Professional Documents
Culture Documents
Άρθρο Βαρουφάκη Final 2
Άρθρο Βαρουφάκη Final 2
Από πρώτη άποψη είναι όντως δύσκολο να εντοπιστεί μία συνεκτική αναλυτική βάση
πίσω από τα εκάστοτε Βαρουφάκεια πονήματα. Είναι πάντα μηντιακά πυροτεχνήματα
με ψήγματα επιστημονικών εννοιών συνήθως ατάκτως ερριμένων. Σε όλα βέβαια
υφέρπει μία Κεϋνσιανή αντίληψη που, όμως, συχνά προσμηγνύεται με ετερόκλητα
διαφημιστικά επιχειρήματα.
Όσον αφορά το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ, μία ιδέα για τις όποιες θεωρητικές ορίζουσες του
δίνεται από το άρθρο Βαρουφάκη «Let the Banks Burn» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο
Project Syndicate. Στο κείμενο αυτό ο Βαρουφάκης επέρριψε στις ρυθμιστικές αρχές
τις ευθύνες για τις πρόσφατες τραπεζικές αναταράξεις, σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές
απόψεις που επικρίνουν την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μάλιστα, τις κατηγορεί ότι «δηλητηρίασαν τα λεφτά της Δύσης». Ειρήσθω εν
παρόδω, ότι οι πιο σκληρές Νεοφιλελεύθερες απόψεις υποστηρίζουν κάτι παρόμοιο
απαιτώντας – ήδη από την κρίση του 2007/8 - να αφήνονται οι τράπεζες να
χρεωκοπήσουν.
Ο Βαρουφάκης ξεκινά το άρθρο του τονίζοντας ότι η σημερινή τραπεζική κρίση
διαφέρει από εκείνην που έλαβε χώρα το 2007/8 στο εξής. Ενώ η δεύτερη ήταν
αποτέλεσμα της απληστίας διαπλεκόμενων τραπεζών και οίκων αξιολόγησης που
λειτουργούσαν κερδοσκοπικά και δεν συμμορφώθηκαν με τους κανονισμούς, η
πρώτη οφείλεται στην φιλοτραπεζική κρατική πολιτική δύο ταχυτήτων που
εφαρμόστηκε από το 2008 και έπειτα, η οποία με το ένα χέρι παρείχε φτηνό χρήμα
στους τραπεζίτες, ενώ με το άλλο χέρι επέβαλε σκληρή λιτότητα στους πολλούς. Σαν
λύση προτείνει «να τιναχθεί στον αέρα» το τρέχων εκμεταλλευτικό τραπεζικό
σύστημα και να αντικατασταθεί από ένα υγιές, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει
δεσπόζοντα ρόλο.
Τρία βασικά ζητήματα προκύπτουν από την ανάλυση(;) αυτή.
Πρώτον, ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι οι τρέχουσες αναταράξεις στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και δεν έχουν
καμία σχέση με την πραγματική συσσώρευση. Πρόκειται για μία επιπόλαιη άποψη
που συμβαδίζει ρητά με την θεωρία της χρηματιστικοποίησης. Η τελευταία
υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει ένας νέος καπιταλισμός όπου κυριαρχεί το χρηματικό
κεφάλαιο, ενώ στον παλιό κυριαρχούσε το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σ’ αυτό το νέο
καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο δεν αντλεί κέρδη μόνο μέσω της αναδιανομής
της υπεραξίας (που υπεξαιρεί το βιομηχανικό κεφάλαιο από την εργασία). Αλλά,
επιπρόσθετα και πιο σημαντικά, εκμεταλλεύεται τοκογλυφικά την κοινωνία συνολικά
(δηλαδή τόσο την εργασία όσο και τις άλλες μερίδες του κεφαλαίου). Συνεπώς, σαν
διαδικασία εκμετάλλευσης η υπεξαίρεση υπεραξίας περνά σε δεύτερη μοίρα και τον
πρώτο ρόλο αναλαμβάνει η τοκογλυφία. Με βάση αυτή την εσφαλμένη θεωρία της
χρηματιστικοποίησης το βασικό πρόβλημα στο «νέο» καπιταλισμό δεν είναι η
εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο αλλά η εκμετάλλευση «όλων» (!!!) -
κατά τον συνοδοιπόρο του Βαρουφάκη Κ.Λαπαβίτσα - από το χρηματοπιστωτικό
σύστημα.
Δεύτερον, στην ανάλυση αυτή ο «νέος» καπιταλισμός αποτελείται από τρεις τάξεις
(τραπεζίτες, βιομήχανοι, εργάτες) αντί για δύο (καπιταλιστές, εργάτες). Αυτή η
άρρητη ταξική ανάλυση συμπίπτει με την άρρητη ταξική ανάλυση του Keynes και
φυσικά απέχει δραματικά τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από την καπιταλιστική
πραγματικότητα. Για τον Keynes ο καπιταλισμός κινδυνεύει από την ενίσχυση των
τραπεζιτών που δεν κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και επιπλέον στερούν πόρους
από τους βιομηχάνους. Οι εργάτες το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να
βοηθήσουν τους βιομήχανους στο να περιορίσουν τους τραπεζίτες. Μόνο έτσι
μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερους μισθούς. Χαρακτηριστικά, ο Γ.Βαρουφάκης
υποστηρίζει ότι η τάξη των «πιστωτών και των τραπεζών» σφίγγει τη θηλιά στο
λαιμό συνολικά της κοινωνίας.
Τρίτον, ο Βαρουφάκης θίγει - en passant ως συνήθως – το ζήτημα της θεωρίας του
επιτοκίου. Υποστηρίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες με τις πολιτικές τους «κατέστησαν
πλέον αδύνατη την επικράτηση ενός ενιαίου ονομαστικού επιτοκίου ισορροπίας που
θα εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά χρήματος και
θα απέτρεπε τις τραπεζικές χρεοκοπίες».
Στα πρώτα δύο ζητήματα έχει γίνει ήδη αναφορά σε προηγούμενο άρθρο («Να
καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον
κόσμο» – ΠΡΙΝ 8-4-2023). Παρακάτω θα ασχοληθούμε με το τρίτο ζήτημα (δηλαδή
την θεωρία του επιτοκίου) και θα δείξουμε τις αναλυτικές αλχημείες του Βαρουφάκη.
Θεωρίες επιτοκίου
Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις για το επιτόκιο. Θα ξεκινήσουμε με τις δύο
σημαντικότερες αστικές θεωρίες επιτοκίου και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε
ξέχωρα από αυτές τη σχετική θεωρία του Marx. Όπως θα τεκμηριωθεί παρακάτω,
πρόκειται για μια διάκριση που δεν γίνεται απλά για λόγους παρουσίασης, αλλά για
λόγους επιστημονικής ουσίας.
Η πρώτη εκ των δύο βασικών αστικών θεωριών για το επιτόκιο, είναι η Νεοκλασική
Θεωρία των Δανειακών Χρηματικών Κεφαλαίων ή Loanable Funds Theory (LFT).
Η κεντρική της ιδέα περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου
στην οικονομία, με το οποίο εξισώνεται αργά ή γρήγορα το επιτόκιο της αγοράς. Το
βάρος της προσαρμογής «πέφτει» στο δεύτερο κάθε φορά που οι αποταμιεύσεις
αποκλίνουν από τις επενδύσεις. Πιο αναλυτικά, όταν οι επενδύσεις υπερβαίνουν τις
αποταμιεύσεις και το επιτόκιο της αγοράς είναι χαμηλότερο από το φυσικό επιτόκιο,
τότε το πρώτο αυξάνεται μέχρι να εξισωθεί με το δεύτερο, επιφέροντας παράλληλα
και την εξίσωση των αποταμιεύσεων με τις επενδύσεις. Ο αντίστροφος μηχανισμός
προσαρμογής λαμβάνει χώρα όταν οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων,
ώστε στο τέλος η οικονομία να καταλήγει πάντα στην ισορροπία.
Όμως από τι καθορίζεται το φυσικό επιτόκιο στην LFT; Στα νεοκλασικά οικονομικά
το επιτόκιο ορίζεται ως η αμοιβή για την αποχή από την κατανάλωση και αποτελεί
μία πραγματική μεταβλητή. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό ως απόδοση, η οποία
μάλιστα δεν διαφέρει σε τίποτα από τις υπόλοιπες αποδόσεις της αγοράς. Συνεπώς,
προκύπτει ότι το φυσικό επιτόκιο καθορίζεται από τις πραγματικές δυνάμεις της
οικονομίας και συγκεκριμένα από τη νεοκλασική Οριακή Αποδοτικότητα του
Κεφαλαίου (ΟΑΚ). Επί προσθέτως, το πρώτο εξισώνεται με την δεύτερη, καθώς στη
Νεοκλασική θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού, όλες οι αποδόσεις της αγοράς
θεωρούνται ίσες. Ορισμένες εκδοχές των νεοκλασικών οικονομικών διατείνονται ότι
αυτή η εξίσωση επιτυγχάνεται μόνο μακροχρόνια (Νόμος του Walras), ενώ κάποιες
πιο δογματικές εκδοχές τους, υποστηρίζουν ότι λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως
χρονικού ορίζοντα (Νόμος του Say).
Η δεύτερη αστική θεωρία επιτοκίου διατυπώθηκε από τον Keynes, ο οποίος όρισε το
επιτόκιο ως την αμοιβή για την αποχή των ατόμων από τη ρευστότητα (και όχι από
την κατανάλωση). Έπειτα, υποστήριξε ότι το επιτόκιο είναι μια νομισματική (και όχι
πραγματική) μεταβλητή που καθορίζεται στην αγορά χρήματος από την
αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστό. Αν και κατά καιρούς
έχουν διατυπωθεί διάφορες ενστάσεις σχετικά με την εξωγένεια του χρήματος στην
Κεϋνσιανή θεωρία, η επικρατέστερη γνώμη στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι ότι
στη «Θεωρία Προτίμησης Ρευστότητας ή Liquidity Preference Theory (LPT)», η
προσφορά χρήματος προσδιορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα, ενώ η
ζήτηση χρήματος εξαρτάται θετικά από το εισόδημα και αρνητικά από το ονομαστικό
επιτόκιο.
Επομένως, σε αντιπαραβολή με τη νεοκλασική LFT, ο Keynes έδωσε έμφαση στο
ονομαστικό και όχι στο πραγματικό επιτόκιο. Αν και στη «Γενική Θεωρία»
αναφέρεται η έννοια του φυσικού επιτοκίου (το επιτόκιο που επικρατεί σε συνθήκες
πλήρους απασχόλησης), ο Keynes τόνισε ότι η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά
και τη ζήτηση χρήματος σε αντιστοιχία με ότι συμβαίνει σε όλες τις άλλες αγορές του
καπιταλισμού, αποτελεί περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα και μπορεί να
επιτευχθεί υπό όρους και μόνο μέσω της ενεργής κρατικής παρέμβασης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Keynes, οι αγορές δεν μπορούν να εγγυηθούν την
αυτόματη εξισορρόπηση της ΟΑΚ με το ονομαστικό επιτόκιο. Εδώ αξίζει να
σημειωθεί ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματά του Keynes στη «Γενική Θεωρία»,
ήταν ότι η ΟΑΚ εξαρτάται από το επιτόκιο και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, αν
δεχτούμε ότι η ΟΑΚ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κεινσιανή εκδοχή του
ποσοστού κέρδους (κάτι που θα αναλύσουμε περαιτέρω στη συνέχεια), ο Keynes
αντέστρεψε το βέλος της αιτιότητας των νεοκλασικών, τοποθετώντας στο σημείο
αφετηρίας του δικού του σχήματός το νομισματικό τομέα και όχι την πραγματική
οικονομία.
Η τρίτη είναι η θεωρία που ανέπτυξε ο Marx στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Μία
από τις θεμελιώδεις διαφορές της Μαρξιστικής (αλλά και της Κλασικής) Πολιτικής
Οικονομίας από τα Οικονομικά, είναι ότι η πρώτη χρησιμοποιεί την Εργασιακή
Θεωρία της Αξίας (ΕΘΑ) ως το βασικό αναλυτικό και θεωρητικό της εργαλείο. Αν
και με μία επιπόλαια ματιά θα έλεγε κανείς ότι η ΕΘΑ αφορά μόνο τον προσδιορισμό
των τιμών των εμπορευμάτων στη σφαίρα της παραγωγής, στην πραγματικότητα
αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η Μαρξιστική νομισματική
ανάλυση.
Αν και ένα τόσο σύνθετο ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί σε μία παράγραφο, φαίνεται
πως τόσο η μία, όσο και η άλλη προσέγγιση έχουν δίκιο σε ένα μέρος τους και άδικο
σε ένα άλλο. Αρχικά, ο Fine φαίνεται πως έχει δίκιο στο εξής. Στον Marx, το επιτόκιο
εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο
(ΔΧΚ). Εφόσον λοιπόν το ΔΧΚ δεν είναι εμπόρευμα, προκύπτει λογικά ότι το
φυσικό επιτόκιο δεν είναι συμβατό με τη Μαρξική Θεωρία. Ωστόσο, από αυτό το
συμπέρασμα δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν
εξισώνεται με το γενικό. Ειδικά αν το επιχείρημα για να υποστηρίξει κανείς κάτι
τέτοιο είναι τα εμπόδια εισόδου στον τραπεζικό κλάδο, μάλλον πρόκειται για ένα
αδύναμο επιχείρημα, καθώς ανάλογα (ίσως και ισχυρότερα) εμπόδια εισόδου μπορεί
να εντοπίσει κανείς και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επίσης, στο θεωρητικό
και αναλυτικό πλαίσιο της ΕΘΑ, είναι εξίσου προβληματικό το να οριστεί μια φυσική
τιμή για κάτι που καθορίζεται αμιγώς από τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και όχι από
τις ώρες κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας.
Τέλος, για τον Marx ήταν ξεκάθαρο ότι το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από την
πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Στη Μαρξιστική Πολιτική
Οικονομία, ο τόκος αποτελεί ένα μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται στη σφαίρα
της παραγωγής. Συνεπώς, το ανώτατό όριο του επιτοκίου δίνεται από το ανώτατο
όριο της τελευταίας, δηλαδή από το γενικό ποσοστό κέρδους. Σχετικά με το
κατώτατό όριο του επιτοκίου, ενώ θεωρητικά είναι το μηδέν, πρακτικά είναι πάντα
ένας θετικός αριθμός που εξαρτάται από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο και τους
συσχετισμούς δύναμης εντός της τάξης των καπιταλιστών.
H ανάλυση του Marx διαφέρει τόσο από τη νεοκλασική LFT, όσο και από την
Κεϋνσιανή LPT, πρώτα και κύρια στο ότι ο Marx δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη ενός
φυσικού επιτοκίου. Ουσιαστικά, η μόνη διαφορά του Keynes από τους
Νεοκλασικούς, είναι ότι ενώ για τους δεύτερους η ισορροπία αποτελεί τη φυσική
τάξη των πραγμάτων, για τον πρώτο είναι ένα ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται
σχεδόν ποτέ χωρίς την κρατική παρέμβαση, λόγω της εγγενούς αστάθειας των
αγορών. Δηλαδή, η έννοια του φυσικού επιτοκίου υπάρχει και στον Keynes, απλά
επικρατεί πιο σπάνια στο δικό του θεωρητικό σχήμα και για αυτό γίνεται
δυσκολότερα διακριτή.
Φαινομενικά, η προσέγγιση του Marx δείχνει να έχει κάποια κοινά με την LFT,
καθώς αμφότεροι εντοπίζουν σωστά πως η αιτιότητα ξεκινά από την πραγματική
οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς καλύτερα, θα
εντοπίσει την εξής σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Για τη νεοκλασική θεωρία, το
χρήμα είναι ένα πέπλο που λειτουργεί απλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των
συναλλαγών. Δηλαδή, στο νεοκλασικό σχήμα, οι νομισματικές μεταβλητές
προσαρμόζονται παθητικά στις πραγματικές, χωρίς να τους ασκούν ουσιαστικά την
παραμικρή επίδραση. Στον Marx αυτό δεν ισχύει, καθώς το χρήμα, ειδικά από τη
στιγμή που λειτουργεί ως κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. Εδώ βέβαια
χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί παρά το ότι ο Marx αναγνώρισε ορισμένους
βαθμούς ελευθερίας στο χρήμα, ταυτόχρονα παρέμεινε σταθερός στην αντίληψή του
για την πρωτοκαθεδρία της σφαίρας της παραγωγής. Αν το παραλείψει κανείς αυτό,
μπορεί πολύ εύκολα να μεταπηδήσει στη θεωρία της χρηματιστικοποίησης.
Μία εξίσου σημαντική διαφορά της LFT από τη Μαρξιστική θεωρία επιτοκίου, είναι
ότι στην πρώτη, η πηγή του δανειακού χρηματικού κεφαλαίου είναι το απόθεμα των
αποταμιεύσεων της οικονομίας. Αντιθέτως, στον Marx, είναι το αδρανές χρήμα που
θησαυρίζεται συνειδητά στο παραγωγικό κύκλωμα από τους καπιταλιστές (για μια
σειρά λόγους) και διοχετεύεται σε δεύτερο χρόνο στις τράπεζες (ή στο
χρηματιστήριο). Οι αποταμιεύσεις διαφέρουν από το αδρανές χρήμα στο ότι ενώ οι
πρώτες αποτελούν πραγματικό πλούτο, το δεύτερο είναι απλώς μία αδρανής
χρηματική μάζα.
Η ουσία πίσω από αυτήν τη φαινομενικά μικρή διαφορά, είναι ότι μόνο ο Marx
αναγνώρισε ότι η λειτουργία του θησαυρισμού είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις
λειτουργίες του χρήματος. Υποστήριξε μάλιστα ότι σε αυτήν τη λειτουργία μπορεί να
οφείλεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στις συνολικές πωλήσεις και τις συνολικές
αγορές και επομένως, η κατάρριψη του νόμου του Say. Αντιθέτως, τα νεοκλασικά
οικονομικά δεν καταπιάνονται με το ζήτημα του θησαυρισμού. Αυτό είναι απολύτως
λογικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νεοκλασική σχολή (όπως και η Κλασική
Πολιτική Οικονομία) αποδέχτηκε το νόμο του Say, μένοντας πιστή στη δογματική
της αντίληψη περί αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Προφανώς, ο θησαυρισμός όπως και
κάθε άλλη πηγή ανισορροπίας δεν έχουν θέση σε ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο
η ισορροπία είναι ότι το Κοράνι για τους Μουσουλμάνους και το Ευαγγέλιο για τους
Χριστιανούς.
Σχετικά με τις διαφορές του Marx από τον Keynes, όπως αναφέραμε ήδη, στον
δεύτερο το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από το ονομαστικό επιτόκιο και καταλήγει
στην ΟΑΚ, δηλαδή ξεκινά από το νομισματικό τομέα και καταλήγει στην πραγματική
οικονομία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι σε αντιπαραβολή με το
Marxικό ποσοστό κέρδους, η Κεϋνσιανή ΟΑΚ, ακόμα και αν δεχτούμε ότι αποτελεί
τον πιο αντιπροσωπευτικό Κεϋνσιανό δείκτη κερδοφορίας, δεν εξαρτάται από τα
δομικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή από τα συνολικά κόστη, τη συνολική
υπεραξία και την παραγωγικότητα, αλλά από τις προσδοκίες για τη μελλοντική
ζήτηση. Συνεπώς, διαφέρει ουσιωδώς από το Μαρξικό ποσοστό κέρδους.
Τέλος, ενώ στον Keynes το επιτόκιο καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση
για χρήμα, στον Marx καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για ΔΧΚ. Εδώ
συγκρούονται δύο ολότελα διαφορετικές θεωρίες χρήματος. Ενώ τόσο η Μαρξιστική
θεωρία χρήματος όσο και η LPT αποδέχονται ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται και
δανείζουν χρήματα, μόνο στον Marx το χρήμα λειτουργεί πρωτίστως ως κεφάλαιο.
Για αυτό ο Marx ανέλυσε τις τράπεζες ως γνήσιες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που
εμπλέκονται σε διαδικασίες δανεισμού (και όχι μόνο) με σκοπό το κέρδος, ενώ ο
Keynes τελικά δεν μπόρεσε να υπερβεί τη νεοκλασική αντίληψη των τραπεζών ως
παθητικών διαμεσολαβητών που απλά παρέχουν ρευστό στα άτομα. Ακόμα και η
κεινσιανή ζήτηση χρήματος για κερδοσκοπικούς λόγους δεν προσιδιάζει στη
Μαρξική λειτουργία του χρήματος ως κεφαλαίου.
3. Συμπεράσματα
Τις περισσότερες φορές ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με φωνές, συνθήματα, ύβρεις
και επίκληση στο συναίσθημα. Σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτικάντηδες και
καριερίστες που χτίζουν ονόματα και περιουσίες σε βάρος του λαού, τα επιστημονικά
επιχειρήματα και οι εποικοδομητικές διαφωνίες σπανίζουν.
Το βασικό συμπέρασμα του παραπάνω κειμένου είναι ότι από επιστημονικής
πλευράς, οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο «Let the Banks Burn» όπως και οι
αντίστοιχες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αποτελούν ένα μείγμα αστικών-
συστημικών θεωριών, με κυρίαρχη τη Νέα Κεϋνσιανή αντίληψη (δεξιός
Κεϋνσιανισμός), αλλά και με έντονα τα στοιχεία τόσο της Νεοκλασικής, όσο και της
Αυστριακής οικονομικής σκέψης, ειδικά σε επιμέρους σημεία. Το γενικό πνεύμα του
άρθρου, είναι ότι οι εύρυθμες αγορές μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό, αρκεί
να μην μπαίνουν εμπόδιο στη λειτουργία τους διάφορες στρεβλώσεις, όπως είναι οι
ταξικά μεροληπτικές ρυθμιστικές αρχές, ή οι άπληστες και διεφθαρμένες ιδιωτικές
τράπεζες. Για να αποφευχθούν αυτά τα εμπόδια, προτείνεται η δημιουργία ενός δήθεν
φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος με σπονδυλική στήλη την Κεντρική Τράπεζα, η
οποία θα συνυπάρχει αρμονικά με τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, υποστηρίζουμε τα εξής. Εύρυθμες αγορές με
κερδισμένες και τις δύο τάξεις της κοινωνίας δεν υπήρξαν και δεν πρόκειται να
υπάρξουν ποτέ. Στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, οι τράπεζες θα
αποτελούν πάντα καπιταλιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με γνώμονα το
κέρδος, ενώ η Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων τους.
Συνεπώς, το βασικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς τη βέλτιστη μορφή
τραπεζικής διαχείρισης μέσα στον καπιταλισμό, αλλά το να επιλέξει αν θα πρέπει να
υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στις τράπεζες ή αν θα πρέπει οι τελευταίες να βρίσκονται
κάτω από κοινωνικό έλεγχο, κάτι που φυσικά προϋποθέτει την επαναστατική
ανατροπή της κοινωνίας.
Το τελευταίο όμως δεν είναι υπόθεση που αφορά συστημικούς διάττοντες αστέρες
σαν τον Βαρουφάκη ούτε τους πολιτικά πειναλέοντες ψευδο-αριστερούς
συνοδοιπόρους του. Αυτή είναι υπόθεση του κόσμου της εργασίας και της
ανατρεπτικής Αριστεράς (δηλαδή της μόνης Αριστεράς που είναι άξια του ονόματος
της).