, µε απαρ., σε Ʃοφ. III. ως ευγενικός
τρόπος απόρριψης, µη αποδοχής µίας πρότασης, σας ευχαριστώ, είµαι υπόχρεος, κάλλιστ'
ἐπαινῶ, σε Αριστοφ.· οµοίως και, ἐπ. τὴν κλῆσιν, αρνούµαι την πρόσκληση, σε Ξεν. IV.λέγεται
για ραψωδούς, απαγγέλλω, σε Πλάτ.

ἐπιλείπω, µέλ. -ψω, I. 1. αφήνω πίσω, σε Οµήρ. Οδ., Ξεν. 2. αφήνω κάτι άθικτο, σε Πλάτ. II. 1.
λέγεται για πράγµατα, στερεύω, δεν επαρκώ, Λατ. deficere, µε αιτ. προσ., ὕδωρ µιν ἐπέλιπε, του
στέρεψε το νερό, σε Ηρόδ.· ἐπιλείψει µε λέγοντα ἡ ἡµέρα, σε Δηµ. 2. στον Ηρόδ., συχνά λέγεται
για ποταµούς, ξηραίνοµαι, ἐπ. τὸ ῥέεθρον, αφήνουν το ρεύµα τους, την κοίτη τους κενή, σε
Ηρόδ.· και επίσης χωρίς το ῥέεθρον, στερεύω, ξηραίνοµαι, στον ίδ. 3. γενικά, δεν επαρκώ,
στερούµαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.

ἐπιµίγνῡµι και -ύω, µέλ. -µίξω, I. προσθέτω µέσω µείξεως, αναµειγνύω κάτι µε, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αµτβ., ανακατεύοµαι µε άλλους, έχω συναλλαγή ή εµπορικές σχέσεις µε αυτούς, τισι, σε
Θουκ.· πρός τινας, σε Ξεν.· οµοίως, στην Παθ., ἐπιµίγνυσθαι ἀλλήλοις, στον ίδ.· παρ' ἀλλήλους,
σε Θουκ.

ἐπιπταίρω, αόρ. βʹ -έπτᾰρον, φταρνίζοµαι πάνω σε, ἐπέπταρε ἔπεσσιν, φταρνίστηκε καθώς
µιλούσα, σηµάδι καλού οιωνού, σε Οµήρ. Οδ.· µεταφ., λέγεται για τους θεούς, είµαι ευµενής
προς, τινί, σε Θεόκρ.

ἐπίσταµαι: I. 1. µε απαρ., ξέρω πως να κάνω κάτι, µπορώ να κάνω, είµαι ικανός να πράξω, σε
Όµηρ., Αττ. 2. είµαι βέβαιος ή πιστεύω ότι κάτι είναι έτσι, σε Ηρόδ. II. 1. µε αιτ., καταλαβαίνω
ένα ζήτηµα, γνωρίζω, είµαι έµπειρος σε κάτι ή το γνωρίζω καλά, σε Όµηρ. κ.λπ.· µετά τον Όµηρ.,
γνωρίζω κάτι ως γεγονός, γνωρίζω µε βεβαιότητα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. σπάνια,
γνωρίζω κάποιον, σε Ευρ. III. µε µτχ., γνωρίζω ότι κάποιος είναι, έχει κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. IV. µτχ.
ενεστ. ἐπιστάµενος, -η, -ον, χρησιµ. επίσης, συχνά, ως επίθ., µορφωµένος, πληροφορηµένος,
ειδήµων, κατανοών, ευφυής, ικανός, επιδέξιος, σε Όµηρ.· µε γεν., έµπειρος ή πεπειραµένος σε
κάτι, στον ίδ.· επίρρ. ἐπιστᾰµένως, µε επιδεξιότητα, µε εµπειρία, συνετά, φρόνιµα, στον ίδ., σε
Ησίοδ.

ἔρδω, παρατ. ἔρδον, Ιων. ἔρδεσκον· µέλ. ἔρξω, αόρ. αʹ ἔρξα, παρακ. ἔοργα, υπερσ. ἐώργειν, Ιων.
γʹ ενικ. ἐόργεε (βλ. *ἔργω), σε Όµηρ. κ.λπ. 1. συχνά µε διπλή αιτ., κάνω κάτι σε κάποιον, κακὰ
πολλὰ ἔοργεν Τρῶας, σε Οµήρ. Ιλ.· επίσης, εὖ ή κακῶς ἔρδειν τινά, σε Θέογν. κ.λπ.· απλώς, ἔρδ.
τινά, βλάπτω, κακοποιώ κάποιον, σε Ʃοφ.· ἔρδ. πήµατα, µηχανεύοµαι, ραδιουργώ, σε Αισχύλ.·
ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην, επιτρέπεται στον καθένα να εξασκεί την τέχνη που γνωρίζει,
σε Αριστοφ. 2. τελώ ή προσφέρω θυσία (βλ. ῥέζω), σε Όµηρ., Ηρόδ.· απόλ., όπως το Λατ. facere,
operari, σε Ησίοδ.

ἐρρῶσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του ῥώννυµι· ἔρρωσο, ἔρρωσθε, βʹ ενικ. και πληθ. προστ.

ἐρώµενος, ὁ, ἐρωµένη, ἡ, αγαπηµένο πρόσωπο κάποιου, αγαπητικός, αγαπητικιά, βλ. ἐράω

ἐσθίω, παρατ. ἤσθιον, µέλ. ἔδοµαι από ἔδω, παρακ. ἐδήδοκα, Επικ. µτχ. ἐδηδώς, υπερσ.
ἐδηδόκειν, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. ἐδήδεσµαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐδήδοται· ο αόρ. βʹ συµπληρώνεται
από το φαγεῖν· 1. τρώω, Λατ. edo (πρβλ. ἔδω), σε Όµηρ. κ.λπ.· ἐσθ. τινός, τρώω από κάτι
(επιµεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., οἶκοςἐσθίεται, η περιουσία καταναλώνεται, η περιουσία
κατατρώγεται, σε Οµήρ. Οδ. 2. µεταφ., πάντας πῦρ ἐσθίει, η φωτιά αφανίζει, ρηµάζει τα πάντα,
σε Οµήρ. Ιλ.· ἐσθ. ἑαυτόν, στενοχωριέµαι (όπως το Οµηρ. ὃν θυµὸν κατέδων), σε Αριστοφ.· ἐσθ.
τὴν χελύνην, δαγκώνω το χείλος, στον ίδ.
ἔσχᾰτος, -η, -ον (πιθ. από την ἐκ, ἐξ, όπως αν προερχόταν από το ἔξατος, ακραίος, ο πιο
µακρινός)· I. λέγεται για τόπο, όπως πάντοτε στον Όµηρ., ο πιο µακρινός, απώτατος, έσχατος,
υπέρτατος, τελευταίος, άκρος, ακραίος, στον ίδ., Ηρόδ., Αττ.· ἔσχατοι ἄλλων, λέγεται για τους
Θράκες που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων, σε Οµήρ. Ιλ.· ἔσχατοι ἀνδρῶν, λέγεται για
τους Αιθίοπες, σε Οµήρ. Οδ.· ἔσχατα, τά, τα πέρατα, ἐσχ. γαίης, σε Ησίοδ.· τὰ ἔσχ. τοῦ
στρατοπέδου, σε Θουκ. II. διάφορες σηµασίες: 1. ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων, σε Ʃοφ. 2.
κατώτατος, βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδας, σε Θεόκρ. 3. εσώτατος, Λατ. intimus, σε Ʃοφ. 4.
τελευταίος, έσχατος, ου ραγός, στερνός, στον ίδ. III. λέγεται για βαθµό, υπέρτατος, ύψιστος,
ύστατος, έσχατος, χείριστος, κάκιστος, πόνος, κίνδυνος, σε Πλάτ.· ως ουσ., τὸ ἔσχατον, τὰ
ἔσχατα, ο ύψιστος βαθµός, σε Ηρόδ.· λέγεται για βάσανα, πάθη, πόνους, ταλαιπωρίες κ.λπ., στον
ίδ., σε Αττ.· ἐπ' ἔσχατα βαίνεις, σε Ʃοφ.· ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, τα χείριστα των πιθανότερων
κακών, στον ίδ.· οµοίως, στον υπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα, τα χείριστα όλων, σε Ξεν.
IV.λέγεται για χρόνο, τελευταίος, ἐς τὸ ἔσχ., µέχρι τέλους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας,
πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς, σε Ʃοφ.· ουδ. ἔσχατον και ως επίρρ., για τελευταία
φορά, στον ίδ.V. επίρρ., -τως, µέχρις εσχάτων, καθ' υπερβολήν, σε Ξεν.· οµοίως και, ἐς τὸ ἔσχ.,
σε Ηρόδ., Ξεν.

εὐδαίµων, -ον, 1. ευλογηµένος από τον θεό· απ' όπου, τυχερός, ευτυχισµένος, µακάριος, Λατ.
felix, σε Ησίοδ., Θέογν., Τραγ. κ.λπ.· τὸ εὔδαιµον = εὐδαιµονία, σε Θουκ.· επίρρ. -µόνως, σε Ευρ.
κ.λπ. 2. λέγεται για εξωτερική ευτυχία, τυχερός, πλούσιος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

εὐθετίζω, µέλ. -σω, βάζω σε τάξη, τακτοποιώ καλά

εὐτελής, -ές (τέλος): I. 1. αυτός που πληρώνεται εύκολα, φθηνός, πάµφθηνος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κ.λπ.· εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά, ο κίνδυνος θα ήταν µικρότερης σηµασίας, σε Θουκ.· επίρρ. -λῶς,
σε φθηνή τιµή, σε Ξεν. 2. µέτριος, χαµηλός, άθλιος (φτωχικός), ασήµαντος, τιποτένιος,
κακοµοίρης, ανάξιος, σε Αισχύλ.· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ασήµαντη, τιποτένια, αυτή που δεν
απαιτεί πολύ κόπο, σε Ξεν. II. οικονόµος, φειδωλός, ολιγοδάπανος, λιτός, στον ίδ.

εὐφωνία, ἡ, καλή φωνή, σε Ξεν.

ζάω, ζῇς, ζῇ, ζῆτε, προστ. ζῆ, απαρ. ζῆν (τα αει και αε συναιρούνται σε η)· ευκτ. ζῴην, παρατ.
ἔζων, µέλ. ζήσω ή ζήσοµαι, αόρ. αʹ ἔζησα· Επικ. και Ιων. ενεστ. ζώω, Επικ. απαρ. ζωέµεναι, -έµεν,
Επικ. παρατ. ἔζωον, Ιων. ζώεσκον, αόρ. αʹ ἔζωσα· µεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. ζόω, I. ζω, σε
Όµηρ. κ.λπ.· ἐλέγχιστε ζωόντων, αχρειότατε εσύ ανάµεσα στους ανθρώπους που βρίσκονται στη
ζωή, σε Οµήρ. Οδ.· ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, σε Οµήρ. Ιλ.· ῥεῖα ζώοντες, αυτοί που ζουν σε
κατάσταση ευδαιµονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· ζῶν κατακαυθῆναι, καίγοµαι ζωντανός
(ως µέσο θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, ζῆν ἀπό τινος, ζω µε ή από κάτι, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.·
τὸ ζῆν = ζωή, σε Αισχύλ. κ.λπ.· µε µτβ. σηµασία, ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ
ἔπραττες), από τις άλλες πράξεις της ζωής σου, σε Δηµ. II. µεταφ., βρίσκοµαι σε πλήρη δύναµη
και ακµή, είµαι ισχυρός και σθεναρός· ἄτης θύελλαι ζῶσι, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόµιµα), σε
Ʃοφ.· ζῶσα φλόξ, ζωντανή φωτιά, δηλ. φωτιά που καίει µε δύναµη, σε Ευρ.

ζῆ, ζῆθι, προστ. του ζάω.

ἥδοµαι, Δωρ. ἅδοµαι, Αιολ. ἄδοµαι, µέλ. ἡσθήσοµαι, αόρ. αʹ ἥσθην, Μέσ. ἡσάµην, αποθ.,
ευχαριστιέµαι, απολαµβάνω, ευφραίνοµαι, τέρποµαι, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ. Ʃυντάσσεται 1. µε µτχ.,
ἥσατο πίνων, σε Οµήρ. Οδ.· ἥσθη ἀκούσας, χάρηκε που το άκουσε, άκουσε µετά χαράς, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· 2. µε δοτ., ἥδεσθαί τινι, ευφραίνοµαι µε κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. κ.λπ.· σπανίως
µε γεν., πώµατος ἥσθη, ήπιε µε ευχαρίστηση, σε Ʃοφ. 3. µε αιτ. και µτχ., ἥσθην πατέρα τὸν ἀµὸν
εὐλογοῦντά σε, µετά χαράς σε άκουσα να τον επαινείς, στον ίδ. 4. η µτχ. χρησιµ. ως επίθ.,
χαρούµενος, ενθουσιασµένος, ευχαριστηµένος, σε Αριστοφ.· επίσης, όπως τα βουλοµένῳ,
ἀσµένῳ, στη φράση ἡδοµένῳ ἐστί (ή γίγνεταί) µοί τι, είµαι πολύ ικανοποιηµένος µε αυτό που
συµβαίνει, κάτι µε ευχαριστεί, µου προξενεί ηδονή, σε Ηρόδ., Πλάτ.

ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ: I. ο γλυκός στη γεύση ή στην οσµή (εύγευστος και εύοσµος), σε Όµηρ.·
χρησιµοποιείται επίσης σε σχέση µε την ακοή, στον ίδ.· έπειτα χρησιµοποιείται για κάθε
ευχάριστο συναίσθηµα ή κατάσταση, όπως ο ύπνος, στον ίδ.· µε απαρέµφ., ἡδὺς δρακεῖν, σε
Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος, σε Πλάτ.· ἡδύ ἐστι ή γίγνεται, είναι ευχάριστο, σε Όµηρ. κ.λπ.·
οµοίως, οὔµοι ἥδιόν ἐστι λέγειν, θα προτιµούσα να µην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ ἡδέα, οι
απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ. II.
1. µετά τον Όµηρο, λέγεται για πρόσωπα, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Ʃοφ. 2.
ευχαριστηµένος, χαρούµενος, στον ίδ., σε Δηµ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, ὦ ἥδιστε, το του
Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ. 3. όπως το εὐήθης, αθώος, απλός, αφελής· ὡς ἡδὺς εἶ, στον
ίδ. III. επίρρ. ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, µε ευχαρίστηση, σε Ʃοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἡδέως ἂν ἐροίµην,
θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δηµ.· ἡδέως ἔχειν τι, είµαι ευχαριστηµένος ή
ικανοποιηµένος µε κάτι, σε Ευρ.· ἡδέως ἔχειν πρός τινα ή τινι, είµαι ευγενικός, φιλικά
διακείµενος απέναντι σε κάποιον, σε Δηµ.· συγκρ. ἥδιον, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. ἥδιστα, στον ίδ.

ἥκιστος, -η, -ον, 1. υπερθ. του συγκρ. ἥσσων, ο εν χρήσει θετικός βαθµός είναι το µικρός,
ελάχιστος· ως επίρρ., ἥκιστα, ελάχιστα, σε Ʃοφ. κ.λπ.· οὐχ ἥκιστα, ἀλλὰ µάλιστα, σε Ηρόδ.· ὡς
ἥκιστα, όσο το δυνατόν λιγότερο, ελάχιστα, σε Θουκ. 2. συχνά ως απόκριση σε ερώτηση,
καθόλου, ουδόλως, Λατ. minime, σε Ʃοφ. κ.λπ.· ἥκιστά γε, minime vero, στον ίδ.

ἧµαι, ἧσαι, ἧσται, ἥµεθα, ἧστε, ἧνται, Επικ. εἵᾰται και ἕᾰται· προστ. ἧσο, ἥσθω, απαρέµφ. ἧσθαι,
µτχ. ἥµενος, παρατ. ἥµην, ἧσο, ἧστο, δυϊκ. ἥσθην, πληθ. ἥµεθα, ποιητ. ἥµεσθα, ἧσθε, ἧντο,
Επικ. εἵᾰτο και ἕᾰτο· είµαι καθισµένος, κάθοµαι, σε Όµηρ. κ.λπ.· στέκοµαι ακίνητος, κάθοµαι
ήσυχος, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για στράτευµα, στρατοπεδεύω, στο ίδ.· επίσης,
χρησιµοποιείται για κατάσκοπο, παραµονεύω, παραφυλάω, στο ίδ.· µεταγεν., λέγεται για
τοποθεσίες, πράγµατα (ναούς κ.λπ.), βρίσκοµαι, είµαι τοποθετηµένος, σε Ηρόδ.· ἡµένῳ ἐν χώρῳ
= εἱαµενῇ, σε χαµηλό, βαθουλωτό, κοίλο τόπο, σε Θεόκρ.· σπανίως, µε αιτ., σέλµα ἧσθαι, που
κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· ἧσθαι Ʃιµόεντος κοίτας, σε Ευρ.

ἤν, συνηρ. αντί εἰ ἄν και ἐάν, σε Όµηρ., Ηρόδ. κ.λπ.

ἡνίκᾰ[ῐ], Δωρ. ἁνίκα, επίρρ. χρονικό, συσχετικό προς το τηνίκα, 1. σε εκείνη την εποχή, σ' εκείνο
το χρονικό σηµείο, τότε, όταν, σε Οµήρ. Οδ., Τραγ.· επίσης µτβ., µέχρι, έως, σε Πίνδ., Αττ. 2. µε
ευκτ. του πλαγίου λόγου, για να δηλώσει ένα πολλαπλά επαναλαµβανόµενο περιστατικό στο
παρελθόν, όσες φορές, οσάκις, οποτεδήποτε, σε Ʃοφ. κ.λπ. 3. ἡνίκ' ἄν, όπως το ὅταν, µε
υποτακτ., λέγεται για το µέλλον, οσάκις, οποτεδήποτε, στον ίδ. κ.λπ.

ἥσσων, ἧσσον, γεν. -ονος, Αττ. ἥττων, Ιων. ἕσσων, συγκρ. του κακός ή του µικρός (αλλά
σχηµατισµένο από το ἦκα, ήσυχα, απαλά, εποµένως ο αρχικός τύπος ήταν ἡκίων, µε υπερθ.
ἥκιστος). I. 1. µε γεν. προσ., λιγότερος, κατώτερος, ασθενέστερος, λιγότερο γενναίος, σε Όµηρ.
κ.λπ.· µε απαρέµφ., ἕσσων θεῖν, όχι τόσο καλός στο τρέξιµο, σε Ηρόδ.· οὐδενὸς ἥσσωνγνῶναι,
ανώτερος από όλους στην κρίση, σε Θουκ. 2. απόλ., λέγεται για την πιο αδύναµη πλευρά·
ἥσσους γενέσθαι, ισοδύναµο του ἡττηθῆναι, στον ίδ.· τὰ τῶν ἡττόνων, η περιουσία των
ηττηθέντων, σε Ξεν.· λέγεται επίσης για πράγµατα, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν, «κάνοντας
να φανεί ο χειρότερος λόγος σαν ο καλύτερος», σε Πλάτ. II. µε γεν. πράγµ., υποκύπτοντας σε
κάτι, γίνοµαι υπόδουλος σε κάτι· ἔρωτος, σε Ʃοφ.· κέρδους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά,
υποτασσόµενος σε κάτι, ανίκανος ως προς την αντίσταση· τοῦ πεπρωµένου, σε Ευρ. III. ουδ.,
ἧσσον, Αττ. ἧττον, ως επίρρ., λιγότερο, σε Οµήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· συχνά µε άρνηση που
προηγείται, οὐχ ἧσσον, οὐδ' ἧσσον, όχι λιγότερο, εξίσου, σε Αισχύλ. κ.λπ.

ἠώς, ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Επικ. ἠῶθι, δοτ. ἠοῖ, αιτ. ἠῶ, Αττ. ἕως, γεν. ἕω, αιτ. ἕω, όπως το λεὼς
— Δωρ. ἀώς, Αιολ. ἄυως (δηλ. ἄϜως), όχι αὔως· I. 1. χάραµα, αυγή, ξηµέρωµα, σε Όµηρ., Ηρόδ.
κ.λπ.· το πρωί, ως χρονικό σηµείο της ηµέρας, αντίθ. προς τα µέσον ἦµαρ και δείλη, σε Οµήρ.
Ιλ.· γεν. ἠοῦς, το πρωί, νωρίς, στο ίδ.· αιτ. ἠῶ, κατά τη διάρκεια του πρωινού, σε Οµήρ. Οδ.·
ἐξἠοῦς µέχρι δείλης ὀψίης, σε Ηρόδ.· ἅµα ἠοῖ, κατά το ξηµέρωµα, στον ίδ.· ἅµ' ἕῳ ή ἅµα τῇ ἕῳ,
σε Θουκ.· Επικ. ἠῶθι πρό, σε Όµηρ.· ἐς ἀῶ, αύριο, σε Θεόκρ. 2. επειδή οι Έλληνες µετρούσαν τις
ηµέρες µε τα πρωινά, το ἠώς συχνά σήµαινε την ηµέρα, σε Όµηρ. II. η ανατολή, στον ίδ.· ἀπὸ
ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. ως κύριο όνοµα, Ἠώς, Λατ. Aurora, η θεά της Αυγής, η
οποία αναδύεται από τον Ωκεανό, από την κλίνη του συζύγου της Τιθωνού, σε Οµήρ. Ιλ., Ευρ.

θαµά, επίρρ.: συχνά, πολλές φορές, σε Όµηρ., κ.λπ.

θεῖος, -α, -ον, Επικ. θέειος, θεήϊος, Λακων. σεῖος, συγκρ. και υπερθ. θειότερος, -ότατος,
θεώτερος, ως συγκρ. του θεὸς (θεός)· I. 1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τους θεούς,
θεόσταλτος, αυτός που εκπορεύεται από αυτούς, θεϊκός, σε Όµηρ., Ηρόδ., Αττ.· θεία νόσος,
λέγεται για το σίφουνα, σε Ʃοφ.· θείᾳ τινὶ µοίρᾳ, µέσω θεϊκής παρέµβασης, σε Ξεν.· οµοίως, θείῃ
τύχῃ, σε Ηρόδ.· διορισµένος από το θέο, εντεταλµένος του θεού, βασιλῆες, σε Οµήρ. Οδ.· 2.
αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωµένος στο θεό, που υπάρχει ή προσφέρεται προς τιµήν του,
ιερός, σε Όµηρ.· αυτός που βρίσκεται υπό θεϊκή προστασία, δόµος, στον ίδ.· λέγεται για κήρυκες
και αοιδούς, στον ίδ. 3. όπως το θεσπέσιος, ἱερός, Λατ. divinus, χρησιµοποιείται για οτιδήποτε
υπεράνθρωπο, εξωπραγµατικό, εξωκοσµικό· λέγεται για ήρωες, υπεράνθρωπα δυνατός, µεγάλος,
όµορφος, µεγαλοπρεπής, ισχυρός, κ.λπ., σε Όµηρ.· και ως απλή ένδειξη σεβασµού, εξαιρετικός,
θεῖοςὑφορβός, σε Οµήρ. Οδ.· οµοίως, θεῖα πρήγµατα, υπέροχα πράγµατα, σε Ηρόδ.· ἐν τοῖσι
θειότατον, ένα από τα πλέον θεσπέσια πράγµατα, στον ίδ.· οµοίως, θεῖος (ή καλύτερα σεῖος)
ἀνήρ, στη Ʃπάρτη, ήταν τίτλος διάκρισης, σε Πλάτ., Αριστ. II. ως ουσ., θεῖον, τό, το Υπέρτατο Ον,
το θείο πρόσωπο, ο θεός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. θεῖα, τά, θεϊκές ενέργειες, πράξεις και ιδιότητες
των θεών, η πορεία της θείας πρόνοιας, σε Ʃοφ., Αριστοφ., κ.λπ.· θρησκευτικό τυπικό, σε Ξεν.·
ἔρρει τὰ θεῖα, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναµή της, έχει ξεπεραστεί, σε Ʃοφ. III. επίρρ., θείως,
µέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· θειοτέρως, µέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, µέσω της θείας
Οικονοµίας, σε Ηρόδ.

θίς, θινός, ὁ και ἡ: 1. σωρός, στοίβα, σε Οµήρ. Οδ., Αισχύλ.· στον πληθ., λέγεται για αµµώδεις
σωρούς, αµµώδεις ακτές, σε Ηρόδ., κ.λπ. 2. παραλία, ακτή, όχθη, παρὰ θῖνα θαλάσσης, σε Οµήρ.
Ιλ.· παρὰ θῖν' ἁλός, στο ίδ.· οµοίως, ἐπὶ θινί, σε Οµήρ. Οδ. 3. άµµος ή λάσπη στον πυθµένα της
θάλασσας, οἶδµα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα, σε Ʃοφ.· µεταφ., τὸν θῖνά µου ταράττεις, ταράζεις τα
µύχια της καρδιάς µου, σε Αριστοφ.

θρίξ, ἡ, γεν. τρῐχός, δότ. πληθ. θριξί, 1. το τριχωτό του κεφαλιού, χρησιµ. από τον Όµηρ. µόνο
στον πληθ.· στην Αττ. µόνο στον ενικ., σε Όµηρ., κ.λπ.· επίσης, το µαλλί των προβάτων, σε
Οµήρ. Ιλ.· τρίχες γουρουνιού, σε Όµηρ.· οὐραῖαι τρίχες, οι τρίχες της ουράς αλόγου, σε Οµήρ. Ιλ.
2. η τρίχα µόνη της, παροιµ., θρὶξ ἀνὰ µέσσον, παρά µία τρίχα, σε Θεόκρ.· ἄξιον τριχός, δηλ.
καθόλου σηµαντικό, σε Αριστοφ.

θύρσος, ὁ, ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωµένη µε
κισσό και φύλλα αµπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.

θωυκτήρ, -ῆρος, ὁ, αυτός που κραυγάζει, βρυχάται, φωνάζει δυνατά, σε Ανθ. Π.

Ἰάς, -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων· I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή),
γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ. 2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.

ἱέραξ, -ᾱκος, Ιων. και Επικ. ἵρηξ, -ηκος, ὁ, γεράκι, σε Οµήρ. Ιλ., Αριστοφ.

ἱκνέοµαι, αποθ., εκτεταµ. τύπος του ἵκω, ἱκάνω· µέλ. ἵξοµαι, Δωρ. ἱξοῦµαι· αόρ. βʹ ἱκόµην (µε ῐ,
εκτός αν η έκταση προέρχεται από αύξηση), παρακ. ἷγµαι, µτχ. ἱγµένος· γʹ ενικ. υπερσ. ἷκτο· I. 1.
έρχοµαι, καταφθάνω σε έναν τόπο, µε αιτ. τόπου ή ακολουθ. από πρόθ., ἵκετο νῆας ή ἐπὶ νῆας,
σε Όµηρ. κ.λπ. 2. έρχοµαι, φθάνω σε..., ἵκετο χρόα, λέγεται για δόρυ, σε Οµήρ. Ιλ.· τέλος ἵκεο
µύθων, στο ίδ.· ἠῶ ἱκέσθαι, δηλ. ζω έως το πρωί, σε Οµήρ. Οδ.· λέκτροιο θεσµὸν ἵκοντο, δηλ.
παντρεύοµαι, ενώνοµαι, σµίγω, λέγεται για τη σχέση Οδυσσέα και Πηνελόπης µετά την πράξη
της αναγνώρισης, στο ίδ.· ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, στο ίδ.· ἱκνέοµαι
ἐςλόγους τινός, συνοµιλώ µε κάποιον, σε Ʃοφ. κ.λπ. II. λέγεται για δυστυχία, ταλαιπωρία, θλίψη
κ.λπ., επέρχοµαι σε κάποιον, πένθος ἱκνεῖταί τινα, σε Οµήρ. Ιλ.· ἄχος, χόλος τινὰ ἱκνεῖται θυµὸν ἢ
κραδίην, σε Όµηρ. III. προσεγγίζω κάποιον σαν ικέτης, στον ίδ.· τὰ σὰ γοῦνα ἱκόµεθ', σε Οµήρ.
Οδ.· απ' όπου, όπως το ἱκετεύω, δέοµαι, προσεύχοµαι, παρακαλώ, τὰς θεὰς ἱκνοῦµαι, σε Ʃοφ.·
καί σε πρὸς θεῶν ἱκνοῦµαι, στον ίδ.· µε απαρ., πάντες σ' ἱκνοῦνται θάψαι νεκρούς, σε Ευρ. IV. 1.
απρόσ., όπως το προσήκει, αρµόζει, πρέπει, είναι πρέπον· φαµὲν ἡµέας ἱκνέεσθαι ἡγεµονεύειν,
λέµε, υποστηρίζουµε ότι πρέπει εµείς να πάρουµε την αρχηγία, σε Ηρόδ.· τοὺς µάλιστα ἱκνέεται
(ενν. κεκάρθαι), τους οποίους αφορά περισσότερο, στον ίδ.· οµοίως, ἐς τὸν ἱκνέεται, σ' αυτόν
τον οποίο ανήκει, στον ίδ. 2. µτχ., τὸ ἱκνεύµενον, αυτό που ταιριάζει, το πρέπον, αυτό που
αρµόζει, στον ίδ.· ὁ ἱκνεύµενος χρόνος, ο σωστός, ο αρµόζων, ο κατάλληλος χρόνος, στον ίδ.· τὸ
ἱκνεύµενον ἀνάλωµα, η αναλογούσα δαπάνη, σε Θουκ.· απ' όπου, επίρρ., ἱκνευµένως, ορθά,
κατάλληλα, µε τον αρµόζοντα τρόπο, αρµοδίως, σε Ηρόδ.

ἱλᾰρός[ῐ], -ά, -όν (ἵλαος): εύθυµος, χαρούµενος, ευτυχισµένος, φαιδρός, Λατ. hilaris, σε
Αριστοφ., Ξεν.· τὸ ἱλαρόν = ἱλαρότης, σε Πλούτ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.

ἵλαος[ῑ], -ον, Αττ. ἵλεως, -ων, δυϊκ. ἵλεω· ονοµ. πληθ. ἵλεῳ, ουδ. ἵλεα· I. λέγεται για θεούς,
ευµενής, ευνοϊκός, σε Οµήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. II. λέγεται για ανθρώπους, ευµενής, αγαθός, πράος,
ήπιος, θυµὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως σε Ʃοφ.

ἵµερος[ῑ], ὁ, I. 1. πόθος, επιθυµία για κάτι, Λατ. desiderium, µε γεν., σε Οµήρ. Ιλ.· γόου ἵµερον
ὦρσεν, ξεσήκωσε µέσα τους επιθυµία για δάκρυα, δηλ. την επιθυµία να θρηνήσουν για να
ανακουφίσουν την ψυχή τους, στο ίδ.· και µε δεύτερη γεν. (αντικειµ.), πατρὸς ὑφ' ἵµερος ὦρσε
γόοιο, για τον πατέρα της, σε Οµήρ. Οδ.· ἵµερον ἔχειν = ἱµείρεσθαι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., πολλοὶ
ἵµεροι, διάφορα, ποικίλα συναισθήµατα, σε Αισχύλ. 2. απόλ., επιθυµία, έρωτας, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αλλά µόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἵµερον αὐλεῖν, σε Ανθ.· ἵµερα µελίζεσθαι, δακρύειν,
στο ίδ.

κᾰθαίρω, µέλ. κᾰθᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐκάθηρα — Μέσ., µέλ. καθαροῦµαι, αόρ. αʹ ἐκαθηράµην — Παθ.,
αόρ. αʹ ἐκαθάρθην, παρακ. κεκάθαρµαι· (καθαρός)· I. 1. λέγεται για εξαγνισµένο άνθρωπο ή
πράγµα, εξαγνίζω ή καθαρίζω, θεραπεύω µολυσµατική νόσο, καθαίρω, εξαγνίζω, καθήραντες
χρόαὕδατι, σε Οµήρ. Οδ.· καθαρίζω, απαλλάσσω την χώρα από τέρατα και ληστές, σε Ʃοφ. 2. µε
θρησκευτική σηµασία, απολυµαίνω, εξαγνίζω, (δέπας) ἐκάθηρε θεείῳ, το εξάγνισε καπνίζοντάς
το µε θειάφι, εκθέτοντάς το σε καπνούς, δηλ. αναθυµιάσεις θείου, σε Οµήρ. Ιλ.· καθ. τινὰ φόνου,
τον εξαγνίζω από το φόνο, από την τέλεση ανθρωποκτονίας, σε Ηρόδ.· Δῆλον κ., στον ίδ. — Μέσ.,
καθαίροµαι, εξαγνίζοµαι, στον ίδ.· οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράµενοι, σε Πλάτ.· οµοίως και σε Παθ.,
κεκαθαρµένος, στον ίδ. 3. κλαδεύω δέντρο, δηλ. το καθαρίζω από τα πλεονάζοντα, περιττά,
άχρηστα κλαδιά, σε Κ.Δ. 4. µεταφ., = µαστιγόω, λαϊκιστί «τρίβω, ξυστρίζω, αποπλένω», σε
Θεόκρ. II. λέγεται γι' αυτό που αφαιρείται µέσω του εξαγνισµού, αποβάλλω, αποπλένω, ξεπλένω
ή αποµακρύνω, αποδιώχνω, λύµατα, σε Οµήρ. Ιλ.· ῥύπα, σε Οµήρ. Οδ.· φόνον, σε Αισχύλ. III. µε
διπλή αιτ., αἷµα κάθηρον Ʃαρπηδόνα, καθάρισαν τον Ʃαρπηδόνα από το αίµα, τον ξέπλυναν απ'
αυτό, σε Οµήρ. Ιλ. — Παθ., φόνον καθαρθείς, σε Ηρόδ.

κᾰθαρµός, ὁ (καθαίρω),· 1. καθαρισµός, εξαγνισµός από ενοχή, σε Ʃοφ.· απ' όπου, τρόπος, µέσα
εξαγνισµού, εξιλαστήρια θυσία, εξιλέωση, απότιση, πληρωµή, ανταπόδοση, καθαρµὸν τῆς χώρης
ποιεῖσθαί τινα, θυσιάζω κάποιον για τον καθαρµό της πόλης, σε Ηρόδ.· µύσος ἐλαύνειν
καθαρµοῖς, µέσω εξαγνιστικών προσφορών, σε Αισχύλ.· θοῦ νῦν καθαρµὸν δαιµόνων, απόστρεψε
την οργή τους µέσω εξαγνισµών, σε Ʃοφ.· καθαρµὸν θύειν, προσφέρω θυσία εξαγνισµού, σε Ευρ.
2. χρησιµοποιείται για τις τελετές µύησης, σε Πλάτ., Δηµ.

καθοράω, Ιων. κατ-· παρατ. καθεώρων, Ιων. γʹ ενικ. κατώρα· παρακ. καθεόρακα· επίσης από
√ΟΤΤ, µέλ. κατόψοµαι, παρακ. κατῶµµαι, αόρ. αʹ κατώφθην· για τον αόρ. βʹ, βλ. κατεῖδον· I.
κοιτάζω προς τα κάτω, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ.· οµοίως και στη Μέσ., σε Οµήρ. Ιλ. II. 1. µε αιτ.,
κοιτάζω προς τα κάτω, είµαι πάνω από κάτι και κοιτάζω προς τα κάτω, ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ,
σε Θέογν. κ.λπ. 2. βλέπω κάτι ευκρινώς, αντιλαµβάνοµαι, κατανοώ, διακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
κ.λπ. 3. βλέπω, παρατηρώ, σε Πίνδ., Αριστοφ. 4. ερευνώ, εξετάζω, τὰ ἄλλα, σε Ηρόδ.

καινός, -ή, -όν, I. νέος, πρόσφατος, Λατ. recens, novus, καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα, σε Ηρόδ.·
καινοὺς λόγους φέρειν, φέρνω, προσκοµίζω νέα, ειδήσεις, σε Αισχύλ.· λέγεταί τικοινόν, σε Δηµ.·
ἐκ καινῆς (ενν. ἀρχῆς), εκ νέου, πάλι, Λατ. de novo, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για νέα δράµατα
που παρουσιάζονται στο θέατρο για πρώτη φορά, σε Αισχίν., Δηµ. II. νεοεφευρεθείς,
πρωτότυπος, πρωτοφανής, σε Ευρ. κ.λπ.· κ.θεοί, παράδοξοι θεοί, σε Πλάτ.· καινά, νεωτερισµοί,
σε Ξεν.· οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων, δεν έφερε τίποτα καινούριο που να µην είχε ήδη
αναφερθεί από άλλους, στον ίδ.· τὸ καινὸν τοῦ πολέµου, η απροσδόκητη τροπή που συνήθως
παίρνει ο πόλεµος, η αναπάντεχη έκβαση του πολέµου, σε Θουκ. III. κ. ἄνθρωπος, novus homo,
σε Πλούτ.

καίνω, µέλ. -κᾰνῶ, αόρ. βʹ ἔκανον, απαρ. κᾰνεῖν, Δωρ. κανῆν· παρακ. κέκονα· ισοδύν. τύπος του
κτείνω, σκοτώνω, φονεύω, σφαγιάζω, σε Τραγ., Ξεν.

καταπίπτω, µέλ. -πεσοῦµαι, αόρ. βʹ κατ-έπεσον, ποιητ. κάπ-πεσον, γʹ δυϊκ. καπ-πεσέτην· παρακ.
πέπτωκα· I. 1. πέφτω ή ρίχνοµαι κάτω, σε Όµηρ., Ηρόδ., Αττ.· χρησ. ως Παθ., κάππεσε =
κατεβλήθη, σε Αισχύλ. 2. µεταφ., κάππεσε θυµός, κατέπεσε, µειώθηκε το ηθικό τους, σε Οµήρ.
Ιλ.· κ. εἰς ἀπιστίαν, σε Πλάτ. II. πάσχω από επιληψία, σε Λουκ.

κατηφής, -ές: 1. αυτός που έχει χαµηλωµένα µάτια, κατσούφης, αποκαρδιωµένος, άφωνος, σε
Οµήρ. Οδ., Ευρ. 2. µεταφ., σκοτεινός, µαύρος, ασαφής, απροσδιόριστος, σε Ανθ. (αµφίβ.
προέλ.).

κείρω, µέλ. κερῶ, Ιων. κερέω· αόρ. αʹ ἔκειρα, Ιων. ἔκερσα· παρακ. κέκαρκα — Μέσ., µέλ.
κεροῦµαι, αόρ. αʹ ἐκειράµην, Επικ. ἐκερσάµην — Παθ., αόρ. αʹ µτχ. κερθείς· υποτ. αορ. βʹ κᾰρῇ,
απαρ. κᾰρῆναι, µτχ. καρείς· παρακ. κέκαρµαι· I. κόβω τα µαλλιά κάποιου, κόβω τα µαλλιά µου,
όπως σε ένδειξη βαρύ θρήνου, σε Όµηρ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ. βοστρύχους κεκαρµένος, έχοντας
κόψει τις µπούκλες των µαλλιών κάποιου, σε Ευρ.· κεκάρθαι τὰς κεφαλάς, έχοντας τα κεφάλια
κουρεµένα, ως ένδειξη πένθους, σε Ηρόδ.· λέγεται για τα µαλλιά, αποκόπτοµαι, σε Πίνδ. II. κόβω
ή λαξεύω, σε Οµήρ. Ιλ.· ὕλην, σε Ʃοφ. III. λεηλατώ χώρα, µέσω του κοψίµατος των σοδειών και
των καρποφόρων δέντρων, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., λέγεται για χώρα, λεηλατούµαι, σε Θουκ. —
Μέσ., Ἄρης πλάκα κερσάµενος, έχοντας καθαρίσει την πεδιάδα (µε το να αφανίσει τους άνδρες),
σε Αισχύλ. IV. γενικά, καταστρέφω, και οµοίως· 1. σχίζω, κατασπαράζω, τρώω αδηφάγα, Λατ.
depasci, λέγεται για θηρία, σε Όµηρ.· ἔκειρε πολύκερων φόνον, δηλ. κατέσφαξε πολλά
κερασφόρα ζώα, σε Ʃοφ. 2. λέγεται για τους µνηστήρες, καταναλώνω, δαπανώ, σπαταλώ την
περιουσία κάποιου, σε Οµήρ. Οδ.

κέρδος, -εος, τό, I. 1. κέρδος, ωφέλεια, πλεονέκτηµα, Λατ. lucrum, σε Οµήρ. Οδ.· ποιεῖσθαί τι ἐν
κέρδει, το lucro apponere του Οράτιου, σε Ηρόδ.· οµοίως, κέρδος ἡγεῖσθαί τι ή νοµίζειν τι, σε
Ευρ., Θουκ. 2. επιθυµία κέρδους, αγάπη για ωφέλεια, σε Πίνδ., Τραγ. II. στον πληθ., πανούργα,
δόλια τεχνάσµατα, απάτες, σε Όµηρ.

Κήρ, ἡ, Κηρός, αιτ. Κῆρα, η θεότητα του θανάτου, απ' όπου χαµός, όλεθρος, πεπρωµένο, σε
Όµηρ.· ολόκληρο, Κὴρ Θανάτοιο, σε Οµήρ. Οδ.· Κῆρες Θανάτοιο, σε Οµήρ. Ιλ.· γενικά, όλεθρος,
καταστροφή, βαρεῖα µὲν κὴρ τὸ µὴ πιθέσθαι, θλιβερός χαµός αν δεν υπακούσει, σε Αισχύλ.· κὴρ
οὐ καλή, απρεπές όνειδος, σε Ʃοφ.

κίω, προστ. κίε, βʹ ενικ. υποτ. κίῃς, Επικ. αʹ πληθ. κίοµεν (αντί κίωµεν)· ευκτ. κίοιµι, µτχ. κιοῦσα,
παρατ. ἔκιον, Επικ. κίον· πορεύοµαι, πηγαίνω, σε Όµηρ., Αισχύλ.

κλώθω, µέλ. κλώσω, γνέθω, αναστρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ηρόδ., Λουκ. — Παθ., τὰ
κλωσθέντα, η µοίρα κάποιου, σε Πλάτ.

Κλωθώ, -οῦς, ἡ, η Κλώθουσα, µια από τις τρεις Μοίρες η οποία περιέστεφε το νήµα της ζωής, σε
Ησίοδ.· η Λάχεση ήταν υπεύθυνη για το παρελθόν, η Κλωθώ για το παρόν, η Άτροπος για το
µέλλον, σε Πλάτ., Λουκ.

κνάω, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. κνῇς, κνῇ, απαρ. κνῆν, Ιων. κνᾶν· µέλ. κνήσω, αόρ. αʹ ἔκνησα· γʹ ενικ.
Επικ. αορ. βʹ κνῆ (όπως αν προερχόταν από το κνῆµι) — Μέσ., Αττ. απαρ. κνῆσθαι· αόρ. αʹ
ἐκνησάµην· I. αποξέω, ξύνω ή τρίβω, Λατ. redere, σε Οµήρ. Ιλ.· τὸν κηρὸν κνᾶν, τον αποξύνω, σε
Ηρόδ. II. γρατσουνίζω — Μέσ., ξύνοµαι, σε Πλάτ. III. γαργαλώ, στον ίδ. — Μέσ. κνᾶσθαι τὰ ὦτα,
γαργαλώ τα αυτιά κάποιου, σε Λουκ.

κνίζω, Δωρ. κνίσδω· µέλ. κνίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔκνισα, Δωρ. ἔκνιξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκνίσθην· I. ξύνω
ή αποξέω, τρίβω, γαργαλώ· µεταφ., λέγεται για την αγάπη, πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ, ταράζω, σε
Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για κορεσµό, σε Πίνδ.· λέγεται για άγχος, αγωνία, σε Αριστοφ. — Παθ.,
κνίζεσθαί τινος, τσιµπιέµαι (από αγάπη) για κάποιον, σε Θεόκρ. II. κν. ὀργάν, προκαλώ θυµό,
οργή, σε Πίνδ.

κνίδη[ῑ], ἡ (κνίζω), τσουκνίδα, Λατ. urtica, σε Θεόκρ., Ανθ.

κοµπάζω, µέλ. -άσω = κοµπέω, 1. καυχιέµαι, κοµπάζω, µεγαλαυχώ, µεγαλοστοµώ, σε Τραγ.· µε


σύστ. αντ., κ.λόγον, ξεστοµίζω µεγάλα λόγια, σε Αισχύλ. 2. καυχιέµαι, κ. γέρας, καυχιέµαι για το
αξίωµά µου, στον ίδ. — Παθ., γίνοµαι αντικείµενο καυχήσεως, φηµίζοµαι, σε Ευρ.· φόβος
κοµπάζεται, ο φόβος ξεστοµίζεται µεγαλοφώνως, σε Αισχύλ.· τίνοςδὲ παῖς πατρὸς κοµπάζεται;
ποιανού πατέρα περηφανεύεται ότι είναι γιος; σε Ευρ.

κοµπαστής, -οῦ, ὁ (κοµπάζω), κοµπορρήµων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.

κόπτω (από τη √ΚΟΠ)· µέλ. κόψω, αόρ. αʹ ἔκοψα, παρακ. κέκοφα, Επικ. µτχ. κεκοπώς — Παθ.,
µέλ. κεκόψοµαι, αόρ. βʹ ἐκόπην, παρακ. κέκοµµαι· I. 1. πλήττω, χτυπώ, κατατοτροπώνω,
γκρεµίζω, σε Οµήρ. Οδ.· κόψε µιν παρήιον, τον χτύπησε στο πηγούνι, σε Οµήρ. Ιλ. 2. κατακόπτω,
αποκόπτω, σε Όµηρ. κ.λπ.· κ. δένδρα, κόβω δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. τὴν χώραν, κόβω τα
δένδρα σ' αυτήν, την ερηµώνω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφοµαι ή τσακίζοµαι
από τον εχθρό, σε Θουκ.· µεταφ., φρενῶν κεκοµµένος, χτυπηµένος στο µυαλό, σε Αισχύλ. 3.
σφυρηλατώ, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο, σε Όµηρ.· κόβω νόµισµα, κόβω µέταλλο στην
πρέσα, σε Ηρόδ. — Μέσ., βάζω και µου κόβουν νοµίσµατα, διατάζω νοµισµατοκοπή, στον ίδ. —
Παθ., λέγεται για τα χρήµατα, κόβοµαι σε νοµίσµατα ή εντυπώνοµαι σε µέταλλο, σε Αριστοφ. 4.
χτυπώ την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ. 5. κόβω σε µικρά τεµάχια, κοπανίζω, «λιανίζω» σε
γουδί, σε Ηρόδ. 6. λέγεται για άλογο, τραντάζω ή ρίχνω κάτω τον αναβάτη, σε Ξεν. 7. µεταφ.,
καταπονούµαι, εξασθενούµαι, σε Δηµ. II. 1. Μέσ., κόπτοµαι, χτυπώ το στήθος µου ή το κεφάλι
µου από λύπη, Λατ. plangere, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ. 2. κόπτεσθαί τινα, θρηνώ για κάποιον,
Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ.

κόραξ, -ᾰκος, ὁ, Λατ. corvus, I. κόρακας, κοράκι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέµατα, κατάρες, «ἐς
κόρακας», pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· βάλλ' ἐς κόρακας, στον ίδ.· οὐκ
ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ, στον ίδ.· ἐς κόρακας οἰχήσεται; στον ίδ. II. 1. οτιδήποτε όπως το ράµφος
του κορακιού, µηχάνηµα για το γάντζωµα πλοίου, σε Πολύβ. 2. γάντζος, αγκιστροειδές χερούλι
πόρτας, σε Ανθ. 3. όργανα βασανισµού, σε Λουκ.

κόρδαξ, -ᾱκος, ὁ, κόρδακας, ο χορός της αρχαίας Κωµωδίας, κόρδακα ἑλκύσαι, χορεύω τον
κόρδακα, πιθ. από την αργή, συρόµενη κίνηση, σε Αριστοφ.

κράζω, Αττ. µέλ. κεκράξοµαι, έπειτα κράξω· αόρ. αʹ ἔκραξα, αόρ. βʹ ἔκρᾰγον· παρακ. µε σηµασία
ενεστ., κέκρᾱγα, απρόσ. κέκραχθι, πληθ. κεκράγετε· υπερσ. ἐκεκράγειν· (√ΚΡΑΓ, όπως στον αόρ.
βʹ)· 1. κράζω, κρώζω, λέγεται για βατράχους, σε Αριστοφ.· γενικά, φωνάζω, τσιρίζω, ουρλιάζω, σε
Αισχύλ., Αριστοφ.· κέκραχθι, σε Αριστοφ.· κραγὸν κεκράξεται, θα ουρλιάξει δυνατά, στον ίδ.· (τὸ
κραγόν είναι µτχ. αορ. βʹ που χρησιµ. επιρρηµατικά). 2. µε αιτ. πράγµ., κραυγάζω για κάτι, στον
ίδ.

κρείσσων, µεταγεν. Αττ. κρείττων, -ον, γεν. -ονος, µεταγεν. Ιων. κρέσσων, Δωρ. κάρρων· συγκρ.
του κρατύς (βλ. κράτιστος)· I. 1. δυνατότερος, ισχυρότερος, περισσότερο κραταιός, σε Οµήρ. Ιλ.
κ.λπ. 2. συχνά µε σηµασία συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, οἱ κρέσσονες, οι καλύτεροι από
κάποιον, σε Πίνδ.· οµοίως, τὰκρείσσω, σε Ευρ.· τὰ κρείσσονα, τα πλεονεκτήµατα κάποιου, σε
Θουκ. 3. µε απαρ., οὔτις κρείσσων δόµεναι, κανένας δεν έχει µεγαλύτερο δικαίωµα να δώσει, σε
Οµήρ. Οδ.· κρεῖσσόν ἐστι, µε απαρ., είναι καλύτερο να..., κρεῖσσόν ἐστι θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς,
σε Αισχύλ.· επίσης κρείσσων εἰµί, µε µτχ., κρείσσων ἦσθα µηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός, θα ήσουν
καλύτερα πεθαµένος από το να ζεις τυφλός, σε Ʃοφ. II. ανώτερος, υπέρτερος, ὕψος κρεῖσσον
ἐκπηδήµατος, πολύ µεγάλο για να το πηδήσει κάποιος, σε Αισχύλ.· κρείσσον' ἀγχόνης, δεν του
αξίζει µονάχα η κρεµάλα, σε Ʃοφ.· ἐλπίδος κρ., χειρότερα από όσο θα περίµενε κάποιος, σε
Θουκ. III. αυτός που έχει δύναµη πάνω σε κάτι, το διαφεντεύει, γαστρός, σε Ξεν.· κρ. χρηµάτων,
ανώτερος από τις δωροδοκίες, σε Θουκ. IV.στον Αττ. πεζό λόγο µε ηθική σηµασία, καλύτερος,
περισσότερο εξαίρετος, σε Αριστοφ.

κρωβύλος[ῠ], ὁ, 1. κόµπος ή πλέγµα από τρίχες στην κορυφή του κεφαλιού, σε Θουκ., Ανθ.·
επίσης τούφα µαλλιών, λοφίο περικεφαλαίας, σε Ξεν. 2. παρατσούκλι του ρήτορα Ηγησίππου, σε
Αισχίν. (άγν. προέλ.).

κτάοµαι, Ιων. κτέοµαι· µέλ. κτήσοµαι και κεκτήσοµαι, αόρ. αʹ ἐκτησάµην, Επικ. κτησάµην·
παρακ. κέκτηµαι και ἔκτηµαι, Ιων. γʹ πληθ. ἐκτέαται, ευκτ. κεκτῄµην ή κεκτῴµην· υπερσ.
ἐκεκτήµην και κεκτήµην, Ιων. γʹ πληθ. ἔκτεατο· αποθ., I. στον ενεστ., παρατ., µέλ. και αόρ. αʹ. 1.
α) προµηθεύοµαι για τον εαυτό µου, αποκτώ, κερδίζω, κατέχω, σε Όµηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό
τινος, κερδίζω το µεροκάµατό µου από κάτι, σε Ηρόδ.· κ.χάριν, κερδίζω την εύνοια, σε Ʃοφ.· κ.
φίλους, ἑταίρους, στον ίδ. β) λέγεται για δεινά, δυστυχίες, επιφέρω, επισύρω, υφίσταµαι,
προκαλώ, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· κ. τινα πολέµιον, τον καθιστώ τέτοιο, σε Ξεν. 2. προµηθεύοµαι ή
αποκτώ για κάποιον άλλο, ἐµοὶ ἐκτήσατο κεῖνος, σε Οµήρ. Οδ. II. στον παρακ. και υπερσ. µε µέλ.
κεκτήσοµαι, έχω αποκτήσει, δηλ. κατέχω, έχω, διαθέτω, κρατώ, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· κεκτ.
τινα σύµµαχον, σε Ευρ.· λέγεται για δεινά, κεκτ. κακά, σε Ʃοφ., Ευρ.· ὁ κεκτηµένος, ιδιοκτήτης,
κάτοχος, κύριος, ως ουσ., ὁ ἐµοῦ κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.
III. Παθ. αόρ. αʹ ἐκτήθην, µε Παθ. σηµασία, αποκτώµαι, στον ίδ., σε Θουκ.

κυνέω/ κυνῶ: 1. ασπάζοµαι, φιλώ, σε Όµηρ., Ευρ. 2. προσκυνέω, σε Ευρ.

κύων, ὁ και ἡ, γεν. κῠνός, δοτ. κῠνί, αιτ. κύνα, κλητ. κύον· πληθ., ονοµ. κύνες, γεν. κυνῶν, δοτ.
κυσί, Επικ. κύνεσσι, αιτ. κύνας· I. σκύλος ή σκύλα, σε Όµηρ. κ.λπ.· περισσότερο συνηθισµένο στα
κυνηγετικά σκυλιά, στον ίδ. κ.λπ.· η Λακωνική ράτσα ήταν περίφηµη, σε Ʃοφ.· νὴ ή µὰ τὸν κύνα,
ήταν ο αγαπηµένος όρκος του Ʃωκράτη, σε Πλάτ.· πρβλ. τραπεζεύς. II. 1. ως λέξη αποδοκιµασίας
ή µοµφής, για να υποδηλώσει αδιαντροπιά ή θρασύτητα στις γυναίκες και απερισκεψία, αµυαλιά,
στους άνδρες, σε Όµηρ. 2. στην Αθήνα, σκωπτικό όνοµα των Κυνικών, σε Αριστ., Ανθ. III. οι
Τραγικοί αποδίδουν τον όρο στους εντεταλµένους των θεών· ο αετός είναι Διὸςπτηνὸς κύων, σε
Αισχύλ.· οι γρύπες Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνες, στον ίδ.· οι Βάκχες Λύσσης κ., σε Ευρ. κ.λπ. IV.
σκυλόψαρο, αναφέρεται ως ψάρι στην Οµήρ. Οδ.V. σείριος = το κύναστρο, δηλ. ο σκύλος του
Ωρίωνα, που τοποθετήθηκε ανάµεσα στα αστέρια µε το αφεντικό του, σε Οµήρ. Ιλ.

κώθων, -ωνος, ὁ, λακωνικό δοχείο που προοριζόταν για την πόση, σε Αριστοφ.

λέαινα, ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

λέχος, -εος, τό (λέγω Α)· 1. ντιβάνι, κρεβάτι, στρώµα, σε Όµηρ., κ.λπ. 2. είδος νεκρικής κλίνης
στην οποία εναπόθεταν τον νεκρό, νεκροκρέβατο, νεκροφόρα, τάφος, µνήµα, σε Οµήρ. Ιλ., κ.λπ.
3. νυφικό κεβάτι, και γενικά, συζυγική κλίνη, γάµος, σε Οµήρ. Οδ., Τραγ.· οµοίως στον πληθ., τὰ
νυµφικὰ λέχη, σε Ʃοφ.· γῆµαι µείζω λέχη, πραγµατοποιώ σπουδαίο γάµο (δηλ. παντρεύοµαι
γυναίκα ανώτερη από µένα κατά το γένος ή την οικονοµική δύναµη), σε Ευρ., κ.λπ.· επίσης,
σὰλέχεα, η σύζυγός σου, στον ίδ. 4. φωλιά πουλιών, σε Αισχύλ., Ʃοφ.

λέχρῐς, επίρρ., πλαγίως, δίπλα, λοξά, Λατ. oblique.

λίσσοµαι, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λισσέσκετο· αόρ. ἐλῐσάµην, Επικ. ἐλλισάµην, προστ. λίσαι [ῐ], γʹ
ενικ. υποτ. λίσῃ· απαρ. αορ. βʹ λῐτέσθαι, ευκτ. λῐτοίµην· 1. ικετεύω, αιτούµαι, παρακαλώ,
εκλιπαρώ, είτε απόλ. είτε µε αιτ. προσ., σε Όµηρ.· σε γεν., πράγµα για το οποίο κάποιος ικετεύει,
λίσσοµαί τινα γούνων, σε Οµήρ. Ιλ.· λίσσοµαι Ζηνός, σε Οµήρ. Οδ.· συχνά προστίθεται απαρ.,
οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσοµαι µένειν, δεν σε παρακαλώ να µείνεις, σε Οµήρ. Ιλ. 2. µε αιτ. πράγµ., ζητώ
κάτι, ικετεύω για κάτι, οἷ αὐτῷ θάνατον λιτέσθαι, στο ίδ.· µε δύο αιτ. (προσ. και πράγµ.), ταῦτα
µὲν οὐχ ὑµέας ἔτι λίσσοµαι, γι' αυτά δεν σας παρακαλώ πλέον, σε Οµήρ. Οδ.

λῐτή, ἡ (λίτοµαι)· I. προσευχή, παράκληση, κυρίως, στον πληθ., σε Οµήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ. II.
Λιταί, προσευχές θλίψης και µετανοίας, προσωποποιηµένες σαν θεές στην Οµήρ. Ιλ. I. 502 κ.εξ.

λουτρόν, τό, Επικ. λοετρόν (λούω)· I. λουτρό, το µέρος όπου κάνει κάποιος το µπάνιο του, σε
Όµηρ.· κυρίως στον πληθ., θερµὰ λοετρά, ζεστά λουτρά, σε Οµήρ. Ιλ.· Αττ., θερµὰ λουτρά, σε
Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης καλούνταν, λουτρὰ Ἡράκλεια, σε Αριστοφ.· ὑδάτων λοῦτρα, νερό για
λούσιµο, σε Ʃοφ.· λοῦσαί τινα λουτρόν, κάνω κάποιον µπάνιο, στον ίδ. II. στους Ποιητές, σπονδαί
ή χοαί, προσφερόµενες στους νεκρούς, σε Ʃοφ., Ευρ.

λουτρών, -ῶνος, ὁ (λουτρόν), χώρος, δωµάτιο για µπάνιο, οικοδόµηµα στο οποίο υπήρχαν
λουτήρες για µπάνιο, σε Αισχύλ., Ξεν.

λούω, συνηρ. από το αρχ. λοέω, από όπου, στον Όµηρ., παρατ. λόεον, απαρ. αορ. λοέσσαι, µτχ.
λοέσσας, Μέσ. µέλ. λοέσσοµαι, γʹ ενικ. αορ. λοέσσατο, µτχ. λοεσσάµενος· επίσης, Επικ. παρατ.
ἐλούεον· µεταγεν. τύποι, µέλ. λούσω, Δωρ. λουσῶ, αόρ. ἔλουσα, Επικ. λοῦσα — Μέσ., µέλ.
λούσοµαι· αόρ. ἐλουσάµην, Επικ. γʹ πληθ. λούσαντο — Παθ., παρακ. λέλουµαι, γʹ ενικ. λέλουται,
µτχ. λελουµένος· αρχ. ενεστ. λόω, από όπου γʹ ενικ. λόει, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. λόε, γʹ πληθ. λόον·
απαρ. λόεσθαι· επίσης, Αττ. συνηρ. τύποι, γʹ ενικ. και αʹ πληθ. παρατ. ἔλου, ἐλοῦµεν· Παθ. ενεστ.
λοῦται, λοῦνται, γʹ πληθ. παρατ. ἐλοῦντο, Ιων. λοῦντο, απαρ. λοῦσθαι, µτχ. λούµενος· I. 1. πλένω
κάποιον άλλο, ορθότερα, λούζω το σώµα του (νίζω χρησιµ. για χέρια και πόδια, πλύνω για τα
ρούχα), σε Όµηρ.· λούσατε ἐν ποταµῷ, πλύντε τον, δηλ. αφήστε τον να κάνει µπάνιο, σε Οµήρ.
Οδ.· επίσης, λό' ἐκ τρίποδος, µε έλουσε (µε νερό) σε µεγάλο καζάνι, στο ίδ. II. 1. Μέσ. και Παθ.,
λούζοµαι, µε γεν., λελουµένος Ὠκεανοῖο, (λέγεται για άστρο που µόλις ανέτειλε), πρόσφατα
λουσµένο στον ωκεανό, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως, λούεσθαι ποταµοῖο, λούζοµαι στο νερό του
ποταµού, στο ίδ.· οµοίως, ἀπὸ κρήνης λούµενος, σε Ηρόδ.· απόλ., λούσαντο, σε Οµήρ. Οδ., κ.λπ.·
λελουµένος, φρεσκοµπανιαρισµένος, αυτός που έκανε µπάνιο προ ολίγου, σε Ηρόδ.· ἦλθε
λουσόµενος (Οράτ. ire lavatum), σε Αριστοφ. 2. µε καθαρά Παθ. σηµασία, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός,
δηλ. λουσµένος από τη βροχή του ουρανού, σε Ηρόδ. 3. µε καθαρά Μέσ. σηµασία, λοέσσασθαι
χρόα, πλένω το σώµα µου, σε Ησίοδ.

λώπη, ἡ (λέπω): ιµάτιο, µανδύας, φόρεµα

µάθησις, ἡ (µανθάνω),· 1. µάθηση, απόκτηση γνώσης, σε Ʃοφ., Θουκ., κ.λπ. 2. επιθυµία για
µάθηση, σε Ʃοφ. 3. εκπαίδευση, διδακτική καθοδήγηση, σε Πλάτ., Ξεν.

µάθος, τό, ποιητ. αντί µάθησις, σε Αισχύλ.

µᾰκᾰρίζω (µάκαρ), Αττ. µέλ. -ιῶ, καλοτυχίζω, θεωρώ ή ονοµάζω κάποιον ευτυχισµένο, Λατ.
gratulari, σε Οµήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· ειρων. µακαρίσαντες ὑµῶν τὸ ἀπειρόκακον, ενώ
καλοτυχίζουµε την αφέλειά σου, σε Θουκ.

µᾰκᾰρίτης[ῑ], -ου, ὁ, βλ. µάκαρ II. I. καλότυχος, δηλ. πεθαµένος, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. ως επίθ.,
µακαρίτης βίος, µε διπλό νόηµα, σε Αριστοφ.

µάκαρ, -ᾰρος, ὁ, θηλ. µάκαιρα και µάκαρ· I. ευλογηµένος, ευτυχισµένος, λέγεται για θεούς, σε
αντίθ. προς τους θνητούς ανθρώπους, σε Οµήρ. Ιλ.· απόλ. (ως ουσ.) µάκαρες, ευλογηµένοι, σε
Οµήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ., Τραγ. II. λέγεται για ανθρώπους, ευτυχισµένος, καλότυχος, ὦ µάκαρ
Ἀτρείδη, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως, µάκαιρα ἑστία, κ.λπ., σε Πίνδ.· ιδίως, πλούσιος, ἀνδρὸς µάκαρος
κατ' ἄρουραν, σε Οµήρ. Ιλ. III. µάκαρες επίσης νοούνται οι νεκροί, ως ασφαλείς από τις
κακοτυχίες της ζωής, σε Ησίοδ.· µακάρων νῆσοι, τα Νησιά των Μακάρων (στον ωκεανό που
βρίσκεται στο ακρότατο όριο της Δύσης), όπου οι ήρωες και οι ηµίθεοι απολάµβαναν αιώνια
ανάπαυση, στον ίδ., Πίνδ. IV.συγκρ. µακάρτερος, υπερθ. µακάρτατος, σε Οµήρ. Οδ.

µᾰκάριος[κᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, εκτεταµ. τύπος του µάκαρ· I. 1. λέγεται για ανθρώπους,
καλότυχος, ευτυχισµένος, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σε προσφωνήσεις, ὦ µακάριε, όπως ὦ θαυµάσιε,
καλέ µου κύριε, αγαπητέ µου κύριε, σε Πλάτ.· µε γεν., ὦ µακάριε τῆς τύχης, ευτυχισµένε εσύ για
το καλό σου ριζικό!, σε Αριστοφ. 2. οἱ µακάριοι, όπως οἱ ὄλβιοι, οι πλούσιοι και πιο µορφωµένοι,
σε Πλάτ., Αριστοφ. II. επίρρ. -ίως, σε Ευρ., Αριστοφ.

µαρµαίρω, µόνο σε ενεστ. και παρατ., αστράφτω, σπινθηρίζω, λάµπω, λέγεται για όπλα, σε
Οµήρ. Ιλ.· ὄµµατα µαρµαίροντα, τα σπινθηροβόλα µάτια της Αφροδίτης, σε Οµήρ. Ιλ.· νύκτα
ἄστροισι µαρµαίρουσαν, σε Αισχύλ.

µεδέων, -οντος, ὁ, όπως το µέδων: 1. ουσ. µε σηµασία µτχ., φύλακας, προστάτης, Ζεὺς Ἴδηθεν
µεδέων, προστάτης της Ίδης, σε Οµήρ. Ιλ.· δελφίνων µεδέων, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε
Αριστοφ. 2. θηλ. µεδέουσα, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Οµηρ. Ύµν.· λέγεται για τη Μνηµοσύνη,
σε Ησίοδ. κ.λπ.

µέδω: I. µόνο στον ενεστ., και κυρίως ως ουσιαστικοποιηµένη µτχ., µέδων, -οντος, ὁ, όπως το
µεδέων, µεδέουσα, φρουρός, προστάτης, κύριος, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ µέδοντες, ηγέτες και
προστάτες των Αργείων, σε Όµηρ.· µέδωνἁλός, κύριος (κυρίαρχος) της θάλασσας, σε Οµήρ. Οδ.·
λέγεται για τον Βάκχο, ὃς µέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις, σε Ʃοφ. II. 1. ως αποθ. µέδοµαι, µέλ.
µεδήσοµαι, παρέχω, µεριµνώ, έχω την έγνοια, έχω το νου µου για κάποιον, σε κάτι, µε γεν.
πολέµοιο µεδέσθω, σε Οµήρ. Ιλ.· ὡς δείπνοιο µέδηται, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ. 2. σχεδιάζω,
κατορθώνω, µηχανεύοµαι κάτι για κάποιον, κακὰ Τρώεσσι µέδεσθαι, σε Οµήρ. Ιλ.

µελαίνω (µέλας)· µέλ. -ανῶ — Παθ. παρακ. µεµέλασµαι, αόρ. αʹ ἐµελάνθην· I. µαυρίζω — Παθ.,
µελαίνετο χρόα, δέρµα που είχε σηµαδευτεί µε µαύρους (από αίµα) λεκέδες, σε Οµήρ. Ιλ.·
λέγεται για γη (ξηρά) που εµφανίστηκε αιφνίδια, στο ίδ.· λέγεται για ώριµα σταφύλια, σε Ησίοδ.·
λέγεται για πηγούνι που µόλις απέκτησε γένια, στον ίδ. II. αµτβ., Παθ., γίνοµαι µαύρος σταδιακά,
σε Πλάτ., Ανθ.

µέλπω (µέλος), µέλ. µέλψω, αόρ. αʹ ἔµελψα· I. 1. τραγουδώ για µια συγκεκριµένη περίσταση,
γιορτάζω µε τραγούδι και χορό, σε Οµήρ. Ιλ., Ευρ.· µέλπω τινὰ κατὰ χέλυν, σε Ευρ. 2. αµτβ.,
τραγουδώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· µε σύστ. αντ., µέλπω θανάσιµον γόον, σε Αισχύλ.· ἰαχάν, βοάν, σε
Ευρ. II. 1. επίσης ως αποθ. µέλποµαι· µτχ. αόρ. αʹ µελψάµενος, µέλ. µέλψοµαι µε Παθ. σηµασία·
τραγουδώ µε τη συνοδεία λύρας ή άρπας, σε Οµήρ. Οδ.· τραγουδώ και χορεύω, ως µέλος χορού,
µετὰ µελποµένῃσιν ἐν χορῷ, σε Οµήρ. Ιλ.· µέλπεσθαι Ἄρηι, χορεύω πολεµικό χορό προς τιµήν
του Άρη, δηλ. πολεµώ, στο ίδ. 2. µε αιτ., ως Ενεργ., τραγουδώ, γιορτάζω, σε Ησίοδ., Ευρ.

µεστός, -ή, -όν, I. πλήρης, γεµάτος, εντελώς γεµάτος, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. µε γεν., γεµάτος από,
πλήρης από ένα πράγµα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· µεταφ., ἀπάτης, ἀπορίας µεστός, σε Πλάτ.· µεταφ.,
επίσης, γεµάτος από ένα πράγµα, σε Ευρ.· οµοίως µε µτχ., µεστὸς ἦν θυµούµενος, δηλ. είµαι
γεµάτος θυµό, σε Ʃοφ.

Μοῦσα, -ης, ἡ, Αιολ. Μοῖσα, Δωρ. Μῶσα (*µάω), I. Μούσα, στον πληθ. οι Μούσες, θεές του
τραγουδιού, της µουσικής, της ποίησης, του χορού, της δραµατικής ποίησης, και όλων των
καλών τεχνών· τα ονόµατα των εννέα Μουσών ήταν Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελποµένη,
Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύµνια ή Πολυύµνια, Ουρανία και Καλλιόπη, σε Ησίοδ. II. µοῦσα, ως
προσηγορικό, µουσική, τραγούδι, σε Πίνδ., Τραγ.· επίσης, ευγλωττία, σε Ευρ.· στον πληθ.,
τέχνες, µάθηση, γνώσεις, σε Αριστοφ., Πλάτ.

ναῦς, ἡ (βλ. κατωτ.), πλοίο, σε Όµηρ. κ.λπ.· ἐν νήεσσι ή ἐν νηυσίν, στα πλοία, δηλ. στο
στρατόπεδο που σχηµατίζεται από τα αραγµένα στην παραλία πλοία, σε Οµήρ. Ιλ.· νῆες µακραί,
Λατ. naves longae, πολεµικά πλοία, τα οποία κατασκευάζονταν µακρόστενα στο σχήµα ώστε να
αναπτύσσουν γρήγορα ταχύτητα, ενώ τα εµπορικά σκάφη (νῆεςστρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες)
ήταν κατασκευασµένα στρογγυλά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αττ. κλίση: ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν, γεν. και δοτ.
δυϊκ. νεοῖν, πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· Επικ. κλίση: νηῦς, νηός, νηί, νῆα, πληθ. νῆες, νηῶν,
νηυσί ή νήεσσι, νῆας, µε µία ιδιαίτερη Επικ. γεν. και δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν· στη µεταγεν. Επικ.,
ονοµ. νηῦς· Ιων. κλίση: νηῦς, νεός, νηί, νέα, πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας· Δωρ. κλίση: ναῦς,
νᾱός, νᾱΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (ποιητ. νάεσσι), νᾶας· Τραγ. κλίση: ναῦς, ναός ή νεώς,
ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ή νεῶν, ναυσί, ναῦς.

νίζω, Επικ. παρατ. νίζον (ο ενεστ. νίπτω, από τον οποίο σχηµατίστηκαν οι υπόλοιποι χρόνοι,
υπάρχει µόνο σε µεταγεν. συγγραφείς)· µέλ. νίψω, αόρ. αʹ ἔνιψα, Επικ. νίψα — Μέσ., µέλ. νίψοµαι·
Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ νίψατο — Παθ., παρακ. νένιµµαι· I. 1. πλένω τα χέρια ή τα πόδια κάποιου, σε
Οµήρ. Οδ. — Μέσ., χεῖρας νίψασθαι, πλένω τα χέρια µου, σε Οµήρ. Ιλ., Ησίοδ.· οµοίως, νίψασθαι,
απόλ., πλένω τα χέρια µου, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ.· χεῖρας νίψασθαι ἁλός, πλένω τα χέρια µου στη
θάλασσα, στο ίδ. 2. γενικά, καθαρίζω, κάνω καθαριότητα, εξαγνίζω, σε Ʃοφ., Ευρ. II. ξεπλένω,
αποπλένω· ἱδρῶ νίψεν ἀπὸ χρωτός, ξέπλυνε τον ιδρώτα από το δέρµα του, σε Οµήρ. Ιλ.· αἷµα νίζ'
ὕδατι, στο ίδ. — Μέσ., χρόα νίζετο ἅλµην, απέβαλε την αλµύρα από το δέρµα του αφού πλύθηκε
µε νερό ποταµίσιο, σε Οµήρ. Οδ. — Παθ., αἷµα νένιπτε, σε Οµήρ. Ιλ.· η λέξη συνήθως λέγεται για
πρόσ. που πλένουν µέρος µόνο του σώµατός τους, ενώ το λούοµαι δηλώνει το πλύσιµο
ολόκληρου του σώµατος και το πλύνω το πλύσιµο των ρούχων.

νίπτω, µεταγεν. τύπος του νίζω.

νιπτήρ, -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο στο οποίο πλένει κάποιος τα χέρια του, λεκάνη, σε Κ.Δ.

οἰκοδοµέω, µέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ᾠκοδόµησα (οἰκοδόµος)· 1. χτίζω σπίτι· γενικά, χτίζω, οικοδοµώ,
οἰκίαν, γέφυραν, τεῖχος, σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδοµεῖσθαι οἴκηµα, χτίζω για τον εαυτό µου ένα
σπίτι, αναθέτω σε κάποιους να µου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζοµαι, οικοδοµούµαι, στον ίδ.
2. µεταφ., ανεγείρω ή ιδρύω, θεµελιώνω, ἔργα ἐπί τι, σε Ξεν.· οἰκοδοµέω τέχνην ἔπεσιν, σε
Αριστοφ. 3. µεταφ. επίσης, θεµελιώνω, εδραιώνω, σε Κ.Δ. — Παθ., οἰκοδοµηθήσεται εἰς τὸ
ἐσθίειν, στο ίδ.

οἰκτιρµός, -οῦ, ὁ, λύπηση, συµπόνοια, συµπάθεια, σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήµατα συµπάθειας,
ελεηµοσύνης, σε Κ.Δ.

οἰνοφλῠγία, ἡ, µέθη, σε Ξεν.

οἰωνός, ὁ, I. µεγαλόσωµο πτηνό, αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως γύπας ή αετός, αντίθ. προς
το κοινό πτηνό (ὄρνις), σε Όµηρ. κ.λπ. II. 1. πτηνό κατάλληλο να δώσει προφητικά σηµάδια ή
προµηνύµατα, σε Όµηρ. κ.λπ.· πέταγµα του πουλιού προς τα δεξιά, δηλ. µε κατεύθυνση προς την
Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο. 2. µαντεία, προµάντευµα που αντλείται από την
παρατήρηση πτηνών, Λατ. auspicium ή augurium, αναλόγως του τι συνάγεται από την θέαση του
πετάγµατός τους ή από το άκουσµα των κραυγών τους, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· δέκοµαι τὸν οἰωνόν,
δέχοµαι το προφητικό σηµάδι, χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυµολογείται από το
οἶος, επειδή τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν µοναχικά, πρβλ. κοινωνός από το κοινός).

ὁλκή, ἡ (ἕλκω), τράβηγµα, σύρσιµο, έλξη· έλξη επί ενός ή προς ένα πράγµα, θέλγητρο, δύναµη
της έλξης, σε Πλάτ.

ὄλλῡµι και ὀλλύω (από √ΟΛ)· παρατ. ὤλλυν, γʹ πληθ. ὤλλυσαν, µέλ. ὀλέσω, Επικ. επίσης ὀλέσσω,
Ιων. ὀλέω, Αττ. ὀλῶ, -εῖς, -εῖ· αόρ. αʹ ὤλεσα, Επικ. ὄλεσα, ὄλεσσα — Μέσ., ὄλλῠµαι, παρατ.
ὠλλύµην, µέλ. ὀλοῦµαι, Επικ. ὀλέοµαι, αόρ. βʹ ὠλόµην, Ιων. γʹ ενικ. ὀλέσκετο, µτχ. ὀλόµενος, ως
επίθ., βλ. οὐλόµενος· παρακ. ὄλωλα, ὀλώλειν (βλ. κατωτ. Β. III).
Α. Ενεργ., Λατ. perdo· I. καταστρέφω, επιφέρω το τέλος κάποιου, εξολοθρεύω, σκοτώνω, σε
Όµηρ., Τραγ.· επίσης, λέγεται για την απαλλαγή από κάποιο κακό, ὤλεσεν νόσον, σε Αισχύλ. II.
χάνω, θυµόν, ψυχήν, µένος, ἦτορ ὀλέσας, χάνω τη ζωή µου, σε Όµηρ.· πόνον ὀλέσαντες, έχοντας
καταβάλει χαµένο κόπο, σε Αισχύλ. Β. Μέσ., Λατ. pereo· I. 1. αφανίζοµαι, εξολοθρεύοµαι,
πεθαίνω, σε Όµηρ.· επίσης µε σύστ. αιτ., κακὸν οἶτον, κακὸν µόρον ὀλέσθαι, βρίσκω δόλιο
θάνατο, δολοφονούµαι, σε Οµήρ. Ιλ.· ὄλοιο, ὄλοισθε, που να χαθείς! που να χαθείτε! κατάρα,
στους Τραγ.· οµοίως, ὀλοίµην, ὄλοιτο, ὄλοιντο, σε Ʃοφ. 2. καταστρέφοµαι, αφανίζοµαι, σε Όµηρ.,
Αττ. II. λέγεται για πράγµατα, χάνοµαι, σε Όµηρ. III. παρακ. ὄλωλα, µε σηµασία Μέσ., είµαι
χαµένος, αφανισµένος, κατεστραµµένος, σε Οµήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· τῶν ὀλωλότων, των νεκρών,
σε Αισχύλ.

ὄµµα, -ατος, τό (η ρίζα βρίσκεται στο ὦµµαι, Παθ. παρακ. του ὁράω)· µάτι, οφθαλµός, σε Όµηρ.
κ.λπ.· κατὰ χθονὸς ὄµµατα πήξας, σε Οµήρ. Ιλ.· ὀρθοῖς ὄµµασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis
aspicere, κοιτάζω κατ' ευθείαν, µέσα στα µάτια, σε Ʃοφ. κ.λπ.· οὐκ οἶδ' ὄµµασιν ποίοις βλέπων
πατέρα πότ' ἂν προσεῖδον, µε τί µάτια θα τον κοιτούσα κατά πρόσωπο, στον ίδ.· οµοίως, ὁρᾶν
τινα ἐν ὄµµασι, στον ίδ.· λαµπρὸς ὥσπερ ὄµµατι, κρίνω από τα µάτια ή την έκφραση κάποιου,
στον ίδ.· ἐς ὄµµα τινὸς ἐλθεῖν, παρουσιάζοµαι µπροστά σε κάποιον, µπροστά στα µάτια του, σε
Ευρ.· κατ'ὄµµατα, ενώπιον κάποιου, σε Ʃοφ.· ἐλθεῖν κατ' ὄµµα, έρχοµαι πρόσωπο µε πρόσωπο,
σε Ευρ.· αλλά, κατ'ὄµµα ἐπίσης, ως προς την όραση, σε Ʃοφ.· ὡς ἀπ' ὀµµάτων, κρίνω µε το µάτι,
Λατ. ex obtutu, στον ίδ.· ἐν ὄµµασι, Λατ. in oculis, µπροστά στα µάτια κάποιου, σε Αισχύλ.,
Θουκ.· ἐξὀµµάτων, έξω από το οπτικό πεδίο κάποιου, σε Ευρ. II. αυτό που βλέπει κάποιος, θέαµα,
όραµα, θέα, σε Ʃοφ. III. το µάτι του ουρανού, δηλ. ο ήλιος, στον ίδ., Ευρ.· αλλά, ὄµµα νυκτός,
περίφρ. αντί νύξ (βλ. κατωτ. IV), σε Αισχύλ., Ευρ. IV.γενικά, φως, οτιδήπτε φέρνει φως, ὄµµα
δόµων νοµίζω δεσπότου παρουσίαν, σε Αισχύλ.· ὄµµα φήµης, φως, χαρά από ευχάριστες
ειδήσεις, σε Ʃοφ. ξύναιµον ὄµµα αντί ξυναίµων, στον ίδ.· ὦ ταυρόµορφον ὄµµα Κηφισοῦ αντί ὦ
ταυρόµορφε Κηφισέ, σε Ευρ.

ὄνυξ, -ῠχος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. ὀνύχεσσι· Λατ. unguis· I. στον Όµηρ. µόνο στον πληθ., λέγεται
για τα νύχια του αετού· λέγεται για ανθρώπους, νύχι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· χρησιµ. για άλογα
και βόδια, οπλή, σε Ξεν.· ιδιωµατικές φράσεις, εἰς ἄκρους τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο (ενν. ὁ οἶνος), το
κρασί µε ζέστανε ως τις άκρες των δακτύλων µου, σε Ευρ.· ὄνυχας ἐπ' ἄκρους στάς, στέκοντας
στις µύτες των ποδιών, Λατ. summis digitis, στον ίδ.· ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, από την τρυφερή, από
την παιδική ηλικία, στον Οράτ. de tenero ungui, σε Ανθ.· ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι, µε νύχια και µε
δόντια, δηλ. µε κάθε δυνατό τρόπο, σε Λουκ. II. πολύτιµος λίθος που έχει φλέβες, «νερά», στον
ίδ.

ὁράω, Επικ. ὁρόω, ὁράας, Ιων. ὁρέω· Αττ. παρατ. ἑώρων, Ιων. ὥρεον, Επικ. γʹ ενικ. ὅρα· παρακ.
ἑόρακα και ἑώρακα — Μέσ., Επικ. βʹ ενικ. ὅρηαι, απαρ. ὁράασθαι· παρατ. ἑωρώµην, επίσης
ὡρώµην (προ-), Επικ. γʹ ενικ. ὁρᾶτο — Παθ., παρακ. ἑόραµαι και ἑώραµαι. I. Εκτός από τους
τύπους από √ΟΡ, έχουµε: II. από √ΟΠ (βλ. ὄψ), µέλ. ὄψοµαι, Επικ. βʹ ενικ. ὄψεαι· αόρ. αʹ ὠψάµην,
βʹ πληθ. υποτ. ὄψησθε· παρακ. ὄπωπα· γʹ ενικ. υπερσ. ὀπώπει, Ιων. ὀπώπεε, γʹ πληθ. ὀπώπεσαν
— Παθ., αόρ. αʹ ὤφθην, Ιων. γʹ πληθ. υποτ. ὀφθέωσι· µέλ. ὀφθήσοµαι, παρακ. ὦµµαι, ὦψαι,
ὦπται· και, II. από √ϜΙΔ, Ενεργ., αόρ. βʹ εἶδον, παρακ. οἶδα· για τους χρόνους αυτούς, βλ. *εἴδω.
Βλέπω, I. 1. απόλ., βλέπω, κοιτάζω, σε Όµηρ. κ.λπ.· κατ' αὐτοὺς αἰὲν ὅρα, συνεχώς κοιτούσε
κάτω προς αυτούς, σε Οµήρ. Ιλ.· ὁρόων ἐπὶ οἴνοπα πόντον, κοιτάζοντας πάνω από τη θάλασσα,
στο ίδ.· ὁρᾶν πρός τι, όπως το Λατ. spectare ad, κοιτάζω προς, ἀκρωτήριον τὸ πρὸς Μέγαρα
ὁρῶν, σε Θουκ. 2. διαθέτω όραση, βλέπω, σε Ʃοφ.· όπου λέει ο Οιδίποδας, ὅσ' ἂν λέγωµεν, πάνθ'
ὁρῶντα λέξοµεν, (αν και είµαι τυφλός), τα λόγια µου θα έχουν µάτια, δηλ. θα βρίσκουν το στόχο,
στον ίδ.· ἀµβλύτερον ὁρᾶν, έχω µειωµένη όραση, σε Πλάτ. 3. κοιτάζω, έχω στραµµένο το βλέµµα
µου προς, δηλ. προσέχω, λαµβάνω προφυλάξεις, ὅρα ὅπως..., σε Αριστοφ.· ὅρα εἰ..., πρόσεχε
αν..., σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. ὁρᾷς; ὁρᾶτε; βλέπεις; βλέπετε; παρενθετικά, ιδίως σε επεξηγήσεις,
όπως το Λατ. viden'? σε Αριστοφ. 5. µε σύστ. αιτ., βλέπω κάτι αόριστο, αφηρηµένο, δεινὸν ὁρῷν
ὄσσοισι, σε Ησίοδ.· ἔαρ ὁρόωσα, σε Θεόκρ. II. 1. µτβ., βλέπω ένα αντικείµενο, κοιτάζω κάτι,
θωρώ, αντιλαµβάνοµαι µε την όραση, παρατηρώ, µε αιτ., σε Όµηρ. κ.λπ.· αἰεὶτέρµ' ὁρόων,
έχοντας συνεχώς καρφωµένο το βλέµµα µου σ' αυτό, σε Οµήρ. Ιλ. 2. ποιητ. αντί ζάω, ζώει καὶ
ὁρᾷ φάος Ἠελίοιο, σε Όµηρ.· οµοίως, φῶς ὁρᾶν, σε Ʃοφ.· και στη Μέσ., φέγγος ὁρᾶσθαι, σε Ευρ.
III. 1. προσέχω για χάρη κάποιου, προνοώ, τί τινι, σε Ʃοφ., Θεόκρ. 2. το απαρ. χρησιµ. ως
προσδιοριστικό επίθ., δεινὸς ἰδεῖν, τροµερός στην όψη, σε Ʃόλωνα· ἔχθιστος ὁρᾶν, σε Ʃοφ. κ.λπ.
IV. στη Μέσ. χρησιµ. από τους Ποιητές όπως ακριβώς το Ενεργ., σε Οµήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. V.
Παθ., είµαι ορατός, µε βλέπουν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, όπως το φαίνοµαι, αφήνω να µε
κοιτάξουν, εµφανίζοµαι, σε Πλάτ.· τὰ ὁρώµενα, ό,τι γίνεται αντιληπτό µε την όραση, ορατά
αντικείµενα, στον ίδ. VI. µεταφ., το ὁρᾶν χρησιµ. για να εκφράσει τη διανοητική όραση,
ενόραση, διαβλέπω, διαισθάνοµαι, σε Ʃοφ. κ.λπ.· οµοίως, ο τυφλός Οιδίποδας λέει, φωνῇ γὰρ
ὁρῶ, τὸ φατιζόµενον, βλέπω µέσω των ήχων, όπως λέει το ρητό, στον ίδ.

ὅρµος, ὁ (εἴρω), I. 1. σκοινί, αλυσίδα, ιδίως περιδέραιο, περιλαίµιο, σε Όµηρ., Αττ. 2. γενικά,
οτιδήποτε αποτελεί αρµαθιά, σειρά αντικειµένων που το ένα κρέµεται από το άλλο, όπως το
περιδέραιο, στεφάνι, κοµπολόι, σε Πίνδ.· στεφάνων ὅρµος, αρµαθιά από στεφάνους, δηλ.
εγκώµια, στον ίδ. 3. κυκλικός χορός, σε Λουκ. II. 1. αραξοβόλι, αγκυροβόλιο, τόπος
προσαράγµατος, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. µεταφ., λιµάνι, τόπος προστασίας ή καταφυγής, σε
Ευρ., Ανθ. II. = ἕρµα I, σε Ανθ.

ὄρος, Ιων. οὖρος, -εος, τό, γεν. πληθ. ὀρέων, ὀρῶν, βουνό, λόφος, σε Όµηρ. κ.λπ.· πληθ. οὔρεα,
στον ίδ.

ὀρχέοµαι -οῦµαι: I. 1. χορεύω σε σειρά, οµάδα χορευτών, και, γενικά, χορεύω, σε Όµηρ. κ.λπ.·
δώσω τοι Τεγέην ὀρχήσασθαι, θα σου δώσω την Τεγέα για να χορεύεις σ' αυτή ή στη γης της,
Χρησµός παρ' Ηροδ.· µε σύστ. αντ., Λακωνικὰ σχήµατα ὀρχεῖσθαι, χορεύω χορό µε Λακωνικές
φιγούρες, σε Ηρόδ. 2. µτβ., αναπαριστώ µε χορό παντοµίµας, ὀρχεῖσθαι τὸν Αἴαντα (όπως στον
Οράτιο, Cyclopa moveri), σε Λουκ. II. µεταφ., αναπηδώ, ὀρχεῖται καρδία φόβῳ, σε Αισχύλ.

ὀρχήστρα, ἡ (ὀρχέοµαι), ορχήστρα, ηµικυκλικός χώρος στο Αττικό θέατρο, στο οποίο χόρευε ο
Χορός, µεταξύ σκηνής και κοινού, σε Πλάτ.

ὄρχος, ὁ, σειρά αµπελιών ή οπωροφόρων δέντρων, σε Οµηρ., Αριστοφ. κ.λπ.

οὖς, τό, γεν. ὠτός, δοτ. ὠτί· ονοµ. και αιτ. πληθ. ὦτα, γεν. ὤτων, δοτ. ὠσί· Επικ. γεν. οὔατος,
ονοµ. και αιτ. πληθ. οὔατα, δοτ. οὔασι· Λατ. auris I. αυτί, σε Όµηρ.· ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, λέγεται
για άλογα, σε Ηρόδ.· βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος, ηχεί, κουδουνίζει µέσα στο αυτί, σε Αισχύλ.· φθόγγος
βάλλει δι'ὤτων, σε Ʃοφ.· δι' ὤτων ἦν λόγος, ακούω σε γενικές γραµµές, σε Ευρ.· εἰς οὖς, στο
αυτί, µυστικά, στον ίδ.· οµοίως, εἰς ὦτα φέρειν, σε Ʃοφ.· µεταφ., λέγεται για κατασκόπους, σε
Ξεν.· τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤµων ἔχοντες, λέγεται για πρόσωπα που αποµακρύνονται ντροπιασµένα
(κρεµώντας τα αυτιά τους ως σκυλιά), σε Πλάτ.· λέγεται για αθλητές που έχουν τα αυτιά τους
µελανιασµένα και πρησµένα, από τις γροθιές, τεθλαγµένος οὔατα πυγµαῖς, σε Θεόκρ. II. χερούλι
σε σχήµα αυτιού, λέγεται για κανάτια, κύπελα κ.λπ.· οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν, σε Οµήρ. Ιλ.

παννῡχίς, -ίδος, ἡ (νύξ)· I. γιορτή που γίνεται τη νύχτα, αγρυπνία, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. II.
επιφυλακή καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, αγρυπνία, σε Ʃοφ.

παραβολή, ἡ (παραβάλλω)· 1. παράθεση, σύγκριση, αντιπαραβολή, σε Πλάτ. 2. σύγκριση,


παράδειγµα, αναλογία, 3. παραβολή, δηλ. πλαστή διήγηση από την οποία συνάγεται κάποιο
ηθικό ή θρησκευτικό δίδαγµα, σε Κ.Δ. 4. αλληγορία, παροιµία, στο ίδ.
πένταθλος, Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο πένταθλον και νικά σε αυτό, σε Αριστ.·
µεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.

πέρδιξ, -ῑκος, ὁ και ἡ, πέρδικα, Λατ. perdix, σε Ʃοφ.

πηρός, -ή, -όν: ανάπηρος σ' ένα µέλος, ακρωτηριασµένος

πίνω[ῐ], Επικ. απαρ. πινέµεναι και -έµεν· Ιων. παρατ. πίνεσκον, µέλ. πίοµαι· [ῐ], µεταγεν. πιοῦµαι,
αόρ. βʹ ἔπιον, Επικ. πίον, βʹ ενικ. υποτ. πίῃσθα, προστ. πίε, Αττ. πῖθι, απαρ. πιεῖν, Επικ. πιέµεν,
πιέειν, µτχ. πιών, πιοῦσα — Μέσ., πίνοµαι, επίσης πίοµαι — Παθ., Επικ. παρατ. πίνετο· οι
υπόλοιποι χρόνοι σχηµατίζονται από τη √ΠΟ, παρακ. πέπωκα — Παθ., µέλ. ποθήσοµαι, αόρ. αʹ
ἐπόθην, απαρ. παρακ. πεπόσθαι· I. πίνω, σε Όµηρ. κ.λπ.· πίνω ὕδωρ Αἰσήποιο, πίνω το νερό του,
δηλ. ζω στις όχθες του, σε Οµήρ. Ιλ.· ή µε γεν. διαιρ., πίνω από ένα πράγµα, πίνω οἴνοιο (όπως το
Γαλλ. du vin), σε Οµήρ. Οδ.· αἵµατος ὄφρα πίω, στο ίδ.· επίσης, πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, πίνω
κούπες µε κρασί, σε Οµήρ. Ιλ.· πίνω ἀπὸ κρήνης, πίνω από πηγή, σε Θέογν.· δέπα, ἔνθεν ἔπινον,
σε Οµήρ. Οδ.· πίνω ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ, σε Πλάτ.· ἀπὸ τοῦ
ποταµοῦ, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον ᾧπερ ἔπινον, σε Οµήρ. Οδ.· απόλ., σε Όµηρ. κ.λπ.· πῖνε, πῖν'
ἐπὶ συµφοραῖς, σε Αριστοφ.· διδόναι πιεῖν, δίνω σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· πιεῖν αἰτεῖν, σε
Ξεν.· στον παρακ. πέπωκα, είµαι µεθυσµένος, έχω µεθύσει, σε Ευρ.· αλλά, πίνοντά τεκαὶ
πεπωκότα, πίνοντας και τελειώνοντας την πόση, σε Πλάτ. II. µεταφ., πίνω µέχρι την τελευταία
σταγόνα, όπως η γη απορροφά το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα κόνις µέλαν αἷµα, σε
Αισχύλ. κ.λπ.

πίπτω, συντετµ. τύπος από το πι-πέτω (αναδιπλ. από √ΠΕΤ)· Επικ. παρατ. πίπτον, µέλ.
πεσοῦµαι, Ιων. γʹ ενικ. πεσέεται, πληθ. πεσέονται· αόρ. βʹ ἔπεσον, Αιολ. ἔπετον· παρακ.
πέπτωκα, µεταγεν. επίσης πέπτηκα, Επικ. µτχ. πεπτεώς, -εῶτος, επίσης πεπτηώς, -ηυῖα, Αττ.
ποιητ. µτχ. πεπτώς.
Α. πέφτω, πέφτω κάτω, σε Όµηρ. κ.λπ.· πίπτειν εν κονίῃσιν, πέφτω στη σκόνη, δηλ. πέφτω και
παραµένω ξαπλωµένος στο χώµα, σε Οµήρ. Ιλ.· πίπτω ἐν δεµνίοις, σε Ευρ. κ.λπ.· ή χωρίς το ἐν
πεδίῳ πίπτειν, σε Οµήρ. Ιλ.· πίπτω δεµνίοις, σε Ευρ.· επίσης, πίπτω ἐπὶ χθονί, σε Οµήρ. Οδ.· ἐπὶ
γᾷ, σε Ʃοφ.· πρὸς πέδῳ, σε Ευρ.· µε πρόθ. που δηλώνει κίνηση, πίπτω ἐς πόντον, σε Ησίοδ.· ἐπὶ
γᾶν, σε Αισχύλ.· πρὸς οὖδας, σε Ευρ. Β. Ειδικότερες χρήσεις: I. 1. πίπτειν ἔν τισι, πέφτω µε βία
πάνω σε, εφορµώ, ἐνὶ νήεσσι πέσωµεν, σε Οµήρ. Ιλ.· πρὸς µῆλα καὶ ποίµνας, σε Ʃοφ. 2. ρίχνω
τον εαυτό µου κάτω, πέφτω κάτω, πρὸς βρέτη θεῶν, σε Αισχύλ.· ἀµφὶ γόνυ τινός, σε Ευρ. II. 1.
πέφτω στη µάχη, πίπτε δὲ λαός, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ πεπτωκότες, οι έκπτωτοι, οι ξεπεσµένοι,
σε Ξεν.· πίπτω δορί, από το δόρυ, σε Ευρ.· πίπτω ὑπό τινος, πέφτω από το χέρι άλλου, σε Ηρόδ.
2. πέφτω, καταστρέφοµαι, ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε, Λατ. mole sua corruit,
στον ίδ. 3. καταπέφτω, κοπάζω, εξασθενίζω, ἄνεµος πέσε, ο άνεµος έπεσε, κόπασε (οµοίως στο
candunt austriτου Βιργ.), σε Οµήρ. Οδ. 4. πέφτω έξω, σε Πλάτ.· λέγεται για ένα δράµα,
αποτυγχάνω, σε Αριστοφ. III. 1. ἐκ θυµοῦ πίπτειν τινί, πέφτω έξω από την εύνοια κάποιου, σε
Οµήρ. Ιλ.· οµοίως, πίπτω ἐξ ἐλπίδων, σε Ευρ.· αντιθέτως, πίπτω ἐς κακότητα, σε Θέογν.· εἰς
νόσον, σε Αισχύλ.· φόβον, ἀνάγκας, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, πίπτω ἐν φόβῳ, σε Ευρ.· πίπτω
δυσπραξίας, σε Ʃοφ. 2. πίπτω εἰς ὕπνον, πέφτω για ύπνο, στον ίδ.· ή απλώς ὕπνῳ, σε Αισχύλ.· IV.
1. πίπτειν µετὰ ποσσὶ γυναικός, πέφτω ανάµεσα στα πόδια της, δηλ. γεννιέµαι, σε Οµήρ. Ιλ.V. 1.
λέγεται για τα ζάρια, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσοµαι, θα θεωρήσω τις βολές του κυρίου µου
καλές ή τυχερές, σε Αισχύλ.· οµοίως λέγεται για τους κλήρους, ὁ κλῆρος πίπτει τινί ή παρά τινα,
σε Πλάτ.· ἐπί τινα, σε Κ.Δ. 2. γενικά, πέφτω, αποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν, είµαι τυχερός, σε Ευρ.
κ.λπ. VI.υπάγοµαι, ανήκω σε κάποια τάξη, σε Αριστ.

πλάζω, Επικ. παρατ. πλάζον, αόρ. αʹ ἔπλαγξα, Επικ. πλάγξα — Παθ. και Μέσ., Δωρ. πλάσδοµαι,
Επικ. παρατ. πλαζόµην, µέλ. πλάγξοµαι, αόρ. αʹ ἐπλάγχθην, Επικ. πλάγχθην· όπως το πλανάω· I.
1. κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όµηρ. 2. οδηγώ σε σφάλµα, µπερδεύω,
παραπλανώ, στον ίδ. II. Παθ., περιπλανιέµαι, περιφέροµαι, τριγυρίζω, σε Οµήρ. Οδ.· ἀπὸχαλκόφι
χαλκὸς ἐπλάγχθη, ο χαλκός εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Οµήρ. Ιλ.· µε γεν., περιπλανιέµαι
από κάποιον, ἁµαξιτοῦ, σε Ευρ.· οµοίως, τίς πλάγχθη πολύµοχθος εἶναι; σε Ʃοφ. III. µέγα κύµα
πλάζ' ὤµους, το κύµα οδήγησε τον ώµο του πιο πέρα, σε Οµήρ. Ιλ. — Παθ., κύµατι πλάζετο,
οδηγήθηκε παράµερα από το κύµα, σε Οµήρ. Οδ.

πλόκᾰµος, ὁ (πλέκω), βόστρυχος ή πλεξίδα από µαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι,
κυρίως λέγεται για γυναίκες, σε Οµήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, κόµη, σε Ηρόδ.· τριχὸς
πλόκαµος, σε Αισχύλ.

πλύνω[ῠ], Ιων. παρατ. πλύνεσκον· µέλ. πλυνῶ, Ιων. και Επικ. πλῠνέω· αόρ. αʹ ἔπλῡνα, Επικ.
πλῡνα — Παθ., µέλ. πλῠνοῦµαι, παρακ. πέπλῠµαι· I. 1. πλένω, καθαρίζω, κυρίως λέγεται για λινά
και ενδύµατα, (αντίθ. προς το λούοµαι κάνω µπάνιο η το νίζω, πλένω τα χέρια ή τα πόδια), σε
Όµηρ., Αττ. 2. καθαρίζω από τις ακαθαρσίες, από τους λεκέδες, σε Οµήρ. Οδ. II. (αργκό) πλύνειν
τινά (καθώς λέµε) «τον έλουσε», «τον στόλισε», σε Αριστοφ., Δηµ.

ποιµήν, -ένος, ὁ, κλητ. ποιµήν· I. ποιµένας ή βοσκός, σε Όµηρ.· µετά τον Όµηρ., πάντοτε
βοσκός, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. µεταφ., ποιµένας των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαµέµνονα, σε
Όµηρ. κ.λπ.· γενικά, αρχηγός, ηγέτης, σε Ʃοφ., Ευρ. (αµφίβ. προέλ.).

πολέµιος, -α, -ον και -ος, -ον· I. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στον πόλεµο, σε Πίνδ., Αισχύλ.
κ.λπ.· τὰ πολέµια, οτιδήποτε ανήκει στον πόλεµο, ο πόλεµος και τα σχετικά µε αυτόν, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ. II. 1. αυτός που ανήκει ή µοιάζει µε τον εχθρό, ο εχθρικός, σε Πίνδ., Τραγ. κ.λπ.·
πολέµιός τινι, ο εχθρικός προς κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως ουσ., εχθρός, σε Θουκ.· τὸ πολέµιον,
η εχθρότητα, στον ίδ. 2. γενικά, αντίθετος, ενάντιος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. αυτός που προέρχεται ή
ανήκει στον εχθρό, σε Αισχύλ., Θουκ.· πολέµια, τά, τα παράνοµα λάφυρα του εχθρού,
λαθρεµπορεύµατα, σε Αριστοφ.· ἡ πολεµία (ενν. γῆ, χώρα), η χώρα του εχθρού, σε Ξεν. IV.επίρρ.
-ίως, µε εχθρικό τρόπο, σε Θουκ.

πόντος, -ου, ὁ: I. θάλασσα, ιδίως, ανοιχτό πέλαγος, σε Όµηρ. κ.λπ. II. λέγεται για συγκεκριµένες
θάλασσες, πόντος Ἰκάριος, Θρηΐκιος, σε Οµήρ. Ιλ.· ὁ Αἰγαῖος πόντος, σε Ηρόδ.· Ἰόνιος,
Ʃαρωνικός, Ʃικελός, σε Ευρ.· αλλά συνηθέστερα, πόντος Εὔξεινος, στον ίδ.· ὁ Εὔξεινος πόντος,
σε Ηρόδ.· γενικά αποκαλείται απλά ως ὁ Πόντος ή Πόντος, στον ίδ., Αττ.

πότερος, -α, -ον, Ιων. -κότερος, -η, -ον (*πός), I. ποιος από τους δύο; Λατ. uter? σε ευθείες και
πλάγιες ερωτήσεις, ὁπότερος είναι ο αναφορ. τύπος, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. II. 1. ουδ. πότερον,
πότερα, ως επίρρ. στην αρχή ερωτηµ. πρότασης· περιέχει δύο διαζευκτικές προτάσεις,
πότερον... ἤ..., Λατ. utrum... an..., είτε... είτε..., τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐµός;
σε Αισχύλ.· πότερ' ἄκων ἢ ἑκών; σε Δηµ. 2. ενίοτε µια τρίτη πρόταση (µε το ἤ) προστίθεται µη
ορθώς, πότερα παρὰ δήµου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ µουνάρχου; σε Ηρόδ. 3. δεύτερη διαζευκτική
πρόταση µερικές φορές παραλείπεται ως ευκόλως εννοούµενη, πότερα δὴκερτοµῶν λέγεις τάδε
(ἢ µή...), σε Ʃοφ. III. χωρίς ερώτηση, όπως το ἅτερος, ο ένας από τους δύο, Λατ. alteruter, σε
Πλάτ.

πρέσβυς, -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, I. 1. µεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, Λατ. senex (στον πεζό λόγο ο
τύπος είναι πρεσβύτης), σε Ʃοφ., Ευρ.· ο πρέσβυς χρησιµ. περισσότερο όπως το πρεσβύτερος, ο
µεγαλύτερος σε ηλικία, ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. πρέσβεις, οι ηλικιωµένοι, οι γέροντες,
πάντα µε τη σηµασία του αξιώµατος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεµόνες, στον ίδ.· Επικ.
πρέσβηες, σε Ησίοδ. 2. ο Όµηρ. χρησιµοποιεί µόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. πρεσβύτερος,
-α, -ον, µεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· ἐνιαυτῷ, κατά ένα έτος, σε
Αριστοφ.· βουλαὶ πρεσβύτεραι, οι σοφές γνώµες των ηλικιωµένων, σε Πίνδ.· υπερθ.
πρεσβύτατος, -η, -ον, ο πιο µεγάλος, ο πιο ηλικιωµένος, σε Οµήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και
υπερθ. λέγεται για πράγµατα, πρεσβύτερόν τι (ή οὐδὲν) ἔχειν, Λατ. aliquid (ή nihil) antiquius
habere, θεωρώ κάποιον εντιµότερο ή πιο σηµαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ
τῶν ἀνδρῶν, σε Ηρόδ.· πρεσβύτατον κρίνειν τι, σε Θουκ.· πρεσβυτέρως γυµναστικὴν µουσικῆς
τετιµηκέναι, πιο υψηλά από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, απλώς λέγεται για µέγεθος, πρεσβύτερον
κακὸν κακοῦ, το ένα κακό πιο φοβερό από το άλλο, σε Ʃοφ. II. όπως πρεσβευτής, εκπρόσωπος,
σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. πρέσβεις, χρησιµ. περισσότερο απ' ότι το πρεσβευταί, σε Αριστοφ.,
Ξεν. κ.λπ. III. άρχοντας, πρόεδρος· συγκρ. πρεσβύτερος, πρεσβύτερος, µέλος του Ιουδαϊκού
συµβουλίου, σε Κ.Δ. κ.λπ.· πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ιερέας, στο ίδ.

πῠριᾱτήριον, τό (πυριάω), λουτρό µε ατµό, που θερµαίνεται από ένα καµίνι στο κάτω µέρος, σε
Πλούτ.

πώγων, -ωνος, ὁ, γενειάδα, γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· µεταφ., πώγων πυρός, γλώσσες
φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.

ῥαίω, ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. ῥαίῃσι, µέλ. ῥαίσω, Επικ. απαρ. ῥαισέµεναι· αόρ. αʹ ἔρραισα, υποτ.
ῥαίσῃ — Παθ., αόρ. αʹ ἐρραίσθην· I. σπάω, θρυµµατίζω, κοµµατιάζω, θραύω, συντρίβω, σε Οµήρ.
Οδ. — Παθ., ῥαιόµενος, ο ναυαγός, στο ίδ.· φάσγανον ἐρραίσθη, κοµµατιάστηκε, συντρίφτηκε,
σε Οµήρ. Ιλ. II. καταστρέφω· Παθ., κατασυντρίβοµαι, καταβάλλοµαι, τσακίζοµαι από τα
παθήµατά µου, σε Αισχύλ., Ʃοφ.

ῥήγνῡµι ή -ύω (εκτετ. τύπος από √ΡΑΓ)· Ιων. παρατ. ῥήγνυσκον· µέλ. ῥήξω, αόρ. αʹ ἔρρηξα —
Μέσ., ῥήγνῠµαι, µέλ. ῥήξοµαι, αόρ. αʹ ἐρρηξάµην, Επικ. ῥηξάµην — Παθ., µέλ. ῥᾰγήσοµαι, αόρ. βʹ
ἐρράγην [ᾰ], παρακ. ἔρρηγµαι, αλλά συνηθέστερος αµτβ. παρακ. ἔρρωγα· πρβλ. επίσης ῥήσσω,
ῥάσσω.
Α. I. 1. σπάζω, θραύω, τεµαχίζω ή κοµµατιάζω, σχίζω, ξεσχίζω, θρυµµατίζω, καταστρέφω,
κλονίζω, γκρεµίζω, σε Όµηρ. κ.λπ.· διαρρηγνύω, σχίζω τα ρούχα µου ως ένδειξη πένθους, θλίψης,
σε Αισχύλ. — Μέσ., καταστρέφω για τον εαυτό µου (για λογαριασµό µου), διαλύω για δική µου
ωφέλεια, σε Οµήρ. Ιλ. 2. διασπώ τις γραµµές των εχθρών, προκαλώ ρήγµα στην παράταξη της
µάχης ή το στρατιωτικό σώµα, στο ίδ., σε Ηρόδ.· στη Μέσ., ῥήξασθαι φάλαγγας, στίχας, ανοίγω
δρόµο µέσα από τις γραµµές του εχθρού, σε Οµήρ. Ιλ.· απόλ., ῥήξασθαι, κάνω διάρρηξη ή
εισβάλλω, µπουκάρω, στο ίδ. 3. λύνοµαι, απελευθερώνοµαι, αποδεσµεύοµαι, στο ίδ. 4. ῥῆξαι
φωνήν, βγάζω κραυγή, κραυγάζω, ξεφωνίζω, λέγεται για παιδιά και ανθρώπους άλαλους, που
έχουν αποσβολωθεί, που έχουν κοκκαλώσει από φόβο λόγο εχθρικής εισβολής και ξαφνικά
µιλούν, σε Ηρόδ.· µεταγεν., µιλώ ελεύθερα, µιλώ χωρίς περιστροφές, υψώνω τη φωνή (όπως το
Λατ. rumpere vocem, σε Βιργ.), στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ. 5. δακρύων ῥήξασα νάµατα,
αφήνοντας ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν, σε Ʃοφ.· µε την ίδια σηµασία, ῥήγνῡµι κλαυθµόν, σε
Πλούτ. II. απόλ., στον τύπο ῥήσσω, λέγεται για την όρχηση, κτυπώ ρυθµικά το έδαφος, ορχούµαι,
χορεύω, σε Οµήρ. Ιλ. III. µεταγεν., ως όρος πολεµιστών, ρίχνω καταγής, σωριάζω κάτω,
ανατρέπω, ξαπλώνω τον αντίπαλο χάµω, καταρρίπτω, σε Δηµ. Β. 1. Παθ., κυρίως στον αόρ. βʹ
ἐρράγην [ᾰ], σπάζω, συντρίβοµαι, λέγεται για τα κύµατα, σε Οµήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για τα
σύννεφα, σε Αριστοφ. 2. σπάζω, ραγίζω σε κοµµάτια, σχίζοµαι, γίνοµαι ρηγµατώδης, λέγεται για
τη γη σε καιρό σεισµού, ῥαγῆναί τι τῆς γῆς, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για τα ενδύµατα, ἱµάτια
ῥαγέντα, σε Ξεν. 3. εκρήγνυµαι, ξεσπώ, όπως η αστραπή, η βροντή, σε Αριστοφ. 4. λέγεται
ακόµη για τα πλοία, συντρίβοµαι, τσακίζοµαι, ναυαγώ, σε Δηµ.· µεταφ., λέγεται για τις ελπίδες,
πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, σε Αισχύλ. Γ. I. αµτβ., όπως το Παθ., ξεσπώ µε ορµή, εκρήγνυµαι,
λέγεται για ποτάµι, υπερχειλίζω, εἰ ἐθελήσει ῥήξας ὑπερβῆναι ὁ ποταµός, σε Ηρόδ.· µεταφ.,
λέγεται για ξαφνικές δυστυχίες, εκρήξεις οργής κ.λπ. σε Ʃοφ. II. µε αυτήν την αµτβ. σηµασία ο
παρακ. ἔρρωγα, χρησιµ. συνήθως για να δηλώσει το ξέσπασµα σε δάκρυα, στον ίδ.· µεταφ.,
κακῶν πέλαγος ἔρρωγεν, σε Αισχύλ. κ.λπ.

ῥικνός, -ή, -όν, ζαρωµένος, ξερός απ' το κρύο· γενικά, ζαρωµένος, κυρτός, καµπουριαστός,
στραβός, σε Οµηρ. Ύµν., Ανθ.

ῥίς, ἡ, γεν. ῥῑνός, αιτ. ῥῖνα, πληθ. ῥῖνες· I. 1. µύτη, Λατ. nasus, σε Όµηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. στον
πληθ., ρουθούνια, αλλά και η µύτη, όπως το Λατ. nares, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ. II. σωλήνας, αγωγός ή
οχετός.

ῥόδον, τό, τριαντάφυλλο, Λατ. rosa, σε Οµηρ. Ύµν., Θέογν. κ.λπ.· Αιολ. βρόδον, σε Ʃαπφώ·
µεταφ., ῥόδα µ' εἴρηκας, µε στόλισες µε τριαντάφυλλα, µου µίλησες γλυκά και όµορφα, σε
Αριστοφ.

ῥώννῡµι, µέλ. ῥώσω, αόρ. αʹ ἔρρωσα — Παθ., ῥώννῠµαι, αόρ. αʹ ἐρρώσθην, παρακ. ἔρρωµαι
(ῥώοµαι)· I. δυναµώνω, κάνω κάτι δυνατό και ισχυρό, ενισχύω, ενδυναµώνω, σε Πλούτ. II. 1.
κυρίως σε Παθ. παρακ. (µε σηµασία ενεστ.) ἔρρωµαι και υπερσ. ἐρρώµην (µε σηµασία παρατ.),
προβάλλω ισχύ, έχω δύναµη ή ισχύ, σε Ευρ., Θουκ.· µε απαρ., έχω τη δύναµη να κάνω κάτι, είµαι
πρόθυµος, έχω την επιθυµία να το κάνω, σε Θουκ. 2. συχνά, προστ. ἔρρωσο, στο καλό! αντίο!
καλό ταξίδι! έχε γεια! χαίρε! Λατ. vale, σε Ξεν.· επίσης, φράζειν τινὶ ἐρρῶσθαι, Λατ. valere jubere,
σε Πλάτ. 3. µτχ. ἐρρωµένος, = ῥωµαλέος.

σᾰκεσφόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει, που κρατά ασπίδα, ασπιδοφόρος, λέγεται για τον
Αίαντα, σε Ʃοφ., Ευρ.

σαµβύκη[ῡ], ἡ, I. τριγωνικό µουσικό όργανο µε τέσσερις χορδές, Λατ. sambuca, σε Αριστ. II.
πολεµική µηχανή παρόµοιου σχήµατος που χρησίµευε στις πολιορκίες, σε Πλούτ.

σεύω, Επικ. αορ. αʹ ἔσευα και σεῦα — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ σεύᾰτο, πληθ. ἐσσεύαντο —
Παθ., αόρ. αʹ ἐσύθην [ῠ], ἐσσύθην [ῠ], ποιητ. σύθην· παρακ. (µε σηµασία ενεστ.) ἔσσῠµαι, µτχ.
ἐσσύµενος (όχι -µένος)· στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ποιητ. αόρ. βʹ ἐσσύµην [ῠ], βʹ ενικ.
ἔσσυο, γʹ ενικ. ἔσσῠτο, Επικ. σύτο, µτχ. σύµενος· εκτός αυτών, γʹ ενικ. σεῦται, αντί γʹ πληθ.
σεύεται, σοῦνται, αντί σεύονται, προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε· I. 1. θέτω σε γρήγορη κίνηση·
οδηγώ, κυνηγώ, διώχνω µακριά, αποµακρύνω, σε Όµηρ.· οµοίως σε Μέσ., σε Οµήρ. Ιλ. 2.
διεγείρω, εξωθώ εναντίον, κύνας σεύω ἐπὶ συΐ, στο ίδ.· µε απαρ., παρακινώ, προτρέπω, σε Οµήρ.
Οδ. 3. λέγεται για πράγµατα, ρίπτω, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω, σε Οµήρ. Ιλ. II. Παθ. και Μέσ., 1.
τρέχω, ορµώ, εκσφενδονίζοµαι ή τινάζοµαι κατά µήκος, σε Οµήρ. Ιλ., Τραγ.· µε απαρ., επιταχύνω,
σπεύδω να κάνω κάτι, σε Οµήρ. Ιλ. 2. µεταφ., είµαι πρόθυµος, επιθυµώ σφοδρά, σε Οµήρ. Οδ.·
βλ. ἐσσύµενος.

σῑτονόµος, -ον (νέµω), αυτός που µοιράζει σιτηρά ή τρόφιµα, διανοµέας, τροφοδότης·
σιτονόµος ἐλπίς, η ελπίδα να λάβω τρόφιµα, σε Ʃοφ.

σῑτο-φύλᾰκες, οἱ, επιθεωρητές των δηµητριακών, Αθηναίοι αξιωµατούχοι, αρχικά τρεις στον
αριθµό, αργότερα όµως δέκα στο Άστυ και πέντε στον Πειραιά, που κατέγραφαν τις εισαγωγές
των σιτηρών και επέβλεπαν τα σταθµά των σιτηρών ώστε η πώλησή τους να γίνεται µε τα
νόµιµα µέτρα ζύγισης, σε Δηµ.

σκαίρω, µόνο σε ενεστ. και παρατ., πηδώ, αναπηδώ, σκιρτώ, χοροπηδώ, σε Όµηρ.

σκιρτάω, µέλ. -ήσω (σκαίρω), αναπηδώ, πηδώ, τινάζοµαι, σε Οµήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· µεταφ.,
λέγεται για την ορµή του ανέµου, σε Αισχύλ.
συγγιγνώσκω, Ιων. συγγῑν-· µέλ. -γνώσοµαι, αόρ. βʹ -έγνων, παρακ. -έγνωκα· I. σκέφτοµαι κατά
τον ίδιο τρόπο µε, συµφωνώ µε, οµονοώ, οµοφωνώ, τινί, σε Ξεν.· µε αιτ., τὴν ἁµαρτίαν
ξυνέγνωσαν, µοιράστηκαν την ευθύνη για το σφάλµα, σε Θουκ.· απόλ., συναινώ, συµφωνώ, σε
Ηρόδ., Θουκ.· οµοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. II. 1. συγγιγνώσκω ἑαυτῷ, είµαι εν γνώσει,
συνειδητοποιώ· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν σφίσιν ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· οµοίως στη Μέσ.
συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός, σε Ηρόδ. 2. παραδέχοµαι, αναγνωρίζω, αναλαµβάνω
την ευθύνη, οµολογώ, αποδέχοµαι, τι, στον ίδ., Αττ.· µε αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· µε µτχ.,
ξυγγνοῖµεν ἂν ἡµαρτηκότες, σε Ʃοφ.· απόλ., οµολογώ το σφάλµα µου, το αναγνωρίζω, σε Ενεργ.
και Μέσ., στον ίδ. III. τρέφω τα ίδια αισθήµατα µε κάποιον· οµοίως, τον δικαιολογώ, τον
συγχωρώ, του δίνω χάρη ή άφεση, σε Ʃοφ. κ.λπ.· συγγιγνώσκω τινὶ τὴν ἁµαρτίαν, Λατ. ignoscere
aliqui culpam, σε Ευρ.· επίσης µε γεν. πράγµ., σε Πλούτ.

συγγνώµων, Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. -ονος (συγγιγνώσκω III), 1. αυτός που έχει την τάση να
συγχωρεί, σπλαχνικός, επιεικής, ενδοτικός, σε Ξεν.· συγγνώµων εἶναί τινος, είµαι διατεθειµένος
να συγχωρήσω κάτι, σε Ευρ. 2. Παθ., αυτός που έχει λάβει συγχώρηση, που αξίζει συγγνώµη ή
επιείκεια, συγγνωστός, επιδεκτικός συγχώρησης, συγχωρήσιµος, σε Θουκ.

συγγνωστός, -όν, ρηµ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να
συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, συγχωρήσιµος, σε Ευρ. κ.λπ.·
συγγνωστὸν ή συγγνωστά ἐστι, µε απαρ., στον ίδ.

συγκᾰλέω, µέλ. -καλέσω, Αττ. -καλῶ· 1. καλώ σε συµβούλιο, καλώ σε συγκεκριµένο τόπο για
συνέλευση, συγκαλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· οµοίως, στη Μέσ., σε
Ηρόδ., Κ.Δ. 2. προσκαλώ µαζί µε άλλους σε συµπόσιο, προσκαλώ σε δείπνο, σε Ξεν.

συγχέω· µέλ. -χεῶ, -εῖς, -εῖ, αόρ. αʹ -έχεα, Επικ. -έχευα, απαρ. -χεῦαι — Παθ., αόρ. αʹ -εχύθην
[ῠ]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ σύγχῠτο· I. 1. χύνω µαζί, αναµειγνύω, ανακατεύω, σε Οµήρ. Ιλ., Δηµ.
κ.λπ. — Παθ., βρίσκοµαι σε σύγχυση, θολώνω, σε Οµήρ. Ιλ. 2. όπως το συγχώννυµι, προκαλώ
καταστροφή, καταστρέφω, φθείρω, χαλώ, αφανίζω, ερειπώνω, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. λέγεται για το
νου, προκαλώ σύγχυση, συγχύζω, προβληµατίζω, µπερδεύω, αναστατώνω, σε Όµηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
— Παθ., σε Ευρ. 2. µπερδεύω, κάνω κάτι ανώφελο, ακυρώνω, µαταιώνω, ανατρέπω, σε Οµήρ. Ιλ.,
Ηρόδ., Αττ.

συρίζω, µεταγεν. Αττ. συρίττω, Δωρ. συρίσδω· µέλ. συρίξοµαι, αόρ. αʹ ἐσύριξα, µεταγεν. ἐσύρισα·
I. παίζω µουσικό όργανο, σῦριγξ, παίζω αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· µε σύστ. αντ., συρίζων ὑµεναίους,
σε Ευρ. II. 1. σφυρίζω ή εκφέρω τον χαρακτηριστικό συριγµό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· µε
σύστ. αιτ., συρίζων φόνον, εκφέρω τον δηλητηριώδη συριγµό του φόνου, σε Αισχύλ. 2.
αποδοκιµάζω µε σφυρίγµατα έναν ηθοποιό και τον αναγκάζω να αποχωρήσει από τη σκηνή, Λατ.
explodere, σε Δηµ.

σῴζω (σῶς), παρακ. σέσωκα — Μέσ., µέλ. σώσοµαι, αόρ. αʹ ἐσωσάµην — Παθ., µέλ. σωθήσοµαι,
αόρ. αʹ ἐσώθην, παρακ. σέσωσµαι, γʹ ενικ. σέσωσται και σέσωται· επιπλέον αυτών των τύπων,
έχουµε· I. 1. (από τύπο σόω), υποτ. σόῃς, -ῃ, -ωσι, 2. (από τύπο σαόω) γʹ ενικ. σαοῖ, γʹ πληθ.
σαοῦσι· προστ. σάω ή σάου· γʹ ενικ. παρατ. σάω· µέλ. σαώσω, αόρ. αʹ ἐσάωσα — Παθ., απαρ.
αορ. αʹ σαωθῆναι, προστ. σαωθήτω, Επικ. γʹ πληθ. ἐσάωθεν· Μέσ. µέλ. σᾰώσοµαι, 3. (από συνηρ.
ενεστ. σώω), µτχ. σώοντες, Ιων. παρατ. σώεσκον. II. διαφυλάσσω, γλιτώνω, διατηρώ· 1. λέγεται
για πρόσωπα, διασώζω από τον θάνατο, κρατώ κάποιον στση ζωή, διαφυλάσσω, σε Όµηρ., Αττ. 2.
λέγεται για πράγµατα, διασφαλίζω, διαφυλάσσω, διατηρώ κάτι ασφαλές, σε Όµηρ. — Μέσ.,
διατηρώ ή διαφυλάσσω για τον εαυτό µου, σε Ʃοφ. κ.λπ. 3. φυλάσσω, τηρώ, εφαρµόζω τους
νόµους κ.λπ., σε Τραγ. — Παθ., σε Θουκ. 4. συγκρατώ, διατηρώ στη µνήµη µου, θυµάµαι, σε Ευρ.,
Πλάτ.· οµοίως στη Μέσ., σε Ʃοφ., Πλάτ. III. 1. µε τη σηµασία της κίνησης προς τόπο, φέρνω
κάποιον σώο σε...· τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταµοῦ προχοάς, σε Οµήρ. Οδ.· σῴζω τινὰ πρὸς ἤπειρον,
σε Αισχύλ.· Παθ., εξέρχοµαι, βγαίνω σώος, καταφεύγω σ' έναν τόπο και διασώζοµαι· ἐς οἶκον, σε
Ηρόδ.· ἐπὶ θάλατταν, σε Ξεν. 2. φέρνω κάποιον πίσω σώο, τον διασώζω, τον λυτρώνω, τον
γλιτώνω από τον κίνδυνο· ἐκ πολέµου, σε Οµήρ. Ιλ.· ἐκ θανάτοιο, σε Οµήρ. Οδ.· ἀπὸ στρατείας,
σε Αισχύλ.· µε γεν., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα, διασώζω, διαφυλάσσω τη χώρα από τους εχθρούς, σε
Ʃοφ. — Παθ., σωθῆναι κακῶν, σε Ευρ. 3. µε απαρ., αἵ σε σώζουσιν θανεῖν, αυτές που σε έσωσαν,
σε φύλαξαν, σε γλίτωσαν από το να πεθάνεις (δηλ. από τον θάνατο), στον ίδ. 4. απόλ., τὰ
σώσοντα, αυτά τα οποία πιθανόν θα σώσουν, λυτρωτικά, απαλλακτικά, σε Δηµ.

τέγγω, µέλ. τέγξω, αόρ. ἔτεγξα — Παθ., αόρ. ἐτέγχθην· I. 1. υγραίνω, βρέχω, σε Πίνδ. κ.λπ.·
λέγεται για δάκρυα, σε Τραγ. — Παθ., τέγγοµαι, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ.· τέγγω βλέφαρα, σε
Ευρ. 2. µε σύστ. αντ., τέγγω δάκρυα, χύνω δάκρυα, δακρύζω, σε Πίνδ.· τέγγει δακρύων ἄχναν, σε
Ʃοφ. — Παθ., ὄµβρος ἐτέγγετο, έπεσε µπόρα, έριξε βροχή, στον ίδ. II. κάνω κάτι µαλακό,
µαλακώνω (κυρίως µε το µούλιασµα ή το µπάνιο), σε Πίνδ.· µεταφ. στην Παθ., τέγγει γὰρ οὐδέν,
δεν µαλακώνει καθόλου, σε Αισχύλ.· οὔτε λόγοις ἐτέγγεθ' ἥδε, σε Ευρ. III. βάφω, κηλιδώνω, Λατ.
tingere· µεταφ., όπως το Λατ. imbuere, σε Πίνδ.

τέκος, -εος, τό, Επικ. δοτ. πληθ. τέκεσσι, τεκέεσσι, (τίκτω), 1. ποιητ. αντί τέκνον, σε Όµηρ. κ.λπ.
2. λέγεται για ζώα, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πληθ., νεογνά, στο ίδ.

τέκτων, -ονος, ὁ (τίκτω)· 1. κάθε ένας που κατεργάζεται ξύλα, ιδίως ξυλουργός, λεπτουργός, σε
Όµηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό (χαλκεύς), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη (λιθολόγος),
σε Θουκ. κ.λπ. 2. γενικά, κάθε τεχνίτης ή χειρωνάκτης εργάτης, τέκτων κεραοξόος, αυτός που
κατασκευάζει διάφορα αντικείµενα από κέρατο, σε Οµήρ. Ιλ.· λέγεται για εργάτη µετάλλων, σε
Ευρ.· γλύπτης, αγαλµατοποιός, σε Ʃοφ., Ευρ. 3. δόκιµος τεχνίτης σε οποιαδήποτε τέχνη, σε
Πίνδ.· τέκτων νωδυνίας, δηλ. ιατρός, στον ίδ. 4. µεταφ., δηµιουργός, πρωτουργός, νεικέων, σε
Αισχύλ.· κακῶν, σε Ευρ.

τελαµών, -ῶνος, ὁ: πλατύς ιµάντας για τη µεταφορά οποιουδήποτε πράγµατος


1. δερµάτινος ιµάντας ή λουρί, για τη µεταφορά της ασπίδας ή του σπαθιού, σε Όµηρ. 2. πλατύς
λινός επίδεσµος χρήσιµος ως επίδεσµος, σε Οµήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για το τύλιγµα µε
επιδέσµους των νεκρών σωµάτων των Αιγυπτίων (για τις µούµιες), σε Ηρόδ.

τελευτάω, Ιων. τελευτέω, µέλ. τελευτήσω — Παθ., Μέσ. µέλ. τελευτήσοµαι· αόρ. ἐτελευτήθην· I.
1. τελειώνω, εκπληρώνω, Λατ. perficere, σε Όµηρ.· εκπληρώνω όρκο ή υπόσχεση, στον ίδ.·
τελευτᾶν τινι κακὸν ἦµαρ, προκαλώ άσχηµη µέρα για κάποιον, σε Οµήρ. Οδ.· οµοίως στους Αττ.,
ποῖ τελευτῆσαί µε χρή; = σε ποιο τέλος πρέπει να το φέρω; σε Ʃοφ.· Ζεὺςὅ τι νεύσῃ, τοῦτο
τελευτᾷ, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., εκπληρώνοµαι, γίνοµαι, συµβαίνω, σε Όµηρ., Ευρ. 2. φέρνω σε
πέρας, τελειώνω, ιδίως τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελειώνω την ζωή, δηλ. πεθαίνω, σε Ηρόδ.·
τελευτάω βίον, σε Αισχύλ.· επίσης µε γεν., τελευτᾶν βίου, τελειώνω την ζωή, σε Ξεν.· οµοίως,
λόγου τελευτᾶν, σε Θουκ.· επίσης και χωρίς τον βίον, τελειώνω την ζωή, πεθαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.·
τελευτάω ὑπότινος, φονεύοµαι, σε Ηρόδ. II. αµτβ., 1. εκπληρώνοµαι, στον ίδ. 2. φτάνω σ' ένα
τέλος, τελειώνω, Λατ. finire, στον ίδ., Αττ.· µε εµπρόθ. προσδιορ., τελευτάω ἔς τι, φτάνω σ' ένα
συγκεκριµένο τέλος, καταλήγω κάπου, σε Ηρόδ., Αττ.· ποῖ (ἐς τί) τελευτᾶ; σε τί καταλήγει; ποιο
είναι το τέλος του; σε Αισχύλ. 3. πεθαίνω, βλ. ανωτ. 4. η µτχ. τελευτῶν, -ῶσα, -ῶν,
χρησιµοποιείται ως επίρρ., επί τέλους, στο τέλος, τελευτᾶν ἔλεγε, σε Ηρόδ.· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ
τελευτῶσα, και θα τελείωνε το πράγµα σε συµπλοκή, σε Ʃοφ.· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες
ἐξέκαµνον, στο τέλος κουράστηκαν από το πένθος, σε Θουκ. 5. λέγεται για χώρα, φτάνω σ' ένα
τέλος, παρακµάζω, σε Ηρόδ.

τεύχω, µέλ. τεύξω, αόρ. ἔτευξα, Επικ. τεῦξα· παρακ. τέτευχα· Επικ. µε αναδιπλ. αορ. τετῠκεῖν —
Μέσ., µέλ. τεύξοµαι· Επικ. µε αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ τετῠκέσθαι — Παθ., γʹ µέλ. τετεύξοµαι, αόρ.
ἐτύχθην, παρακ. τέτυγµαι, υπερσ. ἐτετύγµην, Επικ. γʹ πληθ. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο· I.
1. φτιάχνω, κατασκευάζω, οικοδοµώ, εργάζοµαι, σε Όµηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για µάγειρα,
δεῖπνον τετυκεῖν, παρασκευάζω δείπνο, σε Οµήρ. Οδ.· και στη Μέσ., δεῖπνον τετυκέσθαι, έχω το
δείπνο παρασκευασµένο, σε Όµηρ. — Παθ., δώµατα τετεύχαται, σε Οµήρ. Ιλ.· θεῶν ἐτετεύχατο
βωµοί, στο ίδ.· µε γεν., χρυσοῖο τετεύχαται, είναι κατειργασµένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης,
τετυγµένα δώµατα λάεσσιν, οικοδοµηµένα από πέτρες, σε Οµήρ. Οδ.· αλλά, δόµος αἰθούσῃσι
τετυγµένος, οικοδοµηµένος ή κατασκευασµένος µε προθαλάµους, σε Οµήρ. Ιλ. 2. η µτχ. παρακ.
τετυγµένος, συχνά µεταβαίνει σε σηµασία επιθέτου = τυκτός, καλώς κατασκευασµένος, καλώς
κατειργασµένος, σε Όµηρ.· ἀγρὸς καλὸν τετυγµένος, καλώς οργωµένος, καλώς καλλιεργηµένος,
σε Οµήρ. Οδ.· µεταφ., νόος τετυγµένος, σταθερό, ευσταθές πνεύµα, στο ίδ. 3. η µτχ. του Ενεργ.
παρακ. απαντά µια φορά µε Παθ. σηµασία, ῥινοῖο τετευχώς, κατασκευασµένος από δέρµα, στο
ίδ. II. λέγεται για γεγονότα, προξενώ, φτιάχνω, παράγω, επιφέρω, ὄµβρον ἠὲ χάλαζαν, σε Οµήρ.
Ιλ.· τεύχω βοήν, παράγω κραυγή, βγάζω φωνή, σε Οµήρ. Οδ.· τεύχωγάµον, παντρεύω, ετοιµάζω
γάµο, στο ίδ. — Παθ., ιδίως στον παρακ., προξενούµαι, και οµοίως, συµβαίνω, γίνοµαι, υπάρχω,
σε Όµηρ. κ.λπ. III. µε αιτ. προσ., καθιστώ, ἄγνωστον τεύχω τινά, σε Οµήρ. Οδ.· τεύχω τινὰ µέγαν,
εὐδαίµονα, σε Αισχύλ., Ευρ.· µε διπλ. αιτ., τί σε τεύξω; τί να σε κάνω; σε Ʃοφ.· έπειτα στον Παθ.
παρακ. απλώς αντί γίγνεσθαι ή εἶναι, Ζεὺς ταµίης πολέµοιο τέτυκται, σε Οµήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ'
ἀντὶ τέτυξο, ήσουν όµοιος µε γυναίκα, στο ίδ.

τῆλε, επίρρ., όπως το τηλοῦ, από µια απόσταση, µακριά, µακρόθεν, σε Όµηρ., Ησίοδ.· µε γεν.,
µακριά από κάτι, σε Όµηρ.

τίλλω, µέλ. τῐλῶ, αόρ. ἔτῑλα — Παθ., αόρ. ἐτίλθην, παρακ. τέτιλµαι· I. 1. αποσπώ ή «µαδώ»
τρίχες, Λατ. vello, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως στη Μέσ., χαίτας τίλλεσθαι, µαδώ τα µαλλιά µου, σε
Οµήρ. Οδ. 2. µε αιτ. του πράγµ. από το οποίο αποσπώνται οι τρίχες ή τα φτερά, τίλλειν πέλειαν,
στο ίδ.· κάρα τίλλω, σε Αισχύλ.· τίλλω πλάτανον, αποσπώ τα φύλλα του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω
τα µαλλιά κάποιου αποκοµµένα, σε Αριστοφ. II. Μέσ., τίλλεσθαί τινα, µαδώ τις τρίχες µου ως
σηµάδι θλίψης για κάποιον, σε Οµήρ. Ιλ. III. µεταφ., λυπώ, δυσαρεστώ, Λατ. vellicare, Παθ., σε
Αριστοφ.

τράγηµα[ᾰ], -ατος, τό, κυρίως αυτό που τρώγεται χάριν τέρψης, συνηθέστερα στον πληθ., ξηροί
καρποί ή ζαχαρωτά, που τρώγονταν ως επιδόρπιο, Λατ. bellana, σε Αριστοφ., Ξεν.

τρωγάλια, τά (τρώγω), καρποί που τρώγονται στο τέλος του δείπνου ως επιδόρπιο, σύκα,
καρύδια, ζαχαρωτά, σε Αριστοφ.

τυγχάνω (√ΤΥΚ), Επικ. παρατ. τύγχανον, µέλ. τεύξοµαι· αόρ. βʹ ἔτῠχον, Επικ. τύχον, Επικ. υποτ.
τύχωµι, τύχῃσι· Επικ. επίσης αορ. ἐτύχησα· παρακ. τετύχηκα, µεταγεν. τέτευχα· γʹ ενικ. Ιων.
υπερσ. ἐτετεύχεε — Παθ., αόρ. ἐτεύχθην· παρακ. τέτευγµαι.
Α. I. χτυπώ, ιδίως χτυπώ στόχο µε βέλος, σε Όµηρ. κ.λπ.· ο Όµηρ. ως επί το πλείστον το
συντάσσει µε αιτ., όταν το αντικείµενο του στόχου είναι έµψυχο, και µε γεν. όταν είναι άψυχο·
οµοίως, τυγχάνω τοῦ σκοποῦ, σε Ξεν.· ενίοτε προστίθεται και πρόθεση, κατὰκληῗδα, κατὰ
ζωστῆρα τυχήσας (τινά), σε Οµήρ. Ιλ.· απόλ., ἤµβροτες οὐδ' ἔτυχες, στο ίδ.· η µτχ. τυχών συχνά
συνάπτεται µε το ρήµα βάλλειν, οὐτᾶν κ.λπ., στο ίδ. II. επιτυγχάνω, βρίσκω· 1. συναντώ κατά
τύχη, συναντώ κάποιον, απόλ., σε Οµήρ. Οδ.· µε γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.· µτχ. αορ. βʹ ὁ τυχών, ο
πρώτος που συναντά κάποιος, ο οποιοσδήποτε, Λατ. quiris, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ τυχόντες,
αυτοί που συναντάµε κάθε µέρα, σε Ξεν.· οµοίως, τὸτυχόν, οιοδήποτε πράγµα, σε Πλάτ. 2.
συναντώ, βρίσκω, χτυπώ, λαµβάνω, αποκτώ ένα πράγµα, και στους ιστορικούς χρόνους (όπως το
κέκτηµαι), κατέχω κάτι, έχω, µε γεν., σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ.· µετά τον Όµηρ. επίσης, µε αιτ. τυγχάνω
µισθόν, σε Ηρόδ.· τὰ πρόσφορα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· µε προσθήκη γεν. προσ., λαµβάνω κάτι από
κάποιον, τυγχάνω τί τινος, σε Ʃοφ.· τινὸς παρά τινος, σε Οµήρ. Οδ. 3. επίσης µε αρνητική
σηµασία, βίης τυχεῖν, αντιµετωπίζοµαι, υποµένω βία, σε Ηρόδ.· τυγχάνω κακῶν, σε Ευρ. 4. απόλ.,
επιτυγχάνω το στόχο, φθάνω στο σκοπό µου, σε Οµήρ. Ιλ., Αττ.· οµοίως, τυχόντες καλῶς, σε
Αισχύλ. 5. έχω την τύχη ή τη µοίρα να..., ὅς κε τύχῃ, οποιοσδήποτε λάβει τον κλήρο (να
πεθάνει), σε Οµήρ. Ιλ. Β. I. 1. αµτβ., συµβαίνει κατά τύχη να βρίσκοµαι σε κάποιο τόπο, εἴπερ
τύχῃσι µάλα σχεδόν, αν κατά τύχη συµβεί να είναι πολύ κοντά, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για
γεγονότα και πράγµατα γενικά, συµβαίνω σε κάποιον, πέφτω στο µερίδιο κάποιου, στην τύχη
κάποιου, µε δοτ. προσ., στο ίδιο, σε Αττ.· επίσης, επιτυγχάνω, σε Οµήρ. Οδ. 3. απρόσ., ὅπως
ἐτύγχανεν, όπως έτυχε, δηλ. χωρίς κανένα κανόνα, αόριστα, σε Ευρ.· ὡς ή ὥσπερ ἔτυχεν, σε Ξεν.·
ὁπότε τύχοι, όποτε τύχει, ενίοτε, σε Πλάτ. II. 1. µαζί µε µτχ., τὰ νοέων τυγχάνω, τα οποία έχω στο
µυαλό µου ακριβώς τώρα, σε Ηρόδ.· n τυγχάνω µαθών, τα οποία έµαθα µόλις, σε Ʃοφ.· ἔτυχον
στρατευόµενοι, έτυχε τότε να βρίσκονται σε εκστρατεία, σε Θουκ.· στη φράση τυγχάνω ὤν,
απλώς = εἰµί, σε Αισχύλ., Ʃοφ. κ.λπ. 2. η µτχ. συχνά παραλείπεται, ἔνδον γὰρ ἀρτὶ τυγχάνει (ενν.
ὤν), σε Ʃοφ.· εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήµων, σε Πλάτ.· ενίοτε µάλιστα το τυγχάνειν χρησιµοποιείται
ακριβώς όπως το εἶναι, τυγχάνειν ἐν ἐµπύροις, είµαι απασχοληµένος µε τα της θυσίας, σε Ευρ.·
ὡςἕκαστοι ἐτύγχανον, ακριβώς όπως ήταν όλοι, σε Ξεν. 3. σε πολλές φράσεις µπορούµε εύκολα
να εννοήσουµε τη µτχ. από τα συµφραζόµενα, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι, λένε οτιδήποτε
παρουσιασθεί σε αυτούς (δηλ. ὅτι iν τύχωσι λέγοντες), σε Πλάτ. III. 1. ουδ. µτχ. τυχόν, σε χρήση
απολ. όπως το παρόν, αφότου έτυχε, σε Λουκ. 2. ως επίρρ., κατά τύχη, ίσως, σε Ξεν., Πλάτ.

τῡρός, -οῦ, ὁ, τυρί, σε Όµηρ., Αριστοφ. κ.λπ.

ὑγιαίνω[ῠ] (ὑγιής), µέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὑγίᾱνα, Ιων. ὑγίηνα — Παθ., αόρ. αʹ ὑγιάνθην, 1. είµαι υγιής,
γίνοµαι καλά στην υγεία µου, Λατ. bene valere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. είµαι υγιής στα
µυαλά, σε Θέογν., Αριστοφ. κ.λπ.· τὰς φρένας ὑγιαίνω, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για ορθή, υγιή
πολιτική ή θρησκευτική κρίση, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος, στον ίδ.

ὕπερθεν, και χάριν µέτρου -θε (ὑπέρ), I. 1. εκ των άνω ή απλά υπεράνω, σε Οµήρ. Ιλ.· λέγεται για
το σώµα, άνω, στα άνω µέλη, αντίθ. προς το ἔνερθε, στο ίδ. 2. από τον ουρανό, δηλ. από τους
θεούς, σε Όµηρ. 3. λέγεται για βαθµό, ακόµη περισσότερο, σε Ʃοφ. II. µε γεν., υπεράνω, πλέον,
σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὕπερθεν γίγνεσθαί τινος, νικώ, υπερισχύω κάποιου, σε Ευρ.· επίσης,
ὕπερθεν εἶναιἤ..., είµαι ανώτερος ή καθ' υπέρβαση, δηλ. χειρότερος από..., στον ίδ.

ὑπο-λαµβάνω, µέλ. -λήψοµαι, αόρ. βʹ ὑπ-έλᾰβον· παρακ. -είληφα· I. 1. σηκώνω, µαζεύω, παίρνω
βάζοντας τον εαυτό µου από κάτω, όπως έκανε το δελφίνι µε τον Αρίωνα, σε Ηρόδ.: α) δέχεται
στον κόρφο του, στην αγκάλη του, σε Κ.Δ. β) αντιµετωπίζω µε τόλµη, αντέχω, υποστηρίζω, σε
Ηρόδ. γ) παίρνω από το χέρι, σε Πλάτ. 2. καταλαµβάνω, κυριεύω ή επιπίπτω, επέρχοµαι ξαφνικά,
λέγεται για φόβο, τρόµο, σε Όµηρ.· λέγεται για κρίση, έκρηξη, ξέσπασµα µανίας, λέγεται για
λοιµό, πανούκλα, σε Ηρόδ.· δυσχωρία ὑπελάµβανεν αὐτούς, δηλ. βρέθηκαν ξαφνικά σε δύσβατο
τόπο, σε Ξεν.· έπειτα, χρησιµ. για γεγονότα, επακολουθώ, επέρχοµαι, σε Ηρόδ. 3. α) παίρνω τον
λόγο και απαντώ, αποκρίνοµαι, ανταπαντώ, αντικρούω, αντιστρέφω επιχείρηµα, ανταποδίδω ή
επιστρέφω την προσβολή, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε διάλογο, ἔφη ὑπολαβών, ὑπολαβὼν
ἔφη, ὑπολαβὼν εἶπεν, είπε ως απάντηση, απαντώντας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. β) παίρνω τον
λόγο, διακόπτω, σε Ξεν. 4. αντιστρατεύοµαι στον κατακτητή, µάχοµαι εναντίον του, Λατ.
excipere, σε Θουκ. 5. δέχοµαι µία κατηγορία, στο ίδ. II. 1. = ὑποδέχοµαι, παίρνω υπό την
προστασία µου, σε Ξεν. 2. δέχοµαι ή παραδέχοµαι µία πρόταση, σε Ηρόδ., Δηµ. III. 1.
παραδέχοµαι µια θεωρία ως αληθινή, νοµίζω, υποθέτω, µε απαρ., σε Ηρόδ., Πλάτ.·
παραλειποµένου του απαρ., κατανοώ, αντιλαµβάνοµαι κάτι κατά κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.·
καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα, αν και θεωρώ ότι αυτά έτσι έχουν, σε Δηµ. — Παθ., τοιοῦτος
ὑπολαµβάνοµαι, σε Ισοκρ. 2. κατανοώ, καταλαβαίνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ. 3. υποπτεύοµαι,
υποψιάζοµαι, αµφιβάλλω για, σε Ξεν. IV.1. παίρνω κρυφά, µυστικά, σε Θουκ. 2. σύρω έξω από το
καθήκον, παρασύρω, στον ίδ. V. ὑπολαµβάνω ἵππον, ως όρος της ιππευτικής τέχνης, ανακόπτω
πορεία, συγκρατώ ή αναχαιτίζω άλογο, σε Ξεν.

ὕπτιος, -α, -ον (από το ὑπό, όπως το Λατ. supinus από το sub), I. αυτός που έχει γείρει προς τα
πίσω, πάνω στην πλάτη του, πέσεν ὕπτιος, έπεσε ανάσκελα, αντίθ. προς το πρηνής, σε Οµήρ.
Ιλ.· λέγεται για τετράποδο ζώο, ὀρθοῦ ἑστεῶτος καὶ ὑπτίου, αφού σηκώθηκε όρθιο έπεσε
ανάσκελα, σε Ηρόδ. II. γενικά, µε το κάτω µέρος από πάνω, αντεστραµµένο, χεὶρ ὑπτία, παλάµη
χεριού, σε Πλούτ.· ἐξ ὑπτίου κράνους, από το αναποδογυρισµένο κράνος, περικεφαλαία, µε το
κοίλο µέρος της περικεφαλαίας αντεστραµµένο, σε Αισχύλ.· οµοίως, παράθες ὑπτίαν (τὴν
ἀσπίδα), σε Αριστοφ.· ἀψὶς ὑπτία, µισός τροχός µε το κοίλο µέρος του αντεστραµµένο, σε Ηρόδ.·
ὑπτίοις σέλµασιν ναυτίλλεται, πλέει µε τα ύφαλα του σκάφους αναποδογυρισµένα, δηλ.
υφίσταται ναυάγιο, σε Ʃοφ.· ἐξ ὑπτίας νεῖν, κολυµπώ ανάσκελα, ανάποδα (µε µεταφ. σηµασία),
σε Πλάτ. III. λέγεται για ξηρά, γη, κλίνω προς ένα µέρος, οµαλά, στρωτά, για την Αίγυπτο, σε
Ηρόδ.

ὑψῐπέτης, -ου, Δωρ. -πέτας, -α, ὁ (πέτοµαι), αυτός που πετάει ψηλά, υψούµενος, αυτός που
ανεβαίνει, αυξανόµενος, σε Όµηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, αγέρωχος, σε Ευρ.

φάος, τό: I. 1. φως, το φως της ηµέρας, σε Όµηρ. κ.λπ.· σε Ποιητ., λέγεται για την ζωή, ζώει καὶ
ὁρᾶ φάος ἠελίοιο, στον ίδ.· λείπειν φάος ἠελίοιο, σε Ησίοδ.· πέµπειν τινὰ ἐς φῶς, σε Αισχύλ.·
πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, σε Ʃοφ. 2. λέγεται για το φως της ηµέρας, ἐν φάει, σε Οµήρ. Οδ.· φῶς
γίγνεται, έρχεται φως, δηλ. χαράζει η µέρα, σε Πλάτ.· ἕως ἔτι φῶς ἐστι, όσο υπάρχει ακόµα φως,
στον ίδ. 4. το φως των µατιών, σε Πίνδ.· πληθ. φάεα, τα µάτια, Λατ. lumina, σε Οµήρ. Οδ. II.
φως, µεταφ. λέγεται για ευτυχία, χαρά, νίκη, σε Οµήρ. Ιλ.· επίσης σε προσφωνήσεις ανθρώπων,
γλυκερὸν φάος, αγαπητό φώς της ζωής µου, σε Οµήρ. Οδ.· ὦφίλτατον φῶς, σε Ʃοφ.

φθόνος, ὁ, I. 1. κακή διάθεση, φθόνος, ζήλια, Λατ. invidia, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φθόνον ἔχειν,
αισθάνοµαι φόνο ή ζήλια, σε Αισχύλ.· αλλά επίσης, επισύρω φθόνο ή δυσαρέσκεια, σε Πίνδ.·
επίσης φθόνον ἀλφάνειν, σε Ευρ. κ.λπ.· µε γεν. αντικ., φθόνος για, ζήλια για, τῶν Ἑλλήνων
φθόνῳ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά µε γεν. υποκ., φθόνος ή ζήλια που νιώθει κάποιος, σε Ευρ. κ.λπ.· σε
πληθ., φθόνοι, ζήλιες, κρυφά µίση, σε Ισοκρ. 2. η ζήλια είχε αποδοθεί στους θεούς, τὸν φθόνον
πρόσκυσον, αποδοκιµάζουν το φθόνο, σε Ʃοφ. II. κακόβουλη ή φθονερή άρνηση, οὐδεὶς φθόνος,
µε απαρ., λέγεται όταν εκπληρώνεται µια παράκληση καλοθέλητα, σε Πλάτ.· οµοίως, ἀποκτείνει
φθόνος (ἐστί), είναι φθονερό, δεν τολµώ να πω, σε Ευρ.

φῐλοτῑµία, Ιων. -ίη, ἡ, I. 1. το χαρακτηριστικό του φιλότιµου, αγάπη για τις τιµές, φιλοδοξία, σε
Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· µε θετική σηµασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· µε γεν. πράγµ., φιλοτιµία τινός, φιλόδοξη
επιθυµία κάποιου πράγµατος, σε Πλάτ. κ.λπ.· φιλοτιµία πρός τινα, άµιλλα προς κάποιον, σε
Ισοκρ. 2. φιλόδοξη επιµονή, ισχυρογνωµοσύνη, σε Ηρόδ. 3. φιλόδοξη επίδειξη, γενναιοδωρία,
ασωτία, σε Δηµ., Αισχίν. II. το επιδιωκόµενο αντικείµενο, τιµή, διάκριση, υπόληψη, σε Δηµ.

φρήν, ἡ, γεν. φρενός, πληθ. φρένες, γεν. φρενῶν, δοτ. φρεσί, Δωρ. φρασί· I. κυρίως =
διάφραγµα· το διάφραγµα ή ο µυς που χωρίζει την καρδιά και τους πνεύµονες (Λατ. viscera
thoracis), από το πάνω µέρος της κοιλιάς (Λατ. abdomitis), σε Αισχύλ.· συνήθως σε πληθ., σε
Αριστ. κ.λπ. II. 1. σε Όµηρ. φρὴν ή φρένες, = τα µέρη της καρδιάς, το στήθος, Λατ. praecordia,
σε Οµήρ. Ιλ.· φρένες ἀµφιµέλαιναι, στο ίδ. 2. καρδιά, ως έδρα των παθών, σε Όµηρ. κ.λπ.· ἐκ
φρενός, από την καρδιά κάποιου (από τα βάθη της καρδιάς), σε Αισχύλ.· φῦσαι φρένας, παράγω,
δείχνω υπερφίαλο πνεύµα, σε Ʃοφ. 3. καρδιά ή µυαλό, ως έδρα της σκέψης, φρενὶνοεῖν
ἐπίστασθαι, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· µετὰ φρεσὶ µερµηρίζειν, σε Οµήρ. Οδ.· κατὰ φρένα εἰδέναι,
γνῶναι, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυµόν, όπως σε Λατ. mens amimusque, στο ίδ.·
απ' οπου οι άνθρωποι έχασαν τις φρένες, δηλ. το νου τους, σε Οµήρ. Οδ.· πλήγη φρένας ἃς
πάρος εἶχεν, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως σε Αττ., φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, είµαι έξω από το νου
κάποιου, σε Ʃοφ., Ευρ.· ποῦποτ' εἶ φρενῶν; Λατ. satisne sanus es? σε Ʃοφ.· φρενῶν ἐπήβολος,
µε επίγνωση των ίδιων αισθήσεων κάποιου, στον ίδ.·ἔνδον φρενῶν, σε Ευρ.· ἐξ ἄκρας φρενός,
δηλ. επιφανειακά, σε Αισχύλ. 4. λέγεται για τα ζώα, σε Οµήρ. Ιλ. 5. θέληση, διάθεση, σε Ʃοφ.

φρόνῐµος, -ον, I. αυτός που έχει σώας τας φρένας, φρόνιµος, συνετός, σε Ʃοφ. II. ατάραχος,
ακίνητος, φρόνιµος, σε Ξεν.· τὸ φρόνιµον, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ. III. 1. σοφός, ευαίσθητος,
συνετός, Λατ. prudens, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φρόνιµον, σύνεση, στον ίδ.· και σε πληθ., ἄπορος ἐπὶ
φρόνιµα, στερηµένος από µυαλό, σε Ʃοφ.· φρονιµώτατα λέγειν, σε Ξεν. 2. επίρρ. -µως, σε
Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· φρονίµως ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. φρονιµώτερον, σε Ισοκρ.

φύω, παρατ. ἔφυον, Επικ. γʹ ενικ. φύεν, µέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔφῡσα — Μέσ., µέλ. φύσοµαι,
αµτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. πέφῡκα, Επικ. γʹ πληθ. πεφύᾱσι, Επικ. µτχ. θηλ. πεφυυῖα, αιτ. πληθ.
πεφυῶτας, υπερσ. ἐπεφύκειν, Επικ. πεφύκειν, Επικ. γʹ πληθ. ἐπέφῡκον, αόρ. βʹ ἔφυν (όπως από
φῡµι), Επικ. γʹ ενικ. φῦ, γʹ πληθ. ἔφυν (αντί ἔφῡσαν, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ
ενικ. ευκτ. φύη ή φυίη, απαρ. φῦναι, Επικ. φύµεναι, µτχ. φύς. Έπειτα έχουµε Παθ. αόρ. βʹ ἐφύην,
υποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι.

Α. I. 1. Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., µέλ. και αόρ. αʹ, βγάζω, παράγω, κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε
Όµηρ. κ.λπ.· οµοίως, τρίχας ἔφυσεν, έκανε τα µαλλιά να µεγαλώσουν, σε Οµήρ. Οδ.· λέγεται για
χώρα, φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για ανθρώπους, γεννώ, παράγω,
δηµιουργώ, Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ φύσας, ο δηµιουργός, πατέρας (αντίθ. προς ὁ φύς, ο
γιος, βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Ʃοφ.· λέγεται και για τους δύο γονείς, οἱ φύσαντες, σε Ευρ.· µεταφ.,
ἥδ' ἡµέρα φύσει σε, θα έρθεις στο φως µε τη γέννηση, σε Ʃοφ.· χρόνος φύειἄδηλα, στον ίδ. 3.
λέγεται για ανθρώπους σε σχέση µε την ανάπτυξη του σώµατός τους, φύω πώγωνα, µεγαλώνω ή
βγάζω γένια, σε Ηρόδ.· φύω πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο φύειν φράτερας, βλ.
φράτηρ. 4. µεταφ., φρένας φύειν, αποκτώ µυαλό, σε Ʃοφ.· δόξαν φύειν, αποκτώ µεγάλη ιδέα για
τον εαυτό µου, σε Ηρόδ. II. απόλ., βγάζω βλαστάρια, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ µὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, µια
γενιά παράγει βλαστούς, η άλλη παύει να το κάνει, σε Οµήρ. Ιλ.· δρύες φύοντι, σε Θεόκρ. Β. I. 1.
Παθ. µε αµτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσοµαι, φύω, φυτρώνω,
µεγαλώνω, σε Οµήρ. Οδ.· φύεται αὐτόµατα ῥόδα, σε Ηρόδ.· οµοίως, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς
ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το κεφάλι του είχαν φυτρώσει κέρατα µήκους δεκαέξι παλαµῶν, σε
Οµήρ. Ιλ., Πλάτ.· τῶν φύντων αἴτιος, ο αίτιος, ο δηµιουργός των πραγµάτων που φύτρωσαν, σε
Δηµ. 2. λέγεται για ανθρώπους, γίνοµαι ή γεννιέµαι, κυρίως συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. ὁ
λωφήσων οὐ πέφυκέ πω, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε ακόµα, σε Αισχύλ.· µὴ φῦναι
νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να µην έχει γεννηθεί κανείς, σε Ʃοφ. κ.λπ. II. 1. ο παρακ. και µερικές
φορές ο αόρ. βʹ έχουν σηµασία ενεστ., είµαι από τη φύση µου τέτοιος ή τέτοιος, πέφυκε κακός,
σοφός, σε Τραγ. κ.λπ.· οµοίως, οἱ καλῶς πεφυκότες, σε Ʃοφ.· έπειτα, απλά είµαι τέτοιος ή
τέτοιος, ἔφυς µήτηρ θεοῦ, σε Αισχύλ.· ἁπλοῦς ὁ µῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ. 2. µε απαρ.,
είµαι από τη φύση κατάλληλος, ικανός να πράξω έτσι και έτσι, ἔφυνπράσσειν, σε Ʃοφ.· φύσει µὴ
πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν, δεν είναι προικισµένα από τη φύση ώστε να µιλούν, στον ίδ.·
πεφύκασι ἁµαρτάνειν, σε Θουκ. 3. µε πρόθ., φῦναι ἐπὶ δακρύοις, είµαι από τη φύση µου
επιρρεπής στα δάκρυα, σε Ευρ.· πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν, σε Ξεν. 4. µε δοτ., τυχαίνω σε κάποιον
από τη φύση, είµαι ο φυσικός κλήρος κάποιου, µε απαρ., είναι φυσικό να κάνω, σε Αριστ.· απόλ.,
ὡς πέφυκε, όπως είναι φυσικό, σε Ξεν.

χάσκω (√ΧΑ ή ΧΑΝ), µεταγεν. ενεστ. χαίνω, µέλ. χᾰνοῦµαι, αόρ. βʹ ἔχᾰνον, παρακ. κέχηνα,
υπερσ. ἐκεχήνειν, Δωρ. και αρχ. Αττ. 'κεχήνη· I. 1. Λατ. hio, ανοίγω, χάσκω, τότε µοι χάνοι εὐρεῖα
χθών, τότε η γη άνοιξε για µένα, δηλ. για να µε καταπιεί, σε Οµήρ. Ιλ.· πρὸς κῦµα χανών, λέγεται
για κάποιον που πνίγεται, σε Οµήρ. Οδ. 2. στέκοµαι µε το στόµα ανοιχτό (σε κωµική εκδοχή),
χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόµεθα, σε Ʃόλωνα· ὅτε δὴ 'κεχήνη, όταν καθόµουν µε το στόµα
ανοιχτό, σε Αριστοφ.· οµοίως, πρὸς ταῦτα κεχηνώς, στον ίδ.· κεχηνότες, χάσκωντες ανόητα,
στον ίδ. 3. χασµουριέµαι (από πλήξη, ανία, κόπωση), σε Αριστοφ. II. σπανιότερα, µιλώ µε ανοιχτό
το στόµα, αρθρώνω, Λατ. hisco, µε αιτ., τὰ δεινὰ ῥήµατα χανεῖν, σε Ʃοφ.· τοῦτ' ἐτόλµησεν
χανεῖν, σε Αριστοφ.

χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, δυϊκ. χεῖρε, χεροῖν, πληθ. χεῖρες, χερῶν, χερσί, χεῖρας· η
παραλήγουσα συνήθως βραχεία, όταν η λήγουσα είναι µακρά· αλλά οι ποιητές χρησιµοποιούν τη
λήγουσα µακρά ή βραχεία, όπως απαιτεί το µέτρο, χειρός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας, ποιητ.
τύποι, δοτ. πληθ. χείρεσι, χείρεσσι, χέρεσσι· αιτ. πληθ. χέρρας· I. χέρι, σε Όµηρ. κ.λπ.· επίσης το
χέρι και ο αγκώνας, χεῖρα µέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν, σε Οµήρ. Ιλ.· χεῖρες ἀπ' ὤµων ἀΐσσοντο, σε
Ησίοδ.· οµοίως, ἐν χερσὶ πεσεῖν, µέσα στα χέρια, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἄκρη χείρ, λέγεται για να
δηλώσει τη διάκριση του χεριού από τον αγκώνα, σε Οµήρ. Ιλ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. λέγεται
για να δηλώσει τη θέση, ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, σε Οµήρ. Οδ.· ἐπὶ δεξιὰ χειρός, σε Πίνδ.· λαιᾶς
χειρός, µε το αριστερό χέρι, σε Αισχύλ.· ποτέρας τῆς χειρός; µε ποιο χέρι; σε Ευρ. 2. δοτ.
συνήθως µε ρήµατα τα οποία δηλώνουν τη χρήση των χεριών, χειρὶ λαβεῖν, χερσὶν ἑλέσθαι κ.λπ.,
σε Όµηρ. κ.λπ. 3. η γεν. χρησιµοποιείται όταν κάποιος παίρνει κάποιον από το χέρι, χειρὸς ἔχειν
τινά, σε Οµήρ. Ιλ.· χειρὸς ἑλῶν, στο ίδ. 4. η αιτ. χρησιµοποιείται όταν κάποιος παίρνει το χέρι
κάποιου, χεῖρα γέροντος ἑλών, σε Οµήρ. Ιλ.· χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, σε ένδειξη καλής
πίστης, σε Οµήρ. Ιλ. 5. άλλες χρήσεις της αιτ.: α) λέγεται για τους ικέτες, χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς,
δηλ. σε προσευχή, σε Οµήρ. Ιλ.· ἀµφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆϊ και Ἀρήτης βάλε γούνασι
χεῖρας Ὀδυσσεύς, σε Οµήρ. Οδ.· επίσης, χεῖρας αἴρειν, το σήκωµα χεριού κατά την ψηφοφορία,
σε Ξεν. κ.λπ.· χεῖρα ὑπερέχειν τινός ή τινί, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, ως προστάτης, σε
Οµήρ. Ιλ.β)λέγεται µε αρνητική σηµασία, χεῖρας ή χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, ἐφιέναι τινί, σε Όµηρ. γ)
χεῖρας ἀπέχειν τινός, κρατώ τα χέρια µου µακριά από κάποιον ή κάτι, Λατ. abstinere manus a
aliquo, στον ίδ. 6. µε πρόθ., ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι, λογαριάζω πρόχειρα, άξεστα, σε Αριστοφ.·
διὰ χερῶν λαβεῖν, κυριολεκτικά, παίρνω κάτι ανάµεσα στα χέρια µου, σε Ʃοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν,
έχω στο χέρι µου, δηλ. κάτω από την εξουσία µου, σε Θουκ.· και οµοίως, ασχολούµαι µε κάποια
εργασία, στον ίδ.· οµοίως, εἰς χεῖρας λαµβάνειν, παίρνω κάτι στα χέρια µου, αναλαµβάνω, σε
Ευρ.· ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, σε Ηρόδ.· ἐς χεῖρας ἱκέσθαι τινός, πέφτω στην εξουσία κάποιου, σε
Οµήρ. Ιλ.· ἐςχεῖρας ἐλθεῖν, ἰέναι τινί, χτυπιέµαι µε κάποιον ή ερχόµαστε σε συµπλοκή, Λατ.
manum conserere cum aliquo, σε Αισχύλ., Ʃοφ., Ηρόδ.· οµοίως, ἐς χειρῶν νόµον ἀπικέσθαι·
επίσης, εἰς χεῖρας δέχεσθαι ή ὑποµένειν, αναµένω την επίθεσή τους, σε Ξεν., Θουκ.· ἐκ χειρός,
πλησίον, από κοντά, Λατ. cominus, σε Ξεν.· ἐν χερσὶ ή ἐν χειρὶ ἔχειν, όπως διὰ χειρὸς ἔχειν, έχω
στο χέρι, είµαι απασχοληµένος µε κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐν χερσί, από κοντά, Λατ. cominus, σε
Θουκ.· κατὰ χειρός, λέγεται για το πλύσιµο των χεριών πριν από το φαγητό, ὕδωρ κατὰ χειρός ή
κατὰ χειρὸς ὕδωρ (ενν. φερέτω τις), σε Αριστοφ.· µετὰ χερσὶν ἔχειν, ανάµεσα δηλ. µέσα στα
χέρια, σε Οµήρ. Ιλ.· αλλά, µετὰ χεῖρας ἔχειν, έχω στα χέρια, ασχολούµαι µε κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.·
πρὸ χειρῶν, µπροστά και πολύ κοντά σε κάποιον, σε Ʃοφ., Ευρ.· πρὸς χεῖρα, προς ένα σηµείο
που δείχνει το χέρι µου, σε Ʃοφ.· ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι, φέρνω κάποιον κάτω από την εξουσία µου,
τον έχω του χεριού µου, σε Ξεν.· πρβλ. ὑποχείριος. III. λέγεται για να δηλώσει ενέργεια ή έργο,
αντίθ. προς τα απλά λόγια, σε πληθ. ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Οµήρ. Ιλ.· χερσίν τε ποσίν τε,
στο ίδ.· χερσὶν ἤ λόγῳ, σε Ʃοφ.· µιᾷ χειρί, µε το ένα χέρι, σε Δηµ.· χειρί τε ποδί καὶ πάσῃ δυνάµει,
σε Αισχίν.· ιδίως, λέγεται για έργα βίας, πρὶνχειρῶν γεύσασθαι, πριν δοκιµάσουµε τη βία, σε
Οµήρ. Οδ.· ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν, κάνω αρχή της αδικίας, σε Ξεν. IV.όπως Λατ. manus, σώµα
ανδρών, ποσό, αριθµός, σε Ηρόδ., Θουκ.· πολλῇ χειρί, σε Ευρ.· οἰκεία χείρ, λέγεται για χεὶρ
οἰκετῶν, στον ίδ. V. το χέρι κάποιου, δηλ. η γραφή, το γράψιµο, σε Κ.Δ.· επίσης έργο µε το χέρι,
έργο τέχνης, σοφαὶ χέρες, σε Ανθ. VI. λέγεται για κάθε εργαλείο που µοιάζει µε χέρι: 1. µέρος της
πανοπλίας ή όπλο, σε Ξεν. 2. χεὶρ σιδηρᾶ, είδος αρπάγης, αρπάγη, σε Θουκ.

χελῑδών, -όνος, ἡ, κλητ. χελιδόν, επίσης χελιδοῖ (όπως αν προερχόταν από ονοµ. χελιδώ)·
χελιδόνι, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ. I. η λαλιά του χελιδονιού χρησιµοποιήθηκε παροιµ. για τις βάρβαρες
γλώσσες από τους Έλληνες, σε Αισχύλ.· χελιδόνων µουσεῖα (βλ. µουσεῖον)· παροιµ., επίσης, µία
χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ, σε Αριστ. II. η µαλακή ουσία στην οπλή του αλόγου· λέγεται έτσι επειδή
έχει µορφή διχάλας όπως η ουρά του χελιδονιού, σε Ξεν.

χθών, ἡ/ γεν. χθονός: γη, έδαφος

χραίνω, µέλ. χρᾰνῶ, αόρ. αʹ ἔχρᾱνα, = χράω (Α)· 1. αγγίζω απαλά, ὀλιγάκις ἄστυ χραίνων, δηλ.
µένω µακριά απ' αυτήν (την πόλη), σε Ευρ. 2. λερώνω, µιαίνω, µολύνω, σε Αισχύλ.· ιδίως, λέγεται
για ηθική µόλυνση, σε Ʃοφ., Ευρ. — Μέσ., χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ, σε Ʃοφ. — Παθ., µολύνοµαι,
στον ίδ.

χράω (Γ), I. 1. παρέχω ό,τι είναι αναγκαίο· Αττ. χράω, χρῇς, χρῇ, Ιων. χρᾷς, χρᾷ, Ιων. µτχ. χρέων,
χρέουσα, χρέον, Επικ. χρείων· παρατ. ἔχραον, γʹ ενικ. ἔχρη, µέλ. χρήσω, αόρ. αʹ ἔχρησα — Παθ.,
αόρ. αʹ ἐχρήσθην, παρακ. κέχρησµαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέχρηστο — Μέσ., Ιων. χρέοµαι, απαρ.
χρέεσθαι, µτχ. χρεόµενος ή χρεώµενος, παρατ. γʹ πληθ. ἐχρέοντο ή -έωντο, µέλ. χρήσοµαι· 1.
λέγεται για θεούς και χρησµούς, παρέχω χρησµό, χρησµοδοτώ, ανακοινώνω, κηρύσσω,
φανερώνω, χρήσω βουλὴν Διός, σε Οµηρ. Ύµν.· ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· µε απαρ.,
προειδοποιώ ή προστάζω µε χρησµό, χρήσαντ' ἐµοὶ ἐκτὸς αἰτίας εἶναι, αυτό που πρέπει να
είµαι, σε Αισχύλ.· τοῦ θεοῦ χρήσαντος, σε Θουκ. 2. Παθ., χρησµοδοτούµαι, φανερώνοµαι µε
χρησµό, τίς οὖν ἐχρήσθη, σε Ευρ.· λέγεται για χρησµό, τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη, σε
Ηρόδ.· πεύθου τὰ χρησθέντ', σε Ʃοφ.· απρόσ., µε απαρ., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέµοισι εὔχεσθαι, σε
Ηρόδ. 3. Μέσ., συµβουλεύοµαι έναν θεό ή µαντείο, ζητώ να µάθω από θεό ή οιωνό, τον ή το
λαµβάνω υπόψιν, µε δοτ. ψυχῇ χρησόµενος Τειρεσίαο, σε Οµήρ. Οδ.· χράω θεῷ, Λατ. uti oraculo,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· από τη σηµασία αυτής της χρήσης του χρησµού, έρχεται η γενική σηµασία του
χράοµαι, χρησιµοποιώ· απόλ., συµβουλεύοµαι χρησµό, σε Οµήρ. Οδ., Ηρόδ.· οἱ χρώµενοι, αυτοί
που παίρνουν χρησµό, σε Ευρ.· µτχ. παρακ. κεχρηµένος, αυτός που έλαβε χρησµό µαντείου, σε
Αριστ. II. παρέχω, εφοδιάζω µε κάτι· µε αυτή την έννοια κίχρηµι ήταν ο ενεστ., µε µέλ. χρήσω·
αόρ. αʹ ἔχρησα, παρακ. κέχρηκα — Μέσ., ενεστ. κίχρᾰµαι, αόρ. αʹ ἐχρησάµην, παρέχω τη χρήση
ενός πράγµατος, δηλ. δανείζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έχω χρησιµοποιήσει ένα πράγµα,
δανείζοµαι, σε Ευρ.· πόδας χρήσας ὄµµατα χρησάµενος, έχοντας δανείσει πόδια και δανειστεί
µάτια, λέγεται για τυφλό άνθρωπο που µεταφέρει έναν κουτσό, σε Ανθ. III. αποθ. χράοµαι, Αττ.
χρῶµαι, χρῇ, χρῆται, χρῆσθε, χρῶνται, Ιων. χρέω ή χρέο, γʹ πληθ. χρήσθων, απαρ. Αττ. χρῆσθαι,
Ιων. χρᾶσθαι ή χρέεσθαι, µτχ. Αττ. χρώµενος, Ιων. χρεόµενος ή χρεώµενος· παρατ. Αττ. ἐχρῆτο,
ἐχρῶντο, Ιων. ἐχρᾶτο, ἐχρέοντο (ή -έωντο)· µέλ. χρήσοµαι, επίσης κεχρήσοµαι· αόρ. αʹ
ἐχρησάµην, παρακ. κέχρηµαι· από τη σηµασία της συµβουλής µαντείου ή της χρήσης ενός
χρησµού [βλ. χράω Γ. 3] προέρχεται η κοινή (συνήθης) σηµασία, χρησιµοποιώ, Λατ. uti, σε Οµήρ.
Ιλ. κ.λπ.· φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι, είχε προικιστεί µε µια καλή καρδιά, σε Οµήρ. Οδ.· µε δοτ.,
χρῆσθαι ἀργυρίῳ, έχω χρήµατα για να τα χρησιµοποιήσω για κάποιο σκοπό, τα χρησιµοποιώ επ'
αυτού, σε Πλάτ.· χρᾴοµαι ναυτιλίῃσι θαλάσσῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. α) ειδικότερες χρήσεις, ὀργῇ ή
θυµῷ χρῆσθαι, κάνω χρήση του θυµού µου, τον αφήνω να ενεργήσει, σε Ηρόδ. β) λέγεται για
εξωτερικά πράγµατα, δοκιµάζω, υποφέρω, υπόκειµαι σε, νιφετῷ, στον ίδ.· χράοµαι γαληνείᾳ, έχω
καλό καιρό, σε Ευρ.· ὁµολογίᾳ χράοµαι, έρχοµαι σε συµφωνία, σε Ηρόδ.· ζυγῷ χράοµαι δουλίῳ,
γίνοµαι σκλάβος, σε Αισχύλ.· συµφορῇ, συντυχίῃ, εὐτυχίῃ, χράοµαι, Λατ. uti fortuna mala,
prospera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νόµοις χράοµαι, ζω κάτω από την υποταγή στους νόµους, σε Ευρ.·
χράοµαι ἀνοµίᾳ, σε Ξεν. κ.λπ.· σε πολλές περιπτώσεις, χρῆσθαι, απλώς παραφράζει ρήµα σύστ.
µε δοτ., µόρῳ χράοµαι, δηλ. πεθαίνω, σε Ηρόδ.· ὠνῇ καὶ πράσει χράοµαι = ὠνεῖσθαι καὶ
πιπράσκειν, αγοράζω και πουλώ, στον ίδ.· χράοµαι δασµῷ = διδράσκειν, σε Αισχίν.· χράοµαι
φωνῇ = φωνεῖν, διαβολῇ, χράοµαι = διαβάλλεσθαι κ.λπ., σε Πλάτ. γ) χρῆσθαί τινι εἴς τι,
χρησιµοποιώ κάτι για κάποιο σκοπό ή λόγο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἐπί τι ή πρός τι, σε Ξεν.· επίσης
µε ουδ. επίθ. ως επίρρ., χρ.τινι ὅ τι βούλεταί τις, κάνω ό,τι χρειάζεται κάποιος, σε Ηρόδ.·
ἀπορέων ὅτι χρήσεται, δεν ξέρω τι να κάνω, στον ίδ.· τί χρήσοµαι τούτῳ; πώς να τον
χρησιµοποιήσω; σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν ἔχοις ὅ τι χρῷο σαυτῷ, σε Πλάτ. 3. λέγεται για ανθρώπους,
πρόσωπα, χρῆσθαί τινι, µε επίρρ. του τρόπου, µεταχειρίζοµαι κάποιον µε κάποιο τρόπο, χρῆσθαί
τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, σε Ηρόδ.· χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ, σε Θουκ.· επίσης, φιλικῶς, χρῆσθαί τινι,
σε Ξεν.· αλλά το ὡς συχνά παραλείπεται, ἔµοιγε χρώµενος διδασκάλῳ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης,
χρῆσθαί τινι (χωρίς το φίλῳ), όπως το Λατ. uti αντί uti familiariter, είµαι στενός φίλος µε κάποιον,
σε Ξεν.· απόλ., οἱ χρώµενοι, φίλοι, στον ίδ. 4. χρῆσθαι ἑαυτῷ, κάνω χρήση της δύναµής µου, σε
Πλάτ.· επίσης, παρέχειν ἑαυτ όν τινι χρῆσθαι, θέτω τον εαυτό µου στη διάθεση κάποιου, σε Ξεν.
5. απόλ. ή µαζί µε επίρρ., οὕτω χρῶνται οἱ Πέρσαι, έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι Πέρσες, αυτά
είναι τα έθιµά τους, στον ίδ. 6. παρακ. κέχρηµαι (µε ενεστ. σηµασία), έχω την ανάγκη ή επιθυµώ,
ποθώ διακαώς, µε γεν., σε Όµηρ., Ʃοφ., Ευρ.· µτχ. κεχρηµένος, χρησιµοποιείται ως επίθ.,
άπορος, ενδεής, πένητας, σε ανάγκη, φτωχός, σε Οµήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ. 7. παρακ. ως επιτετ.
ενεστ., έχω σε χρήση, και εποµένως έχω, κατέχω, φρεσὶγὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι, σε Οµήρ. Οδ. 8.
Παθ. αόρ. αʹ χρησθῆναι, χρησιµοποιούµαι, αἱ νέες οὐκ ἐχρήσθησαν, σε Ηρόδ.· ἕως ἂν χρησθῇ,
τόσο πολύ όσο είναι σε χρήση, σε Δηµ. IV. αντί του χρή.

χρή, Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. χρῇ, ευκτ. χρείη, απαρ. χρῆναι, ποιητ. επίσης χρῆν· παρατ. ἐχρῆν,
επίσης χωρίς αύξηση, χρῆν, ακόµη και σε Αττ. (χράω Γ)· I. 1. είναι πεπρωµένο, αναγκαίο, σε
Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν ἴαµα ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα φάρµακο δεν ήταν
σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· µε απαρ., πρέπει, είναι ανάγκη να, κάποιος πρέπει ή
οφείλει να κάνει κάτι, σε Όµηρ., Αττ.· συχνά, όπως το Λατ. oportet, µε αιτ. προσ. και απαρ.,
αυτός που πρέπει να..., αρµόζει να..., είναι ανάγκη να..., ταιριάζει κάποιος να..., οὐδέ τί σε χρὴ
νηλεὲς ἦτορ ἔχειν, σε Οµήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά το απαρ. µπορεί να εννοηθεί από τα συµφραζόµενα,
τίπτε µάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (ενν. ἀποπαύεσθαι), γιατί έπαψες να µάχεσαι; γιατί δεν
σου αρµόζει, σε Οµήρ. Ιλ.· οµοίως, ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. µάρνασθαι), σε Οµήρ. Οδ.·
ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρή (ενν. ἐπιπλεῦσαι), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν (ενν. τοῦτο ποιεῖν),
ἀλλὰ τί χρῆν εἴπατε· 2. µε αιτ. προσ. και γεν. πράγµ., οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις
ανάγκη αφροσύνης, δηλ. δεν σου ταιριάζει, σε Οµήρ. Ιλ.· µυθήσεαι ὅττεό (δηλ. ὅτου) σε χρή, θα
πει ότι έχεις ανάγκη από, σε Οµήρ. Οδ. II. µερικές φορές µε λιγότερο ισχυρή σηµασία, πῶςχρὴ
τοῦτο περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει κάποιος µέσα από αυτό; σε Θεόκρ. III. τὸ χρῆν
(απαρ.), χρεών, πεπρωµένο, µοίρα, σε Ευρ.

ψάµµος, ἡ, I. άµµος (από το ψάω), σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ.· παροιµ., ψάµµος ἀριθµὸν περιπέφευγεν,
σε Πίνδ. II. ἡ ψάµµος, η αµµώδης έρηµος της Λιβύης, σε Ηρόδ. (και τα δύο, ψάµµος και ψάµαθος,
µερικές φορές χάνουν το ψ και γίνονται ἄµµος και ἄµαθος).

ψευδής, -ές, γεν. -έος (ψεύδοµαι)· I. 1. αυτός που δεν είναι αληθινός, αναληθής, ψεύτικος, Λατ.
mendax, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφυγή σε ψέµατα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται
για ανθρώπους, ψευδόµενος, και ως ουσ., ψεύτης· οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ'
ἀρωγός, ο Δίας δεν θα βοηθήσει τους ψεύτες (άλλοι διαβάζουν «ἐπὶ ψεύδεσσι», από το ψεῦδος,
δεν θα βοηθήσει στα ψέµατα)· ψευδὴς φαίνεσθαι, αποκαλύπτοµαι να λέω ψέµµατα, σε Θουκ. 3.
τὰ ψευδῆ, ψέµατα, ψεύδη· ψευδῆ λέγειν, σε Αισχύλ., Αριστοφ. II. Παθ., συκοφαντηµένος,
απατηµένος, εψευσµένος, σε Ευρ. III. επίρρ., ψευδῶς, στον ίδ., σε Θουκ.
ᾠόν, τό, 1. Λατ. ovum, αυγό, σε Αττ. 2. λέγεται για τα αυγά των ψαριών, σε Ηρόδ.

ὥρα, Ιων. ὥρη, ἡ, Επικ. γεν. πληθ. ὡράων, Ιων. ὡρέων· ποιητ. δοτ. πληθ. ὥραισι, Λατ. hora·
Α. κάθε στιγµή ή χρονική περίοδος, είτε του έτους, του µήνα ή της ηµέρας (νυκτός τε ὥραν καὶ
µηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, σε Ξεν.)· απ' όπου, I. 1. τµήµα του έτους, εποχή· στον πληθ., εποχές, σε
Οµήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· περιτελλοµέναις ὥραις, σε Ʃοφ.· τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ, σε Θουκ.·
αρχικά διακρίνονταν τρεις εποχές· α) άνοιξη, ἔαρος ὥρη, ὥρη εἰαρινή, σε Όµηρ.· β) καλοκαίρι,
θέρεος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρα θερινή, σε Ξεν.· γ) χειµώνας, χείµατος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρῃ χειµερίῃ,
σε Οµήρ. Οδ.· η τέταρτη εποχή, ὀπώρα, αναφέρεται πρώτα στον Αλκµ. 2. απόλ., η ακµή του
έτους, η ώρα της άνοιξης· ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη, σε Όµηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του
έτους που είναι κατάλληλη για πόλεµο, το καλοκαίρι, κυρίως στη φράση, ὥρα ἔτους, σε Θουκ.
κ.λπ. 3. το έτος γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, κατά το προηγούµενο έτος, σε Δηµ. κ.λπ.
4. στον πληθ., τα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, µεταξύ των οποίων το καλοκαίρι θεωρείται ο
νότος, ενώ ο χειµώνας ο βορράς, σε Ηρόδ. II. 1. µέρος της ηµέρας ή του ηµερονυκτίου, αἱ ὧραι
τῆς ἡµέρας, οι ώρες της ηµέρας, τα µέρη της ηµέρας, πρωί, µεσηµέρι, απόγευµα, βράδυ, σε
Ξεν.· επίσης, νυκτὸς ἐν ὥρῃ, την ώρα της νύχτας, σε Οµηρ. Ύµν.· ὀψὲ τῆς ὥρας, αργά µέσα στην
ηµέρα, σε Δηµ. 2. µέρα και η νύχτα πιθ. χωρίστηκαν πρώτα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τον
αστρονόµο Ίππαρχο (περίπου το 150 π.Χ.)· αλλά η διαίρεση της φυσικής µέρας (από ανατολή
ηλίου µέχρι δύση) σε δώδεκα µέρη είχε εισαχθεί ήδη πριν από τον Ηρόδ. (2. 109). III. 1.
κατάλληλη στιγµή ή εποχή για ένα πράγµα (καιρός), ὅταν ὥρα ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ. 2. µε γεν.
πράγµ., ὥρη κοίτοιο, ὕπνου, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Οµήρ. Οδ.· ὥρη δόρποιο,
στο ίδ.· καρπῶν ὧραι, σε Αριστοφ. 3. ὥρα (ἐστίν), µε απαρ., είναι ώρα, κατάλληλος καιρός για να
γίνει κάτι, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν, σε Οµήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ. 4. µε
επιρρ. χρήση, τὴν ὥρην, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· αλλά τὴνὥρα, σε αυτήν τη
στιγµή, σε Ησίοδ.· ἐν ὥρῃ, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη στιγµή, σε Οµήρ. Οδ.,
Αριστοφ.· επίσης, αἰεὶ ἐς ὥρας, κατά διαδοχικές εποχές, σε Οµήρ. Οδ.· καθ' ὥραν, σε Θεόκρ.·
πρὸ τῆς ὥρας, σε Ξεν. IV. µεταφ., η ακµή της νεότητας, νεότητα, νεαρή ηλικία· ὥραν ἔχειν, σε
Αισχύλ.· πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ, σε Πλάτ. κ.λπ.· φεῦ, φεῦ τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί νιάτα! τί
οµορφιά! σε Αριστοφ. κ.λπ.· V. = τὰ ὡραῖα, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε
Ξεν.Β. µε µυθολογική σηµασία, αἱὯραι, οι Ώρες, φύλακες των πυλών του ουρανού, σε Οµήρ. Ιλ.,
και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν τρεις στον αριθµό, κόρες του Δία και της Θέµιδος· η
Ευνοµία, η Δίκη και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του
έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται µαζί µε τις Χάριτες,
Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι, σε Οµηρ. Ύµν., Ησίοδ.

ὡσαύτως, επίρρ. (ὥς, αὔτως), µε όµοιο τρόπο, όµοια, απλώς έτσι· ὣς δ' αὔτως αντί ὡσαύτως
δέ..., σε Όµηρ. κ.λπ.· ὡσαύτως καί..., µε όµοιο τρόπο όπως..., σε Ηρόδ.· µε την ίδια σηµασία µε
δοτ.· ὣς δ' αὔτως τῇσι κυσὶ θάπτονται, στον ίδ.· ὡσαύτως ἔχειν, σε Πλάτ.

ὥςπερ ή ὥσπερ, επίρρ. του τρόπου, έτσι όπως, σαν να, ακριβώς όπως, καθώς· ἀλώµενος ὥσπερ
Ὀδυσσεύς, σε Οµήρ. Οδ. κ.λπ.· στον Όµηρ. συχνά παρεµβάλλεται µια λέξη ανάµεσα στα ὡς και
περ, π.χ., ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ· ὥσπερ εἶχον, ακριβώς όπως αυτοί
ήταν, τότε και εκεί, σε Ηρόδ.· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν, σε Ξεν.· επιτετ., ὥσπερ γε, ακριβώς όπως,
καθώς, σε Αριστοφ.· ὁµοίως, ὥσπερ, σε Θουκ. II. περιορίζει ή τροποποιεί κάποιον ισχυρισµό,
όπως το ὡσπερεί, οιονεί, ωσάν, όπως ήταν, Λατ. tanquam· ὥσπερ ἐγγελῶσα, σε Ʃοφ. III.
χρησιµοποιείται για δήλωση χρόνου, αµέσως όταν..., σε Αριστοφ.

You might also like