Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 1

ENOTHTA 6

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Πίνω

Αρχαία Ελληνική

ὁ ποτισμός: το πότισμα

Αρχαία / Νέα Ελληνική

τὸ ποτόν: ότι πίνεται

ὁ πότης: αυτός που πίνει πολύ

ἡ πόσις: το να πίνει κανείς

ποτίζω: δίνω σε κάποιον να πιει ή ρίχνω νερό

καταπίνω: κατεβάζω ποτό ή τροφή στο στομάχι / (μτφ.) εξαφανίζω / (μτφ.)


αποδέχομαι παθητικά

ἡ κατάποσις: η προώθηση φαγητού ή τροφής στο στομάχι

ἡ πρόποσις: τα λόγια προς τιμήν ή στην υγειά κάποιου πριν πιουν

ὁ συμπότης: αυτός που πίνει μαζί με άλλους / αυτός που συμμετέχει σε συμπόσιο

τό συμπόσιον: συνεστίαση, φαγοπότι / (ν.ε.) συνεδρίαση επιστημόνων μπροστά σε


κοινό με σκοπό τη συζήτηση συγκεκριμένου θέματος

ἡ ὑδροποσία: το να πίνει κανείς νερό

ὁ οἰνοπότης: αυτός που πίνει πολύ κρασί

ἡ οἰνοποσία: η υπέρμετρη κατανάλωση κρασιού

ἡδύποτος: αυτός που έχει γλυκιά γεύση όταν τον πίνεις

Νέα Ελληνική

πιόμα: ότι πίνεται

πιωμένος: αυτός που έχει πιει πολύ, μεθυσμένος

ποτοποιός: αυτός που φτιάχνει ποτά

ποτοαπαγόρευση: απαγόρευση παραγωγής, πώλησης και κατανάλωσης αλκοολούχων


ποτών (εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ την περίοδο 1919-1930).

You might also like