Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 6

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Γιατί η συγγραφή της ελληνικής εθνικής ιστορίας ήταν


«αυτό που εζητούσεν εκείνην την ώρα το εθνικό συλλογικό σώμα»;
Να αναφερθείτε στους στόχους στους οποίους απέβλεπε η αποκατάσταση
της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους στην οποία αφιέρωσαν τα
έργα τους ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
(Το παράθεμα από Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Ερμής,
Αθήνα 1993, σ. 407.)

Ακαδημαϊκό Έτος 2012 - 2013

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών


Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

ΕΛΠ11 – Ελληνική Ιστορία

Καθηγητής - Σύμβουλος: κ. Σπυρίδων Πλουμίδης

Αθήνα, Απρίλιος 2013


Περιεχόμενα

σελ.

Εισαγωγή 1

Κεφάλαιο 1 Άνω – κάτω τελεία (όχι παύλα)– Μια νέα εθνική ιστοριογραφία
γεννιέται 2

Κεφάλαιο 2 κάτω τελεία (όχι παύλα)– Η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων


7

Επίλογος 9

Βιβλιογραφία 10

1
Εισαγωγή14 στιγμές

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή επανάσταση που


προκάλεσε σοβαρούς τριγμούς στα θεμέλια της οΟθωμανικής αΑυτοκρατορίας
καθώς άνοιξε το δρόμο για την ανάδειξη του πρώτου έθνους-κράτους στη μοναρχική
Ευρώπη. Η γένεση του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους το 1830 ήταν το θετικό
αποτέλεσμα των προσπαθειών των Ελλήνων, στη συνείδηση των οποίων υπήρχε
πάντα, ακόμη και πριν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο πόθος για την ενσωμάτωσή
τους στην ευρωπαϊκή κοινότητα, στη «φωτισμένη» Ευρώπη.1

Παράλληλα, το νεοσύστατο κράτος ξεκίνησε την αναζήτηση για την απόκτηση


εθνικής και, ταυτόχρονα, ευρωπαϊκής ταυτότητας, να συνδεθεί με τον ευρωπαϊκό
Διαφωτισμό και, γενικότερα, με τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης. Με την
παρούσα εργασία, η οποία χωρίζεται σε δύο κεφάλαια, εξετάζουμε μια ευρύτερη
ιδεολογική διεργασία η οποία εκτείνεται από γενέσεως του ελληνικού κράτους (1830)
και σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι.. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζουμε τους
παράγοντες και το ιδεολογικό πλαίσιο που οδήγησαν στη γένεση της ελληνικής

ιστοριογραφίας· στο δεύτερο αναφερόμαστε στην κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία του


19ου αι., τη Μεγάλη Ιδέα, ως αποτέλεσμα της αναζήτησης της εθνικής ταυτότητας
του ελληνισμού. Τέλος, στον Επίλογο συνοψίζουμε τα συμπεράσματά μας για τη
σχέση της ιστοριογραφίας στην αναζήτηση και διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας.

1
Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, «Ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους, η κληρονομιά των
περασμένων, οι νέες ανάγκες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΓ´,όχι κόμμα εδώ (Κοινωνία και
πολιτισμός από το 1833 έως το 1881), Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1977, σελ. 455.

2
Κεφάλαιο Πρώτο14 στιγμές

Μια νέα εθνική ιστοριογραφία γεννιέται14 στιγμές

Για το νεοσύστατο ελληνικό εθνικό κράτος, ο προσδιορισμός της εθνικής του


ταυτότητας ήταν ένα από τα πρωταρχικάτο αιτούμενο. Για να διαμορφωθείεπιβιώσει,
έπρεπε να αποδειχθεί η συνεχής και αδιάλειπτη ιστορική παρουσία του ως μια
ιδιαίτερη και μοναδική πολιτισμική οντότητα· μία οντότητα με χαρακτηριστικά
γνωρίσματα που μεταβιβάζονταν, από γενιά σε γενιά, αναλλοίωτα, στην ιστορική
διαδρομή της στο χρόνο, καθιστώντας την ενιαία, διαχρονική, μία και μοναδική.2 Για
την εθνική ιδεολογία και τους εκφραστές της, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην αρχαία
ιστορία του έθνους, βαθειά ριζωμένου στο χρόνο και με ξεχωριστό και μοναδικό
πολιτισμό. Το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η νεοελληνική ιστορική
επιστήμη είχε διαμορφωθεί πολύ πριν από την Επανάσταση του 1821. Οι εκφραστές
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μέσω της επαφής τους με τον Ευρωπαϊκό
Διαφωτισμό (ύστερος 18ος – αρχές 19ου αι.), εστίασαν το ιστορικό ενδιαφέρον τους
αποκλειστικά στη σχέση των Νεοελλήνων με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν
τους. Με την αποκατάσταση των δεσμών συνέχειας με το προγονικό παρελθόν, το
ελληνικό έθνος θα αποκτούσε ρίζες και εθνική ταυτότητα. Η συστηματική
καλλιέργεια της συνείδησης της ιστορικότητας του ελληνισμού ενέπνευσε αργότερα
τους εκπροσώπους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, προβάλλοντας και
νομιμοποιώντας το δίκαιο αίτημα της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, η
σύνδεση αυτή θα τους έφερνε πιο κοντά στην «πολιτισμένη» Δύση, απεγκλωβίζοντάς
τους από τη «βάρβαρη» και «τυραννική» Ανατολή.3

Έτσι, το νέο ελληνικό κράτος στήριξε την εθνική ιδεολογία του στην
ολοκληρωτική άρνηση του οθωμανικού παρελθόντος του, αφήνοντας, ωστόσο, εκτός
έναν μεγάλο ιστορικό ενδιάμεσο: το Βυζάντιο. Δεν το έκανε τυχαία. Στα μάτια των
Ευρωπαίων και Ελλήνων δΔιαφωτιστών, το Βυζάντιο ήταν περίοδος σκοταδισμού,
θεοκρατική και δεσποτική. Οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό το «σκοτεινό» παρελθόν
θα υπονόμευε την προσπάθεια των Νεοελλήνων να διεκδικήσουν για το έθνος τους

2
Νίκος Ροτζώκος, «Η νεοελληνική εθνική ιδεολογία και η εθνική ιστοριογραφία», στο Νίκος
Ροτζώκος (επιμ.), Ελληνική Ιστορία, τομ. Γ΄, (Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία)Οι αγκύλες των
παρενθέσεων σε ορθή γραφή, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Πάτρα 1999, σελ. 217.
3
Ό.π., σσ. 217-218.

3
την προνομιακή θέση και ταυτότητα που απέρρεε από την σχέση τους με το ένδοξο
αρχαίο προγονικό παρελθόν, που αντιπροσώπευε τον πολιτισμό και την πρόοδο. 4 Η
ωμή πραγματικότητα, όμως, διέψευσε αυτήν την εξιδανικευμένη εικόνα. Ένα έθνος
φτωχό και εξαθλιωμένο, εμποτισμένο από τα ήθη και τις παραδόσεις της «βάρβαρης»
Ανατολής, καμία σχέση δεν είχε, στα μάτια των ρομαντικών και φιλελλήνων
Ευρωπαίων, με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η αμφισβήτηση της ταυτότητας
των Νεοελλήνων από τους Ευρωπαίους ενσαρκώθηκε σε μία κρίσιμη στιγμή για το
ελληνικό έθνος, την περίοδο της αναγνώρισης του ελληνικού κράτους ως
ανεξάρτητου (1830), με τη διατύπωσηΠου; Σε ποιο δημοσίευμά του; της θεωρίας
ενός Βαυαρού ιστορικού, του Ιακώβου Φιλίππου Φαλλμεράυερ. Ισχυρίστηκε ότι οι
Νεοέλληνες δεν κατάγονταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από διάφορα σλαβικά
και αλβανικά φύλα που κατά τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους (6ο – 10ο αι. μ.Χ.)
κατέλαβαν τις περιοχές που κάποτε ήκμαζε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμόςΤην
Πελοπόννησο. Η «φυλετική επιμειξία», κατά τον Φαλλμεράυερ, «νόθευσε» και
εξαφάνισε την αρχαιοελληνική φυλή και τον πολιτισμό της.5

Αυτές οι ακραίες θεωρίες του Φαλλεμράυερ προκάλεσαν μεγάλη κρίσηκλονισμό


στον ιδεολογικό κόσμο των Νεοελλήνων· έδωσαν, όμως, το έναυσμα σε πολλούς,
Έλληνες και ξένους, ιστορικούς της εποχής να συγγράψουν ιστορικές μελέτες οι
οποίες ανασκεύαζαν τα επιχειρήματά του. Ξεκίνησε λοιπόν μια πλούσια
ιστοριογραφική παραγωγή που στόχο είχε τον επαναπροσδιορισμό της νεοελληνικής
ταυτότητας, με όρους, πλέον, πολιτισμικούς (και όχι βιολογικούς, όπως τους έθετε ο
Φαλλμεράϋερ) Τονίστε το!: αφενός, έπρεπε να αποδείξει ότι ο ελληνικός πολιτισμός
ήταν διαχρονικός, ενιαίος και μοναδικός αφού κατάφερε και επιβίωσε ιστορικά και,
αφετέρου, να αναδείξει την αφομοιωτική του ικανότητα ως πολιτισμός. Η ελληνική
εθνική ιδεολογία, με την οργάνωση και ανάπτυξη, μεταξύ άλλων, ιστορικών,
φιλολογικών, αρχαιολογικών και ιστορικών σπουδών στόχευε στην
επαναδιαπραγμάτευση της βυζαντινής ιστορίας και την ένταξή της στην εθνική
κληρονομιά. Ήταν η στιγμή που στο προσκήνιο εμφανίστηκαν δύο εξέχουσες μορφές
της ελληνικής ιστοριογραφίας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) και ο
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891).6

4
Ό.π., σελ. 219.
5
Ό.π., σελ. 221.
6
Ό.π., σσ. 221-222.

4
Το 1852, ο ΖαμπέλιοςΛίγα βιογραφικά στοιχεία (έτη γέννησης και θανάτου και
ιδιότητα) αναβάθμισε το Βυζάντιο ως φορέα της νεότερης ελληνικής λαϊκής
δημιουργίας, στην εισαγωγική μελέτη του έργου του με συλλογή δημοτικών
τραγουδιών από την Άλωση της Πόλης (1453) και μετά. Ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός -
το Βυζάντιο - αποτέλεσε σημαντικό κρίκο για την αποκατάσταση της ιστορικής
συνέχειας του ελληνικού έθνους και χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί η
αναβίωσή του με ορθολογικό τρόπο, επεσήμανε ο Ζαμπέλιος. Στη μελέτη αυτή έδωσε
το στίγμα για το πώς έπρεπε να κινηθεί η ελληνική ιστοριογραφία στο μέλλον αφού,
παράλληλα με την ανάλυσή του για το πόσο σημαντικές θεωρούσε τις Βυζαντινές
σπουδές στην Ελλάδα, διατύπωσε, για πρώτη φορά, και το διαχωρισμό της ελληνικής
εθνικής ιστορίας σε τρεις περιόδους.7 Το 1853 ο Παπαρρηγόπουλος δημοσίευσε την
πρώτη, επίτομη, μορφή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Το 1857 ο Ζαμπέλιος
κυκλοφόρησε το δεύτερο έργο του, Βυζαντινές Μελέτες·8 το Βυζάντιο, πλέον,
παρουσιάζεται ως η «κιβωτός» της αρχαιοελληνικής παράδοσης, της ρωμαϊκής
κληρονομιάς και του Χριστιανισμού, για τους νεώτερουςκόμμα μεταβυζαντινούς
Έλληνες. Ήταν, όμως, και ο γενέθλιος τόπος του Λαού, του νέου ιστορικού
πρωταγωνιστή στον οποίο ενσαρκώθηκε το πνεύμα της νεοελληνικής εθνότητας. Με
τον τρόπο αυτό το Βυζάντιο συνέβαλε στη διαιώνιση του ελληνισμού, αποτελώντας
πηγή γέννησης του νεότερου ελληνικού εθνικού βίου.9 Ανάλυσε συνοπτικά εδώ την
προέλευση και το περιεχόμενο της χερδεριανής έννοιας «Λαός» (Volk).

Η δυσπιστία, ωστόσο, απέναντι στο Βυζάντιο, εξακολουθούσε να κυριαρχεί σε


μεγάλη μερίδα των λογίων, υποστηρικτών του Διαφωτισμού που περιφρονούσε κάθε
τι βυζαντινό και ανατολικό και υποστήριζε με θέρμη την ελληνική κλασσική
παιδεία.10 Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, τον πρώτο
πρόεδρο της ελληνικής αΑρχαιολογικής εΕταιρείας (ίδρ. 1837), ο οποίος καταδίκαζε
τη «θρησκευτική δεισιδαιμονία» της οποίας φορέας ήταν το Βυζάντιο.11 Η οριστική
απάντηση, ωστόσο, ήρθε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο με την έκδοση του
πρώτου τόμου της πεντάτομης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους το 1860 και η οποία
ολοκληρώθηκε το 1874. Η καινοτομία αυτού του πολύτομου έργου εντοπίζεται στην

7
Ν. Ροτζώκος, ό.π., σελ. 226.
8
Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ.
Εταιρία Μελέτης Νέου Ελληνισμού-Μνήμων, 3η έκδοση, Αθήνα 2003Η έκδοση δηλώνεται με δείκτη,
σελ. 39.
9
Ν. Ροτζώκος, ό.π., σσ. 226-229.
10
Ό.π., σσ. 232.
11
Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σελ. 474.

You might also like