Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 339

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Νίκος Μεταξίδης
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τι είναι ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ;
Περιγραφική Γεωγραφία: σύνολο δεδομένων που
αποτυπώνονται σε έναν χάρτη, όπως πόλεις, φυσικό
περιβάλλον (βουνά, πεδιάδες, λίμνες, ποτάμια), ο
πληθυσμός, καθώς και η χαρτογράφησή τους .

Η περιγραφική γεωγραφία -όπως θα δούμε στη συνέχεια –


διαφοροποιείται από την ακαδημαϊκή.

Ας επιχειρήσουμε να ορίσουμε
τι είναι Γεωγραφία.
Πλαζ της Βουλιαγμένης

Ο γεωγράφος στην πλαζ


Εργαλεία και μέθοδοι Γεωγραφικά στοιχεία Θέματα για σκέψη
έρευνας
Αεροφωτογραφίες, έρευνα Χάρτες πυκνότητας, Πρακτικές και
πεδίου (ερωτηματολόγια, Νοητικοί χάρτες κτλ. αναπαράσταση των
φωτογραφίες, παρατήρηση) κοινωνικών ομάδων
Στατιστικές μελέτες Καμπύλες Ρυθμός ανάπτυξης της
(συνολικός αριθμός επισκεψιμότητας, τζίρου «βιομηχανίας» του
επισκεπτών, επισκέπτες ανά της πλαζ. παραθαλάσσιου
τόπο προέλευσης, ποσοστό τουρισμού,
κάλυψης της παραλίας, ανταγωνιστικότητα
ηλικιακή ή και κατά φύλο μεταξύ των σχετικών
διάρθρωση λουομένων, δραστηριοτήτων,
αριθμός αυτοκινήτων στο κοινωνική διαφοροποίηση
παρκινγκ, κατανάλωση κτλ. των πλαζ (π.χ. με ή χωρίς
είσοδο)
Αναλύσεις (ποιότητα Χαρτογραφική απεικόνιση Ζητήματα βιώσιμης
θάλασσας, αέρα και της ποιότητας και της ανάπτυξης, υποβάθμιση
εδάφους) ρύπανσης της και εντροπία στο
παραθαλάσσιας ζώνης. παράκτιο περιβάλλον
Η γεωγραφία ασχολείται :
• Με τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ
κοινωνικού και ανθρωπογενούς χώρου.
• Με τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικού και
φυσικού περιβάλλοντος (κοινωνικές και
φυσικές δομές).
• Με τη σχέση χώρου και χρόνου (γεωγραφία -
ιστορία).

Η γεωγραφία…

ερμηνεύει, ταξινομεί, κατανέμει και μελετά τις επιπτώσεις των


ανθρώπινων δραστηριοτήτων πάνω στο χώρο.
Η Γεωγραφία
συνδιαλέγεται

• με τις επιστήμες του


περιβάλλοντος (γεωλογία,
κλιματολογία κτλ.),

• με τις τεχνικές επιστήμες


(στατιστική, χαρτογραφία,
μηχανική), και με

• τις κοινωνικές επιστήμες


(κοινωνιολογία, οικονομική
επιστήμη, ιστορία κτλ.)

Πολλά «σύνθετα προβλήματα» απαιτούν συνδυασμένες


προσπάθειες με συμμετοχή επιστημόνων διαφορετικών κλάδων.

Η Πολυεπιστηµονική (Multidisciplinary ή Pluridisciplinary)


προσέγγιση προϋποθέτει την συνεργασία περισσοτέρων του ενός
επιστημονικών πεδίων, για την κατανόηση περισσότερο σύνθετων
και προβλημάτων.

Η πολυεπιστημονικότητα (όπου γίνεται μια απλή παράθεση κάθε


επιστήμης για ένα πρόβλημα), έχει ως «αντίπαλό» της, τη
διεπιστημονικότητα (όπου ένα συγκεκριμένο πρόβλημα μελετάται
συστηματικά και πολύπλευρα), με την τελευταία να κερδίζει
διαρκώς έδαφος στους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Η διεπιστημονικότητα (interdisciplinarity) είναι ο συνδυασμός δύο ή και
περισσότερων κλάδων επιστημονικής γνώσεως σε ένα ερευνητικό
πρόγραμμα.
Η διεπιστημονικότητα απασχολεί ερευνητές στον στόχο της συνθέσεως
διαφορετικών των πεδίων ή διαφορετικών ακαδημαϊκών σχολών σκέψης ή
τεχνολογιών στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού. Η υπερθέρμανση του
πλανήτη για παράδειγμα απαιτεί την κατανόηση διαφορετικών κλάδων για
την επίλυση πολυσύνθετων προβλημάτων.
Από την άλλη, μπορεί να υπάρχει καταφυγή στη διεπιστημονικότητα σε
περιπτώσεις στις οποίες το αντικείμενο φαίνεται να μην καλύπτεται από τους
παραδοσιακούς επιστημονικούς και ερευνητικούς κλάδους (π.χ. μελέτες της
έμφυλης ταυτότητας ή της πολυπολιτισμικότητας).

Ο όρος «διεπιστημονική μελέτη» χρησιμοποιείται όταν ερευνητές από


δύο ή περισσότερους κλάδους ή επιστήμες συζητούν διαφορετικές
προσεγγίσεις σε ένα ζήτημα και τις τροποποιούν έτσι ώστε να γίνουν πιο
κατάλληλες για την αντιμετώπισή του. Π.χ. Για την κατανόηση ενός
θέματος με όρους διαφορετικών παραδοσιακών επιστημών, όπως το
αντικείμενο της χρήσης γης μπορεί να εμφανίζεται διαφορετικό όταν
εξετάζεται από την πλευρά διαφορετικών επιστημών (βιολογία,
γεωγραφία, πολιτικής, νομική επιστήμη, χωροταξία, οικονομικά).

Η διεπιστημονική προσέγγιση έπαιξε καθοριστικό ρόλο


στην εξέλιξη της Γεωγραφίας.
«Η Ανθρωπογεωγραφία χρησιμοποιεί τόσο
απόλυτες όσο και σχετικές έννοιες του χώρου».
Ο τόπος ως συγκεκριμένο τμήμα του γεωγραφικού χώρου
καταλαμβάνει πρόσωπα και πράγματα με ιστορία, νόημα και
μοναδικότητα...

Η θέση ή τοποθεσία δηλώνει την εγκατάσταση της ανθρώπινης


δραστηριότητας και χρησιμοποιείται με τη γραμμική έννοια της
απόστασης.

Η επικράτεια στην πολιτική Γεωγραφία συνδέεται με την έννοια του


κράτους παρά του έθνους.

Όλες αυτές οι έννοιες μεταβάλλονται με το χρόνο και


μεταλλάσσουν τον ορισμό της Γεωγραφίας ενώ μέσα στις
γεωγραφικές σχολές αποκτούν διαφορετικούς ρόλους.
Στο φυσικό περιβάλλον δεν
υπάρχει έντονα η ανθρώπινη
παρέμβαση.

Στο ανθρωπογενές περιβάλλον


είναι ιδιαίτερα έντονη η ανθρώπινη
παρέμβαση.

Κοινωνικός χώρος είναι η


κοινωνική διάσταση του χώρου με τις
κοινωνικές σχέσεις που
διαμορφώνονται σε αυτόν.

Χώρος – Τόπος - Τοποθεσία


Αντίληψη του χώρου :

Ερωτήματα :
1. Ο χώρος είναι αντικειμενικός ή και υποκειμενικός;
2. Πως βλέπει το χώρο ο πολίτης και πως ο ερευνητής;

• Ο χώρος έχει γεωμετρικές και υλικές διαστάσεις.

• Ο χώρος χαρακτηρίζεται και από κοινωνικούς, οικονομικούς,


πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες.

• Υπάρχει και η υποκειμενική αντίληψη που έχει ο καθένας από μας για
το χώρο.
Τόπος

• Έχει πάντα υλική υπόσταση (γειτονιά, πόλη,


χώρα)
• Έχει στοιχεία πραγματικά, βιώσιμα, μετρήσιμα.
• Έχει όνομα, πολιτισμό, μνημεία
• Είναι μοναδικός

Μάνη

Γυάρος

Τοποθεσία (περιγράφει συγκεκριμένα


υλικά χαρακτηριστικά)

Το οικόπεδο βρίσκεται στην τοποθεσία Γλυκά νερά.


Σημείο εγκατάστασης μιας ανθρώπινης
δραστηριότητας

Βιομηχανική περιοχή Θεσσαλονίκης

Η έννοια της περιφέρειας

• Η περιφέρεια μπορεί να οριστεί ως προς ένα συγκεκριμένο


επίπεδο αναφοράς (η Ελλάδα αποτελεί περιφέρεια της
Ευρώπης) και ως προς ένα συγκεκριμένο σύστημα
αναφοράς (γλωσσική, κοινωνική, οικονομική διάρθρωση).

• Ο όρος περιφέρεια χρησιμοποιείται με την έννοια ότι


προϋποθέτει ως αντίθεσή της το κέντρο (οι αναπτυγμένες
οικονομικά χώρες αποτελούν το κέντρο, ενώ οι φτωχές χώρες
αποτελούν την περιφέρεια).

• Το μοντέλο κέντρου – περιφέρειας αξιοποίησε η πολιτική


γεωγραφία, η πολιτική κοινωνιολογία αλλά και οι μελέτες των
αγορών εργασίας.
Το μοντέλο κέντρου - περιφέρειας είναι μια χωρική μεταφορά που
περιγράφει και επιχειρεί να εξηγήσει τη δομική σχέση ανάμεσα στο
προηγμένο ή μητροπολιτικό «κέντρο» και σε μια λιγότερο ανεπτυγμένη
«περιφέρεια», είτε μέσα σε μια συγκεκριμένη χώρα, ή (συνηθέστερα) όπως
εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ καπιταλιστικών και αναπτυσσόμενων
κοινωνιών.

Η αναπαράσταση του χώρου

• Ο χώρος αλληλεπιδρά με τα άτομα μέσα από τις


εικόνες, τα ερεθίσματα, τις πληροφορίες. Ο
πολίτης αντιλαμβάνεται το χώρο με το δικό του
υποκειμενικό τρόπο, ανάλογα με την ηλικία του,
το φύλο, τη μόρφωση, τα προσωπικά βιώματα,
την ψυχοσύνθεση.
• Ο χώρος είναι σχετικός, αφού τα άτομα ως
κοινωνικά όντα αλληλεπιδρούν μαζί του με
υποκειμενικό τρόπο. Η προσωπική αντίληψη για
το χώρο προκύπτει από βαθύτερα συναισθήματα
και θεωρήσεις.
Άτομο

Βιωμένος χώρος
(εικόνες αντίληψη, ↔ Συμπεριφορά
αναπαραστάσεις)

Αντικειμενικός
χώρος

Πως βλέπει ο γεωγράφος το χώρο.


Αξιοποιεί την παρατήρηση, τη συλλογή δεδομένων και ποσοτικών
πληροφοριών, το χάρτη.

1. Καλείται να περιγράψει αυτό που βλέπει και καταγράφει μέσα από την
έρευνα πεδίου.
2. Συλλέγει πληροφορίες με χρήση ερωτηματολογίων, στατιστικών
δεδομένων, γεωμορφολογικών δεδομένων και χαρτών.
3. Η γεωγραφική ματιά περιλαμβάνει την εμπειρική προσέγγιση (άμεση
παρατήρηση, χάρτες κτλ.) που όμως δεν είναι αρκετή ώστε να αποφευχθούν
οι λανθασμένες ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων που συνδέονται με το
χώρο που μελετάται.
4. Εκτός λοιπόν από την έρευνα πεδίου καλείται ο γεωγράφος να ερευνήσει
ζητήματα συνδεδεμένα με την εθνική πολιτική, την ευρωπαϊκή πολιτική, με
ζητήματα ανταγωνισμού, χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων, τραπεζικού
συστήματος, τεχνογνωσίας, συμβατικού ή και εθιμικού δικαίου κτλ.
5. Η χρησιμότητα των πληροφοριακών δεδομένων και της περιγραφής των
γεωγραφικών φαινομένων, συμπληρώνεται από την ερμηνευτική προσέγγιση
που δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, αφού ερμηνεύει κοινωνικοπολιτικές
συνιστώσες.
Δύο βασικές αρχές στη ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

• Η αρχή των συνεχών αλλαγών : Ο γεωγραφικός χώρος βρίσκεται


σε μια διαδικασία συνεχών αλλαγών οι οποίες εμπεριέχουν
φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά.

• Η αρχή της συνάφειας των υποκειμένων της γεωγραφικής


πραγματικότητας : Τα υποκείμενα της γεωγραφικής
πραγματικότητας, φυσικά και ανθρωπογενή (γεωμορφολογία,
σύσταση του εδάφους, σύστημα μεταφορών, οικισμοί κτλ.)
συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους και σε
πολλαπλά επίπεδα. Για παράδειγμα Ποτάμια και χωροθέτηση
οικισμών (σε επίπεδο τοπικό, διατοπικό ή και διεθνές).
Από το τοπικό στο υπερτοπικό, στο
περιφερειακό και στο παγκόσμιο.

… οι Γεωγραφίες

• Η γεωγραφία της καθημερινής ζωής (κοινωνική και


πολιτισμική διάσταση, ο καθημερινός χώρος)
• Η γεωγραφία της πόλης (αστικός πληθυσμός, αστικό
τοπίο, γκέτο, κατοικία, πολεοδομία)
• Η γεωγραφία της υγείας (επιδημίες, υποσιτισμός κτλ.)
• Η γεωγραφία της Παγκοσμιοποίησης (ενέργεια,
μεταφορές, υπηρεσίες, κίνηση κεφαλαίων,
μετανάστευση, διεθνές εμπόριο κτλ.)
• Η γεωγραφία των συγκρούσεων (περιφερειακές
συγκρούσεις, πόλεμοι)
• Η γεωγραφία των φυσικών κινδύνων (σεισμοί,
πυρηνικά ατυχήματα, κλιματική αλλαγή, ζητήματα
χωροταξίας κτλ.)
Η γεωγραφία της
καθημερινής ζωής

Ετήσιες μετακινήσεις
μιας νεαρής κοπέλας
από το 16ο διαμέρισμα
του Παρισιού.
Το κεντρικό τρίγωνο
έχει για κορυφές: την
κατοικία, τα μαθήματα
πιάνου και τα
μαθήματα Πολιτικών
Επιστημών.

P.-H. Chombart de Lauwe, Paris et l’agglomération parisienne,


vol.1: L’espace social dans une grande cité, Paris, PUF, 1962.

Η νεαρή κοπέλα «καλής οικογένειας» φαίνεται να μετακινείται σχετικά


περιορισμένα στον ευρύτερο χώρο της πόλης. Τις μετακινήσεις της χαρακτηρίζουν
οι οικογενειακές, σχολικές και εξωσχολικές (βλέπε φιλικές και άλλες, όπως
αθλητικές δραστηριότητες, συναντήσεις με φίλους κτλ.) υποχρεώσεις της και
επίσης το γεγονός ότι δεν έχει αυτονομία μετακινήσεων (π.χ. αυτοκίνητο). Οι
διαδρομές της δείχνουν τη μεγάλη χωρική συγκέντρωση (περιορισμένη χωρικά
γνώση της πόλης) και αυτό περιορίζει την νοητική της εικόνα για την πόλη (π.χ. τα
περίχωρα της πόλης της είναι άγνωστα).
Η γεωγραφία της πόλης Η αστική γεωγραφία είναι η
μελέτη περιοχών με υψηλή
συγκέντρωση κτιρίων και
υποδομών. Κυρίως οι πόλεις
είναι περιοχές με υψηλή
πληθυσμιακή πυκνότητα και
με τις περισσότερες
οικονομικές δραστηριότητες
στον δευτερογενή και
τριτογενή τομέα. Συχνά
επικαλύπτεται με άλλους
επιστημονικούς τομείς όπως
η ανθρωπολογία, ο
πολεοδομικός σχεδιασμός
και η αστική κοινωνιολογία.
Οι γεωγράφοι του αστικού
ΔΕΙΤΕ : Urban Geography: Why We Live Where We Do χώρου ασχολούνται κυρίως
https://www.youtube.com/watch?v=aQSxPzafO_k με τους τρόπους
κατασκευής, διοίκησης και
εμπειρίας των πόλεων.

Πλατεία Συντάγματος 19ος και 21ος αιώνας


(δυο όψεις)
Η γεωγραφία της υγείας

Εκτιμώμενο ποσοστό του πληθυσμού ενηλίκων που ζει με λοίμωξη από τον ιό του AIDS
ανά χώρα (2005).

https://www.publichealth.org/pub
lic-awareness/hiv-aids/origin-
story/
Conclusion:
Πιστεύουμε ότι η άμεση έγκαιρη και χωρική
ανίχνευση του σημείου αιχμής των σχολικών
απουσιών θα συμβάλει στην ταχύτερη
άμβλυνση του φαινομένου σε περίπτωση
νέου επιδημικού κύματος... Ο απώτερος
στόχος της κυβέρνησης σε περίπτωση νέας
πανδημίας θα ήταν να μειωθεί ο χρόνος που
απαιτείται για την συγκράτηση του
φαινομένου (αξιολόγηση της σοβαρότητας,
ενημέρωση του ιατρικού προσωπικού,
πραγματοποίηση αποτελεσματικού
εμβολιασμού) μόλις εντοπιστεί. Μια τέτοια
μέθοδος που θα μπορούσε να βοηθήσει (…)
είναι ένας μηχανισμός άμεσης ενημέρωσης
των εμπλεκόμενων, ιδίως όταν το ποσοστό
απουσίας σχολείου φαίνεται να ξεπερνά ένα
συγκεκριμένο όριο. Ως αποτέλεσμα, οι https://www.athenssocialatlas.gr/en/article
αρμόδιες αρχές θα είναι σε θέση να λάβουν /the-pandemic-
περαιτέρω αποφάσεις σχετικά με τις ah1n1/?fbclid=IwAR1B4XR1CLom3vwJoW79
σχολικές μονάδες (επεμβάσεις υγιεινής, oExkYE-
κλείσιμο σχολείων). exmDg47zGbxyGLgaWZlZ1QNPjMOGi2IY

Η γεωγραφία των συγκρούσεων

https://www.ifpri.org/sites/default/files/gfpr/2015/feature_3086.html
Η γεωγραφία των φυσικών κινδύνων

Οι φυσικές καταστροφές αποτελούν φρένο στην αειφόρο ανάπτυξη.


Αποτελούν την ευκαιρία για διεθνή συχνά κινητοποίηση για την
αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και των συνεπειών τους
στις τοπικές κοινωνίες. Οργανώνεται συχνά ανθρωπιστική βοήθεια.
Συχνά οι καταστάσεις αυτές αλλοιώνονται στην ουσία τους από τα
ΜΜΕ είτε με υπερβολές, είτε με υποβάθμιση της πραγματικότητας,
κατά περίπτωση. Ο φόβος των κυβερνήσεων βρίσκεται στην πιθανή
αδυναμία τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά, ιδιαίτερα σε
μεγάλης έκτασης καταστροφές (πυρηνικά ατυχήματα, τυφώνες κτλ.).
Η αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων συχνά απαιτεί βελτίωση της
δυνατότητας πρόβλεψης μέσα από συνεχή συλλογή και επεξεργασία
δεδομένων με αντίστοιχη στατιστική τους απεικόνιση. Σημαντική
είναι η στόχευση για ανάπτυξη τεχνικών για χωροταξικές
παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση πιθανής πρόληψης.
Βιβλιογραφικές πηγές

• ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ;
https://emfietzidis.wordpress.com/2008/08/27/%CF%84%CE%B9-
%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-
%CE%B3%CE%B5%CF%89%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B
9%CE%B1/
• Debié, Frank.Géographie économique et humaine, Éditions PUF
1998.
• Μεταξίδης, Νίκος. Οικονομική Γεωγραφία (σημειώσεις) 2018.
• Χατζημιχάλης, Κωστής. Εισαγωγή στη Γεωγραφία, Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο (σημειώσεις για χρήση των φοιτητών και φοιτητριών
του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου).
ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


(nmetaxides@gmail.com )

Λίγη ιστορία…
Από το 18ο αιώνα η γεωγραφία αναζητά την δική της
τεχνική γλώσσα. Παράλληλα με τις εξερευνήσεις που
«πλουτίζουν» τη γεωγραφική γνώση, αναπτύσσεται το
επιστημονικό έργο που δίνει στη γεωγραφία τα αναλυτικά
εργαλεία που χρειάζεται. Η γεωγραφία εξελίσσει το πεδίο
της παράλληλα με την εξέλιξη των επιστημών της
βιολογίας, της γεωλογίας, της βοτανικής κτλ. Την ίδια
εποχή αναπτύσσεται η στατιστική που δίνει στους
γεωγράφους το ποσοτικό εργαλείο που έχουν ανάγκη. Ο
19ος αιώνας φέρνει εξελίξεις στην κλιματολογία, την
υδρολογία, τη γεωμορφολογία. Επίσης η πρόοδος της
μελέτης των αγροτικών δομών και η ανάπτυξη της
δημογραφίας συνεισφέρουν και στην άνθηση της
γεωγραφικής επιστήμης.
Κλασσική Γεωγραφία (19ος αιώνας):

• Δίνει έμφαση στην αναζήτηση αιτιατών σχέσεων ανάμεσα


στο χώρο και τις ανθρώπινες δραστηριότητες και
συμπεριφορές.
• Αναπτύσσεται ο γεωγραφικός ντετερμινισμός
ή αιτιοκρατία. Η θεωρία αυτή παραδέχεται ότι όλα όσα
συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με κάποια αιτία,
που την ακολουθεί αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
Πιστεύει ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές επηρεάζονται
από τις φυσικές συνθήκες. Κατά συνέπεια το κλίμα, η
γονιμότητα του εδάφους της Ευρώπης επέτρεψαν την
ανάπτυξη, ενώ στην Αφρική, για παράδειγμα, το ζεστό και
υγρό κλίμα έκαναν τους ανθρώπους νωθρούς, με
αποτέλεσμα την υπανάπτυξη.

• Η θεωρία του Δαρβίνου


(1859) παγίωσε το ρόλο της
αιτιοκρατίας στη μελλοντική
Γεωγραφία.
• Η αιτιοκρατία συνετέλεσε
στην αποικιοκρατία και στις
επεμβάσεις «εκπολιτιστικού
χαρακτήρα»,
συγκαλύπτοντας τάσεις
εκμετάλλευσης.
• Οι γεωγράφοι αναζητούν να
θεσπίσουν φυσικούς νόμους
που να καταδεικνύουν την
επίδραση του χώρου στην
ανθρώπινη συμπεριφορά.
H ανθρώπινη και η φυσική γεωγραφία προσεγγίζουν η μια την
άλλη αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε γεωγραφική
παράδοση. Στη Γαλλία, για παράδειγμα οι γεωγράφοι μένουν
πολύ πιο κοντά στους ιστορικούς από ότι στους φυσιοδίφες
(naturalists).

Η κάθε προσέγγιση επηρεάζει διαφορετικά τη μεθοδολογική


έρευνα (περιγραφή και ταξινόμηση των φαινομένων) της
γεωγραφίας ως διακριτού επιστημονικού κλάδου.

φυσιοδίφης (naturalist): αυτός που


ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της
φύσης και ιδίως των ζώων, των φυτών και των
ορυκτών.

Η επιστήμη της βιολογίας (19ος αιώνας) περιλαμβάνει τρεις διακριτούς


κλάδους : τη βοτανική (επιστήμη των φυτών), τη ζωολογία (επιστήμη των
ζώων), την ανθρωπολογία (επιστήμη του ανθρώπου).

Ο Friedrich Ratzel (1844 - 1904) τοποθετεί τις


κοινωνικές σχέσεις στη φυσική γεωγραφία.
Συμπληρώνει την ανθρωπολογία με τη
γεωγραφία αναγνωρίζοντάς την ως φυσική
επιστήμη που μελετά την κατανομή του φυσικού
κόσμου - άρα και των ανθρώπων - πάνω στον
πλανήτη.

Εισάγει το ρόλο της ιστορικής ανάπτυξης και της πολιτιστικής επιρροής.


Αντιμετωπίζει το κράτος ως «φυσική» οντότητα που, μαζί με το
περιβάλλον, προσδιορίζει την ανθρώπινη δράση. Η υποβάθμιση του
Ανθρώπου έναντι μιας κρατικής οντότητας, αποτέλεσε τη βάση της
γεωπολιτικής ανάπτυξης του «ζωτικού» χώρου της ναζιστικής ιδεολογίας.
Υποστηρίζει ότι θα επικρατήσει η πιο προηγμένη κοινωνία (κοινωνικός
δαρβινισμός).
Τα εθνικά κράτη αποτελούν γέννημα των τελευταίων αιώνων. Το 19ο
αιώνα εμφανίστηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη μια στενή σύνδεση
μεταξύ της εθνικής ένταξης και των πολιτικών διαδικασιών.

Ωστόσο, ακόμη και τον 19ο αιώνα τα εθνικά κράτη δεν ήταν ούτε η
μοναδική ούτε καν η κυρίαρχη μορφή πολιτικής δομής στην Ευρώπη.
Οι υπερεθνικές αυτοκρατορίες είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγαλύτερες
εκτάσεις και μεγαλύτερους πληθυσμούς. Επιπλέον, σημαντικές ήταν οι
ταυτότητες υποεθνικής κλίμακας, περιφερειακές, τοπικές. Για
παράδειγμα η Αυστρία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, όπου
ζούσαν πολλοί και διαφορετικοί λαοί (Γερμανοί, Ούγγροι, Σλάβοι). Η
Ρωσία ήταν επίσης μια μεγάλη αυτοκρατορία με πολλούς
διαφορετικούς λαούς στο εσωτερικό της (Ρώσοι , Τάταροι, Κοζάκοι,
Ουκρανοί).

Ο εθνικισμός κέρδιζε σταδιακά έδαφος, οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες


γίνονταν όλο και πιο εύθραυστες και στο τέλος κατέρρευσαν, με τα
εθνικά κράτη να γίνονται κυρίαρχες πολιτικές οντότητες.

Στη λογική του Ratzel η Ανθρώπινη Γεωγραφία


παίζει τρεις διαφορετικούς ρόλους :
• Το ρόλο της χωρικής δημογραφίας (ανθρώπινη κατανομή
στον πλανήτη, πληθυσμιακές πυκνότητες, μεταναστεύσεις,
δημογραφική ανάπτυξη κτλ.)
• Το ρόλο της χωρικής ανθρωπολογίας (χωρική κατανομή των
φαινομένων που απασχολούσαν εκείνη την εποχή τους
ανθρωπολόγους : εθνότητες, γλώσσες, τρόπους ζωής,
επίπεδο πολιτισμικό και ανθρώπινες δραστηριότητες για
επιβίωση όπως περιοδεύοντες κυνηγοί, νομάδες
κτηνοτρόφοι, αγρότες)
• Το ρόλο της ανθρώπινης οικολογίας (σχέσεις του ανθρώπου
με το περιβάλλον του, όπως είδη τροφής στα οποία έχει
πρόσβαση, υλικά για να κατασκευάζει την κατοικία του και
το ρουχισμό του, χρόνο που απαιτεί η αναζήτηση τροφής, ο
κύκλος εορτών κτλ.)
Περιφερειακή Γεωγραφία (τέλη 19ου-αρχές 20ου αι.)

• Δίνει έμφαση στη μελέτη ενός τόπου μέσα από διάφορες οπτικές
(οικονομική, κοινωνική, πολιτική κτλ.) με βασικό εργαλείο
αναφοράς την ιστορία.

• Βασίστηκε στην πιθανοκρατία ασκώντας κριτική στον


περιβαλλοντικό ντετερμινισμό.

• Παρά τη ρήξη της με τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό θεωρούσε


και αυτή τη «φύση» δεδομένη.

• Στο πλαίσιό της αναπτύσσεται η μελέτη του τοπίου από τον


Auguste Meitzen (1822-1910), ο οποίος αναλύει τις ορατές
τροποποιήσεις του χώρου που επιφέρουν οι επιχειρήσεις. Ο
γεωγράφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Walter Christaller
(1893-1969) διατυπώνει τη Θεωρία των Κεντρικών Τόπων
προσπαθώντας να εξηγήσει το μέγεθος και τη διάταξη των
οικισμών στο χώρο.

Εμφανίζεται στο Μεσοπόλεμο. Δίνει


έμφαση στην επίδραση του Ανθρώπινη Οικολογία της
ανθρώπου στο περιβάλλον και Σχολής του Σικάγο
ειδικά στην πόλη, την οποία και
θεωρεί οικοσύστημα. Η αναλυτική
αυτή προσέγγιση κινείται στη βάση
μιας οπτικής βασισμένης σε
«φυσικές ιστορίες» η κάθε μία από
τις οποίες εστίαζε σε συγκεκριμένες
κοινωνικές ομάδες και σε διακριτές
περιοχές της πόλης. Παραδείγματα
σχετικών μελετών αφορούν τις
συμμορίες ανηλίκων, τις
εκδιδόμενες γυναίκες, τις περιοχές
των φθηνών κατοικιών, τις περιοχές
των μειονοτικών ομάδων (γκέτο). Οι
μελέτες αυτές αντιπροσώπευαν μια
συγκεκριμένη αστική κοινωνιολογική
προσέγγιση, την ανθρώπινη
οικολογία [human ecology].
Νέα Γεωγραφία

Από το Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρεασμένη από το έργο των Von


Thünen (1783-1850), Walter Christaller (1893-1969) (Θεωρία των
Κεντρικών Τόπων), Alfred Weber (1868-1958) (μέθοδος τριγώνων)
και τον August Lösch (1906-1945) (έννοια του ανταγωνισμού)
αναδύεται η «νέα γεωγραφία» με τη μορφή μιας περιφερειακής
επιστήμης που είναι αποφασιστικής σημασίας για την οικονομία.
Η θέση μιας επιχείρησης υπολογίζεται - με μαθηματικά εργαλεία -
σε σχέση με τις πρώτες ύλες, την εργασία και την αγορά.

Στις ΗΠΑ ο γεωγράφος Walter Isard (Location and Space Economy, 1956)
σχεδιάζει λύσεις για την αντιμετώπιση του αστικού κορεσμού με τη βοήθεια
μαθηματικών υπολογισμών. Ο Edward Ullmann (Geography as Spatial
Interaction, 1980) ειδικός του αστικού χώρου, εντάσσει τη Νέα Γεωγραφία στη
Σχολή του Seattle, προτείνοντας έναν νέο ορισμό της ανθρώπινης γεωγραφίας
ως επιστήμης των επιπτώσεων της απόστασης.

Η απομάκρυνση από την αγορά επιδρά πάνω στις αποφάσεις


χωροθέτησης των οικονομικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Η γεωγραφία απομακρύνεται,
σταδιακά, από τις φυσικές
επιστήμες για να γίνει πλήρως
επιστήμη του ανθρώπου.

Αποστάσεις, κόστη, πόλοι,


κόμβοι και δίκτυα αποτελούν
όρους μιας νέας γεωγραφικής
καθημερινότητας.
Ποσοτική Γεωγραφία

Γεννήθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Υιοθετεί την θετικιστική


επιστημολογική προσέγγιση, με πρότυπό της τις φυσικές επιστήμες.
Πρεσβεύει μια α-κοινωνική γεωγραφική γλώσσα. Στη στοχοθεσία
της βρίσκεται η γενίκευση, μέσα από τη διατύπωση νόμων
καθολικής ισχύος (γέννηση μαθηματικοποιημένων μοντέλων που
προκύπτουν μέσα από την εμπειρική παρατήρηση). Αντιλαμβάνεται
το χώρο ως γεωμετρική έκφραση και υποτάσσεται στη
χαρτογράφηση με μια μονοδιάστατη έννοια της απόστασης που
περιορίζει το χώρο «στο κεφάλι μιας καρφίτσας». Γεννιέται η εικόνα
του «οικονομικού ανθρώπου» ο οποίος δρώντας ορθολογικά
στοχεύει στη μεγιστοποίηση της σχέσης του χώρου με την
οικονομική δραστηριότητα. Παγιώνει την πολυεπιστημονικότητα.

Η κριτική της ποσοτικής γεωγραφίας προέρχεται από


μεταβατικές σχολές διεπιστημονικής αντίληψης
(συμπεριφορική γεωγραφία, ριζοσπαστική γεωγραφία,
φιλελεύθερη γεωγραφία, κριτική γεωγραφία).

Το ότι υπάρχουν παράγοντες που δεν είναι μετρήσιμοι


(κοινωνικές συμπεριφορές, υποκειμενικές αντιλήψεις)
αποτελεί την ισχυρότερη κριτική στην ποσοτική γεωγραφία.
Κριτική Γεωγραφία (από το 1970)
Αντιλαμβάνεται το χώρο ως κοινωνική κατασκευή. Οι χωρικές κατανομές
και η γεωγραφική διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα κοινωνικών
διαδικασιών. Προχωράει από το καθολικό στην παρατήρηση (απαγωγικός
συλλογισμός).
Οι οπαδοί της πιστεύουν στη ριζοσπαστική παρέμβαση των γεωγράφων
στα ζητήματα πολιτικής και στην ενεργό κριτική του καπιταλισμού*.
Αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη γεωγραφία ως την επιστήμη των
χωρικών ανισοτήτων, που εκφράζονται και ως ταξικές ανισότητες στο
χώρο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου, στις ανισότητες
μεταξύ περιοχών και κυρίως μεταξύ Βορρά - Νότου. Δεν αρκείται, όπως η
μαρξιστική γεωγραφία, στην καταδίκη των ανισοτήτων, αλλά αναζητά την
ερμηνεία των παραγόντων που τις προκαλούν στα αστικά κέντρα, στην
ύπαιθρο, στις υπανάπτυξη χώρες. Κρίνει την παραδοσιακή γεωγραφία ως
φορέα ιδεολογικής επιβολής των κυρίαρχων τάξεων .

* Όταν η κοινή γνώμη στρέφεται στο Βιετνάμ και στην εξάπλωση του πολυεθνικού κεφαλαίου,
ο πολιτικός και οικονομικός ιμπεριαλισμός γίνονται αντικείμενο σφοδρής κριτικής.

Η εποχή των συνθέσεων

Τα τελευταία 20 χρόνια η γεωγραφία παρουσιάζει διάφορες όψεις


βασισμένη σε όλα αυτά τα ρεύματα. Συνδυάζει στατιστικά στοιχεία
και γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (GIS), των οποίων η
γραφική απεικόνιση μέσω υπολογιστή επιτρέπει τη λήψη
περισσότερο ή λιγότερο σύνθετων σχεδίων και χαρτών. Η
συμπεριφορική γεωγραφία αναρωτιέται για τη σχέση του
ανθρώπου με το περιβάλλον από ψυχολογική παρά από οικονομική
άποψη. Από την τάση αυτή γεννιούνται η πολιτισμική γεωγραφία η
οποία ενδιαφέρεται για τη σχέση ανθρώπου / χώρου στις
αναπαραστάσεις της και η κοινωνική γεωγραφία η οποία μελετά τις
δομές της κοινωνίας και τις χωρικές επιπτώσεις των κοινωνικών
λειτουργιών και δημογραφικών δεδομένων. Με επίκεντρο και την
κοινωνική διάσταση, η ριζική γεωγραφία, εμπνευσμένη από τον
μαρξισμό, καθιστά τον ιστορικό υλισμό τον μοναδικό κινητήρα
χωροταξικού σχεδιασμού.
Βιβλιογραφικές πηγές

• Claval, P. Géographie humaine et économique


contemporaine, Paris, PUF, 1984.
• Claval, P. Épistémologie de la géographie, Paris, Nathan,
2001.
• Debié, Frank. Géographie économique et humaine, Éditions
PUF 1998.
• Agnew, J. - Livingstone, D. – Rogers, A. (eds), Human
Geography. An Essential Anthology, Oxford, Blackwell,
1996.
• Gregory, D. - Johnston, R. - Pratt, G. - Watts, M. -
Whatmore, S. The Dictionary of Human Geography, Wiley-
Blackwell, 2009.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ


με έμφαση στην οικονομική γεωγραφία
Photography by
Isabel Steva Hernández
(1978)

Δρ. Νίκος Μεταξίδης (nmetaxides@gmail.com )


Οικουμένη = η κατοικημένη γη
• Το ¼ της γης δεν κατοικείται (έρημοι, παγωμένες ζώνες, ψηλά
υψόμετρα).
• Ο πλανήτης κατοικείται άνισα. Το 64% της γήινης επιφάνειας έχει
πληθυσμιακή πυκνότητα μικρότερη των 2 κατοίκων ανά km².

Κλασικά ερωτήματα των ανθρωπογεωγράφων

• Ποια είναι τα όρια του ανθρωπογενούς χώρου;

• Για ποιους λόγους κάποιες εκτάσεις γης είναι


πυκνοκατοικημένες και άλλες όχι;

• Οι κοινωνίες έχουν, η καθεμία, τη δική τους


τεχνογνωσία σχετικά με την χωροταξική τους
οργάνωση; Μπορεί να εφαρμοστούν κοινές
χωροταξικές μέθοδοι σε όλες τις περιοχές;
Οι χώροι της Ανθρώπινης Γεωγραφίας
• Οικισμοί και πόλεις.
• Ύπαιθρος.
• Εθνικοί δρόμοι, σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα.
• Τα ποντοπόρα πλοία και τα αλιευτικά σκάφη.
• Η Υπεράκτια (off shore) εκμετάλλευση των πετρελαϊκών
αποθεμάτων.
• Η παράκτια ανάπτυξη και υδατοκαλλιέργειες.
• Οι μικροί χώροι που ως πριν λίγα χρόνια δεν γίνονταν
αντικείμενα σοβαρής μελέτης (σπίτι και οικογενειακός
χώρος, κήπος, δρόμος, πλατεία, συνοικία).
• Αόρατοι χώροι (π.χ. ο κοινωνικός χώρος, επαγγελματικές
κατηγορίες, ατομικότητα, συλλογικότητα, εξωτισμός,
πολιτισμικές επιρροές, πολιτισμικά στερεότυπα,
αφομοίωση, συλλογικές ταυτότητες, κτλ.)

Οι δρώντες στην ανθρώπινη γεωγραφία


Ως το Β’ οι γεωγράφοι ενδιαφέρονταν κυρίως για τις
Παγκόσμιο παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες.
πόλεμο
Από τη η γεωγραφία εκτείνει τα ενδιαφέροντά της σε ποικίλους
δεκαετία του δρώντες: νέοι , ηλικιωμένοι, γυναίκες (φεμινισμός,
1950 «γυναικεία» επαγγέλματα, κοινωνικοί ρόλοι κτλ.),
απασχόληση, πολιτικά κινήματα, κοινωνικά κινήματα,
επιχειρήσεις.
Οι σχετικές έρευνες εστιάζουν στις στρατηγικές ατόμων
και ομάδων με στόχο την αιτιολόγηση των αποφάσεών
τους και ίσως μελλοντικές προβλέψεις με τη βοήθεια
μαθηματικών μοντέλων. Ενδεικτικά παραδείγματα : (α)
Πολιτικοί δρώντες και χωρικές αναλύσεις των πολιτικών
φαινομένων και πρακτικών (π.χ. χωρικός έλεγχος). (β)
Επιχειρηματικές στρατηγικές και χωροθετικές αποφάσεις
(π.χ. επιχειρηματικός ανταγωνισμός και έλεγχος αγοράς).
Τι είναι η Οικονομική Γεωγραφία;

Οικονομική γεωγραφία είναι o κλάδος της γεωγραφίας που


μελετάει τη θέση, τη διανομή και τη χωροταξική οργάνωση των
οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλο τον κόσμο.

Με τα χρόνια, η οικονομική γεωγραφία εξελίχθηκε ως κλάδος


διευρύνοντας τη γκάμα των θεμάτων με τα οποία ασχολείται, όπως
η χωροθέτηση των βιομηχανιών, τα οφέλη των επιχειρήσεων από τις
οικονομίες συγκέντρωσης, τη γεωγραφία των μεταφορών που
μελετά τη διασύνδεση των ροών ανθρώπων και αγαθών, τη σχέση
της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων με το περιβάλλον,
την οικονομία των αστικών οικοσυστημάτων, το διεθνές εμπόριο,
την αγορά γης και ακινήτων, τα προβλήματα της αστικής ανάπτυξης
κ.ά.

Παρακλάδια της Οικονομικής Γεωγραφίας

• Αγροτική Γεωγραφία : Είναι ο κλάδος που μελετά το


έδαφος όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από την ανθρώπινη
παρέμβαση.
• Γεωγραφία της Βιομηχανίας : Ο κλάδος αυτός ασχολείται με
τη χωροθέτηση και αξιοποίηση των μεταποιητικών
δραστηριοτήτων, την εξεύρεση και ορθολογική αξιοποίηση
των πρώτων υλών, τη διανομή και πώληση του
μεταποιημένου προϊόντος στις αγορές και πώς όλα τα
παραπάνω επηρεάζουν την παραγωγικότητα.

• Γεωγραφία του Διεθνούς Εμπορίου : Ασχολείται με το


διεθνές εμπόριο και το διασυνοριακό εμπόριο.
• Γεωγραφία των πόρων : Πρόκειται για έναν σημαντικό
κλάδο της οικονομικής γεωγραφίας που συνεισφέρει στον
προσδιορισμό της θέσης των πόρων, τη διαθεσιμότητά τους
και την αξιοποίηση τους για την κάλυψη των ανθρώπινων
αναγκών.

• Γεωγραφία των μεταφορών και της επικοινωνίας : Αυτός ο


κλάδος ερευνά τη διακίνηση και τη σύνδεση των
ανθρώπων και των αγαθών, ενώ προσπαθεί να
ερμηνεύσει την πολυπλοκότητα των τρόπων μεταφοράς
ανθρώπων, εμπορευμάτων, πληροφοριών.
• Γεωγραφία των χρηματιστικών συναλλαγών και της
διακίνησης κεφαλαίων : Ο κλάδος αυτός επικεντρώνεται
κυρίως στη γεωγραφία της παγκόσμιας οικονομίας και στη
δημιουργία νέων οικονομικών κέντρων στον κόσμο. Μελετά
επίσης πώς διάφοροι παράγοντες όπως η εθνική κυριαρχία,
οι διεθνείς θεσμοί και οι πολιτισμικοί παράγοντες
επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομική κατανομή.

• Πρακτικές εφαρμογές : Η γνώση από τη μελέτη της


οικονομικής γεωγραφίας δίνει τη δυνατότητα να
εξετάσουμε τις παραγωγικές δραστηριότητες των
ανθρώπινων κοινωνιών σε σχέση με το περιβάλλον. Η
ανισότητα μπορεί να περιοριστεί με την κινητοποίηση των
πόρων και την σαφή κατανόηση της αλληλεξάρτησης
μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος.
Χώρος και Απόσταση
Η αντίληψη και η χρήση του χώρου πραγματοποιείται με την κίνηση
μέσα σε αυτόν. Τα βασικά εμπόδια που παρεμβαίνουν στην
μετακίνηση είναι τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου και η
απόσταση. Για κάθε μετακίνηση και μεταφορά απαιτούνται δαπάνες
(κόστος) και χρόνος. Το κόστος μπορεί να είναι χρηματικό ή
εναλλακτικό αφού μια μετακίνηση συνεπάγεται πιθανά την αναβολή ή
κατάργηση άλλων δραστηριοτήτων.

Οι μετακινήσεις αφορούν
ανθρώπους, εμπορεύματα,
πληροφορίες, κεφάλαια, αλλά
και αρρώστιες, πολιτισμικά
πρότυπα κτλ.

Η απόσταση αποτελεί εμπόδιο στην αλληλεπίδραση και την


επικοινωνία (με την έννοια του χρόνου και του χρήματος που
απαιτούνται για να συνδεθούν χωρικά κάποιες δραστηριότητες με
συγκεκριμένα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας).

Η απόσταση μπορεί να μετρηθεί ως

μονάδα μήκους
χρόνος που απαιτείται για τη μετακίνηση
χρηματικό ή εναλλακτικό κόστος μετακίνησης
Η συρρίκνωση του χώρου
Οι εξελίξεις στην τεχνολογία των μεταφορών οδήγησαν στη δραστική
μείωση των χρονοαποστάσεων, σε αυτό που ονομάστηκε «συρρίκνωση
του χώρου» (space shrinkage).

Σύγκριση χρόνου και


ταχύτητας για να διανυθεί
μια απόσταση με
διαφορετικά μεταφορικά
μέσα.

Η συνεχής βελτίωση των συστημάτων μεταφοράς και επικοινωνιών


περιορίζει τη σημασία του γεωγραφικού χώρου και τείνει προς την
εκμηδένιση του χώρου από το χρόνο (annihilation of space by time).

Σύγκλιση χώρου και χρόνου

• Η έκφραση «σύγκλιση του χρόνου και του χώρου»


(time-space convergence) αναφέρθηκε για να
περιγράψει ότι οι εξελίξεις στην τεχνολογία των
μεταφορών είχαν ως συνέπεια να «μετακινούν»
περιοχές μέσα στο σύστημα οικισμών τη μια πιο
κοντά στην άλλη, με την έννοια ότι ο χρόνος
ταξιδιού μεταξύ δύο περιοχών σταδιακά μειώνεται
και, επομένως, μειώνεται και η σημασία της
απόστασης.
• Κατά μια έννοια λοιπόν, η απόσταση μεταξύ δυο
τόπων αλλάζει.
Απόσταση Λονδίνου – Εδιμβούργου 330 μίλια

1776 4 μέρες
1960 3 ώρες

Σήμερα 1 ώρα
Ο χώρος αλλάζει…

Spiekermann, K., Wegener, M. The Shrinking Continent: New Time Space Maps
of Europe. Environment and Planning B: Planning and Design 21, 1994, 653-673.
A. Bretagnolle,
D. Pumain, C. Rozenblat,
« Space-time contraction
and the dynamics of
urban
systems », Cybergeo :
European Journal of
Geography
(http://journals.openedi
tion.org/cybergeo/373)

«Αν και η τυραννία της απόστασης μειώθηκε με φθηνότερες και ταχύτερες


μεταφορές, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές γεωγραφικές διαφορές. Η παροχή
μεταφορικών υπηρεσιών ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Η παγκοσμιοποίηση είναι
άνιση. Ο χώρος παραμένει πολύ σημαντικός καθώς οι σχέσεις χρόνου / χώρου
καταρρέουν ανομοιόμορφα. Υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση των
εξωτερικοτήτων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των μεταφορών. Η πρόσβαση στις
μεταφορές παραμένει άνιση και περιορίζεται από το εισόδημα, την αναπηρία, την
ηλικία και το φύλο καθώς και από την τοποθεσία. Η παρούσα εργασία επανεξετάζει το
ρόλο των μεταφορών στη διαμόρφωση του χώρου και θεωρεί τη διαφορική
κατάρρευση του χρόνου σαν αποτέλεσμα της διαδοχής μιας σειράς καινοτομιών στον
τομέα των μεταφορών εδώ και πάνω από 200 χρόνια. Αξιολογεί τις επιπτώσεις των
φθηνότερων και ταχύτερων μεταφορών σε σχέση με την ανάπτυξη σε τοπικό, εθνικό
και διεθνές επίπεδο, τις επιπτώσεις της διατοπικότητας στα συστήματα χερσαίων /
θαλάσσιων μεταφορών και τις επιπτώσεις των σταθερών ζεύξεων στην εξάλειψη των
φραγμών στις μεταφορές. Εξετάζει εάν οι σχέσεις χρόνου / χώρου έχουν
ενσωματωθεί με ακρίβεια σε αφηρημένα μοντέλα χωρικής ανάπτυξης. Το άρθρο
εξετάζει πόσο οι φθηνότερες και ταχύτερες μεταφορές έχουν αυξήσει τις
περιβαλλοντικές εξωτερικότητες στις ολοένα και πιο κινητικές κοινωνίες….επίσης τις
πτυχές του κοινωνικού αποκλεισμού που απορρέουν από την περιορισμένη πρόσβαση
στις μεταφορές».
R. D. Knowles, Transport shaping space: differential collapse in time–space, Journal of
Transport Geography, Volume 14, Issue 6, Nov. 2006, pp. 407-425.
“Εξωτερικότητα (externality) είναι η επίπτωση (ωφέλιμη ή αρνητική) που
έχουν οι πράξεις ενός ή περισσότερων ατόμων στην ευμάρεια ενός άλλου
ατόμου ή άλλων ατόμων κατά τρόπο που δεν μεταβιβάζεται μέσω του
μηχανισμού της αγοράς.

Εξωτερικότητα στο πλαίσιο της οικονομίας είναι :


Όταν η λειτουργία μιας αγοράς επηρεάζει άτομα έξω από την αγορά, τότε
δημιουργούνται παρενέργειες που ονομάζονται εξωτερικότητες. Οι
εξωτερικότητες επηρεάζουν είτε θετικά είτε αρνητικά και τα μέλη της
κοινωνίας που δεν συμμετέχουν στην εν λόγω αγορά. Η δημιουργία
αρνητικών εξωτερικοτήτων από μία αγορά μπορεί να εκληφθεί σαν
αναποτελεσματικότητα, όταν η τελευταία μετριέται όχι μόνο στο στενό
περιβάλλον της ίδιας αγοράς, αλλά με γνώμονα την επίδραση που έχει σε
ολόκληρη τη κοινωνία μέσα στην οποία υπάρχει η αγορά.

Η συρρίκνωση του χώρου δε γίνεται με ομοιόμορφο τρόπο.


Αποτυπώνοντας το χάρτη του Ειρηνικού Ωκεανού με βάση τη χρονοαπόσταση,
παρατηρούμε ότι κάποιες πόλεις πλησιάζουν μεταξύ τους (Τόκυο, Σαν Φρανσίσκο,
Σύδνεϋ κλπ.), ενώ άλλες – συγκριτικά λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές -
απομακρύνονται.
Απόσταση και αποφάσεις χωροθέτησης
• Η ποσότητα των ροών εμπορευμάτων, πληθυσμού και πληροφορίας
τείνει να μειώνεται με την απόσταση (distance decay effect).
• Οι ροές μεταξύ δυο περιοχών δεν εξαρτώνται μόνο από τη χιλιομετρική
απόσταση, αλλά και από την ποιότητα του οδικού δικτύου, το δίκτυο
συγκοινωνιών, επικοινωνιών κλπ, αυτό που καλείται προσιτότητα.

Κοινωνική αλληλεπίδραση
(η κοινωνιολογική ματιά)

Τύποι κοινωνικής αλληλεπίδρασης κατά Giddens (1990)

• Ο πρώτος έχει να κάνει με τις «πρόσωπο με πρόσωπο» επαφές


στην καθημερινή ρουτίνα.
• Ο δεύτερος είναι πιο απόμακρος τρόπος αλληλεπίδρασης ο
οποίος υλοποιείται με συστήματα μεταφορών και
επικοινωνιών.
Το «τέλος» της γεωγραφίας
• Η ταχύτητα της μετακίνησης (π.χ. γρήγορα τρένα) οδήγησε στην
εκμηδένιση του χώρου από το χρόνο.
• Η ανάπτυξη μεθόδων άμεσης επικοινωνίας (τηλέφωνο, ηλεκτρονική
επικοινωνία) δημιούργησε μια αίσθηση ταυτόχρονου.
• Ο Toffler (1970) έφτασε να γράψει για το «θάνατο της γεωγραφίας»
υποστηρίζοντας ότι εξαιτίας των νέων τεχνολογιών μεταφοράς και
επικοινωνίας ο χώρος δεν αποτελεί πλέον μια βασική πηγή διαφοράς,
εφόσον οι έντονες ροές ανθρώπων και πληροφοριών συνετέλεσαν στη
διάλυση των γεωγραφικών διαφορών και της διαφορετικότητας. Ο
O’Brien (1991) αναφέρθηκε στο «τέλος της γεωγραφίας» με την έννοια
ότι η υψηλή οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, κυρίως στους τομείς
των μεταφορών και των επικοινωνιών, μειώνουν τη σημασία των
αποφάσεων χωροθέτησης.
André-Louis Sanguin, End of Geography or Revenge of Geography? Human societies
between a smooth, spiky or flat world (Unofficial English version provided by the author of the
Italian paper published in: BOLLETTINO DELLA SOCIETÀ GEOGRAFICA ITALIANA ROMA -
Serie XIII, vol. VII (2014), pp. 445-460.

Η απόσταση αποτελεί εμπόδιο για τις


επικοινωνίες. Μπορεί να αποτελέσει και
πλεονέκτημα και σε ποιο βαθμό;

Οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις όταν βρίσκονται


σε απόσταση μεταξύ τους, εξασφαλίζουν
μονοπωλιακά πλεονεκτήματα (χωρικό μονοπώλιο).
Αυτό το πλεονέκτημα (χωρικό μονοπώλιο) χάνεται
λόγω της ομογενοποίησης των αγορών. Οι μικρές
τοπικές επιχειρήσεις χάνουν το πλεονέκτημά τους.
Οι πολυεθνικοί κολοσσοί οι οποίοι μονοπωλούν τη
παγκόσμια αγορά παραγκωνίζουν τις μικρές
τοπικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικό παράδειγμα οι
βιομηχανία τσιγάρων στην Ελλάδα. Παλαιότερα
υπήρχαν δεκάδες μικρές επιχειρήσεις παραγωγής
τσιγάρων. Σήμερα όλη η αγορά περιστρέφεται
γύρω από 4 μεγάλες βιομηχανίες που σε
σημαντικό βαθμό συνδέονται με τις πολυεθνικές
εταιρείες.
Εξέλιξη των μεταφορών
Πριν από την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, η
μεταφορά βαρέων προϊόντων από ξηρά ήταν
δαπανηρή και χρονοβόρα. Η μεταφορά τους
γινόταν πιο οικονομικά απ’ το νερό. Στην
Ευρώπη κατασκευάστηκαν κανάλια από το 16ο
αιώνα και αποτελούσαν την πιο προωθημένη
μορφή μεταφορών μέχρι το 19ο αιώνα. Η
ανακάλυψη της μηχανής ατμού και η
εφαρμογή της στην ακτοπλοΐα (1807) μείωσε
το κόστος των μεταφορών στο νερό ενώ ο
σιδηρόδρομος (1829) μείωσε δραματικά το
κόστος των χερσαίων μεταφορών.

Μέχρι το 19ο αιώνα οι πόλεις ήταν κυρίως κέντρα πεζών, γεγονός που
έθετε όρια στο μέγεθος της πόλης. Η απόσταση από το κέντρο της πόλης
προς όλες τις κατευθύνσεις ήταν περιορισμένη. Η εξέλιξη της τεχνολογίας
των μεταφορών επέτρεψε την παράλληλη επέκταση των πόλεων.
Κόστος μεταφοράς

Το κόστος μεταφοράς έχει δυο


συνιστώσες, (α) το κόστος
φορτοεκφόρτωσης και
χειρισμού και (β) το κόστος
διακίνησης. Η φορτοεκφόρτωση
συνδέεται με το κόστος
συσκευασίας, έκδοσης
φορτωτικών εγγράφων κτλ. Δεν
εξαρτάται από την απόσταση. Η
δεύτερη συνδέεται με το κόστος
κίνησης του μεταφορικού
μέσου και αυξάνεται με την
απόσταση.

Το κόστος μεταφοράς
παρουσιάζει διαφορές ανάλογα
με τη συχνότητα μεταφοράς, τα
μέσα φορτοεκφόρτωσης και το
χρόνο που απαιτείται, το βαθμό
ευπάθειας των προϊόντων προς
μεταφορά (φρούτα, τούβλα,
άμμο, ηλεκτρικά είδη), τη
δυνατότητα εξασφάλισης
φορτίου κατά την επιστροφή. Για
μικρές αποστάσεις οικονομικά
προσφορότερο είναι το φορτηγό,
για μεσαίες το τρένο και για
μεγάλες το πλοίο.
Το μεταφορικό περιβάλλον άλλαξε δραματικά με την εισαγωγή της
τεχνολογίας των containers και τη δυνατότητα αεροπορικής μεταφοράς
μεγάλων αντικειμένων (bulk air cargo) με άμεσες συνέπειες στη χρήση
του χώρου. Επέτρεψε σε μεγάλες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε
αναπτυγμένες χώρες να χωροθετήσουν τα εργοστάσιά τους, που
χαρακτηρίζονταν από χαμηλή προστιθέμενη αξία, υψηλή μόλυνση και
ένταση εργασίας, σε υπανάπτυκτες χώρες και κυρίως σε ζώνες
ελεύθερου εμπορίου (free trade zones).

Οι δρόμοι ως δίκτυα
Το δίκτυο χαρακτηρίζεται

(α) από μια σειρά από δεσμούς (V) π.χ. πόλεις και

(β) από μια σειρά από γραμμές (Ε) δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές,
αεροπορικές γραμμές).

Τα συστήματα μεταφοράς (οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο) είναι άμεσα


συνδεδεμένα με την οργάνωση του δικτύου και των οικισμών.
Συνεκτικότητα του δικτύου (connectivity)

•Υποδηλώνει την ευκολία μετακίνησης από ένα μέρος σε άλλο μέσα στο
δίκτυο. Ο απλούστερος τρόπος μέτρησης είναι β = E / V

•Όταν ο δείκτης β είναι μεγάλος αυτό σημαίνει καλά οργανωμένο δίκτυο


που έχει υψηλό πάγιο κόστος (κατασκευή) αλλά χαμηλό μεταβλητό.

•Όταν ο δείκτης β είναι μικρός αυτό σημαίνει ελλιπές δίκτυο που έχει
υψηλό κόστος λειτουργίας και προφανώς χαμηλό κόστος κατασκευής.

Προσπελασιμότητα του δικτύου (network accessibility)


• Μετράει το συντομότερο δρόμο από κάποιο δεσμό προς
όλους τους άλλους: n
Α1 = ∑ dij
i=1

όπου dij ο συντομότερος δρόμος μεταξύ των δεσμών i και j

V1 Πίνακας συντομότερης οδού


V1 V2 V3 V4 Σύνολο

V2 V1 0 1 1 2 4
V3 V2 1 0 1 1 3
V3 1 1 0 2 4
V4 2 1 2 0 5
V4
Πυκνότητα δικτύου
Αναφέρεται στο
συνολικό αριθμό
χιλιομέτρων μήκους
δρόμων ανά
τετραγωνικό
χιλιόμετρο έκτασης
κάποιας περιοχής. Οι
οικισμοί έχουν
μεγαλύτερη
πυκνότητα δικτύου
δρόμων από τις
περιοχές που τους
περιβάλλουν.

Οι αναπτυγμένες περιοχές έχουν μεγαλύτερη


συνεκτικότητα και πυκνότητα μεταφορικού δικτύου.
Η ανάπτυξη δικτύου μεταφορών
συνεπάγεται σχηματισμό οικισμών,
εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση.

1. Η αποικιακή κατάκτηση
δημιουργεί σύστημα οικισμών και
σημείων κατάλληλων για να
πλευρίζουν πλοία.

2. Κατασκευή δρόμων και


σιδηροδρόμων που συνδέουν τα
λιμάνια με την ενδοχώρα (ορυκτό
και αγροτικό πλούτο).
3. Προσανατολισμός της
οικονομίας προς τις εξαγωγές.

4. Ανάπτυξη παράπλευρων
δρόμων, επιτείνει την
ανταγωνιστική θέση των
κυριότερων λιμανιών και κέντρων
στο εσωτερικό της χώρας.
Ορισμένοι δεσμοί κατά μήκος της
αρχικής γραμμής διείσδυσης Ν1,
Ν2, γίνονται τα σημεία όπου
επικεντρώνονται τα δίκτυα.

5. Ένα μεταφορικό δίκτυο συνδέει


τα κυριότερα κέντρα. Το οδικό
δίκτυο έχει σαν βραχυχρόνια
επίπτωση την υποβοήθηση των
μετακινήσεων, αλλά το βασικό
του αποτέλεσμα είναι ότι
επηρεάζει τη συνακόλουθη
ανάπτυξη μέσω της λειτουργίας
της γεωγραφικής αδράνειας και
της σωρευτικής αιτιότητας.

6. Η ανάπτυξη δεσμών υψηλής


προτεραιότητας ενδυναμώνει τα
πλεονεκτήματα των αστικών
κέντρων που κυριαρχούν στην
οικονομία.
Το παράδειγμα του Καμερούν

Κατασκευή υποδομών (δρόμοι,


σιδηροδρομικές γραμμές,
λιμάνια)
Προσανατολισμός της οικονομίας στα εξαγώγιμα προϊόντα
(μπανάνες, καφές, κακάο, φοινικέλαιο, ξυλεία, καουτσούκ κτλ.)
Τρόποι μετακίνησης
Μεταφορικό δίκτυο και αστικοποίηση
Εκσυγχρονισμός της οικονομίας
Η ελληνική περίπτωση
Η θέση όπου χαράσσεται ένας
δρόμος, σιδηροδρομική γραμμή
κτλ., επηρεάζεται από το ήδη
υπάρχον δίκτυο οικισμών και
βέβαια το προϋπάρχον οδικό ή/και
σιδηροδρομικό δίκτυο.
Στη συνέχεια μετατρέπεται σε
καθοριστικό παράγοντα περαιτέρω
ανάπτυξη οικισμών και
δραστηριοτήτων κατά μήκος του.
Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα οι
σιδηροδρομικές γραμμές
συνέδεαν παράλιες πόλεις
ενισχύοντας των ανταγωνισμός
ακτοπλοΐας και σιδηροδρόμων για
την εξυπηρέτηση των πόλεων
αυτών, ενώ οι πόλεις της
ενδοχώρας – και λόγω της
γεωμορφολογίας της Ελλάδας –
απέμειναν απρόσιτες και έφθιναν.
ΕΛΛΑΔΑ Μέσος όρος
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
30 χιλιόμετρα δρόμοι 158 χιλιόμετρα δρόμοι
0,2 χιλιόμετρα 25 χιλιόμετρα
Για έκταση 100
αυτοκινητόδρομοι αυτοκινητόδρομοι
τετραγωνικών
χιλιομέτρων 1,8 χιλιόμετρα 5,7 χιλιόμετρα
αντιστοιχούν σιδηροδρομικές σιδηροδρομικές
γραμμές γραμμές

Πηγή : Λαμπριανίδης 2011

Το οδικό και σιδηροδρομικό


δίκτυο της Ελλάδας μέχρι
σήμερα αντανακλά την
αναπτυξιακή δυναμική των
περιοχών. Είναι το λεγόμενο
S της ανάπτυξης (Καβάλα,
Θεσσαλονίκη, Λάρισα,
Βόλος, Αθήνα, Πάτρα).
Οι μεταφορικές υποδομές δημιουργούν πολώσεις και ανισότητες. Οι
περισσότερες περιοχές της Κεντρικής, Δυτικής Ελλάδας και της
Πελοποννήσου βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς τους δυο
βασικούς άξονες των διευρωπαϊκών δικτύων (ΠΑΘΕ και Εγνατία).

Τα δίκτυα μεταφορικών υποδομών συνδέονται άμεσα με την οργάνωση


του δικτύου υποδομών. Οι δυο μεγάλοι άξονες (Εθνική Πάτρας – Αθήνας
– Θεσσαλονίκης – Ευζώνων και η Εγνατία Οδός) επιτρέπουν την πύκνωση
των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων. Αυτό ισχύει κυρίως
για την σχέση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης που αποτελούν και τους
μεγάλους αστικούς πόλους της χώρας. Συγκριτικά, ο ρόλος της Εγνατίας
έχει μικρότερη σχετική βαρύτητα ως προς την πύκνωση των σχέσεων και
τον κυκλοφοριακό φόρτο καθώς ενώνει μικρότερα αστικά κέντρα. Βέβαια,
η σημασία της είναι αυξανόμενη για τη διασύνδεση με τα Βαλκάνια και την
υπόλοιπη Ευρώπη.

Η ύπαιθρος και οι μικρότεροι οικισμοί


επωφελούνται με διαφορετικό τρόπο από το
δίκτυο μεταφορών. Η ωφέλεια που αντλούν
εξαρτάται από το κατά πόσο οι κύριοι
άξονες και κόμβοι μεταφορών συνδέονται
με πλέγμα αξιόπιστων δευτερευόντων
αξόνων και κόμβων που εξυπηρετούν το
δίκτυο των μικρών και μεσαίων πόλεων.
Το φαινόμενο της «σήραγγας»
αναφέρεται στο πρόβλημα που
δημιουργούν οι περιορισμένες
συνδέσεις των δικτύων μεγάλων
ταχυτήτων με τις περιοχές από τις
οποίες διέρχονται (μικρός αριθμός
«εισόδων» και «εξόδων» και σε μεγάλες
αποστάσεις μεταξύ τους). Παρατηρούμε
βελτίωση της πρόσβασης αλλά
ταυτόχρονη υποχώρηση της σχετικής
θέσης τους ως προς γειτονικές περιοχές
με άμεση πρόσβαση στους άξονες.
Το φαινόμενο της «άντλησης» αναφέρεται στα προβλήματα που συνοδεύουν τη
βελτίωση της προσπελασιμότητας των περιφερειακών και σχετικά απομονωμένων
περιοχών μέσω του δικτύου μεταφορών. Η βελτίωση της επικοινωνίας δεν
σημαίνει πάντα οικονομική ανάπτυξη αφού η σχετική απομόνωση σημαίνει συχνά
ικανότητα επιβίωσης που τείνει να χαθεί όταν βελτιώνονται οι υποδομές
μεταφορών χωρίς την αντίστοιχη αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού. Οι
ενδογενείς πόροι των περιφερειών μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης
από μακρινές πιο ισχυρές περιφέρειες.

Βιβλιογραφικές πηγές

• Claval, P. Géographie humaine et économique


contemporaine, Paris, PUF, 1984.
• Debié, Frank. Géographie économique et humaine, Éditions
PUF 1998.
• Λαμπριανίδης, Λ. Οικονομική Γεωγραφία, εκδόσεις Πατάκη,
2011.
• Métaxidès, Ν. - Akono, F. Έλληνες στο Καμερούν, ιστορία
μιας επιχειρηματικής παρουσίας στην υποσαχάρια Αφρική
(από τις απαρχές ως τα τέλη του 1970), Βήμα των
Κοινωνικών Επιστημών, τόμος ΙΣΤ, τεύχος 62, σελίδες 115-
139, 2013.
Για την Οικονομική
Γεωγραφία

Από την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την


Ανάπτυξη στον Κόσμο 2009
Δρ. Νίκος Μεταξίδης
(nmetaxides@gmail.com )

Τα 3 D της Ανάπτυξης

Η αστική ανάπτυξη, η ανθρώπινη κινητικότητα, η παραγωγική


εξειδίκευση αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ανάπτυξης.

• Density (πυκνότητα)
• Distance (απόσταση)
• Division (Διαίρεση)
Τόποι και ευημερία

• Τόκυο, μια μητρόπολη των 35 εκ. κατοίκων που αποτελούν


το ¼ του πληθυσμού της Ιαπωνίας, συσσωρευμένοι μόλις
στο 4% του εθνικού χώρου της Ιαπωνίας.
• Ηνωμένες Πολιτείες, η μεγαλύτερη εθνική οικονομία του
κόσμου και πιθανότατα η πιο κινητική (πάνω από 35 εκ.
άνθρωποι αλλάζουν τόπο κατοικίας κάθε χρόνο).
• Δυτική Ευρώπη, μια ήπειρος με το πυκνότερο δίκτυο
επικοινωνιών. Οι εμπορικές σχέσεις της Δυτικής Ευρώπης με
τον υπόλοιπο κόσμο καλύπτουν το 35% του παγκόσμιου
Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Στο χάρτη βλέπουμε την γεωγραφική


κατανομή της παραγωγικής ικανότητας της
Ιαπωνίας. Το Τόκυο προσελκύει το
υψηλότερο ποσοστό της παραγωγικής
ικανότητας της Ιαπωνίας, με την Οσάκα να
ακολουθεί στη δεύτερη θέση και τη Εντυπωσιακή είναι
Ναγκόγια στην Τρίτη θέση. η συγκέντρωση του
πλούτου στο Τόκυο
και την Οσάκα.

Δεν είναι τυχαίο που η οικονομική


δραστηριότητα εστιάζει στις
περιοχές με την εντονότερη
πληθυσμιακή πυκνότητα (density)
(Tōkaidō region).
Στο χάρτη βλέπουμε την γεωγραφική κατανομή της παραγωγικής ικανότητας
των ΗΠΑ. Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένες
περιοχές όπως στα βόρεια και ανατολικά (περιοχή Σικάγο και Νέας Υόρκης),
στα νότια (Χιούστον) και τα δυτικά (περιοχή Λος Άντζελες και Σαν Φρανσίσκο).
Το σημείο κλειδί του χάρτη είναι η απόσταση (distance) που χωρίζει τα άτομα
από τις οικονομικές ευκαιρίες.

Στη Δυτική Ευρώπη παρατηρούμε


μια άλλου είδους μαζική μετακίνηση.
Όχι ανθρώπων αυτή τη φορά αλλά
εμπορευμάτων. Ενδεικτικό
παράδειγμα οικονομικής
κινητικότητας η Airbus που
κατασκευάζει και μοντάρει τμήματα
αεροπλάνων σε διαφορετικές χώρες
(Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία,
Ισπανία). Στην περίπτωση της Ε.Ε. η
ανάπτυξη αποδίδεται στη
συνεργασία και την ένωση. Καθώς η
ένταξη προχωρά, οι οικονομικές
διαφορές αμβλύνονται με
αποτέλεσμα η εξειδίκευση και η
μαζική παραγωγή να είναι δυνατές.
Αντίθετα, στην Αφρική για
Διασυνοριακοί περιορισμοί εμποδίζουν την
παράδειγμα, η κατάτμηση (division) κυκλοφορία εμπορευμάτων, κεφαλαίων,
θεωρείται παράγοντας που εμποδίζει ατόμων και ιδεών.
την αναπτυξιακή διαδικασία.
Οικονομικές και τελωνιακές συνεργασίες στην Αφρική

Οι δυνάμεις που διαμορφώνουν τη σύγχρονη οικονομική γεωγραφία του


κόσμου συνδέονται με τάσεις πολιτικής αναδιοργάνωσης της διάρθρωσης
της παγκόσμιας οικονομίας. Οι δυνάμεις αυτές ξεπήδησαν από τις στάχτες
των αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας και συνέπεσαν χρονικά με τη
δεκαετία του 1960, εποχή ανεξαρτησίας των περισσότερων αφρικανικών
κρατών.

Την εποχή αυτή γεννήθηκαν στην Αφρική συνασπισμοί οικονομικής και


πολιτικής συνεργασίας, παράλληλα με την ανάδυση μιας παγκόσμιας
πολιτικής αναδιοργάνωσης που παρουσιάστηκε ως παγκόσμια αναζήτηση
μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη δεκαετία του 1950
δημιουργήθηκαν πολιτικό-οικονομικοί συνασπισμοί όπως η Ευρωπαϊκή
Ένωση, το Σύμφωνο Ελεύθερων Ανταλλαγών της Βόρειας Αμερικής
(ALENA), η Οργάνωση για την Οικονομική Συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού
(APEC).
Μεταξίδης, Ν. Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη στην υποσαχάρια Αφρική, διδακτορική
διατριβή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2009.

Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Δυτικής Αφρικής (UEMOA) και


Οικονομική και Νομισματική Κοινότητα της Κεντρικής Αφρικής (CEMAC).
Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (CEDEAO) και
Οικονομική και Κοινότητα της Κεντρικής Αφρικής (CEDEAC).

Εκτός από τις συμπράξεις κρατών, υπάρχει και μια πληθώρα συμπράξεων διεθνών
θεσμών και Μη Κυβερνητικών Οργανισμών που κατευθύνουν τις προσπάθειές
τους σε μια περιφερειακή συνεργασία που να καλύπτει γεωγραφικές περιοχές
πέραν των κρατικών ορίων, ώστε να προωθούνται προγράμματα προώθησης
αναπτυξιακών πολιτικών.
Παράδειγμα : WABI (West African Borders and Integration) στη Δυτική Αφρική.
Είναι το αποτέλεσμα της σύμπραξης τριών θεσμών (ενός κρατικού θεσμού, μιας
Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, ενός διεθνούς οργανισμού). Οι προθέσεις
κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, με την έννοια ότι η συνολική ανάπτυξη της
Αφρικής θα επιτευχθεί αν υπάρχει περιφερειακή ανάπτυξη και επίλυση επιμέρους
προβλημάτων που πιθανότατα αλληλεπιδρούν και σαφώς ξεπερνούν τα στενά
κρατικά όρια. Το επόμενο θεωρητικό στοιχείο αυτών των παρεμβάσεων είναι η
αναγκαιότητα της συμμετοχής των εμπλεκόμενων μερών που είναι οι κοινωνικοί
εταίροι που σε πολλές περιπτώσεις διακινούνται επιχειρηματικά πέρα από τα όρια
της περιοχής τους αλλά και της χώρας τους. Άρα είναι αδύνατο να εφαρμοστούν
με επιτυχία πολιτικές ανάπτυξης που δεν λαμβάνουν υπόψη τις αυθόρμητες
δυναμικές που συνδέονται με τα δίκτυα κοινωνικής ή θρησκευτικής αλληλεγγύης
και εκφράζονται μέσω της παραγωγής, του εμπορίου, της μετανάστευσης, της
συνεργασίας (Μεταξίδης, 2009).
Οι θεσμοί και οι μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν ως απομίμηση
δυτικών παραδειγμάτων, παραπέμπουν περισσότερο σε στρατηγικές
ενίσχυσης του περιφερειακού ελέγχου από μέρους των ισχυρότερων
χωρών μελών αποτελώντας θεσμικής μορφής ομαδοποιήσεις κρατών (ή
περιοχών), στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των διεθνών συμφερόντων
του κεφαλαίου (Μεταξίδης, 2009).

Αναπαράσταση του χώρου με κριτήριο το ΑΕΠ δείχνει τα πλεονεκτήματα τις


διόγκωσης του αστικού περιβάλλοντος, της κινητικότητας των οικονομικών δρώντων
(ανθρώπων και επιχειρήσεων), και των χωρών που χαρακτηρίζονται από εκτεταμένα
δίκτυα οικονομικών και παραγωγικών σχέσεων. Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία
ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. Ακόμα και χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και αυτές
της Νοτιοανατολικής Ασίας έχουν εμφανές στίγμα στο χάρτη αυτό.
Οι πόλεις, η μετανάστευση και οι εμπορικές ανταλλαγές
υπήρξαν καταλυτικοί παράγοντες ανάπτυξης στον
αναπτυγμένο κόσμο τους δυο τελευταίους αιώνες. Το σενάριο
αυτό επαναλαμβάνεται στις δυναμικότερες από τις
αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Βομβάη (μια πόλη έκτασης 603.4 km2 με πληθυσμό 12.4 εκατομμύρια


κατοίκους). Η πόλη δεν είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο αλλά η πιο πυκνά
κατοικημένη (20.500 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο).

ΕΡΓΑΣΙΑ 1
Επιλέξτε 2-3 πόλεις μια
χώρας της επιλογής σας και
αναζητήστε μερικά βασικά
πληθυσμιακά δεδομένα
(πληθυσμός, πυκνότητα) γι
αυτές. Συσχετίζοντάς τα με
την έκταση της πόλης, τη
δόμησή της και ότι άλλο
στοιχείο κρίνετε
συμπληρωματικά
απαραίτητο (π.χ. πυκνότητα
μεταφορικού δικτύου),
Ο αστικός χώρος στην Ινδία χαρακτηρίζεται από περιγράψτε με συντομία το
υπερπύκνωση ανθρώπων και μεταφορικών μέσων και βαθμό οικονομικής
δικτύων. Παρά τα δυσμενή χαρακτηριστικά ο πληθυσμός ανάπτυξης της χώρας.
της Βομβάης διπλασιάστηκε ήδη από τη δεκαετία του
1970.
Κίνα (χωρίς να είναι η μεγαλύτερη
οικονομία του κόσμου είναι η
περιοχή του κόσμου με τον
υψηλότερο ρυθμό οικονομικής
μεγέθυνσης και η χώρα με την
μεγαλύτερη πληθυσμιακή
κινητικότητα). Από τη δεκαετία του
1990 εκατομμύρια Κινέζοι
συνωστίζονται στις ανατολικές
ακτές όπου προσελκύονται οι
οικονομικές ευκαιρίες . Όπως
ακριβώς κάνουν οι Αμερικανοί που
μετακινούνται κατά εκατομμύρια
για να γιορτάσουν την Ημέρα των
Ευχαριστιών με τις οικογένειές
τους , έτσι κάνουν και πάνω από
200 εκατομμύρια Κινέζοι για να
γιορτάσουν την κινεζική
Πρωτοχρονιά.

Νοτιοανατολική Ασία (δεν διέπεται από τον χαρακτήρα «πολιτικής


ενοποίησης» της Ευρώπης αλλά μοιάζει με την Ε.Ε. στο βαθμό που και εκεί
οι αμοιβαίες συναλλαγές μεταξύ χωρών είναι σημαντικές. Οι χώρες αυτές
- μερικές με εχθρικές στο παρελθόν σχέσεις - ανταλλάσσουν μεταξύ τους
ανταλλακτικά αυτοκινήτων και υπολογιστών με την ίδια ταχύτητα και
συχνότητα με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνάπτει


συμφωνίες συνεργασίας με τις
χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας
προωθώντας και την περιφερειακή
ολοκλήρωση με την Ένωση των
Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας
(ASEAN). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι
ένας σημαντικός χρηματοδότης της
ανάπτυξης διεθνώς, και επιδιώκει
την ενίσχυση των θεσμικών
οργάνων, της δημοκρατίας, της
συνετής διακυβέρνησης και της
προστασίας των ανθρώπινων
δικαιωμάτων.
Η Έκθεση της World Bank καταλήγει ότι αν
κάποιες περιοχές του κόσμου ευημερούν
είναι γιατί ευνοήθηκαν οι τρεις διαστάσεις
της οικονομικής γεωγραφίας :

• Αύξηση πυκνοτήτων όπως εκφράζεται μέσα από την αστική


μεγέθυνση,
• Συρρίκνωση των αποστάσεων στο βαθμό που οι εργαζόμενοι και
οι επιχειρήσεις μεταναστεύουν για να συναντήσουν την
πυκνότητα,
• Μείωση των κατατμήσεων στο βαθμό που οι χώρες μειώνουν τα
εμπόδια των οικονομικών τους συνόρων και επιβάλλουν την
παρουσία τους στις παγκόσμιες αγορές για να εξασφαλίσουν
οικονομίες κλίμακας και εξειδίκευση.

Χωρική υπόσταση των παραγωγικών δραστηριοτήτων

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


(nmetaxides@gmail.com )
Εισαγωγή

• Η εξεύρεση του κατάλληλου τόπου εγκατάστασης αποτελεί ένα


σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία μιας επιχείρησης, ενός
βιομηχανικού κλάδου, ενός ατόμου, μιας περιοχής, μιας πόλης
στις οικονομικοκοινωνικές του δραστηριότητες.

• Η εγκατάσταση μιας μονάδας σε μια περιοχή και όχι σε μια άλλη


μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική
ανάπτυξή της.

• Οι διαφορές εντοπίζονται τόσο στον κοινωνικό χώρο (εργατικό


δυναμικό, πολιτισμικές αξίες), όσο και στον φυσικό χώρο
(μορφολογία του εδάφους, ύπαρξη πρώτων υλών).

• Οι παραγωγικές
δραστηριότητες
συμβαίνουν σε ένα
συγκεκριμένο
υπαρκτό χώρο και
μπορούν να πάρουν
διάφορες μορφές
αλληλεπιδρώντας
μαζί του.
• Ο χώρος έχει
συγκεκριμένες ιδιότητες
(ανάγλυφο, κλίμα,
υδρογραφία, βλάστηση)
και με αυτές
αλληλεπιδρά με τον
άνθρωπο και τις
δραστηριότητές του.

• Οι ιδιότητες του χώρου


συχνά διαμορφώνονται
από τον ίδιο τον
άνθρωπο με τις
παρεμβάσεις του
(τεχνολογία) όπως για πχ.
αποξήρανση μιας λίμνης,
χάραξη δρόμου κτλ.
• Υπάρχουν μηχανισμοί που καθορίζουν την κατανομή των οικονομικών
δραστηριοτήτων στο χώρο;
• Υπάρχει «άριστη» κατανομή αυτών των δραστηριοτήτων (π.χ. ως προς
τη συγκεκριμένη περιφέρεια, το συγκεκριμένο κλάδο κλπ);

Η ανάπτυξη σε μια περιοχή ή ανάπτυξη μιας περιοχής


Παράδειγμα : η δημιουργία μεγάλων ξενοδοχειακών
συγκροτημάτων, οι εξορυκτικές δραστηριότητες μεγάλης
εταιρείας, η οικιστική αξιοποίηση μιας περιοχής που
αποδίδουν ή αναμένεται να αποδώσουν μεγάλα κέρδη στους
επενδυτές χωρίς να έχουν ουσιαστικές λειτουργικές σχέσεις με
την γύρω περιοχή, εκτός ίσως από την απασχόληση κάποιων
ατόμων ποια σχέση έχουν με την ανάπτυξη μιας περιοχής;

Σε τι βοηθούν οι θεωρίες για τη χωροθέτηση των


οικονομικών δραστηριοτήτων ;

στην καλύτερη κατανόηση της κοινωνικοοικονομικής


πραγματικότητας.
στην κατανόηση και πρόβλεψη των χωροταξικών
εκείνων σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων που
προσδιορίζουν την εγκατάσταση των οικονομικών
δραστηριοτήτων στο χώρο.
Επιτρέπουν να επιχειρηθεί η μεταβολή της κατανομής
των οικονομικών δραστηριοτήτων στο χώρο,
σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές,
πολιτικές επιλογές και τα αντίστοιχα μέσα (κίνητρα,
αντικίνητρα).
Ιστορική αναδρομή της χωροθέτησης

• Κλασικό μοντέλο του von Thũnen (1783-1850):


ερμηνεία των τρόπων αξιοποίησης της αγροτικής
εκμετάλλευσης. Θεωρείται ο θεμελιωτής των θεωριών
του τόπου εγκατάστασης.
• Ricardo (1772-1823) : υποβιβασμός της σημασίας της
γεωργίας και ανάπτυξη της αντίληψης πως η
βιομηχανία αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο στην
οικονομική ανάπτυξη.
• Η περιθωριοποίηση της σημασίας της γεωργίας
συνεχίστηκε από τους νεοκλασικούς οικονομολόγους
που αξιοποίησαν το χώρο μόνο στις αναλύσεις τους για
το διεθνές εμπόριο.

 Στην ανάπτυξη της θεωρίας του χώρου συνεισέφερε η


Γερμανική σχολή της θεωρίας της χωροθέτησης
Weber (1909), Christaller (1933), Losch (1944).
 Η θεωρία του Heinrich von Thũnen εξελίχθηκε από
τους Hoover (1937), Dunn (1954), Lősch (1954) και
Isard (1956). Η θεωρία της χωροθέτησης κατέφευγε
συχνά στη χρησιμοποίηση θεωρητικών εργαλείων
από τα νεοκλασικά οικονομικά. Τα θεωρητικά
εργαλεία της νεοκλασικής οικονομικής δεν ήταν
συμβατά με την ύπαρξη του χώρου (και του χρόνου)
στις αναλύσεις.
Η νεοκλασική οικονομική προσέγγιση παρουσίαζε
αρκετές ασυμβατότητες με τις θεωρίες του χώρου. Αυτό
έστρεψε τη θεωρία της χωροθέτησης προς δυο
τουλάχιστον νέες κατευθύνσεις :

Τονίστηκε η σημασία της συμπεριφοράς.


Αμφισβητήθηκε το μοντέλο του ορθολογικού
οικονομικού ανθρώπου και επιπλέον τονίστηκε η
πολυπλοκότητα της δομής των επιχειρήσεων.
Τονίστηκε ότι η φύση της υπάρχουσας θεωρίας είναι
ανιστορική, και ότι η χωροθέτηση είναι ιστορική
διαδικασία. Η ανάπτυξης του χώρου μπορεί να ειδωθεί
μόνο ως μέρος της συνολικής ανάπτυξης του
καπιταλισμού.

Θεωρία του τόπου εγκατάστασης της αγροτικής παραγωγής

• Ο von Thünen, Πρώσος κτηματίας, με 40 χρόνια


εμπειρίας στη γεωργία, διατύπωσε στα 1826 το πρώτο
μοντέλο χωροθέτησης και οργάνωσης των αγροτικών
χρήσεων γης γύρω από μια πόλη.
• Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια ανάπτυξης μιας
συστηματικής μεθοδολογικής ανάλυσης του
προβλήματος της εγκατάστασης μιας οικονομικής
δραστηριότητας.
• Σκοπός του Thünen ήταν η ερμηνεία των γενικών
αρχών που καθορίζουν τις τιμές των γεωργικών
προϊόντων και το πώς αυτές οι τιμές καθορίζουν στη
συνέχεια τη γεωργική παραγωγή.
Υποθέσεις του Thünen
• Η πόλη βρίσκεται στο κέντρο μιας αγροτικής περιοχής
απομονωμένη από άλλες πόλεις.
• Η αγροτική γη είναι απόλυτα ομοιογενής και η γονιμότητα
είναι ίδια σε όλη την αγροτική έκταση. Η ένταση της
καλλιέργειας είναι ίδια σε όλη την αγροτική έκταση.
• Η πόλη αυτή αποτελεί τη μοναδική αγορά των αγροτικών
προϊόντων της περιοχής.
• Η μετακίνηση είναι το ίδιο εύκολη προς κάθε κατεύθυνση
και διεξάγεται με τα ίδια μέσα (κάρο, άλογο).
• Οι αγρότες σκέφτονται ορθολογικά επιδιώκοντας
μεγιστοποίηση του κέρδους τους.
• Η τιμή για κάθε προϊόν καθορίζεται ελεύθερα από την
προσφορά και τη ζήτηση και επομένως είναι δεδομένη για
τους γεωργούς.
• Το κόστος μεταφοράς είναι ανάλογο της απόστασης.

Ο Thünen ασχολήθηκε με το:

1. πώς κατανέμεται η γαιοπρόσοδος ή έγγειος πρόσοδος (land rent)*


για το αγροτικό προϊόν σε σχέση με την απόσταση από την αγορά.
2. πώς κατανέμονται οι διάφορες καλλιέργειες στην αγροτική γη.

* Γαιοπρόσοδος (τιμή για τη χρήση της γης) έσοδα από τη χρήση της
– έξοδα στα οποία συμπεριλαμβάνεται ένα «λογικό» κέρδος και το
κόστος μεταφοράς των προϊόντων στην αγορά)

Η θεωρία του τόπου εγκατάστασης της αγροτικής παραγωγής


εστιάζεται:
α. στην αναγνώριση της ρυθμιστικής επίδρασης του ενοικίου στη
χρήση της γεωργικής γης

β. στην χωρική κατανομή του ύψους των ενοικίων που καθορίζονται


από την απόσταση και συνακόλουθα το κόστος μεταφοράς

γ. Ήταν το μοντέλο που οργάνωσε πρώτο δραστηριότητες στο χώρο


(χωροταξία).
Όσο μεγαλώνει η απόσταση από την πόλη, τόσο αυξάνει το κόστος
μεταφοράς του προϊόντος, οπότε η γαιοπρόσοδος μειώνεται.

Η εξίσωση της γαιοπροσόδου είναι :


L = Q. (Ρ-c) – Q. f. K L = 4500 – 300. K

Η γαιοπρόσοδος μεγιστοποιείται για


απόσταση Κ=0 οπότε L = Q. (P-c)
Η ακτίνα όπου η γαιοπρόσοδος μηδενίζεται
είναι : Κ = (P-c) / f

L : γαιοπρόσοδος ανά μονάδα γεωργικής γης


Q : ποσότητα προϊόντος ανά μονάδα
γεωργικής γης
Ρ : τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος
c : κόστος ανά μονάδα προϊόντος
f : κόστος μεταφοράς ανά μονάδα
απόστασης και ανά μονάδα προϊόντος
Κ : απόσταση από την αγορά (πόλη)

Ο κάθε γεωργός στο


πλαίσιο του ανταγωνισμού
ενδιαφέρεται να βρεθεί σε
πλεονεκτικότερη θέση πιο
κοντά στην πόλη
αποκομίζοντας μεγαλύτερο
κέρδος (έσοδα – έξοδα).
Κατά συνέπεια διατίθεται
να πληρώσει ενοίκιο στο
γαιοκτήμονα που έχει
κτήματα σε μικρότερη
απόσταση από την αγορά.

Χωροθετική πρόσοδος ανά μονάδα εδάφους = έσοδα ανά μονάδα


εδάφους – πληρωμές για άλλους συντελεστές ανά στρέμμα – κόστη
μεταφοράς ανά στρέμμα.
Πως θα γίνει η κατανομή των καλλιεργειών των διάφορων προϊόντων στη
γεωργική γη;

L = 2000 – 50. K

L = 7500 – 250. K

L = 11000 – 55. K

L = 4500 – 300. K

Ο Thünen εισάγει την έννοια της


οικονομικής προσόδου (economic rent).

Είναι η διαφορά της προσόδου από μία


καλλιέργεια (έσοδα μείον έξοδα) σε σχέση
με την πρόσοδο από μια εναλλακτική
χρήση της ίδιας γης (κόστος ευκαιρίας).

Η οικονομική πρόσοδος είναι


χρήσιμη για την εξέταση επιλογών
ανάμεσα σε εναλλακτικές
περιπτώσεις χρησιμοποίησης των
πόρων και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα
στη γεωγραφική κατανομή των
διαφόρων χρήσεων για την ερμηνεία
του ανταγωνισμού των χρήσεων γης.
• Οι διαφορές στη γαιοπρόσοδο έχουν μεγαλύτερη σημασία για
τις αγροτικές επιχειρήσεις για τις οποίες η αμοιβή του εδάφους
συνιστά σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους
παραγωγής.
• Στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης μιας γεωργικής
επιχείρησης σημαντικό είναι να εξεταστεί η σχέση
υποκατάστασης μεταξύ γαιοπροσόδου και μεταφορικού
κόστους.

Πως επηρεάζει την ένταση της καλλιέργειας της γης


(εντατική / εκτατική) η απόσταση από την αγορά;

• Πολλοί συνεχιστές της θεωρίας του Thünen υποστήριξαν


ότι η ένταση στην καλλιέργεια της γεωργικής γης
μειώνεται καθώς αυξάνει η απόσταση από την αγορά.

• Όσο πλησιέστερα στην αγορά είναι η γεωργική μονάδα,


τόσο μικρότερο το μεταφορικό κόστος, άρα ψηλότερο το
καθαρό κέρδος του γεωργού. Το πρόσθετο εισόδημα το
χρησιμοποιεί ώστε να εντατικοποιήσει την παραγωγή του
(περισσότερο εργατικό δυναμικό, μεγαλύτερο κεφάλαιο,
λιπάσματα κτλ.).
Εντατική
L = 2400 – 80. K
Εκτατική
L = 1750 – 50. K

Αίροντας κάποιες
από τις υποθέσεις
του υποδείγματος
Thünen
τροποποιούνται
στην πράξη τα
συμπεράσματα του
υποδείγματος.

Αν, για παράδειγμα, τα έξοδα μεταφοράς παρουσιάζουν μη αναλογικότητα


παρατηρούμε ότι καθώς αυξάνεται η απόσταση η γαιοπρόσοδος μειώνεται
αλλά με φθίνοντα ρυθμό (διάγραμμα α).

Αντίστοιχα, η διαφοροποίηση της έντασης χρήσης του εδάφους οδηγεί σε


μείωση της γαιοπροσόδου με αύξοντα ρυθμό καθώς αυξάνεται η απόσταση
(διάγραμμα β).
Άλλες υποθέσεις που μπορούν να αλλάξουν είναι :
 η διαφοροποίηση της γονιμότητας του εδάφους ανά περιοχή
(διαφοροποιημένη παραγωγικότητα της γης).
 η ύπαρξη μεταφορικού δικτύου που μπορεί να διαφοροποιεί την
ευκολία μετακινήσεων και μεταφοράς προϊόντων, ή και ύπαρξη
εναλλακτικού τρόπου μεταφοράς (ποτάμι).
 η ύπαρξη περισσότερων από μιας πόλης – αγοράς κτλ.

Όλα τα παραπάνω μετασχηματίζουν τους ομόκεντρους


κύκλους του Thünen. Στο ακόλουθο διάγραμμα
αποτυπώνονται τρεις μετασχηματισμοί του μοντέλου
των αγροτικών χρήσεων γης.

Η περίπτωση (Α) αποτελεί την αυτούσια απεικόνιση του μοντέλου. Στις υπόλοιπες
τρεις περιπτώσεις γίνεται άρση ορισμένων παραδοχών του μοντέλου. Στη
περίπτωση (Β) γίνεται άρση της «απομονωμένης κατάστασης», δηλαδή υπάρχει
μια ανταγωνιστική αγορά σε κοντινή απόσταση. Η περίπτωση (Γ) διατυπώνει την
ύπαρξη εναλλακτικού τρόπου μεταφοράς πέρα από το άλογο και το κάρο, στην
περίπτωση αυτή το ποτάμι. Τέλος η περίπτωση (Δ) αναφέρεται στη γονιμότητα
της γης, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο γόνιμη. Και οι τρεις περιπτώσεις
του διαγράμματος Β - Γ & Δ αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, είτε μεμονωμένα,
είτε όλες μαζί.
ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 3
Το οικιστικό δίκτυο είναι αυτό που αναφέρεται στην περίπτωση Β,
δηλαδή η ύπαρξη οικισμών και κατ’ επέκταση ανταγωνιστικών
αγορών. Η διάσταση του οικιστικού δικτύου είναι ιδιαίτερα
σημαντική σήμερα αφού αναπτύσσονται σχέσεις και
αλληλεξαρτήσεις μεταξύ αυτών. Στην υπόθεση ύπαρξης ακόμη ενός
κέντρου, θα δημιουργείται αλληλοεπικάλυψη των ζωνών των
αγροτικών χρήσεων και κατ’ επέκταση οι ζώνες θα αλλάζουν, θα
επεκτείνονται και η μορφή τους θα παίρνει διαφορετικές διαστάσεις
«καταργώντας τους ομόκεντρους κύκλους».
Στη περίπτωση Γ οι ζώνες επιρροής, που στο μοντέλο αποτελούν
ομόκεντρους κύκλους, ακολουθούν την επέκταση του δικτύου
μεταφοράς και επεκτείνονται παράλληλα σ’ αυτό. Στο αρχικό
μοντέλο ο τρόπος μεταφοράς είναι με άλογο ή το κάρο. Οι τρόποι
μεταφοράς πλέον και κατ’ επέκταση τα δίκτυα που δημιουργούνται
έχουν πληθύνει. Στο παραπάνω διάγραμμα (των
μετασχηματισμένων κύκλων) φαίνεται το ποτάμι ως τρόπος
μεταφοράς, και οι ζώνες όπως δημιουργούνται σύμφωνα μ’ αυτό.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Von Thünen δημιούργησε το πρώτο μοντέλο
χωροθέτησης μόνο για τον πρωτογενή τομέα. Βασίζεται σε
παραδοχές νεοκλασικού χαρακτήρα που η πολύπλοκη
πραγματικότητα απορρίπτει (δεν είναι επιχειρησιακό, αλλά
αναφέρεται σε έναν πιο ορθολογικό κόσμο:
1. Οι καλλιεργητές δεν είναι ορθολογικοί. Δεν έχουν ολοκληρωμένη
αντίληψη της συνολικής εικόνας της γεωργικής παραγωγής και των
αγορών.
2. Η μονοκαλλιέργεια δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα υπάρχει
συνδυασμός προϊόντων σε κάθε ζώνη.
3. Οι καλλιέργειες και οι αγορές διαφοροποιούνται σε μέγεθος και
«επιρροή». Οι οικονομίες κλίμακας που δημιουργούν οι μεγαλύτερες
πόλεις εμποδίζουν μεσαίου μεγέθους πόλεις να αναπτύξουν διακριτές
ζώνες χρήσης της γης.
4. Είναι μοντέλο μερικής ισορροπίας (αγνοεί κάποιες μεταβλητές)
5. Αγνοεί μη οικονομικούς παράγοντες (υποκειμενικούς ή και
θεσμικούς) που επηρεάζουν τις αποφάσεις.
6. Η εμπειρική του αξιοπιστία είναι περιορισμένη.

Οι περιορισμοί του μοντέλου Van Thünen γίνονται φανεροί αν


προσεγγίσουμε τη γεωργία μέσα από την ανάλυση της
ταυτόχρονης συνύπαρξης και του τρόπου άρθρωσης
διαφόρων μορφών καπιταλιστικής παραγωγής.

Στη γεωργική παραγωγή συνυπάρχουν ταυτόχρονα μορφές


καπιταλιστικής παραγωγής με άλλες απλούστερες.
Βασικές μορφές καπιταλιστικής παραγωγής στη γεωργία
(Χατζημιχάλης, 1983)
• Διευρυμένη και εντατική γεωργική παραγωγή: υψηλή
παραγωγικότητα, ένταση κεφαλαίου και ενέργειας, χρήση
προηγμένης τεχνολογίας, περιορισμένη χρήση εργατών, υψηλός
βαθμός εμπορευματοποίησης και τυποποίησης προϊόντων.
Κάθετη οργάνωση σε αγροτοβιομηχανικά συγκροτήματα (η ίδια
επιχείρηση συνδυάζει καλλιέργεια, τυποποίηση, μεταφορά,
διανομή).

Αυτή η μορφή παραγωγής έχει λιγότερους περιορισμούς από άποψης


χωροθέτησης, μπορεί να παράγει προϊόντα ανεξάρτητα κλιματικών
συνθηκών (ντομάτες σε θερμοκήπια στην Ολλανδία, πορτοκάλια
στην έρημο στο Ισραήλ), εξαρτάται όμως από το εργατικό δυναμικό
και τις πολιτικές συνθήκες στην περιοχή παραγωγής.
• Μικροεμπορευματική γεωργική παραγωγή : υψηλή παραγωγικότητα,
επενδύσεις χαμηλότερης έντασης κεφαλαίου και ενέργειας, χρήση
συνηθισμένης τεχνολογίας, αρκετό εργατικό δυναμικό. Πρόκειται
κυρίως για οικογενειακές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς. Υπάρχει
έντονη εξάρτηση από το κράτος και το πιστωτικό σύστημα). Αυτή η
μορφή παραγωγής επηρεάζεται έντονα για τη χωροθέτησή της από
κρατικά ή ευρωπαϊκά προγράμματα και από τις διακυμάνσεις της
αγοράς (π.χ. ανάπτυξη θερμοκηπίων με δάνεια ή επιδοτήσεις).

• Μικρογεωργική παραγωγή, κυρίως για αυτοκατανάλωση :


οικογενειακή βάση, ένταση εργασίας, περιορισμένα τεχνολογικά
μέσα, μικρή παραγωγικότητα, εξαρτάται σημαντικά από το
κράτος και τα ολιγοπώλια. Η χωροθέτησή της βρίσκεται κοντά σε
χωριά και πόλεις.
Το μοντέλο Thünen διδάσκει ότι η γαιοπρόσοδος καθορίζεται
από το μεταφορικό κόστος.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν περισσότερο τη γαιοπρόσοδο
εδαφών που συνορεύουν με αστικά περιβάλλοντα είναι
σύμφωνα με αρκετούς μελετητές τα ακόλουθα :

• Μαζική επέκταση των πόλεων : Η επέκταση των πόλεων σε


αγροτικές περιοχές προκαλεί κερδοσκοπία στην αγορά
εδαφών. Η πιθανή χρήση αγροτικών εδαφών για αστικές
χρήσεις (οικιστικές, εμπορικές κτλ.) αυξάνουν τη
γαιοπρόσοδο. Η σχετική κερδοσκοπία αποτρέπει τους
αγρότες από το να κάνουν χρήση της γης για παραγωγικούς
σκοπούς. Η μείωση της έντασης της χρήσης της αγροτικής
γης οφείλεται και στο γεγονός ότι αυξάνεται το ενδιαφέρον
της αγοράς της από μη αγρότες. Η κερδοσκοπία πάνω στην
αγροτική γη μειώνεται όσο αυτή απομακρύνεται από το
αστικό κέντρο.
• Η χρήση του εδάφους για κατοικίες : Συχνά τα ανώτερα
κοινωνικά στρώματα επιδιώκουν να κατοικούν σε
περιοχές έξω από την πόλη. Για να αποκτήσουν τη γη
αυτή πληρώνουν τιμές πολύ υψηλότερες από αυτές που
αποφέρει η αγροτική χρήση. Έτσι η αγροτική χρήση
αποκλείεται.

• Η επίδραση της αστικής απασχόλησης στην αγροτική:


Επειδή τα ημερομίσθια στην πόλη τείνουν να είναι
μεγαλύτερα από τα αγροτικά εισοδήματα, πολλοί γεωργοί
που εργάζονται κοντά σε πόλεις ασχολούνται όλο και
λιγότερο με τα κτήματά τους.

Συμπερασματικά (κριτική της αξιοπιστίας του μοντέλου του


Thünen): η γαιοπρόσοδος αυξάνει όσο απομακρυνόμαστε από την
πόλη (αντίστροφο συμπέρασμα από αυτό του μοντέλου του
Thünen).
Συμπερασματικά

1. Η χρήση της γεωργικής γης επηρεάζεται

• Από τη θέση των κύριων αγορών,


• Από τα μεταφορικά έξοδα ανά καλλιεργούμενο προϊόν,
• Από τη ζήτηση αγροτικών προϊόντων,
• Από τα χαρακτηριστικά των καλλιεργειών (απόδοση γης
ανά στρέμμα, ύπαρξη μεταφορικού δικτύου,
δυνατότητα εκμηχάνισης, απαιτήσεις για εργατικό
δυναμικό κτλ.).
2. Η γεωργική παραγωγή επηρεάζεται

• Από την ποιότητα της γεωργικής γης (παρά το γεγονός


ότι η γονιμότητα και τα φυσικά χαρακτηριστικά του
εδάφους δεν προσδιορίζουν με τρόπο απόλυτο την
ανάπτυξη μιας περιοχής),
• Από τις εισροές (νερό, λιπάσματα) που αυξάνουν την
παραγωγή ως ένα σημείο, πέραν του οποίου ισχύει η
φθίνουσα και ίσως και η αρνητικά απόδοση.
• Από τον ανταγωνισμό με άλλες δραστηριότητες
(βιομηχανία, τουρισμός κτλ.).

3. Οι συνέπειες των τεχνολογικών καινοτομιών


και της επανάστασης μεταφορών και
συγκοινωνιών
• Η επανάσταση στις συγκοινωνίες έκανε δυνατή τη μεταφορά τροφίμων σε
μεγάλες αποστάσεις. Έτσι, η αγορά των γεωργικών προϊόντων
συγκεντρώθηκε στις πόλεις ενώ παράλληλα οι μικρές τοπικές αγορές της
υπαίθρου παρήκμασαν.

• Οι τεχνολογικές καινοτομίες στη γεωργία (θεριζοαλωνιστικές μηχανές,


συστήματα άρδευσης κτλ.) μείωσαν τις ανάγκες για εργάτες. Έτσι
μειώθηκε το ποσοστό των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα ως
ποσοστό του ενεργού πληθυσμού). Παράλληλα αυξήθηκε ο αριθμός των
αγροτών που εντάχθηκαν σε εξωαγροτικές δραστηριότητες. Λόγω της
ανάπτυξης ατομικών κι μαζικών μέσων μεταφοράς (συρρίκνωση του
χώρου) μεγάλωσε η ακτίνα από την οποία αντλείται εργατικό δυναμικό
στη γεωργία.

(βλέπε Max Derruau, Ανθρωπογεωγραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 1991, σελίδες 570)
Ερώτημα για σκέψη :

Μοντέλο γενικής ισορροπίας ή ανάλυση που θα


ενσωματώνει ως ενδογενές στοιχείο της
κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς,
πολιτισμικούς κτλ. παράγοντες;

Ενδιαφέροντα αναγνώσματα
• Αστικό Υπόδειγμα Αττικής 2010 – 2030
http://atticarailtrail.ntua.gr/athens-laurio-sounio/research/astiko-
ypodeigma-attikis-2010-2030.html
• ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΕΙΣ: Το άγνωστο έργο της δασικής υπηρεσίας
για το αστικό πράσινο (1ο μέρος) Ακολουθούν μέρη 2,3,4.
https://dasarxeio.com/2017/04/09/2145-2/
ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.

στο Βιώσιμη Ανάπτυξη με την Περιβαλλοντική Αγωγή, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση


Αιτωλοακαρνανίας, Μεσολόγγι, 1997, σελ. 180-201

Ο γεωγραφικός χώρος
και η έννοια της
Χωροταξίας
Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο ζει και δραστηριοποιείται ο
σύγχρονος άνθρωπος, σαν άτομο και σαν μέλος οργανωμένης
κοινωνίας, έχει προκύψει από την επίδραση τόσο του
φυσικού περιβάλλοντος και των διαδικασιών της φύσης, όσο
και από την δράση των προγόνων του και των κοινωνικών
τους ομάδων επί πολλούς αιώνες…

Έτσι, στο κάθε στιγμιαίο παρόν, οι άνθρωποι και η κοινωνία


τους, αντιμετωπίζουν ένα δεδομένο κοινωνικό, οικονομικό και
φυσικό γεωγραφικό περιβάλλον, που μπορούν να
περιγράψουν και ερμηνεύσουν, μπορούν όμως, με τη σειρά
τους, όπως άλλοι πριν απ’ αυτούς, να μεταμορφώσουν και
ρυθμίσουν.

Ο ανθρωπογεωγράφος αναλύει το περιβάλλον όχι απλώς


καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά, που είναι ορατά με γυμνό
μάτι ή με το μάτι μιας φωτογραφικής μηχανής ή ακόμη ενός
τεχνητού δορυφόρου, αλλά ρωτώντας γιατί έχει προκύψει ο
ένας ή ο άλλος κοινωνικός σχηματισμός πάνω στο έδαφος.
Ενδιαφέρεται γι’ αυτούς τους σχηματισμούς σαν δυναμικά
φαινόμενα και διαμορφώνει θεωρίες για την προέλευση και τις
τάσεις τους, ώστε να φθάσει στο σημείο να διατυπώσει
προβλέψεις για μελλοντικές εξελίξεις. Τον ενδιαφέρει αυτό
που συμβαίνει στην επιφάνεια της γης, σαν αποτέλεσμα της
χρήσης της από τον άνθρωπο και της δράσης της κοινωνίας
του.
Τον ενδιαφέρει να μάθει γιατί συμβαίνει και ακόμη τι
μπορεί ενδεχομένως να συμβεί, αν επαληθευθούν
κάποιες υποθέσεις μελλοντικής εξέλιξης. Δεν ασχολείται
όμως με το τι πρέπει να συμβεί, με τις επιθυμητές
κατευθύνσεις μελλοντικής εξέλιξης και με τα μέτρα που
θα έπρεπε να ληφθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές
ομάδες για να επέλθει, αργά ή γρήγορα, αυτή η εξέλιξη.
Αυτή είναι δουλειά του επιστημονικού του κλάδου της
χωροταξίας.

Η χωροταξία ασχολείται με τον προσχεδιασμένο


μετασχηματισμό του κοινωνικοοικονομικού γεωγραφικού
χώρου, μετασχηματισμό που προκύπτει από την πρόθεση
της οργανωμένης κοινωνίας.

Η χωροταξία λοιπόν δεν είναι μόνο μελέτη του χώρου, αλλά


και μια μορφή σχεδιασμού, που έχει σαν κύριο αντικείμενο
τον ηθελημένο μετασχηματισμό του γεωγραφικού χώρου,
έτσι ώστε να προκύψει ένα επιθυμητό μέλλον.
Ο «σχεδιασμός» (planning ή planification) είναι όπως ο
“γεωγραφικός χώρος”, ένας απαραίτητος όρος για τον προσδιορισμό
της έννοιας της χωροταξίας.

Η “πρόβλεψη” του μέλλοντος, η “λήψη αποφάσεων”, η


“προσχεδιασμένη αλλαγή”, η “εξουσία” και η “νομιμοποίηση”
(αυτού που αποφασίζει) γίνονται λέξεις - κλειδιά στην θεωρία και
πρακτική της χωροταξίας.

Τα χαρακτηριστικά, το αντικείμενο και η διαδικασία του


Χωροταξικού Σχεδιασμού
Έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τον ορισμό που
είχε δώσει στο χωροταξικό σχεδιασμό o Γάλλος υπουργός
Ανοικοδόμησης και Πολεοδομίας Claudius-Petit στα μέσα της
δεκαετίας του 1950 :

• “Η χωροταξία δεν είναι ένα σχέδιο παραγωγής ή υποδομών...


Είναι επίσης άλλο πράγμα από την πολεοδομία, με την έννοια την
ήδη παραδοσιακή του όρου. Δηλαδή άλλο πράγμα από μια
συλλογή, μια σειρά λεπτομερών σχεδίων ρύθμισης και επέκτασης
των οικισμών... Η χωροταξία διακρίνεται από το σχέδιο
παραγωγής και υποδομών από το γεγονός ότι δεν αφορά τόσο σε
προβλήματα παραγωγής όσο σε προβλήματα κατανομής και
καλύτερης χρήσης του εδάφους... Είναι η αναζήτηση, μέσα στο
γεωγραφικό πλαίσιο της Γαλλίας, μιας καλύτερης κατανομής των
ανθρώπων σε συνάρτηση με τους φυσικούς πόρους και τις
οικονομικές δραστηριότητες”
(C. Delmas, L’ Amenagement du Territoire, PUF, Paris, 1963).
Χώρος και σχεδιασμός είναι τα δύο βασικά συστατικά της
χωροταξίας.

Αναφερόμαστε σε ένα κοινωνικά μετασχηματισμένο χώρο,


μέσα στον οποίο τα ακίνητα (φυσικά και ανθρωπογενή)
στοιχεία (η γη και οι ανθρώπινες προσθήκες) αποτελούν ένα
αδιαίρετο σύνολο (“σύστημα” με την έννοια της Θεωρίας των
Συστημάτων) με τις κοινωνικές δραστηριότητες που στηρίζουν
και στεγάζουν.

Τα μέσα, που η οργανωμένη κοινωνία έχει θέσει στην διάθεση των


πολιτικών και διοικητικών της οργάνων, για την επίτευξη των
στόχων του χωροταξικού σχεδιασμού, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα
με πολυποίκιλες δυνατότητες. Η πολιτεία μπορεί να προχωρήσει
στην επίτευξη των στόχων της (Α) αναλαμβάνοντας η ίδια την
εκτέλεση κατασκευαστικών έργων (π.χ. υποδομών μεταφορών,
ενέργειας, άρδευσης κ.ά. ή κτιρίων κατοικίας, παραγωγής κλπ.) ή
(Β) ελέγχοντας τις δραστηριότητες των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων (π.χ. για να εξασφαλίσει την λειτουργικότητα του
χώρου ή να προστατεύσει το περιβάλλον) ή,
(Γ) ενθαρρύνοντας φορείς, νοικοκυριά και επιχειρήσεις να
πάρουν αποφάσεις και να αναλάβουν ενέργειες προς την
κατεύθυνση των επιθυμητών στόχων (π.χ. παρέχοντας κίνητρα ή
αίροντας υφιστάμενους ελέγχους).
Ποιο είναι το αντικείμενο του σχεδιασμού;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην περίπτωση του χωροταξικού


σχεδιασμού το αντικείμενο είναι πάνω απ’ όλα η χρήση της γης και
η χωροθέτηση δραστηριοτήτων πάνω σ’ αυτήν.

Πολλές δραστηριότητες ανταγωνίζονται για γη που


βρίσκεται σε στενότητα, εκτοπίζοντας η μια την άλλη και
αλλοιώνοντας την ελεύθερη από ανθρώπινη επίδραση
φύση.

Η χωροταξία παίζει ένα ρόλο ρυθμιστή και διαιτητή


ανάμεσα σε ανταγωνιστικές πιέσεις, αλλά και ρόλο
προστάτη της κληρονομιάς τόσο του φυσικού
περιβάλλοντος, όσο και του περιβάλλοντος που
διαμόρφωσε ο άνθρωπος σε προηγούμενες ιστορικές
περιόδους.

Κατά συνέπεια η γη και το περιβάλλον είναι κατά κύριο


λόγο το αντικείμενο του χωροταξικού σχεδιασμού.
Επιδιώκοντας την διευθέτηση των χρήσεων της γης και την
εξάλειψη ή ελάφρυνση της επιβάρυνσης και φθοράς του
περιβάλλοντος, η χωροταξία πρέπει να ρυθμίσει την κατανομή στον
χώρο των κάθε είδους κατασκευών (υποδομών και κτιρίων), την
οργάνωση του οικιστικού δικτύου, την χωροθέτηση των
οικονομικών δραστηριοτήτων (εκτατικών, όπως οι γεωργικές
καλλιέργειες, ή σημειακών, όπως οι βιομηχανικές περιοχές), την
επιλογή θέσεων για τον κοινωνικό εξοπλισμό (π.χ. μονάδων
εκπαίδευσης ή περίθαλψης) και την χάραξη των αξόνων
μεταφορών.

Ο χωροταξικός σχεδιασμός ασχολείται με την διαχείριση πόρων.


Δηλαδή χρηματικούς πόρους, αλλά και την γη, τον φυσικό πλούτο
(καλλιεργήσιμα εδάφη, ορυκτό πλούτο κλπ.), τους ανθρώπινους
πόρους, τα πλεονεκτήματα θέσης (σε σχέση με δίκτυα υποδομών ή
διακίνησης αγαθών), τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, και την
πολιτιστική κληρονομιά (φυσική ή ανθρωπογενή).

Οι αποφάσεις που εισηγείται ο


χωροτάκτης επηρεάζουν την
χρήση των πόρων για την
επίτευξη αναπτυξιακών στόχων.

Ως ανάπτυξη νοούμε μια


διαδικασία ευρύτερη από την
απλή μεγέθυνση οικονομικών
μεγεθών, όπως το ακαθάριστο
εγχώριο προϊόν ή το κατά
κεφαλή εισόδημα.

Η χωροταξία είναι εργαλείο για την επιδίωξη στόχων, όπως η κοινωνική


δικαιοσύνη και ισότητα, η περιφερειακή ισορροπία, η αποτελεσματικότητα
στην χρήση πόρων σε στενότητα, η κοινωνική ευημερία και η ποιότητα
ζωής, η προστασία της παραδοσιακής κληρονομιάς και του περιβάλλοντος,
η εξασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος.
Στόχοι και προβλήματα

• Η χωροταξία αναζητεί τον καταλληλότερο τόπο


εγκατάστασης των οικονομικών δραστηριοτήτων
χρησιμοποιώντας όμως κριτήρια που δεν είναι
μόνο κριτήρια οικονομικής αποτελεσματικότητας
και απόδοσης, αλλά και κριτήρια ποιότητας ζωής
και προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς
περιβάλλοντος. Προσπαθεί ακόμη να δώσει
χωρική συνοχή και ολοκλήρωση στην εθνική και
περιφερειακή οικονομία, εξασφαλίζοντας
δεσμούς αλληλεξάρτησης και εξισορρόπησης
εθνικών και τοπικών αναπτυξιακών στόχων.

Τα προβλήματα χωροταξικού σχεδιασμού, δεν είναι ίδια σε όλες


τις χώρες ή περιφέρειες, ούτε αμετάβλητα μέσα στον χρόνο.
Ο βαθμός ανάπτυξης μιας χώρας συνδέεται συνήθως με
ορισμένες κατηγορίες προβλημάτων, χωρίς όμως αυτό να
σημαίνει ότι προβλήματα που συναντούμε σε αναπτυγμένες
χώρες δεν εμφανίζονται σε αναπτυγμένες περιοχές λιγότερο
αναπτυγμένων χωρών. Αντίστροφα, προβλήματα οικονομικά
καθυστερημένων χωρών χαρακτηρίζουν καμιά φορά τις
καθυστερημένες περιοχές βιομηχανικών χωρών με υψηλούς
δείκτες ανάπτυξης (συνύπαρξη καθυστερημένων,
απομονωμένων αγροτικών περιοχών, όπου παρατηρείται
δημογραφική παρακμή, έλλειψη ή χαμηλή αξιοποίηση
πλουτοπαραγωγικών πόρων, και περιοχών βιομηχανικής
παρακμής ή αστικές ζώνες, που υποφέρουν από φαινόμενα
υπερσυγκέντρωσης, συνωστισμού και ρύπανσης).
Στις βιομηχανικές χώρες το
φαινόμενο της άνισης
ανάπτυξης με μεγάλες
περιφερειακές ανισότητες,
οδήγησε στο παρελθόν σε ένα
κοινωνικοοικονομικό χάσμα
ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες
και σε περιοχές.

Ανθηρές βιομηχανικές περιοχές


του 19ου αιώνα μαράζωσαν,
δημιουργώντας μεγάλους και
μικρούς θύλακες ανεργίας και
μια έντονη απαξίωση του
παραγωγικού εξοπλισμού που
είχε στηρίξει την ανάπτυξη τους
στο παρελθόν.

Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα εκδηλώθηκαν βαθμιαία νέες


αλλαγές στις αναπτυγμένες χώρες.

Η μετακίνηση εργαζομένων και κεφαλαίων προς τον τριτογενή


τομέα της οικονομίας, τον τομέα των υπηρεσιών, και προς τους
κλάδους υψηλής τεχνολογίας οδήγησε στην παρακμή ακόμη και
περιοχές με βιομηχανική ανάπτυξη, που είχαν κάποτε πάρει την
σκυτάλη από τις ζώνες της βαριάς βιομηχανίας.

Μέσα από μια ανατρεπτική διαδικασία παραγωγικής


αναδιάρθρωσης και αποβιομηχάνισης μεταμορφώθηκε η
οικονομική γεωγραφία εκτεταμένων περιοχών, βυθίζοντας στην
κρίση τις ακμάζουσες βιομηχανικές περιοχές της δεκαετίας του
1960 και αναδεικνύοντας πρώην αγροτικές περιοχές, που
συγκέντρωσαν τους νέους κλάδους υψηλής τεχνολογίας.
Στο λιγότερο αναπτυγμένο κόσμο τα προβλήματα χωρικής οργάνωσης και
χωροταξικού σχεδιασμού έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η ύπαρξη
απομονωμένων, οικονομικά υπανάπτυκτων και τεχνολογικά
καθυστερημένων περιοχών είναι έντονη. Η απόσταση ανάμεσα στις
αγροτικές και αστικές περιοχές είναι τεράστια. Αυτός ο δυϊσμός
αναπαράγεται και μεταξύ μερικών βιομηχανικών, εξορυκτικών ή ακόμη και
αγροτικών δραστηριοτήτων έντασης κεφαλαίου και του μεγάλου όγκου
των αγροτικών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο ή των υπηρεσιών μικρής
κλίμακας στις πόλεις, όπου κυριαρχεί η ένταση εργασίας.

Συνηθισμένο φαινόμενο στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και


περιφέρειες είναι η κυριαρχία μιας μητροπολιτικής περιοχής με
υπερσυγκέντρωση δραστηριοτήτων και ανεπαρκή αξιοποίηση των πόρων
των υπόλοιπων περιοχών. Οι ανισότητες και οι ανύπαρκτες υποδομές,
ιδίως στην ύπαιθρο, εμποδίζουν την ολοκλήρωση των περιφερειακών ή
εθνικών οικονομιών σε ένα ενιαίο σύνολο. Ο σχεδιασμός οικονομίας και
χώρου προσκρούει στην αδυναμία συντονισμού εθνικών και
περιφερειακών πολιτικών, στον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, στην
έλλειψη δημοκρατικών δομών και στην ανεπάρκεια της διοίκησης.
Η απόσταση θεωρίας και πράξης

• Ο σχεδιασμός του χώρου είναι ταυτόχρονα τόσο


ένας επιστημονικός κλάδος, με θεωρητικό
υπόβαθρο δανεισμένο σε μεγάλο βαθμό από
κοινωνικές και τεχνολογικές επιστήμες, όσο και
μια λειτουργία του κράτους, που υποστηρίζεται
από νομοθετικές διατάξεις και διοικητικές
διαδικασίες.
• Σαν λειτουργία, ο χωροταξικός σχεδιασμός
προκύπτει μέσα από ποικίλες, συχνά ασύνδετες,
δραστηριότητες των οργάνων της διοίκησης, που
εφαρμόζουν νόμους και διατάγματα χωρίς
ιδιαίτερη συνάφεια και συντονισμό μεταξύ τους.

Θεσμικό πλαίσιο και χωροταξικά σχέδια

• Ως χωροταξικό σχέδιο θεωρείται ένα σύνολο κειμένων


και σχεδίων, με τα οποία εκφράζονται οι γενικές αρχές και
κατευθύνσεις της ακολουθητέας χωροταξικής πολιτικής
στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης.
• Το χωροταξικό πρόγραμμα είναι ένα σύνολο κειμένων και
σχεδίων, με τα οποία καθορίζονται οι απαιτούμενες για
την εφαρμογή του δεδομένου χωροταξικού σχεδίου
επεμβάσεις με τις φάσεις πραγματοποίησης και
χρηματοδότησης του, καθώς και τα απαραίτητα για τον
σκοπό αυτό θεσμικά, οικονομικά και διοικητικά μέτρα.
Ευρωπαϊκή Ένωση και Χωροταξία
• Η διαδικασία των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που
έχει ενσωματωθεί στο Ελληνικό δίκαιο, απορρέει από της
απαιτήσεις της πολιτικής για το περιβάλλον της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
• Σοβαρές χωρικές συνέπειες έχουν και οι λεγόμενες Κοινοτικές
πρωτοβουλίες, πολλές από τις οποίες συμπληρώνουν την
περιφερειακή πολιτική της ΕΕ, αλλά και της ίδιας της χώρας,
δεδομένου ότι η χώρα συμμετέχει με εθνική συμμετοχή σ’
αυτές, όπως βέβαια και στο ΚΠΣ.
• Μέσα από αυτά τα προγράμματα εκφράζεται η περιφερειακή
πολιτική της ΕΕ, που ακολουθεί μια σειρά 6 στόχων και μια
ταξινόμηση των περιφερειών των χωρών - μελών σε αντιστοιχία
με αυτούς τους στόχους. Ολόκληρη η Ελλάδα θεωρείται περιοχή
του Στόχου 1, που είναι η ανάπτυξη και διαρθρωτική
προσαρμογή των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών.

Τα προγράμματα χρηματοδοτούνται από την ΕΕ μέσω των


διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ :

• Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης , που ενισχύει


μόνο τις μειονεκτούσες περιφέρειες της ΕΕ, με παρεμβάσεις που
αφορούν κυρίως τις παραγωγικές επενδύσεις, την υποδομή και
την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
• Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), που δραστηριοποιείται σε
θέματα επαγγελματικής κατάρτισης και δημιουργίας θέσεων
εργασίας,
• Το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και
Εγγυήσεων, και ειδικότερα το τμήμα προσανατολισμού, που
στηρίζει την αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα και την
αγροτική ανάπτυξη, και
• Το Ταμείο Συνοχής, που έχει ως στόχο την μείωση της απόκλισης
μεταξύ εθνικών οικονομιών.
Εργασία ομάδας φοιτητών ΕΜΠ με θέμα: «Χωροταξία –
Αναπτυξιακές προοπτικές στην περιοχή της Ηλείας»
https://slideplayer.gr/slide/2560820/

Θεωρίες χωροθέτησης του δευτερογενούς τομέα

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com
Ποια ζητήματα απασχολούν τις θεωρίες
χωροθέτησης;

• Γιατί η βιομηχανία είναι άνισα κατανεμημένη εντός


των χωρών;
• Γιατί υπάρχουν αλλαγές στη χωροθέτηση των
διαφόρων κλάδων;
• Γιατί κάποιες επιχειρήσεις επιλέγουν τη χωρική
διασπορά των δραστηριοτήτων τους;
• Γιατί κάποιες βιομηχανίες δημιουργούν
«παράλληλα εργοστάσια»;
• Υπάρχει «άριστη» κατανομή βιομηχανικών
δραστηριοτήτων (επιχείρησης, κλάδου, χώρας,
περιφέρειας) και σε ποιο επίπεδο αυτό συμβαίνει;

ολοκληρωμένες μονάδες παραγωγής και συναρμολόγησης


εγκαταστάσεις συναρμολόγησης για εξοπλισμό
Εγκαταστάσεις κατασκευής εξαρτημάτων
θυγατρικές μονάδες συναρμολόγησης και παραγωγής
Map of Boeing Locations

Ενδεικτική εργασία : Επιλέξτε μια εταιρεία (π.χ. Siemens, Apple, Coca cola,
McDonald, Mall) ή κλάδο (π.χ. υφαντουργεία, εστίαση, ένδυση, αγροτουρισμός,
πολυκαταστήματα). Αναζητήστε στοιχεία για την ιστορία και την εξέλιξή της
εταιρείας ή του κλάδου που επιλέξατε. Κινηθείτε σε εθνικό, περιφερειακό ή
πολυεθνικό επίπεδο. Εστιάστε στις επιλογές χωροθέτησης των δραστηριοτήτων
που σας ενδιαφέρουν και συσχετίστε, στο βαθμό που είναι εφικτό, με την
οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας ή περιφέρειας που επιθυμείτε.
Siemens world locations

Coca Cola locations in the world


Η απόφαση χωροθέτησης (μια συνεχής διαδικασία)
1. Η πρώτη απόφαση έχει να κάνει με την εγκατάσταση κατά την
ίδρυση.
2. Η απόφαση χωροθέτησης συνδέεται με την επέκταση σε νέες
δραστηριότητες και κλάδους παραγωγής (διαφοροποίηση -
diversification). Πρόκειται για μια στρατηγική ανάπτυξης της
επιχείρησης που συνεπάγεται νέες επενδύσεις.

Είδη στρατηγικών διαφοροποίησης:


• η συσχετισμένη (related diversification) : είναι αποτέλεσμα της
επιχειρηματικής επέκτασης σε παρεμφερείς κλάδους παραγωγής και την
αύξηση της δύναμης στην αγορά και
• η ασυσχέτιστη (unrelated diversification) η οποία αφορά στην επέκταση σε
μη συγγενικούς κλάδους παραγωγής και στοχεύει στη μείωση του κινδύνου
μέσω της διασποράς των επενδύσεων σε ετερογενείς δραστηριότητες, καθώς
μπορεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία ενός
συγκεκριμένου κλάδου.
3. Η δημιουργία νέου παραγωγικού μοντέλου
(επιχείρηση με περισσότερα εργοστάσια,
υπεργολαβική σχέση, εντατικοποίηση εργασίας,
εισαγωγή νέας τεχνολογίας).
4. Αποεπένδυση η οποία συνεπάγεται αναδίπλωση των
δραστηριοτήτων και επικέντρωση στις πιο βασικές
λειτουργίες, στο βαθμό που η επιχείρηση
αντεπεξέρχεται τη δύσκολη οικονομική φάση και
επιτυγχάνει να επιβιώσει, αποφεύγοντας έτσι την
πτώχευση.

Παράγοντες που επηρεάζουν τη χωροθέτηση της


βιομηχανίας
• Πρώτες ύλες για μεταποίηση : ανάλογα με το βάρος τους επηρεάζουν
την επιλογή εγκατάστασης. Η εξέλιξη των μεταφορών έχει επηρεάσει τη
σημασία του παράγοντα αυτού.
• Η ενέργεια (υδατοπτώσεις, κάρβουνο) ήταν παλαιότερα εξέχουσας
σημασίας για τη χωροθέτηση. Σήμερα, μεγαλύτερη σημασία έχει ο
έλεγχος του κόστους και της συνεχούς παροχής ενέργειας, παρά η
γειτνίαση με την πηγή ενέργειας.
• Η γειτνίαση με την αγορά έχει μεγάλη σημασία για τη χωροθέτηση.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το μέγεθος των πόλεων / αγορών, το μέγεθος
του πληθυσμού και η αγοραστική του δύναμη.
• Το εργατικό δυναμικό.
• Η κρατική παρέμβαση και οι πολιτικές επιλογές.
• Οι μεταφορές και η προσπελασιμότητα.
• Ο ανταγωνισμός.
• Γεωπολιτικές συνθήκες.
• Οι εσωτερικές οργανωτικές δομές κάθε επιχείρησης.
Οι βασικές σχολές χωροθέτησης της βιομηχανίας

• Κλασική Σχολή

• Σχολή της Συμπεριφοράς

• Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας

Η Κλασική Σχολή περιλαμβάνει τις προσεγγίσεις :

• Θεωρία του ελάχιστου κόστους του Weber (1909),


• Θεωρία χωροθετικής αλληλεξάρτησης περιοχής-αγοράς του
Hotelling (1929),
• Θεωρία της γενικής χωρικής ισορροπίας του Losch (1954),
• Θεωρία του κύκλου ζωής του προϊόντος του Vernon (1966).
Προσέγγιση ελάχιστου κόστους
• Οι επιχειρήσεις αναζητούν τον τόπο εγκατάστασης όπου το
συνολικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα είναι το
ελάχιστο.
• Θεμελιωτής της θεωρίας αυτής ο Alfred Weber (1909) που
στηρίχθηκε στην ελαχιστοποίηση του κόστους προμήθειας
και μεταφοράς των υλικών, των προϊόντων και υπηρεσιών
που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και διανομής
του παραγόμενου προϊόντος [πρώτες ύλες, ενέργεια,
εργατικό δυναμικό, τελικά προϊόντα, οικονομίες
συγκέντρωσης (agglomeration economies)].
• Ο Weber υπέθεσε ότι η επιχείρηση ορίζεται ως μεμονωμένο
σημείο στο χώρο που έχει ως βασική επιδίωξη τη
μεγιστοποίηση των κερδών της.

Υποθέσεις της θεωρίας του Weber


• Οι πρώτες ύλες (και τα καύσιμα) είναι εντοπισμένες σε
συγκεκριμένες (γνωστές) περιοχές. Παράλληλα βέβαια υπάρχουν
και πρώτες ύλες ομοιόμορφα κατανεμημένες σε όλη τη γεωγραφική
επιφάνεια, άρα δεν επηρεάζουν την κατανομή των βιομηχανιών.
• Η θέση και το μέγεθος των τόπων κατανάλωσης είναι δεδομένα.
• Υπάρχουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Καμιά βιομηχανία δεν
μπορεί να αποκομίσει μονοπωλιακά οφέλη από την επιλογή του
τόπου εγκατάστασης.
• Το εργατικό δυναμικό βρίσκεται σε συγκεκριμένες περιοχές και
υπάρχει σε απεριόριστο αριθμό.
• Κόστος παραγωγής και τιμή πώλησης θεωρούνται δεδομένα και
δεν μεταβάλλονται στις διάφορες τοποθεσίες.
• Η τεχνολογία είναι δεδομένη.
• Επιτόκια, φορολογία κτλ., δεν επηρεάζουν τον τόπο εγκατάστασης.
• Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες
παρουσιάζουν ομοιομορφία σε όλες τις τοποθεσίες.
Τα στάδια της προσέγγισης του Weber

• 1ο στάδιο (εύρεση του σημείου του ελάχιστου


κόστους μεταφοράς)

• 2ο στάδιο (μετακίνηση του σημείου αυτού προς


τις πηγές του φθηνότερου εργατικού δυναμικού)

• 3ο στάδιο (μετακίνηση προς τα σημεία υψηλής


χωρικής συγκέντρωσης)

1ο στάδιο: το κόστος μεταφοράς


• Εξέτασε το κόστος μεταφοράς ως τον πιο καθοριστικό παράγοντα
της χωροθέτησης.

• Εξέτασε τα έξοδα ως συνάρτηση του βάρους που θα μεταφερθεί και


της απόστασης που θα καλυφθεί.

• Εισήγαγε την έννοια του δείκτη υλικού (ΔΥ)

Βάρος εντοπισμένων πρώτων υλών


ΔΥ =
Βάρος προϊόντος

Αν ΔΥ > 1 → βιομηχανία προσανατολισμού πρώτων υλών (π.χ.


εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης από ζαχαρότευτλα)
Αν ΔΥ < 1 → βιομηχανία προσανατολισμού αγοράς (π.χ. εργοστάσιο
παραγωγής αναψυκτικών)
Επειδή συνήθως υπάρχουν περισσότερες
από μια εισροές ο δείκτης υλικού δεν
επαρκεί. Έτσι ο Weber χρησιμοποίησε το
χωροταξικό τρίγωνο. Όπου C (σημείο
κατανάλωσης) και Μ1, Μ2 τα πιο αξιόλογα
πλεονάσματα των δυο κυριότερων
εντοπισμένων υλών.

Ο τόπος εγκατάστασης είναι εκείνος όπου το συνολικό


κόστος ανά μονάδα απόστασης και βάρους που ενέχεται
στη μεταφορά των υλικών προς το σημείο παραγωγής και
του τελικού προϊόντος προς την αγορά είναι το ελάχιστο.
Αν λοιπόν για την παραγωγή
μιας μονάδας αγαθού ω3
απαιτούνται ω1 μονάδες υλικού
Μ1 και ω2 μονάδες υλικού Μ2
και αν οι αποστάσεις του
υλικού Μ1 από το σημείο
παραγωγής Ρ είναι d1 και του
Μ2 είναι d2, τότε το πρόβλημα
που τίθεται είναι που βρίσκεται
το σημείο Ρ που ελαχιστοποιεί
την εξίσωση:

P = ω1.d1 + ω2.d2 + ω3.d3

2ο στάδιο : Ο Weber εισάγει


Έστω P1 η άριστη θέση της την περίπτωση της
επιχείρησης. Γύρω από αυτήν διαφοροποίησης στο κόστος
υπάρχουν ομόκεντροι κύκλοι ίσης
εργασίας.
δαπάνης των 50 ευρώ/μονάδα. Αν η
επιχείρηση μεταφερθεί σε έναν από
τους κύκλους, το συνολικό
μεταφορικό κόστος θα αυξηθεί κατά
50, 100, 150 ευρώ αντίστοιχα. Οι
θέσεις πέραν του P1 θα μειώνουν την
κερδοφορία και κατά συνέπεια θα
είναι λιγότερο αποτελεσματικές. Η
παραγωγή μπορεί να μεταφερθεί από
το σημείο Ρ1 σε άλλο όπου υπάρχει
φθηνό εργατικό δυναμικό L1 μόνο
όταν η εξοικονόμηση πόρων από το
κόστος της εργασίας υπερκαλύπτει το
επιπλέον κόστος μεταφοράς.
3ο στάδιο : Οικονομίες χωρικής
Ένα εργοστάσιο μπορεί συγκέντρωσης
να παρεκκλίνει από την
άριστη θέση Ρ1 η οποία
εκφράζει την επίτευξη
του ελάχιστου
μεταφορικού κόστους
αν η συγκέντρωση
επιχειρήσεων οδηγεί σε
εξοικονόμηση δαπανών
(π.χ. 100 ευρώ)
μεγαλύτερη από τα
επιπλέον μεταφορικά
έξοδα από το σημείο της
προηγούμενης
εγκατάστασης στο
σημείο συγκέντρωσης.

Το τρίγωνο του Weber και


Η επιχείρηση μετακινείται από τη
θέση Κ στη θέση Ρ λόγω
νέες αγορές
χαμηλότερου κόστους εισροών στη
θέση αυτή. Στη θέση Ρ αντικαθιστά
τις εισροές από τη θέση Μ2 με
εισροές από τη θέση Μ4 λόγω
χαμηλότερου κόστους.
Στη θέση Μ4 μπορεί να υπάρχουν
προμηθευτές που ανταγωνίζονται
αυτούς της θέσης Μ2. Αυτό
επηρεάζει τη θέση της επιχείρησης.
Οι νέες επιλογές μπορεί να
οδηγήσουν την επιχείρηση σε μια
νέα άριστη θέση Ν, όπου οι εισροές
από τις θέσεις Μ2 και Μ4
εξασφαλίζουν χαμηλότερο κόστος.
Για τη θέση Ν η επιχείρηση
εξασφαλίζει μια νέα θέση διάθεσης
του προϊόντος τη Μ5. Τα νέα σημεία
αναφοράς είναι τα Μ2, Μ4, Μ5.
Κριτικές βελτιώσεις στη προσέγγιση του Weber

• Hoover (1937): Θεωρούσε το κόστος παραγωγής


σημαντικότερο από το μεταφορικό κόστος.
• Smith (1971): Στο αρχικό τρίγωνο του Weber πρόσθεσε
και άλλες εισροές παραγωγής (ενέργεια, φόρους,
επιτόκια, οικονομίες και δυσοικονομίες συγκέντρωσης).
• Massey (1973) : Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας που θα
δούμε αργότερα η οποία ασκεί κριτική στην κλασική
προσέγγιση ότι δηλαδή, η τελευταία, ερμηνεύει τη
χωροθέτηση με όρους «χωρικότητας» δίνοντας ελάχιστη
σημασία στη συγκέντρωση και τον έλεγχο του
κεφαλαίου.

Η προσέγγιση της χωροθετικής αλληλεξάρτησης


(Hotelling 1929, Lösch 1954)
• Η προσέγγιση αυτή γεννήθηκε επειδή η επέκταση του
μονοπωλιακού φαινομένου κλόνισε την υπόθεση του
τέλειου ανταγωνισμού στην οποία βασιζόταν η προσέγγιση
του ελάχιστου κόστους. Το μονοπωλιακό φαινόμενο γίνεται
εντονότερο εξαιτίας της συγκέντρωσης κεφαλαίου και της
χωρικής συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων.
• Επειδή οι καταναλωτές κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλο το
γεωγραφικό χώρο, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να
εγκατασταθούν εκεί σε διάφορες περιοχές ώστε να ελέγχουν
την αγορά.
• Η επιλογή χωροθέτησης των επιχειρήσεων παίρνει σοβαρά
υπόψη της τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων του ίδιου
κλάδου. Οι επιχειρήσεις πωλούν τα προϊόντα τους σε μια
αγορά κατανεμημένη στο χώρο (όχι αγορά σημείο όπως
υποθέτει η προσέγγιση του ελάχιστου κόστους).
• Ο Hotelling (1929) εισήγαγε το ζήτημα του
επιχειρηματικού ανταγωνισμού για την κατάκτηση
μεριδίων της αγοράς και εξέτασε από την άποψη
αυτή τις βέλτιστες αντιδράσεις επιλογής θέσεων
χωροθέτησης.
• Η προσέγγισή του είναι γνωστή και ως χωρικό
δυοπώλιο όπου το κόστος παραγωγής και η
κατανομή της ζήτησης αποτελούν τους εξωγενείς
παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη δυο
ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις προκειμένου να
αποφασίσουν τη στρατηγική χωροθέτησής τους.

Ο Lösch (1954) που έδινε έμφαση στην περιοχή της αγοράς έκανε
τις ακόλουθες γενικές υποθέσεις:

1. Όλες οι επιχειρήσεις έχουν το ίδιο κόστος παραγωγής σε όποιο


σημείο του γεωγραφικού χώρου κι αν βρίσκονται.

2. Η παραπάνω υπόθεση έγινε επειδή θεωρούσε ότι οι


παραγωγικοί πόροι είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι στο χώρο.

3. Ο γεωγραφικός χώρος είναι ισοτροπικός που σημαίνει ότι


διέπεται από πλήρη κανονικότητα (καταναλωτές ομοιόμορφα
κατανεμημένοι στο χώρο, με ίδιες καταναλωτικές προτιμήσεις,
ίδιο εισόδημα, όμοιες καμπύλες ζήτησης κτλ.).

4. Η αγορά δεν είναι σημείο αλλά είναι κατανεμημένη στο χώρο.


5. Η τιμή πώλησης ισούται με το άθροισμα παραγωγικού
κόστους (CP) και κόστους μεταφοράς (CΤ).

6. Οι μεταφορικές ευκολίες είναι ομοιόμορφες προς κάθε


κατεύθυνση (είναι και αυτό ένα επιπλέον στοιχείο της
κανονικότητας που χαρακτηρίζει το γεωγραφικό χώρο) και
μεταβάλλονται ανάλογα με την απόσταση και το βάρος του
προϊόντος.

Αν CΡ (κόστος παραγωγής), CT = tA . dA
(όπου t μεταφορικό κόστος)/μονάδα
προϊόντος) και d (απόσταση μεταφοράς), η
τιμή (TΑ) ενός προϊόντος που παράγει το
εργοστάσιο Α είναι η μέγιστη που είναι
διατεθειμένοι να πληρώσουν οι
καταναλωτές. Η περιστροφή της ζήτησης
γύρω από τον άξονα AD δείχνει το
συνολικό όγκο των πωλήσεων του
εργοστασίου που είναι εγκατεστημένο στη
θέση Α. Στο σημείο Α η ζήτηση είναι D, στο
σημείο F είναι μηδέν. Ο κύκλος με κέντρο
το σημείο Α όπου είναι εγκατεστημένη η
επιχείρηση και ακτίνα AF είναι η περιοχή
αγοράς (market area), γιατί υποθέτει ότι η
ζήτηση είναι ομοιόμορφη προς όλες τις
κατευθύνσεις.
Κάθε επιχείρηση προσπαθεί να ελέγξει το μεγαλύτερο
δυνατό κομμάτι της αγοράς.

Η θέση και η έκταση της περιοχής αγοράς επηρεάζεται


από τη συμπεριφορά του καταναλωτή και τις αποφάσεις
χωροθέτησης των άλλων επιχειρήσεων του κλάδου.

Κάθε επιχείρηση ασκεί μονοπωλιακό έλεγχο σε τμήμα της


αγοράς που ελέγχει καλύτερα. Κάθε επιχείρηση έχει
κυκλική περιοχή αγοράς στην οποία πουλάει μονοπωλιακά
το προϊόν της.

Υποθέτουμε ύπαρξη 2 επιχειρήσεων Α και Β όπως θα


δούμε στην επόμενη διαφάνεια.

Έχουμε δυο εργοστάσια Α και


Β που παράγουν
πανομοιότυπο προϊόν, με
ίδιο κόστος παραγωγής και
μεταφοράς. Ο καταναλωτής
είναι διατεθειμένος να
πληρώσει το ίδιο χρηματικό
ποσό ΤΑ = ΤΒ.
Το κόστος παραγωγής και
μεταφοράς του παραγόμενου
προϊόντος, σε συνδυασμό με
την τιμή που διατίθεται να
πληρώσει ο καταναλωτής,
καθορίζουν την έκταση της
αγοράς κάθε προϊόντος.

Η έκταση της περιοχής αγοράς της επιχείρησης καθορίζεται από το


κόστος παραγωγής και μεταφοράς του παραγόμενου προϊόντος,
καθώς και από το συνολικό όγκο των πωλήσεών της.
Εδώ βλέπουμε δυο επιχειρήσεις Α και Β
με περιοχές αγοράς που εν μέρει
αλληλεπικαλύπτονται.
Στο διάγραμμα δεξιά οι
περιοχές αγοράς των
επιχειρήσεων Α και β
είναι ίσες. Αν η Α
προσεγγίσει τη Β
επεκτείνει την αγορά
της και η Β αντιδρώντας
στη συρρίκνωση της
αγοράς της,
μετακινείται στα
αριστερά της Α.

Ο συνεχιζόμενος
χωροθετικός
ανταγωνισμός θα
οδηγήσει σύμφωνα με
τον Hotelling σε ένα
σημείο ισορροπίας όπου
θα στέκονται πλάτη
πλάτη στο κέντρο της
αγοράς και η καθεμία θα
εξυπηρετεί το μισό
κομμάτι της αγοράς
(τάση χωρικής
συγκέντρωσης των
επιχειρήσεων).
Το βασικό συμπέρασμα του Hotelling ότι υπάρχει τάση
συγκέντρωσης των επιχειρήσεων στο χώρο αμφισβητείται
αν αρθούν οι υποθέσεις του.
• Το στοιχείο της ανελαστικότητας της ζήτησης. Τότε, οι
απομακρυσμένοι καταναλωτές δεν είναι πια διατεθειμένοι να
πληρώσουν το προϊόν σε τόσο υψηλή τιμή λόγω του κόστους
μεταφοράς. Οπότε οι επιχειρήσεις θα απομακρυνθούν μεταξύ τους και
θα εγκατασταθούν κάθε μια στο ¼ του συνολικού μήκους της αγοράς.

• Αγορά γραμμική αλλά απεριόριστου μήκους. Τότε οι επιχειρήσεις


έχουν συμφέρον να απομακρυνθούν όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να
αποφύγουν τον ανταγωνισμό.

• Αγορά μη γραμμική, αλλά κυκλική. Σ’ αυτή την περίπτωση η χωρική


συγκέντρωση δε θα εξυπηρετούσε καθόλου την επιχείρηση σε σχέση
με την ανταγωνίστριά της, γιατί η μετακίνηση της μιας επιχείρησης
κοντά στην άλλη θα αύξανε εξίσου τα προστατευόμενα τμήματα της
αγοράς και των δύο επιχειρήσεων.

Κύρια βιβλιογραφική πηγή

Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία, εκδόσεις


Πατάκη, Αθήνα, 2011.
Θεωρίες χωροθέτησης του δευτερογενούς τομέα
(συνέχεια)

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com

ΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Επιχείρηση Μεγιστοποίηση Εθνική και Επίπεδο


οικονομικού περιφερειακή χώρας
αποτελέσματος ανάπτυξη

Επιλογή του τόπου εγκατάστασης


ΘΕΩΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΟΠΩΝ
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ CHRISTALLER (1933)

Γερμανός γεωγράφος. Γνωστός για


την πρωτοποριακή Θεωρία των
Κεντρικών Τόπων (1933) για τη
μελέτη των πόλεων ως συστήματα,
και όχι απλές ιεραρχίες ή αυτόνομες
οντότητες.

Η θεωρία των Κεντρικών Τόπων επιχειρεί να προσεγγίσει τη


γεωγραφική κατανομή των αστικών κέντρων, να καταδείξει
το πώς συσχετίζονται οι οικισμοί μεταξύ τους, το μέγεθος της
αγοράς που ο κεντρικός τόπος μπορεί να ελέγξει και γιατί
μερικοί κεντρικοί τόποι λειτουργούν ως χωριά, κωμοπόλεις ή
πόλεις.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή πρωταρχικής σημασίας στόχος


ενός κεντρικού τόπου είναι να εφοδιάσει τις γειτονικές
αγορές με αγαθά και υπηρεσίες.

Η προσέγγιση περιλαμβάνει τη λογική χωροθέτησης κεντρικών


τόπων, στους οποίους παρέχονται αγαθά και υπηρεσίες
(Διαμόρφωση Πρότυπου Χωρικής Δομής)
Παρατήρηση της γεωγραφικής κατανομής των μεγάλων
και μικρών πόλεων της Νότιας Γερμανίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ : Οργάνωση περιοχών


αγοράς – αστικών κέντρων

Στόχος του μοντέλου: Να απλουστεύσει την


πολυπλοκότητα του πραγματικού κόσμου, έτσι ώστε να
γίνει δυνατή η μελέτη των φαινομένων και των
διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν.

Προσεγγίζει το ζήτημα της χωροθέτησης των


επιχειρήσεων από την πλευρά της προσφοράς
1.ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ

• Επίπεδη, χωρίς εμπόδια στις μετακινήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις.


• Μεταφορικά κόστη: ανάλογα της απόστασης - ομοιογενές σύστημα
μεταφορών.
• Φυσικοί πόροι: ισοκατανεμημένοι, εδάφη το ίδιο εύφορα - οι πρώτες ύλες
βρίσκονται παντού.

2. ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗ

• Ομοιόμορφα κατανεμημένος
• Ίδια εισοδήματα, πρότυπα ζήτησης, πρότυπα κατανάλωσης
• Καταναλωτές και παραγωγοί έχουν πλήρη γνώση της αγοράς και
λειτουργούν ορθολογικά (Οι παραγωγοί επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν το
κέρδος τους και να διευρύνουν τις περιοχές διάθεσης των προϊόντων τους
και οι καταναλωτές με δεδομένο το εισόδημά τους και τις τιμές των
αγαθών, θα επιλέξουν εκείνους τους συνδυασμούς αγαθών που
μεγιστοποιούν τη χρησιμότητά τους και θα αναζητήσουν στο πλαίσιο της
ελαχιστοποίησης του κόστους μετακίνησής τους, τον πλησιέστερο τόπο
όπου προσφέρεται το αγαθό ή η υπηρεσία που ζητούν).

ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ: σημείο στο χώρο ΕΝΝΟΙΕΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ


(οικονομική δραστηριότητα ή οικισμός) που ΜΟΝΤΕΛΟΥ CHRISTALLER
παρέχει αγαθά και υπηρεσίες στην βάσει του οποίου
ενδοχώρα του.
χωροθετούνται οι κεντρικοί
ΦΑΣΜΑ ΑΓΟΡΑΣ: περιοχή που εξυπηρετεί τόποι
ένας συγκεκριμένος κεντρικός τόπος. Είναι
η, κατά μέσο όρο, μέγιστη απόσταση που
είναι διατεθειμένος ο καταναλωτής να
διανύσει για την αγορά ενός αγαθού ή μιας
υπηρεσίας.

ΦΑΣΜΑ ΑΓΑΘΩΝ: φάσμα προσφερομένων


αγαθών σε έναν κεντρικό τόπο.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΤΩΦΛΙ: αντιστοιχεί στο μέγεθος


της επιχείρησης που συντηρείται από το
εκάστοτε φάσμα αγοράς (βιώσιμο μέγεθος
επιχείρησης). Ο ελάχιστος πληθυσμός που
απαιτείται για τη στήριξη μιας επιχείρησης.
Ο καθοριστικός παράγοντας για τη
χωροθέτηση ενός κεντρικού τόπου είναι το
κατώφλι ,το οποίο περιλαμβάνει τη
μικρότερη περιοχή αγοράς που είναι
απαραίτητη για την οικονομική βιωσιμότητα
των επιχειρήσεων. Μόλις καθοριστεί το
κατώφλι, ο κεντρικός τόπος θα επιδιώξει να
επεκτείνει την περιοχή της αγοράς μέχρις
ότου επιτευχθεί το φάσμα της αγοράς.

Δεδομένου ότι το κατώφλι και το φάσμα καθορίζουν τη χωρική έκταση


της αγοράς ενός κεντρικού τόπου, οι περιοχές της αγοράς για μια ομάδα
κεντρικών τόπων που προσφέρουν της ίδιας τάξης αγαθά και υπηρεσίες
θα εκτείνονται , κυκλικά, σε ίση απόσταση προς όλες τις κατευθύνσεις.

Διάκριση αγαθών
 Αγαθά υψηλής τάξης
(αυτοκίνητο,
υπολογιστής,
κοσμήματα)
 Αγαθά χαμηλής τάξης
(ψωμί, γάλα, ζυμαρικά).
Κάθε κεντρικός τόπος έχει ένα κυκλικό φάσμα αγοράς
Οι κυκλικές αγορές εγγίζουν η μία την άλλη, χωρίς να
αλληλεπικαλύπτονται
Στη φάση αυτή υπάρχουν περιοχές ανάμεσα στους
κύκλους στις οποίες η ζήτηση δεν ικανοποιείται
Στη συνέχεια επεκτείνεται η αγορά για να ικανοποιήσει
τη ζήτηση που δεν ικανοποιείται
Εδώ οι κύκλοι αλληλεπικαλύπτονται και εμφανίζεται
ανταγωνισμός στις περιοχές αλληλοεπικάλυψης
Η αλληλεπικαλυπτόμενη περιοχή μοιράζεται
Κάθε καταναλωτής αγοράζει από τον προμηθευτή που
βρίσκεται πλησιέστερα σε αυτόν
Καταναλωτές που βρίσκονται σε διαχωριστική γραμμή
μπορούν να αγοράζουν και από τους δύο προμηθευτές
γραμμή αδιαφορίας

ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΟΝΤΕΛΟΥ

Η τιμή είναι συνάρτηση ΜΟΝΟ της


απόστασης
Φάσμα αγοράς
οικισμού 1ου Οικισμός 1ου επιπέδου Ιεραρχία αστικών
επιπέδου κέντρων με βάση το
φάσμα αγαθών που
παρέχουν

Οικισμός 2ου επιπέδου

Φάσμα αγοράς οικισμού


2ου επιπέδου

ΧΩΡΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κάθε οικισμός βρίσκεται σε μία θέση στην ιεραρχία των


αστικών κέντρων

Η θέση αυτή καθορίζεται από το φάσμα αγαθών που ο


οικισμός παρέχει

Οικισμοί που βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία


(μεγαλύτερο φάσμα αγοράς) διαθέτουν κάποια αγαθά σε
οικισμούς χαμηλότερα στην ιεραρχία
Οι βασικές αρχές της οργάνωσης του χώρου είναι :

1. Αρχή της ΑΓΟΡΑΣ

2. Αρχή των ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

3. Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ αρχή

Οι οικισμοί που εξυπηρετούνται


Αρχή της ΑΓΟΡΑΣ από έναν κεντρικό τόπο βρίσκονται
στις κορυφές των εξαγώνων.

Κάθε κεντρικός τόπος ανώτερης


τάξης ΕΛΕΓΧΕΙ τρεις κεντρικούς
τόπους κατώτερης τάξης

ΣΤΟΧΟΣ
αρχής αγοράς

Η εξυπηρέτηση του
μέγιστου αριθμού
καταναλωτών από τον
ελάχιστο αριθμό
κεντρικών τόπων
Αρχή των ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Οι οικισμοί που
εξυπηρετούνται
από έναν
κεντρικό τόπο
χωροθετούνται
στις ακμές των
εξαγώνων

ΣΤΟΧΟΣ της αρχής μεταφορών


 Η ελαχιστοποίηση του μήκους δικτύου (απόσταση)
 Η μεγιστοποίηση της διασύνδεσης των κέντρων που
εξυπηρετούνται από τους κεντρικούς τόπους

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ αρχή

Οι οικισμοί που
εξυπηρετούνται από
έναν κεντρικό τόπο
χωροθετούνται στο
εσωτερικό των
εξαγώνων του
Christaller

ΣΤΟΧΟΣ της διοικητικής αρχής


Τα χαμηλότερα στην ιεραρχία κέντρα
(οικισμοί) να ελέγχονται / διοικούνται από
τα υψηλότερα στην ιεραρχία κέντρα
Κάθε κεντρικός τόπος που βρίσκεται σε ένα επίπεδο της ιεραρχίας,
παρέχει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που ζητούνται από το αντίστοιχο
φάσμα της αγοράς

Οι κεντρικοί τόποι ανώτερης τάξης περιλαμβάνουν μεγαλύτερο


φάσμα αγαθών από τους τόπους κατώτερης τάξης
 Όσο κατεβαίνουμε στην ιεραρχία, αλλάζει το «επίπεδο κατώφλι»
των επιχειρήσεων
 Τα αγαθά που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις του τόπου Α’
επιπέδου έχουν συνεχώς μειούμενο “φάσμα αγοράς” λόγω του
κόστους που υπεισέρχεται από την απόσταση και αφήνουν αρκετή
ζήτηση ανικανοποίητη.
 Αυτό δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας ομάδας κέντρων
παραγωγής και διάθεσης των αγαθών του τόπου Β’ επιπέδου.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ CHRISTALLER οδηγούν σε μια


ιεράρχηση των κεντρικών τόπων

- των αστικών κέντρων


- των εμπορικών κέντρων
- των επιχειρήσεων π.χ. βιομηχανία, εμπόριο
- των υπηρεσιών π.χ. υγεία, εκπαίδευση
Η περιοχή αγοράς κάθε αστικού κέντρου εξαρτάται από τη
θέση του στην ιεραρχία των αστικών κέντρων

Το υπόδειγμα του
Christaller
αποτέλεσε τη βάση
για την ανάπτυξη
σειράς αλγόριθμων
χωροθέτησης
επιχειρήσεων
παροχής υπηρεσιών

Η
ΘΕΩΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΟΠΩΝ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ LÖSCH (1944)

Γερμανός οικονομολόγος , γνωστός για


τη συμβολή του στην περιφερειακή
επιστήμη και την αστική οικονομία.
Προχώρησε τις εργασίες του
Christaller στο βιβλίο του The
economics of location (1940).
http://www.economia.unam.mx/cedrus/desca
rgas/economicsoflocat00ls.pdf
Η επιφάνεια που εξετάζεται
 Χώρος: επίπεδος και ομοιογενής
 Μεταφορικά κόστη: ανάλογα της απόστασης και ομοιογενές
σύστημα μεταφορών (ίση δυνατότητα μεταφοράς προς όλες τις
κατευθύνσεις)

Ο πληθυσμός που ζει σε αυτή


 Ομοιόμορφα κατανεμημένος
 Ίδια εισοδήματα, πρότυπα ζήτησης, πρότυπα κατανάλωσης

 Η ζήτηση για το προϊόν μιας μεμονωμένης επιχείρησης είναι


σχετικά ελαστική ως προς την τιμή.
 Όσο αυξάνεται η τιμή του προϊόντος (κόστος μεταφοράς λόγω
αύξησης της απόστασης d) τόσο μειώνεται η ποσότητα που
ζητείται στην απόσταση αυτή.
Η χωροθέτηση κατά Lösch

Κάθε επιχείρηση Εi
χωροθετείται στο κέντρο
της αγοράς της

Κάθε επιχείρηση επιχειρεί να ελέγξει το μεγαλύτερο


μέρος της αγοράς

Αυτό εξαρτάται από:


- τη συμπεριφορά του καταναλωτή
- τις αποφάσεις χωροθέτησης των ανταγωνιστών της

Επιτυγχάνεται δημιουργία μονοπωλιακών


πλεονεκτημάτων

Είσοδος νέων επιχειρήσεων σε τμήματα της αγοράς που


ΔΕΝ καλύπτονται από τις υπάρχουσες επιχειρήσεις
Προϊόντα υψηλής αξίας Προϊόντα χαμηλής αξίας
ανελαστικά ως προς την τιμή Υψηλή ελαστικότητα ως προς
την τιμή

Μεγάλες περιοχές αγοράς


Μικρότερη ευαισθησία στην Μικρές περιοχές αγοράς
αύξηση της τιμής λόγω κόστους Ευαισθησία στην αύξηση της
μεταφοράς τιμής λόγω κόστους μεταφοράς

Μεγάλες εξάγωνες αγορές σε Μικρές εξάγωνες αγορές σε


λιγότερα σημεία περισσότερα σημεία

ΧΩΡΙΚΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΔΟΜΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΑ LÖSCH

- Τομεακή οργάνωση του χώρου.


- Oι μετακινήσεις χαρακτηρίζονται από γραμμικότητα.

-Κύριο χαρακτηριστικό συστήματος μεταφορών: οι


μετακινήσεις γίνονται κατά μήκος αρτηριών, οι οποίες
περιβάλλουν τους τομείς στο χώρο.

-Χωρική κατανομή πληθυσμού: χωρικά διαφοροποιημένη,


αλλά διαβλέπει την ανάγκη κάποιας κανονικότητας στην
κατανομή.
 Κυρίαρχο αστικό κέντρο (μητροπολιτική περιοχή).
 Ενδοχώρα: μικρότερα αστικά κέντρα και εναλλασσόμενες
περιοχές συγκέντρωσης και περιοχές διασποράς οικονομικών
δραστηριοτήτων.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΑΡΧΩΝ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ο Christaller εξέτασε τη χωροθέτηση των


επιχειρήσεων από την πλευρά της προσφοράς.

Ο Lösch εξέτασε τη χωροθέτηση των επιχειρήσεων


από την πλευρά της ζήτησης.
Κατά τον Christaller
Η παραγωγή κάθε αγαθού προϋποθέτει την
ύπαρξη συγκεκριμένου:
 φάσματος αγοράς για το προϊόν και
 “επιπέδου κατώφλι” για την επιχείρηση

Κατά τον Lösch


Τα επιμέρους αυτά προαπαιτούμενα ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ
ανάλογα με την τάξη του αγαθού

Κατά τον Christaller


Η ιεραρχία εμφανίζεται μέσα από μία σειρά
από διακριτά επίπεδα, που εξετάζονται
χωριστά.

Κατά τον Lösch


Ο χώρος δομείται μέσα από μία συνεχή
ιεραρχική κατανομή των κεντρικών τόπων,
όπου τα κέντρα που βρίσκονται στο ίδιο
επίπεδο ιεραρχίας μπορεί να έχουν τελείως
διαφοροποιημένες οικονομικές λειτουργίες.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ στην εξαγωνική δομή του Christaller από την ανατροπή
της ΥΠΟΘΕΣΗΣ της ίσης κατανομής του πληθυσμού στο χώρο.
ΙΕΡΑΡΧΙΚΟ ΧΩΡΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΓΟΡΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ (Ontario)

ΙΕΡΑΡΧΙΚΟ ΧΩΡΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΓΟΡΑΣ


ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ (Γερμανία)
Προσέγγιση του κύκλου ζωής του προϊόντος

• Η προσέγγιση αυτή αναπτύχτηκε από τον Hoover


(1948) και στη συνέχεια από τον Vernon (1966).
• O Hoover υποστήριξε ότι οι βιομηχανικές
επιχειρήσεις, στο νηπιακό τους στάδιο,
αναπτύσσονται στις μεγάλες πόλεις και
αποκεντρώνονται καθώς ωριμάζουν και γίνονται
πιο τυποποιημένες.
• Ο Vernon υποστήριξε πως κάθε νέο προϊόν περνάει
από τρία στάδια. Το προϊόν πρωτοεμφανίζεται
στην αγορά / τυποποιείται / ωριμάζει και διαχέεται
σε όλες τις πιθανές αγορές.
Εισαγωγή στην αγορά.

Κατά τη φάση της εισαγωγής, οι περισσότεροι αγοραστές


δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα για το προϊόν, του οποίου οι
πωλήσεις είναι ακόμα χαμηλές. Επίσης, το προϊόν
χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος παραγωγής και
προώθησης και έλλειψη άμεσου ανταγωνισμού. Η
οικονομική άνεση των πιθανών αγοραστών αυτής της
περιόδου επιτρέπει την τιμολόγηση σε υψηλά επίπεδα και
άρα τη γρήγορη επανάκτηση των εξόδων ανάπτυξης του
νέου προϊόντος.
Επίσης, το προϊόν χρειάζεται πιθανά αλλαγές στο σχεδιασμό
του. Απαιτεί εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και καλό
συντονισμό διοίκησης.

Ανάπτυξη των πωλήσεων.

Το προϊόν είναι πια τυποποιημένο. Διαχέεται σε σημαντική


περιοχή της αγοράς. Η αναγκαιότητα για εξειδικευμένο
εργατικό δυναμικό περιορίζεται και η «πιεστική» διοίκηση
περιορίζεται επίσης σημαντικά.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι η γρήγορη
αύξηση των πωλήσεων, αλλά και η αύξηση του
ανταγωνισμού καθώς εμφανίζονται παραγωγοί οι οποίοι
προσπαθούν να το μιμηθούν. Η προώθηση αποκτά ιδιαίτερη
σημασία και αποβλέπει πια στη διαφοροποίηση του
προϊόντος και όχι στην ενημέρωση. Η σχετική οικονομική
άνεση των αγοραστών διατηρεί τις τιμές σε σχετικά υψηλά
επίπεδα. Η σημαντική αύξηση των πωλήσεων και η σχετική
οικονομική άνεση των αγοραστών διατηρεί τις τιμές σε
σχετικά υψηλά επίπεδα.
Ωρίμανση.

Κατά τη φάση αυτή η ζήτηση για το προϊόν φθάνει στο


υψηλότερο σημείο, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός και η
τιμή του προϊόντος συμπιέζεται. Η αγορά είναι πιο σταθερή
και υπάρχουν οικονομίες που πηγάζουν από τη μεγάλη
κλίμακα της παραγωγής, την οργάνωση της διανομής και τις
εισροές κεφαλαίου.
Από κάποιο σημείο και μετά, οι πωλήσεις και τα κέρδη
αρχίζουν να μειώνονται. Η διαφήμιση έχει το ρόλο της
υπενθύμισης. Αναπτύσσεται επίσης προβληματισμός για
τροποποιήσεις που θα επιτρέψουν την παράταση της ζωής
του προϊόντος.

Κορεσμός της αγοράς.

Σε αυτή τη φάση το προϊόν έχει πλέον διαδοθεί στην


πλειοψηφία των καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται.
Η αγορά μειώνει το ενδιαφέρον της για το προϊόν (εισαγωγή
νέων υποκατάστατων, μεταβολές των προτιμήσεων, κ.λπ.),
με αποτέλεσμα τη συνεχή πτώση των πωλήσεων και των
κερδών. Εκτός από τη διαφήμιση και την τιμή, ιδιαίτερη
σημασία αποκτούν η δυνατότητα εξυπηρέτησης, οι ευκολίες
κ.λπ.
Παρακμή.

Οι καταναλωτές έχουν στραφεί σε άλλα προϊόντα και


ελάχιστοι το αγοράζουν. Τα έξοδα marketing μειώνονται
συνεχώς και το ενδιαφέρον και τα κεφάλαια της επιχείρησης
κατευθύνονται στην υποστήριξη και ανάπτυξη νέων
προϊόντων: Το προϊόν συνεχίζει να παράγεται σε μικρές
ποσότητες για την εξυπηρέτηση των «υπερσυντηρητικών»
αγοραστών ή αν το επιβάλλει ο μακροχρόνιος σχεδιασμός, της
επιχείρησης. Η τιμή ανεβαίνει για να καλύψει την αύξηση του
ανά μονάδα κόστους παραγωγής.

Ο Vernon υποστήριξε ότι τα στάδια του προϊόντος


επηρεάζουν τις αποφάσεις χωροθέτησης. Στο
πρώτο στάδιο τείνουν να χωροθετηθούν σε
μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, στο δεύτερο
στάδιο σε περιφερειακά κέντρα και στο τρίτο σε
περιοχές που βρίσκονται σε στάδιο υπανάπτυξης.
Η περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ.

Το ποσοστό της ηλεκτροκίνησης των μηχανημάτων από


5% το 1890, έφτασε το 53% το 1920. Η εξέλιξη αυτή
έφερε μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση των
εργοστασίων.

Παραδείγματα στα οποία συμβαίνει ο κύκλος ενός προϊόντος


είτε να μένει ημιτελής, είτε κάποια φάση του να διαρκεί πολύ.

• Video : Έχει αρκετά χρόνια που κυκλοφορεί, όμως το 60%


των 210 εκ. συσκευών που έχουν πουληθεί μέχρι σήμερα,
πουλήθηκαν όταν έληξε ο πόλεμος των συστημάτων που
κερδήθηκε από το σύστημα VHS.
• Δορυφορικά συστήματα τηλεόρασης : Με λήψη της εικόνας
από δορυφόρους χωρίς επίγειους αναμεταδότες. Στην
Ελλάδα αρχικά εμφάνισαν αρχικά μια σχετική δημοτικότητα,
η οποία περιορίστηκε όμως μόλις διαφάνηκε η προοπτική
αναμετάδοσης των δορυφορικών προγραμμάτων από
δημοτικές επιχειρήσεις και ιδιωτικούς τηλεοπτικούς
σταθμούς.
• Ψηφιακό κασετόφωνο DAT : Παρουσιάστηκε τα τελευταία
χρόνια. Προσφέρει δυνατότητα ψηφιακής εγγραφής, παραγωγής
πολλών αντιγράφων με πολύ καλή ποιότητα. Συνδυάζοντας ένα
DAT και ένα CD μπορεί κάποιος να παράγει πιστά αντίγραφα του
πρωτοτύπου CD. Το DAT είχε την ατυχία να παρουσιαστεί την
εποχή που οι φωτογραφικές εταιρίες είχαν ξεκινήσει τον αγώνα
προστασίας των πνευματικών τους δικαιωμάτων, στοχεύοντας
στην πλήρη απαγόρευση αντιγράφων στο σπίτι. Σε μια
πρόσφατης σύνοδο κατασκευαστών μηχανημάτων και ιδιοκτητών
προγραμμάτων βρέθηκε μια συμφωνία μεταξύ των
αντιμαχομένων πλευρών. Επιτράπηκε η πώληση DAT αρκεί οι
κατασκευαστές να ενσωματώσουν στο μηχάνημα ένα κύκλωμα
που δεν επιτρέπει παρά μόνο μια αντιγραφή από κάθε CD. Το
ίδιο κύκλωμα δεν θα επιτρέπει παρά μια μόνο αντιγραφή από
DAT σε DAT. Αν χρειάζεται κάποιος περισσότερα αντίγραφα
πρέπει να αγοράσει ξανά το CD.

• Πλήθος προϊόντων για την παραγωγή των οποίων


απαιτείται εκτεταμένη έρευνα για την ανάπτυξή τους
(φάρμακα, αυτοκίνητα) που κυκλοφορούν για κάποιο
διάστημα μετά αποσύρονται επειδή παρουσιάζουν
προβλήματα.
• Σήμερα ακολουθούνται επίσης στρατηγικές απαξίωσης των
προϊόντων με τη σμίκρυνση του χρόνου ζωής τους. Το 1960
ένα αυτοκίνητο είχε μέσο χρόνο ζωής τα 20 έτη. Σήμερα
έχει μειωθεί αισθητά. Το ίδιο ισχύει και για άλλα προϊόντα
όπως ηλεκτρονικά είδη.
Χρησιμοποιήσαμε κατά κύριο λόγο το βιβλίο
Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα,
2011.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΩΝ CHRISTALLER KAI LÖSCH χρησιμοποιήσαμε


υλικό από τις σημειώσεις της Αναστασίας Στρατηγέα (Αναπληρώτριας
Καθηγήτριας Ε.Μ.Π. ) από ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΑ
ΜΟΝΤΕΛΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ.

Θεωρίες χωροθέτησης του δευτερογενούς τομέα


(συνέχεια) και του τριτογενούς τομέα

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com
Η κριτική στις προσεγγίσεις της Κλασικής Σχολής

• Και οι τέσσερεις προσεγγίσεις (Weber, Hotelling, Losch, Vernon)


αντιλαμβάνονται τη διαδικασία χωροθέτησης ως αποτέλεσμα
συγκεκριμένων παραγόντων που είναι ίδιοι σε όλες τις περιπτώσεις
(π.χ. ίδια καταναλωτικά πρότυπα, ομοιόμορφος γεωγραφικός χώρος).
• Οι προσεγγίσεις της κλασικής σχολής υποθέτουν μια κοινωνία σε
διαρκή ισορροπία.
• Οι χωροθετικές αυτές θεωρίες ασχολούνται περισσότερο με τις
επιχειρήσεις παρά με τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Επίσης,
συμμερίζονται αποκλειστικά την άποψη περί κυριαρχίας της
οικονομίας.
• Τα αφηρημένα μοντέλα συμπεριφοράς της κλασικής σχολής
συμπληρώνονται από την αφηρημένη τους αντίληψη για το χώρο.
• Τα επιχειρησιακά τα μοντέλα υποθέτουν τον κόσμο γύρω μας ως
ορθολογικό. Θα μπορούσε κάποιος επιχειρηματίας να οδηγηθεί στη
βέλτιστη χωροθέτηση της επιχείρησής του λαμβάνοντας υπόψη του
κάποιο απ τα μοντέλα της κλασικής σχολής;

Η Συμπεριφορική Σχολή χωροθέτησης της


βιομηχανίας

Αναπτύχτηκε τη δεκαετία του 1960. Στηρίζεται στην


Μπιχεβιοραλιστική σχολή της ψυχολογίας. Η προσέγγιση αυτή
εξετάζει τη διαδικασία της χωροθέτησης μέσα από τη
συμπεριφορά των ατόμων που παίρνουν τις αποφάσεις.
Η ανάπτυξη της προσέγγισης αυτής υπήρξε το
προϊόν τριών ιστορικών παραγόντων:
• Στη χωροθέτηση της βιομηχανίας μπήκε πρώτα η
έννοια των μονοπωλιακών πλεονεκτημάτων. Η
χωροθέτηση μπορεί να οδηγήσει την επιχείρηση στην
κατάκτηση αυτών των πλεονεκτημάτων. Κάτω από
συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού οι αποφάσεις των
επιχειρήσεων αναδεικνύονται σε ρυθμιστικούς
παράγοντες.
• Η προσαρμογή στην αύξουσα σημασία του
μονοπωλιακού κεφαλαίου.
• Προσπάθεια κατάρριψης της υπόθεσης του τέλεια
πληροφορημένου, ορθολογικού οικονομικού
ανθρώπου.

Η σχολή χωροθέτησης της Πολιτικής Οικονομίας

• Η Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας προέκυψε ως


προϊόν της κριτικής που ασκήθηκε στην Κλασική και
Μπιχεβιοραλιστική σχολή.
• Η σχολή αυτή αντιλαμβάνεται τη συμπεριφορά των
ανθρώπων ως αποτέλεσμα της θέσης τους μέσα
στην κοινωνία και καθορίζεται από τις κοινωνικές
δομές όπως είναι ενδεικτικά οι κοινωνικές τάξεις.
• Η θεωρία αυτή βασίζεται στη γενική θεώρηση της
κοινωνικής πραγματικότητας και στην ιστορική
διαλεκτική αντί του θετικισμού.
Οι τρεις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι
μελέτες της σχολής αυτής :
• κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου ή των κύκλων
επένδυσης: Ως αναδιάρθρωση του κεφαλαίου νοούνται οι αλλαγές στη
διαδικασία παραγωγής και οι οργανωτικές αλλαγές όπως το άνοιγμα και το
κλείσιμο εταιριών, οι συγχωνεύσεις. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου
δημιουργεί νέες συνθήκες χωροθέτησης.
• κατεύθυνση της εργατικής θεωρίας για τη χωροθέτηση: Σύνδεση της
χωροθέτησης της βιομηχανίας με την απασχολούμενη σε αυτή εργατική
δύναμη (A. Friedman 1977).
• κατεύθυνση των θεωρητικά πληροφορημένων εμπειρικών ερευνών : Μια
σειρά από έρευνες διαπιστώνουν μια νέα τάση στην κατανομή της
βιομηχανίας. Υποστηρίζουν ότι από τη δεκαετία του 1960 υπάρχει μια
τάση χωρικής αποκέντρωσης της βιομηχανίας και διασποράς σε μικρές
ομάδες. Η τάση αυτή ερμηνεύεται από παράγοντες όπως το ισχυρό
συνδικαλιστικό κίνημα στις μεγάλες βιομηχανίες, η αναγκαιότητα όλο και
μεγαλύτερης ποικιλίας παραγόμενων προϊόντων με μικρές παραλλαγές
για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, οι πιο ελαστικές παραγωγικές
μέθοδοι που δημιουργούν ευελιξία στην επιχείρηση με αποτέλεσμα τη
μείωση του κόστους των εξειδικευμένων προϊόντων σε σχέση με τα
προϊόντα μαζικής παραγωγής, το χαμηλό κόστος του εργατικού
δυναμικού έξω απ’ τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Θεωρίες χωροθέτησης του τριτογενή τομέα


• Οι περισσότερες αναπτυγμένες κοινωνίες βρίσκονται στο
τρίτο στάδιο οικονομικής ανάπτυξης, όπου η βιομηχανία
των υπηρεσιών κυριαρχεί σε ότι αφορά την απασχόληση.
Τα προηγούμενα στάδια ήταν αυτά που κυριαρχούσε η
γεωργία, μετά η βιομηχανία. Στο κλασικό μοντέλο των
τριών σταδίων ο Bell (1974) πρότεινε έναν τέταρτο τομέα
αυτόν της πληροφορικής (χρηματιστηριακές εταιρίες,
εταιρίες ασφάλισης, υπηρεσίες προς επιχειρήσεις κτλ.).
• Ο τριτογενής τομέας αποτελείται από δραστηριότητες
που ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών σε άλλες
επιχειρήσεις (μεταφορές, αποθήκευση) και σε
καταναλωτές (λιανικό και χονδρικό εμπόριο, υπηρεσίες
αναψυχής, ξενοδοχεία, συνεργεία αυτοκινήτων) αλλά και
μη κερδοσκοπικές υπηρεσίες (νοσοκομεία, δημόσια
εκπαίδευση).
Η γεωγραφία του λιανικού εμπορίου παρουσιάζει
σημαντικές μεταβολές. Η πιο αξιοσημείωτη μεταβολή
είναι η ανάπτυξη εμπορικών κέντρων. Αυτά
εξαπλώθηκαν από τη δεκαετία του 1950 στις ΗΠΑ και
μια δεκαετία αργότερα και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα
εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1970.

Σταδιακά τα εμπορικά κέντρα των πόλεων έχασαν από τη


σημασία τους και αυξήθηκε η σημασία των εμπορικών
κέντρων των προαστίων ή ακόμα και αυτών που
δημιουργήθηκαν εκτός πόλεων.
Οι αλλαγές αυτές μπορούν να αποδοθούν
• στις αλλαγές του τρόπου με τον οποίο γίνονταν οι
αγορές (οι καταναλωτές εγκαταλείπουν τις αγορές σε
μικρές ποσότητες καθημερινά και στρέφονται στις
εβδομαδιαίες αγορές σε μεγαλύτερες ποσότητες), στην
αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, στην αύξηση
της κινητικότητας των οικογενειών, τη χρήση οικιακών
καταψυκτών κτλ.,
• στο ότι οι υπεραγορές αναζητούν φθηνότερη
διαθέσιμη γη για να εγκατασταθούν και αυτό το
επιτυγχάνουν εκτός πόλης,
• στη δυσκολία μετάβασης με το αυτοκίνητο στο κέντρο
της πόλης για ψώνια (έλλειψη χώρων στάθμευσης).

Οι νέες τεχνολογίες βοηθούν στο να ξεπεραστεί η


γεωγραφική απομόνωση των οικονομικών δρώντων. Οι
τεχνολογίες της πληροφορικής συμβάλουν στο να
ξεπεραστεί η τριβή του χώρου και του χρόνου. Ο
αριθμός των χρηστών του διαδικτύου έχει αυξηθεί
δραματικά.
Η χρήση του διαδικτύου δεν είναι ίδια σε μέγεθος σε όλο τον
κόσμο. Η γεωγραφία του διαδικτύου ενδυναμώνει τους
κύκλους συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η διάδοση των εφαρμογών της πληροφορικής και των
επικοινωνιών αμβλύνουν ή οξύνουν τις διαφορές στην
οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση;

Οι απόψεις διίστανται. Το σίγουρο είναι ότι οι ωφέλειες


δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλες τις περιοχές του
πλανήτη. Οι αναπτυγμένες περιοχές έρχονται κοντύτερα,
ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες αφήνονται πίσω.

Παρά ταύτα οι νέες ασύρματες τεχνολογίες


τηλεπικοινωνιών βρίσκουν θέση στις υπο-ανάπτυξη
περιοχές καθώς συγκριτικά με τις παραδοσιακές
καλωδιακές τηλεπικοινωνίες απαιτούν λιγότερη πάγια
επένδυση και συντήρηση. Βέβαια η ύπαρξη διαδικτύου
δεν είναι αρκούντως ωφέλιμη αν οι κάτοικοι μιας
περιοχής δεν είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση του.
Η τηλεματική (υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας,
τηλεδιάσκεψης, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
τηλεόρασης, τηλεαγορών) αντικαθιστούν τις τυπικές
επαφές φέρνοντας τις επιχειρήσεις σε επαφή με την
παγκόσμια αγορά. Χρησιμοποιείται από τον τραπεζικό και
χρηματοοικονομικό τομέα, ταξιδιωτικούς πράκτορες,
ασφάλειες, καταναλωτές.

• Αναπτύσσονται νέες μορφές εργασίας (εξ


αποστάσεως) και προσφέρουν ευελιξία ως προς
το χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο,
μειώνει το κόστος των μετακινήσεων, μπορεί
όμως και να σημαίνει απομόνωση και μείωση
των κοινωνικών επαφών.
• Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας
πληροφορικής και επικοινωνιών απ’ τις
επιχειρήσεις (εικονικές επιχειρήσεις – virtual
Corporations) τους επιτρέπει να επικεντρωθούν
στα στάδια υψηλής προστιθέμενης αξίας
αναθέτοντας με υπεργολαβία την παραγωγή σε
πλήθος υπεργολάβων ανά τον κόσμο.
Βιβλιογραφικές πηγές
• F. Debié, Géographie économique et humaine,
Éditions PUF 1998.
• Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία,
εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com
1.α. Η κοινωνική ζωή εγγράφεται στο χώρο.

• Ο χώρος που μας περιβάλει δεν είναι


ομοιογενής και δε μένει σταθερός στο χρόνο.
• Η γεωγραφία επιχειρεί να αντιληφθεί τις
κοινωνίες ως ζώσες πραγματικότητες.
• Η κοινωνική ζωή εγγράφεται στο χώρο.

Ο χώρος που μας περιβάλει δεν είναι ομοιογενής


Ο χώρος δεν μένει σταθερός στο χρόνο.

Η γεωγραφία μελετά το
χώρο (φυσικό χώρο, π.χ.
μια πεδιάδα ή αφηρημένο
χώρο, π.χ. ο χώρος
επιρροής μιας πόλης).

Ο χώρος δεν είναι ίδιος


παντού και οι διάφορες
περιοχές χαρακτηρίζονται η
καθεμία χωριστά από
σχετική ομοιογένεια (όχι
απαραίτητα ομοιογένεια
του φυσικού χώρου, αλλά
και ομοιογένεια
πολιτισμική, κοινωνική,
οικονομική κτλ).
Η κοινωνική ζωή εγγράφεται στο χώρο.

Οι άνθρωποι, ήδη από το μακρινό παρελθόν, είναι οι


μόνοι που μεταφέρουν σε μακρινές αποστάσεις αγαθά
που χρειάζονται ή και που θέλουν να ανταλλάξουν.
Ο χώρος δεν συνδέεται
αποκλειστικά με τη φυσική
μετακίνηση ανθρώπων και
αγαθών αλλά και με τη
μετάδοση γνώσεων,
πεποιθήσεων κτλ. (π.χ.
διαμόρφωση κοινωνικών και
πολιτισμικών προτύπων μέσω
του κινηματογράφου).

1.β. Θεσμοθέτηση των κοινωνικών σχέσεων (οικογένεια,


επιχείρηση, πολιτική εξουσία).
Η προσπάθεια των γεωγράφων να απεικονίσουν τη
συνθετότητα του χώρου (φυσικού, κοινωνικού,
πολιτικού και οικονομικού) τους οδήγησε στην
αφαιρετική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Στο διάγραμμα Α απεικονίζεται σχηματικά η χωροθέτηση της παροχής


υπηρεσιών που υπαγορεύεται από την προσβασιμότητα στην πελατεία,
και στο διάγραμμα Β απεικονίζεται η οργάνωση της κοινωνικής ζωής
μέσα από το σχηματισμό δικτύων επικοινωνίας.
Οι ομάδες με οριζόντια ιεραρχική
δομή (σχέσεις ανταλλαγής και
αγορές) συνδέουν θεωρητικά
απεριόριστο αριθμό ατόμων,
έχουν όμως χαμηλή
αποτελεσματικότητα.

Οι ιεραρχικές δομές,
οικογενειακές ή φεουδαλικές,
είναι αποτελεσματικότερες, αλλά
συνδέουν μικρό αριθμό ατόμων.

Οι σύγχρονες οργανωσιακές
δομές (γραφειοκρατία,
επιχειρήσεις) συνδέουν τις δυο
παραπάνω αρχές : μπορούν να
περιλαμβάνουν έναν αόριστο
αριθμό ανθρώπων ενώ
παραμένουν αποδοτικές.

1.γ. Η βιολογική διάσταση της κοινωνίας

• Το φυσικό περιβάλλον διαταράσσεται από τις ανθρώπινες


δράσεις.
• Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων με το περιβάλλον τους
επηρεάζονται από τους τρόπους με τους οποίους οι
άνθρωποι παράγουν τα αγαθά που θα χρησιμοποιήσουν.
• Στις παραδοσιακές κοινωνίες
κυριαρχούν μικρές ομάδες
ανθρώπων που εξαρτώνται
πλήρως από τις τοπικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές.
• Στις ενδιάμεσες αγροτικές και
ημιαστικές κοινωνίες οι
αγρότες εξαρτώνται από την
αυτοκατανάλωση και τα
αστικά κέντρα εφοδιάζονται
από την πλησιέστερη αγροτική
περιοχή.
• Στο σύγχρονο βιομηχανικό
κόσμο η παρέμβαση του
ανθρώπου στο παγκόσμιο
οικοσύστημα είναι πλήρης.

1.δ. Η κοινωνία αποτελεί μια οικονομική


πραγματικότητα

Η λογική της αντιμετώπισης των προβλημάτων της


διάρθρωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στο χώρο
συνδέεται με το στοιχείο της ιεράρχησης. Οι πόλεις
αποτελούν τους κόμβους ενός ιεραρχημένου συστήματος
επικοινωνιών. Είναι εγκατεστημένες στα σημεία σύγκλισης των
δρόμων (γραμμών) που εξυπηρετούν μεταφορές και
μετακίνηση ανθρώπων. Τα αστικά κέντρα εξυπηρετούν μια
έκταση τόσο ευρύτερη όσο ψηλότερα αυτά βρίσκονται στην
πυραμίδα των κεντρικών τόπων (οργάνωση του χώρου σε
περιοχές - πόλους). Ιεραρχημένοι είναι και οι άξονες που
φέρνουν σε επαφή τον πληθυσμό που είναι διασκορπισμένος
στα σημεία συνάντησης.
Για τη διασφάλιση της κυκλοφορίας των
εμπορευμάτων μεταξύ των διαφόρων σημείων
δεν είναι η διάταξη των άμεσων συνδέσεων (A)
που είναι η πλέον συμφέρουσα, αλλά η
σύμπτυξη της συνολικής κυκλοφορίας σε έναν
καλά εξοπλισμένο οδικό άξονα (Β). Για τη
διασφάλιση της διακίνησης των πληροφοριών
δεν είναι η διάταξη των άμεσων συνδέσεων (A)
που πολλαπλασιάζει το μήκος των γραμμών
αλλά η σύνδεση όλων τόσο με έναν κεντρικό
αναμεταδότη, με τη δημιουργία επιμέρους
δικτυακών θέσεων μειώνει τα συνολικά κόστη
της διάχυσης της πληροφορίας.

Η μείωση του κόστους μετακινήσεων και επικοινωνιών


συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό της κυκλοφορίας.

Τα αγαθά ταξιδεύουν όλο και μακρύτερα, οι αγορές


υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα και γίνονται υπερεθνικές ή και
παγκόσμιες.

Για τον εφοδιασμό των βιομηχανιών με πρώτες ύλες και


εργατικό δυναμικό και των αγορών με ενδιάμεσα και τελικά
προϊόντα απαιτείται τεράστιος όγκος ροής πληροφόρησης.
Ο σύγχρονος οικονομικός χώρος είναι οργανωμένος
σε μεγάλες πόλεις που τον χωρίζουν σε σφαίρες
επιρροής. Το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα
περιοχές – πόλοι δομούνται γύρω από μητροπόλεις
ικανές να εκπληρώσουν τις λειτουργίες τους ως
σημεία – χώρους επαφών, ανταλλαγών και
ψυχαγωγίας. Αυτή η μορφή οργάνωσης του
ευρωπαϊκού χώρου αποτέλεσε το μοντέλο που
επηρέασε τις διάφορες θεωρίες χωροθέτησης.
1.ε. Χωροθέτηση και εξειδίκευση

• Στον αγροτικό τομέα, η παραγωγή εξαρτάται από


την ενεργοποίηση μιας πηγής ενέργειας που
προσφέρεται δωρεάν και είναι η ηλιακή ενέργεια.
• Ακολουθεί το έδαφος (χωράφια, φυτείες,
περιβόλια, αμπέλια, λιβάδια). Η χωροθέτηση της
αγροτικής εκμετάλλευσης συνδέεται άμεσα με τον
ανταγωνισμό και λαμβάνει υπόψη της την
ποιότητα και άρα παραγωγική ικανότητα των
εδαφών σε σχέση με αυτά των ανταγωνιστών,
καθώς και τα κόστη μεταφοράς.
Χωροθέτηση της αγροτικής παραγωγής του von Thünen που
συνδέει τη γαιοπρόσοδο με την απόσταση της εκμετάλλευσης
από την πόλη – αγορά που βρίσκεται στη μέση ομόκεντρων
κύκλων. Παρατηρούμε ότι η γαιοπρόσοδος είναι υψηλή όσο
πιο κοντά στην πόλη βρίσκεται η αγροτική εκμετάλλευση.

Οι επιλογές των καλλιεργειών


λαμβάνουν υπόψη τους παραγωγικές
ικανότητες του φυσικού χώρου και
βέβαια την απόσταση από τις αγορές.
Αυτό οδηγεί σε εξειδικεύσεις ανά περιοχή.

Στο διάγραμμα Α η επιφάνεια που αντιστοιχεί στα κέρδη


(βλέπε προσέγγιση της χωροθετικής αλληλεξάρτησης) είναι
ένας αιχμηρός κώνος. Η καλύτερη χωροθέτηση είναι αυτή που
αντιστοιχεί σε ένα σημείο. Στο διάγραμμα Β ο κώνος είναι
«ακρωτηριασμένος». Οι βέλτιστες χωροθετήσεις έχουν
μεγαλύτερο εύρος (διάστικτος χώρος).
Παράγοντες όπως η φυσική ανάπτυξη ενός πληθυσμού
(εξέλιξη γεννητικότητας και θνησιμότητας), η πληθυσμιακή
πυκνότητα και οι μετακινήσεις του πληθυσμού εξηγούν εν
μέρει τις επιλογές χωροθέτησης των επιχειρήσεων.

Οι γεωγράφοι κάνουν χρήση ενός δείκτη που ονομάζεται


«πληθυσμιακό δυναμικό», η χαρτογράφηση του οποίου μπορεί
να εξηγήσει πολλά σε ένα γεωγράφο. Το δυναμικό πληθυσμού
ορίζεται ως ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να
προσεγγιστούν σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την κεντρική
συντεταγμένη οποιουδήποτε σημείου ενός δικτύου. Εκτιμά
δηλαδή, τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε έναν τόπο, όχι
μόνο σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό αυτού του τόπου,
αλλά και σε σχέση με τον πληθυσμό που βρίσκεται γύρω από
αυτόν, μετρημένη με την απόσταση που τη χωρίζει από τον
προς μελέτη τόπο.
Οι κεντρικές περιοχές είναι αυτές με τις ψηλότερες τιμές του
δείκτη αυτού. Παρατηρούμε ότι οι περιοχές με υψηλό
πληθυσμιακό δυναμικό είναι αυτές της ΒΔ Ευρώπης.

Γεωγραφικές συνιστώσες του τομέα της βιομηχανίας


• Μέγεθος βιομηχανιών (μέση ετήσια απασχόληση, συνολικός τζίρος,
πάγια στοιχεία, κέρδη προ φόρων ή και συνδυασμός των παραπάνω.
Στην Ε.Ε. πολύ μικρή βιομηχανία είναι μέχρι 9 εργαζόμενους, μικρή
10-49, μεσαία 50-249, μεγάλη > από 250.
• Χρησιμοποιούμενη τεχνολογία (βιομηχανίες εντάσεως εργασίας
π.χ. υφαντουργικές και εντάσεως κεφαλαίου π.χ. χημικές).
• Προσανατολισμού πρώτων υλών (εξαρτώνται από ογκώδεις και
βαριές πρώτες ύλες, π.χ. επεξεργασία μαρμάρου και
προσανατολισμού αγοράς, π.χ. γαλακτοβιομηχανίες).
• Νομική μορφή και διοικητική οργάνωση (ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ ατομικές,
πολυεθνικές, υπεργολαβικές, δημόσιες κτλ.)
• Περιβαλλοντικές επιπτώσεις (ελαφράς και βαριάς όχλησης , μη
οχλούσες που μπορούν να εγκατασταθούν και σε περιοχές μικτής
κατοικίας).
Κρίσιμα στοιχεία που επηρεάζουν τη χωροθέτηση της βιομηχανίας
• Ύπαρξη πρώτων υλών για μεταποίηση ανάλογα με το βάρος τους. Η
εξέλιξη της τεχνολογίας των μεταφορών μείωσε τη σημασία αυτού του
παράγοντα.
• Η ενέργεια και αυτή αποτελούσε παλαιότερα κρίσιμο παράγοντα. Σήμερα
μεγαλύτερο ρόλο παίζει το κόστος της συνεχούς παροχής ενέργειας.
• Η αγορά για βιομηχανικά προϊόντα. Παίζει ρόλο το μέγεθος των πόλεων
και η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού. Υπάρχουν επίσης βιομηχανίες
που δημιουργούν ζήτηση για άλλες βιομηχανίες.
• Εργατικό δυναμικό (αριθμητικά χαρακτηριστικά και ποιοτικά
χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού, ύψος αμοιβών, κοινωνική
ασφάλιση, συνδικαλιστικά δικαιώματα .
• Κρατική πολιτική (κίνητρα, φοροαπαλλαγές, υποδομές).
• Βιομηχανική παράδοση.
• Μεταφορές, προσπελασιμότητα.
• Ανταγωνισμός.
• Γεωπολιτικές συνθήκες.

Βιβλιογραφικές πηγές
• P. Claval, Géographie régionale, Éds Armand Colin,
Paris, 2006.
• Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία, εκδόσεις
Πατάκη, Αθήνα, 2011.
• Κ. Χατζημιχάλης, Σημειώσεις, Τμήμα Γεωγραφίας,
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Η έννοια της υπαίθρου και η διαδικασία της
αστικοποίησης

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com

Τι είναι ύπαιθρος;
Μέχρι σχετικά πρόσφατα η ύπαιθρος οριζόταν ως
• Ο χώρος που μένει αν αφαιρέσουμε τις αστικές περιοχές
και στον οποίο οι άνθρωποι απασχολούνται αποκλειστικά
με τη γεωργία.
Κατά συνέπεια η θεώρηση που κυριαρχούσε ήταν
• ότι ο αγροτικός χώρος είναι μια ομοιογενής περιοχή, με
κυρίαρχη δραστηριότητα την αγροτική παραγωγή.
Σημερινή αντίληψη για την ύπαιθρο : Ένας πολύμορφος,
ανομοιογενής και πολυλειτουργικός χώρος.
.
• Οι περιοχές της υπαίθρου δεν είναι όλες ίδιες, διαφέρουν
ως προς την οικονομική τους διάρθρωση, τους φυσικούς και
ανθρώπινους πόρους που διαθέτουν, τη γεωγραφική θέση,
τις κοινωνικές συνθήκες κτλ.
• Παλιότερα οι άνθρωποι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο κυρίως
για οικονομικούς λόγους. Η συμβατική γεωργική
δραστηριότητα δεν εξασφάλιζε αρκετό εισόδημα και
ανεκτές συνθήκες διαβίωσης.
• Σήμερα, τα κοινωνικά προβλήματα και η υποβάθμιση της
ποιότητας της ζωής στις πόλεις οδηγούν σε αναθεώρηση
της ταυτότητας και των αξιών της υπαίθρου.

Ανακαλύπτοντας ξανά τη φύση


• Οι άνθρωποι της πόλης ξαναανακαλύπτουν τις έννοιες της
«αγροτικότητας» και του «τοπικού» ως στοιχείων
αυθεντικότητας και ποιότητας ζωής. Αυτό γεννά νέες
μορφές συμβίωσης πόλης – υπαίθρου.
• Η παραδοσιακή διχοτόμηση ΠΟΛΗ – ΥΠΑΙΘΡΟΣ αρχίζει να
εξασθενεί. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που αυξάνεται η
γεωγραφική κινητικότητα του πληθυσμού εξαιτίας της
διαρκούς βελτίωσης των μεταφορών και επικοινωνιών, που
έχει ως συνέπεια τη συνεχή χωρική και κοινωνική
αφομοίωση του αγροτικού χώρου από τον αστικό.
• Ο αστισμός ως τρόπος ζωής δεν αποτελεί αποκλειστικό
χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης. Η ύπαιθρος πάλι δεν
αποτελεί το ταυτόσημο του παραδοσιακού και ίσως και
οπισθοδρομικού.
Η «έξοδος» του αστικού πληθυσμού συνδέεται με

• Εγκατάσταση πρώτης κατοικίας σε περιαστικές


αγροτικές ζώνες ή αγροτικές κωμοπόλεις, με τη
διεύρυνση της ακτίνας της καθημερινής παλίνδρομης
μετακίνησης.

• Διαφοροποίηση τοπικής οικονομίας και σύνθεσης


επαγγελμάτων.
• Οι περιοχές της υπαίθρου που κατ’ αρχήν
ωφελούνται είναι οι περιαστικές, οι
παραθαλάσσιες τουριστικές, καθώς και οι
πεδινές που βρίσκονται κοντά σε πόλεις.

• Το όφελος των περιοχών της υπαίθρου


εκφράζεται ως (1) αύξηση του πληθυσμού,
επέκταση της οικιστικής ζώνης, (2) εγκατάσταση
τουριστικών, εμπορικών και μεταποιητικών
επιχειρήσεων, (3) ενσωμάτωση των αγροτικών
δραστηριοτήτων στο αγρο-βιομηχανικό πλέγμα ή
στην αγορά της πλησιέστερης πόλης.

Προκύπτουν νέες έννοιες …


• Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου (Προστασία,
συντήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς,
αναβάθμιση της κοινωνικής υποδομής στις κοινότητες,
αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων κτλ.)
• Η ανταγωνιστικότητα των περιοχών της υπαίθρου
(ενδεικτικό παράδειγμα σχετικής έρευνας : Π.
Συμεωνίδου, Ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα
αγροτουριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα,
Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Γεωπονική. Τομέας
Αγροτικής Οικονομίας, 2009).
Συμπερασματικά η ύπαιθρος είναι ο χώρος στον οποίο ασκούνται
αγροτικές δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) αλλά
και άλλες πολλαπλές δραστηριότητες, είτε συμπληρωματικές,
είτε ανταγωνιστικές (τουρισμός, μεταποίηση).

Η ύπαιθρος αναγνωρίζεται ως χώρος άσκησης κοινωνικών και


περιβαλλοντικών λειτουργιών (παραθεριστική κατοικία, αναψυχή,
ανάδειξη πολιτισμικής κληρονομιάς, προστασία περιβάλλοντος κτλ.).

Θεωρητικές προσεγγίσεις για την ύπαιθρο

Οι οπτικές κάτω από τις οποίες μπορεί να ιδωθεί ένας


χώρος, άρα και ο χώρος της υπαίθρου, είναι :

• H οικονομική λειτουργία

•Η οικιστική διάρθρωση και χρήση της γης

•Η ζωή και η πολιτισμική ταυτότητα του πληθυσμού


Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η ύπαιθρος ήταν ιδωμένη ως ο
μη αστικός χώρος. Ο χώρος της υπαίθρου ήταν αυτός που
παρήγαγε αγροτικά προϊόντα, με στόχο την κάλυψη των
διατροφικών αναγκών των πόλεων. Ο χώρος της υπαίθρου
κυριαρχούνταν από το φυσικό και όχι από το ανθρωπογενές
περιβάλλον. Το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της υπαίθρου
ήταν χαμηλό.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο διαπιστώθηκε ότι η


ύπαιθρος εκτός από τη συμβολή της στο εμπορικό
ισοζύγιο, έπαιζε πρωτεύοντα κοινωνικό ρόλο
προσφέροντας αυτάρκεια σε τρόφιμα. Το γεγονός
αυτό άλλαξε τις αντιλήψεις των πολιτών αλλά και του
ακαδημαϊκού κόσμου για τη σημασία της υπαίθρου.
Οι τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν
«γέννησαν» νέες οπτικές.
• Έχουμε τις μελέτες εκείνες που ασχολήθηκαν με τον
εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Ο
εκσυγχρονισμός της γεωργίας συνεπάγεται μείωση του
κόστους διατροφής των αστικών πληθυσμών.
• Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας οδηγεί σε μείωση της
απαιτούμενης εργατικής δύναμης που απασχολείται σε
αυτή, με το εργατικό πλεόνασμα αυτό να μετακινείται
προς τα αστικά κέντρα.
• Η μετακίνηση δυναμικού από την αγροτική ύπαιθρο στη
βιομηχανική πόλη οδηγεί σε συμπίεση του εργατικού
μισθού που οφείλεται στο πλεόνασμα προσφοράς
εργασίας.
• Συμπερασματικά, η αγροτική έξοδος είναι υπεύθυνη για
την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία.

Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αναζήτησαν τις


κατάλληλες συνθήκες για τη βελτιστοποίηση της
αγροτικής παραγωγής μέσω του άριστου συνδυασμού
των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή τους τρόπους
με τους οποίους θα επιτευχθεί η μεγιστοποίηση της
αποδοτικότητας των εισροών.

Ασχολήθηκαν με την οικονομική αποδοτικότητα του


αγροτικού χώρου παραβλέποντας τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά αλλά και τα χωρικά γνωρίσματα της
υπαίθρου.
• Οι αγροτικές περιοχές είναι μεταβαλλόμενες
πραγματικότητες που επηρεάζονται από τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η διχοτομία αστικού-
αγροτικού χώρου, με μαρξιστική επιρροή,
χρησιμοποιήθηκε συχνά στον 20ο αιώνα ως ιδεολογικό
εργαλείο.
• Οι προσεγγίσεις αυτές ενδιαφέρονταν να ερμηνεύσουν
τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στην ύπαιθρο, παρά
να αναλύσουν τις αγροτικές δραστηριότητες όπως έκανε
η νεοκλασική σχολή.
• Ζητήματα που απασχόλησαν τις προσεγγίσεις αυτές :
αγροτικός πολιτισμός, ταυτότητα του αγρότη, αστική
ταυτότητα, αλλαγές στον τρόπο ζωής αναφορικά με την
καπιταλιστική συσσώρευση, σύγκριση καπιταλιστικών και
προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής.

• Η λαϊκιστική προσέγγιση. Επιχειρείται μια βιώσιμη


εναλλακτική πρόταση στον καπιταλισμό, βασισμένη στους
παραδοσιακούς μη καπιταλιστικοί θεσμούς (οικογένεια,
κοινότητα). Η ματιά αυτή απαιτεί την κατάργηση των
φεουδαρχικών μορφών παραγωγής και κάθε καπιταλιστικής
ή σοσιαλιστικής μορφής κολεκτιβοποίησης.
• Ο Alexander Chayanov στο «the theory of peasant economy»
(1925), αναλύει την κατάσταση στη Ρωσία και αμφισβητεί
τον οικονομικό ορθολογισμό της εκβιομηχάνισης που
στηρίζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις. Είδε την οικογένεια ως
βασική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία, δε
στοχεύει στη συσσώρευση, και άρα δεν δημιουργεί ταξικές
διαφοροποιήσεις.
• Οι όποιες διαφοροποιήσεις ερμηνεύονται από
δημογραφικές διαφοροποιήσεις («κύκλο ζωής της
οικογένειας»).
Τα τελευταία χρόνια η
οικογενειακή γεωργία
επανέρχεται στο προσκήνιο.

Υποστηρίζεται ότι μπορεί να


είναι ανταγωνιστική στην
καπιταλιστική οικονομία για
διάφορους λόγους όπως, η
ευελιξία της, το μειωμένο
ενδιαφέρον των καπιταλιστών
για επενδύσεις στη γεωργία, ο
νόμος της φθίνουσας
απόδοσης κτλ.

• Σημαντική και η στροφή της ελληνικής


βιβλιογραφίας προς την κατεύθυνση αυτή,
βασισμένη στην ελληνική εμπειρία.
• Ένα βασικό στρατηγικό εργαλείο για την
επιβίωση της οικογενειακής μονάδας
παραγωγής είναι η «πολυδραστηριότητα»
(εμφανίζεται ο όρος μετά το 1980) που βοηθάει
την οικογενειακή μονάδα παραγωγής να
ενταχθεί στην ευρύτερη οικονομία (γεωργία,
αγροτουρισμός), επικεντρωνόμενη σε τρεις
έννοιες (περιβάλλον, αγροτική ανάπτυξη,
διασφάλιση τροφίμων).
Βασικές αλλαγές στο κόσμο της υπαίθρου.

• Μειώνεται η οικονομική και κοινωνική σημασία της


γεωργίας.

• Αυξάνεται η διασύνδεση μεταξύ αστικών και αγροτικών


περιοχών.

• Παρατηρείται συγκράτηση της εξόδου του πληθυσμού από


την ύπαιθρο και βελτίωση της ζωής στην ύπαιθρο.

• Παρατηρείται αύξηση της συνειδητοποίησης για τις


περιβαλλοντικές συνέπειες από τις μεθόδους της εντατικής
γεωργίας.

• Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από μια τάση


επιστροφής στις αγροτικές περιοχές, κυρίως αυτές στις
οποίες η εντατική γεωργία τις βοήθησε να
εκσυγχρονιστούν, σε αντίθεση με αυτές που ήταν
περισσότερο απομονωμένες και δεν τα κατάφεραν.

• Κάποιες περιοχές της υπαίθρου αστικοποιούνται και


εντάσσονται στον αστικό ιστό.

• Αμφισβητείται η παραδοσιακή διχοτομία ύπαιθρος –


αστικός χώρος και υπερισχύει η θέση ότι οι δυο χώροι
είναι συμπληρωματικοί και αλληλεξαρτώμενοι.
Κριτήρια διαφοροποίησης των περιοχών της
υπαίθρου :

-εγγύτητά τους σε αστικά κέντρα

- βαθμός εκσυγχρονισμού της παραγωγικής τους


δομής και

-πληθυσμιακή πυκνότητα.

Ο ΟΟΣΑ διακρίνει τρεις τύπους αγροτικών περιοχών :


Οικονομικά ενσωματωμένες αγροτικές περιοχές : Βρίσκονται
συνήθως κοντά σε αστικά κέντρα, παρουσιάζουν ανάπτυξη
οικονομική και πληθυσμιακή, οι γεωργοί αν και αποτελούν μικρό
μέρος του εργατικού δυναμικού τα εισοδήματα από τις αγροτικές
εργασίες είναι υψηλότερα του μέσου όρου.
Ενδιάμεσες αγροτικές περιοχές : Περιοχές που εξαρτώνται από
τη γεωργία και συναφείς δραστηριότητες, που είναι σχετικά
απομονωμένες χωρικά με σχετικά καλή πρόσβαση σε αστικά
κέντρα. Στις περιοχές αυτές, σταδιακά, όλο και περισσότεροι
απασχολούνται σε άλλες δραστηριότητες (βιομηχανία,
υπηρεσίες).
Απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές: Είναι συνήθως
αραιοκατοικημένες και μακριά από αστικά κέντρα. Ο πληθυσμός
τους είναι γερασμένος και παρουσιάζει χαμηλή πληθυσμιακή
πυκνότητα. Οι υποδομές είναι επίσης περιορισμένες, τα
εισοδήματα είναι χαμηλά καθώς και οι εξειδικεύσεις.
Κριτήρια για τον ορισμό των τριών αγροτικών περιοχών, κατά τον ΟΟΣΑ
Οικονομικά Ενδιάμεσες αγροτικές Απομακρυσμένες
ενσωματωμένες περιοχές αγροτικές περιοχές
αγροτικές περιοχές
Ενσωμάτωση στην εθνική Μεγάλη Σχετικά καλή Μικρή (τοπική αγορά)
και παγκόσμια οικονομία.
Χωροθέτηση Κοντά σε αστικό κέντρο Σχετικά μακριά από Γεωγραφική απομόνωση
αστικά κέντρα .
Δραστηριότητες Διαφοροποιημένη Ακμάζουσες γεωργικές Παραδοσιακή γεωργία,
διάρθρωση της δραστηριότητες κατά το βιοτεχνία, υπηρεσίες
οικονομίας, παρελθόν, αλλαγές στην
εξειδικευμένες θέσεις οικονομική διάρθρωση
εργασίας
Δημογραφία Πληθυσμιακή αύξηση, Πληθυσμιακή Λίγοι νέοι, πολύ χαμηλή
μέση ως υψηλή στασιμότητα, χαμηλή πληθυσμιακή
πληθυσμιακή πυκνότητα πληθυσμιακή πυκνότητα πυκνότητα.
Εισόδημα Πάνω από το μέσο όρο Κοντά στο μέσο όρο της Κάτω από το μέσο όρο
της υπαίθρου υπαίθρου της υπαίθρου

Πολιτισμικοί και Καλή πρόσβαση στο Κοντά στο μέσο όρο της Κάτω από το μέσο όρο
εκπαιδευτικοί πόροι κοντινό αστικό κέντρο υπαίθρου της υπαίθρου
Υποδομές μεταφορών Καλές Κοντά στο μέσο όρο της Σημαντικά προβλήματα
και επικοινωνιών υπαίθρου προσπελασιμότητας

Η περίπτωση της Ελλάδας


• Το 1961 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν
κατανεμημένος κατά 43,3% στις αστικές
περιοχές, κατά 12,9% στις ημιαστικές και κατά
43,8% στις αγροτικές περιοχές.

• Το 1991 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν


κατανεμημένος κατά 58,8% στις αστικές
περιοχές, κατά 12,8% στις ημιαστικές και κατά
28,4% στις αγροτικές περιοχές.
Διάκριση αστικών και αγροτικών περιοχών
(Εθνική Στατιστική Υπηρεσία)

• Με βάση το μέγεθος του πληθυσμού κάθε οικισμού


έχουμε (1) τις «αγροτικές περιοχές» με οικισμούς με
πληθυσμό λιγότερο από 2.000 κατοίκους, (2) τις
«ημιαστικές περιοχές» με οικισμούς με πληθυσμό από
2.000 ως 10.000 κατοίκους και (3) τις «αστικές
περιοχές» με οικισμούς με πληθυσμό μεγαλύτερο από
10.000 κατοίκους.
• Έτσι οι αγροτικές περιοχές, αν και έχουν περίπου 26%
του πληθυσμού της χώρας, καταλαμβάνουν το 80% της
έκτασής της. Αντίστοιχα, ενώ το 60% περίπου του
πληθυσμού είναι αστικός, οι αστικές περιοχές
καταλαμβάνουν το 4% της έκτασης της χώρας.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι


το ποσοστό των 1971 39,8%
απασχολούμενων στον 1981 27,5%
πρωτογενή τομέα επί του
συνόλου των 1991 22,2%
απασχολούμενων. 1997 19,3%

Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία η γεωργία συνεισφέρει


με το 13% του ΑΕΠ, απασχολεί το 19,3% του ενεργού
εργατικού δυναμικού, τα αγροτικά προϊόντα αποτελούν το
30,8% του συνόλου των εξαγωγών και το 28,4% του
πληθυσμού ζει σε αγροτικές περιοχές.
Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό πάνω από το 50% του
πληθυσμού τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες (με
πυκνότητα κάτω από 100 κατοίκους ανά χλμ2)
χαρακτηρίζονται ως κυρίως αγροτικές περιφέρειες.

Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό 15-50% του πληθυσμού


τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται
ως σημαντικά αγροτικές περιφέρειες.

Οι περιοχές της χώρας με ποσοστό κάτω από το 15% του


πληθυσμού τους να κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες
χαρακτηρίζονται ως κυρίως αστικές περιφέρειες.

Κυρίως αγροτικές περιφέρειες


• Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (52,7% του
πληθυσμού τους κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες)
• Δυτική Μακεδονία (58,9% του πληθυσμού τους
κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες)
• Ήπειρος (57,3% του πληθυσμού τους κατοικεί σε
αγροτικές κοινότητες)
• Στερεά Ελλάδα (56,2% του πληθυσμού τους κατοικεί
σε αγροτικές κοινότητες)
• Πελοπόννησος (57,1% του πληθυσμού τους κατοικεί
σε αγροτικές κοινότητες)
• Νησιά Βορείου Αιγαίου (56,6% του πληθυσμού τους
κατοικεί σε αγροτικές κοινότητες).
Σημαντικά αγροτικές περιφέρειες.
• Κεντρική Μακεδονία,
• Θεσσαλία,
• Ιόνια Νησιά,
• Δυτική Ελλάδα,
• Νησιά Νοτίου Αιγαίου και
• Κρήτη.

Τυπολογία των αγροτικών περιοχών


• Ορεινές και ημιορεινές αγροτικές περιοχές με μειονεκτικές
διαρθρώσεις (χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία,
προβληματική προσπελασιμότητα, ευαίσθητη
κοινωνικοοικονομική βάση).
• Περιοχές με μεγάλη εξάρτηση από τη γεωργία, κυρίως την
εντατική (πεδινές περιοχές με καλά δίκτυα άρδευσης).
• Αγροτικές περιοχές επικεντρωμένες στην ανάπτυξη γύρω από
τον τουρισμό.
• Περιαστικές αγροτικές περιοχές.
• Περιβαλλοντικά ευαίσθητες αγροτικές περιοχές
(προστατευόμενες).
• Νησιωτικές περιοχές (μικρά νησιά).
• Αγροτικές περιοχές με ποικιλία δραστηριοτήτων δεν
παρουσιάζεται στην ελληνική ύπαιθρο.
Η Ελλάδα ανάλογα με την επικρατούσα αγροτική
παραγωγή, διακρίνεται σε 4 ζώνες :

• Βόρεια Ελλάδα (Ανατολική, Κεντρική, Δυτική


Μακεδονία και Θράκη) : Δημητριακά, καπνά,
οπωροφόρα, γαλακτοκομικά.
• Κεντρική Ελλάδα (Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα) :
Βαμβάκι, αμπέλια – κρασί, γαλακτοκομικά.
• Νοτιοδυτική Ελλάδα (‘Ήπειρος, Ιόνια νησιά,
Πελοπόννησος) : Ελιά, οπωροφόρα, αμπέλια –
κρασί, γαλακτοκομικά.
• Νησιά (Αιγαίου και Κρήτη) : Ελιά

Τυπολογία βασισμένη στην προσπάθεια προσδιορισμού


των επιπτώσεων από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής
Πολιτικής (ΚΑΠ)
Η διάκριση αφορά αγροτικές περιοχές του «κέντρου» και της
«περιφέρειας». Οι περιοχές της περιφέρειας χαρακτηρίζονται από
χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και μεγάλη εξάρτησή των
οικονομιών τους από τη γεωργία. Οι αγροτικές περιοχές της
«περιφέρειας» διακρίνονται όπως ακόλουθα.

• Αγροτικές περιοχές τύπου Ι : υψηλός βαθμός απομόνωσης,


πληθυσμιακή αποδυνάμωση, έλλειψη υποδομών, δύσκολες
καιρικές και εδαφολογικές συνθήκες. Χαμηλή εξάρτηση από τη
γεωργία και ανάπτυξη υπηρεσιών, βιοτεχνίας κτλ.
• Αγροτικές περιοχές τύπου ΙΙ : Είναι ίδια με την Ι αλλά υπάρχει
εξάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας από την αγροτική
παραγωγή. Κυρίως πεδινές περιοχές. Οι μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ
επηρεάζουν αυτές ακριβώς τις περιοχές.
Βιβλιογραφικές πηγές
• M. Woods, Γεωγραφία της Υπαίθρου, εκδόσεις
Κριτική, Αθήνα, 2011 (αγγλικό πρωτότυπο
2015).
• Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία,
εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.

Αστικοποίηση
Δρ. Νίκος Μεταξίδης
nmetaxides@gmail.com
Οικονομίες επιβίωσης
(subsistence economies)

Οι πρώτες ανθρώπινες ομάδες


(κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες)
δεν είχαν σταθερή
εγκατάσταση.

Μετακινιόντουσαν όταν
εξαντλούνταν οι διαθέσιμοι
πόροι του φυσικού
περιβάλλοντος.

Νομάδες κτηνοτρόφοι

Παραδείγματα νομάδων
κτηνοτρόφων έχουμε –
όλο και λιγότερο - και
σήμερα σε περιοχές όπως
οι στέπες στη Μογγολία ή
στη ζώνη του Σαχέλ στην
Αφρική.
Νεολιθική επανάσταση (9η ως 5η χιλιετία π. Χ.) : Οι άνθρωποι
ανακαλύπτουν τη γεωργία, αλλάζουν σταδιακά τη νομαδική
(κυνηγετική και τροφοσυλλεκτική) συμπεριφορά τους,
υιοθετώντας πρότυπα ζωής που περιελάμβαναν την
εγκατάσταση σε μόνιμους οικισμούς και τον γεωργικό τρόπο
ζωής . Ήταν η πρώτη επανάσταση που άλλαξε δραματικά την
ανθρώπινη εξέλιξη.

Η ανάπτυξη της γεωργίας βοήθησε το ανθρώπινο είδος να


αποκτήσει σημαντικό έλεγχο στην προμήθεια και την παραγωγή
τροφής του, προσανατολίζοντας τον άνθρωπο σε μόνιμη
εγκατάσταση και την μόνιμη κατοχή της γης.

Η μόνιμη εγκατάσταση έγινε η βάση για να


αναπτυχθούν οικισμοί, να αναπτυχθεί στοιχειωδώς
το εμπόριο και στοιχειώδεις πολιτικές λειτουργίες.
Οι άνθρωπο απέκτησαν την ικανότητα αποθήκευσης τροφής και της
ανταλλαγής του πλεονάσματός τους με άλλα χρήσιμα για τη ζωή τους
αποκτήματα, καθιερώνοντας έτσι τις πρώτες αρχές
της εμπορικής συνδιαλλαγής. Από τη στιγμή που καθιερώθηκε το
εμπόριο και εξασφαλίστηκε η επάρκεια τροφής, άρχισε η
δημογραφική αύξηση και η κοινωνική ιεραρχία. Σε αυτή την περίοδο
επίσης πιθανολογείται ότι έγινε σημαντική για τους ανθρώπους η
έννοια της γαιοκτησίας.

Ανασκαφές σε νεολιθικό
οικισμό στο Πακιστάν.

Βασικές αλλαγές που επέφερε η αγροτική επανάσταση

• Οικισμοί.
• Μικρότερη εξάρτηση από τη φύση.
• Συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων και εξειδίκευση εργασίας.
• Δημιουργία πλεονάσματος (διακίνηση και αποθήκευση
τροφίμων.
• Πολιτική και κοινωνική οργάνωση (βασίλεια, κράτη).
• Μεγαλώνει η ασφάλεια.
• Αναπτύσσονται οι τέχνες (κατασκευή επίπλων και σκευών,
βελτίωση εργαλείων).
• Εμπόριο.
• Ύπαρξη και μη αγροτικών πληθυσμών (οι αγροτικοί
πληθυσμοί κυριαρχούν ως και τη βιομηχανική επανάσταση).
Ακολουθεί η φάση της αστικοποίησης

Εμφάνιση των πρώτων πόλεων


• Η αστικοποίηση δεν εμφανίζεται ως διαδικασία μέσα από μια
γραμμική εξέλιξη.
• Πόλεις και αντίστοιχη πολιτική και οικονομική οργάνωση έχουμε
από πολύ παλιά. Στην Αρχαία Αίγυπτο για παράδειγμα έχουμε
πόλεις που λειτουργούν ως κέντρα εξουσίας (βασιλικής και
εκκλησιαστικής).
• Επίσης, εμπόριο σε μακρινές αποστάσεις έχουμε από πολύ
νωρίς. Οι πόλεις γίνονται κέντρα διοικητικού ελέγχου,
εκπαίδευσης, πολιτιστικών ανταλλαγών, καθώς και σημεία
σύγκλισης των εμπορικών αρτηριών.
• Ομοίως, η μεταποίηση συνδέεται με την ύπαρξη πόλεων ήδη από
την αρχαιότητα. Οι βιοτεχνικές δραστηριότητες δίνουν μεγάλα
οικονομικά οφέλη με τη χωροθέτησή τους σε αστικές περιοχές.
• Βέβαια οι ανθρώπινες κοινωνίες παρέμειναν κατά βάση
αγροτικές ως και την εποχή της βιομηχανικής επανάσταση.
Τύπος Ζώνη Τοποθεσία Πρώιμος Αντιπροσωπευτική
αστικός πόλη
πολιτισμός
Κύριοι πυρήνες Μέση -Μεσοποταμία, Σουμεριακός Ur. Uruk
αστικών Ανατολή -Κοιλάδα του Νείλου Αιγυπτιακός Memphis, Thebes
περιοχών -Κοιλάδα του Ινδού Ινδικός Harappa, Mohenjo-
Daro
Ανατολική -Κοιλάδα του Hwang Shang Anyang
Ασία
Αμερική -Χερσόνησος του Maya Palenque, Tikal
Γιουκατάν
-Κεντρικό Μεξικό Αζτέκοι Tenochtitlan
-Περού Ίνκας Cuzco
Δυτική Κοιλάδα του Νίγηρα Yoruba Ife
Αφρική
Δευτερεύοντες Νότια -Ελλάδα Πολιτισμός του Κνωσός, Μυκήνες
πυρήνες αστικών Ευρώπη Αιγαίου
περιοχών -Ιταλική χερσόνησος Ετρουσκικός Ρώμη
Νότια και -Κοιλάδα του Mekong Khmer Anchor
Ανατολική -Ιαπωνία Yana to Naniwa
Ασία -Central Burma Pyu Sri Ksetra
- Ceylon Sinhalese Polonnaruwa

Mohenjo-Daro (κοιλάδα του Ινδού)

Anchor (κοιλάδα του Mekong)


Tikal (χερσόνησος του Γιουκατάν)

Ο άνθρωπος, ήδη από τους πρώτους οικισμούς που φτιάχνει, επιχειρεί


να αντιμετωπίσει ορθολογικά τις ανάγκες του, χτίζει τείχη, οργανώνει
το χώρο του, χαράζει μονοπάτια και δρόμους, χώρους συγκέντρωσης,
λατρεία, εμπορίου (αγορές), κατασκευάζει κατοικίες, αναζητά λύσεις
σχετικά με τη διαβίωσή του. Από νωρίς, προκύπτει η ανάγκη
σχεδιασμού του χώρου (πολεοδόμηση). Οι πόλεις αποτελούν
εκκολαπτήριο νέων οικονομικών δραστηριοτήτων και προτύπων ζωής.

Η αστική ανάπτυξη φαίνεται ότι ξεκίνησε κοντά σε τέσσερεις


μεγάλες ποτάμιες πεδιάδες (Μεσοποταμία, Κοιλάδα του
Νείλου, του Ινδού και του Κίτρινου ποταμού). Υπάρχει σχέση
ανάμεσα στην ανάπτυξη του αστικού πολιτισμού και στην
πρακτική άρδευσης σε μεγάλη κλίμακα.
Αίτια ανάπτυξης των πόλεων
• Αίτια απομάκρυνσης από την ύπαιθρο : Η αγροτική επανάσταση
του τέλους του 19ου αιώνα επέτρεψε στους αγρότες της Ευρώπης να
παράγουν πλεόνασμα τροφίμων, ικανό να θρέψει μεγάλο μη
αγροτικό πληθυσμό. Έχουμε αύξηση της παραγωγής (βελτιωμένες
μεθόδους καλλιέργειας, νέες καλλιέργειες, εισαγωγή επιστημονικών
μεθόδων (υβρίδια, λιπάσματα, τρακτέρ, θεριστικές μηχανές). Επίσης
βελτίωση μεταφορών και επικοινωνιών.
• Αρχικά η αύξηση του πληθυσμού (διαθέσιμου εργατικού δυναμικού)
βοηθούσε την αύξηση της παραγωγής. Από ένα σημείο και μετά η
επιπλέον εργασία ήταν ασύμφορη (ΝΦΑ).
• Η αγροτική επανάσταση «μεταφέρθηκε» στις ΗΠΑ. Έτσι ενώ το 1820
οι εργάτες της γης ήταν το 72% του πληθυσμού, ως το 1930 το
ποσοστό αυτό έπεσε στο 37% και το 1980 στο 2%.
• Το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού βελτιώθηκε και έτσι μειώθηκε
το ποσοστό του εισοδήματος που πήγαινε για τροφή. Αυτό οδήγησε
σε συρρίκνωση των αγροτικών εισοδημάτων, αφού μειώθηκε η
αναλογία τιμών από την πώληση αγροτικών προϊόντων προς τις
τιμές των εισροών που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή.
• Αίτια προσέλκυσης από την πόλη : Οι πόλεις μεγάλωσαν αφού οι
πλεονάζοντες αγρότες στράφηκαν προς αυτές. Ένας άλλος λόγος
ήταν οι οικονομίες συγκέντρωσης , αποτέλεσμα μιας αγοράς που
κατανέμεται σε μια μικρή γεωγραφική περιοχή. Έτσι η Βιομηχανική
Επανάσταση που εισήγαγε το εργοστάσιο, επιτάχυνε την ανάπτυξη
συγκεντρώσεων του πληθυσμού, επιτείνοντας τη μετανάστευση από
την ύπαιθρο στην πόλη.
• Κάθε καινούριος μετανάστης έφερνε στην πόλη την οικογένειά του
(αστικός πολλαπλασιαστής), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
νέες προς ικανοποίηση ανάγκες (σχολεία, νοσοκομεία, υποδομές,
καταστήματα κτλ.).
• Η πόλη αυξάνεται όσο ο πρωτογενής τομέας υποβαθμίζεται προς
χάριν του δευτερογενή και του τριτογενή.
• Η επανάσταση της τεχνολογίας των μεταφορών και οι εξελίξεις του
δικτύου συγκοινωνιών επέτρεψαν την γρήγορη και οικονομική
μεταφορά προϊόντων, πρώτων υλών για τη βιομηχανία , από μια
διευρυνόμενη περιοχή που ξεπέρασε τα όρια της κοντινής
ενδοχώρας.

Αστικοποίηση και πληθυσμός των πόλεων

• Ακόμα και στη μέγιστη ακμή τους, η Ρώμη και η


Κωνσταντινούπολη είχαν περίπου 1.000.000
κατοίκους.
• Σήμερα πόλεις με δεκαπλάσιο πληθυσμό
αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο σε όλες τις
ηπείρους.
Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε αστικές περιοχές
αυξάνεται συνεχώς και αντίστοιχα μειώνεται το ποσοστό του
αγροτικού πληθυσμού.

Η τεράστια αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των πόλεων


συνοδεύεται κινείται παράλληλα με τη μεγάλη αύξηση των εθνικών
κρατών.

1800 3% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις με


πάνω από 5000 κατοίκους.
1900 13% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις με
πάνω από 5000 κατοίκους.
1990 43% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις με
πάνω από 5000 κατοίκους και το 10% σε πόλεις
μεγαλύτερες του εκατομμυρίου.
2014 54% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις με
πάνω από 5000 κατοίκους

Κάθε χώρα φαίνεται να έχει μια καμπύλη της μορφής S που


περιγράφει τη μεταβολή του ποσοστού του αστικού
πληθυσμού της μέσα στο χρόνο.
Ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε αστικές περιοχές
1950 1970 1985 1990 2014
Κόσμος 29 37 41 43 54
Αναπτυγμένες χώρες 54 67 72 73 78
Υποανάπτυκτες 17 25 31 34 48
χώρες
Αφρική 16 23 30 33 40
Λατινική Αμερική και 41 57 69 72 80
Καραϊβική
Ασία 17 24 29 30 48
Βόρεια Αμερική 64 74 74 74 81
Ευρώπη 56 67 72 73 73
Ωκεανία 61 71 71 71 71
ΕΣΣΔ 39 57 66 68 -
Οι τεράστιες πόλεις του κόσμου με πληθυσμό άνω των 10
εκατομμυρίων είναι 28. Μέχρι το 2050, οι “megacities” θα είναι 41.
Η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο παραμένει το Τόκυο στην Ιαπωνία,
με 38 εκατομμύρια κατοίκους.

https://esa.un.org/unpd/wup/Publications/Files/WUP2014-Highlights.pdf
Μπλε: χώρες υψηλού εισοδήματος, γαλάζιο: χώρες ανώτερου
μεσαίου εισοδήματος, ροζ: χώρες κατώτερου μεσαίου εισοδήματος,
φούξια: χώρες χαμηλού εισοδήματος

Στοιχεία : Παγκόσμια Τράπεζα (2012) με υπολογισμό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.


Ο αγροτικός πληθυσμός του πλανήτη βρίσκεται σε σχετικά λίγες χώρες.
Στην Ινδία 857 εκ., στην Κίνα 635 εκ.. Οι δυο χώρες αυτές μαζί κατέχουν
το 45% του παγκόσμιου αγροτικού πληθυσμού. Ακολουθούν με 100 εκ
η καθεμία Μπαγκλαντές, Ινδονησία, Πακιστάν. Η Νιγηρία – πρώτη στην
Αφρική – έχει αγροτικό πληθυσμό 95 εκ., με την Αιθιοπία να ακολουθεί
3,4 δις κατοικούν σε αγροτικές περιοχές . Ο αγροτικός πληθυσμός που
αυξάνεται με ήπιους ρυθμούς από το 1950, αναμένεται να φτάσει στη
μέγιστη τιμή του σε λίγα χρόνια. Ο αστικός πληθυσμός αναμένεται, ως
το 2050, να αυξηθεί περισσότερο από 2/3 με το 90% της αύξησης να
αφορά αστικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.

• Η πόλη γίνεται ένα σύστημα με συνεχή ροή (όχι στατικό). Οι


πόλεις δεν μένουν σταθερές αλλά μεταβάλλονται συνεχώς
στο χρόνο, δημιουργώντας νέες συνθήκες διαβίωσης στις
οποίες πρέπει να προσαρμοστεί ο άνθρωπος. Οι οικονομικές
δραστηριότητες αλλάζουν, άλλες γεννιούνται και άλλες
παρακμάζουν ή και εγκαταλείπονται.

• Η διαδικασία αυτή έγινε ιδιαίτερα αισθητή κατά τα


τελευταία πενήντα χρόνια, καθώς ο συνεχής περιορισμός
των αγροτικού κλήρου και η βελτίωση των μέσων
καλλιέργειας που μειώνει τις ανάγκες σε εργατικά χέρια
οδηγούν σε μια όλο και πιο έντονη αστικοποίηση του
πληθυσμού όλων των χωρών του κόσμου.
Οι χώροι
μεταμορφώνονται,
αλλάζουν χρήσεις.

• Παρατηρείται μια λειτουργία σωρευτική, βασισμένη στις


αλλαγές που συντελούνται στις οικονομικές
δραστηριότητες, είτε μιλάμε για τη φύση των
δραστηριοτήτων, όπως η μεταποίηση, το εμπόριο, η
αναψυχή, οι υπηρεσίες εν γένει, είτε μιλάμε για τον όγκο
των δραστηριοτήτων, όπως ο αριθμός και η συχνότητα των
συναλλαγών.

• Περιοχές, συνοικίες και ολόκληρες πόλεις ακμάζουν ή και


παρακμάζουν επειδή χάνουν βιομηχανίες, πληθυσμό κτλ.,
συνθήκες δηλαδή που επηρεάζουν αρνητικά τη διαδικασία
της συσσώρευσης.
• Η μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στα αστικά
κέντρα, μπορεί να γίνεται με την προοπτική της καλύτερης ζωής και
των περισσότερων ευκαιριών, αλλά είναι η ζωή στα αστικά κέντρα
που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ανισότητες μεταξύ του
πληθυσμού.

• Με την άναρχη επέκταση των πόλεων, μεγάλο μέρος του πληθυσμού


ζει σε αυτές χωρίς καθόλου υποδομές. Υπολογίζεται ότι το 2050,
περίπου 3 δισεκατομμύρια ανθρώπων που θα ζουν σε αστικά κέντρα
που δεν ετοιμάστηκαν εγκαίρως να τους υποδεχτούν, θα ζουν χωρίς
αποχέτευση, ηλεκτρισμό ή παροχές υγείας.

Πόλεις και αστικές θεωρίες


Σχολή του Σικάγο (Robert E. Park)
πίστευε ότι η αστικοποίηση
δημιουργούσε νέα περιβάλλοντα,
νέους τρόπους ζωής και τύπους
ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Υποστήριξε ότι οι σύγχρονες πόλεις,
αποτελούνται από ένα «μωσαϊκό
μικρόκοσμων». Η προσέγγιση αυτή
εστίαζε σε συγκεκριμένες κοινωνικές
ομάδες και σε διακριτές περιοχές της
πόλης. Ενδεικτικές σχετικές μελέτες
για τις συμμορίες ανηλίκων, τις
εκδιδόμενες γυναίκες ή τις περιοχές
των μειονοτικών ομάδων,
1. κόμβος
αντιπροσώπευαν μια συγκεκριμένη
2. ζώνη μετάβασης
αστική κοινωνιολογική προσέγγιση, τη 3. εργατικές κατοικίες,
λεγόμενη ανθρώπινη οικολογία. 4. καλύτερες κατοικίες
5. προαστιακή ζώνη.
Η διάκριση αστικότητας – αγροτικότητας κατά το Fischer
συνδέεται με τις ακόλουθες δυαδικές και αντιθετικές
θεματικές κατηγορίες:

Αγροτικό Αστικό
Φύση Τέχνη
Οικείο Ξένο
Κοινότητα Ατομισμός
Παράδοση Αλλαγή

David Harvey : το αστικό περιβάλλον δημιουργήθηκε από


το βιομηχανικό καπιταλισμό που «θολώνει» τη διαφορά
μεταξύ αστικού και αγροτικού περιβάλλοντος. Ο χώρος,
διαρκώς αναδιαμορφώνεται από τις μεγάλες εταιρείες,
τους ελέγχους που κάνουν οι κυβερνήσεις και τους ιδιώτες
επενδυτές αγοραστές και πωλητές ακινήτων και γης.

Manuel Castells : είδε την πόλη ως αναπόσπαστο μέρος


των διαδικασιών συλλογικής κατανάλωσης, σχέσεων
γειτονίας και ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών
κοινωνικών ομάδων (συμβολική και χωρική εκδήλωση
ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων), των δυνάμεων της
αγοράς, της κυβέρνησης και των κοινωνικών κινημάτων.
Φάσεις αστικής ανάπτυξης

• Αστικοποίηση : Μετακινήσεις πληθυσμών από τις αγροτικές στις


αστικές περιοχές. Δημιουργούνται πιέσεις για αύξηση του
οικιστικού αποθέματος και της κοινωνικής υποδομής (σχολεία,
νοσοκομεία, χώροι πρασίνου κτλ.).
• Προαστικοποίηση : Τα αστικά κέντρα επεκτείνονται χωρικά
(δημιουργία προαστίων).
• Αποαστικοποίηση : Μείωση των ρυθμών αύξησης του
πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Υποβάθμιση κεντρικών
περιοχών.
• Επαναστικοποίηση : Επανάκαμψη του πληθυσμού στα μεγάλα
αστικά κέντρα, υποβάθμιση των περιαστικών περιοχών και της
υπαίθρου.
(Klaassen & Scimeni Theoretical issues in urban dynamics στο Klassen et al. (επιμ.)
Dynamics of urban development, London: Gower, 1981, pp. 385-408).

οι πόλεις δημιουργούν μια σειρά από


νέες συνθήκες και προβλήματα
• Εκτοπίζουν συνεχώς τη φυσική βλάστηση και πανίδα. Σε
ορισμένες μεγαλουπόλεις του Νέου Κόσμου, που
σχεδιάστηκαν με ακρίβεια πριν οικοδομηθούν, έχει
διασωθεί ένα αξιόλογο τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος
που υπήρχε πριν από την ίδρυσή τους (όπως το Central Park
στη Νέα Υόρκη).
• Στις περισσότερες, όμως, πόλεις της Ευρώπης, δεν υπήρξε
παρόμοια πρόβλεψη –ή υπήρξε σε πολύ περιορισμένη
κλίμακα–, επειδή η ανάπτυξή τους έγινε σταδιακά, πριν
προλάβουν οι κάτοικοί τους να συνειδητοποιήσουν τα
προβλήματα που δημιουργούσε η παρουσία τους.
• Τα προβλήματα αυτά είναι πολύ πιο έντονα στις
μεγαλουπόλεις του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, οι οποίες
αναπτύσσονται με άναρχο τρόπο. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε
προσπάθεια οικιστικού και οικολογικού ελέγχου της ανάπτυξής
τους αποτελεί ουτοπία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελούν οι παραγκουπόλεις σε πόλεις της Κεντρικής και
Νότιας Αμερικής, αλλά και της Νοτιοανατολικής Ασίας και της
Αφρικής.

Τύποι πόλεων
• Θρησκευτική πόλη : Λούρδη, Μέκκα, Μπενάρες (όχθη
Γάγγη), Βατικανό (Ρώμη), Τήνος.
• Πανεπιστημιούπολη : Κέιμπριτζ, Οξφόρδη, Πρίνστον.
• Κέντρο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων : Σάλτσμπουργκ,
Φλωρεντία.
• Διοικητικό κέντρο : Βέρνη, Βόννη, Μπραζίλια, Ουάσινγκτον.
• Τουριστικό κέντρο : Αιδηψός, Μύκονος, χειμερινά κέντρα
Άλπεων.
• Παραγωγή αυτοκινήτων : Detroit
• Εμπορικό κέντρο : Νέα Υόρκη, Λονδίνο.
• Πόλεις που δημιουργούνται με την παρουσία
συγκεκριμένης εταιρείας: Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας (Pechine)
Προβιομηχανική, βιομηχανική, μεταβιομηχανική πόλη

• Ο Braudel διακρίνει την προβιομηχανική ή παραδοσιακή πόλη σε


Φεουδαλική (όπου ζουν πλούσιοι γαιοκτήμονες και κατοικούν και
αρκετοί εργάτες γης και μέλη βιοτεχνικών συναφειών),
αυτοδιοικούμενη και απολυταρχική ή υποδουλωμένη πόλη (η
εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός ατόμου ή οικογένειας).
• Η βιομηχανική πόλη στηρίζει την ύπαρξή της στη βιομηχανία
(κυρίως βαριά, όπως αυτοκινητοβιομηχανία, ναυπηγεία, παραγωγή
ενέργειας κτλ.). Σήμερα μια τέτοια πόλη μπορεί να ζήσει βασισμένη
μόνο στον τομέα των υπηρεσιών.
• Η μεταβιομηχανική πόλη είναι αυτή στην οποία η οικονομική βάση
στηρίζεται αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα.
• Αποικιακή πόλη (αναπτύχθηκε από το 1500 και μεσουράνησε στην
διάρκεια της αποικιακής περιόδου, 19ος αιώνας) Βομβάη, Δελχί,
Τύνιδα).

Προβιομηχανική πόλη

Τα τείχη έπαιζαν σημαντικό


ρόλο, προστάτευαν την πόλη
και όριζαν τα όριά της
(καθόριζαν ειδική φορολόγηση
κτλ.). Η ύπαρξη τειχών που
περιέβαλαν τις πόλεις οδήγησε
σε μεγάλη αύξηση των
πυκνοτήτων των πόλεων.

Τα τείχη έχασαν τη σημασία τους όταν


ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και στις
περιπτώσεις που οι κίνδυνοι δεν ήταν
μεγάλοι. Η παρουσία τους πάντως
εξακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις
μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (Γενεύη
1851, Βιέννη 1857, Μαδρίτη 1868,
Παρίσι 1926-32.
Στις πόλεις υπήρχε
ακανόνιστο δίκτυο στενών
δρόμων. Τα κτίρια ήταν
μονώροφα ή διώροφα, με
εξαίρεση τα δημόσια κτίρια
που ήταν ψηλότερα.

H κοινωνική συγκρότηση είχε δυο


κύριους πόλους : την ανώτερη τάξη
(γαιοκτήμονες, και ευγενείς) και την
κατώτερη (μεγάλη παραγωγική
μάζα).
Η αύξηση του πληθυσμού
περιορίζεται από τις συνθήκες
υγιεινής, τις επιδημίες, τις συχνές
πυρκαγιές και την προβληματική
τροφοδοσία σε νερό.

• Την πολιτική και οικονομική


οργάνωση της κοινωνίας συνοδεύει ή
ακολουθεί η δημιουργία πόλης Από την πολιτική στην
(πολιτικού κέντρου).
εμπορευματική πόλη
• Η πολιτική πόλη διοικεί,
εκμεταλλεύεται, προστατεύει την
ενδοχώρα της. Η πόλη γίνεται
σύμβολο της εξουσίας που ασκεί και
της τάξης που επιδιώκει.
• Η πόλη γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης
των αρχόντων με την νέα αναδυόμενη
οικονομική τάξη των εμπόρων (η
εξουσία μοιράζεται μεταξύ εμπόρων
και των συντεχνιών των τεχνητών.
• Ο αστικός χώρος γίνεται το σημείο
συνάντησης των ανθρώπων στο
πλαίσιο της αγοράς (χώρος
ανταλλαγής).
Η βιομηχανική πόλη

• Η βιομηχανική πόλη εγκαθίσταται εκεί όπου υπάρχουν πρώτες ύλες


για τη βιομηχανία (νερό, κάρβουνο, λιγνίτης, μέταλλα) ή και
πλεόνασμα εργατικών χεριών.
• Σε κάποιες περιπτώσεις η βιομηχανική πόλη εγκαθίσταται εκεί όπου
υπάρχουν επενδυτικά κεφάλαια, φθηνή εργατική δύναμη,
διαθέσιμες αγορές.
• Η βιομηχανία είναι στενά συνδεδεμένη με την αστικοποίηση.
• Βιομηχανική Επανάσταση (Αγγλία, 19ος αιώνας)
• Η αγροτική παραγωγή – αν και ανερχόμενη – δεν καλύπτει
επαρκώς τις ανάγκες των πόλεων. Οι εισαγωγές τροφίμων είναι
περιορισμένες.
• Η αγροτική παραγωγή αναδιαρθρώνεται (νέα χωράφια, νέες
καλλιεργητικές μέθοδοι).
• Τα τρόφιμα κόστιζαν πολύ για να μεταφερθούν σε μεγάλες
αποστάσεις. Η κατάσταση αλλάζει με το σιδηρόδρομο
(ανακάλυψη των ατμοκίνητων μηχανών).
• Η εκμηχάνιση και τα λιπάσματα συνεισφέρουν στην αύξηση της
αγροτικής παραγωγής και στην αντίστοιχη διατροφική επάρκεια
(σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη των πόλεων).
• Στα τέλη του 19ου αιώνα οι βιομηχανικές πόλεις εφοδιάζονται με
τρόφιμα, τόσο από την αγροτική ενδοχώρα όσο και με την αύξηση
των εισαγωγών (νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη Β. Αμερική, την
Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία και Αργεντινή).

• Η βελτίωση της
διατροφής, των
συνθηκών υγιεινής και
περίθαλψης, συντελούν
στη δημογραφική
έκρηξη.
Εσωτερική δομή της
βιομηχανικής πόλης

• Οι εύποροι
εγκαθίστανται
σταδιακά στα
λεγόμενα «καλά
προάστεια».

• Τα φτωχότερα
στρώματα επιλέγουν
να συναθροιστούν στις
φτωχογειτονιές (slums)
του πυρήνα των
πόλεων ή και στις
«επικίνδυνες
γειτονιές».

• Τα μέσα μεταφοράς, οι συγκοινωνίες και τα δίκτυα (οδικά


και σιδηροδρομικά) επηρεάζουν σημαντικά την εσωτερική
δομή των πόλεων (τόπους εργασίας και κατοικίας). Οι
ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν τις πληθυσμιακές
πυκνότητες κατά τη διάρκεια μιας μέρας. Μεταξύ 8 το πρωί
και 4 το απόγευμα η πληθυσμιακή πυκνότητα ενός
εμπορικού κέντρου εκτινάσσεται για να μειωθεί δραματικά
τις μετα-απογευματινές, βραδινές και νυχτερινές ώρες.
• Στην μεταβιομηχανική εποχή η αστικοποίηση συνδέεται με
την «έκρηξη» στον τριτογενή τομέα παραγωγής.
• Η αστικοποίηση στις ανεπτυγμένες χώρες οδηγεί στη
συγχώνευση περιοχών και στη δημιουργία αυτού που ο
Gottman αποκάλεσε ‘‘Μεγαλοπόλεις’’ (δείτε Jean Gottman,
Megalopolis: The Urbanized Northeastern Seaboard of the United
States, New York, 1961. http://www.esperdy.net/wp-
content/uploads/2009/09/Gottman-Introduction.pdf
Tokaido Ιαπωνία : αποτελείται από τα μητροπολιτικά κέντρα
Tkyo-Yokohama, Nagoya-Osaka-Kobe-Kyoto με 52 εκ.
κατοίκους, το 43% του συνολικού πληθυσμού της Ιαπωνίας.
• Η εσωτερική μετανάστευση
προς τα αστικά κέντρα
οδήγησε στη δημιουργία
αυθαίρετων οικισμών στις
υποανάπτυκτες χώρες

… και γκέτο στις αναπτυγμένες


χώρες.

• Τα γκέτο δημιουργούνται εξαιτίας της εσωτερικής συνοχής


των ομάδων αυτών (χρώμα, γλώσσα, πολιτισμός) και
βέβαια εξαιτίας των «τειχών» που βάζει γύρω τους η
υπόλοιπη κοινωνία. Παραδείγματα σχετικά αποτελούν οι
τσιγγάνοι στο Ζεφύρι, οι Ρωσοπόντιοι στην Ελευσίνα και
τον Ασπρόπυργο, οι Ισπανόφωνοι στην Καλιφόρνια κτλ.

• Όταν η ομάδα αυτή ξεπεράσει ένα κρίσιμο όριο της τάξης


του 15-20%, τότε η αύξησή τους συνεχίζεται με
δραματικούς ρυθμούς. Οι υπόλοιποι κάτοικοι, μη μέλη της
ομάδας, εγκαταλείπουν την περιοχή, ενώ νέα μέλη της
ομάδας εισέρχονται σε αυτή.
Το φαινόμενο των αστέγων (αφορά τόσο σε υποανάπτυκτες
όσο και σε αναπτυγμένες χώρες). Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία του ΟΗΕ, 100 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον
κόσμο είναι άστεγοι. Οι τελευταίες στατιστικές της Κομισιόν
«μετρούν» τους άστεγους της Ευρώπης των 28 σε 4,1
εκατομμύρια.

Σήμερα υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που, με βάση τα


στατιστικά στοιχεία, ζουν ή απειλούνται από την έλλειψη στέγης.

- Αυτοί που βλέπουμε να κοιμούνται στο πεζοδρόμιο στα στέκια των


αστέγων (χρήστες ουσιών και αλκοόλ, άνθρωποι παραβατικοί, άτομα
με σοβαρά ψυχικά νοσήματα και,
- Όσοι μέχρι πρότινος είχαν μια «φυσιολογική» ζωή αλλά σήμερα είναι
«αόρατοι» στο πλήθος των νεόπτωχων.
Φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο όριο για κάθε κοινωνικό
σχηματισμό, πέραν του οποίου η περαιτέρω μεγέθυνση του
πληθυσμού μιας πόλης αντί να δημιουργεί οικονομίες
κλίμακας δημιουργεί δυσοικονομίες
(P. Haggett, Geography: A Modern Synthesis, Harper & Row, 1983)

• Τα εμπόδια ανάπτυξης των πόλεων του 18ου αιώνα


προέρχονταν από την αδυναμία ύδρευσης της πόλης και
την εξάπλωση των λοιμωδών ασθενειών.
• Στις σημερινές πόλεις τα εμπόδια προέρχονται από την
αύξηση της εγκληματικότητας, της απαιτούμενης ενέργειας
και των δαπανών για φυσική υποδομή (δίκτυο μεταφορών,
ενέργεια κτλ.).

Η δαπάνη κατά κάτοικο στις πόλεις αυξάνεται στην αρχή με την


αύξηση του πληθυσμού και στη συνέχεια, ύστερα από ένα
κρίσιμο σημείο, μειώνεται προοδευτικά.
Η μεταβιομηχανική πόλη

• Από το 1980 και μετά παρατηρείται το φαινόμενο (από τις


απογραφές) οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού των
πόλεων στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες να
σταματούν.
• Η κυρίαρχη δραστηριότητα στις μεταβιομηχανικές πόλεις
είναι ο τομέας των υπηρεσιών που βασίζεται στην
τεχνολογία της πληροφορικής και αφορά επαγγέλματα που
σχετίζονται με τη συλλογή, επεξεργασία και διάδοση /
διαχείριση των πληροφοριών (τεταρτογενής τομέας της
οικονομίας). Οι «παραγωγικές υπηρεσίες» παράγουν
προϊόν που χρησιμοποιείται από άλλες επιχειρήσεις για την
παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών (έρευνα αγοράς,
νομικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές υπηρεσίες,
διαφήμιση).

Αστικός χώρος στις υποανάπτυκτες περιοχές


• Οικονομικά χαρακτηριστικά : Ανάπτυξη άτυπης οικονομίας
χωρίς κανονισμούς - που δε φορολογείται και είναι λιγότερο
παραγωγική από την τυπική (επίσημη) οικονομία.
• Περιβαλλοντικές προκλήσεις : μόλυνση περιβάλλοντος και
υπερεντατική αξιοποίηση φυσικών πόρων χωρίς τήρηση
κανονισμών, ανεπαρκής υγιεινή, μη ασφαλή αποθέματα νερού.
• Κοινωνικά χαρακτηριστικά : υπερπληθυσμός, το κύριο
δημογραφικό στοιχείο είναι το νεαρό του πληθυσμού και το
χαμηλό προσδόκιμο ζωής, ανεπαρκείς πηγές ενέργειας,
διευρυμένη φτώχεια, ελλιπής παροχή ιατρικής και υγειονομικής
φροντίδας, ανάγκες για οικογενειακή συμβουλευτική και
εκπαίδευση, ελλιπής εκπαίδευση στον πολύ νεαρό πληθυσμό
καθώς η πρόσβαση στο σχολείο είναι αρκετά περιορισμένη
(σημαντικό ποσοστό των παιδιών εγκαταλείπουν νωρίς το
σχολείο).
Παράδειγμα της Αφρικής
• Προβλέπεται ότι η Αφρική θα έχει 1 δις αστικό πληθυσμό σε 20 χρόνια
από τώρα. Το 2015, ο αστικός πληθυσμός της έφτανε τα 472
εκατομμύρια.
• Ενώ η αστικοποίηση συνοδεύεται με δομικές αλλαγές των οικονομιών
που από αγροτικές μετασχηματίζονται σε βιομηχανικές, στην
περίπτωση της Αφρικής δεν γίνεται ακριβώς έτσι. Οι αφρικανικές
πόλεις μεγεθύνονται εξαιτίας της δημογραφικής τους έκρηξης. Αυτό
συμβαίνει μόνο κατά το 1/3 στην αγροτική έξοδο. Ο πληθυσμός που
έρχεται στην πόλη δεν έρχεται να καλύψει τη ζήτηση σε εργατικό
δυναμικό αλλά να απασχοληθεί στην άτυπη οικονομία.
• Συγκρίνοντας το μέσο εισόδημα ανά κάτοικο με περιοχές ανάλογου
επιπέδου αστικοποίησης : « Όταν οι χώρες της μέσης Ανατολής και της
Βόρειας Αφρικής αστικοποιήθηκαν κατά 40%, το κατά κεφαλήν τους
εισόδημα άγγιζε τα 1 800 $. Και όταν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας
πέρασαν το ίδιο κατώφλι το κατά κεφαλήν τους εισόδημα έφτανε τα
3 600 $. Στην υποσαχάρια Αφρική έφτανε μόλις τα 1 000 $ » (World
Bank, 2016).
• Στην Αφρική πάνω από το 60% των κατοίκων των πόλεων ζουν σε
παραγκουπόλεις με τη φτώχεια να αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα.
• Οι περισσότερες πόλεις προβλέφτηκε να «φιλοξενήσουν» πολύ
λιγότερους κατοίκους από όσους ζουν σε αυτές. Η πόλη Dakar ενώ
φτιάχτηκε για 300.000 κατοίκους, ο πληθυσμός της υπερβαίνει τα 3
εκ.
• Τα κύρια προβλήματα : Έλλειψη νερού, μη πρόσβαση των
νοικοκυριών σε ηλεκτρικό ρεύμα, έλλειψη συστημάτων
αποχέτευσης, τεράστιο πρόβλημα συμφόρησης στους δρόμους,
ατμοσφαιρική ρύπανση.
• Ελλείψει πολεοδομικού σχεδιασμού, οι πόλεις εξαπλώνονται. Η
Kampala (Ουγκάντα), η οποία είναι μία από τις ταχύτερα
αναπτυσσόμενες πόλεις, είδε το χωρικό της αποτύπωμα να
αυξάνεται από 71 km² σε 386 km² μεταξύ 1989 και 2010. Οι
εμπειρογνώμονες προβλέπουν ότι με αυτό το ρυθμό θα φθάσουν τα
1000 km² το 2030, με κίνδυνο να εξαφανιστούν τα δάση και οι
υγρότοποι.

• Στην Κένυα, η κατασκευή της τεχνολογικής πόλης Konza, αποτελεί τη


γένεση της ψηφιακής οικονομίας της Αφρικής. Στο Μαρόκο
προγραμματίζονται εννέα βιώσιμες πόλεις. Άλλα πιο μετριοπαθή
έργα είναι καθαρά ιδιωτικά: η Appolonia, στη Γκάνα, αναμιγνύει τα
επιχειρηματικά κέντρα και την προαστιακή στέγαση, εξασφαλίζοντας
μια "αστική όαση" με υποδομές παγκόσμιας κλάσης.

• Αλλά αυτά τα έργα απέχουν πολύ από την κλίμακα του ανθρώπινου
κύματος που περιμένει τις αφρικανικές πόλεις και λίγες
εξακολουθούν να είναι κυβερνήσεις που, όπως και η Ρουάντα,
προσπαθούν να σκεφτούν την αστική τους ανάπτυξη σε εθνικό
επίπεδο. Η νέα αφρικανική πόλη έχει γίνει μια πολυπόθητη αγορά,
αλλά δεν θα λύσει τα προβλήματα των σημερινών πόλεων.

Πηγή: Le Monde
• http://www.lemonde.fr/afrique/article/2017/07/30/un-milliard-de-citadins-dans-
vingt-ans-l-afrique-est-elle-prete_5166713_3212.html#Zi4jZbOCWhsoKppY.99
Βιβλιογραφικές πηγές
• Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία,
εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.
• F. Debié, Géographie économique et humaine,
éditions PUF, Paris, 1995.

Οι ελληνικές πόλεις

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


nmetaxides@gmail.com
Οι πόλεις στην Ελλάδα

Νεολιθικοί οικισμοί στον ελλαδικό χώρο

• Η παρουσία νεολιθικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο έγινε


γνωστή ύστερα από τις έρευνες του Χρήστου Τσούντα στη
Θεσσαλία, μεταξύ των ετών 1899 έως 1906, τις ανασκαφές
του ίδιου στους οικισμούς του Σέσκλου (1901-1903) και του
Διμηνίου (1903) και τη συγκρότηση του πρώτου καταλόγου
που περιελάμβανε 63 θέσεις με νεολιθικά στρώματα
κατοίκησης.
• Η κατοίκηση του ελλαδικού χώρου κατά τη Νεολιθική εποχή
τεκμηριώνεται από τις 1000 περίπου θέσεις που
έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα.
Οι πρώτοι οικισμοί βρίσκονταν σε
παράκτιες περιοχές, πεδινές ή
λοφώδεις, κοντά σε λίμνες, ποτάμια,
πηγές. Η πυκνότητα των οικισμών
διαφέρει κατά περιοχές (οι μεγάλες και
εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας και
Μακεδονίας είναι περισσότερο
πυκνοκατοικημένες από τις ημιορεινές
περιοχές της νότιας Ελλάδας και τα
νησιά). Η πυκνότητα των οικισμών
μεταβάλλεται στο χρόνο.
Γεωμορφολογικές μεταβολές, όπως η
άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, καθώς
και φυσικές καταστροφές, όπως
πλημμύρα ποταμών, έχουν άμεσες
επιπτώσεις στην οικονομία και
καθορίζουν την περαιτέρω οικιστική
συμπεριφορά του νεολιθικού
ανθρώπου.
Από πολύ νωρίς προέκυψε η
ανάγκη για πολεοδόμηση με
την έννοια της συνειδητής
προσπάθειας για αντιμετώπιση
των αναγκών και των
προβλημάτων των οικισμών
που σχετίζονται με τη χρήση
του χώρου.
Η πολεοδομική οργάνωση των οικισμών χρησιμοποιείται και για καθαρά
ιδεολογικούς λόγους. Στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από την
οθωμανική κυριαρχία υπήρξε έμφαση στη πολεοδομική ανασυγκρότηση
(έμφαση στην ορθογωνικότητα των πολεοδομικών σχεδίων), τόσο επί
Καποδίστρια όσο και επί Όθωνα. Ο σκοπός δεν είχε μόνο να κάνει με
ζητήματα υγιεινής και λειτουργικότητας (διευκόλυνση κυκλοφορίας,
δημιουργία δικτύων) αλλά κυρίως για τροποποίηση των στοιχείων του
χώρου που συνδέονταν με το οθωμανικό παρελθόν.
Ο Ι. Καποδίστριας (1828-1831)
ανέθεσε στον Σταμάτη Βούλγαρη να
πραγματοποιήσει μελέτη σχετικά με
τον σχεδιασμό της πόλης των
Πατρών. Ο Κυβερνήτης απέδιδε
ιδιαίτερη σημασία στην
αναθεμελίωση της Πάτρας, που την
προόριζε για λιμάνι επικοινωνίας του
νεοελληνικού κράτους με τη Δυτική
Ευρώπη. Το λιμάνι προσδιορίζει τη
σχέση της πόλης με τη θάλασσα, που
λόγω απουσίας χερσαίων δρόμων,
παραμένει η κύρια οδός
επικοινωνίας.

Άποψη της πόλης των Αθηνών, σε πίνακα του Richard Temple, όπως
την αντίκρισαν ο λόρδος Βύρωνας και ο βαρώνος Hobhouse το έτος
1810. Στο αριστερό άκρο της εικόνας διακρίνεται η Πύλη του
Αδριανού και στο δεξιό το Θησείο. Σε πρώτο πλάνο αριστερά, η
ρεματιά που αργότερα εξελίχθηκε στις οδούς Δημοκρίτου-
Βουκουρεστίου.

(Πηγή: J. C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in


Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810, 1813).
Χάρτης της
Τουρκοκρατούμενης Αθήνας
σχεδιασμένος από τον
Coubault, περί το 1800. Εκτός
από την κατοικημένη περιοχή,
εντός των τειχών περικλείονται
επίσης μη οικοδομημένες
εκτάσεις, χέρσες αλλά και
καλλιεργημένες, προς τα
βόρεια και τα βορειοανατολικά

(Πηγή: Ι. Μελετόπουλος, Αθήναι


1650-1870, Αθήνα 1979).

• Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης


Κλεάνθης και Eduard Schaubert, εγκαθίστανται στην
Αθήνα, ξεκινώντας την συστηματική τοπογράφησή
της, ενώ στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική
τους πρόταση.
• Η Νέα Πόλη περιελάμβανε το ήμισυ περίπου της
Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια
και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της
Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς
Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, προβλεπόταν
να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών.
• Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης
προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί
από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά
οικοδομικά τετράγωνα.
• Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές
τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας,
σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό
Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον
Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια
της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά.
Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των
Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της
κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση.
• Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος:
«Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι αρχιτέκτονες στο
υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης
των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως
του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου,
της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως,
και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς».

Η πολεοδομική πρόταση
των Κλεάνθη-Scahubert
για την πόλη των Αθηνών
του 1833.

Οι κύριοι άξονες σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο με τα Ανάκτορα στην


κορυφή του και τα δύο σκέλη προσανατολισμένα προς τον Πειραιά και το
Στάδιο, τα οποία φέρουν, ακόμη και σήμερα, τα αντίστοιχα ονόματα. Στο
μέσον των σκελών οι δύο τετράγωνες πλατείες της Βόρσας (σημερινής
Κουμουνδούρου/ Ελευθερίας) και Θεάτρου (σημερινής Κλαυθμώνος). Στις
δύο γωνίες της βάσης οι δύο κυκλικές πλατείες του Κέκροπος (δυτικά, στη
σημερινή διασταύρωση Πειραιώς και Ερμού) και των Μουσών (ανατολικά,
στη σημερινή πλατεία Συντάγματος). (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου
εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966).
• Το οδικό δίκτυο αναπτυσσόταν εν μέρει ακτινωτά, με
κέντρα τις κυκλικές πλατείες, και εν μέρει παράλληλα και
κάθετα προς τους βασικούς άξονες, πάντοτε με απόλυτη
κανονικότητα. Προβλέπονταν με ακρίβεια οι θέσεις όλων
των δημοσίων κτιρίων και γενικότερα οι περιοχές όλων
των λειτουργιών της Πόλης: Υπουργεία, Δικαστήρια,
Στρατώνες, Αστυνομία, Ταχυδρομείο, Νομισματοκοπείο,
Μητρόπολη, Πάρκα, κλπ. Το σύνολο ήταν
προγραμματισμένο να φιλοξενήσει όλες τις λειτουργίες
μιας πρωτεύουσας και έναν πληθυσμό που προβλεπόταν
να φθάσει το όριο των 40.000 κατοίκων.
• Ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο
Κλεάνθη-Schaubert, αποτελεί συστατικό στοιχείο της
νεοκλασικής-ρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή
μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.

• Ως το τέλος του 1833 είχε αρχίσει η εφαρμογή του


σχεδίου. Μόλις όμως έγιναν αντιληπτές οι εκτάσεις
που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των
δημοσίων κτηρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και
του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές
ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών.
• Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος Βαυαρός
αρχιτέκτονας Leo von Klenze, ο οποίος εκπόνησε τον
Σεπτέμβριο του 1834 ένα αναθεωρημένο σχέδιο, με
κύρια χαρακτηριστικά την μείωση της συνολικής
έκτασης της πόλης και του χώρου των ανασκαφών, τον
περιορισμό του πλάτους των δρόμων και της
επιφάνειας των πλατειών, καθώς και την περιστολή
της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης. Προέβλεπε,
τέλος, τη μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου
του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την
πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμικού.
Το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze του 1834 αποτελούσε
αναθεώρηση της πρότασης Κλεάνθη-Scahubert. Κύρια
χαρακτηριστικά του ήσαν η μείωση της έκτασης της νέας πόλης, η
περιστολή των επεμβάσεων στον ιστό της παλαιάς και η μεταφορά
των Ανακτόρων και όλου του διοικητικού κέντρου της πόλης από την
πλατεία Ομονοίας στον Κεραμικό

• Οι αλλεπάλληλες αυτές αλλαγές οδήγησαν αφενός στη διατήρηση


μεγάλου τμήματος της Παλαιάς Πόλης και αφετέρου στον
αναπροσανατολισμό της Νέας Πόλης προς το τελικό σημείο ανέγερσης
των Ανακτόρων
• Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα
σχέδια έκτασης. Πράγματι, επί δεκαετίες τα όρια της παρέμεναν
ουσιαστικά εκείνα της παλιάς πόλης. Είναι ενδιαφέρον να
συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της
πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς,
παρέμειναν σχεδόν έρημες ώς τα 1870-1880, ενώ η Μονή Πετράκη, στο
σημερινό Κολωνάκι, παρέμενε ακόμα τότε ένα εξοχικό Μοναστήρι. Η
περιοχή του Στρέφη βρισκόταν ως τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα στο
όριο της πόλης, η κατοπινή λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν μια ακατοίκητη
ρεματιά μεταξύ των Τουρκοβουνίων και του Λυκαβηττού, και η Κυψέλη
είχε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα μακρινές αγροικίες, και μερικές
εξοχικές βίλες, όπου οι Αθηναίοι πήγαιναν εκδρομή.
• Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται με τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της
Αθήνας. Είναι αυτονόητο ότι η εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας
προκάλεσε μεγάλη συρροή νέων κατοίκων. Από 12.000 περίπου στα
1834, ο αριθμός τους διπλασιάστηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η
πρόβλεψη των Κλεάνθη-Schaubert για 40.000 κατοίκους δεν
πραγματοποιήθηκε πριν από τη δεκαετία του 1860, και το ορόσημο των
100.000 δεν ξεπεράστηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1880.
Άποψη της πόλης των Αθηνών, από την Ακρόπολη προς το
Λυκαβηττό, περί το 1860. Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο η
Μητρόπολη υπό κατασκευή, στο βάθος το κτίριο του
Πανεπιστημίου, και πίσω του οι ακατοίκητες ακόμη εκτάσεις της
Νεάπολης και του Στρέφη (Πηγή: L. & R. Matton, Athènes et ses monuments,
du XVIIe siècle a nos jours, Αθήνα 1963).

Η ανάπτυξη της πόλης των Αθηνών έως τα τέλη τη δεκαετίας του 1870, στο
χάρτη του Kaupert, που εκδόθηκε το 1881. Παραμένουν ακατοίκητες οι
περιοχές του Πεδίου του Άρεως και της Κυψέλης, οι πέραν των λόφων του
Λυκαβηττού και του Στρέφη, αλλά και πέραν των σημερινών οδών
Πλουτάρχου και Ριζάρη, προς τους Αμπελόκηπους. Η μελλοντική
λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι ακόμη μια απότομη ρεματιά (Πηγή: Dietrich
Reimer, Athen mit Umgebung, Βερολίνο 1881).
Άποψη της πόλης των Αθηνών, από τα Ανάκτορα προς την πλατεία
Συντάγματος, περί το έτος 1845, σε πίνακα του Ulrich Halbreiter
(Πηγή: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, 2009).

http://www.athenssocialatlas.gr

Η προσπάθεια πολεοδομικού σχεδιασμού που εντάθηκε στις αρχές του


20ου αιώνα, εντάσσεται στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού –
εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι πόλεις
αρχίζουν να προσελκύουν τον πλεονάζοντα αγροτικό πληθυσμό.
Αναπτύσσονται οι τέχνες και η εκπαίδευση, τα «αστικά» επαγγέλματα
όπως γιατροί, δικηγόροι κτλ. Η κυβέρνηση απασχολούσε αυξανόμενο
αριθμό ατόμων για κατασκευή και συντήρηση υποδομών
(αποχετευτικό δίκτυο, δρόμοι, δίκτυο ύδρευσης).

Βόλος στις
αρχές του 20ου
αιώνα.
Η εξέλιξη του πραγματικού πληθυσμού της Ελλάδας
Έτος Επιφάνεια σε τετραγωνικά Πληθυσμός Κάτοικοι ανά
απογραφής χιλιόμετρα τετραγωνικό χιλιόμετρο
1828 47516 753.400 15,86
1838 752.077 15,83
1840 850.246 17,89
1852 1.035.527 21,79
1870 50.211 1.457.894 29,04
1889 63.606 2.187.208 34,39
1920 127.000 5.016.889 39,50
1928 129.281 6.204.684 47,99
1940 7.344.860 56,81
1951 131.957 7.632.801 57,84
1961 8.388.553 63,57
1971 8.768.641 66,45
1981 9.740.417 73,82
1991 10.264.156 77,78

Στην Ελλάδα η πληθυσμιακή πυκνότητα παρουσιάζει αυξητική τάση


από την απελευθέρωσή της ως σήμερα, παρά τις όποιες διαφορές
μεταξύ περιοχών. Υπάρχει επίσης μια παράλληλη πύκνωση του
δικτύου των αστικών πληθυσμών. Ακολουθούν οι λόγοι που
προσδιορίζουν την κατανομή των οικισμών στον ελλαδικό χώρο και
αφορούν 1. τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος και 2.
την προστασία των οικισμών :

1. Τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος : Οικισμοί


δημιουργούνται κυρίως όπου υπάρχουν γόνιμα εδάφη υδάτινοι
πόροι, δυνατότητα εξεύρεσης δομικών υλικών και όπου μπορεί να
εξασφαλιστεί τροφή (αλιεία, κτηνοτροφία, κυνήγι). Οικισμοί
δημιουργούνται όπου διακόπτεται η συνέχεια του φυσικού
περιβάλλοντος (παραθαλάσσιες περιοχές, όπου τελειώνει η
πεδιάδα και αρχίζει το βουνό). Εκεί «διακόπτονται» οι ανθρώπινες
δραστηριότητες (π.χ. τα εμπορεύματα αλλάζουν μέσο μεταφοράς,
όπως από το καράβι στο τρένο κτλ.).
2. Λόγοι στρατηγικής :
Οικισμοί σε ορεινές περιοχές μακριά από τη θάλασσα για προστασία
από πειρατές (Πήλιο, Σαντορίνη).
Σε κάποια φυσική θέση που προσφέρεται για δημιουργία «ακρόπολης»
(Άργος, Μυκήνες, Λίνδος Ρόδου, Τίρυνθα).
Οικισμοί κτισμένοι για αμυντικούς λόγους σε περιοχές που προσφέρουν
φυσική προστασία (σε κάποια χερσόνησο όπως η Μονεμβασιά).

Άρθρο :
Ν. Καλογήρου, Η ταυτότητα της νεοελληνικής πόλης. Εκσυγχρονισμός και
μεταλλάξεις της αστικότητας (1800-1923), Πόλη και Περιφέρεια, εκδόσεις
Παρατηρητής, σελ. 103-130.

• Η ταυτότητα της νεοελληνικής πόλης παρουσιάζει πολλές αλλαγές από


τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και εντεύθεν. Πολλές από τις
αλλαγές αυτές έγιναν θεσμικά, δηλαδή ηθελημένα.
• Οι οικισμοί του 18ου και 19ου αιώνα διαμορφώνονται με επιρροές που
ασκούνται πάνω τους από τις μορφές κατοχής της γης (γαιοκτησία -
τσιφλίκια). Γύρω από τα οχυρά οικήματα των ιδιοκτητών
συγκεντρώνονται τα χαμηλά σπίτια των φτωχών χωρικών. Η παραγωγή
που δεν απορροφάται από την τοπική αγορά, εμπορεύεται σε κοντινές
ή μακρινές αγορές. Η ύπαρξη αυτού του μακρινού εμπορίου παρέχει τη
δυνατότητα ανάπτυξης ορισμένων εξειδικεύσεων και μεταποιητικών
δραστηριοτήτων.
• Οι νέες σχέσεις πόλης – υπαίθρου ευνοούν τη δημιουργία μικρών
ημιαστικών οικισμών που λειτουργούν ως περιφερειακές αγορές.
Η πολεοδομική δραστηριότητα του νεοσύστατου ελληνικού
κράτους βασίστηκε σε δυο άξονες πολιτικής :

• Την ενίσχυση της αστικοποίησης μέσα από τη διαδικασία της


πολεοδόμησης.
• Την προσπάθεια δημιουργίας μιας «εθνικής» ταυτότητας, με την
ανασύνδεση με αρχαιοελληνικά πρότυπα και την αντιπαράθεση
της νέας ελληνικής πόλης ως προς τις τουρκικές. Η επανίδρυση
των κέντρων του ελληνισμού της αρχαιότητας παραπέμπει έστω
και τεχνητά στη χαμένη «συνέχεια».

http://openeclass.panteion.gr/modules/document/file.php/TMH169/%CE%9A%CE%91%CE
%A1%CE%91%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%9F%CE%A5%20-
%20%CE%93%CE%95%CE%A1%CE%9F%CE%9B%CE%A5%CE%9C%CE%A0%CE%9F%CE%A5%
20%CE%9D%CE%95%CE%9F%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%97%CE%9D%CE%99%CE%9A%C
E%97%20%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%97.pdf

• Οι ανάγκες του εμπορίου και της


διοίκησης ευνοούν την ανάπτυξη
ηπειρωτικών αστικών κέντρων (Τρίπολη,
Λάρισα, Τρίκαλα, Σέρρες) και
παραθαλάσσιων αστικών κέντρων (Πάτρα,
Ναύπλιο). Η ιεραρχία συμπληρώνεται με
λίγα μεγαλύτερα κέντρα που έχουν
ισχυρότερες αστικές λειτουργίες (όχι
εξαρτημένες από τον αγροτικό περίγυρο)
όπως η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα που
διατηρούν ισχυρές διασυνδέσεις με την
Ευρώπη και τις ελληνικές παροικίες στο
εξωτερικό.
• Παρατηρούμε δείγματα της νεοελληνικής
αστικής αρχιτεκτονικής σε σωζόμενα
αρχοντικά στις μακεδονικές πόλεις, στο
Πήλιο, στα Αμπελάκια και μας βοηθούν
να καταλάβουμε τις μεταβολές του
αστικού τοπίου κατά την όψιμη περίοδο
της τουρκοκρατίας. Οι αστικοί οικισμοί
προβάλλουν το πνεύμα των εύπορων
αστών της εποχής.
• Οι προεπαναστατικές μεταβολές χαρακτηρίζονται από έντονες
διαφοροποιήσεις ανά περιοχή σε αντίθεση με την ενότητα της
μετεπαναστατικής αντίληψης του αστικού χώρου όπως επιχειρείται
να προωθηθεί από το ανεξάρτητο κράτος που δημιουργείται.
• Στον τομέα του σχεδιασμού των πόλεων η δραστηριότητα των
πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων είναι έντονη. Τη σύντομη
περίοδο διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1932)
ολοκληρώνονται σχέδια για εννέα πόλεις, προχωρεί ο σχεδιασμός
για άλλες επτά και γίνονται ενέργειες ώστε να ξεκινήσουν εργασίες
σχεδιασμού για άλλες έξι.
• Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών μεταβάλει την ταυτότητα της
νεοελληνικής πόλης. Οι οχυρές θέσεις – λόγω των νέων τεχνικών του
πολέμου – χάνουν τη σημασία τους. Ο σχεδιασμός κινείται στο
πνεύμα της ασφάλειας και της προστασίας (υγιεινή, ύδρευση,
φωτισμός, διευκόλυνση της κυκλοφορίας).
• Προβλέπονται ρυθμίσεις για το ύψος των οικοδομών (ιδιωτικών και
δημόσιων), τα μεγέθη των οικοπέδων, περιορισμούς μεταπώλησης
ακινήτων και οικοπέδων, διαδικασίες απαλλοτρίωσης.

Στο σχεδιασμό της Πάτρας για


παράδειγμα καθορίζονται
θέσεις διοικητικών και
δικαστικών κτιρίων,
εκκλησιαστικό κέντρο,
εκπαιδευτικό κέντρο,
νοσοκομειακή πρόνοια,
εμπορική και βιοτεχνική
περιοχή.

Η εικόνα των αστικών


κέντρων μεταβάλλεται με την
υιοθέτηση ενός γεωμετρικού
συστήματος χαράξεων όπου
κυριαρχεί το ορθογώνιο
σύστημα.
1829 - Πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της
Πάτρας από το Σταμάτη Βούλγαρη,
που περιλαμβάνει αναθεώρηση του
σχεδίου της παλιάς πόλης των
Πατρών και τη δημιουργία νέας
παραθαλάσσιας πόλης. Το σχέδιο του
Βούλγαρη συνοψίζει σε μια ενιαία
σύνθεση τις ευρωπαϊκές επιδράσεις
(συνδυασμός παραλληλόγραμμου
και τραπεζοειδούς προτύπου) στη
διαμόρφωση της νεοελληνικής
πόλης.
Η προοπτική αφορούσε πληθυσμό
100.000 κατοίκων,
δενδροφυτευμένες λεωφόρους
πλάτους 20 μέτρων, δευτερεύοντες
μικρότερους άξονες, άνετη
προσπέλαση προς το κέντρο, την
προκυμαία και τις εξόδους της πόλης
προς την ύπαιθρο.

Παράλληλα με τις
πολεοδομικές ρυθμίσεις
διαμορφώνεται η
αρχιτεκτονική της πόλης
με βάση το νεοκλασικό
ρυθμό.
Η οικία του Χιώτη Σταμάτη Δεκόζη-Βούρου στην περιοχή της
πλατείας του Θεάτρου (σήμερα Κλαυθμώνος) όπου εγκαταστάθηκε
ο Όθωνας μετά τον γάμο του, ως τα 1843 που ολοκληρώθηκαν τα
Ανάκτορα. Η οικία αυτή κτίστηκε το 1833-1834, πάνω σε σχέδια
των αρχιτεκτόνων G. Luders και J. Hoffer και στεγάζει σήμερα το
Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.

Οι δυο οικίες Βλαχούτζη, επί


της οδού Πειραιώς, οι
οποίες χρησιμοποιήθηκαν
ως πρώτη έδρα της
Αντιβασιλείας. Η μία εκ των
δύο, η μόνη που διασώθηκε,
με την προσθήκη ενός
ορόφου το 1845, στέγασε
επίσης το Σχολείο των
Τεχνών, το κατοπινό δηλαδή
Πολυτεχνείο (1837-1872),
στη συνέχεια το Ωδείο
Αθηνών (1872-1976) και
σήμερα τη Δραματική Σχολή
του Εθνικού Θεάτρου.
Το Πανεπιστήμιο, σε σχέδια του Christian Hansen (1839-1864)

Οθωνική περίοδος

• Δημιουργείται το θεσμικό πλαίσιο που άμεσα ή έμμεσα οδηγεί


στη ρύθμιση του χώρου της πόλης και της περιφέρειας.
• Ο νέος δημοτικός νόμος προβλέπει το χωρισμό του βασιλείου σε
δήμους.
• Προωθείται ο εποικισμός, απαραίτητος για την ανάπτυξη της
γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας με τη δημιουργία
οικισμών προσφύγων (Τολό, Ερέτρια, Πειραιάς).
• Προγραμματίζονται οι βασικοί δρόμοι.
• Το διάταγμα της 3ης Απριλίου 1835 υιοθετεί ενιαία κριτήρια
σχεδιασμού διακρίνοντας τα χωριά από τις πόλεις. Υιοθετείται
οριστικά το ορθογωνικό σχέδιο.
• Με διάταγμα (18-30 Σεπτεμβρίου 1834) ο Όθωνας θίγει το θέμα
της γεωγραφικής ταυτότητας των πόλεων («Η πολεοδομική
Επιτροπή πρέπει να εξετάσει ποια μορφή αρχιτεκτονικής
ταιριάζει στο νότο, στις ιδιαίτερες συνθήκες και σύμφωνα με
αυτές να επιβάλλει την τεχνοτροπία της αρχιτεκτονικής»).
• Η φροντίδα για τον ηλιασμό, σκιασμό και την υγιεινή των
πόλεων επεκτείνεται εκτός από τον προσανατολισμό και στο
ενδεδειγμένο πλάτος των δρόμων και των πλατειών. Τα
δημόσια οικήματα (σχολεία, εκκλησίες, δημαρχείο, δικαστικό
μέγαρο) τοποθετούνται στο κέντρο.
• Οι περιοχές κατοικίας δημιουργούν γύρω τους ένα ορθογώνιο ή
κυκλικό (στα χωριά) σχέδιο.
• Αποκλίσεις από τον γενικό κανόνα του εκσυγχρονισμού
παρουσιάζονται στα σχέδια ορισμένων πόλεων που επιδιώκουν
να αναβιώσουν οικιστικά κέντρα της αρχαιότητας (Θήβα,
Ερέτρια, Κόρινθος, Μέγαρα, Πειραιάς).

• Τα μνημεία του «ένδοξου» παρελθόντος


προβάλλονται εκλεκτικά ενώ ο αστικός χώρος που
τα περιβάλλει εκκαθαρίζεται.
• Τα κτίσματα της βυζαντινής και οθωμανικής
περιόδου περιφρονούνται και κατεδαφίζονται.
Ερμούπολη
Το ρυμοτομικό σχέδιο του G. de Neiler που εγκρίνεται το 1837, υιοθετεί
ορισμένες χαράξεις της πρώτης αυθόρμητης εγκατάστασης. Φαρδείς
δρόμοι, πλατείες και δημόσια κτίρια δημιουργούνται μόνο στο τμήμα
της παραλίας.
Η Ερμούπολη υποδηλώνει καθαρά την αντίληψη για την αστικότητα
που διαμόρφωσε η νεοελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα.

• Η περίοδος μετά το 1860


χαρακτηρίζεται από την
παγίωση των τεχνικών που
έχουν παγιωθεί από τα
μεγάλα δημόσια έργα.
• Η αύξηση του
πληθυσμού των
πόλεων είναι
εντονότερη. Τα
νέα σχέδια που
συντάσσονται
αφορούν πόλεις
και κωμοπόλεις
που δεν είχαν
οργανωθεί βάσει
σχεδίου.

Από το 1870 αρχίζει η βαθμιαία απώλεια του αστικού


χαρακτήρα που εκφράζεται στη μορφή των σχεδίων με την
εγκατάλειψη της μνημειακότητας και των αξόνων, την
ολοκληρωτική κυριαρχία του ορθογωνικού σχεδίου με μεγάλα
κανονικά τετράγωνα, την κατάτμηση σε ορθογωνικά οικόπεδα
με όψη στο δρόμο. Οι πλατείες προκύπτουν με αφαίρεση
κάποιου οικοδομικού τετραγώνου. Υπάρχει μειωμένο
ενδιαφέρον για επένδυση κεφαλαίων. Η παρέκκλιση τείνει να
γίνει ο κανόνας, οι αρτιότητες* των οικοπέδων περιορίζονται, οι
ρυμοτομήσεις απαιτούν υπέρμετρες αποζημιώσεις.

* άρτιο θεωρείται εκείνο το οικόπεδο, το οποίο έχει και το ελάχιστο εμβαδό και το
ελάχιστο πρόσωπο που προβλέπεται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, όπως καθορίζεται
από τους όρους δόµησης της περιοχής .
Οργάνωση του δικτύου των οικισμών

Μια σειρά από απογραφές (κυρίως από το 1907-2011),


καταδεικνύουν με συστηματικό τρόπο τη συγκέντρωση μεγάλων
ποσοστών του πληθυσμού στους λεγόμενους αστικούς οικισμούς,
δηλαδή σύμφωνα με την παραδοχή της ΕΣΥΕ, αυτούς που έχουν
πληθυσμό μεγαλύτερο από 10000 κατοίκους, τη στιγμή της
απογραφής.

Πηγή των στοιχείων που ακολουθούν :


https://www.citybranding.gr/2013/04/blog-post_18.html

Το μόνιμο χαρακτηριστικό του ελληνικού οικιστικού δικτύου ήταν η διασπορά σε


πολλά χωριά και η απουσία πόλεων με πληθυσμό άνω των 50000 κατοίκων. Για
παράδειγμα το 1870 εκτός από την Αθήνα μόνο μια πόλη έχει πληθυσμό πάνω από
20000 κατοίκους: η Ερμούπολη. Στην κατηγορία των πάνω από 10000 προστίθενται ο
Πειραιάς, η Πάτρα και το Άργος [4]. Στο τέλος του 19ου αιώνα (1896), οι πόλεις με
πληθυσμό μεγαλύτερο των 10000 κατ. είναι πλέον 12, μεταξύ των οποίων ο Βόλος, η
Λάρισα, η Καλαμάτα, η Ζάκυνθος, η Τρίπολη κ.α. [5].
• Με την ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» και των
Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου οι πόλεις
φτάνουν τις 30, μεταξύ των οποίων η
Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Κομοτηνή κ. ά.
• Σύμφωνα με τη Λεοντίδου (2001) το τέλος του
19ου αιώνα βρίσκει το ελληνικό αστικό δίκτυο σε
παρακμή, στις παλαιές γεωγραφικές
αντιπαλότητες Αθήνας - Πειραιά, προστίθενται
νέες, αυτή του Μωριά και της Ρούμελης, της
Λάρισας και του Βόλου.

• Το μοντέλο αυτό μοιάζει να συνεχίζεται και στις αρχές του 20ου αιώνα
(απογραφές 1920 και 1928) με την ενίσχυση και σε ένα βαθμό εδραίωση
της νέας αντιπαλότητας: Αθήνας -Θεσσαλονίκης, η οποία διαμορφώνει ένα
νέο χωρικό σχήμα ενός δίπολου, τα άκρα του οποίου διαμορφώνουν και
μορφοποιούν αυτό που αργότερα θα ονομάσουμε το «S» της ελληνικής
ανάπτυξης. Ως το 1981 τουλάχιστον υπήρχαν τάσης συγκέντρωσης στα
μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία (1991) η τάση
αυτή αποδυναμώθηκε ή και αντιστράφηκε με την ταχύτερη ανάπτυξη των
μικρών κυρίως πόλεων (Πετράκος, Μαρδάκης, 1997).

Δίκτυο αστικών οικισμών 1928, 1991.


Έχουμε οικισμούς ορεινούς, πεδινούς, νησιωτικούς, αστικούς.

Πληθυσμός οικισμών κατά τάξη μεγέθους (%)


Τάξεις μεγέθους 1928 1951 1961 1971 1981 1991

500.000 + 0,00 7,43 7,48 9,96 9,17 7,59


200.000 ως 499.999 0,00 2,85 2,99 3,97 4,21 3,77

100.000 ως 199.999 11,71 2,45 2,19 4,80 8,28 8,00

50.000 ως 99.999 0,85 3,33 6,57 7,88 11,46 15,00

20.000 ως 49.999 6,66 10,88 12,80 17,38 17,72 16,43

10.000 ως 19.999 3,82 7,17 8,15 6,88 5,84 5,96

5.000 ως 9.999 4,33 4,45 4,45 4,54 3,87 5,10

2.000 ως 4.999 7,96 11,49 9,93 8,22 8,08 8,38

1.000 ως 1.999 18,56 12,60 12,07 8,71 7,75 7,46


500 ως 999 16,25 17,14 14,85 11,53 9,84 9,22
Συνολικός πληθυσμός 7,2 εκ 7,6 εκ. 8,4 εκ. 8,7 εκ. 9,7 εκ. 10,25 εκ.
Στις τελευταίες απογραφές ο συνολικός αριθμός των οικισμών της
χώρας πλησιάζει τις 13000, από αυτούς μόνο λίγο λιγότεροι από
200 θεωρούνται αστικοί και αν αναφερθούμε στα Πολεοδομικά
Συγκροτήματα ορισμένων περιοχών ο αριθμός κατεβαίνει κάτω
από τους 30. Όμως σ' αυτούς τους οικισμούς συγκεντρώνεται
περίπου το 60% του ελληνικού πληθυσμού.

Στην Ελλάδα διαπιστώνουμε μια τάση μητροπολιτικής


συγκέντρωσης ή χωρικής πόλωσης με διαφορετικές τις
συμπεριφορές των δύο Μητροπόλεων Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Η προοπτική ανάπτυξης των μεσαίων πόλεων του αστικού
συστήματος (οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν μια τάση
αποσυγκεντροποίησης), μοιάζει υπερεκτιμημένη.

• Οι 323 «Καλλικρατικοί» Δήμοι δημιουργούν στον χάρτη, περίπου τις


αντίστοιχες νέες «αστικές συγκεντρώσεις», αφού όλοι τους σχεδόν,
ξεπερνούν τους 10000 κατοίκους, στο άθροισμα των οικισμών που τους
συναποτελούν (μέσο πληθυσμιακό μέγεθος 28500 κάτοικοι/Δήμο).

Δίκτυο αστικών οικισμών 2001, 2011.


Υπάρχουν θεωρίες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την κατανομή
των οικισμών στο χώρο. Μια σημαντική θεωρία είναι αυτή των
κεντρικών τόπων (Christaller 1933, Lösch 1940).

• Οι «κεντρικοί τόποι» είναι οικισμοί που παρέχουν αστικά


αγαθά και υπηρεσίες στην «ενδοχώρα» τους. Δηλαδή η ουσία
μιας πόλης είναι η εξυπηρέτηση της ενδοχώρας της. Οι πόλεις
αναπτύσσονται επειδή η οικονομική ανάπτυξη της ενδοχώρας
προκαλεί την αύξηση της ζήτησης των αστικών αγαθών και
υπηρεσιών, καθώς οι καταναλωτές αγοράζουν τα προϊόντα που
θέλουν από το πλησιέστερο αστικό κέντρο (κεντρικό τόπο).

• Ο βαθμός της «κεντρικότητας» ενός τόπου αξιολογείται με το


πληθυσμιακό μέγεθος, με τον αριθμό των αγαθών που
μπορούν να προσφέρουν.

• Η κατάταξη των κεντρικών λειτουργιών σε τάξεις


στηρίζεται σε δυο βασικές έννοιες : στο κρίσιμο
μέγεθος του πληθυσμού (ο ελάχιστος πληθυσμός που
απαιτείται για να εξασφαλιστεί η ελάχιστη ζήτηση για
την παροχή κάποιου αγαθού - υπηρεσίας) και στην
έννοια της χωρικής εμβέλειας (περιοχή πέραν της
οποίας οι καταναλωτές δεν είναι διατεθειμένοι να
έρθουν στον κεντρικό τόπο για την αγορά του
συγκεκριμένου αγαθού - υπηρεσίας).
Η οργάνωση του χώρου που προκύπτει από ένα «σύστημα
κεντρικών τόπων» εκφράζεται ως εξής : οι υψηλότερης τάξης
οικισμοί έχουν μεγαλύτερες περιοχές αγοράς που καλύπτουν
υψηλότερης τάξης αγαθά, οι χαμηλότερης τάξης οικισμοί για να
εξυπηρετηθούν ως προς τα αγαθά αυτά, εντάσσονται στις
περιοχές των πρώτων.
Η απόσταση που πρέπει να διανύσει
ένας καταναλωτής μεταβάλλεται
ανάλογα με την τάξη (σημασία) του
αγαθού που επιθυμεί να αγοράσει.
Ενδεικτικό παράδειγμα η κατανομή
εκπαιδευτικής και νοσηλευτικής
υποδομής μεταξύ των οικισμών της
Ελλάδας. Στους μικρότερους
οικισμούς (κεντρικοί οικισμοί 4ης
τάξης) θα υπάρχει δημοτικό σχολείο
και θα τους επισκέπτεται αγροτικός
γιατρός, στους αμέσως επόμενους
(3ης τάξης) θα υπάρχει δημοτικό,
γυμνάσιο και αγροτικό ιατρείο.
Στους μεγαλύτερους, κωμοπόλεις 2ης
τάξης, θα υπάρχει δημοτικό,
γυμνάσιο, λύκειο και Κέντρο Υγείας.
Στις πόλεις (1ης τάξης) θα υπάρχει
εκτός των άλλων πανεπιστήμιο και
Γενικό Νοσοκομείο.

• Οι άνθρωποι χρειάζονται Η αγορά του αστικού εδάφους


για τις δραστηριότητές τους
γη. Το 1991 η κατανομή της επιφάνειας της
• Η χρήση του αστικού χώρας κατά βασικές χρήσεις ήταν ως
εδάφους επηρεάζει τόσο
τους κατοίκους του όσο και ακολούθως : 24,7% γεωργική γη, 40,1%
τις διπλανές περιοχές. βοσκοτόπια, 22,6% δάση, 2,4% νερά,
• Η έκταση της αστικής γης 3,5% οικισμοί και δρόμοι, 1,7% άλλες
είναι περιορισμένη. Οι εκτάσεις.
οικισμοί καταλαμβάνουν
μικρό ποσοστό της
συνολικής έκτασης της
χώρας ενώ οι αστικές
περιοχές (για κατοικία,
εγκατάσταση βιομηχανιών
κτλ.) είναι ακόμα πιο Γεωργική γη

περιορισμένες. Η τιμή Βοσκοτόπια


Δάση
πώλησης μπορεί να φτάσει Νερά
σε πολύ υψηλά επίπεδα Οικισμοί, δρόμοι
στις περιοχές αυτές Άλλες εκτάσεις
(περιοχές Βούλας,
Γλυφάδας, Βουλιαγμένης,
Βόρεια προάστια, περιοχή
Πανοράματος
Θεσσαλονίκης κτλ. ).
Ποσοστιαία κατανομή χρήσεων γης στην πόλη της Καλαμάτας

Υπάρχουσα κατάσταση Πρόταση ρυθμιστικού σχεδίου


Κυκλοφορία 29,4 % Κυκλοφορία 22 %

Βιομηχανικό λιμάνι 2,8 % Βιομηχανικό λιμάνι 11 %


Ελεύθεροι χώροι 13,1 % Ελεύθεροι χώροι 18,4 %
Στρατόπεδο 2,2 % Στρατόπεδο 1,5 %
Κέντρο 6,8 % Κέντρο 10,6 %
Κατοικία 45,7 % Κατοικία 36,5 %
452 εκτάρια 761 εκτάρια

Αραβαντινός Α., Πολεοδομικός σχεδιασμός, ΕΜΠ, Αθήνα, 1986

Βιβλιογραφικές πηγές
• Λ. Λαμπριανίδης, Οικονομική Γεωγραφία,
εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011.
• Θ. Μαλούτας, Η κοινωνική γεωγραφία της
Αθήνας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2018.
Η χωρική υπόσταση των πόρων

Πληθυσμός
Δρ. Νίκος Μεταξίδης
nmetaxides@gmail.com

Ο άνθρωπος είναι υποκείμενο της


ανάπτυξης με την έννοια ότι ο
ενεργός πληθυσμός αποτελεί έναν
από τους συντελεστές της
παραγωγής.

(μέγεθος εργατικού δυναμικού, κατανομή


εργατικού δυναμικού κατά φύλο, ηλικία,
ειδικότητες κτλ.)
Ο άνθρωπος αποτελεί τον
αντικειμενικό σκοπό της
ανάπτυξης των επιμέρους
περιφερειών αλλά και της χώρας.

(κάλυψη αναγκών σε υποδομές, εκπαίδευση,


υγεία κτλ.)

Το μέγεθος του πληθυσμού


Ο Th. Malthus (1798, Principles of population) υποστήριξε ότι ο
πληθυσμός, σε ομαλές συνθήκες, τείνει να διπλασιάζεται κάθε 25
χρόνια και να αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο. Τα μέσα
επιβίωσης (τροφές και [πρώτες ύλες) δεν μπορούν όμως – ακόμα
και στις καλύτερες συνθήκες – να αυξηθούν με ρυθμό μεγαλύτερο
της αριθμητικής προόδου.

Ο Malthus, όπως και όλη η


κλασική σχολή, υποστηρίζει ότι
οι φυσικοί πόροι κάθε χώρας
καθορίζουν το επίπεδο
ισορροπίας του πληθυσμού της.
Αύξηση του πληθυσμού πέρα
από το όριο αυτό οδηγεί σε
πτώση του βιοτικού επιπέδου
και αύξηση θανάτων λόγω
πείνας.

Οι νεομαλθουσιανοί έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν τον


έλεγχο των γεννήσεων. Για παράδειγμα , στην Ινδία υπήρξε
υποχρεωτική στείρωση των ανδρών στη δεκαετία του 1970 που
οδήγησε και στην πτώση της κυβέρνησης.
Οι προβλέψεις του Malthus διαψεύστηκαν
επειδή :
• Υποτίμησε τη σημασία της τεχνολογικής
προόδου.

• Υπέθεσε ότι η διάρθρωση του πληθυσμού ήταν


τέτοια ώστε ένα μικρό μόνο μέρος του
πληθυσμού μπορούσε να αποταμιεύσει. Δεν
είδε πως με την αναδιανομή του εισοδήματος
μπορούν να μειωθούν οι ανισότητες και να
αυξηθεί η κατανάλωση πέρα από το όριο
συντήρησης.

Προσφερόμενη εργασία
Η ποσότητα του εργατικού δυναμικού που είναι διαθέσιμη για
την παραγωγή αγαθών σε μια κοινωνία προσδιορίζεται από
παράγοντες Δημογραφικούς, Οικονομικούς, Πολιτικούς,
Κοινωνικούς, Πολιτισμικούς.

Παραδείγματα :
1. Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία (αν «προορίζεται» για την
ανατροφή των παιδιών ή συμμετέχει ισότιμα στην αγορά
εργασίας),
2. ώρες απασχόλησης
3. τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης,
4. η ύπαρξη υποχρεωτικής εκπαίδευσης,
5. το κατώτερο όριο ηλικίας στην οποία επιτρέπεται η εργασία,
6. ευκαιρίες απασχόλησης (ανεργία, υποαπασχόληση),
7. Εξωτερική μετανάστευση κτλ.

Ποσότητα προσφερόμενης εργασίας.


Εξαρτάται από παράγοντες όπως :

• Εκπαίδευση εργαζομένων (τεχνική και γενική) που


καθορίζει την παραγωγικότητα.
• Η υγεία των εργαζομένων.
• Η θέληση του εργαζόμενου να είναι παραγωγικός
και η δυνατότητα του εργοδότη να τον ελέγξει.
• Η εξωτερική μετανάστευση.
Στοιχεία του πληθυσμού που ενδιαφέρουν τις
αναπτυξιακές μελέτες

• Μέγεθος του πληθυσμού (στο σύνολο της


επικράτειας, ανά περιφέρεια, νομό κτλ.)
• Πυκνότητα, σύνθεση (επαγγελματική δομή, ηλικιακή
κατανομή κτλ.)
• Μετακινήσεις στο χώρο και στο χρόνο.

Ο πληθυσμός είναι σημαντικός γιατί η άνιση κατανομή


του στο χώρο, αλλά και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά
επηρεάζουν τις παραγωγικές δυνατότητες, την
κατανάλωση, το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της αγοράς, τις απαιτήσεις για κοινωνικές
υποδομές κτλ.)

Πως γίνεται η συλλογή στοιχείων για


τον πληθυσμό;
• Με στατιστικές μεθόδους
(δειγματοληψίες,
απογραφές,
πληθυσμιακές έρευνες)
• Με δυναμικές μεθόδους
για τον έλεγχο των
πληθυσμιακών
μετακινήσεων
(ληξιαρχεία) και τις
αλλαγές στη δομή του
πληθυσμού
(απασχόληση, εργασία).
Μεταβολή του πληθυσμού
• Φυσική κίνηση : το αλγεβρικό άθροισμα ανάμεσα στη γεννητικότητα
και τη θνησιμότητα.
• Γεννητικότητα : (γεννήσεις ζώντων έτους προς συνολικό πληθυσμό
έτους ) Χ 1.000
• Θνησιμότητα : (θάνατοι έτους προς συνολικό πληθυσμό έτους ) Χ
1.000

• Το 1973 στη Γαλλία είχαμε γεννητικότητα 16,4 / 1000 και θνησιμότητα


10,7 / 1000. Η φυσική αύξηση ήταν 5,7/ 1000
• Η γεννητικότητα είναι υψηλότερη σε περιόδους οικονομικής
ευημερίας, συνδέεται με παροχές (επιδόματα), έχει ψυχολογικά αίτια
και παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά εισοδηματικό και μορφωτικό
επίπεδο. Τα ασθενέστερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα
εμφανίζουν υψηλότερη γεννητικότητα. Επίσης υψηλότερη
γεννητικότητα συνοδεύει τα χαμηλότερα μορφωτικά στρώματα.

Τα χαρακτηριστικά σχήματα των πυραμίδων πληθυσμού

1 και 2 αυξανόμενη, 3 στάσιμη, 4 φθίνουσα


ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑ∆Α
• Οι βιομηχανικές χώρες και ιδιαίτερα αυτές της Ευρώπης
«γηράσκουν» και θα συνεχίσουν να «γηράσκουν» στη
διάρκεια των επόμενων δεκαετιών (U.N. 1999).
• Δημογραφική γήρανση : Ορίζεται η συνεχής αύξηση της
αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων (60, 65, 70, 75+) στο
συνολικό πληθυσμό.
• Η δηµογραφική γήρανση δεν πρέπει να συγχέεται µε την
αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων (που μπορεί να
οφείλεται στη συνολική αύξηση του πληθυσμού ή/και στην
παράταση του μέσου όρου ζωής.
• Το φαινόμενο της «δημογραφικής γήρανσης» αναδύεται
στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, ήδη από τις αρχές
του 20ου αιώνα (J.C. Chesnais, 1981 και 1986).
• Αποδείχτηκε ότι η δημογραφική γήρανση συνοδεύει τη
μετάβαση από την ισορροπία του «τρόμου» (υψηλή
θνησιμότητα και υψηλή γονιμότητα (μέσος όρος ζωής
κάτω των 30 ετών και μέσος αριθμός παιδιών ανά
γυναίκα, γύρω στα 5) σε ιδιαίτερα χαμηλή
θνησιμότητα (γύρω στα 80 έτη) και χαμηλή γονιμότητα
(κάτω του ορίου αναπαραγωγής, δηλαδή κάτω των 2,1
παιδιών/γυναίκα).

• Δείκτης εξάρτησης : (Πληθυσμός 0-14 ετών + πληθυσμός 65 + ετών)


/ πληθυσμός 15-64) Χ 100

• Δείκτης γήρανσης : (πληθυσμός 65 + / πληθυσμός 0-14 ετών) Χ 100


Μέση ηλικία κατά το θάνατο, θάνατοι ανά 1000
κατοίκους, βρεφική θνησιμότητα στην Ελλάδα
1928-1980
Έτος Μέση ηλικία Μέση ηλικία Θάνατοι Βρεφική
κατά το κατά το ανά 1000 θνησιμότητα
θάνατο θάνατο κατοίκους (θάνατοι βρεφών
(άνδρες) (γυναίκες) κάτω του έτους επί
1000 γεννηθέντων
ζώντων βρεφών)
1928 35,0 35,2 17,0 -
1938 39,2 40,3 13,2 99,4
1957 56,4 60,5 7,6 44,1
1968 62,3 67,3 8,3 34,4
1970 64,1 69,2 8,4 29,6
1980 68,5 73,5 9,1 17,9
Ηλικιωμένοι (>65) ως % του συνολικού πληθυσμού

1981-1982 2000
Γερμανία 15,6 15,8
Γαλλία 13,4 15,9
Ιταλία 13,6 18,0
Ελλάδα 12,7 17,2

Κατανομή του πληθυσμού κατά ηλικιακές ομάδες (%)


το έτος 2000

0-19 20-39 40-59 60+ 80+


Γερμανία 21,34 29,0 26,67 22,3 3,57
Γαλλία 25,6 28,2 25,7 20,5 3,60
Ιταλία 19,77 30,27 26,05 23,91 3,93
Ελλάδα 21,79 29,93 25,16 23,13 3,54
Αίτια άνισης κατανομής
του πληθυσμού

Η χωρική κατανομή του πληθυσμού μεταξύ ηπείρων, κρατών,


περιφερειών κλπ., είναι απόρροια πολυάριθμων οικονομικών,
φυσικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών, ιστορικών παραγόντων.
Οι παραπάνω παράγοντες συχνά αλληλοσυγκρούονται.

Η ντετερμινιστική προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι φυσικοί


παράγοντες ελέγχουν την πληθυσμιακή διασπορά. Αυτή η
προσέγγιση είναι προβληματική αφού ο άνθρωπος όπου κι αν
βρίσκεται ελέγχει το περιβάλλον του.

Βέβαια οι άνθρωποι προτιμούν τα παράλια, τις πεδιάδες, τις


εκβολές των ποταμών και αποφεύγουν κατά κύριο λόγο περιοχές με
ακραίες συνθήκες υψομέτρου, κρύου, ζέστης ή υγρασίας.
• Το ήπιο κλίμα (εύκρατες ζώνες) και οι φυσικοί πόροι
(τροφή, ενέργεια, ορυκτά, νερό) έλκουν τον άνθρωπο.
• Οι πολιτιστικοί παράγοντες μπορεί να συνδέονται με τη
γεννητικότητα ή τη μετανάστευση.
• Οι πολιτικοί παράγοντες (κοινωνικές και πολιτικές
αποφάσεις των κυβερνήσεων επηρεάζουν σαφώς την
κατανομή του πληθυσμού (φορολογική πολιτική,
κίνητρα).
• Άλλοι παράγοντες είναι οι λιμοί (η Ινδία έχασε 6,8 εκ.
άτομα στους λιμούς των ετών 1837 και 1876-1878) και
οι πόλεμοι (επόμενος πίνακας).

Απώλειες πληθυσμού από πολέμους


ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΝΕΚΡΩΝ
σε εκατομμύρια
Β Παγκόσμιος πόλεμος 1939-1945 7,3
Α Παγκόσμιος πόλεμος 1914-1918 7,2
Ισπανικός εμφύλιος 1936-1939 6,3
Ρωσική επανάσταση 1918-1920 5,7
Διαδηλώσεις στην Ινδία 1946-1948 5,9
Κριμαϊκός πόλεμος 1853-1856 5,4
Γαλλοπρωσικός πόλεμος 1870-1871 5,4
Μεξικανική επανάσταση 1910-1920 5,4
Ο πληθυσμός της γης πενταπλασιάσθηκε σχεδόν από
το 1900 (1,6 δις), πενταπλασιάσθηκε από το 1850
(1,24 δις) και δεκαπλασιάστηκε από το 1750 (0,73δις).

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου


πληθυσμού ακόμα αυξάνεται (τη δεκαετία του 1980
αυξανόταν με ρυθμό 3%)
Ο υπερπληθυσμός είναι περισσότερο αποτέλεσμα της
άνισης κατανομής των αγαθών, παρά της γενικής
έλλειψής τους. Έτσι, είναι μάταιη οποιαδήποτε
προσπάθεια αναζήτησης του άριστου μεγέθους του
πληθυσμού.

Εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού σε εκατ. άτομα

Έτος Υπολογιζόμενος πληθυσμός


Αρχή γεωργίας 10
Αρχή χριστιανικής εποχής 250
1650 545
1750 728
1850 1171
1900 1608
1950 2486
1960 2986
1970 3632
2000 6145
2015 7.383
• Υπάρχει η αντίληψη πως οι λίγοι κάτοικοι σε μια
περιοχή δείχνει αυξημένο βιοτικό επίπεδο. Στην
Αυστραλία (μεταπολεμικά και ως τη δεκαετία του 1960)
προσπάθησαν να προσελκύσουν μετανάστες ώστε
αυξάνοντας τον πληθυσμό να εκμεταλλευτούν
καλύτερα τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
Αντίστοιχα οι σοσιαλιστικές χώρες της ανατολικής
Ευρώπης απαγόρευαν στους κατοίκους τους (εκτός
λίγων εξαιρέσεων) να βγουν από τη χώρα ώστε να μην
αποδυναμωθεί η οικονομίας τους από το
εκπαιδευμένο δυναμικό.
• Το 1976 η γη είχε πληθυσμό 4 δις (μέση πυκνότητα 30
κάτοικοι / χλμ2). Οι ΗΠΑ είχαν παρόμοια πληθυσμιακή
πυκνότητα, ενώ η Ελλάδα 73,8 και η Αυστραλία 1,9.
Χώρα Πληθυσμιακή πυκνότητα
Μπαγκλαντές 743 κάτοικοι / χλμ2
Νότια Κορέα 428 κάτοικοι / χλμ2
Ολλανδία 366 κάτοικοι / χλμ2
Λίβανος 330 κάτοικοι / χλμ2
Ιαπωνία 323 κάτοικοι / χλμ2
Βέλγιο 323 κάτοικοι / χλμ2
Ρουάντα 269 κάτοικοι / χλμ2
Ινδία 243 κάτοικοι / χλμ2

Η πυκνότητα εντός μια ηπείρου ή μιας χώρας εμπεριέχει τεράστια


ποικιλία αποκλίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, η μέση πυκνότητα του
πληθυσμού στην Ελλάδα το 1981 ήταν 73,82 κάτοικοι/ χλμ2, για την
περιφέρεια πρωτευούσης ήταν 7.090 κάτοικοι/ χλμ2.

Ειδικό βάρος πληθυσμού στις μεγάλες περιοχές του


πλανήτη 1950
1950 2050
ΑΦΡΙΚΗ 8,84 21,74
ΑΣΙΑ 55,64 57,29
ΕΥΡΩΠΗ 21,62 7,23
Λ. ΑΜΕΡΙΚΗ 6,61 8,37
Β. ΑΜΕΡΙΚΗ 6,77 4,84
ΩΚΕΑΝΙΑ 0,51 0,53
1950

ΑΦΡΙΚΗ
ΑΣΙΑ
ΕΥΡΩΠΗ
Λ. ΑΜΕΡΙΚΗ
Β. ΑΜΕΡΙΚΗ
ΩΚΕΑΝΙΑ

2050

ΑΦΡΙΚΗ
ΑΣΙΑ
ΕΥΡΩΠΗ
Λ. ΑΜΕΡΙΚΗ
Β. ΑΜΕΡΙΚΗ
ΩΚΕΑΝΙΑ

Πληθυσμιακές μετακινήσεις - μετανάστευση


Οι μεταναστεύσεις των ανθρώπων είναι
τόσο παλιές όσο και ο κόσμος
Ο κόσμος μας
εποικίστηκε μετά από
διαδοχικές
μεταναστεύσεις.

Η μετανάστευση, για
τους προϊστορικούς
ανθρώπους, ήταν ο
μοναδικός τρόπος να
επιβιώσουν στην
κλιματική ποικιλότητα
του περιβάλλοντος.

Ο μετανάστης είναι ο ξένος

• Η μετανάστευση «αλλάζει» σταδιακά από το Μεσαίωνα. Ο


μετανάστης είναι υπήκοος άλλου Ηγεμόνα και κατά συνέπεια
είναι ξένος.
• Την εποχή αυτή η μετανάστευση είναι ακόμα ποσοτικά
περιορισμένη.
• Οι διάφοροι ηγεμόνες χρειάζονται κάποιες φορές αλλοδαπούς
εξειδικευμένους τεχνίτες. Η μετανάστευση αυτών των τεχνητών
αποτελεί συνεπώς το αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης.
• Οι μεταναστευτικές ροές θα αυξηθούν σταδιακά με την
Βιομηχανική Επανάσταση (και την επέκταση του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής) και τις αναγκαίες προσαρμογές που αυτή θα
επιβάλει στην παγκόσμια αγορά εργασίας.
• Καθαρή μετανάστευση : Αλγεβρικό άθροισμα της
μετανάστευσης προς και της μετανάστευσης από μια περιοχή.
• Φαινόμενη μετανάστευση : Διαφορά καθαρής και φυσικής
μεταβολής πληθυσμού. Π.χ. Ένας οικισμός το 1970 είχε
πληθυσμό 10.000 κατοίκους και το 1980 είχε 12.000 κατοίκους.
Έστω ότι στο διάστημα αυτό η φυσική μεταβολή ήταν 500
άτομα (700 γεννήσεις – 200 θάνατοι). Η φαινόμενη
μετανάστευση είναι : 12.000 – 10.000 = 2.000 – 500 = 1.500
άτομα.
• Μετανάστευση είναι η μόνιμη ή προσωρινή μεταβολή του
τόπου εγκατάστασης (δεν περιλαμβάνει την τουριστική
μετακίνηση ούτε την μετακίνηση εργαζομένων).
• Κίνητρα μετανάστευσης : μη προσφορά εργασίας, χαμηλές
αποδοχές, χαμηλή σύνταξη, φυσικές καταστροφές, γάμος,
φοίτηση κτλ.
• Παράγοντες έλξης : Προσφορά εργασίας, πρόσκληση συγγενών
κτλ.

• Εσωτερική μετανάστευση : Από το χωριό στην πόλη.


Διακρίνεται σε εποχιακή (τουριστική περίοδος,
εποχιακές αγροτικές δουλειές), περιοδική, καθημερινή
(π.χ. καθημερινή μετακίνηση Γάλλων από το Annecy στη
Γενεύη για δουλειά).

• Εξωτερική μετανάστευση : Από μια χώρα σε μια άλλη.

• Ηπειρωτική μετανάστευση : Από την Ελλάδα στην


Αγγλία.

• Υπερπόντια μετανάστευση : Από την Ελλάδα στην


Αυστραλία.
Μερικές ενδεικτικές θεωρίες για την μετανάστευση.

Νεοκλασική θεωρία για την μετανάστευση


• Για τους νεοκλασικούς που πιστεύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα
έχει σαν στόχο την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των εθνών, οι
μεταναστευτικές ροές είναι το αποτέλεσμα της ανισορροπίας. Οι
εργαζόμενοι από τις φτωχές χώρες προσελκύονται από τις πλούσιες
χώρες και τις ευκαιρίες που, αυτές οι τελευταίες, δίνουν για δουλειά. Η
χώρα καταγωγής του μετανάστη θα ωφεληθεί από τα εμβάσματα που
θα στέλνει και από το γεγονός ότι αυτός ο μετανάστης θα έχει
εκπαιδευτεί ανέξοδα για τη χώρα του. Για τους νεοκλασικούς ο
μετανάστης – εργαζόμενος θα ξαναγυρίσει κάποια στιγμή στη χώρα του
(πλουσιότερος και εκπαιδευμένος) ενισχύοντας την ισορροπία μεταξύ
των εθνών.
• Το ζητούμενο είναι ότι κανένας δεν είναι βέβαιος και το πότε και αν θα
επιστρέψει ο μετανάστης στην χώρα καταγωγής του.
Κριτική της νεοκλασικής θεωρίας με παράδειγμα

Η μετανάστευση από
το Μεξικό προς τις ΗΠΑ
έχει πάνω από έναν
αιώνα ζωής. Οι ροές
αυτές δεν έπαψαν να
ενισχύονται παρά τα
εμβάσματα των
μεταναστών και παρά
τις σημαντικές
επενδύσεις των ΗΠΑ
στο Μεξικό.

Θεωρία της κυρίαρχης οικονομίας

Στις δεκαετίες από το 1950 ως και το 1970, οι μεσογειακές χώρες της


νότιας Ευρώπης (Πορτογαλία και η Ελλάδα), αλλά και αυτές της Βόρειας
Αφρικής (Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο) εφοδίαζαν τη Γαλλία με εργατικό
δυναμικό. Αυτό γινόταν στο πλαίσιο της «κυρίαρχης οικονομίας» που
μπορούσε να επιβάλει τα συμφέροντά της στις χώρες προέλευσης των
μεταναστών. Η θεωρία αυτή συχνά συνδεόταν – κατά την εποχή της
αποικιοκρατίας - με το φαινόμενο των διασταυρούμενων ροών (cross
migration phenomenon), όταν εξειδικευμένο προσωπικό εγκατέλειπε την
ισχυρή οικονομικά χώρα και αντίστοιχα ροές προλετάριων μεταναστών
κατευθύνονταν προς την κυρίαρχη χώρα.
Στην εποχή μας μέρος των υψηλά εξειδικευμένων στελεχών από τις
φτωχές χώρες μετακινούνται προς τις πλούσιες χώρες, πάντα στο πλαίσιο
της έμμεσης (και όχι αποικιοκρατικής με την στενή έννοια του όρου)
κυριαρχίας των πλούσιων και ισχυρών έναντι των φτωχών και αδυνάτων
χωρών.
Εργάτες από τη νότια Ευρώπη και την
Βόρεια Αφρική εργάζονται στην
οικοδομή (Παρίσι 1965, 1971).

Το 1974, οι αλλοδαποί
αποτελούσαν το 7,3% του
ενεργού πληθυσμού. 65% από
αυτούς απασχολούνταν ως
εργάτες, τις περισσότερες φορές
ως ανειδίκευτοι (σε εργοστάσια
και στην οικοδομή).

Θεωρία του δυισμού της αγοράς εργασίας


• Καθώς το ντόπιο εργατικό δυναμικό απαιτεί υψηλές αμοιβές, τα
κράτη εισάγουν εργατικό δυναμικό με σκοπό την συγκράτηση των
αμοιβών της εργασίας. Ως τη δεκαετία του 1970 οι κυβερνήσεις
κατέφευγαν πολύ συχνά σε τέτοιου είδους πολιτικές.
• Οι συνέπειες τέτοιων πολιτικών ήταν η μείωση του εργατικού
κόστους για τις επιχειρήσεις που είχε επίσης ως παράλληλη
συνέπεια τη μείωση του κόστους ζωής των γηγενών. Σταδιακά οι
αλλοδαποί εργάτες στράφηκαν εξ ανάγκης, αφού οι περισσότεροι
ήταν ανειδίκευτοι, στις πιο βαριές και λιγότερο καλά αμοιβόμενες
εργασίες.
Θεωρία της σωρευτικής αιτιώδους συνάφειας
• Αναλύει τη διαδικασία που εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ
περιοχών άνισα ανεπτυγμένων καταλήγοντας – αντίθετα με τη
νεοκλασική προσέγγιση – στην ιδέα ότι η μετανάστευση δεν
αποτελεί παράγοντα εξισορρόπησης του συστήματος.
• Η μετανάστευση στερεί από τις φτωχές χώρες του νότου το
πιο μορφωμένοι, ικανό και δημιουργικό κομμάτι τους. Έτσι, οι
ροές εργασίας από τις λιγότερο προς τις περισσότερο
ανεπτυγμένες οικονομίες, οξύνουν εντέλει τα περιφερειακά
προβλήματα.
• Συμπερασματικά. η κινητικότητα των συντελεστών αποτελεί
αποσταθεροποιητικό στοιχείο, κατευθύνοντας τους πόρους
στις πιο προηγμένες τεχνολογικά περιοχές. Η διαδικασία αυτή,
λειτουργεί σωρευτικά αυξάνοντας τις ανισότητες. Οι πλούσιες
χώρες (περιοχές) γίνονται πλουσιότερες και οι φτωχές χώρες
(ζώνες) γίνονται όλο και φτωχότερες.

Μαρξιστική προσέγγιση της μετανάστευσης


• Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις εξηγούν το φαινόμενο της
μετανάστευσης με τις επιδράσεις του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής και των τρόπων παραγωγής που προηγήθηκαν.
• Στην μαρξιστική ανάλυση υπεισέρχονται έννοιες όπως η
ιδιοκτησία, η συσσώρευση, η αστικοποίηση, η υπερπαραγωγή, η
προλεταριοποίηση, η εκβιομηχάνιση, ο ιμπεριαλισμός κτλ.

• Ο Μαρξ έζησε και περιέγραψε τις ανισότιμες σχέσεις μεταξύ


Αγγλίας και Ιρλανδίας που ανάγκασαν τους Ιρλανδούς να
μεταναστέψουν μαζικά ως προλεταριακό εργατικό δυναμικό στην
Βόρεια Αμερική. Ο Μαρξ συμπέραινε ότι ο αγγλικός καπιταλισμός
ποτέ δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί τόσο γρήγορα χωρίς την
αδίστακτη εκμετάλλευση (απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και
χαμηλή αμοιβή) του αποθέματος εργατικού δυναμικού που
άντλησε μεταξύ των Ιρλανδών.
Θεσμική διάσταση της μετανάστευσης

Αναφερόμαστε στους κανόνες διεθνούς δικαίου,


αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, τις διεθνείς συμβάσεις για την προάσπιση
των δικαιωμάτων των αλλοδαπών μεταναστών και των
οικογενειών τους, και τέλος τις εκάστοτε διμερείς ή
πολυμερείς συμβάσεις στο πλαίσιο της ανταλλαγής
εργατικού δυναμικού ανάμεσα στις διάφορες χώρες.

Θεωρία των μεταναστευτικών καναλιών


και των μεταναστευτικών δικτύων
• Μερικοί συγγραφείς κάνουν την εννοιολογική διάκριση μεταξύ
μεταναστευτικών καναλιών και μεταναστευτικών δικτύων.
• Τα μεταναστευτικά κανάλια σχετίζονται με την ανταλλαγή
πληροφοριών και την αλληλοϋποστήριξη που προσφέρουν τα μέλη
της οικογένειας, οι φίλοι ή οι γείτονες στους εν δυνάμει μετανάστες
προκειμένου να τους δώσουν κίνητρα ή να κάνουν βιώσιμη την
απόφαση να μεταναστεύσουν. Τα μεταναστευτικά κανάλια
διευκολύνουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, την αποδημία, την
άφιξη στον τόπο υποδοχής και την εγκατάσταση του νέου
μετανάστη.
• Ένα σύνολο των καναλιών είναι η μετανάστευση δίκτυα είναι μια
ευρύτερη δομή, με τη δική της δυναμική. Τα δίκτυα είναι ένα
σύνολο διαπροσωπικών δεσμών που συνδέουν τους εν δυνάμει
μετανάστες (άνδρες και γυναίκες) με τον τόπο καταγωγής και τον
τόπο υποδοχής. Τα δίκτυα αποτελούν μιας μορφής κοινωνικό
κεφάλαιο που σκοπό έχει να μειώσει το μεταναστευτικό κόστος, να
περιορίσει το ρίσκο και να αυξήσει την επιτυχημένη μεταναστευτική
πορεία στη χώρα αποδημίας.

Μετανάστευση και διασπορά

Ο όρος «διασπορά» προέρχεται από το ρήμα


‘‘σπείρω’’. Περιγράφει τους πληθυσμούς που
ζουν μακριά από την πατρίδα τους αλλά
διατηρούν σχέσεις συναισθηματικές,
πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές.
Οι διασπορές ως υπερεθνικά δίκτυα σε παγκόσμια κλίμακα.
Σήμερα, στον κόσμο, οι δυο πιο ονομαστές διασπορές – η κινεζική και η
ινδική – χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα ισχυρά υπερεθνικά δίκτυα
μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων: Η κινεζική διασπορά εκτιμάται
μεταξύ 30 και 50 εκατομμυρίων ατόμων, ενώ η ινδική διασπορά
εκτιμάται σε πάνω από 5 εκατομμύρια. Αυτές οι διασπορές είναι
παρούσες σε περισσότερες ηπείρους και τροφοδοτούνται μέσω
οικονομικών δικτύων και μεταφορά κεφαλαίων που ευνοούν την
μόνιμη και διαρκή μετακίνηση των μελών τους.
Ινδική διασπορά

Λιβανέζικη διασπορά
Η λιβανέζικη διασπορά αποτελεί μια ειδική περίπτωση καθώς ο αριθμός των Λιβανέζων της
αλλοδαπής υπερβαίνει τον αριθμό των κατοίκων του Λιβάνου. Εκτιμάται ότι οι Λιβανέζοι
της διασποράς είναι διπλάσιοι (12,3 εκατομμύρια το 2008, βλέπε
http://www.libanvision.com/diaspora.htm) από τους κατοίκους του Λιβάνου που είναι περίπου 6,2
εκατομμύρια (βλέπε http://www.statistiques-mondiales.com/liban.htm )
Οι διασπορές στην ευρωπαϊκή
κλίμακα. Στην Ευρώπη
αναδύονται δυο κυρίως
διασπορές, η τουρκική που
εκτιμάται σε πάνω από 4
εκατομμύρια άτομα (κυρίως στη
Γερμανία και την Αυστρία, αλλά
και στη Γαλλία, το Βέλγιο και τις
Σκανδιναβικές χώρες) και η
μαροκινή (στη Γαλλία, την
Ιταλία, την Ισπανία, την
Ολλανδία και το Βέλγιο).
Αποτελούν κυρίως το
αποτέλεσμα οικονομικών
μεταναστεύσεων και διατηρούν
δίκτυα οικονομικά, πολιτικά,
θρησκευτικά, οικογενειακά στο
εσωτερικό ακόμα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν μια εθνότητα εγκαθίστανται σε μια μόνο χώρα, τότε δεν μιλάμε για διασπορά. Τέτοιο
παράδειγμα αποτελούν οι Αλγερινοί στη Γαλλία που ξεπερνούν σε ποσοστό το 90% των
Αλγερινών που ζουν στην Ευρώπη.

Ενδεικτικές βιβλιογραφικές πηγές για τη μετανάστευση


Ξενόγλωσση
• Victor PICHÉ (dir.) (2013) Les théories de la migration, éditions INED.
• Khalid KOSER (2007) International Migration: A Very Short Introduction,
Oxford.
• Catherine WIHTOL de WENDEN (2005) Atlas des migrations dans le monde,
réfugiés ou migrants volontaires, Collection Atlas/Monde, éditions
Autrement.
• Gildas SIMON (2008) La planète migratoire dans la mondialisation, éditions
Armand Colin.

Ελληνική
• Λίνα ΒΕΝΤΟΥΡΑ (2011) Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα: Διαδικασίες
ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού, Νήσος, Αθήνα.
• Θ. ΝΤΟΚΟΣ, Χ. ΝΑΞΑΚΗΣ, Μ. ΧΛΕΤΣΟΣ, Στ. ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ, Θ. ΠΑΛΥΒΟΣ (2001)
Μετανάστες και Μετανάστευση - Οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές
πτυχές, εκδόσεις Πατάκης.
Η χωρική υπόσταση των πόρων

Δρ. Νίκος Μεταξίδης nmetaxides@gmail.com

Η ανάπτυξη (κυρίως με την έννοια της


οικονομικής μεγέθυνσης) παρουσιάζει
μια εγγενή αντίφαση με την
προστασία του περιβάλλοντος. Ο
άνθρωπος με τις δραστηριότητές του
επεμβαίνει στο περιβάλλον, άλλοτε
ήπια (παραδοσιακή γεωργία) και
άλλοτε εντατικά (βιομηχανία).
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων που γεννά η ανάπτυξη
στο φυσικό περιβάλλον πέρασε από τρία διακριτά στάδια :

• Πρώτο στάδιο: Προτεραιότητα αποτελεί η ανάπτυξη


και δεν υπάρχει ενδιαφέρον για το περιβάλλον.
• Δεύτερο στάδιο: Συνειδητοποιήθηκε πως η αλόγιστη
ανάπτυξη εξαντλεί τους φυσικούς πόρους και σε
κάποιες περιπτώσεις προκαλεί οικολογική καταστροφή
και αρνητικές συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων.
• Τρίτο στάδιο: Φαίνεται να κυριαρχεί η λογική ότι η
ανάπτυξη δεν πρέπει να υποσκάπτει τις δυνατότητες
ανάπτυξης των επόμενων γενεών. Γεννιέται η έννοια
της βιώσιμης ανάπτυξης ή αειφόρος ανάπτυξη
(sustainable development)

Στη Διεθνή Συνδιάσκεψη του Ρίο, το


1992, διατυπώθηκαν για πρώτη φορά
και επίσημα οι αρχές της Βιώσιμης
Ανάπτυξης. Βιώσιμη Ανάπτυξη
ορίστηκε η ανάπτυξη που παρέχει
μακροπρόθεσμα οικονομικά,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη
φροντίζοντας τις ανάγκες της
παρούσας και των μελλοντικών
γενεών.
Φυσικοί πόροι ονομάζονται τα υλικά ή αντικείμενα
που έχουν αξία για τον άνθρωπο. Οι πόροι δεν είναι
ομοιόμορφα κατανεμημένοι στο χώρο. Άλλες χώρες
έχουν επάρκεια πόρων και άλλες έλλειψη πόρων. Η
ανεπάρκεια πόρων δυσκολεύει την ανάπτυξη.

• Αυθεντικές και άφθαρτες δυνάμεις του εδάφους


που χρησιμεύουν στη γεωργική και δασική
παραγωγή.

• Εξαγώγιμες από το έδαφος φυσικές ύλες (ορυκτά,


πετρέλαιο).

• Μορφολογία του εδάφους που επηρεάζει


εγκατάσταση δραστηριοτήτων, μεταφορές,
συγκοινωνίες.
Οι τρεις ομάδες πόρων είναι
οι ακόλουθες : Ρέοντες πόροι
(νερό, δάση, άγρια ζωή)
Αποθεματικοί πόροι
(ανανεώσιμα ορυκτά)
Συνεχείς πόροι (ηλιακή
ενέργεια, παλιρροϊκή
ενέργεια, θελκτικά τοπία)

Η κατάταξη ενός υλικού πόρου ως προς τη σημασία


του για τον άνθρωπο δεν είναι στατική αλλά
δυναμική όπως η ίδια η κοινωνία.

• Στη λίθινη εποχή οι πυρίτες χρησίμευαν στην


κατασκευή τσεκουριών για το κυνήγι. Όταν μπήκε ο
χαλκός και ο σίδηρος στη ζωή των ανθρώπων, το
πυρίτιο έχασε τη σημασία του.
• Η νεολιθική επανάσταση έδωσε στη γη πρωτεύουσα
σημασία ως συντελεστή παραγωγής (η γη έγινε πόρος
με αξία για τον άνθρωπο).
• Η βιομηχανική επανάσταση έφερε στο προσκήνιο τα
υδάτινα ρεύματα, τον άνθρακα. Αργότερα ήρθε το
πετρέλαιο, η πυρηνική και υδροηλεκτρική ενέργεια.
Σήμερα, το κόστος στον τελικό
καταναλωτή συντελεί στο
χαρακτηρισμό ενός υλικού ως
πόρου ή όχι. Αν ένα σχετικά φτωχό
θρυμματισμένο μετάλλευμα χαλκού
αξιολογείται ως πόρος ή όχι,
εξαρτάται από την τιμή του χαλκού
στη διεθνή αγορά.

• Η σημασία των πόρων δεν μετριέται πάντα με


οικονομικούς όρους. Περιοχές χωρίς ρύπανση, ο
καθαρός αέρας, άγριοι τόποι κτλ., δύσκολα
μπορούν να διατιμηθούν. Εντούτοις οι πόροι έχουν
τιμή έστω και με έμμεσο τρόπο. Οι περιοχές
κατοικίας κοντά σε πράσινο, σε πάρκα κτλ., για
παράδειγμα, είναι ακριβότερες από άλλες που
βρίσκονται σε περιοχές με αυξημένους
ατμοσφαιρικούς ρύπους.
• Η ποιότητα και η ποσότητα των φυσικών πόρων
επηρεάζεται από την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Για παράδειγμα τα λιπάσματα προάγουν την
παραγωγικότητα του εδάφους. Από την άλλη
πλευρά όμως η υπερβολική χρήση ή η κακή
διαχείριση ή η ρύπανση μπορεί να μειώσει την
ποσότητα και την ποιότητα των φυσικών πόρων.
Βασικές σχολές μελετητών σχετικά με
τους αποθεματικούς πόρους

• 1η σχολή : κύριος εκπρόσωπος το Club of Rome που


δημιουργήθηκε από επιφανείς βιομηχάνους και επιστήμονες
από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Η σχολή αυτή
υποστηρίζει την απαισιόδοξη άποψη ότι με δεδομένη την
αύξηση του πληθυσμού της γης και της ζήτησης, η
συνεχόμενη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων θα οδηγήσει
σε παράλογα επίπεδα ρύπανσης και δε θα αφήσει αρκετούς
πόρους ώστε να μπορούν να στηρίξουν επίπεδα διαβίωσης
ανάλογα με αυτά που χαρακτηρίζουν τον αναπτυγμένο
κόσμο.
• 2η σχολή : «αισιόδοξη άποψη», υποστηρίζει ότι οι
ενδεχόμενες ελλείψεις θα οδηγήσουν σε αυξήσεις των
τιμών, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα πιέσουν ώστε να
γίνουν έρευνες για νέα κοιτάσματα και τεχνολογικές
αλλαγές.

• Το 71% της Παραδείγματα άνισης


επιφάνειας της πρόσβασης σε πόρους
γης καλύπτεται
από νερό. Όμως
μόλις το 0,009%
των συνολικών
υδάτινων
αποθεμάτων
βρίσκεται με τη
μορφή γλυκού
νερού.

Στο χάρτη βλέπουμε το ποσοστό των κατοίκων του


πλανήτη με πρόσβαση σε καθαρό νερό.
Γεωγραφική κατανομή των βασικών αιτίων της έλλειψης
τροφίμων (ξηρασία, πλημμύρες και θύελλες, πόλεμοι και
εμφύλιες διαμάχες, σεισμοί, βαρείς χειμώνες).
• Ο ρυθμός επέκτασης της παγκόσμιας
οικονομίας μέσω του εμπορίου επιταχύνθηκε
δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Η ένταση
του εμπορίου, δηλαδή ο λόγος του συνολικού
εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών στο
συνολικό ΑΕΠ, αυξήθηκε από λιγότερο από
30% περίπου 30 χρόνια πριν σε σχεδόν 50%
σήμερα. Αυτή η τάση είναι ακόμη πιο έντονη
για το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, το
οποίο έχει αυξηθεί από περίπου 60% σε πάνω
από 100% την ίδια περίοδο.

Εμπόριο αγροτικών προϊόντων

• Στις αρχές του 21ου αιώνα, ένας κάτοικος του


πλανήτη στους 6, εξαρτιόταν από το διεθνές
εμπόριο για την διατροφική του κάλυψη. Αυτή η
αναλογία προβλέπεται να φτάσει το 50% ως το
2050, καθώς οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών στις
οποίες η παραγωγή των αγροτικών προϊόντων
μπορούν να αυξηθούν και αυτών που έφτασαν στα
όρια των παραγωγικών τους δυνατοτήτων και στις
οποίες οι ανάγκες για εισαγωγές εκρήγνυνται
εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης, της
αστικοποίησης και των αλλαγών που επέρχονται
στον τρόπο ζωής τους.
Μεταξύ 1990 και 2005, το παγκόσμιο εμπόριο
αγροτικών προϊόντων διπλασιάστηκε τόσο σε
επίπεδο ποσοτήτων όσο και αξίας.

• Ένα ολοένα και πιο σημαντικό μέρος των


παγκόσμιων γεωργικών εξαγωγών προέρχεται
από ανεπτυγμένες χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος
αυτής της επέκτασης οφείλεται στις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tο μερίδιό τους στις
συνολικές γεωργικές εξαγωγές αυξήθηκε από
λίγο παραπάνω από 20% στις αρχές της
δεκαετίας του 1960 σε πάνω από 40% σήμερα. Η
αύξηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο
ενδοκοινοτικό εμπόριο, το οποίο
αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του
παγκόσμιου γεωργικού εμπορίου.
• Αντίθετα, κατά τα τελευταία 40 χρόνια, το
μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών στις
παγκόσμιες εξαγωγές γεωργικών προϊόντων
μειώθηκε από περίπου 40% σε περίπου 25%
στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν
αυξηθεί σε περίπου 30%. σήμερα). Αυτό
έρχεται σε αντίθεση με τη σταθερή άνοδο του
μεριδίου των αναπτυσσόμενων χωρών στις
συνολικές εξαγωγές εμπορευμάτων. Κατά την
ίδια περίοδο, το μερίδιο των παγκόσμιων
γεωργικών εισαγωγών που αγοράστηκαν από
τις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε από
λιγότερο από 20% σε περίπου 30%.

• Ο ρόλος του εμπορίου γεωργικών προϊόντων στο


συνολικό εμπόριο έχει εξελιχθεί τόσο στις
ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
• Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, οι
αναπτυσσόμενες χώρες παρουσίασαν σημαντική
μείωση των γεωργικών εξαγωγών τους στις
συνολικές τους εξαγωγές εμπορευμάτων, καθώς
και μικρότερη πτώση του μεριδίου των γεωργικών
προϊόντων στις συνολικές εισαγωγές τους.
• Κατά την περίοδο αυτή, οι αναπτυγμένες χώρες
παρουσίασαν βραδύτερη μείωση του μεριδίου
τους στις εξαγωγές και τις εισαγωγές γεωργικών
προϊόντων.
οι γεωργικές καθαρές εξαγωγές από τις αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μειωθεί και ακόμη
περισσότερο η σημασία της γεωργίας στις συνολικές εξαγωγές εμπορευμάτων
τα έσοδα αυξάνονται βραδύτερα από ό, τι ο συνολικός παγκόσμιος όγκος τους , αυτί
ισχύει και για τους καινούριους δυναμικούς εξαγωγείς όπως το Βιετνάμ
Όπως φαίνεται στο
διάγραμμα 8, ο ρόλος
του εμπορίου
γεωργικών προϊόντων
ποικίλλει μεταξύ των
αναπτυσσόμενων
περιοχών. Μόνο η
Λατινική Αμερική και η
Καραϊβική διατηρούσαν
ισχυρή θέση ως
καθαρός εξαγωγέας
γεωργικών προϊόντων.

• Στην υποσαχάρια Αφρική, το μερίδιο της γεωργίας στις


εξαγωγές της περιοχής ήταν ακόμη πιο έντονο, μειώνοντας
από πάνω από 60% πριν από 40 χρόνια σε σχεδόν 20%
σήμερα. Η περιοχή παραμένει καθαρός εξαγωγέας
γεωργικών προϊόντων.
• Για την Ασία και τον Ειρηνικό, τόσο οι εξαγωγές όσο και οι
εισαγωγές γεωργικών προϊόντων αντιπροσωπεύουν
σήμερα λιγότερο από το 10% των συνολικών εξαγωγών ή
εισαγωγών.
• Η περιοχή της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής
είχε μεγάλο εμπορικό έλλειμμα από το 1973, λόγω της
ταχείας αύξησης των εισαγωγών μετά την άνοδο των τιμών
του πετρελαίου. Έκτοτε, οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων
ήταν στην καλύτερη περίπτωση λίγο πάνω από το 5% των
συνολικών εξαγωγών εμπορευμάτων, ενώ οι γεωργικές
εισαγωγές αντιπροσωπεύουν πλέον το 15-20% των
συνολικών εισαγωγών εμπορευμάτων.
• Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα, όπως
φαίνεται στο διάγραμμα 8, είναι η σταδιακή
περιθωριοποίηση της υποσαχάριας Αφρικής στη
διεθνή αγορά γεωργικών εξαγωγών. Το μερίδιο της
περιοχής στις παγκόσμιες εξαγωγές γεωργικών
προϊόντων μειώθηκε σταδιακά από περίπου 10% πριν
από 40 χρόνια σε περίπου 3% σήμερα. Όσον αφορά
τις εισαγωγές, υπάρχει μια αντίθετη τάση: όλες οι
αναπτυσσόμενες περιοχές σημείωσαν αύξηση του
μεριδίου τους στις παγκόσμιες εισαγωγές γεωργικών
προϊόντων, με την υποσαχάρια Αφρική να είναι η μόνη
εξαίρεση.

• Το ποσοστό των γεωργικών εξαγωγών από


αναπτυσσόμενες χώρες σε άλλες
αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε από 31% το
1990 σε 40% το 2002, ενώ το μερίδιο των
αναπτυσσόμενων χωρών από άλλες
αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε επίσης.
• Η ενίσχυση του εμπορίου μεταξύ των
αναπτυσσόμενων χωρών από το 1990 είναι
μια κοινή τάση για όλες τις περιφέρειες,
αντανακλώντας την αύξηση του μεριδίου του
γεωργικού εμπορίου σε κάθε περιοχή.
Το μερίδιο των μεταποιημένων προϊόντων στο γεωργικό εμπόριο έχει
αυξηθεί τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες,
αλλά παραμένει πολύ υψηλότερο στην πρώτη ομάδα (διάγραμμα 12).

• Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των


αναπτυσσόμενων χωρών. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες
χώρες, το μερίδιο των μεταποιημένων προϊόντων στο
συνολικό γεωργικό εμπόριο είναι σημαντικά μικρότερο από
ό, τι στην ομάδα των αναπτυσσόμενων χωρών και
μειώνεται σταδιακά.
• Η ταχεία ανάπτυξη του εμπορίου μεταποιημένων
γεωργικών προϊόντων οφείλεται λιγότερο στη
μεταρρύθμιση των γεωργικών εμπορικών πολιτικών και
περισσότερο στις βαθιές δημογραφικές και οικονομικές
αλλαγές που κλονίζουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η
αστικοποίηση, η συμμετοχή των γυναικών στην
αμειβόμενη αγορά εργασίας και η αύξηση των
εισοδημάτων αύξησαν το κόστος ευκαιρίας για την αγορά
και την προετοιμασία χύμα τροφίμων και εξήγησαν την
αυξανόμενη σημασία των επεξεργασμένων τροφίμων τόσο
στις διεθνείς όσο και στις εγχώριες αγορές.
• Η ανάπτυξη του μεταποιημένου εμπορίου τροφίμων συνδέεται
με την ταχεία ανάπτυξη των υπεραγορών στις αναπτυσσόμενες
χώρες.
• Πολλά από τα αναδυόμενα σουπερμάρκετ των αναπτυσσόμενων
χωρών ανήκουν σε πολυεθνικές με έδρα την Ευρώπη, την
Ιαπωνία και τη Βόρεια Αμερική.
• Αυτές οι αλυσίδες, οι οποίες σήμερα αντιμετωπίζουν κορεσμένες
εγχώριες αγορές και ισχυρό εσωτερικό ανταγωνισμό,
προσελκύονται από τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους που
μπορούν να επιτευχθούν επενδύοντας στις νέες αυτές αγορές.
• Η ελευθέρωση των πολιτικών για τις άμεσες ξένες επενδύσεις
στον τομέα του λιανικού εμπορίου συνέβαλε στην εξέλιξη αυτή.
• Οι γεωργοί καλούνται να παράγουν σύμφωνα με τις
προδιαγραφές που ζητούν οι υπερεθνικές υπεραγορές. Πρέπει
να συμμορφώνονται με αυστηρές απαιτήσεις πιστοποίησης από
τα επίσημα πρότυπα για την ασφάλεια των τροφίμων.

Κύρια συμπεράσματα
• Η παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της γεωργίας,
επεκτείνεται μέσω του εμπορίου.
• Οι αναπτυσσόμενες χώρες εξαρτώνται πολύ λιγότερο από τις εξαγωγές
γεωργικών προϊόντων από ό, τι στο παρελθόν.
• Οι αναπτυσσόμενες χώρες γίνονται οι καλύτερες αγορές για τις δικές
τους πωλήσεις γεωργικών προϊόντων.
• Οι εξαγωγές μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων αυξάνονται
ραγδαία, λόγω νέων δημογραφικών, κοινωνικών και οικονομικών
τάσεων.
• Τα σούπερ μάρκετ κερδίζουν την έλξη ως κινητήρια δύναμη στις
αναπτυσσόμενες χώρες.
• Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες σήμερα είναι πολύ λιγότερο
ενσωματωμένες στην παγκόσμια οικονομία από ό, τι οι
αναπτυσσόμενες χώρες στο σύνολό τους και αυτό είναι ιδιαίτερα
εμφανές στους γεωργικούς τομείς τους.
• Ενώ στις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες οι εξαγωγές μεταποιημένων
γεωργικών προϊόντων αποκτά μεγαλύτερη σημασία στις λιγότερο
ανεπτυγμένες χώρες, το ποσοστό των εξαγωγών μειώθηκε από
περίπου 30% των συνολικών εξαγωγών γεωργικών προϊόντων στο 60
λιγότερο από το 20% στη δεκαετία του 1990
Επιδράσεις του ανθρώπου στο περιβάλλον

• Η ανθρωπότητα για χιλιάδες χρόνια


αξιοποιούσε τους πόρους για την επιβίωσή
της. Το γεωργικό πλεόνασμα που παραγόταν
συνέβαλε στην εμφάνιση των πρώτων
πολέμων. Όμως η επίδραση στο περιβάλλον
ήταν περιορισμένη. Οι μεγάλη επίδραση στο
περιβάλλον ήρθε με τη Βιομηχανική
Επανάσταση. Ο άνθρακας έδωσε τεράστια
ώθηση στην βιομηχανία αλλά δημιούργησε και
οικολογικά προβλήματα.

Η επίδραση στο περιβάλλον είναι πολλαπλή.


• Η εξόρυξη μεταλλευμάτων προκαλεί
περιβαλλοντικές μεταβολές. Οι υπόγειες
μεταλλευτικές δραστηριότητες απαιτούν την
αφαίρεση του μεταλλεύματος από το πέτρωμα.
Η διάθεση των απορριμμάτων του εμπλουτισμού
είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που λύνεται με τη
δημιουργία τεχνητής λίμνης που όμως κάποια
στιγμή γεμίζει. Η λύση, που είναι η αποξήρανση,
δεν βοηθά ουσιαστικά αφού δεν είναι πλέον
δυνατό εκεί να υπάρξει βλάστηση. Επίσης το
νερό μπορεί να είναι όξινο και η πιθανή
διοχέτευσή του στο αποχετευτικό δίκτυο να
εξαφανίσει κάθε υδρόβια ζωή.
• Κάποιες δραστηριότητες όπως η εξόρυξη άνθρακα, αλατιού,
πετρελαίου κτλ., δημιουργούν καθιζήσεις του εδάφους.
Καθίζηση μπορεί να συμβεί και λόγω υπεράντλησης νερού για
άρδευση.
• Η μέθοδος της επέκτασης του εδάφους με την αποξήρανση
θαλασσίων περιοχών κοντά στις ακτές (περίπτωση Ολλανδίας,
μπάζωμα παραλιακής ζώνης στη Θεσσαλονίκη) αποτελεί μια
ακόμα παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον.
• Η ανάγκη δημιουργίας αυτοκινητοδρόμων και η επέκταση των
αστικών ιστών συνεπάγεται απώλεια γεωργικής γης.
• Οι βιομηχανικές δραστηριότητες οδηγούν στο φαινόμενο του
θερμοκηπίου και στην υπερθέρμανση του πλανήτη που
αναμένεται να ανεβάσει τη στάθμη της θάλασσας – λόγω των
πάγων που λιώνουν στους πόλους – με συνέπειες να
πλημμυρήσουν κάποιες παράκτιες περιοχές που βρίσκονται
λίγο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.

Στο χάρτη που ακολουθεί φαίνονται οι 20 περισσότερο εκτεθειμένες


χώρες στην πιθανή άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Η υπερεντατική εκμετάλλευση της γης (π.χ. υπερβόσκηση) οδηγούν
περιοχές σε ερημοποίηση, δηλαδή σε κατάσταση που ακόμα και
μετά από 25 χρόνια να μην επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση. Το
φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό καθώς εκτιμάται ότι
περίπου το 30% της παγκόσμιας επιφάνειας (αντιστοιχεί στο 1/6 του
παγκόσμιου πληθυσμού) απειλείται με ερημοποίηση.

Η υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων,


ζιζανιοκτόνων και εντομοκτόνων στη
γεωργία, τα αστικά λύματα, η
αποξήρανση περιοχών ρυπαίνουν τα
νερά. Τα καυσαέρια από αυτοκίνητα και
βιομηχανίες, τα ατυχήματα από
πυρηνικά ατυχήματα απειλούν το
οικοσύστημα.

Το χωριό Κάλλιο της επαρχίας Δωρίδας του νομού Φωκίδας σκεπάστηκε


από τα νερά του ποταμού Μόρνου γύρω στο 1978 για να δημιουργηθεί
ένας τεράστιος ταμιευτήρας νερού για την ύδρευση της Αθήνας. Το μεγάλο
έργο ξεκίνησε το 1968 και ολοκληρώθηκε το 1978. Οι 200 κάτοικοι του
χωριού αποζημιώθηκαν για τα σπίτια και τα κτήματά τους. Οι περισσότεροι
φύγανε για την Αθήνα. Η Αρχαιολογική υπηρεσία πραγματοποίησε
ανασκαφές στην περιοχή το 1973-74 και βρήκε την αρχαία Καλλίπολη. Τα
έργα σταμάτησαν όταν δημιουργήθηκε ο ταμιευτήρας και η περιοχή
βυθίστηκε στο νερό. Το 1990 το Κάλλιο αναδύθηκε, λόγω της λειψυδρίας
και της αλόγιστης κατανάλωσης νερού.
Το θεωρητικό ερώτημα που τίθεται είναι αν
είναι επιτρεπτό, τον πόρο μιας περιοχής
(χωριό Κάλλιο), να τον νέμεται μια άλλη
(Αθήνα). Σχετική συζήτηση γίνεται σήμερα
για τη γεωθερμική εκμετάλλευση του
υπεδάφους της Νισύρου από τη ΔΕΗ για την
ηλεκτροδότηση της Κω και άλλων νησιών της
Δωδεκανήσου.
Οικονομική Γεωγραφία

Μερος 1
Ιωάννα Γραμματικοπούλου
Τι αφορά ο κλάδος της Οικονομικής
Γεωγραφίας (ΟΓ)
• Κλάδος της γεωγραφίας που εφαρμόζει μια
γεωγραφική προσέγγιση στην ανάλυση της
οικονομίας
• ‘the type of ‘economic geography’ that
economists are using, can be best described as
‘geographical economics or ‘spatial economics’’
• ‘Εconomic geography and economic-geographical
approach describes the approach used by
geographers’

Που διαφέρουν οι δύο κλάδοι


• Η βασική διαφορα ειναι οτι ο κλάδος της οικ.
επιστήμης δεν συμπεριλαμβανει τη
γεωγραφική διάσταση κατα την αναλυση των
οικ. διαδικασιών ενώ ο κλάδος της ΟΓ θεωρεί
οτι η γεωγραφική υπόσταση είναι πολυ
σημαντικος παράγοντας ωστε να
κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί η
οικονομιά(ες)
Βασικές αρχές οικ. Θεωρίας (economic
orthodoxy)
• Ορθολογισμός
people are behaving in a rational, self-interested and economising, profit-maximising
manner

• Αγορες και ισορροπια προσφοράς και ζήτησης


rational individuals (directly or through firms) are competing against each other on the
market
market is the best mechanism to ensure economic efficiency

• Κανόνες και αρχες που μπορούν να αποτυπωθούν σε μοντέλα


market economy operates according to certain laws and principles that could be
studied as a ‘science’

• Γενικού/οικουμενικού (Universalism) laws and principles work everywhere and


therefore economic models are applicable to them in every context

Η οικονομικο-γεωγραφικη προσεγγιση
• Η γεωγραφική διάσταση είναι παρούσα σε ολες τις
οικονομικές διαδικασίας
...there are ‘no economies, only economic geographies’
....all economies must take place
• Η εννοια του οικουμενικου (universalism) ειναι
προβληματική
• ....difficult to imagine that economic rules can apply
equally to all places. Think of the mathematical
models. These models are not very helpful in revealing
the ways people relate to each other within societies
and economies.
Homo geographicus – can behave very differently from the way they
are supposed to behave according to economic orthodoxy

Βασικές έννοιες
• Χωρος (Space)

• Τοπος (Place)

• Κλιμακα (Scale)
Space
• Αναφέρεται στην φυσική απόσταση και την περιοχή.
Παραδείγματα ερωτησεων> που συμβαίνει η συγκεκριμένη
διαδικασία;

• Τα στοιχέια που περιγράφουν το χώρο είναι

α. territoriality and form (e.g. a territorial form of a particular country)

b. location (e.g. a location of a particular country)

c. flows across space (e.g. trade flows between countries)

d. the concept of uneven space as a necessary condition of a capitalist


system

Place
• H έννοια του τόπου στοχεύει να συλλάβει την
ιδιαιτερότητα ή μοναδικότητα συγκεκριμένων
τόπων που έχουν χαραχθεί από το χώρο.
...explore the richness and complexity of particular
places and economic processes which are always
embedded in environmental, social, cultural,
institutional and political contexts
…economies are constructed and performed may
be very different in different places (e.g. in London
or in Trinidad).
Scale
• H έννοια της κλίμακας μας βοηθά να οργανώνουμε τους τοπους
μέσω μιας τυπολογίας χωρικών κλιμάκων. Χωρικές κλίμακες που
είναι κοινές που χρησιμοποιούνται από οικονομικούς γεωγράφους
περιλαμβάνουν:

a) global scale
b) macro-regional scale (e.g. South-East Asia, Europe or North
America)
c) national scale (e.g. USA, UK, France, Niger, Japan)
d) regional scale (e.g. California or South East of England)
e) local scale (e.g. Silicon Valley, Manhattan or the City of London)
f) lived places (e.g. workplaces and homeplaces)

Βασικές έννοιες και δυσκολίες


επιλογής
• Αξίζει να σημειωθεί ότι η ακριβής τυπολογία
είναι μερικές φορές προβληματική.
• Οι όροι «τοπικές» και περιφερειακές», για
παράδειγμα, χρησιμοποιούνται συχνά με
ασάφεια
• Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Χονγκ Κονγκ,
Σιγκαπούρη ή Τρινιντάντ), είναι δύσκολο να
διαπιστώσουμε εάν εξετάζουμε μια εθνική,
περιφερειακή ή τοπική κλίμακα (ή συνδυασμός
αυτών).
Θεωρητικές προσεγγίσεις
• Neo-classical location theory
• Behavioural approach
• Structuralist approach/Marxist political
economy
• Post-structuralist approaches/New economic
geography/ Cultural turn

Neo-classical location theory

• Η θεωρία αυτή γνώρισε άνθηση κατα τις δεκαετίας του 1950 και
του 1960
• Ενδιαφερόταν πρωτίστως για την κατανόηση της ανάπτυξης και
διασποράς των οικονομικών δραστηριοτήτων στο χώρο
• Αυτός ο τύπος οικονομικής γεωγραφίας ήταν σταθερά
προσκολλημένος στη νεοκλασική θεωρία της οικονομίας και
χρησιμοποίησε μοντέλα για τη μελέτη της θέσης των οικονομικών
δραστηριοτήτων (π.χ. εταιρειών) στο χωρο
• Η ανάπτυξη της οικονομικής γεωγραφίας την περιοδο αυτη
ονομάζεται συχνά «Ποσοτική επανάσταση» που παρείχε τα
θεμέλια για τις επιστημες της «περιφερειακής ανάπτυξης» της
«γεωγραφικής οικονομίας» και της «χωρικής οικονομίας».
Behavioural approach

• Η θεωρία αυτη αναπτύχθηκε στα τελη τις


δεκαετίας του 1960 ως μια αντίδραση στην
νεοκλασσικη θεωρία και την «ποσοτική
επανάσταση».
• Διερεύνησε ένα ευρύτερο φάσμα παραγόντων
που επηρεάζουν τα άτομα κατά την οικονομική
λήψη αποφάσεων
• Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση, ωστόσο,
είναι ότι δεν μπορεί να διερευνήσει πλήρως τις
σχέσεις μεταξύ των ατόμων και της κοινωνίας.

Structuralist approach/Marxist political


economy
• Η προσέγγιση αυτη τοποθετεί τις κοινωνικές
σχέσεις στο επίκεντρο της ανάλυσης, με έμφαση
στην τάξη. Δεδομένου ότι το
• Απο τις αρχές του 1970 οι μαρξιστικές απόψεις
άρχισαν να επηρεάζουν τη γεωγραφία και
εξακολουθούν να εχουν σημαντική επίδραση
στην οικονομική γεωγραφία σήμερα.
• Μετατόπισε την έμφαση από τα χωρικά προτυπα
(spatial patterns) και ζητήματα της τοποθέτησης
σε θέματα κοινωνικών σχέσεων και της δομής
των καπιταλιστικών οικονομιών.
Post-structuralist approaches/New
economic geography/ Cultural turn
• Αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '90.
• Η συμβολή της νέας οικονομικής γεωγραφίας
είναι πάνω στη θεώρηση οτι η οικονομική
διαδικασία δεν μπορεί να εξεταστεί
απομονωμένα από κοινωνικά, πολιτιστικά και
πολιτικά πλαίσια
• Υποστηρίζει ότι η κοινωνική,οι πολιτιστικοί και /
ή θεσμικοί παράγοντες έχουν κεντρική σημασία
για τη λειτουργία της οικονομίας / οικονομίες.
• Το ενδιαφέρον στράφηκε σε παράγοντες όπως
φύλο, φυλή, ηλικία, θρησκεία, πολιτισμός.

Διαφορά μεταξύ της «νέας οικονομικής γεωγραφίας» που


χρησιμοποιήθηκε
από τους γεωγράφους και εκείνη που χρησιμοποιούν οι
οικονομολόγοι
....According to Paul Krugman, the key proponent of
NEG, economic geography is about ‘the location of
production in space’; in other words, it is a ‘branch
of economics that worries about where things
happen in relation to one another
... In contrast to NEG, the ‘new economic
geography’ described by geographers as part of the
‘cultural turn’ is not represented by one single
theory. Rather it is very much a diverse set of
approaches.
Take home message
• Καθε θεωρητική προσεγγιση εχει
πλεονεκτήματα και αδυναμίες.
• Ωστόσο,συλλογικά, παρέχουν μια κριτική
παρατήρηση σχετικά με τον τροπο που οι
κοινωνίες και οικονομίες λειτουργουν

Οικονομική Γεωγραφία

Μερος 2
Ιωάννα Γραμματικοπούλου
Εισαγωγή
• Ο ορισμός της «οικονομίας» παίζει σημαντικό
ρόλο στο να κατανοήσουμε τον τον τρόπο με
τον οποίο λειτουργούν οι οικονομικές
διαδικασίες στο χωρο, στον τόπο και σε
κλίμακες (space, place, scale)
• Πανω σε ποιες βασικές διαφορές σε σχέση με
τις οικονομικές θεωρίες εχει αναπτυχθεί η ΟΓ;

Εισαγωγή
Θα δούμε 3 θεωρητικές προσεγγίσεις για την
οικονομία:
• 1. Η κυρίαρχη οικονομική προσέγγιση
(The mainstream economic perspective )
• 2. Η μαρξιστική προσέγγιση
(The Marxist perspective)
• 3. Εναλλακτικές προσεγγίσεις.
(Alternative approaches)
Τι ορίζουμε οικονομία;
• ‘household management’ (Etymology
Dictionary by Harper, 2001)>
• ‘careful management of available resources’.

• Εconomy is ‘the state of a country or area in


terms of the production and consumption of
goods and services and the supply of money’
(The Concise Oxford English Dictionary, Soanes
and Stevenson,2006).

Πως μετράμε την οικονομία


• ΑΕΠ
Συνολο δαπανών από τα νοικοκυριά, τις
επιχειρήσεις και την κυβέρνηση συν τις καθαρές
εξαγωγές.
Γιατι ειναι προβληματικός αυτος ο δείκτης;
Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ότι η
μέτρηση του ΑΕΠ προέρχεται από έναν ορισμό της
οικονομίας που πολυ περιορισμένος -
περιλαμβάνει ορισμένα πράγματα και διαδικασίες,
αλλά αποκλείει άλλους (e.g. unpaid work, black
economy, environmental considerations).
Πως δουλεύει η οικονομία;
• Μεσω της δύναμης των αγορων;
• Μεσω κοινωνικο-πολιτισμικων και θεσμικών
δυναμικών και επιρροων;

>Θεωρητικές προσεγγίσεις

Η κυρίαρχη οικονομική προοπτική


(The mainstream economic perspective )

Neoclassical economic theory.


• Η αγορά είναι ο πιο αποτελεσματικός
μηχανισμός για την κατανομή των πόρων και ως
εκ τούτου της δημιουργία ευημερίας
• Καταμερισμος εργασίας και αποδοτικότητα
(Adam Smith)
• Προσφορά και ζήτηση αγοράς για τον
καθορισμό των τιμών
• Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού οι αγορές
έρχονται σε ισορροπία
Capital circuit

Η μαρξιστική προσέγγιση
(The Marxist perspective)

• Karl Marx and Friedrich Engels: how wealth is created in the


economy and how wealth is distributed among members of society?
• Στον καπιταλιστή οικονομία, η ίδια η εργασία γίνεται εμπόρευμα.
Έτσι, οι εργαζόμενοι πωλούν την εργασία τους και λαμβάνουν
μισθούς έναντι της εργασίας τους
• Oι εργαζόμενοι προσθέτουν αξία στα εμπορεύματα τα οποία
παράγονται με την εργασία τους και αυτή η αξία είναι μεγαλύτερη
από την ανταμοιβή που παίρνουν σε αντάλλαγμα για τις
προσπάθειές τους με τη μορφή μισθών (υπεραξία εργασίας)
• Οι κάτοχοι του κεφαλαιου πρέπει να ενεργούν με γνωμονα την
μεγιστοποίηση του κέρδους (ορθολογική συμπεριφορα οπως και
στην νεοκλασική θεωρία)
• Αυτη η ορθολογικη/ατομική συμπεριφορα δεν οδηγει σε
ισορροπια
Η μαρξιστική προσέγγιση
(The Marxist perspective)
• Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα είναι μια αυξανόμενη συγκέντρωση
πλούτου στα χέρια μερικών (η καπιταλιστική τάξη) και η εξαθλίωση της
εργατικής τάξης (προλεταριάτο). Με απλά λόγια, το καπιταλιστικό σύστημα
θα εξασφαλίσει ότι οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί θα
γίνουν φτωχότεροι.
• Ο Μαρξ υποστήριξε επίσης ότι μακροπρόθεσμα, το καπιταλιστικό σύστημα
είναι μη βιώσιμο, επειδή οι αυξανόμενες αντιφάσεις θα φτάσουν το σύστημα
σε ενα σημειο που τελικά θα καταρρεύσει. Αυτό, σύμφωνα με τον Μαρξ θα
συμβεί στις πιο προηγμένες καπιταλιστικα χώρες, όπου οι αντιθέσεις μεταξύ
εργασίας και κεφαλαίου θα είναι οι μεγαλύτερες.
• Για να αποφευχθεί η κατάρευση του συστήματος, τόσο η ιδιωτικής
ιδιοκτησίας όσο και οι ταξικές σχέσεις σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας
θα πρέπει να καταργηθούν (κομμουνιστικό σύστημα)

Οι αντιφάσεις (contradictions) συμβαινουν οταν παραγονται πολλά προϊόντα


αλλά υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι που μπορούν να τα αγοράσουν.

Εναλλακτικές προσεγγίσεις.
(Alternative approaches)

• Οι προηγούμενες προσεγγίσεις εχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό - και οι δύο


εστιάζουν στις επίσημες συναλλαγές της αγοράς.
– Μainstream economics is concerned with the relationship between the demand and supply of goods or services
– The Marxist analysis, meanwhile, focuses on the difference between the price of labour (exchange value of labour
power) and the exchange value of the commodities produced by the labour.

• Ηeterodox economics vs mainstream (orthodox) economic views


– Εξέλιξη και θεσμική οικονομία (Evolutionary and institutional economics)
H οικονομία δεν περιορίζεται μόνο στις συναλλαγές της αγοράς. Ενα
ευρύτερο κοινωνικό,πολιτιστικο και θεσμικο πλαίσιο πρέπει να ληφθεί
υπόψιν ωστε να εξηγήσουμε πώς λειτουργούν οι οικονομίες.
• Θεσμικά πλαίσια> formal institutions (e.g. laws, regulations, formal
procedures) and informal institutions (e.g. habits, customs,
conventions, cultural norms, etc.)
Εναλλακτικές προσεγγίσεις.
(Alternative approaches)

• Οι εξελικτικοί και θεσμικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι


επιτυχημένες οικονομίες δεν βασίζονται αποκλειστικά στις αγορές
ή στις ιεραρχικές δομές τους. Οι επιτυχημένες οικονομίες είναι
«μικτές οικονομίες» που δίνουν έμφαση στο ρόλο του δημόσιου
τομέα και στα εναλλακτικά μέτρα πολιτικής
• Οι επιτυχημένες οικονομίες είναι όλο και περισσότερο εντατικές
στη γνώση ή βασίζονται στη γνώση (knowledge-intensive or
knowledge-based).

Πώς λειτουργεί η οικονομία στο χωρο;


• Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι όλες οι απόψεις που
παρουσιάστηκαν παραπάνω θα μπορούσαν να γίνουν
αντιληπτές έξω από τον χωρο (aspatial) Πράγματι, δεν μας
λένε πολλά για το πώς η οικονομία ή οι οικονομίες
λειτουργούν στο χώρο.

• Το ερωτημα πως λειτουργούν οι οικονομικές διαδικασίες στο


χωρο, στον τόπο και σε κλίμακες (space, place, scale) ειναι το
βασικο ερώτημα τις ΟΓ.
Νεοκλασική προσέγγιση, location
theory and beyond
• Οι δυνάμεις της αγοράς θα διασφαλίσουν ότι θα επιτευχθεί ενα είδος
ισορροπίας στο χώρο (spatial equilibrium) ή ισορροπημένη ανάπτυξη
μακροπρόθεσμα.

• Η εργασία (αντιπροσωπευει τη ζήτηση) θα μετακινηθεί από φτωχότερες


σε πλουσιότερες περιφέρειες (σε αναζήτηση υψηλότερων μισθών) και το
κεφάλαιο (αντιπροσωπευη την προσφορά) θα κινηθεί προς την αντίθετη
κατεύθυνση (σε αναζήτηση φθηνότερης εργασίας και γης).

• Στην πραγματικότητα παραδείγματα χωρικής ισορροπίας σύμφωνα με την


νεοκλασική θεωρία ειναι δύσκολο να επιτευχθούν.

Νεοκλασική προσέγγιση, location


theory and beyond
• Ένα από τα προφανή εμπόδια είναι το κόστος της απόστασης. Ο
υπολογισμός του κόστους που σχετίζεται με τη μετακίνηση ανθρώπων,
μηχανημάτων, υλικων ή αγαθών στο χώρο στο διάστημα και οι
συνέπειες του αποτελεί το βασικό πεδίο της της νεοκλασικής θεωρίας
χώρου/τοπου

• Oι δυνάμεις της αγοράς μπορούν στην πραγματικότητα να ενισχύσουν τις


υφιστάμενες ανισότητες στο χώρο. Το είδος της χωρικής ισορροπίας που
προβλέπεται από το νεοκλασικόη θεωρία είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αυτη η προσεγγιση χρησιμοποιεί τη
γλώσσα της νεοκλασικής οικονομίας για να καταλήξει σε αντίθετα
συμπεράσματα
Bασικές έννοιες και θεωρίες
• Θεωρία κέντρου και αστική ιεραρχία (Central place
theory and urban hierarchy)

• Δυνατότητα αγοράς και δυνατότητα πρόσβασης


(Market potential and connectivity-accessibility)

• Οικονομίες συσσωμάτωσης (Agglomeration


economies)

• Αθροιστική αιτιώδης συνάφεια (Cumulative causation)

Μαρξιστικές προσεγγίσεις και άνιση ανάπτυξη

• Οι μαρξιστές οικονομική γεωγράφοι δεν βλέπουν τις ανισότητες στο χώρο να


εξαλείφονται εξαιτίας της δύναμης των αγορών. Αντίθετα, θεωρούν την
ανομοιογενή ανάπτυξη ως μόνιμο, αναπόφευκτο και απαραίτητο
χαρακτηριστικό της καπιταλιστήςοικονομίας
• Η χωρική επέκταση (spatial expansion) ή χωρική επιδιόρθωση(spatial fix)
είναι ίσως ένας από τους τρόπους με τους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα
είναι σε θέση να αναβάλει την κατάρρευση που προβλέπει ο Μαρξ.
• Μια άλλη ιδέα που προσπαθεί να συλλάβει τη λειτουργία της καπιταλιστικής
οικονομίας στο χώρο είναι εκείνη των χωρικών διαιρέσεων της εργασίας
(spatial labor division)
• Σε συνάρτηση με το παραπάνω είναι και η έννοια του πυρήνα-περιφέρειας
(core-periphery)
• H ιδέα του πυρήνα-περιφέρειας προτείνει ότι υπάρχουν πλούσιες
περιφέρειες (ή χώρες) χάρη στην εκμετάλλευση αλλων περιφερειών (ή
χωρών).
• Συμφωνα με την μαρξιστική προσέγγιση, η άνιση ανάπτυξη συνδέεται
πάντοτε με τα διαρθρωτικα χαρακτηριστικά της οικονομίας
Εξελικτικές / θεσμικές προσεγγίσεις και νέα
οικονομική
γεωγραφία
• Ένα από τα βασικά σημεία που προσεγγίζει η εξελικτική
προσέγγιση είναι ότι το κοινωνικό, πολιτιστικό και θεσμικό
πλαίσιο ορίζεται σε σχέση με το χώρο (spatial specific)
• H οικονομική ευημερία των περιφερειών (ή χωρών)
εξαρτώνται από τις θεσμικές ρυθμίσεις που αυτές οι περιοχές
είναι σε θέση να δημιουργήσουν.
• Το ενδιαφέρον για τις περιφερειακές θεσμικές ρυθμίσεις
ειναι η σύνδεση τους με την εμφάνιση της αποκαλούμενης
νέας οικονομικής γεωγραφίας

Νέα οικονομική γεωγραφία

• Ενώ ο όρος «νέα οικονομική γεωγραφία» χρησιμοποιείται από


ορισμένους οικονομολόγους για να περιγράψουν τις πρόσφατες εξελίξεις
στην οικονομία σε σχέση με το χώρο (π.χ. βλ. Krugman, 2000), στον
κλάδο της γεωγραφίας χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια
προσέγγιση οικονομικής γεωγραφίας που εμπεριεχει κοινωνικά,
πολιτιστικά και πολιτικά πλαίσια στις οικονομικές διαδικασίες καθώς τα
θεωρεί ζωτικής σημασίας για τη κατανόηση της οικονομικής δυναμικής
Οικονομική Γεωγραφία

Μερος 3
Ιωάννα Γραμματικοπούλου

Γεωγραφια της παραγωγής


• Οικονομικες δραστηριοτητες
– Πρωτογενης, δευτερογενης και τριτογενης τομεας
– Που κατανεμονται στο χωρο?
– π.χ κυριαρχία του τριτογενή τομέα στις αναπτυγμένες
οικονομίες
– 3 βασικα ερωτηματα:

• Τι θα παραχθεί, πως και για ποιους;


• Σε τι ποσότητες και με τι κόστος παραγωγής;
• Που θα εγκατασταθεί η επιχείρηση;
Χωροθέτηση

Αποφασεις
• Εξεύρεση του κατάλληλου τόπου ειναι σημειο κλειδι
• Μπορει να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την
οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής
• Υπαρχει μια κοινωνικοοικονομικής δυναμική και της
πολυπλοκότητα
• Οι αναλυτές του τόπου χωροθέτησης απομονώνουν
μερικά κριτήρια που θεωρούν καθοριστικά
Βασικες σχολες
• Νεοκλασική σχολή
Παραδείγματα μοντέλων αυτής της σχολής είναι
το μοντέλο του Alfred Weber (ελαχιστοποίηση
του κόστους) και αυτό του August Lösch
(μεγιστοποίηση της ζήτησης και των εσόδων
από τις πωλήσεις).

Βασικες σχολες
• Συμπεριφορική σχολή
Βασίζεται σε εμπειρικές μελέτες της
συμπεριφοράς και της λήψης αποφάσεων

• Σχολή Πολιτικής Οικονομίας


κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες
του καπιταλισμού καθοριστικές
Κριτηρια
• Κεφαλαιο
• Γη (έδαφος, φυσικοί πόροι, κλιματολογικές
συνθήκες)
• Επιχειρηματικό περιβάλλον
• Πρώτες ύλες, αγορές και μεταφορικά κόστη
• Η ζήτηση

Πρωτογενης τομεας
Θεωρία του von Thünen
• Πρώτο μοντέλο χωροθέτησης και οργάνωσης
των αγροτικών χρήσεων γης γύρω από μια
πόλη
• Πως καθορίζονται οι τιμες Παραγωγη
• Κατονομη προσοδου γης (land rent) σε σχέση
με την απόσταση από την αγορά
• Κατανομη γεωργικής γη μεταξύ των
διαφόρων καλλιεργειών

Υποθεσεις θεωριας
1. Η πόλη βρίσκεται στο κέντρο
2. Ομοιογενεια αγροτ.περιοχης
3. Μοναδικοτητα αγορας
4. Το ιδιο ευκολη μετακινηση
5. Ορθολογικα σκεπτομενοι αγροτες
6. Τιμη βασει προσφορας και ζητησης
7. Κοστος=f(αποστασης)
Συναρτηση προσοδου γης
• 𝐿 =𝑞∗ 𝑝−𝑐 −𝑞∗𝑑∗𝐷
• L: γαιοπρόσοδος ανά μονάδα γεωργικής γης
• q : ποσότητα προϊόντος ανά μονάδα γεωργικής γης
• p : τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος
• c : κόστος ανά μονάδα προϊόντος
• d: κόστος μεταφοράς ανά μονάδα απόστασης και ανά μονάδα προϊόντος
• D : απόσταση από την αγορά (πόλη)

Διαχειριση γης
• Εντατικη vs Εκτατικης μορφης διαχειριση
• Πως επιδρα η αποσταση στη διαχειριση;
– Ενταση μειωνεται με την την αποσταση
Διαφοροποιηση υποθεσεων
• Μη αναλογικο μεταφορικο κοστος
• Διαφοροποιημενη παραγωγικοτητα
• Εναλλακτικα δικτυα μεταφορας
• Περισσοτερες αγορες

Ομοκεντροι κυκλοι του Thünen.

Το μοντελο του Thünen


• Von Thünen δημιούργησε το πρώτο μοντέλο
χωροθέτησης μόνο για τον πρωτογενή τομέα.
• Βασίζεται σε παραδοχές νεοκλασικού
χαρακτήρα που η πολύπλοκη πραγματικότητα
απορρίπτει (δεν είναι επιχειρησιακό, αλλά
αναφέρεται σε έναν πιο ορθολογικό κόσμο)
Αλλοι παραγοντες εκτος κοστους
μεταφορας
• Μαζική επέκταση των πόλεων
• Χρήση του εδάφους για κατοικίες
• Η επίδραση της αστικής απασχόλησης στην
αγροτική

Συμπερασματικα
• Οι παραγοντες χρησης γης και παραγωγής
συμφωνουν κατα πολύ με το μοντελο Thünen
• Αλλα....η εξελιξη του δικτυου μεταφορων και
των τεχνολογικων καινοτομιων επηρεάσαν
τους παραγοντες αυτους (π.χ μειωση
αποστασεων, μειωση απασχολησης στην
γεωργια κτλ)
Οικονομική Γεωγραφία

Μερος 4
Ιωάννα Γραμματικοπούλου

Bασικές έννοιες και θεωρίες


Περιεχομενα
• Θεωρία κέντρου και αστική ιεραρχία (Central place
theory and urban hierarchy)

• Δυνατότητα αγοράς και δυνατότητα συνδεσης και


προσβασιμοτητας (Market potential and connectivity-
accessibility)

• Οικονομίες συσσωμάτωσης (Agglomeration


economies)

• Αθροιστική αιτιώδης συνάφεια (Cumulative causation)


Εισαγωγη
• Ισορροπια στο χωρο (κατα την νεοκλασσικη
θεωρια)
– μετακίνηση στο χωρο δύο βασικών παραγόντων
παραγωγής – καφάλαιο και εργασια
– Η ισορροπια θα επιτευχθει ακόμα σε πιο πολύπλοκα
νεοκλασικά μοντέλα που περιλαμβάνουν άλλους
παράγοντες παραγωγής καθως αυτοί οι παράγοντες
αναποφευκτα ειτε θα εξαπλωθούν ειτε θα
διασκορπιστουν στο χωρο
• Στην πραγματική ζωή, οι παράγοντες παραγωγής
δεν μπορούν να κινηθούν «ελεύθερα» στο χωρο
κοστος μετακινησης

Χωροταξικος σχεδιασμος
• Key concepts that build upon the location
theory include central place theory, urban
hierarchy, market potential and connectivity-
accessibility
Central place theory
• Η βασικη αρχη της θεωριας αυτης ειναι η παρατήρηση
ότι ακόμη και αν ο πληθυσμός (καταναλωτές) ενος
τοπου κατανεμούνται ομοιόμορφα σε χώρο, οι
εταιρείες (οι παραγωγοί) τείνουν να συσσωρεύονται
σε συγκεκριμένες τοποθεσίες

• Γιατί οι εταιρείες τεινουν να συγκεντρωνονται σε


κεντρικα μερη; Ο παράγοντας της απόστασης εξηγούν
αυτό το φαινόμεντο (Thünen, von, 1842; Weber, 1909;
Lösh,1954; Isard, 1956; Christaller, 1966).

Central place theorem


• Οι επιχειρήσεις δεν έχουν απλώς αγορές -
έχουν περιοχές της αγοράς (market areas)
• Το μεταφορικο κοστος καθοριζει την τιμη
αγορας.
• Η επιχείρηση, χρειάζεται μια ελάχιστη
περιοχή αγοράς (minimum market area) ωστε
να προσελκυει συγκεκριμενη ζητηση. Υπαρχει
ετσι ενα ‘κατωφλι’ (threshold) αγορας το
οποιο η επιχειρηση θελει να επεκτεινει
• Η θεωρια αυτη εφαρμοζει τις αρχες τις
νεοκλασσικης θεωριας συμπεριλαμβανοντας το
κοστος μεταφορας.
• Υποστηρίζει την υπαρξη δυναμικης ισορροπιας
(dynamic equilibrium) η οποια επιτυγχανεται
καθως οι εταιριες κινουνται και τοποθετουνται
σε κεντρικα σημεια στο χωρο εως οτου η περιοχη
καλυφθει απο σημεια αγορας (market areas) που
επικαλυπτονται και η ζήτηση ικανοποιειται απο
την προσφορα με τον πιο αποτελεσματικο τροπο.

Central place theorem


• Αυτη η δυναμική οδηγει σε μια μορφη
ιεραρχιας των κεντρικων σημειων urban
hierarchy
Market potential and connectivity-
accessibility
• Συνδεση και προσβαση περιγραφουν την
ευκολια με την οποια ανθρωποι, υλικα και
πληροφοριες μετακινουνται απο τον ενα
χωρο στον αλλο (μεσα στην ιδια περιοχη αλλα
και μεταξυ περιοχων)
• Σημασια μεταφορικών δικτυων και
τηλεπικοινωνιακων δικτυων
• Μειωνουν το κοστος μεταφορας

Market potential and connectivity-


accessibility
• Συνδεση> αφορα χαρακτηριστικα του δικτυου
μεταφορας ή επικοινωνιας
• Μετρηση>
• 1. Επιπεδο συνδεσιμότητας μεσω δεικτών
(beta indicator)
• Επιπεδο συνδεσιμοτητας μεμονομενων
κομβων (node) μεσα στο δικτυο (Αριθ.
αμεσων συνδεσεων).
Beta indicator

Accesibility
• Προσβασιμοτητα> σημασια τοσο στην
γεωγραφικη αποσταση μεταξυ κομβων οσο
και στα χαρακτηριστικα των κομβων και στην
ελκυστικοτητα των κομβων
• Η ελκυστικότητα αντανακλαται στο μεγεθος
της αγορας (market size) και της οικονομικης
δραστηριοτητας (economic mass)
καλυτερες προοπτικες στην αγορα (market
potential)
Market potential
𝑀𝑗
• 𝑃𝑖 = where 𝑗 = 1 𝑗=𝑛
𝐷𝑖𝑗
• P market potential of region I
• M market mass (e.g. population) of all regions
j
• D distance between i and j

Market potential vs. central place


theorem
• Η εννοια της δυναμικης της αγορας δινει πιο
ικανοποιητικες απαντησεις σε ζητηματα χωροθετησης των
επιχειρησεων απο οτι η θεωρια κεντρικου σημειου η οποια
εξεταζει μονο το κοστος μεταφορας.

• Επιπλεον εξηγηση αναφορικα με το γιατί οι οικονομικές


δραστηριότητες δεν διασκορπίζονται στο χωρο απλα,
δίνονται και μέσω των εννοιων:
1. οικονομικής συσσωμάτωσης/συσσωρευση (economic
agglomeration)
2. κλιμακας οικονομιας (economy of scales) , αυξανόμενες
αποδόσεις (increasing returns)
3. αθροιστική αιτιότητα (cumulative causation)
Economic agglomeration

• Η προοπτικη της αγορας βασιζεται στην υποθεση


οτι οσο μεγαλυτερη ειναι η αγορα στην οποια
κινητοποιειται η επιχειρηση τοσο μεγαλυτερες
ειναι οι προοπτικες κερδους και αναπτυξης
• Υπαρχει ομως και μια ακομα παραμετρος> η
κοινη χωροθετηση των επιχειρησεων (clustering
of firms) που οδηγει σε οικονομιες συσσωρευσης
• Τα οφελη αυτης της συσσωρευσης ειναι λογω
οικονομιων κλιμακας και αυξανομενων
αποδοσεων κλιμακας

Economy of scales
• Δυο τυποι οικονομιων κλιμακας> εσωτερικες
οικονομιες κλιμακας και εξωτερικες
• Οι εσωτερικες οικονομιες συνδεονται με το
καταμερισμο εργασιας και την αυξηση της
αποδοτικοτητας της εργασιας
• Οι εξωτερικες οικονομιες αναφερονται στην
επιτευξη ικανοποιητικης ζητησης στο χωρο
συσσωρευσης των επιχειρησεων
Agglomeration and economy of scales
• Η κοινη χωροθετηση (clustering) βοηθαει στο
να αναπτυχθουν οικονομιες κλιμακας
• Οι επιχειρησεις που συσσωρευονται μαζι στο
χωρο παρεχουν μεταξυ τους βασικες εισροες
και αγορες
• Παραδειγμα>
– Εξειδικευμενο προσωπικο σε τοπικη κλιμακα
– Ανταλλαγη γνωσεων μεταξυ των επιχειρησεων

Συνεργατικα οφελη
• Οφελη επιχειρησεων που χωροθετουνται μαζι
– τη συλλογική χρήση της υποδομής μεταφορών
και της επικοινωνίας
– η τοπική διαθεσιμότητα ειδικευμένου εργατικού
δυναμικού
– πρόσβαση σε ερευνητικές εγκαταστάσεις
– γειτνίαση με βοηθητικές βιομηχανίες (υλικά,
εξαρτήματα, μηχανήματα,εξειδικευμένες
υπηρεσίες - όπως αυτές που περιγράφονται
παραπάνω)
Cumulative causation
• Η θεωρια της αθροιστικης αιτιοτητας αφορα σε
μια αλυσιδωτη σειρα φαινομενων που οδηγει
στην μεγαλυτερη πολωση μεταξυ πλουσιων
(core) και φτωχων περιφερειων (economically
peripheral)
• Στις πλούσιες περιοχές με ισχυρές οικονομίες
συσσωμάτωσης συχνα επιτυγχανεται ενας
κυκλος αναπτυξης στον οποιο η «επιτυχία
παράγει περισσοτερη επιτυχία »
• Αυτο οφειλεται στην πολλαπλασιαστική
επιδραση (multiplier effect)

Κυκλος αναπτυξης
• Οι επιχειρησεις που επεκτεινονται δημιουργουν
περισσοτερες θεσεις εργασιας και αυξηση
τοπικου πληθυσμου
• Αυτο οδηγει σε μεγαλυτερη ζητηση για αγαθα
και υπηρεσιες
• Και με τη σειρα του σε περαιτερω επεκταση των
επιχειρησεων
• Το οποιο θα ενδυναμωσει την μακροοικονομια
της περιοχης και της δυνατοτητες σε επενδυσεις
υποδομων
Backwash effect
• Ο κυκλος αναπτυξης οδηγει σε οικονομιες
συσσωρευσης οι οποιες συμβαινουν εις βαρος
αλλων περιφερειων
• Αυτο οδηγει σε μια αντιστροφη επιδραση
(backwash effect) οπου παρατηρειται μια ροη
κεφαλαιου και εργατικου δυναμικου απο τις
φτωχες/υποβαθμισμενες περιοχες στις πλουσιες
περιοχες
• Αυτό το πολωμένο φαινομενο στο χωρο οριζεται
ως το φαινομενο «περιφερειας πυρηνας» (core
periphery) (π.χ. βλέπε Krugman, 1991).

Spread effect
• Η συσσωρευση των οικονομιων απο καποιο οριο
και μετα μπορει να οδηγησει σε μειωμενες
αποδοσεις κλιμακας. Γιατι;>
– Αρνητικες οικονομιες μπορεί να εμφανιστούν σε
μεγάλες πόλεις και μπορεί να περιλαμβάνουν το
απαγορευτικό κόστος της γης, το κόστος εργασίας, τη
ρύπανση και την κυκλοφοριακη συμφόρηση
– Αυτες οι αρνητικες οικονομιες μπορει να οδηγησουν
σε αποκεντροποιηση και την μεταφορα των
επιχειρησεων σε λιγοτερο αναπτυγμενες περιοχες
(spread effect)
Spread vs backwash effect
• Η αντιστροφη επιδραση (backwash effect) θα
ειναι παντα μεγαλυτερη απο την επιδραση
αποκεντροποιησης (spread effect) εξαιτίας
της αθροιστικης αιτιοτητας (cumulative
causation) οδηγώντας στην πολωση μεταξυ
των περιοφερειων και οχι στη χωρικη
ισορροπια (spatial equilibrium) που
προβλεπει η νεοκλασσικη θεωρια.

You might also like